04.10.2013 Views

ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

<strong>ΠΑΙΔΙΚΗ</strong> <strong>ΘΕΑΤΡΙΚΗ</strong> <strong>ΣΚΗΝΗ</strong><br />

Κείμενο : Δημήτρης Φιλελές<br />

Επιμέλεια : Γιώργος Βλάχος<br />

Εξώφυλλο, Εικονογράφηση : Πένυ Κωνσταντίνου<br />

© Αίσια Λ. Αλφαντή<br />

Ηλεκτρονικές Εκδόσεις, 2013<br />

Αττάλου 19 - 142 31 Αθήνα<br />

ISBN : 978-618-80401-3-7<br />

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου του έργου<br />

και του συνοδευτικού εικονογραφικού υλικού χωρίς την<br />

έγγραφη άδεια του εκδότη.<br />

e-mail : info@daimonapps.com


ΠΡΟΛΟΓΟΣ<br />

Στον τόπο που το θέατρο λειτούργησε λυτρωτικά επί αιώνες, σήμερα<br />

διαπιστώνουμε ένα τεράστιο έλλειμμα θεατρικής παιδείας. Η<br />

υδροκέφαλη πρωτεύουσα κατέχει τη μερίδα του λέοντος και στους<br />

χώρους δημιουργίας θεατρικών παραστάσεων, ενώ η ελληνική<br />

επαρχία βρίσκεται σε αναμονή μέχρι οι θίασοι να αποφασίσουν να<br />

περιοδεύσουν για να παρουσιάσουν, όπου υπάρχει πιθανότητα<br />

εξασφάλισης κοινού και εσόδων, τα έργα τους.<br />

Το σπάταλο ελληνικό κράτος είναι εξαιρετικά φειδωλό σε ό,τι<br />

σχετίζεται με τη θεατρική παιδεία των μαθητών όλων των βαθμίδων.<br />

Η θεατρική αγωγή υπάρχει στα χαρτιά και σχεδόν πάντα υποχωρεί<br />

κάτω από το βάρος των λεγόμενων πρωτευόντων μαθημάτων.<br />

Εξάλλου, οι δάσκαλοι δε μπορούν να είναι και θεατρολόγοι. Η<br />

τοποθέτηση θεατρολόγων στα σχολεία ισχύει μόνο για συγκεκριμένα<br />

εκπαιδευτικά προγράμματα και τείνει να καταργηθεί. Επιπλέον,<br />

ακόμη και όταν υπάρχουν εξειδικευμένοι εκπαιδευτικοί, ούτε ο<br />

χρόνος επαρκεί ούτε οι κατάλληλοι χώροι υπάρχουν.<br />

Κάτω απ' αυτές τις απαράδεκτες συνθήκες, τα παιδιά σχολικής<br />

ηλικίας μπορούν να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις,<br />

εγκεκριμένες κατά το δοκούν από τους αρμόδιους υπαλλήλους του<br />

υπουργείου παιδείας, με προαιρετική συμμετοχή, αφού τα έξοδα<br />

βαρύνουν αποκλειστικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ακόμη<br />

και σ' αυτή την περίπτωση, είναι ευδιάκριτο το αρνητικό ισοζύγιο των<br />

μαθητών της επαρχίας σε σχέση με τους μαθητές της πρωτεύουσας.<br />

Όμως, μέσα απ' αυτή τη διαδικασία, τα παιδιά οδηγούνται με έναν<br />

ακόμη τρόπο στη θέση του παθητικού θεατή. Βρίσκονται και πάλι<br />

καθηλωμένα σε ένα κάθισμα για αρκετή ώρα, πάλι απαιτείται να είναι<br />

ήσυχα, πάλι (εντελώς λογικά) αδημονούν να έρθει η ώρα του<br />

διαλείμματος της παράστασης, ώστε να διοχετεύσουν σε κάτι άλλο<br />

την ενεργητικότητά τους. Στατιστικά, μετά την παρακολούθηση μιας<br />

θεατρικής παράστασης, ελάχιστα παιδιά θεωρούν αξιόλογη αυτή τη<br />

δραστηριότητα, κάποια παιδιά βρίσκουν το έργο καλό (μάλλον για να


αποφύγουν παραπέρα σχόλια), ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των<br />

παιδιών έχουν ευχαριστηθεί περισσότερο απ' όλα τη μετάβαση με τα<br />

λεωφορεία, επειδή σ' αυτό το χρονικό διάστημα είναι ελεύθερα από<br />

κάθε υποχρέωση.<br />

Η δημιουργία θεατρικών παραστάσεων στους διαθέσιμους χώρους<br />

και χρόνους στα ασφυκτικά πλαίσια του ελληνικού σχολείου είναι ένα<br />

τολμηρό και απαιτητικό εγχείρημα. Επαφίεται στην αγάπη και στην<br />

καλή προαίρεση των εκπαιδευτικών, αφού καλούνται να ξεπεράσουν<br />

άλλοτε υπαρκτά και άλλοτε τεχνητά εμπόδια. Το τελικό αποτέλεσμα,<br />

όμως, δικαιώνει τον κόπο τους και, πάνω απ' όλα, δίνει στα παιδιά<br />

τη χαρά της ενεργής συμμετοχής, τη συνειδητοποίηση της αξίας της<br />

συνεργασίας, την ανάδειξη των ιδιαίτερων ταλέντων, τη δυνατότητα<br />

της προσαρμογής του αρχικού πλαισίου στις δεξιότητές τους, την<br />

ολοκληρωμένη αντίληψη της καλλιτεχνικής διαδικασίας, αλλά και την<br />

πρακτική εφαρμογή της πολυσυζητημένης διαθεματικότητας που<br />

απαιτεί το ανέβασμα της παράστασης (υποκριτική, σκηνογραφία,<br />

ενδυματολογία, φωτισμός κλπ). Ξεχωριστή σημασία έχει πως όλα<br />

αυτά συμβαίνουν μακριά από την ανταγωνιστικότητα που συχνά<br />

καλλιεργείται μέσα από την καθαρά εκπαιδευτική διαδικασία και<br />

ακόμη πιο μακριά από την ακατάσχετη βαθμοθηρία που,<br />

κυριολεκτικά, εξαφανίζει κάθε ίχνος παιδικής δημιουργικότητας.<br />

Από μακροχρόνια προσωπική πείρα, αυτό που μένει απ' αυτή την<br />

προσπάθεια είναι πολύ βαθύτερα ριζωμένο στην παιδική ψυχή, απ'<br />

όσο όλες οι ώρες διδασκαλίας που έχουν μεσολαβήσει και τα παιδιά<br />

έχουν υποστεί στα πλαίσια του ωρολόγιου σχολικού προγράμματος.<br />

Είναι ό,τι καλύτερο έχουν να θυμούνται από τα σχολικά τους χρόνια<br />

και τόσο βαθιά χαραγμένο στη μνήμη τους, που αποτελεί κυρίαρχο<br />

θέμα συζήτησης όταν οι παλιοί συμμαθητές συναντιούνται ακόμη και<br />

μετά από δεκαετίες ολόκληρες.<br />

Είναι η δικαίωση των δασκάλων που, πάνω από το υποδεκάμετρο<br />

και την ορθογραφία, τα πρωτεύοντα και τα δευτερεύοντα μαθήματα,<br />

την κατηγοριοποίηση των μαθητών, τις στείρες πληροφορίες που<br />

εσκεμμένα ανακηρύχθηκαν σε γνώσεις, την ασφυκτική έως και


εξοντωτική χρονομέτρηση των ερωταπαντήσεων, τη βαθμολογία με<br />

το σταγονόμετρο και την αποθέωση της διδακτέας ύλης, έβαλαν την<br />

ευαίσθητη παιδική ψυχή, γνωρίζοντας πως όσα έχουν από καρδιάς<br />

να της προσφέρουν, θα τα κουβαλάει στο δισάκι της διά βίου.<br />

Πιστεύοντας ακράδαντα πως αν η παιδαγωγική και μαθησιακή<br />

διαδικασία δεν παράγει και δεν προάγει πρωτίστως τον πολιτισμό,<br />

και αν ο μαθητής δε γίνει καλύτερος από το δάσκαλό του, επειδή<br />

νομοτελειακά έτσι πρέπει να συμβαίνει για να κάνει η κοινωνία<br />

βήματα μπροστά, τότε θα έχουν αποτύχει οικτρά στο ρόλο τους.<br />

Είναι η αιτία για την απροσδόκητη καλημέρα που ακούει ξαφνικά στο<br />

δρόμο ο δάσκαλος από μια οικεία φυσιογνωμία, έναν παλιό του<br />

μαθητή - το πολυτιμότερο δώρο που θα μπορούσε να λάβει ποτέ.<br />

Δημήτρης Φιλελές


28 η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940<br />

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ<br />

Τα πρόσωπα του έργου<br />

Με σειρά εμφάνισης<br />

Εφημεριδοπώλης<br />

Βασίλης<br />

Θοδωρής<br />

Αλέξης<br />

Κώστας<br />

Νοσοκόμα – Μαρίνα<br />

Κοπέλα – Σοφία<br />

Τσολιάς – Παναγιώτης


ΣΚΗΝΙΚΟ : Δρόμος με προσόψεις σπιτιών της παλιάς<br />

Αθήνας και φανοστάτες με φανάρια.<br />

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ : (Κρατάει μερικές εφημερίδες και<br />

εμφανίζεται στη σκηνή με γρήγορο βήμα φωνάζοντας)<br />

Εφημερίδες! Εφημερίδες! Έκτακτο παράρτημα! Εφημερίδες! Η<br />

Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα! Εφημερίδες! Γενική<br />

επιστράτευση! Εφημερίδες!... (Απομακρύνεται από την άλλη<br />

πλευρά της σκηνής)<br />

ΒΑΣΙΛΗΣ : (Εμφανίζεται περπατώντας εκνευρισμένα προς το<br />

μέσον της σκηνής, ενώ από την άλλη πλευρά κατευθύνονται<br />

προς το μέρος του δυο πατριώτες. Καθώς προχωρεί, αρχίζει<br />

να μιλάει κουνώντας με αγανάκτηση τα χέρια του.) Τι γίνεται,<br />

μωρέ πατριώτες; Τι τρέχει: Τι μας σκαρώσανε πάλι οι άτιμοι οι<br />

Ιταλιάνοι;<br />

ΘΟΔΩΡΗΣ : (Πλησιάζοντας τον μαζί με τον Αλέξη αρχίζει να<br />

μιλάει με στόμφο.) Αυτό που περιμέναμε από καιρό, πατριώτη.<br />

Πρώτα μας βυθίσανε την «Έλλη» στην Τήνο ανήμερα της<br />

Μεγαλόχαρης και κάναμε υπομονή. Σήμερα τα χαράματα μας<br />

ρίχτηκαν ύπουλα από τα’ Αλβανικά βουνά. (Συνεχίζει με<br />

ειρωνεία και θυμό.) Λένε, μάλιστα, πως τα χαράματα μας<br />

έστειλαν και τελεσίγραφο με τον πρεσβευτή τους. ΄Ηθελαν,<br />

λέει, να παραδοθούμε χωρίς μια τουφεκιά!…<br />

ΑΛΕΞΗΣ : (Τον διακόπτει και μιλάει ενοχλημένα) Άκου, φίλε<br />

μου, θράσος! Άκου, ξεδιαντροπιά! Άκου!... Άκου!... Άκου!... (με<br />

θυμό) Τι να σας πω! Τέτοιο μυαλό κουμαντάρει ο Μουσολίνι<br />

και οι φασίστες του οι κοκορόφτεροι! Τι μας πέρασες, μωρέ<br />

αφιλότιμε; Τι μας πέρασες, μωρέ κοκορόμυαλε; Για<br />

κουραμπιέδες; Για μακαρονάδες; Θα το πληρώσεις ακριβά,<br />

παλιοφασίστα!...


ΒΑΣΙΛΗΣ : (Παίρνει θάρρος και μιλάει με ενθουσιασμό.) Άτιμε,<br />

Μουσολίνι!... Αμ, το άλλο το μάθατε, πατριώτες; Είπε, λέει,<br />

πως σε λίγο θα πίνει το καφεδάκι του παρέα με τα<br />

φασιστόμουτρα τους στρατηγούς του κάτω από την<br />

Ακρόπολη… Θα το πίνεις, αθεόφοβε, το καφεδάκι σου. Αλλά<br />

θα το πίνεις βιαστικά και θα ΄ναι και πικρό! Στα όρθια θα τον<br />

πίνεις τον καφέ σου! Γιατί εμείς θα φτάσουμε πριν από σένα<br />

στη Ρώμη και συ θα βιάζεσαι να το σκάσεις κολυμπώντας!...<br />

Θα…<br />

ΚΩΣΤΑΣ : (Έχει ήδη μπει στη σκηνή και βρίσκεται ανάμεσα<br />

στο Βασίλη και τον Αλέξη. Προσπαθεί να συμβιβάσει τα<br />

πράγματα και μιλάει αργά και προσεκτικά.) Ηρέμησε,<br />

πατριώτη. Ψυχραιμία. Θα σου ανεβεί το αίμα στο κεφάλι και<br />

αντί για την Αλβανία θα βρεθείς στο νοσοκομείο. (προς όλους)<br />

Ξυπόλητοι στ’ αγκάθια πηγαίνουμε, πατριώτες! Άτακτο<br />

τσούρμο είμαστε! Λίγοι και πιο λίγοι κι από λίγοι! Χωρίς ρούχα<br />

θα μας βρει το χιόνι. Δίχως σφαίρες θα μείνουμε στα οχυρά…<br />

όσοι μείνουμε… Καλύτερα να τα συζητήσουμε τα πράγματα…<br />

(με δισταγμό) Να βρούμε, αδερφέ, μια μέση λύση…<br />

ΘΟΔΩΡΗΣ : (Τον διακόπτει φανερά εκνευρισμένος και μιλάει<br />

επιθετικά.) Τι θες να μας πεις, πατριώτη; Για πες τα μας λίγο<br />

πιο σταράτα. Πως τα βλέπεις εσύ τα πράγματα; Νομίζεις πως<br />

όσοι πάνε στο μέτωπο θα ΄ναι μονάχοι τους; Μήπως<br />

φαντάστηκες πως εμείς θα καθόμαστε κάτω απ΄ τις ζεστές<br />

κουβέρτες μας και θ’ ακούμε τα νέα απ’ το ραδιόφωνο<br />

πίνοντας το κρασάκι μας; Φανέλες θα πλέκουνε μανάδες,<br />

γυναίκες κι αδελφές και θα προσεύχονται καθημερινά! (Μικρή<br />

παύση) Κι η μισή μπουκιά απ’ το πιάτο των παιδιών μας, κι<br />

ολόκληρη αν χρειαστεί, θα πηγαίνει στ’ αδέλφια μας. Σε<br />

κείνους που θα πολεμάνε στα βουνά ενάντια στο φασισμό,


ενάντια στη σκλαβιά. Για να φυτέψουμε αύριο στα κράνη τους<br />

λουλούδια της ειρήνης.<br />

ΝΟΣΟΚΟΜΑ – ΜΑΡΙΝΑ : (Μπαίνει στη σκηνή. Όλοι γυρίζουν<br />

και τη βλέπουν καθώς προχωράει με θάρρος προς το μέρος<br />

τους.) Και μεις πλάι στα λαβωμένα αδέλφια μας. Απάνω στα<br />

βουνά τα ματωμένα. Κοντά τους, δίπλα τους στη δύσκολη την<br />

ώρα. Με το φάρμακο. Με το γλυκό το λόγο. Με τη στοργή, τη<br />

ζεστασιά και την αγάπη μας. Εμείς θα τους βαστάμε το μολύβι.<br />

Εμείς θα χαράζουμε τα λόγια της καρδιάς τους πάνω στο<br />

χαρτί. Για να μαθαίνετε κι εσείς κι ο κόσμος όλος τις νίκες και<br />

τα κατορθώματά τους.<br />

ΚΟΠΕΛΑ – ΣΟΦΙΑ : (Πλησιάζει από την άλλη μεριά της<br />

σκηνής με βήμα σταθερό και φωνή γεμάτη αποφασιστικότητα.)<br />

Κι αν χρειαστεί, και μεις θ’ ανέβουμε στις χιονισμένες<br />

βουνοκορφές να πολεμήσουμε ενάντια στον ύπουλο εχθρό! Το<br />

κάναμε στο Μεσολόγγι και στο Σούλι! Θα το ξανακάνουμε και<br />

στην Αλβανία! Θα πιάσουμε και το τουφέκι και το πολυβόλο.<br />

Και τη ζωή μας την ίδια θα δώσουμε αν χρειαστεί για τη<br />

λευτεριά της πατρίδας μας και την ειρήνη. Για να ΄ναι τούτος ο<br />

πόλεμος ο τελευταίος πάνω στη γη. Για να μη σκοτωθούν κι<br />

άλλα παλικάρια που οι μανάδες με τόσο κόπο φέρνουμε στον<br />

κόσμο.<br />

ΚΩΣΤΑΣ : (Υποχωρητικά και κάπως αμήχανα.) Δε λέω… Δίκιο<br />

έχετε… Αλλά… Θέλω να πω… Διότι… Από αρχαιοτάτων<br />

χρόνων… Αλλά…


ΚΟΠΕΛΑ –ΣΟΦΙΑ : (Με περηφάνια και αποφασιστικότητα.)<br />

Δεν υπάρχει αλλά, πατριώτη. Χρέος κάθε Ελληνίδας και κάθε<br />

Έλληνα είναι να πολεμήσει ενάντια στον κατακτητή. Ήμασταν<br />

σκλάβοι, ραγιάδες το ’21 και λευτερωθήκαμε. Με όπλα<br />

κλεμμένα απ’ τον εχθρό. Και τώρα που ‘χουμε δικό μας<br />

κράτος, ελληνικό, φτιαγμένο απ’ το αίμα των πατεράδων και<br />

των παππούδων μας, θα το αφήσουμε στην τύχη του; Ποτέ!<br />

ΒΑΣΙΛΗΣ : (Με ασυγκράτητο ενθουσιασμό) Βρε, θα τους<br />

λιανίσουμε, σας λέω! Θα τους τσακίσουμε τα κόκαλα! Που<br />

τόλμησαν να σηκώσουν τα μάτια τους απάνω μας. Έχει, μωρέ,<br />

πολλές σπηλιές η Αλβανία για να κρυφτούνε; Στα δέντρα θα<br />

τους ανεβάσουμε. Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα να τους φάνε<br />

τα ψάρια. Θα…<br />

Μπαίνει ο ΤΣΟΛΙΑΣ και στέκεται ανάμεσά τους.<br />

ΑΛΕΞΗΣ : (Με χαρά και καμάρι.) Να κι ο τσολιάς ο τιμημένος!<br />

ΘΟΔΩΡΗΣ : (Με την ίδια χαρά καθώς ο τσολιάς πλησιάζει<br />

προς το μέρος τους.) Να, ο λεβέντης μας! Να, της Πατρίδας το<br />

καμάρι! Πρώτος στους πρώτους! Γεια σου, τσολιά μου! Απάνω<br />

τους, παλικάρι μου!<br />

ΒΑΣΙΛΗΣ : (ειρωνικά) Άιντε και τη δοκιμάσαμε την ιταλιάνικη<br />

τη μακαρονάδα στη Ρώμη.<br />

ΚΟΠΕΛΑ – ΣΟΦΙΑ : Για σας, λεβέντες, θα καρδιοχτυπάμε. Για<br />

σας θα ξενυχτάμε τα βράδια. Εμπρός για την Ελλάδα μας και<br />

τη χιλιάκριβη τη λευτεριά!<br />

ΝΟΣΟΚΟΜΑ – ΜΑΡΙΝΑ : (Πλησιάζοντας τον τσολιά.) Μαζί<br />

σας, αδέλφια! Στο πλάι σας και μεις, αρματωμένες με το δίκιο<br />

του αγώνα ενάντια στο φασισμό.


ΤΣΟΛΙΑΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ : (Με συγκίνηση και βροντερή<br />

φωνή.) Γεια και χαρά σας, πατριώτες. Χαμόγελο στα χείλη κι<br />

ατσάλι στην καρδιά. Πριν φτάσουμε στην Αλβανία, θ’<br />

ακούσουνε τ΄ όνομά μας και θα πέσουνε μοναχοί τους στη<br />

θάλασσα. (χτυπώντας δυνατά το πόδι του με το τσαρούχι)<br />

Τούτο το τσαρούχι θα τους περιποιηθεί για τα καλά. (Μικρή<br />

παύση) Μανάδες κι αδερφάδες μη δακρύζετε. Μάχη για το<br />

δίκιο και τη λευτεριά δίνουμε και θα την κερδίσουμε. Μαζί μας<br />

όλοι του κόσμου οι λαοί κι η νίκη ολονών μας!<br />

ΘΟΔΩΡΗΣ : Πατριώτες, μη χάνουμε καιρό. Στ’ αλβανικά<br />

βουνά προστάζει το χρέος να βρεθούμε. Εκεί θ’ ανταμωθούμε<br />

με τη νίκη. Είναι καιρός να μάθουμε και στους φασίστες πώς<br />

γράφουν οι Έλληνες την ιστορία τους.<br />

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Όλοι στα σύνορα! Όλοι για τη νίκη!<br />

ΚΟΠΕΛΑ – ΣΟΦΙΑ : Δαφνοστεφανωμένοι θα γυρίσετε!<br />

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : (φεύγοντας) Πάμε! Πάμε, πατριώτες! Πρώτα στα<br />

σύνορα μας και, με το καλό, στη Ρώμη! Τρέμε, Μουσολίνι! Σε<br />

κυνηγάνε οι Έλληνες κι όλου του κόσμου η Ειρήνη!<br />

ΑΥΛΑΙΑ


ΕΦΤΑΧΡΟΝΗ ΝΥΧΤΑ<br />

Τα πρόσωπα του έργου<br />

Με σειρά εμφάνισης<br />

Εκφωνητής<br />

Πολίτης Α΄ (Νίκος)<br />

Πολίτης Β΄<br />

Πολίτης Γ΄<br />

Μια Φωνή<br />

Νώντας<br />

Μπάμπης<br />

Ένας φοιτητής (κρατούμενος)<br />

Μαρία<br />

Δημήτρης<br />

Φωνές Φοιτητών<br />

Φοιτητής (Γιώργος)<br />

Φοιτήτρια (Μαρίνα)<br />

Δυο τρεις φοιτητές<br />

Κοπέλα με λευκό φόρεμα<br />

Κοπέλα με μαύρο φόρεμα<br />

Διοικητής άρματος<br />

<strong>ΣΚΗΝΗ</strong> 1 η


ΣΚΗΝΙΚΟ : Στο μέσο της σκηνής βρίσκεται ένα γραφείο με<br />

την καρέκλα του. Πάνω στο γραφείο μερικά χαρτιά και<br />

λίγο πλάγια ένα επιτραπέζιο μικρόφωνο. Πίσω ακριβώς<br />

από το γραφείο, στο κέντρο της σκηνής και λίγο ψηλά,<br />

βρίσκεται το σήμα του σταθμού ΕΙΡ.<br />

Ο εκφωνητής πλησιάζει με σταθερό βήμα, κάθεται, φέρνει λίγο<br />

τα χαρτιά προς το μέρος του και αρχίζει να διαβάζει με άχρωμη<br />

φωνή. Καθώς διαβάζει, κοιτάζει προς το ακροατήριο, ενώ<br />

εξακολουθεί να μιλάει χωρίς διακοπή.<br />

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ<br />

Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ραδιοφωνικός Σταθμός<br />

Αθηνών. Έκτακτον Δελτίον Ειδήσεων… Την πρωϊαν της<br />

σήμερον, 21 ην Απριλίου 1967, αι ένοπλοι δυνάμεις της χώρας,<br />

έχουσαι εθνικήν συνείδησιν, διαβλέπουσαι τους εθνικούς<br />

κινδύνους εξαιτίας της φαυλότητος του πολιτικού κόσμου,<br />

ανέλαβον την διακυβέρνησιν του έθνους. Η χώρα κηρύσσεται<br />

εις κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης και καθ’ άπασαν την<br />

ελληνικήν επικράτειαν ισχύει ο στρατιωτικός νόμος… Εντός<br />

ολίγου θα μεταδοθεί διάγγελμα της στρατιωτικής ηγεσίας της<br />

χώρας.<br />

(Ο εκφωνητής απομακρύνεται με αργό βήμα παίρνοντας μαζί<br />

τα χαρτιά και τακτοποιώντας την καρέκλα του, ενώ ταυτόχρονα<br />

ακούγεται ένα στρατιωτικό εμβατήριο και κλείνει η αυλαία).<br />

ΣΚΗΝΙΚΟ : Προς το τέλος του εμβατηρίου η αυλαία<br />

ανοίγει. Στο σήμα του σταθμού έχει προστεθεί το έμβλημα<br />

της χούντας και τα συνθήματα «Ζήτω η Εθνοσωτήριος


Επανάστασις της 21 ης Απριλίου 1967», «Ζήτω το Έθνος»,<br />

«Ζήτω ο Στρατός».<br />

Όταν τελειώνει το εμβατήριο, εμφανίζεται ο εκφωνητής,<br />

παίρνει τη θέση του και αρχίζει να διαβάζει το διάγγελμα<br />

χωρίς να σηκώσει τα μάτια από τα χαρτιά του.<br />

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ<br />

Διάγγελμα της στρατιωτικής κυβερνήσεως της χώρας προς τον<br />

Ελληνικόν Λαόν… Ελληνικέ Λαέ, αι ένοπλοι δυνάμεις, έχουσαι<br />

ως γνώμονα το εθνικόν συμφέρον και σταθμίζουσαι τους<br />

εθνικούς κινδύνους τους προερχομένους εκ του κομμουνισμού<br />

και εκ της άφρονος πολιτικής ηγεσίας της χώρας,<br />

επανεστάτησαν. Ο ελληνικός στρατός έχει την δύναμιν και την<br />

θέλησιν να προστατεύσει την Πατρίδα μας τόσον από τας<br />

εξωτερικάς όσον και από τας εσωτερικάς επιβουλάς… Η<br />

επανάστασις επετεύχθη άνευ αιματοχυσίας και η μεταβίβασις<br />

της εξουσίας υπήρξεν ομαλή… Ζήτω η Ελλάς… Ζήτω ο<br />

Στρατός… Ζήτω η Επανάστασις.<br />

(Ο εκφωνητής απομακρύνεται και πάλι προσεκτικά παίρνοντας<br />

τα χαρτιά του, ενώ ακούγεται πάλι στρατιωτικό εμβατήριο<br />

καθώς κλείνει η αυλαία)<br />

<strong>ΣΚΗΝΗ</strong> 2 η<br />

ΣΚΗΝΙΚΟ: Στον τοίχο είναι γραμμένα τα συνθήματα «Ζήτω<br />

η 21 η Απριλίου 1967», «Ζήτω η Ελλάς», «Ζήτω ο Στρατός»,<br />

«Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Στο κέντρο της σκηνής<br />

υπάρχει ένας μακρύς πάγκος. Τρεις πολίτες κάθονται


αμίλητοι, κακοντυμένοι, με βλέμμα χαμένο. Μπροστά τους<br />

κάνει βόλτες ένας αστυφύλακας αργά αργά. Κάπου κάπου<br />

σταματάει, τους κοιτάζει και συνεχίζει. Προσπαθεί ν’<br />

ανοίξει κουβέντα με τυπικές ερωτήσεις.<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : (Στρέφεται προς τον μεσαίο πολίτη και τον<br />

ρωτάει) Πώς ονομάζεσαι;<br />

ΝΙΚΟΣ : Νίκος Αποστόλου.<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : Και… γιατί σε πιάσανε;<br />

ΝΙΚΟΣ : Λόγω πολιτικών απόψεων…<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : (χαμηλώνοντας τη φωνή και πλησιάζοντας)<br />

Είσαι, να πούμε, αριστερός;… κομμουνιστής;…<br />

ΝΙΚΟΣ : Είμαι δημοκράτης, είμαι ελεύθερος πολίτης, θέλω να<br />

μπορώ να σκέφτομαι και να λέω την άποψή μου. Το βρίσκεις<br />

κακό αυτό;<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : Άσε τι πιστεύω εγώ. Αυτό είναι δική μου<br />

υπόθεση. Αλλά κι εσύ, βρε παιδάκι μου… (συμβουλευτικά και<br />

γυρίζοντας και προς τους άλλους που ήδη παρακολουθούν<br />

σιωπηλοί τη συζήτηση) Και σεις οι άλλοι. Νέα παιδιά. Αντί να<br />

καθίσετε στο σπιτάκι σας. Να πάτε να κάνετε καμιά βολτίτσα.<br />

Να πάτε κανένα σινεμαδάκι… (αγριεύει λίγο) Εσείς μου το<br />

ρίξατε στην πολιτική… Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς πώς<br />

κυβερνάνε τον κόσμοι οι μεγάλοι;… Αλλά καλά το λέω εγώ…<br />

Τα πολλά γράμματα χαλάνε τον άνθρωπο. Κι αντί να κάτσει στ’<br />

αυγά του, κοιτάει να φτιάξει τον κόσμο… (Μονολογώντας) Α,<br />

ρε χαζοπούλια…


ΝΙΚΟΣ : (τον διακόπτει ευγενικά) Εσείς, δηλαδή, τι νομίζετε<br />

πως πρέπει να κάνουμε;<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : (θυμωμένα) Πρώτ’ απ’ όλα να είσαστε<br />

εθνικόφρονες. Να δουλεύετε για την Πατρίδα σας…<br />

ΝΙΚΟΣ : Μα αυτό κάνουμε. Γι’ αυτό μας φέρανε εδώ…<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : (θυμωμένα) Αυτό που σου λέω εγώ.<br />

Εξυπνάκια. Άσε, μωρέ, τα κόμματα και τα δημοκρατικά<br />

δικαιώματα. Άστα, σου λέω… (συμβουλευτικά) Και κοιτάξτε,<br />

τώρα που θα σας πάνε στην Ασφάλεια, αφήστε τις εξυπνάδες.<br />

Να πείτε ό,τι ξέρετε. Με το Νι και με το Σίγμα.<br />

ΝΙΚΟΣ : Σαν τι να πούμε; Ότι δεν μας αρέσει η χούντα κι ο<br />

Παπαδόπουλος; Ότι δε μας αρέσουν οι προστάτες της χούντας<br />

οι αμερικάνοι; Θα τα πούμε όλα… (κοροϊδευτικά) με το Νι και<br />

με το Σίγμα…<br />

ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ : (θυμωμένα) Καλά… Καλά… Θα δούμε…<br />

Εγώ για το καλό σας μιλάω. Εκεί… (με νόημα) έχουν τον<br />

τρόπο τους… Αφού θα τα πείτε που θα τα πείτε… Γιατί να μη<br />

γλιτώσετε μερικά σπασμένα δόντια κι άλλα τόσα τσακισμένα<br />

παΐδια;… (αγανακτισμένα) Ουφ! Κάντε ό,τι θέλετε. Σκοτίστηκα.<br />

ΦΩΝΗ : Αποστόλου, Καρατζάς, Νικόπουλος. Μεταγωγή στη<br />

Γενική Ασφάλεια.<br />

(Οι κρατούμενοι σηκώνονται με τη σειρά και ο αστυφύλακας<br />

τους ακολουθεί. Η σκηνή κλείνει, ενώ ακούγεται πένθιμη<br />

μουσική)


<strong>ΣΚΗΝΗ</strong> 3η<br />

ΣΚΗΝΙΚΟ : Κελί φυλακής με γκρίζους τοίχους και ψηλά<br />

αριστερά ένα παράθυρο με κάγκελα. Στην άλλη άκρη της<br />

σκηνής υπάρχει ένας τραπέζι με δυο καρέκλες. Πάνω στο<br />

τραπέζι μια τράπουλα, ένα κλομπ, ένα περίστροφο και μια<br />

κιμωλία. Από το μέσο της σκηνής κρέμεται ένα καλώδιο με<br />

μια σκέτη λάμπα.<br />

(Μπαίνουν δυο άντρες με πολιτικά – βασανιστές κρατουμένων,<br />

κάθονται, μοιράζουν την τράπουλα και ξεκινούν να παίζουν<br />

χαρτιά, ενώ ταυτόχρονα συζητάνε)<br />

ΝΩΝΤΑΣ : Δε στα ‘πα, ρε Μπάμπη, τα προχτεσινά… Μου<br />

φέραν ένα φοιτητάκο που ‘τρεμε σαν ψάρι όξω απ’ το νερό.<br />

Καλό παιδάκι, παρασυρμένο απ’ αυτά τα παλιόσκυλα τους<br />

αναρχικούς… Του ‘δωσα κάμποσες στα ψαχνά κι ήρθε κι<br />

έστρωσε… Τι να σου κάνει;… Αμάθητο στις ψιλές…<br />

ΜΠΑΜΠΗΣ : Και πώς καθάρισε έτσι, ρε Νώντα; Με δυο<br />

σφαλιάρες τον άφησες να σου φύγει;… (με θυμό) Α, ρε, και να<br />

μου πέσει κανένας από δαύτους στα χέρια… Να του δείξω και τα<br />

καινούρια κόλπα…<br />

(Εξακολουθούν να παίζουν χαρτιά όταν σπρώχνεται μέσα ένας<br />

φοιτητής που με δυσκολία κρατιέται όρθιος στη μέση της<br />

σκηνής. Ο Μπάμπης πετάει αμέσως τα χαρτιά, αρπάζει το<br />

κλομπ και φωνάζοντας τρέχει προς το μέρος του)


ΜΠΑΜΠΗΣ : Δικός μου!<br />

(Ο Νώντας γυρίζει αδιάφορα την καρέκλα του προς το<br />

ακροατήριο, τεντώνει τα πόδια του και μιλάει ατάραχα)<br />

ΝΩΝΤΑΣ : Δικός σου. Χαλάλι σου…<br />

ΜΠΑΜΠΗΣ : (προς το φοιτητή) Τι ‘σαι συ, ρε;<br />

ΦΟΙΤΗΤΗΣ : Φοιτητής της Νομικής.<br />

ΜΠΑΜΠΗΣ : (κοροϊδευτικά) Μη μου το λες… Τέτοιο πράμα…<br />

Έτσι μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα… (θυμωμένα) Και<br />

λοιπόν; Τι ζητάς, ρε; Γιατί φωνάζετε, ρε αλήτες;<br />

ΦΟΙΤΗΤΗΣ : (ήρεμα και αργά) Για σωστή παιδεία… Για<br />

δημοκρατικά δικαιώματα… Για τίμιες εκλογές… Για ανεξάρτητη<br />

Ελλάδα…<br />

ΜΠΑΜΠΗΣ : (οργισμένα και κλείνοντας τ’ αυτιά του) Φτάνει…<br />

Φτάνει, ρε… Και γίνεται, ρε, σωστή παιδεία χωρίς να είσαι<br />

εθνικόφρονας; Και τι είναι, ρε χαϊβάνι, η δημοκρατία; Να σας<br />

αφήσουμε να μας φάτε, ρε; Αμ, το άλλο; (γυρίζοντας προς το<br />

Νώντα) Άκου, ρε Νώντα… Ανεξαρτησία… Ξέρω, ρε… Να<br />

φύγουνε οι Αμερικάνοι που μας προστατεύουν για να<br />

κουβαλήσετε εδώ μέσα τους Ρώσους…<br />

ΝΩΝΤΑΣ : (χωρίς να γυρίσει το κορμί του, απλώνει το χέρι και<br />

μουντζώνει το φοιτητή) Πάρ’ τα, να μη στα χρωστάω,<br />

παλιόσκυλο!


ΜΠΑΜΠΗΣ : Τώρα, ρε σιχαμερό σκουλήκι, θα δεις τι θα πει<br />

δημοκρατία. (κατευθύνεται προς το τραπέζι, παίρνει την<br />

κιμωλία και κάνει ένα μικρό κύκλο γύρω από το φοιτητή. Πετάει<br />

την κιμωλία νευρικά) Κουνήσου, ρε, από δω και μετά τα λέμε!<br />

(Ο Νώντας παρακολουθεί ατάραχος. Ο Μπάμπης κάνει δυο<br />

τρεις βόλτες, πλησιάζει στο τραπέζι κι αρπάζει το περίστροφο.<br />

Ο Νώντας προλαβαίνει και του πιάνει το χέρι)<br />

ΝΩΝΤΑΣ : Μη, ρε Μπάμπη, ψυχραιμία!<br />

ΜΠΑΜΠΗΣ : Άσε με, ρε Νώντα. Άσε με, να τελειώνουμε με το<br />

παλιόπαιδο μια ώρα αρχίτερα. (με μια απότομη κίνηση<br />

ξεφεύγει και με δυο βήματα φτάνει στο φοιτητή και του βάζει το<br />

περίστροφο στον κρόταφο) Θα πεθάνεις, ρε κάθαρμα! Κάνε,<br />

ρε, την προσευχή σου! Πέθανες, ρε!<br />

(Μικρή Παύση. Πυροβολεί. Ακούγεται μόνο το ‘κλικ’. Ο<br />

φοιτητής μένει ακίνητος, ενώ οι βασανιστές ξεσπάνε σε<br />

ακράτητα γέλια. Ξαφνικά σταματάνε απότομα κι οι δυο μαζί)<br />

ΜΠΑΜΠΗΣ : Ώστε είσαι και σκληρό αντράκι, ε; Για να σε δούμε<br />

τώρα… Είσαι, ρε Νώντα, για λίγη γυμναστική;<br />

ΝΩΝΤΑΣ : (χαρούμενος) Μέσα, ρε φιλαράκο!<br />

(Πλησιάζουν το φοιτητή και αρχίζουν να τον χτυπάνε<br />

φωνάζοντας. Ο φοιτητής λιποθυμάει και πέφτει κάτω, ενώ<br />

αυτοί συνεχίζουν να τον χτυπούν. Κάποια στιγμή σταματάνε.<br />

Πάνε λίγο πιο μπροστά. Αγκαλιάζονται και ξεσπάνε σε γέλια.<br />

Ενώ η αυλαία κλείνει, το γέλιο τους ακούγεται ακόμα.)


ΣΚΗΝΙΚΟ<br />

<strong>ΣΚΗΝΗ</strong> 4 η<br />

ΠΙΣΩ ΜΕΡΟΣ : Στην πάνω πλευρά γραμμένο με μπλε<br />

γράμματα ‘ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ’. Στη μέση είναι γραμμένη<br />

με κόκκινα γράμματα η ημερομηνία ’17 ΝΟΕΜΒΡΗ’. Στο<br />

χώρο που περισσεύει στο πίσω μέρος είναι γραμμένα τα<br />

συνθήματα ‘ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ’, ‘ΕΡΓΑΤΕΣ<br />

ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ’.<br />

ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΠΛΑΪ : ‘ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΩΝ’,<br />

‘ΕΞΩ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ’.<br />

ΔΕΞΙ ΠΛΑΪ : ‘ΚΑΤΩ Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ’, ‘ΕΞΩ ΟΙ ΗΠΑ ΚΑΙ<br />

ΤΟ ΝΑΤΟ’.<br />

ΚΕΝΤΡΟ : Ένα τραπέζι με δυο καρέκλες. Πάνω στο<br />

τραπέζι μια συσκευή, ένα μικρόφωνο, μερικές<br />

προκηρύξεις.<br />

Ένας φοιτητής και μια φοιτήτρια μεταδίδουν μηνύματα άλλοτε<br />

από τα χαρτιά που έχουν μπροστά τους και άλλοτε με δική<br />

τους πρωτοβουλία.<br />

Πριν ανοίξει η σκηνή, ακούγεται η μουσική από το τραγούδι<br />

«Ήταν 17 Νοέμβρη» και προς το τέλος του ανοίγει η σκηνή.<br />

Πριν αρχίσουν να μιλάνε, εμφανίζεται ένας φοιτητής που ρίχνει<br />

προκηρύξεις.


ΜΑΡΙΑ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Σας μιλάει ο<br />

ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων<br />

φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων…<br />

ΦΩΝΕΣ : Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία (δυο φορές)<br />

ΔΗΜΗΤΡΗΣ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο…<br />

Θέλουμε παιδεία δημοκρατική… Ζητάμε να ασκήσουμε<br />

ελεύθερα τα συνδικαλιστικά μας δικαιώματα. Σε μια Ελλάδα<br />

χωρίς προστάτες. Ελεύθερη και ανεξάρτητη.<br />

ΦΩΝΕΣ : Εργάτες, Αγρότες και Φοιτητές (δυο φορές)<br />

ΜΑΡΙΑ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Ελληνικέ<br />

Λαέ, σε καλούμε να βρεθείς απόψε στο χώρο του<br />

Πολυτεχνείου. Είμαστε αποφασισμένοι… Είμαστε<br />

αποφασισμένοι… Θα υπερασπίσουμε το πανεπιστημιακό<br />

άσυλο με κάθε θυσία…<br />

ΦΩΝΕΣ :<br />

Ελλάς Ελλήνων Τυραννισμένων (2 φορές)<br />

Κάτω ο Παπαδόπουλος (δυο φορές)<br />

ΦΟΙΤΗΤΗΣ (ΓΙΩΡΓΟΣ) : (μπαίνει τρέχοντας) Μας έχει<br />

κυκλώσει η αστυνομία. Μας κύκλωσαν από παντού. (φεύγει)<br />

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ (ΜΑΡΙΝΑ) : (μπαίνει τρέχοντας από την άλλη<br />

πλευρά) Έξω απ’ το Πολυτεχνείο είναι όλη η Αθήνα. Μας<br />

χτυπάνε από τα γύρω κτίρια ελεύθεροι σκοπευτές. Η<br />

αστυνομία ρίχνει συνέχεια δακρυγόνα. (φεύγει)


(Εμφανίζονται ξανά στη σκηνή κρατώντας ανάμεσα τους ένα<br />

τραυματία. Διασχίζουν τη σκηνή αργά και απομακρύνονται.)<br />

ΔΗΜΗΤΡΗΣ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο…<br />

Κάνουμε έκκληση σε όλους τους γιατρούς της Αθήνας. Έχουμε<br />

τραυματίες. Έχουμε τραυματίες. Χρειαζόμαστε φάρμακα.<br />

Χρειαζόμαστε φάρμακα. Χρειαζόμαστε επειγόντως ιατρική<br />

βοήθεια.<br />

ΦΩΝΕΣ :<br />

Εργάτες, Αγρότες και Φοιτητές. (δυο φορές)<br />

Έξω οι Βάσεις του Θανάτου. (δυο φορές)<br />

Κάτω η Χούντα. (δυο φορές)<br />

ΦΟΙΤΗΤΗΣ (ΓΙΩΡΓΟΣ) : (μπαίνει τρέχοντας) Μαζί μας είναι<br />

και οι οικοδόμοι της Αθήνας. Κατεβαίνουν κι οι αγρότες με τα<br />

τρακτέρ απ’ τα Μέγαρα. (φεύγει)<br />

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ (ΜΑΡΙΝΑ) : (μπαίνει τρέχοντας) Ο κόσμος φέρνει<br />

τρόφιμα και φάρμακα στο Πολυτεχνείο. Ο λαός είναι μαζί μας.<br />

Έρχονται και γιατροί. Δεν περνάει ο φασισμός. (φεύγει)<br />

ΜΑΡΙΑ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Σας μιλάει ο<br />

σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των<br />

ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων… Μήνυμα στον Ελληνικό<br />

Λαό : Σας ευχαριστούμε για την ηθική και υλική συμπαράστασή<br />

σας. Η θέση όλων μας είναι στο Πολυτεχνείο… Ελάτε όλοι στο<br />

Πολυτεχνείο… Για να υπερασπίσουμε τη δημοκρατία και την<br />

εθνική μας ανεξαρτησία… Έξω για πάντα οι ξένοι προστάτες.<br />

Έξω οι αμερικάνικες βάσεις. Ζήτω ο ελληνικός λαός.


ΦΩΝΕΣ :<br />

Κάτω ο Παπαδόπουλος. (δυο φορές)<br />

Κάτω η Χούντα. (δυο φορές)<br />

ΦΟΙΤΗΤΗΣ (ΓΙΩΡΓΟΣ) : (μπαίνει τρέχοντας τρομαγμένος)<br />

Ήρθε ο στρατός. Ένα τεθωρακισμένο όχημα βρίσκεται<br />

μπροστά στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Θα ρίξει την<br />

καγκελόπορτα. Θα πατήσει τα παιδιά.<br />

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΡΜΑΤΟΣ : (ακούγεται) Σας ομιλεί ο διοικητής<br />

του άρματος. Έχετε πέντε λεπτά προθεσμία να παραδοθείτε.<br />

Είστε περικυκλωμένοι. Παραδοθείτε. Παραδοθείτε.<br />

ΔΗΜΗΤΡΗΣ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Είμαστε<br />

άοπλοι… Είμαστε άοπλοι… Έλληνες στρατιώτες, μη μας<br />

χτυπάτε… Είμαστε αδέλφια σας… Είμαστε άοπλοι… Είμαστε<br />

αδέλφια σας…<br />

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΡΜΑΤΟΣ : Παραδοθείτε. Παραδοθείτε αμέσως.<br />

(Εμφανίζονται στη σκηνή δυο τρεις ακόμη φοιτητές και<br />

μεταφέρουν το τραπέζι στην άκρη της σκηνής. Ύστερα<br />

πηγαίνουν και στέκονται πίσω απ’ τους δυο εκφωνητές του<br />

σταθμού)<br />

ΜΑΡΙΑ : Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Ελληνικέ<br />

Λαέ, σε λίγο ο σταθμός μας θα νεκρωθεί. Ο αγώνας μας<br />

συνεχίζεται.<br />

ΔΗΜΗΤΡΗΣ : Τελευταία έκκληση στους φαντάρους… Είμαστε<br />

άοπλοι.., Είμαστε αδέλφια.. Μην πυροβολήσετε… Μην<br />

αφήσετε να χυθεί αίμα αδελφικό… Είμαστε άοπλοι…


Ο Δημήτρης αρχίζει να ψέλνει τον Εθνικό μας Ύμνο. Μαζί<br />

του και οι υπόλοιποι που σχηματίζουν μια σειρά<br />

πιασμένοι χέρι χέρι. Όταν τελειώνουν, ακούγονται<br />

πυροβολισμοί και ήχος βαριάς πόρτας που σπάει και<br />

πέφτει. Οι φοιτητές σωριάζονται νεκροί καταγής χωρίς ν’<br />

αφήσουν τα χέρια τους.<br />

Μικρή παύση.<br />

Μια κοπέλα ντυμένη στα λευκά περνάει και σκορπίζει από<br />

πάνω τους κόκκινα γαρίφαλα. Όταν τελειώνει περνά πίσω<br />

τους και κάθεται σε στάση προσοχής στο κέντρο της<br />

σκηνής.<br />

Μικρή παύση.<br />

Μια μαυροντυμένη κοπέλα πηγαίνει μπροστά απ’ τους<br />

νεκρούς φοιτητές, ανάβει μερικά κεριά και αφήνει δίπλα<br />

τους ένα μικρό σημείωμα-ποίημα. Μετά γονατίζει (με<br />

πλάτη στο κοινό) και μένει ακίνητη.<br />

Ακούγεται το «Επέσατε Θύματα».<br />

ΑΥΛΑΙΑ


ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ<br />

ΤΗΣ ΑΓΑΠΟΥΛΑΣ<br />

ΚΑΙ<br />

ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΟΥΛΑΣ<br />

Τα πρόσωπα του έργου<br />

Με σειρά εμφάνισης<br />

Ελενίτσα<br />

Νικολάκης<br />

Πόλεμος<br />

Βόμβα<br />

Αγαπούλα<br />

Ειρηνούλα


ΣΚΗΝΙΚΟ<br />

ΠΡΑΞΗ Α’<br />

Το πάνω μέρος της σκηνής φωτίζεται με μπλε και κίτρινο<br />

φως (από διαφορετικές κατευθύνσεις) και στην κάτω<br />

πλευρά της με πράσινο φως. Έτσι δημιουργείται η<br />

εντύπωση του εξωτερικού χώρου. Ακούγεται απαλή<br />

ορχηστρική μουσική ή μόνος ο απαλός ήχος μιας<br />

φλογέρας.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Αγαπημένοι μας φίλοι, γεια και χαρά σας.<br />

Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Εγώ είμαι η Ελενίτσα. Κι από ‘δώ,<br />

ο…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : …αδελφός της ο Νικολάκης. Σας στέλνω την<br />

αγάπη μου και χαίρομαι για τη γνωριμία. Εγώ, που λέτε, και η<br />

Ελενίτσα…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : …κάναμε σήμερα ένα πολύ ωραίο περίπατο. Εδώ<br />

στην εξοχή, μακριά από την πόλη, τους θορύβους της, τα… να<br />

το πω, Νικολάκη;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Πες το, πες το…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Τα σχολεία της… Αχ, το ‘πα και ξαλάφρωσα! Όλα<br />

είναι τόσο όμορφα, τόσο όμορφα!<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Βλέπετε, τώρα την άνοιξη, είναι δύσκολο να<br />

καθίσουμε μέσα στην τάξη… Τι λέτε κι εσείς;… Δεν έχω<br />

δίκιο;… ‘Όλα γύρω μας είναι ανθισμένα. Τα πουλάκια


τραγουδάνε πάνω στα δέντρα. Τι χαρούμενος που είμαι<br />

σήμερα!<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Νικολάκη, να τους το πούμε;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Και βέβαια θα τους το πούμε. Γι’ αυτό δεν<br />

ήρθαμε;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Λοιπόν, που λέτε, σήμερα μας έχουν καλέσει στο<br />

σπίτι τους δυο καλές μας φίλες…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : … η Αγαπούλα και η Ειρηνούλα.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Μας υποσχέθηκαν ότι θα περάσουμε πολύ<br />

όμορφα. Κι αν θέλουμε, μπορούμε να ερχόμαστε κάθε μέρα…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : … και να φέρνουμε και τους φίλους και τις φίλες<br />

μας.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Νικολάκη, όλο με διακόπτεις. Θα το πω κι εγώ<br />

στους φίλους μας. Την άλλη φορά θα έρθουμε όλοι μαζί.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Ναι, ναι, να ‘ρθουμε. Αλλά δεν βλέπω πουθενά<br />

τις δυο φίλες μας. Λες να μην έρθουνε;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Ντροπή σου, Νικολάκη. Αφού το ξέρεις πως<br />

πάντα μας θυμούνται και μας φροντίζουν, Όχι, πες μου. Μας<br />

έχουν γελάσει ποτέ;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Ποτέ, ποτέ! Αυτό να λέγεται. Είναι κι οι δυο<br />

τόσο καλές. Όλο τραγούδια μας λένε. Μας μαθαίνουν<br />

καινούρια παιχνίδια. Μας βοηθάνε και στο σχολείο.


ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Εσύ να τα βλέπεις. Που κάνεις και λάθη στην<br />

Αριθμητική και…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Ελενίτσα, ξέχασες τι μας είπαν οι φίλες μας; Ότι<br />

μας βοηθάνε για να μάθουμε γράμματα. Για να γίνουμε καλοί<br />

άνθρωποι. Και ότι πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλο και να<br />

΄μαστε πάντα αγαπημένοι.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Έχεις δίκιο. Το ξέχασα. Με συγχωρείς. Έτσι μας<br />

έλεγε προχθές η Αγαπούλα.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Αλλά και η Ειρηνούλα. Δε θυμάσαι που μας<br />

έλεγε ότι πρέπει να έχουμε μόνο φίλους; Να μη θυμώνουμε με<br />

το παραμικρό; Να μην τα θέλουμε όλα δικά μας;…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : … να μη θέλουμε να πάθουν κακό οι άλλοι; Να<br />

κάνουμε πάντα το καλό. Ναι, ναι, έτσι μας έλεγε.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Γιατί, άμα δεν κάνουμε ό,τι μας λένε, θα είμαστε<br />

δυστυχισμένοι. Γιατί, λέει, θα έρθει και στην πατρίδα μας ο …<br />

αχ, να δεις πώς τον είπανε… πώς τον είπανε…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Ο πόλεμος, Νικολάκη. Πάλι το ξέχασες; Πόσες<br />

φορές σου είπα ότι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάς;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Γιατί, μωρέ;


ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Πάλι τα ίδια. Πρόσεξέ με καλά. Είναι η τελευταία<br />

φορά που σου το ξαναλέω. Επειδή, ανόητε, θα χάσουμε τους<br />

φίλους μας, θα χάσουμε τα παιχνίδια μας, δε θα έχουμε φαΐ να<br />

φάμε, θα κλείσει το σχολείο μας και…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Επ, στάσου! Θα κλείσει το σχολείο; Να κι ένα<br />

καλό! Πολύ καλό θα έλεγα! Τι λέτε κι εσείς, φίλοι μου;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Εσύ δε σκέφτεσαι τίποτ’ άλλο. Το μυαλό σου είναι<br />

κολλημένο. Κι άμα δε μάθουμε γράμματα, εξυπνάκια, μου λες<br />

τι θα κάνουμε;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Καλά, ντε… Δε σε είπαμε και καμπούρα…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Εντάξει… Αλλά δε μ’ άφησες να πω το<br />

σπουδαιότερο.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Υπάρχει κι άλλο; Για λέγε, για λέγε.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Οι φίλες μας, αδερφούλη μου, η Αγαπούλα και η<br />

Ειρηνούλα. Δε μας είπανε πως μπορεί να χαθούνε για πάντα;<br />

Πως μπορεί να μην ξαναγυρίσουνε ποτέ πια; Και, τότε, τι θα<br />

κάνουμε;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Αχ, αυτός ο κύριος Πόλεμος! Τι μας κάνει! Τι<br />

μας κάνει!... Και να δεις τι γρήγορα που τρέχει!... Ανοίγω, που<br />

λέτε, την τηλεόραση και τη μια στιγμή τον ακούω εδώ και την<br />

άλλη εκεί. Κι απ’ ό,τι φαίνεται έχει και πολύ κακούς φίλους.<br />

Τους κακότερους, θα έλεγα!<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Τους χειρότερους, λέμε, Νικολάκη. Τους<br />

χειρότερους! Και είναι και πολύ δυνατοί… όπλα, κανόνια,


σφαίρες, πύραυλοι, βόμβες, υποβρύχια, αεροπλάνα! Θεούλη<br />

μου, πόσοι πολλοί και δυνατοί φίλοι!<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Κι όπου πηγαίνουν, φέρνουν την καταστροφή.<br />

Πείνα και δυστυχία παντού. Τα παιδάκια γυρίζουν μόνα τους<br />

στο δρόμο και ψάχνουν τους γονείς τους. Τα σπίτια, τα<br />

σχολεία, τα νοσοκομεία… όλα γύρω γκρεμίζονται…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : … κι οι φίλες μας, παιδιά, η Αγαπούλα και η<br />

Ειρηνούλα όπου φύγει φύγει.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Αχ και να σε είχα μπροστά μου, κύριε Πόλεμε!<br />

Να σου δείξω εγώ, που ταλαιπωρείς τις φίλες μας. Να σας<br />

μάθω εγώ, εσένα και τους φίλους σου, να είσαστε καλοί και να<br />

φέρεστε ευγενικά.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Νικολάκη, μη λες τέτοια πράγματα. Ξέχασες<br />

κιόλας τις συμβουλές που μας έδωσαν οι φίλες μας; Άσε που<br />

είμαστε και μόνοι μας εδώ έξω.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Μόνοι μας; Μα τι λες, Ελενίτσα; Δε βλέπεις<br />

τους φίλους μας; Όλοι εδώ είναι με το μέρος μας. Δεν είναι έτσι<br />

παιδιά;… Ας έρθει όποιος θέλει.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Δίκιο έχεις. Ας έρθει όποιος…<br />

Αλλαγή Σκηνικού : Στο σημείο αυτό σταματάει η μουσική,<br />

σβήνουν τα φώτα, το φόντο γίνεται σκούρο και ακούγεται<br />

δυνατός θόρυβος και ήχος όπλων.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Ελενίτσα, τι ήταν αυτό;


ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Σίγουρα δεν ήταν οι φίλες μας…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Αχ, πώς φοβάμαι, τρέμω… λες να…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Δεν κρυβόμαστε, καλύτερα;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Αυτό λέω κι εγώ. Πάμε γρήγορα !<br />

Στο σημείο αυτό ο Νικολάκης και η Ελενίτσα φεύγουν απ’<br />

τη σκηνή.<br />

ΠΡΑΞΗ Β’<br />

ΣΚΗΝΙΚΟ : Σκούρο φόντο χωρίς μουσική.<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : (Γελάει δυνατά) Λοιπόν, δε νομίζω ότι χρειάζεται<br />

να σας συστηθώ. Όλοι με ξέρετε, όλοι με φοβάστε, κανείς δε μ’<br />

αγαπάει. Κι όμως, όπου πηγαίνω βρίσκω φίλους. Εγώ είμαι ο<br />

Πόλεμος! Στο πέρασμά μου μαζί με τους φίλους μου<br />

καταστρέφουμε τα πάντα. Δεν αφήνω τίποτα όρθιο στο<br />

πέρασμά μου. Είμαι ο άρχοντας του κόσμου. Όλη η γη με<br />

τρέμει. Κι όποιος τολμάει, ας πει ότι λέω ψέματα… Άκουσα,<br />

όμως, καθώς ερχόμουν , κάποιους που με κατηγορούσαν. Μα,<br />

πού να πήγαν; Σίγουρα θα κρύφτηκαν. Έτσι κάνουν όλοι…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : (βγάζει το κεφάλι) Εδώ είμαστε, κύριε Πολεμούλη.<br />

Μας ζητήσατε;


ΠΟΛΕΜΟΣ : Μίλησε κανείς;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : (ξεθαρρεύει σιγά σιγά) Ναι, εγώ είμαι, η Ελενίτσα.<br />

Μεγάλη μου τιμή που σας γνωρίζω από κοντά. Τι κάνετε;<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Εγώ είμαι πάντα καλά. Ας είναι καλά οι φίλοι μου<br />

οι πύραυλοι και οι βόμβες που με υποστηρίζουν. Για τη δική<br />

σας υγεία, όμως, δε… μπορώ να είμαι και τόσο σίγουρος…<br />

Γιατί ξέρω ότι δεν είσαι μόνη σου. Κάπου εδώ πρέπει να είναι<br />

και ένας άλλος εχθρός μου, ο αδελφός σου ο Νικολάκης.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Μα πώς το ξέρετε;<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Εγώ όλα τα ξέρω. Λέγε γρήγορα, πού είναι;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Ναι… ναι… πως… Ε… Έλα, Νικολάκη. Βγες. Τα<br />

ξέρει όλα.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : (Εμφανίζεται διστακτικά) Μα… δεν… δεν…<br />

κρύφτηκα. Εδώ ήμουν. Κάτι… έψαχνα… εκεί… στα χόρτα…<br />

Εξάλλου,… ο κύριος Πολεμούλης είναι… είναι… φίλος μας.<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Δεν είμαι φίλος κανενός σας. Και το όνομά μου<br />

δεν είναι «Πολεμούλης» (κοροϊδευτικά) αλλά «Πόλεμος».<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Καλέ μας φίλε, θα έλεγα, αν δεν σας πειράζει<br />

βέβαια, ότι το «Πολεμούλης» είναι πιο όμορφο από το<br />

«Πόλεμος». Και τις φίλες μας τις φωνάζουμε Αγαπούλα και<br />

Ειρηνούλα και…


ΠΟΛΕΜΟΣ : Α, ώστε είναι κι αυτές οι δυο εδώ. Βλέπω πως σε<br />

τούτο τον τόπο έχω πάρα πολλούς εχθρούς. Καλά έκανα,<br />

λοιπόν, και ήρθα. Καιρός είναι να φέρω και τους δικούς μου<br />

φίλους. (Γελάει με νόημα) Να… γνωριστείτε… καλύτερα.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Α, πολύ ωραία! Θα παίξουμε κιόλας…<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Εμείς δεν παίζουμε με τους εχθρούς μας.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Μα λέτε και ξαναλέτε συνέχεια αυτή την<br />

παράξενη λέξη : «εχθρός». Θα μας πείτε τι σημαίνει επιτέλους;<br />

Είμαι πολύ περίεργος να μάθω.<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : (ξαναγελάει δυνατά) Εχθρός, ε; Δεν ξέρετε τι<br />

σημαίνει εχθρός; Μα πού ζείτε;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Εδώ πιο κάτω... Είναι… πολύ… κακό… που…<br />

που… δεν ξέρουμε;<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Κακό, λέει; Μόνο κακό; Σήμερα άμα δεν ξέρεις τι<br />

πάει να πει εχθρός, δεν ξέρεις τίποτα! (Μικρή παύση) Ας είναι.<br />

Θα σας το εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ. Εγώ, λοιπόν, και οι<br />

φίλες σας είμαστε εχθροί. Θέλουμε ο ένας το κακό του<br />

αλλουνού…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : (ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της) Λες<br />

ψέματα. Οι φίλες μας δεν έχουν εχθρούς. Οι φίλες μας έχουν<br />

μόνο φίλους. Και δεν θέλουν το κακό κανενός…<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : (αγριεύει) Τολμάς και με λες ψεύτη;


ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Ο… Όχι… λέω…<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Δεν ξέρω τι λες και τι δε λες. Εγώ ξέρω πως<br />

όπου πηγαίνω, αυτές οι δυο λένε στους ανθρώπους χίλιες<br />

ψευτιές για να με διώξουν.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Γιατί; Τι κάνεις;<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : (ενοχλημένος) Τι κάνω; Τι κάνω; Τι να κάνω; Τη<br />

δουλειά μου κάνω. Βάζω πρώτα τους ανθρώπους να<br />

τσακωθούν. Μετά τους κάνω να πιάσουν τα όπλα και να<br />

πυροβολούν ο ένας τον άλλο. Όταν σκοτωθούν οι πρώτοι,<br />

αρχίζουν οι δεύτεροι, κι ύστερα κι άλλοι κι άλλοι… Τους<br />

τελειώνουν τα πρώτα όπλα, αγοράζουν καινούρια κι έπειτα<br />

τους χαλάνε κι αυτά… Τότε φέρνω τις αρρώστιες, την πείνα, τη<br />

δυστυχία… Γκρεμίζω σπίτια, νοσοκομεία, σχολεία, ό,τι βρω<br />

μπροστά μου… Σκοτώνω νέους, γέρους, παιδιά… Στο<br />

πέρασμά μου δεν αφήνω τίποτα όρθιο…<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Και γιατί τα κάνεις όλα αυτά τα κακά;<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Γιατί αυτή είναι η δουλειά μου… Δεν υπάρχει<br />

γιατί…<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Ε, τότε να φύγεις! Κανένας δε σε θέλει εδώ! Τι<br />

λέτε κι εσείς, παιδιά; Κανένας μας δε θέλει να μαλώσει. Δε σε<br />

θέλουμε εδώ! Γιατί είμαστε όλοι μας αγαπημένοι, δεν είμαστε;<br />

ΠΟΛΕΜΟΣ : Φεύγω! Μα θα σας στείλω μια καλή μου φίλη για<br />

να με θυμόσαστε…


(Ο Πόλεμος φεύγει από τη σκηνή και τα δυο παιδιά μένουν<br />

μόνα τους)<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Μωρέ, καλά του τα είπες… Αλλά… ποια λες να<br />

στείλει;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Εγώ λέω να κρυφτούμε και να περιμένουμε.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Εντάξει. Πάμε.<br />

(Η σκηνή αδειάζει. Το φόντο παραμένει σκοτεινό κι<br />

ακούγεται ο ήχος από βόμβα που σκάει. Στη συνέχεια<br />

εμφανίζεται η ΒΟΜΒΑ στη σκηνή)<br />

ΒΟΜΒΑ : Εγώ είμαι η Βόμβα. Αγαπάω τον Πόλεμο και<br />

πηγαίνω πάντα μαζί του. Δεν τον εγκαταλείπω ποτέ. Βρίσκομαι<br />

πάντα στο πλευρό του… Αλλά δεν έχω παράπονο. Κι αυτός με<br />

προτιμάει πάντα. Όπου τον φωνάξουν, πρώτη πρώτη με<br />

στέλνει… Κι εγώ… ξέρω να κάνω καλά τη δουλειά μου. Πέφτω<br />

από ψηλά και σκάω με δύναμη πάνω στα σπίτια. Και τα κάνω<br />

κομματάκια. Τα σωριάζω πάνω στη γη και πλακώνουν όσους<br />

κάθονται μέσα σ’ αυτά. Όταν δεν πέσω πάνω στα σπίτια,<br />

σκάω με δύναμη πάνω στη γη. Γίνομαι χίλια δυο μικρά<br />

κομματάκια σίδερο που καίνε. Και πάω και καρφώνομαι πάνω<br />

στους ανθρώπους. Έτσι τους κάνω να υποφέρουν και να<br />

πεθαίνουν από τον πόνο… Μη μου πείτε, λοιπόν, πως δεν<br />

κάνω καλή δουλειά… Όποιος θέλει… μπορεί να… δοκιμάσει…<br />

(Εμφανίζονται σιγά σιγά τα δυο παιδιά)<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Χαι.. χαίρετε… τι… τι… κάνετε;


ΒΟΜΒΑ : Θέλεις, μήπως, να δοκιμάσεις;<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Ο… Όχι…, εγώ…<br />

ΒΟΜΒΑ : (προς τον Νικολάκη απειλητικά) Εσύ, τότε!<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Ο… Όχι… Εμείς, άλλο θέλουμε…<br />

ΒΟΜΒΑ : Λέγετε, λοιπόν. Σύντομα. Έχουμε και δουλειές να<br />

κάνουμε.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Ακούσαμε ότι σκάτε με δύναμη πάνω στη γη<br />

και γινόσαστε μικρά μικρά κομματάκια.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : …σκεφτήκαμε, λοιπόν, πως θα πονάτε και<br />

τρέξαμε να σας βοηθήσουμε.<br />

ΒΟΜΒΑ : Δεν έχω ανάγκη εγώ. Παίρνω εκδίκηση για τη ζημιά<br />

που παθαίνω.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Εκδίκηση; Τι είναι πάλι αυτό;<br />

ΒΟΜΒΑ : Ε, εσείς οι δυο είσαστε εντελώς αγράμματοι.<br />

Εκδίκηση θα πει πως γίνομαι εγώ κομμάτια, αλλά φέρνω τον<br />

πόνο και στους άλλους γύρω μου.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Γιατί; Τι σου κάνανε;<br />

ΒΟΜΒΑ : Τίποτα… Αλλά τι με νοιάζει; Εγώ χαίρομαι μ’ αυτό.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Χαίρεσαι με τον πόνο και τη δυστυχία των<br />

ανθρώπων; Αυτό είναι πολύ κακό, δεν είναι;


ΒΟΜΒΑ : Και ποιος το λέει αυτό;<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Οι φίλες μας, οι καλές μας φίλες, η Αγαπούλα<br />

και η Ειρηνούλα…<br />

ΒΟΜΒΑ : (θυμωμένα) Δε θέλω ν’ ακούω αυτά τα δυο ονόματα.<br />

Με κυνηγάνε παντού. Κάποια μέρα θα λογαριαστούμε μαζί για<br />

τα καλά.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Να τες που έρχονται. Σ’ αφήνουμε μόνη μαζί<br />

τους.<br />

(Τα παιδιά φεύγουν)<br />

ΒΟΜΒΑ : (φωνάζει παρακαλώντας) Όχι, όχι! Μη μ’ αφήνετε<br />

μόνη μαζί τους. Τώρα είμαι κομμάτια. Βοήθεια!!! Σώστε με από<br />

την Αγαπούλα και την Ειρηνούλα. Βοήθεια!!!<br />

(Η Βόμβα φεύγει τρέχοντας φοβισμένη)<br />

ΠΡΑΞΗ Γ’<br />

(Ακούγεται ο Ύμνος της Ειρήνης. Το φόντο γίνεται<br />

πολύχρωμο και ζωηρό. Σιγά σιγά, με το τέλος του<br />

τραγουδιού, εμφανίζονται στη σκηνή πιασμένες χέρι χέρι<br />

η Αγαπούλα και η Ειρηνούλα).


ΑΓΑΠΟΥΛΑ : Αγαπημένα μας παιδιά, εγώ είμαι η Αγαπούλα.<br />

Τώρα είμαι κοντά σας μαζί με την Ειρηνούλα. Και θα μείνουμε<br />

για πάντα κοντά σας. Από ‘δώ και πέρα δεν έχετε να φοβηθείτε<br />

τίποτα. Όσο είμαστε εμείς εδώ, θα χαρίζουμε τη χαρά και την<br />

ευτυχία σε όλους σας.<br />

ΕΙΡΗΝΟΥΛΑ : Το όνομα του Πολέμου και των κακών φίλων<br />

του θα τα ξεχάσετε. Και θα ζούμε όλοι μαζί χαρούμενοι,<br />

αγαπημένοι και μονοιασμένοι. Θα έχετε ό,τι σας χρειάζεται<br />

κάθε μέρα. Θα πηγαίνετε στο σχολείο σας. Θα μαθαίνετε<br />

γράμματα και θα παίζετε με τους φίλους και τις φίλες σας.<br />

ΑΓΑΠΟΥΛΑ : Εμείς σας αγαπάμε όλους και θέλουμε μόνο το<br />

καλό σας. Θέλουμε να ξυπνάτε το πρωί με γέλια και τραγούδια.<br />

Να παίζετε ξέγνοιαστα και να χαιρόσαστε κάθε μέρα τη ζωή<br />

σας.<br />

ΕΙΡΗΝΟΥΛΑ : Θέλουμε να ζείτε ανάμεσα σε χαμογελαστούς<br />

ανθρώπους. Να έχετε όλα τα καλά. Τα σπίτια σας να είναι<br />

γεμάτα με όλα τα αγαθά, στολισμένα κι ευτυχισμένα.<br />

ΑΓΑΠΟΥΛΑ : Κι όταν αρρωσταίνετε, θέλουμε οι γονείς σας να<br />

βρίσκονται στο προσκεφάλι σας, να γίνεστε γρήγορα καλά και<br />

να ξανατραγουδάτε στους δρόμους, στις γειτονιές σας, στις<br />

εξοχές. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή.<br />

ΕΙΡΗΝΟΥΛΑ : Όπου βρισκόμαστε εμείς, πόλεμος δεν<br />

υπάρχει. Τα όπλα είναι άγνωστα. Οι άνθρωποι χαίρονται τη<br />

ζωή τους. Αγαπάνε ο ένας τον άλλο. Δεν ξέρουνε τι θα πει<br />

κακία. Στα όνειρά τους βλέπουνε χαρούμενα πράγματα. Το<br />

πρωί ξυπνούν κι ανασαίνουν τα αρώματα της φύσης. Η ζωή<br />

τους κυλάει όμορφα.


ΑΓΑΠΟΥΛΑ : Μα, να που έρχονται κι οι φίλοι μας.<br />

(Εμφανίζονται τα δυο παιδιά) Ας τους καλωσορίσουμε όλοι<br />

μαζί. Ας τρέξουμε όλοι μαζί ανάμεσα στ’ ανθισμένα δέντρα. Ας<br />

χαρούμε τη ζωή. Μακριά από τον Πόλεμο. Με Αγάπη και<br />

Ειρήνη.<br />

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : Με Αγάπη και Ειρήνη.<br />

ΕΛΕΝΙΤΣΑ : Με Αγάπη και Ειρήνη.<br />

ΜΟΥΣΙΚΗ - ΑΥΛΑΙΑ


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ<br />

Α’ ΑΓΑΛΜΑ - ΠΕΡΙΚΛΗΣ<br />

Β’ ΑΓΑΛΜΑ - ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ<br />

ΚΑΦΕΤΖΗΣ<br />

Α’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ<br />

Β’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ<br />

ΤΡΕΛΟΣ<br />

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ<br />

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ<br />

ΛΟΥΣΤΡΑΚΟΣ<br />

ΠΕΛΑΤΗΣ<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ<br />

ΕΓΓΟΝΟΣ<br />

Α’ ΑΓΟΡΙ<br />

Β’ ΑΓΟΡΙ<br />

ΚΟΡΙΤΣΙ<br />

ΚΥΡΑ-ΚΑΤΙΝΑ<br />

Α’ ΚΥΡΙΑ<br />

Β’ ΚΥΡΙΑ<br />

ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ


ΣΚΗΝΙΚΟ<br />

Στο πίσω μέρος της σκηνής εικόνα αστικού τοπίου με<br />

πολυκατοικίες και κεραίες τηλεοράσεων. Μπροστά απ’<br />

αυτό υπάρχουν μερικά καχεκτικά δεντράκια. Εναλλακτικά,<br />

μπορεί να τοποθετηθούν δέντρα και γλάστρες<br />

περιμετρικά.<br />

Δυο βάθρα στο αριστερό και στο δεξιό μέρος της σκηνής<br />

συμμετρικά. Τα αγάλματα-ηθοποιοί ανεβασμένα ακίνητα<br />

πάνω τους, ντυμένα με αρχαίους ελληνικούς χιτώνες (ή<br />

τυλιγμένα κατάλληλα με λευκά σεντόνια).<br />

Στο κέντρο, στο προσκήνιο, ένα παγκάκι. Γύρω γύρω<br />

διάφορα σκουπίδια (π.χ. πλαστικά μπουκάλια, μεταλλικά<br />

κουτάκια αναψυκτικών, σακούλες, κάποια σπασμένα<br />

παιχνίδια, παλιά παπούτσια κλπ.)<br />

Τα αγάλματα κατεβαίνουν από τα βάθρα τους και κάθονται<br />

στο παγκάκι για να ξεμουδιάσουν και να κουβεντιάσουν.<br />

Α’ ΑΓΑΛΜΑ : Καλημέρα, Θεμιστοκλή.<br />

Β’ ΑΓΑΛΜΑ : Καλημέρα Περικλή… Αν και δεν τα βλέπω και<br />

τόσο καλά τα πράγματα πάλι σήμερα… Θα μας φάει το νέφος<br />

και το καυσαέριο…


Α’ ΑΓΑΛΜΑ : Πες το ψέματα… Κι όλο το βράδυ δεν έκλεισα<br />

μάτι. Μια τα μηχανάκια, μια κάτι περαστικοί που κουβέντιαζαν<br />

στο παγκάκι με τις ώρες… Δε μ’ αφήσανε σε ησυχία, σου λέω.<br />

Β’ ΑΓΑΛΜΑ : Αμ, αυτός ο προβολέας τι σου λέει; Όλο το<br />

βράδυ πέφτει το φως πάνω μου. Κόσκινο μ’ έχουνε κάνει τα<br />

κουνούπια.<br />

Α’ ΑΓΑΛΜΑ : Δεν έρχεται κι αυτό το παιδί του καφενείου. Να<br />

πιούμε κανένα καφεδάκι. Να συνέλθουμε απ’ την ολονυχτία.<br />

Έχει στεγνώσει το λαρύγγι μου πια.. Πριν αρχίσει να περνάει<br />

κόσμος και πρέπει να σταθούμε συνέχεια όρθιοι.<br />

ΚΑΦΕΤΖΗΣ : (εμφανίζεται με το δίσκο του και δυο καφέδες)<br />

Α, όλα κι όλα! Με προσβάλλετε, κύριοι αρχαίοι μου! Μπορώ<br />

εγώ να σας ξεχάσω; Δε φέρνω τα καφεδάκια σας κάθε πρωί<br />

στην ώρα τους; Σας έχω αφήσει ποτέ παραπονεμένους;…<br />

(προς τους θεατές) Κι ας έχω να δω φιλοδώρημα εδώ και κάτι<br />

αιώνες… Ορίστε (τους σερβίρει)… fredo espresso μέτριος για<br />

το μπαρμπα-Θεμιστοκλή… fredo cappuccino γλυκός για το<br />

μπαρμπα-Περικλή… και το συριανό το λουκουμάκι σας… και<br />

το κρύο το νεράκι σας…<br />

Β’ ΑΓΑΛΜΑ : Να ‘σαι καλά, παλληκάρι μου.


ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Εσείς να ‘στε καλά, μπας κι όπως σας βλέπει ο<br />

κόσμος, αρχίσει να καταλαβαίνει πως ήμασταν και σε τι χάλια<br />

έχουμε καταντήσει… (φεύγει)<br />

Α’ ΑΓΑΛΜΑ : Αχ, μ’ αυτόν τον καημό μου φαίνεται πως θα<br />

μείνουμε. Κοίταζα, μωρέ Θεμιστοκλή, χτες βράδυ την<br />

Ακρόπολη και ράγισε η καρδιά μου. Κομματιασμένη,<br />

μουντζουρωμένη… Φραγμένος ο Παρθενώνας και τα<br />

Προπύλαια με σκαλωσιές και έργα, έργα, έργα που ποτέ δεν<br />

τελειώνουν.<br />

Β’ ΑΓΑΛΜΑ : Γιατί, νομίζεις πως η Σαλαμίνα είναι σε καλύτερη<br />

κατάσταση; Εμείς τότε βουλιάξαμε τα πλοία των Περσών για<br />

να σώσουμε την Ελλάδα. Τώρα, στα νερά της βουλιάζουνε<br />

επίτηδες τα σαπιοκάραβα, τα άχρηστα, που στα νιάτα τους<br />

οργώσανε τις θάλασσες. Κι όλος ο τόπος πνίγεται απ’ τα<br />

πετρέλαια κι από τα λάδια των μηχανών.<br />

Α’ ΑΓΑΛΜΑ : Αυτά βλέπω κάθε μέρα κι έτσι μου ‘ρχεται να<br />

φύγω, να εξαφανιστώ. Να μη βλέπω τη ντροπή των Ελλήνων.<br />

Β’ ΑΓΑΛΜΑ : (με αποφασιστικότητα) ‘Όχι! Ποτέ! Εδώ θα<br />

μείνουμε! Όπως και τότε! Εμείς θα διώξουμε και πάλι τους<br />

βάρβαρους. Άντε, πάμε να πιάσουμε δουλειά.<br />

Α’ ΑΓΑΛΜΑ : Καλά, ντε. Μια κουβέντα είπαμε. Μπα σε καλό<br />

σου. Όλα σοβαρά τα παίρνεις. Πάμε…


Τα αγάλματα σηκώνονται και παίρνουν τις θέσεις τους στα<br />

βάθρα. (παύση) Ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου και<br />

εμφανίζονται δυο νοσοκόμοι αναστατωμένοι, με μπλούζες<br />

ξεκούμπωτες, που σφυρίζουν συνεχώς και τρέχουν πάνω<br />

κάτω.<br />

Α’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : (απελπισμένος) Πάει… Μας ξέφυγε… Τον<br />

χάσαμε…<br />

Β’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω! Ένας<br />

τρελός ανάμεσα στους γνωστικούς! Αλίμονό τους…! (μικρή<br />

σιγή) κι αλίμονό μας…!<br />

Α’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Και τώρα τι κάνουμε; Τι θα πούμε στον<br />

κύριο διευθυντή; Μου λες; Δε μου λες. Τι να μου πεις;<br />

Β’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Ξέρω κι εγώ; Θα βρούμε κάποια<br />

δικαιολογία όπως πάντα… (ξύνει αμήχανα το κεφάλι του) Βρες<br />

μια καλή δικαιολογία επιτέλους. Τόσες και τόσες κατεβάζει το<br />

κεφάλι σου όταν το σκάμε απ’ τη δουλειά και πίνουμε τις<br />

μπίρες μας στης κυρα-Μαρίας…<br />

Α’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Βγάλ’ τη σκούφια σου και βάρα με. Μαζί τα<br />

λέμε τα ψέματα, μην το ξεχνάς. Γιατί δε βρίσκεις ένα εσύ, κύριε<br />

συνάδελφε;<br />

Β’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Εγώ το είπα χτες το ψέμα μου. Σήμερα<br />

είναι η σειρά σου!


Α’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Και στα ‘λεγα, βρε λαίμαργε, δε στα ‘λεγα;<br />

Τίποτα, εσύ. (τον παριστάνει σαν να παραγγέλνει) Φέρε κι<br />

άλλο σουβλάκι, κυρα-Μαρία… Αχ, γεια στα χέρια σου… Βάλε<br />

μας και μια μπιρίτσα παγωμένη, κυρα-Μαρία… Στην υγειά της<br />

χοληστερίνης μας… Πλήρωσε τώρα και το λογαριασμό!<br />

Β’ ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ : Έλα, μωρέ φοβιτσιάρη, πώς κάνεις έτσι<br />

πια; (με νόημα) Μπορεί να μη χρειαστεί να πούμε τίποτα.<br />

Μήπως ο διευθυντής θα είναι στο γραφείο του; Λες να κάθεται<br />

να νταντεύει τρελούς με τις πενταροδεκάρες που παίρνει για<br />

μισθό; Για τίποτα ψώνια της γυναίκας του θα έχει πάει τέτοια<br />

ώρα… Αύριο με το καλό, άμα ψάξει να βρει κανείς τον τρελάρα<br />

– που δεν το πιστεύω, βλέπουμε… Άντε, φοβιτσιάρη, πάμε να<br />

φύγουμε τώρα. Έχουμε και σπίτια. (φεύγουν)<br />

Ακούγεται από το βάθος της σκηνής η φωνή του<br />

εφημεριδοπώλη.<br />

- Εφημερίδεεεεεες… Εφημερίδεεεεεες…<br />

Εμφανίζεται στη σκηνή βιαστικά, στέκεται στη μέση και<br />

συνεχίζει :<br />

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ : Γεγονότα! Πάρτε, κόσμε, να μάθετε!<br />

Πάρτε να διαβάσετε και να μορφωθείτε!... Καινούριο φάρμακο<br />

ανακάλυψαν οι επιστήμονες για την παχυσαρκία. Τρώτε<br />

λιγότερο και βοηθάτε αποτελεσματικά την οικονομία… Ο<br />

πρώτος αστροναύτης-πίθηκος πάτησε στην Αφροδίτη… (προς


τους θεατές) Χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα από την<br />

πείνα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη… Νέος διαγωνισμός του<br />

Υπουργείου Περιβάλλοντος για να σταματήσει η μόλυνση της<br />

ατμόσφαιρας. Ο πρώτος νικητής κερδίζει μια μάσκα οξυγόνου<br />

διαρκείας… Νέα μέτρα της κυβέρνησης για να σωθεί η χώρα.<br />

Όσοι δουλεύουν, δεν θα πληρώνονται. Κι όσοι δε δουλεύουν,<br />

θα πληρώνουν επειδή κάθονται… Πάρτε, κόσμε! Πάρτε, τώρα<br />

που γυρίζει! Πολλά δίνετε, τίποτα δεν παίρνετε!... Πάρτε, έχει<br />

και πλούσια δώρα! Δυο αυτοκίνητα κληρώνει η «ΠΡΩΙΝΗ»,<br />

πέντε ταξίδια στην Ουγκάντα κληρώνει η «ΧΤΕΣΙΝΗ», τρία<br />

σπίτια χωρίς πόρτες κληρώνει η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»! Πάρτε,<br />

κόσμε! Εφημερίδεεεεεες… (Κάνει να φύγει, κοντοστέκεται,<br />

ξύνει το κεφάλι του και συνεχίζει) Μανάδες, γιαγιάδες, θειάδες<br />

και ξαδερφάδες. Επικίνδυνος τρελός το έσκασε απ’ το Δημόσιο<br />

Ψυχιατρείο! Κρύψτε τα παιδάκια σας, μην τρελαθούν κι άλλο!<br />

(Φεύγοντας εξακολουθεί να φωνάζει) Εφημερίδεεεεεες…<br />

Εφημερίδεεεεεες…<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (Εμφανίζεται στη σκηνή τρομαγμένος και<br />

αναμαλλιασμένος. Τα ρούχα του είναι κουρελιασμένα και έχει<br />

παντού μουντζούρες. Απευθύνεται στους θεατές σαν να μη<br />

συμβαίνει τίποτε)<br />

Βρε, τι κίνηση είναι κι αυτή σήμερα! Εκεί μέσα που ήμουν, το<br />

έβλεπα από τα κάγκελα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Νόμιζα<br />

πως ήμουν τρελός. Αλλά τώρα που βγήκα έξω, είμαι βέβαιος.


Δεν υπάρχει αμφιβολία. Είμαι τρελός. Δε μπορεί να<br />

συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Τρεις φορές πήγαν να με<br />

κόψουν τ’ αυτοκίνητα σαν ψάρι φέτα. Πέντε φορές έχασα το<br />

λεωφορείο από κάτι βιαστικές κυρίες που έσπρωχναν σαν να<br />

γεννούσε η γελάδα τους. Όχι πως πήγαινα κι εγώ κάπου<br />

συγκεκριμένα, αλλά, ρε παιδάκι μου, πρόσεχε λίγο μαντάμ…<br />

Τέλος πάντων, τώρα έφτασα. Αλλά μήπως ξέρω πού<br />

βρίσκομαι; Δεν πειράζει. Μήπως κι οι άλλοι ξέρουν; Θα<br />

ρωτήσω και θα μάθω.<br />

Στρέφεται προς τα αγάλματα. Τα κοιτάζει. Τα πλησιάζει<br />

επιφυλακτικά. Προσπαθεί να αγγίξει τα ρούχα τους.<br />

Ανεβαίνει στα βάθρα και κουνάει το χέρι του μπροστά απ’<br />

τα μάτια τους. Ετοιμάζεται να τους μιλήσει.<br />

Καλημέρα σας… (Δεν παίρνει απάντηση και προσπαθεί ξανά)<br />

Καλημέρα σας… Μωρέ, τσιγκουνιά να σου πετύχει! Μια<br />

καλημέρα του θεού και βαριούνται να την πούνε! Ωραίοι<br />

άνθρωποι! Στέκονται, σε κοιτάζουν και δε σου λένε κουβέντα.<br />

Τουλάχιστον δε σπρώχνουνε σας τις κυρίες που λέγαμε.<br />

Από το βάθος της σκηνής εμφανίζεται ένας περαστικός<br />

κρατώντας εφημερίδα.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Ωραία! Βρήκαμε άνθρωπο να συνεννοηθούμε.<br />

Αυτός περπατάει. Δε μπορεί. Θα μιλάει κιόλας.


Στο μεταξύ, ο περαστικός έχει καθίσει στο παγκάκι, έχει<br />

ανοίξει την εφημερίδα και τη διαβάζει με πολύ μεγάλη<br />

προσοχή.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (τον πλησιάζει) Καλημέρα σας! (σε λίγο, πιο<br />

δυνατά) Καλημέρα σας!<br />

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ : (Δεν του δίνει σημασία. Διαβάζει την<br />

εφημερίδα και μονολογεί άλλοτε με έκπληξη και άλλοτε με<br />

θαυμασμό) Πω, πω, πω!… Τι λες, ρε παιδί μου!... Ρε, τι γίνεται<br />

στον κόσμο!... Χιροσίμα γίναμε!... Βιετνάμ γίναμε!... Πω, πω,<br />

πω!... Για κοίτα!...<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Πού να κοιτάξω, κύριε;<br />

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ : (συνεχίζει) Για κοίτα, φίλε μου!... Κι ύστερα<br />

σου λέει!... Και τι να σου πει, δηλαδή!... Καλύτερα να μη σου<br />

πει τίποτα!... Γιατί, κι αν σου έλεγε, τι να σου έλεγε!... Ενώ, αν<br />

δε σου έλεγε, δε θα του έλεγες κι εσύ!...<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (φανερά εκνευρισμένος) Ε, πες, τέλος πάντων, κάτι,<br />

χριστιανέ μου! Όλο αν σου έλεγε κι αν δεν σου έλεγε, είσαι. Πες<br />

κάτι, επιτέλους! Πες μας την ώρα! Πες μας τι καιρό κάνει στο<br />

Τόκυο! Πες μας πώς πλένονται οι ελέφαντες! Πες μας κάτι, ντε!<br />

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ : (εξακολουθεί να είναι αδιάφορος) Τι φασαρία<br />

είναι αυτή; Δεν υπάρχει πια ένα ήσυχο μέρος να διαβάσουμε<br />

και να μιλήσουμε με τους φίλους μας; (αγανακτισμένος) Αμάν


πια! Πάρτε αυτά τα ενοχλητικά πουλιά μακριά! (διπλώνει την<br />

εφημερίδα του και ξεκινάει να φύγει)<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (καθώς ο περαστικός απομακρύνεται) Πες μου,<br />

μωρέ, κάτι πριν φύγεις. Πες μου έξι νούμερα για το Λόττο. Πες<br />

μου τη διεύθυνσή σου, να σου στέλνω το Περιοδικό των<br />

Τρελών δωρεάν.<br />

Εμφανίζεται ο λουστράκος με τα σύνεργά του χτυπώντας<br />

τις βούρτσες του και φωνάζοντας δυνατά.<br />

ΛΟΥΣΤΡΑΚΟΣ : Λούστροοοοοος! Λούστροοοοοος! Εδώ το<br />

καλό γυάλισμα! Εδώ η γρήγορη εξυπηρέτηση! Εδώ ο καλός ο<br />

λούστρος! Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω… Συγνώμη,<br />

λάθος… Αυτό το λέει ο μπαρμπα-Γρηγόρης ο μανάβης… Εδώ<br />

η πιο σβέλτη βούρτσα της Αθήνας!<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Α, ώστε στην Αθήνα είμαστε. (κοροϊδευτικά) Μμμμμ,<br />

πολύ ωραία πόλη!... (προς τους θεατές) Να προσέχετε να μη<br />

σας την κλέψουνε και δε σας τη δίνουνε πίσω σαν το γάιδαρο<br />

του παππού μου… Ο πιτσιρικάς όμως είναι καλός. Δίνει και<br />

τσάμπα πληροφορίες. Λες να μάθουμε κάτι;<br />

Ο τρελός ετοιμάζεται να τον πλησιάσει, αλλά έχει ήδη<br />

εμφανιστεί ο πελάτης για να βάψει τα παπούτσια του.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Δεν πειράζει, θα περιμένω. Τσάμπα είναι.


ΛΟΥΣΤΡΟΣ : Τι επιθυμεί ο κύριος;<br />

ΠΕΛΑΤΗΣ : (αυστηρά προς το λουστράκο) Τι να επιθυμεί ο<br />

κύριος; Κούρεμα και ξύρισμα; Λίγα λόγια και καλό και γρήγορο<br />

γυάλισμα επιθυμεί ο κύριος, γιατί πηγαίνει σε βάφτιση. (ο<br />

λουστράκος έχει ήδη ξεκινήσει το βάψιμο) Ακούς εκεί, τι<br />

επιθυμεί ο κύριος. Μάθανε και οι λούστροι να μιλάνε. Πρέπει<br />

να του πούμε και τι δουλειά θα κάνει και πού θα πάμε και τι<br />

ώρα θα κοιμηθούμε. Δεν είμαστε καλά!<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (μονολογεί όσο ο λουστράκος βάφει τα παπούτσια)<br />

Αυτό λέω κι εγώ. Δεν είμαστε καλά. Δεν είμαστε καθόλου καλά.<br />

Μωρέ, εγώ έπρεπε να ήμουνα ο λούστρος και θα σου έβαφα<br />

πρώτη τη γλώσσα και μετά τα βρωμοπάπουτσά σου. Έτσι,<br />

μπας και καθάριζε και μίλαγε καλύτερα. Αλλά, τι να σου κάνω;<br />

Εγώ είμαι, βλέπεις, ο τρελός κι εσύ ο γνωστικός. Αχ, μωρέ<br />

σκηνοθέτη, τι μου κάνεις!<br />

ΛΟΥΣΤΡΟΣ : (έχει τελειώσει) Έτοιμος ο κύριος και πολύ πολύ<br />

περιποιημένος. Δυο ευρώ και είμαστε εντάξει.<br />

ΠΕΛΑΤΗΣ : (αγανακτισμένος) Τι λες, βρε παλιόπαιδο; Δυο<br />

ολόκληρα ευρώ γι’ αυτό το απαίσιο γυάλισμα; Βρε, ξέρεις πώς<br />

βγαίνουν τα δυο ευρώ; Βρε, ξέρεις πως εγώ σκοτώνομαι στο<br />

Υπουργείο Εργασίας κάθε μέρα για να βγάλω με ιδρώτα το<br />

μεροκάματο; Δε ντρέπεσαι, μικρό παιδί, να κλέβεις τον κόσμο


που έχει ανάγκη; Τι θα γίνεις, βρε, όταν μεγαλώσεις; Τι θα<br />

προσφέρεις στην κοινωνία;<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (επιτίθεται οργισμένος στον πελάτη) Πάντως<br />

περισσότερα από σένα, κύριε δουλευταρά του υπουργείου. Θα<br />

θρονιάζεται σε λιγότερες καρέκλες και θα πίνει λιγότερους<br />

καφέδες, γιατί θα δουλεύει. Ενώ εσύ κάθεσαι και μας πιάνεις<br />

και τον τόπο. Δώσε γρήγορα τα δυο ευρώ και στρίβε, γιατί κι<br />

εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει εδώ μέσα… (διορθώνει) εδώ έξω,<br />

ήθελα να πω.<br />

ΠΕΛΑΤΗΣ : (τρομαγμένος) Καλά, ντε. Δεν είπαμε και τίποτα.<br />

Εγώ… για το καλό του… (Βγάζει από την τσέπη του τα<br />

χρήματα και τα δίνει στο μικρό. Ο μικρός τα παίρνει και φεύγει<br />

χοροπηδώντας, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται<br />

οπισθοχωρώντας και ο πελάτης)<br />

ΤΡΕΛΟΣ : (στους θεατές) Ακούς εκεί, φίλε μου! Όχι, πέστε μου<br />

αν έχω άδικο!<br />

Εμφανίζεται από την άκρη της σκηνής ο παππούς με τον<br />

εγγονό του. Ο παππούς κρατάει εφημερίδα και<br />

κατευθύνεται προς το παγκάκι.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Καινούριοι μουσαφιραίοι. Κάτσε να δούμε πώς θα<br />

ξεμπλέξουμε κι απ’ αυτούς. Πολλή κίνηση έχει, ρε παιδιά, αυτή<br />

η Αθήνα. Μπα, δε με βλέπω να κάθομαι για πολύ εδώ.


Πηγαίνει πίσω απ’ το παγκάκι και μένει ακίνητος<br />

παριστάνοντας κι αυτός το άγαλμα.<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ : (προς τον εγγονό του) Λοιπόν, θα καθίσουμε<br />

εδώ, θα σου κάνω τρεις ερωτήσεις στην αριθμητική, τρεις στη<br />

γλώσσα, τρεις στην ιστορία και τρεις στη γεωγραφία. Μετά, θα<br />

σου διαβάσω λίγο από την εφημερίδα για να ενημερωθείς για<br />

όσα συμβαίνουν στον κόσμο και μετά θα παίξεις λίγο<br />

ποδόσφαιρο.<br />

ΕΓΓΟΝΟΣ : (κλαψουρίζοντας) Καλέ παππού, μέχρι να με<br />

ρωτήσεις όλα αυτά που θέλεις, θα έχει περάσει η ώρα και θα<br />

πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι. Δε γίνεται να πάω να παίξω<br />

λίγο και να μου κάνεις τις ερωτήσεις το βράδυ;<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ : Όλο να ξεφύγεις προσπαθείς. Δε σου αρέσουν τα<br />

γράμματα. Μια μπάλα έχεις συνέχεια μέσα στο μυαλό σου.<br />

Τέλος πάντων, θα σου κάνω μόνο μερικές ερωτήσεις και μετά<br />

θα παίξεις. Αρχίζουμε. Πότε γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος;<br />

ΕΓΓΟΝΟΣ : Και πού θες να ξέρω; Μήπως ήμουνα εκεί;<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ : Αυτές τις εξυπνάδες να μην έλεγες, θα ήσουν ο<br />

καλύτερος… Προχωρώ. Πού βρίσκεται η διώρυγα του Σουέζ;<br />

ΕΓΓΟΝΟΣ : Ακριβώς στη διώρυγα του Σουέζ εδώ και πολλά<br />

πολλά χρόνια. Από τότε που φτιάχτηκε!


ΠΑΠΠΟΥΣ : Δε μου λες, παιδάκι μου; Όταν ο δάσκαλός σου<br />

κάνει γεωγραφία, εσύ λύνεις σταυρόλεξο; Τι κουταμάρες είν’<br />

αυτές; Άσε, καλύτερα να διαβάσουμε καμιά είδηση από την<br />

εφημερίδα, μήπως γλιτώσουμε τα νεύρα μας. (ανοίγει την<br />

εφημερίδα) Ορίστε, κοίτα τι γράφει. (διαβάζει) Σήμερα το πρωί<br />

δραπέτευσε από το Δημόσιο Ψυχιατρείο της πόλης μας<br />

επικίνδυνος τρελός.<br />

Ο τρελός, ακούγοντας την είδηση, τον αγριοκοιτάζει και<br />

τον πειράζει. Ο παππούς σταματάει, κοιτάζει για λίγο τον<br />

εγγονό του και συνεχίζει το διάβασμα.<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ : (συνεχίζει) Όταν το έσκασε, φορούσε πουκάμισο<br />

και τζιν παντελόνι. Πρέπει να είναι αρκετά λερωμένος, γιατί<br />

εκείνη την ώρα δούλευε στο μαγειρείο του νοσοκομείου. Η<br />

αστυνομία τον ψάχνει παντού και παρακαλεί όποιον τον<br />

αναγνωρίσει…<br />

Ο τρελός πειράζει για δεύτερη φορά του παππού, που<br />

τώρα δείχνει ακόμα πιο εκνευρισμένος και κοιτάζει λίγο<br />

απειλητικά τον εγγονό του, αλλά συνεχίζει το διάβασμα.<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ : (συνεχίζει) …να τον καταγγείλει και να καλέσει<br />

αμέσως σε βοήθεια στο τηλέφωνο 210 11 12 13 14 για να του<br />

περάσουνε το ζουρλομανδύα.


Ο τρελός νευριάζει, δίνει μια ξαφνική σπρωξιά στον<br />

παππού και τον πετάει κάτω απ’ το παγκάκι. Ο παππούς<br />

σηκώνεται αγανακτισμένος και μαζεύει την εφημερίδα του<br />

φωνάζοντας στον εγγονό του.<br />

ΠΑΠΠΟΥΣ : Αμάν! Δεν τρώγεσαι πια! Η συμπεριφορά σου<br />

είναι απαράδεκτη! Ήθελα να ‘ξερα, αυτά σου μαθαίνουν όλη<br />

μέρα στο σχολείο; Πάμε. Φεύγουμε.<br />

ΕΓΓΟΝΟΣ : (απορημένος) Γιατί, καλέ παππού; Τι σου έκανα;<br />

Γιατί με τραβάς; Ούτε μπάλα με άφησες να παίξω ούτε τίποτα.<br />

Ο παππούς τον τραβάει από το χέρι και φεύγουν. Ο<br />

τρελός αρχίζει να βηματίζει στη σκηνή και κάνει κινήσεις<br />

για να ξεπιαστεί.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Λίγο ακόμα να μένανε και θα ‘βγαζα ρίζες έτσι που<br />

καθόμουνα. Δεν άφηνε το παιδάκι να παίξει και του έκανε κι<br />

όλες αυτές τις χαζοερωτήσεις. Τι σου είναι κι αυτοί οι μεγάλοι.<br />

Όλη τη μέρα τα παιδιά στο σχολείο, μετά στο φροντιστήριο και<br />

μετά ερωτήσεις για να δούνε η μαμά και ο μπαμπάς αν τα<br />

έχουνε μάθει καλά. Και πότε θα παίξουμε εμείς, κύριε; Πού<br />

είναι τα δικαιώματά μας; Πρωί διάβασμα, μεσημέρι διάβασμα,<br />

βράδυ διάβασμα. Σούπα θα γίνει στο τέλος το μυαλό μας.<br />

Από το βάθος εμφανίζονται δυο αγόρια κι ένα κορίτσι με<br />

μια μπάλα.


ΤΡΕΛΟΣ : (ενθουσιασμένος) Βρε, καλώς τα! Ελάτε, ελάτε να<br />

παίξουμε όλοι μαζί. Εγώ θα κάνω τον τερματοφύλακα κι εσείς<br />

θα προσπαθήσετε να βάλετε γκολ.<br />

Α’ ΑΓΟΡΙ : Καλέ, τι γίνεται εδώ; Υπάρχει μεγάλος που να μη<br />

μας διώχνει από τη γειτονιά του; Υπάρχει μεγάλος που θέλει<br />

να παίξει μαζί μας; Πάμε, παιδιά!<br />

ΚΟΡΙΤΣΙ : Θ’ αφήσετε, κύριε, και μένα που είμαι κορίτσι να<br />

παίξω μαζί σας;<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Γιατί; Τα κορίτσια δεν έχουν πόδια;<br />

ΚΟΡΙΤΣΙ : (χαρούμενα και ειρωνικά) Τα κορίτσια έχουν πόδια.<br />

Μερικά αγόρια δεν έχουν μυαλό και νομίζουν πως δε<br />

μπορούμε να παίξουμε μπάλα κι εμείς.<br />

Β’ ΑΓΟΡΙ : Αφήστε, μωρέ, τα λόγια κι ελάτε να παίξουμε πριν<br />

μετανιώσει και χάσουμε την ευκαιρία. Μετά βλέπουμε ποιος<br />

έχει μυαλό και ποιος δεν έχει.<br />

Αρχίζουν να παίζουν όλοι μαζί ξεφωνίζοντας και<br />

γελώντας. Κάθε φορά που τα παιδιά πετάνε τη μπάλα, ο<br />

τρελός πέφτει θεαματικά και προσπαθεί να την πιάσει.<br />

Όπου, ξαφνικά εμφανίζεται η κυρα-Κατίνα έξαλλη από<br />

θυμό.


ΚΥΡΑ-ΚΑΤΙΝΑ : Βρε, παλιόπαιδα. Βρε, κακομαθημένα. Βρε,<br />

πόσες φορές σας είπα να ξεκουμπιστείτε από δω; Να πάτε,<br />

βρε, στα σπίτια σας να παίξετε, στα σαλόνια των μανάδων<br />

σας. Που σας έχουν αμολημένα, να γυρίζετε πέρα δώθε και να<br />

τρελαίνετε τον κόσμο. Να πάτε να παίξετε μπάλα στο μπαλκόνι<br />

σας, βρε. Να λερώσετε τη μπουγάδα της μάνας σας. Να πάτε<br />

να κλωτσήσετε το αυτοκίνητο του πατέρα σας, βρε, και όχι του<br />

αντρούλη μου, που δουλεύει μέρα νύχτα για να το ξεχρεώσει.<br />

Μη σας ξαναδώ εδώ, βρε παλιόπαιδα, θα σας κόψω τα πόδια.<br />

Τα παιδιά εξαφανίζονται τρομαγμένα κι ο τρελός ξεκινάει<br />

τον καυγά με την κυρα-Κατίνα.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Τι λες, κυρά μου; Σου ‘στριψε εντελώς; Μπάλα στο<br />

σαλόνι και στο μπαλκόνι; Να σκοτωθούνε θέλεις για να μη σου<br />

χαλάσουνε το αυτοκίνητο, που το αφήνεις όπου βρίσκεις;<br />

Γιατρός σ’ έχει εξετάσει τελευταία;<br />

ΚΥΡΑ-ΚΑΤΙΝΑ : Α να χαθείς κι εσύ, θεοπάλαβε! Ολόκληρος<br />

άντρας και παίζεις μπάλα με τα βρέφη. Μωρέ, δεν πας να<br />

δουλέψεις, να βγάλεις κανένα φράγκο, παρά κάθεσαι και<br />

κοπροσκυλιάζεις όλη μέρα; (φεύγει)<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Τώρα τι να σου πω; Είσαι και μεγάλη γυναίκα.<br />

Σέβομαι την ηλικία σου. (προς τους θεατές) Να πάω να<br />

δουλέψω, να βγάλω λεφτά, να τα δώσω προκαταβολή για το<br />

αυτοκίνητο, να πληρώσω την ασφάλεια, το σήμα, το συνεργείο,


τη βενζίνη, την κλήση της τροχαίας για παράνομη στάθμευση,<br />

την κλήση του δήμου επειδή του λείπουν λεφτά απ' το ταμείο<br />

και την εφορία επειδή έχω αυτοκίνητο. Και μετά να πρέπει να<br />

ξαναδουλέψω, για να ξεχρεώσω τις δόσεις για το αυτοκίνητο.<br />

Και μέχρι να τις ξεχρεώσω, να είναι παλιό και να χρειάζομαι<br />

καινούριο… Ε, τόσο τρελός δεν είμαι!<br />

Τώρα εμφανίζονται δυο κυρίες. Ο τρελός κάθεται<br />

παράμερα και τις βλέπει που κατευθύνονται στο παγκάκι<br />

για να καθίσουν, ενώ ταυτόχρονα συζητούν.<br />

Α’ ΚΥΡΙΑ : Που λες, Νίτσα μου, πού να στα λέω.<br />

Β’ ΚΥΡΙΑ : Για λέγε, για λέγε…<br />

Α’ ΚΥΡΙΑ : Του λέω του προκομμένου μου. Ή μου αγοράζεις<br />

γούνα σαν της Παπαδοπούλου απέναντι ή χωρίζουμε!<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Γούνα το κατακαλόκαιρο; Τρελάθηκες, κυρά μου;<br />

Α’ ΚΥΡΙΑ : Τι είπες, Νίτσα μου;<br />

Β’ ΚΥΡΙΑ : Τίποτα, χρυσή μου. Για λέγε, για λέγε. Τι έγινε<br />

τελικά;<br />

Α’ ΚΥΡΙΑ : Σαν τι θες να έγινε; Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;<br />

Πήγαμε στο καλύτερο μαγαζί και διάλεξα μία.. μα, τι να σου<br />

λέω, άλλο πράγμα! Τρεις τίγρεις είχαν σκοτώσει για να<br />

ταιριάξουν τα κομμάτια! Τέλεια! Τέλεια!


ΤΡΕΛΟΣ : (σταυροκοπιέται με τρόμο) Χριστός κι Απόστολος!<br />

Τι λύσσα είναι κι αυτή; Σταματήσανε οι ανθρωποφάγοι να<br />

τρώνε κρέας και τρώνε οι πολιτισμένοι τις γούνες;<br />

Β’ ΚΥΡΙΑ : (αδιαφορώντας για τον τρελό) Κι εμείς, χρυσή μου,<br />

πήραμε το καινούριο μας τζιπ και ανεβήκαμε σε μια<br />

βουνοπλαγιά υπέροχη με κάτι πεύκα μυρωδάτα, να σου<br />

κόβεται η ανάσα. Βγάζει κι ο Στέλιος το τσεκούρι του και κόβει<br />

κάτι ξύλα για το τζάκι μας, μούρλια. Τα κρύψαμε στο πορτ<br />

μπαγκάζ στα γρήγορα κι ούτε που μας είδε κανείς. Ούτε γάτα<br />

ούτε ζημιά. Να ‘ρθείτε να τ’ ανάψουμε να ζεσταθεί το κόκαλό<br />

μας. Μέχρι και τη γούνα σου θα βγάλεις.<br />

Οι κυρίες σηκώνονται να φύγουν. Ο τρελός τις ακολουθεί<br />

φωνάζοντας.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Αμ, έπρεπε να είχανε χέρια και πόδια τα δεντράκια<br />

και θα σου ΄λεγα εγώ. Θα τ’ άγγιζε τότε ο κύριος Στέλιος με το<br />

τσεκούρι του; Μαύρο θα σου τον κάνανε απ’ το ξύλο. Αλλά τι<br />

να σου κάνω, που δε μιλάνε… Άκου, ν’ ανάψουνε το τζάκι μες<br />

στο καλοκαίρι για να βγάλει η άλλη η τρελή τη γούνα της όταν<br />

ζεσταθεί… Τα πίτουρα να βγάλεις απ’ το κεφάλι σου, κυρά<br />

μου! Αυτά είναι που σου κάνουν όλη τη ζημιά! Α στα κομμάτια,<br />

θεοπάλαβες!<br />

Εμφανίζεται ο οδοκαθαριστής με τα σύνεργά του.<br />

Καροτσάκι, σκούπα, φαράσι, κουβάς με νερό και


σφουγγάρι. Ο τρελός, μ’ ένα πήδημα, βρίσκεται πάνω στο<br />

παγκάκι και παριστάνει ξανά το άγαλμα.<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : Τι παλιοδουλειά είναι κι αυτή. Βαρέθηκα<br />

πια. Τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια. Κάθε πρωί σκούπα,<br />

φαράσι, σφουγγάρι και νερό κι έτοιμος για ξεβρόμισμα. Και την<br />

άλλη μέρα, πρωί πρωί, πάλι τα ίδια. Και να πεις πως βγαίνει<br />

τίποτα; Όλα μαύρα!<br />

Γυρίζει και βλέπει το «καινούριο άγαλμα». Το πλησιάζει,<br />

το αγγίζει και διαπιστώνει πως είναι ακόμα πιο λερωμένο<br />

από τ’ άλλα δυο.<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : Τι τρέχει, ρε παιδιά; Κι άλλο άγαλμα θα<br />

καθαρίζω; Μια ζωή, λιγότερα λεφτά, περισσότερη δουλειά. Μα,<br />

καθόλου δε με λυπόσαστε πια; Κι τι βρομιά που έχει πάνω του!<br />

Ποιος ξέρει από πού το φέρανε. Το έχει φάει το νέφος και το<br />

καυσαέριο. Κατάμαυρο είναι. (προς τους θεατές) Αλλά τι να<br />

σου κάνει κι αυτό; Τα φουγάρα απ’ τα εργοστάσια απ’ τη μια, οι<br />

εξατμίσεις απ’ τ’ αυτοκίνητα απ’ την άλλη. Κι όλος αυτός ο<br />

κόσμος που δε λέει να σταματήσει το κάπνισμα…<br />

Στο μεταξύ, ο τρελός που έχει βγάλει τσιγάρο κι<br />

ετοιμάζεται να το ανάψει, το ξαναβάζει βιαστικά στην<br />

τσέπη του και με τα χέρια του κάνει κινήσεις σαν να θέλει<br />

να διώξει την κάπνα. Μετά σκύβει και χαϊδεύει γρήγορα<br />

τον οδοκαθαριστή που βρίσκεται μπροστά του. Αυτός


γυρίζει να δει τι συμβαίνει, αλλά ο τρελός μένει ακίνητος<br />

στη θέση του.<br />

Όσο ο οδοκαθαριστής λέει τα επόμενα λόγια, ο τρελός<br />

μαζεύει τα σκουπίδια αθόρυβα.<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : Τι κακές συνήθειες που έχουν κάποιοι<br />

άνθρωποι. Μόλις φάνε κάτι, πετάνε το χαρτί κάτω. Έχουν<br />

γεμίσει οι δρόμοι σκουπίδια. Και κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα<br />

μαζέψει. Τώρα που καλοκαίριασε, θα πατήσουμε καμιά<br />

μπανανόφλουδα και θα βρεθούμε με κανένα πόδι σπασμένο.<br />

Κι άντε να βρεις κρεβάτι σε νοσοκομείο. Πιο εύκολα βρίσκεις<br />

θέση σε λεωφορείο. Αμ, οι παραλίες τι σου λένε; Χειρότερος<br />

σκουπιδότοπος δεν υπάρχει. Έφαγες, κύριέ μου, το παγωτάκι<br />

σου; Πέτα το χαρτάκι στο καλαθάκι. Δεν παθαίνεις τίποτα.<br />

Ο τρελός έχει επιστρέψει στη θέση του μετά το μάζεμα των<br />

χαρτιών και προσπαθεί με διάφορες κινήσεις, πίσω από<br />

την πλάτη του οδοκαθαριστή, να τον ηρεμήσει. Αυτός<br />

γυρίζει ξαφνικά και ο τρελός κοκαλώνει στη θέση του.<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : Κάναμε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες<br />

στην Αθήνα. Κρύψαμε όλα τα στραβά, κάποιοι φάγανε με<br />

χρυσά κουτάλια, χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλά μας, πήραμε και<br />

τα μπράβο μας, πήραμε και βραβείο για την κουταμάρα μας…<br />

Τώρα να έρθουνε να τους δείξουμε. Να δω τι θα τους δείξουμε.


Ο τρελός παίρνει στάση αθλητή.<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : Περάστε, κύριοι. Από δω το μουσείο της<br />

Ακρόπολης, από κει τα ερείπια της Ακρόπολης. Από δω αυτά<br />

που αρπάξανε οι πολιτικοί κι από κει αυτά που μας χρεώσατε.<br />

Από δω αυτά που μας φάγατε κι από κει αυτά που σας<br />

χρωστάμε, όπως λέτε, και σιγά μη σας τα δώσουμε.<br />

Συνεχίζουμε την ξενάγησή μας. Από δω οι δρόμοι μας με τις<br />

λακκούβες κι από κει οι κουρσάρες των αγροτών της Αθήνας.<br />

Από κει ο τσολιάδες μας έξω απ’ τη Βουλή, όταν φαίνονται από<br />

τα δακρυγόνα. Φυλάνε καλά τον Άγνωστο Στρατιώτη, γιατί άμα<br />

τον ξεχάσουμε, μπορεί οι πατέρες του έθνους να τον<br />

ξεπουλήσουν κι αυτόν. Παραδίπλα, ο Εθνικός Κήπος μας. Το<br />

καμάρι μας. Το στολίδι μας. Δείτε τον καλά, γιατί είναι τα<br />

μοναδικά δέντρα στην πόλη μας. Τα άλλα που είχαμε, ή τα<br />

κόψαμε ή τα κάψαμε ή στο τσιμέντο τα θάψαμε. Ξενάγηση<br />

τέλος, γιατί παρακάτω όπου υπάρχει γωνιά που κόβει ο αέρας,<br />

θα δείτε κι από έναν άστεγο τυλιγμένο στα κουρέλια του. Σα δε<br />

ντρεπόμαστε!!!<br />

Ο τρελός βγάζει από την τσέπη του μερικά λουλούδια και<br />

τα σκορπάει γύρω του. Το τελευταίο το βάζει στο πέτο<br />

του.<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : (συνεχίζει γυρίζοντας προς τα αγάλματα)<br />

Κι εσείς δε μιλάτε καθόλου. Κουβέντα δε λέτε. Πώς θα περάσω


κι εγώ την ώρα μου; Τι θα γίνει με σας; Κάθε μέρα σας<br />

φροντίζω. Θ’ ανοίξετε επιτέλους το στόμα σας; Τι σας έχω<br />

κάνει και δε μου μιλάτε; Εγώ σας καθαρίζω κάθε μέρα. Εγώ<br />

σας φροντίζω. Ανοίξτε πια το στόμα σας. Πείτε μου έναν καλό<br />

λόγο, έστω μια φορά!<br />

Όλη την ώρα που ο οδοκαθαριστής μιλάει στα αγάλματα,<br />

ο τρελός τον κοιτάζει απορημένος και κάπου κάπου, όταν<br />

δεν τον βλέπει, του κάνει νόημα με το χέρι «σου ‘στριψε;».<br />

ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ : (συνεχίζει γυρίζοντας στον τρελό) Και<br />

σένα τι σε φέρανε εδώ; Λες και δεν είχα δουλειά να κάνω και<br />

μου φορτώσανε κι άλλη. Κι ούτε που λες να καθαρίσεις. Σε<br />

βαρέθηκα πια. Μ’ ακούς;… Όχι, ε;… Δε μου δίνεις σημασία,<br />

ε;… Στάσου να σου δείξω εγώ, για να με θυμάσαι!<br />

Ο οδοκαθαριστής αρπάζει τον κουβά και ρίχνει το<br />

μπουγέλο πάνω στον τρελό που δεν κάνει καμιά κίνηση<br />

για να φυλαχτεί. Στη συνέχεια πετάει τον κουβά και<br />

απομακρύνεται από την σκηνή μουρμουρίζοντας και<br />

χειρονομώντας, ενώ ο τρελός τινάζεται προσπαθώντας να<br />

στεγνώσει. Κατεβαίνει απ’ το παγκάκι, προχωρεί προς το<br />

κέντρο της σκηνής και μιλάει στους θεατές.<br />

ΤΡΕΛΟΣ : Ε, λοιπόν, βρε παιδιά, άμα είναι έτσι οι λογικοί,<br />

χίλιες φορές προτιμώ να είμαι τρελός, πολύ τρελός, πάρα πολύ<br />

τρελός! Καλύτερα να του δίνω πριν τρελαθώ πραγματικά μαζί


σας!... Γεια σου, βρε κόσμε, λογικέ, τρελέ, τρελέ, θεότρελε!...<br />

Γεια και χαρά σας και χάρισμά σας!... Φεύγωωωωωω!!!<br />

Ο τρελός φεύγει τρέχοντας από τη σκηνή και εμφανίζεται<br />

ο εφημεριδοπώλης.<br />

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ : Εφημερίδεεεεεες… Εφημερίδεεεεεες…<br />

Πρωτοφανές στα χρονικάάάάάά… Επικίνδυνος τρελός<br />

επιστρέφει μόνος του στο ψυχιατρείοοοοοο… Δήλωσε ότι<br />

φοβήθηκε τους γνωστικούς και θέλει να μείνει για πάντα<br />

μέσαααααα… Εφημερίδεεεεεες… (ακούγεται φεύγοντας)<br />

Α Υ Λ Α Ι Α

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!