21.12.2016 Views

Έντνα: "Πώς να εκπαιδεύσετε μια κακιά μάγισσα"( Δάφνη Τζαμαλή "Υακίνθου")

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1278

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1278

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

1


ΤΙΤΛΟΣ : ΈΝΤΝΑ «Πως <strong>να</strong> <strong>εκπαιδεύσετε</strong> <strong>μια</strong> <strong>κακιά</strong> μάγισσα»<br />

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: <strong>Δάφνη</strong> <strong>Τζαμαλή</strong> (Υακίνθου)<br />

ISBN 978-618-81422-9-9<br />

Copyright 2016: <strong>Δάφνη</strong> <strong>Τζαμαλή</strong> (Υακίνθου)<br />

Πρώτη Ηλεκτρονική Έκδοση: Αθή<strong>να</strong> Δεκέμβριος 2016<br />

e-mail: tzamali_dafni@yahoo.gr<br />

2


ΕΝΤΝΑ<br />

Η απίθανη μάγισσα<br />

Κεφάλαιο 1<br />

Έ<strong>να</strong> απρόσμενο γράμμα<br />

Ήταν ακόμα αρκετά νωρίς το πρωί εκείνη την παγωμένη πρώτη μέρα του<br />

Δεκεμβρίου και ο ήλιος δεν είχε σκαρφαλώσει πολύ ψηλά στον ουρανό. Όλα τα<br />

νεαρά αγόρια και κορίτσια του Χάπι Χιλ σ’ αυτή τη γραφική και χαριτωμένη περιοχή<br />

στο Λενδούνο της Γαγγλίας ήταν ήδη έτοιμα για το σχολείο και με τις τσάντες τους<br />

φορτωμένες στον ώμο αποχαιρετούσαν βιαστικά τους γονείς τους με την ελπίδα <strong>να</strong><br />

προλάβουνε το αμείλικτο κουδούνι που θα σήμαινε πολύ σύντομα, για <strong>να</strong> τους<br />

καλέσει <strong>να</strong> μπουν στην τάξη .<br />

3


Το ίδιο σκηνικό, χωρίς ιδιαίτερα σημαντικές παραλλαγές, θα έβλεπες και στο<br />

σπίτι του Λόρδου Ράτλεϊ, γόνου <strong>μια</strong>ς από τις πιο παλιές αρχοντικές οικογένειες της<br />

Γαγγλίας Με τα τρία παιδιά του, τον μεγαλύτερο γιο του Τζον που ήταν δώδεκα<br />

χρονών, τη Σούζαν που ήταν δυο χρόνια μικρότερη και τον οκτάχρονο Χάρι <strong>να</strong><br />

αποχαιρετούν τον άνθρωπο που φρόντιζε κάθε τους ανάγκη από όταν ήταν ακόμη<br />

τόσο μικροί που μεταβίας θυμόντουσαν τον εαυτό τους δηλαδή τον πιστό μπάτλερ<br />

της οικογένειας, τον Χάρβεϊ.<br />

Τα τρία παιδιά, όπως τα περισσότερα αδέρφια, διέφεραν σε πολλά, ιδιαίτερα<br />

στο χαρακτήρα και η όψη τους πρόδιδε αυτές τις διαφορές. Ο Τζον Ράτλεϊ είχε<br />

καστανά μάτια και μαλλιά, ήταν αρκετά λεπτός, όχι πολύ ψηλός για την ήλικία του<br />

και το πονηρό βλέμμα του αποκάλυπτε <strong>μια</strong> ζωηρή φύση και <strong>μια</strong> μεγάλη όρεξη για τις<br />

σκανδαλιές. Η ξανθιά και γαλανομάτα αδερφή του, η Σούζαν, με το φρόνιμο βλέμμα<br />

και τον ήρεμο αέρα ανωτερότητας καμάρωνε πως, αν και μικρότερη, ήταν πολύ πιο<br />

ώριμη από τον μεγάλο αδερφό της και χαιρόταν <strong>να</strong> του το θυμίζει με κάθε ευκαιρία,<br />

ενώ ο κοκκινομάλης Χάρι, πολύ μικρός για <strong>να</strong> εί<strong>να</strong>ι σίγουρος με ποιο από τα δύο<br />

αδέρφια του έπρεπε <strong>να</strong> συμμαχήσει, φαινόταν συχ<strong>να</strong> α<strong>να</strong>ποφάσιστος και ή<br />

συντρόφευε τον ατίθασσο αδερφό του στις σκανδαλιές ή άφηνε <strong>να</strong> τον νουθετεί και<br />

<strong>να</strong> τον καθοδηγεί η σοβαρή και όμορφη αδερφούλα του.<br />

Τα τρία παιδιά είχανε μόλις τελειώσει έ<strong>να</strong> χορτάστικό πρωινό με αυγά,<br />

μπέικον, λουκάνικα, ζεστό τσάι, κρουασαν και μαρμελάδα και στην τσάντα τους<br />

είχανε έ<strong>να</strong> περιποιημένο σάντουιτς με τόνο και έ<strong>να</strong> μήλο, για κολατσιό. Ήταν<br />

ντυμέ<strong>να</strong> ζεστά με χοντρές μάλλινες κάλτσες, γάντια, δυο ζεστά πουλόβερ, παλτό και<br />

κασκόλ. Ήταν βλέπετε ο πιο κρύος Δεκέμβρης που είχε δει το Λενδούνο εδώ και<br />

χρόνια και έξω έπεφτε το πρώτο χιόνι, μα τα παιδιά δεν τα πείραζε καθόλου αυτό.<br />

Όλοι ξέρουνε εξάλλου τι σημαίνει έ<strong>να</strong>ς χιονισμένος Δεκέμβρης για τα παιδιά όλου<br />

του κόσμου. Σημαίνει λευκά Χριστούγεν<strong>να</strong>, πατινάζ στον πάγο, ζεστά κάστα<strong>να</strong>,<br />

χιονάνθρωπους με καροτένια μύτη, χιονοπόλεμο, χουχούλιασμα κοντά στο τζάκι με<br />

ιστορίες και όλα τα άλλα που κάνουν έ<strong>να</strong>ν κρύο χειμώ<strong>να</strong> σωστή γιορτή. Ο Τζακ<br />

Μίλοου όμως, ο νεαρός ξανθός ταχυδρόμος, είχε διαφορετική άποψη και ευχόταν<br />

ολόψυχα <strong>να</strong> μην είχε έρθει ποτέ αυτός ο Δεκέμβρης. Ο ψιλόλιγνος νεαρός ήταν από<br />

πολύ νωρίς στο πόδι <strong>να</strong> παραδίδει τα γράμματα και είχε χτυπήσει ήδη δεκάδες<br />

πόρτες, τον είχαν κυνηγήσει πλήθος σκύλοι, είχε εισπράξει ελάχιστα φιλοδωρήματα<br />

και, σαν <strong>να</strong> μην έφτα<strong>να</strong>ν όλα αυτά, ξεπάγιαζε κι από πάνω.<br />

Ήταν στ’αλήθεια θλιβερό το θέαμα που παρουσιάζε αυτός ο εικοσάχρονος<br />

ξανθούλης νεαρός, που πότε έκανε τροχάδην επιτόπου χτυπώντας τα πόδια του κάτω,<br />

πότε προσπαθούσε <strong>να</strong> ζεστάνει με το χνώτο του τα ξυλιασμέ<strong>να</strong> χέρια του και πότε<br />

απλώς βλαστημούσε τον χειμώ<strong>να</strong> και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που πήρε<br />

αυτή τη δουλειά, πράγμα που τον α<strong>να</strong>κούφιζε περισσότερο από καθετί άλλο.<br />

Ο Τζακ έβγαλε το γράμμα από την ταχυδρομική τσάντα που κρεμόταν στον<br />

ώμο του και του έριξε <strong>μια</strong> ματιά: Οδός Τσουκνίδων 13. Αυτό ήταν το σπίτι.Eίχε τη<br />

σωστή διεύθυνση, δεν είχε κάνει λάθος όμως ήταν δύκολο <strong>να</strong> πιστέψει κανείς ότι<br />

κάποιος κατοικούσε στ’αλήθεια σ’ αυτό το μισογκρεμισμένο ερείπιο.<br />

Δεν μιλάω φυσικά για το μεγάλο και αρχοντικό διώροφο του Λόρδου Ράτλεϊ<br />

αλλά για έ<strong>να</strong> άλλο σπίτι, μερικά τετράγω<strong>να</strong> πιο κάτω. Αυτή η άσχημη τρώγλη έδειχνε<br />

<strong>να</strong> εί<strong>να</strong>ι παλιότερη και από την ίδια την Γαγγλία αλλά ο Τζακ ήταν σίγουρος ότι είχε<br />

δει καλύτερες μέρες. Κάποτε,πολύ παλιά, πριν από δυο αιώνες τουλάχιστον θα πρέπει<br />

<strong>να</strong> ήταν έ<strong>να</strong> κλασικό αρχοντικό σπίτι με έ<strong>να</strong>ν όμορφο δεντρόκηπο και κούνιες για τα<br />

παιδιά αλλά τώρα έμοιαζε τρομαχτικό και ξεχασμένο από όλους. Ήταν σχεδόν<br />

ολόκληρο από ξύλο και πολλές από τις σανίδες στους τοίχους είχανε ξεκολλήσει<br />

αφήνοντας <strong>να</strong> μπαίνει στο σπίτι το αγιάζι και η παγωνιά. Σαν <strong>να</strong> μην ήταν όμως αυτό<br />

4


αρκετό, η ετοιμόρροπη στέγη ήταν γεμάτη τρύπες, η πόρτα ξεβαμμένη και γεμάτη<br />

ρωγμές και το ρόπτρο της μαυριδερό και σκουριασμένο. Τα τζά<strong>μια</strong> ήταν σπασμέ<strong>να</strong><br />

και τα παραθυρόφυλλα ξεχαρβαλωμέ<strong>να</strong> κρέμονταν από τους μεντεσέδες τους. Στις<br />

κολόνες που στήριζαν το μπροστινό γείσο είχαν κατασκηνώσει αράχνες και είχαν<br />

υφάνει πελώριους ιστούς. Με δυο λόγια θύμιζε στο Τζακ τις ιστορίες για<br />

στοιχειωμέ<strong>να</strong> σπίτια που τον έκα<strong>να</strong>ν <strong>να</strong> τρέμει από φόβο, όταν ήταν μικρός. Όποιος<br />

και <strong>να</strong> μένει εδώ σίγουρα δεν θα του περισσεύουν χρήματα για <strong>να</strong> τα σκορπά στους<br />

ταχυδρόμους, σκέφτηκε ο Τζακ, άρα μπορώ <strong>να</strong> ξεχάσω το φιλοδώρημα. Μαθημέ<strong>να</strong><br />

τα βουνά στα χιόνια. Α<strong>να</strong>στέ<strong>να</strong>ξε, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους, έσπρωξε τη<br />

σκουριασμένη σιδερένια αυλόπορτα που άνοιξε με έ<strong>να</strong> α<strong>να</strong>τριχιαστικό τρίξιμο και<br />

άρχισε <strong>να</strong> περπατά στο χορταριασμένο στρωμένο με γκρίζα πέτρα μονοπατάκι που<br />

οδηγούσε στο σπίτι.<br />

Τα δέντρα του κήπου, μαύρα και πένθιμα, υψώνονταν απειλητικά γύρω από<br />

το παλικάρι και απλώ<strong>να</strong>νε τα κλαδιά τους σαν σκελετωμέ<strong>να</strong> χέρια λες και θέλανε <strong>να</strong><br />

το αρπάξουν αλλά ο Τζακ είχε έντονο το αίσθημα του καθήκοντος και δεν είχε σκοπό<br />

<strong>να</strong> δειλιάσει σαν καμιά γυ<strong>να</strong>ικούλα. Θα έφευγε μόνο αφού τελείωνε την δουλειά του,<br />

ο κόσμος <strong>να</strong> χαλούσε.<br />

Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούσαν στη γέρικη πόρτα και χτύπησε το<br />

κουδούνι που φυσικά ήταν χαλασμένο. «Τι έκπληξη!» μουρμούρισε και πιάνοντας<br />

ανόρεκτα το δυσάρεστο, μαυρισμένο ρόπτρο χτύπησε τρεις φορές δυ<strong>να</strong>τά. Όλα σε<br />

μέ<strong>να</strong> πρέπει <strong>να</strong> τυχαίνουν, γκρίνιαξε ο ταχυδρόμος. Αν ζει κανείς εδω μέσα, εγώ θα<br />

αλλάξω όνομα.<br />

- Ποιός εί<strong>να</strong>ι; ακούστηκε <strong>να</strong> ρωτά <strong>μια</strong> παράξενη γέρικη και δυσάρεστα στριγκή<br />

φωνή.<br />

- Έλα, Θεέ μου, <strong>να</strong> που συμβαίνουν και τρελά πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο,<br />

σκέφτηκε ο Τζακ, κάποιος ζει τελικά σε αυτό το ρημάδι. Καλύτερα <strong>να</strong> μιλήσω.<br />

- Ταχυδρόμος! φώ<strong>να</strong>ξε δυ<strong>να</strong>τά, μένει εδώ κάποια κυρία <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> Γουόρτ; Έχω γράμμα<br />

γι’ αυτήν.<br />

- Μισό λεπτό λεβέντη μου, αποκρίθηκε η ίδια φωνή.<br />

Βήματα ακούστηκαν <strong>να</strong> πλησιάζουν, έ<strong>να</strong> κλειδί γύρισε στην κλειδωνιά, η<br />

πόρτα άνοιξε, για <strong>να</strong> φανερώσει έ<strong>να</strong> πλάσμα που σχεδόν δεν θα μπορούσες <strong>να</strong> το<br />

χαρακτηρίσεις ανθρώπινο. Μια γριά τόσο καμπουρα, ζαρωμένη και άσχημη που ο<br />

νεαρός, με την πρώτη ματιά που της έριξε, ένιωσε έντονη την διάθεση <strong>να</strong> το βάλει<br />

στα πόδια. Ήταν γεμάτη πελώριες τριχωτές κρεατοελιές, φαφούτα, κοκαλιάρα, με<br />

πεταχτό σαγόνι και μακρουλή μύτη σαν γάντζο. Σαν <strong>να</strong> μην έφτα<strong>να</strong>ν αυτά,<br />

βρωμούσε και έζεχνε τόσο απαίσια που ο Τζακ ευχόταν ολόψυχα <strong>να</strong> μην είχε μύτη.<br />

- Λοιπόν, έκρωξε η γριά καρακάξα, που εί<strong>να</strong>ι το γράμμα μου;<br />

- Είστε η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> Γουόρτ; ρώτησε ο νεαρός, χωρίς <strong>να</strong> μπορεί <strong>να</strong> συγκρατήσει <strong>μια</strong><br />

γκριμάτσα αντιπάθειας και απέχθειας που του προκαλούσε η επαφή μ’ αυτό το<br />

αηδιαστικό γερόντιο.<br />

- Είμαι και φαίνομαι, κακάρισε η γριά, γιατί δεν σου γεμίζω το μάτι ομορφόπαιδο; -<br />

<strong>Πώς</strong>, μου το γεμίζετε, απάντησε, χωρίς <strong>να</strong> το πολυσκεφτεί, ο Τζακ, που η μόνη του<br />

σκέψη ήταν <strong>να</strong> σηκωθεί και <strong>να</strong> φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν.<br />

- Ορίστε το γράμμα, είπε και τέντωσε το χέρι με το φάκελο, για <strong>να</strong> τον πάρει η γριά.<br />

Εκείνη με <strong>μια</strong> αστραπιαία κίνηση τον άρπαξε από τα χέρια του και κακάρισε απαίσια.<br />

- Δεν το πες με μεγάλη πεποίθηση, ψευτοκλαψούρισε, κάτι μου λέει ότι δεν με<br />

συμπαθείς και αυτό με πληγώνει. Είμαι ευαίσθητο κορίτσι κι ας μην μου φαίνεται.<br />

Ίσως έ<strong>να</strong> μικρό φιλοδώρημα <strong>να</strong> σου αλλάξει γνώμη. Άπλωσε το χεράκι σου,<br />

λεβεντονιέ μου.<br />

5


Ο Τζακ είχε έ<strong>να</strong> κακό προαίσθημα αλλά έ<strong>να</strong> φιλοδώρημα για έ<strong>να</strong>ν ταχυδρόμο<br />

εί<strong>να</strong>ι πάντα καλοδεχούμενο από όποιον και αν προέρχεται. Έτσι άπλωσε για άλλη <strong>μια</strong><br />

φορά το χέρι του. Η γριά γελώντας σατανικά τέντωσε το δικό της και ακούμπησε κάτι<br />

στην παλάμη του. Ο Τζακ α<strong>να</strong>τρίχιασε ολόκληρος, καθώς κάτι γλοιώδες και<br />

στρογγυλό με δυσάρεστη υφή άγγιξε το χέρι του. Αμέσως, με έ<strong>να</strong> δυσάρεστο<br />

προαίσθημα το τράβηξε κοντά του, για <strong>να</strong> δει τι εί<strong>να</strong>ι. Για <strong>μια</strong> στιγμή όλες οι τρίχες<br />

του σηκώθηκαν πάγωσε από τρόμο και δεν μπορούσε <strong>να</strong> αντιδράσει. Αυτό που γέμιζε<br />

τη χούφτα του δεν ήταν παρά ο πελώριος, γεμάτος φουσκωτές φλέβες βολβός ενός<br />

αφύσικου ματιού που κινιόταν σαν <strong>να</strong> ήταν ζωντανός και κοιτούσε ολόγυρα με κακία.<br />

Η ίριδα του ήταν κατακόκκινη και έλαμπε δαιμονικά.<br />

Γεμάτος φρίκη ο ταχυδρόμος έβγαλε έ<strong>να</strong> ουρλιαχτό και πέταξε το αηδιαστικό πράγμα<br />

πέρα.<br />

- Πέταξες το φιλοδώρημα μου, τσίριξε κάνοντας τη θιγμένη η γριά. Τώρα με<br />

πλήγωσες και θα θυμώσω. Και ευθύς μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και χαμογέλασε<br />

απαίσια.<br />

Έντρομος ο Τζακ είδε το ήδη άσχημο και φριχτό πρόσωπο της <strong>να</strong> παραμορφώνεται<br />

ακόμα περισσότερο, μέχρι που έγινε αληθινά τερατώδες.Μέσα σε λίγες στιγμές στο<br />

φαφούτικο στόμα της ξεφύτρωσαν μυτερά δοντια τα μάτια της γούρλωσαν σαν της<br />

κουκουβάγιας, από τα χείλη της ξεπρόβαλε <strong>μια</strong> πελώρια διχαλωτή γλώσσα, τα<br />

δάχτυλα της μάκρυ<strong>να</strong>ν και τα νύχια της τριπλασιάστηκαν, ώσπου έγι<strong>να</strong>ν σαν νύχια<br />

άγριου ζώου.<br />

-Έλα, ομορφούλη μου, δώσε έ<strong>να</strong> φιλάκι στη θείτσα, είπε με σαλιάρικη τρομερή φωνή<br />

το τέρας.<br />

Αυτό ήταν! Ο Τζακ εγκαταλείποντας τα τελευταία ίχνη θάρρους που του απέμε<strong>να</strong>ν,<br />

ουρλιάζοντας με όλη τη δύ<strong>να</strong>μη της φωνής του διέσχισε με αστραπιαία ταχύτητα το<br />

πλακόστρωτο δρομάκι και λουσμένος στον ιδρώτα όρμησε σαν τρελός στη<br />

σκουριασμένη αυλόπορτα τσιρίζοντας έντρομος βοήθεια.<br />

- Φιλάκι στη θείτσα, φιλάκι στη θείτσα, ακούστηκε από πίσω του και τα λόγια αυτά<br />

διαδέχτηκε έ<strong>να</strong> τρομερό σατανικό γέλιο.<br />

Μόλις ο ταχυδρόμος εξαφανίστηκε η γριά που, όπως ήδη ξέρουμε, λεγόταν <strong>Έντ<strong>να</strong></strong><br />

Γουόρτ, πήρε την πρώτη της μορφή και ξεκαρδισμένη στα γέλια μπήκε μέσα στο<br />

άθλιο ερείπιο που της χρησίμευε για σπίτι.<br />

Ο Τζακ ήταν αρκετά μεγάλος και είχε πάψει εδώ και καιρό <strong>να</strong> πιστεύει στα<br />

πλάσματα των παραμυθιών. Έτσι, για πολύ καιρό μετά από αυτό το περιστατικό δεν<br />

είχε ιδέα αν είχε συμβεί στ’αλήθεια η αν το είχε ονειρευτεί αλλά αρνιόταν<br />

αποφασιστικά <strong>να</strong> παραδώσει γράμμα ακόμα και τρία τετράγω<strong>να</strong> πιο πέρα από το<br />

παράξενο σπίτι. Σύντομα μάλιστα παραιτήθηκε από την δουλειά του και έπιασε<br />

δουλειά σε έ<strong>να</strong> παπουτσάδικο. Οι εξηγήσεις που προσπαθούσε <strong>να</strong> δώσει ο<br />

συμπαθητικός αυτός νεαρός ταχυδρόμος για ότι του είχε συμβεί ήταν αυτές που<br />

συνήθως δίνουν οι μεγάλοι σε τέτοιες περιπτώσεις: Παράκρουση, ψυχικά τραύματα,<br />

παραισθήσεις, υπερκόπωση και το πολύ-πολύ εισβολή εξωγήινων στο Λενδούνο.<br />

Φυσικά, αν ήταν λίγο νεότερος, δεν θα δυσκολευόταν <strong>να</strong> μαντέψει την αλήθεια:<br />

Η γριά που του είχε ανοίξει την πόρτα εκείνη την ημέρα δεν ήταν παρά <strong>μια</strong> απολύτως<br />

συνηθισμένη, δίχως τίποτα το ξεχωριστό <strong>κακιά</strong> μάγισσα.<br />

Υπάρχουν αρκετά βιβλία που υποστηρίζουν με μεγάλη αυθεντία ότι οι<br />

μάγισσες εί<strong>να</strong>ι διαφορετικές από ό,τι τις περιγράφουν τα παραδοσιακά παραμύθια και<br />

δίνουν διάφορες περιγραφές αλλά η αλήθεια εί<strong>να</strong>ι διαφορετική. Οι κακιές μάγισσες<br />

εί<strong>να</strong>ι ακριβώς όπως τις περιγράφουν οι παλιές ιστορίες. Μαυροντυμένες γριές<br />

φαφούτες, καμπουρες και γεμάτες κρεατοελιές, με μυτερά καπέλα, μαγικά βιβλία και<br />

ιπτάμενες σκούπες. Όσο πιο κακές, τόσο πιο άσχημες εί<strong>να</strong>ι λες και η μαυρίλα της<br />

6


ψυχής τους βγαίνει στο πρόσωπο τους και τις παραμορφώνει. Η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> Γουόρτ όμως<br />

ήταν από τις χειρότερες που κυκλοφορούσαν εκείνον τον καιρό στη Γαγγλία, ήταν η<br />

πιο <strong>κακιά</strong> άσχημη και πονηρή μάγισσα που μπορούσες <strong>να</strong> συ<strong>να</strong>ντήσεις.Ήταν κάτι<br />

περισσότερο από απλώς <strong>κακιά</strong>, ήταν τόσο φριχτή που οι άλλες κακές μάγισσες την<br />

είχαν για πρότυπο και θα ήταν μόνιμη πρόεδρος στις συνάξεις τους, αν δεν υπήρχε<br />

<strong>μια</strong> άλλη μάγισσα εξίσου απαίσια, η Μεγκ, που πάντα διεκδικούσε την ίδια θέση.<br />

Δεν μπορώ <strong>να</strong> περιγράψω τον ενθουσιασμό αυτής της στριμμέγκλως, όταν<br />

άνοιξε το γράμμα που της έφερε ο Τζακ και το διάβασε. Τα μικρά σαν κουμπότρυπες,<br />

διαβολικά μάτια της πέταξαν σπίθες. «Γιούχου!» έσκουξε η παλιόγρια και τρελη από<br />

χαρά άρχισε <strong>να</strong> πηδάει και <strong>να</strong> χορεύει στο αραχνιασμένο, γεμάτο σκονισμέ<strong>να</strong><br />

παμπάλαια έπιπλα χωλ.<br />

Υπάρχει έ<strong>να</strong>ς αλάνθαστος τρόπος <strong>να</strong> ξεχωρίσει κανείς <strong>μια</strong> μάγισσα από <strong>μια</strong><br />

απλώς κακάσχημη γριά, χωρίς εκείνη <strong>να</strong> εκδηλώσει καμιά από τις μαγικές της<br />

ικανότητες. Α<strong>να</strong>ρωτιέστε πώς μπορεί κανείς <strong>να</strong> το κάνει αυτό; Εκείνο που την<br />

προδίδει εί<strong>να</strong>ι η φοβερή ευκινησία της και η ακατάβλητη αντοχή της. Μπορεί οι<br />

μάγισσες <strong>να</strong> εί<strong>να</strong>ι ζαρωμένες, καμπουρες, ρυτιδιασμένες και <strong>να</strong> μοιάζουν εύθραυστες<br />

και αρρωστιάρες αλλά αυτό εί<strong>να</strong>ι απλώς η κάλυψη τους. Μια αληθινή μάγισσα<br />

μπορεί, αν το θελήσει, <strong>να</strong> ισορροπήσει σε έ<strong>να</strong> τεντωμένο σκοινί φορώντας τα<br />

χοντροπάπουτσα της. Να πηδήξει χωρίς προσπάθεια τόσο ψηλά όσο <strong>μια</strong><br />

πρωταθλήτρια ειδικευμένη στο άλμα επι κοντώ. Να χορέψει και <strong>να</strong> χοροπηδήσει<br />

τρεις μέρες και τρεις νύχτες, δίχως <strong>να</strong> λαχανιάσει και όλα αυτά χωρίς <strong>να</strong><br />

μεταχειριστεί κάποιο ξόρκι. Εί<strong>να</strong>ι γι’ αυτήν κάτι αυτονόητο, όπως εί<strong>να</strong>ι για μας το <strong>να</strong><br />

περπατάμε.<br />

Έπρεπε <strong>να</strong> ήσασταν σε <strong>μια</strong> γωνιά και <strong>να</strong> βλέπατε την κακομούτσουνη και<br />

ξεμαλλιάρα αυτή γριέντζω <strong>να</strong> πιλαλάει και <strong>να</strong> χοροπηδάει σαν αγριοκάτσικο μέσα<br />

στο ερειπωμένο σπίτι της, <strong>να</strong> κάνει απίστευτες χορευτικές φιγούρες, <strong>να</strong> κακαρίζει σαν<br />

κότα, <strong>να</strong> τσιρίζει σε κατάσταση φρενίτιδας και <strong>να</strong> τρομάζει ακόμα και τη νυχτερίδα<br />

της, το Γιακ, που είχε συνηθίσει <strong>να</strong> βλέπει έ<strong>να</strong> σωρό παράξε<strong>να</strong> απ’ αυτήν, χωρίς <strong>να</strong><br />

απορεί ή <strong>να</strong> εκπλήσσεται.<br />

Αιτία για όλο αυτό το τρελό ξεφάντωμα της κακίστρως ήταν το γράμμα που<br />

κρατούσε στο χέρι της.<br />

- Το βλέπεις, Γιάκ; ούρλιαξε ανεμίζοντας με καμάρι το γράμμα μπροστά στο μούτρο<br />

της κατάμαυρης νυχτερίδας της. Αυτό το χαρτί που κρατάω στα χέρια μου εί<strong>να</strong>ι ο<br />

πολύ καθυστερημένος θρίαμβος μου, η α<strong>να</strong>γνώριση της ανωτερότητας μου από αυτές<br />

τις κακομοιριασμένες μέγαιρες του Συμβουλίου των Κακών Μαγισσών της Γαγγλίας<br />

και η ολοκληρωτική συντριβή της κακορίζικης αντιζήλου μου, αυτής της ατάλαντης<br />

καρακάξας της Μεγκ, που εδώ και σχεδόν δυο αιώνες με ανταγωνίζεται και<br />

προσπαθεί <strong>να</strong> αποδείξει ότι με ξεπερνά σε κακία. Ποιά; Eμέ<strong>να</strong>, την πιο απαίσια, την<br />

πιο σατανική και την πιο τρομαχτική μάγισσα όλης της μαγισσοσύνης . Εδώ το<br />

γράφει ολοκάθαρα. Οι αξιολύπητες συ<strong>να</strong>δέλφισσες μου με ικετεύουν σχεδόν<br />

γο<strong>να</strong>τιστές <strong>να</strong> προεδρεύσω στην επόμενη σύ<strong>να</strong>ξη.<br />

Ο Γιακ παραμένοντας παγερά αδιάφορος για όλα αυτά καταβρόχθισε έ<strong>να</strong><br />

παχουλό έντομο και κοίταξε την <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> με έ<strong>να</strong> βλέμμα σχεδόν συγκαταβατικό.<br />

- Τι σημαίνει αυτό παρακαλώ; έκανε θυμωμέ<strong>να</strong> εκείνη.Aμφισβητείς ότι οι παλιόγριες<br />

ταπεινώνονται μπροστά μου.<br />

Εδώ το λέει καθαρά:<br />

«Αγαπητή <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> Γουόρτ,<br />

…επιλέχθηκες <strong>να</strong> προεδρέψεις στην επόμενη σύ<strong>να</strong>ξη μας στις δεκατρείς του<br />

Ιανουαρίου»<br />

και το υπογράφουν όλες τους χωρίς καμιά <strong>να</strong> λείπει.<br />

7


Τι παραπάνω <strong>να</strong> κάνουν; Nα συρθούν; Το μόνο που με ανησυχεί εί<strong>να</strong>ι ότι αυτή η<br />

γλιτσιασμένη κάμπια, η Μεγκ, για <strong>να</strong> προσπαθήσει <strong>να</strong> τις επηρεάσει, θα σκαρώσει<br />

κανέ<strong>να</strong> κατάλογο με φανταστικές κακές πράξεις, για <strong>να</strong> αποδείξει ότι εί<strong>να</strong>ι πιο <strong>κακιά</strong><br />

και σατανική από εμέ<strong>να</strong>. Κάτι τέτοιο θα με εξευτέλιζε.<br />

- Και τι σκέφτεσαι <strong>να</strong> κάνεις; ρώτησε αδιάφορα ο Γιακ μασουλώντας ορεξάτα <strong>μια</strong><br />

παχουλή μύγα.<br />

- Θα σου πω ακριβώς τι θα κάνω, έφτυσε εχθρικά η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> σουφρώνοντας τα<br />

ρυτιδιασμέ<strong>να</strong> και απίστευτα ζαρωμέ<strong>να</strong> χείλη της. Θα φορέσω το μυτερό καπέλο μου,<br />

θα καβαλήσω την ιπτάμενη σκούπα μου και με το ξορκοβιβλίο μου στο χέρι θα<br />

πετάξω πάνω από την πόλη και θα σκαρώσω με τη σειρά τα πιο λαχταριστά<br />

πικάντικα και υπέροχα σατανικά κόλπα μου. Οι κατοικοι του Λενδούνου θα<br />

θυμούνται για καιρό αυτήν τη μέρα αλλά το κυριότερο εί<strong>να</strong>ι ότι θα βάλω τα γυαλιά<br />

σε όλες τις άλλες στρίγκλες και θα ρεζιλέψω αυτήν την διμούτσουνη οχιά την Μεγκ.<br />

8


Κεφάλαιο 2<br />

Το ξόρκι της ασχή<strong>μια</strong>ς<br />

Δίχως <strong>να</strong> χάσει δευτερόλεπτο η μάγισσα έκανε ακριβώς ό,τι είπε. Φορεσε βιαστικά<br />

το καπέλο της, που ήταν κρεμασμένο σε έ<strong>να</strong>ν κουτσό καλόγερο στο χωλ, άρπαξε την<br />

ιπτάμενη σκούπα της, που την είχε παρκαρισμένη κοντά στην εξώπόρτα και το βιβλίο<br />

με τα ξόρκια από έ<strong>να</strong> τραπεζάκι δίπλα στην σκάλα και βγήκε τρελή από<br />

ανυπομονησία και γεμάτη κέφι για διαβολιές στο θα<strong>να</strong>τερό δεντρόκηπο της. Έβαλε<br />

το βιβλίο στη μασχάλη της, για <strong>να</strong> μπορεί <strong>να</strong> έχει τα χέρια της ελέυθερα και <strong>να</strong><br />

κουμαντάρει τη σκούπα, καβάλησε το σκουπόξυλο, σφύριξε συνθηματικά, όπως<br />

κάνουμε για <strong>να</strong> δώσουμε το σήμα σε έ<strong>να</strong> άλογο <strong>να</strong> ξεκινήσει και στη στιγμή<br />

απογειώθηκε, ίδια με απειλητικό όρνιο που γυρεύει στην έρημο κάποιο<br />

απροστάτευτο και εξαντλημένο από τη δίψα θύμα, για <strong>να</strong> γευματίσει.<br />

Σύντομα οι στέγες άρχισαν <strong>να</strong> απομακρύνονται και η πόλη <strong>να</strong> μοιάζει με<br />

πολύχρωμο ψηφιδωτό κάτω από τα χοντροπάπουτσα της. Ο άνεμος σφύριζε στ’αυτιά<br />

της και παράσερνε τα μπερδεμέ<strong>να</strong> μαλλιά της. Πετούσε τόσο ψηλά, που όποιος την<br />

έβλεπε, ιδιαίτερα αν ήταν μεγάλος σε ηλικία, θα την έπαιρνε με ευκολία για κάποιο<br />

μαυροπουλι και καθόλου δεν θα του πέρ<strong>να</strong>γε από το μυαλό ότι στην πραγματικότητα<br />

επρόκειτο για <strong>μια</strong> στριμμένη και κακότροπη μάγισσα της πόλης.<br />

Αλλά η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> από εκεί ψηλά μπορούσε <strong>να</strong> διακρίνει τα πάντα έως και την πιο<br />

απειροελάχιστη λεπτομέρεια. Μπορούσε <strong>να</strong> διακρίνει καθαρά ακόμα και <strong>μια</strong> μικρή<br />

μύγα που καθόταν στον ώμο ενός μαυροντυμένου κυρίου. Βλέπετε, εκτός από τις<br />

άλλες ικανότητες του, οι μάγισσες, ιδιαίτερα οι κακές, διαθέτουν και <strong>μια</strong> όραση τόσο<br />

οξεία που κάνει και έ<strong>να</strong>ν αετό <strong>να</strong> μοιάζει μισότυφλος. Με τα τοσοδούτσικα μάτια της<br />

μελετούσε με κάθε λεπτομέρεια τους περαστικούς γυρεύοντας το κατάλληλο θύμα<br />

για <strong>να</strong> βάλει τα διαβολικά μαγικά της σε δράση.<br />

Πετούσε πάνω από έ<strong>να</strong>ν από τους πολυσύχ<strong>να</strong>στους δρόμους του Χάπι Χι, που<br />

ήταν γεμάτος με μικρομάγαζα αλλά και πιο μεγάλα καταστήματα, τον Ρόυαλ Στριτ.<br />

Έβλεπε πλήθος αξιοπρεπείς Λενδρούζους κυρίους και κυρίες <strong>να</strong> περπατάνε στα<br />

πεζοδρό<strong>μια</strong>, <strong>να</strong> χαζεύουν τις βιτρίνε, <strong>να</strong> φλυαρούν, <strong>να</strong> σχολιάζουν τα διάφορα<br />

εμπορεύματα, <strong>να</strong> μπαίνουν και <strong>να</strong> βγαίνουν από τα διάφορα μαγαζιά όμως κανείς από<br />

αυτούς δεν της έμοιαζε κατάλληλος για <strong>να</strong> στήσει <strong>μια</strong> διασκεδαστική φάρσα. Κάτι<br />

άλλο γύρευε, κάτι άλλο επιθυμούσε <strong>να</strong> δει. Ξαφνικά τα μάτια της σπίθισαν. όπως<br />

γινότανε πάντα όταν έβλεπε κάτι που ήθελε και έ<strong>να</strong> τσιριχτό, α<strong>να</strong>τριχιαστικό γέλιο<br />

βγήκε από το φαφούτικο στόμα της.<br />

9


Μια γυ<strong>να</strong>ίκα με έ<strong>να</strong> χαριτωμένο μωρό ξαπλωμένο σε <strong>μια</strong> κούνια με ρόδες και<br />

πολύ ζεστά ντυμένο πήγαινε βόλτα χαζεύοντας τις βιτρίνες. Η γυ<strong>να</strong>ίκα αυτή ήταν<br />

ανοιχτόχρωμη, λεπτή και φορούσε έ<strong>να</strong> μικρό καπελάκι στερεωμένο στα μαλλιά της<br />

με μερικές φουρκέτες και έ<strong>να</strong> μπεζ παλτό που είχε κουμπώσει μέχρι επάνω, λεγόταν<br />

Μαίρη Χάρις και καμάρωνε ιδιαίτερα το όμορφο, καστανόξανθο μωράκι τη<br />

Η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> ήταν κατενθουσιασμένη. Όλοι ξέρουμε τι μίσος έχουν για τα παιδιά<br />

και ιδιαίτερα τα μωρά οι κακές μάγισσες. Δίχως δευτερη σκέψη άνοιξε το βιβλίο της<br />

και άρχισε <strong>να</strong> το ξεφυλλίζει ψάχνοντας το ξόρκι που σκόπευε <strong>να</strong> χρησιμοποιήσει. Α,<br />

εδώ είμαστε, βέλαξε σε <strong>μια</strong> στιγμή, εί<strong>να</strong>ι ό,τι πρέπει. Στη στιγμή είπε τα μαγικά λόγια<br />

και έδειξε με το κοκκαλιάρικο δάχτυλο της την κούνια με το μωρό.<br />

Η κυρία Χάρις συνέχιζε <strong>να</strong> κάνει την βόλτα της στο Ρόγιαλ Στριτ, χωρίς <strong>να</strong><br />

υποψιάζεται τίποτα. Ξαφνικά <strong>μια</strong> παχουλή ηλικιωμένη γυ<strong>να</strong>ίκα με αρκετο κοκκινάδι<br />

απλωμένο γεν<strong>να</strong>ιόδωρα στα μάγουλα της πλησίασε και έσκυψε πάνω από την κούνια.<br />

- Αχ, έ<strong>να</strong> γλυκό μωράκι. Μπορώ <strong>να</strong> του τσιμπήσω τα μαγουλάκια; Τρελαίνομαι για<br />

μωράκια. Τι κάνεις χρυσούλι μου;<br />

- Αλήθεια, δεν εί<strong>να</strong>ι όμορφος ο μπέμπης μου; αποκρίθηκε περήφα<strong>να</strong> η κυρία Χάρις<br />

και σταμάτησε <strong>να</strong> σπρώχνει την κούνια, για <strong>να</strong> δώσει την ευκαιρία στη χοντρή<br />

γυ<strong>να</strong>ίκα <strong>να</strong> καμαρώσει το αγγελούδι της.<br />

Η κοκκκινομάγουλη κυρία που λεγόταν Άντζελα Γουάτσον δεν έβλεπε καλά αλλά<br />

δεν φορούσε τα γυαλιά της από κοκκεταρία. Παρόλα αυτά, για <strong>να</strong> δει καλά το<br />

μωράκι, τα έβγαλε από την τσάντα της και τα φόρεσε.<br />

10


- Για <strong>να</strong> δούμε αυτό το αγγελούδι. Γούτσου-γούτσου το μωράκι, είπε χαμογελαστή<br />

και άπλωσε τα χοντροδάχτυλα της για <strong>να</strong> τσιμπήσει τα μάγουλα του μωρού.<br />

Μα τι ήταν αυτό; Εντελώς ανεξήγητα η γυ<strong>να</strong>ίκα αρχικά πάγωσε και πήρε <strong>μια</strong><br />

έκφραση τέλειας απορίας και σύγχυσης που μετατράπηκε πρώτα σε έκπληξη και μετά<br />

σε απερίγραπτο τρόμο. Χλώ<strong>μια</strong>σε ολόκληρη σαν το πανί, αν εξαιρέσει κανείς τα<br />

φουσκωτά μαγουλά της που από το πολύ κοκκινάδι παρέμει<strong>να</strong>ν στο χρώμα του<br />

ώριμου μήλου, έβγαλε τα γυαλιά και έτριψε τα μάτια της, σαν <strong>να</strong> προσπαθούσε <strong>να</strong><br />

διώξει <strong>μια</strong> εφιαλτική παραίσθηση. Όταν αυτό απέτυχε και βεβαιώθηκε πως ότι έβλεπε<br />

ήταν αληθινό, άνοιξε διάπλατα το στόμα και άφησε <strong>μια</strong> διαπεραστική κραυγή τόσο<br />

ψηλή σε τονικότητα, ώστε κάποιος που δεν έβλεπε, εύκολα θα μπορούσε <strong>να</strong> πιστέψει<br />

ότι περνούσε από εκεί κάποιο νοσοκομειακό.<br />

- Βοήθεια! τσίριξε απελπισμένη η χοντρή, το μωρό του διαβόλου και με ταχύτητα<br />

πραγματικά αξιοθαύμαστη για τα κυβικά της ισορροπώντας με τέχνη τον<br />

αξιοπρόσεχτο όγκο της στα γελοία ψηλοτάκου<strong>να</strong> της γύρισε την πλάτη στην κυρία<br />

Χάρις και άρχισε <strong>να</strong> τρέχει σαν τρελή, για <strong>να</strong> γλυτώσει - Έλα Χριστέ μου, έκανε<br />

προσβεβλημένη η Κυρία Χάρις, τι μύγα την τσίμπησε και ανήσυχα έσκυψε το<br />

κεφάλι <strong>να</strong> κοιτάξει στην κούνια.<br />

Όμως τώρα ήταν η σειρά της <strong>να</strong> στριγκλίξει. Το πλάσμα που την κοίταζε από την<br />

κούνια δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον όμορφο μπέμπη της. Το τερατόμορφο αυτό ον<br />

είχε <strong>μια</strong> μύτη χοντρή σαν πατάτα και γεμάτη ρόζους, αυτιά μυτερά αλλά και κάπως<br />

κρεμαστά σαν του σκύλου, κατακόκκι<strong>να</strong> μάτια και δύο μεγάλα κέρατα, ενώ το δέρμα<br />

του ήταν σκούρο πράσινο. Καθώς άνοιγε το στόμα του, η σπυριασμένη γλώσσα του<br />

κρεμόταν έξω δέκα πήχες, στο πηγούνι του φύτρω<strong>να</strong>ν μεγάλες σκόρπιες τρίχες και τα<br />

χέρια του είχαν γαμψά νύχια άγριου ζώου. Το πλάσμα που ξάπλωνε στην κούνια και<br />

άπλωνε τα χέρια στη κυρία Χάρις δεν ήταν έ<strong>να</strong> ανθρώπινο μωρό αλλά έ<strong>να</strong> μικρό<br />

κακάσχημο τρόλ.<br />

Η γυ<strong>να</strong>ίκα άρχισε <strong>να</strong> κλαψουρίζει και <strong>να</strong> τσιρίζει σαν τρελή.<br />

- Το παιδί μου τι έπαθε το παιδί μου; Βοήθεια χριστιανοί. Πολλοί κύριοι και κυρίες<br />

μαζέυτηκαν γύρω από την κούνια, για <strong>να</strong> δουν τι πρόβλημα είχε το μωρό και <strong>να</strong><br />

βοηθήσουν όπως μπορούσαν, αλλά αρκούσε <strong>να</strong> του ρίξουν <strong>μια</strong> ματιά, για <strong>να</strong><br />

παραμορφωθεί η έκφρασή τους σε έ<strong>να</strong> μορφασμό αηδίας.<br />

- Η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> από ψηλά είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια μα, για <strong>να</strong> ολοκληρώσει το απαίσιο<br />

κόλπο της, μουρμούρισε μερικά ακόμη μαγικά λόγια και έδειξε τη στέγη ενός<br />

μαγαζιού κοντά στην κυρία Χάρις. Την ίδια στιγμή <strong>μια</strong> χούφτα κακομούτσουνοι<br />

καλικάντζαροι κά<strong>να</strong>νε την εμφανισή τους και αρχίσανε <strong>να</strong> τραγουδάνε φαλτσα και<br />

κακόφω<strong>να</strong> σαν χορωδία. Τι τραγουδούσανε; Έ<strong>να</strong> σαδιστικό τραγουδάκι που<br />

δυστυχώς σύντομα απλώθηκε σ’ όλο το δρόμο, όπως η φωτιά στα ξερόχορτα.<br />

Άρχισαν <strong>να</strong> το τραγουδάνε διάφορα παλιόπαιδα και, επειδή οι στίχοι του ήταν αστείοι<br />

και η μελωδία του διασκεδαστική, δεν άργησαν <strong>να</strong> το πιάσουν και οι<br />

καταστηματάρχες, οι περαστικοί και αργά αλλά σταθερά όλο το Χάπι Χιλ.<br />

Το μωρό της Μάνταμ Χάρις<br />

εί<strong>να</strong>ι άσχημο πολύ<br />

Αν το δεις αργά τη νύχτα<br />

Θα σου κόψει τη χολή.<br />

11


Τι μυτάρα! τι μουτσού<strong>να</strong>!<br />

Να το βλέπεις δεν αντέχεις<br />

Και εί<strong>να</strong>ι αληθινή κατάρα<br />

Μες στην κούνια <strong>να</strong> το έχεις<br />

Η <strong>Έντ<strong>να</strong></strong> ψηλά στον ουρανό σε κατάσταση φρενίτιδας πανηγύριζε, χιχίριζε,<br />

στρίγκλιζε και με δυο λόγια διασκέδαζε όσο δεν είχε διασκεδάσει εδώ και χρόνια.<br />

Μια όμως που το ξόρκι της είχε λειτουργήσει τόσο καλά είπε <strong>να</strong> το χρησιμοποιήσει<br />

ακόμα <strong>μια</strong> φορά.<br />

Αυτή τη φορά ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος και έβαλε στόχο έ<strong>να</strong> χαριτωμένο<br />

ερωτευμένο ζευγαράκι τον Άλεξ Ρόκγουελ και την Άννι Χάρισσον, που περπατούσαν<br />

πιασμένοι χέρι-χέρι στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο ανταλλάσοντας φιλάκια και<br />

ερωτόλογα. Οι κακές μάγισσες βγάζουν σπυράκια και αρρωσταίνουν, όταν βλέπουν<br />

ερωτευμέ<strong>να</strong> ζευγαράκια.<br />

- Είσαι το πιο γλυκό ζουζουνάκι του κόσμου, είπε ο Άλεξ και, ενώ έσφιγγε το χέρι<br />

της αγαπημένης του τρυφερά, της έριξε έ<strong>να</strong> βλέμμα λατρείας.<br />

- Κι εσύ είσαι το μικρό μου φουντουκάκι, απάντησε στοργικά η Άννι και ακούμπησε<br />

το κεφάλι της στον ώμο του νεαρού της φίλου. Δυο κομψές κυρίες που προχωρούσαν<br />

στον δρόμο κουβεντιάζοντας, βλέποντας τους δυο συμπαθητικούς και τόσο<br />

ερωτευμένους νέους <strong>να</strong> περπατάνε πλάι πλάι, χαμογέλασαν και η <strong>μια</strong> έσκυψε στο<br />

αυτί της άλλης και της είπε με θαυμασμό «Τι ταιριαστό ζευγάρι!» Η Άννι τις άκουσε<br />

και ευχαριστημένη ψιθύρισε στον Άλεξ.<br />

- Θα με φιλήσεις, κολοκυθάκι μου;<br />

- Αμέσως, σοκολατάκι μου, αποκρίθηκε εκείνος και κλείνοντας τα μάτια έφερε το<br />

πρόσωπο του κοντά στο δικό της. Έκλεισε κι εκείνη τα δικά της και περίμενε το φιλί.<br />

Καθώς τα χείλη τους ενώθηκαν από κάπου ψηλά ήρθε έ<strong>να</strong> κακόηχο γέλιο σαν<br />

κρώξιμο καρακάξας. Η Άννι άνοιξε τα μάτια της και το ίδιο έκανε και ο Άλεξ μα<br />

αμέσως τραβήχτηκαν, το πρόσωπο τους γέμισε φρίκη και έβγαλαν ταυτόχρο<strong>να</strong> <strong>μια</strong><br />

αντριχιαστική κραυγή.<br />

– Θεέ μου τι έπαθες; έσκουξε κλαίγοντας ο Άλεξ, τι απόγινε το όμορφο προσωπάκι<br />

σου; Η Άννι είχε γίνει αγνώριστη. Έ<strong>να</strong> α<strong>να</strong>γουλιαστικό τέρας που μόνο τον τρόμο<br />

μπορούσε <strong>να</strong> γεννήσει. Το κεφάλι της πάνω είχε πρηστεί και είχε γίνει πελώριο, το<br />

πρόσωπο της μακρουλό και αφύσικα στενόμακρο και το σαγόνι της έφτανε μέχρι το<br />

στήθος. Τα αυτιά της είχαν πλατύνει και μακρύνει σαν του γαιδάρου το δέρμα της<br />

είχε ζαρώσει και μαζέψει λες και ήτανε σταφίδα και η μύτη της είχε γίνει σουβλερή<br />

με κλίση προς τα πάνω, έτσι που η πρώτα όμορφη κοπέλα θύμιζε κάποιο δαιμόνιο<br />

του δάσους, και στην πλάτη της είχε ξεφυτρώσει <strong>μια</strong> πελώρια αντιαισθητική<br />

καμπουρα.<br />

Και ο πρώτα συμπαθητικός και γοητευτικός Άλεξ όμως δεν παρουσίαζε καλύτερο<br />

θέαμα. Είχε παραμορφωθεί και ήταν ίδιος με την αγαπημένη του. Τα ρούχα τους<br />

είχαν και αυτά αντικατάσταθεί με βρώμικα και τριμμέ<strong>να</strong> κουρέλια. Τα δυο<br />

δυστυχισμέ<strong>να</strong> τέρατα πέσανε το έ<strong>να</strong> στην αγκαλιά του άλλου και αρχίσανε <strong>να</strong> κλαίνε.<br />

Όσοι περνούσαν εκείνη την ώρα από εκεί κοντοστάθηκαν, για <strong>να</strong> δουν το παράδοξο<br />

θέαμα αυτών των δύο τρομαχτικών πλασμάτων που θρηνούσαν αγκαλιασμέ<strong>να</strong>.<br />

Μερικοί περαστικοί βέβαια ρίχνοντας τους <strong>μια</strong> και μόνη ματιά δεν κρατήθηκαν και<br />

αμέσως το έβαλαν στα πόδια φωνάζοντας βοήθεια, ενώ κάποιοι άλλοι που<br />

περνούσανε εκείνη την ώρα από τον πολυσύχ<strong>να</strong>στο δρόμο στραβώσανε τα μούτρα<br />

τους με αηδία. Μερικά παλιόπαιδα αρχίσανε <strong>να</strong> κοροιδεύουν και <strong>να</strong> κάνουν<br />

προσβλητικές γκριμάτσες και κάποιες γριούλες κουνήσανε λυπημέ<strong>να</strong> το κεφάλι.<br />

12


<strong>Δάφνη</strong> <strong>Τζαμαλή</strong> «Υακίνθου»<br />

Η <strong>Δάφνη</strong> <strong>Τζαμαλή</strong> «Υακίνθου» γεννήθηκε στην Αθή<strong>να</strong> το 1981. Από πολύ μικρή<br />

διέθετε <strong>μια</strong> ζωηρή φαντασία και αγαπούσε <strong>να</strong> πλάθει συ<strong>να</strong>ρπαστικές ιστορίες. Σε<br />

ηλικία δεκατριών ετών γράφει το πρώτο της βιβλίο, διδάσκεται μόνη της το σχέδιο,<br />

ενώ παράλληλα ξεκινάει μαθήματα φωνητικής, για <strong>να</strong> ασχοληθεί με την άλλη της<br />

μεγάλη αγάπη, το κλασικό τραγούδι.<br />

Στα εικοσιπέντε, ώριμη πια, γράφει και εικονογραφεί το πρώτο της μεγάλο παιδικό<br />

μυθιστόρημα και αφοσιώνεται σταθερά στη συγγραφή. Για πρώτη φορά το 2012<br />

εκδίδει με τις εκδόσεις Οσελότος το βιβλίο της «Αστροζαχαρένια ιστορία», που<br />

κυκλοφορεί σε όλα τα ενημερωμέ<strong>να</strong> βιβλιοπωλεία και προτάθηκε για κρατικό<br />

βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 2013 ακολουθεί το δεύτερο βιβλίο της, «Το<br />

Μάθημα του Μουρμούρα», εικονογραφημένο κι αυτό από την ίδια. Στο easywriter.gr<br />

υπάρχουν ακόμα σε ηλεκτρονική μορφή τα βιβλία της «Άλντουιν ο Σαλιγκαρούλης<br />

και η μεγάλη α<strong>να</strong>ζήτηση», «Θέλω <strong>να</strong> γίνω Πρίγκιπας», «Το παιδί της<br />

δροσοσταλίδας», «Ο Κρυστάλλινος Ιππότης», «Το τραγούδι του Ελαφρούλη», «Το<br />

ευλογημένο πριγκιπόπουλο», «Η βασίλισσα της αστραπής» «Το πεύκο και η φωτιά»<br />

και τα παραμυθάκια σε στίχους «Μια αμαδρυάδα στη γλάστρα μου» και «Ο<br />

μο<strong>να</strong>χικός χρυσόκυκνος». Επίσης έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Φυλάτος σε e-book η<br />

παιδική ιστορία «Το παραμύθι του λευκού Αρλεκίνου» και πολλά ελληνικά και<br />

αγγλικά βιβλία της κυκλοφορούν στην πλατφόρμα smashwords.<br />

Η <strong>Δάφνη</strong> <strong>Τζαμαλή</strong> «Υακίνθου» εί<strong>να</strong>ι μέλος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού<br />

Βιβλίου (greekibby).<br />

Σήμερα μοιράζει τον χρόνο της σε όλες τις διαφορετικές καλλιτεχνικές της<br />

δραστηριότητες και στα αγαπημέ<strong>να</strong> της ζώα. Εξακολουθεί <strong>να</strong> μένει στην Αθή<strong>να</strong>.<br />

250


η συνέχεια στο...<br />

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/<br />

1278

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!