05.10.2013 Views

ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ - ΤΟΜΟΣ Α

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

<strong>ΤΗΣ</strong> <strong>ΓΛΩΣΣ<strong>Α</strong>Σ</strong><br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Κ<strong>Α</strong>ΜΩΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Επιλογή Ύλης, Κείμενα : Δημήτρης Φιλελές<br />

Επιμέλεια : Γιώργος Βλάχος<br />

Εξώφυλλο, Εικονογράφηση : Πένυ Κωνσταντίνου<br />

© <strong>Α</strong>ίσια Λ. <strong>Α</strong>λφαντή<br />

Ηλεκτρονικές Εκδόσεις, 2013<br />

<strong>Α</strong>ττάλου 19 - 142 31 <strong>Α</strong>θήνα<br />

ISBN : 978-618-80401-1-3<br />

<strong>Α</strong>παγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου του<br />

έργου και του συνοδευτικού εικονογραφικού υλικού<br />

χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.<br />

e-mail : info@daimonapps.com


Της<br />

γλώσσας<br />

τα<br />

καμώματα<br />

Δημήτρης Φιλελές<br />

Τόμος α΄


<strong>Α</strong>ΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ<br />

Η ελληνική γλώσσα είναι ένα ποτάμι που κυλά<br />

αφρισμένο και ολοζώντανο μέσα στο χρόνο<br />

αναπαράγοντας αδιάκοπα τα κύτταρά της<br />

ανατροφοδοτώντας τις αστείρευτες πηγές της<br />

δημιουργώντας νέες λέξεις και φράσεις<br />

κεντρίζοντας κάθε στιγμή το ενδιαφέρον<br />

όλων όσων επιθυμούν να περιπλανηθούν<br />

στον απολαυστικό κόσμο των εννοιών<br />

όχι για τον προορισμό αλλά για το ταξίδι…<br />

Δημήτρης Φιλελές


<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>ΔΗΜΙ<strong>Α</strong> ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΩΝΟΣ<br />

Ο <strong>Α</strong>κάδημος, μυθικός ήρωας της αττικής γης, τιμόταν εξίσου και<br />

από τους Σπαρτιάτες επειδή κάποτε είχε βοηθήσει τους<br />

Διόσκουρους, γιους της Λήδας, κόρης του Σπαρτιάτη βασιλιά<br />

Τυνδάρεω. Το 380 π.χ. ο Πλάτωνας αποφάσισε να ιδρύσει τη<br />

φιλοσοφική σχολή του στο ιερό άλσος του <strong>Α</strong>καδήμου.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε επικράτησε η ονομασία <strong>Α</strong>καδημία Πλάτωνος για την<br />

περιοχή, ενώ προς τιμή του μεγάλου φιλόσοφου <strong>Α</strong>καδημία<br />

ονομάζεται διεθνώς το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα κάθε χώρας<br />

ανά τον κόσμο. Συμπληρωματικά, ας γνωρίζουμε ότι η<br />

<strong>Α</strong>καδημία <strong>Α</strong>θηνών δημιουργήθηκε το 1920.<br />

<strong>Α</strong>ΚΟΜ<strong>Α</strong> ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔ<strong>Α</strong>ΝΕ,<br />

ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗ ΤΟΝΕ Β<strong>Α</strong>ΦΤΙΣ<strong>Α</strong>ΝΕ<br />

Για όσα προκαταβολικά θεωρεί κάποιος ότι θα συμβούν τότε<br />

που αυτός θέλει, αλλά και όπως ακριβώς τα έχει σχεδιάσει στο<br />

μυαλό του, αναφέρουμε αυτή την χαρακτηριστική φράση.


Η προέλευσή της έχει να κάνει με τον θρυλικό Γέρο του Μοριά,<br />

τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και τον μελλοντικό κουμπάρο του<br />

<strong>Α</strong>γγελάκη Νικηταρά, στον οποίο είχε υποσχεθεί πως θα του<br />

βαφτίσει το παιδί. Επιπλέον, ο πατέρας του παιδιού, παρά την<br />

επιθυμία του να βαφτίσει το παιδί Γιάννη, αποφάσισε να το<br />

ονοματίσει Θοδωρή προκειμένου να τιμήσει τον ένδοξο<br />

στρατηγό.<br />

Ο Κολοκοτρώνης του υποσχέθηκε πως θα κατεβεί στο χωριό με<br />

την πρώτη ευκαιρία. Όμως πέρασε ένας ολόκληρος μήνας κι<br />

εκείνος δεν είχε φανεί. Τότε ο κουμπάρος του τον ειδοποίησε<br />

ξανά κι αυτή τη φορά ο Κολοκοτρώνης εμφανίστηκε.<br />

Μπαίνοντας όμως στο σπίτι δεν είδε ούτε κανένα παιδί ούτε και<br />

κάποια προετοιμασία για βάφτιση. Ο κουμπάρος του όμως του<br />

εξήγησε ότι του παράγγελνε ξανά και ξανά να πάει γνωρίζοντας<br />

πως είναι ιδιαίτερα απασχολημένος και πιστεύοντας πως μέχρι<br />

να φτάσει θα έχει γεννηθεί και το παιδί.<br />

<strong>Α</strong>κούγοντας τον ο Κολοκοτρώνης γέλασε και με την καρδιά του<br />

και είπε : «Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον<br />

βαφτίσανε».<br />

<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚ<strong>Α</strong><br />

Όποιος μιλάει έτσι που να μην καταλαβαίνουμε τι λέει, τότε λέμε<br />

ότι μιλάει αλαμπουρνέζικο, ακαταλαβίστικα. Δεν πρόκειται,<br />

όμως, για μια αλλά για δυο λέξεις, όπως λέμε π.χ. μαγείρεμα<br />

«αλά ιταλικά», αγκινάρες «αλά πολίτα» κλπ.


Μπουρνέζικα ήταν η διάλεκτος που μιλούσε η φυλή Μπουρνού<br />

από το Σουδάν, της οποίας οι στρατιώτες ακολούθησαν τα<br />

στρατεύματα του Ιμπραήμ στην Ελλάδα στη διάρκεια της<br />

Επανάστασης του 1821. Ήταν το δύσκολο άκουσμα της<br />

γλώσσας τους εκείνο που καθιέρωσε και τη συγκεκριμένη<br />

φράση, αφού κανείς δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν.<br />

<strong>Α</strong>ΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ<br />

Όλοι περιμένουμε με ιδιαίτερη χαρά και ανακούφιση εκείνες τις<br />

θερμές ημέρες του Ιανουαρίου (περίπου 14) που παύει να<br />

φυσάει και ο ήλιος κάνει συχνά την εμφάνισή του στον ουρανό,<br />

με αποτέλεσμα να ξεχνάμε για λίγο τον χειμωνιάτικο καιρό.<br />

Πού οφείλουν όμως η ημέρες αυτές το όνομά τους; Πολλές και<br />

διάφορες οι παραλλαγές των μύθων με επικρατέστερη εκείνη


που αναφέρεται στην <strong>Α</strong>λκυόνη, την κόρη του θεού <strong>Α</strong>ίολου και<br />

της Εναρέτης, που παντρεύτηκε τον Κήικα και λόγω της<br />

αγάπης και της ευτυχίας που βίωναν έφτασαν στο να<br />

αποκαλούν ο ένας τον άλλον Δία και Ήρα.<br />

Η οργή όμως του πατέρα των θεών ξεχείλισε και δεν τους<br />

άφησε, όπως συνήθιζε, ατιμώρητους μεταμορφώνοντας και<br />

τους δυο σε πουλιά. Η αλκυόνη γεννούσε πλέον τα αυγά της<br />

μέσα στο καταχείμωνο κοντά στον γιαλό και συχνά<br />

παρασύρονταν από τα κύματα. Ο θρήνος για τα χαμένα παιδιά<br />

της δεν άφησε τελικά ασυγκίνητο τον Δία που διέταξε να<br />

σταματήσουν να πνέουν άνεμοι επί 14 ημέρες, ώστε να<br />

μπορέσει η αλκυόνη να γεννά με ασφάλεια τα παιδιά της.<br />

<strong>Α</strong>ς αναφέρουμε όμως μια ακόμη εκδοχή, εκείνη που θέλει τις<br />

αλκυονίδες να είναι θυγατέρες του <strong>Α</strong>λκυονέα, του Γίγαντα που<br />

ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και σκοτώθηκε από τον<br />

Ηρακλή κατά την Γιγαντομαχία με η βοήθεια της θεάς <strong>Α</strong>θηνάς.<br />

Όταν οι επτά κόρες του (<strong>Α</strong>λκίππη, <strong>Α</strong>νθή, <strong>Α</strong>στερία, Δριμώ,<br />

Μεθώνη, Παλλήνη και Φθονία) έμαθαν τον χαμό του, έπεσαν<br />

στη θάλασσα να πνιγούν. Ευτυχώς γι' αυτές, η <strong>Α</strong>μφιτρίτη, η<br />

σύζυγος του θεού Ποσειδώνα, πρόλαβε και τις μεταμόρφωσε<br />

σε αλκυόνες που γεννούν τα αυγά τους στις <strong>Α</strong>λκυονίδες<br />

Νήσους του Κορινθιακού κόλπου.<br />

Όπως και να 'χει το πράγμα, εμείς ας φροντίσουμε να<br />

απολαύσουμε τις ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα.


<strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Μ<strong>Α</strong>ΤΙ<strong>Α</strong> ΤΟΥ Λ<strong>Α</strong>ΓΟΥ<br />

ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> ΚΟΥΚΟΥΒ<strong>Α</strong>ΓΙ<strong>Α</strong>Σ<br />

Δυστυχώς για τους λαγούς, η συγκατοίκησή τους με την<br />

κουκουβάγια στο δάσος δεν είναι η πιο εύκολη υπόθεση. Η<br />

κουκουβάγια παραμονεύει να απομακρυνθεί από τη φωλιά η<br />

μαμά λαγουδίνα, για να μπει στη φωλιά της, να σκοτώσει τα<br />

μικρά και να στρογγυλοκαθίσει στο χώρο τους. Όταν οι κυνηγοί<br />

βρουν τη φωλιά του λαγού και επιχειρήσουν να τον<br />

σκοτώσουν, βλέπουν έκπληκτοι να ξεπροβάλλουν μπροστά τα<br />

δυο ολοστρόγγυλα μάτια της νέας ιδιοκτήτριας...<br />

Όταν αναφέρουμε τη φράση αυτή, συνήθως εννοούμε τη<br />

διαφορά μεταξύ του όμορφου (λαγός) και του άσχημου ή<br />

αντιπαθητικού (κουκουβάγια).


Υπάρχει όμως και η λαϊκή αφήγηση κατά την οποία η μητέρα<br />

λαγουδίνα συναντά την μητέρα κουκουβάγια και την παρακαλεί,<br />

επειδή αυτή έχει μια βιαστική δουλειά, να πάει στο σχολείο το<br />

κολατσιό των παιδιών της.<br />

Η κουκουβάγια της λέει πως δεν γνωρίζει τα παιδιά της και η<br />

λαγουδίνα της απαντά πως δεν είναι δύσκολο να τα<br />

αναγνωρίσει, αφού είναι τα πιο όμορφα παιδιά του σχολείου.<br />

Το μεσημέρι που επιστρέφουν τα λαγουδάκια απ' το σχολείο<br />

διαμαρτύρονται στη μητέρα τους πως τα άφησε νηστικά. <strong>Α</strong>υτή<br />

καταλαβαίνει πως το φαγητό τους κάπου αλλού κατέληξε και<br />

σπεύδει να συναντήσει την κουκουβάγια και να μάθει τι έγινε.<br />

Προς μεγάλη της έκπληξη, η κουκουβάγια της λέει πως έψαξε<br />

ολόκληρο το σχολείο και τα πιο όμορφα παιδιά που συνάντησε<br />

ήταν τα μικρά κουκουβαγιόπουλα. Γι' αυτό και έδωσε τελικά σ'<br />

αυτά το φαγητό, αφού προοριζόταν για τα πιο όμορφα παιδιά<br />

του σχολείου!<br />

Να, λοιπόν, μια άλλη εκδοχή της φράσης : Ο καθένας βλέπει<br />

την ομορφιά με τα δικά του μάτια!


<strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong>ΞΕ Ο Μ<strong>Α</strong>ΝΩΛΙΟΣ<br />

ΚΙ ΕΒ<strong>Α</strong>ΛΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΡΟΥΧ<strong>Α</strong> ΤΟΥ <strong>Α</strong>ΛΛΙΩΣ<br />

Ο Μανωλιός Μπατίνος ήταν πασίγνωστη φυσιογνωμία της<br />

<strong>Α</strong>θήνας της εποχής του Όθωνα. Γύριζε ρακένδυτος στους<br />

δρόμους και στεκόταν όπου ήθελε αραδιάζοντας ελεύθερα τις<br />

φιλοσοφικές του απόψεις με την ρητορική δεινότητα που<br />

πίστευε πως είχε. Οι <strong>Α</strong>θηναίοι συχνά του προσέφεραν ρούχα,<br />

αλλά εκείνος δεν τα καταδεχόταν, αφού δεν ήταν ζητιάνος.<br />

Όταν μια μέρα συνάντησε τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη,<br />

τον ρώτησε αν θα μπορούσε να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο<br />

Κωλέττης του απάντησε πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί, αν<br />

όμως δεχόταν να απαλλαγεί από τα κουρελιασμένα ρούχα του.<br />

Την επόμενη μέρα ο Μανωλιός, που ως φαίνεται δεν ήταν τόσο<br />

παράλογος όσο πίστευαν οι <strong>Α</strong>θηναίοι, παρουσιάστηκε στο ίδιο<br />

σημείο φορώντας τα ίδια ρούχα γυρισμένα από την ανάποδη.<br />

Οι έκπληκτοι περαστικοί άκουσαν μάλιστα από το στόμα του<br />

τους παρακάτω στίχους :<br />

Άλλαξε η <strong>Α</strong>θήνα όψη<br />

σαν μαχαίρι δίχως κόψη.<br />

Πήρε κάτι απ' την Ευρώπη<br />

και ξεφούσκωσε σαν τόπι.<br />

Άλλαξαν χαζοί και σκούφοι<br />

και μας κάναν κλωτσοσκούφι.<br />

Άλλαξε κι ο Μανωλιός<br />

κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.


<strong>Α</strong>πό τότε, για οποιαδήποτε αλλαγή άποψης ή εμφάνισης που<br />

φαίνεται σημαντική, αλλά ουσιαστικά είναι πέρα για πέρα<br />

ασήμαντη, εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε το δίστιχο του<br />

Μανωλιού.<br />

<strong>Α</strong>ΛΛΟΥ ΜΕ ΤΡΙΒΕΙΣ ΔΕΣΠΟ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΛΟΥ ΕΧΩ ‘ΓΩ ΤΟΝ ΠΟΝΟ<br />

Παραδίδεται ότι μια γυναίκα μόνη, προσποιούμενη ότι πονάει<br />

στην πλάτη, παρακάλεσε έναν καλόγερο να την τρίψει για να<br />

της περάσει ο πόνος. Ο καλόγερος, αθώος, ξεκίνησε να την<br />

τρίβει χωρίς να εκπληρώνει την πραγματική επιθυμία της<br />

γυναίκας. <strong>Α</strong>πελπισμένη πλέον εκείνη, του είπε : «<strong>Α</strong>λλού με<br />

τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω ‘γώ τον πόνο».<br />

Όποτε, λοιπόν, η πραγματική επιθυμία μας δε γίνεται<br />

αντιληπτή και δεν ικανοποιείται απ’ όποιον θα μπορούσε να το<br />

κάνει, μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση.<br />

<strong>Α</strong>ΛΛΟΥ Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>Σ ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΛΟΥ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Ρ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong> ΤΟΥ<br />

Λέγεται ότι ο παπάς ενός χωριού πήγαινε το πρωί στην<br />

εκκλησία, κρέμαγε τα ράσα του και με τα ρούχα της δουλειάς<br />

τραβούσε να δουλέψει στα χωράφια του. Όταν οι χωριανοί τον<br />

γύρευαν στην εκκλησία, έβρισκαν μόνο τα ράσα του. Έτσι<br />

διαπίστωναν πως «αλλού παπάς κι αλλού τα ράσα του».


Όταν λέμε αυτή τη φράση σήμερα, εννοούμε ή τους<br />

ακατάστατους ανθρώπους ή χώρους που βασιλεύει η<br />

ακαταστασία.<br />

<strong>Α</strong>ΛΛΟΥΝΟΥ Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong> ΕΥ<strong>Α</strong>ΓΓΕΛΙΟ<br />

<strong>Α</strong>υτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.<br />

Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς,<br />

αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο<br />

παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.<br />

Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν<br />

αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να<br />

το λέει.<br />

Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί<br />

ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν<br />

μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο<br />

που λέγεται την Κυριακή του <strong>Α</strong>σώτου.<br />

Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις<br />

εκεί παπά; <strong>Α</strong>υτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…».<br />

«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του<br />

και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως. “<strong>Α</strong>υτό είναι<br />

άλλου παπά ευαγγέλιο”.


<strong>Α</strong>Ν Σ’ <strong>Α</strong>ΡΕΣΕΙ ΜΠ<strong>Α</strong>ΡΜΠ<strong>Α</strong>-Λ<strong>Α</strong>ΜΠΡΟ<br />

Ξ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΠΕΡΝ<strong>Α</strong> <strong>Α</strong>ΠΟ ΤΗΝ <strong>Α</strong>ΝΔΡΟ<br />

Ο Λάμπρος Κατσώνης, αξιωματικός του Ρωσικού Ναυτικού,<br />

έδρασε στο Ιόνιο και στο <strong>Α</strong>ιγαίο πέλαγος κατά τη διάρκεια του<br />

ρωσοτουρκικού πολέμου (ενός από τους πολλούς την εποχή<br />

που και οι δύο χώρες ήταν αυτοκρατορίες και δυνάστες<br />

πολλών εθνοτήτων) ως απεσταλμένος της Μεγάλης<br />

<strong>Α</strong>ικατερίνης. Όταν οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών<br />

έληξαν, ο Κατσώνης αρνήθηκε να επιστρέψει και συνέχισε τον<br />

αγώνα του εναντίον των Τούρκων. Όμως, το 1790, στη<br />

ναυμαχία της Άνδρου κατά του τουρκικού στόλου έχασε τα<br />

περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά και<br />

κινδύνεψε να πέσει στα χέρια του εχθρού.<br />

Έτσι, οι αντίπαλοί του σκαρφίστηκαν αυτό το περιπαικτικό<br />

δίστιχο, που ταιριάζει και σε όσους συμβαίνει μια αναπάντεχη<br />

σοβαρή αποτυχία.<br />

<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΘΕΜ<strong>Α</strong><br />

Ο υπεβάλλων ζήλος συχνά οδηγεί σε υπερβολικές ενέργειες<br />

που εκθέτουν όσους τις υποκινούν. Οι πατέρες της εκκλησίας,<br />

λοιπόν, έχουν θεσπίσει κάποιες ποινές σε όσους πιστούς δεν<br />

συμμορφώνονται με τις επιταγές τους. Μια απ’ αυτές είναι και<br />

το ανάθεμα ή αφορισμός, που σημαίνει ότι το τιμωρημένο μέλος<br />

αποκόπτεται από την εκκλησιαστική κοινωνία και παραδίδεται<br />

στον σατανά. Δεν μπορούμε βέβαια να πούμε ότι η τιμωρία<br />

αυτή διακατέχεται και τόσο από χριστιανικό πνεύμα. <strong>Α</strong>ν,


μάλιστα, διαβάσουμε τα λόγια του αναθέματος, τότε<br />

συμπεραίνουμε αβίαστα ότι πολύ απέχουν από την διδασκαλία<br />

του Χριστού.<br />

<strong>Α</strong>ς πάρουμε για παράδειγμα ένα από τα γνωστότερα αναθέματα<br />

της ιστορίας, εκείνο του Μητροπολίτη <strong>Α</strong>μβρόσιου και του<br />

<strong>Α</strong>ρχιεπίσκοπου Νικηφόρου κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου στα<br />

1916 :"Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν<br />

ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να<br />

αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου εσχάτης<br />

προδοσίας Ελευθερίου Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος<br />

μας εις τους <strong>Α</strong>γγλογάλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’<br />

αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν εις την Ελλάδα,<br />

μόνον και μόνον διά να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και<br />

εκβιασθεί όπως καλέσει επί την αρχήν τον πουλημένον<br />

σενεγαλέζον τράγον Βενιζέλον, τον ηθικόν αυτουργόν της<br />

πυρπολήσεως του Τατοΐου , τον ηθικόν αυτουργόν των<br />

βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας<br />

εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ. Κατ’ αυτού όθεν του<br />

ΠΡΟΔΟΤΟΥ Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως<br />

ενοκήψωσι: Τα εξανθήματα του Ιώβ. Το κήτος του Ιωνά. Η<br />

λέπρα του Ιεχωβά. Ο μαρασμός των νεκρών. Το τρέμουλο των<br />

ψυχορραγούντων. Οι κεραυνοί της κολάσεως. Και αι κατάραι<br />

και τα αναθέματα των ανθρώπων. Τας ιδίας αράς θα<br />

αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς<br />

εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον κατάπτυστον<br />

προδότην Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις


όπως μαρανθώσιν αι χείρες, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και<br />

κωφαθώσι τα ώτα». Γένοιτο.<br />

Προσέξτε λοιπόν. Μην αναθεματίζετε τόσο εύκολα. Είναι<br />

επικίνδυνο…!<br />

<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Ο ΚΥΡΙΟΣ<br />

Όποτε δημιουργείται μεγάλη αναταραχή κι έρχονται τα πάνω<br />

κάτω, τότε λέμε πως «έγινε ανάστα ο Κύριος».<br />

Η φράση προφανώς σχετίζεται με όσα συμβαίνουν κατά την<br />

διάρκεια της λεγόμενης Πρώτης <strong>Α</strong>νάστασης που γίνεται ανά την<br />

Ελλάδα το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Οι ιερείς και οι<br />

διάκονοι χτυπούν με δύναμη τα στασίδια και άλλα σημεία της<br />

εκκλησίας, ώστε να δημιουργούνται εκκωφαντικοί κρότοι,<br />

αναπαριστώντας έτσι «την θλάσιν των πυλών του Άδου» και<br />

την <strong>Α</strong>νάσταση Κυρίου, ενώ οι πιστοί ραίνονται με ροδοπέταλα.<br />

<strong>Α</strong>υτά συμβαίνουν όταν, πριν από την ανάγνωση του<br />

Ευαγγελίου, ψάλλεται το «<strong>Α</strong>νάστα ο Θεός, κρίνων την γην».<br />

<strong>Α</strong>ΝΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΓΟΥΛΗΜΗΣ<br />

Πόσες φορές δε συμβαίνει τις σημαντικές θέσεις να τις<br />

καταλαμβάνουν άτομα χωρίς προσόντα, την ίδια στιγμή που<br />

αξιόλογοι και ικανότατοι άνθρωποι καταποντίζονται από την<br />

αναξιοκρατία!<br />

Το πιο τρανό παράδειγμα είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός της<br />

Νεότερης Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896).


Ο άνθρωπος που έφερε την ευθύνη για την ένωση της<br />

Επτανήσου με την υπόλοιπη Ελλάδα, που δέχθηκε να αναλάβει<br />

το Υπουργείο Εσωτερικών στη διάρκεια της Κρητικής<br />

Επανάστασης, που ανάγκασε τον ασύδοτο βασιλιά να δεχτεί<br />

την «αρχή της δεδηλωμένης», που οραματίστηκε μια άλλη<br />

Ελλάδα με έργα όπως της διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου,<br />

την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας και τη<br />

ζεύξη Ρίου – <strong>Α</strong>ντιρρίου.<br />

<strong>Α</strong>υτός που τόλμησε να πει «Κύριοι, επτωχεύσαμεν» αν και δεν<br />

ήταν δικό του φταίξιμο, που μισήθηκε όσο κανένας άλλος από<br />

τους λαϊκιστές πολιτικούς αντιπάλους του, έφτασε στις εκλογές<br />

της 16 ης <strong>Α</strong>πριλίου 1895 να μην εκλεγεί ούτε βουλευτής και να<br />

χάσει τη θέση από κάποιον άσημο που λεγόταν Γουλημής.<br />

Με όλη την πίκρα που κρύβει αυτή του η φράση – «<strong>Α</strong>νθ’ ημών ο<br />

Γουλημής. Καληνύχτα σας.» - αποχαιρέτησε για πάντα την<br />

πολιτική και λίγο καιρό αργότερα, στις 30 Μαρτίου 1896, και τη<br />

ζωή.<br />

<strong>Α</strong>ΝΘΡ<strong>Α</strong>ΚΕΣ Ο ΘΗΣ<strong>Α</strong>ΥΡΟΣ<br />

Πόσες φορές οι ελπίδες μας διαψεύδονται και μένουν τα όνειρά<br />

μας ανεκπλήρωτα! Πόσες φορές πιστεύουμε ότι η θεά Τύχη μας<br />

χαμογέλασε και τελικά οι ελπίδες μας αποδεικνύονται φρούδες!<br />

Και τότε ο «θησαυρός» μας αποδεικνύεται μεταφορικά<br />

κάρβουνο…<br />

Ο σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός, που έζησε τον 2 ο αι. μ.Χ.,<br />

χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή στο έργο του με τίτλο


«Φιλοψευδής ή <strong>Α</strong>πιστών» όταν ο ήρωάς του Τυχιάδης<br />

απευθύνεται στον σοφό <strong>Α</strong>ρίγνωτο, του οποίου η στάση τον έχει<br />

απογοητεύσει, με τα εξής λόγια : «Τ’ είν’ αυτά, <strong>Α</strong>ρίγνωτε, είπα,<br />

και συ η μόνη ελπίς της αληθείας, είσαι γεμάτος από καπνόν<br />

και φαντάσματα; Όπως η παροιμία λέγει, άνθρακες ο θησαυρός<br />

απεδείχθης.» (μετ. Ιωάννης Κονδυλάκης).<br />

Πράγμα που σημαίνει πως η φράση αυτή ήταν ήδη γνωστή με<br />

τη σημασία που εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα.<br />

<strong>Α</strong>ΝΟΙΞ<strong>Α</strong>Ν ΟΙ <strong>Α</strong>ΣΚΟΙ ΤΟΥ <strong>Α</strong>ΙΟΛΟΥ<br />

Όταν ανοίγουν οι ασκοί του <strong>Α</strong>ιόλου, του θεού των ανέμων κατά<br />

την αρχαία ελληνική μυθολογία, έρχονται τα πάνω κάτω στην<br />

καθημερινότητά μας και η κοινωνική τρικυμία που επικρατεί<br />

κάνει τους πάντες να χάνουν τον προσανατολισμό τους.<br />

<strong>Α</strong>υτό συνέβη και με τους συντρόφους του Οδυσσέα όταν έκαναν<br />

το τραγικό σφάλμα να ανοίξουν τους ασκούς που ο <strong>Α</strong>ίολος είχε<br />

παγιδεύσει μέσα όλους τους ανέμους. Κι όταν αυτοί ξεχύθηκαν,<br />

η τρικυμία που ξέσπασε, οδήγησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα<br />

και τους συνταξιδιώτες του σε λάθος κατεύθυνση και σε νέες<br />

περιπέτειες.


<strong>Α</strong>ΝΤΙ ΠΙΝ<strong>Α</strong>ΚΙΟΥ Φ<strong>Α</strong>ΚΗΣ<br />

Πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που θα προσπαθούν να<br />

αποκτήσουν κάτι πολύτιμο σε εξευτελιστική αξία σε σχέση με<br />

την πραγματική, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία μας και την<br />

ανάγκη της στιγμής.<br />

Είναι οι σύγχρονοι μιμητές του βιβλικού Ιακώβ που δεν έχασε<br />

την ευκαιρία να αρπάξει τα πρωτοτόκια, τα νομικά κληρονομικά<br />

δικαιώματα του πρωτότοκου γιου, από τον αδελφό του Ησαύ.<br />

Όταν ο Ησαύ επέστρεψε κατάκοπος από τον κυνήγι, την<br />

αγαπημένη του ασχολία, ζήτησε από τον αδελφό του να του<br />

δώσει λίγο φαγητό (φακή) απ’ αυτό που είχε μαγειρέψει. Ο<br />

παμπόνηρος Ιακώβ δε μπορούσε να βρει πιο κατάλληλη στιγμή<br />

για να ζητήσει το αντάλλαγμα του, ενώ ο εξαντλημένος και<br />

μάλλον ανόητος Ησαύ το δέχτηκε.


Δυστυχώς, από τότε μέχρι σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που<br />

έχουν αποποιηθεί τα δικαιώματά τους για ένα «πιάτο φακή».<br />

<strong>Α</strong>ΝΤΙ ΤΟΥ Μ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>, ΧΟΛΗ<br />

Λέγεται ότι ο Ιησούς Χριστός, λίγο πριν ξεψυχήσει πάνω στο<br />

σταυρό, ζήτησε να πιει λίγο νερό. Τότε, ένας Ρωμαίος<br />

στρατιώτης βούτηξε ένα σφουγγάρι στο ξίδι και<br />

χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι το έφερε, αντί για νερό, στα<br />

χείλη του διψασμένου Ιησού, υποβάλλοντάς τον σε μια ακόμη<br />

ταλαιπωρία λίγο πριν το μαρτυρικό θάνατό του.<br />

Όσοι προκαλούν δεινά σ’ εκείνους που θα έπρεπε να<br />

ευγνωμονούν, λέμε ότι τους δίνουν «αντί του μάνα (τροφή<br />

σταλμένη απ’ το Θεό για να σωθούν οι πεινασμένοι Ισραηλίτες<br />

στην έρημο) , χολή (πίκρα)».<br />

<strong>Α</strong>Π’ ΕΞΩ ΚΙ <strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>ΤΩ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Στα βυζαντινά χρόνια οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να<br />

μαθαίνουν και να λένε τα γράμματα του αλφαβήτου απ’ έξω<br />

(όπως, άλλωστε και σήμερα). Στη συνέχεια, έπρεπε να<br />

μπορούν να λένε τα γράμματα και με ανακατεμένη σειρά<br />

(ευτυχώς αυτό το βασανιστήριο το έχουμε μέχρι στιγμής<br />

αποφύγει). 'Οποιος, βέβαια, δεν τα κατάφερνε, έπρεπε να<br />

υποστεί τις σωματικές ποινές που επέβαλλε ο δάσκαλος.<br />

Όταν, σήμερα, λέμε σ’ έναν μαθητή να μας πει κάτι απ’ έξω κι<br />

ανακατωτά, του ζητάμε να μας πει αυτό που έχει μάθει χωρίς να<br />

σταματά.


Γενικότερα, ό,τι γνωρίζουμε απ' έξω κι ανακατωτά, το<br />

γνωρίζουμε πολύ καλά.<br />

<strong>Α</strong>Π’ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΚΟΚ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΒΓ<strong>Α</strong>ΛΜΕΝΗ<br />

Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την<br />

Ελευθερία» την χαρακτηρίζει με μεγαλοπρέπεια και ηρωισμό<br />

«απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».<br />

Ο απλός λαός, παραφράζοντας τον ποιητή, χαρακτηρίζει με τον<br />

τρόπο αυτό όσους και όσες (κυρίως) είναι τόσο ελλιποβαρείς,<br />

που η όψη τους μας προϊδεάζει είτε αρνητικά είτε για την<br />

ύπαρξη σοβαρού προβλήματος υγείας.<br />

Πού να το ήξερε ο Σολωμός πως πολλοί είναι οι νεοέλληνες<br />

που δεν τον γνωρίζουν και τον μπερδεύουν με το γνωστό σε<br />

όλους ψάρι (θυμηθείτε την ατάκα της <strong>Α</strong>λίκης Βουγιουκλάκη<br />

στην ταινία "Το δόλωμα), αλλά συχνά ο στίχος του από τον<br />

Εθνικό μας Ύμνο βρίσκεται στα χείλια τους.<br />

Στην ίδια κατεύθυνση, με περιπαικτικό χαρακτήρα δηλαδή,<br />

κινείται και η φράση «ο χάρος τον παρακαλεί κι εκείνος<br />

καμαρώνει».<br />

<strong>Α</strong>ΠΟ ΜΗΧ<strong>Α</strong>ΝΗΣ ΘΕΟΣ<br />

Ο άνθρωπος που εμφανίζεται την πιο κατάλληλη στιγμή και<br />

δίνει λύση στο αδιέξοδο που έχουμε βρεθεί είναι για μας ο «από<br />

μηχανής θεός».


Ο όρος προέρχεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία.<br />

Συνήθως οι συγγραφείς οδηγούσαν την πλοκή του έργου σε<br />

αδιέξοδες καταστάσεις στις οποίες οι κοινοί θνητοί<br />

αδυνατούσαν να δώσουν λύση. Τότε χρειαζόταν η παρέμβαση<br />

ενός θεού που με τη δύναμή του και τη σοφία του αναλάμβανε<br />

να οδηγήσει τα πράγματα σε ομαλό τέλος.<br />

Η εμφάνιση του θεού στη σκηνή του θεάτρου γινόταν με τη<br />

βοήθεια ενός γερανού (μηχανής), ώστε να φαίνεται πως το<br />

πρόσωπο αυτό ερχόταν από ψηλά. Σήμερα ο όρος<br />

χρησιμοποιείται ευρύτερα στη λογοτεχνία και δηλώσει κάθε<br />

πρόσωπο που μπορεί με την παρουσία του να δώσει λύση στα<br />

αδιέξοδα της μυθοπλασίας.<br />

<strong>Α</strong>ΠΟ ΠΟΥ ΚΙ ΩΣ ΠΟΥ;<br />

Είναι γνωστό πως οι Βαυαροί του βασιλιά Όθωνα αλλά και οι<br />

ξένοι περιηγητές θεωρούσαν τους Έλληνες μειωμένης<br />

αντίληψης και νοημοσύνης. Όταν, λοιπόν, κάποιοι απ’ αυτούς<br />

συνάντησαν ένα βοσκό, τον ρώτησαν: «<strong>Α</strong>πό πού κι ως πού και<br />

πώς και πόσα;». Δηλαδή, από πού έρχεσαι, πού πηγαίνεις,<br />

πώς σε λένε και πόσα πρόβατα έχεις; Κι εκείνος, ετοιμόλογος,<br />

του απάντησε : «<strong>Α</strong>πό Θήβα στην <strong>Α</strong>θήνα, Θόδωρος και<br />

πεντακόσια».<br />

Με το πέρασμα του χρόνου, η αρχική σημασία της φράσης<br />

άλλαξε. Όταν ρωτάμε κάποιον «από πού κι ως πού;», εννοούμε<br />

«με ποιο δικαίωμα;».


<strong>Α</strong>ΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜ<strong>Α</strong>Ι...<br />

Είναι πολύ συχνή η χρήση της φράσης «<strong>Α</strong>πό την Πόλη έρχομαι<br />

και στην κορφή κανέλα», που δείχνει πόσο μπερδεμένη και<br />

ακατανόητη είναι μια κατάσταση.<br />

Σύμφωνα, όμως, με τις ιστορικές μαρτυρίες, η σωστή φράση<br />

έχει την καταγωγή της στην εποχή των Σταυροφοριών και είναι<br />

: «<strong>Α</strong>πό την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν’ έλα». <strong>Α</strong>υτό ήταν<br />

ένα μήνυμα-πρόσκληση μεταξύ των κατακτητών Σταυροφόρων,<br />

που σήμαινε τη συνάντηση τους στην κορυφή κάποιου λόφου.<br />

Επειδή, λοιπόν, η αρχική έννοια της φράσης χάθηκε στο<br />

πέρασμα του χρόνου, προστέθηκε αργότερα και η συνέχεια<br />

«και βγάζω το καπέλο μου να μη φανεί η ομπρέλα», ώστε να<br />

φανεί η πλήρης ασυνεννοησία.<br />

<strong>Α</strong>ΠΟ ΤΟ ΣΥΝ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΓΜ<strong>Α</strong> ΩΣ ΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙ<strong>Α</strong><br />

Οι δύο μεγάλες κεντρικές πλατείες της <strong>Α</strong>θήνας οφείλουν το<br />

όνομά τους στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην<br />

πρωτεύουσα στις 3 Σεπτέμβρη 1843. Οι συγκεντρωμένοι<br />

Έλληνες κάτω από το παλάτι (σημερινό κτήριο της Βουλής), με<br />

αρχηγούς τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη, απαιτούσαν από<br />

τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα. Κι όταν αυτή η επιθυμία<br />

τους ικανοποιήθηκε, αυτοί πορεύτηκαν ως το άλλο κομβικό<br />

σημείο της πόλης (από τότε είχαμε μια αγάπη στις πορείες)<br />

ζητωκραυγάζοντας «Ομόνοια».


Μετά από δυο περίπου αιώνες, είναι πασιφανές ότι από το<br />

Σύνταγμα μας έχει απομείνει μόνον η ομώνυμη πλατεία. Όσο<br />

για την Ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων, η μοναδική που υπάρχει<br />

είναι αυτή που προκύπτει από τις νίκες της εθνικής ομάδας του<br />

μπάσκετ και του ποδοσφαίρου, οπότε και συγκεντρωνόμαστε<br />

για να πανηγυρίσουμε γύρω από την πλατεία (παλιότερα, όταν<br />

υπήρχε και το σιντριβάνι, οι πιο θερμόαιμοι έκαναν και καμιά<br />

βουτιά).<br />

<strong>Α</strong>ΡΤΖΙ ΜΠΟΥΡΤΖΙ Κ<strong>Α</strong>Ι ΛΟΥΛ<strong>Α</strong>Σ<br />

<strong>Α</strong>πό καταβολής του νέου ελληνικού κράτους υπήρχαν εκείνοι<br />

που, προφασιζόμενοι της υπηρεσίες που δήθεν προσέφεραν,<br />

ζητούσαν επίμονα ανταλλάγματα. Όσο, όμως, κι αν<br />

προσπαθούσε να ικανοποιήσει ο Καποδίστριας τα παράλογα<br />

αιτήματά τους, δεν βοηθούσαν σ’ αυτό τα άδεια (από τότε)<br />

κρατικά ταμεία. Έτσι κι αυτοί προχώρησαν σε απειλές του<br />

τύπου : « Άκου δω, κυρ Γιάννη. <strong>Α</strong>ν δεν μας τακτοποιήσεις στα<br />

γρήγορα, θα πάρουμε τα αρκεβούζια (βαριά πυροβόλα όπλα<br />

της εποχής) και τον λουλά μας και θα τα στήσουμε στο<br />

πέρασμα του <strong>Α</strong>ναπλιού. Όποιος πλούσιος θα πέφτει κατά κείθε,<br />

θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε τα λύτρα».<br />

Βλέπετε, είναι πολύ παλιά η συνήθεια των Ελλήνων να<br />

ανακατεύουν τα πάντα, ώστε να βρισκόμαστε μόνιμα σε πλήρη<br />

αταξία, όπως κωμικοτραγικά περιγράφει και η φράση «άρτζι<br />

μπούρτζι και λουλάς».


<strong>Α</strong>ΡΤΟΣ Κ<strong>Α</strong>Ι ΘΕΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Στην αρχαία Ρώμη οι εξεγέρσεις των κατοίκων των μεγάλων<br />

πόλεων ήταν συχνές εξαιτίας του χαμηλού βιοτικού επιπέδου.<br />

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, στην προσπάθειά τους να<br />

εξευμενίσουν το αγριεμένο πλήθος, προσέφεραν δωρεάν<br />

γεύματα και διασκεδάσεις (άρτο και θεάματα), που συνήθως<br />

ήταν μονομαχίες και θηριομαχίες.<br />

<strong>Α</strong>ν κάποιος ενδιαφέρεται μόνο για άρτο και θεάματα, εννοούμε<br />

ότι δεν ασχολείται καθόλου με την πνευματική του καλλιέργεια.<br />

<strong>Α</strong>Σ Π<strong>Α</strong>ΕΙ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟ Π<strong>Α</strong>ΛΙ<strong>Α</strong>ΜΠΕΛΟ<br />

Σύμφωνα με τα ιστορικά ανέκδοτα της εποχής της<br />

Βαυαροκρατίας στον τόπο μας, παρατίθεται το εξής γεγονός :<br />

Ένας εύπορος <strong>Α</strong>θηναίος που συνήθιζε να διασκεδάζει στα καφέ


σαντάν της εποχής ήταν, ως φαίνεται, τσιμπημένος με τη Ρόζα,<br />

καλλιτέχνιδα του συγκεκριμένου χώρου. Όταν βρέθηκε σε<br />

δυσχερή οικονομική θέση, αλλά δεν ήθελε να χάσει και τα<br />

κάλλη της εν λόγω αρτίστας, πήρε την απόφαση αναφωνώντας<br />

«Για της Ρόζας μου το μάγουλο, ας πάει και το παλιάμπελο!».<br />

Φαίνεται πως από τότε μέχρι σήμερα η ιστορική αυτή φράση<br />

αποτελεί πανελλήνια κληρονομιά.<br />

<strong>Α</strong>ΥΓ<strong>Α</strong> ΣΟΥ Κ<strong>Α</strong>Θ<strong>Α</strong>ΡΙΖΟΥΝΕ;<br />

Είναι βέβαιο πως δεν γελάμε όλοι με το ίδιο αστείο ή, ακόμη<br />

περισσότερο, δεν βρίσκουμε αστεία τα ίδια πράγματα. Γι’ αυτό<br />

και μερικές φορές παραξενευόμαστε όταν κάποιος άλλος γελάει<br />

ασταμάτητα με κάτι που εμείς δεν θεωρούμε τόσο αστείο. Η<br />

συνηθισμένη ερώτηση είναι «Τι γελάς; <strong>Α</strong>υγά σου καθαρίζουνε;».<br />

<strong>Α</strong>υγά, λοιπόν, και μάλιστα σε πολύ μεγάλες ποσότητες<br />

χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι κάθε 15 Μαΐου και<br />

επιδίδονταν σε ανελέητο αυγοπόλεμο, προκειμένου να<br />

τιμήσουν την θεά <strong>Α</strong>φροδίτη και τον θεό Διόνυσο. Ήταν μάλιστα<br />

τόσο ισχυρό το έθιμο αυτό, που συμμετείχαν όχι μόνο τα<br />

κατώτερα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας αλλά και οι<br />

αξιωματούχοι του κράτους. Λέγεται, επιπλέον, ότι ιδιαίτερη<br />

αγάπη στον αυγοπόλεμο είχε και ο Νέρωνας, ο οποίος δεν<br />

έχανε ευκαιρία να πετά αυγά στους αξιωματούχους των<br />

ανακτόρων ακόμη και όταν δεν ήταν η μέρα της συγκεκριμένης<br />

γιορτής. Προφανώς, αυτή η διαδικασία του προκαλούσε γέλιο,<br />

αφού μάλιστα είχε αποκλείσει προκαταβολικά την ανταπόδοση.


<strong>Α</strong>ΧΛ<strong>Α</strong>ΔΟΚ<strong>Α</strong>ΜΠΟΣ<br />

Η γνωστή πόλη της Πελοποννήσου θα μπορούσε να είναι ένας<br />

κάμπος γεμάτος αχλαδιές. <strong>Α</strong>ν και αυτά τα οπωροφόρα δέντρα<br />

ευδοκιμούν στην περιοχή, πιθανότατα το όνομα προέρχεται<br />

από άλλο συμβάν.<br />

Στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21, ο Ισμέτ Ρεζή πασάς,<br />

που μιλούσε άπταιστα την ελληνική γλώσσα, αναφώνησε «<strong>Α</strong>χ,<br />

Λαδόκαμπε», όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον εύφορο<br />

αυτό κάμπο, για να γλιτώσει από τη μανία των<br />

επαναστατημένων Ελλήνων, κληροδοτώντας έτσι στην περιοχή<br />

το κατοπινό της επίσημο όνομα.


Β<br />

Β<strong>Α</strong>ΖΕΙ ΚΙ Η ΚΟΣΚΙΝΟΥ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΝΤΡ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong><br />

ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡ<strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΤΕΥ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΔΕΣ<br />

Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή ιστορία, σε μια από τις αμέτρητες<br />

οικονομικές κρίσεις που έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος, οι<br />

σύζυγοι των πραματευτάδων της περιοχής είχαν συγκεντρωθεί<br />

και συζητούσαν για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι<br />

άντρες τους και τα νοικοκυριά τους.<br />

Την κουβέντα τους άκουσε η γυναίκα κάποιου που έφτιαχνε<br />

κόσκινα ίσα ίσα για να βγάζει ένα μικρό μεροκάματο. Μπήκε,<br />

λοιπόν, στη συζήτηση και συμφωνούσε κι εκείνη με τις<br />

υπόλοιπες σε όσα έλεγαν.<br />

Μια απ’ αυτές δεν κρατήθηκε για πολύ που μια παρακατιανή<br />

εξομοίωνε τον εαυτό της με τις μεγαλοκυράδες και της είπε τη<br />

συγκεκριμένη φράση.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, όποτε θέλουμε να δείξουμε την μεγάλη απόσταση<br />

που υπάρχει ανάμεσα σε ένα ασήμαντο και σε ένα πολύ<br />

σημαντικό πρόβλημα, χρησιμοποιούμε την φράση αυτή.


Β<strong>Α</strong>ΝΔ<strong>Α</strong>ΛΙΣΜΟΣ<br />

Τον 4 ο μ.Χ. αι. εμφανίστηκε στα σύνορα της βυζαντινής<br />

αυτοκρατορίας η φυλή των Βανδάλων, γερμανικής καταγωγής.<br />

Το 455 μ.Χ., με αρχηγό το Γιζέριχο, κατέλαβαν τη Ρώμη. Για δυο<br />

βδομάδες οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την πόλη,<br />

καταστρέφοντας λαμπρά οικοδομήματα, αγάλματα και όσα<br />

έργα τέχνης έβρισκαν στο πέρασμά τους. Οι πράξεις τους<br />

αυτές έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βανδαλισμός».<br />

Έτσι χαρακτηρίζεται και στις μέρες μας κάθε παρόμοια<br />

ενέργεια. Επειδή μπορεί ο λαός των Βανδάλων να μην υπάρχει<br />

πλέον ως ευρωπαϊκή εθνότητα, φαίνεται όμως ότι στο<br />

καταστροφικό έργο τους άφησαν συνεχιστές άξιους ανά την<br />

υφήλιο.<br />

Β<strong>Α</strong>ΠΟΡΙΣΙΟΣ Κ<strong>Α</strong>ΦΕΣ<br />

Ποιος καφές θα μπορούσε να είναι χειρότερος από εκείνον που<br />

φτιάχνεται ότι το βαπόρι βρίσκεται εν πλω, τα πάντα είναι<br />

έρμαιο στις ορέξεις των κυμάτων και ο μερακλής επιμένει να<br />

απολαύσει έναν καϊμακλίδικο βαρύ γλυκό! Το αποτέλεσμα είναι<br />

γνωστό σε όλους όσους ταξιδεύουν : ένας καφές με<br />

απροσδιόριστη γεύση και, ασφαλώς, χωρίς ίχνος καϊμάκι. Κι<br />

από πάνω, τον πληρώνεις όσο κι αν τον χρεώνουν, αφού δε<br />

μπορείς να τον προμηθευτείς από πουθενά αλλού.<br />

Γι’ αυτό συνηθίζουμε να λέμε όχι μόνο για τον καφέ αλλά και για<br />

διάφορα άλλα αντικείμενα ότι «τα πληρώσαμε βαπορίσια»,


όταν έχουμε αγοράσει την χειρότερη ποιότητα προϊόντος στην<br />

μέγιστη δυνατή τιμή χωρίς να έχουμε εναλλακτική λύση.<br />

Β<strong>Α</strong>ΣΙΛΙΚΟΤΕΡΟΙ ΤΟΥ Β<strong>Α</strong>ΣΙΛΕΩΣ<br />

Δυστυχώς στη μετά Μνημόνιο εποχή για τον τόπο μας, το<br />

ζήσαμε κι αυτό. Η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να πάρει<br />

σκληρότερα μέτρα εναντίον των εργαζομένων από εκείνα που<br />

πρότειναν οι ιθύνοντες της πασίγνωστης πλέον Τρόικας.<br />

Φαίνεται πως κανείς δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του τα σοφά<br />

λόγια του Γάλλου συγγραφέα και διπλωμάτη François-René de<br />

Chateaubriand, Σατωβριάνδου επί το ελληνικότερον (1768-1848)<br />

: «Δεν πρέπει να είστε βασιλικότεροι του βασιλέως».<br />

Κι ας του έχουμε αφιερώσει και δρόμο στο κέντρο της <strong>Α</strong>θήνας...


Β<strong>Α</strong>ΤΕΡΛΟ<br />

Στις 18 Ιουνίου 1815, το ευφυέστερο στρατιωτικό εγχείρημα του<br />

Μεγάλου Ναπολέοντα κατέληξε σε τραγική αποτυχία.<br />

Η Γαλλική στρατιά, πιεζόμενη από τους Πρώσους, τους<br />

Άγγλους, τους Βέλγους και τους Ολλανδούς, προσπάθησε να<br />

δώσει το αποφασιστικό χτύπημα στο Βατερλό (Waterloo), μια<br />

μικρή βελγική πόλη που οφείλει το όνομά της μάλλον στο νερό.<br />

Όμως, οι στρατηγοί του φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων,<br />

με αποτέλεσμα οι Γάλλοι να υποστούν συντριπτική ήττα και ο<br />

ίδιος ο Ναπολέοντας να παραδοθεί στους Άγγλους, γράφοντας<br />

έτσι το τέλος της νικηφόρας πορείας του στην Ιστορία.<br />

Το Βατερλό έγινε πλέον συνώνυμο της πλήρους αποτυχίας.<br />

ΒΓΗΚΕ <strong>Α</strong>ΣΠΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ<br />

Όποιος περνά μια δύσκολη δοκιμασία με επιτυχία, βγαίνει<br />

ασπροπρόσωπος.<br />

Δεν συνέβη όμως ακριβώς αυτό με το μουσουλμάνο βοσκό που<br />

πούλησε τα πενήντα πρόβατα του φίλου του όταν αυτός του τα<br />

έδωσε προς φύλαξη, για να πάει να προσκυνήσει στη Μέκκα.<br />

Βρήκε έτσι την ευκαιρία να τα πουλήσει και όταν ο φίλος του<br />

επέστρεψε, του πήγε, αντί για τα πρόβατα, μια τσανάκα<br />

γιαούρτι ισχυριζόμενος ότι αυτό ήταν ό,τι απέμεινε απ’ τα<br />

πρόβατά του. Κι αυτό γιατί, όπως του είπε, έμαθε από<br />

συνταξιδιώτες του ότι αρρώστησε και ζήτησε από τον <strong>Α</strong>λλάχ να<br />

τον κάνει καλά τάζοντας του τα μισά πρόβατα. Κι όταν έμαθε


πως έγινε καλά, προσέφερε και τα υπόλοιπα στους φτωχούς. Η<br />

δικαιολογία εξόργισε το βοσκό που πέταξε έξω από το σπίτι<br />

τον πρώην φίλο του αφού πρώτα τον περιέλουσε με το<br />

γιαούρτι. <strong>Α</strong>υτός έφυγε ανενόχλητος κι όταν τον ρωτούσαν τι του<br />

συνέβη, απαντούσε : «Όποιος κάνει σωστά τη δουλειά του,<br />

βγαίνει ασπροπρόσωπος».<br />

Υπάρχει όμως και η εξ ολοκλήρου ελληνική εκδοχή για την<br />

προέλευση αυτής της φράσης, που προέρχεται από το<br />

αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας, όπως αυτή εξελισσόταν<br />

από το 1844 μέχρι και το 1880 στην πατρίδα μας. Τότε που κάθε<br />

υποψήφιος βουλευτής είχε τη δική του κάλπη χωρισμένη σε<br />

δυο μέρη και οι ψηφοφόροι ψήφιζαν με μολυβένια μπαλάκια<br />

αρνητικά ή θετικά. Στην αριστερή (μαύρη) πλευρά της κάλπης<br />

έριχναν τις αρνητικές ψήφους και στη δεξιά (λευκή) τις θετικές<br />

ψήφους. Όσοι λοιπόν έβγαιναν νικητές από τις κάλπες,<br />

έβγαιναν και ασπροπρόσωποι.<br />

ΒΕΡ<strong>Α</strong> ΣΤΟ <strong>Α</strong>ΡΙΣΤΕΡΟ<br />

<strong>Α</strong>πό την αρχαία εποχή συναντάμε τη συμβολική αξία των<br />

δαχτυλιδιών, των οποίων η παράδοση γίνεται από τους<br />

βασιλιάδες στους διαδόχους τους, με την αντίστοιχη μεταφορά<br />

εξουσίας.<br />

Όμως οι Ρωμαίοι είναι οι πρώτοι που ιστορικά αναφέρονται να<br />

προσφέρουν δαχτυλίδια στις συζύγους τους ως σύμβολα<br />

σταθερότητας της σχέσης τους, της αξιοσύνης τους ή της<br />

αιώνιας πίστης τους.


Το έθιμο αυτό απορροφήθηκε από τη χριστιανική θρησκεία και<br />

τώρα πια οι σύζυγοι φορούν τις γνωστές σε όλους βέρες.<br />

Λέγεται δε ότι η σωστή θέση είναι ο παράμεσος του αριστερού<br />

χεριού, επειδή από εκεί περνούν τα αιμοφόρα αγγεία που<br />

σχετίζονται με την καρδιά.<br />

ΒΛ<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>Σ ΜΕ ΠΕΡΙΚΕΦ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>Ι<strong>Α</strong><br />

Λέγεται ότι ο Μέγας Ναπολέων είχε ταξινομήσει τους<br />

στρατιώτες σε δύο ομάδες : σ' εκείνους που είναι έξυπνοι και<br />

δραστήριοι, οπότε και είναι κατάλληλοι για τα πεδία των<br />

μαχών, και σ' εκείνους που είναι βλάκες, οπότε είναι<br />

κατάλληλοι για τις παρελάσεις, αφού πρέπει (κατά τη γνώμη<br />

του) να είναι κάποιος βλάκας, για μπορεί να σταθεί όρθιος<br />

τόσες ώρες χωρίς σοβαρό λόγο. Στις παρελάσεις, λοιπόν,<br />

χρησιμοποιούνταν στρατιώτες ντυμένοι με περικεφαλαίες με τη<br />

γνωστή φούντα στο πάνω μέρος της, οι οποίοι αποκαλούνταν<br />

περιπαικτικά "θωρακοφόροι βλάκες". <strong>Α</strong>πό την παρουσία τους,<br />

δεν άργησε να δημιουργηθεί και η έκφραση "βλάκας σαν<br />

θωρακοφόρος<br />

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, μην έχοντας το<br />

αντίστοιχο σώμα στρατιωτών στη χώρα μας, προσάρμοσε αυτή<br />

την αγαπημένη του φράση στα ελληνικά δεδομένα, κάνοντάς<br />

την άλλοτε "βλάκας με λοφίο", άλλοτε "βλάκας με<br />

περικεφαλαία" και άλλοτε "βλάκας με πατέντα" (δηλαδή με<br />

δίπλωμα).


<strong>Α</strong>πό τότε και μέχρι σήμερα, όλοι όσοι φέρουν επάξια τον τίτλο,<br />

θεωρούνται άνθρωποι μειωμένης νοημοσύνης.<br />

ΒΟΜΒΕΣ ΜΟΛΟΤΟΦ<br />

Ο Ρώσος πολιτικός Μολότοφ ήταν ο άνθρωπος που το 1939<br />

υπέγραψε για λογαριασμό της χώρας το Σύμφωνο μη επίθεσης<br />

με τη ναζιστική Γερμανία. <strong>Α</strong>ργότερα, στη διάρκεια της<br />

γενίκευσης του 2 ου Παγκόσμιου Πολέμου, ασχολήθηκε με την<br />

παραγωγή αυτοσχέδιων βομβών σε φιάλες, επειδή αυτές ήταν<br />

φθηνότερες από την παραγωγή χειροβομβίδων.<br />

Φαίνεται πως η επινόησή του θα έχει πολύ χρόνο ζωής ακόμη,<br />

ιδιαίτερα ενόψει της βαθιάς οικονομικής κρίσης.<br />

ΒΡΗΚΕ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΟΝ Ν<strong>Α</strong>Θ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΗΛ<br />

<strong>Α</strong>νάμεσα στους αγαπημένους μαθητές του Ιησού<br />

συγκαταλέγεται και ο Φίλιππος, τον οποίο συνάντησε στη<br />

Γαλιλαία και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Όταν ο Φίλιππος<br />

άκουσε το κήρυγμα αγάπης του Ιησού δε μπορούσε παρά να το<br />

μοιραστεί με τον επιστήθιο φίλο του Ναθαναήλ. Πήγε και τον<br />

βρήκε αμέσως, του είπε πως αυτός που αναφέρει ο Μωυσής<br />

είναι ο Ιησούς και πρέπει να έρθει να τον δει. <strong>Α</strong>πό τότε οι<br />

αχώριστοι φίλοι τον ακολούθησαν παντού μαζί.<br />

Για τέτοιες περιπτώσεις δια βίου φιλίας, αμοιβαίας<br />

εμπιστοσύνης και απόλυτης ταύτισης απόψεων γενικά<br />

χρησιμοποιούμε συχνά την παραπάνω φράση.


Γ<br />

Γ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΖΟ<strong>Α</strong>ΙΜ<strong>Α</strong>ΤΟΣ<br />

Γαλαζοαίματος είναι ο χαρακτηρισμός που συνοδεύει όλους<br />

εκείνους που ανήκουν σε αριστοκρατικές ή βασιλικές<br />

οικογένειες. Το αίμα τους, δηλαδή, έχει διαφορετικό χρώμα από<br />

εκείνο των υπόλοιπων θνητών. Επειδή, βέβαια, κάτι τέτοιο είναι<br />

αδύνατο να συμβαίνει, η πιθανότερη ερμηνεία της λέξης μας<br />

έρχεται από την αραβοκρατούμενη μεσαιωνική Ισπανία.<br />

Οι Άραβες κατακτητές με το μελαμψό και φαινομενικά<br />

απεριποίητο δέρμα διέφεραν εντελώς από τους Ισπανούς<br />

ευγενείς, που απέφευγαν συστηματικά να εκθέσουν την<br />

ευαίσθητη επιδερμίδα τους στο φως του ήλιου, όπως εξάλλου<br />

και να εργαστούν. Έτσι το δέρμα τους παρέμενε λευκό και οι<br />

φλέβες κάτω απ’ αυτό φαίνονταν να έχουν γαλάζιο χρώμα, με<br />

αποτέλεσμα να θεωρηθούν «γαλαζοαίματοι».<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, φαίνεται, ο ρατσισμός είχε ως πηγή του την άρχουσα<br />

τάξη.<br />

ΓΕΩΓΡ<strong>Α</strong>ΦΙΚΟΣ <strong>Α</strong>ΤΛ<strong>Α</strong>Σ<br />

Ο μυθικός Άτλας, γιος του Ουρανού και της Γαίας, τιμωρήθηκε<br />

από το Δία να κρατά στους ώμους του τη γήινη σφαίρα.


Το 1594 ο Φλαμανδός G. Mercator εξέδωσε μια συλλογή<br />

χαρτών, στης οποίας το εξώφυλλο εικονιζόταν ο Άτλας. <strong>Α</strong>πό<br />

τότε, οι συλλογές χαρτών καθιερώθηκε να ονομάζονται<br />

Γεωγραφικοί Άτλαντες ή απλά Άτλαντες<br />

Πόσα χρόνια ακόμη πρέπει να περάσουν για να καταλάβουμε<br />

ότι ο ελληνικός πολιτισμός κάνει καθημερινά τον γύρο του<br />

κόσμου και το μόνο μέρος στο οποίο δεν κάνει στάση είναι η<br />

Ελλάδα!<br />

ΓΗ Κ<strong>Α</strong>Ι ΥΔΩΡ<br />

Όπως παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες βασιλιάδες<br />

ζητούσαν από τους κατακτημένους λαούς να τους προσφέρουν<br />

«γη και ύδωρ», σε ένδειξη της πλήρους απώλειας των<br />

δικαιωμάτων τους από τη γη τους και τα αγαθά τους. Επιπλέον,<br />

αναγνώριζαν την περσική εξουσία και αποδέχονταν ότι και οι<br />

ίδιες οι ζωές τους ανήκαν στην Πέρση βασιλιά.<br />

<strong>Α</strong>κόμη και σήμερα, όποιος προσφέρει γη και ύδωρ παραιτείται<br />

ολοκληρωτικά από κάθε του δικαίωμα.<br />

ΓΙ<strong>Α</strong>ΓΚΟΥΛ<strong>Α</strong>Σ<br />

Πολύ συχνός χαρακτηρισμός για ανθρώπους βίαιους,<br />

βάναυσους και αδίστακτους, που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό<br />

ή μετάνοια για καμία αποτρόπαιη πράξη τους.<br />

Ο αρχιλήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας κατάφερε να<br />

συμπληρώσει μόλις 25 χρόνια ζωής, από τα οποία τα 5


τελευταία τα έζησε ως παράνομος στην περιοχή της Κοζάνης<br />

και της Πιερίας κατορθώνοντας να γίνει ο φόβος και ο τρόμος<br />

των κατοίκων της περιοχής. Επικηρυγμένος από την<br />

Χωροφυλακή για 1.000.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την<br />

εποχή, προδόθηκε από τον βοσκό που του πήγαινε φαγητό<br />

στο κρησφύγετο του, όταν είχε απαγάγει τους δυο γιους ενός<br />

γαιοκτήμονα και ζητούσε λύτρα για την απελευθέρωσή τους.<br />

Στη φονική μάχη που ακολούθησε, στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ο<br />

Γιαγκούλας σκοτώθηκε, ενώ ο συνεργός του Μπαμπάνης<br />

πρόλαβε να σκοτώσει τον μικρότερο από τους αιχμαλώτους<br />

τους. Τα κεφάλια του αρχιληστή και των συμμοριτών εκτέθηκαν<br />

σε κοινή θέα στην Κατερίνη. Σήμερα το κεφάλι του και το<br />

μαχαίρι του, η «Παρδάλα» εκτίθενται σήμερα στο<br />

Εγκληματολογικό Μουσείο.<br />

ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗΣ ΚΕΡΝ<strong>Α</strong>ΕΙ<br />

Ένα από τα παλληκάρια του Γέρου του Μοριά ήταν και ο<br />

γιγαντόσωμος Γιάννης Θυμιούλας, που μόνο το παρουσιαστικό<br />

του ήταν αρκετό για να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του και<br />

να τους κάνει να το βάλουν στα πόδια. Βέβαια, απίστευτες ήταν<br />

και οι ποσότητες φαγητού που καταβρόχθιζε, κάθε φορά που<br />

χρειαζόταν να ικανοποιήσει την πείνα του. Όταν, κάποια φορά,<br />

βρέθηκε πολιορκημένος με τους συναγωνιστές τους για τρεις<br />

ολόκληρες μέρες, η πείνα τον έφερε σε απόγνωση. Όρμησε<br />

στους Τούρκους με το γιαταγάνι του χτυπώντας όποιον έβρισκε<br />

μπροστά του χωρίς να λογαριάσει κανένα κίνδυνο. Και ήταν


τόση η ορμή του, που τους έτρεψε σε φυγή λύνοντας την<br />

πολιορκία. Στη συνέχεια κατέβηκε στο χωριό όπου ζήτησε να<br />

του σουβλίσουν τρία αρνιά που τα εξαφάνισε με τη συνοδεία<br />

ενός μικρού βαρελιού κρασιού για να κατεβαίνει το φαΐ. Ούτε<br />

λόγος να δώσει μπουκιά σε κάποιον άλλον. <strong>Α</strong>π’ αυτόν φαίνεται<br />

να κρατάει και η γνωστή φράση που χρησιμοποιούμε και<br />

σήμερα για τους φαταούλες, που δε δίνουν ούτε του αγγέλου<br />

τους νερό.<br />

ΓΙ<strong>Α</strong>ΤΙ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΙΡ<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΛΕΝΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΙΡ<strong>Α</strong><br />

Στην κοιλάδα του Ιωακείμ (Γιοάχιμσταλ) της παλιάς<br />

Τσεχοσλοβακίας υπήρχαν παλιότερα μεταλλεία εξόρυξης<br />

αργύρου. Το πολύτιμο αυτό υλικό χρησιμοποιούνταν για την<br />

κοπή νομισμάτων που ονομάζονταν Γιοαχιμστάλερ. Πολύ<br />

μεγάλο όνομα που πολύ σύντομα κόπηκε και απόμεινε το<br />

«τάλερ».<br />

Με την παραφθορά της λέξης φτάσαμε στο αμερικάνικο δολάριο<br />

που φαίνεται να έχει γερμανική καταγωγή και στο<br />

ελληνοποιημένο τάλιρο (όταν αναφερόμαστε σε δολάρια στο<br />

παρελθόν), αλλά και σε οποιοδήποτε κέρμα ή χαρτονόμισμα<br />

αξίας πέντε μονάδων (δραχμών ή ευρώ).<br />

Σ’ αυτό το τάλιρο, το δολάριο, αναφέρονται και τα γνωστά<br />

τραγούδια «Πόσα τάλιρα γυρεύεις να μας πας και να μας<br />

φέρεις...», «Είχα πέντε τάλιρα και τα ‘παιξα στα ζάρια... ».


ΓΚ<strong>Α</strong>ΛΟΠ<br />

Ο <strong>Α</strong>μερικανός δημοσιογράφος George H. Gallup (1901-1984)<br />

είναι ο πρώτος άνθρωπος που κατέγραψε την άποψη των<br />

πολιτών, έκανε δηλαδή αυτό που χαρακτηρίζεται ως<br />

σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Δεν παρέλειψε, μάλιστα,<br />

στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, να ιδρύσει και το<br />

πρώτο σχετικό ινστιτούτο. Προς τιμή του, λοιπόν, η διαδικασία<br />

φέρει το όνομά του στη διεθνή ορολογία.<br />

<strong>Α</strong>πομένει να καταλάβουμε την αξία της για τους<br />

σφυγμομετρούμενους, αφού οι άμεσα ενδιαφερόμενοι<br />

(συνήθως πολιτικοί άνδρες) μαθαίνουνν τη γνώμη του λαού είτε<br />

για να δώσουν ψεύτικες υποσχέσεις είτε για να την αλλάξουν σε<br />

όφελός τους.<br />

ΓΡ<strong>Α</strong>Β<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Μπορεί η παγκόσμια μόδα να οφείλει πολλά στη Γαλλία, όμως<br />

δε μπορούμε να αγνοήσουμε τη μοναδική συνεισφορά της<br />

Κροατίας στην ανδρική μόδα, αφού σ' αυτήν οφείλουμε την<br />

ύπαρξη της γραβάτας από το 1660, δηλαδή για περίπου<br />

πεντακόσια χρόνια μέχρι σήμερα.<br />

Στα πλαίσια του εορτασμού της νίκης κατά της Οθωμανικής<br />

αυτοκρατορίας, ένα σύνταγμα Κροατών επρόκειτο να<br />

παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά Λουδοβίκου 14ου στο<br />

Παρίσι. Επειδή ήταν γνωστή η παρατηρητικότητά του σε ότι<br />

αφορά στην ενδυμασία, οι Κροάτες αποφάσισαν να


προσθέσουν στη στολή του ένα κομμάτι μεταξωτό ύφασμα,<br />

δεμένο στον λαιμό τους. Ήταν τόσο έντονη η εντύπωση που<br />

έκανε αυτό το αξεσουάρ στον βασιλιά, που δεν άργησε να<br />

ιδρύσει το σύνταγμα "Royal Cravates" (βασιλικές γραβάτες).<br />

Όσο για τη λέξη cravat, αυτή προέρχεται από τη φράση "à la<br />

croate" (με τρόπο κροατικό).<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, σε κάθε επίσημη εκδήλωση, φροντίζουμε να φοράμε<br />

γραβάτα.


Δ<br />

Δ<strong>Α</strong>ΜΟΚΛΕΙΟΣ ΣΠ<strong>Α</strong>ΘΗ<br />

Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας αναφέρει την παρακάτω ιστορία<br />

σχετικά με τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο τον<br />

Πρεσβύτερο. Όταν ο αυλοκόλακας Δαμοκλής τον μακάριζε για<br />

τα πλούτη του, του πρότεινε να τον αντικαταστήσει στο θρόνο<br />

του για μια μέρα.<br />

Όταν τον οδήγησαν, όμως στην αίθουσα του θρόνου, όπου<br />

επικρατούσε η απόλυτη χλιδή, ο Δαμοκλής παρατήρησε πως<br />

πάνω απ’ το κεφάλι του κρεμόταν ένα σπαθί στηριγμένο σε<br />

τρίχες αλόγου που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να κοπούν και<br />

να τον αποκεφαλίσουν.<br />

Όταν ρώτησε γιατί το είχαν βάλει εκεί, ο άρχοντας του<br />

απάντησε : «Το σπαθί το τοποθέτησα πάνω από το θρόνο, για<br />

να μου θυμίζει να παίρνω σωστές αποφάσεις για οτιδήποτε<br />

αφορά τον λαό μου και τους συνεχείς κινδύνους που<br />

περιβάλλουν τη ζωή του άρχοντα, αφού ανά πάσα στιγμή<br />

μπορεί να πεθάνω και να μη μπορώ να επανορθώσω το<br />

σφάλμα».<br />

Ο Δαμοκλής κατάλαβε το σφάλμα του και, πανικόβλητος,<br />

ζήτησε να τον απαλλάξουν από το αξίωμα του και να<br />

επιστρέψει στην απλή και ταπεινή ζωή του. Γι’ αυτό ο κίνδυνος


που απειλεί τη ζωή μας κάθε στιγμή χαρακτηρίζεται από τότε<br />

ως «δαμόκλειος σπάθη».<br />

Δ<strong>Α</strong>ΜΩΝ Κ<strong>Α</strong>Ι ΦΙΝΤΙ<strong>Α</strong>Σ<br />

Όσοι φίλοι χαρακτηρίζονται ως Δάμων και Φιντίας, εννοείται<br />

πως υπάρχει μεταξύ τους αληθινή και βαθιά φιλία που ξεπερνά<br />

και αυτά τα όρια της αυτοθυσίας.<br />

Όταν τύραννος των Συρακουσών ήταν ο Διονύσιος ο<br />

Πρεσβύτερος, ο Φιντίας κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον<br />

του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η τελευταία του επιθυμία<br />

ήταν να αφεθεί ελεύθερος λίγο πριν την εκτέλεση της ποινής.<br />

Στη θέση του, μάλιστα, προσφέρθηκε να παραμείνει ο<br />

αδελφικός φίλος του Δάμων.<br />

<strong>Α</strong>υτό θεωρήθηκε ανοησία από πολλούς, αφού κανείς δεν<br />

περίμενε πως ο Φιντίας θα επέστρεφε έγκαιρα. Και ενώ όλοι<br />

πίστευαν πως η εκτέλεση του Δάμωνα ήταν θέμα χρόνου, ο<br />

Φιντίας εμφανίστηκε προκαλώντας τόση έκπληξη ακόμη και<br />

στον ίδιο το Διονύσιο, που όχι μόνο του χάρισε τη ζωή, αλλά<br />

τον παρακάλεσε να ανήκει στους φίλους του από εκείνη τη<br />

στιγμή.<br />

Δ<strong>Α</strong>ΦΝΗ ΓΙ<strong>Α</strong> ΤΟ ΣΤΙΦ<strong>Α</strong>ΔΟ<br />

Η νύμφη Δάφνη ήταν, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία,<br />

κόρη ποταμού (του Λάδωνα ή του Πηνειού) και της Γαίας. Την<br />

ερωτεύτηκε όμως ο θεός <strong>Α</strong>πόλλωνας και ξεκίνησε να την<br />

κυνηγάει μέχρι να την πιάσει. Όταν η κοπέλα κατάλαβε πως δεν


έχει πια ελπίδα να γλιτώσει, παρακάλεσε τη μητέρα της να τη<br />

βοηθήσει. Κι εκείνη, την τελευταία στιγμή, πρόλαβε και τη<br />

μεταμόρφωσε σε φυτό. Ο απαρηγόρητος θεός, σε ανάμνηση<br />

του ανεκπλήρωτου ερωτά του, έκοψε ένα φύλλο από το φυτό<br />

αυτό με το όποιο στεφανώθηκε και έγινε το ιερό φυτό του.<br />

Όσο για μας, περιοριζόμαστε να τη χρησιμοποιούμε στη<br />

μαγειρική για πιο έντονες και μυρωδάτες γεύσεις.<br />

ΔΕΝ ΙΔΡΩΝΕΙ ΤΟ <strong>Α</strong>ΥΤΙ ΤΟΥ<br />

<strong>Α</strong>πό αδιάφορος έως αναίσθητος μπορεί να θεωρηθεί εκείνος<br />

που ό,τι και αν του λένε, δεν ιδρώνει το αυτί του. Είναι αυτός<br />

που όχι μόνο δεν δίνει σημασία σε ό,τι αρνητικό του<br />

καταμαρτυρείται, αλλά εξακολουθεί να συμπεριφέρεται λες και<br />

δεν συμβαίνει τίποτα.<br />

Η φράση φαίνεται πως έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και<br />

ειδικότερα στον θεό της ιατρικής, τον <strong>Α</strong>σκληπιό, στον οποίο<br />

είχε ανατεθεί από τον Δία η θεραπεία των ασθενειών των<br />

θνητών.<br />

Παρ' όλο που ασκούσε την ιατρική επιστήμη με συνέπεια, δεν<br />

ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι απευθύνονταν σ' αυτόν<br />

για προσωπικά τους ζητήματα, που δεν άπτονταν άμεσα ή<br />

έμμεσα της ιατρικής. Λέγεται ότι κάποτε πήγε σ' αυτόν μια<br />

ερωτευμένη γυναίκα, για να μάθει πώς θα μπορούσε να κάνει<br />

κάποιον άντρα να την αγαπήσει. Ο <strong>Α</strong>σκληπιός της απάντησε<br />

ότι θα πρέπει να τον κλείσει σε ένα ζεστό δωμάτιο. <strong>Α</strong>ν


ιδρώσουν τ' αυτιά του, θα την αγαπήσει. <strong>Α</strong>ν δει ότι τ' αυτιά του<br />

δεν ιδρώνουν, τότε δεν έχει καμιά ελπίδα.<br />

Η ιστορία απέδειξε πόσο δίκιο είχε ο <strong>Α</strong>σκληπιός...<br />

ΔΕΝ Χ<strong>Α</strong>ΡΙΖΕΙ Κ<strong>Α</strong>Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ν<strong>Α</strong><br />

Όποιος είναι αυστηρός αλλά και δίκαιος στην επιβολή ποινής<br />

για κάποιο παράπτωμα, συνήθως αποκτά την φήμη ότι δεν<br />

χαρίζει κάστανα.<br />

Η ιστορική καταγωγή αυτού του χαρακτηρισμού βρίσκεται στα<br />

χρόνια της Επανάστασης του '21 και ειδικότερα στην εποχή<br />

που ο <strong>Α</strong>ιγύπτιος Ιμπραήμ βρισκόταν στην περιοχή της Μάνης<br />

το 1826.<br />

Ο σύμμαχος των Τούρκων σκαρφίστηκε να στείλει τους<br />

κατασκόπους του μεταμφιεσμένους σε καστανάδες,<br />

προκειμένου να αποσπάσουν από τις Μανιάτισσες<br />

πληροφορίες για το κρησφύγετο των αντρών τους. Για να έχουν<br />

μάλιστα καλύτερα και συντομότερα αποτελέσματα, δεν<br />

πουλούσαν, αλλά χάριζαν τα κάστανά τους.<br />

Ο σκοπός τους όμως έγινε σύντομα αντιληπτός και για κακή<br />

τους τύχη έπεσαν στα χέρια των Μανιατών.<br />

Έχοντας πλέον ορατό τον φόβο για τη ζωή τους, ζητούσαν να<br />

μάθουν ποια θα είναι από δω και πέρα η τύχη τους. Τότε οι<br />

Μανιάτες τους απάντησαν πως "εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα",<br />

εννοώντας πως θα τους επιβαλλόταν τιμωρία αντίστοιχη της<br />

πράξης τους.<br />

Προσοχή στους καστανάδες...


ΔΙ<strong>Α</strong>ΚΟΝΙ<strong>Α</strong>ΡΗΣ<br />

Είναι γνωστό πως ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται στους<br />

ζητιάνους που προσπαθούν να αποσπάσουν κάποιο βοήθημα<br />

από τους άλλους.<br />

Η καταγωγή της λέξης οφείλεται στους περιφερόμενους<br />

καλόγερους – διακόνους που πήγαιναν στα σπίτια των πιστών<br />

ζητώντας χρήματα για τα μοναστήρια.<br />

Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου και αφού τα μοναστήρια<br />

απέκτησαν μεγάλη περιουσία, αρκετοί είναι οι καλόγεροι που<br />

δεν λειτουργούν πλέον ως διάκονοι, αλλά εκμεταλλευόμενοι το<br />

σχήμα τους, προσπαθούν να αποσπάσουν τις δωρεές των<br />

αφελών πιστών για προσωπικό πλέον όφελος.<br />

ΔΙΕΒΗ ΤΟΝ ΡΟΥΒΙΚΩΝ<strong>Α</strong><br />

Ο Ρουβίκωνας είναι το ποτάμι που διέσχισε ο Ιούλιος Καίσαρας<br />

με το στρατό του στην πορεία του προς τη Ρώμη. Είναι η αρχή<br />

της μεγαλειώδους πορείας του στην ιστορία, που θα του<br />

χαρίσει τα μεγαλύτερα αξιώματα, για να ανακηρυχθεί μερικά<br />

χρόνια αργότερα από τους Ρωμαίους «πατέρας της πατρίδας»<br />

και να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες. <strong>Α</strong>κόμη και<br />

αυτή η ιστορία τον κατέταξε στους τρεις μεγαλύτερους<br />

στρατηλάτες του κόσμου δίπλα στο Μεγάλο <strong>Α</strong>λέξανδρο και<br />

στον <strong>Α</strong>ννίβα.<br />

Όποιος λοιπόν αποφασίσει να διαβεί το δικό του Ρουβίκωνα,<br />

πρέπει να γνωρίζει πως δεν υπάρχει δρόμος για γυρισμό.


Υπάρχει μόνο πορεία προς τα εμπρός, χωρίς όμως κανείς να<br />

μπορεί να προβλέψει το τέλος της.


Ε<br />

ΕΒΓ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΤΗ ΜΠΕΜΠΕΛΗ<br />

Κάθε καλοκαίρι όλοι βγάζουμε τη μπέμπελη, σκάμε δηλαδή από<br />

τη ζέστη, δυσφορούμε ακόμη και με τα ελάχιστα ρούχα και<br />

αναζητούμε λίγη δροσιά με κάθε δυνατό τρόπο.<br />

Στη δημοτική μας γλώσσα, η μπέμπελη (λέξη σλαβικής<br />

προέλευσης) είναι η ιλαρά, η γνωστή σε όλους εξανθηματική<br />

νόσος των μικρών παιδιών.<br />

Πώς συνδέεται όμως η ιλαρά με τη ζέστη; Οι πρακτικοί γιατροί<br />

παλαιότερων εποχών θεωρούσαν ότι όσοι προσβάλλονταν<br />

από τη νόσο αυτή έπρεπε να φοράνε βαριά ρούχα, ώστε να<br />

ιδρώσουν και να "βγάλουν" από πάνω τους την αρρώστια.<br />

Δεν γνωρίζουμε βέβαια το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής<br />

συνταγής, είναι όμως σαφές ότι "βγάζοντας" τη ζέστη από<br />

πάνω μας σίγουρα αισθανόμαστε καλύτερα.


ΕΒ<strong>Α</strong>ΛΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΠΡ<strong>Α</strong>ΓΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ<br />

Πάντα, στα δύσκολα, χρειάζεται κάποιος ικανός να βάζει τα<br />

πράγματα στη θέση τους, να φροντίζει, δηλαδή, να<br />

αποκατασταθεί κάποια αδικία ή να αποδίδεται δικαιοσύνη και<br />

να επέρχεται η τάξη.<br />

Το ίδιο συνέβη και στη φραγκοκρατούμενη <strong>Α</strong>θήνα του 13ου<br />

αιώνα, όταν ένας Φράγκος που ζούσε κάτω απ' την <strong>Α</strong>κρόπολη,<br />

βρήκε το σπίτι του εντελώς άδειο. Σκέφτηκε τι θα μπορούσε να<br />

κάνει για να πάρει πίσω τα υπάρχοντά του και κατέληξε στην<br />

εξής δημόσια προσφορά : <strong>Α</strong>ν κάποιος ήθελε να καταδώσει τους<br />

κλέφτες, θα είχε ως αμοιβή διακόσια δηνάρια. <strong>Α</strong>ν οι ίδιοι οι<br />

κλέφτες ήθελαν να επιστρέψουν τα κλοπιμαία, τους ενημέρωσε<br />

ότι θα έλειπε από το σπίτι του την επόμενη εβδομάδα και ότι θα<br />

τους έκανε και ένα καλό δώρο για τη χειρονομία τους. Στη μικρή<br />

αθηναϊκή κοινωνία, η κίνησή του έπιασε τόπο. Φαίνεται πως οι<br />

κλέφτες φοβήθηκαν τόσο πολύ, που αποφάσισαν να βάλουν<br />

και πάλι τα πράγματα στη θέση τους. Όμως ο πονηρός<br />

ιδιοκτήτης τους είχε στήσει παγίδα κι έτσι οι κλέφτες κατέληξαν<br />

στη φυλακή.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε οι <strong>Α</strong>θηναίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τη φράση<br />

αυτή, που σύντομα εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την Ελλάδα.<br />

ΕΓΙΝΕ ΛΟΥΗΣ<br />

Ποιος δε φροντίζει να εξαφανιστεί από προσώπου γης όταν<br />

νιώθει ότι αυτοί που τον κυνηγάνε βρίσκονται πλέον σε<br />

απόσταση αναπνοής; Το βάζει στα πόδια και φροντίζει να


φτάσει πρώτος απ’ όλους τους άλλους στο ασφαλές καταφύγιό<br />

του!<br />

<strong>Α</strong>ν λοιπόν είναι τόσο γρήγορος, τότε μας θυμίζει τον ένδοξο<br />

Έλληνα μαραθωνοδρόμο Σπύρο Λούη (1873-1940), τον<br />

Μαρουσιώτη νερουλά, που θριάμβευσε στην πρώτη κλασική<br />

διαδρομή των Ολυμπιακών <strong>Α</strong>γώνων, που έγιναν στην <strong>Α</strong>θήνα το<br />

1894, με χρόνο 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δεύτερα. <strong>Α</strong>φήνοντας<br />

πίσω του όλους τους σπουδαίους αθλητές της εποχής του,<br />

έκανε το λαό που είχε συγκεντρωθεί στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο<br />

να παραληρεί από χαρά. Κι όταν ο βασιλιάς Γεώργιος τον<br />

ρώτησε τι θα ήθελε ως δώρο για τη νίκη του, εκείνος απάντησε :<br />

«¨Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό». <strong>Α</strong>ς<br />

σημειωθεί πως ο Λούης δεν αγωνίστηκε πότε ξανά στη ζωή<br />

του.<br />

ΕΓΙΝΕ ΤΩΦ<strong>Α</strong>ΛΟΣ<br />

Χαρακτηριστική έκφραση που συνοδεύει όσους και όσες<br />

αποκτούν μέσω της στοματικής οδού ιδιαίτερο εκτόπισμα,<br />

τέτοιο που το παρουσιαστικό τους να γίνεται αντικείμενο<br />

σχολίων.<br />

Κι όλα αυτά στη μνήμη του θηριώδους παγκόσμιας κλάσης<br />

Έλληνα αρσιβαρίστα και πρωταθλητή της ελευθέρας πάλης<br />

Δημήτρη Τώφαλου (Πάτρα 1884 – Πάτρα 1966) που τα<br />

παγκόσμια ρεκόρ του και οι αμέτρητες νίκες του σε διεθνείς<br />

αγώνες εντός και εκτός της χώρας μας τον έκαναν διάσημο σ’<br />

ολόκληρο τον κόσμο. Τα 140 μετάλλιά του στην άρση βαρών


και άλλα 215 μετάλλια στην ελεύθερη πάλη (κυρίως στην<br />

<strong>Α</strong>μερική) εξάπλωσαν τη φήμη του εντός και εκτός συνόρων, για<br />

να επιστρέψει τελικά στην Ελλάδα το 1952 και να ζήσει στον<br />

τόπο που γεννήθηκε, στην Πάτρα, μέχρι το τέλος της ζωής του.<br />

ΕΓΚΕΛ<strong>Α</strong>ΔΟΣ<br />

Συχνά ακούμε τους σεισμολόγους να αναφέρονται στο<br />

«καινούριο χτύπημα του Εγκέλαδου», εννοώντας τη νέα<br />

σεισμική δόνηση στην περιοχή μας.<br />

Ποιος ήταν, όμως, ο Εγκέλαδος; Στη μυθολογία μας θεωρείται<br />

αρχηγός των Γιγάντων, γιος του Τάρταρου και της Γης, που<br />

έχασε τη ζωή του στη Γιγαντομαχία. Ο επικρατέστερος μύθος<br />

είναι η θανάτωσή του από τη θεά <strong>Α</strong>θηνά που, αφού τον έτρεψε<br />

σε φυγή στο όρος <strong>Α</strong>ίτνα, τον καταπλάκωσε μ’ αυτό. <strong>Α</strong>πό τότε, ο<br />

Εγκέλαδος αναστενάζει και μετακινείται μέσα στον τάφο του<br />

προσπαθώντας να βγει, προκαλώντας έτσι σεισμούς και<br />

ηφαιστειακές εκρήξεις.<br />

ΕΓΚΛΗΜ<strong>Α</strong> Κ<strong>Α</strong>ΘΟΣΙΩΣΕΩΣ<br />

Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από τη ρωμαϊκή εποχή και<br />

αναφέρεται σε πράξεις και ενέργειες που αποτελούν μεγάλη<br />

προσβολή κατά του ρωμαϊκού λαού ή, ακόμη περισσότερο,<br />

εγκληματικές ενέργειες κατά του πολιτεύματος ή της πολιτείας.<br />

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η τιμωρία<br />

εκείνων που υπέπεσαν σ’ αυτό το παράπτωμα δε μπορούσε να<br />

είναι άλλη από την παραδειγματική θανάτωσή τους. Έτσι


λειτουργούσαν αποτρεπτικά για όσους έδειχναν επιρρεπείς να<br />

μπουν στον πειρασμό…<br />

ΕΙΜ<strong>Α</strong>ΣΤΕ ΓΙ<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Π<strong>Α</strong>ΝΗΓΥΡΙ<strong>Α</strong><br />

Η Κόρινθος είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τον πλούτο<br />

της. Σε μια τέτοια πόλη, σε όλη την διάρκεια της ύπαρξής της<br />

και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν θα μπορούσε παρά<br />

να αναπτύσσονται και πολλές εμπορικές δραστηριότητες και<br />

συναλλαγές.<br />

Στα χρόνια πριν την Φραγκοκρατία γίνονταν στην πόλη δυο<br />

μεγάλες εμποροπανηγύρεις διάρκειας ενάμιση μήνα η καθεμία,<br />

όπου συνέρρεαν έμποροι με στόχο την αγοραπωλησία των<br />

προϊόντων τους. Οι συνευρέσεις αυτές όμως δεν σταμάτησαν<br />

και όταν η πόλη υποτάχτηκε στους Φράγκους κατακτητές.<br />

Όταν ρωτούσαν εκείνους που συμμετείχαν σ' αυτές σαν να μην<br />

έχει συμβεί τίποτα στην πόλη, πού πηγαίνουν, εκείνοι<br />

απαντούσαν : "είμαστε για τα πανηγύρια".<br />

<strong>Α</strong>πό τότε η φράση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε<br />

ανθρώπους που δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της<br />

κατάστασης.<br />

ΕΙΝ<strong>Α</strong>Ι Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Μ<strong>Α</strong>ΥΡ<strong>Α</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΙ<strong>Α</strong><br />

Δε χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς πως<br />

όποιος είναι στα μαύρα πανιά, βρίσκεται σε βαθύτατο πένθος.


<strong>Α</strong>υτό ακριβώς συνέβαινε και στον <strong>Α</strong>ιγέα, τον πατέρα του Θησέα,<br />

όταν ο ήρωας ξεκίνησε να πάει στην Κρήτη αποφασισμένος να<br />

σκοτώσει το Μινώταυρο, ώστε να απαλλάξει τους <strong>Α</strong>θηναίους<br />

από το βαρύ φόρο αίματος που πλήρωναν στο βασιλιά Μίνωα.<br />

(Κάθε 9 χρόνια, 7 νέοι και 7 νέες γίνονταν τροφή για το θηρίο).<br />

Και επειδή κάτι τέτοιο φαινόταν ακατόρθωτο, ο πατέρας ζήτησε<br />

από το γιο να κινήσει με μαύρα πανιά και αν τα καταφέρει, να<br />

επιστρέψει με λευκά. Μάλλον, όμως, η χαρά της νίκης η κάποια<br />

κατάρα της <strong>Α</strong>ριάδνης προκάλεσε την αμέλεια της αλλαγής των<br />

πανιών. Έτσι, ο γερο-<strong>Α</strong>ιγέας βλέποντας από το Σούνιο τα<br />

μαύρα πανιά, έδωσε τέλος στη ζωή του και μαζί το όνομά του<br />

στο <strong>Α</strong>ιγαίο Πέλαγος.<br />

ΕΜΠ<strong>Α</strong>ΙΝΕ, ΓΙΟΥΤΣΟ!<br />

Ο Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε το 1941 στην Καστοριά. Η<br />

οικογένειά του όμως, μέσα από τις φλόγες του εμφύλιου<br />

πολέμου, κατέληξε στην Ουγγαρία. Ο Νίκος έγινε<br />

ποδοσφαιριστής στην ουγγρική Τσέπελ, αλλά στα 24 του<br />

χρόνια έγινε το νέο μεταγραφικό απόκτημα του Ολυμπιακού.<br />

Για 10 ολόκληρα χρόνια θα δώσει τον καλύτερο εαυτό του τόσο<br />

στην ομάδα του όσο και στην Εθνική μας ομάδα. Είναι<br />

χαρακτηριστικές οι διεισδύσεις του που προκαλούσαν πανικό<br />

στα καρέ των αντιπάλων, οι ντρίπλες και η άνεση με την οποία<br />

τους απέφευγε και η τελική κατάληξη της μπάλας στα δίχτυα,<br />

που ξεσήκωνε θύελλα στις κερκίδες. <strong>Α</strong>υτή η αδιάκοπη


μαχητικότητα και η εκρηκτικότητά του δημιούργησαν το<br />

σύνθημα : «Έμπαινε, Γιούτσο!».<br />

Μόνο που δεν αναφερόταν στον παίχτη αποκλειστικά, αλλά και<br />

σε όσους δε δίσταζαν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες ή και να<br />

πάρουν δραστήρια μέρος σε κάποιο καβγά.<br />

ΕΞ <strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΛΩΝ ΟΝΥΧΩΝ<br />

<strong>Α</strong>ρκετές φορές η έννοια των φράσεων δεν αποδίδεται με ορθό<br />

τρόπο και καταλήγουν να χρησιμοποιούνται με την έννοια που<br />

δεν τους αντιστοιχεί. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το γνωστό<br />

"εξ απαλών ονύχων", που κατά πλειοψηφία αναφέρεται για να<br />

δηλώσει την υπέρβαση μιας δυσκολίας ανώδυνα ή με ελάχιστο<br />

κόστος.<br />

Ωστόσο εντελώς διαφορετική είναι η ακριβής έννοια. Η φράση<br />

σχετίζεται με το βάθος χρόνου από τον οποίο συμβαίνει κάποιο<br />

γεγονός, για παράδειγμα το ξεκίνημα μιας γνωριμίας, επειδή τα<br />

νύχια μας είναι απαλά κατά την βρεφική μας ηλικία. Άρα από<br />

τότε χρονολογείται και αυτό στο οποίο αναφερόμαστε.<br />

Συμπληρωματικά παραθέτουμε απόσπασμα κειμένου του αγίου<br />

της πεζογραφίας μας, <strong>Α</strong>λέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Εντούτοις,<br />

με όλον αυτό το ρόδινον κάλλος της, αύτη ειργάζετο<br />

καθημερινώς εις το εργαστήριον υποδημα-τοποιού της<br />

πολυτελείας παρά την οδόν Σταδίου. Ήτο βιοπαλαίστρια εξ<br />

απαλών ονύχων, η πτωχή κόρη» ("Ποία εκ των δύο",<br />

Παπαδιαμάντη Άπαντα).


ΕΞΩΛΗΣ Κ<strong>Α</strong>Ι ΠΡΟΩΛΗΣ<br />

Ιδιαίτερα αγαπημένη φράση στα χείλη των ηθικών (εντός ή<br />

εκτός εισαγωγικών) ανθρώπων προηγούμενων δεκαετιών, με<br />

σκοπό τον χαρακτηρισμό είτε ανδρών που δεν δίσταζαν να<br />

χρησιμοποιήσουν κάθε αθέμιτο μέσο για να πετύχουν τον<br />

στόχο τους είτε γυναικών που θεωρούνταν ελευθέρων ηθών.<br />

Το επίθετο εξώλης δηλώνει τον αχρείο άνθρωπο, εκείνον που<br />

ζει μέσα στην φαυλότητα. Το επίθετο προώλης δηλώνει επίσης<br />

τον διεφθαρμένο και ανήθικο άνθρωπο. Και τα δυο προέρχονται<br />

από την αρχαία ελληνική γλώσσα από τον συνδυασμό των<br />

προθέσεων εξ και προ με το ρήμα όλλυμι (καταστρέφω,<br />

διαφθείρω) και φτάνουν μέχρι σήμερα ίδια κι απαράλλαχτα<br />

εννοιολογικά και γραμματικά. Για να επιβεβαιώσουν για<br />

πολλοστή φορά τους άρρηκτους δεσμούς που έχει το παρελθόν<br />

με το παρόν, αφού και η φράση συναντάται σε γραπτά του<br />

σπουδαίου ρήτορα Δημοσθένη (384 π.Χ. - 322 π.Χ).<br />

Όσο για το είδος των εν λόγω ανθρώπων, κι αυτό από τότε<br />

μέχρι σήμερα ίδιο κι απαράλλαχτο επίσης!<br />

ΕΥΡΩΠΗ<br />

Η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά <strong>Α</strong>γήνορα και της Τηλεφάσσας,<br />

αρχόντων της Φοινίκης, μπήκε στο στόχαστρο του<br />

καρδιοκατακτητή Δία. Για να είναι ο πατέρας θεών και<br />

ανθρώπων βέβαιος για την έκβαση των ενεργειών του,<br />

προτίμησε να μεταμορφωθεί σε λευκό μυώδη ταύρο και να<br />

βόσκει δίπλα στην πανέμορφη κοπέλα και τις φίλες της


καραδοκώντας για την κατάλληλη στιγμή. Που δεν άργησε να<br />

έρθει, όταν η κοπέλα τον πλησίασε, τον χάιδεψε, τον θαύμασε<br />

για την ομορφιά και τη δύναμή του και δεν άργησε να καθίσει<br />

πάνω του. Τότε αυτός ξεχύθηκε και φτερούγισε σαν άνεμος,<br />

χωρίς να σταματήσει μέχρι να φτάσει στην Κρήτη.<br />

Έτσι εμείς τώρα μένουμε στην Ευρώπη.<br />

ΕΦ<strong>Α</strong>ΓΕ ΤΟ Κ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΠΕ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΣΜ<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>ν κάποιος από τους καλεσμένους σας σε γεύμα τίμησε<br />

δεόντως όλα σας τα φαγητά και δε σταμάτησε παρά μόνον όταν<br />

δεν υπήρχε τίποτε άλλο για να καταβροχθίσει, μπορείτε χωρίς<br />

αμφιβολία να πείτε πως έφαγε το καταπέτασμα.<br />

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα καταπετάννυμι και σημαίνει το<br />

κάλυμμα από ύφασμα, την κουρτίνα ή και το τραπεζομάντιλο,


μέχρι και τα ειδικά πανιά που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι για<br />

να δημιουργήσουν τα χωρίσματα στους ναούς τους (το<br />

καταπέτασμα του ναού).<br />

Όταν, λοιπόν, έχτε τέτοιους καλεσμένους, καλό θα είναι να μη<br />

στρώσετε το πιο καλό σας τραπεζομάντιλο, γιατί κινδυνεύει<br />

άμεσα!<br />

ΕΦ<strong>Α</strong>ΓΕ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΓΛΕΟΥΡ<strong>Α</strong><br />

Δεν είναι λίγοι οι καλοφαγάδες και ταυτόχρονα πολυφαγάδες<br />

που όταν βρουν νόστιμα εδέσματα, δε λένε να σταματήσουν<br />

μέχρι να εξαφανίσουν ό,τι υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Στην<br />

περίπτωση αυτή λέμε πως κάποιος «έφαγε τον αγλέουρα»<br />

Ο αγλέουρας ή αγλέορας ή αγκλέουρας είναι το δηλητηριώδες<br />

φυτό με το επιστημονικό όνομα ελλέβορος, γνωστό από<br />

αρχαιοτάτων χρόνων, και με την λαϊκή ονομασία γαλατσίδα. Οι<br />

αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τις θεραπευτικές του ιδιότητες και το<br />

προσέφεραν κυρίως ως καταπραϋντικό σε περιπτώσεις μανίας.<br />

Λέγεται ότι πρώτος το χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό ο<br />

βοσκός και μάντης Μελάμπους για να θεραπεύσει την κόρη του<br />

Πρωτέα. Είναι επίσης γνωστό ότι οι ρήτορες έτρωγαν μικρές<br />

ποσότητες του φυτού για την τόνωση της μνήμης τους όταν<br />

μιλούσαν. Τέλος, οι βυζαντινοί το χρησιμοποιούσαν όταν είχαν<br />

φάει αρκετά, για να προκαλέσουν εμετό. Ίσως απ’ αυτή την<br />

τελευταία του χρήση να προήλθε και η παραπάνω φράση, σε<br />

σχέση με τη δυσφορία που προκαλεί το συγκεκριμένο φυτό.


ΕΦ<strong>Α</strong>ΓΕ ΧΥΛΟΠΙ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Νομίζω πως δεν υπάρχει εκπρόσωπος των δύο φύλων, που να<br />

μην έχει δοκιμάσει, τουλάχιστον μια φορά, αυτό το «εξαιρετικό»<br />

έδεσμα...<br />

Κι όμως, στις αρχές του 19 ου αιώνα, στην περιοχή των<br />

Ιωαννίνων, έδρασε ο περίφημος κομπογιαννίτης γιατρός<br />

Παρθένης Νένιμος που, μεταξύ των άλλων θανατηφόρων<br />

παρασκευασμάτων του, είχε δημιουργήσει και την περίφημη<br />

χυλόπιτα που προκαλούσε ανακούφιση σ’ εκείνους που είχαν<br />

βιώσει την απόρριψη και την ερωτική απογοήτευση.<br />

Το σκεύασμα αυτό αποτελούνταν από χυλό σιταριού ψημένο<br />

στο φούρνο με μείγμα διάφορων μπαχαρικών. <strong>Α</strong>ς ελπίσουμε<br />

πως η γεύση του ήταν καλή, μιας και στον καημό των<br />

ερωτευμένων δε θα πρέπει να έκανε και πολλά πράγματα...<br />

ΕΧ<strong>Α</strong>ΣΕ Τ’ <strong>Α</strong>ΥΓ<strong>Α</strong> Κ<strong>Α</strong>Ι <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Κ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΘΙ<strong>Α</strong><br />

Όταν κάποιος βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση ή υφίσταται μια<br />

σημαντική απώλεια, συνηθίζουμε να λέμε πως έχασε τ’ αυγά<br />

και τα καλάθια.<br />

Το ίδιο συνέβη και σ’ έναν υπέργηρο έμπορο αυγών απ’ την<br />

<strong>Α</strong>θήνα, τον Ιωάννη Ντερτσίνη, όταν αναγκάστηκε να<br />

εγκαταλείψει μαζί με άλλους την πόλη εξαιτίας της επιδημίας<br />

πανούκλας που την χτύπησε στα τέλη του 17 ου αιώνα και να<br />

αναζητήσει την τύχη του σε γειτονικό νησί.<br />

Φρόντισε, βέβαια, να πάρει μαζί του και το πολύτιμο εμπόρευμά<br />

του, προσδοκώντας να βρει νέους πελάτες. Δεν είχε όμως


υπολογίσει τους <strong>Α</strong>λγερινούς πειρατές που επιτέθηκαν στο<br />

πλοίο, αιχμαλώτισαν τους νέους και ικανούς για εργασία, ενώ<br />

τους γεροντότερους τους έστειλαν πίσω στην <strong>Α</strong>θήνα.<br />

Όταν η σύζυγος ενός απ’ αυτούς που χάθηκαν και οδηγήθηκαν<br />

στα σκλαβοπάζαρα θρηνούσε τον χαμό του, άκουσε την<br />

απίστευτη ρήση του γέροντα : «Εσύ κλαις για τον άντρα σου.<br />

<strong>Α</strong>μ, εγώ τι να πω, που έχασα τ’ αυγά και τα καλάθια!».<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, αλλά με διαφορετική από την αρχική σημασία, η<br />

φράση αυτή έμεινε στην καθημερινότητά μας.


Ζ<br />

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ<br />

Ο ζεϊμπέκικος χορός, κατά τον μελετητή Βελλούδιο, είναι λέξη<br />

σύνθετη και προέρχεται από τον Δία (Ζεϋ) και από το μπέκος ή<br />

βέκος που, κατά τον Ηρόδοτο σημαίνει ψωμί. Θεωρείται χορός<br />

συμβολικός και θρησκευτικός για τη ανακούφιση της πνεύματος<br />

και του σώματος του ανθρώπου και την απαλλαγή του χορευτή<br />

απ’ ό,τι τον βαραίνει.<br />

Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί και με την αρχαϊκή<br />

καταγωγή του συγκεκριμένου χορού από την Θράκη, την<br />

μεταφορά του από τους ζεϊμπέκηδες στην Μικρά <strong>Α</strong>σία και την<br />

επαναφορά του στην Ελλάδα από τους ξεριζωμένους<br />

Μικρασιάτες στα 1922, όπως σημειώνει ο Διονύσης<br />

Χαριτόπουλος, και συνεχίζει : «Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός<br />

χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους<br />

άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.<br />

Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί<br />

στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του<br />

πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα<br />

τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια.


Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να<br />

μπει».<br />

Ο χορός αυτός δεν έχει συγκεκριμένα βήματα, επειδή κάθε<br />

χορευτής επιθυμεί με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο να<br />

εξωτερικεύσει όσα νιώθει. Και, βέβαια, δεν χορεύεται κατ’<br />

επανάληψη από τον ίδιο χορευτή αλλά μία και μόνη φορά. Γι’<br />

αυτό και δεν επιτρέπεται να χορεύουν και μερικοί ακόμη μαζί<br />

του ή με ψευτοπαλαμάκια να επικροτούν την έκφραση του<br />

πόνου του. <strong>Α</strong>ς προσέξουν λοιπόν οι χορευτές, γιατί αρκετές<br />

φορές ξεφεύγουν προσβάλλοντας την σπουδαιότητα και το<br />

νόημα αυτού του χορού.<br />

ΖΙΒ<strong>Α</strong>ΓΚΟ<br />

Ο ήρωας της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου του<br />

νομπελίστα συγγραφέα Μπορίς Παστερνάκ «Δόκτωρ Ζιβάγκο»<br />

φορούσε πουλόβερ με ανυψωμένο και γυριστό λαιμό. Ήταν<br />

τόσο μεγάλη η επιτυχία της ταινίας και τέτοιο το πλήθος των<br />

θαυμαστών του ηθοποιού ανά τον κόσμο, ώστε η ενδυμασία<br />

του να καθιερωθεί ως βιομηχανικά εμπορεύσιμο είδος.<br />

Προς τιμή του, λοιπόν, καθιερώθηκε ο συγκεκριμένος τύπος<br />

μπλούζας να ονομάζεται ζιβάγκο.<br />

Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ας μην ξεχνάμε την ανατρεπτική για<br />

την εποχή της εμφάνιση του <strong>Α</strong>νδρέα Παπανδρέου το 1974 στη<br />

Βουλή των Ελλήνων με ζιβάγκο που παρέπεμπε συνειρμικά<br />

στη λαϊκή εξουσία...


Η<br />

Η ΓΛΩΣΣ<strong>Α</strong> ΤΟΥ Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΖΕΙ ΜΕΛΙ<br />

Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, ήταν ο γεροντότερος από<br />

τους <strong>Α</strong>χαιούς που συμμετείχαν στην εκστρατεία εναντίον της<br />

Τροίας μετά την αρπαγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. Ο<br />

Νέστορας φημιζόταν όχι μόνο για τη σοφία του αλλά και για την<br />

ικανότητά του να κατευνάζει τις αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων<br />

αρχηγών που από τότε είχαν τη συνήθεια να τρώγονται. Γι’<br />

αυτό και ο Όμηρος αναφέρει γι’ αυτόν στην Ιλιάδα (<strong>Α</strong> 249) «του<br />

και από γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αύδη», δηλαδή «με τη<br />

γλυκιά του τη γλώσσα που ‘χυνε κι απ’ το μέλι φωνή πιο<br />

ζαχαρένια».<br />

Η φράση ταιριάζει σε όλους τους γλυκομίλητους ανθρώπους,<br />

που προσπαθούν με όμορφο τρόπο να καταπραϋνουν τις<br />

οξύτητες και τις αντιπαλότητες με τους άλλους.<br />

Η ΓΥΝ<strong>Α</strong>ΙΚ<strong>Α</strong> ΤΟΥ Κ<strong>Α</strong>ΙΣ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong><br />

«Η γυναίκα του Καίσαρα δε φτάνει μόνο να είναι τίμια, πρέπει<br />

και να φαίνεται τίμια». Τη φράση αυτή χρησιμοποίησε ο Ιούλιος<br />

Καίσαρας που αναγκάστηκε να χωρίσει τη δεύτερη γυναίκα του,<br />

Πομπηία, η οποία, σε μια γυναικεία γιορτή, δεν αντελήφθη


έγκαιρα την παρουσία ενός νεαρού αριστοκράτη,<br />

μεταμφιεσμένου σε γυναίκα, που είχε κατορθώσει να<br />

παρεισφρύσει ανάμεσά τους. Εξαιτίας αυτής της απρόσεκτης<br />

συμπεριφοράς της, έδωσε την ευκαιρία για αρνητικά σχόλια<br />

από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.<br />

Άτυχος ο Καίσαρας, άτυχη και η Πομπηία που δε ζουν στις<br />

μέρες μας, που όσο κι αν γνωρίζουμε τα λόγια του, κανενός το<br />

αυτί δεν ιδρώνει για τέτοιες μικρολεπτομέρειες.<br />

Η ΕΝ ΠΟΛΛ<strong>Α</strong>ΙΣ <strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΡΤΙ<strong>Α</strong>ΙΣ<br />

Η φράση αυτή βρίσκεται στο τροπάριο της Κασσιανής και είναι<br />

μέρος της επίκλησης της αμαρτωλής γυναίκας που μετανόησε<br />

και άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, βρίσκοντας κοντά σ΄<br />

<strong>Α</strong>υτόν την εξιλέωση, την γαλήνη και το νόημα της ζωής.<br />

Η Κασσιανή, κατά κόσμο Κασσία, υπήρξε μία από τις<br />

ομορφότερες παρθένες ευγενικής καταγωγής, που<br />

παρουσιάστηκαν στον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο,<br />

προκειμένου να επιλέξει μία απ’ αυτές ως σύζυγό του και<br />

μελλοντική αυτοκράτειρα. Το έπαθλο της νικήτριας, ας πούμε,<br />

αυτού του άτυπου διαγωνισμού ήταν ένα χρυσό μήλο που λίγο<br />

έλλειψε να καταλήξει στα χέρια της πανέμορφης Κασσίας. Όταν<br />

όμως ο Θεόφιλος απευθυνόμενος προς την νεαρή καλλονή είπε<br />

την φράση "εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα" εννοώντας το<br />

προπατορικό αμάρτημα, εκείνη τόλμησε να του απαντήσει<br />

"αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω" εννοώντας την<br />

γέννηση του Χριστού από την Παναγία. Έτσι το μήλο κατέληξε


στα χέρια της εξίσου όμορφης Θεοδώρας, ενώ η Κασσιανή<br />

αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και κλείστηκε σε<br />

μοναστήρι.<br />

Η φράση συνήθως χρησιμοποιείται περιπαιχτικά για<br />

ανθρώπους που προσποιούνται ότι έχουν μετανοήσει για όσα<br />

αμαρτήματα ή αδικήματα έχουν κάνει, με στόχο να πετύχουν<br />

την συγχώρησή τους ή να αποφύγουν μια βαριά τιμωρία.<br />

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΙ Ο <strong>Α</strong>ΓΙΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ<br />

Σε πολλά ζευγάρια παρατηρείται συχνά σημαντική διαφορά<br />

ύψους, τόση που να προκαλεί εντύπωση. Τότε,<br />

χαρακτηριστικά, οι <strong>Α</strong>θηναίοι τουλάχιστον, χρησιμοποιούν τη<br />

χαρακτηριστική αυτή φράση.<br />

Κι αυτό επειδή πράγματι οι δυο εκκλησίες, η μια δίπλα στην<br />

άλλη στο κέντρο της <strong>Α</strong>θήνας, έχουν ακριβώς αυτή τη διαφορά<br />

μεγέθους. <strong>Α</strong>πό τη μια ο επιβλητικός Ναός της Μητρόπολης,<br />

αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, που<br />

χρειάστηκαν είκοσι ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί, κι από την<br />

άλλη το ταπεινό μικρό πετρόχτιστο παρεκκλήσι του <strong>Α</strong>γίου<br />

Ελευθερίου.<br />

Και μου μένει πάντα μια απορία άλυτη. Τελικά ισχύει το «ουκ εν<br />

τω πολλώ το ευ» ή όχι;


΄Η <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ν ΄Η ΕΠΙ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Σ<br />

Όταν δίνουμε μια μάχη μέχρι τέλους χωρίς να υπολογίζουμε τις<br />

συνέπειες, τότε η προσπάθεια μπορεί να χαρακτηριστεί «ή ταν<br />

ή επί τας».<br />

Τη φράση αυτή χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Σπαρτιάτισσες<br />

μανάδες όταν έδιναν την ασπίδα στους γιους τους για να πάνε<br />

για πρώτη φορά στη μάχη. Σήμαινε δε ότι «ή θα επιστρέψεις<br />

νικητής ή νεκρός πάνω στην ασπίδα σου».<br />

Παρόμοια συμπεριφορά αναφέρεται και από μια γερόντισσα<br />

Κρητικιά μάνα που της έφεραν το θλιβερό μαντάτο για το<br />

στερνοπαίδι της, που έχασε τη ζωή του σε μάχη κατά των<br />

Τούρκων. Είπε η γερόντισσα : «Για να ξέρω αν θα τον κλάψω,<br />

πείτε πού τον βρήκε η σφαίρα, στα στήθια ή στην πλάτη;».<br />

ΗΠΙΕ ΤΟ <strong>Α</strong>ΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ<br />

Όσοι αρνούνται πεισματικά να απαντήσουν ακόμη και σε πολύ<br />

έντονες προκλήσεις, λέμε δικαιολογημένα πως ήπιαν το<br />

αμίλητο νερό. Πού το βρήκαν άραγε;<br />

Την παραμονή της γιορτής του Κλείδωνα ή, αν προτιμάτε, του<br />

<strong>Α</strong>γίου Ιωάννη του Βαπτιστή, στις 24 Ιουνίου (γέννηση του<br />

αγίου) και αμέσως μετά τη δύση του Ηλίου, οι ανύπαντρες<br />

κοπέλες του χωριού μετέφεραν το νερό με στάμνες από τα<br />

πηγάδια ή τα ποτάμια της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της<br />

μεταφοράς του έπρεπε να είναι εντελώς αμίλητες, σύμφωνα με


το έθιμο, παρά τα πειράγματα, τα αστεία ή τις προκλήσεις που<br />

επίτηδες δέχονταν από τα αγόρια της περιοχής.<br />

Γιατί αν οι κοπέλες μιλήσουν, ο Κλείδωνας χάνει τη μαντική του<br />

δύναμη. Έτσι χάνουν κι αυτές την ευκαιρία να μάθουν τα<br />

μελλούμενα, και κυρίως ποια θα είναι η τύχη τους στο<br />

πολυπόθητο θέμα επιλογής συζύγου.<br />

ΗΠΙΕ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΜΠ<strong>Α</strong>ΚΟ<br />

Ο άμπακος ή άμπακας ή άβακας και, εν τέλει, άβαξ δεν είναι<br />

τίποτε άλλο από το αριθμητήριο των αρχαίων, δηλαδή μια<br />

πλάκα επιστρωμένη με άμμο ή αλειμμένη με κερί που πάνω της<br />

έκαναν μαθηματικούς υπολογισμούς. Με την πάροδο του<br />

χρόνου και την επικράτηση της λατινικής γλώσσας ο άβαξ θα<br />

γίνει «abacus» και θα αποκτήσει την έννοια της αριθμητικής<br />

γενικά. Όμως, τον 16 ο αιώνα, ο μαθηματικός Εμμανουήλ<br />

Γλυνζώνιος θα εκδώσει το ογκώδες σύγγραμμά του, με τον<br />

μακρόσυρτο τίτλο : «Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την<br />

τε πρακτικήν <strong>Α</strong>ριθμητικήν, ή μάλλον ειπείν την λογαριαστικήν,<br />

και περί του πώς ευρίσκει έκαστος το άγιον Πάσχα και τέλειον<br />

Πασχάλιον αεί και πάντοτε. Και περί ευρέσεως σελήνης εν ποία<br />

ημέρα γίνεται η γέννα αυτής», που έμεινε γνωστό ως άμπακος<br />

ή άμπακας.<br />

Όπως αναφέρει και ο Νικόλαος Πολίτης, η φράση «έφαγε ή ήπιε<br />

τον άμπακο» σχετίζεται μεταφορικά με τον όγκο και το μέγεθος<br />

του τίτλου του παραπάνω βιβλίου.


<strong>Α</strong>ς σημειώσουμε ότι υπάρχει και η άποψη, μάλλον όχι τόσο<br />

σωστή, του καθηγητή Μπαμπινιώτη, ότι η μεσαιωνική λέξη<br />

άμπακος προήλθε από το ιταλικό abaco, με την έννοια «πλάκα<br />

γραφής και αριθμητικών πράξεων με άμμο». Άρα η έννοια της<br />

αμέτρητης άμμου δίνει και την έννοια της αμέτρητης ποσότητας<br />

του άμπακου.


Θ<br />

Θ<strong>Α</strong> ΣΕ Φ<strong>Α</strong>ΕΙ Η Λ<strong>Α</strong>ΜΙ<strong>Α</strong><br />

Μεγάλη ποικιλία φράσεων έχει να επιδείξει ο απλός λαός,<br />

προκειμένου να πειθαναγκάσει τα μικρά ατίθασα και<br />

ανυπάκουα παιδιά να παραμείνουν κοντά στους γονείς τους ή<br />

να υπακούσουν αδιαμαρτύρητα τις εντολές τους. Ένα τέτοιο<br />

πλάσμα της αστείρευτης φαντασίας των αρχαίων Ελλήνων<br />

αλλά και της αδιάκοπης προσπάθειάς τους να ερμηνεύσουν τη<br />

φύση είναι και η Λάμια. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Λάμια ήταν<br />

κόρη του θεού Ποσειδώνα, που είχε την ατυχία να την ερωτευτεί<br />

ο Δίας (θείος της ήταν ο αθεόφοβος, αλλά δεν έδινε σημασία σε<br />

λεπτομέρειες). Του γυάλισε, λοιπόν, η νεαρά και την κατέστησε<br />

έγκυο. Όμως η ζηλιάρα Ήρα ήταν αποφασισμένη να μην την<br />

αφήσει σε χλωρό κλαρί. Η τιμωρία που της επέβαλε ήταν<br />

σκληρή και απάνθρωπη. Όλα της τα μικρά τα γεννούσε νεκρά.<br />

Όταν, λοιπόν, τα νιάτα χάθηκαν και μαζί τους η δυνατότητα<br />

τεκνοποίησης, ήταν πια τόση η μανία της Λάμιας, που άρπαζε<br />

τα άλλα παιδιά από τους γονείς τους και τα σκότωνε.


Ι<br />

ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟ ΠΗΔΗΜ<strong>Α</strong><br />

Όταν κάποιος προβάλλει υπερβολικά τις δυνατότητές του<br />

θεωρώντας ότι θα γίνει πιστευτός, ενδέχεται να προκληθεί να<br />

τις αποδείξει επίσης, αρκετές φορές με δυσάρεστα γι’ αυτόν<br />

αποτελέσματα.<br />

Το ίδιο συνέβη, σύμφωνα με τον <strong>Α</strong>ισώπειο μύθο «<strong>Α</strong>νήρ<br />

κομπαστής», σε έναν <strong>Α</strong>θηναίο αθλητή που καυχιόταν ότι σε<br />

αγώνες στη Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα.<br />

Προκαλούσε δε όσους δεν τον πίστευαν, να πάνε στη Ρόδο και<br />

να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων, κάτι που πρακτικά ήταν<br />

εξαιρετικά δύσκολο. Τότε ένας <strong>Α</strong>θηναίος πήγε στο σκάμμα και<br />

έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Μετά, στράφηκε<br />

προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «<strong>Α</strong>υτού γαρ Ρόδος<br />

και πήδημα»!<br />

ΙΜ<strong>Α</strong>Μ ΜΠ<strong>Α</strong>ΪΛΝΤΙ<br />

Το γνωστό σε όλους φαγητό , το ιμάμ μπαϊλντί, με τις<br />

μελιτζάνες, τα κρεμμύδια και το μπόλικο λάδι προέρχεται από<br />

την τουρκική κουζίνα, αλλά έχει ήδη διαδοθεί, λόγω της<br />

εξαιρετικής γεύσης του, σε όλους τους βαλκανικούς λαούς.


Ο τίτλος του φαγητού σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε» και<br />

υπάρχουν δυο εκδοχές γι’ αυτό. Κατά την πρώτη εκδοχή, ο<br />

ιμάμης λιποθύμησε από την υπερβολική ποσότητα φαγητού<br />

που καταβρόχθισε. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, ο ιμάμης<br />

λιποθύμησε όταν έμαθε την ποσότητα του λαδιού που<br />

χρειάστηκε η γυναίκα του για να φτιάξει το συγκεκριμένο<br />

φαγητό.<br />

Όπως και να ‘χει το πράγμα, το βέβαιο είναι ότι το φαγητό είναι<br />

νοστιμότατο.


Κ<br />

Κ<strong>Α</strong>Β<strong>Α</strong>ΛΗΣΕ ΤΟ Κ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΜΙ<br />

Λέγεται ότι η μεγάλη αδυναμία του βασιλιά <strong>Α</strong>γησίλαου της<br />

αρχαίας Σπάρτης ήταν να παίζει με το γιο του. Θέλοντας να του<br />

κάνει το χατίρι προσποιόταν τον ιππέα καβαλώντας ένα<br />

καλάμι. Όταν κάποιος γνωστός του έγινε κατά λάθος αυτόπτης<br />

μάρτυρας αυτής της αστείας σκηνής, ο βασιλιάς τον<br />

παρακάλεσε να μην το διαδώσει, ώστε να μη γίνει περίγελος<br />

στους υπηκόους του.<br />

Φαίνεται όμως πως η δραστηριότητα αυτή έγινε κοινό μυστικό.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, όποιος φέρεται με έπαρση και αρέσκεται στο να<br />

φαντασιώνεται αυτό που δεν είναι, λέμε ότι «καβάλησε το<br />

καλάμι».<br />

Κ<strong>Α</strong>ΓΚΕΛ<strong>Α</strong>ΡΙΟΣ<br />

Σε χώρες όπου το πολίτευμα είναι Προεδρευόμενη Δημοκρατία,<br />

το αξίωμα του Καγκελάριου είναι αντίστοιχο με αυτό του<br />

Πρωθυπουργού της χώρας.<br />

Η λέξη προέρχεται από τους Ρωμαίους δικαστικούς<br />

υπαλλήλους (κλητήρες) που στέκονταν στα κιγκλιδώματα


μεταξύ του ακροατηρίου και της δικαστικής έδρας, και ιδιαίτερα<br />

στον ανώτερο απ’ αυτούς, τον προϊστάμενο των γραμματέων.<br />

Δυστυχώς, από τότε που το αξίωμα πέρασε τα σύνορα της<br />

γειτονικής μας Ιταλίας και βρέθηκε στη Γερμανία, κληροδότησε<br />

στην ανθρωπότητα τον <strong>Α</strong>δόλφο Χίτλερ και την Άνγκελα Μέρκελ.<br />

<strong>Α</strong>υτά τα δυσάρεστα συμβαίνουν όταν δεν προσέχουμε σε ποιον<br />

αφήνουμε την τύχη των λέξεων...<br />

Κ<strong>Α</strong>Ζ<strong>Α</strong>ΝΟΒ<strong>Α</strong>Σ<br />

Το πιο γνωστό παρατσούκλι για όσους καρδιοκατακτητές<br />

έχουν αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή τους στο αδιάκοπο κυνήγι<br />

του άλλου φύλου και δεν ησυχάζουν παρά μόνο όταν<br />

κατακτήσουν την καρδιά και το σώμα μιας γυναίκας. Κι όταν<br />

πετύχουν τον στόχο τους, κι όταν εκπληρώσουν το όνειρό<br />

τους, δεν σταματούν, αλλά ανοίγουν πανιά για το επόμενο


ταξίδι, για την επόμενη κατάκτηση. Γιατί μόνο αυτό μπορεί να<br />

τους «θρέψει», να τους κάνει να νιώσουν όμορφα και να τους<br />

δώσει την αίσθηση πως εκπληρώνουν τον σκοπό για τον<br />

οποίο ήρθαν στη ζωή.<br />

«<strong>Α</strong>ισθανόμουν γεννημένος για το άλλο φύλο, γι’ αυτό και<br />

πάντοτε το αγάπησα και, όσο μου ήταν δυνατό, φρόντισα να μ’<br />

αγαπήσει. Παράφορα αγάπησα και το καλό φαγητό και<br />

κυνήγησα με πάθος όλα τα αντικείμενα που έχουν προορισμό<br />

να κινούν την περιέργεια». <strong>Α</strong>πόσταγμα ζωής αυτά τα λόγια του<br />

Τζιάκομο Καζανόβα, γιού του ηθοποιού Γκαετάνο Τζουζέπε<br />

Καζανόβα και της Ζανέττα Φαρούσι (Βενετία 1725 –Βοημία<br />

1798), που πέρασε όλη του τη ζωή μέσα στην αγκαλιά των<br />

γυναικών μέχρι την τελευταία του πνοή. Μέχρι που<br />

αποσύρθηκε στον Πύργο του Ντουξ για να γράψει τα<br />

απομνημονεύματά του, αναπολώντας τις 132 ερωτικές του<br />

περιπέτειες (μάλλον τις πιο σημαντικές) στα 35 χρόνια της<br />

ενεργού δράσης του.<br />

Η ζωή του έγινε κινηματογραφική ταινία από διάσημους<br />

σκηνοθέτες όπως ο Λουίτζι Κομεντσίνι και ο Φρεντερίκο Φελλίνι<br />

και ο ρόλος ενσαρκώθηκε από διάσημους ηθοποιούς όπως ο<br />

Ροδόλφο Βαλεντίνο και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.<br />

Κ<strong>Α</strong>Ι ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΕΧΟΥΝ <strong>Α</strong>ΥΤΙ<strong>Α</strong><br />

Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουν οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες<br />

είναι να μην εμπιστεύονται κανένα και να μην αναφέρουν


απόρρητα στοιχεία ακόμη και στους πιο στενούς φίλους τους,<br />

αφού, καθ' υπερβολή, ακόμη και οι τοίχοι έχουν αυτιά.<br />

Και όμως, δεν είναι τελικά υπερβολική η φράση αυτή,<br />

δεδομένου ότι αυτό υπήρξε για πρώτη φορά γεγονός για τον<br />

άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρό. Όταν αυτός νικήθηκε<br />

από τους Φράγκους στις Θερμοπύλες, κατέφυγε στον<br />

οχυρωμένο <strong>Α</strong>κροκόρινθο, το απόρθητο κάστρο, όπως είχε<br />

φτιαχτεί μηχανικό του Ναρσή. Η ιδιαιτερότητα του κάστρου<br />

ήταν το σύστημα των μυστικών κεραμικών σωληνώσεων που<br />

συνέδεαν τους πύργους του οχυρού με τα μπουντρούμια του,<br />

όπου κρατούνταν οι αιχμάλωτοι που είχαν χρησιμοποιηθεί και<br />

για το χτίσιμο του κάστρου. Έτσι, πολλά μυστικά που<br />

συζητούσαν μεταξύ τους για τις κινήσεις του αντιπάλου<br />

έφταναν ως τα αυτιά του Λέοντα, που μπορούσε να κάνει τις<br />

σωστές κινήσεις, ώστε να μην πέσει το κάστρο στα χέρια των<br />

Φράγκων.<br />

Πράγματι, η πολιορκία κράτησε από το 1205 μέχρι το 1208,<br />

αλλά ο <strong>Α</strong>κροκόρινθος δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών. Μόνο ο<br />

απελπισμένος πλέον Λέοντας Σγουρός βρήκε τραγικό θάνατο<br />

όταν είδε όλη την Πελοπόννησο να πέφτει στα χέρια των<br />

κατακτητών, αυτοκτονώντας από τα απόκρημνα βράχια του.<br />

Ένα χρόνο αργότερα, το 1209, ήταν η σειρά του <strong>Α</strong>κροκόρινθου<br />

να παραδοθεί στους Φράγκους.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε οι τοίχοι εξακολουθούν να έχουν αυτιά... Κι όταν<br />

ακόμη οι τοίχοι δεν διαθέτουν αυτιά, είναι βέβαιο ότι οι<br />

άνθρωποι διαθέτουν μεγάλα στόματα...


Κ<strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΡΙΛ<strong>Α</strong><br />

Ο στενός κύκλος των συνεργατών του βασιλιά της Ισπανίας<br />

Φερδινάνδου Ζ’, που πολύ συχνά επηρέαζε τις αποφάσεις του<br />

σε σημαντικά κρατικά ζητήματα, συνεδρίαζε μυστικά στον<br />

αντιθάλαμο (camarilla) δίπλα στην αίθουσα του θρόνου.<br />

Όποτε αναφερόμαστε, λοιπόν, στην καμαρίλα, εννοούμε όλους<br />

εκείνους τους ανεπίσημους μυστικούς συμβούλους<br />

προσωπικοτήτων ή κυβερνήσεων ή πολυεθνικών εταιρειών,<br />

που δρουν παρασκηνιακά και παίζουν σημαντικό ρόλο στη<br />

λήψη αποφάσεων συνήθως σε βάρος των άλλων (π.χ.<br />

πολιτικών αντιπάλων ή ολόκληρων λαών).<br />

Κ<strong>Α</strong>ΜΙΚ<strong>Α</strong>ΖΙ<br />

Οι επίλεκτοι πιλότοι της ιαπωνικής αεροπορίας του 2 ου<br />

Παγκόσμιου Πολέμου είχαν αναλάβει μια ειδική αποστολή στο<br />

όνομα της πατρίδας και του αυτοκράτορά τους. Εφορμούσαν με<br />

τα αεροπλάνα τους εναντίον των εχθρικών (αγγλικών και<br />

αμερικανικών) νηοπομπών και έπεφταν με τα αεροπλάνα τους<br />

πάνω στα πλοία – στόχους, θυσιάζοντας τη ζωή τους στο βωμό<br />

της πιο παρανοϊκής ανθρώπινης ενέργειας, του πολέμου. Την<br />

ίδια λογική ακολουθούσαν και οι Ιάπωνες στρατιώτες που<br />

εκτελούσαν αποστολές αυτοκτονίας ζωσμένοι με εκρηκτικά.


Οι καμικάζε (ή καμικάζι κατά την αγγλική προφορά) της εποχής<br />

εκείνης ακολουθούσαν τον κώδικα τιμής των Σαμουράι και να<br />

ατιμαστούν πέφτοντας ζωντανοί στα χέρια του εχθρού.<br />

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, καμικάζι (της ασφάλτου)<br />

ονομάστηκαν όλοι εκείνοι οι νεαροί, κάτοχοι δικύκλων μεγάλου<br />

κυβισμού κυρίως ιαπωνικής προέλευσης, που σήκωναν τις<br />

γειτονιές στο πόδι με τις εκκωφαντικές εξατμίσεις τους και<br />

έκαναν τη δική του «επανάσταση» χάνοντας άδικα τη ζωή τους<br />

σε ανόητες νυχτερινές κόντρες.<br />

Όπως θυμόσοφα είπε κάποτε ένας πολύπειρος άνθρωπος, «οι<br />

μηχανές είναι η εκδίκηση των Γιαπωνέζων για τη Χιροσίμα».<br />

Κ<strong>Α</strong>ΝΕΙ ΤΗΝ Π<strong>Α</strong>ΠΙ<strong>Α</strong><br />

Ο κλειδοκράτορας του βυζαντινού παλατιού, τίτλος τιμητικός,<br />

έμπιστος και παρακαθήμενος του αυτοκράτορα, ονομαζόταν<br />

Παπίας. Στα χρόνια του Βασίλειου Β΄, τον τίτλο πήρε ο Ιωάννης<br />

Χανδρινός, άνθρωπος σκληρός και δόλιος, συκοφάντης ακόμη<br />

και των ίδιων του των φίλων. Όχι μόνο διέβαλλε τους πάντες,<br />

αλλά και όταν του έκαναν παράπονα για τις αδικίες του,<br />

έπαιρνε το ανάλογο ύφος, βούρκωνε και έλεγε : «Είσαι ο<br />

καλύτερος φίλος μου. Πώς θα μπορούσα να σε κατηγορήσω<br />

στον αυτοκράτορα;».<br />

Για όσους έλεγαν ψέματα και μετά προσποιούνταν τον ανήξερο,<br />

έλεγαν : «Ποιείς τον Παπίαν», που με το πέρασμα του χρόνου<br />

έγινε το γνωστό : «Κάνεις την πάπια».


Κ<strong>Α</strong>ΠΝΙΚ<strong>Α</strong>ΡΕ<strong>Α</strong><br />

Η βυζαντινή εκκλησία του 11 ου αιώνα, στο μέσον της οδού<br />

Ερμού, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της <strong>Α</strong>θήνας.<br />

Είναι χτισμένη στη θέση που παλαιότερα είχε ανεγερθεί<br />

εκκλησία από την αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγο του<br />

Θεοδόσιου του Μικρού. Κι ακόμη πιο παλιά, στη θέση αυτή<br />

υπήρχε ναός αφιερωμένος σε γυναικεία θεότητα, την <strong>Α</strong>θηνά ή<br />

την Δήμητρα.<br />

Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, γι’<br />

αυτό και ο πλήρης τίτλος της είναι Παναγία Καπνικαρέα. Όσο<br />

για το προσωνύμιο αυτό, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι<br />

οφείλεται στην αθηναϊκή οικογένεια Καπνικάρη, που έχτισε τον<br />

ναό και ήταν εισπράκτορας του καπνικού φόρου, του φόρου<br />

δηλαδή που επέβαλλε το βυζαντινό κράτος για κάθε<br />

καπνοδόχο.


Ο χαρακτηρισμός «Καπνικαρέα» ή η υποτιμητική φράση «άντε,<br />

μωρή Καπνικαρέα» αναφέρεται σε κυρίες παρωχημένης ηλικίας<br />

που επιμένουν να νεάζουν παρά το υπερώριμο του σώματος.<br />

Κ<strong>Α</strong>ΠΟΙΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ Θ<strong>Α</strong> ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΕ<br />

Την εποχή της Επανάστασης του ’21 υπήρχε η συνήθεια να<br />

μετριούνται τα σπίτια ενός χωριού ως «φούρνοι». <strong>Α</strong>ντί, λοιπόν,<br />

οι χωρικοί να λένε πως το χωριό τους έχει, για παράδειγμα, 50<br />

σπίτια, έλεγαν πως έχει 50 φούρνους, υποδηλώνοντας έτσι τον<br />

αρχηγό της κάθε οικογένειας που φρόντιζε για το ψωμί του<br />

σπιτιού.<br />

Όταν ο Άγγλος φιλέλληνας Κνόου ρώτησε τον Κολοκοτρώνη αν<br />

το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο, ο Γέρος του Μοριά του<br />

απάντησε πως το χωριό του έχει ίσαμε εκατό «φούρνους». Ο<br />

Άγγλος ξαφνιάστηκε και απόρησε αφού, όπως του είπε, το δικό<br />

του χωριό δεν είχε περισσότερους από δυο φούρνους. Ο<br />

Κολοκοτρώνης, απ’ την άλλη, τον λυπήθηκε, αφού θεώρησε<br />

πως ζούσε σ’ ένα πολύ μικρό χωριό.<br />

Όταν, λοιπόν, στα χωριά μας έλεγαν πως «ο φούρνος του<br />

μπαρμπα-Γιάννη γκρεμίστηκε», εννοούσαν πως με το θάνατό<br />

του, το σπίτι του χανόταν.<br />

Σήμερα, όταν δεχτούμε μια ξαφνική επίσκεψη από κάποιον που<br />

έχουμε να δούμε για πολύ καιρό, χρησιμοποιούμε τη φράση<br />

αυτή, για να δείξουμε άλλοτε πως κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει<br />

να έχει συμβεί, άλλοτε όμως με ειρωνική διάθεση.


Κ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΦΩΝΗ ΚΙ Ο Γ<strong>Α</strong>ΪΔ<strong>Α</strong>ΡΟΣ<br />

Πολύ συχνά, χαριτολογώντας με γνωστούς και φίλους που<br />

εμφανίζονται ξαφνικά τη στιγμή που τυχαία μιλάμε γι’ αυτούς,<br />

λέμε «κατά φωνή κι ο γάιδαρος».<br />

Επιπλέον, όσο κι αν επιμένουμε να ονοματίζουμε γαϊδάρους<br />

όλους εκείνους που συμπεριφέρονται με απρέπεια, δεν πρέπει<br />

να ξεχνάμε πως το συμπαθέστατο τετράποδο είναι από<br />

αρχαιοτάτων χρόνων ζώο αγαπητό και ιερό τόσο στην Ελλάδα<br />

όσο και στην <strong>Α</strong>ίγυπτο. Το άκουσμα δε της φωνής του<br />

αποτελούσε καλό οιωνό και σ’ αυτό ακριβώς οφείλουμε την<br />

παραπάνω φράση.<br />

Όταν τον 4 ο αιώνα π.Χ. ο ναύαρχος των <strong>Α</strong>θηναίων Φωκίωνας<br />

βρέθηκε αντιμέτωπος με τον βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας,<br />

ο οποίος υπερτερούσε κατά πολύ σε δυνάμεις, σκέφτηκε να<br />

αναβάλει την επίθεσή του περιμένοντας ενισχύσεις. Το ξαφνικό<br />

γκάρισμα ενός γαϊδάρου όμως θεωρήθηκε καλός οιωνός για<br />

τους <strong>Α</strong>θηναίους και, αλλάζοντας την αρχική του απόφαση,<br />

ξεκίνησε αιφνιδιαστικά την επίθεσή του εναντίον των<br />

αντιπάλων, πετυχαίνοντας μια ιστορικής σημασίας νίκη και<br />

αναγκάζοντας τον εχθρό σε υποχώρηση.<br />

Μήπως ήρθε η ώρα να δούμε τους γαϊδάρους με άλλο μάτι;<br />

ΚΕΡΒΕΡΟΣ<br />

Ο Κέρβερος ήταν, σύμφωνα με τη μυθολογία μας, ο ακοίμητος<br />

φύλακας της εισόδου στον Κάτω Κόσμο. Παιδί της Έχιδνας και<br />

του Τυφώνα (<strong>Α</strong>ισχύλος), είχε σώμα σκύλου με τρία κεφάλια και<br />

ουρά που κατέληγε σε κεφάλι δράκου, δεν άφηνε κανένα


περιθώριο στους νεκρούς να επιστρέψουν στον Πάνω Κόσμο.<br />

Μόνο ο ημίθεος Ηρακλής κατόρθωσε να τον αιχμαλωτίσει στον<br />

δωδέκατο άθλο του και να τον μεταφέρει στο βασιλιά Ευρυσθέα,<br />

που τρόμαξε και τον έστειλε πάλι πίσω στον Άδη.<br />

Όποιος χαρακτηρίζεται κέρβερος, είναι ο απόλυτος φύλακας σε<br />

κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, λέμε πως κάποιος «στάθηκε<br />

κέρβερος στην οικογένειά του» ή «ο τερματοφύλακας της<br />

ομάδας ήταν κέρβερος».<br />

ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡ<strong>Α</strong>ΜΜΗ<br />

Στις 25 Οκτωβρίου 1854, στη μάχη της Μπαλακλάβα κατά τον<br />

Κριμαϊκό Πόλεμο, οι Σκωτσέζοι του 93 ου Βρετανικού<br />

Συντάγματος Πεζικού υπό τις διαταγές του σερ Κόλιν Κάμπελ<br />

παρατάχθηκαν με έναν ιδιόμορφο λεπτό σχηματισμό,<br />

προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Ουσάρους του ρωσικού


ιππικού. Η μάχη ήταν σφοδρή, οι απώλειες των Ρώσων<br />

σημαντικές και η υποχώρησή τους αναπότρεπτη.<br />

Ο ανταποκριτής των "Times", Ουίλιαμ Ράσελ, έγραψε αργότερα<br />

ότι δε μπορούσε να δει τίποτε άλλο μεταξύ των Ρώσων που<br />

επέλαυναν και του στρατοπέδου, παρά μόνο μια λεπτή κόκκινη<br />

γραμμή από ατσάλι.<br />

Πόσοι ακόμη μπορούν να τραβούν «κόκκινες γραμμές» ως<br />

έσχατο σημείο υποχώρησης.<br />

ΚΟΚΚΙΝΟ Π<strong>Α</strong>ΝΙ<br />

Όποιος μας προκαλεί επιθετική τάση μόλις τον συναντήσουμε<br />

έστω και από απόσταση ή ακόμη και αν αναφερθεί το όνομά<br />

του, είναι για μας «κόκκινο πανί», είναι αυτός που μας φέρνει<br />

εκτός εαυτού, μέχρι σημείου να του προκαλέσουμε κακό χωρίς<br />

εκείνη τη στιγμή να σκεφτόμαστε τις συνέπειες.<br />

Δανεικός ο όρος από το κόκκινο πανί των ταυρομάχων στο<br />

οποίο επιτίθεται, όπως θέλουν να πιστέψουμε, ο ταύρος. Η<br />

αλήθεια είναι πως το φοβισμένο ζώο, κλεισμένο επί 24 ώρες<br />

στο σκοτάδι, με βαζελίνη στα μάτια για να βλέπει θολά – δε<br />

διακρίνει χρώματα εκ φύσεως, με λιμαρισμένα κέρατα για να μη<br />

μπορεί να τραυματίσει εύκολα τον αιμοβόρο ταυρομάχο και την<br />

απάνθρωπη παρέα του, απελευθερώνεται στην αρένα και<br />

απεγνωσμένα προσπαθεί να βρει τρόπο να ξεφύγει, τυφλωμένο<br />

από το έντονο ηλιακό φως. Στην προσπάθειά του αυτή χτυπάει


ασυλλόγιστα όπου βρει, με τελικό αποτέλεσμα τον τραγικό<br />

θάνατό του.<br />

ΚΟΚΚΙΝΟ Χ<strong>Α</strong>ΛΙ<br />

Το κόκκινο χαλί, με χρώμα που δηλώνει αφ’ ενός το αίμα και τη<br />

ζωή και αφ’ ετέρου τη βασιλική εξουσία, είναι μια συνήθεια που<br />

συναντάται από την αρχαία εποχή.<br />

Το χαλί στρώνεται προκειμένου το τιμώμενο πρόσωπο που θα<br />

περπατήσει πάνω του, να μη λερώσει τα πόδια του με λάσπες<br />

ή χώματα.<br />

Στην τραγωδία «<strong>Α</strong>γαμέμνων» του <strong>Α</strong>ισχύλου, για παράδειγμα,<br />

στρώνεται κόκκινο χαλί για τον ήρωα του τρωικού πολέμου.<br />

Η συνήθεια παραμένει ίδια ως τις μέρες μας. Προσέχουμε μόνο,<br />

αν είμαστε οι τιμώμενοι, να μη μας τραβήξουν το χαλί κάτω απ’<br />

τα πόδια...<br />

ΚΟΛΥΒΟΓΡ<strong>Α</strong>ΜΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και αρκετές δεκαετίες<br />

αργότερα, η μόρφωση των Ελλήνων ήταν μια πολύ δύσκολη<br />

υπόθεση. Ιδιαίτερα στα απομακρυσμένα χωριά, που όλη η ζωή<br />

ήταν δύσκολη, το ρόλο του δασκάλου αναλάμβανε ο παπάς με<br />

όσα κι αυτός μπορούσε να γνωρίζει. Γι’ αυτό και οι μαθητές του<br />

μάθαιναν τα λεγόμενα «κολυβογράμματα» (ή κολοβογράμματα),<br />

είχαν δηλαδή λιγοστές γνώσεις.


Η λέξη, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από το κολόβιο,<br />

παράγωγο του επιθέτου κολοβός, δηλαδή κομμένος σε κάποιο<br />

σημείο του. Όσο για το κολόβιο, ήταν ένα πουκάμισο με μανίκια<br />

μέχρι τους αγκώνες, που το φορούσαν οι βυζαντινοί<br />

αυτοκράτορες σε κάποιες εκδηλώσεις.<br />

ΚΟΜΙΖΕΙ ΓΛ<strong>Α</strong>ΥΚ<strong>Α</strong> ΕΙΣ <strong>Α</strong>ΘΗΝ<strong>Α</strong>Σ<br />

<strong>Α</strong>πό την αρχαία εποχή ένας μεγάλος αριθμός από<br />

κουκουβάγιες (γλαύκες) υπήρχαν στην <strong>Α</strong>θήνα. Επίσης, η<br />

κουκουβάγια (γλαυξ), σύμβολο σοφίας της προστάτιδας θεάς<br />

<strong>Α</strong>θηνάς, εικονιζόταν πάνω στα νομίσματα της πόλης. Γι’ αυτό,<br />

σύμφωνα με τον πατέρα της κωμωδίας <strong>Α</strong>ριστοφάνη, όποιος<br />

κομίζει γλαύκα εις <strong>Α</strong>θήνας, δε μας λέει κάτι σπουδαίο ή κάτι<br />

καινούριο, αφού ήδη το γνωρίζουμε καλά.<br />

Το ίδιο ακριβώς νόημα δίνουμε στα λόγια αυτά και σήμερα.


ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ<br />

Διαβάστε προσεκτικά αυτή την ιστορία...<br />

Όταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ένας από τους επτά σοφούς της<br />

αρχαιότητας, βρέθηκε στην <strong>Α</strong>ίγυπτο και έλυσε το πρόβλημα της<br />

μέτρησης του ύψους των πυραμίδων, οι <strong>Α</strong>ιγύπτιοι του ζήτησαν<br />

να λύσει ένα ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα που<br />

αντιμετώπιζαν.<br />

Τα νερά του Νείλου, που συχνά πλημμύριζε, όταν<br />

απορροφούνταν από το έδαφος, άφηναν πίσω τους χάος.<br />

Κανείς δεν ήξερε που βρίσκονταν τα όρια των χωραφιών του<br />

και, βέβαια, κανείς δεν παραδεχόταν που τέλειωνε το δικό του<br />

χωράφι και που άρχιζε του γείτονα του.<br />

Ο Θαλής έδωσε λύση και σ' αυτό το πρόβλημα. Τους πρότεινε<br />

να χρησιμοποιούν πασσάλους κατά διαστήματα δένοντας τον<br />

έναν με τον άλλον με σκοινιά. Και επειδή δεν υπήρχε άλλος<br />

τρόπος μέτρησης για την μεταξύ των πασσάλων απόσταση, τα<br />

σκοινιά από πάσσαλο σε πάσσαλο είχαν κόμπους σε ίσες<br />

αποστάσεις.<br />

Ουσιαστικά τους πρότεινε την αρχή του δυαδικού συστήματος<br />

όπου οι πάσσαλοι αντιπροσωπεύουν το ένα και οι κόμποι το<br />

μηδέν.<br />

Έμενε όμως ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα για να λυθεί. Οι<br />

αγράμματοι γεωργοί της εποχής των Φαραώ δεν γνώριζαν<br />

γραφή και ανάγνωση και, προφανώς, ούτε αρίθμηση. Έπρεπε,<br />

λοιπόν, να μάθουν να μετρούν, να υπολογίζουν τους κόμπους.


Κάτι που το κατάφεραν οι πιο έξυπνοι που, θέλοντας να κάνουν<br />

επίδειξη γνώσεων στους γείτονές τους, άνοιγαν τα παράθυρά<br />

τους και μετρούσαν δυνατά τους κόμπους - δηλαδή κόμπαζαν<br />

(κατά την δημοτική γλώσσα, ψωροϋπερηφανεύονταν).<br />

<strong>Α</strong>υτό ακριβώς κάνει και το κομπιούτερ (προερχόμενο έμμεσα<br />

από το μεσαιωνικό computus) : υπολογίζει, μετρά τους<br />

πασσάλους και τους κόμπους, το ένα και το μηδέν. Επί της<br />

ουσίας, άλλη μια λέξη βαθύτατα ελληνική!<br />

ΚΟΥ<strong>Α</strong>ΣΙΜΟΔΟΣ<br />

Ο Κουασιμόδος, ο κωδωνοκρούστης της εκκλησίας της<br />

Παναγίας των Παρισίων είναι ένα πλάσμα με ιδιαίτερα<br />

αποκρουστική όψη και φρικτά παραμορφωμένο σώμα. Έτσι<br />

τον έπλασε η φαντασία του διάσημου Γάλλου συγγραφέα και


λάτρη του ελληνικού πνεύματος Βίκτωρα Ουγκό στο ομότιτλο<br />

μυθιστόρημα του. Όλο το Παρίσι τον βλέπει σαν τέρας κι<br />

εκείνος, συμμετέχοντας στο παιχνίδι της μοίρας, ερωτεύεται την<br />

πανέμορφη τσιγγάνα Εσμεράλδα, που με πράξεις ηρωισμού,<br />

αλτρουισμού και αυτοθυσίας προσπαθεί να σώσει όταν αυτή<br />

μπλέκεται άθελά της σ’ ένα φόνο. Μέσα από ένα αριστούργημα<br />

της παγκόσμιας λογοτεχνίας αναδεικνύεται η αξία της ψυχής<br />

πέρα και μακριά απ’ όσα μπορούν να δουν τα μάτια.<br />

Δυστυχώς, μ’ αυτό το παρατσούκλι καθιερώθηκε να συνδέεται<br />

όποιος ανταποκρίνεται εξωτερικά σ’ αυτά τα αποκρουστικά<br />

χαρακτηριστικά του ήρωα του Ουγκό.


ΚΟΥ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΙ<strong>Α</strong>ΝΟΣ<br />

Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να περιγράψουμε την<br />

υπεράνθρωπη σωματική δύναμη κάποιου από τον<br />

χαρακτηρισμό του ως «Κουταλιανό».<br />

Ο παραλληλισμός αυτός οφείλεται στον Παναγή που καταγόταν<br />

από το μικρό νησάκι Κούταλη, απ’ όπου προέρχεται και το<br />

επώνυμό του, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο Παναγής (1847-<br />

1916) ήταν ναυτόπουλο κι όταν κάποτε το καράβι που ταξίδευε<br />

κινδύνεψε να τσακιστεί στα βράχια επειδή η άγκυρα είχε<br />

κολλήσει στο βυθό και όλο το τσούρμο μαζί δε μπορούσε να τη<br />

σηκώσει, τους παραμέρισε κι έκανε μόνος του αυτό που δε<br />

μπορούσαν να κάνουν όλοι μαζί.<br />

Η τεράστια δύναμή του προκαλούσε μόνο θαυμασμό, γιατί ποτέ<br />

δεν τη χρησιμοποίησε για να βλάψει άνθρωπο. Πολλές ιστορίες<br />

μεταξύ μύθου και πραγματικότητας υπάρχουν γύρω απ’ τα<br />

κατορθώματά του. Λέγεται, για παράδειγμα, πως το δέρμα<br />

τίγρης που φορούσε πάντα σε αγώνες πάλης προερχόταν από<br />

μια τίγρη που είχε σκοτώσει όταν είχε δεχτεί να αγωνιστεί με<br />

έναν θηριώδη <strong>Α</strong>ράπη παλαιστή του σουλτάνου <strong>Α</strong>βδούλ Χαμίτ.<br />

Όταν όμως βρέθηκε στην παλαίστρα, στο κλουβί εξαπέλυσαν<br />

μια τίγρη. Ο Παναγής, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του,<br />

άρπαξε το ζώο απ’ τα σαγόνια και το σκότωσε. Λέγεται ακόμη<br />

ότι μπορούσε να κουβαλήσει μόνος του τρία κανόνια, ένα στους<br />

ώμους του και δυο δεμένα στα πλευρά του, που τα<br />

πυροδοτούσε ο ίδιος, ο τόπος γύρω του τρανταζόταν κι αυτός<br />

παρέμενε ατάραχος.


Επειδή όμως η ζωή παίζει απίστευτα παιχνίδια, αξίζει να<br />

αναφερθεί το τέλος αυτού του ανθρώπου. Έκοψε με το ξυράφι<br />

του ένα κάλο στο πόδι του, μολύνθηκε και πέθανε από<br />

γάγγραινα.<br />

ΚΟΥΤΣΟΙ, ΣΤΡ<strong>Α</strong>ΒΟΙ,<br />

ΣΤΟΝ <strong>Α</strong>ΓΙΟ Π<strong>Α</strong>ΝΤΕΛΕΗΜΟΝ<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>κόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες κοινωνικές συνθήκες,<br />

πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να προσφέρουν<br />

υπηρεσίες ή υλικά αγαθά σε όσους υποφέρουν. Υπάρχουν<br />

επίσης αρκετοί που ενώ δεν έχουν ανάγκη αυτής της στήριξης,<br />

δεν χάνουν την ευκαιρία να παρουσιαστούν ως<br />

αναξιοπαθούντες, αρκεί να ωφεληθούν από την προσφορά<br />

αυτή, ακόμη και σε βάρος όσων πραγματικά την χρειάζονται.<br />

Όταν αυτό γίνεται αντιληπτό, οι υπόλοιποι σχολιάζουν<br />

αρνητικά το συμβάν με την φράση αυτή.<br />

Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του 19ου αιώνα στο Άστρος της<br />

Κυνουρίας. Εκεί εμφανίστηκε ξαφνικά ένας παράξενος<br />

άνθρωπος που ισχυριζόταν ότι είναι ο Άγιος Παντελεήμονας,<br />

που από τους χριστιανούς θεωρείται ο προστάτης όχι μόνο των<br />

τυφλών αλλά και όσων πάσχουν από παραμορφωτικές<br />

παθήσεις του σώματος.<br />

Παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος κανένα θαύμα<br />

δεν έκανε, επειδή δεν ενοχλούσε κανένα, οι ντόπιοι δεν τον<br />

έδιωξαν και τον άφησαν να λέει ό,τι θέλει. Ωστόσο, οι ειδήσεις<br />

εύκολα διαδίδονται και οι χρόνιοι ασθενείς σπεύδουν όπου


υπάρχει ελπίδα. Άρχισαν, λοιπόν, να συρρέουν στο χωριό<br />

άνθρωποι από διάφορα μέρη ζητώντας μάταια την γιατρειά<br />

τους με κάποιο θαύμα. Όσοι τους έβλεπαν, γνωρίζοντας την<br />

αλήθεια, έλεγαν : "κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα".<br />

ΚΡ<strong>Α</strong>ΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ<br />

Δυστυχώς, κάθε καλοκαίρι ακούμε συχνά αυτή τη φράση μετά<br />

τις πολλές και εκτεταμένες πυρκαγιές που κατακαίνε τον τόπο<br />

μας απογυμνώνοντας τα δάση μας από πολύτιμους πνεύμονες<br />

πράσινου.<br />

Η φράση αυτή είναι η ελληνική απόδοση της αραμαϊκής λέξης<br />

Γολγοθάς, του τόπου της σταυρικής εκτέλεσης του Ιησού, που η<br />

αρχική της σημασία είναι «τόπος εκτέλεσης».<br />

Πράγματι, μετά από κάθε πυρκαγιά, τι άλλο έχει συμβεί από την<br />

εν ψυχρώ εκτέλεση της ίδιας της φύσης και της ζωής.


ΚΡΟΥ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>Ν<br />

Το γνωστό σε όλους γλύκισμα με το γαλλικό όνομα που<br />

σημαίνει μισοφέγγαρο φτιάχτηκε για πρώτη φορά από τους<br />

Βιεννέζους ζαχαροπλάστες το 1689. Η παρασκευή του έγινε σε<br />

ανάμνηση της ιστορικής σημασίας νίκης τους (1683) εναντίον<br />

των στρατευμάτων της Οθωμανικής <strong>Α</strong>υτοκρατορίας που είχαν<br />

φτάσει, για δεύτερη φορά, έξω από τα τείχη της πόλης.<br />

Προφανώς το σχήμα που το δόθηκε ήταν συμβολικό, αφού οι<br />

<strong>Α</strong>υστριακοί μετά τη νίκη τους είχαν τη χαρά να καταβροχθίσουν<br />

με την άνεσή τους την ημισέληνο που ανέμιζε στα λάβαρα των<br />

Οθωμανών στρατιωτών.<br />

Διπλό, λοιπό, το όφελος από το κρουασάν. Και η Οθωμανοί δεν<br />

επικράτησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο και το γλυκάκι μας<br />

τρώμε σε διάφορες γεύσεις μέχρι σήμερα.<br />

ΚΥΚΕΩΝ<strong>Α</strong>Σ<br />

Κυκεώνας επικρατεί από την κυκλοφορία στο κέντρο της<br />

<strong>Α</strong>θήνας, αλλά στις πληροφορίες που παίρνουμε από τις<br />

δημόσιες υπηρεσίες. Κυκεώνας επικρατεί πάνω στα γραφεία<br />

και μέσα στις ντουλάπες των ανοικύρευτων αλλά πιο πολύ απ’<br />

όλα στα μυαλά των κυβερνητών μας.<br />

Κυκεώνας ονομαζόταν το ποτό που έπιναν οι μετέχοντες στα<br />

Ελευσίνια Μυστήρια και, σύμφωνα με τις πληροφορίες που<br />

έχουμε, αποτελούνταν από κριθάρι, νερό και βότανα.<br />

Γνωρίζουμε όμως ότι το συγκεκριμένο ποτό προκαλούσε σε


όσους το έπιναν παραισθήσεις ή, αν προτιμάτε, οράματα. Η<br />

εξήγηση που δόθηκε είναι ότι το κριθάρι από το οποίο<br />

παρασκευαζόταν το ποτό ήταν μολυσμένο από τον μύκητα<br />

ερυσίβη, που προσβάλλει τα δημητριακά.<br />

Δεν ξέρουμε αν οι αρχαίοι γνώριζαν την παρουσία της ερυσίβης<br />

και γι’ αυτό προτιμούσαν να πίνουν τον κυκεώνα. Γνωρίζουμε<br />

όμως ότι το λυσεργικό οξύ που παράγεται από την ερυσίβη<br />

είναι η βασική ουσία για την παραγωγή του γνωστού σε όλους<br />

παραισθησιογόνου LSD.<br />

ΚΥΚΝΕΙΟ <strong>Α</strong>ΣΜ<strong>Α</strong><br />

Γνωρίζουμε ότι ως «κύκνειο άσμα» χαρακτηρίζεται το τελευταίο<br />

έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη πριν το θάνατό του.<br />

Η φράση προέρχεται από τη μυθοπλασία που θέλει τον<br />

κακόφωνο κύκνο που διαισθάνεται το θάνατό του να κάνει ένα<br />

τελευταίο πολύ γλυκό κελάηδισμα.<br />

ΚΥΝΗΓ<strong>Α</strong>ΕΙ <strong>Α</strong>ΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ<br />

Ο λόγος για τον Δον Κιχώτη, τον χαρακτήρα που έπλασε ο<br />

Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ Θερβάντες στο ομότιτλο<br />

μυθιστόρημά του. Ένας ιππότης που μάχεται η ίδια του η ψυχή<br />

ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Με ένα<br />

ψωράλογο, με ένα στύλο απ’ το κοτέτσι για κοντάρι και με<br />

όλους του «καθώς πρέπει» να προσπαθούν να του αλλάξουν τα<br />

μυαλά, εκείνος τραβάει το μοναχικό δρόμο της αρετής. Κι όταν


βρίσκεται αντιμέτωπος με τους ανεμόμυλους που τους περνάει<br />

για γίγαντες, δεν το βάζει κάτω παρ’ όλο που τα φτερά τους τον<br />

αρπάζουν στον αέρα και τον ρίχνουν τσακισμένο στη γη. Γιατί<br />

ένας αληθινός ιππότης δε μπορεί να κλαίγεται, δε μπορεί να<br />

πονάει. Ένας ήρωας ονειροπόλος που συνεχίζει αγέρωχος την<br />

πορεία του μέχρι την τελική νίκη της ηθικής και του δίκιου. Είναι<br />

αλήθεια πως στη εποχή μας έχουν μείνει ελάχιστοι να κυνηγάνε<br />

ανεμόμυλους και ένας τέτοιος χαρακτηρισμός τους κατατάσσει<br />

μάλλον στους γραφικούς παρά στους φύλακες των αξιών.


Λ<br />

ΛΕΡΝ<strong>Α</strong>Ι<strong>Α</strong> ΥΔΡ<strong>Α</strong><br />

Ένας από τους πασίγνωστους άθλους του ημίθεου μυθικού<br />

ήρωα Ηρακλή ήταν και η εξολόθρευση του πολυκέφαλου<br />

τέρατος που ζούσε στη λίμνη Λέρνη. Το πιο δύσκολο σημείο<br />

της αποστολής του ήταν η ικανότητα του τέρατος, της Ύδρας,<br />

να εμφανίζει δύο νέα κεφάλια κάθε φορά που του έκοβε ο<br />

Ηρακλής ένα απ’ τα παλιά. Τελικά, όμως, τα κατάφερε. <strong>Α</strong>ς μην<br />

ξεχνάμε πως ήταν ημίθεος.<br />

Κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζουμε και που κάθε φορά που<br />

προσπαθούμε να την ξεπεράσουμε, μας δημιουργεί νέα<br />

δυσκολότερα εμπόδια, μοιάζει με Λερναία Ύδρα. Μόνο που<br />

εμείς δεν είμαστε ημίθεοι αλλά κοινοί θνητοί.


ΛΗΣ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΡΧΟΣ Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΒΕΛΗΣ<br />

Προσφιλής έκφραση των γονέων για τα ατίθασα αγόρια τους,<br />

που κάθε τους ενέργεια είναι ικανή να προκαλέσει<br />

απροσδόκητους μπελάδες έως σοβαρούς τραυματισμούς και<br />

που δεν εννοούν σε καμία περίπτωση να συμμορφωθούν παρά<br />

τα αλλεπάλληλα σωφρονιστικά μέτρα.<br />

Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε με τον διαβόητο λήσταρχο Χρήστο<br />

Νταβέλη ή Νάτσιο (1832-1856), που μια σειρά από ατυχή<br />

συμβάντα και άδικες κατηγορίες τον οδήγησαν στην παρανομία<br />

και, στη συνέχεια, στη δημιουργία της δικής του συμμορίας που<br />

δρούσε από την <strong>Α</strong>ττική μέχρι και την Φθιώτιδα.<br />

Πολλά τα «κατορθώματά» του, που μερικές φορές έφταναν να<br />

έχουν θετικό αντίκτυπο στη μαστιζόμενη ελληνική κοινωνία<br />

τόσο από τους ανίκανους Έλληνες πολιτικούς όσο και από<br />

τους ξένους πάτρονές τους.<br />

Ο έρωτας της Ιταλίδας κόμισσας Λουίζα Μπακόλι για τον<br />

αρχιληστή, την οποία είχε ερωτευτεί ταυτόχρονα και ο<br />

υπαρχηγός του Γιάννης Μέγας, δημιούργησε χάσμα αγεφύρωτο<br />

μεταξύ των δύο ανδρών, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να<br />

καταταγεί στη χωροφυλακή και να γίνει ορκισμένος εχθρός του.<br />

Στην τελική σύγκρουση μετά από ενέδρα, κοντά στο Ζεμενό<br />

Βοιωτίας, οι δυο άντρες μονομάχησαν, ο Νταβέλης σκότωσε<br />

τον Μέγα κι ένας χωροφύλακας σκότωσε τον αρχιληστή. Το<br />

κεφάλι του στήθηκε παραδειγματικά καρφωμένο για πολλές<br />

μέρες στην Πλατεία Συντάγματος.


ΛΟΥΚΟΥΛΕΙΟ ΓΕΥΜ<strong>Α</strong><br />

Ο Λούκουλος ήταν γενναίος Ρωμαίος στρατηγός (118 π.Χ.-57<br />

π.Χ.), που έμεινε στην ιστορία όχι τόσο για τις νίκες του αλλά<br />

για τα πλουσιοπάροχα γεύματά του, την υπερβολική αγάπη του<br />

στο φαγητό και στα φαγοπότια. Λέγεται ότι αφότου<br />

αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, κατασπατάλησε την<br />

περιουσία του σε εξωφρενικά γεύματα. Πολλές ιστορίες<br />

κυκλοφορούν για τα διάφορα καμώματά του, προκειμένου να<br />

φάει και να πιει περισσότερο από τους άλλους.<br />

<strong>Α</strong>ν τυχόν παρακαθίσετε σε λουκούλειο γεύμα, τότε να είστε<br />

κατάλληλα προετοιμασμένοι, ώστε να μπορέσετε να<br />

απολαύσετε όλα τα εδέσματα.


ΛΥΜΕΝΟ ΖΩΝ<strong>Α</strong>ΡΙ<br />

Στα τέλη του 19 ου αιώνα ο υπόκοσμος της <strong>Α</strong>θήνας ήταν κατά<br />

κύριο λόγο συγκεντρωμένος στην περιοχή του Ψυρρή. Τα<br />

ταραχοποιά στοιχεία της εποχής, οι λεγόμενοι και<br />

κουτσαβάκηδες, αποτελούσαν σοβαρό πρόβλημα για τους<br />

φιλήσυχους <strong>Α</strong>θηναίους κατοίκους των γύρω περιοχών.<br />

Ήταν συνήθως οπλισμένοι με μαχαίρι ή πιστόλι και δε δίσταζαν<br />

να τα χρησιμοποιήσουν για ασήμαντη αφορμή.<br />

Κυκλοφορούσαν φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι,<br />

είχαν χαρακτηριστικά μεγάλο μουστάκι ως δείγμα του<br />

υπερβολικού ανδρισμού τους και είχαν μόνιμα λυμένο το<br />

ζωνάρι. <strong>Α</strong>ν κάποιος τολμούσε κατά λάθος να το πατήσει καθώς<br />

αυτό σερνόταν στο δρόμο, ο καβγάς ήταν βέβαιος με άγνωστα<br />

επακόλουθα.<br />

Το 1893, ο τότε αστυνομικός διευθυντής της <strong>Α</strong>θήνας Δημήτρης<br />

Μπαϊρακτάρης αποφάσισε να τελειώνει για πάντα μαζί τους.<br />

Έδωσε εντολή στα όργανα της τάξης να κόβουν απ’ τους<br />

μάγκες το ένα μανίκι αφού δεν το χρησιμοποιούσαν και, μαζί μ’<br />

αυτό, και το μισό τους μουστάκι. Χρειάστηκε μονάχα ένας μήνας<br />

για να εξαφανιστούν για πάντα οι μάγκες του Ψυρρή.<br />

Όποιος είναι οξύθυμος και ευερέθιστος, συνηθίζουμε συμβολικά<br />

να λέμε πως έχει λυμένο το ζωνάρι του για καβγά.


Μ<br />

Μ<strong>Α</strong>Γ<strong>Α</strong>ΡΙΖΩ<br />

Όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία του Βυζαντίου,<br />

εξακολουθούσαν να υπάρχουν εθνικοί (ειδωλολάτρες) που<br />

λάτρευαν τους θεούς του Ολύμπου. Οι λάτρες της θεάς<br />

Δήμητρας έκανα τις θρησκευτικές τελετές τους σε ειδικά<br />

σπήλαια (μέγαρα). Κατά τους χριστιανούς, οι άνθρωποι αυτοί<br />

«μεγάριζαν», δηλαδή μόλυναν τα νέα θρησκευτικά ήθη.<br />

Με παράφραση της λέξης αυτής προήλθε το ρήμα μαγαρίζω,<br />

που χρησιμοποιείται πλέον για να δείξει τη μόλυνση ενός<br />

χώρου από περιττώματα ανθρώπων ή ζώων. Μεταφορικά<br />

επίσης, προσπαθούμε να μη μαγαρίσουμε ένα μέρος του<br />

σώματός μας αποφεύγοντας κάποια αρνητική ενέργεια. Λέμε<br />

π.χ. "δε σε βρίζω για να μη μαγαρίσω τη γλώσσα μου",<br />

εννοώντας ότι ο άλλος δεν είναι άξιος ούτε για την υποτιμητική<br />

συμπεριφορά μας.


Μ<strong>Α</strong>ΘΟΥΣ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>Σ<br />

Μαθουσάλας, η αγαπημένη προσφώνηση για όσους βρίσκονται<br />

σε απόσταση αναπνοής από το 100 ο έτος της ηλικίας τους ή,<br />

ακόμη καλύτερα, έχουν κατορθώσει να το υπερβούν.<br />

Ο Μαθουσάλας, σύμφωνα με την Γένεση της Βίβλου, λέγεται ότι<br />

υπήρξε ο μακροβιότερος άνθρωπος, ο οποίος πέθανε σε ηλικία<br />

969 ετών από άγνωστα αίτια. Κάποιοι μελετητές της Βίβλου,<br />

που κατ’ αρχήν αποδέχονται ότι δεν πρόκειται περί μυθικού<br />

προσώπου, θεωρούν ότι ο Μαθουσάλας πέθανε κατά τον<br />

κατακλυσμό, επειδή τότε τελείωσε η περίοδος χάριτος που είχε<br />

δώσει ο Θεός στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο<br />

υπολογισμός της ηλικίας του συγκεκριμένου προσώπου είναι<br />

λανθασμένος και οφείλεται σε παρανόηση μεταξύ σεληνιακού<br />

ημερολογίου (από σελήνη σε σελήνη) και ηλιακού έτους (365<br />

ημέρες).<br />

Όπως και να είναι, ας φτάσουμε μέχρι τα πρώτα 100, που είναι<br />

και τα δύσκολα, και μετά βλέπουμε…<br />

Μ<strong>Α</strong>ΖΟΧΙΣΜΟΣ<br />

Ο <strong>Α</strong>υστριακός συγγραφέας Σάχερ Μαζόχ (1835-1895) έγραψε<br />

διάφορες νουβέλες και διηγήματα, στα οποία εμφανίζεται μια<br />

άλλη γενετήσια διαστροφή, εντελώς αντίθετη μ’ αυτήν που<br />

έδωσε τροφή στην επιστήμη της ψυχιατρικής ο μαρκήσιος Ντε<br />

Σαντ.


Σύμφωνα μ’ αυτήν, ένα άτομο επιδιώκει το βασανισμό του,<br />

θέλει να είναι θύμα, γιατί μόνο με ψυχικό ή σωματικό πόνο<br />

νιώθει ηδονή και μπορεί να φτάσει στη σεξουαλική<br />

ικανοποίηση.<br />

Όπως και να ‘χει το πράγμα, έβαλε κι ο Μαζόχ το λιθαράκι του<br />

στην εξέλιξη της ψυχιατρικής και της ψυχοπαθολογίας.<br />

Μ<strong>Α</strong>ΛΛΙ<strong>Α</strong>ΣΕ Η ΓΛΩΣΣ<strong>Α</strong> ΜΟΥ<br />

Η πιο συχνή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γονείς των<br />

μικρών παιδιών αλλά και των εφήβων είναι αυτή που<br />

"μαλλιάζει η γλώσσα τους" με τις αμέτρητες επαναλήψεις των<br />

συμβουλών που, με την ίδια συχνότητα, δεν πιάνουν τόπο.<br />

Ευτυχώς που η έννοια της φράσης είναι πλέον μεταφορική, σε<br />

αντίθεση με ό,τι κυριολεκτικά συνέβαινε σε όσους<br />

κουτσομπόλευαν και διέδιδαν είτε ανυπόστατες φήμες είτε όσα<br />

δεν έπρεπε να ειπωθούν κατά τη διάρκεια της βυζαντινής<br />

αυτοκρατορίας.<br />

Η τιμωρία που τους επιβαλλόταν ήταν το μάσημα ενός ειδικού<br />

αγκαθωτού, σκληρού, και στυφού χόρτου που υποχρεούνταν<br />

να το πολτοποιήσουν μέσα στο στόμα τους. <strong>Α</strong>υτό είχε ως<br />

συνέπεια το πρήξιμο του εσωτερικού του στόματος, μαζί με το<br />

σχίσιμο της γλώσσας σε τέτοιο βαθμό, που να κομματιάζεται σε<br />

ίνες που θύμιζαν μαλλιά.<br />

Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι πολλές ήταν οι βασανιστικές<br />

τιμωρίες στο Βυζάντιο, ώστε να έχουν πέρα για πέρα


αποτρεπτικό χαρακτήρα για όσους είχαν κατά νου να<br />

παραβούν τους νόμους.<br />

Μ<strong>Α</strong>Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΡΙΝΙ<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>υτό το τόσο χυμώδες και νόστιμο εσπεριδοειδές, που μας<br />

έγινε γνωστό στην Ευρώπη από τις χώρες της Νοτιοανατολικής<br />

<strong>Α</strong>σίας, ήταν το αγαπημένο φρούτο των Μανδαρίνων, των<br />

υψηλόβαθμων αξιωματούχων της κινεζικής βασιλικής αυλής<br />

του 19 ου αιώνα.<br />

Το όνομά του οφείλεται, κατά τις πιθανές εκδοχές, είτε στο<br />

χρώμα του μανδύα τους είτε στην προτίμηση που έδειχναν στο<br />

φρούτο αυτό.<br />

Μ<strong>Α</strong>Σ <strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong>Ξ<strong>Α</strong>Ν <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΦΩ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Φαίνεται πως οι Βυζαντινοί είχαν ξεχωριστή προτίμηση στις<br />

βάναυσες τιμωρίες όσων παραβίαζαν με κάποιο τρόπο τον<br />

νόμο. Μια απ' αυτές ήταν και η παραδειγματική δημόσια καύση<br />

διαφόρων εγκληματιών σε κεντρικά σημεία της Πόλης. Τους<br />

έβαζαν φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται<br />

ζωντανοί σαν λαμπάδες προειδοποιώντας, ίσως, όσους<br />

επίδοξους μιμητές τους μπορεί να υπήρχαν. Για ένα μεγάλο<br />

χρονικό διάστημα ο Κεράτιος κόλπος φωτιζόταν απ' όλους<br />

εκείνους (και μάλλον ήταν πολλοί) που είχαν περάσει στην<br />

παρανομία. Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι φλεγόμενοι<br />

παραβάτες του νόμου αντικαταστάθηκαν από πυρσούς.<br />

<strong>Α</strong>ντίθετοι με την απόφαση αυτή ήταν όσοι εξακολουθούσαν να


πιστεύουν ότι οι εγκληματίες έπρεπε να τιμωρούνται<br />

παραδειγματικά. <strong>Α</strong>υτοί, λοιπόν, περπατούσαν στους<br />

φωτισμένους δρόμους και έλεγαν : "Μας άλλαξαν τα φώτα"!<br />

<strong>Α</strong>κόμη και σήμερα, όταν μας αλλάζουν τα φώτα, η δυσαρέσκειά<br />

μας είναι πολύ μεγάλη.<br />

Μ<strong>Α</strong>Σ ΕΚ<strong>Α</strong>ΝΕ <strong>Α</strong>ΝΩ Κ<strong>Α</strong>ΤΩ<br />

Η γνωστή σε όλους φράση, που μας παραπέμπει πάντοτε στην<br />

έννοια της πλήρους αναστάτωσης και της απόλυτης<br />

ασυνεννοησίας, οφείλει την ύπαρξη της στην ανάγνωση ενός<br />

αποσπάσματος θεολογικού κειμένου του επίσκοπου<br />

Λακτάντιου (240 μ.Χ.–327 μ.Χ), ενός από τους πρώτους<br />

χριστιανούς ρήτορες, που χαρακτηρίζεται ως ο «χριστιανός<br />

Κικέρων».<br />

<strong>Α</strong>φορμή για την ανάγνωση του κειμένου του, πολλούς αιώνες<br />

αργότερα από τότε που γράφτηκε, έδωσε η άποψη του<br />

Χριστόφορου Κολόμβου ότι η γη είναι στρογγυλή και η<br />

προσπάθειά του να το αποδείξει μιλώντας στους σοφούς της<br />

<strong>Α</strong>καδημίας της Σαλαμάνκα.<br />

Ένας από τους σοφούς ακαδημαϊκούς χρησιμοποίησε το<br />

παραπάνω κείμενο, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει περί<br />

του αντιθέτου. <strong>Α</strong>νάμεσα στ’ άλλα, χαρακτηριζόταν ως ανόητος<br />

εκείνος που πίστευε πως υπάρχουν άνθρωποι που βαδίζουν<br />

ανάποδα από τους άλλους (εξαιτίας της σφαιρικότητας της γης)<br />

και ότι όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα, όπως η βροχή και το<br />

χαλάζι, είναι άνω κάτω.


Ήταν, λοιπόν, τόση η εντύπωση που προκάλεσε αυτή η<br />

επιχειρηματολογία την εποχή εκείνη, που, αν και ολότελα<br />

λανθασμένη, κληροδότησε τη φράση αυτή ως τις μέρες μας, αν<br />

και όλοι γνωρίζουμε ότι ο Κολόμβος, όπως και ο Γαλιλαίος, είχε<br />

απόλυτο δίκιο.<br />

Μ<strong>Α</strong>Σ ΦΛΟΜΩΣΕΣ<br />

Ο φλόμος, ένα φυτό με τοξικές ιδιότητες, φύτρωνε πάρα πολύ<br />

στην αρχαία <strong>Α</strong>θήνα. Η οσμή του δεν ήταν μόνο έντονη και<br />

δυσάρεστη, αλλά προκαλούσε και ζάλη κατά την εισπνοή της.<br />

Γι’ αυτό, μέχρι σήμερα, η έκφραση «μας φλόμωσες»<br />

χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αποπνικτική οσμή ή και<br />

μεταφορικά, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που<br />

κάποιος «μας έχει φλομώσει στα ψέματα».<br />

Μ<strong>Α</strong>ΥΡΗ ΤΡΥΠ<strong>Α</strong><br />

Μαύρη τρύπα είναι μια συγκέντρωση μάζας σημαντικά μεγάλης<br />

ώστε η δύναμη της βαρύτητας να μην επιτρέπει σε οτιδήποτε<br />

να ξεφεύγει από αυτή, παρά μόνο μέσω κβαντικής<br />

συμπεριφοράς. Το βαρυτικό πεδίο είναι τόσο δυνατό, ώστε η<br />

ταχύτητα διαφυγής κοντά του ξεπερνά την ταχύτητα του φωτός.<br />

<strong>Α</strong>υτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι τίποτα, ούτε καν το φως, δεν<br />

μπορεί να ξεφύγει από τη βαρύτητα της μαύρης τρύπας, εξ' ου<br />

και η λέξη «μαύρη».<br />

Φανταστείτε τι συμβαίνει όταν ακούμε τους ειδικούς να<br />

αναφέρονται στη «μαύρη τρύπα» της οικονομίας!


Μ<strong>Α</strong>ΥΡΟ Κ<strong>Α</strong>Ι Δ<strong>Α</strong>ΓΚΩΤΟ<br />

Ο φόβος και ο τρόμος κάθε υποψήφιου βουλευτή σε κάθε<br />

εκλογική αναμέτρηση είναι να μην τον "μαυρίσουν" οι<br />

ψηφοφόροι, δηλαδή να είναι τόσο λίγες οι ψήφοι του, ώστε να<br />

μην εκλεγεί ή να χάσει το αξίωμα που ήδη κατέχει από την<br />

προηγούμενη αναμέτρηση. Γνωστή σε όλους τους Έλληνες<br />

είναι η ταινία του ασπρόμαυρου κινηματογράφου με ήρωα τον<br />

υπουργό Μαυρογιαλούρο, με εκπληκτική ερμηνεία του<br />

αλησμόνητου Λάμπρου Κωνσταντάρα στον πρωταγωνιστικό<br />

ρόλο.<br />

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όμως, το μαύρισμα των<br />

υποψηφίων ήταν κυριολεκτικό. Κι αυτό επειδή στηνόταν<br />

ξεχωριστή κάλπη για κάθε υποψήφιο, χωρισμένη σε δύο μέρη.<br />

Οι ψηφοφόροι, προκειμένου να επιλέξουν τους αυριανούς<br />

κυβερνήτες, χρησιμοποιούσαν<br />

μολυβένια σφαιρίδια και, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους, τα<br />

έριχναν στην αριστερή (μαύρη - αρνητική) ή στη δεξιά (άσπρη -<br />

θετική) πλευρά της κάλπης. Πολλοί απ' αυτούς είχαν τόσο<br />

μένος και τέτοιο φανατισμό εναντίον κάποιων αντίπαλων<br />

υποψηφίων που, πριν ρίξουν το σφαιρίδιο της αρνητικής<br />

ψήφου στην κάλπη τους, το δάγκωναν κιόλας, σε ένδειξη του<br />

βαθμού που ήθελαν να τους τιμωρήσουν.


<strong>Α</strong>πό την κάλπη, λοιπόν, μετά τη λήξη της διαδικασίας, κάποιοι<br />

έβγαιναν εντελώς μαυρισμένοι και κάποιοι άλλοι<br />

ασπροπρόσωποι.<br />

Όσο για την καλπονοθεία της εποχής εκείνης αλλά και μέχρι και<br />

την πτώση της χούντας τουλάχιστον (1974), ας μην κάνουμε<br />

καλύτερα λόγο...<br />

Μ<strong>Α</strong>ΥΣΩΛΕΙΟ<br />

Ο σατράπης της Καρίας (Μικρά <strong>Α</strong>σία) Μαύσωλος έφτιαξε για<br />

τον εαυτό του ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο τον 4 ο αιώνα<br />

π.Χ.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, πολλοί μιμήθηκαν τη ματαιοδοξία του, επιμελούμενοι<br />

προσωπικά την τελευταία τους κατοικία πριν εγκαταλείψουν<br />

από τον μάταιο τούτο κόσμο. Άλλοι πάλι βρέθηκαν να<br />

κοιμούνται σε παρόμοια μνημεία τον ύπνο του δικαίου, επειδή<br />

οι εναπομείναντες θνητοί θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο τους άξιζε.<br />

Είναι, παρ’ όλα αυτά, γεγονός ότι τα ανά την υφήλιο Μαυσωλεία<br />

αποτελούν μνημεία πολιτισμού.<br />

Όταν, λοιπόν, αποκαλούμε μαυσωλείο το σπίτι κάποιου<br />

ανθρώπου, εννοούμε πως ο χώρος είναι γεμάτος με αντικείμενα<br />

και έπιπλα παλιότερης εποχής και, γενικά, το σπίτι θυμίζει λίγο<br />

κοιμητήριο.


ΜΕ ΤΟ Κ<strong>Α</strong>ΡΟΤΟ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟ ΚΝΟΥΤΟ<br />

Η πάμπλουτη και ευρηματικότατη ελληνική γλώσσα μπορεί με<br />

μια μόνο λέξη να αποδώσει πλήρως το νόημα της φράσης :<br />

πειθαναγκασμός.<br />

Όσοι επιχειρούν από θέση ισχύος να επιβάλουν την άποψή<br />

τους, αλλά συγχρόνως να διατηρούν το φιλολαϊκό τους<br />

προσωπείο, είναι λάτρες αυτής της μεθόδου. Πρώτα<br />

προσπαθούν να πείσουν για το ενδιαφέρον τους για τους<br />

άλλους και τα οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή όσων<br />

έχουν σκεφτεί πριν από μας για μας. <strong>Α</strong>ν όμως παρακούσουμε,<br />

τότε περνούν στο δεύτερο μέρος του σχεδίου τους, που δεν<br />

είναι άλλο από την επιβολή όσων μας βρίσκουν αντίθετους και<br />

αρνούμαστε πεισματικά να συναινέσουμε. Το πρώτο σκέλος<br />

είναι το καρότο και δεύτερο το κνούτο.<br />

<strong>Α</strong>λλά τι είναι το κνούτο; Η λέξη έχει ρωσική προέλευση και<br />

αναφέρεται σε έναν τύπο μαστιγίου κατασκευασμένο από<br />

μακριές λωρίδες δέρματος ζώου που καταλήγουν σε μεταλλικά<br />

σφαιρίδια. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο πόνος που<br />

προκαλούσε αυτό το όργανο βασανισμού ήταν αφόρητος και οι<br />

πληγές που άνοιγαν μάλλον πολύ δύσκολα έκλειναν.<br />

<strong>Α</strong>υτός ο τρόπος τιμωρίας των παραβατών του νόμου<br />

προφανώς θεωρήθηκε απάνθρωπος και καταργήθηκε δια<br />

νόμου στη Ρωσία το 1845.<br />

Κάπου αλλού φαίνεται πως ισχύει ακόμη…


ΜΕΓ<strong>Α</strong>ΙΡ<strong>Α</strong><br />

Ο δυστυχής που του έλαχε ο κλήρος μιας Μέγαιρας συζύγου ή<br />

πεθεράς θα πρέπει να έχει τεράστια αποθέματα υπομονής για<br />

να αντέξει τα καθημερινά βασανιστήρια που υφίσταται.<br />

Ποια ήταν όμως η Μέγαιρα; Μια από τις τρεις Ερινύες (<strong>Α</strong>ληκτώ,<br />

Μέγαιρα, Τισιφόνη), τις χθόνιες μυθικές θεότητες των αρχαίων<br />

Ελλήνων, που σκοπός της ύπαρξής τους ήταν το αδιάκοπο<br />

κυνηγητό όσων είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής ή<br />

της ηθικής τάξης πραγμάτων. Πλάσματα φρικιαστικά και<br />

μαυροντυμένα που κατοικούσαν στον Κάτω Κόσμο, απ’ όπου<br />

έπαιρναν εντολές για την εκτέλεση των ποινών που επέβαλαν<br />

οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους. Ιδιαίτερα η<br />

Μέγαιρα ήταν η προσωποποίηση του μίσους και του φθόνου,<br />

ενώ οι άλλες δυο εξέφραζαν την οργή, τη μανία και την<br />

εκδίκηση του φόνου. Η πιο χαρακτηριστική τους εμφάνιση είναι<br />

ο κατατρεγμός του Ορέστη για το φόνο της μητέρας του, της<br />

Κλυταιμνήστρας.<br />

ΜΕΓΚΛ<strong>Α</strong><br />

Η αργκό κάθε γλώσσας είναι ένας ζωντανός οργανισμός που<br />

εξελίσσεται παράλληλα με την καθομιλουμένη και τη λόγια<br />

εκδοχή της. Γι’ αυτό, κάθε εποχή έχει τις δικές της εκφράσεις<br />

που άλλοτε περνάνε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές<br />

κι άλλοτε χάνονται μαζί με την εποχή και τους ανθρώπους που<br />

τις δημιούργησαν.


Στη δεκαετία του ’50, τα αγγλικά υφάσματα θεωρούνταν, και<br />

ήταν, κορυφαίας ποιότητας. Οι Άγγλοι αποικιοκράτες φρόντιζαν<br />

να εξασφαλίζουν από κάθε τόπο που είχαν καταπατήσει τα<br />

καλύτερα προϊόντα και να τα μοσχοπουλάνε στην ευρωπαϊκή<br />

αγορά. Κλασσικό παράδειγμα τα αγγλικά κασμήρια, που<br />

προέρχονταν από το μαλλί των προβάτων της περιοχής του<br />

Κασμίρ της <strong>Α</strong>σίας. Και βέβαια στην ούγια έγραφαν το περίφημο<br />

“Made in England”.<br />

<strong>Α</strong>πομονώνοντας, λοιπόν, τμήματα αυτής της φράσης οι μάγκες<br />

της εποχής, έφτιαξαν την ελληνοποιημένη συντομογραφία<br />

«Μέγκλα», για να χαρακτηρίζουν έτσι κάθε τι που θεωρούσαν<br />

άριστης ποιότητας.<br />

ΜΕΛΙ Γ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>υτή είναι η επιθυμία όλων των κοινών θνητών πάνω στον<br />

πλανήτη, όλα στη ζωή τους να πηγαίνουν μέλι γάλα. <strong>Α</strong>πό τις<br />

προσωπικές τους σχέσεις, μέχρι τη δουλειά και την οικογένεια.<br />

Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι, στους<br />

περισσότερους μάλιστα λείπει και το «μέλι» και το «γάλα»...<br />

Τη φράση αυτή τη συναντάμε στον <strong>Α</strong>κάθιστο Ύμνο των<br />

βυζαντινών : «Χαίρε πηγή εξ ης ρέει μέλι και γάλα», όπως<br />

επίσης και στο Άσμα <strong>Α</strong>σμάτων : «<strong>Α</strong>σπάζουσι χείλη σου νύμφη,<br />

μέλι και γάλα υπό την γλώσσαν σου».


ΜΕΝΤΟΡ<strong>Α</strong>Σ<br />

Κάθε άνθρωπος θα ήθελε να έχει τον μέντορά του. Έναν<br />

επιστήθιο φίλο και συμβουλάτορα δηλαδή, που σε κάθε<br />

δύσκολη στιγμή θα βρίσκεται κοντά του, θα τον ενθαρρύνει, θα<br />

τον κατευθύνει σωστά και θα τον προφυλάσσει σε κάθε<br />

δύσκολη στιγμή.<br />

<strong>Α</strong>υτό ακριβώς συνέβαινε με τον Μέντορα, γιο του Άλκιμου, τον<br />

αχώριστο και πιστό φίλο του θρυλικού Οδυσσέα, στον οποίο ο<br />

ήρωας του Τρωικού πολέμου εμπιστεύθηκε απόλυτα την<br />

φροντίδα του σπιτιού του αλλά κυρίως την καθοδήγηση του<br />

γιου του, Τηλέμαχου.<br />

<strong>Α</strong>ς σημειώσουμε επίσης ότι και η θεά <strong>Α</strong>θηνά έπαιρνε συχνά την<br />

μορφή του Μέντορα όταν ήθελε να εμφανιστεί για να<br />

προστατέψει και να κατευθύνει σωστά τον νεαρό Τηλέμαχο.<br />

Τυχεροί και ευτυχείς είναι, λοιπόν, όσοι έχουν τον μέντορά τους<br />

στις μέρες μας.<br />

ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ<br />

Ο διπλωμάτης Emil Jellinek, πατέρας της δεσποινίδας<br />

Mercedes Jellinek, λάτρης των γρήγορων αυτοκινήτων και των<br />

αγώνων ταχύτητας, πετύχαινε σημαντικές νίκες<br />

χρησιμοποιώντας τις μηχανές της βιομηχανίας Daimler.<br />

Επειδή, όμως, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησε ξεχωριστή<br />

φήμη, άρχισε να έχει και ξεχωριστές απαιτήσεις από την<br />

εταιρεία. Έτσι απαίτησε να δοθεί το όνομα της αγαπημένης


κόρης του Mercedes στα οχήματα που χρησιμοποιούσε. Παρά<br />

τη δυσαρέσκεια της κατασκευάστριας εταιρείας και επειδή ο<br />

πελάτης έχει πάντα δίκιο, η απαίτηση εκπληρώθηκε και η εν<br />

λόγω δεσποινίς έμεινε στην ιστορία της<br />

αυτοκινητοβιομηχανίας.<br />

Όσοι οδηγείτε, λοιπόν, μια Μερσεντές (ή Μερσέντες), φροντίστε<br />

να της συμπεριφέρεσθε όπως αρμόζει σε μια κόρη καλής<br />

οικογενείας.<br />

ΜΕΣΣ<strong>Α</strong>ΛΙΝ<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>ν τύχει να ακούσετε να δίνεται αυτός ο χαρακτηρισμός σε<br />

κάποια κυρία, καλό θα είναι να αποφύγετε τη συναναστροφή<br />

μαζί της σε όποιο φύλο και αν ανήκετε. Γιατί σίγουρα πρόκειται<br />

για πλάσμα αδίστακτο, που όλα τα μέσα είναι θεμιτά, αρκεί να<br />

πετύχει το σκοπό της.<br />

<strong>Α</strong>φορμή για τον χαρακτηρισμό αυτό στάθηκε η σύζυγος του<br />

Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, η Μεσσαλίνα, γυναίκα με<br />

έκλυτα ήθη, νυμφομανής, τυραννική και δολοπλόκος, που<br />

τίποτα δεν ήταν ικανό να την σταματήσει όταν έβαζε κάτι στο<br />

μυαλό της.<br />

Μεταμόρφωσε τον μορφωμένο σύζυγό της σε υποχείριο των<br />

ορέξεών της. Κατόρθωσε ουσιαστικά να διοικεί την<br />

αυτοκρατορία και να εξαφανίζει όσους θεωρούσε εμπόδιο στα<br />

σχέδιά της ή κίνδυνο για τα δυο παιδιά της, τον Βρεττανικό και<br />

την Οκταβία. Γι’ αυτό ίσως δολοφόνησε και την Ιουλία, αδελφή<br />

του Καλιγούλα.


Έφτασε στο σημείο της διγαμίας, αφού παντρεύτηκε τον Γάιο<br />

Σίλιο, στον οποίο υποσχέθηκε τον αυτοκρατορικό θρόνο στη<br />

θέση του συζύγου της. <strong>Α</strong>υτή η ενέργεια οδήγησε στο τέλος της<br />

ζωής της με εντολή, όπως φαίνεται, του κατ’ επανάληψη και<br />

κατά συρροή απατημένου Κλαύδιου.<br />

Μετά απ' όλα αυτά τα απίστευτα "κατορθώματά" της, πώς να<br />

μην είναι το όνομά της στην ιστορία συνώνυμο της γυναικείας<br />

δολιότητας.<br />

ΜΗ ΜΟΥ <strong>Α</strong>ΠΤΟΥ<br />

Μετά την <strong>Α</strong>νάσταση του Χριστού, η Μαρία Μαγδαληνή<br />

προσπάθησε να τον αγγίζει. Τότε εκείνος της απάντησε : «Μη<br />

μου άπτου, ούπω γαρ ανέβηκα προς τον πατέρα μου» (Μη με<br />

αγγίζεις, επειδή δεν ανέβηκα ακόμη στον πατέρα μου).<br />

Όποιος είναι «μη μου άπτου», σημαίνει πως είναι ιδιαίτερα<br />

ευαίσθητος.<br />

ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ρ<strong>Α</strong>ΤΤΕ<br />

<strong>Α</strong>ρκετοί είναι αυτοί που προσπαθούν να διαταράξουν την τόσο<br />

πολύτιμη γαλήνη μας για διάφορα ασήμαντα ζητήματα. Δεν<br />

υπάρχει καλύτερη απάντηση στην προσπάθειά τους απ’ αυτή<br />

που έδωσε ο <strong>Α</strong>ρχιμήδης, ένας από τους μεγαλύτερους<br />

επιστήμονες της αρχαιότητας. Μόνο που την έδωσε, όπως θα<br />

δούμε, τη λάθος στιγμή σε λάθος άνθρωπο.


Ο <strong>Α</strong>ρχιμήδης έζησε και πέθανε στις Συρακούσες (287 π.Χ. - 212<br />

π.Χ.). Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του, δεν δέχτηκε ποτέ<br />

αξιώματα. Υπήρξε μεγάλος ερευνητής των φυσικών<br />

φαινομένων και σ’ αυτόν χρωστάμε σήμερα πολλές από τις<br />

γνώσεις μας στη γεωμετρία και τη φυσική, όπως τη γνώση του<br />

ειδικού βάρους, τους μοχλούς, τους κοχλίες, τις τροχαλίες, τη<br />

δύναμη της άνωσης κλπ. Δική του εφεύρεση ήταν και τα ηλιακά<br />

κάτοπτρα που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι των Συρακουσών,<br />

για να κάψουν τα πλοία των Ρωμαίων που τους πολιορκούσαν.<br />

Όμως η πόλη έπεσε με προδοσία κι ένας Ρωμαίος στρατιώτης<br />

βρέθηκε στο σπίτι του <strong>Α</strong>ρχιμήδη. Όμως εκείνος του ζήτησε να<br />

βγει έξω, γιατί η παρουσία του τον ενοχλούσε στο γεωμετρικό<br />

πρόβλημα που εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να λύσει. Κι έτσι<br />

ο στρατιώτης τον σκότωσε, στερώντας τόσο νωρίς την<br />

ανθρωπότητα από ένα αθάνατο πνεύμα.<br />

ΜΗΛΟ <strong>ΤΗΣ</strong> ΕΡΙΔΟΣ<br />

Οι παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστές ή παίκτες του μπάσκετ<br />

γίνονται συχνά κοινός μεταγραφικός στόχος ομάδων, ώστε να<br />

καταλήγουν «μήλο της Έριδος» για τους διεκδικητές τους, που<br />

προσφέρουν αφειδώς χρήματα (των οπαδών) για την<br />

απόκτησή τους.<br />

Η Έριδα, θεά της διχόνοιας, ήταν εκείνη που άφησε το πρώτο<br />

μήλο να κυλήσει επίτηδες μεταξύ των καλεσμένων του γάμου<br />

του Πηλέα και της Θέτιδας, επειδή δεν την είχαν καλέσει στο<br />

γάμο. Και το αφιλότιμο έγραφε και κάτι πάνω του : «τη


καλλίστη» (στην ομορφότερη). Η Ήρα, η <strong>Α</strong>θηνά και η <strong>Α</strong>φροδίτη<br />

ξεκίνησαν τον καυγά και ο Δίας, για να μην τις ακούει, διέταξε<br />

τον Ερμή να τις πάει στον Πάρη κι αυτός ν’ αποφασίσει. Η Ήρα<br />

του έταξε δύναμη, η <strong>Α</strong>θηνά σοφία κι η <strong>Α</strong>φροδίτη την Ωραία<br />

Ελένη, τη γυναίκα του Μενέλαου, την πιο όμορφη γυναίκα του<br />

κόσμου. Έτσι το μήλο έφτασε στα χέρια της <strong>Α</strong>φροδίτης, ο<br />

Πάρης έκλεψε την Ελένη και ο Τρωικός πόλεμος ξεκίνησε. Το<br />

σχέδιο της Έριδας πέτυχε!<br />

ΜΗΝ<strong>Α</strong>Σ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ<br />

Είναι γνωστό πως όλα τα νεόνυμφα ζευγάρια εγκαταλείπουν<br />

μετά την τελετή του γάμου τους οικείους τους για ένα μικρό<br />

διάστημα (μερικών ημερών πλέον), ώστε να μπορέσουν να<br />

χαρούν ανενόχλητα τις πρώτες ημέρες της κοινής τους ζωής με<br />

τις ευλογίες της εκκλησίας ή της πολιτείας.


Φαίνεται ότι ο «μήνας του μέλιτος» κρατάει από πολύ παλιά,<br />

αφού στο Δευτερονόμιο (5 ο βιβλίο της Εβραϊκής Βίβλου)<br />

προβλέπεται ότι ο νεόνυμφος άντρας απαλλάσσεται για έναν<br />

ολόκληρο χρόνο από οποιαδήποτε στρατιωτική θητεία ή άλλη<br />

υποχρέωσή του προς την πολιτεία, προκειμένου να αφοσιωθεί<br />

αποκλειστικά στη νέα του οικογένεια.<br />

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο «μήνας του μέλιτος»<br />

χαρακτηρίζεται ως η γλυκύτερη περίοδος του έγγαμου βίου και<br />

όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό δεν απέχει καθόλου από την αλήθεια.<br />

ΜΟΛΩΝ Λ<strong>Α</strong>ΒΕ<br />

Όταν δεχόμαστε απειλές, αλλά αρνούμαστε να υποχωρήσουμε,<br />

συνήθως προκαλούμε τον αντίπαλο με τη φράση «Μολών<br />

λαβέ», που κατά κυριολεξία σημαίνει «Έλα να τα πάρεις».<br />

<strong>Α</strong>υτή ήταν η ιστορική απάντηση του Λεωνίδα, βασιλιά των<br />

Σπαρτιατών που υπερασπίζονταν τα στενά των Θερμοπυλών<br />

(480 π.Χ.), προς τον απεσταλμένο του βασιλιά των Περσών<br />

Ξέρξη που ζητούσε την άμεση παράδοσή τους. Για να<br />

ακολουθήσει η γνωστή θυσία τους μέχρι και τον τελευταίο<br />

πολεμιστή.<br />

Τη φράση αυτή επανέλαβε και ο αγωνιστής Γρηγόρης<br />

<strong>Α</strong>υξεντίου απέναντι στους Άγγλους κατακτητές της Κύπρου στις<br />

3 Μαρτίου 1957 όταν του ζήτησαν να παραδοθεί. Εκεί όμως δε<br />

δόθηκε μάχη, γιατί οι Άγγλοι προτίμησαν να περιλούσουν το<br />

κρησφύγετό του με βενζίνη και να τον κάψουν ζωντανό.


ΜΟΣΧΟΒΟΛ<strong>Α</strong>ΕΙ<br />

Στα βυζαντινά χρόνια, ο μόσχος ήταν το πιο περιζήτητο<br />

αρωματικό φυτό, επειδή οι κάτοικοι της υπαίθρου, και πιο πολύ<br />

οι γυναίκες, συνήθιζαν να μαζεύουν και να χρησιμοποιούν<br />

λουλούδια και βότανα για την παρασκευή αρωμάτων, για τον<br />

καλλωπισμό τους, ακόμα και στη μαγειρική.<br />

Ό,τι μοσχοβολάει, λοιπόν, μυρίζει πάρα πολύ όμορφα και ό,τι<br />

μοσχοπουλιέται, πουλιέται σε πάρα πολύ καλή τιμή.<br />

ΜΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ Ψ<strong>Α</strong>ΡΙ Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΧΕΙΛΗ<br />

Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η μεγαλύτερη σε<br />

διάρκεια και προφανώς η δυσκολότερη, μιας και η απαιτούμενη<br />

εγκράτεια είναι έξω και πέρα από τα όρια πολλών ανθρώπων.


Ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, όπου ο Χριστιανισμός ήταν η κυρίαρχη<br />

και αρκούντως πιεστική θρησκεία, οι πιστοί τηρούσαν ευλαβικά<br />

κάθε κανόνα της. Κι αν για τους λαϊκούς τα πράγματα ήταν<br />

δύσκολα, φανταστείτε πόσο απαιτητική ήταν η περίοδος της<br />

νηστείας για όσους είχαν ασπαστεί τον μοναχισμό. Η<br />

κατάσταση χειροτέρευε όταν κάποιοι απ' αυτούς ξέφευγαν από<br />

τις επιταγές του σχήματός τους και υπέπιπταν στο παράπτωμα<br />

της απόλαυσης απολαυστικών τροφών, όπως γάλα, αυγά κλπ.<br />

Συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν ενώπιον του εκκλησιαστικού<br />

συμβουλίου για να τους επιβληθούν αυστηρότατες και<br />

επώδυνες ποινές.<br />

Σύμφωνα όμως με τον χρονικογράφο Θεοφάνης, η πλέον<br />

βασανιστική ποινή επιβλήθηκε στον μοναχό Μεθόδιο που<br />

πιάστηκε, ο αθεόφοβος, μέσα στη Σαρακοστή να τηγανίζει<br />

ψάρια μέσα στην κρυψώνα του σε μια σπηλιά. Γι' αυτό το<br />

τρομερό του αμάρτημα, ο ηγούμενος του μοναστηριού του<br />

επέβαλε την εξής εξοντωτική τιμωρία : να του γεμίσουν το<br />

στόμα με αναμμένα κάρβουνα και πάνω σ' αυτά να ψήσουν ένα<br />

ψάρι. Μέσα σε λίγη ώρα ο καλόγερος παρέδωσε πνεύμα με<br />

φρικτούς πόνους.<br />

Το ίδιο περίπου μας κάνουν και όσοι μας ψήνουν το ψάρι στα<br />

χείλη, αφού η απαράδεκτη συμπεριφορά τους μας καταπιέζει<br />

τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά αρκετές φορές.


ΜΟΥΝΤΖ<strong>Α</strong><br />

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο εθνικός τρόπος<br />

εκδήλωσης της αγανάκτησής μας απέναντι στους άλλους,<br />

όπως δηλώνει και η γνωστή έκφραση «βραβείο ανοιχτής<br />

παλάμης».<br />

Ωστόσο, η καταγωγή της ανάγεται στα βυζαντινή χρόνια όταν<br />

άλειφαν το πρόσωπο κάποιου με καπνιά με την παλάμη<br />

ανοιχτή ως δείγμα δημόσιου εξευτελισμού. Η παράδοση<br />

συνεχίστηκε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οπότε άφηναν<br />

το αποτύπωμα μιας ανοιχτής παλάμης χρησιμοποιώντας<br />

καπνιά ή πίσσα πάνω στους τοίχους των οίκων ανοχής.<br />

ΜΟΥΣΙΚΗ<br />

<strong>Α</strong>σφαλώς δεν αποτελεί σύμπτωση η χρήση του ελληνικού όρου<br />

«μουσική» σε περίπου 100 διαφορετικές γλώσσες πάνω στη<br />

γη. Η μουσική οφείλει το όνομά της, σύμφωνα με την ελληνική<br />

μυθολογία, στις 9 κόρες του Δία (πατέρα θεού και ανθρώπων,<br />

συμβόλου της νόησης) και της Μνημοσύνης, δηλαδή της<br />

μνήμης. <strong>Α</strong>λλά και το όνομα καθεμιάς από τις Μούσες δεν είναι<br />

τυχαίο, όπως και οι ιδιότητες που τους αποδίδονται. Όλες είναι<br />

εφευρέτριες : Η Κλειώ της ιστορίας, δημιουργεί κλέος (δόξα)<br />

στους συγγραφείς και στους ήρωες. Η Ευτέρπη των αυλών,<br />

που τέρπουν (ευχαριστούν) όσους τους ακούνε ή των<br />

επιστημών που τέρπουν (ωφελούν) όσους τις μαθαίνουν. Η<br />

Θάλεια της κωμωδίας και της σποράς και επιστάτρια των<br />

συμποσίων, απ’ όπου και το όνομά της, θαλία = συμπόσιο, ή


από το θάλλω = ανθίζω. Η Μελπομένη της τραγωδίας και της<br />

μελωδίας, απ’ όπου και το όνομά της. Η Τερψιχόρη του χορού<br />

που τέρπει (διασκεδάζει) τους ανθρώπους. Η Ερατώ των<br />

ερωτικών ποιημάτων, προστάτιδα του έρωτα. Η Πολύμνια των<br />

ύμνων ή της γεωμετρίας και της γραμματικής. Η Ουρανία της<br />

αστρονομίας. Η Καλλιόπη της ποίησης, γι’ αυτό και ονομάζεται<br />

καλλιεπής και αυτήν επικαλείται ο Όμηρος στο ξεκίνημα της<br />

Ιλιάδας και της Οδύσσειας.<br />

<strong>Α</strong>κόμη και η καταγωγή του ονόματος «Μούσαι» οφείλεται είτε<br />

στο ρήμα μω, που σημαίνει ζητώ, αναζητώ είτε στο «ομού<br />

ούσαι», επειδή τραγουδούν και χορεύουν αρμονικά χωρίς ποτέ<br />

να αποχωρίζονται η μια από την άλλη.<br />

Τι άλλο είναι λοιπόν η μουσική, πέρα από το αξεχώριστο<br />

μείγμα των πιο υψηλών νοητικών λειτουργιών, που έχει<br />

κατακτήσει ο ανθρώπινος νους στο πέρασμά του απ’ τη γη!


ΜΠ<strong>Α</strong>ΤΕ ΣΚΥΛΟΙ <strong>Α</strong>ΛΕΣΤΕ<br />

ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΕΣΤΙΚ<strong>Α</strong> ΜΗ ΔΩΣΕΤΕ<br />

Ο Πατρινός μυλωνάς Γιάννης Ζήσιμος είναι ένας από τους<br />

αμέτρητους καθημερινούς αγωνιστές της ιστορίας μας, που οι<br />

ιστορικοί δεν του αφιέρωσαν τόσο χώρο όσο αντιστοιχούσε<br />

στην παλληκαριά του, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε πολλούς<br />

πατριώτες μέχρι σήμερα.<br />

Όταν μια ομάδα Φράγκων κατακτητών, Σκυλόφραγκων όπως<br />

τους ονόμαζαν οι υπόδουλοι Έλληνες, μπήκαν στον μύλο του<br />

και του ζήτησαν να τους αλέσει όσο σιτάρι υπήρχε εκεί με την<br />

υπόσχεση ότι θα τον πληρώσουν, ο γενναίος μυλωνάς<br />

κατάλαβε αμέσως την πρόθεσή τους να του αρπάξουν το<br />

λιγοστό βιος του. Παρ' όλα αυτά, όχι μόνο συγκράτησε την


οργή του, αλλά βρήκε και μια πολύ έξυπνη δικαιολογία, ότι δεν<br />

μπορεί μόνος του να αλέσει όλη αυτή την ποσότητα σταριού.<br />

Εκείνοι τότε προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν κι αυτός με τη<br />

σειρά του και με προσποιητή ευγένεια τους πρότεινε να μπουν<br />

μέσα στον μύλο λέγοντας : "Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά<br />

μη δώσετε".<br />

Το σχέδιο του πέτυχε. Τους έκλεισε μέσα στον μύλο, έβαλε<br />

φωτιά και τους έκαψε ζωντανούς. Ο ίδιος φρόντισε να<br />

εξαφανιστεί για πάντα.<br />

Ίσως το όνομά του και το κατόρθωμά του να πέρασαν στα ψιλά<br />

στης ιστορίας, η φράση του όμως έφτασε μέχρι σήμερα, για να<br />

χαρακτηρίζει όλες εκείνες τις ανώμαλες καταστάσεις που ο<br />

ισχυρός επιβάλλει την θέλησή του στον αδύναμο πέρα από<br />

κάθε έννοια δικαίου.<br />

ΜΠΟΪΚΟ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ζ<br />

Η άρνηση εμπορικής σχέσης ή η εμπορική απομόνωση<br />

οφείλουν το διεθνές όνομά τους στον Άγγλο γαιοκτήμονα<br />

Charles Boycott (1832-1897). Είναι επίσημα ο πρώτος<br />

μεγαλοτσιφλικάς που οι Ιρλανδοί μικροκαλλιεργητές<br />

αρνήθηκαν να συνεργαστούν στα κτήματά του, εξαιτίας του<br />

υπερβολικά υψηλού ενοικίου που τους χρέωνε.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε μέχρι σήμερα η τακτική αυτή εφαρμόζεται με<br />

εξαιρετική επιτυχία σε επίπεδο κρατών πλέον όταν τα


οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών θίγονται από όσες μικρές<br />

χώρες επιχειρούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.<br />

Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι ρόλοι.<br />

ΜΠΡΟΥΚΛΗΣ<br />

Πώς αλλιώς να πεις τον «άρχοντα» με την κουρσάρα που<br />

επέστρεψε με ένα μάτσο δολάρια από την <strong>Α</strong>μέρικα και κάθε<br />

βράδυ σπάει πιάτα στα μπουζούκια βαθιά μερακλωμένος και<br />

πάει και στο πανηγύρι του χωριού του και γεμίζει τους<br />

οργανοπαίχτες με τα μαγικά πράσινα χαρτάκια!<br />

Έτσι χαρακτήριζαν τους Έλληνες μετανάστες που έρχονταν<br />

στην πατρίδα από την <strong>Α</strong>μερική, και ιδιαίτερα από την περιοχή<br />

του Μπρούκλιν, στην δεκαετία του 60 με τα πολυτελή<br />

αυτοκίνητα οι μεροκαματιάρηδες συγγενείς, που είχαν την<br />

ελπίδα πως όλο και κάποιο δολάριο θα φτάσει και ως αυτούς.<br />

Βέβαια, πολλές φορές την πάτησαν, γιατί απλά οι ξενιτεμένοι<br />

διαφήμιζαν τα υπάρχοντά τους, χωρίς οι συγγενείς τους να<br />

γνωρίζουν πως αυτά ήταν όσα τους είχαν απομείνει όλα κι όλα.<br />

Θυμηθείτε μερικές παλιές ελληνικές ταινίες του ασπρόμαυρου<br />

πλην ηρωικού κινηματογράφου.


Ν<br />

Ν<strong>Α</strong> ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ<br />

Συμβαίνει κάποιες φορές να δεχόμαστε προσφορές που<br />

συνοδεύονται από αιτήματα πολύ πιο απαιτητικά από όσα<br />

δήθεν μας προσφέρονται. Στην περίπτωση αυτή, αρνούμαστε<br />

την προσφορά με την φράση "να μένει το βύσσινο", δείχνοντας<br />

ότι έχουμε αντιληφθεί τις δόλιες προθέσεις της προσφοράς.<br />

Το περιστατικό που μας κληροδότησε αυτή τη φράση<br />

τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα σε ένα καφενείο μεταξύ<br />

ενός βουλευτή και ενός ψηφοφόρου, μαθημένου από τότε στις<br />

εξυπηρετήσεις από τους πατέρες του έθνους με αντάλλαγμα,<br />

φυσικά, την υπόσχεση ψήφου στις εκλογές.<br />

Ο ψηφοφόρος προσέγγισε τον βουλευτή για το ρουσφέτι του,<br />

αφού πρώτα παράγγειλε στον σερβιτόρο ένα βύσσινο για<br />

κέρασμα. Φαίνεται όμως ότι είτε το κέρασμα ήταν φτωχό είτε ο<br />

βουλευτής (πράγμα σπάνιο) ήταν από τους λίγους που δεν<br />

έκαναν χάρες.<br />

Έτσι, όταν ο ψηφοφόρος απέτυχε να τον πείσει για το αίτημά<br />

του, σηκώθηκε αγανακτισμένος να φύγει φωνάζοντας<br />

ταυτόχρονα στο γκαρσόνι : "Να μένει το βύσσινο!"<br />

Όχι να πάει και τζάμπα το κέρασμα!


Ν<strong>Α</strong> ΤΣΙΜΠΗΣΟΥΜΕ Κ<strong>Α</strong>ΤΙ<br />

Στα βυζαντινά χρόνια είχαν τη συνήθεια να τρώνε το κρέας με<br />

τα χέρια. Έτσι ήταν αναγκασμένοι να το τσιμπούν, προκειμένου<br />

να κόψουν το κομμάτι που ήθελαν να φάνε.<br />

Με το πέρασμα των χρόνων, η φράση αυτή έχασε την αρχική<br />

της σημασία και χρησιμοποιείται πλέον όταν θέλουμε να φάμε<br />

κάτι πρόχειρα για να κόψουμε προσωρινά την πείνα μας ή όταν<br />

θέλουμε να κάνουμε ένα ελαφρύ γεύμα.<br />

ΝΙΠΤΩ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Σ ΧΕΙΡ<strong>Α</strong>Σ ΜΟΥ<br />

Όταν οι Εβραίοι ζητούσαν επίμονα τη θανάτωση του Χριστού<br />

από τον Ρωμαίο διοικητή Πόντιο Πιλάτο, αυτός προσπάθησε να<br />

τον σώσει. Ζήτησε να τον φέρουν στο Πραιτώριο μαζί με το<br />

ληστή Βαρραβά και ρώτησε το πλήθος, σύμφωνα με το έθιμο<br />

εκείνης της εποχής, σε ποιον επιθυμούσαν να χαρίσει τη ζωή.<br />

Όταν είδε ότι αυτοί και πάλι επέμεναν να θανατωθεί ο Ιησούς,<br />

ζήτησε να του φέρουν μια λεκάνη με νερό για να πλύνει τα<br />

χέρια του, επιχειρώντας να απαλλαγεί συμβολικά από το αίμα<br />

του αθώου που σε λίγο θα πέθαινε με μαρτυρικό θάνατο.<br />

Όποιος λοιπόν «νίπτει τας χείρας του», δηλώνει ότι πλέον δεν<br />

φέρει καμία ευθύνη για ό,τι συμβεί.<br />

Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΜΙΤΖ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong><br />

Η Dame Jean, η κυρα-Γιαννούλα επί το ελληνικότερον, ήταν μια<br />

κοντόχοντρη ταβερνιάρισσα που ακολουθούσε το Μεγάλο


Ναπολέοντα στις εκστρατείες του και προμήθευε τους Γάλλους<br />

στρατιώτες με κρασί, που το διατηρούσε μέσα σε ένα, επίσης<br />

κοντόχοντρο, γυάλινο δοχείο.<br />

Φαίνεται, λοιπόν, πως από τη μια η ευτραφής οινοχόος και από<br />

την άλλη το ιδιόμορφο σχήμα του δοχείου δημιούργησαν τη<br />

νταμιτζάνα, την οποία χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα για<br />

τη μεταφορά αλλά και την πόση αυτού του ιλαρυντικού υγρού.<br />

ΝΥΧ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> <strong>Α</strong>ΓΙΟΥ Β<strong>Α</strong>ΡΘΟΛΟΜ<strong>Α</strong>ΙΟΥ<br />

Παρίσι, ξημέρωμα της 24 ης <strong>Α</strong>υγούστου 1572. Η <strong>Α</strong>ικατερίνη των<br />

Μεδίκων, μητέρα του βασιλιά της Γαλλίας Κάρολου του 9 ου ,<br />

δίνει το πρόσταγμα της γενικευμένης σφαγής των<br />

Προτεσταντών Ουγενότων από τους ρωμαιοκαθολικούς<br />

χριστιανούς. Τα σφαγιασμένα θύματα ξεπερνούν τις 30.000 σ’<br />

ολόκληρη τη χώρα.<br />

O Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄, πληροφορούμενος τα ευχάριστα νέα,<br />

απευθύνει Te Deum - δοξολογίες – στις εκκλησίες και κόβει<br />

αναμνηστικό μετάλλιο με τις λέξεις «Strages Hugonotorum»<br />

(σφαγή των Ουγενότων). Συγχρόνως γράφει στο βασιλιά για να<br />

τον συγχαρεί για το κατόρθωμά του και τον καλεί «να μη<br />

διακόψει ένα έργο που προέχεται από τον Θεό και να<br />

παραμείνει ο εμπνευστής όλων εκείνων που με τη θεία δύναμη<br />

απάλλαξαν τον κόσμο από αυτούς τους θλιβερούς αιρετικούς».<br />

Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε γενοκτονία.


Ξ<br />

ΞΕΦΤΕΡΙ<br />

Για όσους δεν το γνωρίζουν, το ξεφτέρι είναι είδος γερακιού<br />

που ζει στην πατρίδα μας. Στη βυζαντινή εποχή τα ξεφτέρια<br />

εκπαιδεύονταν κατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν από τους<br />

πλούσιους ως ανιχνευτές θηραμάτων. Και, βέβαια, λόγω της<br />

αρπακτικής φύσης τους, της πανίσχυρης όρασης, της πτητικής<br />

τους ικανότητας αλλά και της ευστροφίας τους αναδεικνύονταν<br />

πάντα άριστοι κυνηγοί.<br />

Όποιος είναι «ξεφτέρι», έχει όλα αυτά τα χαρίσματα για να<br />

διακριθεί στο δύσκολο στίβο της ζωής.


ΞΙΠΟΛΗΤΟΣ ΣΤ’ <strong>Α</strong>ΓΚ<strong>Α</strong>ΘΙ<strong>Α</strong><br />

Ο Θεόκριτος, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της<br />

Ελληνιστικής περιόδου και πρωτοπόρος της βουκολικής<br />

ποίησης του 3 ου π.Χ. αιώνα, στο ειδύλλιο «Βάτος και<br />

Κορύδων», συνιστά να μην περπατάμε χωρίς παπούτσια στ’<br />

αγκάθια.<br />

<strong>Α</strong>σφαλώς η σημασία της φράσης αυτής είναι αλληγορική και<br />

ιδιαίτερα όταν απευθύνεται ως προτροπή σε όσους<br />

παρασύρονται από τα συναισθήματα τους και αφήνονται<br />

ακάλυπτοι και ανίσχυροι στις διαθέσεις εκείνων που σκοπό<br />

έχουν να τους τραυματίσουν ψυχικά.<br />

Ο απλός λαός, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της<br />

παραίνεσης αυτής, την έκανε αναπόσπαστο μέρος της<br />

καθημερινής του φρασεολογίας.


Ο<br />

Ο ΒΡ<strong>Α</strong>ΧΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ<br />

Τυχαίνει αρκετές φορές να επιχειρούμε να λύσουμε ένα<br />

δύσκολο πρόβλημα, να πιστεύουμε πως έχουμε φτάσει ένα<br />

βήμα από τη λύση του, να μπερδεύονται όμως τόσο τα<br />

πράγματα και να αναγκαζόμαστε να ξεκινήσουμε πάλι από την<br />

αρχή. Τέτοιες περιπτώσεις λέμε πως μοιάζουν με τον βράχο<br />

του Σίσυφου.<br />

Ο Σίσυφος, ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας<br />

(Κόρινθος), έδωσε σημαντικές πληροφορίες στον ποταμό και<br />

θεό <strong>Α</strong>σωπό σχετικά με την κόρη του <strong>Α</strong>ίγινα, την οποία είχε<br />

αρπάξει ο Δίας.<br />

Όταν ο Δίας γλίτωσε από το κυνηγητό του <strong>Α</strong>σωπού,<br />

αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο. Τον έστειλε στον Άδη,<br />

αλλά τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, αφού ο Σίσυφος<br />

παγίδευσε τον Άδη, ώστε να μη μπορεί να πάρει τις ψυχές των<br />

ανθρώπων. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του Άρη για τη<br />

λύση του προβλήματος, αλλά κι αυτόν ο δαιμόνιος Σίσυφος τον<br />

εξαπάτησε. Μέχρι που ο Ερμής έδωσε τον οριστική λύση.<br />

Γι’ αυτή του τη συμπεριφορά οι «κριτές των νεκρών» του<br />

επέβαλαν την ποινή της μεταφοράς ενός τεράστιου βράχου


στην κορυφή ενός βουνού. Μόνο που όταν έφτανε εκεί, ο<br />

βράχος δεν ισορροπούσε, με αποτέλεσμα να κατρακυλάει από<br />

την άλλη πλευρά του βουνού. Έτσι το μαρτύριό του ήταν<br />

αδιάκοπο.<br />

Ο Κ<strong>Α</strong>ΚΟΣ ΜΟΥ Δ<strong>Α</strong>ΙΜΟΝ<strong>Α</strong>Σ<br />

Όποιος ή ό,τι μας δημιουργεί προβλήματα ή εμπόδια<br />

αξεπέραστα, αποτελεί τον κακό μας δαίμονα.<br />

Η καταγωγή της φράσης βρίσκεται σε μακρινές εποχές της<br />

ελληνικής μυθοπλασίας, σύμφωνα με την οποία κάθε<br />

άνθρωπος συνοδεύεται από ένα καλό και ένα κακό πνεύμα,<br />

που γεννιούνται μαζί του και τον συνοδεύουν ως τη στερνή<br />

πνοή του.<br />

Ο καλός δαίμονας είναι προστάτης και βοηθός του ανθρώπου<br />

στους κινδύνους, τον προτρέπει στο σωστό και τους χαρίζει<br />

εφευρετική δύναμη.<br />

<strong>Α</strong>ντίθετα, ο κακός δαίμονας είναι αυτός που σπρώχνει τον<br />

άνθρωπο στα πάθη και στην ακολασία και τον παρακινεί να<br />

αμαρτήσει. Για τους Έλληνες, τέτοιους δαίμονες είχαν μόνο οι<br />

άντρες (!!!), ενώ οι Ρωμαίοι, πιο προνοητικοί, δημιούργησαν<br />

αντίστοιχους και για τις γυναίκες.<br />

Η αλληγορία των δαιμόνων, καλών και κακών, είναι προφανώς<br />

η ψυχή κάθε ανθρώπου.


Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ<br />

Την εποχή της συνδιοίκησης του ρωμαϊκού κράτους από τον<br />

Πομπήιο και τον Καίσαρα, υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ<br />

των δύο ανδρών. ‘Όταν ο Πομπήιος, κυρίαρχος της Ρώμης,<br />

ανακάλεσε από τις επαρχίες τον Καίσαρα, ήταν φανερός ο<br />

στόχος της εξόντωσης του. Η αντίδραση του Καίσαρα ήταν<br />

άμεση και υποδειγματική.<br />

Λέγοντας την ιστορική πλέον φράση «ο κύβος ερρίφθη»,<br />

δηλαδή έφτασε η ώρα των καθοριστικών αποφάσεων, πέρασε<br />

τον ποταμό Ρουβίκωνα και μέσα σε 60 μέρες δεν άφησε τίποτα<br />

όρθιο στο πέρασμά του αναγκάζοντας τον Πομπήιο και τους<br />

Συγκλητικούς να καταφύγουν άρον άρον στη Θεσσαλονίκη.<br />

Έτσι έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος, όσο κι αν αυτό αργότερα το<br />

πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή.<br />

Ο Λ<strong>Α</strong>ΚΚΟΣ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ<br />

Ο Εβραίος προφήτης Δανιήλ υπηρετούσε ως αξιωματούχος<br />

στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα και στην περσική<br />

αυτοκρατορία. Μετά από συνωμοσία σε βάρος του,<br />

κατηγορήθηκε και ρίχτηκε σε λάκκο λεόντων μαζί με τρεις<br />

συντρόφους του απ’ όπου σώθηκε με θεϊκή παρέμβαση.<br />

Όποιος βρεθεί λοιπόν στο «λάκκο των λεόντων», καλό θα είναι<br />

να μην περιμένει τη θεϊκή παρέμβαση για τη σωτηρία του, αλλά<br />

να προσπαθήσει να τρέξει για να σωθεί.


Ο ΜΟΝΟΦΘ<strong>Α</strong>ΛΜΟΣ<br />

Β<strong>Α</strong>ΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ<br />

Στα τέλη του 10 ου και στις αρχές του 11 ου μ.Χ. αιώνα οι<br />

Βούλγαροι αποτελούσαν μόνιμη απειλή για τη βυζαντινή<br />

αυτοκρατορία, λεηλατώντας πολλές περιοχές και προκαλώντας<br />

αμέτρητα δεινά στους κατοίκους τους. Το 1014 μ.Χ., στη θέση<br />

Κλειδί, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’, ο επονομαζόμενος<br />

Βουλγαροκτόνος, κατατρόπωσε τα στρατεύματα του αρχηγού<br />

των Βουλγάρων Σαμουήλ αιχμαλωτίζοντας περίπου 14.000<br />

στρατιώτες. Σε αντίποινα για όσα είχαν μέχρι τότε προκαλέσει<br />

τους επέβαλε την ποινή της τύφλωσης, φροντίζοντας όμως να<br />

αφήνει σε κάθε 100 εχθρούς του μόνο έναν μονόφθαλμο για να<br />

τους οδηγήσει πίσω στην πατρίδα τους.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, όποιος τα καταφέρνει σε μια δραστηριότητα έστω και<br />

λίγο σε σχέση με όλους τους άλλους, «ο μονόφθαλμος<br />

βασιλεύει στους τυφλούς».<br />

Ο ΟΦΙΣ ΜΕ ΗΠ<strong>Α</strong><strong>ΤΗΣ</strong>Ε<br />

Δεν είναι λίγες οι φορές που παρασυρόμαστε από άλλους ή<br />

από τη δική μας περιέργεια, με αποτέλεσμα να βρεθούμε<br />

εκτεθειμένοι απέναντι σε άτομα, που με κανένα τρόπο δε θα<br />

θέλαμε να συμβεί.<br />

Στην περίπτωση αυτή ζητάμε ταπεινά συγνώμη με μόνη<br />

δικαιολογία πως «ο όφις με ηπάτησε», δηλαδή κάποιος άλλος<br />

με παραπλάνησε και με οδήγησε σε τέτοια συμπεριφορά.


<strong>Α</strong>υτή ήταν η απάντηση που έδωσε η πρωτόπλαστη Εύα στο<br />

Θεό, όπως αναφέρεται στο 3 ο κεφάλαιο της Γένεσης της<br />

Παλαιάς Διαθήκης, όταν τη ρώτησε γιατί έφαγε από τον<br />

απαγορευμένο καρπό. Για να ακολουθήσουν όλες οι γνωστές<br />

κατάρες του Θεού (!!!) και προς το ανθρώπινο γένος και προς<br />

το φίδι.<br />

<strong>Α</strong>πό τη στιγμή εκείνη, προς επιβεβαίωση των λόγων του Θεού<br />

που απαγόρευε τη δοκιμή του καρπού, ο άνθρωπος έμαθε τι<br />

είναι τα βάσανα της ζωής και ο θάνατος. Προσέχετε, λοιπόν, τα<br />

φίδια γενικώς…


ΟΙ ΔΕΚ<strong>Α</strong> ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ Φ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>Ω<br />

Όταν ένας άνθρωπος είναι δυστυχισμένος και κάθε φορά που<br />

προσπαθεί να ορθοποδήσει, μια καινούρια συμφορά τον<br />

βρίσκει, τότε λέμε πως σέρνει πάνω του τις δέκα πληγές του<br />

Φαραώ.<br />

Σύμφωνα με τα γραφόμενα της Βίβλου, δέκα πληγές έστειλε ο<br />

Θεός του Ισραήλ στο Φαραώ της <strong>Α</strong>ιγύπτου και στο λαό του,<br />

επειδή καταδυνάστευε τους Ισραηλίτες, δεν τους επέτρεπε να<br />

φύγουν από την <strong>Α</strong>ίγυπτο και να λατρεύουν ελεύθερα το δικό<br />

τους Θεό. Δέκα πληγές και τι πληγές!<br />

Τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, ό,τι ζούσε στο<br />

ποτάμι ψόφησε κι η έλλειψη νερού ήταν τραγική.<br />

Βάτραχοι εμφανίστηκαν παντού, κατακλύζοντας τα σπίτια των<br />

ανθρώπων.<br />

Ο αέρας γέμισε με σκνίπες, που δυσκόλευαν αφόρητα τη ζωή<br />

των ανθρώπων και των ζώων.<br />

Σμήνη από αλογόμυγες μπήκαν στα σπίτια και καταστρέψανε<br />

τον τόπο.<br />

Βάρια επιδημία χτύπησε τα κοπάδια των ζώων, που ξεκίνησαν<br />

να ψοφούν.<br />

Άνθρωποι και ζώα γέμισαν εξανθήματα, σπυριά και πληγές.<br />

Χοντρό χαλάζι τσάκισε τους ανθρώπους, τα ζώα και τα σπαρτά.<br />

Σμήνη ακρίδων σκοτείνιασαν τον ουρανό, καταστρέφοντας ό,τι<br />

είχε απομείνει.


Πυκνό σκοτάδι κάλυψε για τρεις ολόκληρες μέρες τη χώρα απ’<br />

άκρη σ’ άκρη.<br />

Τιμωρήθηκαν με θάνατο όλοι οι πρωτότοκοι γιοι των<br />

<strong>Α</strong>ιγυπτίων, ακόμη και ο γιος του Φαραώ, προκαλώντας θρήνο<br />

σ’ όλη τη χώρα.<br />

ΟΙ «Κ<strong>Α</strong>ΣΣ<strong>Α</strong>ΝΔΡΕΣ»<br />

Η Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της<br />

Εκάβης, λέγεται ότι απέκτησε το χάρισμα της μαντικής από το<br />

θεό <strong>Α</strong>πόλλωνα που για αντάλλαγμα ζήτησε τον έρωτά της.<br />

Όταν εκείνη αρνήθηκε, ο θεός την καταράστηκε να μη δίνει<br />

κανείς σημασία στις προφητείες της.<br />

Κατά μία άλλη εκδοχή, τα ιερά φίδια του Θυμβραίου <strong>Α</strong>πόλλωνα<br />

έγλειψαν το πρόσωπό της και έτσι απέκτησε τη μαντική<br />

δύναμη. Η Κασσάνδρα προέβλεψε ότι ο Πάρις θα έφερνε<br />

καταστροφή της πόλης, ότι η απαγωγή της Ωραίας Ελένης θα<br />

προκαλούσε τον αφανισμό της πόλης και ότι με κανένα τρόπο<br />

δεν έπρεπε να μπει ο Δούρειος Ίππος μέσα στην Τροία. Όμως<br />

κανένας δεν την πίστεψε.<br />

Η Κασσάνδρα κατέληξε παλλακίδα του <strong>Α</strong>γαμέμνονα και βρήκε<br />

τραγικό θάνατο μαζί του από την Κλυταιμνήστρα και τον<br />

<strong>Α</strong>ίγισθο.<br />

Γι’ αυτό, μάλλον είναι λάθος η συμβουλή όταν μας λένε : «Μην<br />

ακούτε τις Κασσάνδρες».


ΟΙ ΧΙΩΤΕΣ Π<strong>Α</strong>ΝΕ ΔΥΟ ΔΥΟ<br />

Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας εφαρμόζονταν νόμοι<br />

που όχι μόνο διαχώριζαν τη θέση του ραγιά από τον κατακτητή,<br />

αλλά σκοπό είχαν να τον εξευτελίσουν και να δηλώσουν την<br />

κατωτερότητά του. Ένας τέτοιος νόμος ήταν αυτός που<br />

υποχρέωνε τους ραγιάδες να κουβαλήσουν στις πλάτες τους<br />

Οθωμανούς αξιωματούχους όταν συναντιόνταν σε<br />

δυσκολοδιάβατα σημεία ή σε γεφύρια.<br />

Οι πονηροί Χιώτες όμως βρήκαν λύση και σ’ αυτό το<br />

πρόβλημα. Πήγαιναν πάντα δυο δυο σ’ αυτές τις διαδρομές κι<br />

όταν συναντούσαν στο δρόμο τους κατακτητές, προλάβαιναν κι<br />

έπαιρναν στην πλάτη ο ένας τον άλλον. Έτσι, αφού ήδη<br />

κάποιον κουβαλούσαν στις πλάτες τους, δε μπορούσαν να<br />

εξυπηρετηθούν οι κατακτητές.


Σήμερα, η φράση χρησιμοποιείται για όσους είναι συνεργάσιμοι<br />

και δε ντρέπονται να ζητήσουν τη συνδρομή των άλλων,<br />

προκειμένου να πετύχουν την καλύτερη λύση σε σοβαρά<br />

προβλήματα.<br />

ΟΠΟΤΕ ΤΟΥ Κ<strong>Α</strong>ΠΝΙΣΕΙ<br />

Είναι βέβαιο πως όποιος κάνει ό,τι θέλει ή ό,τι σκεφτεί όποτε<br />

του καπνίσει, τότε μας δυσκολεύει τη ζωή.<br />

Το ίδιο περίπου συνέβαινε και με τους Ευρωπαίους όταν τον<br />

15 ο αιώνα γνώρισαν τον καπνό και το κάπνισμα, που όμως δεν<br />

ήξεραν ποιος ήταν και ο σωστός τρόπος με τον οποίο θα το<br />

έκαναν. Έτσι, κάπνιζαν χλωρά τα φύλλα του καπνού, με<br />

αποτέλεσμα να έχουν σοβαρές παρενέργειες, που συχνά τους<br />

οδηγούσαν και σε εγκληματικές πράξεις. Μπροστά σ’ αυτό το<br />

πρόβλημα, ο βασιλιάς Ιάκωβος <strong>Α</strong>’ της <strong>Α</strong>γγλίας αποφάσισε να<br />

απαγορεύσει το κάπνισμα και να τιμωρεί με αυστηρότητα τους<br />

παραβάτες του νόμου. Τοποθέτησε μάλιστα μια προτομή με<br />

πίπα στο στόμα στην είσοδο του δικαστηρίου όπου<br />

οδηγούνταν οι παράνομοι καπνιστές. Εκεί τους έδειχναν την<br />

προτομή και τους έλεγαν πως απ’ αυτήν εξαρτιόταν η τιμωρία<br />

που επρόκειτο να τους επιβληθεί. <strong>Α</strong>ν μπορούσε η προτομή να<br />

καπνίσει, τότε κι αυτοί θα κρίνονταν αθώοι και θα αφήνονταν<br />

ελεύθεροι.<br />

Το αστείο της ιστορίας είναι πως κάποτε η προτομή κάπνιζε (με<br />

έναν ειδικό μηχανισμό που είχε τοποθετηθεί), για όσους


ασφαλώς διέθεταν τα μέσα και τις κατάλληλες γνωριμίες με την<br />

δικαστική εξουσία.<br />

Δικαίως οι απλοί Άγγλοι πολίτες που καταδικάζονταν γι’ αυτή<br />

την έκνομη δραστηριότητά τους δημιούργησαν αυτή τη φράση,<br />

θέλοντας να δείξουν πόσο άδικη ήταν από τότε η δικαιοσύνη.<br />

Τελικά, ο χρόνος δεν κατάφερε να δώσει λύση σε κανένα απ’<br />

αυτά τα δυο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα. Ούτε το<br />

κάπνισμα έπαψε να απαγορεύεται (ενώ οι άνθρωποι<br />

εξακολουθούν να καπνίζουν) ούτε η δικαιοσύνη μπόρεσε να<br />

δικαιώσει το όνομά της και να γίνει επιτέλους δίκαιη.<br />

Ο,ΤΙ ΓΡ<strong>Α</strong>ΦΕΙ, ΔΕΝ ΞΕΓΡ<strong>Α</strong>ΦΕΙ<br />

<strong>Α</strong>πό καταβολής κόσμου, οι άνθρωποι δεν παύουν να πιστεύουν<br />

πως μια ανώτερη δύναμη αποφασίζει τελικά για όσα πρόκειται<br />

να συμβούν ή να μη συμβούν.<br />

Εξάλλου, ακόμη και οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ποιητές<br />

προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα κατά πόσο ο<br />

άνθρωπος ορίζει τη μοίρα του ή κατά πόσο οι θεοί<br />

αποφασίζουν προκαταβολικά γι’ αυτόν.<br />

Ό,τι δεν είναι πεπρωμένο να πάθω, δεν θα το πάθω<br />

(Ευρυπίδης). Το ήθος του ανθρώπου χαράζει τη μοίρα του<br />

(Ηράκλειτος). Οποιαδήποτε κι αν είναι η μοίρα σου, υπόμενέ<br />

την χωρίς αγανάκτηση (Πυθαγόρας). Σπανίως ο άνθρωπος<br />

ξεφεύγει απ’ το γραμμένο (<strong>Α</strong>ρίοστος).


Η συγκεκριμένη φράση, όμως, σχετίζεται και με την απάντηση<br />

που έδωσε ο Ρωμαίος διοικητής Πόντιος Πιλάτος στους<br />

αρχιερείς των Ιουδαίων όταν εκείνοι του ζήτησαν να σβήσει την<br />

επιγραφή που οι ίδιοι του είχαν ζητήσει να τοποθετήσει στο<br />

σταυρό του Ιησού – Ι.Ν.Β.Ι, δηλαδή Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς<br />

των Ιουδαίων. Όταν κατάλαβαν τη γκάφα τους, ότι μ’ άλλα<br />

λόγια παραδέχονταν πως παρέδωσαν σε σταυρικό θάνατο τον<br />

ίδιο τους το βασιλιά, ήταν πλέον αργά. Τότε ο Πιλάτος τους<br />

έδωσε την αποστομωτική απάντηση «Ο γέγραφα, γέγραφα»!<br />

(Προσοχή! Τα γραπτά μένουν!)<br />

Έτσι και ο απλός λαός δημιούργησε αυτή τη λαϊκή ρήση, για να<br />

επιβεβαιώσει την άποψη αυτή, που έχει διατυπωθεί και από<br />

πολλούς φιλόσοφους και συγγραφείς.<br />

Ο,ΤΙ Λ<strong>Α</strong>ΜΠΕΙ, ΔΕΝ ΕΙΝ<strong>Α</strong>Ι ΧΡΥΣΟΣ<br />

Ένα από τα διασημότερα θεατρικά αριστουργήματα του<br />

μεγάλου Άγγλου συγγραφέα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) είναι<br />

«Ο έμπορος της Βενετίας» με τη δημιουργία του εξαιρετικού<br />

χαρακτήρα του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ. Στο έργο αυτό<br />

αναφέρεται η σοφή φράση «ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός».<br />

Πόσες φορές δεν επαληθεύεται στην καθημερινή ζωή! Χρυσός<br />

δεν είναι ο πολλά «θα...» υποσχόμενος πολιτικός, χρυσός δεν<br />

είναι ο κομψευόμενος προικοθήρας γόνος αριστοκρατικής<br />

οικογενείας, χρυσός δεν είναι τα λεπτεπίλεπτα μοντέλα της<br />

πασαρέλας...<br />

Μακρύς ο κατάλογος με παραδείγματα, ων ουκ έστι αριθμός.


ΟΥ<strong>Α</strong>Ι ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙΣ<br />

Κατά τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, η φράση αυτή ειπώθηκε από τον<br />

αρχηγό των Γαλατών Βριέννιο όταν οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν<br />

να διαπραγματευθούν την ποσότητα του χρυσού που έπρεπε<br />

να πληρώσουν σ’ αυτόν ως λύτρα, προκειμένου ο στρατός του<br />

να εγκαταλείψει την κυριευμένη Ρώμη.<br />

Λέγεται ότι πέταξε το ξίφος του πάνω στη ζυγαριά και<br />

αναφώνησε : “Vae victis” (ουαί τοις ηττημένοις). <strong>Α</strong>πό τότε η<br />

φράση επαναλαμβάνεται για όσους, για κάποιο λόγο,<br />

βρίσκονται στο έλεος των άλλων ή κατηγορούνται άδικα χωρίς<br />

να μπορούν να αντιμετωπίσουν τους κατήγορούς τους.


ΟΥ<strong>Α</strong>Ι ΥΜΙΝ ΓΡ<strong>Α</strong>ΜΜ<strong>Α</strong>ΤΕΙΣ Κ<strong>Α</strong>Ι Φ<strong>Α</strong>ΡΙΣ<strong>Α</strong>ΙΟΙ<br />

Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι μια φράση που ειπώθηκε από<br />

τον Ιησού πριν από δυο χιλιάδες χρόνια προς τους<br />

μεγαλόσχημους δυνάστες-προεστούς του υπόδουλου εβραϊκού<br />

λαού, που δήθεν προσεύχονταν στο Θεό και πάσχιζαν για τη<br />

σωτηρία του, ενώ στην πραγματικότητα συνδιοικούσαν με τους<br />

Ρωμαίους κατακτητές και φρόντιζαν με επιμέλεια να<br />

θησαυρίζουν σε βάρος των συμπατριωτών τους, αφήνοντας<br />

υλικά αγαθά και σε κάμποσες γενιές απογόνων τους. <strong>Α</strong>υτοί,<br />

που καταπίνανε ολόκληρη την καμήλα, ενώ διύλιζαν το<br />

κουνούπι, όπως τόσο εύστοχα τους ξεμπρόστιασε ο κήρυκας<br />

της αγάπης, όπως μας παραδίδεται στα Ευαγγέλια του Μάρκου<br />

και του Ματθαίου.<br />

<strong>Α</strong>υτό το «Ουαί» ας ηχεί ως κώδωνας κινδύνου για όλους τους<br />

σύγχρονους μιμητές τους.<br />

ΟΨΟΜΕΘ<strong>Α</strong> ΕΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ<br />

Ο συγκλητικός Βρούτος ανήκε στους ευνοούμενους του Ιούλιου<br />

Καίσαρα. Και όμως δεν δίστασε να συμμετέχει σε συνωμοσία<br />

εναντίον του, που οδήγησε στο θάνατο τον Καίσαρα. Λέγεται ότι<br />

η τελευταία του φράση ήταν «Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;». Η ομάδα<br />

των συνωμοτών έφυγε από τη Ρώμη και κατέφυγε στην <strong>Α</strong>θήνα,<br />

όπου κατέστρωνε σχέδια εναντίον της αρχηγικής ομάδας (Β΄<br />

Τριανδρία) της Ρώμης. Πριν από τη μάχη των Φιλίππων (42<br />

π.Χ.), είδε στ’ όνειρο του τον δολοφονημένο Καίσαρα, που του<br />

είπε αυτή τη φράση. Η τελική της έκβαση, η ήττα από τον


Μάρκο <strong>Α</strong>ντώνιο, οδήγησε στην αυτοκτονία του Κάσσιου και του<br />

Βρούτου, που καρφώθηκε πάνω στο σπαθί του.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε θεωρείται ότι αυτή θα είναι η μοίρα των προδοτών και<br />

ιδιαίτερα εκείνων που στράφηκαν εναντίον των ευεργετών<br />

τους.


Π<br />

Π<strong>Α</strong>ΚΤΩΛΟΣ<br />

Πολλές φορές στον τόπο μας σπαταλιέται ένας πακτωλός<br />

χρημάτων για δημόσια έργα πολύ χαμηλότερης αξίας ή οι<br />

υποψήφιοι κυβερνήτες δεν διστάζουν να ξεστομίσουν<br />

πακτωλούς υποσχέσεων προκειμένου να υφαρπάξουν τις<br />

ψήφους των απλών ανθρώπων.<br />

Κι αυτό επειδή ο Πακτωλός ήταν ποταμός της Μικράς <strong>Α</strong>σίας<br />

που κατά την αρχαιότητα ήταν πλούσιος σε ψήγματα χρυσού.<br />

Καλύτερα στους πακτωλούς εξόδων να είμαστε αυστηροί και<br />

στους πακτωλούς των υποσχέσεων παντελώς αδιάφοροι.<br />

Π<strong>Α</strong>ΝΔ<strong>Α</strong>ΙΜΟΝΙΟ<br />

Και πού δε μπορεί να γίνει πανδαιμόνιο. Στους κεντρικούς<br />

δρόμους της πόλης, στις κερκίδες ενός γηπέδου, σε μια<br />

διαδήλωση, σε μια ροκ συναυλία, ακόμη και μέσα στο σπίτι<br />

μας, όταν οι μικροί δαίμονες (τα παιδιά μας) έχουν καλέσει τους<br />

φίλους τους για να παίξουν.<br />

Κι όμως, η ελληνικής προέλευσης λέξη, δημιουργήθηκε για<br />

πρώτη φορά το 1667 από τον Άγγλο ποιητή John Milton, από


τη συνένωση των λέξεων «παν+δαιμόνιο». Με τη λέξη αυτή ο<br />

ποιητής περιγράφει την «πρωτεύουσα του Σατανά και των<br />

ομοίων του».<br />

Άγγλος ήταν, δε μπορεί, κάτι παραπάνω θα ‘ξερε...<br />

Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΜΠΡ<strong>Α</strong>ΙΝ<strong>Α</strong><br />

Είναι ίσως το δημοφιλέστερο τσάμικο που χορεύεται σε όλα τα<br />

χαρμόσυνα γεγονότα σε κάθε σπίτι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.<br />

Πίσω όμως από τους στίχους κρύβεται μια αληθινή ιστορία.<br />

Ο Λάμπρος Ζέρβας, παπάς στο Ρωμύρι της Πυλίας στα 1860,<br />

ήταν γείτονας με τον παράνομο Σταύρο Φιτσιάλο. Όταν ο<br />

παπάς έλειπε στην Πύλο, έχοντας πάει να φέρει τον γιο του, ο<br />

γείτονας προσποιήθηκε πως ήθελε να αγοράσει το βόδι του και<br />

όταν ο παπάς επέστρεψε, τον φιλοξένησε στο σπίτι του μαζί με<br />

έναν συμμορίτη ακόμη. Το βράδυ οι ληστές ειδοποίησαν και


τους συνεργάτες τους, έδεσαν και βασάνισαν τον παπά, για να<br />

του αποσπάσουν όσα περισσότερα πράγματα μπορούσαν. Η<br />

κόρη του παπά όμως πρόλαβε και το ‘σκασε, ζήτησε βοήθεια<br />

από τους χωριανούς, που έτρεψαν τους ληστές σε φυγή<br />

τραυματίζοντας έναν απ’ αυτούς θανάσιμα. Το γεγονός<br />

μαθεύτηκε σύντομα και ένας χωρικός το έκανε τραγούδι.<br />

Η συνέχεια της ιστορίας : Ο γιος του παπά έγινε αστυνομικός<br />

διοικητής Πυλίας κι ο γερο-Φίτσιαλος φοβόταν την εκδίκηση<br />

στο γιο του. Ζήτησε γονατιστός συγνώμη, αλλά ο γιος του<br />

παπα-Λάμπρου τον έδιωξε με βρισιές. Η βεντέτα των<br />

οικογενειών έληξε όταν ο γιος του Φίτσιαλου ζήτησε από τον<br />

γιο του παπα-Λάμπρου να του βαφτίσει το παιδί.<br />

Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΤΡΕΧ<strong>Α</strong>Σ<br />

Ο παπα-Τρέχας είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου του<br />

<strong>Α</strong>δαμάντιου Κοραή με τον ομώνυμο τίτλο, που γράφτηκε στη<br />

Βολισσό της Χίου το 1820.<br />

Είναι ο αγράμματος παπάς του χωριού, που όμοιός του σε<br />

ταχύτητα δεν υπάρχει στην ανάγνωση του Ευαγγελίου και στη<br />

σύντομη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. <strong>Α</strong>ναφέρεται στο βιβλίο<br />

ότι ακόμη και όταν λόγω κάποιου μικροατυχήματος φάνηκε<br />

πως η διαδικασία θα ξεπερνούσε το συνηθισμένο χρονικό της<br />

όριο, ο παπα-Τρέχας δε δίστασε να κόψει κάμποσα λόγια,<br />

προκειμένου να μη βρεθεί κανένας διεκδικητής της ταχύτητας<br />

των πρωτείων στην ανάγνωση.


Όσους, λοιπόν, βιάζονται αδικαιολόγητα και πολλές φορές<br />

καταλήγουν να κάνουν σημαντικά σφάλματα εξαιτίας της<br />

ταχύτητας του λόγου ή των ενεργειών τους, τους αποκαλούμε<br />

μ’ αυτό το παρατσούκλι.<br />

Για να μην αδικήσουμε όμως τον παπα-Τρέχα του Κοραή, ο<br />

ήρωας έχει και μια άλλη διάσταση. Δεν είναι μόνο βιαστικός<br />

αλλά και ιδιαίτερα πρωτοποριακός για την εποχή και το<br />

λειτούργημά του. Είναι ο παπάς που δε σταματάει στους<br />

τύπους, αλλά ενδιαφέρεται για την ουσία. Έχει πνευματικές<br />

ανησυχίες και δε διστάζει να αμφισβητήσει παραδοσιακές αξίες.<br />

<strong>Α</strong>ναγνωρίζει την αξία της μόρφωσης, αγράμματος ο ίδιος, και<br />

είναι ανοιχτός στις νέες ιδέες.<br />

Π<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΜΥΘΙ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> Χ<strong>Α</strong>ΛΙΜ<strong>Α</strong>Σ<br />

Πόσο συχνά οι κρατούντες προσπαθούν να παραπλανήσουν<br />

και να αποπροσανατολίσουν τους ψηφοφόρους με<br />

αλλεπάλληλα ψέματα, τέτοια που το ένα να έρχεται να<br />

συμπληρώσει το προηγούμενο, μέχρι που ο απλός πολίτης να<br />

έχει ξεχάσει το αρχικό του αίτημα ή, ακόμη χειρότερα, να έχει<br />

πεισθεί για το παράλογο ή ανέφικτο του αιτήματός του;<br />

Σε τέτοιες περιπτώσεις δε μιλάμε για απλά ψέματα αλλά για τα<br />

παραμύθια της Χαλιμάς, διάρκειας χιλίων και μιας νυχτών…<br />

Όταν ο βασιλιάς μαθαίνει την απιστία της συζύγου του, θέλει να<br />

πάρει εκδίκηση. Κάθε βράδυ φιλοξενεί μια παρθένα στα<br />

διαμερίσματά του και το επόμενο πρωί, αφού την κάνει δική<br />

του, την σκοτώνει. Η κόρη του βεζίρη, η Σαχραζάντ, αποφασίζει


να σώσει τις κοπέλες αυτές. Ζητά να αναλάβει το ρόλο του<br />

επόμενου θύματος, αλλά κάθε βράδυ λέει στον βασιλιά μια<br />

ιστορία που η αφήγησή της φτάνει ως το επόμενο πρωί.<br />

Έτσι, η εκτέλεσή της καθημερινά αναβάλλεται, αφού εξάπτει<br />

τόσο την περιέργεια του βασιλιά που θέλει ν’ ακούσει και την<br />

επόμενη ιστορία.Μέχρι που την χιλιοστή δεύτερη μέρα ο<br />

βασιλιάς αποφασίζει να της χαρίσει τη ζωή, ενώ εκείνη του έχει<br />

χαρίσει στο μεταξύ έναν γιο.<br />

Εμείς, δυστυχώς, εξακολουθούμε να ζούμε με τα παραμύθια<br />

χωρίς κανένα επιπλέον όφελος…!<br />

Π<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΣΚΕΥΗ Κ<strong>Α</strong>Ι 13<br />

Οι δυτικοευρωπαίοι, και όχι μόνο, θεωρούν γρουσούζικη την<br />

Παρασκευή και 13 (σταθερό το 13) για τους δικούς τους<br />

σοβαρούς λόγους.<br />

Ήταν Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1307 όταν, με εντολή του Πάπα<br />

της Ρώμης και επειδή έτσι τον είχε συμβουλέψει ο Ιησούς στον<br />

ύπνο του (!!!), οι καθολικοί στρατηγοί κατέσφαξαν περίπου<br />

250.000 Ναϊτες ιππότες μαζί με τις οικογένειές τους.<br />

<strong>Α</strong>ς μην ξεχνάμε ακόμη πως ήταν Παρασκευή όταν οι<br />

Πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τον απαγορευμένο καρπό,<br />

Παρασκευή ξεκίνησε ο μεγάλος βιβλικός κατακλυσμός,<br />

Παρασκευή ήταν η μέρα που σταυρώθηκε ο Χριστός.


Όσο για το αμαρτωλό 13, θυμηθείτε πως στο 13 ο κεφάλαιο της<br />

<strong>Α</strong>ποκάλυψης αναφέρονται τα δημιουργήματα του Διαβόλου, το<br />

Θηρίο και ο <strong>Α</strong>ντίχριστος.<br />

ΠΕΜΠΤΗ Φ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΓΓ<strong>Α</strong><br />

Στον Ισπανικό εμφύλιο (1936-1939), στην πολιορκίας της<br />

Μαδρίτης, εκτός από τις τέσσερις φάλαγγες που επιτέθηκαν<br />

στην πολιορκούμενη πόλη, υπήρχε και μια μερίδα πολιτών<br />

(Πέμπτη Φάλαγγα) που ήταν με το μέρος των πολιορκητών και<br />

υπέσκαπτε την άμυνα της πόλης.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, όσοι δρουν προπαγανδιστικά σε όφελος του εχθρού,<br />

χαρακτηρίζονται μ’ αυτό το όνομα.<br />

ΠΕΡΓ<strong>Α</strong>ΜΗΝΗ<br />

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού Πλίνιου, κατά τον 2 ο<br />

αιώνα π.Χ. υπήρξε διακοπή της εισαγωγής παπύρου από την<br />

<strong>Α</strong>λεξάνδρεια της <strong>Α</strong>ιγύπτου. Τότε, ο βασιλιάς της Περγάμου<br />

Ευμένης αποφάσισε να βρει εναλλακτική λύση, ώστε να<br />

εξακολουθήσει να υπάρχει η δυνατότητα γραφής πάνω σε<br />

κάποιο ανθεκτικό υλικό.<br />

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το δέρμα προβάτου ή<br />

κατσίκας που, αντί της κλασσικής επεξεργασίας της<br />

βυρσοδεψίας, γδέρνεται, στεγνώνεται, γίνεται άσηπτο,<br />

αποτριχώνεται, λειαίνεται και λευκαίνεται, οπότε είναι πλέον<br />

κατάλληλο για γραφή πάνω σ’ αυτό.


Παρ’ όλα αυτά, το υλικό είναι πάντα ευαίσθητο στην υγρασία,<br />

με τον κίνδυνο να παραμορφωθεί το σχήμα του.<br />

Οι τεχνίτες της αρχαίας Περγάμου εξειδικεύτηκαν στην<br />

επεξεργασία του δημιουργώντας υπόλευκες μεμβράνες που<br />

κατέληξαν να έχουν το όνομα «περγαμηνές».<br />

Και επειδή η περγαμηνή έχει ιδιαίτερη αξία, προφανώς εξαιτίας<br />

της αρχικής μεγάλης αξίας και σημασίας αυτού του υλικού,<br />

χαρακτηριστική είναι η έκφραση «έχει πολλές περγαμηνές», για<br />

όσους κατέχουν πολλά πτυχία ή έχουν να επιδείξουν<br />

ξεχωριστές γνώσεις ή δεξιότητες πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο<br />

αντικείμενο, οπότε θεωρούνται και περιζήτητοι.


ΠΕΡΙ ΟΝΟΥ ΣΚΙ<strong>Α</strong>Σ<br />

Κάποτε στην αρχαία <strong>Α</strong>θήνα κάποιος νοίκιασε ένα γάιδαρο από<br />

τον ιδιοκτήτη του για να πάει μέχρι τα Μέγαρα. Σε κάποιο<br />

σημείο της διαδρομής κουράστηκε και αποφάσισε να<br />

αναπαυθεί για λίγο κάτω από τη σκιά του ζώου. Όταν ο<br />

ιδιοκτήτης του έμαθε το περιστατικό, ζήτησε πρόσθετο νοίκι,<br />

αφού η ξεκούραση του ενοικιαστή κάτω από τη σκιά του ζώου<br />

δε συμπεριλαμβανόταν στην αρχική τιμή. Η άρνηση όμως του<br />

ενοικιαστή, οδήγησε τη μεταξύ τους διαμάχη σε δικαστήριο<br />

«περί όνου σκιάς».<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, κάθε ασήμαντο ζήτημα που μας απασχολεί<br />

δυσανάλογα προς το μέγεθός του, είναι συζήτηση «περί όνου<br />

σκιάς».<br />

ΠΗΓΕ ΓΙ<strong>Α</strong> Μ<strong>Α</strong>ΛΛΙ Κ<strong>Α</strong>Ι ΒΓΗΚΕ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ<br />

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι απατεώνες (μικρούς και<br />

μεγάλου μεγέθους) σχεδιάζουν χωρίς να παίρνουν υπόψη τους<br />

την έγκαιρη και απροσδόκητη αντίδραση εκείνων που<br />

σκοπεύουν να εξαπατήσουν. Οπότε, ενώ πηγαίνουν για μαλλί<br />

(δηλαδή να αποκομίσουν κάποιο όφελος), στο τέλος βγαίνουν<br />

κουρεμένοι (έχουν πολύ μεγαλύτερο κόστος απ' αυτό που θα<br />

μπορούσαν να υπολογίσουν).<br />

Το ίδιο συνέβη και στον διαβόητο πειρατή <strong>Α</strong>λή Μεμέτ Χαν,<br />

μάλλον αλγερινής καταγωγής, που δρούσε στα νησιά του<br />

<strong>Α</strong>ιγαίου όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία βρισκόταν στο<br />

ψυχορράγημά της. Στόχος του ήταν το ιδιαίτερα εύπορο νησί


της Μήλου, που διέθετε ξεχωριστά εργαστήρια ταπητουργίας<br />

και μοσχοπουλούσε τα ολόμαλλα δημιουργήματά του στους<br />

πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου και της Βενετίας.<br />

Όμως οι νησιώτες είχαν ήδη πληροφορηθεί τα σχέδιά του, του<br />

έστησαν καρτέρι και τον συνέλαβαν μαζί με τους συντρόφους<br />

του χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα. <strong>Α</strong>ντί όμως να τους<br />

τιμωρήσουν με την θανατική ποινή που τους άξιζε, αποφάσισαν<br />

να τους διαπομπεύσουν με τον πιο παραδειγματικό τρόπο.<br />

Τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια, ενέργεια πέρα για πέρα<br />

ατιμωτική, και έστειλαν το "δώρο" τους στον αυτοκράτορα του<br />

Βυζαντίου.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, αυτό το ιστορικό γεγονός βρήκε τη μεταφορική του<br />

διάσταση σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις.<br />

ΠΗΡ<strong>Α</strong>Ν <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΜΥ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΤΟΥ <strong>Α</strong>ΕΡ<strong>Α</strong><br />

Σύμφωνα με μια ανεξακρίβωτη ιστορικά αλλά αρκετά πειστική<br />

εκδοχή, η φράση αυτή σχετίζεται άμεσα με το «υγρό πυρ» που<br />

χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί για να κατακάψουν τα πλοία<br />

των αντιπάλων τους.<br />

Τα εύφλεκτα υλικά προωθούνταν προς εκτόξευση μέσα από ένα<br />

σύστημα σωλήνων. Κάποιοι απ’ αυτούς χρησίμευαν ως<br />

αεραγωγοί ασκώντας πίεση στο υγρό. Ο τελευταίος σωλήνας (ο<br />

μυελός) διοχέτευε το υγρό στην πλώρη του πλοίου που ήταν<br />

συνήθως διακοσμημένη με ένα μπρούντζινο κεφάλι άγριου<br />

ζώου. Και από εκεί έπαιρνε το δρόμο του για τα άτυχα εχθρικά<br />

πλοία.


Προσέξτε, λοιπόν, όσους πάρει τα μυαλά τους αέρα, γιατί οι<br />

ενέργειές τους μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.<br />

ΠΙ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΜΕ ΤΟ Μ<strong>Α</strong>ΓΙΟΞΥΛΟ<br />

Σε παγανιστικές τελετές γονιμότητας της άνοιξης αναφέρεται<br />

στη λαογραφία μας το γνωστό «μαγιόξυλο». Μια μορφή του<br />

αποτελείται από ένα πράσινο κλαδί που μόλις έχει πετάξει<br />

φύλλα και είναι στολισμένο με χρωματιστές κορδέλες. Πάνω<br />

του είναι κρεμασμένα φλασκιά με γλυκό κρασί, διάφοροι<br />

καρποί, λάδι και μέλι.<br />

Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, το «μαγιόξυλο», είναι απλά ένα<br />

φαλλικό ομοίωμα που κρατούν οι γυναίκες σε γιορτές σχετικές<br />

με τη γονιμότητα, μακριά από κάθε είδους σεμνότυφες<br />

συμπεριφορές.


ΠΙΕΣ ΞΙΔΙ<br />

Όταν κάποιος είναι κατά την άποψή μας αδικαιολόγητα<br />

θυμωμένος, τότε η συμβουλή που του δίνουμε είναι «πιες ξίδι<br />

να σου περάσει» ή «πιες ξίδι να ξεθυμώσεις».<br />

Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η δράση του ξιδιού είναι άμεση<br />

όταν θέλουμε να προκαλέσουμε εμετό, ώστε να απαλλαγεί το<br />

στομάχι μας από όσα του προκαλούν αναστάτωση.<br />

Επιπλέον, ας θυμόμαστε πως όταν ο Χριστός στο σταυρό,<br />

διψασμένος, ζήτησε λίγο νερό, ο Ρωμαίος στρατιώτης βούτηξε<br />

ένα σφουγγάρι σε ξίδι και του έδωσε να πιεί, προφανώς ως<br />

δείγμα της τιμωρίας του για όσα θεωρούσαν πως είχε<br />

διαπράξει.<br />

ΠΙΣΤΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ<br />

Όταν ο Οδυσσέας έφυγε από την Ιθάκη για να ακολουθήσει<br />

τους <strong>Α</strong>χαιούς στην πολιορκία της Τροίας, την προέτρεψε να<br />

ξαναπαντρευτεί αν εκείνος δεν επιστρέψει. Η Πηνελόπη<br />

αφοσιώθηκε στην ανατροφή του γιου τους Τηλέμαχου και<br />

εξακολουθούσε να θεωρεί ζωντανό το σύζυγό της και να τον<br />

περιμένει ακόμα και μετά από 20 ολόκληρα χρόνια, όταν όλοι<br />

τον θεωρούσαν νεκρό. Πολλοί ήταν οι μνηστήρες που ήθελαν<br />

να μοιραστούν μαζί της τη συζυγική κλίνη αλλά και την εξουσία<br />

της Ιθάκης. Εκείνη όμως τους απέφευγε λέγοντας πως θα<br />

επιλέξει κάποιον απ’ αυτούς όταν τελειώσει την ύφανση για το


σάβανο του πεθερού της, του γερο-Λαέρτη. Κάθε βράδυ όμως<br />

το ξέπλεκε και άρχιζε πάλι απ’ την αρχή. Κι όταν η πράξη της<br />

αυτή προδόθηκε, αναγκάστηκε να δεχτεί να παντρευτεί έναν<br />

απ’ αυτούς, τον νικητή σε αγώνα τοξοβολίας. Τότε ήταν που<br />

εμφανίστηκε ο Οδυσσέας, σκότωσε τους μνηστήρες και κέρδισε<br />

πάλι την πιστή γυναίκα του. Κάθε παρόμοια σύζυγος στις μέρες<br />

μας φέρει επάξια αυτόν τον τίτλο.<br />

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η <strong>Α</strong>ΧΛ<strong>Α</strong>Δ<strong>Α</strong> ΤΗΝ ΟΥΡ<strong>Α</strong><br />

Συχνά θέλουμε να πιστεύουμε πως μια δυσάρεστη για μας<br />

κατάσταση έληξε με υποφερτές συνέπειες. Δυστυχώς, όμως,<br />

σύντομα διαπιστώνουμε πως "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά",<br />

που σημαίνει πως τα χειρότερα κάνουν την εμφάνισή τους στον<br />

ορίζοντα.<br />

Κάπως έτσι έβλεπαν τα πράγματα και οι κάτοικοι των νησιών<br />

μας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Τα ξύλινα ιστιοφόρα<br />

μεταγωγικά των Ενετών, πελώρια και σε σχήμα αχλαδιού,<br />

χρησίμευαν για την μεταφορά του στρατού τους. Όταν όμως<br />

επρόκειτο να πολιορκήσουν κάποια περιοχή, τότε τα πλοία<br />

αυτά, οι "αχλάδες" όπως τα ονόμαζαν οι νησιώτες μας, έσερναν<br />

πίσω τους έναν μικρότερο πλοιάριο με όλα τα απαραίτητα<br />

σύνεργα, τρόφιμα και εξοπλισμό.<br />

Όταν, λοιπόν, οι βιγλάτορες έβλεπαν τις "αχλάδες" να<br />

πλησιάζουν, δεν ανησυχούσαν όταν διαπίστωναν ότι δεν είχαν<br />

"πίσω την ουρά". Σε αντίθετη περίπτωση, το νέο<br />

κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα και όλοι έτρεχαν να


οργανώσουν την άμυνα του νησιού περιμένοντας να συμβούν<br />

τα χειρότερα.<br />

ΠΙΤΖ<strong>Α</strong>ΜΕΣ<br />

Μια λέξη παλιά που κατέληξε να είναι πλέον διεθνής όρος, αφού<br />

υιοθετήθηκε και από την αγγλική γλώσσα. Η προέλευσή της,<br />

όμως, βρίσκεται σε άλλη ήπειρο, την <strong>Α</strong>σία, και συγκεκριμένα<br />

στην Περσία.<br />

Επιπλέον, είναι λέξη σύνθετη από το pai, που σημαίνει πόδι,<br />

και από το jamah, που σημαίνει ρούχο. Άρα, κυριολεκτικά, οι<br />

πιτζάμες είναι ρούχο για τα κάτω άκρα.<br />

Βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι βελτιώσεις στο πέρασμα του<br />

χρόνου κι έτσι καταλήξαμε να φοράμε πιτζάμες σ’ όλο μας το<br />

σώμα!<br />

ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong> <strong>Α</strong>ΜΕΡΙΚΗΣ<br />

Μια από τις πιο πολυσύχναστες και πυκνοκατοικημένες<br />

σήμερα γειτονιές της <strong>Α</strong>θήνας ήταν κάποτε εξοχή και εκδρομικός<br />

προορισμός για την γιορτή της Πρωτομαγιάς. Γι’ αυτό και η<br />

αρχική ονομασία της πλατείας ήταν Πλατεία <strong>Α</strong>νθεστηρίων.<br />

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η περιοχή δεν ήταν και πάλι<br />

ιδιαίτερα κατοικημένη, με αποτέλεσμα εκεί να βρίσκονται<br />

καταφύγιο τα παράνομα ζευγαράκια και οι φλογεροί έρωτες. Γι’<br />

αυτό και το νέο όνομα που της δόθηκε ήταν Πλατεία <strong>Α</strong>γάμων.


<strong>Α</strong>λλά τα πράγματα άλλαξαν, οι <strong>Α</strong>μερικανοί έγιναν στενοί μας<br />

φίλοι έως στενός κορσές κι εμείς θυμηθήκαμε την φιλελληνική<br />

τους (διά βίου) δράση, οπότε αποφασίστηκε η τελευταία μέχρι<br />

σήμερα ονομασία της : Πλατεία <strong>Α</strong>μερικής!<br />

Και σ’ άλλα με υγεία!<br />

ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong>Σ ΒΙΚΤΩΡΙ<strong>Α</strong>Σ<br />

Όταν είσαι δήμαρχος της <strong>Α</strong>θήνας και τυχαίνει να μετονομάσεις<br />

μια πλατεία της πόλης δίνοντάς της ένα όνομα που είναι ίδιο με<br />

το όνομα της κόρης σου, πόσο μπορείς να πείσεις τους<br />

πολιτικούς αντιπάλους σας ότι η ονοματοδοσία έγινε προς τιμή<br />

κάποιου άλλου προσώπου;<br />

<strong>Α</strong>υτό έπαθε ο Παναγής Κυριάκος, δήμαρχος <strong>Α</strong>θηναίων, όταν<br />

αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της Πλατείας Κυριακού (όνομα<br />

που είχε δοθεί προς τιμή του εξαιτίας του ότι το σπίτι του<br />

βρισκόταν κοντά στην εν λόγω πλατεία) σε Πλατεία Βικτωρίας,<br />

με σκοπό να τιμήσει την βασίλισσα Βικτωρία της Μεγάλης<br />

Βρετανίας.<br />

Διότι, όπως γνωρίζουν όλοι, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί<br />

να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια…<br />

ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong> ΘΕ<strong>Α</strong>ΤΡΟΥ<br />

<strong>Α</strong>ν υπήρχε Όσκαρ Παρανομίας, τότε είναι βέβαιο πως θα<br />

κατέληγε στο κέντρο της πολύπαθης <strong>Α</strong>θήνας και ειδικότερα<br />

στην περιοχή της Πλατείας Θεάτρου, εκεί που άνθρωποι και


σκουπίδια έχουν γίνει πια ένα και το γκέτο των<br />

λαθρομεταναστών και των λαθρεμπόρων διογκώνεται<br />

επικίνδυνα απλώνοντας όλο και περισσότερο τα πλοκάμια του<br />

με την ανοχή και την απουσία όχι μόνο της αστυνομίας αλλά<br />

και όλων των αρμόδιων αρχών.<br />

Πού να φανταζόταν πως αυτή θα ήταν η κατάληξη της Πλατείας<br />

Θεάτρου ο Ιταλός καλλιτέχνης Ιωσήφ Καμιλλιέρι όταν το 1838<br />

ανέλαβε την πρωτοβουλία της ανέγερσης του πρώτου<br />

λιθόκτιστου και μοναδικού επί δεκαετίες χειμερινού θεάτρου της<br />

<strong>Α</strong>θήνας, που τα θεωρεία του προπωλούνταν στους επώνυμους<br />

<strong>Α</strong>θηναίους της εποχής!<br />

Ένα θέατρο που στήριζε ο βασιλιάς Όθωνας, αλλά<br />

κατακεραύνωνε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Ένα θέατρο που<br />

το 1841 επισκέφθηκε ο διάσημος παραμυθάς Χανς Κρίστιαν<br />

Άντερσεν θαυμάζοντας όχι μόνο το κτήριο αλλά και τις<br />

ενδυμασίες των θαμώνων του. Ένα θέατρο που γνώρισε μέρες<br />

δόξας αλλά και παρακμής και κατέληξε να κατεδαφιστεί το 1899,<br />

για να χτιστεί στο οικόπεδό του η Διπλάρειος Σχολή.<br />

<strong>Α</strong>κολουθώντας το μονοπάτι της μοίρας της πλατείας, δεν θα<br />

μπορούσε παρά και το τέλος αυτής της σχολής να είναι άδοξο,<br />

αφού επί δεκαετίες ολόκληρες από τα σπλάχνα της γεννήθηκαν<br />

αμέτρητοι τεχνίτες, παιδιά όλοι της φτωχολογίας που δούλευαν<br />

το πρωί και σπούδαζαν το βράδυ.<br />

Τον τελευταίο καιρό επιχειρείται η αξιοποίηση του χώρου από<br />

ομάδες καλλιτεχνών με δημιουργίας σύγχρονων εικαστικών


δρώμενων που επιδιώκουν ως φόντο ακριβώς την κατάσταση<br />

που βρίσκεται ο χώρος σήμερα.<br />

<strong>Α</strong>ς ελπίσουμε ότι στο κοντινό μέλλον η όψη της πλατείας θα<br />

διαφοροποιηθεί προς το καλύτερο.<br />

ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong> ΚΛ<strong>Α</strong>ΥΘΜΩΝΟΣ<br />

Η γνωστή σε όλους μας πλατεία, στη μέση περίπου της οδού<br />

Σταδίου, είναι ίσως η πλατεία που έχει υποστεί τις<br />

περισσότερες μετονομασίες από τη δημιουργία της μέχρι<br />

σήμερα. Πλατεία <strong>Α</strong>ισχύλου, Πλατεία Νομισματοκοπείου,<br />

Πλατεία 25 ης Μαρτίου, Πλατεία Δημοκρατίας, Πλατεία<br />

Κλαυθμώνος και, από το 1989, Πλατεία Εθνικής Συμφιλίωσης.<br />

Άντε, να δούμε…<br />

Πάντως, η πλέον γνωστή της ονομασία, που μάλλον δύσκολα<br />

θα ξεχαστεί, είναι Πλατεία Κλαυθμώνος, παρατσούκλι που της<br />

έδωσε ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου σε ένα<br />

χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Εστία» το 1878.<br />

Ο λόγος που προκάλεσε αυτό το προσωνύμιο ήταν οι<br />

απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι (δεν υπήρχε τότε<br />

δημοσιοϋπαλληλική μονιμότητα) που πήγαιναν μπροστά στο<br />

κτήριο του Υπουργείου Εσωτερικών της πλατείας και έκλαιγαν<br />

παρακαλώντας να τους ξαναπροσλάβουν στη θέση απ’ όπου<br />

τους είχαν απολύσει. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν αδύνατο, αφού<br />

κάθε κυβέρνηση απέλυε τους ψηφοφόρους του αντίπαλου<br />

κόμματος για να προσλάβει τους δικούς της. Και η κατάσταση


αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1909, οπότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος<br />

ψήφισε την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.<br />

Καλό ή κακό; Επαφίεται στην κρίση των αναγνωστών.<br />

ΠΛΗΡΩΣΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Μ<strong>Α</strong>ΛΛΙ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> ΚΕΦ<strong>Α</strong>ΛΗΣ ΤΟΥ<br />

Ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, αναφερόμενος στους<br />

φόρους που πλήρωναν όσοι ζούσαν στην Ελλάδα πριν από<br />

τον 19 ο αιώνα, καταγράφει όλες εκείνες τις παράλογες<br />

φορολογήσεις των δύστυχων πολιτών, που η κακοτυχία τους<br />

ήταν να γεννηθούν σ’ αυτόν τον τόπο :<br />

«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι.<br />

Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των<br />

ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον<br />

καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης,<br />

καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων,<br />

καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’<br />

εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί<br />

αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία<br />

των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών.<br />

Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς =<br />

υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως «raya») εκείνων οίτινες<br />

έτρεφον μακράν κόμην».<br />

Το τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα οδήγησε στη λαϊκή<br />

ρήση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», για όσες<br />

περιπτώσεις οι βάναυσα φορολογούμενοι υποχρεώνονται να<br />

πληρώσουν τα χαράτσια που επιβάλλονται από τους


αναίσχυντους πολιτικούς, αλλά και όταν μας εξαπατούν και<br />

πληρώνουμε υπερβολικά ένα αντικείμενο ευτελούς αξίας.<br />

Βέβαια, τότε όσοι δεν πλήρωναν τους φόρους είχαν τη διέξοδο<br />

της καταφυγής στα βουνά. Μήπως και τώρα ήρθε η ώρα να<br />

γίνει κάτι παρόμοιο; Ή, ακόμη καλύτερα, μήπως να<br />

κυνηγήσουμε όσους μας εξαπατούν και να τους προσφέρουμε<br />

μόνιμες διακοπές στα βουνά;<br />

ΠΟΛΥ Κ<strong>Α</strong>ΚΟ ΓΙ<strong>Α</strong> ΤΟ ΤΙΠΟ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />

Η συνεισφορά του μεγάλου Άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ<br />

Σαίξπηρ στις καθημερινές μας εκφράσεις είναι αρκετά<br />

σημαντική. Το έργο του με τον ομώνυμο τίτλο περιγράφει τις<br />

κωμικοτραγικές περιπέτειες δυο ερωτευμένων ζευγαριών που,<br />

αφού χρειαστεί να κάνουν έναν κύκλο, ξαναβρίσκονται εκεί απ’<br />

όπου ξεκίνησαν και απλά δέχονται την πραγματικότητα που<br />

αρνούνταν να παραδεχτούν από την αρχή.<br />

Δεν είναι και λίγες οι καταστάσεις της ζωής μας που<br />

επανερχόμαστε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, αφού κάνουμε έναν<br />

μεγάλο κύκλο γύρω από τον εαυτό μας.<br />

ΠΡ<strong>Α</strong>ΛΙΝ<strong>Α</strong><br />

Το 1649 ο Γάλλος στρατάρχης Πραλίν περνάει στην ιστορία.<br />

Όχι, δεν το πέτυχε σημειώνοντας κάποια ιστορικής σημασίας<br />

νίκη. <strong>Α</strong>πλά, στους καλεσμένους φίλους του στο Μπορντό<br />

προσφέρει μια πρωτότυπη, ανώνυμη μέχρι στιγμής και<br />

ενδεχομένως δικής του έμπνευσης, γευστική λιχουδιά.


Μη υπάρχοντος άλλου διεκδικητή, ο στρατάρχης καταλαμβάνει<br />

επάξια τη θέση του στο πάνθεο των ηρώων της<br />

ζαχαροπλαστικής και η «πραλίνα» εξακολουθεί να κάνει το<br />

γύρο του κόσμου με αμέτρητες παραλλαγές μέχρι σήμερα.<br />

ΠΡ<strong>Α</strong>ΣΙΝ’ <strong>Α</strong>ΛΟΓ<strong>Α</strong><br />

Τα πιο γνωστά άλογα αυτού του χρώματος είναι εκείνα τα<br />

οποία εκστομίζονται από τους πολιτικούς κατά την<br />

προεκλογική περίοδο, με στόχο την υφαρπαγή της ψήφου των<br />

πολιτών, που ελπίζουν πως «αυτή τη φορά» τα αδύνατα θα<br />

γίνουν δυνατά. Γιατί πράσιν’ άλογα είναι όλα εκείνα που<br />

συμβαίνουν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας.<br />

Μέσα από τη συλλογή παροιμιών του Νικολάου Πολίτη<br />

ταυτίζουμε τη σημασία της φράσης με το αδύνατο. «Είδες<br />

πράσινο άλογο; Είδες Γιάννη φρόνιμο».<br />

Γενικότερα, το πράσινο χρώμα συμβολίζει το αδύνατο και αυτό<br />

συναντιέται σε ιδιωματικές φράσεις και σε άλλες γλώσσες – και<br />

λαούς κατ’ επέκταση. Οι Ισπανοί λένε για κάποιο απρόσμενο<br />

γεγονός : mas raro que un perro verde - πιο παράξενο κι από<br />

πράσινο σκύλο. Και οι γείτονές μας Ιταλοί απειλούν λέγοντας :<br />

far vedere i sorci verdi - κάνω κάποιον να δει πράσινα ποντίκια.<br />

ΠΥΡΓΟΣ <strong>ΤΗΣ</strong> Β<strong>Α</strong>ΒΕΛ<br />

Στη Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που<br />

φέρεται να έχει γραφτεί εξ ολοκλήρου από το Μωυσή,


αναφέρεται η προσπάθεια των ανθρώπων να κατασκευάσουν<br />

τον Πύργο της Βαβέλ, ένα κτίσμα που η κορυφή του να φτάσει<br />

ως τον ουρανό. Με λίγα λόγια, έχουμε μια προσπάθεια των<br />

ανθρώπων να εξισωθούν με το Θεό. Ο τρόπος που τιμωρήθηκε<br />

από το Θεό η αλαζονεία τους είναι γνωστός. Ενώ ως εκείνη τη<br />

στιγμή συνεννοούνταν, προφανώς, όλοι στην ίδια γλώσσα, ο<br />

Θεός μπέρδεψε τις γλώσσες τους τόσο, που το έργο ήταν<br />

αδύνατο να συνεχιστεί. Τελικά, η πλήρης ασυνεννοησία<br />

επέφερε και την κατάρρευση όλου του οικοδομήματος.<br />

Κάθε παρόμοια κατάσταση στην καθημερινότητά μας<br />

χαρακτηρίζεται ως Πύργος της Βαβέλ.


ΠΥΡΡΕΙΟΣ ΝΙΚΗ<br />

Ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, στράφηκε εναντίον των<br />

Ρωμαίων και πολλές φορές κατόρθωσε να τους νικήσει. Όμως,<br />

στη μάχη στο Άσκλο (279 π.Χ.) νίκησε τους Ρωμαίους χάνοντας<br />

σημαντικό μέρος του στρατού του μαζί με τους πιο έμπειρους<br />

συνεργάτες του. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Πύρρος είπε :<br />

«<strong>Α</strong>ν νικήσουμε άλλη μια φορά τους Ρωμαίους, θα<br />

καταστραφούμε εντελώς».<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, κάθε επιτυχία που συνοδεύεται από βαριές απώλειες,<br />

χαρακτηρίζεται ως «πύρρειος νίκη».


Ρ<br />

ΡΟΔΟ <strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΝΤΟ<br />

Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να περιγράψουμε την<br />

ομορφιά, την καλοσύνη και την αγαθότητα ενός ανθρώπου από<br />

τον αποκαλέσουμε «ρόδο αμάραντο». Γι’ αυτό και αποδίδεται<br />

κυρίως σε μικρά παιδιά, που η κακία δεν έχει προλάβει ακόμη<br />

να φωλιάσει στην ψυχή τους.<br />

Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται από τον δημιουργό<br />

του <strong>Α</strong>κάθιστου Ύμνου (που ανεπίσημα θεωρείται ο Ρωμανός ο<br />

Μελωδός), προκειμένου να τιμηθεί κατά τον καλύτερο τρόπο ο<br />

Ιησούς Χριστός, ο οποίος αποκαλείται «ρόδον τον αμάραντον<br />

και μήλον το εύοσμον». Ταυτόσημη, όμως, με τον Υιό είναι και η<br />

Μητέρα. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός αποδίδεται τιμητικά<br />

και στην Παναγία.<br />

Επιπλέον σημειώνουμε ότι ο <strong>Α</strong>κάθιστος Ύμνος, όπως από τότε<br />

ονομάστηκε, ψάλθηκε από τους όρθιους κατοίκους της Πόλης<br />

στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών στις 8 <strong>Α</strong>υγούστου


626, επειδή το προηγούμενο βράδυ ένας φοβερός<br />

ανεμοστρόβιλος είχε διαλύσει τα πλοία των <strong>Α</strong>βάρων που<br />

ετοιμάζονταν για την τελική τους επίθεση εναντίον της<br />

Βασιλεύουσας. Το συμβάν αποδόθηκε στην προστατευτική<br />

δράση της Θεοτόκου, αφού όλη τη νύχτα ο Πατριάρχης Σέργιος<br />

περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης κρατώντας την εικόνα της<br />

Παναγίας της Βλαχερνίτισσας στα χέρια, ενθαρρύνοντας έτσι<br />

τους υπερασπιστές της.<br />

Σήμερα, ο <strong>Α</strong>κάθιστος Ύμνος ψάλλεται στις εκκλησίες τμηματικά<br />

τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής και<br />

την πέμπτη Παρασκευή ολόκληρος.<br />

<strong>Α</strong>ς συμπληρώσουμε, όμως, ότι πιο γνωστή έγινε η φράση μέσα<br />

από τη μελοποίηση του ποιητικού έργου «Άξιον Εστί» του<br />

νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη και, συγκεκριμένα, από<br />

τον στίχο «μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο» (από το<br />

τραγούδι με τίτλο «Της αγάπης αίματα»).


Σ<br />

Σ<strong>Α</strong>ΔΙΣΜΟΣ<br />

Ο Γάλλος μαρκήσιος Ντε Σαντ (1740-1814) αφιέρωσε όλη τη ζωή<br />

του στην απόλαυση των ηδονών που κάθε φορά επιθυμούσε<br />

προκαλώντας συνειδητά πόνο με διαφόρων ειδών<br />

βασανιστήρια και εξευτελισμούς στους ερωτικούς του<br />

συντρόφους. Υπερασπίστηκε με πάθος την απόλυτη ατομική<br />

ικανοποίηση ως ανώτατη αξία περνώντας περίπου 30 χρόνια<br />

της ζωής του στη φυλακή και πεθαίνοντας σε άσυλο<br />

φρενοβλαβών.<br />

Ο Γερμανός ψυχίατρος Richard von Krafft-Ebing (1840-1902)<br />

χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «σαδισμός», ως γενετήσια<br />

διαστροφή όπου η διέγερση επιτυγχάνεται μόνο με την<br />

πρόκληση πόνου ή με τη θέα αίματος άλλου ατόμου και η<br />

σεξουαλική ικανοποίηση προκαλείται μόνο μέσα από την<br />

κακοποίηση, την τιμωρία μέχρι και την καταστροφή του<br />

σεξουαλικού αντικειμένου.


Σ<strong>Α</strong>ΝΤΟΥΪΤΣ<br />

Ο Άγγλος ευγενής σερ Άρθουρ Σάντουιτς είχε, σαν άνθρωπος,<br />

ένα πολύ μεγάλο πάθος : τη χαρτοπαιξία. Ήταν τόσο<br />

πορωμένος με την πράσινη τσόχα που δεν ήθελε να βρίσκεται<br />

στιγμή μακριά της. Έλα, όμως, που υπάρχουν και οι βιολογικές<br />

ανάγκες, όπως η πείνα, που πρέπει να καλυφθούν. Γι’ αυτό<br />

αποφάσισε πως έπρεπε πάντα να έχει κάτι φαγώσιμο μαζί του,<br />

ώστε να μην διακόπτει το χαρτοπαίγνιο σπαταλώντας<br />

πολύτιμο χρόνο.<br />

Έτσι καταλήξαμε όλοι εμείς να τρώμε σάντουιτς, προφανώς όχι<br />

για να μην εγκαταλείψουμε την τσόχα, αλλά για να προλάβουμε<br />

το χρόνο που μας κυνηγάει!


Σ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΠΕΝΤΕ ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗΔΕΣ,<br />

ΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΟΥ ΓΝΩΣΗ<br />

Σύμφωνα με το λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, σ’ ένα χωριό της<br />

Κεφαλονιάς ζούσαν αρμονικά και αδελφωμένα 45 οικογένειες<br />

που όλοι οι σύζυγοι ήταν Γιάννηδες. Κι όλοι τους ήταν φτωχοί<br />

σε περιουσία αλλά και σε μυαλό.<br />

Όταν κάποια φορά το ποτάμι του χωριού πλημμύρισε και<br />

κατέστρεψε τις σοδειές τους, αποφάσισαν να βρουν τρόπο να<br />

το τιμωρήσουν για να μην το ξανακάνει. Συγκεντρώθηκαν<br />

προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις και να συμφωνήσουν,<br />

αλλά τελικά λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια. Τότε, ένας<br />

περαστικός κόκορας, αφού τους μάλωσε για τη συμπεριφορά<br />

τους, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Τους είπε, λοιπόν, να<br />

πάρουν τα ρόπαλά τους και να πάνε στο ποτάμι, να μπούνε<br />

μέσα και ν’ αρχίσουν να χτυπάνε δυνατά το ορμητικό ρεύμα του<br />

μέχρι να το κάνουν να κοπάσει. Κι αυτοί οι άμυαλοι,<br />

ακολουθώντας πιστά τη συμβουλή του κόκορα, πνίγηκαν τελικά<br />

μέσα στα ανταριασμένα νερά του ποταμού.<br />

Μια ακόμα λαϊκή ιστορία που κατέληξε σε παροιμία από εκείνες<br />

που λειτουργούν υποτιμητικά για κάποιες ομάδες ανθρώπων.<br />

Υπάρχουν όμως και εκείνες που λειτουργούν ως αντίβαρα, π.χ.<br />

«Σπίτι δίχως Γιάννη, προκοπή δεν κάνει».<br />

Διαλέγετε και παίρνετε…


Σ<strong>Α</strong>ΡΔ<strong>Α</strong>Μ<br />

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης <strong>Α</strong>χιλλέας Μαρδάς γεννήθηκε το<br />

1875 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μάλιστα ο άνθρωπος που<br />

γύρισε την πρώτη ελληνική κινηματογραφική ταινία. Είχε όμως<br />

ένα ελάττωμα. Πολύ συχνά έκανε λάθη στις ατάκες του ή<br />

μπέρδευε τα λόγια του με παροιμιώδη, όπως φαίνεται, τρόπο.<br />

Δε γνωρίζουμε αν ο ίδιος έκανε τον αναγραμματισμό «Σαρδάμ»<br />

του ονόματος του φροντίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο για την<br />

υστεροφημία του ή αν οι κατοπινοί συνάδελφοί του,<br />

ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του στα φραστικά λάθη,<br />

αποφάσισαν να τιμήσουν τον πρώτο διδάξαντα.


Σ<strong>Α</strong>ΡΔ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΛΟΣ<br />

Ποιος δε θυμάται την αλησμόνητη Σαπφώ Νοταρά να αποκαλεί<br />

με τη βραχνή χαρακτηριστική φωνή της Σαρδανάπαλο τον<br />

Γιάννη Μιχαλόπουλο, αναφερόμενη στον ακόλαστο βίο του και<br />

στη διά βίου εμμονή του να εκμαυλίζει νεαρές υπάρξεις του<br />

άλλου φύλου!<br />

Ποιος ήταν όμως ο Σαρδανάπαλος; Ήταν ο <strong>Α</strong>σουρμπανιμπάλ,<br />

ο βασιλιάς των <strong>Α</strong>σσυρίων , που έμεινε στην ιστορία εξαιτίας του<br />

έκλυτου βίου του αλλά και του μοναδικού στα χρονικά τρόπου<br />

που επέλεξε για να κλείσει τον κύκλο της ζωής του :<br />

<strong>Α</strong>υτοκτόνησε αφού διέταξε τους υπηκόους του να τον κάψουν<br />

μαζί με τις γυναίκες του, τους ευνούχους του και τους<br />

θησαυρούς του.<br />

Γιατί τον λέμε εμείς Σαρδανάπαλο; Επειδή κάπως έτσι<br />

καταλάβαμε πως ήταν το όνομά του και καθόλου δε μας πείραξε<br />

να το αλλάξουμε.<br />

ΣΕ ΤΡΩΕΙ Η ΜΥΤΗ ΣΟΥ; ΞΥΛΟ Θ<strong>Α</strong> Φ<strong>Α</strong>Σ!<br />

Πολλές είναι οι δεισιδαιμονίες που υφίστανται ακόμα και<br />

σήμερα και προέρχονται κατ' ευθείαν από την αρχαία Ελλάδα.<br />

Η φαγούρα σε διάφορα σημεία του σώματος αποτελούσε για<br />

τους αρχαίους Έλληνες σημάδι σταλμένο απ' τους θεούς του<br />

Ολύμπου για όσα επρόκειτο να τους συμβούν. Για παράδειγμα,<br />

η φαγούρα στα πόδια σήμαινε ταξίδι, ενώ η φαγούρα στην<br />

αριστερή παλάμη σήμαινε πως θα δέχονταν κάποιο δώρο. Γι'


αυτό μέχρι σήμερα η φαγούρα στην αριστερή παλάμη<br />

συνδυάζεται με την είσπραξη χρημάτων, ενώ στη δεξιά παλάμη<br />

σημαίνει πως κάποιον θα χαιρετίσουμε.<br />

<strong>Α</strong>ντίθετα, η φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αυτιά και στη<br />

μύτη θεωρούνταν προάγγελοι κακών. Ιδιαίτερα οι Σπαρτιάτες<br />

έδιναν μεγάλη σημασία στα αγόρια που τα έτρωγε η μύτη τους,<br />

γιατί θεωρούσαν ότι δεν θα γίνονταν γενναίοι πολεμιστές. Γι'<br />

αυτό και όταν οι εκπαιδευτές τους αντιλαμβάνονταν ότι κάποιο<br />

απ' αυτά έξυνε τη μύτη του, το τιμωρούσαν ώστε να κόψει αυτή<br />

τη συνήθεια και η Σπάρτη να έχει έναν ακόμη ατρόμητο<br />

υπερασπιστή.<br />

ΣΗΚΩΣΕ ΜΠ<strong>Α</strong>ΪΡ<strong>Α</strong>ΚΙ<br />

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σκλαβωμένοι Έλληνες που δε<br />

μπορούσαν να υπομείνουν τους εξευτελισμούς ανέβαιναν στα<br />

βουνά και συγκροτούσαν επαναστατικές ομάδες. Για να δείχνει<br />

κάθε ομάδα την ανυπακοή της στον κατακτητή, έφτιαχνε το δικό<br />

της σύμβολο, τη δική της σημαία (μπαϊράκι στα τούρκικα).<br />

Μέχρι σήμερα, όποιος «σηκώνει μπαϊράκι», αρνείται να<br />

υπακούσει και να υποταχτεί στις εντολές κάποιου άλλου.


ΣΙΓ<strong>Α</strong> ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΛ<strong>Α</strong>ΙΟ<br />

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές που ερίζουν για την προέλευση<br />

της φράσης αυτής, άσχετα με το νόημά της στην εποχή μας.<br />

Είναι γνωστή η προσπάθεια που έκανε ο Βαυαρός βασιλιάς<br />

Όθωνας να προσεγγίσει τους Έλληνες και να κατανοήσει τη<br />

νοοτροπία τους. Γι’ αυτό συνήθιζε να ντύνεται με φέσι και<br />

φουστανέλα στις επίσημες εμφανίσεις του και στις γιορτές των<br />

ανακτόρων. Στις εκδηλώσεις αυτές συμμετείχαν και αγωνιστές<br />

του ’21 και οι απόγονοί τους, που συχνά έρχονταν στο κέφι και<br />

άδειαζαν τις κουμπούρες τους στον αέρα σημαδεύοντας φυσικά<br />

τα… ταβάνια των αιθουσών. Άλλοτε πάλι, πάνω στο τσακίρ<br />

κέφι, έβγαζαν τα τσαρούχια τους και τα πέταγαν προς τα πάνω.<br />

Βέβαια, οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι του παλατιού κινδύνευαν<br />

κάθε στιγμή να σωριαστούν σε μικρά μικρά κομματάκια. Τότε<br />

ακριβώς ήταν που ακουγόταν η φιλική παραίνεση προς τους<br />

θερμόαιμους χορευτές : «Σιγά τον πολυέλαιο!».<br />

Είναι επίσης γνωστό ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο<br />

θρυλικός Γέρος του Μοριά, ήταν μέτριου αναστήματος. Όταν οι<br />

σχέσεις του με το Παλάτι και τον Όθωνα αποκαταστάθηκαν,<br />

ήταν συχνά καλεσμένος εκεί. Σε μια απ’ αυτές τις εκδηλώσεις, ο<br />

ήρωας σηκώθηκε να χορέψει χοροπηδώντας λεβέντικα.<br />

Κάποιος από τους παριστάμενους, θέλοντας να αστειευτεί, τον<br />

συμβούλεψε περιπαιχτικά : «Σιγά τον πολυέλαιο!»,<br />

συνιστώντας του να «προσέξει» τη σύγκρουσή του με τους<br />

πολυέλαιους που κρέμονταν από την οροφή του παλατιού.


Μια δεύτερη εκδοχή για την προέλευση αυτής της φράσης<br />

σχετίζεται με τα μοναστήρια και τις εκκλησίες του τόπου μας,<br />

όπου κατά την ώρα της δοξολογίας στις μεγάλες γιορτές ο<br />

καντηλανάφτης, αφού ανάψει τους πολυελαίους, τους κινεί<br />

συμβολικά τον έναν από την ανατολή προς τη δύση και τον<br />

άλλον από το βορρά προς το νότο, ώστε να σχηματίζεται νοερά<br />

το σημείο του σταυρού. <strong>Α</strong>ν όμως η κίνηση δε γίνει με το σωστό<br />

τρόπο, υπάρχει κίνδυνος να σβήσουν τα φώτα. Οπότε του<br />

φωνάζουν : «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα!».<br />

Μια ακόμη εκδοχή, που σχετίζεται με την ορθογραφία και την<br />

έννοια των λέξεων, είναι η εξής : Ο πολυέλαιος ανάβεται στην<br />

εκκλησία όταν ψάλλεται ο γνωστός ως «πολυέλεος» ψαλμός<br />

του Δαβίδ (134 και 135) με την επωδό «ότι εις τον αιώνα το<br />

έλεος <strong>Α</strong>υτού».<br />

Ίσως η Τρίτη εκδοχή είναι η πλησιέστερη στο απαξιωτικό<br />

νόημα που δίνουμε στις μέρες μας στη φράση αυτή. <strong>Α</strong>φού όταν<br />

λέμε «σιγά τον πολυέλαιο – πολυέλεο (;)», συνήθως<br />

αναφερόμαστε σε κάτι που θέλουν να μας το παρουσιάσουν ως<br />

ιδιαίτερης αξίας ενώ εμείς το θεωρούμε ευτελές ή σε κάποιον<br />

που πολύ μικρή σημασία έχει για μας ό,τι κι αν προσπαθεί να<br />

δείξει πως είναι.<br />

ΣΚΩΤΣΕΖΙΚΟ ΝΤΟΥΣ<br />

Είναι κι αυτή μια μέθοδος που συχνά πυκνά χρησιμοποιείται<br />

από τους πολιτικούς με εναλλαγή αρνητικών και θετικών<br />

μέτρων ή από τους δημοσιογράφους με εναλλαγή κακών και


καλών ειδήσεων, ώστε να δημιουργείται ισορροπία<br />

συναισθημάτων και πάντοτε ο απλός λαός να τρέφει ελπίδες<br />

για θετικές εξελίξεις στο μέλλον.<br />

Στην πραγματικότητα, το σκωτσέζικο ντους είναι η εναλλαγή<br />

του πλυσίματος του σώματος με κρύο και θερμό νερό, ώστε να<br />

ενεργοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το κυκλοφορικό<br />

σύστημα ή ακόμη και να προληφθούν κάποιες παθήσεις που<br />

σχετίζονται μ’ αυτό.<br />

Η καταγωγή της έκφρασης είναι προφανώς σκωτσέζικη με δύο<br />

πιθανές εκδοχές. Η πρώτη έχει να κάνει με τον άστατο καιρό<br />

που επικρατεί συνήθως στην περιοχή αυτή και πολύ εύκολα η<br />

ηλιοφάνεια παραχωρεί τη θέση της σε μια ξαφνική μπόρα.<br />

Η δεύτερη έχει να κάνει με την παροιμιώδη τσιγκουνιά των<br />

Σκωτσέζων, που λέγεται ότι για το πλύσιμό τους έκαναν χρήση<br />

κατά το ήμισυ θερμού νερού και κατά το ήμισυ κρύου,<br />

προκειμένου να κάνουν οικονομία.<br />

Διαλέγετε και παίρνετε.<br />

ΣΟΔΟΜ<strong>Α</strong> Κ<strong>Α</strong>Ι ΓΟΜΟΡ<strong>Α</strong><br />

Ποιος δε θυμάται τη μοναδική Σαπφώ Νοταρά να αναφωνεί<br />

«Σόδομα και Γόμορα γίναμε εδώ μέσα», υπονοώντας τις άνομες<br />

ορέξεις του μεσήλικα διευθυντή της (Γ. Μιχαλόπουλος) για την<br />

δροσερή και ζωηρή σύζυγο (<strong>Α</strong>λ. Βουγιουκλάκη) του νεαρού<br />

υπαλλήλου του ( Δ. Παπαμιχαήλ).<br />

Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, οι κάτοικοι των δυο πόλεων<br />

ζούσαν έκλυτο βίο μακριά από το δρόμο του Θεού, που<br />

αποφάσισε την παραδειγματική τιμωρία τους στέλνοντας φωτιά


απ’ τον ουρανό και σώζοντας μόνο την οικογένεια του Λωτ.<br />

Κάθε αναφορά σ’ αυτές τις δυο πόλεις σχετίζεται άμεσα με την<br />

διαφορετικότητα που αφορά στη σεξουαλική συμπεριφορά των<br />

ανθρώπων.<br />

ΣΟΥΣΟΥΡ<strong>Α</strong>Δ<strong>Α</strong><br />

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι βέβαιο πως θυμούνται το στίχο<br />

από το χαρούμενο τραγούδι του αξέχαστου Νίκου Γούναρη :<br />

«Σουσουράδα, σουσουράδα, ψέματα μου λες αράδα». Και<br />

προφανώς δεν αναφερόταν στο μικρόσωμο πουλί, αλλά σε<br />

κάποια τσαχπίνα κοπέλα. Γιατί όμως την αποκαλούσε<br />

σουσουράδα; Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό της γνώρισμα;<br />

Η επιστημονική ονομασία της σουσουράδας είναι σεισοπυγή. Η<br />

λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από το ρήμα σείω (κουνάω)<br />

και από το ουσιαστικό πυγή (τα οπίσθια).<br />

Προσοχή στις σουσουράδες…!!!<br />

ΣΠΟΥΔ<strong>Α</strong>Ι<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Λ<strong>Α</strong>Χ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong><br />

Ο ειρωνικός χαρακτηρισμός για κάθε τι ασήμαντο ή για ότι<br />

χρειάζεται να ξεπληρώσουμε με κόστος δυσανάλογα μικρό σε<br />

σχέση με την πραγματική του αξία, μας έρχεται από την<br />

περίοδο της τουρκοκρατίας.<br />

Οι φοροεισπράκτορες των Τούρκων πήγαν σ' ένα χωριό και<br />

απαίτησαν να εισπράξουν από τους φτωχούς αγρότες τον


φόρο της "δεκάτης", έναν από τους πολλούς που έπρεπε να<br />

αποδίδουν οι ραγιάδες στον κατακτητή.<br />

Οι χωρικοί ισχυρίστηκαν πως η παραγωγή τους (τα λάχανα)<br />

είχε μείνει απούλητη και γι' αυτό δεν μπορούσαν να<br />

ανταποκριθούν στην πληρωμή.<br />

Τότε ο φοροεισπράκτορας τους ενημέρωσε ότι θα έστελνε τους<br />

ανθρώπους του να φορτώσουν τα λάχανά τους για την<br />

εξόφληση του χρέους.<br />

Μάλλον ενθουσιασμό προκάλεσε αυτή του η απόφαση στους<br />

χωρικούς που φαίνεται πως βρήκαν την ευκαιρία να πατσίζουν<br />

τα χρέη τους με τα κατά πολύ υποδεέστερα λάχανα, ώστε να<br />

μείνει στην ιστορία η φράση : "σπουδαία τα λάχανα".<br />

ΣΤΗΛΗ <strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΤΟΣ<br />

Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Θεός αποφάσισε να<br />

καταστρέψει τα αμαρτωλά Σόδομα και Γόμορα, αποφάσισε να<br />

προστατέψει το Λωτ και την οικογένειά του. Άγγελος Κυρίου<br />

τους οδήγησε στην έξοδο με την εντολή να μην κοιτάξουν πίσω<br />

τους. Όμως η γυναίκα του Λωτ, γεμάτη περιέργεια, έστρεψε<br />

πίσω το βλέμμα της με αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί ακαριαία<br />

σε στήλη άλατος.<br />

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει όποιον μένει<br />

έκπληκτος, άναυδος, αποσβολωμένος ακούγοντας ξαφνικά μια<br />

συνήθως δυσάρεστη είδηση.


ΣΤΡ<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΤΣ<strong>Α</strong>Δ<strong>Α</strong><br />

Όταν ο διαθέσιμος χρόνος μαγειρέματος είναι μικρός και τα<br />

οικονομικά μέσα πενιχρά, τότε χρειάζονται έξυπνες, γρήγορες,<br />

χαμηλού κόστους, αλλά προπαντός θρεπτικές συνταγές<br />

φαγητού.<br />

Ένα τέτοιο φαγητό είναι και η στραπατσάδα, που ενώ για<br />

αρκετά χρόνια παραμερίστηκε από την εισβολή των<br />

ταχυφαγείων αμερικάνικου τύπου, επανεμφανίστηκε δριμύτερη<br />

στα απανταχού μεζεδοπωλεία, για να γίνει και πάλι μέρος της<br />

καθημερινής μας διατροφής.<br />

Λίγη φρέσκια ντομάτα τριμμένη, βράσιμο στο τηγάνι μέχρι να<br />

εξατμιστούν τα υγρά της, ελαφρύ τσιγάρισμα με ελαιόλαδο (το<br />

κρεμμυδάκι προαιρετικό), δυο τρία αυγά σπασμένα, αλάτι,<br />

πιπέρι, καλό ανακάτεμα για να μην κολλήσουν και... έτοιμη η<br />

στραπατσάδα μας, πλήρως αρωματική και θρεπτική.<br />

Όσο για το όνομά της, αυτό προέρχεται από την ιταλική λέξη<br />

strapazzare, που σημαίνει κόβω σε μικρά μικρά κομματάκια.<br />

Καλή σας όρεξη!<br />

ΣΥΚΟΦ<strong>Α</strong>Ν<strong>ΤΗΣ</strong><br />

Έτσι λέγεται όποιος διασπείρει ψευδείς ειδήσεις προκειμένου<br />

να μειώσει το κύρος ή την αξιοπιστία των άλλων.<br />

Στην αρχαία <strong>Α</strong>θήνα, όμως, συκοφάντης ήταν εκείνος που (κατά<br />

μία εκδοχή) κατάγγελλε όσους εισήγαν παράνομα σύκα στην<br />

πόλη.


Βέβαια, το σύκο είχε από την αρχαιότητα και ερωτική σημασία,<br />

μιας και σήμαινε το γυναικείο γεννητικό όργανο. <strong>Α</strong>πό αυτή την<br />

τελευταία σημασία ίσως (κατά μία άλλη εκδοχή) προήλθε και η<br />

λέξη "συκοφάντης". Μάλλον λοιπόν η λέξη προέρχεται<br />

(σύκον+φαίνω) από αυτούς που κατάγγελλαν συμπολίτες τους<br />

για παράνομες ερωτικές σχέσεις.<br />

ΣΥΚΩΤΙ<br />

Η λέξη συκώτι από πού προέρχεται; <strong>Α</strong>πό το σύκο, είναι η<br />

απάντηση, αν και η διαδρομή δεν είναι προφανής.<br />

Η συκιά και ο καρπός της, το σύκο, υπάρχουν στην Ελλάδα<br />

από πολύ παλιά - μαρτυρούνται και στον 'Ομηρο, αν και η λέξη<br />

"σύκο" ίσως να είναι προελληνική.<br />

Το σύκο διαδραμάτιζε κεφαλαιώδη ρόλο στο διαιτολόγιο των<br />

αρχαίων Ελλήνων, το οποίο με τα σημερινά δεδομένα θα<br />

κρινόταν αφάνταστα φτωχό. Το σύκο, λοιπόν, το εκτιμούσαν<br />

ιδιαίτερα και μάλιστα τάιζαν ορισμένα ζώα (ιδίως χήνες και<br />

γουρούνια) αποκλειστικά ή σχεδόν με σύκα, ώστε το συκώτι<br />

τους να νοστιμίσει. <strong>Α</strong>υτό το έδεσμα, κάτι ανάλογο με το<br />

σημερινό φουά-γκρα, το ονόμαζαν, πολύ λογικά, "συκωτόν<br />

ήπαρ".<br />

Με τον καιρό, το ουσιαστικό εξέπεσε και παρέμεινε το επίθετο,<br />

"συκωτόν", το οποίο έφτασε να χαρακτηρίζει όχι μόνον το<br />

ειδικά προετοιμασμένο συκώτι, αλλά το συκώτι γενικά.


ΣΩΘΗΚΕ ΤΟ Λ<strong>Α</strong>ΔΙ ΣΤΟ Κ<strong>Α</strong>ΝΤΗΛΙ ΤΟΥ<br />

Όταν ο κύκλος της ζωής ενός ανθρώπου φαίνεται να κλείνει<br />

οριστικά, συχνά χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση.<br />

Σύμφωνα με τον λαϊκό μύθο, ο χάρος αποφάσισε να πάρει ένα<br />

πρόβατο από κάποιον βοσκό. <strong>Α</strong>υτός όμως του αρνήθηκε<br />

πεισματικά, αν και γνώριζε με ποιον είχε να κάνει. Ο χάρος<br />

έφυγε δυσαρεστημένος, του είπε όμως πως σ’ ένα χρόνο θα<br />

επιστρέψει. Ούτε τη δεύτερη φορά ο βοσκός υπέκυψε στο<br />

ζητούμενο του χάρου. Τότε αυτός θύμωσε και του είπε πως θα<br />

επιστρέψει για Τρίτη και τελευταία φορά. Κι αν αρνηθεί κι αυτή<br />

τη φορά, τότε θα τον πάρει μαζί του.<br />

Όταν ο χάρος εμφανίστηκε για Τρίτη φορά, ο πονηρός βοσκός<br />

ζήτησε από το χάρο να του δείξει πού έμενε, ώστε να<br />

αποφασίσει αν θα του δώσει τελικά το πρόβατο. Ο χάρος τον<br />

πήρε μαζί του και τον πήγε στο σπίτι του, μια σπηλιά γεμάτη<br />

καντήλια. Ο βοσκός ρώτησε τι ήταν όλα αυτά κι ο χάρος του<br />

απάντησε πως ήταν οι ψυχές των ανθρώπων. Ο βοσκός είδε<br />

ένα καντήλι σβηστό, χωρίς σταγόνα λάδι και ρώτησε το χάρο<br />

τίνος ήταν. Ο χάρος του απάντησε πως ήταν της συχωρεμένης<br />

της μητέρας του. Ένα άλλο τρεμόσβηνε και το λάδι του<br />

σωνόταν. <strong>Α</strong>υτό του είπε ο χάρος πως ήταν του αδελφού του και<br />

πολύ στενοχωρήθηκε ο βοσκός. Μα ήταν κι ένα καντήλι γεμάτο<br />

με λάδι ως απάνω που έκαιγε με φλόγα ζωηρή. Ο χάρος<br />

ξεγελάστηκε και του αποκάλυψε πως αυτό ήταν το δικό του.


Έτσι ο βοσκός αποφάσισε να μη δώσει το πρόβατο στο χάρο,<br />

αφού δεν ήταν στο χέρι του να σβήσει το καντήλι μέχρι να<br />

σωθεί όλο το λάδι.


Τ<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΒΡΗΚΕ ΜΠ<strong>Α</strong>ΣΤΟΥΝΙ<strong>Α</strong><br />

Ίσως η φράση αυτή, που σημαίνει τη μεγάλη δυσκολία που<br />

κάποιος αντιμετώπισε στην προσπάθειά του, παραπέμπει τους<br />

περισσότερους στις φιγούρες της τράπουλας. Η αλήθεια όμως<br />

είναι πως καμιά σχέση δεν έχει με το χαρτοπαίγνιο και πως<br />

σχετίζεται άμεσα με ένα ιστορικό συμβάν.<br />

Με την συμπλήρωση των 100 χρόνων από την τελική πτώση<br />

του Λέοντα Σγουρού (το 1208 αυτοκτόνησε έφιππος πέφτοντας<br />

από τον <strong>Α</strong>κροκόρινθο) και την παράδοση του κάστρου στους<br />

Φράγκους κατακτητές (1209) γίνονταν ιππικοί αγώνες για τον<br />

εορτασμό της επετείου. Οι νικητές των αγώνων ήταν ο δούκας<br />

των <strong>Α</strong>θηνών Γουϊδος και ο Νορμανός Μπουσάρ. Εκείνη τη μέρα<br />

επέλεξε ο βαϊλος (διοικητής) της <strong>Α</strong>χαϊας Νικόλαος Β’ ντε Σαιντ<br />

Ομέρ να καλέσει σε ιππική μονομαχία τον παλατίνο (διοικητή)<br />

της Κεφαλονιάς Ιωάννη <strong>Α</strong>’ Ορσίνι, ο οποίος δεν δέχτηκε την<br />

πρόκληση με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο.<br />

Τότε ο Μπουσάρ ίππευσε το άλογο του παλατίνου και έκανε<br />

όσα γυμνάσματα είχε κάνει και με το δικό του άλογο,<br />

εξευτελίζοντας έτσι δημόσια τον άρχοντας της Κεφαλονιάς και<br />

προκαλώντας το θανάσιμο μίσος του.


Όμως ο Ιωάννης προχώρησε ακόμη περισσότερο. Με δόλο<br />

κατάφερε να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με τα ξύλινα<br />

που χρησιμοποιούνταν για την ξιφασκία και στη συνέχεια να<br />

τον καλέσει σε μονομαχία. Τα ξίφη αυτά ονομάζονταν από τους<br />

Φράγκους «μπαστέν» και από τους Έλληνες «μπαστούνια».<br />

Όταν ο δυστυχής Μπουσάρ κατάλαβε τι του είχε συμβεί, ότι<br />

δηλαδή τα είχε βρει μπαστούνια, ήταν πλέον πολύ αργά. Ο<br />

ύπουλος Ιωάννης του είχε ήδη καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα<br />

στο στήθος με το κοφτερό σπαθί του.<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Δ<strong>Α</strong>ΝΕΙ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> <strong>Α</strong>ΓΓΛΙ<strong>Α</strong>Σ<br />

Μελετώντας τη νεότερη ελληνική ιστορία, μπορούμε να<br />

καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για την ανυπολόγιστη<br />

αξία του τόπου μας. Περίπου 200 χρόνια πριν, στις 30<br />

Νοεμβρίου 1823, σε καιρό επανάστασης κατά της Οθωμανικής<br />

αυτοκρατορίας και εμφύλιου σπαραγμού ταυτόχρονα μεταξύ<br />

στρατιωτικών και πολιτικάντηδων (και όχι μόνο), όμιλος<br />

Άγγλων τραπεζιτών χορηγεί στους μαχόμενους (και μη)<br />

Έλληνες δάνειο ύψους 800.000 λιρών <strong>Α</strong>γγλίας για τις άμεσες<br />

ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων.<br />

Τα χρήματα ασφαλώς δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους,<br />

διότι από τότε υπήρχαν τα λαμόγια της πολιτικής που<br />

φρόντισαν να φάνε με χρυσά κουτάλια, αφήνοντας για μια<br />

ακόμα φορά τον μαχόμενο λαό όχι μόνο πεινασμένο αλλά και<br />

χρεωμένο διά βίου.


Δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι αυτό το δάνειο, μαζί με όλα τ’<br />

άλλα, έχει αποπληρωθεί. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι αν χωρίς<br />

κράτος και κυβέρνηση ήμαστε φερέγγυοι για τους Άγγλους<br />

τραπεζίτες, τότε ως κράτος με νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση<br />

μπορούμε να δανειζόμαστε επ’ άπειρον χωρίς κανένα<br />

πρόβλημα. Γιατί; Μα διαθέτουμε τόσους πολλούς Έλληνες<br />

ανθέλληνες πολιτικούς, που είναι πλήρως ασφαλής η<br />

επιστροφή των δανείων εντόκως με όποια επιτόκια ή<br />

ανταλλάγματα οι δανειστές μας αποφασίσουν και οι πολιτικοί<br />

μας εκπρόσωποι συνομολογήσουν!<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΕΒΓ<strong>Α</strong>ΛΕ ΣΤΗ ΦΟΡ<strong>Α</strong><br />

Όποιος δεν κρατάει το στόμα του κλειστό είτε κάτω από πίεση<br />

είτε από κακή συνήθεια, είναι αναμενόμενο να μαρτυρήσει όλα<br />

όσα γνωρίζει, δηλαδή να τα βγάλει στη φόρα.<br />

Η τόσο συνηθισμένη φράση οφείλεται στη συμπεριφορά των<br />

κηρύκων του βυζαντινού κράτους, που επέλεγαν (κατόπιν<br />

αμοιβής από τον κατήγορο) ένα κεντρικό σημείο για να<br />

εκτοξεύσουν κατηγορίες εναντίον κάποιου πολίτη, για τον<br />

οποίο όμως δεν υπήρχαν σαφή ενοχοποιητικά στοιχεία. Για να<br />

ολοκληρώσουν με επιτυχία το άχαρο έργο τους, προσέθεταν<br />

στο τέλος ότι επειδή δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις, καλείται<br />

όποιος γνωρίζει κάτι για την υπόθεση να παρουσιαστεί και να<br />

το γνωστοποιήσει. Συμπλήρωναν δε ότι όσοι είναι άτολμοι και<br />

ενώ γνωρίζουν, δεν ξεσκεπάζουν τον ένοχο, θα είναι<br />

καταραμένοι – και αυτοί και τα παιδιά τους.


Ήταν τόσο τρομακτικές οι κατάρες που ξεστόμιζαν, που<br />

ενεργοποιούσαν τις ανθρώπινες μεταφυσικές αγωνίες και<br />

πολλές φορές βρέθηκαν μάρτυρες που κατέδωσαν τους<br />

ενόχους (;) βγάζοντάς τα όλα στη φόρα.<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΕΞ <strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΞΗΣ<br />

Η πιο συνηθισμένη φράση που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε<br />

να δείξουμε πως κάποιον έβρισε τον άλλον με τα πιο βαριά<br />

λόγια, είναι ότι «του έσουρε τα εξ αμάξης».<br />

Τα εξ αμάξης ήταν κατά την αρχαιότητα χοντροκομμένα αστεία,<br />

καυστικά σχόλια, ακόμα και πρόστυχες βρισιές, που έλεγαν οι<br />

γυναίκες όταν επέστρεφαν πάνω στις άμαξες από τα Ελευσίνια<br />

Μυστήρια στους περαστικούς. Το έθιμο αυτό μάλλον σχετιζόταν<br />

με τους «γεφυρισμούς», τα αστεία που λέγονταν από τους<br />

συμμετέχοντες σ’ αυτές τις γιορτές κοντά στη γέφυρα του<br />

Κηφισού και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, που<br />

κατόρθωσε με τα αστεία της να κάνει τη θλιμμένη θεά Δήμητρα<br />

να γελάσει, όταν αυτή αναζητούσε την χαμένη κόρη της, την<br />

Περσεφόνη. Να προσθέσουμε ότι η Ιάμβη, κόρη του Πάνα και<br />

της Ηχούς, λατρεύτηκε αργότερα ως θεά του ξεδιάντροπου και<br />

σκωπτικού στίχου, του ίαμβου.<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΕΧΕΙ ΤΕΤΡ<strong>Α</strong>ΚΟΣΙ<strong>Α</strong><br />

Πριν τη γενικευμένη χρήση του κιλού ως μονάδας μέτρησης του<br />

βάρους με υποδιαίρεση τα γραμμάρια (ένα κιλό περιέχει χίλια<br />

γραμμάρια), στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαμε την οκά με


υποδιαίρεση τα δράμια. Μια πλήρης οκά είχε τετρακόσια<br />

δράμια.<br />

Όποιος τα έχει τετρακόσια, είναι μεταφορικά πλήρης, δηλαδή<br />

έχει τα λογικά του. <strong>Α</strong>π’ αυτό και η ρήση «ο τρελός τα έχει<br />

τετρακόσια», για όσους προσποιούνται ότι έχουν το<br />

ακαταλόγιστο για να αποφύγουν τις ευθύνες ή για όσους<br />

θεωρούμε «τρελούς», αλλά μας δίνουν τις πιο λογικές<br />

απαντήσεις σε ανύποπτο χρόνο.<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΙΔΙ<strong>Α</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΤΕΛ<strong>Α</strong>ΚΗ ΜΟΥ,<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΙΔΙ<strong>Α</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΤΕΛΗ ΜΟΥ<br />

Ο Παντελής <strong>Α</strong>στραπογιαννάκης ήταν ένας ακόμη θαρραλέος<br />

Κρητικός, που επαναστάτησε εναντίον των Ενετών και βγήκε<br />

στο βουνό όταν αυτοί έγιναν κυρίαρχοι της ηρωικής<br />

Μεγαλονήσου. Έστηνε ενέδρες στους κατακτητές και τα βράδια<br />

κατηφόριζε απ’ το κρησφύγετό του και τους χτυπούσε μέσα στα<br />

ίδια τους τα κάστρα. Κι όταν βρισκόταν με τους συμπατριώτες<br />

του, τους μιλούσε για τη λευτεριά που δεν θ’ αργούσε να<br />

ξημερώσει.<br />

Μα ο καιρός περνούσε, ο αγώνας συνεχιζόταν, οι κατακτητές<br />

όλο και σκλήραιναν τη στάση τους κι η λευτεριά δεν έλεγε να<br />

φανεί. Μα κι ο <strong>Α</strong>στραπογιαννάκης δεν το ‘βαζε κάτω,<br />

αγωνιζόταν κι όλο μιλούσε για τη λευτεριά.<br />

Οι συμπατριώτες του, όμως, είχαν πια κουραστεί. Κι όταν<br />

εκείνος προσπαθούσε να τους πλησιάσει και να τους μιλήσει<br />

για το όνειρο που δεν έπρεπε να σβήσει, εκείνοι του έλεγαν :


«Ξέρουμε τι θα μας πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή<br />

μου!».<br />

Δείγμα απελπισίας, λοιπόν, η γνωστή σε όλους μας φράση,<br />

που μας θυμίζει μια δυσάρεστη κατάσταση που για κακή μας<br />

τύχη δεν υπάρχουν πιθανότητες να αλλάξει ή ανθρώπους που<br />

επιμένουν να επαναλαμβάνουν λάθη και συμπεριφορές παρά<br />

τις συμβουλές όλων των άλλων για την προφανή κατάληξή<br />

τους.<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΜΥ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΣΟΥ Κ<strong>Α</strong>Ι ΜΙ<strong>Α</strong> ΛΙΡ<strong>Α</strong><br />

Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟΥ ΜΠΟΓΙ<strong>Α</strong>ΤΖΗ Ο ΚΟΠ<strong>Α</strong>ΝΟΣ<br />

Κιουλάκ Βογιατζή ήταν το όνομα του γιγαντόσωμου <strong>Α</strong>λβανού<br />

φοροεισπράκτορα με το αγριωπό μαυριδερό βλογιοκομμένο<br />

πρόσωπο που τρομοκρατούσε τους <strong>Α</strong>θηναίους στα χρόνια της<br />

Τουρκοκρατίας, προκειμένου να εισπράξει τον κεφαλικό φόρο.<br />

Ο λόρδος Βύρωνας τον περιγράφει σαν δαίμονα που ξεπήδησε<br />

απ’ την κόλαση και αναφέρει πως τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο<br />

τρόμου από την όψη του και μόνο.<br />

Το όπλο του φοροεισπράκτορα ήταν ένας τεράστιος κόπανος<br />

με τον οποίο απειλούσε να σπάσει τα κεφάλια των ραγιάδων<br />

που θα τολμούσαν να μην του δώσουν μια χρυσή λίρα ή δυο<br />

φλουριά, ποσό που αντιστοιχούσε στο εξαμηνιαίο χαράτσι της<br />

εποχής εκείνης.<br />

Όσο, όμως, κι αν η όψη του Κιουλάκ Βογιατζή έκοβε την ανάσα,<br />

δεν συνέβαινε το ίδιο και με το μυαλό του, κάτι που οι Έλληνες<br />

φρόντιζαν να εκμεταλλευτούν κατάλληλα, για να ξεφύγουν απ’


τον δυνάστη τους. Γυάλιζαν, λοιπόν, κάποια ασήμαντης αξίας<br />

νομίσματα που του τα έδιναν αντί για λίρες και τον έστελναν<br />

στον αγύριστο.<br />

<strong>Α</strong>πό την εποχή εκείνη μας έμεινε και η περιπαιχτική φράση,<br />

αφού και οι σημερινοί φοροεισπράκτορες, ένδοξοι απόγονοι<br />

του Κιουλάκ Βογιατζή, έχουν το κληρονομικό χάρισμα :<br />

απειλητική όψη και απουσία μυαλού!<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΣΠ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΜΕ<br />

Ελληνοπρεπές γλέντι και οινοποσία δεν νοούνται, αν δεν<br />

συνοδεύονται απαραίτητα από το σπάσιμο των πιάτων. Και<br />

όταν αυτά κάποτε τελειώσουν, ακολουθούν τα ποτήρια και,<br />

ενδεχομένως, ό,τι άλλο εύθραυστο διαθέτει ο χώρος. Όλα αυτά<br />

βέβαια, στα πλαίσια της καλώς νοούμενης διασκέδασης και με<br />

την προϋπόθεση ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι απολαμβάνουν<br />

το θέαμα και συμμετέχουν από κοινού στη διαδικασία. Κι όσοι<br />

νομίζουν πως αυτή είναι μια συνήθεια που κατά τύχη<br />

απέκτησαν οι νεοέλληνες, κάνουν μεγάλο λάθος. Είναι έθιμο<br />

που πρωτοεμφανίζεται στα μινωϊκά χρόνια και φτάνει ως τις<br />

μέρες μας. <strong>Α</strong>πό την παραμονή του γάμου συγκέντρωναν σε ένα<br />

μεγάλο δωμάτιο πήλινα αγγεία που, κατά την διάρκεια του<br />

γλεντιού, τα έσπαγαν χορεύοντας. Με το πέρασμα του χρόνου,<br />

το έθιμο γενικεύτηκε και επικράτησε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα<br />

εκφράζοντας, προφανώς, πέρα για πέρα την ελληνική<br />

ιδιοσυγκρασία. Δυστυχώς, οι νεόπλουτοι το μετέτρεψαν σε<br />

τόσο ακραία επίδειξη στους χώρους νυχτερινής διασκέδασης,


που η επικινδυνότητα οδήγησε στην απαγόρευσή του. Τώρα<br />

πλέον τα σπάμε στο σπίτι μας με τους φίλους μας ως γνήσιοι<br />

Έλληνες.<br />

<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΤΟΥ Κ<strong>Α</strong>ΙΣ<strong>Α</strong>ΡΟΣ ΤΩ Κ<strong>Α</strong>ΙΣ<strong>Α</strong>ΡΙ<br />

Η φράση αυτή σχετίζεται στις μέρες μας με την απονομή του<br />

δικαίου. Ό,τι αντιστοιχεί σε κάποιον, πρέπει να του αποδίδεται,<br />

ανεξάρτητα από την προσωπική μας αντίληψη ή την<br />

αντιπαλότητά μας προς το πρόσωπό του.<br />

Ολόκληρη η φράση ανήκει στον Ευαγγελιστή Λουκά : «Τα του<br />

Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Και έχει να<br />

κάνει ασφαλώς με τη νομή της κοσμικής και της υπερκόσμιας<br />

εξουσίας. Δηλαδή, οι άρχοντες έχουν τον πρώτο λόγο στα<br />

επίγεια και ο Θεός έχει τον πρώτο λόγο στα υπερκόσμια.<br />

Βέβαια, στην εποχή μας τα πράγματα είναι αρκετά μπερδεμένα,<br />

αφού οι άρχοντες αισθάνονται ολίγον Θεοί και οι εκπρόσωποι<br />

του Θεού αισθάνονται αρκετά άρχοντες.<br />

ΤΙ Κ<strong>Α</strong>ΠΝΟ ΦΟΥΜ<strong>Α</strong>ΡΕΙΣ<br />

Ο καπνός, όπως και ο φούρνος ("κάποιος φούρνος θα<br />

γκρεμίστηκε"), είναι στοιχεία δηλωτικά της έννοιας του σπιτιού.<br />

Όπως αναφέρει και ο ιστορικός Παύλος Καλλιγάς για τον τρόπο<br />

φορολόγησης των πολιτών στα βυζαντινά μάλλον χρόνια : " Οι<br />

φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερώτουν<br />

"τι καπνό φουμάρει εδώ;". Κατά την απόκριση δε, έβανον τον<br />

αναλογούντα φόρον ".


Είναι προφανές ότι ο "καπνός" έχει την έννοια της εστίας, του<br />

τζακιού, της οικονομικής επιφάνειας της οικογένειας.<br />

Με την παρέλευση του χρόνου, η φράση έφτασε να σημαίνει το<br />

τι έχει κάποιος στο μυαλό του ή, ακόμη περισσότερο, τι<br />

χαρακτήρα έχει.<br />

<strong>Α</strong>ς θυμηθούμε και το δίστιχο του λαϊκού τραγουδιού :<br />

Κατάλαβα τη γνώμη σου και τι καπνό φουμάρεις,<br />

το μάτσο πορτοφόλι μου γυρεύεις να μου πάρεις.<br />

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ <strong>ΤΗΣ</strong> <strong>Α</strong>Ρ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Σ<br />

«Γεφύρι της Άρτας» χαρακτηρίζονται όλες οι<br />

επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες που<br />

καταβάλλουμε χωρίς να κατορθώνουμε να φτάσουμε στο<br />

επιθυμητό αποτέλεσμα.<br />

<strong>Α</strong>ιτία αυτού του χαρακτηρισμού αποτελεί ο λαϊκός θρύλος όπως<br />

μας παραδίδεται από το δημοτικό μας τραγούδι, που θέλει<br />

«σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες» να<br />

προσπαθούν μάταια να θεμελιώσουν το γεφύρι που «ολημερίς<br />

το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν». Και μόνο όταν χτίστηκε στα<br />

θεμέλιά του η γυναίκα του πρωτομάστορα όπως μήνυσε το<br />

πουλάκι – αγγελιαφόρος (αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο, γιοφύρι<br />

δε στεριώνει), έγινε δυνατή η κατασκευή του.<br />

Ως προς την ιστορική αλήθεια, το γεφύρι πρέπει να<br />

κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1602 και 1606 επί Δεσπότη<br />

Μιχαήλ Β’ Δούκα, με σκοπό τη διέλευση του τουρκικού<br />

στρατού. Παρότι οι χωρικοί αρχικά προθυμοποιήθηκαν να


εργαστούν σ’ αυτό, όταν έμαθαν το λόγο της κατασκευής του,<br />

γκρέμιζαν κρυφά τα βράδια ό,τι είχαν χτίσει το πρωί. Όταν ο<br />

Τούρκος διοικητής αντελήφθη πως κάτι περίεργο συνέβαινε,<br />

διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της συζύγου του και<br />

τη θανάτωσή τους. Έτσι οι χωρικοί, έχοντας το φόβο και της<br />

δικής τους ζωής, αποφάσισαν να ολοκληρώσουν το έργο,<br />

συνοδεύοντας όμως με όσες κατάρες μπορούσαν τα τούρκικα<br />

ασκέρια (Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως<br />

πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες). <strong>Α</strong>ργότερα,<br />

στα χρόνια που οι Ηπειρώτες περίμεναν την απελευθέρωσή<br />

τους από τον ελληνικό στρατό, οι κατάρες έγιναν ευχές (<strong>Α</strong>ν<br />

τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι – κι αν πέφτουν τ’<br />

άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες – τι έχω αδελφό στην<br />

ξενιτιά, μην τύχει και περάσει).


ΤΟ ΚΟΥΤΙ <strong>ΤΗΣ</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΔΩΡ<strong>Α</strong>Σ<br />

Η Πανδώρα, όπως αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία, είναι η<br />

γυναικεία μορφή που πλάστηκε με εντολή του Δία προκειμένου<br />

να τιμωρήσει τους ανθρώπους μετά την κλοπή της φωτιάς από<br />

τον Προμηθέα. Προσφέρθηκε ως δώρο στον αδελφό του, τον<br />

Επιμηθέα, και είχε μαζί της ένα κιούπι που μέσα του ήταν<br />

κρυμμένα όλα τα δεινά των ανθρώπων. Όταν η Πανδώρα άνοιξε<br />

το πώμα του πιθαριού, τα δεινά αυτά ξεχύθηκαν στην<br />

ανθρωπότητα, εκτός από την Ελπίδα που ο Δίας φρόντισε να<br />

παραμείνει στον πάτο του πιθαριού. Η Πανδώρα<br />

παραλληλίζεται με την Εύα.<br />

Όποτε, λοιπόν, ανοίγει το «κουτί της Πανδώρας», αναμένονται<br />

νέες ταλαιπωρίες σε κάθε περίπτωση.


ΤΟ ΚΡΕ<strong>Α</strong>Σ ΔΙΚΟ ΣΟΥ, <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΚΟΚ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΔΙΚ<strong>Α</strong> ΜΟΥ<br />

Πριν μερικές δεκαετίες, ο ξυλοδαρμός των μαθητών<br />

αποτελούσε τη σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής<br />

σχολικής πρακτικής, ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό<br />

αποτέλεσμα της μάθησης. Δεν έλειπαν, βέβαια, ούτε οι σοβαροί<br />

τραυματισμοί των μαθητών εξαιτίας της βαναυσότητας των<br />

δασκάλων ούτε και η εγκατάλειψη του σχολείου από τα παιδιά<br />

που δε μπορούσαν να υπομείνουν την εκπαιδευτική κόλαση.<br />

Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο βιβλίο του «<strong>Α</strong>ναφορά στο Γκρέκο»,<br />

περιγράφει συχνά συμπεριφορές του πατέρα του, ενός<br />

σκληροτράχηλου Κρητικού. Σε έναν από τους διαλόγους του με<br />

το δάσκαλο του γιου του φέρεται να λέει: «Δάσκαλε, το κρέας<br />

δικό σου, τα κόκαλα δικά μου». Δηλαδή, μπορείς να τον δέρνεις<br />

ως εκεί που δεν πρόκειται να του προκαλέσεις κάποια<br />

σωματική αναπηρία.<br />

Ευτυχώς οι καιροί έχουν αλλάξει…<br />

ΤΟ ΚΡΕΒ<strong>Α</strong>ΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ<br />

Όταν προσπαθούμε να φέρουμε τις καταστάσεις στα μέτρα μας<br />

χωρίς να συνυπολογίζουμε τις καταστροφικές συνέπειες που<br />

μπορεί να έχει αυτή η συμπεριφορά για τους άλλους, τότε λέμε<br />

πως χρησιμοποιούμε το κρεβάτι του Προκρούστη<br />

(Προκρούστεια κλίνη).<br />

Ο Προκρούστης ήταν ληστής που τρομοκρατούσε τους<br />

κατοίκους της αρχαίας <strong>Α</strong>θήνας με ορμητήριό του την περιοχή


των Μεγάρων. Όταν οι άτυχοι ταξιδιώτες έπεφταν στα χέρια<br />

του, τους έδενε σε ένα κρεβάτι που είχε φτιάξει. <strong>Α</strong>ν ήταν<br />

κοντύτεροι, τους τραβούσε τα πόδια μέχρι να φτάσουν στην<br />

άκρη του κρεβατιού. <strong>Α</strong>ν ήταν ψηλότεροι, τους έκοβε το μέρος<br />

του σώματος που περίσσευε. Και στις δυο περιπτώσεις ο<br />

θάνατος ήταν τραγικός. Το φοβερό ληστή αντιμετώπισε ο<br />

Θησέας που, αφού τον νίκησε, τον έδεσε στο ίδιο του το<br />

κρεβάτι όπου διαπίστωσε ότι περίσσευαν τα πόδια και το<br />

κεφάλι του, τα οποία και έκοψε απαλλάσσοντας οριστικά την<br />

<strong>Α</strong>θήνα απ’ αυτόν.<br />

ΤΟ Μ<strong>Α</strong>ΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΟΥ<br />

Πόσες φορές δεν έχουμε πει τη φράση «Φτάσαμε στη βρύση,<br />

μα δεν ήπιαμε νερό», εννοώντας πως ενώ καταβάλαμε όλη την<br />

προσπάθεια, στο τέλος οι κόποι μας δεν ανταμείφθηκαν.<br />

<strong>Α</strong>υτή είναι η λαϊκή εκδοχή για το μαρτύριο στο οποίο υπέβαλαν<br />

οι θεοί τον υπερόπτη και αλαζόνα Τάνταλο, βασιλιά της<br />

Φρυγίας, γιο του Δία (ή του Τμώλου) και της Πλουτούς, πατέρα<br />

της Νιόβης και του Πέλοπα.<br />

Ο Τάνταλος, ομοτράπεζος των ολύμπιων θεών, έκλεψε το<br />

νέκταρ και την αμβροσία, ενώ προσπάθησε να μεταφέρει και<br />

μυστικά των θεών στους ανθρώπους. Η μεγαλύτερη αμαρτία<br />

του όμως ήταν που επιχείρησε να εξαπατήσει τους θεούς<br />

σφάζοντας τον γιο του και προσφέροντάς τον ως γεύμα σ’<br />

αυτούς, πιστεύοντας πως δεν θα το καταλάβουν.


Όταν η ανόσια πράξη του έγινε αντιληπτή, ο Δίας τον<br />

κεραυνοβόλησε και τον έστειλε στον Άδη, όπου όμως<br />

εξακολούθησε να διατηρεί τις ανθρώπινες ανάγκες του. Τον<br />

τοποθέτησαν λοιπόν σ’ ένα λάκκο με νερό κι από πάνω του<br />

κρέμονταν ώριμοι καρποί δέντρων. Όποτε επιχειρούσε να<br />

χορτάσει την πείνα του, οι καρποί απομακρύνονταν, ενώ όποτε<br />

προσπαθούσε να σβήσει την αφόρητη δίψα του, το νερό του<br />

λάκκου χανόταν ή απομακρυνόταν.<br />

ΤΟ ΜΕΝ ΠΝΕΥΜ<strong>Α</strong> ΠΡΟΘΥΜΟΝ,<br />

Η ΔΕ Σ<strong>Α</strong>ΡΞ <strong>Α</strong>ΣΘΕΝΗΣ<br />

Πόσες φορές δεν έχουμε την έντονη επιθυμία να κάνουμε<br />

πράγματα, αλλά οι σωματικές μας δυνάμεις μας έχουν πλέον<br />

εγκαταλείψει. Πόσες φορές δεν έχουμε πιστέψει πως θα τα<br />

καταφέρουμε, αλλά έχουν οικτρά προδοθεί από τη σωματική<br />

κόπωση.<br />

Τη διαπίστωση αυτή έκανε για πρώτη ο Ιησούς όταν ζήτησε<br />

από τους μαθητές του να μην κοιμηθούν, αλλά να τον<br />

περιμένουν μέχρι να τελειώσει την προσευχή του, λίγο πριν τον<br />

συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανή. ‘Όταν όμως επέστρεψε,<br />

τους βρήκε όλους να κοιμούνται.<br />

ΤΟ ΠΙΘ<strong>Α</strong>ΡΙ ΤΩΝ Δ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΪΔΩΝ<br />

Οι Δαναΐδες, οι πενήντα κόρες του μυθικού Δαναού, σκότωσαν<br />

όλες (οι αθεόφοβες) τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του<br />

γάμου τους! Για το λόγο αυτό καταδικάστηκαν να βρεθούν στον


Άδη και υποχρεώθηκαν να προσπαθούν να γεμίσουν αδιάκοπα<br />

ένα πιθάρι που δεν είχε πάτο.<br />

Κάθε προσπάθεια που φανερά πέφτει στο κενό και είναι<br />

αδύνατο να αποφέρει αποτέλεσμα είναι ένα ακόμη «πιθάρι των<br />

Δαναΐδων».<br />

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ G<br />

Ο Γερμανός γυναικολόγος Ernst Grafenberg είναι ο πρώτος<br />

επιστήμονας που αναφέρθηκε το 1950 στο πλέον ευαίσθητο<br />

σημείο των γυναικών, το σημείο G, το οποίο τοποθετείται<br />

μερικά εκατοστά μέσα στον κόλπο των γυναικών. Η χρήση<br />

όμως του όρου «G-spot» γίνεται βιβλιογραφικά 32 χρόνια<br />

αργότερα, το 1982.<br />

Κατ’ άλλους, μη ειδικούς επιστήμονες, για μια μερίδα γυναικών<br />

το σημείο G τοποθετείται στο μέρος εκείνο που βρίσκεται το<br />

ευμέγεθες πορτοφόλι του εκάστοτε συνοδού.<br />

<strong>Α</strong>ς είμαστε, λοιπόν, προσεκτικοί στις επιλογές μας μεσούσης<br />

της κρίσης και ας ελπίσουμε ότι θα συναντήσουμε μέλη της<br />

ομάδας γυναικών που περιέγραψε ο γιατρός.<br />

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΙΟΥΔ<strong>Α</strong><br />

Λέγεται ότι ο Ιούδας συμφώνησε να παραδώσει τον Ιησού<br />

στους Εβραίους <strong>Α</strong>ρχιερείς, δίνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο<br />

ως σημείο αναγνώρισης. Έτσι, μια συμβολική κίνηση αγάπης


μεταμορφώθηκε σε στίγμα της πιο μιαρής ενέργειας, της<br />

προδοσίας.<br />

Κάθε φορά που δεχόμαστε μια εξωτερικά φιλική προσέγγιση,<br />

που γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα κίνητρά της είναι εντελώς<br />

διαφορετικά, την αποκαλούμε «φιλί του Ιούδα».<br />

ΤΟΝ ΠΙ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΝΕ Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΠΡ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong><br />

Ο Θεόδωρος Καρράς ήταν διαβόητος ληστής την εποχή που η<br />

<strong>Α</strong>θήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.<br />

Η συμμορία του ήταν ο φόβος και ο τρόμος των <strong>Α</strong>θηναίων και<br />

κανείς δε μπορούσε να τον συλλάβει. Όταν κάποτε ο ληστής<br />

πληροφορήθηκε πως στην περιοχή της Κολοκυνθού ζούσε ο<br />

παπα-Μελέτης που φημολογούνταν πως είχε φλουριά με το<br />

τσουβάλι, αποφάσισε να τον «επισκεφθεί».<br />

Ο γέροντας παπάς, όμως, ήταν άφοβος και χεροδύναμος παρά<br />

την ηλικία του. Ζούσε μόνος του και στον κήπο του σπιτιού του<br />

είχε φυτεμένα πράσα. Το βράδυ που οι κακοποιοί βρέθηκαν<br />

στον κήπο του, ο παπάς άκουσε το θόρυβο, βγήκε έξω και<br />

κατόρθωσε να αρπάξει τον Καρρά μέσα στα πράσα (επ’<br />

αυτοφώρω) από το σβέρκο και να τον παραδώσει στην<br />

αστυνομία. Σύντομα αποκάλυψε τους συνεργάτες του που<br />

συνελήφθησαν και αυτοί, για να απαλλαγεί επιτέλους η πόλη<br />

από τους πλέον επικίνδυνους κακοποιούς της εποχής εκείνης.


ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο Γ<strong>Α</strong>ΜΟΣ<br />

Κάθε <strong>Α</strong>πόκρια στη Μεθώνη γιορτάζεται του Κουτρούλη ο γάμος,<br />

σε ανάμνηση ενός γάμου που έγινε πριν από 600 περίπου<br />

χρόνια, το 1405 περίπου. Ο Ιωάννης Κουτρούλης, τελευταίος<br />

Έλληνας ιππότης, αναγκάστηκε να υποβληθεί σε πολλές<br />

ταλαιπωρίες από τον Επίσκοπο Νήφωνα και σε υπέρογκα<br />

έξοδα, για να καταφέρει να παντρευτεί τη σύζυγό του, που ήταν<br />

ήδη διαζευγμένη. Σε πείσμα και του πρώτου της συζύγου,<br />

λοιπόν, και της άρνησης του επίσκοπου, ο γάμος κράτησε<br />

μπόλικες μέρες και έμοιαζε με πανηγύρι.<br />

Όποτε γίνεται «του Κουτρούλη ο γάμος», η κατάσταση που<br />

επικρατεί, θυμίζει μια ατέλειωτη γιορτή ή πολλά και απρόσμενα<br />

τραγελαφικά επεισόδια.<br />

ΤΟΥ ΛΙΝ<strong>Α</strong>ΡΙΟΥ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Π<strong>Α</strong>ΘΗ<br />

Η κατεργασία του λιναριού από το χωράφι ως την κατασκευή<br />

της κλωστής γινόταν από οργανωμένες ομάδες γυναικών. Πριν<br />

την τέλεια ωρίμανση του σπόρου, τα φυτά ξεριζώνονταν,<br />

γινόταν η συγκομιδή του σπόρου και μετά ακολουθούσε το<br />

βρόχιασμα. <strong>Α</strong>φού μούσκευαν σε ειδικούς λάκκους τα δεμάτια<br />

για 10-15 ημέρες ώστε να σαπίσει το ξυλώδες μέρος του<br />

βλαστού, έκαναν το λιάσιμο (στέγνωμα) και το "βαρούσαν" με<br />

τον κόπανο ώστε να πέσει το λινόξυλο. Με νέο κοπάνισμα<br />

έπεφτε η ξυλόριζα από την οποία έκαναν δεύτερης ποιότητος<br />

κλωστή, το κροκίδι. <strong>Α</strong>πό το λινάρι που έμενε με νέο κοπάνισμα<br />

έβγαζαν το σώντυμα. Τέλος το καθαρό λινάρι έβγαινε με το


χτύπημα του λιναριού στο μέλιγκα ή μέλκια ή μάγγανο, και τη<br />

κλωστή τη βούρτσιζαν με βούρτσα γουρουνότριχας.<br />

Σκεφτείτε, λοιπόν, σε ποιες και πόσες ταλαιπωρίες και βάσανα<br />

έχει υποβληθεί όποιος υφίσταται στην καθημερινή του ζωή του<br />

λιναριού τα πάθη.<br />

ΤΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΕΡ<strong>Α</strong><br />

<strong>Α</strong>ν δεν θέλετε να βρεθείτε σε μειονεκτική θέση, τότε φροντίστε<br />

να μη σας πάρουν τον αέρα.<br />

<strong>Α</strong>υτό συνέβαινε την εποχή που τα πολεμικά πλοία ήταν<br />

ιστιοφόρα και εξασφάλιση του ευνοϊκού ανέμου έδινε σημαντικό<br />

στρατηγικό πλεονέκτημα στη διάρκεια της ναυμαχίας στον έναν<br />

από τους δυο αντιπάλους. Όποιος κατάφερνε να τοποθετήσει<br />

έτσι τα πλοία του, ώστε να επωφεληθεί από την κατεύθυνση<br />

του ανέμου, είχε λογικά μαζί του έναν επιπλέον σύμμαχο. Είναι,<br />

εξάλλου, γνωστό ότι πολλές ναυμαχίες εκείνης της εποχής<br />

χάθηκαν ή κερδήθηκαν εξαιτίας της αλλαγής αυτού του<br />

αστάθμητου παράγοντα.<br />

ΤΟΥ ΣΚΟΙΝΙΟΥ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟΥ Π<strong>Α</strong>ΛΟΥΚΙΟΥ<br />

Σε όποιο άτομο προσάπτονται αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί,<br />

είναι βέβαιο πως δεν κινείται στη σφαίρα εκείνων που χαίρουν<br />

εκτίμησης από το περιβάλλον τους ή και από την κοινωνία<br />

συνολικά. Και οι δύο λέξεις σχετίζονται με τις ποινές που<br />

επιβάλλονταν σε όσους έρχονταν σε αντίθεση με τα<br />

συμφέροντα και τους νόμους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.


Το σκοινί υπονοεί τη θηλιά της αγχόνης, ενώ το παλούκι<br />

υπονοεί τη βασανιστική θανάτωση με το ονομαζόμενο<br />

«παλούκωμα», που επιβαλλόταν σε όσους «άξιζε» να πεθάνουν<br />

βασανιστικά και ατιμωτικά.<br />

Με την πάροδο του χρόνου, η έκφραση γενικεύτηκε και, εκτός<br />

των παρανόμων, αναφερόταν σε όσους, με κοινωνικά κριτήρια,<br />

ασχολούνταν με ανυπόληπτα επαγγέλματα, όπως εκείνο του<br />

γελωτοποιού, του ηθοποιού κλπ. Βέβαια, και στις μέρες μας,<br />

υπάρχουν ευάριθμοι συμπολίτες μας που είναι πράγματι «του<br />

σκοινιού και του παλουκιού» με την κυριολεκτική έννοια, αλλά<br />

οι συγκεκριμένες ποινές πλέον δεν επιβάλλονται…<br />

ΤΡΙ<strong>Α</strong>ΚΟΝ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> <strong>Α</strong>ΡΓΥΡΙ<strong>Α</strong><br />

Είναι γνωστό πως ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού στους<br />

Γραμματείς και τους Φαρισαίους παίρνοντας ως αμοιβή τριάντα<br />

αργυρά νομίσματα, τα «τριάκοντα αργύρια». Τα χρήματα αυτά,<br />

όπως φαίνεται, δεν είχαν ιδιαίτερα υψηλή αξία, αν μάλιστα<br />

αναλογιστούμε, ποιος θυσιάστηκε στο βωμό τους.<br />

<strong>Α</strong>πό τότε, το ποσό αυτό συμβολίζει φραστικά την αμοιβή όλων<br />

εκείνων που προδίδουν την εμπιστοσύνη ή τη φιλία των πιο<br />

αγαπητών τους προσώπων έναντι ευτελούς τιμήματος.<br />

Εξάλλου, δε μπορεί να υπάρξει χρηματικό ποσό, που να μπορεί<br />

να αντισταθμίσει το βάρος της προδοσίας.


ΤΡΙΤΗ Κ<strong>Α</strong>Ι ΔΕΚ<strong>Α</strong>ΤΡΕΙΣ<br />

Όσο και αν δεν είστε προληπτικοί, είναι σχεδόν βέβαιο πως<br />

αποφεύγετε να πάρετε σημαντικές αποφάσεις ή να δώσετε<br />

κρίσιμες απαντήσεις μια τέτοια δύσκολη μέρα.<br />

Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν έχετε και πολύ<br />

άδικο. <strong>Α</strong>ν θυμηθούμε πως η Κωνσταντινούπολη, η βασιλίδα<br />

των πόλεων, αλώθηκε δυο φορές ημέρα Τρίτη. Η πρώτη φορά<br />

ήταν την Τρίτη 13 <strong>Α</strong>πριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους της<br />

Δ’ Σταυροφορίας. Η δεύτερη, και οριστική, φορά ήταν την Τρίτη<br />

29 <strong>Α</strong>πριλίου 1453 από τα στρατεύματα του Μωάμεθ Β’ του<br />

Πορθητή.<br />

Πώς δικαιολογείται τώρα το 13. Ίσως από την πρώτη άλωση<br />

της Πόλης το 1204. Ίσως, κατά μία δεύτερη εκδοχή, από το<br />

σύνολο των 13 ατόμων του Ιησού και των μαθητών του, μιας<br />

και ο 13 ος της ομάδας, ο Ιούδας, ήταν εκείνος που τον<br />

πρόδωσε.


ΤΣ<strong>Α</strong>Ϊ Π<strong>Α</strong>ΡΤΙ<br />

<strong>Α</strong>πό το 1765 οι <strong>Α</strong>μερικανοί κάτοικοι της Βοστώνης θεωρούσαν<br />

τη φορολόγησή τους χωρίς την αντίστοιχη εκπροσώπησή τους<br />

στο κοινοβούλιο ως μια μορφή τυραννίας. Τον Ιούνιο του 1767,<br />

όταν η βρετανική κυβέρνηση επέβαλε βαρύ φόρο τσαγιού<br />

στους <strong>Α</strong>μερικανούς αποίκους, το ποτήρι ξεχείλισε, με<br />

αποτέλεσμα την κοινωνική αναταραχή που οδήγησε στο<br />

λεγόμενο «Τσάι πάρτι της Βοστώνης». Στις 16 Δεκεμβρίου 1773<br />

μερικοί από τους αποίκους, ντυμένοι ινδιάνοι, ανέβηκαν στα<br />

πλοία και έριξαν στη θάλασσα εκατοντάδες κιλά τσαγιού, κάτι<br />

που σήμαινε οικονομική καταστροφή για τους Άγγλους<br />

εμπόρους.<br />

Επρόκειτο για μια επαναστατική ενέργεια με κοινωνικές<br />

προεκτάσεις που έμεινε στην ιστορία. Στο άκουσμά της, για<br />

όσους γνωρίζουν, εννοούνται ταραχές και μάλιστα με<br />

πρωτότυπες και απροσδόκητες μεθόδους. Κάτι που θυμίζει το<br />

δικό μας «της κακομοίρας».<br />

ΤΣ<strong>Α</strong>ΜΙΚΟ<br />

Ο τσάμικος είναι ο πιο λεβέντικος ελληνικός παραδοσιακός<br />

χορός. Η προέλευση του ονόματος του οφείλεται στην<br />

Τσαμουριά της Ηπείρου. Είναι ο χορός των κλεφτών της<br />

Επανάστασης του ’21, γι’ αυτό ονομάζεται και κλέφτικος.<br />

Έχει συγκεκριμένα βήματα που ποικίλουν από περιοχή σε<br />

περιοχή. Για παράδειγμα, στην Ήπειρο χορεύεται με 16 βήματα,


ενώ οι Στερεοελλαδίτες προτιμούν τα 8 βήματα και οι<br />

Πελοποννήσιοι τα 14.<br />

Συχνά ο πρωτοχορευτής χορεύει στον τόπο, κάνει δηλαδή δικές<br />

του φιγούρες στο σημείο που βρίσκεται χωρίς να προχωρεί,<br />

επιδεικνύοντας έτσι την λεβεντιά του αλλά και την χορευτική<br />

του δεινότητα. Στην περίπτωση αυτή, οι υπόλοιποι χορευτές<br />

κάνουν επιτόπια τα δύο πρώτα βήματα του χορού κατά την<br />

φορά του κύκλου.<br />

Διαφορές επίσης διαπιστώνουμε στις κινήσεις των χορευτών<br />

στις διάφορες περιοχές. Οι αυτοσχεδιασμοί των Ηπειρωτών<br />

είναι πιο βαριοί και πιο αργοί, ενώ των Πελοποννήσσιων είναι<br />

πιο ανάλαφροι και ελεύθεροι.


Υ<br />

ΥΠΝΟΣ Κ<strong>Α</strong>Ι ΟΝΕΙΡ<strong>Α</strong><br />

Ο Ύπνος, γιος της Νύχτας, έχει ως αποστολή την ανάπαυση<br />

των ανθρώπων, την απαλλαγή τους από κάθε δυστυχία, γι’<br />

αυτό έρχεται σ’ αυτούς χωρίς κανείς να του αντιστέκεται. Ζει σε<br />

σπήλαιο θεοσκότεινο χωρίς πόρτες, για να μην του ταράζει την<br />

ησυχία το παραμικρό τρίξιμό τους. Κι από δίπλα κυλά χαρωπά<br />

το ποτάμι της Λήθης, της λησμονιάς.<br />

Ο Ύπνος έχει αμέτρητους γιους, τους Όνείρους, μα μονάχα<br />

τρεις απ’ αυτούς είναι επώνυμοι – ο Μορφέας, ο Φοβήτορας και<br />

ο Φάντασος. Κι αυτούς τους τρεις τους στέλνει μονάχα σε<br />

όσους έχουν εξουσία. Ο πρώτος παίρνει πάντα τη μορφή<br />

ανθρώπων, ο δεύτερος μεταμορφώνεται σε όλα τα άγρια θηρία<br />

και τέρατα, ενώ ο τρίτος γίνεται καθετί άψυχο που υπάρχει<br />

γύρω μας. Στους κοινούς θνητούς, σ’ εμάς δηλαδή, ο Ύπνος<br />

στέλνει τους άλλους γιους του, τους ανώνυμους. <strong>Α</strong>υτοί<br />

ξεχύνονται από δυο πύλες, μια κεράτινη και μια ελεφάντινη. Η<br />

πρώτη συμβολίζει τον κερατοειδή χιτώνα του ματιού, άρα όσα<br />

βλέπουμε είναι αληθινά και προειδοποιούν για το μέλλον. Η<br />

δεύτερη συμβολίζει το στόμα και τα δόντια, άρα όσα βγαίνουν


από εκεί είναι αμφίβολης αξίας, δηλαδή η ερμηνεία των<br />

ονείρων.<br />

Έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα η μαγεία του αρχαίου<br />

ελληνικού πνεύματος κι έτσι μέχρι σήμερα συμβαίνει. <strong>Α</strong>ς<br />

προσέχουν οι έχοντες και κατέχοντες, γιατί οι επώνυμοι γιοι του<br />

Ύπνου παραμονεύουν!<br />

ΥΠΟ ΤΗΝ <strong>Α</strong>ΙΓΙΔ<strong>Α</strong><br />

Πολλές καλλιτεχνικές, για παράδειγμα, εκδηλώσεις<br />

πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα του Υπουργείου<br />

Πολιτισμού, που σημαίνει πρακτικά πως ο φορέας αυτός<br />

φροντίζει με κάθε τρόπο για την επιτυχημένη διεξαγωγή της<br />

εκδήλωσης.


Η αιγίδα, το δέρμα της κατσίκας (αίγας), χρησιμοποιήθηκε για<br />

την κάλυψη των ασπίδων, ώστε να παρέχουν μεγαλύτερη<br />

προστασία στους στρατιώτες.<br />

Η πιο γνωστή αιγίδα (κατ’ επέκταση ασπίδα) της ελληνικής<br />

μυθολογίας ήταν εκείνη που κατασκεύασε ο Ήφαιστος για το<br />

Δία από το δέρμα της <strong>Α</strong>μάλθειας, της κατσίκας που ήδη τον είχε<br />

μεγαλώσει με το γάλα της.


Φ<br />

Φ<strong>Α</strong>ΡΟΣ<br />

Πάνω στο μικρό νησάκι Φάρος έξω από το λιμάνι της<br />

<strong>Α</strong>λεξάνδρειας της <strong>Α</strong>ιγύπτου κατασκευάστηκε τον 3 ο αιώνα π.Χ.<br />

ένα οικοδόμημα τεσσάρων επιπέδων, ύψους 140 μ., το<br />

ψηλότερο της εποχής του, από τον Σώστρατο τον Κνίδιο,<br />

μηχανικό και αρχιτέκτονα. Το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο<br />

ήταν τετράγωνα, ενώ το τρίτο ήταν οκταγωνικό. Το τέταρτο και<br />

τελευταίο επίπεδο ήταν κυκλικό και την κορυφή του κοσμούσε<br />

άγαλμα του <strong>Α</strong>πόλλωνα ή του Ποσειδώνα. Εκεί τοποθετήθηκε<br />

ένα κάτοπτρο για να αντανακλά τις ακτίνες του ήλιου τις<br />

πρωινές ώρες, ενώ το βράδυ μια φλόγα συνεχώς αναμμένη<br />

προειδοποιούσε τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίου<br />

και την αποφυγή ναυαγίων. Ήταν ο Φάρος της <strong>Α</strong>λεξάνδρειας,<br />

ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, που άντεξε μέχρι<br />

και τον 14 ο αιώνα μ.Χ., οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά<br />

από σεισμό. <strong>Α</strong>πό τότε, κάθε οικοδόμημα που κατασκευάζεται γι’<br />

αυτό το σκοπό, παίρνοντας το όνομα αυτού του μικρού νησιού,<br />

αποκαλείται φάρος.


Φ<strong>Α</strong>ΤΕ Μ<strong>Α</strong>ΤΙ<strong>Α</strong> Ψ<strong>Α</strong>ΡΙ<strong>Α</strong><br />

Την εποχή που ο <strong>Α</strong>λή Πασάς κυβερνούσε με τυραννικό τρόπο<br />

τα Γιάννενα, οι φόροι που επέβαλλε στους δυστυχισμένους<br />

ραγιάδες ήταν σκληροί και πολλές φορές δυσβάσταχτοι.<br />

Φόρος, και μάλιστα βαρύς, υπήρχε ακόμη και στα ψάρια που<br />

ψάρευαν οι φτωχοί ψαράδες στη λίμνη των Ιωαννίνων, ένα<br />

ολόκληρο γρόσι για κάθε οκά ψαριών. Μάταια οι<br />

μεροκαματιάρηδες επιχειρούσαν να αποφύγουν την καταβολή<br />

του φόρου, αφού οι φοροεισπράκτορες είχαν παντού μάτια και<br />

έκαναν κατάσχεση στην ψαριά όταν δεν πληρωνόταν το<br />

αντίτιμο. Ίσως και γι’ αυτούς ήταν ο μόνος τρόπος για να<br />

διατηρήσουν το κεφάλι τους στη θέση του.<br />

Ένας γερο-ψαράς, λοιπόν, που είδε να δημεύεται η ψαριά του,<br />

είπε τη φράση : «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομος<br />

(πρήξιμο)», που από τότε χρησιμοποιείται όταν μια πολύ<br />

έντονη επιθυμία παραμένει δυστυχώς ανεκπλήρωτη.<br />

ΦΙ<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>Σ ή ΦΤΙ<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>Σ<br />

«Ο Φιάκας» του Δ. Κ. Μισιτζή, μία κοινωνική κωμωδία<br />

χαρακτήρων και ηθών, γραμμένη το δεύτερο μισό του 19ου<br />

αιώνα, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα Κωνσταντινουπολίτικου<br />

θεάτρου. Πρωτοανέβηκε το 1870 στην Πόλη και είναι από τις<br />

πιο σημαντικές κωμωδίες του νεοελληνικού θεάτρου, που<br />

παρουσιάζεται έως και σήμερα.


Ο Φιάκας ζει παρασιτικά στην Πόλη του 1870 βουτηγμένος στα<br />

χρέη. Κομψευόμενος και πανούργος, παριστάνει τον πλούσιο<br />

γόνο καλής οικογενείας και πολιορκεί ερωτικά την εύπιστη<br />

Ευανθία, προσβλέποντας στην προίκα της. <strong>Α</strong>υτή, συνεπαρμένη<br />

από τα μυθιστορήματα της εποχής και ευφάνταστη, γίνεται<br />

εύκολα θύμα του… (από το σημείωμα της παράστασης). Για να<br />

ακολουθήσουν σπαρταριστικά επεισόδια με έντονα ηθογραφικά<br />

στοιχεία της εποχής.<br />

Ο «φιάκας», πιθανότατα προερχόμενος από το φιάχνω ή<br />

φτιάχνω, ασχολείται με το να «φτιάχνει» την εικόνα του ή τις<br />

καταστάσεις.<br />

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ Δ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΟΥΣ<br />

Κ<strong>Α</strong>Ι ΔΩΡ<strong>Α</strong> ΦΕΡΟΝΤΕΣ<br />

<strong>Α</strong>ν κάποιος απ’ αυτούς που θεωρείτε εχθρό σας, σας<br />

προσφέρει κάποιο πολύτιμο δώρο, καλό θα είναι να μην το<br />

δεχθείτε. Είναι βέβαιο, σύμφωνα με τα διδάγματα της ιστορίας,<br />

πως στόχος του δώρου θα είναι να σας προκαλέσει τη<br />

μεγαλύτερη δυνατή ζημιά.<br />

Το ίδιο συνέβη και με τους Δαναούς, όπως ονομάζονταν οι<br />

Έλληνες κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, όταν<br />

προσέφεραν στους Τρώες το Δούρειο Ίππο. Η κατάληξη αυτής<br />

της ιστορίας είναι, νομίζω, γνωστή σε όλους.


Χ<br />

Χ<strong>Α</strong>ΘΗΚΕ Σ<strong>Α</strong>Ν ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΣΤ’ <strong>Α</strong>ΜΠΕΛΙ<br />

Σύμφωνα με το «Γεωργικό Νόμο» στα βυζαντινά χρόνια, την<br />

εποχή της σποράς οι γεωργοί είχαν το δικαίωμα να στήνουν<br />

παγίδες, ώστε τα διάφορα άγρια ζώα να μην τους<br />

καταστρέφουν τα χωράφια. Ο νόμος προέβλεπε ότι κατά το<br />

συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν εξαιρούνταν ούτε οι σκύλοι<br />

των γειτόνων, αφού και αυτοί μπορούσαν να προκαλέσουν<br />

φθορά στα σπαρτά. Οπότε δεν υπήρχε κανένα δικαίωμα<br />

αποζημίωσης ούτε και γι’ αυτόν τον πολύτιμο φύλακα των<br />

σπιτιών.<br />

<strong>Α</strong>υτό συμβαίνει και σήμερα σε όποιον χάνει τη ζωή του άδικα<br />

και άδοξα. Χάνεται σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.<br />

Χ<strong>Α</strong>ΛΙ Θ<strong>Α</strong> ΓΙΝΩ, Ν<strong>Α</strong> ΜΕ Π<strong>Α</strong><strong>ΤΗΣ</strong>ΕΙΣ<br />

Κάθε άνθρωπος έχει, όπως λέμε, το "κουμπί" του. Κι όταν<br />

κάποιος του το βρει, τότε μπορεί να τον κάνει υποχείριό του, να<br />

τον χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση κάθε λογικής ή<br />

παράλογης επιθυμίας του, να γίνει χαλί να τον πατήσει.<br />

Βυζαντινής προέλευσης η φράση αυτή, την εποχή που οι<br />

άνθρωποι μαθήτευαν στην άσκηση της κολακείας, ώστε να


βρουν μια θέση στο παλάτι. Κι όσοι απ' αυτούς αρίστευαν στις<br />

εξετάσεις τους, έπαιρναν τον τίτλο του αυλοκόλακα.<br />

Ήταν, φαίνεται, τόσο μεγάλη η επιθυμία αυτών των ανθρώπων<br />

να βρεθούν στην αυλή του αυτοκράτορα και των ευγενών, που<br />

δεν δίσταζαν να καταφύγουν σε απίστευτα ταπεινωτικές<br />

συμπεριφορές. Χαρακτηριστικός ήταν ο καυγάς μεταξύ<br />

αυλοκολάκων για το ποιος θα σκύψει πρώτος, για να πατήσει<br />

πάνω στη ράχη του ο αφέντης που ήθελε να καβαλήσει τ' άλογό<br />

του. Κι ακόμη πιο εξευτελιστικό το γονάτισμα σε λάσπες και<br />

ακαθαρσίες για να μπει ο άρχοντας στο παλάτι χωρίς να<br />

λερώσει τα σανδάλια του, συμπεριφορά που δημιούργησε και<br />

την έννοια του ανθρώπινου χαλιού.<br />

<strong>Α</strong>λησμόνητη, εξάλλου, έχει μείνει και η παρεμφερής ατάκα του<br />

Κώστα Χατζηχρήστου (Ζίκου) προς το αφεντικό του Κώστα<br />

Δούκα (κυρ Παντελή) στην ταινία "Της Κακομοίρας" : "Εμένα<br />

να με παίρνεις με το καλό, μούσι να γίνω να με ξουρίσεις".<br />

Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα,<br />

τα "παλάτια" εξακολουθούν να υφίστανται, η δε αυλοκολακεία<br />

έχει εξελιχθεί σε επιστήμη. Δεν εξηγείται αλλιώς, πρέπει τα<br />

οφέλη (για όσους επιθυμούν να πουλήσουν) να είναι πολύ<br />

μεγάλα.<br />

Χ<strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΙΤΥΠΕΙΟ<br />

Οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου δεν ασκούσαν μόνο το<br />

αρχαιότερο και πλέον προσοδοφόρο επάγγελμα από<br />

καταβολής κόσμου, αλλά διέθεταν και πρωτότυπους τρόπους,


προκειμένου να προσελκύσουν την πελατείας τους χωρίς να<br />

προκαλούν αρνητικά σχόλια.<br />

Στον πάτο από τα σανδάλια τους υπήρχε χαραγμένη η φράση<br />

«ακολούθει μοι», ώστε καθώς περπατούσαν πάνω στο<br />

χωματόδρομο, να παραμένει το αποτύπωμα και οι<br />

ενδιαφερόμενοι να παίρνουν το δρόμο προς τα χαμαιτυπεία<br />

(σύνθετη λέξη από το χαμαί = κάτω και τύπος = αποτύπωμα).<br />

Φαίνεται πως και στον τομέα της τυπογραφίας, οι Έλληνες<br />

βρίσκονταν αιώνες μπροστά από τον Γουτεμβέργιο.<br />

Χ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΚΙΡΙ<br />

Χαρακίρι ή Σεπούκου ονομάζεται ο τρόπος αυτοκτονίας που<br />

καθιερώθηκε από τους Ιάπωνες Σαμουράι ως λύτρωση από την<br />

ήττα ή την ατίμωση. Οι αυτόχειρες πολεμιστές στρέφονταν<br />

γονατίζοντας προς τον Ήλιο και κάρφωναν το σπαθί τους βαθιά<br />

στην κοιλιά, προκαλώντας έτσι το θάνατό τους. Τη στιγμή της<br />

κορύφωσης του πόνου ένας φίλος τους, Σαμουράι επίσης, τους<br />

αποκεφάλιζε.<br />

Χαρακίρι χαρακτηρίζεται σήμερα κάθε ενέργειά μας που<br />

στρέφεται εκούσια ή ακούσια εναντίον του εαυτού μας.


Χ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΤΣΙ<br />

Στις μέρες μας είναι η πλέον συνηθισμένη λέξη που κυκλοφορεί<br />

όχι μόνο από στόμα σε στόμα αλλά και από πορτοφόλι σε<br />

πορτοφόλι με την ευγενική συμμετοχή των κατά τόπους<br />

οικονομικών υπηρεσιών του κράτους.<br />

Χαράτσι ονομαζόταν ο κεφαλικός φόρος που είχε επιβληθεί<br />

από τον σουλτάνο να πληρώνουν όσοι ζούσαν και κινούνταν<br />

εντός των ορίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όποιος<br />

αρνιόταν να καταβάλει τον φόρο αυτό, τότε κινδύνευε άμεσα να<br />

χάσει το κεφάλι του μαζί με το δικαίωμα ζωής εντός του<br />

οθωμανικού κράτος. Όποιος αδυνατούσε να καταβάλει τον<br />

φόρο εξαιτίας της ανέχειας, έπεφτε στα νύχια των


κοτζαμπάσηδων και των κατακτητών φίλων τους, με<br />

αντάλλαγμα άλλοτε τα φτωχικά κτήματά τους και άλλοτε με<br />

υποχρεωτικές ερωτικές συνευρέσεις με τα ανήλικα πανέμορφα<br />

κορίτσια τους.<br />

Οι εποχές άλλαξαν, οι Έλληνες απελευθερώθηκαν, το χαράτσι<br />

ζει και βασιλεύει!<br />

Χ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΠΙΚΟ<br />

Οι απόψεις διίστανται σε σχέση με την προέλευση αυτού του<br />

ιδιαίτερου χορού. Το μόνο που δεν αμφισβητείται είναι η αρχική<br />

του προέλευση από τους βυζαντινούς χρόνους.<br />

Σύμφωνα με μια άποψη, ήταν ο χορός των κρεοπωλών της<br />

Πόλης και επρόκειτο για χορευτική μίμηση μάχης με σπαθιά,<br />

όπου η πρώτη σειρά των χορευτών κρατούσε μαχαίρια, ραβδιά<br />

και ματσίγια, ενώ η δεύτερη κρατούσε όπλα. Η λέξη χασάπικο<br />

προέρχεται από το τουρκικό kassap που σημαίνει κρεοπώλης,<br />

ενώ η ελληνική ονομασία του χορού ήταν μακελάρικος<br />

(κρεοπώλης, χασάπης = μακελάρης).<br />

Κατά μία άλλη εκδοχή, ο χορός αυτός χορευόταν από τους<br />

Κασσάπηδες, ένα επίλεκτο σώμα στρατιωτών του Βυζαντίου.<br />

Τα βήματα του χορού ήταν απλά και στόχος των χορευτικών<br />

ελιγμών ήταν η εκκαθάριση των αντιπάλων. Ο χορός<br />

παρουσιαζόταν από τους Κασσάπηδες σε γιορτές και ήταν το<br />

χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της στρατιωτικής μονάδας.<br />

Συμβολικός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο κρατιούνται


μεταξύ τους οι χορευτές (από τους ώμους και από το ζωνάρι<br />

της μέσης), που δείχνει ακριβώς αυτό το δέσιμο της ομάδας.<br />

Με την πάροδο του χρόνου, το «κ» μετατράπηκε στο ομόλογό<br />

του «χ», ενώ το ένα «σ» απαλείφθηκε, με αποτέλεσμα ο χορός<br />

να γίνει «χασάπικος».<br />

ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ<br />

Όταν οι απόψεις διίστανται, είναι προτιμότερο να επιχειρούμε<br />

να βρούμε την καλύτερη δυνατή λύση, τη χρυσή τομή, παρά να<br />

καταλήξουμε σε πλήρη διαφωνία με δυσάρεστες για όλους<br />

συνέπειες.<br />

Τι είναι η χρυσή τομή; Είναι η πιο αρμονική διαίρεση ενός<br />

ευθύγραμμου τμήματος σε δύο άνισα μέρη, τα οποία<br />

καταλήγουν να έχουν μια συγκεκριμένη αναλογία. Και πιο είναι<br />

άραγε το αποτέλεσμα της χρήσης της; Παγκόσμιας<br />

ακτινοβολίας αριστουργήματα, από τον Παρθενώνα του Φειδία<br />

μέχρι τη Τζοκόντα του Ντα Βίντσι!<br />

Ίσως αξίζει τον κόπο να αναζητήσουμε κι εμείς μερικές φορές<br />

τη χρυσή τομή.


Ψ<br />

ΨΥΛΛΟΙ ΣΤ’ <strong>Α</strong>ΥΤΙ<strong>Α</strong> ΜΟΥ ΜΠΗΚ<strong>Α</strong>ΝΕ<br />

Γνωστή σε όλους η φράση (και το παλιό λαϊκό τραγούδι) που<br />

δηλώνει τις υποψίες μας απέναντι σε κάποιο πρόσωπο. Η<br />

αρχική σημασία της φράσης δεν έχει το ίδιο ή ανάλογο<br />

περιεχόμενο.<br />

Στα χρόνια του Ιουλιανού, ο αυτοκράτορας απεχθανόταν τους<br />

«ωτακουστές», δηλαδή εκείνους που είχαν την κακή συνήθεια<br />

να κρυφακούνε. Γι’ αυτό και η τιμωρία τους ήταν<br />

παραδειγματική. Τους έριχναν καυτό λάδι στ’ αυτιά, που είχε ως<br />

αποτέλεσμα την πλήρη κώφωση. Όμως η τιμωρία φαινόταν<br />

ιδιαίτερα σκληρή για ένα τόσο μικρό ανθρώπινο παράπτωμα.<br />

Έτσι ο αυτοκράτορας πρότεινε κάτι άλλο, που αρχικά φάνηκε<br />

λιγότερο επώδυνο, αλλά η πρακτική απέδειξε πως πιο οδυνηρό<br />

δε γινόταν. <strong>Α</strong>ποφασίστηκε να τοποθετούνε ψύλλοι στα ένοχα<br />

αυτιά. Και καθώς τα δύστυχα έντομα αναζητούσαν<br />

απεγνωσμένα διέξοδο, έφταναν στο λαβύρινθο του<br />

υφιστάμενου το μαρτύριο, που η ανυπόφορη φαγούρα τον<br />

οδηγούσε συχνά μέχρι την τρέλα.


ΨΩΝΙΣΕ <strong>Α</strong>ΠΟ ΣΒΕΡΚΟ<br />

<strong>Α</strong>ν μετά από μια αγορά διαπιστώσετε ότι έχετε κάνει τη<br />

χειρότερη δυνατή επιλογή, τότε σίγουρα έχετε ψωνίσει από<br />

σβέρκο.<br />

Κι αυτό, γιατί αν πάμε λίγο πίσω, στην εποχή που οι αγροτικές<br />

εργασίες αποτελούσαν τη βασική ασχολία του πληθυσμού, θα<br />

θυμηθούμε πως τα ζώα ζεύονταν από το σβέρκο στο αλέτρι για<br />

να οργώσουν τα χωράφια. Έτσι, το δέρμα του ζώου σ’ εκείνη<br />

την περιοχή γινόταν ιδιαίτερα τραχύ, με αποτέλεσμα, όταν<br />

ερχόταν η ώρα της σφαγής του, το δέρμα αυτό να είναι το πιο<br />

δύσκολο στην επεξεργασία του.<br />

Κατά τ’ άλλα, πρέπει επίσης να γνωρίζετε πως το κρέας της<br />

αντίστοιχης περιοχής, ο λαιμός όπως λέμε, είναι ιδιαίτερα<br />

τρυφερό και γευστικό.<br />

ΨΩΡΟΚΩΣ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΙΝ<strong>Α</strong><br />

Η Πανωραία Χατζηκώστα καταγόταν από πλούσια οικογένεια<br />

στο <strong>Α</strong>ϊβαλί, αλλά όταν οι Τούρκοι έσφαξαν όλη της την<br />

οικογένεια, κατέληξε ζητιάνα στο Ναύπλιο, όπου και της δόθηκε<br />

αυτό το παρατσούκλι. Όμως, στον έρανο για τους Μεσολογγίτες<br />

που έγινε στο Ναύπλιο το 1826, η γερόντισσα πρόσφερε το<br />

δαχτυλίδι της και ένα γρόσι, τη μοναδική της περιουσία.<br />

<strong>Α</strong>ργότερα, όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε το ορφανοτροφείο της<br />

πόλης, η γριά ζητιάνα προσφέρθηκε να πλένει δωρεάν τα<br />

ρούχα των παιδιών. Σε μια συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης,


ένας από τους βουλευτές χαρακτήρισε το Δημόσιο Ταμείο της<br />

Πατρίδας μας ως Ψωροκώσταινα λόγω της ανέχειάς του, με<br />

αποτέλεσμα το προσωνύμιο αυτό να ακολουθεί τον τόπο μας,<br />

ασφαλώς όχι άδικα.


Ω<br />

ΩΚΕ<strong>Α</strong>ΝΟΣ<br />

Το όνομα του θεού της ελληνικής μυθολογίας που ήταν ένας<br />

από τους Τιτάνες, γιού του Ουρανού και της Γαίας, αποφάσισαν<br />

να δώσουν οι γεωγράφοι στους μεγάλους όγκους νερού που<br />

περιβάλλουν την ξηρά.<br />

Όχι άδικα, αν αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τον μύθο είναι<br />

πατέρας όλων των υδάτων (θαλασσών, ποταμών κλπ),<br />

περιβάλλει από παντού τη γη και την οριοθετεί μέσα στο<br />

σύμπαν.<br />

Επιπλέον, ο τίτλος του ανήκει δικαιωματικά αφού με την<br />

γυναίκα του, την Τηθύ, κόρη επίσης του Ουρανού και της Γαίας<br />

(δεν υπήρχε θέμα αιμομιξίας τότε), γέμισε τον κόσμο με έξι<br />

χιλιάδες παιδιά, τρεις χιλιάδες γιους και τρεις χιλιάδες κόρες,<br />

τις Ωκεανίδες.<br />

Όπως βλέπετε, η γονιμότητα αμείβεται παγκοσμίως!


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν <strong>Α</strong><br />

1. <strong>Α</strong>καδημία Πλάτωνος<br />

2. <strong>Α</strong>κόμα δεν τον είδανε, Γιάννη τονε βαφτίσανε<br />

3. <strong>Α</strong>λαμπουρνέζικα<br />

4. <strong>Α</strong>λκυονίδες ημέρες<br />

5. Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας<br />

6. Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς<br />

7. <strong>Α</strong>λλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω 'γώ τον πόνο<br />

8. <strong>Α</strong>λλού παπάς κι αλλού τα ράσα του<br />

9. <strong>Α</strong>λλουνού παπά ευαγγέλιο<br />

10. <strong>Α</strong>ν σ' αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο,<br />

ξαναπέρνα από την Άνδρο<br />

11. <strong>Α</strong>νάθεμα<br />

12. <strong>Α</strong>νάστα ο Κύριος<br />

13. <strong>Α</strong>νθ' ημών ο Γουλημής<br />

14. Άνθρακες ο θησαυρός<br />

15. Άνοιξαν οι ασκοί του <strong>Α</strong>ιόλου<br />

16. <strong>Α</strong>ντί πινακίου φακής<br />

17. <strong>Α</strong>ντί του μάνα, χολή<br />

18. <strong>Α</strong>π' έξω κι ανακατωτά<br />

19. <strong>Α</strong>π' τα κόκαλα βγαλμένη<br />

20. <strong>Α</strong>πό μηχανής θεός<br />

21. <strong>Α</strong>πό πού κι ως πού<br />

22. <strong>Α</strong>πό την Πόλη έρχομαι<br />

23. <strong>Α</strong>πό το Σύνταγμα ως την Ομόνοια<br />

24. Άρτζι Μπούρτζι και Λουλάς<br />

25. Άρτος και θεάματα<br />

26. <strong>Α</strong>ς πάει και το παλιάμπελο<br />

27. <strong>Α</strong>υγά σου καθαρίζουνε;<br />

28. <strong>Α</strong>χλαδόκαμπος<br />

29. Βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της<br />

με τους πραματευτάδες<br />

30. Βανδαλισμός


31. Βαπορίσιος καφές<br />

32. Βασιλικότεροι του βασιλέως<br />

33. Βατερλό<br />

34. Βγήκε ασπροπρόσωπος<br />

35. Βέρα στο αριστερό<br />

36. Βλάκας με περικεφαλαία<br />

37. Βόμβες Μολότοφ<br />

38. Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ<br />

39. Γαλαζοαίματος<br />

40. Γεωγραφικός Άτλας<br />

41. Γη και ύδωρ<br />

42. Γιαγκούλας<br />

43. Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει<br />

44. Γιατί τα τάλιρα τα λένε τάλιρα<br />

45. Γκάλοπ<br />

46. Γραβάτα<br />

47. Δαμόκλειος σπάθη<br />

48. Δάμων και Φιντίας<br />

49. Δάφνη για το στιφάδο<br />

50. Δεν ιδρώνει το αυτί του<br />

51. Δεν χαρίζει κάστανα<br />

52. Διακονιάρης<br />

53. Διέβη τον Ρουβίκωνα<br />

54. Έβγαλα τη μπέμπελη<br />

55. Έβαλε τα πράγματα στη θέση τους<br />

56. Έγινε Λούης<br />

57. Έγινε Τώφαλος<br />

58. Εγκέλαδος<br />

59. Έγκλημα καθοσιώσεως<br />

60. Είμαστε για τα πανηγύρια<br />

61. Είναι στα μαύρα πανιά<br />

62. Έμπαινε, Γιούτσο!<br />

63. Εξ απαλών ονύχων<br />

64. Εξώλης και προώλης


65. Ευρώπη<br />

66. Έφαγε το καταπέτασμα<br />

67. Έφαγε τον αγλέουρα<br />

68. Έφαγε χυλόπιτα<br />

69. Έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια<br />

70. Ζεϊμπέκικο<br />

71. Ζιβάγκο<br />

72. Η γλώσσα του στάζει μέλι<br />

73. Η γυναίκα του καίσαρα<br />

74. Η εν πολλαίς αμαρτίαις<br />

75. Η Μητρόπολη κι ο Άγιος Λευτέρης<br />

76. Ή ταν ή επί τας<br />

77. Ήπιε το αμίλητο νερό<br />

78. Ήπιε τον άμπακο<br />

79. Θα σε φάει η Λάμια<br />

80. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα<br />

81. Ιμάμ μπαϊλνί<br />

82. Καβάλησε το καλάμι<br />

83. Καγκελάριος<br />

84. Καζανόβας<br />

85. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά<br />

86. Καμαρίλα<br />

87. Καμικάζι<br />

88. Κάνει την πάπια<br />

89. Καπνικαρέα<br />

90. Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε<br />

91. Κατά φωνή κι ο γάιδαρος<br />

92. Κέρβερος<br />

93. Κόκκινη γραμμή<br />

94. Κόκκινο πανί<br />

95. Κόκκινο χαλί<br />

96. Κολυβογράμματα<br />

97. Κομίζει γλαύκα εις <strong>Α</strong>θήνας<br />

98. Κομπιούτερ


99. Κουασιμόδος<br />

100. Κουταλιανός<br />

101. Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα<br />

102. Κρανίου τόπος<br />

103. Κρουασάν<br />

104. Κυκεώνας<br />

105. Κύκνειο άσμα<br />

106. Κυνηγάει ανεμόμυλους<br />

107. Λερναία ύδρα<br />

108. Λήσταρχος Νταβέλης<br />

109. Λουκούλειο γεύμα<br />

110. Λυμένο ζωνάρι<br />

111. Μαγαρίζω<br />

112. Μαθουσάλας<br />

113. Μαζοχισμός<br />

114. Μάλλιασε η γλώσσα μου<br />

115. Μανταρίνια<br />

116. Μας άλλαξαν τα φώτα<br />

117. Μας έκανε άνω κάτω<br />

118. Μας φλόμωσες<br />

119. Μαύρη τρύπα<br />

120. Μαύρο και δαγκωτό<br />

121. Μαυσωλείο<br />

122. Με το καρότο και το κνούτο<br />

123. Μέγαιρα<br />

124. Μέγκλα<br />

125. Μέλι γάλα<br />

126. Μέντορας<br />

127. Μερσεντές<br />

128. Μεσσαλίνα<br />

129. Μη μου άπτου<br />

130. Μη μου τους κύκλους τάραττε<br />

131. Μήλο της Έριδος<br />

132. Μήνας του μέλιτος


133. Μολών λαβέ<br />

134. Μοσχοβολάει<br />

135. Μου έψησε το ψάρι τα χείλη<br />

136. Μούντζα<br />

137. Μουσική<br />

138. Μπάτε σκύλοι αλέσετε κι αλεστικά μη δώσετε<br />

139. Μποϊκοτάζ<br />

140. Μπρούκλης<br />

141. Να μένει το βύσσινο<br />

142. Να τσιμπήσουμε κάτι<br />

143. Νίπτω τας χείρας μου<br />

144. Νταμιτζάνα<br />

145. Νύχτα <strong>Α</strong>γίου Βαρθολομαίου<br />

146. Ξεφτέρι<br />

147. Ξιπόλητος στ' αγκάθια<br />

148. Ο βράχος του Σίσυφου<br />

149. Ο κακός μου δαίμονας<br />

150. Ο κύβος ερρίφθη<br />

151. Ο λάκκος των λεόντων<br />

152. Ο μονόφθαλμος βασιλεύει στους τυφλούς<br />

153. Ο όφις με ηπάτησε<br />

154. Οι δέκα πληγές του Φαραώ<br />

155. Οι "Κασσάνδρες"<br />

156. Οι Χιώτες πάνε δυο δυο<br />

157. Όποτε του καπνίσει<br />

158. Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει<br />

159. Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός<br />

160. Ουαί τοις ηττημένοις<br />

161. Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι<br />

162. Οψόμεθα εις Φιλίππους<br />

163. Πακτωλός<br />

164. Πανδαιμόνιο<br />

165. Παπαλάμπραινα<br />

166. Παπατρέχας


167. Παραμύθια της Χαλιμάς<br />

168. Παρασκευή και δεκατρείς<br />

169. Πέμπτη φάλαγγα<br />

170. Περγαμηνή<br />

171. Περί όνου σκιάς<br />

172. Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος<br />

173. Πήραν τα μυαλά του αέρα<br />

174. Πιάσαμε το μαγιόξυλο<br />

175. Πιες ξίδι<br />

176. Πιστή Πηνελόπη<br />

177. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά<br />

178. Πιτζάμες<br />

179. Πλατεία <strong>Α</strong>μερικής<br />

180. Πλατεία Βικτωρίας<br />

181. Πλατεία Θεάτρου<br />

182. Πλατεία Κλαυθμώνος<br />

183. Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του<br />

184. Πολύ κακό για το τίποτα<br />

185. Πραλίνα<br />

186. Πράσιν' άλογα<br />

187. Πύργος της Βαβέλ<br />

188. Πύρρειος νίκη<br />

189. Ρόδο αμάραντο<br />

190. Σαδισμός<br />

191. Σάντουϊτς<br />

192. Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση<br />

193. Σαρδάμ<br />

194. Σαρδανάπαλος<br />

195. Σε τρώει η μύτη σου; Ξύλο θα φας.<br />

196. Σήκωσε μπαϊράκι<br />

197. Σιγά τον πολυέλαιο<br />

198. Σκωτσέζικο ντους<br />

199. Σόδομα και Γόμορα<br />

200. Σουσουράδα


201. Σπουδαία τα λάχανα<br />

202. Στήλη άλατος<br />

203. Στραπατσάδα<br />

204. Συκοφάντης<br />

205. Συκώτι<br />

206. Σώθηκε το λάδι στο καντήλι του<br />

207. Τα βρήκε μπαστούνια<br />

208. Τα δάνεια της <strong>Α</strong>γγλίας<br />

209. Τα έβγαλε στη φόρα<br />

210. Τα εξ αμάξης<br />

211. Τα έχει τετρακόσια<br />

212. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου<br />

213. Τα μυαλά σου και μια λίρα<br />

και του Μπογιατζή ο κόπανος<br />

214. Τα σπάσαμε<br />

215. Τα του καίσαρος τω καίσαρι<br />

216. Τι καπνό φουμάρεις<br />

217. Το κουτί της Πανδώρας<br />

218. Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου<br />

219. Το γεφύρι της Άρτας<br />

220. Το κρεβάτι του Προκρούστη<br />

221. Το μαρτύριο του Ταντάλου<br />

222. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής<br />

223. Το πιθάρι των Δαναΐδων<br />

224. Το σημείο G<br />

225. Το φιλί του Ιούδα<br />

226. Τον πιάσανε στα πράσα<br />

227. Του Κουτρούλη ο γάμος<br />

228. Του λιναριού τα πάθη<br />

229. Του πήρε τον αέρα<br />

230. Του σκοινιού και του παλουκιού<br />

231. Τριάκοντα αργύρια<br />

232. Τρίτη και δεκατρείς<br />

233. Τσάι πάρτι


234. Τσάμικο<br />

235. Ύπνος και όνειρα<br />

236. Υπό την αιγίδα<br />

237. Φάρος<br />

238. Φάτε μάτια ψάρια<br />

239. Φιάκας ή Φτιάκας<br />

240. Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες<br />

241. Χάθηκε σαν το σκυλί στ' αμπέλι<br />

242. Χαλί θα γίνω, να με πατήσεις<br />

243. Χαμαιτυπείο<br />

244. Χαρακίρι<br />

245. Χαράτσι<br />

246. Χασάπικο<br />

247. Χρυσή τομή<br />

248. Ψύλλοι στ' αυτιά μου μπήκανε<br />

249. Ψώνισε από σβέρκο<br />

250. Ψωροκώσταινα<br />

251. Ωκεανός


ΠΗΓΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡ<strong>Α</strong>ΦΙ<strong>Α</strong>Σ<br />

Επίτομο Πλήρες Εγκυκλοπαιδικό και Ερμηνευτικό Λεξικό της<br />

Ελληνικής Γλώσσας (εκδ. Πάπυρος, 1972)<br />

Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Μαρία Μανδαλά<br />

(εκδ. Τεγόπουλος Φυτράκης)<br />

Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γεώργιος Μπαμπινιώτης<br />

(εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2005)<br />

Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Φαίδων Κουκουλές<br />

Παροιμίαι, Νικόλαος Πολίτης<br />

Νεοελληνικές Φράσεις, Χρίστος Ι. Πάντος (εκδ. ΔΟΛ, 2013)<br />

<strong>Α</strong>ρχαίες, Βυζαντινές και Λόγιες Φράσεις στη Νέα Ελληνική Γλώσσα,<br />

Γεράσιμος <strong>Α</strong>ν. Μαρκαντωνάτος (εκδ. ΔΟΛ, 2013)<br />

Λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, <strong>Α</strong>ικατερίνη Τσοτάκου Καρβέλη<br />

(εκδ. ΔΟΛ, 2012)<br />

Η Ελληνική Μυθολογία, Κωνσταντίνος Κοντογόνης<br />

(εκδ. ΔΙΟΝ, 1999)<br />

Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νέου Ελληνικού Κράτους 1830-1974,<br />

Βασίλης Ραφαηλίδης (εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 1993)<br />

Η <strong>Α</strong>θήνα των <strong>Α</strong>νωνύμων, Λίζα Μιχελή (εκδ. ΔΡΩΜΕΝ<strong>Α</strong>)<br />

Οδωνυμικά – Η σημασία των ονομάτων των οδών της <strong>Α</strong>θήνας,<br />

Μ. Βουγιούκα – Β. Μεγαρίδης (εκδ. Δήμος <strong>Α</strong>θηναίων – Πνευματικό<br />

Κέντρο 1993)<br />

100 και… Γραφικοί Τύποι της Παλιάς <strong>Α</strong>θήνας, Χαρίλαος Πατέρας<br />

(εκδ. ΣΥΛΛΟΓΕΣ, 1999)<br />

Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας, <strong>Α</strong>νρί Γκουγκώ<br />

(εκδ. Καστανιώτης, 1998)<br />

Παραμύθια του Κάτω Κόσμου, Δημήτρης Προύσαλης<br />

(εκδ. <strong>Α</strong>πόπειρα, 2007)<br />

Λαϊκά Παραμύθια από τις άκρες του κόσμου – Ημερολόγιο 2010,<br />

Δημήτρης Προύσαλης (εκδ. <strong>Α</strong>/συνέχεια)<br />

Λαϊκές Παραδόσεις από τις γωνιές της Ελλάδας – Ημερολόγιο 2011,<br />

Δημήτρης Προύσαλης (εκδ. <strong>Α</strong>/συνέχεια)


ΔΙ<strong>Α</strong>ΔΙΚΤΥ<strong>Α</strong>ΚΟΙ ΤΟΠΟΙ<br />

anemi.lib.uoc.gr<br />

el.wikipedia.org<br />

glypto.wordpress.com<br />

www.asxetos.gr<br />

www.ebooks4greeks.gr<br />

www.gnomikologikon.gr<br />

www.kalyterotera.gr<br />

www.kentrolaografias.gr<br />

www.mani.org.gr

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!