Ανθρώπων Έργα, Τεύχος 6, Απρίλιος 2015
Digital Art Magazine
Digital Art Magazine
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Digital Art Magazine<br />
ΤΕΥΧΟΣ 6 ΑΠΡΙΛΙΟΣ <strong>2015</strong><br />
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ<br />
ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΡΑΚΑ<br />
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΝΤΖΙΟΥ<br />
ΛΥΔΙΑ ΨΑΡΑΔΕΛΛΗ<br />
ΜΗΛΕΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ<br />
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ<br />
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΕΝΤΗ<br />
ΜΑΙΡΗ ΚΑΝΤΑ<br />
ΜΑΙΡΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ<br />
ΑΝΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ-ΔΑΡΔΑΛΗ<br />
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ<br />
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ<br />
ΕΥΘΥΜΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ-ΜΑΡΑΚΗ<br />
ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ<br />
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗ<br />
ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ<br />
ΟΤΑΝ Ο ΧΡΩΣΤΗΡΑΣ...<br />
ΕΜΠΝΕΕΙ ΤΗΝ ΠΕΝΑ<br />
ΒΑΣΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
ΦΩΤΗΣ ΑΣΠΡΟΜΑΤΗΣ<br />
Η ΚΛΕΙΩ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ<br />
ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ<br />
ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ<br />
ΠΑΡΑΜΥΘΙ<br />
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΔΕΚΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ<br />
Ο ΑΡΖ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΨΗΛΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ<br />
(ή Ο ΓΑΪΔΑΡΑΚΟΣ ΠΑΕΙ ΠΟΛΕΜΟ)<br />
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ<br />
ΘΩΜΑΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ<br />
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ<br />
<strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 1
Αντί Editorial<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Digital Art Magazine<br />
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
2 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 3
Ἀνήκω εἰς τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων<br />
ποὺ ὀνειρεύεται ἕναν κόσμον<br />
καλλίτερον<br />
καὶ ὄχι σὲ αὐτὸ ποὺ νομίζει<br />
πὼς τὸν κάνει καλλίτερον…<br />
ΜΟΥΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ<br />
© 2011 - Φαγητό και μάσκα<br />
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς<br />
Ἕλλην<br />
27-1-<strong>2015</strong><br />
4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 5
Το Σάββατο στις 14 Φλεβάρη <strong>2015</strong><br />
στο cafe “Όαση’’ στο Ζάππειο, έγινε η<br />
παρουσίαση του πρώτου βιβλίου της<br />
ποιητικής συλλογής της ποιήτριας<br />
Βάσιας Κανελάκη με τίτλο “Μονόλογος<br />
Του Έρωτα”, από τις εκδόσεις Ελληνική<br />
Πρωτοβουλία.<br />
Το βιβλίο παρουσίασαν οι<br />
κυρίες Αγαθή Γιολτζίδου,<br />
παιδαγωγός και η<br />
Κωνσταντίνα Σανδάλη,<br />
συγγραφέας. Ποιήματα από<br />
τη συλλογή απήγγειλαν οι<br />
ηθοποιοί Μαρίνα Μπασέτα και Ιάκωβος Βέρδης.<br />
στην Ψυχή σας που<br />
διαβάζω στις αναρτήσεις<br />
και στα βιβλία σας, στα<br />
Μαθήματα που μου<br />
δώσατε, στην παρότρυνση<br />
σας να συνεχίσω να<br />
γράφω... Σας ευχαριστώ<br />
για όλα... Μα πάνω από όλα για την αγάπη σας... Σας<br />
αγαπάω με όλη την δύναμη της ψυχής μου”.<br />
Επιμέλεια: Χρύσα Μπαλαμπάνη<br />
Με πλήθος φίλων έκλεισε η τόσο όμορφη βραδιά με τη<br />
ποιήτρια εμφανώς συγκινημένη να δηλώνει σε όλους<br />
πως... “Η αλήθεια ειναι μόνο μία και μοναδική... Χωρίς<br />
όλους εσας εγώ δε θα ήμουν<br />
σήμερα εδώ με το όνειρό μου<br />
πραγματοποιημένο... Όλα τα<br />
οφείλω σε σας... στην Αγάπη<br />
σας, στην Καθοδήγησή σας,<br />
6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 7
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ<br />
Οι Εκδόσεις Όστρια και η συγγραφέας<br />
Μαρία Ναντή σας προσκαλούν<br />
στην παρουσίαση του βιβλίου<br />
“Στο Δάσος των Απολιθωμένων Ονείρων”<br />
που θα γίνει<br />
Κυριακή 5 Απριλίου <strong>2015</strong>, ώρα 7:00 μ.μ.<br />
στον Χώρο Εκδηλώσεων των Εκδόσεων<br />
ΟΣΤΡΙΑ<br />
Τζωρτζ 20, Πλατεία Κάνιγγος, Αθήνα<br />
Παρουσίαση: Αγγελική Ραυτοπούλου<br />
Ομιλητές: Σταυρακάκης Δημήτρης - Ποιητής,<br />
Περδίκης Νικόλαος - Δικηγόρος, Ποιητής,<br />
Μητροπούλου Σμαραγδή - Φιλόλογος, Ποιήτρια,<br />
Συγγραφέας<br />
Απαγγελίες: Μητροπούλου Σμαραγδή,<br />
Τσακάλωφ Μαγδαληνή - Ποιήτρια,<br />
Σταυρακάκης Δημήτρης<br />
8 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 9
Τίτλος: Το διώροφο της Τσιμισκή<br />
Συγγραφέας: Γιώτα Φώτου<br />
Σελίδες: 376<br />
Εκδόσεις: Ψυχογιός<br />
Μια γυναίκα που βρίσκεται μέσα σε μια μακροχρόνια,<br />
αδιέξοδη σχέση, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας<br />
που κρατά κρυμμένα μυστικά, μια νύφη που φεύγει<br />
από τον ίδιο της τον γάμο αμέσως μετά τον γαμήλιο<br />
χορό και μια υπερήλικη που έχει οικειοποιηθεί ένα ξένο<br />
όνομα συναντιούνται κάτω από ένα περίεργο παιχνίδι<br />
της μοίρας κι αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν μια παλιά<br />
ιστορία.<br />
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />
Έτσι έρχονται στο προσκήνιο γεγονότα που στιγμάτισαν<br />
για πάντα την ιστορία της ανθρωπότητας, δύσκολες<br />
εποχές και συνταρακτικές προσωπικές ιστορίες, γεμάτες<br />
πόνο και ξεριζωμό, ανάρμοστους έρωτες και προδοσίες,<br />
ελπίδες κι αγώνες για επιβίωση. Συνδετικός κρίκος όλων<br />
η Θεσσαλονίκη κι ένα διώροφο σπίτι στην Τσιμισκή.<br />
Η Μικρασιατική Καταστροφή, ο διωγμός των Ποντίων<br />
κι αργότερα ο τραγικός αφανισμός των εβραίων της<br />
Θεσσαλονίκης στήνουν τον καμβά πάνω στον οποίο η<br />
Γιώτα Φώτου πλέκει μια συγκλονιστική ιστορία γεμάτη<br />
ανθρώπινα πάθη, μεγάλες αλήθειες κι απρόσμενες<br />
ανατροπές.<br />
10 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 11
Τίτλος: Έκπτωτος άγγελος<br />
Συγγραφέας: Νικόλ - Άννα Μανιάτη<br />
Σελίδες: 480<br />
Εκδόσεις: Ψυχογιός<br />
Είδε την πόρτα να ανοίγει και ο πανικός την τύλιξε.<br />
Η καρδούλα της άρχισε να χτυπά με γοργό ρυθμό και<br />
ο κόμπος στον λαιμό έγινε κουβάρι που την έπνιξε.<br />
Ήθελε να ξεφωνίσει, να τρέξει… μα έμεινε παγωμένη<br />
στη θέση της μέχρι που ένα λευκό χέρι απλώθηκε και<br />
άδραξε τον μικρό καρπό της. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια<br />
και περίμενε…<br />
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />
Η Σοφία μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο<br />
από τη λατρεία του πατέρα και των παππούδων της, μα<br />
την αγάπη από το άτομο που κάθε παιδί αποζητά δεν<br />
την εισέπραξε ποτέ. Η απελπισμένη ανάγκη γι’ αυτή την<br />
αγάπη την έσπρωξε σε απεγνωσμένες και επικίνδυνες<br />
ενέργειες για την ίδια, φρικαλέες γι’ αυτούς που την<br />
λάτρευαν. Μέχρι που ήρθε αντιμέτωπη με τον θάνατο,<br />
μα και με τον άνθρωπο που μια ζωή λαχταρούσε την<br />
αποδοχή στην καρδιά του. Και καταπρόσωπο με την<br />
Αλήθεια!<br />
Υπάρχουν άραγε περιθώρια να ανατρέψει τα λάθη και<br />
να βαδίσει σε καινούργια μονοπάτια ευτυχίας;<br />
12 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 13
Τίτλος: Ιμαρέτ<br />
Συγγραφέας: Γιάννης Καλπούζος<br />
Σελίδες: 592<br />
Εκδόσεις: Ψυχογιός<br />
Άρτα 1854, Οθωμανοκρατία. Δυο αγόρια, που μέλλει να γίνουν<br />
αδελφικοί φίλοι, γεννιούνται την ίδια νύχτα, ο Λιόντος και ο Nετζίπ.<br />
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί διαδοχικά και από τη σκοπιά του<br />
καθενός τη ζωή τους σε ήρεμους χρόνους, αλλά και σε καιρούς<br />
εντάσεων και επαναστάσεων, αναπαριστώντας με μοναδικό τρόπο<br />
μια ολόκληρη εποχή.<br />
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />
Αλληλοδιδακτικό σχολείο, παιγνιώδεις φάρσες στον διά βίου<br />
ορκισμένο εχθρό τους Φάσγανο, οι δίδυμοι Εβραίοι Γιοσέφ και<br />
Μεναχέμ, ο έρωτας που και για τους δύο φίλους θα έχει απρόσμενη<br />
εξέλιξη, οι μορφές των δύο μανάδων της Αγνής και της Σαφιγιέ,<br />
η κοσμοπολίτισσα Αναστασία, χοροεσπερίδες, Καφέ Αμάν,<br />
πετροπόλεμος, Ραμαζάνι, χαμάμ, τούρκικος Καραγκιόζης, πορνεία,<br />
αφορισμοί, κολίγοι, τσιφλικάδες, μάγκες της εποχής, εθνικισμός και<br />
μισαλλοδοξία, πλούτος και εξαθλίωση, γλυκιά και πικρή ζωή. Όλα<br />
έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού, όπως λέει ο παππούς Ισμαήλ, ο<br />
θυμόσοφος, ανθρωπιστής και προεξάρχων του χορού των ηρώων,<br />
που καταδικάζει με σκωπτικό τρόπο την ανθρώπινη ματαιοδοξία<br />
και τις μικροπρεπείς συμπεριφορές.<br />
Στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες, Έλληνες,<br />
Οθωμανοί και Εβραίοι καταφέρνουν, σε πείσμα των όποιων εξουσιών<br />
απεργάζονται τη διχόνοια και παρά τις διαφορές τους να συνυπάρξουν,<br />
να ονειρεύονται, να ελπίζουν, να ερωτεύονται και να αναπτύξουν<br />
στέρεες σχέσεις φιλίας.<br />
14 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 15
16 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 17
Τίτλος: Συναντηθήκαμε στο τρένο<br />
Συγγραφέας: Μαρίνα Αλεξάνδρου<br />
Σελίδες: 576<br />
Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />
Μια τυχαία γνωριμία στο τρένο έφερε<br />
στο φως ξεχασμένες ιστορίες.<br />
Αναπάντεχα και ανεξέλεγκτα έρχεται<br />
η δεύτερη φορά για την αγάπη, στο<br />
πρόσωπο ανθρώπων χωρίς όρια ή<br />
υποκρισίες, που δε δειλιάζουν και ας ματώνουν.<br />
Αποδεικνύουν πως, όταν αρπάζει κανείς τον έρωτα και τη<br />
ζωή, δαμάζει τους δαίμονες και τις δυσκολίες.<br />
Η συγκίνηση και η ανθρωπιά δεν εγκαταλείπουν τους<br />
ήρωές μας. Με πάθος ξαναγεννιούνται, γιατί και τα<br />
κορμιά ταιριάζουν και οι καρδιές χτυπούν στον ίδιο<br />
ρυθμό. Ξεπερνούν ακραίες καταστάσεις, πονούν, χάνουν,<br />
προσαρμόζονται και αγωνίζονται διεκδικώντας μια δίκαιη<br />
ευτυχία. Κυρίως όμως υπερνικούν τις διαφορές τους.<br />
«Αύριο θα αποφασίσω, αύριο! Το τώρα είναι μια ζεστή<br />
αγκαλιά, είναι ο μεγάλος έρωτας, μια απολαυστική χίμαιρα.<br />
Εξάλλου την αξίζω, την κέρδισα με τόσα δάκρυα…»<br />
Τίτλος: Μαύρο ρόδο<br />
Συγγραφέας: Ελένη Καπλάνη<br />
Σελίδες: 312<br />
Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />
Η επιστροφή στο πατρικό είναι ταυτόχρονα<br />
και επιστροφή στο παρελθόν, τότε που<br />
όλα άλλαξαν απότομα στη ζωή της νέας<br />
κοπέλας. Η πάλη ανάμεσα στο θέλω και το<br />
πρέπει, το πρέπει και το μπορώ, με τις σκιές<br />
του χθες να βαραίνουν το πεπρωμένο της.<br />
Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της, χωρίς<br />
η ίδια να το έχει επιλέξει, σ’ ένα χώρο που<br />
της άφησε τα σημάδια του, μ’ έναν τρόπο<br />
σκέψης μακριά από των υπολοίπων.<br />
Οι εσωτερικές συγκρούσεις τεράστιες. Τι θα ακολουθήσει;<br />
Όταν ο άλλος σού δίνει ένα κομμάτι της ψυχής σου που δεν είχες καν<br />
αντιληφθεί ότι σου έλειπε, τότε μήπως η αγάπη είναι ένα λουλούδι<br />
που πρέπει να του επιτρέψεις να ανθίσει; Ποτέ δεν μπορείς να<br />
γνωρίζεις τι ορίζει η μοίρα. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο δώρο που<br />
μας έκανε ο Θεός.<br />
O Δημήτρης την κοίταξε με απορία, αλλά βλέποντας το πρόσωπό<br />
της να λάμπει ολόκληρο από τα γέλια χάζεψε. Λες και το γέλιο ήταν<br />
μαγικό και πήρε τα ράσα από πάνω της και άφησε μια όμορφη<br />
νεράιδα.<br />
Το μαντίλι είχε κυλήσει από το κεφάλι της και φάνηκαν τα<br />
καστανόξανθα μαλλιά της.<br />
«Είσαι πανέμορφη!» της είπε χωρίς να το σκεφτεί και της κόπηκε<br />
το γέλιο μαχαίρι.<br />
Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της και κουκουλώθηκε με το<br />
μαντίλι. Σηκώθηκε απότομα για να φύγει. Είχε περάσει τα όρια.<br />
Κακώς μιλούσε με τούτο τον ανέμελο νεαρό. Δεν έπρεπε.<br />
18 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 19
Τίτλος: Σε χρόνο αόριστο<br />
Συγγραφέας: Δημήτρης Βαζελάκης<br />
Σελίδες: 384<br />
Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />
Η πολυτάραχη ζωή της Μαρίας, που ορφανεύει<br />
μόλις γεννιέται, αρχίζει στην ελληνική Σμύρνη,<br />
έπειτα στους καταυλισμούς των προσφύγων<br />
στη σημερινή Κοκκινιά, αργότερα στο Κάιρο<br />
και στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Ελλάδα.<br />
Λίγο πριν τον ξεριζωμό ένα μυστικό θα τη<br />
φέρει αντιμέτωπη με ένα φοβερό δίλημμα: να<br />
το μοιραστεί για να μετριάσει το βάρος του ή<br />
να το κρατήσει σφαλιστό μες στην καρδιά της;<br />
Μια ζωή θα ταλαντεύεται ανάμεσα στον έρωτα<br />
που τη σημάδεψε και στην παιδική της αγάπη,<br />
που η μοίρα θα κάνει σύζυγό της.<br />
Μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα στα «πρέπει» και στα «θέλω». Στην Αίγυπτο, όταν<br />
της χαμογελάει η μοίρα και η ζωή της δείχνει να ηρεμεί από τις φουρτούνες,<br />
ο γιος της θα κληθεί να πολεμήσει με τους Συμμάχους στη Βόρεια Αφρική.<br />
Τα μάτια του όμως θα της θυμίζουν πάντα το μεγάλο έρωτα, που η τύχη θα<br />
τον ξαναφέρει κοντά της στην πιο δύσκολη στιγμή.<br />
Διάσπαρτα τα σημαντικά ιστορικά στοιχεία πλαισιώνουν την ιστορία της<br />
Μαρίας και δημιουργούν το φόντο της εποχής εκείνης, ενώ συχνά ο χρόνος<br />
γυρίζει πίσω και γίνεται Ενεστώτας.<br />
«Ονειρεύομαι να γυρίσω πίσω το χρόνο. Να αγναντέψω τον κόλπο σου. Να<br />
βγάλω τα ρούχα μου και να βουτήξω στα νερά του. Να κολυμπήσω μέχρι το<br />
βάθος του. Να αφήσω το βλέμμα μου, πλησιάζοντας, να σε χαϊδέψει απ’ άκρη<br />
σ’ άκρη. Να αντικρίσω τη ράχη σου ακουμπισμένη στους δύο λόφους, όπως<br />
παλιά. Να δω ξανά τις καφετιές στέγες των σπιτιών σου να χύνονται από<br />
εκεί ψηλά μέχρι το μπλε της θάλασσας. Να ανακατεύονται τα βαθυπράσινα<br />
λυγερόκορμα κυπαρίσσια με τους μυτερούς μιναρέδες. Να χάσω, όπως και<br />
τότε, το λογισμό μου από την αλλόκοτη ομορφιά σου, τόσο που να μην ξέρω<br />
πού τελειώνει η Δύση και πού αρχίζει η Ανατολή. Να ξεκινήσω μια μεγάλη<br />
βόλτα από την τουρκική συνοικία, να περπατήσω στα σοκάκια σου, να<br />
περάσω από τη φημισμένη Γέφυρα των Καραβανιών, απ’ όπου ξεκινούσαν<br />
το ταξίδι οι καμήλες για τα βάθη της Ασίας, και ακολουθώντας τον ποταμό<br />
Μέλητα, που διασχίζει την πεδιάδα ελικοειδώς, να φτάσω έως τον όρμο του<br />
Μπουρνόβα. Να είναι χάραμα και να είναι η φύση τόσο γλυκιά, όπως εκείνη<br />
τη μέρα που σε πρωταντίκρισα».<br />
Τίτλος: Οι χωρισμένοι δεν<br />
γιορτάζανε προχθές<br />
Συγγραφέας: Βιολέττα Κουμπή<br />
Σελίδες: 355<br />
Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />
Εκείνη: Φιλόλογος με μεταπτυχιακά,<br />
πνευματώδης, ευαίσθητη,<br />
παρορμητική και κουκλάρα.<br />
Εκείνος: Άξιος ιδιοκτήτης<br />
γραφείου τελετών, άχαρος,<br />
αναίσθητος, προγραμματισμένος<br />
και δίμετρος – να τα λέμε κι αυτά.<br />
Τι κοινό μπορεί να έχουν λοιπόν η Βίκυ με τον Αλέξανδρο;<br />
Κανένα! Κι όμως, παραμένουν μαζί. Μαζί βέβαια τρόπος<br />
του λέγειν, μιας και ο Αλέξανδρος (που συν τοις άλλοις<br />
είναι και κολλημένος με την πρώην του) δεν την πλησιάζει<br />
ερωτικά. Η Βίκυ έχει δοκιμάσει τα πάντα μαζί του, αλλά<br />
τζίφος.<br />
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προκύπτουν από<br />
το πουθενά τα παρακάτω: η παπα-Λάμπραινα, ένα<br />
στρουμφάκι, μια γιαγιά παρανοϊκή, ένα ζευγάρι<br />
σκαρπινάκια, ο ποιητής Φανφάρας, μια Ρωσίδα<br />
στριπτιτζού, το μωρό της Ρόζμαρι, ο Αθανάσιος Διάκος,<br />
η βασίλισσα της Αγγλίας, ένα μέντιουμ από το Μενίδι,<br />
το φάντασμα του Καζαντζίδη, ένας υπουργός λαμόγιο<br />
και ένας μυστήριος γυμναστής. Όλα αυτά είναι απλώς<br />
ένα μικρό δείγμα μιας τρελής ιστορίας, στην οποία η<br />
Βίκυ και ο Αλέξανδρος μπλέκουν διαρκώς σε ασύλληπτες<br />
αλλά καθημερινές καταστάσεις, σ’ ένα μυθιστόρημα<br />
σπιντάτο, γεμάτο εξωφρενικό χιούμορ και ανατροπές.<br />
20 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 21
Τίτλος: Σμαράγδι στην βροχή<br />
Συγγραφέας: Άννα Γαλανού<br />
Σελίδες: 536<br />
Εκδόσεις: Διόπτρα<br />
Η Νάντια είναι μια όμορφη λαϊκή τραγουδίστρια που<br />
εμφανίζεται ξαφνικά και ταράζει τα νερά της νυχτερινής<br />
Αθήνας του ’60. Ο κόσμος τη λατρεύει, την αποθεώνει, όμως<br />
κανείς πραγματικά δεν ξέρει τίποτα για το παρελθόν της.<br />
Ποια είναι στ’ αλήθεια;<br />
Πίσω από τη μαγική παρουσία της κρύβεται μια τραγική<br />
διαδρομή, μεγάλα μυστικά, ανείπωτες αλήθειες κι ένας μεγάλος<br />
έρωτας, ένα πάθος χωρίς προηγούμενο. Ποια είναι η σχέση<br />
της με τη Σμαράγδα, που για χρόνια περιπλανιέται στους<br />
δρόμους μιας χαμένης μνήμης κι ενός τραγικού παρελθόντος<br />
αναζητώντας την ταυτότητά της; Τι ρόλο παίζει στη ζωή της η<br />
Ελμά, μια από τις πιο διάσημες ρεμπέτισσες του Πειραιά; Ο<br />
Άλκης, ο Ζαννής και ο Μενέλαος είναι οι άντρες που κρατούν<br />
όλα τα κλειδιά για να ανοίξουν το παράθυρο της μνήμης και<br />
την πόρτα της ζωής της.<br />
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />
Από τον Πειραιά της δεκαετίας του ’40 και του ’50 στη λαϊκή<br />
Θεσσαλονίκη και στην αστική Αθήνα του ’60.<br />
Μια τραγική ιστορία και μια διαδρομή γεμάτη ανατροπές, αλλά<br />
κι ένας μεγάλος έρωτας που παλεύει για να βγει κερδισμένος<br />
μέσα από τη λύτρωση ενός πικρού παρελθόντος.<br />
22 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 23
24 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 25
Τίτλος: Από ξύλο και ασήμι<br />
Συγγραφέας: Δήμητρα Παπαναστασοπούλου<br />
Σελίδες: 496<br />
Εκδόσεις: Διόπτρα<br />
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />
1522. Μέσα στο απόρθητο κάστρο της Ρόδου, κάτω από<br />
την απειλή των πολυάριθμων Τούρκων, η ζωή δεν κοστίζει<br />
τίποτα. Ο κόσμος, ιππότες και απλοί πολίτες, ξεκινούν τη μέρα<br />
τους χωρίς να ξέρουν αν θα τους βρει η νύχτα, συνεχίζουν<br />
όμως να ζουν και να ερωτεύονται, παρά την αγριότητα που<br />
ξεχύνεται καταπάνω τους σαν καταιγίδα. Ενώ η πείνα, η<br />
προδοσία και ο θάνατος κυριαρχούν, φέρνοντας την ήττα<br />
των χριστιανών, ένας καλόγερος προσπαθεί να διαφυλάξει<br />
μια πολύτιμη εικόνα της Παναγίας, αγνοώντας τον κίνδυνο<br />
που τον περικυκλώνει. Τέσσερις αιώνες αργότερα. Τώρα, οι<br />
κάτοικοι του όμορφου νησιού ανεβαίνουν έναν διαφορετικό<br />
γολγοθά – αυτόν του φασισμού. Η ανηφόρα είναι δύσκολη,<br />
αλλά αντέχουν, αν και ζουν σε μια ζοφερή αβεβαιότητα. Ο<br />
κλοιός όλο και σφίγγει, σαν ένα μουσικό ρόντο, που ενώ<br />
είναι το ίδιο, η έντασή του αυξάνει μέχρι να φτάσει στην<br />
κορύφωση.<br />
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο συγκινήσεις, ανατροπές και<br />
αλήθειες. Η καθημερινότητα ανακατεύεται με την αντίσταση<br />
και την κατασκοπεία και γίνεται αβάσταχτη, αποπνικτική,<br />
με την προδοσία να κυριαρχεί τόσο στο πρώτο όσο και στο<br />
δεύτερο μέρος, με το θάνατο να καραδοκεί, με την ελπίδα<br />
για ζωή να ξεθωριάζει, αλλά να μη χάνεται, μέχρι που το<br />
τέλος έρχεται αδυσώπητο αλλά λυτρωτικό.<br />
26 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 27
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />
Τίτλος: Δες με αλλιώς<br />
Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος<br />
Σελίδες: 328<br />
Εκδόσεις: Πηγή<br />
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ ανήκει σε άλλον κόσμο…<br />
ή καλύτερα μεταξύ δύο κόσμων. Αλήθεια, τι νιώθετε<br />
όταν κοιτάζεστε στον καθρέφτη; Χαρά, φόβο, δύναμη,<br />
ενοχή;<br />
Ο Βίκτωρ νιώθει τρόμο… Όταν γεννήθηκε και μέχρι<br />
τη μεγάλη συμφορά, ήταν ένα πανέμορφο μωρό που<br />
εξελίχτηκε σε ένα επίσης πανέμορφο αγόρι. Στα πρώιμα<br />
κιόλας χρόνια της ζωής του ένιωσε την επιτυχία και<br />
την αναγνώριση μέσα από τα φλας των φωτογράφων.<br />
Τότε ήταν που ένα άρρωστο μυαλό του στέρησε τα<br />
πάντα. Οικογένεια, δημοσιότητα, αγάπη και κυρίως…<br />
την ομορφιά του. Ο Βίκτωρ, όταν στέκεται μπροστά από<br />
τον καθρέφτη, κρύβεται. Δεν αντέχει να δει το είδωλό<br />
του… Δεν αντέχει να αγγίξει την ψυχή του. Αυτό που<br />
πραγματικά θέλει είναι να τον βλέπουν… αλλιώς. Μέχρι<br />
που οι καταστάσεις και μια υποχείρια τύχη τον οδηγούν<br />
σε έναν άλλον κόσμο, σε ένα παράλληλο σύμπαν. Εκεί<br />
που η εξωτερική ομορφιά δεν έχει θέση, παρά μόνο η<br />
πραγματική ομορφιά… η εσωτερική.<br />
Εκεί ο Βίκτωρ έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τον<br />
εαυτόν του και τις αλήθειες του, αλλά και με εκείνο<br />
το άρρωστο μυαλό που του στέρησε τα πάντα. Εκεί ο<br />
Βίκτωρ θα πρέπει να πάρει αποφάσεις που θα ορίσουν<br />
όχι μόνο το δικό του μέλλον, αλλά και το μέλλον των<br />
δύο παράλληλων κόσμων.<br />
28 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 29
Τίτλος: Πάροδος Μουσών 9<br />
Συγγραφέας: Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
Σελίδες: 350<br />
Εκδόσεις: Bookstars<br />
Τρία κορίτσια, τρεις αδελφές, τρεις Μούσες. Η<br />
Μελπομένη, η Θάλεια, η Κλειώ. Μια μάνα, η Ουρανία,<br />
που αγωνίζεται μόνη να τις αναστήσει. Οι Μοίρες, όταν<br />
τις μοίραναν, είχαν αλλόκοτη διάθεση.<br />
Η ζωή τεσσάρων γυναικών ξετυλίγεται με φόντο τη<br />
Βέροια της δεκαετίας του ‘70. Μια αυλή στην πάροδο<br />
Μουσών εννιά. Μικρά, γραφικά σπιτάκια τριγύρω και<br />
μια θεόρατη μουριά στη μέση.<br />
Ποια πορεία σχεδίασαν οι Μοίρες για τα τρία κορίτσια;<br />
Σε ποια μονοπάτια άφησαν τα χνάρια τους οι μούσες;<br />
Διαδρομές απρόβλεπτες, πορείες τεθλασμένες. Με μόνο<br />
σταθερό σημείο αναφοράς έναν αριθμό: το εννιά στην<br />
πάροδο Μουσών.<br />
Βέροια, Θεσσαλονίκη, Νέα Υόρκη. Τρεις κόρες, τρεις<br />
διαφορετικές ζωές. Όνειρα που γκρεμίζονται, θυελλώδεις<br />
έρωτες, σχέσεις κόντρα στο κατεστημένο. Και η Ουρανία,<br />
πάντα δίπλα στις θυγατέρες της, να παλεύει με θεούς<br />
και δαίμονες για να τις προστατεύσει.<br />
30 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 31
Τίτλος: Η ελπίδα ζει<br />
Συγγραφέας: Άννα Βασιλειάδη - Δαρδάλη<br />
Σελίδες: 240<br />
Εκδόσεις: Χατζηλάκος<br />
Ο Άρης, η Άρτεμις, ο Αλέξανδρος, η Ερατώ... τέσσερα<br />
νέα παιδιά που σχεδόν μεγάλωσαν μαζί, μοιράστηκαν<br />
τα ίδια καλοκαίρια και κοινά όνειρα.<br />
Ζωές τακτοποιημένες, ήρεμες, κανονισμένες. Μέχρι που<br />
ο Άρης πραγματοποίησε το δικό του όνειρο, τη λαχτάρα<br />
να φύγει.<br />
Και κάποια στιγμή η ζωή άρχισε να πλέκει τα δικά της<br />
ιδιότροπα παιχνίδια... Η ζωή είναι πάντοτε ιδιότροπη<br />
με τα όνειρα. Τα εμπαίζει, τα περιπλέκει, τα κάνει<br />
δυσπρόσιτα και μακρινά.<br />
Έτσι θα περιπλέξει τέσσερις ζωές, ένα πάθος, κι ένα<br />
μυστικό που όταν αποκαλυφθεί θα σπείρει τον πόνο.<br />
Και τότε ίσως μόνον η ελπίδα θα έχει το χάρισμα να ζει...<br />
32 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 33
Τίτλος: Και μετά... παντρεύτηκα!<br />
Συγγραφέας: Άννα Βασιλειάδη - Δαρδάλη<br />
Σελίδες: 496<br />
Εκδόσεις: Χατζηλάκος<br />
Και μετά παντρεύτηκα... Το ημερολόγιο να είσαι γυναίκα!<br />
Βεβαίως! Όλοι έχουν μια άποψη. Μα όλοι και για τα πάντα!<br />
Όλοι, εκτός από σένα - εννοείται, φυσικά. Γιατί εσύ δεν<br />
κάνεις τίποτα... είσαι απλώς μια άνεργη σύζυγος, μητέρα,<br />
νοικοκυρά, οικονόμος, εκπαιδευτικός, διεκπεραιωτής<br />
εξωτερικών εργασιών, νοσοκόμα, εξομολόγος... ουφ!<br />
Λαχάνιασα κι έχει κι άλλα.<br />
Μια μικρή, τρελλή κούρσα λίγων ημερών, ένα κομμάτι<br />
από την καθημερινότητα που πιθανότατα να είναι... η<br />
δική σου!<br />
Δες το αλλιώς, δεν είσαι μόνη, πάρ’ το με χιούμορ,<br />
σαρκασμό, ανάσα, κουράγιο, ξέχνα το δάκρυ της<br />
απόγνωσης που πασχίζει να εμφανιστεί και... ΓΕΛΑ!<br />
34 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 35
36 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 37
Τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει<br />
ένα ταλέντο να αναδειχθεί και<br />
να δημιουργήσει! Ακόμη κι αν<br />
αυτό συμβεί σε μικρή ηλικία,<br />
από δάσκαλο, καθηγητή…<br />
Η έμπνευση έρχεται παντού!<br />
Στα θρανία, στο δρόμο,<br />
στη βαθιά νύχτα ή το<br />
άγριο χάραμα... Όσο κι να<br />
προσπαθήσει κανείς, δεν θα καταφέρει να σταματήσει<br />
την ορμή του!<br />
Ευθυμία Αθανασιάδου-Μαράκη. Εμπνεύστηκε από<br />
τις σχέσεις των ανθρώπων! Πολύ σημαντικό το να<br />
παρατηρείς τις σχέσεις, είτε αφορά τη φιλία, είτε τον<br />
έρωτα, το γάμο… Όσοι μπορούν να εμβαθύνουν σε<br />
αυτές τις σχέσεις, βλέπουν ξεκάθαρα τον Άνθρωπο και<br />
τα συναισθήματά του... Καθώς, η ψυχή, το συναίσθημα,<br />
οδηγεί σε πράξεις και συμπεριφορές..<br />
Συνέντευξη της κας Ευθυμίας Αθανασιάδου-Μαράκη,<br />
στην Βένη Παπαδημητρίου<br />
- Έχεις γράψει δυο βιβλία απ’ όσο γνωρίζω. Πως<br />
ξεκίνησε για σένα η συγγραφή και τι σε ενέπνευσε;<br />
- Ξεκίνησα με ποίηση στην Ά γυμνασίου όπου και...<br />
τιμωρήθηκα από την καθηγήτρια της Φυσικής Ιστορίας<br />
γιατί έγραφα εν ώρα μαθήματος! Το πρώτο μου<br />
μυθιστόρημα το έγραψα το 2006. Ήταν μια εσωτερική<br />
ανάγκη για έκφραση και έτσι ξεκίνησα. Έμπνευσή μου<br />
οι σχέσεις των ανθρώπων στη σημερινή εποχή και η<br />
επικοινωνία μεταξύ των συντρόφων,θέματα τα οποία<br />
πραγματεύεται κυρίως το πρώτο μου μυθιστόρημα «Για<br />
όσα δεν μιλήσαμε ποτέ».<br />
Η Ευθυμία Αθανασιάδου, το κατάφερε, με το βιβλίο<br />
της «Για όσα δεν μιλήσαμε ποτέ»... Ενώ στη συνέχεια,<br />
άνοιξε «Παράθυρο στο χρόνο»...<br />
Διαβάστε την, γνωρίστε τη συγγραφέα και αναζητείστε<br />
τα βιβλία της!<br />
Βένη Παπαδημητρίου<br />
38 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 39
- Είναι η πραγματικότητα, η φαντασία ή και τα<br />
δύο;<br />
- Συνήθως είναι και τα δυο μαζί. Βέβαια, πολλές φορές<br />
η πραγματικότητα είναι ικανή να ξεπεράσει και την πιο<br />
ζωηρή φαντασία... Στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Για<br />
όσα δεν μιλήσαμε ποτέ» η πραγματικότητα συναντά<br />
την φαντασία. Το «Παράθυρο στο χρόνο» αναφέρεται<br />
κυρίως σε πραγματικά γεγονότα.<br />
Ταξίδι η συγγραφή...<br />
-Πως αισθάνεσαι όταν γράφεις; Τι είναι για σένα<br />
η συγγραφή;<br />
- Η συγγραφή για εμένα είναι ταξίδι. Ταξιδεύω νοερά<br />
με τους ήρωες, με τις ιστορίες τους, με τα συναισθήματά<br />
τους. Γελάω όταν γελάνε, πονάω όταν πονάνε, αγαπάω<br />
όταν αγαπάνε... Στην ουσία αυτό σημαίνει όταν εμείς<br />
οι συγγραφείς λέμε πως τα βιβλία είναι παιδιά μας.<br />
Δημιουργείς κάτι, το βλέπεις να αναπτύσσεται, του<br />
δίνεις ζωή. Μετά το αφήνεις και «φεύγει», είναι στη<br />
δικαιοδοσία του αναγνωστικού κοινού.<br />
- Θα μπορούσες να μας πεις λίγα λόγια για τα<br />
βιβλία σου, ώστε να ξέρουμε τι θα διαβάσουμε;<br />
«Για όσα δεν μιλήσαμε ποτέ»<br />
- Το πρώτο μου μυθιστόρημα το οποίο κυκλοφορεί από<br />
τις εκδόσεις Βεργίνα είναι το «Για όσα δεν μιλήσαμε<br />
ποτέ». Θέλησα να θίξω τις<br />
σχέσεις των ζευγαριών στο<br />
γάμο στη σημερινή κοινωνία<br />
και τα προβλήματα που<br />
αντιμετωπίζουν μαζί αλλά<br />
και ο καθένας μόνος του.<br />
Η ηρωίδα του βιβλίου, η<br />
Δέσποινα είναι μια γυναίκα<br />
η οποία αφοσιώνεται στην<br />
καριέρα της, στο μεγάλωμα<br />
των παιδιών και στις<br />
κοινωνικές της υποχρεώσεις<br />
παραμελώντας πολλές<br />
φορές τον άντρα της, αλλά<br />
και τον ίδιο της τον εαυτό. Ο σύζυγός της, Δημήτρης ,<br />
την παρακινεί να αφήσει τη δουλειά και να ασχοληθεί<br />
με το σπίτι και την οικογένεια, καθώς θεωρεί πως μ’<br />
αυτόν τον τρόπο θα ξανακερδίσει τη γυναίκα του. Και<br />
οι δυο τους είναι υπεύθυνοι και καλοί οικογενειάρχες,<br />
σωστοί γονείς και πετυχημένοι στη δουλειά τους. Με τον<br />
καιρό όμως χάνουν την επικοινωνία τους και την ψυχική<br />
τους επαφή. Ο διορισμός του Δημήτρη στην Ικαρία θα<br />
γίνει και η διέξοδος από την -πληκτική μέχρι τώρακαθημερινότητά<br />
του. Ο Δημήτρης και η Δέσποινα είναι<br />
ένα από τα χιλιάδες ζευγάρια που υπάρχουν γύρω μας,<br />
τα οποία μέρα με τη μέρα χάνονται στην καθημερινότητα<br />
και στις υποχρεώσεις, θεωρούν τον σύντροφό τους<br />
40 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 41
δεδομένο, δεν «παλεύουν» ώστε να σώσουν το γάμο ή<br />
τη σχέση τους και πάνω απ’ όλα δεν συζητούν ειλικρινά<br />
ως άνθρωποι. Έτσι οι σχέσεις φθείρονται και ο καθένας<br />
βρίσκει διεξόδους αλλού».<br />
«Παράθυρο στο χρόνο»<br />
Στο δεύτερο βιβλίο μου «Παράθυρο στο χρόνο»<br />
βιογραφείται η πορεία της οικογένειάς μου, μέσα<br />
από τη Μικρασιατική καταστροφή, αρχίζοντας από<br />
τον προπάππου Κώστα και την προγιαγιά Λέγκω, η<br />
οποία ήταν η πηγή της γνωριμίας μου με τα γεγονότα<br />
που η οικογένειά μου αντιμετώπισε ύστερα από τον<br />
ξεριζωμό της από το Ουσάκ. Αναφέρεται στη φιλική<br />
συνύπαρξη Ελλήνων και<br />
Τούρκων, αλλά και των<br />
θρησκειών τους. Μέσα σε<br />
μια ανθρώπινη κοινωνία,<br />
η Λέγκω αδυνατεί να<br />
πιστέψει πως κάποιοι θα<br />
γίνουν δολοφόνοι τους.<br />
Όμως βεβαιώνεται πως ο<br />
Τουρκικός στρατός έχει<br />
την εντολή να πράξει αυτό<br />
που δεν ήταν πιστευτό<br />
από τον απλό άνθρωπο<br />
«Βία και θάνατος στους<br />
Έλληνες». Η οικογένεια<br />
ακολουθεί τη μοίρα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας<br />
των οποίων προορισμός είναι η Ελλάδα. «Η θάλασσα<br />
ήταν γεμάτη πτώματα, μεγάλες κηλίδες αίματος και<br />
διάφορα αντικείμενα επέπλεαν πάνω της..» Η αγωνιώδη<br />
και γεμάτη ταλαιπωρίες σωτήρια εγκατάστασή τους<br />
στη Σαλονίκη και η πρόοδός τους στη νέα πατρίδα. Οι<br />
δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και η ζωή της προσφυγιάς<br />
σκορπίζουν την οικογένεια σε πόλεις και χωριά της<br />
Ελλάδας. Οι ιστορικές συγκυρίες, οι νέοι πόλεμοι και<br />
διχασμοί, οικογενειακοί και πολιτικοί, στέλνουν τα<br />
αδέρφια σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα εντός<br />
και εκτός των συνόρων. Μετά από πολλά χρόνια<br />
ξαναβρίσκονται. Ποτέ όμως όλοι μαζί. Και το Ουσάκ είναι<br />
ένα αναπάντητο ερωτηματικό, μια μακρινή ανάμνηση<br />
που αναβιώνει στη γεύση ενός καζάν ντιπί, έτσι όπως<br />
το έφτιαχνε η γιαγιά Λέγκω με τ’ όνομα<br />
- Πως βλέπεις τη λογοτεχνία σήμερα;<br />
- Πιστεύω πως τόσο η οικονομική κρίση, όσο και<br />
η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη έχουν επιφέρει<br />
σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία σήμερα. Ας μην<br />
ξεχνάμε πως ζούμε στην εποχή των i-pad και της<br />
γρήγορης ενημέρωσης του ίντερνετ, που σημαίνει πως το<br />
ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία έχει μείνει αρκετά πίσω.<br />
Σαφώς υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι των γραμμάτων<br />
που υπηρετούν πιστά τη λογοτεχνία ακόμη και σήμερα.<br />
Αυτό που θα βοηθούσε περισσότερο θα ήταν να δινόταν<br />
μεγαλύτερη σημασία σε αυτή μέσω του εκπαιδευτικού<br />
42 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 43
τους. Συχνά εμπλέκεσαι συναισθηματικά τόσο πολύ με τα<br />
βιβλία σου που βάζεις μέσα έστω κι ασυνείδητα στοιχεία<br />
είτε της προσωπικής σου ζωής, είτε της προσωπικότητάς<br />
σου»<br />
Βιβλίο και οικονομική κρίση<br />
αλλά και του πολιτιστικού συστήματος.<br />
- Πως σε αντιμετώπισαν οι δικοί σου άνθρωποι<br />
όταν εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο σου;<br />
- Η οικογένεια μου στήριξε απόλυτα την επιλογή μου<br />
αυτή. Οι κόρες μου διάβασαν τα βιβλία μου πρίν εκδοθούν<br />
και μπορώ να πω πως ήταν περίφανες για αυτή μου την<br />
απόφαση, όπως επίσης και ο σύζυγός μου. Το να έχεις<br />
στήριξη σε κάτι που δημιουργείς ο ίδιος είναι πολύ<br />
σημαντικό και παίζει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα<br />
πορεία σου.<br />
- Πιστεύεις πως ο συγγραφέας τοποθετεί κάπου<br />
κι ένα κομμάτι της ζωής του στα βιβλία του;<br />
- Πιστεύω πως οι περισσότεροι συγγραφείς, έστω και<br />
σε ένα βιβλίο τους, έχουν τοποθετήσει κάτι από τη ζωή<br />
- Στην εποχή της κρίσης πιστεύεις πως το καλό<br />
βιβλίο θα προαχθεί ή θα χαθεί;<br />
- Η κρίση επηρεάζει και το χώρο του βιβλίου,<br />
όπως άλλωστε όλους τους τομείς της ζωής μας. Η<br />
υπερπαραγωγή βιβλίων, το θέμα της γιγάντωσης σημείων<br />
πώλησης, η εποχή της υπερβολικής πληροφόρισης από<br />
τα τεχνολογικά μέσα και το γεγονός πως το βιβλίο δεν<br />
προωθείται στα παιδιά από την εκπαίδευση και ακόμη<br />
και από τους ίδιους τους γονείς όπως θα έπρεπε, εντείνει<br />
το πρόβλημα ακόμη περισσότερο. Βέβαια,ακόμη και<br />
κάτω από τις δύσκολες αυτές συνθήκες, πιστεύω πως<br />
ότι αξίζει θα φανεί.<br />
- Πότε γράφεις; Εργάζεσαι, έχεις οικογένεια,<br />
βρίσκεις χρόνο και για συγγραφή;<br />
- Εργαζόμουν από το 1979 έως και το 2008 στην Πολεμική<br />
Αεροπορία. Αποφάσισα να βγω στην σύνταξη νωρίτερα<br />
ώστε να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη συγγραφή.<br />
Είμαι παντρεμένη από το 1983 και έχω δύο κόρες, οι<br />
οποίες μου έχουν χαρίσει τρείς υπέροχες εγγονές, τις<br />
οποίες και λατρεύω. Από όταν άρχισα να γράφω, το<br />
44 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 45
2006, η μοναδική περίοδος που σταμάτησα ήταν πρίν<br />
ενάμιση χρόνο όπου αρρώστησε ο αγαπημένος μου<br />
σύζυγος από καρκίνο. Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή<br />
πέρυσι τον Δεκαπενταύγουστο, απώλεια που μου έχει<br />
στοιχίσει πολύ... Πλέον γράφω σχεδόν καθημερινά,<br />
μιας και αποτελεί πλέον λύτρωση για εμένα. Η ζωή μου<br />
μοιράζεται ανάμεσα στα βιβλία μου, στις κόρες μου και<br />
τις εγγονές μου που μου δίνουν ζωή.<br />
- Πως θα περιέγραφες τον εαυτό σου;<br />
- Είμαι αρκετά ευαίσθητη, υπομονετική, δοτική.<br />
Λειτουργώ κυρίως με γνώμονα το συναισθημα. Μου<br />
αρέσει να έχω επαφή με τους ανθρώπους, αλλά παρ’ όλα<br />
αυτά αρκετές φορές γίνομαι αρκετά εσωστρεφής. Για<br />
αυτούς που αγαπώ μπορώ να δώσω τα πάντα. Λατρεύω<br />
το διάβασμα, το θέατρο και τα ταξίδια.<br />
- Να περιμένουμε κι ένα νέο βιβλίο, ή βιβλία;<br />
Έχεις ξεκινήσει κάτι;<br />
- Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει το τρίτο μου<br />
μυθιστόρημα με τίτλο «Λευκά Τριαντάφυλλα» το<br />
οποίο αγαπώ πολύ. Έχω γράψει κι άλλα βιβλία τα οποία<br />
είναι έτοιμα, αλλά το συγκεκριμένο ήταν η αδυναμία<br />
της μεγάλης μου κόρης και με παρότρυνε να εκδόσω<br />
αυτό πρώτα.<br />
- Έχεις επηρεαστεί από κάποιον μεγάλο<br />
συγγραφέα, Έλληνα ή ξένο; Ή έχεις μια ιδιαίτερη<br />
αγάπη σε κάποιους συγγραφείς;<br />
- Έχω ιδιαίτερη αγάπη στους περισσότερους μεγάλους<br />
Έλληνες συγγραφείς.<br />
Σαφώς επηρεαζόμαστε από<br />
τα αναγνώσματά μας είτε<br />
συνειδητά είτε ασυνείδητα,<br />
ειδικά όταν κάποιος αγαπά<br />
πολύ το διάβασμα και<br />
προωπικά εντάσσω τον<br />
εαυτό μου στους φανατικούς<br />
αναγνώστες, τους λεγόμενους<br />
“βιβλιοφάγους”.<br />
Παρά τα χτυπήματα της ζωής, η Ευθυμία στέκεται όρθια<br />
και δημιουργεί... Αγαπάει, δίνεται, γράφει, λυτρώνεται…<br />
Ευχή μας, να συνεχίζει να γράφει και οι αναγνώστες να<br />
εισπράττουν τη λύτρωση, ταξιδεύοντας μαζί της...<br />
Βένη Παπαδημητρίου<br />
Για το περιοδικό “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”<br />
46 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 47
48 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 49
Η Κλειώ Τσαλαπάτη γεννήθηκε<br />
στη Ρόδο το 1970. Το 1974<br />
μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα<br />
με την οικογένειά της, όπου<br />
και ζει έκτοτε. Σπούδασε<br />
οικονομικές επιστήμες στο<br />
Οικονομικό Πανεπιστήμιο<br />
Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και<br />
στη συνέχεια τελειοποίησε τις<br />
γνώσεις των Αγγλικών της,<br />
ενώ γνωρίζει γαλλικά και ισπανικά.<br />
Από τα φοιτητικά της χρόνια ξεκίνησε να εργάζεται<br />
στο λογιστήριο ανώνυμης εμπορικής εταιρείας,<br />
ενώ παράλληλα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα σε<br />
τελειόφοιτους Λυκείου.<br />
Από το 2002 έως και σήμερα ασχολείται<br />
αποκλειστικά με τη διδασκαλία των οικονομικών,<br />
της διοίκησης επιχειρήσεων και της αγγλικής<br />
γλώσσας.<br />
Η λογοτεχνία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της<br />
ζωής της, καθώς διαβάζει πολύ από την παιδική<br />
ακόμα ηλικία χωρίς διακοπή. Θεωρεί τον εαυτό της<br />
«βιβλιοσκώληκα» και είναι υπερήφανη γι’ αυτό.<br />
Αναζητώντας ολοένα και περισσότερα βιβλία προς<br />
ανάγνωση ανακάλυψε το κοινωνικό διαδίκτυο<br />
του Facebook και τις αντίστοιχες λογοτεχνικές<br />
ομάδες που υπάρχουν σε αυτό.<br />
Θέλοντας να εκφράζει απρόσκοπτα, και με τους<br />
δικούς της όρους, τις απόψεις της για τα βιβλία που<br />
διαβάζει δημιούργησε δύο λογοτεχνικές ομάδες,<br />
τους «Φίλους Της Ελληνικής Λογοτεχνίας» και<br />
τους «Φίλους Της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας», για<br />
την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία αντίστοιχα,<br />
οι οποίες βρήκαν αρκετή ανταπόκριση από<br />
αντίστοιχους αναγνώστες-βιβλιοσκώληκες, αλλά<br />
και συγγραφείς.<br />
Προσπαθώντας να παρουσιάσει συγκεντρωμένους<br />
τους σχολιασμούς της, αλλά και άλλων φίλων<br />
αναγνωστών για κάποια βιβλία που θεωρούν<br />
άξια λόγου, δημιούργησε πρόσφατα τον ιστότοπο<br />
«Φίλοι Της Λογοτεχνίας». Μέσω αυτών των ομάδων<br />
είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικά αρκετούς<br />
έλληνες συγγραφείς και ορισμένοι εξ’ αυτών την<br />
τίμησαν ζητώντας της να προσφωνήσει τα βιβλία<br />
τους σε παρουσιάσεις αυτών.<br />
Βασικό της “πιστεύω” είναι ότι “χωρίς τη Λογοτεχνία,<br />
ελληνική και παγκόσμια, ο άνθρωπος θα ήταν πολύ<br />
φτωχότερος, πνευματικά και συναισθηματικά”, γι’<br />
50 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 51
αυτό και απευθύνει ένα τεράστιο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ προς<br />
τους απανταχού λογοτέχνες για την θεμελιώδη<br />
συνεισφορά τους στον πολιτισμό.<br />
Η Κλειώ Τσαλαπάτη διαβάζει και μας προτείνει<br />
κάποια μυθιστορήματα από την Ελληνική και<br />
Παγκόσμια Λογοτεχνία.<br />
Μπορείτε να επισκεφτείτε τις ομάδες που<br />
διαχειρίζεται στο facebook αλλά και τον ιστότοπο<br />
που έχει φτιάξει και να διαβάσετε πλήθος<br />
πληροφοριών από τα βιβλία που έχει διαβάσει,<br />
πατώντας σε ένα από τα παρακάτω εικονίδια.<br />
«Συνέντευξη με το<br />
φάντασμα του βάλτου»<br />
Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου<br />
Εκδόσεις: Πατάκη<br />
Σελίδες: 176<br />
Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου –<br />
Πόθου είναι μια συγγραφέας<br />
που έχει το χάρισμα να<br />
συγκλονίζει τον αναγνώστη<br />
από την πρώτη γραμμή κάθε<br />
κειμένου της. Το πρώτο δικό<br />
της βιβλίο που διάβασα ήταν η «Υψιπύλη» και ήταν αυτό<br />
που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι, από εκεί και στο<br />
εξής, θα αναζητούσα ανελλιπώς κάθε βιβλίο της που<br />
κυκλοφορεί. Έχοντας διαβάσει και το προηγούμενο,<br />
περσινό βιβλίο της «Η Δίψα Με Καίει Εμένα Και<br />
Χάνομαι» γνώριζα ότι η Συνέντευξη ήταν εμπνευσμένη<br />
και πήγαζε από αυτό. Η ανυπομονησία μου μεγάλη να<br />
το διαβάσω και, όντως, με το που το πήρα στα χέρια μου<br />
ξεκίνησα την ανάγνωσή του. Αυτή η πρώτη του, όμως,<br />
ανάγνωση ήταν ανυπόμονη, βιαστική και γρήγορη, διότι<br />
απλά δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου.<br />
Γυρνώντας και την τελευταία σελίδα, συνειδητοποίησα<br />
ότι το είχα διαβάσει με καταιγιστικό ρυθμό, σαν να με<br />
52 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 53
κυνηγούσαν. Δεν άργησα να παραδεχτώ ότι ένα τέτοιο<br />
βιβλίο άξιζε περισσότερης προσοχής και εμβάθυνσης.<br />
Έτσι, μετά από λίγο καιρό το ξαναδιάβασα, αυτή τη<br />
φορά με μεγαλύτερη προσοχή και υπομονή, γνωρίζοντας<br />
ήδη την εξέλιξή του.<br />
Όσοι έχουν διαβάσει κάποιο βιβλίο της κ. Πόθου<br />
γνωρίζουν ότι έχει ένα δικό της μοναδικό τρόπο γραφής,<br />
ποιητικό, γλαφυρό, περιεκτικό, συγκινητικό και δυνατό<br />
ταυτόχρονα, τόσο που παρασύρει τον αναγνώστη και<br />
τον τοποθετεί μέσα στην υπόθεση του κάθε βιβλίου<br />
της, σαν να είναι κι εκείνος ένας από τους ήρωές της.<br />
Όσοι δεν έχουν ακόμη διαβάσει κάποιο βιβλίο της<br />
πολυγραφότατης συγγραφέως, θα τους συμβούλευα<br />
να ξεκινήσουν άμεσα, διότι πραγματικά δεν ξέρουν τι<br />
χάνουν!<br />
Η «Συνέντευξη Με Το Φάντασμα Του Βάλτου» είναι<br />
ένα βιβλίο που έχει κατηγοριοποιηθεί από τον εκδοτικό<br />
ως ‘νεανική λογοτεχνία’, μια και οι κύριοι ήρωές του<br />
είναι κατά κύριο λόγο νέοι, όπως η Δήμητρα, ο Άντριου,<br />
η Ντεμέτρια και ένα παιδί, ο Μιχελής, αλλά πιστεύω<br />
και λόγω του υπερφυσικού και φανταστικού στοιχείου<br />
που χρησιμοποιεί η συγγραφέας στο μεγαλύτερο μέρος<br />
του. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι το βιβλίο αυτό δε<br />
μπορεί να διαβαστεί από όλους και, όπως λέει η ίδια η<br />
συγγραφέας, από ‘νέους όλων των ηλικιών’! Απεναντίας,<br />
νομίζω πως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες θα<br />
αποκομίσουν περισσότερα και θα αισθανθούν πιο πολλά<br />
λυτρωτικά συναισθήματα, καθώς τα ταξίδια στο χρόνο<br />
και η επικοινωνία με τους αγαπημένους μας νεκρούς<br />
είναι κάτι που όλοι μας αποζητάμε και ευχόμαστε σε<br />
κάποιο σημείο της ζωής μας.<br />
Η κύρια ηρωΐδα μας είναι η Δήμητρα, η εγγονή<br />
του παππού Μιχελή και εικοσάχρονη τελειόφοιτος<br />
της σχολής Δημοσιογραφίας. Σπουδάζει στην Αθήνα,<br />
αλλά κατάγεται από ένα νησί, στη δική μου φαντασία<br />
φωτογράφισα την αγαπημένη Κρήτη με τα οροπέδιά της<br />
και τις ρακές της, ίσως και να κάνω λάθος. Ο συντοπίτης<br />
και συμφοιτητής της Κωνσταντίνος είναι ερωτευμένος<br />
μαζί της. Η Δήμητρα, αν και το γνωρίζει, θεωρεί πως<br />
πρέπει να ασχοληθεί με κάποια πιο φλέγοντα θέματα,<br />
όπως το παλιό ημερολόγιο του παππού της του Μιχελή,<br />
που της κληροδότησε πριν πεθάνει, μαζί με την προσταγή<br />
– παραίνεση να βρει το Φάντασμα του Βάλτου και να τον<br />
ρωτήσει να της πει όσα εκείνος δεν μπόρεσε να μάθει,<br />
ή δεν ήθελε να της πει. Επίσης, είναι απαραίτητη κι<br />
επιτακτική η συμμετοχή της σε ένα διεθνή διαγωνισμό<br />
δημοσιογραφίας για την πιο πρωτότυπη συνέντευξη, με<br />
έπαθλο μια περίοπτη θέση στη διεθνή δημοσιογραφία<br />
και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Τι πιο πρωτότυπο<br />
λοιπόν από την συμμετοχή της με μια συνέντευξη με το<br />
φάντασμα του Βάλτου;<br />
Η συγγραφέας ξεδιπλώνει μπροστά στα έκπληκτα<br />
μάτια μας ένα εκπληκτικό ταξίδι στα ταραγμένα<br />
χρόνια της Κατοχής, της ελληνικής Αντίστασης της<br />
54 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 55
υποβοηθούμενης από την αγγλική αντικατασκοπεία, των<br />
ηρώων και των δωσίλογων, των αθώων θυμάτων εξαιτίας<br />
της ‘απαγορευμένης’ καταγωγής τους, των μισών και<br />
των παθών, των προκαταλήψεων, των μεγάλων ερώτων<br />
που μπορούν και αντιστέκονται στον χρόνο και τους<br />
νόμους της Φύσης, της επικοινωνίας με αδικοχαμένους<br />
αγαπημένους νεκρούς, της απόδοσης δικαιοσύνης, έστω<br />
και καθυστερημένα, και των ανέφικτων – σύμφωνα με<br />
την λογική – ταξιδιών στο χρόνο και της αναβίωσης<br />
γεγονότων και καταστάσεων που έχουν υπάρξει, έχουν<br />
τελεστεί, αλλά δεν έχουν χαθεί.<br />
Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που, παρά το<br />
μεταφυσικό κλίμα του - δεν είναι συνηθισμένο άλλωστε<br />
να βλέπεις και να συνομιλείς με φαντάσματα, ή να<br />
ταξιδεύεις στο παρελθόν και να το ζεις εκ νέου με μέσο<br />
μια κεχριμπαρένια μπάλα–καταφέρνει να αποδώσει<br />
ολοζώντανα το ταραγμένο κλίμα της εποχής του Β’<br />
Παγκοσμίου πολέμου, την οδύνη και την αγωνία των<br />
νέων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όλη τη ζωή τους και να<br />
γευτούν τους καρπούς της, την προδοσία από ανθρώπους<br />
που το κακό τους περισσεύει και η αγάπη δεν τους έχει<br />
γλυκάνει την ψυχή και, κυρίως, την αναπόδεικτη αλήθεια<br />
ότι οι ψυχές ζουν αιώνια και κάποτε, ίσως βρίσκουν<br />
τον τρόπο να επικοινωνήσουν με τα αγαπημένα τους<br />
πρόσωπα που άφησαν πίσω. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια<br />
στην αγαπημένη συγγραφέα για το εξαιρετικό, γεμάτο<br />
συναισθήματα και εικόνες, βιβλίο της το οποίο και σας<br />
προτείνω ανεπιφύλακτα Φίλοι μου!<br />
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />
«Ένα ξεχασμένο ημερολόγιο και ο Χρόνος.<br />
Ένα παιδί, ο Μιχελής, που καταφέρνει να σώσει το έργο<br />
της αντικατασκοπείας.<br />
Ένας Άγγλος αξιωματικός που σκοτώνεται, όμως<br />
εξακολουθεί να είναι παρών. Η Δήμητρα που έχει<br />
εμπλακεί με πάθος και ζητά να λύσει το αίνιγμα.<br />
Η υπερφυσική δύναμη μιας κεχριμπαρένιας μπάλας θα<br />
τη βοηθήσει να μπει στα μυστικά του χρόνου.<br />
Θα τη φέρει στην ίδια παράλληλο με τα γεγονότα εκείνα<br />
και, λειτουργώντας σαν μια άγνωστη τεχνολογία, θα την<br />
οδηγήσει στους ίδιους δρόμους, στα ίδια περιστατικά<br />
που θα διαδραματιστούν μπρος στα έκπληκτα μάτια<br />
της, έτσι ακατέργαστα όπως τα γέννησε ο χρόνος, η<br />
ματωμένη εκείνη ώρα.<br />
Γιατί ό,τι έχει υπάρξει, υπάρχει στον χρόνο.<br />
Ο τόπος συμμετέχει ενεργά στο μυθιστόρημα με όλη<br />
την άγνωστη δύναμή του.<br />
Και η ηρωίδα χρησιμοποιεί το μαγικό στοιχείο που<br />
κρύβει για να βρει το νόημα μιας άλλης αλήθειας, μιας<br />
άλλης δικαιοσύνης.<br />
Γιατί η γνώση είναι δύναμη.»<br />
56 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 57
58 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 59
«Η πριγκιπέσα της<br />
λησμονιάς»<br />
της Γεωργίας Χιόνη<br />
Εκδόσεις: Έξη<br />
Σελίδες:496<br />
Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />
Το πρώτο πράγμα που με<br />
εντυπωσίασε σε αυτό το<br />
βιβλίο, πέρα από τον πολλά<br />
υποσχόμενο τίτλο του, ήταν<br />
το υπέροχο, ρομαντικό,<br />
πανέμορφο εξώφυλλό του<br />
το οποίο παραπέμπει τον<br />
αναγνώστη κατευθείαν σε αλλοτινούς, μακρινούς και<br />
ταραγμένους καιρούς… Σαν τη σκούρα και ταραγμένη<br />
θάλασσα που απεικονίζει. Κοιτώντας το προσπαθούσα να<br />
αποκρυπτογραφήσω τα μηνύματα και τους συμβολισμούς<br />
που ήθελε να στείλει η συγγραφέας, επιλέγοντάς το.<br />
Όλα, μα όλα όσα βλέπετε στο εξώφυλλο του βιβλίου<br />
αυτού έχουν κάποια έννοια και σημειολογία, όπως το<br />
σημείωμα με τα αρχικά «T.G», τη σημασία του οποίου<br />
θα ανακαλύψετε προς το τέλος του βιβλίου. Στέκομαι<br />
λίγο περισσότερο στο εξώφυλλο της «Πριγκιπέσας Της<br />
Λησμονιάς», απλά γιατί το θεωρώ ένα από τα ωραιότερα<br />
και πιο συμβολικά εξώφυλλα βιβλίου που έχω δει τα<br />
τελευταία χρόνια! Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους<br />
δημιουργούς του και στη συγγραφέα που το επέλεξε!<br />
Διαβάζοντας την υπόθεση του οπισθόφυλλου<br />
προετοιμάστηκα ψυχολογικά για να διαβάσω ένα<br />
ιστορικό μυθιστόρημα για την εποχή της Άλωσης της<br />
Κωνσταντινούπολης, και όχι άδικα, αν και τελικά ήταν<br />
πολύ περισσότερα! Στην πραγματικότητα, αυτό το<br />
μυθιστόρημα είναι ένα εκπληκτικό και ακριβές χρονικό<br />
για μια εποχή που στιγμάτισε όχι μόνο την ελληνική<br />
ιστορία, αλλά και ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο της<br />
ανατολικής Μεσογείου. Το κύριο φόντο είναι η Ελλάδα και<br />
τα πολύπαθα νησιά της, ενώ ταυτόχρονα η συγγραφέας<br />
κατορθώνει, μέσα από την τεράστια, κατά τα φαινόμενα,<br />
ιστορική έρευνα που έχει κάνει για εκείνη την εποχή,<br />
να μας παρουσιάσει όλα τα ιστορικά γεγονότα του 15ου<br />
μ.Χ. αιώνα, τις συμμαχίες, τις εχθρότητες, τους αγώνες<br />
επιβολής ισχύος, κυριαρχίας πολιτικής, στρατιωτικής,<br />
θρησκευτικής και πολιτισμικής μεταξύ των Βενετών,<br />
των Γενουατών, των Βυζαντινών, των Οθωμανών και<br />
των Ελλήνων.<br />
Η Ελλάδα στο επίκεντρο με τα κυρίαρχα γεωγραφικά<br />
νησιά της, όπως η Θάσος, η Λήμνος, η Λέσβος, η Χίος,<br />
η Ίμβρος, η Σαμοθράκη, η Ίος, η Ρόδος τα οποία<br />
πρωτοστατούσαν άλλοτε σαν πειρατικά άντρα, άλλοτε<br />
σαν προπύργια αντίστασης κατά της εξάπλωσης<br />
της Οθωμανικής κυριαρχίας και άλλοτε σαν κάστρα<br />
προάσπισης των Δυτικών συμφερόντων. Μέσα σε όλη<br />
60 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 61
αυτή τη δίνη των ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν<br />
την πορεία του μακραίωνου και ετοιμοθάνατου, πλέον,<br />
Βυζαντινού πολιτισμού, εμείς γινόμαστε μάρτυρες της<br />
προσωπικής, πραγματικής ιστορίας της κόρης του<br />
Γενουάτη κυβερνήτη της Θάσου, Ισαβέλλας και ενός<br />
πειρατή, του Αγγελή. Οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν<br />
τους δύο κεντρικούς ήρωές μας είναι πολυάριθμοι,<br />
κάποιοι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα και κάποιοι<br />
προϊόντα μυθοπλασίας της συγγραφέως, όμως πάρα<br />
πολύ «αληθινοί» και ζωντανοί, σαν να τους βλέπουμε<br />
μπροστά μας.<br />
Η Γεωργία Χιόνη κάθεται μπροστά, πηδαλιούχος στο<br />
τιμόνι ενός ιστιοφόρου - βιβλίου, σαν άλλος Αγγελής,<br />
καπετάνιος πειρατικού, σκληροτράχηλος, με πολύχρονη<br />
πείρα, και μας ταξιδεύει πλέοντας στο πολυτάραχο Αιγαίο<br />
της εποχής, μεταφέροντάς μας από την καταπράσινη<br />
Θάσο, στην Πόλη την κατακρεουργημένη από τους<br />
κατακτητές της, στη Ρόδο των Ιπποτών του Τάγματος του<br />
Αγ. Ιωάννη, με τον Μάγιστρο και τους γιγαντόσωμους<br />
Ιππότες της, στην αραιοκατοικημένη Ίο που φιλοξενούσε<br />
όλων των ειδών τους πειρατές, στην Ίμβρο, τη Σαμοθράκη,<br />
τη Χίο και τη Λέσβο με τον σατανικό και φιλόδοξο<br />
επίσκοπό της, και στην Πόλη πάλι, που αγωνιζόταν<br />
να ορθοποδήσει και να αναγεννηθεί από τις στάχτες<br />
της, ανακτώντας την παλιά της αίγλη αλλά μέσα από<br />
το τουρκικό «καφτάνι» και την απολυταρχική εξουσία<br />
του σουλτάνου Μωάμεθ Β’, του Πορθητή.<br />
Θα γίνουμε μάρτυρες γεγονότων και συμβάντων που<br />
καταδεικνύουν την ανθρώπινη δύναμη, τη γενναιότητα,<br />
τη θέληση για μάθηση, για εμπειρίες, για αντίσταση<br />
σε ένα πεπρωμένο προδιαγεγραμμένο μόνο λόγω του<br />
φύλου του καθένα μας, την ελπίδα που αγωνίζεται να μη<br />
σβήσει όταν όλα αποδεικνύουν το αντίθετο, την αγωνία<br />
και τη δυστυχία που κάποιες φορές γίνεται τόσο έντονη<br />
ώστε νιώθουμε πως δεν μπορούμε να ‘πιαστούμε’ από<br />
πουθενά για να συνεχίσουμε και, τέλος, τη λησμονιά<br />
που έρχεται ως ‘από μηχανής θεός’ για να μας στηρίξει,<br />
να μας δώσει εκ νέου δυνάμεις, ώστε να μπορέσουμε να<br />
συνεχίσουμε την επώδυνη και αβέβαιη ζωή μας, παρά<br />
τα όσα δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβρούμε.<br />
«Η Πριγκιπέσα Της Λησμονιάς» είναι ένα υπέροχο,<br />
ολοζώντανο, αξέχαστο μυθιστόρημα με ήρωες που<br />
θυμάσαι για πάντα και που εύχεσαι να μην τελειώσει<br />
ποτέ. Είναι ένα βιβλίο για το οποίο αξίζουν θερμά<br />
συγχαρητήρια στην αγαπητή συγγραφέα Γεωργία Χιόνη<br />
και το οποίο αξίζει να διαβαστεί από όλους!<br />
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />
1453. Εκείνη είναι Γενουάτισσα αρχοντοπούλα της<br />
Θάσου τριγυρισμένη από την ευγενική της οικογένεια.<br />
Εκείνος είναι πειρατής από τη Μυτιλήνη που έχει το<br />
πλήρωμα του καραβιού του για οικογένεια. Μια στιγμή,<br />
μια ματιά είναι αρκετή. Αλλά τι τύχη μπορεί να έχει αυτός<br />
62 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 63
ο έρωτας στα ταραγμένα χρόνια της εξάπλωσης της<br />
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Τα επακόλουθα της Άλωσης<br />
κλονίζουν τη ζωή των κατοίκων της Θάσου, της Ίμβρου,<br />
της Σαμοθράκης, της Μυτιλήνης. Ο χάρτης με τις ζώνες<br />
κυριαρχίας Γενοβέζων, Βενετών και Τούρκων χαράζεται<br />
ξανά και ξανά, σπάνια με ειρηνικές διαδικασίες. Ο αγώνας<br />
για την επιβίωση και την προστασία των αθώων βρίσκει<br />
σύμφωνους την Ισαβέλλα και τον Αγγελή. Όμως ποιους<br />
θαλασσινούς δρόμους πρέπει να ακολουθήσουν, ποιους<br />
καινούριους πρέπει να χαράξουν για να συναντηθούν;<br />
Πως να ξεπεράσουν τόσα εμπόδια στον διάβα τους;<br />
“...Σε λίγο οι θάλασσες θα γεμίσουν μιλιούνια από<br />
τουρκικά πλοία, θα οργώνουν το Αιγαίο και θα<br />
καταστρέφουν ό,τι βρουν μπροστά τους... Θ’ αφήσει ο<br />
σουλτάνος το Αιγαίο στην κυριαρχία των Βενετών και<br />
των Γενοβέζων;”<br />
“...Διέκρινε τα γέρικα στοιχειά των κατεστραμμένων<br />
σπιτιών, τα ξωτικά και τους δαίμονες που περιπλανιόνταν<br />
αμήχανα πάνω από την ερειπωμένη πόλη και ατένιζαν<br />
λυπημένα τα πλοία ν’ απομακρύνονται. Πέρα από το<br />
σκοτάδι, τον πόνο και τον φόβο για το άγνωστο που<br />
ορθωνόταν σαν σκονισμένο, γύψινο παραπέτασμα, της<br />
φάνηκε ότι είδε φως”.<br />
64 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 65
“Ψυχές που τις άγγιξε ο<br />
ήλιος”<br />
της Τάνιας Θεοδοσίου<br />
Εκδόσεις: Μιχάλη Σιδέρη<br />
Σελίδες: 472<br />
Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />
Η Τάνια Θεοδοσίου είναι μια<br />
συγγραφέας που εκτιμώ πολύ,<br />
για την ευγένεια, το ήθος της<br />
και κυρίως τη συγγραφική<br />
της δεινότητα! Αυτό είναι το<br />
τρίτο βιβλίο της που διάβασα<br />
και ομολογώ πως, και πάλι, με<br />
άφησε εντυπωσιασμένη από την όμορφη, γλαφυρή γραφή<br />
της, τον πλούτο του λεξιλογίου που χρησιμοποιεί, την<br />
πλοκή της υπόθεσης, τους ολοζώντανους χαρακτήρες και<br />
τη μοναδική της ικανότητα να μεταφέρει τον αναγνώστη<br />
σε άλλους τόπους και εποχές, μέσα από τις σελίδες των<br />
βιβλίων της.<br />
Το νέο βιβλίο της μας μεταφέρει στην ηπειρώτικη γη<br />
της εποχής μετά τον Εμφύλιο, γύρω στο 1950, σε ένα μικρό,<br />
ξεχασμένο από Θεούς και ανθρώπους ορεινό χωριό, το<br />
Λυχνάρι, τόπο καταγωγής του ήρωα μας, του Χρήστου. Οι<br />
συγκυρίες και οι κακόβουλες πράξεις κάποιων ανθρώπων<br />
που δε μπορούν να ανεχτούν τη σαφή ανωτερότητα του<br />
Χρήστου στο αντικείμενό του, την Ιατρική και τη χειρουργική<br />
συγκεκριμένα, αλλά και τις δημοκρατικές, και ανοιχτά<br />
εκφρασμένες αντιλήψεις του στον εργασιακό του χώρο,<br />
οδηγούν τον ήρωά μας σε απόγνωση, ανέχεια και, εν τέλει,<br />
επιστροφή στη γενέτειρά του, το Λυχνάρι, μακριά από<br />
όλα όσα τον πλήγωσαν και τον αδίκησαν. Όμως, οι καιροί<br />
είναι πολύ επικίνδυνοι και ύπουλοι μια και οι εμπάθειες,<br />
τα μίση και οι αδικίες που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια<br />
του Εμφυλίου στη χώρα μας, από όλες τις πλευρές, ήταν<br />
πολυάριθμες και οι «πληγές» που προκάλεσαν πολύ νωπές<br />
ακόμα.<br />
Η συγγραφέας μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε την<br />
ίδια την ψυχή του ήρωα και να μετρήσουμε τα «τραύματα»<br />
που του άφησαν άνθρωποι και καταστάσεις, όπως επίσης<br />
και τους χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν. Η μητέρα<br />
του η Βγενιώ, η αδερφή του η Λενού, η παιδική του<br />
φίλη Σμαραγδή, ο παπά Φώτης, ο ενωμοτάρχης και ο<br />
δάσκαλος, αλλά και πολλοί άλλοι ήρωες μας παρουσιάζονται<br />
ολοζώντανοι, με τα ελαττώματα και τα χαρίσματά τους,<br />
με τα πάθη και τα μίση τους, με τις μικροψυχίες και τις<br />
αλτρουϊστικές τους πράξεις. Άλλοι έχουν σκοπό της ζωής<br />
τους να βοηθήσουν, να θεραπεύσουν, να απαλύνουν, να<br />
συνδράμουν, να παρηγορήσουν και να χαρίσουν μόνο την<br />
αγάπη και την ευτυχία και άλλοι έχουν μοναδικούς τους<br />
στόχους να αδικήσουν, να διασύρουν, να κατηγορήσουν, να<br />
εκδικηθούν, να πολεμήσουν, ακόμα και να δολοφονήσουν.<br />
Η Τάνια Θεοδοσίου με μαεστρία μας απογυμνώνει τη<br />
ψυχή του κάθε ήρωά της, τα κίνητρά του, τις σκέψεις και τις<br />
επιθυμίες του και μας εξηγεί γιατί ο καθένας τους προβαίνει<br />
στις συγκεκριμένες πράξεις, ενώ μέσα μας προκαλούνται<br />
συναισθήματα χαρμολύπης, θυμού, οίκτου, αγωνίας και<br />
λύτρωσης, όταν φτάνουμε στην τελική έκβαση αυτού του<br />
περίτεχνου και πλούσιου σε νοήματα μυθιστορήματός της.<br />
Τα μηνύματα και τα συμπεράσματα, όπως και οι<br />
66 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 67
διδαχές που προκύπτουν μετά από την ανάγνωση αυτού<br />
του εξαίρετου μυθιστορήματος είναι πολλά και ποικίλουν<br />
ανάλογα με το τί είναι έτοιμος ο κάθε αναγνώστης να<br />
εισπράξει. Κάποιες αναμφισβήτητες αλήθειες είναι, κατά<br />
τη γνώμη μου, οι ακόλουθες: Οι άνθρωποι οι οποίοι δεν<br />
έχουν να επιδείξουν κάποια δικά τους χαρίσματα και τους<br />
λείπει το ήθος, έχουν την τάση να κατηγορούν και να<br />
συκοφαντούν αυτούς που έχουν εμφανή και ξεχωριστά<br />
ταλέντα και ικανότητες, προσπαθώντας να τους μειώσουν<br />
και να «λιγοστέψουν» τη δική τους μικρότητα. Επίσης, όταν<br />
ένα χωριό, μια πόλη, μια χώρα, ένα έθνος είναι διαιρεμένα<br />
σε αντιφρονούντες τότε τίποτα καλό δεν πρόκειται να<br />
προκύψει, παρά μόνο η διαιώνιση της εχθρότητας, του<br />
μίσους, της διαβολής και ο κύκλος του αίματος δεν πρόκειται<br />
ποτέ να σταματήσει. Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό μήνυμα<br />
που παίρνει ο αναγνώστης μέσα από αυτό το ξεχωριστό<br />
βιβλίο είναι ότι για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο<br />
πρέπει εμείς οι ίδιοι να πασχίσουμε, να αγωνιστούμε, να<br />
κοπιάσουμε. Αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι δεν πρέπει<br />
να περιμένουμε από άλλους ελεημοσύνες. Αυτό, κατά την<br />
ταπεινή μου γνώμη, είναι και το κυριότερο δίδαγμα που<br />
θα πρέπει να αποκομίσουμε όλοι μας και να εφαρμόσουμε,<br />
ειδικά στις τωρινές δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε ως<br />
χώρα.<br />
Οφείλω πολλά και θερμά συγχαρητήρια στην αγαπημένη<br />
συγγραφέα για το νέο της πόνημα και σας το προτείνω<br />
ανεπιφύλακτα Φίλοι μου!<br />
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />
«Η ζωή του Χρήστου δεν ήταν δυστυχώς καθόλου εύκολη.<br />
Γιατρός χειρουργός στο επάγγελμα, γνώρισε από νωρίς στην<br />
καριέρα του την προδοσία και τη συκοφαντία, που στόχο<br />
είχαν την επαγγελματική του εξόντωση. Εκμηδενίστηκε<br />
γρήγορα απ’ το επαγγελματικό του περιβάλλον εκεί γύρω<br />
στα 1950, όπου η κατάσταση γενικά ήταν πολύ ρευστή.<br />
Κανένας οίκτος, καμιά τύψη κι όταν ο ένας τρώει τις σάρκες<br />
του άλλου, λιγοστεύει το ανθρώπινο. Άπιαστα έμεινα και<br />
του Θεού τα σήματα κι ο κόσμος γύρω γέμισε από θρύμματα<br />
διαβρωμένης συνείδησης.<br />
Πάλεψε, μα κάποια στιγμή δεν άντεξε κι έπεσε στην έσχατη<br />
ένδεια. Εξαθλιωμένος, στη συνέχεια γύρισε πίσω στον τόπο<br />
που γεννήθηκε. Κι εκεί, όμως, συνάντησε τις ίδιες κακίες,<br />
την ίδια σκληρότητα και το άδικο περίσσευε. Η μόνη του<br />
παρηγοριά, το ζεστό χέρι των δικών του ανθρώπων, της<br />
μάνας του και της αδελφής του. Δίπλα του στάθηκε κι η<br />
Σμαραγδή, η μικρή, όμορφη φίλη των παιδικών του χρόνων,<br />
που τον αγαπούσε κρυφά και περίμενε...<br />
Ο Χρήστος κατάφερε τελικά να ξανάβρει την χαμένη του<br />
ζωή, και να τη συνεχίσει από εκεί ακριβώς που την άφησε.<br />
Κι έτσι είναι. Κάποτε απ’ την άλλη μεριά της φωτιάς, το<br />
καμένο, το δυνατό χέρι θα χλωριάσει ξανά μια μέρα, για να<br />
ισιώσει τις ζάρες του παθημένου κόσμου. Κι εδώ, υπήρχε<br />
ένας άλλος παθημένος κόσμος ριγμένος μες στα στενά<br />
πλαίσια ενός χωριού. Κι ο Χρήστος, για τους ανθρώπους<br />
αυτού του χωριού, έγινε ο στυλοβάτης του. Έγινε ελπίδα,<br />
φως, ο ήλιος που φάνηκε στα ξαφνικά πίσω από την<br />
καταχνιά κι έδιωξε τον κεραυνό και την βροχή! Κι εκείνοι,<br />
θα έλεγε εύλογα κανείς πως ήταν, οι…. «Οι ψυχές που τις<br />
άγγιξε ο ήλιος!»<br />
68 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 69
70 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 71
«Σάσενκα»<br />
του Σάϊμον Μοντεφιόρε<br />
Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />
Σελίδες: 608<br />
Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />
Ένα πανέμορφο βιβλίο<br />
που όταν το πάρεις στα<br />
χέρια σου δε μπορείς<br />
να το αφήσεις εύκολα!<br />
Εκτός αυτού, είναι ένα<br />
μυθιστόρημα που πρέπει<br />
να διαβαστεί με τη δέουσα προσοχή, καθώς βρίθει<br />
ιστορικών γεγονότων και πληροφοριών για εκείνη την<br />
τόσο ταραγμένη και γεμάτη ανακατατάξεις εποχή.<br />
Ξαναζωντάνεψε όλα τα γεγονότα που επηρέασαν όχι<br />
μόνο την τσαρική ζωή της Ρωσίας των αρχών του 20ου<br />
αιώνα, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, παρουσιάζοντάς<br />
τα μέσα από τα μάτια μιας πανέμορφης νεαρής<br />
Ρωσοεβραίας κομμουνίστριας, της Σάσενκα!<br />
Η κοπέλα, προερχόμενη από μια πλούσια οικογένεια<br />
ευγενών, αποφασίζει να ακολουθήσει τις νέες και<br />
ριζοσπαστικές ιδέες που μαθαίνει, κυρίως από τον θείο<br />
της, γεμάτη από τον αυθορμητισμό και τα ιδεώδη της<br />
για έναν καλύτερο κόσμο. Αποφασίζει να απαρνηθεί,<br />
λοιπόν, τις ευγενείς καταβολές της και γίνεται ένα από<br />
τα πολλά λιθαράκια πάνω στα οποία στηρίχτηκε η νέα<br />
σοβιετική “ιδανική” πραγματικότητα στη Ρωσία του<br />
Λένιν και του Στάλιν. Γίνεται μία ‘μπολσεβίκα’ με όλη<br />
την σημασία της λέξης και μαζί με τον ομοϊδεάτη σύζυγό<br />
της απολαμβάνει τους καρπούς των αγώνων της και την<br />
εμπιστοσύνη των συντρόφων της. Μέχρι που το ίδιο το<br />
κομμουνιστικό σύστημα, για λόγους που δεν μπορώ να<br />
σας αποκαλύψω προκαταβολικά, αποφασίζει να την<br />
κατατάξει στους “κατασκόπους” των Συντρόφων, που<br />
υπονόμευαν την “άψογη” και “αδέκαστη” λειτουργία<br />
της σοβιετικής δημοκρατίας. Αυτή είναι και η αρχή<br />
του τέλους για την πραγματικότητα την οποία βίωνε<br />
η Σάσενκα και στη δημιουργία της οποίας είχε η ίδια<br />
συμβάλλει.<br />
Μέσα από την καταπληκτική ιστορία που πλάθει<br />
ο συγγραφέας, μετά από δεκαετή μελέτη αρχείων της<br />
πρώην σοβιετικής Ρωσίας, απλώνεται μπροστά στα<br />
μάτια μας όλη η θηριωδία του διαβόητου σταλινισμού<br />
και της εποχής των μεγάλων εκκαθαρίσεων, όπου οι<br />
ίδιοι οι σύντροφοι “κάρφωναν” συντρόφους και οι<br />
θάνατοι, είτε με τη μορφή εκτελέσεων, είτε με τη μορφή<br />
εξοριών σε άθλιες συνθήκες, οδήγησαν στην εξόντωση<br />
αναρίθμητους γνήσιους κομμουνιστές. Τι κρίμα που<br />
τα αρχικά κομμουνιστικά ιδεώδη εφαρμόστηκαν τόσο<br />
λανθασμένα στην πράξη και είχαν τόσο τραγικά και<br />
απαράδεκτα αποτελέσματα.<br />
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αντικειμενικά, όσο<br />
72 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 73
αυτό είναι δυνατό μέσα από την παραπληροφόρηση που<br />
υπήρξε για δεκαετίες, τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν<br />
στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τις<br />
επιδράσεις που είχαν οι ριζικές και βίαιες αλλαγές<br />
που απαιτούσε ένας λαός εξαθλιωμένος και<br />
αποστραγγισμένος από την ολιγάριθμη πλουτοκρατία,<br />
καθώς και την μετατροπή των ίδιων των επαναστατών<br />
σε χειρότερους εκμεταλλευτές και δυνάστες από τους<br />
προκατόχους τους. Τα ιστορικά γεγονότα διαδέχονται<br />
το ένα το άλλο και δένουν αρμονικά με την εμπνευσμένη<br />
μυθοπλασία τουΜοντεφιόρε. Τραγικό πρόσωπο η<br />
πανέμορφη Σάσενκα, η οποία, αν και φανταστικός<br />
χαρακτήρας, δεν παύει να είναι μια αντιπροσωπευτική<br />
περίπτωση ενός ανθρώπου που πίστεψε με όλο του το<br />
‘είναι’ στην τότε νέα τάξη πραγμάτων και προδόθηκε<br />
οικτρά!<br />
Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!!!<br />
ενώ η γκουβερνάντα της περιμένει να την παραλάβει έξω<br />
από το σχολείο, τη συλλαμβάνει η μυστική αστυνομία<br />
του τσάρου. Η Σάσενκα θα εμπλακεί σε μια περιπέτεια<br />
γεμάτη μυστήριο, απαγορευμένους έρωτες και θανάσιμα<br />
παιχνίδια, που θα την οδηγήσει στη φυλακή και στην<br />
ανατροπή ολόκληρης της ζωής της.<br />
Η ιστορία της μένει θαμμένη για μισό περίπου αιώνα,<br />
ώσπου μια νεαρή ιστορικός αναδιφά στα προσωπικά<br />
αρχεία του Στάλιν και αποκαλύπτει μια συγκλονιστική<br />
ιστορία πάθους και προδοσίας, θηριώδους σκληρότητας<br />
και απρόσμενου ηρωισμού - και μιας γυναίκας που<br />
αναγκάστηκε να κάνει μια ασύλληπτη επιλογή...<br />
Ένα καθηλωτικό βιβλίο, στα ίχνη των μεγάλων επικών<br />
έργων “Δόκτωρ Ζιβάγκο” και “Η Εκλογή της Σόφι».<br />
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />
«Χειμώνας 1916: Στην Αγία Πετρούπολη, η δεκαεξάχρονη<br />
Σάσενκα, κόρη του πρίγκιπα Τσάιτλιν, σπουδάζει στο<br />
Ινστιτούτο Σμόλνι για Ευγενείς Κορασίδες. Η μητέρα<br />
της Αριάδνη, οπιομανής, την εγκαταλείπει και κάνει<br />
έκλυτη ζωή με τον Ρασπούτιν.<br />
Ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο απόγευμα στην τσαρική πόλη,<br />
74 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 75
76 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 77
Συνέντευξη της συγγραφέως<br />
Μαρίας Λαμπαδαρίδου - Πόθου<br />
στην Κλειώ Τσαλαπάτη<br />
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου –<br />
Πόθου είναι μια συγγραφέας<br />
πολυγραφότατη, η οποία με<br />
τα έργα της έχει καθιερωθεί<br />
ως μία από τις κορυφαίες<br />
σύγχρονές μας λογοτέχνιδες.<br />
Το έργο της ποικίλει και<br />
κυμαίνεται από το ιστορικό<br />
μυθιστόρημα στη νουβέλα,<br />
από την ποίηση στο θεατρικό<br />
λόγο και από το μεταφυσικό μυθιστόρημα στην<br />
εφηβική λογοτεχνία. Η ικανότητά της να μαγεύει<br />
τον αναγνώστη μέσα από την ιδιαίτερα γλαφυρή και<br />
ποιητική γραφή της είναι ένα χάρισμα που πολύ λίγοι<br />
λογοτέχνες μπορούν να επιδείξουν. Η κα Πόθου όμως,<br />
το καταφέρνει με ευκολία και ο αναγνώστης όταν<br />
διαβάσει ένα έργο της δε μπορεί παρά να θαυμάσει το<br />
σπάνιο αφηγηματικό της ταλέντο και να αναζητήσει<br />
και άλλα βιβλία της. Αυτό συνέβη και στη δική<br />
μου περίπτωση όταν διάβασα την «Υψιπύλη», ένα<br />
συγκλονιστικό, αγωνιώδες και «επώδυνο», θα έλεγα,<br />
μυθιστόρημα που έμεινε για πάντα χαραγμένο στη<br />
μνήμη μου.<br />
Η γνωριμία μου με τη συγγραφέα έγινε μέσω<br />
της λογοτεχνικής μου ομάδας «Φίλοι Της Ελληνικής<br />
Λογοτεχνίας» και θεωρώ ιδιαίτερη τιμή το γεγονός<br />
της παραχώρησης εκ μέρους της μιας συνέντευξης,<br />
78 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 79
μιας γραπτής συνομιλίας μας καλύτερα, σχετικά με το<br />
τεράστιο λογοτεχνικό της έργο και τα δύο τελευταία<br />
και πιο πρόσφατα μυθιστορήματά της, το «Η Δίψα<br />
Με Καίει Εμένα Και Χάνομαι» και το «Συνέντευξη Με<br />
Το Φάντασμα Του Βάλτου». Την ευχαριστώ μέσα από<br />
την καρδιά μου για την εξαιρετική αυτή τιμή και της<br />
εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στα νέα της βιβλία!<br />
1) Εάν σκεφτεί κανείς το συνολικό σας έργο, σε<br />
όρους βιβλίων σας που έχουν εκδοθεί, συνολικά<br />
49 αν δεν απατώμαι, μπορεί μόνο να αισθανθεί<br />
δέος μπροστά σε μια συγγραφέα του μεγέθους<br />
σας. Ορμώμενη λοιπόν, από αυτό το συναίσθημα,<br />
πείτε μου κ. Πόθου, πότε νιώσατε την ανάγκη<br />
να εκφραστείτε συγγραφικά και γιατί;<br />
Κι εγώ αισθάνομαι κάποιο δέος σήμερα που, από την<br />
απόσταση του χρόνου, βλέπω τα βιβλία που έχω γράψει.<br />
Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Τί έδωσαν τα βιβλία,<br />
αυτό έχει σημασία. Ποιά ήταν η αγωνία τους και πώς<br />
αυτή η αγωνία πέρασε στον αναγνώστη για να φωτίσει<br />
ίσως τις δικές του αγωνίες, να μπει στα υπαρξιακά<br />
μονοπάτια του και να του δώσει τη δυνατότητα μιας<br />
άλλης θέασης του κόσμου.<br />
Το ότι έγραψα πολλά βιβλία ήταν καθαρά από μια δική<br />
μου προσωπική αγωνία να σπρώξω, κάθε φορά, λίγο πιο<br />
πέρα τη δυνατότητα όρασης ή την ελπίδα μιας γνώσης<br />
άλλης, που θα βοηθούσε εμένα πρώτη να βρω κάποιες<br />
απαντήσεις στα υπαρξιακά ή μεταφυσικά ερωτήματα<br />
που με βασάνιζαν σαν άνθρωπο και λιγότερο σαν<br />
συγγραφέα.<br />
Όσο για το πότε νιώθει κανείς την ανάγκη της<br />
συγγραφής, αυτό υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ή, ακόμα,<br />
κατασκευάζεται στις μέρες μας.<br />
2) Έχετε γράψει ιστορικά και μεταφυσικά<br />
μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποίηση,<br />
θεατρικά έργα, εφηβική λογοτεχνία… Ποιό είναι<br />
το αγαπημένο σας είδος, σε ποιό διοχετεύετε<br />
τον περισσότερο χρόνο σας και για ποιο λόγο;<br />
Όλα τα βιβλία μου τα αγαπώ, σαν τη μάνα που αγαπάει<br />
όλα τα παιδιά της. Καθένα, είτε ποίηση είναι, είτε<br />
μυθιστόρημα, είτε θεατρικό έργο αντιπροσωπεύει και<br />
ένα κομμάτι από την ψυχή μου, από τον χρόνο μου,<br />
από τις αγωνίες που είχα τη συγκεκριμένη στιγμή που<br />
το έγραφα. Και πάντα, είναι το τελευταίο μου εκείνο<br />
που αγαπώ περισσότερο, στην προκειμένη περίπτωση<br />
τη «Συνέντευξη Με Το Φάντασμα Του Βάλτου». Είναι<br />
το πιο τρυφερό μου, το πιο ευάλωτο μεταφυσικά, το<br />
πιο κοντά στην αλήθεια την «άλλη» που με βασανίζει<br />
αυτόν τον καιρό, στη γνώση την άλλη που διαλύει το<br />
σκοτάδι, που σε κάνει να νιώθεις δυνατός. Μοιάζει με<br />
τα «παράθυρα που ανοίγουν οι άγιοι και οι μάρτυρες<br />
80 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 81
για να μπορούμε να επικοινωνούμε με αυτό που δεν<br />
φαίνεται».<br />
Όμως, επειδή και το προηγούμενο «Η Δίψα Με καίει<br />
Εμένα Και Χάνομαι» είναι πολύ κοντά ακόμα στις<br />
πληγές που το γέννησαν, και επειδή η «Συνέντευξη<br />
Με Το Φάντασμα Του Βάλτου» γεννήθηκε από αυτό,<br />
πρέπει να πω πως τα δύο αυτά τα συνδέει μια ίδια<br />
αγωνία να κατανοηθεί το «ακατανόητο», μια ίδια<br />
αναζήτηση της αθέατης αλήθειας.<br />
3) Πώς και πότε προτιμάτε να συγγράφετε;<br />
Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση,<br />
γεγονός, ή τόπος που σας εμπνέουν ή είναι κάτι<br />
που ρέει από μέσα σας αβίαστα κάθε ώρα και<br />
στιγμή;<br />
Δεν γνωρίζω πώς θα ήταν, αν είχα την πολυτέλεια να<br />
επιλέγω μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή διάθεση για<br />
να γράψω. Η ζωή μου ήταν πάντα δύσκολη. Υπάλληλος<br />
στη Νομαρχία Αττικής, τα πρώτα χρόνια, και από τα<br />
παράθυρα βλέπαμε τις ατέλειωτες διαδηλώσεις του<br />
«ένα ένα τέσσερα» και κάθε τόσο να γίνονται εκλογές,<br />
σε εποχές που μετρούσαμε με το μολύβι μία μία τις<br />
ψήφους ολονύκτια, σε απροσμέτρητες ώρες εργασίας.<br />
Κι εγώ να προσπαθώ να ξεκλέψω ελάχιστο χρόνο για<br />
να διαβάσω, ή να γράψω το ελάχιστο. Ύστερα βέβαια<br />
ήρθαν καλύτερα χρόνια και είμαι ευγνώμων και γι’<br />
αυτό. Όσο για το πώς γράφω, να πω μόνο πως ένα<br />
από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία, το «Σπίτι Μου Της<br />
Μικρασίας» αφιερωμένο στον πρόσφυγα πατέρα μου,<br />
το είχα γράψει, ένα μεγάλο μέρος του, ταξιδεύοντας<br />
με το τρένο.<br />
4) Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας πρέπει να έχει<br />
κάποιο επιστημονικό υπόβαθρο για να τιμήσει<br />
αυτή του την ιδιότητα, ή αρκεί να διαθέτει το<br />
συγγραφικό ταλέντο και να έχει την κατάλληλη<br />
έμπνευση; Η συγγραφική ιδιότητα είναι έμφυτη<br />
ή επίκτητη κατά τη γνώμη σας;<br />
Εξαρτάται τι θέλει να γράψει κανείς. Μια νουβέλα<br />
μπορείς να τη γράψεις σε δυο Σαββατοκύριακα –<br />
και χωρίς κανένα «υπόβαθρο». Όμως υπάρχουν<br />
βιβλία, μυθιστορήματα αξιώσεων εν προκειμένω,<br />
που απαιτούν άπειρες γνώσεις επίμοχθες, έρευνα<br />
χρόνων, διασταύρωση στοιχείων για τη γνησιότητα,<br />
μια απέραντη εμπειρική, πια, αλλά και γνωσιακή<br />
έρευνα πάνω στο θέμα, όπως για παράδειγμα γίνεται<br />
σε ιστορικά μυθιστορήματα. Αν και, προσωπικά,<br />
πιστεύω πως όλα τα μυθιστορήματα που γράφουμε,<br />
δηλαδή και αυτά της υπαρξιακής αγωνίας ή αυτά με<br />
τον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό, δεν παύουν<br />
να είναι και ιστορικά, αφού είμαστε κομμάτι του<br />
παγκόσμιου δράματος της Ιστορίας και βιώνουμε στην<br />
82 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 83
καθημερινότητά μας αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα<br />
που παίζονται στην παγκόσμια σκηνή και για μας –<br />
και, τις περισσότερες φορές, χωρίς εμάς, και που όμως<br />
καθορίζουν τη ζωή μας.<br />
Όμως, και σε άλλα μυθιστορήματα, πολλές φορές είναι<br />
απαραίτητη η επιστημονική γνώση. Μου έτυχε να<br />
διαβάζω έναν ολόκληρο χειμώνα σύγχρονες απόψεις<br />
της φυσικής, όταν έγραφα την «Έκτη Σφραγίδα»,<br />
ή το «Με Τη Λάμπα Θυέλλης». Ή όταν έγραφα τον<br />
«Άγγελο της Στάχτης», ένα χρόνο διάβαζα κείμενα<br />
για το «Ταξίδι Της Ψυχής Στον Άδη», παραδόσεις και<br />
δημοτικό τραγούδι, Όμηρο, την Ραψωδία της Νέκυιας,<br />
Παλατινή Ανθολογία, Ορφικά και άπειρα άλλα.<br />
Και, όχι, δεν φτάνει το «θείο» δώρο, το τάλαντο. Θα<br />
ήταν αφελής να το πιστεύει κανείς αυτό. Η συγγραφή<br />
είναι μια επίπονη άσκηση, μια εσωτερική κατάκτηση,<br />
μια βαθιά εμπειρική γνώση, προσωπική σου πια, που<br />
όμως θα πρέπει να έχει αφομοιώσει μέσα της όλες τις<br />
άπειρες γνώσεις και εμπειρίες από επίπονη δουλειά,<br />
από μελέτη, από παρατήρηση.<br />
5) Η συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου<br />
είναι και αναγνώστρια; Ποιά λογοτεχνικά είδη<br />
επιλέγετε ως αναγνώσματα συνήθως και ποιες<br />
οι επιρροές που δεχτήκατε;<br />
Ήδη έχω γράψει δύο βιβλία, το ένα πάνω στο έργο του<br />
Σάμιουελ Μπέκετ, που βαθιά επηρέασε τη σκέψη μου<br />
και τη ζωή μου, και το βιβλίο που έγραψα «Samuel<br />
Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης» είναι<br />
από τα λίγα κείμενά μου που με κάνουν να αισθάνομαι<br />
ευγνώμων γιατί μπόρεσα και το έγραψα. Και τώρα<br />
ελπίζω πως θα επανεκδοθεί, γιατί και πολλοί το ζητούν<br />
– ήταν ένα ιδιαίτερο κείμενο.<br />
6) Από όσο ξέρω, είχατε προσωπική γνωριμία με<br />
τον Σάμιουελ Μπέκετ… Θέλετε να μας μιλήσετε;<br />
Είχα αυτή την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά.<br />
Ξεκίνησα σαν μεταφράστρια του έργου του «Oh Les<br />
Beaux Jours», που το είχα δει στο Παρισινό Odéon και<br />
από εκεί ξεκίνησε μια αλληλογραφία. Ύστερα ο Μπέκετ<br />
διάβασε θεατρικά μου έργα και ζήτησε να με γνωρίσει.<br />
Είναι από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου<br />
εκείνη η συνάντηση. Ένα πρόσωπο ασκητικό, σαν το<br />
έργο του. Ένα βλέμμα που σήκωνε θαρρείς όλον τον<br />
πόνο και το αδιέξοδο της ανθρώπινης μοίρας. Κάποια<br />
πράγματα γίνονται έτσι, σαν τυχαία στη ζωή μας, όμως<br />
μπορεί και να μην είναι τυχαία.<br />
7) Άλλα βιβλία ή συγγραφείς που σας επηρέασαν;<br />
Προτιμώ να πω: που αγάπησα. Το δεύτερο βιβλίο που<br />
έγραψα ήταν για την ποίηση του Ελύτη «Οδυσσέας<br />
84 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 85
Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου». Και το έγραψα<br />
με τη δική του βοήθεια. Είναι μεγάλη η ποίηση του<br />
Ελύτη. Κι εγώ προσπάθησα να βρω τα αρχαιοελληνικά<br />
κοιτάσματά της, την ποίηση των ψαλμών, την<br />
ιδιομορφία του υπερρεαλισμού. Θυμάμαι, πήγαινα<br />
κάθε Τρίτη στη Σκουφά και διαβάζαμε μαζί τα<br />
κεφάλαια που είχα γράψει. Του άρεσε ο τρόπος που<br />
έβλεπα τον οραματισμό της ποίησής του. Το βιβλίο<br />
επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδήμα, όμως<br />
μάλλον έμεινε σε μια μοναξιά. Κι ας είπε ο ίδιος πως<br />
ήταν ένα βιβλίο που είδε σωστά την ποίησή του. Τα<br />
βιβλία, όπως και οι άνθρωποι, έχουν μια προσωπική<br />
τους μοίρα.<br />
8) Είναι πασιφανές ότι για τα ιστορικά, ιδίως,<br />
μυθιστορήματά σας έχετε κάνει εκτεταμένη<br />
έρευνα για άντληση ιστορικών στοιχείων.<br />
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την συγκέντρωση<br />
όλων των απαιτούμενων πληροφοριών για τη<br />
συγγραφή του έπους σας «Πήραν Την Πόλη,<br />
Πήραν Την» και πόσο εύκολη ήταν η αναβίωση<br />
της εποχής και της ατμόσφαιρας εκείνης της<br />
περιόδου;<br />
Όταν μιλάμε για το «Πήραν την Πόλη, Πήραν Την»<br />
πραγματικά δεν έχει σημασία πόσα χρόνια χρειάστηκαν<br />
για να γραφτεί, αλλά πόσα χρόνια ετοιμαζόταν μέσα<br />
στην ψυχή και στο μυαλό. Πόσος απέραντος χρόνος<br />
χρειάστηκε για να αισθανθώ έτοιμη να μπω στον δρόμο<br />
των δακρύων και της αξημέρωτης νύχτας, στον δρόμο<br />
του αίματος και της θυσίας. Ήταν μια τρομακτικά<br />
επώδυνη γραφή. Όμως, όση ψυχική οδύνη και αν μου<br />
κόστισε, όση ψυχή, θα πω και γι’ αυτό πως αισθάνομαι<br />
ευγνώμων που μπόρεσα και το έγραψα. Που μπόρεσα<br />
και το τελείωσα. Γιατί, πολλές φορές έμεινα στο δρόμο<br />
και είπα δεν μπορώ άλλο – τόσο οδυνόμενη ήταν η<br />
γραφή.<br />
Όσο για τα ιστορικά στοιχεία, χρόνια τα μάζευα από<br />
χρονογραφίες και ιστορικά τεκμήρια, από παραδόσεις<br />
που έγιναν θρύλος, από ιερά κειμήλια που διασώθηκαν,<br />
από παλιές προφητείες. Όμως πέρα από τα στοιχεία<br />
αυτά, εκείνο που είχα ανάγκη, όσο έγραφα το<br />
μυθιστόρημα, ήταν να κάθομαι με τις ώρες μέσα στην<br />
Αγιά-Σοφιά, σε μια γωνιά της, χωρίς να μιλώ και χωρίς<br />
να επικοινωνώ με το σήμερα, να δέχομαι μόνο τις<br />
αντηχήσεις από τα γεγονότα εκείνα, από την κραυγή…<br />
9) Έχετε γράψει και το «Ξύλινο Τείχος» ένα<br />
επίσης μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα που<br />
φέρνει στις μέρες μας τον αρχαίο κόσμο, την<br />
αντίληψη ζωής, τους αγώνες… Πείτε μας λίγα<br />
λόγια για αυτό.<br />
Αυτό ήταν πιο δύσκολο από την άποψη συλλογής<br />
86 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 87
των ιστορικών στοιχείων, αλλά δεν είχε την ίδια<br />
συναισθηματική φόρτιση, όπως το «Πήραν Την Πόλη,<br />
Πήραν Την». Για να δώσω το μυθιστόρημα αυτό έπρεπε<br />
να διαβάσω όλη τη φιλοσοφία ζωής του αρχαίου κόσμου,<br />
την αντίληψη που είχαν για τους θεούς τους, για τη<br />
μοίρα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για τη Νέκυια.<br />
Έπρεπε να βρω τη διάλεκτο της καθημερινής τους<br />
ζωής, μια έρευνα απίστευτα επίπονη. Για παράδειγμα,<br />
έπρεπε να πω «μια κοτύλη νερό» (και όχι ένα ποτήρι) ή<br />
να πω τόσα «στάδια» δρόμος (αφού δεν υπήρχε ακόμα<br />
το μέτρο ως μονάδα μέτρησης) ή έπρεπε να μετρώ το<br />
χρόνο με τις Ολυμπιάδες. Και άπειρα άλλα. Έπρεπε να<br />
βρω τα στοιχεία που έπλασαν τον Σπαρτιάτη με αυτά<br />
τα ιδανικά και μεγαλούργησε – και τα στοιχεία που<br />
έπλασαν τον Αθηναίο, με τα εντελώς αντίθετα ιδανικά,<br />
και πάλι μεγαλούργησε.<br />
Όμως, χαίρομαι που το έγραψα. Ήθελα τα νέα παιδιά,<br />
όποτε μπορέσουν και το διαβάσουν, να βρουν σε αυτό<br />
τις αλήθειες για τον αρχαίο κόσμο, τα αληθινά μεγέθη<br />
των ανθρώπων εκείνων που αγάπησαν τον ίδιο τόπο<br />
με εμάς και την ίδια έννοια της ελευθερίας.<br />
10) Είναι γνωστό πως η ιδιαίτερη πατρίδα σας<br />
είναι η Λήμνος. Κατά πόσο έχει επηρεάσει το<br />
συγγραφικό σας έργο αυτό, ποια βιβλία σας<br />
είναι «εμποτισμένα» και εμπνευσμένα από την<br />
ιστορία της, τους μύθους και τους θρύλους της;<br />
Η Λήμνος υπάρχει σε όλα τα βιβλία μου, είτε γράφω<br />
γι’ αυτήν είτε όχι. Υπάρχει σαν τοπίο και σαν ορφικό<br />
τραγούδι. Τα πιο δυνατά μου κείμενα τα έχω γράψει<br />
εκεί τα καλοκαίρια που πηγαίνω. Υπάρχει μια<br />
αντήχηση από το πέρασμα του μεγάλου πολιτισμού<br />
της που μπορεί να την αισθανθεί κανείς, μια περίεργη<br />
σύγκλιση του χρόνου, μια μεταφυσική αύρα. Όλα αυτά<br />
δημιουργούν μια ποιητική του χώρου και μου αρέσει να<br />
την αναζητώ με τη διαίσθηση όταν πηγαίνω. Ίσως, είναι<br />
μαζί και η αντήχηση από τις αναμνήσεις της παιδικής,<br />
της νεανικής ηλικίας, αλλά και μια βαθιά αγάπη, η<br />
αγάπη που νιώθει ο κάθε άνθρωπος για τον ιδιαίτερο<br />
τόπο του, όπου έχει ζήσει την πρώτη του μοναξιά και<br />
τα πρώτα του όνειρα.<br />
Εσείς, που έχετε αγαπήσει την «Υψιπύλη» μου, μπορείτε<br />
να το δείτε αυτό. Πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα<br />
να γράψω αυτές τις σελίδες πάνω σε ένα μύθο τόσο<br />
ανελέητο – και που για μένα δεν ήταν μύθος αλλά μια<br />
μακρινή, στα χρόνια της μητριαρχίας, πραγματικότητα<br />
. Και βέβαια, έχω γράψει κι άλλα βιβλία για τη Λήμνο,<br />
τη «Μαρούλα της Λήμνου», τη «Δοξανιώ», βιβλία που<br />
αγαπήθηκαν από χιλιάδες ελληνόπουλα και γίνονται<br />
κάθε χρόνο πανέμορφες εργασίες στα σχολεία.<br />
11) Στο προτελευταίο σας βιβλίο, το «Η Δίψα<br />
Με Καίει Εμένα Και Χάνομαι» εξιστορείτε μια<br />
σύγχρονη ερωτική ιστορία και, ταυτόχρονα,<br />
88 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 89
παρουσιάζετε την εικόνα της επίκαιρης, γεμάτης<br />
αδιέξοδα, τραυματισμένης Ελλάδας. Ποια είναι<br />
τα μηνύματα που θέλατε να περάσετε στους<br />
αναγνώστες;<br />
Τα μηνύματα που δίνεις τα βρίσκει ο ίδιος ο<br />
αναγνώστης, αυτά που θα δει και αυτά που δεν θα δει,<br />
αυτά που θα αγγίξουν τη δική του ψυχή. Εκείνο που<br />
εγώ ήθελα να δώσω με το μυθιστόρημα ήταν, ακριβώς,<br />
η τραυματισμένη εικόνα μιας καθημερινότητας<br />
λαβωμένης, το ερειπωμένο παρόν, όπως το είπα, η<br />
λέξη «καταρρέω» και η λέξη «συντρίβομαι», η βίωση<br />
αυτής της συντριβής, με δυο λόγια, η ταπείνωση της<br />
ζωής μας. Κι από την άλλη, η αγωνία της ηρωίδας μου<br />
να βρει μιαν άλλη αλήθεια, μιαν άλλη δικαιοσύνη. Ποτέ<br />
σε ένα μυθιστόρημα δεν δίνεις έτοιμους δρόμους να<br />
περπατήσει ο άλλος. Μιλάς για κάποια πράγματα που<br />
θα μπορούσαν να ανοίξουν «δρόμο» στην ψυχή, αυτό<br />
μόνο.<br />
12) Υπάρχουν ορισμένα από τα παλαιότερα<br />
βιβλία σας, όπως «Ο Άγγελος Της Στάχτης»,<br />
ή «Ο Νικηφόρος Φωκάς», από την «Τριλογία<br />
Της Λήμνου», ή «Ο Ιερός Ποταμός» τα οποία<br />
έχουν εξαντληθεί και τα οποία αναζητούν οι<br />
αναγνώστες σας διακαώς. Υπάρχει κάποια<br />
προοπτική επανακυκλοφόρησής τους;<br />
Το ελπίζω. Δύσκολοι οι καιροί και για τα βιβλία. Και<br />
η κατάργηση της ενιαίας τιμής δεν μας βοηθάει.<br />
Ήδη σας είπα, λίγο πριν, πως ενδεχομένως θα<br />
επανακυκλοφορήσει τώρα το βιβλίο μου «Samuel<br />
Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης». Γράφω<br />
ένα κεφάλαιο ακόμα για την μετά τον θάνατό του<br />
προσέγγισή μου στο έργο του, σε συνδυασμό και με<br />
την αλληλογραφία που είχαμε.<br />
13) Εσείς, ως συγγραφέας με ένα τεράστιο έργο,<br />
ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους επίδοξους<br />
συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν τα<br />
γραπτά τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;<br />
Ε, είναι μεγάλη συγκίνηση να δεις το βιβλίο σου,<br />
δηλαδή αυτό που γεννήθηκε από το δικό σου μυαλό,<br />
στην προθήκη του βιβλιοπωλείου και να είσαι νέος.<br />
Τους εύχομαι να ζήσουν όλες τις χαρές της πνευματικής<br />
δημιουργίας. Η συγγραφή προϋποθέτει απέραντο<br />
μόχθο και απάρνηση. Γιατί, αυτό που λέμε «ταλέντο»<br />
είναι δουλειά στο μεγαλύτερο μέρος του – το είπαμε<br />
ήδη. Και, το πιο σημαντικό, πρέπει να θυμούνται ότι,<br />
σε όποιο σημείο της επιτυχίας και αν φτάσουν, τίποτα<br />
δεν είναι δικό τους. Είναι μια δωρεά που τους δόθηκε<br />
και που την τίμησαν.<br />
14) Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω<br />
90 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 91
για την εξαιρετική τιμή που μου κάνατε, πείτε<br />
μας ποιό θα είναι το επόμενο βιβλίο σας, τι να<br />
περιμένουμε από εσάς;<br />
Ό,τι φέρει ο χρόνος. Αν φέρει. Να είστε καλά.<br />
Κλειώ Τσαλαπάτη<br />
(η συνέντευξη παραχωρήθηκε από<br />
τον ιστότοπο “Φίλοι της Λογοτεχνίας”)<br />
92 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 93
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Παραπονιέσαι,<br />
κάθε που ανέμους γεννώ,<br />
μα, όλο ζητάς<br />
τα λόγια μου αντάμα με τα νέφη να χορεύουν.<br />
Θυμώνεις,<br />
κάθε που ρίχνω αστραπές,<br />
μα, στα νερά κάθε παρθένας βροχής<br />
τις θύμησές σου ξεπλένεις.<br />
Θλίβεσαι,<br />
κάθε που ‘χει αντάρα στου πελάου τ’ ανοιχτά<br />
μα, με αφρό κυμάτων<br />
την κλίνη σου τ’απόβραδο στρώνεις.<br />
Εγώ,<br />
του χρόνου ερωμένη,<br />
εχώ μάθει σε καιρούς οργισμένους,<br />
να λατρεύω κατακλυσμούς.<br />
Μα πάντα,<br />
πάντα,<br />
στης αυγής το πρώτο κελάηδημα,<br />
ξαστεριά ξημερώνω.<br />
Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />
94 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 95
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Την ήθελα πολύ αυτή την άνοιξη<br />
την περίμενα πως και πως<br />
την είχα τόσο ανάγκη<br />
κοίταζα κρυφά απ τη χαραμάδα<br />
και μετρούσα στιγμές, αγάπες, χρόνους<br />
κι όταν φάνηκε επιτέλους<br />
έτρεξα με τόση χαρά<br />
έριξα το βέλος μου σαν μικρός θεός<br />
έπρεπε να την κρατήσω για λίγο<br />
να την αγγίξω<br />
Μέσα στη βιασύνη μου όμως<br />
και μ’ ένα δάκρυ να με τυφλώνει,<br />
Αστόχησα.<br />
Και πέτυχα μόνο τον χειμώνα<br />
που παγωμένος περνούσε από δίπλα της<br />
και μου έμεινε το χιόνι κι ο γκρίζος ουρανός...<br />
Άραγε, πόσους αιώνες θα περιμένω πάλι;<br />
Χριστιάνα Πέτρου<br />
96 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 97
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
“Ενδελεχώς”<br />
Μια με έγραψα,<br />
μια με έσβησα,<br />
εφιάλτες ερείπια<br />
διέγραψα<br />
(εσκεμμένα κοιμήθηκα),<br />
μνήμες στηρίγματα<br />
χάραξα<br />
(ενδελεχώς ξύπνησα),<br />
με καινούρια χρώματα<br />
την αυγή<br />
με ζωγράφισα,<br />
μα δεν τέλειωσα ακόμη<br />
και ας πίστεψα<br />
Δημήτρης Π. Κρανιώτης<br />
98 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 99
100 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 101
Ρόδινες λάμψεις<br />
Βούτηξες φλογάτος<br />
Ήλιε μου<br />
Πίσω από λόφους απαλούς<br />
Σκορπώντας ρόδινες λάμψεις<br />
Στα ήσυχα νερά<br />
Ως κι ο ασάλευτος φάρος<br />
Π’ αγναντεύει το πέλαγο σιωπηλός<br />
Γέμισε πιτσιλιές χρωματιστές<br />
Σαν από ζωγράφου χρωστήρα<br />
Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου<br />
Πίνακας του Χρίστου Αποστολόπουλου<br />
102 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 103
Απεικάσματα Σκέψης<br />
“Αγοραίο κενό”<br />
(από την “Πόρνη που την έλεγαν Μοναξιά”)<br />
Σκαλίζω τους κατακόκκινους χρόνους του παρελθόντος<br />
σε ένα όστρακο. Φιλοξενούμενη σε ενός αλλόκοσμου<br />
πλάσματος τον οίκο, κενόδοξα σχεδόν, σχεδιάζω την<br />
απελευθέρωση μου, από όπου σε έχω κρυφά φυλακίσει.<br />
Τις ώρες που δίνομαι αλλού ενώ σε ζητώ απεγνωσμένα,<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
πρέπει να έχω κάτι να με κρατά δυνατή.<br />
Να μυρίζει η θάλασσα από σένα, ενώ το παρόν<br />
θα ανταριάζει ακατάλληλα στο διηνεκές.<br />
Να ακούω την ανάσα σου στον παφλασμό των<br />
κυμάτων της θλίψης και να μοιάζει η νύχτα, μετάξι<br />
μαγείας και λήθης.<br />
Να ξεχνώ ποιος με αγαπά. Να ξεχνώ ποιος με χαϊδεύει.<br />
Να ξεχνώ ποιος με αγοράζει, ποιον αγοράζω…<br />
Πως να δεχθώ την ανατολή αν δεν σε φέρνει;<br />
Πως να κοιτώ την δύση αν δεν με ρίχνει στα δίχτυα<br />
σου;<br />
Πως να ζω, αν δεν κάνω έρωτα βυθισμένη<br />
στο ωκεανό του κορμιού που λατρεύω;<br />
Αν με έκλεβες ίσως, να επέτρεπα μια μικρή ποινή στην<br />
Ελευθερία μου.<br />
Θα μπορούσες να με κάνεις λέξη, που μόνο εσύ θα<br />
γνωρίζεις.<br />
Να με κάνεις ήχο, που μόνο εσύ θα ακούς!<br />
Να με κάνεις δηλητήριο που μόνο εσένα δεν θα<br />
σκοτώνει!<br />
Στη γλώσσα σου πάνω να λιώνω την φλόγα του έρωτα.<br />
Να μην φοβάμαι.<br />
Να μην σκέφτομαι.<br />
Να μην κινδυνεύω να διαπραγματευτώ με αυτό που<br />
σου χαρίζουν δίχως να ξέρεις τι θα σου κλέψουν σε<br />
αντάλλαγμα.<br />
Άννα Τσεκούρα<br />
104 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 105
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Το σ’ αγαπώ<br />
Το σ’ αγαπώ να το λες στα πουλιά<br />
να μου το τραγουδάνε<br />
στα σύννεφα να ποτίζουν την γη<br />
κατά πως της πρέπει...<br />
στην θάλασσα να το αφήνει στα πόδια μου<br />
όταν υποκλίνομαι στην ομορφιά της.<br />
Στα χελιδόνια να το χτίσουν στην φωλιά τους<br />
να μείνει εδώ όταν αποδημήσουν.<br />
Στον ήλιο να το κολυμπώ το πρωί<br />
όταν τον ευλαβούμαι.<br />
Και τα βράδια<br />
δώστο στ’ αστέρι του ονείρου μου<br />
να κοιμηθώ μαζί του.<br />
Στέλλα Βρακά<br />
106 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 107
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
H χροιά της απουσίας φλέρταρε και χθες με άλαλα<br />
σκοτάδια. Μη ρωτάς γιατί νοιώθω αυτή την ακόρεστη<br />
δίψα των νερών, μήτε γιατί θέλω να λυτρωθώ μέσα<br />
απο το σώμα σου... Δεν ρωτάνε τον έρωτα γιατί είναι<br />
σαρωτικός, γιατί στολίζει με αστέρια ένα όνειρο.<br />
Ο έρωτας, φίλε μου, πυρώνει τα κύτταρα, η ψυχή<br />
αναζητά το συνταίριασμά της, σπάει τα φράγματα των<br />
αποστάσεων.<br />
Έχει ρίσκο ο έρωτας. Δεν ξέρει από εγκράτεια. Αυτή<br />
είναι για τους δειλούς, τους φοβισμένους, τους<br />
άτολμους.<br />
Μη ρωτάς γιατί νοιώθω την έκρηξη στις φλέβες μου.<br />
Δεν ρωτάνε οι νικημένοι τους ζωντανούς γιατί<br />
ερωτεύονται.<br />
Ο έρωτας, μάτια μου, δεν έχει όρια, δεν βολεύεται.<br />
Ανατρεπτικός είναι, σπέρνοντας φέγγος στα σώματα<br />
που πάλλονται από τη κάψα του. Δεν ρωτάει γιατί,<br />
μήτε λογίζεται τα πρέπει.Έχει καρδιοχτύπια ο έρωτας,<br />
ανάσες πόθων δίχως αναχώματα. Αναποδογυρίζει τα<br />
σύμπαντα η ορμή του, δίχως παρακάλια κ ενδοιασμούς.<br />
Θέλει ψυχή, φίλε μου, ο έρωτας! Αν δεν την έχεις...<br />
μείνε εκεί... στο αγέννητο των ημερών σου να ποτίζεις<br />
άγκυρες σκουριασμένες.<br />
Θέλει κότσια ο έρωτας αγάπη μου,<br />
και μη ρωτάς γιατί νοιώθω έτσι... Δεν ρωτάνε οι<br />
φοβισμένοι γιατί γεμίζουν τα φεγγάρια κάθε νύχτα!<br />
Μαίρη Μαυρωνά<br />
108 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 109
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
“Ανέκδοτο Ερωτικό”<br />
Αυτό το φιλί θέλω να κοιμηθεί μαζί σου και αύριο το<br />
πρωί να το απλώσεις περήφανα στο στήθος σου γιατί<br />
είναι φιλί που θα μας ταξιδεύει αιώνια και η αγάπη θα<br />
βυζαίνει λαίμαργα τη μοναξιά ώστε να μεγαλώσει και<br />
να γίνει τεράστια ευτυχία ανάμεσά μας.<br />
Όταν αποζητώ ξεκούραση μόνο σε σένα λαχταρώ<br />
ν’ ανοίξω τους ορίζοντές μου, δεν μπορώ να στερηθώ<br />
την αύρα σου, θα έρθω στα όνειρά σου, θα έρθω να<br />
φτιάξουμε τον κήπο μας με τα υπέροχα λουλούδια του<br />
έρωτα και μεθυσμένος από τη γαλήνη του κορμιού σου<br />
θα αναρριχηθώ στα μυστικά σου ξαφνικά μέχρι να με<br />
πιάσει η βροχή των κυματιστών μαλλιών σου.<br />
Όμως θα προφυλαχτώ από τα βλέφαρα που θα με<br />
χαϊδεύουν στο πρόσωπο και θα σε κοιτώ στα μάτια σαν<br />
οπτασία ονείρου θηλυκού, σαν ηλιόλουστο πρωινό,<br />
σαν ένα κυκλάμινο στον έρημο δρόμο της ζωής μου…<br />
Κι εκεί εσύ πάλι θα απλώνεις τα κλαδιά ενός κοντινού<br />
παραδείσου με τους ανέμους αγκαλιά κι ένα μικρό<br />
άνθος που ποτίστηκε από το άρωμα της καρδιάς σου.<br />
Μοσχοβολιά που απίθωσε ο καβαλάρης του χρόνου<br />
και στοίβαξε στη σέλα του μια θάλασσα γυμνή να την<br />
αρμενίζουν ατέλειωτα οι πόθοι μέχρι στα χέρια μου να<br />
ζήσεις την ελπίδα του αναπαμού.<br />
Λάσκαρης Π. Ζαράρης<br />
110 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 111
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Παράφορες φωτιές στα πέλαγα...<br />
φωτίζουν τις σκιές σου,<br />
αγγίζουν το βυθό σου...<br />
Να φυλακίσω στο μυαλό,<br />
εκείνη τη στιγμή<br />
που με κοιτάς κατάματα!!<br />
Κύμα μου... Παγίδα μου...<br />
Κι άλλη μια λαχανιασμένη μέρα!<br />
Στο μεθυσμένο μου κορμί αφιόνι,<br />
ψίθυροι ανάσες...<br />
Ακριλικό σε καμβά της Νίκης Γεωργακοπούλου<br />
Αχ βρε Αδάμ...που με πας;;<br />
Περπατησέ με στον παραδεισό σου,<br />
κι ας πληρώσω μετά<br />
για όλες τις κολάσεις μου!!!<br />
Νίκη Γεωργακοπούλου<br />
112 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 113
114 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 115
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
“Ταγκό θανάτου”<br />
Ο Θάνατος δεν κάνει διακοπές,<br />
γυρνά στο Πέραμα πάν’ απ’ τη Ζώνη,<br />
οι μνήμες των νεκρών είναι νωπές<br />
και φόρους στους εφοπλιστές πληρώνει.<br />
Άνεργοι μελλοθάνατοι γυρνούν<br />
στ’ αμπάρια πλοίων και χορεύουν<br />
ταγκό θανάτου, μα τον προσπερνούν,<br />
κρασί τα βράδια κι έρωτα γυρεύουν.<br />
Ζηλεύει ο Χάρος κι έρωτα ζητά<br />
μελλοθανάτων μέσα στα αμπάρια,<br />
παιδιά αν μεγαλώνουν δεν ρωτά<br />
και σβήνει των ζωών τους τα φανάρια.<br />
Διαμαρτυρίες κάνουν στις αρχές,<br />
ζητάν’ καλίτερες να ’ν’ οι συνθήκες,<br />
χάνονται στα αμπάρια οι ιαχές<br />
κι ο Χάρος αθωώνεται στις δίκες.<br />
Γιάννης Καμπύλης<br />
26-07-08, Καλλιθέα Πυλίας<br />
Πρώτο βραβείο ΕΤΠΚ το 2012<br />
116 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 117
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
“Γεννήθηκα για να μην Ανήκω“<br />
Είμαι ένας καβαλάρης της Ζωής…<br />
δεν είμαι θνητός στον δόλο σας…<br />
δεν περί-Μένω σε στάσεις…<br />
σπάω τις μπάρες της Ψυχής μου…<br />
σταματώ τα ατσάλινα τρένα του φθόνου σας…<br />
καρφώνω κάθετα τα χέρια μου στον ουρανό…<br />
αναρριχούμαι στον δικό μου εύσπλαχνο Θεό…<br />
Ένα άναρχο ραγισμένο πηδάλιο με καθ-οδηγεί…<br />
πάνω από τα σαθρά κεφάλια των σκιών σας…<br />
σε αξίες άγνωστες από τα δόγματα σας…<br />
δίχως συμβιβασμούς…<br />
δίχως εγ-κλεισμούς…<br />
δίχως κρατήσεις…<br />
Αυτά που διεκδικώ στην Ζωή…<br />
κανείς δεν έχει την δύναμη να ακρωτηριάσει…<br />
να μου στερήσει τις άκαμπτες επιθυμίες μου…<br />
το σώμα μου είναι «Αθάνατο»…<br />
στα γυάλινα θολά μάτια σας…<br />
η Ψυχή μου ένα τεράστιο δίχτυ…<br />
απλώνεται στον αχανές πλανήτη…<br />
ο λογισμός μου αν-ύπαρκτος…<br />
οι πτήσεις μου αλλόφρονες…<br />
καλπάζω άτρωτος στην γέφυρα της Γής…<br />
αγκαλιάζω ερωτοτροπώντας την Ανατολή…<br />
δεν με σφυρηλατούν οι ανίκανες εξουσίες σας…<br />
118 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 119
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
δεν χαρίζω συγχωρο-χάρτια στις σκευωρίες σας…<br />
ούτε ισόβιες γαμήλιες υπό-σχέσεις…<br />
σε συντρόφισσες και φιλίες…<br />
Γεννήθηκα για να μην υπάρχω στα τεφτέρια σας…<br />
Γεννήθηκα για να Δραπετεύω από τις φυλακές σας…<br />
Γεννήθηκα για να μην Ανήκω σε κανέναν και σε<br />
τίποτα…<br />
Το μόνο που δεν γεννήθηκα Θεός…<br />
να ορίζω τις σακατεμένες σας σκέψεις …<br />
να θεμελιώνω την Υπερηφάνεια μου στα κουφάρια<br />
σας…<br />
Είμαι ένας απέραντος απροσπέλαστος ωκεανός…<br />
τρυφερός παφλασμός κυλώ στα ερωτικά σώματα…<br />
μετανάστης στις «μαύρες ψυχές» που ποτέ μου δεν<br />
δόξασα...<br />
Ακόμη…<br />
και στον γαμημένο τον θάνατο…<br />
δεν Ανήκω…<br />
Η Ψυχή μου…<br />
δεν χωρά σε κανένα φέρετρο…<br />
δεν χωρά σε κανένα μνήμα…<br />
εκ-πέμπει διαθλάσεις από άπλετο φως…<br />
διάχυτη σαν «ανάποδος» καιρός…<br />
σε ταξίδια άναρχα κι ανένταχτα…<br />
χάνεται σαν αλώβητος αετός στον ορίζοντα…<br />
κι επειδή…<br />
είναι απέραντος κι αυτός…<br />
σκορπίζομαι…<br />
δεν εγκλωβίζομαι…<br />
δεν Ανήκω ούτε σε αυτόν…<br />
Ζω πάντα Λεύτερος…<br />
Στέλιος Κοντοδήμος<br />
Από την ποιητική του συλλογή:<br />
Στα Αετώματα της ερωτικής και ανένταχτης Αντίποίησης...<br />
120 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 121
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
“Στην παλάμη της γης”<br />
Έτσι όπως κυρτώνει<br />
η παλάμη της γης<br />
όλο και πιότερο στων διαδρομών<br />
βαθαίνω τις χαράδρες.<br />
Εκεί να με σκεπάζουν με κατράμι,<br />
όταν οδοστρωτήρας τα χρόνια<br />
ίσιωναν πατώντας βαριά<br />
τις ανησυχίες των ταξιδιών μου.<br />
Τώρα μοναχά το βλέμμα ν’ ατενίζει<br />
ότι απόμεινε απ’ το φαγωμένο<br />
όρος της Αφροδίτης...<br />
Έτσι όπως κυρτώνει η παλάμη της γης<br />
οι ήλιοι μου<br />
δραπετεύουν πέρα απ΄τα σύννεφα.!<br />
Γεωργία Μπακάλη<br />
122 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 123
Και θυμάμαι! Κι όταν θυμάμαι θέλω να κλάψω,<br />
να κρυφτώ πίσω από έναν τεράστιο θάμνο που<br />
φύτεψα πριν ένα μήνα στην βεράντα μου.<br />
Θέλω να γίνω ένα μικρό μικρό έντομο και να<br />
κρυφτώ κάπου ανάμεσα στα αγκάθια σου! Κι ας<br />
με τρυπήσουν, κι ας με πονέσουν, κάτι τέτοιες<br />
στιγμές δεν με νοιάζει. Στ’ αλήθεια, δεν με<br />
νοιάζει! Αδιαφορώ! Το μόνο που θέλω είναι να<br />
καταλαγιάσω τον πόνο μου και να αναγεννηθώ!<br />
Απόσπασμα από το ποίημα σε ελεύθερο στίχο: “ Η Φυγή”<br />
Άλλοι σε βλέπουν ως μια μυστηριώδη ύπαρξη μα<br />
εγώ νοιώθω πως είσαι μια γλυκιά φυσιογνωμία<br />
που κάλυψες με μαύρο χρώμα τα χαρακτηριστικά<br />
του προσώπου σου για να θυμίσεις στους<br />
ανθρώπους πως το μαύρο είναι απλώς ένα χρώμα!<br />
Απόσπασμα από το ποίημα σε ελεύθερο στίχο: “Η Σελήνη”<br />
124 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 125
126 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 127
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />
Είναι η μέρα που βγήκες από τον κόσμο σου<br />
και προσπάθησες να πλησιάσεις τον δικό του<br />
Η μέρα που αποδέχτηκες<br />
Χωρίς επίκριση<br />
Με μια τεράστια αγκαλιά<br />
Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />
Είναι η μέρα που ήσουν δίπλα στον πόνο του<br />
Που ιχνηλάτησες τα σημάδια της ψυχής του<br />
Που αφουγκράστηκες τις σιωπές του<br />
Και γήτευσες με ένα χάδι την ταραχή της ψυχής του<br />
Είναι η μέρα που θέλησες να μάθεις<br />
τι αγαπά, τι ονειρεύεται, τι φοβάται<br />
Είναι η μέρα που ρώτησες για το τι ένιωσε<br />
και όχι τι έκανε<br />
Και άκουσες με αμέριστη προσοχή<br />
Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />
Είναι η μέρα που ένα ακόμα παιδί<br />
Βρήκε παρηγοριά, ανακούφιση, γαλήνη<br />
Είναι η μέρα που έδωσες το χαμόγελο σου<br />
Και πήρες πίσω ένα δικό του,<br />
ανεκτίμητο δώρο!<br />
Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />
Είναι η μέρα που σώθηκε ένα παιδί<br />
Γιατί εσύ, ήσουν Εκεί!<br />
Αριστέα Κούτα<br />
128 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 129
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Είναι το δειλινό των ποιητών,<br />
το δειλινό που σφάζει…<br />
Κι αυτή η γεωμετρία των μαλλιών…<br />
Χωρίς ευθείες.<br />
Μόνο καμπύλες σε ελικοειδείς τροχιές<br />
Μ’ ένα άστρο να παίζει ανάμεσά τους.<br />
Κι όπως τα δάχτυλα κρατούν εκείνο το κλεμμένο<br />
γιασεμί…<br />
Ξεχύνεται ένα φως…<br />
Προς το κίτρινο;<br />
ή προς το ιώδες;<br />
Με κάτι πληγές ακαθόριστες<br />
Μαρία Μαραγκουδάκη<br />
130 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 131
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Επιλογή<br />
Έτσι αφήνομαι στη θάλασσα του χρόνου,<br />
σαν βάρκα ακυβέρνητη<br />
να ξαποσταίνει ,που και που, κανένα<br />
αγριοπούλι,<br />
στα σκοροφαγωμένα μου κομμάτια<br />
κι αν είναι να χαθώ..<br />
ακυβέρνητη θα χαθώ και είναι αυτό το<br />
ζητούμενο,<br />
θα είναι η δική μου επιλογή καταστροφής,<br />
στον πρώτο καταρράκτη που θα με ρίξει<br />
να πνιγώ σε όνειρα και όχι σε υποδείξεις....<br />
Ντίνα Ευθυμίου<br />
132 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 133
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Απεικάσματα Σκέψης<br />
Είπα γενική καθαριότητα να κάνω<br />
στης μνήμης τ΄ασυμμάζευτα..<br />
Ονόματα άδεια,<br />
λόγια όμορφα αλλά κουφάρια,<br />
στιγμές ρυτιδιασμένες,<br />
φωτογραφίες περασμένες κι ακοίταχτες,<br />
χαμόγελα άλικα, φαρδιά, ανελαστικά<br />
σχεδόν καρφωμένα και διεκπεραιωτικά.<br />
Και μια μέλισσα εισβάλλει απ΄το πουθενά,<br />
περιτριγυρίζει την γύρη στο πλαστικό λουλούδι,<br />
ή κρυομένη θά΄ναι ή...<br />
ανάπηρη από όσφρηση.<br />
΄Ενα γλυκό χαμόγελο,<br />
πέντε όμορφα λόγια,<br />
μια αναμνηστική φωτογραφία,<br />
έτοιμη η κωμωδία,<br />
να χαρίσει γέλιο<br />
και να ξεγελάσει.<br />
Χαμένος που ήτανε ο χρόνος<br />
και το ξεβοτάνισμα απ΄την μνήμη<br />
πάλι χαμένος χρόνος....<br />
...................................................<br />
΄Εμαθα;<br />
(στην επόμενη εκκαθάριση θα ξέρω...)<br />
Κνάκαλος<br />
134 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 135
Λάβετε<br />
Δωρέαν μοίρασα τον εαυτό μου.<br />
Όχι, ότι μου ζητήθηκε.<br />
Από μόνη μου το έπραξα.<br />
Πάρτε να ‘χετε.<br />
Φάτε να χορτάσετε.<br />
Ευαισθησίες<br />
οραμάτα<br />
παραδόσεις<br />
όλους τους θησαυρούς μου.<br />
Για να χορτάσω αναμονές<br />
μοναξιές και διψασμένα όνειρα.<br />
Τίποτα δεν κράτησα<br />
άδειασε το θησαυροφυλάκειό μου.<br />
Μόνο κάτι ίσκιους πανσέληνων φεγγαριών<br />
ψιθυρίσματα λεύκας ιδιότροπα<br />
και χρώματα θάλασσας...<br />
Τώρα τον καιρό της πείνας μου<br />
ποιός θα νοιαστεί.<br />
Στέλλα Βρακά<br />
136 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 137
138 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 139
Χρύσα Μπαλαμπάνη<br />
στα μονοπάτια της<br />
Βασιλικής Λεβεντάκη<br />
Την Βασιλική Λεβεντάκη όταν<br />
την συναντάς για πρώτη φορά<br />
σε κερδίζει με το ζεστό χαμόγελό<br />
της, την απλότητά της, το<br />
πόσο δοτική είναι και φυσικά<br />
με την παρουσία της. Η πένα<br />
της καταφέρνει να σε κάνει<br />
να αγαπήσεις το αστυνομικό<br />
μυθιστόρημα και να γίνεις<br />
θαυμαστής του αστυνόμου<br />
Μαντά κυνηγώντας μαζί του<br />
το μυστήριο και τη πλοκή<br />
σε κάποια άλλη εποχή. Ένα<br />
μαγικό ταξίδι που δε χορταίνεις να είσαι συνεπιβάτης,<br />
ρουφώντας άπληστα τις σελίδες των βιβλίων της.<br />
- Κυρία Λεβεντάκη σας καλωσορίζω στο<br />
περιοδικό μας “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”. Πως προήλθε<br />
η βαθύτερη ανάγκη για την έκδοση του πρώτου<br />
σας μυθιστορήματος;<br />
Μια κατάθεση ψυχής που αναζητούσε να βγει στο φως.<br />
Η επιθυμία να μοιραστώ εικόνες και συναισθήματα, την<br />
περίοδο της εμπορικής ανάπτυξης του τόπου καταγωγής<br />
μου, της Σύρου, η ευκαιρία να “ζωντανέψει” μια ιστορία<br />
με κοινωνικό μήνυμα, θέμα – πληγή εδώ και χρόνια για<br />
την κοινωνία μας.<br />
140 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 141
- «Η μοναξιά δεν έρχεται μόνη<br />
- Οι Δαιμονισμένες» είναι το<br />
πρώτο σας βιβλίο. Θα θέλατε<br />
να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;<br />
Μια διαδρομή στην Ερμούπολη<br />
στα τέλη του 19ου – αρχές 20ου<br />
αιώνα, γεμάτη δράση, αγωνία,<br />
έντονα συναισθήματα, στημένη<br />
στο ατμοσφαιρικό σκηνικό της<br />
πρωτεύουσας των Κυκλάδων, με<br />
πολλά μηνύματα, με έμφαση στις<br />
ηθικές αξίες, με έντονη αναφορά, όπως ήδη ανέφερα,<br />
σε θέμα – πληγή για την κοινωνία μας... Τελικά, η<br />
Μοναξιά, ιδίως στις ημέρες μας, ίσως είναι και να είναι<br />
πιο επίκαιρη από ποτέ... Η μνήμη της ψυχής αφήνει το<br />
τραύμα αγιάτρευτο, και θέλει εσωτερική πάλη και αγώνα,<br />
πείσμα και δύναμη για να προχωρήσουμε μπροστά.<br />
- “Για μια χούφτα αστέρια”. Το πρώτο σας παιδικό<br />
βιβλίο παραμύθι. Μέσα από το μαγικό ταξίδι των<br />
αστεριών, μοιράσατε άπλετα συναισθήματα στους<br />
μικρούς σας αναγνώστες. Εσείς σαν μητέρα ενός<br />
μικρού παιδιού και η ίδια, τι είδους μηνύματα<br />
θέλατε να περάσουν στα παιδιά;<br />
Τα παιδιά μας είναι η ζωή μας!!! Το παρόν, το μέλλον,<br />
ακόμα και το παρελθόν μας... Τα παιδιά είναι η πηγή<br />
δύναμης και η κινητήρια δύναμη σε κάθε έκφανση της<br />
καθημερινότητας μας. Πιστέψτε με... Δεν χρειάζονται<br />
συμβουλές, στείρες διδαχές και<br />
καλοβαλμένους κανόνες... Το<br />
μόνο που χρειάζονται είναι αγάπη,<br />
τρυφερότητα, επικοινωνία και<br />
παραδείγματα. Παραδείγματα<br />
που θα δώσουμε εμείς, οι ίδιοι,<br />
μέσα απ’τη συμπεριφορά και τους<br />
τρόπους δράσης και αντίδρασης<br />
μας. Κάπως έτσι ξεκίνησαν<br />
την περιπέτεια τους και τα<br />
αστεράκια!!! Ένα ταξίδι στο χρόνο, μια ιστορία αγάπης,<br />
μια περιπέτεια που συνδυάζει γνώση και ψυχαγωγία,<br />
δραπέτευση που με σημάδεψε, υπενθυμίζοντας μου τη<br />
μαγεία, την αγνότητα, το μεγαλείο του να είναι κάποιος<br />
ακόμα παιδί ή να αισθάνεται έτσι!!!<br />
- Πως καταφέρατε, κρατώντας μια χούφτα αστέρια<br />
να οδηγηθείτε στα μονοπάτια του καπνού;<br />
Άπλωσα τα χέρια για να κρατήσω μια Χούφτα Αστέρια,<br />
κάνοντας μια ευχή μέσα απ’την καρδιά μου, κι αφήνοντας<br />
τα να πετάξουν ψηλά στον ουρανό, οσμίστηκα τη μυρωδιά<br />
του Καπνού στη μαγευτική Καβάλα γύρω στα 1930 να<br />
με προσκαλεί στη δική της περιπέτεια. Έκλεισα τα μάτια<br />
και απλά ακολούθησα το μονοπάτι της...<br />
- Πως κατάφεραν οι μυρωδιές του καπνού, να<br />
σας οδηγήσουν να περπατήσετε βήμα-βήμα<br />
στα σοκάκια μιας άλλης εποχής στη Καβάλα;<br />
Δεδομένου ότι ήταν μια πόλη που δε γνωρίζατε<br />
142 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 143
καν όπως η πατρίδα<br />
σας η Σύρος όπου<br />
διαδραματίστηκε το πρώτο<br />
σας βιβλίο.<br />
Η άσβεστη επιθυμία μου να<br />
γνωρίσω έναν τόπο που έπαιξε<br />
τόσο σημαντικό ρόλο στην<br />
Ελληνική ιστορία, μέσα απ’την<br />
οικονομική και πολιτιστική<br />
αρωγή της, η απέραντη αγάπη<br />
μου για εκείνα τα πρόσωπα,<br />
τα σκυθρωπά, τα ακούραστα, τα βασανισμένα από τις<br />
κακουχίες της ανέχειας, κι απ’τις δύσκολες συνθήκες<br />
εργασίες... Αυτά που χτυπήθηκαν από την αρρώστια<br />
και το θάνατο έγιναν οι συνεπιβάτες μου σε μια ιστορία,<br />
αποκαλύπτοντας μου τα μυστικά μιας πανέμορφης πόλης,<br />
που κατάφερε να γίνει πλέον και δική μου πατρίδα.<br />
- Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των βιβλίων<br />
σας; Ίντριγκες, αγωνία, πάθη, έρωτες, μυστήριο;<br />
ή γράφετε με γνώμονα ότι υπάρχει στην ψυχή<br />
σας καταθέτοντας το;<br />
Η ψυχή δίνει πάντα το πρόσταγμα κι εγώ ακολουθώ,<br />
αιχμαλωτίζοντας το συναίσθημα, ψυχογραφώντας τους<br />
ήρωες μου. Αφουγκράζομαι το παράπονο της καρδιάς<br />
τους, την ανάγκη τους για έκφραση, τη θέληση τους για<br />
ύπαρξη και καταθέτω στο χαρτί όλα όσα εκείνοι μου<br />
υπαγορεύουν.<br />
- Τι είδους έρευνα κάνετε συνήθως κατά τη<br />
συγγραφή ενός βιβλίου σας;<br />
Η έρευνα αποτελεί πάντα μεγάλο κομμάτι της συγγραφής<br />
των βιβλίων μου. Από την ιστορία του τόπου, είτε αφορά<br />
γεγονότα ή συνήθειες, παραδόσεις, λαογραφικά στοιχεία,<br />
πρέπει να μελετηθούν με απόλυτη ακρίβεια ώστε να<br />
μπορέσουν να καταγραφούν σωστά.<br />
- Πιστεύετε πως το μυστικό της επιτυχίας ενός<br />
βιβλίου κρύβεται στο πόσο δυνατοί είναι οι ήρωες<br />
που δημιουργεί ο συγγραφέας και κατά πόσο<br />
μπορούν να σε συνταξιδέψουν στη ζωή τους;<br />
Δεν πιστεύω σε μυστικά επιτυχίας. Δεν πιστεύω ούτε<br />
σε συνταγές... Πιστεύω στο συναίσθημα που αγγίζει<br />
τον κόσμο μια δεδομένη στιγμή. Πιστεύω στη δύναμη<br />
της γραφής που ταξιδεύει. Πιστεύω στην ακλόνητη<br />
θέληση να μοιραστεί ο δημιουργός το πόνημα του με<br />
το αναγνωστικό κοινό. Ακούγεται ρομαντικό, αλλά η<br />
δύναμη, η επιτυχία, η αναγνωρισιμότητα για μένα, δεν<br />
είναι τίποτα άλλο, παρά το ταξίδι που απόλαυσες με<br />
κάθε κύτταρο της ψυχής σου και τώρα θέλεις με πάθος<br />
να μοιραστείς τις εντυπώσεις σου.<br />
- Πόση υπομονή και πόσες διαφορετικές<br />
αναγνώσεις χρειάζεται κάποιος για να γίνει<br />
επιτυχημένος συγγραφέας;<br />
Η επιτυχία είναι σχετική έννοια και ο καθένας από εμάς<br />
την αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο. Επιτυχία<br />
είναι να τελειώσεις το πρώτο σου βιβλίο, βάζοντας τη<br />
144 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 145
λέξη ΤΕΛΟΣ με πλατιά γράμματα στην τελευταία σελίδα.<br />
Η εμπορικότητα τώρα ενός βιβλίου είναι μείγμα πολλών<br />
παραγόντων και δεν είμαι σίγουρη, αν ξεκινώντας ένας<br />
δημιουργός τοποθετεί την εμπορική επιτυχία του βιβλίου<br />
του στις πρώτες σειρές της προσωπικής του λίστας.<br />
- Η οικογένειά σας διαβάζει τα βιβλία σας πριν<br />
εκδοθούν και αν ναι είναι σκληρή ή όχι η κριτική<br />
τους και κατά πόσο μπορεί να σας επηρεάσει<br />
αυτό;<br />
Μεγάλο πρόβλημα κι αυτό... Τα διαβάζουν, με κρίνουν<br />
ιδιαίτερα αυστηρά και οι απαιτήσεις τους αυξάνονται<br />
με κάθε νέο μυθιστόρημα.<br />
- Όταν γράφετε έχετε περιορισμούς; Δηλαδή<br />
γράφετε με βάση τί θα “πουλήσει” περισσότερο<br />
ή τί εκφράζει εσάς προσωπικά;<br />
Η γραφή είναι τέχνη. Η τέχνη είναι έκφραση ψυχής. Η<br />
ψυχή καθορίζει την ταυτότητα μας. Δεν θα μπορούσα να<br />
προδώσω ποτέ την ψυχή μου, καλουπώνοντας τη βάση<br />
των τάσεων μιας εποχής ή περιόδου. Εγώ, προτιμώ να<br />
την αφήνω ελεύθερη να πλανάται στα μονοπάτια της<br />
φαντασίας μου.<br />
- Πάντως ένα είναι βέβαιο. Καταφέρνετε πάντα να<br />
“εκπλήσσετε” τους αναγνώστες σας, νομίζοντας<br />
πως ξέρουν πώς τελειώνει η ιστορία και τελικά<br />
τους τα ανατρέπεται όλα την τελευταία στιγμή<br />
αφήνοντας τους άφωνους!!<br />
Η μεγαλύτερη αγωνία μου!!! Να παραμείνει ο αναγνώστης<br />
σε ένταση και εγρήγορση καθ’ όλη την ανάγνωση του<br />
μυθιστορήματος, κι ενώ θα έχει μπροστά του όλα τα<br />
στοιχεία, να βιώνει την ανατροπή στην τελευταία σελίδα!<br />
- Πιστεύετε πως οι συγγραφείς θα έπρεπε να<br />
προβληματίζουν τους αναγνώστες “κεντρίζοντας”<br />
τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα<br />
έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός;<br />
Μέσα από τη Μοναξιά και τα Μονοπάτια του Καπνού<br />
θίχτηκαν σημαντικά κοινωνικά θέματα. Ο κάθε<br />
δημιουργός θα πρέπει να περνάει στάσεις ζωής,<br />
μηνύματα, αξίες, πάντα με τον δικό του, μοναδικό<br />
τρόπο, αφήνοντας τον αναγνώστη να καταλήξει στα<br />
προσωπικά του συμπεράσματα.<br />
- Να τολμήσω να ρωτήσω τι μας ετοιμάζετε τώρα<br />
και που θα μας ταξιδέψετε στο επόμενο βιβλίο<br />
σας;<br />
Μια διαδρομή τόσο διαφορετική ξεκίνησε για μένα!!!<br />
Αποδέχθηκα τη δημιουργική πλευρά της Μοναξιάς<br />
μου κι ακολούθησα τα Μονοπάτια του Καπνού για να<br />
επιστρέψω στο σήμερα, καταγράφοντας μια ιστορία<br />
που η δράση, η ένταση και οι ανατροπές παρασύρουν<br />
τον αναγνώστη σε μια καταιγιστική περιπέτεια, όπως<br />
ποτέ άλλοτε δεν ζήσαμε!!!<br />
- Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο, κάτι που<br />
πιθανόν δε σας ρώτησα και θα θέλατε να πείτε;<br />
Θα ήθελα να εκφράσω την απέραντη εκτίμηση και<br />
θαυμασμό μου για το πρόσωπο σας και το έργο σας.<br />
146 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 147
Δραστήριοι άνθρωποι, γεμάτοι δύναμη και ενέργεια που<br />
χρησιμοποιούν τα ταλέντα τους για να δημιουργήσουν<br />
πάντα το καλύτερο αποτέλεσμα, τόσο αισθητικά, όσο<br />
και με την ιδιαίτερη ποιότητα που η προσωπικότητα<br />
τους σφραγίζει. Μεγάλη μου χαρά, απέραντη τιμή<br />
να φιλοξενήσω τις σκέψεις μου στο περιοδικό σας!!!<br />
Μέσα απ’την καρδιά μου πάντα με τις πιο Μεγάλες<br />
Επιτυχίες!!! Κι ακόμα μια ευχή... Ας είναι ο δρόμος<br />
μας πάντα στρωμένος με τη δύναμη της ψυχής που<br />
δημιουργεί με θετική ενέργεια, αντιμετωπίζοντας με<br />
το πάθος της πρόκλησης κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί<br />
στη διαδρομή μας!<br />
- Κυρία Λεβεντάκη να σας ευχαριστήσω για αυτή<br />
την όμορφη κουβέντα που είχαμε για το περιοδικό<br />
μας “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>” και να σας ευχηθώ καλή<br />
επιτυχία σε ότι κάνετε στη ζωή σας.<br />
Α. Α. Λιβάνη<br />
(2013) Η μοναξιά δεν έρχεται μόνη, Εκδοτικός Οίκος<br />
Α. Α. Λιβάνη<br />
(2012) Για μια χούφτα αστέρια, Οσελότος<br />
(2007) Οι δαιμονισμένες, Ωκεανίδα<br />
Χρύσα Μπαλαμπάνη<br />
(Για το περιοδικό “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”)<br />
Η Βασιλική Λεβεντάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε<br />
στον Πειραιά, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.<br />
Είναι παντρεμένη και μητέρα μιας κόρης. Σπούδασε<br />
Ιστορία της Τέχνης και Ψυχολογία. Είναι συγγραφέας<br />
μυθιστορημάτων, αλλά και βιβλίων για παιδιά. Μέλος<br />
της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής<br />
Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).<br />
Βιβλία της:<br />
(2014) Στα μονοπάτια του καπνού, Εκδοτικός Οίκος<br />
148 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 149
150 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 151
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Facebook…<br />
καμιά φορά οδηγεί και<br />
στο διαζύγιο!!!”<br />
(γράφει η Δήμητρα Τράκα)<br />
«Αγάπη μου, άλλαξες τον<br />
κωδικό στο προφίλ σου<br />
στο Facebook;»<br />
«Ναι μωρό μου. Γιατί<br />
ρωτάς;»<br />
«Θέλω ν’ ανεβάσω κάποιες φωτογραφίες μας. Γιατί το<br />
έκανες αυτό αλήθεια;»<br />
«Πήγα να μπω τις προάλλες και ξέχασα τον κωδικό και<br />
αναγκάστικα να τον αλλάξω.»<br />
«Και τώρα πώς θα μπω εγώ;»<br />
«Αχ, βρε μωρό μου τον ξέχασα πάλι!»<br />
«Έτσι ε; Καλά θα σου βάλω εγώ έναν καινούργιο.»<br />
«Όχι, όχι άσε θα το τακτοποιήσω εγώ!»<br />
«Αγάπη μου, μήπως μου κρύβεις κάτι;»<br />
«Κωνσταντίνε, ποια είναι αυτή η Κατερίνα που σου<br />
έκανε add χθες βράδυ στο Facebook;»<br />
«Μια συνάδελφος.»<br />
«Αλήθεια; Και πως και δεν τη ξέρω εγώ; Όλες κι όλες<br />
τρεις κοπέλες δουλεύουν στην εταιρεία και καμία δεν<br />
τη λένε Κατερίνα.»<br />
«Είναι καινούργια.»<br />
«Καλά, έτσι κι αλλιώς θα τη δω αύριο που θα περάσω<br />
να σε πάρω από τη δουλειά για να πάμε για φαγητό.»<br />
«Ξέρεις, δεν θα τη δεις. Είναι στις εξωτερικές πωλήσεις.»<br />
«Α, μάλιστα. Και φαντάζομαι δεν είναι ποτέ στο γραφείο.»<br />
«Ε ναι μωρέ. Δεν έρχεται συχνά.»<br />
«Αγάπη μου, μήπως μου κρύβεις κάτι;»<br />
«Αγάπη μου, ποια είναι αυτή που σε λέει μωρό της και<br />
σε προσκαλεί να βρεθείτε για καφέ στο Facebook;»<br />
«Ποια μωρό μου;»<br />
«Αυτή η μικρή ξανθούλα, που σου έστειλε μήνυμα πριν<br />
από λίγο.»<br />
«Βρε μωρό μου, γιατί πειράζεις τον υπολογιστή μου;»<br />
«Εγώ ένα mail ήθελα να στείλω στο αφεντικό μου, αλλά<br />
μόλις το άνοιξα ήρθε μια ειδοποίηση για μήνυμα και το<br />
είδα. Θα μου πεις ποια είναι αυτή;»<br />
«Ε, δεν ξέρω… Κάποιο λάθος θα έγινε…»<br />
«Λάθος θα κάνω εγώ άμα σε πιστέψω!»<br />
«Γιατί το λες αυτό μωράκι μου;»<br />
«Αγάπη μου, μήπως μου κρύβεις κάτι;»<br />
152 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 153
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Αγνοώντας το τι με περίμενε ανοίγοντας τον<br />
υπολογιστή μου και πιο συγκεκριμένα το λογαριασμό<br />
μου στο Facebook, εκείνη τη μέρα, κάθισα ξένοιαστη να<br />
περάσω λίγο χαλαρά τον ελεύθερο χρόνο μου, μετά από<br />
αμέτρητες ώρες δουλειάς. Αμέσως μόλις πάτησα το κουμπί<br />
της σύνδεσης στην οθόνη μου, είδα ν’ αναβοσβήνουν<br />
κόκκινα συννεφάκια που μ’ ενημέρωναν για τα<br />
εισερχόμενα γραπτά μηνύματά μου. Δεν παραξενεύτηκα,<br />
γιατί έχω πολλούς διαδικτυακούς φίλους αλλά και<br />
προσωπικούς, που μιας και δεν μπορούμε να βρεθούμε<br />
από κοντά λόγω έλλειψης χρόνου, κουβεντιάζουμε μέσω<br />
του διαδικτύου συνήθως.<br />
Πάτησα την κόκκινη ένδειξη λοιπόν και προς έκπληξή<br />
μου, βρέθηκα να διαβάζω ανάμεσα στα μηνύματα<br />
γνωστών μου κι ένα μήνυμα από έναν άγνωστο αποστολέα.<br />
Είχε ελληνικό όνομα μεν, άγνωστο δε. Ούτε λίγο, ούτε<br />
πολύ, αφού μου σύστηνε τον εαυτό του, αμέσως μετά<br />
προχώρησε λέγοντας ότι γοητεύτηκε από τη φωτογραφία<br />
του προφίλ μου κι επιθυμούσε να με γνωρίσει καλύτερα.<br />
Δεν θα έδινα ίσως σημασία, αν δεν μου κέντριζε το<br />
ενδιαφέρον μία λεπτομέρεια. Ανάμεσα στα πολλά, είχε<br />
γράψει ότι γνώριζε πως είμαι παντρεμένη (αφού το είχα<br />
δηλωμένο εγώ στο status μου) και ότι δεν τον ενδιέφερε<br />
καθόλου, αφού κι αυτός ήταν παντρεμένος.<br />
Δεν ήταν η πρώτη φορά που δεχόμουν μηνύματα<br />
με κάποιου είδους φλερτ από αγνώστους, αλλά πάντα<br />
τα διέγραφα. Αυτό όμως, είχε αυτή τη ξεχωριστή<br />
λεπτομέρεια και μ’ έβαλε σε σκέψεις. Με μια γρήγορη<br />
αναζήτησή μου στο διαδίκτυο, ανακάλυψα κάποια<br />
στοιχεία πραγματικά ανησυχητικά. Διάβασα λοιπόν, ότι<br />
στην Αμερική, σύμφωνα με έρευνες που έγιναν επάνω<br />
σε στατιστικές υποθέσεων διαζυγίου, το 1 στα 5 διαζύγια<br />
είναι αποτέλεσμα γνωριμιών μέσω του Facebook. Και<br />
αν αυτό μας φαίνεται κάτι πολύ έξω από τα ελληνικά<br />
δεδομένα, σε μια άλλη έρευνα αναφέρεται, ότι το 45,6%<br />
των χρηστών του Facebook στην Ελλάδα, φλερτάρει<br />
μέσω ιστοσελίδων και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις<br />
αυτών των διαδικτυακών σχέσεων που δημιουργούνται,<br />
να οδηγούν στο διαζύγιο.<br />
Αν και έχει αποδειχθεί ότι ο ένας στους δύο χρήστες,<br />
που αναπτύσσουν διαδικτυακές σχέσεις, δεν προχωρά<br />
σε προσωπική συνάντηση, ωστόσο, «η ζήλια του Facebook»,<br />
όπως την αποκαλούν οι ειδικοί, έχει αυξηθεί<br />
σημαντικά και βάζει σε ρίσκο σχέσεις ζευγαριών κάθε<br />
ηλικίας. Καθώς επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι η χρήση<br />
του κοινωνικού δικτύου, τόσο αυξάνονται οι προστριβές<br />
ανάμεσα στα ζευγάρια. Και βέβαια, όσο αυτή η ανώνυμη<br />
154 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 155
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
προσέγγιση ευνοεί το φλερτ, άλλο τόσο οι περιπτώσεις<br />
απάτης μέσω διαδικτύου θα πληθαίνουν.<br />
Είναι παράξενο τελικά, γιατί το διαδίκτυο ξεκίνησε<br />
τα πρώτα του βήματα με σκοπό την εξυπηρέτηση της<br />
επικοινωνίας εξ’ αποστάσεως. Κατάφερε να φέρει<br />
ανθρώπους κοντά και να συντελεί σημαντικά, στο κομμάτι<br />
της ανθρώπινης επαφής. Έδωσε ώθηση σε αρκετούς<br />
επαγγελματικούς τομείς. Έδωσε όμως και μια ευκαιρία<br />
συντροφικότητας σε πολλούς μοναχικούς ανθρώπους,<br />
που δεν θα είχαν την τόλμη ίσως, να μοιραστούν σκέψεις<br />
και πράγματα με άλλους ανθρώπους στον πραγματικό<br />
κόσμο.<br />
Από την άλλη όμως πλευρά, μήπως το Facebook,<br />
κατέληξε να είναι ένας «μεγάλος αδερφός», που<br />
παρατηρεί κι επεμβαίνει στις προσωπικές μας σχέσεις;<br />
Επιτρέπουμε δηλαδή άγνωστους εισβολείς στη ζωή μας,<br />
που με μια κολακεία μας ανεβάζουν το γόητρο στο ζενίθ<br />
και δίνουμε προβάδισμα στον διαδικτυακό μας χρόνο,<br />
αντί να δώσουμε στη σχέση μας με τον σύντροφό μας,<br />
που είναι άλλωστε και αυτό που έχουμε περισσότερη<br />
ανάγκη ως άνθρωποι. Μοιραζόμαστε πράγματα με<br />
αναρίθμητους άγνωστους και όχι μ’ εκείνον που αποτελεί<br />
το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μας.<br />
Θα πρέπει ίσως ν’ αντιληφθούμε ότι, η λύση των<br />
προβλημάτων μιας σχέσης, δεν θα έρθει μέσα από μια<br />
άψυχη διαδικτυακή επικοινωνία, η οποία τις περισσότερες<br />
φορές μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα,<br />
αλλά με προσωπική επαφή που θα φέρει τα λογικά<br />
αποτελέσματα, άσχετα αν αυτά είναι θετικά ή αρνητικά.<br />
Αυτό εν κατακλείδι σημαίνει, ότι στον πραγματικό κόσμο,<br />
τα συναισθηματικά κενά που νιώθει ένας άνθρωπος,<br />
καλύπτονται μόνο από κοντά…<br />
Δήμητρα Τράκα<br />
156 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 157
158 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Απρίλιος</strong> 2014<br />
| <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 159
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Παράξενη Κατοικία”<br />
(γράφει η Κωνσταντίνα Καντζιού)<br />
Ο χρόνος είναι φίλος και<br />
εχθρός. Φίλος όταν αρμονικά<br />
συμβαδίζετε σαν συνοδοιπόροι<br />
στο δύσβατο ταξίδι της ζωής<br />
και ορκισμένος εχθρός όταν<br />
με αυθάδεια προπορεύεται και νιώθεις την ανάγκη να<br />
τον κυνηγήσεις και να τον βάλεις να απολογηθεί για<br />
όσα δεινά σου προκάλεσε η παρέλευση του. Και όμως,<br />
επιλέξαμε μια ζωή ορισμένη στα χρονικά περιθώρια,<br />
η συνείδηση μας σφυρηλατήθηκε στις έννοιες των<br />
χρονικών εναλλαγών και φτάσαμε να αναρωτιόμαστε<br />
πώς ο χρόνος μοιάζει να ξεγλιστρά σαν ρυάκι μέσα από<br />
τα χέρια μας. Μήτε φίλος, μήτε εχθρός τελικά, αλλά<br />
ένας ξένος που μας προσπερνά σε ένα στενό σοκάκι<br />
της ζωής κοιτώντας μας μέσα από την κουκούλα του.<br />
Τα μάτια του αστράφτουν για μια στιγμή και τα κρύβει<br />
ξανά κάτω από το μαύρο ύφασμα ανοίγοντας βιαστικά<br />
το βήμα του.<br />
Οι ώρες είναι οι παιχνιδιάρες κόρες του. Με μακριά,<br />
μεταξωτά φορέματα, χυτά σγουρά μαλλιά και κορδέλες<br />
σε δεσμεύουν στην παραίσθηση της διάρκειας και εσύ<br />
ξεχνάς την μοιραία φθορά, αναλογίζεσαι απνευστί το<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
μεγαλείο, αναβάλλεις για αύριο όσα μπορούσες να<br />
κάνεις σήμερα και ξεχνιέσαι με την ελπίδα της αυριανής<br />
επανάληψης. Σε αυτή την επαναληπτική δυνατότητα του<br />
χρόνου χάνεται το μυστήριο του “ζειν”. Όλα μπαίνουν<br />
σε ένα πλαίσιο και εσύ οπλίζεσαι με υπομονή για να<br />
παραμείνεις μέσα σε αυτό, ωστόσο κρυφά μέσα σου<br />
ελπίζεις στο απρόσμενο ξέσπασμα του άλλου εαυτού<br />
σου, του πιο ονειροπόλου και αυθόρμητου.<br />
Τα ρολόγια πράγματι κρύβουν μέσα τους ένα από τα<br />
πιο αιχμηρά ψεγάδια του κόσμου μας, το ανεπανόρθωτο<br />
του χρόνου. Οι αριθμοί, η αρμονία και η εσπευσμένη<br />
κυκλική φορά των δεικτών μετρούν αντίστροφα. Για<br />
τον καθένα υπάρχει κάτι διαφορετικό στο τέλος της<br />
αντίστροφης μέτρησης, κάτι που πολύ φοβάται και<br />
αποφεύγει. Και αν η ζωή μπορούσε όλη να χωρέσει σε<br />
μια μέρα; Αν κατοικία μας ήταν το περίφημο ρολόι και<br />
εμείς οι ίδιοι οφείλαμε να γυρίζουμε τους βαριούς του<br />
δείκτες; Άραγε θα αντέχαμε να ζούμε σε έναν κόσμο<br />
απαλλαγμένο από την έννοια του χρόνου, ή μήπως η<br />
περατότητα μας είναι απόλυτα συνυφασμένη μαζί του;<br />
Αφήστε με να σας πω μια ιστορία...<br />
Ώρα δώδεκα. Ένα αγόρι ήρθε στον κόσμο. Δεν<br />
είχε σημασία η μέρα, η ημερομηνία, η χρονιά, μόνο η<br />
ώρα σε εκείνον τον κόσμο. Ένα τεράστιο ρολόι στον<br />
τοίχο του νοσοκομείου έδειχνε ακριβώς δώδεκα όταν<br />
160 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 161
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
το κλάμα του νεογέννητου αντήχησε στον διάδρομο. Η<br />
μητέρα του προτού προλάβει το μωρό της να κλάψει την<br />
εκκωφαντική μελωδία της ζωής, πρόλαβε και ζήτησε από<br />
την νοσοκόμα να βγάλει τις μπαταρίες από ένα μικρό<br />
στρογγυλό ρολόι που είχε βάλει δίπλα της. Η νοσοκόμα<br />
έδειξε παραξενεμένη όμως αμέσως έπραξε όπως της όρισε<br />
η λεχώνα, από συμπόνια για την πολύωρη ταλαιπωρία<br />
της γέννας. Και αμέσως οι δείκτες κοκάλωσαν στις<br />
δώδεκα ακριβώς. Μα το ρολόι στον τοίχο συνέχιζε την<br />
φρενιασμένη του πορεία γύρω από τον σταθερό άξονα<br />
περιστροφής και η νοσοκόμα εξέφρασε, μη μπορώντας<br />
να συγκρατηθεί πια, την ερώτηση της.<br />
“Γιατί μου ζητήσατε σταματήσω το ρολόι την ώρα που<br />
γεννήθηκε ο γιος σας;”, σκούπισε από το μέτωπο της<br />
τον ιδρώτα.<br />
“Γιατί η ζωή υπερβαίνει τον χρόνο...”, της απάντησε<br />
ανακουφισμένη στην θέα του υγιέστατου νεογέννητου.<br />
Η νοσοκόμα δεν είπε κάτι άλλο, όμως από μέσα της<br />
ορκιζόταν πως η γυναίκα εκείνη ήταν τρελή. Το θαύμα<br />
της ζωής για αυτήν κρατιόταν αλυσοδεμένο από τις ώρες,<br />
της ανάστατες κόρες του χρόνου. Όμως για εκείνη την<br />
νέα γυναίκα που τώρα ήταν ξαπλωμένη με τα σκέλια<br />
ακόμα ανοιχτά στο χειρουργικό κρεβάτι, τον ιδρώτα<br />
ζεστό να δροσίζει για στιγμές το φλεγόμενο μέτωπο<br />
και το ωχρό πρόσωπο, η ζωή είχε καταφέρει να ανέβει<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
πιο ψηλά από την αντίστροφη μέτρηση του βιαστικού<br />
ρολογιού. Ο γιος της είχε γεννηθεί απαλλαγμένος από<br />
την ανθρώπινη αυτή πρόληψη, το δικό του ρολόι δεν<br />
θα σταματούσε την μέρα του θανάτου του, αλλά της<br />
γέννησης του, συμβολίζοντας έτσι το χρέος του να κινεί<br />
τους δείκτες ελεύθερος και συνειδητοποιημένος για το<br />
υπόλοιπο της ζωής του.<br />
Τα παιδικά χεράκια αναζητούσαν την μητρική<br />
αγκαλιά ένα χρόνο αργότερα και η μητέρα άπλωσε τα<br />
λεπτά άκρα της για να τυλίξει μέσα τους το ξεχωριστό<br />
σπλάχνο της. Κάθισε μαζί του στον καναπέ, έβγαλε τον<br />
διογκωμένο μαστό της για να το ταΐσει και το μικρό<br />
μωρό αχόρταγα έπιασε τον μαστικό ιστό και άρχισε<br />
να τρέφει την ωρίμανση του. Στο μικρό τραπέζι δίπλα<br />
τους βρισκόταν το σταματημένο, παλιό ρολόι. Η μητέρα<br />
νιώθοντας την ένταση του θηλασμού και την ζεστασιά<br />
του παιδιού της πάνω στο στέρνο της του είπε για την<br />
μεγάλη αποστολή της ζωής.<br />
“Γιε μου το βλέπεις αυτό το ρολόι; Η ζωή σου όλη<br />
κρύβεται μέσα του. Κάθε μία ώρα περνούν πέντε χρόνια<br />
από την ζωή σου. Μα αυτό το ρολόι δεν είναι σαν τα<br />
άλλα, δεν παίρνει πρωτοβουλίες και δεν σε αψηφά.<br />
Μονάχα δέχεται την ωριμότητα σου και τις εντολές σου.<br />
Γιατί γιε μου η ανθρώπινη ζωή δεν δυναστεύεται από<br />
τον χρόνο, η ανθρώπινη ζωή ενυπάρχει μαζί του και<br />
162 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 163
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
προσπαθεί να τον υπερβεί. Κάποτε η μητέρα μου, μου<br />
είχε πει χαμογελώντας αυτάρεσκα:” Ο χρόνος είναι ένα<br />
κατασκεύασμα των ανθρώπων για να μην τρελαθούν<br />
από τις σβούρες που φέρνει η Γη γύρω από τον Ήλιο,<br />
για να μην πιστέψουν δεισιδαιμονίες για την γέννηση<br />
και τον θάνατο του φωτός, για να μην προλάβουν να<br />
συνειδητοποιήσουν ότι ζουν.” Γιε μου που αχόρταγα<br />
πίνεις το γάλα από το στήθος μου σου χαρίζω αυτή την<br />
παράξενη κατοικία να στεγάσεις την ψυχή σου. Εκεί<br />
κανείς δεν θα υποπτευθεί, κανείς δεν θα ψάξει να την<br />
κλέψει μέσα από ένα ρολόι, όλοι το μισούν έτσι που<br />
τρέχει. Εσύ όμως θα μάθεις να το αγαπάς. Γιατί το δικό<br />
σου ρολόι δεν τρέχει, έπαψε από τότε που γεννήθηκες.”<br />
Το μικρό αγόρι χορτασμένο πια γούρλωσε τα μάτια<br />
του και κοίταξε παραξενεμένο την μητέρα του. Εκείνη<br />
έντυσε τον γυμνό μαστό και κράτησε το μωρό της όρθιο<br />
στην αγκαλιά της μέχρι να χωνέψει, γνωρίζοντας πως<br />
μπορεί οι λέξεις της να μην σήμαιναν τίποτε τώρα αλλά το<br />
νόημα του θα ξετυλιγόταν αναπόφευκτα αργότερα.<br />
Ώρα τρεις. Το δεκαπεντάχρονο πια αγόρι στέκεται<br />
σιωπηλό μέσα στην βροχή. Όλοι γύρω του κρατούν μαύρες<br />
ομπρέλες. Τα δάκρυα στάζουν στα αναψοκοκκινισμένα<br />
του μάγουλα και πλέκονται χορευτικά με τις παχιές<br />
βρόχινες σταγόνες. Το κεφάλι του στραμμένο στο χώμα,<br />
τα ρούχα του μουσκίδι και η ψυχή του στραγγιγμένη<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
από τον πόνο. Έπρεπε να την αφήσει στην παράξενη<br />
κατοικία της σήμερα. Σήμερα, μια μέρα μετά τα γενέθλια<br />
του, είχε μόλις προωθήσει τον ωροδείκτη στο τρία και<br />
τον λεπτοδείκτη στο δώδεκα όταν ο πατέρας του μπήκε<br />
εσπευσμένα στο δωμάτιο και απλά τον κοίταξε. Το<br />
βλέμμα εκείνο δεν χρειαζόταν καμία λεκτική επένδυση<br />
για να μεταβιβάσει το μήνυμα. Είχε έρθει η ώρα να την<br />
αποχαιρετήσει, η αρρώστια την έπαιρνε μια για πάντα<br />
μακριά του.<br />
Η βροχή δυνάμωνε και το πλήθος αραίωνε μετά τον<br />
τελευταίο αποχαιρετισμό. Ο γιος αφέθηκε να σκεπαστεί<br />
από τα ανελέητα σταγονίδια του μαύρου σύννεφου και<br />
ανέκφραστος τώρα έστριψε αργά και άρχισε να περπατά<br />
προς την έξοδο του νεκροταφείου. Στο σπίτι έφτασε<br />
αρκετή ώρα μετά, ενώ ο πατέρας του αναμένοντας τον<br />
κάπνιζε το πέμπτο τσιγάρο.<br />
Έκλεισε την πόρτα με διακριτικό τρόπο όμως ο<br />
πατέρας του ήταν ανίκανος να τον αγνοήσει. Το<br />
τρεμάμενο χέρι του έσβησε το τσιγάρο στο, γεμάτο με<br />
μισοκαπνισμένα τσιγάρα, τασάκι και αφήνοντας ένα<br />
πυκνό σύννεφο καπνού στην εκπνοή του ρώτησε:<br />
“Που ήσουν τόση ώρα;”<br />
Ήδη το νερό της βροχής στράγγιζε σταδιακά από<br />
τα ρούχα του μικρού και άρχισε να λιμνάζει γύρω του<br />
δίνοντας στην φιγούρα του μια μεγαλειώδη αντανάκλαση.<br />
164 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 165
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Η απάντηση στην ερώτηση του πατέρα του φάνηκε<br />
βαρετή και έτσι ανταποκρίθηκε αυτοσχεδιάζοντας.<br />
“Ξέρεις πατέρα, ο τρελός δεν ξέρει ότι είναι τρελός. Αν<br />
όμως ρωτήσεις κάποιον από το κοινωνικό του περιβάλλον<br />
θα σε βεβαιώσει για αυτό.”, τίναξε παιχνιδιάρικα τα<br />
μαλλιά του προκαλώντας τα να πάρουν ένα αλλόκοτο<br />
σχήμα λόγω του νερού.<br />
“Το ίδιο ισχύει και για τον ηλίθιο.”, του ανταπάντησε<br />
εκείνος και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.<br />
“Μακάρι να ήμουν τρελός. Όλα θα ήταν πιο εύκολα...”<br />
“Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ πως δεν είσαι. Όλοι μας<br />
κουβαλάμε μια διαφορετική τρέλα μέσα μας και αυτό<br />
ονομάζουμε χαρακτήρα.”, ρούφηξε την εθιστική νικοτίνη<br />
και αμέσως σταμάτησε την συζήτηση γυρνώντας από<br />
την άλλη σκεπτικός.<br />
Ώρα έξι. Μόλις τρεις ώρες είχαν περάσει στο<br />
σταματημένο ρολόι του. Και όμως ακόμα δεκαπέντε<br />
χρόνια για αυτόν είχαν χαθεί ανάμεσα στα χιλιάδες<br />
άλλα τρεχούμενα ρολόγια της επιβίωσης. Μόνος πια<br />
στο σταυροδρόμι της ζωής, ο πατέρας του έφυγε και<br />
αυτός νωρίς. Πέντε χρόνια πριν η αγάπη του για το<br />
τσιγάρο και η ενσταλαγμένη απόγνωση για τον θάνατο<br />
της γυναίκας του ρούφηξαν κάθε ίχνος ζωής από μέσα<br />
του και συνάντησε τον θάνατο λιποβαρής και ψυχικά<br />
εξαντλημένος. Του παραδόθηκε με τέτοια προθυμία που<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
κανείς θα έλεγε πως η ζωή δεν του ήταν πια ανεκτή.<br />
Τριάντα χρονών, ο ξεχασμένος γιος συνέχιζε να<br />
παίζει το παιχνίδι της μητέρας του. Ίσως γιατί ήλπιζε πως<br />
μέσα από αυτή την απειροελάχιστη στιγμή που άγγιζε<br />
το παλαιϊκό ρολόι ένιωθε το δικό της χέρι να μετακινεί<br />
τους δείκτες για αυτόν, ίσως γιατί πάντοτε έβλεπε το<br />
πρόσωπο της πίσω από ραγισμένο γυαλί που κάλυπτε<br />
τους αριθμούς, ίσως γιατί ο χρόνος μέσα του πραγματικά<br />
σταματούσε και τα χρόνια δεν είχαν νόημα χωρίς την<br />
οικογένεια του. Γιατί για εκείνον ο χρόνος δεν ήταν<br />
τίποτε παραπάνω από μια διαφορετική κορνίζα. Στο<br />
εσωτερικό της στέγαζε τις αναμνήσεις, τις ανείπωτες<br />
αλήθειες, τα φλεγόμενα συναισθήματα, τις κινήσεις,<br />
την αύρα της καθημερινής συναναστροφής. Μα σαν<br />
έλειπαν όλα εκείνα, η κορνίζα δεν είχε νόημα. Τι νόημα<br />
είχε μια άδεια κορνίζα..τι νόημα είχε ο χρόνος;<br />
Κάθισε στην παλιά, φαγωμένη πολυθρόνα του πατέρα<br />
του... Με τον πλαστικό του αναπτήρα φλογοβόλησε<br />
το στριμμένο τσιγάρο και για μια στιγμή προτού<br />
ρουφήξει στάθηκε να συλλογιστεί την ειρωνεία: “O<br />
χρόνος μπορεί να μην ξεγράφει επ’ ουδενί την απώλεια,<br />
όμως το σφουγγάρι της λήθης σβήνει όλες τις αφορμές<br />
και τις αιτίες. Και έτσι ο άνθρωπος μένει μετέωρος<br />
μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου προσπαθώντας να<br />
αποκαλύψει τι είναι αληθινό και τι όχι από το παρελθόν<br />
166 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 167
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
του. Αμφιβάλλει αν οι αναμνήσεις του είναι πραγματικές<br />
ή σμιλεύτηκαν αργότερα από την ενδόμυχη ωραιοποίηση<br />
των περασμένων.’’<br />
Με μια απρόσμενη αυτοπεποίθηση κατέβασε στο<br />
λαρύγγι του όσο περισσότερο καπνό μπορούσε και<br />
έπειτα πίεσε το τσιγάρο ενάντια στο τασάκι με τέτοια<br />
δύναμη που το συνέτριψε σχεδόν ενάντια στο μέταλλο.<br />
Εξέπνευσε και με το σύννεφο καπνού εμφανίστηκε μια<br />
οικεία φιγούρα. Τα ξανθά μαλλιά, το αγνό πρόσωπο,<br />
η τρυφερή φωνή, όλα όσα αποτελούσαν την μοναδική<br />
ηλιαχτίδα της ευτυχίας του.<br />
“Μπαμπά.. Τι έχεις και είσαι σκεπτικός;”, αναρωτήθηκε<br />
ανήσυχο το μικρό κορίτσι.<br />
“Παιδί μου πια είσαι αρκετά μεγάλη για να ακούσεις<br />
μια ιστορία.”<br />
“Αυτή που πάντα μου έλεγες πως θα μου πεις;”<br />
“Αυτή κόρη μου..”, χαμογέλασε στραβά,<br />
αμφιταλαντευόμενος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος.<br />
“Άντε λοιπόν μπαμπά..Ξεκίνα!”, τον πλησίασε και κάθισε<br />
στα πόδια του. Πέρασε τα χέρια της σαν δαχτυλίδι γύρω<br />
από τον λαιμό του.<br />
“Υπάρχει μια παράξενη κατοικία και εκεί ο χρόνος δεν<br />
υπάρχει. Εκεί αποθηκεύονται όλες οι αξίες, οι αληθινές<br />
αναμνήσεις, τα αστείρευτα συναισθήματα, ο κόσμος<br />
σου όλος. Εκεί κανένας δεν μπορεί να σε πειράξει.. Εκεί<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
είναι το καταφύγιο σου..”<br />
Το κοριτσάκι παρά την περιέργεια του αρκέστηκε<br />
μόνο σε μια ερώτηση.<br />
“Που είναι αυτή η παράξενη κατοικία μπαμπά;”<br />
“Κόρη μου το βλέπεις αυτό το ρολόι; Η ζωή μου όλη<br />
κρύβεται μέσα του. Κάθε μία ώρα περνούν πέντε χρόνια<br />
από αυτή. Για μένα κάθε πέντε χρόνια περνά μία ώρα<br />
στο παράξενο σπιτικό μου. Και πρέπει εγώ με την<br />
υπομονή και την δύναμη μου να γυρνάω τους δείκτες,<br />
υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως είμαι ασφαλής<br />
μακριά από την βία και την τρέλα της κοινωνίας αλλά<br />
δεν μπορώ να αποφύγω το χρέος μου.. Να συνεχίζω να<br />
ζω!”<br />
“Δηλαδή μπαμπά κάθε πέντε χρόνια γυρνάς το ρολόι σου<br />
μια ώρα μπροστά; Και τι θα γίνει όταν πια δεν μπορείς<br />
να το γυρνάς;”<br />
“Θέλω κόρη μου να συνεχίσεις αυτό το παιχνίδι για<br />
μένα.. Συμβολίζει για την οικογένεια μας την αιώνια<br />
πάλη ενάντια στον χρόνο.”<br />
“Γιατί να θέλω να παλέψω με τον χρόνο; Γιατί να μην<br />
τον αφήσω απλά να περάσει..”<br />
“Μην τον αφήσεις απλά να περνάει αγάπη μου.. Ο χρόνος<br />
σε ξεγελά και σου προτείνει την αιωνιότητα που ποτέ<br />
δεν μπορείς να πιάσεις.”, την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι.<br />
“Πλάκα έχει η παράξενη κατοικία σου μπαμπά. Θα την<br />
168 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 169
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
προσέχω όταν δεν είσαι εδώ!”<br />
“Σε ευχαριστώ..”<br />
Ώρα εννιά. Οι πρώτες αυλακιές είχαν αρχίσει<br />
να εμφανίζονται στο μέτωπο του. Δεν τον πείραζε η<br />
γήρανση, άλλωστε την θεωρούσε ένα κακόγουστο αστείο<br />
της φύσης, μια υπενθύμιση για το τέλος της αντίστροφης<br />
μέτρησης. Η κόρη του πια είχε μεγαλώσει, είχε ανοίξει<br />
τα φτερά της στον κόσμο και αναζητούσε αχόρταγα την<br />
ευτυχία. Μα για εκείνον η μόνη ευτυχία ήταν εκείνη..<br />
Έσπρωξε τους δείκτες και αυτοί έδειξαν εννιά ακριβώς.<br />
Ανήμερα των γενεθλίων του, έτυχε να είναι μόνος στο<br />
σπίτι.<br />
Αδυσώπητα τα χρόνια δραπέτευαν από μέσα του,<br />
εκπνέονταν σαν ανάσες χάους και εξαϋλώνονταν στην<br />
απελπισία. Η αθωότητα, η αυτοπεποίθηση, η ξεγνοιασιά,<br />
ο έρωτας, η υποχρέωση, η θαλπωρή και η φαντασία<br />
στριμώχνονταν στο πίσω μέρος του μυαλού του και<br />
εκείνος αυθυποβαλλόταν στον φόβο. Τα υλικά αγαθά,<br />
οι κοινωνικές αξιώσεις και οι υποσχέσεις διαβρώνονταν<br />
μπροστά στην ισχύ και την δύναμη που έφερνε ο ξένος<br />
της ζωής, ο χρόνος. Τώρα ένιωθε πως ο υπερόπτης ξένος<br />
του χαμογελούσε και έτρεχε μακριά του. Τα μυώδη<br />
πόδια του τον έκαναν γρήγορο και άφταστο μπροστά<br />
στον μεσήλικα γιο με το ρυτιδωμένο πρόσωπο και το<br />
λιποβαρές κορμί. Πόσο είχε αρχίσει να μοιάζει στον<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
πατέρα του! Η μέρα των γενεθλίων του πέρασε βιαστική<br />
και χώθηκε στην αγκάλη των κορών του χρόνου που την<br />
ντάντεψαν και την κούραραν προτού την παραδώσουν<br />
στον πατέρα τους. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και μια<br />
μόνο σκέψη έσκισε το μυαλό του στα δύο:<br />
“Παιδί μου όπου και αν είσαι ας είσαι καλά. Συγχώρεσε<br />
τον εγωισμό μου που σε θέλει εδώ!”, έκλεισε το φως και<br />
κοιμήθηκε σκουπίζοντας ένα τρεμουλιαστό δάκρυ από<br />
το μάγουλο του.<br />
Ώρα δώδεκα παρά. Έπιασε το χέρι της σφιχτά και<br />
την τράβηξε προς το μέρος του καθώς ήταν ξαπλωμένος<br />
και η φωνή του αδύναμη έβγαινε από το λαρύγγι του.<br />
“Ήρθε;”, ψιθύρισε στο αυτί της γυναίκας του.<br />
“Όχι καλέ μου, δεν ήρθε ακόμα..”, χάιδεψε το ιδρωμένο<br />
του μέτωπο.<br />
“Μόλις έρθει στείλε την μέσα.”, άφησε το χέρι της να<br />
πέσει και κοίταξε αλλού.<br />
Ήταν το τρίτο εγκεφαλικό που τον είχε καθηλώσει<br />
στην κλίνη του και δεν του άρεσε καθόλου. Το σαγόνι<br />
του έγερνε ελαφρώς προς τα δεξιά, τα μάτια του μονίμως<br />
υγρά και ανέκφραστα, το σώμα του άκαμπτο σαν νεκρού.<br />
Η κόρη του έλειπε δέκα χρόνια τώρα στην Αγγλία και<br />
η θύμηση της έμοιαζε τόσο μακρινή. Η πόρτα άνοιξε<br />
διάπλατα..<br />
“Πατέρα!”, η φωνή της αντήχησε στο δωμάτιο.<br />
170 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 171
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Κοπέλα μου..Κάτσε δίπλα μου να σε καμαρώσω!”<br />
Και κάπως έτσι οι ώρες κύλισαν, χόρεψαν γύρω τους<br />
αλλοπαρμένες, γεμάτες κέφι. Λίγο πριν φύγει ο γέρος<br />
πατέρας ανασηκώθηκε και δέσμευσε στα χέρια του το<br />
πολύτιμο αντικείμενο της μητέρας του.<br />
“Πάρ’το..”, της είπε δίνοντας της το ρολόι. Έδειχνε<br />
δώδεκα παρά πέντε.<br />
“Όχι. Δεν είναι ακόμα ώρα!”, τον κοίταξε με δάκρυα<br />
στα μάτια<br />
“Και όμως είναι γλυκό μου κορίτσι..”<br />
Η κόρη του έσκυψε να τον αγκαλιάσει και έφυγε<br />
συγκρατώντας τα αναβλύζοντα δάκρυα της, χωρίς να<br />
πει τίποτα στην μητέρα της. Το ανθρώπινο μυαλό γεννά<br />
τον χρόνο και όμως είναι το ίδιο που τον ανατρέπει<br />
αιώνια. Ο πατέρας της άφησε την τελευταία του πνοή<br />
εκείνο το βράδυ. Εκείνη το έμαθε, (τι ειρωνεία!) στις<br />
δώδεκα παρά πέντε το βράδυ. Γύρισε τότε μόνη της το<br />
ρολόι στις δώδεκα ακριβώς και θρήνησε γοερά.. Τι και<br />
αν η ζωή μπορούσε όλη να χωρέσει σε μια μέρα;<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Κωνσταντίνα Καντζιού<br />
172 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 173
<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 175<br />
174 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Η μαγική πυξίδα”<br />
(γράφει η Μηλέβα<br />
Αναστασιάδου)<br />
Δεν έχω ιδέα γιατί<br />
βρίσκομαι εδώ. Είναι όλα<br />
τόσο άσπρα και λαμπερά<br />
κι ο ήλιος που πέφτει στα<br />
μάτια μου με τυφλώνει, με<br />
αποτέλεσμα να μην μπορώ να δω καθαρά. Μια παρέα<br />
προχωράει προς την έξοδο κι από μακριά ακούω λυγμούς,<br />
ανάμεικτους με ανάρμοστα για τον χώρο γέλια, κάτι<br />
που συνηθίζεται όμως τέτοιες στιγμές, όταν η θλίψη<br />
ανακατεύεται αναγκαστικά με ανόητα αστεία, για να<br />
μην καταπιεί τα πάντα.<br />
Κάποιοι έχουν φίλους που εμπιστεύονται. Άλλοι<br />
έχουν την θρησκεία να τους καθοδηγεί. Εγώ είχα την<br />
πυξίδα μου. Μέχρι πριν λίγο καιρό, γιατί μετά την έχασα.<br />
Δεν ήταν μια απλή πυξίδα, σαν αυτές που μπορείς να<br />
αγοράσεις για να προσανατολίζεσαι στην έρημο ή στα<br />
δάση, ή όπου τέλος πάντων μπορεί να χρειαστεί, για<br />
να μην χαθείς. Η δική μου πυξίδα ήταν μαγική γιατί<br />
μου έδειχνε μεν τον σωστό δρόμο, όχι όμως με την<br />
κυριολεκτική έννοια. Μου έδειχνε δηλαδή πάντα τις<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
σωστές αποφάσεις. Μέχρι πριν λίγες μέρες που την<br />
έχασα, την στιγμή που την χρειαζόμουν περισσότερο<br />
από ποτέ.<br />
Αυτό συνέβη αφού έκανα το τεστ. Όταν βεβαιώθηκα<br />
για το αποτέλεσμα, αφού κοίταξα ξανά τις οδηγίες<br />
χρήσης, δεν είχα άλλη επιλογή από το να αναζητήσω<br />
την πυξίδα, την οποία όμως δεν βρήκα πουθενά. Τότε<br />
ήταν που πανικοβλήθηκα. Δεν ανησύχησα πολύ από<br />
την αρχή, αφού γνώριζα καλά πως η πυξίδα θα βρεθεί<br />
και θα μου δώσει την απάντηση. Όταν όμως δεν την<br />
εντόπισα πουθενά, τότε ήταν που τα ερωτήματα<br />
πλημμύρησαν το μυαλό μου κι η σκέψη μου χάθηκε σε<br />
έναν λαβύρινθο απέραντο, που όλο μεγάλωνε, καθώς<br />
οι απορίες πολλαπλασιάζονταν. Αν είχα την πυξίδα,<br />
όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Μία βασική ερώτηση<br />
θα ήταν αρκετή για να με κατατοπίσει προς την έξοδο<br />
από τα δαιδαλώδη μονοπάτια στα οποία είχα χαθεί.<br />
Αφού όμως δεν ήμουν σίγουρη για την απάντηση, με<br />
ποιον δηλαδή τρόπο θα αντιμετωπίσω την ξαφνική αυτή<br />
αλλαγή στη ζωή μου, το ένα μετά το άλλο, ξεπηδούσαν<br />
σαν χορευτές που εμφανίζονται ένας ένας στην σκηνή<br />
λίγο μετά το άνοιγμα της αυλαίας, τα ερωτήματα σχετικά<br />
με το αβέβαιο μέλλον μου. Έπρεπε ή όχι να του το πω;<br />
Μήπως ήμουν πολύ νέα για να μεγαλώσω ένα παιδί;<br />
Όσο κι αν έψαχνα, δεν έβρισκα τις απαντήσεις που είχα<br />
176 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 177
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
ανάγκη. Γιατί η πυξίδα μου είχε χαθεί.<br />
Τις επόμενες μέρες, πίστεψα ξανά στο ανθρώπινο<br />
είδος κι ένιωσα ευτυχισμένη όσο ελάχιστες φορές στη ζωή<br />
μου. Ίσως όταν ήμουν ακόμα παιδί ή τον πρώτο καιρό του<br />
έρωτά μας. Αν υποψιαστώ ότι η πίστη μου στον άνθρωπο<br />
είναι θέμα ορμονικό, είμαστε δηλαδή ρομπότ έρμαια<br />
των μηχανισμών μας, θα την ξαναχάσω αναπόφευκτα<br />
την πίστη μου, αν και δεν μου είναι καθόλου μα καθόλου<br />
εύκολο, έτσι όπως είμαι πνιγμένη στις ορμόνες της<br />
χαράς. Αυτό βέβαια επιβεβαιώνει την πεποίθησή μου<br />
ότι είμαστε μαριονέτες, μηχανάκια με ελαττωματικό<br />
-ενίοτε- λειτουργικό σύστημα, αλλά και πάλι συνεχίζω<br />
ανεξήγητα να μην χάνω την πίστη μου. Έτσι κάπως<br />
αρχίζει κάποιος να καταφεύγει στη μεταφυσική. Για να<br />
καταλάβει τα ανεξήγητα, ή αν το δεις πιο ορθολογιστικά,<br />
για να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο του ανεξήγητου.<br />
Για τη μεταφυσική οπτική φταίνε λοιπόν οι ορμόνες.<br />
Δεν βλέπεις καθαρά βουτηγμένος στις ορμόνες, αν και<br />
ο οργανισμός είναι πάντα βουτηγμένος στις ορμόνες,<br />
οπότε οι δυνατότητες για καθαρή κι αντικειμενική ματιά<br />
είναι από τη φύση μας τελικά περιορισμένες.<br />
Αποφάσισα να μοιραστώ την ταραχή μου μαζί του,<br />
περισσότερο για να έχω ήσυχη την συνείδησή μου.<br />
Βαθιά μέσα μου την περίμενα την αντίδρασή του. Αν<br />
είχα την πυξίδα μου, θα ήμουν σίγουρη ότι έκανα το<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
σωστό, λέγοντας την αλήθεια στον άνθρωπο με τον οποίο<br />
μαζί καταφέραμε να δημιουργήσουμε ζωή, ή κάτι που<br />
προηγείται της ζωής τέλος πάντων. Τον ερωτεύτηκα γιατί<br />
σ’ αυτόν αντίκριζα κι αγαπούσα την σκοτεινή μου πλευρά.<br />
Είναι πιο γλυκιά η αποδοχή από την σκοτεινή πλευρά,<br />
καθώς η συνενοχή είναι ιδιαίτερα ισχυρός δεσμός. Αν<br />
όλα στηρίζονται όμως μόνο σ’ αυτή , αργά η γρήγορα ο<br />
δεσμός θα σπάσει. Δεν είναι εύκαμπτη κάτω από πίεση<br />
η συνενοχή, αλλά σπάει σε δυο κομμάτια και γίνεται<br />
σκέτη ενοχή. Και τότε η προδοσία είναι μονόδρομος<br />
για να γλιτώσει ο καθένας το τομάρι του.<br />
“Και τι σε συμβουλεύει να κάνεις η πυξίδα σου;”<br />
“Την έχασα δυστυχώς.”<br />
“Την έχασες;”<br />
“Δεν την βρίσκω πουθενά.”<br />
“Από μένα μην περιμένεις καμιά βοήθεια, αυτό να το<br />
βάλεις καλά στο μυαλουδάκι σου.”<br />
“Δεν θα ζητούσα τίποτα, έτσι κι αλλιώς”<br />
“Δεν θα μου το φορτώσεις δηλαδή;”<br />
“Ποιο;”<br />
“Πόσο χαζή είσαι. Το μωρό εννοώ. Θα το ρίξεις;”<br />
Με φαντάστηκα για λίγο πάνω από ένα πηγάδι με ένα<br />
μωρό στην αγκαλιά, να το πετάω με δύναμη στην άβυσσο.<br />
“Θα το κρατήσω. Μόνη μου, μην ανησυχείς.”<br />
“Αν δεν το ξεφορτωθείς όμως μια και καλή, θα μπορείς<br />
178 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 179
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
πάντα να με εκβιάζεις, σωστά;”<br />
“Ούτε που μου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό.”<br />
“Τότε γιατί μου το είπες;” Με έπιασε γερά από τα μπράτσα<br />
και με ταρακούνησε, σαν να ήθελε να ξεριζώσει τον<br />
σπόρο του από μέσα μου και να τον πάρει πίσω.<br />
Έβλεπα τα μάτια του γεμάτα τρόμο, στην υποψία ότι<br />
θα του ζητούσα να αναλάβει ευθύνες που δεν επιθυμούσε,<br />
γεμάτα μίσος, εκεί που κρυβόταν αυτό που παλιότερα<br />
ονόμαζα αγάπη, ή έστω πάθος. Κατάφερα να ξεφύγω<br />
κι έτρεξα μακριά.<br />
Στέκομαι τώρα ακίνητη κάτω από τον δυνατό ήλιο,<br />
μουσκεμένη στον ιδρώτα ή από σταγόνες βροχής που<br />
δεν θυμάμαι να πέφτουν. Δεν κάνει ιδιαίτερη ζέστη,<br />
ούτε σύννεφα μπορώ να διακρίνω, αλλά η όρασή μου<br />
είναι το ίδιο θολή με το μυαλό μου. Σκουπίζω το μέτωπό<br />
μου με το χέρι μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια<br />
να δω και να σκεφτώ πιο καθαρά. Το χέρι μου είναι<br />
πιο κόκκινο κι από παπαρούνα. Ανακουφίζομαι που<br />
επιτέλους σπάει το άσπρο φόντο με χρώμα, κι ας είναι<br />
κόκκινο το χρώμα. Κι ας μοιάζει με αίμα.<br />
Μετά απ’όλα αυτά αποφάσισα να το κρατήσω το<br />
μωρό. Όχι για να τον εκβιάσω κάποτε, αλλά από πείσμα,<br />
μόνο και μόνο για να μην περάσει το δικό του. Από την<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
άλλη, δεν θα τα καταφέρω ποτέ μόνη μου μ’ένα παιδί,<br />
οπότε η απόφαση να δώσω το σπλάχνο μου για υιοθεσία,<br />
μόλις με το καλό γεννηθεί, είναι μεν δύσκολη, αλλά<br />
μοιάζει με μονόδρομος. Θα μπορούσα να κατηγορήσω τις<br />
δύσκολες μέρες που διανύουμε , αλλά είναι σίγουρα πιο<br />
βολικό να κατηγορήσω την πυξίδα, που με εγκατάλειψε<br />
στο πιο σημαντικό σταυροδρόμι της μέχρι τώρα ζωής<br />
μου και με αναγκάζει να σηκώσω μόνη μου το βάρος της<br />
απόφασης. Είναι αλήθεια ότι η εύκολη λύση για τις λάθος<br />
επιλογές είναι να αποδώσεις το φταίξιμο σε κάποιον<br />
άλλο. Οι εξωτερικές λοιπόν συνθήκες είναι ένας καλός<br />
στόχος, όταν δεν υπάρχει άλλος άμεσος εξαναγκασμός,<br />
η βία της οικογένειας, των φίλων, του οποιουδήποτε<br />
Θεού ή άλλης εξουσίας, ή ακόμα και της μαγικής πυξίδας.<br />
Όταν η επιλογή είναι επιβεβλημένη, το βάρος φεύγει<br />
από τον ενδιαφερόμενο και πέφτει στους ώμους κάποιου<br />
αδιάφορου “επαγγελματία”, συνηθισμένου στην άρση<br />
τέτοιου είδους βαρών. Η ανέχεια λοιπόν κι η φτώχεια<br />
είναι υπεύθυνες για την επιλογή μου, αφού η πυξίδα<br />
μου δεν είναι εύκαιρη. Δεν μπορώ να κρατήσω το μωρό,<br />
αφού δεν έχω ούτε την δύναμη, ούτε την δυνατότητα<br />
να το μεγαλώσω σωστά. Από την άλλη είναι οι ορμόνες<br />
της χαράς που με έχουν κατακλύσει και δεν μπορώ<br />
πια να σκεφτώ λογικά. Αν είχα τώρα την μαγική μου<br />
πυξίδα όλα θα έβρισκαν τη λύση τους. Η αλήθεια είναι<br />
180 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 181
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
βέβαια ότι ποτέ δεν επιθύμησα τις δεσμεύσεις. Ποτέ<br />
δεν θέλησα να δεσμευτώ με την ζωή. Η ζωή είναι ένα<br />
παιχνίδι από το οποίο δεν ξεφεύγεις πριν σε ξεζουμίσει<br />
εντελώς. Περίπου σαν τον τζόγο.<br />
Ωστόσο, είμαι ακόμα εδώ, χωρίς την μαγική μου πυξίδα,<br />
σε τούτο το θλιβερό μέρος, δίχως να έχω ιδέα τι οδήγησε<br />
τα βήματά μου σε τούτη την ταφόπλακα. Κι ο ήλιος<br />
αντανακλά στα άσπρα μάρμαρα με δύναμη, στέλνοντας<br />
το δυνατό του φως κατ’ευθείαν στα ευαίσθητα μάτια μου,<br />
που δεν μπορούν να διακρίνουν πια παρά μόνο ανθρώπινες<br />
σκιές, ντυμένες στα μαύρα να απομακρύνονται σέρνοντας<br />
τα βήματά τους. Θέλω πολύ να τους ακολουθήσω, να<br />
τους ρωτήσω τι έχει συμβεί, γιατί μαζεύτηκαμε εδώ<br />
μια τόσο όμορφη μέρα. Αν μη τι άλλο δεν είναι σωστό<br />
να μην θρηνήσω σωστά τον νεκρό στου οποίου την<br />
κηδεία παραβρέθηκα. Το μυαλό μου όμως είναι θολό, οι<br />
αναμνήσεις μπλεγμένες, κι ο δυνατός ήλιος που ζαλίζει<br />
την σκέψη και την όρασή μου δεν με βοηθά καθόλου<br />
να θυμηθώ.<br />
Δεν μπορώ να γνωρίζω πόση ώρα στέκεται δίπλα<br />
μου χωρίς να μου μιλά, αλλά τον είδα μόλις τώρα που<br />
έκανε μια άγαρμπη κίνηση, ακουμπώντας την μαγική μου<br />
πυξίδα πάνω στο μάρμαρο μπροστά μας. Νομίζω ότι είναι<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
χαρούμενος, σε αντίθεση με την καταθλιπτική διάθεση<br />
που επικρατεί σε τούτο το μέρος, ή έτσι τουλάχιστον<br />
δείχνει το χαιρέκακο χαμόγελό του. Δεν έχω την δύναμη<br />
να τον μισήσω που μου έκλεψε ό,τι πιο πολύτιμο είχα,<br />
την πυξίδα μου δηλαδή, καθώς νιώθω τις ορμόνες της<br />
χαράς να κυκλοφορούν ακόμα στο αίμα μου, σε όλο κι<br />
αυξανόμενη ποσότητα, καθώς η εγκυμοσύνη προχωρά.<br />
Παίζω για λίγο με την ιδέα να του μιλήσω, ετοιμάζομαι<br />
σχεδόν να τον σκουντήξω, αλλά μετανιώνω μόλις κοιτάζω<br />
το χέρι μου άλλη μια φορά. Είναι ακόμα λερωμένο,<br />
κατακόκκινο σαν να έχει βουτηχτεί στο αίμα. Θα ήταν<br />
απρεπές από την μεριά μου να του λερώσω το αγαπημένο<br />
του παλτό, αυτό που φορά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις,<br />
όταν η περίσταση απαιτεί να βάλεις τα καλά σου. ‘Ετσι<br />
κι αλλιώς δεν είμαι σίγουρη αν αντέχω να αντιμετωπίσω<br />
την απόρριψή του για άλλη μια φορά. Τον ακολουθώ<br />
λοιπόν σιωπηλή καθώς απομακρύνεται, αφού πρώτα<br />
αρπάξω το αγαπημένο μου αντικείμενο από τον κρύο<br />
τάφο.<br />
Ο πατέρας του αγέννητου παιδιού μου δεν μου δίνει<br />
σημασία, προχωρώντας αργά μπροστά μου, σαν να<br />
προσπαθεί να αγνοήσει την παρουσία μου. Η ένδειξη<br />
στην πυξίδα είναι επίμονη. Φαίνεται πως δεν είμαι στο<br />
σωστό μονοπάτι.<br />
“Ποιος είναι ο σωστός δρόμος;” την ρωτώ.<br />
182 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 183
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Η πυξίδα δείχνει προς τα πίσω.<br />
“Μια χαλασμένη πυξίδα από ένα φτηνομάγαζο ήταν<br />
ο θησαυρός σου” τον ακούω να μουρμουράει, καθώς<br />
κοντοστέκομαι, χωρίς να μπορώ να αποφασίσω αν θα<br />
συνεχίσω να τον ακολουθώ. Η πυξίδα έχει πάντα δίκιο.<br />
Μου δείχνει τον δρόμο προς την ταφόπλακα. Αυτός<br />
φαίνεται να είναι ο σωστός δρόμος τούτη την περίεργη<br />
στιγμή.<br />
Η μόνη μου επιλογή είναι να υπακούσω στις προσταγές<br />
της. Καθώς πλησιάζω το σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, ο ήλιος<br />
γίνεται λιγότερο εκτυφλωτικός και το τοπίο ξεκαθαρίζει<br />
μαζί με τις αναμνήσεις μου. Διακρίνω το όνομά μου<br />
πάνω στο μάρμαρο. Θυμάμαι τον δυνατό θόρυβο πριν<br />
την σύγκρουση, το αίμα να κυλάει πάνω στο πρόσωπό<br />
μου, το χέρι μου να ακουμπάει με αγωνία την κοιλιά μου<br />
που φιλοξενούσε τη νέα ζωή. Μετά όλα έσβησαν και<br />
ξύπνησα εδώ. Αν είχα την μαγική μου πυξίδα, τίποτα<br />
απ΄ όλα αυτά δεν θα συνέβαινε. Οι ορμόνες της χαράς<br />
θα κυκλοφορούσαν ακόμα στο αίμα μου και το μωρό<br />
θα μεγάλωνε κανονικά μέσα στη μήτρα μου.<br />
Η πυξίδα δεν κάνει λάθος. Εδώ ανήκω. Κανείς,<br />
εκτός από εκείνον, δεν γνωρίζει ότι σε τούτο το μέρος<br />
είναι θαμμένες δυο ζωές. Σε κανέναν άλλο δεν είχα<br />
ανακοινώσει τα νέα. Ένα μικρό παιδί με πλησιάζει. Μου<br />
πιάνει το χέρι και με τραβάει με όλη του τη δύναμη.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Έλα μαμά. Είναι ώρα να κοιμηθούμε.”<br />
Το αγκαλιάζω και ξαπλώνω μαζί του στο κρύο μάρμαρο,<br />
μόνο που το κρύο δεν με ενοχλεί πια.<br />
Μηλέβα Αναστασιάδου<br />
184 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 185
186 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 187
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Η κύρια εργασία μου<br />
είναι μεταφράστρια.<br />
Κατέληξα εκεί αφού<br />
περιπλανήθηκα σε<br />
διάφορους χώρους,<br />
όπως της Ψυχολογίας<br />
και της Πληροφορικής.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Βιβλιοφάγος εκ<br />
γενετής, οι λέξεις ήταν<br />
πάντα το όχημα που προτιμούσα, άλλωστε όλα<br />
τα άλλα δεν με προτιμούσαν εκείνα (δεν οδηγώ<br />
ούτε ποδήλατο)!<br />
Η λογοτεχνική γραφή ήταν μια αποκάλυψη για<br />
μένα, ένα ταξίδι γεμάτο εκπλήξεις που ελπίζω<br />
να συνεχιστεί τόσο όμορφα όσο άρχισε. Με<br />
ανέλπιστες συγκινήσεις και προορισμούς που<br />
δεν έχουν χαρτογραφηθεί ακόμα.<br />
Γράφω διηγήματα, παιδικά παραμύθια, νουβέλες<br />
και ό,τι άλλο ορίζει από μόνο του το ίδιο το όχημα<br />
μια και είναι αυτόβουλο και δεν δίνει ιδιαίτερη<br />
σημασία στις δικές μου αποφάσεις.<br />
Κείμενά μου δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στη<br />
στήλη Αλαφροΐσκιωτη στο ηλεκτρονικό περιοδικό<br />
www.eyedoll.gr.<br />
Σε εσάς που κάνετε τον κόπο να διαβάσετε αυτό το<br />
κείμενο, θα ήθελα να συστηθώ.<br />
Λέγομαι Αναστασία. Είμαι μέσης ηλικίας, παντρεμένη<br />
με δύο παιδιά, σύζυγο, οικογενειακό αυτοκίνητο,<br />
σπίτι προίκα από τους γονείς και εξοχικό στο χωριό.<br />
Είμαι μια τυπική, συνηθισμένη γυναίκα. Τίποτα το<br />
ιδιαίτερο.<br />
Ούτε και έχω συγκλονιστικές ιστορίες να διηγηθώ.<br />
Ο έως τώρα βίος μου ήταν επίπεδος, λείος, χωρίς<br />
κακοτράχαλους δρόμους και άσχημους καιρούς.<br />
Τους απέφευγα τους άσχημους καιρούς και τα<br />
δύσκολα ταξίδια.<br />
Κοιτούσα τον ουρανό κι αν έβλεπα να έρχεται<br />
βροχή, κλεινόμουν μέσα για να μη βραχώ. Ήταν<br />
188 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 189
πιο ασφαλές.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Νομίζω ότι έτσι επέλεξα να ζω.<br />
Δεν είμαι όμως και σίγουρη. Μπορεί και να είχε<br />
επιλέξει η ίδια η ζωή για μένα πριν ακόμα γεννηθώ.<br />
Όσο μεγαλώνω, μου φαίνεται ότι, τελικά, λίγα είναι<br />
αυτά που εγώ ορίζω.<br />
Όλοι με λένε τυχερή. Τα πάντα έχω, τίποτα δεν μου<br />
λείπει.<br />
Κι εγώ ντρέπομαι να ξεστομίσω πως όσα «έχω» με<br />
«έχουν» εκείνα. Είναι τα λουκέτα στις αλυσίδες που<br />
μόνη μου έβαλα στον εαυτό μου.<br />
Για να σας δώσω να καταλάβετε καλύτερα, τα<br />
πράγματα έχουν ως εξής:<br />
Ποτέ μου δεν νοίκιασα τίποτα. Δεν χρειάστηκε.<br />
Σπούδασα στην πόλη μου, μπήκα στο δημόσιο, οι<br />
γονείς μου, μού έδωσαν σπίτι.<br />
Αυτόν το βίο τον επίπεδο τον διήγα ως ιδιοκτήτρια,<br />
ποτέ ως νοικάρισσα.<br />
Μου προσφέρθηκε μονιμότητα. Δείλιασα να την<br />
αρνηθώ. Ήταν πιο ασφαλές…<br />
Και τις αγάπες μου, έτσι τις γύρεψα. Δεμένες με<br />
ισόβιο συμβόλαιο.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Τον πρώτο που προσφέρθηκε να το υπογράψει, τον<br />
παντρεύτηκα.<br />
Ναι, δεν νοίκιασα ποτέ. Ήμουν ευτυχής γι’ αυτό.<br />
Κανείς δεν σε πετάει από την ιδιοκτησία σου.<br />
Όμως, να! Τώρα, εκεί, στα μισά της ζωής μου, η<br />
καρδιά μου ώρες-ώρες φτερουγίζει σαν τρελή, τόσο<br />
που νομίζω ότι προσπαθεί να με εγκαταλείψει, να<br />
βγει από το σώμα μου και να με αφήσει αγκαλιά με<br />
τα ιδιόκτητα αγαθά και τα συμβόλαιά μου.<br />
Κρίσεις πανικού, μου είπαν οι γιατροί. Άγχος.<br />
Δεν τους πιστεύω. Η καρδιά μου απλώς αγωνίζεται<br />
να πετάξει, αυτό είναι όλο.<br />
Έχει ξεκινήσει πόλεμο με το σώμα που τη φιλοξενεί<br />
και σέρνεται μαλθακό μέσα στη νοσηρότητα της<br />
μονιμότητας που αναπνέει.<br />
Σιχάθηκε η καρδιά μου την ιδιοκτησία, θέλει να<br />
ζήσει στο ενοίκιο.<br />
Να νιώσει πώς είναι να ζεις με την επιλογή να φύγεις<br />
όποτε θες. Να μπορείς να φορτώσεις την περιουσία<br />
σου σε ένα φορτηγό και να την περιφέρεις.<br />
Τη ζυγιάζεις καλύτερα έτσι, ανακαλύπτεις πόσο<br />
αντέχει στους κραδασμούς.<br />
Κρατάς και τα απολύτως απαραίτητα, πετάς τη<br />
190 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 191
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
σαβούρα γιατί είναι βάρος και δεν μπορείς να γυρνάς<br />
φορτωμένη με άχρηστα πράγματα.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Γι’ αυτό φτερουγίζει η καρδιά μου. Χρειάζεται να<br />
κάνει ταξίδια, χρειάζεται να βγει στη βροχή. Πασχίζει<br />
να βρει την έξοδο.<br />
Κι εγώ χρειάζομαι να κάνω ταξίδια και να βραχώ…<br />
Μόνο που όταν έπρεπε, δεν κατάλαβα ότι η ζωή<br />
μου με έχει νοικιάσει εκείνη. Κι όποια ώρα θέλει<br />
με πετάει έξω.<br />
Το κατάλαβα αργά, πολύ αργά.<br />
Τότε, όλο αγόραζα, ποτέ δεν νοίκιαζα.<br />
Τώρα όμως, δεν μπορώ να πουλήσω την περιουσία<br />
μου. Δεν την αγοράζει κανείς!<br />
Κι όταν λήξει το συμβόλαιο και η ζωή με πετάξει<br />
έξω, φοβάμαι ότι δεν θα έχω κάνει κανένα ταξίδι.<br />
Ούτε θα έχω βγει στη βροχή. Θα είμαι στεγνή,<br />
ασφαλής και χωρίς καρδιά.<br />
Αυτή θα έχει πεθάνει ψάχνοντας την έξοδο από τους<br />
τοίχους που αγόρασα.<br />
Το παραπάνω κείμενο φιλοξενήθηκε στον<br />
ιστότοπο www.eyedoll.gr<br />
Ευχαριστούμε τους συντελεστές του site<br />
και την κα Φωτεινή Τέντη για την άδεια<br />
αναδημοσίευσης του.<br />
http://www.eyedoll.gr<br />
192 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 193
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
194 | | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 4 | Μάιος 62014<br />
| <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 195
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Όλα άλλαξαν...”<br />
(γράφει η Λυδία Ψαραδέλλη)<br />
Τραντάχτηκε το κορμί<br />
του όλο από τον πόνο που<br />
διαπέρασε το κεφάλι του.<br />
Μηχανικά σχεδόν, έκλεισε<br />
ερμητικά τα μάτια και το<br />
χέρι πλαισίωσε τα μάτια του.<br />
Τρεις κατακόκκινες στάλες αίμα γλίστρησαν από τη<br />
μύτη αργά στο λευκό πουκάμισό του, μόνο που εκείνος<br />
δεν μπορούσε ακόμα να τις δει. Ένιωσε τα δάχτυλά του<br />
να πιέζουν το δέρμα και εκείνο να υποχωρεί, ανίκανο<br />
να αντιδράσει. Ο πόνος μαλάκωσε και κατάφερε να<br />
αποδεσμεύσει την ανάσα που κράταγε βαθιά στα<br />
πνευμόνια του τόση ώρα. Τα μάγουλά του ωχρά ακόμα<br />
επέδειξαν το πρώτο δείγμα ροδαλότητας, ενώ εκείνος<br />
ακουμπούσε πια με το χέρι του το σημείο της καρδιάς.<br />
Είχε υποχωρήσει, επιτέλους! Ένιωσε το χέρι του να<br />
απομακρύνεται από το σώμα του ενώ ο θώρακάς του<br />
πάλευε να γεμίσει και πάλι αέρα. Το βλέμμα του χαμήλωσε<br />
και έμεινε ακίνητο πάνω στην παλάμη του που είχε<br />
κοκκινίσει από το αίμα. Το πουκάμισο είχε πια έναν<br />
μεγάλο λεκέ σαν να τον είχαν μόλις μαχαιρώσει στην<br />
καρδιά. Σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του στιγμιαία<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
με όλους τους πιθανούς τρόπους απομάκρυνσής τους.<br />
Τους έδιωξε σταδιακά τον ένα μετά τον άλλον και<br />
κατευθύνθηκε προς το γραφείο του στην άλλη άκρη<br />
του δωματίου.<br />
Εντυπωσιακό, επιβλητικό, διακοσμημένο από<br />
αυθεντία του είδους, ο οποίος πληρώθηκε για τον κόπο του<br />
με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, πρόσδιδε στον ίδιο<br />
μια αξία ταιριαστή με τα επαγγελματικά προσόντα του.<br />
Δερμάτινοι καναπέδες καταλάμβαναν το μισό δωμάτιο,<br />
εκεί όπου μετέφερε στους πελάτες την ασφάλεια που<br />
του επέτρεπε να τους κάνει να τον εμπιστευτούν και<br />
να τα αφήσουν όλα πάνω του. Σε συνδυασμό με το<br />
συντηρητικό του χαμόγελο, το αυστηρό παρουσιαστικό<br />
του και τον άκρατο επαγγελματισμό, τούς μάγευε και<br />
τούς οδηγούσε χωρίς καμία αντίρρηση στην υπογραφή<br />
της συμφωνίας. Το ταλέντο του τον είχε οδηγήσει σε<br />
αυτό το πολυτελέστατο γραφείο. Από την πλούσια<br />
δεκαετία του ‘90 που οι άνθρωποι πειραματίστηκαν,<br />
εξελίχθηκαν και επέλεξαν να ζήσουν πλουσιοπάροχα, η<br />
διαφημιστική του εταιρεία έκανε θαύματα. Πούλησε το<br />
όνειρο σε ανθρώπους που ήθελαν να ζήσουν χωρίς όρια,<br />
άντρες που επιδίωξαν να ξεπεράσουν τα όρια της ηλικία<br />
τους αποκτώντας χλιδάτα σκάφη και πολυτελέστατα<br />
αυτοκίνητα.<br />
Πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει, έδωσε τα πάντα<br />
196 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 197
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
στην διαφημιστική: προσωπικό χρόνο, αλλά και λεφτά,<br />
καθώς ήταν σίγουρος ότι αυτή η εταιρεία θα του έδινε<br />
τη δυνατότητα προαγωγής, με όλα τα οφέλη.<br />
Παραμέρισε τη βαριά δερμάτινη πολυθρόνα του<br />
– ειδική παραγγελία από την Ιταλία για να προσφέρει<br />
άριστη στήριξη στη μέση – και άνοιξε το τελευταίο<br />
συρτάρι στη βαριά βιβλιοθήκη που έπιανε όλο τον<br />
τοίχο. Μερικά λευκά πουκάμισα φανερώθηκαν<br />
μπροστά του. Μηχανικά, σαν να το είχε κάνει δεκάδες<br />
φορές, άρπαξε ένα, κομμάτιασε το περίβλημα και το<br />
πέταξε στην πολυθρόνα. Ξεκούμπωσε τα πανάκριβα<br />
μανικετόκουμπα, δώρο της γυναίκα του από το γαμήλιο<br />
ταξίδι στο Παρίσι, τα άφησε προσεκτικά στο γραφείο<br />
και, βγάζοντας το ματωμένο πουκάμισο, το δίπλωσε<br />
προσεκτικά καλύπτοντας το λεκέ αίματος και το πέταξε<br />
στα σκουπίδια. Καθώς έμεινε ακίνητος να το παρατηρεί<br />
πεταμένο ανάμεσα σε κομμένα χαρτιά Α4, ένιωσε όλα<br />
να γίνονται ένα. Τα πάντα θόλωσαν, ύφασμα και χαρτιά<br />
ενώθηκαν σε ένα ενιαίο λευκό πίνακα. Αισθάνθηκε<br />
τα πόδια του να βαραίνουν, την καρδιά του να χτυπά<br />
ανεξέλεγκτα και ο ίλιγγος να γίνεται εντονότερος.<br />
Κινήθηκε βιαστικά προς την πολυθρόνα και κάθισε<br />
πάνω στο λευκό πουκάμισο. Έκλεισε τα μάτια του και<br />
μέτρησε νοερά αργά μέχρι το δέκα. Όλα ήταν καθάρια<br />
όταν τα άνοιξε πια. Το κρύο δέρμα τον αναστάτωσε,<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
καθώς ακουμπούσε την πλάτη. Απομάκρυνε το κορμό του<br />
και έψαξε με τη ματιά του τριγύρω, αναζητώντας κάτι.<br />
Το βρήκε εύκολα, ανοίγοντας το πρώτο του συρτάρι.<br />
Ένα χαρτομάντιλο βρέθηκε στο χέρι του και σκούπισε<br />
ό,τι είχε απομείνει από το αίμα στη μύτη του. Επιμελώς<br />
ασχολήθηκε με αυτό λες και προσπαθούσε να μείνει<br />
άσπιλος. Κοίταξε το άλλοτε λευκό χαρτομάντιλο και το<br />
έστειλε με μια εύστοχη κίνηση στον κάδο σκουπιδιών<br />
να λάβει τη δική του θέση στη σύνθεση του λευκού<br />
πίνακα. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν αργά καθώς έμεινε<br />
εκεί αφοσιωμένος στην εικόνα των σκουπιδιών. Έκανε<br />
μια άσχημη συσχέτιση στο μυαλό του και ο πόνος στο<br />
κεφάλι έγινε εντονότερος. Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια<br />
βαθιά ανάσα και επέβαλε στον εαυτό του την ηρεμία.<br />
Μια γνωστή μελωδία κύλησε ανάμεσα στα χείλη του<br />
και ξεγλίστρησε σε όλο το δωμάτιο. Αναμνήσεις γλυκού<br />
έρωτα πέρασαν από το μυαλό του. Σκηνές άρρηκτα<br />
συνδεδεμένες με αυτή τη μελωδία. Τη γυναίκα του να<br />
γελάει γάργαρα και εκείνον να την κλείνει στην αγκαλιά<br />
του, αποφασισμένος να την κρατήσει εκεί για πάντα.<br />
Ο πόνος πέρασε και εκείνος συνήλθε παροδικά ίσα<br />
ίσα, ώστε να αναζητήσει το πουκάμισό του. Το φόρεσε<br />
και ένιωσε προστατευμένος και πάλι. Κούμπωσε ένα<br />
ένα τα κουμπιά και έχωσε βιαστικά τα μανικετόκουμπα<br />
στην τσέπη του παντελονιού του, ενώ περπατούσε γοργά<br />
198 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 199
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
προς την έξοδο του γραφείου. Σαν να θυμήθηκε κάτι<br />
σταμάτησε, πλησίασε τον διπλό δερμάτινο καναπέ,<br />
ανασήκωσε το μαξιλάρι και πήρε στα χέρια του ένα μικρό<br />
παιδικό αμάξι. Κατακόκκινο σαν τη γνωστή μάρκα που<br />
είχε εκπροσωπήσει πάμπολλες φορές, πιστό αντίγραφο<br />
του αυτοκινήτου, του οποίου η φωτογραφία στόλιζε τον<br />
έναν τοίχο του γραφείου του. Ένα αχνό χαμόγελο ήρθε<br />
και παρέσυρε τα ξεραμένα χείλη του, καθώς θυμήθηκε<br />
το γιο του να πέφτει πάνω του όλο χαρά μετά από εκείνο<br />
το επαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία που κράτησε έναν<br />
ολόκληρο μήνα. Ήταν δεν ήταν τριών χρονών και μέσα<br />
σε αυτό το μήνα απουσίας του είχε μεγαλώσει πολύ.<br />
Έτρεξε στην αγκαλιά του χωρίς κανέναν δισταγμό. Τα<br />
μικρά χεράκια τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από τον λαιμό<br />
του και έμειναν εκεί μέχρι τη στιγμή που του έδωσε<br />
εκείνο το αυτοκινητάκι. Μερικές μέρες μετά το έκρυψε<br />
κάτω από το καναπέ για να το βρίσκει όποτε πήγαινε να<br />
δει τον μπαμπά του στο γραφείο. Τα χρόνια πέρασαν,<br />
ο γιος του μεγάλωσε, πήγε στο εξωτερικό για σπουδές,<br />
αλλά αυτό το αυτοκινητάκι έμεινε εκεί για να του θυμίζει<br />
αλλοτινές χαρούμενες στιγμές.<br />
Το ρολόι στον καρπό του χτύπησε διακριτικά<br />
και τον επανέφερε στο σήμερα. Ένας αναστεναγμός<br />
ελευθερώθηκε από το στόμα του. Αναδίπλωσε ένα ένα<br />
τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες και ένιωσε το δροσερό<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
περιβάλλον να κυλάει στα χέρια του. Πρωτόγνωρη<br />
αίσθηση για κείνον του έκανε εντύπωση. Πάντα πίστευε<br />
ότι ο κλιματισμός στο γραφείο του ήταν υπερβολικός.<br />
Ζεσταινόταν αφόρητα το χειμώνα και κρύωνε τα<br />
καλοκαίρια. Κανέναν δεν ένοιαζε η σπατάλη των πόρων.<br />
Ποτέ όμως δεν κυκλοφορούσε εκεί με ανασηκωμένα<br />
τα μανίκια. “Η πρώτη εντύπωση κερδίζει τον πελάτη”<br />
συνήθιζε να λέει και όλοι συμφωνούσαν, καθώς η δική<br />
του πρώτη εικόνα ήταν άψογη.<br />
Δεκάδες άνθρωποι έγιναν επαγγελματίες στο<br />
πλευρό του. Πολλοί από αυτούς άνοιξαν τις δικές τους<br />
διαφημιστικές εταιρείες. Κάποιοι το εκτίμησαν, ενώ<br />
άλλοι υπήρξαν σκληροί μαζί του. Γιατί και κείνος υπήρξε<br />
σκληρός με όλους. “Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει<br />
κάποιος είναι να τον βυθίσεις στα δύσκολα από την αρχή”<br />
υποστήριζε και πράγματι, όποιος άντεξε κοντά του έμαθε<br />
να είναι ανθεκτικός στις δυσκολίες και να επιμένει μέχρι<br />
τέλους. Ορισμένοι βρέθηκαν να τον ανταγωνίζονται σε<br />
δουλειές σημαντικές. Τότε επιδείκνυε την ανωτερότητα<br />
του επαγγελματισμού του. Πάλευε δυναμικά και πάντα<br />
κέρδιζε. Γιατί απλά “ο δάσκαλος οφείλει να δίνει πάντα<br />
νέα μαθήματα στους μαθητές!”<br />
Ένα χτύπημα της πόρτας έγινε αιτία να σκληρύνει<br />
το πρόσωπό του. Με αυστηρό τόνο απάντησε στην<br />
όχληση.<br />
200 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 201
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Περάστε!”<br />
Η πόρτα άνοιξε χωρίς κανέναν θόρυβο. Σιχαινόταν τους<br />
αναίτιους θορύβους και οι άνθρωποί του φρόντιζαν να μην<br />
τον ενοχλεί τίποτα εν ώρα εργασίας. Ένας ώριμος άντρας,<br />
ντυμένος με παρόμοιο τρόπο με κείνον εμφανίστηκε στο<br />
άνοιγμα της πόρτας. Επιμελώς φρόντισε να κλείσει την<br />
πόρτα πίσω του. Δυο σταγόνες ιδρώτα τάραζαν την όλη<br />
ισορροπία της εμφάνισής του. Τα λόγια που βγήκαν<br />
από το στόμα του, ανέτρεψαν την όλη αμηχανία της<br />
στιγμής. Με καθάρια, δυνατή φωνή απευθύνθηκε στον<br />
μέχρι πρότινος διευθυντή της εταιρείας.<br />
“Είσαι έτοιμος;”<br />
Ένιωσε τον ίλιγγο να τον ταράσσει για άλλη μια φορά.<br />
Τα πόδια του τον κράταγαν με δυσκολία. Ήταν άραγε<br />
έτοιμος; Συγκρότησε τον εαυτό του και ασυναίσθητα<br />
έσφιξε το κόκκινο αυτοκινητάκι στο χέρι του, μέχρι που<br />
ένιωσε τα μεταλλικά κομμάτια να σκίζουν το δέρμα του.<br />
“Φυσικά! Μόνο μια στιγμή να πάρω τα πράγματά μου.”<br />
αποκρίθηκε με μια φωνή όλο σιγουριά που έκρυβε<br />
επιμελώς την όλη συναισθηματική του κατάσταση.<br />
Ο άντρας του χαμογέλασε συντηρητικά και κίνησε<br />
για την πόρτα. Την άνοιξε και στάθηκε σαν να θυμήθηκε<br />
ξαφνικά μια εκκρεμότητα που έστεκε ανάμεσά τους.<br />
Αντίκρισε τον άντρα και τα λόγια του, όλο ειλικρίνεια<br />
ξεπήδησαν φυσικά από το στόμα του.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Συγνώμη, αλλά ξέρεις ότι δεν γίνεται να μην σε<br />
απολύσουμε! Η οικονομική κατάσταση της εταιρείας<br />
δεν μας επιτρέπει...”<br />
Το χέρι του άντρα ορθώθηκε μπροστά, σταματώντας<br />
τα πικρά λόγια. Είχαν ειπωθεί τόσα πολλά μέχρι την<br />
τελική απόφαση. Τώρα πια όλα ήταν μάταια. Ο ιδρωμένος<br />
άντρας βγήκε από το γραφείο, κλείνοντας την πόρτα<br />
τόσο αθόρυβα, όπως ακριβώς την είχε ανοίξει.<br />
Άφησε το χέρι του να πέσει στο πλάι του κορμού<br />
του, σχεδόν άψυχο από τη συναισθηματική κατάρρευση.<br />
Μάζεψε τα κομμάτια του και πλησίασε στον δερμάτινο<br />
καναπέ ένα κουτί που περιείχε τα προσωπικά του<br />
αντικείμενα. Τόσα χρόνια σε εκείνο το γραφείο και όμως<br />
τόσα λίγα πράγματα να μαζέψει. Άνοιξε την χούφτα του<br />
και κοίταξε το αυτοκινητάκι βαμμένο με το αίμα του.<br />
Πόσες αναμνήσεις!<br />
Η μαχαιριά διαπέρασε πέρα ως πέρα το κεφάλι του.<br />
Τα κύματα πόνου δεν τιθασεύτηκαν, παρά την όποια<br />
του προσπάθεια να το ξεπεράσει. Κλείνοντας ερμητικά<br />
τα μάτια, σήκωσε τα χέρια και κράτησε το κεφάλι<br />
του σφιχτά, αναζητώντας την λύτρωση. Το κόκκινο<br />
αυτοκινητάκι γλίστρησε από το χέρι του και έπεσε στο<br />
κουτί, ενώ ο ίδιος πάλευε να το ξεπεράσει για άλλη μια<br />
φορά. Η ανάσα του αδυνατούσε να συνεργαστεί. Το<br />
απόλυτο κενό ταξίδευε στα αυτιά του, ενώ ο ίλιγγος<br />
202 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 203
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
έγινε πιο έντονος.<br />
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι διαφορετικό πέρα από<br />
τον γιατρό να τον προειδοποιεί για τις επιπτώσεις του<br />
άγχους στη ζωή του, όταν τον είχε επισκεφθεί την πρώτη<br />
φορά που είχε αντιμετωπίσει αυτά τα συμπτώματα. “Αν<br />
δεν προσέχεις έχεις σίγουρο το εγκεφαλικό!” τον είχε<br />
συμβουλέψει.<br />
Άνοιξε τα μάτια σε μια προσπάθεια να συνέλθει.<br />
Καμία εικόνα δεν εμφανιζόταν μπροστά του πια. Ένιωσε<br />
ανάλαφρος, σχεδόν σαν να έφυγαν τα βάρη όλα του<br />
κόσμου από πάνω του. Πέφτοντας στο πάτωμα, παρέσυρε<br />
το κουτί με τις αναμνήσεις του μαζί. Καθώς εκείνες<br />
κυλούσαν στο πλευρό του η τελευταία ανάσα ταξίδευε<br />
μακριά.<br />
Λυδία Ψαραδέλλη<br />
204 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 205
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
206 | | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 4 | Μάιος 62014<br />
| <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 207
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Το κλειδί”<br />
(γράφει η Μαίρη Κάντα)<br />
Μετά από μία κουραστική<br />
μέρα στη δουλειά, η<br />
Ναταλία έφτασε στο σπίτι<br />
της. Με γρήγορες κινήσεις<br />
έβγαλε τη αστυνομική της<br />
στολή και φόρεσε ένα ροζ<br />
κοντό φόρεμα. Θα πήγαινε μία βόλτα μέχρι το κοντινό<br />
πάρκο. Συνήθιζε να περπατάει μέχρι εκεί, μετά το τέλος<br />
της δουλειάς της γιατί την χαλάρωνε από την πίεση. Δεν<br />
ήταν και εύκολο πράγμα, να ασχολείται καθημερινά με<br />
παλιές ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες στο αστυνομικό<br />
τμήμα. Αυτή την φορά όμως είχε και ένα ακόμα λόγο να<br />
θέλει να πάει στο πάρκο. Είχε ραντεβού με τον Αντώνη.<br />
Έναν πολύ όμορφο άντρα που είχε γνωρίσει πριν μερικές<br />
μέρες. Όταν της μίλησε για πρώτη φορά, ήταν αμήχανος<br />
και διστακτικός.Το κατάλαβε από τις κινήσεις του. Είχε<br />
ένα κλειδί στο χέρι του που το κοιτούσε και το χαίδευε<br />
συνεχώς.<br />
Ο Αντώνης είχε πάει στο πάρκο νωρίτερα από το<br />
προγραμματισμένο τους ραντεβού. Η Ναταλία του άρεσε<br />
από την πρώτη στιγμή που την είδε. Ήταν πολύ όμορφη,<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
αν και εντελώς άβαφη. Την παρακολουθούσε μέρες<br />
πριν της μιλήσει. Όταν πια της μίλησε, ήταν σίγουρος<br />
πως θα γινόταν η μέλλουσα γυναίκα του. Αυτό ήταν το<br />
μεγάλο του όνειρο: να παντρευτεί σύντομα και να κάνει<br />
οικογένεια. Δεν το είχε αποκαλύψει ακόμα στη Ναταλία,<br />
αλλά πίστευε πως θα δεχόταν να γινει γυναίκα του. Γιατί<br />
άλλωστε να μη δεχόταν; Υπήρχε μεταξύ τους χημεία.<br />
Περνούσαν πολύ καλά μαζί, αγαπιόντουσαν. Γρήγορα<br />
θα της έκανε πρόταση γάμου. Είχε δει νωρίτερα σε ένα<br />
κατάστημα το δαχτυλίδι που θα της αγόραζε. Όσο για<br />
το νυφικό, ένα λιτό λευκό φόρεμα θα ήταν ό,τι πρέπει.<br />
Αυτά σκέφτονταν όση ώρα περίμενε την Ναταλία. Όταν<br />
φάνηκε στο πάρκο η αγαπημένη του, ο Αντώνης χάρηκε<br />
πολύ. Μέχρι και τα σκοτεινά του μάτια φωτίστηκαν στη<br />
στιγμή.<br />
Οι συναντήσεις τους στο πάρκο συνεχίστηκαν για<br />
μέρες. Η Ναταλία με το που έφευγε από το αστυνομικό<br />
τμήμα, έτρεχε να συναντήσει τον αγαπημένο της. Ήταν<br />
τρελά ερωτευμένη μαζί του. Ίσως γι αυτό και δεν είχε<br />
ανησυχήσει με κάποια σημάδια. Αν δεν ήταν ο έρωτας,<br />
θα είχε προσέξει τα σκοτεινά μάτια του Αντώνη γεμάτα<br />
από κακία, κάθε φορά που δεν συμφωνούσε για κάτι<br />
μαζί του. Θα είχε προσέξει το συνεχιζόμενο σφύριγμα<br />
του κάθε φορά που του μιλούσε. Η ανεξήγητη εμμονή<br />
208 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 209
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
του με το κλειδί θα ήταν εύκολα αντιληπτή, αν η Ναταλία<br />
μπορούσε να δει καθαρά. Σε όλες τις συναντήσεις τους,<br />
ο Αντώνης δεν άφηνε από τα χέρια του, το συγκεκριμένο<br />
κλειδί ούτε για μία στιγμή. Άλλες φορές το έκρυβε μέσα<br />
στη παλάμη του, σαν να ήθελε να κρύψει ένα μυστικό<br />
και άλλες φορές το έτριβε με τόση μανία σαν να ήθελε<br />
να σβήσει κάτι. Το παρελθόν του ίσως; Ποιος ξέρει; Η<br />
Ναταλία σαν έμπειρη αστυνομικός θα το είχε ανακαλύψει<br />
αν δεν την είχε τυφλώσει ο έρωτας για τον συγκεκριμένο<br />
άτομο.<br />
Θα περνούσε αρκετός καιρός μέχρι να γίνουν αντιληπτά<br />
κάποια σημάδια από την Ναταλία. Άρχισαν να την<br />
ενοχλούν οι εκρήξεις θυμού του Αντώνη εάν καθυστερούσε<br />
λίγα λεπτά στο ραντεβού τους και η υπερβολική του<br />
ζήλια. Ακόμα και οι κινήσεις του με το κλειδί της έκαναν<br />
πια εντύπωση. Μία φορά που πλησίασε κοντά του για<br />
να το δει καλύτερα, ο Αντώνης την απομάκρυνε τόσο<br />
βίαια μακριά του που η Ναταλία έπεσε κάτω. Φοβήθηκε<br />
πολύ. Ο Αντώνης της ζήτησε συγγνώμη και εκείνη<br />
τον συγχώρησε γιατί τον αγαπούσε. “Όλοι έχουμε τις<br />
παραξενιές μας” σκέφτηκε.<br />
Κάποιο απόγευμα, την ώρα που ο Αντώνης αποχαιρετούσε<br />
την Ναταλία, του έπεσε το κλειδί χωρίς να το καταλάβει.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Η Ναταλία το είδε αλλά δεν του είπε τίποτα. Περίμενε<br />
να φύγει, μέχρι να το σηκώσει από το έδαφος. Ήθελε<br />
να το επεξεργαστεί καλύτερα από κοντά, να δει γιατί<br />
ήταν τόσο σημαντικό για τον Αντώνη. Ήταν ένα απλό<br />
κλειδί. Δεν ήταν κλειδί σπιτιού, ούτε αυτοκινήτου. Τι να<br />
ξεκλείδωνε αυτό το κλειδί; Ήταν περίεργη. Αποφάσισε<br />
να πάει στο σπίτι του Αντώνη. Ήξερε πως εκείνη την<br />
ώρα θα έλειπε ο ίδιος. Ήξερε επίσης πού έκρυβε το<br />
κλειδί της εξώπορτας του διαμερίσματος του.<br />
Όσο πλησίαζε στο σπίτι του Αντώνη, η καρδιά της<br />
χτυπούσε δυνατά. Τι θα έβρισκε εκεί; Τι έκρυβε τόσο<br />
καλά ο Αντώνης και σε ποιό σημείο; Και άλλες φορές η<br />
Ναταλία είχε επισκεφτεί το σπίτι του αγαπημένου της,<br />
αλλά δεν είχε δει κάτι περίεργο. Όταν έφτασε, άρχισε<br />
να ψάχνει το σπίτι. Πήγε σε όλα τα δωμάτια, μέχρι<br />
που κάποια σκαλοπάτια την οδήγησαν στη αποθήκη.<br />
Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο<br />
ψυγείο. Ήταν κλειδωμένο. Έβγαλε το κλειδί του Αντώνη<br />
από την τσάντα της και προσπάθησε να το βάλει στη<br />
κλειδαριά. Ταίριαζε απόλυτα και ξεκλείδωσε το ψυγείο.<br />
Έβαλε τις φωνές όταν αντίκρυσε αυτό που κρυβόταν<br />
μέσα στο ψυγείο.<br />
Ήταν το πτώμα μίας γυναίκας. Η γυναίκα είχε μακριά<br />
210 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 211
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
ξανθά μαλλιά, φορούσε ένα νυφικό και στο δάχτυλο<br />
της είχε μία βέρα. Στο καρπό της ήταν ζωγραφισμένο<br />
με αίμα το γράμμα Α. Ήταν μαχαιρωμένη στο μέρος<br />
της καρδιάς. Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο με πολλές<br />
χαρακιές που καθιστούσε αδύνατον την αναγνώριση<br />
του πτώματος. Έκλεισε με τρεμάμενο χέρι το ψυγείο,<br />
έσκυψε και έκανε εμετό. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.<br />
Ο άντρας που λάτρευε είχε δολοφονήσει μία γυναίκα.<br />
Της έλεγε “σε αγαπώ” και εκείνη τον πίστευε. Σκεφτόταν<br />
να περάσει την ζωή της μαζί του. Και τώρα τι θα έκανε;<br />
Έπρεπε να βγει από το σπίτι προτού να επιστρέψει ο<br />
Αντώνης.<br />
Δεν πρόλαβε όμως να φύγει. Ο Αντώνης είχε επιστρέψει,<br />
άκουσε τις φωνές της Ναταλίας και κατευθύνθηκε<br />
στη αποθήκη. Η Ναταλία τον είδε άξαφνα. Ο Αντώνης<br />
άρχισε να την χαστουκίζει, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις<br />
της. Όταν ξύπνησε, κοίταξε γύρω της. Προσπάθησε να<br />
σηκωθεί και τότε διαπίστωσε πως τα πόδια της ήταν<br />
δεμένα με αλυσίδα, δίπλα στο ψυγείο. Προσπάθησε<br />
να φτάσει στη πόρτα της αποθήκης σέρνοντας. Δεν τα<br />
κατάφερε. Άρχισε να φωνάζει τον Αντώνη. Ζητούσε<br />
βοήθεια. Δεν της απαντούσε κανείς. Πέρασαν ώρες,<br />
μέχρι να ακούσει την πόρτα της αποθήκης να ανοίγει.<br />
Ήταν ο Αντώνης που της έφερε φαγητό και νερό. Τότε<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
τον παρακάλεσε να την αφήσει να φύγει. Του υποσχέθηκε<br />
πως δεν θα μιλούσε πουθενά για ό,τι είχε δει. Ο Αντώνης<br />
δεν την πίστεψε. Φοβόταν πως θα τον κατέδιδε, αν την<br />
άφηνε να φύγει.<br />
Την πλησίασε και με δάκρυα στα μάτια της ζήτησε<br />
συγγνώμη. Δεν θα της έκανε κακό, την αγαπούσε πολύ.<br />
Έκατσε δίπλα της και άρχισε να της μιλάει. Της είπε για<br />
την νεκρή γυναίκα. Την έλεγαν Δανάη και ήταν πολύ<br />
όμορφη. Την αγαπούσε πολύ. Και αυτή τον αγαπούσε.<br />
Όλα άλλαξαν όταν της έκανε πρόταση γάμου. Αυτή του<br />
ζήτησε λίγο χρόνο για να το σκεφτεί. Τότε θόλωσε το<br />
μυαλό του. Ήθελε πολύ να την παντρευτεί και η άρνησή<br />
της τον θύμωσε πολύ. Έχασε την ψυχραιμία του. Πήρε<br />
ένα μαχαίρι από την κουζίνα και την μαχαίρωσε στη<br />
καρδιά. Ήθελε να την πονέσει όπως τον πόνεσε και αυτή.<br />
Την χαράκωσε γιατί δεν ήθελε να θυμάται το πρόσωπο<br />
που τον πλήγωσε. Έπειτα της φόρεσε το νυφικό και τη<br />
βέρα που είχε αγοράσει για αυτήν.<br />
Η Ναταλία έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα και έξυπνα τις<br />
επόμενες κινήσεις της. Χάρη στη δουλειά της, ήξερε<br />
πως έπρεπε να φερθεί σε άτομα όπως τον Αντώνη. Θα<br />
δραπέτευε από την αποθήκη, αν κέρδιζε την εμπιστοσύνη<br />
του. Αυτό έβαλε σαν στόχο, τις μέρες που ακολούθησαν.<br />
212 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 213
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Δύο φορές την μέρα, ο Αντώνης κατέβαινε στη αποθήκη.<br />
Τότε η Ναταλία του μιλούσε τρυφερά, του έλεγε πόσο<br />
πολύ τον αγαπούσε, πως ο φόνος που είχε διαπράξει δεν<br />
ήταν ικανός να χαλάσει την όμορφη σχέση που είχαν.<br />
Σιγά-σιγά ο Αντώνης μαλάκωνε. Άρχισε να φέρνει στη<br />
αποθήκη τα αγαπημένα της φαγητά και έτρωγαν μαζί.<br />
Το σχέδιο της Ναταλίας προχωρούσε κανονικά. Κάποια<br />
μέρα της έλυσε τα πόδια. “Δεν θέλω να σε πονάω” της<br />
είπε και αυτή τον γέμισε με φιλιά. Έπρεπε ο ίδιος να<br />
πιστέψει πως τον αγαπούσε αληθινά. Ακόμα και αν μέσα<br />
της τον μισούσε με όλη της την καρδιά.<br />
Είχε έρθει η στιγμή που η Ναταλία θα έβαζε σε εφαρμογή<br />
το δεύτερο μέρος του σχεδίου της. Το επόμενο μεσημέρι<br />
όταν ο Αντώνης κατέβηκε στη αποθήκη για να φάνε μαζί,<br />
η Ναταλία του ζήτησε ένα μπουκάλι κρασί. Άρχισαν να<br />
τρώνε και να πίνουν. Όταν ο ίδιος άρχισε να ζαλίζεται,<br />
η Ναταλία βρήκε την τέλεια ευκαιρία. Τον πλησίασε<br />
περισσότερο. Άρχισε να τον χαιδεύει και να τον φιλάει<br />
σε όλο το σώμα. Προσπάθησε να αντισταθεί ο Αντώνης,<br />
μα μάταια. Την ποθούσε τόσο. Έτσι, της έβγαλε γρήγορα<br />
τα ρούχα και της ψιθύρισε “σ΄αγαπώ”. Έκαναν έρωτα.<br />
Όταν τέλειωσαν, ο Αντώνης αποκοιμήθηκε στη αγκαλιά<br />
της. Με αργές και προσεκτικές κινήσεις, η Ναταλία<br />
σηκώθηκε άρπαξε τα κλειδιά από το παντελόνι του<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Αντώνη και βγήκε από την αποθήκη. Πριν να φύγει<br />
από το σπίτι, τηλεφώνησε στη αστυνομία. Έδωσε τα<br />
στοιχεία της, την διεύθυνση του σπιτιού όπου βρισκόταν<br />
και κατήγγειλε την δολοφονία που διέπραξε ο Αντώνης.<br />
Βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει. Τα μάτια της, συνηθισμένα<br />
στο σκοτάδι της αποθήκης, δεν άντεχαν τον δυνατό ήλιο<br />
και δάκρυζαν. Τα πόδια της ήταν αδύναμα από την<br />
αλυσίδα που ήταν δεμένα τόσες μέρες και πονούσαν.<br />
Μα αυτή συνέχιζε. Έπρεπε. Έπρεπε να ξεφύγει από<br />
τον εφιάλτη που ζούσε. Δεν τα κατάφερε. Ο Αντώνης<br />
ξύπνησε και οργισμένος για την απουσία της Ναταλίας,<br />
άρχισε να την αναζητάει στο δρόμο με ένα μαχαίρι.<br />
Τον είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Θα την<br />
σκότωνε μόλις την έβρισκε. Την βρήκε να πίνει νερό<br />
σε μία βρύση. Την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε<br />
πίσω στο σπίτι. Η Ναταλία ένοιωθε να πλησιάζει το<br />
τέλος. Πάλεψε μαζί του για να του αρπάξει το μαχαίρι.<br />
Ή θα την μαχαίρωνε ή θα τον μαχαίρωνε. Ο Αντώνης<br />
όμως ήταν πιο δυνατός από αυτήν. Την μαχαίρωσε στο<br />
πόδι. Η Ναταλία έκλαιγε και αυτός γελούσε. Μετά την<br />
μαχαιριά στο πόδι, ακολούθησε και άλλη, αυτή τη φορά<br />
στο χέρι.<br />
Πολύ σύντομα η Ναταλία θα ήταν νεκρή, αν δύο ένοπλοι<br />
αστυνομικοί δεν έμπαιναν στο σπίτι του Αντώνη. Του<br />
214 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 215
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
ζήτησαν να πετάξει το μαχαίρι και να παραδοθεί,<br />
αλλά αυτός αρνήθηκε. Προσπάθησε να επιτεθεί στους<br />
αστυνομικούς και τότε ένας από αυτούς τον πυροβόλησε<br />
στο στήθος. Πέθανε ακαριαία. Η Ναταλία μεταφέρθηκε<br />
στο νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες μέχρι<br />
να γίνει εντελώς καλά. Όταν τα τραύματά της έκλεισαν,<br />
επέστρεψε στη εργασία της και προσπάθησε να ξεχάσει<br />
όλη την περιπέτεια που έζησε.<br />
Μαίρη Κάντα<br />
<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 217<br />
216 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |
Η κάθαρση, είναι η<br />
επιλογή, σε κάθε της<br />
βιβλίο… Μια σοβαρή<br />
παρουσία στο χώρο της<br />
λογοτεχνίας, μια υπέροχη<br />
πένα, που καθηλώνει τους<br />
αναγνώστες… Η συγγραφή,<br />
είναι για εκείνη, Έρωτας!<br />
Ιωάννα Νοταρά. Την γνωρίζετε, οι περισσότεροι... Θα<br />
ξανατονίσω, τη σεμνή παρουσία της, στο facebook,<br />
-από εκεί τη γνωρίζω και εγώ, ελάχιστα βέβαια- αυτό<br />
εκλαμβάνω, πράγμα που εκτιμώ βαθύτατα σε ένα<br />
λογοτέχνη.<br />
Ποια είναι η Ιωάννα, των κοινωνικών βιβλίων; Οι<br />
«Χαμένες Αγάπες»… «Μια Συγνώμη για την Εύα»…<br />
Σε ποια ταξίδια του νου, οδηγούν τα βιβλία της;<br />
Τι θα εισπράξει ο αναγνώστης διαβάζοντάς την;<br />
Θα διαβάσετε τη συνέντευξη- Αλήθεια της Ιωάννας…<br />
Να τη γνωρίσετε καλύτερα, πίσω από τα βιβλία της..<br />
Βένη Παπαδημητρίου<br />
«Πριν επτά χρόνια<br />
παραιτήθηκα από γνωστό<br />
ελβετικό οίκο ρολογιών<br />
και κοσμημάτων όπου<br />
εργαζόμουν ως υπεύθυνη<br />
πωλήσεων για τριάντα<br />
χρόνια, για να ασχοληθώ<br />
αποκλειστικά με τη<br />
συγγραφή», λέει η Ιωάννα..<br />
Πράγματι, είναι σημαντικό για ένα συγγραφέα να έχει<br />
άπλετο χρόνο να εκφραστεί, να γράψει.. .<br />
«Χαμένες Αγάπες»<br />
«Οι Χαμένες Αγάπες, το πρώτο μου βιβλίο, είναι μια<br />
σύγχρονη κοινωνική περιπέτεια, όπως και τα δύο<br />
επόμενά μου βιβλία. Πρόκειται για δύο πολύ αγαπημένες<br />
φίλες, την Αλίκη και την Άννα. Έχουν<br />
μεγαλώσει μαζί παρά το ότι διαφέρουν<br />
κοινωνικά. Η Αλίκη είναι κόρη του<br />
πλούσιου επιχειρηματία Μανώλη<br />
Νικητάκη, ενώ η Άννα κόρη φτωχών<br />
βιοπαλαιστών. Οι γονείς της Άννας<br />
κόπιασαν και πέτυχαν να σπουδάσει η<br />
κόρη τους δικηγόρος. Εντελώς τυχαία<br />
και, μπορώ να το αποκαλύψω επειδή<br />
218 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 219
φαίνεται στην αρχή του βιβλίου, η Αλίκη ανακαλύπτει<br />
ότι είναι αδελφές. Αφού όμως η Άννα είναι ένα χρόνο<br />
μικρότερή της, τεκμηριώνεται ότι ο πατέρας της Αλίκης<br />
διατηρούσε ή διατηρεί ακόμη, σοβαρή παράλληλη σχέση<br />
με άλλη γυναίκα.<br />
Τότε θα ξεκινήσει μια συνταρακτική περιπέτεια ζωής,<br />
όπου οι ήρωες αδυνατώντας να διαχειριστούν τη νέα<br />
κατάσταση, θα εμπλακούν σταδιακά σε καταστάσεις<br />
πρωτόγνωρες γι’ αυτούς. Ναρκωτικά, εκβιασμοί,<br />
δολοφονίες και μια γυναίκα μυστήριο, η Δανάη Ιωάννου,<br />
θα κρατήσουν τον αναγνώστη σε υπερένταση έως την<br />
κάθαρση που είναι η επιλογή μου σε κάθε βιβλίο μου».<br />
- Σε εμπνέει η καθημερινότητα, που είναι σκληρή<br />
πια;<br />
- Φυσικά. Άλλωστε η σημερινή κοινωνία είναι πηγή<br />
πολλών ερεθισμάτων, αρκεί να τα εντοπίζεις και να τα<br />
αναλύεις»<br />
- Το αναγνωστικό κοινό, σε υποδέχθηκε με θέρμη;<br />
Είχαν πωλήσεις τα βιβλία σου;<br />
- Ναι, δεδομένης της κρίσης και του μεγάλου<br />
ανταγωνισμού στον κλάδο, είμαι πολύ ευχαριστημένη<br />
από την ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού και<br />
τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου.<br />
- Ποιες ώρες γράφεις; Όταν είσαι μόνη, όταν<br />
έχεις έμπνευση…<br />
- Γράφω όταν έχω έμπνευση. Είμαι μητέρα μεγάλου<br />
παιδιού, αλλά και γιαγιά πρόσφατα. Άρα έχω πια τον<br />
χρόνο να γράφω.<br />
- Τι είναι για σένα, η συγγραφή;<br />
- Η συγγραφή για μένα είναι ανάγκη και έρωτας...<br />
- Πως ένοιωσες, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο<br />
σου βιβλίο;<br />
- Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, νόμιζα ότι<br />
ζω ένα όνειρο, όμως το ίδιο συνέβη με το επόμενο και<br />
με το μεθεπόμενο… Νιώθω τόσο υπέροχα, όσο ένα πολύ<br />
γλυκό όνειρο.<br />
- Πως αντέδρασαν οι δικοί σου άνθρωποι,<br />
συγγενείς και φίλοι, όταν έμαθαν πως είσαι<br />
συγγραφέας πια..<br />
- Θα ξεκινήσω με τον γιό μου που είναι φανατικός<br />
αναγνώστης. Διδάσκει ευρωπαϊκή ιστορία στο<br />
πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Για μένα είναι η απόλυτη<br />
πληρωμή όταν διακρίνω στο βλέμμα του την υπερηφάνεια<br />
κάθε φορά που του δίνω το νέο μου βιβλίο. Οι συγγενείς<br />
και οι φίλοι ξαφνιάστηκαν όταν διάβασαν το πρώτο μου<br />
βιβλίο. Βρήκαν τόσα πολλά μέσα στις σελίδες τους που<br />
δεν γνώριζαν για μένα… Τώρα απλά με ρωτούν ποιο<br />
είναι το επόμενο θέμα που γράφω.<br />
220 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 221
- Κατά την άποψή σου, η κρίση θα βοηθήσει στο<br />
να αναδειχθεί το καλό βιβλίο; Έχει επηρεάσει<br />
τον κλάδο του βιβλίου;<br />
- Η κρίση πιστεύω ή καλύτερα ελπίζω, θα βοηθήσει το<br />
αντικειμενικά, όσο αυτό είναι δυνατόν, καλύτερο βιβλίο.<br />
Ωστόσο η κοινωνία είναι πολύ στριμωγμένη οικονομικά<br />
και έτσι είναι φυσικό να στερηθεί και το βιβλίο ή να<br />
καταλήγει, δικαίως, στον δανεισμό.<br />
- Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;<br />
- Συγγραφείς… πολλοί. Κατ’ αρχήν όλοι οι κλασσικοί,<br />
Έλληνες και ξένοι. Ο Καζαντζάκης, Λουντέμης,<br />
Σαμαράκης, Καραγάτσης, Ντοστογιέφσκι, Τόμας Μαν…<br />
τεράστια η λίστα! Αγαπώ πολύ τη σύγχρονη λογοτεχνία<br />
και ξεχωρίζω τον Αύγουστο Κορτώ, τον Αλέξη Σταμάτη,<br />
τον Άρη Σφακιανάκη… Η αστυνομική λογοτεχνία με<br />
συνεπαίρνει και ξεχωρίζω τον Τζο Νέσμπο. Θεωρώ ότι<br />
είναι ο βασιλιάς της αστυνομικής, σύγχρονης λογοτεχνίας.<br />
Επίσης τον Ντονάτο Καρίζι και την Καμίλλα Λαγκμπεργκ,<br />
στην αστυνομική λογοτεχνία πάντα. Επίσης ο Χαρούκι<br />
Μουρακάμι, βιβλία του οποίου δεν χάνω, είναι για μένα<br />
ένας μεγάλος συγγραφέας και στοχαστής. Τα θέματά<br />
του αφορούν τη σύγχρονη κοινωνία και με εκπλήσσει,<br />
εκτός από την εξαιρετική γραφή του, η οπτική του. Αν<br />
και Ιάπωνας, προσεγγίζει άψογα τις Ευρωπαϊκές και<br />
Αμερικάνικες ιδιαιτερότητες της εποχής που ζούμε.<br />
“Μια συγνώμη για την Εύα…” - Ύμνος στη<br />
Γυναίκα<br />
«Το τρίτο μου βιβλίο το Μια συγγνώμη για την Εύα,<br />
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ. Πρόκειται,<br />
κατά τη γνώμη μου, για έναν ύμνο στη γυναίκα. Πέρα<br />
από την ενδιαφέρουσα, γεμάτη από ανατροπές ιστορία,<br />
βλέπουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μια γυναίκα<br />
από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, προκειμένου<br />
να επικρατήσει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.<br />
Βλέπουμε τον αγώνα της για να διεκδικήσει την καριέρα<br />
της ως ψυχίατρος, τον έρωτα, την αγάπη αλλά και τη<br />
συγγνώμη. Βρίσκουμε επίσης μέσα από τους σχολαστικά<br />
αναλυμένους ψυχολογικά ήρωες, τις τραυματικές<br />
σχέσεις πατέρα και γιού, τη<br />
δύναμη της φιλίας, αλλά και<br />
τις αλλαγές των εποχών από<br />
το 1960 έως σήμερα, μέσα<br />
από τα μάτια της ηρωίδας<br />
Νικολέτας Δαβρή.<br />
-Να περιμένουμε κάτι<br />
καινούργιο από εσένα;<br />
Γράφεις, αυτή την περίοδο;<br />
Πως βλέπεις το μέλλον, θα<br />
γράφεις;<br />
- Αυτή την εποχή βρίσκομαι<br />
222 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 223
περίπου στο μέσον της επόμενής μου ιστορίας. Ναι,<br />
όσο βρίσκω θέματα που με εκπλήσσουν ή που με<br />
προβληματίζουν στην σύγχρονη εποχή που ζούμε, θα<br />
γράφω…<br />
Καλή επιτυχία στο νέο βιβλίο της Ιωάννας…<br />
Βένη Παπαδημητρίου<br />
(για το περιοδικό “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”)<br />
224 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 225
226 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | 6 <strong>Τεύχος</strong> | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 227
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Ο τσιγγάνος με την γαμψή μύτη”<br />
(γράφει η Μαίρη Μαργαρίτη)<br />
Όταν επέστρεψα στο τμήμα<br />
–και επέστρεψα όσο πιο<br />
γρήγορα γινόταν καθότι η<br />
υποτιθέμενη διάρρηξη που<br />
μ΄έβγαλε έξω νυχτιάτικα και<br />
μ΄ έσυρε ως την άλλη άκρη της<br />
επαρχιακής πόλης αποδείχτηκε πέρα για πέρα φάρσα -<br />
αντίκρισα ένα θέαμα άνευ προηγουμένου: Ο συνάδελφος<br />
αστυνόμος Κελάφης ήταν πεσμένος μπρούμυτα πάνω<br />
στο γραφείο του μέσα σε μια λίμνη αίματος. Άλλη λίμνη<br />
αίματος στο πάτωμα και πιτσιλιές στους προσκείμενους<br />
τοίχους. Οι άλλοι δυο που ήταν από πριν εκεί, ένας<br />
γεράκος που είχε έρθει να καταγγείλει μια κλοπή και<br />
μια γυναίκα που φαινόταν να τα έχει χαμένα και να έχει<br />
χάσει το δρόμο για το σπίτι της, είχαν παραμείνει στο<br />
τμήμα και μετά τον φόνο αλλά είχαν κολλήσει έντρομοι<br />
στον απέναντι τοίχο του δωματίου.<br />
Με απόλυτη ψυχραιμία έσπευσα στο τηλέφωνο<br />
για να συνεννοηθώ με τα κεντρικά για τη μεταφορά<br />
του πτώματος και τα συναφή. Έπειτα καθίσαμε και οι<br />
τρεις στην άλλη μεριά του δωματίου και περιμέναμε. Ο<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
θάνατος του αστυνόμου Κελάφη θα δραστηριοποιούσε<br />
τους πάντες. Εδώ στην επαρχιακή πόλη του ακριτικού<br />
νησιού δεν ήταν συνηθισμένοι σε δολοφονίες και<br />
μάλιστα αστυνομικών.<br />
Σε περίπου μια ώρα έφθασαν οι αρμόδιοι. Εξετάστηκε<br />
ο τόπος δολοφονίας, πάρθηκαν φωτογραφίες και λοιπά<br />
στοιχεία και το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο.<br />
Σειρά είχαν οι ανακρίσεις. Ο γεράκος κατέθεσε ότι<br />
γύρω στη μία και μισή τη νύχτα εισέβαλε στο τμήμα<br />
κάποιος άγνωστος που έμοιαζε να είναι τσιγγάνος και<br />
πλησίασε βιαστικά το γραφείο του Κελάφη. Μόλις ο<br />
άλλος έκανε να σηκώσει το κεφάλι, ο άγνωστος τον<br />
μαχαίρωσε με δύναμη τρεις φορές στην καρδιά και<br />
πάλι με γοργά βήματα και χωρίς να προλάβουν να<br />
αντιδράσουν στο παραμικρό οι παρόντες, πέρασε την<br />
εξώπορτα και χάθηκε μες το σκοτάδι. Το φονικό όπλο<br />
το πήρε μαζί του. Μάλιστα βρέθηκαν και ίχνη αίματος<br />
στο πάτωμα που μαρτυρούσαν τη διαδρομή του δράστη<br />
ως την εξώπορτα. Το περίεργο είναι ότι το τελευταίο<br />
ίχνος αίματος βρισκόταν πάνω στο κατώφλι και έξω<br />
από το τμήμα δεν υπήρχε το παραμικρό. Και ενώ την<br />
επομένη η γύρω του τμήματος περιοχή ερευνήθηκε<br />
εξονυχιστικά, δεν εντοπίστηκε ούτε το φονικό όπλο<br />
ούτε τίποτ ΄ άλλο που να μαρτυρά την ταυτότητα του<br />
228 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 229
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
δράστη ή την κατεύθυνση που πήρε φεύγοντας.<br />
Τα ίδια πάνω κάτω με τον γεράκο υποστήριξε και<br />
η γυναίκα, αν και δεν είχε νόημα να παρακολουθήσει<br />
κανείς με προσοχή τα λεγόμενά της. Αυτή η γυναίκα<br />
απ΄τη στιγμή που μπήκε στο τμήμα, φαινόταν να έχει<br />
ελάχιστη επαφή με το περιβάλλον. Τώρα με το σοκ που<br />
υπέστη απ΄το φονικό, η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί.<br />
Πάντως από τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων προέκυπτε<br />
ένα σίγουρο συμπέρασμα: ότι ο δράστης ήταν ή παρίστανε<br />
τον τσιγγάνο. Κάποιες πληροφορίες τις επιβεβαίωσα και<br />
εγώ στον αστυνόμο Πελαγρή που ανέλαβε την έρευνα.<br />
Όταν επέστρεφα εκείνη τη νύχτα, από μακριά είδα<br />
κάποιον να βγαίνει έξω από το τμήμα σχεδόν τρέχοντας.<br />
Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά μες το σκοτάδι αλλά η<br />
περιγραφή που έδωσαν οι δυο αυτόπτες για το ανάστημα,<br />
τα μαλλιά, την εξαιρετικά μεγάλη και γαμψή μύτη καθώς<br />
και το στυλ ντυσίματος του δράστη ταίριαζαν με αυτό<br />
που φευγαλέα είχα προλάβει να δω. Εγώ πάλι κλήθηκα<br />
να δώσω περαιτέρω πληροφορίες για το που είχα πάει<br />
εκείνο το βράδυ, ποιος μ΄ έστειλε, τι ακριβώς είπε και<br />
τα σχετικά.<br />
-Θεωρούμαι και εγώ ύποπτος; ρώτησα τον Πελαγρή<br />
χαριτολογώντας ενώ ήξερα τη διαδικασία σε αυτές τις<br />
περιπτώσεις. Ο Πελαγρής δεν έπιασε τον εύθυμο τόνο<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
που υπέκρυπτε το ερώτημα και συνέχισε βλοσυρός<br />
τις ερωτήσεις για την προφορική εντολή του Κελάφη<br />
να μεταβώ στην άλλη άκρη της πόλης, για την οποία<br />
ευτυχώς είχα μάρτυρες τους δυο παρόντες.<br />
Είχα την εντύπωση ότι ο Πελαγρής δεν πίστεψε<br />
στην ύπαρξη του τσιγγάνου δολοφόνου αλλά εξέταζε<br />
σοβαρά το ενδεχόμενο να είναι κάποιος απ΄ τους δυο<br />
αυτόπτες ο δράστης και ειδικά ο γεράκος που ίσως<br />
επινόησε αργότερα την ιστορία του τσιγγάνου. Την<br />
άλλη, τη γυναίκα, δεν την είχε ικανή ούτε για φόνο<br />
ούτε για αξιόπιστη μαρτυρία. Όπως την έκοβε με το<br />
μάτι του, το μυαλό της έπαιζε άσχημο παιχνίδι . Αυτά<br />
που τον προβλημάτιζαν ήταν τρία σημεία. Πρώτον, η<br />
γυναίκα είπε τα ίδια με τον γεράκο, αν και εξετάστηκε<br />
χωριστά. Άρα, δεν είχε ακούσει την ιστορία από τον<br />
προηγούμενο ώστε να την επαναλάβει ούτε φυσικά<br />
ήταν σε ψυχολογική και νοητική κατάσταση ανάλογη<br />
που να επινοήσει μία ιστορία. Άρα, έλεγε πράγματα<br />
που είχε δει. Δεύτερον, αν ήταν ένοχος ο γεράκος,<br />
δε θα παρέμεινε στο τμήμα αλλά θα είχε φροντίσει<br />
να απομακρυνθεί για ν΄ αποφύγει να εμπλακεί στην<br />
υπόθεση τουλάχιστον ως αυτόπτης μάρτυρας. Εξάλλου<br />
οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα έδειχναν καθαρά ότι<br />
ο δολοφόνος εξήλθε του κτηρίου. Τρίτον, εγώ ο ίδιος<br />
230 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 231
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
επιβεβαίωσα περίτρανα την ιστορία των άλλων δυο<br />
καθώς κατέθεσα ότι όντως είχα δει κάποιον άγνωστο<br />
να βγαίνει τρέχοντας απ΄ το τμήμα εκείνο το βράδυ.<br />
Δυστυχώς, δεν μπορούσα να ξέρω τι είχε συμβεί για<br />
να δώσω προσοχή προς τα που κινήθηκε ο άγνωστος<br />
ή αν κρατούσε κάποιο αντικείμενο στο χέρι του. Και<br />
οποιοσδήποτε τυχαίος διερχόμενος δε θα έδινε ιδιαίτερη<br />
σημασία στον άγνωστο θεωρώντας το φυσιολογικό να<br />
βγαίνει ένας άγνωστος νύχτα απ΄ το τμήμα. Άσε που<br />
εκείνο το βράδυ οι δρόμοι ήταν άδειοι, το κρύο ήταν<br />
ανυπόφορο. Οπότε ο Πελαγρής ήταν υποχρεωμένος να<br />
εξετάσει το ενδεχόμενο του άγνωστου τσιγγάνου ως<br />
την επικρατέστερη εκδοχή.<br />
Οι τσιγγάνοι βρίσκονταν περίπου ένα μήνα στην<br />
περιοχή. Είχαν καταλύσει σε ένα εγκαταλελειμμένο<br />
κτήμα στη δυτική πλευρά της πόλης. Από τις πρώτες<br />
μέρες της διαμονής τους είχαν διατυπωθεί από<br />
διάφορους ντόπιους παράπονα για τη συμπεριφορά<br />
τους, από διατάραξη κοινής ησυχίας μέχρι συμμετοχή<br />
σε διαρρήξεις. Ο αστυνόμος Κελάφης με τη συνδρομή<br />
της δημοτικής αρχής είχε βαλθεί ν’ απομακρύνει τους<br />
τσιγγάνους απ΄ την περιοχή, όχι τόσο επειδή τους<br />
θεωρούσε υπεύθυνους για παράνομες πράξεις αλλά γιατί<br />
πίστευε στην «πληθυσμιακή καθαρότητα» της πόλης.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Ο συχωρεμένος ο Κελάφης εφάρμοζε τη θεωρία της<br />
άριας φυλής τουλάχιστον στην περιοχή που αστυνόμευε<br />
και φυσικά ήταν πολύ πρόθυμος να συμβάλει και σε<br />
άλλων περιοχών την «εκκαθάριση». Ούτε βαλκάνιοι<br />
και λοιποί μετανάστες υπήρχαν στην επαρχιακή πόλη.<br />
Όλοι οδηγούνταν σε φυγή σε σύντομο χρονικό διάστημα<br />
μετά την άρνηση των ντόπιων να τους εξυπηρετήσουν<br />
στο παραμικρό.<br />
Οι απόψεις του Κελάφη περί ξενηλασίας είχαν<br />
περάσει και στον κόσμο. Πολλοί από τους κατοίκους<br />
μάλιστα ύστερα από μυστική συνεννόηση με τον<br />
αστυνόμο ερχόντουσαν στο τμήμα και κατήγγειλαν τους<br />
τσιγγάνους για διάφορα αδικήματα. Αυτά τα ήξερα από<br />
πρώτο χέρι και τα είπα στον Πελαγρή. Παρ’ ότι ήμουν<br />
νεοφερμένος, έξι μήνες τώρα, με μετάθεση στο νησί,<br />
είχαν υποπέσει στην αντίληψή μου πολλά περιστατικά.<br />
Ο ίδιος ο Κελάφης μου είχε πει ότι οι άνθρωποι που<br />
καταγγέλλουν τους τσιγγάνους για διάφορα , είναι<br />
μιλημένοι.<br />
-Εμένα προσωπικά, κύριε Πελαγρή, δε μου κάνει καμιά<br />
εντύπωση που κάποιος απ’ τους τσιγγάνους πήρε<br />
εκδίκηση από τον διώκτη τους! Και τάχιστα, βέβαια,<br />
εγώ προσωπικά, θα φροντίσω να μετατεθώ απ΄την<br />
περιοχή σας για να μην έχω την ίδια κατάληξη με τον<br />
232 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 233
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Κελάφη! πρόσθεσα με οργή. Γιατί εμένα έστελνε και<br />
τους μάζευα απ΄τον καταυλισμό για ανακρίσεις κτλ.<br />
Και μετά τους έπαιζε, όπως η γάτα με το ποντίκι, και<br />
από έλλειψη στοιχείων τους άφηνε απειλώντας τους<br />
πως την επόμενη φορά δε θα σταθούν τόσο τυχεροί.<br />
***<br />
Την επόμενη μέρα η είδηση της δολοφονίας του<br />
Κελάφη άπλωσε από στόμα σε στόμα και έπεσε σαν<br />
κεραυνός πάνω στην επαρχιακή πόλη που θρηνούσε<br />
τον χαμό ενός σημαίνοντος προσώπου. Το πλήθος<br />
εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με τους τσιγγάνους και<br />
απαίτησε την άμεση απομάκρυνσή τους. Ο Πελαγρής<br />
νωρίς το πρωί επισκέφτηκε τον καταυλισμό για έρευνα.<br />
Όπως περίμενα, δε βρήκε ούτε δράστη με μεγάλη γαμψή<br />
μύτη σύμφωνα με τις περιγραφές ούτε φονικό όπλο. Οι<br />
τσιγγάνοι δήλωσαν άγνοια για το συμβάν και πρόσθεσαν<br />
ότι, όπως πολλές φορές έχει συμβεί στο πρόσφατο<br />
παρελθόν, κατηγορούνταν άδικα για πράξεις άλλων.<br />
Απέφυγαν να δηλώσουν τη δυσαρέσκεια τους προς το<br />
πρόσωπο του νεκρού Κελάφη μήπως και ενισχύσουν<br />
τις υποψίες ότι κάποιος από τους δικούς τους είναι ο<br />
εκτελεστής.<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Το ζήτημα ήταν κάτι παραπάνω από την εξιχνίαση<br />
μιας δολοφονίας. Είχε εξελιχτεί άμεσα σε ένα μαζικό κύμα<br />
οργής εναντίον των ξένων που έβλαψαν έναν επιφανή<br />
ντόπιο. Το μίσος εκδηλωνόταν απροκάλυπτα πλέον.<br />
Αφενός οι ντόπιοι απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση<br />
των τσιγγάνων υπό την απειλή αυτοδικίας αφετέρου<br />
η έρευνα απαιτούσε την παρουσία των τσιγγάνων και<br />
κάπου εκεί στη μέση ο Πελαγρής σκυμμένος πάνω στο<br />
γραφείο του μελετούσε βεβιασμένα τις καταθέσεις και<br />
τα στοιχεία.<br />
Τους αυτόπτες μάρτυρες τους καλέσαμε άλλη μια<br />
φορά όπου επανέλαβαν αυτά που είχαν πει και την<br />
πρώτη με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Και εγώ ξανάδωσα<br />
κατάθεση. Ο Πελαγρής πίεζε και τους τρεις μας μήπως<br />
και θυμηθούμε κάτι που αρχικά μας είχε διαφύγει<br />
αλλά η μνήμη δεν είχε συγκρατήσει κάποιο επιπλέον<br />
στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει την έρευνα.<br />
Οι περιγραφές κατέληγαν σε έναν ανύπαρκτο, όπως<br />
αποδείχτηκε, τσιγγάνο με μεγάλη γαμψή μύτη.<br />
Ήταν καιρός, λοιπόν, να εγκαταλειφθεί προς ώρας<br />
τουλάχιστον αυτή η εκδοχή και να εξετάσουμε την<br />
περίπτωση να είχαμε δράστη κάποιον ντόπιο που για<br />
λόγους παραπλάνησης είχε μεταμφιεστεί σε τσιγγάνο.<br />
Αυτό το σενάριο θα προσκόμιζε πλήθος υποψηφίων<br />
234 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 235
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
δολοφόνων γιατί ο Κελάφης όσο φανατικούς υποστηρικτές<br />
είχε άλλο τόσο είχε και φανατικούς εχθρούς. Όλους<br />
αυτούς δηλαδή που δε συμμερίζονταν τις ρατσιστικές<br />
του διαθέσεις απέναντι στους ξένους. Αλλά και πάλι η<br />
διαφωνία αυτή ήταν ικανή να οπλίσει το χέρι του δράστη;<br />
Μάλλον απίθανο. Γι’ αυτό ο Πελαγρής σύντομα κατέληξε<br />
να σκαλίζει το παρελθόν του Κελάφη όπου ήλπιζε ότι<br />
θα ανακάλυπτε κάποιο μνησίκακο πρόσωπο από το<br />
παρελθόν που θα έμπαινε στον κόπο να τον εκδικηθεί<br />
ακόμη και μετά από πολλά χρόνια.<br />
Τελικά, ο Πελαγρής κατάφερε μέσες άκρες να μάθει<br />
- πιο πολύ σα φήμη παρά σα θετική πληροφορία - μια<br />
ιστορία που εξηγούσε το γιατί ο Κελάφης είχε αλλάξει<br />
το όνομά του πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια.<br />
Τότε ήταν πρωτοδιόριστος σε ένα χωριουδάκι της<br />
Βόρειας Ελλάδας. Λεγόταν Καλαφάτης τα χρόνια εκείνα.<br />
Είχε κρυφά ερωτικές σχέσεις με μια νεαρή κοπέλα.<br />
Η κοπέλα έμεινε έγκυος και εκείνος προσπαθούσε με<br />
κάθε τρόπο να αποσείσει την ευθύνη από πάνω του.<br />
Αφού απέτυχε να την πείσει να κάνει έκτρωση, άρχιζε<br />
να επιμένει στο ότι δεν ήταν δικό του το παιδί αλλά<br />
κάποιου άλλου. Κρατούσε στο χέρι έναν διακινητή<br />
ναρκωτικών και συμφώνησε μαζί του να τον γλιτώσει<br />
απ΄τις κατηγορίες, αν δεχόταν να αναγνωρίσει το παιδί<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
της νεαρής. Ταυτόχρονα, απειλούσε τη νεαρή ότι, αν<br />
δε συμφωνούσε να γίνουν έτσι τα πράγματα, θα τον<br />
ανάγκαζε να την εγκαταλείψει αβοήθητη. Η κοπέλα υπό<br />
την πίεση της κατάστασης και τον φόβο διαπόμπευσης<br />
της ίδιας και της οικογένειάς της στη μικρή κοινωνία του<br />
χωριού, επέλεξε το δρόμο της αυτοκτονίας. Σε σημείωμα<br />
εξηγούσε στην οικογένειά της τα καθέκαστα. Σε σύντομο<br />
χρονικό διάστημα η ιστορία μαθεύτηκε σ΄ όλο το χωριό<br />
και ο Καλαφάτης δεν μπορούσε να σταθεί. Τον κοίταζαν<br />
με απέχθεια, μουρμούριζαν στο πέρασμά του. Ήταν ο<br />
ηθικός αυτουργός ενός άδικου θανάτου. Το συντομότερο<br />
έφυγε από το χωριό και προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη<br />
του παρελθόντος με το ν΄αλλάξει το όνομα του.<br />
Ο Πελαγρής ήλπιζε ότι κάτι θα μπορούσε να βγει από<br />
αυτή την παλιά ιστορία και βάλθηκε να μάθει ονόματα<br />
και συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα.<br />
Στο μεταξύ συνέβη κάτι ανεπάντεχο. Οι δυο<br />
μάρτυρες, ο γεράκος και η γυναίκα εξαφανίστηκαν<br />
ταυτόχρονα. Ο γεράκος έμενε σ΄ένα νοικιασμένο δυάρι<br />
στα ανατολικά. Τη γυναίκα την είχε βάλει να μείνει<br />
προσωρινά ο Πελαγρής στο ξενοδοχείο «Ανεμώνα»<br />
υπό υποτυπώδη επιτήρηση, μιας και ακόμα δεν είχε<br />
διαπιστωθεί η ταυτότητά της. Δε θα έφευγαν χωρίς<br />
να ειδοποιήσουν την αστυνομία. Άρα, δεν έφυγαν με<br />
236 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 237
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
τη θέλησή τους. Ο Πελαγρής ξαφνιάστηκε με την<br />
είδηση. Προσπαθούσε να συνδυάσει στο μυαλό του<br />
τις πληροφορίες έχοντας την αίσθηση ότι το παιχνίδι<br />
παιζόταν μπρος στα μάτια του και έπρεπε να δράσει<br />
άμεσα.<br />
-Είναι προφανές ότι κάποιος τους εξαφάνισε φοβούμενος<br />
μια αποκάλυψη, είπε ο Πελαγρής.<br />
-Ίσως ο άγνωστος που είδα να βγαίνει από το αστυνομικό<br />
τμήμα! πέταξα εγώ.<br />
-Πρέπει να τους βρούμε πάση θυσία, ελπίζω ζωντανούς...<br />
Μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω και φοβήθηκαν να<br />
το πουν, πρόσθεσε ο Πελαγρής αγχωμένος.<br />
-Το σίγουρο είναι ότι ο δολοφόνος κινείται ακόμη στην<br />
περιοχή και καλύπτει τα ίχνη του, τον διαβεβαίωσα εγώ.<br />
Εγώ πάντως σε λίγο καιρό που θα έβγαινε η μετάθεσή<br />
μου, θα έφευγα από τούτο το άθλιο μέρος.<br />
Ο Πελαγρής έδωσε τις φωτογραφίες των μαρτύρων<br />
για να ενημερωθούν οι αστυνομικοί και όλοι ήταν<br />
σε επιφυλακή για τον εντοπισμό τους, ιδίως εκείνοι<br />
που διεξήγαγαν ελέγχους σε μέσα μεταφοράς. Ήταν<br />
σχεδόν απίθανο να βγουν απ΄ το νησί χωρίς να γίνουν<br />
αντιληπτοί. Ταυτόχρονα παρά τις ραγδαίες εξελίξεις<br />
στην υπόθεση, κανόνισε υπό το βάρος της λαϊκής οργής<br />
να απομακρυνθούν επιτέλους οι τσιγγάνοι απ΄την<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
περιοχή προς αποφυγή αντιποίνων γιατί οι ντόπιοι, αν<br />
και είχαν ακούσει για τον άγνωστο ένοχο, επέμεναν<br />
στην απομάκρυνση των τσιγγάνων και καταβάθος<br />
απογοητεύτηκαν που δεν αποδείχτηκαν αυτοί οι<br />
υπεύθυνοι της δολοφονίας.<br />
***<br />
Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρα μετάθεση από<br />
αυτόν τον καταραμένο τόπο με ήσυχη τη συνείδησή μου<br />
πλέον. Στην πρώτη ευκαιρία πήγα να δω τους δικούς<br />
μου στη νέα πόλη όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί. Τώρα<br />
και αυτοί ήταν πιο ήρεμοι σα να είχαν εκπληρώσει ένα<br />
χρέος που τους βάραινε καιρό. Τους είπα ότι θα δήλωνα<br />
παραίτηση απ΄το σώμα. Δεν έκανα γι΄αυτή τη δουλειά,<br />
ήταν εμφανές. Είχα προ καιρού αναγνωρίσει στον εαυτό<br />
μου μια έντονη ροπή προς τα καλλιτεχνικά πράγματα,<br />
όπως ακριβώς η αδερφή μου. Η εικόνα της είναι θολή στο<br />
μυαλό μου. Είχε πεθάνει νέα και σχεδόν δε θυμάμαι τη<br />
μορφή της. Από τους γονείς μου έμαθα τα περισσότερα<br />
γι΄αυτήν. Είδα και τους πίνακες που ζωγράφιζε. Στην<br />
εφηβεία μου έμαθα για την αυτοκτονία της και γι΄αυτόν<br />
τον Καλαφάτη και όλα όσα μου έκρυβαν όταν ήμουν<br />
παιδί. Και τότε ορκίστηκα ότι μια μέρα θα σταθώ εγώ<br />
238 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 239
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
ο νόμος που δεν τον άγγιξε τότε. Και το έκανα παρότι<br />
δυσκολεύτηκα γιατί είχε αλλάξει το όνομά του.<br />
Τρεις μαχαιριές στην καρδιά. Καμιά σκέψη, κανένας<br />
δισταγμός. Τον σκότωσα και έφυγα δίχως ίχνος ενοχής.<br />
Είχα σκεφτεί τόσο πολύ για τόσα πολλά χρόνια αυτή<br />
τη στιγμή που ένιωσα σα να την είχα ξαναζήσει την<br />
ώρα που πρώτη φορά τη ζούσα. Το μαχαίρι το έχτισα<br />
επιμελώς σ΄ ένα τοίχο σε σημείο που είχα διαλέξει τις<br />
προηγούμενες μέρες μαζί με τα λερωμένα μου ρούχα<br />
στην άλλη άκρη της πόλης όπου με πήγε η υποτιθέμενη<br />
νυχτερινή αποστολή.<br />
Γύρισα στο τμήμα γρήγορα. Εκεί με περίμεναν οι<br />
γονείς μου. Θυμάμαι ότι μόλις έκανα το τηλεφώνημα<br />
στα κεντρικά και καθίσαμε όλοι μαζί να περιμένουμε,<br />
πρότεινα εγώ να προσθέσουμε στην περιγραφή μας<br />
ότι ο δράστης είχε μεγάλη γαμψή μύτη γιατί είχε τύχει<br />
να πάω πολλές φορές στον καταυλισμό προηγουμένως<br />
και ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένας τσιγγάνος που να<br />
ταιριάζει στην περιγραφή ώστε να κατηγορηθεί άδικα.<br />
Και μετά που ξέθαψε ο Πελαγρής την ιστορία με την<br />
αυτοκτονία της νεαρής, φρόντισα άμεσα να εξαφανίσω<br />
τους γονείς μου που θεωρήθηκαν αγνοούμενοι και τους<br />
αναζητούσαν σε όλες τις εξόδους του νησιού. Όμως<br />
εκείνοι ταξίδευαν άνετα ανάμεσα στους τσιγγάνους<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
που διώχτηκαν απ΄την περιοχή άρον άρον, όπως είχα<br />
προβλέψει εξ αρχής ότι θα συμβεί.<br />
Γιατί φρόντισα προπάντων οι εχθροί του Κελάφη να<br />
είναι δικοί μου φίλοι. Γιατί φρόντισα ν’ αλλάξω επώνυμο<br />
πριν μπω στο σώμα και οι γονείς μου να παρουσιαστούν<br />
με αλλαγμένη εμφάνιση. Γιατί φρόντισα εκείνη τη νύχτα<br />
τα ίχνη απ’ το αίμα του μαχαιριού να φθάνουν ως το<br />
κατώφλι του τμήματος ώστε να μην ενοχοποιηθούν οι<br />
εντός. Να φορέσω πανωφόρι που να κρύβει τα ματωμένα<br />
ρούχα και να προσέξω μη με δει κανένας μέχρι να χωθώ<br />
στο αμάξι που είχα παρκάρει ακριβώς μπροστά στο<br />
τμήμα . Γιατί εν τέλει φρόντισα ο τσιγγάνος με τη γαμψή<br />
μύτη να μη συλληφθεί ποτέ...<br />
Μαίρη Μαργαρίτη<br />
240 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 241
Κάντε κλικ επάνω στην καρδιά για να<br />
διαβάσετε ή να κατεβάσετε την υπέροχη<br />
ιστορία που έγραψαν 15+1 blogger.<br />
242 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 243
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Mιας νύχτας όνειρο...”<br />
(Διήγημα Γιώργου Παυλίδη)<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
μερικοί αποξηραμένοι, αδιάφοροι για το πως χτυπά μια<br />
καρδιά.<br />
Φτάνω στο σπίτι σου Η ματιά μου κατρακυλά πάνω σου σαν καταρράκτης<br />
βραδιάτικα... Ψαράδικο από λαχτάρα. Ήξερες ότι θα ΄ρθω και όλα πάνω σου<br />
χωριό, αγκαλιάζει το μικρό τιμούν το πως μου αρέσεις, πως σε γνώρισα, πως σε<br />
κόλπο μερικά βήματα πιο θέλω.<br />
κάτω. Το ‘χες σκάσει για<br />
φθινοπωρινές διακοπές του Τα μαύρα σου μαλλιά χύνονται ελεύθερα στη πλάτη<br />
μεγάλου Σαββατοκύριακου, άδραξες κάποια χαμόγελα σου, οι ώμοι σου δεν τα σταματούν, περνάνε λίγο και<br />
της τύχης και τα κατάφερες. Ήρθες μόνη, άγνωστη στην πλάτη. Αφημένα στις μικρές τους ατέλειες ενός<br />
ανάμεσα σε άγνωστους να γεμίσεις μπαταρίες, να πρόχειρου χτενίσματος της τελευταίας στιγμής, με το<br />
γεμίσουν τα μάτια σου θάλασσα, να ανασάνεις γαλήνη... ασημόφως του φεγγαριού πίσω μου να παίζει ήδη κρυφτό<br />
μαζί τους.<br />
Οι γείτονες ή βλέπουν τηλεόραση ή έχουν πέσει για ύπνο.<br />
Με αμμοχάλικο οι δρόμοι, τα βήματα μου χάνονται στους Ένας ασημένιος κρίκος, από αυτούς τους μεγάλους,<br />
θορύβους της νύχτας, ένα σκυλί μονάχα με αλυχτά, θα τους λιτούς, κρέμεται στο κάθε σου αυτί στολίζοντας τα<br />
μύρισε τη λαχτάρα μου για σένα...<br />
“σ’ αγαπώ” που τόσες φορές σου έχω ψιθυρίσει φιλώντας<br />
τα. Κάθε φορά που τους βλέπω υποφέρω που δεν στους<br />
Ακούς τον σιγανό χτύπο στην πόρτα, και σε μισό λεπτό αγόρασα εγώ. Σου πάνε τόσο... ότι σου πάει το θέλω να<br />
- από εκείνα που πουλάνε το χρόνο τους στο άπειρο για είναι από μένα...<br />
να μας βασανίζουν - ανοίγεις.<br />
Παραφύλαγες ; Μ’ ένοιωσες ; έκτη αίσθηση θα το πουν<br />
Τα μάτια σου... σκούρες λίμνες απύθμενες... Του ώριμου<br />
244 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 245
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
κάστανου η σκούρα φλούδα σε τέλειο μείξη με το μαύρο<br />
σάλι ανάστερης νύχτας. Όπως στέκεσαι στην πόρτα<br />
και με κοιτάς βουτάω μέσα τους, χάνομαι στα βάθη<br />
τους, ξαναγεννιέμαι... Η ματιά σου πάνω μου, μία ήταν<br />
αρκετή, ο χρόνος σταμάτησε, τα ρολόγια μέσα μου πάνε<br />
πίσω, λυγερό παλληκάρι στέκομαι μπρος σου, νιός που<br />
λαχταρά να σε σφίξει στην αγκαλιά του.<br />
Δε φοράς κραγιόν, δε χρειάζεται... ή είναι τόσο διακριτικό<br />
που δεν το καταλαβαίνω; Στα χείλια σου εστιάζομαι για<br />
πολλές στιγμές, κρατιέμαι δύσκολα να μην τα κουρσέψω<br />
εκεί, στην μισάνοιχτη πόρτα.<br />
Τα χείλια σου... τα χω φιλήσει τρυφερά, τα ‘χω δαγκώσει<br />
με πάθους λύσσα, τα ‘χει ανοίξει η γλώσσα μου ψάχνοντας<br />
τη δικιά σου για να χορέψουν εκείνο το χορό που μας<br />
τρελαίνει, έχω κλείσει το κάθε ένα τους απαλά ανάμεσα<br />
στα δικά μου...<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
που τις στηρίζει, γύρω από το λαιμό σου, το κούμπωμα<br />
στο σβέρκο από πίσω δε φαίνεται. Εκεί που σε δαγκώνω<br />
μερικές φορές όταν σε έχω δικιά μου. Μεγάλες, μικρές<br />
πέτρες, σε κάθε σχήμα, κόκκινες οι περισσότερες με<br />
λίγες διάφανες χάντρες να τους προσθέτουν χάρη.<br />
Φλερτάρουν ξεδιάντροπα οι πέτρες με τα στήθια σου<br />
όπως πέφτουν στο ξώπλατο μαύρο μπλουζάκι που φοράς.<br />
Τα σκλήρυνε κι όλας κάποια πεθυμιά; τα λαχτάρησα<br />
τόσο!!<br />
Πως κρατιέμαι και δεν τα παίρνω στις φούχτες μου, εκεί<br />
στην μισάνοιχτη πόρτα... Να σκύψω, να τα ελευθερώσω,<br />
να τα τρυγήσω!! Δύσκολα κρατιέμαι!!<br />
Το εμπριμέ σου φουστάνι... Δεν προλαβαίνω όμως να<br />
αποτελειώσω την οπτική μου απόλαυση τώρα που είσαι<br />
πάλι μπρος μου, ένα θέαμα προσφορά που δε χορταίνω...<br />
Τα χείλια σου... ένας από τους χίλιους λόγους που κίνησα Μου πιάνεις το χέρι... Γίνεσαι όλη ένα βλέμμα υπόσχεση,<br />
να σε βρω...<br />
ένα βλέμμα λατρεία, ένα βλέμμα... βλέμμα ΣΟΥ, που<br />
καρφώνεται στα μάτια μου... Κλειδώνεις στα μάτια μου,<br />
Οι κόκκινες πέτρες ξεκινούν από την κόκκινη αλυσίδα<br />
κλειδώνω στα μάτια σου, ριγούμε και οι δυό, το νιώθω.<br />
246 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 247
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Δε μιλάς... με τραβάς απαλά προς τα μέσα... ακόμα και<br />
της πόρτας τη λαχτάρα να κλείσει πίσω μας θαρρώ πως<br />
νοιώθω...<br />
Τα μάτια σου με καλούν μέσα, το σώμα σου κυματίζει<br />
ανεπαίσθητα σε μία πρόσκληση που την ξέρω καλά.<br />
Σε έχω μάθει πια, όταν έχεις φιλήσει, έχεις χαϊδέψει, έχεις<br />
πάρει αυτό το κορμί χιλιοστό χιλιοστό προσκυνώντας<br />
κάθε του τρέμουλο, όταν το έχεις διεκδικήσει και το<br />
έχεις κερδίσει πόντο πόντο, όταν το έχεις ποτίσει με του<br />
πάθους σου τους χυμούς, με τον ιδρώτα σου, όταν του<br />
κορμιού σου το άρωμα ανάμικτο με το δικό του έγιναν<br />
θείο μύρο που σφράγισε κάθε του πόρο... ε, τότε έχεις<br />
μάθει την γλώσσα του, αποκωδικοποιείς κάθε του σήμα...<br />
Σου γελώ... Θέλω να με εμπιστευθείς, να αφεθείς σε<br />
μένα... Η πόρτα μισάνοιχτη μας κοιτά απορημένη, σε<br />
δυο τρεις αιωνιότητες μόνο όλα αυτά... αλλά ήδη βλέπω<br />
την απορία στο βλέμμα σου, δε θα μπω μέσα... τώρα το<br />
έχεις καταλάβει...<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
δεν κρατάνε πρώτους ρόλους στο σκηνικό που στήνω...<br />
θα απορούν και αυτά... αλλά δεν πειράζει... αυτή τη<br />
στιγμή άλλα έχω στο μυαλό μου... Και όχι, δε θα σε<br />
κάνω βορά στις γειτόνισσες που μπορεί να μας βλέπουν<br />
πίσω από κάποια γρίλια. Δε θα τους δώσουμε εμείς το<br />
θέμα του αυριανού κουτσομπολιού... Εξ’ άλλου το ότι<br />
είμαστε και οι δυό αναγνωρίσιμοι είναι το αίμα με το<br />
οποίο ποτίζουμε το μονοπάτι που χαράξαμε εδώ και<br />
χρόνια. Το δικό μας μονοπάτι...<br />
Γελάς... Δε λες τίποτα αλλά αυτό το αγαπημένο χαμόγελο<br />
με μία νότα απορίας και πονηριάς δε φεύγει από τα χείλια<br />
σου... Ξέρεις ότι κάτι μαγειρεύω... σε έχω συνηθίσει<br />
στο απρόοπτο... αφήνεσαι στα σχέδια μου χωρίς να<br />
ρωτάς. Η έκπληξη, η προσμονή του άγνωστου πάντα σου<br />
μεγαλώνει την τελική απόλαυση, λατρεύεις τα παιχνίδια<br />
μου, τις ιδέες μου...<br />
Πώς μου αρέσει να διαβάζω την επιδοκιμασία πάνω<br />
σου όταν καταλάβεις, την αποδοχή, τη συμμετοχή ή την<br />
διεκδίκηση ενός κυρίαρχου ρόλου στο τέλος...<br />
Τα χείλη μας τα νοιώθω παραπονεμένα... δεν έσμιξαν,<br />
Η κλειδαριά είχε από πίσω το κλειδί... Το παίρνεις<br />
248 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 249
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
και κλείνεις απαλά την πόρτα, μετά το θάβεις σε μία είχε τόσο δροσερό νερό σαν το κελαρυστό σου γέλιο δε<br />
τσέπη της εμπριμέ σου φούστας. Δε λες τίποτα... το χέρι θα στέρευε ποτέ!<br />
σου βρίσκει το δικό μου, κρύβεται στη φούχτα μου με<br />
σιγουριά, σαν πουλί που γύρισε επιτέλους στην φωλιά Τα δάχτυλα χωρίζουν καθώς περνάμε από δύο φωτισμένα<br />
του...<br />
σπίτια. Η ζηλιάρα φεγγαραχτίδα πανηγυρίζει, θυμώνω<br />
για μια στιγμή αλλά μετά ησυχασμένος γελώ καθώς το<br />
Μου κρατάς το χέρι και η ζηλιάρα η σελήνη πάνωθε μας χέρι σου με πιάνει αγκαζέ και γέρνεις τρυφερά πάνω<br />
στέλνει μια αχτίδα να προσπαθήσει να τρυπώσει στα μου. Το σύμπαν όλο γύρισε πάλι σε μένα.<br />
μπλεγμένα μας δάχτυλα. Δεν τα καταφέρνει, φέρνει<br />
συντροφιά κι άλλες αχτίδες, όμως συμβιβάζονται τελικά Πέντε βήματα ακόμα... το κορμί σου πάντα κρεμασμένο<br />
παίζοντας με τον ίσκιο που αφήνουμε πίσω μας στο στο μπράτσο μου, τα βήματα μας τα παίρνει η νύχτα για<br />
χωμάτινο μονοπάτι...<br />
ενθύμιο, τα αφήνει να παίξουν για λίγο το δικό τους ήχο<br />
πριν τα ενσωματώσει στη δικιά της μουσική... και αυτή<br />
Περάσαμε το ασβεστωμένο πηγάδι, σκεπαστό για τα η πονήρω η σελήνη από πάνω μας που όλα τα ξέρει και<br />
παιδιά, που κάποιες κοπελιές ακόμα το ρωτούν ρίχνοντας γελά...<br />
ένα μικρό βότσαλο στα κλεφτά, αν ξέρει απαντήσει να<br />
δώσει στα μυστικά τους, κοιτάζοντας κλεφτά γύρω μη Περάσαμε την εκκλησούλα του Άγιου Νικόλα, πάντα<br />
της κοροϊδέψει κανείς...<br />
φρεσκοβαμμένη, κάτασπρη με το μπλε καμπαναριό,<br />
πεντακάθαρη, να αντιφεγγίζει τις φεγγαραχτίδες που<br />
Το πηγάδι με το γλυφό νερό, άχρηστο εδώ και πολλά την αγκαλιάζουν και την προσπερνούν στοργικά.<br />
χρόνια, που κανείς δεν τόλμησε να το πειράξει, όλοι<br />
σέβονταν την ιστορία του. “Τριακόσια χρόνια και, Αφήσαμε πίσω μας τα αρμυρίκια και τους θάμνους να<br />
μνημείο το έχουν κάνει” μου έλεγες και γέλαγες... αν<br />
καλύπτουν την μάντρα του κυρ-Ανέστη, και εκεί σε έχω<br />
250 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 251
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
φιλήσει την άλλη φορά που ανταμώσαμε νυχτιάτικο, δικά μου σε δευτερόλεπτα. Σε πιάνω από το χέρι... σε<br />
θυμάσαι; Στο πρώτο μας ραντεβού σε αυτό το χωριό, κοιτώ... ξέρεις... τώρα νοιώθω πως ξέρεις...<br />
σκαστοί κι οι δυό, τότε που το ανακαλύπταμε ακόμα...<br />
Σιγά τα πρώτα βήματα... πιο γρήγορα μετά... τρέχουμε,<br />
Ο δρόμος τέλειωσε, τα πόδια βυθίζονται στην άμμο... γελάμε σαν μαθητούδια, πάντα πιασμένοι χέρι χέρι...<br />
Μπροστά μας η μεγάλη πλανεύτρα με μερικές βάρκες Η αμμουδιά νοτίζει κάτω από τα πόδια μας... πάμε<br />
δεμένες σε μία μικρή τσιμεντένια προβλήτα...<br />
παράλληλα τώρα με την άκρη της θάλασσας, τρέχουμε<br />
προς τον μεγάλο αμμόλοφο και κάτι αρμυρίκια πιό<br />
Άμμος κάτω μας, το φεγγάρι να μοιράζει απλόχερα πέρα...<br />
ασήμι στη θάλασσα μπροστά μας... Γυρνώ και σε φιλώ...<br />
Πως το κατάλαβες; με ξέρεις και συ... Τα χείλια μας - Τι κοιτάς ρε... ;<br />
μεταλλάχτηκαν σε κέρινα, λειώνουν... Το κορμί σου - Κοίτα φάση ρε... να εκεί, στη παραλία... ένας πουρός<br />
σφίγγεται επάνω μου... Σου χαϊδεύω τρυφερά τα μαλλιά, και μια κυρά τρέχουν στην άμμο !<br />
σου αρέσει αυτό, τα χέρια μου στο πρόσωπο σου, σε - Πλάκα κάνεις !<br />
πίνω ξανά...<br />
- Μα δε τους βλέπεις ; Κοντά μας πέρασαν όπως έτρεχαν!<br />
Λες να έβαψε για πλάκα ο τύπος το μαλλί γκριζόασπρο;<br />
Μετά σε αγκαλιάζω... λες και φοβάμαι μη σε πάρει Αλλά χωμένος μέσα στη βάρκα για να κάνεις τσιγάρο...<br />
κάποιο της νύχτας ξωτικό, δεν ξέρω τι παιχνίδια θέλει - Καλά, δε το πιστεύω... Κοίτα ρε... τρέχουν σιγά σιγα<br />
να μου παίξει αυτό το περίεργο φεγγάρι πάνω μας που πιασμένοι χεράκι χεράκι αλλά γελάνε λες και είναι τεκνά<br />
ασημώνει τον ντουνιά και γελάει...<br />
που κάνουν μαραθώνιο!! Και ο τύπος έχει και τα κιλά<br />
του, βαρέων βαρών... Τα είδα όλα σήμερα !!<br />
Σε αφήνω, βγάζω τα παπούτσια μου... δε χρειάζεται να - Έλα τώρα, τα πουρά θα κοιτάμε; έκανες το τσιγάρο<br />
σου πω τίποτα, τα δικά σου είναι πεταμένα δίπλα στα<br />
σου, πάμε να φύγουμε..<br />
252 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 253
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Και τρέχουμε... είδες τι γρήγορα που τρέχουμε; Kοιτώ τα<br />
μαλλιά σου τα πάντα μαύρα για μένα να ανεμίζουν όπως<br />
τα ανακατεύει η φόρα μας και το αγέρι από τη θάλασσα...<br />
Και κοιτώ τα σκούρα μάτια σου να φέγγουν με δικό τους<br />
φως, δανεισμένο από τον ήλιο που θα λάμψει αύριο, τους<br />
κρίκους να πιάνουν μια φεγγαραχτίδα αιχμάλωτη στα<br />
αυτιά σου και μετά να την αφήνουν... Ποια κούραση...<br />
ατσάλι στα πόδια, παιδιού καρδιά, δίπλα μου να σε έχω<br />
μονάχα...<br />
Έτσι μπράβο ! Μη μου αφήνεις το χέρι... Όσο δεν με<br />
αφήνεις δε καταλαβαίνω τίποτε άλλο από εσένα...<br />
Να εκεί στο λόφο θα σταματήσουμε... έχει ξερά αρμυρίκια<br />
τα είδα πριν που ερχόμουν... θα ανάψουμε φωτιά...<br />
μεγάλη φωτιά... και μετά θα δούμε τη θάλασσα, να<br />
βρούμε λίγο τις χαμένες ανάσες και να πέσουνε οι χτύποι<br />
της καρδιάς...<br />
Με κοιτάς απορημένη, μετά γελάς... Όλα τα κατάλαβες<br />
και λέξη δυνατά ας μην είπα... Τόσο πολύ πια διαβάζεις<br />
το γέλιο μου;<br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Ναι έχω σχέδια... η νύχτα άρχισε χωρίς εμάς... θα<br />
τελειώσει όμως με μας... Πολλά σχέδια... Έλα, λίγο<br />
ακόμα, μη γελάς, εντάξει, κουράγιο σε μένα δίνω !<br />
Φτάσαμε καπετάνισσα της καρδιάς μου! Να το κάστρο<br />
μας, το καράβι μας!! Αν θες σαλπάρουμε, διάλεξε<br />
καμπίνα! Για σένα τη καλύτερη, έχει πολλές, διάλεξε!!<br />
...Φαρδύ το κρεβάτι της μόνο!! Που ξέρεις, αν δεν αντέξω<br />
να περιμένω να γυρίσουμε, αν μας μεθύσει της νύχτας το<br />
κόκκινο κρασί και τα ξεχάσουμε όλα... ναι εδώ... δίπλα<br />
στη φωτιά... στη νοτισμένη άμμο!! Για αυτό διάλεξα<br />
να ξαποστάσουμε πίσω από τους αμμόλοφους που μας<br />
κρύβουν από αδιάκριτα μάτια...<br />
Εδώ, μαζί, όσο βαστά η νύχτα ! Όσο βαστούν τα όνειρα...<br />
Πριν βγει ο ήλιος και λυθούν τα μάγια, πριν ορμήσει<br />
πάλι ο χρόνος απρόσκλητος μέσα μας...<br />
Έλα ανάσα μου! Έλα!! Όσο αυτό το αλήτικο φεγγάρι<br />
ψηλά μάς κλείνει το μάτι!!<br />
Γιώργος Παυλίδης<br />
254 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 255
256 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 257
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
“Η μάσκα της Αλκμήνης”<br />
(Διήγημα Γιάννη Καμπύλη)<br />
Προχώρησε προς το χώρο<br />
των αποσκευών. Κοιτώντας<br />
επίμονα τους ιμάντες και πότε–<br />
πότε γύρω του, μην τυχόν και δει<br />
κάποιο προσφιλές του πρόσωπο,<br />
περίμενε να πάρει το δικό του<br />
σακ–βουαγιάζ. Δεν πέρασαν<br />
πέντε λεπτά, το φορτώθηκε στον<br />
ώμο του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.<br />
Μπήκε μέσα στο πρώτο ταξί που βρήκε ελεύθερο,<br />
κάθισε αναπαυτικά στο πίσω του κάθισμα και χωρίς να<br />
πει κουβέντα του οδηγού, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του<br />
σακακιού του ένα φάκελο. Έβγαλε έξω το περιεχόμενό<br />
του –ένα τσαλακωμένο, διπλωμένο χαρτί στα τέσσερα–<br />
και το ξαναδιάβασε για ακόμη μια φορά. «Αν θες να<br />
δεις το δημιουργό σου, θα παρευρεθεί στο παγκόσμιο<br />
συνέδριο των ολογραμμάτων την πρώτην και τη δευτέραν<br />
Απριλίου. Η συνάντηση θα ’ναι μοιραία».<br />
Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος και η αναγκαία<br />
αιτία, που ο Άϊκον έκανε αυτό το μακρινό ταξίδι, παρά<br />
το ότι γνώριζε, πως δε θα τον συναντούσε. Για μια<br />
στιγμή αναρωτήθηκε, για το ποιος μπορεί να ήταν ο<br />
αποστολέας αυτής της ανώνυμης επιστολής, μα παρά<br />
ταύτα πίστευε, πως είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου<br />
για να πραγματοποιηθεί αυτή η πολυπόθητη γι’ αυτόν<br />
συνάντηση.<br />
Σε λίγη ώρα το ταξί, που τον μετέφερε, σταμάτησε<br />
μπροστά στο μεγάλο και πλέον γνωστό ξενοδοχείο. Είχε<br />
τόσα να σκεφτεί και να τακτοποιήσει στο μυαλό του,<br />
προτού παραστεί αύριο στη συνεδριακή αίθουσα του εν<br />
λόγω ξενοδοχείου. Στη ρεσεψιόν υπήρχαν προγράμματα<br />
του συνεδρίου, πήρε ένα μαζί του και ανέβηκε στο<br />
δωμάτιο, που είχε κλείσει.<br />
Ο Νίκος θα μιλούσε –σύμφωνα με το πρόγραμμα–<br />
το απόγευμα της δεύτερης ημέρας, κάτι το οποίον ο<br />
Άϊκον το έμαθε πριν από λίγο. Ακούμπησε τα μπαγάζια<br />
του και μπήκε στο μπάνιο για να χαλαρώσει.<br />
Τυλιγμένος με το μπουρνούζι του κάλεσε τη ρεσεψιόν.<br />
Ζήτησε έναν ελληνικό καφέ και την «Εσπερινή».<br />
Χαζεύοντας την πόλη από το παράθυρο σκεφτόταν, πως<br />
θα μπορούσε να δει τα αξιοθέατα της πόλης, όταν ξαφνικά<br />
χτύπησε η πόρτα. Ήταν το γκρουμ, που του έφερε, ό,τι<br />
ζήτησε. Χαλάρωσε σε μια πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας την<br />
εφημερίδα. Η είδηση του συνεδρίου ήταν σε τρίστηλο.<br />
Καταλήγοντας η είδηση έγραφε πως «…τον καθηγητή<br />
Νίκο Εφευριάδη συνοδεύει ο μόνιμα τα τελευταία χρόνια<br />
ακόλουθός του Μπρέϊκ, ο οποίος…».<br />
258 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 259
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
– Πάλι αυτός! μουρμούρισε και το μουρμουρητό του<br />
έγινε κραυγή, όπως και τότε πριν από δεκατρία χρόνια.<br />
Ο Άϊκον και ο Μπρέϊκ ήταν παλιοί γνώριμοι. Είχαν<br />
γνωριστεί μια εβδομάδα μετά την κατασκευή του πρώτου<br />
(Άϊκον), όταν ο Νίκος είχε πάει σ’ ένα νησί της Μεσογείου,<br />
για να ξεκουραστεί. Ο Μπρέϊκ ήταν εκεί υπεύθυνος για<br />
να ξεκουράζει του πελάτες του ξενοδοχείου και δεν<br />
άργησε να αναπτυχθεί –τις λίγες ημέρες της παραμονής<br />
του καθηγητή εκεί– μια ιδιαίτερα φιλική σχέση μεταξύ<br />
τους.<br />
Φεύγοντας από το νησί κράτησαν επαφή και γρήγορα<br />
συναντήθηκαν στην Αθήνα. Συντόμως διαπίστωσαν, πως<br />
τους ένωνε –εκτός από το ξενικό τους όνομα– η δύναμη<br />
της φιλίας και έτσι αποφάσισαν να συνεταιριστούν.<br />
Δημιούργησαν μια εταιρεία cetering με σκοπό να<br />
προσφέρουν κέφι, χαρά και απόλαυση στον κόσμο. Οι<br />
δουλειές τους πήγαιναν καλά, έως ότου εμφανίστηκε<br />
ανάμεσά τους η Αλκμήνη.<br />
Μελαγχόλησε. Το παρελθόν πάντα τον μελαγχολούσε,<br />
γι’ αυτό και δεν ήθελε να το σκέφτεται, μα πολλές φορές<br />
τα γεγονότα είναι στυγνά, αμείλικτα και αδυσώπητα,<br />
όπως και τώρα. Άφησε την εφημερίδα του να πέσει<br />
κατάχαμα και διώχνοντας μακριά το παρελθόν του,<br />
ντύθηκε μποέμικα και βγήκε έξω για να απολαύσει τη<br />
νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Είχε άλλωστε ακούσει τόσα<br />
και τόσα να λέγονται γι’ αυτήν και ήθελε να ζήσει τούτο<br />
το παραμύθι.<br />
Χωρίς να έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα και<br />
προορισμό, άφησε τα βήματά του να τον οδηγήσουν εκεί,<br />
που αυτά το επιθυμούσαν. Φτάνοντας στο Μοναστηράκι<br />
παρατηρούσε τα πεζοδρόμια να σφύζουν από ζωή και<br />
ζωντάνια. Τράβηξε την ανηφόρα και έφτασε μπροστά σ’<br />
ένα στενάκι κάτω από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως.<br />
Το προσπέρασε και ανέβηκε πιο κάτω τα ξεπλυμένα και<br />
κάπως απότομα σκαλοπάτια του παρακάτω σοκακιού.<br />
Σταμάτησε μπροστά σε ένα κεφαλόσκαλο λίγο να<br />
ξεκουραστεί. O γάτος που νιαούρισε πιο πέρα, του<br />
τράβηξε την προσοχή και έδειξε ασυναίσθητα γι’ αυτόν<br />
κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ζωντανό τεντώθηκε,<br />
ξανανιαούρισε βαριεστημένα και χώθηκε μέσα σε μια<br />
πόρτα, που δε φαινόταν πως υπήρχε. Του κέντρισε την<br />
περιέργεια και τον ακολούθησε αμήχανος, βρέθηκε<br />
μέσα σε μια χαμηλοτάβανη ταβέρνα, που, αν και άδεια<br />
εκείνη την ώρα, ήταν γεμάτη από χαμόγελα και κεφάτα<br />
πρόσωπα. Και σ’ όλα υπήρχε από κάτω ένα όνομα:<br />
Μάρκος.<br />
Το περιβάλλον της ταβέρνας ήταν λίγο περίεργο<br />
και μια ακαθόριστη και δύσοσμη μυρωδιά κέντρισε τα<br />
ρουθούνια του. O Μάρκος –ένας αδύνατος και ξερακιανός<br />
γεράκος, που σίγουρα είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα<br />
260 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 261
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
εβδομήντα– τον πλησίασε, τον χτύπησε φιλικά στην<br />
πλάτη και του είπε:<br />
– Κάθισε παλικάρι μου όπου θες, όλα τα τραπέζια είναι<br />
δικά σου!<br />
Το χνώτο του μύριζε και πριν προλάβει να αρθρώσει<br />
κουβέντα, ο Μάρκος συνέχισε στο ίδιο τέμπο:<br />
– O Βάγγος σ’ έστειλε;<br />
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δίχως να το καταλάβει<br />
κι ο κάπελας του σφύριξε στο αυτί σαν οχιά.<br />
– Κρασάκι;<br />
Κάθισε στο γωνιακό κι απόμερο τραπεζάκι δίπλα από<br />
το παράθυρο και σκεφτόταν, τι να παραγγείλει. Λες και<br />
κατάλαβε τη σκέψη του ο ταβερνιάρης, του χαμογέλασε.<br />
Τα μαυρισμένα δόντια του τού έφεραν μιαν κάποια<br />
απέχθεια και πριν του απαντήσει, είπε:<br />
– Θα σου φέρω εγώ κι αν δεν μείνεις ευχαριστημένος,<br />
δε θα με πληρώσεις και γύρισε την πλάτη του προς την<br />
κουζίνα.<br />
Η ματιά του Άϊκον περιπλανήθηκε μέσα στην<br />
ταβέρνα, λες και έψαχνε να βρει κάτι που είχε χάσει, ή<br />
σαν να ζητούσε κομμάτια του παρελθόντος του κρυμμένα<br />
πίσω από τις κάνουλες των βαρελιών, που στόλιζαν τη<br />
μια πλευρά του τοίχου. Ξανάκουσε το νιαούρισμα του<br />
γάτου και έστρεψε προς αυτόν την προσοχή του. Είχε<br />
κουλουριαστεί παράμερα πάνω σε μια τσαλακωμένη<br />
εφημερίδα και μασουλούσε κάτι απομεινάρια φαγητού,<br />
που είχε ξεκλέψει από το διπλανό τραπέζι. Έσκυψε<br />
να του χαϊδέψει το χνουδωτό, ασπρόμαυρο τρίχωμά<br />
του και τότε είδε το τρίστηλο άρθρο της «Εσπερινής».<br />
Έφερε ξανά στο νου του την Αλκμήνη.<br />
«Για μια γυναίκα τόσος πόνος!», αναλογίστηκε<br />
σκεπτόμενος και πάλι τα παλιά. Η Αλκμήνη άρεσε και<br />
στους δύο φίλους, χωρίς όμως να έχει δείξει σε κάποιον<br />
την ιδιαίτερη προτίμησή της. Κι όταν φανέρωσε ο ένας<br />
στο άλλον αυτές τις μύχιες σκέψεις τους –κατά διαβολική<br />
θες σύμπτωση στην ταβέρνα του Μάρκου πίνοντας από<br />
τα βαρέλια του– η σχέση τους τσουγκρίστηκε σαν τα<br />
ποτήρια τους και το μεθυστικό κρασί του Μάρκου δεν<br />
άργησε να γίνει όξος και χολή. Η επιχείρηση πήγαινε<br />
καλά και χάριν αυτής είπε ο Άϊκον να δώσει τόπο στην<br />
οργή και έφυγε για το εξωτερικό. Αυτή ήταν η επίσημη και<br />
αιτιολογημένη εξήγηση, που παρουσίασε στο συνέταιρό<br />
του, μα κατά βάθος άλλος ήτανε ο λόγος: η αναχώρηση<br />
της Αλκμήνης για την Αμερική.<br />
– Το κρασάκι σου, του είπε ο Μάρκος διώχνοντας μακριά<br />
τις σκέψεις τους. Έρχονται και τα ορεκτικά… συνέχισε<br />
και χτυπώντας τον στην πλάτη κάθισε στο τραπέζι του.<br />
Μην παίρνοντας όμως απάντηση από τον περίεργο και<br />
σχεδόν αμίλητο θαμώνα του, συνέχισε με ανακριτικό<br />
κάπως ύφος: Μα σα να σε ξέρω… Έχεις ξανάρθει; και<br />
262 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 263
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
γέμισε και το δικό του το ποτήρι.<br />
– Πρώτη φορά έρχομαι και, όπως είπες πριν από λίγο,<br />
συστημένος, του απάντησε κάπως ενοχλημένος.<br />
Ο γάτος ξανανιαούρισε.<br />
– Τον έχεις χρόνια; τον ρώτησε περιμένοντας η απάντησή<br />
του να είναι αρνητική και θέλοντας έτσι να αλλάξει και το<br />
θέμα της συζήτησης μαζί του. Ο Μάρκος τσούγκρισε τα<br />
ποτήρια τους και του είπε με μια πικρή και υποβόσκουσα<br />
μελαγχολία.<br />
– Πριν δέκα χρόνια είχε έρθει εδώ για φαγητό μια<br />
ελληνοαμερικάνα συστημένη κι αυτή όπως κι εσύ από<br />
το Βάγγο. Φεύγοντας όμως ξέχασε εδώ τούτο το γατί,<br />
που τότε ήτανε μικράκι. Το κράτησα, με την ελπίδα πως<br />
θα γυρνούσε να το πάρει, μα που· ακόμα την περιμένω.<br />
Είχε να δεις και ένα περίεργο όνομα και για να μην την<br />
ξεχάσω, βάφτισα έτσι το γατί της. Θέλησε τότε να τον<br />
ρωτήσει, ποιο ήτανε το όνομά του, μα πριν προλάβει,<br />
ο Μάρκος μονολόγησε:<br />
– Ακούς εκεί όνομα Αλκμήνη!<br />
O Άϊκον ξεροκατάπιε το σάλιο του κι έβρεξε τα χείλη<br />
του με το κρασί του Μάρκου. Του φάνηκε να είναι πικρό<br />
σαν κώνειο, μα το άκουσμα του γυναικείου ονόματος<br />
τον μέθυσε σαν αγιορείτικο κρασί και η λαχτάρα του γι’<br />
αυτήν φούντωσε σαν τρικυμιασμένο κύμα. Το τραγούδι<br />
του γάτου γαλήνεψε κάπως την ψυχή του και τα χείλη<br />
του πλανήθηκαν πάνω στο ποτήρι, σα να φιλούσε τα<br />
κερασένια και παρθένα χείλη της, που ποτέ ως τώρα<br />
δεν είχε καν γευτεί. Η ματιά του ταξίδευε σα μοναχικό<br />
πλοίο στον απέραντο ωκεανό και οι γκρίζες ανταύγειες<br />
των κυματισμών της παιχνίδιζαν και ακροβατούσαν<br />
σαν όνειρο, που είχε δει κάποτε και δε μπορούσε να το<br />
εξηγήσει. O ταβερνιάρης τον κοιτούσε χαϊλωμένος.<br />
– Πάω να φέρω τους μεζέδες, είπε ξαφνικά και έφυγε<br />
μαζί με την ποδιά του.<br />
Το γραμμόφωνο έπαιζε το ίδιο –όπως και τότε που<br />
τα τσούγκρισε με το συνέταιρό του– τραγούδι, ένα<br />
πονεμένο βαλσάκι μιας άλλης νοσταλγικής εποχής. Το<br />
νιαούρισμα της Αλκμήνης βρήκε τον Άϊκον στα σκαλιά<br />
του καπηλειού και τη φωνή του κάπελα να βρίζει.<br />
Η νύχτα ήταν εφιαλτική, ο Άϊκον στριφογύριζε στο<br />
κρεβάτι του δίχως να μπορεί να κλείσει τα μάτια του.<br />
Τα φώτα του δρόμου έμπαιναν απρόσκλητα μέσα από<br />
το παράθυρό του και φώτιζαν το παρελθόν, που τόσο<br />
ήθελε να ξεχάσει.<br />
Ήρθε στο νου του εκείνο το λαμπερό και<br />
φωταγωγημένο βράδυ, τη χρονιά που γνώρισε<br />
την Αλκμήνη. Ήταν Αποκριές και το πάρτι των<br />
μεταμφιεσμένων βρισκότανε στο φόρτε του. Ο Άϊκον<br />
ήτανε ντυμένος πειρατής κι έψαχνε να βρει μέσα στη<br />
σάλα, ποια γλυκιά, θελκτική, γυναικεία παρουσία θα<br />
264 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 265
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
κούρσευε απόψε και θα γίνονταν σκλάβα κάτω από το<br />
γυαλιστερό σπαθί του. Έπινε όρθιος κοντά στο τζάκι<br />
και η ματιά του γυρνούσε διαρκώς σα φάρος, όταν<br />
ξαφνικά σβήσανε τα φώτα.<br />
– Διακοπή, είναι διακοπή, ακούστηκε από το βάθος της<br />
σάλας μία νευρώδης και σφριγηλή φωνή. Και πριν πάψει<br />
να φωνάζει, τα φώτα άρχισαν σιγά–σιγά να ξανάβουν.<br />
Παρατήρησε τότε, πως δεν ήταν μόνος του. Στην<br />
αγκαλιά του σπαθιού του είχε λουφάξει μια θηλυκή,<br />
αιθέρια κι αέρινη ύπαρξη ντυμένη με μια ασπρόμαυρη<br />
στολή γατούλας.<br />
– Νιάου, του είπε, όταν συνήλθε από την έκπληξη. Όλο<br />
το βράδυ χόρευε ο πειρατής με τη γατούλα, χωρίς όμως<br />
να μπορέσει να μάθει –παρά την έντονη κι επίμονη<br />
προσπάθειά του– το όνομά της.<br />
Είχε ξημερώσει πια, η σάλα άδειαζε και η γατούλα –<br />
κουρασμένη, αλλά χαρούμενη από τούτη την αποκριάτικη<br />
μασκαρεμένη νύχτα– καλημέρισε τον πειρατή της με<br />
ένα παρατεταμένο νιαούρισμα. Προτού χωρίσουν, της<br />
είπε.<br />
– Αν ποτέ επιθυμήσεις τα πλούτη ενός πειρατή,<br />
τηλεφώνησέ μου και της έδωσε την κάρτα του. Τον<br />
φίλησε στο στόμα και πριν χαθεί μέσα στον κουρνιαχτό<br />
του δρόμου, του είπε.<br />
– Με λένε Αλκμήνη.<br />
Τα μάτια του είχαν βαρύνει κι ο πρωινός ήλιος διόλου<br />
ενοχλούσε το Μορφέα να κατασκηνώσει στα βλέφαρα<br />
του Άϊκον. Τον ξύπνησε η αφύπνιση του ξενοδοχείου.<br />
Οι εργασίες της πρώτης ημέρας του συνεδρίου του<br />
φάνηκαν ανούσιες έως και αδιάφορες. O νους του γύριζε<br />
συνεχώς στην αυριανή επικείμενη –σύμφωνα με το<br />
πρόγραμμα και το ανώνυμο σημείωμα– συνάντηση με<br />
το δημιουργό του. Τι ήταν αυτό, που τον ώθησε να τον<br />
κατασκευάσει και σε τι απέβλεπε με τούτη δω την κίνησή<br />
του; Γιατί δεν ήθελε να συναντηθεί με το δημιούργημά<br />
του –σύμφωνα με τις προδιαγραφές της δημιουργίας<br />
του– και τι ήταν αυτό, που ίσως του έκρυβε επιμελώς;<br />
Το συνέδριο κυλούσε αργά και βασανιστικά γι’<br />
αυτόν και προσπαθώντας να βρει απαντήσεις σε αυτά<br />
τα ερωτήματα, το μόνο που κατάφερε ήταν να ζαλιστεί<br />
και βγήκε για λίγο έξω, για να αναπνεύσει φρέσκο και<br />
καθαρό αέρα και να νοιώσει κάπως καλύτερα.<br />
Ήταν και τα χθεσινά γεγονότα της «Εσπερινής» και<br />
της Αλκμήνης, που τον είχαν συνταράξει. Ποτέ του δε<br />
θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια απροσδόκητη και<br />
περίεργη εξέλιξη, εξέλιξη που θα τον έφερνε και πάλι<br />
πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν, που γνώριζε κάποτε<br />
κι ένοιωσε, πως βρήκε το δεύτερό του εαυτό και για<br />
χάρη του στερήθηκε την ηδονή της σάρκας αυτής, που<br />
αγάπησε και –περιέργως πως– μ’ εκείνον, που του έδωσε<br />
266 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 267
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
πνοή και σάρκα, τον κατασκευαστή του. Δυο αντίθετα<br />
κι ανάμεικτα συναισθήματα διακατείχαν την ψυχή του<br />
και μη μπορώντας να πνίξει το ένα από τα δύο ή και<br />
τα δυο μαζί ταυτόχρονα, έπρεπε να βρει μια κάποιαν<br />
άλλη διέξοδο. Η φυγή του από το ξενοδοχείο θα ήταν<br />
γι’ αυτόν μια κάποια λύση.<br />
Το Σύνταγμα δεν ήταν μακριά, αγόρασε από έναν<br />
μικροπωλητή δύο κουλούρια –δεν έφαγε και πρωινό– και<br />
άρχισε να χαζεύει τους ευζώνους –έτυχε και πάνω στην<br />
αλλαγή φρουράς– και τα πολυάριθμα περιστέρια, που<br />
φτεροκοπούσαν φοβισμένα από τον ήχο των τσαρουχιών<br />
και τα προστάγματα. Έβαλε το ένα κουλούρι στο στόμα<br />
του και το σουσάμι που έπεσε στο πλακόστρωτο, έφερε<br />
στα πόδια του μερικά περιστέρια. Άρχισε τότε πρόσχαρος<br />
να τα ταΐζει, τα περιστέρια πλήθαιναν χωρίς πια να<br />
ενοχλούνται από τους φουστανελάδες και τις λόγχες.<br />
Ένα απ’ αυτά κάθισε στον ώμο του σαν παράσημο,<br />
που ίσως όμως να μην το άξιζε. Αδιαφορώντας για τους<br />
γύρω του συνέχισε να ρίχνει τροφή στα πουλιά και οι<br />
περιδιαβαίνοντες –ιδίως οι τουρίστες– τον χάζευαν,<br />
όπως χάζευαν και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.<br />
Μια σαραντάρα γυναίκα κοντά στο δρόμο τον<br />
φωτογράφιζε από μακριά. Καταλαβαίνοντας την<br />
αστραπή του φλας, σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος<br />
της. Νόμισε, πως τούτη η γυναίκα, που του γυρνούσε<br />
εκείνη τη στιγμή την πλάτη, πως ήταν η Αλκμήνη.<br />
Ανασηκώθηκε να πάει προς το μέρος της, μα<br />
η φιγούρα της χάθηκε μέσα σε ένα διπλωματικό<br />
αυτοκίνητο, που ανάπτυσσε ταχύτητα. Πήρε το δρόμο<br />
της επιστροφής βουβός.<br />
Οι απογευματινές εργασίες του συνεδρίου θα είχαν<br />
ήδη αρχίσει. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, μία περίεργη<br />
ανησυχία άρχισε να τον διακατέχει. Το πέρας των<br />
εργασιών της πρώτης μέρας του συνεδρίου θα ήταν γι’<br />
αυτόν μια κάποια λύτρωση.<br />
Μπήκε και πάλι μέσα στη μεγάλη συνεδριακή<br />
αίθουσα του ξενοδοχείου λίγο πριν ξεκινήσει ο τελευταίος<br />
ομιλητής. O διευθύνων τις εργασίες του συνεδρίου<br />
διάβαζε εκείνη τη στιγμή το ακόλουθο τηλεγράφημα:<br />
– Η πτήση 348 από το Μόναχο για την Αθήνα μέσω<br />
Ρώμης δε θα προσγειωθεί στις 18.40 στο Ελευθέριος<br />
Βενιζέλος λόγω πτώσης του αεροσκάφους. Τα αίτια<br />
της πτώσης ερευνώνται από τις ιταλικές αρχές… και<br />
συνέχισε δια ζώσης: Έχω να σας ανακοινώσω, αγαπητοί<br />
σύνεδροι, πως του συγκεκριμένου αεροσκάφους<br />
επέβαινε και ο καθηγητής Νίκος Εφευριάδης μετά του<br />
μονίμου ακολούθου του Μπρέϊκ, η προγραμματισμένη<br />
ομιλία του για αύριο ακυρώνεται, καθώς επίσης υπάρχει<br />
σκέψη να…<br />
Στο άκουσμα αυτής της είδησης δεν ήξερε, αν<br />
268 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 269
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
έπρεπε να χαρεί ή να πονέσει. Μια περίεργη συγκινησιακή<br />
φόρτιση –χαρμολύπη, όπως έλεγε κι ένας φίλος του–<br />
τον κυρίευσε και η αγωνία που ένοιωθε τις τελευταίες<br />
ώρες, έσβησε σαν άκαπνος καπνός. Η ιδέα πως δε θα<br />
ξανάβλεπε ποτέ πια το Μπρέϊκ, τον ανακούφισε και τον<br />
ηρέμησε, η σκέψη όμως ότι πλέον δε θα έβλεπε –ούτε<br />
και ως δια μαγείας– το δημιουργό του, τον συγκλόνισε.<br />
Γύρισε την πλάτη του στην εισήγηση του τελευταίου<br />
ομιλητή. Οι λέξεις του πέφτανε πάνω του σαν παγωμένη<br />
βροχή, ένα νιαούρισμα συντρόφευε τα γρήγορα βήματά<br />
του. Βγήκε στο φωτισμένο σκοτάδι του απόβραδου<br />
και το άφησε να τον τυλίξει σα μια κόκκινη χλαμύδα<br />
άλλης εποχής. Την ακολούθησε χωρίς να ξέρει, που<br />
τον πηγαίνει. Το διάβα του τον έφερε στο καπηλειό του<br />
Μάρκου. Εκεί τον περίμενε η Αλκμήνη…<br />
Η μικρή πόρτα ήτανε και πάλι κλειστή, σα να ’ταν<br />
σφραγισμένη από μέσα. Το γιασεμί και το νυχτολούλουδο<br />
μέσα σε μεγάλες γλάστρες μπροστά στην είσοδο του<br />
κέντρισαν ευδιάθετα την όσφρηση –πως δεν τα ’χε<br />
προσέξει την προηγούμενη φορά! Κοντοστάθηκε να<br />
απολαύσει τη μαγευτική τους ευωδία κι άθελά του<br />
ακούμπησε το ζεμπερέκι της μικρής πόρτας. Αυτή<br />
υποχώρησε και η αίθουσα του φάνηκε πάλι να είναι άδεια,<br />
κάθισε στο ίδιο τραπεζάκι, όπως και χθες, περιμένοντας<br />
να φανεί ο κάπελας.<br />
– …και την είχα, να σκεφτείς, χρόνια συντροφιά,<br />
μουρμούριζε ο Μάρκος βγαίνοντας απ’ την κουζίνα του.<br />
Καλώς το παλικάρι, του είπε, σαν τον είδε –τον είχε όμως<br />
κιαλάρει, προτού βγει, μα έκανε τον ανήξερο. Νωρίς<br />
μου ήρθες, είπε σα να μονολογούσε, τώρα ζεσταίνω το<br />
τηγάνι, για να βάλω τους μεζέδες.<br />
– Φέρε κρασί και δύο καθαρά κι έλα να τα πούμε, του<br />
είπε ο Άϊκον σαν να πρόσταζε τον εαυτό του.<br />
Έμεινε μόνος. Ήθελε να σκοτώσει το παρελθόν του,<br />
αλλά δε μπορούσε, πώς θα ζούσε πια χωρίς τις αμαρτίες<br />
του. Δεν πρόφτασε να αναλογιστεί πια περαιτέρω, όταν<br />
άκουσε τα θυμόσοφα μουρμουριστά λόγια του Μάρκου<br />
από μακριά, που του ’φερνε το πρόσταγμα.<br />
– Η μοναξιά είναι κακό πράγμα, παιδί μου… κι ήταν σα<br />
να μιλούσε στο άπειρο ή στον εαυτό του.<br />
– Γιατί, πήγε να τον ρωτήσει, μα δεν τόλμησε. Κι ο<br />
γερο–κάπελας συνέχισε βγάζοντας από την ποδιά του<br />
τα δυο καθαρά.<br />
– Και τι θα κάνω τώρα μόνος μου, ήρθε και μου πήρε<br />
την αγάπη μου, ψέλλισε και γέμισε με πίκρα τα ποτήρια.<br />
– Ποια αγάπη σου, τον ρώτησε –όχι από περιέργεια–<br />
αλλά για να μάθει τον καημό του.<br />
– Θυμάσαι χθες, που σου μίλησα για μια<br />
ελληνοαμερικάνα, που ξέχασε εδώ και χρόνια το γατί<br />
της και το βάφτισα Αλκμήνη!<br />
270 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 271
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Χλώμιασε. Η ματιά του γύρισε μέσα στην ταβέρνα σαν<br />
ακτίνα φάρου, η γάτα έλειπε, μα τον άφησε να συνεχίσει,<br />
για να ξαλαφρώσει.<br />
– …ξανάρθε το μεσημέρι και μου το πήρε, την αγάπη<br />
μου, που...<br />
Ο Μάρκος συνέχιζε το σπαραξικάρδιο μονόλογό<br />
του, μα ο Άϊκον δεν τον άκουγε πια. Θυμήθηκε τη σκηνή<br />
του μεσημεριού στο Σύνταγμα. «Ώστε αυτή η παράξενη<br />
γυναικεία φιγούρα που μου γύρισε την πλάτη, ήταν<br />
η Αλκμήνη», αναλογίστηκε. Άδειασε ως τον πάτο το<br />
μισόγεμο ποτήρι του και το ξαναγέμισε. Χιλιάδες σκέψεις<br />
σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας περνούσαν από το<br />
μυαλό του, το παρελθόν γινόταν μέλλον και το παρόν<br />
το χθες, μια άνυνδρη, χέρσα και ξεριζωμένη ανάμνηση<br />
φτερούγιζε και κάλπαζε μέσ’ στην καρδιά του, ήθελε να<br />
ρωτήσει τον κάπελα, αν γνωρίζει που μένει, ή κάποια<br />
άλλη χρήσιμη πληροφορία γι’ αυτήν, μα ένας σφικτός και<br />
τραχύς κόμπος του έκλεινε το λαιμό. Ήπιε μονόσμπαρα<br />
και τούτο το ποτήρι κι έκανε νόημα του Μάρκου, που<br />
από ώρα τώρα είχε σταματήσει το μοιρολόι του και τον<br />
κοιτούσε αποχαυνωμένος, να γεμίσει την άδεια καράφα.<br />
– Να σου φέρω και το φάκελο, του είπε και χάθηκε μέσα<br />
στην κουζίνα. Το λάδι θα είχε πια ανάψει.<br />
Ένας φάκελος ήταν η αιτία, που είχε έρθει στην<br />
Αθήνα, ποιο φάκελο του στέλνουνε πάλι και ποιος ήταν<br />
αυτός, που ήξερε, πως θα ερχόταν σήμερα στο ταβερνείο<br />
του Μάρκου. Μπορεί να είναι και το ίδιο πρόσωπο, που<br />
τον έστειλε στο παγκόσμιο συνέδριο των ολογραμμάτων.<br />
Μισούσε το παρελθόν του, τώρα άρχισε να μισεί και το<br />
παρόν.<br />
– Άργησες, είπε, σαν άφηνε ο Μάρκος το φάκελο δίπλα<br />
από το άδειο του ποτήρι.<br />
– Έβαζα τους μεζέδες, δικαιολογήθηκε ο ταβερνιάρης<br />
και του γέμισε το αδειανό περιμένοντας εναγωνίως να<br />
του πει τα νέα.<br />
Ο Άϊκον άδειασε ξανά το ποτήρι του και αμίλητος<br />
άνοιξε το φάκελο με τρεμάμενα και ιδρωμένα χέρια.<br />
Βρήκε μέσα ένα τσακισμένο χαρτί στα τέσσερα κι<br />
ενδιάμεσα μία φωτογραφία, που έδειχνε κάποιον να<br />
ταΐζει περιστέρια μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη.<br />
Ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε με αγωνία: «Με τη<br />
φωτογραφία αυτή θα σε θυμάμαι εγώ κι ο άντρας μου<br />
Μπρέϊκ Ουΐλσον».<br />
Ξεροκατάπιε. Γέμισε τα δυο άδεια ποτήρια με κρασί,<br />
τσούγγρισε με το Μάρκο και μη θέλοντας να καταλάβει,<br />
τι του συμβαίνει, του είπε με σταθερή κι αντρίκια φωνή:<br />
– Θαρρώ, πως θέλεις κάποιον να σε βοηθά στη κουζίνα<br />
και στο σερβίρισμα, να τον έχεις και παρέα.<br />
Τα μάτια του Μάρκου λάμψανε. Τον αγκάλιασε και<br />
χτυπώντας τον αδελφικά στην πλάτη, του είπε:<br />
272 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 273
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
– Τα μεζεδάκια θ’ ανάψουν στην κουζίνα!<br />
Κατά τις εννιά συναντήθηκα με την κοπέλα μου στο<br />
Μοναστηράκι μπροστά στο τούρκικο τζαμί.<br />
– Απόψε που θα το τσικνίσουμε, τη ρώτησα κι αυτή με<br />
φίλησε στα χείλη.<br />
– Θαρρώ με εμπιστεύεσαι, μου είπε γλυκά και με τράβηξε<br />
από το χέρι παρασύροντάς με προς τους Αέρηδες.<br />
Ανηφορήσαμε αμίλητοι χέρι–χέρι, ανεβήκαμε μερικά<br />
σκαλιά σ’ ένα στενό σοκάκι και σταματήσαμε μπροστά<br />
σε ένα κεφαλόσκαλο.<br />
– Εδώ είμαστε, μου είπε, έχω κρατήσει και τραπέζι και<br />
με κοίταξε γλυκά στα μάτια. Γιασεμί και νυχτολούλουδα<br />
στόλιζαν την είσοδο.<br />
– Καλώς τα παιδιά, περάστε, περάστε, μας καλοδέχτηκε<br />
ένας μεσόκοπος γκριζομάλλης ταβερνιάρης.<br />
– Έχω κάνει κράτηση, του είπε η κοπέλα μου και το<br />
όνομα της. Αλκμήνη.<br />
Ο ταβερνιάρης ταράχτηκε, δίχως όμως να μας το<br />
δείξει, χαμογέλασε αμυδρά και μας πήγε στο γωνιακό<br />
τραπεζάκι δίπλα από το παράθυρο του δρόμου. Ένας<br />
ασπρόμαυρος γάτος έξω νιαούριζε θλιμμένα.<br />
– Τι θα μας φέρεις, τον ρώτησα ψάχνοντας να βρω<br />
επάνω του, αν μου θύμιζε κάτι από το παρελθόν.<br />
– Μεζέδες της επιλογής μου και κρασί–αγίασμα από<br />
τα αμπέλια του Μάρκου.<br />
Έβαλε μολύβι και τεφτέρι στη μισολερωμένη του<br />
ποδιά και χάθηκε μαζί της πίσω από τη μικρή κουζίνα<br />
του. Μείναμε δυο μας και θελήσαμε να χαρούμε λίγο τον<br />
έρωτά μας. Με φίλησε στα χείλη και μου είπε γλαρά:<br />
– Κοίταξε λίγο πίσω στα βαρέλια. Μια σειρά από<br />
ξύλινα, ξεθωριασμένα βαρέλια ήταν παραταγμένα σαν<br />
στρατιωτάκια στον απέναντι τοίχο, το καθένα με το δικό<br />
του διαφορετικό κρασί και μια φωτογραφία στη μέση,<br />
που έδειχνε κάποιον να ταΐζει περιστέρια.<br />
– Ήρθε και το αγίασμα του Μάρκου.<br />
– Ποιος είναι αυτός στη φωτογραφία πάνω στα βαρέλια,<br />
τον ρώτησε αθώα η Αλκμήνη.<br />
Ο κάπελας ξεροκατάπιε και σίγουρος, πως δεν<br />
έκανε λάθος, απάντησε.<br />
– Ο θετός μου πατέρας, θα σας πω την ιστορία του, αν<br />
θέλετε, σαν σας φέρω και τα μεζεδάκια.<br />
Σηκώθηκε, μάζεψε το διπλανό τραπέζι και γύρισε με<br />
μια πιατέλα με διάφορα κοψίδια. Έβγαλε από την ποδιά<br />
του ένα καθαρό ποτήρι και το γέμισε με το αγίασμα.<br />
Τσουγκρίσαμε για την ημέρα, είπαμε χρόνια πολλά και<br />
άρχισε τότε να μας διηγείται την ιστορία του πατέρα<br />
του.<br />
– Αλκμήνη, είπαμε σε λένε. Η ιστορία, λοιπόν παιδιά,<br />
αρχίζει τέτοιες μέρες πάλι, ένα βράδυ μιας κρύας και<br />
μασκαρεμένης νύχτας.<br />
274 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 275
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />
Η ιστορία του ταβερνιάρη τελείωσε πρωινές<br />
ώρες. Βγαίνοντας είδαμε τον ασπρόμαυρο γάτο<br />
κουλουριασμένο πάνω στο παράθυρο, δε νιαούριζε<br />
πλέον, μα κειτόταν ακίνητος και μελαγχολικός με δυο<br />
λευκά και παγωμένα μάτια. Η Αλκμήνη τον πήρε αγκαλιά<br />
και τον φίλησε με μάτια βουρκωμένα.<br />
Γιάννης Καμπύλης<br />
276 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 277
278 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Απρίλιος</strong> 2014<br />
<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 279<br />
| <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
Απόσπασμα από το<br />
μυθιστόρημα<br />
“Και η τύχη βοηθάει τους<br />
άχρηστους”<br />
της Άννας Βασιλειάδη-<br />
Δαρδάλη<br />
Το καλοκαίρι είναι μια τόσο<br />
όμορφη εποχή. Τα πάντα είναι<br />
γύρω τόσο ζωντανά, τόσο<br />
αισιόδοξα. Η Λένη θυμόταν τα<br />
παιδικά της χρόνια, απολάμβανε<br />
τη ζωή που είχε τώρα και λαχταρούσε για τη ζωή που<br />
είχε ακόμη μπροστά. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει ένας<br />
άνθρωπος για να ευχαριστήσει όλη την πλάση που είχε<br />
τόσο ιδανικά συνωμοτήσει σε τόση ευτυχία; Ο Κωστής<br />
τη λάτρευε και δεν της χαλούσε χατίρι, οι οικογένειές<br />
τους ήταν αγαπημένες και μονοιασμένες, εκείνη πετούσε<br />
στα σύννεφα, κάθε μέρα και πιο ψηλά, και όλοι μαζί<br />
έκαναν ατέλειωτα σχέδια για το μέλλον.<br />
Πού πάνε οι εποχές που κλεινόταν στη μυστική κρυψώνα<br />
της αυλίτσας με το Γιωργή της; Πού πάνε οι εποχές<br />
που την τσιμπούσαν και τη βρίζαν απ’ τη ζήλια τους<br />
οι ανεπρόκοπες, οι υπερόπτριες αδελφές της; Πώς τα<br />
πισωγυρίζει καμιά φορά έτσι η ζωή. Η ζωή ή η τύχη;<br />
Πάντα αναρωτιότανε και ποτέ απάντηση δεν βρήκε.<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
Η Λένη, μεγαλωμένη με τις αντιλήψεις της γιαγιάς<br />
Μαρούλας, ήταν ένα σωστά θρησκευόμενο και πρακτικό<br />
κορίτσι παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούσε να μην ευχαριστεί<br />
και την καλή της τύχη που τα ‘χε, έστω και αργά, φέρει<br />
τόσο ευνοϊκά.<br />
«Δεν είναι τύχη Λενιώ», επέμενε να της λέει η Μαργώ.<br />
«Αυτό άξιζες, αυτό έπρεπε να σου δώσει η ζωή. Από<br />
μικρή φαινόσουνα ότι αξίζεις κάτι δυνατό, κάτι μεγάλο.<br />
Κάποια στιγμή θα συνέβαινε γιατί έτσι έπρεπε να γίνει.<br />
Είναι θαυμάσιο που δεν ξέφυγες απ’ το δρόμο σου κι από<br />
το στόχο σου όπως... οι αδελφές σου. Είναι θαυμάσιο<br />
που αποφάσισες να συμβιβαστείς με το χάρισμά σου.<br />
Ακόμα κι αυτή που ονομάζουμε τύχη, κάποια στιγμή<br />
αργά ή γρήγορα θα το καταλάβαινε. Αυτό ήταν πάντα το<br />
γραφτό σου. Έχεις να χαρίσεις πολύ ευτυχία γύρω σου,<br />
Λενιώ. Το μόνο που φοβάμαι και απεύχομαι, απ’ όταν<br />
ήσουνα μικρή ακόμα, είναι να μην γνωρίσεις μεγάλο<br />
πόνο σε αντίτιμο για το καλό που έχεις να προσφέρεις».<br />
Η Λένη άκουγε τη μάνα και παραξενευόταν. Από μικρή<br />
ένιωθε παράξενα πολλές φορές όταν άκουγε τη μάνα.<br />
Μέσα στη φτώχεια και την καθημερινότητά της, ήτανε<br />
πάντα τόσο σοφή. Η Λένη ένιωθε πως ίσως δεν θα ‘πρεπε<br />
να ήταν τόσο αχάριστη και τόσο αδιάφορη με την τύχη. Της<br />
είχε φερθεί τόσο καλά... Είχε το προνόμιο να μεγαλώσει<br />
στα γόνατα της γιαγιάς Μαρούλας, κανακεμένη με<br />
την ιδιαίτερη τρέλα του παππού Ανέστη, ζυμωμένη με<br />
280 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 281
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
τη σοφία της Μαργώς, την τιμιότητα του Αργύρη, το<br />
πείσμα και την αποφασιστικότητα του Γιωργή, και να<br />
συνεχίσει να ζει με την αγάπη και την προστασία του<br />
Κωστή. Αν αυτό δεν ήταν τύχη, τότε τι ήταν;<br />
Λίγο καιρό ακόμα... λίγο ακόμα καιρό και η ευτυχία της<br />
θα ολοκληρωνόταν. Σύντομα, από το ίδιο εκείνο λιμάνι,<br />
θ’ αποχαιρετούσε και τον Κωστή και, πριν καλά καλά<br />
το καταλάβει, θα βρισκόταν στο σπίτι της, στο ιατρείο<br />
της, μια κυρία παντρεμένη και πολυάσχολη.<br />
Σύντομα, πολύ σύντομα... σκεφτόταν ο Αργύρης. Λίγος<br />
καιρός ακόμη... λίγος ακόμη καιρός και θα ‘βγαινε η<br />
σύνταξη. Και μετά, θα φχαριστιόταν για λίγο ακόμη<br />
το κοριτσάκι του στο σπίτι μέχρι να γυρίσει ο Κωστής<br />
φορτωμένος λεφτά, για να το καμαρώσει μια μικρή κυρία<br />
στο σπιτικό της, γιατρίνα στο ιατρείο της και, ήλπιζε<br />
λίγο ακόμη, με φουσκωμένη κοιλίτσα. Σ’ ευχαριστώ,<br />
Θε μου, έλεγε και ξανάλεγε ευχαριστημένος. Χαλάλι οι<br />
στερήσεις, χαλάλι και οι κόποι μου. Χαλάλι τόσος πόνος<br />
που ένιωσα σ’ αυτή τη ζωή, έχω να σκορπίσω και στην<br />
άλλη. Αλλά τίποτα πια δε μετράει. Όλα ξεχασμένα και<br />
καλά καμωμένα, αφού μ’ αξιώνεις να δω τα παιδάκια<br />
μου τα πιο αγαπημένα, τακτοποιημένα κι ευτυχή. Σ’<br />
ευχαριστώ Θέ μου. Σ’ ευχαριστώ ξανά και ξανά.<br />
Ήτανε πια αρκετά γερασμένος και κουρασμένος. Είχε<br />
γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος κι ευσυγκίνητος, μα και πολύ<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
πολύ ευτυχισμένος. Τόσα χρόνια αγωνιζόταν ν’ αντέξει<br />
τον πόνο, τις δυσκολίες, την προσπάθεια, ν’ αντισταθεί<br />
στο κακό. Μα τώρα πια ερχόταν η ανταμοιβή του. Λίγο<br />
ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα για να δει και το κοριτσάκι<br />
του τακτοποιημένο.<br />
Η καρδιά φούσκωσε από ευφορία, η ψυχή ξανάνιωνε,<br />
το κορμί έμοιαζε τόσο στιβαρό. Λίγο ακόμα μόνο...<br />
Λίγο ακόμα να τη συνοδεύσει νυφούλα. Το χαμόγελο<br />
ζωγράφιζε το κουρασμένο πρόσωπο και το ‘κανε πιο<br />
απαλό, τα ροζιασμένα χέρια άρπαζαν με πρωτόγνωρη<br />
ευκαμψία την καλοστημένη σκαλωσιά. Λίγο ακόμα<br />
μόνο... Λίγο ακόμα και με την πρώτη σύνταξη θα πάρει<br />
στη Μαργώ του μια τουαλέτα βραδινή που θα θαμπώσουν<br />
τα μάτια της για καιρό. Η χαρά φούντωνε και ξεχείλιζε.<br />
Τα πόδια πετούσαν ευκίνητα σαν του αγγελιοφόρου<br />
των θεών Ερμή. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα και να<br />
έφτιαχνε μόνος με τα χέρια του την κούνια του πρώτου<br />
της παιδιού στολισμένη με τα καλύτερα σκαλίσματα. Η<br />
ύπαρξη αλάφρωνε και τα προβλήματα φαινόντουσαν<br />
πολύ μακρινά, σαν ανύπαρκτα, σαν να μην ήταν ποτέ<br />
δικά του. Η ζωή φάνταζε ένα υπέροχο παραμύθι με<br />
βασιλιάδες και πριγκίπισσες κι έναν γενναίο πειρατή, κι<br />
αυτά ήταν τα δικά του τα παιδιά. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο<br />
ακόμη να κανακέψει τ’ αγγόνια από το Γιωργή και το<br />
Λενιώ στα μαραμένα γόνατά του, να δει την καινούργια<br />
ζωή. Το σώμα πετούσε, το πάτημα γινόταν αλαφρύ.<br />
282 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 283
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
Τα δάκρυα της ευτυχίας ξεχύθηκαν ανεξέλεγκτα και<br />
δρόσισαν τα μάγουλα τα διψασμένα. Λίγο ακόμα μόνο...<br />
Λίγο ακόμα και το πέσιμο ήταν τραγικό, θανατηφόρο.<br />
Λίγο ακόμα ήθελε μόνον ο Αργύρης, κι αυτό το λίγο δεν<br />
του το έδωσε η ζωή...<br />
Ο θάνατος του πατέρα συνέτριψε ψυχικά την<br />
οικογένεια. Ξαφνικά, ήταν σαν όλες οι σταθερές αξίες<br />
να γκρεμίστηκαν γύρω τους. Αδιατάραχτο, μονότονο<br />
ακουγόταν το μουρμουρητό της Μαργώς στην κηδεία,<br />
«Αργύρη μου... Αργύρη μου...». Η οικογένεια είχε<br />
συσπειρωθεί για ν’ αντιμετωπίσει το αναπάντεχο. Ο<br />
Γιωργής κι η Λένη συγκρατούσαν τη μάνα κι ο ένας<br />
προσπαθούσε να στηρίξει τον άλλον. Κανένας δεν<br />
μιλούσε, κανένας δεν ήξερε τι να πει. Τα λόγια δεν<br />
χωρούν στο μεγάλο πόνο.<br />
«Αργύρη μου... Αργύρη μου...» και μετά σιωπή. Πού<br />
είσαι τώρα Αργύρη μου; Γιατί έπρεπε να φύγεις; Λίγο<br />
ακόμα μόνο, Αργύρη μου, λίγο ακόμα μόνον και όλα θα<br />
ήταν τακτοποιημένα. Γιατί βιάστηκες; Τόσο πολύ είχες<br />
κουραστεί; Πώς άντεξες να μ’ αφήσεις μόνη;<br />
Μια ζωή αγάπης, αγώνα, σύμπνοιας. Μια ζωή Αργύρης<br />
και Μαργώ. Πώς θα ‘μενε τώρα η Μαργώ μόνη; Πού<br />
θα ‘ταν ο Αργύρης της να συνοδεύσει νυφούλα τη Λένη<br />
τους, να τρέξει στις γέννες των παιδιών τους, να χαρεί<br />
με τις καινούργιες αταξίες, με τα καινούργια παιδικά<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
προσωπάκια, να ξαναζήσει τη χαμένη ζωή;<br />
Κουράστηκες, Αργύρη μου, κουράστηκες πολύ. Φτάνει<br />
πια... Πάει πια... Δεν έπρεπε όμως να φύγεις. Λίγο ακόμη<br />
μόνον, και θα τέλειωναν όλα. Τόσα σχέδια, τόση ελπίδα<br />
και τόση χαρά που ανοιγόταν μπροστά μας. Έπρεπε<br />
να περιμένεις λίγο ακόμη Αργύρη μου. Πώς θ’ αντέξω;<br />
Πρέπει ν’ αντέξω. Βλέπω τα παιδιά μας, τα παιδιά που<br />
μας απόμειναν, και διαβάζω στα μάτια τους τη λύπη και<br />
την ανησυχία. Πρέπει ν’ αντέξω Αργύρη μου.<br />
Θα ‘θελα τόσο να ‘ρθω να σε βρω. Δεν έχω μάθει στη<br />
ζωή τίποτ’ άλλο απ’ το να είμαι κοντά σου. Από κορίτσι<br />
μικρό για σένα ζούσα και για σένα νοιαζόμουνα. Τόσο<br />
πολύ, τόσο καθημερινά, τόσο έντονα, που έγινες κομμάτι<br />
του εαυτού μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ζω<br />
παρά μονάχα έτσι. Και τώρα απόμεινα μόνη. Ωχ, πόσο<br />
θέλω να ‘ρθω κοντά σου, Αργύρη μου! Τι να την κάνω<br />
τούτη τη ζωή χωρίς εσένα; Δεν έχω μάθει να ζω χωρίς<br />
εσένα αγαπημένε μου.<br />
Όμως, Αργύρη μου... μ’ ακούς καλέ μου; Με νιώθεις;<br />
Δεν μπορώ να φύγω ακόμη. Τα παιδιά μας, αγαπημένε<br />
μου. Η θλίψη στα μάτια τους. Περίμεναν τώρα τόσα<br />
πολλά από μας. Περίμεναν να μας κάνουν να χαρούμε,<br />
να μας δουν να ξεκουραζόμαστε, να μας φχαριστηθούν<br />
έτσι όπως δεν καταφέραμε να ευχαριστηθούμε ο ένας<br />
τον άλλον τόσα χρόνια μες στη βιοπάλη. Και τώρα εσύ<br />
έφυγες. Και πρέπει να μείνω εγώ.<br />
284 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 285
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
Τα βλέπεις τα παιδιά μας απ’ το κρεββάτι σου, Αργύρη<br />
μου; Ελπίζω να είσαι αναπαυτικά, και να μην κρυώνεις.<br />
Φρόντισα να σε ντύσω καλά. Σε λίγο θ’ αγριέψει ο<br />
χειμώνας κι εσύ ‘χες πάντα τόσο κρύα πόδια Αργύρη<br />
μου. Σου ‘βαλα δυο ζευγάρια κάλτσες, από κείνες τις<br />
καλές, τις αγαπημένες σου. Δεν άφησα κανέναν άλλον<br />
να σε ντύσει, καλέ μου. Μια ολόκληρη ζωή μόνον εγώ<br />
σε περιποιόμουν. Δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσω τα ξένα<br />
χέρια, τα ψυχρά, ν’ αγγίξουν το κορμί σου. Λίγο η Λένη<br />
μας ήρθε να με βοηθήσει, μα κι αυτήν την έδιωξα απ’ το<br />
δωμάτιό μας. Αυτές οι στιγμές ήταν μόνον δικές μου. Σ’<br />
έντυσα όπως εγώ ήξερα ότι σ’ άρεσε πάντα να ντύνεσαι.<br />
Σου ‘βαλα το κουστούμι το αγαπημένο σου, το καλό,<br />
εκείνο που λαχταρούσες για το γάμο της Λενιώς μας.<br />
Κρίμα που δεν πρόλαβες να το φορέσεις πρωτύτερα,<br />
σου πάει τόσο πολύ... Πάντα ήσουν όμορφος Αργύρη<br />
μου.<br />
Θυμάμαι όταν σε είδα εκείνη τη μέρα που ΄ρθες με τους<br />
γονείς σου για να δώσουμε λόγο. Ωραία τα ‘χατε μιλήσει<br />
εσείς με τους δικούς μου, κι εγώ ανίδεη περίμενα να δω<br />
τι μου μελλόταν. Αχ, πώς αγαλλίασε η καρδιά μου μόλις<br />
σε είδα. Ήλπιζα πάντα να ήσουν εσύ αυτός που θα ένωνα<br />
μαζί του τη ζωή μου, και το όνειρό μου έβγαινε αληθινό.<br />
Ήσουν πανέμορφος μες στο φτωχικό σου κουστούμι,<br />
σαν αρχαίος θεός. Από κείνη τη στιγμή κατάλαβα πως<br />
θα περνούσα μαζί σου μια ζωή γεμάτη αγάπη. Κι έτσι<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
ήταν η ζωή μας, Αργύρη μου. Δυσκολευτήκαμε, δε λέω,<br />
πονέσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε. Μα δεν ένιωσα ποτέ<br />
να μου λείπει η αγάπη. Ακόμη και μες στη μεγαλύτερη<br />
κούραση, ακόμη και στις μεγαλύτερες φτώχειες, στις<br />
πιο δυνατές απογοητεύσεις, η αγάπη σου ήταν πάντα<br />
εκεί, παρηγοριά και στήριγμα στην ψυχή μου.<br />
Αλήθεια, ένιωσες ποτέ πόσο πολύ σ’ αγάπησα, Αργύρη<br />
μου; Κατάλαβες ποτέ το μέγεθος της αγάπης μου; Ξέρω<br />
ότι πολλές φορές σ’ αδίκησα, πως έγινα απρόσιτη και<br />
σκληρή. Δεν το ‘κανα επίτηδες αγαπημένε μου. Δεν<br />
μπορούσα να το ελέγξω. Ήταν τόσα πολλά αυτά που<br />
ήθελα να σου δώσω, και απογοητευόμουν όταν νόμισα<br />
πως δεν τα κατάφερνα. Όμως ποτέ δεν σταμάτησα να<br />
σ’ αγαπώ και να νοιάζομαι για σένα. Κι εσύ... με άφησες<br />
τόσο ξαφνικά, τόσο απερίσκεπτα. Γιατί το ‘κανες αυτό,<br />
Αργύρη μου; Γιατί δεν προσπάθησες να κρατηθείς;<br />
Λίγο ακόμη μόνον... Λίγο ακόμη χρειάζομαι για να ‘ρθω<br />
να σε συναντήσω. Για μένα θα είναι μια αιωνιότητα<br />
μακριά σου. Για σένα όμως, Αργύρη μου, ο καιρός θα<br />
περνά γρήγορα και ανώδυνα. Ποιος ξέρει αν θα με<br />
θυμάσαι πια εκεί που θα πας... Λέν πως τα πνεύματα<br />
λησμονούνε και δεν αναγνωρίζουνε την πρότερη ζωή<br />
τους. Άλλοι πάλι λένε πως παραμένουν κάπου κοντά,<br />
όταν οι υποχρεώσεις δεν είναι τελειωμένες.<br />
Μην ανησυχείς για τις υποχρεώσεις, Αργύρη μου. Εγώ<br />
θα μείνω να σ’ τις τελειώσω. Κοίταξε τα παιδιά μας,<br />
286 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 287
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
αγαπημένε μου. Δεν έχουμε τελειώσει ακόμη. Εγώ θα<br />
μείνω να τα φροντίσω. Θα ‘θελα να ‘μουν δίπλα σου,<br />
να γείρω και να κοιμηθώ κάτω από την ανύπαρκτη πια<br />
ανάσα, μαζί σου να μείνω για πάντα. Όμως δεν μπορώ<br />
ακόμη Αργύρη μου, συγχώρεσέ με. Πρέπει να μείνω, να<br />
σιγουρευτώ. Όλα πρέπει να γίνουν όπως τα θέλησες,<br />
τίποτα να μη χαλάσει απ’ το πρόγραμμά σου. Κι όταν<br />
τα πρώτα ματάκια ανοίξουνε γεμάτα ελπίδα και δίψα<br />
για ζωή, τότε θα έρθω να σε βρω, να σου πω, να σε<br />
καθησυχάσω. Κι αν μέχρι τότε έχουνε σβήσει οι μνήμες<br />
κι εσύ δεν μ’ έχεις ανάγκη πια, και πάλι δεν πειράζει<br />
Αργύρη μου. Εγώ θα ζω μόνο για σένα, για να συνεχίσω<br />
αυτό που εσύ είχες αρχίσει...<br />
Σιωπηλό συνέχισε το τσούρμο για τα καθιερωμένα.<br />
Αργά το βράδυ, η οικογένεια, η καινούργια οικογένεια,<br />
έμεινε πια μόνη. Σα βάλσαμο την περιμέναν αυτήν την<br />
στιγμή. Όχι πως δεν εκτιμούσαν τη συμμετοχή και τη<br />
συμπαράσταση του κόσμου όμως... ήθελαν να κλάψουν<br />
το δράμα τους μόνοι. Λένε πως τέτοιες στιγμές δεν<br />
πρέπει να μένει κανείς μόνος. Την ήθελε όμως η Μαργώ<br />
τη μοναξιά της, τη ζητούσε. Το είχε ανάγκη να μείνει με<br />
τον πόνο της, να τον νιώσει βαθιά, να τον αφομοιώσει<br />
και να τον καταπιεί, για να μπορέσει να συνεχίσει.<br />
- Είμαι πολύ κουρασμένη, είπε σιγανά κάποια στιγμή.<br />
Το ίδιο φαντάζομαι θα είστε κι εσείς. Άντε Γιωργή μου,<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
δεν είναι ανάγκη να ταλαιπωρείς άλλο και την Αθανασία.<br />
Ό,τι έπρεπε να γίνει έγινε, τίποτα πια δεν αλλάζει.<br />
- Μα... μάνα... είπε διαμαρτυρόμενη η Αθανασία.<br />
- Μη παιδεύεσαι κορίτσι μου, της είπε τρυφερά η Μαργώ.<br />
Αυτό έτσι κι αλλιώς πρέπει να το περάσω μόνη. Τι σήμερα,<br />
τι αύριο...<br />
- Όχι μάνα, αποκλείεται, είπε ο Γιωργής αποφασιστικά.<br />
Απόψε θα μείνουμε μαζί σου.<br />
- Μη σκοτίζεσαι, γιε μου. Έχω το Λενιώ. Κι αύριο μέρα<br />
είναι. Άντε να ξεκουραστείτε και αύριο τα ξαναλέμε. Να<br />
τακτοποιήσουμε και τις υποθέσεις του πατέρα...<br />
- Δεν υπάρχει περίπτωση, μάνα. Απόψε θα μείνουμε εδώ.<br />
Ούτε εσύ, ούτε η Λένη, θα μείνετε μόνες. Η Αθανασία<br />
κι εγώ θα τακτοποιηθούμε στο δωμάτιό μου. Και το<br />
πρωί θα είμαστε όλοι μαζί. Κι όσο για υποθέσεις, δεν<br />
ξέρω αν ο πατέρας είχε τίποτα εκκρεμότητες αλλά μη<br />
νοιάζεσαι. Θα τ’ αναλάβω όλα εγώ.<br />
- Κι εγώ, Γιωργή, μίλησε τότε ο Κωστής που είχε<br />
παραμείνει σκεπτικός. Υπολόγιζέ με κι εμένα σε ό,τι<br />
χρειαστείς.<br />
Η Μαργώ κοιτούσε τα παιδιά της με μάτια γεμάτα<br />
τρυφερότητα. Τόσο τυχερή μέσα στη δυστυχία της...<br />
να έχει τέτοια παιδιά κοντά της.<br />
- Κι εσύ, Κωστή παιδί μου, τώρα είσαι μέλος της<br />
οικογένειας. Αν θες να μείνεις απόψε εδώ, μπορώ να<br />
σου στρώσω στου παππού και της γιαγιάς.<br />
288 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 289
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
- Θα ετοιμάσω εγώ, μάνα. Μην κουράζεσαι, πήγαινε αν<br />
θες να ξαπλώσεις και θα βολευτούμε κι εμείς.<br />
Η Λένη φούντωνε από ευγνωμοσύνη από την απόφαση<br />
της μάνας να επιτρέψει στον Κωστή να μείνει σπίτι<br />
εκείνο το βράδυ. Δεν ήθελε να νιώθει μόνη. Η απώλεια<br />
του πατέρα ήτανε μεγάλο χτύπημα για κείνην. Όχι πως<br />
δεν είχε ανθρώπους να την στηρίξουν... όχι. Είχε τη<br />
μάνα και το Γιωργή της και τώρα και τον Κωστή. Όμως<br />
ο πατέρας... ήταν άλλο πράμα ο πατέρας για ένα κορίτσι<br />
σαν τη Λενιώ.<br />
Η Λένη είχε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα.<br />
Θυμόταν το μυστικό, το ιδιαίτερο παιχνίδι τους με την<br />
καραμέλα και το γίγαντα. Θυμόταν τα χάδια τα τρυφερά<br />
και τα παραμύθια που του αράδιαζε όταν κουρασμένος<br />
τα βράδια την έπαιρνε στην αγκαλιά του. Θυμόταν την<br />
κρυμμένη αυστηρότητα που ποτέ δεν είχε χρειαστεί να<br />
της επιβάλλει.<br />
Πάντα τον καταλάβαινε η Λένη τον πατέρα. Ήξερε<br />
τη σκέψη του, τα συναισθήματά του, καταλάβαινε τις<br />
αγωνίες του. Τα λόγια ήταν λίγα και μετρημένα, μα<br />
οι δυο τους είχαν πάντα μια επικοινωνία ιδιαίτερη,<br />
μοναδική. Και τώρα, λίγο πριν την ολοκλήρωση της<br />
ευτυχίας της και τη δική του, ο πατέρας είχε φύγει και<br />
την είχε αφήσει μόνη. Μακάριζε την τύχη της μέχρι<br />
τη μέρα που έμαθε το θανάσιμο νέο. Έλεγε πως όλα<br />
είχαν πάει καλά, και θα πήγαιναν ακόμη καλύτερα. Για<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
όλους... Στην απώλεια των παππούδων ο θάνατος την<br />
είχε αγγίξει για πρώτη φορά. Όμως τότε ήταν όλα τόσο<br />
διαφορετικά. Και άλλωστε είχε τον πατέρα. Ο πατέρας<br />
ήταν δυνατός, προστατευτικός, και είχε πάντα ένα λόγο<br />
παρηγοριάς σε οποιαδήποτε περίσταση.<br />
Αυτή τη φορά όλα ήταν αλλιώτικα. Το στήριγμα των<br />
παιδικών της χρόνων είχε φύγει. Ο θαυμαστής της<br />
νεότητας και η τρυφερότητα της ωρίμανσής της είχε για<br />
πάντα χαθεί. Ο θάνατος φαινόταν τώρα τόσο σκληρός,<br />
τόσο αμείλικτος. Πονούσε τόσο πολύ... και η παρουσία<br />
της οικογένειας δεν μείωνε τον πόνο. Ναι, ο Κωστής<br />
ήταν το μέλλον της, θα γινόταν σύζυγός της. Μαζί του<br />
θα περνούσε τη ζωή της, θα κάναν παιδιά, θα είχαν τη<br />
δική τους, καινούργια οικογένεια. Ο πατέρας όμως...<br />
ήταν κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό. Κι αυτό το ξεχωριστό<br />
είχε φύγει πλέον από τη ζωή της και κανείς δεν θα<br />
μπορούσε να πάρει τη θέση του.<br />
Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και βοήθησε τη μάνα να πάει<br />
στο δωμάτιό της.<br />
- Είσαι εντάξει, μάνα; τη ρώτησε αφηρημένα. Θέλεις<br />
να μείνω κοντά σου μέχρι να σε πάρει ο ύπνος;<br />
- Όχι, παιδί μου. Θα με βοηθήσει ο πατέρας σου να<br />
κοιμηθώ. Είναι κοντά μου... Πήγαινε, Λένη μου. Μην<br />
αφήνεις μονάχο του τον Κωστή. Μείνε κοντά του κι<br />
αγάπησέ τον, όπως αγάπησα κι εγώ τον πατέρα σου.<br />
Έτσι είναι το σωστό...<br />
290 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 291
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
- Μιλάς παράξενα, μάνα...<br />
- Στην ηλικία μου, Λένη, ο θάνατος είναι πια πιο κοντά.<br />
Πρέπει να το αποδέχεται κανείς και να συνηθίζει στην<br />
ιδέα. Άλλωστε, χωρίς τον Αργύρη μου, σύντομα θ’ αρχίσω<br />
να τον αποζητώ παρά να τον απεύχομαι.<br />
- Μάνα... η φωνή της Λένης βγήκε σπασμένη, ανήσυχη.<br />
- Μη σκιάζεσαι, Λένη μου. Έχω καιρό ακόμα... Δεν θ’<br />
αφήσω τ’ αγγόνια μου να γεννηθούν χωρίς γιαγιά, δεν<br />
θα σ’ αφήσω μόνη. Όμως ο Αργύρης μου θα με περιμένει<br />
κι όταν, μετά από πολύ καιρό, έρθει η ώρα, θέλω να<br />
δεχτείτε την αποχώρησή μου με ανακούφιση κι όχι με<br />
απελπισία. Γιατί εγώ τότε, θα είμαι δικαιωμένη...<br />
- Έλα, μάνα. Ησύχασε. Μη λες τέτοια τώρα... Αύριο<br />
είναι μια άλλη μέρα. Εμείς θα είμαστε εδώ για σένα.<br />
- Πονάς κι εσύ Λένη μου, είπε θλιμμένα η Μαργώ. Πονάς<br />
και δε θες να μου το δείξεις... Είχες πάντα αδυναμία<br />
στον πατέρα σου.<br />
Η Λένη χαμήλωσε τα μάτια. Τα δάχτυλά της έπαιζαν<br />
το μαύρο λιτό φόρεμά της. Σκεφτόταν αν έπρεπε να<br />
διαμαρτυρηθεί.<br />
- Δε χρειάζεται, παιδί μου, συνέχισε η Μαργώ. Δεν με<br />
πειράζει. Ποτέ δεν με πείραξε. Εσείς οι δυο είχατε κάτι<br />
μοναδικό, κι εγώ χαιρόμουν. Όμως είσαι νέα και η ζωή<br />
είναι μπροστά σου. Πρέπει να μάθεις, να συνεχίσεις<br />
χωρίς αυτόν. Αυτή είναι η ζωή, έχει τη δική της πορεία και<br />
παίρνει τις δικές της αποφάσεις, χωρίς να μας υπολογίζει.<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
Έχεις τον Κωστή, και είσαι τυχερή.<br />
Για μένα... μόνο για μένα δεν υπάρχει άλλο μέλλον, εκτός<br />
από σας. Να σας δω να κάμετε τις δικές σας οικογένειες<br />
και μετά να πάω ήσυχη στον Αργύρη μου...<br />
- Μητέρα...<br />
Δεν κρατήθηκαν άλλο τα δάκρυα, έπρεπε να ξεσπάσουν,<br />
να βγουν στην επιφάνεια, να δροσίσουν τα πικραμένα<br />
μάτια. Μάνα και κόρη αγκαλιάστηκαν σ’ ένα λυγμό<br />
βουβό, σ’ ένα πόνο διαφορετικό μα τόσο κοινό.<br />
- Έλα τώρα... είπε σιγανά η Μαργώ συγκρατώντας την<br />
οδύνη της. Θα σε περιμένουν μέσα. Φτιάξου λίγο και<br />
πήγαινε. Θέλω να κοιμηθώ...<br />
Ο Γιωργής και ο Κωστής είχαν μείνει στο σαλόνι πίνοντας<br />
ποτό. Μαζί με τη Λένη, ερχόταν και η Αθανασία απ’ το<br />
δωμάτιο του Γιωργή.<br />
- Ετοίμασα τα δωμάτιά μας, είπε. Όποτε είσαστε έτοιμοι<br />
μπορούμε να πάμε για ύπνο.<br />
- Όχι ακόμα, είπε ο Κωστής. Ελάτε να πιείτε ένα ποτό<br />
μαζί μας. Το χρειαζόσαστε όσο κι εμείς.<br />
- Ναι, αλήθεια, είναι νωρίς ακόμη, ξαναείπε η Αθανασία.<br />
Δεν νομίζω πως θα μου κολλήσει ύπνος αυτή τη στιγμή.<br />
- Κοιμήθηκε η μάνα; ρώτησε ο Γιωργής.<br />
- Ναι, απάντησε η Λένη. Όμως, δεν ξέρω... δεν την είδα<br />
καλά.<br />
- Φυσικό είναι, Λένη μου, είπε ο Κωστής και πήγε κοντά<br />
292 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 293
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
της για να την παρασύρει στην αγκαλιά του. Μην ξεχνάς<br />
ότι έχασε τον άνθρωπό της, στην καλύτερη εποχή της<br />
ζωής της. Έλα να κάτσεις, θα είσαι κουρασμένη.<br />
- Ναι, είμαι πτώμα, απάντησε σιγανά η Λένη και κάθισε<br />
στον καναπέ. Για τη μάνα όμως είναι που ανησυχώ.<br />
- Τι συνέβη; ρώτησε ανήσυχος ο Γιωργής. Σου είπε<br />
τίποτα;<br />
- Τίποτα συγκεκριμένο. Κάτι αόριστα πράματα ότι θέλει να<br />
τακτοποιήσει ό,τι είχαν μαζί ξεκινήσει και να πάει να τον<br />
βρει, ότι στην ηλικία της πρέπει κανείς να εξοικειώνεται<br />
με το θάνατο, και κάτι τέτοια. Γενικά, μιλούσε παράξενα<br />
και πιστεύω πως είναι πολύ απογοητευμένη...<br />
- Είναι μεγάλο το πλήγμα γι’ αυτήν, Λένη μου, είπε ο<br />
Κωστής χαϊδεύοντας τα χέρια της αγαπημένης του. Για<br />
σκέψου... Τώρα που θα ‘βγαινε και στη σύνταξη και<br />
θα ‘χαν μια ευκαιρία να χαρούν λίγο τη ζωή τους... να<br />
φύγει τόσο ξαφνικά... να μην προλάβει ούτε το γάμο<br />
μας, ούτε ένα εγγόνι...<br />
- Έχει δίκιο ο Κωστής, πρόσθεσε ο Γιωργής. Μην ξεχνάμε<br />
ότι η μάνα μια ζωή τον λάτρευε, δεν κάναν τίποτε ο ένας<br />
χωρίς τον άλλον. Θα είναι πολύ δύσκολο τώρα.<br />
- Θα έχει εμάς, είπε η Αθανασία. Δεν πρέπει να την<br />
αφήνουμε μόνη.<br />
- Δεν είναι το ίδιο, είπε σκεπτικά ο Κωστής. Κανείς μας<br />
δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την παρουσία του δίπλα<br />
της. Δεν μπορεί να είναι το ίδιο.<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
- Πρέπει να κάνουμε πάντως ό,τι μπορούμε, συνέχισε<br />
η Αθανασία.<br />
- Ναι, είπε σκεπτικός ο Γιωργής. Μόνο που όλο το βάρος<br />
πέφτει αποκλειστικά σ’ εσάς, κορίτσια. Εγώ σε λίγες<br />
μέρες πρέπει να ξαναφύγω. Ξέρουμε καλά πως πήρα<br />
αυτήν την άδεια δημιουργώντας κάποια αναστάτωση<br />
στην εταιρεία, όμως λόγω της κατάστασης δεν μου την<br />
αρνήθηκαν. Πολύ σύντομα θα πρέπει να με ακολουθήσει<br />
κι ο Κωστής. Το πρόγραμμά μας δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Η<br />
ζωή συνεχίζεται. Αυτό άλλωστε, νομίζω, θα προτιμούσε<br />
και ο πατέρας.<br />
- Εσείς είσαστε αυτές που θα μείνετε πίσω να σύρετε<br />
το φορτίο, πρόσθεσε ο Κωστής. Δεν γίνεται αλλιώς.<br />
Θέλει επιμονή, και θέλει δύναμη. Δεν μπορεί, η μάνα<br />
θα συνέλθει με τον καιρό. Άλλωστε, δεν θα είστε<br />
εντελώς μόνες. Τόσον οι γονείς μου όσο και οι γονείς<br />
της Αθανασίας, φαντάζομαι, τη λατρεύουν τη μάνα. Δεν<br />
θα μείνει μοναχή...<br />
- Νομίζω πως το θέλει, είπε η Λένη. Νομίζω πως αποζητά<br />
τη μοναξιά...<br />
- Αν το θέλει, πρέπει να το σεβαστούμε, είπε ο Γιωργής.<br />
Όχι για πολύ όμως και, πάντα να την έχετε το νου σας.<br />
Τουλάχιστον τώρα στην αρχή... μέχρι να συνέλθει λιγάκι.<br />
- Νομίζω πως οι ετοιμασίες του γάμου της Λενιώς θα<br />
την κάνουν να ξεχαστεί, είπε η Αθανασία. Ένας μεγάλος<br />
πόνος ζητάει πάντα μια μεγάλη χαρά.<br />
294 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 295
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
Ένα δειλό κουδούνισμα ακούστηκε στην πόρτα.<br />
- Ποιος να ‘ναι τέτοιαν ώρα; αναρωτήθηκε η Λένη. Όσοι<br />
ήταν να μας χαιρετίσουν, πέρασαν. Τι να συμβαίνει;<br />
- Θ’ ανοίξω εγώ, είπε ο Γιωργής. Κάτι μου λέει πως<br />
πρέπει ν’ ανοίξω εγώ...<br />
Τα μάτια του δεν πίστευαν αυτό που αντίκρισε.<br />
- Εσείς; Τι ζητάτε εδώ μια τέτοιαν ώρα; Αρκετό κακό<br />
δεν κάνατε; Τι θέλετε;<br />
Η Σμαρούλα κι η Κατινιώ στεκόντουσαν διστακτικές<br />
στο κατώφλι. Με απλά μαύρα ρούχα και θολό δέρμα, με<br />
ανέκφραστο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια κοιτούσαν<br />
αμίλητες τον αδελφό τους. Τα νιάτα, η ομορφιά κι ο<br />
ενθουσιασμός τις είχαν εγκαταλείψει. Η υπεροψία κι η<br />
ακαταδεξία είχαν πάρει δρόμο γι’ αλλού. Ήταν ακόμη<br />
καλοστεκούμενες και απ’ τα λίγα που φορούσαν φαινόταν<br />
πως η τύχη δεν τις είχε εγκαταλείψει, όμως στα σίγουρα<br />
υπήρχε κάποιο σαράκι που τους κατέτρωγε τα σωθικά.<br />
- Μας συγχωρείς, Γιωργή. Δεν το μάθαμε εγκαίρως.<br />
Δεν προλαβαίναμε την κηδεία. Σκεφτήκαμε πως δεν<br />
θα ήταν παράλογο αν ζητούσαμε να δούμε τη μάνα...<br />
Ο Γιωργής δεν έκανε καμία κίνηση να τις αφήσει να<br />
περάσουν μέσα. Έβλεπε ευχαριστημένος την κατάρρευση<br />
του μεγαλείου και αναγνώριζε την προβλεψιμότητα των<br />
λόγων του. Όλα είχαν γίνει όπως τα περίμενε. Είχαν<br />
βγάλει χρήματα, ναι, είχαν κάνει και τη μεγάλη ζωή για<br />
κάποια φεγγάρια. Δεν έβλεπε όμως καμία ευτυχία να<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
διαγράφεται στα μάτια τους. Τώρα ήταν η κατάλληλη<br />
στιγμή να πάρει το αίμα του πίσω. Όμως δεν ήταν τέτοιος<br />
τύπος ο Γιωργής, η εκδίκηση δεν ήταν στο δικό του<br />
χαρακτήρα. Για μια στιγμή δίστασε, ένιωσε να κάμπτεται<br />
η αντίστασή του. Στο κάτω κάτω ήταν αδελφές του.<br />
Όμως πάλι, όχι. Αρκετά είχαν συμβεί. Η μάνα δεν έπρεπε<br />
να πληγωθεί ξανά. Όχι τώρα. Όχι έτσι. Το πλήγμα της<br />
απώλειας του πατέρα ήταν ήδη μεγάλο. Δεν έπρεπε να<br />
ταραχτεί άλλο.<br />
- Τώρα τη σκεφτήκατε τη μητέρα; Πώς αυτό; Δεν είχατε<br />
καμιά δεξίωση απόψε να πάτε κι είπατε να ‘ρθετε κι<br />
από δω να περάσει η ώρα;<br />
Το περίμεναν αυτό, το ‘ξεραν πως δεν θα ‘ταν εύκολα τα<br />
πράγματα. Ο Γιωργής ήταν σκληρός, κι αυτές δεν είχαν<br />
κάνει και λίγα. Το αναγνώριζαν, αν και όχι απόλυτα, πως<br />
δεν είχαν φερθεί σωστά τότε που έπρεπε. Είχαν φροντίσει<br />
μόνον για τον εαυτό τους, είχαν κάνει ακριβώς αυτό<br />
που ήθελαν χωρίς να υπολογίσουν κανέναν και τίποτα.<br />
Είχαν διαγράψει γονείς και οικογένεια, είχαν φερθεί<br />
υποτιμητικά. Όμως, δεν ήταν δικό τους το φταίξιμο...<br />
Έτσι κι αλλιώς, δεν υπολόγιζαν να τις δώσουν στο θείο και<br />
τη θεία; Ε, κορίτσια ήταν κι αυτά, φουσκώσαν τα μυαλά<br />
τους. Τι γονείς ήταν κι αυτοί που παρατήσαν τη μάχη έτσι<br />
εύκολα; Δεν προσπαθήσαν καν να τις πάρουν πίσω. Ούτε<br />
μια φωνή, ούτε ένα χαστούκι, καμία αντίδραση. Αν τις<br />
αγαπούσαν πραγματικά, έπρεπε να τις σταματήσουν. Ε,<br />
296 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 297
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
πώς, έχουν κι αυτοί το μερίδιο της ευθύνης τους. Άλλωστε<br />
δεν είχαν και λίγα να κερδίσουν απ’ τη συναλλαγή αυτή...<br />
Τώρα θα έπρεπε να τις συγχωρέσουν.<br />
- Μη γίνεσαι κακός, Γιωργή, απάντησε η Σμαρούλα. Λεν<br />
πως ο θάνατος και ο πόνος ενώνει τους ανθρώπους...<br />
- Ενώ η χαρά και η επιτυχία τους χωρίζει, αντιγύρισε ο<br />
Γιωργής πριν εκείνη προλάβει να τελειώσει τη φράση<br />
της. Τότε ο καθένας το απολαμβάνει μόνος του, έτσι<br />
δεν είναι; Δεν θυμάμαι να μας επισκεφτήκατε όταν όλα<br />
σας πήγαιναν καλά... ή μήπως κάνω λάθος; συνέχισε<br />
ειρωνικά.<br />
Τις σιχαινόταν ακόμη ο Γιωργής, ποτέ δεν έπαψε να τις<br />
σιχαίνεται και να τις θεωρεί αποκλειστικές υπεύθυνες για<br />
το κατάντημά τους. Άμυαλες, ανόητες, παραδόπιστες...<br />
Η τύχη τους άνοιξε διάπλατα την πόρτα κι αυτές τι<br />
είχαν κάνει; Απ’ όλες τις προοπτικές είχαν διαλέξει την<br />
πιο αποτυχημένη, κι ας είχαν με το μέρος τους όλες τις<br />
ευκαιρίες. Τώρα μαζεύαν τα κομμάτια τους και ζητούσαν<br />
συγχώρεση απ’ τη μάνα, γιατί ήξεραν πάντα πού να<br />
χτυπήσουν. Όπως και τότε... Είχαν ανακατώσει ολόκληρη<br />
οικογένεια με την ξαφνική φυγή τους, είχαν πληγώσει<br />
τους γονιούς, είχαν αναστατώσει τους θείους, και είχαν<br />
βάλει τον Ιωάννη να βγάλει το φίδι από την τρύπα<br />
για λογαριασμό τους, με τη δικαιολογία της νεότητας<br />
και της φιλοδοξίας. Και σα να μην έφτανε αυτό, όταν<br />
ήρθε η ώρα ν’ αποκατασταθούν, φέρθηκαν στους ίδιους<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
τους του γονιούς σαν να ήταν τιποτένιοι, ανύπαρκτοι,<br />
ανάξιοι οποιασδήποτε αναγνώρισης. Και μετά... Μετά<br />
την παταγώδη αποτυχία τους, όχι μόνο προσπάθησαν<br />
να ξεζουμίσουν τους ανθρώπους που τους άνοιξαν έναν<br />
δρόμο στη ζωή, μα τους πρόσβαλαν και τους έφτυσαν<br />
σα σκουλήκια. Παντού τα είχαν θαλασσώσει, άλλωστε<br />
δεν θα μπορούσε να έχει γίνει κι αλλιώς...<br />
Το χτύπημα του Γιωργή συνέχιζε και θα ήταν αμείλικτο.<br />
Όμως έπρεπε να επιμένουν. Ποιος ήταν αυτός άλλωστε,<br />
να τις απορρίπτει; Και πού είχαν έρθει να ζητήσουν<br />
συγχώρεση; Στο σπίτι των γονιών τους είχαν έρθει.<br />
Τι δουλειά είχε ο Γιωργής ν’ ανακατώνεται; Πάντα<br />
του άρεσε να κάνει κουμάντο. Όμως, κι αυτές, πάντα<br />
έβρισκαν τον τρόπο να περνάει το δικό τους. Έτσι έπρεπε<br />
να γίνει και τώρα. Έπρεπε να πάνε λίγο με τα νερά του,<br />
να δείξουν ντροπή και μεταμέλεια, καταδεχτικότητα και<br />
συμπόνια, μέχρι να φτάσουν στη μάνα. Η μάνα ήταν<br />
αλλιώς, η μάνα σίγουρα θα τις συγχωρούσε...<br />
- Δε νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για καβγάδες,<br />
Γιωργή, ξαναείπε η Σμαρούλα. Δεν ήρθαμε εδώ για<br />
να διαπληκτιστούμε. Ήρθαμε μόνο να δούμε τη μάνα.<br />
Νομίζω, άλλωστε, πως έχουμε το δικαίωμα να ‘ρθούμε<br />
στο σπίτι των γονιών μας.<br />
- Και να που για πολλοστή φορά, κάνεις λάθος! είπε ο<br />
Γιωργής με μεγάλη ευχαρίστηση που θα του δινόταν η<br />
ευκαιρία να τις πληγώσει. Το σπίτι αυτό, εδώ και λίγο<br />
298 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 299
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
καιρό, ανήκει στη Λένη σαν δώρο για το γάμο της. Ήταν<br />
κάτι που το αποφάσισε ο πατέρας και συμφώνησα και<br />
εγώ. Εσείς χάσατε το μερτικό σας το βράδυ εκείνο που<br />
πήρατε τα κουρέλια σας και την κοπανήσατε σαν τις<br />
κλέφτρες από ‘δω, για να κάνετε τη μεγάλη ζωή.<br />
Οι δυο αδελφές έμειναν άφωνες. Αυτό ήταν κάτι που δεν<br />
το περίμεναν. Τα πράγματα στη ζωή τους δεν πήγαιναν<br />
και τόσο καλά. Η επιχείρησή τους, όσο καλά κι αν<br />
πήγαινε, δεν μπορούσε ν’ αντέξει τα υπέρογκα έξοδα<br />
που έκαναν για να κρατήσουν ζωντανό το μεγαλείο,<br />
το ψώνιο τους. Ήλπιζαν πως σ’ αυτό το σπίτι θα είχαν<br />
πάντα ένα καταφύγιο. Φαίνεται όμως πως είχαν αργήσει<br />
πολύ... Δεν μπορούσαν να κρύψουν την ταραχή τους,<br />
δεν είχαν τίποτε σπουδαίο να πουν για να σκεπάσουν<br />
τα ιδιοτελή κίνητρά τους.<br />
- Ώστε... παντρεύτηκε η Λένη; είπε η Κατινιώ σιγανά.<br />
Δεν το ξέραμε.<br />
- Όχι ακόμη. Αλλά πολύ σύντομα. Μ’ ένα πολύ καλό<br />
παιδί, γιατρός στο επάγγελμα. Άλλωστε κι η Λένη όπου<br />
να ‘ναι θ’ αρχίσει να εξασκεί την ιατρική...<br />
Του άρεσε τόσο πολύ να τις βλέπει να δέχονται απανωτά<br />
τα χαστούκια. Πόσο απολάμβανε αυτή τη στιγμή...<br />
- Και τώρα που τα μάθατε όλα, συνέχισε επιδεικτικά,<br />
μπορείτε να πάτε στα τσακίδια! Νομίζω πως ο πραγματικός<br />
λόγος για τον οποίο εμφανιστήκατε ξαφνικά μες στη<br />
νύχτα, δεν υφίσταται πλέον... Δεν έχετε θέση πια εδώ...<br />
Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />
συνέχισε και τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.<br />
Πώς το χάρηκε αυτό το τελευταίο! Ήταν ό,τι έπρεπε για<br />
τα μούτρα τους. Κλώσες! Μια ζωή κλώσες... Τίποτα δεν<br />
είχαν μάθει τόσο καιρό, αυτά που είχαν συμβεί δεν τις<br />
είχαν αγγίξει. Ας πάνε τώρα να κόψουν το λαιμό τους.<br />
Αρκετό κακό είχαν κάνει, δεν θα τις άφηνε αυτός να<br />
κάνουν κι άλλο. Ούτε η μάνα, ούτε η Λένη του άξιζαν<br />
κάτι τέτοιο. Έπρεπε να τις κρατήσει μακριά, πάση θυσία!<br />
- Καταραμένε! μουρμούρισε η Σμαρούλα ενώ έβλεπε<br />
την πόρτα να έρχεται κατά πάνω τους.<br />
Για άλλη μια φορά, είχε καταφέρει να πει την τελευταία<br />
λέξη. Τέτοιος ήταν πάντα του! Και τώρα... τώρα που<br />
του ‘χαν έρθει όλα βολικά, είχε γίνει ακόμη χειρότερος.<br />
Τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα, όμως. Η ζωή είναι<br />
μακριά... και μόνον η ζωή μπορεί να γράψει το τέλος...<br />
Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />
300 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 301
Κάντε κλικ επάνω στην καρδιά για να<br />
διαβάσετε ή να κατεβάσετε την υπέροχη<br />
ιστορία που έγραψαν 15+1 blogger.<br />
302 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 303
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
Αναμονή κι ανάμνηση…<br />
ένα ταξίδι στη Νάξο!!!<br />
Γράφει η Δήμητρα<br />
Τράκα<br />
Είμαι παιδί της Άνοιξης,<br />
όπως λένε οι γονείς μου,<br />
γιατί γεννήθηκα τον μήνα<br />
Μάιο. Αγαπώ όλες τις<br />
εποχές, μα πιο πολύ την<br />
Άνοιξη. Λες και μόλις έρθει η πρώτη μέρα αυτής της<br />
εποχής, αλλάζουν όλα μέσα μου. Κάπως έτσι έγινε και<br />
φέτος. Από την πρώτη μέρα του Μαρτίου, εγώ άρχισα<br />
να βλέπω τα πάντα με άλλα μάτια.<br />
Τώρα θα μου πεις, εσύ που με ξέρεις και με έζησες<br />
τελευταία, ο Χειμώνας που πέρασε δεν ήταν απλώς<br />
βαρύς. Ήταν βαρύς κι ασήκωτος για εμένα, αλλά πέρασε.<br />
Ίσως φέτος, γι’ αυτό να αισθάνθηκα τόσο έντονα την<br />
αλλαγή της εποχής. Γιατί ήθελα να αφήσω όλα τα άσχημα<br />
πίσω μου και βιαζόμουν να το κάνω.<br />
Και φυσικά, δεν ήταν βαρύς μόνο για εμένα. Ποιος από<br />
εσάς μπορεί να μου πει ότι όλα ήταν ρόδινα; Κανείς, είμαι<br />
βέβαιη! Και δεν μας φτάνουν τα δικά μας προβλήματα,<br />
που σίγουρα κουβαλά ο καθένας μας, είτε προσωπικά είτε<br />
οικογενειακά, μας φορτώνουν και τα λάθη εκείνων που<br />
έφεραν την έρημη τη χώρα μας στο χείλος του γκρεμού,<br />
αναμασώντας καιρό τώρα την καραμέλα που λέγεται<br />
«οικονομική κρίση». Πρόσωπα αλλάζουν, κυβερνήσεις<br />
αλλάζουν, δεδομένα αλλάζουν. Τα χάλια μας όμως δεν<br />
αλλάζουν!<br />
Να σας πω κάτι; Δεν μ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά! Τώρα θα<br />
μου πεις, καλά δεν σε νοιάζει η κατάσταση της χώρας<br />
σου; Φυσικά και με νοιάζει. Όμως δυστυχώς δεν μπορώ<br />
να κάνω κάτι και να την αλλάξω ως δια μαγείας. Φώναξα,<br />
διαμαρτυρήθηκα, αγανάκτησα, στερήθηκα. Ποιος με<br />
άκουσε; Κανείς! Ήρθε η ώρα λοιπόν να τους γράψω κι<br />
εγώ στα παλιά μου τα υποδήματα και να ασχοληθώ με<br />
πιο όμορφα πράγματα.<br />
Τα προβλήματα δεν τελειώνουν ποτέ! Πάντα εδώ θα<br />
είναι και θα μας ταλαιπωρούν. Οι άνθρωποι πάνε κι<br />
έρχονται και οι έννοιες σύννεφο καθισμένο καθημερινά<br />
πάνω από το κεφάλι τους. Εντάξει, δε λέω, πάντα θα<br />
μας απασχολούν τα προβλήματα και τα δικά μας, αλλά<br />
και του τόπου μας. Όμως βρε παιδιά, ας μην ξεχνάμε<br />
ότι αυτή η χώρα έχει και τόσα καλά από μόνη της, που<br />
όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να την αμαυρώσουν,<br />
εκείνη ξέρει κι αντιστέκεται.<br />
Η Άνοιξη μας υποδέχτηκε με τον δικό της τρόπο<br />
και φέτος. Το καλοκαίρι είναι η φυσική συνέπειά της.<br />
Τα όνειρα, είναι τσάμπα. Τουλάχιστον ακόμα. Ας το<br />
304 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 305
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
εκμεταλλευτούμε. Όλοι μας, τώρα που ο καιρός θα<br />
αφήσει το μελαγχολικό του πρόσωπο και θα βάλει το<br />
χαμογελαστό, κάτι θα έχουμε να κάνουμε. Άλλος μικρές<br />
εκδρομούλες στην εξοχή, άλλος στο χωριό κανένα διήμερο,<br />
άλλος θα κάνει σχέδια για το καλοκαίρι, γιατί τώρα ακόμα<br />
ούτε άδειες έχει ούτε και χρήματα. Όλοι μας πάντως κάτι<br />
θα κάνουμε, έστω και για ένα εικοσιτετράωρο. Όρεξη<br />
να υπάρχει και καλή καρδιά!<br />
Έχουμε όχι μία, αλλά άπειρες ευκαιρίες σε τούτη την<br />
χώρα, όποια ώρα θέλουμε και όποια εποχή επιλέξουμε,<br />
κάπου θα βρούμε να δραπετεύσουμε από τα προβλήματα<br />
και τις υποχρεώσεις.<br />
Κοίτα να δεις τι θυμήθηκα τώρα! Χρόνια πριν, μετά από<br />
έναν επίσης ζόρικο Χειμώνα, όπως και τον φετινό, άσχετα<br />
που ο φετινός ήταν όχι απλώς ζόρικος αλλά βασανιστικός,<br />
έχοντας την ανάγκη ενός διαλείμματος, κάποια στιγμή<br />
καταφέραμε να πάμε κι εμείς διακοπές της τελευταίας<br />
στιγμής. Βέβαια, μας είχε φτάσει ο Σεπτέμβρης, αλλά<br />
αυτό δεν μας ένοιαζε καθόλου. Εμείς θέλαμε μόνο να<br />
φύγουμε.<br />
Οι πρώτες φθινοπωρινές μέρες του Σεπτέμβρη δεν<br />
είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα από εκείνες του Αυγούστου.<br />
Παρέα με τον σύντροφό μου, αφού είχαμε και οι δύο<br />
άδεια πολύ αργότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.<br />
Ο κλήρος μας έπεσε τον Σεπτέμβρη. Και τι έγινε;<br />
Οι διακοπές είναι πάντα διακοπές και πρέπει να τις<br />
εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.<br />
Να ξεκουραστούμε θέλαμε και να ηρεμίσουμε. Ούτε<br />
βαβούρα, ούτε πολυκοσμία και ούτε υψηλές τιμές, έτσι<br />
για να μην ξεχνιόμαστε! Και ειδικά τώρα που η πόλη<br />
άρχισε να γεμίζει ξανά και ακούγονται οι γνώριμοι<br />
ήχοι της που όλο το καλοκαίρι είχαν σιγήσει, ακριβώς<br />
αυτή η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη για την δική μας<br />
απόδραση.<br />
Καθόμουν εκείνο το απόγευμα στη βεράντα του<br />
σπιτιού μου απολαμβάνοντας έναν παγωμένο καφέ<br />
και σκεφτόμουν τι θα κάναμε από την επόμενη μέρα<br />
που ξεκινούσαν οι άδειές μας. Το πρώτο πράγμα<br />
που σκέφτηκα ήταν το οικονομικό, αυτό δηλαδή που<br />
σκεφτόμαστε όλοι. Τα μέτρησα από εδώ, τα τράβηξα<br />
από εκεί, δεν ήταν και πολλά τελικά. Έπειτα σκέφτηκα,<br />
σε ποιο μέρος θα ήθελα να ήμουν εκείνη την ώρα. Το<br />
πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν ένα κυκλαδίτικο<br />
νησί. Είχα χρόνια να επισκεφτώ τις Κυκλάδες και σαν<br />
ιδέα μου φάνηκε υπέροχη! Όμως… Ε, βέβαια όμως. Οι<br />
Κυκλάδες από τη Θεσσαλονίκη δεν απέχουν και λίγο.<br />
Η αμέσως επόμενη σκέψη μου ήρθε σε συνδυασμό με την<br />
τσέπη μου. Πώς θα μπορούσα να πραγματοποιήσω ένα<br />
τέτοιο ταξίδι, με τους δικούς μου οικονομικούς όρους;<br />
Ωραίο ερώτημα! Απάντηση υπήρχε; Κι όμως, υπήρχε!<br />
306 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 307
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
Πήρα το φορητό μου υπολογιστή αγκαλιά και ξεκίνησα<br />
έναν αγώνα αναζήτησης.<br />
Τελικά, βρήκα την απάντηση που γύρευα. Καταρχήν,<br />
απέρριψα το αυτοκίνητο. Τα έξοδα που έπρεπε να<br />
γίνουν μόνο για το χατίρι του, ξεπερνούσαν τα έξοδα<br />
δύο ανθρώπων. Βενζίνη, διόδια και εισιτήρια πλοίου<br />
τίναζαν τον προϋπολογισμό μου στα ύψη. Άρα το αμάξι<br />
απορρίπτεται. Ο επόμενος και πιο οικονομικός τρόπος,<br />
που βρήκα για να φτάσουμε ως τον Πειραιά, ήταν το<br />
τρένο και μάλιστα υπήρχαν ανοιχτές κάποιες προσφορές<br />
μέσω διαδικτύου, που είχαν τεράστια διαφορά από τις<br />
κανονικές τιμές. Γιατί όχι λοιπόν; Ταξίδι το οποίο θα<br />
συνδύαζε τρένο και πλοίο. Το είχα κάνει πολλές φορές<br />
όταν ήμουν πιο μικρή, γιατί όχι και τώρα.<br />
Αμέσως μετά έλεγξα αν υπήρχαν θέσεις στο πλοίο.<br />
Έξι ώρες πρώτο τραπέζι κατάστρωμα, μετά από έξι<br />
ώρες στο τρένο, δεν έλεγε. Έτσι επέλεξα τα καθίσματα<br />
αεροπορικού τύπου στο πλοίο, για να είμαστε και άνετοι,<br />
αλλά και να μην χρειάζεται να κάνουμε αγώνα δρόμου<br />
για μια καρέκλα στο κατάστρωμα, αγκαλιά με βαλίτσα<br />
και σάκους.<br />
Αφού λοιπόν τακτοποίησα το θέμα της μετακίνησής<br />
μας, έμενε τώρα η διαμονή. Μπήκα στο ιντερνέτ κι<br />
έψαξα σε διάφορες σελίδες, προσφορές ξενοδοχείων<br />
για τη Νάξο, ένα νησί που δεν είχα επισκεφθεί ως τότε,<br />
αλλά ήξερα ότι είναι πολύ<br />
όμορφο. Δεν άργησα να<br />
δω φως και σε αυτή την<br />
περίπτωση. Ειδικά λόγω της<br />
κρίσης, οι τιμές ήταν πολύ<br />
χαμηλές σε σύγκριση με<br />
άλλες χρονιές, αλλά και εξ’<br />
αιτίας της συγκεκριμένης<br />
περιόδου.<br />
Έτσι, βρήκα δωμάτιο σε ένα<br />
ξενοδοχειακό συγκρότημα<br />
πολύ κοντά από το κέντρο<br />
της Χώρας της Νάξου,<br />
στον Άγιο Γεώργιο. Ο Άγιος<br />
Γεώργιος είναι ένας οικισμός<br />
ενωμένος με τη Χώρα και<br />
μπορείς να πας οπουδήποτε<br />
χωρίς αυτοκίνητο, αφού<br />
πολύ κοντά είναι το<br />
λιμάνι, η παραλία και<br />
το κέντρο. Έκλεισα τότε<br />
και το ξενοδοχείο στις<br />
ημερομηνίες που μας<br />
βόλευαν κι ευχαριστημένη,<br />
άρχισα να κάνω σχέδια για<br />
το πώς θα περάσουμε τις<br />
λίγες μέρες παραμονής μας<br />
στη Νάξο. Αν και δεν είναι<br />
308 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 309
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
και τόσο μεγάλο το νησί, παρ’ όλα αυτά έχει πολλά να<br />
δει κανείς.<br />
Ενθουσιασμένη με τις επιλογές μου και μάλιστα<br />
κάνοντας αρκετή οικονομία με τις λύσεις που μου<br />
έδωσε το διαδίκτυο, δεν έμενε παρά να περιμένω να το<br />
ανακοινώσω στον σύζυγό μου, ο οποίος μόλις το άκουσε<br />
χάρηκε πάρα πολύ! Η αλήθεια ήταν, ότι περάσαμε ένα<br />
δύσκολο χειμώνα και αυτές τις διακοπές τις είχαμε<br />
και οι δύο μεγάλη ανάγκη. Ατελείωτες ώρες δουλειάς,<br />
ταξίδια εκτός πόλης αρκετά κουραστικά, καθημερινά<br />
προβλήματα που συνεχώς αναζητούσαν λύσεις, όλα αυτά<br />
μαζί, όχι απλώς έκαναν τις μπαταρίες μας να πέσουν,<br />
αλλά είχαν κάψει σχεδόν κάθε εγκεφαλικό μας κύτταρο<br />
και η ανάγκη να κλείσουμε τους διακόπτες, ήταν άμεση!<br />
Δεν άργησε λοιπόν, να έρθει η μέρα ή καλύτερα η νύχτα<br />
της αναχώρησής μας. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, μέσα<br />
από το τρένο που ξεκίνησε, αποχαιρέτισα την πόλη μου,<br />
τη Θεσσαλονίκη. Μόλις τα φώτα τις πόλης χάθηκαν,<br />
πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω,<br />
έκανα όμως και μερικά διαλείμματα για να ξεπιαστώ<br />
κάνοντας βόλτες μέχρι το βαγόνι του κυλικείου για να<br />
προμηθευτώ καφέδες και σνακ. Για ύπνο ούτε λόγος.<br />
Πάντα μ’ άρεσε να ταξιδεύω νύχτα, ακόμα και όταν<br />
χρειάστηκε να οδηγώ εγώ το αυτοκίνητο, κυρίως όμως<br />
για να φτάνω εγκαίρως στον προορισμό μου, αλλά και<br />
από τη λαχτάρα μου για το καινούργιο ταξίδι! Κι έτσι<br />
δεν κατάλαβα καν πώς πέρασαν οι ώρες.<br />
Στο λιμάνι του Πειραιά, φτάσαμε γύρω στις επτά το<br />
πρωί. Μετά από μερικά λεπτά, το πλοίο ξεκίνησε κι<br />
εγώ γαντζώθηκα στα κάγκελα του καταστρώματος της<br />
πλώρης, αφήνοντας τον θαλασσινό αέρα να μπερδεύει<br />
εκνευριστικά τα μαλλιά μου, τον καπνό του τσιγάρου μου<br />
να διαλύεται από τις στάλες του νερού, τον παγωμένο<br />
πρώτο καφέ της ημέρας να δροσίζει το λαιμό μου, ένα<br />
χέρι να με κρατά αγκαλιά από τους ώμους και μια φωνή<br />
μου ψιθύρισε λίγες λέξεις.<br />
«Ακόμα και ο Ποσειδώνας θα σε ζήλευε αυτή την ώρα.<br />
Αν κοιτάξει κανείς τα μάτια σου, θα καταλάβει ότι<br />
μπορείς να διαφεντέψεις τη θάλασσα και την κάνεις<br />
να σε υπακούσει. Έτσι όπως την κοιτάς, είναι σα να<br />
δαμάζεις τα κύματα και τους ανέμους για να κυλήσει<br />
όσο πιο ήρεμο γίνεται το ταξίδι μας» μου είπε.<br />
Γύρισα και τον κοίταξα. Τα χείλη του ακούμπησαν το<br />
μέτωπό μου. Από την πρώτη μέρα που με γνώρισε, είχε<br />
καταλάβει τη μεγάλη αγάπη μου για τη θάλασσα και<br />
πολλές φορές ως τώρα, όταν με έχανε, ήξερε πολύ καλά<br />
πού θα με βρει όταν θέλω να απομονωθώ. Λίγο έξω από<br />
την πόλη μου, σε μια ερημική παραλία. Εκεί στο δικό μου<br />
«άβατο». Εκεί όπου μοιραζόμουν τα πάντα. Εκεί όπου<br />
310 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 311
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
αναζητούσα λύσεις κι απαντήσεις. Γι’ αυτό, πολλές φορές<br />
έλεγε πως είμαι η «γοργόνα» του. Την πρώτη φορά που<br />
το άκουσα γέλασα βέβαια, γιατί ρίχνοντας μια ματιά<br />
στον καθρέφτη, με τον σωματότυπο που έχω δεν με λες<br />
και γοργόνα! (Χαχαχα!) Όμως γρήγορα κατάλαβα. Του<br />
άρεσε να με κοιτά από μακριά, έτσι όπως στεκόμουν<br />
μπροστά στη θάλασσα και της μιλούσα.<br />
«Σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες αυτό το ταξίδι» του είπα.<br />
Σφίχτηκα στην αγκαλιά του και σήκωσα το πρόσωπό<br />
μου στον πρωινό ήλιο. Πόσο τον είχα ταλαιπωρήσει κι<br />
εκείνον όλο το χρόνο; Με τη δικαιολογία της καινούργιας<br />
μου δουλειάς και κάποια έκτακτα προβλήματα που μας<br />
έτυχαν, για να μην βάλω και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα<br />
μου, ήμουν σίγουρη πως τον είχα κουράσει αφάνταστα<br />
τόσους μήνες. Τα νεύρα και το άγχος μου χρόνια τώρα,<br />
έβρισκαν κυματοθραύστη την υπομονή του. Μου είχε<br />
πει πολλές φορές άλλωστε, ότι όσο κι αν με θεωρούσε<br />
ικανή να καταφέρω αυτό που θέλω, χρειαζόμουν άμεσα<br />
ξεκούραση και ηρεμία. Ευτυχώς όμως, την ηρεμία πάντα<br />
την βρίσκω στο πρόσωπό του!<br />
Αφού εξερεύνησα όλο το πλοίο, ήπια αμέτρητους καφέδες,<br />
μέθυσα από την αλμύρα της θάλασσας, ταξίδεψα για<br />
λίγο στις σελίδες του βιβλίου το οποίο είχα ξεκινήσει<br />
πριν από λίγες μέρες και το προχώρησα λίγο παρακάτω,<br />
γράφοντας σ’ ένα σημειωματάριο και βέβαια σ’ αυτές<br />
τις διακοπές κατάφερα να<br />
το ολοκληρώσω. Καθόμουν<br />
αναπαυτικά στη θέση μου,<br />
όταν ακούσαμε μετά από<br />
ώρες την ανακοίνωση ότι σε<br />
λίγα λεπτά θα φτάναμε στο<br />
νησί. Μάζεψα τα πράγματά<br />
μου κι έτρεξα πάλι στο<br />
κατάστρωμα. Ήθελα να το<br />
δω από ψηλά, πριν κατέβω<br />
και περπατήσω στη δική<br />
του γη κι ανακατευτώ με<br />
τους ανθρώπους του.<br />
Ακόμα και σήμερα, αν<br />
ρωτήσεις τον Γιάννη, θα σου<br />
πει ότι με το που πάτησα το<br />
πόδι μου στο νησί, έμοιαζα<br />
σαν να με είχε βάλει κάποιος<br />
στην πρίζα. Δεν σταμάτησα<br />
ούτε λεπτό. Αν κι εκείνος<br />
πίστεψε στην αρχή ότι<br />
μετά από εικοσιτετράωρο<br />
ξενύχτι και ταλαιπωρία,<br />
δεν θα μπορούσα να πάρω<br />
τα πόδια μου, γρήγορα<br />
αντιλήφθηκε ότι στα πόδια<br />
μου είχα βάλει φτερά και<br />
ήταν αδύνατον να καθίσω<br />
σε ένα σημείο για πολύ<br />
ώρα. Ειδικά μόλις έκανα<br />
312 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 313
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
ένα χαλαρωτικό ντους,<br />
ξανάνιωσα και ήμουν έτοιμη<br />
ν’ αρχίσω τις εξερευνήσεις<br />
μου.<br />
Τα στομάχια μας βέβαια,<br />
είχαν διαφορετική άποψη.<br />
Τα σνακ δεν κατάφεραν να<br />
ησυχάσουν την πείνα μας<br />
κι έτσι βγήκαμε από το<br />
δωμάτιο προς αναζήτηση<br />
φαγητού. Στο λιμάνι,<br />
αραδιασμένες στη σειρά<br />
ταβέρνες και καφετέριες,<br />
μας άφησαν με το βλέμμα,<br />
να επιλέξουμε το πού θα<br />
τρώγαμε το πρώτο μας<br />
γεύμα στο νησί. Άνθρωποι<br />
φιλόξενοι μας καλωσόρισαν<br />
και μας πρότειναν κάθε<br />
τοπική σπεσιαλιτέ.<br />
Καλό φαγητό και ντόπιο<br />
κρασί, ευχαρίστησαν<br />
τους ουρανίσκους μας<br />
κι ανέβασαν αρκετά τη<br />
διάθεσή μας.<br />
Μετά το γεύμα όμως, τη<br />
λαχτάρα μου να περπατήσω<br />
στα στενά δρομάκια του<br />
νησιού, δεν τη συμμερίστηκε<br />
ο Γιάννης μου. Δεν είχε όμως<br />
κι άδικο. Ήταν απίστευτα<br />
κουρασμένος, γιατί δεν<br />
κοιμήθηκε καθόλου κατά<br />
τη διάρκεια του ταξιδιού<br />
για να μου κάνει παρέα και<br />
τώρα δεν ήταν σωστό να<br />
τον τραβολογάω μαζί μου.<br />
Η μέρα δεν είχε τελειώσει<br />
ακόμα. Ας ξεκουραζόταν<br />
για λίγο κι έπειτα, τα σχέδιά<br />
μας δεν σταματούσαν στο<br />
μεσημέρι. Κάπως έτσι,<br />
χώρισαν οι δρόμοι μας<br />
κι εκείνος πήγε προς το<br />
ξενοδοχείο, ενώ εγώ αφού<br />
πήρα ένα μπουκαλάκι νερό<br />
μαζί μου, κρύφτηκα στα<br />
δαιδαλώδη δρομάκια της<br />
Χώρας.<br />
Δεν ήθελα να δω κάτι<br />
συγκεκριμένο, ούτε<br />
να επισκεφθώ κάποιο<br />
αξιοθέατο. Αυτό θα το<br />
κάναμε μαζί ούτως ή άλλως<br />
την επόμενη μέρα . Εγώ το<br />
μόνο που ήθελα, ήταν να<br />
γίνω ένα με τον τόπο. Να<br />
περπατήσω στις γειτονιές,<br />
να μυρίσω τις ευωδιές, ν’<br />
αφουγκραστώ ανθρώπους<br />
και πράγματα στην ησυχία<br />
314 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 315
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
του μεσημεριού. Κόντευε<br />
έξι το απόγευμα και μετά<br />
από τρεις ολόκληρες ώρες<br />
βόλτας στους λαβύρινθους<br />
της Χώρας, έφτασα στο<br />
ξενοδοχείο μούσκεμα στον<br />
ιδρώτα. Έκανα ένα μπάνιο,<br />
έφτιαξα δυο παγωμένους<br />
καφέδες και τους σέρβιρα<br />
στην πέτρινη αυλή, σ’<br />
ένα σιδερένιο τραπεζάκι,<br />
ανάμεσα σε ανθισμένα<br />
πολύχρωμα λουλούδια με<br />
υπέροχο άρωμα.<br />
Το πρώτο που σκέφτηκα μόλις ξύπνησα τον Γιάννη,<br />
ήταν να κάνουμε μια βόλτα μέχρι την Πορτάρα. Ο ήλιος<br />
σε λίγες ώρες θα χάνονταν πίσω από τη γραμμή της<br />
θάλασσας και ήθελα να τον αποθανατίσω στη μνήμη<br />
μου, να κρύβεται τις ώρες του δειλινού. Ο Γιάννης<br />
ξεκούραστος πια, ετοιμάστηκε γρήγορα και κάθισε<br />
δίπλα μου για να πιούμε τον καφέ μας παρέα και να<br />
κανονίσουμε τη συνέχεια.<br />
Ούτε αυτή τη φορά μου χάλασε χατίρι. Ανεβήκαμε μέχρι<br />
την Πορτάρα. Σταθήκαμε εμπρός της και θαυμάζαμε<br />
εκείνη τη μαρμάρινη πύλη, από τα ερείπια του ναού του<br />
Απόλλωνα, που έστεκε στο κατώφλι του νησιού και ήταν<br />
ίδια με μια τεράστια κορνίζα στον ορίζοντα, για όσους<br />
θέλουν ν’ απολαύσουν τη δύση, με τα πλούσια χρώματα<br />
που βάφει εκείνη την ώρα ουρανό και θάλασσα. Όσες<br />
φωτογραφίες κι αν τραβήξαμε, ήταν φτωχές εμπρός<br />
στην πραγματικότητα του μεγαλείου της στιγμής. Εμείς<br />
τις κρατήσαμε πάντως, για να θυμόμαστε πως γίναμε<br />
για λίγα λεπτά, φιγούρες ενός τεράστιου κάδρου που<br />
δημιούργησε η φύση και ο άνθρωπος…<br />
Στις επόμενες τέσσερις μέρες, δεν έμεινε πιθαμή του<br />
νησιού που να μην το γυρίσουμε. Νοικιάσαμε ένα<br />
αυτοκίνητο για δύο μέρες και ξεκινήσαμε από τα μακρινά.<br />
Πρώτο στη σειρά σημείο που ανακαλύψαμε, ήταν το<br />
316 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 317
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
ανακαλύψουμε και αυτά.<br />
Δύο από τους Κούρους,<br />
τους βρήκαμε στο χωριό<br />
Μέλανες και τον τρίτο στο<br />
χωριό Απόλλωνας. Περιττό<br />
να πω, ότι μόνο δέος θα<br />
μπορούσε κανείς να νιώσει<br />
μπροστά στα τεράστια καλλιτεχνήματα που δεν ήξερες<br />
αν τα έφτιαξε ανθρώπινο ή θεϊκό χέρι.<br />
Ιερό της Δήμητρας, που<br />
βρίσκεται κοντά στο χωριό<br />
Σαγκρί και λίγο πιο πέρα<br />
το μουσείο που στέγαζε<br />
όλα τα μικρά εκθέματα,<br />
απομεινάρια μιας άλλης<br />
εποχής καθώς επίσης και<br />
μια άψογα διατηρημένη<br />
πλευρά του ναού που<br />
βρέθηκε κομμάτια και<br />
συναρμολογήθηκε με πολύ<br />
προσοχή.<br />
Είχαμε ακούσει και για τους<br />
περίφημους Κούρους. Τα<br />
γιγάντια αγάλματα που<br />
κείτονται μισοτελειωμένα<br />
στα νταμάρια της Νάξου.<br />
Σπεύσαμε λοιπόν να τα<br />
Το μαρμάρινο χωριό Απείρανθος και το χωριό Φιλώτι<br />
όπου επισκεφθήκαμε<br />
και το σπήλαιο του Ζα,<br />
γεμάτο σταλακτίτες<br />
και σταλαγμίτες με<br />
παράξενες μορφές,<br />
που είναι πολύ κοντά,<br />
ήταν οι επόμενοι<br />
προορισμοί μας και<br />
όχι μόνο. Μικρά χωριουδάκια σκαρφαλωμένα στα<br />
ψηλά και κάποια ψαροχώρια όπως η Μουτσούνα, μας<br />
έκαναν να σταματήσουμε και να χαζέψουμε τις ομορφιές<br />
τους. Θαυμάσαμε τοπία γυμνά, που μόνο αγριοκάτσικα<br />
σκαρφάλωναν που και που. Ακρογιαλιές κρυμμένες, που<br />
σίγουρα σε κάποιες σπηλιές τους, μικρές νεράιδες της<br />
318 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 319
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
θάλασσας έπαιζαν<br />
στα πράσινα νερά<br />
τους.<br />
Όσο κατηφορίζαμε<br />
προς τη θάλασσα, σε<br />
παραλίες όπως του<br />
Αγίου Γεωργίου, του<br />
Αγίου Προκοπίου, της Αγίας Άννας, της Πλάκας και<br />
της Μικρής Βίγλας, κολυμπήσαμε αμέτρητες φορές και<br />
απολαύσαμε τον ελληνικό ήλιο, τα καθαρά νερά και την<br />
ηρεμία του τόπου.<br />
Τις τελευταίες μας<br />
ανακαλύψεις, τις κάναμε<br />
καθώς επιστρέψαμε στη<br />
Χώρα της Νάξου. Το<br />
Ενετικό Κάστρο, στέκει<br />
αγέρωχοκαι φαίνεται<br />
από όπου κι αν σταθεί<br />
κανείς, αποπνέει άρωμα<br />
μεσαίωνα και κατοικείται<br />
ανελλιπώς από την εποχή<br />
που χτίστηκε. Οι στενοί<br />
ανηφορικοί του δρόμοι,<br />
οδηγούν στο ψηλότερο<br />
σημείο, όπου βρίσκεται η<br />
Εμπορική σχολή, η Καπέλα<br />
Καλάτζα, ένα παρεκκλήσι<br />
του 13ου αιώνα και η Σχολή<br />
των Ουρσουλίνων. Εκείνο<br />
όμως, που μας τράβηξε<br />
πραγματικά την περιέργεια,<br />
ήταν το Ενετικό Μουσείο<br />
DomusdellaRoccaBarozzi,<br />
όπου βρήκαμε εκεί μια<br />
ενδιαφέρουσα λαογραφική<br />
συλλογή της ομώνυμης<br />
οικογένειας. Αντικείμενα<br />
μιας άλλης εποχής,<br />
320 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 321
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
προσωπικά αντικείμενα,<br />
όλα τοποθετημένα στο<br />
εσωτερικό της οικείας,<br />
σαν να ζούσαν ακόμη<br />
άνθρωποι εκεί και την<br />
καθημερινότητά τους, δεν<br />
κατάφερε να την αγγίξει ο<br />
χρόνος. Όσο τα παρατηρούσαμε, είχαμε ταυτόχρονα και<br />
την αίσθηση ότι θα βγει από κάποια πόρτα η νοικοκυρά<br />
και θα σερβίρει φαγητό<br />
στο έτοιμο τραπέζι κι<br />
αμέσως μετά ο κύρης του<br />
σπιτιού θα ξαποστάσει στο<br />
στρωμένο κρεβάτι. Άξιο<br />
αναφοράς, μπορώ να πω<br />
ότι είναι και το κελάρι της<br />
οικείας, όπου φυλάσσονται<br />
αντικείμενα εργασιών, αλλά εκείνο που πραγματικά<br />
εντυπωσιάζει είναι τα<br />
οικόσημα, οι ασπίδες και<br />
τα ξίφη, καθώς και κάθε τι<br />
που ήταν απαραίτητο για<br />
τους ιππότες της εποχής.<br />
Τότε ήταν, που πίστεψα<br />
αληθινά πως κάποτε<br />
υπήρξαν και ιππότες που<br />
πάνω στο άσπρο τους<br />
άλογο, μάχονταν για την<br />
τιμή και τα μάτια μιας<br />
πριγκιποπούλας.<br />
Φεύγοντας από το κάστρο και θέλοντας να<br />
αποχαιρετίσουμε αυτόν τον τόπο, σταθήκαμε σ’ ένα<br />
ψηλό σημείο κι από ένα άνοιγμα κοιτάξαμε το νησί, που<br />
σαν χαλί απλωνόταν στα πόδια μας και τις πρώτες πέτρες<br />
322 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 323
Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />
του έγλειφε η θάλασσα. Στα δεξιά μας, εκεί στην είσοδο<br />
του νησιού, η Πορτάρα περίμενε τον επόμενο επισκέπτη<br />
για να τον καλωσορίσει, αλλά και να αποχαιρετίσει<br />
εκείνον που έφευγε. Σ’ αυτόν που έρχεται χαρίζει<br />
υποσχέσεις και τάζει όνειρα, για μια πλανεύτρα τύχη<br />
μόλις πατήσει το πόδι του στο νησί. Ενώ σ’ εκείνον που<br />
φεύγει, κλείνει το μάτι για το επόμενο ραντεβού, για το<br />
επόμενο ηλιοβασίλεμα, που θα του χαρίσει μέσα από<br />
εκείνη την τεράστια κορνίζα, που η ζωγραφιά δεν είναι<br />
άλλη, παρά η ένωση του ουρανού και της θάλασσας,<br />
όπου μέσα της κρύβεται κάθε δειλινό ο ήλιος…<br />
γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />
σημαδέψει την ψυχή μου για πάντα, γιατί ήταν τότε<br />
που για μια στιγμή μίσησα τη θάλασσα για πρώτη φορά<br />
στη ζωή μου, όταν με κράτησε μακριά από κάτι που<br />
αγαπούσα. Εκείνες τις στιγμές, κοντά μου ήταν μόνο<br />
εκείνος και μου κρατούσε το χέρι, υποσχόμενος ότι θα<br />
γυρίσουμε πάλι πίσω για να κλείσουμε μαζί τον κύκλο<br />
που ανοίξαμε. Έτσι κι έγινε. Επιστρέψαμε και πάλι και<br />
μόλις αντικρίσαμε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, τότε<br />
είπαμε και οι δύο ότι «αυτός ο κύκλος έκλεισε!». Τον<br />
ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά που είναι συνεχώς<br />
στο πλάι μου…<br />
Δήμητρα Τράκα<br />
Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στον σύντροφο της<br />
ζωής μου. Έχουμε κάνει πολλά ταξίδια από τη μέρα<br />
που γνωριστήκαμε. Αυτό το ταξίδι όμως, έμελλε να<br />
324 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 325
326 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 327
Τα δάκρυα της Αφροδίτης<br />
MyTripssOnBlog.blogspot.gr<br />
“Τα δάκρυα του σπαραγμού πέφτουν στη<br />
γη και μένουν. Με μια πνοή του ο άνεμος<br />
τα κάνει ανεμώνες. Με άλλο ένα φύσημα,<br />
σκορπίζουν και πεθαίνουν.”<br />
Ένας μύθος λέει πως οι ανεμώνες είναι τα<br />
δάκρυα της Αφροδίτης, για το θάνατο του<br />
αγαπημένου της Άδωνη. Ένας άλλος μύθος<br />
επιμένει πως το αίμα του γέννησε τις κόκκινες<br />
ανεμώνες, που είναι πιο σπάνιες, τουλάχιστον<br />
οι άγριες, στα μέρη μου. Και υπάρχουν κι άλλοι<br />
μύθοι που θέλουν τα δάκρυα της Αφροδίτης να<br />
μεταμορφώνονται σε άλλο λουλούδι.<br />
328 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 329
Τα δάκρυα της Αφροδίτης<br />
MyTripssOnBlog.blogspot.gr<br />
Όπως και να έχει η ανεμώνη βαπτίστηκε, ή μάλλον<br />
αερο-βαπτίστηκε από τον ίδιο τον άνεμο, κι αρκεί<br />
ένα φύσημά του για να πέσουν τα ντελικάτα<br />
πέταλα. Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως άνθιζε<br />
μόνο όταν φυσούσε ο άνεμος.<br />
330 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 331
Τα δάκρυα της Αφροδίτης<br />
MyTripssOnBlog.blogspot.gr<br />
“Μοιάζουν σεμνά να προσκυνούν<br />
τον ήλιο και την πλάση<br />
τον άνεμο όμως καρτερούν<br />
για τη ζωή που δίνει.”<br />
“Σε μια ανεμώνη κρύφτηκε το φως όλου του<br />
κόσμου σε ένα μπουκέτο αιχμάλωτη όλη η<br />
ομορφιά.”<br />
332 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 333
Κάντε κλικ επάνω στην καρδιά για να<br />
διαβάσετε ή να κατεβάσετε την υπέροχη<br />
ιστορία που έγραψαν 15+1 blogger.<br />
<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 335<br />
334 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |
Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />
Στην χώρα του παραμυθιού<br />
Ο ΑΡΖ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ<br />
ΤΩΝ ΨΗΛΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ<br />
(ή Ο γαϊδαράκος πάει<br />
πολέμο)<br />
Μια φορά κι έναν καιρό<br />
σε μια φάρμα ζούσε ένας<br />
γάιδαρος που τον έλεγαν<br />
Αρζ. Ήταν τόσο ξεχωριστός<br />
όσο και τ’ όνομά του. Ήταν φίλος με όλα τ’ άλλα ζώα<br />
που ζούσαν εκεί. Πάντα γελαστός και μ’ ένα αστείο<br />
έτοιμο για κάθε περίσταση κι ένα γέλιο που έκανε όλη τη<br />
φάρμα να τραντάζεται στο άκουσμά του. Δεν έλεγε ποτέ<br />
όχι στις δουλειές κι ας μην τις αγαπούσε. Η αγαπημένη<br />
του ώρα ήταν όταν ξεκουραζόταν κάτω από τον μεγάλο<br />
πλάτανο στο κέντρο του αγροκτήματος φορώντας ένα<br />
ζευγάρι τεράστια γυαλιά ηλίου και πίνοντας έναν φραπέ.<br />
Τι είπατε; Τα ζώα δεν πίνουν καφέ; Στον κόσμο των<br />
παραμυθιών όλα γίνονται.<br />
Μια μέρα λοιπόν, εκεί που ρέμβαζε είδε από μπροστά του<br />
να περνούν κάμποσα άλογα. Ήταν ψηλά με φουντωτή<br />
ουρά και είχαν στερεωμένη στη ράχη τους μια πανέμορφη<br />
κάπα με ένα χρυσό οικόσημο ζωγραφισμένο πάνω της.<br />
Ο Αρζ θαμπώθηκε τόσο από την όψη τους που έμεινε<br />
να τα χαζεύει με το στόμα ανοιχτό. Προτού προλάβουν<br />
να απομακρυνθούν σηκώθηκε και τα πλησίασε.<br />
-Γεια, είμαι ο Αρζ. Πού πηγαίνετε;<br />
Τα άλογα τον κοίταξαν αδιάφορα και του απάντησαν,<br />
-Ξέσπασε πόλεμος στη χώρα των ψηλών κάστρων και<br />
πάμε να υπηρετήσουμε τον βασιλιά μας.<br />
-Και τι είναι αυτά που φοράτε; Ξαναρώτησε.<br />
-Είναι τα διακριτικά του οίκου που ανήκουμε. Τα ίδια<br />
φοράνε και οι ιππότες του βασιλείου, απάντησαν τα<br />
άλογα.<br />
-Δικέ μου ! Είναι η πιο όμορφη φορεσιά που έχω δει,<br />
είπε και ανασήκωσε τα γυαλιά του με νόημα. Αν έρθω<br />
θα μου δώσουν κι εμένα μια ίδια ;<br />
-Χαχαχαχα, γέλασαν βροντερά τα άλογα. Είσαι γαϊδούρι<br />
του είπαν με μια φωνή. Μεταφέρεις ξύλα και σέρνεις<br />
κάρα. Τι να την κάνεις την φορεσιά;<br />
-Μα θα έρθω να πολεμήσω, τόνισε ο Αρζ και ένας νέος<br />
γύρος από ασταμάτητα γέλια ξέσπασε. Καπνοί βγήκαν<br />
από τα ρουθούνια του. Τόσο πολύ πείσμωσε και χωρίς<br />
δεύτερη σκέψη τους είπε,<br />
-Εγώ θα έρθω στον πόλεμο και όλοι εσείς που σήμερα<br />
γελάτε μαζί μου, σύντομα θα υποκλιθείτε από μόνοι σας<br />
και θα γονατίσετε μπροστά στις οπλές μου.<br />
-Χαχαχαχα, ξαναγέλασαν τα άλογα.<br />
-Αυτό θα ήθελα πολύ να το δώ, ψιθύρισαν μεταξύ τους<br />
336 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 337
Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />
Στην χώρα του παραμυθιού<br />
και τον πήραν μαζί τους.<br />
Ο Αρζ είχε θυμώσει με αυτή τους την αντιμετώπιση και<br />
το εβαλε σκοπό να ξεχωρίσει στα μάτια όλων. Κάποτε<br />
έφτασαν στον πόλεμο. Το βασίλειο των ψηλών κάστρων<br />
είχε χωριστεί στα τέσσερα και όλες οι φυλές πολεμούσαν<br />
μεταξύ τους. Τα άλογα αυτά ανήκαν στη φυλή του Βορά<br />
κι εκεί κατατάχτηκε και ο Αρζ.<br />
Στην αρχή τον είχαν μόνο για αγγαρείες. Κουβάλαγε<br />
πυρομαχικά και μετέφερε τραυματίες, νερό και φαγητό.<br />
Δεν παραπονέθηκε ποτέ όμως. Τέλειωνε τις δουλειές του<br />
γρήγορα και αποτελεσματικά και περίμενε με υπομονή<br />
να του δοθεί η ευκαιρία να ξεχωρίσει. Ο καιρός περνούσε<br />
και οι μάχες συνεχίζονταν. Όλοι είχαν παρατηρήσει<br />
έναν γαϊδαράκο με γυαλιά ηλίου που πάντα στεκόταν<br />
παράλληλα με τους ιππείς στη μάχη κι έτρεχε να προλάβει<br />
τα πάντα. Τα γέλια εις βάρος του είχαν σωπάσει προ<br />
πολλού.<br />
Μια μέρα έλαβε χώρα μια πολύ μεγάλη μάχη στη χώρα<br />
των κάστρων. Τα ξίφη ακούγονταν από μακριά, τα<br />
ποδοβολητά των αλόγων σήκωναν σύννεφα σκόνης και<br />
οι φωνές των πολεμιστών αντηχούσαν παντού. Ξαφνικά<br />
μια δυνατή φωνή διαπέρασε κάθε ήχο και το στράτευμα<br />
πάγωσε.<br />
-Έπεσε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς είναι στο έδαφος.<br />
Προστατέψτε τον βασιλιά.<br />
Αλίμονο, ο ήλιος ήταν τόσο ψηλά που τύφλωνε τα άλογα<br />
και κανένα τους δεν μπορούσε να δει που ήταν πεσμένος<br />
ο βασιλιάς. Ο Αρζ τέντωσε τ’ αυτιά του και είπε,<br />
-Εγώ θα τον φέρω.<br />
Κάποιοι τον κοίταξαν υποτιμητικά, άλλοι με απορία. Αυτός<br />
όμως λίγη σημασία τους έδωσε. Ίσιωσε τα γυαλιά του<br />
και χωρίς δεύτερη σκέψη ρίχτηκε στη μάχη. Έσπρωχνε<br />
και κλώτσαγε με λύσσα και κανείς δεν μπόρεσε να τον<br />
σταματήσει. Σύντομα βρισκόταν κοντά στον πεσμένο<br />
βασιλιά. Χαμήλωσε ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς να<br />
πιαστεί από τη σέλα του και σύντομα βρισκόταν πίσω<br />
ασφαλής ανάμεσα στους στρατηγούς του. Πριν ο ήλιος<br />
δύσει η μάχη είχε κερδιθεί και το βασίλειο του Βορά<br />
είχε επικρατήσει. Την επομένη ο βασιλιά φώναξε τον<br />
Αρζ μπροστά σε όλο το στράτευμα.<br />
-Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήμουν νεκρός τώρα και το βασίλειό<br />
μου θα είχε πέσει στα χέρια των εχθρών. Από σήμερα<br />
θα φοράς κι εσυ βασιλική κάπα και θα ονομάζεσαι<br />
«βασιλικός όνος». Θα προηγείσαι του στρατεύματος<br />
και θα το οδηγείς.<br />
Ο Αρζ γύρισε και κοίταξε τα άλογα που κάποτε γελούσαν<br />
μαζί του, να τον κοιτούν τώρα με θαυμασμό υποκλινόμενα<br />
338 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 339
Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />
Στην χώρα του παραμυθιού<br />
μπροστά του και χαμογέλασε. Γύρισε προς τον βασιλιά<br />
και είπε,<br />
-Μεγαλειότατε η τιμή που μου κάνετε είναι τόσο μεγάλη<br />
που ούτε στα όνειρά μου δεν θα το περίμενα. Θα κρατήσω<br />
την κάπα με το οικόσημο του βασιλείου σας, αλλά θα<br />
επιστρέψω πίσω στη φάρμα που είναι όλοι μου οι φίλοι<br />
και η οικογένειά μου.<br />
Και αφού υποκλίθηκε με σεβασμό γύρισε την πλάτη<br />
και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πολλοί λένε ότι<br />
καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου τον άκουσαν να<br />
σιγομουρμουρίζει ,<br />
-Δεν είχε εκεί ούτε έναν φραπέ της προκοπής. Δικέ μου!<br />
Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />
Το παρόν παραμύθι βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο<br />
παραμυθιού στον 5ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό πεζού<br />
λόγου και παραμυθιού 2014, από το περιοδικό «Δευκαλίων<br />
ο Θεσσαλός», στις 13/11/14.<br />
340 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 341
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ<br />
ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ»<br />
του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη,<br />
καραγκιοζοπαίχτη<br />
ΣΚΗΝΙΚΟ:<br />
Αριστερά η παράγκα του<br />
Καραγκιόζη και δεξιά το σαράι<br />
του Πασά<br />
ΦΩΤΙΣΜΟΣ:<br />
Κανονικός<br />
ΣΚΗΝΗ 1η<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα, χορεύοντας<br />
το γνωστό χασαποσέρβικο) Ε ρε, ξυπόλυτη οικογένεια!<br />
Γεια σου, μανέστρο! Ώπα! (Η μουσική σταματάει) Αχ!<br />
Τι χορός ήταν αυτός! Συγχαρητήρια, μανέστρο! Αύριο<br />
σε πληρώνω, γιατί δεν έχω ούτε ψιλά, ούτε και χοντρά!<br />
Λοιπόν! Κυρίες, κύριοι και παιδιά, σήμερα, θα σας<br />
παρουσιάσουμε το έργο «Ο Καραγκιόζης Συντάκτης<br />
Σχολικού Ανθολογίου»! Θα περάσουμε τέλεια! Θα φάμε<br />
τίποτα και θα χορτάσουμε καθόλου! Ακούστε που σας<br />
λέω εγώ! Όποιος έχει, θα χάσει! Ας πάω, τώρα, μέσα<br />
στην παράγκα, για να αρχίσει η παράσταση! (Μπαίνει<br />
στην παράγκα)<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
ΣΚΗΝΗ 2η<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα,<br />
χορεύοντας το Βερίκοκο, μαζί με τα Κολλητήρια) Να<br />
σταματήσει ο χορός σας, παρακαλώ. Για πες μου, παιδί<br />
μου Κολλητήρη!<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μάλιστα, πατέρα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι μάθημα έχετε αύριο για το σχολείο;<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Έχουμε, στο μάθημα της νεοελληνικής<br />
Γλώσσας, κείμενα από το Ανθολόγιο!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωραία! Για πες μου, τι είναι το<br />
Ανθολόγιο;<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Το Ανθολόγιο, πατέρα μου, είναι ένα<br />
μεγάλο βιβλίο με διάφορα λογοτεχνικά κείμενα, όπως,<br />
για παράδειγμα, ποιήματα, διηγήματα και αποσπάσματα<br />
από μυθιστορήματα ή θεατρικά έργα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άριστα! Ο μικρός τώρα!<br />
ΜΠΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Μάλιστα, πατερούλη μου!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πες μου κι εσύ, μικρέ, τι είναι το<br />
Ανθολόγιο!<br />
ΜΠΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Το δοχείο που βάζουμε τα<br />
λουλούδια!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι, βρε! Αυτό είναι ανθοδοχείο!<br />
Πες μου κι εσύ, μεσαίε, τι είναι το Ανθολόγιο.<br />
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Το βιβλίο που βάζουμε τα λουλούδια!<br />
342 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 343
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μεταφορικά, μπορεί να έχεις και<br />
δίκιο!<br />
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Δηλαδή το Ανθολόγιο είναι το βιβλίο που<br />
μεταφέρει τα λουλούδια;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμάν! Τι παιδιά είναι αυτά που έχω!<br />
Κολλητήρη!<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μάλιστα, πατέρα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εξήγησε στα αδέρφια σου, τι είναι<br />
το Ανθολόγιο, με πιο απλά λογάκια!<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Το Ανθολόγιο είναι το σχολικό βιβλίο,<br />
μέσα από το οποίο διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ξέρεις να μου πεις μερικούς γνωστούς<br />
συγγραφείς που να γράφουν τέτοιες ιστορίες και τέτοια<br />
ποιήματα; Πρόσεχε, όμως, να μου πεις συγγραφείς που<br />
να έζησαν τους δύο τελευταίους αιώνες!<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Τέτοιοι συγγραφείς, πατέρα μου,<br />
είναι: ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Σεφέρης και ο Ελύτης,<br />
ο Καβάφης και ο Σικελιανός, ο Παπαδιαμάντης, ο<br />
Καζαντζάκης και ο Παλαμάς.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, πουλάκι μου! Να μην<br />
ξεχάσουμε, όμως, και την ανώνυμη δημοτική ποίηση. Και<br />
ποιος ποιητής έγραψε τη δημοτική ποίηση, Μπιριγκόγκο;<br />
ΜΠΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Δεν τον θυμάμαι, πατερούλη!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος ποιητής την έγραψε, Κοπρίτη;<br />
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Δεν τον θυμάμαι, πατερούλη!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν τον θυμάστε, επειδή δεν ψάχνουμε<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
έναν πολύ συγκεκριμένο ποιητή! Άρα ποιος ποιητής την<br />
έγραψε, Κολλητήρη;<br />
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Ο ανώνυμος λαός και για το λόγο<br />
αυτό, την ποίηση αυτή την ονομάζουμε δημοτική, δηλαδή<br />
ποίηση του λαού.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο! Επειδή σε λίγο, θα έρθει<br />
και ο φίλος μου, ο Χατζηαβάτης, για να αρχίσει και η<br />
παράσταση, ας περάσουμε, γρήγορα, όλοι μέσα στην<br />
παράγκα! (Μπαίνουν όλοι μέσα στην παράγκα)<br />
ΣΚΗΝΗ 3η<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: (Βγαίνει από το σαράι, χορεύοντας<br />
ένα παραδοσιακό τραγούδι) Αχ! Επιτέλους! (Η μουσική<br />
σταματά) Έφτασα στην καλύβα του Καραγκιόζη!<br />
Καραγκιόζη! Βγες έξω!<br />
ΣΚΗΝΗ 4η<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα) Παρών!<br />
Παρών! Παρών!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καλώς τον! Σε ψάχνω για δουλειά,<br />
ματάκια μου!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι δουλειά, φρυδάκια μου! Πάλι<br />
ξύλο θα φάμε;<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Όχι, βρε! Σε ψάχνω για μια πολύ<br />
344 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 345
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
σοβαρή δουλειά, Καραγκιοζάκο μου!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για να λες, εσύ, σοβαρή δουλειά,<br />
θα μπορούσα να υπολογίσω μέχρι και τρεις ώρες ξύλο.<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Όχι, βρε! Άκουσέ με! Ο Πασάς…<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο πατσάς;<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ποιος πατσάς, βρε; Ο Πασάς!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μου βρήκες δουλειά σε πατσατζίδικο;<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Περίμενε, βρε! Ο Πασάς θέλει να<br />
βρει κάποιον, για να γράψει ένα νέο σχολικό βιβλίο.<br />
Αυτό το βιβλίο θα το μοιράσει δωρεάν σε όλους τους<br />
μαθητές και τις μαθήτριες των σχολείων.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τι θέμα θα έχει αυτό το βιβλίο;<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Το βιβλίο θα είναι μια Ανθολογία<br />
των καλύτερων Ελλήνων λογοτεχνών, με αποσπάσματα<br />
από τα έργα τους, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για λέγε! Για λέγε! Έχει ενδιαφέρον<br />
αυτό που λες!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ο Πασάς, λοιπόν, ψάχνει κάποιον,<br />
για να αναλάβει τη φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι είναι αυτό; Τρώγεται;<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εννοώ ότι ψάχνει ένα άτομο, το οποίο<br />
θα διαλέξει δέκα επώνυμους νεοέλληνες λογοτέχνες,<br />
δηλαδή δέκα πολύ γνωστούς συγγραφείς και ποιητές<br />
των δύο τελευταίων αιώνων.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να προσέξουμε να μην τους διαλέξει<br />
κανένας λόγιος, γιατί μπορεί να κάνει λάθος επιλογές!<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
Τους φοβάμαι πολύ τους λόγιους!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι εννοείς;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν θυμάσαι τι πάθαμε, παλιά, με<br />
τα σχολικά βιβλία; Όποιος καεί από το γάλα, φυσάει<br />
και το γιαούρτι!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Αυτό ήθελα να πω! Σε αυτό,<br />
ακριβώς, ήθελα να καταλήξω. Πρέπει αυτό το βιβλίο<br />
να το ετοιμάσει ο καλύτερος και ο πιο άδολος. Και ο<br />
καλύτερος, ματάκια μου, είσαι εσύ!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εγώ; Τι εγώ;<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Είσαι ο καταλληλότερος για τη<br />
θέση αυτή, γιατί θα κινηθείς με έντιμα και πατριωτικά<br />
αισθήματα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι, αλλά δεν είμαι φιλόλογος!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Έχω βρει τη λύση! Θα τρέξω<br />
να ντελαλήσω και θα πω να έρχεται εδώ ο κόσμος<br />
να σε βρίσκει και να σου προτείνει δέκα συνολικά<br />
λογοτέχνες. Κι εσύ θα έχεις το αισθητήριο να κρίνεις<br />
και να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις με τις επιλογές<br />
τους.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και όταν μαζέψουμε δέκα λογοτέχνες<br />
και τα έργα τους, να τους καταθέσουμε, ως προτάσεις,<br />
στον Πατσά, για να βγάλει το βιβλίο, όπως το θέλουμε<br />
και όπως πρέπει.<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Αυτό! Δέχεσαι;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι να κάνω, Χατζατζάρη; Θα δεχτώ!<br />
346 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 347
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
Αφού πρόκειται για καλό, σχολικό και εθνικό σκοπό!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Έτσι σε θέλω, Καραγκιόζη! Εγώ πάω<br />
να ντελαλήσω, για να αρχίσουν να σε επισκέπτονται οι<br />
ενδιαφερόμενοι. Φεύγω! Αντίο!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να σου βγουν τα μάτια και τα δύο!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι είπες;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δέκα συγγραφείς θα βρω! Όχι δύο!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δέκα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τη μύτη σου πελέκα!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι είπες;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είδα έναν πελεκάνο και νόμισα ότι<br />
ήρθε ο πρώτος ενδιαφερόμενος!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μα τώρα, σε λίγο, θα αρχίσω να<br />
ντελαλώ! Δεν θα έρθουν αμέσως!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μωρέ, ας πάω να ετοιμαστώ στην<br />
παράγκα, να βάλω και τα καλά μου, γιατί έχω την<br />
αίσθηση ότι θα πλακώσουν γρήγορα! (Ο Χατζηαβάτης<br />
φεύγει από τη μεριά του σαραγιού και ο Καραγκιόζης<br />
μπαίνει μέσα στην παράγκα)<br />
ΣΚΗΝΗ 5η<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: (Βγαίνει από την πλευρά του σαραγιού,<br />
τραγουδώντας τη σερενάτα του) Ωωω! Ψυχή τσι ψυχής<br />
μου!<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα) Γεια<br />
σου, Νιόνιο!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: (Η μουσική σταματάει) Γεια σου, Καραγκιόζο!<br />
Τι κάνεις, ψυχή τσι ψυχής μου; Καλιάσαι; Καλιάσαι;<br />
Καλιάσαι;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλώς τον Νιόνιο! Πώς και μας<br />
επισκέπτεσαι;<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αριβάρησα από το Τζάντε, για τους δύο<br />
τους ποιητές μας, πα να πει!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Μονολογεί) Αυτός ο Χατζατζάρης<br />
είναι πολυβόλο! Τύφλα να έχει το ίντερνετ! Πότε πρόλαβε<br />
και το κοινοποίησε στα νησιά;<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Τι είπες, Καραγκιόζο!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τίποτα! Λέγε τις προτάσεις σου!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Έναν για μένα και έναν για τον αδερφό<br />
μου τον Άντζουλο!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δύο ψήφοι σε ένα, δηλαδή;<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Νιόσκε! Γιατί ο Άντζουλος δεν μπορεί να<br />
έρθει, για κάποιο φιρνιμέντο, για μία ταρούφα, για μία<br />
τσιλιμπουρδία, πα να πει!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άσε τις σάλτσες, Νιόνιο, και πες<br />
τους δύο λογοτέχνες που επιλέξατε!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Από το Τζάντε, είμαστε, Καραγκιόζο! Και<br />
διαλέξαμε δύο Ζακυνθιανόπουλα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ακούω!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Εγώ επέλεξα τον Σολωμό!<br />
348 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 349
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μην μου ανοίγεις την όρεξη, Νιόνιο!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Σκύλε πενταρούθουνε! Εννοώ τον ποιητή<br />
τον Σολωμό!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Α! Και ποιο ποίημα διάλεξες;<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Το καλύτερο! Άκου, Καραγκιόζο:<br />
«Σε γνωρίζω από την κόψη Του σπαθιού την τρομερή,<br />
Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά τη γη.<br />
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη Των Ελλήνων τα ιερά,<br />
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Συγκινημένος) Ανατρίχιασα, Νιόνιο!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Και τώρα, έχει σειρά το ζακυνθιανόπουλο<br />
του Άντζουλου!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για λέγε! Για λέγε!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ανδρέας Κάλβος!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άριστη επιλογή! Πες μας και<br />
μερικούς στίχους από τον Κάλβο.<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Άκου, Καραγκιόζη:<br />
«Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε•<br />
συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος τα<br />
χρυσά δώρα!»<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ένα αριστούργημα, Νιόνιο! Για<br />
έναν πραγματικό «Φιλόπατρι».<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Καραγκιόζο; Διαλέξαμε καλούς ποιητές ο<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
Άντζουλος και εγώ; Ή θα φάμε παπαλίες και κλωτσίες;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Διαλέξατε τους κλασικότερους<br />
ποιητές του νησιού σας! Να ζήσει η Ζάκυνθος!!!<br />
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ευχαριστώ, Καραγκιόζο! Πάω καλιά μου,<br />
να πω τα νέα και στον Άντζουλο να χαρεί! (Φεύγει από<br />
τη μεριά του σαραγιού)<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τρέχα, Νιόνιο! Βρήκαμε τους δύο<br />
πρώτους! Κάλβος και Σολωμός, ποιητές από το νησί της<br />
Ζακύνθου, που ζήσανε κατά το 19ο αιώνα. Για να δούμε<br />
τι θα προτείνει ο επόμενος, όταν θα έρθει! (Μπαίνει<br />
μέσα στην παράγκα)<br />
ΣΚΗΝΗ 6η<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: (Βγαίνει από την πλευρά του σαραγιού)<br />
Μένα με λένε Μορφονιό, αλλιώς χρυσό καμάρι, και όλες<br />
οι νιες τρελαίνονται, ποια θα με πρωτοπάρει! Αλλά εγώ<br />
τις λέω «Πριτς»! Με έστειλε η μαμά μου, για να αγοράσω<br />
μία τσικολάτα! Ουίτ! Ζουμ! Τριά-λαρί-λαρί-λαρό!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα) Ωχ! Ο<br />
Μορφονιός!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: (Η μουσική σταματά) Γιατί λες «ωχ»,<br />
βρε χοντροκέφαλε ασχημάντρα;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Εγώ ήρθα, για να προτείνω δύο ποιητές!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αν σκαρώνουν στιχάκια, σαν τα<br />
350 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 351
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
δικά σου, ζήτω που καήκαμε!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Αυτοί πήρανε και Νόμπελ Λογοτεχνίας!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι είναι αυτό;<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Μεγάλο λογοτεχνικό βραβείο, το οποίο<br />
δίνεται στους καλύτερους λογοτέχνες όλου του κόσμου!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σαν να τα ξέρεις καλά! Για λέγε!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Τέτοιο βραβείο πήρανε δύο μεγάλοι<br />
Έλληνες του 20ού αιώνα: ο Γιώργος Σεφέρης και ο<br />
Οδυσσέας Ελύτης.<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πες μας, πρώτα, για τον Σεφέρη!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ο Σεφέρης καταγόταν από την παλιά<br />
ελληνική Σμύρνη, αυτήν τη σπουδαία πόλη της Μικράς<br />
Ασίας. Άκου την «Άρνηση»:<br />
«Στο περιγιάλι το κρυφό,<br />
κι άσπρο σαν περιστέρι,<br />
διψάσαμε το μεσημέρι,<br />
μα το νερό γλυφό.<br />
Πάνω στην άμμο την ξανθή,<br />
γράψαμε τ’ όνομά της,<br />
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης,<br />
και σβήστηκε η γραφή.<br />
Με τι καρδιά, με τι πνοή,<br />
τι πόθους και τι πάθος,<br />
πήραμε τη ζωή μας λάθος,<br />
κι αλλάξαμε ζωή».<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άριστα! Και τώρα, πάμε στον<br />
Οδυσσέα Ελύτη!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Καταγόταν από το Ηράκλειο της Κρήτης<br />
και, κανονικά, ονομαζόταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης.<br />
Άκου τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα»:<br />
«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας,<br />
ο πετροπαιχνιδιάτορας,<br />
από την άκρη των ακρώ,<br />
κατηφοράει στο Ταίναρο.<br />
Φωτιά ’ναι το πηγούνι του,<br />
χρυσάφι το πιρούνι του».<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, Μορφονιέ! Δεν το περίμενα<br />
από σένα!<br />
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ουίτ, μαμά μου! (Φεύγει από την<br />
πλευρά του σαραγιού)<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άσε τα «ουίτ»! Μην χαλάς την<br />
ποιητική σου εικόνα! Αλλά χαλάλι σου, Μορφονιέ!<br />
Ήσουν καταπληκτικός! Άλλος έρχεται! Μα αυτός είναι<br />
ο Μέγας Αλέξανδρος! Πω! Πω! Ένας καστρόπλαστος!<br />
Όμορφος σαν Αχιλλέας! Και δυνατός σαν Ηρακλής!<br />
ΣΚΗΝΗ 7η<br />
352 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 353
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (Βγαίνει από την πλευρά<br />
του σαραγιού) Να λοιπόν, που έφτασα και εγώ στην<br />
παράγκα του Καραγκιόζη! Καλησπέρα, Καραγκιόζη!<br />
Ήρθα, για να προτείνω, με τη σειρά μου, δύο μεγάλους<br />
νεοέλληνες ποιητές!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σε ακούω, Μεγαλέξανδρε!<br />
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο πρώτος είναι ο<br />
Κωνσταντίνος Καβάφης! Από την Αλεξάνδρεια της<br />
Αιγύπτου! Και με ένα ποίημα, με το οποίο, κάποτε, με<br />
τίμησε! Καραγκιόζη, «Στα 200 π. Χ.»:<br />
«Εμείς• οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,<br />
οι Σελευκείς, και οι πολυάριθμοι,<br />
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,<br />
και οι εν Μηδία, και οι εν Περσίδι, και όσοι άλλοι.<br />
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,<br />
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.<br />
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά,<br />
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους<br />
Ινδούς».<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αριστούργημα, Μεγαλέξανδρε!<br />
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Άκουσε, τώρα, και τη δεύτερη<br />
επιλογή μου! Είναι ο Άγγελος Σικελιανός! Η καταγωγή<br />
του ήταν από το νησί της Λευκάδας, αλλά έζησε και<br />
έδρασε στην Αθήνα!<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και από όσο ξέρω, του άρεσε πολύ<br />
και το Θέατρο Σκιών! Για να σε ακούσουμε!<br />
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: «Γυρισμός»:<br />
«Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,<br />
του γυρισμού, στη μεγάλη,<br />
της αμμουδιάς απλωσιά.<br />
Στην καρδιά μου,<br />
τα βλέφαρά μου κλεισμένα,<br />
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...»<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, Μεγαλέξανδρε!<br />
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αντίο, Καραγκιόζη! Καλή<br />
συνέχεια! (Φεύγει από τη μεριά του σαραγιού)<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλή συνέχεια, Μεγαλέξανδρε!<br />
Να! Έρχεται και ο επόμενος! Ή μάλλον η επόμενη! Η<br />
Βεζυροπούλα! Η κόρη του Πατσά!<br />
ΣΚΗΝΗ 8η<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: (Βγαίνει από την πλευρά του<br />
σαραγιού) Καλησπέρα, Καραγκιόζη!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωχ! Η Φατμέ η πατημένη! Τι θέλετε,<br />
μαϊμουζέλ;<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Θα ήθελα και εγώ να βοηθήσω στην<br />
προσπάθειά σας και στην προσπάθεια του πατέρα μου!<br />
354 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 355
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Περιμένω να δω τι θα μου πεις! Θα<br />
είμαι αυστηρός μαζί σου, αν δεν μου τα πεις καλά!<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Μην ανησυχείς, Καραγκιόζη! Θα<br />
σου αναφέρω δυο συγγραφείς, οι οποίοι είναι διάσημοι<br />
σε όλον τον κόσμο! Είναι λογικό, λοιπόν, και εμείς οι<br />
Τούρκοι να τους θαυμάζουμε!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για λέγε! Για λέγε!<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Ο πρώτος είναι ο Αλέξανδρος<br />
Παπαδιαμάντης!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο! Σωστά! Επιτέλους να<br />
περάσουμε και σε άλλους συγγραφείς! Γιατί, ως τώρα,<br />
αναφέραμε μόνο ποιητές!<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στο<br />
νησί της Σκιάθου και θεωρείται ο «Άγιος» των ελληνικών<br />
γραμμάτων!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η γλώσσα του είναι δύσκολη!<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Το ξέρω! Όμως, τον γνωρίζω απέξω<br />
και ανακατωτά:<br />
«― Ας είναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάσταση στην Αγία<br />
Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά<br />
σας, και τις λαμπάδες σας αναμμένες, και πηγαίνομεν<br />
κάτου στην Παναγία την Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί.<br />
― Στην Παναγιά την Δομά;… Μα είναι μακριά.<br />
― Ως πόσο;… Σε μισή ώρα φθάνουμε.<br />
― Είναι, να ’χω την ευχή σ’, παπά, παραπάν’ από μια<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
ώρα.<br />
― Δεν θα είναι παραπάν’ από τρία τέταρτα. Όλ’ η νύχτα<br />
δική μας είναι. Έχουμε καιρό να φθάσουμε».<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το έχεις μάθει απέξω! Και ας είναι<br />
δύσκολο!<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Από το έργο «Στην Αγία Αναστασιά».<br />
Εμείς οι ξένοι, οι Τούρκοι, οι Ευρωπαίοι και όλος ο κόσμος<br />
αναγνωρίζουμε την αξία του ελληνικού πολιτισμού και<br />
όχι μόνο του αρχαίου ή του μεσαιωνικού!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και μετά τον Παπαδιαμάντη;<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Μετά τον Παπαδιαμάντη, ένας<br />
ακόμα διάσημος Έλληνας, σε όλον τον κόσμο! Ο κρητικός<br />
Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος έγραψε, εκτός των άλλων,<br />
και τον «Αλέξη Ζορμπά».<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο οποίος Ζορμπάς, εκτός των άλλων,<br />
είχε ζήσει και στο Καταφύγι Κοζάνης. Καλά δεν λέω;<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Σωστά! Να τι λέει ο Καζαντζάκης<br />
για τον Ζορμπά:<br />
«Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω το βίο και την<br />
πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενός γέρου εργάτη πού<br />
πολύ αγάπησα. Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου<br />
ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από<br />
τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι<br />
βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω<br />
356 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 357
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
ποιοι άνθρωποι άφησαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους<br />
στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα (…) τον Ζορμπά. Ο<br />
Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μην φοβούμαι<br />
το θάνατο».<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εξαιρετικές επιλογές! Σε ευχαριστούμε<br />
πάρα πολύ, μαντάμ! Με αφήσατε έκπληκτο με τις γνώσεις<br />
σας και την αγάπη σας για τα ελληνικά γράμματα!<br />
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Καραγκιόζη, πρέπει να δίνουμε,<br />
πάντοτε, το σωστό παράδειγμα! Εύχομαι καλή συνέχεια!<br />
(Φεύγει από τη μεριά του σαραγιού)<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ευχαριστούμε πολύ και πάλι! Και<br />
τώρα; Α! Να! Σαν να ακούω κλαρίνα! Έρχεται ο μπάρμπας<br />
μου!<br />
ΣΚΗΝΗ 9η<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Βγαίνει, με ορμή, από τη<br />
μεριά του σαραγιού, χορεύοντας τσάμικο) Ιδού ίμι κι<br />
ιγώ! Γιώργαρο Μπλατσάρα μι λιεν ιμένα!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θείε μου, θειούλη μου! Μπάρμπα<br />
μου! Μπαρμπούλη μου!<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Βαράει τον Καραγκιόζη) Να,<br />
ιέρμου!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κάτσε, βρε μπάρμπα! Ακόμα δεν<br />
ήρθες και άρχισες τα μπουρμπουάρ! Δεν πιστεύω να<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
ήρθες κι εσύ για τους λογοτέχνες μας;<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Μμμμμμμμμμ….<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί μουγκρίζεις, μπάρμπα;<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Στάκα! Ιένας είν’ ου Παλαμάς!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο Κωστής Παλαμάς;<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Βαράει τον Καραγκιόζη) Ου<br />
Παλαμάς ου πατρινούς, πι έζησι στου Μισολόγγ και<br />
μιτά εις τας Αθήνας…<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για να ακούσουμε λίγο Παλαμά!<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Διάβασί του ισύ, για να μην<br />
του που βλάχκα! (Δίνει στον Καραγκιόζη ένα χαρτί)<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Παίρνει το χαρτί και διαβάζει)<br />
Λοιπόν:<br />
«Τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα,<br />
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!»<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιέτς!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και η δεύτερη επιλογή σου;<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ου λαούς, Καραγκιόζ! Η<br />
δμοτκή ποίηση!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είσαι καταπληκτικός, μπαρμπούλη<br />
μου! Ο λόγος του λαού μας! Η προφορική μας παράδοση!<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Το γιοφύρ τς Άρτας:<br />
«Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες<br />
358 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 359
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.<br />
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.<br />
Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες.<br />
“Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,<br />
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται”».<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, μπάρμπα! Και κάπως<br />
έτσι, φτάσαμε στο μαγικό νούμερο δέκα! Να και ο<br />
Χατζατζάρης! (Ο Χατζηαβάτης έρχεται από την πλευρά<br />
του σαραγιού)<br />
Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />
Ανθολογίου» έλαβε τέλος! Γεια σας και χαρά σας, μέχρι<br />
τα σπίτια σας! (Πηγαίνουν στο σαράι, με συνοδεία<br />
παραδοσιακής μουσικής)<br />
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ<br />
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />
ΣΚΗΝΗ 10η<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι έγινε, Καραγκιόζη μου; Όλα<br />
καλά; Τελείωσε η δουλειά που λέγαμε;<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χατζατζάρη, όλα τέλεια! Ο Σολωμός,<br />
ο Κάλβος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός,<br />
ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ο Παλαμάς και η<br />
δημοτική μας ποίηση ανυπομονούν να ενταχθούν στο<br />
νέο σχολικό Ανθολόγιο!<br />
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μπράβο, Καραγκιόζη! Πάμε,<br />
αμέσως, στον Πασά να του δείξουμε τη δουλειά μας!<br />
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Πάμι όλ’ μαζί!<br />
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάμε, αλλά πρωτίστως να<br />
ειδοποιήσουμε τις κυρίες, τους κυρίους και τα μικρά<br />
παιδιά ότι το έργο «Ο Καραγκιόζης Συντάκτης Σχολικού<br />
360 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 361
Όταν ο χρωστήρας...<br />
εμπνέει την πένα...<br />
Φώτης Ασπρομάτης<br />
Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
362 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 363
Όταν ο χρωστήρας...<br />
εμπνέει την πένα...<br />
Αραξοβόλι<br />
Κρέμονταν βαριά τα δίχτυα<br />
Στα πλαινά του ψαροκάικου...<br />
Κουρασμένα κι αυτά<br />
Σαν το γέρικο σκαρί<br />
Μετά από μια ακόμη μέρα<br />
Που όργωνε τα πέλαγα...<br />
Μόνα χαρούμενα τα γλαροπούλια<br />
Περίμεναν το δικό τους μερτικό<br />
Από την ψαριά του μόχθου...<br />
Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />
364 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 365
Όταν ο χρωστήρας...<br />
εμπνέει την πένα...<br />
Ηλιοβασίλεμα<br />
Μονοπάτι στενό...<br />
Δέντρα γυμνά, αλλόκοτα...<br />
Απειλητικά κλαδιά απλώνονταν<br />
Σαν χέρια που απαιτούσαν<br />
Κάτι από σένα...<br />
Μα συ δεν τρόμαξες...<br />
Δεν έκανες πίσω...<br />
Γιατί στο βάθος σε πρόσμενε<br />
Φλογάτο το ηλιοβασίλεμα...<br />
Κι ο βασιλιάς της μέρας<br />
Σου έγνεφε τόσο φιλικά!<br />
Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />
Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
366 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 367
Όταν ο χρωστήρας...<br />
εμπνέει την πένα...<br />
Πυργόσπιτο<br />
Σκοτεινό ορθωνόταν το πυργόσπιτο<br />
Απειλητικό θαρρείς<br />
Με τον όγκο του να δεσπόζει<br />
Στο τέρμα του μονοπατιού<br />
Με τη στέγη του να τρυπά<br />
Τον βαρύ συννεφιασμένο θόλο πάνωθέ του<br />
Και τα μικρά, σαν πολεμίστρες, παραθύρια<br />
του<br />
Να κοιτάζουν σαν μισόκλειστα καχύποπτα<br />
μάτια<br />
Άραγες τι μυστικά<br />
Να κρύβανε ζηλότυπα;<br />
Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />
Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
368 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 369
Όταν ο χρωστήρας...<br />
εμπνέει την πένα...<br />
Στην άκρη του πουθενά<br />
Πήρα ν’ ανηφορίζω<br />
Το στενό μονοπάτι<br />
Πού ’βγαζε στο κατώφλι σου<br />
Σπίτι των παιδικάτων μου<br />
Πολυαγαπημένο...<br />
Αγνάντευες την θάλασσα<br />
Την ασημιά<br />
Με μόνη συντροφιά<br />
Το δέντρο πάνωθέ σου<br />
Στην άκρη του πουθενά...<br />
Κι εμένα<br />
Τώρα πια...<br />
Στερνό μου καταφύγιο<br />
Γαλήνη της ψυχής μου<br />
Εστία μου ανεκτίμητη...<br />
Στην άκρη του παντός...<br />
Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />
Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
370 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 371
Όταν ο χρωστήρας...<br />
εμπνέει την πένα...<br />
Αγκυροβόλι στο όνειρο<br />
Αυτό σου το γαλάζιο, θάλασσά μου...<br />
Το παλ...<br />
Το λίγο γκρίζο...<br />
Που καταπίνει τα περιγράμματα<br />
Και κάνει το πλεούμενο ονειρικό<br />
Και τα φώτα, στο βάθος, μαγικά...<br />
Αυτό σου το ωχρό, ουρανέ μου...<br />
Που αντιμάχεται το μολυβί της νύχτας<br />
Και κάνει τα συννεφένια ξέφτια<br />
Να μοιάζουν δαντέλες<br />
Νεραϊδοπλεγμένες...<br />
Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />
Σε τι ταξίδια μου στέλνουνε το νου!...<br />
Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />
372 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 373
“Βορεινό παράθυρο”. Το καινούργιο βιβλίο της Βέρας<br />
Βασιλείου - Πέτσα με διττή μορφή. Περιέχει ποιητικά<br />
λόγια της δημιουργού και ένα cd με δέκα μελοποιημένα<br />
ποιήματα-στίχους της. Τα τραγούδια έγραψαν οι συνθέτες:<br />
Λίνος Κόκοτος, Μιχάλης Τερζής, Νεοκλής Νεοφυτίδης και<br />
ο Πάνος Μπούσαλης. Τα περισσότερα τραγούδια ερμηνεύει<br />
ο Πάνος Μπούσαλης και συμμετέχουν η Νένα Βενετσάνου,<br />
Παντελής Θαλασσινός, Λιζέτα Καλημέρη και ο Νεοκλής<br />
Νεοφυτίδης. Τα τραγούδια του Λίνου Κόκοτου ενορχήστρωσε<br />
ο θαυμάσιος μουσικός Μανώλης Ανδρουλιδάκης.<br />
“Για μια γυναίκα θάλασσα”<br />
Μουσική: Μιχάλης Τερζής<br />
Στίχοι: Βέρα Βασιλείου-Πέτσα<br />
Ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός<br />
Μουσική διεύθυνση/συντονιστής: Μανώλης Ανδρουλιδάκης<br />
Βίντεο: Χρήστος Ζουλιάτης<br />
Η βιντεοσκόπηση έγινε στον “ΙΑΝΟ” στις 30-3-<strong>2015</strong> όπου και<br />
παρουσιάστηκε το “Βορεινό Παράθυρο”<br />
374 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 375
Αυτή είναι η Εύα. Ένα<br />
μικρό Τσομπανόσκυλο.<br />
Γεννήθηκε στις 10<br />
Φεβρουαρίου του<br />
2013 στο Κτήμα. Ήταν<br />
ένα έξυπνο σκυλάκι,<br />
αγαπησιάρικο, τρυφερό<br />
και ευαίσθητο. Από<br />
χθες αναπαύεται ήσυχα<br />
κάτω από μία ελιά, στο<br />
Κτήμα που γεννήθηκε και έζησε τη σύντομη ζωή της.<br />
Τη βρήκα χθες το απόγευμα δίπλα στο φράχτη, μέσα<br />
στο ασφαλές περιβάλλον της, χτυπημένη παντού από<br />
σκάγια καραμπίνας. Κάποιος πλησίασε στο φράχτη και τη<br />
πυροβόλησε εν ψυχρώ μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Αυτός<br />
ο κάποιος είναι γνωστός, είναι κακός και επικίνδυνος.<br />
Εδώ και δύο χρόνια κυκλοφορεί με μία καραμπίνα και<br />
πυροβολάει κατά βούληση..Μου το ομολόγησε και ο ίδιος<br />
κάποια στιγμή πριν από ενάμισι χρόνο, όταν έψαχνα<br />
έναν αδελφό της Εύας που είχε εξαφανισθεί και τον<br />
ρώτησα μήπως τον είδε. Είπε επί λέξει: “Πυροβόλησα<br />
και σκότωσα μία γάτα τόσο μεγάλη που έμοιαζε σαν<br />
σκύλος”. Κρατούσε τη καραμπίνα του όταν έλεγε τα<br />
λόγια. Απομακρύνθηκα ήσυχα. Ένα μεσημέρι άρχισε<br />
πάλι να πυροβολεί και κάλεσα την αστυνομία εξηγώντας<br />
όλη τη κατάσταση. Για τα σκυλιά που χάνονται και για<br />
τους καθημερινούς πυροβολισμούς. Αυτεπαγγέλτως<br />
διωκόμενα ποινικά αδικήματα. Η αστυνομία επιλήφθηκε<br />
αλλά δεν ξέρω με ποιο τρόπο. Φέτος το φθινόπωρο ο<br />
Γιωρίκας βρέθηκε με πληγές από φτυάρι και τη διχάλα<br />
από τη τσάπα στο λαιμό του. Χάριν των προσπαθειών<br />
του κτηνιάτρου μας το σκυλί σώθηκε. Χθες η Εύα<br />
πυροβολήθηκε μέσα στο κτήμα μας από καραμπίνα.<br />
Φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος παρότι καταγγέλθηκε το<br />
γεγονός εξακολουθεί και έχει καραμπίνα με την οποία<br />
πυροβολεί αδιακρίτως. Πριν βρω το σκυλί στη κατάσταση<br />
που το βρήκα, έψαχνα στα γύρω χωράφια μήπως ήταν<br />
κάπου εκεί. Με πλησίασε κάποιος άνθρωπος και μου<br />
είπε ότι τη προηγούμενη ημέρα το βράδυ, ο άνθρωπος με<br />
τη καραμπίνα παραμόνευε για καινούρια “ θηράματα”.<br />
Φαίνεται ότι δεν βρήκε κάτι άλλο και αποφάσισε να<br />
σκοτώσει την Εύα. Είμαστε όλοι συνένοχοι στο φόνο.<br />
Εμείς που ξέρουμε και συγκαλύπτουμε επειδή είναι<br />
συγχωριανός, εμείς η αστυνομία που δεν λαμβάνουμε<br />
σοβαρά υπόψη μας τις καταγγελίες και εσείς η οικογένεια<br />
του που γνωρίζετε καλύτερα από το καθένα ποιος είναι<br />
ο άνθρωπος σας αφού σκότωσε και δικά σας σκυλιά.<br />
Τι περιμένετε; Να σηκώσει το όπλο εναντίον σας για<br />
να σταματήσετε να κρύβεστε πίσω από το δάχτυλό<br />
σας, αγνοώντας επί καιρό τις πράξεις που διαπράττει;<br />
Χρύσα Τρυφωνίδου<br />
376 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 377
Ξενώνας Καλλίνικος<br />
Λουτράκι Αριδαίας<br />
Λουτρά Πόζαρ<br />
Τηλ: 23840-91288<br />
www.kalinikos.gr<br />
378 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Απρίλιος</strong> 2014<br />
| <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong>