You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
22<br />
ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2023 | H ΡΟΔΙΑΚΗ<br />
IΣΤΟΡΙΚΑ<br />
Ο πόλεμος έφερε και πείνα<br />
στα Δωδεκάνησα<br />
Του<br />
Μανώλη Κασσώτη<br />
[ στο anamniseis.net<br />
Οι πόλεμοι, εκτός από θανάτους και<br />
καταστροφές, δημιουργούν και έλλειψη<br />
τροφίμων, με αποτέλεσμα<br />
εκατομμύρια άνθρωποι να πεθαίνουν.<br />
Σ’ αυτή την τραγική κατάσταση<br />
βρέθηκαν τα Δωδεκάνησα μαζί και<br />
η Κάρπαθος στον Δεύτερο Παγκόσμιο<br />
Πόλεμο.<br />
Μαζί με την έλλειψη εισαγομένων<br />
τροφίμων, οι Καρπάθιοι είχαν<br />
να αντιμετωπίσουν και την Finanza<br />
(Ιταλική Οικονομική Αστυνομία) που<br />
ήλεγχε την περιορισμένη ντόπια παραγωγή,<br />
κυρίως σιτηρά, λάδι και<br />
κρέας.<br />
Για να θερίσει ο γεωργός έπρεπε<br />
να πάει η Finanza να υπολογίσει την<br />
παραγωγή, και όταν αλώνευε<br />
έπρεπε η Finanza να ζυγίσει τον<br />
καρπό, και ανάλογα έπαιρνε μέρος<br />
της παραγωγής. Επειδή οι παραγωγοί<br />
έβρισκαν τρόπο να κρύψουν<br />
μέρος της παραγωγής τους, η Finanza<br />
σφράγιζε τους νερόμυλους<br />
και ανεμόμυλους, και μόνο με την<br />
παρουσία της Finanza επιτρεπόταν<br />
το άλεσμα.<br />
Ας αφήσουμε τη λαϊκή μούσα και<br />
παράδοση να περιγράψει την κατάσταση.<br />
Οι Ιταλοί οι άχαροι, τους νερομύλους<br />
κλείσαν,<br />
και λεύτερα ν’ αλέθουσι, κανένα<br />
δεν αφήσαν.<br />
Και τότες πιάσαμε κρυφά τους<br />
χερομύλους πάλι,<br />
κι αυτοί οι κόποι ήτανε ακόμη<br />
πιο μεγάλοι.<br />
Τα χέρια μας ξεφούσκωσαν<br />
και κάμασι σημάδια,<br />
κι είχαμε και το κίνδυνο<br />
να μη φανεί η βάρδια.<br />
Επιάστηκαν τα χέρια μας<br />
από το μυλιτάρι,<br />
τη μέλαζη ν’ αλέθουμε<br />
να κάνουμε βδομάρι.<br />
Η μια το δρόμο ’πο μακρά<br />
καλά παρατηρούσε,<br />
κι η άλλη το χερόμυλο καλά<br />
τον εγυρνούσε.<br />
Προτού μαζέψει τις ελιές του ο<br />
κτηματίας, περνούσε η Finanza από<br />
το λιόφυτό του, και στο λιοτρίβι τον<br />
περίμενε να μετρήσει το λάδι και να<br />
πάρει το μερδικό της.<br />
Αφηγείται ο Θεόφιλος Λαγωνικός:<br />
«Επειδή η Finanza έκανε<br />
έρευνα μέσα στα σπίτια για αδήλωτα<br />
τρόφιμα, πολλοί έσκαφαν και<br />
τα έβαζαν μέσα στο χώμα. Αλλά<br />
επειδή κάθε νιόσκαφτο χωράφι ή<br />
αμπέλι έδεινε υποψίες στη Finanza,<br />
εγώ έσκαβαΝ κοντά στις ρίζες των<br />
δέντρων, που ποτίζοντο κι ήταν πάντοτε<br />
σκαμμένα, για να κρύψω μερικά<br />
μπουκάλια λάδι».<br />
Οι υπάλληλοι της Finanza επισκέπτονταν<br />
τις μάντρες και καταμετρούσαν<br />
τα αιγοπρόβατα. Μόνο με<br />
άδεια μπορούσε ο χασάπης να αγοράσει<br />
ζώο από το βοσκό για να το<br />
σφάξει. Ακόμα και τα οικόσιτα ζώα<br />
έπρεπε να δηλωθούν και μόνο με<br />
άδεια μπορούσε να τα σφάξει ο νοικοκύρης<br />
τους.<br />
Αφηγείται ο Μηνάς Παπακώστας:<br />
«Μαζί με τον αδελφό μου σφάξαμε<br />
το γαμάλι μας και το πουλήσαμε στ’<br />
Όθος και στις Πυλές. Μας πρόδωσαν<br />
στη Finanza και μας πήραν στην<br />
Καζάρμα στο Απέρι για ανάκριση.<br />
Μας έδωσαν ξύλο αλλά εμείς αρνηθήκαμε<br />
ότι σφάξαμε το γαμάλι. Είχαμε<br />
συννενοηθεί μ’ έναν συγχωριανό<br />
μας που είχε ένα αδήλωτο<br />
γαμάλι στη Λάστο να το φέρει και να<br />
το παρουσιάσουμε σαν το δικό μας.<br />
Στο μεταξύ οι Ιταλοί έβαλαν πάνω<br />
έναν Καρπάθιο που δούλευε μαζί<br />
τους και μας έπεισε να ομολογήσουμε<br />
γιατί θα μας έδιναν και άλλο<br />
ξύλο. Μόλις ομολογήσαμε μας έβαλαν<br />
φυλακή να μας στείλουν στη<br />
Ρόδο για να μας δικάσουν. Μέχρι<br />
νάρθει το πλοίο της γραμμής συνέπεσαν<br />
τα γεννέθλια της βασίλισσας<br />
της Ιταλίας και μας έδωσαν χάρη.<br />
H Μαρία ήταν μεγάλη κανακαρά<br />
και είχε αρκετό λάδι, έμενε στα Πηγάδια<br />
αλλά είχε και σπίτι στο Απέρι,<br />
και κάθε βδομάδα έστελνε στον<br />
αδελφό της Ζώρζη, που ’μενε εκεί,<br />
ένα μπουκάλι λάδι για ν’ ανάβει το<br />
καντήλι κάθε μέρα. Μια μέρα ένας<br />
περαστικός, που περνούσε απ’ έξω<br />
από το σπίτι της Μαρίας στο Απέρι,<br />
άκουσε τον Ζώρζη να προσεύχεται<br />
μπροστά στο εικονοστάσι: «…<br />
άκουσε Παναγία μου, τώρα είναι<br />
πόλεμος και το λάδι είναι λαδάκι,<br />
μια φορά την εβδομάδα θα σ’<br />
ανάβω και καλά σου είναι».<br />
Όπως αφηγείται ο Μανώλης Χουβαρδάς,<br />
οι Ιταλοί δεν ήλεγχαν την<br />
παραγωγή λαχανικών που αντάλλασσαν<br />
με τρόφιμα: «Το απόγευμα<br />
πηγαίναμε με το μουλάρι στο Όθος,<br />
στις Πυλές και στην Αρκάσα, παίρναμε<br />
βόλτα τα περβόλια και τους<br />
λαχανόκηπους και φορτώναμε το<br />
μουλάρι με ότι λαχανικά είχαν: ντομάτες,<br />
πατάτες, σκόρδα, κρεμμύδια,<br />
μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες. Την<br />
επομένη σηκωνόμαστε από την<br />
αυγή και πηγαίναμε στον Αφιάρτη<br />
όπου παίρναμε βόλτα τις στρατιωτικές<br />
εγκαταστάσεις. Μας περίμεναν<br />
οι μάγειροι και οι τροφοδότες κάθε<br />
στρατιωτικής μονάδας για να κάνουμε<br />
την ανταλλαγή. Για κάθε κιλό<br />
λαχανικά μας έδιναν ένα κιλό<br />
αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι. Την ίδια<br />
μέρα γυρίζαμε πίσω στα ίδια χωριά<br />
και για κάθε κιλό λαχανικά που μας<br />
είχαν δώσει τους δίναμε μισό κιλό<br />
αλεύρι, μακαρόνια ή ρύζι. Ξαναφορτώναμε<br />
το μουλάρι με ό,τι λαχανικά<br />
είχαν για την άλλη μέρα. Μ’<br />
αυτό τον τρόπο οικονομούντο αυτοί<br />
κι εμείς. Τα τρόφιμα που μας έμεναν<br />
τα κρατούσαμε για την οικογένειά<br />
μας ή τα ανταλλάσσαμε με κάτι<br />
που είχαμε ανάγκη».<br />
Όσο προχωρούσε ο πόλεμος η<br />
κατάσταση χειροτέρευε όπως φαίνεται<br />
από την μαντινάδα και τις<br />
αφηγήσεις που ακολουθούν.<br />
Πενήντα φράγκα το κιλό<br />
ανέβηκε τ’ αλεύρι,<br />
κι αυτό με χίλια βάσανα<br />
ο κόσμος το γυρεύει.<br />
Αφηγείται ο Γιώργος Αλ.: «Ένας<br />
Ιταλός στρατιώτης μας έδωσε ένα<br />
σκατολέτο. Μ’ αυτό και με λίγο<br />
ψωμί θα περνούσε η οικογένειά<br />
μας όλη την ημέρα. Όταν κάτσαμε<br />
να φάμε ήλθε ένας επισκέπτης και<br />
του είπαμε να πλησιάσει στο τραπέζι.<br />
Αυτός από ευγένεια είπε πως<br />
δεν πεινούσε και δεν τον ξαναρωτήσαμε.<br />
Ο πατέρας μου μοίρασε<br />
στον καθένα μας από ένα κομμάτι<br />
κρέας και μια μικρή φέτα ψωμί, δεν<br />
είχαμε τίποτε άλλο. Ο επισκέπτης<br />
που άδικα περίμενε να τον ξαναρωτήσουμε,<br />
πλησίασε στο τραπέζι και<br />
πήρε το ψωμί του Γιαννίκου μας<br />
που ’ταν ο πιο μικρός, ενώ αυτός<br />
έβαλε τα κλάματα».<br />
Αφηγείται ο Μανώλης Κ.: «Η<br />
μάνα μου μ’ έστειλε να πάω να<br />
πάρω ένα μπουκάλι γάλα που δικαιούτο<br />
κάθε οικογένεια, απ’ αυτό<br />
που η Finanza κατάσχεσε από τους<br />
βοσκούς. Περίμενα μισή μέρα μέχρι<br />
νάρθει η σειρά μου και πεινούσα.<br />
Στο δρόμο που ερχόμουνα έπινα<br />
από μια γουλιά και μέχρι να φτάσω<br />
στο σπίτι μας ήπια το μισό. Σταμάτησα<br />
σε μια βρύση και απογέμισα το<br />
μπουκάλι».<br />
Αφηγείται ο Γιώργος Ασ.: «Μια<br />
νύχτα μπήκα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι<br />
και έκλεψα μερικές κεφαλές<br />
του σιταριού, τις έτριψα κι έβγαλα<br />
ένα κιλό σιτάρι, Μ’αυτό εξαγόρασα<br />
τα θέλγητρα της Βαγγελιώς του Λ.»..<br />
Στο λιοτρίβι, η Finanza περίμενε<br />
τον ελαιοπαραγωγό να μετρήσει το<br />
λάδι και να πάρει το μερδικό της. In<br />
the oil mill, Finanza waited for the<br />
oil producer to measure the oil and<br />
take its share.<br />
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την<br />
Κάρπαθο ο επισιτισμός του νησιού<br />
χειροτέρεψε, όπως αφηγείται ο<br />
Μηνάς Χ.: « Όλη την ημέρα δεν είχαμε<br />
να φάμε και περιμέναμε τον<br />
μεγάλο μου αδελφό που δούλευε<br />
στην κουζίνα με τους Γερμανούς για<br />
να μας φέρει κάτι να φάμε. Ένα<br />
βράδυ μας έφερε τα πατατόφυλλα,<br />
από τις πατάτες που καθάρισε για<br />
τους Γερμανούς. Τάβρασε η μάνα<br />
μου και χορτάσαμε την πείνα μας».<br />
Αφηγείται ο Παναγιώτης Λ.: «Οι<br />
Γερμανοί είχαν την αποθήκη τους<br />
Στο λιοτρίβι, η Finanza περίμενε τον ελαιοπαραγωγό να μετρήσει το<br />
λάδι και να πάρει το μερδικό της. In the oil mill, Finanza waited for the<br />
oil producer to measure the oil and take its share<br />
στο Κονάκι. Εγώ είχα φίλο έναν<br />
Γερμανό στρατιώτη, στην πολιτική<br />
του ζωή είχε φυλακιστεί για κλοπές<br />
και άλλα αδικήματα και του άρεσε<br />
το ποτό. Τη νύχτα μ’ έπαιρνε μαζί<br />
του στο Κονάκι και επειδή ήμουν<br />
πιο μικρός μ’ έβαζε μέσα από τον<br />
φεγγίτη, άνοιγα την πόρτα και κλέβαμε<br />
αλεύρι και άλλα φαγώσιμα. Τα<br />
ανταλλάσσαμε στ’ Απέρι και στη<br />
Βωλάδα με ρακί».<br />
Αφηγείται ο Μανώλης Παναγιώτη<br />
Μανωλιός: «Όταν ήρθαν οι Γερμανοί<br />
μετακομίσαμε στο Απέρι, μαζί με<br />
άλλους Πηγαδιώτες. Με την βοήθεια<br />
όλης της οικογένειας, καθαρίσαμε,<br />
περικάψαμε και σκάψαμε μερικές<br />
πλαούλες στην Αχάτα, και<br />
σπείραμε λίγο κριθάρι. Μετά από το<br />
θέρισμα και το αλώνισμα μαζέψαμε<br />
γύρω στα 100 κιλά κριθάρι και, για<br />
περισσότερη ασφάλεια, σκάψαμε<br />
ένα λάκκο και το θάψαμε μέσα σ’<br />
ένα πανοπίθι, μ’ αυτό θα περνούσαμε<br />
όλο το χρόνο».<br />
«Στο μεταξύ, αυτοί που κάθονταν<br />
στο καφενείο, όταν εμείς καθαρίζαμε,<br />
περικαύγαμε, σκάβαμε,<br />
σπέρναμε, θερίζαμε και αλωνίζαμε,<br />
πήγαν και μας πρόδωσαν στην<br />
Αστυνομία, ισχυριζόμενοι ότι<br />
έπρεπε να παραδώσουμε το κριθάρι,<br />
και να γίνει διανομή σε όλο το<br />
χωριό! Έδωσα 10 κιλά κριθάρι στον<br />
Pricantieri (Σταθμάρχη), και το θέμα<br />
λύθηκε».<br />
Επίσης οι Γερμανοί εφοδίασαν<br />
ορισμένους ψαράδες με δυναμίτες<br />
και μοίραζαν τα ψάρια στη μέση. Για<br />
να ζήσουν τις οικογένειές τους αρκετοί<br />
ψαράδες έχασαν τη ζωή τους.<br />
Από το αρχείο του υπολοχαγού<br />
Hans Vogeler: «Μια μέρα, την καθορισμένη<br />
ώρα γύρισε η βάρκα από<br />
το ψάρεμα στο λιμάνι στα Πηγάδια<br />
όπου την περίμενε ο Γερμανός λοχίας<br />
που εφοδίασε τους ψαράδες<br />
με τους δυναμίτες για να κάμουν τη<br />
μοιρασιά. Λίγο πιο πέρα παρακολουθούσε<br />
αμίλητος ο Hans Vogeler.<br />
Μόλις τελείωσε η μοιρασιά πλησίασε<br />
έναν από τους ψαράδες και<br />
χωρίς οι άλλοι να πάρουν είδηση<br />
του είπε ότι αυτό που έκαμε να μη<br />
το ξανακάνει. Ο Vogeler παρατήρησε<br />
ότι ο ψαράς του φάνηκε πιο<br />
εύρωστος απ’ ότι τον γνώριζε. Μεσ’<br />
στα ρούχα, στον κόρφο και στους<br />
ώμους του είχε κρύψει μερικά<br />
ψάρια».<br />
Την άλλη μέρα που έφυγαν οι<br />
Γερμανοί ξεσηκώθηκαν οι Καρπάθιοι<br />
εναντίον των Ιταλών που άφησαν<br />
στη θέση τους. Οι Μενεδιάτες<br />
κατέβηκαν στα Πηγάδια και άνοιξαν<br />
την αποθήκη των Ιταλών χωρίς<br />
εκείνοι να μπορέσουν να αντιδράσουν.<br />
Όποιος πρόφτασε πήρε ότι<br />
μπόρεσε, οικονομήθησαν πολλοί<br />
Μενεδιάτες και μερικοί Πηγαδιώτες.<br />
Αφηγείται ο Μιχάλης Ν.: «Μόλις<br />
οι Μενεδιάτες σπάσαν την πόρτα<br />
της αποθήκης, μπήκα κι εγώ και<br />
πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι. Επειδή<br />
φοβόμουν μην έλθουν και μου το<br />
πάρουν, δεν το πήρα στο σπίτι μου,<br />
σήκωσα τα κεραμίδια της σκεπής<br />
του σπιτιού του Νικολή του Φαντάρου<br />
που είχε φύγει από τα Πηγάδια<br />
και το έκρυψα».<br />
Όταν, στις 17 Οκτωβρίου 1944, οι<br />
Άγγλοι έφτασαν στην Κάρπαθο με<br />
τα αντιτορπιλικά Terpsichore και<br />
Cleveland έφεραν μαζί τους 30 τόνους<br />
γαλέτες και τις διένειμαν στον<br />
λιμοκτονούντα πληθυσμό της Καρπάθου<br />
και Κάσου.