ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ - ΤΟΜΟΣ Α
Transform your PDFs into Flipbooks and boost your revenue!
Leverage SEO-optimized Flipbooks, powerful backlinks, and multimedia content to professionally showcase your products and significantly increase your reach.
<strong>ΤΗΣ</strong> <strong>ΓΛΩΣΣ<strong>Α</strong>Σ</strong><br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Κ<strong>Α</strong>ΜΩΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Επιλογή Ύλης, Κείμενα : Δημήτρης Φιλελές<br />
Επιμέλεια : Γιώργος Βλάχος<br />
Εξώφυλλο, Εικονογράφηση : Πένυ Κωνσταντίνου<br />
© <strong>Α</strong>ίσια Λ. <strong>Α</strong>λφαντή<br />
Ηλεκτρονικές Εκδόσεις, 2013<br />
<strong>Α</strong>ττάλου 19 - 142 31 <strong>Α</strong>θήνα<br />
ISBN : 978-618-80401-1-3<br />
<strong>Α</strong>παγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου του<br />
έργου και του συνοδευτικού εικονογραφικού υλικού<br />
χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.<br />
e-mail : info@daimonapps.com
Της<br />
γλώσσας<br />
τα<br />
καμώματα<br />
Δημήτρης Φιλελές<br />
Τόμος α΄
<strong>Α</strong>ΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ<br />
Η ελληνική γλώσσα είναι ένα ποτάμι που κυλά<br />
αφρισμένο και ολοζώντανο μέσα στο χρόνο<br />
αναπαράγοντας αδιάκοπα τα κύτταρά της<br />
ανατροφοδοτώντας τις αστείρευτες πηγές της<br />
δημιουργώντας νέες λέξεις και φράσεις<br />
κεντρίζοντας κάθε στιγμή το ενδιαφέρον<br />
όλων όσων επιθυμούν να περιπλανηθούν<br />
στον απολαυστικό κόσμο των εννοιών<br />
όχι για τον προορισμό αλλά για το ταξίδι…<br />
Δημήτρης Φιλελές
<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>ΔΗΜΙ<strong>Α</strong> ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΩΝΟΣ<br />
Ο <strong>Α</strong>κάδημος, μυθικός ήρωας της αττικής γης, τιμόταν εξίσου και<br />
από τους Σπαρτιάτες επειδή κάποτε είχε βοηθήσει τους<br />
Διόσκουρους, γιους της Λήδας, κόρης του Σπαρτιάτη βασιλιά<br />
Τυνδάρεω. Το 380 π.χ. ο Πλάτωνας αποφάσισε να ιδρύσει τη<br />
φιλοσοφική σχολή του στο ιερό άλσος του <strong>Α</strong>καδήμου.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε επικράτησε η ονομασία <strong>Α</strong>καδημία Πλάτωνος για την<br />
περιοχή, ενώ προς τιμή του μεγάλου φιλόσοφου <strong>Α</strong>καδημία<br />
ονομάζεται διεθνώς το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα κάθε χώρας<br />
ανά τον κόσμο. Συμπληρωματικά, ας γνωρίζουμε ότι η<br />
<strong>Α</strong>καδημία <strong>Α</strong>θηνών δημιουργήθηκε το 1920.<br />
<strong>Α</strong>ΚΟΜ<strong>Α</strong> ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔ<strong>Α</strong>ΝΕ,<br />
ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗ ΤΟΝΕ Β<strong>Α</strong>ΦΤΙΣ<strong>Α</strong>ΝΕ<br />
Για όσα προκαταβολικά θεωρεί κάποιος ότι θα συμβούν τότε<br />
που αυτός θέλει, αλλά και όπως ακριβώς τα έχει σχεδιάσει στο<br />
μυαλό του, αναφέρουμε αυτή την χαρακτηριστική φράση.
Η προέλευσή της έχει να κάνει με τον θρυλικό Γέρο του Μοριά,<br />
τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και τον μελλοντικό κουμπάρο του<br />
<strong>Α</strong>γγελάκη Νικηταρά, στον οποίο είχε υποσχεθεί πως θα του<br />
βαφτίσει το παιδί. Επιπλέον, ο πατέρας του παιδιού, παρά την<br />
επιθυμία του να βαφτίσει το παιδί Γιάννη, αποφάσισε να το<br />
ονοματίσει Θοδωρή προκειμένου να τιμήσει τον ένδοξο<br />
στρατηγό.<br />
Ο Κολοκοτρώνης του υποσχέθηκε πως θα κατεβεί στο χωριό με<br />
την πρώτη ευκαιρία. Όμως πέρασε ένας ολόκληρος μήνας κι<br />
εκείνος δεν είχε φανεί. Τότε ο κουμπάρος του τον ειδοποίησε<br />
ξανά κι αυτή τη φορά ο Κολοκοτρώνης εμφανίστηκε.<br />
Μπαίνοντας όμως στο σπίτι δεν είδε ούτε κανένα παιδί ούτε και<br />
κάποια προετοιμασία για βάφτιση. Ο κουμπάρος του όμως του<br />
εξήγησε ότι του παράγγελνε ξανά και ξανά να πάει γνωρίζοντας<br />
πως είναι ιδιαίτερα απασχολημένος και πιστεύοντας πως μέχρι<br />
να φτάσει θα έχει γεννηθεί και το παιδί.<br />
<strong>Α</strong>κούγοντας τον ο Κολοκοτρώνης γέλασε και με την καρδιά του<br />
και είπε : «Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον<br />
βαφτίσανε».<br />
<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚ<strong>Α</strong><br />
Όποιος μιλάει έτσι που να μην καταλαβαίνουμε τι λέει, τότε λέμε<br />
ότι μιλάει αλαμπουρνέζικο, ακαταλαβίστικα. Δεν πρόκειται,<br />
όμως, για μια αλλά για δυο λέξεις, όπως λέμε π.χ. μαγείρεμα<br />
«αλά ιταλικά», αγκινάρες «αλά πολίτα» κλπ.
Μπουρνέζικα ήταν η διάλεκτος που μιλούσε η φυλή Μπουρνού<br />
από το Σουδάν, της οποίας οι στρατιώτες ακολούθησαν τα<br />
στρατεύματα του Ιμπραήμ στην Ελλάδα στη διάρκεια της<br />
Επανάστασης του 1821. Ήταν το δύσκολο άκουσμα της<br />
γλώσσας τους εκείνο που καθιέρωσε και τη συγκεκριμένη<br />
φράση, αφού κανείς δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν.<br />
<strong>Α</strong>ΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ<br />
Όλοι περιμένουμε με ιδιαίτερη χαρά και ανακούφιση εκείνες τις<br />
θερμές ημέρες του Ιανουαρίου (περίπου 14) που παύει να<br />
φυσάει και ο ήλιος κάνει συχνά την εμφάνισή του στον ουρανό,<br />
με αποτέλεσμα να ξεχνάμε για λίγο τον χειμωνιάτικο καιρό.<br />
Πού οφείλουν όμως η ημέρες αυτές το όνομά τους; Πολλές και<br />
διάφορες οι παραλλαγές των μύθων με επικρατέστερη εκείνη
που αναφέρεται στην <strong>Α</strong>λκυόνη, την κόρη του θεού <strong>Α</strong>ίολου και<br />
της Εναρέτης, που παντρεύτηκε τον Κήικα και λόγω της<br />
αγάπης και της ευτυχίας που βίωναν έφτασαν στο να<br />
αποκαλούν ο ένας τον άλλον Δία και Ήρα.<br />
Η οργή όμως του πατέρα των θεών ξεχείλισε και δεν τους<br />
άφησε, όπως συνήθιζε, ατιμώρητους μεταμορφώνοντας και<br />
τους δυο σε πουλιά. Η αλκυόνη γεννούσε πλέον τα αυγά της<br />
μέσα στο καταχείμωνο κοντά στον γιαλό και συχνά<br />
παρασύρονταν από τα κύματα. Ο θρήνος για τα χαμένα παιδιά<br />
της δεν άφησε τελικά ασυγκίνητο τον Δία που διέταξε να<br />
σταματήσουν να πνέουν άνεμοι επί 14 ημέρες, ώστε να<br />
μπορέσει η αλκυόνη να γεννά με ασφάλεια τα παιδιά της.<br />
<strong>Α</strong>ς αναφέρουμε όμως μια ακόμη εκδοχή, εκείνη που θέλει τις<br />
αλκυονίδες να είναι θυγατέρες του <strong>Α</strong>λκυονέα, του Γίγαντα που<br />
ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και σκοτώθηκε από τον<br />
Ηρακλή κατά την Γιγαντομαχία με η βοήθεια της θεάς <strong>Α</strong>θηνάς.<br />
Όταν οι επτά κόρες του (<strong>Α</strong>λκίππη, <strong>Α</strong>νθή, <strong>Α</strong>στερία, Δριμώ,<br />
Μεθώνη, Παλλήνη και Φθονία) έμαθαν τον χαμό του, έπεσαν<br />
στη θάλασσα να πνιγούν. Ευτυχώς γι' αυτές, η <strong>Α</strong>μφιτρίτη, η<br />
σύζυγος του θεού Ποσειδώνα, πρόλαβε και τις μεταμόρφωσε<br />
σε αλκυόνες που γεννούν τα αυγά τους στις <strong>Α</strong>λκυονίδες<br />
Νήσους του Κορινθιακού κόλπου.<br />
Όπως και να 'χει το πράγμα, εμείς ας φροντίσουμε να<br />
απολαύσουμε τις ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα.
<strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Μ<strong>Α</strong>ΤΙ<strong>Α</strong> ΤΟΥ Λ<strong>Α</strong>ΓΟΥ<br />
ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> ΚΟΥΚΟΥΒ<strong>Α</strong>ΓΙ<strong>Α</strong>Σ<br />
Δυστυχώς για τους λαγούς, η συγκατοίκησή τους με την<br />
κουκουβάγια στο δάσος δεν είναι η πιο εύκολη υπόθεση. Η<br />
κουκουβάγια παραμονεύει να απομακρυνθεί από τη φωλιά η<br />
μαμά λαγουδίνα, για να μπει στη φωλιά της, να σκοτώσει τα<br />
μικρά και να στρογγυλοκαθίσει στο χώρο τους. Όταν οι κυνηγοί<br />
βρουν τη φωλιά του λαγού και επιχειρήσουν να τον<br />
σκοτώσουν, βλέπουν έκπληκτοι να ξεπροβάλλουν μπροστά τα<br />
δυο ολοστρόγγυλα μάτια της νέας ιδιοκτήτριας...<br />
Όταν αναφέρουμε τη φράση αυτή, συνήθως εννοούμε τη<br />
διαφορά μεταξύ του όμορφου (λαγός) και του άσχημου ή<br />
αντιπαθητικού (κουκουβάγια).
Υπάρχει όμως και η λαϊκή αφήγηση κατά την οποία η μητέρα<br />
λαγουδίνα συναντά την μητέρα κουκουβάγια και την παρακαλεί,<br />
επειδή αυτή έχει μια βιαστική δουλειά, να πάει στο σχολείο το<br />
κολατσιό των παιδιών της.<br />
Η κουκουβάγια της λέει πως δεν γνωρίζει τα παιδιά της και η<br />
λαγουδίνα της απαντά πως δεν είναι δύσκολο να τα<br />
αναγνωρίσει, αφού είναι τα πιο όμορφα παιδιά του σχολείου.<br />
Το μεσημέρι που επιστρέφουν τα λαγουδάκια απ' το σχολείο<br />
διαμαρτύρονται στη μητέρα τους πως τα άφησε νηστικά. <strong>Α</strong>υτή<br />
καταλαβαίνει πως το φαγητό τους κάπου αλλού κατέληξε και<br />
σπεύδει να συναντήσει την κουκουβάγια και να μάθει τι έγινε.<br />
Προς μεγάλη της έκπληξη, η κουκουβάγια της λέει πως έψαξε<br />
ολόκληρο το σχολείο και τα πιο όμορφα παιδιά που συνάντησε<br />
ήταν τα μικρά κουκουβαγιόπουλα. Γι' αυτό και έδωσε τελικά σ'<br />
αυτά το φαγητό, αφού προοριζόταν για τα πιο όμορφα παιδιά<br />
του σχολείου!<br />
Να, λοιπόν, μια άλλη εκδοχή της φράσης : Ο καθένας βλέπει<br />
την ομορφιά με τα δικά του μάτια!
<strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong>ΞΕ Ο Μ<strong>Α</strong>ΝΩΛΙΟΣ<br />
ΚΙ ΕΒ<strong>Α</strong>ΛΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΡΟΥΧ<strong>Α</strong> ΤΟΥ <strong>Α</strong>ΛΛΙΩΣ<br />
Ο Μανωλιός Μπατίνος ήταν πασίγνωστη φυσιογνωμία της<br />
<strong>Α</strong>θήνας της εποχής του Όθωνα. Γύριζε ρακένδυτος στους<br />
δρόμους και στεκόταν όπου ήθελε αραδιάζοντας ελεύθερα τις<br />
φιλοσοφικές του απόψεις με την ρητορική δεινότητα που<br />
πίστευε πως είχε. Οι <strong>Α</strong>θηναίοι συχνά του προσέφεραν ρούχα,<br />
αλλά εκείνος δεν τα καταδεχόταν, αφού δεν ήταν ζητιάνος.<br />
Όταν μια μέρα συνάντησε τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη,<br />
τον ρώτησε αν θα μπορούσε να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο<br />
Κωλέττης του απάντησε πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί, αν<br />
όμως δεχόταν να απαλλαγεί από τα κουρελιασμένα ρούχα του.<br />
Την επόμενη μέρα ο Μανωλιός, που ως φαίνεται δεν ήταν τόσο<br />
παράλογος όσο πίστευαν οι <strong>Α</strong>θηναίοι, παρουσιάστηκε στο ίδιο<br />
σημείο φορώντας τα ίδια ρούχα γυρισμένα από την ανάποδη.<br />
Οι έκπληκτοι περαστικοί άκουσαν μάλιστα από το στόμα του<br />
τους παρακάτω στίχους :<br />
Άλλαξε η <strong>Α</strong>θήνα όψη<br />
σαν μαχαίρι δίχως κόψη.<br />
Πήρε κάτι απ' την Ευρώπη<br />
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.<br />
Άλλαξαν χαζοί και σκούφοι<br />
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.<br />
Άλλαξε κι ο Μανωλιός<br />
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
<strong>Α</strong>πό τότε, για οποιαδήποτε αλλαγή άποψης ή εμφάνισης που<br />
φαίνεται σημαντική, αλλά ουσιαστικά είναι πέρα για πέρα<br />
ασήμαντη, εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε το δίστιχο του<br />
Μανωλιού.<br />
<strong>Α</strong>ΛΛΟΥ ΜΕ ΤΡΙΒΕΙΣ ΔΕΣΠΟ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΛΟΥ ΕΧΩ ‘ΓΩ ΤΟΝ ΠΟΝΟ<br />
Παραδίδεται ότι μια γυναίκα μόνη, προσποιούμενη ότι πονάει<br />
στην πλάτη, παρακάλεσε έναν καλόγερο να την τρίψει για να<br />
της περάσει ο πόνος. Ο καλόγερος, αθώος, ξεκίνησε να την<br />
τρίβει χωρίς να εκπληρώνει την πραγματική επιθυμία της<br />
γυναίκας. <strong>Α</strong>πελπισμένη πλέον εκείνη, του είπε : «<strong>Α</strong>λλού με<br />
τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω ‘γώ τον πόνο».<br />
Όποτε, λοιπόν, η πραγματική επιθυμία μας δε γίνεται<br />
αντιληπτή και δεν ικανοποιείται απ’ όποιον θα μπορούσε να το<br />
κάνει, μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση.<br />
<strong>Α</strong>ΛΛΟΥ Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>Σ ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΛΟΥ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Ρ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong> ΤΟΥ<br />
Λέγεται ότι ο παπάς ενός χωριού πήγαινε το πρωί στην<br />
εκκλησία, κρέμαγε τα ράσα του και με τα ρούχα της δουλειάς<br />
τραβούσε να δουλέψει στα χωράφια του. Όταν οι χωριανοί τον<br />
γύρευαν στην εκκλησία, έβρισκαν μόνο τα ράσα του. Έτσι<br />
διαπίστωναν πως «αλλού παπάς κι αλλού τα ράσα του».
Όταν λέμε αυτή τη φράση σήμερα, εννοούμε ή τους<br />
ακατάστατους ανθρώπους ή χώρους που βασιλεύει η<br />
ακαταστασία.<br />
<strong>Α</strong>ΛΛΟΥΝΟΥ Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong> ΕΥ<strong>Α</strong>ΓΓΕΛΙΟ<br />
<strong>Α</strong>υτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.<br />
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς,<br />
αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο<br />
παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.<br />
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν<br />
αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να<br />
το λέει.<br />
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί<br />
ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν<br />
μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο<br />
που λέγεται την Κυριακή του <strong>Α</strong>σώτου.<br />
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις<br />
εκεί παπά; <strong>Α</strong>υτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…».<br />
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του<br />
και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως. “<strong>Α</strong>υτό είναι<br />
άλλου παπά ευαγγέλιο”.
<strong>Α</strong>Ν Σ’ <strong>Α</strong>ΡΕΣΕΙ ΜΠ<strong>Α</strong>ΡΜΠ<strong>Α</strong>-Λ<strong>Α</strong>ΜΠΡΟ<br />
Ξ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΠΕΡΝ<strong>Α</strong> <strong>Α</strong>ΠΟ ΤΗΝ <strong>Α</strong>ΝΔΡΟ<br />
Ο Λάμπρος Κατσώνης, αξιωματικός του Ρωσικού Ναυτικού,<br />
έδρασε στο Ιόνιο και στο <strong>Α</strong>ιγαίο πέλαγος κατά τη διάρκεια του<br />
ρωσοτουρκικού πολέμου (ενός από τους πολλούς την εποχή<br />
που και οι δύο χώρες ήταν αυτοκρατορίες και δυνάστες<br />
πολλών εθνοτήτων) ως απεσταλμένος της Μεγάλης<br />
<strong>Α</strong>ικατερίνης. Όταν οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών<br />
έληξαν, ο Κατσώνης αρνήθηκε να επιστρέψει και συνέχισε τον<br />
αγώνα του εναντίον των Τούρκων. Όμως, το 1790, στη<br />
ναυμαχία της Άνδρου κατά του τουρκικού στόλου έχασε τα<br />
περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά και<br />
κινδύνεψε να πέσει στα χέρια του εχθρού.<br />
Έτσι, οι αντίπαλοί του σκαρφίστηκαν αυτό το περιπαικτικό<br />
δίστιχο, που ταιριάζει και σε όσους συμβαίνει μια αναπάντεχη<br />
σοβαρή αποτυχία.<br />
<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΘΕΜ<strong>Α</strong><br />
Ο υπεβάλλων ζήλος συχνά οδηγεί σε υπερβολικές ενέργειες<br />
που εκθέτουν όσους τις υποκινούν. Οι πατέρες της εκκλησίας,<br />
λοιπόν, έχουν θεσπίσει κάποιες ποινές σε όσους πιστούς δεν<br />
συμμορφώνονται με τις επιταγές τους. Μια απ’ αυτές είναι και<br />
το ανάθεμα ή αφορισμός, που σημαίνει ότι το τιμωρημένο μέλος<br />
αποκόπτεται από την εκκλησιαστική κοινωνία και παραδίδεται<br />
στον σατανά. Δεν μπορούμε βέβαια να πούμε ότι η τιμωρία<br />
αυτή διακατέχεται και τόσο από χριστιανικό πνεύμα. <strong>Α</strong>ν,
μάλιστα, διαβάσουμε τα λόγια του αναθέματος, τότε<br />
συμπεραίνουμε αβίαστα ότι πολύ απέχουν από την διδασκαλία<br />
του Χριστού.<br />
<strong>Α</strong>ς πάρουμε για παράδειγμα ένα από τα γνωστότερα αναθέματα<br />
της ιστορίας, εκείνο του Μητροπολίτη <strong>Α</strong>μβρόσιου και του<br />
<strong>Α</strong>ρχιεπίσκοπου Νικηφόρου κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου στα<br />
1916 :"Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν<br />
ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να<br />
αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου εσχάτης<br />
προδοσίας Ελευθερίου Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος<br />
μας εις τους <strong>Α</strong>γγλογάλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’<br />
αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν εις την Ελλάδα,<br />
μόνον και μόνον διά να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και<br />
εκβιασθεί όπως καλέσει επί την αρχήν τον πουλημένον<br />
σενεγαλέζον τράγον Βενιζέλον, τον ηθικόν αυτουργόν της<br />
πυρπολήσεως του Τατοΐου , τον ηθικόν αυτουργόν των<br />
βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας<br />
εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ. Κατ’ αυτού όθεν του<br />
ΠΡΟΔΟΤΟΥ Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως<br />
ενοκήψωσι: Τα εξανθήματα του Ιώβ. Το κήτος του Ιωνά. Η<br />
λέπρα του Ιεχωβά. Ο μαρασμός των νεκρών. Το τρέμουλο των<br />
ψυχορραγούντων. Οι κεραυνοί της κολάσεως. Και αι κατάραι<br />
και τα αναθέματα των ανθρώπων. Τας ιδίας αράς θα<br />
αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς<br />
εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον κατάπτυστον<br />
προδότην Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις
όπως μαρανθώσιν αι χείρες, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και<br />
κωφαθώσι τα ώτα». Γένοιτο.<br />
Προσέξτε λοιπόν. Μην αναθεματίζετε τόσο εύκολα. Είναι<br />
επικίνδυνο…!<br />
<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Ο ΚΥΡΙΟΣ<br />
Όποτε δημιουργείται μεγάλη αναταραχή κι έρχονται τα πάνω<br />
κάτω, τότε λέμε πως «έγινε ανάστα ο Κύριος».<br />
Η φράση προφανώς σχετίζεται με όσα συμβαίνουν κατά την<br />
διάρκεια της λεγόμενης Πρώτης <strong>Α</strong>νάστασης που γίνεται ανά την<br />
Ελλάδα το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Οι ιερείς και οι<br />
διάκονοι χτυπούν με δύναμη τα στασίδια και άλλα σημεία της<br />
εκκλησίας, ώστε να δημιουργούνται εκκωφαντικοί κρότοι,<br />
αναπαριστώντας έτσι «την θλάσιν των πυλών του Άδου» και<br />
την <strong>Α</strong>νάσταση Κυρίου, ενώ οι πιστοί ραίνονται με ροδοπέταλα.<br />
<strong>Α</strong>υτά συμβαίνουν όταν, πριν από την ανάγνωση του<br />
Ευαγγελίου, ψάλλεται το «<strong>Α</strong>νάστα ο Θεός, κρίνων την γην».<br />
<strong>Α</strong>ΝΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΓΟΥΛΗΜΗΣ<br />
Πόσες φορές δε συμβαίνει τις σημαντικές θέσεις να τις<br />
καταλαμβάνουν άτομα χωρίς προσόντα, την ίδια στιγμή που<br />
αξιόλογοι και ικανότατοι άνθρωποι καταποντίζονται από την<br />
αναξιοκρατία!<br />
Το πιο τρανό παράδειγμα είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός της<br />
Νεότερης Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896).
Ο άνθρωπος που έφερε την ευθύνη για την ένωση της<br />
Επτανήσου με την υπόλοιπη Ελλάδα, που δέχθηκε να αναλάβει<br />
το Υπουργείο Εσωτερικών στη διάρκεια της Κρητικής<br />
Επανάστασης, που ανάγκασε τον ασύδοτο βασιλιά να δεχτεί<br />
την «αρχή της δεδηλωμένης», που οραματίστηκε μια άλλη<br />
Ελλάδα με έργα όπως της διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου,<br />
την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας και τη<br />
ζεύξη Ρίου – <strong>Α</strong>ντιρρίου.<br />
<strong>Α</strong>υτός που τόλμησε να πει «Κύριοι, επτωχεύσαμεν» αν και δεν<br />
ήταν δικό του φταίξιμο, που μισήθηκε όσο κανένας άλλος από<br />
τους λαϊκιστές πολιτικούς αντιπάλους του, έφτασε στις εκλογές<br />
της 16 ης <strong>Α</strong>πριλίου 1895 να μην εκλεγεί ούτε βουλευτής και να<br />
χάσει τη θέση από κάποιον άσημο που λεγόταν Γουλημής.<br />
Με όλη την πίκρα που κρύβει αυτή του η φράση – «<strong>Α</strong>νθ’ ημών ο<br />
Γουλημής. Καληνύχτα σας.» - αποχαιρέτησε για πάντα την<br />
πολιτική και λίγο καιρό αργότερα, στις 30 Μαρτίου 1896, και τη<br />
ζωή.<br />
<strong>Α</strong>ΝΘΡ<strong>Α</strong>ΚΕΣ Ο ΘΗΣ<strong>Α</strong>ΥΡΟΣ<br />
Πόσες φορές οι ελπίδες μας διαψεύδονται και μένουν τα όνειρά<br />
μας ανεκπλήρωτα! Πόσες φορές πιστεύουμε ότι η θεά Τύχη μας<br />
χαμογέλασε και τελικά οι ελπίδες μας αποδεικνύονται φρούδες!<br />
Και τότε ο «θησαυρός» μας αποδεικνύεται μεταφορικά<br />
κάρβουνο…<br />
Ο σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός, που έζησε τον 2 ο αι. μ.Χ.,<br />
χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή στο έργο του με τίτλο
«Φιλοψευδής ή <strong>Α</strong>πιστών» όταν ο ήρωάς του Τυχιάδης<br />
απευθύνεται στον σοφό <strong>Α</strong>ρίγνωτο, του οποίου η στάση τον έχει<br />
απογοητεύσει, με τα εξής λόγια : «Τ’ είν’ αυτά, <strong>Α</strong>ρίγνωτε, είπα,<br />
και συ η μόνη ελπίς της αληθείας, είσαι γεμάτος από καπνόν<br />
και φαντάσματα; Όπως η παροιμία λέγει, άνθρακες ο θησαυρός<br />
απεδείχθης.» (μετ. Ιωάννης Κονδυλάκης).<br />
Πράγμα που σημαίνει πως η φράση αυτή ήταν ήδη γνωστή με<br />
τη σημασία που εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα.<br />
<strong>Α</strong>ΝΟΙΞ<strong>Α</strong>Ν ΟΙ <strong>Α</strong>ΣΚΟΙ ΤΟΥ <strong>Α</strong>ΙΟΛΟΥ<br />
Όταν ανοίγουν οι ασκοί του <strong>Α</strong>ιόλου, του θεού των ανέμων κατά<br />
την αρχαία ελληνική μυθολογία, έρχονται τα πάνω κάτω στην<br />
καθημερινότητά μας και η κοινωνική τρικυμία που επικρατεί<br />
κάνει τους πάντες να χάνουν τον προσανατολισμό τους.<br />
<strong>Α</strong>υτό συνέβη και με τους συντρόφους του Οδυσσέα όταν έκαναν<br />
το τραγικό σφάλμα να ανοίξουν τους ασκούς που ο <strong>Α</strong>ίολος είχε<br />
παγιδεύσει μέσα όλους τους ανέμους. Κι όταν αυτοί ξεχύθηκαν,<br />
η τρικυμία που ξέσπασε, οδήγησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα<br />
και τους συνταξιδιώτες του σε λάθος κατεύθυνση και σε νέες<br />
περιπέτειες.
<strong>Α</strong>ΝΤΙ ΠΙΝ<strong>Α</strong>ΚΙΟΥ Φ<strong>Α</strong>ΚΗΣ<br />
Πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που θα προσπαθούν να<br />
αποκτήσουν κάτι πολύτιμο σε εξευτελιστική αξία σε σχέση με<br />
την πραγματική, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία μας και την<br />
ανάγκη της στιγμής.<br />
Είναι οι σύγχρονοι μιμητές του βιβλικού Ιακώβ που δεν έχασε<br />
την ευκαιρία να αρπάξει τα πρωτοτόκια, τα νομικά κληρονομικά<br />
δικαιώματα του πρωτότοκου γιου, από τον αδελφό του Ησαύ.<br />
Όταν ο Ησαύ επέστρεψε κατάκοπος από τον κυνήγι, την<br />
αγαπημένη του ασχολία, ζήτησε από τον αδελφό του να του<br />
δώσει λίγο φαγητό (φακή) απ’ αυτό που είχε μαγειρέψει. Ο<br />
παμπόνηρος Ιακώβ δε μπορούσε να βρει πιο κατάλληλη στιγμή<br />
για να ζητήσει το αντάλλαγμα του, ενώ ο εξαντλημένος και<br />
μάλλον ανόητος Ησαύ το δέχτηκε.
Δυστυχώς, από τότε μέχρι σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που<br />
έχουν αποποιηθεί τα δικαιώματά τους για ένα «πιάτο φακή».<br />
<strong>Α</strong>ΝΤΙ ΤΟΥ Μ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>, ΧΟΛΗ<br />
Λέγεται ότι ο Ιησούς Χριστός, λίγο πριν ξεψυχήσει πάνω στο<br />
σταυρό, ζήτησε να πιει λίγο νερό. Τότε, ένας Ρωμαίος<br />
στρατιώτης βούτηξε ένα σφουγγάρι στο ξίδι και<br />
χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι το έφερε, αντί για νερό, στα<br />
χείλη του διψασμένου Ιησού, υποβάλλοντάς τον σε μια ακόμη<br />
ταλαιπωρία λίγο πριν το μαρτυρικό θάνατό του.<br />
Όσοι προκαλούν δεινά σ’ εκείνους που θα έπρεπε να<br />
ευγνωμονούν, λέμε ότι τους δίνουν «αντί του μάνα (τροφή<br />
σταλμένη απ’ το Θεό για να σωθούν οι πεινασμένοι Ισραηλίτες<br />
στην έρημο) , χολή (πίκρα)».<br />
<strong>Α</strong>Π’ ΕΞΩ ΚΙ <strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>ΤΩ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Στα βυζαντινά χρόνια οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να<br />
μαθαίνουν και να λένε τα γράμματα του αλφαβήτου απ’ έξω<br />
(όπως, άλλωστε και σήμερα). Στη συνέχεια, έπρεπε να<br />
μπορούν να λένε τα γράμματα και με ανακατεμένη σειρά<br />
(ευτυχώς αυτό το βασανιστήριο το έχουμε μέχρι στιγμής<br />
αποφύγει). 'Οποιος, βέβαια, δεν τα κατάφερνε, έπρεπε να<br />
υποστεί τις σωματικές ποινές που επέβαλλε ο δάσκαλος.<br />
Όταν, σήμερα, λέμε σ’ έναν μαθητή να μας πει κάτι απ’ έξω κι<br />
ανακατωτά, του ζητάμε να μας πει αυτό που έχει μάθει χωρίς να<br />
σταματά.
Γενικότερα, ό,τι γνωρίζουμε απ' έξω κι ανακατωτά, το<br />
γνωρίζουμε πολύ καλά.<br />
<strong>Α</strong>Π’ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΚΟΚ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΒΓ<strong>Α</strong>ΛΜΕΝΗ<br />
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την<br />
Ελευθερία» την χαρακτηρίζει με μεγαλοπρέπεια και ηρωισμό<br />
«απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».<br />
Ο απλός λαός, παραφράζοντας τον ποιητή, χαρακτηρίζει με τον<br />
τρόπο αυτό όσους και όσες (κυρίως) είναι τόσο ελλιποβαρείς,<br />
που η όψη τους μας προϊδεάζει είτε αρνητικά είτε για την<br />
ύπαρξη σοβαρού προβλήματος υγείας.<br />
Πού να το ήξερε ο Σολωμός πως πολλοί είναι οι νεοέλληνες<br />
που δεν τον γνωρίζουν και τον μπερδεύουν με το γνωστό σε<br />
όλους ψάρι (θυμηθείτε την ατάκα της <strong>Α</strong>λίκης Βουγιουκλάκη<br />
στην ταινία "Το δόλωμα), αλλά συχνά ο στίχος του από τον<br />
Εθνικό μας Ύμνο βρίσκεται στα χείλια τους.<br />
Στην ίδια κατεύθυνση, με περιπαικτικό χαρακτήρα δηλαδή,<br />
κινείται και η φράση «ο χάρος τον παρακαλεί κι εκείνος<br />
καμαρώνει».<br />
<strong>Α</strong>ΠΟ ΜΗΧ<strong>Α</strong>ΝΗΣ ΘΕΟΣ<br />
Ο άνθρωπος που εμφανίζεται την πιο κατάλληλη στιγμή και<br />
δίνει λύση στο αδιέξοδο που έχουμε βρεθεί είναι για μας ο «από<br />
μηχανής θεός».
Ο όρος προέρχεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία.<br />
Συνήθως οι συγγραφείς οδηγούσαν την πλοκή του έργου σε<br />
αδιέξοδες καταστάσεις στις οποίες οι κοινοί θνητοί<br />
αδυνατούσαν να δώσουν λύση. Τότε χρειαζόταν η παρέμβαση<br />
ενός θεού που με τη δύναμή του και τη σοφία του αναλάμβανε<br />
να οδηγήσει τα πράγματα σε ομαλό τέλος.<br />
Η εμφάνιση του θεού στη σκηνή του θεάτρου γινόταν με τη<br />
βοήθεια ενός γερανού (μηχανής), ώστε να φαίνεται πως το<br />
πρόσωπο αυτό ερχόταν από ψηλά. Σήμερα ο όρος<br />
χρησιμοποιείται ευρύτερα στη λογοτεχνία και δηλώσει κάθε<br />
πρόσωπο που μπορεί με την παρουσία του να δώσει λύση στα<br />
αδιέξοδα της μυθοπλασίας.<br />
<strong>Α</strong>ΠΟ ΠΟΥ ΚΙ ΩΣ ΠΟΥ;<br />
Είναι γνωστό πως οι Βαυαροί του βασιλιά Όθωνα αλλά και οι<br />
ξένοι περιηγητές θεωρούσαν τους Έλληνες μειωμένης<br />
αντίληψης και νοημοσύνης. Όταν, λοιπόν, κάποιοι απ’ αυτούς<br />
συνάντησαν ένα βοσκό, τον ρώτησαν: «<strong>Α</strong>πό πού κι ως πού και<br />
πώς και πόσα;». Δηλαδή, από πού έρχεσαι, πού πηγαίνεις,<br />
πώς σε λένε και πόσα πρόβατα έχεις; Κι εκείνος, ετοιμόλογος,<br />
του απάντησε : «<strong>Α</strong>πό Θήβα στην <strong>Α</strong>θήνα, Θόδωρος και<br />
πεντακόσια».<br />
Με το πέρασμα του χρόνου, η αρχική σημασία της φράσης<br />
άλλαξε. Όταν ρωτάμε κάποιον «από πού κι ως πού;», εννοούμε<br />
«με ποιο δικαίωμα;».
<strong>Α</strong>ΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜ<strong>Α</strong>Ι...<br />
Είναι πολύ συχνή η χρήση της φράσης «<strong>Α</strong>πό την Πόλη έρχομαι<br />
και στην κορφή κανέλα», που δείχνει πόσο μπερδεμένη και<br />
ακατανόητη είναι μια κατάσταση.<br />
Σύμφωνα, όμως, με τις ιστορικές μαρτυρίες, η σωστή φράση<br />
έχει την καταγωγή της στην εποχή των Σταυροφοριών και είναι<br />
: «<strong>Α</strong>πό την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν’ έλα». <strong>Α</strong>υτό ήταν<br />
ένα μήνυμα-πρόσκληση μεταξύ των κατακτητών Σταυροφόρων,<br />
που σήμαινε τη συνάντηση τους στην κορυφή κάποιου λόφου.<br />
Επειδή, λοιπόν, η αρχική έννοια της φράσης χάθηκε στο<br />
πέρασμα του χρόνου, προστέθηκε αργότερα και η συνέχεια<br />
«και βγάζω το καπέλο μου να μη φανεί η ομπρέλα», ώστε να<br />
φανεί η πλήρης ασυνεννοησία.<br />
<strong>Α</strong>ΠΟ ΤΟ ΣΥΝ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΓΜ<strong>Α</strong> ΩΣ ΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙ<strong>Α</strong><br />
Οι δύο μεγάλες κεντρικές πλατείες της <strong>Α</strong>θήνας οφείλουν το<br />
όνομά τους στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην<br />
πρωτεύουσα στις 3 Σεπτέμβρη 1843. Οι συγκεντρωμένοι<br />
Έλληνες κάτω από το παλάτι (σημερινό κτήριο της Βουλής), με<br />
αρχηγούς τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη, απαιτούσαν από<br />
τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα. Κι όταν αυτή η επιθυμία<br />
τους ικανοποιήθηκε, αυτοί πορεύτηκαν ως το άλλο κομβικό<br />
σημείο της πόλης (από τότε είχαμε μια αγάπη στις πορείες)<br />
ζητωκραυγάζοντας «Ομόνοια».
Μετά από δυο περίπου αιώνες, είναι πασιφανές ότι από το<br />
Σύνταγμα μας έχει απομείνει μόνον η ομώνυμη πλατεία. Όσο<br />
για την Ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων, η μοναδική που υπάρχει<br />
είναι αυτή που προκύπτει από τις νίκες της εθνικής ομάδας του<br />
μπάσκετ και του ποδοσφαίρου, οπότε και συγκεντρωνόμαστε<br />
για να πανηγυρίσουμε γύρω από την πλατεία (παλιότερα, όταν<br />
υπήρχε και το σιντριβάνι, οι πιο θερμόαιμοι έκαναν και καμιά<br />
βουτιά).<br />
<strong>Α</strong>ΡΤΖΙ ΜΠΟΥΡΤΖΙ Κ<strong>Α</strong>Ι ΛΟΥΛ<strong>Α</strong>Σ<br />
<strong>Α</strong>πό καταβολής του νέου ελληνικού κράτους υπήρχαν εκείνοι<br />
που, προφασιζόμενοι της υπηρεσίες που δήθεν προσέφεραν,<br />
ζητούσαν επίμονα ανταλλάγματα. Όσο, όμως, κι αν<br />
προσπαθούσε να ικανοποιήσει ο Καποδίστριας τα παράλογα<br />
αιτήματά τους, δεν βοηθούσαν σ’ αυτό τα άδεια (από τότε)<br />
κρατικά ταμεία. Έτσι κι αυτοί προχώρησαν σε απειλές του<br />
τύπου : « Άκου δω, κυρ Γιάννη. <strong>Α</strong>ν δεν μας τακτοποιήσεις στα<br />
γρήγορα, θα πάρουμε τα αρκεβούζια (βαριά πυροβόλα όπλα<br />
της εποχής) και τον λουλά μας και θα τα στήσουμε στο<br />
πέρασμα του <strong>Α</strong>ναπλιού. Όποιος πλούσιος θα πέφτει κατά κείθε,<br />
θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε τα λύτρα».<br />
Βλέπετε, είναι πολύ παλιά η συνήθεια των Ελλήνων να<br />
ανακατεύουν τα πάντα, ώστε να βρισκόμαστε μόνιμα σε πλήρη<br />
αταξία, όπως κωμικοτραγικά περιγράφει και η φράση «άρτζι<br />
μπούρτζι και λουλάς».
<strong>Α</strong>ΡΤΟΣ Κ<strong>Α</strong>Ι ΘΕΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Στην αρχαία Ρώμη οι εξεγέρσεις των κατοίκων των μεγάλων<br />
πόλεων ήταν συχνές εξαιτίας του χαμηλού βιοτικού επιπέδου.<br />
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, στην προσπάθειά τους να<br />
εξευμενίσουν το αγριεμένο πλήθος, προσέφεραν δωρεάν<br />
γεύματα και διασκεδάσεις (άρτο και θεάματα), που συνήθως<br />
ήταν μονομαχίες και θηριομαχίες.<br />
<strong>Α</strong>ν κάποιος ενδιαφέρεται μόνο για άρτο και θεάματα, εννοούμε<br />
ότι δεν ασχολείται καθόλου με την πνευματική του καλλιέργεια.<br />
<strong>Α</strong>Σ Π<strong>Α</strong>ΕΙ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟ Π<strong>Α</strong>ΛΙ<strong>Α</strong>ΜΠΕΛΟ<br />
Σύμφωνα με τα ιστορικά ανέκδοτα της εποχής της<br />
Βαυαροκρατίας στον τόπο μας, παρατίθεται το εξής γεγονός :<br />
Ένας εύπορος <strong>Α</strong>θηναίος που συνήθιζε να διασκεδάζει στα καφέ
σαντάν της εποχής ήταν, ως φαίνεται, τσιμπημένος με τη Ρόζα,<br />
καλλιτέχνιδα του συγκεκριμένου χώρου. Όταν βρέθηκε σε<br />
δυσχερή οικονομική θέση, αλλά δεν ήθελε να χάσει και τα<br />
κάλλη της εν λόγω αρτίστας, πήρε την απόφαση αναφωνώντας<br />
«Για της Ρόζας μου το μάγουλο, ας πάει και το παλιάμπελο!».<br />
Φαίνεται πως από τότε μέχρι σήμερα η ιστορική αυτή φράση<br />
αποτελεί πανελλήνια κληρονομιά.<br />
<strong>Α</strong>ΥΓ<strong>Α</strong> ΣΟΥ Κ<strong>Α</strong>Θ<strong>Α</strong>ΡΙΖΟΥΝΕ;<br />
Είναι βέβαιο πως δεν γελάμε όλοι με το ίδιο αστείο ή, ακόμη<br />
περισσότερο, δεν βρίσκουμε αστεία τα ίδια πράγματα. Γι’ αυτό<br />
και μερικές φορές παραξενευόμαστε όταν κάποιος άλλος γελάει<br />
ασταμάτητα με κάτι που εμείς δεν θεωρούμε τόσο αστείο. Η<br />
συνηθισμένη ερώτηση είναι «Τι γελάς; <strong>Α</strong>υγά σου καθαρίζουνε;».<br />
<strong>Α</strong>υγά, λοιπόν, και μάλιστα σε πολύ μεγάλες ποσότητες<br />
χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι κάθε 15 Μαΐου και<br />
επιδίδονταν σε ανελέητο αυγοπόλεμο, προκειμένου να<br />
τιμήσουν την θεά <strong>Α</strong>φροδίτη και τον θεό Διόνυσο. Ήταν μάλιστα<br />
τόσο ισχυρό το έθιμο αυτό, που συμμετείχαν όχι μόνο τα<br />
κατώτερα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας αλλά και οι<br />
αξιωματούχοι του κράτους. Λέγεται, επιπλέον, ότι ιδιαίτερη<br />
αγάπη στον αυγοπόλεμο είχε και ο Νέρωνας, ο οποίος δεν<br />
έχανε ευκαιρία να πετά αυγά στους αξιωματούχους των<br />
ανακτόρων ακόμη και όταν δεν ήταν η μέρα της συγκεκριμένης<br />
γιορτής. Προφανώς, αυτή η διαδικασία του προκαλούσε γέλιο,<br />
αφού μάλιστα είχε αποκλείσει προκαταβολικά την ανταπόδοση.
<strong>Α</strong>ΧΛ<strong>Α</strong>ΔΟΚ<strong>Α</strong>ΜΠΟΣ<br />
Η γνωστή πόλη της Πελοποννήσου θα μπορούσε να είναι ένας<br />
κάμπος γεμάτος αχλαδιές. <strong>Α</strong>ν και αυτά τα οπωροφόρα δέντρα<br />
ευδοκιμούν στην περιοχή, πιθανότατα το όνομα προέρχεται<br />
από άλλο συμβάν.<br />
Στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21, ο Ισμέτ Ρεζή πασάς,<br />
που μιλούσε άπταιστα την ελληνική γλώσσα, αναφώνησε «<strong>Α</strong>χ,<br />
Λαδόκαμπε», όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον εύφορο<br />
αυτό κάμπο, για να γλιτώσει από τη μανία των<br />
επαναστατημένων Ελλήνων, κληροδοτώντας έτσι στην περιοχή<br />
το κατοπινό της επίσημο όνομα.
Β<br />
Β<strong>Α</strong>ΖΕΙ ΚΙ Η ΚΟΣΚΙΝΟΥ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΝΤΡ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong><br />
ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡ<strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΤΕΥ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΔΕΣ<br />
Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή ιστορία, σε μια από τις αμέτρητες<br />
οικονομικές κρίσεις που έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος, οι<br />
σύζυγοι των πραματευτάδων της περιοχής είχαν συγκεντρωθεί<br />
και συζητούσαν για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι<br />
άντρες τους και τα νοικοκυριά τους.<br />
Την κουβέντα τους άκουσε η γυναίκα κάποιου που έφτιαχνε<br />
κόσκινα ίσα ίσα για να βγάζει ένα μικρό μεροκάματο. Μπήκε,<br />
λοιπόν, στη συζήτηση και συμφωνούσε κι εκείνη με τις<br />
υπόλοιπες σε όσα έλεγαν.<br />
Μια απ’ αυτές δεν κρατήθηκε για πολύ που μια παρακατιανή<br />
εξομοίωνε τον εαυτό της με τις μεγαλοκυράδες και της είπε τη<br />
συγκεκριμένη φράση.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, όποτε θέλουμε να δείξουμε την μεγάλη απόσταση<br />
που υπάρχει ανάμεσα σε ένα ασήμαντο και σε ένα πολύ<br />
σημαντικό πρόβλημα, χρησιμοποιούμε την φράση αυτή.
Β<strong>Α</strong>ΝΔ<strong>Α</strong>ΛΙΣΜΟΣ<br />
Τον 4 ο μ.Χ. αι. εμφανίστηκε στα σύνορα της βυζαντινής<br />
αυτοκρατορίας η φυλή των Βανδάλων, γερμανικής καταγωγής.<br />
Το 455 μ.Χ., με αρχηγό το Γιζέριχο, κατέλαβαν τη Ρώμη. Για δυο<br />
βδομάδες οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την πόλη,<br />
καταστρέφοντας λαμπρά οικοδομήματα, αγάλματα και όσα<br />
έργα τέχνης έβρισκαν στο πέρασμά τους. Οι πράξεις τους<br />
αυτές έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βανδαλισμός».<br />
Έτσι χαρακτηρίζεται και στις μέρες μας κάθε παρόμοια<br />
ενέργεια. Επειδή μπορεί ο λαός των Βανδάλων να μην υπάρχει<br />
πλέον ως ευρωπαϊκή εθνότητα, φαίνεται όμως ότι στο<br />
καταστροφικό έργο τους άφησαν συνεχιστές άξιους ανά την<br />
υφήλιο.<br />
Β<strong>Α</strong>ΠΟΡΙΣΙΟΣ Κ<strong>Α</strong>ΦΕΣ<br />
Ποιος καφές θα μπορούσε να είναι χειρότερος από εκείνον που<br />
φτιάχνεται ότι το βαπόρι βρίσκεται εν πλω, τα πάντα είναι<br />
έρμαιο στις ορέξεις των κυμάτων και ο μερακλής επιμένει να<br />
απολαύσει έναν καϊμακλίδικο βαρύ γλυκό! Το αποτέλεσμα είναι<br />
γνωστό σε όλους όσους ταξιδεύουν : ένας καφές με<br />
απροσδιόριστη γεύση και, ασφαλώς, χωρίς ίχνος καϊμάκι. Κι<br />
από πάνω, τον πληρώνεις όσο κι αν τον χρεώνουν, αφού δε<br />
μπορείς να τον προμηθευτείς από πουθενά αλλού.<br />
Γι’ αυτό συνηθίζουμε να λέμε όχι μόνο για τον καφέ αλλά και για<br />
διάφορα άλλα αντικείμενα ότι «τα πληρώσαμε βαπορίσια»,
όταν έχουμε αγοράσει την χειρότερη ποιότητα προϊόντος στην<br />
μέγιστη δυνατή τιμή χωρίς να έχουμε εναλλακτική λύση.<br />
Β<strong>Α</strong>ΣΙΛΙΚΟΤΕΡΟΙ ΤΟΥ Β<strong>Α</strong>ΣΙΛΕΩΣ<br />
Δυστυχώς στη μετά Μνημόνιο εποχή για τον τόπο μας, το<br />
ζήσαμε κι αυτό. Η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να πάρει<br />
σκληρότερα μέτρα εναντίον των εργαζομένων από εκείνα που<br />
πρότειναν οι ιθύνοντες της πασίγνωστης πλέον Τρόικας.<br />
Φαίνεται πως κανείς δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του τα σοφά<br />
λόγια του Γάλλου συγγραφέα και διπλωμάτη François-René de<br />
Chateaubriand, Σατωβριάνδου επί το ελληνικότερον (1768-1848)<br />
: «Δεν πρέπει να είστε βασιλικότεροι του βασιλέως».<br />
Κι ας του έχουμε αφιερώσει και δρόμο στο κέντρο της <strong>Α</strong>θήνας...
Β<strong>Α</strong>ΤΕΡΛΟ<br />
Στις 18 Ιουνίου 1815, το ευφυέστερο στρατιωτικό εγχείρημα του<br />
Μεγάλου Ναπολέοντα κατέληξε σε τραγική αποτυχία.<br />
Η Γαλλική στρατιά, πιεζόμενη από τους Πρώσους, τους<br />
Άγγλους, τους Βέλγους και τους Ολλανδούς, προσπάθησε να<br />
δώσει το αποφασιστικό χτύπημα στο Βατερλό (Waterloo), μια<br />
μικρή βελγική πόλη που οφείλει το όνομά της μάλλον στο νερό.<br />
Όμως, οι στρατηγοί του φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων,<br />
με αποτέλεσμα οι Γάλλοι να υποστούν συντριπτική ήττα και ο<br />
ίδιος ο Ναπολέοντας να παραδοθεί στους Άγγλους, γράφοντας<br />
έτσι το τέλος της νικηφόρας πορείας του στην Ιστορία.<br />
Το Βατερλό έγινε πλέον συνώνυμο της πλήρους αποτυχίας.<br />
ΒΓΗΚΕ <strong>Α</strong>ΣΠΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ<br />
Όποιος περνά μια δύσκολη δοκιμασία με επιτυχία, βγαίνει<br />
ασπροπρόσωπος.<br />
Δεν συνέβη όμως ακριβώς αυτό με το μουσουλμάνο βοσκό που<br />
πούλησε τα πενήντα πρόβατα του φίλου του όταν αυτός του τα<br />
έδωσε προς φύλαξη, για να πάει να προσκυνήσει στη Μέκκα.<br />
Βρήκε έτσι την ευκαιρία να τα πουλήσει και όταν ο φίλος του<br />
επέστρεψε, του πήγε, αντί για τα πρόβατα, μια τσανάκα<br />
γιαούρτι ισχυριζόμενος ότι αυτό ήταν ό,τι απέμεινε απ’ τα<br />
πρόβατά του. Κι αυτό γιατί, όπως του είπε, έμαθε από<br />
συνταξιδιώτες του ότι αρρώστησε και ζήτησε από τον <strong>Α</strong>λλάχ να<br />
τον κάνει καλά τάζοντας του τα μισά πρόβατα. Κι όταν έμαθε
πως έγινε καλά, προσέφερε και τα υπόλοιπα στους φτωχούς. Η<br />
δικαιολογία εξόργισε το βοσκό που πέταξε έξω από το σπίτι<br />
τον πρώην φίλο του αφού πρώτα τον περιέλουσε με το<br />
γιαούρτι. <strong>Α</strong>υτός έφυγε ανενόχλητος κι όταν τον ρωτούσαν τι του<br />
συνέβη, απαντούσε : «Όποιος κάνει σωστά τη δουλειά του,<br />
βγαίνει ασπροπρόσωπος».<br />
Υπάρχει όμως και η εξ ολοκλήρου ελληνική εκδοχή για την<br />
προέλευση αυτής της φράσης, που προέρχεται από το<br />
αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας, όπως αυτή εξελισσόταν<br />
από το 1844 μέχρι και το 1880 στην πατρίδα μας. Τότε που κάθε<br />
υποψήφιος βουλευτής είχε τη δική του κάλπη χωρισμένη σε<br />
δυο μέρη και οι ψηφοφόροι ψήφιζαν με μολυβένια μπαλάκια<br />
αρνητικά ή θετικά. Στην αριστερή (μαύρη) πλευρά της κάλπης<br />
έριχναν τις αρνητικές ψήφους και στη δεξιά (λευκή) τις θετικές<br />
ψήφους. Όσοι λοιπόν έβγαιναν νικητές από τις κάλπες,<br />
έβγαιναν και ασπροπρόσωποι.<br />
ΒΕΡ<strong>Α</strong> ΣΤΟ <strong>Α</strong>ΡΙΣΤΕΡΟ<br />
<strong>Α</strong>πό την αρχαία εποχή συναντάμε τη συμβολική αξία των<br />
δαχτυλιδιών, των οποίων η παράδοση γίνεται από τους<br />
βασιλιάδες στους διαδόχους τους, με την αντίστοιχη μεταφορά<br />
εξουσίας.<br />
Όμως οι Ρωμαίοι είναι οι πρώτοι που ιστορικά αναφέρονται να<br />
προσφέρουν δαχτυλίδια στις συζύγους τους ως σύμβολα<br />
σταθερότητας της σχέσης τους, της αξιοσύνης τους ή της<br />
αιώνιας πίστης τους.
Το έθιμο αυτό απορροφήθηκε από τη χριστιανική θρησκεία και<br />
τώρα πια οι σύζυγοι φορούν τις γνωστές σε όλους βέρες.<br />
Λέγεται δε ότι η σωστή θέση είναι ο παράμεσος του αριστερού<br />
χεριού, επειδή από εκεί περνούν τα αιμοφόρα αγγεία που<br />
σχετίζονται με την καρδιά.<br />
ΒΛ<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>Σ ΜΕ ΠΕΡΙΚΕΦ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>Ι<strong>Α</strong><br />
Λέγεται ότι ο Μέγας Ναπολέων είχε ταξινομήσει τους<br />
στρατιώτες σε δύο ομάδες : σ' εκείνους που είναι έξυπνοι και<br />
δραστήριοι, οπότε και είναι κατάλληλοι για τα πεδία των<br />
μαχών, και σ' εκείνους που είναι βλάκες, οπότε είναι<br />
κατάλληλοι για τις παρελάσεις, αφού πρέπει (κατά τη γνώμη<br />
του) να είναι κάποιος βλάκας, για μπορεί να σταθεί όρθιος<br />
τόσες ώρες χωρίς σοβαρό λόγο. Στις παρελάσεις, λοιπόν,<br />
χρησιμοποιούνταν στρατιώτες ντυμένοι με περικεφαλαίες με τη<br />
γνωστή φούντα στο πάνω μέρος της, οι οποίοι αποκαλούνταν<br />
περιπαικτικά "θωρακοφόροι βλάκες". <strong>Α</strong>πό την παρουσία τους,<br />
δεν άργησε να δημιουργηθεί και η έκφραση "βλάκας σαν<br />
θωρακοφόρος<br />
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, μην έχοντας το<br />
αντίστοιχο σώμα στρατιωτών στη χώρα μας, προσάρμοσε αυτή<br />
την αγαπημένη του φράση στα ελληνικά δεδομένα, κάνοντάς<br />
την άλλοτε "βλάκας με λοφίο", άλλοτε "βλάκας με<br />
περικεφαλαία" και άλλοτε "βλάκας με πατέντα" (δηλαδή με<br />
δίπλωμα).
<strong>Α</strong>πό τότε και μέχρι σήμερα, όλοι όσοι φέρουν επάξια τον τίτλο,<br />
θεωρούνται άνθρωποι μειωμένης νοημοσύνης.<br />
ΒΟΜΒΕΣ ΜΟΛΟΤΟΦ<br />
Ο Ρώσος πολιτικός Μολότοφ ήταν ο άνθρωπος που το 1939<br />
υπέγραψε για λογαριασμό της χώρας το Σύμφωνο μη επίθεσης<br />
με τη ναζιστική Γερμανία. <strong>Α</strong>ργότερα, στη διάρκεια της<br />
γενίκευσης του 2 ου Παγκόσμιου Πολέμου, ασχολήθηκε με την<br />
παραγωγή αυτοσχέδιων βομβών σε φιάλες, επειδή αυτές ήταν<br />
φθηνότερες από την παραγωγή χειροβομβίδων.<br />
Φαίνεται πως η επινόησή του θα έχει πολύ χρόνο ζωής ακόμη,<br />
ιδιαίτερα ενόψει της βαθιάς οικονομικής κρίσης.<br />
ΒΡΗΚΕ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΟΝ Ν<strong>Α</strong>Θ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΗΛ<br />
<strong>Α</strong>νάμεσα στους αγαπημένους μαθητές του Ιησού<br />
συγκαταλέγεται και ο Φίλιππος, τον οποίο συνάντησε στη<br />
Γαλιλαία και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Όταν ο Φίλιππος<br />
άκουσε το κήρυγμα αγάπης του Ιησού δε μπορούσε παρά να το<br />
μοιραστεί με τον επιστήθιο φίλο του Ναθαναήλ. Πήγε και τον<br />
βρήκε αμέσως, του είπε πως αυτός που αναφέρει ο Μωυσής<br />
είναι ο Ιησούς και πρέπει να έρθει να τον δει. <strong>Α</strong>πό τότε οι<br />
αχώριστοι φίλοι τον ακολούθησαν παντού μαζί.<br />
Για τέτοιες περιπτώσεις δια βίου φιλίας, αμοιβαίας<br />
εμπιστοσύνης και απόλυτης ταύτισης απόψεων γενικά<br />
χρησιμοποιούμε συχνά την παραπάνω φράση.
Γ<br />
Γ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΖΟ<strong>Α</strong>ΙΜ<strong>Α</strong>ΤΟΣ<br />
Γαλαζοαίματος είναι ο χαρακτηρισμός που συνοδεύει όλους<br />
εκείνους που ανήκουν σε αριστοκρατικές ή βασιλικές<br />
οικογένειες. Το αίμα τους, δηλαδή, έχει διαφορετικό χρώμα από<br />
εκείνο των υπόλοιπων θνητών. Επειδή, βέβαια, κάτι τέτοιο είναι<br />
αδύνατο να συμβαίνει, η πιθανότερη ερμηνεία της λέξης μας<br />
έρχεται από την αραβοκρατούμενη μεσαιωνική Ισπανία.<br />
Οι Άραβες κατακτητές με το μελαμψό και φαινομενικά<br />
απεριποίητο δέρμα διέφεραν εντελώς από τους Ισπανούς<br />
ευγενείς, που απέφευγαν συστηματικά να εκθέσουν την<br />
ευαίσθητη επιδερμίδα τους στο φως του ήλιου, όπως εξάλλου<br />
και να εργαστούν. Έτσι το δέρμα τους παρέμενε λευκό και οι<br />
φλέβες κάτω απ’ αυτό φαίνονταν να έχουν γαλάζιο χρώμα, με<br />
αποτέλεσμα να θεωρηθούν «γαλαζοαίματοι».<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, φαίνεται, ο ρατσισμός είχε ως πηγή του την άρχουσα<br />
τάξη.<br />
ΓΕΩΓΡ<strong>Α</strong>ΦΙΚΟΣ <strong>Α</strong>ΤΛ<strong>Α</strong>Σ<br />
Ο μυθικός Άτλας, γιος του Ουρανού και της Γαίας, τιμωρήθηκε<br />
από το Δία να κρατά στους ώμους του τη γήινη σφαίρα.
Το 1594 ο Φλαμανδός G. Mercator εξέδωσε μια συλλογή<br />
χαρτών, στης οποίας το εξώφυλλο εικονιζόταν ο Άτλας. <strong>Α</strong>πό<br />
τότε, οι συλλογές χαρτών καθιερώθηκε να ονομάζονται<br />
Γεωγραφικοί Άτλαντες ή απλά Άτλαντες<br />
Πόσα χρόνια ακόμη πρέπει να περάσουν για να καταλάβουμε<br />
ότι ο ελληνικός πολιτισμός κάνει καθημερινά τον γύρο του<br />
κόσμου και το μόνο μέρος στο οποίο δεν κάνει στάση είναι η<br />
Ελλάδα!<br />
ΓΗ Κ<strong>Α</strong>Ι ΥΔΩΡ<br />
Όπως παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες βασιλιάδες<br />
ζητούσαν από τους κατακτημένους λαούς να τους προσφέρουν<br />
«γη και ύδωρ», σε ένδειξη της πλήρους απώλειας των<br />
δικαιωμάτων τους από τη γη τους και τα αγαθά τους. Επιπλέον,<br />
αναγνώριζαν την περσική εξουσία και αποδέχονταν ότι και οι<br />
ίδιες οι ζωές τους ανήκαν στην Πέρση βασιλιά.<br />
<strong>Α</strong>κόμη και σήμερα, όποιος προσφέρει γη και ύδωρ παραιτείται<br />
ολοκληρωτικά από κάθε του δικαίωμα.<br />
ΓΙ<strong>Α</strong>ΓΚΟΥΛ<strong>Α</strong>Σ<br />
Πολύ συχνός χαρακτηρισμός για ανθρώπους βίαιους,<br />
βάναυσους και αδίστακτους, που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό<br />
ή μετάνοια για καμία αποτρόπαιη πράξη τους.<br />
Ο αρχιλήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας κατάφερε να<br />
συμπληρώσει μόλις 25 χρόνια ζωής, από τα οποία τα 5
τελευταία τα έζησε ως παράνομος στην περιοχή της Κοζάνης<br />
και της Πιερίας κατορθώνοντας να γίνει ο φόβος και ο τρόμος<br />
των κατοίκων της περιοχής. Επικηρυγμένος από την<br />
Χωροφυλακή για 1.000.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την<br />
εποχή, προδόθηκε από τον βοσκό που του πήγαινε φαγητό<br />
στο κρησφύγετο του, όταν είχε απαγάγει τους δυο γιους ενός<br />
γαιοκτήμονα και ζητούσε λύτρα για την απελευθέρωσή τους.<br />
Στη φονική μάχη που ακολούθησε, στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ο<br />
Γιαγκούλας σκοτώθηκε, ενώ ο συνεργός του Μπαμπάνης<br />
πρόλαβε να σκοτώσει τον μικρότερο από τους αιχμαλώτους<br />
τους. Τα κεφάλια του αρχιληστή και των συμμοριτών εκτέθηκαν<br />
σε κοινή θέα στην Κατερίνη. Σήμερα το κεφάλι του και το<br />
μαχαίρι του, η «Παρδάλα» εκτίθενται σήμερα στο<br />
Εγκληματολογικό Μουσείο.<br />
ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗΣ ΚΕΡΝ<strong>Α</strong>ΕΙ<br />
Ένα από τα παλληκάρια του Γέρου του Μοριά ήταν και ο<br />
γιγαντόσωμος Γιάννης Θυμιούλας, που μόνο το παρουσιαστικό<br />
του ήταν αρκετό για να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του και<br />
να τους κάνει να το βάλουν στα πόδια. Βέβαια, απίστευτες ήταν<br />
και οι ποσότητες φαγητού που καταβρόχθιζε, κάθε φορά που<br />
χρειαζόταν να ικανοποιήσει την πείνα του. Όταν, κάποια φορά,<br />
βρέθηκε πολιορκημένος με τους συναγωνιστές τους για τρεις<br />
ολόκληρες μέρες, η πείνα τον έφερε σε απόγνωση. Όρμησε<br />
στους Τούρκους με το γιαταγάνι του χτυπώντας όποιον έβρισκε<br />
μπροστά του χωρίς να λογαριάσει κανένα κίνδυνο. Και ήταν
τόση η ορμή του, που τους έτρεψε σε φυγή λύνοντας την<br />
πολιορκία. Στη συνέχεια κατέβηκε στο χωριό όπου ζήτησε να<br />
του σουβλίσουν τρία αρνιά που τα εξαφάνισε με τη συνοδεία<br />
ενός μικρού βαρελιού κρασιού για να κατεβαίνει το φαΐ. Ούτε<br />
λόγος να δώσει μπουκιά σε κάποιον άλλον. <strong>Α</strong>π’ αυτόν φαίνεται<br />
να κρατάει και η γνωστή φράση που χρησιμοποιούμε και<br />
σήμερα για τους φαταούλες, που δε δίνουν ούτε του αγγέλου<br />
τους νερό.<br />
ΓΙ<strong>Α</strong>ΤΙ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΙΡ<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΛΕΝΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΙΡ<strong>Α</strong><br />
Στην κοιλάδα του Ιωακείμ (Γιοάχιμσταλ) της παλιάς<br />
Τσεχοσλοβακίας υπήρχαν παλιότερα μεταλλεία εξόρυξης<br />
αργύρου. Το πολύτιμο αυτό υλικό χρησιμοποιούνταν για την<br />
κοπή νομισμάτων που ονομάζονταν Γιοαχιμστάλερ. Πολύ<br />
μεγάλο όνομα που πολύ σύντομα κόπηκε και απόμεινε το<br />
«τάλερ».<br />
Με την παραφθορά της λέξης φτάσαμε στο αμερικάνικο δολάριο<br />
που φαίνεται να έχει γερμανική καταγωγή και στο<br />
ελληνοποιημένο τάλιρο (όταν αναφερόμαστε σε δολάρια στο<br />
παρελθόν), αλλά και σε οποιοδήποτε κέρμα ή χαρτονόμισμα<br />
αξίας πέντε μονάδων (δραχμών ή ευρώ).<br />
Σ’ αυτό το τάλιρο, το δολάριο, αναφέρονται και τα γνωστά<br />
τραγούδια «Πόσα τάλιρα γυρεύεις να μας πας και να μας<br />
φέρεις...», «Είχα πέντε τάλιρα και τα ‘παιξα στα ζάρια... ».
ΓΚ<strong>Α</strong>ΛΟΠ<br />
Ο <strong>Α</strong>μερικανός δημοσιογράφος George H. Gallup (1901-1984)<br />
είναι ο πρώτος άνθρωπος που κατέγραψε την άποψη των<br />
πολιτών, έκανε δηλαδή αυτό που χαρακτηρίζεται ως<br />
σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Δεν παρέλειψε, μάλιστα,<br />
στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, να ιδρύσει και το<br />
πρώτο σχετικό ινστιτούτο. Προς τιμή του, λοιπόν, η διαδικασία<br />
φέρει το όνομά του στη διεθνή ορολογία.<br />
<strong>Α</strong>πομένει να καταλάβουμε την αξία της για τους<br />
σφυγμομετρούμενους, αφού οι άμεσα ενδιαφερόμενοι<br />
(συνήθως πολιτικοί άνδρες) μαθαίνουνν τη γνώμη του λαού είτε<br />
για να δώσουν ψεύτικες υποσχέσεις είτε για να την αλλάξουν σε<br />
όφελός τους.<br />
ΓΡ<strong>Α</strong>Β<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Μπορεί η παγκόσμια μόδα να οφείλει πολλά στη Γαλλία, όμως<br />
δε μπορούμε να αγνοήσουμε τη μοναδική συνεισφορά της<br />
Κροατίας στην ανδρική μόδα, αφού σ' αυτήν οφείλουμε την<br />
ύπαρξη της γραβάτας από το 1660, δηλαδή για περίπου<br />
πεντακόσια χρόνια μέχρι σήμερα.<br />
Στα πλαίσια του εορτασμού της νίκης κατά της Οθωμανικής<br />
αυτοκρατορίας, ένα σύνταγμα Κροατών επρόκειτο να<br />
παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά Λουδοβίκου 14ου στο<br />
Παρίσι. Επειδή ήταν γνωστή η παρατηρητικότητά του σε ότι<br />
αφορά στην ενδυμασία, οι Κροάτες αποφάσισαν να
προσθέσουν στη στολή του ένα κομμάτι μεταξωτό ύφασμα,<br />
δεμένο στον λαιμό τους. Ήταν τόσο έντονη η εντύπωση που<br />
έκανε αυτό το αξεσουάρ στον βασιλιά, που δεν άργησε να<br />
ιδρύσει το σύνταγμα "Royal Cravates" (βασιλικές γραβάτες).<br />
Όσο για τη λέξη cravat, αυτή προέρχεται από τη φράση "à la<br />
croate" (με τρόπο κροατικό).<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, σε κάθε επίσημη εκδήλωση, φροντίζουμε να φοράμε<br />
γραβάτα.
Δ<br />
Δ<strong>Α</strong>ΜΟΚΛΕΙΟΣ ΣΠ<strong>Α</strong>ΘΗ<br />
Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας αναφέρει την παρακάτω ιστορία<br />
σχετικά με τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο τον<br />
Πρεσβύτερο. Όταν ο αυλοκόλακας Δαμοκλής τον μακάριζε για<br />
τα πλούτη του, του πρότεινε να τον αντικαταστήσει στο θρόνο<br />
του για μια μέρα.<br />
Όταν τον οδήγησαν, όμως στην αίθουσα του θρόνου, όπου<br />
επικρατούσε η απόλυτη χλιδή, ο Δαμοκλής παρατήρησε πως<br />
πάνω απ’ το κεφάλι του κρεμόταν ένα σπαθί στηριγμένο σε<br />
τρίχες αλόγου που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να κοπούν και<br />
να τον αποκεφαλίσουν.<br />
Όταν ρώτησε γιατί το είχαν βάλει εκεί, ο άρχοντας του<br />
απάντησε : «Το σπαθί το τοποθέτησα πάνω από το θρόνο, για<br />
να μου θυμίζει να παίρνω σωστές αποφάσεις για οτιδήποτε<br />
αφορά τον λαό μου και τους συνεχείς κινδύνους που<br />
περιβάλλουν τη ζωή του άρχοντα, αφού ανά πάσα στιγμή<br />
μπορεί να πεθάνω και να μη μπορώ να επανορθώσω το<br />
σφάλμα».<br />
Ο Δαμοκλής κατάλαβε το σφάλμα του και, πανικόβλητος,<br />
ζήτησε να τον απαλλάξουν από το αξίωμα του και να<br />
επιστρέψει στην απλή και ταπεινή ζωή του. Γι’ αυτό ο κίνδυνος
που απειλεί τη ζωή μας κάθε στιγμή χαρακτηρίζεται από τότε<br />
ως «δαμόκλειος σπάθη».<br />
Δ<strong>Α</strong>ΜΩΝ Κ<strong>Α</strong>Ι ΦΙΝΤΙ<strong>Α</strong>Σ<br />
Όσοι φίλοι χαρακτηρίζονται ως Δάμων και Φιντίας, εννοείται<br />
πως υπάρχει μεταξύ τους αληθινή και βαθιά φιλία που ξεπερνά<br />
και αυτά τα όρια της αυτοθυσίας.<br />
Όταν τύραννος των Συρακουσών ήταν ο Διονύσιος ο<br />
Πρεσβύτερος, ο Φιντίας κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον<br />
του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η τελευταία του επιθυμία<br />
ήταν να αφεθεί ελεύθερος λίγο πριν την εκτέλεση της ποινής.<br />
Στη θέση του, μάλιστα, προσφέρθηκε να παραμείνει ο<br />
αδελφικός φίλος του Δάμων.<br />
<strong>Α</strong>υτό θεωρήθηκε ανοησία από πολλούς, αφού κανείς δεν<br />
περίμενε πως ο Φιντίας θα επέστρεφε έγκαιρα. Και ενώ όλοι<br />
πίστευαν πως η εκτέλεση του Δάμωνα ήταν θέμα χρόνου, ο<br />
Φιντίας εμφανίστηκε προκαλώντας τόση έκπληξη ακόμη και<br />
στον ίδιο το Διονύσιο, που όχι μόνο του χάρισε τη ζωή, αλλά<br />
τον παρακάλεσε να ανήκει στους φίλους του από εκείνη τη<br />
στιγμή.<br />
Δ<strong>Α</strong>ΦΝΗ ΓΙ<strong>Α</strong> ΤΟ ΣΤΙΦ<strong>Α</strong>ΔΟ<br />
Η νύμφη Δάφνη ήταν, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία,<br />
κόρη ποταμού (του Λάδωνα ή του Πηνειού) και της Γαίας. Την<br />
ερωτεύτηκε όμως ο θεός <strong>Α</strong>πόλλωνας και ξεκίνησε να την<br />
κυνηγάει μέχρι να την πιάσει. Όταν η κοπέλα κατάλαβε πως δεν
έχει πια ελπίδα να γλιτώσει, παρακάλεσε τη μητέρα της να τη<br />
βοηθήσει. Κι εκείνη, την τελευταία στιγμή, πρόλαβε και τη<br />
μεταμόρφωσε σε φυτό. Ο απαρηγόρητος θεός, σε ανάμνηση<br />
του ανεκπλήρωτου ερωτά του, έκοψε ένα φύλλο από το φυτό<br />
αυτό με το όποιο στεφανώθηκε και έγινε το ιερό φυτό του.<br />
Όσο για μας, περιοριζόμαστε να τη χρησιμοποιούμε στη<br />
μαγειρική για πιο έντονες και μυρωδάτες γεύσεις.<br />
ΔΕΝ ΙΔΡΩΝΕΙ ΤΟ <strong>Α</strong>ΥΤΙ ΤΟΥ<br />
<strong>Α</strong>πό αδιάφορος έως αναίσθητος μπορεί να θεωρηθεί εκείνος<br />
που ό,τι και αν του λένε, δεν ιδρώνει το αυτί του. Είναι αυτός<br />
που όχι μόνο δεν δίνει σημασία σε ό,τι αρνητικό του<br />
καταμαρτυρείται, αλλά εξακολουθεί να συμπεριφέρεται λες και<br />
δεν συμβαίνει τίποτα.<br />
Η φράση φαίνεται πως έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και<br />
ειδικότερα στον θεό της ιατρικής, τον <strong>Α</strong>σκληπιό, στον οποίο<br />
είχε ανατεθεί από τον Δία η θεραπεία των ασθενειών των<br />
θνητών.<br />
Παρ' όλο που ασκούσε την ιατρική επιστήμη με συνέπεια, δεν<br />
ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι απευθύνονταν σ' αυτόν<br />
για προσωπικά τους ζητήματα, που δεν άπτονταν άμεσα ή<br />
έμμεσα της ιατρικής. Λέγεται ότι κάποτε πήγε σ' αυτόν μια<br />
ερωτευμένη γυναίκα, για να μάθει πώς θα μπορούσε να κάνει<br />
κάποιον άντρα να την αγαπήσει. Ο <strong>Α</strong>σκληπιός της απάντησε<br />
ότι θα πρέπει να τον κλείσει σε ένα ζεστό δωμάτιο. <strong>Α</strong>ν
ιδρώσουν τ' αυτιά του, θα την αγαπήσει. <strong>Α</strong>ν δει ότι τ' αυτιά του<br />
δεν ιδρώνουν, τότε δεν έχει καμιά ελπίδα.<br />
Η ιστορία απέδειξε πόσο δίκιο είχε ο <strong>Α</strong>σκληπιός...<br />
ΔΕΝ Χ<strong>Α</strong>ΡΙΖΕΙ Κ<strong>Α</strong>Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ν<strong>Α</strong><br />
Όποιος είναι αυστηρός αλλά και δίκαιος στην επιβολή ποινής<br />
για κάποιο παράπτωμα, συνήθως αποκτά την φήμη ότι δεν<br />
χαρίζει κάστανα.<br />
Η ιστορική καταγωγή αυτού του χαρακτηρισμού βρίσκεται στα<br />
χρόνια της Επανάστασης του '21 και ειδικότερα στην εποχή<br />
που ο <strong>Α</strong>ιγύπτιος Ιμπραήμ βρισκόταν στην περιοχή της Μάνης<br />
το 1826.<br />
Ο σύμμαχος των Τούρκων σκαρφίστηκε να στείλει τους<br />
κατασκόπους του μεταμφιεσμένους σε καστανάδες,<br />
προκειμένου να αποσπάσουν από τις Μανιάτισσες<br />
πληροφορίες για το κρησφύγετο των αντρών τους. Για να έχουν<br />
μάλιστα καλύτερα και συντομότερα αποτελέσματα, δεν<br />
πουλούσαν, αλλά χάριζαν τα κάστανά τους.<br />
Ο σκοπός τους όμως έγινε σύντομα αντιληπτός και για κακή<br />
τους τύχη έπεσαν στα χέρια των Μανιατών.<br />
Έχοντας πλέον ορατό τον φόβο για τη ζωή τους, ζητούσαν να<br />
μάθουν ποια θα είναι από δω και πέρα η τύχη τους. Τότε οι<br />
Μανιάτες τους απάντησαν πως "εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα",<br />
εννοώντας πως θα τους επιβαλλόταν τιμωρία αντίστοιχη της<br />
πράξης τους.<br />
Προσοχή στους καστανάδες...
ΔΙ<strong>Α</strong>ΚΟΝΙ<strong>Α</strong>ΡΗΣ<br />
Είναι γνωστό πως ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται στους<br />
ζητιάνους που προσπαθούν να αποσπάσουν κάποιο βοήθημα<br />
από τους άλλους.<br />
Η καταγωγή της λέξης οφείλεται στους περιφερόμενους<br />
καλόγερους – διακόνους που πήγαιναν στα σπίτια των πιστών<br />
ζητώντας χρήματα για τα μοναστήρια.<br />
Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου και αφού τα μοναστήρια<br />
απέκτησαν μεγάλη περιουσία, αρκετοί είναι οι καλόγεροι που<br />
δεν λειτουργούν πλέον ως διάκονοι, αλλά εκμεταλλευόμενοι το<br />
σχήμα τους, προσπαθούν να αποσπάσουν τις δωρεές των<br />
αφελών πιστών για προσωπικό πλέον όφελος.<br />
ΔΙΕΒΗ ΤΟΝ ΡΟΥΒΙΚΩΝ<strong>Α</strong><br />
Ο Ρουβίκωνας είναι το ποτάμι που διέσχισε ο Ιούλιος Καίσαρας<br />
με το στρατό του στην πορεία του προς τη Ρώμη. Είναι η αρχή<br />
της μεγαλειώδους πορείας του στην ιστορία, που θα του<br />
χαρίσει τα μεγαλύτερα αξιώματα, για να ανακηρυχθεί μερικά<br />
χρόνια αργότερα από τους Ρωμαίους «πατέρας της πατρίδας»<br />
και να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες. <strong>Α</strong>κόμη και<br />
αυτή η ιστορία τον κατέταξε στους τρεις μεγαλύτερους<br />
στρατηλάτες του κόσμου δίπλα στο Μεγάλο <strong>Α</strong>λέξανδρο και<br />
στον <strong>Α</strong>ννίβα.<br />
Όποιος λοιπόν αποφασίσει να διαβεί το δικό του Ρουβίκωνα,<br />
πρέπει να γνωρίζει πως δεν υπάρχει δρόμος για γυρισμό.
Υπάρχει μόνο πορεία προς τα εμπρός, χωρίς όμως κανείς να<br />
μπορεί να προβλέψει το τέλος της.
Ε<br />
ΕΒΓ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΤΗ ΜΠΕΜΠΕΛΗ<br />
Κάθε καλοκαίρι όλοι βγάζουμε τη μπέμπελη, σκάμε δηλαδή από<br />
τη ζέστη, δυσφορούμε ακόμη και με τα ελάχιστα ρούχα και<br />
αναζητούμε λίγη δροσιά με κάθε δυνατό τρόπο.<br />
Στη δημοτική μας γλώσσα, η μπέμπελη (λέξη σλαβικής<br />
προέλευσης) είναι η ιλαρά, η γνωστή σε όλους εξανθηματική<br />
νόσος των μικρών παιδιών.<br />
Πώς συνδέεται όμως η ιλαρά με τη ζέστη; Οι πρακτικοί γιατροί<br />
παλαιότερων εποχών θεωρούσαν ότι όσοι προσβάλλονταν<br />
από τη νόσο αυτή έπρεπε να φοράνε βαριά ρούχα, ώστε να<br />
ιδρώσουν και να "βγάλουν" από πάνω τους την αρρώστια.<br />
Δεν γνωρίζουμε βέβαια το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής<br />
συνταγής, είναι όμως σαφές ότι "βγάζοντας" τη ζέστη από<br />
πάνω μας σίγουρα αισθανόμαστε καλύτερα.
ΕΒ<strong>Α</strong>ΛΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΠΡ<strong>Α</strong>ΓΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ<br />
Πάντα, στα δύσκολα, χρειάζεται κάποιος ικανός να βάζει τα<br />
πράγματα στη θέση τους, να φροντίζει, δηλαδή, να<br />
αποκατασταθεί κάποια αδικία ή να αποδίδεται δικαιοσύνη και<br />
να επέρχεται η τάξη.<br />
Το ίδιο συνέβη και στη φραγκοκρατούμενη <strong>Α</strong>θήνα του 13ου<br />
αιώνα, όταν ένας Φράγκος που ζούσε κάτω απ' την <strong>Α</strong>κρόπολη,<br />
βρήκε το σπίτι του εντελώς άδειο. Σκέφτηκε τι θα μπορούσε να<br />
κάνει για να πάρει πίσω τα υπάρχοντά του και κατέληξε στην<br />
εξής δημόσια προσφορά : <strong>Α</strong>ν κάποιος ήθελε να καταδώσει τους<br />
κλέφτες, θα είχε ως αμοιβή διακόσια δηνάρια. <strong>Α</strong>ν οι ίδιοι οι<br />
κλέφτες ήθελαν να επιστρέψουν τα κλοπιμαία, τους ενημέρωσε<br />
ότι θα έλειπε από το σπίτι του την επόμενη εβδομάδα και ότι θα<br />
τους έκανε και ένα καλό δώρο για τη χειρονομία τους. Στη μικρή<br />
αθηναϊκή κοινωνία, η κίνησή του έπιασε τόπο. Φαίνεται πως οι<br />
κλέφτες φοβήθηκαν τόσο πολύ, που αποφάσισαν να βάλουν<br />
και πάλι τα πράγματα στη θέση τους. Όμως ο πονηρός<br />
ιδιοκτήτης τους είχε στήσει παγίδα κι έτσι οι κλέφτες κατέληξαν<br />
στη φυλακή.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε οι <strong>Α</strong>θηναίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τη φράση<br />
αυτή, που σύντομα εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την Ελλάδα.<br />
ΕΓΙΝΕ ΛΟΥΗΣ<br />
Ποιος δε φροντίζει να εξαφανιστεί από προσώπου γης όταν<br />
νιώθει ότι αυτοί που τον κυνηγάνε βρίσκονται πλέον σε<br />
απόσταση αναπνοής; Το βάζει στα πόδια και φροντίζει να
φτάσει πρώτος απ’ όλους τους άλλους στο ασφαλές καταφύγιό<br />
του!<br />
<strong>Α</strong>ν λοιπόν είναι τόσο γρήγορος, τότε μας θυμίζει τον ένδοξο<br />
Έλληνα μαραθωνοδρόμο Σπύρο Λούη (1873-1940), τον<br />
Μαρουσιώτη νερουλά, που θριάμβευσε στην πρώτη κλασική<br />
διαδρομή των Ολυμπιακών <strong>Α</strong>γώνων, που έγιναν στην <strong>Α</strong>θήνα το<br />
1894, με χρόνο 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δεύτερα. <strong>Α</strong>φήνοντας<br />
πίσω του όλους τους σπουδαίους αθλητές της εποχής του,<br />
έκανε το λαό που είχε συγκεντρωθεί στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο<br />
να παραληρεί από χαρά. Κι όταν ο βασιλιάς Γεώργιος τον<br />
ρώτησε τι θα ήθελε ως δώρο για τη νίκη του, εκείνος απάντησε :<br />
«¨Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό». <strong>Α</strong>ς<br />
σημειωθεί πως ο Λούης δεν αγωνίστηκε πότε ξανά στη ζωή<br />
του.<br />
ΕΓΙΝΕ ΤΩΦ<strong>Α</strong>ΛΟΣ<br />
Χαρακτηριστική έκφραση που συνοδεύει όσους και όσες<br />
αποκτούν μέσω της στοματικής οδού ιδιαίτερο εκτόπισμα,<br />
τέτοιο που το παρουσιαστικό τους να γίνεται αντικείμενο<br />
σχολίων.<br />
Κι όλα αυτά στη μνήμη του θηριώδους παγκόσμιας κλάσης<br />
Έλληνα αρσιβαρίστα και πρωταθλητή της ελευθέρας πάλης<br />
Δημήτρη Τώφαλου (Πάτρα 1884 – Πάτρα 1966) που τα<br />
παγκόσμια ρεκόρ του και οι αμέτρητες νίκες του σε διεθνείς<br />
αγώνες εντός και εκτός της χώρας μας τον έκαναν διάσημο σ’<br />
ολόκληρο τον κόσμο. Τα 140 μετάλλιά του στην άρση βαρών
και άλλα 215 μετάλλια στην ελεύθερη πάλη (κυρίως στην<br />
<strong>Α</strong>μερική) εξάπλωσαν τη φήμη του εντός και εκτός συνόρων, για<br />
να επιστρέψει τελικά στην Ελλάδα το 1952 και να ζήσει στον<br />
τόπο που γεννήθηκε, στην Πάτρα, μέχρι το τέλος της ζωής του.<br />
ΕΓΚΕΛ<strong>Α</strong>ΔΟΣ<br />
Συχνά ακούμε τους σεισμολόγους να αναφέρονται στο<br />
«καινούριο χτύπημα του Εγκέλαδου», εννοώντας τη νέα<br />
σεισμική δόνηση στην περιοχή μας.<br />
Ποιος ήταν, όμως, ο Εγκέλαδος; Στη μυθολογία μας θεωρείται<br />
αρχηγός των Γιγάντων, γιος του Τάρταρου και της Γης, που<br />
έχασε τη ζωή του στη Γιγαντομαχία. Ο επικρατέστερος μύθος<br />
είναι η θανάτωσή του από τη θεά <strong>Α</strong>θηνά που, αφού τον έτρεψε<br />
σε φυγή στο όρος <strong>Α</strong>ίτνα, τον καταπλάκωσε μ’ αυτό. <strong>Α</strong>πό τότε, ο<br />
Εγκέλαδος αναστενάζει και μετακινείται μέσα στον τάφο του<br />
προσπαθώντας να βγει, προκαλώντας έτσι σεισμούς και<br />
ηφαιστειακές εκρήξεις.<br />
ΕΓΚΛΗΜ<strong>Α</strong> Κ<strong>Α</strong>ΘΟΣΙΩΣΕΩΣ<br />
Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από τη ρωμαϊκή εποχή και<br />
αναφέρεται σε πράξεις και ενέργειες που αποτελούν μεγάλη<br />
προσβολή κατά του ρωμαϊκού λαού ή, ακόμη περισσότερο,<br />
εγκληματικές ενέργειες κατά του πολιτεύματος ή της πολιτείας.<br />
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η τιμωρία<br />
εκείνων που υπέπεσαν σ’ αυτό το παράπτωμα δε μπορούσε να<br />
είναι άλλη από την παραδειγματική θανάτωσή τους. Έτσι
λειτουργούσαν αποτρεπτικά για όσους έδειχναν επιρρεπείς να<br />
μπουν στον πειρασμό…<br />
ΕΙΜ<strong>Α</strong>ΣΤΕ ΓΙ<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Π<strong>Α</strong>ΝΗΓΥΡΙ<strong>Α</strong><br />
Η Κόρινθος είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τον πλούτο<br />
της. Σε μια τέτοια πόλη, σε όλη την διάρκεια της ύπαρξής της<br />
και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν θα μπορούσε παρά<br />
να αναπτύσσονται και πολλές εμπορικές δραστηριότητες και<br />
συναλλαγές.<br />
Στα χρόνια πριν την Φραγκοκρατία γίνονταν στην πόλη δυο<br />
μεγάλες εμποροπανηγύρεις διάρκειας ενάμιση μήνα η καθεμία,<br />
όπου συνέρρεαν έμποροι με στόχο την αγοραπωλησία των<br />
προϊόντων τους. Οι συνευρέσεις αυτές όμως δεν σταμάτησαν<br />
και όταν η πόλη υποτάχτηκε στους Φράγκους κατακτητές.<br />
Όταν ρωτούσαν εκείνους που συμμετείχαν σ' αυτές σαν να μην<br />
έχει συμβεί τίποτα στην πόλη, πού πηγαίνουν, εκείνοι<br />
απαντούσαν : "είμαστε για τα πανηγύρια".<br />
<strong>Α</strong>πό τότε η φράση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε<br />
ανθρώπους που δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της<br />
κατάστασης.<br />
ΕΙΝ<strong>Α</strong>Ι Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Μ<strong>Α</strong>ΥΡ<strong>Α</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΙ<strong>Α</strong><br />
Δε χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς πως<br />
όποιος είναι στα μαύρα πανιά, βρίσκεται σε βαθύτατο πένθος.
<strong>Α</strong>υτό ακριβώς συνέβαινε και στον <strong>Α</strong>ιγέα, τον πατέρα του Θησέα,<br />
όταν ο ήρωας ξεκίνησε να πάει στην Κρήτη αποφασισμένος να<br />
σκοτώσει το Μινώταυρο, ώστε να απαλλάξει τους <strong>Α</strong>θηναίους<br />
από το βαρύ φόρο αίματος που πλήρωναν στο βασιλιά Μίνωα.<br />
(Κάθε 9 χρόνια, 7 νέοι και 7 νέες γίνονταν τροφή για το θηρίο).<br />
Και επειδή κάτι τέτοιο φαινόταν ακατόρθωτο, ο πατέρας ζήτησε<br />
από το γιο να κινήσει με μαύρα πανιά και αν τα καταφέρει, να<br />
επιστρέψει με λευκά. Μάλλον, όμως, η χαρά της νίκης η κάποια<br />
κατάρα της <strong>Α</strong>ριάδνης προκάλεσε την αμέλεια της αλλαγής των<br />
πανιών. Έτσι, ο γερο-<strong>Α</strong>ιγέας βλέποντας από το Σούνιο τα<br />
μαύρα πανιά, έδωσε τέλος στη ζωή του και μαζί το όνομά του<br />
στο <strong>Α</strong>ιγαίο Πέλαγος.<br />
ΕΜΠ<strong>Α</strong>ΙΝΕ, ΓΙΟΥΤΣΟ!<br />
Ο Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε το 1941 στην Καστοριά. Η<br />
οικογένειά του όμως, μέσα από τις φλόγες του εμφύλιου<br />
πολέμου, κατέληξε στην Ουγγαρία. Ο Νίκος έγινε<br />
ποδοσφαιριστής στην ουγγρική Τσέπελ, αλλά στα 24 του<br />
χρόνια έγινε το νέο μεταγραφικό απόκτημα του Ολυμπιακού.<br />
Για 10 ολόκληρα χρόνια θα δώσει τον καλύτερο εαυτό του τόσο<br />
στην ομάδα του όσο και στην Εθνική μας ομάδα. Είναι<br />
χαρακτηριστικές οι διεισδύσεις του που προκαλούσαν πανικό<br />
στα καρέ των αντιπάλων, οι ντρίπλες και η άνεση με την οποία<br />
τους απέφευγε και η τελική κατάληξη της μπάλας στα δίχτυα,<br />
που ξεσήκωνε θύελλα στις κερκίδες. <strong>Α</strong>υτή η αδιάκοπη
μαχητικότητα και η εκρηκτικότητά του δημιούργησαν το<br />
σύνθημα : «Έμπαινε, Γιούτσο!».<br />
Μόνο που δεν αναφερόταν στον παίχτη αποκλειστικά, αλλά και<br />
σε όσους δε δίσταζαν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες ή και να<br />
πάρουν δραστήρια μέρος σε κάποιο καβγά.<br />
ΕΞ <strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΛΩΝ ΟΝΥΧΩΝ<br />
<strong>Α</strong>ρκετές φορές η έννοια των φράσεων δεν αποδίδεται με ορθό<br />
τρόπο και καταλήγουν να χρησιμοποιούνται με την έννοια που<br />
δεν τους αντιστοιχεί. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το γνωστό<br />
"εξ απαλών ονύχων", που κατά πλειοψηφία αναφέρεται για να<br />
δηλώσει την υπέρβαση μιας δυσκολίας ανώδυνα ή με ελάχιστο<br />
κόστος.<br />
Ωστόσο εντελώς διαφορετική είναι η ακριβής έννοια. Η φράση<br />
σχετίζεται με το βάθος χρόνου από τον οποίο συμβαίνει κάποιο<br />
γεγονός, για παράδειγμα το ξεκίνημα μιας γνωριμίας, επειδή τα<br />
νύχια μας είναι απαλά κατά την βρεφική μας ηλικία. Άρα από<br />
τότε χρονολογείται και αυτό στο οποίο αναφερόμαστε.<br />
Συμπληρωματικά παραθέτουμε απόσπασμα κειμένου του αγίου<br />
της πεζογραφίας μας, <strong>Α</strong>λέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Εντούτοις,<br />
με όλον αυτό το ρόδινον κάλλος της, αύτη ειργάζετο<br />
καθημερινώς εις το εργαστήριον υποδημα-τοποιού της<br />
πολυτελείας παρά την οδόν Σταδίου. Ήτο βιοπαλαίστρια εξ<br />
απαλών ονύχων, η πτωχή κόρη» ("Ποία εκ των δύο",<br />
Παπαδιαμάντη Άπαντα).
ΕΞΩΛΗΣ Κ<strong>Α</strong>Ι ΠΡΟΩΛΗΣ<br />
Ιδιαίτερα αγαπημένη φράση στα χείλη των ηθικών (εντός ή<br />
εκτός εισαγωγικών) ανθρώπων προηγούμενων δεκαετιών, με<br />
σκοπό τον χαρακτηρισμό είτε ανδρών που δεν δίσταζαν να<br />
χρησιμοποιήσουν κάθε αθέμιτο μέσο για να πετύχουν τον<br />
στόχο τους είτε γυναικών που θεωρούνταν ελευθέρων ηθών.<br />
Το επίθετο εξώλης δηλώνει τον αχρείο άνθρωπο, εκείνον που<br />
ζει μέσα στην φαυλότητα. Το επίθετο προώλης δηλώνει επίσης<br />
τον διεφθαρμένο και ανήθικο άνθρωπο. Και τα δυο προέρχονται<br />
από την αρχαία ελληνική γλώσσα από τον συνδυασμό των<br />
προθέσεων εξ και προ με το ρήμα όλλυμι (καταστρέφω,<br />
διαφθείρω) και φτάνουν μέχρι σήμερα ίδια κι απαράλλαχτα<br />
εννοιολογικά και γραμματικά. Για να επιβεβαιώσουν για<br />
πολλοστή φορά τους άρρηκτους δεσμούς που έχει το παρελθόν<br />
με το παρόν, αφού και η φράση συναντάται σε γραπτά του<br />
σπουδαίου ρήτορα Δημοσθένη (384 π.Χ. - 322 π.Χ).<br />
Όσο για το είδος των εν λόγω ανθρώπων, κι αυτό από τότε<br />
μέχρι σήμερα ίδιο κι απαράλλαχτο επίσης!<br />
ΕΥΡΩΠΗ<br />
Η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά <strong>Α</strong>γήνορα και της Τηλεφάσσας,<br />
αρχόντων της Φοινίκης, μπήκε στο στόχαστρο του<br />
καρδιοκατακτητή Δία. Για να είναι ο πατέρας θεών και<br />
ανθρώπων βέβαιος για την έκβαση των ενεργειών του,<br />
προτίμησε να μεταμορφωθεί σε λευκό μυώδη ταύρο και να<br />
βόσκει δίπλα στην πανέμορφη κοπέλα και τις φίλες της
καραδοκώντας για την κατάλληλη στιγμή. Που δεν άργησε να<br />
έρθει, όταν η κοπέλα τον πλησίασε, τον χάιδεψε, τον θαύμασε<br />
για την ομορφιά και τη δύναμή του και δεν άργησε να καθίσει<br />
πάνω του. Τότε αυτός ξεχύθηκε και φτερούγισε σαν άνεμος,<br />
χωρίς να σταματήσει μέχρι να φτάσει στην Κρήτη.<br />
Έτσι εμείς τώρα μένουμε στην Ευρώπη.<br />
ΕΦ<strong>Α</strong>ΓΕ ΤΟ Κ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΠΕ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΣΜ<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>ν κάποιος από τους καλεσμένους σας σε γεύμα τίμησε<br />
δεόντως όλα σας τα φαγητά και δε σταμάτησε παρά μόνον όταν<br />
δεν υπήρχε τίποτε άλλο για να καταβροχθίσει, μπορείτε χωρίς<br />
αμφιβολία να πείτε πως έφαγε το καταπέτασμα.<br />
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα καταπετάννυμι και σημαίνει το<br />
κάλυμμα από ύφασμα, την κουρτίνα ή και το τραπεζομάντιλο,
μέχρι και τα ειδικά πανιά που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι για<br />
να δημιουργήσουν τα χωρίσματα στους ναούς τους (το<br />
καταπέτασμα του ναού).<br />
Όταν, λοιπόν, έχτε τέτοιους καλεσμένους, καλό θα είναι να μη<br />
στρώσετε το πιο καλό σας τραπεζομάντιλο, γιατί κινδυνεύει<br />
άμεσα!<br />
ΕΦ<strong>Α</strong>ΓΕ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΓΛΕΟΥΡ<strong>Α</strong><br />
Δεν είναι λίγοι οι καλοφαγάδες και ταυτόχρονα πολυφαγάδες<br />
που όταν βρουν νόστιμα εδέσματα, δε λένε να σταματήσουν<br />
μέχρι να εξαφανίσουν ό,τι υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Στην<br />
περίπτωση αυτή λέμε πως κάποιος «έφαγε τον αγλέουρα»<br />
Ο αγλέουρας ή αγλέορας ή αγκλέουρας είναι το δηλητηριώδες<br />
φυτό με το επιστημονικό όνομα ελλέβορος, γνωστό από<br />
αρχαιοτάτων χρόνων, και με την λαϊκή ονομασία γαλατσίδα. Οι<br />
αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τις θεραπευτικές του ιδιότητες και το<br />
προσέφεραν κυρίως ως καταπραϋντικό σε περιπτώσεις μανίας.<br />
Λέγεται ότι πρώτος το χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό ο<br />
βοσκός και μάντης Μελάμπους για να θεραπεύσει την κόρη του<br />
Πρωτέα. Είναι επίσης γνωστό ότι οι ρήτορες έτρωγαν μικρές<br />
ποσότητες του φυτού για την τόνωση της μνήμης τους όταν<br />
μιλούσαν. Τέλος, οι βυζαντινοί το χρησιμοποιούσαν όταν είχαν<br />
φάει αρκετά, για να προκαλέσουν εμετό. Ίσως απ’ αυτή την<br />
τελευταία του χρήση να προήλθε και η παραπάνω φράση, σε<br />
σχέση με τη δυσφορία που προκαλεί το συγκεκριμένο φυτό.
ΕΦ<strong>Α</strong>ΓΕ ΧΥΛΟΠΙ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Νομίζω πως δεν υπάρχει εκπρόσωπος των δύο φύλων, που να<br />
μην έχει δοκιμάσει, τουλάχιστον μια φορά, αυτό το «εξαιρετικό»<br />
έδεσμα...<br />
Κι όμως, στις αρχές του 19 ου αιώνα, στην περιοχή των<br />
Ιωαννίνων, έδρασε ο περίφημος κομπογιαννίτης γιατρός<br />
Παρθένης Νένιμος που, μεταξύ των άλλων θανατηφόρων<br />
παρασκευασμάτων του, είχε δημιουργήσει και την περίφημη<br />
χυλόπιτα που προκαλούσε ανακούφιση σ’ εκείνους που είχαν<br />
βιώσει την απόρριψη και την ερωτική απογοήτευση.<br />
Το σκεύασμα αυτό αποτελούνταν από χυλό σιταριού ψημένο<br />
στο φούρνο με μείγμα διάφορων μπαχαρικών. <strong>Α</strong>ς ελπίσουμε<br />
πως η γεύση του ήταν καλή, μιας και στον καημό των<br />
ερωτευμένων δε θα πρέπει να έκανε και πολλά πράγματα...<br />
ΕΧ<strong>Α</strong>ΣΕ Τ’ <strong>Α</strong>ΥΓ<strong>Α</strong> Κ<strong>Α</strong>Ι <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Κ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΘΙ<strong>Α</strong><br />
Όταν κάποιος βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση ή υφίσταται μια<br />
σημαντική απώλεια, συνηθίζουμε να λέμε πως έχασε τ’ αυγά<br />
και τα καλάθια.<br />
Το ίδιο συνέβη και σ’ έναν υπέργηρο έμπορο αυγών απ’ την<br />
<strong>Α</strong>θήνα, τον Ιωάννη Ντερτσίνη, όταν αναγκάστηκε να<br />
εγκαταλείψει μαζί με άλλους την πόλη εξαιτίας της επιδημίας<br />
πανούκλας που την χτύπησε στα τέλη του 17 ου αιώνα και να<br />
αναζητήσει την τύχη του σε γειτονικό νησί.<br />
Φρόντισε, βέβαια, να πάρει μαζί του και το πολύτιμο εμπόρευμά<br />
του, προσδοκώντας να βρει νέους πελάτες. Δεν είχε όμως
υπολογίσει τους <strong>Α</strong>λγερινούς πειρατές που επιτέθηκαν στο<br />
πλοίο, αιχμαλώτισαν τους νέους και ικανούς για εργασία, ενώ<br />
τους γεροντότερους τους έστειλαν πίσω στην <strong>Α</strong>θήνα.<br />
Όταν η σύζυγος ενός απ’ αυτούς που χάθηκαν και οδηγήθηκαν<br />
στα σκλαβοπάζαρα θρηνούσε τον χαμό του, άκουσε την<br />
απίστευτη ρήση του γέροντα : «Εσύ κλαις για τον άντρα σου.<br />
<strong>Α</strong>μ, εγώ τι να πω, που έχασα τ’ αυγά και τα καλάθια!».<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, αλλά με διαφορετική από την αρχική σημασία, η<br />
φράση αυτή έμεινε στην καθημερινότητά μας.
Ζ<br />
ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ<br />
Ο ζεϊμπέκικος χορός, κατά τον μελετητή Βελλούδιο, είναι λέξη<br />
σύνθετη και προέρχεται από τον Δία (Ζεϋ) και από το μπέκος ή<br />
βέκος που, κατά τον Ηρόδοτο σημαίνει ψωμί. Θεωρείται χορός<br />
συμβολικός και θρησκευτικός για τη ανακούφιση της πνεύματος<br />
και του σώματος του ανθρώπου και την απαλλαγή του χορευτή<br />
απ’ ό,τι τον βαραίνει.<br />
Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί και με την αρχαϊκή<br />
καταγωγή του συγκεκριμένου χορού από την Θράκη, την<br />
μεταφορά του από τους ζεϊμπέκηδες στην Μικρά <strong>Α</strong>σία και την<br />
επαναφορά του στην Ελλάδα από τους ξεριζωμένους<br />
Μικρασιάτες στα 1922, όπως σημειώνει ο Διονύσης<br />
Χαριτόπουλος, και συνεχίζει : «Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός<br />
χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους<br />
άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.<br />
Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί<br />
στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του<br />
πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα<br />
τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια.
Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να<br />
μπει».<br />
Ο χορός αυτός δεν έχει συγκεκριμένα βήματα, επειδή κάθε<br />
χορευτής επιθυμεί με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο να<br />
εξωτερικεύσει όσα νιώθει. Και, βέβαια, δεν χορεύεται κατ’<br />
επανάληψη από τον ίδιο χορευτή αλλά μία και μόνη φορά. Γι’<br />
αυτό και δεν επιτρέπεται να χορεύουν και μερικοί ακόμη μαζί<br />
του ή με ψευτοπαλαμάκια να επικροτούν την έκφραση του<br />
πόνου του. <strong>Α</strong>ς προσέξουν λοιπόν οι χορευτές, γιατί αρκετές<br />
φορές ξεφεύγουν προσβάλλοντας την σπουδαιότητα και το<br />
νόημα αυτού του χορού.<br />
ΖΙΒ<strong>Α</strong>ΓΚΟ<br />
Ο ήρωας της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου του<br />
νομπελίστα συγγραφέα Μπορίς Παστερνάκ «Δόκτωρ Ζιβάγκο»<br />
φορούσε πουλόβερ με ανυψωμένο και γυριστό λαιμό. Ήταν<br />
τόσο μεγάλη η επιτυχία της ταινίας και τέτοιο το πλήθος των<br />
θαυμαστών του ηθοποιού ανά τον κόσμο, ώστε η ενδυμασία<br />
του να καθιερωθεί ως βιομηχανικά εμπορεύσιμο είδος.<br />
Προς τιμή του, λοιπόν, καθιερώθηκε ο συγκεκριμένος τύπος<br />
μπλούζας να ονομάζεται ζιβάγκο.<br />
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ας μην ξεχνάμε την ανατρεπτική για<br />
την εποχή της εμφάνιση του <strong>Α</strong>νδρέα Παπανδρέου το 1974 στη<br />
Βουλή των Ελλήνων με ζιβάγκο που παρέπεμπε συνειρμικά<br />
στη λαϊκή εξουσία...
Η<br />
Η ΓΛΩΣΣ<strong>Α</strong> ΤΟΥ Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΖΕΙ ΜΕΛΙ<br />
Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, ήταν ο γεροντότερος από<br />
τους <strong>Α</strong>χαιούς που συμμετείχαν στην εκστρατεία εναντίον της<br />
Τροίας μετά την αρπαγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. Ο<br />
Νέστορας φημιζόταν όχι μόνο για τη σοφία του αλλά και για την<br />
ικανότητά του να κατευνάζει τις αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων<br />
αρχηγών που από τότε είχαν τη συνήθεια να τρώγονται. Γι’<br />
αυτό και ο Όμηρος αναφέρει γι’ αυτόν στην Ιλιάδα (<strong>Α</strong> 249) «του<br />
και από γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αύδη», δηλαδή «με τη<br />
γλυκιά του τη γλώσσα που ‘χυνε κι απ’ το μέλι φωνή πιο<br />
ζαχαρένια».<br />
Η φράση ταιριάζει σε όλους τους γλυκομίλητους ανθρώπους,<br />
που προσπαθούν με όμορφο τρόπο να καταπραϋνουν τις<br />
οξύτητες και τις αντιπαλότητες με τους άλλους.<br />
Η ΓΥΝ<strong>Α</strong>ΙΚ<strong>Α</strong> ΤΟΥ Κ<strong>Α</strong>ΙΣ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong><br />
«Η γυναίκα του Καίσαρα δε φτάνει μόνο να είναι τίμια, πρέπει<br />
και να φαίνεται τίμια». Τη φράση αυτή χρησιμοποίησε ο Ιούλιος<br />
Καίσαρας που αναγκάστηκε να χωρίσει τη δεύτερη γυναίκα του,<br />
Πομπηία, η οποία, σε μια γυναικεία γιορτή, δεν αντελήφθη
έγκαιρα την παρουσία ενός νεαρού αριστοκράτη,<br />
μεταμφιεσμένου σε γυναίκα, που είχε κατορθώσει να<br />
παρεισφρύσει ανάμεσά τους. Εξαιτίας αυτής της απρόσεκτης<br />
συμπεριφοράς της, έδωσε την ευκαιρία για αρνητικά σχόλια<br />
από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.<br />
Άτυχος ο Καίσαρας, άτυχη και η Πομπηία που δε ζουν στις<br />
μέρες μας, που όσο κι αν γνωρίζουμε τα λόγια του, κανενός το<br />
αυτί δεν ιδρώνει για τέτοιες μικρολεπτομέρειες.<br />
Η ΕΝ ΠΟΛΛ<strong>Α</strong>ΙΣ <strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΡΤΙ<strong>Α</strong>ΙΣ<br />
Η φράση αυτή βρίσκεται στο τροπάριο της Κασσιανής και είναι<br />
μέρος της επίκλησης της αμαρτωλής γυναίκας που μετανόησε<br />
και άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, βρίσκοντας κοντά σ΄<br />
<strong>Α</strong>υτόν την εξιλέωση, την γαλήνη και το νόημα της ζωής.<br />
Η Κασσιανή, κατά κόσμο Κασσία, υπήρξε μία από τις<br />
ομορφότερες παρθένες ευγενικής καταγωγής, που<br />
παρουσιάστηκαν στον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο,<br />
προκειμένου να επιλέξει μία απ’ αυτές ως σύζυγό του και<br />
μελλοντική αυτοκράτειρα. Το έπαθλο της νικήτριας, ας πούμε,<br />
αυτού του άτυπου διαγωνισμού ήταν ένα χρυσό μήλο που λίγο<br />
έλλειψε να καταλήξει στα χέρια της πανέμορφης Κασσίας. Όταν<br />
όμως ο Θεόφιλος απευθυνόμενος προς την νεαρή καλλονή είπε<br />
την φράση "εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα" εννοώντας το<br />
προπατορικό αμάρτημα, εκείνη τόλμησε να του απαντήσει<br />
"αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω" εννοώντας την<br />
γέννηση του Χριστού από την Παναγία. Έτσι το μήλο κατέληξε
στα χέρια της εξίσου όμορφης Θεοδώρας, ενώ η Κασσιανή<br />
αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και κλείστηκε σε<br />
μοναστήρι.<br />
Η φράση συνήθως χρησιμοποιείται περιπαιχτικά για<br />
ανθρώπους που προσποιούνται ότι έχουν μετανοήσει για όσα<br />
αμαρτήματα ή αδικήματα έχουν κάνει, με στόχο να πετύχουν<br />
την συγχώρησή τους ή να αποφύγουν μια βαριά τιμωρία.<br />
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΙ Ο <strong>Α</strong>ΓΙΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ<br />
Σε πολλά ζευγάρια παρατηρείται συχνά σημαντική διαφορά<br />
ύψους, τόση που να προκαλεί εντύπωση. Τότε,<br />
χαρακτηριστικά, οι <strong>Α</strong>θηναίοι τουλάχιστον, χρησιμοποιούν τη<br />
χαρακτηριστική αυτή φράση.<br />
Κι αυτό επειδή πράγματι οι δυο εκκλησίες, η μια δίπλα στην<br />
άλλη στο κέντρο της <strong>Α</strong>θήνας, έχουν ακριβώς αυτή τη διαφορά<br />
μεγέθους. <strong>Α</strong>πό τη μια ο επιβλητικός Ναός της Μητρόπολης,<br />
αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, που<br />
χρειάστηκαν είκοσι ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί, κι από την<br />
άλλη το ταπεινό μικρό πετρόχτιστο παρεκκλήσι του <strong>Α</strong>γίου<br />
Ελευθερίου.<br />
Και μου μένει πάντα μια απορία άλυτη. Τελικά ισχύει το «ουκ εν<br />
τω πολλώ το ευ» ή όχι;
΄Η <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ν ΄Η ΕΠΙ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Σ<br />
Όταν δίνουμε μια μάχη μέχρι τέλους χωρίς να υπολογίζουμε τις<br />
συνέπειες, τότε η προσπάθεια μπορεί να χαρακτηριστεί «ή ταν<br />
ή επί τας».<br />
Τη φράση αυτή χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Σπαρτιάτισσες<br />
μανάδες όταν έδιναν την ασπίδα στους γιους τους για να πάνε<br />
για πρώτη φορά στη μάχη. Σήμαινε δε ότι «ή θα επιστρέψεις<br />
νικητής ή νεκρός πάνω στην ασπίδα σου».<br />
Παρόμοια συμπεριφορά αναφέρεται και από μια γερόντισσα<br />
Κρητικιά μάνα που της έφεραν το θλιβερό μαντάτο για το<br />
στερνοπαίδι της, που έχασε τη ζωή του σε μάχη κατά των<br />
Τούρκων. Είπε η γερόντισσα : «Για να ξέρω αν θα τον κλάψω,<br />
πείτε πού τον βρήκε η σφαίρα, στα στήθια ή στην πλάτη;».<br />
ΗΠΙΕ ΤΟ <strong>Α</strong>ΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ<br />
Όσοι αρνούνται πεισματικά να απαντήσουν ακόμη και σε πολύ<br />
έντονες προκλήσεις, λέμε δικαιολογημένα πως ήπιαν το<br />
αμίλητο νερό. Πού το βρήκαν άραγε;<br />
Την παραμονή της γιορτής του Κλείδωνα ή, αν προτιμάτε, του<br />
<strong>Α</strong>γίου Ιωάννη του Βαπτιστή, στις 24 Ιουνίου (γέννηση του<br />
αγίου) και αμέσως μετά τη δύση του Ηλίου, οι ανύπαντρες<br />
κοπέλες του χωριού μετέφεραν το νερό με στάμνες από τα<br />
πηγάδια ή τα ποτάμια της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της<br />
μεταφοράς του έπρεπε να είναι εντελώς αμίλητες, σύμφωνα με
το έθιμο, παρά τα πειράγματα, τα αστεία ή τις προκλήσεις που<br />
επίτηδες δέχονταν από τα αγόρια της περιοχής.<br />
Γιατί αν οι κοπέλες μιλήσουν, ο Κλείδωνας χάνει τη μαντική του<br />
δύναμη. Έτσι χάνουν κι αυτές την ευκαιρία να μάθουν τα<br />
μελλούμενα, και κυρίως ποια θα είναι η τύχη τους στο<br />
πολυπόθητο θέμα επιλογής συζύγου.<br />
ΗΠΙΕ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΜΠ<strong>Α</strong>ΚΟ<br />
Ο άμπακος ή άμπακας ή άβακας και, εν τέλει, άβαξ δεν είναι<br />
τίποτε άλλο από το αριθμητήριο των αρχαίων, δηλαδή μια<br />
πλάκα επιστρωμένη με άμμο ή αλειμμένη με κερί που πάνω της<br />
έκαναν μαθηματικούς υπολογισμούς. Με την πάροδο του<br />
χρόνου και την επικράτηση της λατινικής γλώσσας ο άβαξ θα<br />
γίνει «abacus» και θα αποκτήσει την έννοια της αριθμητικής<br />
γενικά. Όμως, τον 16 ο αιώνα, ο μαθηματικός Εμμανουήλ<br />
Γλυνζώνιος θα εκδώσει το ογκώδες σύγγραμμά του, με τον<br />
μακρόσυρτο τίτλο : «Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την<br />
τε πρακτικήν <strong>Α</strong>ριθμητικήν, ή μάλλον ειπείν την λογαριαστικήν,<br />
και περί του πώς ευρίσκει έκαστος το άγιον Πάσχα και τέλειον<br />
Πασχάλιον αεί και πάντοτε. Και περί ευρέσεως σελήνης εν ποία<br />
ημέρα γίνεται η γέννα αυτής», που έμεινε γνωστό ως άμπακος<br />
ή άμπακας.<br />
Όπως αναφέρει και ο Νικόλαος Πολίτης, η φράση «έφαγε ή ήπιε<br />
τον άμπακο» σχετίζεται μεταφορικά με τον όγκο και το μέγεθος<br />
του τίτλου του παραπάνω βιβλίου.
<strong>Α</strong>ς σημειώσουμε ότι υπάρχει και η άποψη, μάλλον όχι τόσο<br />
σωστή, του καθηγητή Μπαμπινιώτη, ότι η μεσαιωνική λέξη<br />
άμπακος προήλθε από το ιταλικό abaco, με την έννοια «πλάκα<br />
γραφής και αριθμητικών πράξεων με άμμο». Άρα η έννοια της<br />
αμέτρητης άμμου δίνει και την έννοια της αμέτρητης ποσότητας<br />
του άμπακου.
Θ<br />
Θ<strong>Α</strong> ΣΕ Φ<strong>Α</strong>ΕΙ Η Λ<strong>Α</strong>ΜΙ<strong>Α</strong><br />
Μεγάλη ποικιλία φράσεων έχει να επιδείξει ο απλός λαός,<br />
προκειμένου να πειθαναγκάσει τα μικρά ατίθασα και<br />
ανυπάκουα παιδιά να παραμείνουν κοντά στους γονείς τους ή<br />
να υπακούσουν αδιαμαρτύρητα τις εντολές τους. Ένα τέτοιο<br />
πλάσμα της αστείρευτης φαντασίας των αρχαίων Ελλήνων<br />
αλλά και της αδιάκοπης προσπάθειάς τους να ερμηνεύσουν τη<br />
φύση είναι και η Λάμια. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Λάμια ήταν<br />
κόρη του θεού Ποσειδώνα, που είχε την ατυχία να την ερωτευτεί<br />
ο Δίας (θείος της ήταν ο αθεόφοβος, αλλά δεν έδινε σημασία σε<br />
λεπτομέρειες). Του γυάλισε, λοιπόν, η νεαρά και την κατέστησε<br />
έγκυο. Όμως η ζηλιάρα Ήρα ήταν αποφασισμένη να μην την<br />
αφήσει σε χλωρό κλαρί. Η τιμωρία που της επέβαλε ήταν<br />
σκληρή και απάνθρωπη. Όλα της τα μικρά τα γεννούσε νεκρά.<br />
Όταν, λοιπόν, τα νιάτα χάθηκαν και μαζί τους η δυνατότητα<br />
τεκνοποίησης, ήταν πια τόση η μανία της Λάμιας, που άρπαζε<br />
τα άλλα παιδιά από τους γονείς τους και τα σκότωνε.
Ι<br />
ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟ ΠΗΔΗΜ<strong>Α</strong><br />
Όταν κάποιος προβάλλει υπερβολικά τις δυνατότητές του<br />
θεωρώντας ότι θα γίνει πιστευτός, ενδέχεται να προκληθεί να<br />
τις αποδείξει επίσης, αρκετές φορές με δυσάρεστα γι’ αυτόν<br />
αποτελέσματα.<br />
Το ίδιο συνέβη, σύμφωνα με τον <strong>Α</strong>ισώπειο μύθο «<strong>Α</strong>νήρ<br />
κομπαστής», σε έναν <strong>Α</strong>θηναίο αθλητή που καυχιόταν ότι σε<br />
αγώνες στη Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα.<br />
Προκαλούσε δε όσους δεν τον πίστευαν, να πάνε στη Ρόδο και<br />
να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων, κάτι που πρακτικά ήταν<br />
εξαιρετικά δύσκολο. Τότε ένας <strong>Α</strong>θηναίος πήγε στο σκάμμα και<br />
έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Μετά, στράφηκε<br />
προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «<strong>Α</strong>υτού γαρ Ρόδος<br />
και πήδημα»!<br />
ΙΜ<strong>Α</strong>Μ ΜΠ<strong>Α</strong>ΪΛΝΤΙ<br />
Το γνωστό σε όλους φαγητό , το ιμάμ μπαϊλντί, με τις<br />
μελιτζάνες, τα κρεμμύδια και το μπόλικο λάδι προέρχεται από<br />
την τουρκική κουζίνα, αλλά έχει ήδη διαδοθεί, λόγω της<br />
εξαιρετικής γεύσης του, σε όλους τους βαλκανικούς λαούς.
Ο τίτλος του φαγητού σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε» και<br />
υπάρχουν δυο εκδοχές γι’ αυτό. Κατά την πρώτη εκδοχή, ο<br />
ιμάμης λιποθύμησε από την υπερβολική ποσότητα φαγητού<br />
που καταβρόχθισε. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, ο ιμάμης<br />
λιποθύμησε όταν έμαθε την ποσότητα του λαδιού που<br />
χρειάστηκε η γυναίκα του για να φτιάξει το συγκεκριμένο<br />
φαγητό.<br />
Όπως και να ‘χει το πράγμα, το βέβαιο είναι ότι το φαγητό είναι<br />
νοστιμότατο.
Κ<br />
Κ<strong>Α</strong>Β<strong>Α</strong>ΛΗΣΕ ΤΟ Κ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΜΙ<br />
Λέγεται ότι η μεγάλη αδυναμία του βασιλιά <strong>Α</strong>γησίλαου της<br />
αρχαίας Σπάρτης ήταν να παίζει με το γιο του. Θέλοντας να του<br />
κάνει το χατίρι προσποιόταν τον ιππέα καβαλώντας ένα<br />
καλάμι. Όταν κάποιος γνωστός του έγινε κατά λάθος αυτόπτης<br />
μάρτυρας αυτής της αστείας σκηνής, ο βασιλιάς τον<br />
παρακάλεσε να μην το διαδώσει, ώστε να μη γίνει περίγελος<br />
στους υπηκόους του.<br />
Φαίνεται όμως πως η δραστηριότητα αυτή έγινε κοινό μυστικό.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, όποιος φέρεται με έπαρση και αρέσκεται στο να<br />
φαντασιώνεται αυτό που δεν είναι, λέμε ότι «καβάλησε το<br />
καλάμι».<br />
Κ<strong>Α</strong>ΓΚΕΛ<strong>Α</strong>ΡΙΟΣ<br />
Σε χώρες όπου το πολίτευμα είναι Προεδρευόμενη Δημοκρατία,<br />
το αξίωμα του Καγκελάριου είναι αντίστοιχο με αυτό του<br />
Πρωθυπουργού της χώρας.<br />
Η λέξη προέρχεται από τους Ρωμαίους δικαστικούς<br />
υπαλλήλους (κλητήρες) που στέκονταν στα κιγκλιδώματα
μεταξύ του ακροατηρίου και της δικαστικής έδρας, και ιδιαίτερα<br />
στον ανώτερο απ’ αυτούς, τον προϊστάμενο των γραμματέων.<br />
Δυστυχώς, από τότε που το αξίωμα πέρασε τα σύνορα της<br />
γειτονικής μας Ιταλίας και βρέθηκε στη Γερμανία, κληροδότησε<br />
στην ανθρωπότητα τον <strong>Α</strong>δόλφο Χίτλερ και την Άνγκελα Μέρκελ.<br />
<strong>Α</strong>υτά τα δυσάρεστα συμβαίνουν όταν δεν προσέχουμε σε ποιον<br />
αφήνουμε την τύχη των λέξεων...<br />
Κ<strong>Α</strong>Ζ<strong>Α</strong>ΝΟΒ<strong>Α</strong>Σ<br />
Το πιο γνωστό παρατσούκλι για όσους καρδιοκατακτητές<br />
έχουν αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή τους στο αδιάκοπο κυνήγι<br />
του άλλου φύλου και δεν ησυχάζουν παρά μόνο όταν<br />
κατακτήσουν την καρδιά και το σώμα μιας γυναίκας. Κι όταν<br />
πετύχουν τον στόχο τους, κι όταν εκπληρώσουν το όνειρό<br />
τους, δεν σταματούν, αλλά ανοίγουν πανιά για το επόμενο
ταξίδι, για την επόμενη κατάκτηση. Γιατί μόνο αυτό μπορεί να<br />
τους «θρέψει», να τους κάνει να νιώσουν όμορφα και να τους<br />
δώσει την αίσθηση πως εκπληρώνουν τον σκοπό για τον<br />
οποίο ήρθαν στη ζωή.<br />
«<strong>Α</strong>ισθανόμουν γεννημένος για το άλλο φύλο, γι’ αυτό και<br />
πάντοτε το αγάπησα και, όσο μου ήταν δυνατό, φρόντισα να μ’<br />
αγαπήσει. Παράφορα αγάπησα και το καλό φαγητό και<br />
κυνήγησα με πάθος όλα τα αντικείμενα που έχουν προορισμό<br />
να κινούν την περιέργεια». <strong>Α</strong>πόσταγμα ζωής αυτά τα λόγια του<br />
Τζιάκομο Καζανόβα, γιού του ηθοποιού Γκαετάνο Τζουζέπε<br />
Καζανόβα και της Ζανέττα Φαρούσι (Βενετία 1725 –Βοημία<br />
1798), που πέρασε όλη του τη ζωή μέσα στην αγκαλιά των<br />
γυναικών μέχρι την τελευταία του πνοή. Μέχρι που<br />
αποσύρθηκε στον Πύργο του Ντουξ για να γράψει τα<br />
απομνημονεύματά του, αναπολώντας τις 132 ερωτικές του<br />
περιπέτειες (μάλλον τις πιο σημαντικές) στα 35 χρόνια της<br />
ενεργού δράσης του.<br />
Η ζωή του έγινε κινηματογραφική ταινία από διάσημους<br />
σκηνοθέτες όπως ο Λουίτζι Κομεντσίνι και ο Φρεντερίκο Φελλίνι<br />
και ο ρόλος ενσαρκώθηκε από διάσημους ηθοποιούς όπως ο<br />
Ροδόλφο Βαλεντίνο και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.<br />
Κ<strong>Α</strong>Ι ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΕΧΟΥΝ <strong>Α</strong>ΥΤΙ<strong>Α</strong><br />
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουν οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες<br />
είναι να μην εμπιστεύονται κανένα και να μην αναφέρουν
απόρρητα στοιχεία ακόμη και στους πιο στενούς φίλους τους,<br />
αφού, καθ' υπερβολή, ακόμη και οι τοίχοι έχουν αυτιά.<br />
Και όμως, δεν είναι τελικά υπερβολική η φράση αυτή,<br />
δεδομένου ότι αυτό υπήρξε για πρώτη φορά γεγονός για τον<br />
άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρό. Όταν αυτός νικήθηκε<br />
από τους Φράγκους στις Θερμοπύλες, κατέφυγε στον<br />
οχυρωμένο <strong>Α</strong>κροκόρινθο, το απόρθητο κάστρο, όπως είχε<br />
φτιαχτεί μηχανικό του Ναρσή. Η ιδιαιτερότητα του κάστρου<br />
ήταν το σύστημα των μυστικών κεραμικών σωληνώσεων που<br />
συνέδεαν τους πύργους του οχυρού με τα μπουντρούμια του,<br />
όπου κρατούνταν οι αιχμάλωτοι που είχαν χρησιμοποιηθεί και<br />
για το χτίσιμο του κάστρου. Έτσι, πολλά μυστικά που<br />
συζητούσαν μεταξύ τους για τις κινήσεις του αντιπάλου<br />
έφταναν ως τα αυτιά του Λέοντα, που μπορούσε να κάνει τις<br />
σωστές κινήσεις, ώστε να μην πέσει το κάστρο στα χέρια των<br />
Φράγκων.<br />
Πράγματι, η πολιορκία κράτησε από το 1205 μέχρι το 1208,<br />
αλλά ο <strong>Α</strong>κροκόρινθος δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών. Μόνο ο<br />
απελπισμένος πλέον Λέοντας Σγουρός βρήκε τραγικό θάνατο<br />
όταν είδε όλη την Πελοπόννησο να πέφτει στα χέρια των<br />
κατακτητών, αυτοκτονώντας από τα απόκρημνα βράχια του.<br />
Ένα χρόνο αργότερα, το 1209, ήταν η σειρά του <strong>Α</strong>κροκόρινθου<br />
να παραδοθεί στους Φράγκους.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε οι τοίχοι εξακολουθούν να έχουν αυτιά... Κι όταν<br />
ακόμη οι τοίχοι δεν διαθέτουν αυτιά, είναι βέβαιο ότι οι<br />
άνθρωποι διαθέτουν μεγάλα στόματα...
Κ<strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΡΙΛ<strong>Α</strong><br />
Ο στενός κύκλος των συνεργατών του βασιλιά της Ισπανίας<br />
Φερδινάνδου Ζ’, που πολύ συχνά επηρέαζε τις αποφάσεις του<br />
σε σημαντικά κρατικά ζητήματα, συνεδρίαζε μυστικά στον<br />
αντιθάλαμο (camarilla) δίπλα στην αίθουσα του θρόνου.<br />
Όποτε αναφερόμαστε, λοιπόν, στην καμαρίλα, εννοούμε όλους<br />
εκείνους τους ανεπίσημους μυστικούς συμβούλους<br />
προσωπικοτήτων ή κυβερνήσεων ή πολυεθνικών εταιρειών,<br />
που δρουν παρασκηνιακά και παίζουν σημαντικό ρόλο στη<br />
λήψη αποφάσεων συνήθως σε βάρος των άλλων (π.χ.<br />
πολιτικών αντιπάλων ή ολόκληρων λαών).<br />
Κ<strong>Α</strong>ΜΙΚ<strong>Α</strong>ΖΙ<br />
Οι επίλεκτοι πιλότοι της ιαπωνικής αεροπορίας του 2 ου<br />
Παγκόσμιου Πολέμου είχαν αναλάβει μια ειδική αποστολή στο<br />
όνομα της πατρίδας και του αυτοκράτορά τους. Εφορμούσαν με<br />
τα αεροπλάνα τους εναντίον των εχθρικών (αγγλικών και<br />
αμερικανικών) νηοπομπών και έπεφταν με τα αεροπλάνα τους<br />
πάνω στα πλοία – στόχους, θυσιάζοντας τη ζωή τους στο βωμό<br />
της πιο παρανοϊκής ανθρώπινης ενέργειας, του πολέμου. Την<br />
ίδια λογική ακολουθούσαν και οι Ιάπωνες στρατιώτες που<br />
εκτελούσαν αποστολές αυτοκτονίας ζωσμένοι με εκρηκτικά.
Οι καμικάζε (ή καμικάζι κατά την αγγλική προφορά) της εποχής<br />
εκείνης ακολουθούσαν τον κώδικα τιμής των Σαμουράι και να<br />
ατιμαστούν πέφτοντας ζωντανοί στα χέρια του εχθρού.<br />
Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, καμικάζι (της ασφάλτου)<br />
ονομάστηκαν όλοι εκείνοι οι νεαροί, κάτοχοι δικύκλων μεγάλου<br />
κυβισμού κυρίως ιαπωνικής προέλευσης, που σήκωναν τις<br />
γειτονιές στο πόδι με τις εκκωφαντικές εξατμίσεις τους και<br />
έκαναν τη δική του «επανάσταση» χάνοντας άδικα τη ζωή τους<br />
σε ανόητες νυχτερινές κόντρες.<br />
Όπως θυμόσοφα είπε κάποτε ένας πολύπειρος άνθρωπος, «οι<br />
μηχανές είναι η εκδίκηση των Γιαπωνέζων για τη Χιροσίμα».<br />
Κ<strong>Α</strong>ΝΕΙ ΤΗΝ Π<strong>Α</strong>ΠΙ<strong>Α</strong><br />
Ο κλειδοκράτορας του βυζαντινού παλατιού, τίτλος τιμητικός,<br />
έμπιστος και παρακαθήμενος του αυτοκράτορα, ονομαζόταν<br />
Παπίας. Στα χρόνια του Βασίλειου Β΄, τον τίτλο πήρε ο Ιωάννης<br />
Χανδρινός, άνθρωπος σκληρός και δόλιος, συκοφάντης ακόμη<br />
και των ίδιων του των φίλων. Όχι μόνο διέβαλλε τους πάντες,<br />
αλλά και όταν του έκαναν παράπονα για τις αδικίες του,<br />
έπαιρνε το ανάλογο ύφος, βούρκωνε και έλεγε : «Είσαι ο<br />
καλύτερος φίλος μου. Πώς θα μπορούσα να σε κατηγορήσω<br />
στον αυτοκράτορα;».<br />
Για όσους έλεγαν ψέματα και μετά προσποιούνταν τον ανήξερο,<br />
έλεγαν : «Ποιείς τον Παπίαν», που με το πέρασμα του χρόνου<br />
έγινε το γνωστό : «Κάνεις την πάπια».
Κ<strong>Α</strong>ΠΝΙΚ<strong>Α</strong>ΡΕ<strong>Α</strong><br />
Η βυζαντινή εκκλησία του 11 ου αιώνα, στο μέσον της οδού<br />
Ερμού, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της <strong>Α</strong>θήνας.<br />
Είναι χτισμένη στη θέση που παλαιότερα είχε ανεγερθεί<br />
εκκλησία από την αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγο του<br />
Θεοδόσιου του Μικρού. Κι ακόμη πιο παλιά, στη θέση αυτή<br />
υπήρχε ναός αφιερωμένος σε γυναικεία θεότητα, την <strong>Α</strong>θηνά ή<br />
την Δήμητρα.<br />
Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, γι’<br />
αυτό και ο πλήρης τίτλος της είναι Παναγία Καπνικαρέα. Όσο<br />
για το προσωνύμιο αυτό, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι<br />
οφείλεται στην αθηναϊκή οικογένεια Καπνικάρη, που έχτισε τον<br />
ναό και ήταν εισπράκτορας του καπνικού φόρου, του φόρου<br />
δηλαδή που επέβαλλε το βυζαντινό κράτος για κάθε<br />
καπνοδόχο.
Ο χαρακτηρισμός «Καπνικαρέα» ή η υποτιμητική φράση «άντε,<br />
μωρή Καπνικαρέα» αναφέρεται σε κυρίες παρωχημένης ηλικίας<br />
που επιμένουν να νεάζουν παρά το υπερώριμο του σώματος.<br />
Κ<strong>Α</strong>ΠΟΙΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ Θ<strong>Α</strong> ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΕ<br />
Την εποχή της Επανάστασης του ’21 υπήρχε η συνήθεια να<br />
μετριούνται τα σπίτια ενός χωριού ως «φούρνοι». <strong>Α</strong>ντί, λοιπόν,<br />
οι χωρικοί να λένε πως το χωριό τους έχει, για παράδειγμα, 50<br />
σπίτια, έλεγαν πως έχει 50 φούρνους, υποδηλώνοντας έτσι τον<br />
αρχηγό της κάθε οικογένειας που φρόντιζε για το ψωμί του<br />
σπιτιού.<br />
Όταν ο Άγγλος φιλέλληνας Κνόου ρώτησε τον Κολοκοτρώνη αν<br />
το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο, ο Γέρος του Μοριά του<br />
απάντησε πως το χωριό του έχει ίσαμε εκατό «φούρνους». Ο<br />
Άγγλος ξαφνιάστηκε και απόρησε αφού, όπως του είπε, το δικό<br />
του χωριό δεν είχε περισσότερους από δυο φούρνους. Ο<br />
Κολοκοτρώνης, απ’ την άλλη, τον λυπήθηκε, αφού θεώρησε<br />
πως ζούσε σ’ ένα πολύ μικρό χωριό.<br />
Όταν, λοιπόν, στα χωριά μας έλεγαν πως «ο φούρνος του<br />
μπαρμπα-Γιάννη γκρεμίστηκε», εννοούσαν πως με το θάνατό<br />
του, το σπίτι του χανόταν.<br />
Σήμερα, όταν δεχτούμε μια ξαφνική επίσκεψη από κάποιον που<br />
έχουμε να δούμε για πολύ καιρό, χρησιμοποιούμε τη φράση<br />
αυτή, για να δείξουμε άλλοτε πως κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει<br />
να έχει συμβεί, άλλοτε όμως με ειρωνική διάθεση.
Κ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΦΩΝΗ ΚΙ Ο Γ<strong>Α</strong>ΪΔ<strong>Α</strong>ΡΟΣ<br />
Πολύ συχνά, χαριτολογώντας με γνωστούς και φίλους που<br />
εμφανίζονται ξαφνικά τη στιγμή που τυχαία μιλάμε γι’ αυτούς,<br />
λέμε «κατά φωνή κι ο γάιδαρος».<br />
Επιπλέον, όσο κι αν επιμένουμε να ονοματίζουμε γαϊδάρους<br />
όλους εκείνους που συμπεριφέρονται με απρέπεια, δεν πρέπει<br />
να ξεχνάμε πως το συμπαθέστατο τετράποδο είναι από<br />
αρχαιοτάτων χρόνων ζώο αγαπητό και ιερό τόσο στην Ελλάδα<br />
όσο και στην <strong>Α</strong>ίγυπτο. Το άκουσμα δε της φωνής του<br />
αποτελούσε καλό οιωνό και σ’ αυτό ακριβώς οφείλουμε την<br />
παραπάνω φράση.<br />
Όταν τον 4 ο αιώνα π.Χ. ο ναύαρχος των <strong>Α</strong>θηναίων Φωκίωνας<br />
βρέθηκε αντιμέτωπος με τον βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας,<br />
ο οποίος υπερτερούσε κατά πολύ σε δυνάμεις, σκέφτηκε να<br />
αναβάλει την επίθεσή του περιμένοντας ενισχύσεις. Το ξαφνικό<br />
γκάρισμα ενός γαϊδάρου όμως θεωρήθηκε καλός οιωνός για<br />
τους <strong>Α</strong>θηναίους και, αλλάζοντας την αρχική του απόφαση,<br />
ξεκίνησε αιφνιδιαστικά την επίθεσή του εναντίον των<br />
αντιπάλων, πετυχαίνοντας μια ιστορικής σημασίας νίκη και<br />
αναγκάζοντας τον εχθρό σε υποχώρηση.<br />
Μήπως ήρθε η ώρα να δούμε τους γαϊδάρους με άλλο μάτι;<br />
ΚΕΡΒΕΡΟΣ<br />
Ο Κέρβερος ήταν, σύμφωνα με τη μυθολογία μας, ο ακοίμητος<br />
φύλακας της εισόδου στον Κάτω Κόσμο. Παιδί της Έχιδνας και<br />
του Τυφώνα (<strong>Α</strong>ισχύλος), είχε σώμα σκύλου με τρία κεφάλια και<br />
ουρά που κατέληγε σε κεφάλι δράκου, δεν άφηνε κανένα
περιθώριο στους νεκρούς να επιστρέψουν στον Πάνω Κόσμο.<br />
Μόνο ο ημίθεος Ηρακλής κατόρθωσε να τον αιχμαλωτίσει στον<br />
δωδέκατο άθλο του και να τον μεταφέρει στο βασιλιά Ευρυσθέα,<br />
που τρόμαξε και τον έστειλε πάλι πίσω στον Άδη.<br />
Όποιος χαρακτηρίζεται κέρβερος, είναι ο απόλυτος φύλακας σε<br />
κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, λέμε πως κάποιος «στάθηκε<br />
κέρβερος στην οικογένειά του» ή «ο τερματοφύλακας της<br />
ομάδας ήταν κέρβερος».<br />
ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡ<strong>Α</strong>ΜΜΗ<br />
Στις 25 Οκτωβρίου 1854, στη μάχη της Μπαλακλάβα κατά τον<br />
Κριμαϊκό Πόλεμο, οι Σκωτσέζοι του 93 ου Βρετανικού<br />
Συντάγματος Πεζικού υπό τις διαταγές του σερ Κόλιν Κάμπελ<br />
παρατάχθηκαν με έναν ιδιόμορφο λεπτό σχηματισμό,<br />
προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Ουσάρους του ρωσικού
ιππικού. Η μάχη ήταν σφοδρή, οι απώλειες των Ρώσων<br />
σημαντικές και η υποχώρησή τους αναπότρεπτη.<br />
Ο ανταποκριτής των "Times", Ουίλιαμ Ράσελ, έγραψε αργότερα<br />
ότι δε μπορούσε να δει τίποτε άλλο μεταξύ των Ρώσων που<br />
επέλαυναν και του στρατοπέδου, παρά μόνο μια λεπτή κόκκινη<br />
γραμμή από ατσάλι.<br />
Πόσοι ακόμη μπορούν να τραβούν «κόκκινες γραμμές» ως<br />
έσχατο σημείο υποχώρησης.<br />
ΚΟΚΚΙΝΟ Π<strong>Α</strong>ΝΙ<br />
Όποιος μας προκαλεί επιθετική τάση μόλις τον συναντήσουμε<br />
έστω και από απόσταση ή ακόμη και αν αναφερθεί το όνομά<br />
του, είναι για μας «κόκκινο πανί», είναι αυτός που μας φέρνει<br />
εκτός εαυτού, μέχρι σημείου να του προκαλέσουμε κακό χωρίς<br />
εκείνη τη στιγμή να σκεφτόμαστε τις συνέπειες.<br />
Δανεικός ο όρος από το κόκκινο πανί των ταυρομάχων στο<br />
οποίο επιτίθεται, όπως θέλουν να πιστέψουμε, ο ταύρος. Η<br />
αλήθεια είναι πως το φοβισμένο ζώο, κλεισμένο επί 24 ώρες<br />
στο σκοτάδι, με βαζελίνη στα μάτια για να βλέπει θολά – δε<br />
διακρίνει χρώματα εκ φύσεως, με λιμαρισμένα κέρατα για να μη<br />
μπορεί να τραυματίσει εύκολα τον αιμοβόρο ταυρομάχο και την<br />
απάνθρωπη παρέα του, απελευθερώνεται στην αρένα και<br />
απεγνωσμένα προσπαθεί να βρει τρόπο να ξεφύγει, τυφλωμένο<br />
από το έντονο ηλιακό φως. Στην προσπάθειά του αυτή χτυπάει
ασυλλόγιστα όπου βρει, με τελικό αποτέλεσμα τον τραγικό<br />
θάνατό του.<br />
ΚΟΚΚΙΝΟ Χ<strong>Α</strong>ΛΙ<br />
Το κόκκινο χαλί, με χρώμα που δηλώνει αφ’ ενός το αίμα και τη<br />
ζωή και αφ’ ετέρου τη βασιλική εξουσία, είναι μια συνήθεια που<br />
συναντάται από την αρχαία εποχή.<br />
Το χαλί στρώνεται προκειμένου το τιμώμενο πρόσωπο που θα<br />
περπατήσει πάνω του, να μη λερώσει τα πόδια του με λάσπες<br />
ή χώματα.<br />
Στην τραγωδία «<strong>Α</strong>γαμέμνων» του <strong>Α</strong>ισχύλου, για παράδειγμα,<br />
στρώνεται κόκκινο χαλί για τον ήρωα του τρωικού πολέμου.<br />
Η συνήθεια παραμένει ίδια ως τις μέρες μας. Προσέχουμε μόνο,<br />
αν είμαστε οι τιμώμενοι, να μη μας τραβήξουν το χαλί κάτω απ’<br />
τα πόδια...<br />
ΚΟΛΥΒΟΓΡ<strong>Α</strong>ΜΜ<strong>Α</strong><strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και αρκετές δεκαετίες<br />
αργότερα, η μόρφωση των Ελλήνων ήταν μια πολύ δύσκολη<br />
υπόθεση. Ιδιαίτερα στα απομακρυσμένα χωριά, που όλη η ζωή<br />
ήταν δύσκολη, το ρόλο του δασκάλου αναλάμβανε ο παπάς με<br />
όσα κι αυτός μπορούσε να γνωρίζει. Γι’ αυτό και οι μαθητές του<br />
μάθαιναν τα λεγόμενα «κολυβογράμματα» (ή κολοβογράμματα),<br />
είχαν δηλαδή λιγοστές γνώσεις.
Η λέξη, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από το κολόβιο,<br />
παράγωγο του επιθέτου κολοβός, δηλαδή κομμένος σε κάποιο<br />
σημείο του. Όσο για το κολόβιο, ήταν ένα πουκάμισο με μανίκια<br />
μέχρι τους αγκώνες, που το φορούσαν οι βυζαντινοί<br />
αυτοκράτορες σε κάποιες εκδηλώσεις.<br />
ΚΟΜΙΖΕΙ ΓΛ<strong>Α</strong>ΥΚ<strong>Α</strong> ΕΙΣ <strong>Α</strong>ΘΗΝ<strong>Α</strong>Σ<br />
<strong>Α</strong>πό την αρχαία εποχή ένας μεγάλος αριθμός από<br />
κουκουβάγιες (γλαύκες) υπήρχαν στην <strong>Α</strong>θήνα. Επίσης, η<br />
κουκουβάγια (γλαυξ), σύμβολο σοφίας της προστάτιδας θεάς<br />
<strong>Α</strong>θηνάς, εικονιζόταν πάνω στα νομίσματα της πόλης. Γι’ αυτό,<br />
σύμφωνα με τον πατέρα της κωμωδίας <strong>Α</strong>ριστοφάνη, όποιος<br />
κομίζει γλαύκα εις <strong>Α</strong>θήνας, δε μας λέει κάτι σπουδαίο ή κάτι<br />
καινούριο, αφού ήδη το γνωρίζουμε καλά.<br />
Το ίδιο ακριβώς νόημα δίνουμε στα λόγια αυτά και σήμερα.
ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ<br />
Διαβάστε προσεκτικά αυτή την ιστορία...<br />
Όταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ένας από τους επτά σοφούς της<br />
αρχαιότητας, βρέθηκε στην <strong>Α</strong>ίγυπτο και έλυσε το πρόβλημα της<br />
μέτρησης του ύψους των πυραμίδων, οι <strong>Α</strong>ιγύπτιοι του ζήτησαν<br />
να λύσει ένα ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα που<br />
αντιμετώπιζαν.<br />
Τα νερά του Νείλου, που συχνά πλημμύριζε, όταν<br />
απορροφούνταν από το έδαφος, άφηναν πίσω τους χάος.<br />
Κανείς δεν ήξερε που βρίσκονταν τα όρια των χωραφιών του<br />
και, βέβαια, κανείς δεν παραδεχόταν που τέλειωνε το δικό του<br />
χωράφι και που άρχιζε του γείτονα του.<br />
Ο Θαλής έδωσε λύση και σ' αυτό το πρόβλημα. Τους πρότεινε<br />
να χρησιμοποιούν πασσάλους κατά διαστήματα δένοντας τον<br />
έναν με τον άλλον με σκοινιά. Και επειδή δεν υπήρχε άλλος<br />
τρόπος μέτρησης για την μεταξύ των πασσάλων απόσταση, τα<br />
σκοινιά από πάσσαλο σε πάσσαλο είχαν κόμπους σε ίσες<br />
αποστάσεις.<br />
Ουσιαστικά τους πρότεινε την αρχή του δυαδικού συστήματος<br />
όπου οι πάσσαλοι αντιπροσωπεύουν το ένα και οι κόμποι το<br />
μηδέν.<br />
Έμενε όμως ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα για να λυθεί. Οι<br />
αγράμματοι γεωργοί της εποχής των Φαραώ δεν γνώριζαν<br />
γραφή και ανάγνωση και, προφανώς, ούτε αρίθμηση. Έπρεπε,<br />
λοιπόν, να μάθουν να μετρούν, να υπολογίζουν τους κόμπους.
Κάτι που το κατάφεραν οι πιο έξυπνοι που, θέλοντας να κάνουν<br />
επίδειξη γνώσεων στους γείτονές τους, άνοιγαν τα παράθυρά<br />
τους και μετρούσαν δυνατά τους κόμπους - δηλαδή κόμπαζαν<br />
(κατά την δημοτική γλώσσα, ψωροϋπερηφανεύονταν).<br />
<strong>Α</strong>υτό ακριβώς κάνει και το κομπιούτερ (προερχόμενο έμμεσα<br />
από το μεσαιωνικό computus) : υπολογίζει, μετρά τους<br />
πασσάλους και τους κόμπους, το ένα και το μηδέν. Επί της<br />
ουσίας, άλλη μια λέξη βαθύτατα ελληνική!<br />
ΚΟΥ<strong>Α</strong>ΣΙΜΟΔΟΣ<br />
Ο Κουασιμόδος, ο κωδωνοκρούστης της εκκλησίας της<br />
Παναγίας των Παρισίων είναι ένα πλάσμα με ιδιαίτερα<br />
αποκρουστική όψη και φρικτά παραμορφωμένο σώμα. Έτσι<br />
τον έπλασε η φαντασία του διάσημου Γάλλου συγγραφέα και
λάτρη του ελληνικού πνεύματος Βίκτωρα Ουγκό στο ομότιτλο<br />
μυθιστόρημα του. Όλο το Παρίσι τον βλέπει σαν τέρας κι<br />
εκείνος, συμμετέχοντας στο παιχνίδι της μοίρας, ερωτεύεται την<br />
πανέμορφη τσιγγάνα Εσμεράλδα, που με πράξεις ηρωισμού,<br />
αλτρουισμού και αυτοθυσίας προσπαθεί να σώσει όταν αυτή<br />
μπλέκεται άθελά της σ’ ένα φόνο. Μέσα από ένα αριστούργημα<br />
της παγκόσμιας λογοτεχνίας αναδεικνύεται η αξία της ψυχής<br />
πέρα και μακριά απ’ όσα μπορούν να δουν τα μάτια.<br />
Δυστυχώς, μ’ αυτό το παρατσούκλι καθιερώθηκε να συνδέεται<br />
όποιος ανταποκρίνεται εξωτερικά σ’ αυτά τα αποκρουστικά<br />
χαρακτηριστικά του ήρωα του Ουγκό.
ΚΟΥ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΙ<strong>Α</strong>ΝΟΣ<br />
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να περιγράψουμε την<br />
υπεράνθρωπη σωματική δύναμη κάποιου από τον<br />
χαρακτηρισμό του ως «Κουταλιανό».<br />
Ο παραλληλισμός αυτός οφείλεται στον Παναγή που καταγόταν<br />
από το μικρό νησάκι Κούταλη, απ’ όπου προέρχεται και το<br />
επώνυμό του, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο Παναγής (1847-<br />
1916) ήταν ναυτόπουλο κι όταν κάποτε το καράβι που ταξίδευε<br />
κινδύνεψε να τσακιστεί στα βράχια επειδή η άγκυρα είχε<br />
κολλήσει στο βυθό και όλο το τσούρμο μαζί δε μπορούσε να τη<br />
σηκώσει, τους παραμέρισε κι έκανε μόνος του αυτό που δε<br />
μπορούσαν να κάνουν όλοι μαζί.<br />
Η τεράστια δύναμή του προκαλούσε μόνο θαυμασμό, γιατί ποτέ<br />
δεν τη χρησιμοποίησε για να βλάψει άνθρωπο. Πολλές ιστορίες<br />
μεταξύ μύθου και πραγματικότητας υπάρχουν γύρω απ’ τα<br />
κατορθώματά του. Λέγεται, για παράδειγμα, πως το δέρμα<br />
τίγρης που φορούσε πάντα σε αγώνες πάλης προερχόταν από<br />
μια τίγρη που είχε σκοτώσει όταν είχε δεχτεί να αγωνιστεί με<br />
έναν θηριώδη <strong>Α</strong>ράπη παλαιστή του σουλτάνου <strong>Α</strong>βδούλ Χαμίτ.<br />
Όταν όμως βρέθηκε στην παλαίστρα, στο κλουβί εξαπέλυσαν<br />
μια τίγρη. Ο Παναγής, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του,<br />
άρπαξε το ζώο απ’ τα σαγόνια και το σκότωσε. Λέγεται ακόμη<br />
ότι μπορούσε να κουβαλήσει μόνος του τρία κανόνια, ένα στους<br />
ώμους του και δυο δεμένα στα πλευρά του, που τα<br />
πυροδοτούσε ο ίδιος, ο τόπος γύρω του τρανταζόταν κι αυτός<br />
παρέμενε ατάραχος.
Επειδή όμως η ζωή παίζει απίστευτα παιχνίδια, αξίζει να<br />
αναφερθεί το τέλος αυτού του ανθρώπου. Έκοψε με το ξυράφι<br />
του ένα κάλο στο πόδι του, μολύνθηκε και πέθανε από<br />
γάγγραινα.<br />
ΚΟΥΤΣΟΙ, ΣΤΡ<strong>Α</strong>ΒΟΙ,<br />
ΣΤΟΝ <strong>Α</strong>ΓΙΟ Π<strong>Α</strong>ΝΤΕΛΕΗΜΟΝ<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>κόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες κοινωνικές συνθήκες,<br />
πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να προσφέρουν<br />
υπηρεσίες ή υλικά αγαθά σε όσους υποφέρουν. Υπάρχουν<br />
επίσης αρκετοί που ενώ δεν έχουν ανάγκη αυτής της στήριξης,<br />
δεν χάνουν την ευκαιρία να παρουσιαστούν ως<br />
αναξιοπαθούντες, αρκεί να ωφεληθούν από την προσφορά<br />
αυτή, ακόμη και σε βάρος όσων πραγματικά την χρειάζονται.<br />
Όταν αυτό γίνεται αντιληπτό, οι υπόλοιποι σχολιάζουν<br />
αρνητικά το συμβάν με την φράση αυτή.<br />
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του 19ου αιώνα στο Άστρος της<br />
Κυνουρίας. Εκεί εμφανίστηκε ξαφνικά ένας παράξενος<br />
άνθρωπος που ισχυριζόταν ότι είναι ο Άγιος Παντελεήμονας,<br />
που από τους χριστιανούς θεωρείται ο προστάτης όχι μόνο των<br />
τυφλών αλλά και όσων πάσχουν από παραμορφωτικές<br />
παθήσεις του σώματος.<br />
Παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος κανένα θαύμα<br />
δεν έκανε, επειδή δεν ενοχλούσε κανένα, οι ντόπιοι δεν τον<br />
έδιωξαν και τον άφησαν να λέει ό,τι θέλει. Ωστόσο, οι ειδήσεις<br />
εύκολα διαδίδονται και οι χρόνιοι ασθενείς σπεύδουν όπου
υπάρχει ελπίδα. Άρχισαν, λοιπόν, να συρρέουν στο χωριό<br />
άνθρωποι από διάφορα μέρη ζητώντας μάταια την γιατρειά<br />
τους με κάποιο θαύμα. Όσοι τους έβλεπαν, γνωρίζοντας την<br />
αλήθεια, έλεγαν : "κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα".<br />
ΚΡ<strong>Α</strong>ΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ<br />
Δυστυχώς, κάθε καλοκαίρι ακούμε συχνά αυτή τη φράση μετά<br />
τις πολλές και εκτεταμένες πυρκαγιές που κατακαίνε τον τόπο<br />
μας απογυμνώνοντας τα δάση μας από πολύτιμους πνεύμονες<br />
πράσινου.<br />
Η φράση αυτή είναι η ελληνική απόδοση της αραμαϊκής λέξης<br />
Γολγοθάς, του τόπου της σταυρικής εκτέλεσης του Ιησού, που η<br />
αρχική της σημασία είναι «τόπος εκτέλεσης».<br />
Πράγματι, μετά από κάθε πυρκαγιά, τι άλλο έχει συμβεί από την<br />
εν ψυχρώ εκτέλεση της ίδιας της φύσης και της ζωής.
ΚΡΟΥ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>Ν<br />
Το γνωστό σε όλους γλύκισμα με το γαλλικό όνομα που<br />
σημαίνει μισοφέγγαρο φτιάχτηκε για πρώτη φορά από τους<br />
Βιεννέζους ζαχαροπλάστες το 1689. Η παρασκευή του έγινε σε<br />
ανάμνηση της ιστορικής σημασίας νίκης τους (1683) εναντίον<br />
των στρατευμάτων της Οθωμανικής <strong>Α</strong>υτοκρατορίας που είχαν<br />
φτάσει, για δεύτερη φορά, έξω από τα τείχη της πόλης.<br />
Προφανώς το σχήμα που το δόθηκε ήταν συμβολικό, αφού οι<br />
<strong>Α</strong>υστριακοί μετά τη νίκη τους είχαν τη χαρά να καταβροχθίσουν<br />
με την άνεσή τους την ημισέληνο που ανέμιζε στα λάβαρα των<br />
Οθωμανών στρατιωτών.<br />
Διπλό, λοιπό, το όφελος από το κρουασάν. Και η Οθωμανοί δεν<br />
επικράτησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο και το γλυκάκι μας<br />
τρώμε σε διάφορες γεύσεις μέχρι σήμερα.<br />
ΚΥΚΕΩΝ<strong>Α</strong>Σ<br />
Κυκεώνας επικρατεί από την κυκλοφορία στο κέντρο της<br />
<strong>Α</strong>θήνας, αλλά στις πληροφορίες που παίρνουμε από τις<br />
δημόσιες υπηρεσίες. Κυκεώνας επικρατεί πάνω στα γραφεία<br />
και μέσα στις ντουλάπες των ανοικύρευτων αλλά πιο πολύ απ’<br />
όλα στα μυαλά των κυβερνητών μας.<br />
Κυκεώνας ονομαζόταν το ποτό που έπιναν οι μετέχοντες στα<br />
Ελευσίνια Μυστήρια και, σύμφωνα με τις πληροφορίες που<br />
έχουμε, αποτελούνταν από κριθάρι, νερό και βότανα.<br />
Γνωρίζουμε όμως ότι το συγκεκριμένο ποτό προκαλούσε σε
όσους το έπιναν παραισθήσεις ή, αν προτιμάτε, οράματα. Η<br />
εξήγηση που δόθηκε είναι ότι το κριθάρι από το οποίο<br />
παρασκευαζόταν το ποτό ήταν μολυσμένο από τον μύκητα<br />
ερυσίβη, που προσβάλλει τα δημητριακά.<br />
Δεν ξέρουμε αν οι αρχαίοι γνώριζαν την παρουσία της ερυσίβης<br />
και γι’ αυτό προτιμούσαν να πίνουν τον κυκεώνα. Γνωρίζουμε<br />
όμως ότι το λυσεργικό οξύ που παράγεται από την ερυσίβη<br />
είναι η βασική ουσία για την παραγωγή του γνωστού σε όλους<br />
παραισθησιογόνου LSD.<br />
ΚΥΚΝΕΙΟ <strong>Α</strong>ΣΜ<strong>Α</strong><br />
Γνωρίζουμε ότι ως «κύκνειο άσμα» χαρακτηρίζεται το τελευταίο<br />
έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη πριν το θάνατό του.<br />
Η φράση προέρχεται από τη μυθοπλασία που θέλει τον<br />
κακόφωνο κύκνο που διαισθάνεται το θάνατό του να κάνει ένα<br />
τελευταίο πολύ γλυκό κελάηδισμα.<br />
ΚΥΝΗΓ<strong>Α</strong>ΕΙ <strong>Α</strong>ΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ<br />
Ο λόγος για τον Δον Κιχώτη, τον χαρακτήρα που έπλασε ο<br />
Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ Θερβάντες στο ομότιτλο<br />
μυθιστόρημά του. Ένας ιππότης που μάχεται η ίδια του η ψυχή<br />
ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Με ένα<br />
ψωράλογο, με ένα στύλο απ’ το κοτέτσι για κοντάρι και με<br />
όλους του «καθώς πρέπει» να προσπαθούν να του αλλάξουν τα<br />
μυαλά, εκείνος τραβάει το μοναχικό δρόμο της αρετής. Κι όταν
βρίσκεται αντιμέτωπος με τους ανεμόμυλους που τους περνάει<br />
για γίγαντες, δεν το βάζει κάτω παρ’ όλο που τα φτερά τους τον<br />
αρπάζουν στον αέρα και τον ρίχνουν τσακισμένο στη γη. Γιατί<br />
ένας αληθινός ιππότης δε μπορεί να κλαίγεται, δε μπορεί να<br />
πονάει. Ένας ήρωας ονειροπόλος που συνεχίζει αγέρωχος την<br />
πορεία του μέχρι την τελική νίκη της ηθικής και του δίκιου. Είναι<br />
αλήθεια πως στη εποχή μας έχουν μείνει ελάχιστοι να κυνηγάνε<br />
ανεμόμυλους και ένας τέτοιος χαρακτηρισμός τους κατατάσσει<br />
μάλλον στους γραφικούς παρά στους φύλακες των αξιών.
Λ<br />
ΛΕΡΝ<strong>Α</strong>Ι<strong>Α</strong> ΥΔΡ<strong>Α</strong><br />
Ένας από τους πασίγνωστους άθλους του ημίθεου μυθικού<br />
ήρωα Ηρακλή ήταν και η εξολόθρευση του πολυκέφαλου<br />
τέρατος που ζούσε στη λίμνη Λέρνη. Το πιο δύσκολο σημείο<br />
της αποστολής του ήταν η ικανότητα του τέρατος, της Ύδρας,<br />
να εμφανίζει δύο νέα κεφάλια κάθε φορά που του έκοβε ο<br />
Ηρακλής ένα απ’ τα παλιά. Τελικά, όμως, τα κατάφερε. <strong>Α</strong>ς μην<br />
ξεχνάμε πως ήταν ημίθεος.<br />
Κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζουμε και που κάθε φορά που<br />
προσπαθούμε να την ξεπεράσουμε, μας δημιουργεί νέα<br />
δυσκολότερα εμπόδια, μοιάζει με Λερναία Ύδρα. Μόνο που<br />
εμείς δεν είμαστε ημίθεοι αλλά κοινοί θνητοί.
ΛΗΣ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΡΧΟΣ Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΒΕΛΗΣ<br />
Προσφιλής έκφραση των γονέων για τα ατίθασα αγόρια τους,<br />
που κάθε τους ενέργεια είναι ικανή να προκαλέσει<br />
απροσδόκητους μπελάδες έως σοβαρούς τραυματισμούς και<br />
που δεν εννοούν σε καμία περίπτωση να συμμορφωθούν παρά<br />
τα αλλεπάλληλα σωφρονιστικά μέτρα.<br />
Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε με τον διαβόητο λήσταρχο Χρήστο<br />
Νταβέλη ή Νάτσιο (1832-1856), που μια σειρά από ατυχή<br />
συμβάντα και άδικες κατηγορίες τον οδήγησαν στην παρανομία<br />
και, στη συνέχεια, στη δημιουργία της δικής του συμμορίας που<br />
δρούσε από την <strong>Α</strong>ττική μέχρι και την Φθιώτιδα.<br />
Πολλά τα «κατορθώματά» του, που μερικές φορές έφταναν να<br />
έχουν θετικό αντίκτυπο στη μαστιζόμενη ελληνική κοινωνία<br />
τόσο από τους ανίκανους Έλληνες πολιτικούς όσο και από<br />
τους ξένους πάτρονές τους.<br />
Ο έρωτας της Ιταλίδας κόμισσας Λουίζα Μπακόλι για τον<br />
αρχιληστή, την οποία είχε ερωτευτεί ταυτόχρονα και ο<br />
υπαρχηγός του Γιάννης Μέγας, δημιούργησε χάσμα αγεφύρωτο<br />
μεταξύ των δύο ανδρών, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να<br />
καταταγεί στη χωροφυλακή και να γίνει ορκισμένος εχθρός του.<br />
Στην τελική σύγκρουση μετά από ενέδρα, κοντά στο Ζεμενό<br />
Βοιωτίας, οι δυο άντρες μονομάχησαν, ο Νταβέλης σκότωσε<br />
τον Μέγα κι ένας χωροφύλακας σκότωσε τον αρχιληστή. Το<br />
κεφάλι του στήθηκε παραδειγματικά καρφωμένο για πολλές<br />
μέρες στην Πλατεία Συντάγματος.
ΛΟΥΚΟΥΛΕΙΟ ΓΕΥΜ<strong>Α</strong><br />
Ο Λούκουλος ήταν γενναίος Ρωμαίος στρατηγός (118 π.Χ.-57<br />
π.Χ.), που έμεινε στην ιστορία όχι τόσο για τις νίκες του αλλά<br />
για τα πλουσιοπάροχα γεύματά του, την υπερβολική αγάπη του<br />
στο φαγητό και στα φαγοπότια. Λέγεται ότι αφότου<br />
αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, κατασπατάλησε την<br />
περιουσία του σε εξωφρενικά γεύματα. Πολλές ιστορίες<br />
κυκλοφορούν για τα διάφορα καμώματά του, προκειμένου να<br />
φάει και να πιει περισσότερο από τους άλλους.<br />
<strong>Α</strong>ν τυχόν παρακαθίσετε σε λουκούλειο γεύμα, τότε να είστε<br />
κατάλληλα προετοιμασμένοι, ώστε να μπορέσετε να<br />
απολαύσετε όλα τα εδέσματα.
ΛΥΜΕΝΟ ΖΩΝ<strong>Α</strong>ΡΙ<br />
Στα τέλη του 19 ου αιώνα ο υπόκοσμος της <strong>Α</strong>θήνας ήταν κατά<br />
κύριο λόγο συγκεντρωμένος στην περιοχή του Ψυρρή. Τα<br />
ταραχοποιά στοιχεία της εποχής, οι λεγόμενοι και<br />
κουτσαβάκηδες, αποτελούσαν σοβαρό πρόβλημα για τους<br />
φιλήσυχους <strong>Α</strong>θηναίους κατοίκους των γύρω περιοχών.<br />
Ήταν συνήθως οπλισμένοι με μαχαίρι ή πιστόλι και δε δίσταζαν<br />
να τα χρησιμοποιήσουν για ασήμαντη αφορμή.<br />
Κυκλοφορούσαν φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι,<br />
είχαν χαρακτηριστικά μεγάλο μουστάκι ως δείγμα του<br />
υπερβολικού ανδρισμού τους και είχαν μόνιμα λυμένο το<br />
ζωνάρι. <strong>Α</strong>ν κάποιος τολμούσε κατά λάθος να το πατήσει καθώς<br />
αυτό σερνόταν στο δρόμο, ο καβγάς ήταν βέβαιος με άγνωστα<br />
επακόλουθα.<br />
Το 1893, ο τότε αστυνομικός διευθυντής της <strong>Α</strong>θήνας Δημήτρης<br />
Μπαϊρακτάρης αποφάσισε να τελειώνει για πάντα μαζί τους.<br />
Έδωσε εντολή στα όργανα της τάξης να κόβουν απ’ τους<br />
μάγκες το ένα μανίκι αφού δεν το χρησιμοποιούσαν και, μαζί μ’<br />
αυτό, και το μισό τους μουστάκι. Χρειάστηκε μονάχα ένας μήνας<br />
για να εξαφανιστούν για πάντα οι μάγκες του Ψυρρή.<br />
Όποιος είναι οξύθυμος και ευερέθιστος, συνηθίζουμε συμβολικά<br />
να λέμε πως έχει λυμένο το ζωνάρι του για καβγά.
Μ<br />
Μ<strong>Α</strong>Γ<strong>Α</strong>ΡΙΖΩ<br />
Όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία του Βυζαντίου,<br />
εξακολουθούσαν να υπάρχουν εθνικοί (ειδωλολάτρες) που<br />
λάτρευαν τους θεούς του Ολύμπου. Οι λάτρες της θεάς<br />
Δήμητρας έκανα τις θρησκευτικές τελετές τους σε ειδικά<br />
σπήλαια (μέγαρα). Κατά τους χριστιανούς, οι άνθρωποι αυτοί<br />
«μεγάριζαν», δηλαδή μόλυναν τα νέα θρησκευτικά ήθη.<br />
Με παράφραση της λέξης αυτής προήλθε το ρήμα μαγαρίζω,<br />
που χρησιμοποιείται πλέον για να δείξει τη μόλυνση ενός<br />
χώρου από περιττώματα ανθρώπων ή ζώων. Μεταφορικά<br />
επίσης, προσπαθούμε να μη μαγαρίσουμε ένα μέρος του<br />
σώματός μας αποφεύγοντας κάποια αρνητική ενέργεια. Λέμε<br />
π.χ. "δε σε βρίζω για να μη μαγαρίσω τη γλώσσα μου",<br />
εννοώντας ότι ο άλλος δεν είναι άξιος ούτε για την υποτιμητική<br />
συμπεριφορά μας.
Μ<strong>Α</strong>ΘΟΥΣ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>Σ<br />
Μαθουσάλας, η αγαπημένη προσφώνηση για όσους βρίσκονται<br />
σε απόσταση αναπνοής από το 100 ο έτος της ηλικίας τους ή,<br />
ακόμη καλύτερα, έχουν κατορθώσει να το υπερβούν.<br />
Ο Μαθουσάλας, σύμφωνα με την Γένεση της Βίβλου, λέγεται ότι<br />
υπήρξε ο μακροβιότερος άνθρωπος, ο οποίος πέθανε σε ηλικία<br />
969 ετών από άγνωστα αίτια. Κάποιοι μελετητές της Βίβλου,<br />
που κατ’ αρχήν αποδέχονται ότι δεν πρόκειται περί μυθικού<br />
προσώπου, θεωρούν ότι ο Μαθουσάλας πέθανε κατά τον<br />
κατακλυσμό, επειδή τότε τελείωσε η περίοδος χάριτος που είχε<br />
δώσει ο Θεός στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο<br />
υπολογισμός της ηλικίας του συγκεκριμένου προσώπου είναι<br />
λανθασμένος και οφείλεται σε παρανόηση μεταξύ σεληνιακού<br />
ημερολογίου (από σελήνη σε σελήνη) και ηλιακού έτους (365<br />
ημέρες).<br />
Όπως και να είναι, ας φτάσουμε μέχρι τα πρώτα 100, που είναι<br />
και τα δύσκολα, και μετά βλέπουμε…<br />
Μ<strong>Α</strong>ΖΟΧΙΣΜΟΣ<br />
Ο <strong>Α</strong>υστριακός συγγραφέας Σάχερ Μαζόχ (1835-1895) έγραψε<br />
διάφορες νουβέλες και διηγήματα, στα οποία εμφανίζεται μια<br />
άλλη γενετήσια διαστροφή, εντελώς αντίθετη μ’ αυτήν που<br />
έδωσε τροφή στην επιστήμη της ψυχιατρικής ο μαρκήσιος Ντε<br />
Σαντ.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, ένα άτομο επιδιώκει το βασανισμό του,<br />
θέλει να είναι θύμα, γιατί μόνο με ψυχικό ή σωματικό πόνο<br />
νιώθει ηδονή και μπορεί να φτάσει στη σεξουαλική<br />
ικανοποίηση.<br />
Όπως και να ‘χει το πράγμα, έβαλε κι ο Μαζόχ το λιθαράκι του<br />
στην εξέλιξη της ψυχιατρικής και της ψυχοπαθολογίας.<br />
Μ<strong>Α</strong>ΛΛΙ<strong>Α</strong>ΣΕ Η ΓΛΩΣΣ<strong>Α</strong> ΜΟΥ<br />
Η πιο συχνή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γονείς των<br />
μικρών παιδιών αλλά και των εφήβων είναι αυτή που<br />
"μαλλιάζει η γλώσσα τους" με τις αμέτρητες επαναλήψεις των<br />
συμβουλών που, με την ίδια συχνότητα, δεν πιάνουν τόπο.<br />
Ευτυχώς που η έννοια της φράσης είναι πλέον μεταφορική, σε<br />
αντίθεση με ό,τι κυριολεκτικά συνέβαινε σε όσους<br />
κουτσομπόλευαν και διέδιδαν είτε ανυπόστατες φήμες είτε όσα<br />
δεν έπρεπε να ειπωθούν κατά τη διάρκεια της βυζαντινής<br />
αυτοκρατορίας.<br />
Η τιμωρία που τους επιβαλλόταν ήταν το μάσημα ενός ειδικού<br />
αγκαθωτού, σκληρού, και στυφού χόρτου που υποχρεούνταν<br />
να το πολτοποιήσουν μέσα στο στόμα τους. <strong>Α</strong>υτό είχε ως<br />
συνέπεια το πρήξιμο του εσωτερικού του στόματος, μαζί με το<br />
σχίσιμο της γλώσσας σε τέτοιο βαθμό, που να κομματιάζεται σε<br />
ίνες που θύμιζαν μαλλιά.<br />
Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι πολλές ήταν οι βασανιστικές<br />
τιμωρίες στο Βυζάντιο, ώστε να έχουν πέρα για πέρα
αποτρεπτικό χαρακτήρα για όσους είχαν κατά νου να<br />
παραβούν τους νόμους.<br />
Μ<strong>Α</strong>Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΡΙΝΙ<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>υτό το τόσο χυμώδες και νόστιμο εσπεριδοειδές, που μας<br />
έγινε γνωστό στην Ευρώπη από τις χώρες της Νοτιοανατολικής<br />
<strong>Α</strong>σίας, ήταν το αγαπημένο φρούτο των Μανδαρίνων, των<br />
υψηλόβαθμων αξιωματούχων της κινεζικής βασιλικής αυλής<br />
του 19 ου αιώνα.<br />
Το όνομά του οφείλεται, κατά τις πιθανές εκδοχές, είτε στο<br />
χρώμα του μανδύα τους είτε στην προτίμηση που έδειχναν στο<br />
φρούτο αυτό.<br />
Μ<strong>Α</strong>Σ <strong>Α</strong>ΛΛ<strong>Α</strong>Ξ<strong>Α</strong>Ν <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΦΩ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Φαίνεται πως οι Βυζαντινοί είχαν ξεχωριστή προτίμηση στις<br />
βάναυσες τιμωρίες όσων παραβίαζαν με κάποιο τρόπο τον<br />
νόμο. Μια απ' αυτές ήταν και η παραδειγματική δημόσια καύση<br />
διαφόρων εγκληματιών σε κεντρικά σημεία της Πόλης. Τους<br />
έβαζαν φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται<br />
ζωντανοί σαν λαμπάδες προειδοποιώντας, ίσως, όσους<br />
επίδοξους μιμητές τους μπορεί να υπήρχαν. Για ένα μεγάλο<br />
χρονικό διάστημα ο Κεράτιος κόλπος φωτιζόταν απ' όλους<br />
εκείνους (και μάλλον ήταν πολλοί) που είχαν περάσει στην<br />
παρανομία. Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι φλεγόμενοι<br />
παραβάτες του νόμου αντικαταστάθηκαν από πυρσούς.<br />
<strong>Α</strong>ντίθετοι με την απόφαση αυτή ήταν όσοι εξακολουθούσαν να
πιστεύουν ότι οι εγκληματίες έπρεπε να τιμωρούνται<br />
παραδειγματικά. <strong>Α</strong>υτοί, λοιπόν, περπατούσαν στους<br />
φωτισμένους δρόμους και έλεγαν : "Μας άλλαξαν τα φώτα"!<br />
<strong>Α</strong>κόμη και σήμερα, όταν μας αλλάζουν τα φώτα, η δυσαρέσκειά<br />
μας είναι πολύ μεγάλη.<br />
Μ<strong>Α</strong>Σ ΕΚ<strong>Α</strong>ΝΕ <strong>Α</strong>ΝΩ Κ<strong>Α</strong>ΤΩ<br />
Η γνωστή σε όλους φράση, που μας παραπέμπει πάντοτε στην<br />
έννοια της πλήρους αναστάτωσης και της απόλυτης<br />
ασυνεννοησίας, οφείλει την ύπαρξη της στην ανάγνωση ενός<br />
αποσπάσματος θεολογικού κειμένου του επίσκοπου<br />
Λακτάντιου (240 μ.Χ.–327 μ.Χ), ενός από τους πρώτους<br />
χριστιανούς ρήτορες, που χαρακτηρίζεται ως ο «χριστιανός<br />
Κικέρων».<br />
<strong>Α</strong>φορμή για την ανάγνωση του κειμένου του, πολλούς αιώνες<br />
αργότερα από τότε που γράφτηκε, έδωσε η άποψη του<br />
Χριστόφορου Κολόμβου ότι η γη είναι στρογγυλή και η<br />
προσπάθειά του να το αποδείξει μιλώντας στους σοφούς της<br />
<strong>Α</strong>καδημίας της Σαλαμάνκα.<br />
Ένας από τους σοφούς ακαδημαϊκούς χρησιμοποίησε το<br />
παραπάνω κείμενο, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει περί<br />
του αντιθέτου. <strong>Α</strong>νάμεσα στ’ άλλα, χαρακτηριζόταν ως ανόητος<br />
εκείνος που πίστευε πως υπάρχουν άνθρωποι που βαδίζουν<br />
ανάποδα από τους άλλους (εξαιτίας της σφαιρικότητας της γης)<br />
και ότι όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα, όπως η βροχή και το<br />
χαλάζι, είναι άνω κάτω.
Ήταν, λοιπόν, τόση η εντύπωση που προκάλεσε αυτή η<br />
επιχειρηματολογία την εποχή εκείνη, που, αν και ολότελα<br />
λανθασμένη, κληροδότησε τη φράση αυτή ως τις μέρες μας, αν<br />
και όλοι γνωρίζουμε ότι ο Κολόμβος, όπως και ο Γαλιλαίος, είχε<br />
απόλυτο δίκιο.<br />
Μ<strong>Α</strong>Σ ΦΛΟΜΩΣΕΣ<br />
Ο φλόμος, ένα φυτό με τοξικές ιδιότητες, φύτρωνε πάρα πολύ<br />
στην αρχαία <strong>Α</strong>θήνα. Η οσμή του δεν ήταν μόνο έντονη και<br />
δυσάρεστη, αλλά προκαλούσε και ζάλη κατά την εισπνοή της.<br />
Γι’ αυτό, μέχρι σήμερα, η έκφραση «μας φλόμωσες»<br />
χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αποπνικτική οσμή ή και<br />
μεταφορικά, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που<br />
κάποιος «μας έχει φλομώσει στα ψέματα».<br />
Μ<strong>Α</strong>ΥΡΗ ΤΡΥΠ<strong>Α</strong><br />
Μαύρη τρύπα είναι μια συγκέντρωση μάζας σημαντικά μεγάλης<br />
ώστε η δύναμη της βαρύτητας να μην επιτρέπει σε οτιδήποτε<br />
να ξεφεύγει από αυτή, παρά μόνο μέσω κβαντικής<br />
συμπεριφοράς. Το βαρυτικό πεδίο είναι τόσο δυνατό, ώστε η<br />
ταχύτητα διαφυγής κοντά του ξεπερνά την ταχύτητα του φωτός.<br />
<strong>Α</strong>υτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι τίποτα, ούτε καν το φως, δεν<br />
μπορεί να ξεφύγει από τη βαρύτητα της μαύρης τρύπας, εξ' ου<br />
και η λέξη «μαύρη».<br />
Φανταστείτε τι συμβαίνει όταν ακούμε τους ειδικούς να<br />
αναφέρονται στη «μαύρη τρύπα» της οικονομίας!
Μ<strong>Α</strong>ΥΡΟ Κ<strong>Α</strong>Ι Δ<strong>Α</strong>ΓΚΩΤΟ<br />
Ο φόβος και ο τρόμος κάθε υποψήφιου βουλευτή σε κάθε<br />
εκλογική αναμέτρηση είναι να μην τον "μαυρίσουν" οι<br />
ψηφοφόροι, δηλαδή να είναι τόσο λίγες οι ψήφοι του, ώστε να<br />
μην εκλεγεί ή να χάσει το αξίωμα που ήδη κατέχει από την<br />
προηγούμενη αναμέτρηση. Γνωστή σε όλους τους Έλληνες<br />
είναι η ταινία του ασπρόμαυρου κινηματογράφου με ήρωα τον<br />
υπουργό Μαυρογιαλούρο, με εκπληκτική ερμηνεία του<br />
αλησμόνητου Λάμπρου Κωνσταντάρα στον πρωταγωνιστικό<br />
ρόλο.<br />
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όμως, το μαύρισμα των<br />
υποψηφίων ήταν κυριολεκτικό. Κι αυτό επειδή στηνόταν<br />
ξεχωριστή κάλπη για κάθε υποψήφιο, χωρισμένη σε δύο μέρη.<br />
Οι ψηφοφόροι, προκειμένου να επιλέξουν τους αυριανούς<br />
κυβερνήτες, χρησιμοποιούσαν<br />
μολυβένια σφαιρίδια και, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους, τα<br />
έριχναν στην αριστερή (μαύρη - αρνητική) ή στη δεξιά (άσπρη -<br />
θετική) πλευρά της κάλπης. Πολλοί απ' αυτούς είχαν τόσο<br />
μένος και τέτοιο φανατισμό εναντίον κάποιων αντίπαλων<br />
υποψηφίων που, πριν ρίξουν το σφαιρίδιο της αρνητικής<br />
ψήφου στην κάλπη τους, το δάγκωναν κιόλας, σε ένδειξη του<br />
βαθμού που ήθελαν να τους τιμωρήσουν.
<strong>Α</strong>πό την κάλπη, λοιπόν, μετά τη λήξη της διαδικασίας, κάποιοι<br />
έβγαιναν εντελώς μαυρισμένοι και κάποιοι άλλοι<br />
ασπροπρόσωποι.<br />
Όσο για την καλπονοθεία της εποχής εκείνης αλλά και μέχρι και<br />
την πτώση της χούντας τουλάχιστον (1974), ας μην κάνουμε<br />
καλύτερα λόγο...<br />
Μ<strong>Α</strong>ΥΣΩΛΕΙΟ<br />
Ο σατράπης της Καρίας (Μικρά <strong>Α</strong>σία) Μαύσωλος έφτιαξε για<br />
τον εαυτό του ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο τον 4 ο αιώνα<br />
π.Χ.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, πολλοί μιμήθηκαν τη ματαιοδοξία του, επιμελούμενοι<br />
προσωπικά την τελευταία τους κατοικία πριν εγκαταλείψουν<br />
από τον μάταιο τούτο κόσμο. Άλλοι πάλι βρέθηκαν να<br />
κοιμούνται σε παρόμοια μνημεία τον ύπνο του δικαίου, επειδή<br />
οι εναπομείναντες θνητοί θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο τους άξιζε.<br />
Είναι, παρ’ όλα αυτά, γεγονός ότι τα ανά την υφήλιο Μαυσωλεία<br />
αποτελούν μνημεία πολιτισμού.<br />
Όταν, λοιπόν, αποκαλούμε μαυσωλείο το σπίτι κάποιου<br />
ανθρώπου, εννοούμε πως ο χώρος είναι γεμάτος με αντικείμενα<br />
και έπιπλα παλιότερης εποχής και, γενικά, το σπίτι θυμίζει λίγο<br />
κοιμητήριο.
ΜΕ ΤΟ Κ<strong>Α</strong>ΡΟΤΟ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟ ΚΝΟΥΤΟ<br />
Η πάμπλουτη και ευρηματικότατη ελληνική γλώσσα μπορεί με<br />
μια μόνο λέξη να αποδώσει πλήρως το νόημα της φράσης :<br />
πειθαναγκασμός.<br />
Όσοι επιχειρούν από θέση ισχύος να επιβάλουν την άποψή<br />
τους, αλλά συγχρόνως να διατηρούν το φιλολαϊκό τους<br />
προσωπείο, είναι λάτρες αυτής της μεθόδου. Πρώτα<br />
προσπαθούν να πείσουν για το ενδιαφέρον τους για τους<br />
άλλους και τα οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή όσων<br />
έχουν σκεφτεί πριν από μας για μας. <strong>Α</strong>ν όμως παρακούσουμε,<br />
τότε περνούν στο δεύτερο μέρος του σχεδίου τους, που δεν<br />
είναι άλλο από την επιβολή όσων μας βρίσκουν αντίθετους και<br />
αρνούμαστε πεισματικά να συναινέσουμε. Το πρώτο σκέλος<br />
είναι το καρότο και δεύτερο το κνούτο.<br />
<strong>Α</strong>λλά τι είναι το κνούτο; Η λέξη έχει ρωσική προέλευση και<br />
αναφέρεται σε έναν τύπο μαστιγίου κατασκευασμένο από<br />
μακριές λωρίδες δέρματος ζώου που καταλήγουν σε μεταλλικά<br />
σφαιρίδια. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο πόνος που<br />
προκαλούσε αυτό το όργανο βασανισμού ήταν αφόρητος και οι<br />
πληγές που άνοιγαν μάλλον πολύ δύσκολα έκλειναν.<br />
<strong>Α</strong>υτός ο τρόπος τιμωρίας των παραβατών του νόμου<br />
προφανώς θεωρήθηκε απάνθρωπος και καταργήθηκε δια<br />
νόμου στη Ρωσία το 1845.<br />
Κάπου αλλού φαίνεται πως ισχύει ακόμη…
ΜΕΓ<strong>Α</strong>ΙΡ<strong>Α</strong><br />
Ο δυστυχής που του έλαχε ο κλήρος μιας Μέγαιρας συζύγου ή<br />
πεθεράς θα πρέπει να έχει τεράστια αποθέματα υπομονής για<br />
να αντέξει τα καθημερινά βασανιστήρια που υφίσταται.<br />
Ποια ήταν όμως η Μέγαιρα; Μια από τις τρεις Ερινύες (<strong>Α</strong>ληκτώ,<br />
Μέγαιρα, Τισιφόνη), τις χθόνιες μυθικές θεότητες των αρχαίων<br />
Ελλήνων, που σκοπός της ύπαρξής τους ήταν το αδιάκοπο<br />
κυνηγητό όσων είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής ή<br />
της ηθικής τάξης πραγμάτων. Πλάσματα φρικιαστικά και<br />
μαυροντυμένα που κατοικούσαν στον Κάτω Κόσμο, απ’ όπου<br />
έπαιρναν εντολές για την εκτέλεση των ποινών που επέβαλαν<br />
οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους. Ιδιαίτερα η<br />
Μέγαιρα ήταν η προσωποποίηση του μίσους και του φθόνου,<br />
ενώ οι άλλες δυο εξέφραζαν την οργή, τη μανία και την<br />
εκδίκηση του φόνου. Η πιο χαρακτηριστική τους εμφάνιση είναι<br />
ο κατατρεγμός του Ορέστη για το φόνο της μητέρας του, της<br />
Κλυταιμνήστρας.<br />
ΜΕΓΚΛ<strong>Α</strong><br />
Η αργκό κάθε γλώσσας είναι ένας ζωντανός οργανισμός που<br />
εξελίσσεται παράλληλα με την καθομιλουμένη και τη λόγια<br />
εκδοχή της. Γι’ αυτό, κάθε εποχή έχει τις δικές της εκφράσεις<br />
που άλλοτε περνάνε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές<br />
κι άλλοτε χάνονται μαζί με την εποχή και τους ανθρώπους που<br />
τις δημιούργησαν.
Στη δεκαετία του ’50, τα αγγλικά υφάσματα θεωρούνταν, και<br />
ήταν, κορυφαίας ποιότητας. Οι Άγγλοι αποικιοκράτες φρόντιζαν<br />
να εξασφαλίζουν από κάθε τόπο που είχαν καταπατήσει τα<br />
καλύτερα προϊόντα και να τα μοσχοπουλάνε στην ευρωπαϊκή<br />
αγορά. Κλασσικό παράδειγμα τα αγγλικά κασμήρια, που<br />
προέρχονταν από το μαλλί των προβάτων της περιοχής του<br />
Κασμίρ της <strong>Α</strong>σίας. Και βέβαια στην ούγια έγραφαν το περίφημο<br />
“Made in England”.<br />
<strong>Α</strong>πομονώνοντας, λοιπόν, τμήματα αυτής της φράσης οι μάγκες<br />
της εποχής, έφτιαξαν την ελληνοποιημένη συντομογραφία<br />
«Μέγκλα», για να χαρακτηρίζουν έτσι κάθε τι που θεωρούσαν<br />
άριστης ποιότητας.<br />
ΜΕΛΙ Γ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>υτή είναι η επιθυμία όλων των κοινών θνητών πάνω στον<br />
πλανήτη, όλα στη ζωή τους να πηγαίνουν μέλι γάλα. <strong>Α</strong>πό τις<br />
προσωπικές τους σχέσεις, μέχρι τη δουλειά και την οικογένεια.<br />
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι, στους<br />
περισσότερους μάλιστα λείπει και το «μέλι» και το «γάλα»...<br />
Τη φράση αυτή τη συναντάμε στον <strong>Α</strong>κάθιστο Ύμνο των<br />
βυζαντινών : «Χαίρε πηγή εξ ης ρέει μέλι και γάλα», όπως<br />
επίσης και στο Άσμα <strong>Α</strong>σμάτων : «<strong>Α</strong>σπάζουσι χείλη σου νύμφη,<br />
μέλι και γάλα υπό την γλώσσαν σου».
ΜΕΝΤΟΡ<strong>Α</strong>Σ<br />
Κάθε άνθρωπος θα ήθελε να έχει τον μέντορά του. Έναν<br />
επιστήθιο φίλο και συμβουλάτορα δηλαδή, που σε κάθε<br />
δύσκολη στιγμή θα βρίσκεται κοντά του, θα τον ενθαρρύνει, θα<br />
τον κατευθύνει σωστά και θα τον προφυλάσσει σε κάθε<br />
δύσκολη στιγμή.<br />
<strong>Α</strong>υτό ακριβώς συνέβαινε με τον Μέντορα, γιο του Άλκιμου, τον<br />
αχώριστο και πιστό φίλο του θρυλικού Οδυσσέα, στον οποίο ο<br />
ήρωας του Τρωικού πολέμου εμπιστεύθηκε απόλυτα την<br />
φροντίδα του σπιτιού του αλλά κυρίως την καθοδήγηση του<br />
γιου του, Τηλέμαχου.<br />
<strong>Α</strong>ς σημειώσουμε επίσης ότι και η θεά <strong>Α</strong>θηνά έπαιρνε συχνά την<br />
μορφή του Μέντορα όταν ήθελε να εμφανιστεί για να<br />
προστατέψει και να κατευθύνει σωστά τον νεαρό Τηλέμαχο.<br />
Τυχεροί και ευτυχείς είναι, λοιπόν, όσοι έχουν τον μέντορά τους<br />
στις μέρες μας.<br />
ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ<br />
Ο διπλωμάτης Emil Jellinek, πατέρας της δεσποινίδας<br />
Mercedes Jellinek, λάτρης των γρήγορων αυτοκινήτων και των<br />
αγώνων ταχύτητας, πετύχαινε σημαντικές νίκες<br />
χρησιμοποιώντας τις μηχανές της βιομηχανίας Daimler.<br />
Επειδή, όμως, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησε ξεχωριστή<br />
φήμη, άρχισε να έχει και ξεχωριστές απαιτήσεις από την<br />
εταιρεία. Έτσι απαίτησε να δοθεί το όνομα της αγαπημένης
κόρης του Mercedes στα οχήματα που χρησιμοποιούσε. Παρά<br />
τη δυσαρέσκεια της κατασκευάστριας εταιρείας και επειδή ο<br />
πελάτης έχει πάντα δίκιο, η απαίτηση εκπληρώθηκε και η εν<br />
λόγω δεσποινίς έμεινε στην ιστορία της<br />
αυτοκινητοβιομηχανίας.<br />
Όσοι οδηγείτε, λοιπόν, μια Μερσεντές (ή Μερσέντες), φροντίστε<br />
να της συμπεριφέρεσθε όπως αρμόζει σε μια κόρη καλής<br />
οικογενείας.<br />
ΜΕΣΣ<strong>Α</strong>ΛΙΝ<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>ν τύχει να ακούσετε να δίνεται αυτός ο χαρακτηρισμός σε<br />
κάποια κυρία, καλό θα είναι να αποφύγετε τη συναναστροφή<br />
μαζί της σε όποιο φύλο και αν ανήκετε. Γιατί σίγουρα πρόκειται<br />
για πλάσμα αδίστακτο, που όλα τα μέσα είναι θεμιτά, αρκεί να<br />
πετύχει το σκοπό της.<br />
<strong>Α</strong>φορμή για τον χαρακτηρισμό αυτό στάθηκε η σύζυγος του<br />
Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, η Μεσσαλίνα, γυναίκα με<br />
έκλυτα ήθη, νυμφομανής, τυραννική και δολοπλόκος, που<br />
τίποτα δεν ήταν ικανό να την σταματήσει όταν έβαζε κάτι στο<br />
μυαλό της.<br />
Μεταμόρφωσε τον μορφωμένο σύζυγό της σε υποχείριο των<br />
ορέξεών της. Κατόρθωσε ουσιαστικά να διοικεί την<br />
αυτοκρατορία και να εξαφανίζει όσους θεωρούσε εμπόδιο στα<br />
σχέδιά της ή κίνδυνο για τα δυο παιδιά της, τον Βρεττανικό και<br />
την Οκταβία. Γι’ αυτό ίσως δολοφόνησε και την Ιουλία, αδελφή<br />
του Καλιγούλα.
Έφτασε στο σημείο της διγαμίας, αφού παντρεύτηκε τον Γάιο<br />
Σίλιο, στον οποίο υποσχέθηκε τον αυτοκρατορικό θρόνο στη<br />
θέση του συζύγου της. <strong>Α</strong>υτή η ενέργεια οδήγησε στο τέλος της<br />
ζωής της με εντολή, όπως φαίνεται, του κατ’ επανάληψη και<br />
κατά συρροή απατημένου Κλαύδιου.<br />
Μετά απ' όλα αυτά τα απίστευτα "κατορθώματά" της, πώς να<br />
μην είναι το όνομά της στην ιστορία συνώνυμο της γυναικείας<br />
δολιότητας.<br />
ΜΗ ΜΟΥ <strong>Α</strong>ΠΤΟΥ<br />
Μετά την <strong>Α</strong>νάσταση του Χριστού, η Μαρία Μαγδαληνή<br />
προσπάθησε να τον αγγίζει. Τότε εκείνος της απάντησε : «Μη<br />
μου άπτου, ούπω γαρ ανέβηκα προς τον πατέρα μου» (Μη με<br />
αγγίζεις, επειδή δεν ανέβηκα ακόμη στον πατέρα μου).<br />
Όποιος είναι «μη μου άπτου», σημαίνει πως είναι ιδιαίτερα<br />
ευαίσθητος.<br />
ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ρ<strong>Α</strong>ΤΤΕ<br />
<strong>Α</strong>ρκετοί είναι αυτοί που προσπαθούν να διαταράξουν την τόσο<br />
πολύτιμη γαλήνη μας για διάφορα ασήμαντα ζητήματα. Δεν<br />
υπάρχει καλύτερη απάντηση στην προσπάθειά τους απ’ αυτή<br />
που έδωσε ο <strong>Α</strong>ρχιμήδης, ένας από τους μεγαλύτερους<br />
επιστήμονες της αρχαιότητας. Μόνο που την έδωσε, όπως θα<br />
δούμε, τη λάθος στιγμή σε λάθος άνθρωπο.
Ο <strong>Α</strong>ρχιμήδης έζησε και πέθανε στις Συρακούσες (287 π.Χ. - 212<br />
π.Χ.). Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του, δεν δέχτηκε ποτέ<br />
αξιώματα. Υπήρξε μεγάλος ερευνητής των φυσικών<br />
φαινομένων και σ’ αυτόν χρωστάμε σήμερα πολλές από τις<br />
γνώσεις μας στη γεωμετρία και τη φυσική, όπως τη γνώση του<br />
ειδικού βάρους, τους μοχλούς, τους κοχλίες, τις τροχαλίες, τη<br />
δύναμη της άνωσης κλπ. Δική του εφεύρεση ήταν και τα ηλιακά<br />
κάτοπτρα που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι των Συρακουσών,<br />
για να κάψουν τα πλοία των Ρωμαίων που τους πολιορκούσαν.<br />
Όμως η πόλη έπεσε με προδοσία κι ένας Ρωμαίος στρατιώτης<br />
βρέθηκε στο σπίτι του <strong>Α</strong>ρχιμήδη. Όμως εκείνος του ζήτησε να<br />
βγει έξω, γιατί η παρουσία του τον ενοχλούσε στο γεωμετρικό<br />
πρόβλημα που εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να λύσει. Κι έτσι<br />
ο στρατιώτης τον σκότωσε, στερώντας τόσο νωρίς την<br />
ανθρωπότητα από ένα αθάνατο πνεύμα.<br />
ΜΗΛΟ <strong>ΤΗΣ</strong> ΕΡΙΔΟΣ<br />
Οι παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστές ή παίκτες του μπάσκετ<br />
γίνονται συχνά κοινός μεταγραφικός στόχος ομάδων, ώστε να<br />
καταλήγουν «μήλο της Έριδος» για τους διεκδικητές τους, που<br />
προσφέρουν αφειδώς χρήματα (των οπαδών) για την<br />
απόκτησή τους.<br />
Η Έριδα, θεά της διχόνοιας, ήταν εκείνη που άφησε το πρώτο<br />
μήλο να κυλήσει επίτηδες μεταξύ των καλεσμένων του γάμου<br />
του Πηλέα και της Θέτιδας, επειδή δεν την είχαν καλέσει στο<br />
γάμο. Και το αφιλότιμο έγραφε και κάτι πάνω του : «τη
καλλίστη» (στην ομορφότερη). Η Ήρα, η <strong>Α</strong>θηνά και η <strong>Α</strong>φροδίτη<br />
ξεκίνησαν τον καυγά και ο Δίας, για να μην τις ακούει, διέταξε<br />
τον Ερμή να τις πάει στον Πάρη κι αυτός ν’ αποφασίσει. Η Ήρα<br />
του έταξε δύναμη, η <strong>Α</strong>θηνά σοφία κι η <strong>Α</strong>φροδίτη την Ωραία<br />
Ελένη, τη γυναίκα του Μενέλαου, την πιο όμορφη γυναίκα του<br />
κόσμου. Έτσι το μήλο έφτασε στα χέρια της <strong>Α</strong>φροδίτης, ο<br />
Πάρης έκλεψε την Ελένη και ο Τρωικός πόλεμος ξεκίνησε. Το<br />
σχέδιο της Έριδας πέτυχε!<br />
ΜΗΝ<strong>Α</strong>Σ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ<br />
Είναι γνωστό πως όλα τα νεόνυμφα ζευγάρια εγκαταλείπουν<br />
μετά την τελετή του γάμου τους οικείους τους για ένα μικρό<br />
διάστημα (μερικών ημερών πλέον), ώστε να μπορέσουν να<br />
χαρούν ανενόχλητα τις πρώτες ημέρες της κοινής τους ζωής με<br />
τις ευλογίες της εκκλησίας ή της πολιτείας.
Φαίνεται ότι ο «μήνας του μέλιτος» κρατάει από πολύ παλιά,<br />
αφού στο Δευτερονόμιο (5 ο βιβλίο της Εβραϊκής Βίβλου)<br />
προβλέπεται ότι ο νεόνυμφος άντρας απαλλάσσεται για έναν<br />
ολόκληρο χρόνο από οποιαδήποτε στρατιωτική θητεία ή άλλη<br />
υποχρέωσή του προς την πολιτεία, προκειμένου να αφοσιωθεί<br />
αποκλειστικά στη νέα του οικογένεια.<br />
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο «μήνας του μέλιτος»<br />
χαρακτηρίζεται ως η γλυκύτερη περίοδος του έγγαμου βίου και<br />
όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό δεν απέχει καθόλου από την αλήθεια.<br />
ΜΟΛΩΝ Λ<strong>Α</strong>ΒΕ<br />
Όταν δεχόμαστε απειλές, αλλά αρνούμαστε να υποχωρήσουμε,<br />
συνήθως προκαλούμε τον αντίπαλο με τη φράση «Μολών<br />
λαβέ», που κατά κυριολεξία σημαίνει «Έλα να τα πάρεις».<br />
<strong>Α</strong>υτή ήταν η ιστορική απάντηση του Λεωνίδα, βασιλιά των<br />
Σπαρτιατών που υπερασπίζονταν τα στενά των Θερμοπυλών<br />
(480 π.Χ.), προς τον απεσταλμένο του βασιλιά των Περσών<br />
Ξέρξη που ζητούσε την άμεση παράδοσή τους. Για να<br />
ακολουθήσει η γνωστή θυσία τους μέχρι και τον τελευταίο<br />
πολεμιστή.<br />
Τη φράση αυτή επανέλαβε και ο αγωνιστής Γρηγόρης<br />
<strong>Α</strong>υξεντίου απέναντι στους Άγγλους κατακτητές της Κύπρου στις<br />
3 Μαρτίου 1957 όταν του ζήτησαν να παραδοθεί. Εκεί όμως δε<br />
δόθηκε μάχη, γιατί οι Άγγλοι προτίμησαν να περιλούσουν το<br />
κρησφύγετό του με βενζίνη και να τον κάψουν ζωντανό.
ΜΟΣΧΟΒΟΛ<strong>Α</strong>ΕΙ<br />
Στα βυζαντινά χρόνια, ο μόσχος ήταν το πιο περιζήτητο<br />
αρωματικό φυτό, επειδή οι κάτοικοι της υπαίθρου, και πιο πολύ<br />
οι γυναίκες, συνήθιζαν να μαζεύουν και να χρησιμοποιούν<br />
λουλούδια και βότανα για την παρασκευή αρωμάτων, για τον<br />
καλλωπισμό τους, ακόμα και στη μαγειρική.<br />
Ό,τι μοσχοβολάει, λοιπόν, μυρίζει πάρα πολύ όμορφα και ό,τι<br />
μοσχοπουλιέται, πουλιέται σε πάρα πολύ καλή τιμή.<br />
ΜΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ Ψ<strong>Α</strong>ΡΙ Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΧΕΙΛΗ<br />
Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η μεγαλύτερη σε<br />
διάρκεια και προφανώς η δυσκολότερη, μιας και η απαιτούμενη<br />
εγκράτεια είναι έξω και πέρα από τα όρια πολλών ανθρώπων.
Ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, όπου ο Χριστιανισμός ήταν η κυρίαρχη<br />
και αρκούντως πιεστική θρησκεία, οι πιστοί τηρούσαν ευλαβικά<br />
κάθε κανόνα της. Κι αν για τους λαϊκούς τα πράγματα ήταν<br />
δύσκολα, φανταστείτε πόσο απαιτητική ήταν η περίοδος της<br />
νηστείας για όσους είχαν ασπαστεί τον μοναχισμό. Η<br />
κατάσταση χειροτέρευε όταν κάποιοι απ' αυτούς ξέφευγαν από<br />
τις επιταγές του σχήματός τους και υπέπιπταν στο παράπτωμα<br />
της απόλαυσης απολαυστικών τροφών, όπως γάλα, αυγά κλπ.<br />
Συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν ενώπιον του εκκλησιαστικού<br />
συμβουλίου για να τους επιβληθούν αυστηρότατες και<br />
επώδυνες ποινές.<br />
Σύμφωνα όμως με τον χρονικογράφο Θεοφάνης, η πλέον<br />
βασανιστική ποινή επιβλήθηκε στον μοναχό Μεθόδιο που<br />
πιάστηκε, ο αθεόφοβος, μέσα στη Σαρακοστή να τηγανίζει<br />
ψάρια μέσα στην κρυψώνα του σε μια σπηλιά. Γι' αυτό το<br />
τρομερό του αμάρτημα, ο ηγούμενος του μοναστηριού του<br />
επέβαλε την εξής εξοντωτική τιμωρία : να του γεμίσουν το<br />
στόμα με αναμμένα κάρβουνα και πάνω σ' αυτά να ψήσουν ένα<br />
ψάρι. Μέσα σε λίγη ώρα ο καλόγερος παρέδωσε πνεύμα με<br />
φρικτούς πόνους.<br />
Το ίδιο περίπου μας κάνουν και όσοι μας ψήνουν το ψάρι στα<br />
χείλη, αφού η απαράδεκτη συμπεριφορά τους μας καταπιέζει<br />
τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά αρκετές φορές.
ΜΟΥΝΤΖ<strong>Α</strong><br />
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο εθνικός τρόπος<br />
εκδήλωσης της αγανάκτησής μας απέναντι στους άλλους,<br />
όπως δηλώνει και η γνωστή έκφραση «βραβείο ανοιχτής<br />
παλάμης».<br />
Ωστόσο, η καταγωγή της ανάγεται στα βυζαντινή χρόνια όταν<br />
άλειφαν το πρόσωπο κάποιου με καπνιά με την παλάμη<br />
ανοιχτή ως δείγμα δημόσιου εξευτελισμού. Η παράδοση<br />
συνεχίστηκε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οπότε άφηναν<br />
το αποτύπωμα μιας ανοιχτής παλάμης χρησιμοποιώντας<br />
καπνιά ή πίσσα πάνω στους τοίχους των οίκων ανοχής.<br />
ΜΟΥΣΙΚΗ<br />
<strong>Α</strong>σφαλώς δεν αποτελεί σύμπτωση η χρήση του ελληνικού όρου<br />
«μουσική» σε περίπου 100 διαφορετικές γλώσσες πάνω στη<br />
γη. Η μουσική οφείλει το όνομά της, σύμφωνα με την ελληνική<br />
μυθολογία, στις 9 κόρες του Δία (πατέρα θεού και ανθρώπων,<br />
συμβόλου της νόησης) και της Μνημοσύνης, δηλαδή της<br />
μνήμης. <strong>Α</strong>λλά και το όνομα καθεμιάς από τις Μούσες δεν είναι<br />
τυχαίο, όπως και οι ιδιότητες που τους αποδίδονται. Όλες είναι<br />
εφευρέτριες : Η Κλειώ της ιστορίας, δημιουργεί κλέος (δόξα)<br />
στους συγγραφείς και στους ήρωες. Η Ευτέρπη των αυλών,<br />
που τέρπουν (ευχαριστούν) όσους τους ακούνε ή των<br />
επιστημών που τέρπουν (ωφελούν) όσους τις μαθαίνουν. Η<br />
Θάλεια της κωμωδίας και της σποράς και επιστάτρια των<br />
συμποσίων, απ’ όπου και το όνομά της, θαλία = συμπόσιο, ή
από το θάλλω = ανθίζω. Η Μελπομένη της τραγωδίας και της<br />
μελωδίας, απ’ όπου και το όνομά της. Η Τερψιχόρη του χορού<br />
που τέρπει (διασκεδάζει) τους ανθρώπους. Η Ερατώ των<br />
ερωτικών ποιημάτων, προστάτιδα του έρωτα. Η Πολύμνια των<br />
ύμνων ή της γεωμετρίας και της γραμματικής. Η Ουρανία της<br />
αστρονομίας. Η Καλλιόπη της ποίησης, γι’ αυτό και ονομάζεται<br />
καλλιεπής και αυτήν επικαλείται ο Όμηρος στο ξεκίνημα της<br />
Ιλιάδας και της Οδύσσειας.<br />
<strong>Α</strong>κόμη και η καταγωγή του ονόματος «Μούσαι» οφείλεται είτε<br />
στο ρήμα μω, που σημαίνει ζητώ, αναζητώ είτε στο «ομού<br />
ούσαι», επειδή τραγουδούν και χορεύουν αρμονικά χωρίς ποτέ<br />
να αποχωρίζονται η μια από την άλλη.<br />
Τι άλλο είναι λοιπόν η μουσική, πέρα από το αξεχώριστο<br />
μείγμα των πιο υψηλών νοητικών λειτουργιών, που έχει<br />
κατακτήσει ο ανθρώπινος νους στο πέρασμά του απ’ τη γη!
ΜΠ<strong>Α</strong>ΤΕ ΣΚΥΛΟΙ <strong>Α</strong>ΛΕΣΤΕ<br />
ΚΙ <strong>Α</strong>ΛΕΣΤΙΚ<strong>Α</strong> ΜΗ ΔΩΣΕΤΕ<br />
Ο Πατρινός μυλωνάς Γιάννης Ζήσιμος είναι ένας από τους<br />
αμέτρητους καθημερινούς αγωνιστές της ιστορίας μας, που οι<br />
ιστορικοί δεν του αφιέρωσαν τόσο χώρο όσο αντιστοιχούσε<br />
στην παλληκαριά του, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε πολλούς<br />
πατριώτες μέχρι σήμερα.<br />
Όταν μια ομάδα Φράγκων κατακτητών, Σκυλόφραγκων όπως<br />
τους ονόμαζαν οι υπόδουλοι Έλληνες, μπήκαν στον μύλο του<br />
και του ζήτησαν να τους αλέσει όσο σιτάρι υπήρχε εκεί με την<br />
υπόσχεση ότι θα τον πληρώσουν, ο γενναίος μυλωνάς<br />
κατάλαβε αμέσως την πρόθεσή τους να του αρπάξουν το<br />
λιγοστό βιος του. Παρ' όλα αυτά, όχι μόνο συγκράτησε την
οργή του, αλλά βρήκε και μια πολύ έξυπνη δικαιολογία, ότι δεν<br />
μπορεί μόνος του να αλέσει όλη αυτή την ποσότητα σταριού.<br />
Εκείνοι τότε προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν κι αυτός με τη<br />
σειρά του και με προσποιητή ευγένεια τους πρότεινε να μπουν<br />
μέσα στον μύλο λέγοντας : "Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά<br />
μη δώσετε".<br />
Το σχέδιο του πέτυχε. Τους έκλεισε μέσα στον μύλο, έβαλε<br />
φωτιά και τους έκαψε ζωντανούς. Ο ίδιος φρόντισε να<br />
εξαφανιστεί για πάντα.<br />
Ίσως το όνομά του και το κατόρθωμά του να πέρασαν στα ψιλά<br />
στης ιστορίας, η φράση του όμως έφτασε μέχρι σήμερα, για να<br />
χαρακτηρίζει όλες εκείνες τις ανώμαλες καταστάσεις που ο<br />
ισχυρός επιβάλλει την θέλησή του στον αδύναμο πέρα από<br />
κάθε έννοια δικαίου.<br />
ΜΠΟΪΚΟ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ζ<br />
Η άρνηση εμπορικής σχέσης ή η εμπορική απομόνωση<br />
οφείλουν το διεθνές όνομά τους στον Άγγλο γαιοκτήμονα<br />
Charles Boycott (1832-1897). Είναι επίσημα ο πρώτος<br />
μεγαλοτσιφλικάς που οι Ιρλανδοί μικροκαλλιεργητές<br />
αρνήθηκαν να συνεργαστούν στα κτήματά του, εξαιτίας του<br />
υπερβολικά υψηλού ενοικίου που τους χρέωνε.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε μέχρι σήμερα η τακτική αυτή εφαρμόζεται με<br />
εξαιρετική επιτυχία σε επίπεδο κρατών πλέον όταν τα
οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών θίγονται από όσες μικρές<br />
χώρες επιχειρούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.<br />
Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι ρόλοι.<br />
ΜΠΡΟΥΚΛΗΣ<br />
Πώς αλλιώς να πεις τον «άρχοντα» με την κουρσάρα που<br />
επέστρεψε με ένα μάτσο δολάρια από την <strong>Α</strong>μέρικα και κάθε<br />
βράδυ σπάει πιάτα στα μπουζούκια βαθιά μερακλωμένος και<br />
πάει και στο πανηγύρι του χωριού του και γεμίζει τους<br />
οργανοπαίχτες με τα μαγικά πράσινα χαρτάκια!<br />
Έτσι χαρακτήριζαν τους Έλληνες μετανάστες που έρχονταν<br />
στην πατρίδα από την <strong>Α</strong>μερική, και ιδιαίτερα από την περιοχή<br />
του Μπρούκλιν, στην δεκαετία του 60 με τα πολυτελή<br />
αυτοκίνητα οι μεροκαματιάρηδες συγγενείς, που είχαν την<br />
ελπίδα πως όλο και κάποιο δολάριο θα φτάσει και ως αυτούς.<br />
Βέβαια, πολλές φορές την πάτησαν, γιατί απλά οι ξενιτεμένοι<br />
διαφήμιζαν τα υπάρχοντά τους, χωρίς οι συγγενείς τους να<br />
γνωρίζουν πως αυτά ήταν όσα τους είχαν απομείνει όλα κι όλα.<br />
Θυμηθείτε μερικές παλιές ελληνικές ταινίες του ασπρόμαυρου<br />
πλην ηρωικού κινηματογράφου.
Ν<br />
Ν<strong>Α</strong> ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ<br />
Συμβαίνει κάποιες φορές να δεχόμαστε προσφορές που<br />
συνοδεύονται από αιτήματα πολύ πιο απαιτητικά από όσα<br />
δήθεν μας προσφέρονται. Στην περίπτωση αυτή, αρνούμαστε<br />
την προσφορά με την φράση "να μένει το βύσσινο", δείχνοντας<br />
ότι έχουμε αντιληφθεί τις δόλιες προθέσεις της προσφοράς.<br />
Το περιστατικό που μας κληροδότησε αυτή τη φράση<br />
τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα σε ένα καφενείο μεταξύ<br />
ενός βουλευτή και ενός ψηφοφόρου, μαθημένου από τότε στις<br />
εξυπηρετήσεις από τους πατέρες του έθνους με αντάλλαγμα,<br />
φυσικά, την υπόσχεση ψήφου στις εκλογές.<br />
Ο ψηφοφόρος προσέγγισε τον βουλευτή για το ρουσφέτι του,<br />
αφού πρώτα παράγγειλε στον σερβιτόρο ένα βύσσινο για<br />
κέρασμα. Φαίνεται όμως ότι είτε το κέρασμα ήταν φτωχό είτε ο<br />
βουλευτής (πράγμα σπάνιο) ήταν από τους λίγους που δεν<br />
έκαναν χάρες.<br />
Έτσι, όταν ο ψηφοφόρος απέτυχε να τον πείσει για το αίτημά<br />
του, σηκώθηκε αγανακτισμένος να φύγει φωνάζοντας<br />
ταυτόχρονα στο γκαρσόνι : "Να μένει το βύσσινο!"<br />
Όχι να πάει και τζάμπα το κέρασμα!
Ν<strong>Α</strong> ΤΣΙΜΠΗΣΟΥΜΕ Κ<strong>Α</strong>ΤΙ<br />
Στα βυζαντινά χρόνια είχαν τη συνήθεια να τρώνε το κρέας με<br />
τα χέρια. Έτσι ήταν αναγκασμένοι να το τσιμπούν, προκειμένου<br />
να κόψουν το κομμάτι που ήθελαν να φάνε.<br />
Με το πέρασμα των χρόνων, η φράση αυτή έχασε την αρχική<br />
της σημασία και χρησιμοποιείται πλέον όταν θέλουμε να φάμε<br />
κάτι πρόχειρα για να κόψουμε προσωρινά την πείνα μας ή όταν<br />
θέλουμε να κάνουμε ένα ελαφρύ γεύμα.<br />
ΝΙΠΤΩ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Σ ΧΕΙΡ<strong>Α</strong>Σ ΜΟΥ<br />
Όταν οι Εβραίοι ζητούσαν επίμονα τη θανάτωση του Χριστού<br />
από τον Ρωμαίο διοικητή Πόντιο Πιλάτο, αυτός προσπάθησε να<br />
τον σώσει. Ζήτησε να τον φέρουν στο Πραιτώριο μαζί με το<br />
ληστή Βαρραβά και ρώτησε το πλήθος, σύμφωνα με το έθιμο<br />
εκείνης της εποχής, σε ποιον επιθυμούσαν να χαρίσει τη ζωή.<br />
Όταν είδε ότι αυτοί και πάλι επέμεναν να θανατωθεί ο Ιησούς,<br />
ζήτησε να του φέρουν μια λεκάνη με νερό για να πλύνει τα<br />
χέρια του, επιχειρώντας να απαλλαγεί συμβολικά από το αίμα<br />
του αθώου που σε λίγο θα πέθαινε με μαρτυρικό θάνατο.<br />
Όποιος λοιπόν «νίπτει τας χείρας του», δηλώνει ότι πλέον δεν<br />
φέρει καμία ευθύνη για ό,τι συμβεί.<br />
Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΜΙΤΖ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong><br />
Η Dame Jean, η κυρα-Γιαννούλα επί το ελληνικότερον, ήταν μια<br />
κοντόχοντρη ταβερνιάρισσα που ακολουθούσε το Μεγάλο
Ναπολέοντα στις εκστρατείες του και προμήθευε τους Γάλλους<br />
στρατιώτες με κρασί, που το διατηρούσε μέσα σε ένα, επίσης<br />
κοντόχοντρο, γυάλινο δοχείο.<br />
Φαίνεται, λοιπόν, πως από τη μια η ευτραφής οινοχόος και από<br />
την άλλη το ιδιόμορφο σχήμα του δοχείου δημιούργησαν τη<br />
νταμιτζάνα, την οποία χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα για<br />
τη μεταφορά αλλά και την πόση αυτού του ιλαρυντικού υγρού.<br />
ΝΥΧ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> <strong>Α</strong>ΓΙΟΥ Β<strong>Α</strong>ΡΘΟΛΟΜ<strong>Α</strong>ΙΟΥ<br />
Παρίσι, ξημέρωμα της 24 ης <strong>Α</strong>υγούστου 1572. Η <strong>Α</strong>ικατερίνη των<br />
Μεδίκων, μητέρα του βασιλιά της Γαλλίας Κάρολου του 9 ου ,<br />
δίνει το πρόσταγμα της γενικευμένης σφαγής των<br />
Προτεσταντών Ουγενότων από τους ρωμαιοκαθολικούς<br />
χριστιανούς. Τα σφαγιασμένα θύματα ξεπερνούν τις 30.000 σ’<br />
ολόκληρη τη χώρα.<br />
O Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄, πληροφορούμενος τα ευχάριστα νέα,<br />
απευθύνει Te Deum - δοξολογίες – στις εκκλησίες και κόβει<br />
αναμνηστικό μετάλλιο με τις λέξεις «Strages Hugonotorum»<br />
(σφαγή των Ουγενότων). Συγχρόνως γράφει στο βασιλιά για να<br />
τον συγχαρεί για το κατόρθωμά του και τον καλεί «να μη<br />
διακόψει ένα έργο που προέχεται από τον Θεό και να<br />
παραμείνει ο εμπνευστής όλων εκείνων που με τη θεία δύναμη<br />
απάλλαξαν τον κόσμο από αυτούς τους θλιβερούς αιρετικούς».<br />
Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε γενοκτονία.
Ξ<br />
ΞΕΦΤΕΡΙ<br />
Για όσους δεν το γνωρίζουν, το ξεφτέρι είναι είδος γερακιού<br />
που ζει στην πατρίδα μας. Στη βυζαντινή εποχή τα ξεφτέρια<br />
εκπαιδεύονταν κατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν από τους<br />
πλούσιους ως ανιχνευτές θηραμάτων. Και, βέβαια, λόγω της<br />
αρπακτικής φύσης τους, της πανίσχυρης όρασης, της πτητικής<br />
τους ικανότητας αλλά και της ευστροφίας τους αναδεικνύονταν<br />
πάντα άριστοι κυνηγοί.<br />
Όποιος είναι «ξεφτέρι», έχει όλα αυτά τα χαρίσματα για να<br />
διακριθεί στο δύσκολο στίβο της ζωής.
ΞΙΠΟΛΗΤΟΣ ΣΤ’ <strong>Α</strong>ΓΚ<strong>Α</strong>ΘΙ<strong>Α</strong><br />
Ο Θεόκριτος, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της<br />
Ελληνιστικής περιόδου και πρωτοπόρος της βουκολικής<br />
ποίησης του 3 ου π.Χ. αιώνα, στο ειδύλλιο «Βάτος και<br />
Κορύδων», συνιστά να μην περπατάμε χωρίς παπούτσια στ’<br />
αγκάθια.<br />
<strong>Α</strong>σφαλώς η σημασία της φράσης αυτής είναι αλληγορική και<br />
ιδιαίτερα όταν απευθύνεται ως προτροπή σε όσους<br />
παρασύρονται από τα συναισθήματα τους και αφήνονται<br />
ακάλυπτοι και ανίσχυροι στις διαθέσεις εκείνων που σκοπό<br />
έχουν να τους τραυματίσουν ψυχικά.<br />
Ο απλός λαός, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της<br />
παραίνεσης αυτής, την έκανε αναπόσπαστο μέρος της<br />
καθημερινής του φρασεολογίας.
Ο<br />
Ο ΒΡ<strong>Α</strong>ΧΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ<br />
Τυχαίνει αρκετές φορές να επιχειρούμε να λύσουμε ένα<br />
δύσκολο πρόβλημα, να πιστεύουμε πως έχουμε φτάσει ένα<br />
βήμα από τη λύση του, να μπερδεύονται όμως τόσο τα<br />
πράγματα και να αναγκαζόμαστε να ξεκινήσουμε πάλι από την<br />
αρχή. Τέτοιες περιπτώσεις λέμε πως μοιάζουν με τον βράχο<br />
του Σίσυφου.<br />
Ο Σίσυφος, ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας<br />
(Κόρινθος), έδωσε σημαντικές πληροφορίες στον ποταμό και<br />
θεό <strong>Α</strong>σωπό σχετικά με την κόρη του <strong>Α</strong>ίγινα, την οποία είχε<br />
αρπάξει ο Δίας.<br />
Όταν ο Δίας γλίτωσε από το κυνηγητό του <strong>Α</strong>σωπού,<br />
αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο. Τον έστειλε στον Άδη,<br />
αλλά τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, αφού ο Σίσυφος<br />
παγίδευσε τον Άδη, ώστε να μη μπορεί να πάρει τις ψυχές των<br />
ανθρώπων. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του Άρη για τη<br />
λύση του προβλήματος, αλλά κι αυτόν ο δαιμόνιος Σίσυφος τον<br />
εξαπάτησε. Μέχρι που ο Ερμής έδωσε τον οριστική λύση.<br />
Γι’ αυτή του τη συμπεριφορά οι «κριτές των νεκρών» του<br />
επέβαλαν την ποινή της μεταφοράς ενός τεράστιου βράχου
στην κορυφή ενός βουνού. Μόνο που όταν έφτανε εκεί, ο<br />
βράχος δεν ισορροπούσε, με αποτέλεσμα να κατρακυλάει από<br />
την άλλη πλευρά του βουνού. Έτσι το μαρτύριό του ήταν<br />
αδιάκοπο.<br />
Ο Κ<strong>Α</strong>ΚΟΣ ΜΟΥ Δ<strong>Α</strong>ΙΜΟΝ<strong>Α</strong>Σ<br />
Όποιος ή ό,τι μας δημιουργεί προβλήματα ή εμπόδια<br />
αξεπέραστα, αποτελεί τον κακό μας δαίμονα.<br />
Η καταγωγή της φράσης βρίσκεται σε μακρινές εποχές της<br />
ελληνικής μυθοπλασίας, σύμφωνα με την οποία κάθε<br />
άνθρωπος συνοδεύεται από ένα καλό και ένα κακό πνεύμα,<br />
που γεννιούνται μαζί του και τον συνοδεύουν ως τη στερνή<br />
πνοή του.<br />
Ο καλός δαίμονας είναι προστάτης και βοηθός του ανθρώπου<br />
στους κινδύνους, τον προτρέπει στο σωστό και τους χαρίζει<br />
εφευρετική δύναμη.<br />
<strong>Α</strong>ντίθετα, ο κακός δαίμονας είναι αυτός που σπρώχνει τον<br />
άνθρωπο στα πάθη και στην ακολασία και τον παρακινεί να<br />
αμαρτήσει. Για τους Έλληνες, τέτοιους δαίμονες είχαν μόνο οι<br />
άντρες (!!!), ενώ οι Ρωμαίοι, πιο προνοητικοί, δημιούργησαν<br />
αντίστοιχους και για τις γυναίκες.<br />
Η αλληγορία των δαιμόνων, καλών και κακών, είναι προφανώς<br />
η ψυχή κάθε ανθρώπου.
Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ<br />
Την εποχή της συνδιοίκησης του ρωμαϊκού κράτους από τον<br />
Πομπήιο και τον Καίσαρα, υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ<br />
των δύο ανδρών. ‘Όταν ο Πομπήιος, κυρίαρχος της Ρώμης,<br />
ανακάλεσε από τις επαρχίες τον Καίσαρα, ήταν φανερός ο<br />
στόχος της εξόντωσης του. Η αντίδραση του Καίσαρα ήταν<br />
άμεση και υποδειγματική.<br />
Λέγοντας την ιστορική πλέον φράση «ο κύβος ερρίφθη»,<br />
δηλαδή έφτασε η ώρα των καθοριστικών αποφάσεων, πέρασε<br />
τον ποταμό Ρουβίκωνα και μέσα σε 60 μέρες δεν άφησε τίποτα<br />
όρθιο στο πέρασμά του αναγκάζοντας τον Πομπήιο και τους<br />
Συγκλητικούς να καταφύγουν άρον άρον στη Θεσσαλονίκη.<br />
Έτσι έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος, όσο κι αν αυτό αργότερα το<br />
πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή.<br />
Ο Λ<strong>Α</strong>ΚΚΟΣ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ<br />
Ο Εβραίος προφήτης Δανιήλ υπηρετούσε ως αξιωματούχος<br />
στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα και στην περσική<br />
αυτοκρατορία. Μετά από συνωμοσία σε βάρος του,<br />
κατηγορήθηκε και ρίχτηκε σε λάκκο λεόντων μαζί με τρεις<br />
συντρόφους του απ’ όπου σώθηκε με θεϊκή παρέμβαση.<br />
Όποιος βρεθεί λοιπόν στο «λάκκο των λεόντων», καλό θα είναι<br />
να μην περιμένει τη θεϊκή παρέμβαση για τη σωτηρία του, αλλά<br />
να προσπαθήσει να τρέξει για να σωθεί.
Ο ΜΟΝΟΦΘ<strong>Α</strong>ΛΜΟΣ<br />
Β<strong>Α</strong>ΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ<br />
Στα τέλη του 10 ου και στις αρχές του 11 ου μ.Χ. αιώνα οι<br />
Βούλγαροι αποτελούσαν μόνιμη απειλή για τη βυζαντινή<br />
αυτοκρατορία, λεηλατώντας πολλές περιοχές και προκαλώντας<br />
αμέτρητα δεινά στους κατοίκους τους. Το 1014 μ.Χ., στη θέση<br />
Κλειδί, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’, ο επονομαζόμενος<br />
Βουλγαροκτόνος, κατατρόπωσε τα στρατεύματα του αρχηγού<br />
των Βουλγάρων Σαμουήλ αιχμαλωτίζοντας περίπου 14.000<br />
στρατιώτες. Σε αντίποινα για όσα είχαν μέχρι τότε προκαλέσει<br />
τους επέβαλε την ποινή της τύφλωσης, φροντίζοντας όμως να<br />
αφήνει σε κάθε 100 εχθρούς του μόνο έναν μονόφθαλμο για να<br />
τους οδηγήσει πίσω στην πατρίδα τους.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, όποιος τα καταφέρνει σε μια δραστηριότητα έστω και<br />
λίγο σε σχέση με όλους τους άλλους, «ο μονόφθαλμος<br />
βασιλεύει στους τυφλούς».<br />
Ο ΟΦΙΣ ΜΕ ΗΠ<strong>Α</strong><strong>ΤΗΣ</strong>Ε<br />
Δεν είναι λίγες οι φορές που παρασυρόμαστε από άλλους ή<br />
από τη δική μας περιέργεια, με αποτέλεσμα να βρεθούμε<br />
εκτεθειμένοι απέναντι σε άτομα, που με κανένα τρόπο δε θα<br />
θέλαμε να συμβεί.<br />
Στην περίπτωση αυτή ζητάμε ταπεινά συγνώμη με μόνη<br />
δικαιολογία πως «ο όφις με ηπάτησε», δηλαδή κάποιος άλλος<br />
με παραπλάνησε και με οδήγησε σε τέτοια συμπεριφορά.
<strong>Α</strong>υτή ήταν η απάντηση που έδωσε η πρωτόπλαστη Εύα στο<br />
Θεό, όπως αναφέρεται στο 3 ο κεφάλαιο της Γένεσης της<br />
Παλαιάς Διαθήκης, όταν τη ρώτησε γιατί έφαγε από τον<br />
απαγορευμένο καρπό. Για να ακολουθήσουν όλες οι γνωστές<br />
κατάρες του Θεού (!!!) και προς το ανθρώπινο γένος και προς<br />
το φίδι.<br />
<strong>Α</strong>πό τη στιγμή εκείνη, προς επιβεβαίωση των λόγων του Θεού<br />
που απαγόρευε τη δοκιμή του καρπού, ο άνθρωπος έμαθε τι<br />
είναι τα βάσανα της ζωής και ο θάνατος. Προσέχετε, λοιπόν, τα<br />
φίδια γενικώς…
ΟΙ ΔΕΚ<strong>Α</strong> ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ Φ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>Ω<br />
Όταν ένας άνθρωπος είναι δυστυχισμένος και κάθε φορά που<br />
προσπαθεί να ορθοποδήσει, μια καινούρια συμφορά τον<br />
βρίσκει, τότε λέμε πως σέρνει πάνω του τις δέκα πληγές του<br />
Φαραώ.<br />
Σύμφωνα με τα γραφόμενα της Βίβλου, δέκα πληγές έστειλε ο<br />
Θεός του Ισραήλ στο Φαραώ της <strong>Α</strong>ιγύπτου και στο λαό του,<br />
επειδή καταδυνάστευε τους Ισραηλίτες, δεν τους επέτρεπε να<br />
φύγουν από την <strong>Α</strong>ίγυπτο και να λατρεύουν ελεύθερα το δικό<br />
τους Θεό. Δέκα πληγές και τι πληγές!<br />
Τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, ό,τι ζούσε στο<br />
ποτάμι ψόφησε κι η έλλειψη νερού ήταν τραγική.<br />
Βάτραχοι εμφανίστηκαν παντού, κατακλύζοντας τα σπίτια των<br />
ανθρώπων.<br />
Ο αέρας γέμισε με σκνίπες, που δυσκόλευαν αφόρητα τη ζωή<br />
των ανθρώπων και των ζώων.<br />
Σμήνη από αλογόμυγες μπήκαν στα σπίτια και καταστρέψανε<br />
τον τόπο.<br />
Βάρια επιδημία χτύπησε τα κοπάδια των ζώων, που ξεκίνησαν<br />
να ψοφούν.<br />
Άνθρωποι και ζώα γέμισαν εξανθήματα, σπυριά και πληγές.<br />
Χοντρό χαλάζι τσάκισε τους ανθρώπους, τα ζώα και τα σπαρτά.<br />
Σμήνη ακρίδων σκοτείνιασαν τον ουρανό, καταστρέφοντας ό,τι<br />
είχε απομείνει.
Πυκνό σκοτάδι κάλυψε για τρεις ολόκληρες μέρες τη χώρα απ’<br />
άκρη σ’ άκρη.<br />
Τιμωρήθηκαν με θάνατο όλοι οι πρωτότοκοι γιοι των<br />
<strong>Α</strong>ιγυπτίων, ακόμη και ο γιος του Φαραώ, προκαλώντας θρήνο<br />
σ’ όλη τη χώρα.<br />
ΟΙ «Κ<strong>Α</strong>ΣΣ<strong>Α</strong>ΝΔΡΕΣ»<br />
Η Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της<br />
Εκάβης, λέγεται ότι απέκτησε το χάρισμα της μαντικής από το<br />
θεό <strong>Α</strong>πόλλωνα που για αντάλλαγμα ζήτησε τον έρωτά της.<br />
Όταν εκείνη αρνήθηκε, ο θεός την καταράστηκε να μη δίνει<br />
κανείς σημασία στις προφητείες της.<br />
Κατά μία άλλη εκδοχή, τα ιερά φίδια του Θυμβραίου <strong>Α</strong>πόλλωνα<br />
έγλειψαν το πρόσωπό της και έτσι απέκτησε τη μαντική<br />
δύναμη. Η Κασσάνδρα προέβλεψε ότι ο Πάρις θα έφερνε<br />
καταστροφή της πόλης, ότι η απαγωγή της Ωραίας Ελένης θα<br />
προκαλούσε τον αφανισμό της πόλης και ότι με κανένα τρόπο<br />
δεν έπρεπε να μπει ο Δούρειος Ίππος μέσα στην Τροία. Όμως<br />
κανένας δεν την πίστεψε.<br />
Η Κασσάνδρα κατέληξε παλλακίδα του <strong>Α</strong>γαμέμνονα και βρήκε<br />
τραγικό θάνατο μαζί του από την Κλυταιμνήστρα και τον<br />
<strong>Α</strong>ίγισθο.<br />
Γι’ αυτό, μάλλον είναι λάθος η συμβουλή όταν μας λένε : «Μην<br />
ακούτε τις Κασσάνδρες».
ΟΙ ΧΙΩΤΕΣ Π<strong>Α</strong>ΝΕ ΔΥΟ ΔΥΟ<br />
Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας εφαρμόζονταν νόμοι<br />
που όχι μόνο διαχώριζαν τη θέση του ραγιά από τον κατακτητή,<br />
αλλά σκοπό είχαν να τον εξευτελίσουν και να δηλώσουν την<br />
κατωτερότητά του. Ένας τέτοιος νόμος ήταν αυτός που<br />
υποχρέωνε τους ραγιάδες να κουβαλήσουν στις πλάτες τους<br />
Οθωμανούς αξιωματούχους όταν συναντιόνταν σε<br />
δυσκολοδιάβατα σημεία ή σε γεφύρια.<br />
Οι πονηροί Χιώτες όμως βρήκαν λύση και σ’ αυτό το<br />
πρόβλημα. Πήγαιναν πάντα δυο δυο σ’ αυτές τις διαδρομές κι<br />
όταν συναντούσαν στο δρόμο τους κατακτητές, προλάβαιναν κι<br />
έπαιρναν στην πλάτη ο ένας τον άλλον. Έτσι, αφού ήδη<br />
κάποιον κουβαλούσαν στις πλάτες τους, δε μπορούσαν να<br />
εξυπηρετηθούν οι κατακτητές.
Σήμερα, η φράση χρησιμοποιείται για όσους είναι συνεργάσιμοι<br />
και δε ντρέπονται να ζητήσουν τη συνδρομή των άλλων,<br />
προκειμένου να πετύχουν την καλύτερη λύση σε σοβαρά<br />
προβλήματα.<br />
ΟΠΟΤΕ ΤΟΥ Κ<strong>Α</strong>ΠΝΙΣΕΙ<br />
Είναι βέβαιο πως όποιος κάνει ό,τι θέλει ή ό,τι σκεφτεί όποτε<br />
του καπνίσει, τότε μας δυσκολεύει τη ζωή.<br />
Το ίδιο περίπου συνέβαινε και με τους Ευρωπαίους όταν τον<br />
15 ο αιώνα γνώρισαν τον καπνό και το κάπνισμα, που όμως δεν<br />
ήξεραν ποιος ήταν και ο σωστός τρόπος με τον οποίο θα το<br />
έκαναν. Έτσι, κάπνιζαν χλωρά τα φύλλα του καπνού, με<br />
αποτέλεσμα να έχουν σοβαρές παρενέργειες, που συχνά τους<br />
οδηγούσαν και σε εγκληματικές πράξεις. Μπροστά σ’ αυτό το<br />
πρόβλημα, ο βασιλιάς Ιάκωβος <strong>Α</strong>’ της <strong>Α</strong>γγλίας αποφάσισε να<br />
απαγορεύσει το κάπνισμα και να τιμωρεί με αυστηρότητα τους<br />
παραβάτες του νόμου. Τοποθέτησε μάλιστα μια προτομή με<br />
πίπα στο στόμα στην είσοδο του δικαστηρίου όπου<br />
οδηγούνταν οι παράνομοι καπνιστές. Εκεί τους έδειχναν την<br />
προτομή και τους έλεγαν πως απ’ αυτήν εξαρτιόταν η τιμωρία<br />
που επρόκειτο να τους επιβληθεί. <strong>Α</strong>ν μπορούσε η προτομή να<br />
καπνίσει, τότε κι αυτοί θα κρίνονταν αθώοι και θα αφήνονταν<br />
ελεύθεροι.<br />
Το αστείο της ιστορίας είναι πως κάποτε η προτομή κάπνιζε (με<br />
έναν ειδικό μηχανισμό που είχε τοποθετηθεί), για όσους
ασφαλώς διέθεταν τα μέσα και τις κατάλληλες γνωριμίες με την<br />
δικαστική εξουσία.<br />
Δικαίως οι απλοί Άγγλοι πολίτες που καταδικάζονταν γι’ αυτή<br />
την έκνομη δραστηριότητά τους δημιούργησαν αυτή τη φράση,<br />
θέλοντας να δείξουν πόσο άδικη ήταν από τότε η δικαιοσύνη.<br />
Τελικά, ο χρόνος δεν κατάφερε να δώσει λύση σε κανένα απ’<br />
αυτά τα δυο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα. Ούτε το<br />
κάπνισμα έπαψε να απαγορεύεται (ενώ οι άνθρωποι<br />
εξακολουθούν να καπνίζουν) ούτε η δικαιοσύνη μπόρεσε να<br />
δικαιώσει το όνομά της και να γίνει επιτέλους δίκαιη.<br />
Ο,ΤΙ ΓΡ<strong>Α</strong>ΦΕΙ, ΔΕΝ ΞΕΓΡ<strong>Α</strong>ΦΕΙ<br />
<strong>Α</strong>πό καταβολής κόσμου, οι άνθρωποι δεν παύουν να πιστεύουν<br />
πως μια ανώτερη δύναμη αποφασίζει τελικά για όσα πρόκειται<br />
να συμβούν ή να μη συμβούν.<br />
Εξάλλου, ακόμη και οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ποιητές<br />
προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα κατά πόσο ο<br />
άνθρωπος ορίζει τη μοίρα του ή κατά πόσο οι θεοί<br />
αποφασίζουν προκαταβολικά γι’ αυτόν.<br />
Ό,τι δεν είναι πεπρωμένο να πάθω, δεν θα το πάθω<br />
(Ευρυπίδης). Το ήθος του ανθρώπου χαράζει τη μοίρα του<br />
(Ηράκλειτος). Οποιαδήποτε κι αν είναι η μοίρα σου, υπόμενέ<br />
την χωρίς αγανάκτηση (Πυθαγόρας). Σπανίως ο άνθρωπος<br />
ξεφεύγει απ’ το γραμμένο (<strong>Α</strong>ρίοστος).
Η συγκεκριμένη φράση, όμως, σχετίζεται και με την απάντηση<br />
που έδωσε ο Ρωμαίος διοικητής Πόντιος Πιλάτος στους<br />
αρχιερείς των Ιουδαίων όταν εκείνοι του ζήτησαν να σβήσει την<br />
επιγραφή που οι ίδιοι του είχαν ζητήσει να τοποθετήσει στο<br />
σταυρό του Ιησού – Ι.Ν.Β.Ι, δηλαδή Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς<br />
των Ιουδαίων. Όταν κατάλαβαν τη γκάφα τους, ότι μ’ άλλα<br />
λόγια παραδέχονταν πως παρέδωσαν σε σταυρικό θάνατο τον<br />
ίδιο τους το βασιλιά, ήταν πλέον αργά. Τότε ο Πιλάτος τους<br />
έδωσε την αποστομωτική απάντηση «Ο γέγραφα, γέγραφα»!<br />
(Προσοχή! Τα γραπτά μένουν!)<br />
Έτσι και ο απλός λαός δημιούργησε αυτή τη λαϊκή ρήση, για να<br />
επιβεβαιώσει την άποψη αυτή, που έχει διατυπωθεί και από<br />
πολλούς φιλόσοφους και συγγραφείς.<br />
Ο,ΤΙ Λ<strong>Α</strong>ΜΠΕΙ, ΔΕΝ ΕΙΝ<strong>Α</strong>Ι ΧΡΥΣΟΣ<br />
Ένα από τα διασημότερα θεατρικά αριστουργήματα του<br />
μεγάλου Άγγλου συγγραφέα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) είναι<br />
«Ο έμπορος της Βενετίας» με τη δημιουργία του εξαιρετικού<br />
χαρακτήρα του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ. Στο έργο αυτό<br />
αναφέρεται η σοφή φράση «ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός».<br />
Πόσες φορές δεν επαληθεύεται στην καθημερινή ζωή! Χρυσός<br />
δεν είναι ο πολλά «θα...» υποσχόμενος πολιτικός, χρυσός δεν<br />
είναι ο κομψευόμενος προικοθήρας γόνος αριστοκρατικής<br />
οικογενείας, χρυσός δεν είναι τα λεπτεπίλεπτα μοντέλα της<br />
πασαρέλας...<br />
Μακρύς ο κατάλογος με παραδείγματα, ων ουκ έστι αριθμός.
ΟΥ<strong>Α</strong>Ι ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙΣ<br />
Κατά τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, η φράση αυτή ειπώθηκε από τον<br />
αρχηγό των Γαλατών Βριέννιο όταν οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν<br />
να διαπραγματευθούν την ποσότητα του χρυσού που έπρεπε<br />
να πληρώσουν σ’ αυτόν ως λύτρα, προκειμένου ο στρατός του<br />
να εγκαταλείψει την κυριευμένη Ρώμη.<br />
Λέγεται ότι πέταξε το ξίφος του πάνω στη ζυγαριά και<br />
αναφώνησε : “Vae victis” (ουαί τοις ηττημένοις). <strong>Α</strong>πό τότε η<br />
φράση επαναλαμβάνεται για όσους, για κάποιο λόγο,<br />
βρίσκονται στο έλεος των άλλων ή κατηγορούνται άδικα χωρίς<br />
να μπορούν να αντιμετωπίσουν τους κατήγορούς τους.
ΟΥ<strong>Α</strong>Ι ΥΜΙΝ ΓΡ<strong>Α</strong>ΜΜ<strong>Α</strong>ΤΕΙΣ Κ<strong>Α</strong>Ι Φ<strong>Α</strong>ΡΙΣ<strong>Α</strong>ΙΟΙ<br />
Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι μια φράση που ειπώθηκε από<br />
τον Ιησού πριν από δυο χιλιάδες χρόνια προς τους<br />
μεγαλόσχημους δυνάστες-προεστούς του υπόδουλου εβραϊκού<br />
λαού, που δήθεν προσεύχονταν στο Θεό και πάσχιζαν για τη<br />
σωτηρία του, ενώ στην πραγματικότητα συνδιοικούσαν με τους<br />
Ρωμαίους κατακτητές και φρόντιζαν με επιμέλεια να<br />
θησαυρίζουν σε βάρος των συμπατριωτών τους, αφήνοντας<br />
υλικά αγαθά και σε κάμποσες γενιές απογόνων τους. <strong>Α</strong>υτοί,<br />
που καταπίνανε ολόκληρη την καμήλα, ενώ διύλιζαν το<br />
κουνούπι, όπως τόσο εύστοχα τους ξεμπρόστιασε ο κήρυκας<br />
της αγάπης, όπως μας παραδίδεται στα Ευαγγέλια του Μάρκου<br />
και του Ματθαίου.<br />
<strong>Α</strong>υτό το «Ουαί» ας ηχεί ως κώδωνας κινδύνου για όλους τους<br />
σύγχρονους μιμητές τους.<br />
ΟΨΟΜΕΘ<strong>Α</strong> ΕΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ<br />
Ο συγκλητικός Βρούτος ανήκε στους ευνοούμενους του Ιούλιου<br />
Καίσαρα. Και όμως δεν δίστασε να συμμετέχει σε συνωμοσία<br />
εναντίον του, που οδήγησε στο θάνατο τον Καίσαρα. Λέγεται ότι<br />
η τελευταία του φράση ήταν «Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;». Η ομάδα<br />
των συνωμοτών έφυγε από τη Ρώμη και κατέφυγε στην <strong>Α</strong>θήνα,<br />
όπου κατέστρωνε σχέδια εναντίον της αρχηγικής ομάδας (Β΄<br />
Τριανδρία) της Ρώμης. Πριν από τη μάχη των Φιλίππων (42<br />
π.Χ.), είδε στ’ όνειρο του τον δολοφονημένο Καίσαρα, που του<br />
είπε αυτή τη φράση. Η τελική της έκβαση, η ήττα από τον
Μάρκο <strong>Α</strong>ντώνιο, οδήγησε στην αυτοκτονία του Κάσσιου και του<br />
Βρούτου, που καρφώθηκε πάνω στο σπαθί του.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε θεωρείται ότι αυτή θα είναι η μοίρα των προδοτών και<br />
ιδιαίτερα εκείνων που στράφηκαν εναντίον των ευεργετών<br />
τους.
Π<br />
Π<strong>Α</strong>ΚΤΩΛΟΣ<br />
Πολλές φορές στον τόπο μας σπαταλιέται ένας πακτωλός<br />
χρημάτων για δημόσια έργα πολύ χαμηλότερης αξίας ή οι<br />
υποψήφιοι κυβερνήτες δεν διστάζουν να ξεστομίσουν<br />
πακτωλούς υποσχέσεων προκειμένου να υφαρπάξουν τις<br />
ψήφους των απλών ανθρώπων.<br />
Κι αυτό επειδή ο Πακτωλός ήταν ποταμός της Μικράς <strong>Α</strong>σίας<br />
που κατά την αρχαιότητα ήταν πλούσιος σε ψήγματα χρυσού.<br />
Καλύτερα στους πακτωλούς εξόδων να είμαστε αυστηροί και<br />
στους πακτωλούς των υποσχέσεων παντελώς αδιάφοροι.<br />
Π<strong>Α</strong>ΝΔ<strong>Α</strong>ΙΜΟΝΙΟ<br />
Και πού δε μπορεί να γίνει πανδαιμόνιο. Στους κεντρικούς<br />
δρόμους της πόλης, στις κερκίδες ενός γηπέδου, σε μια<br />
διαδήλωση, σε μια ροκ συναυλία, ακόμη και μέσα στο σπίτι<br />
μας, όταν οι μικροί δαίμονες (τα παιδιά μας) έχουν καλέσει τους<br />
φίλους τους για να παίξουν.<br />
Κι όμως, η ελληνικής προέλευσης λέξη, δημιουργήθηκε για<br />
πρώτη φορά το 1667 από τον Άγγλο ποιητή John Milton, από
τη συνένωση των λέξεων «παν+δαιμόνιο». Με τη λέξη αυτή ο<br />
ποιητής περιγράφει την «πρωτεύουσα του Σατανά και των<br />
ομοίων του».<br />
Άγγλος ήταν, δε μπορεί, κάτι παραπάνω θα ‘ξερε...<br />
Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΜΠΡ<strong>Α</strong>ΙΝ<strong>Α</strong><br />
Είναι ίσως το δημοφιλέστερο τσάμικο που χορεύεται σε όλα τα<br />
χαρμόσυνα γεγονότα σε κάθε σπίτι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.<br />
Πίσω όμως από τους στίχους κρύβεται μια αληθινή ιστορία.<br />
Ο Λάμπρος Ζέρβας, παπάς στο Ρωμύρι της Πυλίας στα 1860,<br />
ήταν γείτονας με τον παράνομο Σταύρο Φιτσιάλο. Όταν ο<br />
παπάς έλειπε στην Πύλο, έχοντας πάει να φέρει τον γιο του, ο<br />
γείτονας προσποιήθηκε πως ήθελε να αγοράσει το βόδι του και<br />
όταν ο παπάς επέστρεψε, τον φιλοξένησε στο σπίτι του μαζί με<br />
έναν συμμορίτη ακόμη. Το βράδυ οι ληστές ειδοποίησαν και
τους συνεργάτες τους, έδεσαν και βασάνισαν τον παπά, για να<br />
του αποσπάσουν όσα περισσότερα πράγματα μπορούσαν. Η<br />
κόρη του παπά όμως πρόλαβε και το ‘σκασε, ζήτησε βοήθεια<br />
από τους χωριανούς, που έτρεψαν τους ληστές σε φυγή<br />
τραυματίζοντας έναν απ’ αυτούς θανάσιμα. Το γεγονός<br />
μαθεύτηκε σύντομα και ένας χωρικός το έκανε τραγούδι.<br />
Η συνέχεια της ιστορίας : Ο γιος του παπά έγινε αστυνομικός<br />
διοικητής Πυλίας κι ο γερο-Φίτσιαλος φοβόταν την εκδίκηση<br />
στο γιο του. Ζήτησε γονατιστός συγνώμη, αλλά ο γιος του<br />
παπα-Λάμπρου τον έδιωξε με βρισιές. Η βεντέτα των<br />
οικογενειών έληξε όταν ο γιος του Φίτσιαλου ζήτησε από τον<br />
γιο του παπα-Λάμπρου να του βαφτίσει το παιδί.<br />
Π<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΤΡΕΧ<strong>Α</strong>Σ<br />
Ο παπα-Τρέχας είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου του<br />
<strong>Α</strong>δαμάντιου Κοραή με τον ομώνυμο τίτλο, που γράφτηκε στη<br />
Βολισσό της Χίου το 1820.<br />
Είναι ο αγράμματος παπάς του χωριού, που όμοιός του σε<br />
ταχύτητα δεν υπάρχει στην ανάγνωση του Ευαγγελίου και στη<br />
σύντομη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. <strong>Α</strong>ναφέρεται στο βιβλίο<br />
ότι ακόμη και όταν λόγω κάποιου μικροατυχήματος φάνηκε<br />
πως η διαδικασία θα ξεπερνούσε το συνηθισμένο χρονικό της<br />
όριο, ο παπα-Τρέχας δε δίστασε να κόψει κάμποσα λόγια,<br />
προκειμένου να μη βρεθεί κανένας διεκδικητής της ταχύτητας<br />
των πρωτείων στην ανάγνωση.
Όσους, λοιπόν, βιάζονται αδικαιολόγητα και πολλές φορές<br />
καταλήγουν να κάνουν σημαντικά σφάλματα εξαιτίας της<br />
ταχύτητας του λόγου ή των ενεργειών τους, τους αποκαλούμε<br />
μ’ αυτό το παρατσούκλι.<br />
Για να μην αδικήσουμε όμως τον παπα-Τρέχα του Κοραή, ο<br />
ήρωας έχει και μια άλλη διάσταση. Δεν είναι μόνο βιαστικός<br />
αλλά και ιδιαίτερα πρωτοποριακός για την εποχή και το<br />
λειτούργημά του. Είναι ο παπάς που δε σταματάει στους<br />
τύπους, αλλά ενδιαφέρεται για την ουσία. Έχει πνευματικές<br />
ανησυχίες και δε διστάζει να αμφισβητήσει παραδοσιακές αξίες.<br />
<strong>Α</strong>ναγνωρίζει την αξία της μόρφωσης, αγράμματος ο ίδιος, και<br />
είναι ανοιχτός στις νέες ιδέες.<br />
Π<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΜΥΘΙ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> Χ<strong>Α</strong>ΛΙΜ<strong>Α</strong>Σ<br />
Πόσο συχνά οι κρατούντες προσπαθούν να παραπλανήσουν<br />
και να αποπροσανατολίσουν τους ψηφοφόρους με<br />
αλλεπάλληλα ψέματα, τέτοια που το ένα να έρχεται να<br />
συμπληρώσει το προηγούμενο, μέχρι που ο απλός πολίτης να<br />
έχει ξεχάσει το αρχικό του αίτημα ή, ακόμη χειρότερα, να έχει<br />
πεισθεί για το παράλογο ή ανέφικτο του αιτήματός του;<br />
Σε τέτοιες περιπτώσεις δε μιλάμε για απλά ψέματα αλλά για τα<br />
παραμύθια της Χαλιμάς, διάρκειας χιλίων και μιας νυχτών…<br />
Όταν ο βασιλιάς μαθαίνει την απιστία της συζύγου του, θέλει να<br />
πάρει εκδίκηση. Κάθε βράδυ φιλοξενεί μια παρθένα στα<br />
διαμερίσματά του και το επόμενο πρωί, αφού την κάνει δική<br />
του, την σκοτώνει. Η κόρη του βεζίρη, η Σαχραζάντ, αποφασίζει
να σώσει τις κοπέλες αυτές. Ζητά να αναλάβει το ρόλο του<br />
επόμενου θύματος, αλλά κάθε βράδυ λέει στον βασιλιά μια<br />
ιστορία που η αφήγησή της φτάνει ως το επόμενο πρωί.<br />
Έτσι, η εκτέλεσή της καθημερινά αναβάλλεται, αφού εξάπτει<br />
τόσο την περιέργεια του βασιλιά που θέλει ν’ ακούσει και την<br />
επόμενη ιστορία.Μέχρι που την χιλιοστή δεύτερη μέρα ο<br />
βασιλιάς αποφασίζει να της χαρίσει τη ζωή, ενώ εκείνη του έχει<br />
χαρίσει στο μεταξύ έναν γιο.<br />
Εμείς, δυστυχώς, εξακολουθούμε να ζούμε με τα παραμύθια<br />
χωρίς κανένα επιπλέον όφελος…!<br />
Π<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΣΚΕΥΗ Κ<strong>Α</strong>Ι 13<br />
Οι δυτικοευρωπαίοι, και όχι μόνο, θεωρούν γρουσούζικη την<br />
Παρασκευή και 13 (σταθερό το 13) για τους δικούς τους<br />
σοβαρούς λόγους.<br />
Ήταν Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1307 όταν, με εντολή του Πάπα<br />
της Ρώμης και επειδή έτσι τον είχε συμβουλέψει ο Ιησούς στον<br />
ύπνο του (!!!), οι καθολικοί στρατηγοί κατέσφαξαν περίπου<br />
250.000 Ναϊτες ιππότες μαζί με τις οικογένειές τους.<br />
<strong>Α</strong>ς μην ξεχνάμε ακόμη πως ήταν Παρασκευή όταν οι<br />
Πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τον απαγορευμένο καρπό,<br />
Παρασκευή ξεκίνησε ο μεγάλος βιβλικός κατακλυσμός,<br />
Παρασκευή ήταν η μέρα που σταυρώθηκε ο Χριστός.
Όσο για το αμαρτωλό 13, θυμηθείτε πως στο 13 ο κεφάλαιο της<br />
<strong>Α</strong>ποκάλυψης αναφέρονται τα δημιουργήματα του Διαβόλου, το<br />
Θηρίο και ο <strong>Α</strong>ντίχριστος.<br />
ΠΕΜΠΤΗ Φ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΓΓ<strong>Α</strong><br />
Στον Ισπανικό εμφύλιο (1936-1939), στην πολιορκίας της<br />
Μαδρίτης, εκτός από τις τέσσερις φάλαγγες που επιτέθηκαν<br />
στην πολιορκούμενη πόλη, υπήρχε και μια μερίδα πολιτών<br />
(Πέμπτη Φάλαγγα) που ήταν με το μέρος των πολιορκητών και<br />
υπέσκαπτε την άμυνα της πόλης.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, όσοι δρουν προπαγανδιστικά σε όφελος του εχθρού,<br />
χαρακτηρίζονται μ’ αυτό το όνομα.<br />
ΠΕΡΓ<strong>Α</strong>ΜΗΝΗ<br />
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού Πλίνιου, κατά τον 2 ο<br />
αιώνα π.Χ. υπήρξε διακοπή της εισαγωγής παπύρου από την<br />
<strong>Α</strong>λεξάνδρεια της <strong>Α</strong>ιγύπτου. Τότε, ο βασιλιάς της Περγάμου<br />
Ευμένης αποφάσισε να βρει εναλλακτική λύση, ώστε να<br />
εξακολουθήσει να υπάρχει η δυνατότητα γραφής πάνω σε<br />
κάποιο ανθεκτικό υλικό.<br />
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το δέρμα προβάτου ή<br />
κατσίκας που, αντί της κλασσικής επεξεργασίας της<br />
βυρσοδεψίας, γδέρνεται, στεγνώνεται, γίνεται άσηπτο,<br />
αποτριχώνεται, λειαίνεται και λευκαίνεται, οπότε είναι πλέον<br />
κατάλληλο για γραφή πάνω σ’ αυτό.
Παρ’ όλα αυτά, το υλικό είναι πάντα ευαίσθητο στην υγρασία,<br />
με τον κίνδυνο να παραμορφωθεί το σχήμα του.<br />
Οι τεχνίτες της αρχαίας Περγάμου εξειδικεύτηκαν στην<br />
επεξεργασία του δημιουργώντας υπόλευκες μεμβράνες που<br />
κατέληξαν να έχουν το όνομα «περγαμηνές».<br />
Και επειδή η περγαμηνή έχει ιδιαίτερη αξία, προφανώς εξαιτίας<br />
της αρχικής μεγάλης αξίας και σημασίας αυτού του υλικού,<br />
χαρακτηριστική είναι η έκφραση «έχει πολλές περγαμηνές», για<br />
όσους κατέχουν πολλά πτυχία ή έχουν να επιδείξουν<br />
ξεχωριστές γνώσεις ή δεξιότητες πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο<br />
αντικείμενο, οπότε θεωρούνται και περιζήτητοι.
ΠΕΡΙ ΟΝΟΥ ΣΚΙ<strong>Α</strong>Σ<br />
Κάποτε στην αρχαία <strong>Α</strong>θήνα κάποιος νοίκιασε ένα γάιδαρο από<br />
τον ιδιοκτήτη του για να πάει μέχρι τα Μέγαρα. Σε κάποιο<br />
σημείο της διαδρομής κουράστηκε και αποφάσισε να<br />
αναπαυθεί για λίγο κάτω από τη σκιά του ζώου. Όταν ο<br />
ιδιοκτήτης του έμαθε το περιστατικό, ζήτησε πρόσθετο νοίκι,<br />
αφού η ξεκούραση του ενοικιαστή κάτω από τη σκιά του ζώου<br />
δε συμπεριλαμβανόταν στην αρχική τιμή. Η άρνηση όμως του<br />
ενοικιαστή, οδήγησε τη μεταξύ τους διαμάχη σε δικαστήριο<br />
«περί όνου σκιάς».<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, κάθε ασήμαντο ζήτημα που μας απασχολεί<br />
δυσανάλογα προς το μέγεθός του, είναι συζήτηση «περί όνου<br />
σκιάς».<br />
ΠΗΓΕ ΓΙ<strong>Α</strong> Μ<strong>Α</strong>ΛΛΙ Κ<strong>Α</strong>Ι ΒΓΗΚΕ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ<br />
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι απατεώνες (μικρούς και<br />
μεγάλου μεγέθους) σχεδιάζουν χωρίς να παίρνουν υπόψη τους<br />
την έγκαιρη και απροσδόκητη αντίδραση εκείνων που<br />
σκοπεύουν να εξαπατήσουν. Οπότε, ενώ πηγαίνουν για μαλλί<br />
(δηλαδή να αποκομίσουν κάποιο όφελος), στο τέλος βγαίνουν<br />
κουρεμένοι (έχουν πολύ μεγαλύτερο κόστος απ' αυτό που θα<br />
μπορούσαν να υπολογίσουν).<br />
Το ίδιο συνέβη και στον διαβόητο πειρατή <strong>Α</strong>λή Μεμέτ Χαν,<br />
μάλλον αλγερινής καταγωγής, που δρούσε στα νησιά του<br />
<strong>Α</strong>ιγαίου όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία βρισκόταν στο<br />
ψυχορράγημά της. Στόχος του ήταν το ιδιαίτερα εύπορο νησί
της Μήλου, που διέθετε ξεχωριστά εργαστήρια ταπητουργίας<br />
και μοσχοπουλούσε τα ολόμαλλα δημιουργήματά του στους<br />
πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου και της Βενετίας.<br />
Όμως οι νησιώτες είχαν ήδη πληροφορηθεί τα σχέδιά του, του<br />
έστησαν καρτέρι και τον συνέλαβαν μαζί με τους συντρόφους<br />
του χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα. <strong>Α</strong>ντί όμως να τους<br />
τιμωρήσουν με την θανατική ποινή που τους άξιζε, αποφάσισαν<br />
να τους διαπομπεύσουν με τον πιο παραδειγματικό τρόπο.<br />
Τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια, ενέργεια πέρα για πέρα<br />
ατιμωτική, και έστειλαν το "δώρο" τους στον αυτοκράτορα του<br />
Βυζαντίου.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, αυτό το ιστορικό γεγονός βρήκε τη μεταφορική του<br />
διάσταση σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις.<br />
ΠΗΡ<strong>Α</strong>Ν <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΜΥ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΤΟΥ <strong>Α</strong>ΕΡ<strong>Α</strong><br />
Σύμφωνα με μια ανεξακρίβωτη ιστορικά αλλά αρκετά πειστική<br />
εκδοχή, η φράση αυτή σχετίζεται άμεσα με το «υγρό πυρ» που<br />
χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί για να κατακάψουν τα πλοία<br />
των αντιπάλων τους.<br />
Τα εύφλεκτα υλικά προωθούνταν προς εκτόξευση μέσα από ένα<br />
σύστημα σωλήνων. Κάποιοι απ’ αυτούς χρησίμευαν ως<br />
αεραγωγοί ασκώντας πίεση στο υγρό. Ο τελευταίος σωλήνας (ο<br />
μυελός) διοχέτευε το υγρό στην πλώρη του πλοίου που ήταν<br />
συνήθως διακοσμημένη με ένα μπρούντζινο κεφάλι άγριου<br />
ζώου. Και από εκεί έπαιρνε το δρόμο του για τα άτυχα εχθρικά<br />
πλοία.
Προσέξτε, λοιπόν, όσους πάρει τα μυαλά τους αέρα, γιατί οι<br />
ενέργειές τους μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.<br />
ΠΙ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΜΕ ΤΟ Μ<strong>Α</strong>ΓΙΟΞΥΛΟ<br />
Σε παγανιστικές τελετές γονιμότητας της άνοιξης αναφέρεται<br />
στη λαογραφία μας το γνωστό «μαγιόξυλο». Μια μορφή του<br />
αποτελείται από ένα πράσινο κλαδί που μόλις έχει πετάξει<br />
φύλλα και είναι στολισμένο με χρωματιστές κορδέλες. Πάνω<br />
του είναι κρεμασμένα φλασκιά με γλυκό κρασί, διάφοροι<br />
καρποί, λάδι και μέλι.<br />
Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, το «μαγιόξυλο», είναι απλά ένα<br />
φαλλικό ομοίωμα που κρατούν οι γυναίκες σε γιορτές σχετικές<br />
με τη γονιμότητα, μακριά από κάθε είδους σεμνότυφες<br />
συμπεριφορές.
ΠΙΕΣ ΞΙΔΙ<br />
Όταν κάποιος είναι κατά την άποψή μας αδικαιολόγητα<br />
θυμωμένος, τότε η συμβουλή που του δίνουμε είναι «πιες ξίδι<br />
να σου περάσει» ή «πιες ξίδι να ξεθυμώσεις».<br />
Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η δράση του ξιδιού είναι άμεση<br />
όταν θέλουμε να προκαλέσουμε εμετό, ώστε να απαλλαγεί το<br />
στομάχι μας από όσα του προκαλούν αναστάτωση.<br />
Επιπλέον, ας θυμόμαστε πως όταν ο Χριστός στο σταυρό,<br />
διψασμένος, ζήτησε λίγο νερό, ο Ρωμαίος στρατιώτης βούτηξε<br />
ένα σφουγγάρι σε ξίδι και του έδωσε να πιεί, προφανώς ως<br />
δείγμα της τιμωρίας του για όσα θεωρούσαν πως είχε<br />
διαπράξει.<br />
ΠΙΣΤΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ<br />
Όταν ο Οδυσσέας έφυγε από την Ιθάκη για να ακολουθήσει<br />
τους <strong>Α</strong>χαιούς στην πολιορκία της Τροίας, την προέτρεψε να<br />
ξαναπαντρευτεί αν εκείνος δεν επιστρέψει. Η Πηνελόπη<br />
αφοσιώθηκε στην ανατροφή του γιου τους Τηλέμαχου και<br />
εξακολουθούσε να θεωρεί ζωντανό το σύζυγό της και να τον<br />
περιμένει ακόμα και μετά από 20 ολόκληρα χρόνια, όταν όλοι<br />
τον θεωρούσαν νεκρό. Πολλοί ήταν οι μνηστήρες που ήθελαν<br />
να μοιραστούν μαζί της τη συζυγική κλίνη αλλά και την εξουσία<br />
της Ιθάκης. Εκείνη όμως τους απέφευγε λέγοντας πως θα<br />
επιλέξει κάποιον απ’ αυτούς όταν τελειώσει την ύφανση για το
σάβανο του πεθερού της, του γερο-Λαέρτη. Κάθε βράδυ όμως<br />
το ξέπλεκε και άρχιζε πάλι απ’ την αρχή. Κι όταν η πράξη της<br />
αυτή προδόθηκε, αναγκάστηκε να δεχτεί να παντρευτεί έναν<br />
απ’ αυτούς, τον νικητή σε αγώνα τοξοβολίας. Τότε ήταν που<br />
εμφανίστηκε ο Οδυσσέας, σκότωσε τους μνηστήρες και κέρδισε<br />
πάλι την πιστή γυναίκα του. Κάθε παρόμοια σύζυγος στις μέρες<br />
μας φέρει επάξια αυτόν τον τίτλο.<br />
ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η <strong>Α</strong>ΧΛ<strong>Α</strong>Δ<strong>Α</strong> ΤΗΝ ΟΥΡ<strong>Α</strong><br />
Συχνά θέλουμε να πιστεύουμε πως μια δυσάρεστη για μας<br />
κατάσταση έληξε με υποφερτές συνέπειες. Δυστυχώς, όμως,<br />
σύντομα διαπιστώνουμε πως "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά",<br />
που σημαίνει πως τα χειρότερα κάνουν την εμφάνισή τους στον<br />
ορίζοντα.<br />
Κάπως έτσι έβλεπαν τα πράγματα και οι κάτοικοι των νησιών<br />
μας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Τα ξύλινα ιστιοφόρα<br />
μεταγωγικά των Ενετών, πελώρια και σε σχήμα αχλαδιού,<br />
χρησίμευαν για την μεταφορά του στρατού τους. Όταν όμως<br />
επρόκειτο να πολιορκήσουν κάποια περιοχή, τότε τα πλοία<br />
αυτά, οι "αχλάδες" όπως τα ονόμαζαν οι νησιώτες μας, έσερναν<br />
πίσω τους έναν μικρότερο πλοιάριο με όλα τα απαραίτητα<br />
σύνεργα, τρόφιμα και εξοπλισμό.<br />
Όταν, λοιπόν, οι βιγλάτορες έβλεπαν τις "αχλάδες" να<br />
πλησιάζουν, δεν ανησυχούσαν όταν διαπίστωναν ότι δεν είχαν<br />
"πίσω την ουρά". Σε αντίθετη περίπτωση, το νέο<br />
κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα και όλοι έτρεχαν να
οργανώσουν την άμυνα του νησιού περιμένοντας να συμβούν<br />
τα χειρότερα.<br />
ΠΙΤΖ<strong>Α</strong>ΜΕΣ<br />
Μια λέξη παλιά που κατέληξε να είναι πλέον διεθνής όρος, αφού<br />
υιοθετήθηκε και από την αγγλική γλώσσα. Η προέλευσή της,<br />
όμως, βρίσκεται σε άλλη ήπειρο, την <strong>Α</strong>σία, και συγκεκριμένα<br />
στην Περσία.<br />
Επιπλέον, είναι λέξη σύνθετη από το pai, που σημαίνει πόδι,<br />
και από το jamah, που σημαίνει ρούχο. Άρα, κυριολεκτικά, οι<br />
πιτζάμες είναι ρούχο για τα κάτω άκρα.<br />
Βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι βελτιώσεις στο πέρασμα του<br />
χρόνου κι έτσι καταλήξαμε να φοράμε πιτζάμες σ’ όλο μας το<br />
σώμα!<br />
ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong> <strong>Α</strong>ΜΕΡΙΚΗΣ<br />
Μια από τις πιο πολυσύχναστες και πυκνοκατοικημένες<br />
σήμερα γειτονιές της <strong>Α</strong>θήνας ήταν κάποτε εξοχή και εκδρομικός<br />
προορισμός για την γιορτή της Πρωτομαγιάς. Γι’ αυτό και η<br />
αρχική ονομασία της πλατείας ήταν Πλατεία <strong>Α</strong>νθεστηρίων.<br />
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η περιοχή δεν ήταν και πάλι<br />
ιδιαίτερα κατοικημένη, με αποτέλεσμα εκεί να βρίσκονται<br />
καταφύγιο τα παράνομα ζευγαράκια και οι φλογεροί έρωτες. Γι’<br />
αυτό και το νέο όνομα που της δόθηκε ήταν Πλατεία <strong>Α</strong>γάμων.
<strong>Α</strong>λλά τα πράγματα άλλαξαν, οι <strong>Α</strong>μερικανοί έγιναν στενοί μας<br />
φίλοι έως στενός κορσές κι εμείς θυμηθήκαμε την φιλελληνική<br />
τους (διά βίου) δράση, οπότε αποφασίστηκε η τελευταία μέχρι<br />
σήμερα ονομασία της : Πλατεία <strong>Α</strong>μερικής!<br />
Και σ’ άλλα με υγεία!<br />
ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong>Σ ΒΙΚΤΩΡΙ<strong>Α</strong>Σ<br />
Όταν είσαι δήμαρχος της <strong>Α</strong>θήνας και τυχαίνει να μετονομάσεις<br />
μια πλατεία της πόλης δίνοντάς της ένα όνομα που είναι ίδιο με<br />
το όνομα της κόρης σου, πόσο μπορείς να πείσεις τους<br />
πολιτικούς αντιπάλους σας ότι η ονοματοδοσία έγινε προς τιμή<br />
κάποιου άλλου προσώπου;<br />
<strong>Α</strong>υτό έπαθε ο Παναγής Κυριάκος, δήμαρχος <strong>Α</strong>θηναίων, όταν<br />
αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της Πλατείας Κυριακού (όνομα<br />
που είχε δοθεί προς τιμή του εξαιτίας του ότι το σπίτι του<br />
βρισκόταν κοντά στην εν λόγω πλατεία) σε Πλατεία Βικτωρίας,<br />
με σκοπό να τιμήσει την βασίλισσα Βικτωρία της Μεγάλης<br />
Βρετανίας.<br />
Διότι, όπως γνωρίζουν όλοι, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί<br />
να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια…<br />
ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong> ΘΕ<strong>Α</strong>ΤΡΟΥ<br />
<strong>Α</strong>ν υπήρχε Όσκαρ Παρανομίας, τότε είναι βέβαιο πως θα<br />
κατέληγε στο κέντρο της πολύπαθης <strong>Α</strong>θήνας και ειδικότερα<br />
στην περιοχή της Πλατείας Θεάτρου, εκεί που άνθρωποι και
σκουπίδια έχουν γίνει πια ένα και το γκέτο των<br />
λαθρομεταναστών και των λαθρεμπόρων διογκώνεται<br />
επικίνδυνα απλώνοντας όλο και περισσότερο τα πλοκάμια του<br />
με την ανοχή και την απουσία όχι μόνο της αστυνομίας αλλά<br />
και όλων των αρμόδιων αρχών.<br />
Πού να φανταζόταν πως αυτή θα ήταν η κατάληξη της Πλατείας<br />
Θεάτρου ο Ιταλός καλλιτέχνης Ιωσήφ Καμιλλιέρι όταν το 1838<br />
ανέλαβε την πρωτοβουλία της ανέγερσης του πρώτου<br />
λιθόκτιστου και μοναδικού επί δεκαετίες χειμερινού θεάτρου της<br />
<strong>Α</strong>θήνας, που τα θεωρεία του προπωλούνταν στους επώνυμους<br />
<strong>Α</strong>θηναίους της εποχής!<br />
Ένα θέατρο που στήριζε ο βασιλιάς Όθωνας, αλλά<br />
κατακεραύνωνε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Ένα θέατρο που<br />
το 1841 επισκέφθηκε ο διάσημος παραμυθάς Χανς Κρίστιαν<br />
Άντερσεν θαυμάζοντας όχι μόνο το κτήριο αλλά και τις<br />
ενδυμασίες των θαμώνων του. Ένα θέατρο που γνώρισε μέρες<br />
δόξας αλλά και παρακμής και κατέληξε να κατεδαφιστεί το 1899,<br />
για να χτιστεί στο οικόπεδό του η Διπλάρειος Σχολή.<br />
<strong>Α</strong>κολουθώντας το μονοπάτι της μοίρας της πλατείας, δεν θα<br />
μπορούσε παρά και το τέλος αυτής της σχολής να είναι άδοξο,<br />
αφού επί δεκαετίες ολόκληρες από τα σπλάχνα της γεννήθηκαν<br />
αμέτρητοι τεχνίτες, παιδιά όλοι της φτωχολογίας που δούλευαν<br />
το πρωί και σπούδαζαν το βράδυ.<br />
Τον τελευταίο καιρό επιχειρείται η αξιοποίηση του χώρου από<br />
ομάδες καλλιτεχνών με δημιουργίας σύγχρονων εικαστικών
δρώμενων που επιδιώκουν ως φόντο ακριβώς την κατάσταση<br />
που βρίσκεται ο χώρος σήμερα.<br />
<strong>Α</strong>ς ελπίσουμε ότι στο κοντινό μέλλον η όψη της πλατείας θα<br />
διαφοροποιηθεί προς το καλύτερο.<br />
ΠΛ<strong>Α</strong>ΤΕΙ<strong>Α</strong> ΚΛ<strong>Α</strong>ΥΘΜΩΝΟΣ<br />
Η γνωστή σε όλους μας πλατεία, στη μέση περίπου της οδού<br />
Σταδίου, είναι ίσως η πλατεία που έχει υποστεί τις<br />
περισσότερες μετονομασίες από τη δημιουργία της μέχρι<br />
σήμερα. Πλατεία <strong>Α</strong>ισχύλου, Πλατεία Νομισματοκοπείου,<br />
Πλατεία 25 ης Μαρτίου, Πλατεία Δημοκρατίας, Πλατεία<br />
Κλαυθμώνος και, από το 1989, Πλατεία Εθνικής Συμφιλίωσης.<br />
Άντε, να δούμε…<br />
Πάντως, η πλέον γνωστή της ονομασία, που μάλλον δύσκολα<br />
θα ξεχαστεί, είναι Πλατεία Κλαυθμώνος, παρατσούκλι που της<br />
έδωσε ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου σε ένα<br />
χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Εστία» το 1878.<br />
Ο λόγος που προκάλεσε αυτό το προσωνύμιο ήταν οι<br />
απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι (δεν υπήρχε τότε<br />
δημοσιοϋπαλληλική μονιμότητα) που πήγαιναν μπροστά στο<br />
κτήριο του Υπουργείου Εσωτερικών της πλατείας και έκλαιγαν<br />
παρακαλώντας να τους ξαναπροσλάβουν στη θέση απ’ όπου<br />
τους είχαν απολύσει. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν αδύνατο, αφού<br />
κάθε κυβέρνηση απέλυε τους ψηφοφόρους του αντίπαλου<br />
κόμματος για να προσλάβει τους δικούς της. Και η κατάσταση
αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1909, οπότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος<br />
ψήφισε την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.<br />
Καλό ή κακό; Επαφίεται στην κρίση των αναγνωστών.<br />
ΠΛΗΡΩΣΕ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Μ<strong>Α</strong>ΛΛΙ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> ΚΕΦ<strong>Α</strong>ΛΗΣ ΤΟΥ<br />
Ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, αναφερόμενος στους<br />
φόρους που πλήρωναν όσοι ζούσαν στην Ελλάδα πριν από<br />
τον 19 ο αιώνα, καταγράφει όλες εκείνες τις παράλογες<br />
φορολογήσεις των δύστυχων πολιτών, που η κακοτυχία τους<br />
ήταν να γεννηθούν σ’ αυτόν τον τόπο :<br />
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι.<br />
Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των<br />
ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον<br />
καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης,<br />
καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων,<br />
καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’<br />
εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί<br />
αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία<br />
των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών.<br />
Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς =<br />
υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως «raya») εκείνων οίτινες<br />
έτρεφον μακράν κόμην».<br />
Το τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα οδήγησε στη λαϊκή<br />
ρήση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», για όσες<br />
περιπτώσεις οι βάναυσα φορολογούμενοι υποχρεώνονται να<br />
πληρώσουν τα χαράτσια που επιβάλλονται από τους
αναίσχυντους πολιτικούς, αλλά και όταν μας εξαπατούν και<br />
πληρώνουμε υπερβολικά ένα αντικείμενο ευτελούς αξίας.<br />
Βέβαια, τότε όσοι δεν πλήρωναν τους φόρους είχαν τη διέξοδο<br />
της καταφυγής στα βουνά. Μήπως και τώρα ήρθε η ώρα να<br />
γίνει κάτι παρόμοιο; Ή, ακόμη καλύτερα, μήπως να<br />
κυνηγήσουμε όσους μας εξαπατούν και να τους προσφέρουμε<br />
μόνιμες διακοπές στα βουνά;<br />
ΠΟΛΥ Κ<strong>Α</strong>ΚΟ ΓΙ<strong>Α</strong> ΤΟ ΤΙΠΟ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong><br />
Η συνεισφορά του μεγάλου Άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ<br />
Σαίξπηρ στις καθημερινές μας εκφράσεις είναι αρκετά<br />
σημαντική. Το έργο του με τον ομώνυμο τίτλο περιγράφει τις<br />
κωμικοτραγικές περιπέτειες δυο ερωτευμένων ζευγαριών που,<br />
αφού χρειαστεί να κάνουν έναν κύκλο, ξαναβρίσκονται εκεί απ’<br />
όπου ξεκίνησαν και απλά δέχονται την πραγματικότητα που<br />
αρνούνταν να παραδεχτούν από την αρχή.<br />
Δεν είναι και λίγες οι καταστάσεις της ζωής μας που<br />
επανερχόμαστε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, αφού κάνουμε έναν<br />
μεγάλο κύκλο γύρω από τον εαυτό μας.<br />
ΠΡ<strong>Α</strong>ΛΙΝ<strong>Α</strong><br />
Το 1649 ο Γάλλος στρατάρχης Πραλίν περνάει στην ιστορία.<br />
Όχι, δεν το πέτυχε σημειώνοντας κάποια ιστορικής σημασίας<br />
νίκη. <strong>Α</strong>πλά, στους καλεσμένους φίλους του στο Μπορντό<br />
προσφέρει μια πρωτότυπη, ανώνυμη μέχρι στιγμής και<br />
ενδεχομένως δικής του έμπνευσης, γευστική λιχουδιά.
Μη υπάρχοντος άλλου διεκδικητή, ο στρατάρχης καταλαμβάνει<br />
επάξια τη θέση του στο πάνθεο των ηρώων της<br />
ζαχαροπλαστικής και η «πραλίνα» εξακολουθεί να κάνει το<br />
γύρο του κόσμου με αμέτρητες παραλλαγές μέχρι σήμερα.<br />
ΠΡ<strong>Α</strong>ΣΙΝ’ <strong>Α</strong>ΛΟΓ<strong>Α</strong><br />
Τα πιο γνωστά άλογα αυτού του χρώματος είναι εκείνα τα<br />
οποία εκστομίζονται από τους πολιτικούς κατά την<br />
προεκλογική περίοδο, με στόχο την υφαρπαγή της ψήφου των<br />
πολιτών, που ελπίζουν πως «αυτή τη φορά» τα αδύνατα θα<br />
γίνουν δυνατά. Γιατί πράσιν’ άλογα είναι όλα εκείνα που<br />
συμβαίνουν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας.<br />
Μέσα από τη συλλογή παροιμιών του Νικολάου Πολίτη<br />
ταυτίζουμε τη σημασία της φράσης με το αδύνατο. «Είδες<br />
πράσινο άλογο; Είδες Γιάννη φρόνιμο».<br />
Γενικότερα, το πράσινο χρώμα συμβολίζει το αδύνατο και αυτό<br />
συναντιέται σε ιδιωματικές φράσεις και σε άλλες γλώσσες – και<br />
λαούς κατ’ επέκταση. Οι Ισπανοί λένε για κάποιο απρόσμενο<br />
γεγονός : mas raro que un perro verde - πιο παράξενο κι από<br />
πράσινο σκύλο. Και οι γείτονές μας Ιταλοί απειλούν λέγοντας :<br />
far vedere i sorci verdi - κάνω κάποιον να δει πράσινα ποντίκια.<br />
ΠΥΡΓΟΣ <strong>ΤΗΣ</strong> Β<strong>Α</strong>ΒΕΛ<br />
Στη Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που<br />
φέρεται να έχει γραφτεί εξ ολοκλήρου από το Μωυσή,
αναφέρεται η προσπάθεια των ανθρώπων να κατασκευάσουν<br />
τον Πύργο της Βαβέλ, ένα κτίσμα που η κορυφή του να φτάσει<br />
ως τον ουρανό. Με λίγα λόγια, έχουμε μια προσπάθεια των<br />
ανθρώπων να εξισωθούν με το Θεό. Ο τρόπος που τιμωρήθηκε<br />
από το Θεό η αλαζονεία τους είναι γνωστός. Ενώ ως εκείνη τη<br />
στιγμή συνεννοούνταν, προφανώς, όλοι στην ίδια γλώσσα, ο<br />
Θεός μπέρδεψε τις γλώσσες τους τόσο, που το έργο ήταν<br />
αδύνατο να συνεχιστεί. Τελικά, η πλήρης ασυνεννοησία<br />
επέφερε και την κατάρρευση όλου του οικοδομήματος.<br />
Κάθε παρόμοια κατάσταση στην καθημερινότητά μας<br />
χαρακτηρίζεται ως Πύργος της Βαβέλ.
ΠΥΡΡΕΙΟΣ ΝΙΚΗ<br />
Ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, στράφηκε εναντίον των<br />
Ρωμαίων και πολλές φορές κατόρθωσε να τους νικήσει. Όμως,<br />
στη μάχη στο Άσκλο (279 π.Χ.) νίκησε τους Ρωμαίους χάνοντας<br />
σημαντικό μέρος του στρατού του μαζί με τους πιο έμπειρους<br />
συνεργάτες του. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Πύρρος είπε :<br />
«<strong>Α</strong>ν νικήσουμε άλλη μια φορά τους Ρωμαίους, θα<br />
καταστραφούμε εντελώς».<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, κάθε επιτυχία που συνοδεύεται από βαριές απώλειες,<br />
χαρακτηρίζεται ως «πύρρειος νίκη».
Ρ<br />
ΡΟΔΟ <strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΝΤΟ<br />
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να περιγράψουμε την<br />
ομορφιά, την καλοσύνη και την αγαθότητα ενός ανθρώπου από<br />
τον αποκαλέσουμε «ρόδο αμάραντο». Γι’ αυτό και αποδίδεται<br />
κυρίως σε μικρά παιδιά, που η κακία δεν έχει προλάβει ακόμη<br />
να φωλιάσει στην ψυχή τους.<br />
Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται από τον δημιουργό<br />
του <strong>Α</strong>κάθιστου Ύμνου (που ανεπίσημα θεωρείται ο Ρωμανός ο<br />
Μελωδός), προκειμένου να τιμηθεί κατά τον καλύτερο τρόπο ο<br />
Ιησούς Χριστός, ο οποίος αποκαλείται «ρόδον τον αμάραντον<br />
και μήλον το εύοσμον». Ταυτόσημη, όμως, με τον Υιό είναι και η<br />
Μητέρα. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός αποδίδεται τιμητικά<br />
και στην Παναγία.<br />
Επιπλέον σημειώνουμε ότι ο <strong>Α</strong>κάθιστος Ύμνος, όπως από τότε<br />
ονομάστηκε, ψάλθηκε από τους όρθιους κατοίκους της Πόλης<br />
στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών στις 8 <strong>Α</strong>υγούστου
626, επειδή το προηγούμενο βράδυ ένας φοβερός<br />
ανεμοστρόβιλος είχε διαλύσει τα πλοία των <strong>Α</strong>βάρων που<br />
ετοιμάζονταν για την τελική τους επίθεση εναντίον της<br />
Βασιλεύουσας. Το συμβάν αποδόθηκε στην προστατευτική<br />
δράση της Θεοτόκου, αφού όλη τη νύχτα ο Πατριάρχης Σέργιος<br />
περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης κρατώντας την εικόνα της<br />
Παναγίας της Βλαχερνίτισσας στα χέρια, ενθαρρύνοντας έτσι<br />
τους υπερασπιστές της.<br />
Σήμερα, ο <strong>Α</strong>κάθιστος Ύμνος ψάλλεται στις εκκλησίες τμηματικά<br />
τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής και<br />
την πέμπτη Παρασκευή ολόκληρος.<br />
<strong>Α</strong>ς συμπληρώσουμε, όμως, ότι πιο γνωστή έγινε η φράση μέσα<br />
από τη μελοποίηση του ποιητικού έργου «Άξιον Εστί» του<br />
νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη και, συγκεκριμένα, από<br />
τον στίχο «μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο» (από το<br />
τραγούδι με τίτλο «Της αγάπης αίματα»).
Σ<br />
Σ<strong>Α</strong>ΔΙΣΜΟΣ<br />
Ο Γάλλος μαρκήσιος Ντε Σαντ (1740-1814) αφιέρωσε όλη τη ζωή<br />
του στην απόλαυση των ηδονών που κάθε φορά επιθυμούσε<br />
προκαλώντας συνειδητά πόνο με διαφόρων ειδών<br />
βασανιστήρια και εξευτελισμούς στους ερωτικούς του<br />
συντρόφους. Υπερασπίστηκε με πάθος την απόλυτη ατομική<br />
ικανοποίηση ως ανώτατη αξία περνώντας περίπου 30 χρόνια<br />
της ζωής του στη φυλακή και πεθαίνοντας σε άσυλο<br />
φρενοβλαβών.<br />
Ο Γερμανός ψυχίατρος Richard von Krafft-Ebing (1840-1902)<br />
χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «σαδισμός», ως γενετήσια<br />
διαστροφή όπου η διέγερση επιτυγχάνεται μόνο με την<br />
πρόκληση πόνου ή με τη θέα αίματος άλλου ατόμου και η<br />
σεξουαλική ικανοποίηση προκαλείται μόνο μέσα από την<br />
κακοποίηση, την τιμωρία μέχρι και την καταστροφή του<br />
σεξουαλικού αντικειμένου.
Σ<strong>Α</strong>ΝΤΟΥΪΤΣ<br />
Ο Άγγλος ευγενής σερ Άρθουρ Σάντουιτς είχε, σαν άνθρωπος,<br />
ένα πολύ μεγάλο πάθος : τη χαρτοπαιξία. Ήταν τόσο<br />
πορωμένος με την πράσινη τσόχα που δεν ήθελε να βρίσκεται<br />
στιγμή μακριά της. Έλα, όμως, που υπάρχουν και οι βιολογικές<br />
ανάγκες, όπως η πείνα, που πρέπει να καλυφθούν. Γι’ αυτό<br />
αποφάσισε πως έπρεπε πάντα να έχει κάτι φαγώσιμο μαζί του,<br />
ώστε να μην διακόπτει το χαρτοπαίγνιο σπαταλώντας<br />
πολύτιμο χρόνο.<br />
Έτσι καταλήξαμε όλοι εμείς να τρώμε σάντουιτς, προφανώς όχι<br />
για να μην εγκαταλείψουμε την τσόχα, αλλά για να προλάβουμε<br />
το χρόνο που μας κυνηγάει!
Σ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΠΕΝΤΕ ΓΙ<strong>Α</strong>ΝΝΗΔΕΣ,<br />
ΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΟΥ ΓΝΩΣΗ<br />
Σύμφωνα με το λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, σ’ ένα χωριό της<br />
Κεφαλονιάς ζούσαν αρμονικά και αδελφωμένα 45 οικογένειες<br />
που όλοι οι σύζυγοι ήταν Γιάννηδες. Κι όλοι τους ήταν φτωχοί<br />
σε περιουσία αλλά και σε μυαλό.<br />
Όταν κάποια φορά το ποτάμι του χωριού πλημμύρισε και<br />
κατέστρεψε τις σοδειές τους, αποφάσισαν να βρουν τρόπο να<br />
το τιμωρήσουν για να μην το ξανακάνει. Συγκεντρώθηκαν<br />
προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις και να συμφωνήσουν,<br />
αλλά τελικά λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια. Τότε, ένας<br />
περαστικός κόκορας, αφού τους μάλωσε για τη συμπεριφορά<br />
τους, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Τους είπε, λοιπόν, να<br />
πάρουν τα ρόπαλά τους και να πάνε στο ποτάμι, να μπούνε<br />
μέσα και ν’ αρχίσουν να χτυπάνε δυνατά το ορμητικό ρεύμα του<br />
μέχρι να το κάνουν να κοπάσει. Κι αυτοί οι άμυαλοι,<br />
ακολουθώντας πιστά τη συμβουλή του κόκορα, πνίγηκαν τελικά<br />
μέσα στα ανταριασμένα νερά του ποταμού.<br />
Μια ακόμα λαϊκή ιστορία που κατέληξε σε παροιμία από εκείνες<br />
που λειτουργούν υποτιμητικά για κάποιες ομάδες ανθρώπων.<br />
Υπάρχουν όμως και εκείνες που λειτουργούν ως αντίβαρα, π.χ.<br />
«Σπίτι δίχως Γιάννη, προκοπή δεν κάνει».<br />
Διαλέγετε και παίρνετε…
Σ<strong>Α</strong>ΡΔ<strong>Α</strong>Μ<br />
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης <strong>Α</strong>χιλλέας Μαρδάς γεννήθηκε το<br />
1875 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μάλιστα ο άνθρωπος που<br />
γύρισε την πρώτη ελληνική κινηματογραφική ταινία. Είχε όμως<br />
ένα ελάττωμα. Πολύ συχνά έκανε λάθη στις ατάκες του ή<br />
μπέρδευε τα λόγια του με παροιμιώδη, όπως φαίνεται, τρόπο.<br />
Δε γνωρίζουμε αν ο ίδιος έκανε τον αναγραμματισμό «Σαρδάμ»<br />
του ονόματος του φροντίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο για την<br />
υστεροφημία του ή αν οι κατοπινοί συνάδελφοί του,<br />
ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του στα φραστικά λάθη,<br />
αποφάσισαν να τιμήσουν τον πρώτο διδάξαντα.
Σ<strong>Α</strong>ΡΔ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΛΟΣ<br />
Ποιος δε θυμάται την αλησμόνητη Σαπφώ Νοταρά να αποκαλεί<br />
με τη βραχνή χαρακτηριστική φωνή της Σαρδανάπαλο τον<br />
Γιάννη Μιχαλόπουλο, αναφερόμενη στον ακόλαστο βίο του και<br />
στη διά βίου εμμονή του να εκμαυλίζει νεαρές υπάρξεις του<br />
άλλου φύλου!<br />
Ποιος ήταν όμως ο Σαρδανάπαλος; Ήταν ο <strong>Α</strong>σουρμπανιμπάλ,<br />
ο βασιλιάς των <strong>Α</strong>σσυρίων , που έμεινε στην ιστορία εξαιτίας του<br />
έκλυτου βίου του αλλά και του μοναδικού στα χρονικά τρόπου<br />
που επέλεξε για να κλείσει τον κύκλο της ζωής του :<br />
<strong>Α</strong>υτοκτόνησε αφού διέταξε τους υπηκόους του να τον κάψουν<br />
μαζί με τις γυναίκες του, τους ευνούχους του και τους<br />
θησαυρούς του.<br />
Γιατί τον λέμε εμείς Σαρδανάπαλο; Επειδή κάπως έτσι<br />
καταλάβαμε πως ήταν το όνομά του και καθόλου δε μας πείραξε<br />
να το αλλάξουμε.<br />
ΣΕ ΤΡΩΕΙ Η ΜΥΤΗ ΣΟΥ; ΞΥΛΟ Θ<strong>Α</strong> Φ<strong>Α</strong>Σ!<br />
Πολλές είναι οι δεισιδαιμονίες που υφίστανται ακόμα και<br />
σήμερα και προέρχονται κατ' ευθείαν από την αρχαία Ελλάδα.<br />
Η φαγούρα σε διάφορα σημεία του σώματος αποτελούσε για<br />
τους αρχαίους Έλληνες σημάδι σταλμένο απ' τους θεούς του<br />
Ολύμπου για όσα επρόκειτο να τους συμβούν. Για παράδειγμα,<br />
η φαγούρα στα πόδια σήμαινε ταξίδι, ενώ η φαγούρα στην<br />
αριστερή παλάμη σήμαινε πως θα δέχονταν κάποιο δώρο. Γι'
αυτό μέχρι σήμερα η φαγούρα στην αριστερή παλάμη<br />
συνδυάζεται με την είσπραξη χρημάτων, ενώ στη δεξιά παλάμη<br />
σημαίνει πως κάποιον θα χαιρετίσουμε.<br />
<strong>Α</strong>ντίθετα, η φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αυτιά και στη<br />
μύτη θεωρούνταν προάγγελοι κακών. Ιδιαίτερα οι Σπαρτιάτες<br />
έδιναν μεγάλη σημασία στα αγόρια που τα έτρωγε η μύτη τους,<br />
γιατί θεωρούσαν ότι δεν θα γίνονταν γενναίοι πολεμιστές. Γι'<br />
αυτό και όταν οι εκπαιδευτές τους αντιλαμβάνονταν ότι κάποιο<br />
απ' αυτά έξυνε τη μύτη του, το τιμωρούσαν ώστε να κόψει αυτή<br />
τη συνήθεια και η Σπάρτη να έχει έναν ακόμη ατρόμητο<br />
υπερασπιστή.<br />
ΣΗΚΩΣΕ ΜΠ<strong>Α</strong>ΪΡ<strong>Α</strong>ΚΙ<br />
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σκλαβωμένοι Έλληνες που δε<br />
μπορούσαν να υπομείνουν τους εξευτελισμούς ανέβαιναν στα<br />
βουνά και συγκροτούσαν επαναστατικές ομάδες. Για να δείχνει<br />
κάθε ομάδα την ανυπακοή της στον κατακτητή, έφτιαχνε το δικό<br />
της σύμβολο, τη δική της σημαία (μπαϊράκι στα τούρκικα).<br />
Μέχρι σήμερα, όποιος «σηκώνει μπαϊράκι», αρνείται να<br />
υπακούσει και να υποταχτεί στις εντολές κάποιου άλλου.
ΣΙΓ<strong>Α</strong> ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΛ<strong>Α</strong>ΙΟ<br />
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές που ερίζουν για την προέλευση<br />
της φράσης αυτής, άσχετα με το νόημά της στην εποχή μας.<br />
Είναι γνωστή η προσπάθεια που έκανε ο Βαυαρός βασιλιάς<br />
Όθωνας να προσεγγίσει τους Έλληνες και να κατανοήσει τη<br />
νοοτροπία τους. Γι’ αυτό συνήθιζε να ντύνεται με φέσι και<br />
φουστανέλα στις επίσημες εμφανίσεις του και στις γιορτές των<br />
ανακτόρων. Στις εκδηλώσεις αυτές συμμετείχαν και αγωνιστές<br />
του ’21 και οι απόγονοί τους, που συχνά έρχονταν στο κέφι και<br />
άδειαζαν τις κουμπούρες τους στον αέρα σημαδεύοντας φυσικά<br />
τα… ταβάνια των αιθουσών. Άλλοτε πάλι, πάνω στο τσακίρ<br />
κέφι, έβγαζαν τα τσαρούχια τους και τα πέταγαν προς τα πάνω.<br />
Βέβαια, οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι του παλατιού κινδύνευαν<br />
κάθε στιγμή να σωριαστούν σε μικρά μικρά κομματάκια. Τότε<br />
ακριβώς ήταν που ακουγόταν η φιλική παραίνεση προς τους<br />
θερμόαιμους χορευτές : «Σιγά τον πολυέλαιο!».<br />
Είναι επίσης γνωστό ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο<br />
θρυλικός Γέρος του Μοριά, ήταν μέτριου αναστήματος. Όταν οι<br />
σχέσεις του με το Παλάτι και τον Όθωνα αποκαταστάθηκαν,<br />
ήταν συχνά καλεσμένος εκεί. Σε μια απ’ αυτές τις εκδηλώσεις, ο<br />
ήρωας σηκώθηκε να χορέψει χοροπηδώντας λεβέντικα.<br />
Κάποιος από τους παριστάμενους, θέλοντας να αστειευτεί, τον<br />
συμβούλεψε περιπαιχτικά : «Σιγά τον πολυέλαιο!»,<br />
συνιστώντας του να «προσέξει» τη σύγκρουσή του με τους<br />
πολυέλαιους που κρέμονταν από την οροφή του παλατιού.
Μια δεύτερη εκδοχή για την προέλευση αυτής της φράσης<br />
σχετίζεται με τα μοναστήρια και τις εκκλησίες του τόπου μας,<br />
όπου κατά την ώρα της δοξολογίας στις μεγάλες γιορτές ο<br />
καντηλανάφτης, αφού ανάψει τους πολυελαίους, τους κινεί<br />
συμβολικά τον έναν από την ανατολή προς τη δύση και τον<br />
άλλον από το βορρά προς το νότο, ώστε να σχηματίζεται νοερά<br />
το σημείο του σταυρού. <strong>Α</strong>ν όμως η κίνηση δε γίνει με το σωστό<br />
τρόπο, υπάρχει κίνδυνος να σβήσουν τα φώτα. Οπότε του<br />
φωνάζουν : «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα!».<br />
Μια ακόμη εκδοχή, που σχετίζεται με την ορθογραφία και την<br />
έννοια των λέξεων, είναι η εξής : Ο πολυέλαιος ανάβεται στην<br />
εκκλησία όταν ψάλλεται ο γνωστός ως «πολυέλεος» ψαλμός<br />
του Δαβίδ (134 και 135) με την επωδό «ότι εις τον αιώνα το<br />
έλεος <strong>Α</strong>υτού».<br />
Ίσως η Τρίτη εκδοχή είναι η πλησιέστερη στο απαξιωτικό<br />
νόημα που δίνουμε στις μέρες μας στη φράση αυτή. <strong>Α</strong>φού όταν<br />
λέμε «σιγά τον πολυέλαιο – πολυέλεο (;)», συνήθως<br />
αναφερόμαστε σε κάτι που θέλουν να μας το παρουσιάσουν ως<br />
ιδιαίτερης αξίας ενώ εμείς το θεωρούμε ευτελές ή σε κάποιον<br />
που πολύ μικρή σημασία έχει για μας ό,τι κι αν προσπαθεί να<br />
δείξει πως είναι.<br />
ΣΚΩΤΣΕΖΙΚΟ ΝΤΟΥΣ<br />
Είναι κι αυτή μια μέθοδος που συχνά πυκνά χρησιμοποιείται<br />
από τους πολιτικούς με εναλλαγή αρνητικών και θετικών<br />
μέτρων ή από τους δημοσιογράφους με εναλλαγή κακών και
καλών ειδήσεων, ώστε να δημιουργείται ισορροπία<br />
συναισθημάτων και πάντοτε ο απλός λαός να τρέφει ελπίδες<br />
για θετικές εξελίξεις στο μέλλον.<br />
Στην πραγματικότητα, το σκωτσέζικο ντους είναι η εναλλαγή<br />
του πλυσίματος του σώματος με κρύο και θερμό νερό, ώστε να<br />
ενεργοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το κυκλοφορικό<br />
σύστημα ή ακόμη και να προληφθούν κάποιες παθήσεις που<br />
σχετίζονται μ’ αυτό.<br />
Η καταγωγή της έκφρασης είναι προφανώς σκωτσέζικη με δύο<br />
πιθανές εκδοχές. Η πρώτη έχει να κάνει με τον άστατο καιρό<br />
που επικρατεί συνήθως στην περιοχή αυτή και πολύ εύκολα η<br />
ηλιοφάνεια παραχωρεί τη θέση της σε μια ξαφνική μπόρα.<br />
Η δεύτερη έχει να κάνει με την παροιμιώδη τσιγκουνιά των<br />
Σκωτσέζων, που λέγεται ότι για το πλύσιμό τους έκαναν χρήση<br />
κατά το ήμισυ θερμού νερού και κατά το ήμισυ κρύου,<br />
προκειμένου να κάνουν οικονομία.<br />
Διαλέγετε και παίρνετε.<br />
ΣΟΔΟΜ<strong>Α</strong> Κ<strong>Α</strong>Ι ΓΟΜΟΡ<strong>Α</strong><br />
Ποιος δε θυμάται τη μοναδική Σαπφώ Νοταρά να αναφωνεί<br />
«Σόδομα και Γόμορα γίναμε εδώ μέσα», υπονοώντας τις άνομες<br />
ορέξεις του μεσήλικα διευθυντή της (Γ. Μιχαλόπουλος) για την<br />
δροσερή και ζωηρή σύζυγο (<strong>Α</strong>λ. Βουγιουκλάκη) του νεαρού<br />
υπαλλήλου του ( Δ. Παπαμιχαήλ).<br />
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, οι κάτοικοι των δυο πόλεων<br />
ζούσαν έκλυτο βίο μακριά από το δρόμο του Θεού, που<br />
αποφάσισε την παραδειγματική τιμωρία τους στέλνοντας φωτιά
απ’ τον ουρανό και σώζοντας μόνο την οικογένεια του Λωτ.<br />
Κάθε αναφορά σ’ αυτές τις δυο πόλεις σχετίζεται άμεσα με την<br />
διαφορετικότητα που αφορά στη σεξουαλική συμπεριφορά των<br />
ανθρώπων.<br />
ΣΟΥΣΟΥΡ<strong>Α</strong>Δ<strong>Α</strong><br />
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι βέβαιο πως θυμούνται το στίχο<br />
από το χαρούμενο τραγούδι του αξέχαστου Νίκου Γούναρη :<br />
«Σουσουράδα, σουσουράδα, ψέματα μου λες αράδα». Και<br />
προφανώς δεν αναφερόταν στο μικρόσωμο πουλί, αλλά σε<br />
κάποια τσαχπίνα κοπέλα. Γιατί όμως την αποκαλούσε<br />
σουσουράδα; Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό της γνώρισμα;<br />
Η επιστημονική ονομασία της σουσουράδας είναι σεισοπυγή. Η<br />
λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από το ρήμα σείω (κουνάω)<br />
και από το ουσιαστικό πυγή (τα οπίσθια).<br />
Προσοχή στις σουσουράδες…!!!<br />
ΣΠΟΥΔ<strong>Α</strong>Ι<strong>Α</strong> <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Λ<strong>Α</strong>Χ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong><br />
Ο ειρωνικός χαρακτηρισμός για κάθε τι ασήμαντο ή για ότι<br />
χρειάζεται να ξεπληρώσουμε με κόστος δυσανάλογα μικρό σε<br />
σχέση με την πραγματική του αξία, μας έρχεται από την<br />
περίοδο της τουρκοκρατίας.<br />
Οι φοροεισπράκτορες των Τούρκων πήγαν σ' ένα χωριό και<br />
απαίτησαν να εισπράξουν από τους φτωχούς αγρότες τον
φόρο της "δεκάτης", έναν από τους πολλούς που έπρεπε να<br />
αποδίδουν οι ραγιάδες στον κατακτητή.<br />
Οι χωρικοί ισχυρίστηκαν πως η παραγωγή τους (τα λάχανα)<br />
είχε μείνει απούλητη και γι' αυτό δεν μπορούσαν να<br />
ανταποκριθούν στην πληρωμή.<br />
Τότε ο φοροεισπράκτορας τους ενημέρωσε ότι θα έστελνε τους<br />
ανθρώπους του να φορτώσουν τα λάχανά τους για την<br />
εξόφληση του χρέους.<br />
Μάλλον ενθουσιασμό προκάλεσε αυτή του η απόφαση στους<br />
χωρικούς που φαίνεται πως βρήκαν την ευκαιρία να πατσίζουν<br />
τα χρέη τους με τα κατά πολύ υποδεέστερα λάχανα, ώστε να<br />
μείνει στην ιστορία η φράση : "σπουδαία τα λάχανα".<br />
ΣΤΗΛΗ <strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong>ΤΟΣ<br />
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Θεός αποφάσισε να<br />
καταστρέψει τα αμαρτωλά Σόδομα και Γόμορα, αποφάσισε να<br />
προστατέψει το Λωτ και την οικογένειά του. Άγγελος Κυρίου<br />
τους οδήγησε στην έξοδο με την εντολή να μην κοιτάξουν πίσω<br />
τους. Όμως η γυναίκα του Λωτ, γεμάτη περιέργεια, έστρεψε<br />
πίσω το βλέμμα της με αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί ακαριαία<br />
σε στήλη άλατος.<br />
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει όποιον μένει<br />
έκπληκτος, άναυδος, αποσβολωμένος ακούγοντας ξαφνικά μια<br />
συνήθως δυσάρεστη είδηση.
ΣΤΡ<strong>Α</strong>Π<strong>Α</strong>ΤΣ<strong>Α</strong>Δ<strong>Α</strong><br />
Όταν ο διαθέσιμος χρόνος μαγειρέματος είναι μικρός και τα<br />
οικονομικά μέσα πενιχρά, τότε χρειάζονται έξυπνες, γρήγορες,<br />
χαμηλού κόστους, αλλά προπαντός θρεπτικές συνταγές<br />
φαγητού.<br />
Ένα τέτοιο φαγητό είναι και η στραπατσάδα, που ενώ για<br />
αρκετά χρόνια παραμερίστηκε από την εισβολή των<br />
ταχυφαγείων αμερικάνικου τύπου, επανεμφανίστηκε δριμύτερη<br />
στα απανταχού μεζεδοπωλεία, για να γίνει και πάλι μέρος της<br />
καθημερινής μας διατροφής.<br />
Λίγη φρέσκια ντομάτα τριμμένη, βράσιμο στο τηγάνι μέχρι να<br />
εξατμιστούν τα υγρά της, ελαφρύ τσιγάρισμα με ελαιόλαδο (το<br />
κρεμμυδάκι προαιρετικό), δυο τρία αυγά σπασμένα, αλάτι,<br />
πιπέρι, καλό ανακάτεμα για να μην κολλήσουν και... έτοιμη η<br />
στραπατσάδα μας, πλήρως αρωματική και θρεπτική.<br />
Όσο για το όνομά της, αυτό προέρχεται από την ιταλική λέξη<br />
strapazzare, που σημαίνει κόβω σε μικρά μικρά κομματάκια.<br />
Καλή σας όρεξη!<br />
ΣΥΚΟΦ<strong>Α</strong>Ν<strong>ΤΗΣ</strong><br />
Έτσι λέγεται όποιος διασπείρει ψευδείς ειδήσεις προκειμένου<br />
να μειώσει το κύρος ή την αξιοπιστία των άλλων.<br />
Στην αρχαία <strong>Α</strong>θήνα, όμως, συκοφάντης ήταν εκείνος που (κατά<br />
μία εκδοχή) κατάγγελλε όσους εισήγαν παράνομα σύκα στην<br />
πόλη.
Βέβαια, το σύκο είχε από την αρχαιότητα και ερωτική σημασία,<br />
μιας και σήμαινε το γυναικείο γεννητικό όργανο. <strong>Α</strong>πό αυτή την<br />
τελευταία σημασία ίσως (κατά μία άλλη εκδοχή) προήλθε και η<br />
λέξη "συκοφάντης". Μάλλον λοιπόν η λέξη προέρχεται<br />
(σύκον+φαίνω) από αυτούς που κατάγγελλαν συμπολίτες τους<br />
για παράνομες ερωτικές σχέσεις.<br />
ΣΥΚΩΤΙ<br />
Η λέξη συκώτι από πού προέρχεται; <strong>Α</strong>πό το σύκο, είναι η<br />
απάντηση, αν και η διαδρομή δεν είναι προφανής.<br />
Η συκιά και ο καρπός της, το σύκο, υπάρχουν στην Ελλάδα<br />
από πολύ παλιά - μαρτυρούνται και στον 'Ομηρο, αν και η λέξη<br />
"σύκο" ίσως να είναι προελληνική.<br />
Το σύκο διαδραμάτιζε κεφαλαιώδη ρόλο στο διαιτολόγιο των<br />
αρχαίων Ελλήνων, το οποίο με τα σημερινά δεδομένα θα<br />
κρινόταν αφάνταστα φτωχό. Το σύκο, λοιπόν, το εκτιμούσαν<br />
ιδιαίτερα και μάλιστα τάιζαν ορισμένα ζώα (ιδίως χήνες και<br />
γουρούνια) αποκλειστικά ή σχεδόν με σύκα, ώστε το συκώτι<br />
τους να νοστιμίσει. <strong>Α</strong>υτό το έδεσμα, κάτι ανάλογο με το<br />
σημερινό φουά-γκρα, το ονόμαζαν, πολύ λογικά, "συκωτόν<br />
ήπαρ".<br />
Με τον καιρό, το ουσιαστικό εξέπεσε και παρέμεινε το επίθετο,<br />
"συκωτόν", το οποίο έφτασε να χαρακτηρίζει όχι μόνον το<br />
ειδικά προετοιμασμένο συκώτι, αλλά το συκώτι γενικά.
ΣΩΘΗΚΕ ΤΟ Λ<strong>Α</strong>ΔΙ ΣΤΟ Κ<strong>Α</strong>ΝΤΗΛΙ ΤΟΥ<br />
Όταν ο κύκλος της ζωής ενός ανθρώπου φαίνεται να κλείνει<br />
οριστικά, συχνά χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση.<br />
Σύμφωνα με τον λαϊκό μύθο, ο χάρος αποφάσισε να πάρει ένα<br />
πρόβατο από κάποιον βοσκό. <strong>Α</strong>υτός όμως του αρνήθηκε<br />
πεισματικά, αν και γνώριζε με ποιον είχε να κάνει. Ο χάρος<br />
έφυγε δυσαρεστημένος, του είπε όμως πως σ’ ένα χρόνο θα<br />
επιστρέψει. Ούτε τη δεύτερη φορά ο βοσκός υπέκυψε στο<br />
ζητούμενο του χάρου. Τότε αυτός θύμωσε και του είπε πως θα<br />
επιστρέψει για Τρίτη και τελευταία φορά. Κι αν αρνηθεί κι αυτή<br />
τη φορά, τότε θα τον πάρει μαζί του.<br />
Όταν ο χάρος εμφανίστηκε για Τρίτη φορά, ο πονηρός βοσκός<br />
ζήτησε από το χάρο να του δείξει πού έμενε, ώστε να<br />
αποφασίσει αν θα του δώσει τελικά το πρόβατο. Ο χάρος τον<br />
πήρε μαζί του και τον πήγε στο σπίτι του, μια σπηλιά γεμάτη<br />
καντήλια. Ο βοσκός ρώτησε τι ήταν όλα αυτά κι ο χάρος του<br />
απάντησε πως ήταν οι ψυχές των ανθρώπων. Ο βοσκός είδε<br />
ένα καντήλι σβηστό, χωρίς σταγόνα λάδι και ρώτησε το χάρο<br />
τίνος ήταν. Ο χάρος του απάντησε πως ήταν της συχωρεμένης<br />
της μητέρας του. Ένα άλλο τρεμόσβηνε και το λάδι του<br />
σωνόταν. <strong>Α</strong>υτό του είπε ο χάρος πως ήταν του αδελφού του και<br />
πολύ στενοχωρήθηκε ο βοσκός. Μα ήταν κι ένα καντήλι γεμάτο<br />
με λάδι ως απάνω που έκαιγε με φλόγα ζωηρή. Ο χάρος<br />
ξεγελάστηκε και του αποκάλυψε πως αυτό ήταν το δικό του.
Έτσι ο βοσκός αποφάσισε να μη δώσει το πρόβατο στο χάρο,<br />
αφού δεν ήταν στο χέρι του να σβήσει το καντήλι μέχρι να<br />
σωθεί όλο το λάδι.
Τ<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΒΡΗΚΕ ΜΠ<strong>Α</strong>ΣΤΟΥΝΙ<strong>Α</strong><br />
Ίσως η φράση αυτή, που σημαίνει τη μεγάλη δυσκολία που<br />
κάποιος αντιμετώπισε στην προσπάθειά του, παραπέμπει τους<br />
περισσότερους στις φιγούρες της τράπουλας. Η αλήθεια όμως<br />
είναι πως καμιά σχέση δεν έχει με το χαρτοπαίγνιο και πως<br />
σχετίζεται άμεσα με ένα ιστορικό συμβάν.<br />
Με την συμπλήρωση των 100 χρόνων από την τελική πτώση<br />
του Λέοντα Σγουρού (το 1208 αυτοκτόνησε έφιππος πέφτοντας<br />
από τον <strong>Α</strong>κροκόρινθο) και την παράδοση του κάστρου στους<br />
Φράγκους κατακτητές (1209) γίνονταν ιππικοί αγώνες για τον<br />
εορτασμό της επετείου. Οι νικητές των αγώνων ήταν ο δούκας<br />
των <strong>Α</strong>θηνών Γουϊδος και ο Νορμανός Μπουσάρ. Εκείνη τη μέρα<br />
επέλεξε ο βαϊλος (διοικητής) της <strong>Α</strong>χαϊας Νικόλαος Β’ ντε Σαιντ<br />
Ομέρ να καλέσει σε ιππική μονομαχία τον παλατίνο (διοικητή)<br />
της Κεφαλονιάς Ιωάννη <strong>Α</strong>’ Ορσίνι, ο οποίος δεν δέχτηκε την<br />
πρόκληση με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο.<br />
Τότε ο Μπουσάρ ίππευσε το άλογο του παλατίνου και έκανε<br />
όσα γυμνάσματα είχε κάνει και με το δικό του άλογο,<br />
εξευτελίζοντας έτσι δημόσια τον άρχοντας της Κεφαλονιάς και<br />
προκαλώντας το θανάσιμο μίσος του.
Όμως ο Ιωάννης προχώρησε ακόμη περισσότερο. Με δόλο<br />
κατάφερε να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με τα ξύλινα<br />
που χρησιμοποιούνταν για την ξιφασκία και στη συνέχεια να<br />
τον καλέσει σε μονομαχία. Τα ξίφη αυτά ονομάζονταν από τους<br />
Φράγκους «μπαστέν» και από τους Έλληνες «μπαστούνια».<br />
Όταν ο δυστυχής Μπουσάρ κατάλαβε τι του είχε συμβεί, ότι<br />
δηλαδή τα είχε βρει μπαστούνια, ήταν πλέον πολύ αργά. Ο<br />
ύπουλος Ιωάννης του είχε ήδη καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα<br />
στο στήθος με το κοφτερό σπαθί του.<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Δ<strong>Α</strong>ΝΕΙ<strong>Α</strong> <strong>ΤΗΣ</strong> <strong>Α</strong>ΓΓΛΙ<strong>Α</strong>Σ<br />
Μελετώντας τη νεότερη ελληνική ιστορία, μπορούμε να<br />
καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για την ανυπολόγιστη<br />
αξία του τόπου μας. Περίπου 200 χρόνια πριν, στις 30<br />
Νοεμβρίου 1823, σε καιρό επανάστασης κατά της Οθωμανικής<br />
αυτοκρατορίας και εμφύλιου σπαραγμού ταυτόχρονα μεταξύ<br />
στρατιωτικών και πολιτικάντηδων (και όχι μόνο), όμιλος<br />
Άγγλων τραπεζιτών χορηγεί στους μαχόμενους (και μη)<br />
Έλληνες δάνειο ύψους 800.000 λιρών <strong>Α</strong>γγλίας για τις άμεσες<br />
ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων.<br />
Τα χρήματα ασφαλώς δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους,<br />
διότι από τότε υπήρχαν τα λαμόγια της πολιτικής που<br />
φρόντισαν να φάνε με χρυσά κουτάλια, αφήνοντας για μια<br />
ακόμα φορά τον μαχόμενο λαό όχι μόνο πεινασμένο αλλά και<br />
χρεωμένο διά βίου.
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι αυτό το δάνειο, μαζί με όλα τ’<br />
άλλα, έχει αποπληρωθεί. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι αν χωρίς<br />
κράτος και κυβέρνηση ήμαστε φερέγγυοι για τους Άγγλους<br />
τραπεζίτες, τότε ως κράτος με νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση<br />
μπορούμε να δανειζόμαστε επ’ άπειρον χωρίς κανένα<br />
πρόβλημα. Γιατί; Μα διαθέτουμε τόσους πολλούς Έλληνες<br />
ανθέλληνες πολιτικούς, που είναι πλήρως ασφαλής η<br />
επιστροφή των δανείων εντόκως με όποια επιτόκια ή<br />
ανταλλάγματα οι δανειστές μας αποφασίσουν και οι πολιτικοί<br />
μας εκπρόσωποι συνομολογήσουν!<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΕΒΓ<strong>Α</strong>ΛΕ ΣΤΗ ΦΟΡ<strong>Α</strong><br />
Όποιος δεν κρατάει το στόμα του κλειστό είτε κάτω από πίεση<br />
είτε από κακή συνήθεια, είναι αναμενόμενο να μαρτυρήσει όλα<br />
όσα γνωρίζει, δηλαδή να τα βγάλει στη φόρα.<br />
Η τόσο συνηθισμένη φράση οφείλεται στη συμπεριφορά των<br />
κηρύκων του βυζαντινού κράτους, που επέλεγαν (κατόπιν<br />
αμοιβής από τον κατήγορο) ένα κεντρικό σημείο για να<br />
εκτοξεύσουν κατηγορίες εναντίον κάποιου πολίτη, για τον<br />
οποίο όμως δεν υπήρχαν σαφή ενοχοποιητικά στοιχεία. Για να<br />
ολοκληρώσουν με επιτυχία το άχαρο έργο τους, προσέθεταν<br />
στο τέλος ότι επειδή δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις, καλείται<br />
όποιος γνωρίζει κάτι για την υπόθεση να παρουσιαστεί και να<br />
το γνωστοποιήσει. Συμπλήρωναν δε ότι όσοι είναι άτολμοι και<br />
ενώ γνωρίζουν, δεν ξεσκεπάζουν τον ένοχο, θα είναι<br />
καταραμένοι – και αυτοί και τα παιδιά τους.
Ήταν τόσο τρομακτικές οι κατάρες που ξεστόμιζαν, που<br />
ενεργοποιούσαν τις ανθρώπινες μεταφυσικές αγωνίες και<br />
πολλές φορές βρέθηκαν μάρτυρες που κατέδωσαν τους<br />
ενόχους (;) βγάζοντάς τα όλα στη φόρα.<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΕΞ <strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΞΗΣ<br />
Η πιο συνηθισμένη φράση που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε<br />
να δείξουμε πως κάποιον έβρισε τον άλλον με τα πιο βαριά<br />
λόγια, είναι ότι «του έσουρε τα εξ αμάξης».<br />
Τα εξ αμάξης ήταν κατά την αρχαιότητα χοντροκομμένα αστεία,<br />
καυστικά σχόλια, ακόμα και πρόστυχες βρισιές, που έλεγαν οι<br />
γυναίκες όταν επέστρεφαν πάνω στις άμαξες από τα Ελευσίνια<br />
Μυστήρια στους περαστικούς. Το έθιμο αυτό μάλλον σχετιζόταν<br />
με τους «γεφυρισμούς», τα αστεία που λέγονταν από τους<br />
συμμετέχοντες σ’ αυτές τις γιορτές κοντά στη γέφυρα του<br />
Κηφισού και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, που<br />
κατόρθωσε με τα αστεία της να κάνει τη θλιμμένη θεά Δήμητρα<br />
να γελάσει, όταν αυτή αναζητούσε την χαμένη κόρη της, την<br />
Περσεφόνη. Να προσθέσουμε ότι η Ιάμβη, κόρη του Πάνα και<br />
της Ηχούς, λατρεύτηκε αργότερα ως θεά του ξεδιάντροπου και<br />
σκωπτικού στίχου, του ίαμβου.<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΕΧΕΙ ΤΕΤΡ<strong>Α</strong>ΚΟΣΙ<strong>Α</strong><br />
Πριν τη γενικευμένη χρήση του κιλού ως μονάδας μέτρησης του<br />
βάρους με υποδιαίρεση τα γραμμάρια (ένα κιλό περιέχει χίλια<br />
γραμμάρια), στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαμε την οκά με
υποδιαίρεση τα δράμια. Μια πλήρης οκά είχε τετρακόσια<br />
δράμια.<br />
Όποιος τα έχει τετρακόσια, είναι μεταφορικά πλήρης, δηλαδή<br />
έχει τα λογικά του. <strong>Α</strong>π’ αυτό και η ρήση «ο τρελός τα έχει<br />
τετρακόσια», για όσους προσποιούνται ότι έχουν το<br />
ακαταλόγιστο για να αποφύγουν τις ευθύνες ή για όσους<br />
θεωρούμε «τρελούς», αλλά μας δίνουν τις πιο λογικές<br />
απαντήσεις σε ανύποπτο χρόνο.<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΙΔΙ<strong>Α</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΤΕΛ<strong>Α</strong>ΚΗ ΜΟΥ,<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΙΔΙ<strong>Α</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΤΕΛΗ ΜΟΥ<br />
Ο Παντελής <strong>Α</strong>στραπογιαννάκης ήταν ένας ακόμη θαρραλέος<br />
Κρητικός, που επαναστάτησε εναντίον των Ενετών και βγήκε<br />
στο βουνό όταν αυτοί έγιναν κυρίαρχοι της ηρωικής<br />
Μεγαλονήσου. Έστηνε ενέδρες στους κατακτητές και τα βράδια<br />
κατηφόριζε απ’ το κρησφύγετό του και τους χτυπούσε μέσα στα<br />
ίδια τους τα κάστρα. Κι όταν βρισκόταν με τους συμπατριώτες<br />
του, τους μιλούσε για τη λευτεριά που δεν θ’ αργούσε να<br />
ξημερώσει.<br />
Μα ο καιρός περνούσε, ο αγώνας συνεχιζόταν, οι κατακτητές<br />
όλο και σκλήραιναν τη στάση τους κι η λευτεριά δεν έλεγε να<br />
φανεί. Μα κι ο <strong>Α</strong>στραπογιαννάκης δεν το ‘βαζε κάτω,<br />
αγωνιζόταν κι όλο μιλούσε για τη λευτεριά.<br />
Οι συμπατριώτες του, όμως, είχαν πια κουραστεί. Κι όταν<br />
εκείνος προσπαθούσε να τους πλησιάσει και να τους μιλήσει<br />
για το όνειρο που δεν έπρεπε να σβήσει, εκείνοι του έλεγαν :
«Ξέρουμε τι θα μας πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή<br />
μου!».<br />
Δείγμα απελπισίας, λοιπόν, η γνωστή σε όλους μας φράση,<br />
που μας θυμίζει μια δυσάρεστη κατάσταση που για κακή μας<br />
τύχη δεν υπάρχουν πιθανότητες να αλλάξει ή ανθρώπους που<br />
επιμένουν να επαναλαμβάνουν λάθη και συμπεριφορές παρά<br />
τις συμβουλές όλων των άλλων για την προφανή κατάληξή<br />
τους.<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΜΥ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΣΟΥ Κ<strong>Α</strong>Ι ΜΙ<strong>Α</strong> ΛΙΡ<strong>Α</strong><br />
Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟΥ ΜΠΟΓΙ<strong>Α</strong>ΤΖΗ Ο ΚΟΠ<strong>Α</strong>ΝΟΣ<br />
Κιουλάκ Βογιατζή ήταν το όνομα του γιγαντόσωμου <strong>Α</strong>λβανού<br />
φοροεισπράκτορα με το αγριωπό μαυριδερό βλογιοκομμένο<br />
πρόσωπο που τρομοκρατούσε τους <strong>Α</strong>θηναίους στα χρόνια της<br />
Τουρκοκρατίας, προκειμένου να εισπράξει τον κεφαλικό φόρο.<br />
Ο λόρδος Βύρωνας τον περιγράφει σαν δαίμονα που ξεπήδησε<br />
απ’ την κόλαση και αναφέρει πως τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο<br />
τρόμου από την όψη του και μόνο.<br />
Το όπλο του φοροεισπράκτορα ήταν ένας τεράστιος κόπανος<br />
με τον οποίο απειλούσε να σπάσει τα κεφάλια των ραγιάδων<br />
που θα τολμούσαν να μην του δώσουν μια χρυσή λίρα ή δυο<br />
φλουριά, ποσό που αντιστοιχούσε στο εξαμηνιαίο χαράτσι της<br />
εποχής εκείνης.<br />
Όσο, όμως, κι αν η όψη του Κιουλάκ Βογιατζή έκοβε την ανάσα,<br />
δεν συνέβαινε το ίδιο και με το μυαλό του, κάτι που οι Έλληνες<br />
φρόντιζαν να εκμεταλλευτούν κατάλληλα, για να ξεφύγουν απ’
τον δυνάστη τους. Γυάλιζαν, λοιπόν, κάποια ασήμαντης αξίας<br />
νομίσματα που του τα έδιναν αντί για λίρες και τον έστελναν<br />
στον αγύριστο.<br />
<strong>Α</strong>πό την εποχή εκείνη μας έμεινε και η περιπαιχτική φράση,<br />
αφού και οι σημερινοί φοροεισπράκτορες, ένδοξοι απόγονοι<br />
του Κιουλάκ Βογιατζή, έχουν το κληρονομικό χάρισμα :<br />
απειλητική όψη και απουσία μυαλού!<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΣΠ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΜΕ<br />
Ελληνοπρεπές γλέντι και οινοποσία δεν νοούνται, αν δεν<br />
συνοδεύονται απαραίτητα από το σπάσιμο των πιάτων. Και<br />
όταν αυτά κάποτε τελειώσουν, ακολουθούν τα ποτήρια και,<br />
ενδεχομένως, ό,τι άλλο εύθραυστο διαθέτει ο χώρος. Όλα αυτά<br />
βέβαια, στα πλαίσια της καλώς νοούμενης διασκέδασης και με<br />
την προϋπόθεση ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι απολαμβάνουν<br />
το θέαμα και συμμετέχουν από κοινού στη διαδικασία. Κι όσοι<br />
νομίζουν πως αυτή είναι μια συνήθεια που κατά τύχη<br />
απέκτησαν οι νεοέλληνες, κάνουν μεγάλο λάθος. Είναι έθιμο<br />
που πρωτοεμφανίζεται στα μινωϊκά χρόνια και φτάνει ως τις<br />
μέρες μας. <strong>Α</strong>πό την παραμονή του γάμου συγκέντρωναν σε ένα<br />
μεγάλο δωμάτιο πήλινα αγγεία που, κατά την διάρκεια του<br />
γλεντιού, τα έσπαγαν χορεύοντας. Με το πέρασμα του χρόνου,<br />
το έθιμο γενικεύτηκε και επικράτησε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα<br />
εκφράζοντας, προφανώς, πέρα για πέρα την ελληνική<br />
ιδιοσυγκρασία. Δυστυχώς, οι νεόπλουτοι το μετέτρεψαν σε<br />
τόσο ακραία επίδειξη στους χώρους νυχτερινής διασκέδασης,
που η επικινδυνότητα οδήγησε στην απαγόρευσή του. Τώρα<br />
πλέον τα σπάμε στο σπίτι μας με τους φίλους μας ως γνήσιοι<br />
Έλληνες.<br />
<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΤΟΥ Κ<strong>Α</strong>ΙΣ<strong>Α</strong>ΡΟΣ ΤΩ Κ<strong>Α</strong>ΙΣ<strong>Α</strong>ΡΙ<br />
Η φράση αυτή σχετίζεται στις μέρες μας με την απονομή του<br />
δικαίου. Ό,τι αντιστοιχεί σε κάποιον, πρέπει να του αποδίδεται,<br />
ανεξάρτητα από την προσωπική μας αντίληψη ή την<br />
αντιπαλότητά μας προς το πρόσωπό του.<br />
Ολόκληρη η φράση ανήκει στον Ευαγγελιστή Λουκά : «Τα του<br />
Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Και έχει να<br />
κάνει ασφαλώς με τη νομή της κοσμικής και της υπερκόσμιας<br />
εξουσίας. Δηλαδή, οι άρχοντες έχουν τον πρώτο λόγο στα<br />
επίγεια και ο Θεός έχει τον πρώτο λόγο στα υπερκόσμια.<br />
Βέβαια, στην εποχή μας τα πράγματα είναι αρκετά μπερδεμένα,<br />
αφού οι άρχοντες αισθάνονται ολίγον Θεοί και οι εκπρόσωποι<br />
του Θεού αισθάνονται αρκετά άρχοντες.<br />
ΤΙ Κ<strong>Α</strong>ΠΝΟ ΦΟΥΜ<strong>Α</strong>ΡΕΙΣ<br />
Ο καπνός, όπως και ο φούρνος ("κάποιος φούρνος θα<br />
γκρεμίστηκε"), είναι στοιχεία δηλωτικά της έννοιας του σπιτιού.<br />
Όπως αναφέρει και ο ιστορικός Παύλος Καλλιγάς για τον τρόπο<br />
φορολόγησης των πολιτών στα βυζαντινά μάλλον χρόνια : " Οι<br />
φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερώτουν<br />
"τι καπνό φουμάρει εδώ;". Κατά την απόκριση δε, έβανον τον<br />
αναλογούντα φόρον ".
Είναι προφανές ότι ο "καπνός" έχει την έννοια της εστίας, του<br />
τζακιού, της οικονομικής επιφάνειας της οικογένειας.<br />
Με την παρέλευση του χρόνου, η φράση έφτασε να σημαίνει το<br />
τι έχει κάποιος στο μυαλό του ή, ακόμη περισσότερο, τι<br />
χαρακτήρα έχει.<br />
<strong>Α</strong>ς θυμηθούμε και το δίστιχο του λαϊκού τραγουδιού :<br />
Κατάλαβα τη γνώμη σου και τι καπνό φουμάρεις,<br />
το μάτσο πορτοφόλι μου γυρεύεις να μου πάρεις.<br />
ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ <strong>ΤΗΣ</strong> <strong>Α</strong>Ρ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Σ<br />
«Γεφύρι της Άρτας» χαρακτηρίζονται όλες οι<br />
επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες που<br />
καταβάλλουμε χωρίς να κατορθώνουμε να φτάσουμε στο<br />
επιθυμητό αποτέλεσμα.<br />
<strong>Α</strong>ιτία αυτού του χαρακτηρισμού αποτελεί ο λαϊκός θρύλος όπως<br />
μας παραδίδεται από το δημοτικό μας τραγούδι, που θέλει<br />
«σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες» να<br />
προσπαθούν μάταια να θεμελιώσουν το γεφύρι που «ολημερίς<br />
το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν». Και μόνο όταν χτίστηκε στα<br />
θεμέλιά του η γυναίκα του πρωτομάστορα όπως μήνυσε το<br />
πουλάκι – αγγελιαφόρος (αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο, γιοφύρι<br />
δε στεριώνει), έγινε δυνατή η κατασκευή του.<br />
Ως προς την ιστορική αλήθεια, το γεφύρι πρέπει να<br />
κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1602 και 1606 επί Δεσπότη<br />
Μιχαήλ Β’ Δούκα, με σκοπό τη διέλευση του τουρκικού<br />
στρατού. Παρότι οι χωρικοί αρχικά προθυμοποιήθηκαν να
εργαστούν σ’ αυτό, όταν έμαθαν το λόγο της κατασκευής του,<br />
γκρέμιζαν κρυφά τα βράδια ό,τι είχαν χτίσει το πρωί. Όταν ο<br />
Τούρκος διοικητής αντελήφθη πως κάτι περίεργο συνέβαινε,<br />
διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της συζύγου του και<br />
τη θανάτωσή τους. Έτσι οι χωρικοί, έχοντας το φόβο και της<br />
δικής τους ζωής, αποφάσισαν να ολοκληρώσουν το έργο,<br />
συνοδεύοντας όμως με όσες κατάρες μπορούσαν τα τούρκικα<br />
ασκέρια (Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως<br />
πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες). <strong>Α</strong>ργότερα,<br />
στα χρόνια που οι Ηπειρώτες περίμεναν την απελευθέρωσή<br />
τους από τον ελληνικό στρατό, οι κατάρες έγιναν ευχές (<strong>Α</strong>ν<br />
τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι – κι αν πέφτουν τ’<br />
άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες – τι έχω αδελφό στην<br />
ξενιτιά, μην τύχει και περάσει).
ΤΟ ΚΟΥΤΙ <strong>ΤΗΣ</strong> Π<strong>Α</strong>ΝΔΩΡ<strong>Α</strong>Σ<br />
Η Πανδώρα, όπως αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία, είναι η<br />
γυναικεία μορφή που πλάστηκε με εντολή του Δία προκειμένου<br />
να τιμωρήσει τους ανθρώπους μετά την κλοπή της φωτιάς από<br />
τον Προμηθέα. Προσφέρθηκε ως δώρο στον αδελφό του, τον<br />
Επιμηθέα, και είχε μαζί της ένα κιούπι που μέσα του ήταν<br />
κρυμμένα όλα τα δεινά των ανθρώπων. Όταν η Πανδώρα άνοιξε<br />
το πώμα του πιθαριού, τα δεινά αυτά ξεχύθηκαν στην<br />
ανθρωπότητα, εκτός από την Ελπίδα που ο Δίας φρόντισε να<br />
παραμείνει στον πάτο του πιθαριού. Η Πανδώρα<br />
παραλληλίζεται με την Εύα.<br />
Όποτε, λοιπόν, ανοίγει το «κουτί της Πανδώρας», αναμένονται<br />
νέες ταλαιπωρίες σε κάθε περίπτωση.
ΤΟ ΚΡΕ<strong>Α</strong>Σ ΔΙΚΟ ΣΟΥ, <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΚΟΚ<strong>Α</strong>Λ<strong>Α</strong> ΔΙΚ<strong>Α</strong> ΜΟΥ<br />
Πριν μερικές δεκαετίες, ο ξυλοδαρμός των μαθητών<br />
αποτελούσε τη σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής<br />
σχολικής πρακτικής, ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό<br />
αποτέλεσμα της μάθησης. Δεν έλειπαν, βέβαια, ούτε οι σοβαροί<br />
τραυματισμοί των μαθητών εξαιτίας της βαναυσότητας των<br />
δασκάλων ούτε και η εγκατάλειψη του σχολείου από τα παιδιά<br />
που δε μπορούσαν να υπομείνουν την εκπαιδευτική κόλαση.<br />
Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο βιβλίο του «<strong>Α</strong>ναφορά στο Γκρέκο»,<br />
περιγράφει συχνά συμπεριφορές του πατέρα του, ενός<br />
σκληροτράχηλου Κρητικού. Σε έναν από τους διαλόγους του με<br />
το δάσκαλο του γιου του φέρεται να λέει: «Δάσκαλε, το κρέας<br />
δικό σου, τα κόκαλα δικά μου». Δηλαδή, μπορείς να τον δέρνεις<br />
ως εκεί που δεν πρόκειται να του προκαλέσεις κάποια<br />
σωματική αναπηρία.<br />
Ευτυχώς οι καιροί έχουν αλλάξει…<br />
ΤΟ ΚΡΕΒ<strong>Α</strong>ΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ<br />
Όταν προσπαθούμε να φέρουμε τις καταστάσεις στα μέτρα μας<br />
χωρίς να συνυπολογίζουμε τις καταστροφικές συνέπειες που<br />
μπορεί να έχει αυτή η συμπεριφορά για τους άλλους, τότε λέμε<br />
πως χρησιμοποιούμε το κρεβάτι του Προκρούστη<br />
(Προκρούστεια κλίνη).<br />
Ο Προκρούστης ήταν ληστής που τρομοκρατούσε τους<br />
κατοίκους της αρχαίας <strong>Α</strong>θήνας με ορμητήριό του την περιοχή
των Μεγάρων. Όταν οι άτυχοι ταξιδιώτες έπεφταν στα χέρια<br />
του, τους έδενε σε ένα κρεβάτι που είχε φτιάξει. <strong>Α</strong>ν ήταν<br />
κοντύτεροι, τους τραβούσε τα πόδια μέχρι να φτάσουν στην<br />
άκρη του κρεβατιού. <strong>Α</strong>ν ήταν ψηλότεροι, τους έκοβε το μέρος<br />
του σώματος που περίσσευε. Και στις δυο περιπτώσεις ο<br />
θάνατος ήταν τραγικός. Το φοβερό ληστή αντιμετώπισε ο<br />
Θησέας που, αφού τον νίκησε, τον έδεσε στο ίδιο του το<br />
κρεβάτι όπου διαπίστωσε ότι περίσσευαν τα πόδια και το<br />
κεφάλι του, τα οποία και έκοψε απαλλάσσοντας οριστικά την<br />
<strong>Α</strong>θήνα απ’ αυτόν.<br />
ΤΟ Μ<strong>Α</strong>ΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong>Ν<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΛΟΥ<br />
Πόσες φορές δεν έχουμε πει τη φράση «Φτάσαμε στη βρύση,<br />
μα δεν ήπιαμε νερό», εννοώντας πως ενώ καταβάλαμε όλη την<br />
προσπάθεια, στο τέλος οι κόποι μας δεν ανταμείφθηκαν.<br />
<strong>Α</strong>υτή είναι η λαϊκή εκδοχή για το μαρτύριο στο οποίο υπέβαλαν<br />
οι θεοί τον υπερόπτη και αλαζόνα Τάνταλο, βασιλιά της<br />
Φρυγίας, γιο του Δία (ή του Τμώλου) και της Πλουτούς, πατέρα<br />
της Νιόβης και του Πέλοπα.<br />
Ο Τάνταλος, ομοτράπεζος των ολύμπιων θεών, έκλεψε το<br />
νέκταρ και την αμβροσία, ενώ προσπάθησε να μεταφέρει και<br />
μυστικά των θεών στους ανθρώπους. Η μεγαλύτερη αμαρτία<br />
του όμως ήταν που επιχείρησε να εξαπατήσει τους θεούς<br />
σφάζοντας τον γιο του και προσφέροντάς τον ως γεύμα σ’<br />
αυτούς, πιστεύοντας πως δεν θα το καταλάβουν.
Όταν η ανόσια πράξη του έγινε αντιληπτή, ο Δίας τον<br />
κεραυνοβόλησε και τον έστειλε στον Άδη, όπου όμως<br />
εξακολούθησε να διατηρεί τις ανθρώπινες ανάγκες του. Τον<br />
τοποθέτησαν λοιπόν σ’ ένα λάκκο με νερό κι από πάνω του<br />
κρέμονταν ώριμοι καρποί δέντρων. Όποτε επιχειρούσε να<br />
χορτάσει την πείνα του, οι καρποί απομακρύνονταν, ενώ όποτε<br />
προσπαθούσε να σβήσει την αφόρητη δίψα του, το νερό του<br />
λάκκου χανόταν ή απομακρυνόταν.<br />
ΤΟ ΜΕΝ ΠΝΕΥΜ<strong>Α</strong> ΠΡΟΘΥΜΟΝ,<br />
Η ΔΕ Σ<strong>Α</strong>ΡΞ <strong>Α</strong>ΣΘΕΝΗΣ<br />
Πόσες φορές δεν έχουμε την έντονη επιθυμία να κάνουμε<br />
πράγματα, αλλά οι σωματικές μας δυνάμεις μας έχουν πλέον<br />
εγκαταλείψει. Πόσες φορές δεν έχουμε πιστέψει πως θα τα<br />
καταφέρουμε, αλλά έχουν οικτρά προδοθεί από τη σωματική<br />
κόπωση.<br />
Τη διαπίστωση αυτή έκανε για πρώτη ο Ιησούς όταν ζήτησε<br />
από τους μαθητές του να μην κοιμηθούν, αλλά να τον<br />
περιμένουν μέχρι να τελειώσει την προσευχή του, λίγο πριν τον<br />
συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανή. ‘Όταν όμως επέστρεψε,<br />
τους βρήκε όλους να κοιμούνται.<br />
ΤΟ ΠΙΘ<strong>Α</strong>ΡΙ ΤΩΝ Δ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΪΔΩΝ<br />
Οι Δαναΐδες, οι πενήντα κόρες του μυθικού Δαναού, σκότωσαν<br />
όλες (οι αθεόφοβες) τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του<br />
γάμου τους! Για το λόγο αυτό καταδικάστηκαν να βρεθούν στον
Άδη και υποχρεώθηκαν να προσπαθούν να γεμίσουν αδιάκοπα<br />
ένα πιθάρι που δεν είχε πάτο.<br />
Κάθε προσπάθεια που φανερά πέφτει στο κενό και είναι<br />
αδύνατο να αποφέρει αποτέλεσμα είναι ένα ακόμη «πιθάρι των<br />
Δαναΐδων».<br />
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ G<br />
Ο Γερμανός γυναικολόγος Ernst Grafenberg είναι ο πρώτος<br />
επιστήμονας που αναφέρθηκε το 1950 στο πλέον ευαίσθητο<br />
σημείο των γυναικών, το σημείο G, το οποίο τοποθετείται<br />
μερικά εκατοστά μέσα στον κόλπο των γυναικών. Η χρήση<br />
όμως του όρου «G-spot» γίνεται βιβλιογραφικά 32 χρόνια<br />
αργότερα, το 1982.<br />
Κατ’ άλλους, μη ειδικούς επιστήμονες, για μια μερίδα γυναικών<br />
το σημείο G τοποθετείται στο μέρος εκείνο που βρίσκεται το<br />
ευμέγεθες πορτοφόλι του εκάστοτε συνοδού.<br />
<strong>Α</strong>ς είμαστε, λοιπόν, προσεκτικοί στις επιλογές μας μεσούσης<br />
της κρίσης και ας ελπίσουμε ότι θα συναντήσουμε μέλη της<br />
ομάδας γυναικών που περιέγραψε ο γιατρός.<br />
ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΙΟΥΔ<strong>Α</strong><br />
Λέγεται ότι ο Ιούδας συμφώνησε να παραδώσει τον Ιησού<br />
στους Εβραίους <strong>Α</strong>ρχιερείς, δίνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο<br />
ως σημείο αναγνώρισης. Έτσι, μια συμβολική κίνηση αγάπης
μεταμορφώθηκε σε στίγμα της πιο μιαρής ενέργειας, της<br />
προδοσίας.<br />
Κάθε φορά που δεχόμαστε μια εξωτερικά φιλική προσέγγιση,<br />
που γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα κίνητρά της είναι εντελώς<br />
διαφορετικά, την αποκαλούμε «φιλί του Ιούδα».<br />
ΤΟΝ ΠΙ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΝΕ Σ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> ΠΡ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong><br />
Ο Θεόδωρος Καρράς ήταν διαβόητος ληστής την εποχή που η<br />
<strong>Α</strong>θήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.<br />
Η συμμορία του ήταν ο φόβος και ο τρόμος των <strong>Α</strong>θηναίων και<br />
κανείς δε μπορούσε να τον συλλάβει. Όταν κάποτε ο ληστής<br />
πληροφορήθηκε πως στην περιοχή της Κολοκυνθού ζούσε ο<br />
παπα-Μελέτης που φημολογούνταν πως είχε φλουριά με το<br />
τσουβάλι, αποφάσισε να τον «επισκεφθεί».<br />
Ο γέροντας παπάς, όμως, ήταν άφοβος και χεροδύναμος παρά<br />
την ηλικία του. Ζούσε μόνος του και στον κήπο του σπιτιού του<br />
είχε φυτεμένα πράσα. Το βράδυ που οι κακοποιοί βρέθηκαν<br />
στον κήπο του, ο παπάς άκουσε το θόρυβο, βγήκε έξω και<br />
κατόρθωσε να αρπάξει τον Καρρά μέσα στα πράσα (επ’<br />
αυτοφώρω) από το σβέρκο και να τον παραδώσει στην<br />
αστυνομία. Σύντομα αποκάλυψε τους συνεργάτες του που<br />
συνελήφθησαν και αυτοί, για να απαλλαγεί επιτέλους η πόλη<br />
από τους πλέον επικίνδυνους κακοποιούς της εποχής εκείνης.
ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο Γ<strong>Α</strong>ΜΟΣ<br />
Κάθε <strong>Α</strong>πόκρια στη Μεθώνη γιορτάζεται του Κουτρούλη ο γάμος,<br />
σε ανάμνηση ενός γάμου που έγινε πριν από 600 περίπου<br />
χρόνια, το 1405 περίπου. Ο Ιωάννης Κουτρούλης, τελευταίος<br />
Έλληνας ιππότης, αναγκάστηκε να υποβληθεί σε πολλές<br />
ταλαιπωρίες από τον Επίσκοπο Νήφωνα και σε υπέρογκα<br />
έξοδα, για να καταφέρει να παντρευτεί τη σύζυγό του, που ήταν<br />
ήδη διαζευγμένη. Σε πείσμα και του πρώτου της συζύγου,<br />
λοιπόν, και της άρνησης του επίσκοπου, ο γάμος κράτησε<br />
μπόλικες μέρες και έμοιαζε με πανηγύρι.<br />
Όποτε γίνεται «του Κουτρούλη ο γάμος», η κατάσταση που<br />
επικρατεί, θυμίζει μια ατέλειωτη γιορτή ή πολλά και απρόσμενα<br />
τραγελαφικά επεισόδια.<br />
ΤΟΥ ΛΙΝ<strong>Α</strong>ΡΙΟΥ <strong>Τ<strong>Α</strong></strong> Π<strong>Α</strong>ΘΗ<br />
Η κατεργασία του λιναριού από το χωράφι ως την κατασκευή<br />
της κλωστής γινόταν από οργανωμένες ομάδες γυναικών. Πριν<br />
την τέλεια ωρίμανση του σπόρου, τα φυτά ξεριζώνονταν,<br />
γινόταν η συγκομιδή του σπόρου και μετά ακολουθούσε το<br />
βρόχιασμα. <strong>Α</strong>φού μούσκευαν σε ειδικούς λάκκους τα δεμάτια<br />
για 10-15 ημέρες ώστε να σαπίσει το ξυλώδες μέρος του<br />
βλαστού, έκαναν το λιάσιμο (στέγνωμα) και το "βαρούσαν" με<br />
τον κόπανο ώστε να πέσει το λινόξυλο. Με νέο κοπάνισμα<br />
έπεφτε η ξυλόριζα από την οποία έκαναν δεύτερης ποιότητος<br />
κλωστή, το κροκίδι. <strong>Α</strong>πό το λινάρι που έμενε με νέο κοπάνισμα<br />
έβγαζαν το σώντυμα. Τέλος το καθαρό λινάρι έβγαινε με το
χτύπημα του λιναριού στο μέλιγκα ή μέλκια ή μάγγανο, και τη<br />
κλωστή τη βούρτσιζαν με βούρτσα γουρουνότριχας.<br />
Σκεφτείτε, λοιπόν, σε ποιες και πόσες ταλαιπωρίες και βάσανα<br />
έχει υποβληθεί όποιος υφίσταται στην καθημερινή του ζωή του<br />
λιναριού τα πάθη.<br />
ΤΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟΝ <strong>Α</strong>ΕΡ<strong>Α</strong><br />
<strong>Α</strong>ν δεν θέλετε να βρεθείτε σε μειονεκτική θέση, τότε φροντίστε<br />
να μη σας πάρουν τον αέρα.<br />
<strong>Α</strong>υτό συνέβαινε την εποχή που τα πολεμικά πλοία ήταν<br />
ιστιοφόρα και εξασφάλιση του ευνοϊκού ανέμου έδινε σημαντικό<br />
στρατηγικό πλεονέκτημα στη διάρκεια της ναυμαχίας στον έναν<br />
από τους δυο αντιπάλους. Όποιος κατάφερνε να τοποθετήσει<br />
έτσι τα πλοία του, ώστε να επωφεληθεί από την κατεύθυνση<br />
του ανέμου, είχε λογικά μαζί του έναν επιπλέον σύμμαχο. Είναι,<br />
εξάλλου, γνωστό ότι πολλές ναυμαχίες εκείνης της εποχής<br />
χάθηκαν ή κερδήθηκαν εξαιτίας της αλλαγής αυτού του<br />
αστάθμητου παράγοντα.<br />
ΤΟΥ ΣΚΟΙΝΙΟΥ Κ<strong>Α</strong>Ι ΤΟΥ Π<strong>Α</strong>ΛΟΥΚΙΟΥ<br />
Σε όποιο άτομο προσάπτονται αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί,<br />
είναι βέβαιο πως δεν κινείται στη σφαίρα εκείνων που χαίρουν<br />
εκτίμησης από το περιβάλλον τους ή και από την κοινωνία<br />
συνολικά. Και οι δύο λέξεις σχετίζονται με τις ποινές που<br />
επιβάλλονταν σε όσους έρχονταν σε αντίθεση με τα<br />
συμφέροντα και τους νόμους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το σκοινί υπονοεί τη θηλιά της αγχόνης, ενώ το παλούκι<br />
υπονοεί τη βασανιστική θανάτωση με το ονομαζόμενο<br />
«παλούκωμα», που επιβαλλόταν σε όσους «άξιζε» να πεθάνουν<br />
βασανιστικά και ατιμωτικά.<br />
Με την πάροδο του χρόνου, η έκφραση γενικεύτηκε και, εκτός<br />
των παρανόμων, αναφερόταν σε όσους, με κοινωνικά κριτήρια,<br />
ασχολούνταν με ανυπόληπτα επαγγέλματα, όπως εκείνο του<br />
γελωτοποιού, του ηθοποιού κλπ. Βέβαια, και στις μέρες μας,<br />
υπάρχουν ευάριθμοι συμπολίτες μας που είναι πράγματι «του<br />
σκοινιού και του παλουκιού» με την κυριολεκτική έννοια, αλλά<br />
οι συγκεκριμένες ποινές πλέον δεν επιβάλλονται…<br />
ΤΡΙ<strong>Α</strong>ΚΟΝ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong> <strong>Α</strong>ΡΓΥΡΙ<strong>Α</strong><br />
Είναι γνωστό πως ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού στους<br />
Γραμματείς και τους Φαρισαίους παίρνοντας ως αμοιβή τριάντα<br />
αργυρά νομίσματα, τα «τριάκοντα αργύρια». Τα χρήματα αυτά,<br />
όπως φαίνεται, δεν είχαν ιδιαίτερα υψηλή αξία, αν μάλιστα<br />
αναλογιστούμε, ποιος θυσιάστηκε στο βωμό τους.<br />
<strong>Α</strong>πό τότε, το ποσό αυτό συμβολίζει φραστικά την αμοιβή όλων<br />
εκείνων που προδίδουν την εμπιστοσύνη ή τη φιλία των πιο<br />
αγαπητών τους προσώπων έναντι ευτελούς τιμήματος.<br />
Εξάλλου, δε μπορεί να υπάρξει χρηματικό ποσό, που να μπορεί<br />
να αντισταθμίσει το βάρος της προδοσίας.
ΤΡΙΤΗ Κ<strong>Α</strong>Ι ΔΕΚ<strong>Α</strong>ΤΡΕΙΣ<br />
Όσο και αν δεν είστε προληπτικοί, είναι σχεδόν βέβαιο πως<br />
αποφεύγετε να πάρετε σημαντικές αποφάσεις ή να δώσετε<br />
κρίσιμες απαντήσεις μια τέτοια δύσκολη μέρα.<br />
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν έχετε και πολύ<br />
άδικο. <strong>Α</strong>ν θυμηθούμε πως η Κωνσταντινούπολη, η βασιλίδα<br />
των πόλεων, αλώθηκε δυο φορές ημέρα Τρίτη. Η πρώτη φορά<br />
ήταν την Τρίτη 13 <strong>Α</strong>πριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους της<br />
Δ’ Σταυροφορίας. Η δεύτερη, και οριστική, φορά ήταν την Τρίτη<br />
29 <strong>Α</strong>πριλίου 1453 από τα στρατεύματα του Μωάμεθ Β’ του<br />
Πορθητή.<br />
Πώς δικαιολογείται τώρα το 13. Ίσως από την πρώτη άλωση<br />
της Πόλης το 1204. Ίσως, κατά μία δεύτερη εκδοχή, από το<br />
σύνολο των 13 ατόμων του Ιησού και των μαθητών του, μιας<br />
και ο 13 ος της ομάδας, ο Ιούδας, ήταν εκείνος που τον<br />
πρόδωσε.
ΤΣ<strong>Α</strong>Ϊ Π<strong>Α</strong>ΡΤΙ<br />
<strong>Α</strong>πό το 1765 οι <strong>Α</strong>μερικανοί κάτοικοι της Βοστώνης θεωρούσαν<br />
τη φορολόγησή τους χωρίς την αντίστοιχη εκπροσώπησή τους<br />
στο κοινοβούλιο ως μια μορφή τυραννίας. Τον Ιούνιο του 1767,<br />
όταν η βρετανική κυβέρνηση επέβαλε βαρύ φόρο τσαγιού<br />
στους <strong>Α</strong>μερικανούς αποίκους, το ποτήρι ξεχείλισε, με<br />
αποτέλεσμα την κοινωνική αναταραχή που οδήγησε στο<br />
λεγόμενο «Τσάι πάρτι της Βοστώνης». Στις 16 Δεκεμβρίου 1773<br />
μερικοί από τους αποίκους, ντυμένοι ινδιάνοι, ανέβηκαν στα<br />
πλοία και έριξαν στη θάλασσα εκατοντάδες κιλά τσαγιού, κάτι<br />
που σήμαινε οικονομική καταστροφή για τους Άγγλους<br />
εμπόρους.<br />
Επρόκειτο για μια επαναστατική ενέργεια με κοινωνικές<br />
προεκτάσεις που έμεινε στην ιστορία. Στο άκουσμά της, για<br />
όσους γνωρίζουν, εννοούνται ταραχές και μάλιστα με<br />
πρωτότυπες και απροσδόκητες μεθόδους. Κάτι που θυμίζει το<br />
δικό μας «της κακομοίρας».<br />
ΤΣ<strong>Α</strong>ΜΙΚΟ<br />
Ο τσάμικος είναι ο πιο λεβέντικος ελληνικός παραδοσιακός<br />
χορός. Η προέλευση του ονόματος του οφείλεται στην<br />
Τσαμουριά της Ηπείρου. Είναι ο χορός των κλεφτών της<br />
Επανάστασης του ’21, γι’ αυτό ονομάζεται και κλέφτικος.<br />
Έχει συγκεκριμένα βήματα που ποικίλουν από περιοχή σε<br />
περιοχή. Για παράδειγμα, στην Ήπειρο χορεύεται με 16 βήματα,
ενώ οι Στερεοελλαδίτες προτιμούν τα 8 βήματα και οι<br />
Πελοποννήσιοι τα 14.<br />
Συχνά ο πρωτοχορευτής χορεύει στον τόπο, κάνει δηλαδή δικές<br />
του φιγούρες στο σημείο που βρίσκεται χωρίς να προχωρεί,<br />
επιδεικνύοντας έτσι την λεβεντιά του αλλά και την χορευτική<br />
του δεινότητα. Στην περίπτωση αυτή, οι υπόλοιποι χορευτές<br />
κάνουν επιτόπια τα δύο πρώτα βήματα του χορού κατά την<br />
φορά του κύκλου.<br />
Διαφορές επίσης διαπιστώνουμε στις κινήσεις των χορευτών<br />
στις διάφορες περιοχές. Οι αυτοσχεδιασμοί των Ηπειρωτών<br />
είναι πιο βαριοί και πιο αργοί, ενώ των Πελοποννήσσιων είναι<br />
πιο ανάλαφροι και ελεύθεροι.
Υ<br />
ΥΠΝΟΣ Κ<strong>Α</strong>Ι ΟΝΕΙΡ<strong>Α</strong><br />
Ο Ύπνος, γιος της Νύχτας, έχει ως αποστολή την ανάπαυση<br />
των ανθρώπων, την απαλλαγή τους από κάθε δυστυχία, γι’<br />
αυτό έρχεται σ’ αυτούς χωρίς κανείς να του αντιστέκεται. Ζει σε<br />
σπήλαιο θεοσκότεινο χωρίς πόρτες, για να μην του ταράζει την<br />
ησυχία το παραμικρό τρίξιμό τους. Κι από δίπλα κυλά χαρωπά<br />
το ποτάμι της Λήθης, της λησμονιάς.<br />
Ο Ύπνος έχει αμέτρητους γιους, τους Όνείρους, μα μονάχα<br />
τρεις απ’ αυτούς είναι επώνυμοι – ο Μορφέας, ο Φοβήτορας και<br />
ο Φάντασος. Κι αυτούς τους τρεις τους στέλνει μονάχα σε<br />
όσους έχουν εξουσία. Ο πρώτος παίρνει πάντα τη μορφή<br />
ανθρώπων, ο δεύτερος μεταμορφώνεται σε όλα τα άγρια θηρία<br />
και τέρατα, ενώ ο τρίτος γίνεται καθετί άψυχο που υπάρχει<br />
γύρω μας. Στους κοινούς θνητούς, σ’ εμάς δηλαδή, ο Ύπνος<br />
στέλνει τους άλλους γιους του, τους ανώνυμους. <strong>Α</strong>υτοί<br />
ξεχύνονται από δυο πύλες, μια κεράτινη και μια ελεφάντινη. Η<br />
πρώτη συμβολίζει τον κερατοειδή χιτώνα του ματιού, άρα όσα<br />
βλέπουμε είναι αληθινά και προειδοποιούν για το μέλλον. Η<br />
δεύτερη συμβολίζει το στόμα και τα δόντια, άρα όσα βγαίνουν
από εκεί είναι αμφίβολης αξίας, δηλαδή η ερμηνεία των<br />
ονείρων.<br />
Έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα η μαγεία του αρχαίου<br />
ελληνικού πνεύματος κι έτσι μέχρι σήμερα συμβαίνει. <strong>Α</strong>ς<br />
προσέχουν οι έχοντες και κατέχοντες, γιατί οι επώνυμοι γιοι του<br />
Ύπνου παραμονεύουν!<br />
ΥΠΟ ΤΗΝ <strong>Α</strong>ΙΓΙΔ<strong>Α</strong><br />
Πολλές καλλιτεχνικές, για παράδειγμα, εκδηλώσεις<br />
πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα του Υπουργείου<br />
Πολιτισμού, που σημαίνει πρακτικά πως ο φορέας αυτός<br />
φροντίζει με κάθε τρόπο για την επιτυχημένη διεξαγωγή της<br />
εκδήλωσης.
Η αιγίδα, το δέρμα της κατσίκας (αίγας), χρησιμοποιήθηκε για<br />
την κάλυψη των ασπίδων, ώστε να παρέχουν μεγαλύτερη<br />
προστασία στους στρατιώτες.<br />
Η πιο γνωστή αιγίδα (κατ’ επέκταση ασπίδα) της ελληνικής<br />
μυθολογίας ήταν εκείνη που κατασκεύασε ο Ήφαιστος για το<br />
Δία από το δέρμα της <strong>Α</strong>μάλθειας, της κατσίκας που ήδη τον είχε<br />
μεγαλώσει με το γάλα της.
Φ<br />
Φ<strong>Α</strong>ΡΟΣ<br />
Πάνω στο μικρό νησάκι Φάρος έξω από το λιμάνι της<br />
<strong>Α</strong>λεξάνδρειας της <strong>Α</strong>ιγύπτου κατασκευάστηκε τον 3 ο αιώνα π.Χ.<br />
ένα οικοδόμημα τεσσάρων επιπέδων, ύψους 140 μ., το<br />
ψηλότερο της εποχής του, από τον Σώστρατο τον Κνίδιο,<br />
μηχανικό και αρχιτέκτονα. Το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο<br />
ήταν τετράγωνα, ενώ το τρίτο ήταν οκταγωνικό. Το τέταρτο και<br />
τελευταίο επίπεδο ήταν κυκλικό και την κορυφή του κοσμούσε<br />
άγαλμα του <strong>Α</strong>πόλλωνα ή του Ποσειδώνα. Εκεί τοποθετήθηκε<br />
ένα κάτοπτρο για να αντανακλά τις ακτίνες του ήλιου τις<br />
πρωινές ώρες, ενώ το βράδυ μια φλόγα συνεχώς αναμμένη<br />
προειδοποιούσε τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίου<br />
και την αποφυγή ναυαγίων. Ήταν ο Φάρος της <strong>Α</strong>λεξάνδρειας,<br />
ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, που άντεξε μέχρι<br />
και τον 14 ο αιώνα μ.Χ., οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά<br />
από σεισμό. <strong>Α</strong>πό τότε, κάθε οικοδόμημα που κατασκευάζεται γι’<br />
αυτό το σκοπό, παίρνοντας το όνομα αυτού του μικρού νησιού,<br />
αποκαλείται φάρος.
Φ<strong>Α</strong>ΤΕ Μ<strong>Α</strong>ΤΙ<strong>Α</strong> Ψ<strong>Α</strong>ΡΙ<strong>Α</strong><br />
Την εποχή που ο <strong>Α</strong>λή Πασάς κυβερνούσε με τυραννικό τρόπο<br />
τα Γιάννενα, οι φόροι που επέβαλλε στους δυστυχισμένους<br />
ραγιάδες ήταν σκληροί και πολλές φορές δυσβάσταχτοι.<br />
Φόρος, και μάλιστα βαρύς, υπήρχε ακόμη και στα ψάρια που<br />
ψάρευαν οι φτωχοί ψαράδες στη λίμνη των Ιωαννίνων, ένα<br />
ολόκληρο γρόσι για κάθε οκά ψαριών. Μάταια οι<br />
μεροκαματιάρηδες επιχειρούσαν να αποφύγουν την καταβολή<br />
του φόρου, αφού οι φοροεισπράκτορες είχαν παντού μάτια και<br />
έκαναν κατάσχεση στην ψαριά όταν δεν πληρωνόταν το<br />
αντίτιμο. Ίσως και γι’ αυτούς ήταν ο μόνος τρόπος για να<br />
διατηρήσουν το κεφάλι τους στη θέση του.<br />
Ένας γερο-ψαράς, λοιπόν, που είδε να δημεύεται η ψαριά του,<br />
είπε τη φράση : «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομος<br />
(πρήξιμο)», που από τότε χρησιμοποιείται όταν μια πολύ<br />
έντονη επιθυμία παραμένει δυστυχώς ανεκπλήρωτη.<br />
ΦΙ<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>Σ ή ΦΤΙ<strong>Α</strong>Κ<strong>Α</strong>Σ<br />
«Ο Φιάκας» του Δ. Κ. Μισιτζή, μία κοινωνική κωμωδία<br />
χαρακτήρων και ηθών, γραμμένη το δεύτερο μισό του 19ου<br />
αιώνα, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα Κωνσταντινουπολίτικου<br />
θεάτρου. Πρωτοανέβηκε το 1870 στην Πόλη και είναι από τις<br />
πιο σημαντικές κωμωδίες του νεοελληνικού θεάτρου, που<br />
παρουσιάζεται έως και σήμερα.
Ο Φιάκας ζει παρασιτικά στην Πόλη του 1870 βουτηγμένος στα<br />
χρέη. Κομψευόμενος και πανούργος, παριστάνει τον πλούσιο<br />
γόνο καλής οικογενείας και πολιορκεί ερωτικά την εύπιστη<br />
Ευανθία, προσβλέποντας στην προίκα της. <strong>Α</strong>υτή, συνεπαρμένη<br />
από τα μυθιστορήματα της εποχής και ευφάνταστη, γίνεται<br />
εύκολα θύμα του… (από το σημείωμα της παράστασης). Για να<br />
ακολουθήσουν σπαρταριστικά επεισόδια με έντονα ηθογραφικά<br />
στοιχεία της εποχής.<br />
Ο «φιάκας», πιθανότατα προερχόμενος από το φιάχνω ή<br />
φτιάχνω, ασχολείται με το να «φτιάχνει» την εικόνα του ή τις<br />
καταστάσεις.<br />
ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ Δ<strong>Α</strong>Ν<strong>Α</strong>ΟΥΣ<br />
Κ<strong>Α</strong>Ι ΔΩΡ<strong>Α</strong> ΦΕΡΟΝΤΕΣ<br />
<strong>Α</strong>ν κάποιος απ’ αυτούς που θεωρείτε εχθρό σας, σας<br />
προσφέρει κάποιο πολύτιμο δώρο, καλό θα είναι να μην το<br />
δεχθείτε. Είναι βέβαιο, σύμφωνα με τα διδάγματα της ιστορίας,<br />
πως στόχος του δώρου θα είναι να σας προκαλέσει τη<br />
μεγαλύτερη δυνατή ζημιά.<br />
Το ίδιο συνέβη και με τους Δαναούς, όπως ονομάζονταν οι<br />
Έλληνες κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, όταν<br />
προσέφεραν στους Τρώες το Δούρειο Ίππο. Η κατάληξη αυτής<br />
της ιστορίας είναι, νομίζω, γνωστή σε όλους.
Χ<br />
Χ<strong>Α</strong>ΘΗΚΕ Σ<strong>Α</strong>Ν ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΣΤ’ <strong>Α</strong>ΜΠΕΛΙ<br />
Σύμφωνα με το «Γεωργικό Νόμο» στα βυζαντινά χρόνια, την<br />
εποχή της σποράς οι γεωργοί είχαν το δικαίωμα να στήνουν<br />
παγίδες, ώστε τα διάφορα άγρια ζώα να μην τους<br />
καταστρέφουν τα χωράφια. Ο νόμος προέβλεπε ότι κατά το<br />
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν εξαιρούνταν ούτε οι σκύλοι<br />
των γειτόνων, αφού και αυτοί μπορούσαν να προκαλέσουν<br />
φθορά στα σπαρτά. Οπότε δεν υπήρχε κανένα δικαίωμα<br />
αποζημίωσης ούτε και γι’ αυτόν τον πολύτιμο φύλακα των<br />
σπιτιών.<br />
<strong>Α</strong>υτό συμβαίνει και σήμερα σε όποιον χάνει τη ζωή του άδικα<br />
και άδοξα. Χάνεται σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.<br />
Χ<strong>Α</strong>ΛΙ Θ<strong>Α</strong> ΓΙΝΩ, Ν<strong>Α</strong> ΜΕ Π<strong>Α</strong><strong>ΤΗΣ</strong>ΕΙΣ<br />
Κάθε άνθρωπος έχει, όπως λέμε, το "κουμπί" του. Κι όταν<br />
κάποιος του το βρει, τότε μπορεί να τον κάνει υποχείριό του, να<br />
τον χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση κάθε λογικής ή<br />
παράλογης επιθυμίας του, να γίνει χαλί να τον πατήσει.<br />
Βυζαντινής προέλευσης η φράση αυτή, την εποχή που οι<br />
άνθρωποι μαθήτευαν στην άσκηση της κολακείας, ώστε να
βρουν μια θέση στο παλάτι. Κι όσοι απ' αυτούς αρίστευαν στις<br />
εξετάσεις τους, έπαιρναν τον τίτλο του αυλοκόλακα.<br />
Ήταν, φαίνεται, τόσο μεγάλη η επιθυμία αυτών των ανθρώπων<br />
να βρεθούν στην αυλή του αυτοκράτορα και των ευγενών, που<br />
δεν δίσταζαν να καταφύγουν σε απίστευτα ταπεινωτικές<br />
συμπεριφορές. Χαρακτηριστικός ήταν ο καυγάς μεταξύ<br />
αυλοκολάκων για το ποιος θα σκύψει πρώτος, για να πατήσει<br />
πάνω στη ράχη του ο αφέντης που ήθελε να καβαλήσει τ' άλογό<br />
του. Κι ακόμη πιο εξευτελιστικό το γονάτισμα σε λάσπες και<br />
ακαθαρσίες για να μπει ο άρχοντας στο παλάτι χωρίς να<br />
λερώσει τα σανδάλια του, συμπεριφορά που δημιούργησε και<br />
την έννοια του ανθρώπινου χαλιού.<br />
<strong>Α</strong>λησμόνητη, εξάλλου, έχει μείνει και η παρεμφερής ατάκα του<br />
Κώστα Χατζηχρήστου (Ζίκου) προς το αφεντικό του Κώστα<br />
Δούκα (κυρ Παντελή) στην ταινία "Της Κακομοίρας" : "Εμένα<br />
να με παίρνεις με το καλό, μούσι να γίνω να με ξουρίσεις".<br />
Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα,<br />
τα "παλάτια" εξακολουθούν να υφίστανται, η δε αυλοκολακεία<br />
έχει εξελιχθεί σε επιστήμη. Δεν εξηγείται αλλιώς, πρέπει τα<br />
οφέλη (για όσους επιθυμούν να πουλήσουν) να είναι πολύ<br />
μεγάλα.<br />
Χ<strong>Α</strong>Μ<strong>Α</strong>ΙΤΥΠΕΙΟ<br />
Οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου δεν ασκούσαν μόνο το<br />
αρχαιότερο και πλέον προσοδοφόρο επάγγελμα από<br />
καταβολής κόσμου, αλλά διέθεταν και πρωτότυπους τρόπους,
προκειμένου να προσελκύσουν την πελατείας τους χωρίς να<br />
προκαλούν αρνητικά σχόλια.<br />
Στον πάτο από τα σανδάλια τους υπήρχε χαραγμένη η φράση<br />
«ακολούθει μοι», ώστε καθώς περπατούσαν πάνω στο<br />
χωματόδρομο, να παραμένει το αποτύπωμα και οι<br />
ενδιαφερόμενοι να παίρνουν το δρόμο προς τα χαμαιτυπεία<br />
(σύνθετη λέξη από το χαμαί = κάτω και τύπος = αποτύπωμα).<br />
Φαίνεται πως και στον τομέα της τυπογραφίας, οι Έλληνες<br />
βρίσκονταν αιώνες μπροστά από τον Γουτεμβέργιο.<br />
Χ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΚΙΡΙ<br />
Χαρακίρι ή Σεπούκου ονομάζεται ο τρόπος αυτοκτονίας που<br />
καθιερώθηκε από τους Ιάπωνες Σαμουράι ως λύτρωση από την<br />
ήττα ή την ατίμωση. Οι αυτόχειρες πολεμιστές στρέφονταν<br />
γονατίζοντας προς τον Ήλιο και κάρφωναν το σπαθί τους βαθιά<br />
στην κοιλιά, προκαλώντας έτσι το θάνατό τους. Τη στιγμή της<br />
κορύφωσης του πόνου ένας φίλος τους, Σαμουράι επίσης, τους<br />
αποκεφάλιζε.<br />
Χαρακίρι χαρακτηρίζεται σήμερα κάθε ενέργειά μας που<br />
στρέφεται εκούσια ή ακούσια εναντίον του εαυτού μας.
Χ<strong>Α</strong>Ρ<strong>Α</strong>ΤΣΙ<br />
Στις μέρες μας είναι η πλέον συνηθισμένη λέξη που κυκλοφορεί<br />
όχι μόνο από στόμα σε στόμα αλλά και από πορτοφόλι σε<br />
πορτοφόλι με την ευγενική συμμετοχή των κατά τόπους<br />
οικονομικών υπηρεσιών του κράτους.<br />
Χαράτσι ονομαζόταν ο κεφαλικός φόρος που είχε επιβληθεί<br />
από τον σουλτάνο να πληρώνουν όσοι ζούσαν και κινούνταν<br />
εντός των ορίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όποιος<br />
αρνιόταν να καταβάλει τον φόρο αυτό, τότε κινδύνευε άμεσα να<br />
χάσει το κεφάλι του μαζί με το δικαίωμα ζωής εντός του<br />
οθωμανικού κράτος. Όποιος αδυνατούσε να καταβάλει τον<br />
φόρο εξαιτίας της ανέχειας, έπεφτε στα νύχια των
κοτζαμπάσηδων και των κατακτητών φίλων τους, με<br />
αντάλλαγμα άλλοτε τα φτωχικά κτήματά τους και άλλοτε με<br />
υποχρεωτικές ερωτικές συνευρέσεις με τα ανήλικα πανέμορφα<br />
κορίτσια τους.<br />
Οι εποχές άλλαξαν, οι Έλληνες απελευθερώθηκαν, το χαράτσι<br />
ζει και βασιλεύει!<br />
Χ<strong>Α</strong>Σ<strong>Α</strong>ΠΙΚΟ<br />
Οι απόψεις διίστανται σε σχέση με την προέλευση αυτού του<br />
ιδιαίτερου χορού. Το μόνο που δεν αμφισβητείται είναι η αρχική<br />
του προέλευση από τους βυζαντινούς χρόνους.<br />
Σύμφωνα με μια άποψη, ήταν ο χορός των κρεοπωλών της<br />
Πόλης και επρόκειτο για χορευτική μίμηση μάχης με σπαθιά,<br />
όπου η πρώτη σειρά των χορευτών κρατούσε μαχαίρια, ραβδιά<br />
και ματσίγια, ενώ η δεύτερη κρατούσε όπλα. Η λέξη χασάπικο<br />
προέρχεται από το τουρκικό kassap που σημαίνει κρεοπώλης,<br />
ενώ η ελληνική ονομασία του χορού ήταν μακελάρικος<br />
(κρεοπώλης, χασάπης = μακελάρης).<br />
Κατά μία άλλη εκδοχή, ο χορός αυτός χορευόταν από τους<br />
Κασσάπηδες, ένα επίλεκτο σώμα στρατιωτών του Βυζαντίου.<br />
Τα βήματα του χορού ήταν απλά και στόχος των χορευτικών<br />
ελιγμών ήταν η εκκαθάριση των αντιπάλων. Ο χορός<br />
παρουσιαζόταν από τους Κασσάπηδες σε γιορτές και ήταν το<br />
χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της στρατιωτικής μονάδας.<br />
Συμβολικός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο κρατιούνται
μεταξύ τους οι χορευτές (από τους ώμους και από το ζωνάρι<br />
της μέσης), που δείχνει ακριβώς αυτό το δέσιμο της ομάδας.<br />
Με την πάροδο του χρόνου, το «κ» μετατράπηκε στο ομόλογό<br />
του «χ», ενώ το ένα «σ» απαλείφθηκε, με αποτέλεσμα ο χορός<br />
να γίνει «χασάπικος».<br />
ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ<br />
Όταν οι απόψεις διίστανται, είναι προτιμότερο να επιχειρούμε<br />
να βρούμε την καλύτερη δυνατή λύση, τη χρυσή τομή, παρά να<br />
καταλήξουμε σε πλήρη διαφωνία με δυσάρεστες για όλους<br />
συνέπειες.<br />
Τι είναι η χρυσή τομή; Είναι η πιο αρμονική διαίρεση ενός<br />
ευθύγραμμου τμήματος σε δύο άνισα μέρη, τα οποία<br />
καταλήγουν να έχουν μια συγκεκριμένη αναλογία. Και πιο είναι<br />
άραγε το αποτέλεσμα της χρήσης της; Παγκόσμιας<br />
ακτινοβολίας αριστουργήματα, από τον Παρθενώνα του Φειδία<br />
μέχρι τη Τζοκόντα του Ντα Βίντσι!<br />
Ίσως αξίζει τον κόπο να αναζητήσουμε κι εμείς μερικές φορές<br />
τη χρυσή τομή.
Ψ<br />
ΨΥΛΛΟΙ ΣΤ’ <strong>Α</strong>ΥΤΙ<strong>Α</strong> ΜΟΥ ΜΠΗΚ<strong>Α</strong>ΝΕ<br />
Γνωστή σε όλους η φράση (και το παλιό λαϊκό τραγούδι) που<br />
δηλώνει τις υποψίες μας απέναντι σε κάποιο πρόσωπο. Η<br />
αρχική σημασία της φράσης δεν έχει το ίδιο ή ανάλογο<br />
περιεχόμενο.<br />
Στα χρόνια του Ιουλιανού, ο αυτοκράτορας απεχθανόταν τους<br />
«ωτακουστές», δηλαδή εκείνους που είχαν την κακή συνήθεια<br />
να κρυφακούνε. Γι’ αυτό και η τιμωρία τους ήταν<br />
παραδειγματική. Τους έριχναν καυτό λάδι στ’ αυτιά, που είχε ως<br />
αποτέλεσμα την πλήρη κώφωση. Όμως η τιμωρία φαινόταν<br />
ιδιαίτερα σκληρή για ένα τόσο μικρό ανθρώπινο παράπτωμα.<br />
Έτσι ο αυτοκράτορας πρότεινε κάτι άλλο, που αρχικά φάνηκε<br />
λιγότερο επώδυνο, αλλά η πρακτική απέδειξε πως πιο οδυνηρό<br />
δε γινόταν. <strong>Α</strong>ποφασίστηκε να τοποθετούνε ψύλλοι στα ένοχα<br />
αυτιά. Και καθώς τα δύστυχα έντομα αναζητούσαν<br />
απεγνωσμένα διέξοδο, έφταναν στο λαβύρινθο του<br />
υφιστάμενου το μαρτύριο, που η ανυπόφορη φαγούρα τον<br />
οδηγούσε συχνά μέχρι την τρέλα.
ΨΩΝΙΣΕ <strong>Α</strong>ΠΟ ΣΒΕΡΚΟ<br />
<strong>Α</strong>ν μετά από μια αγορά διαπιστώσετε ότι έχετε κάνει τη<br />
χειρότερη δυνατή επιλογή, τότε σίγουρα έχετε ψωνίσει από<br />
σβέρκο.<br />
Κι αυτό, γιατί αν πάμε λίγο πίσω, στην εποχή που οι αγροτικές<br />
εργασίες αποτελούσαν τη βασική ασχολία του πληθυσμού, θα<br />
θυμηθούμε πως τα ζώα ζεύονταν από το σβέρκο στο αλέτρι για<br />
να οργώσουν τα χωράφια. Έτσι, το δέρμα του ζώου σ’ εκείνη<br />
την περιοχή γινόταν ιδιαίτερα τραχύ, με αποτέλεσμα, όταν<br />
ερχόταν η ώρα της σφαγής του, το δέρμα αυτό να είναι το πιο<br />
δύσκολο στην επεξεργασία του.<br />
Κατά τ’ άλλα, πρέπει επίσης να γνωρίζετε πως το κρέας της<br />
αντίστοιχης περιοχής, ο λαιμός όπως λέμε, είναι ιδιαίτερα<br />
τρυφερό και γευστικό.<br />
ΨΩΡΟΚΩΣ<strong>Τ<strong>Α</strong></strong>ΙΝ<strong>Α</strong><br />
Η Πανωραία Χατζηκώστα καταγόταν από πλούσια οικογένεια<br />
στο <strong>Α</strong>ϊβαλί, αλλά όταν οι Τούρκοι έσφαξαν όλη της την<br />
οικογένεια, κατέληξε ζητιάνα στο Ναύπλιο, όπου και της δόθηκε<br />
αυτό το παρατσούκλι. Όμως, στον έρανο για τους Μεσολογγίτες<br />
που έγινε στο Ναύπλιο το 1826, η γερόντισσα πρόσφερε το<br />
δαχτυλίδι της και ένα γρόσι, τη μοναδική της περιουσία.<br />
<strong>Α</strong>ργότερα, όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε το ορφανοτροφείο της<br />
πόλης, η γριά ζητιάνα προσφέρθηκε να πλένει δωρεάν τα<br />
ρούχα των παιδιών. Σε μια συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης,
ένας από τους βουλευτές χαρακτήρισε το Δημόσιο Ταμείο της<br />
Πατρίδας μας ως Ψωροκώσταινα λόγω της ανέχειάς του, με<br />
αποτέλεσμα το προσωνύμιο αυτό να ακολουθεί τον τόπο μας,<br />
ασφαλώς όχι άδικα.
Ω<br />
ΩΚΕ<strong>Α</strong>ΝΟΣ<br />
Το όνομα του θεού της ελληνικής μυθολογίας που ήταν ένας<br />
από τους Τιτάνες, γιού του Ουρανού και της Γαίας, αποφάσισαν<br />
να δώσουν οι γεωγράφοι στους μεγάλους όγκους νερού που<br />
περιβάλλουν την ξηρά.<br />
Όχι άδικα, αν αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τον μύθο είναι<br />
πατέρας όλων των υδάτων (θαλασσών, ποταμών κλπ),<br />
περιβάλλει από παντού τη γη και την οριοθετεί μέσα στο<br />
σύμπαν.<br />
Επιπλέον, ο τίτλος του ανήκει δικαιωματικά αφού με την<br />
γυναίκα του, την Τηθύ, κόρη επίσης του Ουρανού και της Γαίας<br />
(δεν υπήρχε θέμα αιμομιξίας τότε), γέμισε τον κόσμο με έξι<br />
χιλιάδες παιδιά, τρεις χιλιάδες γιους και τρεις χιλιάδες κόρες,<br />
τις Ωκεανίδες.<br />
Όπως βλέπετε, η γονιμότητα αμείβεται παγκοσμίως!
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν <strong>Α</strong><br />
1. <strong>Α</strong>καδημία Πλάτωνος<br />
2. <strong>Α</strong>κόμα δεν τον είδανε, Γιάννη τονε βαφτίσανε<br />
3. <strong>Α</strong>λαμπουρνέζικα<br />
4. <strong>Α</strong>λκυονίδες ημέρες<br />
5. Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας<br />
6. Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς<br />
7. <strong>Α</strong>λλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω 'γώ τον πόνο<br />
8. <strong>Α</strong>λλού παπάς κι αλλού τα ράσα του<br />
9. <strong>Α</strong>λλουνού παπά ευαγγέλιο<br />
10. <strong>Α</strong>ν σ' αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο,<br />
ξαναπέρνα από την Άνδρο<br />
11. <strong>Α</strong>νάθεμα<br />
12. <strong>Α</strong>νάστα ο Κύριος<br />
13. <strong>Α</strong>νθ' ημών ο Γουλημής<br />
14. Άνθρακες ο θησαυρός<br />
15. Άνοιξαν οι ασκοί του <strong>Α</strong>ιόλου<br />
16. <strong>Α</strong>ντί πινακίου φακής<br />
17. <strong>Α</strong>ντί του μάνα, χολή<br />
18. <strong>Α</strong>π' έξω κι ανακατωτά<br />
19. <strong>Α</strong>π' τα κόκαλα βγαλμένη<br />
20. <strong>Α</strong>πό μηχανής θεός<br />
21. <strong>Α</strong>πό πού κι ως πού<br />
22. <strong>Α</strong>πό την Πόλη έρχομαι<br />
23. <strong>Α</strong>πό το Σύνταγμα ως την Ομόνοια<br />
24. Άρτζι Μπούρτζι και Λουλάς<br />
25. Άρτος και θεάματα<br />
26. <strong>Α</strong>ς πάει και το παλιάμπελο<br />
27. <strong>Α</strong>υγά σου καθαρίζουνε;<br />
28. <strong>Α</strong>χλαδόκαμπος<br />
29. Βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της<br />
με τους πραματευτάδες<br />
30. Βανδαλισμός
31. Βαπορίσιος καφές<br />
32. Βασιλικότεροι του βασιλέως<br />
33. Βατερλό<br />
34. Βγήκε ασπροπρόσωπος<br />
35. Βέρα στο αριστερό<br />
36. Βλάκας με περικεφαλαία<br />
37. Βόμβες Μολότοφ<br />
38. Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ<br />
39. Γαλαζοαίματος<br />
40. Γεωγραφικός Άτλας<br />
41. Γη και ύδωρ<br />
42. Γιαγκούλας<br />
43. Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει<br />
44. Γιατί τα τάλιρα τα λένε τάλιρα<br />
45. Γκάλοπ<br />
46. Γραβάτα<br />
47. Δαμόκλειος σπάθη<br />
48. Δάμων και Φιντίας<br />
49. Δάφνη για το στιφάδο<br />
50. Δεν ιδρώνει το αυτί του<br />
51. Δεν χαρίζει κάστανα<br />
52. Διακονιάρης<br />
53. Διέβη τον Ρουβίκωνα<br />
54. Έβγαλα τη μπέμπελη<br />
55. Έβαλε τα πράγματα στη θέση τους<br />
56. Έγινε Λούης<br />
57. Έγινε Τώφαλος<br />
58. Εγκέλαδος<br />
59. Έγκλημα καθοσιώσεως<br />
60. Είμαστε για τα πανηγύρια<br />
61. Είναι στα μαύρα πανιά<br />
62. Έμπαινε, Γιούτσο!<br />
63. Εξ απαλών ονύχων<br />
64. Εξώλης και προώλης
65. Ευρώπη<br />
66. Έφαγε το καταπέτασμα<br />
67. Έφαγε τον αγλέουρα<br />
68. Έφαγε χυλόπιτα<br />
69. Έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια<br />
70. Ζεϊμπέκικο<br />
71. Ζιβάγκο<br />
72. Η γλώσσα του στάζει μέλι<br />
73. Η γυναίκα του καίσαρα<br />
74. Η εν πολλαίς αμαρτίαις<br />
75. Η Μητρόπολη κι ο Άγιος Λευτέρης<br />
76. Ή ταν ή επί τας<br />
77. Ήπιε το αμίλητο νερό<br />
78. Ήπιε τον άμπακο<br />
79. Θα σε φάει η Λάμια<br />
80. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα<br />
81. Ιμάμ μπαϊλνί<br />
82. Καβάλησε το καλάμι<br />
83. Καγκελάριος<br />
84. Καζανόβας<br />
85. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά<br />
86. Καμαρίλα<br />
87. Καμικάζι<br />
88. Κάνει την πάπια<br />
89. Καπνικαρέα<br />
90. Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε<br />
91. Κατά φωνή κι ο γάιδαρος<br />
92. Κέρβερος<br />
93. Κόκκινη γραμμή<br />
94. Κόκκινο πανί<br />
95. Κόκκινο χαλί<br />
96. Κολυβογράμματα<br />
97. Κομίζει γλαύκα εις <strong>Α</strong>θήνας<br />
98. Κομπιούτερ
99. Κουασιμόδος<br />
100. Κουταλιανός<br />
101. Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα<br />
102. Κρανίου τόπος<br />
103. Κρουασάν<br />
104. Κυκεώνας<br />
105. Κύκνειο άσμα<br />
106. Κυνηγάει ανεμόμυλους<br />
107. Λερναία ύδρα<br />
108. Λήσταρχος Νταβέλης<br />
109. Λουκούλειο γεύμα<br />
110. Λυμένο ζωνάρι<br />
111. Μαγαρίζω<br />
112. Μαθουσάλας<br />
113. Μαζοχισμός<br />
114. Μάλλιασε η γλώσσα μου<br />
115. Μανταρίνια<br />
116. Μας άλλαξαν τα φώτα<br />
117. Μας έκανε άνω κάτω<br />
118. Μας φλόμωσες<br />
119. Μαύρη τρύπα<br />
120. Μαύρο και δαγκωτό<br />
121. Μαυσωλείο<br />
122. Με το καρότο και το κνούτο<br />
123. Μέγαιρα<br />
124. Μέγκλα<br />
125. Μέλι γάλα<br />
126. Μέντορας<br />
127. Μερσεντές<br />
128. Μεσσαλίνα<br />
129. Μη μου άπτου<br />
130. Μη μου τους κύκλους τάραττε<br />
131. Μήλο της Έριδος<br />
132. Μήνας του μέλιτος
133. Μολών λαβέ<br />
134. Μοσχοβολάει<br />
135. Μου έψησε το ψάρι τα χείλη<br />
136. Μούντζα<br />
137. Μουσική<br />
138. Μπάτε σκύλοι αλέσετε κι αλεστικά μη δώσετε<br />
139. Μποϊκοτάζ<br />
140. Μπρούκλης<br />
141. Να μένει το βύσσινο<br />
142. Να τσιμπήσουμε κάτι<br />
143. Νίπτω τας χείρας μου<br />
144. Νταμιτζάνα<br />
145. Νύχτα <strong>Α</strong>γίου Βαρθολομαίου<br />
146. Ξεφτέρι<br />
147. Ξιπόλητος στ' αγκάθια<br />
148. Ο βράχος του Σίσυφου<br />
149. Ο κακός μου δαίμονας<br />
150. Ο κύβος ερρίφθη<br />
151. Ο λάκκος των λεόντων<br />
152. Ο μονόφθαλμος βασιλεύει στους τυφλούς<br />
153. Ο όφις με ηπάτησε<br />
154. Οι δέκα πληγές του Φαραώ<br />
155. Οι "Κασσάνδρες"<br />
156. Οι Χιώτες πάνε δυο δυο<br />
157. Όποτε του καπνίσει<br />
158. Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει<br />
159. Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός<br />
160. Ουαί τοις ηττημένοις<br />
161. Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι<br />
162. Οψόμεθα εις Φιλίππους<br />
163. Πακτωλός<br />
164. Πανδαιμόνιο<br />
165. Παπαλάμπραινα<br />
166. Παπατρέχας
167. Παραμύθια της Χαλιμάς<br />
168. Παρασκευή και δεκατρείς<br />
169. Πέμπτη φάλαγγα<br />
170. Περγαμηνή<br />
171. Περί όνου σκιάς<br />
172. Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος<br />
173. Πήραν τα μυαλά του αέρα<br />
174. Πιάσαμε το μαγιόξυλο<br />
175. Πιες ξίδι<br />
176. Πιστή Πηνελόπη<br />
177. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά<br />
178. Πιτζάμες<br />
179. Πλατεία <strong>Α</strong>μερικής<br />
180. Πλατεία Βικτωρίας<br />
181. Πλατεία Θεάτρου<br />
182. Πλατεία Κλαυθμώνος<br />
183. Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του<br />
184. Πολύ κακό για το τίποτα<br />
185. Πραλίνα<br />
186. Πράσιν' άλογα<br />
187. Πύργος της Βαβέλ<br />
188. Πύρρειος νίκη<br />
189. Ρόδο αμάραντο<br />
190. Σαδισμός<br />
191. Σάντουϊτς<br />
192. Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση<br />
193. Σαρδάμ<br />
194. Σαρδανάπαλος<br />
195. Σε τρώει η μύτη σου; Ξύλο θα φας.<br />
196. Σήκωσε μπαϊράκι<br />
197. Σιγά τον πολυέλαιο<br />
198. Σκωτσέζικο ντους<br />
199. Σόδομα και Γόμορα<br />
200. Σουσουράδα
201. Σπουδαία τα λάχανα<br />
202. Στήλη άλατος<br />
203. Στραπατσάδα<br />
204. Συκοφάντης<br />
205. Συκώτι<br />
206. Σώθηκε το λάδι στο καντήλι του<br />
207. Τα βρήκε μπαστούνια<br />
208. Τα δάνεια της <strong>Α</strong>γγλίας<br />
209. Τα έβγαλε στη φόρα<br />
210. Τα εξ αμάξης<br />
211. Τα έχει τετρακόσια<br />
212. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου<br />
213. Τα μυαλά σου και μια λίρα<br />
και του Μπογιατζή ο κόπανος<br />
214. Τα σπάσαμε<br />
215. Τα του καίσαρος τω καίσαρι<br />
216. Τι καπνό φουμάρεις<br />
217. Το κουτί της Πανδώρας<br />
218. Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου<br />
219. Το γεφύρι της Άρτας<br />
220. Το κρεβάτι του Προκρούστη<br />
221. Το μαρτύριο του Ταντάλου<br />
222. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής<br />
223. Το πιθάρι των Δαναΐδων<br />
224. Το σημείο G<br />
225. Το φιλί του Ιούδα<br />
226. Τον πιάσανε στα πράσα<br />
227. Του Κουτρούλη ο γάμος<br />
228. Του λιναριού τα πάθη<br />
229. Του πήρε τον αέρα<br />
230. Του σκοινιού και του παλουκιού<br />
231. Τριάκοντα αργύρια<br />
232. Τρίτη και δεκατρείς<br />
233. Τσάι πάρτι
234. Τσάμικο<br />
235. Ύπνος και όνειρα<br />
236. Υπό την αιγίδα<br />
237. Φάρος<br />
238. Φάτε μάτια ψάρια<br />
239. Φιάκας ή Φτιάκας<br />
240. Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες<br />
241. Χάθηκε σαν το σκυλί στ' αμπέλι<br />
242. Χαλί θα γίνω, να με πατήσεις<br />
243. Χαμαιτυπείο<br />
244. Χαρακίρι<br />
245. Χαράτσι<br />
246. Χασάπικο<br />
247. Χρυσή τομή<br />
248. Ψύλλοι στ' αυτιά μου μπήκανε<br />
249. Ψώνισε από σβέρκο<br />
250. Ψωροκώσταινα<br />
251. Ωκεανός
ΠΗΓΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡ<strong>Α</strong>ΦΙ<strong>Α</strong>Σ<br />
Επίτομο Πλήρες Εγκυκλοπαιδικό και Ερμηνευτικό Λεξικό της<br />
Ελληνικής Γλώσσας (εκδ. Πάπυρος, 1972)<br />
Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Μαρία Μανδαλά<br />
(εκδ. Τεγόπουλος Φυτράκης)<br />
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γεώργιος Μπαμπινιώτης<br />
(εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2005)<br />
Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Φαίδων Κουκουλές<br />
Παροιμίαι, Νικόλαος Πολίτης<br />
Νεοελληνικές Φράσεις, Χρίστος Ι. Πάντος (εκδ. ΔΟΛ, 2013)<br />
<strong>Α</strong>ρχαίες, Βυζαντινές και Λόγιες Φράσεις στη Νέα Ελληνική Γλώσσα,<br />
Γεράσιμος <strong>Α</strong>ν. Μαρκαντωνάτος (εκδ. ΔΟΛ, 2013)<br />
Λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, <strong>Α</strong>ικατερίνη Τσοτάκου Καρβέλη<br />
(εκδ. ΔΟΛ, 2012)<br />
Η Ελληνική Μυθολογία, Κωνσταντίνος Κοντογόνης<br />
(εκδ. ΔΙΟΝ, 1999)<br />
Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νέου Ελληνικού Κράτους 1830-1974,<br />
Βασίλης Ραφαηλίδης (εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 1993)<br />
Η <strong>Α</strong>θήνα των <strong>Α</strong>νωνύμων, Λίζα Μιχελή (εκδ. ΔΡΩΜΕΝ<strong>Α</strong>)<br />
Οδωνυμικά – Η σημασία των ονομάτων των οδών της <strong>Α</strong>θήνας,<br />
Μ. Βουγιούκα – Β. Μεγαρίδης (εκδ. Δήμος <strong>Α</strong>θηναίων – Πνευματικό<br />
Κέντρο 1993)<br />
100 και… Γραφικοί Τύποι της Παλιάς <strong>Α</strong>θήνας, Χαρίλαος Πατέρας<br />
(εκδ. ΣΥΛΛΟΓΕΣ, 1999)<br />
Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας, <strong>Α</strong>νρί Γκουγκώ<br />
(εκδ. Καστανιώτης, 1998)<br />
Παραμύθια του Κάτω Κόσμου, Δημήτρης Προύσαλης<br />
(εκδ. <strong>Α</strong>πόπειρα, 2007)<br />
Λαϊκά Παραμύθια από τις άκρες του κόσμου – Ημερολόγιο 2010,<br />
Δημήτρης Προύσαλης (εκδ. <strong>Α</strong>/συνέχεια)<br />
Λαϊκές Παραδόσεις από τις γωνιές της Ελλάδας – Ημερολόγιο 2011,<br />
Δημήτρης Προύσαλης (εκδ. <strong>Α</strong>/συνέχεια)
ΔΙ<strong>Α</strong>ΔΙΚΤΥ<strong>Α</strong>ΚΟΙ ΤΟΠΟΙ<br />
anemi.lib.uoc.gr<br />
el.wikipedia.org<br />
glypto.wordpress.com<br />
www.asxetos.gr<br />
www.ebooks4greeks.gr<br />
www.gnomikologikon.gr<br />
www.kalyterotera.gr<br />
www.kentrolaografias.gr<br />
www.mani.org.gr