05.07.2018 Views

Πρακτικά Συνεδρίου "Τα Μοναστήρια της Λευκάδας" (Αθήνα 2010) - Επιμέλεια: Χαρά Παπαδάτου - Γιαννοπούλου

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ∆ΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑ∆ΙΩΝ<br />

ΓΙΟΡΤΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ<br />

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2007<br />

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ<br />

ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ<br />

ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ<br />

ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ – ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />

ΑΘΗΝΑ <strong>2010</strong>


© Πνευματικό Κέντρο ∆ήμου Λευκαδίων<br />

Άγγελου Σικελιανού 1 και Νίκου Σβορώνου, Τ.Κ. 31 100 Λευκάδα<br />

Τηλ.: 26450-26635, 26711, Fax: 26450-26715<br />

ISBN 978-960-89311-2-1<br />

Οι φωτογραφίες του εξωφύλου και οπισθοφύλλου αλλά καί των σελίδων<br />

6, 8, 10, 14, 30, 76 και 116 είναι του Γ. Φαλκώνη


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

Χαιρετισμός του ∆ημάρχου Λευκαδίων κ. Β. Φέτση ......................................................... 7<br />

Εισαγωγικό Σχόλιο ........................................................................................................................ 9<br />

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ ......................................................................................11<br />

Ἡ Λευκάδα στὸ εὑρετήριον Βυζαντινῶν Τοιχογραφιῶν Ἰονίων Νήσων<br />

ΦΡΑΓΚΙΣΚΑ ΚΕΦΑΛΛΩΝΙΤΟΥ .......................................................................................... 15<br />

Η Ι. Μονή Φανερωμένης Λευκάδας από το Χθες στο Σήμερα<br />

ΓΚΟΡΤΖΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ............................................................................................................... 17<br />

Η ζωγραφική του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Λιβάδι <strong>της</strong> Καρυάς<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ ........................................................................................................................ 31<br />

Η Ι. Μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Λιβάδι <strong>της</strong> Καρυάς.<br />

Η διερεύνηση ενός παραγωγικού και πολιτισμικού συστήματος.<br />

Η παρακμή, οι προοπτικές, οι μετασχηματισμοί.<br />

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ ..............................................................................................................53<br />

Ι. Μονή Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα. Ιστορικές πληροφορίες και σχόλια<br />

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ ....................................................................................................... 59<br />

Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου στο Ροδάκι: Αρχιτεκτονική και επεμβάσεις.<br />

Η επόμενη μέρα των Μνημείων.<br />

ΜΑΡΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ-ΦΙΛΙΠΠΑ .......................................................................................... 71<br />

<strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΟΡΤΗΣ ................................................................................................................... 77<br />

<strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας: Ο Ρόλος τους στην οικονομική και<br />

κοινωνική ζωή του νησιού κατά την εποχή <strong>της</strong> Βενετοκρατίας και τις<br />

αρχές του 19ου αιώνα.<br />

Πατήρ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ ...................................................................................... 89<br />

Ο Μοναχισμός στην Λευκάδα. Παρεμβάσεις στην «Γεωγραφία» του χώρου<br />

ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ...................................................................... 117<br />

Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική για τον Πολιτισμό: ∆υνατότητες για την<br />

εφαρμογή <strong>της</strong> στην αναβίωση των μοναστηριών μας<br />

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ............................................................................................................................ 127<br />

Πρόσκληση <strong>Συνεδρίου</strong>, Πρόγραμμα, Κατάλογος Συμμετασχόντων


Μονή Αγ. Γεωργίου στούς Σκάρους


ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ<br />

κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΦΕΤΣΗ ∆ΗΜΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΑ∆ΙΩΝ<br />

Κυρίες και Κύριοι<br />

Εκ μέρους <strong>της</strong> ∆ημοτικής Αρχής, του ∆ημοτικού Συμβουλίου και του Πνευματικού<br />

Κέντρου σας απευθύνω εγκάρδιο χαιρετισμό.<br />

Το αντικείμενο του φετινού ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ είναι αφιερωμένο σε ένα κρίσιμο<br />

όσο και αξιόλογο και καθ΄ όλα επίκαιρο ζήτημα που αφορά στην διαχρονική<br />

τους πορεία ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ.<br />

Σκοπός του συμποσίου αυτού που πραγματοποιείται μέσα στα καθορισμένα<br />

πλαίσια των ΓΙΟΡΤΩΝ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ δεν είναι μόνο για να προστεθεί<br />

μια νέα προσέγγιση του υπαρκτού αυτού προβλήματος <strong>της</strong> διατήρησης και <strong>της</strong><br />

αποκατάστασης των Μοναστηριών στην ήδη υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία.<br />

Το ζητούμενο είναι η αντιμετώπιση και η λύση ενός χρόνιου προβλήματος, το<br />

οποίο σχετίζεται άμεσα με την οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή <strong>της</strong><br />

Λευκάδας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο.<br />

Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι στα <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong><br />

Λευκάδας έκτός των άλλων αξιολόγων δραστηριοτήτων είχε αναπτυχθεί και μια<br />

δραστηριότητα ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ θρησκευτικού χαρακτήρα κατά <strong>της</strong> εκάστοτε<br />

ΕΞΟΥΣΙΑΣ. Αυτή η διάσταση εκτιμώ ότι είναι πολύ σημαντική.<br />

Τελειώνοντας σας καλωσορίζω στη Λευκάδα και σας εύχομαι καλή και ευχάριστη<br />

διαμονή.<br />

Άφησα ως τελευταία μου λέξη την αγωνία μου για την τύχη των Μοναστηριών<br />

μας, όπου όλες τις πτυχές τους θα φωτίσουν αξιόλογοι εισηγητές και ειδικότερα<br />

για την τύχη του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος <strong>της</strong> πόλεως, που κρατά συντροφιά<br />

στην πόλη από το 1685, και αποτελεί μνημείο θρησκευτικό, πολιτιστικό<br />

και ιστορικό και έχει ανάγκη άμεσης αποκατάστασης. Πονώ και αγανακτώ για<br />

την κακή κατάσταση του Ναού. Η νέα δημοτική αρχή δεσμεύεται ότι θα πράξει τα<br />

δέοντα για την καλύτερη τύχη και πορεία του.<br />

Εύχομαι εκ βαθέων κάθε επιτυχία στις εργασίες του συμποσίου και εκφράζω<br />

θερμές ευχαριστίες στούς εισηγητές για την ανταπόκρισή τους.<br />

Σας ευχαριστώ θερμά.<br />

Ο ∆ήμαρχος Λευκαδίων<br />

Βασίλειος Φέτσης


Μονή Αγ. Ιωάννου στο Λιβάδι


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ<br />

Στα πλαίσια των Γιορτών Λόγου και Τέχνης του φετινού καλοκαιριού ο ΛΟΓΟΣ<br />

εκπροσωπείται με ένα συμπόσιο αφιερωμένο σε μια σημαντική, αν και ανεξερεύνητη,<br />

ιστορική περίοδο του νησιού μας. Αυτή του ύστερου Βυζαντίου και <strong>της</strong><br />

Τουρκοκρατίας που ακολούθησε.<br />

Η ίδρυση 17 περίπου Μονών, σε ένα μικρό νησί σαν την Λευκάδα, κατά τούς<br />

χρόνους <strong>της</strong> δουλείας, είναι αυτό καθεαυτό ένα αξιοσημείωτο ιστορικό γεγονός<br />

που χρήζει έρευνας, ερμηνείας και προσεκτικής προσεγγίσεως.<br />

<strong>Τα</strong> σιωπηλά και ξεχασμένα μοναστικά συγκροτήματα κρύβουν μαζί με τις δύο<br />

προϋπάρχουσες Μονές, Οδηγήτρια και Σφακιώτες (Μονή Ἐπισκοπῆς) έναν αξιοζήλευτο<br />

μνημειακό πλούτο και αναμένουν την στιγμή που θα μας ξαναγγίζει το<br />

φτερούγισμα <strong>της</strong> ιστορικής αυτογνωσίας, ώστε να τα επαναφέρουμε σαν αναπόσπαστο<br />

τμήμα <strong>της</strong> σημερινής μας ζωής και σαν πολύτιμές μαρτυρίες <strong>της</strong> διαχρονικής<br />

ελληνικής πολιτιστικής περιπέτειας.<br />

Ελπίζουμε οι εργασίες του παρόντος συμποσίου να δώσουν το έναυσμα:<br />

α) για να γνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε τον μεγάλο πλούτο που το<br />

νησί μας κρύβει, στα εν χειμερία νάρκη και χειμαζόμενα μνημεία μας και<br />

β) για να προωθηθούν οι κατάλληλες ενέργειες και δράσεις, οι οποίες θα ξαναδώσουν<br />

στους μνημειακούς αυτούς χώρους την πρωτινή τους ζωή και σημασία.<br />

Το Πνευματικού Κέντρου του ∆ήμου Λευκαδίων, καλωσορίζει τούς εκλεκτούς<br />

επιστήμονες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση για συμμετοχή στο συμπόσιο<br />

εύχεται ο επιστημονικός διάλογος να είναι παραγωγικός και να θέσει τις βάσεις<br />

για μιά δυναμική συνέχεια.<br />

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον κ. Σπ. Μογόρδο για το κείμενα που μας έστειλε<br />

σχετικά με την Μονή του Αγίου Κυρήκου, αλλά και γενικότερα για την εγκατάσταση<br />

πληθυσμών στήν νότια Λευκάδα από την Κάτω Ιταλία. Θεωρούμε ότι<br />

οι έρευνες αυτές μπορούν να αποτελέσουν την βάση για περαιτέρω αυτοτελείς<br />

μελέτες επί του θέματος.<br />

Εκ μέρους <strong>της</strong> Οργανωτικής Επιτροπής<br />

<strong>Χαρά</strong> <strong>Παπαδάτου</strong>-<strong>Γιαννοπούλου</strong>


Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου <strong>της</strong> Οδηγήτριας


Παναγιώ<strong>της</strong> Λ. Βοκοτόπουλος<br />

ΤΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ<br />

ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΚΑΙ Η ΛΕΥΚΑ∆Α<br />

Ὁ ἀείμνηστος βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης, Ἔφορος Βυζαντινῶν<br />

Ἀρχαιοτήτων ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν καὶ ∆ιευθυντὴς τοῦ Μουσείου Μπενάκη<br />

καὶ τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου, εἶναι γνωστὸς στὸ εὐρύτερο κοινὸ κυρίως<br />

ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὶς μεταβυζαντινὲς εἰκόνες καὶ τὴν κρητικὴ σχολὴ<br />

ζωγραφικῆς ποὺ ἤκμασε τὸν 15ο μὲ 17ον αἰώνα. Ἕνας λιγώτερο γνωστὸς στοὺς<br />

πολλοὺς τομεὺς δραστηριότητός του εἶναι ἡ βυζαντινὴ μνημειακὴ ζωγραφική.<br />

Ἐπεσήμανε καὶ ἐσχολίασε πολλὰ σύνολα μεσαιωνικῶν τοιχογραφιῶν καὶ<br />

ἵδρυσε πρὸ 45 ἐτῶν στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο τὸ Κεντρικὸν Ἐργαστήριον Συντηρήσεως,<br />

πρόδρομο τῆς σημερινῆς ∆ιευθύνσεως Συντηρήσεως Ἀρχαιοτήτων<br />

τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ. Στὰ πλαίσια τῆς δραστηριότητος αὐτῆς συνεκάλεσε<br />

τὸ 1962 καὶ 1963, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης<br />

τῆς ∆ιεθνοῦς Ἑνώσεως Βυζαντινῶν Σπουδῶν, διάσκεψη ἐμπειρογνωμόνων<br />

ἀπὸ διάφορες χῶρες, πού ἔθεσε τὶς βάσεις συγκροτήσεως ἑνὸς Συντάγματος<br />

τῶν Βυζαντινῶν τοιχογραφιῶν ἀπὸ τὸν 8ο αἰώνα μέχρι τὸ 1500. Τὸ ἑλληνικὸ<br />

σκέλος τοῦ διεθνοῦς αὐτοῦ ἐγχειρήματος ἀνέλαβε ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, καὶ<br />

ἀποτελεῖ τὸ κύριο ἀντικείμενο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Βυζαντινῆς καὶ<br />

Μεταβυζαντινῆς Τέχνης τῆς Ἀκαδημίας, πού ἵδρυσε ὁ Χατζηδάκης μετὰ<br />

πολλὲς προσπάθειες. Τὸ ὅλο ἐγχείρημα τελεῖ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς ∆ιεθνοῦς<br />

Ἀκαδημαϊκῆς Ἑνώσεως. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλα διεθνῆ προγράμματα τῆς<br />

Union Académique Internationale, ὅπως τὸ Corpus Vasorum Antiquorum, τὸ<br />

Corpus Signorum Imperii Romani ἢ τὸ Corpus Philosophorum Medii Aevi, τὸ<br />

Εὑρετήριο Βυζαντινῶν Τοιχογραφιῶν προῆλθε ἀπὸ ἑλληνικὴ πρωτοβουλία<br />

καὶ τὸν συντονισμό του ἔχει ἀναλάβει ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.<br />

Πρὸ μερικῶν ἐτῶν κυκλοφόρησε στὰ ἑλληνικὰ καὶ σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση<br />

ὁ πρῶτος τόμος τῆς ἑλληνικῆς σειρᾶς, ἀφιερωμένος στὰ Κύθηρα, γιὰ τὸν ὁποῖο<br />

δημοσιεύθηκαν ἐγκωμιαστικὲς βιβλιοκρισίες. Ἔχει προχωρήσει ἡ προεργασία<br />

γιὰ τὴν ἔκδοση τόμου ἀφιερωμένου στὴν μνημειακὴ ζωγραφικὴ τῆς Τήλου, τῆς<br />

Σύμης καὶ τῆς Χάλκης καὶ ἑτοιμάζονται ἐπίσης τόμοι γιὰ τὶς τοιχογραφίες τῆς<br />

Ρόδου, τῶν Ἰονίων Νήσων, καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς ∆υτικῆς<br />

Θράκης. Θέμα τῆς ἀνακοινώσεώς μου εἶναι τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ προεργασία<br />

ποὺ ἔχει γίνει γιὰ τόν τόμο τῶν Ἰονίων Νήσων καὶ ἰδίως γιὰ τὴν Λευκάδα.<br />

Τὸ κείμενο τοῦ τόμου γράφεται ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα, ποὺ εἶχε πρὸ τεσσάρων<br />

δεκαετιῶν τὴν εὐθύνη τῶν βυζαντινῶν ἀρχαιοτήτων ὅλων αὐτῶν τῶν νησιῶν,<br />

καὶ ἀπὸ συναδέλφους τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας. Βυζαντινὲς τοιχογραφίες<br />

χρονολογούμενες μεταξὺ τῶν μέσων τοῦ 11ου καὶ τοῦ τέλους τοῦ 15ου αἰ. ἔχουν


12<br />

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

ἐπισημανθεῖ στὴν Κέρκυρα, τὴν Λευκάδα, τὴν Κεφαλληνία καὶ τὴν Ζάκυνθο 1 .<br />

Ἡ κατάσταση διατηρήσεώς τους εἶναι κακὴ καὶ κανένα σύνολο δὲν ἀνάγεται<br />

στὴν πρώτη χιλιετία. Τὰ τρία τελευταῖα νησιὰ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ σεισμοπαθεῖς<br />

περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος, καὶ σὲ αὐτὸ ὀφείλεται ἀσφαλῶς ὁ μικρὸς ἀριθμὸς τῶν<br />

διασωθέντων ἱστορημένων μνημείων.<br />

Τὸ μεγαλύτερο σύνολο βυζαντινῶν τοιχογραφιῶν ἔχει ἐπισημανθεῖ στὴν<br />

Κέρκυρα, ὅπου δέκα ναοὶ διασώζουν λείψανα μεσοβυζαντινῶν καὶ ὑστεροβυζαντινῶν<br />

τοιχογραφιῶν. Σημαντικὴ εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι τρεῑς ἢ τέσσερις<br />

ναοὶ στὴν περιοχὴ τῆς Κορακιάνας διασώζουν τοιχογραφίες τοῦ 11ου αἰῶνος<br />

ἀξιόλογες γιὰ τοὺς ἀρχαϊσμούς τους στὴν εἰκονογραφία καὶ τὴν ἐπιγραφική.<br />

Στὴν Κεφαλληνία σημαντικώτερες εἶναι οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου Γεωργίου<br />

στὴν Κοντογεννάδα τῆς ἐπαρχίας Πάλης· ἡ συντήρηση σπαραγμάτων<br />

βυζαντινῶν τοιχογραφιῶν σὲ πολλὰ ναΰδρια τῆς ὑπαίθρου, ποὺ ἔχει ἐπισημάνει<br />

ἡ συνάδελφος κα Ρηγάκου καθυστερεῖ ἀπὸ ἐτῶν ἐλλείψει πιστώσεων.<br />

Τρία σύνολα τοιχογραφιῶν σώζονται σὲ κακὴ κατάσταση στὴν Ζάκυνθο.<br />

Ὡρισμένες ἀπὸ τὶς τοιχογραφίες τοῦ ἐρειπωμένου Ἁγίου Νικολάου Σκοποῦ<br />

ἔχουν ἀποτειχισθεῖ καὶ μερικὲς εἶναι ἀκόμη καλυμμένες μὲ προστατευτικὸ<br />

ὕφασμα 2 . Σὲ χαράδρα κοντὰ στὸ Λαγοπόδο βρίσκεται σπηλιά, ποὺ τὴν<br />

εἴσοδό <strong>της</strong> κλείνει ὀρθογώνιος ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Οἱ ἀδημοσίευτες<br />

τοιχογραφίες <strong>της</strong> ἀνήκουν σὲ διάφορες φάσεις. Ἡ σχετικὰ πρόσφατη κατάρρευση<br />

ἑνὸς πεσσοῦ μὲ τοιχογραφικὸ διάκοσμο ἀποδεικνύει πόσο ἐπείγουσα<br />

εἶναι ἡ τεκμηρίωση τῶν σωζομένων ἀκόμη τοιχογραφιῶν καὶ ἡ δημοσίευσή<br />

τους στὸ Εὑρετήριο τῶν Βυζαντινῶν Τοιχογραφιῶν.<br />

Πολὺ λίγες βυζαντινὲς τοιχογραφίες ἔχουν σωθεῖ στὴν Λευκάδα. Κοντὰ στὴν<br />

πόλη, στὸ χωριὸ Ἀπόλπενα, τὸ καθολικὸ τῆς ἐρειπωμένης μονῆς τῆς Παναγίας<br />

Ὁδηγητρίας κοσμεῖται μὲ τοιχογραφίες τῶν μέσων τοῦ 15ου αἰ. ποὺ παρουσιάζουν<br />

ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον διότι συνδυάζουν τὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία μὲ<br />

στοιχεῖα τῆς διεθνοῦς γοτθικῆς τεχνοτροπίας 3 . Οἱ σημαντικώτερες παραστάσεις<br />

ἀποτειχίσθηκαν τὸ 1968 καὶ φυλάσσονται στὸ Χριστιανικὸ καὶ Βυζαντινὸ<br />

Μουσεῖο. Ἐλάχιστα λείψανα βυζαντινῶν τοιχογραφιῶν διακρίνονται σὲ δύο<br />

ἄλλους ναούς. Στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο τῶν Καραβιάδων στὸν<br />

Βουρνικᾶ ἕνας ἅγιος σὲ προτομὴ σώζεται σὲ κόγχη τοῦ βορείου τοίχου 4 , ἐνῶ<br />

στὸν Ἅγιο Γεώργιο, ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Φτερνό, τὸ τεταρτοσφαίριο τῆς ἁψῖδος<br />

κοσμεῖ ἡ Παναγία Βλαχερνίτισσα καὶ τὴν κόγχη τῆς προθέσεως ὁ ἅγιος Στέφανος.<br />

Τὰ λήμματα γιὰ τὶς τοιχογραφίες αὐτὲς θὰ γράψουν ἡ κ. Φραγκίσκη Κεφαλλωνίτου<br />

καὶ ἡ κ. Πολυξένη ∆ημητρακοπούλου. Τὸν ἐρχόμενο Σεπτέμβριο<br />

προγραμματίζεται ἀποτύπωση τῶν μνημείων ἀπὸ εἰδικευμένη ἀρχιτέκτονα,<br />

καὶ θὰ ἀκολουθήσει ἡ φωτογράφηση τῶν παραστάσεων ἀπὸ εἰδικευμένο<br />

ἐπίσης φωτογράφο.


ΤΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΚΑΙ Η ΛΕΥΚΑ∆Α<br />

13<br />

Συνοψίζομε μὲ τὴν διαπίστωση ὅτι σημαντικώτερες τοιχογραφίες στὰ<br />

Ἰόνια Νησιὰ εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν οἱ πρώϊμες τοιχογραφίες τῆς Κέρκυρας,<br />

ἀξιοσημείωτες γιὰ τοὺς ἀρχαϊσμοὺς στὴν εἰκονογραφία καὶ τὶς ἐπιγραφές<br />

τους, ποὺ παρουσιάζουν μεγάλη σχέση μέ ἀντίστοιχες διακοσμήσεις στὴν Νότιο<br />

Ἰταλία, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου οἱ τοιχογραφίες τῆς Ἀπόλπενας στὴν Λευκάδα,<br />

μὲ τὸν ἀσυνήθιστο γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα συγκερασμὸ βυζαντινῶν καὶ<br />

γοτθικῶν χαρακτηριστικῶν. Γενικὰ ἡ μεσαιωνικὴ μνημειακὴ ζωγραφικὴ τῶν<br />

Ἰονίων Νήσων διατηρεῖται σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ ὅ,τι σὲ ἄλλες περιοχὲς<br />

τῆς ἐπικρατείας, καὶ ἐπείγει ἡ καταγραφὴ καὶ τεκμηρίωσή <strong>της</strong>, πρὶν ὑποστεῖ<br />

καὶ ἄλλες καταστροφὲς λόγῳ τῆς συνεχιζομένης στὰ περισσότερα νησιὰ<br />

σεισμικῆς δραστηριότητος καὶ τῆς ἀνακαινιστικῆς μανίας τῶν ἐντοπίων.<br />

Ἡ ἔκδοση τοῦ Εὑρετηρίου τῶν Βυζαντινῶν Τοιχογραφιῶν τῶν Ἰονίων Νήσων<br />

δὲν προχωρεῖ ὅσο γρήγορα θὰ ἐπιθυμούσαμε, διότι μέρος τοῦ ὑλικοῦ τῆς<br />

Κεφαλληνίας καὶ τῆς Ζακύνθου δὲν μπορεῖ νὰ φωτογραφηθεῖ καὶ μελετηθεῖ<br />

πρὶν ὁλοκληρωθεῖ ἡ συντήρησή του, ποὺ καθυστερεῖ ἀπὸ ἐτῶν λόγῳ τῆς<br />

τραγικῆς ἐλλείψεως πιστώσεων καὶ συντηρητῶν στὴν ἁρμοδία Ἐφορεία<br />

Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Ζακύνθου.<br />

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ<br />

1. Συνοπτικές μελέτες γιὰ τὴν μνημειακὴ ζωγραφικὴ τῶν νησιῶν αὐτῶν κατὰ τὴν<br />

μεσοβυζαντινὴ καὶ παλαιολόγειο περίοδο ἔχουν γράψει οἱ Π. Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥ-<br />

ΛΟΣ, «Ἡ βυζαντινὴ τέχνη στὰ Ἑπτάνησα», Κερκ. Χρον. XV (1970) σ. 148-162, 174-177.<br />

D. TRIANTAPHYLLOPOULOS, “Kerkyra und die Ionischen Inseln”, Reallexikon zur<br />

byzantinischen Kunst, IV, στ. 49-53. Γιὰ τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς καὶ ἀναγραφὴ τῶν μνημείων<br />

βλ. P. SOUSTAL-J. KODER, Nikopolis und Kephallenia (Tabula Imperii Byzantini, 3),<br />

Βιέννη 1981. Γιὰ τὴν ἀνάγκη συντάξεως Εὑρετηρίου τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Ἑπτανήσου<br />

πρβλ. ∆. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Προβλήματα καὶ προοπτικὲς γιὰ ἕνα Σύνταγμα<br />

τῶν τοιχογραφημένων ναῶν τῆς Ἑπτανήσου», ∆ελτίον τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, Β´, Κέρκυρα<br />

1986, σ. 54-69.<br />

2. Π. Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Ἡ βυζαντινὴ τέχνη στὰ Ἑπτάνησα», σ. 159-161, πίν. 6α.<br />

Βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ τέχνη, Ἀθήνα 1986, σ. 42-45, ἀριθ. 30-31 (Μ. ΛΑΖΑΡΗ).<br />

3. Π. ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, «Ἡ χριστιανικὴ τέχνη στὴ Λευκάδα», Ἑταιρεία Λευκαδικῶν<br />

Μελετῶν, Ἐπετηρίς Γ´ (1973), σ. 27-57. Βυζαντινή καὶ Μεταβυζαντινὴ Τέχνη, Ἀθ. 1986, σ.<br />

60-62, ἀριθμ. 62 (∆. ΠΑΛΛΑΣ). Μ. ΦΙΛΙΠΠΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, «Ἡ Ὁδηγήτρια τῆς Λευκάδας:<br />

Ἱστορικὲς φάσεις», Πρακτικὰ ∆´ <strong>Συνεδρίου</strong> Ἑπτανησιακοῦ Πολιτισμοῦ (Λευκάδα,<br />

8-12 Σεπτεμβρίου 1993), Ἀθήνα, 1996, 133-159. ΧΡ. ΣΟΛ∆ΑΤΟΥ, Χριστιανικὴ ζωγραφική.<br />

Ἡ μεταβυζαντινὴ καὶ ἑπτανησιακὴ τέχνη στὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Λευκάδας<br />

(15ος-20ὸς αἰ.), Ἀθήνα 1999, σ. 75-80, εἰκ. 8-12. Α. ΚΑΤΣΕΛΑΚΗ, «Τὸ Βυζάντιο συναντᾶ τὴ<br />

∆ύση: Ἡ ζωγραφικὴ τῆς Ὁδηγήτριας στὴν Ἀπόλπενα Λευκάδας στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα»,<br />

Ζωγραφικῆς ἐγκώμιον. Τοιχογραφίες ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας<br />

στὴν Ἀπόλπενα Λευκάδας, Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο, Ἀθήνα 2000, σ. 42-77. Μυστήριον<br />

Μέγα καὶ παράδοξον, Ἀθήνα 2001, σ. 398-399, ἀριθ. 149 (Α. ΚΑΤΣΕΛΑΚΗ).<br />

4. ∆. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ, «Παρατηρήσεις στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ τῆς Λευκάδας»,<br />

Κερκ. Χρον. XXVI (1981), σ. 340-354. ΧΡ. ΣΟΛ∆ΑΤΟΥ, Χριστιανικὴ ζωγραφική, σ. 67, εἰκ. 1.


14<br />

Μονή του Αγ. Μιχαήλ Αρχαγγέλλου Ασωμάτου


15<br />

Φραγκίσκα Κεφαλλωνίτου<br />

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ: Η ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ<br />

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ<br />

Το μοναστήρι <strong>της</strong> Παναγίας Φανερωμένης, το μοναδικό εν ενεργεία σήμερα<br />

μοναστήρι <strong>της</strong> Λευκάδος, αποτελεί το σημαντικότερο τοπόσημο και προσκύνημα<br />

των απανταχού Λευκαδίων.<br />

Παρότι το κτιριακό συγκρότημα <strong>της</strong> μονής έχει υποστεί αρκετά μεγάλες<br />

αλλοιώσεις από τον 17ο αι. μέχρι σήμερα ο ιστορικός και θρησκευτικός <strong>της</strong><br />

ρόλος μας οδήγησε να επιλέξουμε την παρουσίασή του στο πρόσφατο Συνέδριο,<br />

που οργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο του ∆ήμου Λευκαδίων για την<br />

προβολή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών και μονών του νησιού.<br />

Η ανασυγκρότηση <strong>της</strong> μονής άρχισε στις αρχές <strong>της</strong> δεκαετίας του 1990<br />

όταν με πρωτοβουλία του ηγούμενου επισκευάστηκαν οι παλιές πτέρυγες<br />

των κελιών & συμπληρώθηκε η βόρεια πλευρά του χώρου, συμπεριλαμβάνοντας<br />

το κτίριο του εκκλησιαστικού μουσείου.<br />

Η έκθεση των ιερών εικόνων και των εκκλησιαστικών λειτουργικών σκευών<br />

σε μουσεία έχει απασχολήσει την σκέψη ιερωμένων, θεολόγων και επιστημόνων.<br />

Είναι βέβαιο ότι οι εικόνες και τα εκκλησιαστικό σκεύη ανήκουν<br />

καταρχήν στον χώρο που τους αρμόζει και έχουν τον χαρακτήρα <strong>της</strong> ιερότητας<br />

<strong>της</strong> ζώσας εκκλησίας. Η εγκατάλειψη και η αργία των περισσότερων<br />

ορθόδοξων μοναστηριών στον Ελλαδικό χώρο μετά το 1830 και η ανάγκη<br />

διαφύλαξης των κειμηλίων, η ιδιαίτερη αρχαιολογική και καλλιτεχνική αξία<br />

ορισμένων έργων δικαιολογούν απόλυτα την διαφύλαξη & ανάδειξή τους ως<br />

μουσειακά εκθέματα.<br />

Ιδιαιτέρως στη Λευκάδα, όπου το φαινόμενο <strong>της</strong> παρουσίας σεισμών είναι<br />

έντονο η ανάγκη αυτή είναι φανερή. Στις αρχές του 1970 συγκροτήθηκε<br />

η Συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων που στεγάζεται μέχρι σήμερα στη ∆ημόσια<br />

Βιβλιοθήκη <strong>της</strong> Λευκάδας και αποτελείται από τα αξιολογότερα δείγματα<br />

φορητών εικόνων στο νησί, τα περισσότερα ενυπόγραφα.<br />

Ωστόσο η πρωτοβουλία του ηγούμενου <strong>της</strong> Ι. Μ. Φανερωμένης για την<br />

δημιουργία Εκκλησιαστικού Μουσείου στον χώρο <strong>της</strong> Μονής είχε ως αποτέλεσμα<br />

την διάσωση και ανάδειξη των εικόνων που παρέμεναν αδιαφύλακτες<br />

σε εκκλησίες <strong>της</strong> υπαίθρου. Είχε επίσης ως στόχο την διεύρυνση του περιεχομένου<br />

<strong>της</strong> Συλλογής με πολυποίκιλο υλικό (χειρόγραφα και παλαιότυπα<br />

εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια, εποπτικό υλικό και κείμενα). έτσι ώστε να<br />

δοθεί πληρέστερη εικόνα <strong>της</strong> θρησκευτικής ζωής και τέχνες στη Λευκάδα<br />

μέσα από ένα μουσείο.<br />

Η Υπηρεσία μας, τότε ως 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουρ-


16<br />

γείου Πολιτισμού ανταποκρίθηκε θετικά, όταν <strong>της</strong> ζητήθηκε από την Ιερά<br />

Μονή σε όλα τα στάδια <strong>της</strong> δημιουργίας του Μουσείου.<br />

Καταρχήν έγινε από την γράφουσα και τους συντηρητές Ιωάννη Γρατσάνη<br />

και Βασίλειο ∆ραγατσούλη επισκόπηση των συγκεντρωμένων εκθεμάτων<br />

και μία πρώτη βασική σύνταξη καταλόγου.<br />

Ακολούθησε στη συνέχεια η σύνταξη <strong>της</strong> Μουσειολογικής και Μουσειογραφικής<br />

μελέ<strong>της</strong> για την οποία εργάστηκαν από πλευράς <strong>της</strong> Ι. Μονής ο<br />

αρχιτέκτων κ. Χρήστος Στρατσάνης και η αρχαιολόγος Αθηνά Κωνσταντάκη<br />

και από πλευράς <strong>της</strong> Εφορείας ο αρχιτέκτων Γιώργος Σμύρης και η αρχαιολόγος<br />

Πολυξένη ∆ημητρακοπούλου, με εποπτεία <strong>της</strong> ομιλούσας. Παράλληλα<br />

ακολούθησε η διαδικασία συντήρησης των εκθεμάτων.<br />

Το σύνολο των εικόνων μεταφέρθηκε και συντηρήθηκε στα εργαστήρια<br />

<strong>της</strong> 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, όπου οι δύο μόνιμοι συντηρητές<br />

Ιωάννης Στρατσάνης και Βασίλειος ∆ραγατσούλης ανέλαβαν τα ξυλουργικά,<br />

την στερέωση και την γενική επίβλεψη, ενώ για τους καθορισμούς και<br />

την αισθητική αποκατάσταση εργάστηκαν τρείς συμβασιούχοι συντηρήτριες<br />

με δαπάνη <strong>της</strong> Ι. Μονής. Η συντήρηση των παλαιοτύπων και κειμηλίων έγινε<br />

κατόπιν αναθέσεως σε ιδιώτες συντηρητές απευθείας από την Ι. Μονή.<br />

Το περιεχόμενο του Μουσείου, αποτελείται από ένα σύνολο εικόνων που<br />

χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα έως τα τέλη του 19ου και τις αρχές του<br />

20ου αιώνα. Επίσης ένα σύνολο παλαιοτύπων. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνοντας<br />

ελάχιστα χειρόγραφα.<br />

Αξιόλογος είναι ο αριθμός και η ποικιλία των υφασμάτινων αντι-μηνσίων<br />

στη συλλογή των αρχιερατικών και ιερατικών αμφίων και τέλος η συλλογή<br />

των αργυρών και μεταλλικών εκκλησιαστικών σκευών και το σύνολο των<br />

ξύλινων κιβωτιδίων και εγκολπίων.<br />

Το κείμενο <strong>της</strong> Φραγκίστας Κεφαλλωνίτου μας δόθηκε μετά τον θάνατό <strong>της</strong> από συνεργά<strong>της</strong><br />

<strong>της</strong>, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων. Αιωνία <strong>της</strong> η μνήμη.


17<br />

Αντωνία Κορτζή - Τζαβίδη<br />

Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ<br />

ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ. ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ<br />

Στα ημιορεινά δυτικά <strong>της</strong> νήσου Λευκάδας,<br />

στα ριζά του κάμπου <strong>της</strong> Καρυάς,<br />

βρίσκεται το διαλυμένο σήμερα μοναστήρι<br />

του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι.<br />

Είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο του Προδρόμου,<br />

όπως αναφέρει και η εντοιχισμένη<br />

επιγραφή στο ανώφλι <strong>της</strong> κεντρικής<br />

εισόδου του περιβόλου: 1711 - ΤΟ<br />

ΓΕΝΕ - ΣΙΟΝ ΤΟU – ΠΡΟ∆ΡΟΜΟU 1 .<br />

Πρόκειται για καστρομονάστηρο, που<br />

διατρέχεται περιμετρικά από ψηλό<br />

μαντρότοιχο, ο οποίος στο δυτικό, νότιο<br />

και ανατολικό τμήμα του έχει κτιριακό<br />

συγκρότημα κελιών. Στο κέντρο<br />

περίπου <strong>της</strong> νότιας πλευράς υπάρχει<br />

η κεντρική είσοδος, όπως συνηθίζεται<br />

στις οχυρώσεις των μεσαιωνικών χρόνων.<br />

Ο χαρακτηρισμός <strong>της</strong> μονής ως<br />

‘οχυρού’ επιβεβαιώνεται και από την<br />

εύρεση υπολειμμάτων καταπέλτη στο πάνω μέρος του θόλου <strong>της</strong> κεντρικής<br />

εισόδου, σε ειδικά διαμορφωμένο επίπεδο, κατάλληλο για την τοποθέτηση<br />

<strong>της</strong> αμυντικής μηχανής. Η μονή, αν και το καθολικό πρέπει να υπήρχε ίσως<br />

από την υστεροβυζαντινή περίοδο 2 , ιδρύθηκε πιθανόν από τον ιερομόναχο<br />

1. Η επιγραφή ανήκει σε μια από τις ανοικοδομήσεις <strong>της</strong> μονής και όχι στην αρχικό<br />

κτίσμα.<br />

2. Βλ. Ροντογιάννης, Π., Ιστορία <strong>της</strong> Νήσου Λευκάδος , Εκδόσεις Ε.Λ.Μ., <strong>Αθήνα</strong> 1980,<br />

τομ. Α, σ.2. Βλ. επίσης ∆ημητρακοπούλου, Π., ‘Η Μεταβυζαντινή Εντοίχια Ζωγραφική<br />

στη Λευκάδα’, <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου «Η Χριστιανική Τέχνη στη Λευκάδα, 15ος –<br />

19ος αιώνας», Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, <strong>Αθήνα</strong> 2000, σ.41, Αποστόλου-Φίλιππα,<br />

Μ. – Αργυρός, Π., ‘<strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας, η σχέση τους με το γεωγραφικό χώρο<br />

και η αρχιτεκτονική τους’, <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου «Η Χριστιανική Τέχνη στη Λευκάδα,<br />

15ος – 19ος αιώνας», Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, <strong>Αθήνα</strong> 2000, σ.74, σημ.6.<br />

Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα καταφθάνει και εγκαταβιώνει στη νήσο Λευκάδα η<br />

Ελένη (Υπομονή) Παλαιολογίνα (βλ. π. Ζαμπέλη, Γ., Η Αγία Μαύρα και το κάστρο <strong>της</strong>,


18 ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΟΡΤΖΗ - ΤΖΑΒΙ∆Η<br />

Ιερεμία Αραβανή στα 1605 3 , ο οποίος<br />

την αφιέρωσε στο Γενέσιο του Προδρόμου.<br />

Στις αρχές του 19ου αιώνα,<br />

ο Άγιος Ιωάννης στο Λιβάδι ήταν το<br />

πλουσιώτερο μοναστήρι του νησιού,<br />

σε ακίνητη και κινητή περιουσία 4 .<br />

Η αρχιτεκτονική του καθολικού<br />

<strong>της</strong> μονής ακολουθεί το συνηθισμένο<br />

τύπο των επτανησιακών εκκλησιών<br />

<strong>της</strong> εποχής. Πρόκειται για τη δυτικής<br />

προέλευσης ‘Επτανησιακή Βασιλική’, δηλαδή για μονόχωρο ναό με ξύλινη<br />

κεραμοσκεπή σαμαρωτή στέγη. Είναι ουσιαστικά δρομική μονόκλιτη βασιλική<br />

με αναλογίες ορθογωνίου που στον ανατολικό τοίχο φέρει ημικυκλική<br />

εσωτερικά και εξωτερικά αψίδα, και στη δυτική του πλευρά έχει πρόναο. Οι<br />

διαστάσεις του ναού είναι περίπου 18,25 μέτρα μήκος, 6,50 μέτρα πλάτος και<br />

4,50 μέτρα ύψος. Εσωτερικά ο ναός καλύπτεται με οριζόντια ξύλινη οροφή,<br />

την ‘ουρανία’.<br />

Η τοιχοποιία του καθολικού είναι κατασκευασμένη με αργολιθοδομή, δίχως<br />

ιδιαίτερα διακοσμητικά στοιχεία. Λείψανα <strong>της</strong> βυζαντινής τοιχοποιίας<br />

διατηρούνται στον ανατολικό τοίχο. Συγκεκριμένα στο εξωτερικό <strong>της</strong> αψίδας<br />

του ιερού, διακρίνεται πλινθοπερίκλειστο σύστημα, στοιχείο που αποδεικνύει<br />

ότι το κτίσμα υπήρχε ήδη από τη βυζαντινή εποχή και κατά την<br />

επαναδόμηση του ναού, όταν το μοναστήρι υπέστη ζημιές, διατηρήθηκε το<br />

παλαιό ιερό 5 . Σε εξίσου παλαιά κατασκευή παραπέμπουν τα μικρών διαστάσεων<br />

μονόλοβα παράθυρα του βορείου και νοτίου τοίχου, ο θόλος που<br />

σώζεται στην κεντρική είσοδο <strong>της</strong> μονής, αλλά και ο κατεστραμμένος θόλος<br />

στο ισόγειο των κελιών <strong>της</strong> νότιας πτέρυγας.<br />

Το καθολικό <strong>της</strong> Μονής του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι <strong>της</strong> Καρυάς είναι<br />

κατάγραφο. Το εικονογραφικό πρόγραμμά του είναι πλήρες και πιο πλούσιο<br />

Λευκάδα 1988, σ.27), η οποία βοήθησε να γίνουν αξιόλογα έργα στα μοναστήρια του<br />

νησιού, όπως, επί παραδείγματι, στην Οδηγήτρια (βλ. Ροντογιάννης, Π., Η Χριστιανική<br />

Τέχνη στη Λευκάδα, Ε.Ε.Λ.Μ. τομ. Γ΄ (1973), σ.31 κ.εξ.).<br />

3. Βλ. Μαχαιράς, Κ., Ναοὶ καὶ Μοναὶ Λευκάδος, Άθῆναι, 1957, σ.288, Αποστόλου-Φίλιππα<br />

– Αργυρός, <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας, σ.24, Ροντογιάννης, Χριστιανική<br />

Τέχνη, σ.187, Πετρή, Ν., Βραχεία περιγραφή των κυριοδέστερων εν Λευκάδι μονών. α)<br />

Περί <strong>της</strong> μονής του αγίου Ιωάννου, περιοδικό «Παρνασσός», τομ.8 (1884), σ.310-315, π.<br />

Ζαμπέλη, Γερ., Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι, περιοδικό «Ενοριακός Λόγος»,<br />

τεύχη 40-43.<br />

4. Βλ. Μαχαιράς, Ναοὶ καὶ Μοναὶ, σ.278.<br />

5. Βλ. Αποστόλου-Φίλιππα – Αργυρός, <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας, σ.76.


Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

19<br />

από ό,τι αυτά των άλλων συγχρόνων τοιχογραφημένων ναών του νησιού<br />

που διασώζουν πλήρη την εικονογράφησή τους, δηλαδή τον Άγιο Ιωάννη<br />

στο Άλατρο και τους Ασωμάτους στη Βαυκερή. Η εικονογράφηση προσαρμόζεται<br />

κατά άριστο τρόπο τόσο στην αρχιτεκτονική του ναού, όσο και στον<br />

περιορισμένο χώρο του, ακολουθώντας τη διάταξη των αντίστοιχων σκηνών<br />

του καθολικού των μονών τόσο <strong>της</strong> Οδηγήτριας στην Απόλπαινα, όσο και<br />

των Ασωμάτων στη Βαυκερή. Οι ιστορούμενες σκηνές διακρίνονται μεταξύ<br />

τους με κόκκινες ακόσμητες ταινίες και διατάσσονται σε τέσσερις επάλληλες<br />

ζώνες. Το κατώτερο σημείο των τοίχων διατρέχει μια ζώνη με διακοσμητικά<br />

μοτίβα, σχεδόν κατεστραμμένη σήμερα.<br />

Το ιερό κοσμείται με τα συνήθη θέματα ευχαριστιακού περιεχομένου.<br />

Στην αψίδα εικονίζονται η Πλατυτέρα, τοιχογραφία που, δυστυχώς, στο<br />

πλείστον <strong>της</strong> επιφανείας <strong>της</strong> είναι επασβεστωμένη, η Κοινωνία των Αποστόλων,<br />

τέσσερις συλλειτουργούντες ιεράρχες και ο Μελισμός. Στην μικρή<br />

κόγχη <strong>της</strong> Πρόθεσης ιστορείται η Άκρα <strong>Τα</strong>πείνωση και στην αντίστοιχη του<br />

∆ιακονικού ένας διάκονος, πιθανόν ο Στέφανος. Εκατέρωθεν την κεντρική<br />

αψίδα πλαισιώνουν δύο μορφές αδιάγνωστων ∆ιακόνων, κάτω από την εκ<br />

δεξιών δε μορφή εντοπίζεται το Θέμα του Ιωνά με το Κήτος. Πάνω από την<br />

αψίδα δεσπόζει η σκηνή <strong>της</strong> Ανάληψης και στο μέτωπο <strong>της</strong> αψίδας του ιερού<br />

εικονίζεται το Άγιο Μανδήλιο. Εκτός των ιστορήσεων με ευχαριστιακό


20 ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΟΡΤΖΗ - ΤΖΑΒΙ∆Η<br />

περιεχόμενο ο ανατολικός τοίχος περιλαμβάνει στα βόρεια τον Ευαγγελιστή<br />

Λουκά που ζωγραφίζει την εικόνα <strong>της</strong> Παναγίας, και στα νότια τον Ευαγγελιστή<br />

Ιωάννη, στην Πάτμο, να υπαγορεύει το κείμενο <strong>της</strong> Αποκάλυψης στον<br />

Πρόχορο. <strong>Τα</strong> μέτωπα των μικρών κογχών <strong>της</strong> Πρόθεσης και του ∆ιακονικού<br />

καλύπτονται αντίστοιχα από την Πεντηκοστή και τους Οίκους Α και Β του<br />

Ακαθίστου Ύμνου. Οι τελευταίοι υπήχθησαν εκεί πιθανόν ελλείψει χώρου.<br />

Ο νότιος τοίχος του ναού περιλαμβάνει στην πρώτη ζώνη τον Ευαγγελισμό,<br />

τη Γέννηση, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση, την Έγερση<br />

του Λαζάρου, τη Βαϊοφόρο, το Μυστικό ∆είπνο, το Νιπτήρα και τη σχεδόν<br />

ολοκληρωτικά κατεστραμμένη Προσευχή στη Γεσθημανή, σκηνές εκ<br />

των οποίων οι τρεις πρώτες βρίσκονται μέσα στο χώρο του Ιερού, όπως αυτό<br />

οριοθετείται από το τέμπλο.<br />

Στη δεύτερη ζώνη ιστορούνται οι Οίκοι Γ έως Ξ του Ακαθίστου Ύμνου,<br />

εκ των οποίων οι Γ, ∆ και Ε εντοπίζονται εντός του Ιερού. Η τρίτη ζώνη κοσμείται<br />

εντός του Ιερού από μία σκηνή που, δυστυχώς, λόγω <strong>της</strong> εκτεταμένης<br />

επασβέστωσης δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί και από τη Μετάνοια του<br />

∆αυίδ, και στο χώρο του Κυρίως Ναού από μια σειρά στηθαρίων Προφητών,<br />

εκ των οποίων διακρίνονται πια ελάχιστα. Στην τέταρτη και τελευταία<br />

ζώνη αποδίδονται ένας ∆ιάκονος, και ιεράρχες σε μετωπική στάση – ιστορήσεις<br />

που περιλαμβάνονται επίσης στα όρια του Ιερού – το Γενέσιο του<br />

Προδρόμου και ολόσωμοι μετωπικοί Άγιοι και Αγίες.<br />

Ο δυτικός τοίχος του ναού στο ανώτερο σημείο του έχει καταπέσει, μάλ-


Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

21<br />

λον σε κάποιον από τους μεγάλους σεισμούς του 18ου ή του 19ου αιώνα, με<br />

αποτέλεσμα να είναι ορατές πια σε εμάς ένα τμήμα <strong>της</strong> τρί<strong>της</strong> και η τέταρτη<br />

ζώνη. Είναι πιθανόν στην ανώτερη ζώνη να απεικονίζονταν οι Ευαγγελιστές<br />

Ματθαίος & Μάρκος, σε αντιστοιχία με τους Ευαγγελιστές του ανατολικού<br />

τοίχου, ως είθιστο.<br />

Στη δεύτερη ζώνη πιθανώς<br />

ιστορούνταν σκηνές του Χριστολογικού<br />

κύκλου, σε συνέχεια<br />

των αντιστοίχων σκηνών του νοτίου<br />

τοίχου. Στην τρίτη ζώνη είναι<br />

εμφανές το κατώτερο τμήμα<br />

των Οίκων Ο, Π, Ρ, Σ, και Τ του<br />

Ακάθιστου Ύμνου. Στην τέταρτη<br />

ζώνη απεικονίζονται ολόσωμοι<br />

μετωπικοί οι Άγιοι Κωνσταντίνος<br />

και Ελένη, οι αρχάγγελοι<br />

Γαβριήλ και Μιχαήλ και οι<br />

αναχωρητές Άγιοι Ευθύμιος και<br />

Αντώνιος.<br />

Στην ανώτερη ζώνη του βορείου<br />

τοίχου αποδίδονται ο Εμπαιγμός,<br />

ο Ελκόμενος, η Ανάβαση<br />

στο Σταυρό, η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση, ο Λίθος, η Εις Άδου Κάθοδος<br />

και η Ψηλάφιση του Θωμά. Οι δύο τελευταίες σκηνές βρίσκονται εντός<br />

του Ιερού. Στη δεύτερη ζώνη αποδίδονται οι Οίκοι Υ έως Ω του Ακάθιστου<br />

Ύμνου.


22 ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΟΡΤΖΗ - ΤΖΑΒΙ∆Η<br />

Συνεπτυγμένες σε δυο διάχωρα, ιστορούνται έξι σκηνές από το Βίο του<br />

Προδρόμου . στο πρώτο η Οδήγηση του μικρού Ιωάννη στην Έρημο από<br />

τον άγγελο Ουριήλ και η Φυγή <strong>της</strong> Ελισάβετ στην Έρημο, στο δεύτερο<br />

πιθανόν η Επιστροφή του Προδρόμου από την Έρημο, το Κήρυγμα του<br />

Προδρόμου στους Ιουδαίους και η Συνάντηση του Ιωάννη με το Χριστό.<br />

Ακολουθούν η Αποτομή του Προδρόμου, η Ανακομιδή <strong>της</strong> Κάρας του Βαπτιστή,<br />

οι Πειρασμοί του Χριστού στην έρημο και η Ευλόγηση <strong>της</strong> Παναγίας<br />

από τους Ιερείς. Οι τρεις τελευταίες παραστάσεις βρίσκονται εντός του<br />

Ιερού. Η τρίτη ζώνη κοσμείται από στηθάρια Αγίων, εντός του χώρου του<br />

Ιερού δε, ιστορείται η Φιλοξενία του Αβραάμ. Στην τέταρτη και τελευταία<br />

ζώνη αποδίδονται ολόσωμοι μετωπικοί Άγιοι και Αγίες και εντός του Ιερού<br />

το ευχαριστιακού χαρακτήρος θέμα του Οράματος του Πέτρου Αλεξανδρείας<br />

και η αμιδρώς διαφαινόμενη μορφή ενός ∆ιακόνου.<br />

Το εικονογραφικό πρόγραμμα, λοιπόν, του καθολικού περιλαμβάνει θέματα<br />

του Ευχαριστιακού κύκλου, Χριστολογικό κύκλο διευρυμένο με σκηνές<br />

Πάθους, τον Ακάθιστο Ύμνο, σκηνές από το Βίο του Προδρόμου, μια σκηνή<br />

από το Βίο <strong>της</strong> Παναγίας, στηθάρια Αγίων και Μαρτύρων και ολόσωμους<br />

μετωπικούς Αγίους και Αγίες.<br />

Εικονογραφικά οι παραστάσεις<br />

ακολουθούν, επί το πλείστον, τους καθιερωμένους<br />

τύπους. Για λόγους καθαρά<br />

οικονομίας χρόνου, στην παρούσα<br />

ανακοίνωση θα περιοριστούμε σε εικονογραφικές<br />

ιδιαιτερότητες σκηνών<br />

του μνημείου. Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί<br />

η σύνθεση <strong>της</strong> Κοινωνίας των<br />

Αποστόλων, όπου ηγείται του ομίλου<br />

<strong>της</strong> Μεταδόσεως η Παναγία. Αυτή η<br />

λεπτομέρεια αποτελεί – από όσο γνωρίζουμε – unicum στην εικονογραφία<br />

του θέματος. Είναι δύσκολο να διασαφηνιστεί αν έλκει την καταγωγή <strong>της</strong><br />

από κάποιο άγνωστο σε εμάς πρότυπο, ή αν πρόκειται για λύση του ζωγράφου<br />

μας, ίσως κατόπιν υποδείξεων του Ηγουμένου <strong>της</strong> μονής την εποχή <strong>της</strong><br />

εικονογράφησης του καθολικού. Πάντως, μάλλον πρέπει να αποκλείσουμε<br />

την πιθανότητα ενός τόσο κραυγαλέου λάθους του καλλιτέχνη μας σε μια<br />

τόσο σημαντική θέση, όπως είναι αυτή <strong>της</strong> αψίδας του Ιερού.<br />

Ιδιαιτερότητες παρουσιάζουν επίσης οι μερικές από τις σκηνές του Βίου<br />

του Προδρόμου, οι οποίες αποδίδονται σε σπάνιες παραλλαγές 6 . Στο πρώ-<br />

6. Βλ. Καρτσιώτη, Α., Οι Σκηνές <strong>της</strong> Ζωής και ο Εικονογραφικός Κύκλος του Αγίου<br />

Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, <strong>Αθήνα</strong> 1998, σ.93-97 & 99-102.


Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

23<br />

το διάκενο, όπως έχει αναφερθεί, συμπτύσσονται,<br />

σε δεύτερο επίπεδο, η<br />

Οδήγηση του μικρού Ιωάννη στην<br />

έρημο από τον Ουριήλ και, σε πρώτο<br />

επίπεδο, η Φυγή <strong>της</strong> Ελισάβετ στην<br />

έρημο, από την οποία παραλείπεται<br />

η Σφαγή των Νηπίων 7 . Απεικονίζονται,<br />

εκ δεξιών του θεατή, η Ελισάβετ<br />

με λευκό μαφόριο και στην αγκαλιά<br />

τον Ιωάννη τον Πρόδρομο σε νηπιακή<br />

ηλικία 8 , και εξ αριστερών η Παναγία, με πορφυρό μαφόριο και το<br />

σπαργανωμένο Ιησού – Βρέφος στα χέρια <strong>της</strong>. Ένας στρατιώ<strong>της</strong> 9 με πλήρη<br />

στρατιωτική εξάρτυση 10 κρατώντας σπαθί 11 καταδιώκει τις γυναίκες. Το<br />

αξιόλογο στοιχείο στη συγκεκριμένη ιστόρηση<br />

είναι η υπαγωγή <strong>της</strong> Παρθένου και του Ιησού<br />

– Βρέφους στη σκηνή. Ίσως η λεπτομέρεια στοχεύει<br />

στο να συνδέσει το επεισόδιο με τον Κύκλο<br />

<strong>της</strong> Παιδικής Ηλικίας του Χριστού, σκοπός για<br />

τον οποίο φαίνεται ότι η Βρεφοκτονία εισήχθη<br />

από νωρίς στα εικονογραφικά προγράμματα<br />

των ναών 12 . Στο δεύτερο διάκενο αποδίδονται η<br />

Επιστροφή του Προδρόμου από την Έρημο και,<br />

σε πρώτο πλάνο, το Κήρυγμα του Προδρόμου<br />

στους Ιουδαίους και η Συνάντηση του Βαπτιστή<br />

με το Χριστό. Η σκηνή του Κηρύγματος 13 , άμεσα<br />

συνδεδεμένη με τη Βάπτιση και την ανάγκη<br />

μετάνοιας, συνήθως περιέχεται σε κύκλους του<br />

Προδρόμου που αριθμούν περισσότερες των<br />

τεσσάρων σκηνές. Η ιστόρηση στο μνημείο μας<br />

7. Όπου η σκηνή αποτελεί μέρος του Κύκλου του Προδρόμου, το συγκεκριμένο επεισόδιο<br />

παραλείπεται. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.67 & σημ.264-265.<br />

8. Το πρότυπο αυτής την εικονογραφικής λεπτομέρειας είναι προγενέστερο του 14ου<br />

αιώνα. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.68.<br />

9. Στις περιπτώσεις όπου η σκηνή αποτελεί τμήμα του εικονογραφικού κύκλου του<br />

Προδρόμου, εικονίζεται μόνο ένας στρατιώ<strong>της</strong>. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.69.<br />

10. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.69.<br />

11. Το στοιχείο προέρχεται από τις παλαιότερες απεικονίσεις του θέματος και επανακάμπτει<br />

κατά το 12ο αιώνα. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.69 & σημ. 275.<br />

12. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.70 & σημ. 279.<br />

13. Βλ. Καρτσιώτη, ο.π., σ.104-106.


24 ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΟΡΤΖΗ - ΤΖΑΒΙ∆Η<br />

αποδίδει δύο φάσεις του Κηρύγματος. Μια σε<br />

ενιαίο όμιλο ακροατών και η δεύτερη σε δύο<br />

μεμονωμένες μορφές οι οποίες πλαισιώνουν λίθινη<br />

ορθογώνια τράπεζα. Τούτη η τελευταία<br />

λεπτομέρεια ίσως είναι δυνατό να συνδεθεί με<br />

τη διδασκαλία του Βαπτιστή στους ακολούθους<br />

του Ανδρέα και Ιωάννη 14 , μετέπειτα μαθητές του<br />

Ιησού 15 . Στον Κύκλο του Προδρόμου στο καθολικό<br />

<strong>της</strong> Καρυάς υπάγονται ο Αποκεφαλισμός 16<br />

και η Ανακομιδή <strong>της</strong> Κάρας του Αγίου 17 καθώς<br />

και το Γενέσιο στο νότιο τοίχο του ναού, ακριβώς<br />

δίπλα από το τέμπλο κατά την ήδη από την<br />

υστεροβυζαντινή περίοδο συνήθη τακτική τοποθέτησης<br />

του θέματος ιστόρησης των εορτών στις<br />

οποίες είναι αφιερωμένοι οι εκάστοτε ναοί, στη<br />

συγκεκριμένη θέση, αντί φορητών εικόνων 18 .<br />

Γενικά, ο καλλιτέχνης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Καρυά δημιουργεί<br />

λιτές συνθέσεις, χρησιμοποιώντας επί το πλείστον κρητικά εικονογραφικά<br />

πρότυπα, συνδυασμένα με στοιχεία από τη σχολή <strong>της</strong> Β∆ Ελλάδας,<br />

14. Ο Ανδρέας αναφέρεται ρητά ως μαθητής του Προδρόμου (βλ. Synaxarium Ecclesiae<br />

Constantinopolitanae, στηλ.265.41).<br />

15. Η συγκεκριμένη λεπτομέρεια συναντάται και στον Κύκλο του Προδρόμου στη Μονή<br />

Σερρών (βλ. Ξυγγόπουλος, Α., Αι τοιχογραφίαι του Καθολικού <strong>της</strong> Μονής Προδρόμου<br />

παρά τας Σέρρας, Θεσσαλονίκη 1973, σ.36).<br />

16. Στο θέμα μας υπάγεται και μια γυναικεία μορφή τα αριστερά, η Σαλώμη που κομίζει<br />

την κεφαλή του Προδρόμου επί πίνακι, μεταφέροντάς την μάλλον στο Συμπόσιο του<br />

Ηρώδη, επεισόδιο που πιθανόν εικονίζονταν στα αριστερά <strong>της</strong> Αποτομής και το οποίο<br />

σήμερα λείπει, αφού καταστράφηκε από μεταγενέστερη διάνοιξη παραθύρου. Το θέμα<br />

μας συναποδίδει τη στιγμή πριν τον Αποκεφαλισμό και την Κεφαλοφορία, εικονογραφικά<br />

στοιχεία με παλαιολόγεια προέλευση (βλ. Grabar, A., La peinture religieuse en<br />

Bulgarie, Texte - Album, Paris 1928, σ.100).<br />

17. Η Ανακομιδή έγινε στη Μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη μετά την Τρίτη Εύρεση<br />

<strong>της</strong> Κεφαλής του Αγίου, η οποία, όπως πληροφορούμαστε από το μηνολόγιο του<br />

Βασιλείου (βλ. Η ανάμνησις <strong>της</strong> ευρέσεως <strong>της</strong> τίμιας κεφαλής του Προδρόμου, PG<br />

117, στηλ.325) έγινε στα Κόμανα τον 9ο αιώνα, επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄(842-867)<br />

και πατριάρχη Ιγνατίου. Κατά το Συναξάρι <strong>της</strong> Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Synaxarium<br />

Ecclesiae Constantinopolitanae, στηλ. 707) ως ημέρα εορτασμού <strong>της</strong> τρί<strong>της</strong> Εύρεσης<br />

ορίζεται η 25η Μαΐου.<br />

18. Για σχετικά παραδείγματα βλ. Κουκιάρης, Σ., Η θέση του επωνύμου αγίου στο εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα του βυζαντινού ναού (Γενικές αρχές), Κληρονομιά 22, τευχ.Α-Β<br />

(Ιούνιος – ∆εκέμβριος 1990), σ.115-116.


Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

25<br />

όπως αυτή εκφράστηκε και παγιώθηκε στον 16ο και στο 17ο αιώνα με τα<br />

έργα των Κονταρήδων και των Λινοτοπιτών ζωγράφων αντίστοιχα.<br />

Αποκλειστικά με την εικονογραφία των μνημείων<br />

<strong>της</strong> σχολής <strong>της</strong> Β∆ Ελλάδας μπορούμε να<br />

συνδέσουμε ελάχιστες σκηνές από το μνημείο.<br />

Η απεικόνιση του Ευαγγελιστή Λουκά στον<br />

τύπο του ζωγράφου <strong>της</strong> εικόνας <strong>της</strong> Παναγίας<br />

Οδηγήτριας 19 , εικονογραφική επιλογή σχετικά<br />

σπάνια, μας παραπέμπει κατά το 16ου αιώνα 20<br />

στους ζωγράφους <strong>της</strong> Μονής Φιλανθρωπηνών<br />

στη Νήσο των Ιωαννίνων, στο Φράγκο Κονταρή<br />

<strong>της</strong> Μονής Μεταμόρφωσης στη Βελτσίστα 21 , και<br />

στον 17ο αιώνα στους Λινοτοπίτες ζωγράφους<br />

του Αγίου Νικολάου στη Βίτσα και του Αγίου<br />

Μηνά στο Μονοδένδρι. Το ίδιο συμβαίνει και με<br />

τη σπάνια εικονογραφική απόδοση του Οίκου Φ<br />

του Ακαθίστου Ύμνου, όπου η Παναγία εικονίζεται<br />

στο κέντρο <strong>της</strong> σκηνής, δεόμενη, πάνω σε<br />

τρίποδο λυχνοστάτη, όπως ακριβώς συμβαίνει στη μονή Φιλανθρωπηνών 22<br />

και το 17ο αιώνα στη μονή Πατέρων στη Ζίτσα Ιωαννίνων 23 . Η ιστόρηση του<br />

Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως με πολυσταύριο αρχιερατικό σάκκο στην<br />

Κοινωνία των Αποστόλων, η διπλή απεικόνιση <strong>της</strong> Αγίας Τράπεζας στην<br />

19. Στο χειρόγραφο του Τάφου 14 (11ος αιώνας), στη μικρογραφία του f. 106v. Βλ.<br />

Galavaris, G., The Illustrations of the Liturgical Homelies of Gregory Nazianzenus,<br />

Princeton, N.Jersey 1969, σ.175 & 224, Millet, G., Recherches sur l’ iconographie de l’<br />

Evangile aux XIVe, XVe et XVIe siècles, Paris 1916, σ.141.<br />

20. Στη μονή Φιλανθρωπηνών (1542) (βλ. <strong>Μοναστήρια</strong> Νήσου Ιωαννίνων, Ζωγραφική,<br />

επιμ. Μ. Γαρίδης – Α. Παλιούρας, Ιωάννινα 1993, πιν.35), στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου<br />

Μεγίσ<strong>της</strong> Λαύρας (1560) (βλ. Semoglou, A., Le décor mural de la chapelle Athonite<br />

de Saint-Nicolas (1560). Application d’un noveau langage pictural par le peintre Thebain<br />

Frangos Catelanos, Paris 1995 (publ. Presses Universitaires du Sep-tentrion, Villeneuve d’<br />

Ascq, 1999), σ.26, εικ. 4b), στη μονή Μεταμόρφωσης Βελτσίστας στη Ζίτσα Ιωαννί-νων<br />

(1568) (βλ. Stavropoulou – Makri, A., La peinture murales de l’ église Transfiguration à<br />

Veltsista (1568) en Epire et l’ atelier des peintres Kondaris, Ioannina 1989, εικ. 46).<br />

21. Στις μονές Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι Ιωαννίνων και Αγίου Νικολάου στη Βίτσα<br />

Ιωαννίνων (βλ. Τούρτα, Α., Οι Ναοί του Αγίου Νικολάου στη Βίτσα και του Αγίου<br />

Μηνά στο Μονοδένδρι, <strong>Αθήνα</strong> 1991, πιν. 79β και 79 α αντίστοιχα).<br />

22. Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Μ., Η μονή Φιλανθρωπηνών και η πρώτη φάση <strong>της</strong> Μεταβυζαντινής<br />

ζωγραφικής, έκδοση Τ.Α.Π.Α. αρ.31, <strong>Αθήνα</strong> 1983, σ.104, εικ.67.<br />

23. Καραμπερίδη, Α., Η Μονή Πατέρων και η Ζωγραφική του 17ου αιώνα στην περιοχή<br />

<strong>της</strong> Ζίτσας Ιωαννίνων, διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2006, τομ. Α΄ σ.222, τομ. Β΄<br />

εικ.170.


26 ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΟΡΤΖΗ - ΤΖΑΒΙ∆Η<br />

ίδια σκηνή, καθώς και η απόδοση των Συλλειτουργών Ιωάννου του Χρυσοστόμου<br />

και Μεγάλου Βασιλείου με αρχιερατικό σάκκο συνδέονται επίσης με<br />

Ηπειρωτικά μεταβυζαντινά μνημεία 24 . Στη σκηνή <strong>της</strong> Πεντηκοστής, η απόδοση<br />

του Κόσμου σε φυσικό τοπίο φανερώνει μια λαϊκή αντίληψη που προσιδιάζει<br />

επίσης στο πνεύμα <strong>της</strong> περιγραφικής αγιογραφίας του βορειοδυτικού<br />

ελλαδικού χώρου 25 .<br />

Στο μνημείο μας, ωστόσο, κυρίαρχες είναι οι εικονογραφικές επιδράσεις<br />

προερχόμενες από την Κρητική σχολή. Το αρχιτεκτονικό βάθος στην Κοινωνία<br />

των Αποστόλων, όπως ακριβώς και η απόδοση του Ιούδα, στο τέλος του<br />

Ομίλου <strong>της</strong> Μεταδόσεως, να περιμένει υπομονετικά τα Θεία ∆ώρα 26 , είναι<br />

λεπτομέρειες που παρατηρούνται σε τοιχογραφικά σύνολα του 16ου αιώνα<br />

φιλοτεχνημένα είτε από Κρήτες ζωγράφους, είτε από καλλιτέχνες επηρεασμένους<br />

από την Κρητική σχολή 27 . Εικονογραφικά πρότυπα, παγιωμένα και<br />

24. Στη μονή Φιλανθρωπηνών (βλ. Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Μονή Φιλανθρωπηνών,<br />

πιν.22-23), στο ναό Αγίου Αθανασίου στην Κλειδωνιά, μνημείου του 1617 (βλ. Τριανταφυλλόπουλος,<br />

∆., Εκκλησιαστικά Μνη-μεία στην Κλειδωνιά Κονίτσης, Ηπειρ.Χρ.<br />

Γ΄(1975), εικ.16), στο ναό Μεταμορφώσεως στην Κλειδωνιά (Βλ. Τριανταφυλλόπουλος,<br />

Κλειδωνιά Κονίτσης, εικ.15). Στις μονές Μεταμόρφωσης ∆ρυόβουνου και Προφήτου<br />

Ηλία Στεγόπολης. Βλ. Τούρτα, Άγιος Νικόλαος στη Βίτσα και Άγιος Μηνάς<br />

στο Μονοδένδρι, σ.61. Έτσι παρατηρείται στη μονή Φιλανθρωπηνών (βλ. Αχειμάστου<br />

– Ποταμιάνου, Μονή Φιλανθρωπηνών, σ.46-47, πιν.22β. 23β), στη μονή Ντίλιου, (βλ.<br />

Λίβα – Ξανθάκη, Θ., Οι Τοιχογραφίες <strong>της</strong> Μονής Ντίλιου, Ιωάννινα 1980, σ.20-22,<br />

πιν.5-6), στη μονή Μεταμόρφωσης Βελτσίστας (βλ. Stavropoulou- Makri, Veltsista,<br />

σ.32-33, πιν.5-6), στον Άγιο Νικόλαο Βίτσας (βλ. Τούρτα, Άγιος Νικόλαος στη Βίτσα<br />

και Άγιος Μηνάς στο Μονοδένδρι, σ.61-62, πιν.3-4) στον Άγιο Νικόλαο <strong>της</strong> συνοικίας<br />

των Αγίων Αναργύρων στην Κα-στοριά (βλ. Παϊσίδου, Μ., Οι τοιχογραφίες του 17ου<br />

αιώνα στους ναούς <strong>της</strong> Καστοριάς. Συμβολή στη μελέτη <strong>της</strong> μνημειακής ζωγραφικής<br />

<strong>της</strong> ∆υτικής Μακεδονίας, <strong>Αθήνα</strong> 2002, σ.62-63, πιν.33α), στο παρεκκλήσι των Τριών<br />

Ιεραρχών μονής Βαρλαάμ (βλ. Σαμπανίκου, Ε., Ο Ζωγραφικός ∆ιάκοσμος του Παρεκκλησίου<br />

των Τριών Ιεραρχών <strong>της</strong> Μονής Βαρλαάμ στα Μετέωρα (1637), Τρίκαλα 1997<br />

(διδακτορική διατριβή), σ.62 κ.εξ., πιν.26-27), στη μονή Πέτρας (βλ. Σδρόλια, Μονής<br />

Πέτρας, σ.131-134, πιν.46-49).<br />

25. Έτσι συμβαίνει στην Παναγία Κουμπελίδικη Καστοριάς (βλ. Παϊσίδου, Καστοριά,<br />

σ.103-104, πιν.53α), στις μονές Φιλανθρωπηνών, Ντίλιου, Βαρλαάμ, στο παρεκκλήσι<br />

Αγίου Νικολάου <strong>της</strong> μονής Μεγίσ<strong>της</strong> Λαύρας, στην Παλαιοπαναγιά Στενής Ευβοίας (βλ.<br />

Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Μονή Φιλανθρωπηνών, σ.95, πιν.58α), στον Άγιο Νικόλαο<br />

Καλυβιών Ελαφότοπου και στους Αγίους Αναργύρους Κλειδωνιάς (βλ. Τούρτα, Άγιος<br />

Νικόλαος στη Βίτσα και Άγιος Μηνάς στο Μονοδένδρι, σ.83).<br />

26. Έτσι παρατηρείται και στην παράσταση <strong>της</strong> Κοινωνίας των Αποστόλων στη Ι.Μ.<br />

Μεγάλου Μετεώρου (βλ. Χατζηδάκης – Σοφιανός, Το Μεγάλο Μετέωρο, εικόνα <strong>της</strong><br />

σ.71) και στη Μονή Σταυρονικήτα (βλ. Χατζηδάκης, Θεοφάνης, σ.50, πιν.40, 45-48).<br />

27. Ενδεικτικά, στο 16ο αιώνα υπάρχει στην παράσταση <strong>της</strong> σκηνής στη Μονή Φιλανθρωπηνών<br />

(βλ. Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Μονή Φιλανθρωπηνών, σ.45), στη Μονή


Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

27<br />

διαδομένα από κρητικούς ζωγράφους μέσω φορητών εικόνων, ακολουθούν<br />

και σκηνές όπως η Βαϊοφόρος 28 και η Μεταμόρφωση 29 . Η απόδοση των Συλλειτουργών<br />

Αθανασίου Αλεξανδρείας & Γρηγορίου του Θεολόγου με φαιλόνιο,<br />

αντικατοπτρίζει επίσης επιλογές <strong>της</strong> Κρητικής Σχολής 30 . Αλλά και ο<br />

Ιησούς <strong>της</strong> Άκρας <strong>Τα</strong>πείνωσης, με σταυρωμένα τα χέρια στο υπογάστριο,<br />

ανήκει σε τύπο που έχει συνδεθεί με έργα κρητικών ζωγράφων 31 και πιθανόν<br />

βαδίζει πάνω στα χνάρια ενετικών προτύπων 32 . Στη Φιλοξενία του Αβραάμ<br />

τα κρητικά πρότυπα του ζωγράφου μας εντοπίζονται τόσο στη διάταξη<br />

των μορφών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να γεμίζουν το χώρο, αλλά και στην<br />

απουσία του χαρακτηριστικού κάγκελου από την τράπεζα 33 . Κρητικής εικο-<br />

Σταυρονικήτα (βλ. Χατζηδάκης, Μ., Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης. Η τελευταία<br />

φάση <strong>της</strong> τέχνης του στις τοιχογραφίες <strong>της</strong> Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος<br />

1986, σ.50, πιν.45-48), στο Μεγάλο Μετέωρο (βλ. Χατζηδάκης – Σοφιανός, Το Μεγάλο<br />

Μετέωρο, εικόνα <strong>της</strong> σ.71), ο ναός <strong>της</strong> Κοίμησης <strong>της</strong> Θεοτόκου στην Καλαμπάκα (βλ.<br />

Καλοκύρης, Κ., Ανάλεκτα χριστιανικής τέχνης εκ Θεσσαλίας επί Τουρκοκρατίας, Επιστημονική<br />

Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ‘Μνήμη 1821’,<br />

Θεσ/νικη 1971, εικ.123).<br />

28. Πρβλ. με τη φορητή από τη μονή Σταυρονικήτα, που αποδίδεται στο Θεοφάνη<br />

(1546) (βλ. Θησαυροί του Αγίου Όρους, Κατάλογος Έκθεσης, Μουσείο Βυζαντινού<br />

Πολιτισμού, 1997, Ιερά Κοινό<strong>της</strong> Αγίου Όρους Άθω, Υπουργείο Πολιτισμού – Μουσείο<br />

Βυζαντινού Πολιτισμού, Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας <strong>της</strong> Ευρώπης, Θεσσαλονίκη<br />

1997, αρ.2.64).<br />

29. Πρβλ. με τη φορητή από τη μονή Σταυρονικήτα, που αποδίδεται στο Θεοφάνη<br />

(1546) (βλ. Θησαυροί του Αγίου Όρους, Κατάλογος Έκθεσης, Μουσείο Βυζαντινού<br />

Πολιτισμού, 1997, Ιερά Κοινό<strong>της</strong> Αγίου Όρους Άθω, Υπουργείο Πολιτισμού – Μουσείο<br />

Βυζαντινού Πολιτισμού, Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας <strong>της</strong> Ευρώπης, Θεσσαλονίκη<br />

1997, αρ.2.64).<br />

30. Επί παραδείγματι στις μονές Σταυρονικήτα (βλ. Χατζηδάκης, Μ., Ο Κρητικός ζωγράφος<br />

Θεοφάνης. Η τελευταία φάση <strong>της</strong> τέχνης του στις τοιχογραφίες <strong>της</strong> Ιεράς Μονής<br />

Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1986, σ.47, πιν.40-42) και ∆ουσίκου (βλ. Τσιουρής, Ι., Ο Τοιχογραφικός<br />

∆ιάκοσμος του Καθολικού <strong>της</strong> Μονής Αγίας Τριάδος ∆ρακότρυπας (1758)<br />

και η Εντοίχια Ζωγραφική του 18ου Αιώνα στην Περιοχή των Αγράφων (διδακτορική<br />

διατριβή), Ιωάννινα 2004, σ.75, σημ.458).<br />

31. Πρόκειται για φορητή εικόνα του 15ου αιώνα, δια χειρός Νικολάου Τζαφούρη.<br />

32. Βλ. Χατζηδάκης, Μ., Εικόνες <strong>της</strong> Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής<br />

ζωγραφικής, <strong>Αθήνα</strong> 1977, σ.90.<br />

33. Στο καθολικό <strong>της</strong> μονής Λαύρας (1535), στη μονή ∆ιονυσίου (1547), στη μονή ∆οχειαρίου<br />

(βλ. Millet, G., Monuments de l’Athos, I. Le peintures, Paris 1927, πιν.121.3, 206.2,<br />

239.3 αντίστοιχα), στη μονή Ξηροποτάμου (16ος αιώνας) (βλ. Καλοκύρη, Κ.∆., Άθως,<br />

Θέματα αρχαιολογίας και τέχνης, <strong>Αθήνα</strong>ι 1963, σ.67), στο καθολικό <strong>της</strong> μονής Μεταμορφώσεως<br />

Μετεώρων (βλ. Χαραλάμπους – Μουρίκη, Ντ., Η παράσταση <strong>της</strong> Φιλοξενίας<br />

του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου, ∆ΧΑΕ 3 (1962-63), σ.106,<br />

πιν.38.1).


28<br />

ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΟΡΤΖΗ - ΤΖΑΒΙ∆Η<br />

νογραφικής επίνευσης είναι η απεικόνιση του Ευαγγελιστή Ιωάννη να υπαγορεύει<br />

στον Πρόχορο στο σπήλαιο <strong>της</strong> Πάτμου 34 .<br />

Οι τοιχογραφίες του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Λιβάδι έχουν φιλοτεχνηθεί<br />

πιθανόν από περισσότερα του ενός συνεργεία 35 . Οι ζωγράφοι<br />

του ναού δημιουργούν επί το πλείστον συνθέσεις λιτές στις οποίες κυριαρχούν<br />

οι κατακόρυφοι άξονες, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, προσδίδοντας<br />

στις σκηνές ηρεμία.<br />

Το σκηνικό βάθος διαδραματίζει<br />

παντού βασικό ρόλο, σε αντίθεση με<br />

ό,τι παρατηρούμε τόσο στον Άγιο Ιωάννη<br />

στο Άλατρο, αλλά και στους<br />

Ασωμάτους στη Βαυκερή. Το φυσικό<br />

τοπίο στο μνημείο μας χαρακτηρίζεται<br />

από ψηλούς ορεινούς όγκους με βαθμιδωτά<br />

επίπεδα, πάνω στα οποία προβάλλονται<br />

οι πρωταγωνιστικές μορφές<br />

των σκηνών, όπως συμβαίνει ενδεικτικά<br />

στην Ανάληψη, τη Γέννηση, τη<br />

Μεταμόρφωση και σε σκηνές από τον<br />

Ακάθιστο Ύμνο. Αλλά και τα αρχιτεκτονήματα,<br />

σε ορισμένες περιπτώσεις<br />

ιδιαίτερα ψηλά και πολυεπίπεδα, λειτουργούν<br />

ως σκηνικό βάθος διαφόρων<br />

επεισοδίων, όπως <strong>της</strong> Αποτομής του<br />

Προδρόμου και <strong>της</strong> Τρί<strong>της</strong> Εύρεσης<br />

<strong>της</strong> Κεφαλής αυτού, <strong>της</strong> Φιλοξενίας του<br />

Αβραάμ, και άλλων.<br />

Η προσπάθεια απόδοσης <strong>της</strong> τρί<strong>της</strong> διάστασης είναι σχεδόν σχηματική και<br />

επιτυγχάνεται με διαβαθμίσεις των επιπέδων των ορεινών όγκων, ή με σχεδίαση<br />

των κτιρίων και των αντικειμένων από διαφορετικό σημείο φυγής σε<br />

σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο και τα σώματα, όπως συμβαίνει στη σκηνή<br />

34. Πρόκειται για τύπο αρκετά διαδεδομένο στη μεταβυζαντινή ζωγραφική (ενδεικτικά<br />

στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου Λαύρας (βλ. Semoglou, Saint-Nicolas, σ.26, εικ. 4a)<br />

και στη φάση του 1542 <strong>της</strong> μονής Φιλανθρωπηνών (βλ. <strong>Μοναστήρια</strong> Νήσου Ιωαννίνων,<br />

1993, πιν.37)), ο οποίος ακολουθεί κρητικό τύπο που είναι γνωστός από έργα όπως η<br />

φορητή του Αγγέλου από το Σινά των μέσων του 16ου αιώνα (βλ. Οι Θησαυροί <strong>της</strong> Ι.<br />

Μονής Αγίας Αικατερίνης, (επιμ. Κ. Μανάφης) <strong>Αθήνα</strong> 1990, σ.127& εικ.80).<br />

35. Την υπόθεση αυτή θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω επαρκώς στο υπό πραγμάτευση<br />

θέμα <strong>της</strong> πτυχιακής μου εργασίας που αναφέρεται στο μνημείο <strong>της</strong> Καρυάς.


Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

29<br />

<strong>της</strong> Ανάβασης στο Σταυρό. Οι μορφές των συνθέσεων του Αγίου Ιωάννη στο<br />

Λιβάδι είναι επί το πλείστον ψηλόλιγνες, κάποιες φορές μάλιστα δυσανάλογες.<br />

Άλλοτε καθιστές, άλλοτε όρθιες, πότε ακίνητες στον κάθετο άξονα, πότε<br />

κεκλιμένες και κινούμενες, σε καμία περίπτωση, ωστόσο, στατικές και άπνοες.<br />

Κινήσεις και αντικινήσεις των κάτω άκρων, χειρονομίες, καθορίζουν τη<br />

δυναμική των σωμάτων. <strong>Τα</strong> πρόσωπα,<br />

ωοειδή στις γεροντικές και πιο στρογγυλεμένα<br />

στις νεαρές μορφές, αποδίδονται<br />

με σκούρο προπλασμό και φώτα,<br />

τα οποία είναι εντονότερα στους γηραιότερους,<br />

αποπνέοντας μια γενικότερη<br />

αίσθηση ξηρότητας. Οι οφθαλμοί<br />

όλων των μορφών αποδίδονται έντονα,<br />

ενώ η μύτη λεπτή και οξεία. <strong>Τα</strong> χείλη<br />

αποδίδονται κυρίως συνοπτικά και<br />

τα αφτιά είναι σχεδόν καλυμμένα ως το λοβό,<br />

από την κόμμη ή τα κεφαλοσκεπάσματα. <strong>Τα</strong><br />

γυμνά μέρη αποδίδονται ανάλογα με το πρόσωπο<br />

<strong>της</strong> εκάστοτε μορφής, σε αρμονία τόνων<br />

και φωτοσκιάσεων, με σκουρότερο ενίοτε περίγραμμα<br />

στις άκρες. <strong>Τα</strong> ενδύματα των μορφών<br />

– αρχιερατικά άμφια, ιμάτια, χιτώνες, μαφόρια<br />

– φέρουν πτυχές κατά κανόνα γραμμικές, που<br />

αποδίδονται συνοπτικά. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια<br />

αποτελεί η απόδοση του αποπτύγματος<br />

του χιτώνα του νεαρού Ιησού στο Όραμα του<br />

Πέτρου Αλεξανδρείας, που τολμηρά κυματίζει<br />

και περιπλέκεται στο κιβώριο <strong>της</strong> σύνθεσης.<br />

Όσον αφορά τα χρώματα, επικρατούν οι ψυχροί<br />

τόνοι του βαθυγάλαζου, <strong>της</strong> ώχρας, του<br />

καστανού, του βαθυκόκκινου, του μενεξεδί, του<br />

πορτοκαλί. Οι χρωματικοί συνδυασμοί είναι ασυνήθιστη για το 17ο αιώνα·<br />

έντονοι και πλούσιοι.<br />

Κλείνοντας την παρουσίαση του μνημείου, μπορούμε να πούμε συμπερασματικά<br />

ότι μια πρώτη προσέγγιση των τοιχογραφιών που παραθέσαμε μας<br />

επιτρέπει να εντάξουμε το τοιχογραφημένο σύνολο του καθολικού <strong>της</strong> Μονής<br />

του Αγίου Ιωάννη στο Λιβάδι <strong>της</strong> Καρυάς στο 17ο αιώνα, περίοδο κατά<br />

την οποία ιδρύθηκε το μοναστήρι. Η περαιτέρω και πιο εκτεταμένη μελέτη<br />

του εντοίχιου διακόσμου του μνημείου θα μας οδηγήσει σε ασφαλέστερα και<br />

ακριβέστερα συμπεράσματα σχετικά με τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών.


30<br />

Μονή Αγ. Νικολάου, Θερμάτα, Εγκλουβής


31<br />

Κίμων Θερμὸς<br />

Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ<br />

ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ:<br />

H ΠΑΡΑΚΜΗ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.<br />

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ – ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ<br />

1. Το δίκτυο των μονών <strong>της</strong> Λευκάδας ως σύστημα συγκρότησης του αγροτικού<br />

<strong>της</strong> χώρου<br />

Πριν αναφερθώ στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Λιβάδι<br />

<strong>της</strong> Καρυάς και στο καθολικό <strong>της</strong>, η οποία αποτελεί το βασικό θέμα <strong>της</strong> εισήγησης,<br />

θα ήθελα να διατυπώσω σύντομα ορισμένες σκέψεις μου σχετικά<br />

με το σύστημα των μονών <strong>της</strong> Λευκάδας, μέσα στο οποίο εντάσσεται και η<br />

συγκεκριμένη μονή.<br />

Το σύνολο σχεδόν των ορθόδοξων μονών, με εξαίρεση τη μονή <strong>της</strong> Οδηγήτριας,<br />

αναπτύχθηκε στην αγροτική ημιορεινή ενδοχώρα του νησιού σταδιακά<br />

κατά την διάρκεια <strong>της</strong> τουρκοκρατίας και <strong>της</strong> ενετοκρατίας, κάτω από<br />

επικυρίαρχους του νησιού διαφορετικής θρησκευτικής πίσ<strong>της</strong> ή άλλου χριστιανικού<br />

δόγματος 1 . ∆εν αναπτύχθηκαν, επομένως, από μια άνωθεν εξουσία<br />

που τα ίδρυσε και τα προικοδότησε με δικαιώματα και παραγωγικό χώρο<br />

εις βάρος ενός καταπιεσμένου, ούτως ή άλλως, αγροτικού πληθυσμού, αλλά<br />

κυρίως από τον καταπιεσμένο αυτό πληθυσμό.<br />

Για την εξέταση, επομένως, <strong>της</strong> ανάπτυξης και <strong>της</strong> φύσης του συστήματος<br />

αυτού, τίθενται δύο πρωταρχικά και αλληλοσχετιζόμενα ερωτήματα. Το πρώτο<br />

αφορά στην συγκρότηση και την ιδεολογία του αγροτικού χώρου και του<br />

πληθυσμού του κυρίως κατά τις δύο αυτές περιόδους, και το δεύτερο, στο αν<br />

η ανάπτυξη του συστήματος των μονών αποτέλεσε μια προσπάθεια συγκρότησης<br />

αυτού του χώρου, οργάνωσης και ανάπτυξης δικών του δομών, έστω σε<br />

υβριδική μορφή, οι οποίες θα ενίσχυαν την θέση του και την υπόστασή του,<br />

απέναντι σε μία επικυρίαρχη δομή. Θεωρώ ότι οι μονές αναπτύχθηκαν σαν<br />

1. Στη Λευκάδα αναπτύχθηκαν κατά τις δύο αυτές περιόδους, 17 ορθόδοξες μονές και<br />

μία καθολική, ενώ η παλαιότερη μονή <strong>της</strong> Οδηγήτριας αναπτύχθηκε κυρίως κατά τους<br />

χρόνους <strong>της</strong> φραγκοκρατίας. Πολλά από τα καθολικά των μονών διατηρούν στοιχεία<br />

από παλαιότερες οικοδομικές φάσεις, που δηλώνουν ότι αυτές αναπτύχθηκαν σε τόπους<br />

προηγούμενης ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας, που ο τύπος και το μέγεθος των<br />

εγκαταστάσεων <strong>της</strong> μας είναι άγνωστος. Οι φερόμενοι ως ιδρυτές <strong>της</strong> κάθε μονής κατά<br />

την τουρκοκρατία, αγρότες των γειτονικών περιοχών, αφιέρωναν στην μονή μέρος <strong>της</strong><br />

κτηματικής τους περιουσίας για την επιβίωση <strong>της</strong> μικρής αυτής αρχικής θρησκευτικής<br />

εγκατάστασης.


32<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

τέτοια συνολικότερα συστήματα του αγροτικού πληθυσμού <strong>της</strong> Λευκάδας, σε<br />

μια προσπάθεια οργάνωσης και συγκρότησης <strong>της</strong> ταυτότητας του 2 . Φοβούμαι,<br />

επομένως, ότι συχνά η επικέντρωση κυρίως στον θρησκευτικό και αγροτικό<br />

παραγωγικό τους χαρακτήρα, ή στην κτιριακή τους υποδομή, εξασθενεί<br />

και περιορίζει τον ρόλο αυτών των συστημάτων, αλλά κυρίως τον ρόλο του<br />

αγροτικού πληθυσμού, ως γενεσιουργού παράγοντα του σχηματισμού και <strong>της</strong><br />

ανάπτυξής τους.<br />

Αναπτύχθηκε σταδιακά, μέσα από μια τέτοια προσπάθεια, ένα δίκτυο<br />

μονών που κάλυπτε το σύνολο σχεδόν του αγροτικού χώρου, το οποίο μπορούμε<br />

να θεωρήσουμε ως ένα ευρύτερο σύστημα μέσα στο οποίο η κάθε μονή<br />

συμμετείχε ως υποσύστημα. Ο αριθμός, η εμβέλεια και η ισχύς των διαφόρων<br />

μονών-υποσυστημάτων, η οποία διαφοροποιούνταν κατά περιόδους καθώς<br />

οι ασθενέστερες και φθίνουσες μονές ενσωματώνονταν ως μετόχια στις ισχυρότερες,<br />

εκτός από την τοπογραφία, την θέση και το εύρος του παραγωγικού<br />

χώρου, σχετίζεται με τον βαθμό ελέγχου του χώρου αυτού από τους αγρότες-χωρικούς<br />

3 , αλλά και με τις σχέσεις κάθε μονής, κυρίως των ισχυρότερων,<br />

με το επικυρίαρχο κέντρο. Υπάρχει, επομένως, προς διερεύνηση μια σειρά<br />

ζητημάτων σχετικά με τη δομή αυτού του συστήματος, τις εσωτερικές του<br />

2. Γνωρίζουμε ότι το σύστημα των μονών, στην παραγωγική του δραστηριότητα, γενικά<br />

δεν ασκούσε επεκτατική πολιτική με αγοροπωλησίες αγροτικής γης και εγκαταστάσεων,<br />

αλλά ότι, εκτός από ορισμένες παραχωρήσεις δημοσίων κτημάτων, η κτηματική τους<br />

περιουσία αυξανόταν κυρίως από δωρεές - αφιερώσεις μικροϊδιοκτητών, συχνά με υποχρέωση<br />

<strong>της</strong> μονής να τους εξασφαλίζει ένα στοιχειώδες εισόδημα ή περίθαλψη των γηρατειών<br />

τους, και από το «ημέρωμα» χέρσων και θαμνωδών εκτάσεων τους. Η διαδικασία,<br />

όπως διαπιστώνει και ο Άγγ. Χόρ<strong>της</strong>, αυξάνει το συνολικά παραγόμενο αγροτικό κεφάλαιο<br />

και ταυτόχρονα βοηθά στην μερική ανακατανομή του αγροτικού κλήρου προς όφελος<br />

των μικροϊδιοκτητών και των ακτημόνων, με δεδομένη την εξάρτηση του πληθυσμού<br />

αυτού από τους λίγους μεγάλους γαιοκτήμονες, των μονών συμπεριλαμβανομένων. Βλέπε<br />

σχετικά και Άγγ. Χόρ<strong>της</strong>, Οι μονές <strong>της</strong> Λευκάδας: Αγροτικές και δημογραφικές όψεις,<br />

στο <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου, Η χριστιανική Τέχνη στη Λευκάδα, 15ος – 19ος αιώνας,<br />

ΕΛΜ, <strong>Αθήνα</strong> 2000, σ. 81-93. Οι μονές κατείχαν σημαντικές γεωργικές εκτάσεις, ωστόσο,<br />

δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι το σύστημα αυτό παρήγαγε σημαντικό<br />

χρηματικό πλεόνασμα. Επίσης, για την ευρύτερη λειτουργία των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων<br />

του νησιού κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, βλέπε, Κ. Ν. Κατηφόρης, Νομικό καθεστώς<br />

Εκκλησιών και μοναστηριών, στο <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου, Η χριστιανική Τέχνη<br />

στη Λευκάδα, 15ος – 19ος αιώνας, ΕΛΜ, <strong>Αθήνα</strong> 2000, σσ. 95-107. Επίσης, βλέπε σχετικά<br />

και Π. Γ. Ροντογιάννης, Η εκπαίδευση στη Λευκάδα, 1613 – 1950, <strong>Αθήνα</strong> 1994, και Γερ.<br />

Ζαμπέλης, Ιστορία <strong>της</strong> Εκκλησίας <strong>της</strong> Λευκάδος, τ. Α΄, Λευκάδα 2002.<br />

3. Ο έλεγχος του αγροτικού χώρου από τους αγρότες – χωρικούς ή από τους μεγάλους<br />

γαιοκτήμονες <strong>της</strong> πόλης, επηρέασε κατ΄ αρχήν την ανάπτυξη των οικισμών και στη συνέχεια<br />

των μονών, οι οποίες εξαρτούνταν άμεσα από τον πληθυσμό και την ανάπτυξη<br />

των οικισμών αυτών.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

33<br />

συγκρούσεις και ανακατατάξεις και των σχέσεών του τόσο με τον αγροτικό<br />

πληθυσμό, όσο και με το επικυρίαρχο κάθε φορά κέντρο.<br />

<strong>Τα</strong>υτοχρόνως με το ερώτημα <strong>της</strong> συγκρότησης και <strong>της</strong> ιδεολογίας του<br />

αγροτικού χώρου, τίθεται το ερώτημα <strong>της</strong> διερεύνησης <strong>της</strong> αντικείμενης δομής<br />

απέναντι στην οποία αυτός προσπαθεί να συγκροτηθεί και <strong>της</strong> μορφής<br />

που έπαιρνε, κάθε φορά, η συγκεκριμένη συγκρουσιακή σχέση. Είναι χαρακτηριστικό<br />

ότι ο μη αστικός πληθυσμός αναφέρεται - από τους ιστορικούς<br />

αλλά και από κείμενα, έγγραφα, κλπ., των διαφόρων περιόδων - γενικά ως οι<br />

χωρικοί ή αγρότες, και η μη αστική περιοχή ως ύπαιθρος ή εξοχή, σε αντιδιαστολή<br />

με την πόλη και τους αστούς ή πολίτες, παραπέμποντας, κατ΄ αυτό τον<br />

τρόπο, γενικά στη βασική αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου 4 . Και αν μεν<br />

τα ιστορικά στοιχεία και η έρευνα για την κυρίαρχη δομή και τον οικιστικό<br />

<strong>της</strong> χώρο, είναι περισσότερο αποκαλυπτική, για τον αγροτικό χώρο υπάρχει<br />

μεγαλύτερη ασάφεια και απροσδιοριστία. Έτσι, ενώ μπορούμε να παρακολουθήσουμε<br />

τις μεταμορφώσεις του πρώτου πόλου, μεταβαίνοντας σταδιακά<br />

από το κάστρο–οικισμός στην ανάπτυξη ενός τοπικού αστικού κέντρου, δεν<br />

μπορούμε αντίστοιχα να παρακολουθήσουμε τις επιπτώσεις των μεταμορφώσεων<br />

αυτών στην συγκρότηση και την ανάπτυξη του αγροτικού πληθυσμού<br />

και των οικισμών των. Οι αλλαγές των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτισμικών<br />

χαρακτηριστικών του κέντρου, επέφερε ανάλογες μεταβολές στη συγκρότηση<br />

του αγροτικού χώρου και προσέδιδε κάθε φορά νέα χαρακτηριστικά<br />

στην αντίθεση μεταξύ του αστικού και του αγροτικού πληθυσμού και<br />

των δομών τους, των μονών συμπεριλαμβανομένων. Οι προσπάθειες, λοιπόν,<br />

για τον έλεγχο, τη κατάργηση των προνομίων και τον περιορισμό <strong>της</strong> ισχύος<br />

του συστήματος των μονών σχετίζεται με την διαρκή ανάγκη επαναπροσδιορισμού<br />

των σχέσεων μεταξύ του αστικού κέντρου, ως κατ΄ εξοχήν κυρίαρχης<br />

δομής, και του αγροτικού χώρου ως δευτερεύουσας, υποτελούς και διαρκώς<br />

συρρικνούμενης.<br />

4. Συχνά οι ιστορικές αναφορές σχετίζονται με εξεγέρσεις των χωρικών - μεταξύ των<br />

εξεγερθέντων συχνά πρωτοστατούν ιερείς ή παιδιά ιερέων - εναντίον <strong>της</strong> πόλης και των<br />

πολιτών. Στοιχεία για τη συγκρότηση του αστικού και του αγροτικού πληθυσμού υπάρχουν<br />

διάσπαρτα σε γενικότερες ιστορικές μελέτες. Για παράδειγμα, ορισμένα στοιχεία<br />

για τον αγρότη-χωρικό και την διαφοροποίησή του από τον γαιοκτήμονα αστό, καθώς<br />

και για τις διαφοροποιήσεις κυρίως μεταξύ του αστικού πληθυσμού κατά τον 19ο αιώνα,<br />

ιδιαίτερα για το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεστε, δίδονται στο Κ. Μαχαιράς, Λευκάς<br />

και Λευκάδιοι επί αγγλικής προστασίας (1810-1864), Κέρκυρα 1940, σ. 36, υποσημ. 3, σ.<br />

132-133, αλλά και αλλού. Όμως λείπουν ειδικότερες μελέτες που, πιθανόν, θα διερευνούσαν<br />

ταυτόχρονα και την συγκρότηση του οικιστικού τους χώρου, κυρίως του αγροτικού.<br />

Η διαπίστωση αυτή, φυσικά, δεν αγνοεί την σοβαρή υποδομή που υπάρχει από σχετικές,<br />

αλλά γενικότερες, μελέτες.


34<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

Η αυξανόμενη συγκρότηση και ισχύς αυτού του αστικού μορφώματος μέσω<br />

<strong>της</strong> ανάπτυξης σύγχρονων κρατικών δομών, είτε του κράτους των Ηνωμένων Ιονίων<br />

Νήσων 5 είτε, στην συνέχεια, του ελληνικού, και η συνεχής εξάπλωση αυτών<br />

των δομών μέσα στον αγροτικό χώρο, σταδιακά και νομοτελειακά υποβάθμιζε<br />

το προηγούμενο σύστημα των μονών και το περιόριζε σε ένα συρρικνούμενο,<br />

αποκλειστικά θρησκευτικό και παραγωγικό ρόλο, στατικό και αναχρονιστικό<br />

πιθανόν για τα δεδομένα των νέων καταστάσεων με το οποίο συγκρούονταν<br />

τόσο οι νέες κρατικές δομές όσο και ο αγροτικός πληθυσμός, ο οποίος διεκδικούσε<br />

μια ουσιαστικότερη ένταξη και συμμετοχή στις δομές αυτές.<br />

Η συνέχεια είναι ορατή. Το σύστημα των μονών <strong>της</strong> Λευκάδας, με εξαίρεση<br />

τη μονή <strong>της</strong> Φανερωμένης, κατέρρευσε και το κτιριακό τους απόθεμα,<br />

εκτός από τα καθολικά τους, μετατράπηκε σε ερείπια 6 . Πιθανόν, αυτό που<br />

έμεινε στη πρόσφατη μνήμη είναι αυτή η τελευταία φάση του συστήματος των<br />

μονών, ιδεολογικά και πολιτισμικά φορτισμένη, παίρνοντας ίσως εξωπραγματικές<br />

διαστάσεις για την ισχύ, το ρόλο, και τον καταπιεστικό ή αναχρονιστικό<br />

του χαρακτήρα.<br />

2. Απόσπασμα 1: Το καθολικό <strong>της</strong> μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου<br />

στο Λιβάδι - Ζητήματα χρονολόγησης των φάσεων του μνημείου<br />

Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, φέρεται να ιδρύθηκε το 1605<br />

από τον ιερομόναχο Ιερεμία Αραβανή, στις παρυφές των ανατολικών λόφων<br />

που περιβάλλουν το λιβάδι <strong>της</strong> Καρυάς και ανέπτυξε σχέσεις κυρίως με τους<br />

γειτονικούς <strong>της</strong> οικισμούς 7 (εικ. 1, 2). Γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τον<br />

5. Για την προσπάθεια ανάπτυξης δομών ενός σύγχρονου αστικού κράτους <strong>της</strong> περιόδου<br />

<strong>της</strong> αγγλοκρατίας, βλ. Κ. Μαχαιράς, ο.π, σ. 112-113. Παρά τις αντιδράσεις των επτανησίων,<br />

η προσπάθεια αυτή πρέπει να έδρασε καταλυτικά στις σχέσεις μεταξύ του αγροτικού<br />

πληθυσμού και του συστήματος των μονών, εις βάρος των μονών, όχι τόσο εξ αιτίας <strong>της</strong><br />

προσπάθειας φορολόγησης και ελέγχου <strong>της</strong> περιουσίας και των εισοδημάτων τους, αλλά<br />

κυρίως διότι έστρεφε τον αγροτικό πληθυσμό προς μια κρατική δομή στην οποία αυτός<br />

προσέβλεπε και διεκδικούσε μεγαλύτερη συμμετοχή. Η διάσταση αυτή εντάθηκε, όπως<br />

είναι αναμενόμενο, με την ένωση <strong>της</strong> Επτανήσου στο ελληνικό κράτος.<br />

6. Η κατάρρευση αυτή επικυρώθηκε, σύμφωνα με τον Κ. Μαχαιρά, από το Νομοθετικό<br />

∆ιάταγμα του 1925 «Περί απαλλοτριώσεως αγροτικών κτισμάτων.... υπέρ ακτημόνων<br />

καλλιεργητών», τον υπ. αριθμ. 4684 νόμο του 1931 «Περί Οργανισμού διοικήσεως <strong>της</strong><br />

Εκκλησιαστικής Περιουσίας....» και το Ειδικό ∆ιάταγμα <strong>της</strong> 21ης Ιουλίου του 1933 που<br />

διέλυσε τις μονές του νησιού εξαιρώντας την μονή <strong>της</strong> Υπεραγίας Θεοτόκου <strong>της</strong> Πεφανερωμένης,<br />

στην οποία υπήχθησαν τα κτίσματα των υπόλοιπων μονών. Κ. Γ. Μαχαιράς,<br />

Ναοί και μοναί Λευκάδος, <strong>Αθήνα</strong>ι 1957, σ. 281-282.<br />

7. Η μονή αρχικά αναπτύσσει κυρίως σχέσεις με τους οικισμούς Σφακιώτες, Καρυά, Πηγαδησάνοι,<br />

Πινακοχώρι, Αλέξανδρος, Πλατύστομα και Εγκλουβή. Για την ίδρυσή <strong>της</strong><br />

βλ. Κ. Μαχαιράς, ο.π., σ. 288.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

35<br />

18ο αιώνα κατά την διάρκεια του οποίου εξελίχθηκε στην ισχυρότερη μονή<br />

<strong>της</strong> Λευκάδας αυξάνοντας την ακτίνα επιρροής <strong>της</strong> με ιδιοκτησίες, ναούς και<br />

μετόχια σε διάφορες θέσεις του νησιού 8 , ενώ στην συνέχεια, μετά από μια<br />

φθίνουσα πορεία, όπως και το σύνολο σχεδόν των μονών, καταργήθηκε στις<br />

αρχές του 20ου αιώνα.<br />

Το καθολικό <strong>της</strong> μονής, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, διαστάσεων<br />

6,40μ.Χ18,40μ., είναι ένας μονόχωρος, δρομικός ναός με πρόναο και<br />

δίριχτη στέγη 9 (εικ. 3 -6). Ο κυρίως Ναός, διαστάσεων 6,40μ.Χ12,00μ περίπου,<br />

έχει μια νότια κύρια είσοδο, μια βόρεια κλειστή σήμερα με λιθοδομή και<br />

δύο παράθυρα, από ένα στον νότιο και βόρειο τοίχο. Ο ναός <strong>της</strong> περιόδου<br />

<strong>της</strong> τουρκοκρατίας είναι ο σημερινός κυρίως ναός που αντικατέστησε παλαιότερο,<br />

όπως διαπιστώνεται από την διαφορετική τοιχοποιία <strong>της</strong> κόγχης του<br />

Ιερού (εικ. 7). Ο ναός αυτός ο οποίος πιθανόν προϋπήρχε του 17ου αιώνα, είχε<br />

μικρά ασύμμετρα ανοίγματα ψηλά, κοντά στο επίπεδο έδρασης <strong>της</strong> στέγης<br />

(εικ. 8), και πιθανόν μόνον μία χαμηλή δυτική είσοδο έκκεντρα τοποθετημένη,<br />

κοντά στην νοτιοδυτική γωνία του κτίσματος 10 . Την είσοδο αυτή μαρτυρά<br />

το ίχνος <strong>της</strong> μιας παρειάς <strong>της</strong>, το οποίο ήταν ευδιάκριτο και στις δυο πλευρές<br />

του δυτικού τοίχου κατά την φάση <strong>της</strong> αποτύπωσης (εικ. 9, 10), καθώς και η<br />

μεταγενέστερη συμπλήρωση, στη θέση αυτή, του περιμετρικού αναβαθμού<br />

έδρασης των στασιδιών που διατρέχει τον κυρίως ναό. Η είσοδος αυτή αντικαταστάθηκε<br />

αργότερα με την σημερινή κεντρική δυτική είσοδο του κυρίως<br />

ναού από τον πρόναο η οποία στο επάνω εξωτερικό <strong>της</strong> μέρος συνοδεύεται<br />

8. Για την ανάπτυξή <strong>της</strong> και την επέκταση <strong>της</strong> κτηματικής <strong>της</strong> περιουσίας κατά τον 18ο<br />

αιώνα, βλ. και Άγγ. Χόρτη, ο.π., σ. 83.<br />

9. Η μελέτη αποτύπωσης του καθολικού έγινε στο 1992 ενώ η μελέτη στερέωσης - αποκατάστασης<br />

το 1996, για λογαριασμό <strong>της</strong> κοινότητας Καρυάς και παρεδόθηκε στο συμβούλιο<br />

περιοχής <strong>της</strong> 3ης Εδαφικής Περιφέρειας Ν. Λευκάδας. Αρχιτέκτονας μελετητής ήταν ο<br />

Κίμων Θερμός, ενώ στη δεύτερη συμμετείχε ως μελετητής πολιτικός μηχανικός ο ∆ημήτρης<br />

Φούντας, και επιστημονική σύμβουλος η Άννα Παπαδάμου, αρχιτέκτων-αναστηλώτρια.<br />

Επίσης συνεργάστηκαν οι αρχιτέκτονες Στεργιανή Τσιατμά και Μιχάλης Γαλανάκης, και<br />

στην φάση <strong>της</strong> αποτύπωσης ο, τότε, φοιτητής αρχιτεκτονικής ∆ημήτρης Κατσαμάκας.<br />

10. Κατά τους Κ. Μαχαιρά και Π. Γ. Ροντογιάννη ο σημερινός ναός είναι των αρχών του<br />

18ου αιώνος, (Κ. Μαχαιρά, ο.π., σ. 289, Π. Γ. Ροντογιάννης, Η χριστιανική τέχνη στην<br />

Λευκάδα, Επετηρίς ΕΛΜ Γ (1973), <strong>Αθήνα</strong>ι, 1974, σ. 84-85). Η έρευνα, ωστόσο, έδειξε ότι<br />

ο σημερινός κυρίως ναός είναι ο ναός <strong>της</strong> τουρκοκρατίας ο οποίος δέχθηκε μεταγενέστερες<br />

επιμέρους εξωτερικές και εσωτερικές επεμβάσεις. <strong>Τα</strong> αρχικά ανοίγματα <strong>της</strong> τουρκοκρατίας<br />

είναι σήμερα ορατά. <strong>Τα</strong> ίχνη των δύο παραθύρων του βόρειου τοίχου, ένα δίλοβο<br />

και ένα απλό τοξωτό, διακρίνονταν κατά την διάρκεια <strong>της</strong> αποτύπωσης ενώ αυτά του<br />

νότιου τοίχου αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών στερέωσης-αποκατάστασης<br />

του καθολικού.


36<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

από τοιχογραφημένο φάτνωμα 11 . ∆εν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ο χρόνος<br />

διάνοιξης <strong>της</strong> νέας εισόδου, θα μπορούσαμε ωστόσο να θεωρήσουμε ότι<br />

διανοίχθηκε κατά τον 17ο αιώνα, καθώς αυτή προηγήθηκε <strong>της</strong> τελικής φάσης<br />

αγιογράφησης του δυτικού τοίχου και πιθανόν των σημερινών ανοιγμάτων<br />

του κυρίως ναού 12 .<br />

Στις αρχές του 18ου αιώνα, σύμφωνα με τους ιστορικούς Μαχαιρά και Ροντογιάννη<br />

γίνονται σημαντικές επεμβάσεις και ανακατασκευή του κτίσματος.<br />

Κατά την περίοδο αυτή, στο εξωτερικό του κτίσματος γίνονται μόνον<br />

επιμέρους επεμβάσεις: διανοίγεται η νότια είσοδος, το διπλανό <strong>της</strong> νότιο παράθυρο,<br />

και πιθανόν και το βόρειο, που αντικαθιστούν τα μικρά ανοίγματα<br />

<strong>της</strong> τουρκοκρατίας 13 (εικ. 11 - 13). Η νότια είσοδος όπως και τα δύο νέα παράθυρα,<br />

τα οποία είναι διαφορετικών διαστάσεων, τρόπου κατασκευής και<br />

βρίσκονται σε διαφορετικά ύψη, κατασκευάστηκαν σε διαφορετικούς χρόνους,<br />

ωστόσο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην ίδια γενική<br />

φάση των επεμβάσεων στο μνημείο. Είναι φανερό, όμως, ότι στη φάση αυτή<br />

δεν επιδιώχθηκε συνολική αναμόρφωση των όψεων του ναού παρά μόνον<br />

επιμέρους, αποσπασματικές εξωτερικές επεμβάσεις στο κτίσμα <strong>της</strong> τουρκοκρατίας,<br />

κυρίως στην νότια όψη η οποία διαμορφώθηκε ως κύρια, χωρίς να<br />

υπάρχει αντίληψη για μια συνολική, ενιαία αισθητική-μορφολογική αντιμετώπιση<br />

του εξωτερικού του κτίσματος, με τις σημαντικότερες επεμβάσεις να<br />

γίνονται στο εσωτερικό του 14 . Αντίθετα, η επέμβαση <strong>της</strong> τρί<strong>της</strong> δεκαετίας<br />

του 18ου αιώνα (χρονολογία θυρώματος 1722) στο καθολικό <strong>της</strong> Κόκκινης<br />

Εκκλησιάς ήταν συνολικότερη, περισσότερο περίτεχνη και αποσκοπούσε<br />

11. Το φάτνωμα, το οποίο φέρει ίχνη τοιχογράφησης, σήμερα βρίσκεται στο επίπεδο του<br />

εξώστη και μέρος του έχει καταστραφεί με την καθαίρεση του πάνω τμήματος του τοίχου.<br />

12. Για το ζήτημα <strong>της</strong> αγιογράφησης γίνεται αναφορά και παρακάτω. Επίσης βλ. υποσημειώσεις<br />

20 και 21.<br />

13. Η νότια είσοδος, πρέπει να είναι μεταγενέστερη <strong>της</strong> δυτικής εισόδου στον κυρίως<br />

ναό και να προηγείται <strong>της</strong> κατασκευής του νότιου παραθύρου, ενώ η πρόχειρη γραφή<br />

στην κλείδα του τόξου <strong>της</strong> είναι μάλλον μεταγενέστερη. Η νότια είσοδος έχει συγγενή<br />

μορφολογικά στοιχεία με την δυτική του πρόναου, αλλά στην περίπτωση που και οι δύο<br />

κατασκευάστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα όταν κατασκευάστηκε ο πρόναος, αυτό θα<br />

σήμαινε ότι ο ναός μέχρι τότε είχε μόνον την χαμηλή δυτική είσοδο, υπόθεση που πρέπει<br />

μάλλον να αποκλεισθεί.<br />

14. Ο Π. Ροντογιάννης, τοποθετεί στις αρχές του 18ου αιώνα σημαντικές παρεμβάσεις<br />

στο εσωτερικό του ναού, όπως πιθανόν την αγιογράφησή του και την κατασκευή του<br />

τέμπλου που την συνδυάζει με την ζωφράφιση τριών δεσποτικών εικόνων από τον Τομάζο<br />

Τζεν μεταξύ των ετών 1736 και 1748 (ή 1753). Βλ. Π. Γ. Ροντογιάννης, ο.π., σ. 20, 188<br />

και 321. Πιθανόν η κατασκευή του τέμπλου να συνδυάζεται και με την διαμόρφωση <strong>της</strong><br />

ξύλινης οροφής του ναού. Το σημερινό επιμελημένο δάπεδο του κυρίως ναού πιθανόν<br />

ανήκει και αυτό στη γενική αυτή φάση επεμβάσεων στο μνημείο.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

37<br />

στη διαμόρφωση ενός κτίσματος σύμφωνα με τις αισθητικές αντιλήψεις <strong>της</strong><br />

εποχής αυτής 15 . Ανάλογες περίτεχνες κατασκευές συναντώνται και σε άλλα<br />

χρονολογημένα θυρώματα ναών <strong>της</strong> ίδιας περιόδου. Η διαπίστωση αυτή μετατοπίζει<br />

παλαιότερα τον χρόνο των εξωτερικών αυτών επεμβάσεων στο<br />

καθολικό του Αγίου Ιωάννη, πιθανόν μεταξύ του τέλους του 17ου αιώνα και<br />

του πρώιμου 18ου 16 .<br />

Με μεγαλύτερη ασφάλεια μπορούμε να ταυτίσουμε την μεταγενέστερη<br />

διάνοιξη στον βόρειο τοίχο <strong>της</strong> χαμηλής εισόδου του κυρίως ναού και του<br />

φεγγίτη του Ιερού (εικ. 14, 15), καθώς έχουν την ίδια πρόχειρη και απλή κατασκευή,<br />

με την καταγραφή τον Ιούνιο του 1812, στα βιβλία εσόδων και εξόδων<br />

<strong>της</strong> μονής, του κόστους διάνοιξης μιας πόρτας και ενός παραθυριού 17 .<br />

Ο πρόναος, διαστάσεων 6,30μ.Χ6,30μ. περίπου, είναι ένας μικρός σχεδόν<br />

τετράγωνος ψηλοτάβανος χώρος, απλούστερης κατασκευής, ο οποίος έχει τέσσερις<br />

εισόδους, μία σε κάθε πλευρά του, και από ένα παράθυρο στους εξωτερικούς<br />

τοίχους (εικ. 4, 16, 17 ). Ο πρόναος ποτέ δεν επιχρίστηκε, δεν ταβανιάστηκε,<br />

ούτε απόκτησε δάπεδο άλλο από πατημένο χώμα. Είναι ένας εντυπωσιακός<br />

χώρος όπου το ημιτελές, η τραχύτητα <strong>της</strong> υφής και το φυσικό χρώμα των υλικών<br />

του, προκαλεί έντονη αντίθεση με τις λείες επεξεργασμένες επιφάνειες του<br />

κυρίως ναού. Η χρονολογία 184(2) που αναγράφεται στην κλείδα του τόξου<br />

<strong>της</strong> κεντρικής δυτικής εισόδου του πρέπει να αναφέρεται στον χρόνο κατασκευής<br />

του, εποχή παρακμής του συστήματος των μονών, γεγονός που δικαιολογεί<br />

ότι η κατασκευή του παρέμεινε ημιτελής και ταυτόχρονα μαρτυρά το<br />

μέγεθος αυτής <strong>της</strong> παρακμής. Η εκδοχή να κατασκευάστηκε ο πρόναος την<br />

εποχή των προηγούμενων επεμβάσεων δεν είναι πιθανή διότι αυτό θα σήμαινε<br />

ότι παρέμεινε ημιτελής σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης <strong>της</strong> μονής. Ωστόσο,<br />

η έλλειψη επιχρίσματος στην εσωτερική ανατολική όψη του, η οποία μέχρι την<br />

κατασκευή του πρόναου ήταν η εξωτερική δυτική όψη του ναού, δηλώνει ότι ο<br />

ναός, εξωτερικά ποτέ δεν επιχρίστηκε ολόκληρος και ότι, κατά τις προηγούμε-<br />

15. Βλ. και Μ. Φίλιππα –Αποστόλου, Π. Αργυρός, <strong>Τα</strong> μοναστήρια <strong>της</strong> Λευκάδας, η σχέση<br />

τους με το γεωγραφικό χώρο και η αρχιτεκτονική τους, στο <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου,<br />

Η χριστιανική Τέχνη στη Λευκάδα, 15ος – 19ος αιώνας, ΕΛΜ, <strong>Αθήνα</strong> 2000, σ. 67-80.<br />

16. Ορισμένες επεμβάσεις, πιθανόν, σχετίζονται με τον μεγάλο σεισμό του 1704. Για τους<br />

σεισμούς βλ. Π. Γ. Ροντογιάννης, Σεισμολόγιο Λευκάδος (1469-1971), Επετηρίς ΕΛΜ Η,<br />

<strong>Αθήνα</strong>ι 1995, σ. 151-205.<br />

17. Από την καταγραφή αυτή, η οποία παρατίθεται παρακάτω σε άλλο σημείο <strong>της</strong> εισήγησης,<br />

αναφέρεται ότι για τα νέα κουφώματα αγοράστηκαν τάβλες και κατάσκευάστηκαν<br />

«κλήσματα» (σκούρα, εξώφυλλα), αλλά όχι «τέλλερα» (τζαμλίκια). Για ένα<br />

κανονικό παράθυρο, όπως σε άλλη περίπτωση, θα έπρεπε να είχαν κατασκευαστεί και<br />

«τέλλερα» ενώ για τον φεγγίτη αρκούσαν μόνο «κλήσματα». Βλ. καταγραφές στις 1 και<br />

20/6/1812 στο βιβλίο εσόδων-εξόδων <strong>της</strong> μονής, Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας (ΙΑΛ).


38<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

νες επεμβάσεις, επιχρίστηκαν μόνον ορισμένες όψεις του ή ίσως μόνον η νότια 18 .<br />

Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά την κατάργηση <strong>της</strong> μονής, κατασκευάστηκε<br />

ένας εξώσ<strong>της</strong> για την χρήση του ως γυναικωνίτη, μια πέτρινη σκάλα<br />

και καταργήθηκαν, λόγω <strong>της</strong> στενότητας του χώρου, η βόρεια και η νότια είσοδος<br />

(εικ. 18). Συγχρόνως, για να υπάρχει οπτική επαφή με τον κυρίως ναό,<br />

καθαιρέθηκε πρόχειρα το επάνω μέρος <strong>της</strong> μεσοτοιχίας, χάνοντας έτσι ένα<br />

μεγάλο τμήμα <strong>της</strong> αγιογράφησής <strong>της</strong> 19 (εικ. 6, 19). Η τελευταία αυτή επέμβαση<br />

στο κτίσμα, πιθανόν συνδυάζεται με επισκευή <strong>της</strong> λιθοδομής του πρόναου<br />

μετά από σεισμό, γιατί σε διάφορα θέσεις <strong>της</strong> χρησιμοποιήθηκαν αγιογραφημένες<br />

πέτρες που προέρχονται από αυτή την καθαίρεση.<br />

Απαντήσεις, στα ερωτήματα που εγείρονται για τον χρόνο των διαφόρων<br />

επεμβάσεων, εκτός από μια συγκριτική μελέτη σε σχέση με τα υπόλοιπα κτίσματα<br />

<strong>της</strong> μονής και με άλλα καθολικά μονών, μπορούν να δώσουν οι παρατηρήσεις<br />

και τα πρόσθετα στοιχεία που πιθανόν προέκυψαν κατά τις εργασίες<br />

στερέωσης-αποκατάστασης του κτίσματος, και κυρίως ο καθαρισμός και η<br />

αποκάλυψη <strong>της</strong> αγιογράφησής του. <strong>Τα</strong> ίχνη του ζωγραφικού διακόσμου των<br />

παρειών των κλεισμένων ανοιγμάτων <strong>της</strong> τουρκοκρατίας, <strong>της</strong> αρχικής δυτικής<br />

εισόδου και των παραθύρων, πιστοποιούν ότι ο ναός υπήρξε αγιογραφημένος<br />

από τότε 20 (εικ. 20, 21). Επομένως, καθώς η λιθοδομή που έκλεισε την αρχική<br />

δυτική είσοδο στον ναό, καλύπτεται από ένα στρώμα μεταγενέστερής <strong>της</strong><br />

αγιογράφησης (εικ. 9), μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπήρξαν δύο φάσεις αγιογράφησης<br />

του ναού που η μελέτη τους πιθανώς δώσει νέα στοιχεία για την<br />

18. Κατά τη φάση <strong>της</strong> αποτύπωσης ήταν επιχρισμένος ο νότιος και δυτικός τοίχος του<br />

σημερινού κτίσματος, αλλά δεν υπήρχαν ενδείξεις επιχρίσματος στον βόρειο και στον<br />

ανατολικό. ∆εν γνωρίζω αν, κατά την φάση των εργασιών στερέωσης – αποκατάστασης,<br />

βρέθηκαν επιπλέον στοιχεία για το επίχρισμα, κυρίως μετά την απομάκρυνση των χωμάτων<br />

που κάλυπταν το κάτω τμήμα του βόρειου τοίχου. Η σημερινή όψη του κτίσματος με<br />

εμφανή την λιθοδομή του, νομίζω ότι θα πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή, και ότι μετά από<br />

σχετική έρευνα και, πιθανόν, σε σχέση με μια μελλοντική μελέτη στερέωσης-αποκατάστασης<br />

<strong>της</strong> μονής, θα πρέπει να διερευνηθεί η τελική διαμόρφωση των όψεών του, οι θέσεις<br />

που θα μπει νέο επίχρισμα, ο τρόπος κατασκευής και ο χρωματισμός του.<br />

19. Η καθαίρεση του επάνω τμήματος του λιθοδομής ήταν πρόχειρη και βίαιη καθώς<br />

δείχνουν τα ίχνη του καθαιρεθέντος τοίχου τα οποία έμειναν εμφανή χωρίς προσπάθεια<br />

επούλωσης <strong>της</strong> επιφάνειας. ∆υστυχώς, με το νέο αρμολόγημα εξομαλύνθηκε η επιφάνεια<br />

και έχασε την ένταση που <strong>της</strong> προσέδιδε η βιαιότητα αυτής <strong>της</strong> χειρονομίας. Με παρέμβασή<br />

του στο συνέδριο, ο Ι. Ζαμπέλης τοποθέτησε την επέμβαση αυτή μάλλον στην δεκαετία<br />

του 1930, σύμφωνα με πληροφορίες του από άτομα που την θυμούνταν. Την ίδια<br />

εποχή διαμορφώθηκε και το «ντεπόζιτο» του ναού καταλαμβάνοντας τμήμα του Ιερού.<br />

20. Κατά την φάση <strong>της</strong> αποτύπωσης φαίνονταν ευδιάκριτα ότι η εσωτερική παρειά <strong>της</strong><br />

κλεισμένης δυτικής εισόδου ήταν τοιχογραφημένη. Η μαρτυρία αυτή σήμερα καλύφθηκε<br />

από το νέο αρμολόγημα.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

39<br />

χρονολόγηση των διαφόρων επεμβάσεων 21 . Σε κάθε περίπτωση πάντως το ζήτημα<br />

<strong>της</strong> χρονολόγησης των επεμβάσεων στο μνημείο παραμένει ανοικτό και η<br />

μελλοντική έρευνα πιθανόν ανατρέψει πολλές από τις σημερινές υποθέσεις.<br />

Το κτίσμα στη διάρκεια <strong>της</strong> ζωής του υπέστη συνεχείς τροποποιήσεις που<br />

προσέδιναν, κάθε φορά, διαφορετικά χαρακτηριστικά στη δομή του. Το κτίσμα<br />

<strong>της</strong> τουρκοκρατίας με την έκκεντρη χαμηλή δυτική είσοδο και τα μικρά,<br />

ψηλά τοποθετημένα ανοίγματα, αποτελεί μια κλειστή εσωστρεφή δομή στο<br />

κέντρο <strong>της</strong> μονής, όπου τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του αυστηρού τυπολογικού<br />

προσανατολισμού του ναού στον άξονα ανατολής-δύσης μειώνονται<br />

και μετατρέπονται σε μια εσωτερική σχέση του κτίσματος. Έτσι, ο κοσμικός<br />

αυτός προσανατολισμός αποκτά μια εσωτερική ένταση, η οποία διαφυλάσσει<br />

το καθολικό ως το κέντρο του μοναστηριακού συγκροτήματος αλλά και του<br />

συνολικότερου συστήματος <strong>της</strong> μονής.<br />

Οι μεταγενέστερες επεμβάσεις, παρότι επιμέρους και αποσπασματικές, διαμορφώνουν<br />

ένα εξωστρεφές κτίσμα ενώ, η διαμόρφωση <strong>της</strong> νότια όψης ως<br />

κύριας, αυτόματα μετατοπίζει το κέντρο αναφοράς του από το εσωτερικό <strong>της</strong><br />

μονής στον χώρο εισόδου <strong>της</strong> και στον επισκέπτη-εισερχόμενο από αυτήν. Η<br />

αποσπασματικότητα και τυχαιότητα στη θέση και στην μορφή των ανοιγμάτων<br />

δείχνει ότι δεν υπάρχει, ακόμη, κάποια συγκροτημένη συνολική αναφορά<br />

σε αισθητικά ή τυπολογικά πρότυπα, που διαμορφώνονται στα Επτάνησα<br />

κατά τον 18ο αιώνα, όμως ταυτόχρονα μας προϊδεάζει για τη κατοπινή<br />

διαμόρφωσή τους και την εξέλιξη <strong>της</strong> μορφής των κτιρίων, ιδιαιτέρως των<br />

ναών, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.<br />

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η προσθήκη του πρόναου αποτέλεσε την ημιτελή<br />

προσπάθεια να αποκτήσει το καθολικό μια πιο συγκροτημένη μοναστηριακή,<br />

και εσωστρεφή ταυτόχρονα, δομή παρά την επιταχυνόμενη παρακμή και<br />

συρρίκνωση του συστήματος των μονών. Η ίδια η δομή του πρόναου δηλώνει<br />

την πρόθεση για μια αυστηρή τυπολογική, και πιθανόν μορφολογική, καθαρότητα<br />

καθώς οι τέσσερις είσοδοι εγγράφουν ένα σταυρό στο εσωτερικό του,<br />

που η κεντρική του κεραία διατρέχει όλο το κτίσμα μέχρι την κόγχη του ιε-<br />

21. Ο Ροντογιάννης τοποθετεί την αγιογράφηση του ναού στις αρχές του 18ου αιώνα (Π.<br />

Γ. Ροντογιάννης, Η χριστιανική τέχνη στην Λευκάδα, Επετηρίς ΕΛΜ Γ (1973), <strong>Αθήνα</strong>ι,<br />

1974, σ. 84), και η Πολ. ∆ημητρακοπούλου, διαπιστώνει σ΄ αυτή την επίδραση <strong>της</strong> ηπειρώτικης<br />

παράδοσης του 16ου και 17ου αιώνα. (Πολ. ∆ημητρακοπούλου, Η Μεταβυζαντινή<br />

εντοίχια ζωγραφική στη Λευκάδα, στο <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου, Η χριστιανική Τέχνη<br />

στη Λευκάδα, 15ος – 19ος αιώνας, ΕΛΜ, <strong>Αθήνα</strong> 2000, σ. 42). Πιθανόν, στο επάνω εσωτερικό<br />

μέρος <strong>της</strong> δυτικής εισόδου, υπάρχει ασβεστωμένη σήμερα, επιγραφή – μαρτυρία <strong>της</strong><br />

αγιογράφησης αυτής, το ίχνος του πλαισίου <strong>της</strong> οποίας μόλις διακρίνεται. Στις λιθοδομές<br />

που έκλεισαν τα αρχικά παράθυρα <strong>της</strong> τουρκοκρατίας δεν είναι ευδιάκριτο τι συμβαίνει<br />

εξ αιτίας των καταστροφών και <strong>της</strong> επασβέστωσης των αγιογραφιών στα σημεία αυτά.


40<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

ρού, η οποία ωστόσο αναιρείται και απαλύνεται, από τη ασυμβατότητα του<br />

άξονα των εισόδων και των παραθύρων <strong>της</strong> βόρειας και νότιας όψης (εικ. 22)<br />

και από την απλότητα και το ημιτελές <strong>της</strong> κατασκευής. <strong>Τα</strong>υτόχρονα, η δυτική<br />

είσοδος του πρόναου συσχετίζεται με την κλίμακα που οδηγεί στην δυτική<br />

πτέρυγα του συγκροτήματος και στο αρχονταρίκι, ενισχύει τον άξονα ανατολής-δύσης<br />

και συνδέει άμεσα το καθολικό με τα άλλα κτίσματα και το εσωτερικό<br />

<strong>της</strong> μονής. Τέλος, η προηγούμενη διάνοιξη <strong>της</strong> βόρειας εισόδου στον<br />

κυρίως ναό, εγγράφει μια πιο ελεύθερη σταυροειδή κίνηση στο εσωτερικό του.<br />

Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι υπήρξαν δύο γενικές βασικές φάσεις<br />

επεμβάσεων στο αρχικό εσωστρεφές κτίσμα <strong>της</strong> τουρκοκρατίας. Η πλέον επιμελημένη<br />

του τέλους του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα περιορίζεται<br />

σε σημειακές επεμβάσεις στις όψεις του ναού και σε σημαντικότερες στο εσωτερικό<br />

του, οι οποίες ωστόσο του προσδίνουν έναν περισσότερο εξωστρεφή χαρακτήρα,<br />

ενώ οι επεμβάσεις του 19ου αιώνα, με σημαντικότερη την επέκταση του<br />

καθολικού με την κατασκευή του πρόναου, υπήρξαν πρόχειρες και ημιτελείς.<br />

Η προσθήκη του πρόναου και η προσπάθεια αναζήτησης, όπως προαναφέρθηκε,<br />

μιας μοναστηριακής και τυπολογικής καθαρότητας ταυτόχρονα δηλώνει,<br />

πιθανόν, μια γενικότερη εσωστρεφή διάθεση του συστήματος των μονών, σε μια<br />

εποχή που, αποτυγχάνοντας να διαμορφώσει έναν ολιστικό χαρακτήρα ή να<br />

ενταχθεί σε μια σύγχρονη κοινωνική δομή, περιορίζεται σε ένα συρρικνούμενο<br />

θρησκευτικό και παραγωγικό ρόλο, χάνοντας ταυτόχρονα τα ερείσματά του<br />

στον αστικό και τον αγροτικό πληθυσμό. <strong>Τα</strong> στοιχεία του καθολικού <strong>της</strong> μονής,<br />

η οποία κατά τον 18ο αιώνα εξελίχθηκε στην ισχυρότερη του νησιού, παρ΄ ότι<br />

αποσπασματικά, θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην αναζήτηση <strong>της</strong> αρχής<br />

<strong>της</strong> παρακμής του συστήματος αυτού τουλάχιστον στα μέσα του 18ου αιώνα 22 ,<br />

ενώ τα στοιχεία του 19ου αιώνα δηλώνουν καθαρά την επιταχυνόμενη παρακμή<br />

αυτού του συστήματος κατά την περίοδο αυτή και την προσπάθειά του, αλλά<br />

και την αδυναμία του, να επιβιώσει συγκρουόμενο με την έντονη ανάπτυξη των<br />

αστικών δομών του κέντρου. Η σύγκριση των επεμβάσεων <strong>της</strong> περιόδου αυτής,<br />

μεταξύ των ναών <strong>της</strong> πόλης και του καθολικού <strong>της</strong> μονής, καταγράφει έντονα<br />

την σύγκρουση αυτή και την μελλοντική <strong>της</strong> έκβαση.<br />

Για τα υπόλοιπα κτίρια <strong>της</strong> μονής, εκτός από ορισμένες γνωστές επεμβάσεις<br />

των αρχών του 18ου αιώνα 23 , λείπουν τα στοιχεία ώστε να μπορέσουμε<br />

να παρακολουθήσουμε την κτιριακή <strong>της</strong> ανάπτυξη. Στα βιβλία εσόδων - εξόδων<br />

<strong>της</strong> μονής για τα έτη 1811 και 1812 αναφέρονται μικροεπισκευές στην<br />

22. Αν θεωρηθεί ως γενικότερο σύστημα συγκρότησης του αγροτικού χώρου, παρά το<br />

ότι κατά τον 18ο αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση <strong>της</strong> κτηματικής περιουσίας και<br />

των προσόδων τους. Βλέπε Κ. Μαχαιράς, ο.π., σ. 215-216, Άγγ. Χόρ<strong>της</strong>, ο.π., σ. 82-84.<br />

23. Π. Γ. Ροντογιάννης, ο.π., σ. 85.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

41<br />

βόρεια, δυτική και νότια πτέρυγα του συγκροτήματος, επομένως αυτό μέχρι<br />

τότε, και πιθανότατα τουλάχιστον μέχρι το μισό του 18ου αιώνα, είχε ολοκληρωθεί<br />

ή τουλάχιστον κατασκευαστεί στο μεγαλύτερο μέρος του 24 .<br />

3. Απόσπασμα 2: Στοιχεία καταγραφών από τα βιβλία εσόδων-εξόδων <strong>της</strong><br />

μονής<br />

Κατά τις εργασίες πεδίου <strong>της</strong> αποτύπωσης του καθολικού, αποκομμένοι<br />

μέσα στον περίβολο του μοναστηριού, καθαρίζαμε, αποτυπώναμε, φωτογραφίζαμε.<br />

Το κτίσμα είχε ύλη: τοίχους, πέτρες, ξύλα, κονιάματα, αγιογραφίες,<br />

πεταγμένα αντικείμενα. Βλέπαμε κατασκευές, προσθήκες και καταστροφές.<br />

Όμως ο άνθρωπος και η δράση του παρέμενε άγνωστος και αινιγματικός,<br />

απόμακρος και ταυτόχρονα παρών μέσα σε κάθε υλικό, σε κάθε απόσπασμα,<br />

σε κάθε θραύσμα, σε κάθε προσθήκη και σε κάθε καταστροφή. Ο άνθρωπος<br />

και το σύστημα που παρήγαγε παρέμενε ακόμη απροσδιόριστο.<br />

Η έρευνα <strong>της</strong> γενικής βιβλιογραφίας προσδιόρισε και έδωσε πιο συγκεκριμένα<br />

χαρακτηριστικά στο σύστημα αυτό. Το συσχέτισε με χρονικές περιόδους,<br />

κοινωνικο-οικονομικά και πολιτισμικά στοιχεία, με κοινωνικές ομάδες<br />

και άτομα. Όμως, ενώ έτσι προσεγγίζονταν ο γενικός περίγυρος, έλειπαν τα<br />

συγκεκριμένα άτομα που αποτέλεσαν αυτό το σύστημα, που το δημιούργησαν<br />

και το νοηματοδότησαν. Αυτά, που θα προσέδιδαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά<br />

και οντότητα, και θα συγκεκριμενοποιούσαν το γενικό αυτό σύστημα<br />

σε μια συγκεκριμένη, κάθε φορά, χωροχρονική δομή.<br />

<strong>Τα</strong> πιο συγκεντρωμένα στοιχεία με συνεχή χρονική διάρκεια, για τα άτομα<br />

αυτά, βρέθηκαν στα βιβλία των εσόδων και εξόδων <strong>της</strong> μονής που διασώθηκαν<br />

στο Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας. Η αναλυτική, ημερολογιακή σχεδόν,<br />

αναφορά τους σε συγκεκριμένα άτομα, στις εργασίες τους, στις αμοιβές<br />

τους, στη δράση τους, στην καθημερινότητα αυτού του συστήματος, σχίζει<br />

το φράγμα του «χρονικού βόμβου» που υψώνει η παρατακτική αίσθηση του<br />

χρόνου ανάμεσα στο παρελθόν και στο τώρα. Μελετώντας τα στοιχεία αυτά<br />

εισχωρεί κανείς μέσα στη σχισμή, τοποθετείται κάθετα στο φράγμα αυτό, και<br />

μετεωρίζεται έχοντας μια ταυτόχρονη και όχι παρατακτική, «σκιστή» θεώρηση<br />

του χρόνου 25 . Η εισήγηση μου λοιπόν, εκτός των άλλων, προσπαθεί να<br />

24. Σε καταγραφή στις αρχές Μαΐου του 1811 αναφέρεται ότι έγιναν επισκευές στις στέγες<br />

σε όλα τα κελιά και τις εκκλησίες στη μονή, ενώ στις 4/5/1812 αναφέρονται επισκευές<br />

στις στέγες του «πόντζου» και των «απάνω καιλιών», δηλαδή στην δυτική και βόρεια<br />

πτέρυγα <strong>της</strong> μονής. Η νότια πτέρυγα με την είσοδο <strong>της</strong> μονής, στην οποία δεν έγιναν νέες<br />

εργασίες, θα αποτελούσε τα «κάτω κελιά». Βλ. βιβλίο εσόδων-εξόδων μονής, ΙΑΛ.<br />

25. ∆ανείζομαι, κατ΄ αναλογίαν, τους όρους «χρονικός βόμβος» και «σκιστή θεώρηση» από<br />

τον Γιώργο Χειμωνά ο οποίος αναφερόμενος στην λειτουργία του λόγου γράφει: «Γιατί ο λόγος


42<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

μιλήσει για αυτή την εισχώρηση μέσα στη σχισμή και την κάθετη τοποθέτηση<br />

απέναντι σε αυτό το φράγμα. Επίσης, για το δέος που μπορεί να προκαλέσει<br />

αυτός ο μετεωρισμός και η αποκαλυπτική ιδιότητα <strong>της</strong> θέασης του ταυτόχρονου,<br />

αλλά πάνω από όλα <strong>της</strong> θέασης του ατόμου.<br />

Στην φάση <strong>της</strong> βιβλιογραφική έρευνας διερευνήθηκαν από τα βιβλία εσόδων<br />

– εξόδων <strong>της</strong> μονής, εκτός των άλλων, οι καταγραφές των εξόδων που<br />

αναφέρονται σε οικοδομικές εργασίες, ή σε εργασίες επισκευής του εξοπλισμού<br />

των παραγωγικών εγκαταστάσεων <strong>της</strong> και των μετοχίων <strong>της</strong> (μοναστηριακών<br />

και αστικών κτισμάτων, ναών, ελαιοτριβείων, νερόμυλων και ανεμόμυλων).<br />

<strong>Τα</strong> βιβλία καλύπτουν δύο περιόδους:<br />

• από το 1811 έως τον Ιούλιο του 1823, ξεκινούν δηλαδή αμέσως με την επαναλειτουργία<br />

<strong>της</strong> μονής και <strong>της</strong> απόδοσης <strong>της</strong> κτηματικής <strong>της</strong> περιουσίας<br />

μετά από την προσωρινή <strong>της</strong> δήμευση, και σταματούν δύο χρόνια πριν από<br />

το μεγάλο σεισμό του 1825 26 , και<br />

• από το 1868 έως το 1872, διάστημα μέσα στο οποίο έγινε ο καταστροφικός<br />

σεισμός του 1869, όπου τα έξοδα εμφανίζονται συνοπτικά μέσα από 7 καταχωρημένες<br />

αποδείξεις μαστόρων και προμηθευτών υλικών.<br />

Στα βιβλία καταγράφονται, άλλοτε με ασάφεια και άλλοτε με όση λεπτομέρεια<br />

μπορεί να περιλάβει ένα βιβλίο εσόδων-εξόδων, οι εργασίες, τα συνεργεία,<br />

οι μάστορες, οι προμηθευτές, οι τόποι τους, τα υλικά και οι τιμές<br />

τους, τα μεροκάματα, και το κόστος μιας κατασκευής. <strong>Τα</strong> στοιχεία και οι<br />

πληροφορίες που περιέχει είναι σημαντικά γιατί, εκτός από τις εργασίες στα<br />

διάφορα κτίσματα και μετόχια <strong>της</strong> μονής, παρόλο που δεν μπορεί εύκολα να<br />

προσδιοριστεί η ακριβής θέση και η έκταση <strong>της</strong> κάθε εργασίας, παρουσιάζεται<br />

η ανθρωπογεωγραφία και η καθημερινότητα αυτού του συστήματος, οι<br />

δράσεις και οι συμπεριφορές των ατόμων του.<br />

Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτή την καθημερινότητα από ορισμένα<br />

αποσπάσματα όπου καταγράφονται επισκευαστικές εργασίες που<br />

γίνονται το δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου 1812, παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητες,<br />

μέσα στον χώρο <strong>της</strong> μονής 27 (εικ. 23).<br />

διαδραματίζεται πίσω από την ομιλία. Η εννόηση συντελείται άλεκτα, πίσω από το φράγμα<br />

του λεκτικού βόμβου. Ο ομιλητής ή ο ακροατής – και στις δύο περιπτώσεις ο λέγων – δεν<br />

βρίσκεται ούτε από την μία πλευρά, ούτε από την άλλη αυτού του φράγματος, αλλά<br />

στρέφεται κατά μέτωπο απέναντι στη κάθετη, πλαϊνή του κόψη. Ατενίζει ταυτόχρονα,<br />

χωριστά και μαζί τις δύο όψεις του. Είναι εύκολο, πιστεύω, να φανταστούμε αυτόν τον<br />

σκιστό τρόπο <strong>της</strong> λειτουργίας του λόγου.» Γ. Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για τον λόγο, εκδ.<br />

ύψιλον/βιβλία, <strong>Αθήνα</strong> 1984, σ. 55.<br />

26. Για την προσωρινή διάλυση και δήμευση <strong>της</strong> περιουσίας τεσσάρων μονών βλ. Κ. Γ.<br />

Μαχαιράς, ο.π., σ. 252-258. Για τους σεισμούς βλ. Π. Γ. Ροντογιάννης, Σεισμολόγιο Λευκάδος<br />

(1469-1971), Επετηρίς ΕΛΜ Η, <strong>Αθήνα</strong>ι 1995, σ. 151-205.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

43<br />

4:μαΐου: ήλθαν ημαστόροι δια να σήρουν τα απάνου<br />

1812 καιλιά/ και του πόντζου νικολός τούμπας και<br />

Υάννης κατοπόδης δια τα/ οποία καιλιά<br />

αγόρασα καταχθά 150: προς π(αράδες).3: (σολδία)<br />

έδοσα - - - - - - - - - 112:1/2<br />

αγόρασα καρφιά κηντηνάρια έξη τρέντα.<br />

έδοσα - - - - - - - - - - 12:<br />

12: (μαΐου) επλέροσα τους άνωθεν μαστόρους δια ημέρας<br />

έξη οπού εκα/ μαν τζορνάδες 18: από γρ(όσι)α.2<br />

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 360:<br />

1: Ιουνίου ήλθαν ημαστόροι: παπαπέτρος Τούμπας και<br />

νικολός Τούμπας, και μου/ εύθηασαν μία πόρτα<br />

κι ένα παραθήρη οπού άνηξα/ ης την εκλησία,<br />

ομίος, μου εύθηασαν και τους διό έξω ληνούς/<br />

αγόρασα ασβέστη από τον κοσταντή ληγγόνη<br />

από χ. αλέξαν/ δρος, ασβέστη Κ(άδ;)ους 10: από<br />

π(αράδες).100: έδοσα 250:<br />

4: (Ιουνίου) ομίος αγόρασα φρεμενέλες δια την πόρτα και/<br />

παραθήρη έξη με ταις ρέλαις τους. Έδοσα - - - 100:<br />

18: (Ιουνίου) επλέροσα τους άνοθεν μαστόρους δια<br />

τζορνάδες 30/ προς γρ(όσι)α. 2: έδοσα - - - - - 600:<br />

20: (Ιουνίου) ήλθεν ογιοργάκης θερμός από εκλουβή δια να/<br />

φθιάση την πόρτα και παραθήρη διό κλήσματα/<br />

<strong>της</strong> εκλησίας δια την οπία αγόρασα τάβλες/ από 150:<br />

πάνο σταμπόγλη μαραγκήτικες δέκα. Έδοσα<br />

ομίος δια τρία κηντηνάρια καρφιά τρεντα<br />

(δυσανάγνωστη λέξη) έδοσα 75:<br />

23: (Ιουνίου) επλέροσα τον άνοθεν μάστορα δια τζ(ορνάδ)ες.<br />

3: έδοσα 90:<br />

Η καθημερινή σχεδόν καταγραφή δίνει διάρκεια στην ύπαρξη αυτού του<br />

μικρόκοσμου, ο οποίος παρουσιάζεται περισσότερο πραγματικός, από τις<br />

αποσπασματικές εμφανίσεις του σε διατάγματα, συμβολαιογραφικές πράξεις<br />

και νοταριακά έγγραφα, όπου εκεί τα άτομα και η δράση τους φωτίζονται<br />

από στιγμιαίες αναλαμπές. Αν ο Γεώργιος Μπαρμπαρίγος, δημόσιος<br />

νοτάριος <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας 28 , εκπρόσωπος μιας κρατικής δομής, καταγράφει<br />

πίσω από το γραφείο του τις συμβολαιογραφικές πράξεις των ατόμων<br />

27. Η ισοτιμία των νομισμάτων που αναφέρονται είναι: 1 ενετική λίρα = 10 γαζέτες = 200<br />

σολδία, 1 γρόσι = 40 παράδες = 10 σολδία, 1 σολδίο = 4 παράδες.


44<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

που παρουσιάζονται μπροστά του σαν ουδέτερος παρατηρητής, στην περίπτωση<br />

αυτών των καταγραφών παρακολουθούμε αναλυτικά, την καθημερινή<br />

δράση και τη συμπεριφορά των συγκεκριμένων ατόμων που αποτελούν<br />

αυτό το μικρόκοσμο. Ωστόσο δεν πρόκειται για τη προσωπική καταγραφή<br />

ενός ατόμου, αλλά για μια συλλογική καταγραφή ή καλλίτερα για το προσωπικό<br />

ημερολόγιο του συστήματος <strong>της</strong> μονής. ∆ιαβάζοντας, λοιπόν, αυτό<br />

το προσωπικό ημερολόγιο του συστήματος, εισχωρείς μέσα στη σχισμή και<br />

παρακολουθείς ταυτόχρονα το σημερινό παράθυρο του ιερού, για παράδειγμα,<br />

τους μαστόρους που το κατασκεύασαν και αυτόν που το παρήγγειλε<br />

(εικ. 15). Το παράθυρο εμπεριέχει την δράση αυτών των ατόμων, και όσων<br />

ενεπλάκησαν ή θα εμπλακούν με οποιοδήποτε τρόπο μαζί του. Ήδη το συγκεκριμένο<br />

παράθυρο έχει επισκευαστεί και στους προηγούμενους μαστόρους<br />

προστέθηκαν νέοι. Το παράθυρο, ως ένας πυκνωτής, τους εμπεριέχει<br />

όλους. Το δέος, επομένως, που μπορεί κανείς να αισθανθεί, απέναντι στην<br />

αποκαλυπτική ιδιότητα <strong>της</strong> θέασης του «ταυτόχρονου» σε ένα παράθυρο,<br />

και ο τρόμος, δεν οφείλεται στο ότι γνωρίζει λιγότερα από όσα περιέχει το<br />

παράθυρο, ούτε επειδή πιθανόν ανακαλύπτει ότι είναι πιο ανίσχυρος από<br />

αυτό, αλλά στη συνειδητοποίηση ότι και ο ίδιος, πλέον, εμπεριέχεται ήδη σ’<br />

αυτό το παράθυρο.<br />

∆εν θα αναφερθώ στην παρουσίαση των εργασιών που καταγράφονται<br />

στα βιβλία των εσόδων και εξόδων <strong>της</strong> μονής για τις συγκεκριμένες χρονικές<br />

περιόδους του 19ου αιώνα, διότι η παρουσίασή τους αποτελεί μια<br />

ξεχωριστή εργασία. Συμπερασματικά μόνον αναφέρω ότι όλες αφορούν<br />

στις απολύτως απαραίτητες εργασίες συντήρησης στα κτισμάτων <strong>της</strong> μονής<br />

και στα μετόχια <strong>της</strong>, και κυρίως στον εξοπλισμό των παραγωγικών<br />

εγκαταστάσεών <strong>της</strong> – ελαιοτριβείων, υδρόμυλων και ανεμόμυλων - που<br />

ήταν απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωσή <strong>της</strong>. Από τις καταγραφές αυτές<br />

φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για ένα σύστημα που παρακμάζει και<br />

που προσπαθεί με κόπο να συντηρήσει το κτιριακό και παραγωγικό του<br />

απόθεμα που σταδιακά φθίνει. Την περίοδο 1811-1823 οι περισσότερες εργασίες<br />

συντήρησης γίνονται, όπως είναι αναμενόμενο, τον πρώτο χρόνο<br />

επαναλειτουργίας <strong>της</strong> μονής και στη συνέχεια περιορίζονται. Επίσης, οι<br />

εργασίες στο διάστημα 1868-72, παρά τον καταστρεπτικό σεισμό, είναι<br />

ελάχιστες και φαίνεται ότι τα κτίσματά <strong>της</strong>, εκτός από αυτά στην ευρύτερη<br />

περιοχή <strong>της</strong> πόλης, είτε ότι δεν επλήγησαν από το σεισμό είτε ότι μερικά<br />

είχαν ήδη εγκαταλειφθεί.<br />

28. Βλέπε, Ελ. ∆. Γράψα, Γεώργιος Μπαρμπαρίγος, ∆ημόσιος νοτάριος <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας,<br />

Βιβλίο πρώτο: 1707-1709, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λευκάδας,<br />

Λευκάδα 2006.


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

45<br />

Η μόνη καταγραφή που δεν αφορά εργασίες συντήρησης, γίνεται στις 6<br />

Απριλίου 1817 και αναφέρει: «Επλήροσα ομίος του διμήτρη μπέλου, δια τέσαρα<br />

δεσποτικά/ οπού ευθηασεν <strong>της</strong> εκλησίας <strong>της</strong> θεοτόκου, και ομίος, διά<br />

τούς δώδεκα από/ στολους εις την εκλησία του κημητίριου. Του έδοσα - - -<br />

(σολδία) 1300:» 29 .<br />

4. Προοπτικές – μετασχηματισμοί: Η ανασύνταξη ενός συστήματος<br />

Το σύστημα των μονών <strong>της</strong> Λευκάδας προσπάθησε να αναπτυχθεί σαν ένα<br />

ολιστικό σύστημα συγκρότησης του αγροτικού <strong>της</strong> χώρου και να επιτελέσει<br />

ένα σύνθετο ρόλο, από τον οποίο όταν, για ιστορικούς λόγους, απομακρύνθηκε<br />

και περιορίστηκε σε κάποιο μεμονωμένο, θρησκευτικό ή παραγωγικό,<br />

κατέρρευσε και απέμειναν μόνον τα ερείπια των μονών και τα καθολικά τους.<br />

Στις αρχές του 20ου αιώνα μοιάζει, λοιπόν, να έκλεισε ένας ιστορικός κύκλος<br />

ανάπτυξης του συστήματος αυτού που ξεκίνησε με την μονή <strong>της</strong> Οδηγήτριας,<br />

πριν από τους χρόνους <strong>της</strong> Φραγκοκρατίας, από τις παρυφές των λόφων<br />

που περικλείουν το κάστρο και την πόλη, αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε σε<br />

ολόκληρο σχεδόν τον αγροτικό χώρο του νησιού κατά την τουρκοκρατία και<br />

την ενετοκρατία, και συρρικνώθηκε στην μονή <strong>της</strong> Φανερωμένης έξω από την<br />

σημερινή πόλη, μερικά χιλιόμετρα βορειοδυτικά από εκεί που ξεκίνησε.<br />

Η εγκαταλειμμένη, και εν μέρει ερειπιώδης, αυτή κτιριακή υποδομή αποτελεί<br />

τους πυκνωτές του νοήματος του συστήματος αυτού, και σαν τέτοια λειτουργεί<br />

και χωρίς την παρέμβασή μας. Πιθανόν δεν μας χρειάζεται. Αν όμως εμείς θελήσουμε<br />

να τοποθετηθούμε απέναντι του και να προσδώσουμε μια σύγχρονη<br />

εκδοχή σε αυτό το νόημα, νομίζω ότι η νέα πρόταση, θα πρέπει να επιχειρήσει<br />

την επαναδραστηριοποίηση και την ένταξη αυτής <strong>της</strong> υποδομής σε ένα ανάλογο,<br />

σύνθετο σύστημα. Τον χαρακτήρα αυτό, εκτιμώ ότι δεν μπορούν να του<br />

προσδώσουν μεμονωμένοι και περιορισμένοι φορείς όπως η τοπική αυτοδιοίκηση,<br />

η εκκλησία, μια ομάδα ανθρώπων ή μεμονωμένα άτομα. Για το λόγο αυτό,<br />

πιστεύω ότι θα πρέπει να συσταθεί ένας φορέας διαχείρισης ολόκληρου του συστήματος<br />

των καταργημένων μονών, στον οποίο θα συμμετέχουν θεσμικοί και<br />

κοινωνικοί φορείς, όχι μόνον του νησιού, και άτομα που λόγω <strong>της</strong> εξειδίκευσής<br />

τους μπορούν να διατυπώσουν έναν λόγο για την μελλοντική του πορεία και<br />

το νέο του ρόλο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μόνο τοπικής εμβέλειας ή μόνον<br />

προς μία κατεύθυνση. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αποτελέσουν χώρους<br />

πολιτισμού αλλά και εκπαίδευσης, έρευνας <strong>της</strong> σύγχρονης τεχνολογία και <strong>της</strong><br />

παραγωγής, σε συνεργασία με την τοπική κοινωνία και τους φορείς <strong>της</strong>, καθώς<br />

29. Πρόκειται την εκκλησία <strong>της</strong> Θεοτόκου, μετόχι <strong>της</strong> μονής, στους Πηγαδησάνους και<br />

τον ζωγράφο ∆ημήτριο Καμπίσο – Μπέλλο.


46 ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

και με ιδρύματα και φορείς πανελλαδικής και ευρωπαϊκής εμβέλειας. Ο φορέας<br />

αυτός θα πρέπει να στοχεύσει προς αυτή την κατεύθυνση και να διερευνήσει<br />

κατ΄ αρχήν τις δυνατότητες μιας τέτοιας ανάπτυξης, η πορεία <strong>της</strong> οποίας εκ<br />

των πραγμάτων θα είναι δαπανηρή και μακροχρόνια. Φυσικά, η συντήρηση και<br />

αποκατάσταση <strong>της</strong> κτιριακής υποδομής των μονών, και η έρευνα ποιών και σε<br />

ποιο βαθμό μπορεί να γίνει, είναι αναγκαία προϋπόθεση.<br />

Η εισήγηση αυτή, προσπάθησε να προσεγγίσει ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται<br />

με τον συνολικότερο ρόλο και την λειτουργία του συστήματος των<br />

μονών, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την μονή του Αγίου Ιωάννη και το καθολικό<br />

<strong>της</strong>, και να συμβάλει κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μέσα στα πλαίσια αυτού<br />

του συνεδρίου, στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου λόγου για την μελλοντική<br />

μας στάση απέναντι του, η οποία δεν θα πρέπει να είναι ηττοπαθής, μικρόπνοη<br />

και ωφελιμιστική. Αντίθετα, προτείνει μια δύσκολη, αιχμηρή, επιθετική και συγκροτημένη,<br />

ανοικτή στάση, με στόχο την επανδραστηριοποίηση και τον μετασχηματισμό<br />

του σε ένα σύγχρονο, σύνθετο σύστημα που θα συμβάλει στην<br />

συγκρότηση και στην λειτουργία του νέου γεωγραφικού χώρου <strong>της</strong> Λευκάδας,<br />

<strong>της</strong> πόλης και <strong>της</strong> «υπαίθρου» <strong>της</strong>. Ενός νέου συστήματος που θα κατανοήσει<br />

και θα επαναδιαπραγματευτεί την προηγούμενη ήττα.<br />

1. Είσοδος <strong>της</strong> μονής – νότια, δυτική και βόρεια πτέρυγα (1992)<br />

2. Η νότια πτέρυγα με την είσοδο <strong>της</strong> μονής (1992)


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

47<br />

3. Καθολικό (1992)<br />

4. Κάτοψη αποτύπωσης του καθολικού (1992)


48<br />

ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

6. Εσωτερική δυτική όψη<br />

κυρίως ναού (1992)<br />

5. Εσωτερικό κυρίως ναού<br />

(1992)<br />

7. Κόγχη Ιερού (1995)<br />

Βόρειο παράθυρο κυρίως<br />

ναού, εσωτερική όψη<br />

Βόρειο παράθυρο κυρίως<br />

ναού, εξωτερική όψη<br />

8. Παράθυρα περιόδου τουρκοκρατίας (1995)<br />

Παράθυρο ανατολικής<br />

όψης


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

49<br />

10. Πρόναος, ίχνος παρειάς <strong>της</strong><br />

καταργημένης δυτικής εισόδου<br />

προς το ναό (1992)<br />

9. Κυρίως ναός, τμήμα εσωτερικής<br />

δυτικής όψης. Κάτω δεξιά<br />

είναι ορατό το ίχνος <strong>της</strong> παρειάς<br />

<strong>της</strong> καταργημένης εισόδου (1992)<br />

11. Τμήμα <strong>της</strong> νότιας όψης (1992)<br />

12. Βόρειο παράθυρο κυρίως ναού<br />

(1995)


50 ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

13. Το καθολικό κατά την διάρκεια των εργασιών<br />

συντήρησης–αποκατὰστασης. Έχουν αποκαλυφθεί<br />

τα εξωτερικά ανοίγματα όλων των φάσεων<br />

του μνημείου<br />

14. Βόρεια έισοδος κυρίως ναού<br />

(1992)<br />

15. Βόρειος φεγγί<strong>της</strong> Ιερού (1992)<br />

16. Εσωτερική ανατολική όψη<br />

πρόναου (1992)


Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΒΑ∆Ι ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ<br />

51<br />

17. Εσωτερική δυτική όψη πρόναου (1992) 18. Η καταργημένη βόρεια είσοδος<br />

του πρόναου και η σκάλα προς<br />

τον εξώστη (1992)<br />

19. Εξώσ<strong>της</strong> πρόναου. ∆ιακρίνεται το<br />

ίχνος <strong>της</strong> καθαίρεσης του τμήματος του<br />

δυτικού τοίχου του κυρίως ναού και το<br />

φάτνωμα <strong>της</strong> εισόδου (1992)<br />

20. Το ίχνος <strong>της</strong> τοιχογραφημένης<br />

παρειάς <strong>της</strong> καταργημένης δυτικής<br />

εισόδου του ναού (1992)


52 ΚΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΣ<br />

21. Η τοιχογραφημένη παρειά του<br />

καταργημένου βόρειου ανοίγματος του<br />

ναού (1995)<br />

22. Η καταργημένη βόρεια είσοδος και<br />

το παράθυρο του πρόναου (1995)<br />

23. Σελίδα καταγραφής των<br />

εξόδων περιόδου Μαΐου – Ιουνίου<br />

1812. Πηγή: Ιστορικό Αρχείο<br />

Λευκάδας<br />

24. Βόρειος φεγγί<strong>της</strong> Ιερού (1992)


53<br />

Μαρία Λαμπρινού<br />

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΥΡΑΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑ∆Α:<br />

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ<br />

Η θέση, στην οποία ιδρύθηκε το φρούριο Λευκάδας, βρίσκεται σε απόσταση<br />

ενός χιλιομέτρου βορειοανατολικά από τη σύγχρονη πόλη Λευκάδα,<br />

κοντά στην ακτή <strong>της</strong> Ακαρνανίας και νότια <strong>της</strong> εισόδου στον Αμβρακικό<br />

κόλπο. Η θέση αυτή είναι γνωστή ήδη από το 1292 με την επονομασία Αγία<br />

Μαύρα. Η πληροφορία προκύπτει, από σχετική αναφορά στο Libro della<br />

conquista 1 , όπου περιγράφεται η λεηλασία των Γενοβέζων μισθοφόρων του<br />

Ανδρόνικου Γ΄ στην περιοχή γύρω από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι και την<br />

Αγία Μαύρα. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η ονομασία <strong>της</strong> περιοχής προηγήθηκε<br />

του 1294, χρονολογία κατά την οποία το νησί παραχωρήθηκε από τον<br />

∆εσπότη Ηπείρου Νικηφόρο Παλαιολόγο στον πρώτο Λατίνο ηγεμόνα του,<br />

στον Ιωάννη Ορσίνι 2 . Επίσης, σύμφωνα με θέσπισμα του 1300 που εξέδωσε<br />

ο βασιλέας Νεαπόλεως Carlo V d’ Anjou, το οχύρωμα Sancte Maura, κατασκευάστηκε<br />

στην περιοχή Lettorna 3 . Εντούτοις η εκ πρώ<strong>της</strong> άποψης απουσία<br />

ενδείξεων in situ ή κάθε είδους γραπτών μαρτυριών, απέτρεψαν παλαιότερα<br />

μελετητές να αναπτύξουν την υπόθεση σχετικά με την ύπαρξη παλαιότερου<br />

κτίσματος θρησκευτικού χαρακτήρα στην περιοχή, ενός κτιρίου δηλαδή, που<br />

θα συνέδεε την πρωτοχριστιανή μάρτυρα Μαύρα με μία τόσο στρατηγική<br />

θέση στην συνάντηση των ιστορικών χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων του<br />

Κεντρικού Ιονίου.<br />

Είναι γνωστό, ότι εντός των τειχών του φρουρίου λειτουργούσε από το<br />

1684 Χριστιανικό μοναστήρι του Τάγματος των Ιησουϊτών, στη θέση του<br />

αυτοκρατορικού τζαμιού και του μεντρεσέ 4 . Επίσης σε κεντρικό σημείο του<br />

φρουρίου, υπήρχε, ήδη πριν το 1479, πριν από την κατάληψη του φρουρίου<br />

1. Π. Ροντογιάννης Ιστορία <strong>της</strong> Λευκάδας, <strong>Αθήνα</strong> 2000, τ. Α΄ σ. 294 σημ. 6.<br />

2. Π. Ροντογιάννης ό. π. σελ. 292: Ο Ιωάννης Ορσίνι ήταν άμεσος απόγονος του παλατινού<br />

κόμη Ματθαίου, πρώτου Λατίνου ηγεμόνα <strong>της</strong> Κεφαλληνίας και Ιθάκης και πατριάρχη<br />

<strong>της</strong> πολυμελούς και μακροβιότα<strong>της</strong> οικογένειας Ορσίνι.<br />

3. Μαρία Λαμπρινού Τρία Ενετικά μνημεία στον πορθμό <strong>της</strong> Λευκάδας, Επετηρίς Εταιρείας<br />

Λευκαδικών Μελετών, τ. Ι΄ 2004-2005, <strong>Αθήνα</strong> 2006, σ. 39. Μεγάλη ήταν η στρατηγική<br />

σημασία <strong>της</strong> ίδρυσης του οχυρώματος στη « Lettorna», γιατί εξασφάλιζε άριστη<br />

εποπτεία επί των χερσαίων και θαλάσσιων περαμάτων στην περιοχή. Το τοπωνύμιο<br />

Lettorna φαίνεται να αποτελεί μετάφραση του ελληνικού «Γύρα».<br />

4. Ι. Γιαννόπουλος: Ο Εβλιά Τσελεμπή εις την Λευκάδα, Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών<br />

Μελετών, τ. Β, σελ. 388.


54<br />

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ<br />

από τους Οθωμανούς, εκκλησία αφιερωμένη στη λατρεία <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας 5 .<br />

Από πηγές του 18ου αιώνα 6 διαπιστώνεται ακόμα η παραχώρηση καταλυμάτων<br />

στους λειτουργούς <strong>της</strong> ορθόδοξης<br />

εκκλησίας, χωρίς όμως ποτέ να<br />

έχει συγκροτηθεί ορθόδοξη κοινοβιακή<br />

κοινότητα.<br />

Σε ποιο άραγε μοναστήρι Αγίας<br />

Μαύρας αναφέρεται το σχόλιο<br />

αρ. 1 στο υπόμνημά του χάρτη του<br />

Girolamo Delungis, που σχεδίασε το<br />

χάρτη με τον τίτλο « Topografia dell’<br />

isola di Leucada e scogli addiacenti<br />

alla medesima , come pure parte del<br />

Εικόνα 1<br />

Xeromero n Terra Ferma col suo<br />

littorale da Santa Sofia a Zaverda sino a Demata et a scali , parimente della<br />

linea di Voniza”, e Prevesa …» (εικ. 1).<br />

Ο χάρ<strong>της</strong> είναι ο 18ος στον χαρτόδετο κώδικα με τον γενικό τίτλο<br />

«Topografia dalmata e greca», που απόκειται στο αρχείο Χειρογράφων <strong>της</strong><br />

Μαρκιανής Βιβλιοθήκης <strong>της</strong> Βενετίας, με την αρχειακή ένδειξη Italia Classe<br />

VI 492 (10061). Έχει σχεδιαστεί σε χειροποίητο χαρτί διαστάσεων 125Χ75 εκ.<br />

με πέννα και ακουαρέλα σε αποχρώσεις πράσινου και κίτρινου, σε κλίμακα<br />

σχεδίασης 3000 ενετικών γεωμετρικών βημάτων.<br />

Στο σχέδιο απεικονίζεται το νησί <strong>της</strong> Λευκάδας, η ακτή γύρω από τον<br />

Αμβρακικό κόλπο, και οι νησίδες, που βρίσκονται στη θαλάσσια αυτή περιοχή<br />

και είναι προσανατολισμένο με το βορρά προς τα δεξιά. Αναγράφονται<br />

τα κυριότερα τοπωνύμια, λιμάνια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις και χωριά <strong>της</strong> περιοχής.<br />

Σχεδιάζονται και χρωματίζονται οι αρχαιότητες, οι καλλιεργημένες<br />

πεδιάδες, οι λόφοι, τα ποτάμια, τα ιχθυοτροφεία, οι αλυκές και τα δημόσια<br />

δάση. Αριθμούνται στο χάρτη και σχολιάζονται στο υπόμνημα τόποι με<br />

ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως οχυρωμένοι περίβολοι, πύργοι, ερείπια αρχαίων<br />

ναών, πηγές, λιμάνια, ιχθυοτροφεία και αλυκές.<br />

Το όνομα του Girolamo Delungis και η χρονολογία δημιουργίας του χάρτη,<br />

1757, βρίσκονται στο κάτω δεξιά περιθώριο 7 , αλλά η χρονολογία επαναλαμβάνεται<br />

με λατινικούς αριθμούς στο κέντρο του κατώτερου περιθωρίου 8 . Στο<br />

5. Πρόκειται για την Αγία Μαύρα, σύζυγο, εν ζωή, του Τιμοθέου, πρωτοχριστιανών<br />

μαρτύρων, που η μνήμη τους εορτάζεται στις 3 Μάιου.<br />

6. Κώδικας BMV it VI 492 n. 19 (μέσα 18ου αιώνα)<br />

7. Girolamo Delungis fecet l’anno 1757.<br />

8. L’ αnno del Signore MDCCLVII


ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΥΡΑΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑ∆Α<br />

55<br />

αριστερό περιθώριο υπάρχει το υπόμνημα 77 σημείων του χάρτη 9 , ενώ άλλα<br />

8 σημεία επεξήγονται στη συνέχεια, κάτω αριστερά. Οι πρώτες 20 επεξηγήσεις<br />

αφορούν σε θέσεις του νησιού Λευκάδας, οι επόμενες 5 στις νησίδες μεταξύ του<br />

νησιού και <strong>της</strong> ακτής του Ξηρόμερου. Οι επεξηγήσεις που αφορούν σε θέσεις <strong>της</strong><br />

Στερεάς ακολουθούν στην εξής σειρά: οι θέσεις 26-29 βρίσκονται στην περιοχή<br />

του κάστρου Κεκροπούλας, οι 30 - 45 στην περιοχή <strong>της</strong> Βόνιτσας, οι 46 - 69 στην<br />

περιοχή <strong>της</strong> Αμφιλοχίας και Άρτας, ενώ οι 70 - 85 στην περιοχή <strong>της</strong> Πρέβεζας.<br />

Στο χάρτη υπομνηματίζονται ερείπια ιερών του Απόλλωνα, ποτάμια και<br />

πηγές, μεγάλα δημόσια έργα των αρχαίων χρόνων, ενώ δίδεται έμφαση σε τοποθεσίες<br />

που σχετίζονται με την οργάνωση <strong>της</strong> ναυμαχίας του Ακτίου το 31<br />

π.Χ.. Επίσης γίνονται σύντομες αναφορές σε περιστατικά που διαδραματίστηκαν<br />

με προσωπικότητες <strong>της</strong> όψιμης φραγκοκρατίας, στις αριθμημένες θέσεις<br />

του χάρτη. Οι περισσότερες από τις θέσεις <strong>της</strong> Λευκάδας, που αναφέρονται<br />

και σχολιάζονται, σχετίζονται με γεγονότα από τη ζωή των Καρόλου Β’ και<br />

Λεονάρδου Β’ Τόκκων, δουκών Λευκάδας και παλατινών κόμητων Ζακύνθου<br />

και Κεφαλληνίας (1430-1479). Ο χάρ<strong>της</strong> αποτελεί πηγή πληροφοριών για σημαντικές<br />

ιστορικές στιγμές <strong>της</strong> αρχαιότητας και <strong>της</strong> όψιμης λατινοκρατίας, όπου<br />

αποκαλύπτονται άγνωστες πτυχές <strong>της</strong> προσωπικότητας του Καρόλου και των<br />

δραστηριοτήτων <strong>της</strong> αυλής των ουμανιστών ηγεμόνων <strong>της</strong> Λευκάδας κατά την<br />

πρώιμη Αναγέννηση. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται<br />

ενδεχομένως από το στενό περιβάλλον του δούκα και από άγνωστες<br />

μέχρι σήμερα αναφορές περιηγητών και ιστοριοδιφών του 15ου αιώνα, όπως<br />

ο Κυριάκος εξ Αγκώνης 10 , οικογενειακός φίλος και τακτικός επισκέπ<strong>της</strong> στην<br />

αυλή του Καρόλου Β’, περί το 1435. Oι επισκέψεις του είχαν κύριο σκοπό την<br />

καταγραφή των αρχαίων επιγραφών, των κλασσικών αρχαιοτήτων στην Άρτα,<br />

τη ∆ωδώνη, τη Νικόπολη και τη Βόνιτσα. Η στενή φιλική σχέση του Κυριάκου 11<br />

9. Dichierazione del presente disegno, isola di Leucada, e scogli addiacenti.<br />

10. Edward Bodnar with Clive Foss, Cyriac of Ancona, Later travels, London 2003 sel.<br />

342- 354. Ο Ciriaco de’ Pizziolli, γεννήθηκε στην Αγκώνα περίπου το 1391 και πέθανε<br />

στη Κρεμόνα το 1453. Υπήρξε γόνος οικογένειας εύπορων εμπόρων, στενός φίλος του<br />

Francesco Filelfo, και προσωπικός φίλος του δούκα <strong>της</strong> <strong>Αθήνα</strong>ς, Nerio Acciajolli. Περιηγήθηκε<br />

τόπους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην Ιταλία, στις ∆αλματικές ακτές, στην<br />

Ελλάδα και στην Μικρά Ασία. Ο θαυμασμός για τις αρχαίες θεότητες και τις καλές τέχνες<br />

καταγράφηκε στα ημερολόγια, τις επιστολές και τους ύμνους του, που διασώθηκαν σε βιβλιοθήκες,<br />

όπως του Βατικανού, τη Λαυρεντιανή κλπ. Το έργο του αποτελεί αντικείμενο<br />

μελέ<strong>της</strong> ιστορικών ερευνητών μέχρι τις μέρες μας.<br />

11. Μ. Λαμπρινού, Χάρ<strong>της</strong> φυσικών πόρων και αρχαιοτήτων Λευκάδας και περιχώρων<br />

του έτους 1757, Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 40, Ιωάννινα 2006, σελ. 394. Σύμφωνα με την<br />

περιγραφή του Cyrιaco, στην περιήγηση συμμετείχε και ο ανήλικος, τότε, διάδοχος του<br />

δουκάτου, Λεονάρδος Β΄.


56<br />

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ<br />

με τους δούκες <strong>της</strong> Λευκάδας, αλλά και με τον οίκο Acciaioli στην Αττική, είναι<br />

γνωστή από τα ημερολόγια και τις επιστολές του 12 , αλλά κυρίως από τον<br />

επιτάφιο λόγο με τον οποίο αποχαιρέτησε τον δούκα Κάρολο Β’, όταν αυτός<br />

πέθανε στην Άρτα, μετά από σύντομη ασθένεια και ύστερα από μια περιήγησή<br />

τους στη Ακαρνανία και στην Αχερουσία λίμνη. 13<br />

Συγκεκριμένα, στον αριθμό 1. του υπομνήματος του σχεδίου, αναγράφεται:<br />

«Το φρούριο <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας σχήματος ακανόνιστου εξάγωνου, είναι<br />

θεμελιωμένο σε γλώσσα ξηράς με αμμώδες έδαφος, που υπερέχει <strong>της</strong> γραμμής<br />

του ορίζοντα κατά 41/2 πόδια, ονομάστηκε έτσι γιατί σε παλαιότερη εποχή<br />

υπήρχε εδώ ένα μοναστήρι με στενάχωρο αλλά ισχυρό τείχος, όπου φυλάσσονταν<br />

τα σκηνώματα των Αγίων Τιμόθεου και Μαύρας…..» 14<br />

Η παρατήρηση, ότι το φρούριο κτίστηκε στη θέση προϋπάρχοντος μικρού<br />

οχυρωμένου μοναστηριού, μέσα στο οποίο φυλασσόταν τα σκηνώματα των<br />

μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας αποτελεί την πρώτη είδηση, που συνδέει<br />

την πρωτοχριστιανή μάρτυρα Αγία Μαύρα με το φρούριο <strong>της</strong> Λευκάδας. Σε<br />

περιόδους ειρήνης και ευμάρειας στη Μεσόγειο αναπτύχθηκαν πόλεις σε παράλιες<br />

περιοχές και παρατηρείται εξάπλωση του δικτύου των μινωικών και<br />

φοινικικών εμπορικών σταθμών, των αρχαίων ελληνικών αποικιών στην Νότια<br />

Ιταλία, των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων και μέχρι και τα πρωτοβυζαντινά<br />

χρόνια. Στη βυζαντινή εποχή, που ακολούθησε στην περιοχή του<br />

Ιονίου παρατηρείται μια μακρά περίοδο στροφής του κοινωνικού και οικονομικού<br />

ενδιαφέροντος προς την ενδοχώρα. Με την επικράτηση όμως των Λατίνων<br />

και των Ενετών στους θαλάσσιους δρόμους <strong>της</strong> ανατολικής Μεσογείου,<br />

αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον των νησιωτών για οικονομικές δραστηριότητες<br />

που στηρίζονται στη θάλασσα, και ακολούθησε σταδιακή εγκατάσταση<br />

τους στις παλιές παράκτιες στρατηγικές θέσεις.<br />

Από την στιγμή που η ορθότητα <strong>της</strong> πληροφορίας του υπομνήματος του<br />

χάρτη γίνει αποδεκτή, ακολουθούν αβίαστα οι πρώτες σκέψεις για να συνδυάσουν<br />

την παραθαλάσσια τοποθεσία με αντίστοιχες θέσεις παλαιοχριστιανικών<br />

ναών στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ αρχαίας Λευκάδας (στο σημερινό<br />

Καλιγώνι) Πάλαιρου, Μύτικα, Καλάμου, Καστού, Βόνιτσας, Κέφαλου (στο<br />

νησάκι του Αμβρακικού), κλπ.<br />

Η ενσωμάτωση των καταλοίπων του πιθανού αυτού μοναστηριού, στην<br />

οχύρωση του 14ου αιώνα, αλλά και η συνεχής οχυρωματική και οικιστική<br />

12. Οι παραπάνω μελετητές του Cyriaco da Pizziolli, δηλώνουν, ότι από την επιστολή νο 49,<br />

στην οποία περιγράφεται το ταξίδι του Κυριάκου στην Ακαρνανία, λείπουν δύο σελίδες.<br />

13. Ροντογιάννης Πάνος, Ιστορία <strong>της</strong> νήσου Λευκάδας, <strong>Αθήνα</strong> 1980 τ. Α΄-Β΄<br />

14. Μ. Λαμπρινού, Αμαξική : ένα μεσαιωνικό προάστιο γίνεται πρωτεύουσα <strong>της</strong> Λευκάδας,<br />

<strong>Πρακτικά</strong> του ΣΤ΄ Πανιονίου <strong>Συνεδρίου</strong> του Κέντρου Μελετών Ιονίου, Ζάκυνθος<br />

1997, <strong>Αθήνα</strong> 2002, σελ. 327-338


ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΥΡΑΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑ∆Α<br />

57<br />

δραστηριότητα στο φρούριο μέχρι και τον 20ο αιώνα, δεν επιτρέπουν μεγάλη<br />

αισιοδοξία για τον εντοπισμό τεκμηρίων ικανών να επιβεβαιώσουν σήμερα<br />

την ύπαρξη του, όπως η επιτόπια διερεύνηση με τεχνολογικά μέσα (γεωφυσικές<br />

διασκοπίσεις κλπ, ανάλογη με εκείνη που διενεργήθηκε επιτυχώς για<br />

τον εντοπισμό οχυρωματικών τμημάτων <strong>της</strong> ακρόπολης και καταλοίπων του<br />

οικισμού εντός των τειχών) 15 . Ακόμα και η συστηματική αρχαιολογική ανασκαφή,<br />

μοιάζει προς το παρόν ανέφικτη, κυρίως λόγω <strong>της</strong> δυσκολίας να ανασκαφούν<br />

τα υπερκείμενα ιστορικά στρώματα, που δεν έχουν διερευνηθεί, και<br />

σχετίζονται με τις αρχικές φάσεις κατασκευής του ίδιου του φρουρίου.<br />

Το νέο ιστορικό στοιχείο, που περιλαμβάνεται στη σημείωση του χάρτη,<br />

όμως δίνει νέες διαστάσεις στην αξιολόγηση του αρχαιολογικού χώρου του<br />

φρουρίου, γιατί το εντάσσει σε ένα περιβάλλον που συνδέεται με την αρχαία<br />

και βυζαντινή πολιτιστική μας κληρονομιά. Κατά την έννοια αυτή το φρούριο<br />

δεν είναι πια ένα ξενόφερτο σύμβολο επιβολής και έλεγχου, ξένων δυνάμεων,<br />

αλλά μια συνέχεια <strong>της</strong> ενδογενούς πολιτιστικής κουλτούρας και συνδέεται,<br />

πολύ στενά με προσχεδιασμένη χωροθετική οργάνωση των σημαντικότερων<br />

κτιρίων στο ζωτικό περιβάλλον <strong>της</strong> αρχαίας Λευκάδας κατά την ελληνιστική<br />

και ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή.<br />

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως αποκτά τώρα και η συνοικία <strong>της</strong> Αγίας Κάρας,<br />

<strong>της</strong> παλαιότερης συνοικίας <strong>της</strong> Λευκάδας, γνωστής από τα συγγράμματα<br />

του Π. Ροντογιάννη 16 , αλλά και από τη λεπτομερή αποδελτίωση <strong>της</strong> απογραφής<br />

των ιδιοκτησιών <strong>της</strong> Αμαξικής, του 1723, που παρουσιάστηκαν στο Η΄<br />

Πανιόνιο Συνέδριο στη Ζάκυνθο 17 .<br />

Η συνοικία οφείλει την ονομασία <strong>της</strong> στον ναό <strong>της</strong> Αγίας Κάρας. Η εκκλησία<br />

<strong>της</strong> Αγίας Κάρας, δυστυχώς «εκμοντερνισμένη» μετά από τον σεισμό του<br />

1973, βρίσκεται στην περιοχή του παλιού «Πορτονιού», <strong>της</strong> εισόδου στις πα-<br />

15. Μ. Φίλιππα -Αποστόλου, Η μεσαιωνική πρωτεύουσα <strong>της</strong> Λευκάδας και Μ. Λαμπρινού,<br />

Η εντός Φρουρίου πόλη <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας, <strong>Πρακτικά</strong> ∆΄ Συμποσίου Εtαιρείας Λευκαδικών<br />

Μελετών «Οι πρωτεύουσες <strong>της</strong> Λευκάδας», Αρχαία Λευκάδα, Νήρικος , Κάστρο, Αγ. Μαύρα<br />

, Αμαξική», <strong>Αθήνα</strong> 2001, σελ. 125-157.<br />

16. M. Λαμπρινού, «Οι Αλυκές <strong>της</strong> Λευκάδας» περ. Αρχαιολογία τ. 49, <strong>Αθήνα</strong> 1993, σελ.<br />

61- 69. Η ίδρυση των παλαιών αλυκών πριν από το 1415 συνδέεται άμεσα με τις εμπορικές<br />

δραστηριότητες του Καρόλου Α΄ Τόκκου και των συγγενών <strong>της</strong> συζύγου του Francesca<br />

Accaijioli, Buondelmonti .<br />

17. Ο Κωνσταντίνος Μαχαιράς στην βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών μονογραφία<br />

του «Το εν Λευκάδι Κάστρον <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας», που εκδόθηκε το 1956, διατύπωσε την<br />

άποψη ότι η ονομασία <strong>της</strong> οχύρωσης είχε προέλθει ως ανάμνηση των Λατίνων ηγεμόνων <strong>της</strong><br />

Λευκάδας, από τις περιοχές καταγωγής τους, στην Ιταλία των Ορσίνι και του Zorzi ή στη<br />

Γαλλία των διορισμένων τοποτηρητών του Ανδηγαυού δούκα Walter II κόμη <strong>της</strong> Βριέννης<br />

και νόμιμο κληρονόμο του δουκάτου <strong>της</strong> <strong>Αθήνα</strong>ς, των de Mandele (1331 – 1334), και Clignet<br />

(1334 - 1343 )


58<br />

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ<br />

λιές αλυκές 18 Στην περίπτωση λοιπόν <strong>της</strong> εκκλησίας αυτής είναι αξιοπερίεργο<br />

ότι δεν δηλώνεται ο Άγιος, στον οποίο ανήκε η Κάρα. Ίσως λοιπόν πρόκειται<br />

για την Κάρα <strong>της</strong> πολύ οικίας στην Λευκάδα Αγίας Μαύρας, καθώς η έντονη<br />

παρουσία του ονόματος στην καθημερινότητα των Λευκαδιτών θα καθιστούσε<br />

την αναφορά του πλεονασμό. Η απόσπαση <strong>της</strong> κάρας από το σκήνωμα,<br />

που όπως αναφέρεται στο υπόμνημα, φυλασσόταν στο καστρομανάστηρο, στη<br />

θέση του φρουρίου, θα μπορούσε να αποδοθεί σε συμβολική πράξη του Καρόλου<br />

Α΄ Τόκκου, ιδρυτή του προαστίου κοντά στις νέες «θέσεις εργασίας»,<br />

που πρόσφερε στους κατοίκους η ίδρυση των παλαιών αλυκών, <strong>της</strong> πόλης <strong>της</strong><br />

Λευκάδας, στη θέση του σημερινού λιμενικού καταφυγίου - μαρίνας.<br />

Στα μέσα του 20ου αιώνα μεταξύ των λογίων Λευκαδιτών, αναπτύχθηκε<br />

ζωηρή διαμάχη σχετικά με την προέλευση του ονόματος του φρουρίου Αγίας<br />

Μαύρας. Κάποιοι εξ αυτών ισχυρίζονταν ότι το φρούριο οφείλει την ονομασία<br />

του σε ομώνυμο ναό, που κατασκευάστηκε εντός του οχυρωμένου χώρου<br />

από τους Καθολικούς ηγεμόνες του, μετά από την ίδρυση του αρχικού οχυρωματικού<br />

πυρήνα, και άλλοι ότι προϋπήρχε <strong>της</strong> οχύρωσης ως ονομασία <strong>της</strong><br />

περιοχής ή εκκλησίας αφιερωμένης στην μνήμη <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας.<br />

Η διερεύνηση του θέματος <strong>της</strong> ονομασίας, αλλά κυρίως <strong>της</strong> ύπαρξης παλαιότερου<br />

θρησκευτικού κτίσματος στη θέση όπου ιδρύθηκε το φρούριο Αγίας<br />

Μαύρας, θα μπορούσε να απαντηθεί σήμερα με μια νέα, πολύ πιο ενδιαφέρουσα<br />

διεπιστημονική διερεύνηση και ασφαλέστερη τεκμηρίωση.<br />

18. Π. Ροντογιάννης, ό.π. σελ. 365-376.


59<br />

Παναγιώ<strong>της</strong> Αργυρὸς<br />

Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ:<br />

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ<br />

Το μοναστήρι βρίσκεται στην νότια Λευκάδα, κτισμένο στην κορυφή μικρού<br />

λόφου μεταξύ των οικισμών Βουρνικά και Μαραντοχωρίου (βλ. εικ.1). Η θέση<br />

του αποτελεί σημείο οπτικού ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντικό είναι,<br />

επίσης, ότι βρίσκεται δίπλα από δρόμο που συνέδεε τους οικισμους, που<br />

βρίσκονται κτισμένοι στις νότιες υπόρροιες του κεντρικού ορεινού όγκου,<br />

με αυτούς των ευρύτερων νοτίων παραλίων. Επιπλέον κατέχει κεντροβαρική<br />

θέση ως προς το σύνολο των παραγωγικών εκτάσεων <strong>της</strong> νότιας Λευκάδας. Η<br />

ίδρυσή του, σύμφωνα με αρχειακές πληροφορίες ανάγεται στα 1654 από τον<br />

ιερομόναχο Μητροφάνη Χαμοσφακίδη.<br />

Αντικρίζοντας το μνημείο το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι<br />

η κακή κατάσταση διατήρησής του (βλ. εικ.2). Η καθολική καταστροφή των<br />

στεγών, και πλην του αποκατεστημένου καθολικού η μερική κατάρρευση των<br />

τοίχων, συνθέτουν μια απογοητευτική εικόνα.<br />

Η μονή αποτελείται από το καθολικό και άλλα πέντε κτίσματα, τα οποία<br />

διατάσσονται σε σειρά γύρω από τον αύλειο χώρο (βλ. εικ.3). Πρόκειται<br />

κατ’ αρχήν για ένα ισόγειο κτίσμα εφαπτόμενο στη δυτική πλευρά του ναού<br />

(χώρος ∆), που σχηματίζει τη νοτιοδυτική γωνία <strong>της</strong> μονής, ένα ισόγειο<br />

κτίσμα εφαπτόμενο σε γωνία με το προηγούμενο (χώρος Ε), που εκτείνεται<br />

κατά μήκος <strong>της</strong> δυτικής πλευράς <strong>της</strong> μονής, δύο διώροφα κτίσματα στη βορεινή<br />

πλευρά (χώροι Α και Β) και ένα μικρό ισόγειο κτίσμα στην νοτιοανατολική<br />

γωνία <strong>της</strong> μονής (χώρος Γ) (βλ. εικ.3,4). Ο κεντρικός αύλειος χώρος<br />

ορίζεται από τα ανωτέρω κτίσματα και από ψηλό τοίχο που ενώνει τους<br />

χώρους, απομονώνοντας τη μονή από τα ανατολικά. Η είσοδος γίνεται από<br />

τη βορινή πλευρά <strong>της</strong> μονής, μέσω μιας μεγάλης τοξωτής πύλης, απευθείας<br />

στον αύλειο χώρο, απ’ όπου γίνονται όλες οι κινήσεις προς τα επιμέρους κτίσματα.<br />

Το μνημείο έχει κτιστεί πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού, τον οποίο<br />

ανέσκαψε ο Dorpfeld στις αρχές του 20ου αιώνα (βλ. εικ.5). Το καθολικό θα<br />

μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα κτίσμα που δεν προκαλεί, κατ’ αρχήν,<br />

εντύπωση στον επισκέπτη του.<br />

Πρόκειται για ναό με χαμηλό σχετικά ύψος και δυσανάλογα μεγάλο μήκος.<br />

Οι όψεις του δεν διακρίνονται για τις επιμελημένες τοιχοποιίες, τα ανοίγματα<br />

είναι απλά τοξωτά ή ορθογώνια με διαφορετικές αναλογίες και τρόπους<br />

κατασκευής, η στέγη απλή δίριχτη. Με μια πιο προσεχτική ματιά προκαλεί<br />

ιδιαίτερο ενδιαφέρον η χρήση σε μεγάλο μέρος <strong>της</strong> τοιχοποιίας μεγάλων λα-


60 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ<br />

ξευτών λίθων. Πρόκειται για μέλη (Spolia) του αρχαίου ναού που προϋπήρχε<br />

στο ίδιο σημείο και χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση μετά από πολλούς<br />

αιώνες του χριστιανικού ναού.<br />

Μέλη του αρχαίου ναού βρίσκουμε και στο εσωτερικό του χριστιανικού,<br />

στο χώρο του ιερού, όπως αρχαιοδωρικό κιονόκρανο με άβακα και το άνω<br />

μέρος του κίονα στη θέση <strong>της</strong> αγίας τράπεζας και άλλο ένα κιονόκρανο με<br />

άβακα να διαμορφώνει ένα οριζόντιο χρηστικό επίπεδο μπροστά από την<br />

υποτυπώδη πρόθεση (βλ. εικ.6). Εκτός από τα δύο αυτά στοιχεία και τις αξιόλογες<br />

τοιχογραφίες του ιερού, το εσωτερικό του ναού είναι πολύ απλό. Ενδιαφέρον<br />

στο καθολικό προκαλεί το υποτυπώδες ‘γάμμα’ (Γ) που σχηματίζει<br />

η κάτοψη, συγκεκριμένα η δυτική πλευρά προεκτείνεται προς το νότο, διαμορφώνοντας<br />

ένα χώρο που διαχωρίζεται διακριτικά από τον κυρίως ναό, αν<br />

λάβουμε υπόψη την χωριστή είσοδο αλλά και τους δύο χαμηλούς τοίχους που<br />

διαμορφώνουν το πέρασμα ανάμεσα στον κυρίως ναό και στον εν λόγω χώρο<br />

(βλ. εικ.3). Η κατασκευή του χώρου πιθανόν να σχετίζεται με την ανάγκη<br />

δημιουργίας γυναικωνίτη όταν έπαψε να υφίσταται ουσιαστικά η μονή και ο<br />

ναός άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο από τους κατοίκους.<br />

Το υποτυπώδες ‘γάμμα’ (Γ) <strong>της</strong> κάτοψης διαφοροποιεί ως ένα βαθμό, τυπολογικά<br />

τον συγκεκριμένο ναό από τον διαδεδομένο τύπο <strong>της</strong> απλής μονόκλι<strong>της</strong><br />

δρομικής βασιλικής στον οποίο ανήκε η πρώτη φάση του ναού. Η έλλειψη<br />

σαφούς εικόνας για την πρώτη φάση του ναού δεν επιτρέπει ολοκληρωμένα<br />

συμπεράσματα όσον αφορά επιμέρους τυπολογικά στοιχεία όπως τα ανοίγματα<br />

(βλ. εικ.7). Για παράδειγμα το νεώτερο άνω μέρος του νότιου τοίχου<br />

δεν επιτρέπει να διαπιστώσουμε αν υπήρχε αρχικά συμμετρικό ως προς το<br />

βόρειο, νότιο παράθυρο.<br />

Στη σημερινή του μορφή ο ναός παρουσιάζει μια ακανονιστία, όχι μόνο ως<br />

προς την κάτοψη, αλλά και ως προς τις θέσεις και τα είδη των ανοιγμάτων, μη<br />

επιτρέποντας την σαφή ένταξή του σε συγκεκριμένο τύπο ναοδομίας, αλλά<br />

εκτός αυτού παρουσιάζει και μια διαφοροποίηση ως προς τον κανόνα των<br />

ορθόδοξων μοναστηριών που θέλει το καθολικό τοποθετημένο ελεύθερα στο<br />

εσωτερικό του συγκροτήματος (βλ. εικ.3). Εδώ αντίθετα η νότια πλευρά του<br />

καθολικού αποτελεί μέρος του εξωτερικού περιβόλου <strong>της</strong> μονής και είναι αξιοσημείωτο<br />

ότι είναι το μοναδικό από τα δεκαοχτώ μοναστήρια <strong>της</strong> Λευκάδας<br />

που παρουσιάζει αυτή τη διάταξη.<br />

Οι μορφές και οι τρόποι δομής διαφοροποιούνται ανάλογα με τις κατασκευαστικές<br />

φάσεις του ναού. Όσον αφορά τις μορφές, αυτές είναι εξαιρετικά<br />

λιτές με χαρακτηριστική την απουσία πρόθεσης διακόσμου στην διαμόρφωση<br />

των πλαισίων των ανοιγμάτων (βλ. εικ.7). Εξαίρεση αποτελεί η υποτυπώδης<br />

προσπάθεια διακόσμου στο μοναδικό τοξωτό παράθυρο του ναού, αυτό<br />

<strong>της</strong> βόρειας όψης. Από την τοιχοποιία επίσης απουσιάζουν τα διακοσμητικά


Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

61<br />

στοιχεία με μοναδική διαφοροποίηση τα αρχαία μέλη με τους μεταξύ τους αρμούς<br />

να διαμορφώνονται από κομμάτια κεραμιδιών, σαν υποτυπώδες πλινθοπερίκλειστο.<br />

Αυτό είναι ένα από τα λίγα ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με<br />

τους τρόπους δομής, που σημειωτέον με την πάροδο των φάσεων κατασκευής,<br />

εξαπλουστεύονται όπως και τα μορφολογικά στοιχεία, εξάλλου. Έτσι στην<br />

τοιχοποιία μετά την πρώτη φάση κατασκευής με την χρήση αρχαίων μελών,<br />

έχουμε χρήση ημιλαξευτών και κατακόρον αργών λίθων που συμπληρώνεται<br />

με την χρήση μικρών κεραμιδιών στους αρμούς. Αρχαία μέλη έχουμε μόνο<br />

σε κάποιες γωνίες με ημιλαξευτούς λίθους μεγάλου μεγέθους, (από μαργαϊκό<br />

ασβεστόλιθο), από την θεμελίωση του αρχαίου ναού.<br />

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του καθολικού είναι οι τοιχογραφίες <strong>της</strong><br />

ανατολικής όψης, η οποία ιστορήθηκε κατά τα τέλη του 17ου αι., κατά τον Π.<br />

Ροντογιάννη. Περνώντας στα υπόλοιπα κτίσματα του μοναστηριού ξεκινάμε<br />

από τον διώροφο χώρο Α. Ο διώροφος χώρος Α, που είναι κτισμένος εφαπτομενικά<br />

<strong>της</strong> πύλης εισόδου, διατηρείται στο σύνολό του. Σ’ αυτό βοήθησαν<br />

οι αντιστηρίξεις και η ανάκτιση μέρους του βόρειου τοίχου, στα πλαίσια των<br />

σωστικών επεμβάσεων του 2000 (βλ. εικ.3,8).<br />

Η είσοδος στο ισόγειο γίνεται από την αυλή, μέσω χαμηλής θύρας, με κατεστραμμένο,<br />

σήμερα, πρέκι. Ο χώρος κάλυπτε βοηθητικές χρήσεις, όπως μαρτυρούν<br />

οι αποθηκευτικές δεξαμενές στην δυτική πλευρά του. Αρχικά υπήρχε<br />

και μια μεγάλου εύρους θύρα, στο βόρειο τοίχο, γεφυρωμένη με ξύλινο πρέκι,<br />

η οποία είναι φραγμένη σήμερα. Προφανώς η έμφραξη συνδυάστηκε με λειτουργικούς<br />

και στατικούς λόγους, κατά την προσθήκη του ορόφου, η οποία<br />

έγινε σε μεταγενέστερη από την αρχική οικοδομική φάση (βλ. εικ.3).<br />

Ο όροφος γίνεται προσβάσιμος μέσω λιθόκτισ<strong>της</strong> σκάλας στην αυλή. Η<br />

θύρα εισόδου φέρει ημικυκλικό υπέρθυρο με λαξευτούς θολίτες και χρονολόγηση<br />

1740. Ημικυκλικό πρέκι έχει επίσης το βόρειο παράθυρο, ενώ το νότιο,<br />

οριζόντιο. Κλεισμένη θύρα συναντούμε στην περιοχή των αποθηκευτικών<br />

δεξαμενών (λινών), πιθανών για την απευθείας πρόσβαση σε αυτούς, κάτι<br />

που υποδηλώνει ότι ο όροφος, ίσως ήταν αρχικά δίχωρος. Ίχνη από το ξύλινο<br />

πάτωμα δεν σώζονται, παρά μόνον οι δοκοθήκες των εγκάρσιων δοκών και<br />

εκείνη <strong>της</strong> κατά μήκος κεντρικής δοκού.<br />

Ο διπλανός του χώρος Β διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση. Σώζεται<br />

το μεγαλύτερο μέρος του νότιου τοίχου και μικρό του ανατολικού, καθώς και<br />

ο εγκάρσιος διαχωριστικός τοίχος του ισογείου. Όπως το προηγούμενο, έτσι<br />

και αυτό το κτίσμα έγινε σε δύο οικοδομικές φάσεις, πρώτα το ισόγειο και<br />

μετά ο όροφος. Η πρόσβαση στο ισόγειο γίνεται μέσω δύο θυρών, που αντιστοιχούν<br />

σε καθένα από τους δύο χώρους. Εντύπωση πάντως προκαλούν τα<br />

χαμηλά ύψη των πρεκιών των θυρών του ισογείου, τόσο στο συγκεκριμένο<br />

κτίσμα, όσο και σε ολόκληρο το μνημείο.


62 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ<br />

Οι επιμέρους χώροι διαχωρίζονται με λιθόκτιστο τοίχο, χωρίς άνοιγμα<br />

επικοινωνίας. Το αρχικό του ύψος ακολουθούσε την δίριχτη στέγη. Στη συνέχεια,<br />

μετά την προσθήκη ορόφου, διαμορφώθηκε άνοιγμα στην ανωδομή<br />

του, για την επικοινωνία των χώρων. Η είσοδος στον όροφο γίνεται μέσω<br />

λιθόκτισ<strong>της</strong> σκάλας, κάτω από το πλατύσκαλό <strong>της</strong> οποίας έμπαινε κανείς<br />

στο ισόγειο. Η άλλη θύρα του ορόφου δεν επικοινωνεί με την σκάλα, ενώ δεν<br />

διακρίνονται ίχνη άλλης, κάτι που σημαίνει ότι υπήρχε ξύλινη ή ότι δεν αποτελούσε<br />

είσοδο στο επίπεδο αυτό. Στον όροφο σύμφωνα με την αποτύπωση<br />

του Dorpfeld υπήρχαν δύο παράθυρα στον βόρειο τοίχο. Τόσο ο χώρος αυτός,<br />

όσο και ο προηγούμενος, χρησιμοποιούνταν, τουλάχιστον στον όροφο, ως<br />

κελλιά μοναχών.<br />

Ο χώρος Γ στην νοτιοανατολική γωνία του μοναστηριού είναι μικρών διαστάσεων,<br />

ισόγειος, με δίριχτη στέγη αρχικά, η οποία μετά την προσθήκη<br />

ύψους στο νότιο τοίχο έγινε μονόριχτη. Έχει μια μικρή είσοδο στο βόρειο<br />

τοίχο του διαμορφωμένη με μεγάλου μεγέθους λίθους. Ο χώρος αυτός είχε<br />

βοηθητική χρήση, όπως μαρτυρεί ο σχεδιασμένος φούρνος στην αποτύπωση<br />

του Dorpfeld.<br />

Η δυτική πλευρά του μοναστηριού διαμορφώνεται από δύο επιμήκεις χώρους<br />

∆ και Ε. Η αρχική χρήση του χώρου ∆ δεν μπορεί να διευκρινιστεί, καθώς<br />

αρχικά υπήρχε θύρα στον νότιο τοίχο, για την άμεση επικοινωνία με τον<br />

περιβάλλοντα χώρο <strong>της</strong> μονής, κάτι το οποίο θα εξυπηρετούσε βοηθητικές<br />

λειτουργίες, η οποία θύρα στην συνέχεια υπέστη έμφραξη (βλ. εικ.3). Το τελευταίο<br />

μπορεί να συνδέεται με αλλαγή χρήσης, μπορεί όμως να παραπέμπει<br />

σε ζητήματα ασφάλειας σε ταραχώδεις περιόδους. Επιπλέον ερωτηματικό για<br />

το χώρο αυτό αποτελεί και η φραγμένη θύρα επικοινωνίας του με το καθολικό.<br />

Θεωρούμε ότι η έμφραξη αυτή έγινε κατά τη δημιουργία αυτού του<br />

χώρου, καθώς όπως φαίνεται από τις φάσεις κατασκευής του μοναστηριού<br />

είναι μεταγενέστερος.<br />

Ο χώρος Ε είναι επιμήκης με δύο εισόδους και δύο μικρά παράθυρα στην<br />

αυλή. Η χρήση του ήταν βοηθητική όπως μαρτυρεί η πιο διευρυμένη από τις<br />

δύο εισόδους. Αξιοσημείωτες είναι οι τυφεκιοθυρίδες στο βόρειο και ανατολικό<br />

τοίχο.<br />

Ο αύλειος χώρος είναι διαμορφωμένος έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ομαλά<br />

οι προσβάσεις στους χώρους και παράλληλα να γίνεται η απορροή των<br />

ομβρίων (βλ. εικ.3,9). Είναι ομαλός με έναν μόνο μικρού ύψους αναλληματικό<br />

τοίχο παράλληλα με τον χώρο Β. Παράλληλα με τον τοίχο αυτό διατάσσονται<br />

λιθόκτιστοι στύλοι, όπου στο παρελθόν έφεραν ξύλινο στέγαστρο. Κυρίαρχο<br />

στοιχείο του αύλειου χώρου αποτελούν τα διάσπαρτα αρχαία μέλη, με κάποια<br />

από αυτά να διαμορφώνουν το στόμιο δεξαμενής νερού στο νοτιοδυτικό<br />

άκρο <strong>της</strong> αυλής.


Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

63<br />

Τυπολογικά το μνημείο δεν ακολουθεί το τυπικό των ορθόδοξων μοναστηριών,<br />

όπου το καθολικό βρίσκεται κτισμένο ελεύθερα στο κέντρο και ο<br />

περίβολος σχηματίζεται από τα υπόλοιπα κτίρια. Εδώ το καθολικό αποτελεί<br />

μέρος του περιβόλου. Πιθανή εξήγηση είναι ίσως το μικρό σχετικά μέγεθος<br />

<strong>της</strong> μονής. Από το μνημείο απουσιάζουν τα αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία.<br />

Πλήρης απουσία διακόσμησης στις τοιχοποιίες και τα ανοίγματα, με μικρές<br />

εξαιρέσεις τον εγχάρακτο σταυρό <strong>της</strong> πύλης και την χρονολόγηση του θολίτη<br />

στο υπέρθυρο του ορόφου, του χώρου Α. Από τα πιο αξιόλογα μορφολογικά<br />

στοιχεία του μνημείου είναι η θυρίδα αριστερά <strong>της</strong> θύρας εισόδου του χώρου<br />

∆ με λαξευτή φλογόμορφη γεφύρωση, στοιχείο εν γένει σπάνιο στην μοναστηριακή<br />

και παραδοσιακή αρχιτεκτονική.<br />

Οι τρόποι δομής, επίσης δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι τοιχοποιίες<br />

σε όλες τις οικοδομικές φάσεις κατασκευάζονται από μικρού και<br />

μεσαίου μεγέθους αργούς και ημιλαξευτούς λίθους, με ένα υπόλευκο ασβεστοκονίαμα.<br />

Λαξευτούς λίθους έχουμε μόνο στα πλαίσια των ανοιγμάτων και<br />

στις γωνίες των κτιρίων. Μόνο δύο υπέρθυρα και δύο παράθυρα είναι τοξωτά<br />

και συγκεκριμένα <strong>της</strong> πύλης εισόδου και του ορόφου του χώρου Α. Όλα<br />

τα υπόλοιπα ανοίγματα γεφυρώνονταν με οριζόντιο πρέκι.<br />

Η διερεύνηση των κατασκευαστικών φάσεων στο εν λόγω μνημείο είναι<br />

ιδιαίτερα δύσκολη για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η εμφανής απουσία<br />

ολοκληρωμένου οικοδομικού προγράμματος. Το μοναστήρι, δηλαδή, χτίστηκε<br />

σταδιακά, και ο δεύτερος είναι η συνεχής παρουσία σεισμών στην περιοχή.<br />

Εξάλλου η ένδεια στοιχείων από την έρευνα στην βιβλιογραφία και<br />

στο ιστορικό αρχείο Λευκάδας δυσκόλευσαν την εξαγωγή συμπερασμάτων.<br />

Στην προσπάθεια αυτή έγιναν μερικές διερευνητικές τομές στο έδαφος για<br />

την αναζήτηση θεμελίων, είτε εγκάρσιων τοίχων, είτε πιθανής συνέχειας άλλων.<br />

Οι τομές αυτές μαζί με τους κατασκευαστικούς αρμούς στην τοιχοποιία,<br />

τους τρόπους δομής και το εν γένει κατασκευαστικό ύφος απετέλεσαν τα κριτήρια<br />

για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Πιθανότατα η καθαίρεση των υφιστάμενων<br />

σαθρών κονιαμάτων των τοίχων να προσφέρει περισσότερα στοιχεία<br />

στην κατεύθυνση αυτή. Παρόλο που θεωρούμε ιδιαίτερα ενδιαφέρον το<br />

κεφάλαιο των κατασκευαστικών φάσεων, κρίνεται σκόπιμο να μην γίνει αναφορά<br />

τώρα, γιατί κάτι τέτοιο, μέσα στον περιορισμένο χρόνο <strong>της</strong> εισήγησης<br />

θα απέβαινε σε βάρος του ήδη συμπιεσμένου δεύτερου μέρους <strong>της</strong>.<br />

Αυτό που κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την περίπτωση του συγκεκριμένου<br />

μοναστηριού είναι το σύνολο των επεμβάσεων που έχει δεχτεί είτε αυτές<br />

είναι θετικές, είτε αρνητικές. ∆υνητικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως πιλοτική<br />

περίπτωση μνημειακού συνόλου, καθώς συγκεντρώνει το σύνολο των δράσεων<br />

που θα μπορούσε να παραλάβει ακόμα και των αρνητικών, καθώς και από<br />

αυτές απορρέουν χρήσιμα διδάγματα.


64 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ<br />

∆ιατρέχοντας λοιπόν το ιστορικό των επεμβάσεων μπορούμε να πούμε<br />

ότι τα πράγματα ξεκίνησαν τελείως εσφαλμένα (βλ. εικ.10,11). Έτσι στα 1999<br />

ο ∆ήμος Απολλωνίων προχώρησε σε αυθαίρετη «αποκατάσταση» των χώρων<br />

∆ και Ε χωρίς καμία μελέτη και με ανειδίκευτο προσωπικό. Εν τάχει οι<br />

επεμβάσεις αφορούσαν προσθήκη καθ’ ύψος τοιχοποιιών και αποκατάσταση<br />

ανοιγμάτων. Στην πραγματικότητα αυτό που έγινε ήταν ότι προσετέθη αναίτια<br />

ύψος σε τοιχοποιίες αρκετά πάνω από την αυθεντική στάθμη ανωδομής,<br />

και διαμορφώθηκαν πλαίσια ανοιγμάτων με αυθαίρετο τρόπο, με παράλληλη<br />

αφαίρεση αρχιτεκτονικών μελών από ανοίγματα του χώρου Β, που ευτυχώς<br />

η σχεδιαστική και φωτογραφική αποτύπωση του 1996 επιτρέπει την ασφαλή<br />

επανατοποθέτησή τους (βλ. εικ.12,13). Αποτέλεσμα των προηγούμενων είναι<br />

η παροχή εσφαλμένων πληροφοριών για την οικοδομική ιστορία του μνημείου<br />

στο μέσο επισκέπτη, καθώς πέραν <strong>της</strong> διαφοροποίησης του αρχικού<br />

ύψους, με υποδομή για τετράριχτες στέγες αντί των αρχικών δίριχτων, είχαμε<br />

και την ισοπέδωση των οικοδομικών φάσεων. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν<br />

λάθος υλικά όπως μαύρο τσιμέντο που είναι ακατάλληλο για πολλούς λόγους.<br />

Φυσικά οι εργασίες διακόπηκαν αμέσως μόλις έγιναν αντιληπτές από την 8η<br />

ΕΒΑ. Από εκεί και πέρα τα πράγματα άλλαξαν άρδην.<br />

Έτσι την επόμενη χρονιά στα 2000 ξεκίνησε μία αγαστή συνεργασία μεταξύ<br />

του Συλλόγου Βουρνικιωτών του ∆ήμου Απολλωνίων του Εκκλησιαστικού<br />

Συμβουλίου και του ΥΠΠΟ. Αυτό κατ’ αρχήν οδήγησε σε άμεσες σωστικές<br />

επεμβάσεις στο σύνολο του μνημείου. Παράλληλα ανατίθεται από το Σύλλογο<br />

Βουρνικιωτών η μελέτη στερέωσης και αποκατάστασης του καθολικού<br />

η οποία εγκρίθηκε του 2001. Αξίζει να σταθούμε στις σωστικές επεμβάσεις<br />

που έγιναν και αφορούσαν αντιστηρίξεις τοίχων, τοπικές ανακτήσεις, αρμολογήματα,<br />

λιθοσυρραφές ρωγμών, υποστύλωση ανοιγμάτων (βλ. εικ.14,15). Η<br />

σημασία των επεμβάσεων αυτών είναι τεράστια καθώς με μικρό κόστος δεν<br />

επέτρεψαν περεταίρω καταρρεύσεις και πιθανόν εκτεταμένες καταστροφές<br />

λόγω του σεισμού του 2003. Από την άλλη έδωσαν την δυνατότητα σήμερα<br />

μετά από 7 χρόνια, για την πληρέστερη υλοποίηση <strong>της</strong> αποκατάστασης του<br />

μνημειακού συνόλου. Είναι πολύ απλό, ό,τι σώζεται αποκαθίσταται και ό,τι<br />

έχει καταρρεύσει είναι λιθοσωρός. Ένα χρόνο μετά τις συνολικές επεμβάσεις,<br />

στα 2002, γίνεται η αποκατάσταση του καθολικού. Αυτή ήταν μια καθοριστική<br />

παρέμβαση για τις δράσεις γύρω από το μοναστήρι, αφενός γιατί ανέδειξε<br />

όλα τα πλεονεκτήματα μιας ολοκληρωμένης και σωστής αποκατάστασης,<br />

λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι δοκιμάστηκε στον σεισμό του 2003 χωρίς<br />

καμία απολύτως επίπτωση. Αφετέρου γιατί απομυθοποίησε την διαδικασία<br />

μιας αποκατάστασης και τα στάδια ελέγχου <strong>της</strong>, μελέ<strong>της</strong> και επίβλεψης, αποδεικνύοντας<br />

ότι μέσα από εκεί εκπορεύονται σωστές λύσεις, ενίοτε και πιο<br />

οικονομικές από τις αυθαίρετες επεμβάσεις.


Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

65<br />

Το δεύτερο μέρος <strong>της</strong> εισήγησης που προσωπικά θεωρώ σημαντικότερο<br />

από το πρώτο, έχει να κάνει με την επόμενη μέρα των μνημείων. Όλων των<br />

μνημείων έργων τέχνης, κάστρων, μοναστηριών, ναών, ιδιωτικών και δημόσιων<br />

κτιρίων, τεχνικών έργων και μνημείων <strong>της</strong> φύσης.<br />

Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα πολλά και αξιόλογα, αλλά αφανή, μοναστήρια<br />

<strong>της</strong> Λευκάδας, μιας και έχουμε πολλά, σημαντικά και άκρως αντιπροσωπευτικά<br />

<strong>της</strong> αντιμετώπισης που έχουν ως μνημεία από εμάς. Είναι λογικό<br />

πριν ξεκινήσει κάποιος να δει την επόμενη μέρα να εξετάσει το χτες και το<br />

σήμερα. Μιας και δεν έχουμε τον χρόνο ενίοτε και την δυνατότητα να δούμε<br />

το χτες, ας έρθουμε στο σήμερα. Λέμε ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις. Για<br />

να δούμε λοιπόν... (βλ. εικ.16,17,18,19,20,21,22). Αυτό είναι το σήμερα. Εικόνα<br />

ντροπής που γεννάει πάρα πολλά ερωτήματα. Ας δούμε μερικά και επιτρέψτε<br />

μου να δίνω απαντήσεις κατά την κρίση μου.<br />

1ο ΕΡΩΤΗΜΑ: <strong>Τα</strong> μνημεία είναι μεγάλο μέρος <strong>της</strong> ιστορίας μας με ό,τι συνεπάγεται;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι.<br />

2ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Τι συνεπάγεται για έναν λαό η ενδεχόμενη απώλεια μέρους<br />

<strong>της</strong> ιστορικής του μνήμης;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εισαγωγή σε περιπέτειες.<br />

3ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Έχουμε υποχρέωση να παραδώσουμε τα μνημεία μας στις<br />

επόμενες γενιές και αν ναι σε ποια κατάσταση;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι έχουμε τεράστια ιστορική και ηθική υποχρέωση να τα<br />

μεταβιβάσουμε στις επόμενες γενιές και σε πολύ καλύτερη κατάσταση από<br />

ότι τα παραλάβαμε, γιατί εμάς το επιτρέπουν οι γνώσεις μας και οι οικονομικές<br />

μας δυνατότητες.<br />

4ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Γιατί τα μοναστήρια περιήλθαν σ’ αυτήν την κατάσταση;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εξαιτίας <strong>της</strong> έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος.<br />

5ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Ποιος φταίει;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όλοι μας, κεντρική εξουσία, ΥΠΠΟ, Εκκλησία, τοπική αυτοδιοίκηση,<br />

κάτοικοι.<br />

6ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Τι μπορούμε να κάνουμε προκειμένου να διασωθούν;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πάρα πολλά, με πρώτο το να ενδιαφερθούμε πραγματικά.<br />

Αυτό είναι το δύσκολο, τα άλλα έρχονται με όρεξη για δουλειά.<br />

7ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Τι συμβαίνει αυτή την στιγμή που μιλάμε στα μοναστήρια;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρρέουν.<br />

8ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Τι κάνουμε στον χώρο αυτό εμείς σήμερα και τι θα σκεφτόμαστε<br />

για τα μοναστήρια και εν γένει για τα μνημεία μας από αύριο;<br />

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αυτό ας το απαντήσει ο καθένας μας μόνος του.


66 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ<br />

Εικόνα 1<br />

Εικόνα 2 Εικόνα 4


Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

67<br />

Εικόνα 3<br />

Εικόνα 5 Εικόνα 6


68 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ<br />

Εικόνα 7 Εικόνα 9<br />

Εικόνα 8<br />

Εικόνα 10 Εικόνα 11


Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

69<br />

Εικόνα 12<br />

Εικόνα 13<br />

Εικόνα 17<br />

Εικόνα 14<br />

Εικόνα 15 Εικόνα 16


70 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ<br />

Εικόνα 18 Εικόνα 19<br />

Εικόνα 20 Εικόνα 21<br />

Εικόνα 22


Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΟ ΡΟ∆ΑΚΙ<br />

71<br />

Μάρω Αποστόλου – Φίλιππα<br />

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ<br />

<strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> παρουσιάζουν μια σημαντική ιστορική διαδρομή δεμένη<br />

με την ιστορία του τόπου. Κάποια εντοπίζονται ήδη από τη Φραγκοκρατία,<br />

πολλά στην Τουρκοκρατία, όλα στην Ενετοκρατία. Ήδη ανθούν επί Τουρκοκρατίας<br />

με διακυμάνσεις κατά την Ενετοκρατία, όταν επιχειρείται ο οικονομικός<br />

έλεγχός τους από τους Ενετούς. Πέρα από την τυπική αυτή ιστορική<br />

καταχώρησή τους κατά τη μακραίωνη παρουσία τους αποτελούν λόγω <strong>της</strong><br />

οικονομικής τους οντότητας: Παράγοντες οργάνωσης του αγροτικού χώρου,<br />

με την έννοια <strong>της</strong> τάξης και <strong>της</strong> ορθολογιστικής ανάπτυξής του καθώς κατά<br />

την περίοδο ακμής τους διαχειρίζονται το 1/5 <strong>της</strong> καλλιεργήσιμης γης. Παράγοντες<br />

που συμβάλλουν στην πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου<br />

καθώς διατηρούν βιβλιοθήκες, παρέχουν, φιλοξενία σε υψηλούς επισκέπτες<br />

αλλά και σε αγρότες ή ταλαιπωρημένους ξωμάχους. Συμβάλλουν έτσι στην<br />

διατήρηση και παράδοση στους επόμενους ότι τους κληροδότησαν οι προγενέστεροι:<br />

τα μέσα και τους τρόπους παραγωγής και μεταποίησης των προϊόντων,<br />

το φυσικό κεφάλαιο, τους τόπους διαμονής. Υπάρχει μια αέναη κίνηση<br />

μέσα στο χρόνο για την επίτευξη όλων αυτών. <strong>Τα</strong> βιβλία εσόδων–εξόδων των<br />

Μονών καταγράφοντας καταλεπτώς κάθε οικονομική δραστηριότητα αντικατοπτρίζουν<br />

τρόπους παραγωγής, μέσα και ανθρώπινες επικοινωνίες <strong>της</strong><br />

αγροτικής ζωής εν γένει, πληροφορίες που πολλές φορές επαληθεύονται ή<br />

εμπλουτίζονται από την προφορική παράδοση.<br />

∆ιασώζουν έτσι δεδομένα και στιγμές του αγροτικού βίου του νησιού,<br />

πανομοιότυπα αν όχι πρότυπα των δρώμενων γενικότερα στον τομέα αυτό.<br />

Μέσα από τα βιβλία αυτά, θα πληροφορηθούμε ότι πολύ κοντά στις Μονές<br />

ή μακρύτερα, αναλόγως, θα αναζητήσουν τεχνίτες, εργάτες, υλικά τα τελευταία<br />

είτε παράγοντάς τα είτε αγοράζοντας από τις πλησιέστερες αγορές που<br />

μπορεί να είναι η Χώρα ή τα γύρω νησιά, αν οι ανάγκες αυτές δεν ικανοποιούνται<br />

επί τόπου από το άμεσο περιβάλλον. Για παράδειγμα, τις μυλόπετρες<br />

για τους νερόμυλους <strong>της</strong> Κόκκινης Εκκλησιάς θα τις φτιάξει ο μάστορας Αρβανί<strong>της</strong><br />

από τα Χαραδιάτικα ή το Νεοχώρι, θα προμηθευτούν καρφιά από τη<br />

Χώρα, πλάκες ή τάβλες από το Θιάκι, ενώ τεχνίτες, θα πελεκάνε πέτρες επί<br />

τόπου για τα παραθύρια και ξύλα για την επισκευή των κελλιών θα κόβουν<br />

επί μέρες στους Σκάρους 1 . <strong>Τα</strong> δρύινα ζευκτά στις στέγες με την παλιά κατα-<br />

1. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας. Βιβλία εσόδων εξόδων 1810 και εξής. Φάκελος Ι. Μονής<br />

Κόκκινης Εκκλησιάς.


72<br />

ΜΑΡΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ – ΦΙΛΙΠΠΑ<br />

σκευή που σώθηκαν ως τις μέρες μας είναι το τοπικό υλικό που οι ίδιοι μαζί με<br />

τους εργάτες τους κόβουν και επεξεργάζονται για να συντηρήσουν τους τόπους<br />

διαμονής τους. Χωρικοί από τα πλησιέστερα χωριά θα καλλιεργήσουν<br />

τα κτήματα. Σέμπροι των μοναστηριών, μια σχέση που δημιουργεί ισχυρούς<br />

δεσμούς με τις Μονές. <strong>Τα</strong> βιβλία εσόδων–εξόδων των Μονών αποτελούν ανοιχτό<br />

βιβλίο για την αγροτική ζωή του τόπου.<br />

Έτσι η οργάνωση των τόπων διαμονής τους δηλαδή το μοναστήρι ολόκληρο<br />

με τα μετόχια του μαρτυρεί σήμερα έναν αιωνόβιο πολιτισμό και<br />

γνώσεις που η λαϊκή σοφία δημιούργησε, στον πολιτισμό που δεν αποκρυσταλλώνει<br />

τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από τον πολιτισμό αυτού<br />

του τόπου όπως θα διαπιστώσουμε στα σημερινά κατάλοιπά τους και όπως<br />

αναδύονται μέσα από τα λείψανα, μέσα από τα ερείπια πια, γιατί αρκετά<br />

μοναστήρια δεν έχουν να μας δείξουν τίποτα άλλο παρά σωρούς από πέτρες.<br />

Ό,τι δηλαδή κινδυνεύουν να γίνουν και τα υπόλοιπα. Ένα παράδειγμα,<br />

πολύ διδακτικό εξ’ άλλου, γι’ αυτές τις πρακτικές του λαϊκού βίου και<br />

πολιτισμού αποτελεί ο τρόπος συλλογής των υδάτων για ύδρευση από τα<br />

περιρρέοντα ύδατα και η συγκέντρωσή τους σε στέρνες στα δύο από τα 4<br />

μοναστήρια των Σκάρων, Αη Γιώργη και Κόκκινης Εκκλησιάς, τρόπος συλλογής<br />

που δεν είναι διαφορετικός από την υδρομάστευση που σώζεται και<br />

σήμερα και ύδρευε επί χρόνια το χωριό Κολυβάτα, στους Σκάρους, έργο<br />

τοπικού δημάρχου του 1807.<br />

Όλα αυτά, αιωνόβιες συνήθειες ενός πολιτισμού, θα διαρκέσουν ως τις μέρες<br />

μας και πολλοί από μας μπορεί να τα ακούσουν ή να τα άκουσαν, μαζί με<br />

πολλά άλλα στις διηγήσεις πατεράδων και παππούδων. Θα ξεχαστούν όμως<br />

αυτές οι προφορικές παραδόσεις και θα μείνουν μόνο σ’ αυτά τα βιβλία – που<br />

ευτυχώς σώζονται στο ιστορικό μας αρχείο,- ενώ υλικά τεκμήριά τους ίσως<br />

σωθούν μερικά, μέσα στα αυριανά κουφάρια των μοναστηριών.<br />

Όμως κάθε πέτρα από αυτά τα ερείπια που βρίσκεται στη θέση <strong>της</strong>, κάθε<br />

τμήμα τοίχου που σώζεται, είναι μαρτυρίες του πολιτισμού αυτού του τόπου<br />

και άξια σεβασμού και προστασίας. Παρακαλώ, τους παριστάμενους<br />

εκπρο-σώπους <strong>της</strong> εκκλησίας να μην παρασύρονται από τις υποδείξεις των<br />

εργολάβων: «ετοιμόρροπο, να το γκρεμίσουμε». Αυτά τα υλικά τεκμήρια, ως<br />

μαρτυρίες του λαϊκού μας πολιτισμού είναι πολύτιμα, τείνουν όμως στο σύνολό<br />

τους να γίνουν παρελθόν, δηλαδή χαμένο κομματάκι <strong>της</strong> ιστορίας του<br />

τόπου, με τη διαδικασία κατάρρευσης που επιδεινώθηκε απίστευτα με το σεισμό<br />

του 2003. Άλλωστε, σύμφωνα τόσο με το άρθρο 2 του νόμου 3028/02 2 ,<br />

δηλαδή του νέου νόμου για την προστασία των αρχαιοτήτων, όσο και με το<br />

2. Νόμος 3028, Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει <strong>της</strong> Πολιτιστικής Κληρονομιάς,<br />

ΦΕΚ Α΄ 153, 28 Ιουνίου 2002, αρθρ. 2.


ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ. ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ<br />

73<br />

Χάρτη <strong>της</strong> Βενετίας, προστατεύονται ως «υλικές μαρτυρίες» πολιτισμού. Είναι<br />

άρα και με το νόμο αυτό αντάξια <strong>της</strong> προγενέστερης κήρυξής τους (1962)<br />

απαιτώντας τη διαφύλαξή τους ως «τεκμηρίων πολιτισμού» και «συλλογικής<br />

δραστηριότητας του ανθρώπου».<br />

Τελευταία αναλαμπή ακμής των μονών πρέπει να είναι η 10ετία 1870–1890,<br />

με την μεγάλη ζήτηση του λευκαδίτικου κρασιού (εκτενής αναφορά απ. Π. Ροντογιάννη)<br />

3 . Μερικά από τα καλύτερα κρασιά <strong>της</strong> εποχής αυτής θα προέρχονται<br />

από την αγροτική περιοχή <strong>της</strong> Παλαιοκατούνας, <strong>της</strong> Κόκκινης Εκκλησιάς.<br />

Η οικονομική κρίση που θα ακολουθήσει, ο νόμος Παπαναστασίου και στη<br />

συνέχεια ο πόλεμος του ’40 θα εξαθλιώσει τα μοναστήρια. Αυτά αποτελούν και<br />

την αρχή του τέλους τους. Το παρόν ξεκινά από τη στιγμή πλήρους εγκατάλειψης<br />

των Μονών από τους αυθεντικούς κατοίκους τους: 2ο μισό του 20ου αιώνα.<br />

Κάποιοι καλόγηροι ή ιερείς θα παραμείνουν μερικά χρόνια ακόμα. Μετά,<br />

γύρω στο 60, οπωσδήποτε μετά το 1959 θα απογυμνωθούν τα μοναστήρια από<br />

κάθε μεταφερόμενο υλικό. Κάποιος, μικρός τότε, θα απορήσει γιατί τόσοι στο<br />

χωριό είχαν μπλε τραπέζια, -μπλε ήταν το ταβάνι στο αρχονταρίκι <strong>της</strong> Κόκκινης<br />

Εκκλησιάς- στις αρχές <strong>της</strong> δεκαετίας του 60. Απλή σύμπτωση; «∆ρυός<br />

πεσσούσης…». Αυτή ήταν και η χαριστική βολή για τα μοναστήρια. Γιατί με την<br />

αποξήλωση των στεγών αρχίζει η κατάρρευση. Το 1962 κηρύσσονται ως μνημεία,<br />

έξη μοναστήρια. Αυτή η πράξη, τους δίνει ένα νέο περιεχόμενο που θα τα<br />

συνοδεύσει στη σύγχρονη ζωή τους, στο παρόν, δίνοντάς τους ένα άλλο λόγο<br />

ύπαρξης χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς διαφορετικές αντιλήψεις<br />

και νοοτροπίες απειλούν αυτή την υλική τους υπόσταση. Ας το διευκρινίσουμε<br />

περισσότερο.<br />

Τι σημαίνει ένα μοναστήρι – μνημείο για τη πολιτεία και τι για τον κόσμο;<br />

Και ακόμα πιο απλά τι σημαίνει μοναστήρι. Αυτά είναι κρίσιμα σύγχρονα<br />

ερωτήματα κι ας φαίνεται η απάντησή τους αυτονόητη.<br />

Όπως ήδη προαναφέραμε, σύμφωνα με το νέο αρχαιολογικό νόμο του 2002<br />

το μνημείο εκτιμάται πλέον ως τεκμήριο πολιτισμού. Αλλά, όπως επίσης ήδη<br />

αναφέραμε, το μοναστήρι, ως τεκμήριο πολιτισμού είναι φορέας μηνυμάτων που<br />

αφορούν τρόπους ζωής, παραγωγής, λατρείας, ενός ιδιότυπου πολιτισμού που<br />

είναι ο καθρέπ<strong>της</strong> του λαϊκού πολιτισμού ενός τόπου. <strong>Τα</strong> μοναστήρια ως σύνολο<br />

κτιριακό και όχι μόνο, δηλαδή μαζί με το περιβάλλον τους, τα μετόχια, τα<br />

κοιμητήρια, οι εγκαταστάσεις και τα μέσα παραγωγής, τα μονοπάτια που τα<br />

συνδέουν. Ό,τι δηλαδή συνδέεται με τους τρόπους ζωής και δράσης του μοναστηριού.<br />

<strong>Τα</strong> διαμορφωμένα από το ανθρώπινο χέρι και μόχθο τοπία γύρω από<br />

τα μοναστήρια ως σύνθετα έργα του ανθρώπου και <strong>της</strong> φύσης προστατεύονται<br />

3. Π.Γ. Ροντογιάννης. Ιστορία <strong>της</strong> νήσου Λευκάδας τ. Α΄ <strong>Αθήνα</strong> 1980, σ. 577 και τ. Β΄, <strong>Αθήνα</strong><br />

1982 σ. 615.


74<br />

ΜΑΡΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ – ΦΙΛΙΠΠΑ<br />

και από έναν άλλο νόμο του ελληνικού κράτους, τη σύμβαση <strong>της</strong> Γρανάδας 4<br />

αλλά και από τον ίδιο τον αρχαιολογικό νόμο ως περιβάλλον μνημείου και δεν<br />

επιτρέπεται μέσα στο περιβάλλον αυτό οποιαδήποτε επέμβαση προκαλεί άμεση<br />

ή έμμεση βλάβη στο μνημείο. Μεταξύ των βλαβών αυτών η οπτική ρύπανση που<br />

δεν έχει πια να κάνει με αποστάσεις, όπως στον παλιό αρχαιολογικό νόμο αλλά<br />

με τα οπτικά μηνύματα που φορτίζουν το μνημείο. Για το παρόν λοιπόν, και<br />

όσον αφορά την πολιτεία τα μοναστήρια λογίζονται ως μνημεία. Για τον απλό<br />

λευκαδίτη που διατηρεί ακόμα μνήμες από το παρελθόν οι δεσμοί που αναπτύχθηκαν<br />

με τη σεμπρική σχέση δεν έχουν καταλυθεί. Για μερικούς μάλιστα<br />

δια <strong>της</strong> παρέμβασης του νόμου Παπαναστασίου, έχουν μεταπλαστεί οι δεσμοί<br />

αυτοί σε σύμπλεγμα ενοχών και χρέους προς τα μοναστήρια. Γι’ αυτούς λοιπόν,<br />

είτε βαθειά θρησκευόμενους είτε όχι, τα μοναστήρια αποτελούν «ένα μήνυμα<br />

πνευματικό του παρελθόντος» δεμένο με τις μνήμες και τα συναισθήματα που<br />

τις περιβάλλουν, μνήμες και συναισθήματα που εκδηλώνονται τις μέρες των πανηγυριών<br />

και όχι μόνον. Κάποτε, σε εξαιρετικές συγκυρίες θα προστρέξουν για<br />

να δώσουν βοήθεια στις μονές, όπως τον παλιό καλό καιρό όταν οι άνθρωποι<br />

ενδεείς σε υλικές απολαβές και πλούσιοι σε ψυχικές προσέφεραν προσωπική<br />

εργασία για το κοινό καλό, για να φτιάξουν π.χ. το δρόμο τους.<br />

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σοβαρά ελλείμματα σ’ αυτή τη σχέση. Έχω την<br />

πεποίθηση ότι στο μεν φορέα προστασίας τους κυριαρχεί η άποψη ότι οι εκκλησιές<br />

είναι το προστατευόμενο αντικείμενο, και εντελώς δευτερεύουσας σημασίας<br />

τα λοιπά κτίσματα. Αυτό τουλάχιστον αποκομίζω από την τρέχουσα<br />

πρακτική. Όμως επιμένω ότι ως φορείς μνήμης, τρόπων ζωής και συμβολής στην<br />

τοπική ιστορία αποτελούν ισότιμα πολιτισμικά στοιχεία και άξια ανάλογου<br />

σεβασμού έστω και αν δεν έχουν την ίδια καλλιτεχνική αξία με τους ναούς.<br />

Και ο ανάλογος σεβασμός δεν αφορά μόνον στο ισότιμο δικαίωμα συντήρησής<br />

τους αλλά και προστασίας τους από κάθε μη συμβατή επέμβαση. Αν αυτή η νοοτροπία<br />

δεν αλλάξει, το μέλλον θα παρουσιάσει την εξής εικόνα: <strong>Τα</strong> κτίσματα<br />

των μονών θα μετατραπούν σε σωρούς από πέτρες. Οι εκκλησιές τους σιγάσιγά<br />

θα ερημώσουν, κάποτε θα ξεχαστούν και οι κισσοί θα επισπεύσουν τη<br />

διαδικασία <strong>της</strong> λήθης. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το μοναστήρι του <strong>Τα</strong>ξιάρχη<br />

στο Πλατύστομα. Κάποιοι ακόμα θυμούνται και σου δείχνουν μια συστάδα<br />

από μάζες και λένε. Εκεί ήταν ο <strong>Τα</strong>ξιάρχης 5 .<br />

Είναι λοιπόν θέμα χρόνου να χαθούν αυτά τα υλικά στοιχεία μνήμης και<br />

4. Σύμβαση για την Προστασία <strong>της</strong> Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς <strong>της</strong> Ευρώπης, Γρανάδα 3<br />

Οκτωβρίου 1985, άρθρο 1 και 7.<br />

5. Στη 2η 10ετία του 19ου αιώνα στον Ναό <strong>της</strong> Μονής <strong>Τα</strong>ξιάρχη λειτουργούσε ο ιερέας<br />

Παναγιώ<strong>της</strong> Φίλιππας και τουλάχιστον ως το 1940 η περιφορά του επιταφίου του χωριού<br />

Πλατυστόμου πέρναγε από τη μονή. Ο ναός τότε ήταν στεγασμένος, ασκεπή ήταν τα κελλιά<br />

(ενθύμηση Μαγδαληνής Φίλιππα).


ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ. ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ<br />

75<br />

μαζί μ’ αυτά, ένα μέρος, πολύ σημαντικό <strong>της</strong> ιστορίας του τόπου που δεν αναπαράγεται<br />

με ανακατασκευές και νεοπαραδοσιακές εμπνεύσεις όπως πολλοί<br />

πιστεύουν αλλά πλανώνται. Η ιστορική μαρτυρία διατηρείται μόνο με την συντήρηση<br />

και στερέωση του αυθεντικού υλικού τεκμηρίου, αυτού που και σήμερα<br />

είναι υπαρκτό, ορατό. <strong>Τα</strong> υπόλοιπα που προαναφέραμε έχουν να κάνουν<br />

με άλλους στόχους που παρακάμπτουν το ρόλο των μνημείων και ικανοποιούν<br />

βραχυπρόθεσμούς στόχους και αντιλήψεις, συχνά καταστροφικές για τα ίδια<br />

τα μνημεία. Η μεγαλύτερη πλάνη αυτών των στόχων είναι η με τον τρόπο <strong>της</strong><br />

ανακατασκευής, υπέρμετρου εξωραϊσμού και εκσυγχρονισμού εξυπηρέτηση<br />

τουριστικών ή συναφών σκοπιμοτήτων. Βεβαίως τα μνημεία μπορεί να συμβάλλουν<br />

σ’ αυτό το σκοπό. Όχι όμως τα αντίγραφά τους, τα οποία συχνά είναι<br />

πολυτελή κακέκτυπα ενός πολιτισμού άκρως ασυμβίβαστου με το ελληνικό<br />

πνεύμα και παράδοση – εννοώ το λαϊκό μας πολιτισμό - που στη χώρα μας<br />

διατήρησε πάντα τη λιτότητα και το μέτρο. <strong>Τα</strong> πολυτελή κακέκτυπα δεν έχουν<br />

καμιά σχέση με τις λιτές μορφές που προέκυψαν μέσα από τον κόπο και το<br />

μόχθο αιώνων για την επιβίωση, όπως ακριβώς συνέβη και με το σύνολο του<br />

λαϊκού μας πολιτισμού. Εδώ λοιπόν παρεμβαίνει ένα άλλο σημαντικό κριτήριο.<br />

Αυτό <strong>της</strong> συμβατότητας <strong>της</strong> χρήσης του μνημείου ως πνευματικού μηνύματος<br />

του παρελθόντος.<br />

Αυτό όμως δεν θα πρέπει εμείς να το επιτρέψουμε και θα επαναλάβω γι΄<br />

αυτό την πρόσκληση και πρόκληση προς τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο<br />

<strong>της</strong> Λευκάδας εντός και εκτός αυτής να επαγρυπνεί για τη διάσωση των<br />

πολιτιστικών αγαθών του τόπου μας εν όψει <strong>της</strong> προοπτικής που ανοίγεται για<br />

το μέλλον, δηλαδή από τη μια η εγκατάλειψη και από την άλλη πολλές σύγχρονες<br />

επεμβάσεις. Ευτυχώς όμως ή δυστυχώς, οι οικονομικές δυνατότητες που<br />

προβάλλουν στον ορίζοντα δεν είναι ευνοϊκές για μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις.<br />

Αυτό περιορίζει τους κινδύνους ως ένα βαθμό αυξάνει τους άλλους όμως,<br />

αυτούς δηλαδή <strong>της</strong> κατάρρευσης και <strong>της</strong> μετατροπής σε σωρούς από πέτρες.<br />

Με τα δεδομένα αυτά ας υπενθυμίσουμε ότι υπάρχουν πάντα μέσες λύσεις:<br />

μικρές, συνεχείς επεμβάσεις συντήρησης μπορούν να προλάβουν τις καταρρεύσεις<br />

που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν τη μετατροπή των Μονών σε<br />

σωρούς από πέτρες, κληρονομιά που θα αφήσουμε για τα παιδιά μας και το<br />

μέλλον. Ας αφήσουμε κάτι για τις επόμενες γενιές να το διαχειριστούν με τον<br />

τρόπο που αυτές θελήσουν, όχι όμως ψεύτικα αντίγραφα ή αγνώριστα από<br />

άστοχες επεμβάσεις μνημεία.


Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου, Ροδάκι


Άγγελος Γ. Χόρ<strong>της</strong><br />

ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ<br />

ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ<br />

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ<br />

ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ<br />

Στα 1654 ο Μητροφάνης Χαμοσφακίδης, από το Βουρνικά ιδρύει τη μονή του<br />

Αγίου Ιωάννου στο Ροδάκι και αφιερώνει σ’ αυτήν 51 ενετικά στρέμματα χωράφια<br />

(περίπου 100 στρέμματα των 1.000 τ.μ.), 2 «βόιδια» και 2 αγελάδες, πιθανότατα<br />

ολόκληρη την περιουσία του 1 . Στα 1708 ο Γιώργος Σάντας από τους<br />

Πηγαδησάνους εγκαταλείπει την οικογένειά του, αφιερώνει την περιουσία του<br />

στη μονή του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι και ο ίδιος γίνεται μοναχός, με τον όρο<br />

το μοναστήρι να εξασφαλίζει τη «ζωοθροφία» <strong>της</strong> γυναίκας του, δηλ. τη συντήρησή<br />

<strong>της</strong> ισοβίως 2 . Στα σχετικά έγγραφα δεν αναφέρονται οι λόγοι που ώθησαν<br />

τον Χαμοσφακίδη και τον Σάντα στην απόφασή τους να περιβληθούν το<br />

μοναχικό σχήμα, αλλά μπορούμε να τους εικάσουμε. Ιδιαίτερα για τον Σάντα,<br />

που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, αλλά και κατά πάσα πιθανότητα<br />

για το Χαμοσφακίδη, το μοναστήρι θα αποτελούσε καταφυγή και παραμυθία<br />

στις δυσκολίες και τις ατυχίες <strong>της</strong> ζωής και ίσως πεδίο άσκησης πνευματικής<br />

για το «επέκεινα» και τη φοβερή ώρα <strong>της</strong> παρουσίας τους ενώπιον του ∆ικαιοκρίτου.<br />

Από το 1724 μέχρι τουλάχιστον το 1765 ο Νικολός Σταύρακας από<br />

το χωριό Καρυά και τα τρία του παιδιά συνάπτουν διαδοχικές συμβάσεις με<br />

τη μονή του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι για την καλλιέργεια κτημάτων <strong>της</strong> 3 . Ο<br />

Σταύρακας είχε περιουσία κατά ανώτατο όριο περίπου 2 ½ στρέμματα χωράφια<br />

και 5 μεροδούλια αμπέλια, καθώς η σχετική εγγραφή στο κτηματολόγιο<br />

είναι Nicoló Stavraca e fratti και η περιουσία τους ανερχόταν σε 7 στρέμματα<br />

χωράφια και 15 μεροδούλια αμπέλια. Ο μικρός αυτός γεωργικός κλήρος που<br />

έπρεπε μάλιστα να τριχοτομηθεί δεν μπορούσε να καλύψει τις στοιχειώδεις βιοτικές<br />

ανάγκες <strong>της</strong> οικογένειας. <strong>Τα</strong> μοναστηριακά, λοιπόν, κτήματα κάλυπταν<br />

τις ανάγκες αυτές και ενσωμάτωναν το ανθρώπινο παραγωγικό δυναμικό <strong>της</strong><br />

οικογένειας Σταύρακα στις οικονομικές δραστηριότητες.<br />

1. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας (Ι.Α.Λ.), κατάστιχο <strong>της</strong> μοναστηριακής περιουσίας του<br />

νησιού του 1805.<br />

2. Archivio di Strato di Venezia (A.S.V.), Dieci, Savi alle Xme, tilza 11, όπου κατάστιχο αφιερώσεων<br />

στα μοναστήρια του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι και του Ασωμάτου (Catastico del<br />

Levante).<br />

3. Ίδρυμα Νεοελληνικών Ερευνών, Κατάστιχο του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι.


78<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΧΟΡΤΗΣ<br />

<strong>Τα</strong> τρία αυτά παραδείγματα εικονογραφούν, αδρομερώς, τις διάφορες<br />

όψεις των σχέσεων των μοναστηριών με την κοινωνία του νησιού, τις οποίες<br />

θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε συστηματικότερα.<br />

Βασική προϋπόθεση για να διαδραματίσουν τον πολλαπλό τους ρόλο τα<br />

μοναστήρια ήταν η οικονομική τους ευρωστία. Όπως φαίνεται, η εποχή <strong>της</strong><br />

ακμής τους τοποθετείται στην περίοδο <strong>της</strong> Βενετοκρατίας και ειδικότερα στο<br />

18ο αι., οπότε η περιουσία τους αυξάνεται θεαματικά και η οικονομική τους<br />

λειτουργία αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα με όλες τις συμπαρομαρτούσες συνέπειες.<br />

Σε μια κοινωνία κατά βάση αγροτική, όπως ήταν η κοινωνία <strong>της</strong> Λευκάδας,<br />

ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, με μικρό αγροτικό κλήρο, ο ρόλος των μοναστηριών<br />

με τη σημαντική τους, τηρουμένων των αναλογιών, περιουσία ήταν<br />

καθοριστικός για τις κοινωνικοοικονομικές ισορροπίες και τη διατήρησή<br />

τους. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να μελετήσουμε σύντομα το γαιοκτητικό καθεστώς<br />

του νησιού για να διευκολυνθούμε στην εξαγωγή συμπερασμάτων.<br />

Όπως προκύπτει από τα ενετικά κτηματολόγια του 1726-27 4 , τα τουρκικά<br />

κτήματα του νησιού, στα 1684, ανέρχονταν περίπου σε 11.500 ενετικά<br />

στρέμματα χωράφια 5 , 6.350 μεροδούλια αμπέλια και 3.100 ρίζες ελιές και<br />

αντιστοιχούσαν, σύμφωνα με Relazione του έκτακτου Προβλεπτή Λευκάδος<br />

P. Bempo, στο 1/3 του συνόλου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων 6 . <strong>Τα</strong> κτήματα,<br />

εξάλλου, των χριστιανών κατοίκων στις κτηματολογημένες περιοχές ανέρχονταν<br />

περίπου σε 13.700 στρέμματα χωράφια, 13.600 μεροδούλια αμπέλια<br />

και 10.600 ρίζες ελιές 7 (προφανώς με τις καλλιεργητικές παρεμβάσεις μεταξύ<br />

1684-1726, κυρίως σε ό,τι αφορά την αμπελοκαλλιέργεια και την ελαιοκαλλιέργεια).<br />

Ωστόσο, ένα μέρος του πληθυσμού κατείχε μικρή ή δεν είχε καθόλου<br />

κτηματική περιουσία. Το μέγιστο ποσοστό κατόχων μικρής κτηματικής<br />

περιουσίας και ακτημόνων παρατηρείται στην πρωτεύουσα του νησιού στην<br />

οποία, σύμφωνα με στοιχεία του 1760, το σύνολο των οικογενειών ανερχόταν<br />

σε 897 από τις οποίες, αν εξαιρέσουμε τις 68 ξένες, προφανώς αξιωματούχων<br />

<strong>της</strong> διοίκησης κλπ., και τις 6 τσιγγάνων, μένουν 823 8 .<br />

4. Ι.Α.Λ., «Beni registri e catasticati …» και «Beni concessi e livellati nella piana di Amaxichi<br />

et in altzi confini». Στο δεύτερο κατάστιχο, με χρονολογία 1734, καταγράφονται τα παραχωρημένα<br />

από τη Βενετική διοίκηση δημόσια κτήματα και A.S.V., Senato Deliberazioni,<br />

F. 204, όπου καταγράφονται οι παραχωρήσεις κατά κατηγορία.<br />

5. Το ενετικό στρέμμα έχει έκταση 1.892 τ.μ. περίπου. Βλ. Π.Γ. Ροντογιάννης, Ιστορία <strong>της</strong><br />

νήσου Λευκάδας, Τ.Α., σελ. 647.<br />

6. A.S.V., Provveditori da terra e da mar, B. 866, όπου η αναφορά του Bembo.<br />

7. Ι.Α.Λ., «Beni registri e catasticati …»<br />

8. Σεβαστή Λάζαρη, ∆ημογραφικές πληροφορίες για τη Λευκάδα, στο συλλογικό τόμο,<br />

<strong>Πρακτικά</strong> ∆΄ <strong>Συνεδρίου</strong> Επτανησιακού Πολιτισμού <strong>της</strong> Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών,<br />

<strong>Αθήνα</strong> 1996, σελ. 243


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ 79<br />

Όμως στο κτηματολόγιο του 1726-27 που προαναφέρθηκε οι καταγραφόμενες<br />

ιδιοκτησίες είναι μόλις 300. Βέβαια, για τους κατοίκους <strong>της</strong> Αμαξικής<br />

υπήρχαν άλλες κύριες πηγές βιοπορισμού με σημαντικότερη τη ναυτιλία, στις<br />

πρώτες ιδίως δεκαετίες του 18ου αι., αλλά και τα διάφορα αστικά επαγγέλματα,<br />

χωρίς βέβαια να αποκλείονται οι αγροτικές δραστηριότητες για μέρος<br />

του πληθυσμού. Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε και εκεί με την παρακμή<br />

των διαμεσογειακής εμβέλειας εμποροναυτικών δραστηριοτήτων, μετά τον<br />

βενετοτουρκικό πόλεμο του 1715-17 9 . Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει<br />

η μελέτη των ιδιοκτησιών και στην καθαρά αγροτική ύπαιθρο του νησιού.<br />

Έτσι, στα χωριά Σφακιώτες, Καρυά και Αλέξανδρος, επί 425 καταγεγραμμένων<br />

ιδιοκτησιών, δεν καταγράφονται καθόλου χωράφια σε 44, αμπέλια<br />

σε 232 και ελιές σε 278, ενώ μέχρι 5 στρέμματα χωράφια καταγράφονται σε<br />

154 10 . Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι η απουσία χωραφιών δεν αντισταθμίζεται<br />

από κατοχή μεγάλης έκτασης αμπελιών ή σημαντικής ελαιοκαλλιέργειας.<br />

Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Όσοι έχουν λίγα χωράφια έχουν παράλληλα<br />

και ελάχιστα ή καθόλου αμπέλια και ελιές. Παρόμοια ή και δυσμενέστερη<br />

θα ήταν η κατάσταση και στις μη κτηματολογημένες περιοχές του νησιού και<br />

ιδιαίτερα στις ορεινές, που ο αγροτικός κλήρος θα ήταν μικρότερος.<br />

Στην εποχή <strong>της</strong> τουρκοκρατίας η καλλιέργεια των τουρκικών κτημάτων<br />

κάλυπτε ασφαλώς, ως ένα βαθμό, τις ανάγκες διαβίωσης των ασθενέστερων<br />

τμημάτων του πληθυσμού. Σύμφωνα με Relazione του γενικού Προβλεπτή<br />

θαλάσσης Corner (κατά την εποχή <strong>της</strong> βενετικής κατάκτησης), οι χριστιανοί<br />

κάτοικοι του νησιού καλλιεργούσαν τα τουρκικά κτήματα με το καθεστώς<br />

του μισακού 11 . Οι καλλιεργητές αυτοί θα ανήκαν ασφαλώς στους οικονομικά<br />

ασθενέστερους κατοίκους του νησιού. Με τη βενετική κατάκτηση και την αλλαγή<br />

του γαιοκτητικού καθεστώτος το ρόλο <strong>της</strong> ενσωμάτωσης των ανθρώπων<br />

αυτών στις οικονομικές δραστηριότητες θα διαδραματίσουν, αρχικά τουλάχιστον,<br />

τα μεγάλα κτήματα που δημιουργήθηκαν με την παραχώρηση από τους<br />

Βενετούς τουρκικών κτημάτων στους λεγόμενους Benemeriti και, ολοένα και<br />

περισσότερο, τα μοναστήρια με τη βαθμιαία αυξανόμενη περιουσία τους. Σε<br />

ό,τι αφορά τα μεγάλα κτήματα, νοταριακά έγγραφα αποκαλύπτουν συμβάσεις<br />

αγροτών με τους ιδιοκτήτες τους, όπως ο Αγγελής Σουμίλας, ο Κόμης<br />

Μάκουλας, οι αδελφοί ∆αρμή, οι αδελφοί ∆ε Τζώρζη, κ.α. Όλοι, με πρώτο τον<br />

Σουμίλα, είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στη Γαληνότατη ∆ημοκρατία<br />

9. Άγγελου Χόρτη, Συμβολή στην Οικονομική Ιστορία <strong>της</strong> Λευκάδας (1684-1774), ∆ιδακτορική<br />

διατριβή ανέκδοτη.<br />

10. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.<br />

11. A.S.V., Provveditori da terra e da mar, B. 947, όπου copia di lettere scritte da Illustrissimo<br />

e Eccelentissimo Cornero Provveditor general da mar a Fr. Horosini Capitan General.


80<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΧΟΡΤΗΣ<br />

του Αγίου Μάρκου 12 . Μας ενδιαφέρει όμως η μοναστηριακή περιουσία.<br />

Μια εικόνα <strong>της</strong> περιουσίας αυτής, αν και όχι πλήρη, κατά την εποχή <strong>της</strong><br />

βενετικής κατάκτησης, μας παρέχει κατάστιχο του Ι.Α.Λ. του 1701, στο οποίο<br />

καταγράφονται κτήματα 10 σημαντικών μονών του νησιού χωρισμένα σε δύο<br />

κατηγορίες, με τους χαρακτηρισμούς Stabili beni antiqui (παλαιά κτήματα) και<br />

Beni aquistati e dedicati dopo l’aquisto (δηλ. κτήματα αποκτημένα και αφιερωμένα<br />

μετά την κατάκτηση) 13 . Κατά την εποχή, λοιπόν, <strong>της</strong> κατάκτησης η<br />

καταγεγραμμένη σε αυτό μοναστηριακή περιουσία ανερχόταν σε 1.800 ενετικά<br />

στρέμματα χωράφια, 1.000 μεροδούλια αμπέλια και 400 ρίζες ελιές. Ότι<br />

όμως ήταν πιθανότατα μεγαλύτερη τεκμαίρεται από ποικίλα στοιχεία. Έτσι,<br />

στα κτηματολόγια του 1726-27 καταγράφονται κτήματα των μονών <strong>της</strong> Αγίας<br />

Αναστασίας στο χωριό Τσουκαλάδες και του Προφήτη Ηλία στο χωριό Σφακιώτες<br />

έκτασης περίπου 150 εν. στρεμμάτων. Οι δύο μονές όμως δεν περιλαμβάνονται<br />

στο κατάστιχο. Στις Relazioni, μεταγενέστερες βέβαια, των έκτακτων<br />

Προβλεπτών του νησιού επανέρχεται το ζήτημα <strong>της</strong> απόκρυψης περιουσιακών<br />

στοιχείων των μονών, όπως και γενικότερα <strong>της</strong> απόκρυψης φορολογητέας<br />

ύλης για ευνόητους λόγους. Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι στα 1701 στην<br />

ιδιοκτησία των μονών καταγράφονται 15 μύλοι (6 <strong>της</strong> Κόκκινης Εκκλησίας,<br />

4 του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι, 3 του Ασωμάτου και 2 του Αγίου Γεωργίου<br />

στο Μαραντοχώρι) 14 , που αποτελούν άνω του ¼ των μύλων του νησιού, καθώς<br />

το σύνολό τους ανέρχεται σε 55, σύμφωνα με την Οθωμανική απογραφή του<br />

1715, όταν οι Τούρκοι είχαν ανακτήσει προσωρινά τη Λευκάδα 15 . Το γεγονός<br />

αυτό υποδηλώνει ότι μεγάλο μέρος του υδάτινου δυναμικού ελεγχόταν από τις<br />

μονές και πρέπει να υποθέσουμε ότι και αρδευόμενα εύφορα κτήματα βρίσκονταν<br />

επίσης στην κατοχή τους. Η υπόθεση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται<br />

από Relazione του έκτακτου Προβλεπτή Lorenzo Paruta του 1746, στην οποία<br />

αναφέρεται ότι το 1/5 των καλλιεργήσιμων και ευφορότερων κτημάτων του<br />

νησιού κατείχαν οι 16 μονές του και, ακόμα, ότι μέρος των μοναστηριακών<br />

κτημάτων αποκρύπτονταν για φορολογικούς λόγους 16 .<br />

Αν θα επιχειρούσαμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση σε απόλυτους<br />

αριθμούς αυτό το 1/5, πρέπει να υποθέσουμε ότι αντιστοιχεί σε περίπου 8.000<br />

ενετικά στρέμματα. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, αν κάνουμε τη σχετική<br />

αναγωγή, ξεκινώντας από την έκταση των τουρκικών κτημάτων του 1684 που<br />

12. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.<br />

13. Ι.Α.Λ. Registro dei beni catasticati che possedono li conventi della isola Lefcada, 1701.<br />

14. Ι.Α.Λ. Registro dei beni catasticati che possedono li conventi della isola Lefcada, 1701.<br />

15. Mehmet Geng, Η Λευκάδα στις αρχές του ΙΗ΄αιώνα, στο συλλογικό τόμο <strong>Πρακτικά</strong><br />

∆΄ <strong>Συνεδρίου</strong> Επτανησιακού Πολιτισμού <strong>της</strong> Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, <strong>Αθήνα</strong><br />

1996, σελ. 38.<br />

16. Κ. Μαχαιρά, Ναοί και Μοναί <strong>της</strong> Λευκάδος, <strong>Αθήνα</strong> 1950, σελ. 218-219.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ 81<br />

ήταν περίπου 13.000 ενετικά στρέμματα συνολικά και αποτελούσαν, όπως<br />

έχει αναφερθεί, το 1/3 του συνόλου. (Αν, λοιπόν, το 1/3 ήταν 13.000 το σύνολο<br />

θα ήταν 39.000 και το 1/5 περίπου 8.000 ή και περισσότερο, δεδομένου<br />

ότι η καλλιεργήσιμη γη αυξανόταν προοδευτικά με «ημέρωμα» (εκχέρσωση)<br />

άγριων και θαμνωδών εκτάσεων). Αλλά, και αν ακόμα η πληροφορία του<br />

Paruta θεωρηθεί υπερβολική, δεν πρέπει να απείχε από την πραγματικότητα.<br />

Πράγματι, από κατάστιχο του 1805 πληροφορούμαστε ότι η περιουσία των<br />

δύο μεγάλων μονών του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι και <strong>της</strong> Κόκκινης Εκκλησίας<br />

ανερχόταν σε 955 ½ στρέμματα χωράφια, 1.619 μεροδούλια αμπέλια και<br />

1.689 ρίζες ελιές, ενώ είναι πιθανόν να είχε μειωθεί από καταπατήσεις και<br />

κακοδιαχείριση ή μέρος <strong>της</strong> να αποκρυπτόταν 17 .<br />

Η κατανομή των μοναστηριακών κτημάτων στο χώρο καλύπτει ολόκληρο<br />

το νησί και, επομένως, επηρεάζει κατοίκους σε όλες τις περιοχές, καθώς στα<br />

έγγραφα αναφέρονται κτήματα στην περιοχή <strong>της</strong> Αμαξικής και των χωριών<br />

Κατούνας, Καρυωτών, Απόλπαινας, Καρυάς, Πηγαδησάνων, Σφακιωτών,<br />

Αλεξάνδρου, Εγκλουβής, Σύβρου, Βασιλικής, Κατωχωρίου, Πόρου, Κοντάραινας,<br />

∆ιαμιλιανίου, Βαυκερής, Πλατυστόμων, Φτερνού.<br />

Η δημιουργία <strong>της</strong> μοναστηριακής περιουσίας ξεκινά με την αφιέρωση από<br />

τους κτήτορες και ιδρυτές των μονών <strong>της</strong> προσωπικής τους περιουσίας σ’ αυτές.<br />

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μονή του Αγίου Ιωάννου στο Ροδάκι,<br />

που ιδρύθηκε το 1654 από τον Μητροφάνη Χαμοσφακίδη, ο οποίος αφιέρωσε<br />

σ’ αυτήν 51 στρέμματα χωράφια, 2 βόδια και 2 αγελάδες. Η αύξηση <strong>της</strong> αρχικής<br />

περιουσίας γίνεται με αφιερώσεις, αγορές και εκχερσώσεις ακαλλιέργητων και<br />

θαμνωδών εκτάσεων (dedicatione, comprida, disboscatione, κατά τα έγγραφα) 18 .<br />

Οι αφιερώσεις των πιστών, που αποτελούν γενικευμένο φαινόμενο σε ολόκληρο<br />

το νησί, είναι ο κύριος παράγοντας αύξησης <strong>της</strong> μοναστηριακής περιουσίας<br />

και υποδηλώνουν σχετικές νοοτροπίες, κυρίαρχες στην κοινωνία. Η σωτηρία<br />

<strong>της</strong> ψυχής των ίδιων και των συγγενών τους απασχολεί τους ανθρώπους <strong>της</strong><br />

εποχής και οι αφιερώσεις είναι, όπως πιστεύουν, ένα μέσον για να επιτύχουν το<br />

θείο έλεος. Για παράδειγμα, στα 1654 ο Νικολός Φουρλάνος και ο Ανδρέας Πολί<strong>της</strong><br />

αφιερώνουν στη νεοσύστατη τότε μονή του Αγίου Ιωάννου στο Ροδάκι<br />

χωράφια 2 και 11 στρεμμάτων αντίστοιχα, «δια μνημόσυνό» τους, ενώ σε βενετικό<br />

κατάστιχο που καταγράφονται αφιερώσεις στον Άγιο Ιωάννη στο Λιβάδι<br />

και τον Ασώματο μεταξύ 1725 και 1746 οι περισσότερες γίνονται για μνημόσυνο<br />

των δωρητών ή συγγενών τους 19 . Παρατηρείται έτσι το, εκ πρώ<strong>της</strong> όψεως,<br />

17. Ι.Α.Λ., Κατάστιχο <strong>της</strong> περιουσίας των μοναστηριών στα 1805.<br />

18. Ι.Α.Λ. Registro dei beni catasticati che possedono li conventi della isola Lefcada, 1701.<br />

19. A.S.V., Dieci Savi alle Xme, όπου υπάρχει πίνακας αφιερώσεων στα μοναστήρια του<br />

Αγίου Ιωάννου και ου Ασωμάτου, μεταξύ των ετών 1726-1745.


82<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΧΟΡΤΗΣ<br />

παράδοξο φαινόμενο σε μια κοινωνία στην οποία η παραβατικότητα, αστικού<br />

ή ποινικού χαρακτήρα, δεν είναι αμελητέα να υπάρχει παράλληλα η φροντίδα<br />

για τη σωτηρία <strong>της</strong> ψυχής. Πόσο ριζωμένη ήταν η νοοτροπία αυτή συνάγεται<br />

και από τα νοταριακά έγγραφα. Το τυπικά επαναλαμβανόμενο ερώτημα του<br />

νοταρίου στο διαθέτη στην αρχή κάθε διαθήκης, αν αφήνει κάτι για σκλάβους,<br />

φυλακισμένους ή σε μοναστήρια απηχεί εκτός από τις πραγματικότητες <strong>της</strong><br />

εποχής (πειρατεία, κλπ.) και τις νοοτροπίες των ανθρώπων.<br />

Ένα μέρος των αφιερώσεων γίνεται από άτομα τα οποία εντάσσονται στη<br />

μοναστική κοινότητα. Έτσι, στο κατάστιχο των αφιερώσεων στον Άγιο Ιωάννη<br />

στο Λιβάδι, που αναφέρθηκε, καταγράφονται τα ονόματα των μοναχών Γεωργίου<br />

Σάντα, Γεωργίου Κατωπόδη, Πέτρου Γουρζή και Γρηγορίου (χωρίς επώνυμο),<br />

που αφιερώνουν κτήματα στη μονή, ο τελευταίος μάλιστα 40 στρέμματα<br />

χωράφια, 20 ρίζες ελιές και 10 μεροδούλια αμπέλι.<br />

Μια άλλη διάσταση του φαινομένου των αφιερώσεων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα<br />

για τη μελέτη <strong>της</strong> κοινωνίας <strong>της</strong> εποχής. Πρόκειται για αφιερώσεις<br />

με χαρακτήρα ανταποδοτικότητας. Οι δωρητές δηλαδή προσφέρουν τα κτήματά<br />

τους με αντάλλαγμα τη «ζωοθροφία» τους, όπως αναφέρεται στα έγγραφα,<br />

δηλ. την υποχρέωση του μοναστηρίου να τους παρέχει εισοδήματα και είδη για<br />

την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών σε όλη τη διάρκεια <strong>της</strong> ζωής τους. Για<br />

παράδειγμα, κάποιος Γαζής αφιερώνει στη μονή του Ασωμάτου 1½ στρ. χωράφι,<br />

άλλα 4 χωράφια μη καθοριζόμενης έκτασης, 30 ρίζες ελιές και ½ λιτρουβιό<br />

στο Νιοχώρι και το μοναστήρι αναλαμβάνει την υποχρέωση να του παρέχει<br />

ισοβίως 8 pignates λάδι, 1 κάδο σιτάρι, 1 κάδο κριθάρι, 2 βαρέλες κρασί, 3 λίτρες<br />

βούτυρο, 3 λίτρες μαλλί και 1 ζευγάρι παπούτσια. Ο Χρ. Σίκουλας παραχωρεί<br />

στον Άγιο Ιωάννη στο Λιβάδι σπίτια του στη «Χώρα», με αντάλλαγμα<br />

3 κάδους αλεύρι, ½ τετάρτι φακή, 4 τσουκάλια λάδι, 1 βαρέλα κρασί, 2 κεφάλια<br />

τυρί, 1 κανάτα βούτυρο και 10 λίτρες λινάρι ετησίως 20 . Από τα ενδεικτικά<br />

αυτά παραδείγματα προκύπτει ότι από οικονομική άποψη τα μοναστήρια<br />

είναι παραγωγικές γεωργοκτηνοτροφικές και βιομηχανικές μονάδες, πράγμα<br />

το οποίο συνάγεται και από τη μελέτη <strong>της</strong> περιουσίας τους. Από άλλη άποψη<br />

η «ζωοθροφία» αποτελεί οιωνεί θεσμό κοινωνικής πρόνοιας για άτομα τα<br />

οποία δεν καλύπτονταν στο πλαίσιο <strong>της</strong> οικογένειας, κύριου φορέα πρόνοιας<br />

για τους αδύναμους, σε μια εποχή κατά την οποία ανάλογοι επίσημοι θεσμοί<br />

ήταν ανύπαρκτοι. Αγορές κτημάτων και εκχέρσωση θαμνωδών εκτάσεων φανερώνουν<br />

ότι οι μονές διέθεταν οικονομική δύναμη και μπορούσαν να απασχολήσουν<br />

εργατικό δυναμικό.<br />

Τις αγροτικές δραστηριότητες των μονών, καθώς και το βαθμό και τους<br />

τρόπους ένταξης παραγωγικού δυναμικού του νησιού σ’ αυτές, γεγονός που<br />

20. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ 83<br />

συντελούσε στη διατήρηση των κοινωνικοοικονομικών ισορροπιών του, μπορούμε<br />

να μελετήσουμε: α) από νοταριακά έγγραφα, β) από κατάστιχο <strong>της</strong> μονής<br />

του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι 21 και γ) από τους κανονισμούς για την οικονομική<br />

λειτουργία των μονών που εξέδωσε η αγγλική διοίκηση στα 1817 22 .<br />

Σύμφωνα, λοιπόν, με τους κανονισμούς <strong>της</strong> αγγλικής διοίκησης κάθε μοναστήρι<br />

ήταν υποχρεωμένο να γνωστοποιήσει στη ∆ιοίκηση: α) τον αριθμό των<br />

μοναχών και του λοιπού προσωπικού του, καθώς και το έργο που ασκούσαν, β)<br />

όλα τα «κοντράτα αφιτάντζας» των αγαθών του μοναστηριού, δηλ. τις συμβάσεις<br />

ενοικίασης των κτημάτων του, γ) έγγραφη βεβαίωση αν είχαν προφορική<br />

συμφωνία με σέμπρους για καλλιέργεια κάποιου κτήματος και δ) όσα κτήματα<br />

καλλιεργούσαν «δούλοι» ή εργάτες. Τέλος, δινόταν εντολή τα αιγοπρόβατα<br />

των μονών να παραχωρούνται για φύλαξη με βάση το εθιμικό καθεστώς του<br />

νησιού. Από τους κανονισμούς αυτούς προκύπτει ότι τα κτήματα των μονών<br />

καλλιεργούνται: α) από το προσωπικό των μονών ή, ενδεχομένως, εργάτες έναντι<br />

αμοιβής και β) από αγρολήπτες (σέμπρους), με βάση γραπτές ή προφορικές<br />

συμφωνίες. Εκτός από τις γεωργικές, οι μονές ασκούσαν και κτηνοτροφικές<br />

δραστηριότητες, για τις οποίες απασχολούσαν εργατικό δυναμικό, αλλά, σε<br />

ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, όχι με τους όρους που προέβλεπαν τα έθιμα<br />

του τόπου. Ο λεπτομερής έλεγχος των οικονομικών των μονών από τη ∆ιοίκηση<br />

υποδηλώνει υπόνοιες <strong>της</strong> τελευταίας για κακοδιαχείριση και καταδολίευση<br />

τόσο των συμφερόντων τους, όσο και των συμφερόντων του ∆ημοσίου<br />

από απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Όπως μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, οι<br />

προφορικές συμφωνίες για καλλιέργεια κτημάτων, καθώς και οι συμφωνίες για<br />

φύλαξη των ποιμνίων εκτός του πλαισίου που διέγραφε το εθιμικό καθεστώς<br />

του νησιού, τέθηκαν υπό έλεγχο ακριβώς για τους λόγους αυτούς. Το ζήτημα<br />

αυτό δεν ήταν νέο, ούτε ερευνήθηκε για πρώτη φορά από τη ∆ιοίκηση.<br />

Στα 1746 ο έκτακτος Προβλεπτής Lorenzo Paruta σε έκθεσή του αναφέρεται<br />

στην απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων των μονών, στα 1754 ο Agostino<br />

Sagredo, επίσης έκτακτος Προβλεπτής, ορίζει ότι σε κάθε μονή θα εκλέγονται<br />

2 διαχειριστές των εσόδων <strong>της</strong> (σιτηρών, κρασιού, σταφίδας, λαδιού, κλπ.)<br />

πράγμα που υποδηλώνει ανάγκη ελέγχου λόγω κακοδιαχείρισης, αλλά και<br />

σημαντική παραγωγή, στα 1780 ο Sebastian Morosini αναφέρεται σε κακή<br />

διαχείριση και καταχρήσεις από τους 157 μοναχούς των μονών του νησιού.<br />

Αποκρύψεις προσόδων προκύπτουν επίσης και από έκθεση του παρέδρου<br />

<strong>της</strong> τοπικής διοίκησης Πέτρου Τζανκαρόλου το 1803 23 .<br />

21. Βρίσκεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και ειδικότερα στο Κέντρο Νεοελληνικών<br />

Ερευνών.<br />

22. Κ. Μαχαιρά, όπ.π., σελ. 266-272<br />

23. Κ. Μαχαιρά, όπ.π


84<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΧΟΡΤΗΣ<br />

∆ύο κατηγορίες ατόμων λοιπόν εμπλέκονται στις οικονομικές δραστηριότητες<br />

των μοναστηρίων: 1) το προσωπικό των μονών, με αποκλειστική απασχόληση<br />

και 2) όσοι συνήπταν διαφόρων τύπων συμβάσεις με αυτές. Σύμφωνα<br />

με την απογραφή του 1760, το προσωπικό των μονών ανερχόταν σε<br />

125 άτομα (72 καλόγεροι και μοναχοί, 43 λαϊκοί και 10 χαρακτηριζόμενοι ως<br />

δούλοι 24 . Είναι περίεργο ότι στην απογραφή δεν περιλαμβάνονται μεγάλες<br />

μονές, όπως ο Άγιος Γεώργιος στο Μαραντοχώρι και η Φανερωμένη, που είχαν<br />

σημαντικές προσόδους. Φαίνεται ότι η αναφορά του Sebastian Morosini<br />

τo 1780 25 που αναφέρεται σε 157 μοναχούς είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα,<br />

έστω και αν τα 157 άτομα αποτελούν πιθανότατα το σύνολο του<br />

προσωπικού.<br />

Τη σημαντικότερη όμως συμβολή των μοναστηριών στην ενσωμάτωση ανθρώπινου<br />

παραγωγικού δυναμικού στην οικονομική ζωή μπορούμε να εκτιμήσουμε<br />

μελετώντας τις σχετικές συμβάσεις. <strong>Τα</strong> μοναστήρια παραχωρούν<br />

κτήματά τους για μίσθωση σε αγρολήπτες με τον όρο οι τελευταίοι να καταβάλλουν<br />

κάθε Αύγουστο το καθορισμένο από τη σύμβαση ποσό καρπών<br />

που καλύπτει τη δεκάτη και τον κανόνα, δηλαδή το μερίδιο του μοναστηριού<br />

από τη συγκομιδή («ήμορο» και δεκατία»). Σε περιπτώσεις που το μοναστήρι<br />

παραχωρεί κτήματα σε περισσότερους από έναν καλλιεργητές, οι τελευταίοι<br />

είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν αλληλεγγύως (in solidum) το ποσό <strong>της</strong><br />

μίσθωσης (ανερχόμενο κατά κανόνα σε τόσους κάδους όση είναι η έκταση<br />

του χωραφιού υπολογισμένη επίσης σε κάδους) 26 . Οι συμβαλλόμενοι είναι,<br />

στις περισσότερες περιπτώσεις, άνθρωποι με μικρή περιουσία ή ακτήμονες.<br />

Ενδεικτικά, εκτός από τον Νικόλαο Σταύρακα που έχει ήδη αναφερθεί, ο ιερέας<br />

Θεόδωρος Κατωπόδης είχε περιουσία 1 ½ στρέμματα χωράφια, 14 μεροδούλια<br />

αμπέλια, ο Θοδωρής Μανωλίτσης 1 ρίζα ελιά, ο Γιώργος Μανωλίτσης<br />

του ποτέ Στάθη λιγότερο από 3 ½ στρέμματα χωράφια και 14 ½ μεροδούλια<br />

αμπέλια που ήταν η περιουσία του πατέρα του, ενώ οι Παν. Καίσαρης, ∆ημήτρης<br />

του Χρήστου, Νικολός Παπαγιωργόπουλος, Γιωργάκης <strong>της</strong> ∆έσπως,<br />

Θοδ. Φρεμεντί<strong>της</strong> δεν περιλαμβάνονται στα κτηματολόγια και είναι πιθανότατα<br />

ακτήμονες 27 .<br />

Οι εμφυτεύσεις και η καλλιέργεια αμπελιών είναι πεδίο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος<br />

καθώς απασχολούν ικανό αριθμό ατόμων. Η τυπολογία των σχέσεων<br />

μεταξύ ιδιοκτήτη γης και εμφυτευτή έχει συνήθως δύο μορφές. Σύμφωνα<br />

24. Κ. Μαχαιρά, όπ.π.<br />

25. Κ. Μαχαιρά, όπ.π., σελ. 228<br />

26. <strong>Τα</strong> συμπεράσματα προκύπτουν από τη μελέτη των εγγράφων του προαναφερθέντος<br />

καταστίχου του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι.<br />

27. Σύμφωνα με τα κτηματολόγια του 1726-27.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ 85<br />

με την πρώτη η εμφύτευση γίνεται με έξοδα του καλλιεργητή, τα παραγόμενα<br />

προϊόντα μοιράζονται για 5, 6 ή 7 χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων<br />

μοιράζονται «γης και κλήματα». Σύμφωνα με τη δεύτερη, ο εμφυτευτής και<br />

καλλιεργητής παίρνει τα 3/5 του προϊόντος διηνεκώς, αν τον βαρύνουν τα<br />

έξοδα εμφύτευσης, και καλλιεργεί το κτήμα μέχρι το ξαμπέλωμα, οπότε η<br />

γη μένει συνήθως στον ιδιοκτήτη και τα δένδρα μοιράζονται 28 . Πρέπει να<br />

σημειωθεί ότι τα καλλιεργητικά έξοδα είναι για τους φτωχούς εμφυτευτές<br />

οιωνεί λογιστικά έξοδα, καθώς άνω του 90% αντιστοιχούν στην παρεχόμενη<br />

από τους ίδιους χειρωνακτική εργασία. Άρα, χρήματα δεν καταβάλλουν<br />

παρά μόνον για να αγοράσουν τα φυτά, δηλαδή τις κληματόβεργες που φυτεύουν<br />

(1 λίρα ανά μεροδούλι το 1713) 29 . Η πλειονότητα των εμφυτευτών διαθέτει<br />

μικρή περιουσία, ενώ υπάρχουν και ακτήμονες. Ο Παν. Σγουρόπουλος<br />

που φυτεύει χωράφι του Αγ. Ιωάννη στο Λιβάδι (1707) και οι Ευστάθιος και<br />

Παναγιώ<strong>της</strong> ∆αμολός που φυτεύουν χωράφια <strong>της</strong> Φανερωμένης το 1712 δεν<br />

ανευρίσκονται στα κτηματολόγια, ενώ και οι Γιάννης Ζουλίνος, Γιάννης Κόγκας,<br />

Αθαν. Τρύφος, Γιώργος Βρυώνης, Γιάννης Φαλιέρης έχουν επίσης μικρή<br />

περιουσία ή είναι ακτήμονες. Ευάριθμοι όμως εμφυτευτές, όπως οι Θεμ. Γκίνης,<br />

Γιάννης Τζουράκης, Αποστόλης Κακατζής ασκούν και επιχειρηματικές ή<br />

ναυτικές δραστηριότητες, δείγμα ότι το αμπέλι είναι ελκυστική οικονομικά<br />

καλλιέργεια 30 .<br />

Εκτός από τις γεωργικές, οι μονές αναπτύσσουν και σημαντικής έκτασης<br />

κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Αν υποθέσουμε ότι τα μοναστήρια είχαν<br />

στην ιδιοκτησία τους αντίστοιχο ποσοστό του ζωικού κεφαλαίου με το ποσοστό<br />

<strong>της</strong> κτηματικής τους περιουσίας, δηλαδή όπως έχει ήδη αναφερθεί, το 1/5<br />

ή περίπου, τότε, και λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με την απογραφή του<br />

1760 στο νησί εκτρέφονταν 28.000 αιγοπρόβατα 31 , πρέπει να εξέτρεφαν τουλάχιστον<br />

τα 5.000 από αυτά. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από διάφορα τεκμήρια<br />

που συγκλίνουν. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορία που οφείλουμε στον<br />

Μαχαιρά, ο Άγιος Γεώργιος στους Σκάρους είχε στα 1727 900 αιγοπρόβατα 32 .<br />

Παράλληλα, στα νοταριακά έγγραφα, με τα οποία ορισμένα άτομα παραχωρούν<br />

κτήματά τους σε μοναστήρια, με τον όρο τα τελευταία να τους εξασφαλίζουν<br />

τη «ζοωθροφία» τους, καταγράφεται, σε όλες ανεξαιρέτως τις<br />

περιπτώσεις, η υποχρέωση να τους παρέχουν, εκτός από σιτηρά, και μια πο-<br />

28. Άγγελου Χόρτη, όπ.π<br />

29. Ι.Α.Λ., Νοταριακό αρχείο, Atti Z. Barbarigo, Prot. III, φ. 163, 15 Ιανουαρίου 1713.<br />

30. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.<br />

31. A.S.V., Provveditori da terra e da mar, B. 1003, όπου έγγραφα προσαρτημένα στη<br />

Relazione του Fr. Grimani.<br />

32. Κ. Μαχαιρά, όπ.π., σελ. 305.


86<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΧΟΡΤΗΣ<br />

σότητα τυριού και βουτύρου ετησίως, γεγονός που παραπέμπει σε σχετική<br />

κτηνοτροφική παραγωγή 33 . Τέλος, οι κανονισμοί <strong>της</strong> αγγλικής διοίκησης του<br />

1817, που έχουν ήδη αναφερθεί, δεν αφήνουν αμφιβολία για το σημαντικό<br />

εύρος των σχετικών δραστηριοτήτων. Από τα νοταριακά έγγραφα που αναφέρονται<br />

σε φύλαξη ποιμνίων στις αρχές του 18ου αι. προκύπτει ότι η πλειονότητα<br />

όσων εμπλέκονται σ’ αυτήν δεν περιλαμβάνονται στα κτηματολόγια<br />

και είναι πιθανότατα ακτήμονες. Για παράδειγμα. ο Βασίλης Σερδινιάρης που<br />

αναλαμβάνει τη φύλαξη 150 γιδιών του Ρίζου Τσαρλαμπά το 1712, όπως και<br />

οι Γιώργος ∆εμπριώ<strong>της</strong> και Μάρκος Καραμποΐκης, που συμφωνούν για τη<br />

φύλαξη ποιμνίων του Πέτρου Τζανκαρόλου και του πρωτοπαπά Ιωαννικίου<br />

Σούνδια στα 1708 και τα 1710 αντίστοιχα, δεν καταγράφονται στα κτηματολόγια.<br />

Η τυπολογία των σχετικών συμβάσεων έχει δύο μορφές. Σύμφωνα<br />

με την πρώτη, τα ζώα παραχωρούνται μισακά ή κεφαλιάτικα συνήθως για 1<br />

έτος και οι δύο συμβαλλόμενοι συμφωνούν να μοιράζουν εξ ημισείας το προϊόν<br />

που θα παραχθεί στη διάρκεια <strong>της</strong> σύμβασης, δηλ. μαλλί, τυρί, βούτυρο<br />

και νέα ζώα. Σύμφωνα με τη δεύτερη, που στα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως<br />

τα 10-11 και η διάρκειά <strong>της</strong> είναι μεγαλύτερη 2, 3 ή συνηθέστερα 4 χρόνια,<br />

ο αναλαμβάνων τη φύλαξη υποχρεούται να παραδώσει στον ιδιοκτήτη με τη<br />

λήξη <strong>της</strong> σύμβασης 10% περισσότερα ζώα το χρόνο και ορισμένη ποσότητα<br />

τυριού, βουτύρου και μαλλιού, ανάλογη με τα φυλασσόμενα ζώα 34 .<br />

Όλα αυτά σε θεωρητικό επίπεδο. Όμως για να κατανοήσουμε τι εσήμαιναν<br />

στην πράξη οι ποικίλες οικονομικές σχέσεις του πληθυσμού με τα<br />

μοναστήρια πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ποσοτικά στοιχεία, με βάση το<br />

σωζόμενο αρχειακό υλικό. Σύμφωνα με στοιχεία του 1760 (προσαρτημένα<br />

στην Relazione του Γενικού Προβλεπτή Francesco Grimani), η κατά κεφαλή<br />

ετήσια κατανάλωση των 12.000 κατοίκων του νησιού ανερχόταν περίπου<br />

σε περισσότερο από 3 κάδους σιτηρά, δηλαδή το 1/4 σιτάρι και τα ¾ σμιγό<br />

και κριθάρι, 1 ½ βαρέλα κρασί, 5 κιλά λάδι, 3 κιλά τυρί, 250 γραμμάρια<br />

βούτυρο, 2,5 κιλά όσπρια. Αν, βέβαια, λογαριάσουμε τους ξένους επισκέπτες<br />

του νησιού (πληρώματα πλοίων, εμπόρους, κλπ.), η κατανάλωση ήταν ακόμα<br />

μικρότερη 35 . Όσο για το κρέας, η ύπαιθρος κάλυπτε τις ανάγκες <strong>της</strong> με αυτοκατανάλωση,<br />

ενώ στην Αμαξική σφάζονταν 1.650 αιγοπρόβατα, 310 βόδια,<br />

33. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.<br />

34. Άγγελου Χόρτη, όπ.π. Σύμφωνα με νοταριακό έγγραφο του 1731, το ετήσιο εισόδημα<br />

ενός αιγοπροβάτου <strong>της</strong> γέννας ήταν περίπου 10 λίρες.<br />

35. Άγγελου Χόρτη, όπ.π. Επειδή οι αναφερόμενες στον πίνακα ποσότητες αφορούν<br />

γενικώς την εσωτερική κατανάλωση στο νησί, θα πρέπει στους υπολογισμούς μας να<br />

λογαριάσουμε και τους ξένους επισκέπτες, καθώς και τους άνδρες <strong>της</strong> φρουράς. Άρα η<br />

κατά κεφαλή κατανάλωση θα ήταν αρκετά χαμηλότερη.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ 87<br />

10 βουβάλια και 300 χοίροι 36 . Οι Μ. Ο. είναι βέβαια απλώς ενδεικτικοί, καθώς<br />

σε κάποια αγαθά, όπως π.χ. στο λάδι, βεβαιωμένα μέρος του πληθυσμού<br />

είχε μηδενική ή ελάχιστη κατανάλωση, ιδιαίτερα στα τέλη του 17ου αι. και<br />

τις αρχές του 18ου αι., επειδή την περίοδο αυτή η συντριπτική πλειονότητα<br />

των κατοίκων <strong>της</strong> υπαίθρου δεν είχε ελαιόδεντρα και ορισμένοι είχαν ελάχιστα,<br />

ενώ σε αρκετές νοταριακές πράξεις για «ζωοθροφία» δεν αναφερόταν<br />

καν το λάδι. Την ίδια περίοδο κάτι ανάλογο σε μικρότερη βέβαια έκταση<br />

μπορούμε να παρατηρήσουμε για το κρασί. Το κύριο, συνεπώς καταναλωτικό<br />

προϊόν του πληθυσμού και η βάση <strong>της</strong> διατροφής του ήταν τα σιτηρά.<br />

Μια πενταμελής λοιπόν οικογένεια θα χρειαζόταν περίπου 15 κάδους σιτάρι,<br />

πράγμα που εσήμαινε ότι έπρεπε να καλλιεργεί 3 κάδους (12 στρέμματα)<br />

χωράφια και η απόδοση να είναι 1:5. Με δεδομένο όμως ότι η απόδοση μπορούσε<br />

να είναι μικρότερη από 1:5 και ότι δεν μπορούσε να καλλιεργεί κάθε<br />

χρόνο ολόκληρη την έκταση με το ίδιο προϊόν, η περιουσία <strong>της</strong> έπρεπε να<br />

είναι μεγαλύτερη. Ωστόσο, πολλές ιδιοκτησίες ήταν πολύ μικρότερης έκτασης<br />

από την προαναφερθείσα. Η περίπτωση του Νικολού Σταύρακα, που<br />

αναφέρθηκε στην αρχή, είναι χαρακτηριστική. Χωράφι 2½ στρέμματα και<br />

αμπέλι 5 μεροδούλια δεν κάλυπταν τις στοιχειώδεις ανάγκες διατροφής <strong>της</strong><br />

πενταμελούς τουλάχιστον οικογένειάς του.<br />

Η κάλυψη των αναγκών σε σιτηρά μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω <strong>της</strong><br />

εμφύτευσης και καλλιέργειας αμπελιών ή <strong>της</strong> φύλαξης ποιμνίων. Με δεδομένο<br />

ότι οι περίπου 15 κάδοι σιτηρών 5μελούς οικογένειας απαιτούσαν γύρω στα<br />

1740 δαπάνη περίπου 430 λιρών, το εισόδημα από κρασί ή από κτηνοτροφικά<br />

προϊόντα θα μπορούσε να καλύψει τη δαπάνη αυτή ή μέρος <strong>της</strong>. Για παράδειγμα,<br />

ο παπά Κωνσταντής Κτενάς και οι αδελφοί Γεώργιος, ∆ημήτριος και<br />

Θεόδωρος Γλένης που ανέλαβαν στα 1758 να φυτέψουν και να καλλιεργούν<br />

κτήμα του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι, με έκταση 24 μεροδούλια και με όρο<br />

να παίρνουν τα 3/5 του προϊόντος, θα έπαιρναν κάθε χρόνο 15-20 βαρέλες<br />

κρασί, αν η απόδοση ανά μεροδούλι ανερχόταν σε 1 – 1 ½ βαρέλα, όπως μπορούμε<br />

βάσιμα να υποθέσουμε μελετώντας συμβάσεις με ποσοτικά στοιχεία 37 .<br />

Με τιμή ανά βαρέλα 20 λίρες, το εισόδημα από την πώληση του κρασιού θα<br />

ανερχόταν σε 300-400 λίρες. Με αυτές θα μπορούσε να αγοραστούν 7-9 κάδοι<br />

σιτάρι (τιμή 40 λίρες ο κάδος), 10-13 κάδοι σμιγό (τιμή 27 λίρες) ή 13-17<br />

κάδοι κριθάρι (τιμή 20 λίρες 38 ). Αλλά και η φύλαξη ποιμνίων μπορούσε να<br />

προσπορίσει υπολογίσιμο εισόδημα στους φτωχούς κατοίκους του νησιού.<br />

Με δεδομένο ότι, σύμφωνα με εκτίμηση του 1731, το ετήσιο εισόδημα ενός<br />

36. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.<br />

37. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.<br />

38. Άγγελου Χόρτη, όπ.π


88<br />

ΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΧΟΡΤΗΣ<br />

αιγοπροβάτου <strong>της</strong> γέννας ανερχόταν περίπου σε 10 λίρες, αντιλαμβανόμαστε<br />

τη σπουδαιότητα <strong>της</strong> σχετικής δραστηριότητας 39 .<br />

Συγκεφαλαιώνοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το πλέγμα των σχέσεων<br />

μεταξύ των μονών και των κατοίκων του νησιού συνιστά ένα τρόπο<br />

ζωής για τους τελευταίους, σε όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις <strong>της</strong>. <strong>Τα</strong> μοναστήρια<br />

τροφοδοτούν και συντηρούν ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες και<br />

καθορίζουν συμπεριφορές σε ό,τι αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το θείο.<br />

Στον οικονομικό τομέα μέρος του πληθυσμού, αποκλειστικά ή συμπληρωματικά,<br />

λόγω του μικρού κλήρου και των δημογραφικών εξελίξεων, εξασφάλιζε<br />

ως ένα βαθμό την κάλυψη των συμπιεσμένων του αναγκών, προσφέροντας, με<br />

διάφορες μορφές, την εργασία του σε αυτές.<br />

Στις αρχές του 19ου αι. οι μονές βρίσκονται σε πορεία παρακμής, με απώλεια<br />

κτημάτων λόγω απαλλοτριώσεων, καταπατήσεων, δημιουργίας δασών<br />

κλπ. Η παρακμή τους, όμως, τυπική μόνο σημασία έχει για την κοινωνία του<br />

νησιού, αφού οι αγροληπτικές σχέσεις, όπως τις περιγράψαμε, εξακολουθούν<br />

να ισχύουν όσο η δομή <strong>της</strong> οικονομίας, οι μέθοδοι και οι τεχνικές των καλλιεργειών<br />

και συνεπώς η παραγωγικότητα δεν μεταβάλλονται.<br />

39. Άγγελου Χόρτη, όπ.π.


89<br />

Πρωτοβρεσβύτερος π. Γεράσιμος Ζαμπέλης<br />

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α<br />

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

Από το αρχικό ξεκίνημα και ξετύλιγμα <strong>της</strong> σημερινής 1 εισήγησης με θέμα: «Ο<br />

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑ∆Α: ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ»<br />

ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ»», οφείλουμε να επισημάνουμε την παρακάτω εκφραστική διαπίστωση.<br />

Μια διαπίστωση και διαβεβαίωση <strong>της</strong> μαρτυρίας των αρχείων και<br />

του μαρτυρίου <strong>της</strong> ιστορίας του τόπου μας.<br />

Ανιχνεύοντες, λοιπόν, αγγίζοντες και διερευνώντες την διαχρονική πορεία<br />

του μοναχισμού στο νησί μας συναντάμε την ιστορία μας μ’ όλες τις εκπληκτικές<br />

<strong>της</strong> διακυμάνσεις. Στεκόμαστε κατενώπιον ενός κόσμου πολιτισμικής και<br />

πολιτιστικής αντοχής . πνευματικής – Ρωμαίϊκης, δηλαδή Ελληνορθόδοξης 2 ,<br />

μαρτυρίας και μοναδικής, στο ποιοτικό <strong>της</strong> μεγαλείο, αντίστασης στην λεηλασία<br />

των εκάστοτε καιρών και των γεγονότων. Στην φθορά των ανθρώπων και<br />

των συνειδήσεων.<br />

Ο μοναχισμός3 δεν υπήρξε ποτέ ένα μονοδιάστατο πνευματικό ρεύμα,<br />

αγνοώντας τις υλικές και κοινωνικές ανάγκες. Άγγιζε, διαχρονικά και σταθερά,<br />

τις υπάρξεις και με την μεταμορφωτική του πρόταση προσέφερε «πνοή<br />

ζωής», αναστάσιμης, δηλαδή, δυναμικής καρπογόνα ερεθίσματα προκειμένου<br />

να διασωθεί ο άνθρωπος και να διαφυλαχθούν τα ανθρώπινα. Σίγουρα «ο<br />

μοναστικός κόσμος, με την κοινοβιακή συγκρότησή του, διέσωσε, ως σήμερα,<br />

το υπαρκτικό πρότυπο (μοντέλο) <strong>της</strong> Ελληνορθόδοξης κοινωνίας, ως κοινοτική<br />

συσσωμάτωση»4. ∆ίχως τον κίνδυνο <strong>της</strong> υπερβολής ο μοναχισμός είναι<br />

«πλήρης κοινό<strong>της</strong>, η οποία διεκδικεί και οργανώνει ολόκληρη την ζωή των<br />

μελών <strong>της</strong>»5. Είναι ιδιαίτερα σημαντική και σημαντικά εκφραστική η άποψη<br />

του Στήβεν Ράνσιμαν: «Το θρησκευτικό επίπεδο μιας περιοχής εξαρτιόταν<br />

κυρίως από τα μοναστήρια <strong>της</strong>, τα οποία παρείχαν τους πνευματικούς συμβούλους<br />

και εξομολόγους, από τους οποίους κρεμόταν ο λαός <strong>της</strong> υπαίθρου<br />

και οι ιερείς μαζί του»6.<br />

Κι ο θρυλικός Ιωάννης Μακρυγιάννης θα επιβεβαιώσει: «… Τ’ άγια μοναστήρια,<br />

οπού ’τρωγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι, αφού αυτά, όπου ζούσαν πολλοί<br />

αδύνατοι από την ευλογίαν του Θεού και από τους κόπους των Πατέρων,<br />

των καλογέρων – δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των μοναστηρίων<br />

<strong>της</strong> Ορθοδοξίας . δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (=<br />

λάτρευαν) . και εις το όνομα <strong>της</strong> πατρίδος σ’ αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα<br />

μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον<br />

θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι οι ‘περέτες των μοναστηρίων και των<br />

Εκκλησιών» 7 .


90<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

Υπήρξε ισχυρό ανανεωτικό και μεταμορφωτικό ρεύμα ζωής και ελευθερίας,<br />

που εκταμιευόταν από τους απίθανους ταμιευτήρες του Σταυρού και <strong>της</strong><br />

Ανάστασης του Χριστού και μεταμόρφωνε τον άνθρωπο, την κοινωνία του,<br />

την ευρύτερη κοινότητα και το περιβάλλον. Με κοσμικές και ατελείς φράσεις<br />

μπορούμε να τον παρομοιάσουμε με οξυγονούχο μηχανισμό, που διαρκώς προσέφερε<br />

το περιούσιο οξυγόνο <strong>της</strong> αγάπης, <strong>της</strong> αλήθειας και <strong>της</strong> ελευθερίας, σαν<br />

ισχυρές δυνάμεις προκειμένου να διατηρηθούν και να συντηρηθούν οι πρωταρχικές<br />

και ουσιαστικές εκείνες κυτταρικές μορφές, που προσδίδουν ζωτική<br />

αξία στον κόσμο, τρέφουν αξιολογικά τις κοινότητες, συντηρούν τον άνθρωπο,<br />

τον «χειροτονητό βασιλέα» και διατηρούν τις κοινωνίες ζωντανά ελεύθερες<br />

και ποιοτικά δημιουργικές.<br />

Οι απαρχές <strong>της</strong> ιστορικής πορείας του μοναχισμού στο νησί μας θα πρέπει<br />

να βρίσκονται στους πρώτους αιώνες <strong>της</strong> παρουσίας του Ευαγγελικού<br />

μηνύματος 8 . Όταν ο λόγος του Θεού, σαν λυτρωτικό κύμα ελπίδας, άρχισε να<br />

μεταφέρεται στην «κατ’ είδωλο» Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εξάλλου, η ύπαρξη<br />

μοναστικών κοινοτήτων στον Ελλαδικό χώρο με συστηματική πνευματική<br />

ζωή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο διαπρεπής καθηγητής <strong>της</strong> Εκκλησιαστικής<br />

Ιστορίας αείμνηστος Γεράσιμος Κονιδάρης θα παρατηρήσει: «η πρώτη μαρτυρία,<br />

η αποτελούσα σαφή ένδειξιν <strong>της</strong> κατά τα τέλη του γ’ αιώνος εμφανίσεως<br />

του Ασκητισμού εν Ελλάδι είναι η <strong>της</strong> νήσου Μήλου» 9 . Λίγα χρόνια αργότερα<br />

οι μαρτυρίες μας αποκαλύπτουν ασκητήρια στην Πελοπόννησο, την Αιτωλοακαρνανία,<br />

την Αττική κλπ 10 . Η συγγραφή εκατό κεφαλαίων για την μοναστική<br />

τελείωση 11 , που έγραψε τον Ε΄ αιώνα ο Επίσκοπος Φωτικής ∆ιάδοχος, μας υποχρεώνει<br />

συνειρμικά να αποδεχθούμε, πως τώρα έχουμε στην ευρύτερη περιοχή<br />

<strong>της</strong> Ηπείρου πνευματική μοναστική κίνηση. ∆εν πρέπει να αγνοούμε πως τόσον<br />

η Επισκοπή Φωτικής, όσον και η Επισκοπή Λευκάδος εξαρτώνται από την<br />

Εκκλησία <strong>της</strong> Νικοπόλεως 12 .<br />

Και στην Λευκάδα αυτή την περίοδο θα έχουμε την ανατολή του μοναχισμού.<br />

Η παρουσία το 335 μ.Χ. πέντε Αγίων Πατέρων 13 , ελάχιστο χρονικό διάστημα<br />

από την λήξη <strong>της</strong> Α’ Οικουμενικής Συνόδου, θα ζυμώσει αποτελεσματικά<br />

το προζύμι του μοναχισμού στο νησί. ∆ύο από αυτούς θα εγκατασταθούν στον<br />

«ευκτήριο οίκο» <strong>της</strong> Φανερωμένης 14 , όπου το θαύμα του πρώτου Επισκόπου<br />

Σωσίωνα 15 αποτελούσε ισχυρό στοιχείο ιερού ρίγους και θαυμασμού.<br />

Ο «ευκτήριος οίκος» <strong>της</strong> Φανερωμένης σταθερά με τον καιρό θα επεκτείνεται.<br />

Νεώτερα προσκτίσματα, που εν τω μεταξύ για τις ανάγκες των αδελφών<br />

και των προσκυνητών θα χτίζονται, μπορούν σίγουρα να χαρακτηρισθούν<br />

πρωτόλεια μοναστηριού. Η Θεομήτορα διαρκώς θα εμπνέει τους νέους, για να<br />

προσέρχονται και να εγκαταβιούν σ’ αυτό το πνευματικό χαράκωμα. Είναι<br />

– εξάλλου – διαχρονικά αμείωτη η έλξη που ασκεί στον άνθρωπο η ιερή και<br />

σεπτή μορφή <strong>της</strong> Θεοτόκου 16 .


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

91<br />

Οι υπόλοιποι τρεις θείοι Πατέρες, ασφαλώς ύστερα από σχετική έγκριση<br />

και ευλογία του Επισκόπου Λευκάδος Αγάθαρχου 17 , ο οποίος είχε λάβει ενεργό<br />

μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο 18 , έφτασαν στην περιοχή <strong>της</strong> Νικιάνας 19 .<br />

Στον βραχώδη αυτόν χώρο, όπου σήμερα υπάρχει το γνωστό ησυχαστήριο των<br />

Αγίων Πατέρων, άρχισαν να «χτίζουν» το πνευματικό τους μετερίζι, όπου αιώνες<br />

παρέμεινε κέντρο φιλόθεης και φιλάνθρωπης διακονίας.<br />

Και ο ιστορικός βηματισμός του μοναχισμού στην Λευκάδα θα συνεχίζεται.<br />

∆ίχως ιδιαίτερα φαντασμαγορικά άλματα. Με την πνοή <strong>της</strong> πίστεως και<br />

την δυναμική φλόγωση <strong>της</strong> σιωπής. Πάντοτε κάτω από την πνευματική καθοδήγηση<br />

του Επισκόπου Λευκάδος και την κατεύθυνση του κεντρικού Εκκλησιαστικού<br />

κορμού, δηλαδή <strong>της</strong> Εκκλησίας <strong>της</strong> Νικοπόλεως, στην διοικητική<br />

εξουσία <strong>της</strong> οποίας ευρίσκεται η τοπική μας Εκκλησία από το 325 μ.Χ. 20 Η<br />

«μαρτυρία» και ο παρεμβατικός λόγος του μοναχισμού θα είναι ακόμη συγκρατημένος,<br />

αλλά θετικός. Θα κινείται στα όρια του περιπτωσιακού, αλλά θα αναπαύει.<br />

∆εν θα εισβάλλει δυναμικά και εξουσιαστικά στην κοινωνία, αλλά θα<br />

λειτουργεί αναστηλωτικά και μεταμορφωτικά των υπάρξεων. Προσφέροντας<br />

δυνατότητα ζωής και φρόνημα ελευθερίας σ’ ένα εξαγριωτικά σπαρασσόμενο<br />

και αφηνιαστικά περιδινόμενο κόσμο. Από τον Ε΄ μέχρι τον Ι΄ αιώνα ιστορικές<br />

μαρτυρίες για την δράση του μοναχισμού στη Λευκάδα δεν υπάρχουν 21 . Τον<br />

Ι΄ αιώνα ο διπλωμά<strong>της</strong> Επίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπράνδος 22 περνώντας από<br />

το νησί και φιλοξενούμενος από τον Επίσκοπο Λευκάδος Εύνικο 23 θα αφήσει<br />

κάποιες χειρόγραφες μαρτυρίες, που αναφέρονται στον ασκητικό τρόπο ζωής<br />

του Επισκόπου και το ταπεινό του μεγαλείο. Ο Λιουτπράνδος, κοσμοπολί<strong>της</strong><br />

Φράγκος Επίσκοπος, θα ερμηνεύσει την ζωή του Ορθόδοξου Επισκόπου κάτω<br />

από τους παραμορφωτικούς φακούς του Ρωμαιοκαθολικισμού.<br />

Ο 11ος αιώνας θα σημαδευτεί με την εκπληκτική άνθιση του μοναχισμού<br />

στην Ορθόδοξη Ανατολή. Στην Λευκάδα, το πολύτιμο αυτό «τιμάριο <strong>της</strong><br />

Ρωμανίας» 27 , οπωσδήποτε θα έχουμε την δημιουργική παρουσία <strong>της</strong> ίδιας αναγεννητικής<br />

πνοής. Είναι αξιοπρόσεχτη η παρακάτω ενθύμιση, η οποία προέρχεται<br />

από κώδικα <strong>της</strong> Βατικανής βιβλιοθήκης: «Το παρόν βιβλίον εγράφη εις το<br />

μέρος <strong>της</strong> Λευκάδος εις το νησί του Ρυκουδίου εις έτη από Χού γεννήσεως ΟΚΕ<br />

(1025) υπό χειρός κυρ Λεοντίου του ηγουμένου <strong>της</strong> Θ/κου του αυτού νησίου<br />

ονομαζομένης Οδηγητρίας. Και το εύρηκα καγώ νικόλαος ιερεύς ο Ζαμπ’ρης<br />

παλαιόν και ηλιωμένω εις χείρας του παπά κυρ αποστόλι του πασουμάκι, κακά<br />

εριμένω μέσα εις το αχειριόνα ρειπισμένο από φύλο εις φύλο και το εσυμάζοψα<br />

και το έφθασα, ος καθώς ευρίσκεται έως την ώρα» 25 . Στην παραπάνω «είδηση»<br />

μαθαίνουμε, ότι στα 1025 26 περίπου υπήρχε Μονή <strong>της</strong> Οδηγήτριας στη Λευκάδα<br />

και ηγούμενος αυτής ήταν κάποιος Λεόντιος. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε<br />

μια αποκαλυπτική μαρτυρία για την ύπαρξη μιας ακόμη μονής στο νησί. Πέρα<br />

από τις ήδη γνωστές: Φανερωμένης και Αγίων Πατέρων. Η μονή <strong>της</strong> Οδηγήτρι-


92<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

ας πρέπει να είναι εκείνη, που στα 1449 μ.Χ. επισκευάζεται και ανακαινίζεται.<br />

Αβίαστα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, πως η φλόγα του μοναχισμού<br />

και τώρα είναι αναμμένη . φωτίζει τον πολιτικό και κοινωνικό ορίζοντα και<br />

«μαρτυρεί», με ακρίβεια . πιστότητα και αγάπη, τον «λόγο <strong>της</strong> Αληθείας».<br />

Με βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι ιερές Μονές Ευαγγελισμού<br />

<strong>της</strong> Θεοτόκου (Κόκκινη Εκκλησία) 27 , Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι 28 , Αγίου<br />

Γεωργίου Σκάρων 29 και Ασωμάτου Μιχαήλ Βαυκερής 30 την ίδια ακριβώς ιστορική<br />

περίοδο ιδρύθηκαν. Για να λειτουργήσουν σαν πνευματικό θερμοκήπιο,<br />

εθνικό χαράκωμα αντίστασης και θύλακας φιλανθρωπίας. Με τον πολυμέτωπο<br />

αυτόν ποιμαντικό τους αγώνα διέσωσαν το Ορθόδοξο φρόνημα και την εθνική<br />

μας συνέχεια, ιδιαίτερα στις αφόρητα κρύες νύχτες των δεινών περιπετειών<br />

μας. Η πληροφορία, την οποία διασώζει η ιστορία, ότι μέσα στην αδηφάγο δίνη<br />

<strong>της</strong> Φραγκοκρατίας (1331 – 1479), ιδιαίτερα στις αρχικές <strong>της</strong> κινήσεις, που είχε<br />

οδηγήσει στην εξορία τους Ορθόδοξους κληρικούς αντικαθιστώντας αυτούς<br />

με Λατίνους 31 , υπάρχει η «Επισκοπία» 32 , αλλά και Ι. Μονή 33 στον χώρο <strong>της</strong>,<br />

όπου βοήθησε σημαντικά στην εξέγερση των χωρικών 34 κατά του αδίσταχτου<br />

«Αυθέντη» Λευκάδος Γρατιανού Τζώρτζη (1375) 35 , μας οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα<br />

για την ύπαρξη και την δράση ενός ζωντανού μοναχισμού εκείνα τα<br />

πέτρινα χρόνια. Γνωρίζουμε δε πως η μονή αυτή – το «Γενέσιον <strong>της</strong> Θεοτόκου»<br />

- από το 1300 μ.Χ. 36 μέχρι το 1697 μ.Χ. θα είναι έδρα του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου<br />

Λευκάδος και Αγίας Μαύρας 37 . ∆ηλαδή θα λειτουργεί σαν κέντρο διακίνησης<br />

(πνευματικής, κοινωνικής, εθνικής) του νησιού.<br />

Ο μοναχισμός στο νησί θα συνεχίσει την δική του, δύσκολη 38 μεν, διαρκώς<br />

όμως θετικά παρεμβατική στον λαό του Θεού, πορεία. Από το 1449 μ.Χ. θα<br />

παρουσιάσει μια συγκλονιστική δημιουργικότητα. Τώρα θα φτιαχθούν οι<br />

γνωστές τοιχογραφίες <strong>της</strong> Οδηγήτριας 39 . Θα αναστηλωθούν πολλές ι. μονές, οι<br />

οποίες δέχθηκαν στο παρελθόν ισχυρά χτυπήματα από τους κατά καιρούς σεισμούς.<br />

Θα επεκταθούν τα κτιριακά συγκροτήματα. Θα συστηματοποιηθεί το<br />

φιλανθρωπικό έργο. θα δραστηριοποιηθεί εντατικώτερα σαν ουσιαστικό κύτταρο<br />

<strong>της</strong> πνευματικής ζωής και εθνικής αγωνίας. θα αναπτύξει τις καλλιέργειες<br />

και θα συνδράμει στην παιδευτική αναστήλωση του λαού, μέσα από ένα άτυπο<br />

μεν, πρωτοποριακό όμως για την εποχή, σύστημα παιδείας. ∆εν θα υπολογίσει<br />

τις όποιες αντιδράσεις των κατακτητών.<br />

Το Νοέμβριο του 1467 θα έλθει στη Λευκάδα η Ελένη Παλαιολόγου –<br />

Βράνκοβιτς 40 . Η Ελένη ήτο θυγατέρα του ∆εσπότη <strong>της</strong> Πελοποννήσου Θωμά<br />

Παλαιολόγου και σύζυγος του Λαζάρου Βράνκοβιτς, Σέρβου ηγεμόνα. Ο ερχομός<br />

<strong>της</strong> εδώ οφείλεται στον γάμο <strong>της</strong> κόρης <strong>της</strong> Μελίτσας με τον ηγεμόνα <strong>της</strong><br />

Λευκάδος, Λεονάρδο τον Τόκκο 41 . Η Ελένη στήριξε οικονομικά τις μοναστικές<br />

κοινότητες στο νησί. Στην προσφορά αυτής οφείλεται κατά κύριο λόγο η αναστήλωση<br />

και ο γενικότερος ευπρεπισμός των Καθολικών των Ι. Μονών και


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

93<br />

αρκετών Εκκλησιών. Και βρισκόμαστε σε περίοδο Φραγκοκρατίας 42 , όπου οι<br />

διώξεις των Ορθοδόξων από τους Ρωμαιοκαθολικούς δυνάστες ήταν συνεχείς<br />

και πυκνές. Ο πρόωρος θάνατος <strong>της</strong> κόρης <strong>της</strong> – μόλις ένα έτος ύστερα από τον<br />

γάμο <strong>της</strong> – έφερε ολοκληρωτική ανατροπή στα μελλοντικά σχέδια <strong>της</strong> Ελένης.<br />

Αλλά ας αφήσουμε τον χρονικογράφο <strong>της</strong> εποχής Γεώργιο Σφραντζή να καταθέσει<br />

την προσωπική του μαρτυρία: «Τη δε ζ’ του Νοεμβρίου μηνός του ΑΥΟΓ<br />

έτους (1473) τέθνηκεν εν τη Αγία Μαύρα η βασίλισσα κυρία Ελένη η Παλαιολογίνα<br />

μοναχή γενομένη και Υπομονή μετονομασθείσα δια του μεγάλου σχήματος<br />

και ο συν ημίν ιερομόναχος και πνευματικός πατήρ κυρ Ιερόθεος ο δια<br />

του μεγάλου σχήματος μετονομασθείς Ιωσήφ, ος ην εκ νεότητος μεθ’ ημών και<br />

σχολί<strong>της</strong> και φίλος μέχρι και τέλος αυτού» 43 .<br />

Σύμφωνα δε με την μαρτυρία του ιστορικού Σπυρ. Βλαντή 44 , «…τον ναόν<br />

τούτον (<strong>της</strong> Αγίας Μαύρας) ωκοδόμησεν εκ θεμελίων ή ανακαίνισεν η Ελένη<br />

και αφιέρωσεν προς την πολιούχον <strong>της</strong> νήσου, αφού η παράδοσις εις αυτήν<br />

αποδίδει την οικοδόμησιν και άλλων ναών εν Λευκάδι, εν οις και τον <strong>της</strong> Οδηγητρίας».<br />

Την εποχή αυτή η μοναστική κοινότητα του νησιού διαθέτει από το<br />

ιερό <strong>της</strong> σώμα τους περισσότερους ιερωμένους – εφημερίους, οι οποίοι διακονούν<br />

το φιλάνθρωπο μυστήριο <strong>της</strong> εν Χριστώ αγάπης στις ενορίες <strong>της</strong> τοπικής<br />

Εκκλησίας.<br />

Όταν η ημισέληνος (1479 – 1684) 45 θα κυριαρχήσει στο νησί ο μοναχισμός δεν<br />

θα υποστείλει την σημαία <strong>της</strong> Ορθόδοξης αντίστασης. Θα υπάρξουν, βέβαια,<br />

περιπτώσεις όπου οι κατακτητές θα ασελγήσουν στα ιερά μνημεία. Όπως λ.χ.<br />

η μετατροπή του ιστορικού Ι. Ναού <strong>της</strong> Αγ. Μαύρας 46 σε τζαμί 47 , η αναγραφή<br />

στον εσωτερικό χώρο του Καθολικού <strong>της</strong> Ι. Μονής Οδηγητρίας αποσπασμάτων<br />

από το Κοράνι 48 . Στην κόγχη του Ιερού Βήματος υπάρχουν ακόμη σπαράγματα<br />

σημειώσεων. Πάντως και αυτή η θύελλα δεν γονάτισε το ασκητικό μεγαλείο και<br />

το υψηλοθώρητο φρόνημα των μοναχών. Νέες μονές θα ιδρυθούν, όπως η μονή<br />

του Αγ. ∆ημητρίου στη Γράβα 49 , η μονή του Αγ. Ιωάννου στο Ροδάκι 50 , η μονή<br />

<strong>της</strong> Παναγίας στους Κήπους, που αργότερα έγινε μετόχι <strong>της</strong> Φανερωμένης 51 , η<br />

μονή του Αγ. Νικολάου στην περιοχή Θερμάτα <strong>της</strong> Εγκλουβής 52 , η μονή του Αγ.<br />

Μιχαήλ στο Αδάνι Πλατυστόμων 53 και οι μονές Αγ. Κηρύκου στο Αθάνι 54 , του<br />

Αγ. Ιωάννου στον Άγ. Πέτρο 55 και του Αγ. Γεωργίου στον Μπισά 56 . Άξιο παρατήρησης<br />

είναι το γεγονός, ότι, ενώ για τα δεδομένα του νησιού οι μονές είναι<br />

πολλές, οι μοναχοί στα περισσότερα μοναστήρια δεν ξεπερνούν τους πέντε<br />

το καθένα. Σε απογραφή του 1760 μοναχοί συνολικά εγκαταβιούν στα μοναστήρια<br />

75 57 . Είναι δε αξιοπερίεργο το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβάνονται οι<br />

μοναχοί που εγκαταβιούν στα δύο μοναστήρια: <strong>της</strong> Φανερωμένης και του Αγ.<br />

Γεωργίου στο Μαραντοχώρι.<br />

Λίγα χρόνια αργότερα – 1780 – θα μας πληροφορήσει ο Έκτακτος Προβλεπτής<br />

Λευκάδος Σεβαστιανός Μοροζίνι, πως οι μοναχοί του νησιού ανέρχονται


94<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

σε 157 58 . Οπωσδήποτε τώρα συμπεριλαμβάνονται οι μοναχοί των δύο παραπάνω<br />

μοναστηριών. Οι περιουσίες 59 των μονών από το 1700 μέχρι το 1805 θα<br />

παρουσιάσουν σημαντική αύξηση τόσον στις ελαιοκαλλιέργειες και αμπελοκαλλιέργειες,<br />

όσον και στην κτηνοτροφία 60 .<br />

Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι μωαμεθανοί ανέχονταν την ύπαρξη και<br />

την λειτουργία των μοναστηριών 61 . Οι πατέρες εκμεταλλευόμενοι την ανοχή<br />

των αλλόθρησκων κατακτητών συνέχιζαν, αμείωτα και σταθερά, την φιλάνθρωπη<br />

διακονία τους. Είναι δε χαρακτηριστικό, που επισημαίνει την λυτρωτική<br />

διάσταση αυτής <strong>της</strong> Ορθόδοξης ποιμαντικής διακονίας, πως στις παρεμβάσεις<br />

τους, μέσα στον κοινωνικό χώρο, οι πατέρες δεν έκαναν διάκριση ανάλογα<br />

με το «πιστεύω» των ανθρώπων, οι οποίοι επιζητούσαν συμπαράσταση ή ενίσχυση.<br />

Σε χοζέτια και διαθήκες θα συναντήσουμε τον γέροντα Παχώμιο ιερομόναχο<br />

ή τον Θεοφάνη 62 μοναχό να αποδέχεται την προσφορά του Αχμέτ και<br />

να τον ορίζει «σέμπρο» στο λιτρουβιό <strong>της</strong> μονής του Ασώματου Μιχαήλ 63 . Ή<br />

να ενισχύει «την πενία του δυστυχούς Μουσταφάμπεη» με δέκα πέντε οκάδες<br />

σιτηρών από τα χωράφια του Άη Γιάννη στο λιβάδι 64 .<br />

Η περίοδος όμως στην οποία αποκαλύπτεται ο ασκητικός δυναμισμός<br />

του μοναχισμού μας, μέσα από έντονες μαρτυρικές εκφράσεις, είναι <strong>της</strong><br />

Ενετοκρατίας 65 . Μία περίοδος (1684 – 1797) «δεινών, ποικίλων καταπιέσεων<br />

και ταπεινώσεων δια τους Ορθόδοξους καθ’ όσον οι εκ <strong>της</strong> ∆ύσεως επιδραμόντες<br />

κατακτηταί, με την ανοχήν ή την προτροπήν πολλάκις <strong>της</strong> Ρωμαιοκαθολικής<br />

Εκκλησίας, υπήρξαν ιδιαιτέρως εχθρικοί προς αυτούς όπως δε όλος<br />

ο Ελληνισμός, τοιουτοτρόπως και οι Επτανήσιοι «για πρώτη φορά μάθαιναν<br />

του θρησκευτικού διωγμού τη σημασία» 66 , σύμφωνα με την έγκυρη άποψη του<br />

Will. Miller 67 . Θα υποστηρίξει, χαρακτηριστικά και εύγλωττα, ο αείμνηστος<br />

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, ότι οι Λατίνοι «τον<br />

λαόν, τους τε ιερείς και μονάζοντες τυραννικώς εξεβίαζον εις το ομοφρονείν<br />

και συγκοινωνείν αυτοίς και μνημονεύειν» 68 . Πάντως ο εκβιασμός 69 ήταν σε<br />

ημερήσια διάταξη 70 .<br />

Η τοπική Εκκλησία πέρασε κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο <strong>της</strong> «Γαληνότα<strong>της</strong><br />

Ενετικής Πολιτείας». Με την εφαρμογή «του Κανονισμού <strong>της</strong> εν Λευκάδι<br />

Εκκλησίας», που συνέταξε το 1695 ο Αρχιεπίσκοπος Λευκάδος και Αγίας<br />

Μαύρας Άνθιμος Μαρίνος (1686 – 1704) 71 και ενέκρινε ο Ανώτατος Προνοητής<br />

Θαλάσσης Αντώνιος Μολίν 72 , αλλά και την σύνταξη και εφαρμογή του «περί<br />

μοναχισμού» νομοθετικού διατάγματος του Γενικού Προνοητή Θαλάσσης Φραγκίσκου<br />

Γριμάνη (1705) 73 , ο μοναχισμός θα εξαρτάται, άτυπα και αφανώς, από<br />

την εξουσιαστική δυναμική των Ενετών. Καταλύοντας κανονικά δικαιώματα<br />

και παράδοση αιώνων θα ορίσει διετή την διοίκηση των ηγουμένων. Ενώ παράπλευρα<br />

θα ορίσει επιτροπή λαϊκών, διοριζομένων από τον Ενετό πολιτικό<br />

διοικητή, οι οποίοι θα ανανεώνονται κάθε δύο χρόνια, με μοναδικό έργο τον


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

95<br />

απόλυτο έλεγχο και την λεπτομερή συστηματική παρακολούθηση <strong>της</strong> οικονομικής<br />

διαχείρισης. Ο νόμος αυτός, ενώ από τη μία πλευρά θα φαίνεται πως<br />

υπηρετεί το μοναστικό ιδεώδες και ταυτόχρονα θα ρυθμίζει την ελευθερία έκφρασης<br />

και ζωής των μοναχών, στην κυριολεξία αιχμαλωτίζει. παρακολουθεί<br />

και ελέγχει την ζωή και το έργο των μοναχών. Γι’ αυτό ακριβώς διορίζει τον<br />

ηγούμενο . ελέγχει τα οικονομικά και τα εισοδήματα των μονών. Υποχρεώνει<br />

σε οικονομική αιμορραγία, μέσα από εισφορές - θηλιές, το μοναστικό σώμα.<br />

Και όλα αυτά γιατί; Το «μέτρο» πάντως αυτό οπωσδήποτε θα δεχθεί την άμεση<br />

αντίδραση <strong>της</strong> εν «αιχμαλωσία» ευρισκόμενης μοναστικής κοινότητος. Κορυφαίοι<br />

τώρα αντιστασιακοί θύλακες τα τρία γνωστά ιστορικά μοναστήρια με<br />

πρωτοπόρους τους ηγούμενους: του Αγίου Ιωάννου στο λιβάδι, με τον ηγούμενο<br />

ιερομόναχο Θεοφάνη Σταύρακα. του Αγίου ∆ημητρίου στη Γράβα, με τον<br />

ηγούμενο ιερομόναχο Παΐσιο Ρεκκακάβα, <strong>της</strong> Ευαγγελίστριας (Κόκκινης Εκκλησίας),<br />

με τον ηγούμενο Γερμανό Παπαδάτο.<br />

Μπορεί οι μοναχοί – έτσι είναι – να έζησαν δύσκολες ώρες στο μακρύχρονο<br />

διάστημα <strong>της</strong> Ενετοκρατίας. Σίγουρα οι προκλήσεις υπήρξαν ισχυρές. ∆εν<br />

υπέστειλαν όμως την σημαία <strong>της</strong> Ορθόδοξης βιοτής και μαρτυρίας. ∆έχθηκαν<br />

πιέσεις και ευτελισμούς, αλλά τολμηρά μεταποιούσαν όλα αυτά με την μυστική<br />

πνοή του Ορθόδοξου ήθους και <strong>της</strong> εν Κυρίω αγάπης σε σωσίβια ελπίδας<br />

και ελευθερίας. Εξάλλου «ο μοναχισμός είναι τρόπος ζωής που διαμορφώθηκε,<br />

αναπτύχθηκε και υπάρχει μόνο μέσα στους κόλπους <strong>της</strong> Εκκλησίας» 74 παρατηρεί<br />

σεβαστός και πολύ αγαπητός Αγιορεί<strong>της</strong> Γέροντας. Είχαν οι πατέρες<br />

του νησιού την ευλογημένη ευκαιρία να αντικρύσουν μεγάλες μορφές, ισχυρές<br />

προσωπικότητες, που έφταναν στο δικό τους μοναστικό χώρο με τον ασίγαστο<br />

πόθο και το ιερό πάθος να συνδιακονήσουν τους αδελφούς Λευκαδίους. Έτσι<br />

στην Ι. Μονή Φανερωμένης, που πάντοτε αποτελούσε το πιο επίσημο μοναστικό<br />

βήμα στην τοπική μας Εκκλησία, με πολύπλευρη και πολυσήμαντη ποιμαντική<br />

προσφορά, θα δεχθεί το αξίωμα <strong>της</strong> ιεροσύνης ο ιεροδιάκονος Νικηφόρος<br />

Θεοτόκης 75 . Ένθερμος πατέρας και διδάσκαλος του μαρτυρικού μας γένους 76 .<br />

Θα τον χειροτονήσει ο Αρχιεπίσκοπος Λευκάδος και Αγ. Μαύρας Χρύσανθος<br />

Ψωμάς (1742 – 1766) 77 .<br />

Συγκλονίζεται ο μελετητής <strong>της</strong> ιστορίας του μοναχισμού στο νησί τον 18ο<br />

αιώνα από τις πολλές και συχνές αφιερώσεις κτημάτων ή μεμονωμένων ελαιόδεντρων<br />

στα μοναστήρια 78 . Σημείο και στοιχείο πίστεως και αγάπης του λαού<br />

προς τον μοναχισμό, αλλά και επιβεβαίωση <strong>της</strong> μαρτυρίας του έργου των μοναχών<br />

στην τοπική κοινωνία. Το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα για τον μοναχισμό<br />

θα είναι σημαδιακό. Τόσον ο σκληρός φόρος «<strong>της</strong> δεκά<strong>της</strong>» 79 , όσον και<br />

η διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική κρίση με τις συχνές καταχρήσεις συγγενικών<br />

προσώπων των μοναχών κυρίως 80 θα δημιουργήσουν επικίνδυνες ταλαντώσεις<br />

στο σώμα του μοναχισμού. Τώρα γνωστές μονές, όπως η μονή <strong>της</strong> Παναγίας


96<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

στους Κήπους 81 θα μείνει δίχως μοναχούς και με το από 17/02/1751 έγγραφο θα<br />

παραχωρηθεί στην Ι. Μονή Φανερωμένης 82 , το ίδιο η μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ<br />

στο Αδάνι 83 θα παραχωρηθεί στην μονή Γενεσίου Θεοτόκου Επισκοπής<br />

Σπανοχωρίου 84 . Η ιστορική μονή <strong>της</strong> Οδηγητρίας θα γίνει μετόχι <strong>της</strong> μονής του<br />

Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι 85 .<br />

Εκεί όμως που αποκαλύπτεται, δυναμικό και τίμιο, το αντιστασιακό μεγαλείο<br />

του μοναχισμού σ’ αυτό το μαρτυρικό νησί, ήταν το 1803 86 . Όταν η<br />

ντόπια διοίκηση, ύστερα από σχετική υποκίνηση των κατακτητών θέλησε να<br />

δημιουργήσει «Κρατικό» σύστημα παιδείας, ώστε συστηματικά να ελέγχεται<br />

και απόλυτα να κατευθύνεται η «εκπαιδευτική» αγωνία του λαού. Οι μοναστικές<br />

κοινότητες δεν υπελόγισαν τις απειλές των κατακτητών και αντιτάχθηκαν<br />

άμεσα στην φορολόγηση των μονών. Γνώριζαν εξάλλου πως στο προηγούμενο<br />

διάστημα <strong>της</strong> Γαλλικής Κατοχής (1797 – 1800) δεν ιδρύθηκε «κλάδος<br />

εκπαίδευσης» 87 . Η αντίθεση βέβαια των μοναχών δεν εκφράζει αντίθεση για<br />

την δημιουργία και την λειτουργία σχολείων. Η μαρτυρία <strong>της</strong> ιστορίας περίτρανα<br />

επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Αποτελεί όμως βαθειά πεποίθηση πως πίσω<br />

από το μέτρο αυτό υπήρχε η προσπάθεια δημιουργίας παιδείας άμεσα αιχμάλω<strong>της</strong><br />

στο ατίθασο και σκληρό προσωπείο του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού 88<br />

και νεολαίας κυριολεκτικά απονευρωμένης από τα ζωηφόρα κύτταρα <strong>της</strong><br />

ελληνορθοδοξίας 89 . Υποταγμένη σε δυνάμεις διασπαστικές <strong>της</strong> ενότητος του<br />

ελληνισμού και διαβρωτικές των πολύχυμων εκκλησιαστικών και εθνικών μας<br />

πηγών. Υπάρχουν σίγουρα αυτή την περίοδο μαρτυρίες για την ύπαρξη σοβαρών<br />

Κέντρων Παιδείας σε μοναστήρια. Μιας παιδείας, που ήταν πρώτιστα<br />

«μετάληψη αγιότητος» και σοβαρή κίνηση «ευσέβειας». Με γνώμονα το πλάτεμα<br />

των νοητικών οριζόντων και την ταυτόχρονη ανάπτυξη του ήθους και του<br />

ύφους του ανθρώπινου προσώπου.<br />

Τον ΙΘ΄ (19ο) αιώνα θα συνεχίσει την παρουσία και την δράση, αλλά και<br />

την πολυσήμαντη προσφορά του ο μοναχισμός. Όσο και αν τώρα σταδιακά<br />

θα μειώνεται ο παρεμβατικός του ρόλος. Οι πιο πολλοί εφημέριοι των ενοριών<br />

θα προέρχονται από τις μοναστικές κοινότητες. Έτσι ενορία και μοναστήρι θα<br />

είναι δύο ισχυροί πυλώνες αντίστασης και ζωής. Με την γνώση <strong>της</strong> ιστορικής<br />

μαρτυρίας, σαν ακριβή οδηγό, μπορούμε υπεύθυνα να χαρακτηρίσουμε τον<br />

μοναχισμό μια αείφωτη φλόγα, που διαρκώς φωτίζει τον κοινωνικό ιστό, δυναμώνει<br />

τον πολιτισμό και φλογίζει λυτρωτικά τον άνθρωπο . τ’ ανθρώπινα και<br />

την ιστορία. Οι μοναστικές κοινότητες από την αγριότητα και το πείσμα των<br />

Άγγλων κατακτητών . από τις συνεχείς αρπαγές των μοναστηριακών κτημάτων 90<br />

και τις τολμηρά αλόγιστες παρεμβάσεις πολιτικών προσώπων. από την παρουσία<br />

ιερωμένων δίχως ιερατική αγωνία 91 , θα μειωθούν σημαντικά και έτσι θα<br />

αποδυναμωθούν οικονομικά και θα συρρικνωθούν περιουσιακά. ∆εν μπορούμε<br />

να μη δεχθούμε, σαν σημαντικούς λόγους αποδυνάμωσης, τις διαρκείς σει-


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

97<br />

σμικές δοκιμασίες, που ερείπωναν τα κτηριακά συγκροτήματα των μονών και<br />

ανάγκαζαν τους ελάχιστους εναπομείναντες μοναχούς να αναζητούν πόρους<br />

οικονομικούς 92 , για την αναστήλωση των «χτυπημένων» Ι. Μονών, αλλά και<br />

τα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα που ολοκληρωτικά κατέστρεφαν τις σοδειές<br />

ή την άγρια επέλαση σμήνους ακρίδων 93 . Όταν η καταιγίδα του νόμου «περί<br />

απαλλοτριώσεως αγροτικών κτημάτων υπέρ ακτημόνων καλλιεργητών» <strong>της</strong><br />

24ης Νοεμβρίου 1925, θα διαλύσει σχεδόν όλα τα μοναστήρια κι η περιουσία<br />

τους θα διανεμηθεί, το σημαντικά Φιλάνθρωπο έργο του μοναχισμού θα το<br />

σηκώσει στις «εύθραυστες» ράχες <strong>της</strong> η μονή <strong>της</strong> Φανερωμένης. Οι ελάχιστοι<br />

εναπομείναντες πατέρες θα παραμείνουν αλύγιστα πιστοί στο ιερό τους χρέος.<br />

Και, πέρα από την τρισμέγιστη προσφορά <strong>της</strong> Ευχαριστίας του Θεού, θα επιμένουν,<br />

ξεπερνώντες δυσκολίες και προβλήματα, να συνεχίζουν την σταυροαναστάσιμη<br />

οδοιπορία τους συντρέχοντες σε κάθε πονεμένη ή τραυματισμένη<br />

ύπαρξη, που με αγωνία χτυπούσε τις πάντοτε ανοιχτές <strong>της</strong> πόρτες.<br />

Τότε και σήμερα. Η αγκαλιά <strong>της</strong> μονής παραμένει αμείωτα ανοιχτή. Και οι<br />

πατέρες σιωπηλοί χορηγοί αγάπης και ελπίδος. Προσφέρει και προσφέρεται<br />

κρατώντας το καντήλι <strong>της</strong> ιστορίας <strong>της</strong> αγέραστο . αναμμένο. Σηματοδοτώντας,<br />

με την μυστική χάρη <strong>της</strong> αγάπης <strong>της</strong>, το εξαγριωμένο σήμερα και πειστικά υπηρετώντας<br />

το ανθισμένο μυστήριο του Σταυρού και <strong>της</strong> Ανάστασης του Χριστού.<br />

Ύστερα από τα παραπάνω σχηματικά και σύντομα ιστορικά στοιχεία είμαστε<br />

σε θέση να επισημάνουμε επιγραμματικά τις συγκεκριμένες παρεμβάσεις,<br />

που επισφραγίζουν τον ρόλο και την πολυδιάστατη διακονία του μοναχισμού<br />

συνολικά σ’ αυτό το ακραίο σύνορο <strong>της</strong> Ορθοδοξίας, που αιώνες βρίσκεται<br />

απέναντι στον πνευματικό και ιδεολογικό κυματισμό <strong>της</strong> δύσης προβάλλοντας<br />

σταθερά την φωτισμένη ελπίδα <strong>της</strong> Ανατολής 94 . Για να είμαστε ακριβείς και<br />

κατανοητοί, ψηλαφώντας πάντα τα ακριβοθώρητα μονοπάτια <strong>της</strong> ιστορικής<br />

αλήθειας, θα τις κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες:<br />

1. ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ<br />

α. Λειτουργικές<br />

Τόσον στον ιερό χώρο <strong>της</strong> μονής, όσον και στις ενορίες προσφερόταν με το φιλάνθρωπο<br />

μυστήριο <strong>της</strong> Ευχαριστίας του Θεού, ο Ιησούς Χριστός «εις άφεσιν<br />

αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Στην αδύναμη ανθρώπινη ύπαρξη περνούσε ο<br />

Θεάνθρωπος ενισχύοντας και θεραπεύοντας τον ταλαίπωρο άνθρωπο.<br />

Η εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις» 95 και διασφαλίζει αμόλευτη<br />

την ενότητα του ιερού <strong>της</strong> σώματος στο θείο μυστήριο <strong>της</strong> Ευχαριστίας 96 . Μέσα<br />

στην εν Χριστώ και κατά Χριστόν κοινωνία επιτυγχάνεται η ατέλειωτα μαρτυρική<br />

και σταθερά θεοτρόφος διάρκεια <strong>της</strong> ζωής των πιστών 97 . Εύστοχα και με<br />

καταπληκτική ακρίβεια η θεία λειτουργία θα ονομασθεί «κοινωνία και σύναξις,<br />

σημαίνει ότι, δια μέσου <strong>της</strong> μεταλήψεως του σώματος και του αίματος του


98<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

Χριστού, όλοι οι πιστοί συνάγονται, κοινωνούσι και ενώνονται με τον Χριστόν<br />

και γίνονται με Αυτόν ένα σώμα και ένα πνεύμα» 98 . Ας μη αγνοούμε, ότι «ο<br />

Χριστιανισμός είναι λειτουργική θρησκεία. Η Εκκλησία είναι πάνω απ’ όλα<br />

λατρεύουσα κοινότητα» 99 και σίγουρα όχι μνημειακός χώρος.<br />

Θεωρούμε πως η λατρευτική και μυστηριακή αγωγή, που προσέφεραν οι<br />

αείμνηστοι Πατέρες, αποτελεί την ουσιαστικότερη προσφορά ζωής στον πάντοτε<br />

ευπερίστατο άνθρωπο. Αυτή ακριβώς η παρέμβαση σηματοδοτεί, όχι<br />

μόνο το χτες, αλλά και το σήμερα, γιατί η ιερά Μονή Φανερωμένης συνεχίζει<br />

την μεταμορφωτική αυτή εν-Χρίστωση 100 του ανθρώπου, την κορυφαία πράξη<br />

αγάπης και ελευθερίας <strong>της</strong> Εκκλησίας μας. ∆εν πρέπει δε να ξεχνάμε ότι «η<br />

λειτουργία είναι η επιβίωσις του Θεού εντός ημών, η νίκη του Χριστού, η βεβαιό<strong>της</strong><br />

μέσα στη ζωή» 101 . Προσεγγίζοντες την θαυμαστή ιστορία των Ι. Μονών<br />

θα συναντούμε στις μυστικές «αυλές» και τα ζωηφόρα αυτά «σκηνώματα του<br />

Θεού» πλήθος ανθρώπων να φθάνει για εξομολόγηση, συμμετοχή στο «φάρμακο<br />

<strong>της</strong> αθανασίας» και για συζήτηση πνευματική με τους πατέρες. Έτσι η<br />

αιμοδοσία ζωής συνεχίζεται σιωπηρά, απλοϊκά, ταπεινά.<br />

β. Θείο κήρυγμα – Κατήχηση<br />

Ελάχιστες υπήρξαν οι ευκαιρίες <strong>της</strong> γνώσης και <strong>της</strong> κατανόησης του ολάνθιστου<br />

μεγαλείου <strong>της</strong> πνευματικής ζωής. Κι είχε ο λαός του Θεού ανάγκη αυτής<br />

<strong>της</strong> αλήθειας προκειμένου να ζήσει το μυστήριο <strong>της</strong> εν Χριστώ ελπίδος.<br />

Οι πατέρες των μοναστηριών άμεσα ανταποκρίνονταν στις προκλήσεις εκείνων,<br />

που αναζητούσαν το αληθινό και μεταμορφωτικό νόημα <strong>της</strong> πνευματικής<br />

ζωής, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει σαν ασφαλής δίαυλος για την μεγάλη<br />

συνάντηση με τον Ιησού. Το απλό κήρυγμα, που διαπότιζε εσωτερικά τον άνθρωπο,<br />

απόσταγμα ταπεινής καρδιάς και ένθεης ύπαρξης, ο λόγος για την αλήθεια<br />

του Θεού και του ανθρώπου, η σημαντική <strong>της</strong> Εκκλησίας για τον κόσμο<br />

δοσμένη ανεπιτήδευτα ανάπαυε τις ταραγμένες ψυχές και οδηγούσε στην απαραίτητη<br />

«καλήν αλλοίωσιν» 102 . ∆εν πρέπει να αγνοούμε δύο σημαντικά ιστορικά<br />

στοιχεία, που επιβεβαιώνουν και επισφραγίζουν τις πιο πάνω σκέψεις.<br />

Το πρώτο έρχεται από τα μαρτυρικά χρόνια <strong>της</strong> Φραγκοκρατίας (1331 μ.Χ.).<br />

Όταν η κατακτητική ορμή των Φράγκων οδήγησε σε εξορία τον Ορθόδοξο κλήρο<br />

του νησιού. Ενώ ταυτόχρονα εγκατέστησαν Ρωμαιοκαθολικό Επίσκοπο και<br />

γενικότερο κλήρο 103 . Οι διωγμένοι κληρικοί και οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι<br />

θύλακες στα μοναστήρια πέτυχαν, γεγονός μοναδικό στα ιστορικά μας πράγματα,<br />

σε διάστημα είκοσι περίπου ετών να εντάξουν στο Ορθόδοξο πλήρωμα<br />

του νησιού τους Λατίνους κληρικούς<br />

Το δεύτερο είναι ιστορικά μεταγενέστερο. Προς το τέλος <strong>της</strong> Ενετοκρατίας.<br />

∆ηλαδή, στα 1790 περίπου. Στο νησί θα φτάσει ο Φρειδερίκος Γκύλφορδ και θα<br />

αγκυροβολήσει στην φιλάνθρωπη αγκαλιά <strong>της</strong> Ι. Μονής του Αγίου Γεωργίου


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

99<br />

τών Σκάρων αρχικά και <strong>της</strong> Ιερής μονής του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι ύστερα.<br />

Εκεί θα δεχθεί την αγάπη των πατέρων και θα κατηχηθεί στην Ορθόδοξη πίστη,<br />

γνωρίζοντας το αδαπάνητο και πάντοτε ανθηρό μεγαλείο <strong>της</strong> Ορθοδοξίας 104 . Η<br />

παραμονή του εδώ θα καλύψει ένα οχτάμηνο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια<br />

θα μεταβεί στην Κέρκυρα και θα βαπτισθεί Ορθόδοξος Χριστιανός 105 . Είναι ο<br />

αργότερα σημαντικός ιδρυτής <strong>της</strong> Ιόνιας Ακαδημίας. Χαρακτηρίσθηκε δε «εκ<br />

των σπουδαιοτέρων ευεργετών του Ελληνισμού και <strong>της</strong> Ορθοδοξίας» 106 .<br />

Αρκετά μοναστήρια διέσωζαν σημαντικές βιβλιοθήκες, όπως λ.χ. η μονή του<br />

Αγίου Γεωργίου Σκάρων, η μονή <strong>της</strong> Φανερωμένης, η μονή Ασωμάτου Μιχαήλ<br />

στην Βαυκερή. Έτσι ο λαός δεχόταν την πρόκληση μιας αμόλευτα ζωτικής παιδευτικής<br />

αγωγής.<br />

2. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ<br />

Σίγουρα οι πνευματικές παρεμβάσεις στην τελική τους ευθεία μεταλλάσσονται<br />

σε ζωηφόρες κοινωνικές παρεμβάσεις, αφού αγγίζουν τον άνθρωπο, που είναι<br />

το σημαντικό κοινωνικό κύτταρο.<br />

∆ιέθεταν όμως την τόλμη και την μέριμνα για συνεχείς ευθείες κοινωνικές<br />

παρεμβάσεις, οι οποίες ανακούφιζαν σημαντικά την ανθρώπινη κοινότητα και<br />

προσέφεραν λύσεις διαχρονικής αντοχής και πνοής σε κοινωνικά προβλήματα 107 ,<br />

τα οποία αφόρητα και πιεστικά ταλαιπωρούσαν το ήδη πονεμένο κοινωνικό<br />

σώμα 108 . Όλες αυτές, εκφράσεις αγαπώσας ελευθερίας και ελεύθερης αγάπης,<br />

σχηματικά μπορούμε να τις κατατάξουμε:<br />

α. Φιλανθρωπία<br />

Οι Ι. Μονές πάντοτε λειτούργησαν στον ρυθμό μιας φιλάνθρωπης διακονίας.<br />

Οι Πατέρες προσέφεραν ό,τι μπορούσαν, καρπούς κτημάτων, χρήματα, στο<br />

πλήθος των ανθρώπων, που ικετευτικά προσέτρεχαν για ενίσχυση και βοήθεια.<br />

Αληθινός και ταυτόχρονα επιβεβαιωτικός δεν είναι ο λόγος του οσίου Γέροντα<br />

Παϊσίου, ότι ο μοναχός «ελεεί με το αίμα <strong>της</strong> καρδιάς του» 109 ; Εξάλλου ο μοναχισμός<br />

πάντοτε απέδειξε πως δεν είναι «αδάπανος ευλάβεια» 110 και αφιλάνθρωπη<br />

παρθενία 111 . «∆εν οδηγεί στην απομόνωση αφού το καθήκον του δεν<br />

είναι μονάχα να ενώσει τον άνθρωπο με την Αγία Τριάδα, αλλά να εκφράσει<br />

την αλήθεια για τον άνθρωπο ανάμεσα στους ανθρώπους» 112 .<br />

Μελετώντες τα διαχειριστικά βιβλία θα εκπλαγούμε για το φιλάνθρωπο<br />

πνεύμα με το οποίο, θυσιαστικά πολλές φορές, αντιμετώπιζαν τις εκφράσεις<br />

<strong>της</strong> ανθρώπινης ανάγκης. Έμπρακτα εφήρμοζαν την διδαχή του Αγίου Νεκταρίου:<br />

«διώκετε την αγάπην. Η τελειουμένη αγάπη φέρει την τελειότητα <strong>της</strong> πίστεως<br />

και <strong>της</strong> ελπίδος. Ζητείτε καθ’ εκάστην παρά Θεού την αγάπην . ταύτη<br />

παρέπονται και το πλήθος των παντοίων αγαθών των αρετών. Αγαπάτε, ίνα<br />

αγαπάσθε. Παρέχετε αγάπην, ίνα λαμβάνητε αγάπην. ∆ότε τω Θεώ όλη σας την


100<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

καρδίαν, ίνα μένητε εν τη αγάπη και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και<br />

ο Θεός εν αυτώ» 113 . Οι πόρτες των μονών ανοιχτές, όπως οι καρδιές των μοναχών,<br />

έτοιμες να δεχθούν τους πονεμένους. τους πένητες. Τους «εν ανάγκη δεινή<br />

υπάρχοντες» 114 . Οι ταμιευτήρες <strong>της</strong> αγάπης παρέμεναν ανοιχτοί.<br />

Οι μοναστικές κοινότητες στο νησί μας άγγιξαν διαχρονικά τον άνθρωπο και<br />

τις πολύμορφες ανάγκες του. Όχι πάντοτε στον στενό ρυθμό ζωής <strong>της</strong> ανάγκης<br />

για επικοινωνία με τον Θεό και μετάγγιση του Θεού στην ανθρώπινη ύπαρξη.<br />

Με πρωτοποριακά εκπληκτικό τρόπο συμπορευόταν με τον άνθρωπο και σαν<br />

τον Σαμαρείτη απάλυναν τους ισχυρούς κραδασμούς <strong>της</strong> έμπονης δοκιμασίας<br />

του με αληθινά φιλάνθρωπο και φιλάνθρωπα φιλόθεο ποιμαντικό λόγο.<br />

Για τα μέτρα <strong>της</strong> εποχής – πρώτο τέταρτο του δεύτερου ημίσεως του ΙΗ΄ αιώνα<br />

– είναι πρωτοποριακή η οικοδόμηση, συντήρηση και λειτουργία ξενοδοχείου<br />

στην πόλη <strong>της</strong> Αγίας Μαύρας, πλησίον στο μετόχι <strong>της</strong>, την Εκκλησία του Αγ.<br />

∆ημητρίου, από την Ι. Μονή Κόκκινης εκκλησίας. Και ο σκοπός <strong>της</strong> λειτουργίας<br />

του; Από την είσπραξη να ενισχύονται οι οικογένειες των Κρητών προσφύγων,<br />

που ήλθαν στο νησί μετά την αντίσταση <strong>της</strong> Ι. Μονής Αρκαδίου το έτος 1867 115 .<br />

«Συμπωνούμε», έγραφε σε πρακτικό του το ηγουμενοσυμβούλιο <strong>της</strong> Ι. Μονής,<br />

«τους ταλαιπωρημένους Κρήτες αδελφούς μας. Σκέψις μας η πολυτάραχος ζωή<br />

τους. Αγωνία μας η διάσωσίς τους. Γι’ αυτό μετατρέπουμε το σπίτι του μετοχίου<br />

μας, που ευρίσκεται σιμά στον Ι. Ναό Αγ. ∆ημητρίου, σε ξενοδοχείο. <strong>Τα</strong> έσοδα<br />

θα μοιράζονται στους διωγμένους και εξορίστους Κρήτες» 116 .<br />

Σίγουρα, «ο μοναχισμός <strong>της</strong> Ανατολής είναι το κοινωνικώτερον στοιχείον,<br />

το οποίον έχει αύτη να παρουσιάση . είναι η μεγαλυτέρα <strong>της</strong> ίσως συμβολή εις<br />

<strong>της</strong> κοινωνίαν και τας κοινωνικάς μεταμορφώσεις» 117 . «Αλλά οι μοναχοί άφηναν<br />

την κοινωνία αυτού του κόσμου για να ενωθούν με μία άλλη κοινωνία ή<br />

μάλλον για να πραγματοποιήσουν πλήρως τη συναδέλφωσή τους σε άλλη κοινωνία<br />

την εκκλησία» 118 .<br />

∆ικαιώνεται, λοιπόν, απόλυτα ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδί<strong>της</strong>, ο οποίος επισημαίνει,<br />

ότι οι μοναχοί είναι «τα νεύρα και τα εδραιώματα <strong>της</strong> Εκκλησίας» 119<br />

και ο άγιος Ευάγριος ο Ποντικός, ο οποίος σημειώνει, ότι ο μοναχός είναι «ο<br />

πάντων χωρισθείς, και πάσι συνηρμοσμένος» 120 .<br />

β. Παιδεία «των φώτων και του Ευαγγελίου»<br />

Για την αγωνία μιας αμόλευ<strong>της</strong> παιδείας κα τον αγώνα του 1803 μιλήσαμε επιγραμματικά<br />

πιο πάνω. Είναι όμως ανάγκη να επιμείνουμε.<br />

Οι ιστορικοί μας είναι αποκαλυπτικοί: «Για παιδεία στη Λευκάδα κατά την<br />

περίοδο <strong>της</strong> Ενετοκρατίας μόνο καταχρηστικά μπορούμε να μιλούμε. Παιδεία<br />

ως κλάδος <strong>της</strong> διοικήσεως ποτέ δεν υπήρξε επί Ενετών και ποτέ η μόρφωση<br />

των υποτελών δεν ήταν μέλημά τους. Αντίθετα μάλιστα οι Ενετοί εχθρεύονταν<br />

αυτή την παιδεία» 121 . «Για συστηματική εκπαίδευση στο νησί αυτά τα χρόνια


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

101<br />

δεν μπορεί να γίνει κανένας λόγος. Ούτε και υπήρξε κανένα κρατικό ενδιαφέρον<br />

για τη δημόσια εκπαίδευση» 122 . Όπως παρατηρεί ο Κων. Λομβάρδος η<br />

Ενετοκρατία «επέφερεν συνεπείας ολεθριωτέρας <strong>της</strong> κατά την λοιπήν Ελλάδα<br />

Τουρκικής. Τους λαούς των νήσων εστέρησε παντός δικαιώματος και τους μετεχειρίσθη<br />

ως δούλους» 123 .<br />

Την ευθύνη <strong>της</strong> όποιας παιδείας ανέλαβαν οι πατέρες των μονών 124 . Σχεδόν<br />

όλα τα μοναστήρια έγιναν άτυπα κέντρα Ελληνορθόδοξης παιδείας. Εδώ<br />

μπορούμε να μιλάμε για την λειτουργία «κρυφών Σχολείων» 125 , που απέβλεπαν<br />

στην συνέχεια <strong>της</strong> Ορθόδοξης μαρτυρίας και την διατήρηση <strong>της</strong> εθνικής<br />

αγωνίας. Το παιδευτικό σύστημα, το οποίο συντηρούσε η Εκκλησία και μέσα<br />

από συγκλονιστικές δυσκολίες διατηρούσε, είχε την λειτουργική μορφή ενός<br />

λυτρωτικού πνεύμονα. Που ανθεκτικά διοχέτευε το ολόδροσο ρεύμα <strong>της</strong> Ελληνορθόδοξης<br />

διδαχής στα καρδιακά κύτταρα των συνειδήσεων και διέσωζε την<br />

αγωνία του Ορθόδοξου ήθους και του εθνικού ύφους. Έτσι ακριβώς διασφαλίσθηκε<br />

η ζωντανή συνέχεια του Ρωμαίϊκου. Η Κόκκινη Εκκλησία και ο Ασώματος<br />

με δική τους κοινή συνεργασία και ευθύνη θα λειτουργήσουν σχολείο 126 .<br />

Η Ι. Μονή του Αγίου Ιωάννου στο λιβάδι θα λειτουργήσει σχολείο στην πόλη.<br />

Είναι αποκαλυπτική η αυτοβιογραφία του Μητροπολίτη Λευκάδος και Αγίας<br />

Μαύρας Γρηγορίου Αραβανή (1852 – 1886) , ο οποίος ομολογεί πως δάσκαλός<br />

του ήταν ο «μακαρί<strong>της</strong> ο Ψαλλίδας» 127 .<br />

Είναι εκφραστικό ένα κείμενο διαμαρτυρίας των κατοίκων <strong>της</strong> Εγκλουβής,<br />

γραμμένο στις 23 Οκτωβρίου 1820, το οποίο απευθύνεται στην επιτροπή που<br />

όρισε ο Άνταμ. Το απόσπασμα, που παραθέτουμε, αγγίζει το εύθραυστο πρόβλημα<br />

<strong>της</strong> παιδείας του λαού. Στην ροή <strong>της</strong> αντίδρασής του αναγνωρίζεται η<br />

ποιοτική, σίγουρα ουσιαστική, προσφορά παιδείας του μοναχισμού. «…Το κοινόν<br />

σχολείον οπού εσύνθεσε η χώρα διατί να μην είναι εις ένα μοναστήριον δια<br />

να έχουν και οι πτωχοί Λευκάδιοι να βάνουν τα παιδιά τους να σπουδάζουν,<br />

οπού για την χώραν δεν είναι δυνατόν και από την πτωχεία των Λευκαδίων είναι<br />

όλοι τυφλοί;…» 128 . Στο μετόχι <strong>της</strong> μονής Αγ. Γεωργίου Σκάρων, αφιερωμένο<br />

στον Άγ. Βησσαρίωνα και ευρισκόμενο ανατολικά <strong>της</strong> Αγ. Μαύρας 129 , θα λειτουργήσει<br />

σχολείο. Η μεγαλειώδης, μέσα στην πονεμένη σιωπή <strong>της</strong> απλότητός<br />

<strong>της</strong>, μορφή του αγωνιστή κληρικού, υπασπιστή του Γεωρ, Καραϊσκάκη, παπά<br />

Γιάννη Σούνδια 130 από τον Αλέξανδρο, που ανατράφηκε στο μοναστήρι του<br />

Αγ. Γεωργίου, είναι εκφραστική.<br />

Η μονή <strong>της</strong> Φανερωμένης θα λειτουργήσει Σχολείο αρχικά στο μετόχι <strong>της</strong><br />

Ανάληψης στο Φρύνι και αργότερα μέχρι το 1850 μέσα στο μοναστήρι. Και<br />

ήταν το μοναδικό <strong>της</strong> ευρύτερης περιοχής Σχολείο 131 . ∆εν πρέπει να παραθεωρήσουμε<br />

την σημαντική συμβολή <strong>της</strong> μονής Φανερωμένης στην πνευματική και<br />

παιδευτική αναστήλωση του μαρτυρικού μας λαού. Ήταν ο καρδιακός αγωγός,<br />

που, με την σθεναρή και ανυποχώρητη αντίσταση των πατέρων, έστελνε το


102<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

αίμα και το πνεύμα <strong>της</strong> Ελληνορθόδοξης διδαχής προκειμένου να συντηρείται<br />

μία αδιατάρακτη συνέχεια. Κορυφαίες ιερατικές και πνευματικές συνειδήσεις<br />

βίωσαν το κρυστάλλινο παιδευτικό ρίγος και έγιναν οι σκυταλοδρόμοι <strong>της</strong><br />

παιδείας, που πρώτιστα ήταν «μετάληψη αγιότητος». Να θυμηθούμε μερικούς:<br />

Ιάκωβος ιερομόναχος Μαρίνος . Μελέτιος ιερομόναχος Σέρβος . ∆ιονύσιος ιερομόναχος<br />

Κόνταρης . Ιερεμίας ιερομόναχος Καββαδίας . Νεκτάριος ιερομόναχος<br />

Ζαμπέλης . Νεόφυτος ιερομόναχος Μαρίνος . Χρύσανθος ιερομόναχος Κακούρης<br />

. Χρύσανθος ιερομόναχος Σκιαδαρέσης . Ιωαννίκιος ιερομόναχος Κόνδαρης<br />

κ.α. 132 . Σ’ αυτούς άξιο και δίκαιο είναι να τοποθετήσουμε και τον εψηφισμένο<br />

Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, αδελφό <strong>της</strong> μονής Φανερωμένης, διδάσκαλο στο<br />

Σχολείο του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων <strong>της</strong> Βενετίας, Γεράσιμο Ζυγούρη 133 .<br />

Αξιοπρόσεχτη είναι η μαρτυρία Άγγλου περιηγητή που έφθασε στη Λευκάδα<br />

την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Ο λόγος του, μαρτυρία Αγγλικανού,<br />

ξένου και εχθρικού στην Ρωμαίϊκη ιστορία και παράδοση, αποδυναμώνει τα<br />

έωλα και ύποπτα . αβάσιμα και αστήρικτα επιχειρήματα όσων προπαγανδίζουν<br />

πέρα από την αλήθεια <strong>της</strong> ιστορίας, για το δήθεν ανύπαρκτο και μυθώδες <strong>της</strong><br />

λειτουργίας του «Κρυφού Σχολείου». Ο περιηγητής μας προσφέρει αυτό που<br />

είδε . αυτό που γνώρισε. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο. Επισημαίνεται,<br />

λοιπόν, από τον Άγγλο, όπως το καταγράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος:<br />

«Στην Λευκάδα παρακολούθησε (ο περιηγητής Peter Edmund Laurent, Άγγλος)<br />

το μάθημα στο υπαίθριο σχολείο που λειτουργούσε κοντά στο μοναστήρι. ∆άσκαλος<br />

ένας καλόγερος. Μαθητές οχτώ – εννέα βρώμικα χαμίνια. Παρακάλεσε<br />

τον καλόγερο να επαναλάβει το μάθημα. Ο δάσκαλος, κρατώντας μια βεργούλα,<br />

για να επιβάλλη την τάξη, έδωσε το σύνθημα. <strong>Τα</strong> παιδιά έσκυψαν καθένα<br />

στο βιβλίο του και άρχισαν όλα μαζί το μάθημα <strong>της</strong> ημέρας, που ήταν το Πάτερ<br />

Ημών. Με τραγουδιστή φωνή συλλάβιζαν: Πι άλφα – πα, ταφ , έψιλον, ρο – τερ,<br />

Πάτερ κ.ο.κ.» 134 . Επιβεβαιώνεται ο εύστοχος λόγος του Παναγιώτη Κοδρικά,<br />

πως «το Ελληνικόν γένος γυμνόν και τετραχηλισμένον, εκ γενικού ναυαγίου<br />

διασωθέν, εις αυτόν τον αφυπνισμόν <strong>της</strong> μαθήσεως, περιεκάλυψε την τελείαν<br />

γύμνωσίν του με την μελέτην των απλουστέρων εκκλησιαστικών βιβλίων. Εις<br />

αυτήν την μελέτην χρεωστεί το γένος μας τα πρώτα σπέρματα <strong>της</strong> μαθήσεως<br />

και την εξ υπαρχής αναγέννησιν των Ελληνικών γραμμάτων» 135 .<br />

Οφείλουμε δε να ομολογήσουμε πως τα περίεργα και εφιαλτικά εκείνα χρόνια<br />

οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν ιερωμένοι 136 . Και όταν τον 19ο αιώνα άρχισαν<br />

να λειτουργούν δημόσια σχολεία και πάλι ιερωμένοι θα τα στελεχώσουν.<br />

Να σημειώσουμε μερικούς: Θεοφύλακτος ιερομόναχος Ψιλιανός . Σωφρόνιος<br />

ιερομόναχος Ψωμάς . Βησσαρίων ιερομόναχος Κονιδάρης . Γρηγόριος ιερομόναχος<br />

Κούρ<strong>της</strong> . Συμεών ιερομόναχος Κτενάς . Συμεών ιερομόναχος Ρευματάς .<br />

Κων/νος ιερομόναχος Στρατούλης . Ιωάννης ιερέας ∆ελλαπόρτας . Παρθένιος<br />

ιερομόναχος Κατωπόδης κ.α. 137 .


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

103<br />

Σε περίοδο οικονομικής κρίσης του δημοσίου τα μοναστήρια θα αναλάβουν<br />

την ετήσια δαπάνη <strong>της</strong> λειτουργίας του Γυμνασίου Λευκάδος 138 . Πάντοτε<br />

θα συμπαρίστανται στις παρουσιαζόμενες ανάγκες στον εύθραυστο τομέα <strong>της</strong><br />

παιδείας. Όπως λ.χ. στην εξεύρεση και την μισθοδοσία καταλλήλου Θεολόγου .<br />

στην προσφορά οικοπέδου για την ανέγερση σχολείου. ∆εν είναι λίγες οι φορές<br />

όπου 139 νέοι προερχόμενοι από οικογένειες οικονομικά αδύναμες και οι οποίοι<br />

επιθυμούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές θα ενισχυθούν οικονομικά, ώστε να<br />

σπουδάσουν εκτός του νησιού.<br />

γ. Πρωτοποριακή οικονομική στήριξη<br />

Προκειμένου οι μονές να συμπραρίστανται στις οικονομικά δύσκολες ώρες,<br />

που αντιμετώπιζε ο λαός, οι πατέρες εύρισκαν λύσεις, οι οποίες ικανοποιούσαν<br />

την πλειοψηφία. Πέρα από τις φιλάνθρωπες χορηγίες, μίσθωναν τα κτήματα<br />

των μονών σε ευπερίστατους ιδιώτες, με ελάχιστο μίσθωμα, ώστε από το κέρδος<br />

να έχουν την δυνατότητα <strong>της</strong> αποπληρωμής των δανείων τους σε άλλους<br />

ιδιώτες 140 . Άλλες πάλι φορές, για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων προσώπων,<br />

παραχωρούσαν, δίχως δημοπρασία, κτήματα από τα εισοδήματα των οποίων<br />

να μπορούν οι ενοικιαστές να αποσβέσουν παλαιότερα χρέη τους στις μονές.<br />

∆εν είναι ανάξια αναφοράς και η κτηνοτροφία των μονών, αφού αυτή αποτελούσε<br />

ισοδύναμη πηγή οικονομικής στήριξης των μοναστηριών και βασικό<br />

κίνητρο συνέχισης του πολύπλευρου και πολύτιμου ρόλου τους στην τοπική<br />

κοινωνία 141 .<br />

δ. Φιλανθρωπία πέραν <strong>της</strong> Λευκάδος<br />

Τον 19ο αιώνα τα μοναστήρια θα συνεχίσουν το φιλάνθρωπο έργο τους πολύ<br />

πέραν <strong>της</strong> Λευκάδος.<br />

Όταν το 1873 142 οι πλημμύρες στην Ινδία κυριολεκτικά θα σαρώσουν περιοχές<br />

και θα δημιουργήσουν άστεγες οικογένειες οι μονές του νησιού, θα ξεχάσουν<br />

τα δικά τους δύσκολα οικονομικά προβλήματα και θα έλθουν αρωγοί<br />

στην τραγική κατάσταση των Ινδών.<br />

∆εν θα ξεχάσουν ακόμη, επί απολογισμού ή σε έκτακτες εισφορές, να<br />

προσφέρουν: για την ανέγερση «ποινικών φυλακών» 143 «υπέρ του εθνικού<br />

στόλου» 144 για την «ανέγερση θεραπευτηρίου απόρων γυναικών και παίδων<br />

εν <strong>Αθήνα</strong>ις…» 145 «υπέρ <strong>της</strong> αδελφότητος των φιλοχρήστων» 146 για το ταμείο<br />

«εθνικής αμύνης» 147 «υπέρ των Κρητών» 148 .<br />

3. ΕΘΝΙΚΕΣ<br />

Στις μαρτυρικές περιπέτειες του γένους οι μονές του νησιού θα συνοδοιπορήσουν.<br />

Και ανάλογα με την οικονομική – και όχι μόνο – αντοχή θα συμπαρασταθούν.<br />

Η Ι. Μονή Ασωμάτου Μιχαήλ θα στηρίξει οικονομικά την μεγάλη


104<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Λευκάδος και Αγίας Μαύρας Παρθενίου Β΄<br />

Κονιδάρη 149 για την πραγματοποίηση <strong>της</strong> συνάντησης «των αρματολών στου<br />

Μαγεμένου» 150 , όπου με την ενεργό συμμετοχή του Ιωάννη Καποδίστρια και<br />

του τότε Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου τέθηκαν τα θεμέλια του έντονου<br />

προβληματισμού για το «άναμα <strong>της</strong> μεγάλης φωτιάς» για την επανάσταση.<br />

Στην Μονή του Αγίου Γεωργίου των Σκάρων ο παπά Γιάννης Σούνδιας, γνωστός<br />

ατρόμητος φιλικός και ανυποχώρητος αγωνιστής στους αντιστασιακούς<br />

θύλακες <strong>της</strong> Ακρόπολης, των ∆ερβενακίων κλπ., θα ενταχθεί στην Φιλική Εταιρεία<br />

και θα προσφέρει στον αγώνα του γένους τη σωματική του ακεραιότητα.<br />

Η Ι. Μονή <strong>της</strong> Φανερωμένης πολλές φορές θα συντρέξει οικονομικά στους<br />

ταλαιπωρημένους Σουλιώτες 152 , θα συνεργασθεί με τον φιλικό εισαγγελέα Λευκάδος<br />

Ιωάννη Ζαμπέλιο και θα χορηγήσει χρήματα για την αγορά πολεμοφοδίων<br />

σε αντιστασιακούς Ηπειρώτες. Όταν το Σούλι «χτυπηθεί» από τους<br />

Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά αυτό το μοναστήρι θα δεχθεί ολοπρόθυμα τους<br />

ταλαίπωρους εξόριστους και θα τους περιθάλψει στο μετόχι <strong>της</strong> Ανάληψης στο<br />

Φρύνι 153 . Εδώ θα φιλοξενηθούν οι εξόριστοι Μποτσαραίοι και διωγμένοι κάτοικοι<br />

<strong>της</strong> Πρέβεζας μέχρι την οριστική διαμονή των τελευταίων στην περιοχή<br />

του Καλλιγονίου. Εδώ θα απευθυνθεί ο «έκτακτος Πληρεξούσιος <strong>της</strong> Ιόνιας<br />

Πολιτείας» Ιωάννης Καποδίστριας και θα ζητήσει οικονομική στήριξη – χορηγία<br />

για το «συμπόσιο του Μαγεμένου 154 . Και ο ηγούμενος ανταποκρίθηκε<br />

άμεσα. Έδωσε χρήματα «από τα ελάχιστα που διέθετε η μονή» 155 .<br />

Όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στην Λευκάδα (3-03-1810) 156<br />

και επισκέφθηκε, ταπεινός προσκυνητής 157 , το μοναστήρι οι πατέρες του επεφύλαξαν<br />

θερμή υποδοχή. Τον ενίσχυσαν στην «διακονία <strong>της</strong> ισορροπίας» 158 ,<br />

που κρατούσε αταλάντευτα υπηρετώντας τον Βρετανικό στρατό και διακονώντας<br />

την αγωνία <strong>της</strong> Ελευθερίας <strong>της</strong> πατρίδας μεταγγίζοντας διακριτικά σε<br />

αρκετές ψυχές την ελπίδα του «ποθούμενου». Εδώ στην Λευκάδα ο Κολοκοτρώνης<br />

θα συναντηθεί με τον Ιωάννη Καποδίστρια 159 . Μήπως, όταν θα στέλνει<br />

αδελφούς <strong>της</strong> μονής σε σημαντικά κέντρα του Ελληνισμού <strong>της</strong> διασποράς<br />

(Βενετία, Βιέννη, Πάδουα κλπ.) προκειμένου ν’ αναλάβουν εφημεριακή θέση,<br />

αλλά ταυτόχρονα και να διακονήσουν στα σχολεία των περιοχών δεν συμμετέχει<br />

το μοναστήρι στην πνευματική θωράκιση, νοητική αναστύλωση και εθνική<br />

αυτογνωσία του λαού του Θεού; Αυτή η πολυδύναμη και πολύμορφη προσφορά<br />

δεν είναι έργο Ορθόδοξης ζωής και εθνικής μαρτυρίας;<br />

Είναι σημαντικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό του θετικού ρόλου, που<br />

έπαιξε ο μοναχισμός στην διαμόρφωση και διάσωση, τόσον <strong>της</strong> πνευματικής,<br />

όσον και <strong>της</strong> γενικότερης κοινωνικής συνοχής, αλλά και <strong>της</strong> Ελληνορθόδοξης<br />

ταυτότητας του χώρου, η στενή σχέση συνεργασίας και επικοινωνίας <strong>της</strong> κάθε<br />

μονής με τις κοινότητες, τις κοντινές και τις ευρύτερα υπάρχουσες. Εξάλλου η<br />

κοινότητα αυτές τις περιόδους <strong>της</strong> αιχμαλωσίας και των δεινών 160 «σηματοδό-


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

105<br />

τησε τη συνολική πολιτική και κοινωνική πορεία του νεότερου ελληνισμού» 161 .<br />

Ενεπνεόταν από την πνευματική ζύμωση <strong>της</strong> μονής και δεχόταν την ζείδωρη<br />

αύρα <strong>της</strong> αληθινής παιδευτικής δυναμικής εκτός από την οικονομική και εθνική<br />

υποστήριξη. Πάντοτε δημιουργικά ακμαίος και με παρεμβάσεις ισχυρές στο<br />

κοινωνικό σώμα <strong>της</strong> περιοχής, στην οποία βρίσκεται το κάθε μοναστικό κέντρο<br />

ή και ευρύτερα, θα είναι η μεγάλη αγκαλιά στην ζωτική χάρη <strong>της</strong> οποίας<br />

θα διασώζεται ο οικονομικά αδύναμος . ο εθνικά απελπισμένος. Το τελευταίο<br />

αποδεικνύεται από το γεγονός πως κοντά σε μοναστικά κέντρα και με την<br />

συμμετοχή μοναστικών παραγόντων θα πραγματοποιούνται οι μεγάλες εξεγέρσεις<br />

. τα αντιστασιακά κινήματα που δόξασαν το νησί. Από τα μοναστήρια θα<br />

βγουν στον αέρα <strong>της</strong> αντίστασης σημαντικά πρόσωπα, που σημάδεψαν και<br />

λάμπρυναν με τον αυτοθυσιαστικό τους πνεύμα τον τόπο μας. Σίγουρα ο μοναχισμός<br />

στο νησί μας, με την ιδιότυπη και αποφασιστική τις περισσότερες φορές<br />

παρουσία και δράση του απετέλεσε μέσα στην ιστορία τον πολυδύναμο και<br />

ουσιαστικό αιμοδότη του κοινωνικού και εθνικού μας σώματος.<br />

Κλείνοντας τούτη την σύντομη και ιστορικά ακροδακτύλια αυτή εισήγηση<br />

θεωρούμε απαραίτητο να σημειώσουμε τα παρακάτω, που αποσταγματικά έρχονται<br />

με την παρουσίαση <strong>της</strong> «αληθινής αλήθειας» του ιστορικού βηματισμού,<br />

χθες και σήμερα, του μοναχισμού στο νησί μας. Προκειμένου ν’ αντιληφθούμε<br />

τον μυστικό και γόνιμο ανασασμό <strong>της</strong> πολιτιστικής και πνευματικής δημιουργίας<br />

. <strong>της</strong> εθνικής αντίστασης, που αναδύει η ιστορία του μοναχισμού και ζωντανή,<br />

ζωτική και αληθινή σιγοπερπατάει στα ερειπώδη σήμερα χαλάσματα<br />

απαιτείται απέκδυση του κοσμικού φρονήματος . σύνταξη στην αλήθεια και<br />

την ενότητα <strong>της</strong> Εκκλησίας . μακρόχρονη συνειδητή θητεία στην μυστηριακή<br />

και λειτουργική <strong>της</strong> ζωή. Βαθειά πίστη πως οι μοναστικοί χώροι είναι τόποι<br />

λατρείας και ένθεου μυστηρίου. ∆εν είναι μόνο μνημειακοί χώροι. Ισχυρός<br />

παράγοντας, που συμπράττει στην ορθή κατανόηση και αληθινή προσέγγιση<br />

των αναγκών ενός Εκκλησιαστικού μνημείου είναι το αμόλευτο βίωμα <strong>της</strong> Ορθόδοξης<br />

μαρτυρίας. Έτσι διασφαλίζονται τα απαραίτητα «Εκκλησιολογικά<br />

κριτήρια» 162 , τα οποία αποτελούν τα μοναδικά στοιχεία «θεραπείας τους.<br />

Βέβαια, «Εκκλησιολογικά κριτήρια» δεν είναι η αναιμική και εξωτερική<br />

θεολογική ή ιστορική γνώση ή η όποια επιστημονική κατάρτιση, που μπορεί<br />

να διαθέτει ένας επιστήμονας. Είναι η βίωση του ολάνθιστου μυστηρίου <strong>της</strong><br />

Εκκλησίας, που προσφέρει τις δυνάμεις και τις δυνατότητες να προσεγγίσει<br />

ο ερευνητής αληθινά και υπεύθυνα τον μαρτυρικό χώρο του μνημείου . είναι η<br />

εκκλησιολογική συνείδησή του, η οποία τον ολοκληρώνει πνευματικά, ώστε ν’<br />

αποδέχεται το ιερό μυστήριο του Σταυρού και <strong>της</strong> Ανάστασης του Χριστού,<br />

το οποίο αδιάκοπτα «λειτουργεί» την ανθρώπινη ύπαρξη στον ιερό ναό <strong>της</strong><br />

μονής. Εάν ο επιστήμονας, όσο κατηρτισμένος και αν είναι, δεν διαθέτει τον<br />

οπλισμό <strong>της</strong> πίσ<strong>της</strong> και τον δυναμισμό <strong>της</strong> εκκλησιολογικής συνείδησης, τότε


106<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

κάθε προσπάθεια θα παραμένει εξωτερικό και αναποτελεσματικό στοιχείο.<br />

∆εν μπορεί να «λυτρώσει» το μνημείο, ούτε να το «θεραπεύσει». Η προσπάθειά<br />

του θα είναι άγονη και – γιατί όχι; - δεν θα φέρει αποτέλεσμα.<br />

Πιστεύουμε πως, αν σήμερα τα μοναστήρια παραμένουν σε ερειπώδη κατάσταση,<br />

ύστερα από τις συνεχείς και συχνές παρεμβάσεις <strong>της</strong> Τοπικής Εκκλησίας<br />

στους συναρμόδιους φορείς, είναι γι’ αυτό το λόγο. Και, βέβαια, εδώ εντοπίζεται<br />

το κρίσιμο, το ιδιαίτερα κομβικό σημείο αποσυντονισμού ή συνεννόησης.<br />

αποδυνάμωσης ή συνεργασίας των δύο φορέων, <strong>της</strong> τοπικής εκκλησίας και <strong>της</strong><br />

κατά νόμον αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Οι κατά καιρούς δοκιμασίες<br />

στις σχέσεις συνεργασίας των δύο αποδεικνύουν περίτρανα την γνησιότητα<br />

του Εκκλησιαστικού ήθους και την εγκυρότητα του Εκκλησιαστικού τους λόγου<br />

και ρόλου. Ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία έχει ο παρεμβατικός λόγος, αφού<br />

τον θωρακίζει, ενισχύοντάς τον, η υπάρχουσα νομοθεσία, <strong>της</strong> αρχαιολογικής<br />

υπηρεσίας. Ανάλογα με το Εκκλησιαστικό φρόνημα των αρμόδιων ενισχύεται,<br />

προστατεύεται και διασώζεται το κάθε ιερό μνημείο. Ή προσφέρεται στο ασίγαστο<br />

ροκάνισμα <strong>της</strong> φθοράς μέσα από δρόμους παρακμής και αδιαφορίας.<br />

Να θυμηθούμε την φονική πορεία παρακμής και κατάρρευσης, αλλά και<br />

λεηλάτησης <strong>της</strong> ιερότητος του χώρου, με την ανεπίσημη και σιωπηρή συνενοχή<br />

<strong>της</strong> αρχαιολογικής υπηρεσίας, του ιστορικού Ι. Ναού Αγίου Σπυρίδωνος<br />

Λευκάδος 163 . Ένα ιστορικό μνημείο του οποίου την αλλαγή <strong>της</strong> χρήσης πέρυσι<br />

συνόδεψε καθολική αντίδραση των όρθιων, ανένταχτων και αγονάτιστων<br />

συνειδήσεων των Λευκαδίων και όχι μόνο. Να μας προβληματίσει πρέπει και<br />

η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη που γραπτά διατύπωσαν η Ι. Μητρόπολη, ο<br />

επιστημονικός κόσμος <strong>της</strong> Λευκάδας από την μία πλευρά και η Αρχαιολογική<br />

υπηρεσία από την άλλη. Μήπως η συνεχώς φθίνουσα πορεία <strong>της</strong> Ι. Μονής Οδηγήτριας,<br />

που «εποπτεύεται» από τη Γεωργική Υπηρεσία, είναι αλλιώτικης δυναμικής;<br />

Και εδώ μια ιστορία χάνεται. Ένας Ρωμαίϊκος πολιτισμός ροκανίζεται<br />

και παραδίδεται στην ασύντακτη λεηλασία του χρόνου και των προσώπων.<br />

Είναι, τελικά, ανάγκη ο ασχολούμενος με την ιστορία αυτών των πνευματικών<br />

– και όχι μόνο – χαρακωμάτων να κινείται με την μυστική δύναμη <strong>της</strong> εν<br />

Χριστώ και κατά Χριστού Ζωής. Αλλοιώτικα θα είναι ένας φολκλοριστής του<br />

πολιτιστικού – έστω – μηνύματος του χτες κι ένας ανεπιτυχής αντιγραφέας <strong>της</strong><br />

όποιας δημιουργικής του παρουσίας. <strong>Τα</strong> εκκλησιαστικά μνημεία και ιδιαίτερα<br />

τα μοναστήρια είναι πρώτα-πρώτα πνευματικοί Προμαχώνες . είναι ταμιευτήρια<br />

ιερά <strong>της</strong> Χάριτος του Θεού, στα οποία εύρισκαν οι άνθρωποι αποκούμπι,<br />

παρηγοριά και ενίσχυση. Εύρισκαν την φιλανθρωπία <strong>της</strong> αγάπης του Θεού, διέσωζαν<br />

και ενίσχυαν την εθνική τους ταυτότητα, διασφάλιζαν την πολιτιστική<br />

και πολιτισμική τους δημιουργία με την βοήθεια των μοναχών οι οδοιπόροι <strong>της</strong><br />

εγκόσμιας αγωνίας. Οποιαδήποτε απαξίωση του λόγου και του ρόλου . <strong>της</strong> πολυδύναμα<br />

πολυσήμαν<strong>της</strong> διαχρονικής προσφοράς του μοναχισμού στον τόπο


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

107<br />

μας αποτελεί στοιχείο εκτροπής, που οδηγεί στην εφιαλτική αποδυνάμωση των<br />

πολιτιστικών, πολιτισμικών, πνευματικών και εθνικών μας νεύρων. Μας μεταβάλλει<br />

σε ποιοτικά ρακένδυτους επαίτες στις κοινωνίες των εθνών.<br />

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ<br />

1. Αντίστοιχη εισήγηση με βαθύτερες προεκτάσεις στο μυστήριο του μοναχισμού κάναμε<br />

στο Α΄ συνέδριο «Μοναχισμός και σύγχρονος κόσμος», το οποίο συνδιοργάνωσαν η Ι.<br />

Μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης και η Ιερά Μονή Φανερωμένης το διήμερο 2-3 Οκτωβρίου<br />

2004. <strong>Τα</strong> πρακτικά του συνεδρίου αυτού εκδόθηκαν πρόσφατα.<br />

2. Πρβλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, έκδοση Ι. Ιδρύματος<br />

Ευαγγελιστρίας Τήνου, Τήνος 2000*, Πρωτ. Γερασ. Ζαμπέλη, Ευρωπαϊκός διαφωτισμός<br />

– Ελληνορθόδοξος φωτισμός, έκδοση Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας<br />

Λευκάδος, Λευκάδα 2001.<br />

3. Γεωρ. Α. Γαλίτη, Μοναχισμός και Μυστικισμός εις: Ορθοδοξία και Οικουμένη. Χαριστήριος<br />

τόμος προς τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α΄, έκδ. Αρμός,<br />

<strong>Αθήνα</strong> 2000, σ.61. * Βλασ. Ι. Φειδά, Μοναχισμός και κόσμος εις: τάσεις του Ορθοδόξου<br />

μοναχισμού (9ος-20ος αιώνας). <strong>Πρακτικά</strong> ∆ιεθνούς Συμποσίου, που διοργανώθηκε στα<br />

πλαίσια του προγράμματος «οι δρόμοι του Ορθόδοξου μοναχισμού. Πορευθέντες μάθετε»,<br />

«Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών», σ. 39* Μητροπολίτου ∆ημητριάδος (νυν Αρχιεπισκόπου<br />

Αθηνών και Πάσης Ελλάδος) Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ο Μοναχισμός εις την νεωτέραν<br />

Ελλάδα, <strong>Αθήνα</strong>ι 1997* Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Ο<br />

Ορθόδοξος Μοναχισμός, ως προφητική αποστολική και μαρτυρική ζωή, 2002.<br />

4. Πρωτ. Γεωργίου ∆. Μεταλληνού, Η προσφορά του μοναχισμού στο έθνος, εις: Συναντήσεις,<br />

ερευνητικές ανιχνεύσεις στην ιστορία και το παρόν, εκδ. Αρμός, <strong>Αθήνα</strong> 2005, σ. 23.<br />

5. Π. Γεωρ. Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Θεσ/κη 19812, σ. 92.<br />

6. Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία (μετάφραση Κ. Παπαρρόδου)<br />

<strong>Αθήνα</strong> 1979, σ. 662.<br />

7. Οράματα και Θάματα, μεταγρ. Αγγέλου Παπακώστα, <strong>Αθήνα</strong> 1983, σ. 163 εξ.<br />

8. Πρβλ. Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία <strong>της</strong> νήσου Λευκάδος, τ. Α΄, <strong>Αθήνα</strong> 1980 και τ. Β΄,<br />

<strong>Αθήνα</strong> 1982 * Κ.Γ. Μαχαιρά, Ναοί και Μοναί <strong>της</strong> Λευκάδος, <strong>Αθήνα</strong>ι 1957 * Πρωτ. Γερασίμου<br />

Ζαμπέλη, Ιστορία <strong>της</strong> Εκκλησίας <strong>της</strong> Λευκάδος, έκδοση Ενοριακού Πνευματικού<br />

Κέντρου Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, τ. Α΄, Λευκάδα 2002, τ. Β΄, Λευκάδα 2003,<br />

τ. Γ΄, Λευκάδα 2005.<br />

9. Γερ. Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία <strong>της</strong> Ελλάδος, τ. Α΄, εν <strong>Αθήνα</strong>ις, 1954-1960, σ. 454.<br />

10. Ιακώβου Γ. Κλεομβρότου, Μητροπολίτου Μυτιλήνης, Συνοπτική Ιστορία <strong>της</strong> Εκκλησίας<br />

<strong>της</strong> Λέσβου, Μυτιλήνη 1984, σ. 39.<br />

11. P.G. 65, 1165<br />

12. Πρβλ. Φωτίου Γ. Οικονόμου, Η Εκκλησία <strong>της</strong> Ηπείρου, <strong>Αθήνα</strong>ι 1982.<br />

13. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία <strong>της</strong> Εκκλησίας <strong>της</strong> Λευκάδος, τ. Α΄, σ. 58.<br />

14. Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης Νικηφόρου, Ι. Μονή Φανερωμένης, έκδ. Στ΄,<br />

Λευκάδα 1998 * Ευστ. ∆ρακοπούλου, Περίληψις εγκαθιδρύσεως Ι. Μονής Φανερωμένης,<br />

εν Λευκάδι 1879.<br />

15. Ηλία Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τ. Β΄, εν <strong>Αθήνα</strong>ις 1960, σ.7 * Πρωτ. Γερ.<br />

Ζαμπέλη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 47.<br />

16. Πρωτ. Γεωρ. ∆. Μεταλληνού, Ελληνισμός και Παναγία, «Εκκλ. Αλήθεια», αρ. φύλ.


108 ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

278, 1-9-88 * Πρωτ. Γερασ. Ζαμπέλη, Η Παναγία, Λευκάδα 2007.<br />

17. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί…, σ. 366 * Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Β΄, σ. 834 * Σπυρ.<br />

Σούνδια, Άνθρωποι και τόποι <strong>της</strong> πατρίδος μου, <strong>Αθήνα</strong> 1999, σ. 52.<br />

18. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 58.<br />

19. Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, το ησυχαστήριο των Αγ. Πατέρων Λευκάδος, έκδ. Β΄, Λευκάδα<br />

1997.<br />

20. Παν. Χιώτη, Ιστορικά απομνημονεύματα <strong>της</strong> Επτανήσου, τ. Γ΄, εν Ζακύνθω, 1887, σ. 13.<br />

21. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Σύντομη Ιστορία <strong>της</strong> τοπικής μας Εκκλησίας, περιοδ. «Ενοριακός<br />

λόγος», Οκτ. – ∆εκ. 90, αρ. τ. 14, σ. 10.<br />

22. Πρβλ. Στυλ. Καραγεώργου, Λιουτπράνδος ο Επίσκοπος Κρεμώνης, ως ιστορικός και<br />

διπλωμά<strong>της</strong>, <strong>Αθήνα</strong>ι 1976.<br />

23. Σπυρ. Αβούρη, Λευκάδος και Ιθάκης Μητρόπολις, Θ.Η.Ε., τ. 8, σ. 224 * Κων. Γ. Μαχαιρά,<br />

Ναοί…, σ. 367 – 368.<br />

24. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 87.<br />

25. cod. Vat. gr. 2561. χαρτ. μεμβρ. 11ο αιώνα, φ. 1 – 239, διαστ. 210 x 142 ευαγ. 1 – 11 χαρτ.<br />

και 216 – 235 V. στο φ. 235.<br />

26. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η Χριστιανική τέχνη στη Λευκάδα, επετηρίς «Εταιρ. Λευκαδικών<br />

Μελετών», τ. Γ΄, 1973, <strong>Αθήνα</strong>ι 1974, σ. 40.<br />

27. Πρβλ. Πρεσβ. Γερασ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Κόκκινης Εκκλησίας (Ευαγγελισμού <strong>της</strong><br />

Θεοτόκου), Λευκάδα 1996.<br />

28. Πρβλ. Πρωτ. Γερασ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννου (στο λιβάδι). Ιστορία. Τέχνη.<br />

Προσφορά, έκδ. Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου, Λευκάδα 2001.<br />

29. Πρβλ. Πρωτ. Γερασ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Αγ. Γεωργίου, Σκάρων. Ανέκδοτη εργασία.<br />

30. Πρβλ. Πρωτ. Γερασ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Ασωμάτου Μιχαήλ, Λευκάδα 2003.<br />

31. Πρεσβ. Γερασ. Ζαμπέλη, Η ενορία την περίοδο <strong>της</strong> Λατινοκρατίας (1330 – 1797 μ.Χ.),<br />

εις: Ιστορία <strong>της</strong> Εκκλησίας <strong>της</strong> Λευκάδος, Λευκάδα 2002, σ. 323.<br />

32. Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 310.<br />

33. Κ. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και…, σ. 283<br />

34. Κ. Χόωφ – Ιω. Ρωμανού, Γρατιανός Ζώρζης αυθέν<strong>της</strong> Λευκάδος, σ. 304.<br />

35. Κ. Γ. Μαχαιρά, Το εν Λευκάδι Φρούριον <strong>της</strong> Αγ. Μαύρας, <strong>Αθήνα</strong>ι 1956, σ. 22.<br />

36. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η Χριστιανική…, όπως πιο πάνω, σελ. 168.<br />

37. Κ. Γ. Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας (1684 – 1797 μ.Χ.), <strong>Αθήνα</strong>ι 1951, σ. 22<br />

38. Πρβλ. Γερ. Κονιδάρη, Εκκλ/κή Ιστορία Ελλάδος, σ. 160.<br />

39. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η Χριστιανική Τέχνη…, σ. 27 * Αγ. Σταυροπούλου, Ιάκωβος, ο<br />

χορηγός του Ναού <strong>της</strong> Οδηγήτριας στην Απόλπαινα Λευκάδας, εις: Η Χριστιανική τέχνη<br />

στη Λευκάδα 15ος – 19ος αιώνας», <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου, <strong>Αθήνα</strong>ι 2000, σ. 21.<br />

40. Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία <strong>της</strong> πόλεως Πατρών, Πάτραι 1950, σ. 372 και Περιοδ.<br />

«Ιερός Σύνδεσμος» αρ. 22, 1900 * Γ. Σφραντζή, μικρό χρονικό νοδ΄ (45), στ. 1078.<br />

41. Πρβλ. Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 313 * Σπυρ. Α. Βλαντή, Η Λευκάς υπό<br />

τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς, εν Λευκάδι 1902.<br />

42. Ούιλ. Μίλλερ – Φουριώτη, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, μετ. Σπ. Π. Λάμπρου,<br />

<strong>Αθήνα</strong>ι 1909 – 1910.<br />

43. Γ. Σφραντζή, Μικρό Χρον. νοδ΄ (45), στ. 1078.<br />

44. Σπυρ. Βλαντή, Η Λευκάς υπό…, σ. 73.<br />

45. Πρβλ. Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 377 * Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία <strong>της</strong><br />

Εκκλησίας…, τ. Α΄, σ. 137 * Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία <strong>της</strong> Τουρκοκρατίας και <strong>της</strong> Ενετοκρατίας<br />

στην Ελλάδα, μετ. Μιλ. Γαρίδη, <strong>Αθήνα</strong> 1958, σ. 241 – 242.


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

109<br />

46. Πρβλ. Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, Η αγία Μαύρα και το κάστρο <strong>της</strong>, Λευκάδα 1978.<br />

47. Ιωάν. <strong>Γιαννοπούλου</strong>, Ο Εβλιά Τσελεμπή εις την Λευκάδα, Ε.Λ.Μ., τ. Β΄ (1972), σ. 377.<br />

48. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η Χριστιανική…, σ. 40 * Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί…, σ. 284.<br />

49. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Αγ. ∆ημητρίου (Γράβα, Χαραδιάτικων), Λευκάδα 2000.<br />

50. Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου, Λευκάδα 2003<br />

51. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Η Παναγία στους Κήπους, μετόχι <strong>της</strong> Φανερωμένης, περιοδ.<br />

«Ενοριακός λόγος», Απρ. – Μάϊ. – Ιούν. 93, αρ. τ. 31, σ. 10.<br />

52. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ι. Μονή Αγ. Νικολάου Εγκλουβής, ανέκδοτη εργασία.<br />

53. Κων. Γ. Μαχαιρά, Μονή αγ. Μιχαήλ Αρχαγγέλου εις Αδάνι, εις: Ναοί και Μοναί…, σ. 337.<br />

54. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Ασωμάτου Μιχαήλ, σ. 161.<br />

55. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και Μοναί…, σ. 338.<br />

56. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ι. Μονή Αγ. Γεωργίου στον Μπισά, ανέκδοτη εργασία.<br />

57. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και …, σ. 305 * Αγ. Χόρτη, Μονές Λευκάδας: Αγροτικές και<br />

δημογραφικές όψεις, εις: <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου, Η Χριστιανική τέχνη στη Λευκάδα<br />

(15ος – 19ος αιώνας), <strong>Αθήνα</strong> 2000, σ. 90.<br />

58. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και…, σ. 228.<br />

59. Αγ. Χόρτη, Οι αγροτικές καλλιέργειες και οι παρεμβάσεις στο τοπίο, εις: <strong>Πρακτικά</strong><br />

Α΄ Συμποσίου, τοπική παράδοση και πολιτισμικός τουρισμός, <strong>Αθήνα</strong> 1999, σ. 93, 96 *<br />

Όπως πιο πάνω, <strong>Πρακτικά</strong> Γ΄ Συμποσίου, σ. 82, 83, 89.<br />

60. Πρβλ. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Η Ι. Μονή Φανερωμένης, περιοδ. «Ενοριακός λόγος»,<br />

Ιούλ. – Αύγ. – Σεπτ. 04, αρ. 75.<br />

61. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και…, σ. 14.<br />

62. Ιστορικό αρχείο Λευκάδος.<br />

63. Ιστορικό αρχείο Λευκάδος<br />

64. Ιστορικό αρχείο Λευκάδος.<br />

65. Πρβλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΑ΄, σ. 217.<br />

66. Ιω. Αθανασοπούλου, Η μυστηριακή επικοινωνία των Ορθοδόξων και Λατίνων εις<br />

τα Επτάνησα κατά την Λατινοκρατίαν, περιοδ. «Θεολογία», τ. 57, Ιούλ. – Σεπτ. 1986 και<br />

ανάτυπο. * Παν. Χιώτη, Ιστορικά απομνημονεύματα Επτανήσου, τ. Στ΄, σ. 31.<br />

67. Wil. Miller, Ιστορία <strong>της</strong> Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, σ. 590.<br />

68. Αρχιμ. Ιερωνύμου Κυτσώνη, Η κανονική άποψις περί <strong>της</strong> επικοινωνίας μετά των<br />

ετεροδόξων (intercommunio). Εν <strong>Αθήνα</strong>ις 1957, σ. 107, 108.<br />

69. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄, σ. 244.<br />

70. Θανάση Πετσάλη – ∆ιομήδη, Οι μαυρόλυκοι, έκδ. Γ΄, <strong>Αθήνα</strong>ι 1966, τ. Α΄, σ. 12, 20, 22.<br />

71. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και…, σ. 373 * Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Β΄, σ. 838.<br />

72. Κων. Γ. Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας, <strong>Αθήνα</strong>ι 1951, σ. 314.<br />

73. Πρβλ. Ηλία Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμεικτα, <strong>Αθήνα</strong>ι 1960. τ. Β΄, σ. 237.<br />

74. Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, το Άγιον Πνεύμα στον μοναχισμό, εις: Άγιον Όρος<br />

και κόσμος, εκδ. Αρμός, σ. 31.<br />

75. Αρχείο Βιβλίου των Επιστολών Πρωτοπαπά Σπυρίδωνος Β΄ του Βουλγάρεως, έτους<br />

1749 – 1760. Filja 9, 6.2.<br />

76. Θ.Η.Ε., τ. 9ος, σ. 486.<br />

77. Πρβλ. Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, Η Λευκάδα στον τρικυμισμό…, σ. 199.<br />

78. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη,, Ιερά Μονή Φανερωμένης, περιοδ. «Ενοριακός λόγος», τ. Απρ.<br />

– Μάϊ. – Ιούν. 04, αρ. τ. 74, σ. 23.<br />

79. Ηλία Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά…, τ. Β΄, σ. 236.<br />

80. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ο μοναχισμός στη Λευκάδα, ανέκδοτη εργασία.


110 ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

81. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη,, Η Παναγία στους κήπους, όπως πιο πάνω.<br />

82. Ιστορικό αρχείο Λευκάδος.<br />

83. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και…, σ. 337.<br />

84. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η Χριστιανική Τέχνη…, σ. 27.<br />

85. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ι. Μονή Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι…, σ. 25.<br />

86. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία…, τ. Β΄, σ. 27 * Π. Γ. Ροντογιάννη, Η εκπαίδευση στη<br />

Λευκάδα (1613 – 1050), <strong>Αθήνα</strong> 1994, σ. 61.<br />

87. Κων. Γ. Μαχαιρά, Πολιτική και ∆ιπλωματική ιστορία <strong>της</strong> Λευκάδος (1779 – 1810), τ.<br />

Α΄, <strong>Αθήνα</strong>ι 1974, σ. 23 Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Β΄, σ. 19 * Πρωτ. Γεράσ. Ζαμπέλη,<br />

Ιστορία…, τ. Β΄, σ. 28.<br />

88. Πρβλ. Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, έκδ. ∆όμος, <strong>Αθήνα</strong><br />

1992 * Γεωρ. Μεταλληνού, (Πρωτοπρ.) Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία<br />

(σειρά «αίπος», 3) έκδ. Ακρίτας, <strong>Αθήνα</strong> 2 1989 * του ιδίου, « Η κατά ανατολήν<br />

δύσις». Ο «μετακενωτικός» ρόλος των δυτικών μισσιοναρίων στο Ελληνικό Κράτος», στο:<br />

Παράδοση και αλλοτρίωση, εκδ. ∆όμος, <strong>Αθήνα</strong> 2 1989 * Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη,, Ευρωπαϊκός<br />

διαφωτισμός – Ελληνορθόδοξος φωτισμός, έκδ. ενοριακού Πνευματικού Κέντρου Ι.<br />

Ν. Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, Λευκάδα 2000 * Κ. Σαρδελή, Οι πρόγονοι, έκδ. «Αστήρ»,<br />

<strong>Αθήνα</strong> 1985 * Άρθρο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, «Η<br />

πορεία προς την παρακμή», Βήμα (8-1-1995), σ. Α΄ 167 * Β. Μακρίδη, Ορθόδοξη Εκκλησία<br />

και φορείς του ∆ιαφωτισμού στον Ελληνικό χώρο: Ιδιαιτερότητες μιας σχέσης», «Κληρονομία»<br />

29, τ. Α΄- Β΄ (Ιούνιος – ∆εκέμ. 1997), σ. 178 – 180 * Χρ. Γιανναράς, Η νεοελληνική<br />

ταυτότητα, <strong>Αθήνα</strong> 1978 * Ε. Θεοδώρου, Ορθοδοξία και Ευρώπη, <strong>Αθήνα</strong> 1983 * Αρχιμ.<br />

Φιλοθέου Φάρου, Η απόγνωση <strong>της</strong> ∆ύσης και η ελπίδα <strong>της</strong> Ανατολής, <strong>Αθήνα</strong> 1982 * Α.<br />

Φυτράκη, Η θέσις και η αποστολή <strong>της</strong> Ελληνικής Ορθόδοξου Εκκλησίας εις την σημερινήν<br />

∆υτική Ευρώπην, εν <strong>Αθήνα</strong>ις 1984 * Γεωρ. Μεταλληνού (πρωτοπρ.) Σύγχυση – πρόκληση<br />

– αφύπνιση, <strong>Αθήνα</strong> 1991 * Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου,<br />

«Η Ορθοδοξία όρος επιβίωσης του ελληνισμού», στο τιμητικό αφιέρωμα «εις τον Σεβασμιώτατον<br />

Μητροπολίτην Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεον επί τη συμπληρώσει<br />

τριακονταετούς ποιμαντορίας» (1967 – 1997), ∆ήμος Υδραίων, Ύδρα 1997, σ. 175 – 196<br />

* Ν. Ματσούκα, «Ελληνορθόδοξη παράδοση και ∆υτικός πολιτισμός», στο: «Πολιτισμός<br />

αύρας λεπτής» (Λειμών Αμφιλαφής), 5, έκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσ/κη 2000, σ. 171 – 234<br />

* π. Γεωρ. Μεταλληνού, Ελληνισμός Μετέωρος. Η Ρωμαίϊκη ιδέα και το όραμα <strong>της</strong> Ευρώπης,<br />

<strong>Αθήνα</strong> 1992. του ιδίου, Ο μοναχισμός κατά την εποχή του Αγ. Νεκταρίου, εις:<br />

<strong>Πρακτικά</strong> <strong>Συνεδρίου</strong> «Άγιος Νεκτάριος ο πνευματικός, ο μοναστικός, ο Εκκλησιαστικός<br />

ηγέ<strong>της</strong>», <strong>Αθήνα</strong>ι 2000, σ. 201 * Χρ. Σπ. Βούλγαρη, Η Εκκλησία ως η κατ’ εξοχήν κοινωνία<br />

κατά την Καινήν ∆ιαθήκην, εις: Συμπόσιον Πνευματικόν επί χρυσώ Ιωβηλαίω Ιερωσύνης…,<br />

του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου 1939 – 1989, <strong>Αθήνα</strong>ι 1989, σ. 417.<br />

89. Πρβλ. Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, Πτυχές από την παιδευτική αγωνία του ΙΘ΄ αιώνα στη<br />

Λευκάδα, περιοδ. «ΝΗΡΙΚΟΣ», Οκτ. – ∆εκ. 93, τ. 16, σ. 11 και Ιαν. – Μάρτ. ’94, αρ. τεύχ.<br />

17, σ. 6 – 15 και Απρ. – Ιούν. ’94, τ. 18, σ. 1.<br />

90. Πρβλ. Κων. Γ. Μαχαιρά, Λευκάς και Λευκάδιοι επί Αγγλικής προστασίας (1810 –<br />

1864), Κέρκυρα 1940, σ. 82. Σημειώνει ο Ιω. Ζαμπέλιος. Αυτόπ<strong>της</strong> μάρτυρας: «Φρίττει ο<br />

άνθρωπος αναπολών τας τιμωρίας, τα κολαστήρια, τας απανθρωπίας…».<br />

90β. Αρχείο Ι. Μητροπόλεως.<br />

91. Πρβλ. εγκύκλιο Μητροπολίτη, Αριθμ. Πρωτ. 1612/17-11-1858 * Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη,<br />

Ιστορία…, τ. Β΄, σ. 253.<br />

92. Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως.


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

111<br />

93. Αριθ. Πρτ. 438/18-8-1870.<br />

94. Πρβλ. Γεωργ. Β. Αντουράκη, Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική, τ. Β΄, Ζωγραφική<br />

Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή, <strong>Αθήνα</strong> 2003.<br />

95. Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν λειτουργίαν ΛΘ΄, 1. Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία 22, σ. 190.<br />

96. Πρβλ. Ιωάννου Ζηζιούλα (Μητροπ. Περγάμου), Η ενό<strong>της</strong> <strong>της</strong> εκκλησίας εν τη θεία<br />

Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν <strong>Αθήνα</strong>ις 1965.<br />

97. Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η θεία Ευχαριστία και τα προνόμια <strong>της</strong> Κυριακής κατά<br />

την διδασκαλία των Κολλυβάδων, έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/κη 2004, σ. 50.<br />

98. Νικοδήμου Αγιορείτου, Περί συνεχούς μεταλήψεως, έκδ. Σχοινά, Βόλος 1971, σ. 49.<br />

99. π. Γεωρ. Φλωρόφσκυ, Ορθόδοξος λατρεία, στον τόμο: Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας,<br />

μετ. Παπαλεξανδρόπουλος, Θεσ/κη 1973, σ. 159.<br />

100. Πρβλ. Αρχιμ. Ιουστ. Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, εκδ. Γρηγόρη, <strong>Αθήνα</strong>ι 1985.<br />

101. Αρχιμ. Αιμιλιανού, Λειτουργικά βιώματα, εις: Κατηχήσεις και λόγοι, 4, έκδ. Ορμύλια<br />

2001, σ. 155.<br />

102. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και<br />

Ορθοδοξία, Α΄ ανατύπωση, εκδ. Ακρίτας, <strong>Αθήνα</strong> 2001, σ. 218 κ.εξ.<br />

103. Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Α΄, σ. 301.<br />

104. Πρβλ. Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, Ορθοδοξία, Λευκάδα 1996.<br />

105. Πρωτ. Γεωρ. ∆. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδ. ∆ημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική<br />

θεμελίωση των θεολογικών σπουδών <strong>της</strong> Ιονίου Ακαδημίας, <strong>Αθήνα</strong>ι 1986 (ανάτυπο), σ. 9.<br />

106. «Κερκυραϊκά χρονικά», τόμος 17ος, Λ. Βροκίνη, έργα, τ. Β΄, Κέρκυρα 1973, σ 5.<br />

107. Για την κοινωνικότητα των μοναχών πρβλ. Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιον<br />

Όρος και κόσμος, όπως πιο πάνω, σ. 138 κ.εξ.<br />

108. «Το απόκοσμο του μοναχού δεν σημαίνει και αντικοινωνικότητα, όπως και η κοσμικότητα<br />

δεν σημαίνει κοινωνικότητα. Είναι θαυμαστό πως οι απόκοσμοι μοναχοί είναι<br />

ανοιχτοί στον κάθε άνθρωπο. Πως οι πιο προχωρημένοι και χαριτωμένοι εκ των μοναχών<br />

μπορούν να αναπαύσουν τον κάθε άνθρωπο, όσο ταλαιπωρημένος και συγκεχυμένος και<br />

αν είναι. Είναι γνωστό το πατερικό αξίωμα: «Ανάπαυσες τον αδελφό σου, ανάπαυσες<br />

τον Θεό σου», που αντανακλά τον λόγο του Κυρίου: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων<br />

των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄, 40) παρατηρεί ο αγιορεί<strong>της</strong><br />

γέροντας Γεώργιος Γρηγοριά<strong>της</strong> εις: Ορθόδοξος μοναχισμός και Άγιον Όρος, Β΄ έκδ.,<br />

Άγιον Όρος 1997, σ. 54 * Πρεσβ. Γερ. Ζαμπέλη, Η Μοναξιά, Ιωάννινα 1985.<br />

109. Γέρων Παΐσιος Αγιορεί<strong>της</strong>, Επιστολές, Σουρωτή Θεσ/κης, Ι. Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής<br />

Ιωάννης ο Θεολόγος» 2 , 1995, σ. 112.<br />

110. Μ. Βασίλειος, Ομιλία προς τους πλουτούντας, 3, P.G. 31, 288Α.<br />

111. Βλ. Ιω. Χρυσόστ. Εις τα υπόλοιπα κατά αιρετικών και περί κρίσεως και ελεημοσύνης,<br />

και εις την αίτησιν <strong>της</strong> μητρός των υιών Ζεβεδαίου, 8, 2, P.G. 48, 770.<br />

112. Π. Ευδοκίμωφ, «Μοναχισμός», Σύναξη 35 (1990), σ. 10 – 11.<br />

113. Πρβλ. Μητροπολίτου Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Τίτου, Κατηχητικαί<br />

Επιστολαί, σ. 224, επιστολή 116.<br />

114. Αρχείο Ι. Μητροπόλεως. Ι. Μονή Κόκκινης Εκκλησίας, αρ. Πρωτ. 18/5-3-1873.<br />

115. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία <strong>της</strong>…, τ. Β΄, σ. 218.<br />

116. Αριθμ. Πράξ. 6/12-1-1868.<br />

117. Σάββα Χρ. Αγουρίδη, Το Ευαγγέλιον και ο σύγχρονος κόσμος, Θεσ/κη, Π. Πουρναρά,<br />

1970, σ. 42.<br />

118. π. Γεώρ. Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σ. 109.<br />

119. Θεόδ. Στουδί<strong>της</strong>, Μικραί Κατηχήσεις, 114, P.G. 99, 657 Α΄.


112 ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

120. Ευάγ. Ποντικός, Περί προσευχής, 124, P.G. 79, 1193 C.<br />

121. Π. Γ. Ροντογιάννη, Ιστορία…, τ. Α΄, <strong>Αθήνα</strong> 1980, σ. 664.<br />

122. Ερμ. Λούντζη, Περί <strong>της</strong> Πολιτικής καταστάσεως <strong>της</strong> Επτανήσου επί Ενετών, εν <strong>Αθήνα</strong>ις<br />

1856, σ. 170.<br />

123. Κ. Λομβάρδου, Απομνημονεύματα, Ζάκυνθος 1870, Α΄, σ. 37.<br />

124. Πρβλ. Μαρία Λαμπρινού, Οχυρωματική και κοινωφελής δραστηριότητα στο Στενό<br />

<strong>της</strong> Λευκάδος από τον 14ο ως το 19ο αιώνα, εις: <strong>Πρακτικά</strong> Α΄ Συμποσίου, Τοπική παράδοση<br />

και πολιτιστικός τουρισμός, έκδ. Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, <strong>Αθήνα</strong> 1997, σ.<br />

70 * Ν. Ζαχαροπούλου, Η παιδεία στην Τουρκοκρατία, τ. Α΄, έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/κη<br />

1983 * Γ. Χατζηφώτη, το «Κρυφό σχολειό», Νέα Εστία 38 (1935).<br />

125. Πρβλ. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Η Αγιασμένη Επανάσταση, έκδ. Ενοριακού Πνευματικού<br />

Κέντρου Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, Λευκάδα 2001.<br />

126. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Κόκκινης Εκκλησίας, σ. 42.<br />

127. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Πτυχές από την παιδευτική…, όπως παραπάνω.<br />

128. Τριαντ. Ε. Σκλαβενίτη, Η εξέγερση των χωρικών <strong>της</strong> Λευκάδος το 1819, εις: <strong>Πρακτικά</strong><br />

Η΄ Συμποσίου «Ιστορία και αγροτικές εξεγέρσεις στη Λευκάδα, έκδ. Εταιρείας<br />

Λευκαδικών Μελετών, <strong>Αθήνα</strong> 2004, σ. 50.<br />

129. Κων. Γ. Μαχαιρά, Ναοί και Μοναί…, σ. 174.<br />

130. Πρβλ. Σπυρ. Σούνδια, παπά Γιάννης Σούνδιας, <strong>Αθήνα</strong> * Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη,, Ιστορία…,<br />

τ. Β΄, σ. 149.<br />

131. Πρβλ. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η εκπαίδευση στη Λευκάδα, 1613 – 1950, <strong>Αθήνα</strong> 1994,<br />

132. Πρβλ. Π. Γ. Ροντογιάννη, Η εκπαίδευση…, όπως παραπάνω.<br />

133. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη,, Λευκάδα – Βενετία, Λευκάδα 2001, σ. 49.<br />

134. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (1810 – 1821) Γ΄, έκδ. <strong>Αθήνα</strong><br />

1986, σ. 480.<br />

135. Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρ<strong>της</strong> Ευσταθίου, Τοπική Εκκλησία και μοναστικά<br />

Κέντρα <strong>της</strong> Λακωνίας κιβωτοί Παιδείας και Παράδοσης, περιοδ. «Όσιος Νίκων ο<br />

Μετανοείτε», Ιαν. – Φεβρ. – Μάρτ. 2007, αρ. τεύχ. 157, σ. 21.<br />

136. Σπυρ. Μ. Θεοτόκη, Η εκπαίδευση εν Επτανήσω, Κερκυραϊκά χρονικά, τ. Ε΄, Κέρκυρα<br />

1956, σ. 93.<br />

137. Πρβλ. Π. γ. Ροντογιάννη, Η εκπαίδευση…, όπως παραπάνω.<br />

138. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία…, τ. Β’ σ. 310.<br />

139. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιστορία…, τ. Β’ σ.190.<br />

140. Έγγραφο 67/ 15-4-82 Ι. Μ. Κόκκινης Εκκλησίας, 108/25-6-1873 Ι. Μ. Ασωμάτων.<br />

141. Πρβλ. Σ. Ι. Ασδραχά, φορολογία και εκχρηματισμός στην οικονομία των Βαλκανικών<br />

χωρών. «Μνήμων» 8 (1980), σ. 1 – 8.<br />

142. έγγρ. Αριθμ. Πρωτ. 215/19-7-1873.<br />

143. έγγρ. 1378/20-7-1880 ιεράς μονής Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι *<br />

144. έγγρ. 536/15-3-1873 ιεράς μονής Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι * έγγρ. Αρ. Πρωτ. 223/20-<br />

1880 Ιεράς μονής Ασωμάτου Μιχαήλ.<br />

145. έγγρ. 1033/16-6-1877 ιεράς μονής Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι.<br />

146. έγγρ. 897/30-3-1875 ιεράς μονής Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι.<br />

147. έγγρ. 1021/27-3-1877 ιεράς μονής Αγ. Ιωάννου στο λιβάδι.<br />

148. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Κρήτες στη Λευκάδα, Ρέθυμνο 2001.<br />

149. Πρβλ. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ι. Μονή Ασωμάτου Μιχαήλ, σ. 179.<br />

150. ∆ημ. Α. Κουνιάκη, Ο Καποδίστριας και η συγκέντρωση των αρματολών στου Μαγεμένου<br />

– στη Λευκάδα – τον Ιούλιο του 1807, επετηρίς Λευκαδικών Μελετών, τ. Α΄, 1971, σ. 22.


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

113<br />

151. ∆ημ. Τριανταφυλλοπούλου, Η Κόκκινη Εκκλησία, «ΕΠΤΑ ημέρες», 3-7-94, σ. 1.<br />

152. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδος.<br />

153. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Ιερά Μονή Φανερωμένης, περιοδ. «Ενοριακός λόγος», Απρ.<br />

– Ιούν. 2004, αρ. τεύχ. 75, σ. 23.<br />

154. Πρωτ. Γερ. Ζαμπέλη, Η αγιασμένη Επανάσταση, έκδ. Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου<br />

Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας, Λευκάδα 2001, σ. 41.<br />

155. Αρχείο Ι. Μητροπόλεως.<br />

156. Κων. Γ. Μαχαιρά, Λευκάς και Λευκάδιοι επί Αγγλικής προστασίας (1816 – 1864),<br />

Κέρκυρα 1940, σ. 11 κ.εξ. * Κων. Γ. Μαχαιρά, Η Λευκάς (1700 – 1864), <strong>Αθήνα</strong>ι 1958, σ. 51<br />

* περιοδ. «Ενοριακός λόγος», Απρ. – Ιούν. 06, τ. 82, σ. 26.<br />

157. Αρχείο Ι. Μονής<br />

158. Αρχείο Ι. Μονής<br />

159. Π. Χιώτη, Ιστορία <strong>της</strong> Επτανήσου, τ. Γ΄, σ. 870 * Σπ. Λουκάτου, Ο Ιωάννης Καποδίστριας<br />

και η Επτάνησος Πολιτεία, <strong>Αθήνα</strong>ι 1959, σ. 90 κ.εξ.<br />

160. «<strong>Τα</strong> ατυχήματα του γένους του εδικού μας, θα σημειώσει ο Ευγένιος Γιανούλης ο<br />

Αιτωλός, και τας πολλάς αυτού δυσπραγίας και τας τωρινάς κακώσεις μήτε με στόμα<br />

ημπορεί τινάς να τας επή, μήτε με γραφήν να τας παραδώση εις άλλους», Επιστολαί,<br />

«Ελληνικά», 8 (1935) σ. 280, 7 (1934) σ. 223, 9 (1936) σ. 55. Για να επισημάνει αλλού: «<strong>της</strong><br />

κοινής βλάβης και <strong>της</strong> επί τα χείρω των πραγμάτων καταφοράς. Ούτε νους δύναται εννοήσαι<br />

των πολλών κακών την σκοτοδινίασιν, ούτε λόγος ειπείν ισχύει . πανταχού οιμωγαί,<br />

ολολυγμοί, στεναγμοί, θρήνοι, δυσπραγίαι ουκ ευαρίθμητοι».<br />

161. Γ. ∆. Κοντογιώργη, Η τοπική αυτοδιοίκηση στο νεοελληνικό πολιτικό σύστημα,<br />

«Αντί» 10 (10-6-1983), σ. 34.<br />

162. Πρβλ. ∆ημ. ∆. Τριανταφυλλοπούλου, Τέχνη και λατρεία, έκδ. Αρμός, <strong>Αθήνα</strong>ι 2001,<br />

σ. 78.<br />

163. Αμέσως ύστερα από την αλλαγή <strong>της</strong> χρήσης του Ι. Ναού του Αγ. Σπυρίδωνα (Αύγουστος<br />

2006) ο Μητροπολί<strong>της</strong> Λευκάδος και Ιθάκης κ. Νικηφόρος με το υπ’ αριθμ.<br />

667/18-08-06 έγγραφό του προς τους «κτήτορες» του Ι. Ναού και με κοινοποίηση στην<br />

8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, μεταξύ άλλων σημείωνε: «…Η Ιερά<br />

Μητρόπολη εντονώτατα διαμαρτύρεται για την προσβλητική στην ιστορία και την παράδοση<br />

του λαού και του τόπου αλλαγή <strong>της</strong> χρήσης του Ι. αυτού Ναού».<br />

Απήντησε σχετικά η αρχαιολογική Υπηρεσία (τώρα 22α και όχι 8η με έδρα τη Ναύπακτο).<br />

Σκοτεινή και αμφιταλαντευόμενη η απάντηση. ∆εν γνωρίζει (;) «γραπτώς», όπως<br />

σημειώνει, «εάν ανήκει σε έναν ή περισσότερους κτήτορες». Αναγνωρίζει, - υπήρχε περίπτωση<br />

διαφορετική; - πως ο ναός «χρονολογημένος στον 17ο αιώνα είναι ένα από τα<br />

παλαιότερα και σημαντικότερα μνημεία <strong>της</strong> πόλης και του νησιού και προστατεύεται<br />

από τον Ν. 3028/02 «για την προστασία των αρχαιοτήτων.<br />

Υπήρχε, λέει, προφορική πρότασή <strong>της</strong> «να λειτουργήσει ο ναός είτε ως ενοριακός είτε<br />

ως προσκύνημα με καθορισμένες λειτουργίες…». Σημειώνει δε πως «ο χαρακτήρας του<br />

ναού δεν επιτρέπει άλλη μόνιμη χρήση παρά μόνον ως εκκλησιαστικό κτίσμα…». Και<br />

προς το τέλος του εγγράφου, ανατρέποντας τα προηγούμενα, τονίζεται: «Η προφορική<br />

απάντησή μας ήταν ότι επειδή ο ναός από πολλών ετών δεν λειτουργεί, επειδή έχουν<br />

αφαιρεθεί προσωρινώς τα κειμήλιά του και επειδή το θέμα <strong>της</strong> φωτογραφικής έκθεσης<br />

ήταν λαογραφικό…» δόθηκε η συγκεκριμένη άδεια. Στο ίδιο μοτίβο αντίδρασης και με<br />

την αυτή λογική αντίστασης υπήρξαν δημοσιεύματα στην τοπική εφημερίδα «<strong>Τα</strong> ΝΕΑ<br />

<strong>της</strong> ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ», Σάββατο 19 Αυγούστου 2006. Πειστικό κείμενο αντίστασης και<br />

έμπονης αγωνίας για την αποϊεροποίηση του μνημείου συνυπόγραψαν 18 διακεκριμένοι


114<br />

ΠΡΩΤΟΒΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ Π. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ<br />

επιστήμονες, Λευκάδιοι την καταγωγή, διερμηνεύοντες την συνείδηση του πληρώματος<br />

<strong>της</strong> Τοπικής Εκκλησίας.<br />

Η Τοπική Εκκλησία, επανερχόμενη στο θέμα, στις 11-01-07 και με αριθμ. Πρωτ. 6 αποστέλλει<br />

επιστολή στον κ. Σπυρίδωνα Τσαρλαμπά τοποθετώντας τον ενώπιον των μεγάλων<br />

ευθυνών. Το κείμενο είναι εκφραστικό:<br />

«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Λευκάδα 11-01-07<br />

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Αριθμ. πρωτ. 6<br />

ΛΕΥΚΑ∆ΟΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ<br />

31 100 ΛΕΥΚΑΣ<br />

Προς<br />

Τον κύριο Σπυρίδωνα Τσαρλαμπά<br />

Ενταύθα<br />

Το περασμένο καλοκαίρι και αφού επιληφθήκατε αυτογνωμόνως του Ιερού Ναού Αγίου<br />

Σπυρίδωνος υπό το πρόσχημα <strong>της</strong> συντήρησής του, προσπάθεια που αποδεδειγμένα<br />

απέβη ατελέσφορος, προβήκατε στα πλαίσια ιδιόμορφης τακτικής σας, σε παραχώρηση<br />

<strong>της</strong> χρήσης του ναού προκειμένου να λειτουργήσει έκθεση φωτογραφίας.<br />

Εφιστώντας σας την προσοχή στο ότι ο προορισμός του Ιερού Ναού είναι αποκλειστικά<br />

η τέλεση θρησκευτικής λατρείας και ότι δεν είναι επιτρεπτή η έστω και προσωρινή<br />

αλλαγή <strong>της</strong> χρήσεως αυτού, σας καλούμε να απόσχετε από κάθε επέμβαση επί του Ιερού<br />

Ναού, ώστε αποκαθιστώμενος υφ’ ημών να αποδοθεί στην κοινή λατρεία.<br />

Θα αντιλαμβάνεστε ότι είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι ο καίρια πληγείς ναός χρήζει άμεσων<br />

επισκευών και ότι είναι χρέος προς τις παραδόσεις, την πολιτιστική και θρησκευτική<br />

μας κληρονομιά η αποκατάστάση του.<br />

Ενέργειες σας που τείνουν να θέτουν ανύπαρκτα και απόλυτα ξεκαθαρισμένα νομικά<br />

ζητήματα, με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, θα λάβουν τελεία απάντηση ενώπιον<br />

των αρμοδίων δικαστηρίων, κατ’ εφαρμογήν των οικείων διατάξεων, και θα είναι ολέθριο<br />

να αντιληφθείτε εκ των υστέρων ότι θα έπρεπε ευθύς εξ αρχής να σταθείτε στο ύψος<br />

των περιστάσεων.<br />

Με ευχές Χριστού<br />

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ<br />

ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ<br />

+Ο ΛΕΥΚΑ∆ΟΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ»<br />

(Αρχείο Ι. Μητροπόλεως)<br />

Από παλαιότερα ο ιερός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον<br />

όλων των Λευκαδίων. Η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών πολλές φορές απευθύνθηκε<br />

στην υπεύθυνη τότε 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για να «εισπράξει» από αυτήν,<br />

θεωρητικά και μόνον, το ενδιαφέρον <strong>της</strong> (επιστολή 2-1-01). Το ίδιο και η Νομαρχιακή<br />

Αυτοδιοίκηση Λευκάδος (Αρ. Πρωτ. Γ.Ν. 626/28-3-01)


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑ∆Α. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ<br />

115<br />

Για την διάσωση και την διαφύλαξη των κειμηλίων των Ι. Ναών και Ι. Μονών, όσον<br />

και για την συντήρηση ή αναστήλωση των Ι. Μονών, μακρόχρονος είναι ο παρεμβατικός<br />

λόγος <strong>της</strong> Τοπικής Εκκλησίας. Η άμεσα αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία συμφωνούσε με<br />

τις θέσεις <strong>της</strong> Εκκλησίας . στις κατά καιρούς επισκέψεις στο νησί την αγνοούσε, ενώ στο<br />

τέλος αδυνατούσε να διαθέσει ελάχιστο χρηματικό ποσό για το σημαντικό και άμεσα<br />

απαραίτητο έργο <strong>της</strong> προστασίας <strong>της</strong> πνευματικής και εθνικής μας αυτής κληρονομιάς.<br />

Σχετικά: Αριθμ. Πρωτ. 504/27-4-1972 * Αριθμ. Πρωτ. 72/27-1-92 * Αριθμ. Πρωτ. 391/174-<br />

85 (Νομαρχία Λευκάδος) * Ο εφημέριος Καρυωτών: Αριθμ. Πρωτ. 11/24-6-82 * Αριθμ.<br />

Πρωτ. 680/5-7-02 (αντίθετη στην επιλογή δημιουργίας ΧΥΤΑ στη θέση «περιστέρι 1»,<br />

πλησίον <strong>της</strong> Ι. Μονής Κόκκινης Εκκλησίας).<br />

Επιμένουμε σε μια σχετικά πλατύτερη προσέγγιση του πολυδιάστατου προβλήματος,<br />

που προβάλλει εναργέστατα την ποιότητα και την ποσότητα του ενδιαφέροντος των<br />

αρμόδιων και άμεσα υπεύθυνων φορέων <strong>της</strong> Πολιτείας απέναντι στα πολύτιμα «σκηνώματα»<br />

<strong>της</strong> ευσέβειας του ιστορικού Λευκαδίτικου λαού. Οι ελάχιστες συγκεκριμένες<br />

αναφορές και τα αντίστοιχα συγκλονιστικά παραδείγματα θεωρούμε πως είναι ικανά να<br />

προβάλλουν την ένταση, το μέγεθος και την φορά του προβλήματος.


Μονή Αγ. Νικολάου εις Νηράν


<strong>Χαρά</strong> <strong>Παπαδάτου</strong>–<strong>Γιαννοπούλου</strong><br />

Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ:<br />

∆ΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ<br />

ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΑΣ<br />

Τὸ θέμα φέτος (2007) στὰ Πλαίσια τοῦ Λόγου εἶναι καίριας σημασίας γιὰ τὴν<br />

Λευκάδα. Καὶ εἶναι στὴν οὐσία μία συνέχεια τοῦ θέματος τοῦ περασμένου<br />

καλοκαιριοῦ 1 μία καὶ διαπραγματεύεται τὴν ἐπομένη μετὰ τὴν ἀρχαιότητα περίοδο,<br />

αὐτὴ τῆς ὕστερης βυζαντινῆς πέριόδου καὶ τῆς μετέπειτα τουρκοκρατίας.<br />

Ἡ εἰσήγησή μου διαρθρώνεται σὲ δυὸ ἐπίπεδα: Πρῶτα στὴν ἀνάλυση τῆς<br />

νέας εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς στὸν χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ δεύτερον στὶς δυνατότητες<br />

χρήσεως τῶν δυνατοτήτων αὐτῶν στὴν ἀναβίωση καὶ ἀναστήλωση τῶν<br />

μοναστηριῶν μας.<br />

Α. Ἡ νέα εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ γιὰ τὸν Πολιτισμό<br />

Θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ κάτι ποὺ μᾶλλον δὲν εἶναι γνωστό. Ὅτι στὰ 40<br />

τόσα χρόνια ζωῆς τῆς ΕΕ, μέχρι καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, ἡ ἔννοια<br />

πολιτισμὸς δὲν ὑπῆρχε μέσα στὰ σχέδιά <strong>της</strong>. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ ΕΕ εἶναι κυρίως<br />

μία οἰκονομικὴ ἕνωση. Ἔτσι ἡ ὅποια χρηματοδότηση ἔπρεπε νὰ ἔχει κάποιο<br />

ὄφελος οἰκονομικό, νὰ εἶναι δηλαδὴ ἀνταποδοτική. Βέβαια μέσα στὰ ὀφέλη<br />

ποὺ γινόνταν ἀποδεκτὰ ἦταν καὶ τὰ ὀφέλη γιὰ τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Ἔτσι<br />

ὑπῆρχε μέσα ἀπὸ τὴν ἀνταποδοτικότητα αὐτὴ μιὰ κοινωνικὴ πολιτική. Χρήματα<br />

ὅμως μόνον γιὰ πολιτισμό, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνταποδίδει οἰκονομικὰ δὲν ἦταν<br />

μέσα στὶς ἐπιλογὲς τῆς ΕΕ.<br />

Αὐτὸ γιὰ πρώτη φορᾶ ἀλλάζει μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ τὸ (1993). Καὶ<br />

αὐτὸ ἔγινε ὕστερα ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες τῶν πολιτῶν τῶν χωρῶν τῆς ΕΕ.<br />

Ἡ Συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ ἐπέτρεψε στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση (ΕΕ), ποὺ εἶναι<br />

ἱστορικὰ προσανατολισμένη πρὸς τὴν οἰκονομία καὶ τὸ ἐμπόριο, νὰ προβεῖ σὲ<br />

πολιτιστικὲς ἐνέργειες γιὰ τὴ διαφύλαξη, τὴ διάδοση καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ<br />

πολιτισμοῦ στὴν Εὐρώπη.<br />

Ὁ ρόλος τῆς ΕΕ, ἐντούτοις, περιορίζεται στὸ νὰ εὐνοεῖ τὶς ἐνέργειες συνεργασίας<br />

μεταξὺ τῶν πολιτιστικῶν παραγόντων τῶν διαφόρων κρατῶν<br />

μελῶν ἢ νὰ συμπληρώνει τὶς πρωτοβουλίες τους ὥστε νὰ συμβάλλει στὴν<br />

ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῶν κρατῶν μελῶν στὸ πλαίσιο τοῦ σεβασμοῦ τῆς<br />

ἐθνικῆς ἢ περιφερειακῆς τους ποικιλομορφίας, γιὰ τὴν προβολὴ τῆς κοινῆς<br />

πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ἡ ΕΕ χρησιμοποιεῖ μέσα γιὰ<br />

1. Τὸ συνέδριο τοῦ 2006 ποὺ διοργάνωσε τὸ Πνευματικὸ κέντρο τοῦ ∆ήμου ἦταν ἀφιερωμένο<br />

στὸν Wilhelm Dörpfeld.


118<br />

ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ–ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />

τὴν ὑποστήριξη πολιτιστικῶν πρωτοβουλιῶν, ὅπως τὸ πρόγραμμα «Πολιτισμός»<br />

καὶ ἡ δράση «Πολιτιστικὴ Πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης». «Ἡ γλῶσσα, ἡ<br />

λογοτεχνία, τὸ θέατρο, ὁ χορός, οἱ εἰκαστικὲς τέχνες, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ χειροτεχνία,<br />

ὁ κινηματογράφος καὶ οἱ ραδιοτηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς ἀποτελοῦν μέρος<br />

τῆς πολιτισμικῆς πολυμορφίας τῆς Εὐρώπης. Ἀνεξάρτητα ἂν ἀνήκουν σὲ<br />

μία συγκεκριμένη Χώρα ἢ Περιφέρεια, ἐκπροσωποῦν τὴν κοινὴ πολιτιστικὴ<br />

κληρονομιὰ τῆς Εὐρώπης. Ὁ στόχος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως εἶναι διττός:<br />

νὰ διαφυλάξει καὶ νὰ στηρίξει αὐτὴ τὴν πολυμορφία καὶ νὰ τὴν καταστήσει<br />

προσιτὴ στοὺς ἄλλους»<br />

Οἱ στόχοι αὐτοὶ διατυπώθηκαν στὴ Συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ, ἡ ὁποία<br />

ἀναγνώρισε ἐπίσημα γιὰ πρώτη φορᾶ τὴν πολιτιστικὴ διάσταση τῆς εὐρωπαϊκῆς<br />

ὁλοκληρώσεως<br />

Β. Τὸ πρόγραμμα Πολιτισμὸς<br />

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα προγράμματα τῆς ΕΕ, τὸ πρόγραμμα Πολιτισμός,<br />

ἔχει πλέον καθιερωθεῖ. Μὲ τὴ σημερινή του μορφὴ πρόκειται νὰ διαρκέσει ἀπὸ<br />

τὸ 2007 ἕως τὸ 2013 μὲ συνολικὸ προϋπολογισμὸ ὕψους 400 ἑκατομμυρίων<br />

εὐρὼ περίπου. Καλύπτει ὅλες τὶς μὴ ὀπτικοακουστικὲς πολιτιστικὲς δραστηριότητες.<br />

Συγκεκριμένα, οἱ στόχοι τοῦ τρέχοντος προγράμματος Πολιτισμὸς εἶναι<br />

οἱ ἑξῆς:<br />

• Προώθηση τῆς εὐαισθητοποιήσεως καὶ τῆς διατηρήσεως πολιτιστικῶν στοιχείων<br />

ποὺ ἔχουν σημασία γιὰ τὴν Εὐρώπη<br />

• Προώθηση τῆς διακρατικῆς κινητικότητας τῶν ἐργαζομένων στὸν τομέα τοῦ<br />

πολιτισμοῦ<br />

• Ἐνθάρρυνση τῆς διακρατικῆς κυκλοφορίας τῶν καλλιτεχνικῶν καὶ πολιτιστικῶν<br />

ἔργων καὶ προϊόντων<br />

• Ἐνθάρρυνση τοῦ διαπολιτισμικοῦ διαλόγου<br />

• Τὸ θέμα τῶν γλωσσῶν<br />

Ἡ γλωσσικὴ πολυμορφία ἀποτελεῖ τὸν πολιτιστικὸ καὶ δημοκρατικὸ ἀκρογωνιαῖο<br />

λίθο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.<br />

Ἡ Ἕνωση συμμετέχει ἐπίσης στὴ διαφύλαξη τῶν περιφερειακῶν καὶ μειονοτικῶν<br />

γλωσσῶν στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση (βασκικά, βρετονικά, ἀταλανικά,<br />

φριζικά, οὐαλικὰ καὶ λοιπά, ὅπως ἐπίσης τὰ γκρεκάνικα τῆς Μεγάλης<br />

Ἑλλάδας).<br />

Μὲ τὶς διευρύνσεις τοῦ 2004 καὶ τοῦ 2007, ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισήμων γλωσσῶν<br />

τῆς Ἕνωσης αὐξήθηκε ἀπὸ 11 σὲ 23. Ἡ ΕΕ προβλέπει ὅτι ἡ νομοθεσία <strong>της</strong><br />

θὰ εἶναι διαθέσιμη σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ ὡς ἐκ τούτου προσπελάσιμη γιὰ<br />

ὅλους τους πολίτες. Ἐξασφαλίζει ἐπίσης τὴ δυνατότητα γιὰ κάθε πολίτη τῆς<br />

ΕΕ νὰ ἐπικοινωνεῖ γραπτῶς στὴν γλῶσσα του μὲ ὁποιοδήποτε θεσμικὸ ὄργανο<br />

ἢ φορέα τῆς ΕΕ. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, κάθε μέλος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβου-


Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ<br />

119<br />

λίου, ὅταν λαμβάνει τὸ λόγο, ἔχει δικαίωμα νὰ ἐκπροσωπεῖ τοὺς ψηφοφόρους<br />

του στὴ γλῶσσα τους.<br />

Ἂν καὶ ἡ βούληση γιὰ τὴν ἀνάληψη πολιτιστικῶν δράσεων σὲ εὐρωπαϊκὸ<br />

ἐπίπεδο ἦταν ἤδη ἐμφανὴς ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1970, μόνον στὸ πλαίσιο<br />

τῆς συνθήκης τοῦ Μάαστριχτ (ἄρθρο 151), ἀναγνωρίστηκε ἐπίσημα ὁ ρόλος<br />

τοῦ πολιτισμοῦ στὸ εὐρωπαϊκὸ οἰκοδόμημα. Εἰδικότερα, ὅπως προβλέπεται<br />

στὸ συγκεκριμένο ἄρθρο, «Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση συμβάλλει στὴν ἀνάπτυξη<br />

τῶν πολιτισμῶν τῶν κρατῶν μελῶν, σεβόμενη τὴν ἐθνικὴ καὶ περιφέρειακὴ<br />

πολυμορφία τους, ἐνῶ ταυτόχρονα προβάλλει τὴν κοινὴ πολιτιστικὴ κληρονομιά».<br />

Γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς πραγματικὰ εὐρωπαϊκοῦ πολιτιστικοῦ χώρου, ζητήθηκε<br />

ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση νὰ ἐνθαρρύνει τὴν συνεργασία μεταξὺ<br />

τῶν κρατῶν μελῶν καὶ ἐνδεχομένως νὰ στηρίξει καὶ νὰ συμπληρώσει τὴν δράση<br />

τους ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἑξῆς τομεῖς:<br />

• διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἱστορίας τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν<br />

• διατήρηση τῆς εὐρωπαϊκῆς σημασίας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς<br />

• μὴ ἐμπορικὲς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγὲς<br />

• καλλιτεχνική, λογοτεχνικὴ καὶ ὀπτικοακουστικὴ δημιουργία<br />

• συνεργασία μὲ τὶς τρίτες χῶρες καὶ τοὺς ἁρμόδιους διεθνεῖς ὀργανισμούς.<br />

Ἡ Ἐπιτροπή, ἐπὶ μία δεκαετία, ὑποστήριζε τὴν πολιτιστικὴ συνεργασία<br />

μέσω τριῶν τομεακῶν πειραματικῶν προγραμμάτων ποὺ κάλυπταν τὶς τέχνες<br />

τοῦ θεάματος, πλαστικὲς ἢ εἰκαστικές, τὴν πολιτιστικὴ κληρονομιὰ καὶ τὸ βιβλίο<br />

(συγκεκριμένα, μέσω τῶν προγραμμάτων Καλειδοσκόπιο, Ἀριάδνη καὶ<br />

Ραφαήλ).<br />

Τὸ 2000, μὲ τὸ πρόγραμμα-πλαίσιο «Πολιτισμὸς 2000», ἡ Ἐπιτροπὴ<br />

υἱοθέτησε μία νέα προσέγγιση γιὰ τὴν πολιτιστική <strong>της</strong> δράση. Ἡ προσέγγιση<br />

αὐτὴ ἀποσκοπεῖ στὴν δημιουργία ἑνὸς κοινοῦ πολιτιστικοῦ χώρου, μέσω<br />

τῆς προωθήσεως τοῦ πολιτιστικοῦ διαλόγου, τῆς δημιουργίας καὶ διαδόσεως<br />

τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς κινητικότητας τῶν καλλιτεχνῶν καὶ τῶν ἔργων τους,<br />

τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, τῶν νέων μορφῶν πολιτιστικῆς<br />

εκφράσεως, καθὼς καὶ τοῦ κοινωνικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ ρόλου ποὺ διαδραματίζει<br />

ὁ πολιτισμός.<br />

Τὸ 2007, τὸ πρόγραμμα «Πολιτισμός» ἀντικατέστησε τὸ πρόγραμμα-πλαίσιο<br />

«Πολιτισμὸς 2000».<br />

Τὸ νέο πρόγραμμα καλύπτει τὴν περίοδο 2007-2013 καὶ ἔχει τοὺς ἴδιους<br />

στόχους μὲ τὸ πρόγραμμα-πλαίσιο «Πολιτισμὸς 2000» ἀποσκοπώντας παράλληλα<br />

στὴ συλλογὴ καὶ διάδοση πληροφοριῶν πολιτιστικοῦ περιεχομένου.<br />

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πρόγραμμα «Πολιτισμὸς 2000», ἡ πολιτιστικὴ συνεργασία στὴν<br />

Εὐρώπη ἐνθαρρύνεται μέσω συγκεκριμένων δράσεων ποὺ χρηματοδοτοῦνται<br />

στὸ πλαίσιο ἄλλων εὐρωπαϊκῶν προγραμμάτων.


120<br />

ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ–ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />

Γ. ∆υνατότητες<br />

Καὶ τώρα δυὸ λόγια γιὰ τὴν πρακτικὴ σημασία τῶν παραπάνω. Πῶς δηλαδὴ<br />

μποροῦμε νὰ κάνουμε χρῆσιν τῶν προγραμμάτων αὐτῶν γιὰ δεδομένο<br />

πολιτιστικὸ σκοπό. Αὐτὸ εἶναι τὸ δύσκολο. ∆ιότι τὶς εὐκαιρίες πρέπει νὰ τὶς δημιουργήσουμε<br />

οἱ ἴδιοι. Πέρσι παραδείγματος χάριν, στὴν Περιφέρεια ∆υτικῆς<br />

Ἑλλάδας, μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὴν Ρουμανὶα μία πρόταση γιὰ συνεργασία γιὰ μελέτη<br />

βυζαντινῶν μοναστηριῶν τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰῶνα. <strong>Μοναστήρια</strong> στὴν<br />

Ρουμανὶα καὶ <strong>Μοναστήρια</strong> στὴν Ἑλλάδα. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ὑπάρχει μεγάλο<br />

ἐνδιαφέρον σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη γιὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχή.<br />

Ἡ πρόταση ἦταν νὰ δημιουργήσουμε ὁμάδες ἀπὸ ἀρχιτέκτονες, βυζαντινολόγους,<br />

Ἐφορεῖες ἀρχαιοτήτων, Σχολὲς πανεπιστημίου στὴν περιοχή μας καὶ<br />

ἀντίστοιχα αὐτοὶ στὴν Ρουμανία (φυσικὰ πρόσωπα δηλαδὴ καὶ φορεῖς). Μὲ<br />

βάση λοιπὸν τὴν συγκρότηση τῆς ὁμάδας αὐτῆς μπορούσαμε νὰ ζητήσουμε<br />

χρήματα γιὰ ἔρευνα, γιὰ καταγραφή, γιὰ ὀπτικοακουστικὲς ἐργασίες, VIDEO,<br />

ἐκδόσεις, κ.λ.π. Ὁ κύριος ἀπὸ τὴν Ρουμανὶα βέβαιά μου εἶπε ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε<br />

ἀναστηλώσει ὅλα μας τὰ μοναστήρια, ἀλλὰ ἡ πρόταση ποὺ κάνουμε εἶναι<br />

καθαρὰ ἐπιστημονικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὥστε νὰ ἐρευνηθεῖ γιὰ τὴν ἴδια χρονικὴ<br />

περίοδο πῶς χτιζότανε βυζαντινὰ μνημεῖα στὸν φυσικό τους χῶρο καὶ πῶς σὲ<br />

ἄλλες χριστιανικὲς χῶρες. Αὐτὸ πρὸς καταισχύνην τῆς Ἑλλάδας. Μέχρι τὸ Σεπτέμβριο<br />

θὰ κοινοποιηθοῦν τὰ νέα προγράμματα στὸν χῶρο τοῦ Πολιτισμοῦ<br />

ἀπὸ τὴν ΕΕ γιὰ τὸ διάστημα 2007-2013.<br />

Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει εἶναι νὰ ἀναλάβουμε τὴν συγκρότηση τέτοιων<br />

ὁμάδων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς ∆ήμους ὡς πρώτους ἑταίρους. Καὶ ὡς<br />

συντονιστὲς ὡς Leader, ὅπως λέγεται ὥστε τὰ περισσότερα χρήματα νὰ εἶναι σέ<br />

μᾶς. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ μιὰ ἀρκετὰ συγκεκριμμένη ἐργασία: Κυρίως ὅμως πρέπει νὰ<br />

ξέρουμε τί θέλουμε. Τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ συγκροτήσουμε τὴν πρότασή μας. Καὶ<br />

πὼς μποροῦμε νὰ συνδυάσουμε τὶς προτάσεις μας μὲ ἀνάλογες προτάσεις σὲ<br />

ἄλλη χώρα. ∆ιότι μὴν ξεχνᾶμε ὅτι πάντα πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ συνεργασία δυὸ<br />

τουλάχιστον χωρῶν. Καὶ φυσικὰ πρέπει νὰ τὴν κάνουνε ἄνθρωποι ποὺ ξέρουν<br />

νὰ ἑλίσσονται στὰ εὐρωπαϊκὰ προγράμματα. Τὸ ὅτι θὰ κάνουμε μιὰ αἴτηση<br />

γιὰ νὰ μᾶς δώσουν χρήματα, αὐτὸ νὰ τὸ ξεχάσουμε. Χρειάζεται μία ὁρισμένη<br />

διαδικασία μιὰ καὶ ἡ ΕΕ ἀπαιτεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη <strong>της</strong> νὰ κάνουν χρήση ἰσότιμα<br />

τῶν δεδομένων εὐκαιριῶν.<br />

∆. Προτάσεις<br />

Ἐπιτρέψετέ μου τώρα νὰ ἀναφερθῶ σὲ θεματικὲς ἑνότητες ποὺ θὰ μποροῦσαν<br />

νὰ προταθοῦν γιὰ ἔρευνα. Βέβαια ἡ ὅποια πρόταση συνοδεύεται ἀπὸ μεγάλη<br />

ἀνάλυση σύμφωνα μὲ τοὺς κανονισμοὺς καὶ τὰ ἔντυπα κάθε φορὰ ποὺ<br />

εἶναι ἀναγκαία. Θὰ πρέπει ἐκ προοιμίου νὰ τονίσουμε ὅτι παρὰ τὴν μεγάλη<br />

συγγραφικὴ δραστηριότητα Λευκαδίων συγγραφέων σχετικὰ μὲ τὴν Λευκάδα,


Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ<br />

121<br />

ἡ βυζαντινὴ περίοδος παραμένει ἄγνωστη καὶ ἀνεξερεύνητη. Θέλω νὰ ἐλπίζω<br />

ἐπίσης ὅτι θὰ βρεθοῦν κάποιοι νὰ ἐρευνήσουν σὲ βάθος τὴν περίοδο αὐτή, ἡ<br />

ὁποία δείχνει νὰ εἶναι πολὺ σημαντικὴ ὄχι μόνον γιὰ τὴν Λευκάδα ἀλλὰ καὶ<br />

γιὰ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.<br />

Στὸν χάρτη ποὺ παρατίθεται φαίνονται οἱ θέσεις τῶν μοναστηριῶν πρὸ τῆς<br />

τουρκοκρατίας καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Ἡ ἀρίθμηση γίνεται κατὰ τὴν χρονολογικὴ<br />

σειρὰ ἱδρύσεώς τους (Ἵδε σελ. 120).<br />

17<br />

2<br />

1 10<br />

4<br />

11<br />

12<br />

14<br />

6<br />

3<br />

5<br />

8<br />

15<br />

16<br />

9<br />

7<br />

13<br />

Εἰκ. 1: Θέσεις Μοναστηριῶν στὸ Νησί<br />

<strong>Μοναστήρια</strong> ποὺ ὑπῆρχαν πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας<br />

<strong>Μοναστήρια</strong> πού ἱδρύθηκαν κατὰ τὴν Τουρκοκρατία


122<br />

ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ–ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />

Μονές πρό τῆς Τουρκοκρατίας 2<br />

1. Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τό Γενέσιον ἤ Ἐπισκοπή<br />

Περιοχὴ Σφακιωτῶν<br />

2. Μονὴ Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας<br />

Περιοχὴ Ἀπολπένης<br />

Μονές κατά τήν Τουρκοκρατία<br />

3. Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελιστρίας ἤ Κόκκινη<br />

Ἐκκλησία.<br />

Περιοχὴ Πλατυστόμων<br />

4. Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἰς Λιβάδι<br />

Περιοχὴ Καρυᾶς<br />

5. Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ Ἀρχαγγέλου Ἀσωμάτου<br />

Περιοχὴ Βαυκερῆς<br />

6. Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς Σκάρους<br />

Περιοχὴ Ἀλεξάνδρου<br />

7. Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς Μπισᾶ<br />

Περιοχὴ Μαραντοχωρίου<br />

8. Μονὴ τοῦ Ἁγίου ∆ημηρίου εἰς Γράβα<br />

Περιοχὴ Χαραδιατίκων<br />

9. Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς Ροδάκι<br />

Περιοχὴ Βουρνικᾶ<br />

10. Μονὴ Ἁγίου Ἠλία Προφήτου<br />

Περιοχὴ Σφακιωτῶν<br />

11. Μονὴ Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς τούς Κήπους<br />

Περιοχὴ Καλαμητσίου<br />

12. Μονὴ Ἁγίου Νικολάου εἰς Θερμάτα<br />

Περιοχὴ Ἐγκλουβῆς<br />

13. Μονὴ Ἁγίου Νικολάου εἰς ’Ιρᾶν<br />

Περιοχὴ Ἀθανίου<br />

14. Μονὴ Ἁγίου Μιχαήλ Ἀρχαγγέλου εἰς Ἀδάνι<br />

Περιοχὴ Πλατυστόμων<br />

15. Μονὴ Ἁγίου Κηρύκου<br />

Περιοχὴ Ἀθανίου<br />

16. Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου εἰς Περιβολάκια<br />

Περιοχὴ Ἁγίου Πέτρου<br />

17. Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Φανερωμένης.<br />

Περιοχὴ Φρυνίου / Μονὴ ἐν ἐνεργείᾳ<br />

2. Τὰ στοιχεῖα ἔχουν λειφθεῖ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κ. Μαχαιρᾶ: Ναοὶ και Μοναὶ τῆς Λευκάδος,<br />

ΑΘΗΝΑΙ 1957. Ἐπὶ Ἑνετοκρατίας εἶχε ἱδρυθεῖ μέσα στὸ Φρούριο τῆς Ἁγίας<br />

Μαύρας καὶ ἡ Λατινικὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος (S.S. Salvatore).Ἵδε, παρόντα τόμο,<br />

Μ. Λαμπρινοῦ σελ.53-58.


Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ<br />

123<br />

1. Ἡ πρώτη παρατήρηση εἶναι ὅτι ὁ τόπος ἀνεγέρσεως τῶν Μονῶν ἀκολουθεῖ<br />

κυρίως ἕναν ἄξονα βορρᾶ – νότου, μὲ τάση πρὸς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ<br />

νησιοῦ. Αὐτὸ δείχνει, ὅτι οἱ θέσεις τῶν μοναστηριῶν ἐπιλέγονται μὲ βάση τὴν<br />

σχετικὴ σεισμικὴ εὐστάθεια τοῦ νησιοῦ.<br />

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ δυτικὴ πλευρὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ φέρει τὸν κύριο ὄγκο τῶν<br />

σεισμῶν καὶ τῶν καταστροφῶν διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ<br />

παρατηρήσουμε ὅτι τὸ μαναστήρι τῆς Φανερωμένης παρὰ τὸ ὅτι βρίσκεται στὸ<br />

μάτι τοῦ κυκλῶνα ἀπὸ πλευρᾶς σεισμικῆς ἐντάσεως εἶναι στὴν οὐσία ἕνα μέρος<br />

ἄσιστο καὶ ἀνέγγιχτο ἀπὸ τοὺς σεισμούς (Εἰκ. 1).<br />

Θέμα λοιπὸν πρὸς διερεύνησιν, ἡ ἐπιλογὴ τῶν χώρων ἀνεγέρσεως τῶν<br />

Μονῶν σὲ σχέση μὲ περιβαλλοντικὰ προβλήματα τῶν περιοχῶν.<br />

2. Ἡ δεύτερη παρατήρηση εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς μοναστηριῶν ποὺ ἱδρύονται<br />

στὸν νησὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας. σὲ ἕνα νησὶ τόσο μικρὸ σὰν<br />

τὴν Λευκάδα. Ἄρα κάποιοι πολὺ σημαντικοὶ κοινωνικοὶ καὶ ἱστορικοὶ λόγοι<br />

συνετέλεσαν στὴν μεγάλη αὐτὴ ἀνάπτυξη τῶν Μονῶν. ∆ὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι μὲ<br />

τὶς ἐξεγέρσεις τῶν Λευκαδίων κατὰ τῶν κατακτητῶν, (Φράγκων καὶ Ἄγγλων)<br />

συνδέεται ἡ Μονὴ τῆς Ἐπισκοπῆς, ὅπου ὅπως φαίνεται ὑπῆρχε καὶ φρούριο.<br />

Ἀργότερα κατὰ τὰ χρόνια τῆς δουλείας γίνονται οἱ Μονὲς τοῦ ἀρματωλοῦ φωλιά,<br />

κατὰ τὸν ποιητή. Ἀλλὰ καὶ στὰ πρόδρομα γεγονότα τῆς ἐθνεγερσίας ἡ<br />

ἐκκλησία τῆς Λευκάδας θέτει τὴν σφραγίδα <strong>της</strong>.<br />

Θέμα λοιπὸν σημαντικὸ πρὸς διερεύνησιν οἱ λόγοι δημιουργίας μοναστηριῶν<br />

κατὰ τὴν τουρκικὴ κατοχὴ στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ στὶς λοιπὲς<br />

τουρκοκρατούμενες χῶρες, κυρίως τῆς βαλκανικῆς , ὁ ρόλος τους στὴν διατήρηση<br />

τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν καὶ ἡ συνεισφορά τους στὴν<br />

ἀπελευθεύρωση ἀπὸ τὴν δουλεία.<br />

Εἰκ. 2: Ἁγιος Ἰωάννης στὸ Λιβάδι. Ἐξωτερική περιτοίχιση<br />

φρουριακοῦ χαρακτήρα. (Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

Εἰκ.3.: Εἴσοδος στὸν περίβολο<br />

τῆς Κόκκινης Ἐκκλησιᾶς<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)


124<br />

ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ–ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />

3. Ἕνα τρίτο σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ ἀναδεικνύεται, καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν<br />

προηγούμενη παρατήρηση, εἶναι ὅτι στὴν οὐσία ἔχουμε καστρομονάστηρα.<br />

Ἔχουμε δηλαδὴ κανονικὲς φρουριακὲς κατασκευὲς.<br />

Πρὸς ἔρευνα εἶναι ἡ σχέση τῶν κτιριακῶν αὐτῶν συγκροτημάτων μὲ τὴν γενικότερη<br />

φρουριακὴ ἀρχιτεκτονικὴ ποὺ ἀναπτύχθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ<br />

ποιὰ τὰ στοιχεῖα τὰ ἱστορικὰ ποὺ ὁδηγοῦν τὸν 15ο μέχρι καὶ τὸν 18ο αἰῶνα<br />

στὶς ἀρχιτεκτονικὲς αὐτὲς μορφές. Τί σχέση ἔχουν αὐτὰ μὲ ἀνάλογες μορφὲς<br />

στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο καὶ ἰδίως στὴν βαλκανικὴ χερσόνησο (Εἰκ. 2, 3).<br />

Εἰκ .4.: Ἅγιος Γεώργιος στοὺς Σκάρους<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

Εἰκ.5.: Ἅγιος Γεώργιος στοὺς Σκάρους<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

4. Τέταρτο σημαντικὸ στοιχεῖο ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος. Τοιχογραφίες<br />

σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἔχει πολὺ προχωρήσει ἡ φορητὴ εἰκόνα. Μεγάλης ἀξίας<br />

ἁγιογραφήσεις διαφορετικῶν καλλιτεχνικῶν ρευμάτων καὶ σχολῶν.<br />

Τὰ θέματα ἐδῶ εἶναι ἄκρως ἀνδιαφέροντα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει συνεργασία<br />

μὲ τὴν Κρήτη, τὴν Ἤπειρο καὶ τὴν Ἰταλία, ὥστε νὰ κατάγραφοῦν ὅλες<br />

οἱ τυχὸν ἐπιρροὲς καὶ νὰ ἐξαχθοῦν συγκριτικὰ συμπεράσματα, ὡς πρὸς τὴν τεχνοτροπία,<br />

τὸν χρόνο ἁγιογραφήσεως, τοὺς ἁγιογράφους καὶ τὴν καλλιτεχνικὴ<br />

τους ἀξία (Εἰκ. 4, 5).<br />

5. Ἕνα σημαντικὸ κεφάλαιο καὶ αὐτὸ ἀνέγγιχτο, εἶναι τὰ τέμπλα, τὰ εἰκονοστάσια<br />

ἢ διαφράγματα. Τέμπλα τῆς ἠπειρωτικῆς βέβαια ἐπιρροῆς ἀλλὰ καὶ<br />

τέμπλα μὲ ρώσσικη ἐπιρροή, ὅπως αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στὴν Λευκάδα, τοῦ<br />

Ἁγίου Γεωργίου στοὺς Σκάρους, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στὸ Λιβάδι καὶ στὴν Κόκκινη<br />

Ἐκκλησιά 3 . ∆ηλαδὴ τέμπλα, τὰ ὁποῖα, δὲν ὁλοκληρώνονται μὲ τὸν σταυρὸ<br />

καὶ τὰ λυπηρὰ ἀλλὰ συνεχίζουν κλειστὰ μέχρι τὴν στέγη, τὴν οὐρανία, ὄχι ὅμως<br />

κατακόρυφα ἀλλά, μὲ μιὰ κλίση πρὸς τὰ ἐμπρός. Στοιχεῖα ποὺ δείχνουν ὅτι<br />

3. Χ.<strong>Παπαδάτου</strong> –<strong>Γιαννοπούλου</strong>: Ἡ Ναοδομία τῆς Χώρας (Λευκάδας) καὶ τὰ ξυλόγλυπτα<br />

τέμπλα. Συνέδριο Ἑταιρείας Λευκαδικῶν Μελετῶν, Μελετῶν, Λευκάδα 1998.


Η ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ<br />

125<br />

παρὰ τὰ δίσεχτα χρόνια ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία δὲν ἀνακόπτεται καὶ δὲν<br />

σταματοῦν οἱ καλλλιτεχνικὲς συνδέσεις μὲ ἄλλες χῶρες. Βέβαια ὑπάρχουν καὶ<br />

τὰ νεοκλασσικὰ τέμπλα ὅπως αὐτὸ τῆς Φανερωμένης τὰ ὁποία καὶ ἀπαντᾶμε<br />

καὶ σὲ ἄλλες ἐπίσης ἐκκλησίες τῆς Χώρας ἀλλὰ καὶ τῶν χωριῶν.<br />

Ἕνα τεράστιο θέμα πρὸς διερεύνησιν σὲ συνδυασμὸ μὲ ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις<br />

σὲ χῶρες χριστιανικές (Εἰκ. 6, 7, 8).<br />

Εἰκ. 6.: Ἅγιος Γεώργιος στοὺς Σκάρους<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

Εἰκ 7.: Ἅγιος Γεώργιος στὸ Μπισά<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

Εἰκ. 8.: Μονὴ Κόκκινης Ἐκκλησιᾶς<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

Εἰκ. 9.: Ἱερά Μονὴ Φανερωμένης<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

6. Σημαντικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ ἀνοικοδώμηση δυὸ τουλάχιστον Μονῶν πάνω<br />

σὲ ἀρχαίους ναούς, ὅπως ἡ Μονὴ τῆς Φανερωμένης καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στὸ<br />

Ροδάκι. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος στὴν Νηρὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν ναὸ τοῦ<br />

Ἀπόλλωνα. Ἕνα θέμα πρὸς ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἔρευνα σχετικὰ μὲ τὴν<br />

θέση καὶ τῶν λοιπῶν Μοναστηριῶν.


126 ΧΑΡΑ ΠΑΠΑ∆ΑΤΟΥ–ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />

Εἰκ. 10.: Ἅγιος Ἰωάννης στὸ Ροδάκι -Ἀνασκαφὲς Dörpfeld.<br />

(Φωτ.: Γ. Φαλκώνης)<br />

7. Ἕνα θέμα ἐπίσης εἶναι ἡ γενικότερη συμμετοχὴ τῶν Μοναστηριῶν στὴν<br />

ἀγροτικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν γενικότερη ὀργάνωση τῶν κοινωνικῶν συνόλων κάτω<br />

ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς. Ὑπάρχει μιὰ οὐσιώδης ἀναντιστοιχία ὅσον ἀφορᾶ τὸ<br />

μέγεθος τῶν Μοναστηριῶν μὲ τὸν ἑκάστοτε ἀριθμὸ Μοναχῶν. Ὁ ἀριθμός<br />

δηλαδὴ τῶν Μοναχῶν εἶναι πολὺ μικρὸς γιὰ τόσο μεγάλα κτηριακὰ συγκροτήματα.<br />

Ἄρα κάτι ἄλλο διαδραματιζόταν στά μοναστικὰ αὐτὰ κέντρα. Καὶ εἶναι<br />

αὐτονόητο ὅτι ἡ διάσωση τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως ἀλλὰ καὶ τῆς διαχρονικῆς<br />

ἐλπίδας γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους, εἶχαν σὰν λίκνο τους τὰ βουβά, σήμερα,<br />

καστρομονάστηρα. Τὰ ὁποῖα περιμένουν ὑπομονετικὰ τὸ πλήρωμα τοῦ<br />

χρόνου γιὰ τὴν ἀποκρυπτογράφιση τῆς ἐκκωφαντικῆς σιωπῆς τους.<br />

Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ κεφάλαιο γιὰ μιὰ κατεχόμενη χώρα καὶ μπορεῖ νὰ<br />

διερευνηθεῖ σὲ σύγκριση μὲ ἀνάλογα παραδείγματα ἄλλων χωρῶν καὶ ὄχι<br />

μόνον τουρκοκρατουμένων. Αὐτὲς εἶναι μερικὲς μόνον προτάσεις. ∆ιότι στὴν<br />

οὐσία τὰ θέματα εἶναι πολλά.<br />

Ἐν κατακλείδι θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω μόνον ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμὴ βρί-σκεται<br />

ἐν ἐξελίξει ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον εὐρωπαϊκὸ πρόγραμμα ἀπὸ τὴν Περιφέρεια<br />

∆υτικῆς Ἑλλάδας στὸ ὁποῖο συμμετέχω, μὲ θέμα τὸν πολιτισμὸ μεταξὺ ∆υτικῆς<br />

Ἑλλάδας, Ἰονίων Νήσων, Ἀπουλίας καὶ Σικελίας. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι εὔκολο,<br />

λόγω χρόνου, νὰ ἀναπτυχθεῖ τώρα, θεωρῶ ὅτι θὰ ἐνδιαφέρουν τὸν ∆ῆμο Λευκάδας<br />

τὰ συμπεράσματα καὶ οἱ προτάσεις καὶ εὐχαρίστως νὰ τοῦ τὰ θέσουμε<br />

ὕπ΄ὄψιν.


127<br />

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ<br />

Πρόσκληση <strong>Συνεδρίου</strong> – Πρόγραμμα – Κατάλογος Συμμετασχόντων


128<br />

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ∆ΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑ∆ΙΩΝ<br />

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ<br />

ΓΙΟΡΤΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ 2007<br />

∆ΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ:<br />

ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

Το Πνευματικό Κέντρο του ∆ήμου Λευκαδίων διοργανώνει στα πλαίσια των Γιορτών<br />

Λόγου και Τέχνης 2007 συνέδριο με θέμα: ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ<br />

Χρόνος διοργανώσεως : 7, 8 και 9 Αυγούστου 2007<br />

Το Συνέδριο έχει τις ακόλουθες ενότητες:<br />

• <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> ως αρχιτεκτονική δομή και περιβάλλον<br />

• <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> ως κέντρα λατρείας: Λειτουργία, ήθη και έθιμα (λαϊκή λατρεία)<br />

• <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> στον χρόνο (ιστορία, πολιτισμός, οικονομία)<br />

• <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> ως καλλιτεχνικά κέντρα (Ζωγράφοι, έργα τους και σχολές, γλυπτική<br />

λίθου και ξύλου, μικροτεχνία) .<br />

• Προοπτικές<br />

Το θέμα έρχεται να φωτίσει μια σημαντική για την Λευκάδα ιστορική περίοδο πού<br />

δεν έχει μέχρι στιγμής διερευνηθεί λεπτομερώς.Η ενδοχώρα του νησιού κρατά ακόμη<br />

πολλές άγνωστες πτυχές όσον αφορά την περίοδο του μεσαίωνα και των χρόνων<br />

<strong>της</strong> τουρκοκρατίας. Πέρα από τόπους λατρείας και πέρα από την αρχιτεκτονική τους<br />

δομή και την χωροταξική τους διάταξη, τα μοναστήρια έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο<br />

στην άμυνα κατά των κατακτητών: Το Μοναστήρι <strong>της</strong> Επισκοπής συνδέεται με δύο<br />

εξεγέρσεις, αυτήν κατά του Τζώρτζη Γρατιανού και αυτήν κατά των Άγγλων το 1819.<br />

Αλλά και η ίδρυση τόσο πολλών Μονών σε ένα μικρό νησί κατά την τουρκοκρατία<br />

δείχνει ότι τα μοναστήρια ήταν εστίες διαφυλάξεως του ελληνισμού, εστίες αντιστάσεως<br />

κατά του κατακτητή, εστίες προπαρασκευής του αγώνα του 21 και συνδυάστηκαν<br />

με τα λοιπά πρόδρομα προεπαναστατικά φαινόμενα στην Λευκάδα, όπως την<br />

οργάνωση από τον Ιωάννη Καποδίστρια <strong>της</strong> άμυνας κατά των Tούρκων και τα γεγονότα<br />

του Μαγεμένου το 1807, την εξέγερση του 1819, καθώς επίσης και την συγκέντρωση<br />

πολλών καπεταναίων την αποκριά του 1821 στην Βλαχαίρενα <strong>της</strong> Λευκάδας.<br />

Επιστημονική επιτροπή<br />

Παναγιώ<strong>της</strong> Βοκοτόπουλος, Πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών<br />

∆ημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου<br />

Μάρω Φίλιππα-Αποστόλου, Αρχιτέκτων, Καθηγήτρια ΕΜΠ<br />

Μυρτάλη Ποταμιάνου-Αχειμάστου, Επίτιμη ∆/ντρια Βυζ. Μουσείου Αθηνών<br />

Ασημίνα Καρδάση, Αρχαιολόγος ∆/νση Βυζ. και Μεταβυζ. Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟ<br />

Ξένη ∆ημητρακοπούλου, Αρχαιολόγος, Η΄ Εφορεία Βυζ. Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων<br />

∆ημήτρης Σκλαβενί<strong>της</strong>, Φιλόλογος, Πρόεδρος <strong>της</strong> Εταιρίας Λευκαδικών Μελετών<br />

Κώστας Φωτεινός, Φιλόλογος, συγγραφεύς<br />

<strong>Χαρά</strong> <strong>Παπαδάτου</strong>-<strong>Γιαννοπούλου</strong>, Αρχιτέκτων<br />

Οργανωτική επιτροπή<br />

Βασίλειος Φέτσης, ∆ήμαρχος Λευκαδίων, Πρόεδρος Πνευματικού Κέντρου<br />

Βασίλειος Θερμός, Aντιπρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου<br />

Φραγκίσκα Κεφαλοννήτου, Έφορος 22ης Εφορίας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών<br />

Αρχαιοτήτων, Ναύπακτος<br />

Μαρία Ρούσου, Προϊσταμένη ∆ημοτικής Βιβλιοθήκης<br />

Αννα Νικοδήμου, ∆ικηγόρος, Υπεύθυνη Αιθουσών Τέχνης Πνευματικού Κέντρου<br />

Ιωάννης Ζαμπέλης, ∆ικηγόρος


129<br />

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ<br />

Τρίτη 7.8.2007<br />

ΩΡΑ 12.00: Υποδοχή Συνέδρων στο ∆ΗΜΑΡΧΕΙΟ<br />

΄Εναρξη Εργασιών <strong>Συνεδρίου</strong><br />

Απογευματινή Συνεδρία<br />

Πολιτιστικό Κέντρο ∆ήμου Λευκαδίων<br />

Πρόεδρος: Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης<br />

19.00 - 19.30 Χαιρετισμοί<br />

19.30 - 19.40 Παναγιώ<strong>της</strong> Βοκοτόπουλος: Η Λευκάδα στο ευρετήριον Βυζαντινών<br />

Τοιχογραφιών Ιονίων Νήσων<br />

19.40 - 20.00 ∆ημήτριος Τριανταφυλλόπουλος:<br />

Ανοιχτά ερωτήματα για τις τοιχογραφίες στην Οδηγήτρια <strong>της</strong> Μονής<br />

Απόλπαινας: Φλωρεντία ή Κωνσταντινούπολη;<br />

20.00 - 20.20 Φραγκίσκα Κεφαλλωνίτου: Η Ι.Μονή Φανερωμένης Λευκάδας από το<br />

Χθες στο Σήμερα<br />

20.20 - 20.40 Κορτζή Αντωνία: Η ζωγραφική του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο<br />

Λιβάδι <strong>της</strong> Καρυάς.<br />

20.40 - 21.00 Συζήτηση<br />

Λήξη Απογευματινής Συνεδρίας<br />

Τετάρτη 8.8.2007<br />

Πρωϊνή Συνεδρία<br />

ΩΡΑ 11.00-12.00 Ξενάγηση στο μουσείο μεταβυζαντινής Τέχνης<br />

12.00-13.00 Επίσκεψη – Ξενάγηση στην Μονή Φανερωμένης<br />

13.00 ∆εξίωση στο κτήμα Κας και Κου Σπύρου Σταύρου<br />

Πρόεδρος: Σκλαβενί<strong>της</strong> Τριαντάφυλλος<br />

Απογευματινή Συνεδρία<br />

Πολιτιστικό Κέντρο ∆ήμου Λευκαδίων<br />

19.00 - 19.20 Κίμων Θερμός: Η Μονή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στο Λιβάδι <strong>της</strong><br />

Καρυάς. Η διερεύνηση ενός παραγωγικού και πολιτισμικού συστήματος.<br />

Η παρακμή, οι προοπτικές, οι μετασχηματισμοί<br />

19.20 - 19.40 Μαρία Λαμπρινού: Μονή Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα.<br />

Ιστορικές πληροφορίες και σχόλια<br />

19.40 - 20.00 Παναγιώ<strong>της</strong> Αργυρός: Ι.Μ Αγίου Ιωάννου στο Ροδάκι: Αρχιτεκτονική<br />

και επεμβάσεις. Η επόμενη μέρα των Μνημείων.<br />

20.00 - 20.20 Μάρω Αποστόλου – Φίλιππα: <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας: Παρελθόν,<br />

Παρόν και Μέλλον.<br />

20.20 - 20.40 Αναστασία Γώγου Σταματέλλου: Προσκυνώντας τις Παναγιές των Ιερών<br />

Μονών <strong>της</strong> Λευκάδας<br />

20.40 - 21.00 Συζήτηση<br />

Τέλος Απογευματινής συνεδρίας


130<br />

Πέμπτη 9.8.2007<br />

Επίσκεψη σε Μονές<br />

Αναχώρηση 9.30<br />

Επιστροφή 14.00<br />

Πρωϊνή Συνεδρία<br />

Απογευματινή Συνεδρία<br />

Πνευματικό Κέντρο ∆ήμου Λευκαδίων<br />

Προεδρείο: Φ. Κεφαλλωνίτου, Αρχαιολόγος- ∆/ντρια 22ης Εφορείας Βυζαντινών<br />

Αρχαιοτήτων<br />

19.00 – 19.20 ∆ρ. Άγγελος Χόρ<strong>της</strong>: <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδας: Ο Ρόλος τους<br />

στην οικονομική και κοινωνική ζωή του νησιού κατά την εποχή <strong>της</strong><br />

Βενετοκρατίας και τις αρχές του 19ου αιώνα.<br />

19.20 - 19.40 Καββαδά Χρυσούλα: <strong>Τα</strong> <strong>Μοναστήρια</strong> <strong>της</strong> Λευκάδος ως εστία διαχρονικής<br />

πολιτιστικής επιρροής<br />

19.40 - 20.00 Πατήρ Γεράσιμος Ζαμπέλης: Ο Μοναχισμός στην Λευκάδα.<br />

Παρεμβάσεις στην « Γεωγραφία » του χώρου.<br />

20.00 - 20.20 <strong>Χαρά</strong> <strong>Παπαδάτου</strong> –<strong>Γιαννοπούλου</strong>: Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική για τον<br />

Πολιτισμό: ∆υνατότητες για την εφαρμογή <strong>της</strong> στην αναβίωση των<br />

μοναστηριών μας.<br />

20.20 – 21.00 Συζήτηση<br />

Εξαγωγή συμπερασμάτων<br />

Στο συνέδριο δεν μπόρεσε να συμμετάσχει ο Καθηγητής κ. ∆ημήτριος Τριανταφυλλόπουλος.<br />

Στον τόμο δεν συμπεριλαμβάνονται οι εισηγήσεις των: κ. Χρυσούλας Καββαδά, και κ.<br />

Αναστασίας Σταματέλου, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν μας εδόθησαν.


131<br />

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΝΤΩΝ<br />

1. Παναγιώ<strong>της</strong> Βοκοτόπουλος, Ὁμότιμος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,<br />

Πρόεδρος Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.<br />

∆/νση: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν Παν/μίου 28, 106 79 ΑΘΗΝΑ<br />

Τηλ: 210-3247085, Φαξ: 2103664652, E-mail: kevmt @academyofathens.gr<br />

2. Μάρω Αποστόλου –Φίλιππα, Αρχιτέκτων,<br />

∆/νση: Ρούμελης 7, 151 27 Μελίσσια Αττικής.<br />

Τηλ: 210-89030860, E-mail: apostoloua@yahoo.gr<br />

3. Παναγιώ<strong>της</strong> Αργυρός, Αρχιτέκτων, Μηχανικός<br />

∆/νση: Αγ.Ηλίας Λευκάδας, Τηλ: 26450 24687, κιν.: 6972 268 859<br />

Φαξ: 26450-24 687, Email: panar@ tee.gr<br />

4. π. Γεράσιμος Ζαμπέλης, Ιερέας Μητροπολιτικού Ναού Λευκάδος<br />

∆/νση: Κων/νου Γεωργά 10 Λευκάδα, Τηλ: 2645023876, 6932304430<br />

5. Κίμων Θερμός, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας<br />

∆/νση: Αγ. Μηνά 18, Τ.Κ 546.24, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ<br />

Τηλ: 2310224068, 6977629210, Φαξ: 2310224068, Email: kther@hol.gr<br />

6. Χρυσούλα Καββαδά, Αρχιτέκτων-Μηχανικός, Μουσειολόγος.<br />

∆/νση: Σπ.Ζαμπελίου 13, Λευκάδα, 31100<br />

Τηλ: 2645022289, 6932441020, Φαξ: 2645026678, Email: xkavvada@otenet.gr<br />

7. Φραγκίστα Κεφαλλωνίτου, Αρχαιολόγος –∆/ντρια 22ης Εφορείας<br />

Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ναύπακτος.<br />

8. Αντωνία Κορτζή, Αρχαιολόγος,Μεταπτυχιακός <strong>της</strong> Βυζαντινής Αρχαιολογίας<br />

<strong>της</strong> Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων<br />

∆/νση: ∆ωδώνης 71, ΤΚ 45221, ΙΩΑΝΝΙΝΑ<br />

Τηλ: 2651067547, 6974192141, Φαξ:2651044031, Email: info@romvos-ioannina.gr<br />

9. Μαρία Λαμπρινού Αρχιτέκτων<br />

∆/νση : Ηρας 12 , 15127 ΑΘΗΝΑ<br />

Τηλ: 2106132073, E-mail: mlabrin @tee.gr<br />

10. <strong>Χαρά</strong> <strong>Παπαδάτου</strong> – <strong>Γιαννοπούλου</strong>, Αρχιτέκτων Μηχανικός<br />

∆/νση: Βότση 45, 26221, ΠΑΤΡΑ<br />

Τηλ: 2610225866, 6947016202 E-mail: chara.papadatou@gmail.com<br />

11. Αναστασία Σταματέλου, Καθηγήτρια-Φιλόλογος<br />

Υπεύθυνη ∆.Ε Ι.Π.Ο.∆.Ε ∆υτ.Ελλάδος<br />

∆/νση: Νόρμαν 88, Πάτρα, 26223, Τηλ: 2610428151, 6934424267<br />

Email: anastamat@sch.gr<br />

12. ∆ημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, Καθηγητής Παν/μίου Κύπρου<br />

∆/νση: Τ.Θ 20537, 1678, ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ<br />

Τηλ: 00357 22751771, 22752491, 2108647047, Φάξ: 0035722752491<br />

Email: artrian@ucy.ac.cy<br />

13. Άγγελος Χόρ<strong>της</strong>, ∆ιδάκτορας Ιστορίας, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος ∆/θμιας<br />

Εκπαίδευσης<br />

∆/νση: Σπάτων 29, Γέρακας, Τηλ: 2106612085<br />

Προεδρεία συνεδριάσεων:<br />

Γιώργος Κοντογιώργης, Καθηγητής - Πρώην Πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου<br />

Σκλαβενί<strong>της</strong> Τριαντάφυλλος, Ιστορικός, ∆ιευθυντής Ερευνών ΕΙΕ<br />

Φ. Κεφαλλωνίτου, Αρχαιολόγος - ∆/ντρια 22ης Εφορείας Βυζ/νών Αρχαιοτήτων

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!