Βασίλισσα Μαρίνα (Ιωάννης Ραυτόπουλος)
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1221
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1221
- No tags were found...
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 8<br />
Μια καρδιά δική μου, στα χέρια να κρατάς!<br />
Και μια ψυχή από νήμα πορφυρό!<br />
Μια ψυχή δική μου να υφάνεις<br />
Στο δικό σου αργαλειό…<br />
Σε ένα όνειρο τρελό,<br />
Άσε με να σε κρατώ<br />
Κάθε που ανοίγει της νύχτας το λουλούδι,<br />
Να σου λέω σε αγαπώ…<br />
Θα περιμένω μια ζωή,<br />
μήπως ανοίξουν οι ουρανοί<br />
και στάξουν της αγάπης την βροχή<br />
σύννεφα με την δική σου την μορφή…<br />
θα περιμένω κάθε δείλι,<br />
μήπως Μάρτιο ή Απρίλη,<br />
ακούσω από τα δικά σου χείλη<br />
κάποια λέξη μαγική...»<br />
«μην περιμένεις άλλο καλέ μου,<br />
την λέξη αυτή τώρα στην λέω,<br />
κάθε βράδυ σε σκέπτομαι και κλαίω,<br />
την λέξη αυτή τώρα θα στην πω<br />
δεν ξέρω τίποτα άλλο πιο γλυκό,<br />
από την λέξη «σε αγαπώ!»<br />
Μα έλα ελπίδα να γεννήσουμε<br />
Του ήλιου η ανατολή μας χαμογελά<br />
Ποτήρι ελπίδας ας γεμίσουμε<br />
Κι ας πιούμε την θάλασσα γαλανή χαρά...»<br />
Λέγοντας αυτά, η Δέσποινα σκύβει<br />
και το χέρι του στο χέρι της ζητά<br />
που στο φαρί του όρθιος<br />
ο ιππότης το αναζητά<br />
μα μόνο της άκρες των δαχτύλων της ακουμπά<br />
μα έφθασε την καρδιά του να κάνει να χτυπά δυνατά...<br />
μα δεν πρόλαβαν να πουν άλλα,<br />
η <strong>Μαρίνα</strong> ταραγμένη γύρισε προς τα μέσα,<br />
κάτι είπε και φώναξε βιαστικά:<br />
«Πρέπει να πάω μέσα, η βάγια μου με ειδοποιεί<br />
ότι ο πατέρας μου με καλεί.<br />
Σε ευχαριστώ για το ανεκτίμητο δώρο που μου έκανες<br />
-που είναι η αγάπη σου- θα το φορώ όσο ζω,<br />
σαν μανδύα νεκρικό!<br />
Είθε να ανταμώσουμε σύντομα!»<br />
Φύσηξε γλυκό φιλί από την χούφτα της και χάθηκε στο βάθος του εξώστη...<br />
Ο Τζιοβάνι, έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι μαρμαρωμένος για πολλή ώρα, πριν<br />
προχωρήσει προς το παλάτι...<br />
Τις επόμενες μέρες, παρόλο που το επεδίωξε, δεν συνάντησε την <strong>Μαρίνα</strong>. Μάταια περνούσε από<br />
το μπαλκόνι της...
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 17<br />
Στου βουνού το πλάι ανέβηκα,<br />
Σε άβατο μονοπάτι, που ξέρω μόνο εγώ,<br />
Δεν το ‘δε ανθρώπου μάτι.<br />
Με λαχτάρα την απειθώ,<br />
Με αγωνία την κοιτώ<br />
Άραγε ζει η πεθαίνει;<br />
Μήπως μαζί με του Μωαμεθανού<br />
Η ψυχή της τώρα βγαίνει;<br />
Και να το θαύμα γίνεται,<br />
Ανοίγει τα γλυκά της μάτια!<br />
Που με οδηγούν στου ουρανού,<br />
Τα γαλήνια μονοπάτια!<br />
«Ω Ρήγισσα!» της λέω<br />
ζεις; Δόξα τω θεώ!»<br />
χάρις σε σένα έγινε αυτό!»<br />
αποκρίνεται γλυκά<br />
και αμέσως με τα χέρια της<br />
κοντά της με τραβά<br />
τα χείλη της μυρίσανε<br />
σαν ρόδα που ανθίσανε<br />
και από τον ουρανό κυλά<br />
ροδόσταμο και μέλι<br />
και ανθίζουν όλα τα σπαρτά...»<br />
τους στίχους αυτούς τους έγραψε ο Τζιοβάνι αργότερα όταν γύρισε στην Φλωρεντία,<br />
φυλακίζοντας έτσι την μαγεία των στιγμών εκείνων σε ένα κομμάτι χαρτί, συχνά το άνοιγε και<br />
το διάβαζε και τότε πλημύριζε με αυτή την παράξενη μαγεία που αισθανόταν όποτε σκεπτόταν<br />
την αγαπημένη του...<br />
σαν να είχε ανθίσει τριαντάφυλλο, σαν να είχε στάξει δροσοσταλίδα σε ανθισμένο κρίνο. Μια<br />
γλυκιά ανατριχίλα τον έπιανε και αισθανόταν σαν το σώμα του να απογειωνόταν πάνω σε<br />
ρόδινο σύννεφο και να αιωρείται ανάμεσα σε ουρανό και γη...<br />
όλα τα υπόλοιπα συνέβησαν σαν σε όνειρο από αυτά που προσπαθούμε να θυμηθούμε όταν<br />
ξυπνήσουμε...<br />
η μεταφορά της <strong>Μαρίνα</strong>ς στην αμμουδερή Νεάπολη,, ο θερμός αποχαιρετισμός τους, το γαλάζιο<br />
μαντήλι που του κουνούσε η <strong>Μαρίνα</strong> καθώς το πλοίο απομακρυνόταν...<br />
τέλος, η εικόνα του μισο-συννεφιασμένου ουρανού που καθώς έδυε βαφόταν σε ένα ωραίο μαβί<br />
χρώμα. Τα πανιά του καραβιού, που τα κατάπινε αργά η θάλασσα...<br />
την άλλη μέρα η <strong>Μαρίνα</strong> ήταν στην ασφάλεια του Ναβαρίνου, κοντά στον θείο της.<br />
Όλα αυτά δεν είχαν σημασία, σημασία είχε για τον Τζιοβάνι εκείνο το φιλί που την γεύση του<br />
την ένιωθε ξανά και ξανά...<br />
Ο Τζιοβάνι γυρίζοντας στην Φλωρεντία, είχε πάρει την απόφαση του:<br />
Θα ζητούσε άδεια από τον Δούκα να παντρευτεί την <strong>Μαρίνα</strong>...
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 29<br />
«υπάρχει κανείς εδώ μέσα που μπορεί να το αποδείξει;” ρώτησε με αγωνία...<br />
Κανείς δεν αποκρίθηκε...<br />
«Δυστυχώς! Δεν υπάρχουν αποδείξεις κόρη μου! Είπε και κάθισε αργά και μουδιασμένα στο<br />
κάθισμα του<br />
Μετά έδωσε νεύμα να συνεχιστεί ο αγώνας...<br />
Ο Πρίγκιπας γέλασε θριαμβευτικά και κουνήθηκε προς τον ιππότη...<br />
Εκείνος προσπαθούσε απεγνωσμένα να σηκωθεί. Όμως, η βαριά πανοπλία του και το αίμα που<br />
έχανε δεν τον άφησαν να τα καταφέρει. Τα μάτια του θόλωσαν. Έπεσε ανάσκελα πάλι...<br />
Μα με υπεράνθρωπη προσπάθεια, κρατήθηκε να μη χάσει τις αισθήσεις του...<br />
«η <strong>Μαρίνα</strong>!» Σκέφτηκε, «πρέπει να ζήσω για εκείνη, της το υποσχέθηκα!»<br />
Προσπάθησε πάλι να σηκωθεί...<br />
Είδε τον αντίπαλο του να πλησιάζει...<br />
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια απελπισίας....<br />
Με όση δύναμη είχε, πέταξε το κομμάτι του σπαθιού που του είχε μείνει στο χέρι...<br />
Το σπασμένο σπαθί τινάχτηκε από το χέρι του στριφογυρίζοντας με δύναμη, απίστευτη για την<br />
κατάσταση του λαβωμένου ιππότη, έκανε μια τροχιά με ελαφρά καμπύλη και κατευθύνθηκε<br />
προς την καρδιά του Πρίγκιπα...<br />
Εκείνος, αιφνιδιασμένος από αυτή την ενέργεια, έβαλε ενστικτωδώς την ασπίδα μπροστά στο<br />
στήθος του να αποφύγει την βαριά σπάθα...<br />
Ακούστηκε ένας δυνατός μεταλλικός κρότος, το σπαθί χτύπησε με δύναμη την ασπίδα και την<br />
βαθούλωσε, μα μετά εξοστρακίστηκε και χτύπησε το άλογο του Πρίγκιπα στον λαιμό,<br />
προκαλώντας μια επιπόλαιη αμυχή...<br />
Το ζώο όμως τρόμαξε, σηκώθηκε απότομα στα δύο του πόδια και η κίνηση του ήταν τόσο<br />
ξαφνική, που δεν την περίμενε ο Πρίγκιπας...<br />
Βρέθηκε στο κενό, κρατημένος από τα γκέμια, που όμως έσπασαν και σωριάστηκε στο έδαφος...<br />
Η σπάθα του ξέφυγε από το χέρι του και έπεσε σε ένα σημείο ανάμεσα στους δύο μονομάχους...<br />
Οι δύο αντίπαλοι, κινήθηκαν προς την σπάθα, αγώνας ζωής και θανάτου ποιος θα την έφτανε<br />
πρώτος!<br />
Ο ιππότης όμως με πεσμένες δυνάμεις, μόνο μπουσουλώντας ξεκίνησε την κούρσα...<br />
Ο δε Πρίγκιπας, με πολύ πιο πολλές δυνάμεις, μια και δεν είχε πληγωθεί, σηκώθηκε με κόπο<br />
νικώντας το βάρος της πανοπλίας του έκανε δυο βήματα και άρπαξε το βαρύ όπλο, ενώ ο<br />
ιππότης είχε φθάσει ένα μέτρο πιο κει...<br />
Ο Χάρος, που παρακολουθούσε με βαριεστημάρα την σκηνή, άρπαξε το δρεπάνι του και<br />
πλησίασε! Επί τέλους θα κέρδιζε κάποια ψυχή να πάρει στο Άδη!<br />
Ο Πρίγκιπας, βρέθηκε πάνω από τον ιππότη και ετοιμάστηκε να δώσει το μοιραίο χτύπημα!<br />
Ο ιππότης, έκανε μια κίνηση απελπισίας...<br />
Έψαξε και βρήκε δίπλα του, το άλλο κομμάτι της σπάθας, με την μυτερή άκρη...<br />
Γύρισε ανάσκελα και κράτησε την σπασμένη λάμα με τα δυο του χέρια όρθια πάνω στο στομάχι<br />
του, όσο πιο σταθερά μπορούσε, παρόλο που η κοφτερή κάμα ξέσχιζε τα μεταλλικά του γάντια<br />
και του πλήγωνε τις παλάμες του...<br />
Ο Πρίγκιπας γέλασε!<br />
«νομίζεις ότι με αυτό το παιχνιδάκι θα με αποκρούσεις;»<br />
Κάγχασε και σήκωσε ψηλά την σπάθα...<br />
Μια νεκρική σιγή απλώθηκε στην αρένα...<br />
Ο Πρίγκιπας έκανε το τελευταίο βήμα για να βρεθεί ακριβώς από πάνω από τον ιππότη, να τον<br />
αποτελειώσει...
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 33<br />
Σαν πιάσουν χορό με τον εφιάλτη οι ώρες,<br />
σέρνουν έναν πολύ αργό, μονότονο χορό,<br />
κάτι σαν βούισμα μέλισσας έχουν για σκοπό,<br />
το φεγγάρι θα βρει συννεφάκι να κρυφτεί,<br />
αγέρας μουχλιασμένος κάνει κάθε κερί να σβηστεί<br />
είναι τότε που ο θάνατος παραμονεύει<br />
να βρει ευκαιρία με το αδύνατο σώμα του ιππότη να αμειφθεί<br />
μα είναι η αγάπη της ασπίδα και τον προστατεύει<br />
και οι ώρες συνεχίζουν τον χορό<br />
σε έναν πιότερο βραδύ σκοπό...<br />
πέρασαν εφιαλτικές οι ώρες με την Χάγια να τραγουδά ένα απαίσιο σκοπό και τον ιππότη να<br />
σβήνει σαν κερί...<br />
τα ξημερώματα, έφθασε ιδρωμένος ο αξιωματικός. Έδειξε τρία κομμάτια μπαγιάτικα<br />
μουχλιασμένα ψωμιά, «είναι τα μόνα που βρήκαμε!» είπε και έπεσε ξέπνοος σε μια καρέκλα...<br />
η Χάγια τινάχτηκε πάνω και με το μοναδικό της μάτι εξέτασε τα ψωμιά στο φως της λάμπας...<br />
τα δύο κομμάτια είχαν μαύρη μούχλα και το τρίτο πράσινη...<br />
«αυτό!» είπε η Χάγια, «αυτό μου κάνει για να θεραπεύσω τον ιππότη!»<br />
Κοπάνισε το ψωμί σε μικρά ψίχουλα, το μούσκεψε με νερό και το έβαλε πάνω σε ένα καθαρό<br />
πανί, μουσκεμένο σε ζεματιστό νερό, που προηγουμένως το κράτησε ανοιχτό όσο για να<br />
κρυώσει...<br />
Ζήτησε να δέσουν τον άρρωστο σφιχτά στο κρεβάτι, να μην κουνιέται. Ζήτησε ένα κοφτερό<br />
μαχαίρι που το πύρωσε στην φλόγα και σαν κρύωσε είπε να κρατήσουν τον άρρωστο ακίνητο...<br />
Έκοψε την σάρκα γύρω από την πληγή και το αφαίρεσε μαζί με την σάπια σάρκα της πληγής....<br />
Με μια λαβίδα που είχε αποστειρώσει στην φωτιά, έσπρωξε το πανί με το μουχλιασμένο ψωμί<br />
μέσα στην τομή...<br />
Ο Τζιοβάνι σφάδαζε από τους πόνους, αλλά η <strong>Μαρίνα</strong> δεν τόλμησε να εμποδίσει την Χάγια...<br />
Στο κάτω-κάτω ήταν χαμένος!<br />
Η Χάγια έβγαλε το πανί και με αποστειρωμένα τσιμπιδάκια, κράτησε την χωρισμένη από την<br />
τομή σάρκα ενωμένη, μετά έδεσε σφικτά με ένα πανί την πληγή...<br />
«να αλλάζετε συχνά το πανί!» συμβούλεψε την <strong>Μαρίνα</strong>, «όταν ενώσουν οι σάρκες, να<br />
αφαιρέσετε τα τσιμπιδάκια!»<br />
Μετά πήγε στην άκρη του δωματίου, κάθισε καταγής και άρχισε να τραγουδά το απαίσιο<br />
τραγούδι της αδιάφορα....<br />
Η <strong>Μαρίνα</strong> την πλησίασε όλο αγωνία.<br />
«τι έγινε;» την ρώτησε.<br />
«αυτό που είχα να κάνω, το έκανα! Άφησε με τώρα να φύγω!» αποκρίθηκε αδιάφορα η Χάγια...<br />
Η <strong>Μαρίνα</strong> πλησίασε τον άρρωστο. Δεν είδε καμιά διαφορά! Γύρισε θυμωμένη στην Χάγια.<br />
«με κοροϊδεύεις; δεν βλέπω διαφορά! Τι είδους μάγια έκανες;»<br />
Η Χάγια την κοίταξε βλοσυρά και είπε:<br />
«Σε τρεις μέρες θα δεις!»<br />
Η <strong>Μαρίνα</strong> θύμωσε.<br />
«πετάξτε την στην φυλακή! Θα μείνει εκεί τρεις μέρες και αν δεν γίνει τίποτα τότε...»<br />
Άφησε να εννοηθεί ότι η μάγισσα θα αντιμετώπιζε σκληρή τιμωρία...<br />
Η Χάγια άρχισε να ουρλιάζει, να φτύνει, να δαγκώνει και να χώνει τα νύχια της στους<br />
στρατιώτες...
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 46<br />
«στείλε μου τον κόκκινο μανδύα μου! Είναι κωδικοποιημένο μήνυμα θανάσιμου κινδύνου και<br />
κάλεσμα για άμεση επέμβαση του...<br />
Όμως ο Ρενάτο άραγε...αλήθεια τι έκανε; Το έστειλε το περιστέρι;»<br />
Αμέσως, έτρεξαν και τον βρήκαν...<br />
Δυστυχώς, το είχε στείλει!<br />
Οι νέοι απογοητεύτηκαν...<br />
Αν δεν το είχε στείλει-πράγμα πιθανό, αφού δεν ήταν σίγουρο ότι νίκησε ο ιππότης-ο Δούκας<br />
αυτή την στιγμή θα ήταν εδώ με τον στρατό του!<br />
Κάθισαν βαριά στον καναπέ. Μια μεγάλη ευκαιρία είχε χαθεί! Αν τώρα έστελναν περιστέρι, θα<br />
περνούσαν δύο εβδομάδες πριν καταφθάσουν οι Φλωρεντινοί!<br />
Έπρεπε όμως να δοκιμάσουν, με την ελπίδα, ότι κερδίζοντας χρόνο θα γλύτωναν...<br />
Έγραψαν το σημείωμα και βγαίνοντας στον εξώστη, το ελευθέρωσαν...<br />
Δεν πρόσεξαν σε έναν πυργίσκο του κάστρου, έναν άνδρα που τους παρακολουθούσε...<br />
Αμέσως έσκυψε, σήκωσε στα χέρια ένα γεράκι που είχε κουκουλωμένο το κεφάλι του...<br />
Του αφαίρεσε την κουκούλα και το ελευθέρωσε!<br />
Το γεράκι, διέγραψε μια καμπύλη πετώντας χαμηλά και μετά χύμηξε προς τα κάτω με μεγάλη<br />
ταχύτητα...<br />
Άρπαξε το περιστέρι και το ξέσκισε με το ράμφος του...<br />
Ο άγνωστος, κρύφτηκε στο βάθος του πυργίσκου...<br />
Ο σωματότυπος του, έμοιαζε πολύ με του μυστηριώδη καβαλάρη...<br />
Ο Τζιοβάνι, έτρεξε στον πυργίσκο, αλλά δεν βρήκε τίποτα...<br />
Οι νέοι απογοητεύτηκαν. Το μέλλον τους πρόβαλε σκοτεινό, γεμάτο απειλές! Το ωραίο πρωινό<br />
στην θάλασσα είχε πια ξεφτίσει! Στην θέση του άρχισε να προβάλει η γκρίζα σιλουέτα του<br />
κάστρου, που σαν εφιαλτικό φάντασμα, έριχνε την σκιά του επάνω τους...<br />
Όλα τους φαίνονταν σκούρα, και οι σκιές λες και είχαν βάρος τους πλάκωναν το στήθος και<br />
δυσκόλευαν την αναπνοή!<br />
Κάποια σύννεφα στον ορίζοντα, είχανε βαφτεί μαβιά από έναν μελαγχολικό ήλιο που έδυε...<br />
Όλο το τοπίο καθρέπτιζε πιστά την ψυχική τους διάθεση...
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 76<br />
Εκείνη γέλασε και πάτησε δυνατά το πόδι του ιππότη…<br />
«τρελάθηκες;» της είπε εκείνος απορημένος, αλλά πέσανε όλοι επάνω του και του εξηγήσανε ότι ήταν<br />
έθιμο του τόπου.<br />
Εκείνος γέλασε και το μυστήριο συνεχίστηκε.<br />
Σε λίγο ο παπάς έψαλε το «Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος έσχεν εν γαστρί, και έτεκεν υιόν τόν Εμμανουήλ,<br />
Θεόν τε καί άνθρωπον, Ανατολή όνομα αυτώ, όν μεγαλύνοντες, τήν Παρθένον μακαρίζομεν» και<br />
οδήγησε το ζευγάρι να κάνει τρεις φορές τον γύρο του τραπεζιού, που αντικαθιστούσε την αγία<br />
τράπεζα.<br />
Οι κατάδικοι τους έριξαν ρύζι από το συσσίτιο τους που ήταν μαγειρεμένο και κολλούσε στα μαλλιά<br />
των νέων. Σε λίγο έμοιαζαν σαν χιονισμένοι.<br />
Γέλασαν κοιτώντας ο ένας τον άλλον.<br />
Όταν τελείωσε η τελετή, το ζευγάρι δέχθηκε τις ευχές των φυλακισμένων που πέρασαν ένας-ένας από<br />
μπροστά τους και ο καθένας από αυτούς τους άφηνε κάποιο αντικείμενο για δώρο.<br />
Άλλος ένα κουμπί, άλλος την σκούφια του και ο Κόντε Ρώμας τα χρυσά μανικετόκουμπα του.<br />
Το ζευγάρι αρνήθηκε, αλλά τους είπαν πως θα ήταν προσβολή να τα επιστρέψουν…<br />
Η <strong>Μαρίνα</strong> συγκινήθηκε με την αγνότητα αυτών των ανθρώπων. Ντράπηκε που ήταν συγγενής του τόσο<br />
σκληρού βασιλιά. Έκανε μία ευχή να γινόταν ένα θαύμα και να κυβερνούσε αυτή την υπέροχη χώρα με<br />
τους τόσο υπέροχους ανθρώπους…<br />
Ο Σαλβατόρε τους πλησίασε και τους οδήγησε σε ένα άλλο κελί που ήταν άδειο.<br />
«Σας προσφέρω το κελί αυτό σαν δώρο» τους είπε «να περάσετε την νύχτα σας αυτή χωρίς να σας<br />
ενοχλήσουν.»<br />
Με μια κίνηση έριξε μπροστά στην πόρτα του κελιού ένα σεντόνι που είχε ετοιμάσει για να μην τους<br />
βλέπει κανείς…<br />
Η νύχτα γάμου κύλησε με τους δύο νέους να προσπαθούν με απληστία να χορτάσουν από την τόσο<br />
μεγάλη αγάπη τους που θα έσβηνε το πρωί όταν θα αντίκριζαν τον δήμιο…<br />
Προσπάθησαν να ζήσουν όσο πιο έντονα μπορούσαν την τόσο σύντομη ευτυχία τους.<br />
Ξέχασαν ότι ήταν φυλακή, ότι ήταν μελλοθάνατο σαν το κρεβάτι τους να είχε πετάξει επάνω σε ένα<br />
ρόδινο σύννεφο μακριά σε μια παραδεισένια χώρα…<br />
Δεν είχαν μάτια παρά ο ένας για τον άλλον, χέρια να χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον και αισθήσεις να<br />
νιώθουν ο ένας τον άλλον…<br />
Προσπάθησαν να χορτάσουν με την μυρωδιά, την γεύση, την αφή και την μορφή του συντρόφου τους…<br />
Τα τρυφερά λόγια του ιππότη έμοιαζαν σαν μικροί ρόδινοι έρωτες, που πετούσαν γύρω από την<br />
<strong>Μαρίνα</strong> και της χάιδευαν τα αυτιά. Ποτέ του ο ιππότης δεν είχε προφέρει τόσο ωραία, τόσο τρυφερά,<br />
τόσο γλυκά λόγια αγάπης όσο εκείνη την μοιραία, την μοναδική τους νύχτα γάμου…
<strong>Ραυτόπουλος</strong> /Η συνομωσία / 95<br />
Πρέπει να κάνω γρήγορα!<br />
Πήρε το μαχαίρι.<br />
Έψαξε γύρω της και είδε μια πανοπλία στημένη στον τοίχο…<br />
«εσύ!» της είπε σαν να υπήρχε κάποιος μέσα της.<br />
«εσύ θα με λυτρώσεις!»<br />
Στερέωσε το μαχαίρι στην πανοπλία. Πήρε κάμποσα μέτρα φόρα και ετοιμάστηκε να τρέξει κατεπάνω<br />
της…<br />
«ο θάνατος!» μονολόγησε…<br />
«δεν είναι τίποτα άλλο από το σβήσιμο ενός κεριού…<br />
Ένας ύπνος!<br />
Μια φυγή!»<br />
Έκανε τον σταυρό της…<br />
Η αντάρα τώρα ακουγόταν πιο κοντά…<br />
«αντίο Χουάν!» φώναξε…<br />
έκλεισε τα μάτια και έτρεξε κατεπάνω στην πανοπλία…
η συνέχεια στο...<br />
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1221