09.06.2015 Views

Ανθρώπων Έργα, Τεύχος 6, Απρίλιος 2015

Digital Art Magazine

Digital Art Magazine

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Digital Art Magazine<br />

ΤΕΥΧΟΣ 6 ΑΠΡΙΛΙΟΣ <strong>2015</strong><br />

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ<br />

ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΡΑΚΑ<br />

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΝΤΖΙΟΥ<br />

ΛΥΔΙΑ ΨΑΡΑΔΕΛΛΗ<br />

ΜΗΛΕΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ<br />

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ<br />

ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΕΝΤΗ<br />

ΜΑΙΡΗ ΚΑΝΤΑ<br />

ΜΑΙΡΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ<br />

ΑΝΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ-ΔΑΡΔΑΛΗ<br />

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ<br />

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ<br />

ΕΥΘΥΜΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ-ΜΑΡΑΚΗ<br />

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ<br />

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗ<br />

ΙΩΑΝΝΑ ΝΟΤΑΡΑ<br />

ΟΤΑΝ Ο ΧΡΩΣΤΗΡΑΣ...<br />

ΕΜΠΝΕΕΙ ΤΗΝ ΠΕΝΑ<br />

ΒΑΣΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

ΦΩΤΗΣ ΑΣΠΡΟΜΑΤΗΣ<br />

Η ΚΛΕΙΩ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ<br />

ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ<br />

ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ<br />

ΠΑΡΑΜΥΘΙ<br />

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΔΕΚΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ<br />

Ο ΑΡΖ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΨΗΛΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ<br />

(ή Ο ΓΑΪΔΑΡΑΚΟΣ ΠΑΕΙ ΠΟΛΕΜΟ)<br />

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ<br />

ΘΩΜΑΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ<br />

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ<br />

<strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 1


Αντί Editorial<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Digital Art Magazine<br />

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

2 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 3


Ἀνήκω εἰς τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων<br />

ποὺ ὀνειρεύεται ἕναν κόσμον<br />

καλλίτερον<br />

καὶ ὄχι σὲ αὐτὸ ποὺ νομίζει<br />

πὼς τὸν κάνει καλλίτερον…<br />

ΜΟΥΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ<br />

© 2011 - Φαγητό και μάσκα<br />

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς<br />

Ἕλλην<br />

27-1-<strong>2015</strong><br />

4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 5


Το Σάββατο στις 14 Φλεβάρη <strong>2015</strong><br />

στο cafe “Όαση’’ στο Ζάππειο, έγινε η<br />

παρουσίαση του πρώτου βιβλίου της<br />

ποιητικής συλλογής της ποιήτριας<br />

Βάσιας Κανελάκη με τίτλο “Μονόλογος<br />

Του Έρωτα”, από τις εκδόσεις Ελληνική<br />

Πρωτοβουλία.<br />

Το βιβλίο παρουσίασαν οι<br />

κυρίες Αγαθή Γιολτζίδου,<br />

παιδαγωγός και η<br />

Κωνσταντίνα Σανδάλη,<br />

συγγραφέας. Ποιήματα από<br />

τη συλλογή απήγγειλαν οι<br />

ηθοποιοί Μαρίνα Μπασέτα και Ιάκωβος Βέρδης.<br />

στην Ψυχή σας που<br />

διαβάζω στις αναρτήσεις<br />

και στα βιβλία σας, στα<br />

Μαθήματα που μου<br />

δώσατε, στην παρότρυνση<br />

σας να συνεχίσω να<br />

γράφω... Σας ευχαριστώ<br />

για όλα... Μα πάνω από όλα για την αγάπη σας... Σας<br />

αγαπάω με όλη την δύναμη της ψυχής μου”.<br />

Επιμέλεια: Χρύσα Μπαλαμπάνη<br />

Με πλήθος φίλων έκλεισε η τόσο όμορφη βραδιά με τη<br />

ποιήτρια εμφανώς συγκινημένη να δηλώνει σε όλους<br />

πως... “Η αλήθεια ειναι μόνο μία και μοναδική... Χωρίς<br />

όλους εσας εγώ δε θα ήμουν<br />

σήμερα εδώ με το όνειρό μου<br />

πραγματοποιημένο... Όλα τα<br />

οφείλω σε σας... στην Αγάπη<br />

σας, στην Καθοδήγησή σας,<br />

6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 7


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ<br />

Οι Εκδόσεις Όστρια και η συγγραφέας<br />

Μαρία Ναντή σας προσκαλούν<br />

στην παρουσίαση του βιβλίου<br />

“Στο Δάσος των Απολιθωμένων Ονείρων”<br />

που θα γίνει<br />

Κυριακή 5 Απριλίου <strong>2015</strong>, ώρα 7:00 μ.μ.<br />

στον Χώρο Εκδηλώσεων των Εκδόσεων<br />

ΟΣΤΡΙΑ<br />

Τζωρτζ 20, Πλατεία Κάνιγγος, Αθήνα<br />

Παρουσίαση: Αγγελική Ραυτοπούλου<br />

Ομιλητές: Σταυρακάκης Δημήτρης - Ποιητής,<br />

Περδίκης Νικόλαος - Δικηγόρος, Ποιητής,<br />

Μητροπούλου Σμαραγδή - Φιλόλογος, Ποιήτρια,<br />

Συγγραφέας<br />

Απαγγελίες: Μητροπούλου Σμαραγδή,<br />

Τσακάλωφ Μαγδαληνή - Ποιήτρια,<br />

Σταυρακάκης Δημήτρης<br />

8 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 9


Τίτλος: Το διώροφο της Τσιμισκή<br />

Συγγραφέας: Γιώτα Φώτου<br />

Σελίδες: 376<br />

Εκδόσεις: Ψυχογιός<br />

Μια γυναίκα που βρίσκεται μέσα σε μια μακροχρόνια,<br />

αδιέξοδη σχέση, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας<br />

που κρατά κρυμμένα μυστικά, μια νύφη που φεύγει<br />

από τον ίδιο της τον γάμο αμέσως μετά τον γαμήλιο<br />

χορό και μια υπερήλικη που έχει οικειοποιηθεί ένα ξένο<br />

όνομα συναντιούνται κάτω από ένα περίεργο παιχνίδι<br />

της μοίρας κι αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν μια παλιά<br />

ιστορία.<br />

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />

Έτσι έρχονται στο προσκήνιο γεγονότα που στιγμάτισαν<br />

για πάντα την ιστορία της ανθρωπότητας, δύσκολες<br />

εποχές και συνταρακτικές προσωπικές ιστορίες, γεμάτες<br />

πόνο και ξεριζωμό, ανάρμοστους έρωτες και προδοσίες,<br />

ελπίδες κι αγώνες για επιβίωση. Συνδετικός κρίκος όλων<br />

η Θεσσαλονίκη κι ένα διώροφο σπίτι στην Τσιμισκή.<br />

Η Μικρασιατική Καταστροφή, ο διωγμός των Ποντίων<br />

κι αργότερα ο τραγικός αφανισμός των εβραίων της<br />

Θεσσαλονίκης στήνουν τον καμβά πάνω στον οποίο η<br />

Γιώτα Φώτου πλέκει μια συγκλονιστική ιστορία γεμάτη<br />

ανθρώπινα πάθη, μεγάλες αλήθειες κι απρόσμενες<br />

ανατροπές.<br />

10 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 11


Τίτλος: Έκπτωτος άγγελος<br />

Συγγραφέας: Νικόλ - Άννα Μανιάτη<br />

Σελίδες: 480<br />

Εκδόσεις: Ψυχογιός<br />

Είδε την πόρτα να ανοίγει και ο πανικός την τύλιξε.<br />

Η καρδούλα της άρχισε να χτυπά με γοργό ρυθμό και<br />

ο κόμπος στον λαιμό έγινε κουβάρι που την έπνιξε.<br />

Ήθελε να ξεφωνίσει, να τρέξει… μα έμεινε παγωμένη<br />

στη θέση της μέχρι που ένα λευκό χέρι απλώθηκε και<br />

άδραξε τον μικρό καρπό της. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια<br />

και περίμενε…<br />

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />

Η Σοφία μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο<br />

από τη λατρεία του πατέρα και των παππούδων της, μα<br />

την αγάπη από το άτομο που κάθε παιδί αποζητά δεν<br />

την εισέπραξε ποτέ. Η απελπισμένη ανάγκη γι’ αυτή την<br />

αγάπη την έσπρωξε σε απεγνωσμένες και επικίνδυνες<br />

ενέργειες για την ίδια, φρικαλέες γι’ αυτούς που την<br />

λάτρευαν. Μέχρι που ήρθε αντιμέτωπη με τον θάνατο,<br />

μα και με τον άνθρωπο που μια ζωή λαχταρούσε την<br />

αποδοχή στην καρδιά του. Και καταπρόσωπο με την<br />

Αλήθεια!<br />

Υπάρχουν άραγε περιθώρια να ανατρέψει τα λάθη και<br />

να βαδίσει σε καινούργια μονοπάτια ευτυχίας;<br />

12 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 13


Τίτλος: Ιμαρέτ<br />

Συγγραφέας: Γιάννης Καλπούζος<br />

Σελίδες: 592<br />

Εκδόσεις: Ψυχογιός<br />

Άρτα 1854, Οθωμανοκρατία. Δυο αγόρια, που μέλλει να γίνουν<br />

αδελφικοί φίλοι, γεννιούνται την ίδια νύχτα, ο Λιόντος και ο Nετζίπ.<br />

Το μυθιστόρημα παρακολουθεί διαδοχικά και από τη σκοπιά του<br />

καθενός τη ζωή τους σε ήρεμους χρόνους, αλλά και σε καιρούς<br />

εντάσεων και επαναστάσεων, αναπαριστώντας με μοναδικό τρόπο<br />

μια ολόκληρη εποχή.<br />

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />

Αλληλοδιδακτικό σχολείο, παιγνιώδεις φάρσες στον διά βίου<br />

ορκισμένο εχθρό τους Φάσγανο, οι δίδυμοι Εβραίοι Γιοσέφ και<br />

Μεναχέμ, ο έρωτας που και για τους δύο φίλους θα έχει απρόσμενη<br />

εξέλιξη, οι μορφές των δύο μανάδων της Αγνής και της Σαφιγιέ,<br />

η κοσμοπολίτισσα Αναστασία, χοροεσπερίδες, Καφέ Αμάν,<br />

πετροπόλεμος, Ραμαζάνι, χαμάμ, τούρκικος Καραγκιόζης, πορνεία,<br />

αφορισμοί, κολίγοι, τσιφλικάδες, μάγκες της εποχής, εθνικισμός και<br />

μισαλλοδοξία, πλούτος και εξαθλίωση, γλυκιά και πικρή ζωή. Όλα<br />

έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού, όπως λέει ο παππούς Ισμαήλ, ο<br />

θυμόσοφος, ανθρωπιστής και προεξάρχων του χορού των ηρώων,<br />

που καταδικάζει με σκωπτικό τρόπο την ανθρώπινη ματαιοδοξία<br />

και τις μικροπρεπείς συμπεριφορές.<br />

Στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες, Έλληνες,<br />

Οθωμανοί και Εβραίοι καταφέρνουν, σε πείσμα των όποιων εξουσιών<br />

απεργάζονται τη διχόνοια και παρά τις διαφορές τους να συνυπάρξουν,<br />

να ονειρεύονται, να ελπίζουν, να ερωτεύονται και να αναπτύξουν<br />

στέρεες σχέσεις φιλίας.<br />

14 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 15


16 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 17


Τίτλος: Συναντηθήκαμε στο τρένο<br />

Συγγραφέας: Μαρίνα Αλεξάνδρου<br />

Σελίδες: 576<br />

Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />

Μια τυχαία γνωριμία στο τρένο έφερε<br />

στο φως ξεχασμένες ιστορίες.<br />

Αναπάντεχα και ανεξέλεγκτα έρχεται<br />

η δεύτερη φορά για την αγάπη, στο<br />

πρόσωπο ανθρώπων χωρίς όρια ή<br />

υποκρισίες, που δε δειλιάζουν και ας ματώνουν.<br />

Αποδεικνύουν πως, όταν αρπάζει κανείς τον έρωτα και τη<br />

ζωή, δαμάζει τους δαίμονες και τις δυσκολίες.<br />

Η συγκίνηση και η ανθρωπιά δεν εγκαταλείπουν τους<br />

ήρωές μας. Με πάθος ξαναγεννιούνται, γιατί και τα<br />

κορμιά ταιριάζουν και οι καρδιές χτυπούν στον ίδιο<br />

ρυθμό. Ξεπερνούν ακραίες καταστάσεις, πονούν, χάνουν,<br />

προσαρμόζονται και αγωνίζονται διεκδικώντας μια δίκαιη<br />

ευτυχία. Κυρίως όμως υπερνικούν τις διαφορές τους.<br />

«Αύριο θα αποφασίσω, αύριο! Το τώρα είναι μια ζεστή<br />

αγκαλιά, είναι ο μεγάλος έρωτας, μια απολαυστική χίμαιρα.<br />

Εξάλλου την αξίζω, την κέρδισα με τόσα δάκρυα…»<br />

Τίτλος: Μαύρο ρόδο<br />

Συγγραφέας: Ελένη Καπλάνη<br />

Σελίδες: 312<br />

Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />

Η επιστροφή στο πατρικό είναι ταυτόχρονα<br />

και επιστροφή στο παρελθόν, τότε που<br />

όλα άλλαξαν απότομα στη ζωή της νέας<br />

κοπέλας. Η πάλη ανάμεσα στο θέλω και το<br />

πρέπει, το πρέπει και το μπορώ, με τις σκιές<br />

του χθες να βαραίνουν το πεπρωμένο της.<br />

Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της, χωρίς<br />

η ίδια να το έχει επιλέξει, σ’ ένα χώρο που<br />

της άφησε τα σημάδια του, μ’ έναν τρόπο<br />

σκέψης μακριά από των υπολοίπων.<br />

Οι εσωτερικές συγκρούσεις τεράστιες. Τι θα ακολουθήσει;<br />

Όταν ο άλλος σού δίνει ένα κομμάτι της ψυχής σου που δεν είχες καν<br />

αντιληφθεί ότι σου έλειπε, τότε μήπως η αγάπη είναι ένα λουλούδι<br />

που πρέπει να του επιτρέψεις να ανθίσει; Ποτέ δεν μπορείς να<br />

γνωρίζεις τι ορίζει η μοίρα. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο δώρο που<br />

μας έκανε ο Θεός.<br />

O Δημήτρης την κοίταξε με απορία, αλλά βλέποντας το πρόσωπό<br />

της να λάμπει ολόκληρο από τα γέλια χάζεψε. Λες και το γέλιο ήταν<br />

μαγικό και πήρε τα ράσα από πάνω της και άφησε μια όμορφη<br />

νεράιδα.<br />

Το μαντίλι είχε κυλήσει από το κεφάλι της και φάνηκαν τα<br />

καστανόξανθα μαλλιά της.<br />

«Είσαι πανέμορφη!» της είπε χωρίς να το σκεφτεί και της κόπηκε<br />

το γέλιο μαχαίρι.<br />

Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της και κουκουλώθηκε με το<br />

μαντίλι. Σηκώθηκε απότομα για να φύγει. Είχε περάσει τα όρια.<br />

Κακώς μιλούσε με τούτο τον ανέμελο νεαρό. Δεν έπρεπε.<br />

18 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 19


Τίτλος: Σε χρόνο αόριστο<br />

Συγγραφέας: Δημήτρης Βαζελάκης<br />

Σελίδες: 384<br />

Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />

Η πολυτάραχη ζωή της Μαρίας, που ορφανεύει<br />

μόλις γεννιέται, αρχίζει στην ελληνική Σμύρνη,<br />

έπειτα στους καταυλισμούς των προσφύγων<br />

στη σημερινή Κοκκινιά, αργότερα στο Κάιρο<br />

και στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Ελλάδα.<br />

Λίγο πριν τον ξεριζωμό ένα μυστικό θα τη<br />

φέρει αντιμέτωπη με ένα φοβερό δίλημμα: να<br />

το μοιραστεί για να μετριάσει το βάρος του ή<br />

να το κρατήσει σφαλιστό μες στην καρδιά της;<br />

Μια ζωή θα ταλαντεύεται ανάμεσα στον έρωτα<br />

που τη σημάδεψε και στην παιδική της αγάπη,<br />

που η μοίρα θα κάνει σύζυγό της.<br />

Μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα στα «πρέπει» και στα «θέλω». Στην Αίγυπτο, όταν<br />

της χαμογελάει η μοίρα και η ζωή της δείχνει να ηρεμεί από τις φουρτούνες,<br />

ο γιος της θα κληθεί να πολεμήσει με τους Συμμάχους στη Βόρεια Αφρική.<br />

Τα μάτια του όμως θα της θυμίζουν πάντα το μεγάλο έρωτα, που η τύχη θα<br />

τον ξαναφέρει κοντά της στην πιο δύσκολη στιγμή.<br />

Διάσπαρτα τα σημαντικά ιστορικά στοιχεία πλαισιώνουν την ιστορία της<br />

Μαρίας και δημιουργούν το φόντο της εποχής εκείνης, ενώ συχνά ο χρόνος<br />

γυρίζει πίσω και γίνεται Ενεστώτας.<br />

«Ονειρεύομαι να γυρίσω πίσω το χρόνο. Να αγναντέψω τον κόλπο σου. Να<br />

βγάλω τα ρούχα μου και να βουτήξω στα νερά του. Να κολυμπήσω μέχρι το<br />

βάθος του. Να αφήσω το βλέμμα μου, πλησιάζοντας, να σε χαϊδέψει απ’ άκρη<br />

σ’ άκρη. Να αντικρίσω τη ράχη σου ακουμπισμένη στους δύο λόφους, όπως<br />

παλιά. Να δω ξανά τις καφετιές στέγες των σπιτιών σου να χύνονται από<br />

εκεί ψηλά μέχρι το μπλε της θάλασσας. Να ανακατεύονται τα βαθυπράσινα<br />

λυγερόκορμα κυπαρίσσια με τους μυτερούς μιναρέδες. Να χάσω, όπως και<br />

τότε, το λογισμό μου από την αλλόκοτη ομορφιά σου, τόσο που να μην ξέρω<br />

πού τελειώνει η Δύση και πού αρχίζει η Ανατολή. Να ξεκινήσω μια μεγάλη<br />

βόλτα από την τουρκική συνοικία, να περπατήσω στα σοκάκια σου, να<br />

περάσω από τη φημισμένη Γέφυρα των Καραβανιών, απ’ όπου ξεκινούσαν<br />

το ταξίδι οι καμήλες για τα βάθη της Ασίας, και ακολουθώντας τον ποταμό<br />

Μέλητα, που διασχίζει την πεδιάδα ελικοειδώς, να φτάσω έως τον όρμο του<br />

Μπουρνόβα. Να είναι χάραμα και να είναι η φύση τόσο γλυκιά, όπως εκείνη<br />

τη μέρα που σε πρωταντίκρισα».<br />

Τίτλος: Οι χωρισμένοι δεν<br />

γιορτάζανε προχθές<br />

Συγγραφέας: Βιολέττα Κουμπή<br />

Σελίδες: 355<br />

Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />

Εκείνη: Φιλόλογος με μεταπτυχιακά,<br />

πνευματώδης, ευαίσθητη,<br />

παρορμητική και κουκλάρα.<br />

Εκείνος: Άξιος ιδιοκτήτης<br />

γραφείου τελετών, άχαρος,<br />

αναίσθητος, προγραμματισμένος<br />

και δίμετρος – να τα λέμε κι αυτά.<br />

Τι κοινό μπορεί να έχουν λοιπόν η Βίκυ με τον Αλέξανδρο;<br />

Κανένα! Κι όμως, παραμένουν μαζί. Μαζί βέβαια τρόπος<br />

του λέγειν, μιας και ο Αλέξανδρος (που συν τοις άλλοις<br />

είναι και κολλημένος με την πρώην του) δεν την πλησιάζει<br />

ερωτικά. Η Βίκυ έχει δοκιμάσει τα πάντα μαζί του, αλλά<br />

τζίφος.<br />

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προκύπτουν από<br />

το πουθενά τα παρακάτω: η παπα-Λάμπραινα, ένα<br />

στρουμφάκι, μια γιαγιά παρανοϊκή, ένα ζευγάρι<br />

σκαρπινάκια, ο ποιητής Φανφάρας, μια Ρωσίδα<br />

στριπτιτζού, το μωρό της Ρόζμαρι, ο Αθανάσιος Διάκος,<br />

η βασίλισσα της Αγγλίας, ένα μέντιουμ από το Μενίδι,<br />

το φάντασμα του Καζαντζίδη, ένας υπουργός λαμόγιο<br />

και ένας μυστήριος γυμναστής. Όλα αυτά είναι απλώς<br />

ένα μικρό δείγμα μιας τρελής ιστορίας, στην οποία η<br />

Βίκυ και ο Αλέξανδρος μπλέκουν διαρκώς σε ασύλληπτες<br />

αλλά καθημερινές καταστάσεις, σ’ ένα μυθιστόρημα<br />

σπιντάτο, γεμάτο εξωφρενικό χιούμορ και ανατροπές.<br />

20 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 21


Τίτλος: Σμαράγδι στην βροχή<br />

Συγγραφέας: Άννα Γαλανού<br />

Σελίδες: 536<br />

Εκδόσεις: Διόπτρα<br />

Η Νάντια είναι μια όμορφη λαϊκή τραγουδίστρια που<br />

εμφανίζεται ξαφνικά και ταράζει τα νερά της νυχτερινής<br />

Αθήνας του ’60. Ο κόσμος τη λατρεύει, την αποθεώνει, όμως<br />

κανείς πραγματικά δεν ξέρει τίποτα για το παρελθόν της.<br />

Ποια είναι στ’ αλήθεια;<br />

Πίσω από τη μαγική παρουσία της κρύβεται μια τραγική<br />

διαδρομή, μεγάλα μυστικά, ανείπωτες αλήθειες κι ένας μεγάλος<br />

έρωτας, ένα πάθος χωρίς προηγούμενο. Ποια είναι η σχέση<br />

της με τη Σμαράγδα, που για χρόνια περιπλανιέται στους<br />

δρόμους μιας χαμένης μνήμης κι ενός τραγικού παρελθόντος<br />

αναζητώντας την ταυτότητά της; Τι ρόλο παίζει στη ζωή της η<br />

Ελμά, μια από τις πιο διάσημες ρεμπέτισσες του Πειραιά; Ο<br />

Άλκης, ο Ζαννής και ο Μενέλαος είναι οι άντρες που κρατούν<br />

όλα τα κλειδιά για να ανοίξουν το παράθυρο της μνήμης και<br />

την πόρτα της ζωής της.<br />

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />

Από τον Πειραιά της δεκαετίας του ’40 και του ’50 στη λαϊκή<br />

Θεσσαλονίκη και στην αστική Αθήνα του ’60.<br />

Μια τραγική ιστορία και μια διαδρομή γεμάτη ανατροπές, αλλά<br />

κι ένας μεγάλος έρωτας που παλεύει για να βγει κερδισμένος<br />

μέσα από τη λύτρωση ενός πικρού παρελθόντος.<br />

22 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 23


24 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 25


Τίτλος: Από ξύλο και ασήμι<br />

Συγγραφέας: Δήμητρα Παπαναστασοπούλου<br />

Σελίδες: 496<br />

Εκδόσεις: Διόπτρα<br />

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />

1522. Μέσα στο απόρθητο κάστρο της Ρόδου, κάτω από<br />

την απειλή των πολυάριθμων Τούρκων, η ζωή δεν κοστίζει<br />

τίποτα. Ο κόσμος, ιππότες και απλοί πολίτες, ξεκινούν τη μέρα<br />

τους χωρίς να ξέρουν αν θα τους βρει η νύχτα, συνεχίζουν<br />

όμως να ζουν και να ερωτεύονται, παρά την αγριότητα που<br />

ξεχύνεται καταπάνω τους σαν καταιγίδα. Ενώ η πείνα, η<br />

προδοσία και ο θάνατος κυριαρχούν, φέρνοντας την ήττα<br />

των χριστιανών, ένας καλόγερος προσπαθεί να διαφυλάξει<br />

μια πολύτιμη εικόνα της Παναγίας, αγνοώντας τον κίνδυνο<br />

που τον περικυκλώνει. Τέσσερις αιώνες αργότερα. Τώρα, οι<br />

κάτοικοι του όμορφου νησιού ανεβαίνουν έναν διαφορετικό<br />

γολγοθά – αυτόν του φασισμού. Η ανηφόρα είναι δύσκολη,<br />

αλλά αντέχουν, αν και ζουν σε μια ζοφερή αβεβαιότητα. Ο<br />

κλοιός όλο και σφίγγει, σαν ένα μουσικό ρόντο, που ενώ<br />

είναι το ίδιο, η έντασή του αυξάνει μέχρι να φτάσει στην<br />

κορύφωση.<br />

Ένα μυθιστόρημα γεμάτο συγκινήσεις, ανατροπές και<br />

αλήθειες. Η καθημερινότητα ανακατεύεται με την αντίσταση<br />

και την κατασκοπεία και γίνεται αβάσταχτη, αποπνικτική,<br />

με την προδοσία να κυριαρχεί τόσο στο πρώτο όσο και στο<br />

δεύτερο μέρος, με το θάνατο να καραδοκεί, με την ελπίδα<br />

για ζωή να ξεθωριάζει, αλλά να μη χάνεται, μέχρι που το<br />

τέλος έρχεται αδυσώπητο αλλά λυτρωτικό.<br />

26 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 27


ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ<br />

Τίτλος: Δες με αλλιώς<br />

Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος<br />

Σελίδες: 328<br />

Εκδόσεις: Πηγή<br />

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ ανήκει σε άλλον κόσμο…<br />

ή καλύτερα μεταξύ δύο κόσμων. Αλήθεια, τι νιώθετε<br />

όταν κοιτάζεστε στον καθρέφτη; Χαρά, φόβο, δύναμη,<br />

ενοχή;<br />

Ο Βίκτωρ νιώθει τρόμο… Όταν γεννήθηκε και μέχρι<br />

τη μεγάλη συμφορά, ήταν ένα πανέμορφο μωρό που<br />

εξελίχτηκε σε ένα επίσης πανέμορφο αγόρι. Στα πρώιμα<br />

κιόλας χρόνια της ζωής του ένιωσε την επιτυχία και<br />

την αναγνώριση μέσα από τα φλας των φωτογράφων.<br />

Τότε ήταν που ένα άρρωστο μυαλό του στέρησε τα<br />

πάντα. Οικογένεια, δημοσιότητα, αγάπη και κυρίως…<br />

την ομορφιά του. Ο Βίκτωρ, όταν στέκεται μπροστά από<br />

τον καθρέφτη, κρύβεται. Δεν αντέχει να δει το είδωλό<br />

του… Δεν αντέχει να αγγίξει την ψυχή του. Αυτό που<br />

πραγματικά θέλει είναι να τον βλέπουν… αλλιώς. Μέχρι<br />

που οι καταστάσεις και μια υποχείρια τύχη τον οδηγούν<br />

σε έναν άλλον κόσμο, σε ένα παράλληλο σύμπαν. Εκεί<br />

που η εξωτερική ομορφιά δεν έχει θέση, παρά μόνο η<br />

πραγματική ομορφιά… η εσωτερική.<br />

Εκεί ο Βίκτωρ έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τον<br />

εαυτόν του και τις αλήθειες του, αλλά και με εκείνο<br />

το άρρωστο μυαλό που του στέρησε τα πάντα. Εκεί ο<br />

Βίκτωρ θα πρέπει να πάρει αποφάσεις που θα ορίσουν<br />

όχι μόνο το δικό του μέλλον, αλλά και το μέλλον των<br />

δύο παράλληλων κόσμων.<br />

28 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 29


Τίτλος: Πάροδος Μουσών 9<br />

Συγγραφέας: Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

Σελίδες: 350<br />

Εκδόσεις: Bookstars<br />

Τρία κορίτσια, τρεις αδελφές, τρεις Μούσες. Η<br />

Μελπομένη, η Θάλεια, η Κλειώ. Μια μάνα, η Ουρανία,<br />

που αγωνίζεται μόνη να τις αναστήσει. Οι Μοίρες, όταν<br />

τις μοίραναν, είχαν αλλόκοτη διάθεση.<br />

Η ζωή τεσσάρων γυναικών ξετυλίγεται με φόντο τη<br />

Βέροια της δεκαετίας του ‘70. Μια αυλή στην πάροδο<br />

Μουσών εννιά. Μικρά, γραφικά σπιτάκια τριγύρω και<br />

μια θεόρατη μουριά στη μέση.<br />

Ποια πορεία σχεδίασαν οι Μοίρες για τα τρία κορίτσια;<br />

Σε ποια μονοπάτια άφησαν τα χνάρια τους οι μούσες;<br />

Διαδρομές απρόβλεπτες, πορείες τεθλασμένες. Με μόνο<br />

σταθερό σημείο αναφοράς έναν αριθμό: το εννιά στην<br />

πάροδο Μουσών.<br />

Βέροια, Θεσσαλονίκη, Νέα Υόρκη. Τρεις κόρες, τρεις<br />

διαφορετικές ζωές. Όνειρα που γκρεμίζονται, θυελλώδεις<br />

έρωτες, σχέσεις κόντρα στο κατεστημένο. Και η Ουρανία,<br />

πάντα δίπλα στις θυγατέρες της, να παλεύει με θεούς<br />

και δαίμονες για να τις προστατεύσει.<br />

30 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 31


Τίτλος: Η ελπίδα ζει<br />

Συγγραφέας: Άννα Βασιλειάδη - Δαρδάλη<br />

Σελίδες: 240<br />

Εκδόσεις: Χατζηλάκος<br />

Ο Άρης, η Άρτεμις, ο Αλέξανδρος, η Ερατώ... τέσσερα<br />

νέα παιδιά που σχεδόν μεγάλωσαν μαζί, μοιράστηκαν<br />

τα ίδια καλοκαίρια και κοινά όνειρα.<br />

Ζωές τακτοποιημένες, ήρεμες, κανονισμένες. Μέχρι που<br />

ο Άρης πραγματοποίησε το δικό του όνειρο, τη λαχτάρα<br />

να φύγει.<br />

Και κάποια στιγμή η ζωή άρχισε να πλέκει τα δικά της<br />

ιδιότροπα παιχνίδια... Η ζωή είναι πάντοτε ιδιότροπη<br />

με τα όνειρα. Τα εμπαίζει, τα περιπλέκει, τα κάνει<br />

δυσπρόσιτα και μακρινά.<br />

Έτσι θα περιπλέξει τέσσερις ζωές, ένα πάθος, κι ένα<br />

μυστικό που όταν αποκαλυφθεί θα σπείρει τον πόνο.<br />

Και τότε ίσως μόνον η ελπίδα θα έχει το χάρισμα να ζει...<br />

32 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 33


Τίτλος: Και μετά... παντρεύτηκα!<br />

Συγγραφέας: Άννα Βασιλειάδη - Δαρδάλη<br />

Σελίδες: 496<br />

Εκδόσεις: Χατζηλάκος<br />

Και μετά παντρεύτηκα... Το ημερολόγιο να είσαι γυναίκα!<br />

Βεβαίως! Όλοι έχουν μια άποψη. Μα όλοι και για τα πάντα!<br />

Όλοι, εκτός από σένα - εννοείται, φυσικά. Γιατί εσύ δεν<br />

κάνεις τίποτα... είσαι απλώς μια άνεργη σύζυγος, μητέρα,<br />

νοικοκυρά, οικονόμος, εκπαιδευτικός, διεκπεραιωτής<br />

εξωτερικών εργασιών, νοσοκόμα, εξομολόγος... ουφ!<br />

Λαχάνιασα κι έχει κι άλλα.<br />

Μια μικρή, τρελλή κούρσα λίγων ημερών, ένα κομμάτι<br />

από την καθημερινότητα που πιθανότατα να είναι... η<br />

δική σου!<br />

Δες το αλλιώς, δεν είσαι μόνη, πάρ’ το με χιούμορ,<br />

σαρκασμό, ανάσα, κουράγιο, ξέχνα το δάκρυ της<br />

απόγνωσης που πασχίζει να εμφανιστεί και... ΓΕΛΑ!<br />

34 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 35


36 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 37


Τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει<br />

ένα ταλέντο να αναδειχθεί και<br />

να δημιουργήσει! Ακόμη κι αν<br />

αυτό συμβεί σε μικρή ηλικία,<br />

από δάσκαλο, καθηγητή…<br />

Η έμπνευση έρχεται παντού!<br />

Στα θρανία, στο δρόμο,<br />

στη βαθιά νύχτα ή το<br />

άγριο χάραμα... Όσο κι να<br />

προσπαθήσει κανείς, δεν θα καταφέρει να σταματήσει<br />

την ορμή του!<br />

Ευθυμία Αθανασιάδου-Μαράκη. Εμπνεύστηκε από<br />

τις σχέσεις των ανθρώπων! Πολύ σημαντικό το να<br />

παρατηρείς τις σχέσεις, είτε αφορά τη φιλία, είτε τον<br />

έρωτα, το γάμο… Όσοι μπορούν να εμβαθύνουν σε<br />

αυτές τις σχέσεις, βλέπουν ξεκάθαρα τον Άνθρωπο και<br />

τα συναισθήματά του... Καθώς, η ψυχή, το συναίσθημα,<br />

οδηγεί σε πράξεις και συμπεριφορές..<br />

Συνέντευξη της κας Ευθυμίας Αθανασιάδου-Μαράκη,<br />

στην Βένη Παπαδημητρίου<br />

- Έχεις γράψει δυο βιβλία απ’ όσο γνωρίζω. Πως<br />

ξεκίνησε για σένα η συγγραφή και τι σε ενέπνευσε;<br />

- Ξεκίνησα με ποίηση στην Ά γυμνασίου όπου και...<br />

τιμωρήθηκα από την καθηγήτρια της Φυσικής Ιστορίας<br />

γιατί έγραφα εν ώρα μαθήματος! Το πρώτο μου<br />

μυθιστόρημα το έγραψα το 2006. Ήταν μια εσωτερική<br />

ανάγκη για έκφραση και έτσι ξεκίνησα. Έμπνευσή μου<br />

οι σχέσεις των ανθρώπων στη σημερινή εποχή και η<br />

επικοινωνία μεταξύ των συντρόφων,θέματα τα οποία<br />

πραγματεύεται κυρίως το πρώτο μου μυθιστόρημα «Για<br />

όσα δεν μιλήσαμε ποτέ».<br />

Η Ευθυμία Αθανασιάδου, το κατάφερε, με το βιβλίο<br />

της «Για όσα δεν μιλήσαμε ποτέ»... Ενώ στη συνέχεια,<br />

άνοιξε «Παράθυρο στο χρόνο»...<br />

Διαβάστε την, γνωρίστε τη συγγραφέα και αναζητείστε<br />

τα βιβλία της!<br />

Βένη Παπαδημητρίου<br />

38 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 39


- Είναι η πραγματικότητα, η φαντασία ή και τα<br />

δύο;<br />

- Συνήθως είναι και τα δυο μαζί. Βέβαια, πολλές φορές<br />

η πραγματικότητα είναι ικανή να ξεπεράσει και την πιο<br />

ζωηρή φαντασία... Στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Για<br />

όσα δεν μιλήσαμε ποτέ» η πραγματικότητα συναντά<br />

την φαντασία. Το «Παράθυρο στο χρόνο» αναφέρεται<br />

κυρίως σε πραγματικά γεγονότα.<br />

Ταξίδι η συγγραφή...<br />

-Πως αισθάνεσαι όταν γράφεις; Τι είναι για σένα<br />

η συγγραφή;<br />

- Η συγγραφή για εμένα είναι ταξίδι. Ταξιδεύω νοερά<br />

με τους ήρωες, με τις ιστορίες τους, με τα συναισθήματά<br />

τους. Γελάω όταν γελάνε, πονάω όταν πονάνε, αγαπάω<br />

όταν αγαπάνε... Στην ουσία αυτό σημαίνει όταν εμείς<br />

οι συγγραφείς λέμε πως τα βιβλία είναι παιδιά μας.<br />

Δημιουργείς κάτι, το βλέπεις να αναπτύσσεται, του<br />

δίνεις ζωή. Μετά το αφήνεις και «φεύγει», είναι στη<br />

δικαιοδοσία του αναγνωστικού κοινού.<br />

- Θα μπορούσες να μας πεις λίγα λόγια για τα<br />

βιβλία σου, ώστε να ξέρουμε τι θα διαβάσουμε;<br />

«Για όσα δεν μιλήσαμε ποτέ»<br />

- Το πρώτο μου μυθιστόρημα το οποίο κυκλοφορεί από<br />

τις εκδόσεις Βεργίνα είναι το «Για όσα δεν μιλήσαμε<br />

ποτέ». Θέλησα να θίξω τις<br />

σχέσεις των ζευγαριών στο<br />

γάμο στη σημερινή κοινωνία<br />

και τα προβλήματα που<br />

αντιμετωπίζουν μαζί αλλά<br />

και ο καθένας μόνος του.<br />

Η ηρωίδα του βιβλίου, η<br />

Δέσποινα είναι μια γυναίκα<br />

η οποία αφοσιώνεται στην<br />

καριέρα της, στο μεγάλωμα<br />

των παιδιών και στις<br />

κοινωνικές της υποχρεώσεις<br />

παραμελώντας πολλές<br />

φορές τον άντρα της, αλλά<br />

και τον ίδιο της τον εαυτό. Ο σύζυγός της, Δημήτρης ,<br />

την παρακινεί να αφήσει τη δουλειά και να ασχοληθεί<br />

με το σπίτι και την οικογένεια, καθώς θεωρεί πως μ’<br />

αυτόν τον τρόπο θα ξανακερδίσει τη γυναίκα του. Και<br />

οι δυο τους είναι υπεύθυνοι και καλοί οικογενειάρχες,<br />

σωστοί γονείς και πετυχημένοι στη δουλειά τους. Με τον<br />

καιρό όμως χάνουν την επικοινωνία τους και την ψυχική<br />

τους επαφή. Ο διορισμός του Δημήτρη στην Ικαρία θα<br />

γίνει και η διέξοδος από την -πληκτική μέχρι τώρακαθημερινότητά<br />

του. Ο Δημήτρης και η Δέσποινα είναι<br />

ένα από τα χιλιάδες ζευγάρια που υπάρχουν γύρω μας,<br />

τα οποία μέρα με τη μέρα χάνονται στην καθημερινότητα<br />

και στις υποχρεώσεις, θεωρούν τον σύντροφό τους<br />

40 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 41


δεδομένο, δεν «παλεύουν» ώστε να σώσουν το γάμο ή<br />

τη σχέση τους και πάνω απ’ όλα δεν συζητούν ειλικρινά<br />

ως άνθρωποι. Έτσι οι σχέσεις φθείρονται και ο καθένας<br />

βρίσκει διεξόδους αλλού».<br />

«Παράθυρο στο χρόνο»<br />

Στο δεύτερο βιβλίο μου «Παράθυρο στο χρόνο»<br />

βιογραφείται η πορεία της οικογένειάς μου, μέσα<br />

από τη Μικρασιατική καταστροφή, αρχίζοντας από<br />

τον προπάππου Κώστα και την προγιαγιά Λέγκω, η<br />

οποία ήταν η πηγή της γνωριμίας μου με τα γεγονότα<br />

που η οικογένειά μου αντιμετώπισε ύστερα από τον<br />

ξεριζωμό της από το Ουσάκ. Αναφέρεται στη φιλική<br />

συνύπαρξη Ελλήνων και<br />

Τούρκων, αλλά και των<br />

θρησκειών τους. Μέσα σε<br />

μια ανθρώπινη κοινωνία,<br />

η Λέγκω αδυνατεί να<br />

πιστέψει πως κάποιοι θα<br />

γίνουν δολοφόνοι τους.<br />

Όμως βεβαιώνεται πως ο<br />

Τουρκικός στρατός έχει<br />

την εντολή να πράξει αυτό<br />

που δεν ήταν πιστευτό<br />

από τον απλό άνθρωπο<br />

«Βία και θάνατος στους<br />

Έλληνες». Η οικογένεια<br />

ακολουθεί τη μοίρα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας<br />

των οποίων προορισμός είναι η Ελλάδα. «Η θάλασσα<br />

ήταν γεμάτη πτώματα, μεγάλες κηλίδες αίματος και<br />

διάφορα αντικείμενα επέπλεαν πάνω της..» Η αγωνιώδη<br />

και γεμάτη ταλαιπωρίες σωτήρια εγκατάστασή τους<br />

στη Σαλονίκη και η πρόοδός τους στη νέα πατρίδα. Οι<br />

δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και η ζωή της προσφυγιάς<br />

σκορπίζουν την οικογένεια σε πόλεις και χωριά της<br />

Ελλάδας. Οι ιστορικές συγκυρίες, οι νέοι πόλεμοι και<br />

διχασμοί, οικογενειακοί και πολιτικοί, στέλνουν τα<br />

αδέρφια σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα εντός<br />

και εκτός των συνόρων. Μετά από πολλά χρόνια<br />

ξαναβρίσκονται. Ποτέ όμως όλοι μαζί. Και το Ουσάκ είναι<br />

ένα αναπάντητο ερωτηματικό, μια μακρινή ανάμνηση<br />

που αναβιώνει στη γεύση ενός καζάν ντιπί, έτσι όπως<br />

το έφτιαχνε η γιαγιά Λέγκω με τ’ όνομα<br />

- Πως βλέπεις τη λογοτεχνία σήμερα;<br />

- Πιστεύω πως τόσο η οικονομική κρίση, όσο και<br />

η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη έχουν επιφέρει<br />

σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία σήμερα. Ας μην<br />

ξεχνάμε πως ζούμε στην εποχή των i-pad και της<br />

γρήγορης ενημέρωσης του ίντερνετ, που σημαίνει πως το<br />

ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία έχει μείνει αρκετά πίσω.<br />

Σαφώς υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι των γραμμάτων<br />

που υπηρετούν πιστά τη λογοτεχνία ακόμη και σήμερα.<br />

Αυτό που θα βοηθούσε περισσότερο θα ήταν να δινόταν<br />

μεγαλύτερη σημασία σε αυτή μέσω του εκπαιδευτικού<br />

42 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 43


τους. Συχνά εμπλέκεσαι συναισθηματικά τόσο πολύ με τα<br />

βιβλία σου που βάζεις μέσα έστω κι ασυνείδητα στοιχεία<br />

είτε της προσωπικής σου ζωής, είτε της προσωπικότητάς<br />

σου»<br />

Βιβλίο και οικονομική κρίση<br />

αλλά και του πολιτιστικού συστήματος.<br />

- Πως σε αντιμετώπισαν οι δικοί σου άνθρωποι<br />

όταν εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο σου;<br />

- Η οικογένεια μου στήριξε απόλυτα την επιλογή μου<br />

αυτή. Οι κόρες μου διάβασαν τα βιβλία μου πρίν εκδοθούν<br />

και μπορώ να πω πως ήταν περίφανες για αυτή μου την<br />

απόφαση, όπως επίσης και ο σύζυγός μου. Το να έχεις<br />

στήριξη σε κάτι που δημιουργείς ο ίδιος είναι πολύ<br />

σημαντικό και παίζει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα<br />

πορεία σου.<br />

- Πιστεύεις πως ο συγγραφέας τοποθετεί κάπου<br />

κι ένα κομμάτι της ζωής του στα βιβλία του;<br />

- Πιστεύω πως οι περισσότεροι συγγραφείς, έστω και<br />

σε ένα βιβλίο τους, έχουν τοποθετήσει κάτι από τη ζωή<br />

- Στην εποχή της κρίσης πιστεύεις πως το καλό<br />

βιβλίο θα προαχθεί ή θα χαθεί;<br />

- Η κρίση επηρεάζει και το χώρο του βιβλίου,<br />

όπως άλλωστε όλους τους τομείς της ζωής μας. Η<br />

υπερπαραγωγή βιβλίων, το θέμα της γιγάντωσης σημείων<br />

πώλησης, η εποχή της υπερβολικής πληροφόρισης από<br />

τα τεχνολογικά μέσα και το γεγονός πως το βιβλίο δεν<br />

προωθείται στα παιδιά από την εκπαίδευση και ακόμη<br />

και από τους ίδιους τους γονείς όπως θα έπρεπε, εντείνει<br />

το πρόβλημα ακόμη περισσότερο. Βέβαια,ακόμη και<br />

κάτω από τις δύσκολες αυτές συνθήκες, πιστεύω πως<br />

ότι αξίζει θα φανεί.<br />

- Πότε γράφεις; Εργάζεσαι, έχεις οικογένεια,<br />

βρίσκεις χρόνο και για συγγραφή;<br />

- Εργαζόμουν από το 1979 έως και το 2008 στην Πολεμική<br />

Αεροπορία. Αποφάσισα να βγω στην σύνταξη νωρίτερα<br />

ώστε να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη συγγραφή.<br />

Είμαι παντρεμένη από το 1983 και έχω δύο κόρες, οι<br />

οποίες μου έχουν χαρίσει τρείς υπέροχες εγγονές, τις<br />

οποίες και λατρεύω. Από όταν άρχισα να γράφω, το<br />

44 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 45


2006, η μοναδική περίοδος που σταμάτησα ήταν πρίν<br />

ενάμιση χρόνο όπου αρρώστησε ο αγαπημένος μου<br />

σύζυγος από καρκίνο. Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή<br />

πέρυσι τον Δεκαπενταύγουστο, απώλεια που μου έχει<br />

στοιχίσει πολύ... Πλέον γράφω σχεδόν καθημερινά,<br />

μιας και αποτελεί πλέον λύτρωση για εμένα. Η ζωή μου<br />

μοιράζεται ανάμεσα στα βιβλία μου, στις κόρες μου και<br />

τις εγγονές μου που μου δίνουν ζωή.<br />

- Πως θα περιέγραφες τον εαυτό σου;<br />

- Είμαι αρκετά ευαίσθητη, υπομονετική, δοτική.<br />

Λειτουργώ κυρίως με γνώμονα το συναισθημα. Μου<br />

αρέσει να έχω επαφή με τους ανθρώπους, αλλά παρ’ όλα<br />

αυτά αρκετές φορές γίνομαι αρκετά εσωστρεφής. Για<br />

αυτούς που αγαπώ μπορώ να δώσω τα πάντα. Λατρεύω<br />

το διάβασμα, το θέατρο και τα ταξίδια.<br />

- Να περιμένουμε κι ένα νέο βιβλίο, ή βιβλία;<br />

Έχεις ξεκινήσει κάτι;<br />

- Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει το τρίτο μου<br />

μυθιστόρημα με τίτλο «Λευκά Τριαντάφυλλα» το<br />

οποίο αγαπώ πολύ. Έχω γράψει κι άλλα βιβλία τα οποία<br />

είναι έτοιμα, αλλά το συγκεκριμένο ήταν η αδυναμία<br />

της μεγάλης μου κόρης και με παρότρυνε να εκδόσω<br />

αυτό πρώτα.<br />

- Έχεις επηρεαστεί από κάποιον μεγάλο<br />

συγγραφέα, Έλληνα ή ξένο; Ή έχεις μια ιδιαίτερη<br />

αγάπη σε κάποιους συγγραφείς;<br />

- Έχω ιδιαίτερη αγάπη στους περισσότερους μεγάλους<br />

Έλληνες συγγραφείς.<br />

Σαφώς επηρεαζόμαστε από<br />

τα αναγνώσματά μας είτε<br />

συνειδητά είτε ασυνείδητα,<br />

ειδικά όταν κάποιος αγαπά<br />

πολύ το διάβασμα και<br />

προωπικά εντάσσω τον<br />

εαυτό μου στους φανατικούς<br />

αναγνώστες, τους λεγόμενους<br />

“βιβλιοφάγους”.<br />

Παρά τα χτυπήματα της ζωής, η Ευθυμία στέκεται όρθια<br />

και δημιουργεί... Αγαπάει, δίνεται, γράφει, λυτρώνεται…<br />

Ευχή μας, να συνεχίζει να γράφει και οι αναγνώστες να<br />

εισπράττουν τη λύτρωση, ταξιδεύοντας μαζί της...<br />

Βένη Παπαδημητρίου<br />

Για το περιοδικό “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”<br />

46 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 47


48 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 49


Η Κλειώ Τσαλαπάτη γεννήθηκε<br />

στη Ρόδο το 1970. Το 1974<br />

μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα<br />

με την οικογένειά της, όπου<br />

και ζει έκτοτε. Σπούδασε<br />

οικονομικές επιστήμες στο<br />

Οικονομικό Πανεπιστήμιο<br />

Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και<br />

στη συνέχεια τελειοποίησε τις<br />

γνώσεις των Αγγλικών της,<br />

ενώ γνωρίζει γαλλικά και ισπανικά.<br />

Από τα φοιτητικά της χρόνια ξεκίνησε να εργάζεται<br />

στο λογιστήριο ανώνυμης εμπορικής εταιρείας,<br />

ενώ παράλληλα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα σε<br />

τελειόφοιτους Λυκείου.<br />

Από το 2002 έως και σήμερα ασχολείται<br />

αποκλειστικά με τη διδασκαλία των οικονομικών,<br />

της διοίκησης επιχειρήσεων και της αγγλικής<br />

γλώσσας.<br />

Η λογοτεχνία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της<br />

ζωής της, καθώς διαβάζει πολύ από την παιδική<br />

ακόμα ηλικία χωρίς διακοπή. Θεωρεί τον εαυτό της<br />

«βιβλιοσκώληκα» και είναι υπερήφανη γι’ αυτό.<br />

Αναζητώντας ολοένα και περισσότερα βιβλία προς<br />

ανάγνωση ανακάλυψε το κοινωνικό διαδίκτυο<br />

του Facebook και τις αντίστοιχες λογοτεχνικές<br />

ομάδες που υπάρχουν σε αυτό.<br />

Θέλοντας να εκφράζει απρόσκοπτα, και με τους<br />

δικούς της όρους, τις απόψεις της για τα βιβλία που<br />

διαβάζει δημιούργησε δύο λογοτεχνικές ομάδες,<br />

τους «Φίλους Της Ελληνικής Λογοτεχνίας» και<br />

τους «Φίλους Της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας», για<br />

την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία αντίστοιχα,<br />

οι οποίες βρήκαν αρκετή ανταπόκριση από<br />

αντίστοιχους αναγνώστες-βιβλιοσκώληκες, αλλά<br />

και συγγραφείς.<br />

Προσπαθώντας να παρουσιάσει συγκεντρωμένους<br />

τους σχολιασμούς της, αλλά και άλλων φίλων<br />

αναγνωστών για κάποια βιβλία που θεωρούν<br />

άξια λόγου, δημιούργησε πρόσφατα τον ιστότοπο<br />

«Φίλοι Της Λογοτεχνίας». Μέσω αυτών των ομάδων<br />

είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικά αρκετούς<br />

έλληνες συγγραφείς και ορισμένοι εξ’ αυτών την<br />

τίμησαν ζητώντας της να προσφωνήσει τα βιβλία<br />

τους σε παρουσιάσεις αυτών.<br />

Βασικό της “πιστεύω” είναι ότι “χωρίς τη Λογοτεχνία,<br />

ελληνική και παγκόσμια, ο άνθρωπος θα ήταν πολύ<br />

φτωχότερος, πνευματικά και συναισθηματικά”, γι’<br />

50 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 51


αυτό και απευθύνει ένα τεράστιο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ προς<br />

τους απανταχού λογοτέχνες για την θεμελιώδη<br />

συνεισφορά τους στον πολιτισμό.<br />

Η Κλειώ Τσαλαπάτη διαβάζει και μας προτείνει<br />

κάποια μυθιστορήματα από την Ελληνική και<br />

Παγκόσμια Λογοτεχνία.<br />

Μπορείτε να επισκεφτείτε τις ομάδες που<br />

διαχειρίζεται στο facebook αλλά και τον ιστότοπο<br />

που έχει φτιάξει και να διαβάσετε πλήθος<br />

πληροφοριών από τα βιβλία που έχει διαβάσει,<br />

πατώντας σε ένα από τα παρακάτω εικονίδια.<br />

«Συνέντευξη με το<br />

φάντασμα του βάλτου»<br />

Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου<br />

Εκδόσεις: Πατάκη<br />

Σελίδες: 176<br />

Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />

Η Μαρία Λαμπαδαρίδου –<br />

Πόθου είναι μια συγγραφέας<br />

που έχει το χάρισμα να<br />

συγκλονίζει τον αναγνώστη<br />

από την πρώτη γραμμή κάθε<br />

κειμένου της. Το πρώτο δικό<br />

της βιβλίο που διάβασα ήταν η «Υψιπύλη» και ήταν αυτό<br />

που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι, από εκεί και στο<br />

εξής, θα αναζητούσα ανελλιπώς κάθε βιβλίο της που<br />

κυκλοφορεί. Έχοντας διαβάσει και το προηγούμενο,<br />

περσινό βιβλίο της «Η Δίψα Με Καίει Εμένα Και<br />

Χάνομαι» γνώριζα ότι η Συνέντευξη ήταν εμπνευσμένη<br />

και πήγαζε από αυτό. Η ανυπομονησία μου μεγάλη να<br />

το διαβάσω και, όντως, με το που το πήρα στα χέρια μου<br />

ξεκίνησα την ανάγνωσή του. Αυτή η πρώτη του, όμως,<br />

ανάγνωση ήταν ανυπόμονη, βιαστική και γρήγορη, διότι<br />

απλά δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου.<br />

Γυρνώντας και την τελευταία σελίδα, συνειδητοποίησα<br />

ότι το είχα διαβάσει με καταιγιστικό ρυθμό, σαν να με<br />

52 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 53


κυνηγούσαν. Δεν άργησα να παραδεχτώ ότι ένα τέτοιο<br />

βιβλίο άξιζε περισσότερης προσοχής και εμβάθυνσης.<br />

Έτσι, μετά από λίγο καιρό το ξαναδιάβασα, αυτή τη<br />

φορά με μεγαλύτερη προσοχή και υπομονή, γνωρίζοντας<br />

ήδη την εξέλιξή του.<br />

Όσοι έχουν διαβάσει κάποιο βιβλίο της κ. Πόθου<br />

γνωρίζουν ότι έχει ένα δικό της μοναδικό τρόπο γραφής,<br />

ποιητικό, γλαφυρό, περιεκτικό, συγκινητικό και δυνατό<br />

ταυτόχρονα, τόσο που παρασύρει τον αναγνώστη και<br />

τον τοποθετεί μέσα στην υπόθεση του κάθε βιβλίου<br />

της, σαν να είναι κι εκείνος ένας από τους ήρωές της.<br />

Όσοι δεν έχουν ακόμη διαβάσει κάποιο βιβλίο της<br />

πολυγραφότατης συγγραφέως, θα τους συμβούλευα<br />

να ξεκινήσουν άμεσα, διότι πραγματικά δεν ξέρουν τι<br />

χάνουν!<br />

Η «Συνέντευξη Με Το Φάντασμα Του Βάλτου» είναι<br />

ένα βιβλίο που έχει κατηγοριοποιηθεί από τον εκδοτικό<br />

ως ‘νεανική λογοτεχνία’, μια και οι κύριοι ήρωές του<br />

είναι κατά κύριο λόγο νέοι, όπως η Δήμητρα, ο Άντριου,<br />

η Ντεμέτρια και ένα παιδί, ο Μιχελής, αλλά πιστεύω<br />

και λόγω του υπερφυσικού και φανταστικού στοιχείου<br />

που χρησιμοποιεί η συγγραφέας στο μεγαλύτερο μέρος<br />

του. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι το βιβλίο αυτό δε<br />

μπορεί να διαβαστεί από όλους και, όπως λέει η ίδια η<br />

συγγραφέας, από ‘νέους όλων των ηλικιών’! Απεναντίας,<br />

νομίζω πως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες θα<br />

αποκομίσουν περισσότερα και θα αισθανθούν πιο πολλά<br />

λυτρωτικά συναισθήματα, καθώς τα ταξίδια στο χρόνο<br />

και η επικοινωνία με τους αγαπημένους μας νεκρούς<br />

είναι κάτι που όλοι μας αποζητάμε και ευχόμαστε σε<br />

κάποιο σημείο της ζωής μας.<br />

Η κύρια ηρωΐδα μας είναι η Δήμητρα, η εγγονή<br />

του παππού Μιχελή και εικοσάχρονη τελειόφοιτος<br />

της σχολής Δημοσιογραφίας. Σπουδάζει στην Αθήνα,<br />

αλλά κατάγεται από ένα νησί, στη δική μου φαντασία<br />

φωτογράφισα την αγαπημένη Κρήτη με τα οροπέδιά της<br />

και τις ρακές της, ίσως και να κάνω λάθος. Ο συντοπίτης<br />

και συμφοιτητής της Κωνσταντίνος είναι ερωτευμένος<br />

μαζί της. Η Δήμητρα, αν και το γνωρίζει, θεωρεί πως<br />

πρέπει να ασχοληθεί με κάποια πιο φλέγοντα θέματα,<br />

όπως το παλιό ημερολόγιο του παππού της του Μιχελή,<br />

που της κληροδότησε πριν πεθάνει, μαζί με την προσταγή<br />

– παραίνεση να βρει το Φάντασμα του Βάλτου και να τον<br />

ρωτήσει να της πει όσα εκείνος δεν μπόρεσε να μάθει,<br />

ή δεν ήθελε να της πει. Επίσης, είναι απαραίτητη κι<br />

επιτακτική η συμμετοχή της σε ένα διεθνή διαγωνισμό<br />

δημοσιογραφίας για την πιο πρωτότυπη συνέντευξη, με<br />

έπαθλο μια περίοπτη θέση στη διεθνή δημοσιογραφία<br />

και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Τι πιο πρωτότυπο<br />

λοιπόν από την συμμετοχή της με μια συνέντευξη με το<br />

φάντασμα του Βάλτου;<br />

Η συγγραφέας ξεδιπλώνει μπροστά στα έκπληκτα<br />

μάτια μας ένα εκπληκτικό ταξίδι στα ταραγμένα<br />

χρόνια της Κατοχής, της ελληνικής Αντίστασης της<br />

54 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 55


υποβοηθούμενης από την αγγλική αντικατασκοπεία, των<br />

ηρώων και των δωσίλογων, των αθώων θυμάτων εξαιτίας<br />

της ‘απαγορευμένης’ καταγωγής τους, των μισών και<br />

των παθών, των προκαταλήψεων, των μεγάλων ερώτων<br />

που μπορούν και αντιστέκονται στον χρόνο και τους<br />

νόμους της Φύσης, της επικοινωνίας με αδικοχαμένους<br />

αγαπημένους νεκρούς, της απόδοσης δικαιοσύνης, έστω<br />

και καθυστερημένα, και των ανέφικτων – σύμφωνα με<br />

την λογική – ταξιδιών στο χρόνο και της αναβίωσης<br />

γεγονότων και καταστάσεων που έχουν υπάρξει, έχουν<br />

τελεστεί, αλλά δεν έχουν χαθεί.<br />

Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που, παρά το<br />

μεταφυσικό κλίμα του - δεν είναι συνηθισμένο άλλωστε<br />

να βλέπεις και να συνομιλείς με φαντάσματα, ή να<br />

ταξιδεύεις στο παρελθόν και να το ζεις εκ νέου με μέσο<br />

μια κεχριμπαρένια μπάλα–καταφέρνει να αποδώσει<br />

ολοζώντανα το ταραγμένο κλίμα της εποχής του Β’<br />

Παγκοσμίου πολέμου, την οδύνη και την αγωνία των<br />

νέων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όλη τη ζωή τους και να<br />

γευτούν τους καρπούς της, την προδοσία από ανθρώπους<br />

που το κακό τους περισσεύει και η αγάπη δεν τους έχει<br />

γλυκάνει την ψυχή και, κυρίως, την αναπόδεικτη αλήθεια<br />

ότι οι ψυχές ζουν αιώνια και κάποτε, ίσως βρίσκουν<br />

τον τρόπο να επικοινωνήσουν με τα αγαπημένα τους<br />

πρόσωπα που άφησαν πίσω. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια<br />

στην αγαπημένη συγγραφέα για το εξαιρετικό, γεμάτο<br />

συναισθήματα και εικόνες, βιβλίο της το οποίο και σας<br />

προτείνω ανεπιφύλακτα Φίλοι μου!<br />

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />

«Ένα ξεχασμένο ημερολόγιο και ο Χρόνος.<br />

Ένα παιδί, ο Μιχελής, που καταφέρνει να σώσει το έργο<br />

της αντικατασκοπείας.<br />

Ένας Άγγλος αξιωματικός που σκοτώνεται, όμως<br />

εξακολουθεί να είναι παρών. Η Δήμητρα που έχει<br />

εμπλακεί με πάθος και ζητά να λύσει το αίνιγμα.<br />

Η υπερφυσική δύναμη μιας κεχριμπαρένιας μπάλας θα<br />

τη βοηθήσει να μπει στα μυστικά του χρόνου.<br />

Θα τη φέρει στην ίδια παράλληλο με τα γεγονότα εκείνα<br />

και, λειτουργώντας σαν μια άγνωστη τεχνολογία, θα την<br />

οδηγήσει στους ίδιους δρόμους, στα ίδια περιστατικά<br />

που θα διαδραματιστούν μπρος στα έκπληκτα μάτια<br />

της, έτσι ακατέργαστα όπως τα γέννησε ο χρόνος, η<br />

ματωμένη εκείνη ώρα.<br />

Γιατί ό,τι έχει υπάρξει, υπάρχει στον χρόνο.<br />

Ο τόπος συμμετέχει ενεργά στο μυθιστόρημα με όλη<br />

την άγνωστη δύναμή του.<br />

Και η ηρωίδα χρησιμοποιεί το μαγικό στοιχείο που<br />

κρύβει για να βρει το νόημα μιας άλλης αλήθειας, μιας<br />

άλλης δικαιοσύνης.<br />

Γιατί η γνώση είναι δύναμη.»<br />

56 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 57


58 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 59


«Η πριγκιπέσα της<br />

λησμονιάς»<br />

της Γεωργίας Χιόνη<br />

Εκδόσεις: Έξη<br />

Σελίδες:496<br />

Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />

Το πρώτο πράγμα που με<br />

εντυπωσίασε σε αυτό το<br />

βιβλίο, πέρα από τον πολλά<br />

υποσχόμενο τίτλο του, ήταν<br />

το υπέροχο, ρομαντικό,<br />

πανέμορφο εξώφυλλό του<br />

το οποίο παραπέμπει τον<br />

αναγνώστη κατευθείαν σε αλλοτινούς, μακρινούς και<br />

ταραγμένους καιρούς… Σαν τη σκούρα και ταραγμένη<br />

θάλασσα που απεικονίζει. Κοιτώντας το προσπαθούσα να<br />

αποκρυπτογραφήσω τα μηνύματα και τους συμβολισμούς<br />

που ήθελε να στείλει η συγγραφέας, επιλέγοντάς το.<br />

Όλα, μα όλα όσα βλέπετε στο εξώφυλλο του βιβλίου<br />

αυτού έχουν κάποια έννοια και σημειολογία, όπως το<br />

σημείωμα με τα αρχικά «T.G», τη σημασία του οποίου<br />

θα ανακαλύψετε προς το τέλος του βιβλίου. Στέκομαι<br />

λίγο περισσότερο στο εξώφυλλο της «Πριγκιπέσας Της<br />

Λησμονιάς», απλά γιατί το θεωρώ ένα από τα ωραιότερα<br />

και πιο συμβολικά εξώφυλλα βιβλίου που έχω δει τα<br />

τελευταία χρόνια! Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους<br />

δημιουργούς του και στη συγγραφέα που το επέλεξε!<br />

Διαβάζοντας την υπόθεση του οπισθόφυλλου<br />

προετοιμάστηκα ψυχολογικά για να διαβάσω ένα<br />

ιστορικό μυθιστόρημα για την εποχή της Άλωσης της<br />

Κωνσταντινούπολης, και όχι άδικα, αν και τελικά ήταν<br />

πολύ περισσότερα! Στην πραγματικότητα, αυτό το<br />

μυθιστόρημα είναι ένα εκπληκτικό και ακριβές χρονικό<br />

για μια εποχή που στιγμάτισε όχι μόνο την ελληνική<br />

ιστορία, αλλά και ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο της<br />

ανατολικής Μεσογείου. Το κύριο φόντο είναι η Ελλάδα και<br />

τα πολύπαθα νησιά της, ενώ ταυτόχρονα η συγγραφέας<br />

κατορθώνει, μέσα από την τεράστια, κατά τα φαινόμενα,<br />

ιστορική έρευνα που έχει κάνει για εκείνη την εποχή,<br />

να μας παρουσιάσει όλα τα ιστορικά γεγονότα του 15ου<br />

μ.Χ. αιώνα, τις συμμαχίες, τις εχθρότητες, τους αγώνες<br />

επιβολής ισχύος, κυριαρχίας πολιτικής, στρατιωτικής,<br />

θρησκευτικής και πολιτισμικής μεταξύ των Βενετών,<br />

των Γενουατών, των Βυζαντινών, των Οθωμανών και<br />

των Ελλήνων.<br />

Η Ελλάδα στο επίκεντρο με τα κυρίαρχα γεωγραφικά<br />

νησιά της, όπως η Θάσος, η Λήμνος, η Λέσβος, η Χίος,<br />

η Ίμβρος, η Σαμοθράκη, η Ίος, η Ρόδος τα οποία<br />

πρωτοστατούσαν άλλοτε σαν πειρατικά άντρα, άλλοτε<br />

σαν προπύργια αντίστασης κατά της εξάπλωσης<br />

της Οθωμανικής κυριαρχίας και άλλοτε σαν κάστρα<br />

προάσπισης των Δυτικών συμφερόντων. Μέσα σε όλη<br />

60 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 61


αυτή τη δίνη των ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν<br />

την πορεία του μακραίωνου και ετοιμοθάνατου, πλέον,<br />

Βυζαντινού πολιτισμού, εμείς γινόμαστε μάρτυρες της<br />

προσωπικής, πραγματικής ιστορίας της κόρης του<br />

Γενουάτη κυβερνήτη της Θάσου, Ισαβέλλας και ενός<br />

πειρατή, του Αγγελή. Οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν<br />

τους δύο κεντρικούς ήρωές μας είναι πολυάριθμοι,<br />

κάποιοι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα και κάποιοι<br />

προϊόντα μυθοπλασίας της συγγραφέως, όμως πάρα<br />

πολύ «αληθινοί» και ζωντανοί, σαν να τους βλέπουμε<br />

μπροστά μας.<br />

Η Γεωργία Χιόνη κάθεται μπροστά, πηδαλιούχος στο<br />

τιμόνι ενός ιστιοφόρου - βιβλίου, σαν άλλος Αγγελής,<br />

καπετάνιος πειρατικού, σκληροτράχηλος, με πολύχρονη<br />

πείρα, και μας ταξιδεύει πλέοντας στο πολυτάραχο Αιγαίο<br />

της εποχής, μεταφέροντάς μας από την καταπράσινη<br />

Θάσο, στην Πόλη την κατακρεουργημένη από τους<br />

κατακτητές της, στη Ρόδο των Ιπποτών του Τάγματος του<br />

Αγ. Ιωάννη, με τον Μάγιστρο και τους γιγαντόσωμους<br />

Ιππότες της, στην αραιοκατοικημένη Ίο που φιλοξενούσε<br />

όλων των ειδών τους πειρατές, στην Ίμβρο, τη Σαμοθράκη,<br />

τη Χίο και τη Λέσβο με τον σατανικό και φιλόδοξο<br />

επίσκοπό της, και στην Πόλη πάλι, που αγωνιζόταν<br />

να ορθοποδήσει και να αναγεννηθεί από τις στάχτες<br />

της, ανακτώντας την παλιά της αίγλη αλλά μέσα από<br />

το τουρκικό «καφτάνι» και την απολυταρχική εξουσία<br />

του σουλτάνου Μωάμεθ Β’, του Πορθητή.<br />

Θα γίνουμε μάρτυρες γεγονότων και συμβάντων που<br />

καταδεικνύουν την ανθρώπινη δύναμη, τη γενναιότητα,<br />

τη θέληση για μάθηση, για εμπειρίες, για αντίσταση<br />

σε ένα πεπρωμένο προδιαγεγραμμένο μόνο λόγω του<br />

φύλου του καθένα μας, την ελπίδα που αγωνίζεται να μη<br />

σβήσει όταν όλα αποδεικνύουν το αντίθετο, την αγωνία<br />

και τη δυστυχία που κάποιες φορές γίνεται τόσο έντονη<br />

ώστε νιώθουμε πως δεν μπορούμε να ‘πιαστούμε’ από<br />

πουθενά για να συνεχίσουμε και, τέλος, τη λησμονιά<br />

που έρχεται ως ‘από μηχανής θεός’ για να μας στηρίξει,<br />

να μας δώσει εκ νέου δυνάμεις, ώστε να μπορέσουμε να<br />

συνεχίσουμε την επώδυνη και αβέβαιη ζωή μας, παρά<br />

τα όσα δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβρούμε.<br />

«Η Πριγκιπέσα Της Λησμονιάς» είναι ένα υπέροχο,<br />

ολοζώντανο, αξέχαστο μυθιστόρημα με ήρωες που<br />

θυμάσαι για πάντα και που εύχεσαι να μην τελειώσει<br />

ποτέ. Είναι ένα βιβλίο για το οποίο αξίζουν θερμά<br />

συγχαρητήρια στην αγαπητή συγγραφέα Γεωργία Χιόνη<br />

και το οποίο αξίζει να διαβαστεί από όλους!<br />

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />

1453. Εκείνη είναι Γενουάτισσα αρχοντοπούλα της<br />

Θάσου τριγυρισμένη από την ευγενική της οικογένεια.<br />

Εκείνος είναι πειρατής από τη Μυτιλήνη που έχει το<br />

πλήρωμα του καραβιού του για οικογένεια. Μια στιγμή,<br />

μια ματιά είναι αρκετή. Αλλά τι τύχη μπορεί να έχει αυτός<br />

62 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 63


ο έρωτας στα ταραγμένα χρόνια της εξάπλωσης της<br />

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Τα επακόλουθα της Άλωσης<br />

κλονίζουν τη ζωή των κατοίκων της Θάσου, της Ίμβρου,<br />

της Σαμοθράκης, της Μυτιλήνης. Ο χάρτης με τις ζώνες<br />

κυριαρχίας Γενοβέζων, Βενετών και Τούρκων χαράζεται<br />

ξανά και ξανά, σπάνια με ειρηνικές διαδικασίες. Ο αγώνας<br />

για την επιβίωση και την προστασία των αθώων βρίσκει<br />

σύμφωνους την Ισαβέλλα και τον Αγγελή. Όμως ποιους<br />

θαλασσινούς δρόμους πρέπει να ακολουθήσουν, ποιους<br />

καινούριους πρέπει να χαράξουν για να συναντηθούν;<br />

Πως να ξεπεράσουν τόσα εμπόδια στον διάβα τους;<br />

“...Σε λίγο οι θάλασσες θα γεμίσουν μιλιούνια από<br />

τουρκικά πλοία, θα οργώνουν το Αιγαίο και θα<br />

καταστρέφουν ό,τι βρουν μπροστά τους... Θ’ αφήσει ο<br />

σουλτάνος το Αιγαίο στην κυριαρχία των Βενετών και<br />

των Γενοβέζων;”<br />

“...Διέκρινε τα γέρικα στοιχειά των κατεστραμμένων<br />

σπιτιών, τα ξωτικά και τους δαίμονες που περιπλανιόνταν<br />

αμήχανα πάνω από την ερειπωμένη πόλη και ατένιζαν<br />

λυπημένα τα πλοία ν’ απομακρύνονται. Πέρα από το<br />

σκοτάδι, τον πόνο και τον φόβο για το άγνωστο που<br />

ορθωνόταν σαν σκονισμένο, γύψινο παραπέτασμα, της<br />

φάνηκε ότι είδε φως”.<br />

64 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 65


“Ψυχές που τις άγγιξε ο<br />

ήλιος”<br />

της Τάνιας Θεοδοσίου<br />

Εκδόσεις: Μιχάλη Σιδέρη<br />

Σελίδες: 472<br />

Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />

Η Τάνια Θεοδοσίου είναι μια<br />

συγγραφέας που εκτιμώ πολύ,<br />

για την ευγένεια, το ήθος της<br />

και κυρίως τη συγγραφική<br />

της δεινότητα! Αυτό είναι το<br />

τρίτο βιβλίο της που διάβασα<br />

και ομολογώ πως, και πάλι, με<br />

άφησε εντυπωσιασμένη από την όμορφη, γλαφυρή γραφή<br />

της, τον πλούτο του λεξιλογίου που χρησιμοποιεί, την<br />

πλοκή της υπόθεσης, τους ολοζώντανους χαρακτήρες και<br />

τη μοναδική της ικανότητα να μεταφέρει τον αναγνώστη<br />

σε άλλους τόπους και εποχές, μέσα από τις σελίδες των<br />

βιβλίων της.<br />

Το νέο βιβλίο της μας μεταφέρει στην ηπειρώτικη γη<br />

της εποχής μετά τον Εμφύλιο, γύρω στο 1950, σε ένα μικρό,<br />

ξεχασμένο από Θεούς και ανθρώπους ορεινό χωριό, το<br />

Λυχνάρι, τόπο καταγωγής του ήρωα μας, του Χρήστου. Οι<br />

συγκυρίες και οι κακόβουλες πράξεις κάποιων ανθρώπων<br />

που δε μπορούν να ανεχτούν τη σαφή ανωτερότητα του<br />

Χρήστου στο αντικείμενό του, την Ιατρική και τη χειρουργική<br />

συγκεκριμένα, αλλά και τις δημοκρατικές, και ανοιχτά<br />

εκφρασμένες αντιλήψεις του στον εργασιακό του χώρο,<br />

οδηγούν τον ήρωά μας σε απόγνωση, ανέχεια και, εν τέλει,<br />

επιστροφή στη γενέτειρά του, το Λυχνάρι, μακριά από<br />

όλα όσα τον πλήγωσαν και τον αδίκησαν. Όμως, οι καιροί<br />

είναι πολύ επικίνδυνοι και ύπουλοι μια και οι εμπάθειες,<br />

τα μίση και οι αδικίες που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια<br />

του Εμφυλίου στη χώρα μας, από όλες τις πλευρές, ήταν<br />

πολυάριθμες και οι «πληγές» που προκάλεσαν πολύ νωπές<br />

ακόμα.<br />

Η συγγραφέας μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε την<br />

ίδια την ψυχή του ήρωα και να μετρήσουμε τα «τραύματα»<br />

που του άφησαν άνθρωποι και καταστάσεις, όπως επίσης<br />

και τους χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν. Η μητέρα<br />

του η Βγενιώ, η αδερφή του η Λενού, η παιδική του<br />

φίλη Σμαραγδή, ο παπά Φώτης, ο ενωμοτάρχης και ο<br />

δάσκαλος, αλλά και πολλοί άλλοι ήρωες μας παρουσιάζονται<br />

ολοζώντανοι, με τα ελαττώματα και τα χαρίσματά τους,<br />

με τα πάθη και τα μίση τους, με τις μικροψυχίες και τις<br />

αλτρουϊστικές τους πράξεις. Άλλοι έχουν σκοπό της ζωής<br />

τους να βοηθήσουν, να θεραπεύσουν, να απαλύνουν, να<br />

συνδράμουν, να παρηγορήσουν και να χαρίσουν μόνο την<br />

αγάπη και την ευτυχία και άλλοι έχουν μοναδικούς τους<br />

στόχους να αδικήσουν, να διασύρουν, να κατηγορήσουν, να<br />

εκδικηθούν, να πολεμήσουν, ακόμα και να δολοφονήσουν.<br />

Η Τάνια Θεοδοσίου με μαεστρία μας απογυμνώνει τη<br />

ψυχή του κάθε ήρωά της, τα κίνητρά του, τις σκέψεις και τις<br />

επιθυμίες του και μας εξηγεί γιατί ο καθένας τους προβαίνει<br />

στις συγκεκριμένες πράξεις, ενώ μέσα μας προκαλούνται<br />

συναισθήματα χαρμολύπης, θυμού, οίκτου, αγωνίας και<br />

λύτρωσης, όταν φτάνουμε στην τελική έκβαση αυτού του<br />

περίτεχνου και πλούσιου σε νοήματα μυθιστορήματός της.<br />

Τα μηνύματα και τα συμπεράσματα, όπως και οι<br />

66 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 67


διδαχές που προκύπτουν μετά από την ανάγνωση αυτού<br />

του εξαίρετου μυθιστορήματος είναι πολλά και ποικίλουν<br />

ανάλογα με το τί είναι έτοιμος ο κάθε αναγνώστης να<br />

εισπράξει. Κάποιες αναμφισβήτητες αλήθειες είναι, κατά<br />

τη γνώμη μου, οι ακόλουθες: Οι άνθρωποι οι οποίοι δεν<br />

έχουν να επιδείξουν κάποια δικά τους χαρίσματα και τους<br />

λείπει το ήθος, έχουν την τάση να κατηγορούν και να<br />

συκοφαντούν αυτούς που έχουν εμφανή και ξεχωριστά<br />

ταλέντα και ικανότητες, προσπαθώντας να τους μειώσουν<br />

και να «λιγοστέψουν» τη δική τους μικρότητα. Επίσης, όταν<br />

ένα χωριό, μια πόλη, μια χώρα, ένα έθνος είναι διαιρεμένα<br />

σε αντιφρονούντες τότε τίποτα καλό δεν πρόκειται να<br />

προκύψει, παρά μόνο η διαιώνιση της εχθρότητας, του<br />

μίσους, της διαβολής και ο κύκλος του αίματος δεν πρόκειται<br />

ποτέ να σταματήσει. Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό μήνυμα<br />

που παίρνει ο αναγνώστης μέσα από αυτό το ξεχωριστό<br />

βιβλίο είναι ότι για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο<br />

πρέπει εμείς οι ίδιοι να πασχίσουμε, να αγωνιστούμε, να<br />

κοπιάσουμε. Αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι δεν πρέπει<br />

να περιμένουμε από άλλους ελεημοσύνες. Αυτό, κατά την<br />

ταπεινή μου γνώμη, είναι και το κυριότερο δίδαγμα που<br />

θα πρέπει να αποκομίσουμε όλοι μας και να εφαρμόσουμε,<br />

ειδικά στις τωρινές δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε ως<br />

χώρα.<br />

Οφείλω πολλά και θερμά συγχαρητήρια στην αγαπημένη<br />

συγγραφέα για το νέο της πόνημα και σας το προτείνω<br />

ανεπιφύλακτα Φίλοι μου!<br />

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />

«Η ζωή του Χρήστου δεν ήταν δυστυχώς καθόλου εύκολη.<br />

Γιατρός χειρουργός στο επάγγελμα, γνώρισε από νωρίς στην<br />

καριέρα του την προδοσία και τη συκοφαντία, που στόχο<br />

είχαν την επαγγελματική του εξόντωση. Εκμηδενίστηκε<br />

γρήγορα απ’ το επαγγελματικό του περιβάλλον εκεί γύρω<br />

στα 1950, όπου η κατάσταση γενικά ήταν πολύ ρευστή.<br />

Κανένας οίκτος, καμιά τύψη κι όταν ο ένας τρώει τις σάρκες<br />

του άλλου, λιγοστεύει το ανθρώπινο. Άπιαστα έμεινα και<br />

του Θεού τα σήματα κι ο κόσμος γύρω γέμισε από θρύμματα<br />

διαβρωμένης συνείδησης.<br />

Πάλεψε, μα κάποια στιγμή δεν άντεξε κι έπεσε στην έσχατη<br />

ένδεια. Εξαθλιωμένος, στη συνέχεια γύρισε πίσω στον τόπο<br />

που γεννήθηκε. Κι εκεί, όμως, συνάντησε τις ίδιες κακίες,<br />

την ίδια σκληρότητα και το άδικο περίσσευε. Η μόνη του<br />

παρηγοριά, το ζεστό χέρι των δικών του ανθρώπων, της<br />

μάνας του και της αδελφής του. Δίπλα του στάθηκε κι η<br />

Σμαραγδή, η μικρή, όμορφη φίλη των παιδικών του χρόνων,<br />

που τον αγαπούσε κρυφά και περίμενε...<br />

Ο Χρήστος κατάφερε τελικά να ξανάβρει την χαμένη του<br />

ζωή, και να τη συνεχίσει από εκεί ακριβώς που την άφησε.<br />

Κι έτσι είναι. Κάποτε απ’ την άλλη μεριά της φωτιάς, το<br />

καμένο, το δυνατό χέρι θα χλωριάσει ξανά μια μέρα, για να<br />

ισιώσει τις ζάρες του παθημένου κόσμου. Κι εδώ, υπήρχε<br />

ένας άλλος παθημένος κόσμος ριγμένος μες στα στενά<br />

πλαίσια ενός χωριού. Κι ο Χρήστος, για τους ανθρώπους<br />

αυτού του χωριού, έγινε ο στυλοβάτης του. Έγινε ελπίδα,<br />

φως, ο ήλιος που φάνηκε στα ξαφνικά πίσω από την<br />

καταχνιά κι έδιωξε τον κεραυνό και την βροχή! Κι εκείνοι,<br />

θα έλεγε εύλογα κανείς πως ήταν, οι…. «Οι ψυχές που τις<br />

άγγιξε ο ήλιος!»<br />

68 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 69


70 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 71


«Σάσενκα»<br />

του Σάϊμον Μοντεφιόρε<br />

Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης<br />

Σελίδες: 608<br />

Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη<br />

Ένα πανέμορφο βιβλίο<br />

που όταν το πάρεις στα<br />

χέρια σου δε μπορείς<br />

να το αφήσεις εύκολα!<br />

Εκτός αυτού, είναι ένα<br />

μυθιστόρημα που πρέπει<br />

να διαβαστεί με τη δέουσα προσοχή, καθώς βρίθει<br />

ιστορικών γεγονότων και πληροφοριών για εκείνη την<br />

τόσο ταραγμένη και γεμάτη ανακατατάξεις εποχή.<br />

Ξαναζωντάνεψε όλα τα γεγονότα που επηρέασαν όχι<br />

μόνο την τσαρική ζωή της Ρωσίας των αρχών του 20ου<br />

αιώνα, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, παρουσιάζοντάς<br />

τα μέσα από τα μάτια μιας πανέμορφης νεαρής<br />

Ρωσοεβραίας κομμουνίστριας, της Σάσενκα!<br />

Η κοπέλα, προερχόμενη από μια πλούσια οικογένεια<br />

ευγενών, αποφασίζει να ακολουθήσει τις νέες και<br />

ριζοσπαστικές ιδέες που μαθαίνει, κυρίως από τον θείο<br />

της, γεμάτη από τον αυθορμητισμό και τα ιδεώδη της<br />

για έναν καλύτερο κόσμο. Αποφασίζει να απαρνηθεί,<br />

λοιπόν, τις ευγενείς καταβολές της και γίνεται ένα από<br />

τα πολλά λιθαράκια πάνω στα οποία στηρίχτηκε η νέα<br />

σοβιετική “ιδανική” πραγματικότητα στη Ρωσία του<br />

Λένιν και του Στάλιν. Γίνεται μία ‘μπολσεβίκα’ με όλη<br />

την σημασία της λέξης και μαζί με τον ομοϊδεάτη σύζυγό<br />

της απολαμβάνει τους καρπούς των αγώνων της και την<br />

εμπιστοσύνη των συντρόφων της. Μέχρι που το ίδιο το<br />

κομμουνιστικό σύστημα, για λόγους που δεν μπορώ να<br />

σας αποκαλύψω προκαταβολικά, αποφασίζει να την<br />

κατατάξει στους “κατασκόπους” των Συντρόφων, που<br />

υπονόμευαν την “άψογη” και “αδέκαστη” λειτουργία<br />

της σοβιετικής δημοκρατίας. Αυτή είναι και η αρχή<br />

του τέλους για την πραγματικότητα την οποία βίωνε<br />

η Σάσενκα και στη δημιουργία της οποίας είχε η ίδια<br />

συμβάλλει.<br />

Μέσα από την καταπληκτική ιστορία που πλάθει<br />

ο συγγραφέας, μετά από δεκαετή μελέτη αρχείων της<br />

πρώην σοβιετικής Ρωσίας, απλώνεται μπροστά στα<br />

μάτια μας όλη η θηριωδία του διαβόητου σταλινισμού<br />

και της εποχής των μεγάλων εκκαθαρίσεων, όπου οι<br />

ίδιοι οι σύντροφοι “κάρφωναν” συντρόφους και οι<br />

θάνατοι, είτε με τη μορφή εκτελέσεων, είτε με τη μορφή<br />

εξοριών σε άθλιες συνθήκες, οδήγησαν στην εξόντωση<br />

αναρίθμητους γνήσιους κομμουνιστές. Τι κρίμα που<br />

τα αρχικά κομμουνιστικά ιδεώδη εφαρμόστηκαν τόσο<br />

λανθασμένα στην πράξη και είχαν τόσο τραγικά και<br />

απαράδεκτα αποτελέσματα.<br />

Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αντικειμενικά, όσο<br />

72 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 73


αυτό είναι δυνατό μέσα από την παραπληροφόρηση που<br />

υπήρξε για δεκαετίες, τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν<br />

στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τις<br />

επιδράσεις που είχαν οι ριζικές και βίαιες αλλαγές<br />

που απαιτούσε ένας λαός εξαθλιωμένος και<br />

αποστραγγισμένος από την ολιγάριθμη πλουτοκρατία,<br />

καθώς και την μετατροπή των ίδιων των επαναστατών<br />

σε χειρότερους εκμεταλλευτές και δυνάστες από τους<br />

προκατόχους τους. Τα ιστορικά γεγονότα διαδέχονται<br />

το ένα το άλλο και δένουν αρμονικά με την εμπνευσμένη<br />

μυθοπλασία τουΜοντεφιόρε. Τραγικό πρόσωπο η<br />

πανέμορφη Σάσενκα, η οποία, αν και φανταστικός<br />

χαρακτήρας, δεν παύει να είναι μια αντιπροσωπευτική<br />

περίπτωση ενός ανθρώπου που πίστεψε με όλο του το<br />

‘είναι’ στην τότε νέα τάξη πραγμάτων και προδόθηκε<br />

οικτρά!<br />

Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!!!<br />

ενώ η γκουβερνάντα της περιμένει να την παραλάβει έξω<br />

από το σχολείο, τη συλλαμβάνει η μυστική αστυνομία<br />

του τσάρου. Η Σάσενκα θα εμπλακεί σε μια περιπέτεια<br />

γεμάτη μυστήριο, απαγορευμένους έρωτες και θανάσιμα<br />

παιχνίδια, που θα την οδηγήσει στη φυλακή και στην<br />

ανατροπή ολόκληρης της ζωής της.<br />

Η ιστορία της μένει θαμμένη για μισό περίπου αιώνα,<br />

ώσπου μια νεαρή ιστορικός αναδιφά στα προσωπικά<br />

αρχεία του Στάλιν και αποκαλύπτει μια συγκλονιστική<br />

ιστορία πάθους και προδοσίας, θηριώδους σκληρότητας<br />

και απρόσμενου ηρωισμού - και μιας γυναίκας που<br />

αναγκάστηκε να κάνει μια ασύλληπτη επιλογή...<br />

Ένα καθηλωτικό βιβλίο, στα ίχνη των μεγάλων επικών<br />

έργων “Δόκτωρ Ζιβάγκο” και “Η Εκλογή της Σόφι».<br />

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:<br />

«Χειμώνας 1916: Στην Αγία Πετρούπολη, η δεκαεξάχρονη<br />

Σάσενκα, κόρη του πρίγκιπα Τσάιτλιν, σπουδάζει στο<br />

Ινστιτούτο Σμόλνι για Ευγενείς Κορασίδες. Η μητέρα<br />

της Αριάδνη, οπιομανής, την εγκαταλείπει και κάνει<br />

έκλυτη ζωή με τον Ρασπούτιν.<br />

Ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο απόγευμα στην τσαρική πόλη,<br />

74 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 75


76 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 77


Συνέντευξη της συγγραφέως<br />

Μαρίας Λαμπαδαρίδου - Πόθου<br />

στην Κλειώ Τσαλαπάτη<br />

Η Μαρία Λαμπαδαρίδου –<br />

Πόθου είναι μια συγγραφέας<br />

πολυγραφότατη, η οποία με<br />

τα έργα της έχει καθιερωθεί<br />

ως μία από τις κορυφαίες<br />

σύγχρονές μας λογοτέχνιδες.<br />

Το έργο της ποικίλει και<br />

κυμαίνεται από το ιστορικό<br />

μυθιστόρημα στη νουβέλα,<br />

από την ποίηση στο θεατρικό<br />

λόγο και από το μεταφυσικό μυθιστόρημα στην<br />

εφηβική λογοτεχνία. Η ικανότητά της να μαγεύει<br />

τον αναγνώστη μέσα από την ιδιαίτερα γλαφυρή και<br />

ποιητική γραφή της είναι ένα χάρισμα που πολύ λίγοι<br />

λογοτέχνες μπορούν να επιδείξουν. Η κα Πόθου όμως,<br />

το καταφέρνει με ευκολία και ο αναγνώστης όταν<br />

διαβάσει ένα έργο της δε μπορεί παρά να θαυμάσει το<br />

σπάνιο αφηγηματικό της ταλέντο και να αναζητήσει<br />

και άλλα βιβλία της. Αυτό συνέβη και στη δική<br />

μου περίπτωση όταν διάβασα την «Υψιπύλη», ένα<br />

συγκλονιστικό, αγωνιώδες και «επώδυνο», θα έλεγα,<br />

μυθιστόρημα που έμεινε για πάντα χαραγμένο στη<br />

μνήμη μου.<br />

Η γνωριμία μου με τη συγγραφέα έγινε μέσω<br />

της λογοτεχνικής μου ομάδας «Φίλοι Της Ελληνικής<br />

Λογοτεχνίας» και θεωρώ ιδιαίτερη τιμή το γεγονός<br />

της παραχώρησης εκ μέρους της μιας συνέντευξης,<br />

78 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 79


μιας γραπτής συνομιλίας μας καλύτερα, σχετικά με το<br />

τεράστιο λογοτεχνικό της έργο και τα δύο τελευταία<br />

και πιο πρόσφατα μυθιστορήματά της, το «Η Δίψα<br />

Με Καίει Εμένα Και Χάνομαι» και το «Συνέντευξη Με<br />

Το Φάντασμα Του Βάλτου». Την ευχαριστώ μέσα από<br />

την καρδιά μου για την εξαιρετική αυτή τιμή και της<br />

εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στα νέα της βιβλία!<br />

1) Εάν σκεφτεί κανείς το συνολικό σας έργο, σε<br />

όρους βιβλίων σας που έχουν εκδοθεί, συνολικά<br />

49 αν δεν απατώμαι, μπορεί μόνο να αισθανθεί<br />

δέος μπροστά σε μια συγγραφέα του μεγέθους<br />

σας. Ορμώμενη λοιπόν, από αυτό το συναίσθημα,<br />

πείτε μου κ. Πόθου, πότε νιώσατε την ανάγκη<br />

να εκφραστείτε συγγραφικά και γιατί;<br />

Κι εγώ αισθάνομαι κάποιο δέος σήμερα που, από την<br />

απόσταση του χρόνου, βλέπω τα βιβλία που έχω γράψει.<br />

Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Τί έδωσαν τα βιβλία,<br />

αυτό έχει σημασία. Ποιά ήταν η αγωνία τους και πώς<br />

αυτή η αγωνία πέρασε στον αναγνώστη για να φωτίσει<br />

ίσως τις δικές του αγωνίες, να μπει στα υπαρξιακά<br />

μονοπάτια του και να του δώσει τη δυνατότητα μιας<br />

άλλης θέασης του κόσμου.<br />

Το ότι έγραψα πολλά βιβλία ήταν καθαρά από μια δική<br />

μου προσωπική αγωνία να σπρώξω, κάθε φορά, λίγο πιο<br />

πέρα τη δυνατότητα όρασης ή την ελπίδα μιας γνώσης<br />

άλλης, που θα βοηθούσε εμένα πρώτη να βρω κάποιες<br />

απαντήσεις στα υπαρξιακά ή μεταφυσικά ερωτήματα<br />

που με βασάνιζαν σαν άνθρωπο και λιγότερο σαν<br />

συγγραφέα.<br />

Όσο για το πότε νιώθει κανείς την ανάγκη της<br />

συγγραφής, αυτό υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ή, ακόμα,<br />

κατασκευάζεται στις μέρες μας.<br />

2) Έχετε γράψει ιστορικά και μεταφυσικά<br />

μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποίηση,<br />

θεατρικά έργα, εφηβική λογοτεχνία… Ποιό είναι<br />

το αγαπημένο σας είδος, σε ποιό διοχετεύετε<br />

τον περισσότερο χρόνο σας και για ποιο λόγο;<br />

Όλα τα βιβλία μου τα αγαπώ, σαν τη μάνα που αγαπάει<br />

όλα τα παιδιά της. Καθένα, είτε ποίηση είναι, είτε<br />

μυθιστόρημα, είτε θεατρικό έργο αντιπροσωπεύει και<br />

ένα κομμάτι από την ψυχή μου, από τον χρόνο μου,<br />

από τις αγωνίες που είχα τη συγκεκριμένη στιγμή που<br />

το έγραφα. Και πάντα, είναι το τελευταίο μου εκείνο<br />

που αγαπώ περισσότερο, στην προκειμένη περίπτωση<br />

τη «Συνέντευξη Με Το Φάντασμα Του Βάλτου». Είναι<br />

το πιο τρυφερό μου, το πιο ευάλωτο μεταφυσικά, το<br />

πιο κοντά στην αλήθεια την «άλλη» που με βασανίζει<br />

αυτόν τον καιρό, στη γνώση την άλλη που διαλύει το<br />

σκοτάδι, που σε κάνει να νιώθεις δυνατός. Μοιάζει με<br />

τα «παράθυρα που ανοίγουν οι άγιοι και οι μάρτυρες<br />

80 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 81


για να μπορούμε να επικοινωνούμε με αυτό που δεν<br />

φαίνεται».<br />

Όμως, επειδή και το προηγούμενο «Η Δίψα Με καίει<br />

Εμένα Και Χάνομαι» είναι πολύ κοντά ακόμα στις<br />

πληγές που το γέννησαν, και επειδή η «Συνέντευξη<br />

Με Το Φάντασμα Του Βάλτου» γεννήθηκε από αυτό,<br />

πρέπει να πω πως τα δύο αυτά τα συνδέει μια ίδια<br />

αγωνία να κατανοηθεί το «ακατανόητο», μια ίδια<br />

αναζήτηση της αθέατης αλήθειας.<br />

3) Πώς και πότε προτιμάτε να συγγράφετε;<br />

Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση,<br />

γεγονός, ή τόπος που σας εμπνέουν ή είναι κάτι<br />

που ρέει από μέσα σας αβίαστα κάθε ώρα και<br />

στιγμή;<br />

Δεν γνωρίζω πώς θα ήταν, αν είχα την πολυτέλεια να<br />

επιλέγω μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή διάθεση για<br />

να γράψω. Η ζωή μου ήταν πάντα δύσκολη. Υπάλληλος<br />

στη Νομαρχία Αττικής, τα πρώτα χρόνια, και από τα<br />

παράθυρα βλέπαμε τις ατέλειωτες διαδηλώσεις του<br />

«ένα ένα τέσσερα» και κάθε τόσο να γίνονται εκλογές,<br />

σε εποχές που μετρούσαμε με το μολύβι μία μία τις<br />

ψήφους ολονύκτια, σε απροσμέτρητες ώρες εργασίας.<br />

Κι εγώ να προσπαθώ να ξεκλέψω ελάχιστο χρόνο για<br />

να διαβάσω, ή να γράψω το ελάχιστο. Ύστερα βέβαια<br />

ήρθαν καλύτερα χρόνια και είμαι ευγνώμων και γι’<br />

αυτό. Όσο για το πώς γράφω, να πω μόνο πως ένα<br />

από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία, το «Σπίτι Μου Της<br />

Μικρασίας» αφιερωμένο στον πρόσφυγα πατέρα μου,<br />

το είχα γράψει, ένα μεγάλο μέρος του, ταξιδεύοντας<br />

με το τρένο.<br />

4) Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας πρέπει να έχει<br />

κάποιο επιστημονικό υπόβαθρο για να τιμήσει<br />

αυτή του την ιδιότητα, ή αρκεί να διαθέτει το<br />

συγγραφικό ταλέντο και να έχει την κατάλληλη<br />

έμπνευση; Η συγγραφική ιδιότητα είναι έμφυτη<br />

ή επίκτητη κατά τη γνώμη σας;<br />

Εξαρτάται τι θέλει να γράψει κανείς. Μια νουβέλα<br />

μπορείς να τη γράψεις σε δυο Σαββατοκύριακα –<br />

και χωρίς κανένα «υπόβαθρο». Όμως υπάρχουν<br />

βιβλία, μυθιστορήματα αξιώσεων εν προκειμένω,<br />

που απαιτούν άπειρες γνώσεις επίμοχθες, έρευνα<br />

χρόνων, διασταύρωση στοιχείων για τη γνησιότητα,<br />

μια απέραντη εμπειρική, πια, αλλά και γνωσιακή<br />

έρευνα πάνω στο θέμα, όπως για παράδειγμα γίνεται<br />

σε ιστορικά μυθιστορήματα. Αν και, προσωπικά,<br />

πιστεύω πως όλα τα μυθιστορήματα που γράφουμε,<br />

δηλαδή και αυτά της υπαρξιακής αγωνίας ή αυτά με<br />

τον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό, δεν παύουν<br />

να είναι και ιστορικά, αφού είμαστε κομμάτι του<br />

παγκόσμιου δράματος της Ιστορίας και βιώνουμε στην<br />

82 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 83


καθημερινότητά μας αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα<br />

που παίζονται στην παγκόσμια σκηνή και για μας –<br />

και, τις περισσότερες φορές, χωρίς εμάς, και που όμως<br />

καθορίζουν τη ζωή μας.<br />

Όμως, και σε άλλα μυθιστορήματα, πολλές φορές είναι<br />

απαραίτητη η επιστημονική γνώση. Μου έτυχε να<br />

διαβάζω έναν ολόκληρο χειμώνα σύγχρονες απόψεις<br />

της φυσικής, όταν έγραφα την «Έκτη Σφραγίδα»,<br />

ή το «Με Τη Λάμπα Θυέλλης». Ή όταν έγραφα τον<br />

«Άγγελο της Στάχτης», ένα χρόνο διάβαζα κείμενα<br />

για το «Ταξίδι Της Ψυχής Στον Άδη», παραδόσεις και<br />

δημοτικό τραγούδι, Όμηρο, την Ραψωδία της Νέκυιας,<br />

Παλατινή Ανθολογία, Ορφικά και άπειρα άλλα.<br />

Και, όχι, δεν φτάνει το «θείο» δώρο, το τάλαντο. Θα<br />

ήταν αφελής να το πιστεύει κανείς αυτό. Η συγγραφή<br />

είναι μια επίπονη άσκηση, μια εσωτερική κατάκτηση,<br />

μια βαθιά εμπειρική γνώση, προσωπική σου πια, που<br />

όμως θα πρέπει να έχει αφομοιώσει μέσα της όλες τις<br />

άπειρες γνώσεις και εμπειρίες από επίπονη δουλειά,<br />

από μελέτη, από παρατήρηση.<br />

5) Η συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου<br />

είναι και αναγνώστρια; Ποιά λογοτεχνικά είδη<br />

επιλέγετε ως αναγνώσματα συνήθως και ποιες<br />

οι επιρροές που δεχτήκατε;<br />

Ήδη έχω γράψει δύο βιβλία, το ένα πάνω στο έργο του<br />

Σάμιουελ Μπέκετ, που βαθιά επηρέασε τη σκέψη μου<br />

και τη ζωή μου, και το βιβλίο που έγραψα «Samuel<br />

Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης» είναι<br />

από τα λίγα κείμενά μου που με κάνουν να αισθάνομαι<br />

ευγνώμων γιατί μπόρεσα και το έγραψα. Και τώρα<br />

ελπίζω πως θα επανεκδοθεί, γιατί και πολλοί το ζητούν<br />

– ήταν ένα ιδιαίτερο κείμενο.<br />

6) Από όσο ξέρω, είχατε προσωπική γνωριμία με<br />

τον Σάμιουελ Μπέκετ… Θέλετε να μας μιλήσετε;<br />

Είχα αυτή την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά.<br />

Ξεκίνησα σαν μεταφράστρια του έργου του «Oh Les<br />

Beaux Jours», που το είχα δει στο Παρισινό Odéon και<br />

από εκεί ξεκίνησε μια αλληλογραφία. Ύστερα ο Μπέκετ<br />

διάβασε θεατρικά μου έργα και ζήτησε να με γνωρίσει.<br />

Είναι από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου<br />

εκείνη η συνάντηση. Ένα πρόσωπο ασκητικό, σαν το<br />

έργο του. Ένα βλέμμα που σήκωνε θαρρείς όλον τον<br />

πόνο και το αδιέξοδο της ανθρώπινης μοίρας. Κάποια<br />

πράγματα γίνονται έτσι, σαν τυχαία στη ζωή μας, όμως<br />

μπορεί και να μην είναι τυχαία.<br />

7) Άλλα βιβλία ή συγγραφείς που σας επηρέασαν;<br />

Προτιμώ να πω: που αγάπησα. Το δεύτερο βιβλίο που<br />

έγραψα ήταν για την ποίηση του Ελύτη «Οδυσσέας<br />

84 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 85


Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου». Και το έγραψα<br />

με τη δική του βοήθεια. Είναι μεγάλη η ποίηση του<br />

Ελύτη. Κι εγώ προσπάθησα να βρω τα αρχαιοελληνικά<br />

κοιτάσματά της, την ποίηση των ψαλμών, την<br />

ιδιομορφία του υπερρεαλισμού. Θυμάμαι, πήγαινα<br />

κάθε Τρίτη στη Σκουφά και διαβάζαμε μαζί τα<br />

κεφάλαια που είχα γράψει. Του άρεσε ο τρόπος που<br />

έβλεπα τον οραματισμό της ποίησής του. Το βιβλίο<br />

επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδήμα, όμως<br />

μάλλον έμεινε σε μια μοναξιά. Κι ας είπε ο ίδιος πως<br />

ήταν ένα βιβλίο που είδε σωστά την ποίησή του. Τα<br />

βιβλία, όπως και οι άνθρωποι, έχουν μια προσωπική<br />

τους μοίρα.<br />

8) Είναι πασιφανές ότι για τα ιστορικά, ιδίως,<br />

μυθιστορήματά σας έχετε κάνει εκτεταμένη<br />

έρευνα για άντληση ιστορικών στοιχείων.<br />

Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την συγκέντρωση<br />

όλων των απαιτούμενων πληροφοριών για τη<br />

συγγραφή του έπους σας «Πήραν Την Πόλη,<br />

Πήραν Την» και πόσο εύκολη ήταν η αναβίωση<br />

της εποχής και της ατμόσφαιρας εκείνης της<br />

περιόδου;<br />

Όταν μιλάμε για το «Πήραν την Πόλη, Πήραν Την»<br />

πραγματικά δεν έχει σημασία πόσα χρόνια χρειάστηκαν<br />

για να γραφτεί, αλλά πόσα χρόνια ετοιμαζόταν μέσα<br />

στην ψυχή και στο μυαλό. Πόσος απέραντος χρόνος<br />

χρειάστηκε για να αισθανθώ έτοιμη να μπω στον δρόμο<br />

των δακρύων και της αξημέρωτης νύχτας, στον δρόμο<br />

του αίματος και της θυσίας. Ήταν μια τρομακτικά<br />

επώδυνη γραφή. Όμως, όση ψυχική οδύνη και αν μου<br />

κόστισε, όση ψυχή, θα πω και γι’ αυτό πως αισθάνομαι<br />

ευγνώμων που μπόρεσα και το έγραψα. Που μπόρεσα<br />

και το τελείωσα. Γιατί, πολλές φορές έμεινα στο δρόμο<br />

και είπα δεν μπορώ άλλο – τόσο οδυνόμενη ήταν η<br />

γραφή.<br />

Όσο για τα ιστορικά στοιχεία, χρόνια τα μάζευα από<br />

χρονογραφίες και ιστορικά τεκμήρια, από παραδόσεις<br />

που έγιναν θρύλος, από ιερά κειμήλια που διασώθηκαν,<br />

από παλιές προφητείες. Όμως πέρα από τα στοιχεία<br />

αυτά, εκείνο που είχα ανάγκη, όσο έγραφα το<br />

μυθιστόρημα, ήταν να κάθομαι με τις ώρες μέσα στην<br />

Αγιά-Σοφιά, σε μια γωνιά της, χωρίς να μιλώ και χωρίς<br />

να επικοινωνώ με το σήμερα, να δέχομαι μόνο τις<br />

αντηχήσεις από τα γεγονότα εκείνα, από την κραυγή…<br />

9) Έχετε γράψει και το «Ξύλινο Τείχος» ένα<br />

επίσης μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα που<br />

φέρνει στις μέρες μας τον αρχαίο κόσμο, την<br />

αντίληψη ζωής, τους αγώνες… Πείτε μας λίγα<br />

λόγια για αυτό.<br />

Αυτό ήταν πιο δύσκολο από την άποψη συλλογής<br />

86 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 87


των ιστορικών στοιχείων, αλλά δεν είχε την ίδια<br />

συναισθηματική φόρτιση, όπως το «Πήραν Την Πόλη,<br />

Πήραν Την». Για να δώσω το μυθιστόρημα αυτό έπρεπε<br />

να διαβάσω όλη τη φιλοσοφία ζωής του αρχαίου κόσμου,<br />

την αντίληψη που είχαν για τους θεούς τους, για τη<br />

μοίρα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για τη Νέκυια.<br />

Έπρεπε να βρω τη διάλεκτο της καθημερινής τους<br />

ζωής, μια έρευνα απίστευτα επίπονη. Για παράδειγμα,<br />

έπρεπε να πω «μια κοτύλη νερό» (και όχι ένα ποτήρι) ή<br />

να πω τόσα «στάδια» δρόμος (αφού δεν υπήρχε ακόμα<br />

το μέτρο ως μονάδα μέτρησης) ή έπρεπε να μετρώ το<br />

χρόνο με τις Ολυμπιάδες. Και άπειρα άλλα. Έπρεπε να<br />

βρω τα στοιχεία που έπλασαν τον Σπαρτιάτη με αυτά<br />

τα ιδανικά και μεγαλούργησε – και τα στοιχεία που<br />

έπλασαν τον Αθηναίο, με τα εντελώς αντίθετα ιδανικά,<br />

και πάλι μεγαλούργησε.<br />

Όμως, χαίρομαι που το έγραψα. Ήθελα τα νέα παιδιά,<br />

όποτε μπορέσουν και το διαβάσουν, να βρουν σε αυτό<br />

τις αλήθειες για τον αρχαίο κόσμο, τα αληθινά μεγέθη<br />

των ανθρώπων εκείνων που αγάπησαν τον ίδιο τόπο<br />

με εμάς και την ίδια έννοια της ελευθερίας.<br />

10) Είναι γνωστό πως η ιδιαίτερη πατρίδα σας<br />

είναι η Λήμνος. Κατά πόσο έχει επηρεάσει το<br />

συγγραφικό σας έργο αυτό, ποια βιβλία σας<br />

είναι «εμποτισμένα» και εμπνευσμένα από την<br />

ιστορία της, τους μύθους και τους θρύλους της;<br />

Η Λήμνος υπάρχει σε όλα τα βιβλία μου, είτε γράφω<br />

γι’ αυτήν είτε όχι. Υπάρχει σαν τοπίο και σαν ορφικό<br />

τραγούδι. Τα πιο δυνατά μου κείμενα τα έχω γράψει<br />

εκεί τα καλοκαίρια που πηγαίνω. Υπάρχει μια<br />

αντήχηση από το πέρασμα του μεγάλου πολιτισμού<br />

της που μπορεί να την αισθανθεί κανείς, μια περίεργη<br />

σύγκλιση του χρόνου, μια μεταφυσική αύρα. Όλα αυτά<br />

δημιουργούν μια ποιητική του χώρου και μου αρέσει να<br />

την αναζητώ με τη διαίσθηση όταν πηγαίνω. Ίσως, είναι<br />

μαζί και η αντήχηση από τις αναμνήσεις της παιδικής,<br />

της νεανικής ηλικίας, αλλά και μια βαθιά αγάπη, η<br />

αγάπη που νιώθει ο κάθε άνθρωπος για τον ιδιαίτερο<br />

τόπο του, όπου έχει ζήσει την πρώτη του μοναξιά και<br />

τα πρώτα του όνειρα.<br />

Εσείς, που έχετε αγαπήσει την «Υψιπύλη» μου, μπορείτε<br />

να το δείτε αυτό. Πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα<br />

να γράψω αυτές τις σελίδες πάνω σε ένα μύθο τόσο<br />

ανελέητο – και που για μένα δεν ήταν μύθος αλλά μια<br />

μακρινή, στα χρόνια της μητριαρχίας, πραγματικότητα<br />

. Και βέβαια, έχω γράψει κι άλλα βιβλία για τη Λήμνο,<br />

τη «Μαρούλα της Λήμνου», τη «Δοξανιώ», βιβλία που<br />

αγαπήθηκαν από χιλιάδες ελληνόπουλα και γίνονται<br />

κάθε χρόνο πανέμορφες εργασίες στα σχολεία.<br />

11) Στο προτελευταίο σας βιβλίο, το «Η Δίψα<br />

Με Καίει Εμένα Και Χάνομαι» εξιστορείτε μια<br />

σύγχρονη ερωτική ιστορία και, ταυτόχρονα,<br />

88 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 89


παρουσιάζετε την εικόνα της επίκαιρης, γεμάτης<br />

αδιέξοδα, τραυματισμένης Ελλάδας. Ποια είναι<br />

τα μηνύματα που θέλατε να περάσετε στους<br />

αναγνώστες;<br />

Τα μηνύματα που δίνεις τα βρίσκει ο ίδιος ο<br />

αναγνώστης, αυτά που θα δει και αυτά που δεν θα δει,<br />

αυτά που θα αγγίξουν τη δική του ψυχή. Εκείνο που<br />

εγώ ήθελα να δώσω με το μυθιστόρημα ήταν, ακριβώς,<br />

η τραυματισμένη εικόνα μιας καθημερινότητας<br />

λαβωμένης, το ερειπωμένο παρόν, όπως το είπα, η<br />

λέξη «καταρρέω» και η λέξη «συντρίβομαι», η βίωση<br />

αυτής της συντριβής, με δυο λόγια, η ταπείνωση της<br />

ζωής μας. Κι από την άλλη, η αγωνία της ηρωίδας μου<br />

να βρει μιαν άλλη αλήθεια, μιαν άλλη δικαιοσύνη. Ποτέ<br />

σε ένα μυθιστόρημα δεν δίνεις έτοιμους δρόμους να<br />

περπατήσει ο άλλος. Μιλάς για κάποια πράγματα που<br />

θα μπορούσαν να ανοίξουν «δρόμο» στην ψυχή, αυτό<br />

μόνο.<br />

12) Υπάρχουν ορισμένα από τα παλαιότερα<br />

βιβλία σας, όπως «Ο Άγγελος Της Στάχτης»,<br />

ή «Ο Νικηφόρος Φωκάς», από την «Τριλογία<br />

Της Λήμνου», ή «Ο Ιερός Ποταμός» τα οποία<br />

έχουν εξαντληθεί και τα οποία αναζητούν οι<br />

αναγνώστες σας διακαώς. Υπάρχει κάποια<br />

προοπτική επανακυκλοφόρησής τους;<br />

Το ελπίζω. Δύσκολοι οι καιροί και για τα βιβλία. Και<br />

η κατάργηση της ενιαίας τιμής δεν μας βοηθάει.<br />

Ήδη σας είπα, λίγο πριν, πως ενδεχομένως θα<br />

επανακυκλοφορήσει τώρα το βιβλίο μου «Samuel<br />

Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης». Γράφω<br />

ένα κεφάλαιο ακόμα για την μετά τον θάνατό του<br />

προσέγγισή μου στο έργο του, σε συνδυασμό και με<br />

την αλληλογραφία που είχαμε.<br />

13) Εσείς, ως συγγραφέας με ένα τεράστιο έργο,<br />

ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους επίδοξους<br />

συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν τα<br />

γραπτά τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;<br />

Ε, είναι μεγάλη συγκίνηση να δεις το βιβλίο σου,<br />

δηλαδή αυτό που γεννήθηκε από το δικό σου μυαλό,<br />

στην προθήκη του βιβλιοπωλείου και να είσαι νέος.<br />

Τους εύχομαι να ζήσουν όλες τις χαρές της πνευματικής<br />

δημιουργίας. Η συγγραφή προϋποθέτει απέραντο<br />

μόχθο και απάρνηση. Γιατί, αυτό που λέμε «ταλέντο»<br />

είναι δουλειά στο μεγαλύτερο μέρος του – το είπαμε<br />

ήδη. Και, το πιο σημαντικό, πρέπει να θυμούνται ότι,<br />

σε όποιο σημείο της επιτυχίας και αν φτάσουν, τίποτα<br />

δεν είναι δικό τους. Είναι μια δωρεά που τους δόθηκε<br />

και που την τίμησαν.<br />

14) Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω<br />

90 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 91


για την εξαιρετική τιμή που μου κάνατε, πείτε<br />

μας ποιό θα είναι το επόμενο βιβλίο σας, τι να<br />

περιμένουμε από εσάς;<br />

Ό,τι φέρει ο χρόνος. Αν φέρει. Να είστε καλά.<br />

Κλειώ Τσαλαπάτη<br />

(η συνέντευξη παραχωρήθηκε από<br />

τον ιστότοπο “Φίλοι της Λογοτεχνίας”)<br />

92 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 93


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Παραπονιέσαι,<br />

κάθε που ανέμους γεννώ,<br />

μα, όλο ζητάς<br />

τα λόγια μου αντάμα με τα νέφη να χορεύουν.<br />

Θυμώνεις,<br />

κάθε που ρίχνω αστραπές,<br />

μα, στα νερά κάθε παρθένας βροχής<br />

τις θύμησές σου ξεπλένεις.<br />

Θλίβεσαι,<br />

κάθε που ‘χει αντάρα στου πελάου τ’ ανοιχτά<br />

μα, με αφρό κυμάτων<br />

την κλίνη σου τ’απόβραδο στρώνεις.<br />

Εγώ,<br />

του χρόνου ερωμένη,<br />

εχώ μάθει σε καιρούς οργισμένους,<br />

να λατρεύω κατακλυσμούς.<br />

Μα πάντα,<br />

πάντα,<br />

στης αυγής το πρώτο κελάηδημα,<br />

ξαστεριά ξημερώνω.<br />

Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />

94 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 95


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Την ήθελα πολύ αυτή την άνοιξη<br />

την περίμενα πως και πως<br />

την είχα τόσο ανάγκη<br />

κοίταζα κρυφά απ τη χαραμάδα<br />

και μετρούσα στιγμές, αγάπες, χρόνους<br />

κι όταν φάνηκε επιτέλους<br />

έτρεξα με τόση χαρά<br />

έριξα το βέλος μου σαν μικρός θεός<br />

έπρεπε να την κρατήσω για λίγο<br />

να την αγγίξω<br />

Μέσα στη βιασύνη μου όμως<br />

και μ’ ένα δάκρυ να με τυφλώνει,<br />

Αστόχησα.<br />

Και πέτυχα μόνο τον χειμώνα<br />

που παγωμένος περνούσε από δίπλα της<br />

και μου έμεινε το χιόνι κι ο γκρίζος ουρανός...<br />

Άραγε, πόσους αιώνες θα περιμένω πάλι;<br />

Χριστιάνα Πέτρου<br />

96 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 97


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

“Ενδελεχώς”<br />

Μια με έγραψα,<br />

μια με έσβησα,<br />

εφιάλτες ερείπια<br />

διέγραψα<br />

(εσκεμμένα κοιμήθηκα),<br />

μνήμες στηρίγματα<br />

χάραξα<br />

(ενδελεχώς ξύπνησα),<br />

με καινούρια χρώματα<br />

την αυγή<br />

με ζωγράφισα,<br />

μα δεν τέλειωσα ακόμη<br />

και ας πίστεψα<br />

Δημήτρης Π. Κρανιώτης<br />

98 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 99


100 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 101


Ρόδινες λάμψεις<br />

Βούτηξες φλογάτος<br />

Ήλιε μου<br />

Πίσω από λόφους απαλούς<br />

Σκορπώντας ρόδινες λάμψεις<br />

Στα ήσυχα νερά<br />

Ως κι ο ασάλευτος φάρος<br />

Π’ αγναντεύει το πέλαγο σιωπηλός<br />

Γέμισε πιτσιλιές χρωματιστές<br />

Σαν από ζωγράφου χρωστήρα<br />

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου<br />

Πίνακας του Χρίστου Αποστολόπουλου<br />

102 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 103


Απεικάσματα Σκέψης<br />

“Αγοραίο κενό”<br />

(από την “Πόρνη που την έλεγαν Μοναξιά”)<br />

Σκαλίζω τους κατακόκκινους χρόνους του παρελθόντος<br />

σε ένα όστρακο. Φιλοξενούμενη σε ενός αλλόκοσμου<br />

πλάσματος τον οίκο, κενόδοξα σχεδόν, σχεδιάζω την<br />

απελευθέρωση μου, από όπου σε έχω κρυφά φυλακίσει.<br />

Τις ώρες που δίνομαι αλλού ενώ σε ζητώ απεγνωσμένα,<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

πρέπει να έχω κάτι να με κρατά δυνατή.<br />

Να μυρίζει η θάλασσα από σένα, ενώ το παρόν<br />

θα ανταριάζει ακατάλληλα στο διηνεκές.<br />

Να ακούω την ανάσα σου στον παφλασμό των<br />

κυμάτων της θλίψης και να μοιάζει η νύχτα, μετάξι<br />

μαγείας και λήθης.<br />

Να ξεχνώ ποιος με αγαπά. Να ξεχνώ ποιος με χαϊδεύει.<br />

Να ξεχνώ ποιος με αγοράζει, ποιον αγοράζω…<br />

Πως να δεχθώ την ανατολή αν δεν σε φέρνει;<br />

Πως να κοιτώ την δύση αν δεν με ρίχνει στα δίχτυα<br />

σου;<br />

Πως να ζω, αν δεν κάνω έρωτα βυθισμένη<br />

στο ωκεανό του κορμιού που λατρεύω;<br />

Αν με έκλεβες ίσως, να επέτρεπα μια μικρή ποινή στην<br />

Ελευθερία μου.<br />

Θα μπορούσες να με κάνεις λέξη, που μόνο εσύ θα<br />

γνωρίζεις.<br />

Να με κάνεις ήχο, που μόνο εσύ θα ακούς!<br />

Να με κάνεις δηλητήριο που μόνο εσένα δεν θα<br />

σκοτώνει!<br />

Στη γλώσσα σου πάνω να λιώνω την φλόγα του έρωτα.<br />

Να μην φοβάμαι.<br />

Να μην σκέφτομαι.<br />

Να μην κινδυνεύω να διαπραγματευτώ με αυτό που<br />

σου χαρίζουν δίχως να ξέρεις τι θα σου κλέψουν σε<br />

αντάλλαγμα.<br />

Άννα Τσεκούρα<br />

104 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 105


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Το σ’ αγαπώ<br />

Το σ’ αγαπώ να το λες στα πουλιά<br />

να μου το τραγουδάνε<br />

στα σύννεφα να ποτίζουν την γη<br />

κατά πως της πρέπει...<br />

στην θάλασσα να το αφήνει στα πόδια μου<br />

όταν υποκλίνομαι στην ομορφιά της.<br />

Στα χελιδόνια να το χτίσουν στην φωλιά τους<br />

να μείνει εδώ όταν αποδημήσουν.<br />

Στον ήλιο να το κολυμπώ το πρωί<br />

όταν τον ευλαβούμαι.<br />

Και τα βράδια<br />

δώστο στ’ αστέρι του ονείρου μου<br />

να κοιμηθώ μαζί του.<br />

Στέλλα Βρακά<br />

106 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 107


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

H χροιά της απουσίας φλέρταρε και χθες με άλαλα<br />

σκοτάδια. Μη ρωτάς γιατί νοιώθω αυτή την ακόρεστη<br />

δίψα των νερών, μήτε γιατί θέλω να λυτρωθώ μέσα<br />

απο το σώμα σου... Δεν ρωτάνε τον έρωτα γιατί είναι<br />

σαρωτικός, γιατί στολίζει με αστέρια ένα όνειρο.<br />

Ο έρωτας, φίλε μου, πυρώνει τα κύτταρα, η ψυχή<br />

αναζητά το συνταίριασμά της, σπάει τα φράγματα των<br />

αποστάσεων.<br />

Έχει ρίσκο ο έρωτας. Δεν ξέρει από εγκράτεια. Αυτή<br />

είναι για τους δειλούς, τους φοβισμένους, τους<br />

άτολμους.<br />

Μη ρωτάς γιατί νοιώθω την έκρηξη στις φλέβες μου.<br />

Δεν ρωτάνε οι νικημένοι τους ζωντανούς γιατί<br />

ερωτεύονται.<br />

Ο έρωτας, μάτια μου, δεν έχει όρια, δεν βολεύεται.<br />

Ανατρεπτικός είναι, σπέρνοντας φέγγος στα σώματα<br />

που πάλλονται από τη κάψα του. Δεν ρωτάει γιατί,<br />

μήτε λογίζεται τα πρέπει.Έχει καρδιοχτύπια ο έρωτας,<br />

ανάσες πόθων δίχως αναχώματα. Αναποδογυρίζει τα<br />

σύμπαντα η ορμή του, δίχως παρακάλια κ ενδοιασμούς.<br />

Θέλει ψυχή, φίλε μου, ο έρωτας! Αν δεν την έχεις...<br />

μείνε εκεί... στο αγέννητο των ημερών σου να ποτίζεις<br />

άγκυρες σκουριασμένες.<br />

Θέλει κότσια ο έρωτας αγάπη μου,<br />

και μη ρωτάς γιατί νοιώθω έτσι... Δεν ρωτάνε οι<br />

φοβισμένοι γιατί γεμίζουν τα φεγγάρια κάθε νύχτα!<br />

Μαίρη Μαυρωνά<br />

108 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 109


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

“Ανέκδοτο Ερωτικό”<br />

Αυτό το φιλί θέλω να κοιμηθεί μαζί σου και αύριο το<br />

πρωί να το απλώσεις περήφανα στο στήθος σου γιατί<br />

είναι φιλί που θα μας ταξιδεύει αιώνια και η αγάπη θα<br />

βυζαίνει λαίμαργα τη μοναξιά ώστε να μεγαλώσει και<br />

να γίνει τεράστια ευτυχία ανάμεσά μας.<br />

Όταν αποζητώ ξεκούραση μόνο σε σένα λαχταρώ<br />

ν’ ανοίξω τους ορίζοντές μου, δεν μπορώ να στερηθώ<br />

την αύρα σου, θα έρθω στα όνειρά σου, θα έρθω να<br />

φτιάξουμε τον κήπο μας με τα υπέροχα λουλούδια του<br />

έρωτα και μεθυσμένος από τη γαλήνη του κορμιού σου<br />

θα αναρριχηθώ στα μυστικά σου ξαφνικά μέχρι να με<br />

πιάσει η βροχή των κυματιστών μαλλιών σου.<br />

Όμως θα προφυλαχτώ από τα βλέφαρα που θα με<br />

χαϊδεύουν στο πρόσωπο και θα σε κοιτώ στα μάτια σαν<br />

οπτασία ονείρου θηλυκού, σαν ηλιόλουστο πρωινό,<br />

σαν ένα κυκλάμινο στον έρημο δρόμο της ζωής μου…<br />

Κι εκεί εσύ πάλι θα απλώνεις τα κλαδιά ενός κοντινού<br />

παραδείσου με τους ανέμους αγκαλιά κι ένα μικρό<br />

άνθος που ποτίστηκε από το άρωμα της καρδιάς σου.<br />

Μοσχοβολιά που απίθωσε ο καβαλάρης του χρόνου<br />

και στοίβαξε στη σέλα του μια θάλασσα γυμνή να την<br />

αρμενίζουν ατέλειωτα οι πόθοι μέχρι στα χέρια μου να<br />

ζήσεις την ελπίδα του αναπαμού.<br />

Λάσκαρης Π. Ζαράρης<br />

110 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 111


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Παράφορες φωτιές στα πέλαγα...<br />

φωτίζουν τις σκιές σου,<br />

αγγίζουν το βυθό σου...<br />

Να φυλακίσω στο μυαλό,<br />

εκείνη τη στιγμή<br />

που με κοιτάς κατάματα!!<br />

Κύμα μου... Παγίδα μου...<br />

Κι άλλη μια λαχανιασμένη μέρα!<br />

Στο μεθυσμένο μου κορμί αφιόνι,<br />

ψίθυροι ανάσες...<br />

Ακριλικό σε καμβά της Νίκης Γεωργακοπούλου<br />

Αχ βρε Αδάμ...που με πας;;<br />

Περπατησέ με στον παραδεισό σου,<br />

κι ας πληρώσω μετά<br />

για όλες τις κολάσεις μου!!!<br />

Νίκη Γεωργακοπούλου<br />

112 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 113


114 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 115


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

“Ταγκό θανάτου”<br />

Ο Θάνατος δεν κάνει διακοπές,<br />

γυρνά στο Πέραμα πάν’ απ’ τη Ζώνη,<br />

οι μνήμες των νεκρών είναι νωπές<br />

και φόρους στους εφοπλιστές πληρώνει.<br />

Άνεργοι μελλοθάνατοι γυρνούν<br />

στ’ αμπάρια πλοίων και χορεύουν<br />

ταγκό θανάτου, μα τον προσπερνούν,<br />

κρασί τα βράδια κι έρωτα γυρεύουν.<br />

Ζηλεύει ο Χάρος κι έρωτα ζητά<br />

μελλοθανάτων μέσα στα αμπάρια,<br />

παιδιά αν μεγαλώνουν δεν ρωτά<br />

και σβήνει των ζωών τους τα φανάρια.<br />

Διαμαρτυρίες κάνουν στις αρχές,<br />

ζητάν’ καλίτερες να ’ν’ οι συνθήκες,<br />

χάνονται στα αμπάρια οι ιαχές<br />

κι ο Χάρος αθωώνεται στις δίκες.<br />

Γιάννης Καμπύλης<br />

26-07-08, Καλλιθέα Πυλίας<br />

Πρώτο βραβείο ΕΤΠΚ το 2012<br />

116 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 117


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

“Γεννήθηκα για να μην Ανήκω“<br />

Είμαι ένας καβαλάρης της Ζωής…<br />

δεν είμαι θνητός στον δόλο σας…<br />

δεν περί-Μένω σε στάσεις…<br />

σπάω τις μπάρες της Ψυχής μου…<br />

σταματώ τα ατσάλινα τρένα του φθόνου σας…<br />

καρφώνω κάθετα τα χέρια μου στον ουρανό…<br />

αναρριχούμαι στον δικό μου εύσπλαχνο Θεό…<br />

Ένα άναρχο ραγισμένο πηδάλιο με καθ-οδηγεί…<br />

πάνω από τα σαθρά κεφάλια των σκιών σας…<br />

σε αξίες άγνωστες από τα δόγματα σας…<br />

δίχως συμβιβασμούς…<br />

δίχως εγ-κλεισμούς…<br />

δίχως κρατήσεις…<br />

Αυτά που διεκδικώ στην Ζωή…<br />

κανείς δεν έχει την δύναμη να ακρωτηριάσει…<br />

να μου στερήσει τις άκαμπτες επιθυμίες μου…<br />

το σώμα μου είναι «Αθάνατο»…<br />

στα γυάλινα θολά μάτια σας…<br />

η Ψυχή μου ένα τεράστιο δίχτυ…<br />

απλώνεται στον αχανές πλανήτη…<br />

ο λογισμός μου αν-ύπαρκτος…<br />

οι πτήσεις μου αλλόφρονες…<br />

καλπάζω άτρωτος στην γέφυρα της Γής…<br />

αγκαλιάζω ερωτοτροπώντας την Ανατολή…<br />

δεν με σφυρηλατούν οι ανίκανες εξουσίες σας…<br />

118 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 119


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

δεν χαρίζω συγχωρο-χάρτια στις σκευωρίες σας…<br />

ούτε ισόβιες γαμήλιες υπό-σχέσεις…<br />

σε συντρόφισσες και φιλίες…<br />

Γεννήθηκα για να μην υπάρχω στα τεφτέρια σας…<br />

Γεννήθηκα για να Δραπετεύω από τις φυλακές σας…<br />

Γεννήθηκα για να μην Ανήκω σε κανέναν και σε<br />

τίποτα…<br />

Το μόνο που δεν γεννήθηκα Θεός…<br />

να ορίζω τις σακατεμένες σας σκέψεις …<br />

να θεμελιώνω την Υπερηφάνεια μου στα κουφάρια<br />

σας…<br />

Είμαι ένας απέραντος απροσπέλαστος ωκεανός…<br />

τρυφερός παφλασμός κυλώ στα ερωτικά σώματα…<br />

μετανάστης στις «μαύρες ψυχές» που ποτέ μου δεν<br />

δόξασα...<br />

Ακόμη…<br />

και στον γαμημένο τον θάνατο…<br />

δεν Ανήκω…<br />

Η Ψυχή μου…<br />

δεν χωρά σε κανένα φέρετρο…<br />

δεν χωρά σε κανένα μνήμα…<br />

εκ-πέμπει διαθλάσεις από άπλετο φως…<br />

διάχυτη σαν «ανάποδος» καιρός…<br />

σε ταξίδια άναρχα κι ανένταχτα…<br />

χάνεται σαν αλώβητος αετός στον ορίζοντα…<br />

κι επειδή…<br />

είναι απέραντος κι αυτός…<br />

σκορπίζομαι…<br />

δεν εγκλωβίζομαι…<br />

δεν Ανήκω ούτε σε αυτόν…<br />

Ζω πάντα Λεύτερος…<br />

Στέλιος Κοντοδήμος<br />

Από την ποιητική του συλλογή:<br />

Στα Αετώματα της ερωτικής και ανένταχτης Αντίποίησης...<br />

120 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 121


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

“Στην παλάμη της γης”<br />

Έτσι όπως κυρτώνει<br />

η παλάμη της γης<br />

όλο και πιότερο στων διαδρομών<br />

βαθαίνω τις χαράδρες.<br />

Εκεί να με σκεπάζουν με κατράμι,<br />

όταν οδοστρωτήρας τα χρόνια<br />

ίσιωναν πατώντας βαριά<br />

τις ανησυχίες των ταξιδιών μου.<br />

Τώρα μοναχά το βλέμμα ν’ ατενίζει<br />

ότι απόμεινε απ’ το φαγωμένο<br />

όρος της Αφροδίτης...<br />

Έτσι όπως κυρτώνει η παλάμη της γης<br />

οι ήλιοι μου<br />

δραπετεύουν πέρα απ΄τα σύννεφα.!<br />

Γεωργία Μπακάλη<br />

122 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 123


Και θυμάμαι! Κι όταν θυμάμαι θέλω να κλάψω,<br />

να κρυφτώ πίσω από έναν τεράστιο θάμνο που<br />

φύτεψα πριν ένα μήνα στην βεράντα μου.<br />

Θέλω να γίνω ένα μικρό μικρό έντομο και να<br />

κρυφτώ κάπου ανάμεσα στα αγκάθια σου! Κι ας<br />

με τρυπήσουν, κι ας με πονέσουν, κάτι τέτοιες<br />

στιγμές δεν με νοιάζει. Στ’ αλήθεια, δεν με<br />

νοιάζει! Αδιαφορώ! Το μόνο που θέλω είναι να<br />

καταλαγιάσω τον πόνο μου και να αναγεννηθώ!<br />

Απόσπασμα από το ποίημα σε ελεύθερο στίχο: “ Η Φυγή”<br />

Άλλοι σε βλέπουν ως μια μυστηριώδη ύπαρξη μα<br />

εγώ νοιώθω πως είσαι μια γλυκιά φυσιογνωμία<br />

που κάλυψες με μαύρο χρώμα τα χαρακτηριστικά<br />

του προσώπου σου για να θυμίσεις στους<br />

ανθρώπους πως το μαύρο είναι απλώς ένα χρώμα!<br />

Απόσπασμα από το ποίημα σε ελεύθερο στίχο: “Η Σελήνη”<br />

124 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 125


126 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 127


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />

Είναι η μέρα που βγήκες από τον κόσμο σου<br />

και προσπάθησες να πλησιάσεις τον δικό του<br />

Η μέρα που αποδέχτηκες<br />

Χωρίς επίκριση<br />

Με μια τεράστια αγκαλιά<br />

Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />

Είναι η μέρα που ήσουν δίπλα στον πόνο του<br />

Που ιχνηλάτησες τα σημάδια της ψυχής του<br />

Που αφουγκράστηκες τις σιωπές του<br />

Και γήτευσες με ένα χάδι την ταραχή της ψυχής του<br />

Είναι η μέρα που θέλησες να μάθεις<br />

τι αγαπά, τι ονειρεύεται, τι φοβάται<br />

Είναι η μέρα που ρώτησες για το τι ένιωσε<br />

και όχι τι έκανε<br />

Και άκουσες με αμέριστη προσοχή<br />

Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />

Είναι η μέρα που ένα ακόμα παιδί<br />

Βρήκε παρηγοριά, ανακούφιση, γαλήνη<br />

Είναι η μέρα που έδωσες το χαμόγελο σου<br />

Και πήρες πίσω ένα δικό του,<br />

ανεκτίμητο δώρο!<br />

Η μέρα που χαμογέλασε ο κόσμος<br />

Είναι η μέρα που σώθηκε ένα παιδί<br />

Γιατί εσύ, ήσουν Εκεί!<br />

Αριστέα Κούτα<br />

128 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 129


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Είναι το δειλινό των ποιητών,<br />

το δειλινό που σφάζει…<br />

Κι αυτή η γεωμετρία των μαλλιών…<br />

Χωρίς ευθείες.<br />

Μόνο καμπύλες σε ελικοειδείς τροχιές<br />

Μ’ ένα άστρο να παίζει ανάμεσά τους.<br />

Κι όπως τα δάχτυλα κρατούν εκείνο το κλεμμένο<br />

γιασεμί…<br />

Ξεχύνεται ένα φως…<br />

Προς το κίτρινο;<br />

ή προς το ιώδες;<br />

Με κάτι πληγές ακαθόριστες<br />

Μαρία Μαραγκουδάκη<br />

130 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 131


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Επιλογή<br />

Έτσι αφήνομαι στη θάλασσα του χρόνου,<br />

σαν βάρκα ακυβέρνητη<br />

να ξαποσταίνει ,που και που, κανένα<br />

αγριοπούλι,<br />

στα σκοροφαγωμένα μου κομμάτια<br />

κι αν είναι να χαθώ..<br />

ακυβέρνητη θα χαθώ και είναι αυτό το<br />

ζητούμενο,<br />

θα είναι η δική μου επιλογή καταστροφής,<br />

στον πρώτο καταρράκτη που θα με ρίξει<br />

να πνιγώ σε όνειρα και όχι σε υποδείξεις....<br />

Ντίνα Ευθυμίου<br />

132 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 133


Απεικάσματα Σκέψης<br />

Απεικάσματα Σκέψης<br />

Είπα γενική καθαριότητα να κάνω<br />

στης μνήμης τ΄ασυμμάζευτα..<br />

Ονόματα άδεια,<br />

λόγια όμορφα αλλά κουφάρια,<br />

στιγμές ρυτιδιασμένες,<br />

φωτογραφίες περασμένες κι ακοίταχτες,<br />

χαμόγελα άλικα, φαρδιά, ανελαστικά<br />

σχεδόν καρφωμένα και διεκπεραιωτικά.<br />

Και μια μέλισσα εισβάλλει απ΄το πουθενά,<br />

περιτριγυρίζει την γύρη στο πλαστικό λουλούδι,<br />

ή κρυομένη θά΄ναι ή...<br />

ανάπηρη από όσφρηση.<br />

΄Ενα γλυκό χαμόγελο,<br />

πέντε όμορφα λόγια,<br />

μια αναμνηστική φωτογραφία,<br />

έτοιμη η κωμωδία,<br />

να χαρίσει γέλιο<br />

και να ξεγελάσει.<br />

Χαμένος που ήτανε ο χρόνος<br />

και το ξεβοτάνισμα απ΄την μνήμη<br />

πάλι χαμένος χρόνος....<br />

...................................................<br />

΄Εμαθα;<br />

(στην επόμενη εκκαθάριση θα ξέρω...)<br />

Κνάκαλος<br />

134 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 135


Λάβετε<br />

Δωρέαν μοίρασα τον εαυτό μου.<br />

Όχι, ότι μου ζητήθηκε.<br />

Από μόνη μου το έπραξα.<br />

Πάρτε να ‘χετε.<br />

Φάτε να χορτάσετε.<br />

Ευαισθησίες<br />

οραμάτα<br />

παραδόσεις<br />

όλους τους θησαυρούς μου.<br />

Για να χορτάσω αναμονές<br />

μοναξιές και διψασμένα όνειρα.<br />

Τίποτα δεν κράτησα<br />

άδειασε το θησαυροφυλάκειό μου.<br />

Μόνο κάτι ίσκιους πανσέληνων φεγγαριών<br />

ψιθυρίσματα λεύκας ιδιότροπα<br />

και χρώματα θάλασσας...<br />

Τώρα τον καιρό της πείνας μου<br />

ποιός θα νοιαστεί.<br />

Στέλλα Βρακά<br />

136 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 137


138 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 139


Χρύσα Μπαλαμπάνη<br />

στα μονοπάτια της<br />

Βασιλικής Λεβεντάκη<br />

Την Βασιλική Λεβεντάκη όταν<br />

την συναντάς για πρώτη φορά<br />

σε κερδίζει με το ζεστό χαμόγελό<br />

της, την απλότητά της, το<br />

πόσο δοτική είναι και φυσικά<br />

με την παρουσία της. Η πένα<br />

της καταφέρνει να σε κάνει<br />

να αγαπήσεις το αστυνομικό<br />

μυθιστόρημα και να γίνεις<br />

θαυμαστής του αστυνόμου<br />

Μαντά κυνηγώντας μαζί του<br />

το μυστήριο και τη πλοκή<br />

σε κάποια άλλη εποχή. Ένα<br />

μαγικό ταξίδι που δε χορταίνεις να είσαι συνεπιβάτης,<br />

ρουφώντας άπληστα τις σελίδες των βιβλίων της.<br />

- Κυρία Λεβεντάκη σας καλωσορίζω στο<br />

περιοδικό μας “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”. Πως προήλθε<br />

η βαθύτερη ανάγκη για την έκδοση του πρώτου<br />

σας μυθιστορήματος;<br />

Μια κατάθεση ψυχής που αναζητούσε να βγει στο φως.<br />

Η επιθυμία να μοιραστώ εικόνες και συναισθήματα, την<br />

περίοδο της εμπορικής ανάπτυξης του τόπου καταγωγής<br />

μου, της Σύρου, η ευκαιρία να “ζωντανέψει” μια ιστορία<br />

με κοινωνικό μήνυμα, θέμα – πληγή εδώ και χρόνια για<br />

την κοινωνία μας.<br />

140 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 141


- «Η μοναξιά δεν έρχεται μόνη<br />

- Οι Δαιμονισμένες» είναι το<br />

πρώτο σας βιβλίο. Θα θέλατε<br />

να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;<br />

Μια διαδρομή στην Ερμούπολη<br />

στα τέλη του 19ου – αρχές 20ου<br />

αιώνα, γεμάτη δράση, αγωνία,<br />

έντονα συναισθήματα, στημένη<br />

στο ατμοσφαιρικό σκηνικό της<br />

πρωτεύουσας των Κυκλάδων, με<br />

πολλά μηνύματα, με έμφαση στις<br />

ηθικές αξίες, με έντονη αναφορά, όπως ήδη ανέφερα,<br />

σε θέμα – πληγή για την κοινωνία μας... Τελικά, η<br />

Μοναξιά, ιδίως στις ημέρες μας, ίσως είναι και να είναι<br />

πιο επίκαιρη από ποτέ... Η μνήμη της ψυχής αφήνει το<br />

τραύμα αγιάτρευτο, και θέλει εσωτερική πάλη και αγώνα,<br />

πείσμα και δύναμη για να προχωρήσουμε μπροστά.<br />

- “Για μια χούφτα αστέρια”. Το πρώτο σας παιδικό<br />

βιβλίο παραμύθι. Μέσα από το μαγικό ταξίδι των<br />

αστεριών, μοιράσατε άπλετα συναισθήματα στους<br />

μικρούς σας αναγνώστες. Εσείς σαν μητέρα ενός<br />

μικρού παιδιού και η ίδια, τι είδους μηνύματα<br />

θέλατε να περάσουν στα παιδιά;<br />

Τα παιδιά μας είναι η ζωή μας!!! Το παρόν, το μέλλον,<br />

ακόμα και το παρελθόν μας... Τα παιδιά είναι η πηγή<br />

δύναμης και η κινητήρια δύναμη σε κάθε έκφανση της<br />

καθημερινότητας μας. Πιστέψτε με... Δεν χρειάζονται<br />

συμβουλές, στείρες διδαχές και<br />

καλοβαλμένους κανόνες... Το<br />

μόνο που χρειάζονται είναι αγάπη,<br />

τρυφερότητα, επικοινωνία και<br />

παραδείγματα. Παραδείγματα<br />

που θα δώσουμε εμείς, οι ίδιοι,<br />

μέσα απ’τη συμπεριφορά και τους<br />

τρόπους δράσης και αντίδρασης<br />

μας. Κάπως έτσι ξεκίνησαν<br />

την περιπέτεια τους και τα<br />

αστεράκια!!! Ένα ταξίδι στο χρόνο, μια ιστορία αγάπης,<br />

μια περιπέτεια που συνδυάζει γνώση και ψυχαγωγία,<br />

δραπέτευση που με σημάδεψε, υπενθυμίζοντας μου τη<br />

μαγεία, την αγνότητα, το μεγαλείο του να είναι κάποιος<br />

ακόμα παιδί ή να αισθάνεται έτσι!!!<br />

- Πως καταφέρατε, κρατώντας μια χούφτα αστέρια<br />

να οδηγηθείτε στα μονοπάτια του καπνού;<br />

Άπλωσα τα χέρια για να κρατήσω μια Χούφτα Αστέρια,<br />

κάνοντας μια ευχή μέσα απ’την καρδιά μου, κι αφήνοντας<br />

τα να πετάξουν ψηλά στον ουρανό, οσμίστηκα τη μυρωδιά<br />

του Καπνού στη μαγευτική Καβάλα γύρω στα 1930 να<br />

με προσκαλεί στη δική της περιπέτεια. Έκλεισα τα μάτια<br />

και απλά ακολούθησα το μονοπάτι της...<br />

- Πως κατάφεραν οι μυρωδιές του καπνού, να<br />

σας οδηγήσουν να περπατήσετε βήμα-βήμα<br />

στα σοκάκια μιας άλλης εποχής στη Καβάλα;<br />

Δεδομένου ότι ήταν μια πόλη που δε γνωρίζατε<br />

142 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 143


καν όπως η πατρίδα<br />

σας η Σύρος όπου<br />

διαδραματίστηκε το πρώτο<br />

σας βιβλίο.<br />

Η άσβεστη επιθυμία μου να<br />

γνωρίσω έναν τόπο που έπαιξε<br />

τόσο σημαντικό ρόλο στην<br />

Ελληνική ιστορία, μέσα απ’την<br />

οικονομική και πολιτιστική<br />

αρωγή της, η απέραντη αγάπη<br />

μου για εκείνα τα πρόσωπα,<br />

τα σκυθρωπά, τα ακούραστα, τα βασανισμένα από τις<br />

κακουχίες της ανέχειας, κι απ’τις δύσκολες συνθήκες<br />

εργασίες... Αυτά που χτυπήθηκαν από την αρρώστια<br />

και το θάνατο έγιναν οι συνεπιβάτες μου σε μια ιστορία,<br />

αποκαλύπτοντας μου τα μυστικά μιας πανέμορφης πόλης,<br />

που κατάφερε να γίνει πλέον και δική μου πατρίδα.<br />

- Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των βιβλίων<br />

σας; Ίντριγκες, αγωνία, πάθη, έρωτες, μυστήριο;<br />

ή γράφετε με γνώμονα ότι υπάρχει στην ψυχή<br />

σας καταθέτοντας το;<br />

Η ψυχή δίνει πάντα το πρόσταγμα κι εγώ ακολουθώ,<br />

αιχμαλωτίζοντας το συναίσθημα, ψυχογραφώντας τους<br />

ήρωες μου. Αφουγκράζομαι το παράπονο της καρδιάς<br />

τους, την ανάγκη τους για έκφραση, τη θέληση τους για<br />

ύπαρξη και καταθέτω στο χαρτί όλα όσα εκείνοι μου<br />

υπαγορεύουν.<br />

- Τι είδους έρευνα κάνετε συνήθως κατά τη<br />

συγγραφή ενός βιβλίου σας;<br />

Η έρευνα αποτελεί πάντα μεγάλο κομμάτι της συγγραφής<br />

των βιβλίων μου. Από την ιστορία του τόπου, είτε αφορά<br />

γεγονότα ή συνήθειες, παραδόσεις, λαογραφικά στοιχεία,<br />

πρέπει να μελετηθούν με απόλυτη ακρίβεια ώστε να<br />

μπορέσουν να καταγραφούν σωστά.<br />

- Πιστεύετε πως το μυστικό της επιτυχίας ενός<br />

βιβλίου κρύβεται στο πόσο δυνατοί είναι οι ήρωες<br />

που δημιουργεί ο συγγραφέας και κατά πόσο<br />

μπορούν να σε συνταξιδέψουν στη ζωή τους;<br />

Δεν πιστεύω σε μυστικά επιτυχίας. Δεν πιστεύω ούτε<br />

σε συνταγές... Πιστεύω στο συναίσθημα που αγγίζει<br />

τον κόσμο μια δεδομένη στιγμή. Πιστεύω στη δύναμη<br />

της γραφής που ταξιδεύει. Πιστεύω στην ακλόνητη<br />

θέληση να μοιραστεί ο δημιουργός το πόνημα του με<br />

το αναγνωστικό κοινό. Ακούγεται ρομαντικό, αλλά η<br />

δύναμη, η επιτυχία, η αναγνωρισιμότητα για μένα, δεν<br />

είναι τίποτα άλλο, παρά το ταξίδι που απόλαυσες με<br />

κάθε κύτταρο της ψυχής σου και τώρα θέλεις με πάθος<br />

να μοιραστείς τις εντυπώσεις σου.<br />

- Πόση υπομονή και πόσες διαφορετικές<br />

αναγνώσεις χρειάζεται κάποιος για να γίνει<br />

επιτυχημένος συγγραφέας;<br />

Η επιτυχία είναι σχετική έννοια και ο καθένας από εμάς<br />

την αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο. Επιτυχία<br />

είναι να τελειώσεις το πρώτο σου βιβλίο, βάζοντας τη<br />

144 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 145


λέξη ΤΕΛΟΣ με πλατιά γράμματα στην τελευταία σελίδα.<br />

Η εμπορικότητα τώρα ενός βιβλίου είναι μείγμα πολλών<br />

παραγόντων και δεν είμαι σίγουρη, αν ξεκινώντας ένας<br />

δημιουργός τοποθετεί την εμπορική επιτυχία του βιβλίου<br />

του στις πρώτες σειρές της προσωπικής του λίστας.<br />

- Η οικογένειά σας διαβάζει τα βιβλία σας πριν<br />

εκδοθούν και αν ναι είναι σκληρή ή όχι η κριτική<br />

τους και κατά πόσο μπορεί να σας επηρεάσει<br />

αυτό;<br />

Μεγάλο πρόβλημα κι αυτό... Τα διαβάζουν, με κρίνουν<br />

ιδιαίτερα αυστηρά και οι απαιτήσεις τους αυξάνονται<br />

με κάθε νέο μυθιστόρημα.<br />

- Όταν γράφετε έχετε περιορισμούς; Δηλαδή<br />

γράφετε με βάση τί θα “πουλήσει” περισσότερο<br />

ή τί εκφράζει εσάς προσωπικά;<br />

Η γραφή είναι τέχνη. Η τέχνη είναι έκφραση ψυχής. Η<br />

ψυχή καθορίζει την ταυτότητα μας. Δεν θα μπορούσα να<br />

προδώσω ποτέ την ψυχή μου, καλουπώνοντας τη βάση<br />

των τάσεων μιας εποχής ή περιόδου. Εγώ, προτιμώ να<br />

την αφήνω ελεύθερη να πλανάται στα μονοπάτια της<br />

φαντασίας μου.<br />

- Πάντως ένα είναι βέβαιο. Καταφέρνετε πάντα να<br />

“εκπλήσσετε” τους αναγνώστες σας, νομίζοντας<br />

πως ξέρουν πώς τελειώνει η ιστορία και τελικά<br />

τους τα ανατρέπεται όλα την τελευταία στιγμή<br />

αφήνοντας τους άφωνους!!<br />

Η μεγαλύτερη αγωνία μου!!! Να παραμείνει ο αναγνώστης<br />

σε ένταση και εγρήγορση καθ’ όλη την ανάγνωση του<br />

μυθιστορήματος, κι ενώ θα έχει μπροστά του όλα τα<br />

στοιχεία, να βιώνει την ανατροπή στην τελευταία σελίδα!<br />

- Πιστεύετε πως οι συγγραφείς θα έπρεπε να<br />

προβληματίζουν τους αναγνώστες “κεντρίζοντας”<br />

τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα<br />

έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός;<br />

Μέσα από τη Μοναξιά και τα Μονοπάτια του Καπνού<br />

θίχτηκαν σημαντικά κοινωνικά θέματα. Ο κάθε<br />

δημιουργός θα πρέπει να περνάει στάσεις ζωής,<br />

μηνύματα, αξίες, πάντα με τον δικό του, μοναδικό<br />

τρόπο, αφήνοντας τον αναγνώστη να καταλήξει στα<br />

προσωπικά του συμπεράσματα.<br />

- Να τολμήσω να ρωτήσω τι μας ετοιμάζετε τώρα<br />

και που θα μας ταξιδέψετε στο επόμενο βιβλίο<br />

σας;<br />

Μια διαδρομή τόσο διαφορετική ξεκίνησε για μένα!!!<br />

Αποδέχθηκα τη δημιουργική πλευρά της Μοναξιάς<br />

μου κι ακολούθησα τα Μονοπάτια του Καπνού για να<br />

επιστρέψω στο σήμερα, καταγράφοντας μια ιστορία<br />

που η δράση, η ένταση και οι ανατροπές παρασύρουν<br />

τον αναγνώστη σε μια καταιγιστική περιπέτεια, όπως<br />

ποτέ άλλοτε δεν ζήσαμε!!!<br />

- Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο, κάτι που<br />

πιθανόν δε σας ρώτησα και θα θέλατε να πείτε;<br />

Θα ήθελα να εκφράσω την απέραντη εκτίμηση και<br />

θαυμασμό μου για το πρόσωπο σας και το έργο σας.<br />

146 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 147


Δραστήριοι άνθρωποι, γεμάτοι δύναμη και ενέργεια που<br />

χρησιμοποιούν τα ταλέντα τους για να δημιουργήσουν<br />

πάντα το καλύτερο αποτέλεσμα, τόσο αισθητικά, όσο<br />

και με την ιδιαίτερη ποιότητα που η προσωπικότητα<br />

τους σφραγίζει. Μεγάλη μου χαρά, απέραντη τιμή<br />

να φιλοξενήσω τις σκέψεις μου στο περιοδικό σας!!!<br />

Μέσα απ’την καρδιά μου πάντα με τις πιο Μεγάλες<br />

Επιτυχίες!!! Κι ακόμα μια ευχή... Ας είναι ο δρόμος<br />

μας πάντα στρωμένος με τη δύναμη της ψυχής που<br />

δημιουργεί με θετική ενέργεια, αντιμετωπίζοντας με<br />

το πάθος της πρόκλησης κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί<br />

στη διαδρομή μας!<br />

- Κυρία Λεβεντάκη να σας ευχαριστήσω για αυτή<br />

την όμορφη κουβέντα που είχαμε για το περιοδικό<br />

μας “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>” και να σας ευχηθώ καλή<br />

επιτυχία σε ότι κάνετε στη ζωή σας.<br />

Α. Α. Λιβάνη<br />

(2013) Η μοναξιά δεν έρχεται μόνη, Εκδοτικός Οίκος<br />

Α. Α. Λιβάνη<br />

(2012) Για μια χούφτα αστέρια, Οσελότος<br />

(2007) Οι δαιμονισμένες, Ωκεανίδα<br />

Χρύσα Μπαλαμπάνη<br />

(Για το περιοδικό “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”)<br />

Η Βασιλική Λεβεντάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε<br />

στον Πειραιά, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.<br />

Είναι παντρεμένη και μητέρα μιας κόρης. Σπούδασε<br />

Ιστορία της Τέχνης και Ψυχολογία. Είναι συγγραφέας<br />

μυθιστορημάτων, αλλά και βιβλίων για παιδιά. Μέλος<br />

της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής<br />

Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).<br />

Βιβλία της:<br />

(2014) Στα μονοπάτια του καπνού, Εκδοτικός Οίκος<br />

148 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 149


150 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 151


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Facebook…<br />

καμιά φορά οδηγεί και<br />

στο διαζύγιο!!!”<br />

(γράφει η Δήμητρα Τράκα)<br />

«Αγάπη μου, άλλαξες τον<br />

κωδικό στο προφίλ σου<br />

στο Facebook;»<br />

«Ναι μωρό μου. Γιατί<br />

ρωτάς;»<br />

«Θέλω ν’ ανεβάσω κάποιες φωτογραφίες μας. Γιατί το<br />

έκανες αυτό αλήθεια;»<br />

«Πήγα να μπω τις προάλλες και ξέχασα τον κωδικό και<br />

αναγκάστικα να τον αλλάξω.»<br />

«Και τώρα πώς θα μπω εγώ;»<br />

«Αχ, βρε μωρό μου τον ξέχασα πάλι!»<br />

«Έτσι ε; Καλά θα σου βάλω εγώ έναν καινούργιο.»<br />

«Όχι, όχι άσε θα το τακτοποιήσω εγώ!»<br />

«Αγάπη μου, μήπως μου κρύβεις κάτι;»<br />

«Κωνσταντίνε, ποια είναι αυτή η Κατερίνα που σου<br />

έκανε add χθες βράδυ στο Facebook;»<br />

«Μια συνάδελφος.»<br />

«Αλήθεια; Και πως και δεν τη ξέρω εγώ; Όλες κι όλες<br />

τρεις κοπέλες δουλεύουν στην εταιρεία και καμία δεν<br />

τη λένε Κατερίνα.»<br />

«Είναι καινούργια.»<br />

«Καλά, έτσι κι αλλιώς θα τη δω αύριο που θα περάσω<br />

να σε πάρω από τη δουλειά για να πάμε για φαγητό.»<br />

«Ξέρεις, δεν θα τη δεις. Είναι στις εξωτερικές πωλήσεις.»<br />

«Α, μάλιστα. Και φαντάζομαι δεν είναι ποτέ στο γραφείο.»<br />

«Ε ναι μωρέ. Δεν έρχεται συχνά.»<br />

«Αγάπη μου, μήπως μου κρύβεις κάτι;»<br />

«Αγάπη μου, ποια είναι αυτή που σε λέει μωρό της και<br />

σε προσκαλεί να βρεθείτε για καφέ στο Facebook;»<br />

«Ποια μωρό μου;»<br />

«Αυτή η μικρή ξανθούλα, που σου έστειλε μήνυμα πριν<br />

από λίγο.»<br />

«Βρε μωρό μου, γιατί πειράζεις τον υπολογιστή μου;»<br />

«Εγώ ένα mail ήθελα να στείλω στο αφεντικό μου, αλλά<br />

μόλις το άνοιξα ήρθε μια ειδοποίηση για μήνυμα και το<br />

είδα. Θα μου πεις ποια είναι αυτή;»<br />

«Ε, δεν ξέρω… Κάποιο λάθος θα έγινε…»<br />

«Λάθος θα κάνω εγώ άμα σε πιστέψω!»<br />

«Γιατί το λες αυτό μωράκι μου;»<br />

«Αγάπη μου, μήπως μου κρύβεις κάτι;»<br />

152 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 153


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Αγνοώντας το τι με περίμενε ανοίγοντας τον<br />

υπολογιστή μου και πιο συγκεκριμένα το λογαριασμό<br />

μου στο Facebook, εκείνη τη μέρα, κάθισα ξένοιαστη να<br />

περάσω λίγο χαλαρά τον ελεύθερο χρόνο μου, μετά από<br />

αμέτρητες ώρες δουλειάς. Αμέσως μόλις πάτησα το κουμπί<br />

της σύνδεσης στην οθόνη μου, είδα ν’ αναβοσβήνουν<br />

κόκκινα συννεφάκια που μ’ ενημέρωναν για τα<br />

εισερχόμενα γραπτά μηνύματά μου. Δεν παραξενεύτηκα,<br />

γιατί έχω πολλούς διαδικτυακούς φίλους αλλά και<br />

προσωπικούς, που μιας και δεν μπορούμε να βρεθούμε<br />

από κοντά λόγω έλλειψης χρόνου, κουβεντιάζουμε μέσω<br />

του διαδικτύου συνήθως.<br />

Πάτησα την κόκκινη ένδειξη λοιπόν και προς έκπληξή<br />

μου, βρέθηκα να διαβάζω ανάμεσα στα μηνύματα<br />

γνωστών μου κι ένα μήνυμα από έναν άγνωστο αποστολέα.<br />

Είχε ελληνικό όνομα μεν, άγνωστο δε. Ούτε λίγο, ούτε<br />

πολύ, αφού μου σύστηνε τον εαυτό του, αμέσως μετά<br />

προχώρησε λέγοντας ότι γοητεύτηκε από τη φωτογραφία<br />

του προφίλ μου κι επιθυμούσε να με γνωρίσει καλύτερα.<br />

Δεν θα έδινα ίσως σημασία, αν δεν μου κέντριζε το<br />

ενδιαφέρον μία λεπτομέρεια. Ανάμεσα στα πολλά, είχε<br />

γράψει ότι γνώριζε πως είμαι παντρεμένη (αφού το είχα<br />

δηλωμένο εγώ στο status μου) και ότι δεν τον ενδιέφερε<br />

καθόλου, αφού κι αυτός ήταν παντρεμένος.<br />

Δεν ήταν η πρώτη φορά που δεχόμουν μηνύματα<br />

με κάποιου είδους φλερτ από αγνώστους, αλλά πάντα<br />

τα διέγραφα. Αυτό όμως, είχε αυτή τη ξεχωριστή<br />

λεπτομέρεια και μ’ έβαλε σε σκέψεις. Με μια γρήγορη<br />

αναζήτησή μου στο διαδίκτυο, ανακάλυψα κάποια<br />

στοιχεία πραγματικά ανησυχητικά. Διάβασα λοιπόν, ότι<br />

στην Αμερική, σύμφωνα με έρευνες που έγιναν επάνω<br />

σε στατιστικές υποθέσεων διαζυγίου, το 1 στα 5 διαζύγια<br />

είναι αποτέλεσμα γνωριμιών μέσω του Facebook. Και<br />

αν αυτό μας φαίνεται κάτι πολύ έξω από τα ελληνικά<br />

δεδομένα, σε μια άλλη έρευνα αναφέρεται, ότι το 45,6%<br />

των χρηστών του Facebook στην Ελλάδα, φλερτάρει<br />

μέσω ιστοσελίδων και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις<br />

αυτών των διαδικτυακών σχέσεων που δημιουργούνται,<br />

να οδηγούν στο διαζύγιο.<br />

Αν και έχει αποδειχθεί ότι ο ένας στους δύο χρήστες,<br />

που αναπτύσσουν διαδικτυακές σχέσεις, δεν προχωρά<br />

σε προσωπική συνάντηση, ωστόσο, «η ζήλια του Facebook»,<br />

όπως την αποκαλούν οι ειδικοί, έχει αυξηθεί<br />

σημαντικά και βάζει σε ρίσκο σχέσεις ζευγαριών κάθε<br />

ηλικίας. Καθώς επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι η χρήση<br />

του κοινωνικού δικτύου, τόσο αυξάνονται οι προστριβές<br />

ανάμεσα στα ζευγάρια. Και βέβαια, όσο αυτή η ανώνυμη<br />

154 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 155


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

προσέγγιση ευνοεί το φλερτ, άλλο τόσο οι περιπτώσεις<br />

απάτης μέσω διαδικτύου θα πληθαίνουν.<br />

Είναι παράξενο τελικά, γιατί το διαδίκτυο ξεκίνησε<br />

τα πρώτα του βήματα με σκοπό την εξυπηρέτηση της<br />

επικοινωνίας εξ’ αποστάσεως. Κατάφερε να φέρει<br />

ανθρώπους κοντά και να συντελεί σημαντικά, στο κομμάτι<br />

της ανθρώπινης επαφής. Έδωσε ώθηση σε αρκετούς<br />

επαγγελματικούς τομείς. Έδωσε όμως και μια ευκαιρία<br />

συντροφικότητας σε πολλούς μοναχικούς ανθρώπους,<br />

που δεν θα είχαν την τόλμη ίσως, να μοιραστούν σκέψεις<br />

και πράγματα με άλλους ανθρώπους στον πραγματικό<br />

κόσμο.<br />

Από την άλλη όμως πλευρά, μήπως το Facebook,<br />

κατέληξε να είναι ένας «μεγάλος αδερφός», που<br />

παρατηρεί κι επεμβαίνει στις προσωπικές μας σχέσεις;<br />

Επιτρέπουμε δηλαδή άγνωστους εισβολείς στη ζωή μας,<br />

που με μια κολακεία μας ανεβάζουν το γόητρο στο ζενίθ<br />

και δίνουμε προβάδισμα στον διαδικτυακό μας χρόνο,<br />

αντί να δώσουμε στη σχέση μας με τον σύντροφό μας,<br />

που είναι άλλωστε και αυτό που έχουμε περισσότερη<br />

ανάγκη ως άνθρωποι. Μοιραζόμαστε πράγματα με<br />

αναρίθμητους άγνωστους και όχι μ’ εκείνον που αποτελεί<br />

το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μας.<br />

Θα πρέπει ίσως ν’ αντιληφθούμε ότι, η λύση των<br />

προβλημάτων μιας σχέσης, δεν θα έρθει μέσα από μια<br />

άψυχη διαδικτυακή επικοινωνία, η οποία τις περισσότερες<br />

φορές μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα,<br />

αλλά με προσωπική επαφή που θα φέρει τα λογικά<br />

αποτελέσματα, άσχετα αν αυτά είναι θετικά ή αρνητικά.<br />

Αυτό εν κατακλείδι σημαίνει, ότι στον πραγματικό κόσμο,<br />

τα συναισθηματικά κενά που νιώθει ένας άνθρωπος,<br />

καλύπτονται μόνο από κοντά…<br />

Δήμητρα Τράκα<br />

156 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 157


158 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Απρίλιος</strong> 2014<br />

| <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 159


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Παράξενη Κατοικία”<br />

(γράφει η Κωνσταντίνα Καντζιού)<br />

Ο χρόνος είναι φίλος και<br />

εχθρός. Φίλος όταν αρμονικά<br />

συμβαδίζετε σαν συνοδοιπόροι<br />

στο δύσβατο ταξίδι της ζωής<br />

και ορκισμένος εχθρός όταν<br />

με αυθάδεια προπορεύεται και νιώθεις την ανάγκη να<br />

τον κυνηγήσεις και να τον βάλεις να απολογηθεί για<br />

όσα δεινά σου προκάλεσε η παρέλευση του. Και όμως,<br />

επιλέξαμε μια ζωή ορισμένη στα χρονικά περιθώρια,<br />

η συνείδηση μας σφυρηλατήθηκε στις έννοιες των<br />

χρονικών εναλλαγών και φτάσαμε να αναρωτιόμαστε<br />

πώς ο χρόνος μοιάζει να ξεγλιστρά σαν ρυάκι μέσα από<br />

τα χέρια μας. Μήτε φίλος, μήτε εχθρός τελικά, αλλά<br />

ένας ξένος που μας προσπερνά σε ένα στενό σοκάκι<br />

της ζωής κοιτώντας μας μέσα από την κουκούλα του.<br />

Τα μάτια του αστράφτουν για μια στιγμή και τα κρύβει<br />

ξανά κάτω από το μαύρο ύφασμα ανοίγοντας βιαστικά<br />

το βήμα του.<br />

Οι ώρες είναι οι παιχνιδιάρες κόρες του. Με μακριά,<br />

μεταξωτά φορέματα, χυτά σγουρά μαλλιά και κορδέλες<br />

σε δεσμεύουν στην παραίσθηση της διάρκειας και εσύ<br />

ξεχνάς την μοιραία φθορά, αναλογίζεσαι απνευστί το<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

μεγαλείο, αναβάλλεις για αύριο όσα μπορούσες να<br />

κάνεις σήμερα και ξεχνιέσαι με την ελπίδα της αυριανής<br />

επανάληψης. Σε αυτή την επαναληπτική δυνατότητα του<br />

χρόνου χάνεται το μυστήριο του “ζειν”. Όλα μπαίνουν<br />

σε ένα πλαίσιο και εσύ οπλίζεσαι με υπομονή για να<br />

παραμείνεις μέσα σε αυτό, ωστόσο κρυφά μέσα σου<br />

ελπίζεις στο απρόσμενο ξέσπασμα του άλλου εαυτού<br />

σου, του πιο ονειροπόλου και αυθόρμητου.<br />

Τα ρολόγια πράγματι κρύβουν μέσα τους ένα από τα<br />

πιο αιχμηρά ψεγάδια του κόσμου μας, το ανεπανόρθωτο<br />

του χρόνου. Οι αριθμοί, η αρμονία και η εσπευσμένη<br />

κυκλική φορά των δεικτών μετρούν αντίστροφα. Για<br />

τον καθένα υπάρχει κάτι διαφορετικό στο τέλος της<br />

αντίστροφης μέτρησης, κάτι που πολύ φοβάται και<br />

αποφεύγει. Και αν η ζωή μπορούσε όλη να χωρέσει σε<br />

μια μέρα; Αν κατοικία μας ήταν το περίφημο ρολόι και<br />

εμείς οι ίδιοι οφείλαμε να γυρίζουμε τους βαριούς του<br />

δείκτες; Άραγε θα αντέχαμε να ζούμε σε έναν κόσμο<br />

απαλλαγμένο από την έννοια του χρόνου, ή μήπως η<br />

περατότητα μας είναι απόλυτα συνυφασμένη μαζί του;<br />

Αφήστε με να σας πω μια ιστορία...<br />

Ώρα δώδεκα. Ένα αγόρι ήρθε στον κόσμο. Δεν<br />

είχε σημασία η μέρα, η ημερομηνία, η χρονιά, μόνο η<br />

ώρα σε εκείνον τον κόσμο. Ένα τεράστιο ρολόι στον<br />

τοίχο του νοσοκομείου έδειχνε ακριβώς δώδεκα όταν<br />

160 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 161


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

το κλάμα του νεογέννητου αντήχησε στον διάδρομο. Η<br />

μητέρα του προτού προλάβει το μωρό της να κλάψει την<br />

εκκωφαντική μελωδία της ζωής, πρόλαβε και ζήτησε από<br />

την νοσοκόμα να βγάλει τις μπαταρίες από ένα μικρό<br />

στρογγυλό ρολόι που είχε βάλει δίπλα της. Η νοσοκόμα<br />

έδειξε παραξενεμένη όμως αμέσως έπραξε όπως της όρισε<br />

η λεχώνα, από συμπόνια για την πολύωρη ταλαιπωρία<br />

της γέννας. Και αμέσως οι δείκτες κοκάλωσαν στις<br />

δώδεκα ακριβώς. Μα το ρολόι στον τοίχο συνέχιζε την<br />

φρενιασμένη του πορεία γύρω από τον σταθερό άξονα<br />

περιστροφής και η νοσοκόμα εξέφρασε, μη μπορώντας<br />

να συγκρατηθεί πια, την ερώτηση της.<br />

“Γιατί μου ζητήσατε σταματήσω το ρολόι την ώρα που<br />

γεννήθηκε ο γιος σας;”, σκούπισε από το μέτωπο της<br />

τον ιδρώτα.<br />

“Γιατί η ζωή υπερβαίνει τον χρόνο...”, της απάντησε<br />

ανακουφισμένη στην θέα του υγιέστατου νεογέννητου.<br />

Η νοσοκόμα δεν είπε κάτι άλλο, όμως από μέσα της<br />

ορκιζόταν πως η γυναίκα εκείνη ήταν τρελή. Το θαύμα<br />

της ζωής για αυτήν κρατιόταν αλυσοδεμένο από τις ώρες,<br />

της ανάστατες κόρες του χρόνου. Όμως για εκείνη την<br />

νέα γυναίκα που τώρα ήταν ξαπλωμένη με τα σκέλια<br />

ακόμα ανοιχτά στο χειρουργικό κρεβάτι, τον ιδρώτα<br />

ζεστό να δροσίζει για στιγμές το φλεγόμενο μέτωπο<br />

και το ωχρό πρόσωπο, η ζωή είχε καταφέρει να ανέβει<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

πιο ψηλά από την αντίστροφη μέτρηση του βιαστικού<br />

ρολογιού. Ο γιος της είχε γεννηθεί απαλλαγμένος από<br />

την ανθρώπινη αυτή πρόληψη, το δικό του ρολόι δεν<br />

θα σταματούσε την μέρα του θανάτου του, αλλά της<br />

γέννησης του, συμβολίζοντας έτσι το χρέος του να κινεί<br />

τους δείκτες ελεύθερος και συνειδητοποιημένος για το<br />

υπόλοιπο της ζωής του.<br />

Τα παιδικά χεράκια αναζητούσαν την μητρική<br />

αγκαλιά ένα χρόνο αργότερα και η μητέρα άπλωσε τα<br />

λεπτά άκρα της για να τυλίξει μέσα τους το ξεχωριστό<br />

σπλάχνο της. Κάθισε μαζί του στον καναπέ, έβγαλε τον<br />

διογκωμένο μαστό της για να το ταΐσει και το μικρό<br />

μωρό αχόρταγα έπιασε τον μαστικό ιστό και άρχισε<br />

να τρέφει την ωρίμανση του. Στο μικρό τραπέζι δίπλα<br />

τους βρισκόταν το σταματημένο, παλιό ρολόι. Η μητέρα<br />

νιώθοντας την ένταση του θηλασμού και την ζεστασιά<br />

του παιδιού της πάνω στο στέρνο της του είπε για την<br />

μεγάλη αποστολή της ζωής.<br />

“Γιε μου το βλέπεις αυτό το ρολόι; Η ζωή σου όλη<br />

κρύβεται μέσα του. Κάθε μία ώρα περνούν πέντε χρόνια<br />

από την ζωή σου. Μα αυτό το ρολόι δεν είναι σαν τα<br />

άλλα, δεν παίρνει πρωτοβουλίες και δεν σε αψηφά.<br />

Μονάχα δέχεται την ωριμότητα σου και τις εντολές σου.<br />

Γιατί γιε μου η ανθρώπινη ζωή δεν δυναστεύεται από<br />

τον χρόνο, η ανθρώπινη ζωή ενυπάρχει μαζί του και<br />

162 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 163


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

προσπαθεί να τον υπερβεί. Κάποτε η μητέρα μου, μου<br />

είχε πει χαμογελώντας αυτάρεσκα:” Ο χρόνος είναι ένα<br />

κατασκεύασμα των ανθρώπων για να μην τρελαθούν<br />

από τις σβούρες που φέρνει η Γη γύρω από τον Ήλιο,<br />

για να μην πιστέψουν δεισιδαιμονίες για την γέννηση<br />

και τον θάνατο του φωτός, για να μην προλάβουν να<br />

συνειδητοποιήσουν ότι ζουν.” Γιε μου που αχόρταγα<br />

πίνεις το γάλα από το στήθος μου σου χαρίζω αυτή την<br />

παράξενη κατοικία να στεγάσεις την ψυχή σου. Εκεί<br />

κανείς δεν θα υποπτευθεί, κανείς δεν θα ψάξει να την<br />

κλέψει μέσα από ένα ρολόι, όλοι το μισούν έτσι που<br />

τρέχει. Εσύ όμως θα μάθεις να το αγαπάς. Γιατί το δικό<br />

σου ρολόι δεν τρέχει, έπαψε από τότε που γεννήθηκες.”<br />

Το μικρό αγόρι χορτασμένο πια γούρλωσε τα μάτια<br />

του και κοίταξε παραξενεμένο την μητέρα του. Εκείνη<br />

έντυσε τον γυμνό μαστό και κράτησε το μωρό της όρθιο<br />

στην αγκαλιά της μέχρι να χωνέψει, γνωρίζοντας πως<br />

μπορεί οι λέξεις της να μην σήμαιναν τίποτε τώρα αλλά το<br />

νόημα του θα ξετυλιγόταν αναπόφευκτα αργότερα.<br />

Ώρα τρεις. Το δεκαπεντάχρονο πια αγόρι στέκεται<br />

σιωπηλό μέσα στην βροχή. Όλοι γύρω του κρατούν μαύρες<br />

ομπρέλες. Τα δάκρυα στάζουν στα αναψοκοκκινισμένα<br />

του μάγουλα και πλέκονται χορευτικά με τις παχιές<br />

βρόχινες σταγόνες. Το κεφάλι του στραμμένο στο χώμα,<br />

τα ρούχα του μουσκίδι και η ψυχή του στραγγιγμένη<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

από τον πόνο. Έπρεπε να την αφήσει στην παράξενη<br />

κατοικία της σήμερα. Σήμερα, μια μέρα μετά τα γενέθλια<br />

του, είχε μόλις προωθήσει τον ωροδείκτη στο τρία και<br />

τον λεπτοδείκτη στο δώδεκα όταν ο πατέρας του μπήκε<br />

εσπευσμένα στο δωμάτιο και απλά τον κοίταξε. Το<br />

βλέμμα εκείνο δεν χρειαζόταν καμία λεκτική επένδυση<br />

για να μεταβιβάσει το μήνυμα. Είχε έρθει η ώρα να την<br />

αποχαιρετήσει, η αρρώστια την έπαιρνε μια για πάντα<br />

μακριά του.<br />

Η βροχή δυνάμωνε και το πλήθος αραίωνε μετά τον<br />

τελευταίο αποχαιρετισμό. Ο γιος αφέθηκε να σκεπαστεί<br />

από τα ανελέητα σταγονίδια του μαύρου σύννεφου και<br />

ανέκφραστος τώρα έστριψε αργά και άρχισε να περπατά<br />

προς την έξοδο του νεκροταφείου. Στο σπίτι έφτασε<br />

αρκετή ώρα μετά, ενώ ο πατέρας του αναμένοντας τον<br />

κάπνιζε το πέμπτο τσιγάρο.<br />

Έκλεισε την πόρτα με διακριτικό τρόπο όμως ο<br />

πατέρας του ήταν ανίκανος να τον αγνοήσει. Το<br />

τρεμάμενο χέρι του έσβησε το τσιγάρο στο, γεμάτο με<br />

μισοκαπνισμένα τσιγάρα, τασάκι και αφήνοντας ένα<br />

πυκνό σύννεφο καπνού στην εκπνοή του ρώτησε:<br />

“Που ήσουν τόση ώρα;”<br />

Ήδη το νερό της βροχής στράγγιζε σταδιακά από<br />

τα ρούχα του μικρού και άρχισε να λιμνάζει γύρω του<br />

δίνοντας στην φιγούρα του μια μεγαλειώδη αντανάκλαση.<br />

164 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 165


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Η απάντηση στην ερώτηση του πατέρα του φάνηκε<br />

βαρετή και έτσι ανταποκρίθηκε αυτοσχεδιάζοντας.<br />

“Ξέρεις πατέρα, ο τρελός δεν ξέρει ότι είναι τρελός. Αν<br />

όμως ρωτήσεις κάποιον από το κοινωνικό του περιβάλλον<br />

θα σε βεβαιώσει για αυτό.”, τίναξε παιχνιδιάρικα τα<br />

μαλλιά του προκαλώντας τα να πάρουν ένα αλλόκοτο<br />

σχήμα λόγω του νερού.<br />

“Το ίδιο ισχύει και για τον ηλίθιο.”, του ανταπάντησε<br />

εκείνος και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.<br />

“Μακάρι να ήμουν τρελός. Όλα θα ήταν πιο εύκολα...”<br />

“Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ πως δεν είσαι. Όλοι μας<br />

κουβαλάμε μια διαφορετική τρέλα μέσα μας και αυτό<br />

ονομάζουμε χαρακτήρα.”, ρούφηξε την εθιστική νικοτίνη<br />

και αμέσως σταμάτησε την συζήτηση γυρνώντας από<br />

την άλλη σκεπτικός.<br />

Ώρα έξι. Μόλις τρεις ώρες είχαν περάσει στο<br />

σταματημένο ρολόι του. Και όμως ακόμα δεκαπέντε<br />

χρόνια για αυτόν είχαν χαθεί ανάμεσα στα χιλιάδες<br />

άλλα τρεχούμενα ρολόγια της επιβίωσης. Μόνος πια<br />

στο σταυροδρόμι της ζωής, ο πατέρας του έφυγε και<br />

αυτός νωρίς. Πέντε χρόνια πριν η αγάπη του για το<br />

τσιγάρο και η ενσταλαγμένη απόγνωση για τον θάνατο<br />

της γυναίκας του ρούφηξαν κάθε ίχνος ζωής από μέσα<br />

του και συνάντησε τον θάνατο λιποβαρής και ψυχικά<br />

εξαντλημένος. Του παραδόθηκε με τέτοια προθυμία που<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

κανείς θα έλεγε πως η ζωή δεν του ήταν πια ανεκτή.<br />

Τριάντα χρονών, ο ξεχασμένος γιος συνέχιζε να<br />

παίζει το παιχνίδι της μητέρας του. Ίσως γιατί ήλπιζε πως<br />

μέσα από αυτή την απειροελάχιστη στιγμή που άγγιζε<br />

το παλαιϊκό ρολόι ένιωθε το δικό της χέρι να μετακινεί<br />

τους δείκτες για αυτόν, ίσως γιατί πάντοτε έβλεπε το<br />

πρόσωπο της πίσω από ραγισμένο γυαλί που κάλυπτε<br />

τους αριθμούς, ίσως γιατί ο χρόνος μέσα του πραγματικά<br />

σταματούσε και τα χρόνια δεν είχαν νόημα χωρίς την<br />

οικογένεια του. Γιατί για εκείνον ο χρόνος δεν ήταν<br />

τίποτε παραπάνω από μια διαφορετική κορνίζα. Στο<br />

εσωτερικό της στέγαζε τις αναμνήσεις, τις ανείπωτες<br />

αλήθειες, τα φλεγόμενα συναισθήματα, τις κινήσεις,<br />

την αύρα της καθημερινής συναναστροφής. Μα σαν<br />

έλειπαν όλα εκείνα, η κορνίζα δεν είχε νόημα. Τι νόημα<br />

είχε μια άδεια κορνίζα..τι νόημα είχε ο χρόνος;<br />

Κάθισε στην παλιά, φαγωμένη πολυθρόνα του πατέρα<br />

του... Με τον πλαστικό του αναπτήρα φλογοβόλησε<br />

το στριμμένο τσιγάρο και για μια στιγμή προτού<br />

ρουφήξει στάθηκε να συλλογιστεί την ειρωνεία: “O<br />

χρόνος μπορεί να μην ξεγράφει επ’ ουδενί την απώλεια,<br />

όμως το σφουγγάρι της λήθης σβήνει όλες τις αφορμές<br />

και τις αιτίες. Και έτσι ο άνθρωπος μένει μετέωρος<br />

μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου προσπαθώντας να<br />

αποκαλύψει τι είναι αληθινό και τι όχι από το παρελθόν<br />

166 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 167


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

του. Αμφιβάλλει αν οι αναμνήσεις του είναι πραγματικές<br />

ή σμιλεύτηκαν αργότερα από την ενδόμυχη ωραιοποίηση<br />

των περασμένων.’’<br />

Με μια απρόσμενη αυτοπεποίθηση κατέβασε στο<br />

λαρύγγι του όσο περισσότερο καπνό μπορούσε και<br />

έπειτα πίεσε το τσιγάρο ενάντια στο τασάκι με τέτοια<br />

δύναμη που το συνέτριψε σχεδόν ενάντια στο μέταλλο.<br />

Εξέπνευσε και με το σύννεφο καπνού εμφανίστηκε μια<br />

οικεία φιγούρα. Τα ξανθά μαλλιά, το αγνό πρόσωπο,<br />

η τρυφερή φωνή, όλα όσα αποτελούσαν την μοναδική<br />

ηλιαχτίδα της ευτυχίας του.<br />

“Μπαμπά.. Τι έχεις και είσαι σκεπτικός;”, αναρωτήθηκε<br />

ανήσυχο το μικρό κορίτσι.<br />

“Παιδί μου πια είσαι αρκετά μεγάλη για να ακούσεις<br />

μια ιστορία.”<br />

“Αυτή που πάντα μου έλεγες πως θα μου πεις;”<br />

“Αυτή κόρη μου..”, χαμογέλασε στραβά,<br />

αμφιταλαντευόμενος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος.<br />

“Άντε λοιπόν μπαμπά..Ξεκίνα!”, τον πλησίασε και κάθισε<br />

στα πόδια του. Πέρασε τα χέρια της σαν δαχτυλίδι γύρω<br />

από τον λαιμό του.<br />

“Υπάρχει μια παράξενη κατοικία και εκεί ο χρόνος δεν<br />

υπάρχει. Εκεί αποθηκεύονται όλες οι αξίες, οι αληθινές<br />

αναμνήσεις, τα αστείρευτα συναισθήματα, ο κόσμος<br />

σου όλος. Εκεί κανένας δεν μπορεί να σε πειράξει.. Εκεί<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

είναι το καταφύγιο σου..”<br />

Το κοριτσάκι παρά την περιέργεια του αρκέστηκε<br />

μόνο σε μια ερώτηση.<br />

“Που είναι αυτή η παράξενη κατοικία μπαμπά;”<br />

“Κόρη μου το βλέπεις αυτό το ρολόι; Η ζωή μου όλη<br />

κρύβεται μέσα του. Κάθε μία ώρα περνούν πέντε χρόνια<br />

από αυτή. Για μένα κάθε πέντε χρόνια περνά μία ώρα<br />

στο παράξενο σπιτικό μου. Και πρέπει εγώ με την<br />

υπομονή και την δύναμη μου να γυρνάω τους δείκτες,<br />

υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως είμαι ασφαλής<br />

μακριά από την βία και την τρέλα της κοινωνίας αλλά<br />

δεν μπορώ να αποφύγω το χρέος μου.. Να συνεχίζω να<br />

ζω!”<br />

“Δηλαδή μπαμπά κάθε πέντε χρόνια γυρνάς το ρολόι σου<br />

μια ώρα μπροστά; Και τι θα γίνει όταν πια δεν μπορείς<br />

να το γυρνάς;”<br />

“Θέλω κόρη μου να συνεχίσεις αυτό το παιχνίδι για<br />

μένα.. Συμβολίζει για την οικογένεια μας την αιώνια<br />

πάλη ενάντια στον χρόνο.”<br />

“Γιατί να θέλω να παλέψω με τον χρόνο; Γιατί να μην<br />

τον αφήσω απλά να περάσει..”<br />

“Μην τον αφήσεις απλά να περνάει αγάπη μου.. Ο χρόνος<br />

σε ξεγελά και σου προτείνει την αιωνιότητα που ποτέ<br />

δεν μπορείς να πιάσεις.”, την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι.<br />

“Πλάκα έχει η παράξενη κατοικία σου μπαμπά. Θα την<br />

168 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 169


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

προσέχω όταν δεν είσαι εδώ!”<br />

“Σε ευχαριστώ..”<br />

Ώρα εννιά. Οι πρώτες αυλακιές είχαν αρχίσει<br />

να εμφανίζονται στο μέτωπο του. Δεν τον πείραζε η<br />

γήρανση, άλλωστε την θεωρούσε ένα κακόγουστο αστείο<br />

της φύσης, μια υπενθύμιση για το τέλος της αντίστροφης<br />

μέτρησης. Η κόρη του πια είχε μεγαλώσει, είχε ανοίξει<br />

τα φτερά της στον κόσμο και αναζητούσε αχόρταγα την<br />

ευτυχία. Μα για εκείνον η μόνη ευτυχία ήταν εκείνη..<br />

Έσπρωξε τους δείκτες και αυτοί έδειξαν εννιά ακριβώς.<br />

Ανήμερα των γενεθλίων του, έτυχε να είναι μόνος στο<br />

σπίτι.<br />

Αδυσώπητα τα χρόνια δραπέτευαν από μέσα του,<br />

εκπνέονταν σαν ανάσες χάους και εξαϋλώνονταν στην<br />

απελπισία. Η αθωότητα, η αυτοπεποίθηση, η ξεγνοιασιά,<br />

ο έρωτας, η υποχρέωση, η θαλπωρή και η φαντασία<br />

στριμώχνονταν στο πίσω μέρος του μυαλού του και<br />

εκείνος αυθυποβαλλόταν στον φόβο. Τα υλικά αγαθά,<br />

οι κοινωνικές αξιώσεις και οι υποσχέσεις διαβρώνονταν<br />

μπροστά στην ισχύ και την δύναμη που έφερνε ο ξένος<br />

της ζωής, ο χρόνος. Τώρα ένιωθε πως ο υπερόπτης ξένος<br />

του χαμογελούσε και έτρεχε μακριά του. Τα μυώδη<br />

πόδια του τον έκαναν γρήγορο και άφταστο μπροστά<br />

στον μεσήλικα γιο με το ρυτιδωμένο πρόσωπο και το<br />

λιποβαρές κορμί. Πόσο είχε αρχίσει να μοιάζει στον<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

πατέρα του! Η μέρα των γενεθλίων του πέρασε βιαστική<br />

και χώθηκε στην αγκάλη των κορών του χρόνου που την<br />

ντάντεψαν και την κούραραν προτού την παραδώσουν<br />

στον πατέρα τους. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και μια<br />

μόνο σκέψη έσκισε το μυαλό του στα δύο:<br />

“Παιδί μου όπου και αν είσαι ας είσαι καλά. Συγχώρεσε<br />

τον εγωισμό μου που σε θέλει εδώ!”, έκλεισε το φως και<br />

κοιμήθηκε σκουπίζοντας ένα τρεμουλιαστό δάκρυ από<br />

το μάγουλο του.<br />

Ώρα δώδεκα παρά. Έπιασε το χέρι της σφιχτά και<br />

την τράβηξε προς το μέρος του καθώς ήταν ξαπλωμένος<br />

και η φωνή του αδύναμη έβγαινε από το λαρύγγι του.<br />

“Ήρθε;”, ψιθύρισε στο αυτί της γυναίκας του.<br />

“Όχι καλέ μου, δεν ήρθε ακόμα..”, χάιδεψε το ιδρωμένο<br />

του μέτωπο.<br />

“Μόλις έρθει στείλε την μέσα.”, άφησε το χέρι της να<br />

πέσει και κοίταξε αλλού.<br />

Ήταν το τρίτο εγκεφαλικό που τον είχε καθηλώσει<br />

στην κλίνη του και δεν του άρεσε καθόλου. Το σαγόνι<br />

του έγερνε ελαφρώς προς τα δεξιά, τα μάτια του μονίμως<br />

υγρά και ανέκφραστα, το σώμα του άκαμπτο σαν νεκρού.<br />

Η κόρη του έλειπε δέκα χρόνια τώρα στην Αγγλία και<br />

η θύμηση της έμοιαζε τόσο μακρινή. Η πόρτα άνοιξε<br />

διάπλατα..<br />

“Πατέρα!”, η φωνή της αντήχησε στο δωμάτιο.<br />

170 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 171


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Κοπέλα μου..Κάτσε δίπλα μου να σε καμαρώσω!”<br />

Και κάπως έτσι οι ώρες κύλισαν, χόρεψαν γύρω τους<br />

αλλοπαρμένες, γεμάτες κέφι. Λίγο πριν φύγει ο γέρος<br />

πατέρας ανασηκώθηκε και δέσμευσε στα χέρια του το<br />

πολύτιμο αντικείμενο της μητέρας του.<br />

“Πάρ’το..”, της είπε δίνοντας της το ρολόι. Έδειχνε<br />

δώδεκα παρά πέντε.<br />

“Όχι. Δεν είναι ακόμα ώρα!”, τον κοίταξε με δάκρυα<br />

στα μάτια<br />

“Και όμως είναι γλυκό μου κορίτσι..”<br />

Η κόρη του έσκυψε να τον αγκαλιάσει και έφυγε<br />

συγκρατώντας τα αναβλύζοντα δάκρυα της, χωρίς να<br />

πει τίποτα στην μητέρα της. Το ανθρώπινο μυαλό γεννά<br />

τον χρόνο και όμως είναι το ίδιο που τον ανατρέπει<br />

αιώνια. Ο πατέρας της άφησε την τελευταία του πνοή<br />

εκείνο το βράδυ. Εκείνη το έμαθε, (τι ειρωνεία!) στις<br />

δώδεκα παρά πέντε το βράδυ. Γύρισε τότε μόνη της το<br />

ρολόι στις δώδεκα ακριβώς και θρήνησε γοερά.. Τι και<br />

αν η ζωή μπορούσε όλη να χωρέσει σε μια μέρα;<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Κωνσταντίνα Καντζιού<br />

172 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 173


<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 175<br />

174 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Η μαγική πυξίδα”<br />

(γράφει η Μηλέβα<br />

Αναστασιάδου)<br />

Δεν έχω ιδέα γιατί<br />

βρίσκομαι εδώ. Είναι όλα<br />

τόσο άσπρα και λαμπερά<br />

κι ο ήλιος που πέφτει στα<br />

μάτια μου με τυφλώνει, με<br />

αποτέλεσμα να μην μπορώ να δω καθαρά. Μια παρέα<br />

προχωράει προς την έξοδο κι από μακριά ακούω λυγμούς,<br />

ανάμεικτους με ανάρμοστα για τον χώρο γέλια, κάτι<br />

που συνηθίζεται όμως τέτοιες στιγμές, όταν η θλίψη<br />

ανακατεύεται αναγκαστικά με ανόητα αστεία, για να<br />

μην καταπιεί τα πάντα.<br />

Κάποιοι έχουν φίλους που εμπιστεύονται. Άλλοι<br />

έχουν την θρησκεία να τους καθοδηγεί. Εγώ είχα την<br />

πυξίδα μου. Μέχρι πριν λίγο καιρό, γιατί μετά την έχασα.<br />

Δεν ήταν μια απλή πυξίδα, σαν αυτές που μπορείς να<br />

αγοράσεις για να προσανατολίζεσαι στην έρημο ή στα<br />

δάση, ή όπου τέλος πάντων μπορεί να χρειαστεί, για<br />

να μην χαθείς. Η δική μου πυξίδα ήταν μαγική γιατί<br />

μου έδειχνε μεν τον σωστό δρόμο, όχι όμως με την<br />

κυριολεκτική έννοια. Μου έδειχνε δηλαδή πάντα τις<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

σωστές αποφάσεις. Μέχρι πριν λίγες μέρες που την<br />

έχασα, την στιγμή που την χρειαζόμουν περισσότερο<br />

από ποτέ.<br />

Αυτό συνέβη αφού έκανα το τεστ. Όταν βεβαιώθηκα<br />

για το αποτέλεσμα, αφού κοίταξα ξανά τις οδηγίες<br />

χρήσης, δεν είχα άλλη επιλογή από το να αναζητήσω<br />

την πυξίδα, την οποία όμως δεν βρήκα πουθενά. Τότε<br />

ήταν που πανικοβλήθηκα. Δεν ανησύχησα πολύ από<br />

την αρχή, αφού γνώριζα καλά πως η πυξίδα θα βρεθεί<br />

και θα μου δώσει την απάντηση. Όταν όμως δεν την<br />

εντόπισα πουθενά, τότε ήταν που τα ερωτήματα<br />

πλημμύρησαν το μυαλό μου κι η σκέψη μου χάθηκε σε<br />

έναν λαβύρινθο απέραντο, που όλο μεγάλωνε, καθώς<br />

οι απορίες πολλαπλασιάζονταν. Αν είχα την πυξίδα,<br />

όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Μία βασική ερώτηση<br />

θα ήταν αρκετή για να με κατατοπίσει προς την έξοδο<br />

από τα δαιδαλώδη μονοπάτια στα οποία είχα χαθεί.<br />

Αφού όμως δεν ήμουν σίγουρη για την απάντηση, με<br />

ποιον δηλαδή τρόπο θα αντιμετωπίσω την ξαφνική αυτή<br />

αλλαγή στη ζωή μου, το ένα μετά το άλλο, ξεπηδούσαν<br />

σαν χορευτές που εμφανίζονται ένας ένας στην σκηνή<br />

λίγο μετά το άνοιγμα της αυλαίας, τα ερωτήματα σχετικά<br />

με το αβέβαιο μέλλον μου. Έπρεπε ή όχι να του το πω;<br />

Μήπως ήμουν πολύ νέα για να μεγαλώσω ένα παιδί;<br />

Όσο κι αν έψαχνα, δεν έβρισκα τις απαντήσεις που είχα<br />

176 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 177


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

ανάγκη. Γιατί η πυξίδα μου είχε χαθεί.<br />

Τις επόμενες μέρες, πίστεψα ξανά στο ανθρώπινο<br />

είδος κι ένιωσα ευτυχισμένη όσο ελάχιστες φορές στη ζωή<br />

μου. Ίσως όταν ήμουν ακόμα παιδί ή τον πρώτο καιρό του<br />

έρωτά μας. Αν υποψιαστώ ότι η πίστη μου στον άνθρωπο<br />

είναι θέμα ορμονικό, είμαστε δηλαδή ρομπότ έρμαια<br />

των μηχανισμών μας, θα την ξαναχάσω αναπόφευκτα<br />

την πίστη μου, αν και δεν μου είναι καθόλου μα καθόλου<br />

εύκολο, έτσι όπως είμαι πνιγμένη στις ορμόνες της<br />

χαράς. Αυτό βέβαια επιβεβαιώνει την πεποίθησή μου<br />

ότι είμαστε μαριονέτες, μηχανάκια με ελαττωματικό<br />

-ενίοτε- λειτουργικό σύστημα, αλλά και πάλι συνεχίζω<br />

ανεξήγητα να μην χάνω την πίστη μου. Έτσι κάπως<br />

αρχίζει κάποιος να καταφεύγει στη μεταφυσική. Για να<br />

καταλάβει τα ανεξήγητα, ή αν το δεις πιο ορθολογιστικά,<br />

για να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο του ανεξήγητου.<br />

Για τη μεταφυσική οπτική φταίνε λοιπόν οι ορμόνες.<br />

Δεν βλέπεις καθαρά βουτηγμένος στις ορμόνες, αν και<br />

ο οργανισμός είναι πάντα βουτηγμένος στις ορμόνες,<br />

οπότε οι δυνατότητες για καθαρή κι αντικειμενική ματιά<br />

είναι από τη φύση μας τελικά περιορισμένες.<br />

Αποφάσισα να μοιραστώ την ταραχή μου μαζί του,<br />

περισσότερο για να έχω ήσυχη την συνείδησή μου.<br />

Βαθιά μέσα μου την περίμενα την αντίδρασή του. Αν<br />

είχα την πυξίδα μου, θα ήμουν σίγουρη ότι έκανα το<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

σωστό, λέγοντας την αλήθεια στον άνθρωπο με τον οποίο<br />

μαζί καταφέραμε να δημιουργήσουμε ζωή, ή κάτι που<br />

προηγείται της ζωής τέλος πάντων. Τον ερωτεύτηκα γιατί<br />

σ’ αυτόν αντίκριζα κι αγαπούσα την σκοτεινή μου πλευρά.<br />

Είναι πιο γλυκιά η αποδοχή από την σκοτεινή πλευρά,<br />

καθώς η συνενοχή είναι ιδιαίτερα ισχυρός δεσμός. Αν<br />

όλα στηρίζονται όμως μόνο σ’ αυτή , αργά η γρήγορα ο<br />

δεσμός θα σπάσει. Δεν είναι εύκαμπτη κάτω από πίεση<br />

η συνενοχή, αλλά σπάει σε δυο κομμάτια και γίνεται<br />

σκέτη ενοχή. Και τότε η προδοσία είναι μονόδρομος<br />

για να γλιτώσει ο καθένας το τομάρι του.<br />

“Και τι σε συμβουλεύει να κάνεις η πυξίδα σου;”<br />

“Την έχασα δυστυχώς.”<br />

“Την έχασες;”<br />

“Δεν την βρίσκω πουθενά.”<br />

“Από μένα μην περιμένεις καμιά βοήθεια, αυτό να το<br />

βάλεις καλά στο μυαλουδάκι σου.”<br />

“Δεν θα ζητούσα τίποτα, έτσι κι αλλιώς”<br />

“Δεν θα μου το φορτώσεις δηλαδή;”<br />

“Ποιο;”<br />

“Πόσο χαζή είσαι. Το μωρό εννοώ. Θα το ρίξεις;”<br />

Με φαντάστηκα για λίγο πάνω από ένα πηγάδι με ένα<br />

μωρό στην αγκαλιά, να το πετάω με δύναμη στην άβυσσο.<br />

“Θα το κρατήσω. Μόνη μου, μην ανησυχείς.”<br />

“Αν δεν το ξεφορτωθείς όμως μια και καλή, θα μπορείς<br />

178 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 179


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

πάντα να με εκβιάζεις, σωστά;”<br />

“Ούτε που μου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό.”<br />

“Τότε γιατί μου το είπες;” Με έπιασε γερά από τα μπράτσα<br />

και με ταρακούνησε, σαν να ήθελε να ξεριζώσει τον<br />

σπόρο του από μέσα μου και να τον πάρει πίσω.<br />

Έβλεπα τα μάτια του γεμάτα τρόμο, στην υποψία ότι<br />

θα του ζητούσα να αναλάβει ευθύνες που δεν επιθυμούσε,<br />

γεμάτα μίσος, εκεί που κρυβόταν αυτό που παλιότερα<br />

ονόμαζα αγάπη, ή έστω πάθος. Κατάφερα να ξεφύγω<br />

κι έτρεξα μακριά.<br />

Στέκομαι τώρα ακίνητη κάτω από τον δυνατό ήλιο,<br />

μουσκεμένη στον ιδρώτα ή από σταγόνες βροχής που<br />

δεν θυμάμαι να πέφτουν. Δεν κάνει ιδιαίτερη ζέστη,<br />

ούτε σύννεφα μπορώ να διακρίνω, αλλά η όρασή μου<br />

είναι το ίδιο θολή με το μυαλό μου. Σκουπίζω το μέτωπό<br />

μου με το χέρι μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια<br />

να δω και να σκεφτώ πιο καθαρά. Το χέρι μου είναι<br />

πιο κόκκινο κι από παπαρούνα. Ανακουφίζομαι που<br />

επιτέλους σπάει το άσπρο φόντο με χρώμα, κι ας είναι<br />

κόκκινο το χρώμα. Κι ας μοιάζει με αίμα.<br />

Μετά απ’όλα αυτά αποφάσισα να το κρατήσω το<br />

μωρό. Όχι για να τον εκβιάσω κάποτε, αλλά από πείσμα,<br />

μόνο και μόνο για να μην περάσει το δικό του. Από την<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

άλλη, δεν θα τα καταφέρω ποτέ μόνη μου μ’ένα παιδί,<br />

οπότε η απόφαση να δώσω το σπλάχνο μου για υιοθεσία,<br />

μόλις με το καλό γεννηθεί, είναι μεν δύσκολη, αλλά<br />

μοιάζει με μονόδρομος. Θα μπορούσα να κατηγορήσω τις<br />

δύσκολες μέρες που διανύουμε , αλλά είναι σίγουρα πιο<br />

βολικό να κατηγορήσω την πυξίδα, που με εγκατάλειψε<br />

στο πιο σημαντικό σταυροδρόμι της μέχρι τώρα ζωής<br />

μου και με αναγκάζει να σηκώσω μόνη μου το βάρος της<br />

απόφασης. Είναι αλήθεια ότι η εύκολη λύση για τις λάθος<br />

επιλογές είναι να αποδώσεις το φταίξιμο σε κάποιον<br />

άλλο. Οι εξωτερικές λοιπόν συνθήκες είναι ένας καλός<br />

στόχος, όταν δεν υπάρχει άλλος άμεσος εξαναγκασμός,<br />

η βία της οικογένειας, των φίλων, του οποιουδήποτε<br />

Θεού ή άλλης εξουσίας, ή ακόμα και της μαγικής πυξίδας.<br />

Όταν η επιλογή είναι επιβεβλημένη, το βάρος φεύγει<br />

από τον ενδιαφερόμενο και πέφτει στους ώμους κάποιου<br />

αδιάφορου “επαγγελματία”, συνηθισμένου στην άρση<br />

τέτοιου είδους βαρών. Η ανέχεια λοιπόν κι η φτώχεια<br />

είναι υπεύθυνες για την επιλογή μου, αφού η πυξίδα<br />

μου δεν είναι εύκαιρη. Δεν μπορώ να κρατήσω το μωρό,<br />

αφού δεν έχω ούτε την δύναμη, ούτε την δυνατότητα<br />

να το μεγαλώσω σωστά. Από την άλλη είναι οι ορμόνες<br />

της χαράς που με έχουν κατακλύσει και δεν μπορώ<br />

πια να σκεφτώ λογικά. Αν είχα τώρα την μαγική μου<br />

πυξίδα όλα θα έβρισκαν τη λύση τους. Η αλήθεια είναι<br />

180 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 181


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

βέβαια ότι ποτέ δεν επιθύμησα τις δεσμεύσεις. Ποτέ<br />

δεν θέλησα να δεσμευτώ με την ζωή. Η ζωή είναι ένα<br />

παιχνίδι από το οποίο δεν ξεφεύγεις πριν σε ξεζουμίσει<br />

εντελώς. Περίπου σαν τον τζόγο.<br />

Ωστόσο, είμαι ακόμα εδώ, χωρίς την μαγική μου πυξίδα,<br />

σε τούτο το θλιβερό μέρος, δίχως να έχω ιδέα τι οδήγησε<br />

τα βήματά μου σε τούτη την ταφόπλακα. Κι ο ήλιος<br />

αντανακλά στα άσπρα μάρμαρα με δύναμη, στέλνοντας<br />

το δυνατό του φως κατ’ευθείαν στα ευαίσθητα μάτια μου,<br />

που δεν μπορούν να διακρίνουν πια παρά μόνο ανθρώπινες<br />

σκιές, ντυμένες στα μαύρα να απομακρύνονται σέρνοντας<br />

τα βήματά τους. Θέλω πολύ να τους ακολουθήσω, να<br />

τους ρωτήσω τι έχει συμβεί, γιατί μαζεύτηκαμε εδώ<br />

μια τόσο όμορφη μέρα. Αν μη τι άλλο δεν είναι σωστό<br />

να μην θρηνήσω σωστά τον νεκρό στου οποίου την<br />

κηδεία παραβρέθηκα. Το μυαλό μου όμως είναι θολό, οι<br />

αναμνήσεις μπλεγμένες, κι ο δυνατός ήλιος που ζαλίζει<br />

την σκέψη και την όρασή μου δεν με βοηθά καθόλου<br />

να θυμηθώ.<br />

Δεν μπορώ να γνωρίζω πόση ώρα στέκεται δίπλα<br />

μου χωρίς να μου μιλά, αλλά τον είδα μόλις τώρα που<br />

έκανε μια άγαρμπη κίνηση, ακουμπώντας την μαγική μου<br />

πυξίδα πάνω στο μάρμαρο μπροστά μας. Νομίζω ότι είναι<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

χαρούμενος, σε αντίθεση με την καταθλιπτική διάθεση<br />

που επικρατεί σε τούτο το μέρος, ή έτσι τουλάχιστον<br />

δείχνει το χαιρέκακο χαμόγελό του. Δεν έχω την δύναμη<br />

να τον μισήσω που μου έκλεψε ό,τι πιο πολύτιμο είχα,<br />

την πυξίδα μου δηλαδή, καθώς νιώθω τις ορμόνες της<br />

χαράς να κυκλοφορούν ακόμα στο αίμα μου, σε όλο κι<br />

αυξανόμενη ποσότητα, καθώς η εγκυμοσύνη προχωρά.<br />

Παίζω για λίγο με την ιδέα να του μιλήσω, ετοιμάζομαι<br />

σχεδόν να τον σκουντήξω, αλλά μετανιώνω μόλις κοιτάζω<br />

το χέρι μου άλλη μια φορά. Είναι ακόμα λερωμένο,<br />

κατακόκκινο σαν να έχει βουτηχτεί στο αίμα. Θα ήταν<br />

απρεπές από την μεριά μου να του λερώσω το αγαπημένο<br />

του παλτό, αυτό που φορά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις,<br />

όταν η περίσταση απαιτεί να βάλεις τα καλά σου. ‘Ετσι<br />

κι αλλιώς δεν είμαι σίγουρη αν αντέχω να αντιμετωπίσω<br />

την απόρριψή του για άλλη μια φορά. Τον ακολουθώ<br />

λοιπόν σιωπηλή καθώς απομακρύνεται, αφού πρώτα<br />

αρπάξω το αγαπημένο μου αντικείμενο από τον κρύο<br />

τάφο.<br />

Ο πατέρας του αγέννητου παιδιού μου δεν μου δίνει<br />

σημασία, προχωρώντας αργά μπροστά μου, σαν να<br />

προσπαθεί να αγνοήσει την παρουσία μου. Η ένδειξη<br />

στην πυξίδα είναι επίμονη. Φαίνεται πως δεν είμαι στο<br />

σωστό μονοπάτι.<br />

“Ποιος είναι ο σωστός δρόμος;” την ρωτώ.<br />

182 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 183


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Η πυξίδα δείχνει προς τα πίσω.<br />

“Μια χαλασμένη πυξίδα από ένα φτηνομάγαζο ήταν<br />

ο θησαυρός σου” τον ακούω να μουρμουράει, καθώς<br />

κοντοστέκομαι, χωρίς να μπορώ να αποφασίσω αν θα<br />

συνεχίσω να τον ακολουθώ. Η πυξίδα έχει πάντα δίκιο.<br />

Μου δείχνει τον δρόμο προς την ταφόπλακα. Αυτός<br />

φαίνεται να είναι ο σωστός δρόμος τούτη την περίεργη<br />

στιγμή.<br />

Η μόνη μου επιλογή είναι να υπακούσω στις προσταγές<br />

της. Καθώς πλησιάζω το σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, ο ήλιος<br />

γίνεται λιγότερο εκτυφλωτικός και το τοπίο ξεκαθαρίζει<br />

μαζί με τις αναμνήσεις μου. Διακρίνω το όνομά μου<br />

πάνω στο μάρμαρο. Θυμάμαι τον δυνατό θόρυβο πριν<br />

την σύγκρουση, το αίμα να κυλάει πάνω στο πρόσωπό<br />

μου, το χέρι μου να ακουμπάει με αγωνία την κοιλιά μου<br />

που φιλοξενούσε τη νέα ζωή. Μετά όλα έσβησαν και<br />

ξύπνησα εδώ. Αν είχα την μαγική μου πυξίδα, τίποτα<br />

απ΄ όλα αυτά δεν θα συνέβαινε. Οι ορμόνες της χαράς<br />

θα κυκλοφορούσαν ακόμα στο αίμα μου και το μωρό<br />

θα μεγάλωνε κανονικά μέσα στη μήτρα μου.<br />

Η πυξίδα δεν κάνει λάθος. Εδώ ανήκω. Κανείς,<br />

εκτός από εκείνον, δεν γνωρίζει ότι σε τούτο το μέρος<br />

είναι θαμμένες δυο ζωές. Σε κανέναν άλλο δεν είχα<br />

ανακοινώσει τα νέα. Ένα μικρό παιδί με πλησιάζει. Μου<br />

πιάνει το χέρι και με τραβάει με όλη του τη δύναμη.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Έλα μαμά. Είναι ώρα να κοιμηθούμε.”<br />

Το αγκαλιάζω και ξαπλώνω μαζί του στο κρύο μάρμαρο,<br />

μόνο που το κρύο δεν με ενοχλεί πια.<br />

Μηλέβα Αναστασιάδου<br />

184 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 185


186 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 187


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Η κύρια εργασία μου<br />

είναι μεταφράστρια.<br />

Κατέληξα εκεί αφού<br />

περιπλανήθηκα σε<br />

διάφορους χώρους,<br />

όπως της Ψυχολογίας<br />

και της Πληροφορικής.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Βιβλιοφάγος εκ<br />

γενετής, οι λέξεις ήταν<br />

πάντα το όχημα που προτιμούσα, άλλωστε όλα<br />

τα άλλα δεν με προτιμούσαν εκείνα (δεν οδηγώ<br />

ούτε ποδήλατο)!<br />

Η λογοτεχνική γραφή ήταν μια αποκάλυψη για<br />

μένα, ένα ταξίδι γεμάτο εκπλήξεις που ελπίζω<br />

να συνεχιστεί τόσο όμορφα όσο άρχισε. Με<br />

ανέλπιστες συγκινήσεις και προορισμούς που<br />

δεν έχουν χαρτογραφηθεί ακόμα.<br />

Γράφω διηγήματα, παιδικά παραμύθια, νουβέλες<br />

και ό,τι άλλο ορίζει από μόνο του το ίδιο το όχημα<br />

μια και είναι αυτόβουλο και δεν δίνει ιδιαίτερη<br />

σημασία στις δικές μου αποφάσεις.<br />

Κείμενά μου δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στη<br />

στήλη Αλαφροΐσκιωτη στο ηλεκτρονικό περιοδικό<br />

www.eyedoll.gr.<br />

Σε εσάς που κάνετε τον κόπο να διαβάσετε αυτό το<br />

κείμενο, θα ήθελα να συστηθώ.<br />

Λέγομαι Αναστασία. Είμαι μέσης ηλικίας, παντρεμένη<br />

με δύο παιδιά, σύζυγο, οικογενειακό αυτοκίνητο,<br />

σπίτι προίκα από τους γονείς και εξοχικό στο χωριό.<br />

Είμαι μια τυπική, συνηθισμένη γυναίκα. Τίποτα το<br />

ιδιαίτερο.<br />

Ούτε και έχω συγκλονιστικές ιστορίες να διηγηθώ.<br />

Ο έως τώρα βίος μου ήταν επίπεδος, λείος, χωρίς<br />

κακοτράχαλους δρόμους και άσχημους καιρούς.<br />

Τους απέφευγα τους άσχημους καιρούς και τα<br />

δύσκολα ταξίδια.<br />

Κοιτούσα τον ουρανό κι αν έβλεπα να έρχεται<br />

βροχή, κλεινόμουν μέσα για να μη βραχώ. Ήταν<br />

188 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 189


πιο ασφαλές.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Νομίζω ότι έτσι επέλεξα να ζω.<br />

Δεν είμαι όμως και σίγουρη. Μπορεί και να είχε<br />

επιλέξει η ίδια η ζωή για μένα πριν ακόμα γεννηθώ.<br />

Όσο μεγαλώνω, μου φαίνεται ότι, τελικά, λίγα είναι<br />

αυτά που εγώ ορίζω.<br />

Όλοι με λένε τυχερή. Τα πάντα έχω, τίποτα δεν μου<br />

λείπει.<br />

Κι εγώ ντρέπομαι να ξεστομίσω πως όσα «έχω» με<br />

«έχουν» εκείνα. Είναι τα λουκέτα στις αλυσίδες που<br />

μόνη μου έβαλα στον εαυτό μου.<br />

Για να σας δώσω να καταλάβετε καλύτερα, τα<br />

πράγματα έχουν ως εξής:<br />

Ποτέ μου δεν νοίκιασα τίποτα. Δεν χρειάστηκε.<br />

Σπούδασα στην πόλη μου, μπήκα στο δημόσιο, οι<br />

γονείς μου, μού έδωσαν σπίτι.<br />

Αυτόν το βίο τον επίπεδο τον διήγα ως ιδιοκτήτρια,<br />

ποτέ ως νοικάρισσα.<br />

Μου προσφέρθηκε μονιμότητα. Δείλιασα να την<br />

αρνηθώ. Ήταν πιο ασφαλές…<br />

Και τις αγάπες μου, έτσι τις γύρεψα. Δεμένες με<br />

ισόβιο συμβόλαιο.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Τον πρώτο που προσφέρθηκε να το υπογράψει, τον<br />

παντρεύτηκα.<br />

Ναι, δεν νοίκιασα ποτέ. Ήμουν ευτυχής γι’ αυτό.<br />

Κανείς δεν σε πετάει από την ιδιοκτησία σου.<br />

Όμως, να! Τώρα, εκεί, στα μισά της ζωής μου, η<br />

καρδιά μου ώρες-ώρες φτερουγίζει σαν τρελή, τόσο<br />

που νομίζω ότι προσπαθεί να με εγκαταλείψει, να<br />

βγει από το σώμα μου και να με αφήσει αγκαλιά με<br />

τα ιδιόκτητα αγαθά και τα συμβόλαιά μου.<br />

Κρίσεις πανικού, μου είπαν οι γιατροί. Άγχος.<br />

Δεν τους πιστεύω. Η καρδιά μου απλώς αγωνίζεται<br />

να πετάξει, αυτό είναι όλο.<br />

Έχει ξεκινήσει πόλεμο με το σώμα που τη φιλοξενεί<br />

και σέρνεται μαλθακό μέσα στη νοσηρότητα της<br />

μονιμότητας που αναπνέει.<br />

Σιχάθηκε η καρδιά μου την ιδιοκτησία, θέλει να<br />

ζήσει στο ενοίκιο.<br />

Να νιώσει πώς είναι να ζεις με την επιλογή να φύγεις<br />

όποτε θες. Να μπορείς να φορτώσεις την περιουσία<br />

σου σε ένα φορτηγό και να την περιφέρεις.<br />

Τη ζυγιάζεις καλύτερα έτσι, ανακαλύπτεις πόσο<br />

αντέχει στους κραδασμούς.<br />

Κρατάς και τα απολύτως απαραίτητα, πετάς τη<br />

190 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 191


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

σαβούρα γιατί είναι βάρος και δεν μπορείς να γυρνάς<br />

φορτωμένη με άχρηστα πράγματα.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Γι’ αυτό φτερουγίζει η καρδιά μου. Χρειάζεται να<br />

κάνει ταξίδια, χρειάζεται να βγει στη βροχή. Πασχίζει<br />

να βρει την έξοδο.<br />

Κι εγώ χρειάζομαι να κάνω ταξίδια και να βραχώ…<br />

Μόνο που όταν έπρεπε, δεν κατάλαβα ότι η ζωή<br />

μου με έχει νοικιάσει εκείνη. Κι όποια ώρα θέλει<br />

με πετάει έξω.<br />

Το κατάλαβα αργά, πολύ αργά.<br />

Τότε, όλο αγόραζα, ποτέ δεν νοίκιαζα.<br />

Τώρα όμως, δεν μπορώ να πουλήσω την περιουσία<br />

μου. Δεν την αγοράζει κανείς!<br />

Κι όταν λήξει το συμβόλαιο και η ζωή με πετάξει<br />

έξω, φοβάμαι ότι δεν θα έχω κάνει κανένα ταξίδι.<br />

Ούτε θα έχω βγει στη βροχή. Θα είμαι στεγνή,<br />

ασφαλής και χωρίς καρδιά.<br />

Αυτή θα έχει πεθάνει ψάχνοντας την έξοδο από τους<br />

τοίχους που αγόρασα.<br />

Το παραπάνω κείμενο φιλοξενήθηκε στον<br />

ιστότοπο www.eyedoll.gr<br />

Ευχαριστούμε τους συντελεστές του site<br />

και την κα Φωτεινή Τέντη για την άδεια<br />

αναδημοσίευσης του.<br />

http://www.eyedoll.gr<br />

192 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 193


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

194 | | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 4 | Μάιος 62014<br />

| <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 195


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Όλα άλλαξαν...”<br />

(γράφει η Λυδία Ψαραδέλλη)<br />

Τραντάχτηκε το κορμί<br />

του όλο από τον πόνο που<br />

διαπέρασε το κεφάλι του.<br />

Μηχανικά σχεδόν, έκλεισε<br />

ερμητικά τα μάτια και το<br />

χέρι πλαισίωσε τα μάτια του.<br />

Τρεις κατακόκκινες στάλες αίμα γλίστρησαν από τη<br />

μύτη αργά στο λευκό πουκάμισό του, μόνο που εκείνος<br />

δεν μπορούσε ακόμα να τις δει. Ένιωσε τα δάχτυλά του<br />

να πιέζουν το δέρμα και εκείνο να υποχωρεί, ανίκανο<br />

να αντιδράσει. Ο πόνος μαλάκωσε και κατάφερε να<br />

αποδεσμεύσει την ανάσα που κράταγε βαθιά στα<br />

πνευμόνια του τόση ώρα. Τα μάγουλά του ωχρά ακόμα<br />

επέδειξαν το πρώτο δείγμα ροδαλότητας, ενώ εκείνος<br />

ακουμπούσε πια με το χέρι του το σημείο της καρδιάς.<br />

Είχε υποχωρήσει, επιτέλους! Ένιωσε το χέρι του να<br />

απομακρύνεται από το σώμα του ενώ ο θώρακάς του<br />

πάλευε να γεμίσει και πάλι αέρα. Το βλέμμα του χαμήλωσε<br />

και έμεινε ακίνητο πάνω στην παλάμη του που είχε<br />

κοκκινίσει από το αίμα. Το πουκάμισο είχε πια έναν<br />

μεγάλο λεκέ σαν να τον είχαν μόλις μαχαιρώσει στην<br />

καρδιά. Σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του στιγμιαία<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

με όλους τους πιθανούς τρόπους απομάκρυνσής τους.<br />

Τους έδιωξε σταδιακά τον ένα μετά τον άλλον και<br />

κατευθύνθηκε προς το γραφείο του στην άλλη άκρη<br />

του δωματίου.<br />

Εντυπωσιακό, επιβλητικό, διακοσμημένο από<br />

αυθεντία του είδους, ο οποίος πληρώθηκε για τον κόπο του<br />

με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, πρόσδιδε στον ίδιο<br />

μια αξία ταιριαστή με τα επαγγελματικά προσόντα του.<br />

Δερμάτινοι καναπέδες καταλάμβαναν το μισό δωμάτιο,<br />

εκεί όπου μετέφερε στους πελάτες την ασφάλεια που<br />

του επέτρεπε να τους κάνει να τον εμπιστευτούν και<br />

να τα αφήσουν όλα πάνω του. Σε συνδυασμό με το<br />

συντηρητικό του χαμόγελο, το αυστηρό παρουσιαστικό<br />

του και τον άκρατο επαγγελματισμό, τούς μάγευε και<br />

τούς οδηγούσε χωρίς καμία αντίρρηση στην υπογραφή<br />

της συμφωνίας. Το ταλέντο του τον είχε οδηγήσει σε<br />

αυτό το πολυτελέστατο γραφείο. Από την πλούσια<br />

δεκαετία του ‘90 που οι άνθρωποι πειραματίστηκαν,<br />

εξελίχθηκαν και επέλεξαν να ζήσουν πλουσιοπάροχα, η<br />

διαφημιστική του εταιρεία έκανε θαύματα. Πούλησε το<br />

όνειρο σε ανθρώπους που ήθελαν να ζήσουν χωρίς όρια,<br />

άντρες που επιδίωξαν να ξεπεράσουν τα όρια της ηλικία<br />

τους αποκτώντας χλιδάτα σκάφη και πολυτελέστατα<br />

αυτοκίνητα.<br />

Πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει, έδωσε τα πάντα<br />

196 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 197


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

στην διαφημιστική: προσωπικό χρόνο, αλλά και λεφτά,<br />

καθώς ήταν σίγουρος ότι αυτή η εταιρεία θα του έδινε<br />

τη δυνατότητα προαγωγής, με όλα τα οφέλη.<br />

Παραμέρισε τη βαριά δερμάτινη πολυθρόνα του<br />

– ειδική παραγγελία από την Ιταλία για να προσφέρει<br />

άριστη στήριξη στη μέση – και άνοιξε το τελευταίο<br />

συρτάρι στη βαριά βιβλιοθήκη που έπιανε όλο τον<br />

τοίχο. Μερικά λευκά πουκάμισα φανερώθηκαν<br />

μπροστά του. Μηχανικά, σαν να το είχε κάνει δεκάδες<br />

φορές, άρπαξε ένα, κομμάτιασε το περίβλημα και το<br />

πέταξε στην πολυθρόνα. Ξεκούμπωσε τα πανάκριβα<br />

μανικετόκουμπα, δώρο της γυναίκα του από το γαμήλιο<br />

ταξίδι στο Παρίσι, τα άφησε προσεκτικά στο γραφείο<br />

και, βγάζοντας το ματωμένο πουκάμισο, το δίπλωσε<br />

προσεκτικά καλύπτοντας το λεκέ αίματος και το πέταξε<br />

στα σκουπίδια. Καθώς έμεινε ακίνητος να το παρατηρεί<br />

πεταμένο ανάμεσα σε κομμένα χαρτιά Α4, ένιωσε όλα<br />

να γίνονται ένα. Τα πάντα θόλωσαν, ύφασμα και χαρτιά<br />

ενώθηκαν σε ένα ενιαίο λευκό πίνακα. Αισθάνθηκε<br />

τα πόδια του να βαραίνουν, την καρδιά του να χτυπά<br />

ανεξέλεγκτα και ο ίλιγγος να γίνεται εντονότερος.<br />

Κινήθηκε βιαστικά προς την πολυθρόνα και κάθισε<br />

πάνω στο λευκό πουκάμισο. Έκλεισε τα μάτια του και<br />

μέτρησε νοερά αργά μέχρι το δέκα. Όλα ήταν καθάρια<br />

όταν τα άνοιξε πια. Το κρύο δέρμα τον αναστάτωσε,<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

καθώς ακουμπούσε την πλάτη. Απομάκρυνε το κορμό του<br />

και έψαξε με τη ματιά του τριγύρω, αναζητώντας κάτι.<br />

Το βρήκε εύκολα, ανοίγοντας το πρώτο του συρτάρι.<br />

Ένα χαρτομάντιλο βρέθηκε στο χέρι του και σκούπισε<br />

ό,τι είχε απομείνει από το αίμα στη μύτη του. Επιμελώς<br />

ασχολήθηκε με αυτό λες και προσπαθούσε να μείνει<br />

άσπιλος. Κοίταξε το άλλοτε λευκό χαρτομάντιλο και το<br />

έστειλε με μια εύστοχη κίνηση στον κάδο σκουπιδιών<br />

να λάβει τη δική του θέση στη σύνθεση του λευκού<br />

πίνακα. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν αργά καθώς έμεινε<br />

εκεί αφοσιωμένος στην εικόνα των σκουπιδιών. Έκανε<br />

μια άσχημη συσχέτιση στο μυαλό του και ο πόνος στο<br />

κεφάλι έγινε εντονότερος. Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια<br />

βαθιά ανάσα και επέβαλε στον εαυτό του την ηρεμία.<br />

Μια γνωστή μελωδία κύλησε ανάμεσα στα χείλη του<br />

και ξεγλίστρησε σε όλο το δωμάτιο. Αναμνήσεις γλυκού<br />

έρωτα πέρασαν από το μυαλό του. Σκηνές άρρηκτα<br />

συνδεδεμένες με αυτή τη μελωδία. Τη γυναίκα του να<br />

γελάει γάργαρα και εκείνον να την κλείνει στην αγκαλιά<br />

του, αποφασισμένος να την κρατήσει εκεί για πάντα.<br />

Ο πόνος πέρασε και εκείνος συνήλθε παροδικά ίσα<br />

ίσα, ώστε να αναζητήσει το πουκάμισό του. Το φόρεσε<br />

και ένιωσε προστατευμένος και πάλι. Κούμπωσε ένα<br />

ένα τα κουμπιά και έχωσε βιαστικά τα μανικετόκουμπα<br />

στην τσέπη του παντελονιού του, ενώ περπατούσε γοργά<br />

198 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 199


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

προς την έξοδο του γραφείου. Σαν να θυμήθηκε κάτι<br />

σταμάτησε, πλησίασε τον διπλό δερμάτινο καναπέ,<br />

ανασήκωσε το μαξιλάρι και πήρε στα χέρια του ένα μικρό<br />

παιδικό αμάξι. Κατακόκκινο σαν τη γνωστή μάρκα που<br />

είχε εκπροσωπήσει πάμπολλες φορές, πιστό αντίγραφο<br />

του αυτοκινήτου, του οποίου η φωτογραφία στόλιζε τον<br />

έναν τοίχο του γραφείου του. Ένα αχνό χαμόγελο ήρθε<br />

και παρέσυρε τα ξεραμένα χείλη του, καθώς θυμήθηκε<br />

το γιο του να πέφτει πάνω του όλο χαρά μετά από εκείνο<br />

το επαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία που κράτησε έναν<br />

ολόκληρο μήνα. Ήταν δεν ήταν τριών χρονών και μέσα<br />

σε αυτό το μήνα απουσίας του είχε μεγαλώσει πολύ.<br />

Έτρεξε στην αγκαλιά του χωρίς κανέναν δισταγμό. Τα<br />

μικρά χεράκια τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από τον λαιμό<br />

του και έμειναν εκεί μέχρι τη στιγμή που του έδωσε<br />

εκείνο το αυτοκινητάκι. Μερικές μέρες μετά το έκρυψε<br />

κάτω από το καναπέ για να το βρίσκει όποτε πήγαινε να<br />

δει τον μπαμπά του στο γραφείο. Τα χρόνια πέρασαν,<br />

ο γιος του μεγάλωσε, πήγε στο εξωτερικό για σπουδές,<br />

αλλά αυτό το αυτοκινητάκι έμεινε εκεί για να του θυμίζει<br />

αλλοτινές χαρούμενες στιγμές.<br />

Το ρολόι στον καρπό του χτύπησε διακριτικά<br />

και τον επανέφερε στο σήμερα. Ένας αναστεναγμός<br />

ελευθερώθηκε από το στόμα του. Αναδίπλωσε ένα ένα<br />

τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες και ένιωσε το δροσερό<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

περιβάλλον να κυλάει στα χέρια του. Πρωτόγνωρη<br />

αίσθηση για κείνον του έκανε εντύπωση. Πάντα πίστευε<br />

ότι ο κλιματισμός στο γραφείο του ήταν υπερβολικός.<br />

Ζεσταινόταν αφόρητα το χειμώνα και κρύωνε τα<br />

καλοκαίρια. Κανέναν δεν ένοιαζε η σπατάλη των πόρων.<br />

Ποτέ όμως δεν κυκλοφορούσε εκεί με ανασηκωμένα<br />

τα μανίκια. “Η πρώτη εντύπωση κερδίζει τον πελάτη”<br />

συνήθιζε να λέει και όλοι συμφωνούσαν, καθώς η δική<br />

του πρώτη εικόνα ήταν άψογη.<br />

Δεκάδες άνθρωποι έγιναν επαγγελματίες στο<br />

πλευρό του. Πολλοί από αυτούς άνοιξαν τις δικές τους<br />

διαφημιστικές εταιρείες. Κάποιοι το εκτίμησαν, ενώ<br />

άλλοι υπήρξαν σκληροί μαζί του. Γιατί και κείνος υπήρξε<br />

σκληρός με όλους. “Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει<br />

κάποιος είναι να τον βυθίσεις στα δύσκολα από την αρχή”<br />

υποστήριζε και πράγματι, όποιος άντεξε κοντά του έμαθε<br />

να είναι ανθεκτικός στις δυσκολίες και να επιμένει μέχρι<br />

τέλους. Ορισμένοι βρέθηκαν να τον ανταγωνίζονται σε<br />

δουλειές σημαντικές. Τότε επιδείκνυε την ανωτερότητα<br />

του επαγγελματισμού του. Πάλευε δυναμικά και πάντα<br />

κέρδιζε. Γιατί απλά “ο δάσκαλος οφείλει να δίνει πάντα<br />

νέα μαθήματα στους μαθητές!”<br />

Ένα χτύπημα της πόρτας έγινε αιτία να σκληρύνει<br />

το πρόσωπό του. Με αυστηρό τόνο απάντησε στην<br />

όχληση.<br />

200 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 201


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Περάστε!”<br />

Η πόρτα άνοιξε χωρίς κανέναν θόρυβο. Σιχαινόταν τους<br />

αναίτιους θορύβους και οι άνθρωποί του φρόντιζαν να μην<br />

τον ενοχλεί τίποτα εν ώρα εργασίας. Ένας ώριμος άντρας,<br />

ντυμένος με παρόμοιο τρόπο με κείνον εμφανίστηκε στο<br />

άνοιγμα της πόρτας. Επιμελώς φρόντισε να κλείσει την<br />

πόρτα πίσω του. Δυο σταγόνες ιδρώτα τάραζαν την όλη<br />

ισορροπία της εμφάνισής του. Τα λόγια που βγήκαν<br />

από το στόμα του, ανέτρεψαν την όλη αμηχανία της<br />

στιγμής. Με καθάρια, δυνατή φωνή απευθύνθηκε στον<br />

μέχρι πρότινος διευθυντή της εταιρείας.<br />

“Είσαι έτοιμος;”<br />

Ένιωσε τον ίλιγγο να τον ταράσσει για άλλη μια φορά.<br />

Τα πόδια του τον κράταγαν με δυσκολία. Ήταν άραγε<br />

έτοιμος; Συγκρότησε τον εαυτό του και ασυναίσθητα<br />

έσφιξε το κόκκινο αυτοκινητάκι στο χέρι του, μέχρι που<br />

ένιωσε τα μεταλλικά κομμάτια να σκίζουν το δέρμα του.<br />

“Φυσικά! Μόνο μια στιγμή να πάρω τα πράγματά μου.”<br />

αποκρίθηκε με μια φωνή όλο σιγουριά που έκρυβε<br />

επιμελώς την όλη συναισθηματική του κατάσταση.<br />

Ο άντρας του χαμογέλασε συντηρητικά και κίνησε<br />

για την πόρτα. Την άνοιξε και στάθηκε σαν να θυμήθηκε<br />

ξαφνικά μια εκκρεμότητα που έστεκε ανάμεσά τους.<br />

Αντίκρισε τον άντρα και τα λόγια του, όλο ειλικρίνεια<br />

ξεπήδησαν φυσικά από το στόμα του.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Συγνώμη, αλλά ξέρεις ότι δεν γίνεται να μην σε<br />

απολύσουμε! Η οικονομική κατάσταση της εταιρείας<br />

δεν μας επιτρέπει...”<br />

Το χέρι του άντρα ορθώθηκε μπροστά, σταματώντας<br />

τα πικρά λόγια. Είχαν ειπωθεί τόσα πολλά μέχρι την<br />

τελική απόφαση. Τώρα πια όλα ήταν μάταια. Ο ιδρωμένος<br />

άντρας βγήκε από το γραφείο, κλείνοντας την πόρτα<br />

τόσο αθόρυβα, όπως ακριβώς την είχε ανοίξει.<br />

Άφησε το χέρι του να πέσει στο πλάι του κορμού<br />

του, σχεδόν άψυχο από τη συναισθηματική κατάρρευση.<br />

Μάζεψε τα κομμάτια του και πλησίασε στον δερμάτινο<br />

καναπέ ένα κουτί που περιείχε τα προσωπικά του<br />

αντικείμενα. Τόσα χρόνια σε εκείνο το γραφείο και όμως<br />

τόσα λίγα πράγματα να μαζέψει. Άνοιξε την χούφτα του<br />

και κοίταξε το αυτοκινητάκι βαμμένο με το αίμα του.<br />

Πόσες αναμνήσεις!<br />

Η μαχαιριά διαπέρασε πέρα ως πέρα το κεφάλι του.<br />

Τα κύματα πόνου δεν τιθασεύτηκαν, παρά την όποια<br />

του προσπάθεια να το ξεπεράσει. Κλείνοντας ερμητικά<br />

τα μάτια, σήκωσε τα χέρια και κράτησε το κεφάλι<br />

του σφιχτά, αναζητώντας την λύτρωση. Το κόκκινο<br />

αυτοκινητάκι γλίστρησε από το χέρι του και έπεσε στο<br />

κουτί, ενώ ο ίδιος πάλευε να το ξεπεράσει για άλλη μια<br />

φορά. Η ανάσα του αδυνατούσε να συνεργαστεί. Το<br />

απόλυτο κενό ταξίδευε στα αυτιά του, ενώ ο ίλιγγος<br />

202 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 203


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

έγινε πιο έντονος.<br />

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι διαφορετικό πέρα από<br />

τον γιατρό να τον προειδοποιεί για τις επιπτώσεις του<br />

άγχους στη ζωή του, όταν τον είχε επισκεφθεί την πρώτη<br />

φορά που είχε αντιμετωπίσει αυτά τα συμπτώματα. “Αν<br />

δεν προσέχεις έχεις σίγουρο το εγκεφαλικό!” τον είχε<br />

συμβουλέψει.<br />

Άνοιξε τα μάτια σε μια προσπάθεια να συνέλθει.<br />

Καμία εικόνα δεν εμφανιζόταν μπροστά του πια. Ένιωσε<br />

ανάλαφρος, σχεδόν σαν να έφυγαν τα βάρη όλα του<br />

κόσμου από πάνω του. Πέφτοντας στο πάτωμα, παρέσυρε<br />

το κουτί με τις αναμνήσεις του μαζί. Καθώς εκείνες<br />

κυλούσαν στο πλευρό του η τελευταία ανάσα ταξίδευε<br />

μακριά.<br />

Λυδία Ψαραδέλλη<br />

204 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 205


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

206 | | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 4 | Μάιος 62014<br />

| <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 6 | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 207


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Το κλειδί”<br />

(γράφει η Μαίρη Κάντα)<br />

Μετά από μία κουραστική<br />

μέρα στη δουλειά, η<br />

Ναταλία έφτασε στο σπίτι<br />

της. Με γρήγορες κινήσεις<br />

έβγαλε τη αστυνομική της<br />

στολή και φόρεσε ένα ροζ<br />

κοντό φόρεμα. Θα πήγαινε μία βόλτα μέχρι το κοντινό<br />

πάρκο. Συνήθιζε να περπατάει μέχρι εκεί, μετά το τέλος<br />

της δουλειάς της γιατί την χαλάρωνε από την πίεση. Δεν<br />

ήταν και εύκολο πράγμα, να ασχολείται καθημερινά με<br />

παλιές ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες στο αστυνομικό<br />

τμήμα. Αυτή την φορά όμως είχε και ένα ακόμα λόγο να<br />

θέλει να πάει στο πάρκο. Είχε ραντεβού με τον Αντώνη.<br />

Έναν πολύ όμορφο άντρα που είχε γνωρίσει πριν μερικές<br />

μέρες. Όταν της μίλησε για πρώτη φορά, ήταν αμήχανος<br />

και διστακτικός.Το κατάλαβε από τις κινήσεις του. Είχε<br />

ένα κλειδί στο χέρι του που το κοιτούσε και το χαίδευε<br />

συνεχώς.<br />

Ο Αντώνης είχε πάει στο πάρκο νωρίτερα από το<br />

προγραμματισμένο τους ραντεβού. Η Ναταλία του άρεσε<br />

από την πρώτη στιγμή που την είδε. Ήταν πολύ όμορφη,<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

αν και εντελώς άβαφη. Την παρακολουθούσε μέρες<br />

πριν της μιλήσει. Όταν πια της μίλησε, ήταν σίγουρος<br />

πως θα γινόταν η μέλλουσα γυναίκα του. Αυτό ήταν το<br />

μεγάλο του όνειρο: να παντρευτεί σύντομα και να κάνει<br />

οικογένεια. Δεν το είχε αποκαλύψει ακόμα στη Ναταλία,<br />

αλλά πίστευε πως θα δεχόταν να γινει γυναίκα του. Γιατί<br />

άλλωστε να μη δεχόταν; Υπήρχε μεταξύ τους χημεία.<br />

Περνούσαν πολύ καλά μαζί, αγαπιόντουσαν. Γρήγορα<br />

θα της έκανε πρόταση γάμου. Είχε δει νωρίτερα σε ένα<br />

κατάστημα το δαχτυλίδι που θα της αγόραζε. Όσο για<br />

το νυφικό, ένα λιτό λευκό φόρεμα θα ήταν ό,τι πρέπει.<br />

Αυτά σκέφτονταν όση ώρα περίμενε την Ναταλία. Όταν<br />

φάνηκε στο πάρκο η αγαπημένη του, ο Αντώνης χάρηκε<br />

πολύ. Μέχρι και τα σκοτεινά του μάτια φωτίστηκαν στη<br />

στιγμή.<br />

Οι συναντήσεις τους στο πάρκο συνεχίστηκαν για<br />

μέρες. Η Ναταλία με το που έφευγε από το αστυνομικό<br />

τμήμα, έτρεχε να συναντήσει τον αγαπημένο της. Ήταν<br />

τρελά ερωτευμένη μαζί του. Ίσως γι αυτό και δεν είχε<br />

ανησυχήσει με κάποια σημάδια. Αν δεν ήταν ο έρωτας,<br />

θα είχε προσέξει τα σκοτεινά μάτια του Αντώνη γεμάτα<br />

από κακία, κάθε φορά που δεν συμφωνούσε για κάτι<br />

μαζί του. Θα είχε προσέξει το συνεχιζόμενο σφύριγμα<br />

του κάθε φορά που του μιλούσε. Η ανεξήγητη εμμονή<br />

208 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 209


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

του με το κλειδί θα ήταν εύκολα αντιληπτή, αν η Ναταλία<br />

μπορούσε να δει καθαρά. Σε όλες τις συναντήσεις τους,<br />

ο Αντώνης δεν άφηνε από τα χέρια του, το συγκεκριμένο<br />

κλειδί ούτε για μία στιγμή. Άλλες φορές το έκρυβε μέσα<br />

στη παλάμη του, σαν να ήθελε να κρύψει ένα μυστικό<br />

και άλλες φορές το έτριβε με τόση μανία σαν να ήθελε<br />

να σβήσει κάτι. Το παρελθόν του ίσως; Ποιος ξέρει; Η<br />

Ναταλία σαν έμπειρη αστυνομικός θα το είχε ανακαλύψει<br />

αν δεν την είχε τυφλώσει ο έρωτας για τον συγκεκριμένο<br />

άτομο.<br />

Θα περνούσε αρκετός καιρός μέχρι να γίνουν αντιληπτά<br />

κάποια σημάδια από την Ναταλία. Άρχισαν να την<br />

ενοχλούν οι εκρήξεις θυμού του Αντώνη εάν καθυστερούσε<br />

λίγα λεπτά στο ραντεβού τους και η υπερβολική του<br />

ζήλια. Ακόμα και οι κινήσεις του με το κλειδί της έκαναν<br />

πια εντύπωση. Μία φορά που πλησίασε κοντά του για<br />

να το δει καλύτερα, ο Αντώνης την απομάκρυνε τόσο<br />

βίαια μακριά του που η Ναταλία έπεσε κάτω. Φοβήθηκε<br />

πολύ. Ο Αντώνης της ζήτησε συγγνώμη και εκείνη<br />

τον συγχώρησε γιατί τον αγαπούσε. “Όλοι έχουμε τις<br />

παραξενιές μας” σκέφτηκε.<br />

Κάποιο απόγευμα, την ώρα που ο Αντώνης αποχαιρετούσε<br />

την Ναταλία, του έπεσε το κλειδί χωρίς να το καταλάβει.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Η Ναταλία το είδε αλλά δεν του είπε τίποτα. Περίμενε<br />

να φύγει, μέχρι να το σηκώσει από το έδαφος. Ήθελε<br />

να το επεξεργαστεί καλύτερα από κοντά, να δει γιατί<br />

ήταν τόσο σημαντικό για τον Αντώνη. Ήταν ένα απλό<br />

κλειδί. Δεν ήταν κλειδί σπιτιού, ούτε αυτοκινήτου. Τι να<br />

ξεκλείδωνε αυτό το κλειδί; Ήταν περίεργη. Αποφάσισε<br />

να πάει στο σπίτι του Αντώνη. Ήξερε πως εκείνη την<br />

ώρα θα έλειπε ο ίδιος. Ήξερε επίσης πού έκρυβε το<br />

κλειδί της εξώπορτας του διαμερίσματος του.<br />

Όσο πλησίαζε στο σπίτι του Αντώνη, η καρδιά της<br />

χτυπούσε δυνατά. Τι θα έβρισκε εκεί; Τι έκρυβε τόσο<br />

καλά ο Αντώνης και σε ποιό σημείο; Και άλλες φορές η<br />

Ναταλία είχε επισκεφτεί το σπίτι του αγαπημένου της,<br />

αλλά δεν είχε δει κάτι περίεργο. Όταν έφτασε, άρχισε<br />

να ψάχνει το σπίτι. Πήγε σε όλα τα δωμάτια, μέχρι<br />

που κάποια σκαλοπάτια την οδήγησαν στη αποθήκη.<br />

Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο<br />

ψυγείο. Ήταν κλειδωμένο. Έβγαλε το κλειδί του Αντώνη<br />

από την τσάντα της και προσπάθησε να το βάλει στη<br />

κλειδαριά. Ταίριαζε απόλυτα και ξεκλείδωσε το ψυγείο.<br />

Έβαλε τις φωνές όταν αντίκρυσε αυτό που κρυβόταν<br />

μέσα στο ψυγείο.<br />

Ήταν το πτώμα μίας γυναίκας. Η γυναίκα είχε μακριά<br />

210 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 211


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

ξανθά μαλλιά, φορούσε ένα νυφικό και στο δάχτυλο<br />

της είχε μία βέρα. Στο καρπό της ήταν ζωγραφισμένο<br />

με αίμα το γράμμα Α. Ήταν μαχαιρωμένη στο μέρος<br />

της καρδιάς. Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο με πολλές<br />

χαρακιές που καθιστούσε αδύνατον την αναγνώριση<br />

του πτώματος. Έκλεισε με τρεμάμενο χέρι το ψυγείο,<br />

έσκυψε και έκανε εμετό. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.<br />

Ο άντρας που λάτρευε είχε δολοφονήσει μία γυναίκα.<br />

Της έλεγε “σε αγαπώ” και εκείνη τον πίστευε. Σκεφτόταν<br />

να περάσει την ζωή της μαζί του. Και τώρα τι θα έκανε;<br />

Έπρεπε να βγει από το σπίτι προτού να επιστρέψει ο<br />

Αντώνης.<br />

Δεν πρόλαβε όμως να φύγει. Ο Αντώνης είχε επιστρέψει,<br />

άκουσε τις φωνές της Ναταλίας και κατευθύνθηκε<br />

στη αποθήκη. Η Ναταλία τον είδε άξαφνα. Ο Αντώνης<br />

άρχισε να την χαστουκίζει, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις<br />

της. Όταν ξύπνησε, κοίταξε γύρω της. Προσπάθησε να<br />

σηκωθεί και τότε διαπίστωσε πως τα πόδια της ήταν<br />

δεμένα με αλυσίδα, δίπλα στο ψυγείο. Προσπάθησε<br />

να φτάσει στη πόρτα της αποθήκης σέρνοντας. Δεν τα<br />

κατάφερε. Άρχισε να φωνάζει τον Αντώνη. Ζητούσε<br />

βοήθεια. Δεν της απαντούσε κανείς. Πέρασαν ώρες,<br />

μέχρι να ακούσει την πόρτα της αποθήκης να ανοίγει.<br />

Ήταν ο Αντώνης που της έφερε φαγητό και νερό. Τότε<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

τον παρακάλεσε να την αφήσει να φύγει. Του υποσχέθηκε<br />

πως δεν θα μιλούσε πουθενά για ό,τι είχε δει. Ο Αντώνης<br />

δεν την πίστεψε. Φοβόταν πως θα τον κατέδιδε, αν την<br />

άφηνε να φύγει.<br />

Την πλησίασε και με δάκρυα στα μάτια της ζήτησε<br />

συγγνώμη. Δεν θα της έκανε κακό, την αγαπούσε πολύ.<br />

Έκατσε δίπλα της και άρχισε να της μιλάει. Της είπε για<br />

την νεκρή γυναίκα. Την έλεγαν Δανάη και ήταν πολύ<br />

όμορφη. Την αγαπούσε πολύ. Και αυτή τον αγαπούσε.<br />

Όλα άλλαξαν όταν της έκανε πρόταση γάμου. Αυτή του<br />

ζήτησε λίγο χρόνο για να το σκεφτεί. Τότε θόλωσε το<br />

μυαλό του. Ήθελε πολύ να την παντρευτεί και η άρνησή<br />

της τον θύμωσε πολύ. Έχασε την ψυχραιμία του. Πήρε<br />

ένα μαχαίρι από την κουζίνα και την μαχαίρωσε στη<br />

καρδιά. Ήθελε να την πονέσει όπως τον πόνεσε και αυτή.<br />

Την χαράκωσε γιατί δεν ήθελε να θυμάται το πρόσωπο<br />

που τον πλήγωσε. Έπειτα της φόρεσε το νυφικό και τη<br />

βέρα που είχε αγοράσει για αυτήν.<br />

Η Ναταλία έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα και έξυπνα τις<br />

επόμενες κινήσεις της. Χάρη στη δουλειά της, ήξερε<br />

πως έπρεπε να φερθεί σε άτομα όπως τον Αντώνη. Θα<br />

δραπέτευε από την αποθήκη, αν κέρδιζε την εμπιστοσύνη<br />

του. Αυτό έβαλε σαν στόχο, τις μέρες που ακολούθησαν.<br />

212 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 213


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Δύο φορές την μέρα, ο Αντώνης κατέβαινε στη αποθήκη.<br />

Τότε η Ναταλία του μιλούσε τρυφερά, του έλεγε πόσο<br />

πολύ τον αγαπούσε, πως ο φόνος που είχε διαπράξει δεν<br />

ήταν ικανός να χαλάσει την όμορφη σχέση που είχαν.<br />

Σιγά-σιγά ο Αντώνης μαλάκωνε. Άρχισε να φέρνει στη<br />

αποθήκη τα αγαπημένα της φαγητά και έτρωγαν μαζί.<br />

Το σχέδιο της Ναταλίας προχωρούσε κανονικά. Κάποια<br />

μέρα της έλυσε τα πόδια. “Δεν θέλω να σε πονάω” της<br />

είπε και αυτή τον γέμισε με φιλιά. Έπρεπε ο ίδιος να<br />

πιστέψει πως τον αγαπούσε αληθινά. Ακόμα και αν μέσα<br />

της τον μισούσε με όλη της την καρδιά.<br />

Είχε έρθει η στιγμή που η Ναταλία θα έβαζε σε εφαρμογή<br />

το δεύτερο μέρος του σχεδίου της. Το επόμενο μεσημέρι<br />

όταν ο Αντώνης κατέβηκε στη αποθήκη για να φάνε μαζί,<br />

η Ναταλία του ζήτησε ένα μπουκάλι κρασί. Άρχισαν να<br />

τρώνε και να πίνουν. Όταν ο ίδιος άρχισε να ζαλίζεται,<br />

η Ναταλία βρήκε την τέλεια ευκαιρία. Τον πλησίασε<br />

περισσότερο. Άρχισε να τον χαιδεύει και να τον φιλάει<br />

σε όλο το σώμα. Προσπάθησε να αντισταθεί ο Αντώνης,<br />

μα μάταια. Την ποθούσε τόσο. Έτσι, της έβγαλε γρήγορα<br />

τα ρούχα και της ψιθύρισε “σ΄αγαπώ”. Έκαναν έρωτα.<br />

Όταν τέλειωσαν, ο Αντώνης αποκοιμήθηκε στη αγκαλιά<br />

της. Με αργές και προσεκτικές κινήσεις, η Ναταλία<br />

σηκώθηκε άρπαξε τα κλειδιά από το παντελόνι του<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Αντώνη και βγήκε από την αποθήκη. Πριν να φύγει<br />

από το σπίτι, τηλεφώνησε στη αστυνομία. Έδωσε τα<br />

στοιχεία της, την διεύθυνση του σπιτιού όπου βρισκόταν<br />

και κατήγγειλε την δολοφονία που διέπραξε ο Αντώνης.<br />

Βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει. Τα μάτια της, συνηθισμένα<br />

στο σκοτάδι της αποθήκης, δεν άντεχαν τον δυνατό ήλιο<br />

και δάκρυζαν. Τα πόδια της ήταν αδύναμα από την<br />

αλυσίδα που ήταν δεμένα τόσες μέρες και πονούσαν.<br />

Μα αυτή συνέχιζε. Έπρεπε. Έπρεπε να ξεφύγει από<br />

τον εφιάλτη που ζούσε. Δεν τα κατάφερε. Ο Αντώνης<br />

ξύπνησε και οργισμένος για την απουσία της Ναταλίας,<br />

άρχισε να την αναζητάει στο δρόμο με ένα μαχαίρι.<br />

Τον είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Θα την<br />

σκότωνε μόλις την έβρισκε. Την βρήκε να πίνει νερό<br />

σε μία βρύση. Την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε<br />

πίσω στο σπίτι. Η Ναταλία ένοιωθε να πλησιάζει το<br />

τέλος. Πάλεψε μαζί του για να του αρπάξει το μαχαίρι.<br />

Ή θα την μαχαίρωνε ή θα τον μαχαίρωνε. Ο Αντώνης<br />

όμως ήταν πιο δυνατός από αυτήν. Την μαχαίρωσε στο<br />

πόδι. Η Ναταλία έκλαιγε και αυτός γελούσε. Μετά την<br />

μαχαιριά στο πόδι, ακολούθησε και άλλη, αυτή τη φορά<br />

στο χέρι.<br />

Πολύ σύντομα η Ναταλία θα ήταν νεκρή, αν δύο ένοπλοι<br />

αστυνομικοί δεν έμπαιναν στο σπίτι του Αντώνη. Του<br />

214 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 215


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

ζήτησαν να πετάξει το μαχαίρι και να παραδοθεί,<br />

αλλά αυτός αρνήθηκε. Προσπάθησε να επιτεθεί στους<br />

αστυνομικούς και τότε ένας από αυτούς τον πυροβόλησε<br />

στο στήθος. Πέθανε ακαριαία. Η Ναταλία μεταφέρθηκε<br />

στο νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες μέχρι<br />

να γίνει εντελώς καλά. Όταν τα τραύματά της έκλεισαν,<br />

επέστρεψε στη εργασία της και προσπάθησε να ξεχάσει<br />

όλη την περιπέτεια που έζησε.<br />

Μαίρη Κάντα<br />

<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 217<br />

216 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |


Η κάθαρση, είναι η<br />

επιλογή, σε κάθε της<br />

βιβλίο… Μια σοβαρή<br />

παρουσία στο χώρο της<br />

λογοτεχνίας, μια υπέροχη<br />

πένα, που καθηλώνει τους<br />

αναγνώστες… Η συγγραφή,<br />

είναι για εκείνη, Έρωτας!<br />

Ιωάννα Νοταρά. Την γνωρίζετε, οι περισσότεροι... Θα<br />

ξανατονίσω, τη σεμνή παρουσία της, στο facebook,<br />

-από εκεί τη γνωρίζω και εγώ, ελάχιστα βέβαια- αυτό<br />

εκλαμβάνω, πράγμα που εκτιμώ βαθύτατα σε ένα<br />

λογοτέχνη.<br />

Ποια είναι η Ιωάννα, των κοινωνικών βιβλίων; Οι<br />

«Χαμένες Αγάπες»… «Μια Συγνώμη για την Εύα»…<br />

Σε ποια ταξίδια του νου, οδηγούν τα βιβλία της;<br />

Τι θα εισπράξει ο αναγνώστης διαβάζοντάς την;<br />

Θα διαβάσετε τη συνέντευξη- Αλήθεια της Ιωάννας…<br />

Να τη γνωρίσετε καλύτερα, πίσω από τα βιβλία της..<br />

Βένη Παπαδημητρίου<br />

«Πριν επτά χρόνια<br />

παραιτήθηκα από γνωστό<br />

ελβετικό οίκο ρολογιών<br />

και κοσμημάτων όπου<br />

εργαζόμουν ως υπεύθυνη<br />

πωλήσεων για τριάντα<br />

χρόνια, για να ασχοληθώ<br />

αποκλειστικά με τη<br />

συγγραφή», λέει η Ιωάννα..<br />

Πράγματι, είναι σημαντικό για ένα συγγραφέα να έχει<br />

άπλετο χρόνο να εκφραστεί, να γράψει.. .<br />

«Χαμένες Αγάπες»<br />

«Οι Χαμένες Αγάπες, το πρώτο μου βιβλίο, είναι μια<br />

σύγχρονη κοινωνική περιπέτεια, όπως και τα δύο<br />

επόμενά μου βιβλία. Πρόκειται για δύο πολύ αγαπημένες<br />

φίλες, την Αλίκη και την Άννα. Έχουν<br />

μεγαλώσει μαζί παρά το ότι διαφέρουν<br />

κοινωνικά. Η Αλίκη είναι κόρη του<br />

πλούσιου επιχειρηματία Μανώλη<br />

Νικητάκη, ενώ η Άννα κόρη φτωχών<br />

βιοπαλαιστών. Οι γονείς της Άννας<br />

κόπιασαν και πέτυχαν να σπουδάσει η<br />

κόρη τους δικηγόρος. Εντελώς τυχαία<br />

και, μπορώ να το αποκαλύψω επειδή<br />

218 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 219


φαίνεται στην αρχή του βιβλίου, η Αλίκη ανακαλύπτει<br />

ότι είναι αδελφές. Αφού όμως η Άννα είναι ένα χρόνο<br />

μικρότερή της, τεκμηριώνεται ότι ο πατέρας της Αλίκης<br />

διατηρούσε ή διατηρεί ακόμη, σοβαρή παράλληλη σχέση<br />

με άλλη γυναίκα.<br />

Τότε θα ξεκινήσει μια συνταρακτική περιπέτεια ζωής,<br />

όπου οι ήρωες αδυνατώντας να διαχειριστούν τη νέα<br />

κατάσταση, θα εμπλακούν σταδιακά σε καταστάσεις<br />

πρωτόγνωρες γι’ αυτούς. Ναρκωτικά, εκβιασμοί,<br />

δολοφονίες και μια γυναίκα μυστήριο, η Δανάη Ιωάννου,<br />

θα κρατήσουν τον αναγνώστη σε υπερένταση έως την<br />

κάθαρση που είναι η επιλογή μου σε κάθε βιβλίο μου».<br />

- Σε εμπνέει η καθημερινότητα, που είναι σκληρή<br />

πια;<br />

- Φυσικά. Άλλωστε η σημερινή κοινωνία είναι πηγή<br />

πολλών ερεθισμάτων, αρκεί να τα εντοπίζεις και να τα<br />

αναλύεις»<br />

- Το αναγνωστικό κοινό, σε υποδέχθηκε με θέρμη;<br />

Είχαν πωλήσεις τα βιβλία σου;<br />

- Ναι, δεδομένης της κρίσης και του μεγάλου<br />

ανταγωνισμού στον κλάδο, είμαι πολύ ευχαριστημένη<br />

από την ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού και<br />

τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου.<br />

- Ποιες ώρες γράφεις; Όταν είσαι μόνη, όταν<br />

έχεις έμπνευση…<br />

- Γράφω όταν έχω έμπνευση. Είμαι μητέρα μεγάλου<br />

παιδιού, αλλά και γιαγιά πρόσφατα. Άρα έχω πια τον<br />

χρόνο να γράφω.<br />

- Τι είναι για σένα, η συγγραφή;<br />

- Η συγγραφή για μένα είναι ανάγκη και έρωτας...<br />

- Πως ένοιωσες, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο<br />

σου βιβλίο;<br />

- Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, νόμιζα ότι<br />

ζω ένα όνειρο, όμως το ίδιο συνέβη με το επόμενο και<br />

με το μεθεπόμενο… Νιώθω τόσο υπέροχα, όσο ένα πολύ<br />

γλυκό όνειρο.<br />

- Πως αντέδρασαν οι δικοί σου άνθρωποι,<br />

συγγενείς και φίλοι, όταν έμαθαν πως είσαι<br />

συγγραφέας πια..<br />

- Θα ξεκινήσω με τον γιό μου που είναι φανατικός<br />

αναγνώστης. Διδάσκει ευρωπαϊκή ιστορία στο<br />

πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Για μένα είναι η απόλυτη<br />

πληρωμή όταν διακρίνω στο βλέμμα του την υπερηφάνεια<br />

κάθε φορά που του δίνω το νέο μου βιβλίο. Οι συγγενείς<br />

και οι φίλοι ξαφνιάστηκαν όταν διάβασαν το πρώτο μου<br />

βιβλίο. Βρήκαν τόσα πολλά μέσα στις σελίδες τους που<br />

δεν γνώριζαν για μένα… Τώρα απλά με ρωτούν ποιο<br />

είναι το επόμενο θέμα που γράφω.<br />

220 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 221


- Κατά την άποψή σου, η κρίση θα βοηθήσει στο<br />

να αναδειχθεί το καλό βιβλίο; Έχει επηρεάσει<br />

τον κλάδο του βιβλίου;<br />

- Η κρίση πιστεύω ή καλύτερα ελπίζω, θα βοηθήσει το<br />

αντικειμενικά, όσο αυτό είναι δυνατόν, καλύτερο βιβλίο.<br />

Ωστόσο η κοινωνία είναι πολύ στριμωγμένη οικονομικά<br />

και έτσι είναι φυσικό να στερηθεί και το βιβλίο ή να<br />

καταλήγει, δικαίως, στον δανεισμό.<br />

- Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;<br />

- Συγγραφείς… πολλοί. Κατ’ αρχήν όλοι οι κλασσικοί,<br />

Έλληνες και ξένοι. Ο Καζαντζάκης, Λουντέμης,<br />

Σαμαράκης, Καραγάτσης, Ντοστογιέφσκι, Τόμας Μαν…<br />

τεράστια η λίστα! Αγαπώ πολύ τη σύγχρονη λογοτεχνία<br />

και ξεχωρίζω τον Αύγουστο Κορτώ, τον Αλέξη Σταμάτη,<br />

τον Άρη Σφακιανάκη… Η αστυνομική λογοτεχνία με<br />

συνεπαίρνει και ξεχωρίζω τον Τζο Νέσμπο. Θεωρώ ότι<br />

είναι ο βασιλιάς της αστυνομικής, σύγχρονης λογοτεχνίας.<br />

Επίσης τον Ντονάτο Καρίζι και την Καμίλλα Λαγκμπεργκ,<br />

στην αστυνομική λογοτεχνία πάντα. Επίσης ο Χαρούκι<br />

Μουρακάμι, βιβλία του οποίου δεν χάνω, είναι για μένα<br />

ένας μεγάλος συγγραφέας και στοχαστής. Τα θέματά<br />

του αφορούν τη σύγχρονη κοινωνία και με εκπλήσσει,<br />

εκτός από την εξαιρετική γραφή του, η οπτική του. Αν<br />

και Ιάπωνας, προσεγγίζει άψογα τις Ευρωπαϊκές και<br />

Αμερικάνικες ιδιαιτερότητες της εποχής που ζούμε.<br />

“Μια συγνώμη για την Εύα…” - Ύμνος στη<br />

Γυναίκα<br />

«Το τρίτο μου βιβλίο το Μια συγγνώμη για την Εύα,<br />

κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ. Πρόκειται,<br />

κατά τη γνώμη μου, για έναν ύμνο στη γυναίκα. Πέρα<br />

από την ενδιαφέρουσα, γεμάτη από ανατροπές ιστορία,<br />

βλέπουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μια γυναίκα<br />

από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, προκειμένου<br />

να επικρατήσει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.<br />

Βλέπουμε τον αγώνα της για να διεκδικήσει την καριέρα<br />

της ως ψυχίατρος, τον έρωτα, την αγάπη αλλά και τη<br />

συγγνώμη. Βρίσκουμε επίσης μέσα από τους σχολαστικά<br />

αναλυμένους ψυχολογικά ήρωες, τις τραυματικές<br />

σχέσεις πατέρα και γιού, τη<br />

δύναμη της φιλίας, αλλά και<br />

τις αλλαγές των εποχών από<br />

το 1960 έως σήμερα, μέσα<br />

από τα μάτια της ηρωίδας<br />

Νικολέτας Δαβρή.<br />

-Να περιμένουμε κάτι<br />

καινούργιο από εσένα;<br />

Γράφεις, αυτή την περίοδο;<br />

Πως βλέπεις το μέλλον, θα<br />

γράφεις;<br />

- Αυτή την εποχή βρίσκομαι<br />

222 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 223


περίπου στο μέσον της επόμενής μου ιστορίας. Ναι,<br />

όσο βρίσκω θέματα που με εκπλήσσουν ή που με<br />

προβληματίζουν στην σύγχρονη εποχή που ζούμε, θα<br />

γράφω…<br />

Καλή επιτυχία στο νέο βιβλίο της Ιωάννας…<br />

Βένη Παπαδημητρίου<br />

(για το περιοδικό “<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong>”)<br />

224 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 225


226 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> Μάιος | <strong>Τεύχος</strong> 2014 | 6 <strong>Τεύχος</strong> | 4 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | | 227


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Ο τσιγγάνος με την γαμψή μύτη”<br />

(γράφει η Μαίρη Μαργαρίτη)<br />

Όταν επέστρεψα στο τμήμα<br />

–και επέστρεψα όσο πιο<br />

γρήγορα γινόταν καθότι η<br />

υποτιθέμενη διάρρηξη που<br />

μ΄έβγαλε έξω νυχτιάτικα και<br />

μ΄ έσυρε ως την άλλη άκρη της<br />

επαρχιακής πόλης αποδείχτηκε πέρα για πέρα φάρσα -<br />

αντίκρισα ένα θέαμα άνευ προηγουμένου: Ο συνάδελφος<br />

αστυνόμος Κελάφης ήταν πεσμένος μπρούμυτα πάνω<br />

στο γραφείο του μέσα σε μια λίμνη αίματος. Άλλη λίμνη<br />

αίματος στο πάτωμα και πιτσιλιές στους προσκείμενους<br />

τοίχους. Οι άλλοι δυο που ήταν από πριν εκεί, ένας<br />

γεράκος που είχε έρθει να καταγγείλει μια κλοπή και<br />

μια γυναίκα που φαινόταν να τα έχει χαμένα και να έχει<br />

χάσει το δρόμο για το σπίτι της, είχαν παραμείνει στο<br />

τμήμα και μετά τον φόνο αλλά είχαν κολλήσει έντρομοι<br />

στον απέναντι τοίχο του δωματίου.<br />

Με απόλυτη ψυχραιμία έσπευσα στο τηλέφωνο<br />

για να συνεννοηθώ με τα κεντρικά για τη μεταφορά<br />

του πτώματος και τα συναφή. Έπειτα καθίσαμε και οι<br />

τρεις στην άλλη μεριά του δωματίου και περιμέναμε. Ο<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

θάνατος του αστυνόμου Κελάφη θα δραστηριοποιούσε<br />

τους πάντες. Εδώ στην επαρχιακή πόλη του ακριτικού<br />

νησιού δεν ήταν συνηθισμένοι σε δολοφονίες και<br />

μάλιστα αστυνομικών.<br />

Σε περίπου μια ώρα έφθασαν οι αρμόδιοι. Εξετάστηκε<br />

ο τόπος δολοφονίας, πάρθηκαν φωτογραφίες και λοιπά<br />

στοιχεία και το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο.<br />

Σειρά είχαν οι ανακρίσεις. Ο γεράκος κατέθεσε ότι<br />

γύρω στη μία και μισή τη νύχτα εισέβαλε στο τμήμα<br />

κάποιος άγνωστος που έμοιαζε να είναι τσιγγάνος και<br />

πλησίασε βιαστικά το γραφείο του Κελάφη. Μόλις ο<br />

άλλος έκανε να σηκώσει το κεφάλι, ο άγνωστος τον<br />

μαχαίρωσε με δύναμη τρεις φορές στην καρδιά και<br />

πάλι με γοργά βήματα και χωρίς να προλάβουν να<br />

αντιδράσουν στο παραμικρό οι παρόντες, πέρασε την<br />

εξώπορτα και χάθηκε μες το σκοτάδι. Το φονικό όπλο<br />

το πήρε μαζί του. Μάλιστα βρέθηκαν και ίχνη αίματος<br />

στο πάτωμα που μαρτυρούσαν τη διαδρομή του δράστη<br />

ως την εξώπορτα. Το περίεργο είναι ότι το τελευταίο<br />

ίχνος αίματος βρισκόταν πάνω στο κατώφλι και έξω<br />

από το τμήμα δεν υπήρχε το παραμικρό. Και ενώ την<br />

επομένη η γύρω του τμήματος περιοχή ερευνήθηκε<br />

εξονυχιστικά, δεν εντοπίστηκε ούτε το φονικό όπλο<br />

ούτε τίποτ ΄ άλλο που να μαρτυρά την ταυτότητα του<br />

228 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 229


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

δράστη ή την κατεύθυνση που πήρε φεύγοντας.<br />

Τα ίδια πάνω κάτω με τον γεράκο υποστήριξε και<br />

η γυναίκα, αν και δεν είχε νόημα να παρακολουθήσει<br />

κανείς με προσοχή τα λεγόμενά της. Αυτή η γυναίκα<br />

απ΄τη στιγμή που μπήκε στο τμήμα, φαινόταν να έχει<br />

ελάχιστη επαφή με το περιβάλλον. Τώρα με το σοκ που<br />

υπέστη απ΄το φονικό, η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί.<br />

Πάντως από τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων προέκυπτε<br />

ένα σίγουρο συμπέρασμα: ότι ο δράστης ήταν ή παρίστανε<br />

τον τσιγγάνο. Κάποιες πληροφορίες τις επιβεβαίωσα και<br />

εγώ στον αστυνόμο Πελαγρή που ανέλαβε την έρευνα.<br />

Όταν επέστρεφα εκείνη τη νύχτα, από μακριά είδα<br />

κάποιον να βγαίνει έξω από το τμήμα σχεδόν τρέχοντας.<br />

Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά μες το σκοτάδι αλλά η<br />

περιγραφή που έδωσαν οι δυο αυτόπτες για το ανάστημα,<br />

τα μαλλιά, την εξαιρετικά μεγάλη και γαμψή μύτη καθώς<br />

και το στυλ ντυσίματος του δράστη ταίριαζαν με αυτό<br />

που φευγαλέα είχα προλάβει να δω. Εγώ πάλι κλήθηκα<br />

να δώσω περαιτέρω πληροφορίες για το που είχα πάει<br />

εκείνο το βράδυ, ποιος μ΄ έστειλε, τι ακριβώς είπε και<br />

τα σχετικά.<br />

-Θεωρούμαι και εγώ ύποπτος; ρώτησα τον Πελαγρή<br />

χαριτολογώντας ενώ ήξερα τη διαδικασία σε αυτές τις<br />

περιπτώσεις. Ο Πελαγρής δεν έπιασε τον εύθυμο τόνο<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

που υπέκρυπτε το ερώτημα και συνέχισε βλοσυρός<br />

τις ερωτήσεις για την προφορική εντολή του Κελάφη<br />

να μεταβώ στην άλλη άκρη της πόλης, για την οποία<br />

ευτυχώς είχα μάρτυρες τους δυο παρόντες.<br />

Είχα την εντύπωση ότι ο Πελαγρής δεν πίστεψε<br />

στην ύπαρξη του τσιγγάνου δολοφόνου αλλά εξέταζε<br />

σοβαρά το ενδεχόμενο να είναι κάποιος απ΄ τους δυο<br />

αυτόπτες ο δράστης και ειδικά ο γεράκος που ίσως<br />

επινόησε αργότερα την ιστορία του τσιγγάνου. Την<br />

άλλη, τη γυναίκα, δεν την είχε ικανή ούτε για φόνο<br />

ούτε για αξιόπιστη μαρτυρία. Όπως την έκοβε με το<br />

μάτι του, το μυαλό της έπαιζε άσχημο παιχνίδι . Αυτά<br />

που τον προβλημάτιζαν ήταν τρία σημεία. Πρώτον, η<br />

γυναίκα είπε τα ίδια με τον γεράκο, αν και εξετάστηκε<br />

χωριστά. Άρα, δεν είχε ακούσει την ιστορία από τον<br />

προηγούμενο ώστε να την επαναλάβει ούτε φυσικά<br />

ήταν σε ψυχολογική και νοητική κατάσταση ανάλογη<br />

που να επινοήσει μία ιστορία. Άρα, έλεγε πράγματα<br />

που είχε δει. Δεύτερον, αν ήταν ένοχος ο γεράκος,<br />

δε θα παρέμεινε στο τμήμα αλλά θα είχε φροντίσει<br />

να απομακρυνθεί για ν΄ αποφύγει να εμπλακεί στην<br />

υπόθεση τουλάχιστον ως αυτόπτης μάρτυρας. Εξάλλου<br />

οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα έδειχναν καθαρά ότι<br />

ο δολοφόνος εξήλθε του κτηρίου. Τρίτον, εγώ ο ίδιος<br />

230 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 231


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

επιβεβαίωσα περίτρανα την ιστορία των άλλων δυο<br />

καθώς κατέθεσα ότι όντως είχα δει κάποιον άγνωστο<br />

να βγαίνει τρέχοντας απ΄ το τμήμα εκείνο το βράδυ.<br />

Δυστυχώς, δεν μπορούσα να ξέρω τι είχε συμβεί για<br />

να δώσω προσοχή προς τα που κινήθηκε ο άγνωστος<br />

ή αν κρατούσε κάποιο αντικείμενο στο χέρι του. Και<br />

οποιοσδήποτε τυχαίος διερχόμενος δε θα έδινε ιδιαίτερη<br />

σημασία στον άγνωστο θεωρώντας το φυσιολογικό να<br />

βγαίνει ένας άγνωστος νύχτα απ΄ το τμήμα. Άσε που<br />

εκείνο το βράδυ οι δρόμοι ήταν άδειοι, το κρύο ήταν<br />

ανυπόφορο. Οπότε ο Πελαγρής ήταν υποχρεωμένος να<br />

εξετάσει το ενδεχόμενο του άγνωστου τσιγγάνου ως<br />

την επικρατέστερη εκδοχή.<br />

Οι τσιγγάνοι βρίσκονταν περίπου ένα μήνα στην<br />

περιοχή. Είχαν καταλύσει σε ένα εγκαταλελειμμένο<br />

κτήμα στη δυτική πλευρά της πόλης. Από τις πρώτες<br />

μέρες της διαμονής τους είχαν διατυπωθεί από<br />

διάφορους ντόπιους παράπονα για τη συμπεριφορά<br />

τους, από διατάραξη κοινής ησυχίας μέχρι συμμετοχή<br />

σε διαρρήξεις. Ο αστυνόμος Κελάφης με τη συνδρομή<br />

της δημοτικής αρχής είχε βαλθεί ν’ απομακρύνει τους<br />

τσιγγάνους απ΄ την περιοχή, όχι τόσο επειδή τους<br />

θεωρούσε υπεύθυνους για παράνομες πράξεις αλλά γιατί<br />

πίστευε στην «πληθυσμιακή καθαρότητα» της πόλης.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Ο συχωρεμένος ο Κελάφης εφάρμοζε τη θεωρία της<br />

άριας φυλής τουλάχιστον στην περιοχή που αστυνόμευε<br />

και φυσικά ήταν πολύ πρόθυμος να συμβάλει και σε<br />

άλλων περιοχών την «εκκαθάριση». Ούτε βαλκάνιοι<br />

και λοιποί μετανάστες υπήρχαν στην επαρχιακή πόλη.<br />

Όλοι οδηγούνταν σε φυγή σε σύντομο χρονικό διάστημα<br />

μετά την άρνηση των ντόπιων να τους εξυπηρετήσουν<br />

στο παραμικρό.<br />

Οι απόψεις του Κελάφη περί ξενηλασίας είχαν<br />

περάσει και στον κόσμο. Πολλοί από τους κατοίκους<br />

μάλιστα ύστερα από μυστική συνεννόηση με τον<br />

αστυνόμο ερχόντουσαν στο τμήμα και κατήγγειλαν τους<br />

τσιγγάνους για διάφορα αδικήματα. Αυτά τα ήξερα από<br />

πρώτο χέρι και τα είπα στον Πελαγρή. Παρ’ ότι ήμουν<br />

νεοφερμένος, έξι μήνες τώρα, με μετάθεση στο νησί,<br />

είχαν υποπέσει στην αντίληψή μου πολλά περιστατικά.<br />

Ο ίδιος ο Κελάφης μου είχε πει ότι οι άνθρωποι που<br />

καταγγέλλουν τους τσιγγάνους για διάφορα , είναι<br />

μιλημένοι.<br />

-Εμένα προσωπικά, κύριε Πελαγρή, δε μου κάνει καμιά<br />

εντύπωση που κάποιος απ’ τους τσιγγάνους πήρε<br />

εκδίκηση από τον διώκτη τους! Και τάχιστα, βέβαια,<br />

εγώ προσωπικά, θα φροντίσω να μετατεθώ απ΄την<br />

περιοχή σας για να μην έχω την ίδια κατάληξη με τον<br />

232 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 233


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Κελάφη! πρόσθεσα με οργή. Γιατί εμένα έστελνε και<br />

τους μάζευα απ΄τον καταυλισμό για ανακρίσεις κτλ.<br />

Και μετά τους έπαιζε, όπως η γάτα με το ποντίκι, και<br />

από έλλειψη στοιχείων τους άφηνε απειλώντας τους<br />

πως την επόμενη φορά δε θα σταθούν τόσο τυχεροί.<br />

***<br />

Την επόμενη μέρα η είδηση της δολοφονίας του<br />

Κελάφη άπλωσε από στόμα σε στόμα και έπεσε σαν<br />

κεραυνός πάνω στην επαρχιακή πόλη που θρηνούσε<br />

τον χαμό ενός σημαίνοντος προσώπου. Το πλήθος<br />

εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με τους τσιγγάνους και<br />

απαίτησε την άμεση απομάκρυνσή τους. Ο Πελαγρής<br />

νωρίς το πρωί επισκέφτηκε τον καταυλισμό για έρευνα.<br />

Όπως περίμενα, δε βρήκε ούτε δράστη με μεγάλη γαμψή<br />

μύτη σύμφωνα με τις περιγραφές ούτε φονικό όπλο. Οι<br />

τσιγγάνοι δήλωσαν άγνοια για το συμβάν και πρόσθεσαν<br />

ότι, όπως πολλές φορές έχει συμβεί στο πρόσφατο<br />

παρελθόν, κατηγορούνταν άδικα για πράξεις άλλων.<br />

Απέφυγαν να δηλώσουν τη δυσαρέσκεια τους προς το<br />

πρόσωπο του νεκρού Κελάφη μήπως και ενισχύσουν<br />

τις υποψίες ότι κάποιος από τους δικούς τους είναι ο<br />

εκτελεστής.<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Το ζήτημα ήταν κάτι παραπάνω από την εξιχνίαση<br />

μιας δολοφονίας. Είχε εξελιχτεί άμεσα σε ένα μαζικό κύμα<br />

οργής εναντίον των ξένων που έβλαψαν έναν επιφανή<br />

ντόπιο. Το μίσος εκδηλωνόταν απροκάλυπτα πλέον.<br />

Αφενός οι ντόπιοι απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση<br />

των τσιγγάνων υπό την απειλή αυτοδικίας αφετέρου<br />

η έρευνα απαιτούσε την παρουσία των τσιγγάνων και<br />

κάπου εκεί στη μέση ο Πελαγρής σκυμμένος πάνω στο<br />

γραφείο του μελετούσε βεβιασμένα τις καταθέσεις και<br />

τα στοιχεία.<br />

Τους αυτόπτες μάρτυρες τους καλέσαμε άλλη μια<br />

φορά όπου επανέλαβαν αυτά που είχαν πει και την<br />

πρώτη με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Και εγώ ξανάδωσα<br />

κατάθεση. Ο Πελαγρής πίεζε και τους τρεις μας μήπως<br />

και θυμηθούμε κάτι που αρχικά μας είχε διαφύγει<br />

αλλά η μνήμη δεν είχε συγκρατήσει κάποιο επιπλέον<br />

στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει την έρευνα.<br />

Οι περιγραφές κατέληγαν σε έναν ανύπαρκτο, όπως<br />

αποδείχτηκε, τσιγγάνο με μεγάλη γαμψή μύτη.<br />

Ήταν καιρός, λοιπόν, να εγκαταλειφθεί προς ώρας<br />

τουλάχιστον αυτή η εκδοχή και να εξετάσουμε την<br />

περίπτωση να είχαμε δράστη κάποιον ντόπιο που για<br />

λόγους παραπλάνησης είχε μεταμφιεστεί σε τσιγγάνο.<br />

Αυτό το σενάριο θα προσκόμιζε πλήθος υποψηφίων<br />

234 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 235


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

δολοφόνων γιατί ο Κελάφης όσο φανατικούς υποστηρικτές<br />

είχε άλλο τόσο είχε και φανατικούς εχθρούς. Όλους<br />

αυτούς δηλαδή που δε συμμερίζονταν τις ρατσιστικές<br />

του διαθέσεις απέναντι στους ξένους. Αλλά και πάλι η<br />

διαφωνία αυτή ήταν ικανή να οπλίσει το χέρι του δράστη;<br />

Μάλλον απίθανο. Γι’ αυτό ο Πελαγρής σύντομα κατέληξε<br />

να σκαλίζει το παρελθόν του Κελάφη όπου ήλπιζε ότι<br />

θα ανακάλυπτε κάποιο μνησίκακο πρόσωπο από το<br />

παρελθόν που θα έμπαινε στον κόπο να τον εκδικηθεί<br />

ακόμη και μετά από πολλά χρόνια.<br />

Τελικά, ο Πελαγρής κατάφερε μέσες άκρες να μάθει<br />

- πιο πολύ σα φήμη παρά σα θετική πληροφορία - μια<br />

ιστορία που εξηγούσε το γιατί ο Κελάφης είχε αλλάξει<br />

το όνομά του πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια.<br />

Τότε ήταν πρωτοδιόριστος σε ένα χωριουδάκι της<br />

Βόρειας Ελλάδας. Λεγόταν Καλαφάτης τα χρόνια εκείνα.<br />

Είχε κρυφά ερωτικές σχέσεις με μια νεαρή κοπέλα.<br />

Η κοπέλα έμεινε έγκυος και εκείνος προσπαθούσε με<br />

κάθε τρόπο να αποσείσει την ευθύνη από πάνω του.<br />

Αφού απέτυχε να την πείσει να κάνει έκτρωση, άρχιζε<br />

να επιμένει στο ότι δεν ήταν δικό του το παιδί αλλά<br />

κάποιου άλλου. Κρατούσε στο χέρι έναν διακινητή<br />

ναρκωτικών και συμφώνησε μαζί του να τον γλιτώσει<br />

απ΄τις κατηγορίες, αν δεχόταν να αναγνωρίσει το παιδί<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

της νεαρής. Ταυτόχρονα, απειλούσε τη νεαρή ότι, αν<br />

δε συμφωνούσε να γίνουν έτσι τα πράγματα, θα τον<br />

ανάγκαζε να την εγκαταλείψει αβοήθητη. Η κοπέλα υπό<br />

την πίεση της κατάστασης και τον φόβο διαπόμπευσης<br />

της ίδιας και της οικογένειάς της στη μικρή κοινωνία του<br />

χωριού, επέλεξε το δρόμο της αυτοκτονίας. Σε σημείωμα<br />

εξηγούσε στην οικογένειά της τα καθέκαστα. Σε σύντομο<br />

χρονικό διάστημα η ιστορία μαθεύτηκε σ΄ όλο το χωριό<br />

και ο Καλαφάτης δεν μπορούσε να σταθεί. Τον κοίταζαν<br />

με απέχθεια, μουρμούριζαν στο πέρασμά του. Ήταν ο<br />

ηθικός αυτουργός ενός άδικου θανάτου. Το συντομότερο<br />

έφυγε από το χωριό και προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη<br />

του παρελθόντος με το ν΄αλλάξει το όνομα του.<br />

Ο Πελαγρής ήλπιζε ότι κάτι θα μπορούσε να βγει από<br />

αυτή την παλιά ιστορία και βάλθηκε να μάθει ονόματα<br />

και συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα.<br />

Στο μεταξύ συνέβη κάτι ανεπάντεχο. Οι δυο<br />

μάρτυρες, ο γεράκος και η γυναίκα εξαφανίστηκαν<br />

ταυτόχρονα. Ο γεράκος έμενε σ΄ένα νοικιασμένο δυάρι<br />

στα ανατολικά. Τη γυναίκα την είχε βάλει να μείνει<br />

προσωρινά ο Πελαγρής στο ξενοδοχείο «Ανεμώνα»<br />

υπό υποτυπώδη επιτήρηση, μιας και ακόμα δεν είχε<br />

διαπιστωθεί η ταυτότητά της. Δε θα έφευγαν χωρίς<br />

να ειδοποιήσουν την αστυνομία. Άρα, δεν έφυγαν με<br />

236 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 237


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

τη θέλησή τους. Ο Πελαγρής ξαφνιάστηκε με την<br />

είδηση. Προσπαθούσε να συνδυάσει στο μυαλό του<br />

τις πληροφορίες έχοντας την αίσθηση ότι το παιχνίδι<br />

παιζόταν μπρος στα μάτια του και έπρεπε να δράσει<br />

άμεσα.<br />

-Είναι προφανές ότι κάποιος τους εξαφάνισε φοβούμενος<br />

μια αποκάλυψη, είπε ο Πελαγρής.<br />

-Ίσως ο άγνωστος που είδα να βγαίνει από το αστυνομικό<br />

τμήμα! πέταξα εγώ.<br />

-Πρέπει να τους βρούμε πάση θυσία, ελπίζω ζωντανούς...<br />

Μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω και φοβήθηκαν να<br />

το πουν, πρόσθεσε ο Πελαγρής αγχωμένος.<br />

-Το σίγουρο είναι ότι ο δολοφόνος κινείται ακόμη στην<br />

περιοχή και καλύπτει τα ίχνη του, τον διαβεβαίωσα εγώ.<br />

Εγώ πάντως σε λίγο καιρό που θα έβγαινε η μετάθεσή<br />

μου, θα έφευγα από τούτο το άθλιο μέρος.<br />

Ο Πελαγρής έδωσε τις φωτογραφίες των μαρτύρων<br />

για να ενημερωθούν οι αστυνομικοί και όλοι ήταν<br />

σε επιφυλακή για τον εντοπισμό τους, ιδίως εκείνοι<br />

που διεξήγαγαν ελέγχους σε μέσα μεταφοράς. Ήταν<br />

σχεδόν απίθανο να βγουν απ΄ το νησί χωρίς να γίνουν<br />

αντιληπτοί. Ταυτόχρονα παρά τις ραγδαίες εξελίξεις<br />

στην υπόθεση, κανόνισε υπό το βάρος της λαϊκής οργής<br />

να απομακρυνθούν επιτέλους οι τσιγγάνοι απ΄την<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

περιοχή προς αποφυγή αντιποίνων γιατί οι ντόπιοι, αν<br />

και είχαν ακούσει για τον άγνωστο ένοχο, επέμεναν<br />

στην απομάκρυνση των τσιγγάνων και καταβάθος<br />

απογοητεύτηκαν που δεν αποδείχτηκαν αυτοί οι<br />

υπεύθυνοι της δολοφονίας.<br />

***<br />

Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρα μετάθεση από<br />

αυτόν τον καταραμένο τόπο με ήσυχη τη συνείδησή μου<br />

πλέον. Στην πρώτη ευκαιρία πήγα να δω τους δικούς<br />

μου στη νέα πόλη όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί. Τώρα<br />

και αυτοί ήταν πιο ήρεμοι σα να είχαν εκπληρώσει ένα<br />

χρέος που τους βάραινε καιρό. Τους είπα ότι θα δήλωνα<br />

παραίτηση απ΄το σώμα. Δεν έκανα γι΄αυτή τη δουλειά,<br />

ήταν εμφανές. Είχα προ καιρού αναγνωρίσει στον εαυτό<br />

μου μια έντονη ροπή προς τα καλλιτεχνικά πράγματα,<br />

όπως ακριβώς η αδερφή μου. Η εικόνα της είναι θολή στο<br />

μυαλό μου. Είχε πεθάνει νέα και σχεδόν δε θυμάμαι τη<br />

μορφή της. Από τους γονείς μου έμαθα τα περισσότερα<br />

γι΄αυτήν. Είδα και τους πίνακες που ζωγράφιζε. Στην<br />

εφηβεία μου έμαθα για την αυτοκτονία της και γι΄αυτόν<br />

τον Καλαφάτη και όλα όσα μου έκρυβαν όταν ήμουν<br />

παιδί. Και τότε ορκίστηκα ότι μια μέρα θα σταθώ εγώ<br />

238 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 239


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

ο νόμος που δεν τον άγγιξε τότε. Και το έκανα παρότι<br />

δυσκολεύτηκα γιατί είχε αλλάξει το όνομά του.<br />

Τρεις μαχαιριές στην καρδιά. Καμιά σκέψη, κανένας<br />

δισταγμός. Τον σκότωσα και έφυγα δίχως ίχνος ενοχής.<br />

Είχα σκεφτεί τόσο πολύ για τόσα πολλά χρόνια αυτή<br />

τη στιγμή που ένιωσα σα να την είχα ξαναζήσει την<br />

ώρα που πρώτη φορά τη ζούσα. Το μαχαίρι το έχτισα<br />

επιμελώς σ΄ ένα τοίχο σε σημείο που είχα διαλέξει τις<br />

προηγούμενες μέρες μαζί με τα λερωμένα μου ρούχα<br />

στην άλλη άκρη της πόλης όπου με πήγε η υποτιθέμενη<br />

νυχτερινή αποστολή.<br />

Γύρισα στο τμήμα γρήγορα. Εκεί με περίμεναν οι<br />

γονείς μου. Θυμάμαι ότι μόλις έκανα το τηλεφώνημα<br />

στα κεντρικά και καθίσαμε όλοι μαζί να περιμένουμε,<br />

πρότεινα εγώ να προσθέσουμε στην περιγραφή μας<br />

ότι ο δράστης είχε μεγάλη γαμψή μύτη γιατί είχε τύχει<br />

να πάω πολλές φορές στον καταυλισμό προηγουμένως<br />

και ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένας τσιγγάνος που να<br />

ταιριάζει στην περιγραφή ώστε να κατηγορηθεί άδικα.<br />

Και μετά που ξέθαψε ο Πελαγρής την ιστορία με την<br />

αυτοκτονία της νεαρής, φρόντισα άμεσα να εξαφανίσω<br />

τους γονείς μου που θεωρήθηκαν αγνοούμενοι και τους<br />

αναζητούσαν σε όλες τις εξόδους του νησιού. Όμως<br />

εκείνοι ταξίδευαν άνετα ανάμεσα στους τσιγγάνους<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

που διώχτηκαν απ΄την περιοχή άρον άρον, όπως είχα<br />

προβλέψει εξ αρχής ότι θα συμβεί.<br />

Γιατί φρόντισα προπάντων οι εχθροί του Κελάφη να<br />

είναι δικοί μου φίλοι. Γιατί φρόντισα ν’ αλλάξω επώνυμο<br />

πριν μπω στο σώμα και οι γονείς μου να παρουσιαστούν<br />

με αλλαγμένη εμφάνιση. Γιατί φρόντισα εκείνη τη νύχτα<br />

τα ίχνη απ’ το αίμα του μαχαιριού να φθάνουν ως το<br />

κατώφλι του τμήματος ώστε να μην ενοχοποιηθούν οι<br />

εντός. Να φορέσω πανωφόρι που να κρύβει τα ματωμένα<br />

ρούχα και να προσέξω μη με δει κανένας μέχρι να χωθώ<br />

στο αμάξι που είχα παρκάρει ακριβώς μπροστά στο<br />

τμήμα . Γιατί εν τέλει φρόντισα ο τσιγγάνος με τη γαμψή<br />

μύτη να μη συλληφθεί ποτέ...<br />

Μαίρη Μαργαρίτη<br />

240 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 241


Κάντε κλικ επάνω στην καρδιά για να<br />

διαβάσετε ή να κατεβάσετε την υπέροχη<br />

ιστορία που έγραψαν 15+1 blogger.<br />

242 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 243


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Mιας νύχτας όνειρο...”<br />

(Διήγημα Γιώργου Παυλίδη)<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

μερικοί αποξηραμένοι, αδιάφοροι για το πως χτυπά μια<br />

καρδιά.<br />

Φτάνω στο σπίτι σου Η ματιά μου κατρακυλά πάνω σου σαν καταρράκτης<br />

βραδιάτικα... Ψαράδικο από λαχτάρα. Ήξερες ότι θα ΄ρθω και όλα πάνω σου<br />

χωριό, αγκαλιάζει το μικρό τιμούν το πως μου αρέσεις, πως σε γνώρισα, πως σε<br />

κόλπο μερικά βήματα πιο θέλω.<br />

κάτω. Το ‘χες σκάσει για<br />

φθινοπωρινές διακοπές του Τα μαύρα σου μαλλιά χύνονται ελεύθερα στη πλάτη<br />

μεγάλου Σαββατοκύριακου, άδραξες κάποια χαμόγελα σου, οι ώμοι σου δεν τα σταματούν, περνάνε λίγο και<br />

της τύχης και τα κατάφερες. Ήρθες μόνη, άγνωστη στην πλάτη. Αφημένα στις μικρές τους ατέλειες ενός<br />

ανάμεσα σε άγνωστους να γεμίσεις μπαταρίες, να πρόχειρου χτενίσματος της τελευταίας στιγμής, με το<br />

γεμίσουν τα μάτια σου θάλασσα, να ανασάνεις γαλήνη... ασημόφως του φεγγαριού πίσω μου να παίζει ήδη κρυφτό<br />

μαζί τους.<br />

Οι γείτονες ή βλέπουν τηλεόραση ή έχουν πέσει για ύπνο.<br />

Με αμμοχάλικο οι δρόμοι, τα βήματα μου χάνονται στους Ένας ασημένιος κρίκος, από αυτούς τους μεγάλους,<br />

θορύβους της νύχτας, ένα σκυλί μονάχα με αλυχτά, θα τους λιτούς, κρέμεται στο κάθε σου αυτί στολίζοντας τα<br />

μύρισε τη λαχτάρα μου για σένα...<br />

“σ’ αγαπώ” που τόσες φορές σου έχω ψιθυρίσει φιλώντας<br />

τα. Κάθε φορά που τους βλέπω υποφέρω που δεν στους<br />

Ακούς τον σιγανό χτύπο στην πόρτα, και σε μισό λεπτό αγόρασα εγώ. Σου πάνε τόσο... ότι σου πάει το θέλω να<br />

- από εκείνα που πουλάνε το χρόνο τους στο άπειρο για είναι από μένα...<br />

να μας βασανίζουν - ανοίγεις.<br />

Παραφύλαγες ; Μ’ ένοιωσες ; έκτη αίσθηση θα το πουν<br />

Τα μάτια σου... σκούρες λίμνες απύθμενες... Του ώριμου<br />

244 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 245


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

κάστανου η σκούρα φλούδα σε τέλειο μείξη με το μαύρο<br />

σάλι ανάστερης νύχτας. Όπως στέκεσαι στην πόρτα<br />

και με κοιτάς βουτάω μέσα τους, χάνομαι στα βάθη<br />

τους, ξαναγεννιέμαι... Η ματιά σου πάνω μου, μία ήταν<br />

αρκετή, ο χρόνος σταμάτησε, τα ρολόγια μέσα μου πάνε<br />

πίσω, λυγερό παλληκάρι στέκομαι μπρος σου, νιός που<br />

λαχταρά να σε σφίξει στην αγκαλιά του.<br />

Δε φοράς κραγιόν, δε χρειάζεται... ή είναι τόσο διακριτικό<br />

που δεν το καταλαβαίνω; Στα χείλια σου εστιάζομαι για<br />

πολλές στιγμές, κρατιέμαι δύσκολα να μην τα κουρσέψω<br />

εκεί, στην μισάνοιχτη πόρτα.<br />

Τα χείλια σου... τα χω φιλήσει τρυφερά, τα ‘χω δαγκώσει<br />

με πάθους λύσσα, τα ‘χει ανοίξει η γλώσσα μου ψάχνοντας<br />

τη δικιά σου για να χορέψουν εκείνο το χορό που μας<br />

τρελαίνει, έχω κλείσει το κάθε ένα τους απαλά ανάμεσα<br />

στα δικά μου...<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

που τις στηρίζει, γύρω από το λαιμό σου, το κούμπωμα<br />

στο σβέρκο από πίσω δε φαίνεται. Εκεί που σε δαγκώνω<br />

μερικές φορές όταν σε έχω δικιά μου. Μεγάλες, μικρές<br />

πέτρες, σε κάθε σχήμα, κόκκινες οι περισσότερες με<br />

λίγες διάφανες χάντρες να τους προσθέτουν χάρη.<br />

Φλερτάρουν ξεδιάντροπα οι πέτρες με τα στήθια σου<br />

όπως πέφτουν στο ξώπλατο μαύρο μπλουζάκι που φοράς.<br />

Τα σκλήρυνε κι όλας κάποια πεθυμιά; τα λαχτάρησα<br />

τόσο!!<br />

Πως κρατιέμαι και δεν τα παίρνω στις φούχτες μου, εκεί<br />

στην μισάνοιχτη πόρτα... Να σκύψω, να τα ελευθερώσω,<br />

να τα τρυγήσω!! Δύσκολα κρατιέμαι!!<br />

Το εμπριμέ σου φουστάνι... Δεν προλαβαίνω όμως να<br />

αποτελειώσω την οπτική μου απόλαυση τώρα που είσαι<br />

πάλι μπρος μου, ένα θέαμα προσφορά που δε χορταίνω...<br />

Τα χείλια σου... ένας από τους χίλιους λόγους που κίνησα Μου πιάνεις το χέρι... Γίνεσαι όλη ένα βλέμμα υπόσχεση,<br />

να σε βρω...<br />

ένα βλέμμα λατρεία, ένα βλέμμα... βλέμμα ΣΟΥ, που<br />

καρφώνεται στα μάτια μου... Κλειδώνεις στα μάτια μου,<br />

Οι κόκκινες πέτρες ξεκινούν από την κόκκινη αλυσίδα<br />

κλειδώνω στα μάτια σου, ριγούμε και οι δυό, το νιώθω.<br />

246 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 247


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Δε μιλάς... με τραβάς απαλά προς τα μέσα... ακόμα και<br />

της πόρτας τη λαχτάρα να κλείσει πίσω μας θαρρώ πως<br />

νοιώθω...<br />

Τα μάτια σου με καλούν μέσα, το σώμα σου κυματίζει<br />

ανεπαίσθητα σε μία πρόσκληση που την ξέρω καλά.<br />

Σε έχω μάθει πια, όταν έχεις φιλήσει, έχεις χαϊδέψει, έχεις<br />

πάρει αυτό το κορμί χιλιοστό χιλιοστό προσκυνώντας<br />

κάθε του τρέμουλο, όταν το έχεις διεκδικήσει και το<br />

έχεις κερδίσει πόντο πόντο, όταν το έχεις ποτίσει με του<br />

πάθους σου τους χυμούς, με τον ιδρώτα σου, όταν του<br />

κορμιού σου το άρωμα ανάμικτο με το δικό του έγιναν<br />

θείο μύρο που σφράγισε κάθε του πόρο... ε, τότε έχεις<br />

μάθει την γλώσσα του, αποκωδικοποιείς κάθε του σήμα...<br />

Σου γελώ... Θέλω να με εμπιστευθείς, να αφεθείς σε<br />

μένα... Η πόρτα μισάνοιχτη μας κοιτά απορημένη, σε<br />

δυο τρεις αιωνιότητες μόνο όλα αυτά... αλλά ήδη βλέπω<br />

την απορία στο βλέμμα σου, δε θα μπω μέσα... τώρα το<br />

έχεις καταλάβει...<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

δεν κρατάνε πρώτους ρόλους στο σκηνικό που στήνω...<br />

θα απορούν και αυτά... αλλά δεν πειράζει... αυτή τη<br />

στιγμή άλλα έχω στο μυαλό μου... Και όχι, δε θα σε<br />

κάνω βορά στις γειτόνισσες που μπορεί να μας βλέπουν<br />

πίσω από κάποια γρίλια. Δε θα τους δώσουμε εμείς το<br />

θέμα του αυριανού κουτσομπολιού... Εξ’ άλλου το ότι<br />

είμαστε και οι δυό αναγνωρίσιμοι είναι το αίμα με το<br />

οποίο ποτίζουμε το μονοπάτι που χαράξαμε εδώ και<br />

χρόνια. Το δικό μας μονοπάτι...<br />

Γελάς... Δε λες τίποτα αλλά αυτό το αγαπημένο χαμόγελο<br />

με μία νότα απορίας και πονηριάς δε φεύγει από τα χείλια<br />

σου... Ξέρεις ότι κάτι μαγειρεύω... σε έχω συνηθίσει<br />

στο απρόοπτο... αφήνεσαι στα σχέδια μου χωρίς να<br />

ρωτάς. Η έκπληξη, η προσμονή του άγνωστου πάντα σου<br />

μεγαλώνει την τελική απόλαυση, λατρεύεις τα παιχνίδια<br />

μου, τις ιδέες μου...<br />

Πώς μου αρέσει να διαβάζω την επιδοκιμασία πάνω<br />

σου όταν καταλάβεις, την αποδοχή, τη συμμετοχή ή την<br />

διεκδίκηση ενός κυρίαρχου ρόλου στο τέλος...<br />

Τα χείλη μας τα νοιώθω παραπονεμένα... δεν έσμιξαν,<br />

Η κλειδαριά είχε από πίσω το κλειδί... Το παίρνεις<br />

248 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 249


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

και κλείνεις απαλά την πόρτα, μετά το θάβεις σε μία είχε τόσο δροσερό νερό σαν το κελαρυστό σου γέλιο δε<br />

τσέπη της εμπριμέ σου φούστας. Δε λες τίποτα... το χέρι θα στέρευε ποτέ!<br />

σου βρίσκει το δικό μου, κρύβεται στη φούχτα μου με<br />

σιγουριά, σαν πουλί που γύρισε επιτέλους στην φωλιά Τα δάχτυλα χωρίζουν καθώς περνάμε από δύο φωτισμένα<br />

του...<br />

σπίτια. Η ζηλιάρα φεγγαραχτίδα πανηγυρίζει, θυμώνω<br />

για μια στιγμή αλλά μετά ησυχασμένος γελώ καθώς το<br />

Μου κρατάς το χέρι και η ζηλιάρα η σελήνη πάνωθε μας χέρι σου με πιάνει αγκαζέ και γέρνεις τρυφερά πάνω<br />

στέλνει μια αχτίδα να προσπαθήσει να τρυπώσει στα μου. Το σύμπαν όλο γύρισε πάλι σε μένα.<br />

μπλεγμένα μας δάχτυλα. Δεν τα καταφέρνει, φέρνει<br />

συντροφιά κι άλλες αχτίδες, όμως συμβιβάζονται τελικά Πέντε βήματα ακόμα... το κορμί σου πάντα κρεμασμένο<br />

παίζοντας με τον ίσκιο που αφήνουμε πίσω μας στο στο μπράτσο μου, τα βήματα μας τα παίρνει η νύχτα για<br />

χωμάτινο μονοπάτι...<br />

ενθύμιο, τα αφήνει να παίξουν για λίγο το δικό τους ήχο<br />

πριν τα ενσωματώσει στη δικιά της μουσική... και αυτή<br />

Περάσαμε το ασβεστωμένο πηγάδι, σκεπαστό για τα η πονήρω η σελήνη από πάνω μας που όλα τα ξέρει και<br />

παιδιά, που κάποιες κοπελιές ακόμα το ρωτούν ρίχνοντας γελά...<br />

ένα μικρό βότσαλο στα κλεφτά, αν ξέρει απαντήσει να<br />

δώσει στα μυστικά τους, κοιτάζοντας κλεφτά γύρω μη Περάσαμε την εκκλησούλα του Άγιου Νικόλα, πάντα<br />

της κοροϊδέψει κανείς...<br />

φρεσκοβαμμένη, κάτασπρη με το μπλε καμπαναριό,<br />

πεντακάθαρη, να αντιφεγγίζει τις φεγγαραχτίδες που<br />

Το πηγάδι με το γλυφό νερό, άχρηστο εδώ και πολλά την αγκαλιάζουν και την προσπερνούν στοργικά.<br />

χρόνια, που κανείς δεν τόλμησε να το πειράξει, όλοι<br />

σέβονταν την ιστορία του. “Τριακόσια χρόνια και, Αφήσαμε πίσω μας τα αρμυρίκια και τους θάμνους να<br />

μνημείο το έχουν κάνει” μου έλεγες και γέλαγες... αν<br />

καλύπτουν την μάντρα του κυρ-Ανέστη, και εκεί σε έχω<br />

250 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 251


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

φιλήσει την άλλη φορά που ανταμώσαμε νυχτιάτικο, δικά μου σε δευτερόλεπτα. Σε πιάνω από το χέρι... σε<br />

θυμάσαι; Στο πρώτο μας ραντεβού σε αυτό το χωριό, κοιτώ... ξέρεις... τώρα νοιώθω πως ξέρεις...<br />

σκαστοί κι οι δυό, τότε που το ανακαλύπταμε ακόμα...<br />

Σιγά τα πρώτα βήματα... πιο γρήγορα μετά... τρέχουμε,<br />

Ο δρόμος τέλειωσε, τα πόδια βυθίζονται στην άμμο... γελάμε σαν μαθητούδια, πάντα πιασμένοι χέρι χέρι...<br />

Μπροστά μας η μεγάλη πλανεύτρα με μερικές βάρκες Η αμμουδιά νοτίζει κάτω από τα πόδια μας... πάμε<br />

δεμένες σε μία μικρή τσιμεντένια προβλήτα...<br />

παράλληλα τώρα με την άκρη της θάλασσας, τρέχουμε<br />

προς τον μεγάλο αμμόλοφο και κάτι αρμυρίκια πιό<br />

Άμμος κάτω μας, το φεγγάρι να μοιράζει απλόχερα πέρα...<br />

ασήμι στη θάλασσα μπροστά μας... Γυρνώ και σε φιλώ...<br />

Πως το κατάλαβες; με ξέρεις και συ... Τα χείλια μας - Τι κοιτάς ρε... ;<br />

μεταλλάχτηκαν σε κέρινα, λειώνουν... Το κορμί σου - Κοίτα φάση ρε... να εκεί, στη παραλία... ένας πουρός<br />

σφίγγεται επάνω μου... Σου χαϊδεύω τρυφερά τα μαλλιά, και μια κυρά τρέχουν στην άμμο !<br />

σου αρέσει αυτό, τα χέρια μου στο πρόσωπο σου, σε - Πλάκα κάνεις !<br />

πίνω ξανά...<br />

- Μα δε τους βλέπεις ; Κοντά μας πέρασαν όπως έτρεχαν!<br />

Λες να έβαψε για πλάκα ο τύπος το μαλλί γκριζόασπρο;<br />

Μετά σε αγκαλιάζω... λες και φοβάμαι μη σε πάρει Αλλά χωμένος μέσα στη βάρκα για να κάνεις τσιγάρο...<br />

κάποιο της νύχτας ξωτικό, δεν ξέρω τι παιχνίδια θέλει - Καλά, δε το πιστεύω... Κοίτα ρε... τρέχουν σιγά σιγα<br />

να μου παίξει αυτό το περίεργο φεγγάρι πάνω μας που πιασμένοι χεράκι χεράκι αλλά γελάνε λες και είναι τεκνά<br />

ασημώνει τον ντουνιά και γελάει...<br />

που κάνουν μαραθώνιο!! Και ο τύπος έχει και τα κιλά<br />

του, βαρέων βαρών... Τα είδα όλα σήμερα !!<br />

Σε αφήνω, βγάζω τα παπούτσια μου... δε χρειάζεται να - Έλα τώρα, τα πουρά θα κοιτάμε; έκανες το τσιγάρο<br />

σου πω τίποτα, τα δικά σου είναι πεταμένα δίπλα στα<br />

σου, πάμε να φύγουμε..<br />

252 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 253


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Και τρέχουμε... είδες τι γρήγορα που τρέχουμε; Kοιτώ τα<br />

μαλλιά σου τα πάντα μαύρα για μένα να ανεμίζουν όπως<br />

τα ανακατεύει η φόρα μας και το αγέρι από τη θάλασσα...<br />

Και κοιτώ τα σκούρα μάτια σου να φέγγουν με δικό τους<br />

φως, δανεισμένο από τον ήλιο που θα λάμψει αύριο, τους<br />

κρίκους να πιάνουν μια φεγγαραχτίδα αιχμάλωτη στα<br />

αυτιά σου και μετά να την αφήνουν... Ποια κούραση...<br />

ατσάλι στα πόδια, παιδιού καρδιά, δίπλα μου να σε έχω<br />

μονάχα...<br />

Έτσι μπράβο ! Μη μου αφήνεις το χέρι... Όσο δεν με<br />

αφήνεις δε καταλαβαίνω τίποτε άλλο από εσένα...<br />

Να εκεί στο λόφο θα σταματήσουμε... έχει ξερά αρμυρίκια<br />

τα είδα πριν που ερχόμουν... θα ανάψουμε φωτιά...<br />

μεγάλη φωτιά... και μετά θα δούμε τη θάλασσα, να<br />

βρούμε λίγο τις χαμένες ανάσες και να πέσουνε οι χτύποι<br />

της καρδιάς...<br />

Με κοιτάς απορημένη, μετά γελάς... Όλα τα κατάλαβες<br />

και λέξη δυνατά ας μην είπα... Τόσο πολύ πια διαβάζεις<br />

το γέλιο μου;<br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Ναι έχω σχέδια... η νύχτα άρχισε χωρίς εμάς... θα<br />

τελειώσει όμως με μας... Πολλά σχέδια... Έλα, λίγο<br />

ακόμα, μη γελάς, εντάξει, κουράγιο σε μένα δίνω !<br />

Φτάσαμε καπετάνισσα της καρδιάς μου! Να το κάστρο<br />

μας, το καράβι μας!! Αν θες σαλπάρουμε, διάλεξε<br />

καμπίνα! Για σένα τη καλύτερη, έχει πολλές, διάλεξε!!<br />

...Φαρδύ το κρεβάτι της μόνο!! Που ξέρεις, αν δεν αντέξω<br />

να περιμένω να γυρίσουμε, αν μας μεθύσει της νύχτας το<br />

κόκκινο κρασί και τα ξεχάσουμε όλα... ναι εδώ... δίπλα<br />

στη φωτιά... στη νοτισμένη άμμο!! Για αυτό διάλεξα<br />

να ξαποστάσουμε πίσω από τους αμμόλοφους που μας<br />

κρύβουν από αδιάκριτα μάτια...<br />

Εδώ, μαζί, όσο βαστά η νύχτα ! Όσο βαστούν τα όνειρα...<br />

Πριν βγει ο ήλιος και λυθούν τα μάγια, πριν ορμήσει<br />

πάλι ο χρόνος απρόσκλητος μέσα μας...<br />

Έλα ανάσα μου! Έλα!! Όσο αυτό το αλήτικο φεγγάρι<br />

ψηλά μάς κλείνει το μάτι!!<br />

Γιώργος Παυλίδης<br />

254 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 255


256 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 257


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

“Η μάσκα της Αλκμήνης”<br />

(Διήγημα Γιάννη Καμπύλη)<br />

Προχώρησε προς το χώρο<br />

των αποσκευών. Κοιτώντας<br />

επίμονα τους ιμάντες και πότε–<br />

πότε γύρω του, μην τυχόν και δει<br />

κάποιο προσφιλές του πρόσωπο,<br />

περίμενε να πάρει το δικό του<br />

σακ–βουαγιάζ. Δεν πέρασαν<br />

πέντε λεπτά, το φορτώθηκε στον<br />

ώμο του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.<br />

Μπήκε μέσα στο πρώτο ταξί που βρήκε ελεύθερο,<br />

κάθισε αναπαυτικά στο πίσω του κάθισμα και χωρίς να<br />

πει κουβέντα του οδηγού, έβγαλε από τη μέσα τσέπη του<br />

σακακιού του ένα φάκελο. Έβγαλε έξω το περιεχόμενό<br />

του –ένα τσαλακωμένο, διπλωμένο χαρτί στα τέσσερα–<br />

και το ξαναδιάβασε για ακόμη μια φορά. «Αν θες να<br />

δεις το δημιουργό σου, θα παρευρεθεί στο παγκόσμιο<br />

συνέδριο των ολογραμμάτων την πρώτην και τη δευτέραν<br />

Απριλίου. Η συνάντηση θα ’ναι μοιραία».<br />

Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος και η αναγκαία<br />

αιτία, που ο Άϊκον έκανε αυτό το μακρινό ταξίδι, παρά<br />

το ότι γνώριζε, πως δε θα τον συναντούσε. Για μια<br />

στιγμή αναρωτήθηκε, για το ποιος μπορεί να ήταν ο<br />

αποστολέας αυτής της ανώνυμης επιστολής, μα παρά<br />

ταύτα πίστευε, πως είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου<br />

για να πραγματοποιηθεί αυτή η πολυπόθητη γι’ αυτόν<br />

συνάντηση.<br />

Σε λίγη ώρα το ταξί, που τον μετέφερε, σταμάτησε<br />

μπροστά στο μεγάλο και πλέον γνωστό ξενοδοχείο. Είχε<br />

τόσα να σκεφτεί και να τακτοποιήσει στο μυαλό του,<br />

προτού παραστεί αύριο στη συνεδριακή αίθουσα του εν<br />

λόγω ξενοδοχείου. Στη ρεσεψιόν υπήρχαν προγράμματα<br />

του συνεδρίου, πήρε ένα μαζί του και ανέβηκε στο<br />

δωμάτιο, που είχε κλείσει.<br />

Ο Νίκος θα μιλούσε –σύμφωνα με το πρόγραμμα–<br />

το απόγευμα της δεύτερης ημέρας, κάτι το οποίον ο<br />

Άϊκον το έμαθε πριν από λίγο. Ακούμπησε τα μπαγάζια<br />

του και μπήκε στο μπάνιο για να χαλαρώσει.<br />

Τυλιγμένος με το μπουρνούζι του κάλεσε τη ρεσεψιόν.<br />

Ζήτησε έναν ελληνικό καφέ και την «Εσπερινή».<br />

Χαζεύοντας την πόλη από το παράθυρο σκεφτόταν, πως<br />

θα μπορούσε να δει τα αξιοθέατα της πόλης, όταν ξαφνικά<br />

χτύπησε η πόρτα. Ήταν το γκρουμ, που του έφερε, ό,τι<br />

ζήτησε. Χαλάρωσε σε μια πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας την<br />

εφημερίδα. Η είδηση του συνεδρίου ήταν σε τρίστηλο.<br />

Καταλήγοντας η είδηση έγραφε πως «…τον καθηγητή<br />

Νίκο Εφευριάδη συνοδεύει ο μόνιμα τα τελευταία χρόνια<br />

ακόλουθός του Μπρέϊκ, ο οποίος…».<br />

258 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 259


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

– Πάλι αυτός! μουρμούρισε και το μουρμουρητό του<br />

έγινε κραυγή, όπως και τότε πριν από δεκατρία χρόνια.<br />

Ο Άϊκον και ο Μπρέϊκ ήταν παλιοί γνώριμοι. Είχαν<br />

γνωριστεί μια εβδομάδα μετά την κατασκευή του πρώτου<br />

(Άϊκον), όταν ο Νίκος είχε πάει σ’ ένα νησί της Μεσογείου,<br />

για να ξεκουραστεί. Ο Μπρέϊκ ήταν εκεί υπεύθυνος για<br />

να ξεκουράζει του πελάτες του ξενοδοχείου και δεν<br />

άργησε να αναπτυχθεί –τις λίγες ημέρες της παραμονής<br />

του καθηγητή εκεί– μια ιδιαίτερα φιλική σχέση μεταξύ<br />

τους.<br />

Φεύγοντας από το νησί κράτησαν επαφή και γρήγορα<br />

συναντήθηκαν στην Αθήνα. Συντόμως διαπίστωσαν, πως<br />

τους ένωνε –εκτός από το ξενικό τους όνομα– η δύναμη<br />

της φιλίας και έτσι αποφάσισαν να συνεταιριστούν.<br />

Δημιούργησαν μια εταιρεία cetering με σκοπό να<br />

προσφέρουν κέφι, χαρά και απόλαυση στον κόσμο. Οι<br />

δουλειές τους πήγαιναν καλά, έως ότου εμφανίστηκε<br />

ανάμεσά τους η Αλκμήνη.<br />

Μελαγχόλησε. Το παρελθόν πάντα τον μελαγχολούσε,<br />

γι’ αυτό και δεν ήθελε να το σκέφτεται, μα πολλές φορές<br />

τα γεγονότα είναι στυγνά, αμείλικτα και αδυσώπητα,<br />

όπως και τώρα. Άφησε την εφημερίδα του να πέσει<br />

κατάχαμα και διώχνοντας μακριά το παρελθόν του,<br />

ντύθηκε μποέμικα και βγήκε έξω για να απολαύσει τη<br />

νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Είχε άλλωστε ακούσει τόσα<br />

και τόσα να λέγονται γι’ αυτήν και ήθελε να ζήσει τούτο<br />

το παραμύθι.<br />

Χωρίς να έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα και<br />

προορισμό, άφησε τα βήματά του να τον οδηγήσουν εκεί,<br />

που αυτά το επιθυμούσαν. Φτάνοντας στο Μοναστηράκι<br />

παρατηρούσε τα πεζοδρόμια να σφύζουν από ζωή και<br />

ζωντάνια. Τράβηξε την ανηφόρα και έφτασε μπροστά σ’<br />

ένα στενάκι κάτω από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως.<br />

Το προσπέρασε και ανέβηκε πιο κάτω τα ξεπλυμένα και<br />

κάπως απότομα σκαλοπάτια του παρακάτω σοκακιού.<br />

Σταμάτησε μπροστά σε ένα κεφαλόσκαλο λίγο να<br />

ξεκουραστεί. O γάτος που νιαούρισε πιο πέρα, του<br />

τράβηξε την προσοχή και έδειξε ασυναίσθητα γι’ αυτόν<br />

κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ζωντανό τεντώθηκε,<br />

ξανανιαούρισε βαριεστημένα και χώθηκε μέσα σε μια<br />

πόρτα, που δε φαινόταν πως υπήρχε. Του κέντρισε την<br />

περιέργεια και τον ακολούθησε αμήχανος, βρέθηκε<br />

μέσα σε μια χαμηλοτάβανη ταβέρνα, που, αν και άδεια<br />

εκείνη την ώρα, ήταν γεμάτη από χαμόγελα και κεφάτα<br />

πρόσωπα. Και σ’ όλα υπήρχε από κάτω ένα όνομα:<br />

Μάρκος.<br />

Το περιβάλλον της ταβέρνας ήταν λίγο περίεργο<br />

και μια ακαθόριστη και δύσοσμη μυρωδιά κέντρισε τα<br />

ρουθούνια του. O Μάρκος –ένας αδύνατος και ξερακιανός<br />

γεράκος, που σίγουρα είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα<br />

260 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 261


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

εβδομήντα– τον πλησίασε, τον χτύπησε φιλικά στην<br />

πλάτη και του είπε:<br />

– Κάθισε παλικάρι μου όπου θες, όλα τα τραπέζια είναι<br />

δικά σου!<br />

Το χνώτο του μύριζε και πριν προλάβει να αρθρώσει<br />

κουβέντα, ο Μάρκος συνέχισε στο ίδιο τέμπο:<br />

– O Βάγγος σ’ έστειλε;<br />

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δίχως να το καταλάβει<br />

κι ο κάπελας του σφύριξε στο αυτί σαν οχιά.<br />

– Κρασάκι;<br />

Κάθισε στο γωνιακό κι απόμερο τραπεζάκι δίπλα από<br />

το παράθυρο και σκεφτόταν, τι να παραγγείλει. Λες και<br />

κατάλαβε τη σκέψη του ο ταβερνιάρης, του χαμογέλασε.<br />

Τα μαυρισμένα δόντια του τού έφεραν μιαν κάποια<br />

απέχθεια και πριν του απαντήσει, είπε:<br />

– Θα σου φέρω εγώ κι αν δεν μείνεις ευχαριστημένος,<br />

δε θα με πληρώσεις και γύρισε την πλάτη του προς την<br />

κουζίνα.<br />

Η ματιά του Άϊκον περιπλανήθηκε μέσα στην<br />

ταβέρνα, λες και έψαχνε να βρει κάτι που είχε χάσει, ή<br />

σαν να ζητούσε κομμάτια του παρελθόντος του κρυμμένα<br />

πίσω από τις κάνουλες των βαρελιών, που στόλιζαν τη<br />

μια πλευρά του τοίχου. Ξανάκουσε το νιαούρισμα του<br />

γάτου και έστρεψε προς αυτόν την προσοχή του. Είχε<br />

κουλουριαστεί παράμερα πάνω σε μια τσαλακωμένη<br />

εφημερίδα και μασουλούσε κάτι απομεινάρια φαγητού,<br />

που είχε ξεκλέψει από το διπλανό τραπέζι. Έσκυψε<br />

να του χαϊδέψει το χνουδωτό, ασπρόμαυρο τρίχωμά<br />

του και τότε είδε το τρίστηλο άρθρο της «Εσπερινής».<br />

Έφερε ξανά στο νου του την Αλκμήνη.<br />

«Για μια γυναίκα τόσος πόνος!», αναλογίστηκε<br />

σκεπτόμενος και πάλι τα παλιά. Η Αλκμήνη άρεσε και<br />

στους δύο φίλους, χωρίς όμως να έχει δείξει σε κάποιον<br />

την ιδιαίτερη προτίμησή της. Κι όταν φανέρωσε ο ένας<br />

στο άλλον αυτές τις μύχιες σκέψεις τους –κατά διαβολική<br />

θες σύμπτωση στην ταβέρνα του Μάρκου πίνοντας από<br />

τα βαρέλια του– η σχέση τους τσουγκρίστηκε σαν τα<br />

ποτήρια τους και το μεθυστικό κρασί του Μάρκου δεν<br />

άργησε να γίνει όξος και χολή. Η επιχείρηση πήγαινε<br />

καλά και χάριν αυτής είπε ο Άϊκον να δώσει τόπο στην<br />

οργή και έφυγε για το εξωτερικό. Αυτή ήταν η επίσημη και<br />

αιτιολογημένη εξήγηση, που παρουσίασε στο συνέταιρό<br />

του, μα κατά βάθος άλλος ήτανε ο λόγος: η αναχώρηση<br />

της Αλκμήνης για την Αμερική.<br />

– Το κρασάκι σου, του είπε ο Μάρκος διώχνοντας μακριά<br />

τις σκέψεις τους. Έρχονται και τα ορεκτικά… συνέχισε<br />

και χτυπώντας τον στην πλάτη κάθισε στο τραπέζι του.<br />

Μην παίρνοντας όμως απάντηση από τον περίεργο και<br />

σχεδόν αμίλητο θαμώνα του, συνέχισε με ανακριτικό<br />

κάπως ύφος: Μα σα να σε ξέρω… Έχεις ξανάρθει; και<br />

262 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 263


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

γέμισε και το δικό του το ποτήρι.<br />

– Πρώτη φορά έρχομαι και, όπως είπες πριν από λίγο,<br />

συστημένος, του απάντησε κάπως ενοχλημένος.<br />

Ο γάτος ξανανιαούρισε.<br />

– Τον έχεις χρόνια; τον ρώτησε περιμένοντας η απάντησή<br />

του να είναι αρνητική και θέλοντας έτσι να αλλάξει και το<br />

θέμα της συζήτησης μαζί του. Ο Μάρκος τσούγκρισε τα<br />

ποτήρια τους και του είπε με μια πικρή και υποβόσκουσα<br />

μελαγχολία.<br />

– Πριν δέκα χρόνια είχε έρθει εδώ για φαγητό μια<br />

ελληνοαμερικάνα συστημένη κι αυτή όπως κι εσύ από<br />

το Βάγγο. Φεύγοντας όμως ξέχασε εδώ τούτο το γατί,<br />

που τότε ήτανε μικράκι. Το κράτησα, με την ελπίδα πως<br />

θα γυρνούσε να το πάρει, μα που· ακόμα την περιμένω.<br />

Είχε να δεις και ένα περίεργο όνομα και για να μην την<br />

ξεχάσω, βάφτισα έτσι το γατί της. Θέλησε τότε να τον<br />

ρωτήσει, ποιο ήτανε το όνομά του, μα πριν προλάβει,<br />

ο Μάρκος μονολόγησε:<br />

– Ακούς εκεί όνομα Αλκμήνη!<br />

O Άϊκον ξεροκατάπιε το σάλιο του κι έβρεξε τα χείλη<br />

του με το κρασί του Μάρκου. Του φάνηκε να είναι πικρό<br />

σαν κώνειο, μα το άκουσμα του γυναικείου ονόματος<br />

τον μέθυσε σαν αγιορείτικο κρασί και η λαχτάρα του γι’<br />

αυτήν φούντωσε σαν τρικυμιασμένο κύμα. Το τραγούδι<br />

του γάτου γαλήνεψε κάπως την ψυχή του και τα χείλη<br />

του πλανήθηκαν πάνω στο ποτήρι, σα να φιλούσε τα<br />

κερασένια και παρθένα χείλη της, που ποτέ ως τώρα<br />

δεν είχε καν γευτεί. Η ματιά του ταξίδευε σα μοναχικό<br />

πλοίο στον απέραντο ωκεανό και οι γκρίζες ανταύγειες<br />

των κυματισμών της παιχνίδιζαν και ακροβατούσαν<br />

σαν όνειρο, που είχε δει κάποτε και δε μπορούσε να το<br />

εξηγήσει. O ταβερνιάρης τον κοιτούσε χαϊλωμένος.<br />

– Πάω να φέρω τους μεζέδες, είπε ξαφνικά και έφυγε<br />

μαζί με την ποδιά του.<br />

Το γραμμόφωνο έπαιζε το ίδιο –όπως και τότε που<br />

τα τσούγκρισε με το συνέταιρό του– τραγούδι, ένα<br />

πονεμένο βαλσάκι μιας άλλης νοσταλγικής εποχής. Το<br />

νιαούρισμα της Αλκμήνης βρήκε τον Άϊκον στα σκαλιά<br />

του καπηλειού και τη φωνή του κάπελα να βρίζει.<br />

Η νύχτα ήταν εφιαλτική, ο Άϊκον στριφογύριζε στο<br />

κρεβάτι του δίχως να μπορεί να κλείσει τα μάτια του.<br />

Τα φώτα του δρόμου έμπαιναν απρόσκλητα μέσα από<br />

το παράθυρό του και φώτιζαν το παρελθόν, που τόσο<br />

ήθελε να ξεχάσει.<br />

Ήρθε στο νου του εκείνο το λαμπερό και<br />

φωταγωγημένο βράδυ, τη χρονιά που γνώρισε<br />

την Αλκμήνη. Ήταν Αποκριές και το πάρτι των<br />

μεταμφιεσμένων βρισκότανε στο φόρτε του. Ο Άϊκον<br />

ήτανε ντυμένος πειρατής κι έψαχνε να βρει μέσα στη<br />

σάλα, ποια γλυκιά, θελκτική, γυναικεία παρουσία θα<br />

264 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 265


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

κούρσευε απόψε και θα γίνονταν σκλάβα κάτω από το<br />

γυαλιστερό σπαθί του. Έπινε όρθιος κοντά στο τζάκι<br />

και η ματιά του γυρνούσε διαρκώς σα φάρος, όταν<br />

ξαφνικά σβήσανε τα φώτα.<br />

– Διακοπή, είναι διακοπή, ακούστηκε από το βάθος της<br />

σάλας μία νευρώδης και σφριγηλή φωνή. Και πριν πάψει<br />

να φωνάζει, τα φώτα άρχισαν σιγά–σιγά να ξανάβουν.<br />

Παρατήρησε τότε, πως δεν ήταν μόνος του. Στην<br />

αγκαλιά του σπαθιού του είχε λουφάξει μια θηλυκή,<br />

αιθέρια κι αέρινη ύπαρξη ντυμένη με μια ασπρόμαυρη<br />

στολή γατούλας.<br />

– Νιάου, του είπε, όταν συνήλθε από την έκπληξη. Όλο<br />

το βράδυ χόρευε ο πειρατής με τη γατούλα, χωρίς όμως<br />

να μπορέσει να μάθει –παρά την έντονη κι επίμονη<br />

προσπάθειά του– το όνομά της.<br />

Είχε ξημερώσει πια, η σάλα άδειαζε και η γατούλα –<br />

κουρασμένη, αλλά χαρούμενη από τούτη την αποκριάτικη<br />

μασκαρεμένη νύχτα– καλημέρισε τον πειρατή της με<br />

ένα παρατεταμένο νιαούρισμα. Προτού χωρίσουν, της<br />

είπε.<br />

– Αν ποτέ επιθυμήσεις τα πλούτη ενός πειρατή,<br />

τηλεφώνησέ μου και της έδωσε την κάρτα του. Τον<br />

φίλησε στο στόμα και πριν χαθεί μέσα στον κουρνιαχτό<br />

του δρόμου, του είπε.<br />

– Με λένε Αλκμήνη.<br />

Τα μάτια του είχαν βαρύνει κι ο πρωινός ήλιος διόλου<br />

ενοχλούσε το Μορφέα να κατασκηνώσει στα βλέφαρα<br />

του Άϊκον. Τον ξύπνησε η αφύπνιση του ξενοδοχείου.<br />

Οι εργασίες της πρώτης ημέρας του συνεδρίου του<br />

φάνηκαν ανούσιες έως και αδιάφορες. O νους του γύριζε<br />

συνεχώς στην αυριανή επικείμενη –σύμφωνα με το<br />

πρόγραμμα και το ανώνυμο σημείωμα– συνάντηση με<br />

το δημιουργό του. Τι ήταν αυτό, που τον ώθησε να τον<br />

κατασκευάσει και σε τι απέβλεπε με τούτη δω την κίνησή<br />

του; Γιατί δεν ήθελε να συναντηθεί με το δημιούργημά<br />

του –σύμφωνα με τις προδιαγραφές της δημιουργίας<br />

του– και τι ήταν αυτό, που ίσως του έκρυβε επιμελώς;<br />

Το συνέδριο κυλούσε αργά και βασανιστικά γι’<br />

αυτόν και προσπαθώντας να βρει απαντήσεις σε αυτά<br />

τα ερωτήματα, το μόνο που κατάφερε ήταν να ζαλιστεί<br />

και βγήκε για λίγο έξω, για να αναπνεύσει φρέσκο και<br />

καθαρό αέρα και να νοιώσει κάπως καλύτερα.<br />

Ήταν και τα χθεσινά γεγονότα της «Εσπερινής» και<br />

της Αλκμήνης, που τον είχαν συνταράξει. Ποτέ του δε<br />

θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια απροσδόκητη και<br />

περίεργη εξέλιξη, εξέλιξη που θα τον έφερνε και πάλι<br />

πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν, που γνώριζε κάποτε<br />

κι ένοιωσε, πως βρήκε το δεύτερό του εαυτό και για<br />

χάρη του στερήθηκε την ηδονή της σάρκας αυτής, που<br />

αγάπησε και –περιέργως πως– μ’ εκείνον, που του έδωσε<br />

266 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 267


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

πνοή και σάρκα, τον κατασκευαστή του. Δυο αντίθετα<br />

κι ανάμεικτα συναισθήματα διακατείχαν την ψυχή του<br />

και μη μπορώντας να πνίξει το ένα από τα δύο ή και<br />

τα δυο μαζί ταυτόχρονα, έπρεπε να βρει μια κάποιαν<br />

άλλη διέξοδο. Η φυγή του από το ξενοδοχείο θα ήταν<br />

γι’ αυτόν μια κάποια λύση.<br />

Το Σύνταγμα δεν ήταν μακριά, αγόρασε από έναν<br />

μικροπωλητή δύο κουλούρια –δεν έφαγε και πρωινό– και<br />

άρχισε να χαζεύει τους ευζώνους –έτυχε και πάνω στην<br />

αλλαγή φρουράς– και τα πολυάριθμα περιστέρια, που<br />

φτεροκοπούσαν φοβισμένα από τον ήχο των τσαρουχιών<br />

και τα προστάγματα. Έβαλε το ένα κουλούρι στο στόμα<br />

του και το σουσάμι που έπεσε στο πλακόστρωτο, έφερε<br />

στα πόδια του μερικά περιστέρια. Άρχισε τότε πρόσχαρος<br />

να τα ταΐζει, τα περιστέρια πλήθαιναν χωρίς πια να<br />

ενοχλούνται από τους φουστανελάδες και τις λόγχες.<br />

Ένα απ’ αυτά κάθισε στον ώμο του σαν παράσημο,<br />

που ίσως όμως να μην το άξιζε. Αδιαφορώντας για τους<br />

γύρω του συνέχισε να ρίχνει τροφή στα πουλιά και οι<br />

περιδιαβαίνοντες –ιδίως οι τουρίστες– τον χάζευαν,<br />

όπως χάζευαν και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.<br />

Μια σαραντάρα γυναίκα κοντά στο δρόμο τον<br />

φωτογράφιζε από μακριά. Καταλαβαίνοντας την<br />

αστραπή του φλας, σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος<br />

της. Νόμισε, πως τούτη η γυναίκα, που του γυρνούσε<br />

εκείνη τη στιγμή την πλάτη, πως ήταν η Αλκμήνη.<br />

Ανασηκώθηκε να πάει προς το μέρος της, μα<br />

η φιγούρα της χάθηκε μέσα σε ένα διπλωματικό<br />

αυτοκίνητο, που ανάπτυσσε ταχύτητα. Πήρε το δρόμο<br />

της επιστροφής βουβός.<br />

Οι απογευματινές εργασίες του συνεδρίου θα είχαν<br />

ήδη αρχίσει. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, μία περίεργη<br />

ανησυχία άρχισε να τον διακατέχει. Το πέρας των<br />

εργασιών της πρώτης μέρας του συνεδρίου θα ήταν γι’<br />

αυτόν μια κάποια λύτρωση.<br />

Μπήκε και πάλι μέσα στη μεγάλη συνεδριακή<br />

αίθουσα του ξενοδοχείου λίγο πριν ξεκινήσει ο τελευταίος<br />

ομιλητής. O διευθύνων τις εργασίες του συνεδρίου<br />

διάβαζε εκείνη τη στιγμή το ακόλουθο τηλεγράφημα:<br />

– Η πτήση 348 από το Μόναχο για την Αθήνα μέσω<br />

Ρώμης δε θα προσγειωθεί στις 18.40 στο Ελευθέριος<br />

Βενιζέλος λόγω πτώσης του αεροσκάφους. Τα αίτια<br />

της πτώσης ερευνώνται από τις ιταλικές αρχές… και<br />

συνέχισε δια ζώσης: Έχω να σας ανακοινώσω, αγαπητοί<br />

σύνεδροι, πως του συγκεκριμένου αεροσκάφους<br />

επέβαινε και ο καθηγητής Νίκος Εφευριάδης μετά του<br />

μονίμου ακολούθου του Μπρέϊκ, η προγραμματισμένη<br />

ομιλία του για αύριο ακυρώνεται, καθώς επίσης υπάρχει<br />

σκέψη να…<br />

Στο άκουσμα αυτής της είδησης δεν ήξερε, αν<br />

268 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 269


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

έπρεπε να χαρεί ή να πονέσει. Μια περίεργη συγκινησιακή<br />

φόρτιση –χαρμολύπη, όπως έλεγε κι ένας φίλος του–<br />

τον κυρίευσε και η αγωνία που ένοιωθε τις τελευταίες<br />

ώρες, έσβησε σαν άκαπνος καπνός. Η ιδέα πως δε θα<br />

ξανάβλεπε ποτέ πια το Μπρέϊκ, τον ανακούφισε και τον<br />

ηρέμησε, η σκέψη όμως ότι πλέον δε θα έβλεπε –ούτε<br />

και ως δια μαγείας– το δημιουργό του, τον συγκλόνισε.<br />

Γύρισε την πλάτη του στην εισήγηση του τελευταίου<br />

ομιλητή. Οι λέξεις του πέφτανε πάνω του σαν παγωμένη<br />

βροχή, ένα νιαούρισμα συντρόφευε τα γρήγορα βήματά<br />

του. Βγήκε στο φωτισμένο σκοτάδι του απόβραδου<br />

και το άφησε να τον τυλίξει σα μια κόκκινη χλαμύδα<br />

άλλης εποχής. Την ακολούθησε χωρίς να ξέρει, που<br />

τον πηγαίνει. Το διάβα του τον έφερε στο καπηλειό του<br />

Μάρκου. Εκεί τον περίμενε η Αλκμήνη…<br />

Η μικρή πόρτα ήτανε και πάλι κλειστή, σα να ’ταν<br />

σφραγισμένη από μέσα. Το γιασεμί και το νυχτολούλουδο<br />

μέσα σε μεγάλες γλάστρες μπροστά στην είσοδο του<br />

κέντρισαν ευδιάθετα την όσφρηση –πως δεν τα ’χε<br />

προσέξει την προηγούμενη φορά! Κοντοστάθηκε να<br />

απολαύσει τη μαγευτική τους ευωδία κι άθελά του<br />

ακούμπησε το ζεμπερέκι της μικρής πόρτας. Αυτή<br />

υποχώρησε και η αίθουσα του φάνηκε πάλι να είναι άδεια,<br />

κάθισε στο ίδιο τραπεζάκι, όπως και χθες, περιμένοντας<br />

να φανεί ο κάπελας.<br />

– …και την είχα, να σκεφτείς, χρόνια συντροφιά,<br />

μουρμούριζε ο Μάρκος βγαίνοντας απ’ την κουζίνα του.<br />

Καλώς το παλικάρι, του είπε, σαν τον είδε –τον είχε όμως<br />

κιαλάρει, προτού βγει, μα έκανε τον ανήξερο. Νωρίς<br />

μου ήρθες, είπε σα να μονολογούσε, τώρα ζεσταίνω το<br />

τηγάνι, για να βάλω τους μεζέδες.<br />

– Φέρε κρασί και δύο καθαρά κι έλα να τα πούμε, του<br />

είπε ο Άϊκον σαν να πρόσταζε τον εαυτό του.<br />

Έμεινε μόνος. Ήθελε να σκοτώσει το παρελθόν του,<br />

αλλά δε μπορούσε, πώς θα ζούσε πια χωρίς τις αμαρτίες<br />

του. Δεν πρόφτασε να αναλογιστεί πια περαιτέρω, όταν<br />

άκουσε τα θυμόσοφα μουρμουριστά λόγια του Μάρκου<br />

από μακριά, που του ’φερνε το πρόσταγμα.<br />

– Η μοναξιά είναι κακό πράγμα, παιδί μου… κι ήταν σα<br />

να μιλούσε στο άπειρο ή στον εαυτό του.<br />

– Γιατί, πήγε να τον ρωτήσει, μα δεν τόλμησε. Κι ο<br />

γερο–κάπελας συνέχισε βγάζοντας από την ποδιά του<br />

τα δυο καθαρά.<br />

– Και τι θα κάνω τώρα μόνος μου, ήρθε και μου πήρε<br />

την αγάπη μου, ψέλλισε και γέμισε με πίκρα τα ποτήρια.<br />

– Ποια αγάπη σου, τον ρώτησε –όχι από περιέργεια–<br />

αλλά για να μάθει τον καημό του.<br />

– Θυμάσαι χθες, που σου μίλησα για μια<br />

ελληνοαμερικάνα, που ξέχασε εδώ και χρόνια το γατί<br />

της και το βάφτισα Αλκμήνη!<br />

270 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 271


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Χλώμιασε. Η ματιά του γύρισε μέσα στην ταβέρνα σαν<br />

ακτίνα φάρου, η γάτα έλειπε, μα τον άφησε να συνεχίσει,<br />

για να ξαλαφρώσει.<br />

– …ξανάρθε το μεσημέρι και μου το πήρε, την αγάπη<br />

μου, που...<br />

Ο Μάρκος συνέχιζε το σπαραξικάρδιο μονόλογό<br />

του, μα ο Άϊκον δεν τον άκουγε πια. Θυμήθηκε τη σκηνή<br />

του μεσημεριού στο Σύνταγμα. «Ώστε αυτή η παράξενη<br />

γυναικεία φιγούρα που μου γύρισε την πλάτη, ήταν<br />

η Αλκμήνη», αναλογίστηκε. Άδειασε ως τον πάτο το<br />

μισόγεμο ποτήρι του και το ξαναγέμισε. Χιλιάδες σκέψεις<br />

σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας περνούσαν από το<br />

μυαλό του, το παρελθόν γινόταν μέλλον και το παρόν<br />

το χθες, μια άνυνδρη, χέρσα και ξεριζωμένη ανάμνηση<br />

φτερούγιζε και κάλπαζε μέσ’ στην καρδιά του, ήθελε να<br />

ρωτήσει τον κάπελα, αν γνωρίζει που μένει, ή κάποια<br />

άλλη χρήσιμη πληροφορία γι’ αυτήν, μα ένας σφικτός και<br />

τραχύς κόμπος του έκλεινε το λαιμό. Ήπιε μονόσμπαρα<br />

και τούτο το ποτήρι κι έκανε νόημα του Μάρκου, που<br />

από ώρα τώρα είχε σταματήσει το μοιρολόι του και τον<br />

κοιτούσε αποχαυνωμένος, να γεμίσει την άδεια καράφα.<br />

– Να σου φέρω και το φάκελο, του είπε και χάθηκε μέσα<br />

στην κουζίνα. Το λάδι θα είχε πια ανάψει.<br />

Ένας φάκελος ήταν η αιτία, που είχε έρθει στην<br />

Αθήνα, ποιο φάκελο του στέλνουνε πάλι και ποιος ήταν<br />

αυτός, που ήξερε, πως θα ερχόταν σήμερα στο ταβερνείο<br />

του Μάρκου. Μπορεί να είναι και το ίδιο πρόσωπο, που<br />

τον έστειλε στο παγκόσμιο συνέδριο των ολογραμμάτων.<br />

Μισούσε το παρελθόν του, τώρα άρχισε να μισεί και το<br />

παρόν.<br />

– Άργησες, είπε, σαν άφηνε ο Μάρκος το φάκελο δίπλα<br />

από το άδειο του ποτήρι.<br />

– Έβαζα τους μεζέδες, δικαιολογήθηκε ο ταβερνιάρης<br />

και του γέμισε το αδειανό περιμένοντας εναγωνίως να<br />

του πει τα νέα.<br />

Ο Άϊκον άδειασε ξανά το ποτήρι του και αμίλητος<br />

άνοιξε το φάκελο με τρεμάμενα και ιδρωμένα χέρια.<br />

Βρήκε μέσα ένα τσακισμένο χαρτί στα τέσσερα κι<br />

ενδιάμεσα μία φωτογραφία, που έδειχνε κάποιον να<br />

ταΐζει περιστέρια μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη.<br />

Ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε με αγωνία: «Με τη<br />

φωτογραφία αυτή θα σε θυμάμαι εγώ κι ο άντρας μου<br />

Μπρέϊκ Ουΐλσον».<br />

Ξεροκατάπιε. Γέμισε τα δυο άδεια ποτήρια με κρασί,<br />

τσούγγρισε με το Μάρκο και μη θέλοντας να καταλάβει,<br />

τι του συμβαίνει, του είπε με σταθερή κι αντρίκια φωνή:<br />

– Θαρρώ, πως θέλεις κάποιον να σε βοηθά στη κουζίνα<br />

και στο σερβίρισμα, να τον έχεις και παρέα.<br />

Τα μάτια του Μάρκου λάμψανε. Τον αγκάλιασε και<br />

χτυπώντας τον αδελφικά στην πλάτη, του είπε:<br />

272 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 273


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

– Τα μεζεδάκια θ’ ανάψουν στην κουζίνα!<br />

Κατά τις εννιά συναντήθηκα με την κοπέλα μου στο<br />

Μοναστηράκι μπροστά στο τούρκικο τζαμί.<br />

– Απόψε που θα το τσικνίσουμε, τη ρώτησα κι αυτή με<br />

φίλησε στα χείλη.<br />

– Θαρρώ με εμπιστεύεσαι, μου είπε γλυκά και με τράβηξε<br />

από το χέρι παρασύροντάς με προς τους Αέρηδες.<br />

Ανηφορήσαμε αμίλητοι χέρι–χέρι, ανεβήκαμε μερικά<br />

σκαλιά σ’ ένα στενό σοκάκι και σταματήσαμε μπροστά<br />

σε ένα κεφαλόσκαλο.<br />

– Εδώ είμαστε, μου είπε, έχω κρατήσει και τραπέζι και<br />

με κοίταξε γλυκά στα μάτια. Γιασεμί και νυχτολούλουδα<br />

στόλιζαν την είσοδο.<br />

– Καλώς τα παιδιά, περάστε, περάστε, μας καλοδέχτηκε<br />

ένας μεσόκοπος γκριζομάλλης ταβερνιάρης.<br />

– Έχω κάνει κράτηση, του είπε η κοπέλα μου και το<br />

όνομα της. Αλκμήνη.<br />

Ο ταβερνιάρης ταράχτηκε, δίχως όμως να μας το<br />

δείξει, χαμογέλασε αμυδρά και μας πήγε στο γωνιακό<br />

τραπεζάκι δίπλα από το παράθυρο του δρόμου. Ένας<br />

ασπρόμαυρος γάτος έξω νιαούριζε θλιμμένα.<br />

– Τι θα μας φέρεις, τον ρώτησα ψάχνοντας να βρω<br />

επάνω του, αν μου θύμιζε κάτι από το παρελθόν.<br />

– Μεζέδες της επιλογής μου και κρασί–αγίασμα από<br />

τα αμπέλια του Μάρκου.<br />

Έβαλε μολύβι και τεφτέρι στη μισολερωμένη του<br />

ποδιά και χάθηκε μαζί της πίσω από τη μικρή κουζίνα<br />

του. Μείναμε δυο μας και θελήσαμε να χαρούμε λίγο τον<br />

έρωτά μας. Με φίλησε στα χείλη και μου είπε γλαρά:<br />

– Κοίταξε λίγο πίσω στα βαρέλια. Μια σειρά από<br />

ξύλινα, ξεθωριασμένα βαρέλια ήταν παραταγμένα σαν<br />

στρατιωτάκια στον απέναντι τοίχο, το καθένα με το δικό<br />

του διαφορετικό κρασί και μια φωτογραφία στη μέση,<br />

που έδειχνε κάποιον να ταΐζει περιστέρια.<br />

– Ήρθε και το αγίασμα του Μάρκου.<br />

– Ποιος είναι αυτός στη φωτογραφία πάνω στα βαρέλια,<br />

τον ρώτησε αθώα η Αλκμήνη.<br />

Ο κάπελας ξεροκατάπιε και σίγουρος, πως δεν<br />

έκανε λάθος, απάντησε.<br />

– Ο θετός μου πατέρας, θα σας πω την ιστορία του, αν<br />

θέλετε, σαν σας φέρω και τα μεζεδάκια.<br />

Σηκώθηκε, μάζεψε το διπλανό τραπέζι και γύρισε με<br />

μια πιατέλα με διάφορα κοψίδια. Έβγαλε από την ποδιά<br />

του ένα καθαρό ποτήρι και το γέμισε με το αγίασμα.<br />

Τσουγκρίσαμε για την ημέρα, είπαμε χρόνια πολλά και<br />

άρχισε τότε να μας διηγείται την ιστορία του πατέρα<br />

του.<br />

– Αλκμήνη, είπαμε σε λένε. Η ιστορία, λοιπόν παιδιά,<br />

αρχίζει τέτοιες μέρες πάλι, ένα βράδυ μιας κρύας και<br />

μασκαρεμένης νύχτας.<br />

274 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 275


<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

<strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong><br />

Η ιστορία του ταβερνιάρη τελείωσε πρωινές<br />

ώρες. Βγαίνοντας είδαμε τον ασπρόμαυρο γάτο<br />

κουλουριασμένο πάνω στο παράθυρο, δε νιαούριζε<br />

πλέον, μα κειτόταν ακίνητος και μελαγχολικός με δυο<br />

λευκά και παγωμένα μάτια. Η Αλκμήνη τον πήρε αγκαλιά<br />

και τον φίλησε με μάτια βουρκωμένα.<br />

Γιάννης Καμπύλης<br />

276 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 277


278 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Απρίλιος</strong> 2014<br />

<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 279<br />

| <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

Απόσπασμα από το<br />

μυθιστόρημα<br />

“Και η τύχη βοηθάει τους<br />

άχρηστους”<br />

της Άννας Βασιλειάδη-<br />

Δαρδάλη<br />

Το καλοκαίρι είναι μια τόσο<br />

όμορφη εποχή. Τα πάντα είναι<br />

γύρω τόσο ζωντανά, τόσο<br />

αισιόδοξα. Η Λένη θυμόταν τα<br />

παιδικά της χρόνια, απολάμβανε<br />

τη ζωή που είχε τώρα και λαχταρούσε για τη ζωή που<br />

είχε ακόμη μπροστά. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει ένας<br />

άνθρωπος για να ευχαριστήσει όλη την πλάση που είχε<br />

τόσο ιδανικά συνωμοτήσει σε τόση ευτυχία; Ο Κωστής<br />

τη λάτρευε και δεν της χαλούσε χατίρι, οι οικογένειές<br />

τους ήταν αγαπημένες και μονοιασμένες, εκείνη πετούσε<br />

στα σύννεφα, κάθε μέρα και πιο ψηλά, και όλοι μαζί<br />

έκαναν ατέλειωτα σχέδια για το μέλλον.<br />

Πού πάνε οι εποχές που κλεινόταν στη μυστική κρυψώνα<br />

της αυλίτσας με το Γιωργή της; Πού πάνε οι εποχές<br />

που την τσιμπούσαν και τη βρίζαν απ’ τη ζήλια τους<br />

οι ανεπρόκοπες, οι υπερόπτριες αδελφές της; Πώς τα<br />

πισωγυρίζει καμιά φορά έτσι η ζωή. Η ζωή ή η τύχη;<br />

Πάντα αναρωτιότανε και ποτέ απάντηση δεν βρήκε.<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

Η Λένη, μεγαλωμένη με τις αντιλήψεις της γιαγιάς<br />

Μαρούλας, ήταν ένα σωστά θρησκευόμενο και πρακτικό<br />

κορίτσι παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούσε να μην ευχαριστεί<br />

και την καλή της τύχη που τα ‘χε, έστω και αργά, φέρει<br />

τόσο ευνοϊκά.<br />

«Δεν είναι τύχη Λενιώ», επέμενε να της λέει η Μαργώ.<br />

«Αυτό άξιζες, αυτό έπρεπε να σου δώσει η ζωή. Από<br />

μικρή φαινόσουνα ότι αξίζεις κάτι δυνατό, κάτι μεγάλο.<br />

Κάποια στιγμή θα συνέβαινε γιατί έτσι έπρεπε να γίνει.<br />

Είναι θαυμάσιο που δεν ξέφυγες απ’ το δρόμο σου κι από<br />

το στόχο σου όπως... οι αδελφές σου. Είναι θαυμάσιο<br />

που αποφάσισες να συμβιβαστείς με το χάρισμά σου.<br />

Ακόμα κι αυτή που ονομάζουμε τύχη, κάποια στιγμή<br />

αργά ή γρήγορα θα το καταλάβαινε. Αυτό ήταν πάντα το<br />

γραφτό σου. Έχεις να χαρίσεις πολύ ευτυχία γύρω σου,<br />

Λενιώ. Το μόνο που φοβάμαι και απεύχομαι, απ’ όταν<br />

ήσουνα μικρή ακόμα, είναι να μην γνωρίσεις μεγάλο<br />

πόνο σε αντίτιμο για το καλό που έχεις να προσφέρεις».<br />

Η Λένη άκουγε τη μάνα και παραξενευόταν. Από μικρή<br />

ένιωθε παράξενα πολλές φορές όταν άκουγε τη μάνα.<br />

Μέσα στη φτώχεια και την καθημερινότητά της, ήτανε<br />

πάντα τόσο σοφή. Η Λένη ένιωθε πως ίσως δεν θα ‘πρεπε<br />

να ήταν τόσο αχάριστη και τόσο αδιάφορη με την τύχη. Της<br />

είχε φερθεί τόσο καλά... Είχε το προνόμιο να μεγαλώσει<br />

στα γόνατα της γιαγιάς Μαρούλας, κανακεμένη με<br />

την ιδιαίτερη τρέλα του παππού Ανέστη, ζυμωμένη με<br />

280 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 281


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

τη σοφία της Μαργώς, την τιμιότητα του Αργύρη, το<br />

πείσμα και την αποφασιστικότητα του Γιωργή, και να<br />

συνεχίσει να ζει με την αγάπη και την προστασία του<br />

Κωστή. Αν αυτό δεν ήταν τύχη, τότε τι ήταν;<br />

Λίγο καιρό ακόμα... λίγο ακόμα καιρό και η ευτυχία της<br />

θα ολοκληρωνόταν. Σύντομα, από το ίδιο εκείνο λιμάνι,<br />

θ’ αποχαιρετούσε και τον Κωστή και, πριν καλά καλά<br />

το καταλάβει, θα βρισκόταν στο σπίτι της, στο ιατρείο<br />

της, μια κυρία παντρεμένη και πολυάσχολη.<br />

Σύντομα, πολύ σύντομα... σκεφτόταν ο Αργύρης. Λίγος<br />

καιρός ακόμη... λίγος ακόμη καιρός και θα ‘βγαινε η<br />

σύνταξη. Και μετά, θα φχαριστιόταν για λίγο ακόμη<br />

το κοριτσάκι του στο σπίτι μέχρι να γυρίσει ο Κωστής<br />

φορτωμένος λεφτά, για να το καμαρώσει μια μικρή κυρία<br />

στο σπιτικό της, γιατρίνα στο ιατρείο της και, ήλπιζε<br />

λίγο ακόμη, με φουσκωμένη κοιλίτσα. Σ’ ευχαριστώ,<br />

Θε μου, έλεγε και ξανάλεγε ευχαριστημένος. Χαλάλι οι<br />

στερήσεις, χαλάλι και οι κόποι μου. Χαλάλι τόσος πόνος<br />

που ένιωσα σ’ αυτή τη ζωή, έχω να σκορπίσω και στην<br />

άλλη. Αλλά τίποτα πια δε μετράει. Όλα ξεχασμένα και<br />

καλά καμωμένα, αφού μ’ αξιώνεις να δω τα παιδάκια<br />

μου τα πιο αγαπημένα, τακτοποιημένα κι ευτυχή. Σ’<br />

ευχαριστώ Θέ μου. Σ’ ευχαριστώ ξανά και ξανά.<br />

Ήτανε πια αρκετά γερασμένος και κουρασμένος. Είχε<br />

γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος κι ευσυγκίνητος, μα και πολύ<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

πολύ ευτυχισμένος. Τόσα χρόνια αγωνιζόταν ν’ αντέξει<br />

τον πόνο, τις δυσκολίες, την προσπάθεια, ν’ αντισταθεί<br />

στο κακό. Μα τώρα πια ερχόταν η ανταμοιβή του. Λίγο<br />

ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα για να δει και το κοριτσάκι<br />

του τακτοποιημένο.<br />

Η καρδιά φούσκωσε από ευφορία, η ψυχή ξανάνιωνε,<br />

το κορμί έμοιαζε τόσο στιβαρό. Λίγο ακόμα μόνο...<br />

Λίγο ακόμα να τη συνοδεύσει νυφούλα. Το χαμόγελο<br />

ζωγράφιζε το κουρασμένο πρόσωπο και το ‘κανε πιο<br />

απαλό, τα ροζιασμένα χέρια άρπαζαν με πρωτόγνωρη<br />

ευκαμψία την καλοστημένη σκαλωσιά. Λίγο ακόμα<br />

μόνο... Λίγο ακόμα και με την πρώτη σύνταξη θα πάρει<br />

στη Μαργώ του μια τουαλέτα βραδινή που θα θαμπώσουν<br />

τα μάτια της για καιρό. Η χαρά φούντωνε και ξεχείλιζε.<br />

Τα πόδια πετούσαν ευκίνητα σαν του αγγελιοφόρου<br />

των θεών Ερμή. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα και να<br />

έφτιαχνε μόνος με τα χέρια του την κούνια του πρώτου<br />

της παιδιού στολισμένη με τα καλύτερα σκαλίσματα. Η<br />

ύπαρξη αλάφρωνε και τα προβλήματα φαινόντουσαν<br />

πολύ μακρινά, σαν ανύπαρκτα, σαν να μην ήταν ποτέ<br />

δικά του. Η ζωή φάνταζε ένα υπέροχο παραμύθι με<br />

βασιλιάδες και πριγκίπισσες κι έναν γενναίο πειρατή, κι<br />

αυτά ήταν τα δικά του τα παιδιά. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο<br />

ακόμη να κανακέψει τ’ αγγόνια από το Γιωργή και το<br />

Λενιώ στα μαραμένα γόνατά του, να δει την καινούργια<br />

ζωή. Το σώμα πετούσε, το πάτημα γινόταν αλαφρύ.<br />

282 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 283


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

Τα δάκρυα της ευτυχίας ξεχύθηκαν ανεξέλεγκτα και<br />

δρόσισαν τα μάγουλα τα διψασμένα. Λίγο ακόμα μόνο...<br />

Λίγο ακόμα και το πέσιμο ήταν τραγικό, θανατηφόρο.<br />

Λίγο ακόμα ήθελε μόνον ο Αργύρης, κι αυτό το λίγο δεν<br />

του το έδωσε η ζωή...<br />

Ο θάνατος του πατέρα συνέτριψε ψυχικά την<br />

οικογένεια. Ξαφνικά, ήταν σαν όλες οι σταθερές αξίες<br />

να γκρεμίστηκαν γύρω τους. Αδιατάραχτο, μονότονο<br />

ακουγόταν το μουρμουρητό της Μαργώς στην κηδεία,<br />

«Αργύρη μου... Αργύρη μου...». Η οικογένεια είχε<br />

συσπειρωθεί για ν’ αντιμετωπίσει το αναπάντεχο. Ο<br />

Γιωργής κι η Λένη συγκρατούσαν τη μάνα κι ο ένας<br />

προσπαθούσε να στηρίξει τον άλλον. Κανένας δεν<br />

μιλούσε, κανένας δεν ήξερε τι να πει. Τα λόγια δεν<br />

χωρούν στο μεγάλο πόνο.<br />

«Αργύρη μου... Αργύρη μου...» και μετά σιωπή. Πού<br />

είσαι τώρα Αργύρη μου; Γιατί έπρεπε να φύγεις; Λίγο<br />

ακόμα μόνο, Αργύρη μου, λίγο ακόμα μόνον και όλα θα<br />

ήταν τακτοποιημένα. Γιατί βιάστηκες; Τόσο πολύ είχες<br />

κουραστεί; Πώς άντεξες να μ’ αφήσεις μόνη;<br />

Μια ζωή αγάπης, αγώνα, σύμπνοιας. Μια ζωή Αργύρης<br />

και Μαργώ. Πώς θα ‘μενε τώρα η Μαργώ μόνη; Πού<br />

θα ‘ταν ο Αργύρης της να συνοδεύσει νυφούλα τη Λένη<br />

τους, να τρέξει στις γέννες των παιδιών τους, να χαρεί<br />

με τις καινούργιες αταξίες, με τα καινούργια παιδικά<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

προσωπάκια, να ξαναζήσει τη χαμένη ζωή;<br />

Κουράστηκες, Αργύρη μου, κουράστηκες πολύ. Φτάνει<br />

πια... Πάει πια... Δεν έπρεπε όμως να φύγεις. Λίγο ακόμη<br />

μόνον, και θα τέλειωναν όλα. Τόσα σχέδια, τόση ελπίδα<br />

και τόση χαρά που ανοιγόταν μπροστά μας. Έπρεπε<br />

να περιμένεις λίγο ακόμη Αργύρη μου. Πώς θ’ αντέξω;<br />

Πρέπει ν’ αντέξω. Βλέπω τα παιδιά μας, τα παιδιά που<br />

μας απόμειναν, και διαβάζω στα μάτια τους τη λύπη και<br />

την ανησυχία. Πρέπει ν’ αντέξω Αργύρη μου.<br />

Θα ‘θελα τόσο να ‘ρθω να σε βρω. Δεν έχω μάθει στη<br />

ζωή τίποτ’ άλλο απ’ το να είμαι κοντά σου. Από κορίτσι<br />

μικρό για σένα ζούσα και για σένα νοιαζόμουνα. Τόσο<br />

πολύ, τόσο καθημερινά, τόσο έντονα, που έγινες κομμάτι<br />

του εαυτού μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ζω<br />

παρά μονάχα έτσι. Και τώρα απόμεινα μόνη. Ωχ, πόσο<br />

θέλω να ‘ρθω κοντά σου, Αργύρη μου! Τι να την κάνω<br />

τούτη τη ζωή χωρίς εσένα; Δεν έχω μάθει να ζω χωρίς<br />

εσένα αγαπημένε μου.<br />

Όμως, Αργύρη μου... μ’ ακούς καλέ μου; Με νιώθεις;<br />

Δεν μπορώ να φύγω ακόμη. Τα παιδιά μας, αγαπημένε<br />

μου. Η θλίψη στα μάτια τους. Περίμεναν τώρα τόσα<br />

πολλά από μας. Περίμεναν να μας κάνουν να χαρούμε,<br />

να μας δουν να ξεκουραζόμαστε, να μας φχαριστηθούν<br />

έτσι όπως δεν καταφέραμε να ευχαριστηθούμε ο ένας<br />

τον άλλον τόσα χρόνια μες στη βιοπάλη. Και τώρα εσύ<br />

έφυγες. Και πρέπει να μείνω εγώ.<br />

284 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 285


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

Τα βλέπεις τα παιδιά μας απ’ το κρεββάτι σου, Αργύρη<br />

μου; Ελπίζω να είσαι αναπαυτικά, και να μην κρυώνεις.<br />

Φρόντισα να σε ντύσω καλά. Σε λίγο θ’ αγριέψει ο<br />

χειμώνας κι εσύ ‘χες πάντα τόσο κρύα πόδια Αργύρη<br />

μου. Σου ‘βαλα δυο ζευγάρια κάλτσες, από κείνες τις<br />

καλές, τις αγαπημένες σου. Δεν άφησα κανέναν άλλον<br />

να σε ντύσει, καλέ μου. Μια ολόκληρη ζωή μόνον εγώ<br />

σε περιποιόμουν. Δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσω τα ξένα<br />

χέρια, τα ψυχρά, ν’ αγγίξουν το κορμί σου. Λίγο η Λένη<br />

μας ήρθε να με βοηθήσει, μα κι αυτήν την έδιωξα απ’ το<br />

δωμάτιό μας. Αυτές οι στιγμές ήταν μόνον δικές μου. Σ’<br />

έντυσα όπως εγώ ήξερα ότι σ’ άρεσε πάντα να ντύνεσαι.<br />

Σου ‘βαλα το κουστούμι το αγαπημένο σου, το καλό,<br />

εκείνο που λαχταρούσες για το γάμο της Λενιώς μας.<br />

Κρίμα που δεν πρόλαβες να το φορέσεις πρωτύτερα,<br />

σου πάει τόσο πολύ... Πάντα ήσουν όμορφος Αργύρη<br />

μου.<br />

Θυμάμαι όταν σε είδα εκείνη τη μέρα που ΄ρθες με τους<br />

γονείς σου για να δώσουμε λόγο. Ωραία τα ‘χατε μιλήσει<br />

εσείς με τους δικούς μου, κι εγώ ανίδεη περίμενα να δω<br />

τι μου μελλόταν. Αχ, πώς αγαλλίασε η καρδιά μου μόλις<br />

σε είδα. Ήλπιζα πάντα να ήσουν εσύ αυτός που θα ένωνα<br />

μαζί του τη ζωή μου, και το όνειρό μου έβγαινε αληθινό.<br />

Ήσουν πανέμορφος μες στο φτωχικό σου κουστούμι,<br />

σαν αρχαίος θεός. Από κείνη τη στιγμή κατάλαβα πως<br />

θα περνούσα μαζί σου μια ζωή γεμάτη αγάπη. Κι έτσι<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

ήταν η ζωή μας, Αργύρη μου. Δυσκολευτήκαμε, δε λέω,<br />

πονέσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε. Μα δεν ένιωσα ποτέ<br />

να μου λείπει η αγάπη. Ακόμη και μες στη μεγαλύτερη<br />

κούραση, ακόμη και στις μεγαλύτερες φτώχειες, στις<br />

πιο δυνατές απογοητεύσεις, η αγάπη σου ήταν πάντα<br />

εκεί, παρηγοριά και στήριγμα στην ψυχή μου.<br />

Αλήθεια, ένιωσες ποτέ πόσο πολύ σ’ αγάπησα, Αργύρη<br />

μου; Κατάλαβες ποτέ το μέγεθος της αγάπης μου; Ξέρω<br />

ότι πολλές φορές σ’ αδίκησα, πως έγινα απρόσιτη και<br />

σκληρή. Δεν το ‘κανα επίτηδες αγαπημένε μου. Δεν<br />

μπορούσα να το ελέγξω. Ήταν τόσα πολλά αυτά που<br />

ήθελα να σου δώσω, και απογοητευόμουν όταν νόμισα<br />

πως δεν τα κατάφερνα. Όμως ποτέ δεν σταμάτησα να<br />

σ’ αγαπώ και να νοιάζομαι για σένα. Κι εσύ... με άφησες<br />

τόσο ξαφνικά, τόσο απερίσκεπτα. Γιατί το ‘κανες αυτό,<br />

Αργύρη μου; Γιατί δεν προσπάθησες να κρατηθείς;<br />

Λίγο ακόμη μόνον... Λίγο ακόμη χρειάζομαι για να ‘ρθω<br />

να σε συναντήσω. Για μένα θα είναι μια αιωνιότητα<br />

μακριά σου. Για σένα όμως, Αργύρη μου, ο καιρός θα<br />

περνά γρήγορα και ανώδυνα. Ποιος ξέρει αν θα με<br />

θυμάσαι πια εκεί που θα πας... Λέν πως τα πνεύματα<br />

λησμονούνε και δεν αναγνωρίζουνε την πρότερη ζωή<br />

τους. Άλλοι πάλι λένε πως παραμένουν κάπου κοντά,<br />

όταν οι υποχρεώσεις δεν είναι τελειωμένες.<br />

Μην ανησυχείς για τις υποχρεώσεις, Αργύρη μου. Εγώ<br />

θα μείνω να σ’ τις τελειώσω. Κοίταξε τα παιδιά μας,<br />

286 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 287


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

αγαπημένε μου. Δεν έχουμε τελειώσει ακόμη. Εγώ θα<br />

μείνω να τα φροντίσω. Θα ‘θελα να ‘μουν δίπλα σου,<br />

να γείρω και να κοιμηθώ κάτω από την ανύπαρκτη πια<br />

ανάσα, μαζί σου να μείνω για πάντα. Όμως δεν μπορώ<br />

ακόμη Αργύρη μου, συγχώρεσέ με. Πρέπει να μείνω, να<br />

σιγουρευτώ. Όλα πρέπει να γίνουν όπως τα θέλησες,<br />

τίποτα να μη χαλάσει απ’ το πρόγραμμά σου. Κι όταν<br />

τα πρώτα ματάκια ανοίξουνε γεμάτα ελπίδα και δίψα<br />

για ζωή, τότε θα έρθω να σε βρω, να σου πω, να σε<br />

καθησυχάσω. Κι αν μέχρι τότε έχουνε σβήσει οι μνήμες<br />

κι εσύ δεν μ’ έχεις ανάγκη πια, και πάλι δεν πειράζει<br />

Αργύρη μου. Εγώ θα ζω μόνο για σένα, για να συνεχίσω<br />

αυτό που εσύ είχες αρχίσει...<br />

Σιωπηλό συνέχισε το τσούρμο για τα καθιερωμένα.<br />

Αργά το βράδυ, η οικογένεια, η καινούργια οικογένεια,<br />

έμεινε πια μόνη. Σα βάλσαμο την περιμέναν αυτήν την<br />

στιγμή. Όχι πως δεν εκτιμούσαν τη συμμετοχή και τη<br />

συμπαράσταση του κόσμου όμως... ήθελαν να κλάψουν<br />

το δράμα τους μόνοι. Λένε πως τέτοιες στιγμές δεν<br />

πρέπει να μένει κανείς μόνος. Την ήθελε όμως η Μαργώ<br />

τη μοναξιά της, τη ζητούσε. Το είχε ανάγκη να μείνει με<br />

τον πόνο της, να τον νιώσει βαθιά, να τον αφομοιώσει<br />

και να τον καταπιεί, για να μπορέσει να συνεχίσει.<br />

- Είμαι πολύ κουρασμένη, είπε σιγανά κάποια στιγμή.<br />

Το ίδιο φαντάζομαι θα είστε κι εσείς. Άντε Γιωργή μου,<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

δεν είναι ανάγκη να ταλαιπωρείς άλλο και την Αθανασία.<br />

Ό,τι έπρεπε να γίνει έγινε, τίποτα πια δεν αλλάζει.<br />

- Μα... μάνα... είπε διαμαρτυρόμενη η Αθανασία.<br />

- Μη παιδεύεσαι κορίτσι μου, της είπε τρυφερά η Μαργώ.<br />

Αυτό έτσι κι αλλιώς πρέπει να το περάσω μόνη. Τι σήμερα,<br />

τι αύριο...<br />

- Όχι μάνα, αποκλείεται, είπε ο Γιωργής αποφασιστικά.<br />

Απόψε θα μείνουμε μαζί σου.<br />

- Μη σκοτίζεσαι, γιε μου. Έχω το Λενιώ. Κι αύριο μέρα<br />

είναι. Άντε να ξεκουραστείτε και αύριο τα ξαναλέμε. Να<br />

τακτοποιήσουμε και τις υποθέσεις του πατέρα...<br />

- Δεν υπάρχει περίπτωση, μάνα. Απόψε θα μείνουμε εδώ.<br />

Ούτε εσύ, ούτε η Λένη, θα μείνετε μόνες. Η Αθανασία<br />

κι εγώ θα τακτοποιηθούμε στο δωμάτιό μου. Και το<br />

πρωί θα είμαστε όλοι μαζί. Κι όσο για υποθέσεις, δεν<br />

ξέρω αν ο πατέρας είχε τίποτα εκκρεμότητες αλλά μη<br />

νοιάζεσαι. Θα τ’ αναλάβω όλα εγώ.<br />

- Κι εγώ, Γιωργή, μίλησε τότε ο Κωστής που είχε<br />

παραμείνει σκεπτικός. Υπολόγιζέ με κι εμένα σε ό,τι<br />

χρειαστείς.<br />

Η Μαργώ κοιτούσε τα παιδιά της με μάτια γεμάτα<br />

τρυφερότητα. Τόσο τυχερή μέσα στη δυστυχία της...<br />

να έχει τέτοια παιδιά κοντά της.<br />

- Κι εσύ, Κωστή παιδί μου, τώρα είσαι μέλος της<br />

οικογένειας. Αν θες να μείνεις απόψε εδώ, μπορώ να<br />

σου στρώσω στου παππού και της γιαγιάς.<br />

288 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 289


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

- Θα ετοιμάσω εγώ, μάνα. Μην κουράζεσαι, πήγαινε αν<br />

θες να ξαπλώσεις και θα βολευτούμε κι εμείς.<br />

Η Λένη φούντωνε από ευγνωμοσύνη από την απόφαση<br />

της μάνας να επιτρέψει στον Κωστή να μείνει σπίτι<br />

εκείνο το βράδυ. Δεν ήθελε να νιώθει μόνη. Η απώλεια<br />

του πατέρα ήτανε μεγάλο χτύπημα για κείνην. Όχι πως<br />

δεν είχε ανθρώπους να την στηρίξουν... όχι. Είχε τη<br />

μάνα και το Γιωργή της και τώρα και τον Κωστή. Όμως<br />

ο πατέρας... ήταν άλλο πράμα ο πατέρας για ένα κορίτσι<br />

σαν τη Λενιώ.<br />

Η Λένη είχε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα.<br />

Θυμόταν το μυστικό, το ιδιαίτερο παιχνίδι τους με την<br />

καραμέλα και το γίγαντα. Θυμόταν τα χάδια τα τρυφερά<br />

και τα παραμύθια που του αράδιαζε όταν κουρασμένος<br />

τα βράδια την έπαιρνε στην αγκαλιά του. Θυμόταν την<br />

κρυμμένη αυστηρότητα που ποτέ δεν είχε χρειαστεί να<br />

της επιβάλλει.<br />

Πάντα τον καταλάβαινε η Λένη τον πατέρα. Ήξερε<br />

τη σκέψη του, τα συναισθήματά του, καταλάβαινε τις<br />

αγωνίες του. Τα λόγια ήταν λίγα και μετρημένα, μα<br />

οι δυο τους είχαν πάντα μια επικοινωνία ιδιαίτερη,<br />

μοναδική. Και τώρα, λίγο πριν την ολοκλήρωση της<br />

ευτυχίας της και τη δική του, ο πατέρας είχε φύγει και<br />

την είχε αφήσει μόνη. Μακάριζε την τύχη της μέχρι<br />

τη μέρα που έμαθε το θανάσιμο νέο. Έλεγε πως όλα<br />

είχαν πάει καλά, και θα πήγαιναν ακόμη καλύτερα. Για<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

όλους... Στην απώλεια των παππούδων ο θάνατος την<br />

είχε αγγίξει για πρώτη φορά. Όμως τότε ήταν όλα τόσο<br />

διαφορετικά. Και άλλωστε είχε τον πατέρα. Ο πατέρας<br />

ήταν δυνατός, προστατευτικός, και είχε πάντα ένα λόγο<br />

παρηγοριάς σε οποιαδήποτε περίσταση.<br />

Αυτή τη φορά όλα ήταν αλλιώτικα. Το στήριγμα των<br />

παιδικών της χρόνων είχε φύγει. Ο θαυμαστής της<br />

νεότητας και η τρυφερότητα της ωρίμανσής της είχε για<br />

πάντα χαθεί. Ο θάνατος φαινόταν τώρα τόσο σκληρός,<br />

τόσο αμείλικτος. Πονούσε τόσο πολύ... και η παρουσία<br />

της οικογένειας δεν μείωνε τον πόνο. Ναι, ο Κωστής<br />

ήταν το μέλλον της, θα γινόταν σύζυγός της. Μαζί του<br />

θα περνούσε τη ζωή της, θα κάναν παιδιά, θα είχαν τη<br />

δική τους, καινούργια οικογένεια. Ο πατέρας όμως...<br />

ήταν κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό. Κι αυτό το ξεχωριστό<br />

είχε φύγει πλέον από τη ζωή της και κανείς δεν θα<br />

μπορούσε να πάρει τη θέση του.<br />

Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και βοήθησε τη μάνα να πάει<br />

στο δωμάτιό της.<br />

- Είσαι εντάξει, μάνα; τη ρώτησε αφηρημένα. Θέλεις<br />

να μείνω κοντά σου μέχρι να σε πάρει ο ύπνος;<br />

- Όχι, παιδί μου. Θα με βοηθήσει ο πατέρας σου να<br />

κοιμηθώ. Είναι κοντά μου... Πήγαινε, Λένη μου. Μην<br />

αφήνεις μονάχο του τον Κωστή. Μείνε κοντά του κι<br />

αγάπησέ τον, όπως αγάπησα κι εγώ τον πατέρα σου.<br />

Έτσι είναι το σωστό...<br />

290 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 291


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

- Μιλάς παράξενα, μάνα...<br />

- Στην ηλικία μου, Λένη, ο θάνατος είναι πια πιο κοντά.<br />

Πρέπει να το αποδέχεται κανείς και να συνηθίζει στην<br />

ιδέα. Άλλωστε, χωρίς τον Αργύρη μου, σύντομα θ’ αρχίσω<br />

να τον αποζητώ παρά να τον απεύχομαι.<br />

- Μάνα... η φωνή της Λένης βγήκε σπασμένη, ανήσυχη.<br />

- Μη σκιάζεσαι, Λένη μου. Έχω καιρό ακόμα... Δεν θ’<br />

αφήσω τ’ αγγόνια μου να γεννηθούν χωρίς γιαγιά, δεν<br />

θα σ’ αφήσω μόνη. Όμως ο Αργύρης μου θα με περιμένει<br />

κι όταν, μετά από πολύ καιρό, έρθει η ώρα, θέλω να<br />

δεχτείτε την αποχώρησή μου με ανακούφιση κι όχι με<br />

απελπισία. Γιατί εγώ τότε, θα είμαι δικαιωμένη...<br />

- Έλα, μάνα. Ησύχασε. Μη λες τέτοια τώρα... Αύριο<br />

είναι μια άλλη μέρα. Εμείς θα είμαστε εδώ για σένα.<br />

- Πονάς κι εσύ Λένη μου, είπε θλιμμένα η Μαργώ. Πονάς<br />

και δε θες να μου το δείξεις... Είχες πάντα αδυναμία<br />

στον πατέρα σου.<br />

Η Λένη χαμήλωσε τα μάτια. Τα δάχτυλά της έπαιζαν<br />

το μαύρο λιτό φόρεμά της. Σκεφτόταν αν έπρεπε να<br />

διαμαρτυρηθεί.<br />

- Δε χρειάζεται, παιδί μου, συνέχισε η Μαργώ. Δεν με<br />

πειράζει. Ποτέ δεν με πείραξε. Εσείς οι δυο είχατε κάτι<br />

μοναδικό, κι εγώ χαιρόμουν. Όμως είσαι νέα και η ζωή<br />

είναι μπροστά σου. Πρέπει να μάθεις, να συνεχίσεις<br />

χωρίς αυτόν. Αυτή είναι η ζωή, έχει τη δική της πορεία και<br />

παίρνει τις δικές της αποφάσεις, χωρίς να μας υπολογίζει.<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

Έχεις τον Κωστή, και είσαι τυχερή.<br />

Για μένα... μόνο για μένα δεν υπάρχει άλλο μέλλον, εκτός<br />

από σας. Να σας δω να κάμετε τις δικές σας οικογένειες<br />

και μετά να πάω ήσυχη στον Αργύρη μου...<br />

- Μητέρα...<br />

Δεν κρατήθηκαν άλλο τα δάκρυα, έπρεπε να ξεσπάσουν,<br />

να βγουν στην επιφάνεια, να δροσίσουν τα πικραμένα<br />

μάτια. Μάνα και κόρη αγκαλιάστηκαν σ’ ένα λυγμό<br />

βουβό, σ’ ένα πόνο διαφορετικό μα τόσο κοινό.<br />

- Έλα τώρα... είπε σιγανά η Μαργώ συγκρατώντας την<br />

οδύνη της. Θα σε περιμένουν μέσα. Φτιάξου λίγο και<br />

πήγαινε. Θέλω να κοιμηθώ...<br />

Ο Γιωργής και ο Κωστής είχαν μείνει στο σαλόνι πίνοντας<br />

ποτό. Μαζί με τη Λένη, ερχόταν και η Αθανασία απ’ το<br />

δωμάτιο του Γιωργή.<br />

- Ετοίμασα τα δωμάτιά μας, είπε. Όποτε είσαστε έτοιμοι<br />

μπορούμε να πάμε για ύπνο.<br />

- Όχι ακόμα, είπε ο Κωστής. Ελάτε να πιείτε ένα ποτό<br />

μαζί μας. Το χρειαζόσαστε όσο κι εμείς.<br />

- Ναι, αλήθεια, είναι νωρίς ακόμη, ξαναείπε η Αθανασία.<br />

Δεν νομίζω πως θα μου κολλήσει ύπνος αυτή τη στιγμή.<br />

- Κοιμήθηκε η μάνα; ρώτησε ο Γιωργής.<br />

- Ναι, απάντησε η Λένη. Όμως, δεν ξέρω... δεν την είδα<br />

καλά.<br />

- Φυσικό είναι, Λένη μου, είπε ο Κωστής και πήγε κοντά<br />

292 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 293


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

της για να την παρασύρει στην αγκαλιά του. Μην ξεχνάς<br />

ότι έχασε τον άνθρωπό της, στην καλύτερη εποχή της<br />

ζωής της. Έλα να κάτσεις, θα είσαι κουρασμένη.<br />

- Ναι, είμαι πτώμα, απάντησε σιγανά η Λένη και κάθισε<br />

στον καναπέ. Για τη μάνα όμως είναι που ανησυχώ.<br />

- Τι συνέβη; ρώτησε ανήσυχος ο Γιωργής. Σου είπε<br />

τίποτα;<br />

- Τίποτα συγκεκριμένο. Κάτι αόριστα πράματα ότι θέλει να<br />

τακτοποιήσει ό,τι είχαν μαζί ξεκινήσει και να πάει να τον<br />

βρει, ότι στην ηλικία της πρέπει κανείς να εξοικειώνεται<br />

με το θάνατο, και κάτι τέτοια. Γενικά, μιλούσε παράξενα<br />

και πιστεύω πως είναι πολύ απογοητευμένη...<br />

- Είναι μεγάλο το πλήγμα γι’ αυτήν, Λένη μου, είπε ο<br />

Κωστής χαϊδεύοντας τα χέρια της αγαπημένης του. Για<br />

σκέψου... Τώρα που θα ‘βγαινε και στη σύνταξη και<br />

θα ‘χαν μια ευκαιρία να χαρούν λίγο τη ζωή τους... να<br />

φύγει τόσο ξαφνικά... να μην προλάβει ούτε το γάμο<br />

μας, ούτε ένα εγγόνι...<br />

- Έχει δίκιο ο Κωστής, πρόσθεσε ο Γιωργής. Μην ξεχνάμε<br />

ότι η μάνα μια ζωή τον λάτρευε, δεν κάναν τίποτε ο ένας<br />

χωρίς τον άλλον. Θα είναι πολύ δύσκολο τώρα.<br />

- Θα έχει εμάς, είπε η Αθανασία. Δεν πρέπει να την<br />

αφήνουμε μόνη.<br />

- Δεν είναι το ίδιο, είπε σκεπτικά ο Κωστής. Κανείς μας<br />

δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την παρουσία του δίπλα<br />

της. Δεν μπορεί να είναι το ίδιο.<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

- Πρέπει να κάνουμε πάντως ό,τι μπορούμε, συνέχισε<br />

η Αθανασία.<br />

- Ναι, είπε σκεπτικός ο Γιωργής. Μόνο που όλο το βάρος<br />

πέφτει αποκλειστικά σ’ εσάς, κορίτσια. Εγώ σε λίγες<br />

μέρες πρέπει να ξαναφύγω. Ξέρουμε καλά πως πήρα<br />

αυτήν την άδεια δημιουργώντας κάποια αναστάτωση<br />

στην εταιρεία, όμως λόγω της κατάστασης δεν μου την<br />

αρνήθηκαν. Πολύ σύντομα θα πρέπει να με ακολουθήσει<br />

κι ο Κωστής. Το πρόγραμμά μας δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Η<br />

ζωή συνεχίζεται. Αυτό άλλωστε, νομίζω, θα προτιμούσε<br />

και ο πατέρας.<br />

- Εσείς είσαστε αυτές που θα μείνετε πίσω να σύρετε<br />

το φορτίο, πρόσθεσε ο Κωστής. Δεν γίνεται αλλιώς.<br />

Θέλει επιμονή, και θέλει δύναμη. Δεν μπορεί, η μάνα<br />

θα συνέλθει με τον καιρό. Άλλωστε, δεν θα είστε<br />

εντελώς μόνες. Τόσον οι γονείς μου όσο και οι γονείς<br />

της Αθανασίας, φαντάζομαι, τη λατρεύουν τη μάνα. Δεν<br />

θα μείνει μοναχή...<br />

- Νομίζω πως το θέλει, είπε η Λένη. Νομίζω πως αποζητά<br />

τη μοναξιά...<br />

- Αν το θέλει, πρέπει να το σεβαστούμε, είπε ο Γιωργής.<br />

Όχι για πολύ όμως και, πάντα να την έχετε το νου σας.<br />

Τουλάχιστον τώρα στην αρχή... μέχρι να συνέλθει λιγάκι.<br />

- Νομίζω πως οι ετοιμασίες του γάμου της Λενιώς θα<br />

την κάνουν να ξεχαστεί, είπε η Αθανασία. Ένας μεγάλος<br />

πόνος ζητάει πάντα μια μεγάλη χαρά.<br />

294 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 295


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

Ένα δειλό κουδούνισμα ακούστηκε στην πόρτα.<br />

- Ποιος να ‘ναι τέτοιαν ώρα; αναρωτήθηκε η Λένη. Όσοι<br />

ήταν να μας χαιρετίσουν, πέρασαν. Τι να συμβαίνει;<br />

- Θ’ ανοίξω εγώ, είπε ο Γιωργής. Κάτι μου λέει πως<br />

πρέπει ν’ ανοίξω εγώ...<br />

Τα μάτια του δεν πίστευαν αυτό που αντίκρισε.<br />

- Εσείς; Τι ζητάτε εδώ μια τέτοιαν ώρα; Αρκετό κακό<br />

δεν κάνατε; Τι θέλετε;<br />

Η Σμαρούλα κι η Κατινιώ στεκόντουσαν διστακτικές<br />

στο κατώφλι. Με απλά μαύρα ρούχα και θολό δέρμα, με<br />

ανέκφραστο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια κοιτούσαν<br />

αμίλητες τον αδελφό τους. Τα νιάτα, η ομορφιά κι ο<br />

ενθουσιασμός τις είχαν εγκαταλείψει. Η υπεροψία κι η<br />

ακαταδεξία είχαν πάρει δρόμο γι’ αλλού. Ήταν ακόμη<br />

καλοστεκούμενες και απ’ τα λίγα που φορούσαν φαινόταν<br />

πως η τύχη δεν τις είχε εγκαταλείψει, όμως στα σίγουρα<br />

υπήρχε κάποιο σαράκι που τους κατέτρωγε τα σωθικά.<br />

- Μας συγχωρείς, Γιωργή. Δεν το μάθαμε εγκαίρως.<br />

Δεν προλαβαίναμε την κηδεία. Σκεφτήκαμε πως δεν<br />

θα ήταν παράλογο αν ζητούσαμε να δούμε τη μάνα...<br />

Ο Γιωργής δεν έκανε καμία κίνηση να τις αφήσει να<br />

περάσουν μέσα. Έβλεπε ευχαριστημένος την κατάρρευση<br />

του μεγαλείου και αναγνώριζε την προβλεψιμότητα των<br />

λόγων του. Όλα είχαν γίνει όπως τα περίμενε. Είχαν<br />

βγάλει χρήματα, ναι, είχαν κάνει και τη μεγάλη ζωή για<br />

κάποια φεγγάρια. Δεν έβλεπε όμως καμία ευτυχία να<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

διαγράφεται στα μάτια τους. Τώρα ήταν η κατάλληλη<br />

στιγμή να πάρει το αίμα του πίσω. Όμως δεν ήταν τέτοιος<br />

τύπος ο Γιωργής, η εκδίκηση δεν ήταν στο δικό του<br />

χαρακτήρα. Για μια στιγμή δίστασε, ένιωσε να κάμπτεται<br />

η αντίστασή του. Στο κάτω κάτω ήταν αδελφές του.<br />

Όμως πάλι, όχι. Αρκετά είχαν συμβεί. Η μάνα δεν έπρεπε<br />

να πληγωθεί ξανά. Όχι τώρα. Όχι έτσι. Το πλήγμα της<br />

απώλειας του πατέρα ήταν ήδη μεγάλο. Δεν έπρεπε να<br />

ταραχτεί άλλο.<br />

- Τώρα τη σκεφτήκατε τη μητέρα; Πώς αυτό; Δεν είχατε<br />

καμιά δεξίωση απόψε να πάτε κι είπατε να ‘ρθετε κι<br />

από δω να περάσει η ώρα;<br />

Το περίμεναν αυτό, το ‘ξεραν πως δεν θα ‘ταν εύκολα τα<br />

πράγματα. Ο Γιωργής ήταν σκληρός, κι αυτές δεν είχαν<br />

κάνει και λίγα. Το αναγνώριζαν, αν και όχι απόλυτα, πως<br />

δεν είχαν φερθεί σωστά τότε που έπρεπε. Είχαν φροντίσει<br />

μόνον για τον εαυτό τους, είχαν κάνει ακριβώς αυτό<br />

που ήθελαν χωρίς να υπολογίσουν κανέναν και τίποτα.<br />

Είχαν διαγράψει γονείς και οικογένεια, είχαν φερθεί<br />

υποτιμητικά. Όμως, δεν ήταν δικό τους το φταίξιμο...<br />

Έτσι κι αλλιώς, δεν υπολόγιζαν να τις δώσουν στο θείο και<br />

τη θεία; Ε, κορίτσια ήταν κι αυτά, φουσκώσαν τα μυαλά<br />

τους. Τι γονείς ήταν κι αυτοί που παρατήσαν τη μάχη έτσι<br />

εύκολα; Δεν προσπαθήσαν καν να τις πάρουν πίσω. Ούτε<br />

μια φωνή, ούτε ένα χαστούκι, καμία αντίδραση. Αν τις<br />

αγαπούσαν πραγματικά, έπρεπε να τις σταματήσουν. Ε,<br />

296 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 297


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

πώς, έχουν κι αυτοί το μερίδιο της ευθύνης τους. Άλλωστε<br />

δεν είχαν και λίγα να κερδίσουν απ’ τη συναλλαγή αυτή...<br />

Τώρα θα έπρεπε να τις συγχωρέσουν.<br />

- Μη γίνεσαι κακός, Γιωργή, απάντησε η Σμαρούλα. Λεν<br />

πως ο θάνατος και ο πόνος ενώνει τους ανθρώπους...<br />

- Ενώ η χαρά και η επιτυχία τους χωρίζει, αντιγύρισε ο<br />

Γιωργής πριν εκείνη προλάβει να τελειώσει τη φράση<br />

της. Τότε ο καθένας το απολαμβάνει μόνος του, έτσι<br />

δεν είναι; Δεν θυμάμαι να μας επισκεφτήκατε όταν όλα<br />

σας πήγαιναν καλά... ή μήπως κάνω λάθος; συνέχισε<br />

ειρωνικά.<br />

Τις σιχαινόταν ακόμη ο Γιωργής, ποτέ δεν έπαψε να τις<br />

σιχαίνεται και να τις θεωρεί αποκλειστικές υπεύθυνες για<br />

το κατάντημά τους. Άμυαλες, ανόητες, παραδόπιστες...<br />

Η τύχη τους άνοιξε διάπλατα την πόρτα κι αυτές τι<br />

είχαν κάνει; Απ’ όλες τις προοπτικές είχαν διαλέξει την<br />

πιο αποτυχημένη, κι ας είχαν με το μέρος τους όλες τις<br />

ευκαιρίες. Τώρα μαζεύαν τα κομμάτια τους και ζητούσαν<br />

συγχώρεση απ’ τη μάνα, γιατί ήξεραν πάντα πού να<br />

χτυπήσουν. Όπως και τότε... Είχαν ανακατώσει ολόκληρη<br />

οικογένεια με την ξαφνική φυγή τους, είχαν πληγώσει<br />

τους γονιούς, είχαν αναστατώσει τους θείους, και είχαν<br />

βάλει τον Ιωάννη να βγάλει το φίδι από την τρύπα<br />

για λογαριασμό τους, με τη δικαιολογία της νεότητας<br />

και της φιλοδοξίας. Και σα να μην έφτανε αυτό, όταν<br />

ήρθε η ώρα ν’ αποκατασταθούν, φέρθηκαν στους ίδιους<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

τους του γονιούς σαν να ήταν τιποτένιοι, ανύπαρκτοι,<br />

ανάξιοι οποιασδήποτε αναγνώρισης. Και μετά... Μετά<br />

την παταγώδη αποτυχία τους, όχι μόνο προσπάθησαν<br />

να ξεζουμίσουν τους ανθρώπους που τους άνοιξαν έναν<br />

δρόμο στη ζωή, μα τους πρόσβαλαν και τους έφτυσαν<br />

σα σκουλήκια. Παντού τα είχαν θαλασσώσει, άλλωστε<br />

δεν θα μπορούσε να έχει γίνει κι αλλιώς...<br />

Το χτύπημα του Γιωργή συνέχιζε και θα ήταν αμείλικτο.<br />

Όμως έπρεπε να επιμένουν. Ποιος ήταν αυτός άλλωστε,<br />

να τις απορρίπτει; Και πού είχαν έρθει να ζητήσουν<br />

συγχώρεση; Στο σπίτι των γονιών τους είχαν έρθει.<br />

Τι δουλειά είχε ο Γιωργής ν’ ανακατώνεται; Πάντα<br />

του άρεσε να κάνει κουμάντο. Όμως, κι αυτές, πάντα<br />

έβρισκαν τον τρόπο να περνάει το δικό τους. Έτσι έπρεπε<br />

να γίνει και τώρα. Έπρεπε να πάνε λίγο με τα νερά του,<br />

να δείξουν ντροπή και μεταμέλεια, καταδεχτικότητα και<br />

συμπόνια, μέχρι να φτάσουν στη μάνα. Η μάνα ήταν<br />

αλλιώς, η μάνα σίγουρα θα τις συγχωρούσε...<br />

- Δε νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για καβγάδες,<br />

Γιωργή, ξαναείπε η Σμαρούλα. Δεν ήρθαμε εδώ για<br />

να διαπληκτιστούμε. Ήρθαμε μόνο να δούμε τη μάνα.<br />

Νομίζω, άλλωστε, πως έχουμε το δικαίωμα να ‘ρθούμε<br />

στο σπίτι των γονιών μας.<br />

- Και να που για πολλοστή φορά, κάνεις λάθος! είπε ο<br />

Γιωργής με μεγάλη ευχαρίστηση που θα του δινόταν η<br />

ευκαιρία να τις πληγώσει. Το σπίτι αυτό, εδώ και λίγο<br />

298 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 299


Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

καιρό, ανήκει στη Λένη σαν δώρο για το γάμο της. Ήταν<br />

κάτι που το αποφάσισε ο πατέρας και συμφώνησα και<br />

εγώ. Εσείς χάσατε το μερτικό σας το βράδυ εκείνο που<br />

πήρατε τα κουρέλια σας και την κοπανήσατε σαν τις<br />

κλέφτρες από ‘δω, για να κάνετε τη μεγάλη ζωή.<br />

Οι δυο αδελφές έμειναν άφωνες. Αυτό ήταν κάτι που δεν<br />

το περίμεναν. Τα πράγματα στη ζωή τους δεν πήγαιναν<br />

και τόσο καλά. Η επιχείρησή τους, όσο καλά κι αν<br />

πήγαινε, δεν μπορούσε ν’ αντέξει τα υπέρογκα έξοδα<br />

που έκαναν για να κρατήσουν ζωντανό το μεγαλείο,<br />

το ψώνιο τους. Ήλπιζαν πως σ’ αυτό το σπίτι θα είχαν<br />

πάντα ένα καταφύγιο. Φαίνεται όμως πως είχαν αργήσει<br />

πολύ... Δεν μπορούσαν να κρύψουν την ταραχή τους,<br />

δεν είχαν τίποτε σπουδαίο να πουν για να σκεπάσουν<br />

τα ιδιοτελή κίνητρά τους.<br />

- Ώστε... παντρεύτηκε η Λένη; είπε η Κατινιώ σιγανά.<br />

Δεν το ξέραμε.<br />

- Όχι ακόμη. Αλλά πολύ σύντομα. Μ’ ένα πολύ καλό<br />

παιδί, γιατρός στο επάγγελμα. Άλλωστε κι η Λένη όπου<br />

να ‘ναι θ’ αρχίσει να εξασκεί την ιατρική...<br />

Του άρεσε τόσο πολύ να τις βλέπει να δέχονται απανωτά<br />

τα χαστούκια. Πόσο απολάμβανε αυτή τη στιγμή...<br />

- Και τώρα που τα μάθατε όλα, συνέχισε επιδεικτικά,<br />

μπορείτε να πάτε στα τσακίδια! Νομίζω πως ο πραγματικός<br />

λόγος για τον οποίο εμφανιστήκατε ξαφνικά μες στη<br />

νύχτα, δεν υφίσταται πλέον... Δεν έχετε θέση πια εδώ...<br />

Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους<br />

συνέχισε και τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.<br />

Πώς το χάρηκε αυτό το τελευταίο! Ήταν ό,τι έπρεπε για<br />

τα μούτρα τους. Κλώσες! Μια ζωή κλώσες... Τίποτα δεν<br />

είχαν μάθει τόσο καιρό, αυτά που είχαν συμβεί δεν τις<br />

είχαν αγγίξει. Ας πάνε τώρα να κόψουν το λαιμό τους.<br />

Αρκετό κακό είχαν κάνει, δεν θα τις άφηνε αυτός να<br />

κάνουν κι άλλο. Ούτε η μάνα, ούτε η Λένη του άξιζαν<br />

κάτι τέτοιο. Έπρεπε να τις κρατήσει μακριά, πάση θυσία!<br />

- Καταραμένε! μουρμούρισε η Σμαρούλα ενώ έβλεπε<br />

την πόρτα να έρχεται κατά πάνω τους.<br />

Για άλλη μια φορά, είχε καταφέρει να πει την τελευταία<br />

λέξη. Τέτοιος ήταν πάντα του! Και τώρα... τώρα που<br />

του ‘χαν έρθει όλα βολικά, είχε γίνει ακόμη χειρότερος.<br />

Τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα, όμως. Η ζωή είναι<br />

μακριά... και μόνον η ζωή μπορεί να γράψει το τέλος...<br />

Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη<br />

300 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 301


Κάντε κλικ επάνω στην καρδιά για να<br />

διαβάσετε ή να κατεβάσετε την υπέροχη<br />

ιστορία που έγραψαν 15+1 blogger.<br />

302 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 303


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

Αναμονή κι ανάμνηση…<br />

ένα ταξίδι στη Νάξο!!!<br />

Γράφει η Δήμητρα<br />

Τράκα<br />

Είμαι παιδί της Άνοιξης,<br />

όπως λένε οι γονείς μου,<br />

γιατί γεννήθηκα τον μήνα<br />

Μάιο. Αγαπώ όλες τις<br />

εποχές, μα πιο πολύ την<br />

Άνοιξη. Λες και μόλις έρθει η πρώτη μέρα αυτής της<br />

εποχής, αλλάζουν όλα μέσα μου. Κάπως έτσι έγινε και<br />

φέτος. Από την πρώτη μέρα του Μαρτίου, εγώ άρχισα<br />

να βλέπω τα πάντα με άλλα μάτια.<br />

Τώρα θα μου πεις, εσύ που με ξέρεις και με έζησες<br />

τελευταία, ο Χειμώνας που πέρασε δεν ήταν απλώς<br />

βαρύς. Ήταν βαρύς κι ασήκωτος για εμένα, αλλά πέρασε.<br />

Ίσως φέτος, γι’ αυτό να αισθάνθηκα τόσο έντονα την<br />

αλλαγή της εποχής. Γιατί ήθελα να αφήσω όλα τα άσχημα<br />

πίσω μου και βιαζόμουν να το κάνω.<br />

Και φυσικά, δεν ήταν βαρύς μόνο για εμένα. Ποιος από<br />

εσάς μπορεί να μου πει ότι όλα ήταν ρόδινα; Κανείς, είμαι<br />

βέβαιη! Και δεν μας φτάνουν τα δικά μας προβλήματα,<br />

που σίγουρα κουβαλά ο καθένας μας, είτε προσωπικά είτε<br />

οικογενειακά, μας φορτώνουν και τα λάθη εκείνων που<br />

έφεραν την έρημη τη χώρα μας στο χείλος του γκρεμού,<br />

αναμασώντας καιρό τώρα την καραμέλα που λέγεται<br />

«οικονομική κρίση». Πρόσωπα αλλάζουν, κυβερνήσεις<br />

αλλάζουν, δεδομένα αλλάζουν. Τα χάλια μας όμως δεν<br />

αλλάζουν!<br />

Να σας πω κάτι; Δεν μ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά! Τώρα θα<br />

μου πεις, καλά δεν σε νοιάζει η κατάσταση της χώρας<br />

σου; Φυσικά και με νοιάζει. Όμως δυστυχώς δεν μπορώ<br />

να κάνω κάτι και να την αλλάξω ως δια μαγείας. Φώναξα,<br />

διαμαρτυρήθηκα, αγανάκτησα, στερήθηκα. Ποιος με<br />

άκουσε; Κανείς! Ήρθε η ώρα λοιπόν να τους γράψω κι<br />

εγώ στα παλιά μου τα υποδήματα και να ασχοληθώ με<br />

πιο όμορφα πράγματα.<br />

Τα προβλήματα δεν τελειώνουν ποτέ! Πάντα εδώ θα<br />

είναι και θα μας ταλαιπωρούν. Οι άνθρωποι πάνε κι<br />

έρχονται και οι έννοιες σύννεφο καθισμένο καθημερινά<br />

πάνω από το κεφάλι τους. Εντάξει, δε λέω, πάντα θα<br />

μας απασχολούν τα προβλήματα και τα δικά μας, αλλά<br />

και του τόπου μας. Όμως βρε παιδιά, ας μην ξεχνάμε<br />

ότι αυτή η χώρα έχει και τόσα καλά από μόνη της, που<br />

όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να την αμαυρώσουν,<br />

εκείνη ξέρει κι αντιστέκεται.<br />

Η Άνοιξη μας υποδέχτηκε με τον δικό της τρόπο<br />

και φέτος. Το καλοκαίρι είναι η φυσική συνέπειά της.<br />

Τα όνειρα, είναι τσάμπα. Τουλάχιστον ακόμα. Ας το<br />

304 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 305


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

εκμεταλλευτούμε. Όλοι μας, τώρα που ο καιρός θα<br />

αφήσει το μελαγχολικό του πρόσωπο και θα βάλει το<br />

χαμογελαστό, κάτι θα έχουμε να κάνουμε. Άλλος μικρές<br />

εκδρομούλες στην εξοχή, άλλος στο χωριό κανένα διήμερο,<br />

άλλος θα κάνει σχέδια για το καλοκαίρι, γιατί τώρα ακόμα<br />

ούτε άδειες έχει ούτε και χρήματα. Όλοι μας πάντως κάτι<br />

θα κάνουμε, έστω και για ένα εικοσιτετράωρο. Όρεξη<br />

να υπάρχει και καλή καρδιά!<br />

Έχουμε όχι μία, αλλά άπειρες ευκαιρίες σε τούτη την<br />

χώρα, όποια ώρα θέλουμε και όποια εποχή επιλέξουμε,<br />

κάπου θα βρούμε να δραπετεύσουμε από τα προβλήματα<br />

και τις υποχρεώσεις.<br />

Κοίτα να δεις τι θυμήθηκα τώρα! Χρόνια πριν, μετά από<br />

έναν επίσης ζόρικο Χειμώνα, όπως και τον φετινό, άσχετα<br />

που ο φετινός ήταν όχι απλώς ζόρικος αλλά βασανιστικός,<br />

έχοντας την ανάγκη ενός διαλείμματος, κάποια στιγμή<br />

καταφέραμε να πάμε κι εμείς διακοπές της τελευταίας<br />

στιγμής. Βέβαια, μας είχε φτάσει ο Σεπτέμβρης, αλλά<br />

αυτό δεν μας ένοιαζε καθόλου. Εμείς θέλαμε μόνο να<br />

φύγουμε.<br />

Οι πρώτες φθινοπωρινές μέρες του Σεπτέμβρη δεν<br />

είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα από εκείνες του Αυγούστου.<br />

Παρέα με τον σύντροφό μου, αφού είχαμε και οι δύο<br />

άδεια πολύ αργότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.<br />

Ο κλήρος μας έπεσε τον Σεπτέμβρη. Και τι έγινε;<br />

Οι διακοπές είναι πάντα διακοπές και πρέπει να τις<br />

εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.<br />

Να ξεκουραστούμε θέλαμε και να ηρεμίσουμε. Ούτε<br />

βαβούρα, ούτε πολυκοσμία και ούτε υψηλές τιμές, έτσι<br />

για να μην ξεχνιόμαστε! Και ειδικά τώρα που η πόλη<br />

άρχισε να γεμίζει ξανά και ακούγονται οι γνώριμοι<br />

ήχοι της που όλο το καλοκαίρι είχαν σιγήσει, ακριβώς<br />

αυτή η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη για την δική μας<br />

απόδραση.<br />

Καθόμουν εκείνο το απόγευμα στη βεράντα του<br />

σπιτιού μου απολαμβάνοντας έναν παγωμένο καφέ<br />

και σκεφτόμουν τι θα κάναμε από την επόμενη μέρα<br />

που ξεκινούσαν οι άδειές μας. Το πρώτο πράγμα<br />

που σκέφτηκα ήταν το οικονομικό, αυτό δηλαδή που<br />

σκεφτόμαστε όλοι. Τα μέτρησα από εδώ, τα τράβηξα<br />

από εκεί, δεν ήταν και πολλά τελικά. Έπειτα σκέφτηκα,<br />

σε ποιο μέρος θα ήθελα να ήμουν εκείνη την ώρα. Το<br />

πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν ένα κυκλαδίτικο<br />

νησί. Είχα χρόνια να επισκεφτώ τις Κυκλάδες και σαν<br />

ιδέα μου φάνηκε υπέροχη! Όμως… Ε, βέβαια όμως. Οι<br />

Κυκλάδες από τη Θεσσαλονίκη δεν απέχουν και λίγο.<br />

Η αμέσως επόμενη σκέψη μου ήρθε σε συνδυασμό με την<br />

τσέπη μου. Πώς θα μπορούσα να πραγματοποιήσω ένα<br />

τέτοιο ταξίδι, με τους δικούς μου οικονομικούς όρους;<br />

Ωραίο ερώτημα! Απάντηση υπήρχε; Κι όμως, υπήρχε!<br />

306 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 307


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

Πήρα το φορητό μου υπολογιστή αγκαλιά και ξεκίνησα<br />

έναν αγώνα αναζήτησης.<br />

Τελικά, βρήκα την απάντηση που γύρευα. Καταρχήν,<br />

απέρριψα το αυτοκίνητο. Τα έξοδα που έπρεπε να<br />

γίνουν μόνο για το χατίρι του, ξεπερνούσαν τα έξοδα<br />

δύο ανθρώπων. Βενζίνη, διόδια και εισιτήρια πλοίου<br />

τίναζαν τον προϋπολογισμό μου στα ύψη. Άρα το αμάξι<br />

απορρίπτεται. Ο επόμενος και πιο οικονομικός τρόπος,<br />

που βρήκα για να φτάσουμε ως τον Πειραιά, ήταν το<br />

τρένο και μάλιστα υπήρχαν ανοιχτές κάποιες προσφορές<br />

μέσω διαδικτύου, που είχαν τεράστια διαφορά από τις<br />

κανονικές τιμές. Γιατί όχι λοιπόν; Ταξίδι το οποίο θα<br />

συνδύαζε τρένο και πλοίο. Το είχα κάνει πολλές φορές<br />

όταν ήμουν πιο μικρή, γιατί όχι και τώρα.<br />

Αμέσως μετά έλεγξα αν υπήρχαν θέσεις στο πλοίο.<br />

Έξι ώρες πρώτο τραπέζι κατάστρωμα, μετά από έξι<br />

ώρες στο τρένο, δεν έλεγε. Έτσι επέλεξα τα καθίσματα<br />

αεροπορικού τύπου στο πλοίο, για να είμαστε και άνετοι,<br />

αλλά και να μην χρειάζεται να κάνουμε αγώνα δρόμου<br />

για μια καρέκλα στο κατάστρωμα, αγκαλιά με βαλίτσα<br />

και σάκους.<br />

Αφού λοιπόν τακτοποίησα το θέμα της μετακίνησής<br />

μας, έμενε τώρα η διαμονή. Μπήκα στο ιντερνέτ κι<br />

έψαξα σε διάφορες σελίδες, προσφορές ξενοδοχείων<br />

για τη Νάξο, ένα νησί που δεν είχα επισκεφθεί ως τότε,<br />

αλλά ήξερα ότι είναι πολύ<br />

όμορφο. Δεν άργησα να<br />

δω φως και σε αυτή την<br />

περίπτωση. Ειδικά λόγω της<br />

κρίσης, οι τιμές ήταν πολύ<br />

χαμηλές σε σύγκριση με<br />

άλλες χρονιές, αλλά και εξ’<br />

αιτίας της συγκεκριμένης<br />

περιόδου.<br />

Έτσι, βρήκα δωμάτιο σε ένα<br />

ξενοδοχειακό συγκρότημα<br />

πολύ κοντά από το κέντρο<br />

της Χώρας της Νάξου,<br />

στον Άγιο Γεώργιο. Ο Άγιος<br />

Γεώργιος είναι ένας οικισμός<br />

ενωμένος με τη Χώρα και<br />

μπορείς να πας οπουδήποτε<br />

χωρίς αυτοκίνητο, αφού<br />

πολύ κοντά είναι το<br />

λιμάνι, η παραλία και<br />

το κέντρο. Έκλεισα τότε<br />

και το ξενοδοχείο στις<br />

ημερομηνίες που μας<br />

βόλευαν κι ευχαριστημένη,<br />

άρχισα να κάνω σχέδια για<br />

το πώς θα περάσουμε τις<br />

λίγες μέρες παραμονής μας<br />

στη Νάξο. Αν και δεν είναι<br />

308 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 309


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

και τόσο μεγάλο το νησί, παρ’ όλα αυτά έχει πολλά να<br />

δει κανείς.<br />

Ενθουσιασμένη με τις επιλογές μου και μάλιστα<br />

κάνοντας αρκετή οικονομία με τις λύσεις που μου<br />

έδωσε το διαδίκτυο, δεν έμενε παρά να περιμένω να το<br />

ανακοινώσω στον σύζυγό μου, ο οποίος μόλις το άκουσε<br />

χάρηκε πάρα πολύ! Η αλήθεια ήταν, ότι περάσαμε ένα<br />

δύσκολο χειμώνα και αυτές τις διακοπές τις είχαμε<br />

και οι δύο μεγάλη ανάγκη. Ατελείωτες ώρες δουλειάς,<br />

ταξίδια εκτός πόλης αρκετά κουραστικά, καθημερινά<br />

προβλήματα που συνεχώς αναζητούσαν λύσεις, όλα αυτά<br />

μαζί, όχι απλώς έκαναν τις μπαταρίες μας να πέσουν,<br />

αλλά είχαν κάψει σχεδόν κάθε εγκεφαλικό μας κύτταρο<br />

και η ανάγκη να κλείσουμε τους διακόπτες, ήταν άμεση!<br />

Δεν άργησε λοιπόν, να έρθει η μέρα ή καλύτερα η νύχτα<br />

της αναχώρησής μας. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, μέσα<br />

από το τρένο που ξεκίνησε, αποχαιρέτισα την πόλη μου,<br />

τη Θεσσαλονίκη. Μόλις τα φώτα τις πόλης χάθηκαν,<br />

πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω,<br />

έκανα όμως και μερικά διαλείμματα για να ξεπιαστώ<br />

κάνοντας βόλτες μέχρι το βαγόνι του κυλικείου για να<br />

προμηθευτώ καφέδες και σνακ. Για ύπνο ούτε λόγος.<br />

Πάντα μ’ άρεσε να ταξιδεύω νύχτα, ακόμα και όταν<br />

χρειάστηκε να οδηγώ εγώ το αυτοκίνητο, κυρίως όμως<br />

για να φτάνω εγκαίρως στον προορισμό μου, αλλά και<br />

από τη λαχτάρα μου για το καινούργιο ταξίδι! Κι έτσι<br />

δεν κατάλαβα καν πώς πέρασαν οι ώρες.<br />

Στο λιμάνι του Πειραιά, φτάσαμε γύρω στις επτά το<br />

πρωί. Μετά από μερικά λεπτά, το πλοίο ξεκίνησε κι<br />

εγώ γαντζώθηκα στα κάγκελα του καταστρώματος της<br />

πλώρης, αφήνοντας τον θαλασσινό αέρα να μπερδεύει<br />

εκνευριστικά τα μαλλιά μου, τον καπνό του τσιγάρου μου<br />

να διαλύεται από τις στάλες του νερού, τον παγωμένο<br />

πρώτο καφέ της ημέρας να δροσίζει το λαιμό μου, ένα<br />

χέρι να με κρατά αγκαλιά από τους ώμους και μια φωνή<br />

μου ψιθύρισε λίγες λέξεις.<br />

«Ακόμα και ο Ποσειδώνας θα σε ζήλευε αυτή την ώρα.<br />

Αν κοιτάξει κανείς τα μάτια σου, θα καταλάβει ότι<br />

μπορείς να διαφεντέψεις τη θάλασσα και την κάνεις<br />

να σε υπακούσει. Έτσι όπως την κοιτάς, είναι σα να<br />

δαμάζεις τα κύματα και τους ανέμους για να κυλήσει<br />

όσο πιο ήρεμο γίνεται το ταξίδι μας» μου είπε.<br />

Γύρισα και τον κοίταξα. Τα χείλη του ακούμπησαν το<br />

μέτωπό μου. Από την πρώτη μέρα που με γνώρισε, είχε<br />

καταλάβει τη μεγάλη αγάπη μου για τη θάλασσα και<br />

πολλές φορές ως τώρα, όταν με έχανε, ήξερε πολύ καλά<br />

πού θα με βρει όταν θέλω να απομονωθώ. Λίγο έξω από<br />

την πόλη μου, σε μια ερημική παραλία. Εκεί στο δικό μου<br />

«άβατο». Εκεί όπου μοιραζόμουν τα πάντα. Εκεί όπου<br />

310 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 311


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

αναζητούσα λύσεις κι απαντήσεις. Γι’ αυτό, πολλές φορές<br />

έλεγε πως είμαι η «γοργόνα» του. Την πρώτη φορά που<br />

το άκουσα γέλασα βέβαια, γιατί ρίχνοντας μια ματιά<br />

στον καθρέφτη, με τον σωματότυπο που έχω δεν με λες<br />

και γοργόνα! (Χαχαχα!) Όμως γρήγορα κατάλαβα. Του<br />

άρεσε να με κοιτά από μακριά, έτσι όπως στεκόμουν<br />

μπροστά στη θάλασσα και της μιλούσα.<br />

«Σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες αυτό το ταξίδι» του είπα.<br />

Σφίχτηκα στην αγκαλιά του και σήκωσα το πρόσωπό<br />

μου στον πρωινό ήλιο. Πόσο τον είχα ταλαιπωρήσει κι<br />

εκείνον όλο το χρόνο; Με τη δικαιολογία της καινούργιας<br />

μου δουλειάς και κάποια έκτακτα προβλήματα που μας<br />

έτυχαν, για να μην βάλω και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα<br />

μου, ήμουν σίγουρη πως τον είχα κουράσει αφάνταστα<br />

τόσους μήνες. Τα νεύρα και το άγχος μου χρόνια τώρα,<br />

έβρισκαν κυματοθραύστη την υπομονή του. Μου είχε<br />

πει πολλές φορές άλλωστε, ότι όσο κι αν με θεωρούσε<br />

ικανή να καταφέρω αυτό που θέλω, χρειαζόμουν άμεσα<br />

ξεκούραση και ηρεμία. Ευτυχώς όμως, την ηρεμία πάντα<br />

την βρίσκω στο πρόσωπό του!<br />

Αφού εξερεύνησα όλο το πλοίο, ήπια αμέτρητους καφέδες,<br />

μέθυσα από την αλμύρα της θάλασσας, ταξίδεψα για<br />

λίγο στις σελίδες του βιβλίου το οποίο είχα ξεκινήσει<br />

πριν από λίγες μέρες και το προχώρησα λίγο παρακάτω,<br />

γράφοντας σ’ ένα σημειωματάριο και βέβαια σ’ αυτές<br />

τις διακοπές κατάφερα να<br />

το ολοκληρώσω. Καθόμουν<br />

αναπαυτικά στη θέση μου,<br />

όταν ακούσαμε μετά από<br />

ώρες την ανακοίνωση ότι σε<br />

λίγα λεπτά θα φτάναμε στο<br />

νησί. Μάζεψα τα πράγματά<br />

μου κι έτρεξα πάλι στο<br />

κατάστρωμα. Ήθελα να το<br />

δω από ψηλά, πριν κατέβω<br />

και περπατήσω στη δική<br />

του γη κι ανακατευτώ με<br />

τους ανθρώπους του.<br />

Ακόμα και σήμερα, αν<br />

ρωτήσεις τον Γιάννη, θα σου<br />

πει ότι με το που πάτησα το<br />

πόδι μου στο νησί, έμοιαζα<br />

σαν να με είχε βάλει κάποιος<br />

στην πρίζα. Δεν σταμάτησα<br />

ούτε λεπτό. Αν κι εκείνος<br />

πίστεψε στην αρχή ότι<br />

μετά από εικοσιτετράωρο<br />

ξενύχτι και ταλαιπωρία,<br />

δεν θα μπορούσα να πάρω<br />

τα πόδια μου, γρήγορα<br />

αντιλήφθηκε ότι στα πόδια<br />

μου είχα βάλει φτερά και<br />

ήταν αδύνατον να καθίσω<br />

σε ένα σημείο για πολύ<br />

ώρα. Ειδικά μόλις έκανα<br />

312 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 313


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

ένα χαλαρωτικό ντους,<br />

ξανάνιωσα και ήμουν έτοιμη<br />

ν’ αρχίσω τις εξερευνήσεις<br />

μου.<br />

Τα στομάχια μας βέβαια,<br />

είχαν διαφορετική άποψη.<br />

Τα σνακ δεν κατάφεραν να<br />

ησυχάσουν την πείνα μας<br />

κι έτσι βγήκαμε από το<br />

δωμάτιο προς αναζήτηση<br />

φαγητού. Στο λιμάνι,<br />

αραδιασμένες στη σειρά<br />

ταβέρνες και καφετέριες,<br />

μας άφησαν με το βλέμμα,<br />

να επιλέξουμε το πού θα<br />

τρώγαμε το πρώτο μας<br />

γεύμα στο νησί. Άνθρωποι<br />

φιλόξενοι μας καλωσόρισαν<br />

και μας πρότειναν κάθε<br />

τοπική σπεσιαλιτέ.<br />

Καλό φαγητό και ντόπιο<br />

κρασί, ευχαρίστησαν<br />

τους ουρανίσκους μας<br />

κι ανέβασαν αρκετά τη<br />

διάθεσή μας.<br />

Μετά το γεύμα όμως, τη<br />

λαχτάρα μου να περπατήσω<br />

στα στενά δρομάκια του<br />

νησιού, δεν τη συμμερίστηκε<br />

ο Γιάννης μου. Δεν είχε όμως<br />

κι άδικο. Ήταν απίστευτα<br />

κουρασμένος, γιατί δεν<br />

κοιμήθηκε καθόλου κατά<br />

τη διάρκεια του ταξιδιού<br />

για να μου κάνει παρέα και<br />

τώρα δεν ήταν σωστό να<br />

τον τραβολογάω μαζί μου.<br />

Η μέρα δεν είχε τελειώσει<br />

ακόμα. Ας ξεκουραζόταν<br />

για λίγο κι έπειτα, τα σχέδιά<br />

μας δεν σταματούσαν στο<br />

μεσημέρι. Κάπως έτσι,<br />

χώρισαν οι δρόμοι μας<br />

κι εκείνος πήγε προς το<br />

ξενοδοχείο, ενώ εγώ αφού<br />

πήρα ένα μπουκαλάκι νερό<br />

μαζί μου, κρύφτηκα στα<br />

δαιδαλώδη δρομάκια της<br />

Χώρας.<br />

Δεν ήθελα να δω κάτι<br />

συγκεκριμένο, ούτε<br />

να επισκεφθώ κάποιο<br />

αξιοθέατο. Αυτό θα το<br />

κάναμε μαζί ούτως ή άλλως<br />

την επόμενη μέρα . Εγώ το<br />

μόνο που ήθελα, ήταν να<br />

γίνω ένα με τον τόπο. Να<br />

περπατήσω στις γειτονιές,<br />

να μυρίσω τις ευωδιές, ν’<br />

αφουγκραστώ ανθρώπους<br />

και πράγματα στην ησυχία<br />

314 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 315


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

του μεσημεριού. Κόντευε<br />

έξι το απόγευμα και μετά<br />

από τρεις ολόκληρες ώρες<br />

βόλτας στους λαβύρινθους<br />

της Χώρας, έφτασα στο<br />

ξενοδοχείο μούσκεμα στον<br />

ιδρώτα. Έκανα ένα μπάνιο,<br />

έφτιαξα δυο παγωμένους<br />

καφέδες και τους σέρβιρα<br />

στην πέτρινη αυλή, σ’<br />

ένα σιδερένιο τραπεζάκι,<br />

ανάμεσα σε ανθισμένα<br />

πολύχρωμα λουλούδια με<br />

υπέροχο άρωμα.<br />

Το πρώτο που σκέφτηκα μόλις ξύπνησα τον Γιάννη,<br />

ήταν να κάνουμε μια βόλτα μέχρι την Πορτάρα. Ο ήλιος<br />

σε λίγες ώρες θα χάνονταν πίσω από τη γραμμή της<br />

θάλασσας και ήθελα να τον αποθανατίσω στη μνήμη<br />

μου, να κρύβεται τις ώρες του δειλινού. Ο Γιάννης<br />

ξεκούραστος πια, ετοιμάστηκε γρήγορα και κάθισε<br />

δίπλα μου για να πιούμε τον καφέ μας παρέα και να<br />

κανονίσουμε τη συνέχεια.<br />

Ούτε αυτή τη φορά μου χάλασε χατίρι. Ανεβήκαμε μέχρι<br />

την Πορτάρα. Σταθήκαμε εμπρός της και θαυμάζαμε<br />

εκείνη τη μαρμάρινη πύλη, από τα ερείπια του ναού του<br />

Απόλλωνα, που έστεκε στο κατώφλι του νησιού και ήταν<br />

ίδια με μια τεράστια κορνίζα στον ορίζοντα, για όσους<br />

θέλουν ν’ απολαύσουν τη δύση, με τα πλούσια χρώματα<br />

που βάφει εκείνη την ώρα ουρανό και θάλασσα. Όσες<br />

φωτογραφίες κι αν τραβήξαμε, ήταν φτωχές εμπρός<br />

στην πραγματικότητα του μεγαλείου της στιγμής. Εμείς<br />

τις κρατήσαμε πάντως, για να θυμόμαστε πως γίναμε<br />

για λίγα λεπτά, φιγούρες ενός τεράστιου κάδρου που<br />

δημιούργησε η φύση και ο άνθρωπος…<br />

Στις επόμενες τέσσερις μέρες, δεν έμεινε πιθαμή του<br />

νησιού που να μην το γυρίσουμε. Νοικιάσαμε ένα<br />

αυτοκίνητο για δύο μέρες και ξεκινήσαμε από τα μακρινά.<br />

Πρώτο στη σειρά σημείο που ανακαλύψαμε, ήταν το<br />

316 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 317


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

ανακαλύψουμε και αυτά.<br />

Δύο από τους Κούρους,<br />

τους βρήκαμε στο χωριό<br />

Μέλανες και τον τρίτο στο<br />

χωριό Απόλλωνας. Περιττό<br />

να πω, ότι μόνο δέος θα<br />

μπορούσε κανείς να νιώσει<br />

μπροστά στα τεράστια καλλιτεχνήματα που δεν ήξερες<br />

αν τα έφτιαξε ανθρώπινο ή θεϊκό χέρι.<br />

Ιερό της Δήμητρας, που<br />

βρίσκεται κοντά στο χωριό<br />

Σαγκρί και λίγο πιο πέρα<br />

το μουσείο που στέγαζε<br />

όλα τα μικρά εκθέματα,<br />

απομεινάρια μιας άλλης<br />

εποχής καθώς επίσης και<br />

μια άψογα διατηρημένη<br />

πλευρά του ναού που<br />

βρέθηκε κομμάτια και<br />

συναρμολογήθηκε με πολύ<br />

προσοχή.<br />

Είχαμε ακούσει και για τους<br />

περίφημους Κούρους. Τα<br />

γιγάντια αγάλματα που<br />

κείτονται μισοτελειωμένα<br />

στα νταμάρια της Νάξου.<br />

Σπεύσαμε λοιπόν να τα<br />

Το μαρμάρινο χωριό Απείρανθος και το χωριό Φιλώτι<br />

όπου επισκεφθήκαμε<br />

και το σπήλαιο του Ζα,<br />

γεμάτο σταλακτίτες<br />

και σταλαγμίτες με<br />

παράξενες μορφές,<br />

που είναι πολύ κοντά,<br />

ήταν οι επόμενοι<br />

προορισμοί μας και<br />

όχι μόνο. Μικρά χωριουδάκια σκαρφαλωμένα στα<br />

ψηλά και κάποια ψαροχώρια όπως η Μουτσούνα, μας<br />

έκαναν να σταματήσουμε και να χαζέψουμε τις ομορφιές<br />

τους. Θαυμάσαμε τοπία γυμνά, που μόνο αγριοκάτσικα<br />

σκαρφάλωναν που και που. Ακρογιαλιές κρυμμένες, που<br />

σίγουρα σε κάποιες σπηλιές τους, μικρές νεράιδες της<br />

318 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 319


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

θάλασσας έπαιζαν<br />

στα πράσινα νερά<br />

τους.<br />

Όσο κατηφορίζαμε<br />

προς τη θάλασσα, σε<br />

παραλίες όπως του<br />

Αγίου Γεωργίου, του<br />

Αγίου Προκοπίου, της Αγίας Άννας, της Πλάκας και<br />

της Μικρής Βίγλας, κολυμπήσαμε αμέτρητες φορές και<br />

απολαύσαμε τον ελληνικό ήλιο, τα καθαρά νερά και την<br />

ηρεμία του τόπου.<br />

Τις τελευταίες μας<br />

ανακαλύψεις, τις κάναμε<br />

καθώς επιστρέψαμε στη<br />

Χώρα της Νάξου. Το<br />

Ενετικό Κάστρο, στέκει<br />

αγέρωχοκαι φαίνεται<br />

από όπου κι αν σταθεί<br />

κανείς, αποπνέει άρωμα<br />

μεσαίωνα και κατοικείται<br />

ανελλιπώς από την εποχή<br />

που χτίστηκε. Οι στενοί<br />

ανηφορικοί του δρόμοι,<br />

οδηγούν στο ψηλότερο<br />

σημείο, όπου βρίσκεται η<br />

Εμπορική σχολή, η Καπέλα<br />

Καλάτζα, ένα παρεκκλήσι<br />

του 13ου αιώνα και η Σχολή<br />

των Ουρσουλίνων. Εκείνο<br />

όμως, που μας τράβηξε<br />

πραγματικά την περιέργεια,<br />

ήταν το Ενετικό Μουσείο<br />

DomusdellaRoccaBarozzi,<br />

όπου βρήκαμε εκεί μια<br />

ενδιαφέρουσα λαογραφική<br />

συλλογή της ομώνυμης<br />

οικογένειας. Αντικείμενα<br />

μιας άλλης εποχής,<br />

320 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 321


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

προσωπικά αντικείμενα,<br />

όλα τοποθετημένα στο<br />

εσωτερικό της οικείας,<br />

σαν να ζούσαν ακόμη<br />

άνθρωποι εκεί και την<br />

καθημερινότητά τους, δεν<br />

κατάφερε να την αγγίξει ο<br />

χρόνος. Όσο τα παρατηρούσαμε, είχαμε ταυτόχρονα και<br />

την αίσθηση ότι θα βγει από κάποια πόρτα η νοικοκυρά<br />

και θα σερβίρει φαγητό<br />

στο έτοιμο τραπέζι κι<br />

αμέσως μετά ο κύρης του<br />

σπιτιού θα ξαποστάσει στο<br />

στρωμένο κρεβάτι. Άξιο<br />

αναφοράς, μπορώ να πω<br />

ότι είναι και το κελάρι της<br />

οικείας, όπου φυλάσσονται<br />

αντικείμενα εργασιών, αλλά εκείνο που πραγματικά<br />

εντυπωσιάζει είναι τα<br />

οικόσημα, οι ασπίδες και<br />

τα ξίφη, καθώς και κάθε τι<br />

που ήταν απαραίτητο για<br />

τους ιππότες της εποχής.<br />

Τότε ήταν, που πίστεψα<br />

αληθινά πως κάποτε<br />

υπήρξαν και ιππότες που<br />

πάνω στο άσπρο τους<br />

άλογο, μάχονταν για την<br />

τιμή και τα μάτια μιας<br />

πριγκιποπούλας.<br />

Φεύγοντας από το κάστρο και θέλοντας να<br />

αποχαιρετίσουμε αυτόν τον τόπο, σταθήκαμε σ’ ένα<br />

ψηλό σημείο κι από ένα άνοιγμα κοιτάξαμε το νησί, που<br />

σαν χαλί απλωνόταν στα πόδια μας και τις πρώτες πέτρες<br />

322 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 323


Ταξιδιωτικός προορισμός...<br />

του έγλειφε η θάλασσα. Στα δεξιά μας, εκεί στην είσοδο<br />

του νησιού, η Πορτάρα περίμενε τον επόμενο επισκέπτη<br />

για να τον καλωσορίσει, αλλά και να αποχαιρετίσει<br />

εκείνον που έφευγε. Σ’ αυτόν που έρχεται χαρίζει<br />

υποσχέσεις και τάζει όνειρα, για μια πλανεύτρα τύχη<br />

μόλις πατήσει το πόδι του στο νησί. Ενώ σ’ εκείνον που<br />

φεύγει, κλείνει το μάτι για το επόμενο ραντεβού, για το<br />

επόμενο ηλιοβασίλεμα, που θα του χαρίσει μέσα από<br />

εκείνη την τεράστια κορνίζα, που η ζωγραφιά δεν είναι<br />

άλλη, παρά η ένωση του ουρανού και της θάλασσας,<br />

όπου μέσα της κρύβεται κάθε δειλινό ο ήλιος…<br />

γράφει η Δήμητρα Τράκα<br />

σημαδέψει την ψυχή μου για πάντα, γιατί ήταν τότε<br />

που για μια στιγμή μίσησα τη θάλασσα για πρώτη φορά<br />

στη ζωή μου, όταν με κράτησε μακριά από κάτι που<br />

αγαπούσα. Εκείνες τις στιγμές, κοντά μου ήταν μόνο<br />

εκείνος και μου κρατούσε το χέρι, υποσχόμενος ότι θα<br />

γυρίσουμε πάλι πίσω για να κλείσουμε μαζί τον κύκλο<br />

που ανοίξαμε. Έτσι κι έγινε. Επιστρέψαμε και πάλι και<br />

μόλις αντικρίσαμε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, τότε<br />

είπαμε και οι δύο ότι «αυτός ο κύκλος έκλεισε!». Τον<br />

ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά που είναι συνεχώς<br />

στο πλάι μου…<br />

Δήμητρα Τράκα<br />

Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στον σύντροφο της<br />

ζωής μου. Έχουμε κάνει πολλά ταξίδια από τη μέρα<br />

που γνωριστήκαμε. Αυτό το ταξίδι όμως, έμελλε να<br />

324 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 325


326 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 327


Τα δάκρυα της Αφροδίτης<br />

MyTripssOnBlog.blogspot.gr<br />

“Τα δάκρυα του σπαραγμού πέφτουν στη<br />

γη και μένουν. Με μια πνοή του ο άνεμος<br />

τα κάνει ανεμώνες. Με άλλο ένα φύσημα,<br />

σκορπίζουν και πεθαίνουν.”<br />

Ένας μύθος λέει πως οι ανεμώνες είναι τα<br />

δάκρυα της Αφροδίτης, για το θάνατο του<br />

αγαπημένου της Άδωνη. Ένας άλλος μύθος<br />

επιμένει πως το αίμα του γέννησε τις κόκκινες<br />

ανεμώνες, που είναι πιο σπάνιες, τουλάχιστον<br />

οι άγριες, στα μέρη μου. Και υπάρχουν κι άλλοι<br />

μύθοι που θέλουν τα δάκρυα της Αφροδίτης να<br />

μεταμορφώνονται σε άλλο λουλούδι.<br />

328 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 329


Τα δάκρυα της Αφροδίτης<br />

MyTripssOnBlog.blogspot.gr<br />

Όπως και να έχει η ανεμώνη βαπτίστηκε, ή μάλλον<br />

αερο-βαπτίστηκε από τον ίδιο τον άνεμο, κι αρκεί<br />

ένα φύσημά του για να πέσουν τα ντελικάτα<br />

πέταλα. Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως άνθιζε<br />

μόνο όταν φυσούσε ο άνεμος.<br />

330 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 331


Τα δάκρυα της Αφροδίτης<br />

MyTripssOnBlog.blogspot.gr<br />

“Μοιάζουν σεμνά να προσκυνούν<br />

τον ήλιο και την πλάση<br />

τον άνεμο όμως καρτερούν<br />

για τη ζωή που δίνει.”<br />

“Σε μια ανεμώνη κρύφτηκε το φως όλου του<br />

κόσμου σε ένα μπουκέτο αιχμάλωτη όλη η<br />

ομορφιά.”<br />

332 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 333


Κάντε κλικ επάνω στην καρδιά για να<br />

διαβάσετε ή να κατεβάσετε την υπέροχη<br />

ιστορία που έγραψαν 15+1 blogger.<br />

<strong>Απρίλιος</strong> 2014 | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 335<br />

334 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> |


Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />

Στην χώρα του παραμυθιού<br />

Ο ΑΡΖ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ<br />

ΤΩΝ ΨΗΛΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ<br />

(ή Ο γαϊδαράκος πάει<br />

πολέμο)<br />

Μια φορά κι έναν καιρό<br />

σε μια φάρμα ζούσε ένας<br />

γάιδαρος που τον έλεγαν<br />

Αρζ. Ήταν τόσο ξεχωριστός<br />

όσο και τ’ όνομά του. Ήταν φίλος με όλα τ’ άλλα ζώα<br />

που ζούσαν εκεί. Πάντα γελαστός και μ’ ένα αστείο<br />

έτοιμο για κάθε περίσταση κι ένα γέλιο που έκανε όλη τη<br />

φάρμα να τραντάζεται στο άκουσμά του. Δεν έλεγε ποτέ<br />

όχι στις δουλειές κι ας μην τις αγαπούσε. Η αγαπημένη<br />

του ώρα ήταν όταν ξεκουραζόταν κάτω από τον μεγάλο<br />

πλάτανο στο κέντρο του αγροκτήματος φορώντας ένα<br />

ζευγάρι τεράστια γυαλιά ηλίου και πίνοντας έναν φραπέ.<br />

Τι είπατε; Τα ζώα δεν πίνουν καφέ; Στον κόσμο των<br />

παραμυθιών όλα γίνονται.<br />

Μια μέρα λοιπόν, εκεί που ρέμβαζε είδε από μπροστά του<br />

να περνούν κάμποσα άλογα. Ήταν ψηλά με φουντωτή<br />

ουρά και είχαν στερεωμένη στη ράχη τους μια πανέμορφη<br />

κάπα με ένα χρυσό οικόσημο ζωγραφισμένο πάνω της.<br />

Ο Αρζ θαμπώθηκε τόσο από την όψη τους που έμεινε<br />

να τα χαζεύει με το στόμα ανοιχτό. Προτού προλάβουν<br />

να απομακρυνθούν σηκώθηκε και τα πλησίασε.<br />

-Γεια, είμαι ο Αρζ. Πού πηγαίνετε;<br />

Τα άλογα τον κοίταξαν αδιάφορα και του απάντησαν,<br />

-Ξέσπασε πόλεμος στη χώρα των ψηλών κάστρων και<br />

πάμε να υπηρετήσουμε τον βασιλιά μας.<br />

-Και τι είναι αυτά που φοράτε; Ξαναρώτησε.<br />

-Είναι τα διακριτικά του οίκου που ανήκουμε. Τα ίδια<br />

φοράνε και οι ιππότες του βασιλείου, απάντησαν τα<br />

άλογα.<br />

-Δικέ μου ! Είναι η πιο όμορφη φορεσιά που έχω δει,<br />

είπε και ανασήκωσε τα γυαλιά του με νόημα. Αν έρθω<br />

θα μου δώσουν κι εμένα μια ίδια ;<br />

-Χαχαχαχα, γέλασαν βροντερά τα άλογα. Είσαι γαϊδούρι<br />

του είπαν με μια φωνή. Μεταφέρεις ξύλα και σέρνεις<br />

κάρα. Τι να την κάνεις την φορεσιά;<br />

-Μα θα έρθω να πολεμήσω, τόνισε ο Αρζ και ένας νέος<br />

γύρος από ασταμάτητα γέλια ξέσπασε. Καπνοί βγήκαν<br />

από τα ρουθούνια του. Τόσο πολύ πείσμωσε και χωρίς<br />

δεύτερη σκέψη τους είπε,<br />

-Εγώ θα έρθω στον πόλεμο και όλοι εσείς που σήμερα<br />

γελάτε μαζί μου, σύντομα θα υποκλιθείτε από μόνοι σας<br />

και θα γονατίσετε μπροστά στις οπλές μου.<br />

-Χαχαχαχα, ξαναγέλασαν τα άλογα.<br />

-Αυτό θα ήθελα πολύ να το δώ, ψιθύρισαν μεταξύ τους<br />

336 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 337


Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />

Στην χώρα του παραμυθιού<br />

και τον πήραν μαζί τους.<br />

Ο Αρζ είχε θυμώσει με αυτή τους την αντιμετώπιση και<br />

το εβαλε σκοπό να ξεχωρίσει στα μάτια όλων. Κάποτε<br />

έφτασαν στον πόλεμο. Το βασίλειο των ψηλών κάστρων<br />

είχε χωριστεί στα τέσσερα και όλες οι φυλές πολεμούσαν<br />

μεταξύ τους. Τα άλογα αυτά ανήκαν στη φυλή του Βορά<br />

κι εκεί κατατάχτηκε και ο Αρζ.<br />

Στην αρχή τον είχαν μόνο για αγγαρείες. Κουβάλαγε<br />

πυρομαχικά και μετέφερε τραυματίες, νερό και φαγητό.<br />

Δεν παραπονέθηκε ποτέ όμως. Τέλειωνε τις δουλειές του<br />

γρήγορα και αποτελεσματικά και περίμενε με υπομονή<br />

να του δοθεί η ευκαιρία να ξεχωρίσει. Ο καιρός περνούσε<br />

και οι μάχες συνεχίζονταν. Όλοι είχαν παρατηρήσει<br />

έναν γαϊδαράκο με γυαλιά ηλίου που πάντα στεκόταν<br />

παράλληλα με τους ιππείς στη μάχη κι έτρεχε να προλάβει<br />

τα πάντα. Τα γέλια εις βάρος του είχαν σωπάσει προ<br />

πολλού.<br />

Μια μέρα έλαβε χώρα μια πολύ μεγάλη μάχη στη χώρα<br />

των κάστρων. Τα ξίφη ακούγονταν από μακριά, τα<br />

ποδοβολητά των αλόγων σήκωναν σύννεφα σκόνης και<br />

οι φωνές των πολεμιστών αντηχούσαν παντού. Ξαφνικά<br />

μια δυνατή φωνή διαπέρασε κάθε ήχο και το στράτευμα<br />

πάγωσε.<br />

-Έπεσε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς είναι στο έδαφος.<br />

Προστατέψτε τον βασιλιά.<br />

Αλίμονο, ο ήλιος ήταν τόσο ψηλά που τύφλωνε τα άλογα<br />

και κανένα τους δεν μπορούσε να δει που ήταν πεσμένος<br />

ο βασιλιάς. Ο Αρζ τέντωσε τ’ αυτιά του και είπε,<br />

-Εγώ θα τον φέρω.<br />

Κάποιοι τον κοίταξαν υποτιμητικά, άλλοι με απορία. Αυτός<br />

όμως λίγη σημασία τους έδωσε. Ίσιωσε τα γυαλιά του<br />

και χωρίς δεύτερη σκέψη ρίχτηκε στη μάχη. Έσπρωχνε<br />

και κλώτσαγε με λύσσα και κανείς δεν μπόρεσε να τον<br />

σταματήσει. Σύντομα βρισκόταν κοντά στον πεσμένο<br />

βασιλιά. Χαμήλωσε ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς να<br />

πιαστεί από τη σέλα του και σύντομα βρισκόταν πίσω<br />

ασφαλής ανάμεσα στους στρατηγούς του. Πριν ο ήλιος<br />

δύσει η μάχη είχε κερδιθεί και το βασίλειο του Βορά<br />

είχε επικρατήσει. Την επομένη ο βασιλιά φώναξε τον<br />

Αρζ μπροστά σε όλο το στράτευμα.<br />

-Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήμουν νεκρός τώρα και το βασίλειό<br />

μου θα είχε πέσει στα χέρια των εχθρών. Από σήμερα<br />

θα φοράς κι εσυ βασιλική κάπα και θα ονομάζεσαι<br />

«βασιλικός όνος». Θα προηγείσαι του στρατεύματος<br />

και θα το οδηγείς.<br />

Ο Αρζ γύρισε και κοίταξε τα άλογα που κάποτε γελούσαν<br />

μαζί του, να τον κοιτούν τώρα με θαυμασμό υποκλινόμενα<br />

338 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 339


Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />

Στην χώρα του παραμυθιού<br />

μπροστά του και χαμογέλασε. Γύρισε προς τον βασιλιά<br />

και είπε,<br />

-Μεγαλειότατε η τιμή που μου κάνετε είναι τόσο μεγάλη<br />

που ούτε στα όνειρά μου δεν θα το περίμενα. Θα κρατήσω<br />

την κάπα με το οικόσημο του βασιλείου σας, αλλά θα<br />

επιστρέψω πίσω στη φάρμα που είναι όλοι μου οι φίλοι<br />

και η οικογένειά μου.<br />

Και αφού υποκλίθηκε με σεβασμό γύρισε την πλάτη<br />

και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πολλοί λένε ότι<br />

καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου τον άκουσαν να<br />

σιγομουρμουρίζει ,<br />

-Δεν είχε εκεί ούτε έναν φραπέ της προκοπής. Δικέ μου!<br />

Σταυρούλα Δεκούλου-Παπαδημητρίου<br />

Το παρόν παραμύθι βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο<br />

παραμυθιού στον 5ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό πεζού<br />

λόγου και παραμυθιού 2014, από το περιοδικό «Δευκαλίων<br />

ο Θεσσαλός», στις 13/11/14.<br />

340 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 341


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ<br />

ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ»<br />

του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη,<br />

καραγκιοζοπαίχτη<br />

ΣΚΗΝΙΚΟ:<br />

Αριστερά η παράγκα του<br />

Καραγκιόζη και δεξιά το σαράι<br />

του Πασά<br />

ΦΩΤΙΣΜΟΣ:<br />

Κανονικός<br />

ΣΚΗΝΗ 1η<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα, χορεύοντας<br />

το γνωστό χασαποσέρβικο) Ε ρε, ξυπόλυτη οικογένεια!<br />

Γεια σου, μανέστρο! Ώπα! (Η μουσική σταματάει) Αχ!<br />

Τι χορός ήταν αυτός! Συγχαρητήρια, μανέστρο! Αύριο<br />

σε πληρώνω, γιατί δεν έχω ούτε ψιλά, ούτε και χοντρά!<br />

Λοιπόν! Κυρίες, κύριοι και παιδιά, σήμερα, θα σας<br />

παρουσιάσουμε το έργο «Ο Καραγκιόζης Συντάκτης<br />

Σχολικού Ανθολογίου»! Θα περάσουμε τέλεια! Θα φάμε<br />

τίποτα και θα χορτάσουμε καθόλου! Ακούστε που σας<br />

λέω εγώ! Όποιος έχει, θα χάσει! Ας πάω, τώρα, μέσα<br />

στην παράγκα, για να αρχίσει η παράσταση! (Μπαίνει<br />

στην παράγκα)<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

ΣΚΗΝΗ 2η<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα,<br />

χορεύοντας το Βερίκοκο, μαζί με τα Κολλητήρια) Να<br />

σταματήσει ο χορός σας, παρακαλώ. Για πες μου, παιδί<br />

μου Κολλητήρη!<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μάλιστα, πατέρα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι μάθημα έχετε αύριο για το σχολείο;<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Έχουμε, στο μάθημα της νεοελληνικής<br />

Γλώσσας, κείμενα από το Ανθολόγιο!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωραία! Για πες μου, τι είναι το<br />

Ανθολόγιο;<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Το Ανθολόγιο, πατέρα μου, είναι ένα<br />

μεγάλο βιβλίο με διάφορα λογοτεχνικά κείμενα, όπως,<br />

για παράδειγμα, ποιήματα, διηγήματα και αποσπάσματα<br />

από μυθιστορήματα ή θεατρικά έργα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άριστα! Ο μικρός τώρα!<br />

ΜΠΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Μάλιστα, πατερούλη μου!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πες μου κι εσύ, μικρέ, τι είναι το<br />

Ανθολόγιο!<br />

ΜΠΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Το δοχείο που βάζουμε τα<br />

λουλούδια!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι, βρε! Αυτό είναι ανθοδοχείο!<br />

Πες μου κι εσύ, μεσαίε, τι είναι το Ανθολόγιο.<br />

ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Το βιβλίο που βάζουμε τα λουλούδια!<br />

342 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 343


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μεταφορικά, μπορεί να έχεις και<br />

δίκιο!<br />

ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Δηλαδή το Ανθολόγιο είναι το βιβλίο που<br />

μεταφέρει τα λουλούδια;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμάν! Τι παιδιά είναι αυτά που έχω!<br />

Κολλητήρη!<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μάλιστα, πατέρα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εξήγησε στα αδέρφια σου, τι είναι<br />

το Ανθολόγιο, με πιο απλά λογάκια!<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Το Ανθολόγιο είναι το σχολικό βιβλίο,<br />

μέσα από το οποίο διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ξέρεις να μου πεις μερικούς γνωστούς<br />

συγγραφείς που να γράφουν τέτοιες ιστορίες και τέτοια<br />

ποιήματα; Πρόσεχε, όμως, να μου πεις συγγραφείς που<br />

να έζησαν τους δύο τελευταίους αιώνες!<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Τέτοιοι συγγραφείς, πατέρα μου,<br />

είναι: ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Σεφέρης και ο Ελύτης,<br />

ο Καβάφης και ο Σικελιανός, ο Παπαδιαμάντης, ο<br />

Καζαντζάκης και ο Παλαμάς.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, πουλάκι μου! Να μην<br />

ξεχάσουμε, όμως, και την ανώνυμη δημοτική ποίηση. Και<br />

ποιος ποιητής έγραψε τη δημοτική ποίηση, Μπιριγκόγκο;<br />

ΜΠΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Δεν τον θυμάμαι, πατερούλη!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος ποιητής την έγραψε, Κοπρίτη;<br />

ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Δεν τον θυμάμαι, πατερούλη!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν τον θυμάστε, επειδή δεν ψάχνουμε<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

έναν πολύ συγκεκριμένο ποιητή! Άρα ποιος ποιητής την<br />

έγραψε, Κολλητήρη;<br />

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Ο ανώνυμος λαός και για το λόγο<br />

αυτό, την ποίηση αυτή την ονομάζουμε δημοτική, δηλαδή<br />

ποίηση του λαού.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο! Επειδή σε λίγο, θα έρθει<br />

και ο φίλος μου, ο Χατζηαβάτης, για να αρχίσει και η<br />

παράσταση, ας περάσουμε, γρήγορα, όλοι μέσα στην<br />

παράγκα! (Μπαίνουν όλοι μέσα στην παράγκα)<br />

ΣΚΗΝΗ 3η<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: (Βγαίνει από το σαράι, χορεύοντας<br />

ένα παραδοσιακό τραγούδι) Αχ! Επιτέλους! (Η μουσική<br />

σταματά) Έφτασα στην καλύβα του Καραγκιόζη!<br />

Καραγκιόζη! Βγες έξω!<br />

ΣΚΗΝΗ 4η<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα) Παρών!<br />

Παρών! Παρών!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καλώς τον! Σε ψάχνω για δουλειά,<br />

ματάκια μου!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι δουλειά, φρυδάκια μου! Πάλι<br />

ξύλο θα φάμε;<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Όχι, βρε! Σε ψάχνω για μια πολύ<br />

344 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 345


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

σοβαρή δουλειά, Καραγκιοζάκο μου!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για να λες, εσύ, σοβαρή δουλειά,<br />

θα μπορούσα να υπολογίσω μέχρι και τρεις ώρες ξύλο.<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Όχι, βρε! Άκουσέ με! Ο Πασάς…<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο πατσάς;<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ποιος πατσάς, βρε; Ο Πασάς!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μου βρήκες δουλειά σε πατσατζίδικο;<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Περίμενε, βρε! Ο Πασάς θέλει να<br />

βρει κάποιον, για να γράψει ένα νέο σχολικό βιβλίο.<br />

Αυτό το βιβλίο θα το μοιράσει δωρεάν σε όλους τους<br />

μαθητές και τις μαθήτριες των σχολείων.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τι θέμα θα έχει αυτό το βιβλίο;<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Το βιβλίο θα είναι μια Ανθολογία<br />

των καλύτερων Ελλήνων λογοτεχνών, με αποσπάσματα<br />

από τα έργα τους, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για λέγε! Για λέγε! Έχει ενδιαφέρον<br />

αυτό που λες!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ο Πασάς, λοιπόν, ψάχνει κάποιον,<br />

για να αναλάβει τη φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι είναι αυτό; Τρώγεται;<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εννοώ ότι ψάχνει ένα άτομο, το οποίο<br />

θα διαλέξει δέκα επώνυμους νεοέλληνες λογοτέχνες,<br />

δηλαδή δέκα πολύ γνωστούς συγγραφείς και ποιητές<br />

των δύο τελευταίων αιώνων.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να προσέξουμε να μην τους διαλέξει<br />

κανένας λόγιος, γιατί μπορεί να κάνει λάθος επιλογές!<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

Τους φοβάμαι πολύ τους λόγιους!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι εννοείς;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν θυμάσαι τι πάθαμε, παλιά, με<br />

τα σχολικά βιβλία; Όποιος καεί από το γάλα, φυσάει<br />

και το γιαούρτι!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Αυτό ήθελα να πω! Σε αυτό,<br />

ακριβώς, ήθελα να καταλήξω. Πρέπει αυτό το βιβλίο<br />

να το ετοιμάσει ο καλύτερος και ο πιο άδολος. Και ο<br />

καλύτερος, ματάκια μου, είσαι εσύ!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εγώ; Τι εγώ;<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Είσαι ο καταλληλότερος για τη<br />

θέση αυτή, γιατί θα κινηθείς με έντιμα και πατριωτικά<br />

αισθήματα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι, αλλά δεν είμαι φιλόλογος!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Έχω βρει τη λύση! Θα τρέξω<br />

να ντελαλήσω και θα πω να έρχεται εδώ ο κόσμος<br />

να σε βρίσκει και να σου προτείνει δέκα συνολικά<br />

λογοτέχνες. Κι εσύ θα έχεις το αισθητήριο να κρίνεις<br />

και να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις με τις επιλογές<br />

τους.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και όταν μαζέψουμε δέκα λογοτέχνες<br />

και τα έργα τους, να τους καταθέσουμε, ως προτάσεις,<br />

στον Πατσά, για να βγάλει το βιβλίο, όπως το θέλουμε<br />

και όπως πρέπει.<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Αυτό! Δέχεσαι;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι να κάνω, Χατζατζάρη; Θα δεχτώ!<br />

346 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 347


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

Αφού πρόκειται για καλό, σχολικό και εθνικό σκοπό!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Έτσι σε θέλω, Καραγκιόζη! Εγώ πάω<br />

να ντελαλήσω, για να αρχίσουν να σε επισκέπτονται οι<br />

ενδιαφερόμενοι. Φεύγω! Αντίο!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να σου βγουν τα μάτια και τα δύο!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι είπες;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δέκα συγγραφείς θα βρω! Όχι δύο!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δέκα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τη μύτη σου πελέκα!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι είπες;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είδα έναν πελεκάνο και νόμισα ότι<br />

ήρθε ο πρώτος ενδιαφερόμενος!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μα τώρα, σε λίγο, θα αρχίσω να<br />

ντελαλώ! Δεν θα έρθουν αμέσως!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μωρέ, ας πάω να ετοιμαστώ στην<br />

παράγκα, να βάλω και τα καλά μου, γιατί έχω την<br />

αίσθηση ότι θα πλακώσουν γρήγορα! (Ο Χατζηαβάτης<br />

φεύγει από τη μεριά του σαραγιού και ο Καραγκιόζης<br />

μπαίνει μέσα στην παράγκα)<br />

ΣΚΗΝΗ 5η<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: (Βγαίνει από την πλευρά του σαραγιού,<br />

τραγουδώντας τη σερενάτα του) Ωωω! Ψυχή τσι ψυχής<br />

μου!<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα) Γεια<br />

σου, Νιόνιο!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: (Η μουσική σταματάει) Γεια σου, Καραγκιόζο!<br />

Τι κάνεις, ψυχή τσι ψυχής μου; Καλιάσαι; Καλιάσαι;<br />

Καλιάσαι;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλώς τον Νιόνιο! Πώς και μας<br />

επισκέπτεσαι;<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Αριβάρησα από το Τζάντε, για τους δύο<br />

τους ποιητές μας, πα να πει!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Μονολογεί) Αυτός ο Χατζατζάρης<br />

είναι πολυβόλο! Τύφλα να έχει το ίντερνετ! Πότε πρόλαβε<br />

και το κοινοποίησε στα νησιά;<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Τι είπες, Καραγκιόζο!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τίποτα! Λέγε τις προτάσεις σου!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Έναν για μένα και έναν για τον αδερφό<br />

μου τον Άντζουλο!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δύο ψήφοι σε ένα, δηλαδή;<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Νιόσκε! Γιατί ο Άντζουλος δεν μπορεί να<br />

έρθει, για κάποιο φιρνιμέντο, για μία ταρούφα, για μία<br />

τσιλιμπουρδία, πα να πει!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άσε τις σάλτσες, Νιόνιο, και πες<br />

τους δύο λογοτέχνες που επιλέξατε!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Από το Τζάντε, είμαστε, Καραγκιόζο! Και<br />

διαλέξαμε δύο Ζακυνθιανόπουλα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ακούω!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Εγώ επέλεξα τον Σολωμό!<br />

348 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 349


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μην μου ανοίγεις την όρεξη, Νιόνιο!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Σκύλε πενταρούθουνε! Εννοώ τον ποιητή<br />

τον Σολωμό!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Α! Και ποιο ποίημα διάλεξες;<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Το καλύτερο! Άκου, Καραγκιόζο:<br />

«Σε γνωρίζω από την κόψη Του σπαθιού την τρομερή,<br />

Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά τη γη.<br />

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη Των Ελλήνων τα ιερά,<br />

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Συγκινημένος) Ανατρίχιασα, Νιόνιο!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Και τώρα, έχει σειρά το ζακυνθιανόπουλο<br />

του Άντζουλου!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για λέγε! Για λέγε!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Ανδρέας Κάλβος!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άριστη επιλογή! Πες μας και<br />

μερικούς στίχους από τον Κάλβο.<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Άκου, Καραγκιόζη:<br />

«Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε•<br />

συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος τα<br />

χρυσά δώρα!»<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ένα αριστούργημα, Νιόνιο! Για<br />

έναν πραγματικό «Φιλόπατρι».<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Καραγκιόζο; Διαλέξαμε καλούς ποιητές ο<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

Άντζουλος και εγώ; Ή θα φάμε παπαλίες και κλωτσίες;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Διαλέξατε τους κλασικότερους<br />

ποιητές του νησιού σας! Να ζήσει η Ζάκυνθος!!!<br />

ΝΙΟΝΙΟΣ: Ευχαριστώ, Καραγκιόζο! Πάω καλιά μου,<br />

να πω τα νέα και στον Άντζουλο να χαρεί! (Φεύγει από<br />

τη μεριά του σαραγιού)<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τρέχα, Νιόνιο! Βρήκαμε τους δύο<br />

πρώτους! Κάλβος και Σολωμός, ποιητές από το νησί της<br />

Ζακύνθου, που ζήσανε κατά το 19ο αιώνα. Για να δούμε<br />

τι θα προτείνει ο επόμενος, όταν θα έρθει! (Μπαίνει<br />

μέσα στην παράγκα)<br />

ΣΚΗΝΗ 6η<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: (Βγαίνει από την πλευρά του σαραγιού)<br />

Μένα με λένε Μορφονιό, αλλιώς χρυσό καμάρι, και όλες<br />

οι νιες τρελαίνονται, ποια θα με πρωτοπάρει! Αλλά εγώ<br />

τις λέω «Πριτς»! Με έστειλε η μαμά μου, για να αγοράσω<br />

μία τσικολάτα! Ουίτ! Ζουμ! Τριά-λαρί-λαρί-λαρό!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Βγαίνει από την παράγκα) Ωχ! Ο<br />

Μορφονιός!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: (Η μουσική σταματά) Γιατί λες «ωχ»,<br />

βρε χοντροκέφαλε ασχημάντρα;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Εγώ ήρθα, για να προτείνω δύο ποιητές!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αν σκαρώνουν στιχάκια, σαν τα<br />

350 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 351


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

δικά σου, ζήτω που καήκαμε!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Αυτοί πήρανε και Νόμπελ Λογοτεχνίας!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι είναι αυτό;<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Μεγάλο λογοτεχνικό βραβείο, το οποίο<br />

δίνεται στους καλύτερους λογοτέχνες όλου του κόσμου!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σαν να τα ξέρεις καλά! Για λέγε!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Τέτοιο βραβείο πήρανε δύο μεγάλοι<br />

Έλληνες του 20ού αιώνα: ο Γιώργος Σεφέρης και ο<br />

Οδυσσέας Ελύτης.<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πες μας, πρώτα, για τον Σεφέρη!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ο Σεφέρης καταγόταν από την παλιά<br />

ελληνική Σμύρνη, αυτήν τη σπουδαία πόλη της Μικράς<br />

Ασίας. Άκου την «Άρνηση»:<br />

«Στο περιγιάλι το κρυφό,<br />

κι άσπρο σαν περιστέρι,<br />

διψάσαμε το μεσημέρι,<br />

μα το νερό γλυφό.<br />

Πάνω στην άμμο την ξανθή,<br />

γράψαμε τ’ όνομά της,<br />

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης,<br />

και σβήστηκε η γραφή.<br />

Με τι καρδιά, με τι πνοή,<br />

τι πόθους και τι πάθος,<br />

πήραμε τη ζωή μας λάθος,<br />

κι αλλάξαμε ζωή».<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άριστα! Και τώρα, πάμε στον<br />

Οδυσσέα Ελύτη!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Καταγόταν από το Ηράκλειο της Κρήτης<br />

και, κανονικά, ονομαζόταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης.<br />

Άκου τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα»:<br />

«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας,<br />

ο πετροπαιχνιδιάτορας,<br />

από την άκρη των ακρώ,<br />

κατηφοράει στο Ταίναρο.<br />

Φωτιά ’ναι το πηγούνι του,<br />

χρυσάφι το πιρούνι του».<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, Μορφονιέ! Δεν το περίμενα<br />

από σένα!<br />

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ουίτ, μαμά μου! (Φεύγει από την<br />

πλευρά του σαραγιού)<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άσε τα «ουίτ»! Μην χαλάς την<br />

ποιητική σου εικόνα! Αλλά χαλάλι σου, Μορφονιέ!<br />

Ήσουν καταπληκτικός! Άλλος έρχεται! Μα αυτός είναι<br />

ο Μέγας Αλέξανδρος! Πω! Πω! Ένας καστρόπλαστος!<br />

Όμορφος σαν Αχιλλέας! Και δυνατός σαν Ηρακλής!<br />

ΣΚΗΝΗ 7η<br />

352 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 353


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (Βγαίνει από την πλευρά<br />

του σαραγιού) Να λοιπόν, που έφτασα και εγώ στην<br />

παράγκα του Καραγκιόζη! Καλησπέρα, Καραγκιόζη!<br />

Ήρθα, για να προτείνω, με τη σειρά μου, δύο μεγάλους<br />

νεοέλληνες ποιητές!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σε ακούω, Μεγαλέξανδρε!<br />

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ο πρώτος είναι ο<br />

Κωνσταντίνος Καβάφης! Από την Αλεξάνδρεια της<br />

Αιγύπτου! Και με ένα ποίημα, με το οποίο, κάποτε, με<br />

τίμησε! Καραγκιόζη, «Στα 200 π. Χ.»:<br />

«Εμείς• οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,<br />

οι Σελευκείς, και οι πολυάριθμοι,<br />

επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,<br />

και οι εν Μηδία, και οι εν Περσίδι, και όσοι άλλοι.<br />

Με τες εκτεταμένες επικράτειες,<br />

με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.<br />

Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά,<br />

ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους<br />

Ινδούς».<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αριστούργημα, Μεγαλέξανδρε!<br />

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Άκουσε, τώρα, και τη δεύτερη<br />

επιλογή μου! Είναι ο Άγγελος Σικελιανός! Η καταγωγή<br />

του ήταν από το νησί της Λευκάδας, αλλά έζησε και<br />

έδρασε στην Αθήνα!<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και από όσο ξέρω, του άρεσε πολύ<br />

και το Θέατρο Σκιών! Για να σε ακούσουμε!<br />

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: «Γυρισμός»:<br />

«Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,<br />

του γυρισμού, στη μεγάλη,<br />

της αμμουδιάς απλωσιά.<br />

Στην καρδιά μου,<br />

τα βλέφαρά μου κλεισμένα,<br />

και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...»<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, Μεγαλέξανδρε!<br />

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αντίο, Καραγκιόζη! Καλή<br />

συνέχεια! (Φεύγει από τη μεριά του σαραγιού)<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλή συνέχεια, Μεγαλέξανδρε!<br />

Να! Έρχεται και ο επόμενος! Ή μάλλον η επόμενη! Η<br />

Βεζυροπούλα! Η κόρη του Πατσά!<br />

ΣΚΗΝΗ 8η<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: (Βγαίνει από την πλευρά του<br />

σαραγιού) Καλησπέρα, Καραγκιόζη!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωχ! Η Φατμέ η πατημένη! Τι θέλετε,<br />

μαϊμουζέλ;<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Θα ήθελα και εγώ να βοηθήσω στην<br />

προσπάθειά σας και στην προσπάθεια του πατέρα μου!<br />

354 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 355


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Περιμένω να δω τι θα μου πεις! Θα<br />

είμαι αυστηρός μαζί σου, αν δεν μου τα πεις καλά!<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Μην ανησυχείς, Καραγκιόζη! Θα<br />

σου αναφέρω δυο συγγραφείς, οι οποίοι είναι διάσημοι<br />

σε όλον τον κόσμο! Είναι λογικό, λοιπόν, και εμείς οι<br />

Τούρκοι να τους θαυμάζουμε!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για λέγε! Για λέγε!<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Ο πρώτος είναι ο Αλέξανδρος<br />

Παπαδιαμάντης!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο! Σωστά! Επιτέλους να<br />

περάσουμε και σε άλλους συγγραφείς! Γιατί, ως τώρα,<br />

αναφέραμε μόνο ποιητές!<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στο<br />

νησί της Σκιάθου και θεωρείται ο «Άγιος» των ελληνικών<br />

γραμμάτων!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η γλώσσα του είναι δύσκολη!<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Το ξέρω! Όμως, τον γνωρίζω απέξω<br />

και ανακατωτά:<br />

«― Ας είναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάσταση στην Αγία<br />

Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά<br />

σας, και τις λαμπάδες σας αναμμένες, και πηγαίνομεν<br />

κάτου στην Παναγία την Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί.<br />

― Στην Παναγιά την Δομά;… Μα είναι μακριά.<br />

― Ως πόσο;… Σε μισή ώρα φθάνουμε.<br />

― Είναι, να ’χω την ευχή σ’, παπά, παραπάν’ από μια<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

ώρα.<br />

― Δεν θα είναι παραπάν’ από τρία τέταρτα. Όλ’ η νύχτα<br />

δική μας είναι. Έχουμε καιρό να φθάσουμε».<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το έχεις μάθει απέξω! Και ας είναι<br />

δύσκολο!<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Από το έργο «Στην Αγία Αναστασιά».<br />

Εμείς οι ξένοι, οι Τούρκοι, οι Ευρωπαίοι και όλος ο κόσμος<br />

αναγνωρίζουμε την αξία του ελληνικού πολιτισμού και<br />

όχι μόνο του αρχαίου ή του μεσαιωνικού!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και μετά τον Παπαδιαμάντη;<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Μετά τον Παπαδιαμάντη, ένας<br />

ακόμα διάσημος Έλληνας, σε όλον τον κόσμο! Ο κρητικός<br />

Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος έγραψε, εκτός των άλλων,<br />

και τον «Αλέξη Ζορμπά».<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο οποίος Ζορμπάς, εκτός των άλλων,<br />

είχε ζήσει και στο Καταφύγι Κοζάνης. Καλά δεν λέω;<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Σωστά! Να τι λέει ο Καζαντζάκης<br />

για τον Ζορμπά:<br />

«Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω το βίο και την<br />

πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενός γέρου εργάτη πού<br />

πολύ αγάπησα. Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου<br />

ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από<br />

τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι<br />

βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω<br />

356 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 357


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

ποιοι άνθρωποι άφησαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους<br />

στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα (…) τον Ζορμπά. Ο<br />

Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μην φοβούμαι<br />

το θάνατο».<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εξαιρετικές επιλογές! Σε ευχαριστούμε<br />

πάρα πολύ, μαντάμ! Με αφήσατε έκπληκτο με τις γνώσεις<br />

σας και την αγάπη σας για τα ελληνικά γράμματα!<br />

ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Καραγκιόζη, πρέπει να δίνουμε,<br />

πάντοτε, το σωστό παράδειγμα! Εύχομαι καλή συνέχεια!<br />

(Φεύγει από τη μεριά του σαραγιού)<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ευχαριστούμε πολύ και πάλι! Και<br />

τώρα; Α! Να! Σαν να ακούω κλαρίνα! Έρχεται ο μπάρμπας<br />

μου!<br />

ΣΚΗΝΗ 9η<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Βγαίνει, με ορμή, από τη<br />

μεριά του σαραγιού, χορεύοντας τσάμικο) Ιδού ίμι κι<br />

ιγώ! Γιώργαρο Μπλατσάρα μι λιεν ιμένα!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θείε μου, θειούλη μου! Μπάρμπα<br />

μου! Μπαρμπούλη μου!<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Βαράει τον Καραγκιόζη) Να,<br />

ιέρμου!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κάτσε, βρε μπάρμπα! Ακόμα δεν<br />

ήρθες και άρχισες τα μπουρμπουάρ! Δεν πιστεύω να<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

ήρθες κι εσύ για τους λογοτέχνες μας;<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Μμμμμμμμμμ….<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί μουγκρίζεις, μπάρμπα;<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Στάκα! Ιένας είν’ ου Παλαμάς!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο Κωστής Παλαμάς;<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Βαράει τον Καραγκιόζη) Ου<br />

Παλαμάς ου πατρινούς, πι έζησι στου Μισολόγγ και<br />

μιτά εις τας Αθήνας…<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για να ακούσουμε λίγο Παλαμά!<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Διάβασί του ισύ, για να μην<br />

του που βλάχκα! (Δίνει στον Καραγκιόζη ένα χαρτί)<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Παίρνει το χαρτί και διαβάζει)<br />

Λοιπόν:<br />

«Τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα,<br />

μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!»<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιέτς!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και η δεύτερη επιλογή σου;<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ου λαούς, Καραγκιόζ! Η<br />

δμοτκή ποίηση!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είσαι καταπληκτικός, μπαρμπούλη<br />

μου! Ο λόγος του λαού μας! Η προφορική μας παράδοση!<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Το γιοφύρ τς Άρτας:<br />

«Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες<br />

358 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 359


Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.<br />

Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.<br />

Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες.<br />

“Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,<br />

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται”».<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μπράβο, μπάρμπα! Και κάπως<br />

έτσι, φτάσαμε στο μαγικό νούμερο δέκα! Να και ο<br />

Χατζατζάρης! (Ο Χατζηαβάτης έρχεται από την πλευρά<br />

του σαραγιού)<br />

Ο Καραγκιόζης συντάκτης σχολικού Ανθολογίου<br />

Ανθολογίου» έλαβε τέλος! Γεια σας και χαρά σας, μέχρι<br />

τα σπίτια σας! (Πηγαίνουν στο σαράι, με συνοδεία<br />

παραδοσιακής μουσικής)<br />

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ<br />

Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης<br />

ΣΚΗΝΗ 10η<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι έγινε, Καραγκιόζη μου; Όλα<br />

καλά; Τελείωσε η δουλειά που λέγαμε;<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χατζατζάρη, όλα τέλεια! Ο Σολωμός,<br />

ο Κάλβος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός,<br />

ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ο Παλαμάς και η<br />

δημοτική μας ποίηση ανυπομονούν να ενταχθούν στο<br />

νέο σχολικό Ανθολόγιο!<br />

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μπράβο, Καραγκιόζη! Πάμε,<br />

αμέσως, στον Πασά να του δείξουμε τη δουλειά μας!<br />

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Πάμι όλ’ μαζί!<br />

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάμε, αλλά πρωτίστως να<br />

ειδοποιήσουμε τις κυρίες, τους κυρίους και τα μικρά<br />

παιδιά ότι το έργο «Ο Καραγκιόζης Συντάκτης Σχολικού<br />

360 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 361


Όταν ο χρωστήρας...<br />

εμπνέει την πένα...<br />

Φώτης Ασπρομάτης<br />

Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

362 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 363


Όταν ο χρωστήρας...<br />

εμπνέει την πένα...<br />

Αραξοβόλι<br />

Κρέμονταν βαριά τα δίχτυα<br />

Στα πλαινά του ψαροκάικου...<br />

Κουρασμένα κι αυτά<br />

Σαν το γέρικο σκαρί<br />

Μετά από μια ακόμη μέρα<br />

Που όργωνε τα πέλαγα...<br />

Μόνα χαρούμενα τα γλαροπούλια<br />

Περίμεναν το δικό τους μερτικό<br />

Από την ψαριά του μόχθου...<br />

Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />

364 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 365


Όταν ο χρωστήρας...<br />

εμπνέει την πένα...<br />

Ηλιοβασίλεμα<br />

Μονοπάτι στενό...<br />

Δέντρα γυμνά, αλλόκοτα...<br />

Απειλητικά κλαδιά απλώνονταν<br />

Σαν χέρια που απαιτούσαν<br />

Κάτι από σένα...<br />

Μα συ δεν τρόμαξες...<br />

Δεν έκανες πίσω...<br />

Γιατί στο βάθος σε πρόσμενε<br />

Φλογάτο το ηλιοβασίλεμα...<br />

Κι ο βασιλιάς της μέρας<br />

Σου έγνεφε τόσο φιλικά!<br />

Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />

Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

366 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 367


Όταν ο χρωστήρας...<br />

εμπνέει την πένα...<br />

Πυργόσπιτο<br />

Σκοτεινό ορθωνόταν το πυργόσπιτο<br />

Απειλητικό θαρρείς<br />

Με τον όγκο του να δεσπόζει<br />

Στο τέρμα του μονοπατιού<br />

Με τη στέγη του να τρυπά<br />

Τον βαρύ συννεφιασμένο θόλο πάνωθέ του<br />

Και τα μικρά, σαν πολεμίστρες, παραθύρια<br />

του<br />

Να κοιτάζουν σαν μισόκλειστα καχύποπτα<br />

μάτια<br />

Άραγες τι μυστικά<br />

Να κρύβανε ζηλότυπα;<br />

Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />

Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

368 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 369


Όταν ο χρωστήρας...<br />

εμπνέει την πένα...<br />

Στην άκρη του πουθενά<br />

Πήρα ν’ ανηφορίζω<br />

Το στενό μονοπάτι<br />

Πού ’βγαζε στο κατώφλι σου<br />

Σπίτι των παιδικάτων μου<br />

Πολυαγαπημένο...<br />

Αγνάντευες την θάλασσα<br />

Την ασημιά<br />

Με μόνη συντροφιά<br />

Το δέντρο πάνωθέ σου<br />

Στην άκρη του πουθενά...<br />

Κι εμένα<br />

Τώρα πια...<br />

Στερνό μου καταφύγιο<br />

Γαλήνη της ψυχής μου<br />

Εστία μου ανεκτίμητη...<br />

Στην άκρη του παντός...<br />

Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />

Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

370 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 371


Όταν ο χρωστήρας...<br />

εμπνέει την πένα...<br />

Αγκυροβόλι στο όνειρο<br />

Αυτό σου το γαλάζιο, θάλασσά μου...<br />

Το παλ...<br />

Το λίγο γκρίζο...<br />

Που καταπίνει τα περιγράμματα<br />

Και κάνει το πλεούμενο ονειρικό<br />

Και τα φώτα, στο βάθος, μαγικά...<br />

Αυτό σου το ωχρό, ουρανέ μου...<br />

Που αντιμάχεται το μολυβί της νύχτας<br />

Και κάνει τα συννεφένια ξέφτια<br />

Να μοιάζουν δαντέλες<br />

Νεραϊδοπλεγμένες...<br />

Πίνακας του ζωγράφου Φώτη Ασπρομάτη<br />

Σε τι ταξίδια μου στέλνουνε το νου!...<br />

Βάσω Αποστολοπούλου - Αναστασίου<br />

372 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 373


“Βορεινό παράθυρο”. Το καινούργιο βιβλίο της Βέρας<br />

Βασιλείου - Πέτσα με διττή μορφή. Περιέχει ποιητικά<br />

λόγια της δημιουργού και ένα cd με δέκα μελοποιημένα<br />

ποιήματα-στίχους της. Τα τραγούδια έγραψαν οι συνθέτες:<br />

Λίνος Κόκοτος, Μιχάλης Τερζής, Νεοκλής Νεοφυτίδης και<br />

ο Πάνος Μπούσαλης. Τα περισσότερα τραγούδια ερμηνεύει<br />

ο Πάνος Μπούσαλης και συμμετέχουν η Νένα Βενετσάνου,<br />

Παντελής Θαλασσινός, Λιζέτα Καλημέρη και ο Νεοκλής<br />

Νεοφυτίδης. Τα τραγούδια του Λίνου Κόκοτου ενορχήστρωσε<br />

ο θαυμάσιος μουσικός Μανώλης Ανδρουλιδάκης.<br />

“Για μια γυναίκα θάλασσα”<br />

Μουσική: Μιχάλης Τερζής<br />

Στίχοι: Βέρα Βασιλείου-Πέτσα<br />

Ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός<br />

Μουσική διεύθυνση/συντονιστής: Μανώλης Ανδρουλιδάκης<br />

Βίντεο: Χρήστος Ζουλιάτης<br />

Η βιντεοσκόπηση έγινε στον “ΙΑΝΟ” στις 30-3-<strong>2015</strong> όπου και<br />

παρουσιάστηκε το “Βορεινό Παράθυρο”<br />

374 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 375


Αυτή είναι η Εύα. Ένα<br />

μικρό Τσομπανόσκυλο.<br />

Γεννήθηκε στις 10<br />

Φεβρουαρίου του<br />

2013 στο Κτήμα. Ήταν<br />

ένα έξυπνο σκυλάκι,<br />

αγαπησιάρικο, τρυφερό<br />

και ευαίσθητο. Από<br />

χθες αναπαύεται ήσυχα<br />

κάτω από μία ελιά, στο<br />

Κτήμα που γεννήθηκε και έζησε τη σύντομη ζωή της.<br />

Τη βρήκα χθες το απόγευμα δίπλα στο φράχτη, μέσα<br />

στο ασφαλές περιβάλλον της, χτυπημένη παντού από<br />

σκάγια καραμπίνας. Κάποιος πλησίασε στο φράχτη και τη<br />

πυροβόλησε εν ψυχρώ μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Αυτός<br />

ο κάποιος είναι γνωστός, είναι κακός και επικίνδυνος.<br />

Εδώ και δύο χρόνια κυκλοφορεί με μία καραμπίνα και<br />

πυροβολάει κατά βούληση..Μου το ομολόγησε και ο ίδιος<br />

κάποια στιγμή πριν από ενάμισι χρόνο, όταν έψαχνα<br />

έναν αδελφό της Εύας που είχε εξαφανισθεί και τον<br />

ρώτησα μήπως τον είδε. Είπε επί λέξει: “Πυροβόλησα<br />

και σκότωσα μία γάτα τόσο μεγάλη που έμοιαζε σαν<br />

σκύλος”. Κρατούσε τη καραμπίνα του όταν έλεγε τα<br />

λόγια. Απομακρύνθηκα ήσυχα. Ένα μεσημέρι άρχισε<br />

πάλι να πυροβολεί και κάλεσα την αστυνομία εξηγώντας<br />

όλη τη κατάσταση. Για τα σκυλιά που χάνονται και για<br />

τους καθημερινούς πυροβολισμούς. Αυτεπαγγέλτως<br />

διωκόμενα ποινικά αδικήματα. Η αστυνομία επιλήφθηκε<br />

αλλά δεν ξέρω με ποιο τρόπο. Φέτος το φθινόπωρο ο<br />

Γιωρίκας βρέθηκε με πληγές από φτυάρι και τη διχάλα<br />

από τη τσάπα στο λαιμό του. Χάριν των προσπαθειών<br />

του κτηνιάτρου μας το σκυλί σώθηκε. Χθες η Εύα<br />

πυροβολήθηκε μέσα στο κτήμα μας από καραμπίνα.<br />

Φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος παρότι καταγγέλθηκε το<br />

γεγονός εξακολουθεί και έχει καραμπίνα με την οποία<br />

πυροβολεί αδιακρίτως. Πριν βρω το σκυλί στη κατάσταση<br />

που το βρήκα, έψαχνα στα γύρω χωράφια μήπως ήταν<br />

κάπου εκεί. Με πλησίασε κάποιος άνθρωπος και μου<br />

είπε ότι τη προηγούμενη ημέρα το βράδυ, ο άνθρωπος με<br />

τη καραμπίνα παραμόνευε για καινούρια “ θηράματα”.<br />

Φαίνεται ότι δεν βρήκε κάτι άλλο και αποφάσισε να<br />

σκοτώσει την Εύα. Είμαστε όλοι συνένοχοι στο φόνο.<br />

Εμείς που ξέρουμε και συγκαλύπτουμε επειδή είναι<br />

συγχωριανός, εμείς η αστυνομία που δεν λαμβάνουμε<br />

σοβαρά υπόψη μας τις καταγγελίες και εσείς η οικογένεια<br />

του που γνωρίζετε καλύτερα από το καθένα ποιος είναι<br />

ο άνθρωπος σας αφού σκότωσε και δικά σας σκυλιά.<br />

Τι περιμένετε; Να σηκώσει το όπλο εναντίον σας για<br />

να σταματήσετε να κρύβεστε πίσω από το δάχτυλό<br />

σας, αγνοώντας επί καιρό τις πράξεις που διαπράττει;<br />

Χρύσα Τρυφωνίδου<br />

376 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | 377


Ξενώνας Καλλίνικος<br />

Λουτράκι Αριδαίας<br />

Λουτρά Πόζαρ<br />

Τηλ: 23840-91288<br />

www.kalinikos.gr<br />

378 | <strong>Ανθρώπων</strong> <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 3 | <strong>Απρίλιος</strong> 2014<br />

| <strong>Έργα</strong> | <strong>Τεύχος</strong> 6 | <strong>Απρίλιος</strong> <strong>2015</strong>

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!