09.03.2020 Views

Φίλιππος ο Εκλεκτός

Ένα παραμύθι περιπέτειας και έρωτα

Ένα παραμύθι περιπέτειας και έρωτα

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Φίλιππος ο

Εκλεκτός

Άννα Κοτρίδου


Μία φορά και έναν καιρό, μίλια μακριά ένα σωρό, ένα μεγάλο βασίλειο

υπήρχε, που όμοιό του δεν θα ξαναβρείτε. Το Βασίλειο διοικούσε ένα άξιο βασιλικό

ζευγάρι, το οποίο νοιαζόταν τους υπηκόους του και προσπαθούσε να είναι όλοι

ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Ήταν ο βασιλιάς Γουλιέλμος και η βασίλισσα Τζέσικα,

ή αλλιώς Τσέικ, όπως τη φώναζε ο αγαπημένος της σύζυγος.

Στη μακρινή χώρα αυτή, την Ονειροχώρα, βρίσκονταν τα πάντα σε αφθονία.

Εκεί ήταν συμπυκνωμένα όλα τα καλά της Γης: ψηλά βουνά, αλλά και μεγάλες

πεδιάδες. Μικρά ρυάκια αλλά και τεράστια ποτάμια και ερμητικοί καταρράκτες.

Λίμνες, θάλασσα, αλλά και ένας μεγάλο κάμπος. Οι

κάτοικοί του ασχολούνταν άλλοι με τη γεωργία, και

με την καλλιέργεια διαφόρων φυτών, άλλοι

έφτιαχναν νέες εφευρέσεις, με τις οποίες

αξιοποιούσαν το πολύτιμο νερό που είχαν κοντά

τους και άλλοι ήταν ψαράδες, μιας και τα ψάρια που

ζούσαν στα νερά εκείνα ήταν αμέτρητα και μαγικά.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αγαπούσαν πάρα

πολύ το βασίλειο τους και προσπαθούσαν κάθε μέρα να το κάνουν όλο και καλύτερο.

Προσπαθούσαν να βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων.

Κάθε χρόνο, σε κάθε αλλαγή εποχής, διοργάνωναν μία εβδομάδα γιορτής,

στην οποία όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου ξεκουράζονταν. Για να γιορτάσουν τον

ερχομό του χειμώνα, οργάνωναν ένα τεράστιο πάρτι που γινόταν στις λίμνες, που

πάγωναν από το κρύο και όλοι γιόρταζαν επάνω στον πάγο. Έπαιζαν διάφορα

παραδοσιακά παιχνίδια της χώρας τους, έτρωγαν όλοι μαζί και μετά από αυτή την

εβδομάδα μετρούσαν αντίστροφα μέχρι να αλλάξει ο χρόνος. Την ημέρα που άλλαζε

ο χρόνος, πήγαινε όλο το βασίλειο στο παλάτι και με μία φαντασμαγορική γιορτή

αποχαιρετούσαν τον χρόνο που έφευγε και καλωσόριζαν τον καινούριο χρόνο που

ερχόταν για να τους δώσει νέες εμπειρίες, νέες γιορτές και νέες ελπίδες. Έπαιζαν

διάφορα παιχνίδια για μπει όμορφα ο καινούριος χρόνος και για να ξέρουν ότι όλη τη

χρονιά θα είναι καλά η σοδειά, η ζωή, το σπίτι και η οικογένειά τους.

Στην αρχή της άνοιξης, έκαναν μια μεγάλη γιορτή στην εξοχή, στις τεράστιες

πεδιάδες που είχαν, με τα υπέροχα και πολύχρωμα λουλούδια, των οποίων οι

μυρωδιές μεθούσαν όλους τους ανθρώπους. Μεγάλοι και μικροί έκαναν στεφάνια

και καλωσόριζαν την άνοιξη. Μετά, έπαιζαν παιχνίδια όλοι μαζί και ξεκουράζονταν

από τη σκληρή δουλειά του

χειμώνα. Χαιρετούσαν τον

ήλιο που έκανε την εμφάνισή

του και χαίρονταν, γιατί

γνώριζαν πως αυτή θα ήταν

η ομορφότερη και πιο

πολύχρωμη εποχή του

χρόνου.

2


εργασίες τους.

Στην αρχή του καλοκαιριού, την πρώτη

εβδομάδα του πρώτου μήνα, έκαναν και πάλι

μια μεγάλη γιορτή στις θάλασσες τους.

Πήγαιναν όλοι εκεί και παίζοντας παιχνίδια

στο νερό διασκέδαζαν και υποδέχονταν για τα

καλά πια τις ζέστες και τις ατελείωτες ώρες

παιχνιδιού με το νερό οι μικροί, και οι μεγάλοι

τις αρκετές αλλά όμορφες ώρες δουλειάς στις

Στις αρχές της τελευταίας εποχής του χρόνου, του φθινοπώρου, το βασίλειο

μαζευόταν στα ποτάμια και παίζοντας με τα φύλλα των δέντρων που ήταν εκεί γύρω,

αποχαιρετούσαν το μοναδικό τους καλοκαίρι και υποδέχονταν τη νέα εποχή, το

φθινόπωρο. Υπήρχαν ατελείωτες ώρες παιχνιδιού και για τους μικρούς και για τους

μεγάλους με παραδοσιακά παιχνίδια και φυσικά σε όλα αυτά συμμετείχαν και ο

βασιλιάς με τη βασίλισσα. Σε κάθε γιορτή το βασίλειο ανυπομονούσε να ακούσει

ευχάριστα νέα και να μάθει πως κάποια στιγμή θα ζούσε το μοναδικό πάρτι που θα

γινόταν για τον ερχομό των παιδιών του βασιλικού ζεύγους... Τα χρόνια περνούσαν

και η βασίλισσα και ο βασιλιάς δεν ανακοίνωναν κάτι... Μία φορά, όμως, η

βασίλισσα και ο βασιλιάς ανακοίνωσαν από κοινού, στη γιορτή του φθινοπώρου, πως

η βασίλισσα ήταν έγκυος!

Έτσι, μια ηλιόλουστη μέρα της άνοιξης, η βασίλισσα Τζέσικα, γέννησε τον

πρώτο της γιο. Ήταν ένα όμορφο και γλυκό μωρό και όλο το βασίλειο πετούσε από

χαρά. Οι γονείς του τον ονόμασαν Κόινουαν και διοργάνωσαν ένα τεράστιο πάρτι

στο οποίο ήταν καλεσμένο όλο το βασίλειο και υπήρχαν άφθονα γλυκά, φαγητά,

παιχνίδια, ποτά και εκπλήξεις για τους καλεσμένους.

Στο παλάτι, λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του Κόινουαν εμφανίστηκε μία

νεράιδα. Αυτή ήρθε, για να του δώσει χαρίσματα και να πει πώς θα είναι ο

χαρακτήρας του στη ζωή του. Ο Κόινουαν, λοιπόν, είπε η νεράιδα, θα είναι ένα

άπληστο αγόρι που θα θέλει πάρα πολύ τα χρήματα και θα τα σπαταλάει... Θα τα

χρησιμοποιεί σε διάφορες περιπτώσεις, χωρίς όμως πραγματικά να τα χρειάζεται. Θα

κάνει κινήσεις απερίσκεπτες, θα αγοράζει πράγματα τα οποία δεν θα χρειάζεται και

απλώς θα ξοδεύει την περιουσία του. Επίσης, θα είναι μουντρούχος, δεν θα του

αρέσουν οι παραδόσεις του βασιλείου, θα είναι αδιάφορος και θα αδιαφορεί για τους

τύπους. Η νεράιδα τα είπε όλα αυτά και έφυγε μακρυά. Το ζευγάρι τρόμαξε με αυτά

που άκουσε, όμως, αφού η νεράιδα δεν είπε πότε θα γίνουν αυτές οι ευχές

πραγματικότητα, πίστευε πως ίσως δεν ήταν αλήθεια αυτά που τους είπε και πως δεν

θα γίνονταν ποτέ...

Ο Κόινουαν, λοιπόν, μεγάλωνε και στα επόμενα δύο χρόνια δεν φαινόταν ότι

αυτές οι ευχές-κατάρες που έδωσε η νεράιδα έπιασαν τόπο, διότι ήταν ένα μικρό,

γλυκό, ήσυχο παιδί που αγαπούσε όλο τον κόσμο και χαιρόταν να βλέπει να γίνονται

οι παραδόσεις του βασιλείου του. Δεν ήξερε, όμως, κανένας ότι όλα αυτά που είπε η

νεράιδα θα πραγματοποιούνταν μόλις θα έμπαινε στο 18ο έτος της ηλικίας του. Τότε

3


θα εμφανιζόταν ο άλλος του εαυτός, αυτός

που παρουσίασε η νεράιδα...

Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση

του Κόινουαν και αφού η βασίλισσα

Τζέσικα και ο βασιλιάς Γουλιέλμος ήταν

τόσο χαρούμενοι και περήφανοι

ταυτόχρονα, απέκτησαν έναν ακόμη γιο,

μια χρυσαφένια ημέρα του καλοκαιριού.

Τότε απέκτησαν ένα δεύτερο αγοράκι, το

οποίο ονόμασαν Τόμικ και του έκαναν ένα

μεγάλο πάρτι, όπως και για το πρώτο τους παιδί.

Την ημέρα που γεννήθηκε ο μικρός Τόμικ, ήρθε μια άλλη νεράιδα για να να

περιγράψει πώς θα είναι στη ζωή του (όλα αυτά που είπε, φυσικά, θα εκπληρώνονταν

μόλις γινόταν 18 ετών και έμπαινε στον κόσμο των ενηλίκων). Η νέα νεράιδα είπε

πως ο μικρός Τόμικ θα είναι ένα παιδί το οποίο θα λειτουργεί με τα συναισθήματά

του, θα είναι πολύ ευαίσθητος, αλλά θα είναι και ντροπαλός και δεν θα μπορεί να

δεχθεί τις αλλαγές στη ζωή του και θα φοβάται οτιδήποτε διαφορετικό του

παρουσιάζεται. Φυσικά, το ότι θα ήταν πολύ ευαίσθητος και θα λειτουργούσε μονάχα

με συναίσθημα, ήταν ένα μειονέκτημα γι’ αυτόν, γιατί δεν θα μπορούσε να

χρησιμοποιήσει τη λογική και τη σύνεση, έτσι ώστε να παίρνει σωστές αποφάσεις.

Κάθε μέρα ο βασιλιάς και η βασίλισσα έβλεπαν τον Τόμικ και τον Κόινουαν

να μεγαλώνουν και αναρωτιόνταν πότε τελικά θα γίνονταν πραγματικότητα οι ευχές

αυτές της πρώτης αλλά και της δεύτερης νεράιδας και ένιωθαν φόβο μήπως κάποια

στιγμή έβλεπαν τα παιδιά τους να γίνονται διαφορετικά.

Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του μικρού Τόμικ και αφού στο βασίλειο

υπήρχαν ήδη δύο υπέροχοι διάδοχοι, όπως φαίνονταν, ο βασιλιάς Γουλιέλμος και η

βασίλισσα Τζέσικα απέκτησαν το τρίτο τους παιδί, το οποίο ονόμασαν Φίλιππο. Ο

Φίλιππος ήταν ένα ήσυχο και γλυκό μωρό και το βασιλικό ζεύγος ήταν πάρα πολύ

ευτυχισμένο για την όμορφη οικογένεια που είχε δημιουργήσει. Διοργάνωσαν ακόμη

ένα σπουδαίο πάρτι για τη γέννηση του τρίτου τους γιου και ήταν καλεσμένοι και σε

αυτό όλοι οι κάτοικοι της Ονειροχώρας. Ο Κόινουαν και ο Τόμικ από την πρώτη

στιγμή αγάπησαν το μικρό τους αδερφό και ήταν και αυτοί πολύ χαρούμενοι.

Μία εβδομάδα μετά από την ημέρα κατά την οποία γεννήθηκε ο Φίλιππος,

τους επισκέφθηκαν τρεις νεράιδες. Η καθεμία έδωσε ευχές οι οποίες ήταν εξαιρετικά

καλές για το μωρό και ξεκίνησαν να περιγράφουν πώς θα είναι και αυτό στη ζωή του.

Η πρώτη νεράιδα είπε ότι ο μικρός Φίλιππος θα είναι γενναίος, τολμηρός, έξυπνος και

θα προσπαθεί πάντα να κάνει το καλύτερο για το βασίλειο του. Η δεύτερη νεράιδα

είπε ότι ο μικρός Φίλιππος θα είναι καλόκαρδος, σκεπτικός και πάντοτε θα μετράει

κάθε του απόφαση και κίνηση. Η τρίτη νεράιδα είπε πως θα είναι καλόψυχος και θα

χρησιμοποιεί και τη λογική του και το συναίσθημα και τέλος θα είναι συμπονετικός

και θα μπορεί να βοηθάει όποιον άνθρωπο έχει ανάγκη. Θα σκέφτεται πάντοτε το

καλό των γύρω του, των συνανθρώπων του, και δεν θα είναι εγωιστής.

4


Και οι τρεις νεράιδες έδωσαν τις καλύτερες

ευχές για το μικρό Φίλιππο και όταν τις άκουσαν ο

βασιλιάς και η βασίλισσα χάρηκαν τόσο πολύ, γιατί

είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τις ευχέςκατάρες

που είχαν πάρει τα προηγούμενα δύο τους

παιδιά και σκέφτηκαν έτσι πως κάποια στιγμή, αν

όντως έβγαιναν πραγματικά αυτά που έλεγαν οι

νεράιδες, κάποιο παιδί τους θα ήταν πραγματικά ικανό

να διοικήσει το βασίλειο και να χειρίζεται καλά τους

υπηκόους τους αλλά και το ίδιο το παλάτι. Δεν σκέφτονταν,

όμως, ποτέ πως θα μπορούσαν να χωρίσουν τα τρία τους

παιδιά, αλλά από τις ευχές είχαν την εντύπωση ότι ο μικρός

τους γιος θα ήταν ο καλύτερος διάδοχος για το βασιλικό

θρόνο, αν γινόταν πραγματικά όπως τον παρουσίασαν οι

νεράιδες.

Τα χρόνια περνούσαν, η οικογένεια ήταν

ευτυχισμένη, και το βασίλειο ζούσε τις καλύτερες στιγμές του.

Όλο το βασίλειο αγαπούσε τον βασιλιά και τη βασίλισσά του

αλλά και τα μικρά πριγκιπόπουλα. Στο διάβα του χρόνου τα μικρά πριγκιπόπουλα

μεγάλωσαν, ενηλικιώθηκαν και κάποια στιγμή έφτασε ο καιρός να παραδώσει το

θρόνο ο βασιλιάς στους τρεις γιους του. Έπρεπε όμως να κάνει κάτι, για να δει ποιος

από τους τρεις θα ήταν ο πιο ικανός για να διοικήσει το βασίλειο του...

-Καλή μου Τσέικ, τι πιστεύεις ότι μπορούμε να κάνουμε για να βρούμε ποιο

από τα τρία αγαπητά μας παιδιά θα γίνει ο επόμενος βασιλιάς;

-Αχ, Γουλιέλμο μου, δεν ξέρω ποιος από τους τρεις γιους μας θα ήταν ο πιο

ικανός για να διοικήσει το βασίλειο μας, όμως, πιστεύω ότι κάτι πρέπει να βρούμε να

κάνουμε, έτσι ώστε η απόφασή μας να είναι δίκαιη και να μην απογοητευτούν ή

θυμώσουν τα παιδιά μας.

-Έχεις δίκιο Τσέικ, πρέπει να σκεφτούμε κάτι πολύ καλό...

Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο βασιλιάς και η βασίλισσα, και κάποια στιγμή ο

βασιλιάς της είπε:

- Λοιπόν, καλή μου, το βρήκα! Θα κάνω τρία διαφορετικά σχέδια, ένα για το

κάθε μας γιο. Τα σχέδια θα είναι σύμφωνα με αυτές τις «ευχές» που είχαν δώσει οι

νεράιδες, τότε, πριν πολλά χρόνια, όταν γεννήθηκαν τα αγόρια μας. Ο καθένας θα

πρέπει να μου φέρει κάτι. Θα πρέπει να βρει και να μου φέρει αυτό που θα του

ζητήσω, ώστε να δω αν θα μπορέσει να το κάνει ξεπερνώντας σύμφωνα με τις

αδυναμίες που έχει.

Έτσι, ο βασιλιάς κάλεσε και τους τρεις γιους του στη μεγάλη αίθουσα του

παλατιού, σ’ αυτή που μόνο οι σημαντικότερες αποφάσεις όλου του βασιλείου

λαμβάνονταν. Σε εκείνη την κόκκινη αίθουσα με τις τεράστιες κουρτίνες, το λευκό

χαλί και τις χρυσές καρέκλες, με τον πολυέλαιο με τα 1.200 μικρά του φωτάκια, τους

5


υπέροχους πίνακες ζωγραφικής και τη μυρωδιά του πολυτιμότερου λουλουδιού του

βασιλείου, την οποία τα παιδιά έβλεπαν πάντα κλειστή (γιατί άνοιγε μόνο για

εξαιρετικά σημαντικούς λόγους), ο πατέρας-βασιλιάς θα ανακοίνωνε τις δοκιμασίες

που θα ανέθετε στον κάθε γιό του, για να δει ποιος θα αναλάμβανε τελικά τη

διοίκηση του βασιλείου.

-Κόινουαν, τι νομίζεις ότι θέλει ο πατέρας να μας πει και μας φώναξε σε

εκείνη τη τεράστια αίθουσα; ρώτησε ο Φίλιππος απορημένος.

-Δεν ξέρω, Φίλιππε, μήπως, Τόμικ, έχεις εσύ κάποια ιδέα;

-Όχι, δεν ξέρω τι μπορεί να θέλει να μας πει...

-Πάντως, αν είναι τόσο σημαντικό, νομίζω ότι θα πρέπει να πάω και να

αγοράσω ένα τόσο φανταχτερό κοστούμι που θα έχει επάνω του τα πιο λαμπερά

πετράδια που υπάρχουν στο βασίλειο!!! είπε ο Κόινουαν.

Ο Τόμικ, αγνοώντας τι ήθελε να τους πει ο πατέρας τους και έτσι όπως ήταν

απορημένος και φοβισμένος ταυτόχρονα για την αλλαγή που θα μπορούσε να φέρει η

απόφαση του πατέρα είπε στον αδερφό του τον Φίλιππο:

-Εγώ, Φίλιππε, φοβάμαι πολύ! Φοβάμαι! Αυτό που θέλει να μας πει ο

πατέρας, έχω ένα προαίσθηση πως δεν θα είναι κάτι καλό... Δεν είμαι σίγουρος, αλλά

το διαισθάνομαι!

Ο Φίλιππος, σαν γενναίος και τολμηρός που ήταν, απάντησε τον αδερφό του:

- Μην ανησυχείς, ό,τι και να είναι θα το αντιμετωπίσουμε. Δεν υπάρχει κάτι

που να μην λύνεται σε αυτό τον κόσμο, όλα μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε! Εγώ

πιστεύω πως ο πατέρας θα μας πει κάτι πολύ ωραίο και έχω μία καλή προαίσθηση,

διότι δεν μας έχει ανακοινώσει και ποτέ κάτι άσχημο και λυπηρό. Το βασίλειό μας,

ήδη, από το όνομά του, φανερώνει πως δεν υπάρχουν άσχημα πράγματα εδώ, το

όνομά του είναι Ονειροχώρα και τα όνειρα δεν μπορούν να είναι ποτέ άσχημα! Και

το ξέρεις καλά πως εδώ υπάρχουν μόνο όμορφα πράγματα κι εμείς ζούμε μόνο

χαρούμενες καταστάσεις!

Και τελικά, στις 3:00 ακριβώς το μεσημέρι, λίγο πριν από το μεσημεριανό

γεύμα της οικογένειας, μαζεύτηκαν όλοι μαζί στη μεγάλη αίθουσα με τις τεράστιες

κουρτίνες, το κόκκινο χαλί και τις χρυσές καρέκλες, με τον πολυέλαιο με τα 1.200

μικρά του φωτάκια, τους υπέροχους πίνακες ζωγραφικής και τη μυρωδιά

πολυτιμότερου λουλουδιού του

βασιλείου. Σε εκείνη την αίθουσα που

δεν έμπαινε κανείς μπήκαν για πρώτη

φορά στη ζωή τους οι τρεις πρίγκιπες,

μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα τους,

για να μάθουν κάτι που θα καθόριζε τη

ζωή όλων! Μόλις μπήκαν μέσα ο Τόμικ

φοβήθηκε πάρα πολύ και άρχισε να

6


τρέμει. Ο Κόινουαν, που είχε αγοράσει και το υπέρλαμπρο κοστούμι του, διότι όπως

είπε η νεράιδα θα ήταν ο πρίγκιπας που θα σπαταλούσε περισσότερα χρήματα και

συχνά για άσκοπο λόγο, κοίταζε μόνο τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν εκεί.

Τέλος, ο Φίλιππος, σκεφτόταν το τι μπορεί ο πατέρας του να του ζητούσε, είχε ένα

μικρό χαμόγελο, το οποίο έδειχνε πως ό,τι κι αν του έλεγε ο πατέρας εκείνος θα το

έκανε με μεγάλη χαρά.

-Παιδιά μου, χαίρομαι τόσο πολύ που ήρθατε εδώ. Εγώ και η μητέρα σας,

έχουμε να σας πούμε κάτι πάρα πολύ σημαντικό! Όπως ξέρετε, ήρθε η στιγμή που

κάποιος από εσάς θα πρέπει να κληρονομήσει το βασίλειο μας, θα γίνει ο επόμενος

βασιλιάς της Ονειροχώρας! Αλλά αυτή είναι πολύ δύσκολη απόφαση και εγώ και η

μητέρα σας δυσκολευόμαστε να αποφασίσουμε ποιος θα τους τρεις σας είναι πιο

ικανός, καταλληλότερος και άξιος για να με διαδεχτεί. Έτσι, πήραμε την απόφαση,

πως στον καθένα από εσάς θα αναθέσω μία δύσκολη αποστολή. Καθένας σας, θα

αναλάβει μια αποστολή σύμφωνα με εκείνες τις μαγικές ευχές που είχε δώσει μια

νεράιδα που ήρθε να σας δει όταν γεννηθήκατε. Αν καταφέρετε, λοιπόν, να μου

φέρετε πίσω αυτό που θα σας ζητήσω, τότε θα γίνει κάποιος από σας ο επόμενος

διάδοχος.

Εσύ Κόινουαν, ως ο πρώτος και μεγαλύτερος γιος μου, θέλω να μου φέρεις

ένα μεγάλο χρυσό σεντούκι με πολλά χρυσά νομίσματα από τη σπηλιά Golden cave.

Για να το βρεις πρέπει να ψάξεις πολύ καλά το τέλος του ουράνιου τόξου! Όχι όμως

οποιουδήποτε ουράνιου τόξου, αλλά το ουράνιο τόξο που βγαίνει πάντοτε την

τελευταία μέρα της άνοιξης. Στο τέλος αυτού του ουράνιου τόξου, εκεί που

τελειώνουν οι μαγικές ακτίνες του φωτός του, βρίσκεται μία σπηλιά που μέσα της

υπάρχει αυτό το σεντούκι. Αν καταφέρεις να μου το φέρεις γεμάτο, χωρίς να το έχεις

πειράξει και χωρίς να το έχεις ανοίξει να δεις τι έχει μέσα του, τότε θα γίνεις εσύ ο

επόμενος διάδοχος της Ονειροχώρας.

Εσύ, μικρέ μου Τόμικ, θέλω να πας και να περάσεις την παγωμένη γέφυρα που

οδηγεί στο παγωμένο κάστρο και να μου φέρεις τον μαγικό καθρέφτη που έχει εκεί

καλά κρυμμένο η πριγκίπισσα Κρίστα, τον οποίο, όταν τον βλέπεις, γίνεσαι πάρα

πολύ πλούσιος και μπορεί να πραγματοποιηθεί όποια ευχή θέλεις. Όμως, προσοχή!

Υπάρχουν δύο καθρέφτες, ο καθρέφτης που θέλω εγώ έχει χρώμα σμαραγδί και

γύρω-γύρω του πετούν μικρά αγγελάκια. Ο άλλος όμως, ο ψεύτικος καθρέφτης, έχει

χρώμα βιολετί και γύρω-γύρω του πετούν μικρά βιολετί αγγελάκια, τα οποία δεν είναι

αληθινά και δεν εκπληρώνουν ευχές. Για να πάρεις τον σωστό καθρέφτη θα πρέπει να

ψάξεις καλά! Είναι πολύ καλά κρυμμένος. Και οι δύο καθρέφτες έχουν χρυσό

κάλυμμα, εσύ πρέπει να βρεις και να μου φέρεις τον σωστό. Μόνο τότε θα γίνεις ο

επόμενος διάδοχος της Ονειροχώρας.

Εσύ, Φίλιππε, που είσαι ο μικρότερος της οικογένειας μας θέλω να κάνεις κάτι

πιο δύσκολο, θέλω να περάσεις από τα τρία διαφορετικά βασίλεια που υπάρχουν στον

ορίζοντα: το βασίλειο του Ζεν Τορέντ, το βασίλειο του Μπατλ και το βασίλειο του

Ράτζιερ. Στο πρώτο και στο δεύτερο βασίλειο, υπάρχουν δύο μεγάλα προβλήματα

που δεν μπορούν να λύσουν οι Βασιλιάδες τους. Θέλω να τα λύσεις εσύ. Στο τρίτο,

7


υπάρχει ένα μεγάλο σεντούκι, κρυμμένο στον πύργο της μάγισσας Μαγκούφισσας,

μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα καλά του κόσμου. Μόλις το ανοίγεις όλοι οι

άνθρωποι γίνονται καλά και δεν υπάρχει πόνος και δυστυχία πάνω στον πλανήτη!

Θέλω, λοιπόν, να το βρεις, να το ανοίξεις, για να πεθάνει η μάγισσα, και μετά να μου

το φέρεις. Έτσι, αν καταφέρεις να τελειώσεις αυτή την αποστολή, θα γίνεις ο

επόμενος διάδοχος του βασιλικού θρόνου.

Και οι τρεις πρίγκιπες αιφνιδιάστηκαν από αυτά που άκουσαν. Τρόμαξαν,

όμως είπαν πως δεν θα το βάλουν κάτω και θα προσπαθήσουν να κάνουν ο καθένας

τη δική του αποστολή. Ξεκίνησε, λοιπόν, πρώτος ο Κόινουαν να φύγει για να βρει

αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του ακριβώς την επόμενη μέρα. Ο Τόμικ, αφού ήταν

και λίγο πιο συναισθηματικός και φοβόταν, προσπάθησε να βρει την ψυχική δύναμη

για να φύγει και τελικά τα κατάφερε ένα μήνα μετά. Ο τελευταίος, ο Φίλιππος,

γνωρίζοντας πως θα κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, προσπάθησε να μαζέψει όσες

περισσότερες προμήθειες μπορούσε για να καταφέρει να επιζήσει, αλλά και να βρει

τα πιο δυνατά άλογα που υπήρχαν στο βασίλειο, για να μπορέσει να ξεκινήσει το

ταξίδι του. Αφού έκλεισε όποια εκκρεμότητα υπήρχε, έφυγε δύο μήνες μετά από τον

δεύτερο αδερφό του. Χαιρέτησε τους γονείς του, χαιρέτησε το βασίλειό τους

κάνοντας μία μεγάλη γιορτή για να ευχαριστήσει όσους τον βοήθησαν να μαζέψει

όλα τα αναγκαία για το ταξίδι του και έφυγε με έξι δυνατά άλογα και μία υπέρλαμπρη

άμαξα για να πάει στο πρώτο βασίλειο του ορίζοντα, το βασίλειο του Ζεν Τορέντ.

Ο Κόινουαν συνάντησε πάρα πολλές δυσκολίες στο ταξίδι του και βρήκε

πάρα πολλά εμπόδια. Δεν γνώριζε τι αποφάσεις έπρεπε να πάρει, φοβόταν για αυτά

που συναντούσε, όμως δεν το έβαζε κάτω! Ήθελε να βρει τη σπηλιά με τα χρήματα

για να πάρει το μεγάλο θησαυρό και να τον γυρίσει στον πατέρα του.

Μια μέρα, μπήκε σε ένα μεγάλο δάσος όπου τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά

που νόμιζες ότι αγγίζουν τον ουρανό. O Κόινουαν θα έπρεπε να περάσει από εκείνο

το δάσος για να φτάσει στο τέλος του ουράνιου τόξου και αυτό ήταν το τελευταίο

πράγμα που έπρεπε να κάνει για να φτάσει και να μπει στη μεγάλη σπηλιά που είχε

μέσα της το θησαυρό. Στο δάσος αυτό ζούσαν δύο λιοντάρια: το ένα λιοντάρι ήταν

πάρα πολύ άγριο και μόλις αναγνώριζε κάτι ξένο να έρχεται προς το μέρος του το

κατασπάραζε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το δεύτερο λιοντάρι ήταν πιο φιλικό, είχε

ανθρώπινη φωνή και μόλις έβλεπε κάποιον ξένο προσπαθούσε με ερωτήσεις που του

έκανε να μάθει τι ζητάει και πήγαινε και τα έλεγε όλα στον πονηρό νάνο, τον Χανς,

που κατοικούσε στο τέλος του δάσους. Ο

Κόινουαν, πράγματι, κατάφερε να περάσει

από το δάσος, να μην ξυπνήσει το άγριο

λιοντάρι και να απαντήσει μονολεκτικά σε

όλες τις ερωτήσεις που του έκανε το

δεύτερο λιοντάρι. Μόλις τελείωσαν οι

ερωτήσεις, το λιοντάρι εκείνο, έτρεξε

γρήγορα, είπε όλα όσα έμαθε στο νάνο και

του είπε, επίσης, ότι αυτός ο νέος που

έρχεται τώρα είναι πάρα πολύ έξυπνος. Του

8


είπε όμως και ότι θέλει να τον κάνει να μην καταφέρει να περάσει και να μπει στη

σπηλιά βάζοντας του το πιο δύσκολο αίνιγμα που υπάρχει στον κόσμο. Έτσι, όταν ο

Κόινουαν έφτασε στο τέλος του δάσους και συνάντησε τον μυστηριώδη νάνο, ο

νάνος τον πήρε στην καλύβα του, όπου όλα ήταν τόσο μικροσκοπικά όσο τα

μυρμήγκια, του έβαλε να φάει σε ένα πιάτο τεράστιο που είχε μόνο για τους

καλεσμένους του και αφού συζήτησαν για αρκετή ώρα του είπε πως, αν θέλει να

περάσει απέναντι και να βγει από το δάσος, ώστε να μπει μέσα στη σπηλιά, θα

πρέπει να βρει την απάντηση στο αίνιγμά του.

-Λοιπόν, Κόινουαν, μετά από τόση συζήτηση

πιστεύω πως είσαι ένας πάρα πολύ έξυπνος άντρας και

ξέρω πως θα σε δυσκολέψει αυτό το αίνιγμα που θα σου

βάλω. Έχεις, λοιπόν, να απαντήσεις στο εξής αίνιγμα: «Τι

είναι πολυτιμότερο από Χρυσό, μα δεν κοστίζει ούτε

λεπτό; Είναι δύσκολο να βρεθεί, μα είναι εύκολο να

χαθεί;»

Ο Κόινουαν σάστισε. Ποτέ δεν του άρεσαν τα

αινίγματα και τώρα δεν μπορούσε να βρει τι ήταν αυτό

που ζητούσε ο νάνος. Πραγματικά, ήταν πάρα πολύ

δύσκολο και δεν ήξερε αν θα καταφέρει να το βρει, όμως

ήξερε μέσα του πως έπρεπε να το απαντήσει γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να βρει

ούτε το σεντούκι και να το πάει στον πατέρα του και έτσι θα έχανε το θρόνο και την

εξουσία. Σκέφτηκε λίγο και με ατίθασο τόνο φωνής είπε στο νάνο:

- Λοιπόν, νάνε, το βρήκα! Είναι η κάλτσα. Συνέχεια χάνω τις κάλτσες μου.

Δεν είναι κάτι σοβαρό και δεν είναι ακριβές, γιατί ξέρεις είμαι πρίγκιπας και μπορώ

να αγοράσω ό,τι θέλω εγώ... Είναι δύσκολο, να τις βρούμε διότι η υπηρέτρια πάντοτε

τις χάνει και δεν μου τις φέρνει στο δωμάτιό μου, οπότε λέω με μεγάλη σιγουριά πως

η απάντηση στο αίνιγμα σου είναι η κάλτσα.

Ο νάνος σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και είπε πως πραγματικά θα μπορούσε

να είναι η κάλτσα αυτό που ψάχνει, γιατί και αυτός χάνει τις δικές του, όμως

απάντησε στον Κόινουαν πως δεν ήταν αυτή η απάντηση. Αυτό που ζητούσε αυτός

ήταν κάτι δυνατότερο...

Ο Κόινουαν ξανασκέφτηκε... Θύμωσε πάρα πολύ που δεν βρήκε την

απάντηση και που θα καθυστερούσε για να πάει να βρει το μαγικό σεντούκι, όμως

προσπάθησε να βρει μία δεύτερη απάντηση. Είπε πως ήτανε οι καραμέλες με γεύση

βατόμουρο που βρίσκονταν πέρα στις μακρινότερες πεδιάδες του βασιλείου του.

Ήταν κάτι πολύτιμο όσο και το χρυσάφι, γιατί η γεύση τους ήταν μαγική, όμως δεν

κόστιζαν πολύ γιατί είχαν πάρα πολλά δέντρα. Έτσι, είπε πως είναι τα μαγικά

βατόμουρα. Ο νάνος το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και του είπε:

- Όχι, Κόινουαν δεν είναι! Έχεις μία τελευταία ευκαιρία, αλλιώς σε πηγαίνω

στο μεγάλο και άγριο λιοντάρι και δεν ξαναβλέπεις πότε το βασίλειό σου. Έχεις 60

9


δευτερόλεπτα για να σκεφτείς την απάντηση και να μου την πεις, ο χρόνος ξεκινάει

από......τώρα!

Ο Κόινουαν ήταν τώρα αγχωμένος όσο ποτέ άλλοτε. Έψαχνε μανιωδώς στο

μυαλό του για να βρει την απάντηση και δεν τα κατάφερνε! Στα μισά του χρόνου του

είδε από μακριά μία πέτρα που έκλαιγε και μιλούσε, έτρεξε γρήγορα χωρίς να χάσει

χρόνο και τη ρώτησε:

-Καλή μου πέτρα, μήπως ξέρεις ποια είναι η απάντηση στο αίνιγμα του

Νάνου;

Εκείνη δεν είπε τίποτα, μα συνέχισε να κλαίει. Κάποια στιγμή ο Κόινουαν

ξαναρώτησε, γιατί έχανε χρόνο και η πέτρα του είπε:

-Δεν γνωρίζω ποια είναι η απάντηση στο αίνιγμα, αλλά σήμερα είμαι τόσο

στεναχωρημένη, γιατί έφυγε αγαπημένη μου φίλη, η διπλανή τριανταφυλλιά και δεν

μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Ήρθε ο νάνος και την ξερίζωσε σήμερα το πρωί και

αισθάνομαι τόσο μόνη. Την αγαπούσα πάρα πολύ και ήταν για μένα τα πάντα!

Ο Κόινουαν δεν βοηθήθηκε από την

απάντηση της πέτρας,

όμως στεναχωρήθηκε που

δεν μπορούσε να βρει την

απάντηση. Έτσι, έκατσε

στα 20 δευτερόλεπτα που

του έμειναν και σκεφτόταν

πάρα πολύ τι μπορεί να

ζητούσε ο νάνος, τι μπορεί

να ψάχνει, ώσπου κάποια

στιγμή το πρόσωπό του

έλαμψε και μια δυνατή

φωνή ακούστηκε:

-Το βρήκα!! Λοιπόν, αυτό είναι!! Η

απάντηση στο αίνιγμα είναι ο φίλος. Ένας

αληθινός φίλος δεν κοστίζει τίποτα. Είναι

πολύτιμο να τον έχεις στη

ζωή σου και ένας καλός

φίλος βρίσκεται πολύ δύσκολα, όμως με μία στραβή κίνηση τον χάνεις πάρα πολύ

εύκολα.

Τρέχει, λοιπόν, στον νάνο στα 2 δευτερόλεπτα που του είχαν απομείνει και

του λέει με δυνατή φωνή:

-Νάνε, η απάντηση στο αίνιγμα σου είναι ο φίλος!

Ο νάνος θύμωσε πάρα πολύ που βρήκε ο πρίγκιπας τον γρίφο του, γιατί

κανένας άλλος από τους επισκέπτες που πήγαιναν στο δάσος δεν κατάφερνε να

κερδίσει ποτέ και πάντοτε τον έστελνε να τον φάει το άγριο λιοντάρι... Έτσι, από το

θυμό του, άρχισε να χοροπηδά τόσο δυνατά στη γη που άνοιξε μία μεγάλη τρύπα και

αυτή τον ρούφηξε μέσα.

Ο Κόινουαν πέρασε το δάσος, βρήκε το τέλος του ουράνιου τόξου, μπήκε

να πάρει το μαγικό θησαυρό και να τον πάει στον πατέρα του, όμως μόλις μπήκε στη

σπηλιά είδε τα πολύτιμα φανταχτερά σμαράγδια, ρουμπίνια, χρυσά νομίσματα και

10


χρυσά κοσμήματα που υπήρχαν και μαγεύτηκε και έτσι όπως αγαπούσε τα χρήματα

δεν μπορούσε να μην επιλέξει κάτι και είπε στον εαυτό του: «Θα πάρω το κουτί, θα

το πάω στον πατέρα μου και δεν θα το ανοίξω, όπως ακριβώς μου είπε, όμως δεν θα

καταλάβει αν πάρω κάτι άλλο μέσα από αυτή τη σπηλιά. Είναι τόσα πολλά! Είναι

αμέτρητα! Κανένας δεν θα μπορεί να του πει ότι πήρα κάτι!» Έτσι, άνοιξε τη κόκκινη

τσάντα που κουβαλούσε μαζί του, έβαλε μέσα 10 κόκκινα ρουμπίνια, 10 μοβ

σμαράγδια και πέντε χρυσά νομίσματα και έτρεξε γρήγορα να φύγει, γιατί το άλογό

του από έξω είχε αναστατωθεί και χλιμίντριζε πάρα πολύ δυνατά. Μα καθώς άρχισε

να τρέχει στα πολύχρωμα σκαλοπάτια, άρχισε να τρέμει όλη η γη. Φοβήθηκε πάρα

πολύ, όμως ποτέ του δεν σκέφτηκε ότι έπρεπε να αφήσει πίσω τα ρουμπίνια, τα

σμαράγδια και τα νομίσματα που πήρε κρυφά. Τότε, το πνεύμα του δάσους που έμενε

στη σπηλιά, πήγε στον πατέρα του τον βασιλιά Γουλιέλμο και του είπε:

-Ο γιος σου κατάφερε και πήρε το σεντούκι και σου το φέρνει χωρίς να το

έχει ανοίξει, όμως μέσα στη κόκκινή του τσάντα βρίσκονται 10 σμαράγδια και 10

ρουμπίνια και 5 χρυσά νομίσματα από την μαγική σπηλιά! Δεν είναι άξιος για να

γίνει ο διάδοχος του θρόνου σου. Θα σου πει ψέματα, γιατί δεν θα σου φανερώσει ότι

τα πήρε και κυρίως ότι δεν ακολούθησε τις εντολές σου και σε παράκουσε. Το μυαλό

του είναι στο κέρδος και σκέφτεται πάντοτε πώς θα βγάλει και θα αποκτήσει

χρήματα. Μην του δώσεις το αξίωμα του βασιλιά!!!

Ο βασιλιάς στεναχωρήθηκε, όμως θυμήθηκε πως τα λόγια της νεράιδας

ήταν αληθινά, όντως ο γιος του ήταν άπληστος και αγαπούσε τα χρήματα και αν τον

άφηνε ως διάδοχο δεν θα ασκούσε σωστά τη διοίκηση του βασιλείου και οι υπήκοοι

του δεν θα ζούσαν καλά. Έτσι, αποφάσισε πως δεν θα του έδινε τη θέση του θρόνου

και θα περίμενε να δει τι θα κατάφερναν να κάνουν οι άλλοι δύο γιοι του...

Κι ενώ ο βασιλιάς στεναχωριόταν για αυτό που έκανε ο γιος του και

σκεφτόταν πως όντως δεν έπρεπε να του δώσει τα ηνία του βασιλείου, ο δεύτερος

γιος, ο Τόμικ, έψαχνε να βρει το δρόμο που θα τον οδηγούσε στο μαγικό παγωμένο

παλάτι της πριγκίπισσας Κρίστα, για να πάρει το μαγικό καθρέφτη που του ζήτησε ο

πατέρας του.

Στον δρόμο συνάντησε πολλά εμπόδια, το μεγαλύτερο όμως ήταν ότι

έπρεπε να περάσει από ένα μαγεμένο ποτάμι που όποιον ξένο αναγνώριζε τον

ρούφαγε με μια πολύ δυνατή ρουφήχτρα και τον πήγαινε στον πυθμένα του. Ο

πρίγκιπας Τόμικ βρήκε στην άκρη του ποταμιού ένα ιπτάμενο χαλί, όμως για να το

πάρει έπρεπε πρώτα να βοηθήσει το μικρό χιονάνθρωπο που το φυλούσε. Ο

χιονάνθρωπος είχε ένα πρόβλημα. Αν και δεν έλιωνε

ποτέ και μπορούσε να ζει όλες τις εποχές του χρόνου,

δεν ένιωθε κανένα συναίσθημα και δεν μπορούσε να

αισθανθεί αγάπη, γιατί η καρδιά του ήταν παγωμένη.

Ζήτησε, λοιπόν, από τον Τόμικ να του δώσει μία

συμβουλή, για να μάθει πώς θα μπορούσε να φτιάξει μία

ζεστή καρδιά για να μπορεί να αγαπάει όλο τον κόσμο.

11


Ο Τόμικ δεν ήξερε τι να κάνει. Λυπήθηκε πάρα πολύ τον χιονάνθρωπο που

δεν μπορούσε να αισθανθεί και δεν είχε συναισθήματα και του είπε πως μπορεί να

ξεκινήσει με το σκέφτεται καλά πράγματα για τους άλλους. Αμέσως μετά σκέφτηκε

τη μητέρα του που τους έλεγε κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς πως αν έκαναν μια ευχή

στο πιο λαμπρό αστέρι εκείνη τη νύχτα, αυτό την άκουγε και την πραγματοποιούσε!

Είπε, λοιπόν, στον χιονάνθρωπο να κάνει την ευχή του στο λαμπρότερο αστέρι το

βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς και αυτό θα του την εκπλήρωνε. Ο

χιονάνθρωπος, ο Φρόστι, χάρηκε πάρα πολύ που έμαθε τι θα μπορούσε να κάνει για

να αποκτήσει μία καρδιά και να μπορεί να αισθάνεται και χάρισε στον πρίγκιπα

Τόμικ το μαγικό ιπτάμενο χαλί που θα τον βοηθούσε να περάσει από το ποτάμι, να

φτάσει στην τεράστια γέφυρα η οποία οδηγούσε στο μαγικό κάστρο και να αποκτήσει

τον καθρέφτη που του ζήτησε ο πατέρας του.

Ο πρίγκιπας ευχαρίστησε τον χιονάνθρωπο, ανέβηκε στο ιπτάμενο χαλί κι

άρχισε να πετάει πάνω από το νερό. Για αρκετή ώρα πετούσε πάνω από το ποτάμι και

μετά είδε μία τεράστια γαλάζια γέφυρα. Αυτή ήταν η παγωμένη γέφυρα που θα τον

οδηγούσε στο κάστρο της πριγκίπισσας Κρίστα. Ο Τόμικ, χωρίς να χάσει χρόνο,

κατέβηκε από το χαλί και ξεκίνησε να περπατάει στην παγωμένη γέφυρα. Αφού

περπατούσε για πολλή ώρα και έβλεπε πως δεν μπορεί να φτάσει ποτέ στο τέλος της

γέφυρας παραξενεύτηκε και είπε στον εαυτό του: ¨Μα γιατί να μην μπορώ να φτάσω

ποτέ στο τέλος; Τι συμβαίνει με αυτή τη γέφυρα; Ποτέ δεν θα τελειώσω, για να μπω στο

κάστρο;”

Ο Τόμικ συνέχισε να περπατάει για αρκετές ώρες, ώσπου νύχτωσε. Η

γέφυρα άρχισε να λαμπυρίζει και μικρά φωτάκια άναψαν παντού και φωτίστηκε όλος

ο ουρανός. Το σκοτάδι της νύχτας έγινε μια υπέρλαμπρη μέρα. Ο πρίγκιπας Τόμικ

τρόμαξε από όλα αυτά που έβλεπε. Κάθισε για λίγο κάτω και είδε με την άκρη του

ματιού του κάτι να κουνιέται. Σήκωσε το κεφάλι του, πλησίασε και είδε ένα μαγικό

ραβδί επάνω σε ένα πολύχρωμο στύλο. Εκεί υπήρχε μια περιγραφή η οποία έγραφε:

«Όποιος με ακουμπήσει μπορεί ό,τι θέλει να αποκτήσει!». Ο Τόμικ κατευθείαν

άρπαξε το ραβδί και είπε:

-Λαμπρό μου, υπέρλαμπρο ραβδί, θέλω να με

οδηγήσεις στο μαγικό κρυστάλλινο κάστρο της

πριγκίπισσας Κρίστα!

Τότε, το ραβδί έβγαλε μία πολύ δυνατή

λάμψη και άρχισε να αιωρείται. Ο πρίγκιπας πέταξε

στον ουρανό μαζί με το ραβδί και βλέποντας κάτω

τη γη άρχισε να φοβάται.Τότε, άκουσε μια φωνή που

του έλεγε: «Μη φοβάσαι, πρίγκιπα, πρέπει να είσαι

γενναίος για να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες που θα

βρίσκεις στη ζωή σου!». Με αυτά που άκουσε, ο Τόμικ, πήρε λίγο θάρρος και

συνέχισε να πετάει. Μόλις έφτασε πάνω από την αυλή του παλατιού είδε τα

υπέρλαμπρα κρύσταλλα και τον συμπαγή πάγο και ξαφνιάστηκε. Το ραβδί άρχισε να

κατεβαίνει σιγά-σιγά, προσγείωσε τον πρίγκιπα στο έδαφος και εξαφανίστηκε. Ο

12


Τόμικ ξεκίνησε να περπατάει και πήγε προς την πύλη του παλατιού. Μόλις χτύπησε

το μαγικό καμπανάκι, άνοιξε η πόρτα διάπλατα και μία μικρή νεράιδα εμφανίστηκε

μπροστά του.

-Να είσαι γενναίος, προσεκτικός και έξυπνος στις κινήσεις σου! Καλή

διαμονή! του είπε και εξαφανίστηκε και αυτή.

Ο Τόμικ τρόμαξε με αυτά που άκουσε και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν είχε

φανεί ποτέ γενναίος στη ζωή του. Αν και φοβόταν, ξεκίνησε να πάει να βρει το

μαγικό καθρέφτη που του ζήτησε ο πατέρας του. Ανέβηκε αργά και διστακτικά τα

κρυστάλλινα σκαλοπάτια του παλατιού, ακούμπησε τη μεγάλη πόρτα που άνοιγε και

έμπαινες στη μεγάλη αίθουσα και μπήκε στο παλάτι. Φώναξε δύο φορές δυνατά μα

δεν πήρε καμία απάντηση. Τίποτα δεν φανέρωνε ότι υπήρχε ζωή εκεί μέσα.

Ο πρίγκιπας μη θέλοντας να χάσει χρόνο ξεκίνησε να ψάχνει ένα-ένα όλα

τα δωμάτια του κάστρου, για να βρει τον μαγικό καθρέφτη. Άνοιξε ένα δωμάτιο που

είχε μία κίτρινη πόρτα και μπήκε στην κουζίνα. Αυτή ήταν η κουζίνα του παλατιού

γεμάτη από μάγειρες και μαγείρισσες που δούλευαν ασταμάτητα. Ούτε ένας δεν

πρόσεξε ότι κάποιος μπήκε μέσα και συνέχισαν να κάνουν τις δουλειές τους σαν να

ήταν αόρατος.

Ο Τόμικ έκλεισε αυτή την πόρτα και έκανε δύο βήματα. Δεύτερη άνοιξε την

κοραλί πόρτα πού βρισκόταν ακριβώς δίπλα από

την κίτρινη. Εκεί ήταν το δωμάτιο της

πριγκίπισσας. Ήταν ένα ροζ δωμάτιο, με

τεράστιες κουρτίνες, ένα μεγάλο κοραλί χαλί,

ένα πολύ μαλακό κρεβάτι με πουπουλένια

μαξιλάρια και μεταξωτά σεντόνια. Γύρω γύρω

στους τοίχους υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη

με εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Ενθουσιάστηκε

πάρα πολύ. Ήταν τόσο όμορφο εκείνο το δωμάτιο, όμως πουθενά δεν υπήρχε κάποιος

μεγάλος σμαραγδί καθρέφτης. Υπήρχε μόνο ένα μικρό καθρεφτάκι στο κομοδίνο της

πριγκίπισσας, δίπλα από μία μικρή χτένα, τα οποία χρησιμοποιούσε η Κρίστα για να

χτενίζει τα μεταξένια της μαλλιά και να βλέπει το πρόσωπό της. Έκλεισε, λοιπόν, και

αυτή την πόρτα και συνέχισε να προχωράει. Λίγα μέτρα πιο μπροστά, συνάντησε μια

γαλάζια πόρτα. Την άνοιξε και είδε πως εκεί ήταν το βασιλικό παιχνιδοδωμάτιο. Εκεί

υπήρχαν παιχνίδια από όλο τον κόσμο. Ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο όπου υπήρχαν

τόσα πολλά παιχνίδια, που κανένας δεν μπορούσε να τα γνωρίζει όλα. Ο Τόμικ

κοίταξε προσεκτικά και δεν βρήκε πουθενά καθρέφτη. Έτσι, έκλεισε και εκείνη τη

γαλάζια πόρτα και προχώρησε.

Στο τέλος του διαδρόμου συνάντησε μια μοβ πόρτα. Την άνοιξε και

αμέσως συνειδητοποίησε πως εκείνο ήταν το δωμάτιο με τους καθρέφτες. Αυτό που

έψαχνε, επιτέλους το βρήκε. Πράγματι, εκεί μέσα υπήρχαν αμέτρητοι καθρέφτες.

Καθρέφτες σε διαφορετικά σχήματα, χρώματα και μεγέθη. Διάβασε την επιγραφή

που είχε στο πατάκι: «Μην κοιτάξεις τους καθρέφτες, χωρίς να έχεις διαβάσει τη

μικρή περιγραφή του καθενός!» και άρχισε, λοιπόν, να προχωράει. Μπήκε με

13


σκυφτό κεφάλι και διάβαζε την περιγραφή που είχε ο κάθε καθρέφτης πολύ

προσεκτικά. Στον πρώτο καθρέφτη, η περιγραφή έγραφε πως όποιος κοιτάξει αυτόν

τον καθρέφτη βγάζει σπυριά σε όλο του το σώμα και για όλη του τη ζωή. Ο Τόμικ,

δεν τον κοίταξε και συνέχισε. Πήγε στον δεύτερο. Αυτός ήταν ένας τεράστιος γκρι

καθρέφτης και η περιγραφή έλεγε ότι όποιος κοιτάξει σε αυτόν γίνεται πέτρα για την

υπόλοιπη ζωή του. Προχώρησε λίγο ακόμη και είδε έναν ροζ, έναν πράσινο, έναν

κίτρινο και έναν γαλάζιο καθρέφτη, ο κεθένας με την περιγραφή του. Ξαφνικά, η

ματιά του έπεσε σε είδε χρυσούς καθρέφτες. Ο ένας βρισκόταν δίπλα στον άλλον.

Προσεκτικά πήγε και διάβασε την περιγραφή του καθενός. Ο πρώτος έλεγε πως κάτω

από τη χρυσή επίστρωση ήταν σμαραγδί και γύρω του πετούσαν μικρά αγγελάκια και

πως μπορούσε να πραγματοποιεί όποια η ευχή είχε ο κάτοχός του, ενώ ο διπλανός

έλεγε πως κάτω από τη χρυσή του επίστρωση ήταν βιολετί και δεν μπορούσε να

πραγματοποιεί τις ευχές του κατόχου του, αλλά

μπορούσε να σου δείξει τι θα γίνει στο μέλλον. Και οι

δυο καθρέφτες είχαν μια μικρή σχισμή στην επάνω

δεξιά τους γωνία και από εκείνη φαινόταν το χρώμα

τους.

Ο Τόμικ χάρηκε τόσο πολύ που βρήκε το

καθρέφτη και άπλωσε τα χέρια του για να τον πάρει...

Γρήγορα, όμως, αισθάνθηκε μια παγωνιά. Φύσηξε

ένας δυνατός παγωμένος αέρας και του πάγωσε τα χέρια. Δεν επιτρεπόταν κανείς να

πάρει κρυφά έναν καθρέφτη από το κάστρο, παρά μόνο αν έπαιρνε την άδεια της

πριγκίπισσας.

Ο πρίγκιπας βγήκε, λοιπόν, έξω και έψαχνε να βρει την πριγκίπισσα

Κρίστα, όμως δεν την είδε πουθενά. Σταμάτησε στο μεγάλο καθιστικό του παλατιού,

έκατσε στον αφράτο χρυσό καναπέ και περίμενε να να δει κάποιον να περνάει για να

του πει πως θέλει να συναντήσει την πριγκίπισσα. Μετά από λίγη ώρα και για καλή

του τύχη, είδε μια μικρή υπηρέτρια να περνάει. Με δυνατή φωνή τη φώναξε και της

είπε:

-Θέλω να δω την πριγκίπισσα. Μήπως μπορείς να μου πεις πού είναι;

-Μάλιστα, κύριε. Πηγαίνω να τη φωνάξω.

παλατιού και προσέχει τα παγολούλουδά της.

Είναι στην πίσω αυλή του

Έτσι, έτρεξε η υπηρέτρια να βρει την πριγκίπισσα, τη βρήκε, την φώναξε

και της είπε πως ένας άγνωστος περιμένει να τη δει στο μεγάλο καθιστικό. Η

πριγκίπισσα τρόμαξε και έτρεξε γρήγορα για να δει ποιος την ήθελε, γιατί ποτέ

κανένας δεν μπορούσε να τη βρει σε εκείνο το κάστρο. Η πριγκίπισσα σκέφτηκε πως

αυτός ο ξένος θα έπρεπε να ήταν πολύ γενναίος για να κατάφερε να πάει στο παλάτι

της και θα έπρεπε να έχει κάνει πολύ μεγάλο ταξίδι.

Έτρεξε γρήγορα-γρήγορα, φόρεσε το επίσημο φόρεμά της και πήγε να

συναντήσει τον περίεργο ξένο στο μεγάλο καθιστικό.

14


- Καλησπέρα σας.

- Καλησπέρα. Ποιος είσαι;

- Είμαι ο Τόμικ, ο πρίγκιπας της Ονειροχώρας, ενός βασιλείου χιλιάδες μίλια

μακριά από εδώ.

-Χάρηκα για τη γνωριμία. Εγώ είμαι η πριγκίπισσα Κρίστα, της Παγοχώρας

και όπως με πληροφόρησαν μπήκες και ξεναγήθηκες ήδη στο παλάτι μου.

-Εεε... Ναι... Συγνώμη, που μπήκα μόνος μου και έψαχνα τα δωμάτια του

κάστρου σου, αλλά χρειάζομαι έναν καθρέφτη. Με έστειλε ο πατέρας μου να τον

πάρω και αν καταφέρω να του τον πάω, είπε πώς θα μου δώσει το θρόνο. Πρέπει να

του τον δώσω, για να γίνω εγώ ο επόμενος βασιλιάς της Ονειροχώρας. Γι’αυτό,

λοιπόν, ήρθα. Για να πάρω τον σμαραγδί καθρέφτη με τα μικρά αγγελάκια που

όποιος τον έχει μπορεί να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε ευχή του.

Η πριγκίπισσα σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, παραξενεύτηκε με αυτόν τον νέο

και είπε πως θα του έδινε τον καθρέφτη. Έτσι, ο Τόμικ χάρηκε. Η πριγκίπισσα

σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να δει αν όντως αυτός ο νεαρός ήταν ικανός να γίνει βασιλιάς

και αν μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματά του. Σκέφτηκε λοιπόν να τον βάλει

να δει μια ταινία με έντονες στιγμές συναισθημάτων...

Ζήτησε, λοιπόν, από τις μαγείρισσές της να φτιάξουν ένα τεράστιο δείπνο, γι’

αυτήν και το νέο και κάθισαν να φάνε. Η ώρα πέρασε, το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα

και τότε η Κρίστα είπε στον πρίγκιπα:

-Η ώρα πέρασε. Πρέπει να πας για ύπνο. Ακολούθησε τις πόρτες του παλατιού

και στο βάθος υπάρχει μια λαχανί

πόρτα. Εκεί είναι το δωμάτιο για

τους επισκέπτες. Το δωμάτιο αυτό

έχει μέσα ό,τι χρειάζεσαι, πρέπει,

όμως, να δεις την μαγική ταινία που

παίζει στη μικρή τηλεόραση. Αν

καταφέρεις να τη δεις και να μου

πεις αύριο ποια σκηνή σου άρεσε

περισσότερο τότε θα σου δώσω τον

καθρέφτη και θα πας στον πατέρα

σου.

Ο Τόμικ άκουσε προσεκτικά αυτά που του είπε η πριγκίπισσα και πήγε στο

δωμάτιό του. Είδε την ταινία, όμως, αυτή ήταν ήταν τόσο έντονη γι’ αυτόν, που δεν

μπόρεσε να την τελειώσει. Η ταινία παρουσίαζε ένα υπέροχο βασίλειο στο οποίο

ζούσαν νεράιδες και περνούσαν καλά, αλλά κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας κακός

μάγος, ο Μπρίτον, και με ένα χτύπημα του μαγικού ραβδιού του τα κατέστρεψε όλα.

Ο Τόμικ είδε την ταινία μέχρι το σημείο που εμφανίστηκε ο μάγος και η σκηνή που

του άρεσε ήταν όταν η οικογένεια των νεραϊδών έκανε γιορτή στην αυλή του

παλατιού για τα γενέθλια της βασίλισσας νεράιδας. Ο Τόμικ δεν μπορούσε να δει την

15


ταινία μέχρι το τέλος, γιατί φοβόταν και προσπαθώντας να βάλει τον εαυτό του στη

θέση του βασιλιά αυτού του βασιλείου, φοβόταν ακόμη περισσότερο, γιατί δεν

μπορούσε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να κάνει για να σώσει τος υπηκόους του...

Το πρωί, είπε τη σκηνή που του άρεσε στη πριγκίπισσα, όμως η πριγκίπισσα

ήξερε πως δεν κατάφερε να δει τη ταινία που του έβαλε ολόκληρη και φυσικά ήξερε

και το λόγο.

Η Κρίστα κατάλαβε πως ο Τόμικ

δεν θα μπορούσε να διοικήσει το βασίλειο,

διότι σε οποιαδήποτε ξαφνική και

αναπάντεχη αναποδιά δεν θα μπορούσε να

προστατέψει τους υπηκόους του και έτσι

τον οδήγησε στην αίθουσα με τους

καθρέφτες, αφαίρεσε όλες τις περιγραφές

από τον καθένα και του είπε να πάρει τον

καθρέφτη που νομίζει ότι είναι ο αληθινός. Ο Τόμικ πήγε γρήγορα στους δύο

χρυσούς καθρέφτες και ταράχτηκε τόσο πολύ που που δεν έβλεπε τις περιγραφές για

τον καθένα και άρχισε να τρέμει. Έτσι, όπως ήταν αναστατωμένος, άρπαξε έναν

καθρέφτη και έφυγε. Ζήτησε από την πριγκίπισσα ένα καινούριο άλογο για να τον

οδηγήσει πίσω στην πατρίδα του και την ευχαρίστησε που του έδωσε την άδεια να

πάρει τον καθρέφτη, πιστεύοντας πως έχει πάρει τον σωστό. Μόλις έφυγε ο Τόμικ η

πριγκίπισσα έστειλε στον Βασιλιά της Ονειροχώρας ένα πνεύμα, το πνεύμα του

πάγου και αυτό είπε στον Βασιλιά:

- Ο γιος σου είναι άξιο παλικάρι, έχει σωστή συμπεριφορά και σωστούς

τρόπους, όμως δεν μπορεί να διοικήσει το βασίλειο. Δεν ολοκλήρωσε την αποστολή

που του έβαλε η πριγκίπισσα. Δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του και σε

κάποια δύσκολη στιγμή του βασιλείου δεν θα μπορέσει να φανεί αντάξιος και σωστός

βασιλιάς, έτσι ώστε να σώσει τους υπηκόους του. Δεν είναι ο κατάλληλος για τον

θρόνο.

Ο βασιλιάς στεναχωρήθηκε που και ο δεύτερος του γιος απέτυχε και

ρώτησε το πνεύμα αν τουλάχιστον κατάφερε να φέρει πίσω τον καθρέφτη... Αν ήταν

ικανός να πάρει έναν καθρέφτη.

-Ναι, τον πήρε τον καθρέφτη. Στον φέρνει, όμως, αναστατώθηκε και δεν είδε

τη μικρή λεπτομέρεια στη γωνία του καθρέφτη η οποία έδειχνε ότι ήταν ο βιολετί

καθρέφτης. Τον πήρε γρήγορα και αναστατωμένος, έτσι όπως ήταν, δεν πρόσεξε το

χρώμα κάτω από τη σχισμή.

Ο Γουλιέλμος στενοχωρημένος, ευχαρίστησε το πνεύμα που του είπε όσα

έγιναν και πήγε με τη σειρά του να πει τα νέα στη βασίλισσα.

- Καλή μου Τσέικ, όπως βλέπεις ήρθε και ένα δεύτερο πνεύμα. Αυτό το

πνεύμα ήταν το πνεύμα του πάγου και μου είπε ότι ο Τόμικ δεν είναι ικανός για να

γίνει βασιλιάς. Όπως μου είχε πει και το πρώτο πνεύμα, το πνεύμα της σπηλιάς, για

16


τον Κόινουαν, τώρα πια μένει μόνο ο μικρός μας γιος, ο Φίλιππος. Αυτός που έχει και

την πιο δύσκολη αποστολή... Αφού όλα αυτά που είπαν οι νεράιδες βγήκαν αληθινά,

για τους δύο μεγάλους μας γιους, σίγουρα θα βγουν αληθινά και αυτά που μας είπαν

οι τρεις νεράιδες για το μικρό μας γιο. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι σε λίγο

καιρό θα ’ρθει το επόμενο πνεύμα και θα μας φέρει καλά νέα. Και έτσι θα

μάθουμε επιτέλους ποιος θα είναι ο επόμενος βασιλιάς της Ονειροχώρας.

Και καθώς ο βασιλιάς συζητούσε με την αγαπημένη του

βασίλισσα για το μέλλον του βασιλείου τους, ο μικρός τους γιος, ο

γενναίος Φίλιππος, περιπλανιόταν με τα άλογα και την άμαξά του στα

πελώρια δάση που έπρεπε να διασχίσει για να φτάσει στο πρώτο βασίλειο

του ορίζοντα, στο βασίλειο του Ζεν Τορέντ.

Ο Φίλιππος ταξίδευε μέρα και νύχτα χωρίς να κάνει καμία στάση.

Πέρασε από μια μεγάλη έρημο, διέσχισε μια παγωμένη λίμνη, πέρασε

μέσα από μία ζούγκλα στην οποία ζούσαν λιοντάρια, πάνθηρες, τίγρεις και

άλλα άγρια ζώα και κατάφερε να παραμείνει σώος και αβλαβής. Σε καθένα

από τα μέρη τα οποία συναντούσε έδινε μάχες και δυστυχώς, αν και σε όλες έβγαινε

νικητής, έχανε και από ένα άλογο... Τελευταίο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει για

να φτάσει στο βασίλειο του Ζεν Τορέντ ήταν να καταφέρει να βγει από το χωριό των

ανέμων και της ομίχλης. Το χωριό αυτό εξουσίαζε ο κακός και μοχθηρός βασιλιάς

Ζόγκεν που, όποτε θύμωνε, φυσούσε με δύναμη το μαγικό καλάμι του και

δημιουργούσε ανέμους και ανεμοστρόβιλους που περνούσαν από το χωριό και

κατέστρεφαν τα πάντα, καθώς δεν υπήρχαν κάτοικοι εκεί.

Την ημέρα που έφτασε ο Φίλιππος στο χωριουδάκι, ο βασιλιάς θύμωσε με

την μαγική χήνα του, γιατί είχε σταματήσει να τραγουδάει και φυσώντας με δύναμη

στο καλαμάκι του δημιούργησε έναν μεγάλο ανεμοστρόβιλο που κινούνταν προς το

χωριό. Ο Φίλιππος δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν τον βασιλιά και έτσι ξαφνιάστηκε

μόλις είδε την τεράστια ανεμοθύελλα. Έτρεξε γρήγορα, μαζί με το άλογό του, για να

βρει καταφύγιο και για καλή τους τύχη βρήκαν μια μικρή καλύβα, στην οποία έμενε

πριν από πολλά χρόνια μια καλή μάγισσα. Μπήκαν μέσα και οι δύο και άναψαν το

μικρό τζάκι για να ζεσταθούν. Όλα πήγαιναν καλά και ο πρίγκιπας με το άλογό του

είχαν ξεκουραστεί και ανακτήσει κάποιες από τις χαμένες τους δυνάμεις.

Ο Φίλιππος, αφού τάισε το πιστό του άλογο, έκανε έναν μικρό περίπατο για

να δει τι είχε το σπίτι και βρήκε ένα μικρό κλειστό

δωματιάκι. Άνοιξε τη μικρή ξύλινη πορτούλα του και

μπήκε μέσα. Βρήκε βιβλία με μαγικά ξόρκια και βιβλία

με αντίδοτα, βρήκε διάφορα ραβδιά και είδε

κρεμασμένο σε ένα μεγάλο ξύλο έναν πολύχρωμο

μανδύα που επάνω του είχε ένα καρτελάκι. Το

καρτελάκι έγραφε: «Αυτός είναι ο μαγικός μανδύας, που

όποιος τον φοράει γίνεται αόρατος. Μπορεί να

χρησιμοποιηθεί μονάχα μία φορά. Αυτός που θα το

17


χρησιμοποιήσει θα πρέπει να σκεφτεί πολύ καλά ποια στιγμή τον έχει πραγματικά

ανάγκη.»

Ο Φίλιππος, πήρε το μανδύα, τον δίπλωσε πάρα πολύ προσεκτικά και τον

έβαλε στο μικρό βαλιτσάκι που είχε μαζί του. Αμέσως μετά, συνέχισε να παρατηρεί

τι άλλο είχε το δωμάτιο. Άνοιξε μερικά ντουλάπια, βρήκε μπουκαλάκια με ξόρκια,

άνοιξε κάποια συρτάρια, βρήκε μαγικά ραβδιά χαλασμένα και τέλος άνοιξε ένα μικρό

σεντούκι. Το σεντούκι αυτό είχε μέσα του ένα κουτάκι με ένα δαχτυλίδι. Ο Φίλιππος

το άνοιξε προσεκτικά και είδε ότι εκείνο το δαχτυλίδι ήταν μαγικό. Είχε πάνω του

ένα λαμπερό ροζ πετράδι και δίπλα του υπήρχε ένα μικρό μισοκαμμένο χαρτάκι. Το

χαρτάκι έγραφε: «Αυτό το δαχτυλίδι είναι μαγικό. Όποιος το φοράει αποκτά τεράστια

δύναμη και μπορεί να εξοντώσει μέχρι και έναν γίγαντα 100 φορές μεγαλύτερο από

αυτόν. Προσοχή! Το δαχτυλίδι χρησιμοποιείται μόνο μία φορά και μόλις

χρησιμοποιηθεί εξαφανίζεται.»

Ο κακός βασιλιάς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία τους στο χωριό, καθώς

το παλάτι του βρισκόταν έξω από αυτό, όμως λίγο πριν πέσει για ύπνο, όταν βγήκε

τον περίπατό του διέκρινε κάποιους καπνούς να βγαίνουν από την καμινάδα ενός

σπιτιού. Ανέβηκε στο μαγικό του δράκο και έτρεξε να δει από που προερχόταν ο

καπνός. Ο βασιλιάς είδε πως αυτός ο καπνός προερχόταν από το έρημο χωριουδάκι

και αμέσως ετοιμάστηκε για να πάει και να δει τι συμβαίνει. Ο Ζόγκεν, ο κακός

βασιλιάς και ο μαγικός του δράκος Χιούλ, πέταξαν και έφτασαν μέσα σε λίγα

δευτερόλεπτα στο χωριό.

Ο Φίλιππος πήρε το κουτί με το δαχτυλίδι, το έβαλε και αυτό προσεκτικά

στο μικρό του βαλιτσάκι και βγήκε από το δωμάτιο. Το άλογό του χλιμίντριζε και

άρχισε να χτυπά τα πόδια του στο ξύλινο πάτωμα. Ο Φίλιππος τρόμαξε και βγήκε να

δει τι συμβαίνει. Κάποιος βρισκόταν έξω από

την πόρτα και χτυπούσε με μεγάλη μανία.

Είδε ξαφνικά μπροστά του τον κακό

και μοχθηρό βασιλιά. Ο Ζόγκεν είχε πάει εκεί

για να τον σκοτώσει. Ο γενναίος πρίγκιπας

βγήκε έξω με πολύ θάρρος και

χρησιμοποιώντας το μεγάλο κοφτερό σπαθί του

και την υπέρλαμπρη ασπίδα του κατάφερε να

σκοτώσει το μάγο, αλλά και το δράκο του.

Αμέσως μετά, μπήκε στην μικρή και ξύλινη

καλυβούλα, πήρε το πιστό του άλογο και

έφυγαν γρήγορα για να βρουν το μαγικό βασίλειο του Ζέν Τορέντ.

Ταξίδευαν για ώρες, μέχρι που ο ήλιος βγήκε ξανά στον ουρανό και οι

πρώτες ακτίνες του χάιδευαν τα βουνά που περνούσαν. Ο Φίλιππος είδε από μακριά

να αχνοφαίνεται ένα μεγάλο παλάτι και χωρίς να χάσει χρόνο είπε στο άλογό του να

καλπάσει γρήγορα.

18


Μόλις έφτασε στην είσοδο του βασιλείου, οι κάτοικοι και οι φρουροί του

βασιλιά Αρτούρ τον υποδέχτηκαν με πάρα πολύ μεγάλη χαρά, διότι κατάλαβαν ότι

ήταν ένας νέος πολύ γενναίος. Κανένας άνθρωπος δεν είχε φανεί τα τελευταία χρόνια

στο βασίλειό τους είτε γιατί δεν άντεχε το ταξίδι, είτε γιατί τον σκότωνε ο κακός

βασιλιάς Ζογκέν.

Ο νεαρός Φίλιππος τους συστήθηκε, λέγοντάς τους πως είναι ο πρίγκιπας

Ονειροχώρας και πως ο πατέρας του τον έστειλε εκεί, γιατί γνώριζε πως υπάρχει ένα

άλυτο πρόβλημα. Ο πρώτος φρουρός, ο Κανέ, τον οδήγησε γρήγορα στον βασιλιά.

Μόλις άνοιξε η πύλη του παλατιού και μπήκε μέσα ο πρίγκιπας και τον αντίκρισε ο

βασιλιάς Αρτούρ, χάρηκε, γιατί είδε στο πρόσωπό του πως ήταν ένας πάρα πολύ

γενναίος άνθρωπος και μόλις συστήθηκαν του είπε το

πρόβλημα που είχε το βασίλειό τους...

-Πριν από πέντε χρόνια την ημέρα που ήταν τα

δέκατα πέμπτα γενέθλια της μονάκριβης κόρης μου,

μια κακιά νεράιδα ήρθε και την άρπαξε. Την πήρε από

την αυλή του παλατιού μας, την έβαλε σε ένα

αερόστατο και πέταξαν μακρυά από εδώ. Την

κλείδωσε σε έναν μεγάλο πύργο, στον οποίο δεν

μπορεί να πάει κανένας, γιατί γύρω γύρω τον

περιφρουρούν δράκοι με πέντε κεφάλια ο καθένας.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά η κακιά νεράιδα

που έκλεψε την κόρη μου της έδωσε και ένα μαγικό φίλτρο και από τότε κοιμάται και

μόνο ένα φιλί πραγματικής αγάπης μπορεί να την ξυπνήσει.

-Λυπάμαι για αυτό που σας συνέβη, βασιλιά μου, όμως πιστεύω πως θα

μπορέσω να πάω και να σώσω την κόρη σας. Θα σας τη φέρω εδώ ζωντανή!

Ο Φίλιππος έφυγε κατευθείαν, χωρίς να χάσει χρόνο και έφτασε σε πολύ

λίγα λεπτά στο μαγικό πύργο όπου βρισκόταν η πριγκίπισσα. Γύρω γύρω συνάντησε

20 δράκους που ο καθένας τους είχε από πέντε κεφάλια και με το μαγικό του σπαθί

προσπάθησε να τους σκοτώσει. Τα κατάφερε μετά από πολλές ώρες μάχης και

σκότωσε όλους τους δράκους της κακιάς νεράιδας και προχώρησε προς τον πύργο.

Για κακή του τύχη, όμως, είδε πως ο πύργος αυτός δεν είχε καμία πόρτα. Υπήρχε

μόνο ένα πολύ μεγάλο παράθυρο στην κορφή, εκεί που βρισκόταν το δωμάτιο της

πριγκίπισσας. Άφησε το άλογο του κάτω, σκαρφάλωσε προσεκτικά στο πέτρινο

πύργο και πήδηξε μέσα από το

ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτιο της

πριγκίπισσας.

Μόλις μπήκε μέσα,

αντίκρισε μία κοπέλα με κατάξανθα

μαλλιά να ξαπλώνει σε ένα κρεβάτι

και μαγεύτηκε από την ομορφιά

της. Πάγωσε! Δεν είχε ξαναδεί τόσο

όμορφη κοπέλα στη ζωή του και

19


κατευθείαν την ερωτεύτηκε. Έσκυψε και της έδωσε ένα

φιλί και η πριγκίπισσα ξύπνησε... Φαινόταν τόσο γλυκιά

και ευτυχισμένη και τα μάτια της τον κοίταζαν με μεγάλη

ευγνωμοσύνη. Ο πρίγκιπας έχασε τα λόγια του και δεν

μπορούσε να μιλήσει βλέποντας αυτή την κοπέλα που

έμοιαζε με άγγελο και το ίδιο έπαθε και η πριγκίπισσα.

Ούτε εκείνη μπορούσε να του μιλήσει. Έμειναν για λίγη

ώρα σιωπηλοί και κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Όταν

συνήλθε, ο πρίγκιπας της είπε:

-Είμαι ο Φίλιππος, ο πρίγκιπας της Ονειροχώρας. Χαίρομαι που κατάφερα να

σε σώσω. Είσαι τόσο όμορφη...

-Χαίρομαι που σε γνώρισα, γενναίε μου πρίγκιπα. Εγώ είμαι η πριγκίπισσα

Νερένια του βασιλείου Ζέν Τορέντ. Πριν από πέντε χρόνια μια κακιά νεράιδα με

απήγαγε από το παλάτι μου, μου έδωσε να πιω ένα μαγικό φίλτρο, με κλείδωσε σε

αυτό το κάστρο και από τότε κοιμάμαι. Είχε πει πως μόνο ένας αληθινά γενναίος νέος

που θα τύχει να περνά από δω, αν με ερωτευτεί πραγματικά θα μπορέσει να με

ξυπνήσει με το φιλί του.

-Είσαι τόσο γλυκιά, που δεν θα μπορούσα να μην σε ερωτευτώ και να μην σε

σώσω, Νερένια μου, όμως πρέπει να πηγαίνουμε, γιατί, αν η κακιά νεράιδα

επιστρέψει και μας βρει εδώ, θα μας σκοτώσει και τους δύο.

-Έχεις δίκιο, Φίλιππε. Πάμε γρήγορα! Θέλω τόσο πολύ να ξαναδώ τους γονείς

μου, το παλάτι μας και το βασίλειό μας.

-Φύγαμε Νερένια!

Και έτσι ο πρίγκιπας Φίλιππος πήρε την

πριγκίπισσα και επέστρεψαν γρήγορα στο

παλάτι της. Εκεί οι γονείς της τους

συνάντησαν συγκινημένοι και ευχαρίστησαν

με όλη τους την καρδιά του πρίγκιπα που

κατάφερε να τη σώσει. Ο πατέρας της

έχοντας μεγάλη χαρά και συγκίνηση είπε

στον πρίγκιπα Φίλιππο πως μπορεί να του

ζητήσει ό,τι ήθελε και αυτός θα του το έδινε. Έτσι, ο Φίλιππος, αφού πέρασε πολλές

ώρες μαζί με την πριγκίπισσα Νερένια και κατάλαβε πως αυτή θα ήταν η γυναίκα της

ζωής του, ζήτησε το χέρι της από τον πατέρα της. Ο πατέρας κράτησε τον λόγο του

και έδωσε στον πρίγκιπα αυτό που ήθελε. Έδωσε την ευχή του στην κόρη του να

είναι ευτυχισμένη και της ζήτησε, όταν παντρευτεί τον αγαπημένο της, να τον

καλέσει για να πάει στο βασίλειο της Ονειροχώρας.

-Ευχαριστώ πολύ βασιλιά Αρτούρ. Μόλις περάσω και από τα επόμενα δύο

βασίλεια και τελειώσω την αποστολή που μου ανέθεσε ο πατέρας μου, θα επιστρέψω

με τη Νερένια στο Βασίλειο μας και θα σας καλέσουμε για το γάμο μας.

20


Έκαναν μία γιορτή αποχαιρετισμού όπου ήταν

καλεσμένοι όλοι οι κάτοικοι του Βασιλείου. Η

πριγκίπισσα χαιρέτησε τους γονείς της, τους υπηκόους

της και μαζί με τον Φίλιππο της καρδιάς της έφυγαν για

το βασίλειο του Μπατλ. Εκεί θα έπρεπε να να

αντιμετωπίσουν το πρόβλημά του βασιλείου μαζί. Θα

έπρεπε να λειτουργήσουν ως ζευγάρι.

Μια ηλιόλουστη μέρα έφτασαν σε μία μικρή

λίμνη με λευκούς κύκνους. Εκείνη τη

μέρα η πριγκίπισσα είχε τα γενέθλιά

της και ο Φίλιππος της έδωσε δώρο το

μαγικό δαχτυλίδι που είχε βρει στο

σπιτάκι της καλής μάγισσας στο χωριό το χωριό των ανέμων και

της ομίχλης.

-Χρόνια πολλά γλυκιά μου Νερένια! Αυτό είναι για σένα.

Εύχομαι να περάσουμε πολλά γενέθλια μαζί...

-Ευχαριστώ πολύ καλέ μου Φίλιππε. Είσαι ο πιο όμορφος,

ευγενικός και γενναίος άντρας που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.

Εύχομαι και εγώ να καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε την αποστολή που σου ανέθεσε

ο πατέρας σου και να επιστρέψουμε στο βασίλειό σου. Εύχομαι και εγώ να ζήσουμε

μαζί για πολλά χρόνια, αγαπημένοι και ευτυχισμένοι.

Πέρασε λοιπόν και η μέρα των γενεθλίων της πριγκίπισσας και συνέχισαν

το ταξίδι τους στον ορίζοντα.

Ταξίδευαν ώρες πολλές. Νύχτες και μέρες χωρίς σταματημό. Και κάποια

στιγμή έφτασαν σε μία χώρα όπου όλα ήταν χιονισμένα. Οι κορυφές των σπιτιών

ήταν ολόλευκες, τα μικρά δρομάκια δεν ξεχώριζαν και ένα κατάλευκο πάπλωμα

σκέπαζε τα πάντα...

Είχε τόσο πολύ κρύο, που η πριγκίπισσα άρχισε να τρέμει και είπε στον

Φίλιππο πως, αν δεν έβρισκε ένα καταφύγιο, δεν θα μπορούσε να αντέξει εκείνη την

παγωμένη νύχτα. Ο Φίλιππος μπήκε στη χώρα, έψαξε και βρήκε ένα μικρό σπιτάκι,

μπήκε μέσα με την πριγκίπισσα, άναψε τη φωτιά και την έβαλε να καθίσει δίπλα για

να ζεσταθεί. Εκείνο το σπιτάκι ήταν εγκαταλελειμμένο από μία οικογένεια απλών

ανθρώπων, η οποία ταξίδευε όλο τον χειμώνα για να πουλάει τα προϊόντα που

καλλιεργούσε τις καλοκαιρινές μέρες. Έτσι, ήταν τυχεροί και βρήκαν κάποια

τρόφιμα στα ντουλάπια της κουζίνας. Ο Φίλιππος μαγείρεψε και κάθισε να φάει με

την αγαπημένη του. Αφού έφαγαν, κοιμήθηκαν και ξεκουράστηκαν και το επόμενο

πρωί, μόλις ο ήλιος εμφανίστηκε συνέχισαν το ταξίδι τους για να φτάσουν στο

βασίλειο του Μπατλ, το δεύτερο βασίλειο του ορίζοντα. Το βασίλειο αυτό βρισκόταν

πολύ μακριά από αυτό το χωριό που είχαν σταματήσει και χρειάστηκε να ταξιδέψουν

δύο μέρες ακόμη και δύο νύχτες.

21


Κάποια στιγμή είδαν από μακριά την κορυφή ενός πύργου. Αυτός ήταν ο

μεγαλύτερος πύργος του παλατιού του βασιλείου του Μπατλ. Χάρηκαν πολύ που

έφτασαν στον προορισμό τους και ανυπομονούσαν να μάθουν και οι δύο ποια

αποστολή θα έπρεπε να ολοκληρώσουν. Πήγαν γρήγορα και οι δύο μαζί στο παλάτι

του βασιλιά Ζαμπέρ, του είπαν την ιστορία τους, του είπαν από πού καταγόταν ο

καθένας και για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί και τον ρώτησαν για το πρόβλημα που

αντιμετώπιζε το βασίλειό τους. Ο βασιλιάς χάρηκε που είδε δυο νέα, γενναία παιδιά

έτοιμα να λύσουν το πρόβλημα που υπήρχε και τους είπε:

- Φίλιππε και Νερένια, είμαι πολύ χαρούμενος που σας έχω μπροστά μου. Το

πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει το βασίλειο μας είναι πως το μικρό σκυλάκι της

πριγκίπισσας Έλλης, της κόρης μου, το οποίο μιλάει με ανθρώπινη φωνή, γνωρίζει το

μέλλον και μπορεί να μας προφυλάξει από κάθε κίνδυνο, έφυγε κρυφά από το παλάτι

και ανέβηκε σε εκείνο το μεγάλο και απότομο βουνό, το Βουνοπόλιο Τώρα έχει

μείνει στην κορυφή του και δεν μπορεί να επιστρέψει. Η αποστολή σας, λοιπόν, είναι

να πάτε και να σώσετε το μικρό κουταβάκι μας από την κορφή του βουνού.

Ο Φίλιππος και η Νερένια, αφού αγαπούσαν τόσο πολύ τα ζώα χάρηκαν

για την αποστολή που τους ανέθεσε ο βασιλιάς και έτρεξαν γρήγορα να το σώσουν.

Για να φτάσει κάποιος στην κορυφή αυτού του βουνού έπρεπε να περάσει από τρία

στάδια: το πρώτο στάδιο ήταν να περάσει από το δάσος με την πυκνή βλάστηση και

τα φίδια, το δεύτερο ήταν να περάσει από την σπηλιά που υπήρχε μέσα στο βουνό

στην οποία κρύβονταν χιλιάδες δηλητηριώδεις νυχτερίδες και τέλος να ανέβει στην

κορυφή του βουνού σκαρφαλώνοντας με μια μονάχα κληματσίδα.

Οι δύο νέοι, αψηφώντας τους κινδύνους, ξεκίνησαν για την κορυφή του

βουνού Βουνοπόλιο, για να σώσουν το γλυκό κουταβάκι. Μπήκαν στο δάσος με την

πυκνή βλάστηση και τα φίδια και,

για να μην τους πειράξει κανένα, η

πριγκίπισσα ξεκίνησε να τραγουδά

ένα μαγικό νανούρισμα, το οποίο

έκανε όλα τα φίδια να κοιμηθούν.

Με αυτό τον τρόπο πέρασαν το

δάσος χωρίς κανένα πρόβλημα.

Αμέσως μετά μπήκαν στην σπηλιά με τις νυχτερίδες και ο πρίγκιπας τύλιξε την

αγαπημένη του αλλά και τον εαυτό του με τον μαγικό μανδύα που είχε πάρει από το

σπίτι της καλής μάγισσας και διέσχισαν όλη τη σπηλιά αόρατοι και χωρίς να τους

αγγίξουν οι δηλητηριώδεις νυχτερίδες. Τέλος, αφού έπρεπε να σκαρφαλώσουν μόνο

με μία κληματσίδα μέχρι την κορφή, ο Φίλιππος πήρε αγκαλιά την πριγκίπισσα

Νερένια και βάζοντας όλη του τη δύναμη σκαρφάλωσε και κατάφερε να φτάσει μέχρι

την κορυφή του βουνού.

Εκεί έψαξαν για πολλή ώρα και ξαφνικά άκουσαν ένα σιγανό και αδύναμο

γάβγισμα. Οι δυο νέοι ακολούθησαν τον ήχο και βρήκαν το μικρό κουτάβι να

ξαπλώνει μέσα σε ένα μικρό θάμνο. Η πριγκίπισσα το πήρε αγκαλιά για να κατέβουν

22


και να επιστρέψουν στο παλάτι και να δώσουν το κουτάβι πίσω στην κόρη του

βασιλιά.

Αφού η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας λειτούργησαν με τόση γενναιότητα,

δεν φοβήθηκαν τίποτα και κατάφεραν να ξεπεράσουν όλα τους τα εμπόδια, ένα

μαγικό ουράνιο τόξο εμφανίστηκε. Αυτό το ουράνιο

τόξο λειτουργούσε σαν μια μαγική γέφυρα και

ξεκινούσε από την κορυφή του βουνού και κατέληγε

στην αυλή του παλατιού. Ανέβηκαν, λοιπόν, και οι

τρεις τους στο ουράνιο τόξο και σε μερικά

δευτερόλεπτα ήταν πίσω στην αυλή του παλατιού.

Ο βασιλιάς Ζαμπέρ, μόλις συνάντησε το

ζευγάρι μαζί με το κουταβάκι, χάρηκε πάρα πολύ και

διοργάνωσε προς τιμήν τους μια γιορτή στην οποία ήταν

καλεσμένο όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου. Μόλις

τελείωσε η γιορτή, το ζευγάρι κοιμήθηκε και το επόμενο

πρωί ξύπνησαν με ανυπομονησία, για να δουν τι τους περιμένει στην τελευταία τους

δοκιμασία. Στο τελευταίο βασίλειο έπρεπε να καταφέρουν να πάρουν το σεντούκι

που είχε μέσα όλα τα καλά του κόσμου, το οποίο φύλαγε η μάγισσα Μαγκούφισσα

στο πέτρινο παλάτι της.

Ο πρίγκιπας, ταξίδευε για αρκετές μέρες με το άλογο και την πριγκίπισσά

του και κάποια στιγμή έφτασαν στο τρίτο βασίλειο του ορίζοντα, το βασίλειο του

Ρότζιερ. Σε εκείνο το βασίλειο δεν υπήρχε κανένας κάτοικος, παρά μόνο ένα μεγάλο

σκοτεινό και πέτρινο κάστρο στο οποίο κατοικούσε η βασίλισσα και κακιά μάγισσα

Μαγκούφισσα. Η Μαγκούφισσα είχε την δύναμη να μεταμορφώνεται σε δράκο με

τέσσερα κεφάλια όποτε το ήθελε. Ο Φίλιππος και η Νερένια μπήκαν στο παλάτι

χωρίς να τους καταλάβει η Μαγκούφισσα και ξεκίνησαν να ψάχνουν να βρουν το

μαγικό σεντούκι. Το σεντούκι που είχε μέσα του όλα τα καλά του κόσμου.

Η κακιά μάγισσα κοιμόταν στο δωμάτιό της και ο πρίγκιπας Φίλιππος μαζί

με την Νερένια, αφού δεν βρήκαν πουθενά το σεντούκι, αποφάσισαν να ανοίξουν και

την πόρτα της για να μπουν στο υπνοδωμάτιό της και να δουν εάν το σεντούκι

βρίσκεται εκεί. Η πόρτα αυτή είχε ένα χαρακτηριστικό ήχο που ακουγόταν μόλις

άνοιγε και έτσι ξύπνησε η βασίλισσα.

-Τι ψάχνετε εδώ εσείς, καταραμένα ανθρωπάκια; Τι θέλετε από μένα και γιατί

μπήκατε στο κάστρο μου, χωρίς να είστε καλεσμένοι; Ρώτησε με αυστηρό ύφος η

Μαγκούφισσα.

Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα

μόλις την είδαν έχασαν τα λόγια τους και

φοβήθηκαν για όλα αυτά που θα μπορούσε να

τους κάνει η Μαγκούφισσα, όμως δεν το

έβαλαν κάτω και της απάντησαν:

23


-Είμαι ο Φίλιππος, ο πρίγκιπας της Ονειροχώρας και

αυτή είναι η πριγκίπισσα Νερένια, του βασιλείου Ζεν Τορέντ.

Ήρθαμε εδώ, για να βρούμε ένα χρυσό σεντούκι...

-Χαχαχα! Εγώ είμαι η Μαγκούφισσα, η πιο δυνατή

μάγισσα όλου του πλανήτη! Το χρυσό σεντούκι που ψάχνετε

δεν πρόκειται να το αποκτήσετε! Θα το πάρει μόνο όποιος

είναι αληθινά γενναίος. Αν καταφέρεις να παλέψεις μαζί μου

και να με νικήσεις, πράγμα που είναι αδύνατο, τότε μόνο θα

σου δώσω το χρυσό σεντούκι που θες.

-Εντάξει, λοιπόν, Μαγκούφισσα. Εγώ δεν φοβάμαι

τίποτα! Θα παλέψουμε και θα δούμε ποιος θα νικήσει.

Η πριγκίπισσα αν και φοβόταν και δεν ήθελε να πιστέψει πως ο

αγαπημένος της θα πάλευε με ένα τόσο δυνατό άτομο, τον φίλησε, του ευχήθηκε

καλή τύχη και του έδωσε το μαγικό δαχτυλίδι που της είχε κάνει δώρο και του είπε

πως αν το έχει πραγματικά ανάγκη να το φορέσει, χωρίς να σκεφτεί τίποτε άλλο.

Έτσι, ο Φίλιππος, τη χαιρέτησε και αυτός και ανέβηκε στο μαγικό σύννεφο

που δημιούργησε η Μαγκούφισσα για να πάει μαζί της μέχρι την κορυφή του όρους

Περδίκι για να γίνει εκεί η μονομαχία τους. Η Μαγκούφισσα μεταμορφώθηκε σε

δράκο με τέσσερα κεφάλια και ο γενναίος Φίλιππος προσπάθησε να την

αντιμετωπίσει, όμως για κακή του τύχη, όσες φορές κι αν τη χτυπούσε με το σπαθί

του αυτή δεν πάθαινε τίποτα. Φόρεσε, λοιπόν, το δαχτυλίδι και έκανε την ευχή του:

Μακάρι να γινόμουν πιο δυνατός από τη Μαγκούφισσα και με ένα χτύπημά μου να

μπορούσα να τη νικήσω. Το δαχτυλίδι πραγματοποίησε την ευχή του και και τον

έκανε τόσο δυνατό που μόλις πέταξε το σπαθί του, αυτό καρφώθηκε στην καρδιά του

δράκου και πέθανε. Η Μαγκούφισσα ήταν τώρα πια νεκρή.

Ο Φίλιππος επέστρεψε με ένα μαγικό τρόπο στο παλάτι της. Εκεί

συνάντησε τη Νερένια η οποία τον περίμενε με ανυπομονησία. Κατευθείαν,

αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους και η Νερένια χάρηκε που ο πρίγκιπας της καρδιάς της

κατάφερε να κερδίσει τη δυνατή και σκαιά μάγισσα. Αμέσως μετά, πήραν το χρυσό

σεντούκι από το δωμάτιό της Μαγκούφισσας, το άνοιξαν και ένα λαμπρό φως

πετάχτηκε από μέσα του. Αυτό ήταν το φως των καλών πράξεων όλου του κόσμου,

το οποίο απλώθηκε παντού, πήρε τον πόνο από τους ανθρώπους και τους έδωσε χαρά.

Μόλις εμφανίστηκε αυτό το φως και αγάπη πλημμύρισε τη Γη, δύο λευκοί μονόκεροι

εμφανίστηκαν μπροστά τους και τους είπαν: «Ανεβείτε πάνω μας. Εμείς είμαστε τα

πνεύματα του χρυσού σεντουκιού και θα σας οδηγήσουμε στην Ονειροχώρα. Εσύ,

Φίλιππε, είσαι τελικά ο εκλεκτός βασιλιάς της Ονειροχώρας και αυτός που είναι άξιος

για να διαδεχθεί τον βασιλιά Γουλιέλμο. Εσύ, Νερένια, είσαι η επόμενη γενναία

βασίλισσα που θα διαδεχθεί την βασίλισσα Τζέσικα και θα παντρευτείς τον Φίλιππο.»

Σε λίγα λεπτά ο Φίλιππος και η Νερένια είχαν φτάσει στο παλάτι της

Ονειροχώρας. Το πνεύμα του σεντουκιού ενημέρωσε τον βασιλιά Γουλιέλμο πως,

τελικά, ο τρίτος γιος του εκπλήρωσε όλες τις δοκιμασίες που του ανέθεσε. Έλυσε τα

24


προβλήματα των βασιλειών και δεν δείλιασε ούτε λεπτό

μπροστά σε όλες τις προκλήσεις. Αυτός είναι ο εκλεκτός

και ο επόμενος βασιλιάς της Ονειροχώρας.

-Γουλιέλμο, ο Φίλιππος είναι αυτός που είναι άξιος

να σε διαδεχθεί και να διοικήσει σωστά το βασίλειό σου. Η

κοπέλα αυτή που έχει δίπλα του είναι η πριγκίπισσα

Νερένια, του πρώτου Βασιλείου του ορίζοντα, του Ζεν

Τορέντ, την οποία έσωσε από τον αιώνιο ύπνο και έχοντας

την ευχή του βασιλιά Αρτούρ και της βασίλισσας Δερλίας

θα γίνει η γυναίκα του. Βρήκες επιτέλους τον διάδοχο σου.

Κάνε, λοιπόν, τώρα το πιο μεγάλο γλέντι που είδε ποτέ η

χώρα σου προς τιμήν τους.

Αυτά είπε το πνεύμα και εξαφανίστηκε και ο

Γουλιέλμος και η Τζέσικα αγκάλιασαν τον γιο τους και

χάρηκαν τόσο πολύ που κατάφερε να τελειώσει την

αποστολή του. Εκείνη τη στιγμή, ήρθαν και τα δύο

μεγαλύτερα αδέρφια του να τον συγχαρούν και είπαν

πως άξια αυτός θα είναι ο επόμενος βασιλιάς.

Ταυτόχρονα, γνώρισαν και την πριγκίπισσα Νερένια η

οποία θα γινόταν η επόμενη βασίλισσα, καθώς θα ήταν η

σύζυγος του βασιλιά Φίλιππου και γιόρτασαν όλοι μαζί

το λαμπρό αυτό γεγονός. Ο βασιλιάς Γουλιέλμος

διοργάνωσε ένα τεράστιο γλέντι στο οποίο ήταν

καλεσμένο, όχι μόνο όλο το δικό του βασίλειο, αλλά και

το βασίλειο του Ζεν Τορέντ.

Τον επόμενο μήνα θα γινόταν και ο γάμος του Φίλιππου με τη Νερένια.

Όλοι δούλευαν πυρετωδώς για να μην λείψει τίποτα την ημέρα του γάμου. Ο

φούρναρης έφτιαξε όλα τα φαγητά για το γαμήλιο τραπέζι, ο ζαχαροπλάστης έφτιαξε

μια πενταώροφη τούρτα για το ζευγάρι και όλοι οι υπόλοιποι βοηθούσαν με τον

τρόπο του ο καθένας. Ο Φίλιππος και η Νερένια

έκαναν τον πιο λαμπερό γάμο. Χιλιάδες πυροτεχνήματα

εμφανίστηκαν για να διακοσμήσουν τον ουρανό και τα

μικρά παιδάκια τριγυρνούσαν σ’ όλη την πόλη

κρατώντας μικρά καλάθια με λουλούδια, τα οποία

πετούσαν και ομόρφαιναν τα δρομάκια. Στις λίμνες και

τις θάλασσες τα πιο φανταχτερά καράβια είχαν

στολιστεί με λαμπάκια και κορδέλες, σε όλα τα βουνά

τοποθετήθηκαν σημαιάκια με το σήμα της

Ονειροχώρας, αλλά και με το σήμα του βασιλείου του

Ζεν Τορέντ. Οι δυο μεγάλες βασίλισσες, η Τζέσικα και

η μητέρα της Νερένιας η βασίλισσα Δερλία, βοηθούσαν

τη μέλλουσα βασίλισσα της Ονειροχώρας με όλες τις

προετοιμασίες για το γάμο και ο βασιλιάς Γουλιέλμος, με τους τρεις γιους του και το

25


βασιλιά Αρτούρ επέβλεπαν τις

διάφορες εργασίες, αλλά και

βοηθούσαν όπου υπήρχε ανάγκη.

Τα δύο βασίλεια γιόρτασαν με

μεγάλη χαρά και όλοι μαζί

έδωσαν τις ευχές τους στο νέο

ζευγάρι.

Τα χρόνια περνούσαν, ο

νέος βασιλιάς Φίλιππος και η

νέα βασίλισσα Νερένια

κατάφεραν να φανούν αντάξιοι

των προηγούμενων βασιλιάδων,

των γονιών τους και φρόντιζαν

τους υπηκόους τους τόσο καλά

όσο ποτέ άλλοτε κανένας

βασιλιάς δεν είχε καταφέρει να το κάνει. Συνέχισαν να πραγματοποιούν τις γιορτές

για την κάθε εποχή του χρόνου και όλες τις παραδόσεις που υπήρχαν στο βασίλειο

και κυρίως συνδύασαν όλες της παραδόσεις του Ζεν Τορέντ μαζί με της

Ονειροχώρας. Έτσι το βασίλειο είχε περισσότερες γιορτές και οι κάτοικοι ζούσαν

τρισευτυχισμένοι. Η ευτυχία τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν μια μέρα ο βασιλιάς

Φίλιππος ανακοίνωσε πως η γυναίκα του ήταν έγκυος.

Λίγο καιρό αργότερα, η βασίλισσα Νερένια γέννησε τα πρώτα τους παιδιά,

τα οποία ήταν δίδυμα. Τα νεογέννητα

βασιλόπουλα ήταν τα πιο όμορφα μωρά

που υπήρχαν ποτέ στο βασίλειο και ο

Φίλιππος οργάνωσε ένα τεράστιο πάρτι για

τη γέννησή τους. Και πάλι παραβρέθηκαν

οι κάτοικοι και των δύο βασιλείων και η

γιορτή κράτησε για μια ολόκληρη

εβδομάδα. Το παλάτι ήταν ανοιχτό και το

ζευγάρι δεχόταν δώρα και ευχές για τα

μικρά...

Μια εβδομάδα μετά τη γέννησή των

παιδιών του βασιλικού ζεύγους βρέθηκαν

στο παλάτι οι τρεις νεραϊδομαγισσούλες οι

οποίες έδωσαν τις ευχές τους για τα μωρά

και είπαν πως αυτά τα παιδιά θα είναι

εξίσου άξια, έξυπνα, καλόκαρδα, γενναία και τολμηρά όσο και οι γονείς τους. Οι

τρεις νεραϊδομαγισσούλες, αφού έδωσαν τις καλύτερες ευχές για αυτά τα δύο

μωράκια και δεν είπαν τίποτα αρνητικό για το χαρακτήρα τους ξεκίνησαν να

περιγράφουν πώς θα είναι στη ζωή του το καθένα. Όλα αυτά που είπαν ήταν

26


εξαιρετικά θετικά για τα παιδιά και οι γονείς τους χάρηκαν, καθώς κατάλαβαν πως

μετά από πολλά χρόνια, όταν πια θα έπρεπε να παραδώσουν με τη σειρά τους το

θρόνο, θα τους διαδέχονταν άξιοι διάδοχοι. Και κάπως έτσι, μετά από πολλές

περιπέτειες, ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα....

ΤΕΛΟΣ

27

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!