05.02.2015 Views

ΕΜΙΛΙΑ - Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ (Μπάμπης Ράκης)

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/84

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/84

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

<strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

<strong>ΕΜΙΛΙΑ</strong><br />

<strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong><br />

<strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong><br />

e a s y w r i t e r . g r


ΤΙΤΛΟΣ: <strong>ΕΜΙΛΙΑ</strong>: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong><br />

2014 Copyright©<strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong>.<br />

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή <strong>του</strong> συνόλου<br />

<strong>του</strong> έργου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή <strong>του</strong> με<br />

οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την<br />

άδεια <strong>του</strong> συγγραφέα.<br />

Δεύτερη Ηλεκτρονική Έκδοση: Νοέμβριος 2014.


<strong>Το</strong> βιβλίο μου αυτό το αφιερώνω στις δύο μου κόρες,<br />

Μαρία και Ρένα, που με στηρίζουν και με ενθαρρύνουν.<br />

Επίσης, στην Iga, που υπήρξε για εμένα πηγή έμπνευσης.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:<br />

Η άγνωστη που ξύπνησε θύμισες από τα παλιά .................... 1<br />

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:<br />

Η ξανθιά νεράιδα της πολυκατοικίας................................. 22<br />

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3:<br />

Ένα ρεμάλι, ο «κύριος Στέλιος» .......................................... 53<br />

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4:<br />

Ο άνθρωπος που πήρε διαταγή από το Βερολίνο να εκτελέσει<br />

την Emilia ........................................................................ 75<br />

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5:<br />

Πώς βρέθηκε η Emilia στην Αλεξάνδρεια ........................ 151


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1<br />

Η άγνωστη που ξύπνησε θύμισες από τα<br />

παλιά<br />

Θ<br />

υμάμαι ήταν Μάιος. Στο ήσυχο <strong>του</strong>ριστικό<br />

χωριό της επαρχίας Λάρνακας, η ήρεμη<br />

θάλασσα, ο ήλιος, τα δένδρα, έδιναν τα<br />

πρώτα σημάδια <strong>του</strong> καλοκαιριού,<br />

δημιουργώντας μια παράξενη ευφορία.<br />

Πήγαινα σε ένα φιλικό σπίτι προσκαλεσμένος για<br />

μεσημεριανό. Θα είχε και άλλα άτομα, άγνωστα σε εμένα<br />

μέχρι τότε, όπως μου είπε ο φίλος που με κάλεσε. Όταν<br />

έφτασα οι περισσότεροι ήταν στην αυλή. Ανάμεσα στα<br />

άγνωστα άτομα ήταν και εκείνη.<br />

Μια όμορφη ξανθιά γυναίκα, μιας κάποιας ηλικίας,<br />

όπως και εγώ. Συνέχιζα να την κοιτώ επίμονα. Μου


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 2<br />

άρεσε πολύ. Όμως δεν ήταν μόνο ο θαυμασμός μου,<br />

κάτι άλλο παράξενο ξυπνούσε μέσα μου, χωρίς να<br />

μπορώ να το προσδιορίσω ακόμη. Ήταν η πρώτη φορά<br />

που την έβλεπα, και όμως πίστευα ότι την είχα ξαναδεί.<br />

Ήμουν σίγουρος για αυτό. Την είχα συναντήσει κάποτε,<br />

αλλά πού και πότε;<br />

Με πλησίασε ο φίλος μου και μου είπε: «Έλα να σε<br />

γνωρίσω με κάποια κυρία», και με έφερε κοντά της. Σαν<br />

πλησιάσαμε, μου συστήθηκε, δίνοντάς μου το χέρι της:<br />

«Λέγομαι Emilia, είμαι Πολωνέζα, έχω όμως πολλά<br />

χρόνια στην Κύπρο».<br />

Αυτό το πρόσωπο το είχα ξαναδεί. <strong>Το</strong> ίδιο ζεστό<br />

χαμόγελο, τα ίδια μάτια. Αλλά πού; Πότε; Ίσως σε<br />

άλλους τόπους, σε πολύ περασμένα χρόνια. Ήταν η ίδια<br />

ή κάποια άλλη; Μήπως ήταν αποκύημα της φαντασίας<br />

μου, όπως τότε, στα νιάτα μου, που κάποιες φορές<br />

έπλαθα στα όνειρά <strong>του</strong> την εικόνα μιας ξανθιάς γυναίκας<br />

που θα ήθελα τόσο πολύ και όμως δεν είχα ποτέ<br />

συναντήσει;<br />

Πότε, άραγε, άρχισε το όνειρο; Μήπως, όμως, δεν<br />

ήταν όνειρο αφού ήμουν βέβαιος ότι την είχα κάποτε<br />

γνωρίσει; Δεν θυμόμουν. Εκείνη, πάντως, δεν έδειχνε να<br />

με αναγνωρίζει.<br />

Μου άρεσε υπερβολικά. Είχε όλη την ομορφιά και<br />

τη θηλυκότητα που μπορούσε να συνδυάζει μια γυναίκα,<br />

για να γοητεύσει έναν άνδρα. Ένα υπέροχο σώμα, ξανθά<br />

μαλλιά. <strong>Το</strong> χρώμα των ματιών της έπαιζε στο φως <strong>του</strong><br />

μεσημεριού, στο δωμάτιο όπου καθόταν όλη η παρέα,<br />

γύρω από το τραπέζι. Καθώς μου μιλούσε τα έβλεπα να


3 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

μοιάζουν πότε πράσινα, πότε μπλε, πότε γκρίζα. Όλο και<br />

βυθιζόμουν στο χρώμα των ματιών της. Η ίδια έδειχνε<br />

ενδιαφέρον για τις κουβέντες μου.<br />

Άκουγε με προσοχή τα όσα της έλεγα. Προσπαθούσα<br />

να της φανώ ευχάριστος. Είχαμε και οι δύο, μια κάποια<br />

ηλικία. Δεν είμαστε στην πρώτη μας νιότη.<br />

Ήθελα πολύ να την ξαναδώ.<br />

Σε κάποια στιγμή βρήκα στο τραπέζι ένα κομμάτι<br />

χαρτί. Εκεί, μπροστά σε όλη την παρέα, έγραψα τον<br />

αριθμό <strong>του</strong> κινητού μου και της το έδωσα. Η αντίδραση<br />

της με συγκίνησε. Στο ίδιο χαρτί, στην άλλη άκρη,<br />

έγραψε και εκείνη τον δικό της αριθμό, έκοψε εκείνη την<br />

πλευρά και μου είπε: «Ο δικός μου αριθμός».<br />

Συνεχίζαμε να κουβεντιάζουμε για αρκετή ώρα.<br />

Σηκώθηκα πρώτος από το τραπέζι. Έπρεπε να φύγω.<br />

Χαιρέτησα την παρέα και δίνοντας το χέρι, της είπα<br />

μπροστά σ<strong>του</strong>ς υπόλοιπους: «Θα σου τηλεφωνήσω<br />

απόψε».<br />

Μου χαμογέλασε. «Θα περιμένω», είπε με ένα ζεστό<br />

χαμόγελο.<br />

Σαν βρέθηκα μόνος επιστρέφοντας στο σπίτι, ένιωθα<br />

τον εαυτό μου να χάνεται, καθώς γύρευα μέσα από<br />

θολές μνήμες <strong>του</strong> παρελθόντος να βρω κάποιο φως που<br />

να μου δείχνει κάποια εικόνα, κάποια θύμηση παλιά,<br />

για τον τόπο και το χρόνο που την είχα ξαναδεί.<br />

Λίγο πριν φθάσω σπίτι, εκείνο το δειλινό <strong>του</strong> Μάη,<br />

και καθώς ο αέρας της θάλασσας φύσηξε κάπως<br />

δυνατότερα, τινάζοντας απότομα τα φύλλα των δένδρων,<br />

σαν φτερούγες τρομαγμένων πουλιών, ήρθαν από πολύ


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 4<br />

μακριά, σε χρόνο και τόπο, λίγες μόνο λέξεις: «Καλλονή<br />

από την Πολωνία».<br />

Τότε θυμήθηκα πότε είχα πρωτακούσει αυτές τις<br />

λέξεις. Ήταν στην Αλεξάνδρεια <strong>του</strong> 1941. Δεν μπορούσε<br />

να είναι φυσικά εκείνη. Όμως της έμοιαζε τόσο πολύ.<br />

Μια παλιά ξεχασμένη ιστορία από τα παιδικά μου<br />

χρόνια, θαμμένη βαθιά, που σπάνια την έφερνα στη<br />

θύμησή μου. Τώρα όμως;<br />

Αυτή η ωραία, άγνωστη σε εμένα μέχρι χθες, ύπαρξη,<br />

μου ξύπνησε μνήμες <strong>του</strong> παρελθόντος. Μου έφερε στη<br />

θύμηση, εκείνη την άλλη συμπατριώτισσά της Πολωνέζα,<br />

που –δεκάχρονο αγόρι τότε– είχα αντικρίσει σαν τον<br />

ξανθό άγγελο που είχε καταφτάσει για λίγο, για να<br />

ζεστάνει τη μίζερη ζωή μου και να ομορφύνει τα όνειρα<br />

μου.<br />

Τότε ήμουν μικρό παιδί και εκείνη ήταν μια νέα και<br />

πολύ ωραία γυναίκα. Τώρα, όμως, όλα είναι διαφορετικά.<br />

Η γυναίκα που είχα γνωρίσει έμοιαζε τόσο πολύ με τον<br />

ξανθό μου άγγελο των παιδικών μου χρόνων, και εγώ δεν<br />

ήμουν πια παιδί. Την έβλεπα σαν μια γυναίκα<br />

επιθυμητή.<br />

Βιαζόμουν να την ξαναδώ. Ήθελα τόσο πολύ να της<br />

μιλήσω. Να της πω τη δική μου ιστορία, τότε που, στην<br />

Αλεξάνδρεια <strong>του</strong> 1941, ένα ορφανό παιδί έζησε όμορφες<br />

στιγμές με τη ζεστασιά ενός αγγέλου που της έμοιαζε.<br />

Όμως ήθελα να της πω ακόμη κάτι πολύ πιο βασικό<br />

από τη δική μου ιστορία: πως εκείνος ο άγγελος της<br />

Αλεξάνδρειας έμοιαζε καταπληκτικά με μια ξανθιά<br />

ύπαρξη, που το 1920 στο Παρίσι ενέπνευσε τον μεγάλο


5 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

ζωγράφο <strong>Ρενουάρ</strong> να της φτιάξει το πορτρέτο. Ένα<br />

πορτρέτο που έκρυβε μια τραγική ιστορία, τόσο για το<br />

<strong>μοντέλο</strong> όσο και για <strong>του</strong>ς άνδρες που αγάπησαν την<br />

ξανθιά καλλονή ή ερωτεύθηκαν την ομορφιά <strong>του</strong><br />

πορτρέ<strong>του</strong>, χωρίς ποτέ να γνωρίσουν την ίδια. Μια<br />

ερωτική ιστορία που άρχισε πριν σχεδόν εκατό χρόνια<br />

και συνεχίστηκε στα τραγικά χρόνια <strong>του</strong> πολέμου.<br />

Άραγε εκείνη γνώριζε πόσο έμοιαζε σε εκείνο το<br />

πορτρέτο <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong>; Θα με πίστευε; Θα την<br />

ενδιέφεραν όλα αυτά;<br />

Της τηλεφώνησα την ίδια νύχτα και βρεθήκαμε την<br />

άλλη μέρα σε ένα παραλιακό κέντρο της Λάρνακας.<br />

Ήταν το ίδιο όμορφη όπως την προηγουμένη. Με ένα<br />

ζεστό χαμόγελο και τα μάτια της, που λες και άλλαζαν<br />

χρώμα με το φως <strong>του</strong> ήλιου, πότε πράσινα, πότε μπλε,<br />

πότε γκρίζα. Σε μια στιγμή της είπα, «Ξέρεις ότι μοιάζεις<br />

με ένα πορτρέτο <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong>;»<br />

Με κοίταξε κάπως σαστισμένα και με το ίδιο πάντα<br />

χαμόγελο μου απάντησε: «Όχι δεν το γνωρίζω. Κανείς δεν<br />

μου είπε ποτέ κάτι τέτοιο. Εξάλλου, από φωτογραφίες<br />

και σε μουσεία, έχω δει όλους <strong>του</strong>ς πίνακες <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong>.<br />

Δεν πιστεύω να υπάρχει τέτοιος πίνακας. Εσύ τον είδες<br />

αυτόν τον πίνακα;»<br />

«Όχι, δεν τον είδα».<br />

«Τότε;»<br />

«Ξέρω πως υπάρχει. Θα ανήκει σε κάποια ιδιωτική<br />

συλλογή. Ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξη <strong>του</strong>. Ο<br />

πίνακας της ξανθιάς κοπέλας που ζωγράφισε ο <strong>Ρενουάρ</strong><br />

και σου μοιάζει έχει τη δική <strong>του</strong> τραγική ιστορία. Την


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 6<br />

έζησα την ιστορία αυτή από μακριά, όταν ήμουν παιδί<br />

και αργότερα έφηβος. Θα ήθελες να την ακούσεις;»<br />

«Φυσικά! Πολύ θα με ενδιέφερε μια τέτοια ιστορία»,<br />

απάντησε.<br />

Πήρα θάρρος, τότε, και της είπα, «Πρέπει να έχεις<br />

υπομονή. Η ιστορία μου αρχίζει πριν ακόμη μάθω την<br />

ύπαρξη <strong>του</strong> πίνακα. Τότε που στην Αλεξάνδρεια <strong>του</strong><br />

1941, παιδί ακόμη, είδα έναν ξανθό άγγελο που σου<br />

έμοιαζε. Την έλεγαν Emilia.<br />

Άρχισα να της διηγούμαι την ιστορία μου και πώς<br />

παρουσιάστηκε στη ζωή μου η Emilia.<br />

Σ<br />

την παλιά τριώροφη πολυκατοικία της<br />

Αλεξάνδρειας, που έμενα τότε, οι εξώπορτες<br />

των διαμερισμάτων την ημέρα έμεναν<br />

πάντα ανοιχτές. Ποτέ δεν έκλειναν. Έξι<br />

διαμερίσματα. Τα πέντε ήταν νοικιασμένα. <strong>Το</strong> ένα, που<br />

βρισκόταν στο τρίτο πάτωμα, ήταν πάντα κλειδωμένο και<br />

ξενοίκιαστο. Ο ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας, κάποιος<br />

Έλληνας μεγαλέμπορος, το είχε φτιάξει μέσα με παρκέ<br />

και τις τρεις κάμαρες. Τα παράθυρα τα είχε βάψει με<br />

λαδομπογιά πράσινα. Όμως, εκείνο για το οποίο όλες<br />

μιλούσαν ήταν ότι διέθετε μια μεγάλη μπανιέρα και<br />

δίπλα στον τοίχο ένα μικρό καζάνι, όπου μπορούσες από


7 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

κάτω να βάλεις την γκαζιέρα και να βράσει το νερό.<br />

Μπορούσες έτσι να κάνεις μπάνιο χωρίς να κρυώνεις,<br />

κυρίως το χειμώνα. <strong>Το</strong> είχε φτιάξει ο ιδιοκτήτης για την<br />

κόρη <strong>του</strong>. Θα την πάντρευε με κάποιον εξίσου<br />

ευκατάστατο. Όμως εκείνη το έσκασε ένα βράδυ με<br />

κάποιον ομορφονιό παντρεμένο και κανείς δεν έμαθε<br />

ποτέ για αυτούς. Ο ιδιοκτήτης έπεσε σε μαρασμό.<br />

Κλείδωσε το διαμέρισμα και δεν το νοίκιαζε σε κανέναν.<br />

Στην παλιά εκείνη πολυκατοικία, σε μια<br />

φτωχογειτονιά της Αλεξάνδρειας, <strong>του</strong> 1941, οι εξώπορτες<br />

των πέντε διαμερισμάτων δεν έκλειναν ποτέ στη διάρκεια<br />

της ημέρας. Οι νοικοκυρές, όλες Ελληνίδες, ήταν<br />

ελεύθερες να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες, να μπαίνουν<br />

και να βγαίνουν σε όποια γειτόνισσα ήθελαν, είτε για να<br />

ζητήσουν ένα φλιτζάνι δανεικό καφέ ή ζάχαρη, αλλά τις<br />

περισσότερες φορές για να κουτσομπολέψουν.<br />

Οι άνδρες έλειπαν όλη την ημέρα στη δουλειά.<br />

Νύχτωνε βαθιά μέχρι να γυρίσουν σπίτι. Σπάνια <strong>του</strong>ς<br />

έβλεπα. Χαράματα έφευγαν, σχεδόν μεσάνυχτα<br />

γυρνούσαν. Βασανισμένα και κουρασμένα κορμιά όλοι<br />

<strong>του</strong>ς, βρίσκονταν πια σε κάποια ηλικία, έχοντας χάσει<br />

από καιρό την πρώτη <strong>του</strong>ς νιότη και το κέφι για ζωή.<br />

Σπίτι έμεναν οι πέντε γυναίκες. Και αυτές<br />

μαραμένες· αδιάφορες για τον εαυτό <strong>του</strong>ς, φορούσαν για<br />

μήνες την ίδια ρόμπα και τις ίδιες ξεφτισμένες από τον<br />

καιρό παντόφλες. Οι τρεις ήταν πολύ παχιές και οι δύο<br />

ξερακιανές. Έμενα στο διαμέρισμα της μιας από τις δύο<br />

ξερακιανές. Την έλεγαν Κλεονίκη. Ήμουνα «ψυχογιός»<br />

<strong>του</strong> άνδρα της. Έτσι έλεγε για εμένα όταν οι άλλες στην


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 8<br />

αρχή απορούσαν, όταν ακούγανε ότι μόνο δυο χρόνια<br />

ήταν που παντρεύτηκε. «Κυρία Κλεονίκη, τίνος είναι το<br />

παιδί; Δικό σου ή <strong>του</strong> άνδρα σου;»<br />

Εκείνη απαντούσε με αδιαφορία: «Είναι ψυχογιός<br />

<strong>του</strong> άνδρα μου. Έμεινε ορφανός, και αντί να τον βάλει<br />

στο ορφανοτροφείο μού τον έφερε για προίκα».<br />

«Είναι ψυχικό αυτό που κάνεις», της έλεγαν. Όμως<br />

τις άκουσα κάποτε να λένε μεταξύ <strong>του</strong>ς, «Δεν την<br />

πιστεύουμε. Μάλλον μπάσταρδος <strong>του</strong> άνδρα της θα<br />

είναι», και γελούσαν πονηρά. Καμιά <strong>του</strong>ς δεν είχε παιδιά.<br />

<strong>Το</strong> μοναδικό παιδί στην πολυκατοικία ήμουν εγώ, ο<br />

«ψυχογιός <strong>του</strong> άνδρα της Κλεονίκης».<br />

Όταν τις συναντούσα στις σκάλες τις καλημέριζα.<br />

Όμως ποτέ καμιά <strong>του</strong>ς δεν μου είπε καλημέρα. Για<br />

αυτές ήμουν ένας μπάσταρδος. Σπάνια έβγαιναν έξω τις<br />

Κυριακές. Δεν είχαν και που να πάνε. Μόνο τις<br />

καθημερινές πήγαιναν απέναντι στα μαγαζιά για ψωμί,<br />

φρούτα, χόρτα. Κρέας σπάνια αγόραζαν. Ένας<br />

μικρόκοσμος που με έπνιγε καθώς μεγάλωνα. Τελείωνα<br />

το Δημοτικό. Θα πήγαινα Γυμνάσιο.<br />

Ήταν αρχές <strong>του</strong> καλοκαιριού <strong>του</strong> 1941. Ο πόλεμος<br />

μαινόταν στην Ευρώπη. Η Αλεξάνδρεια, αυτή η γεμάτη<br />

μυστήριο πολιτεία, δεχόταν την περίοδο εκείνη χιλιάδες<br />

στρατιώτες των συμμάχων, που έρχονταν με άδεια, για<br />

λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν ξανά για το μέτωπο. Οι<br />

ελληνικές οικογένειες της Αλεξάνδρειας φιλοξενούσαν<br />

στα σπίτια τα στρατιωτάκια μας. Γίνονταν μάλιστα και<br />

πολλά συνοικέσια που ποτέ δεν δένανε. Ποιο<br />

εικοσάχρονο αγόρι θα μπορούσε ποτέ να δώσει λόγο ότι


9 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

μετά τον πόλεμο θα ξαναγύριζε. Τα φτωχόπαιδα με το<br />

χακί, δεν ξέρανε αν τα ίδια θα ζούσαν και θα γύριζαν<br />

στην πατρίδα <strong>του</strong>ς, στις δικές <strong>του</strong>ς οικογένειες.<br />

Όμως οι μανάδες της Αλεξάνδρειας θέλανε να<br />

αποκαταστήσουν τις μεγαλοκοπέλες της οικογένειας.<br />

Ήταν ευκαιρία. Εικοσάχρονο το αγόρι τριαντάχρονη η<br />

κοπελιά. <strong>Το</strong>υς έταζαν πολλά. «Μόλις τελειώσει ο πόλεμος,<br />

να γυρίσεις αμέσως. Σου έχουμε σπίτι, έτοιμη δουλειά<br />

και χρυσές λίρες».<br />

Στο μικρόκοσμο που ζούσα, απομονωμένος και από<br />

παιδιά της ηλικίας μου –εκτός, φυσικά, από τις ώρες <strong>του</strong><br />

σχολείου– ελάχιστα μπορούσα να μάθω, εκτός από τα<br />

φτηνά κουτσομπολιά των πέντε γυναικών της<br />

πολυκατοικίας. Μπαινόβγαιναν η μια στο σπίτι της<br />

άλλης και μετέφεραν ό,τι είχαν ακούσει από <strong>του</strong>ς άνδρες<br />

<strong>του</strong>ς την προηγουμένη. Τίποτε δεν έλεγαν ούτε και<br />

ήξεραν για τον πόλεμο, που σαν λαίλαπα έκαιγε την<br />

Ευρώπη και έφτασε μέχρι την Αφρική.<br />

Οι συμμαθητές μου στο σχολείο ήξεραν και μου<br />

έλεγαν πολλά. Φυσικά και οι καθηγητές μας. Εκείνοι<br />

είχαν ένα άλλο κύκλο. Δεν ζούσαν στο στενό και<br />

αποπνιχτικό κόσμο της Κλεονίκης και των φιλενάδων της<br />

με τις παλιές παντόφλες και τις ίδιες πάντα ρόμπες<br />

χειμώνα-καλοκαίρι.<br />

Και ξαφνικά όλα άλλαξαν στη ζωή μου. Ήταν ένα<br />

κυριακάτικο πρωινό <strong>του</strong> Μάρτη <strong>του</strong> 1941. Συνήθιζα,<br />

όπως όλοι στη γειτονιά, να στέκομαι με τις ώρες στο<br />

μπαλκόνι και να κοιτώ τον κόσμο που περνούσε στο<br />

δρόμο.


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 10<br />

Ένα πολύβουο μελίσσι από ανθρώπους, άνδρες<br />

γυναίκες κάθε ηλικίας, ακόμη και παιδιά. Ο<br />

φτωχόκοσμος της αραπιάς αλλά και δικοί μας· είχαμε<br />

και ελληνικά μαγαζιά στη γειτονιά. Τα περισσότερα<br />

ήτανε μπακάλικα, υπήρχαν και μερικά που πουλούσαν<br />

φρούτα και χορταρικά, καθώς και δύο χασάπικα. Τα<br />

ελληνικά μαγαζιά δεν έκλειναν ποτέ. Φτωχοί οι δικοί μας<br />

μαγαζάτορες τα κρατούσαν πάντοτε ανοικτά. Δούλευαν<br />

από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ. Κουρασμένοι,<br />

γερασμένοι πρόωρα έσερναν τα βήματα <strong>του</strong>ς όταν<br />

έμπαινε ο πελάτης, <strong>του</strong> χαμογελούσαν και τον<br />

ερωτούσαν με την άχρωμη τυπική ευγένεια: «Τι θα<br />

πάρετε, παρακαλώ;»<br />

Ο πελάτης, συνήθως πελάτισσα, ρωτούσε πρώτα την<br />

τιμή και ύστερα έλεγε την ποσότητα που ήθελε: «Πόσα το<br />

έχεις σήμερα το βοδινό, διότι θα πάρω μισή οκά».<br />

«Για εσάς, κυρία Κλεονίκη, θα το αφήσω δύο σελίνια».<br />

Η ίδια πάντα πληκτική κουβέντα κάθε φορά που<br />

αναγκαζόμουν να πάω με την Κλεονίκη για ψώνια.<br />

«Τι τον έχεις τον ψυχογιό, κυρία Κλεονίκη; Να τον<br />

παίρνεις μαζί σου να σου σηκώνει τις σακούλες».<br />

Αυτά της έλεγαν για εμένα οι φιλενάδες της<br />

πολυκατοικίας. Και η<br />

Κλεονίκη άλλο που δεν ήθελε. Να τις σηκώνει τα<br />

ψώνια ο ψυχογιός <strong>του</strong> άνδρα της.<br />

Από το μπαλκόνι τα πράγματα ήταν διαφορετικά.<br />

Μπορούσες να παρακολουθείς τα πάντα, αδιάφορα,<br />

όπως αδιάφορο ήταν και το ανθρώπινο μελίσσι για εμάς


11 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

που το παρακολουθούσαμε από τα παράθυρα ή τα<br />

μπαλκόνια.<br />

Κανένας περαστικός δεν ύψωνε το βλέμμα <strong>του</strong>. Οι<br />

περισσότεροι κουβαλούσαν το φορτίο <strong>του</strong>ς στο κεφάλι,<br />

φώναζαν ή μιλούσαν με τον διπλανό <strong>του</strong>ς. Άλλοι πάλι<br />

προχωρούσαν αργά, σιωπηλά, αδιάφοροι για <strong>του</strong>ς γύρω<br />

<strong>του</strong>ς. Ανάμεσα στα πόδια <strong>του</strong>ς έτρεχαν, με την ουρά στα<br />

σκέλια, φοβισμένα, αδέσποτα σκυλιά.<br />

Λίγα τα αυτοκίνητα που περνούσαν από το στενό<br />

δρομάκι της γειτονιάς. Έτσι, όταν το πεζοδρόμιο γέμιζε<br />

και δεν είχε τόπο να περάσουν, οι άνθρωποι κατέβαιναν<br />

στο δρόμο. Όταν καμιά φορά περνούσε κανένα παλιό<br />

φορτηγό, παραμέριζαν λίγο και συνέχιζαν το δρόμο <strong>του</strong>ς.<br />

Εκείνη την Κυριακή <strong>του</strong> Μάρτη όλα άλλαξαν στη ζωή<br />

μου. Καθώς κοιτούσα αδιάφορα στο δρόμο, βλέπω να<br />

σταματά έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας ένα<br />

μεγάλο φορτηγό <strong>του</strong> αγγλικού στρατού.<br />

Ήταν γεμάτο από ολοκαίνουργια έπιπλα που το<br />

βερνίκι <strong>του</strong>ς γυάλιζε στον ήλιο. Πάνω στο φορτηγό, μαζί<br />

με τα έπιπλα, στέκονταν δύο πελώριοι μελαχρινοί<br />

αραπάδες χαμάληδες.<br />

Κρεμάστηκα από το μπαλκόνι και περίμενα να δω<br />

ποιοι θα κατεβούν από το αυτοκίνητο. Πρώτη φορά<br />

συνέβηκε να σταματά ένα στρατιωτικό όχημα έξω από<br />

την πολυκατοικία. Σπάνια περνούσαν από τη γειτονιά<br />

μας βρετανικά στρατιωτικά αυτοκίνητα.<br />

Ο κόσμος στο δρόμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή<br />

περνούσε αδιάφορα, στη θέα <strong>του</strong> μεγάλου στρατιωτικού


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 12<br />

αυτοκινή<strong>του</strong> σταμάτησε. Άρχισαν να πλησιάζουν το<br />

φορτηγό γιομάτοι περιέργεια.<br />

Οι δύο αραπάδες χαμάληδες, αφού κατέβηκαν από<br />

το όχημα, άρχισαν να φωνάζουν στο πλήθος να φύγει,<br />

διώχνοντας <strong>του</strong>ς με τα χέρια <strong>του</strong>ς. Όμως εκείνοι<br />

παρέμεναν εκεί, αμίλητοι, με τα μάτια καρφωμένα στα<br />

έπιπλα με το βερνίκι <strong>του</strong>ς να καθρεφτίζει τον ήλιο.<br />

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα <strong>του</strong> φορτηγού και κατέβηκε<br />

πρώτη μια γυναίκα, ντυμένη στρατιωτικά, στα χακί,<br />

φορούσε και πηλήκιο. Ήταν μεγαλόσωμη με μαύρα<br />

πολύ κοντά μαλλιά. Στη ζώνη, στη δεξιά πλευρά, ήταν η<br />

θήκη με το μαύρο περίστροφο.<br />

Στάθηκε για μια στιγμή, κοιτώντας το πλήθος<br />

αμίλητη. <strong>Το</strong> χέρι της ξαφνικά ακούμπησε στη θήκη <strong>του</strong><br />

όπλου.<br />

Η κίνηση αυτή φόβισε <strong>του</strong>ς περίεργους και άρχισαν<br />

ένας-ένας να υποχωρούν. Όλοι ξέραμε ότι ο βρετανικός<br />

στρατός είχε την άδεια να πυροβολεί, αν κινδύνευε<br />

στρατιώτης από το πλήθος.<br />

Σε λίγο κατέβηκε μια άλλη γυναίκα ντυμένη<br />

στρατιωτικά και αυτή. Ήταν πιο κοντή από την πρώτη<br />

αλλά φαινόταν και αυτή πολύ δυνατή. Στη ζώνη της<br />

υπήρχε η θήκη με το περίστροφο.<br />

Στη θέα και της δεύτερης στρατιωτικού με<br />

περίστροφο, το πλήθος αποτραβήχτηκε πολύ μακριά<br />

από το στρατιωτικό όχημα.<br />

Γύρω, στα μπαλκόνια και τα παράθυρα της<br />

φτωχογειτονιάς, οι ένοικοι που είχαν μαζευτεί κοιτούσαν<br />

γιομάτοι περιέργεια αυτά που συνέβαιναν.


13 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

Έσκυβα όσο μπορούσα, να δω καλύτερα. <strong>Το</strong> γεγονός<br />

ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό είχε δει η γειτονιά μας. Ο<br />

βρετανικός στρατός έξω από το σπίτι μας. Κάτι πολύ<br />

σοβαρό θα έπρεπε να συμβαίνει. Ξαφνικά κατέβηκε από<br />

το αυτοκίνητο και τρίτη γυναίκα. Εκείνη δεν έφερε<br />

στρατιωτική στολή. Φορούσε ένα μακρύ φαρδύ γκρίζο<br />

φόρεμα.<br />

Είχε ξανθά μακριά μαλλιά μπλεγμένα σε μια μεγάλη<br />

πλεξούδα.<br />

Κρατούσε ένα μικρό τσαντάκι. Αμέσως οι δύο<br />

γυναίκες <strong>του</strong> βρετανικού στρατού την συνόδεψαν<br />

προστατευτικά προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Εγώ<br />

έτρεξα στην είσοδο <strong>του</strong> διαμερίσματος, άνοιξα την πόρτα<br />

και βγήκα στις σκάλες.<br />

Τις είδα να ανεβαίνουν τα φθαρμένα από το χρόνο<br />

μαρμάρινα σκαλιά, μιλώντας χαμηλόφωνα. Σε ποιο<br />

διαμέρισμα θα πήγαιναν όμως;<br />

Ξαφνικά η καρδιά μου άρχισε να κτυπά δυνατά. Θα<br />

έρχονταν στο διαμέρισμα απέναντι από το δικό μας. Στο<br />

διαμέρισμα που έμενε πάντα κλειστό. Ναι, έρχονταν στον<br />

ίδιο όροφο με τον δικό μας.<br />

Έμεινα καρφωμένος στη θέση μου, ακουμπισμένος<br />

στον τοίχο, και περίμενα. Οι κουβέντες <strong>του</strong>ς όλο και<br />

δυνάμωναν, μέχρι που τις είδα να φτάνουν κοντά μου.<br />

Οι γυναίκες με τα στρατιωτικά με κοίταξαν χωρίς να<br />

μου μιλήσουν. Η μια από αυτές, που κρατούσε το κλειδί,<br />

πήγε προς την πόρτα. Ή άλλη, με το χέρι στη θήκη <strong>του</strong><br />

όπλου, στάθηκε δίπλα στην όμορφη ξανθιά γυναίκα.


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 14<br />

Την είδα να με πλησιάζει και να μου χαμογελά<br />

ευγενικά και έπειτα να με ρωτά, «Μένεις και εσύ εδώ. Σε<br />

ποιο διαμέρισμα;»<br />

Ήταν ξένη. Μιλούσε θαυμάσια ελληνικά, με μια<br />

γλυκιά προφορά που έμοιαζε με κελάηδισμα. Με<br />

γοήτευσε από την πρώτη στιγμή ο ήχος αυτής της φωνής.<br />

Τα έχασα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. <strong>Το</strong> μόνο<br />

που έκανα ήταν να δείξω με το δάκτυλο την ανοικτή<br />

πόρτα απέναντι στη δική της. Με ένα γλυκό χαμόγελο<br />

μου απάντησε, «Πολύ ωραία, θα είμαστε πολύ κοντά».<br />

Τότε είδα τα μάτια της. Στο φως <strong>του</strong> φεγγίτη, που<br />

εισέβαλλε από ψηλά και έριχνε τις αχτίδες <strong>του</strong> ήλιου<br />

πάνω της, είχαν ένα χρώμα παράξενο· έμοιαζαν μπλε,<br />

πράσινα, γκρίζα. Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω. Είδα όμως<br />

από κοντά το χρυσαφένιο χρώμα των μαλλιών της<br />

τυλιγμένα σε πλεξούδα.<br />

Αυτή η όμορφη στιγμή δεν κράτησε πολύ. Όταν η<br />

μια στρατιωτικός άνοιξε την πόρτα, η άλλη, με το χέρι<br />

πάντα στο όπλο, την οδήγησε μέσα στο διαμέρισμα.<br />

Σε μια στιγμή κρατώντας την πλεξούδα της γύρισε<br />

και με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Η γυναίκα με τη<br />

στρατιωτική στολή έκλεισε δυνατά την πόρτα. Άκουσα να<br />

τραβά το σύρτη.<br />

Ο ερχομός της άλλαξε όλη τη ζωή των ενοίκων της<br />

πολυκατοικίας. Όμως περισσότερο από όλους άλλαξε τη<br />

δική μου ζωή.<br />

Άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες των πέντε διαμερισμάτων<br />

και βγήκαν όλες στις σκάλες. Πρώτη και καλύτερη η


15 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

Κλεονίκη που φώναζε στις άλλες, «Ποια είναι αυτή,<br />

καλέ;»<br />

«Δεν ξέρουμε, κυρία Κλεονίκη. Πού θες να ξέρουμε.<br />

Μάθε εσύ, που είσαι απέναντι».<br />

Κάτω, στην είσοδο, ακούστηκαν οι δυνατές φωνές των<br />

χαμάληδων. Πάνω στη ράχη <strong>του</strong>ς κουβαλούσαν τα<br />

λουστραρισμένα έπιπλα. Ή πόρτα άνοιξε διάπλατα και η<br />

μια στρατιωτικός στάθηκε στο πλάι. Ένα-ένα τα<br />

κουβαλούσαν και τα έσερναν ύστερα στο διαμέρισμα.<br />

Πάλι ακούστηκε δυνατά η φωνή της Κλεονίκης.<br />

«Πολύ μοντέρνα έπιπλα μας κουβάλησε η καινούργια.<br />

Αυτά μόνο στα αριστοκρατικά σπίτια υπάρχουνε».<br />

Ξαφνικά πάγωσαν όλες. Η στρατιωτικός που<br />

στεκόταν στην πόρτα γύρισε πρώτα στην Κλεονίκη και<br />

ύστερα προς τις άλλες και με μια παράξενη βαριά<br />

προφορά <strong>του</strong>ς είπε στα ελληνικά, «Μπείτε στα σπίτια σας.<br />

Δεν έχετε δουλειά εδώ».<br />

Κάτι πήγε να πει η Κλεονίκη, μα δεν πρόλαβε. Η<br />

γυναίκα με το χακί και το όπλο στη μέση τής είπε<br />

αυστηρά, «<strong>Το</strong> διαμέρισμα ανήκει στον βρετανικό στρατό.<br />

Εδώ θα μένει μέλος <strong>του</strong> βρετανικού στρατού.<br />

Καταλάβατε;»<br />

Δεν είπαν λέξη. Αμίλητες η κάθε μια μπήκε στο<br />

διαμέρισμα χωρίς να κλείσει την πόρτα. Ποιος μπορούσε<br />

να πει λέξη; Εδώ είχαμε τον βρετανικό στρατό.<br />

Όμως οι πόρτες έμεναν ανοιχτές. Καμιά <strong>του</strong>ς δεν<br />

μπορούσε να ησυχάσει μετά την ξαφνική παρουσία<br />

αυτής της όμορφης ξανθιάς γυναίκας. Δειλά-δειλά, λίγα<br />

λεπτά αργότερα, ανέβηκαν οι υπόλοιπες τις σκάλες και


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 16<br />

τρύπωσαν στο διαμέρισμα της Κλεονίκης, που ήταν<br />

απέναντι στη νεοφερμένη. Μαζεύτηκαν όλες στη στενή<br />

κουζίνα και άρχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Στεκόμουν<br />

στην άκρη και τις άκουγα. Κοιτούσε η μια την άλλη και<br />

σιγοψιθύριζαν.<br />

«Είδατε, καλέ, τι όμορφη είναι; Ψηλή ξανθιά και νέα».<br />

«Ξένη είναι. Θα είναι Αγγλίδα».<br />

«Όχι, δεν είναι Αγγλίδα. Γαλλίδα είναι».<br />

Η Κλεονίκη διέκοψε τον θαυμασμό <strong>του</strong>ς για να πει,<br />

«Τι μας νοιάζει εμάς ποια είναι. Αυτό θα σκεφτούμε<br />

τώρα;»<br />

«Όχι, κυρία Κλεονίκη. Μας νοιάζει, αφού μένει στην<br />

ίδια πολυκατοικία. Να μην ξέρουμε ποια είναι;»<br />

«Θα μάθω εγώ ποια είναι», είπε με πολλή<br />

νευρικότητα η Κλεονίκη.<br />

«Αύριο θα της χτυπήσω την πόρτα. Θα της μιλήσω<br />

και θα μάθω. Δεν μπορούμε να μην ξέρουμε ποια είναι<br />

αυτή η ξένη που ήρθε και έκατσε απέναντί μου».<br />

«Όμως, αν σου ανοίξει η στρατιωτίνα; Εκείνη η κοντή,<br />

η παχουλή, με το περίστροφο, που μας έδιωξε. Τι θα της<br />

πεις;»<br />

Η Κλεονίκη δεν είπε τίποτε. Όμως την άλλη μέρα το<br />

πρωί της χτύπησε την πόρτα. Έτρεξα και εγώ ξοπίσω της.<br />

Άνοιξε η στρατιωτικός. Ντυμένη στο χακί και το όπλο<br />

στη θήκη <strong>του</strong>. «Τι θέλεις, κυρία;» της είπε με ένα<br />

αυστηρό ύφος.<br />

Η Κλεονίκη δεν έδειξε να φοβήθηκε. Έσυρε το πιο<br />

υποκριτικό της χαμόγελο και είπε, «Θα ήθελα να ρωτήσω<br />

την ξένη κυρία αν θέλει να την βοηθήσουμε, αν έχει


17 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

ανάγκη τίποτε. Ξένη κοπέλα είναι, πρώτη φορά έρχεται<br />

στη γειτονιά μας. Αλήθεια, είναι Αγγλίδα ή Γαλλίδα;»<br />

Όσο μιλούσε η Κλεονίκη, εγώ παρατηρούσα τη<br />

στρατιωτικό. Είχε σμίξει τα φρύδια της έτοιμη να της<br />

κλείσει την πόρτα στα μούτρα.<br />

Τότε, ξαφνικά, παρουσιάστηκε εκείνη. Φορούσε μια<br />

μακριά μπλε ρόμπα που την έκανε ακόμη πιο όμορφη.<br />

Τα μαλλιά της δεν τα είχε σε πλεξούδα. Ήταν<br />

καλοχτενισμένα, ριγμένα πίσω. Πάνω είχε βάλει σαν<br />

στεφάνι μια άσπρη πλατιά κορδέλα. Ήταν τόσο όμορφη.<br />

Έμοιαζε τόσο με εκείνη τη νεράιδα της ζωγραφιάς, που<br />

είχα δει κάποτε σε μια Χρισ<strong>του</strong>γεννιάτικη βιτρίνα. Κάθε<br />

φορά, στο δρόμο για το σχολείο, σταματούσα σε εκείνη<br />

τη βιτρίνα για να δω τη ζωγραφιά.<br />

Δεν θυμάμαι τι άλλο είχε εκείνη η βιτρίνα. Εγώ μόνο<br />

τη φωτογραφία έβλεπα, με την ξανθιά νεράιδα με τα<br />

μακριά μαλλιά και τα γαλανά μάτια. Πόσες φορές είχα<br />

νιώσει την τρελή επιθυμία να είχα και εγώ μια τέτοια<br />

όμορφη δική μου μάνα!<br />

Όλοι οι φίλοι μου και συμμαθητές μου είχαν τη δική<br />

<strong>του</strong>ς μάνα. Μόνο εγώ δεν είχα. Ήμουνα απλώς ο<br />

ψυχογιός <strong>του</strong> άνδρα της Κλεονίκης, και για τις φιλενάδες<br />

της γειτόνισσες ένας μπάσταρδος.<br />

Τώρα είχα απέναντί μου ζωντανή τη νεράιδα της<br />

φωτογραφίας. Μας χαμογελούσε. Ένα χαμόγελο γλυκό,<br />

ζεστό, αυθόρμητο, χωρίς προσποίηση. Τα μάτια της<br />

στράφηκαν σε μένα. Μόνο τότε η Κλεονίκη αντιλήφθηκε<br />

ότι στεκόμουν δίπλα της. Με έσπρωξε δυνατά και μου


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 18<br />

είπε, «Φύγε εσύ. Πήγαινε σπίτι γρήγορα, πριν αρπάξεις<br />

κανένα μπάτσο».<br />

<strong>Το</strong> χαμόγελο της νεράιδας σταμάτησε. Ήρθε πολύ<br />

κοντά μου και έβαλε το χέρι της στον ώμο μου, σαν<br />

προστασία σε ένα αδύναμο παιδί και γυρνώντας στην<br />

Κλεονίκη της είπε με ήρεμο ύφος, «Γιατί διώχνετε το<br />

παιδί σας, κυρία; Δεν έκανε τίποτε».<br />

«Δεν είναι γιος μου. Είναι ο ψυχογιός <strong>του</strong> άνδρα μου<br />

και μου τον κουβάλησε». Γύρισα προς το μέρος της<br />

όμορφης ξανθιάς γυναίκας και την κοίταξα πονεμένα.<br />

Με κατάλαβε.<br />

Ήταν η νεράιδα της φωτογραφίας· ήταν ένας ξανθός<br />

άγγελος· ήταν η μάνα που ποτέ δεν είχα ποτέ.<br />

Αυτό που θυμάμαι, και με συγκλονίζει ακόμη και<br />

τώρα, είναι ότι παρουσιάστηκε στη ζωή μου ένα υπέροχο<br />

πλάσμα που ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στον<br />

ώμο μου. Στον ώμο ενός παιδιού φοβισμένου. Ένιωσα<br />

μια ασφάλεια. Μια παράξενη ζεστασιά. Μια αύρα<br />

αγάπης που δεν είχα νιώσει.<br />

Έσκυψε κοντά μου και τα χυτά ξανθά μαλλιά της<br />

σχημάτισαν στο πλάι, το σχήμα μιας χρυσαφένιας<br />

βεντάλιας. Μέχρι τη μέση της έφθανα. Ακόμη ήμουν<br />

παιδί. Καθώς τα μάτια της με κοίταξαν με τόση ζεστασιά,<br />

τρυφερότητα και στοργή μου είπε με εκείνη την όμορφη<br />

ξένη προφορά της, που έμοιαζε με κελάηδισμα πουλιού<br />

σε ανοιξιάτικο πρωινό. «Εμένα με λένε Emilia».<br />

Από εκείνη τη στιγμή τα πάντα άλλαξαν μέσα μου.<br />

<strong>Το</strong> πρώτο συναίσθημα που ένιωσα ήταν η γλυκιά<br />

ζεστασιά ότι δεν ήμουν μόνος.


19 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

Αυτό το προστατευτικό άγγιγμα <strong>του</strong> χεριού της στον<br />

ώμο μου ήταν και το πρώτο τρυφερό χάδι που ένιωσα<br />

από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τα πράγματα γύρω<br />

μου.<br />

Δεν περίμενα τίποτε, δεν ήθελα τίποτε, παρά να την<br />

ξαναδώ και να αγγίξει το χέρι της ξανά στον ώμο μου.<br />

Η Κλεονίκη, όταν μπήκαμε σπίτι, με κοίταξε γιομάτη<br />

θυμό. Δεν τόλμησε όμως να με χτυπήσει.<br />

Έμπαινε το καλοκαίρι. Δεν υπήρχαν στη<br />

φτωχογειτονιά που έμενα γύρω δένδρα ούτε θάλασσα.<br />

Τίποτε, παρά μόνο παλιές πολυκατοικίες. <strong>Το</strong> μόνο<br />

πράσινο ήταν οι μικρές γλάστρες στα σκουριασμένα από<br />

τον καιρό κάγκελα των μπαλκονιών. Είχαμε και εμείς<br />

στο μπαλκόνι μας μερικές γλάστρες με βασιλικό. <strong>Το</strong><br />

δικό της μπαλκόνι ήταν πλάι στο δικό μας, αφού μέναμε<br />

στο ίδιο πάτωμα. Εκείνης όμως το μπαλκόνι ήταν<br />

όμορφο. Τα κάγκελα ήταν βαμμένα πράσινα. Όμως δεν<br />

είχε γλάστρες.<br />

Όλα τα άθλια μπαλκόνια της γειτονιάς με τα<br />

σκουριασμένα κάγκελα είχαν γλάστρες. <strong>Το</strong> όμορφο<br />

μπαλκόνι της Emilia δεν είχε. Άραγε θα έβαζε και εκείνη<br />

γλάστρες;<br />

Αυτά σκεπτόμουν, καθώς βγήκα στο μπαλκόνι να<br />

χαζέψω λίγο κάτω τον κόσμο στο δρόμο. Εξάλλου ήταν<br />

αυτό η μοναδική μου ψυχαγωγία. Τι άλλο μπορούσα να<br />

κάνω;<br />

Ξαφνικά την είδα να βγαίνει στο μπαλκόνι με εκείνη<br />

την όμορφη μπλε μακριά ρόμπα. Τα χρυσαφένια της<br />

μαλλιά φωτίστηκαν ακόμα περισσότερο στο ηλιόφως.


Εμιλία: <strong>Το</strong> <strong>άγνωστο</strong> <strong>μοντέλο</strong> <strong>του</strong> <strong>Ρενουάρ</strong> 20<br />

Κοίταξε αδιάφορα τον κόσμο από κάτω. <strong>Το</strong> πολύβουο<br />

μελίσσι που πήγαινε και ερχόταν, τις γυναίκες με τις<br />

μαύρες κελεμπίες να περπατούν με αργά βήματα<br />

φοβισμένες και <strong>του</strong>ς μελαψούς άνδρες με τις άσπρες<br />

κελεμπίες φορτωμένους με παράξενες πραμάτειες.<br />

Μόλις την είδα, σταμάτησα να κοιτάζω χαμηλά και<br />

το βλέμμα μου στράφηκε σε εκείνη. Την έβλεπα με<br />

θαυμασμό, με την πρωτόγνωρη αγάπη ενός παιδιού προς<br />

κάτι το υπέροχο.<br />

Ήταν τόσο όμορφη, ακόμη πιο όμορφη και από την<br />

ξανθιά νεράιδα της φωτογραφίας. Συνέχισα να την κοιτώ<br />

χαμογελώντας χαζά. Ξαφνικά γύρισε το βλέμμα και με<br />

πρόσεξε. Μου χαμογέλασε αμέσως, με εκείνο το γλυκό<br />

ζεστό χαμόγελο.<br />

Σήκωσε το χέρι της και με χαιρέτησε ανοίγοντας και<br />

κλείνοντας χαριτωμένα την παλάμη της. Έκανα και εγώ<br />

την ίδια κίνηση. Σήκωσα αδέξια το χέρι μου ψηλά και<br />

ανοιγόκλεισα την παλάμη μου χαμογελώντας συνέχεια<br />

χαζά.<br />

Φαίνεται ήταν τόσο αδέξια η κίνηση μου που δεν<br />

συγκρατήθηκε. Έβαλε το χέρι της χαριτωμένα στο στόμα<br />

και άρχισε να γελά.<br />

Κατάλαβα ότι κάτι έκανα πολύ γελοίο. Σταμάτησα να<br />

την χαιρετώ με το χέρι. Όμως βρήκα τη δύναμη και της<br />

φώναξα δυνατά, «Είστε πολύ όμορφη, κυρία Emilia».<br />

Με κοίταξε με εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια της,<br />

μου χαμογέλασε ζεστά και μου απάντησε, «Ευχαριστώ,<br />

Ευχαριστώ».<br />

Με χαιρέτησε πάλι με το χέρι της και μπήκε μέσα.


21 <strong>Μπάμπης</strong> <strong>Ράκης</strong><br />

Έμεινα σαν χαζός, δεν ξέρω για πόσα λεπτά, να κοιτώ<br />

το άδειο μπαλκόνι της, όταν άκουσα την άγρια φωνή της<br />

Κλεονίκης να μου φωνάζει να μπω μέσα να την βοηθήσω<br />

να σηκώσει κάτι.<br />

Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με τη ζεστασιά που μου<br />

άφησε το χαμόγελο ενός αγγέλου.


η συνέχεια στο...<br />

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/84

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!