09.11.2013 Views

17 ΝΟΕΜΒΡΗ 1973 - ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΩΣ ΕΚΕΙ....

Μια σύντομη διαδρομή μέσα από πρόσωπα και περιστατικά που οδήγησαν στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 μέχρι την ηρωική εξέγερση των φοιτητών και τα αιματηρά γεγονότα του Νοέμβρη του '73, που έγιναν προάγγελος της πτώσης της χούντας και της επιστροφής της χώρας μας στη δημοκρατία.

Μια σύντομη διαδρομή μέσα από πρόσωπα και περιστατικά που οδήγησαν στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 μέχρι την ηρωική εξέγερση των φοιτητών και τα αιματηρά γεγονότα του Νοέμβρη του '73, που έγιναν προάγγελος της πτώσης της χούντας και της επιστροφής της χώρας μας στη δημοκρατία.

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Επιλογή και Επιμέλεια Υλικού<br />

© Δημήτρης Φιλελές 2013


Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ<br />

Η Γερμανίδα πριγκίπισσα του Αννόβερου, μέλος και αρχηγός ομάδας της<br />

ναζιστικής νεολαίας του Χίτλερ, γενική διοικήτρια της Εθνικής Οργάνωσης<br />

Νεολαίας του δικτάτορα Μεταξά.<br />

Βασίλισσα της Ελλάδας από το 1947, σύζυγος του βασιλιά Παύλου, μητέρα<br />

του βασιλιά Κωνσταντίνου, η Φρειδερίκη ήταν εκείνη που ουσιαστική<br />

κυβερνούσε τον τόπο μας, ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις, είχε στενές σχέσεις<br />

με το δεξιό παρακράτος και ίσως ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας<br />

του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Η οργή της γι' αυτόν τον αγωνιστή της<br />

δημοκρατίας αποτυπώνεται στα λόγια της : "Δεν θα με απαλλάξει κανείς απ'<br />

αυτόν τον άνθρωπο;"<br />

Ο στρατηγός Βαρδουλάκης, πολλά χρόνια αργότερα, λύνει τη σιωπή του και<br />

λέει την αλήθεια : "Ο Λαμπράκης σκοτώθηκε κατά λάθος. Είχε δοθεί απλώς<br />

από τη βασίλισσα Φρειδερίκη να τον στραπατσάρουν..."


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ<br />

Αθλητής, γιατρός, αγωνιστής της Δημοκρατίας, βουλευτής. Αυτός είναι ο<br />

Γρηγόρης Λαμπράκης, ο άνθρωπος που αψηφά τις εντολές της αστυνομίας<br />

και με κίνδυνο της ζωής του οργανώνει την πρώτη Μαραθώνια Πορεία<br />

Ειρήνης σε μια ημερομηνία συμβολική : 21η Απριλίου 1963!<br />

Ένα μήνα μετά, στις 22 Μαΐου 1963, μιλά σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη,<br />

που οργανώνει η "Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη". Έξω από την<br />

αίθουσα, παρακρατικοί και αστυνομικοί ντυμένοι με πολιτικά τον περιμένουν<br />

με άγριες διαθέσεις. Μπαίνοντας στην αίθουσα δέχεται το πρώτο ελαφρύ<br />

χτύπημα από ρόπαλο, ενώ πιο σοβαρά τραυματίζεται ο βουλευτής Γιώργος<br />

Τσαρουχάς που τον συνοδεύει.<br />

Η εκδήλωση τελειώνει, ο Λαμπράκης βρίσκεται στο δρόμο απροστάτευτος,<br />

ένα τρίκυκλο έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα καταπάνω του, ο επιβάτης της<br />

καρότσας τον χτυπάει στο κεφάλι, τον ρίχνει αιμόφυρτο στο δρόμο και<br />

εξαφανίζεται χωρίς κανείς να προσπαθήσει να τον συλλάβει.<br />

Ευτυχώς βρέθηκε κοντά ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, ο "Τίγρης" όπως τον<br />

έλεγαν, που δε δίστασε να παλέψει με τους παρακρατικούς φονιάδες,<br />

ακινητοποιώντας πρώτα τον επιβάτη της καρότσας Μανώλη Εμμανουηλίδη<br />

και μετά τον οδηγό της Σπύρο Γκοτζαμάνη.<br />

Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου κυριολεκτικά<br />

αφέθηκε αβοήθητος, μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή μετά από<br />

τέσσερις μέρες.


ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ<br />

Ο αγωνιστής φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας αποβάλλεται από τη σχολή του<br />

επειδή είναι μέλος της νεολαίας της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς. Δεν<br />

παύει όμως να συμμετέχει ενεργά σε όλες τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, ενώ<br />

λίγο αργότερα γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.<br />

Στις 21 Ιουλίου 1965, ο Σωτήρης Πέτρουλας συμμετέχει στη μεγάλη φοιτητική<br />

διαδήλωση της Αθήνας. Η αστυνομία συλλαμβάνει πάνω από 250 διαδηλωτές<br />

και για να τους διαλύσει χρησιμοποιεί, εκτός από τα γκομπ στα κεφάλια των<br />

φοιτητών, και δακρυγόνα. Οι τραυματίες είναι πολλοί, ανάμεσά τους και ο<br />

Σωτήρης στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Ο<br />

τραυματισμός του γίνεται γνωστός στις 3 τα ξημερώματα της επόμενης μέρας<br />

στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών της Γ' Σεπτεμβρίου. Εκεί απλά διαπιστώνεται<br />

ο θάνατός του. Ο ιατροδικαστής αποδίδει το γεγονός σε ασφυξία λόγω<br />

δακρυγόνου.<br />

Η κηδεία του μετατρέπεται σε διαδήλωση. Η λαϊκή αγανάκτηση καταδικάζει<br />

για μια ακόμη φορά τη συνεργασία κράτους και παρακράτους κατά της<br />

δημοκρατίας.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος»<br />

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος<br />

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή<br />

ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.<br />

Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις<br />

τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές<br />

Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες<br />

μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.<br />

Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.<br />

Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι για να γκρεμίζει την αδικία.<br />

Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,<br />

ούτε στιγμή να ξεχαστείς.<br />

Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.<br />

Μια στιγμή αν ξεχαστείς,<br />

αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου,<br />

έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς<br />

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.<br />

Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου<br />

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.<br />

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος<br />

μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι.<br />

Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό.<br />

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος<br />

θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια!


Στις 21 Απριλίου 1967, αξιωματικοί του στρατού εκμεταλλεύονται την πολιτική<br />

ανωμαλία που επικρατεί στον τόπο μας και προλαβαίνουν τις εθνικές εκλογές<br />

που έχουν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου.<br />

Με αρχηγό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο και συνεργάτες του<br />

τον ταξίαρχο Στυλιανο Παττακό και τον συνταγματάρχη Νικόλαο Μακαρέζο<br />

παίρνουν παράνομα την εξουσία. Με 100 μόνο τεθωρακισμένα στην Αθήνα<br />

καταλαμβάνουν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, κινητοποιούν όλες τις<br />

στρατιωτικές μονάδες της Αττικής και εφαρμόζουν το σχέδιο "Προμηθέας".<br />

Το σχέδιο προβλέπει την αναγκαστική ανάληψη της εξουσίας απ' το στρατό<br />

με στόχο την καταστολή κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση εισβολής<br />

του σοβιετικού στρατού στην Ελλάδα. Πίσω απ' όλο αυτό το παράλογο<br />

σκηνικό βρίσκονται οι πράκτορες της CIA, που καθοδηγούν τις τρεις<br />

μαριονέτες του απριλιανού πραξικοπήματος.<br />

Η εφτάχρονη νύχτα της δικτατορίας σκεπάζει τον τόπο μας...


ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ «Η 21 η » (απόσπασμα)<br />

Η εικοστή πρώτη. Ημερομηνία Τρομερή.<br />

Θεέ μου! Τι βαριά που ‘ταν τα πόδια της!<br />

Θεέ μου! Πόση επέλαση σιδήρου!<br />

Βία μηχανοκίνητη.<br />

Φωνές από κρατητήρια.<br />

Πομπές επίσημες από σπασμένα αγάλματα.<br />

«Η εικοστή πρώτη, η εικοστή πρώτη»<br />

ελέγχει την τρυφερότητα<br />

ελέγχει τη νεότητα<br />

ελέγχει το στεναγμό μας.<br />

Μας νουθετούν<br />

Μας βοηθούν<br />

« Ο στρατός επενέβη »<br />

μαγική εφεύρεση<br />

προσευχηθείτε!<br />

Ο στρατός μας έκανε ένα βράδυ ανοιξιάτικο<br />

Να κινδυνεύουμε απ’ την ομορφιά του...


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΣΛΗΣ<br />

Το πρωί της 21ης Απριλίου “ στην πλατεία Αττικής είχε μαζευτεί κόσμος για να<br />

μάθει τι συνέβαινε. Ένας λοχίας πυροβόλησε με το αυτόματο όπλο και ο<br />

κόσμος διαλύθηκε τρομαγμένος. Τότε είδαμε πεσμένο στο έδαφος ένα άτομο<br />

και διαπιστώσαμε ότι ήταν ο Βασίλειος Πεσλής. Όταν σηκώσαμε το παιδί,<br />

είδαμε ένα τραύμα στο κεφάλι ”.<br />

Αυτά μαθαίνουμε από την κατάθεση στη δίκη που έγινε το 1976 του αυτόπτη<br />

μάρτυρα Δημήτρη Τελώνη. Ο υπαξιωματικός που είχε πυροβολήσει ήταν ο<br />

έφεδρος λοχίας Λυμπέρης Ανδρικόπουλος και ο νεκρός ήταν ο 15χρονος<br />

Βασίλης Πεσλής. Σύμφωνα, μάλιστα, με την κατάθεση ενός άλλου μάρτυρα –<br />

του αστυφύλακα Αθανάσιου Λιάσκα – μετά το φόνο ένας στρατιώτης ρώτησε<br />

το λοχία γιατί τον σκότωσε και ο λοχίας του απάντησε : “ Γιατί με έβρισε...”<br />

Τις αμέσως επόμενες ημέρες, ο πατέρας του δολοφονημένου παιδιού έστειλε<br />

δύο επιστολές, μία στον αντιστράτηγο Σπαντιδάκη και την άλλη στον ταξίαρχο<br />

Παττακό. Ο Σπαντιδάκης απάντησε ότι δε γνωρίζει τίποτα, ενώ ο Παττακός<br />

διέταξε να γίνει μια έρευνα για τα μάτια του κόσμου. Στο πλαίσιο αυτής της<br />

έρευνας, ο ιατροδικαστής Γεώργιος Αγιουτάντης συνέταξε ψευδή έκθεση<br />

νεκροψίας, αναφέροντας ότι ο θάνατος του παιδιού προήλθε από<br />

εξοστρακισμό σφαίρας, προκειμένου να φανεί σαν ατύχημα. Όπως<br />

αποδείχθηκε όμως αργότερα, το παιδί είχε χτυπηθεί με απευθείας βολή. Το<br />

1977 αποδείχθηκε ότι ήταν ψεύτικη η ιατροδικαστική έκθεση του Αγιουτάντη,<br />

ο οποίος όμως δε δικάστηκε λόγω παραγραφής.


ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΒΡΟΥ<br />

Την 21η Απριλίου, η 24χρονη Μαρία Καλαβρού στεκόταν με την αδελφή της<br />

στο πεζοδρόμιο της οδού Πατησίων, στο ύψος του “Ράδιο-Σίτυ”, και<br />

παρακολουθούσαν την πορεία των αρμάτων που πλησίαζαν.<br />

Όπως ανέφερε αργότερα η αδελφή της : “ Καθώς βαδίζαμε με την αδελφή<br />

μου, άκουσα έναν πυροβολισμό και μετά είδα την αδελφή μου να σωριάζεται<br />

στο πεζοδρόμιο. Νόμισα πως λιποθύμησε. Αλλά όταν έσκυψα, είδα τα<br />

αίματα ”.<br />

Σύμφωνα με κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα : “ Ξαφνικά, ο άνθρωπος που<br />

βρισκόταν στον πυργίσκο ενός από τα τανκς, μετακίνησε το πολυβόλο<br />

εναντίον των κοριτσιών και έριξε μια ριπή από απόσταση περίπου πέντε<br />

μέτρων. Ακούστηκαν ουρλιαχτά και τα τανκς προσπέρασαν ”.<br />

Ο άνθρωπος που πυροβόλησε, ο δολοφόνος της Μαρίας Καλαβρού, ήταν ο<br />

ανθυπίλαρχος Ιωάννης Αλμπάνης. Αξιωματικοί που συνυπηρετούσαν τότε με<br />

τον Αλμπάνη, τον άκουσαν να δικαιολογεί την πράξη του όταν επέστρεψε στη<br />

μονάδα του λέγοντας : “ Της έριξα για να μάθει να μουντζώνει ”.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΗΣ<br />

Την 21η Απριλίου, μεταφέρθηκαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου 700<br />

συλληφθέντες, κυρίως από το χώρο της Αριστεράς. Ανάμεσά τους ήταν ο<br />

Ηλίας Ηλιού, ο Γιάννης Ρίτσος κ.ά. Εκεί άρχισαν τα καψόνια και οι<br />

ξυλοδαρμοί. Κάθε βράδυ οι φρουροί με επικεφαλής τους αξιωματικούς<br />

εισέβαλαν στους θαλάμους, ξυλοκοπούσαν τους κρατούμενους και<br />

οργάνωναν εικονικές εκτελέσεις.<br />

Στις 25 Απριλίου ο ανθυπίλαρχος Κωνσταντίνος Κότσαρης δολοφόνησε τον<br />

Παναγιώτη Ελή. Ας δούμε πώς περιγράφει το περιστατικό ο αυτόπτης<br />

μάρτυρας , συγκρατούμενος και ιστορικός, Τάσος Βουρνάς :


“ ... Είχαμε πια συνηθίσει τους ήχους, τις κραυγές και τις βρισιές, όταν ξαφνικά<br />

φάνηκε δύο βήματα έξω από την πόρτα του θαλάμου ένας αξιωματικός με<br />

ροδαλό πρόσωπο καλοταΐσμένου μπεμπέ να κυνηγά έναν κρατούμενο,<br />

κρατώντας στο χέρι του ένα στρατιωτικό περίστροφο με σιγαστήρα.<br />

-Τροχάδην! του φώναξε.<br />

Ο κρατούμενος Παναγιώτης Ελής, άνθρωπος περασμένα τα 40 χρόνια του,<br />

φορούσε στα πόδια του και παντόφλες, πράγμα που τον υποχρέωνε να<br />

περπατά σιγότερα απ' ό,τι αν φορούσε παπούτσια.<br />

-Τροχάδην! του φώναξε και τον έσπρωχνε με την κάννη, αλλά ο Ελής<br />

εξακολουθούσε να βαδίζει κανονικά.<br />

-Τρέξε! του λέει μια στιγμή κι ο Ελής κάνει γρηγορότερα τα τελευταία βήματα.<br />

-Τροχάδην το λένε αυτό στο χωριό σου; λυσσάει ο δεσμοφύλακας και έξαλλος<br />

καταφέρνει με την κάννη δυο απανωτά χτυπήματα στα πλευρά του Ελή.<br />

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος διπλός κρότος, κάτι σαν "φλοπ",<br />

"φλοπ", και μονομιάς ο Ελής σωριάστηκε στο κατώφλι της πόρτας. Και πριν<br />

καλά καλά προφτάσουν να αντιληφθούν οι άλλοι κρατούμενοι τι συνέβη,<br />

ακούστηκαν τα ουρλιαχτά ενός αξιωματικού, που είχε τρέξει εκεί κίτρινος σαν<br />

λεμόνι...<br />

... Πράγματι χαμηλά στα πλευρά βρήκαν την είσοδο δύο απανωτών βλημάτων<br />

που είχαν περάσει μέσα από το θώρακα, είχαν κόψει την αορτή στην περιοχή<br />

της καρδιάς και είχαν σταματήσει κάτω από το δέρμα στην αριστερή μασχάλη<br />

του θύματος.<br />

Δολοφόνος ο Ανθυπίλαρχος Κότσαρης Κωνσταντίνος... ”<br />

Σε ερώτηση του αρχηγού της φρουράς, ο Κότσαρης ισχυρίστηκε ότι ο<br />

κρατούμενος πήγε να δραπετεύσει, κάτι που διαψεύδει η έκθεση του γιατρού<br />

Κωνσταντίνου Ζωγράφου, που εξέτασε το νεκρό λίγα λεπτά μετά και<br />

διαπίστωσε ότι ο πυροβολισμός έγινε " σχεδόν εξ επαφής ", καθώς ο νεκρός<br />

έφερε " κατάλοιπα πυρίτιδας στα ρούχα και το δέρμα ".<br />

Ο έφεδρος τότε ανθυπίλαρχος Γρηγόριος Πανταζής ανέφερε ότι ένα μήνα<br />

αργότερα, παρουσία και άλλων αξιωματικών, ο Κότσαρης καυχήθηκε για το<br />

φόνο, λέγοντας ότι “ τώρα θα γίνω στρατηγός, γιατί έμαθα να πυροβολώ σε<br />

ζωντανό στόχο και όχι σε ανδρείκελα, όπως έκανα μέχρι τώρα ”. Ερωτώμενος<br />

γιατί το έκανε, απάντησε : “ Δε μου άρεσε το περπάτημά του και τον<br />

σκότωσα ”.


ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ<br />

Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, ο αγωνιστής της Δημοκρατίας είχε πει: «…Ο<br />

άνθρωπος που θα αποφασίσει να αναμειχθεί στα κοινά, στην<br />

«πολιτική» με την καθιερωμένη ορολογία, έχει μπροστά του να διαλέξει<br />

δυο δρόμους: θα υπηρετήσει τα συμφέροντα ή των λίγων ή των<br />

ευρύτερων λαϊκών μαζών... Οι πολιτικές του πράξεις είναι εκείνες που<br />

τον τοποθετούν στη μια ή την άλλη κατηγορία. Απλώς είμαι ένας<br />

δημοκράτης που ποθώ ειλικρινά αυτό που λέγεται Πολιτική και<br />

Κοινωνική Δημοκρατία. Πάνω από όλα είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος,<br />

που θέλω το στόμα μου να’ ναι ελεύθερο να μιλά και το χέρι μου<br />

αδέσμευτο να γράφει. Ουδέποτε επηρεάστηκα από την οποιαδήποτε<br />

πολιτική νοοτροπία. Δεν συμβιβάζεται με την ιδιοσυγκρασία μου και την<br />

όποια επιστημονική συγκρότηση διαθέτω, να έχω κανενός είδους<br />

αφεντικά…»<br />

Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς ήταν ένας σπουδαίος δικηγόρος και από τους<br />

πρωταγωνιστές στην περίφημη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Μετά την επιβολή της<br />

δικτατορίας ο Νικηφόρος σχεδίασε την δραπέτευσή του στο εξωτερικό.<br />

Επέλεξε να διαφύγει στην Κύπρο και από κει σε άλλη χώρα του εξωτερικού<br />

για να δραστηριοποιηθεί σε αντιστασιακές οργανώσεις. Ύστερα από<br />

συμφωνία που είχε με τον Πέτρο Πόταγα πλοίαρχο του μικρού φορτηγού<br />

"ΡΙΤΑ V", επιβιβάστηκε στο πλοίο από το λιμάνι του Πειραιά στις <strong>17</strong> Μαΐου<br />

1967 με προορισμό την Κύπρο.


Και όταν, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το πλοίο έπλεε κοντά στο<br />

Γεννάδι της Ρόδου (και αφού στο μεταξύ η χούντα έμαθε ότι επέβαινε στο<br />

«ΡΙΤΑ» ), ο Μανδηλαράς έπεσε στη θάλασσα για να βγει στη στεριά, όπως<br />

ισχυρίστηκε ο πλοίαρχός του.<br />

Έκτοτε τα πράματα παίρνουν μια δραματική τροπή. Στις 22 Μαΐου στη θέση<br />

Γεννάδι και σε αρκετή απόσταση από το κύμα, ψαράδες βρίσκουν το πτώμα<br />

του Μανδηλαρά.<br />

Το παραλαμβάνουν οι χουντικοί και προσπαθούν να κρύψουν την ταυτότητα<br />

του. Δυστυχώς, όμως, γι αυτούς, κάποιοι ντόπιοι αναγνωρίζουν ότι το πτώμα<br />

ανήκει στον γνωστό δικηγόρο, δεδομένου ότι ο Νικηφόρος ήταν τακτικός<br />

επισκέπτης της Ρόδου λόγω του επαγγέλματος του και των δικαστικών<br />

υποθέσεων που αναλάμβανε.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΛΚΙΔΗΣ<br />

Τα χαράματα της 5ης Σεπτεμβρίου 1967 περίπου 100 ένοπλοι άνδρες από<br />

Ασφάλεια, Αστυνομία και ΚΥΠ περικυκλώνουν όλο το οικοδομικό τετράγωνο,<br />

που βρισκόταν το διαμέρισμα του Χαλκίδη, στην οδό Φιλελλήνων. Προφανώς<br />

είχαν πληροφορίες από τους χαφιέδες του καθεστώτος. Οι ένοπλοι ορμούν με<br />

κραυγές, ύβρεις και πυροβολισμούς στον αέρα, στη γιάφκα του ΠΑΜ,<br />

αναστατώνοντας και τρομοκρατώντας τους κατοίκους της περιοχής.<br />

Ο Χαλκίδης επιχείρησε να διαφύγει από το παράθυρο του διαμερίσματος,<br />

αλλά τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου. Ακολούθησαν πυκνοί<br />

πυροβολισμοί από τα μπαλκόνια και τις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών,<br />

που ήταν ακροβολισμένοι άνδρες των διωκτικών αρχών, κατά του<br />

διαμερίσματος, όπου εκτός από τον ίδιο υπήρχαν και άλλοι σύντροφοί του,<br />

όλοι άοπλοι.<br />

Ο Χαλκίδης, αν και αιμορραγούσε από το τραύμα, πήδηξε από το μπαλκόνι<br />

του διαμερίσματός του στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας. Πέρασε με<br />

μεγάλη δυσκολία τα πίσω κιγκλιδώματα και τις μάντρες των γύρω οικοδομών<br />

και κατευθύνθηκε τρικλίζοντας προς μια μικρή αλάνα, που οδηγούσε στην οδό<br />

Κωνσταντινουπόλεως, για να σωθεί. Εκεί έπεσε στο έδαφος εξαντλημένος<br />

από την αιμορραγία του τραύματός του και την υπερπροσπάθεια να διαφύγει.<br />

Τον ακολουθούσε ένας ένοπλος αστυνομικός κι εκεί που τον βρήκε πεσμένο<br />

τον εκτέλεσε από απόσταση ενός μέτρου, αδειάζοντας πάνω του τις σφαίρες<br />

του περιστρόφου του.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ<br />

Ο Τσαρουχάς και οι συναγωνιστές του ξεκίνησαν για την Αθήνα τα μεσάνυχτα<br />

της 8 Μαΐου 1968 και δεν υπήρξαν προβλήματα στην εθνική οδό<br />

Θεσσαλονίκης – Αθήνας, μέχρι τα διόδια της Λεπτοκαρυάς Πιερίας. Το<br />

μυστικό, όμως, του ταξιδιού τους είχε διαρρεύσει, και στα διόδια είχε στηθεί<br />

μπλόκο από άνδρες της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης και της ΚΥΠ, με<br />

επικεφαλής τον αρχηγό της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης, Στέφανο Καραμπέρη, για τη<br />

σύλληψη τους.<br />

Οκτώ συνολικά αυτοκίνητα, περιπολικά και συμβατικά οχήματα της ΚΥΠ,<br />

καταδίωξαν για λίγο το μικρό αυτοκίνητο και του έκλεισαν το δρόμο. Αμέσως<br />

ένοπλοι άνδρες κινήθηκαν εναντίον των επιβατών του. Τους έβγαλαν βίαια<br />

από το αυτοκίνητο, τους γρονθοκόπησαν, τους ξάπλωσαν στο έδαφος και<br />

άρχισαν να τους κλωστούν αδιακρίτως. Στη συνέχεια τους έβαλαν στα<br />

αστυνομικά αυτοκίνητα με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.<br />

Στη διάρκεια της διαδρομής τους υπέβαλαν σε βασανιστική ανάκριση για να<br />

μάθουν τα ονόματα των μελών και τα μυστικά της οργάνωσης. Ο Τσαρουχάς<br />

είχε ήδη βρει τον τρόπο να καταπιεί το χαρτί με τα ονόματα των<br />

συναγωνιστών του.


Μετά τη σύλληψή του, οδηγήθηκε γύρω στις 4.30’ το πρωί στο γραφείο του<br />

αρχηγού της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης Καραμπέρη και τον υπέβαλαν σε μια πρώτη<br />

εξέταση.<br />

Από την πρώτη αυτή επίσημη ανάκριση δεν προέκυψε τίποτα, γι’ αυτό στη<br />

συνέχεια τον οδήγησαν στο ανακριτικό γραφείο της ΚΥΠ στο Γ’ Σώμα<br />

Στρατού. Εκεί ανακρίθηκε με βίαιο τρόπο, βασανιζόμενος και κακοποιούμενος<br />

από τους ανακριτές - βασανιστές του, παρόλο που γνώριζαν ότι έπασχε από<br />

την καρδιά του. Αποτέλεσμα αυτής της ταλαιπωρίας ήταν ο Τσαρουχάς να<br />

πεθάνει στο χώρο της ανάκρισης περί την 6 ή 6.30’ ώρα το πρωί της 9ης<br />

Μαΐου 1968, χωρίς μάλιστα να του παρασχεθεί καμιά ιατρική βοήθεια.<br />

Ο Τσαρουχάς μεταφέρθηκε νεκρός στο νεκροτομείο του Πανεπιστημίου<br />

Θεσσαλονίκης. Ο ιατροδικαστής Εμμανουήλ Νόνας, που είχε φιλικές σχέσεις<br />

με το δικτατορικό καθεστώς, πραγματοποίησε νεκροψία στον Τσαρουχά,<br />

χαρακτήρισε τα <strong>17</strong> σοβαρά τραύματά του ως ελαφρές σωματικές κακώσεις και<br />

έγραψε ότι ο θάνατός του προήλθε όχι από εξωγενή αίτια αλλά από καρδιακή<br />

προσβολή.


ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ<br />

Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω<br />

έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο.<br />

Το πρωινό της 13ης Αυγούστου 1968, ο Αλέκος Παναγούλης<br />

πραγματοποίησε την απόπειρα εκτέλεσης του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Στις<br />

7.40 περίπου, το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου που βρισκόταν στην<br />

παραλιακή οδό Αθηνών-Σουνίου με κατεύθυνση το κέντρο της Αθήνας,<br />

προσπέρασε το σημείο που ο Παναγούλης είχε παγιδεύσει με εκρηκτικό<br />

μηχανισμό δικής του κατασκευής. Όταν το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί κατά<br />

είκοσι μέτρα από το σημείο εκείνο, η βόμβα εξερράγη.<br />

Δύο ώρες αργότερα, η αστυνομία εντόπισε τον αγωνιστή που κρυβόταν πίσω<br />

από έναν βράχο. Το σημείο όπου συνελήφθη ο Παναγούλης απείχε περίπου<br />

150 μέτρα από το σημείο όπου ανακαλύφθηκε η μπαταρία του εκρηκτικού<br />

μηχανισμού. Μετά την απόπειρα, είχε πέσει στην θάλασσα και είχε<br />

απομακρυνθεί κολυμπώντας.<br />

Ο Παναγούλης οδηγήθηκε στην ανακριτική αρχή και η δίκη του ορίστηκε για<br />

την 1η Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Επειδή όμως συνέπεσε με την κηδεία του<br />

Γεωργίου Παπανδρέου, διακόπηκε για να επαναληφθεί λίγες ημέρες<br />

αργότερα, από τις 4 ως τις 18 Νοεμβρίου. Έτσι, μέσα από μία "παραξενιά" της<br />

Ιστορίας, η επέτειος της δίκης του μεγάλου αντιστασιακού συμπίπτει πια με<br />

την ηρωική επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Όχι μόνον ολόκληρος ο<br />

ελληνικός λαός αλλά και η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθούσαν με αγωνία<br />

τις εξελίξεις.<br />

Ο Αλέκος Παναγούλης στάθηκε υπερήφανος απέναντι στο στρατοδικείο και<br />

καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο. Μετά την καταδίκη, ολόκληρη η Ευρώπη<br />

διαμαρτύρεται και απαιτεί να μην εκτελεστεί η ποινή. Οι φόβοι κάποιων από<br />

τους χουντικούς για το πολιτικό κόστος που θα είχε για την "κυβέρνηση" η


θανάτωση του αντιστασιακού, είχαν ως αποτέλεσμα την συνεχή αναβολή της<br />

εκτέλεσης. Τον Ιούνιο του 1969, με την βοήθεια του φίλου του αγωνιστή<br />

Γιώργου Μωράκη, ο Παναγούλης απέδρασε από το κρατητήριο του<br />

Μπογιατίου όπου τον είχαν φυλακίσει, δυστυχώς όμως τον συνέλαβαν και<br />

πάλι λίγο αργότερα. Τα βασανιστήρια και οι ταπεινώσεις που υπέστη μέσα<br />

στην φυλακή ο υπερήφανος μαχητής της Δημοκρατίας ήταν πολλά και<br />

σκληρά. Όμως εκείνος γνώριζε πως η ελευθερία της πατρίδας του άξιζε κάθε<br />

θυσία. Δεν υπάρχουν σίδερα, κελιά και δεσμωτήρια που να μπορούν να<br />

φυλακίσουν την αγάπη για την πατρίδα, την λαχτάρα για την ελευθερία και το<br />

πάθος για την δημοκρατία.<br />

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ<br />

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ<br />

Ένα σπιρτόξυλο για πέννα<br />

αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι<br />

το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί.<br />

Μα τι να γράψω;<br />

Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω<br />

Παράξενο και πήζει το μελάνι<br />

Μέσ' από φυλακή σας γράφω<br />

στην Ελλάδα<br />

ΔΙΑΔΡΟΜΗ<br />

Τρία βήματα μπροστά<br />

και τρία πίσω πάλι.<br />

Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή<br />

Έξι χιλιάδες βήματα...<br />

Ο σημερινός περίπατος με κούρασε<br />

ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα<br />

Τώρα σταμάτησα μα αύριο<br />

αντίθετα θα αρχίσω να βαδίζω<br />

(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)<br />

και κάτι άλλο σκέφτομαι<br />

μικρότερα τα βήματα αν κάνω<br />

τέσσερα - τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!<br />

Καλά το σκέφτηκα<br />

Πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή!...


ΣΚΙΑ<br />

Αγάπησα το Φως πολύ<br />

Έτσι κατόρθωσα ένα κερί ν' ανάψω<br />

και το θαμπό, το λιγοστό του φως, το κέρναγα<br />

Μα πριν χαρά να νιώσω και γι' αυτό<br />

μ απελπισία είδα βαρύ<br />

να ρίχνω αλλού και το σκοτάδι<br />

Αφού το ίδιο φως που εγώ κρατούσα<br />

με του κορμιού μου τη Σκιά<br />

σκοτάδι γέμιζε τις στράτες που περνούσα.<br />

ΑΓΩΝΙΕΣ<br />

Αν χτυπήσουν την πόρτα, μην ανοίξεις<br />

Όσο και να χτυπούν.<br />

Πρέπει να πιστέψουν<br />

πως το σπίτι είναι αδειανό.<br />

Δεν θα τη σπάσουν.<br />

Μη φοβάσαι<br />

Αν τη σπάσουν θα ξέρουμε<br />

πως μας πρόδωσαν.<br />

Ούτε κι εγώ το πιστεύω.<br />

Ναι, θα πυροβολήσω αν μπούνε.<br />

Εσύ δοκίμασε να φύγεις<br />

θα μπορέσεις.<br />

Για μας θα ‘ναι.<br />

Τόση ώρα τριγυρίζουν το σπίτι.<br />

Κοίταξε απ τ άλλο παραθύρι<br />

Μα πρόσεχε.<br />

Ναι, βλέπω. Χτυπάνε απέναντι<br />

Μίλα σιγότερα.<br />

Ακούς; Φασαρία; Τι να γίνεται;<br />

Κάποιον πιάσανε. Είναι γέρος.<br />

Τον χτυπάνε τα σκυλιά<br />

Άτιμοι.<br />

Πόσους θα πιάσετε;<br />

Θα μείνουν όσοι χρειάζονται<br />

και περσότεροι.<br />

θα μείνουν και δεν θα σταυρώσουν<br />

τα χέρια.


Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ<br />

Η χούντα των συνταγματαρχών, μετά την αρπαγή της εξουσίας από τους<br />

πολιτικούς, θέτει σε κατ' οίκον περιορισμό, στο σπίτι του στο Καστρί, τον<br />

υπερήλικα Γεώργιο Παπανδρέου.<br />

Την 1η Νοεμβρίου 1968 ο Γεώργιος Παπανδρέου φεύγει από τη ζωή. Η<br />

κηδεία γίνεται από τη Μητρόπολη της Αθήνας και αποτελεί αφορμή για τη<br />

συγκέντρωση μεγάλου πλήθους. Είναι η πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία<br />

κατά της δικτατορίας.


Κ<strong>ΩΣ</strong>ΤΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ<br />

Ο Κώστας Γεωργάκης σπουδάζει Γεωλογία σε Πανεπιστήμιο της Ιταλίας.<br />

Συμμετέχει ενεργά στις ελληνικές αντιδικτατορικές οργανώσεις στη γειτονική<br />

χώρα. Όταν αντιλαμβάνεται ότι οι πράκτορες της Χούντας της Αθήνας έχουν<br />

εισχωρήσει στις οργανώσεις αυτές, αποκαλύπτει ανώνυμα όποια στοιχεία<br />

έχει. Γνωρίζει πως, αργά ή γρήγορα, η ταυτότητά του θα γίνει γνωστή και τα<br />

αντίποινα που θα υποφέρει η οικογένειά του στην Ελλάδα.<br />

Το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου 1970, ο Γεωργάκης γράφει ένα γράμμα στον<br />

πατέρα του, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο γιος σου δεν είναι ήρωας, είναι<br />

ένας άνθρωπος σαν τους άλλους, ίσως μάλιστα να φοβάμαι και λίγο<br />

περισσότερο… Φίλα τη γη μας για μένα». Στις 19 Σεπτεμβρίου 1970, τα<br />

ξημερώματα, στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας, μπροστά από το δικαστικό<br />

μέγαρο, λούζεται με βενζίνη και αυτοπυρπολείται, φωνάζοντας :<br />

"Το έκανα για χάρη της Ελλάδας, ζήτω η δημοκρατία, όλοι οι Ιταλοί ας<br />

αναφωνήσουν : Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα".<br />

Στη συνέχεια μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου και πεθαίνει μετά από λίγες<br />

ώρες. Η κηδεία του γίνεται στη Γένοβα στις 23 Σεπτεμβρίου. Μένει άταφος για<br />

τέσσερις ολόκληρους μήνες, μέχρι που η σορός του μεταφέρεται κρυφά στην<br />

ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κέρκυρα, με το πλοίο "Αστυπάλαια" στις 18<br />

Ιανουαρίου 1971 και ενταφιάζεται στο κοιμητήριο του νησιού.


ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ «Αυτοπυρπόληση»<br />

Στον φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το 1970<br />

Ντύθηκες γαμπρός<br />

φωταγωγήθηκες σαν έθνος.<br />

Έγινες ένα θέαμα ψυχής<br />

ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα.<br />

Είσαι η φωτεινή<br />

περίληψη του δράματος μας,<br />

τα χέρια μας προς την Ανατολή<br />

και τα χέρια μας προς τη Δύση.<br />

Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μια<br />

τ' αναστάσιμο φως<br />

κι ο επιτάφιος θρήνος μας.


Η ΔΗΛ<strong>ΩΣ</strong>Η ΣΤΟ BBC ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ΠΟΙΗΤΗ<br />

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ<br />

ΚΑΙ Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ<br />

28 ΜΑΡΤΙΟΥ 1969 - Η ΔΗΛ<strong>ΩΣ</strong>Η ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΟ BBC<br />

«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά<br />

του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει<br />

διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα<br />

χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια<br />

θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η<br />

κατοπινή στάση μου – δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από<br />

τότε που φιμώθηκε η ελευθερία – έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά<br />

καθαρά τη σκέψη μου.<br />

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα<br />

πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή<br />

μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:<br />

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου<br />

αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο<br />

περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια<br />

κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες<br />

κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους,<br />

πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε<br />

θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν<br />

πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.


Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το<br />

διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή<br />

μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο<br />

τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή<br />

ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο<br />

μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.<br />

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και,<br />

μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά<br />

μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο.<br />

Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.<br />

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει<br />

άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».<br />

22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1971 - Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ<br />

Στις 20 Σεπτεμβρίου φεύγει από τη ζωή ο ποιητής. Σε διαδήλωση κατά της<br />

χούντας μεταμορφώνεται η κηδεία του δυο μέρες αργότερα. Η ασυγκράτητη<br />

λαϊκή αγανάκτηση ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας αδιαφορώντας για τα<br />

όργανα των δικτατόρων που παρακολουθούν χωρίς να επεμβαίνουν. Στα<br />

χείλη όλων ανεβαίνουν τα λόγια από το απαγορευμένο ποίημά του "Άρνηση",<br />

μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Η αντίστροφη μέτρηση έχει<br />

αρχίσει...


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «Άρνηση»<br />

Στο περιγιάλι το κρυφό<br />

κι άσπρο σαν περιστέρι<br />

διψάσαμε το μεσημέρι<br />

μα το νερό γλυφό.<br />

Πάνω στην άμμο την ξανθή<br />

γράψαμε τ' όνομά της<br />

Ωραία που φύσηξε ο μπάτης<br />

και σβήστηκε η γραφή .<br />

Με τι καρδιά, με τι πνοή,<br />

τι πόθους και τι πάθος<br />

πήραμε τη ζωή μας· λάθος!<br />

κι αλλάξαμε ζωή.


ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ<br />

ΚΑΙ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΣΠΥΡΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΛΗΣ<br />

Η Τάξη των Αξιωματικών του 1948 οργανώνει την αντίστασή της ενάντια στη<br />

χούντα των συνταγματαρχών από το 1969. Το κίνημα του ναυτικού, με τη<br />

βοήθεια του στρατού και της αεροπορίας, ετοιμάζεται να εκδηλωθεί στις 23<br />

Μαΐου <strong>1973</strong>. Όμως το σχέδιο προδίδεται, οι αξιωματικοί του ναυτικού<br />

μπαίνουν σε περιορισμό και κάποιοι απ' αυτούς συλλαμβάνονται. Στις 25<br />

Μαΐου, ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου "Βέλος" Νίκος Παππάς<br />

αποφασίζει αιφνιδιαστικά να εγκαταλείψει την άσκηση του ΝΑΤΟ, να<br />

καταπλεύσει στο ιταλικό λιμάνι του Φιουμιτσίνο και να ζητήσει πολιτικό άσυλο.<br />

Το πλήγμα για τη χούντα είναι βαρύ, καθώς η είδηση κάνει το γύρο του<br />

κόσμου.<br />

Ποια είναι όμως η τύχη του συνταγματάρχη Σπύρου Μουστακλή, που είναι ο<br />

σύνδεσμος του ναυτικού με το στρατό;<br />

Συλλαμβάνεται στις 22 Μαΐου <strong>1973</strong> και βασανίζεται άγρια για 47 μέρες στα<br />

κολαστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα του προκαλεί<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρεται καθυστερημένα στο νοσοκομείο με<br />

ψευδώνυμο, ως θύμα τροχαίου ατυχήματος, με ολική παράλυση της δεξιάς<br />

πλευράς του σώματός του. Παραμένει σε διάφορα νοσοκομεία για μια διετία<br />

και καταφέρνει να σταθεί ξανά στα πόδια του. Δεν θα ξαναμιλήσει όμως<br />

ποτέ...


ΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ<br />

ΓΥΑΡΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΛΕΡΟΣ<br />

Μέσα στα εφτά χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών πολλοί<br />

αγωνιστές της δημοκρατίας βρίσκονται εξόριστοι στα ξερονήσια του Αιγαίου.<br />

Οι αδίστακτοι ανθρωποφύλακες της χούντας βασανίζουν ανελέητα, ψυχικά<br />

και σωματικά, όλους εκείνους που αρνούνται να σωπάσουν, που δεν σκύβουν<br />

το κεφάλι, που δεν προσκυνούν τα ανδρείκελα των Αμερικανών στην Ελλάδα.<br />

Σε περισσότερους από 13.000 υπολογίζονται οι εξόριστοι κατά τη διάρκεια<br />

της χούντας. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που οι χαφιέδες των<br />

δικτατόρων καταγγέλλουν με κατασκευασμένες κατηγορίες, ακόμα και για<br />

λόγους προσωπικής εκδίκησης, που από τη μια μέρα στην άλλη ταξιδεύουν<br />

στην κόλαση της εξορίας.<br />

Όμως η Ελλάδα ξέρει να υπομένει, ξέρει να μη λυγίζει, ξέρει να αντιστέκεται<br />

μέχρι το τέλος, μέχρι τη νίκη της δημοκρατίας, όσες θυσίες κι αν χρειάζονται.


Ήταν οι μέρες που "τρελάθηκαν τα γεγονότα", που ενηλικιώθηκαν σε<br />

μια στιγμή μικροί και ενήλικες, σαν να συνέβη ό,τι συνέβη σε χώρο και<br />

χρόνο απροσδιόριστο. Κι όμως ήταν εκεί, Πατησίων και Στουρνάρα,<br />

όταν έμπαινε ένας ακόμα χειμώνας της χούντας...<br />

14 Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

Οι γενικές συνελεύσεις των φοιτητών συνεδριάζουν από το πρωί. Θέμα οι<br />

φοιτητικές εκλογές που έχουν οριστεί για τις 14 Φεβρουαρίου. Το μεσημέρι<br />

περίπου 400 φοιτητές μετά τη συνέλευση της Νομικής σχηματίζουν πορεία με<br />

αντιδικτατορικά συνθήματα οι διαδηλωτές καταδιώκονται από την αστυνομία<br />

και καταφεύγουν στο Πολυτεχνείο. "Κάτω η χούντα", "Επανάσταση λαέ". Οι<br />

συγκεντρωμένοι έξω από το Πολυτεχνείο φθάνουν στις 15.000. Γύρω στις 9<br />

το βράδυ η κατάληψη του Πολυτεχνείου είναι γεγονός. Σχηματίζεται η<br />

συντονιστική επιτροπή κατάληψης που απαρτίζεται από 28 φοιτητές. Στις 12<br />

το βράδυ κλείνουν οι πόρτες του Πολυτεχνείου. Μέσα στο χώρο του<br />

ιδρύματος βρίσκονται περίπου 3.000 άτομα, εργάτες, υπάλληλοι και, κυρίως,<br />

φοιτητές.<br />

ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ - ΣΤΑΥΡΟΥ «Οι δικές τους φωνές»<br />

Κινήσαν οι φωνές τους<br />

με τους τρελούς αγέρηδες να σμίξουν.<br />

Να παραβγούν στο πάλεμα τους σιδηρόφραχτους.<br />

Να πετάξουν πάνω από τις πύλες του Πολυτεχνείου<br />

Να περάσουν τα σύνορα της πρωτεύουσας<br />

και να γιομίσει η Ελλάδα, ΕΛΛΑΔΑ.<br />

Οι δικές τους οι φωνές<br />

προτάσσουν το στήθος στα τανκς, στα τεθωρακισμένα.<br />

Οι δικές τους οι φωνές<br />

«των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών<br />

των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων»<br />

άλλοτε μετουσιώνονται σε κραυγή: Ελευθερία<br />

και άλλοτε σε αίμα: Και πάλιν Ε λ ε υ θ ε ρ ί α.


15 Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

Το πρωί μπαίνει σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου<br />

στους 1050 χιλιόκυκλους. "Εδώ Πολυτεχνείο"... Οι ειδήσεις για καταλήψεις<br />

των σχολών φθάνουν απ' όλη τη χώρα. Συμπαράσταση από τα πανεπιστήμια<br />

της Θεσσαλονίκης, των Πατρών και των Ιωαννίνων. Το απόγευμα το πλήθος<br />

που συγκεντρώνεται έξω από το Πολυτεχνείο σπάει τον αστυνομικό κλοιό.<br />

Τρόφιμα, φάρμακα και τσιγάρα για τους φοιτητές που συμμετέχουν στην<br />

κατάληψη. Μέσα στο πλήθος που εισέρχεται ανεξέλεγκτα στο ίδρυμα οι<br />

προβοκάτορες επί το έργον...<br />

Κ<strong>ΩΣ</strong>ΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ «1050 χιλιόκυκλοι»<br />

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»<br />

Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,<br />

δεν σου ‘στειλε ένα μήνυμα μητέρα,<br />

αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιου σου,<br />

ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.<br />

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»<br />

Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,<br />

εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,<br />

χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,<br />

σε στόματα μανάδων η κατάρα.<br />

Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,<br />

τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,<br />

δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,<br />

κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.<br />

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»<br />

Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,<br />

δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,<br />

λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,<br />

πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.


Εδώ Πολυτεχνείο!<br />

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ<br />

βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,<br />

σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!<br />

Τα νιάτα που έστησαν εδώ<br />

του Αγώνα τραγικό χορό<br />

και τραγουδούν τη λευτεριά,<br />

σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.<br />

Της βίας ο δούλος ο μωρός<br />

δουλέμπορος, φονιάς μιαρός,<br />

σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,<br />

τ' αγόρια, τα κορίτσια σου.<br />

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ<br />

τα νιάτα σέρνουνε χορό.<br />

Της Επιστήμης τα παιδιά<br />

και τραγουδάν τη Λευτεριά.<br />

Εδώ της νιότης ο άξιος νους,<br />

που χτίζει θέατρα, ναούς,<br />

σχεδιάζει ιδέες και μηχανές<br />

και δένει το αύριο με το χτες,<br />

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ<br />

μέσα στης Τέχνης το ιερό<br />

σκοτώνει η βία τα παιδιά<br />

που τραγουδάν τη Λευτεριά.<br />

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ<br />

γίνεται ανήκουστο κακό!<br />

Της βίας ο δούλος ο μωρός<br />

του Χάρου μαύρος έμπορος,<br />

σφάζει τα τέκνα του λαού.<br />

τη νιότη, την ελπίδα του,<br />

το άνθος του αύριο, τον καρπό<br />

της τέχνης και της γνώσης, ω!<br />

Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή<br />

καλούν το Χρέος κι η Τιμή<br />

Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.<br />

Ο αγώνας για τη Λευτεριά.<br />

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ «Εδώ Πολυτεχνείο...»


16 Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

Τη νύχτα οι φοιτητικές συνελεύσεις ορίζουν επιτροπές περιφρούρησης της<br />

κατάληψης για να απομακρύνουν τους προβοκάτορες. Η Αθήνα ξεσηκώθηκε.<br />

Οι συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία μεταβάλλουν την<br />

πρωτεύουσα σε πεδίο μάχης. Πυροβολισμοί και δακρυγόνα παντού. Ο<br />

δεκαοχτάχρονος Διομήδης Κομνηνός πέφτει νεκρός από σφαίρα. Ο<br />

ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου ζητά φάρμακα, γιατρούς και<br />

ασθενοφόρα. Η αστυνομία έχει χάσει πλέον τον έλεγχο και όλοι οι δρόμοι<br />

γύρω από το Πολυτεχνείο ελέγχονται από τους διαδηλωτές.<br />

ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ «Το αγόρι και η πόρτα»<br />

Εκεί που έπεσε<br />

είναι μια κόκκινη λίμνη,<br />

ένα κόκκινο δέντρο,<br />

ένα κόκκινο πουλί.<br />

Σηκώθηκε όρθια<br />

η πεσμένη καγκελόπορταχιλιάδες<br />

άλογα.<br />

Λαός καβαλίκεψε.<br />

Κομνηνέ! - φωνάξαμε.<br />

Γύρισε και μας κοίταξε<br />

δε φορούσε επίδεσμο<br />

ούτε στεφάνι.<br />

Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα<br />

και μαύρα, πιο μαύρακαλπασμός,<br />

- η ιστορία<br />

Να προφτάσουμε.<br />

ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΑΒΑΝΗ-ΡΕΝΤΗ «Στο Διομήδη Κομνηνό»<br />

"Μεταξύ των φονευθέντων , είναι ο Διομήδης Κομνηνός, ετών <strong>17</strong>,<br />

με βεβαρυμένο παρελθόν". Επίσημη ανακοίνωση στις εφημερίδες...<br />

Βεβαίως,<br />

είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.<br />

Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του<br />

φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,<br />

δέκα χρονών, ξυπόλυτος,<br />

με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,<br />

βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,<br />

στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.<br />

Στα δέκα επτά<br />

μ' ένα πλακάτ στο χέρι:<br />

Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία.


<strong>17</strong> Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

Από τους στρατιώτες στο Διόνυσο και το Γουδί κινούνται φάλαγγες αρμάτων<br />

με προορισμό το κέντρο της Αθήνας. Στη 1 το πρωί το Πολυτεχνείο έχει<br />

ζωστεί από τεθωρακισμένα, στρατιώτες και αστυνομικούς. Τρία τάνκς<br />

κατευθύνονται στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου.<br />

Ο εκφωνητής απευθύνει έκκληση στα «στρατευμένα νιάτα» να μη χτυπήσουν.<br />

«Δεν θα χτυπήσουν τα παιδιά, τα αδέλφια μας οι φαντάροι, το φρούριο της<br />

ελευθερίας, το μόνο μέρος της Ελλάδας που είναι ελεύθερο. Δεν έχουμε όπλα.<br />

Προτάσσουμε μόνο ανοιχτά τα στήθη μας. Λαέ της Αθήνας, όλοι μαζί το<br />

σύνθημα: λαός και στρατός μαζί. Δεν θα χτυπήσει ο στρατός!».<br />

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ<br />

«Μοιρολόι»<br />

Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό<br />

Όπου θ’ ανοίξει η γης<br />

Θ’ ανοίξει η γης<br />

Και θα ραΐσει το βουνό.<br />

Ήλιε, φονιά, πώς άφησες να γίνει το κακό;<br />

Σκοτώσανε το σταυραϊτό και τον αυγερινό.<br />

Κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο.<br />

Και τα κορίτσια ρίξαν κάτω τα μαλλιά<br />

Για να πιαστείς αϊτέ<br />

Να πιαστείς αϊτέ<br />

Ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά.<br />

Ήλιε, φονιά, πώς άφησες να γίνει το κακό;<br />

Σκοτώσανε το σταυραϊτό και τον αυγερινό.<br />

Παρασκευή το βράδυ σταυρώσαν το Χριστό.<br />

Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών που κατευθύνουν την επιχείρηση<br />

«Εκκένωση του Πολυτεχνείου» τα πέντε τανκς προωθούνται προς το<br />

Μουσείο. Η ώρα της αιματοβαμμένης επέμβασης πλησιάζει.<br />

Ο οδηγός του άρματος που έριξε την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου<br />

αφηγείται : «Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά<br />

στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα». Στη θέα των<br />

τανκς εκατοντάδες φοιτητές πλησιάζουν στην πύλη, ανεβαίνουν στα κάγκελα,<br />

φωνάζουν συνθήματα συναδέλφωσης.


Με διάφορους απειλητικούς ελιγμούς και μαρσαρίσματα που ακούγονται σαν<br />

κανονιές, οι οδηγοί των τανκς προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των<br />

φοιτητών. Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου απευθύνει νέα έκκληση να<br />

αποφευχθεί η αιματοχυσία. «Οι φαντάροι δεν ανήκουν στη χούντα. Η χούντα<br />

στηρίζεται στο μέταλλο, στηρίζεται στα τανκς, στο σίδερο. Η καρδιά των<br />

φαντάρων έχει τον ίδιο παλμό με τη δικιά μας. Αγαπάτε τους φαντάρους.<br />

Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ο λαός δεν σας κρατάει κακία. Ξέρει ότι είστε<br />

μαζί μας».<br />

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΑΔΙΑΣ «Σπουδαστές»<br />

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή<br />

Με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα<br />

Εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή<br />

Κείνα τα χρόνια τα βαριά, τα κολασμένα.<br />

Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά<br />

Σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη σπιλιάδα.<br />

Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά<br />

Και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.<br />

Η ώρα έχει πάει 2 το πρωί. Ο άνθρωπος που έριξε την Πόρτα του<br />

Πολυτεχνείου αφηγείται : «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα<br />

προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι<br />

σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές<br />

κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο<br />

χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι». Ο οδηγός του άρματος φέρνει στη μνήμη του<br />

τα φοβισμένα πρόσωπα των συνομηλίκων του που ήταν μέσα στο<br />

Πολυτεχνείο. Χαμηλώνει το βλέμμα του. «Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους<br />

έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω!»<br />

Με ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αγωνία οι φοιτητές φωνάζουν προς τους<br />

στρατιώτες «είμαστε αδέλφια, αφήστε τα άρματα», ενώ ο εκφωνητής του<br />

Πολυτεχνείου καλεί το πλήθος να δείξει αυτοσυγκράτηση. «Απομονώστε τους<br />

προβοκάτορες. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα με το στρατό. Δεν θέλουμε<br />

να χυθεί ελληνικό αίμα». Ο Δημήτρης Παπαχρήστος ψάλλει τον εθνικό ύμνο.<br />

Το ίδιο κάνουν και οι χιλιάδες νέοι που βρίσκονται στο Πολυτεχνείο.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ «Εδώ Πολυτεχνείο»<br />

Τρεις νύχτες καίγανε οι φωτιές<br />

Την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες<br />

Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας, σκέφτηκα<br />

Και τότε τον είδα<br />

Να τρέχει προς το θάνατο<br />

Αλέξανδρε, του φώναξα, Αλέξανδρε<br />

Κι ύστερα πιο σπαραχτικά, Αλέξανδρεεεε, πάλι και πάλι<br />

Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο<br />

Δε βρήκα παρά στάχτη<br />

Σ’ όλους τους δρόμους<br />

Οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.<br />

Ένα τέταρτο πριν από τις 3 το πρωί οι στρατιωτικοί δίνουν προθεσμία λίγων<br />

λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να<br />

παραδοθούν. Κάποιοι από τους φοιτητές που θέλουν να αποχωρήσουν,<br />

δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη. Δεν τα καταφέρνουν. Πίσω<br />

από την πύλη είναι σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο Μερσεντές που μπλοκάρει το<br />

άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων εκνευρίζεται.<br />

Οργισμένος φωνάζει: «Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα!» και δίνει σήμα<br />

για την επέλαση του άρματος.<br />

Ο οδηγός του άρματος συνεχίζει την αφήγησή του : «Τότε ήρθε ο οδηγός<br />

εδάφους του άρματος και μου λέει: "Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη.<br />

Ετοιμάσου!". «Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν<br />

είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος.<br />

Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό<br />

φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι<br />

έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα<br />

που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».<br />

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ «Μικρός Τύμβος»<br />

Ξεκινώντας<br />

δίχως τουφέκι και σπαθί,<br />

μονάχα με τον ήλιο στο μέτωπο<br />

λάμπετε τόσο ψηλά<br />

που η ποίηση θα μείνει χρεώστης σας.<br />

Υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το ποίημα.<br />

Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί<br />

που ωραία λουλούδια σε υψηλό λειμώνα τις μορφές σας<br />

λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου!<br />

Μπροστά σ' αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.


Λίγα λεπτά αργότερα ο οδηγός του άρματος θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός<br />

προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «Η καγκελόπορτα έπεσε αμέσως.<br />

Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές που είχαν βάλει<br />

εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. Η αριστερή<br />

ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι<br />

αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ<br />

από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός<br />

εκείνη τη στιγμή. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί».<br />

Ο οδηγός του άρματος μπαίνει μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου και<br />

περιγράφει αυτό που βλέπει : «αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους<br />

φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι ΛΟΚατζήδες να τους<br />

σταματήσουν - θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους - δεν<br />

ξέρω και ‘γώ τι θα γινόταν». Λίγο αργότερα οι στρατιώτες σχηματίζουν έναν<br />

διάδρομο για να περάσουν ασφαλείς οι φοιτητές.<br />

Μέσα στο Πολυτεχνείο ο οδηγός που έριξε την Πύλη του Πολυτεχνείου είδε<br />

πολλούς τραυματίες και ίσως, όπως λέει, και νεκρούς. «Στο προαύλιο του<br />

Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες,<br />

ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν<br />

νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω<br />

μου και μου είπε: "Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;". Αφήνιασα. Έβγαλα το<br />

πιστόλι και προτάσσοντάς το, γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: "Σκάσε, ρε<br />

παλιόπαιδο, μη σε καθαρίσω". Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός<br />

στάθηκε εκείνη τη στιγμή... Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον<br />

σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».<br />

Παρά τον πόνο τους, οι φοιτητές θα δείξουν μεγαλείο ψυχής απέναντι στον<br />

στρατιώτη που ισοπέδωσε το όνειρό τους. Αδιάψευστη απόδειξη, η μαρτυρία<br />

του: «Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ<br />

πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί,<br />

το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν<br />

σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ' όσα τους κάναμε... Δεν μπορώ να το<br />

συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».


Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ο οδηγός του άρματος που γκρέμισε την πόρτα του<br />

Πολυτεχνείου λέει : «Ντρέπομαι γι' αυτό που ήμουν, γι' αυτό που έκανα. Στη<br />

θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν<br />

άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα<br />

αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».<br />

Για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη χούντα, ο οδηγός θα μιλήσει με<br />

κολακευτικά λόγια. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει<br />

νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη».<br />

Ο οδηγός του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο δεν θα ξεχάσει τη νεαρή<br />

φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την<br />

καθηγήτρια, σήμερα, του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου.<br />

«Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα<br />

αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά<br />

σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω... Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια<br />

δεν σβήνουν τις πράξεις...».


Στις 16 Νοέμβρη <strong>1973</strong>, στις 9 το<br />

βράδυ, ο δικηγόρος Σπύρος<br />

Κοντομάρης, 57 ετών, πνίγεται<br />

απ’ τα δακρυγόνα της αστυνομίας<br />

στην οδό Σταδίου,<br />

παθαίνει έμφραγμα και λίγο<br />

αργότερα αφήνει την τελευταία<br />

του πνοή στο Σταθμό Πρώτων<br />

Βοηθειών.<br />

Ο <strong>17</strong>χρονος μαθητής Διομήδης<br />

Κομνηνός διαδηλώνει μαζί με<br />

άλλους Αθηναίους στους<br />

δρόμους γύρω απ' το<br />

Πολυτεχνείο. Τα πυρά της<br />

φρουράς των ανδρών του<br />

Υπουργείου Δημόσιας Τάξης<br />

τον τραυματίζουν θανάσιμα<br />

στην καρδιά. Μεταφέρεται<br />

νεκρός στο Σταθμό Πρώτων<br />

Βοηθειών και από κει στο Γενικό<br />

Κρατικό Νοσοκομείο. Ώρα 10 το<br />

βράδυ στις 16 Νοέμβρη <strong>1973</strong>,


Αργά το βράδυ, στις 16<br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ο 57χρονος<br />

Σωκράτης Μιχαήλ βρίσκεται<br />

στην οδό Μπουμπουλίνας, πίσω<br />

από το Πολυτεχνείο. Τα<br />

δακρυγόνα της αστυνομίας του<br />

προκαλούν έμφραγμα. Μεταφέρεται<br />

σε κρίσιμη κατάσταση<br />

στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών<br />

όπου, μετά από λίγο, φεύγει απ'<br />

τη ζωή.<br />

16 Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ώρα 11:30 το<br />

βράδυ. Η 22χρονη Νορβηγίδα<br />

φοιτήτρια Toril Margrethe<br />

Engeland τραυματίζεται θανάσιμα<br />

στο στήθος από τα πυρά<br />

της φρουράς του Υπουργείου<br />

Δημόσιας Τάξης. Οι διαδηλωτές<br />

την μεταφέρουν στο κοντινό<br />

ξενοδοχείο "Ακροπόλ" και<br />

αργότερα, ήδη νεκρή, στο<br />

Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.


Την ίδια μέρα και την ίδια ώρα,<br />

ο 26χρονος Βασίλης Φάμελλος,<br />

έξω από το Πολυτεχνείο,<br />

τραυματίζεται θανάσιμα από τις<br />

σφαίρες που δέχεται στο κεφάλι<br />

από τη φρουρά του Υπουργείου<br />

Δημόσιας Τάξης. Στο Σταθμό<br />

Πρώτων Βοηθειών που τον<br />

μεταφέρουν οι διαδηλωτές απλά<br />

διαπιστώνεται ο θάνατός του.<br />

16 Νοέμβρη <strong>1973</strong>, μεσάνυχτα<br />

στα Εξάρχεια. Ο Γιώργος<br />

Σαμούρης, 22 ετών, δέχεται τα<br />

πυρά των αστυνομικών στο<br />

σβέρκο. Μεταφέρεται θανάσιμα<br />

τραυματισμένος στο πρόχειρο<br />

ιατρείο του Πολυτεχνείο, μα είναι<br />

ήδη αργά. Εκεί αφήνει την<br />

τελευταία του πνοή.


Εκείνο το βράδυ, στις 16<br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ο οικοδόμος<br />

Δημήτρης Κυριακόπουλος, 35<br />

ετών, διαδηλώνει μαζί με το λαό<br />

της Αθήνας έξω από Πολυτεχνείο.<br />

Λυγίζει από τα δακρυγόνα<br />

και από τους σιδερένιους<br />

λοστούς της αστυνομίας. Η<br />

καρδιά του δεν αντέχει και<br />

φεύγει από τη ζωή τρεις μέρες<br />

αργότερα, στις 19 Νοέμβρη<br />

<strong>1973</strong>.<br />

Ο Σπύρος Μαρίνος, 31 ετών,<br />

δίνει κι αυτός τη μάχη για τη<br />

δημοκρατία έξω από το Πολυτεχνείο.<br />

Είναι το βράδυ, στις 16<br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>, που οι σιδερολοστοί<br />

της αστυνομίας του<br />

προκαλούν κρανιοεγκεφαλικές<br />

κακώσεις. Μετεφέρεται στο<br />

Νοσοκομείο της Πεντέλης και<br />

φεύγει απ' τη ζωή τρεις μέρες<br />

αργότερα, στις 19 Νοέμβρη<br />

<strong>1973</strong>.


Πρωινό της <strong>17</strong>ης Νοέμβρη<br />

<strong>1973</strong>. Ο 24χρονος εργάτης<br />

Νίκος Μαρκουλής βρίσκεται<br />

στην Πλατεία Βάθη. Μια ριπή<br />

όπλου από στρατιωτική περίπολο<br />

τον τραυματίζει στην<br />

κοιλιά. Στο Γενικό Κρατικό<br />

Νοσοκομείο της Αθήνας δίνει για<br />

δυο μέρες τη δική του μάχη.<br />

Φεύγει απ' τη ζωή στις 19<br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

<strong>17</strong> Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ώρα 10 το<br />

πρωί. Η 76χρονη Αικατερίνη<br />

Αργυροπούλου βρίσκεται στην<br />

αυλή του σπιτιού της στους<br />

Αγίους Αναργύρους. Μια<br />

αδέσποτη σφαίρα την<br />

τραυματίζει σοβαρά στην πλάτη.<br />

Νοσηλεύεται για ένα μήνα, αλλά<br />

οι συνέπειες του τραύματος είναι<br />

ανεπανόρθωτες. Φεύγει απ' τη<br />

ζωή τον Μάιο του 1974.


<strong>17</strong> Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ώρα 10:15 το<br />

πρωί. Ο 19χρονος οικοδόμος<br />

Στέλιος<br />

Καραγεώργης<br />

διαδηλώνει στην οδό Πατησίων.<br />

Μια ριπή πολυβόλου από το<br />

τεθωρακισμένο όχημα των<br />

πεζοναυτών τον τραυματίζει<br />

θανάσιμα. Μεταφέρεται στο<br />

Κ.Α.Τ., όπου αφήνει την<br />

τελευταία του πνοή στις 30<br />

Νοεμβρίου <strong>1973</strong>.<br />

Στις <strong>17</strong> Νοέμβρη <strong>1973</strong>, στις<br />

10:30 το πρωί περίπου, ο<br />

23χρονος Μάρκος Καραμανής<br />

βρίσκεται στην ταράτσα του<br />

σπιτιού του, στην Πλατεία<br />

Αιγύπτου, πολύ κοντά στο<br />

Πολυτεχνείο. Τραυματίζεται<br />

θανάσιμα στο κεφάλι από τα<br />

πυρά της στρατιωτικής φρουράς<br />

που βρίσκεται στην ταράτσα του<br />

κτιρίου του Ο.Τ.Ε. Μεταφέρεται<br />

στο νοσοκομείο, όπου απλά<br />

διαπιστώνεται ο θάνατός του.<br />

Υπεύθυνος για τη δολοφονία<br />

του, ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης<br />

Λυμπέρης του 573ου Τάγματος<br />

Πεζικού.


<strong>17</strong> Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ώρα περίπου<br />

11 το πρωί, Ο 16χρονος<br />

μαθητής Αλέξανδρος Σπαρτίδης<br />

βαδίζει στην οδό Πατησίων,<br />

όταν τα πυρά της φρουράς στην<br />

ταράτσα του Ο.Τ.Ε. τον<br />

τραυματίζουν θανάσιμα στην<br />

κοιλιά. Ο τραγικός πατέρας του<br />

τον βρίσκει νεκρό στο<br />

Νοσοκομείο Κ.Α.Τ. Υπεύθυνος<br />

για τη δολοφονία του, και πάλι ο<br />

ανθυπολοχαγός Ιωάννης<br />

Λυμπέρης.<br />

Την ίδια ημέρα και ώρα, ο<br />

60χρονος Δημήτρης Παπαϊωάννου<br />

βρίσκεται στην<br />

Ομόνοια. Τα δακρυγόνα της<br />

αστυνομίας του προκαλούν<br />

έμφραγμα και αφήνει εκεί την<br />

τελευταία του πνοή.


Μεσημέρι στις <strong>17</strong> Νοέμβρη<br />

<strong>1973</strong>. Ο Γιώργος Γεριτσίδης, 47<br />

ετών, βρίσκεται μέσα στο<br />

αυτοκίνητό του, στα Νέα Λιόσια.<br />

Μια σφαίρα τρυπάει τον ουρανό<br />

του αυτοκινήτου του και τον<br />

τραυματίζει θανάσιμα στο<br />

κεφάλι. Πεθαίνει την ίδια μέρα<br />

στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο<br />

της Αθήνας.<br />

Την ίδια ημέρα και ώρα, στο Νέο<br />

Κόσμο, η Βασιλική Μπεκιάρη,<br />

εργαζόμενη μαθήτρια, βρίσκεται<br />

στην ταράτσα του σπιτιού της.<br />

Μια αδέσποτη σφαίρα στο<br />

σβέρκο κόβει το νήμα της ζωής<br />

της στα <strong>17</strong> της χρόνια.


Πεντέμισι χρονών ήταν ο<br />

Δημήτρης Θεοδωράς στις <strong>17</strong><br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>. Με τη μητέρα<br />

του διασχίζει τη Λεωφόρο<br />

Παπάγου στου Ζωγράφου,<br />

όταν από τα πυρά μιας<br />

στρατιωτικής περιπόλου δέχεται<br />

μια σφαίρα στο κεφάλι.<br />

Εκπνέει εκείνη τη στιγμή και<br />

όταν μεταφέρεται στο Νοσοκομείο<br />

Παίδων, απλά διαπιστώνεται<br />

ο θάνατός του.<br />

<strong>17</strong> Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ώρα 1 το<br />

μεσημέρι. Ο 43χρονος<br />

Αλέξανδρος Μπασρί Καράκας<br />

βαδίζει μαζί με τον 13χρονο γιο<br />

του στην οδό Αχαρνών. Μια<br />

ριπή μυδραλίου από τεθωρακισμένο<br />

στρατιωτικό όχημα<br />

τον τραυματίζει θανάσιμα στην<br />

κοιλιά. Ο θάνατός του είναι<br />

ακαριαίος.


18 Νοέμβρη <strong>1973</strong>, ώρα μιάμιση<br />

το μεσημέρι. Ο Αλέξανδρος<br />

Παπαθανασίου, 59 ετών, περνά<br />

μαζί με τις κόρες του έξω από το<br />

ΙΣτ Αστυνομικό Τμήμα της οδού<br />

Δροσοπούλου στην Κυψέλη.<br />

Βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα σε<br />

πυρά που προέρχονται από<br />

τους αστυνομικούς τους τμήματος.<br />

Πεθαίνει από συγκοπή<br />

επί τόπου.<br />

Μεσημέρι, 18 Νοεμβρίου <strong>1973</strong>.<br />

Ο 63χρονος Ανδρέας Κούμπος<br />

βαδίζει στην οδό Γ'<br />

Σεπτεμβρίου. Δέχεται πυρά<br />

μυδραλίου από τεθωρακισμένο<br />

στρατιωτικό όχημα. Μεταφέρεται<br />

στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών<br />

και μετά στο Γενικό Κρατικό<br />

Νοσοκομείο της Αθήνας. Εκεί<br />

αφήνει την τελευταία του πνοή<br />

στις 30 Ιανουαρίου 1974.


Μεσημέρι, 18 Νοεμβρίου <strong>1973</strong>.<br />

Ο 20χρονος Μιχάλης<br />

Μυρογιάννης βρίσκεται στη<br />

διασταύρωση της οδού Πατησίων<br />

και Στουρνάρη. Πυροβολείται<br />

από στρατιωτικό<br />

περίστροφο και τραυματίζεται<br />

θανάσιμα στο κεφάλι. Μεταφέρεται<br />

στο Σταθμό Πρώτων<br />

Βοηθειών και από κει στο Γενικό<br />

Κρατικό Νοσοκομείο, όπου<br />

εκπνέει την ίδια μέρα. Ο<br />

δολοφόνος του είναι ο<br />

συνταγματάρχης Νικόλαος<br />

Ντερτιλής.<br />

Ώρα περίπου 12 στις 18<br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>. Ο 44χρονος<br />

Κυριάκος Παντελεάκης βαδίζει<br />

στην οδό Πατησίων. Από ένα<br />

διερχόμενο άρμα μάχης τον<br />

πυροβολούν. Τραυματίζεται<br />

θανάσιμα. Μεταφέρεται στο<br />

Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της<br />

Αθήνας. Φεύγει απ' τη ζωή στις<br />

27 Δεκεμβρίου <strong>1973</strong>.


18 Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

Ο Στάθης Κολινιάτης, 47 ετών,<br />

δέχεται χτυπήματα από<br />

αστυνομικούς με σιδερολοστούς.<br />

Μεταφέρεται στο<br />

νοσοκομείο βαριά τραυματισμένος<br />

με κρανιοεγκεφαλικές<br />

κακώσεις. Φεύγει από τη ζωή<br />

τρεις μέρες αργότερα, στις 21<br />

Νοέμβρη <strong>1973</strong>.<br />

Ο 22χρονος φοιτητής Γιάννης<br />

Μικρώνης χτυπήθηκε τις μέρες<br />

των γεγονότων του Πολυτεχνείου<br />

κάτω από αδιευκρίνιστες<br />

ως τώρα συνθήκες. Ο βαρύς<br />

τραυματισμός του στο συκώτι<br />

τον οδηγεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο<br />

της Αθήνας, όπου αφήνει<br />

την τελευταία του πνοή στις <strong>17</strong><br />

Δεκέμβρη <strong>1973</strong>.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ<br />

«Μικρό Δοξαστικό για τα Παιδιά του Πολυτεχνείου»<br />

Όνειρο της μεγάλης ώρας<br />

Πράξη του δίκιου –<br />

Παιδιά μεγαλωμένα στη φωτιά,<br />

Ανήλικοι ήρωες,<br />

Πώς την υψώσατε στους ώμους σας<br />

την Ιστορία;<br />

Σπαρτίδη, Γερακίδη, Κομνηνέ,<br />

Αντάρογλου και Μυρογιάννη,<br />

Παντελεάκη, Λαζαριώτη,<br />

Παντελεάκη Λάκωνα,<br />

Ρωμιέ, Ρωμιέ,<br />

Μ’ ένα μικρό χαμόγελο,<br />

Μ’ ένα τσιγάρο,<br />

Με σκισμένο πουκάμισο,<br />

Με λιγοστό μπαρούτι του Μεσολογγιού<br />

Με τη μεγάλη μνήμη της Ελευθερίας –<br />

Πώς το τινάξατε στον αέρα το σκοτάδι,<br />

Τις σημαίες πλαταγίσατε,<br />

Πάνω απ’ το θάνατό σας,<br />

Πάνω απ’ όλο το θάνατο,<br />

Παιδιά του λαού,<br />

Πριν απ’ το σάρκινο φιλί<br />

Ερωτευμένοι της Δημοκρατίας –<br />

Αντάρογλου, Σπαρτίδη, Κομνηνέ, Παντελεάκη,<br />

Γεια σας συντρόφια,<br />

Το ματωμένο σας μαντίλι<br />

Σφιχτά σφιχτά,<br />

Χέρι με χέρι,<br />

Όρκος και χορός,<br />

Μέσα σ’ όλες τις νύχτες του Γένους<br />

Αδελφικός χορός –<br />

Γεια σας και γεια σας.


Αφίσα του Γιώργου Βακιρτζή

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!