25.05.2014 Views

DiabetesCare is6_exo - μ. πιτσιλιδης α.ε.

DiabetesCare is6_exo - μ. πιτσιλιδης α.ε.

DiabetesCare is6_exo - μ. πιτσιλιδης α.ε.

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

THE JOURNAL OF C LINICAL AND A PPLIED R ESEARCH AND E DUCATION<br />

Eλληνικη Εκδοση - Τευχοσ 6 - Νοεμβριοσ-Δεκεμβριοσ 2010 - www.diabetes.org<br />

ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ<br />

ΤΕΛΟΣ<br />

Ταχ. Γραφείο<br />

KEMΠA<br />

Αριθμός Άδειας<br />

385/1989<br />

(X+7)<br />

EKΔOTΩN<br />

EΦHMEPIΔEΣ ΠEPIOΔIKA<br />

ISSN 1792-2658<br />

ΕΚΔΟΤΗΣ: Μ. ΠΙΤΣΙΛΙΔΗΣ Α.Ε.<br />

ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 102, 166 74 ΓΛΥΦΑΔΑ


Ιδιοκτησία<br />

Μ. ΠΙΤΣΙΛΙΔΗΣ Α.Ε.<br />

Αγ. Νικολάου 102, 16674 Γλυφάδα<br />

τηλ.: 210 89 47 002, Fax: 210 89 41 551<br />

www.pitsilidis.gr<br />

Εκδότης<br />

Mιχάλης Πιτσιλίδης<br />

Λ. Πορφύρα 11, Bούλα 166 73<br />

Γενική Διεύθυνση<br />

Nινέττα Βατικιώτη<br />

Επιλογή Άρθρων - Επιμέλεια:<br />

Δρ. Ανδρέας Μελιδώνης<br />

Διευθυντής Α΄ Παθολογικής Kλινικής -<br />

Υπεύθυνος Διαβητολογικού<br />

Κέντρου "Τζανείου" Νοσοκομείου<br />

Μετάφραση<br />

Κωνσταντίνος Χρ. Σπίγγος, MD<br />

Νευρολόγος<br />

Oικονομική Διεύθυνση<br />

Γιώργος Παναγόπουλος<br />

Art Director<br />

Βιργινία Κάππα<br />

Διαφήμιση<br />

Σπύρος Τζωρτζίνης<br />

Υποδοχή Διαφήμισης<br />

Σοφία Κολοβού<br />

Γραμματεία<br />

Όλγα Κοσσυβάκη<br />

Editor in Chief<br />

VIVIAN A. FONSECA, MD<br />

Associate Editors<br />

ANDREW J. M. BOULTON, MD<br />

EDWARD J. BOYKO, MD<br />

ANTONIO CERIELLO, MD<br />

CHARLES M. CLARK, JR., MD<br />

SAMUEL DAGOGO-JACK, MD, FRCP<br />

LAWRENCE FISHER, PHD<br />

TODD P. GILMER, PHD<br />

CARLA J. GREENBAUM, MD<br />

JAMES B. MEIGS, MD, MPH<br />

ROBERT G. MOSES, MD<br />

RICHARD E. PRATLEY, MD<br />

AARON I. VINIK, MD<br />

KATIE WEINGER, EDD, RD<br />

RUTH S. WEINSTOCK, MD, PHD<br />

JUDITH WYLIE-ROSETT, EDD, RD<br />

BERNARD ZINMAN, MD<br />

Editorial Office Manager<br />

LYN REYNOLDS<br />

Senior Editorial Assistant<br />

SHANNON POTTS<br />

Editorial Assistant<br />

RITA SUMMERS<br />

Editorial Secretary<br />

JOAN GARRETT<br />

Editorial Board<br />

DAVID G. ARMSTRONG, DPM, PHD<br />

SILVA A. ARSLANIAN, MD<br />

DOROTHY J. BECKER, MB, BCH, FCP<br />

GEORGE L. BLACKBURN, MD, PHD<br />

JULIANA C.N. CHAN, MBCHB, MD<br />

TINA COSTACOU, PHD<br />

CYRUS DESOUZA, MBBS<br />

MARK Y. DONATH, MD<br />

NICHOLA DAVIS, MD, MS<br />

NAOMI S. FINEBERG, PHD<br />

ELI A. FRIEDMAN, MD<br />

ALLISON B. GOLDFINE, MD<br />

JEFFREY S. GONZALEZ, PHD<br />

RICHARD W. GRANT, MD, MPH<br />

MARGARET GREY, DRPH, RN, CDE<br />

MARIE-FRANCE HIVERT, MD<br />

MOSHE HOD, MD<br />

SILVIO E. INZUCCHI, MD<br />

SUSHIL K. JAIN, PHD<br />

LAURENCE KENNEDY, MB, BCH, MD, FRCP<br />

MARGUERITE J. MCNEELY, MD, MPH<br />

PATRICK J. O’ CONNOR, MD, MPH<br />

LAWRENCE C. PERLMUTER, PHD<br />

KRISTI REYNOLDS, PHD<br />

MATTHEW C. RIDDLE, MD<br />

JULIO ROSENSTOCK, MD<br />

SHARON H. SAYDAH, PHD<br />

JANE JEFFRIE SELEY, MPH, MSN, GNP,<br />

BC-ADM, CDE<br />

JAY M. SOSENKO, MD<br />

GIOVANNI TARGHER, MD<br />

GUILLERMO E. UMPIERREZ, MD<br />

RACHEL P. WILDMAN, PHD<br />

TIEN YIN WONG, MD, MPH, PHD<br />

Λογιστήριο<br />

Σταμάτης Κωνσταντάτος<br />

Διεκπεραίωση<br />

Μιχάλης Αιγινίτης<br />

REPRINTED AND TRANSLATED WITH PERMISSION FROM Diabetes Care ® .<br />

COPYRIGHT (c) 2009-2010 BY AMERICAN DIABETES ASSOCIATION, INC.<br />

Η Μ. ΠΙΤΣΙΛIΔΗΣ Α.Ε. είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της παρούσας έκδοσης με την άδεια<br />

της American Diabetes Association, ADA.<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 3


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

Σελ. 8<br />

Σελ. 16<br />

Σελ. 26<br />

Πρόληψη του «Διαβητικού Ποδιού»<br />

Μια ευκαιρία που παραμελείται στους ασθενείς υψηλού κινδύνου<br />

LAWRENCE A. LAVERY, DPM, NATHAN A. HUNT, DPM, JAVIER LAFONTAINE, DPM, CORY L.<br />

BAXTER, DPM, AGBOR NDIP, MD, ANDREW J.M. BOULTON, MD<br />

Χρήση αντικαταθλιπτικών πριν και μετά τη διάγνωση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

Μια διαχρονική μελέτη διαμόρφωσης πρότυπου<br />

MIKA KIVIMAKI, PHD, ADAM G. TABAK, MD, PHD, DEBBIE A. LAWLOR, MD, PHD, G. DAVID<br />

BATTY, PHD, ARCHANA SINGH-MANOUX, PHD, MARKUS JOKELA, PHD, MARIANNA<br />

VIRTANEN, PHD, PAULA SALO, PHD, OKSANEN, PHD, JAANA PENTTI, MSC, DANIEL R.<br />

WITTE, MD, PHD, JUSSI VAHTERA, MD, PHD<br />

Δοσο-Εξαρτώμενες Δράσεις της Ινσουλίνης Glargine<br />

στο Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />

ZHIHUI WANG, MD, MAKA S. HEDRINGTON, MD, NINO GOGITIDZE JOY, MD 2 , VANESSA J.<br />

BRISCOE, PHD, NP, M. ANTOINETTE RICHARDSON, RN, LISA YOUNK, BS, WENDELL<br />

NICHOLSON, BS, DONNA B. TATE, MS AND STEPHEN N. DAVIS, MBBS<br />

Σελ. 34<br />

Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος και Καρδιαγγειακή Νόσος επί 7.454<br />

Ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />

Μια περιγραφική μελέτη από το Σουηδικό Εθνικό Αρχείο Σακχαρώδη<br />

Διαβήτη (NDR)<br />

KATARINA EEG-OLOFSSON, MD, JAN CEDERHOLM, MD, PHD, PETER M. NILSSON, MD,<br />

PHD, BJORN ZETHELIUS, MD, PHD, ANN-MARIE SVENSSON, RN, PHD, SOFFIA<br />

GUDBJORNSD OTTIR, MD, PHD, BJORN ELIASSON, MD, PHD<br />

Σελ. 44<br />

Ροσιγλιταζόνη και σταθερότητα γνωστικών λειτουργιών<br />

σε ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και ελαφρά<br />

γνωστική δυσλειτουργία<br />

ANGELA M. ABBATECOLA, MD, PHD, FABRIZIA LATTANZIO, MD, PHD, ANNA M. MOLINARI,<br />

MD, MICHELE CIOFFI, MD, LUIGI MANSI, MD, PIERFRANCESCO RAMBALDI, MD, LUIGI<br />

DICIOCCIO, MD, FEDERICO CACCIAPUOTI, MD, RAFFAELE CANONICO, MD, GIUSEPPE<br />

PAOLISSO, MD<br />

Σελ. 53<br />

Σελ. 62<br />

Επιβίωση σε Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />

που Υποβάλλονται σε Θεραπεία Νεφρικής Υποκατάστασης,<br />

μεταξύ 1980-2007<br />

MIKKO HAAPIO, MD, JAAKKO HELVE, MD, PER-HENRIK GROOP, MD, PHD, CAROLA GR<br />

ONHAGEN-RISKA, MD, PHD, PATRIK FINNE, MD, PHD<br />

Παράγοντες Συσχετιζόμενοι με την Ψυχολογική Αντίσταση<br />

στην Ινσουλίνη, σε Άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />

SOOHYUN NAM, PHD, CATHERINE CHESLA, DNSC, NANCY A. STOTTS, EDD, LISA KROON,<br />

PHARMD, SUSAN L. JANSON, DNSC<br />

4<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

Σελ. 66<br />

Σελ. 75<br />

Σελ. 82<br />

Σελ. 89<br />

Σελ. 97<br />

Απώλεια Σωματικού Βάρους, Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος και Μεταβολές<br />

στους Καρδιαγγειακούς Βιολογικούς Δείκτες σε Ασθενείς με Σακχαρώδη<br />

Διαβήτη Τύπου 2 που Λαμβάνουν Θεραπεία με Ινκρετίνη ή Ινσουλίνη,<br />

σε μια Μεγάλη Βάση Δεδομένων από Ομοειδή Σειρά Πληθυσμού<br />

EDWARD S. HORTON, MD, CHERYL SILBERMAN, PHD, KEITH L. DAVIS, MA, RACHELE<br />

BERRIA, MD, MSCI<br />

Αριθμός Γεννήσεων και Συσχέτιση με το Σακχαρώδη Διαβήτη<br />

σε Ηλικιωμένες Γυναίκες<br />

ANGELA G. FOWLER-BROWN, MD, IAN H. DE BOER, MD, JANET M. CATOV, PHD,<br />

MERCEDES R. CARNETHON, PHD, ARUNA KAMINENI, MS, LEWIS H. KULLER, MDΜ, DAVID<br />

S. SISCOVICK, MD, KENNETH J. MUKAMAL, MD<br />

Επιπολασμός και Κλινική Έκβαση της Υπεργλυκαιμίας κατά<br />

την Περιεγχειρητική Περίοδο μη Καρδιοχειρουργικών Επεμβάσεων<br />

ANNA FRISCH, PHD, MD, PRAKASH CHANDRA, MD, MS, DAWN SMILEY, MD, LIMIN PENG,<br />

PHD, MONICA RIZZO, MD, CHELSEA GATCLIFFE, BS, MEGAN HUDSON, BS, JOSE<br />

MENDOZA, BS, RACHEL JOHNSON, BS, ERICA LIN, BS, GUILLERMO E. UMPIERREZ, MD<br />

O κεντρικός ρόλος του λιπώδους ήπατος στην παθογένεση<br />

της αντίστασης στην ινσουλίνη, σε παχύσαρκους διαβητικούς<br />

EBE D’ADAMO, MD, ANNA M.G. CALI, MD, RAMWEISS, MD, PHD, NICOLA SANTORO, MD,<br />

PHD, BRIDGET PIERPONT, MA, VERONIKA NORTHRUP, MPH, SONIA CAPRIO, MD<br />

Επιδημιολογία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακή<br />

νόσος: η μετάφραση, από τον πληθυσμό στην πρόληψη<br />

Η διάλεξη του Βραβείου Kelly West, 2009<br />

JAMES B. MEIGS, MD, MPH<br />

Τα άρθρα έχουν επιλεγεί από τα τεύχη Ιουλίου & Αυγούστου 2010 (Volume 33, τ.7-8).<br />

Ευχαριστούμε τις εταιρείες:<br />

BAYER ΕΛΛAΣ<br />

N. PETSIAVAS Α.Ε.<br />

BRISTOL - MYERS SQUIBB Α.Ε.<br />

MENARINI ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ A.Ε.Β.Ε.<br />

NOVARTIS ΕΛΛAΣ Α.E.B.E.<br />

WIN MEDICA ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΕ<br />

ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ-ΛIΛΛΥ Α.Ε.Β.Ε.<br />

FARMASYN S.A.<br />

Η υποστήριξή τους καθιστά εφικτή την ελληνική έκδοση του Diabetes Care,<br />

εμπλουτίζοντας έτσι την ιατρική βιβλιογραφία στη γλώσσα μας.<br />

6<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />

brief report<br />

Πρόληψη του «Διαβητικού Ποδιού»<br />

Μια ευκαιρία που παραμελείται στους ασθενείς υψηλού κινδύνου<br />

Diabetic Foot Prevention<br />

A neglected opportunity in high-risk patients<br />

LAWRENCE A. LAVERY, DPM 1 , NATHAN A. HUNT, DPM 2 , JAVIER LAFONTAINE, DPM 1,3 , CORY L. BAXTER, DPM 1 ,<br />

AGBOR NDIP, MD 4 , ANDREW J.M. BOULTON, MD 4<br />

8<br />

Οεπιπολασμός επιπλοκών<br />

από τον άκρο πόδα είναι<br />

κατά 250% υψηλότερος<br />

στους ασθενείς που αντιμετωπίζονται<br />

με εξωνεφρική<br />

κάθαρση, σε σχέση με τους ασθενείς<br />

που δεν πάσχουν από χρόνια νεφρική<br />

νόσο (1-3). Κατά παρόμοιο τρόπο, οι ασθενείς<br />

με προηγούμενο ιστορικό εξελκώσεων<br />

έχουν 34 φορές υψηλότερο κίνδυνο<br />

ανάπτυξης ενός νέου έλκους (4,5). Τα<br />

προγράμματα για την πρόληψη των εξελκώσεων<br />

και των ακρωτηριασμών στον<br />

άκρο πόδα περιλαμβάνουν γενικά τη χρήση<br />

θεραπευτικών υποδημάτων και πάτων,<br />

την τακτική περίθαλψη του άκρου ποδός<br />

και την εκπαίδευση του ασθενούς (6-8).<br />

Η μελέτη αυτή αξιολόγησε τη συχνότητα<br />

με την οποία παρέχονταν υπηρεσίες πρόληψης<br />

σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.<br />

ΣΚΟΠΟΣ -Να αξιολογηθεί η συχνότητα της εφαρμογής στρατηγικών πρόληψης<br />

του «διαβητικού ποδιού», μεταξύ ασθενών υψηλού κινδύνου με σακχαρώδη<br />

διαβήτη.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρονικά<br />

ιατρικά αρχεία ώστε να ταυτοποιηθούν 150 ασθενείς που υποβάλλονταν σε<br />

εξωνεφρική κάθαρση και 150 με προηγούμενο ιστορικό εξέλκωσης ή ακρωτηριασμού<br />

κάτω άκρου, με παρακολούθηση 30 μηνών, ώστε να προσδιοριστεί η<br />

συχνότητα με την οποία οι ασθενείς αυτοί υποβάλλονταν σε ενημέρωση, ποδιατρική<br />

περίθαλψη και χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων, στα πλαίσια των<br />

υπηρεσιών πρόληψης.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ -Λίγοι ήταν οι ασθενείς που υποβάλλονταν σε τυπική ενημέρωση<br />

(1,3%), χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων/πάτων (7%) ή σε προληπτική<br />

ποδιατρική περίθαλψη (30%). Η συχνότητα εμφάνισης εξελκώσεων ήταν<br />

παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων (210 ανά 1000 άτομα-έτη). Σε αντίθεση, η<br />

συχνότητα εμφάνισης ακρωτηριασμών ήταν υψηλότερη στην ομάδα της εξωνεφρικής<br />

κάθαρσης σε σύγκριση με την ομάδα των εξελκώσεων (58,7 έναντι<br />

13,1 ανά 1,000 ανά άτομα- έτη, P< 0,001). Οι ασθενείς που υποβάλλονταν σε<br />

εξωνεφρική κάθαρση ήταν μικρότερης ηλικίας και είχαν περισσότερες πιθανότητες<br />

να μην είναι Λατινικής καταγωγής λευκοί (P =0,006), σε σχέση με τους<br />

ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό εξελκώσεων ή ακρωτηριασμών.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Οι στρατηγικές πρόληψης είναι κάτι που δεν παρέχεται συχνά<br />

στους ασθενείς υψηλού κινδύνου.<br />

Diabetes Care 33:1460-1462, 2010<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜOΣ EΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓIΑ<br />

Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα από αιτήσεις<br />

αποζημίωσης σε ασφαλιστικά ταμεία,<br />

που αφορούσαν το σακχαρώδη διαβήτη<br />

(ICD-9 250.X), τις εξελκώσεις (ICD-9 707.10,<br />

707.14 και 707.15) και την εξωνεφρική<br />

κάθαρση (CPT 90935-90937) από το ασφαλιστικό<br />

πρόγραμμα Scott and White [Scott<br />

and White Health Plan], ώστε να ταυτοποιηθούν<br />

150 διαδοχικοί ασθενείς σε κάθε<br />

ομάδα, με τουλάχιστον 30 μήνες παρακολούθηση<br />

από το χρόνο της διάγνωσης.<br />

Στη μελέτη εντάξαμε ασθενείς από το<br />

2000 έως το 2006. Οι διαγνώσεις επιβεβαιώθηκαν<br />

με την ανασκόπηση του πλήρους<br />

ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου,<br />

συμπεριλαμβανομένων των σημειώσεων<br />

για την περίθαλψη του ασθενούς, των<br />

απεικονιστικών εξετάσεων, των εργαστηριακών<br />

εξετάσεων και των συνταγών. Το<br />

ασφαλιστικό πρόγραμμα Scott and White<br />

αποτελείται από μια ολοκληρωμένη ομάδα<br />

γιατρών όλων των ειδικοτήτων που<br />

περιλαμβάνει συνολικά 550 γιατρούς, 14<br />

ιατρεία, 3 κέντρα εξωνεφρικής κάθαρσης<br />

και ένα νοσοκομείο 535 κλινών.<br />

Για την ομάδα των εξελκώσεων, η αξιολόγηση<br />

της παρούσας μελέτης ξεκίνησε<br />

μετά την επούλωση του αρχικού έλκους.<br />

Για την ομάδα της εξωνεφρικής κάθαρσης,<br />

η παρούσα αξιολόγηση ξεκίνησε με<br />

την έναρξη της εξωνεφρικής κάθαρσης.<br />

Οι ασθενείς με HIV/AIDS, με τραυματισμό<br />

από τροχαίο ατύχημα, με αμφοτερόπλευρο<br />

ακρωτηριασμό, καθώς και οι<br />

ασθενείς με διάρκεια παρακολούθησης<br />

μικρότερη των 30 μηνών, αποκλείστηκαν<br />

από την ανάλυση.<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Diabetic Foot and High-Risk Patients<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Δημογραφικά στοιχεία ασθενών και αποτελέσματα<br />

Εξωνεφρική Ιστορικό Σύνολο<br />

κάθαρση εξέλκωσης<br />

n 150 150 300<br />

Άντρες 61 (40,7) 62 (41,3) 123 (41,0)<br />

Φυλή*<br />

Λευκή 116 (77,3) 64 (42,7) 180 (60,0)<br />

Αφρικανική 20 (13,3) 54 (36,0) 74 (24,7)<br />

Λατινική 11 (7,3) 28 (18,6) 39 (13,0)<br />

Άλλη 3 (2,0) 4 (2,7) 7 (2,3)<br />

Ηλικία* 64,9 ± 0,98 74,25 ± 1,04 70,22 ± 0,58<br />

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (%) 139 (92,6) 138 (92,0) 277 (92,3)<br />

Ακρωτηριασμός (%)* 22 (14,7) 5 (3,3) 27 (9)<br />

Εξέλκωση (%) 79 (52,7) 79 (52,7) 158 (52,6)<br />

Έλεγχος πολυνευροπάθειας<br />

Νήμα Semmes Weinstein 40 (26,7) 41 (27,3) 81 (27)<br />

Ουδός αντίληψης παλλαισθησίας 4 (2,7) 3 (2,0) 7 (2,3)<br />

Άλλη αξιολόγηση 5 (3,3) 12 (8,0) 17 (5,7)<br />

Χωρίς έλεγχο πολυνευροπάθειας 101 (67,3) 94 (62,7) 195 (65)<br />

Αγγειακή αξιολόγηση<br />

Αξιολόγηση σφίξεων άκρου ποδός 71 (47,3) 84 (56,0) 155 (51,7)<br />

Αξιολόγηση δείκτη σφυρού -<br />

βραχίονα 19 (12,7) 13 (8,7) 32 (10,7)<br />

Καμία αξιολόγηση 60 (40,0) 53 (35,3) 113 (37,6)<br />

Εκπαίδευση ως προς το σακχαρώδη<br />

διαβήτη<br />

Συνεδρία 1 (n) 1 (0,6) 0 1 (0,3)<br />

Συνεδρία 2 (n) 1 (0,6) 0 1 (0,3)<br />

Συνεδρίες 3-4 0 0 0<br />

Ποδιατρική<br />

Ποδιατρική (οποιαδήποτε φορά) 74 (49,3) 121 (80,6) 195 (65)<br />

Ποδιατρική πριν από μια εξέλκωση* 63 (42) 27 (18) 90 (30)<br />

Σύνολο ποδιατρικών επισκέψεων 296 362 658<br />

Θεραπευτικά υποδήματα ή πάτοι<br />

Χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων<br />

ή πάτων 11 (7,3) 10 (6,6) 21 (7,0)<br />

Χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων<br />

ή πάτων για δεύτερη φορά 1 (0,6) 3 (2,0) 4 (1,3)<br />

Χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων<br />

ή πάτων για τρίτη φορά 0 0 0<br />

Τα δεδομένα είναι n (%) ή μέσοι όροι ±SE. *P


Diabetic Foot and High-Risk Patients<br />

νείς-έτη, σε αμφότερες της ομάδες. Ωστόσο,<br />

η συχνότητα ακρωτηριασμών ήταν σε<br />

στατιστικά σημαντικό βαθμό υψηλότερη<br />

στην ομάδα στην ομάδα της εξωνεφρικής<br />

κάθαρσης (58,7 έναντι 13,1 ανά 1000<br />

άτομα -έτη, P


Diabetic Foot and High-Risk Patients<br />

Center College of Medicine, Temple, Texas; the<br />

2. Orthopaedic Center of the Rockies, Fort<br />

Collins, Colorado; the 3. Podiatry Section,<br />

Central Texas Veterans Healthcare System,<br />

Temple, Texas; and the 4. Department of<br />

Diabetes and Medicine, Manchester Royal<br />

Infirmary, Manchester, U.K.<br />

Corresponding author: Nathan A. Hunt,<br />

nhunt@orthohealth.com.<br />

Received 17 February 2010 and accepted 19<br />

April 2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 27 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc10-0310.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Ndip A, Lavery LA, Lafontaine J, Rutter MK,<br />

Vardhan A, Vileikyte L, Boulton AJ. High levels<br />

of foot ulceration and amputation risk in a<br />

multiracial cohort of diabetic patients on dialysis<br />

therapy. Diabetes Care 2010;33:878-880<br />

2. Dossa CD, Shepard AD, Amos AM,Kupin WL,<br />

Reddy DJ, Elliott JP, Wilczwski JM, Ernst CB.<br />

Results of lower extremity amputations in<br />

patients with end-stage renal disease. J Vasc<br />

Surg 1994;20:14 -19<br />

3. Eggers PW, Gohdes D, Pugh J. Nontraumatic<br />

lower extremity amputations in the Medicare<br />

end-stage renal disease population. Kidney<br />

Int 1999;56:1524-1533<br />

4. Peters EJ, Lavery LA, International Working<br />

Group on the Diabetic Foot. Effectiveness of<br />

the diabetic foot risk classification system of<br />

the International Working Group on the Diabetic<br />

Foot. Diabetes Care 2001;24:1442-1447<br />

5. Lavery LA, Peters EJ, Williams JR, Murdoch DP,<br />

Hudson A, Lavery DC, International Working<br />

Group on the Diabetic Foot. Reevaluating the<br />

way we classify the diabetic foot: restructuring<br />

the diabetic foot risk classification system of<br />

the International Working Group on the Diabetic<br />

Foot. Diabetes Care 2008;31:154-156<br />

6. Foster AV, Snowden S, Grenfell A, Watkins PJ,<br />

Edmonds ME. Reduction of gangrene and<br />

amputations in diabetic renal transplant<br />

patients: the role of a special foot clinic. Diabet<br />

Med 1995;12:632-635<br />

7. Rith-Najarian S, Branchaud C, Beaulieu O,<br />

Gohdes D, Simonson G, Mazze R. Reducing<br />

lower-extremity amputations due to diabetes.<br />

Application of the staged diabetes management<br />

approach in a primary care setting. J Fam Pract<br />

1998;47:127-132<br />

8. Lavery LA, Wunderlich RP, Tredwell JL. Disease<br />

management for the diabetic foot: effectiveness<br />

of a diabetic foot prevention program to reduce<br />

amputations and hospitalizations. Diabetes<br />

Res Clin Pract 2005;70:31-37<br />

9. Game FL, Chipchase SY, Hubbard R, Burden<br />

RP, Jeffcoate WJ. Temporal association between<br />

the incidence of foot ulceration and the start<br />

of dialysis in diabetes mellitus. Nephrol Dial<br />

Transplant 2006;21:3207-3210<br />

10. Lavery LA, Ashry HR, van Houtum W, Pugh<br />

JA, Harkless LB, Basu S. Variation in the<br />

incidence and proportion of diabetesrelated<br />

amputations in minorities. Diabetes Care<br />

1996;19:48-52<br />

11. Sugarman JR, Reiber GE, Baumgardner G,<br />

Prela CM, Lowery J. Use of the therapeutic<br />

footwear benefit among diabetic medicare<br />

beneficiaries in three states, 1995. Diabetes<br />

Care 1998;21:777-781<br />

12. Uccioli L, Faglia E, Monticone G, Favales F,<br />

Durola L, Aldeghi A, Quarantiello A, Calia P,<br />

Menzinger G. Manufactured shoes in the<br />

prevention of diabetic foot ulcers. Diabetes<br />

Care 1995;18:1376-1378<br />

13. Plank J, Haas W, Rakovac I, Görzer E, Sommer<br />

R, Siebenhofer A, Pieber TR. Evaluation of the<br />

impact of chiropodist care in the secondary<br />

prevention of foot ulcerations in diabetic<br />

subjects. Diabetes Care 2003;26:1691-1695<br />

14<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Epidemiology/Health Services Research<br />

original article<br />

Χρήση αντικαταθλιπτικών πριν και μετά τη διάγνωση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

Μια διαχρονική μελέτη διαμόρφωσης πρότυπου<br />

Antidepressant Use Before and After the Diagnosis of Type 2 Diabetes<br />

A longitudinal modeling study<br />

MIKA KIVIMAKI, PHD 1,2 , ADAM G. TABAK, MD, PHD 3 , DEBBIE A. LAWLOR, MD, PHD 4 , G. DAVID BATTY, PHD 5 ,<br />

ARCHANA SINGH-MANOUX, PHD 1,6 , MARKUS JOKELA, PHD 7 , MARIANNA VIRTANEN, PHD 2 , PAULA SALO, PHD 2 ,<br />

TUULA OKSANEN, PHD 2 , JAANA PENTTI, MSC 2 , DANIEL R. WITTE, MD, PHD 8 , JUSSI VAHTERA, MD, PHD 1,9<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Να εξεταστεί η χρήση αντικαταθλιπτικών πριν και μετά από τη διάγνωση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Η μελέτη αυτή ήταν μια διαχρονική<br />

ανάλυση σε ομάδες διαβητικών και μη διαβητικών ατόμων που επιλέχθηκαν<br />

από μια προοπτική μελέτη ομοειδούς σειράς πληθυσμού που αριθμούσε<br />

151,618 άντρες και γυναίκες στη Φινλανδία («μελέτη δημόσιου τομέα της Φινλανδίας»<br />

[Finnish Public Sector Study], 1995-2005). Αναλύσαμε τη χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

στα 493 άτομα που ανέπτυξαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />

σε 2.450 ταιριαστούς μη διαβητικούς μάρτυρες, σε κάθε έτος, κατά τη διάρκεια<br />

μιας περιόδου που κάλυπτε τα 4 έτη πριν και τα 4 έτη μετά από τη διάγνωση.<br />

Για σύγκριση, πραγματοποιήσαμε μια αντίστοιχη ανάλυση σε 748 άτομα<br />

που ανέπτυξαν καρκίνο και σε 3,730 ταιριαστούς με αυτά μάρτυρες.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Στα πολυεπίπεδα διαχρονικά μοντέλα, ο λόγος πιθανοτήτων<br />

για χρήση αντικαταθλιπτικών σε όσους ανέπτυξαν σακχαρώδη διαβήτη ήταν<br />

2,00 (95% CI 1,57-2,55) φορές υψηλότερος σε σχέση με τα μη διαβητικά άτομα.<br />

Η σχετική διαφορά στη χρήση αντικαταθλιπτικών μεταξύ αυτών των ομάδων<br />

ήταν παρόμοια πριν και μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, εκτός<br />

από μια προσωρινή αιχμή της χρήσης αντικαταθλιπτικών κατά το έτος της διάγνωσης<br />

(OR 2,66 [95% CI 1,94 -3,65]). Στα άτομα που εμφάνισαν νέα διάγνωση<br />

καρκίνου, η χρήση αντικαταθλιπτικών αυξανόταν ουσιωδώς μετά τη διάγνωση<br />

του καρκίνου, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ανάλυση που πραγματοποιήσαμε<br />

ήταν ευαίσθητη για την ανίχνευση μακροχρόνιων μεταβολών στην πορεία της<br />

χρήσης αντικαταθλιπτικών, εφόσον αυτές υπήρχαν.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η επίγνωση της διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

μπορεί προσωρινά να αυξάνει τον κίνδυνο καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Απαιτείται<br />

περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί κατά πόσο η πιο αυξημένη χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

που σημειώθηκε πριν τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη μπορεί<br />

να σχετίζεται με επιδράσεις της κατάθλιψης, με ανεπιθύμητες ενέργειες της<br />

χρήσης αντικαταθλιπτικών ή με μια κοινή αιτιοπαθογενετική ουδό που προηγείται<br />

της κατάθλιψης και του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Diabetes Care 33:1471-1476, 2010<br />

Οσακχαρώδης διαβήτης είναι<br />

μια χρόνια νόσος με θεμελιώδη<br />

σημασία για τη δημόσια<br />

υγεία, αλλά οι ψυχολογικές<br />

δράσεις που σχετίζονται<br />

με αυτόν δεν είναι καλά κατανοητές (1-<br />

4). Η διάγνωση του ίδιου του σακχαρώδη<br />

διαβήτη μπορεί να είναι ένα συμβάν της<br />

ζωής που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης<br />

καταθλιπτικών συμπτωμάτων, κίνδυνος<br />

ο οποίος ξεκινά από την αρχική ενημέρωση<br />

του ότι κανείς πάσχει από μια<br />

σοβαρή χρόνια κατάσταση (2). Ωστόσο,<br />

είναι εξίσου πιθανό ότι ο ψυχολογικός<br />

αντίκτυπος δεν είναι εμφανής μέχρι ο<br />

ασθενής να φτάσει σε ένα προχωρημένο<br />

στάδιο της νόσου, διότι κατά τη διάγνωση,<br />

ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2<br />

συνήθως έχει ελαφριά συμπτώματα (3).<br />

Η πρόταση ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα<br />

μεταξύ των μη διαβητικών ατόμων<br />

αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο για<br />

σακχαρώδη διαβήτη περιπλέκει την εξέταση<br />

της επίδρασης του σακχαρώδη<br />

διαβήτη επί της κατάθλιψης, διότι η<br />

συσχέτιση αυτή μπορεί να είναι αμφίδρομη<br />

(2). Μέχρι σήμερα, τα στοιχεία<br />

σχετικά με την κατάσταση από την άποψη<br />

της εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων<br />

ως παράγοντα κινδύνου για σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 είναι μικτά,<br />

καθώς έχουν αναφερθεί τόσο υποστηρικτικά<br />

όσο και αντιτιθέμενα ευρήματα<br />

(2,5). Επομένως, είναι σημαντικό να<br />

αξιολογείται η κατάθλιψη τόσο πριν όσο<br />

16<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />

και μετά από τη διάγνωση του σακχαρώδη<br />

διαβήτη, με μια απλή μεθοδολογία,<br />

ώστε να διασφαλιστεί η επαρκής<br />

εκτίμηση των μεγεθών της επίδρασης<br />

σε αμφότερες τις κατευθύνσεις. Από<br />

όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχει κάποια<br />

τέτοια μελέτη μέχρι σήμερα.<br />

Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήσαμε<br />

πολλαπλές επαναλαμβανόμενες μελέτες<br />

μέτρησης της χρήσης αντικαταθλιπτικών,<br />

τόσο πριν όσο και μετά από τη<br />

διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2, ώστε να εξετάσουμε κατά πόσον η<br />

επίγνωση της διάγνωσης του σακχαρώδη<br />

διαβήτη συσχετίζεται με αυξήσεις<br />

για τον κίνδυνο κατάθλιψης, καθώς και<br />

κατά πόσον τα άτομα που αναπτύσσουν<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν περισσότερες<br />

πιθανότητες να εμφανίζουν ήδη<br />

κατάθλιψη πριν από τη διάγνωση, σε<br />

σχέση με μη διαβητικά άτομα παρόμοιων<br />

χαρακτηριστικών. Για σύγκριση, εξετάσαμε<br />

τη χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

μεταξύ των ατόμων που ανέπτυξαν καρκίνο,<br />

καθώς αυτή είναι μια νόσος που<br />

είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο<br />

για κατάθλιψη (6).<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Τα δεδομένα που χρησιμοποιήσαμε προήρθαν<br />

από τη «μελέτη δημόσιου τομέα της<br />

Φινλανδίας» [Finnish Public Sector study]<br />

(7), η οποία περιλαμβάνει το σύνολο του<br />

προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων<br />

από 10 πόλεις (δήμους) και 21 νοσοκομεία<br />

στις περιοχές αυτών των πόλεων<br />

(βλέπε συμπληρωματικές εικόνες S1 και<br />

S2, διαθέσιμες σε διαδικτυακό παράρτημα<br />

στη διεύθυνση http://care.diabetes<br />

journals.org/cgi/content/full/dc09-<br />

2359/DC1). Ο επιλέξιμος πληθυσμός<br />

αριθμούσε 151347 εργαζόμενους με έναρξη<br />

απασχόλησης μεταξύ 1995 και 2005,<br />

με ύπαρξη σύνδεσης του φακέλου με τα<br />

εθνικά ιατρικά αρχεία, μέσω μοναδικών<br />

κωδικών προσδιορισμού της ταυτότητας<br />

των ατόμων, πρακτική η οποία υιοθετείται<br />

για όλους τους πολίτες στη Φινλανδία.<br />

Για όλους τους συμμετέχοντες του<br />

επιλέξιμου πληθυσμού, η σύνδεση με<br />

τα αρχεία ήταν πλήρης κατά 100% και<br />

δεν υπήρχε καθόλου βαθμιαία μείωση<br />

του πληθυσμιακού δείγματος κατά τη<br />

διάρκεια της παρακολούθησης. Αναφέρουμε<br />

τα δεδομένα από 2 ανεξάρτητες<br />

ομοειδείς σειρές πληθυσμού: 493 συμμετέχοντες<br />

που ανέπτυξαν σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 (οι οποίοι στο εξής θα<br />

αναφέρονται ως «μελέτη διαβήτη» και<br />

748 άτομα που ανέπτυξαν καρκίνο (οι<br />

οποίοι στο εξής θα αναφέρονται ως «μελέτη<br />

καρκίνου»). Όλοι οι συμμετέχοντες<br />

σε αμφότερες τις μελέτες διέθεταν πλήρη<br />

δεδομένα σχετικά με τη συνταγογραφημένη<br />

χρήση αντικαταθλιπτικών αλλά<br />

και άλλες μετρήσεις του αρχείου, σε μια<br />

σταθερή περίοδο 4 ετών πριν και 4 ετών<br />

μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 ή του καρκίνου, διότι θελήσαμε<br />

να περιορίσουμε τη μελέτη στους<br />

συμμετέχοντες στους οποίους η διάγνωση<br />

της νόσου του σακχαρώδη διαβήτη<br />

ή του καρκίνου τέθηκε μεταξύ 1 Ιανουαρίου<br />

1999 και 31 Δεκεμβρίου 2001 και<br />

οι οποίοι παρέμεναν εν ζωή κατά ελάχιστο<br />

4 ετών μετά από τη διάγνωση. Με<br />

τον τρόπο αυτό διασφαλίσαμε την ύπαρξη<br />

μιας περιόδου παρατήρησης 4 ετών<br />

πριν και 4 ετών μετα τη διάγνωση χωρίς<br />

να υπάρξει βαθμιαία μείωση του δείγματος.<br />

Οι μάρτυρες επιλέχτηκαν με τυχαίο<br />

τρόπο, με αναλογία 5:1, για κάθε περίπτωση<br />

σακχαρώδη διαβήτη και κάθε<br />

περίπτωση καρκίνου, με ατομικό ταίριασμα<br />

ως προς την ηλικιακή ομάδα (25-<br />

45, 46-52 και 53-64 ετών), το φύλο, την<br />

κοινωνικο-οικονομική κατάσταση (ανώτερη<br />

εισοδηματική κλίμακα και μη χειρονακτική<br />

εργασία, κατώτερη εισοδηματική<br />

κλίμακα και μη χειρονακτική<br />

εργασία ή χειρονακτική εργασία), τον<br />

τύπο εργασιακής απασχόλησης (μόνιμη<br />

έναντι προσωρινής), τον τύπο του εργοδότη<br />

(νοσοκομείο έναντι δήμου) και τη<br />

γεωγραφική περιοχή (7 περιοχές, με<br />

βάση τον τόπο εργασίας), διότι τα χαρακτηριστικά<br />

αυτά θα μπορούσαν να συσχετίζονται<br />

με τις διαφορές στη πιθανότητα<br />

επίτευξης της διάγνωσης ή της<br />

θεραπείας. Η μελέτη του διαβήτη συμπεριέλαβε<br />

2450 ταιριαστούς μάρτυρες που<br />

δεν έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη,<br />

ενώ η μελέτη του καρκίνου συμπεριέλαβε<br />

3730 ταιριαστούς μάρτυρες που<br />

δεν έπασχαν από καρκίνο.<br />

Αξιολόγηση της χρήσης<br />

αντικαταθλιπτικών<br />

Η κατάθλιψη προσεγγίστηκε με βάση<br />

τη χρήση αντικαταθλιπτικών, για κάθε<br />

έτος της περιόδου παρατήρησης, από<br />

τα 4 έτη πριν έως τα 4 έτη μετά τη διάγνωση<br />

σακχαρώδη διαβήτη ή καρκίνου,<br />

με τη χρήση του πανεθνικού «αρχείου<br />

φαρμακευτικών συνταγών» [Drug<br />

Prescription Register]. Χρησιμοποιήσαμε<br />

την ίδια περίοδο για τις νέες διάγνωσης<br />

σακχαρώδη διαβήτη/καρκίνου και<br />

για τους ελεύθερους εκ της κάθε νόσου<br />

μάρτυρες, ώστε να αποφευχθεί η συγχυτική<br />

δράση λόγω των γενικών τάσεων<br />

για χρήση αντικαταθλιπτικών στον<br />

πληθυσμό. Στη Φινλανδία, οι συνταγές<br />

για αντικαταθλιπτικά φάρμακα καταχωρούνται<br />

από το «εθνικό σχήμα κοινωνικής<br />

ασφάλισης» [National Social<br />

Insurance Scheme], στο «ινστιτούτο κοινωνικής<br />

ασφάλισης» [Social Insurance<br />

Institution], ενώ τα διαθέσιμα δεδομένα<br />

περιέχουν πληροφορίες σχετικά με<br />

την ημέρα εκτέλεσης της συνταγής, τη<br />

δόση, τη μορφή της διεθνούς πρότυπης<br />

ημερήσιας προσδιορισμένης δόσης,<br />

καθώς και το είδος του φαρμάκου, το<br />

οποίο ταξινομείται σύμφωνα με την<br />

«ανατομική χημική θεραπευτική»<br />

[Anatomical Therapeutic Chemical: ATC]<br />

του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (8).<br />

Για κάθε έτος παρατήρησης, προσδιορίσαμε<br />

τη χρήση αντικαταθλιπτικών που<br />

προσδιορίστηκε ως η εκτέλεση συνταγής<br />

αντικαταθλιπτικών (κωδικός ATC<br />

N06A) για τουλάχιστον 30 ημερήσιες<br />

συγκεκριμένες δόσεις. Επιπρόσθετα,<br />

διενεργήσαμε μια ανάλυση ευαισθησίας,<br />

περιορίζοντας τη στους εκλεκτικούς<br />

αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης<br />

(SSRI) (κωδικός N06AB του ATC),<br />

ως «παράγοντας έκβασης», διότι τα<br />

φάρμακα αυτά έχουν το χαμηλότερο<br />

κίνδυνο καρδιοτοξικότητας σε σχέση<br />

με τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και<br />

επομένως, ίσως να είναι πιθανότερο να<br />

συνταγογραφούνται κατά προτίμηση<br />

στα άτομα, με σακχαρώδη διαβήτη.<br />

18<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Kivimäki και συνεργάτες<br />

Προσδιορισμός<br />

των περιπτώσεων νέας<br />

διάγνωσης σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και καρκίνου<br />

Από το 1965, η φαρμακευτική θεραπεία<br />

για το σακχαρώδη διαβήτη χορηγείται<br />

χωρίς χρέωση στη Φινλανδία. Το «κεντρικό<br />

αρχείο φαρμάκων» [Central Drug<br />

Register), το οποίο διατηρεί το Social<br />

Insurance Institution, καταγράφει όλα τα<br />

άτομα με τεκμηριωμένη από γιατρό εξέταση<br />

με γλυκόζη πλάσματος νηστείας >7,0<br />

mmol/l ή με γλυκόζη πλάσματος χωρίς<br />

νηστεία ≥11,1 mmol/l , καθώς και τα<br />

συμπτώματα σακχαρώδη διαβήτη, όπως<br />

είναι η πολυουρία, η πολυδιψία και η γλυκοσουρία.<br />

Εάν δεν υπάρχουν συμπτώματα,<br />

τότε απαιτείται η τεκμηρίωση μέσω<br />

επανάληψης της μέτρησης που είχε ως<br />

αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης.<br />

Στην παρούσα μελέτη, οι συμμετέχοντες<br />

ορίστηκαν ως οι εμφανίζοντες νέα<br />

διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,<br />

κατά την πρώτη φορά που καταγράφτηκαν<br />

στο Central Drug Register και ήταν<br />

κατάλληλοι για λήψη αντιδιαβητικής θεραπείας,<br />

μεταξύ 1 Ιανουαρίου του 1999 και<br />

31 Δεκεμβρίου του 2001,<br />

Προκειμένου να αποκλειστούν τα άτομα<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, πραγματοποιήσαμε<br />

επιπρόσθετη διασύνδεση<br />

των δεδομένων με το «Φινλανδικό<br />

αρχείο νοσοκομειακών εξιτηρίων» [Finnish<br />

Hospital Discharge Register], το οποίο<br />

καταγράφει όλους τους ασθενείς που<br />

λαμβάνουν εξιτήριο από νοσοκομείο,<br />

πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες<br />

της αγωγής και εξιτηρίου, καθώς και με<br />

το Drug Prescription Register (Social<br />

Insurance Institution) το οποίο περιλαμβάνει<br />

όλες τις συνταγές για φάρμακα της<br />

κατηγορίας της ινσουλίνης, φάρμακα μείωσης<br />

της γλυκόζης αίματος, καθώς και<br />

άλλα φάρμακα που χορηγούνται στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη στη Φινλανδία, σε εθνικό<br />

επίπεδο, από το 1994, σύμφωνα με<br />

την ταξινόμηση ATC του Παγκόσμιου Οργανισμού<br />

Υγείας. Αποκλείστηκαν τα άτομα<br />

που είχαν καταγραφτεί ως πάσχοντα από<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (κωδικός Ε<br />

10 στο ICD-10) στο Central Drug Register<br />

ή στο Hospital Discharge Register. Για τις<br />

καταγραφές αυτές, ο σακχαρώδης διαβήτης<br />

τύπου 1 θα πρέπει πάντα να έχει<br />

διαγνωστεί από γιατρό ειδικό στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Για τις αναλύσεις της<br />

ευαισθησίας, αποκλείσαμε επιπρόσθετα<br />

από το αρχικό δείγμα όσα άτομα είχαν<br />

λάβει συνταγή για ινσουλίνη ή ανάλογα<br />

αυτής (κωδικός Α 10 Α του ΑTC, στο Drug<br />

Prescription Register), στα οποία η διάγνωση<br />

διαβήτη είχε τεθεί σε ηλικία ≤35<br />

ετών. Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 μπορούσαν όμως να επιλεχτούν<br />

ως μάρτυρες. Από την ομάδα των πιθανών<br />

μαρτύρων, αποκλείσαμε όλα τα άτομα<br />

στα οποία είχε χορηγηθεί συνταγή για<br />

ινσουλίνη ή ανάλογα αυτής, για αντιυπεργλυκαιμικά<br />

φάρμακα ή για άλλα φάρμακα<br />

που χρησιμοποιούνται στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη, κατά τη διάρκεια όλων<br />

των ετών παρατήρησης, με βάση το Central<br />

Drug Register, το Hospital Discharge<br />

Register και το Drug Prescription Register.<br />

Τα άτομα με καρκίνο προσδιορίστηκαν<br />

μέσω του εθνικού «Φινλανδικού αρχείου<br />

καρκίνου» [Finnish Cancer Register],<br />

που καταγράφει όλους τους ασθενείς με<br />

οποιοδήποτε τύπο καρκίνου. Στη Φινλανδία,<br />

όλοι οι γιατροί, όλα τα νοσοκομεία<br />

και όλα τα λοιπά ιδρύματα έχουν τη νομική<br />

υποχρέωση να ενημερώνουν το αρχείο<br />

αυτό μέσω σημειώματος, σχετικά με<br />

όλους τους κακοήθης όγκους, τους καρκινοειδής<br />

όγκους, τις βλάβες που αποτελούν<br />

εντοπισμένο καρκίνωμα (in situ)<br />

και τους όγκους με οριακά στοιχεία κακοήθειας.<br />

Στην παρούσα μελέτη, ένα άτομο<br />

ορίστηκε ότι εμφανίζει νέα διάγνωση<br />

καρκίνου, εάν η τελευταία είχε τεθεί για<br />

πρώτη φορά μεταξύ 1 Ιανουαρίου 1999<br />

και 31 Δεκεμβρίου 2001,<br />

Άλλες μεταβλητές<br />

Η ηλικία, το φύλο, η κοινωνικοοικονομική<br />

κατάσταση (ανώτερη και μη χειρονακτική<br />

εργασία, κατώτερη και μη χειρονακτική<br />

εργασία ή χειρονακτική εργασία),<br />

ο τύπος απασχόλησης (μόνιμη έναντι προσωρινής),<br />

ο τύπος του εργοδότη (νοσοκομείο<br />

έναντι δήμου και η γεωγραφική<br />

περιοχή (7 περιοχές με βάση τη θέση του<br />

τόπου εργασίας) ήταν τα δεδομένα που<br />

λήφθηκαν από τα αρχεία των εργοδοτών.<br />

Η ηλικία κατά τη διάγνωση υπολογίστηκε<br />

από τις ημερομηνίες διάγνωσης και<br />

γέννησης, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα<br />

από τα αρχεία. Αξιολογήσαμε την κατάσταση<br />

ως προς τη στεφανιαία νόσο σε<br />

κάθε έτος παρατήρησης, διότι η κατάσταση<br />

αυτή είναι γνωστό ότι συσχετίζεται<br />

τόσο με την κατάθλιψη όσο και με το σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Πληροφορίες σχετικά<br />

με τη στεφανιαία νόσο λήφθηκαν από το<br />

Finnish Hospital Discharge Register και<br />

από το Central Drug Register (κωδικοί I20<br />

-I25 του ICD-10).<br />

Στατιστική ανάλυση<br />

Πραγματοποιήσαμε χωριστή ανάλυση για<br />

τη μελέτη διαβήτη και τη μελέτη καρκίνου.<br />

Η περίοδος παρατήρησης ξεκινούσε<br />

κατά την ημερομηνία διάγνωσης (έτος<br />

0) για τα άτομα που ανέπτυξαν σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 ή καρκίνο (δηλαδή,<br />

τους ασθενείς) και σε ένα αντίστοιχο χρονικό<br />

διάστημα για τους μάρτυρες. Τα δεδομένα<br />

των συμμετεχόντων προβλήθηκαν<br />

κατόπιν προς τα πίσω και προς τα εμπρός<br />

από το έτος 0, ώστε να αξιολογηθεί η χρήση<br />

αντικαταθλιπτικών για μια περίοδο που<br />

κάλυπτε 4 έτη πριν και 4 έτη μετά τη διάγνωση<br />

(δηλαδή, τα έτη από -4 έως +4).<br />

Εφαρμόσαμε επανειλημμένες μετρήσεις<br />

με ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης,<br />

χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των γενικευμένων<br />

εξισώσεων των εκτιμήσεων, ώστε<br />

να εκτιμήσουμε την πορεία της χρήσης<br />

αντικαταθλιπτικών πριν και μετά τη διάγνωση<br />

(για λεπτομέρειες, βλέπε συμπληρωματικά<br />

δεδομένα που είναι διαθέσιμα<br />

στο διαδικτυακό παράρτημα). Όλες οι<br />

αναλύσεις μας πραγματοποιήθηκαν με<br />

τη χρήση του στατιστικού λογισμικού<br />

STATA έκδοση 10.1 για τα Windows). Η<br />

στατιστική σημαντικότητα προσδιορίστηκε<br />

με βάση αμφίδρομο P


Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Χαρακτηριστικά κατά την έναρξη<br />

των συμμετεχόντων της μελέτης<br />

Μελέτη σακχαρώδη διαβήτη* Μελέτη καρκίνου*<br />

Ασθενείς με Μάρτυρες Τιμή Ασθενείς με Μάρτυρες Τιμή<br />

νέα εμφάνιση του p νέα εμφάνιση του p<br />

σακχαρώδη<br />

σακχαρώδη<br />

διαβήτη<br />

διαβήτη<br />

Συνολικό N 2943 4.478<br />

N 493 2450 748 3.730<br />

Αντρικό φύλο 42,0 41,8 0,95 18,7 18,5 0,83<br />

Ηλικιακή ομάδα 0,11 0,39<br />

26-44 έτη 18,9 23,8 31,2 34,3<br />

45-54 έτη 48,1 45,7 42,4 41,8<br />

45-64 έτη 30,6 28,7 24,1 21,9<br />

65-70 έτη 2,4 1,8 2,1 2,0<br />

Ηλικία (έτη) 50,9±7,4 50,0±8,1 47,9±9,6 47,7±8,9<br />

Κοινωνικοοικονομική<br />

θέση 0,95 1,00<br />

Ανώτερη μη<br />

χειρωνακτική<br />

εργασία 19,1 19,2 33,2 33,2<br />

Κατώτερη μη<br />

χειρωνακτική<br />

εργασία 39,2 39,2 43,6 43,7<br />

Χειρωνακτική<br />

εργασία 41,8 41,6 23,3 23,2<br />

Εκδηλωμένη<br />

στεφανιαία<br />

νόσος 3,3 2,4 0,28 2,1 1,5 0,17<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD ή %. *Δεν υπήρξαν καθόλου απώλειες δεδομένων<br />

για οποιεσδήποτε από τις μεταβλητές.<br />

ξη μεταξύ των ασθενών και των υγιών<br />

συμμετεχόντων (p > 0,11), συμπεριλαμβανομένου<br />

του τύπου εργασίας και της<br />

γεωγραφικής περιοχής, που δεν παρουσιάζονται<br />

στους πίνακες (p > 0,95 στη<br />

μελέτη σακχαρώδη διαβήτη και P > 0,93<br />

στη μελέτη καρκίνου). Η σύγκριση των<br />

δύο μελετών δείχνει ότι οι συμμετέχοντες<br />

στη μελέτη σακχαρώδη διαβήτη ήταν<br />

κατά 2,4 έτη μεγαλύτεροι (με διάστημα<br />

εμπιστοσύνης επιπέδου 95% 2, 2 -2,7),<br />

πιθανότερο να είναι άντρες (λόγος πιθανοτήτων<br />

[OR] 2,80 [ με διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επιπέδου 95% 2,64 -2 ,97]) και με<br />

χειρωνακτικό επάγγελμα (2,25, [2,15 -<br />

2,38]) έναντι των συμμετεχόντων στη μελέτη<br />

καρκίνου. Αυτές οι διαφορές αναμένονταν,<br />

δεδομένου ότι το αντρικό φύλο<br />

και η χαμηλή κοινωνικοοικονομική θέση<br />

τείνουν να είναι ισχυρότεροι παράγοντες<br />

κινδύνου για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2, παρά για καρκίνο, στους εργασιακά<br />

ενεργούς πληθυσμούς.<br />

Λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

πριν και μετά από τη διάγνωση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη<br />

Οι ακαθάριστοι OR για τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

μεταξύ των ασθενών με νέα<br />

εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη έναντι των<br />

μη διαβητικών ασθενών σε κάθε έτος της<br />

παρατήρησης ήταν 2,19 (έτος -4), 1,95,<br />

1,90, 2,33, 2,66 (έτος 0, διάγνωση), 1,93,<br />

1,73, 1,87 και 1,97 (έτος 4). Τα διαστήματα<br />

εμπιστοσύνης επιπέδου 95% για το<br />

χαμηλότερο OR, το 1,73, ήταν 1,2-2,38 και<br />

για τον υψηλότερο OR (έτος της διάγνωσης)<br />

ήταν 1,94-3,65 (τα πλήρη αποτελέσματα<br />

είναι διαθέσιμα κατόπιν αιτήσεως<br />

προς τον πρώτο συγγραφέα της μελέτης).<br />

Η Εικόνα 1 παρουσιάζει το τελικό πρότυπο<br />

που περιγράφει την πορεία της λήψης<br />

αντικαταθλιπτικών μεταξύ των ασθενών<br />

με νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη και<br />

των μη διαβητικών μαρτύρων (για τις παραμέτρους<br />

του μοντέλου, βλ. συμπληρωματικό<br />

Πίνακα S1, διαθέσιμος σε διαδικτυακό<br />

παράρτημα). Υπήρξε μια γενική ανοδική<br />

τάση ως προς τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

χαπιών πέρα από την περίοδο παρατήρησης<br />

των 9 ετών στους ασθενείς με νέα<br />

εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη και στους<br />

μάρτυρες (χρονικό p < 0,0001), γεγονός<br />

που αντανακλά την αύξηση σε εθνικό επίπεδο<br />

στη συνταγογράφηση αυτών των<br />

φαρμάκων (15). Καθ’ όλη την περίοδο<br />

παρατήρησης, ο OR της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />

ήταν κατά 2,00 φορές υψηλότερος<br />

(με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου<br />

95% 1,57-2,55) για τους ασθενείς με<br />

νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη από<br />

ό,τι για τους μάρτυρες (p < 0,0001). Δεν<br />

υπήρξε καμία διαφορά ως προς τη λήψη<br />

αντικαταθλιπτικών μεταξύ των ομάδων<br />

πριν ή μετά από τη διάγνωση (p = 0,32),<br />

εκτός από την προσωρινή αύξηση στη<br />

λήψη αντικαταθλιπτικών κατά τη διάρκεια<br />

του έτους της διάγνωσης, μεταξύ<br />

των ασθενών με νέα εμφάνιση σακχαρώδη<br />

διαβήτη (p = 0,01).<br />

Σε τέσσερις αναλύσεις ευαισθησίας επαναλάβαμε<br />

την κύρια ανάλυση πρώτα, μετά<br />

από τον αποκλεισμό όλων των ασθενών<br />

με νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη που<br />

λάμβαναν θεραπεία με ινσουλίνη και<br />

αυτών με ηλικία ≤35 ετών κατά το χρόνο<br />

της διάγνωσης, ακολούθως μετά από τον<br />

αποκλεισμό των ασθενών με εκδηλωμένη<br />

στεφανιαία νόσο, ακολούθως μετά<br />

από προσαρμογή ως προς την κοινωνικοοικονομική<br />

θέση, τη σύμβαση εργασίας<br />

και τη γεωγραφική περιοχή στο μοντέλο<br />

και τέλος, με τους SSRIs ως έκβαση. Αυτές<br />

οι αναλύσεις ευαισθησίας κατά ένα μεγά-<br />

20<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />

Πιθανότητα<br />

Ασθενείς με ΣΔ<br />

Μάρτυρες<br />

λο μέρος οδήγησαν στα ίδια συμπεράσματα<br />

με την κύρια ανάλυση (συμπληρωματικοί<br />

πίνακες S2 και S3, διαθέσιμοι σε<br />

ένα διαδικτυακό παράρτημα).<br />

Λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

πριν και μετά από τη διάγνωση<br />

του καρκίνου<br />

Η Εικόνα 2 παρουσιάζει το τελικό μοντέλο<br />

που περιγράφει την πορεία της λήψης<br />

αντικαταθλιπτικών πριν και μετά από τη<br />

διάγνωση του καρκίνου (για τις παραμέτρους<br />

του μοντέλου, βλ. συμπληρωματικό<br />

πίνακα S1). Η τάση για τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

δεν διέφερε μεταξύ των<br />

ασθενών και των μαρτύρων πριν από το<br />

έτος 0 (p = 0,21) και η λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

κατά τη διάρκεια του έτους<br />

της διάγνωσης ήταν ελαφρώς υψηλότερη<br />

μεταξύ των ασθενών με νέα εμφάνιση<br />

καρκίνου από ό,τι μεταξύ των μαρτύρων<br />

(p = 0,03). Υπήρξε μια ουσιαστική<br />

αύξηση στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

Έτος<br />

Αριθμός διαβητικών ασθενών με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

Ναι 36 40 44 53 64 57 57 60 63<br />

Όχι 457 453 449 440 429 436 436 433 430<br />

Αριθμός μαρτύρων με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

Ναι 85 106 120 120 130 155 172 169 170<br />

Όχι 2,365 2,344 2,330 2,320 2,320 2,295 2,278 2,281 2,280<br />

Εικόνα 1- Πιθανότητα (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%) λήψης αντικαταθλιπτικών πριν<br />

και μετά από τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />

στους ασθενείς μετά από τη διάγνωση<br />

(12,2% 1 έτος μετά από τη διάγνωση έναντι<br />

6,3% στο έτος πριν από τη διάγνωση,<br />

p = 0,004). Ο OR της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />

ήταν κατά 1,92 φορές<br />

υψηλότερος (με διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επιπέδου 95% 1,49-2,48) στους ασθενείς<br />

με καρκίνο 1 έτος μετά από τη διάγνωση<br />

έναντι αυτού στους μάρτυρες.<br />

Η λήψη αντικαταθλιπτικών μειώθηκε κάπως<br />

στο 2ο έτος μετά από τη διάγνωση του<br />

καρκίνου (p = 0,01) αλλά παρέμεινε υψηλότερη<br />

στους ασθενείς με καρκίνο έναντι<br />

των ελεύθερων από καρκίνο μαρτύρων<br />

για το σύνολο της περιόδου των 4<br />

ετών μετά από τη διάγνωση.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Οι διαδοχικές μετρήσεις δείχνουν ότι η<br />

λήψη αντικαταθλιπτικών μεταξύ των<br />

ανδρών και των γυναικών που αναπτύσσουν<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ήταν<br />

κατά περίπου 2 φορές μεγαλύτερος από<br />

αυτήν στα μη διαβητικά άτομα. Εκτός από<br />

μια προσωρινή μεταβολή στον κίνδυνο<br />

κατά το έτος της διάγνωσης, η σχετική<br />

διαφορά στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

μεταξύ αυτών των ομάδων ήταν παρόμοια<br />

κατά τη διάρκεια των 4 ετών πριν<br />

και 4 ετών μετά από τη διάγνωση του<br />

σακχαρώδη διαβήτη. Αντίθετα, δεν υπήρξε<br />

καμία διαφορά στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

πριν από τη διάγνωση του καρκίνου<br />

μεταξύ των ασθενών με νέα εμφάνιση<br />

καρκίνου και των ελεύθερων από καρκίνο<br />

συμμετεχόντων, αλλά η λήψη των αντικαταθλιπτικών<br />

αυξήθηκε αισθητά μετά<br />

από τη διάγνωση και παρέμεινε υψηλότερη<br />

στους ασθενείς στο σύνολο των 4<br />

ετών μετά από τη διάγνωση.<br />

Τα συμπεράσματά μας παρέχουν υποστήριξη<br />

για την υπόθεση ότι η επίγνωση της<br />

διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2 μπορεί προσωρινά να αυξήσει τον κίνδυνο<br />

καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Εντούτοις,<br />

επειδή η λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

ήταν παρόμοια αυξημένη τόσο 2 έτη πριν<br />

όσο και 2 έτη μετά από τη διάγνωση μεταξύ<br />

των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη,<br />

φαίνεται πιθανό ότι η επίγνωση της διάγνωσης<br />

δεν έχει καμία επίδραση στον κίνδυνο<br />

κατάθλιψης. Αυτά τα συμπεράσματα<br />

δεν υποστηρίζουν την ανησυχία ότι η<br />

αλληλοεπικάλυψη των συμπτωμάτων μεταξύ<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />

της κατάθλιψης (όπως η κόπωση) θα καθιστούσε<br />

λιγότερο πιθανή την κατάλληλη<br />

αναγνώριση της κατάθλιψης στους διαβητικούς<br />

ασθενείς (9).<br />

Είναι πιθανό ότι η τακτική επαφή με το<br />

γιατρό μετά από τη διάγνωση του σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 καθιστά την ανίχνευση<br />

της παραγνωρισμένης κατάθλιψης<br />

πιθανότερη, εξηγώντας την<br />

παρατηρηθείσα αύξηση στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

φαρμάκων. Εντούτοις, εάν<br />

συνέβαινε κάτι τέτοιο, που όμως δεν<br />

συνέβη, τα ποσοστά συνταγών θα είχαν<br />

παραμείνει υψηλά μετά από τη διάγνωση<br />

κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης<br />

των 4 ετών. Επομένως, πιστεύουμε<br />

ότι η προσωρινή αύξηση στη λήψη<br />

αντικαταθλιπτικών αντιπροσωπεύει μια<br />

αληθινή προσωρινή αύξηση στον κίνδυνο<br />

κατάθλιψης ως αποτέλεσμα της διά-<br />

22<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Kivimäki και συνεργάτες<br />

γνωσης. Τα αποτελέσματα που υπήρξαν<br />

ως προς τον καρκίνο, που παρουσιάζει<br />

αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης κατά τη<br />

διάρκεια ολόκληρης της περιόδου μετά<br />

τη διάγνωση, καταδεικνύουν ότι η μεθοδολογία<br />

μας ήταν ευαίσθητη για την ανίχνευση<br />

μακροπρόθεσμων μεταβολών<br />

στην εξέλιξη της κατάθλιψης, εφόσον<br />

αυτές θα ήταν παρούσες.<br />

Υπάρχουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις<br />

για την μεγαλύτερη επικράτηση της λήψης<br />

αντικαταθλιπτικών ήδη πριν από τη διάγνωση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη: Κατ'<br />

αρχάς, είναι δυνατό ότι η κατάθλιψη,<br />

όπως υποδηλώνεται από τη λήψη αντικαταθλιπτικών,<br />

αυξάνει τον κίνδυνο για<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Το μεγαλύτερο<br />

μέρος των υπαρχόντων στοιχείων<br />

παρέχει υποστήριξη για μια τέτοια<br />

συσχέτιση (2, 5). Πράγματι, η κατάθλιψη<br />

συσχετίζεται με διάφορους παράγοντες<br />

της συμπεριφοράς και του μεταβολισμού<br />

που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο<br />

του σακχαρώδη διαβήτη και την αντίσταση<br />

στην ινσουλίνη, συμπεριλαμβανομένης<br />

της προαγωγής των συμπεριφορών<br />

υγείας που προάγουν την παχυσαρκία,<br />

όπως η καθιστική ζωή και η υπέρμετρη<br />

πρόσληψη ενέργειας (10, 11), καθώς και<br />

η ενεργοποίηση νευροενδοκρινικών (12)<br />

και φλεγμονωδών απαντήσεων (13).<br />

Δεύτερον, είναι επίσης λογικό ότι η αμφίδρομη<br />

συσχέτιση μεταξύ κατάθλιψης και<br />

σακχαρώδη διαβήτη στην ενήλικο ζωή<br />

είναι μια συνέπεια των πρόωρα δρώντων<br />

παραγόντων, όπως το χαμηλό σωματικό<br />

βάρος γέννησης και η «κακή παιδική ηλικία»,<br />

παράγοντες οι οποίοι προδιαθέτουν<br />

τα άτομα τόσο σε κατάθλιψη (14) όσο και<br />

σε παχυσαρκία/σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2 (15, 16). Εντούτοις, η απαιτείται περαιτέρω<br />

έρευνα για τον εμπειρικό έλεγχο<br />

αυτής της υπόθεσης.<br />

Τρίτον, υπάρχουν μερικά στοιχεία, αν<br />

και όχι απολύτως συνεπή, υπέρ του ότι<br />

συγκεκριμένα αντικαταθλιπτικά φάρμακα<br />

μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο σακχαρώδη<br />

διαβήτη (17-19). Στο πρόγραμμα<br />

πρόληψης του σακχαρώδη διαβήτη<br />

[Diabetes Prevention Program: DPP] για<br />

τα άτομα με υψηλό κίνδυνο για σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2, για την ισχυρή<br />

συσχέτιση μεταξύ της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />

και ακόλουθης εμφάνισης<br />

σακχαρώδη διαβήτη δεν υπήρξε προσαρμογή<br />

ως προς μετρούμενους συγχυτικούς<br />

ή διαμεσολαβητικούς παράγοντες<br />

(17). Είναι επίσης γνωστό ότι τα<br />

τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τα νοραδρενεργικά<br />

αντικαταθλιπτικά και συγκεκριμένοι<br />

αναστολείς επαναπρόσληψης<br />

σεροτονίνης μπορούν να προκαλέσουν<br />

αύξηση στο σωματικό βάρος και να προάγουν<br />

την υπεργλυκαιμία (20, 21). Αντίθετα,<br />

οι SSRI και μερικά σχετικά με<br />

αυτούς φάρμακα μπορούν, τουλάχιστον<br />

βραχυπρόθεσμα, να οδηγήσουν σε μείωση<br />

του σωματικού βάρους και σε βελτιωμένη<br />

ευαισθησία στην ινσουλίνη (22).<br />

Εντούτοις, στην έρευνά μας, εκείνοι που<br />

αντιμετωπίστηκαν με SSRI είχαν αυξημένο<br />

κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη<br />

διαβήτη, ενώ στη μελέτη DPP, η συσχέτιση<br />

μεταξύ της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />

και του κινδύνου του σακχαρώδη<br />

διαβήτη δεν προσαρμόστηκε ως προς<br />

Πιθανότητα<br />

Ασθενείς με καρκίνο<br />

Μάρτυρες<br />

τις μεταβολές στο σωματικό βάρος (17).<br />

Τέλος, η εικασία ότι ο αδιάγνωστος σακχαρώδης<br />

διαβήτης είναι πιθανότερο να<br />

ανιχνευθεί στα άτομα που συναντούν ένα<br />

γιατρό για την κατάθλιψή τους θα μπορούσε<br />

να εξηγήσει τη μεγαλύτερη συχνότητα<br />

λήψης αντικαταθλιπτικών πριν από<br />

τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Εντούτοις, αυτή η ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη<br />

με τις πρόσφατες μελέτες, που δείχνουν<br />

ότι τόσο η αντιμετωπιζόμενη όσο<br />

και η μη αντιμετωπιζόμενη κατάθλιψη<br />

συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο για σακχαρώδη<br />

διαβήτη (19).<br />

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα<br />

Εννέα επαναλαμβανόμενες μετρήσεις της<br />

λήψης αντικαταθλιπτικών, που κάλυπταν<br />

την περίοδο τόσο πριν όσο και μετά από<br />

τη διάγνωση, επέτρεψαν έναν καλύτερο<br />

χαρακτηρισμό της συσχέτισης μεταξύ της<br />

διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη και<br />

της λήψης αντικαταθλιπτικών, από όσο<br />

αυτό ήταν δυνατό στις προηγούμενες<br />

Έτος<br />

Αριθμός διαβητικών ασθενών με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

Ναι 33 38 45 47 63 91 85 82 87<br />

Όχι 715 710 703 701 685 657 663 666 661<br />

Αριθμός μαρτύρων με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />

Ναι 142 166 188 196 228 251 278 292 311<br />

Όχι 3.588 3.564 3.542 3.534 3.502 3.479 3.452 3.438 3.438<br />

Εικόνα 2 - Πιθανότητα (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%) της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />

πριν και μετά από τη διάγνωση του καρκίνου.<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 23


Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />

μελέτες που είχαν λιγότερα σημεία μέτρησης.<br />

Τα περιεκτικά ιατρικά αρχεία από<br />

τους εθνικούς καταλόγους μάς κατέστησαν<br />

ικανούς να αποφύγουμε συστηματικά<br />

σφάλματα σχετιζόμενα με τη βαθμιαία<br />

φυσική μείωση του μεγέθους του<br />

πληθυσμιακού δείγματος. Εξαιτίας του<br />

ότι επιλέξαμε ταιριασμένους μάρτυρες<br />

ως προς την κοινωνικοοικονομική θέση<br />

και άλλους βασικούς παράγοντες με πιθανή<br />

συγχυτική δράση, σημαντικό είναι απίθανη<br />

η συγχυτική δράση παραγόντων που<br />

οφείλεται στην κοινωνική στρωματοποίηση<br />

ως προς το σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2 ή ως προς τη θεραπεία αυτής της ασθένειας.<br />

Η σχεδίαση της μελέτης μας ήταν<br />

περισσότερο αποτελεσματική ως προς τη<br />

μείωση της δράσης συγχυτικων παραγόντων<br />

σε σχέση με μια απλή πολυπαραγοντική<br />

προσαρμογή που θα γινόταν στο<br />

συνολικό δείγμα, κάτι που είναι η ευρύτατα<br />

χρησιμοποιημένη μέθοδος σε αυτόν<br />

τον τομέα της έρευνας. Εντούτοις, καμία<br />

περιγραφική μελέτη δεν μπορεί να αποκλείσει<br />

τη δυνατότητα υπολειπόμενης<br />

συγχυτικής δράσης άλλων παραγόντων.<br />

Συμπεριλάβαμε συμμετέχοντες που ήταν<br />

εν ζωή για τα 4 έτη μετά από τη διάγνωση.<br />

Αυτή η προσέγγιση εξασφάλισε ότι<br />

αποκλείστηκαν οι ασθενείς με τους επιθετικότερους<br />

καρκίνους που οδηγούν στο<br />

θάνατο μέσα στα πρώτα 4 έτη. Επειδή<br />

αυτοί οι ασθενείς είναι ιδιαίτερα πιθανό<br />

να εμφανίσουν κατάθλιψη, τα συμπεράσματά<br />

μας μπορεί να έχουν υποεκτιμήσει<br />

τη λήψη αντικαταθλιπτικών μετά από<br />

τη διάγνωση του καρκίνου. Αντίθετα, για<br />

τους διαβητικούς ασθενείς, τα 4 έτη διάρκειας<br />

πιθανώς δεν συνέλαβαν ενδεχομένως<br />

όλο τον καταστρεπτικό ψυχολογικό<br />

αντίκτυπο, ο οποίος μπορεί να γίνει και<br />

πιο έκδηλος ιδίως όταν οι ασθενείς φθάσουν<br />

σε προχωρημένη κατάσταση ως προς<br />

τη νόσο τους, βιώνοντας πλέον το φορτίο<br />

της αντιμετώπισης των επιπλοκών της.<br />

Τα ευρήματά μας ως προς τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

μετά από τη διάγνωση σακχαρώδη<br />

διαβήτη μπορεί, επομένως, να<br />

παρέχουν μια συντηρητική εκτίμηση.<br />

Η λανθασμένη ταξινόμηση μεταξύ τύπου<br />

1 και τύπου 2 του σακχαρώδη διαβήτη<br />

είναι μια πηγή πιθανού σφάλματος κατά<br />

τις επιδημιολογικές μελέτες για τον σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2. Οι αναλύσεις<br />

ευαισθησίας μας, αποκλείοντας όλα τα<br />

άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που λάμβαναν<br />

ινσουλίνη και ήταν ηλικίας κάτω<br />

των 35 ετών, προτείνουν ότι τα συμπεράσματά<br />

μας δεν οφείλονται σε ψευδώς<br />

κωδικοποιημένο σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1. Σε αυτήν την μελέτη, το 25% των<br />

ασθενών με νέα εμφάνιση σακχαρώδη<br />

διαβήτη λάμβαναν θεραπεία με ινσουλίνη<br />

μετά από 4 έτη από τη διάγνωση. Είναι<br />

πιθανό ότι τα περισσότερα από αυτά τα<br />

κρούσματα αφορούσαν αληθώς πάσχοντες<br />

από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,<br />

δεδομένου ότι η προβαλλόμενη ανάγκη<br />

για θεραπεία με ινσουλίνη για τους ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εμπίπτει<br />

σε ποσοστό > 20% μέσα σε αυτό το<br />

χρονικό παράθυρο αυτής της περιόδου.<br />

Τα φινλανδικά πανεθνικού επίπεδου<br />

αρχεία προσδιόρισαν εγκύρως τα άτομα<br />

που αντιμετωπίστηκαν φαρμακολογικά<br />

για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και για<br />

κατάθλιψη, αλλά δεν συνέλαβαν την αδιάγνωστη<br />

νόσο, ούτε τις καταστάσεις που<br />

αντιμετωπίσθηκαν χωρίς φάρμακα. Επιπρόσθετα,<br />

εκτός από την κατάθλιψη, τα<br />

αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται και<br />

στην αντιμετώπιση άλλων διαταραχών,<br />

όπως οι χρόνιες διαταραχές άλγους ή του<br />

ύπνου και μερικές φορές συνταγογραφούνται<br />

και για τη διακοπή του καπνίσματος.<br />

Όταν ερμηνεύονται τα παρόντα<br />

δεδομένα, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί<br />

ότι η αντικαταθλιπτική θεραπεία<br />

δεν συμπίπτει ακριβώς με μια διάγνωση<br />

κατάθλιψης, αν και οι ασθενείς με τέτοιες<br />

διαταραχές αντιπροσωπεύουν μια<br />

μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που λαμβάνουν<br />

αντικαταθλιπτικά. Δεν μπορέσαμε<br />

να αντιμετωπίσουμε μερικά ενδεχομένως<br />

σημαντικά ζητήματα, όπως ο ακριβής<br />

χρονολογικός προσδιορισμός της<br />

έναρξης του σακχαρώδη διαβήτη (παρά<br />

της αναγνώρισης της νόσου), η σοβαρότητα<br />

της κατάθλιψης και η κατάσταση ως<br />

προς άλλες κλινικές καταστάσεις, επειδή<br />

όλα αυτά θα απαιτούσαν μια κλινική<br />

εξέταση. Με επαναλαμβανόμενες κλινικές<br />

εξετάσεις, εντούτοις, το κόστος για<br />

τη σχεδίαση μιας μελέτης με εννέα διαδοχικές<br />

αξιολογήσεις γύρω από τη διάγνωση<br />

θα ήταν πολύ ακριβό (η παρούσα<br />

μελέτη ήταν βασισμένη σε 151618 άτομα<br />

που παρακολουθήθηκαν για 11 έτη).<br />

Επομένως, οι μελλοντικοί ερευνητές θα<br />

πρέπει να αναζητήσουν τις λύσεις για να<br />

υπερνικήσουν αυτούς τους περιορισμούς.<br />

Συμπαραδηλώσεις<br />

Η κατάθλιψη είναι γνωστό ότι συσχετίζεται<br />

με τη φτωχή ρύθμιση της γλυκόζης<br />

αίματος και τις αρνητικές κλινικές εκβάσεις<br />

(23, 24). Διαπιστώσαμε ότι τα άτομα<br />

με πρόσφατη διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 είχαν μια υπέρμετρη λήψη<br />

αντικαταθλιπτικών παρόμοια σε μέγεθος<br />

με αυτήν μεταξύ των εν ζωή για 4 έτη<br />

ασθενών με καρκίνο αμέσως μετά από<br />

τη διάγνωσή τους. Τα συμπεράσματά μας<br />

υποστηρίζουν τη σύσταση της Αμερικανικής<br />

Εταιρίας Σακχαρώδη Διαβήτη περί<br />

του προσυμπτωματικού ελέγχου για κατάθλιψη<br />

στους διαβητικούς ασθενείς (25).<br />

ΤΟ εύρημα ότι η αυξημένη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />

υπάρχει ήδη πριν από τη διάγνωση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη δικαιολογεί<br />

την περαιτέρω έρευνα. Επειδή αυτά<br />

τα φάρμακα προσφέρονται συνήθως στους<br />

ασθενείς με μέτρια και βαριά κατάθλιψη,<br />

θα ήταν σημαντικό να καθοριστεί εάν τα<br />

αντικαταθλιπτικά έχουν δευτερεύουσες<br />

δράσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο για<br />

σακχαρώδη διαβήτη και, εάν συμβαίνει<br />

κάτι τέτοιο, να γίνουν οι κατάλληλες τροποποιήσεις<br />

στη θεραπεία των ασθενών.<br />

Είναι επίσης πιθανό ότι η κατάθλιψη παρά<br />

η λήψη αντικαταθλιπτικών αποτελεί παράγοντα<br />

κινδύνου για το σακχαρώδη διαβήτη<br />

ή ότι τα δύο μοιράζονται κοινούς παράγοντες<br />

κινδύνου, κάτι που δείχνει ότι<br />

απαιτείται έρευνα που θα αξιολογήσει τα<br />

πιθανά οφέλη των επεμβάσεων πρόληψης<br />

του σακχαρώδη διαβήτη οι οποίες<br />

στοχεύουν ειδικά στους ασθενείς που<br />

αντιμετωπίζονται για κατάθλιψη.<br />

Ευχαριστίες και δηλώσεις<br />

αντικρουόμενων συμφερόντων<br />

M.K. and J.V. are supported by the Academy<br />

of Finland. M.K. is additionally supported<br />

by a BUPA Foundation Specialist Research<br />

24<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Kivimäki και συνεργάτες<br />

Grant, U.K., the National Heart, Lung, and<br />

Blood Institute (grant R01-HL-036310),<br />

and the National Institute on Aging,<br />

National Institutes of Health (grant<br />

R01AG034454). D.A.L. works in a center<br />

that receives some core funding from the<br />

U.K. Medical Research Council (MRC).<br />

G.D.B. is a Wellcome Trust Research Fellow,<br />

U.K. A.S.-M. is supported by a EURYI award<br />

from the European Science Foundation.<br />

The MRC Social and Public Health Sciences<br />

Unit receives funding from the U.K. MRC<br />

and the Chief Scientist Office at the Scottish<br />

Government Health Directorates. The<br />

Centre for Cognitive Ageing and Cognitive<br />

Epidemiology is supported by the<br />

Biotechnology and Biological Sciences<br />

Research Council, the Engineering and<br />

Physical Sciences Research Council, the<br />

Economic and Social Research Council,<br />

the MRC, and the University of Edinburgh<br />

as part of the cross-council Lifelong Health<br />

& Wellbeing initiative.<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

From the 1. Department of Epidemiology and<br />

Public Health, University College London,<br />

London, U.K.; the 2. Finnish Institute of<br />

Occupational Health, Helsinki, Finland; the<br />

3. First Department of Medicine, Semmelweis<br />

University Faculty of Medicine, Budapest,<br />

Hungary; the 4. Medical Research Council Centre<br />

for Causal Analyses in Translational<br />

Epidemiology, University of Bristol, Bristol, U.K.;<br />

the 5. Medical Research Council Social and Public<br />

Health Sciences Unit, University of Glasgow,<br />

Glasgow, and Centre for Cognitive Ageing and<br />

Cognitive Epidemiology, Department of<br />

Psychology, University of Edinburgh, Edinburgh,<br />

U.K.; the 6U1018 Institut National de la Sante et<br />

de la Recherche Medicale, Assistance Publique-<br />

Hopitaux de Paris, Paris, France; the<br />

7. Department of Psychology, University of<br />

Helsinki, Helsinki, Finland; the 8. Steno Diabetes<br />

Center, Gentofte, Denmark; and the<br />

9. University of Turku and Turku University<br />

Hospital,Turku, Finland.<br />

Corresponding author: Mika Kivimaßki,<br />

m.kivimaki@ucl.ac.uk.<br />

Received 26 March 2010 and accepted 7 July<br />

2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 5 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc09-2359.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. Anderson RJ, Freedland KE, Clouse RE, Lustman<br />

PJ. The prevalence of comorbid depression in<br />

adults with diabetes: a meta-analysis. Diabetes<br />

Care 2001;24:1069-1078<br />

2. Mezuk B, Eaton WW, Albrecht S, Golden SH.<br />

Depression and type 2 diabetes over the<br />

lifespan: a meta-analysis. Diabetes Care<br />

2008;31:2383-2390<br />

3. Golden SH, Lazo M, Carnethon M, Bertoni AG,<br />

Schreiner PJ, Diez Roux AV, Lee HB, Lyketsos<br />

C. Examining a bidirectional association between<br />

depressive symptoms and diabetes. JAMA<br />

2008;299:2751-2759<br />

4. Kivimäki M, TabakAG, Batty GD, Singh- Manoux<br />

A, Jokela M, Akbaraly TN, Witte DR, Brunner<br />

EJ, Marmot MG, Lawlor DA. Hyperglycemia,<br />

type 2 diabetes, and depressive symptoms:<br />

the British Whitehall II study. Diabetes Care<br />

2009;32:1867-1869<br />

5. Knol MJ, Twisk JW, Beekman AT, Heine RJ, Snoek<br />

FJ, Pouwer F. Depression as a risk factor for the<br />

onset of type 2 diabetes mellitus. A metaanalysis.<br />

Diabetologia 2006;49:837-845<br />

6. Derogatis LR, Morrow GR, Fetting J, Penman<br />

D, Piasetsky S, Schmale AM, Henrichs M,<br />

Carnicke CL Jr. The prevalence of psychiatric<br />

disorders among cancer patients. JAMA<br />

1983;249:751-757<br />

7. Sjösten N, Vahtera J, Salo P, Oksanen T,Saaresranta<br />

T, Virtanen M, Pentti J, Kivimaki M. Increased<br />

risk of lost workdays prior to the diagnosis of<br />

sleep apnea. Chest 2009;136:130-136<br />

8. National Agency for Medicines. Finnish Statistics<br />

on Medicines 2000. Helsinki, National Agency<br />

for Medicines and Social Insurance Institution,<br />

2001<br />

9. Jones LE, Doebbeling CC. Depression screening<br />

disparities among veterans with diabetes<br />

compared with the general veteran population.<br />

Diabetes Care 2007;30:2216-2221<br />

10. Golden SH, Williams JE, Ford DE, Yeh HC,<br />

Paton Sanford C, Nieto FJ, Brancati FL. Depressive<br />

symptoms and the risk of type 2 diabetes:<br />

the Atherosclerosis Riskin Communities study.<br />

Diabetes Care 2004;27:429-435<br />

11. Everson-Rose SA, Meyer PM, Powell LH, Pandey<br />

D, TorreΪns JI, Kravitz HM, Bromberger JT,<br />

Matthews KA. Depressive symptoms, insulin<br />

resistance, and risk of diabetes in women at<br />

midlife. Diabetes Care 2004;27:2856-2862<br />

12. Golden SH. A review of the evidence for a<br />

neuroendocrine linkbetween stress, depression<br />

and diabetes mellitus. Curr Diab Rev 2007;3:252-<br />

259<br />

13. Ford DE, Erlinger TP. Depression and Creactive<br />

protein in US adults: data from the Third<br />

National Health and Nutrition Examination<br />

Survey. Arch Intern Med 2004;164:1010-1014<br />

14. Colman I, Ploubidis GB, Wadsworth ME, Jones<br />

PB, Croudace TJ. A longitudinal typology of<br />

symptoms of depression and anxiety over<br />

the life course. Biol Psychiatry 2007;62:1265-<br />

1271<br />

15. de Lauzon-Guillain B, Balkau B, Charles MA,<br />

Romieu I, Boutron-Ruault MC, Clavel-Chapelon<br />

F. Birth weight, body silhouette over the life<br />

course, and incident diabetes in 91,453 middleaged<br />

women from the French Etude<br />

Epidemiologique de Femmes de la Mutuelle<br />

Generale de l’Education Nationale (E3N)<br />

cohort. Diabetes Care 2010;33:298-303<br />

16. Thomas C, Hyppönen E, Power C. Obesity and<br />

type 2 diabetes risk in midadult life: the role<br />

of childhood adversity. Pediatrics 2008;121:e1240-<br />

e1249<br />

17. Rubin RR, Ma Y, Marrero DG, Peyrot M, Barrett-<br />

Connor EL, Kahn SE, Haffner SM, Price DW,<br />

Knowler WC, Diabetes Prevention Program<br />

Research Group. Elevated depression symptoms,<br />

antidepressant medicine use, and risk of<br />

developing diabetes during the diabetes<br />

prevention program. Diabetes Care 2008;31:420-<br />

426<br />

18. Knol MJ, Geerlings MI, Egberts AC, Gorter KJ,<br />

Grobbee DE, Heerdink ER. No increased<br />

incidence of diabetes in antidepressant users.<br />

Int Clin Psychopharm 2007;22:382-386<br />

19. Campayo A, de Jonge P, Roy JF, Saz P, de la<br />

CaΪmara C, Quintanilla MA, Marcos G,<br />

SantabaΪrbara J, Lobo A, ZARADEMP Project.<br />

Depressive disorder and incident diabetes<br />

mellitus: the effect of characteristics of<br />

depression. Am J Psychiatry 2010;167:580-<br />

588<br />

20. Aronne LJ, Segal KR. Weight gain in the<br />

treatment of mood disorders. J Clin Psychiatry<br />

2003;64(Suppl. 8):22-29<br />

21. Lustman PJ, Griffith LS, Clouse RE, Freedland<br />

KE, Eisen SA, Rubin EH, Carney RM, McGill<br />

JB. Effects of nortriptyline on depression and<br />

glycemic control in diabetes: results of a<br />

double-blind, placebocontrolled trial. Psychosom<br />

Med 1997;59:241-250<br />

22. Demyttenaere K, Jaspers L. Review: Bupropion<br />

and SSRI-induced side effects. J Psychopharm<br />

2008;22:792-804<br />

23. Lustman PJ, Anderson RJ, Freedland KE, de<br />

Groot M, Carney RM, Clouse RE. Depression<br />

and poor glycemic control: a meta-analytic<br />

review of the literature. Diabetes Care<br />

2000;23:934-942<br />

24. de Groot M, Anderson R, Freedland KE, Clouse<br />

RE, Lustman PJ. Association of depression<br />

and diabetes complications: a meta-analysis.<br />

Psychosom Med 2001;63:619-630<br />

25. American Diabetes Association. Standards<br />

of medical care in diabetes-2008. Diabetes<br />

Care 2008;31(Suppl. 1):S12-S54<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 25


Pathophysiology/Complications<br />

original article<br />

Δοσο-Εξαρτώμενες Δράσεις της Ινσουλίνης Glargine<br />

στο Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />

Dose-Response Effects of Insulin Glargine in Type 2 Diabetes<br />

Zhihui Wang, MD 1 , Maka S. Hedrington, MD 2 , Nino Gogitidze Joy, MD 2 , Vanessa J. Briscoe, PHD, NP 1 ,<br />

M. Antoinette Richardson, RN 2 , Lisa Younk, BS 2 , Wendell Nicholson, BS 1 , Donna B. Tate, MS 2 and Stephen N. Davis, MBBS 1,2<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Να προσδιοριστούν οι φαρμακοκινητικές και φαρμακοδυναμικές<br />

δοσο-εξαρτώμενες δράσεις της ινσουλίνης glargine, χορηγούμενης υποδορίως<br />

σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε<br />

20 παχύσαρκους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (10 άντρες και<br />

10 γυναίκες, ηλικίας 50 ± 3 ετών, με δείκτη μάζας σώματος 36 ±2 kg/m 2<br />

και A1C 8,3 ± 0,6%), σε ένα κέντρο και ήταν ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο,<br />

τυχαιοποιημένη και διπλά τυφλή. Διερευνήθηκαν 5 υποδόριες δόσεις<br />

της ινσουλίνης glargine (0, 0,5, 1,0, 1,5 και 2,0 μονάδες/kg) σε χωριστές<br />

περιπτώσεις, χρησιμοποιώντας την τεχνική 24ωρης διατήρησης ευγλυκαιμίας<br />

μέσω σφικτήρα.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Η διάρκεια δράσης της ινσουλίνης glargine ως προς τη<br />

μείωση της γλυκόζης, των μη απαραίτητων λιπαρών οξέων (nonessential<br />

fatty acids: NEFA) και του β-υδροξυβουτυρικού ήταν κοντά στις 24 ώρες<br />

ή και περισσότερο, για το σύνολο των 4 δόσεων. Οι αυξήσεις στη ροή γλυκόζης<br />

δεν έδωσαν κάποια διακριτή αιχμή και ήταν ελαφρές, με μέγιστο<br />

ρυθμό έγχυσης γλυκόζης 9,4, 6,6, 5,5 και 2,8 μmol/kg/λεπτό για τις δόσεις<br />

των 2,0, 1,5, 1,0 και 0,5 units/kg, αντίστοιχα. Η ινσουλίνη glargine παρουσίασε<br />

μια σχετικά ειδική ως προς το ήπαρ δράση, με μεγαλύτερη καταστολή<br />

της ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης [endogenous glucose production:<br />

EGP] (P < 0,05) σε σύγκριση με ελάχιστες ή καθόλου αυξήσεις στη διαθεσιμότητα<br />

γλυκόζης.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Μια μονήρης υποδόρια ένεση ινσουλίνης glargine σε<br />

δόση ≥0,5 μονάδες/kg μπορεί να μειώσει οξέως τη γλυκόζη, τα NEFA και<br />

τα κετονικά σώματα, για 24 ώρες, σε παχύσαρκους ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 ανθεκτικούς στη ινσουλίνη. Η ινσουλίνη glargine μειώνει<br />

τη γλυκόζη αίματος κυρίως μέσω αναστολής της EGP, με περιορισμένες<br />

δράσεις στη διέγερση της διαθεσιμότητας γλυκόζης. Μεγάλες δόσεις<br />

της ινσουλίνης glargine έχουν ελάχιστες επιδράσεις στη ροή γλυκόζης και<br />

μια σχετικά ειδική ως προς το ήπαρ δράση εξακολουθεί να διατηρείται,<br />

στα πλαίσια του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />

Diabetes Care 33:1555-1560, 2010<br />

Οσακχαρώδης διαβήτης τύπου<br />

2 είναι μια κατάσταση σχετικής<br />

ή απόλυτης έλλειψης<br />

ινσουλίνης. Κατά συνέπεια,<br />

η υποκατάσταση της ινσουλίνης<br />

συνιστά μια συχνή και βασική θεραπεία<br />

σε αυτά τα άτομα. Η θεραπεία με ινσουλίνη<br />

στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μπορεί<br />

να ποικίλλει, από μια απλή ένεση έως τα<br />

σχήματα βασικής-μονομιάς υποκατάστασης<br />

με πολλαπλές ημερήσιες ενέσεις. Η<br />

ινσουλίνη glargine είναι ένα διαλυτό ανάλογο<br />

ινσουλίνης μακράς δράσης, που χρησιμοποιείται<br />

ευρέως στη κλινική πράξη για<br />

υποκατάσταση της βασικής ινσουλίνης.<br />

Πολυάριθμες μελέτες έχουν διερευνήσει<br />

την κλινική δραστικότητα της ινσουλίνης<br />

glargine, τόσο στο σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 όσο και στο σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 (1-3). Έχει διαπιστωθεί ότι η ινσουλίνη<br />

glargine μειώνει την A1C, παρέχει αποτελεσματική<br />

υποκατάσταση της βασικής<br />

ινσουλίνης και μειώνει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας<br />

(1-3). Παρά την εκτεταμένη χρήση<br />

της ινσουλίνης glargine στη κλινική πράξη,<br />

είναι σχετικά λίγες οι μελέτες που έχουν<br />

διερευνήσει τα φαρμακοκινητικά και φαρμακοδυναμικά<br />

χαρακτηριστικά αυτής της<br />

μορφής ινσουλίνης. Δύο μελέτες έχουν διερευνήσει<br />

τις υποδόριες δόσεις των 0,3 και<br />

0,35 μονάδων ινσουλίνης glargine σε άτομα<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (4,5).<br />

Άλλες μελέτες έχουν επίσης χρησιμοποιήσει<br />

την τεχνική 24ωρης διατήρησης της<br />

γλυκόζης μέσω σφικτήρα, για σύγκριση<br />

της φαρμακοκινητικής και της φαρμακοδυναμικής<br />

των εφάπαξ δόσεων ινσουλίνης<br />

glargine (0,5 και 0,8 units/kg σε ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (6,7). Οι<br />

26<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Wang και συνεργάτες<br />

μελέτες αυτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες<br />

σχετικά με τις εφάπαξ δόσεις της<br />

ινσουλίνης glargine, στους ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Οι Klein και συνεργάτες<br />

(8) έχουν επίσης πραγματοποιήσει σύγκριση<br />

τριών δόσεων ινσουλίνης glargine (0,4,<br />

0,8 και 1,4 units/kg) στο σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, χρησιμοποιώντας τεχνική<br />

24ωρης διατήρησης της γλυκόζης μέσω<br />

σφικτήρα και συγκεκριμένα, με τη χρήση<br />

του Biostator. Ωστόσο, εξαιτίας του ότι έχει<br />

αναφερθεί ότι το Biostator περιορίζει τη<br />

μέγιστη έγχυση γλυκόζης κατά τη διάρκεια<br />

της τεχνικής σφικτήρα, ενώ οδηγεί σε μια<br />

ευρεία διακύμανση των συγκεντρώσεων<br />

γλυκόζης αίματος γύρω από την τιμή -στόχο<br />

για τη γλυκόζη (9), θεωρήσαμε ότι θα<br />

ήταν επίσης χρήσιμες περισσότερες πληροφορίες<br />

αναφορικά με τα χαρακτηριστικά<br />

της δόσης -απάντησης για την ινσουλίνη<br />

glargine σε ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2. Ο σκοπός της παρούσας<br />

μελέτης ήταν να χρησιμοποιήσει την τεχνική<br />

24ωρης διατήρησης ευγλυκαιμίας μέσω<br />

σφικτήρα, ώστε να προσδιοριστεί η φαρμακοκινητική<br />

και η φαρμακοδυναμική διαφορετικών<br />

μεγάλων εφάπαξ υποδόριων<br />

δόσεων ινσουλίνης glargine (παρόμοιες με<br />

αυτές που χρησιμοποιούνται στη κλινική<br />

πράξη κατά τη θεραπεία παχύσαρκων ατόμων<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />

αντίσταση στην ινσουλίνη). Χρησιμοποιήθηκαν<br />

μέθοδοι ισοτοπικής διάλυσης [isotope<br />

dilution methods], ώστε να προσδιοριστούν<br />

οι δράσεις της ινσουλίνης glargine στην<br />

ενδογενή παραγωγή και στην απομάκρυνση<br />

της γλυκόζης από την κυκλοφορία.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Αυτή η διπλά τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη<br />

5 περιόδων, που πραγματοποιήθηκε σε<br />

ένα κέντρο, εγκρίθηκε από την επιτροπή<br />

δεοντολογίας του πανεπιστημίου Vanderbilt<br />

[Vanderbilt University). Μελετήθηκαν 20<br />

άτομα (10 άντρες και 10 γυναίκες, ηλικίας<br />

50±3 ετών, με διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη<br />

8 ± 1 έτος, δείκτη μάζας σώματος (BMI)<br />

36±2 kg/m2 και A1C 8,3 ± 0,6%) . Κανείς<br />

δεν είχε εμφανίσει μείζονες επιπλοκές του<br />

σακχαρώδη διαβήτη, κανείς δεν κάπνιζε<br />

και όλοι είχαν φυσιολογική νεφρική και<br />

ηπατική λειτουργία. Σε ορισμένα άτομα<br />

υπήρχαν ελαφρές αυξήσεις των ηπατικών<br />

τρανσαμινασών, που υποδήλωναν μια μη<br />

αλκοολικού τύπου λιπώδη εκφύλιση του<br />

ήπατος, με τιμές μικρότερες της πολλαπλάσιας<br />

κατά 1,5 φορές του ανώτερου φυσιολογικού<br />

ορίου. Όλα τα άτομα της μελέτης<br />

υποβάλλονταν σε ποικίλη συνδυαστική<br />

θεραπεία για ρύθμιση της γλυκόζης αίματος<br />

και σε όλα τα άτομα χορηγούταν μετφορμίνη,<br />

η οποία συνδυαζόταν με σουλφονυλουρίες<br />

(6 ασθενείς), εξενατίδη (6<br />

ασθενείς) ή ινσουλίνη (glargine, detemir,<br />

Humalog, ή NovoLog, μίγματα 70-30) (14<br />

ασθενείς). Οι δόσεις της ινσουλίνης κυμαίνονταν<br />

από 11 έως 70 units/ημέρα (διαθέσιμος<br />

συμπληρωματικός Πίνακας 1, στο διαδικτυακό<br />

παράρτημα στη διεύθυνση<br />

http://care.diabetesjournals.org/cgi/content/full/d<br />

c09-2011/DC1).<br />

Πειραματικός σχεδιασμός και<br />

τεχνική ευγλυκαιμίας με σφικτήρα<br />

Η μελέτη συμπεριλάμβανε 5 χωριστά πειράματα,<br />

διάρκειας 26 ωρών το κάθε ένα,<br />

χωρισμένων από χρονική απόσταση 6-8<br />

εβδομάδων . Σε κάθε πείραμα, χορηγήθηκε<br />

στους συμμετέχοντες, υποδορίως στην<br />

κοιλιακή χώρα, δόση 0,5, 1,0, 1,5, ή 2,0<br />

units/kg ινσουλίνης glargine ή ταυτόσημη<br />

ένεση εικονικού φαρμάκου (0 units/kg) με<br />

τυχαιοποιημένο και διπλά τυφλό τρόπο. Κάθε<br />

σκέλος της μελέτης περιείχε 12 άτομα.<br />

Η εξενατίδη διεκόπη 24 ώρες πριν, ενώ<br />

τα λαμβανόμενα από το στόμα φάρμακα<br />

καθώς και οι μακράς και ενδιάμεσης δράσης<br />

ινσουλίνες διακόπηκαν 60 ώρες πριν<br />

από κάθε μελέτη. Τα άτομα συνέχιζαν τη<br />

φυσιολογική διατροφή διατήρησης του<br />

σωματικού βάρους τους και δεν συμμετείχαν<br />

σε σωματική δραστηριότητα για 3<br />

ημέρες πριν από κάθε πείραμα. Η ρύθμιση<br />

της γλυκόζης, όπου ήταν αναγκαίο,<br />

διατηρήθηκε με ινσουλίνη βραχείας δράσης<br />

κατά την ημέρα πριν από κάθε μελέτη.<br />

Τα άτομα εισήχθησαν προς νοσηλεία<br />

στο κέντρο γενικής κλινικής έρευνας του<br />

πανεπιστημίου Vanderbilt [Vanderbilt<br />

General Clinical Research Center] περίπου<br />

στις 5 η ώρα το απόγευμα, πριν από<br />

κάθε πείραμα. Καθετηριάστηκε μια φλέβα<br />

της άκρας χειρός οπισθόδρομα και<br />

διατηρήθηκε μέσα σε θερμαινόμενο κουτί<br />

(55ΓC) έτσι ώστε να ληφθεί δείγμα αρτηριοποιημένου<br />

αίματος [arterialized blood]<br />

(10). Επιπρόσθετα, καθετηριάστηκε μια<br />

φλέβα και στο αντίπλευρο άνω άκρο, έτσι<br />

ώστε να μπορούν να χορηγηθούν ινσουλίνη,<br />

δεξτρόζη 20% και ανιχνευτής της<br />

γλυκόζης [glucose tracer], για ρύθμιση<br />

της γλυκόζης κατά τη διάρκεια ενός πρότυπου<br />

βραδινού γεύματος και ενός σύντομου<br />

μικρού γεύματος στις 9:00 μ.μ. Ξεκίνησε<br />

μια ενδοφλέβια έγχυση ινσουλίνης,<br />

η οποία προσαρμοζόταν συνεχώς κατά<br />

την διάρκεια της νύχτας, έτσι ώστε η γλυκόζη<br />

πλάσματος να διατηρηθεί μεταξύ<br />

5,0 και 6,0 mmol/l. Μετά από ολονύχτια<br />

νηστεία 9 ωρών, ξεκίνησε μια συνεχής<br />

έγχυση (10 μCi σε 10 λεπτά, 0,092 μCi/min)<br />

[3H-3]γλυκόζης, στο χρονικό σημείο των<br />

-120 λεπτών, η οποία συνεχίστηκε σε όλο<br />

το πείραμα. Η γλυκόζη πλάσματος διατηρήθηκε<br />

σε κατάσταση ευγλυκαιμίας,<br />

κατά τη διάρκεια της περιόδου εξισορρόπησης<br />

των ισοτόπων διάρκειας 120<br />

λεπτών, συνεχίζοντας την ολονυκτία έγχυση<br />

ινσουλίνης. Κατά το χρονικό σημείο<br />

0 λεπτών, χορηγήθηκε μια δόση ινσουλίνης<br />

glargine υποδόρια, στην κοιλιακή<br />

χώρα. Η ολονύκτια έγχυση ινσουλίνης<br />

διεκόπη 45 λεπτά μετά την ένεση ινσουλίνης<br />

glargine. Κατά τη διάρκεια της περιόδου<br />

εφαρμογής της τεχνικής σφικτήρα,<br />

οι συγκεντρώσεις του πλάσματος μετριούνταν<br />

κάθε 15-30 λεπτά, ενώ μπορούσε<br />

να χρησιμοποιηθεί, όπου ήταν αναγκαίο,<br />

ένα διάλλειμα δεξτρόζης 20%, με ποικίλο<br />

ρυθμό έγχυσης, ώστε η συγκέντρωση<br />

πλάσματος της γλυκόζης να παραμείνει<br />

στην τιμή-στόχο των 5,5 mmol/l (11). Για<br />

να μετρηθούν οι παράμετροι του πειράματος,<br />

λαμβανόταν δείγμα αίματος κάθε<br />

30 λεπτά έως 2 ώρες, στη διάρκεια της<br />

μελέτης. Η μελέτη με τεχνική σφικτήρα<br />

τερματίστηκε 24 ώρες μετά την υποδόρια<br />

ένεση ινσουλίνης glargine.<br />

Υπολογισμοί των ανιχνευτών<br />

Τα ποσοστά εμφάνισης γλυκόζης στο πλάσμα,<br />

ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης<br />

[endogenous glucose production: EGP] και<br />

χρήσης της γλυκόζης υπολογίστηκαν σύμφωνα<br />

με τη μέθοδο των Wall και συνερ-<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 27


Dose-Response Glargine<br />

γατών (12). Η EGP υπολογίστηκε ως η ολική<br />

παραγωγή γλυκόζης αφαιρούμενου του<br />

ρυθμού εξωγενούς έγχυσης γλυκόζης. Η<br />

ολική παραγωγή γλυκόζης αποτελείται από<br />

την EGP και την οποιαδήποτε εξωγενώς<br />

χορηγούμενη γλυκόζη που εγχύθηκε ώστε<br />

να διατηρηθεί η επιθυμητή ευγλυκαιμία.<br />

Προκειμένου να διατηρηθεί μια συνεχής<br />

συγκεκριμένη δραστηριότητα (και να μειωθούν<br />

οι πιθανότητες υποεκτίμησης της<br />

κινητικής της γλυκόζης), η χορήγηση ισοτόπου<br />

αυξανόταν αντίστοιχα με τις αυξήσεις<br />

της εξωγενούς έγχυσης γλυκόζης.<br />

Υπολογισμοί<br />

Οι φαρμακοδυναμικές παράμετροι της<br />

δράσης της ινσουλίνης υπολογίστηκαν ως<br />

ακολούθως: 1) τέλος δράσης, χρόνος κατά<br />

τον οποίο η γλυκόζη πλάσματος παρέμενε<br />

διαρκώς (για τουλάχιστον 60 λεπτά)<br />

άνω των 7,0 mmol/l (126 mg/dl) και 2) μέγιστος<br />

ρυθμός έγχυσης γλυκόζης (μg/kg/min).<br />

Βιοχημικές αναλύσεις<br />

Οι συγκεντρώσεις γλυκόζης πλάσματος<br />

μετρήθηκαν 3 φορές, χρησιμοποιώντας τη<br />

μέθοδο οξειδάσης της γλυκόζης, με αναλυτή<br />

γλυκόζης (Beckman, Fullerton, CA). Η<br />

υποδορίως χορηγούμενη ινσουλίνη glargine<br />

(A21-Gly-B31-Arg-B32-Arg-ινσουλίνη) καθιζάνει<br />

στη θέση ένεσης και ακολούθως απελευθερώνεται<br />

βαθμιαία στην κυκλοφορία<br />

του αίματος, με 3 βιοδραστικά ισοδύναμες<br />

μορφές, την ινσουλίνη glargine, την A21-<br />

Gly-ινσουλίνη και την A21-Gly-des-B30-Thrινσουλίνη,<br />

συν την A21-Gly-B31-Arg-ινσουλίνη,<br />

που είναι ένας ήσσονος σημασίας<br />

μεταβολίτης άγνωστης βιολογικής ισχύος<br />

(13). Η φαινομενικά πλήρης αντιστοιχία αλληλουχίας<br />

μεταξύ την ινσουλίνης glargine, των<br />

μεταβολιτών της και της ινσουλίνης διευκολύνει<br />

τον ανοσοπροσδιορισμό των παραπάνω<br />

ουσιών, με μεθόδους που έχουν αναπτυχθεί<br />

για τον προσδιορισμό και της<br />

ανθρώπινης ινσουλίνης (14,15). Ωστόσο,<br />

αυτά τα βιοχημικά αντιδραστήρια μπορούν<br />

να μετρήσουν μόνο τη συνολική ανοσοδραστική<br />

ινσουλίνη εντός του ανθρώπινου πλάσματος.<br />

Κατά συνέπεια, η συνεισφορά της<br />

ινσουλίνης glargine και των μεταβολιτών<br />

της ινσουλίνης του πλάσματος δεν μπορεί<br />

να υπολογιστεί, εκτός και εάν κάθε συστατικό<br />

της ινσουλίνης glargine είναι γνωστό<br />

ότι αντιδρά ισοδύναμα αναφορικά με το<br />

βιοχημικό αντιδραστήριο και επομένως, η<br />

ενδογενής ινσουλίνη μπορεί να μη ληφθεί<br />

υπόψιν. Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήθηκε<br />

ένα ραδιοανοσοαντιδραστήριο για<br />

την ινσουλίνη (PI-12K; Millipore, St. Charles,<br />

MO), που χρησιμοποιεί την ανασυνδυασμένη<br />

ανθρώπινη ινσουλίνη ως αναφορά. Η<br />

ευαισθησία του αντιδραστηρίου είναι 0,05<br />

ng (1,25 μ-I.U.)/ml, ενώ οι συντελεστές διακύμανσης<br />

εντός του ίδιου αντιδραστηρίου<br />

στα 0,8 ng (20 μIU), 2,28 ng (57 μIU) και 6,0<br />

ng (150 μIU)/ml είναι 3, 7 και 9%, αντίστοιχα.<br />

Το πεπτίδιο C προσδιορίστηκε χρησιμοποιώντας<br />

ραδιοανοσοαντιδραστήριο (HCP-<br />

20HK;Millipore). Η ευαισθησία του αντιδραστηρίου<br />

είναι 0,1 ng/ml και οι συντελεστές διακύμανσης<br />

στα 0,34 και 1,41 ng/ml είναι 8,5 και<br />

5%, αντίστοιχα.<br />

Οι συγκεντρώσεις γλυκαγόνης του πλάσματος<br />

μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας μια<br />

τροποποίηση της μεθόδου των Aguilar-<br />

Parada και συνεργατών (16) με συντελεστή<br />

διακύμανσης εντός του ίδιου αντιδραστηρίου<br />

12%. Οι συγκεντρώσεις των<br />

μη εστεροποιημένων λιπαρών οξέων<br />

[nonesterified fatty acid: NEFA] του πλάσματος<br />

προσδιορίστηκαν χρησιμοποιώντας<br />

το βιοχημικό αντιδραστήριο WAKO.<br />

Το β-υδροξυβουτυρικό οξύ του πλάσματος<br />

μετρήθηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο<br />

των Lloyd και συνεργατών (17).<br />

Στατιστική ανάλυση<br />

Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως μέσοι<br />

όροι ± SE και αναλύθηκαν για τις στατιστικές<br />

συγκρίσεις με τη χρήση της μονόδρομης<br />

και αμφίδρομης τεχνικής ANOVA. Το<br />

επίπεδο P < 0,05 έγινε αποδεκτό ως το όριο<br />

στατιστικά σημαντικής διαφοράς μεταξύ<br />

των δόσεων. Οι υπολογισμοί και οι στατιστικές<br />

αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με<br />

τη χρήση του SPSS (έκδοση 1.6, SPSS,<br />

Chicago, IL). Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων<br />

ελεγχτήκαν με δοκιμασία πολλαπλών<br />

συγκρίσεων για την εύρεση της ελάχιστης<br />

στατιστικά σημαντικής διαφοράς. Χρησιμοποιήθηκε<br />

ο κανόνας του γραμμικού τραπεζοειδούς,<br />

ώστε να υπολογιστούν οι AUC για<br />

τη γλυκόζη πλάσματος, το ρυθμό έγχυσης<br />

γλυκόζης και την ινσουλίνη πλάσματος.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Επίπεδα γλυκόζης στο πλάσμα<br />

Μετά την ένεση εικονικού φαρμάκου, τα<br />

επίπεδα γλυκόζης στο πλάσμα αυξήθηκαν<br />

σε 8,7 ± 0,3 mmol/l σε 24 ώρες (Εικόνα 1).<br />

Μετά από 0,5 units/kg ινσουλίνης glargine,<br />

η γλυκόζη του πλάσματος διατηρήθηκε σε<br />

< 6,1 mmol/l έως τις 18 ώρες και στη συνέχεια<br />

αυξήθηκε σταδιακά (P


Wang και συνεργάτες<br />

glargine των 0,5, 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg,<br />

αντίστοιχα. Δεν υπήρξαν διαφορές στα<br />

μέσα επίπεδα ινσουλίνης στο πλάσμα μεταξύ<br />

των δόσεων των 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg.<br />

Η χορήγηση της ινσουλίνης glargine ανέστειλε<br />

σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (P<br />


Dose-Response Glargine<br />

κου. Οι δόσεις των 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg,<br />

οδήγησαν σε μεγαλύτερη καταστολή (P<br />


Wang και συνεργάτες<br />

πεδα 312 -318 pmol/l (52-53 μU/ml). Αξίζει<br />

επίσης να σημειωθεί ότι, με βάση την<br />

εργασία των Ciaraldi και συνεργατών (20),<br />

στα επίπεδα αυτά η ινσουλίνη glargine διαθέτει<br />

δέσμευση παρόμοια με αυτή των υποδοχέων<br />

IGF-I των σκελετικών μυών, σε<br />

σύγκριση με ισοδύναμα επίπεδα ανθρώπινης<br />

ινσουλίνης. Το αποτέλεσμα αυτό παρέχει<br />

τη διασφάλιση ότι τα επίπεδα της ινσουλίνης<br />

glargine, ακόμη και σε πολύ υψηλές<br />

κλινικά δόσεις δεν έχουν κάποια αυξημένο<br />

μιτωσιογόνο δυναμικό. Κατά την ερμηνεία<br />

των επιπέδων ινσουλίνης, θα πρέπει<br />

να ληφθούν υπόψιν και ορισμένα πρόσθετα<br />

ζητήματα. Τα επίπεδα ινσουλίνης τη<br />

κυκλοφορίας αντιπροσωπεύουν έναν συνδυασμό<br />

της εξωγενούς και της ενδογενούς<br />

ινσουλίνης. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη<br />

για το ενδογενές πεπτίδιο -C κατεστάλη,<br />

σε σημαντικό βαθμό, κατά τη διάρκεια<br />

της μελέτης των 24 ωρών, μετά από τις<br />

μεγαλύτερες δόσεις της ινσουλίνης glargine,<br />

σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές μετά<br />

από το εικονικό φάρμακο ή τη δόση των<br />

0,5 units/kg. Επομένως, θα μπορούσε να<br />

υποτεθεί ότι η καταστολή των επιπέδων<br />

της ενδογενούς ινσουλίνης μπορεί να έχει<br />

συνεισφέρει σε σχετικά χαμηλότερο βαθμό<br />

στα επίπεδα συνολικής ινσουλίνης πλάσματος,<br />

κατά τη διάρκεια των μελετών σφικτήρα<br />

με μεγαλύτερη δόση ινσουλίνης<br />

glargine. Επιπρόσθετα, η μέτρηση των επιπέδων<br />

ινσουλίνης μετά την υποδόρια χορήγηση<br />

ινσουλίνης glargine περιπλέκεται από<br />

τους κυκλοφορούντες μεταβολίτες του<br />

μορίου, οι οποίοι διαθέτουν τόσο διαφορετικές<br />

μεταβολικές δράσεις όσο και την<br />

ικανότητα να αλληλεπιδρούν με διασταυρούμενο<br />

τρόπο, όταν μετριούνται από ένα<br />

συμβατικό βιοχημικό ανοσοαντιδραστήριο<br />

για την ινσουλίνη. Επομένως, τα επίπεδα<br />

ινσουλίνης πλάσματος μετά την ινσουλίνη<br />

glargine μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια<br />

υπερεκτίμηση των συνολικών διαφορετικών<br />

μεταβολιτών που προέρχονται από την<br />

ινσουλίνη glargine και βρίσκονται στο πλάσμα<br />

(13). Όπως και να έχει, αυτό που είναι<br />

εμφανές από την παρούσα μελέτη είναι ότι<br />

η χημική σύνθεση του μορίου της ινσουλίνης<br />

glargine περιορίζει εντυπωσιακά την<br />

απορρόφηση ινσουλίνης από το υποδόριο<br />

και λειτουργεί ως ένα «ρυθμιστικό διάλειμ-<br />

Ρυθμός έγχυσης γλυκόζης Ρυθμός απομάκρυνσης Ενδογενής παραγωγή γλυκόζης<br />

Χρόνος (ώρες)<br />

Εικονικό φάρμακο<br />

0.5 units/kg δόση<br />

1.0 units/kg δόση<br />

1.5 units/kg δόση<br />

2.0 units/kg δόση<br />

Εικόνα 2 - Επίδραση της μονήρους ένεσης ινσουλίνης glargine (0, 0,5, 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg) επί<br />

της ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης, του ρυθμού απομάκρυνσης της γλυκόζης και του ρυθμού έγχυσης<br />

γλυκόζης σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μετά από ολονύκτια νηστεία. Οι ρυθμοί ενδογενούς<br />

παραγωγής γλυκόζης κατεστάλησαν περισσότερο, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (P


Dose-Response Glargine<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />

Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις της υποδόριας ένεσης ινσουλίνης glargine στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2<br />

0 units/kg 0,5 units/kg 1,0 units/kg 1,5 units/kg 2,0 units/kg<br />

Γλυκόζη πλάσματος κατά<br />

το πέρας της εξέτασης 8,7 ± 0,8 7,2 ± 0,7* 5,7 ± 0,3*† 5,6 ± 0,2*† 5,3 ± 0,1*†<br />

(mmol/l)<br />

Μέγιστος ρυθμός<br />

έγχυσης γλυκόζης 0,3 ± 0,3 2,6 ± 0,9* 5,5 ± 1,5*† 6,8 ± 2,0*† 9,5 ± 2,1*†<br />

(μmol/kg/min)<br />

Ρυθμός έγχυσης<br />

γλυκόζης κατά το 0,0 ± 0,0 0,2 ± 0,2 1,87 ± 1,0* 3,0 ± 1,6*† 3,7 ± 1,1*†<br />

πέρας της εξέτασης<br />

(μmol/kg/min)<br />

Καταστολή της EGP (%) 28 ± 4‡ 45 ± 6*‡ 71 ± 10*‡ 61 ± 12*‡ 80 ± 15*‡<br />

Αύξηση στο ρυθμό<br />

διαθεσιμότητας -2,3 ± 4,0 4,0 ± 3,8 10 ± 7 12 ± 10 24 ± 18<br />

γλυκόζης (%)<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SE.*P < 0,05 σε σύγκριση με τις 0 units/kg (εικονικό φάρμακο). †P < 0,05 σε σύγκριση με τις 0,5<br />

units/kg ινσουλίνης glargine. ‡P < 0,05 σε σύγκριση με την αύξηση στο ρυθμό διαθεσιμότητας γλυκόζης.<br />

μα» που περιορίζει τα επίπεδα της ινσουλίνης<br />

της κυκλοφορίας. (19,21). Πιστεύουμε<br />

ότι η μορφή της ινσουλίνης glargine είναι<br />

μείζων καθοριστικός παράγοντας αυτού<br />

του φαρμακοκινητικού προφίλ του μορίου,<br />

καθώς τα επίπεδα των συντελεστών<br />

διακύμανσης στο ίδιο άτομο, στα πλαίσια<br />

της παρούσας μελέτης, κυμάνθηκαν από<br />

45 έως 54% και ήταν παρόμοια με τις τιμές<br />

που έχουν αναφερθεί προγενέστερα και<br />

με τις ινσουλίνες παρατεταμένης δράσης<br />

που δεν έχουν τη μορφή ανάλογου (22).<br />

Η ινσουλίνη glargine μείωσε τη γλυκόζη<br />

πλάσματος μέσω ενός σχετικά ειδικού ως<br />

προς το ήπαρ μηχανισμού. Σε κάθε επίπεδο<br />

δόσης, η ενδογενής παραγωγή γλυκόζης<br />

κατεστάλη σε σημαντικότερο βαθμό,<br />

σε σύγκριση με οποιαδήποτε σχετική<br />

αύξηση στη διαθεσιμότητα γλυκόζης. Στην<br />

πραγματικότητα, καμία από τις δόσεις<br />

ινσουλίνης glargine δεν αύξησε περισσότερο<br />

τη διαθεσιμότητα γλυκόζης σε στατιστικά<br />

σημαντικό βαθμό.<br />

Παράγοντας που συνεισέφερε στη σχετικά<br />

ειδική ως προς το ήπαρ δράση ήταν η<br />

δράση της ινσουλίνης glargine στη γλυκαγόνη<br />

και στα NEFA. Η γλυκαγόνη είναι γνωστό<br />

ότι συνεισφέρει σε σημαντικό βαθμό<br />

στη βασική EGP (23). Επομένως, η δράση<br />

της ινσουλίνης glargine που καταστέλλει<br />

τη γλυκαγόνη, κατά τη διάρκεια της τεχνικής<br />

σφικτήρα, θα μπορούσε επίσης να αποτελεί<br />

μηχανισμό που συνεισέφερε στη σχετικά<br />

ειδική ως προς το ήπαρ δράση.<br />

Επιπρόσθετα, οι δράσεις της ινσουλίνης<br />

glargine ως προς τη μείωση των επιπέδων<br />

NEFA της κυκλοφορίας θα μπορούσε επίσης<br />

να οδηγήσει σε μείωση της EGP. Η μείωση<br />

των επιπέδων του β-υδροξυβουτυρικού<br />

οξέος μετά τη χορήγηση ινσουλίνης<br />

glargine υποστηρίζει επίσης την ηπατική<br />

δράση αυτών των μορίων. Η μετατροπή<br />

των NEFA σε κετονικά σώματα συμβαίνει<br />

σε μεγάλο βαθμό εντός του ήπατος και η<br />

μετατροπή αυτή μειώθηκε σημαντικά, στα<br />

πλαίσια της παρούσας μελέτης. Κατά τη<br />

διάρκεια της νηστείας, η EGP μειώνεται,<br />

καθώς χρησιμοποιούνται οι αποθήκες γλυκογόνου<br />

(22). Επιπρόσθετα, η φυσιολογικά<br />

ενδογενής βασική ινσουλίνη έχει μια<br />

σχετικά ειδική ως προς το ήπαρ δράση.<br />

Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί ξεκάθαρα στα<br />

πειράματα που χρησιμοποιούν εικονικό<br />

φάρμακο. Ωστόσο, αυτό που απέδειξε η<br />

παρούσα μελέτη είναι ότι οι δόσεις ινσουλίνης<br />

glargine έως και 2,0 units/kg (με<br />

δόσεις ένεσης ινσουλίνης >200 U) μειώνουν<br />

επίσης τη γλυκόζη νηστείας στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2, με έναν «φυσιολογικό»<br />

και ειδικό ως προς το ήπαρ τρόπο.<br />

Αν και οι δόσεις της ινσουλίνης glargine<br />

που χρησιμοποιήθηκαν στη κλινική πράξη<br />

για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

συνήθως είναι ιδιαίτερα χαμηλές (


Wang και συνεργάτες<br />

μες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει επίσης να<br />

αναφέρουμε ότι στη παρούσα μελέτη, η<br />

ινσουλίνη glargine χορηγήθηκε το πρωί,<br />

κάτι που στη κλινική πράξη εφαρμόζεται,<br />

αλλά όχι τόσο συχνά όσο η χορήγηση κατά<br />

τις απογευματινές ώρες. Επιπρόσθετα, η<br />

φαρμακοδυναμική της ινσουλίνης glargine<br />

μπορεί να επηρεάζεται από το χρόνο χορήγησης.<br />

Το φαινόμενο «ηλιοβασιλέματος»,<br />

με τις συνακόλουθες μεταβολές της γλυκόζης<br />

πλάσματος και της ευαισθησία στην<br />

ινσουλίνη, μπορεί να εμφανιστεί 4-8 ώρες<br />

μετά τη βραδινή δόση, αλλά περίπου 20<br />

ώρες μετά από μια πρωινή ένεση. Επομένως,<br />

το πρότυπο της κινητικής της γλυκόζης<br />

που παρατηρήθηκε θα μπορούσε έχει<br />

αλλάξει εάν η ινσουλίνη glargine χορηγούταν<br />

κατά τις βραδινές ώρες.<br />

Συνοψίζοντας, στην παρούσα μελέτη έχουμε<br />

διερευνήσει τη φαρμακοκινητική και<br />

φαρμακοδυναμική μεγάλων δόσεων (0,5-<br />

2,0 units/kg) της ινσουλίνης glargine, σε<br />

παχύσαρκους ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2. Μια εφάπαξ υποδόρια<br />

ένεση ινσουλίνης glargine θα μπορούσε<br />

να έχει διάρκεια δράσης τουλάχιστον 24<br />

ωρών. Οι πολύ μεγάλες δόσεις οδηγούν<br />

σε ελαφρές αυξήσεις της ροής γλυκόζης,<br />

χωρίς διακριτή δράση αιχμής. Αυτό φαίνεται<br />

ότι οφείλεται στη περιορισμένη,<br />

χωρίς αιχμές και συνεχή απελευθέρωση<br />

ινσουλίνης από τον υποδόριο ιστό. Η ινσουλίνη<br />

glargine μειώνει τη γλυκόζη πλάσματος<br />

κυρίως μέσω ενός ειδικού ως προς το<br />

ήπαρ τρόπου (δηλαδή, αναστέλλοντας<br />

την ενδογενή παραγωγή γλυκόζης), με<br />

ελάχιστες επιδράσεις ως προς τη διέγερση<br />

της διαθεσιμότητας γλυκόζης.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

Funding for this investigator-initiated study<br />

was provided by sanofiaventis. Support<br />

was also was provided by National Institutes<br />

of Health grants M01-RR-000095 and P60-<br />

DK-020593.<br />

S.N.D. has served as a consultant for<br />

sanofiaventis. No other potential conflicts<br />

of interest relevant to this article were reported.<br />

We thank the Vanderbilt General Clinical<br />

Research Center staff for their expert care.<br />

We also thank Susan Hajizedah for her<br />

technical excellence and Jan Botts Hicks<br />

for her expert editorial assistance.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Riddle MC, RosenstockJ, Gerich J, Insulin Glargine<br />

4002 Study Investigators. The treat to target<br />

trial: randomized addition of glargine or human<br />

NPH insulin to oral therapy of type 2 diabetic<br />

patients Diabetes Care 2003;26:3080-3086<br />

2. Janka HU, Plewe G, Riddle MC, Kliebe- Frisch C,<br />

Schweitzer MA, Yki-Jarvinen H. Comparison ofbasal<br />

insulin added to oral agents versus twice-daily<br />

premixed insulin asinitialinsulin therapyfor type<br />

2 diabetes. Diabetes Care 2005;28:254-259<br />

3. Fritsche A, Schweitzer MA, Ha§ring HU. Glimepiride<br />

combined with morning insulin glargine,<br />

bedtime neutral protamine hagedorn insulin,<br />

or bedtime insulin glargine in patients with<br />

type 2 diabetes. A randomized, controlled trial.<br />

Ann Intern Med 2003;138:952-959<br />

4. Porcellati F, Rossetti P, Busciantella NR, Marzotti<br />

S, Lucidi P, Luzio S, Owens DR, Bolli GB, Fanelli<br />

CG. Comparison of pharmacokinetics and<br />

dynamics of the long acting insulin analogs<br />

glargine and detemir at steady state in type 1<br />

diabetes: a double-blind randomized crossover<br />

study. Diabetes Care 2007;30:2447-2452<br />

5. Lepore M, Pampanelli S, Fanelli C, Porcellati<br />

F, Bartocci L, Di Vincenzo A, Cordoni C, Costa<br />

E, Brunetti P, Bolli GB. Pharmacokinetics and<br />

pharmacodynamics of subcutaneous injection<br />

of long-acting human insulin analog glargine,<br />

NPH insulin and ultralente human insulin and<br />

continuous subcutaneous infusion of insulin<br />

lispro. Diabetes 2000;49:2142-2148<br />

6. Luzio S, Dunseath G, Peter R, Pauvaday V,<br />

Owens DR. Comparison of the pharmacokinetics<br />

and pharmacodynamics of biphasic insulin<br />

aspart and insulin glargine in people with type<br />

2 diabetes. Diabetologia 2006;49:1163-1168<br />

7. Hompesch M, Ocheltree SM, Wondmagegnehu<br />

ET, Morrow LA, Kollmeier AP, Campaigne BN,<br />

Jacober SJ. Pharmacokineticsand pharmacodynamics<br />

of insulin lispro protamine suspension compared<br />

with insulin glargine and insulin detemir in<br />

type 2 diabetes. Curr Med Res Opin 2009;25:2679-<br />

2687<br />

8. Klein O, Lynge J, Endahl L, Damholt B, Nosek<br />

L, Heise T. Albumin-bound basal insulin analogues<br />

(insulin detemir and NN344): comparable time<br />

action profiles but less variability than insulin<br />

glargine in type 2 diabetes. Diabetes Obes<br />

Metab 2007;9:290-299<br />

9. Heinemann L, Ampudia-Blasco FJ. Glucose<br />

clamps with the Biostator: a critical reappraisal.<br />

Horm Metab Res 1994;26:579-583<br />

10. Abumrad NN, Rabin D, Diamond MP, Lacy<br />

WW. Use of a heated superficial hand vein<br />

as an alternative site for the measurement<br />

of amino acid concentration and for the study<br />

of glucose and alanine kinetics in man.<br />

Metabolism 1981;30:936-940<br />

11. Andres R, Swerdoff T, Pozefsky T, Coleman D:<br />

Manual feedback technique for the control<br />

of blood glucose concentration. In Automation<br />

in Analytical Chemistry. Skeggs LT Jr, Ed. New<br />

York, Mediad, 1966, p. 486-491<br />

12. Wall JS, Steele R, De Bodo RC, Altszuler N.<br />

Effect of insulin on utilization and production<br />

of circulating glucose. Am J Physiol 1957;189:43-<br />

50<br />

13. Kuerzel GU, Shukla U, Scholtz HE, Pretorius<br />

SG, Wessels DH, Venter C, Potgieter MA, Lang<br />

AM, Koose T, Bernhardt E. Biotransformation<br />

of insulin glargine after subcutaneous injection<br />

in healthy subjects. Curr Med Res Opin<br />

2003;19:34-40<br />

14. Heinemann L, Linkeschova R, Rave K, Hompesch<br />

B, SedlakM, Heise T. Timeaction profile of the<br />

long-acting insulin analog insulin glargine<br />

(HOE901) in comparison with those of NPH<br />

insulin and placebo. <strong>DiabetesCare</strong> 2000;23:644-<br />

649<br />

15. ScholtzHE, PretoriusSG, WesselsDH,Venter C,<br />

Potgieter MA, Becker RH. Equipotencyofinsulin<br />

glargine and regular human insulin on glucose<br />

disposalinhealthysubjectsfollowing intravenous<br />

infusion. Acta Diabetol 2003;40:156-162<br />

16. Aguilar-Parada E, Eisentraut AM, Unger RH.<br />

Pancreatic glucagon secretion in normal and<br />

diabetic subjects. Am J Med Sci 1969;257:415-<br />

419<br />

17. Lloyd B, Burrin J, Smythe P, Alberti KG. Enzymatic<br />

fluorometric continuous-flow assays for blood<br />

glucose lactate, pyruvate, alanine, glycerol,<br />

and -hydroxybutyrate. Clin Chem 1978;24:1724-<br />

1729<br />

18. Porcellati F, Rossetti P, Ricci NB, Pampanelli S,<br />

Torlone E, Campos SH, Andreoli AM, Bolli GB,<br />

Fanelli CG. Pharmacokineticsand pharmacodynamics<br />

of the long-acting insulin analog glargine after<br />

1weekofuse compared with itsfirstadministration<br />

in subjects with type 1 diabetes. Diabetes Care<br />

2007;30:1261-1263<br />

19. Luzio SD, Beck P, Owens DR. Comparison of<br />

the subcutaneous absorption of insulin glargine<br />

(Lantus) and NPH insulin in patients with type<br />

2 diabetes. Horm Metab Res 2003;35:434-438<br />

20. Ciaraldi TP, Carter L, Seipke G, MudaliarS, Henry<br />

RR. Effects of the long-acting insulin analog<br />

insulin glargine on cultured human skeletal<br />

muscle cells: comparison to insulin and IGF-I.<br />

J Clin Endocrinol Metab 2001;86:5838-5847<br />

21. RossKamp RH, ParkG. Long actinginsulin analogs.<br />

Diabetes Care 1999; 22(Suppl. 2):B109-B113<br />

22. Heinemann L. Variability of insulin absorption<br />

and insulin action. Diabetes Technol Ther<br />

2002;4:673-682<br />

23. HendrickGK, Wasserman D, Frizzell R, Williams<br />

P, Lacy DB, Jaspan J, Cherrington A. Importance<br />

of basal glucagon in maintaining hepatic<br />

glucose production during a prolonged fast<br />

in conscious dogs. Am J Physiol Endocrinol<br />

and Metab 1992;263:E541-E549<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 33


Cardiovascular and Metabolic Risk<br />

original article<br />

Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος και Καρδιαγγειακή Νόσος<br />

επί 7.454 Ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />

Μια περιγραφική μελέτη από το Σουηδικό Εθνικό Αρχείο Σακχαρώδη<br />

Διαβήτη (NDR)<br />

Glycemic Control and Cardiovascular Disease in 7,454 Patients With Type 1 Diabetes<br />

An observational study from the Swedish National Diabetes Register (NDR)<br />

KATARINA EEG-OLOFSSON, MD 1 , JAN CEDERHOLM, MD, PHD 2 , PETER M. NILSSON, MD, PHD 3 , BJORN ZETHELIUS, MD, PHD 4 ,<br />

ANN-MARIE SVENSSON, RN, PHD 5 , SOFFIA GUDBJORNSD OTTIR, MD, PHD 1 , BJORN ELIASSON, MD, PHD 1<br />

Οι ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 θεωρείται<br />

από μακρού ότι παρουσιάζουν<br />

αυξημένο κίνδυνο<br />

για καρδιαγγειακή νόσο<br />

και για αυξημένη θνησιμότητα (1,2), κάτι<br />

που έχει πρόσφατα επιβεβαιωθεί και σε<br />

δύο μελέτες (3,4) από τη «βάση δεδομένων<br />

έρευνας από γενικά ιατρεία του Ηνωμένου<br />

Βασιλείου» [General Practice Research<br />

Database in the U.K.]. Με βάση τα δεδομένα<br />

από το 1992 έως το 1999, ο κίνδυνος<br />

για καρδιαγγειακά νοσήματα και θνησιμότητα<br />

ήταν 4 έως 8 φορές υψηλότερος<br />

σε άντρες και γυναίκες με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1, σε σύγκριση με μη διαβητικά<br />

άτομα (3,4).<br />

Αν και έχει τεκμηριωθεί η συσχέτιση μεταξύ<br />

γλυκόζης αίματος και μικροαγγειακών<br />

επιπλοκών (5,6), δεν έχουν υπάρξει<br />

διαχρονικές τυχαιοποιημένες κλινικές<br />

μελέτες που να εξετάζουν ικανοποιητικά<br />

τη συσχέτιση μεταξύ μακροαγγειακών<br />

επιπλοκών στο σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1, ενώ οι επιδημιολογικές μελέτες<br />

έχουν παρουσιάσει αντικρουόμενα αποτελέσματα<br />

(7-14). Η μελέτη «επιδημιολογίας<br />

των παρεμβάσεων και των επιπλοκών<br />

του σακχαρώδη διαβήτη»<br />

[Epidemiology of Diabetes Interventions<br />

and Complications: EDIC] έδειξε ότι οι<br />

ασθενείς που είχαν υποβληθεί προηγουμένως<br />

σε εντατική ρύθμιση της γλυκόζης<br />

αίματος κατά τη διάρκεια της μελέτης<br />

«ρύθμισης και επιπλοκών του σακχαρώδη<br />

διαβήτη» [Diabetes Control and<br />

Complications Trial: DCCT] εμφάνισαν<br />

σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα, σε σύγκριση με<br />

τους ασθενείς που υποβλήθηκαν στην<br />

καθιερωμένη θεραπεία (1983-1993) (7).<br />

Μια μικρή μελέτη από τη Φινλανδία σχετικά<br />

με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />

όψιμης έναρξης σε ασθενείς με λευκωματουρία,<br />

έδειξε αυξημένο κίνδυνο για<br />

στεφανιαία νόσο (ΣΝ) στα πλαίσια φτωχής<br />

ρύθμισης της γλυκόζης αίματος (9),<br />

αλλά η «προοπτική μελέτη επιπλοκών»<br />

[Prospective Complications Study: PCS]<br />

του EURODIAB, η «μελέτη επιδημιολογίας<br />

των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη<br />

του Pittsburgh» [Pittsburgh Epidemiology<br />

of Diabetes Complications: EDC] και η<br />

«επιδημιολογική μελέτη της διαβητικής<br />

αμφιβληστροειδοπάθειας του Wisconsin»<br />

[Wisconsin Epidemiologic Study of Diabetic<br />

Retinopathy] δεν έδειξαν κάποια στατιστικά<br />

σημαντική σχέση μεταξύ γλυκόζης<br />

αίματος και ΣΝ, μετά από προσαρμογή<br />

έναντι των άλλων καρδιαγγειακών παραγόντων<br />

κινδύνου (10-13). Ωστόσο, μια<br />

πρόσφατη ανάλυση (14) από την EDC<br />

Pittsburgh, έδειξε ότι η μεταβολή στην<br />

A1C σχετιζόταν με τη στεφανιαία νόσο,<br />

ενώ η αρχική τιμή της A1C όχι.<br />

Υπό τα παραπάνω πλαίσια, αξιολογήσαμε<br />

τη συσχέτιση μεταξύ A1C και ΣΝ, αγγειακού<br />

εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιαγγειακής<br />

νόσου, σε μια μεγάλη σειρά<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1, ηλικίας 20-65 ετών, που αντιμετωπίζονταν<br />

στα πλαίσια της καθημερινής κλινικής<br />

πράξης, από το 2002 έως το 2007.<br />

Χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από το Σουηδικό<br />

Εθνικό Αρχείο Καταγραφής Σακχαρώδη<br />

Διαβήτη [Swedish National Diabetes<br />

register: NDR), που είναι ένα εργαλείο<br />

διασφαλισμένης ποιότητας για την περίθαλψη<br />

των διαβητικών ασθενών, το οποίο<br />

καλύπτει σε εθνικό επίπεδο τους ασθενείς,<br />

με πρόσφατες δημοσιευμένες αναφορές<br />

σχετικά με το σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 και τύπου 2 (15-17).<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Το NDR ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1996<br />

και στα πλαίσιά του πραγματοποιούνται<br />

ετήσιες αναφορές από εκπαιδευμένους<br />

γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό,<br />

μέσω του διαδικτύου ή μέσω μεταφοράς<br />

από βάσεις δεδομένων κλινικών φακέλων,<br />

με τις πληροφορίες να συλλέγονται<br />

κατά τη διάρκεια των επισκέψεων των<br />

ασθενών στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων<br />

ή στα ιατρεία γενικής ιατρικής<br />

σε εθνικό επίπεδο. Όλοι οι συμπεριλαμβανόμενοι<br />

ασθενείς συμφώνησαν μέσω<br />

ενημερωμένης συγκατάθεσης να ενταχθούν<br />

στο αρχείο, πριν αυτό γίνει, ενώ<br />

όλες οι πληροφορίες αποθηκεύτηκαν<br />

ακολούθως σε μια κεντρική βάση δεδο-<br />

34<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης<br />

(A1C) και καρδιαγγειακών νοσημάτων, στα πλαίσια μιας περιγραφικής<br />

μελέτης ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, που παρακολουθήθηκαν<br />

για 5 έτη.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Μελετήθηκε ένα σύνολο 7.454<br />

ασθενών, από το Σουηδικό Εθνικό Αρχείο Σακχαρώδη Διαβήτη [Swedish<br />

National Diabetes Register] (ηλικίας 20-65 ετών, διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη<br />

1-35 έτη, με παρακολούθηση από το 2002 έως το 2007).<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Οι λόγοι κινδύνων (HR) για τη θανατηφόρο/μη θανατηφόρο<br />

στεφανιαία νόσο (ΣΝ) ανά αύξηση κατά μια ποσοστιαία μονάδα σε σχέση<br />

με την αρχική τιμή της ή την αναθεωρημένη μέση A1C, από την ανάλυση<br />

παλινδρόμησης κατά Cox, ήταν 1,31 και 1,34 και 1,26 και 1,32, αντίστοιχα,<br />

για τη θανατηφόρο/μη θανατηφόρο καρδιαγγειακή νόσο (με όλα τα P


Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />

σεις που αφορούν την A1C διασφαλίζονται<br />

σε εθνικό επίπεδο ως προς την ποιότητα<br />

τους μέσω τακτικής στάθμισης με<br />

τη μέθοδο Mono-S υγρής χρωματογραφίας<br />

υψηλής απόδοσης. Στη μελέτη αυτή,<br />

όλες οι τιμές της A1C μετατράπηκαν στις<br />

πρότυπες τιμές της DCCT, χρησιμοποιώντας<br />

τον ακόλουθο τύπο: A1C<br />

(DCCT)=0,923xA1C(Mono-S)+1,345 (R2=0,998)<br />

(18). Η A1C μετρήθηκε κατά την έναρξη.<br />

Επίσης, μετρήθηκε και στη διάρκεια του<br />

χρόνου, ως ένας αναθεωρημένος μέσος<br />

όρος των ετησίων μετρήσεων, υπολογιζόμενος<br />

για κάθε άτομο από την αρχική<br />

τιμή έως το κάθε έτος παρακολούθησης,<br />

με μέθοδο προώθησης της τελευταίας<br />

παρατήρησης όταν υπήρχαν απολεσθέντα<br />

δεδομένα. Στην περίπτωση κάποιου<br />

συμβάματος κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης,<br />

η περίοδος για τον υπολογισμό<br />

του αναθεωρημένου μέσου όρου<br />

της A1C εκτεινόταν από την έναρξη έως<br />

το έτος πριν από την εμφάνιση του συμβάματος.<br />

Κατά τα άλλα, η περίοδος αυτή<br />

εκτεινόταν από την έναρξη έως το τρέχον<br />

έτος.<br />

Οι τιμές της LDL-χοληστερόλης υπολογίστηκαν<br />

χρησιμοποιώντας τον τύπο του<br />

Friedewald (LDL-χοληστερόλη = ολική<br />

χοληστερόλη -- HDL-χοληστερόλη -- [0,45<br />

x τριγλυκερίδια]), εφόσον τα τριγλυκερίδια<br />

είχαν τιμή < 4,0 mmol/l (19). Η λευκωματουρία<br />

ορίστηκε ως η μικρο- ή μακρολευκωματουρία.<br />

Η μικρολευκωματουρία<br />

ορίστηκε ως η αποβολή λευκώματος στα<br />

ούρα τιμής 20-200 μg/min, σε 2 από 3<br />

διαδοχικές μετρήσεις, ενώ η μακρολευκωματουρία<br />

ως η αποβολή λευκώματος<br />

στα ούρα που υπερέβαινε τα 200 μg/min.<br />

Παρακολούθηση και ορισμός<br />

των καταληκτικών σημείων<br />

Όλοι οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν από<br />

την έναρξη μέχρι να εμφανιστεί κάποιο<br />

καρδιαγγειακό σύμβαμα ή θάνατος ή κατά<br />

τα άλλα μέχρι την ημερομηνία λήξης, στις<br />

31 Δεκεμβρίου 2007. Ο μέσος όρος της<br />

παρακολούθησης ήταν 4,95 έτη. Χρησιμοποιήθηκαν<br />

τα ακόλουθα καταληκτικά<br />

σημεία: θανατηφόρος/μη θανατηφόρος<br />

ΣΝ, θανατηφόρο/μη θανατηφόρο ΑΕΕ,<br />

θανατηφόρος/μη θανατηφόρος καρδιαγγειακή<br />

νόσος και γενική θνησιμότητα. Η<br />

θανατηφόρος ΣΝ ορίστηκε με βάση τους<br />

κωδικούς Ι20-Ι25 του ICD-10 (διαθέσιμοι<br />

στη διαδικτυακή διεύθυνση http://www.who.<br />

int/classifications/icd/en/). Ένα μη θανατηφόρο<br />

σύμβαμα ΣΝ ορίστηκε ως το μη<br />

θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου (κωδικός<br />

Ι21 του ICD-10), η ασταθής στηθάγχη<br />

(κωδικός Ι20,0 του ICD-10), η διαδερμική<br />

στεφανιαία παρέμβαση και/ή επέμβαση<br />

αορτο-στεφανιαίας παράκαμψης.<br />

Το θανατηφόρο/μη θανατηφόρο αγγειακό<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο ορίστηκε ως η<br />

θανατηφόρος ή μη θανατηφόρος ενδοεγκεφαλική<br />

αιμορραγία, το εγκεφαλικό<br />

έμφρακτο ή το μη προσδιορισμένου τύπου<br />

αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (κωδικοί<br />

Ι61, Ι63, I64 και I67.9 του ICD-10). Η<br />

θανατηφόρος/μη θανατηφόρος καρδιαγγειακή<br />

νόσος αφορούσε τη θανατηφόρα/μη<br />

θανατηφόρο ΣΝ ή αγγειακό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο, ανάλογα με το ποιο εμφανίστηκε<br />

πρώτο.<br />

Όλα τα συμβάματα που αφορούσαν τα<br />

καταληκτικά σημεία ανακτήθηκαν μέσω<br />

διασύνδεσης των δεδομένων με το Σουηδικό<br />

«αρχείο αιτίων θανάτου και νοσοκομειακών<br />

εξιτηρίων» [Swedish Cause of<br />

Death and Hospital Discharge Registers]<br />

της «εθνικής επιτροπής υγείας και κοινωνικής<br />

πρόνοιας της Σουηδίας» [National<br />

Board of Health and Welfare, Sweden],<br />

που είναι ένα αξιόπιστο και επικυρωμένο<br />

εναλλακτικό μέσο για την ανασκόπηση<br />

των αρχείων που αφορούν τα νοσοκομειακά<br />

εξιτήρια και τα πιστοποιητικά<br />

θανάτου (20,21).<br />

Στατιστικές μέθοδοι<br />

Ο μέσος όρος των τιμών με 1SD και SE και<br />

οι συχνότητες (%) με SE των χαρακτηριστικών<br />

κατά την έναρξη, καθώς και οι<br />

αριθμοί και τα ποσοστά επίπτωσης (συμβάματα<br />

ανά 1000 άτομα-έτη) ως προς τις<br />

εκβάσεις, παρέχονται στον Πίνακα 1. Η<br />

στατιστική σημαντικότητα των διαφορών<br />

υπολογίστηκε μέσω της δοκιμασίας Student<br />

t test για το μέσο όρο των τιμών, της δοκιμασίας<br />

χ2 για τις συχνότητες και της δοκιμασίας<br />

λογαριθμικής τάξης [log-rank test]<br />

κατά την ανάλυση επιβίωσης, για την επίπτωση<br />

των εκβάσεων.<br />

Η ανάλυση παλινδρόμησης κατά Cox χρησιμοποιήθηκε<br />

για τον υπολογισμό των<br />

λόγων κινδύνου (HR) με διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επιπέδου 95% για την A1C ως<br />

συνεχή μεταβλητή ή για ένα χαμηλότερο<br />

διάστημα έναντι υψηλότερου διαστήματος<br />

της A1C, καθώς και για τις εκβάσεις<br />

(Πίνακας 2) προσαρμοσμένες ως<br />

προς τις μεταβλητές που παρέχονται<br />

στον πίνακα. Ο αναθεωρημένος μέσος<br />

όρος των τιμών της A1C αντιμετωπίστηκε<br />

ως μια αυστηρά εξαρτώμενη από το<br />

χρόνο μεταβλητή στα πλαίσια της ανάλυσης<br />

παλινδρόμησης κατά Cox, προκειμένου<br />

να αξιολογηθεί η «έκθεση» στον<br />

παράγοντα «γλυκόζη «αίματος» κατά τη<br />

διάρκεια της παρακολούθησης, επιτρέποντας<br />

τη χρήση της πιο πρόσφατης τιμής<br />

του αναθεωρημένου μέσου όρου της A1C<br />

σε κάθε συγκεκριμένο χρονικό σημείο,<br />

κατά τη διαδικασία προτυποποίησης.<br />

Στην περίπτωση εμφάνισης συμβάματος<br />

κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης,<br />

η περίοδος για την εκτίμηση του αναθεωρημένου<br />

μέσου όρου της A1C εκτεινόταν<br />

από την έναρξη έως το έτος πριν την<br />

εμφάνιση αυτή του συμβάματος. Κατά<br />

τα άλλα, η περίοδος αυτή εκτεινόταν από<br />

την έναρξη έως το έτος λήξης της μελέτης.<br />

Η υπόθεση περί των αναλογικών κινδύνων<br />

επιβεβαιώθηκε για όλες τις μεταβλητές<br />

μέσω της δοκιμασίας Kolmogorov-type<br />

supremum, χρησιμοποιώντας νέα δειγματοληψία<br />

και με τη ταυτόχρονη δοκιμασία<br />

επί όλων των χρονο-εξαρτώμενων<br />

συμεταβλητών. Η εκτίμηση της μέγιστης<br />

πιθανότητας χρησιμοποιήθηκε για την<br />

αξιολόγηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ<br />

A1C και όλων των συμεταβλητών, χωρίς<br />

να βρεθεί κάποια στατιστικά σημαντική<br />

αλληλεπίδραση.<br />

Χρησιμοποιήθηκε επίσης ένα μοντέλο<br />

παλινδρόμησης κατά Cox για την εκτίμηση<br />

των ποσοστών συμβαμάτων στα 5 έτη<br />

(1 -- ποσοστό επιβίωσης) αναφορικά με<br />

τα καρδιαγγειακά νοσήματα (Εικόνα 1),<br />

μοντέλο στο οποίο η έξοδος αποτελούνταν<br />

από το προσαρμοσμένο ποσοστό<br />

συμβαμάτων στα 5 έτη για κάθε συμμετέχοντα,<br />

διορθωμένο ως προς συμεταβλητές<br />

που παρέχονται στον Πίνακα 2.<br />

Πραγματοποιήθηκε στρωματοποίηση (SAS<br />

36<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />

Phreg: Strata) ώστε να επιτευχθεί προσαρμογή<br />

του μέσου όρου των ποσοστών<br />

συμβαμάτων ανά ομάδες ή δεκατημόρια<br />

από τη χαμηλότερη έως τη υψηλότερη<br />

A1C (Πίνακας 2, Εικόνα 1). Η κατάταξη των<br />

ποσοστών συμβαμάτων ανάλογα με διαστήματα<br />

τιμών που αφορούν το δείγμα<br />

έχει χρησιμοποιηθεί επίσης στα πλαίσια<br />

της μελέτης του Framingham (22). Η στατιστική<br />

σημαντικότητα των διαφορών ως<br />

προς το μέσο όρο των ποσοστών συμβαμάτων<br />

μεταξύ των ομάδων χαμηλότερης<br />

και υψηλότερης A1C εκτιμήθηκε με τη<br />

δοκιμασία Student t test μετά από λογαριθμική<br />

μετατροπή των ποσοστών συμβαμάτων,<br />

έτσι ώστε να επιτευχθεί μια<br />

κανονική κατανομή. Όλες οι στατιστικές<br />

αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση<br />

του λογισμικού SAS έκδοσης σε 1.3<br />

(SAS Institute). Ως στατιστικά σημαντικό<br />

όριο λογαριάστηκε το P < 0,05.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Χαρακτηριστικά<br />

κατά την έναρξη<br />

Ο Πίνακας 1 δείχνει τα χαρακτηριστικά<br />

κατά την έναρξη στο σύνολο των 7.454<br />

ασθενών. Το ηλικιακό εύρος ήταν 20-65<br />

έτη (μέσος όρος 37), το εύρος της διάρκειάς<br />

του σακχαρώδη διαβήτη ήταν 1-35<br />

έτη (μέσος όρος 20) και η μέση τιμή της<br />

A1C ήταν 8,0%. Η λευκωματουρία ήταν<br />

παρούσα στο 20% των ασθενών και το<br />

ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου κατά την<br />

έναρξη στο 3% των ατόμων. Δύο ομάδες<br />

ασθενών απεικονίζονται επίσης:<br />

4.186 ασθενείς με επίπεδα A1C με κατά<br />

την έναρξη της μελέτης εντός του διαστήματος<br />

5,0 έως 7,9% (μέσος όρος 7,2)<br />

και 3.268 ασθενείς με τιμές 8,0 έως<br />

11,9% (μέσος όρος 9,0). Η ομάδα με τα<br />

υψηλότερα επίπεδα A1C είχε κάπως μεγαλύτερες<br />

μέσες τιμές των περισσότερων<br />

παραγόντων κινδύνου και υψηλότερες<br />

συχνότητες του καπνίσματος και της λευκωματινουρίας.<br />

Συμβάματα<br />

Συνολικά, εμφανίστηκαν 154 συμβάματα<br />

καρδιαγγειακής νόσου, εκ των οποίων 36<br />

ήταν θανατηφόρα και 118 μη θανατηφόρα<br />

(Πίνακας 1). Τα συμβάματα ανά 1.000<br />

άτομα-έτη για τα θανατηφόρα/μη θανατηφόρα<br />

συμβάματα στεφανιαίας νόσου<br />

και καρδιαγγειακής νόσου σε όλους τους<br />

ασθενείς ήταν 4,0 και 4,7, αντίστοιχα (με<br />

βάση τα 32.931 άτομα-έτη), υψηλότερα<br />

στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα<br />

A1C κατά την έναρξη από ό,τι σε εκείνα<br />

με χαμηλότερη A1C κατά την έναρξη. Η<br />

επίπτωση της γενικής θνησιμότητας ήταν<br />

παρόμοια σε αμφότερες τις ομάδες της<br />

A1C και πολύ περισσότερες περιπτώσεις<br />

αφορούσαν θνησιμότητα όχι εκ της καρδιαγγειακής<br />

νόσου παρά περιπτώσεις<br />

θανατηφόρας καρδιαγγειακής νόσου.<br />

A1C στο σύνολο των ασθενών<br />

Αναλύοντας τις τιμές της A1C κατά την<br />

έναρξη ως συνεχή μεταβλητή, ο Πίνακας<br />

2 παρουσιάζει τους αυξημένους HR<br />

(διάστημα εμπιστοσύνης επ. 95%) ανά<br />

ποσοστιαία μονάδα αύξησης της A1C για<br />

τη θανατηφόρα/μη θανατηφόρα στεφανιαία<br />

νόσο και την καρδιαγγειακή νόσο<br />

(1,31 [1,12 -1,52] και 1,26 [1,09 -1,45], Ρ<br />


Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Βασικά κλινικά χαρακτηριστικά στο σύνολο 7.454 ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1,<br />

ηλικίας 20-65 ετών και με εκβάσεις κατόπιν παρακολούθησης για 5 έτη.<br />

Ομάδα κατά την έναρξη Ομάδα κατά την έναρξη<br />

Σύνολο ασθενών A1C 5,0-7,9% A1C 8,0-11,9% Τιμή του P<br />

N 7.454 4.186 3.268<br />

A1C (%) 8,0 (1,2-0,01) 7,2 (0,6-0,01) 9,0 (0,8-0,01)


Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 .<br />

Οι HR για τα καρδιαγγειακά νοσήματα ή τη γενική θνησιμότητα και η A1C κατά την έναρξη<br />

ή ο αναθεωρημένος μέσος όρος αυτής, σε 7.454 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />

που παρακολουθήθηκαν για 5 έτη.<br />

Ασθενείς/ A1C κατά την έναρξη Αναθεωρημένη μέση A1C<br />

συμβάματα/ ως προγνωστικός παράγοντας ως προγνωστικός παράγοντας<br />

ρυθμός εμφάνισης<br />

συμβαμάτων (%)* HR (95% CI)† HR (95% CI)‡ HR (95% CI)† HR (95% CI)‡<br />

A1C ανά 1% αύξησης<br />

Θανατηφόρος/μη θανατηφόρος ΣΝ<br />

Σύνολο ασθενών 7.454/131/2,0 1,31 (1,12-1,52)§ 1,28 (1,09-1,49)** 1,34 (1,14-1,58)§ 1,30 (1,10-1,53)**<br />

Διάρκεια 1-20 έτη 3.763/25/0,8 1,49 (1,08-2,05) 1,46 (1,06-2,01) 1,45 (1,03-2,03) 1,41 (1,01-1,97)<br />

Διάρκεια 21-35 έτη 3.691/106/3,2 1,30 (1,10-1,54)** 1,27 (1,07-1,50)** 1,38 (1,15-1,67)§ 1,34 (1,11-1,62)**<br />

Θανατηφόρο/μη θανατηφόρο ΑΕΕ<br />

Σύνολο ασθενών 7.454/37/0,6 1,12 (0,83-1,51) 1,08 (0,80-1,47) 1,24 (0,89-1,72) 1,19 (0,86-1,66)<br />

Θανατηφόρος/μη θανατηφόρος CVD<br />

Σύνολο ασθενών 7.454/154/2,4 1,26 (1,09-1,45)§ 1,22 (1,06-1,40)** 1,32 (1,14-1,54)§ 1,27 (1,09-1,80)**<br />

Διάρκεια 1-20 έτη 3.763/26/0,8 1,49 (1,09-2,04) 1,46 (1,07-2,00) 1,48 (1,06-2,07) 1,44 (1,04-2,01)<br />

Διάρκεια 21-35 έτη 3.691/128/4,0 1,23 (1,06-1,44)** 1,19 (1,02-1,39) 1,34 (1,13-1,59)§ 1,29 (1,08-1,53)**<br />

Γενική θνησιμότητα<br />

Σύνολο ασθενών 7.454/94/1,4 0,97 (0,80-1,17) 0,92 (0,76-1,11) 1,04 (0,85-1,28) 0,98 (0,80-1,20)<br />

Διαστήματα τιμών της A1C<br />

(μέσος όρος) κατά την έναρξη<br />

σε δύο ομάδες<br />

Θανατηφόρος/μη-θανατηφόρος ΣΝ<br />

5,0-7,9% (7,2) 4.186/45/1,2 1,0 1,0<br />

8,0-11,9% (9,0) 3.268/86/2,9§ 1,80 (1,24-2,60)** 1,71 (1,18-2,48)**<br />

Θανατηφόρο/μη-θανατηφόρο ΑΕΕ<br />

5,0-7,9% (7,2) 4.186/14/0,5 1,0 1,0<br />

8,0-11,9% (9,0) 3.268/23/0,8§ 1,51 (0,76-2,98) 1,40 (0,70-2,79)<br />

Θανατηφόρος/μη-θανατηφόρος CVD<br />

5,0-7,9% (7,2) 4.186/55/1,6 1,0 1,0<br />

8,0-11,9% (9,0) 3.268/99/3,3§ 1,70 (1,21-2,38)** 1,59 (1,13-2,24)**<br />

Οι HR για τη CVD ανά 1% αύξησης στην A1C, ή ανά ομάδα ασθενών με τιμή A1C κατά την έναρξη 8-11,9%, σε σύγκριση με άλλη<br />

ομάδα με A1C κατά την έναρξη 5-7,9%, κατόπιν παρακολούθησης για 5 έτη. *Μέσος όρος ρυθμού εμφάνισης συμβαμάτων με προσαρμογή<br />

κατά Cox όπως στο μοντέλο 2. †Μοντέλο 1: προσαρμογή ως προς ηλικία, φύλο, διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη, συστολική<br />

αρτηριακή πίεση, ολική χοληστερόλη, LDL-χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, BMI, κάπνισμα, και ιστορικό CVD. ‡Μοντέλο 2: προσαρμογή<br />

όπως στο μοντέλο 1 και επίσης ως προς λευκωματουρία (>20 μg/min). Επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας για τη διαφορά μεταξύ<br />

δύο λογαριθμικών μέσων όρων ρυθμού εμφάνισης συμβαμάτων και μεταξύ των HR. §P < 0,001, **P < 0,01, P < 0,05.<br />

γειακή νόσο έδειξε ότι οι ασθενείς με<br />

καρδιαγγειακή νόσο ήταν μεγαλύτερης<br />

ηλικίας (μέσος όρος ± SD 48 ± 9 έναντι<br />

37 ± 10 έτη), είχαν μεγαλύτερη διάρκεια<br />

σακχαρώδη διαβήτη (28 ± 7 έναντι 20 ±<br />

9 έτη), είχαν υψηλότερη μέση συστολική<br />

αρτηριακή πίεση (136 ± 18 έναντι 125<br />

± 15 mm Hg), LDL-χοληστερόλη (3,1 ± 1,1<br />

έναντι 2,7 ± 0,8 mmol/l) και τριγλυκερίδια<br />

(1,4 ± 0,7 έναντι 1,1 ± 0,6 mmol/l) (όλες<br />

οι διαφορές είχαν τιμή Ρ


Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />

Ποσοστό συμβαμάτων<br />

στα 5 έτη (%)<br />

Ποσοστό συμβαμάτων<br />

στα 5 έτη (%)<br />

Σύνολο ασθενών - ΣΝ<br />

HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />

Σύνολο ασθενών - ΣΝ<br />

Σύνολο ασθενών - καρδιαγγειακά νοσήματα (CVD)<br />

HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />

Σύνολο ασθενών - CVD<br />

Ποσοστό συμβαμάτων<br />

στα 5 έτη (%)<br />

Δεκατημόρια αναθεωρημένου μέσου όρου της HbA1C (%) Δεκατημόρια αναθεωρημένου μέσου όρου της HbA1C (%)<br />

Διάρκεια 1-20 έτη - ΣΝ<br />

Διάρκεια 1-20 έτη - CVD<br />

Ποσοστό συμβαμάτων<br />

στα 5 έτη (%)<br />

HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />

Διάρκεια -21-35 έτη - ΣΝ<br />

HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />

HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />

Διάρκεια 21-35 έτη - CVD<br />

HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />

Εικόνα 1 - Ποσοστά 5 ετών για θανατηφόρο/μη θανατηφόρο ΣΝ και καρδιαγγειακά νοσήματα, σε ένα μοντέλο παλινδρόμησης κατά Cox, με πλήρη προσαρμογή<br />

όπως το μοντέλο 2 του Πίνακα 2. Α και Β: προσαρμοσμένες καμπύλες των ποσοστών συμβαμάτων στο σύνολο των 7.454 ασθενών, ως ειδική συνάρτηση<br />

της αρχικής τιμής της A1C (συμπαγής γραμμή) ή ως αναθεωρημένος μέσος όρος της A1C (διακεκομμένη γραμμή). C και D: προσαρμοσμένοι μέσοι<br />

όροι (SD) των ποσοστών ανά τεταρτημόρια της αναθεωρημένης μέσης τιμής της A1C, με τη συμπαγή γραμμή να αφορά τη γραμμική συσχέτιση μεταξύ<br />

των δεκατημορίων. Ε-Η: προσαρμοσμένες καμπύλες των ποσοστών συμβαμάτων στις υπό υποομάδες ανά διάμεση τιμή διάρκειας 20 ετών.<br />

ποικίλης διάρκειας, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν<br />

στα πλαίσια της καθημερινής<br />

κλινικής πράξης, αποδεικνύει μια ισχυρή<br />

συσχέτιση μεταξύ της A1C και της ΣΝ<br />

και της καρδιαγγειακής νόσου, εξίσου.<br />

Κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης στην<br />

αρχική τιμή της A1C ή στον αναθεωρημένο<br />

μέσο όρο της A1C συσχετίστηκε με<br />

αυξήσεις του κινδύνου της τάξης του<br />

40<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />

31-34% για τη ΣΝ και του 26-32% για τα<br />

καρδιαγγειακά νοσήματα, μετά από την<br />

προσαρμογή ως προς ηλικία, φύλο, διάρκεια<br />

του σακχαρώδη διαβήτη και παραδοσιακούς<br />

καρδιαγγειακούς παράγοντες<br />

κινδύνου. Αυτές οι αυξήσεις του<br />

κινδύνου παρέμειναν στατιστικά σημαντικές,<br />

αλλά μειώθηκαν ελαφρώς σε<br />

ένταση, στο 28-30% και στο 22-27%,<br />

αντίστοιχα, μετά από εκ νέου προσαρμογή<br />

ως προς τη λευκωματουρία. Τα πλήρως<br />

προσαρμοσμένα ποσοστά συμβαμάτων<br />

στην 5ετια για τη ΣΝ και τα<br />

καρδιαγγειακά νοσήματα αυξάνονταν<br />

με προοδευτικό τρόπο, ανάλογα με την<br />

αύξηση των επιπέδων της A1C, χωρίς να<br />

διαπιστωθεί η ύπαρξη καμπύλης κινδύνου<br />

σχήματος J. Η ομάδα με μέσο όρο<br />

A1C 7,2% κατά την έναρξη είχε μείωση<br />

του κινδύνου κατά 41% για τη ΣΝ και<br />

κατά 37% για τα καρδιαγγειακά νοσήματα,<br />

σε σύγκριση με την ομάδα που<br />

είχε μέσο όρο A1C 9,0%, κατόπιν της<br />

παρακολούθησης στα 5 έτη. Οι πιο πρόσφατες<br />

συγκρίσιμες επιδημιολογικές<br />

μελέτες δεν έχουν αποδείξει ξεκάθαρες<br />

συσχετίσεις μεταξύ της ρύθμισης<br />

της γλυκόζης αίματος και του κινδύνου<br />

για ΣΝ (10,11,13,14). Η μελέτη PCS του<br />

EURODIAB (11) και η μελέτη EDC του<br />

Pittsburgh (10,14) ήταν μικρότερες αναφορικά<br />

με τον αριθμό των συμμετεχόντων,<br />

αν και οι περίοδοι παρακολούθησης<br />

που είχαν ήταν μεγαλύτερες. Η μέση<br />

διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη ήταν<br />

βραχύτερη στη μελέτη EURODIAB PCS,<br />

ενώ ήταν παρόμοια με την παρούσα<br />

μελέτη στην Pittsburgh EDC. Στην παρούσα<br />

μελέτη, παρουσιάζονται δύο υποομάδες<br />

ανάλογα με τη διάμεση τιμή της<br />

διάρκειας της νόσου, με 1-20 έτη και με<br />

21-35 έτη διάρκειας του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Αν και τα άτομα με μεγαλύτερη<br />

διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη είχαν<br />

υψηλότερο μέσο όρο στα ποσοστά ΣΝ<br />

και καρδιαγγειακών νοσημάτων, η καμπύλη<br />

των ποσοστών συμβαμάτων αυξανόταν<br />

προοδευτικά καθώς αυξανόταν η<br />

A1C σε αμφότερες τις ομάδες, κάτι που<br />

επιβεβαιώνεται και από τους στατιστικά<br />

σημαντικούς HR για αυτές τις εκβάσεις<br />

ανά ποσοστιαία μονάδα αύξησης<br />

της A1C. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, δεν<br />

υπήρχε καμία αύξηση του κινδύνου στα<br />

χαμηλά επίπεδα της A1C, ακόμη και όταν<br />

ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν μεγάλης<br />

διάρκειας, μια πιθανότητα που έχει συζητηθεί<br />

ότι υπάρχει γενικά στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 (23).<br />

Η μελέτη DCCT/EDIC παρέχει τις πιο πειστικές<br />

αποδείξεις αναφορικά με τη ρύθμιση<br />

της γλυκόζης αίματος και τον κίνδυνο<br />

για καρδιαγγειακά νοσήματα στο<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (7). Οι ασθενείς<br />

τυχαιοποιήθηκαν σε εντατική ή<br />

καθιερωμένη θεραπεία και παρακολουθήθηκαν<br />

για 6 έτη κατά τη διάρκεια της<br />

DCCT. Στην επόμενη της παραπάνω περιγραφικής<br />

μελέτη EDIC, επί 1.182 ασθενών,<br />

παρακολουθήθηκαν για άλλα 11<br />

έτη αναφορικά με τις εκβάσεις της καρδιαγγειακής<br />

νόσου δύο ομάδες με μέσο<br />

όρο A1C, 7,4 και 9,1% (μέσος όρος ηλικίας<br />

34 έτη, μέσος όρος διάρκειας σακχαρώδη<br />

διαβήτη 12 έτη και ποσοστό λευκωματουρίας<br />

7% έναντι 13%) και εκεί,<br />

συνολικά, εμφανίστηκαν 144 συμβάματα<br />

καρδιαγγειακής νόσου σε 83 ασθενείς.<br />

Οι μειώσεις κινδύνου κατά 42%<br />

για οποιοδήποτε πρώτο σύμβαμα καρδιαγγειακής<br />

νόσου και κατά 57% για<br />

θανατηφόρο/μη θανατηφόρο σύμβαμα<br />

καρδιαγγειακής νόσου, παράλληλα με<br />

τη χαμηλότερη τιμή της A1C, ήταν κάτι<br />

που διαπιστώθηκε στη μονοπαραγοντική<br />

ανάλυση επιβίωσης (P=0,02), χωρίς<br />

προσαρμογή ως προς τη λευκωματουρία.<br />

Στην ομάδα με μέσο όρο της A1C<br />

7,2% διαπιστώσαμε μείωση κινδύνου<br />

κατά 41% για καρδιαγγειακή νόσο, χωρίς<br />

προσαρμογή ως προς τη λευκωματουρία,<br />

σε σύγκριση με τα άτομα με μέσο<br />

όρο της A1C 9,0% (P=0,02).<br />

Αμφότερες οι μελέτες έδειξαν παρόμοιες<br />

διαφορές μεταξύ των ομάδων ως προς<br />

τη μέση A1C κατά την έναρξη της τάξης<br />

1,7-1,8%, παρόμοιο μέσο όρο ηλικίας και<br />

γενικά συγκρίσιμα επίπεδα παραγόντων<br />

κινδύνου κατά την έναρξη. Η μέση διάρκεια<br />

και συχνότητα της λευκωματουρίας<br />

ήταν ελαφρώς υψηλότερη σε αυτή τη<br />

μελέτη. Η συγχυτική δράση της συμπερίληψης<br />

ενός ποσοστού 3% επί του συνόλου<br />

ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο<br />

στην παρούσα μελέτη, η οποία είναι εύλογο<br />

ότι θα υπάρχει και στον κανονικό πληθυσμό<br />

των ατόμων που αντιμετωπίζονται<br />

στην καθημερινή κλινική πράξη,<br />

προσαρμόστηκε στα πλαίσια της ανάλυσης<br />

παλινδρόμησης κατά Cox. Η παρούσα<br />

μελέτη, με δεδομένα από το 2002<br />

έως το 2007, παρέχει ισχυρή υποστήριξη<br />

στα αποτελέσματα της μελέτης EDIC<br />

που είχε διενεργηθεί μεταξύ 1994 και<br />

2005. Επιπρόσθετα, αποδείχτηκε μια<br />

στατιστικά σημαντική μείωση κινδύνου<br />

για τη ΣΝ με τη βελτίωση της ρύθμισης<br />

της γλυκόζης αίματος, κάτι που δεν έγινε<br />

στη μελέτη DCCT/EDIC.<br />

Η παρούσα μελέτη τονίζει επίσης το ρόλο<br />

της λευκωματουρίας, ως παράγοντα κινδύνου<br />

για καρδιαγγειακή νόσο, στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1. Έχει προταθεί<br />

ότι η γλυκόζη αίματος αποτελεί ισχυρότερο<br />

παράγοντα κίνδυνου για μακροαγγειακή<br />

νόσο επί απουσίας λευκωματουρίας<br />

(9,14,25,25). Στην παρούσα μελέτη,<br />

οι HR για ΣΝ και καρδιαγγειακή νόσο<br />

ήταν 1,31 και 1,26, αντίστοιχα, ανά ποσοστιαία<br />

αύξηση της αρχικής τιμής της A1C,<br />

κατόπιν προσαρμογής ως προς τους σημαντικούς<br />

παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή<br />

νόσο εκτός από τη λευκωματουρία<br />

(P


Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />

νως, αμφότεροι οι παράγοντες κινδύνου<br />

είναι σημαντικοί και επιπρόσθετα, η επίδραση<br />

τους στον κίνδυνο φαίνεται ότι<br />

είναι προσθετική, καθώς δεν διαπιστώσαμε<br />

την ύπαρξη κάποιας αλληλεπίδρασης<br />

μεταξύ τους.<br />

Αν και οι περιγραφικές μελέτες γενικά<br />

θεωρούνται ως ενδείξεις χαμηλότερης<br />

ποιότητας σε σχέση με τις τυχαιοποιημένες<br />

και ελεγχόμενες μελέτες, οι μελέτες<br />

του δεύτερου είδους συχνά χρησιμοποιούν<br />

αυστηρά κριτήρια ένταξης και<br />

αποκλεισμού ασθενών, κάτι που μπορεί<br />

να περιορίζει την εφαρμοσιμότητα<br />

τους στον πληθυσμό των κανονικών<br />

ασθενών. Η μελέτη αυτή επιτρέπει την<br />

ανάλυση ασθενών της καθημερινής κλινικής<br />

πράξης, σε νοσοκομεία σε εθνικό<br />

επίπεδο κατά τη διάρκεια των πρόσφατων<br />

ετών, χωρίς να υπάρχουν κριτήρια<br />

αποκλεισμού αναφορικά με τους παράγοντες<br />

κινδύνου ή το ιστορικό καρδιαγγειακής<br />

νόσου. Ένα κύριο πλεονέκτημα<br />

αυτής της μελέτης ήταν ο μεγάλος<br />

αριθμός ασθενών και ασθενών-ετών,<br />

ενώ προς το παρόν δεν έχει καταστεί<br />

εφικτό να πραγματοποιηθούν τυχαιοποιημένες<br />

μελέτες αυστηρής ρύθμισης<br />

της γλυκόζης αίματος του σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 που να συμπεριλαμβάνουν<br />

μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων.<br />

Είναι σημαντικό να γίνει η προσαρμογή<br />

ως προς τους συγχυτικούς παράγοντες,<br />

στα πλαίσια μιας περιγραφικής<br />

μελέτης και τέτοιου είδους προσαρμογές<br />

έγιναν για την ηλικία, το φύλο, τη<br />

διάρκεια και αρκετούς παραδοσιακούς<br />

καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου,<br />

συμπεριλαμβανομένης της λευκωματουρίας,<br />

η οποία αντιπροσωπεύει μικροαγγειοπάθεια,<br />

καθώς και του ιστορικού<br />

καρδιαγγειακής νόσου. Η ανάλυση των<br />

αλληλεπιδράσεων είναι επίσης σημαντική<br />

για την ύπαρξη αξιόπιστων αποτελεσμάτων<br />

και η ετερογένεια στάθηκε<br />

δυνατόν να αποκλειστεί, από τη στιγμή<br />

που δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές<br />

αλληλεπιδράσεις μεταξύ της A1C<br />

και κάποιας από τις συμπεριλαμβανόμενες<br />

μεταβλητές. Η συλλογή των δεδομένων<br />

ως προς τις εκβάσεις βασίστηκε<br />

σε αξιόπιστα και επικυρωμένα εθνικά<br />

αρχεία καταγραφής της νοσηρότητας<br />

και θνησιμότητας.<br />

Υπήρχαν όμως κάποιοι περιορισμοί. Αν<br />

και έγιναν σημαντικές προσαρμογές ως<br />

προς τους συγχυτικούς παράγοντες, είναι<br />

πιθανό ότι υπάρχουν συγχυτικοί παράγοντες<br />

που δεν μετρήθηκαν εξαιτίας<br />

άγνωστων και μη συμπεριλαμβανομένων<br />

συμεταβλητών. Τα δεδομένα από τα<br />

κέντρα που συμμετείχαν μπορεί να ποίκιλαν<br />

ελαφρώς ως προς την ακρίβεια<br />

τους, αν και η αυξημένη χρήση λογισμικού<br />

υπολογιστών με άμεση μεταφορά<br />

των δεδομένων αντιμετωπίζει αυτό το<br />

πρόβλημα. Οι εργαστηριακές αναλύσεις<br />

πραγματοποιούνται στα τοπικά βιοχημικά<br />

εργαστήρια, αλλά υπάρχει ένα εθνικό<br />

πρόγραμμα που επιτρέπει τη στάθμιση<br />

της A1C ως προς ένα πρότυπο και<br />

επομένως, υπήρχαν μόνο πολύ οριακές<br />

μεταβολές στο συγχρονικό μέσο όρο των<br />

τιμών της A1C κατά τη διάρκεια της περιόδου<br />

της μελέτης. Επί του παρόντος, δεν<br />

υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με νευροπάθεια<br />

του αυτονόμου, τη συχνότητα<br />

ή σοβαρότητα της υπογλυκαιμίας ή<br />

λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με<br />

τον τύπο της ινσουλίνης που χρησιμοποιείται<br />

ή της δόσης αυτής, στο NDR.<br />

Συμπερασματικά, αυτή η περιγραφική<br />

μελέτη σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />

από τη σύγχρονη καθημερινή κλινική<br />

πράξη, αποδεικνύει μια ισχυρή ανεξάρτητη<br />

επίδραση της αυξημένης αρχικής<br />

ή αναθεωρημένης τιμής της A1C,<br />

κατά μέσο όρο, επί του κινδύνου για<br />

ΣΝ και καρδιαγγειακή νόσο, χωρίς ενδείξεις<br />

ύπαρξης καμπύλης σχήματος J στα<br />

χαμηλότερα επίπεδα της A1C, ακόμη<br />

και όταν είναι μεγάλη η διάρκεια του<br />

σακχαρώδη διαβήτη. Διαπιστώθηκε μια<br />

μείωση του κινδύνου κατά περίπου 40%<br />

για ΣΝ και καρδιαγγειακή νόσο, κατά<br />

την παρακολούθηση μιας ομάδας με<br />

μέσο όρο A1C 7,2% κατά την έναρξη,<br />

στα 5 έτη, σε σύγκριση με μια ομάδα<br />

με αρχική τιμή της A1C 9,0%, κατά μέσο<br />

όρο. Το γεγονός αυτό τονίζει το ρόλο<br />

της A1C ως ισχυρού ανεξάρτητου παράγοντα<br />

κινδύνου του σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

The patient organization Swedish Diabetes<br />

Association and the Swedish Society of<br />

Diabetology support the NDR. The Swedish<br />

Association of Local Authorities and Regions<br />

funds the NDR.No potential conflicts of<br />

interest relevant to this article were reported.<br />

K.E.O. and J.C. participated in study design,<br />

data gathering, statistical analysis,<br />

interpretation, and writing the report. B.E.<br />

participated in study design, interpretation,<br />

and writing the report. S.G. participated<br />

in study design, data gathering, interpretation,<br />

and critical review. B.Z. and P.M.N. were<br />

involved in study design, interpretation,<br />

and critical review. A.-M.S. was involved<br />

in data gathering and critical review of<br />

the report.<br />

We thank all regional NDR coordinators,<br />

contributing nurses, physicians, and<br />

patients.<br />

From the 1. Institute of Medicine, Sahlgrenska<br />

University Hospital, University of Gothenburg,<br />

Gωteborg, Sweden; the 2. Department of Public<br />

Health and Caring Sciences/Family Medicine<br />

and Clinical Epidemiology, Uppsala University,<br />

Uppsala, Sweden; the 3. Department of Clinical<br />

Sciences, Lund University, University Hospital,<br />

Malmoß , Sweden; the 4. Department of Public<br />

Health and Caring Sciences/Geriatrics, Uppsala<br />

University, Uppsala, Sweden; and the 5. Center<br />

of Registers in Region Vaßstra Goß taland,<br />

Gωteborg, Sweden.<br />

Corresponding author: Katarina Eeg-Olofsson,<br />

katarina.eeg-olofsson@vgregion.se.<br />

Received 1 March 2010 and accepted 17 April<br />

2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 27 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc10-0398.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Krolewski AS, Kosinski EJ, Warram JH, Leland<br />

OS, Busick EJ, Asmal AC, Rand LI, Christlieb<br />

AR, Bradley RF, Kahn CR. Magnitude and<br />

determinants of coronary artery disease in<br />

juvenile-onset, insulindependent diabetes<br />

mellitus. Am J Cardiol 1987;59:750-755<br />

42<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />

2. Laing SP, Swerdlow AJ, Slater SD, Burden AC,<br />

Morris A, Waugh NR, Gatling W, Bingley PJ,<br />

Patterson CC. Mortality from heart disease in<br />

a cohort of 23,000 patients with insulin-treated<br />

diabetes. Diabetologia 2003;46:760-765<br />

3. Soedamah-Muthu SS, Fuller JH, Mulnier HE,<br />

Raleigh VS, Lawrenson RA, Colhoun HM. Allcause<br />

mortality rates in patients with type 1<br />

diabetes mellitus compared with a non-diabetic<br />

population from the UK general practice research<br />

database, 1992-1999. Diabetologia 2006;49:660-<br />

666<br />

4. Soedamah-Muthu SS, Fuller JH, Mulnier HE,<br />

Raleigh VS, Lawrenson RA, Colhoun HM. High<br />

risk of cardiovascular disease in patients with<br />

type 1 diabetes in the U.K.: a cohort study<br />

using the general practice research database.<br />

Diabetes Care 2006;29:798-804<br />

5. The Diabetes Control and Complications Trial<br />

Research Group. The effect of intensive<br />

treatment of diabetes on the development<br />

and progression of long-term complications<br />

in insulin-dependent diabetes mellitus. N<br />

Engl J Med 1993;329:977-986<br />

6. Reichard P, Pihl M, Rosenqvist U, Sule J.<br />

Complications in IDDM are caused by elevated<br />

blood glucose level: the Stock-holm Diabetes<br />

Intervention Study (SDIS) at 10-year follow up.<br />

Diabetologia 1996;39:1483-1488<br />

7. Nathan DM, Cleary PA, Backlund JY, Genuth<br />

SM, Lachin JM, Orchard TJ, Raskin P, Zinman<br />

B. Intensive diabetes treatment and cardiovascular<br />

disease in patients with type 1 diabetes. N Engl<br />

J Med 2005;353:2643-2653<br />

8. Effect of intensive diabetes management on<br />

macrovascular events and risk factors in the<br />

Diabetes Control and Complications Trial. Am<br />

J Cardiol 1995;75:894-903<br />

9. Lehto S, Ronnemaa T, Pyorala K, Laakso M.<br />

Poor glycemic control predicts coronary heart<br />

disease events in patients with type 1 diabetes<br />

without nephropathy. Arterioscler Thromb Vasc<br />

Biol 1999;19:1014-1019<br />

10. Orchard TJ, Olson JC, Erbey JR, Williams K,<br />

Forrest KY, Smithline Kinder L, Ellis D, Becker<br />

DJ. Insulin resistance-related factors, but<br />

not glycemia, predict coronary artery disease<br />

in type 1 diabetes: 10-yearfollow-up data<br />

from the Pittsburgh Epidemiology of Diabetes<br />

ComplicationsStudy. Diabetes Care 2003;26:1374-<br />

1379<br />

11. Soedamah-Muthu SS, Chaturvedi N, Toeller<br />

M, Ferriss B, Reboldi P, Michel G, Manes C,<br />

Fuller JH. Riskfactors for coronary heart disease<br />

in type 1 diabetic patients in Europe: the<br />

EURODIAB Prospective Complications Study.<br />

Diabetes Care 2004;27:530-537<br />

12. Soedamah-Muthu SS, Chaturvedi N, Witte<br />

DR, Stevens LK, Porta M, Fuller JH. Relationship<br />

between risk factors and mortality in type 1<br />

diabetic patients in Europe: the EURODIAB<br />

Prospective Complications Study (PCS).<br />

Diabetes Care 2008;31:1360-1366<br />

13. Klein BE, Klein R, McBride PE, Cruickshanks<br />

KJ, Palta M, Knudtson MD, Moss SE, Reinke<br />

JO. Cardiovascular disease, mortality, and<br />

retinal microvascular characteristics in type<br />

1 diabetes: Wisconsin epidemiologic study<br />

of diabetic retinopathy. Arch Intern Med<br />

2004;164:1917-1924<br />

14. Prince CT, Becker DJ, Costacou T, Miller RG,<br />

Orchard TJ. Changes in glycaemic control and<br />

riskof coronary artery disease in type 1 diabetes<br />

mellitus: findings from the Pittsburgh<br />

Epidemiology of Diabetes Complications<br />

Study (EDC). Diabetologia 2007;50:2280-<br />

2288<br />

15. Cederholm J, Zethelius B, Nilsson PM, Eeg-<br />

Olofsson K, Eliasson B, Gudbjornsdottir S.<br />

Effect of tight control of HbA1c and blood<br />

pressure on cardiovascular diseases in type<br />

2 diabetes: an observational study from the<br />

Swedish National Diabetes Register (NDR).<br />

Diabetes Res Clin Pract 2009;86:74-81<br />

16. Eeg-Olofsson K, Cederholm J, Nilsson PM,<br />

Gudbjornsdottir S, Eliasson B. Glycemic and<br />

risk factor control in type 1 diabetes: results<br />

from 13,612 patients in a national diabetes<br />

register. Diabetes Care 2007;30:496-502<br />

17. Gudbjornsdottir S, Cederholm J, Nilsson PM,<br />

Eliasson B. The National Diabetes Register in<br />

Sweden: an implementation of the St. Vincent<br />

Declaration for Quality Improvement in Diabetes<br />

Care. Diabetes Care 2003;26:1270-1276<br />

18. Hoelzel W, Weykamp C, Jeppsson JO, Miedema<br />

K, Barr JR, Goodall I, Hoshino T, John WG,<br />

Kobold U, Little R, Mosca A, Mauri P, Paroni<br />

R, Susanto F, Takei I, Thienpont L, Umemoto<br />

M, Wiedmeyer HM. IFCC reference system for<br />

measurement of hemoglobin A1c in human<br />

blood and the national standardization<br />

schemes in the United States, Japan, and<br />

Sweden: a method-comparison study. Clin<br />

Chem 2004;50:166-174<br />

19. Friedewald WT, Levy RI, Fredrickson DS.<br />

Estimation of the concentration of lowdensity<br />

lipoprotein cholesterol in plasma, without<br />

use of the preparative ultracentrifuge. Clin<br />

Chem 1972;18:499-502<br />

20. Merlo J, Lindblad U, Pessah-Rasmussen H,<br />

Hedblad B, Rastam J, Isacsson SO, Janzon L,<br />

Rastam L. Comparison of different procedures<br />

to identify probable cases of myocardial<br />

infarction and stroke in twoSwedish prospective<br />

cohort studies using local and national routine<br />

registers. Eur J Epidemiol 2000;16:235-243<br />

21. Tunstall-Pedoe H, Kuulasmaa K, Amouyel P,<br />

Arveiler D, Rajakangas AM, PajakA. Myocardial<br />

infarction and coronary deaths in the World<br />

Health Organization MONICA Project: registration<br />

procedures, event rates, and case-fatality<br />

rates in 38 populations from 21 countries in<br />

four continents. Circulation 1994;90:583-612<br />

22. Ingelsson E, Sullivan LM, Fox CS, Murabito<br />

JM, Benjamin EJ, Polak JF, Meigs JB, Keyes<br />

MJ, O’Donnell CJ, Wang TJ, D’Agostino RB,<br />

Wolf PA, Vasan RS. Burden and prognostic<br />

importance of subclinical cardiovascular<br />

disease in overweight and obese individuals.<br />

Circulation 2007;116:375-384<br />

23. Skyler JS, Bergenstal R, Bonow RO, Buse J,<br />

Deedwania P, Gale EA, Howard BV, Kirkman<br />

MS, Kosiborod M, Reaven P, Sherwin RS.<br />

Intensive glycemic control and the prevention<br />

of cardiovascular events: implications of the<br />

ACCORD, ADVANCE, and VA diabetes trials: a<br />

position statement of the American Diabetes<br />

Association and a scientific statement of the<br />

American College of Cardiology Foundation<br />

and the American Heart Association. Circulation<br />

2009;119:351-357<br />

24. Orchard TJ, Costacou T, Kretowski A, Nesto<br />

RW. Type 1 diabetes and coronary artery<br />

disease. Diabetes Care 2006;29:2528-2538<br />

25. Retnakaran R, Zinman B. Type 1 diabetes,<br />

hyperglycaemia, and the heart. Lancet<br />

2008;371:1790-1799<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 43


Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />

original article<br />

Ροσιγλιταζόνη και σταθερότητα γνωστικών λειτουργιών<br />

σε ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

και ελαφρά γνωστική δυσλειτουργία<br />

Rosiglitazone and Cognitive Stability in Older Individuals<br />

With Type 2 Diabetes and Mild Cognitive Impairment<br />

ANGELA M. ABBATECOLA, MD, PHD 1 , FABRIZIA LATTANZIO, MD, PHD 1 , ANNA M. MOLINARI, MD 2 , MICHELE CIOFFI, MD 2 ,<br />

LUIGI MANSI, MD 3 , PIERFRANCESCO RAMBALDI, MD 3 , LUIGI DICIOCCIO, MD 4 , FEDERICO CACCIAPUOTI, MD 5 ,<br />

RAFFAELE CANONICO, MD 5 , GIUSEPPE PAOLISSO, MD 5<br />

Τα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 εμφανίζουν<br />

σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό έναν υψηλότερο<br />

κίνδυνο να εμφανίσουν γνωστική<br />

έκπτωση, ιδίως με τη μορφή της<br />

ελαφράς γνωστικής δυσλειτουργίας [mild<br />

cognitive impairment: MCI] και της άνοιας<br />

(1-3). Οι μηχανισμοί που εξηγούν τη<br />

συσχέτιση μεταξύ σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και γνωστικής δυσλειτουργίας<br />

παραμένουν υπό διερεύνηση. Έχει αποδειχθεί<br />

ότι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 που δεν διατηρούν ιδανική<br />

ρύθμιση της γλυκόζης αίματος (δηλαδή,<br />

όπου υπάρχουν περιπτώσεις διακυμάνσεων<br />

προς την πλευρά της υπεργλυκαιμίας)<br />

έχουν περισσότερες πιθανότητες<br />

να ξεκινήσουν να εμφανίζουν ελλείμματα<br />

της μνήμης και της ταχύτητας των νοητικών<br />

λειτουργιών τους (4). Ενδιαφέρον<br />

είναι ότι η μείωση στα επίπεδα υπεργλυκαιμίας<br />

έχει συσχετιστεί με βελτίωση της<br />

γνωστικής λειτουργίας, στα ηλικιωμένα<br />

άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

(4). Οι διακυμάνσεις της γλυκόζης πλάσματος<br />

θεωρείται επίσης ότι ευθύνονται<br />

για αύξηση των ελεύθερων δραστικών<br />

ριζών οξυγόνου (5) και αυτή η προαγωγική<br />

της οξείδωσης δράση της μεταγευματικής<br />

υπεργλυκαιμίας μπορεί να συνεισφέρει<br />

ενεργητικά στη διαταραχή της<br />

ρύθμισης του αγγειακού τόνου, οδηγώντας<br />

σε γνωστικά ελλείμματα (6). Οι μεταβολές<br />

στις βιοχημικές οδούς σηματοδότησης<br />

που αφορούν την ινσουλίνη έχουν<br />

επίσης προταθεί ως παράγοντες που πιθανώς<br />

συνεισφέρουν στη γνωστική δυσλειτουργία,<br />

ιδίως στη δυσλειτουργία της<br />

μνήμης (7). Οι υποδοχείς ινσουλίνης ευρίσκονται<br />

εκλεκτικά στον ιππόκαμπο και η<br />

ινσουλίνη διαμεσολαβεί για τη ρύθμιση<br />

των επιπέδων άλλων σημαντικών νευροδιαβιβαστών<br />

που συμμετέχουν στην ενεργοποίηση<br />

κάποιων γνωστικών λειτουργιών<br />

(7-9). Η αντίσταση στην ινσουλίνη<br />

έχει αποδειχτεί ότι είναι ανεξάρτητος<br />

προσδιοριστικός παράγοντας μιας χαμηλότερης<br />

γνωστικής απόδοσης στα ηλικιωμένα<br />

άτομα (10).<br />

Επιπρόσθετα, η διαταραχή της απάντησης<br />

ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της<br />

μέσης ηλικίας συσχετίζεται με αυξημένο<br />

κίνδυνο για νόσο Alzheimer μέχρι και<br />

35 χρόνια αργότερα (11). Τα ευρήματα<br />

αυτά υποδηλώνουν ισχυρά ότι μια παθολογική<br />

δράση της ινσουλίνης μπορεί να<br />

έχει βλαβερή επίδραση και στις νοητικές<br />

λειτουργίες. Μια μείωση της αντίστασης<br />

στην ινσουλίνη ίσως να είναι ωφέλιμη<br />

για τη νόηση στα ηλικιωμένα άτομα<br />

που παρουσιάζουν φυσιολογική ανοχή<br />

γλυκόζης [normal glucose tolerance:<br />

NGT] και MCI ή νόσο του Alzheimer (12).<br />

Ιδιαίτερα, η βραχυχρόνια θεραπεία με<br />

ροσιγλιταζόνη έχει συσχετιστεί με βελτίωση<br />

στη μακροπρόθεσμη μνήμη και σε<br />

δοκιμασίες της επιλεκτικής προσοχής,<br />

σε ηλικιωμένα άτομα με NGT και MCI ή<br />

πρώιμη νόσο του Alzheimer (12). Ωστόσο,<br />

το κατά πόσον η διαμεσολαβούμενη<br />

από τη ροσιγλιταζόνη μείωση της αντίστασης<br />

στην ινσουλίνη θα μπορούσε να<br />

παρέχει οφέλη ως προς τη γνωστική λειτουργία<br />

στα ηλικιωμένα άτομα που έχουν<br />

ταυτόχρονα σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2 και MCI παραμείνει άγνωστο. Λαμβανόμενου<br />

υπόψιν ότι τα άτομα αυτά έχουν<br />

έναν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο για γνωστική<br />

έκπτωση, μια βελτίωση της αντίστασης<br />

στην ινσουλίνη θα μπορούσε να<br />

έχει προστατευτική επίδραση. Προκειμένου<br />

να ελεγχτεί αυτή η υπόθεση πραγματοποιήσαμε<br />

νευροψυχολογικές δοκιμασίες<br />

ανά συγκεκριμένα χρονικά<br />

διαστήματα, σε μια ομάδα ηλικιωμένων<br />

ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

και φτωχή μεταβολική ρύθμιση και MCI,<br />

οι οποίοι είχαν ξεκινήσει πρόσφατα<br />

συμπληρωματική θεραπεία με αντιδιαβητικό<br />

φάρμακο, είτε μετφορμίνη είτε<br />

ροσιγλιταζόνη, όταν η μονοθεραπεία με<br />

μετφορμίνη δεν ήταν επαρκής για τη<br />

ρύθμιση. Συμπεριλάβαμε επίσης άτομα<br />

που είχαν πρόσφατα ξεκινήσει μια εξατομικευμένη<br />

δίαιτα και δεν είχαν προηγουμένως<br />

λάβει ποτέ αντιδιαβητικά φάρμακα<br />

από το στόμα.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Επιλέχθηκαν 97 ηλικιωμένα άτομα (μέσος<br />

όρος ηλικίας±SD 76±6 έτη) από μια ομάδα<br />

περίπου 200 ατόμων με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 με φτωχή ρύθμιση μεταβολισμού<br />

και MCI. Συμπεριλάβαμε άτομα<br />

που είχαν ξεκινήσει πρόσφατα (


Abbatecola και συνεργάτες<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Μελέτες έχουν δείξει ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη διαδραματίζει<br />

κάποιο ρόλο στη έκπτωση γνωστικών λειτουργιών των ατόμων με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2. Στοχεύσαμε να προσδιορίσουμε κατά πόσο μια βελτίωση<br />

στην αντίσταση στην ινσουλίνη θα μπορούσε να εξηγεί τις διακυμάνσεις<br />

των γνωστικών επιδόσεων, σε διάστημα 36 εβδομάδων, σε ηλικιωμένα άτομα<br />

με ελαφρά γνωστική έκπτωση [mild cognitive impairment: MCI] και σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Ένα σύνολο 17 ηλικιωμένων ατόμων<br />

(μέσος όρος ηλικίας ±SD 76±6), που είχαν πρόσφατα (


Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />

120 ηλικιωμένοι ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 και έκπτωση μνήμης<br />

με πρόσφατη έναρξη αντιδιαβητικού<br />

φαρμακευτικού σχήματος *<br />

31 αρνήθηκαν να<br />

υποβληθούν σε<br />

έλεγχο διαλογής<br />

89 υποβλήθηκαν σε έλεγχο<br />

διαλογής για aMCI*<br />

σε 51 τέθηκε<br />

διάγνωση aMCI<br />

42 συμφώνησαν να<br />

ενταχθούν στη μελέτη<br />

80 ηλικιωμένοι ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 και με πρόσφατη<br />

έναρξη αντιδιαβητικού φαρμακευτικού<br />

σχήματος με διάγνωση aMCI (όχι πριν<br />

από περισσότερους από 6 μήνες)*<br />

25 αρνήθηκαν<br />

να συμμετάσχουν<br />

55 υποβλήθηκαν σε έλεγχο<br />

διαλογής για aMCI*<br />

97 συμφώνησαν να<br />

ενταχθούν στη μελέτη<br />

Εικόνα 1 - Διάγραμμα ροής για την ένταξη των ασθενών. *Αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα ξεκίνησαν<br />

εντός των 2 μηνών που προηγήθηκαν. §Σύμφωνα με τα δεδομένα από Petersen (2004 (15).<br />

aMCI = αναμνηστικού τύπου MCI<br />

δεοντολογίας του ιδρύματος μας.<br />

Ο κάθε συμμετέχων υποβλήθηκε σε προσωπική<br />

συνέντευξη, ώστε να αξιολογηθεί<br />

η γενική υγεία και λειτουργικότητά<br />

του, 3 εβδομάδες πριν από την έναρξη<br />

του πρωτοκόλλου. Το πρωτόκολλο της<br />

μελέτης συμπεριλάμβανε επισκέψεις<br />

παρακολούθησης με συγκεκριμένη χρονική<br />

απόσταση (n =4), κάθε 12 εβδομάδες<br />

για 36 εβδομάδες, στις οποίες διενεργούνταν<br />

πλήρης αντικειμενική εξέταση<br />

(συμπεριλαμβανομένων και πληροφοριών<br />

σχετικά με τη συμμόρφωση με τα<br />

αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα ή<br />

με το πρόγραμμα δίαιτας), εργαστηριακές<br />

αξιολογήσεις, νευροψυχολογικές<br />

δοκιμασίες και ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα.<br />

Κατά την έναρξη και κατά την<br />

τελευταία επίσκεψη παρακολούθησης,<br />

πραγματοποιήθηκε ένα υπερηχοκαρδιογράφημα<br />

και μια δοκιμασία κόπωσης με<br />

σπινθηρογράφημα. Η αρτηριακή πίεση<br />

κατά την έναρξη καταγράφτηκε με τη<br />

χρήση ενός πρότυπου σφυγμομανομέτρου<br />

υδραργύρου, σε τρεις στιγμές χωρισμένες<br />

από χρονικά διαστήματα των 2<br />

λεπτών και για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε<br />

ο μέσος όρος των μετρήσεων. Ο<br />

δείκτης μάζας σώματος (BMI) υπολογίστηκε<br />

ως το σωματικό βάρος σε χιλιόγραμμα<br />

διαιρούμενο από το τετράγωνο<br />

του αναστήματος σε μέτρα. Οι συνήθειες<br />

ως προς τη σωματική δραστηριότητα<br />

αξιολογήθηκαν με τη χρήση μιας τροποποιημένης<br />

εκδοχής του ερωτηματολογίου<br />

σωματικής δραστηριότητας που χρησιμοποιήθηκε<br />

στην «Ευρωπαϊκή προοπτική<br />

έρευνα για τον καρκίνο και τη διατροφή»<br />

[European Prospective Investigation<br />

into Cancer and Nutrition: EPIC] (16) και<br />

αντιπροσώπευε τη συμεταβλητή της<br />

σωματικής δραστηριότητας στις στατιστικές<br />

αναλύσεις μας.<br />

Εργαστηριακές αναλύσεις<br />

Η ινσουλίνη πλάσματος νηστείας [fasting<br />

plasma insulin: FPI] προσδιορίστηκε μέσω<br />

ενός ραδιοανοσοαντιδραστηρίου στερεάς<br />

βάσης διπλού αντισώματος που κυκλοφορεί<br />

στο εμπόριο, με συντελεστή διακύμανσης<br />

εντός του ίδιου αντιδραστηρίου<br />

3,1±0,3% και διασταυρούμενη αντιδραστικότητα<br />

σε σχέση με την προϊνσουλίνη<br />

= 0,9% (Sorin Biomedica, Milan Italy). Η<br />

γλυκόζη ορού (γλυκόζη πλάσματος νηστείας<br />

[fasting plasma glucose: FPG]), η A1C,<br />

τα λιπίδια ορού και οι λιποπρωτεΐνες του<br />

ορού μετρήθηκαν ποσοτικά σε φρέσκο<br />

δείγμα που λήφθηκε από τους συμμετέχοντες<br />

κατόπιν νηστείας για τουλάχιστον<br />

12 ώρες. Η σταθερότητα των επιπέδων<br />

της A1C προσδιορίστηκε τριπλά, μέσω<br />

μικροστήλης ανταλλαγής ιόντων, σε σταθερή<br />

θερμοκρασία 18ΓC. Χρησιμοποιήθηκαν<br />

ενζυματικές δοκιμασίες που κυκλοφορούν<br />

στο εμπόριο για τη μέτρηση της<br />

ολικής χοληστερόλης και της HDL-χοληστερόλης,<br />

καθώς και των τριγλυκεριδίων<br />

του ορού (Roche Diagnostics,<br />

Mannheim,Germany). Η LDL-χοληστερόλη<br />

του ορού υπολογίστηκε με τη χρήση<br />

του τύπου του Friedewald.<br />

Νευροψυχολογική αξιολόγηση<br />

Χρησιμοποιήθηκε η «ελάχιστη εξέταση<br />

νοητικής κατάστασης» [Mini Mental<br />

State Examination: MMSE), η λεκτική<br />

δοκιμασία ακουστικής μάθησης του Rey<br />

[Rey Auditory-Verbal Learning Test:<br />

RAVLT], η δοκιμασία δημιουργίας τροχιάς<br />

Α [Trail Making Test A: TMTA] και η<br />

δοκιμασία δημιουργίας τροχιάς Β (TMT-<br />

B). Όλες οι αξιολογήσεις των γνωστικών<br />

λειτουργιών πραγματοποιήθηκαν<br />

από γιατρούς που δεν γνώριζαν τη σχεδίαση<br />

της μελέτης.<br />

Η MMSE αξιολογήθηκε ως προς τη συνολική<br />

γνωστική λειτουργία (17) και καλύπτει<br />

πολλές γνωστικές δεξιότητες, με<br />

βαθμολογία που κυμαίνεται από το 0<br />

έως το 30. Η δοκιμασία δημιουργίας τροχιάς<br />

είναι μια οπτικοχωρική δοκιμασία<br />

που λαμβάνει υπόψιν την παράμετρο του<br />

χρόνου και αποτελείται από 2 μέρη, την<br />

TMT-A και την TMT-B. Η TMT-A είναι μια<br />

δοκιμασία της οπτικής ανίχνευσης, που<br />

απαιτεί από τον εξεταζόμενο να σχεδιάσει<br />

μια γραμμή που συνδέει διαδοχικούς<br />

αριθμούς από το 1 έως το 25. Η TMT-B<br />

προσθέτει τον έλεγχο της γνωστικής ευελιξίας,<br />

σε σχέση με την TMT-Α καθώς<br />

απαιτεί από τον εξεταζόμενο να σχεδιάσει<br />

μια γραμμή που συνδέει αριθμούς<br />

και γράμματα με εναλλακτική σειρά (17).<br />

Η βαθμολογία έχει να κάνει με το χρόνο<br />

σε δευτερόλεπτα που χρειάζονται για<br />

46<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Abbatecola και συνεργάτες<br />

την ολοκλήρωση της δοκιμασίας (17). Αν<br />

και τυπικά οι χρόνοι ολοκλήρωσης και<br />

οι αντίστοιχες βαθμολογίες χρησιμοποιούνται<br />

για να εξεταστούν τα ζητήματα<br />

της λειτουργίας της προσοχής και των<br />

εκτελεστικών λειτουργιών (17), η διαφορά<br />

μεταξύ των δύο βαθμολογιών, δηλαδή<br />

TMT-B μείον TMT-A (DIFFBA), παρέχει<br />

μια μέτρηση της «μη αυτόματης γνωστικής<br />

επάρκειας» [cognitive efficiency]<br />

(18). Η δοκιμασία RAVLT χρησιμοποιήθηκε<br />

για τη μέτρηση του εύρους της άμεσης<br />

μνήμης (11). Το άθροισμα των 5 παρουσιάσεων<br />

της άμεσης ανάκλησης μια λίστας<br />

15 λέξεων χρησιμοποιήθηκε για τη στατιστική<br />

ανάλυση. Η παρουσία κατάθλιψης<br />

αξιολογήθηκε με τη χρήση της γηριατρικής<br />

κλίμακας κατάθλιψης [Geriatric<br />

Depression Scale] (14).<br />

Υπερηχοκαρδιογραφική<br />

αξιολόγηση<br />

Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν<br />

σε δυσδιάστατο υπερηχοκαρδιογράφημα<br />

κατά την έναρξη και κατά την 36η<br />

εβδομάδα παρακολούθησης, χρησιμοποιώντας<br />

υπερηχοκαρδιογράφους με<br />

M-mode, δυσδιάστατους και με ικανότητα<br />

ανίχνευσης των παλμών, συνεχούς<br />

κύματος και έγχρωμης ανίχνευσης ροής<br />

τύπου Doppler.<br />

Δοκιμασία κόπωσης με<br />

σπινθηρογράφημα καρδιάς<br />

Η σπινθηρογραφία πραγματοποιήθηκε<br />

κατά την ηρεμία και κατά τη διάρκεια<br />

σωματικής άσκησης. Η κόπωση είχε να<br />

κάνει με δυναμική άσκηση σε ύπτια θέση<br />

σε ένα εργόμετρο τύπου ποδηλάτου,<br />

ξεκινώντας με 25W στις 60 rpm και αυξάνοντας<br />

κατά βήματα των 25-W σε διάστημα<br />

2 λεπτών, μέχρι να επιτευχθεί<br />

φορτίο 75-W. Το έργο αυτό διατηρήθηκε<br />

σταθερό για 4 λεπτά, στα πλαίσια της<br />

δοκιμασίας σπινθηρογραφικής κόπωσης.<br />

Κατά τη διάρκεια της άσκησης, λαμβάνονταν<br />

καταγραφές πρότυπου ηλεκτροκαρδιογραφήματος<br />

ανά 2 λεπτά. Για<br />

την αγγειογραφία με ραδιοϊσότοπα, τα<br />

ερυθροκύτταρα σημανθήκαν “in vivo”<br />

με 25 mCi του 99mTc-pertechnetate. Οι<br />

μελέτες πραγματοποιήθηκαν με ένα<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />

μικρό οπτικό πεδίο γ - κάμερας (Basi-<br />

CAM, Siemens, Erlangen, Germany) εφοδιασμένο<br />

με ευθυγραμμιστή χαμηλής<br />

ενέργειας, γενικών χρήσεων και παράλληλης<br />

οπής. Η διάκριση της ενέργειας<br />

έγινε από ένα παράθυρο 20% επικεντρωμένο<br />

στη φωτο-αιχμή των 140 -keV του<br />

99mTc. Οι αγγειοσπινθηρογραφικές παράμετροι<br />

αξιολογήθηκαν κατά την ηρεμία<br />

και κατά τα 75 W.<br />

Στατιστικές αναλύσεις<br />

Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />

με τη χρήση του λογισμικού SPSS<br />

(έκδοση 15.0, SPSS, Chicago, IL). Όλα<br />

τα δεδομένα παρουσιάζονται ως μέσοι<br />

Κλινικά χαρακτηριστικά κατά την έναρξη ανάλογα<br />

με την ομάδα αντιδιαβητικής θεραπείας<br />

Σύνολο Ομάδα D Ομάδα MF Ομάδα<br />

MF/Rosi<br />

N 97 35 30 32<br />

Ηλικία (έτη) 76 ± 6 77 ± 6 75 ± 6 76 ± 6<br />

Φύλο (άντρες/γυναίκες) 53/44 18/17 17/13 18/14<br />

Σακχαρώδη διαβήτη (έτη) 5,7 ± 3,3 5,2 ± 3,3 5,6 ± 2,9 6,1 ± 3,7<br />

BMI (kg/m 2 ) 27,7 ± 3,5 28,3 ± 3,9 27,3 ± 3,4 27,4 ± 3,0<br />

Λόγος περιμέτρου<br />

μέσης-ισχίων 0,89 ± 0,8 0,90 ± 0,8 0,89 ± 0,8 0,91 ± 0,8<br />

FPG (mmol/l) 8,44 ± 1,11 8,44 ± 1,22 8,28 ± 0,94 8,5 ± 0,89<br />

FPI (pmol/l) 148 ± 74 150 ± 75 149 ± 73 147 ± 13<br />

A1C (%) 7,5 ± 0,5 7,5 ± 0,4 7,4 ± 0,6 7,5 ± 0,4<br />

Χοληστερόλη (mmol/l) 5,68 ± 0,83 5,71 ± 0,75 5,68 ± 0,85 5,63 ± 0,93<br />

LDL (mmol/l) 3,46 ± 0,85 3,49 ± 0,80 3,51 ± 0,85 3,39 ± 0,93<br />

HDL (mmol/l) 1,01 ± 0,28 1,03 ± 0,31 1,01 ± 0,28 0,98 ± 0,26<br />

Τριγλυκερίδια (mmol/l) 2,55 ± 0,58 2,56 ± 0,7 2,48 ± 0,56 2,60 ± 0,45<br />

Συστολική αρτηριακή<br />

πίεση (mm Hg) 150 ± 21 150 ± 19 147 ± 18 153 ± 24<br />

Διαστολική αρτηριακή<br />

πίεση (mm Hg) 85 ± 7 85 ± 7 85 ± 7 84 ± 7<br />

Κλάσμα εξώθησης (%) 52,7 ± 2,9 53,9 ± 2,5 52,4 ± 2,2 51,7 ± 3,2<br />

Σωματική δραστηριότητα* 2,8 ± 1,0 2,8 ± 1,0 2,7 ± 1,1 2,8 ± 1,0<br />

MMSE 24,0 ± 2,5 22,9 ± 2,1 24,1 ± 2,3 24,0 ± 3,0<br />

TMT-A (s) 67,6 ± 42,6 72,2 ± 46,5 61,5 ± 30,6 67,8 ± 48,1<br />

TMT-B (s) 161,1 ± 63,7 158,7 ± 60,0 172,7 ± 61,8 162,5 ± 76,8<br />

DIFFBA (s) 101,2 ± 58,1 111,6 ± 60,1 95,0 ± 44,9 98,2 ± 68,1<br />

RAVLT 24,5 ± 2,3 24,8 ± 2,5 24,7 ± 2,2 24,0 ± 2,1<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι +/- SD. *Σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο της EPIC<br />

(βλ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ)<br />

όροι ±SD. Προκειμένου να προσεγγιστούν<br />

οι κανονικές κατανομές, χρησιμοποιήθηκαν<br />

για τα τριγλυκερίδια και την<br />

ινσουλίνη πλάσματος οι λογαριθμικές<br />

μετατροπές των τιμών, προς χρήση στη<br />

στατιστική ανάλυση, ενώ έγινε εκ νέου<br />

αντίστροφη μετατροπή για την παρουσίαση<br />

των δεδομένων. Για την αξιολόγηση<br />

των διαφορών στις κλινικές και<br />

μεταβολικές παραμέτρους ανάλογα με<br />

την ομάδα αντιδιαβητικής αντιμετώπισης<br />

χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία ANOVA.<br />

Η FPG, η FPI και η A1C αξιολογήθηκαν<br />

στην πάροδο του χρόνου χρησιμοποιώντας<br />

τη μέθοδο ANOVA εντός κάθε ομάδας<br />

και μεταξύ των ομάδων. Η χρήση<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 47


Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />

μερικών συσχετίσεων διερεύνησε τη σχέση<br />

μεταξύ 2 μεταβλητών ανεξάρτητα<br />

από τις συμμεταβλητές. Δημιουργήθηκε<br />

μια ANOVA επαναληπτικών μετρήσεων,<br />

ώστε να προσδιοριστεί η μεταβολή<br />

της γνωστικής απόδοσης εντός κάθε ομάδας<br />

στην πάροδο του χρόνου, μετά από<br />

προσαρμογή ως προς συγχυτικούς παράγοντες<br />

όπως η ηλικία, το φύλο, τα έτη<br />

εκπαίδευσης, ο ΒΜΙ, η διάρκεια του σακχαρώδη<br />

διαβήτη, η συστολική αρτηριακή<br />

πίεση, η σωματική δραστηριότητα, η<br />

κατάθλιψη, η A1C, η FPG και τα τριγλυκερίδια.<br />

Μερικές συσχετίσεις αναλύθηκαν<br />

κατά την έναρξη στο σύνολο των<br />

συμμετεχόντων της μελέτης, ανά βαθμολογία<br />

γνωσιακής δοκιμασίας (MMSE,<br />

TMT-A, TMT-B, DIFFBA και RAVLT) και τα<br />

επίπεδα FPI, ταυτόχρονα με προσαρμογή<br />

ως προς την ηλικία, τα έτη επίσημης<br />

εκπαίδευσης, τη διάρκεια του σακχαρώδη<br />

διαβήτη και την ομάδα θεραπείας.<br />

Προκειμένου να ελεγχθεί η συσχέτιση<br />

μεταξύ της διακύμανσης της FPI και των<br />

νευροψυχολογικών δοκιμασιών, δημιουργήθηκαν<br />

χωριστά μοντέλα γραμμικής<br />

παλινδρόμησης μεικτών δράσεων,<br />

με τις δοκιμασίες των γνωστικών επιδόσεων<br />

(MMSE, TMT-A, TMT-B, DIFFBA και<br />

RAVLT) ως εξαρτώμενες μεταβλητές μετά<br />

από προσαρμογή ως προς τις παραπάνω<br />

συμμεταβλητές, συμπεριλαμβανομένης<br />

της ομάδας, με τη μορφή σταθερών δράσεων<br />

στο συνολικό πληθυσμό. Συμπεριλήφθηκε<br />

επίσης ένας όρος αλληλεπίδρασης,<br />

της μορφής FPI x Χρόνος, ώστε να<br />

υπολογιστεί η μεταβολή της FPI και η<br />

μεταβολή της γνωστικής βαθμολογίας<br />

στη πάροδο του χρόνου. Οι ίδιες στατιστικές<br />

αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />

επίσης και στην ομάδα M/Rosi.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Έναρξη μελέτης<br />

Δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές<br />

μεταξύ των κλινικών, των βιοχημικών<br />

και των νευροψυχολογικών δοκιμασιών<br />

ανάλογα με την ομάδα αντιδιαβητικής<br />

θεραπείας. Οι συμμετέχοντες ήταν υπέρβαροι<br />

(BMI 27,7 ± 3,5 kg/m2) με φτωχό<br />

έλεγχο των ακόλουθων μεταβολικών<br />

παραμέτρων: FPG 8,6 ±1,3 mmol/l, FPI<br />

145,6 ±0 17,8 pmol/l και A1C, 7,5 ± 0,5%.<br />

Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν καλή λειτουργική<br />

κατάσταση (δραστηριότητες<br />

καθημερινής ζωής 5,9±0,1 και λειτουργικές<br />

δραστηριότητες καθημερινής ζωής<br />

6,9±0,8) και δεν έπασχαν από κατάθλιψη<br />

(βαθμολογία γηριατρικής κλίμακας<br />

κατάθλιψης 3,5± ή 2,2). Τα κλινικά χαρακτηριστικά<br />

κατά την έναρξη ανάλογα με<br />

την ομάδα αντιδιαβητικής θεραπείας<br />

παρατίθενται στον Πίνακα 1.<br />

Κατά την έναρξη, πραγματοποιήθηκαν<br />

μερικές συσχετίσεις μεταξύ των παραμέτρων<br />

μεταβολικής ρύθμισης (FPI, FPG<br />

και A1C) και των βαθμολογιών των νευροψυχολογικών<br />

διαδικασιών (MMSE, TMT-<br />

A, TMT-B, DIFFBA και RAVLT) σε όλους<br />

τους συμμετέχοντες, μετά από προσαρμογή<br />

ως προς την ηλικία, τα έτη εκπαίδευσης,<br />

τη διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη<br />

(έτη) και την ομάδα αντιδιαβητικής<br />

θεραπείας. Διαπιστώσαμε ότι τα υψηλότερα<br />

επίπεδα FPI συσχετίζονταν ανεξάρτητα<br />

με χειρότερες βαθμολογίες στη δοκιμασία<br />

RAVLT (r = -0,227,P =0,029) και τα<br />

υψηλότερα επίπεδα A1C συσχετίζονταν<br />

με μεγαλύτερο χρόνο κατά την εκτέλεση<br />

του TMT-B και μεγαλύτερη DIFFBA (r<br />

= 0,212, P = 0,42, r =0,213, P= 0,43). Δεν<br />

διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές<br />

συσχετίσεις μεταξύ FPG και κάποιας νευροψυχολογικής<br />

δοκιμασίας.<br />

Παρακολούθηση<br />

Όλοι οι συμμετέχοντες (n = 97) ολοκλήρωσαν<br />

το πρωτόκολλο της μελέτης χωρίς<br />

κάποιο ανεπιθύμητο σύμβαμα. Σε κανένα<br />

συμμετέχοντα δεν εμφανίστηκε καρδιαγγειακό<br />

σύμβαμα. Οι συμμετέχοντες<br />

συμμορφώθηκαν με το αντιδιαβητικό<br />

πρόγραμμα τους κατά τη διάρκεια της<br />

περιόδου παρατήρησης. Παρατηρήθηκε<br />

μια προοδευτική βελτίωση της A1C<br />

και της FPG, στα άτομα που χρησιμοποιούσαν<br />

αντιδιαβητικά φάρμακα από το<br />

στόμα, ενώ αυτά που χρησιμοποιούσαν<br />

εξατομικευμένη δίαιτα παρουσίασαν<br />

στατιστικά σημαντική επιδείνωση των<br />

ίδιων παραμέτρων (Ptrend


Abbatecola Lin και συνεργάτες<br />

κή ανάλυση με μοντέλο παλινδρόμησης<br />

στο συνολικό πληθυσμό της μελέτης,<br />

κατόπιν προσαρμογής ως προς πολλαπλούς<br />

συγχυτικούς παράγοντες. Διαπιστώσαμε<br />

ότι ο όρος αλληλεπίδρασης FPI<br />

x Χρόνος λειτουργούσε προγνωστικά με<br />

ανεξάρτητο τρόπο για τις διακυμάνσεις<br />

των βαθμολογιών νευροψυχολογικών<br />

δοκιμασιών αναφορικά μόνο με τις TMT-<br />

B και RAVLT (Πίνακας 2). Όπως αναφέρθηκε<br />

προηγουμένως, η ομάδα MF/Rosi<br />

παρουσίασε επίσης μια στατιστικά σημαντική<br />

μείωση στα επίπεδα της FPI και<br />

επομένως, η ίδια ανάλυση πραγματοποιήθηκε<br />

και στην ομάδα MF/Rosi, στην<br />

οποία ο όρος FPI x Χρόνος μπορούσε να<br />

προβλέψει με ανεξάρτητο τρόπο τις διακυμάνσεις<br />

μόνο της δοκιμασίας RAVLT<br />

(Πίνακας 2).<br />

ΣΥΜΠΕΡAΣΜΑΤΑ<br />

Στα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 και MCI, παρατηρήσαμε<br />

μια βελτίωση στις παραμέτρους μεταβολικής<br />

ρύθμισης (A1C, FPG και FPI) σε<br />

όσους χρησιμοποιούσαν τα αντιδιαβητικά<br />

φάρμακα από το στόμα μετφορμίνη<br />

ή μετφορμίνη + ροσιγλιταζόνη, σε<br />

σύγκριση με τα άτομα που χρησιμοποίησαν<br />

μια καλά ρυθμισμένη εξατομικευμένη<br />

δίαιτα σε διάστημα 36 εβδομάδων.<br />

Διαπιστώσαμε επίσης ότι μια καλά ρυθμισμένη<br />

δίαιτα συσχετιζόταν με στατιστικά<br />

σημαντική μείωση της γνωστικής<br />

απόδοσης επί των εκτελεστικών λειτουργιών<br />

και των δοκιμασιών μνήμης, ενώ η<br />

μονοθεραπεία με μετφορμίνη συσχετιζόταν<br />

με μείωση στην απόδοση της μνήμης.<br />

Οι δοκιμασίες MMSE και TMT-A δεν<br />

ήταν ευαίσθητες σε μικρές μεταβολές<br />

στη πάροδο του χρόνου και αυτό μπορεί<br />

να εξηγηθεί από το γεγονός ότι αυτού<br />

του είδους οι νευροψυχολογικές δοκιμασίες<br />

δεν παρουσιάζουν στατιστικά<br />

σημαντικές διακυμάνσεις σε μικρές<br />

περιόδους παρατήρησης, σε σύγκριση<br />

με τις δοκιμασίες που μετρούν τη γνωστική<br />

ευελιξία, τη μη αυτόματη γνωστική<br />

επάρκεια και τη μνήμη (18). Διαπιστώσαμε<br />

ότι η χρήση της μετφορμίνης<br />

+ροσιγλιταζόνης συσχετιζόταν με σταθερή<br />

γνωστική απόδοση στο σύνολο των<br />

Γλυκόζη πλάσματος<br />

νηστείας (mmol/l)<br />

Ινσουλίνη πλάσματος<br />

νηστείας pmol/l<br />

A1C%<br />

Εικόνα 2 - Μεταβολές στην A1C, την καρδιαγγειακή PPG και την FPG στην πάροδο του χρόνου ανάλογα<br />

με την αντιδιαβητική θεραπεία. Μαύρο τρίγωνο = ομάδα D, άσπρος κύκλος = ομάδα MF/Rosi,<br />

μαύρο τετράγωνο = ομάδα MF * Ptrend


Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 .<br />

υποδηλώνουν ότι η πρόσθετη χρήση<br />

φαρμάκων που ευαισθητοποιούν στην<br />

ινσουλίνη, όπως είναι η ροσιγλιταζόνη,<br />

στα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 που έχουν σημαντικά<br />

υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση γνωστικής<br />

δυσλειτουργίας, μπορεί να είναι<br />

ωφέλιμη. Η βελτίωση της ρύθμισης της<br />

γλυκόζης αίματος έχει αποδειχθεί ότι<br />

συσχετίζεται με καλύτερη κατάσταση<br />

γνωστικών αποδόσεων μόνο στα ηλικιωμένα<br />

άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και καλή γνωστική κατάσταση<br />

(4,19). Επιπρόσθετα, οι μειώσεις στα<br />

επίπεδα γλυκόζης νηστείας εντός των<br />

ορίων της υπεργλυκαιμίας συνοδεύονταν<br />

από αντίστοιχες βελτιώσεις στις<br />

γνωστικές λειτουργίες, ενώ δεν συνέβαινε<br />

κάτι τέτοιο για τις στατιστικά σημαντικές<br />

βελτιώσεις στα επίπεδα της FPI,<br />

κατά τη διάρκεια μιας μελέτης 24 εβδομάδων<br />

(4). Πράγματι. τα παρόντα ευρήματα<br />

ξεκαθαρίζουν περαιτέρω τη βιβλιογραφία,<br />

αποδεικνύοντας ότι οι βελτιώσεις<br />

στην FPI δεν συσχετίζονται με μεταβολές<br />

στη γνωστική απόδοση, ενώ η βελτίωση<br />

στα επίπεδα της FPI μπορούσε να<br />

προβλέψει τις μεταβολές της γνωστικής<br />

Προγνωστικοί παράγοντες της διαχρονικής<br />

διακύμανσης της γνωστικής απόδοσης σε διάστημα<br />

36 εβδομάδων παρακολούθησης<br />

TMT-B<br />

RAVLT<br />

β Τιμή του P β Τιμή του P<br />

Σύνολο συμμετεχόντων (n = 97)<br />

Χρόνος -61,4730 0,134 5,9875


Abbatecola και συνεργάτες<br />

ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

και MCI. Ο πιο σημαντικός περιορισμός<br />

της παρούσας μελέτης είναι η<br />

σχεδίαση περιγραφικού τύπου, η οποία<br />

επιτρέπει μόνο τη διατύπωση υποθέσεων.<br />

Πράγματι, ήμασταν ικανοί να προσδιορίσουμε<br />

μια ειδική ομάδα ηλικιωμένων<br />

ατόμων που εμφανίζει στατιστικά<br />

σημαντικά υψηλό κίνδυνο για άνοια,<br />

περιορίζοντας τον έλεγχο στα άτομα με<br />

MCI και πρόσφατη ενίσχυση της αντιδιαβητικής<br />

αγωγής. Η βιβλιογραφία δε<br />

διαθέτει δεδομένα ως προς τις διακυμάνσεις<br />

της γνωστικής απόδοσης στην<br />

πάροδο του χρόνου, σε ηλικιωμένα άτομα<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />

MCI και σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε<br />

επί του παρόντος, μόνο μια πρόσφατη<br />

Γιαπωνέζικη μελέτη έδειξε ότι ένα φάρμακο<br />

της ίδια κατηγορίας, η πιογλυταζόνη,<br />

βελτίωσε τη νοητική λειτουργία,<br />

μελέτη που χρησιμοποίησε την «κλίμακα<br />

αξιολόγησης της νόσου Alzheimer»<br />

και τη «δοκιμασία λογικής μάθησης του<br />

Wechsler», σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και νόσο του Alzheimer ή<br />

MCI (22). Ωστόσο, αυτή ήταν μια ανοιχτού<br />

τύπου μελέτη και δεν μπορούν να<br />

αποκλειστούν οι κίνδυνοι εισαγωγής<br />

συστηματικών σφαλμάτων. Η πιογλυταζόνη<br />

έχει επίσης αποδεχθεί ότι μειώνει<br />

τον κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο, γεγονός που υποδηλώνει έναν<br />

προστατευτικό ρόλο στο στρώμα των<br />

εγκεφαλικών αγγείων (23). Τα παρόντα<br />

ευρήματα υποστηρίζουν την περίπτωση<br />

να λογαριαστεί η χρήση γλυταζονών στα<br />

ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και MCI, στα πλαίσια μελλοντικών<br />

διπλά τυφλών κλινικών δοκιμών.<br />

Επιπρόσθετα, μπορεί κανείς να<br />

υποθέσει ότι μια βελτίωση στην ευαισθησία<br />

στην ινσουλίνη φαίνεται ότι έχει<br />

πιο σημαντικό ρόλο στη γνωστική απόδοση<br />

στα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 και MCI, σε σχέση<br />

με ό,τι η βελτίωση στην NGT και την<br />

MCI. Ένας άλλος σημαντικός περιορισμός<br />

ήταν το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήσαμε<br />

σύγκριση των ατόμων με<br />

σακχαρώδη διαβήτη και MCI με αυτά με<br />

NGT και MCI. Ωστόσο, πρόσφατες τυχαιοποιημένες<br />

μελέτες που έχουν αξιολογήσει<br />

τη χρήση της ροσιγλιταζόνης σε<br />

άτομα με NGT και νόσο του Alzheimer ή<br />

MCI τερματίστηκαν, εξαιτίας της έλλειψης<br />

δραστικότητας (24-25), γεγονός που<br />

υποστηρίζει ότι η ευαισθησία από μόνη<br />

της δεν είναι ουσιώδης για τη γνωστική<br />

απόδοση στα άτομα με NGT.<br />

Συνοψίζοντας, η παρούσα μελέτη παρέχει<br />

ενθαρρυντικά στοιχεία υπέρ του ότι<br />

τα φάρμακα που ευαισθητοποιούν στην<br />

ινσουλίνη, όπως είναι η ροσιγλιταζόνη,<br />

όχι μόνο μπορεί να είναι σημαντικά για<br />

τον επίτευξη μεταβολικής ρύθμισης στο<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αλλά επίσης<br />

προστατεύουν και έναντι της γνωστικής<br />

δυσλειτουργίας. Οι μεγάλες κλινικές<br />

μελέτες που θα ελέγξουν τη χρήση<br />

των θειαζολιδινεδιονών, θα προσδιορίσουν<br />

κατά πόσον οι μηχανισμοί που σχετίζονται<br />

με τη βελτίωση της αντίστασης<br />

στην ινσουλίνη διαδραματίζουν προστατευτικό<br />

ρόλο έναντι της εξέλιξης της<br />

άνοιας, σε ηλικιωμένα άτομα μα σακχαρώδη<br />

διαβήτη και MCI.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

This work was supported by grants from<br />

GlaxoSmithKline to the Department of<br />

Geriatric Medicine and Metabolic Diseases<br />

at the Second University of Naples, Naples,<br />

Italy.<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

From the 1. Italian National Research Center<br />

on Aging, Ancona, Italy; the 2. Department of<br />

General Pathology, Second University of<br />

Naples, Naples, Italy; the 3. Nuclear Medicine<br />

Division, Second University of Naples, Naples,<br />

Italy; the 4. Department of Geriatric Medicine,<br />

Santa Scolasticaî Hospital, Cassino, Italy;<br />

and the 5. Department of Geriatric Medicine<br />

and Metabolic Diseases, Second University of<br />

Naples, Naples, Italy.<br />

Corresponding author: Giuseppe Paolisso,<br />

giuseppe.paolisso@unina2.it. Received 1<br />

November 2009 and accepted 21 April 2010.<br />

Published ahead of print at http://care.<br />

diabetesjournals.org on 30 April 2010. DOI:<br />

10.2337/dc09-2030.<br />

The Second University of Naples retained<br />

access to all study data, and the sponsor did<br />

not participate in the study.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Messier C, Gagnon M. Cognitive decline<br />

associated with dementia and type 2 diabetes:<br />

the interplay of risk factors. Diabetologia<br />

2009;52:2471-2474<br />

2. Roberts RO, Geda YE, Knopman DS, Christianson<br />

TJ, Pankratz VS, Boeve BF, Vella A, Rocca<br />

WA, Petersen RC. Association of duration<br />

and severity of diabetes mellitus with mild<br />

cognitive impairment. Arch Neurol 2008;65:1066-<br />

1073<br />

3. Biessels GJ, Kappelle LJ, Utrecht Diabetic<br />

Encephalopathy Study Group. Increased risk<br />

of Alzheimer’s disease in type II diabetes:<br />

insulin resistance of the brain or insulininduced<br />

amyloid pathology? Biochem Soc<br />

Trans 2005;33:1041-1044<br />

4. Ryan CM, Freed MI, Rood JA, Cobitz AR,<br />

Waterhouse BR, Strachan MW. Improving<br />

metabolic control leads to better working<br />

memory in adults with type 2 diabetes.<br />

Diabetes Care 2006;29:345-351<br />

5. Du XL, Edelstein D, Dimmeler S, Ju Q, Sui C,<br />

Brownlee M. Hyperglycemia inhibits endothelial<br />

nitric oxide synthase activity by posttranslational<br />

modification at the Akt site. J Clin Invest<br />

2001;108:1341-1348<br />

6. Abbatecola AM, Rizzo MR, Barbieri M, Grella<br />

R, Arciello A, Laieta MT, Acampora R, Passariello<br />

N, Cacciapuoti F, Paolisso G. Post prandial<br />

plasma glucose excursions and cognitive<br />

functioning in aged type 2 diabetics. Neurology<br />

2006;67:235-240<br />

7. Watson GS, Craft S. Modulation of memory by<br />

insulin and glucose: neuropsychological<br />

observations in Alzheimer’s disease. Eur J<br />

Pharmacol 2004;490:97-113<br />

8. Folli F, Ghidella S, Bonfanti L, Kahn CR,<br />

Merighi A. The early intracellular signaling<br />

pathway for the insulin/insulin-like growth<br />

factor receptor family in the mammalian<br />

central nervous system. Mol Neurobiol<br />

1996;13:155-183<br />

9. Folli F, Bonfanti L, Renard E, Kahn CR, Merighi<br />

A. Insulin receptor substrate-1 (IRS-1) distribution<br />

in the rat central nervous system. J Neurosci<br />

1994;14:6412-6422<br />

10. Abbatecola AM, Paolisso G, Lamponi M,<br />

Bandinelli S, Lauretani F, Launer L, Ferrucci<br />

L. Insulin resistance and executive dysfunction<br />

in older persons. J Am Geriatr Soc 2004;52:1713-<br />

1718<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 51


Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />

11. Rönnemaa E, Zethelius B, Sundelöf J, Sundström<br />

J, Degerman-Gunnarsson M, Berne C, Lannfelt<br />

L, Kilander L. Impaired insulin secretion<br />

increases the risk of Alzheimer disease.<br />

Neurology 2008;71:1065-1071<br />

12. Watson GS, Cholerton BA, Reger MA, Baker<br />

LD, Plymate SR, Asthana S, Fishel MA, Kulstad<br />

JJ, Green PS, Cook DG, Kahn SE, Keeling ML,<br />

Craft S. Preserved cognition in patients with<br />

early Alzheimer disease and amnestic mild<br />

cognitive impairment during treatment with<br />

rosiglitazone: a preliminary study. Am J Geriatr<br />

Psychiatry 2005;13:950-958<br />

13. Mancia G, Grassi G. The new European Society<br />

of Hypertension/European Society of Cardiology<br />

(ESH/ESC) Guidelines. Ther Adv Cardiovasc<br />

Dis. 2008;2:5-12<br />

14. Brown PJ, Woods CM, Storandt M. Model<br />

stability of the 15-item Geriatric Depression<br />

Scale across cognitive impairment and severe<br />

depression. Psychol Aging 2007;22:372-379<br />

15. Petersen RC. Mild cognitive impairment as a<br />

diagnostic entity. J Intern Med 2004;256:183-<br />

194<br />

16. Wareham NJ, Jakes RW, Rennie KL, Schuit J,<br />

Mitchell J, Hennings S, Day NE. Validity and<br />

repeatability of a simple index derived from<br />

the short physical activity questionnaire used<br />

in the European Prospective Investigation<br />

into Cancer and Nutrition (EPIC) Study. Public<br />

Health Nutr 2003;6:407-413<br />

17. LezakM, Howieson D, Loring D. Neuropsychological<br />

Assessment. 4th ed. Oxford, U.K., Oxford<br />

University Press, 2004; pp 381-384, 438-445,<br />

741-744<br />

18. Ratcliff G, Dodge H, Birzescu M, Ganguli M.<br />

Tracking cognitive functioning over time: tenyear<br />

longitudinal data from a communitybased<br />

study. Appl Neuropsychol 2003;10:76-<br />

88<br />

19. Cukierman-Yaffe T, Gerstein HC, Williamson<br />

JD, Lazar RM, Lovato L, Miller ME, Coker<br />

LH, Murray A, Sullivan MD, Marcovina SM,<br />

Launer LJ. Relationship between baseline<br />

glycemic control and cognitive function in<br />

individuals with type 2 diabetes and other<br />

cardiovascular risk factors: the Action to<br />

Control Cardiovascular Risk in Diabetes-<br />

Memory in Diabetes (ACCORD-MIND) trial.<br />

Diabetes Care 2009;32:221-226<br />

20. Messier C, Gagnon M. Glucose regulation<br />

and cognitive functions: relation to Alzheimer’s<br />

disease and diabetes. Behav Brain Res<br />

1996;75:1-11<br />

21. Farris W, Mansourian S, Chang Y, Lindsley<br />

L, Eckman EA, Frosch MP, Eckman CB, Tanzi<br />

RE, Selkoe DJ, Guenette S. Insulin- degrading<br />

enzyme regulates the levels of insulin,<br />

amyloid -protein, and the -amyloid precursor<br />

protein intracellular domain in vivo. Proc<br />

Natl Acad Sci USA 2003;100:4162-4167<br />

22. Hanyu H, Sato T, Kiuchi A, Sakurai H, Iwamoto<br />

T. Pioglitazone improved cognition in a pilot<br />

study on patients with Alzheimer’s disease<br />

and mild cognitive impairment with diabetes<br />

mellitus. J Am Geriatr Soc. 2009;57:177-179<br />

23. Wilcox R, Bousser MG, Betteridge DJ,<br />

Schernthaner G, Pirags V, Kupfer S, Dormandy<br />

J, PROactive Investigators. Effects of pioglitazone<br />

in patients with type 2 diabetes with or<br />

without previous stroke: results from PROactive<br />

(PROspective pioglitAzone Clinical Trial In<br />

macroVascular Events 04). Stroke. 2007;38:865-<br />

873<br />

24. Open-label extension study of rosiglitazone<br />

XR as adjunctive therapy in subjects with mildto-moderate<br />

Alzheimers [article online], 2010.<br />

Available from http://www.clinicaltrials.gov/<br />

ct2/show/NCT00490568? term rosiglitazone<br />

and alzheimer%27s disease&rank7. Accessed<br />

01 October 2009<br />

25. Study of rosiglitazone XR in subjects with<br />

mild-to-moderate Alzheimers [article online],<br />

2010. Available from http://www.clinicaltrials.<br />

gov/ct2/show/NCT00550420? term rosiglitazone<br />

and alzheimer%27s disease&rank9. Accessed<br />

01 October 2009<br />

52<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />

original article<br />

Επιβίωση σε Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />

που Υποβάλλονται σε Θεραπεία Νεφρικής<br />

Υποκατάστασης, μεταξύ 1980-2007<br />

Survival of Patients With Type 1 Diabetes Receiving Renal Replacement Therapy in 1980-2007<br />

MIKKO HAAPIO, MD 1 , JAAKKO HELVE, MD 2 , PER-HENRIK GROOP, MD, PHD 1 , CAROLA GR ONHAGEN-RISKA, MD, PHD 2 ,<br />

PATRIK FINNE, MD, PHD 3,4<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Οι κίνδυνοι από τη νεφρική νόσο τελικού σταδίου και ο πρόωρος θάνατος<br />

στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 έχουν μειωθεί στη διάρκεια<br />

των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο, τα δεδομένα σχετικά με την επιβίωση των<br />

ασθενών που υποβάλλονται σε «εξωνεφρική κάθαρση» [«θεραπεία νεφρικής<br />

υποκατάστασης» renal replacement therapy: RRT] είναι περιορισμένη. Διερευνήσαμε<br />

κατά πόσον έχει βελτιωθεί η επιβίωση σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 που υποβάλλονται σε RRT, στην πορεία του χρόνου, καθώς και<br />

κατά πόσον η βελτίωση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην πρόοδο της εξωνεφρικής<br />

κάθαρσης ή στην πρόοδο της περίθαλψης του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Παρακολουθήθηκε μια σειρά ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (n=1.604) που ξεκίνησαν χρόνιου τύπου<br />

RRT στη Φινλανδία μεταξύ 1980 και 2005, μέχρι το θάνατο τους ή μέχρι τις 31<br />

Δεκεμβρίου 2007, όποτε και ολοκληρώθηκε η παρακολούθηση. Η ομάδα ελέγχου<br />

(n= 1.556) περιλάμβανε ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα οι οποίοι ξεκίνησαν<br />

να υποβάλλονται σε RRT. Όλοι οι ασθενείς προσδιορίστηκαν μέσω του<br />

Φινλανδικού αρχείου νεφρικών νοσημάτων [Finnish Registry for Kidney Diseases].<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Η διάμεση τιμή του χρόνου επιβίωσης των ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 αυξανόταν προοδευτικά, από τα 3,60 έτη κατά τη<br />

διάρκεια 1980-1384 σε >8 έτη κατά τη διάρκεια του 2000-2005. Το 2000-<br />

2005, ο μη προσαρμοσμένος σχετικός κίνδυνος θανάτου ήταν 0,55, σε σύγκριση<br />

με το 1980-1984. Μετά από προσαρμογή ως προς τις πιο σημαντικές μεταβλητές,<br />

ο αντίστοιχος σχετικός κίνδυνος θανάτου ήταν μόνο 0,23. Για τους<br />

ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα, ο προσαρμοσμένος σχετικός κίνδυνος μειώθηκε<br />

σε μικρότερο βαθμό, στο 0,30 (P =0,007).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η επιβίωση στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1 και νεφρική νόσο τελικού σταδίου έχει βελτιωθεί από τη δεκαετία του 1980,<br />

παρά τη δυσοίωνη αύξηση της ηλικίας των ασθενών που ξεκινούν RRT, γεγονός<br />

που υποδηλώνει ότι υπάρχει όχι μόνο μια πραγματική πρόοδος στη θεραπεία<br />

εξωνεφρικής κάθαρσης και τη συνολική θεραπεία των ασθενών με νεφρική<br />

νόσο τελικού σταδίου, αλλά πιθανώς υπάρχει και μια βελτίωση στην<br />

αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Diabetes Care 33:1718-1723, 2010<br />

Οσακχαρώδης διαβήτης είναι<br />

το πιο σημαντικό αίτιο<br />

νεφρικής νόσου τελικού<br />

σταδίου [end-stage renal<br />

disease: ESRD] στις εκβιομηχανισμένες<br />

χώρες, γεγονός που αντανακλά<br />

τον ταχέως αυξανόμενο αριθμό<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη έναρξης<br />

κατά την ενήλικο ζωή (1,2). Η συχνότητα<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ωστόσο,<br />

ποικίλει σημαντικά μεταξύ των χωρών<br />

και στη Φινλανδία είναι η υψηλότερη στον<br />

κόσμο (3). Κατά το τέλος του 2007, η επίπτωση<br />

και ο επιπολασμός της ESRD λόγω<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ήταν 13 και<br />

128 ανά εκατομμύριο κατοίκων, αντίστοιχα<br />

(4). Η τελευταία κατάσταση ευθύνεται<br />

για το 17,2% των ασθενών που υποβάλλονται<br />

σε χρόνια αιμοδιάλυση. Σε μια<br />

πρόσφατη Φινλανδική μελέτη, ο κίνδυνος<br />

για ESRD σε ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 ήταν 2,2% μετά από<br />

20 έτη και 7,8% μετά από 30 έτη από τη<br />

διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη (5).<br />

Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος έχει μειωθεί στη<br />

διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, κάτι<br />

που συμβαδίζει με τη μείωση της επίπτωσης<br />

που παρατηρείται σε πολλές άλλες<br />

χώρες (6).<br />

Μια ευρωπαϊκή μελέτη με δεδομένα από<br />

10 εθνικά αρχεία καταγραφής ασθενών<br />

έδειξε μείωση στα ποσοστά θνησιμότητας<br />

των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 που υποβάλλονται σε θεραπεία<br />

νεφρικής υποκατάστασης [renal replacement<br />

therapy: RRT] κατά τη διάρκεια της χρονικής<br />

περιόδου 1991-2000 (7). Σε μια μελέ-<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 53


Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />

τη σε αρχείο καταγραφής από τη Δανία,<br />

που κάλυψε τη χρονική περίοδο 1990-<br />

2005, το συνολικό ποσοστό επιβίωσης των<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη που υποβάλλονταν<br />

σε RRT είχε βελτιωθεί κατά<br />

15% ανά 5 ημερολογιακά έτη, αλλά το<br />

ποσοστό επιβίωσης με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 δεν αξιολογήθηκε χωριστά<br />

για εκείνη τη χρονική περίοδο (8). Επιπρόσθετα,<br />

αρχεία καταγραφής των ασθενών<br />

από την Αυστραλία και τη νέα Ζηλανδία<br />

από το 1991 έως το 2005 έδειξαν την απουσία<br />

σημαντικής μεταβολής ως προς την<br />

επιβίωση στους ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 που υποβάλλονται σε RRT,<br />

στην πάροδο του χρόνου, αν και η επιβίωση<br />

των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, καθώς και αυτή των ασθενών με<br />

σακχαρώδη διαβήτη, είχε βελτιωθεί (9).<br />

Οι συγγραφείς ανέφεραν επίσης ότι η πρόγνωση<br />

των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 παρέμεινε φτωχή ανεξάρτητα<br />

από την καλή πρόσβαση σε μεταμόσχευση<br />

νεφρού. Λαμβανόμενα από κοινού υπόψιν,<br />

τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι παρά<br />

τις συνεχείς προόδους στην αντιμετώπιση<br />

του σακχαρώδη διαβήτη και στην πρόληψη<br />

της διαβητικής νεφροπάθειας, είναι<br />

μόνο αποσπασματικά τα δεδομένα ως<br />

προς το κατά πόσον η πρόσβαση των ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που<br />

υποβάλλονται σε RRT έχει βελτιωθεί.<br />

Επομένως, ο σκοπός μας ήταν να διερευνήσουμε<br />

κατά πόσον έχει βελτιωθεί η επιβίωση<br />

των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 που υποβάλλονται σε RRT.<br />

Χρησιμοποιήσαμε πλήρη δεδομένα για<br />

όλους τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 οι οποίοι είχαν ξεκινήσει σε<br />

χρόνια βάση RRT στη Φινλανδία κατά τη<br />

διάρκεια της χρονικής περιόδου 1980-<br />

2005, γεγονός που εξασφάλισε μια σημαντικά<br />

μεγαλύτερη χρονική περίοδο παρακολούθησης<br />

σε σχέση με αυτή που είχε<br />

εξασφαλιστεί σε προηγουμένως δημοσιευμένες<br />

μελέτες.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Η μελέτη μας, που πραγματοποιήθηκε<br />

σε μια παρένθετη σειρά ασθενών, συμπεριλάμβανε<br />

όλους τους ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1, στους οποίους<br />

η κατάσταση αυτή υπήρξε αίτιο νεφρικής<br />

ανεπάρκειας και οι οποίοι είχαν ξεκινήσει<br />

RRT σε χρόνια βάση (αιμοδιάλυση,<br />

περιτοναϊκή διάλυση ή μεταμόσχευση<br />

νεφρού) στη Φινλανδία, από την 1 Ιανουαρίου<br />

1980 έως τις 31 Δεκεμβρίου του<br />

2005 (n =1604). Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν<br />

από την ημέρα της πρώτης θεραπείας<br />

αιμοδιάλυσης μέχρι το θάνατο τους<br />

ή μέχρι το τέλος της περιόδου παρακολούθησης,<br />

στις 31 Δεκεμβρίου 2007 ή<br />

μέχρι την ανάνηψη της νεφρικής λειτουργίας,<br />

τη μετακίνηση του ασθενούς στο<br />

εξωτερικό ή την απώλεια του κατά την<br />

παρακολούθηση. Ως ομάδα ελέγχου<br />

συμπεριλάβαμε όλους τους ασθενείς με<br />

χρόνια σπειραματονεφρίτιδα που είχαν<br />

ξεκινήσει RRT κατά τη διάρκεια της ίδιας<br />

διαχρονικής περιόδου (n =1.556). Η ομάδα<br />

ελέγχου επιλέχτηκε ως αντιπροσωπευτική<br />

πρωτοπαθούς νεφρικής νόσου<br />

και με τον τρόπο αυτό λήφθηκαν πληροφορίες<br />

που θα μπορούσαν να διακρίνουν<br />

τον αντίκτυπο των εξελίξεων στην RRT<br />

και αυτών στην περίθαλψη του σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Οι ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα<br />

η οποία είχε προκληθεί<br />

από συστηματικά νοσήματα αποκλείστηκαν<br />

από τη μελέτη.<br />

Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα από το Φινλανδικό<br />

αρχείο καταγραφής νοσημάτων<br />

νεφρού [Finnish Registry for Kidney<br />

Diseases), το οποίο υπολογίζεται ότι καλύπτει<br />

το 97% του συνόλου των Φινλανδών<br />

ασθενών που υποβάλλονται σε χρόνια<br />

RRT από το 1965. Οι διαγνώσεις τις νεφρικής<br />

νόσου καταχωρούνται κωδικοποιημένες<br />

με βάση το ICD-9 και αργότερα το<br />

ICD-10, κάτι που εξασφαλίζει τη διάκριση<br />

μεταξύ της διαβητικής νεφροπάθειας<br />

από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή τύπου<br />

2. Το αρχείο τηρείται από την «Φινλανδική<br />

εταιρία νεφρού και ήπατος» [Finnish<br />

Kidney and Liver Association), η οποία<br />

χρηματοδοτείται εξολοκλήρου, από τη<br />

Φινλανδική κυβέρνηση. Όλοι οι ασθενείς<br />

παρείχαν ενυπόγραφη ενημερωμένη<br />

συγκατάθεση και άδεια χρήσης των δεδομένων<br />

τους ανώνυμα, στις αναφορές του<br />

αρχείου και για ερευνητικούς σκοπούς.<br />

Τα δεδομένα που ανακτήθηκαν για την<br />

παρούσα μελέτη περιλάμβαναν πληροφορίες<br />

ως προς τα δημογραφικά στοιχεία<br />

και τα χαρακτηριστικά του ασθενούς:<br />

ηλικία, φύλο, αιτία της ESRD, τρόπος<br />

μορφής της αρχικής RRT (αιμοδιάλυση,<br />

περιτοναϊκή διάλυση ή μεταμόσχευση<br />

νεφρού), πληροφορίες σχετικά με μια<br />

επακόλουθη μεταμόσχευση νεφρού και<br />

πληροφορίες σχετικά με την αιτία θανάτου<br />

(Πίνακας 1).<br />

Η διάγνωση της ESRD επιβεβαιώθηκε<br />

από τη βιοψία νεφρού σε 80 από 1.604<br />

ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1 (5%) και κατά ελάχιστο επί 980 από<br />

1.556 ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα<br />

(31%). Στην ομάδα της σπειραματονεφρίτιδας,<br />

τουλάχιστο στο 43% η διάγνωση<br />

είχε τεθεί μέσω βιοψίας κατά τη<br />

διάρκεια 1980-1994, ενώ κατά τη διάρκεια<br />

της περιόδου 1995-2005 η συχνότητα<br />

βιοψιών ήταν 73-85%, οδηγώντας<br />

σε ένα συνολικό ποσοστό βιοψιών της<br />

τάξης τουλάχιστον του 63%. Μια ευρέως<br />

αποδεκτή κλινική πρακτική είναι να<br />

αποφεύγεται η βιοψία νεφρού σε ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 εάν<br />

υπάρχουν άλλα σημεία μικροαγγειακής<br />

βλάβης τελικών οργάνων, όπως είναι η<br />

διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια.<br />

Ένα σύνολο 8.719 ασθενών ξεκίνησαν<br />

RRT και από αυτούς, το 18,4% (n=1.604)<br />

εμφάνιζε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />

και το 17,8% (n=1.556) εμφάνιζε σπειραματονεφρίτιδα,<br />

ως αιτία της ESRD. Η<br />

περίοδος της μελέτης διαιρέθηκε σε διαστήματα:<br />

1980 -1984, 1985-1989, 1990 -<br />

1994, 1995-1999 και 2000 - 2005. Ο Πίνακας<br />

1 περιγράφει τον πληθυσμό της μελέτης<br />

εντός αυτών των χρονικών περιόδων. Διακρίναμε<br />

περαιτέρω τους ασθενείς σε 4<br />

ηλικιακές ομάδες, με βάση την ηλικία<br />

τους κατά την έναρξη της RRT:


Haapio και συνεργάτες<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />

Δημογραφικά δεδομένα και χαρακτηριστικά των ασθενών ανάλογα με την ομάδα<br />

(σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 ή σπειραματονεφρίτιδα) κα την περίοδο έναρξης της RRT<br />

Περίοδος έναρξης της RRT<br />

Ομάδα ασθενών 1980-1984 1985-1989 1990-1994 1995-1999 2000-2005 Σύνολο Τιμή<br />

του P*<br />

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1<br />

Διάμεση τιμή ηλικίας (έτη)† 34,8 38,5 39,4 43,3 44,6 42,3


Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />

Πιθανότητα επιβίωσης<br />

Περίοδος έναρξης της RRT<br />

υποβλήθηκαν σε αιμοδιάλυση ως αρχική<br />

μορφή της RRT είχαν κατά 1,4 φορές<br />

μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου (διάστημα<br />

εμπιστοσύνης επ. 95% 1,2-1,6), σε σύγκριση<br />

με τους ασθενείς που ξεκίνησαν με<br />

περιτοναϊκή διάλυση. Ο κίνδυνος θανάτου<br />

ήταν πολύ υψηλότερος στους ασθενείς<br />

που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση<br />

νεφρού εντός 2 ετών (RR 4,0 [διάστημα<br />

εμπιστοσύνης επ. 95% 3,5- 4,6]).<br />

Έτη από την έναρξη της RRT<br />

Εικόνα 1 - Πιθανότητα επιβίωσης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που ξεκινούν RRT<br />

ανάλογα με την περίοδο έναρξης της RRT. Οι διακεκομμένες γραμμές υποδηλώνουν τα σημεία αποκοπής<br />

για τον υπολογισμό της διάμεσης τιμής του χρόνου επιβίωσης.<br />

της μελέτης (548 επιβίωναν εν ζωή κατά<br />

το πέρας της παρακολούθησης στις 31<br />

Δεκεμβρίου 2007, 5 ανέκτησαν τη νεφρική<br />

λειτουργία τους, 4 μετακόμισαν στο<br />

εξωτερικό και δεν σημειώθηκε καμία για<br />

απώλεια κατά την παρακολούθηση). Τα<br />

καρδιαγγειακά αιτία παρέμειναν η κύρια<br />

αιτία θανάτου και ευθύνονταν για το<br />

65,8% των θανάτων (Πίνακας 1). Η διάμεση<br />

τιμή του χρόνου επιβίωσης αυξήθηκε<br />

κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου<br />

της παρούσας μελέτης, από 3,60 έτη<br />

(διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%<br />

2,50-4,70) σε 7,24 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επιπέδου 95% 5,74-8,74) από τη χρονική<br />

περίοδο 1980-1984 έως την περίοδο<br />

1995-1999 (Εικόνα 1). Η διάμεση τιμή<br />

του χρόνου επιβίωσης των ασθενών που<br />

ξεκίνησαν RRT κατά τη διάρκεια των ετών<br />

2000-2005 δεν στάθηκε δυνατό μα υπολογιστεί,<br />

διότι ήταν μεγαλύτερη από το<br />

μέγιστο χρόνο παρακολούθησης, υποδηλώνοντας<br />

έτσι μια διάμεσα τιμή χρόνου<br />

επιβίωσης άνω των 8 ετών. Η διάμεση<br />

τιμή των χρόνων επιβίωσης αυξήθηκε<br />

σε στατιστικά σημαντικό βαθμό σε<br />

όλες τις ηλικιακές ομάδες (Εικόνα 2). Ο<br />

απόλυτος κίνδυνος θανάτου εντός 5 ετών<br />

από την έναρξη της RRT μειώθηκε από<br />

51% κατά τα έτη 1980-1984 σε 33% κατά<br />

τα έτη 2000-2005. Ο μη προσαρμοσμένος<br />

σχετικός κίνδυνος (RR) θανάτου ήταν<br />

0,55 για τους ασθενείς που ξεκίνησαν<br />

RRT μεταξύ 2000-2005, σε σύγκριση με<br />

όσους ξεκίνησαν μεταξύ 1980-1984 (Πίνακας<br />

2). Στις διάφορες ηλικιακές ομάδες,<br />

η αντίστοιχη RR ήταν ακόμη μεγαλύτερη,<br />

κυμαινόμενη μεταξύ του 0,31 και του<br />

0,38, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ηλικία<br />

είχε συγχυτική επίδραση. Στη μονοπαραγοντική<br />

ανάλυση, ο κίνδυνος θανάτου<br />

αυξήθηκε κατά 4,1% (διάστημα<br />

εμπιστοσύνης επ. 95% 3,4-4,7%) ανά<br />

έτος ηλικίας κατά την έναρξη της RRT. Το<br />

φύλο δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο<br />

θανάτου (P = 0,360). Οι ασθενείς που<br />

Προσαρμοσμένη επιβίωση<br />

των ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1<br />

Η προσαρμογή ως προς την ηλικία και<br />

το φύλο αποκάλυψε μια πιο ουσιώδη<br />

βελτίωση στην πρόγνωση, με σχετικό<br />

κίνδυνο θανάτου 0,33 για τους ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που ξεκίνησαν<br />

RRT 2000-2005, σε σύγκριση με<br />

αυτούς που ξεκίνησαν μεταξύ 1980 -<br />

1984. Μετά από περαιτέρω προσαρμογή<br />

ως προς την αρχική μορφή θεραπείας<br />

και την υποβολή ή όχι σε μεταμόσχευση<br />

νεφρού εντός 2 ετών από την έναρξη<br />

της RRT, ο σχετικός κίνδυνος θανάτου<br />

μειώθηκε ακόμη πιο εκσεσημασμένα,<br />

στο 0,23 (Πίνακας 2). Ωστόσο, ο κίνδυνος<br />

θανάτου μειώθηκε τόσο στους ασθενείς<br />

που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση<br />

νεφρού όσο και σε αυτούς που δεν<br />

υποβλήθηκαν (RR 0,20 [διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επ. 95% 0,11- 0,37] και 0,25<br />

[0,19 - 0,33],αντίστοιχα).<br />

Ανάλυση αλληλεπιδράσεων<br />

Στην ομάδα του σακχαρώδη διαβήτη δεν<br />

παρατηρήσαμε καμία στατιστικά σημαντική<br />

αλληλεπίδραση πρώτου ή δεύτερου<br />

βαθμού μεταξύ των μεταβλητών<br />

που αφορούσαν την περίοδο έναρξης<br />

της RRT, την ηλικία κατά την έναρξη της<br />

RRT, το φύλο, την αρχική μορφή διάλυσης<br />

και την υποβολή ή όχι σε μεταμόσχευση<br />

νεφρού εντός 2 ετών από την<br />

έναρξη της RRT.<br />

Σύγκριση μεταξύ των ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1 και σπειραματονεφρίτιδα<br />

Από τους 1.556 ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα,<br />

οι 823 (52,9%) απεβίωσαν<br />

56<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Haapio και συνεργάτες<br />

Πιθανότητα επιβίωσης<br />

55 ετών<br />

Έτη από την έναρξη της RRT<br />

Έτη από την έναρξη της RRT<br />

Εικόνα 2 - Πιθανότητα επιβίωσης των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που ξεκινούν RRT ανάλογα με την περίοδο έναρξης της RRT και την ηλικία<br />

κατά την έναρξη της RRT. Οι πιθανότητες επιβίωσης ήταν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό διαφορετικές μεταξύ των περιόδων έτους έναρξης, σε όλες<br />

τις ηλικιακές ομάδες (P


Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />

της τύπου 1 ή σπειραματονεφρίτιδα) και<br />

της περιόδου έναρξης της RRT, κατόπιν<br />

προσαρμογής ως προς την ηλικία, το<br />

φύλο, τη μορφή θεραπείας και την κατάσταση<br />

ως προς τη μεταμόσχευση νεφρού<br />

στα 2 έτη. Κατά τη διάρκεια των ετών<br />

1980-1984, ο κίνδυνος θανάτου για ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που<br />

υποβάλλονταν σε RRT ήταν κατά 3,5<br />

φορές μεγαλύτερος, σε σύγκριση με<br />

τους ασθενείς που έπασχαν από σπειραματονεφρίτιδα,<br />

αλλά ο κίνδυνος αυτός<br />

μειώθηκε ώστε να είναι αυξημένος μόνο<br />

κατά 2,7 φορές κατά τη διάρκεια των<br />

ετών 2000-2005.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Παρατηρήσαμε μια σημαντική βελτίωση<br />

της πρόγνωσης των ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 που υποβάλλονται<br />

σε RRT, από το 1980. Ο σχετικός κίνδυνος<br />

θανάτου ήταν κατά 77% χαμηλότερος<br />

για τους ασθενείς που ξεκινούσαν RRT<br />

μεταξύ 2000-2005, σε σύγκριση με όσους<br />

ξεκινούσαν μεταξύ 1980 -1984. Τα αποτελέσματα<br />

της παρούσας μελέτης βασίζονται<br />

σε μια εθνική βάση δεδομένων<br />

με μακροχρόνια κάλυψη όλων των ασθενών<br />

που υποβάλλονται σε διάλυση και<br />

μεταμόσχευση νεφρού στη Φινλανδία.<br />

Σύμφωνα με όσο γνωρίζουμε, η παρούσα<br />

μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει βελτίωση<br />

στην πρόγνωση των ασθενών με<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 οι οποίοι<br />

υποβάλλονται σε RRT, κατά τη διάρκεια<br />

μιας παρακολούθησης μεγάλης διάρκειας<br />

έως και 28 ετών.<br />

Ενδιαφέρον είναι ότι η παρούσα μελέτη<br />

δείχνει μια προοδευτική αύξηση στη<br />

διάμεση τιμή του χρόνου επιβίωσης των<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1 που υποβάλλονται σε χρόνια RRT, από<br />

3,60 σε άνω των 8 ετών και με παρόμοια<br />

βελτίωση της επιβίωσης μεταξύ<br />

όλων των ηλικιακών ομάδων και σε όλη<br />

τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης<br />

από το 1980 έως το 2007 (Εικόνα<br />

2). Τα αποτελέσματα της μελέτης μας<br />

συμβαδίζουν με τις παρατηρήσεις των<br />

SΩrensen και συνεργατών (8), οι οποίοι<br />

διαπίστωσαν ότι το συνολικό ποσοστό<br />

επιβίωσης των ασθενών με ESRD<br />

και σακχαρώδη διαβήτη τυπου1 ή τύπου<br />

2 βελτιώνονταν κατά 15% ανά 5 ημερολογιακά<br />

έτη. Τα ευρήματα μας είναι επίσης<br />

σύμφωνα με μια παλαιότερη Ευρωπαϊκή<br />

μελέτη των van Dijk και συνεργατών<br />

(7), που συμπεριλάμβανε μεγάλο αριθμό<br />

ασθενών με ESRD αλλά είχε σημαντικά<br />

μικρότερο χρόνο παρακολούθησης,<br />

όπου υπήρξε μόνο μια ελαφρά<br />

προσαρμοσμένη ως προς την ηλικία και<br />

ως προς το φύλο μείωση της θνησιμότητας<br />

στα 2 έτη, για όλους τους ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1,<br />

ενώ μια πιο έντονη μείωση κατά 49%<br />

παρατηρήθηκε στους ασθενείς που είχαν<br />

υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού,<br />

όταν συγκρίθηκαν οι χρονικές περίοδοι<br />

1991-1994 και 1995-1998. Ωστόσο, η<br />

παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που επικεντρώθηκε<br />

μόνο σε ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 και επέκτεινε<br />

την περίοδο παρατήρησης σχεδόν σε 3<br />

δεκαετίες.<br />

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόγνωση αυτής<br />

της σειράς ασθενών βελτιώθηκε στην<br />

πάροδο του χρόνου παρά το γεγονός ότι<br />

ορισμένα χαρακτηριστικά των ασθενών<br />

μεταβάλλονταν προς κατεύθυνση η οποία<br />

θα ήταν μη ευνοϊκή αναφορικά με την<br />

πρόγνωση. Ειδικότερα, η διάμεση τιμή<br />

ηλικίας ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 αυξήθηκε σχεδόν κατά 10 έτη<br />

κατά τη διάρκεια της περιόδου της παρούσας<br />

μελέτης, ενώ η ηλικία των ασθενών<br />

με σπειραματονεφρίτιδα αυξήθηκε σε<br />

ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Το ποσοστό<br />

ηλικιωμένων ασθενών αυξήθηκε σε αμφότερες<br />

τις ομάδες. Ο μέσος όρος της ηλικίας<br />

των ασθενών κατά το χρόνο διάγνωσης<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 δεν<br />

μεταβλήθηκε, ωστόσο, αλλά αυξήθηκε<br />

ο χρόνος πριν από την ανάπτυξή της ESRD<br />

(5). Παρατηρήσαμε επίσης μια μείωση<br />

του ποσοστού ασθενών που ξεκινούν<br />

περιτοναϊκή διάλυση, που είναι η μέθοδος<br />

θεραπείας η οποία συσχετίστηκε με<br />

την καλύτερη πρόγνωση. Επιπρόσθετα,<br />

η πιθανότητα υποβολής σε μεταμόσχευση<br />

νεφρού είναι ξεκάθαρο ότι μειώθηκε.<br />

Επομένως, η βελτίωση της πρόγνωσης<br />

θα μπορούσε πιθανώς να εξηγηθεί<br />

από μια καλύτερη συνολική αντιμετώπιση<br />

των ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο<br />

πριν την RRT και κατά τη διάρκεια αυτής,<br />

καθώς και από τις βελτιώσεις στις τεχνικές<br />

της διάλυσης και στην περίθαλψη του<br />

σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης<br />

της παρούσας μελέτης, ο αριθμός<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 που ξεκίνησαν RRT στη Φινλανδία<br />

έχει αυξηθεί, από 205 την περίοδο<br />

1980-1984 σε 440 την περίοδο 2000-<br />

2005. Ωστόσο, το σχετικό ποσοστό από<br />

όλους τους ασθενείς που ξεκίνησαν RRT<br />

μειώθηκε προοδευτικά, από 22% σε 15%.<br />

Παρά τη μείωση της σχετικής επίπτωσης,<br />

ο σχετικός επιπολασμός των ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 από<br />

όλους τους ασθενείς που υποβάλλονται<br />

σε RRT μεταξύ όλων έχει παραμείνει σταθερός,<br />

στο 17% περίπου. Αυτό επιβεβαιώνει<br />

τη βελτιωμένη επιβίωση των ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που<br />

υποβάλλονται σε RRT, όπως έδειξε η<br />

παρούσα μελέτη.<br />

Προκειμένου να εκτιμήσουμε την πιθανή<br />

δράση της προόδου στην περίθαλψη<br />

του σακχαρώδη διαβήτη, επιλέξαμε ως<br />

ομάδα σύγκρισης ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα,<br />

διότι είναι εμφανές ότι μεταξύ<br />

των ασθενών με σπειραματονεφρίτιδα,<br />

μια βελτίωση της πρόγνωσης δεν θα<br />

μπορούσε να έχει προκληθεί από βελτίωση<br />

της πρόληψης του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Επιπρόσθετα, αποκλείσαμε ασθενείς<br />

με σπειραματονεφρίτιδα από συστηματικά<br />

αιτία, διότι αυτοί θα μπορούσαν να<br />

θεωρηθούν ως πιθανώς πάσχοντες σε<br />

σοβαρότερο βαθμό, σε σχέση με τους<br />

ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από νόσο που<br />

προσβάλει μόνο τους νεφρούς. Διαπιστώσαμε<br />

ένα πιο ουσιώδες όφελος ως προς<br />

την επιβίωση στη πάροδο του χρόνου για<br />

τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1, σε σύγκριση με τους ασθενείς<br />

με σπειραματονεφρίτιδα, γεγονός που<br />

υποδηλώνει ότι οι βελτιώσεις στην περίθαλψη<br />

του διαβήτη και στην αντιμετώπιση<br />

των επιπλοκών της νόσου μπορεί να<br />

έχουν συνεισφέρει εν μέρει στην παρατήρηση<br />

της βελτιωμένης πρόγνωσης των<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1, η οποία έγινε στην παρούσα μελέτη.<br />

58<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Haapio και συνεργάτες<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 .<br />

Σχετικός κίνδυνος θανάτου ανάλογα με την περίοδο έναρξης της RRT,<br />

μεταξύ ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και ασθενών με σπειραματονεφρίτιδα<br />

Περίοδος έναρξης Κίνδυνος θανάτου Μη Προσαρμοσμένος Προσαρμοσμένος<br />

της RRT εντός 5 ετών από την προσαρμοσμένος RR* RR†<br />

έναρξη της RRT<br />

RR<br />

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1<br />

(n= 1,604)<br />

1980-1984‡ 0,51 (0,51-0,64) 1 1 1<br />

1985-1989 0,45 (0,45-0,57) 0,87 (0,72-1,06) 0,72 (0,59-0,87) 0,64 (0,52-0,77)<br />

1990-1994 0,41 (0,41-0,52) 0,70 (0,58-0,85) 0,53 (0,44-0,65) 0,44 (0,36-0,54)<br />

1995-1999 0,38 (0,38-0,48) 0,66 (0,54-0,81) 0,43 (0,35-0,52) 0,33 (0,27-0,41)<br />

2000-2005 0,33 (0,33-0,43) 0,55 (0,44-0,68) 0,33 (0,26-0,41) 0,23 (0,19-0,29)<br />

Σπειραματονεφρίτιδα (n = 1.556)<br />

1980-1984‡ 0,23 (0,23-0,35) 1 1 1<br />

1985-1989 0,25 (0,25-0,36) 1,01 (0,82-1,25) 0,86 (0,69-1,06) 0,76 (0,61-0,94)<br />

1990-1994 0,33 (0,33-0,44) 1,21 (0,98-1,50) 0,72 (0,58-0,90) 0,60 (0,48-0,75)<br />

1995-1999 0,31 (0,31-0,41) 1,17 (0,93-1,46) 0,59 (0,47-0,74) 0,49 (0,38-0,62)<br />

2000-2005 0,23 (0,23-0,33) 0,88 (0,68-1,14) 0,37 (0,28-0,49) 0,30 (0,23-0,40)<br />

Τα δεδομένα είναι RR (95% CI). *Προσαρμογή ως προς ηλικία κατά την έναρξη της RRT, και φύλο. †Προσαρμογή ως προς την ηλικία<br />

κατά την έναρξη της RRT, φύλο, αρχική μέθοδο διάλυσης και υποβολή ή όχι σε μεταμόσχευση νεφρού εντός 2 ετών από την<br />

έναρξη της RRT. ‡Ομάδα αναφοράς.<br />

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων<br />

δεκαετιών, η αντιμετώπιση του σακχαρώδη<br />

διαβήτη έχει εξελιχθεί σημαντικά<br />

αναφορικά με τα φαρμακολογικά σχήματα<br />

ινσουλίνης και την πιο εντατική<br />

παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος.<br />

Οι σύριγγες ινσουλίνης μιας χρήσης διαδόθηκαν<br />

ευρέως κατά τις αρχές της δεκαετίας<br />

του 1970, ενώ η παρακολούθηση<br />

της γλυκόζης κατ’ οίκον και η χρήση συνθετικής<br />

και ημισυνθετικής ανθρώπινης<br />

ινσουλίνης είχαν ευρεία χρήση εντός της<br />

δεκαετίας του 1980. Με την ανάπτυξη<br />

των πολλαπλών ενέσεων ινσουλίνης κατά<br />

τη δεκαετία του 1990, ακολουθούμενη<br />

από την ανάπτυξη των σχημάτων ινσουλίνης<br />

ταχείας δράσης, οι ασθενείς με<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 έχουν τη<br />

δυνατότητα να διατηρούν πιο σταθερά<br />

επίπεδα γλυκόζης αίματος και πιο κοντά<br />

στα επίπεδα - στόχος για την A1C. Ωστόσο,<br />

στον πληθυσμό της παρούσας μελέτης,<br />

τα επίπεδα της A1C παρουσίασαν<br />

μόνο ελαφριές μεταβολές κατά τη διάρκεια<br />

των τελευταίων ετών: η μέση τιμή<br />

ήταν 8,4% το 1992 (όταν τα δεδομένα<br />

αυτά ξεκίνησαν να συλλέγονται ως τακτική<br />

ρουτίνας για πρώτη φορά) και παρέμειναν<br />

σχεδόν ίδια το 2007 (8,0%). Ωστόσο,<br />

το εύρημα αυτό δεν αποκλείει και<br />

άλλες πιθανές προόδους, όπως τα λιγότερα<br />

υπογλυκαιμικά και υπεργλυκαιμικά<br />

συμβάματα, που θα μπορούσαν να<br />

έχουν ωφέλιμες επιδράσεις στη θνησιμότητα.<br />

Λαμβάνοντας υπόψιν τις εμφανείς<br />

θετικές εξελίξεις στην περίθαλψη<br />

του σακχαρώδη διαβήτη, είναι πιθανό<br />

τα επίπεδα της A1C να ήταν υψηλότερα<br />

στη δεκαετία του 1980, αυξάνοντας έτσι<br />

την πιθανότητα αρνητικής έκβασης σε<br />

αυτούς τους ασθενείς.<br />

Από την άλλη πλευρά, η ποιότητα και η<br />

δοσολογία της θεραπείας διάλυσης έχουν<br />

επίσης βελτιωθεί στην πάροδο των ετών.<br />

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980,<br />

οι περισσότεροι ασθενείς που υποβάλλονταν<br />

σε αιμοδιάλυση αντιμετωπίζονταν<br />

με βασικές τεχνικές και διαλύτες<br />

σελουλόζης χαμηλής ροής, χωρίς πρόσβαση<br />

σε σύστημα αιμοδιήθησης πραγματικού<br />

χρόνου ή σε μοντέρνους συνθετικούς<br />

διαλύτες υψηλής ροής με<br />

καλύτερη βιοσυμβατότητα. Η χρήση των<br />

τελευταίων τεχνικών έχει επεκταθεί από<br />

τα μέσα της δεκαετίας του 1990, επιτρέποντας<br />

μια ενισχυμένη κάθαρση των τοξινών<br />

της ουραιμίας και ευελιξία ως προς<br />

τη θεραπεία αιμοδιάλυσης, Με τη θεραπεία<br />

περιτοναϊκής διάλυσης, η διαθεσιμότητα<br />

επί του παρόντος των βιοσυμβατών<br />

υγρών με καλύτερη ανοχή και η<br />

απομάκρυνση του διαλύτη και του υγρού<br />

που περιέχει ικοδεξτρίνη (με ανώτερη<br />

ικανότητα τελικής υπερδιήθησης χωρίς<br />

αύξηση του φορτίου γλυκόζης) έχει αυξήσει<br />

την αποτελεσματικότητα της περιτοναϊκής<br />

διάλυσης. Επιπρόσθετα, ο αριθμός<br />

ασθενών που υποβάλλονται σε<br />

περιτοναϊκή διάλυση χρησιμοποιώντας<br />

αυτοματοποιημένη ολονύχτια περιτοναϊκή<br />

διάλυση έχει αυξηθεί, οδηγώντας σε<br />

1) μεγαλύτερη κάθαρση των τοξινών, 2)<br />

καλύτερη προσαρμογή της περιτοναϊκής<br />

διάλυσης στην καθημερινή ζωή με βελτιωμένη<br />

συμμόρφωση και συνολική συνεργασία<br />

του ασθενούς με τη θεραπεία και<br />

3) πιθανώς μείωση των επεισοδίων περιτονίτιδας<br />

(10,11). Στον πληθυσμό της<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 59


Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />

παρούσας μελέτης με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1, ο μέσος αριθμός εβδομαδιαίων<br />

συνεδριών αιμοδιάλυσης αυξήθηκε<br />

από 2,9 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επ. 95% 2,8 -3,0) σε 3,1 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επ. 95% 3,0 -3,3) από το 1992<br />

έως 2007, με το μέσο όρο ωρών θεραπείας<br />

ανά εβδομάδα να αυξάνεται από<br />

11,4 (διάστημα εμπιστοσύνης επ. 95%<br />

10,9 -12,0) σε 13,5 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επ. 95% 12,8 -14,2). Κατά τη διάρκεια<br />

του ίδιου χρόνου, το ποσοστό αυτών<br />

των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 που ξεκίνησαν θεραπεία περιτοναϊκής<br />

διάλυσης και αρχικά χρησιμοποιούσαν<br />

αυτοματοποιημένη συσκευή<br />

αυξήθηκε από 2 σε 27. Είναι καλά γνωστό<br />

το γεγονός ότι η επίτευξη των στόχων<br />

για την κάθαρση των τοξινών της<br />

ουραιμίας βελτιώνει την επιβίωση στους<br />

ασθενείς που υποβάλλονται σε διάλυση<br />

(12) και επομένως, η αύξηση της δόσης<br />

της διάλυσης θα μπορούσε να οδηγήσει<br />

σε καλύτερη επιβίωση στον πληθυσμό<br />

της παρούσας μελέτης. Ωστόσο, η δόση<br />

της διάλυσης ήταν περίπου ίδια στους<br />

ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

1 και στους ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα,<br />

γεγονός που υποδηλώνει ότι το<br />

όποιο όφελος ως προς την επιβίωση που<br />

σχετίζεται με τις εξελίξεις της τεχνολογίας<br />

της διάλυσης θα όφειλε να είναι<br />

παρόμοιο στις 2 ομάδες.<br />

Μπορεί επίσης να εικασθεί ότι οι ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και<br />

νεφροπάθεια βρίσκονται σε περισσότερο<br />

εντατική παρακολούθηση από επαγγελματίες<br />

της υγείας, σε σύγκριση με<br />

τους ασθενείς χωρίς σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 παρακολουθούνται στενά από<br />

την παιδική ηλικία τους, με τακτικές επισκέψεις<br />

στο σύστημα περίθαλψης, που<br />

πιθανώς έχει προστατευτικές δράσεις ως<br />

προς τις καρδιαγγειακές επιπλοκές (13).<br />

Μια πλήρης αντιμετώπιση των ασθενών<br />

που φτάνουν στο στάδιο της ESRD περιλαμβάνει<br />

τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης<br />

και των επιπέδων ασβεστίου και<br />

φωσφόρου, καθώς και τη θεραπεία με<br />

φάρμακα που διεγείρουν την ερυθροποίηση,<br />

τα οποία είναι γνωστό ότι έχουν επίδραση<br />

στην καρδιαγγειακή έκβαση (14).<br />

Ωστόσο, αναγνωρίζοντας ότι περίπου το<br />

66% αυτών των ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 που απεβίωσαν κατά<br />

τη διάρκεια της περιόδου της μελέτης<br />

μας είχαν καρδιαγγειακό αίτιο θανάτου,<br />

υπάρχει ανάγκη για περισσότερες μελέτες<br />

που θα διερευνήσουν τον τρόπο που<br />

συσχετίζονται οι παράγοντες συνοσηρότητας<br />

και άλλοι σχετικοί παράγοντες, πριν<br />

και κατά τη διάρκεια της ESRD και πώς<br />

αυτά επηρεάζουν την έκβαση των ασθενών<br />

που υποβάλλονται σε RRT.<br />

Η παρούσα μελέτη έχει ορισμένους<br />

περιορισμούς. Καταρχήν, πιθανόν να<br />

μην είναι γενικεύσιμα και σε άλλες χώρες,<br />

καθώς η επίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 στη Φινλανδία είναι ανάμεσα<br />

στις υψηλότερες στον κόσμο. Επομένως,<br />

στη Φινλανδία έχει δοθεί ιδιαίτερη<br />

προσοχή στη βελτίωση της ποιότητας<br />

της περίθαλψης του σακχαρώδη διαβήτη,<br />

γεγονός που μπορεί να εξηγεί εν<br />

μέρει την πιο ευνοϊκή πρόοδο στην πρόγνωση<br />

των Φινλανδών ασθενών. Δεύτερο,<br />

οι περισσότεροι ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 δεν υποβλήθηκαν<br />

σε επιβεβαίωση της διάγνωσης μέσω<br />

βιοψίας νεφρού, διότι η πρακτική σε<br />

μακροχρόνια βάση στη Φινλανδία είναι<br />

η βιοψία να πραγματοποιείται μόνο σε<br />

σπάνιες περιπτώσεις ασθενών με άλλες<br />

νόσους μικροαγγειακού τύπου στους<br />

οποίους απουσιάζουν τα ευρήματα που<br />

επιβεβαιώνουν τη διάγνωση. Τρίτο, δεν<br />

έχουμε δεδομένα σχετικά με τα επίπεδα<br />

θεραπείας του σακχαρώδη διαβήτη,<br />

στις λεπτομέρειες τους, σε κάθε ασθενή<br />

(δηλαδή, ο τύπος ινσουλίνης ή ο τύπος<br />

φαρμακευτικής αγωγής κατά της αρτηριακής<br />

υπέρτασης) ή σχετικά με τη θεραπεία<br />

διάλυσης (όπως ο τύπος της αγγειακής<br />

πρόσβασης). Επομένως, δεν<br />

γνωρίζουμε επακριβώς ποιες πλευρές<br />

της βελτίωσης της θεραπείας είναι υπεύθυνες<br />

για τη βελτίωση της πρόγνωσης.<br />

Από την άλλη πλευρά, η ισχύς της παρούσας<br />

μελέτης είναι ότι βασίστηκε σε ένα<br />

αποκλειστικά πλήρες σύνολο δεδομένων<br />

που συλλέγονται σε πανεθνικό επίπεδο,<br />

στα οποία καλύπτεται πλήρως ο<br />

πληθυσμός των Φινλανδών ασθενών<br />

ESRD. Με τον τρόπο αυτόν αποκλείεται<br />

το συστηματικό σφάλμα επιλογής και<br />

έτσι επιτρέπεται μια μεγαλύτερη παρακολούθηση<br />

των ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 1 που υποβάλλονται<br />

σε RRT σε σχέση με όλες τις προηγούμενες<br />

δημοσιεύσεις.<br />

Συνοψίζοντας, η επιβίωση των Φινλανδών<br />

ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 1 και η ESRD έχουν βελτιωθεί<br />

ουσιωδώς και σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό από την αρχή της δεκαετίας του<br />

1980, παρά την προοδευτικά μεγαλύτερη<br />

ηλικία των ασθενών που ξεκινούν<br />

RRT. Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής<br />

περιόδου, η επιβίωση στην ομάδα<br />

σύγκρισης (ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα)<br />

βελτιώθηκε επίσης, αλλά σε<br />

μικρότερο βαθμό. Το αποτέλεσμα αυτό<br />

υποδηλώνει μια ωφέλιμη συνεισφορά<br />

τόσο των παραγόντων που σχετίζονται<br />

με τη διάλυση όσο και αυτών που σχετίζονται<br />

με την πρόοδο στην περίθαλψη<br />

του σακχαρώδη διαβήτη και τονίζει<br />

τη σημασία μιας συνεκτικής αντιμετώπισης<br />

του σακχαρώδη διαβήτη στους<br />

ασθενείς που υποβάλλονται σε χρόνια<br />

θεραπεία νεφρικής υποκατάστασης.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

M.H., J.H., and P.F. were supported with<br />

grants from the Diabetes Research Foundation,<br />

Finska Läkaresällskapet and Liv och Hälsa<br />

Foundation, which consisted of general<br />

funding for the research project and monthly<br />

salary for the authors.<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

M.H. and J.H. wrote the first draft and<br />

finalized the manuscript, researched<br />

data, contributed to discussion, and<br />

reviewed/edited the manuscript. P.-H.G.<br />

contributed to discussion and reviewed/edited<br />

the manuscript. C.G.-R. conceived the<br />

original idea of the study, contributed to<br />

discussion, and reviewed/edited the<br />

manuscript. P.F. conceived the original<br />

idea of the study, researched data,<br />

contributed to discussion, and<br />

reviewed/edited the manuscript.<br />

60<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Haapio και συνεργάτες<br />

We acknowledge the support from the<br />

Board of the Finnish Registry for Kidney<br />

Diseases and all the nephrologists and<br />

staff in all Finnish central hospitals that<br />

have reported to the Finnish Registry for<br />

Kidney Diseases: Helsinki University<br />

Central Hospital, Turku University Central<br />

Hospital, Satakunta Central Hospital,<br />

Kanta-Häme Central Hospital, Tampere<br />

University Central Hospital, Päijät-Ha§me<br />

Central Hospital, Kymenlaakso Central<br />

Hospital, Etelä-Karjala Central Hospital,<br />

Mikkeli Central Hospital, Itä-Savo Central<br />

Hospital, Pohjois-Karjala Central Hospital,<br />

Kuopio University Central Hospital, Keski-<br />

Suomi Central Hospital, Etelä-Pohjanmaa<br />

Central Hospital, Vaasa Central Hospital,<br />

Keski-Pohjanmaa Central Hospital, Oulu<br />

University Central Hospital, Kainuu Central<br />

Hospital, Länsi-Pohja Central Hospital,<br />

Lappi Central Hospital, and Åland Central<br />

Hospital.<br />

We acknowledge the grammatical help<br />

kindly provided by Andrew A. House, MD,<br />

MSc, London Health Sciences Centre,<br />

London, Ontario, Canada.<br />

From the 1. Helsinki University Central<br />

Hospital, Division of Nephrology, Helsinki,<br />

Finland; the 2. Helsinki University Central<br />

Hospital, Department of Medicine, Helsinki,<br />

Finland; the 3. Finnish Registry for Kidney<br />

Diseases, Helsinki, Finland; and the 4. School<br />

of Public Health, University of Tampere,<br />

Tampere, Finland.<br />

Corresponding author: Mikko Haapio,<br />

mikko.haapio@hus.fi.<br />

Received 7 January 2010 and accepted 21<br />

April 2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 30 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc10-0030.<br />

The sponsors had no role in the design and<br />

conduct of the study; collection, management,<br />

analysis, and interpretation of the data; or<br />

preparation, review, and approval of the<br />

manuscript.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. U.S. Renal Data System. USRDS 2007 Annual<br />

Data Report: Atlas of Chronic Kidney Disease<br />

and End-Stage Renal Disease in the United<br />

States. Bethesda, MD, National Institutes of<br />

Health, National Institute of Diabetes and<br />

Digestive and Kidney Diseases, 2007<br />

2. Lammi N, Blomstedt PA, Moltchanova E, Eriksson<br />

JG, Tuomilehto J, Karvonen M. Marked temporal<br />

increase in the incidence of type 1 and type 2<br />

diabetes among young adults in Finland.<br />

Diabetologia 2008;51:897-899<br />

3. Harjutsalo V, Sjöberg L, Tuomilehto J. Time<br />

trends in the incidence of type 1 diabetes in<br />

Finnish children: a cohort study. Lancet<br />

2008;371:1777-1782<br />

4. Finnish Registry for Kidney Diseases. Report<br />

2007 [article online], 2008. Available from<br />

http://www.musili.fi/smtr/english. Accessed<br />

16 June 2010<br />

5. Finne P, Reunanen A, Stenman S, Groop PH,<br />

Gro§ nhagen-Riska C. Incidence of end-stage<br />

renal disease in patients with type 1 diabetes.<br />

JAMA 2005;294:1782-1787<br />

6. ESRD Incidence Study Group, Stewart JH,<br />

McCredie MR, Williams SM. Divergent trends<br />

in the incidence of end-stage renal disease<br />

due to type 1 and type 2 diabetes in Europe,<br />

Canada and Australia during 1998-2002. Diabet<br />

Med 2006;23:1364-1369<br />

7. Van Dijk PC, Jager KJ, Stengel B, Gro§ nhagen-<br />

Riska C, Feest TG, Briggs JD. Renal replacement<br />

therapy for diabetic endstage renal disease:<br />

data from 10 registries in Europe (1991-2000).<br />

Kidney Int 2005;67:1489-1499<br />

8. Sørensen VR, Mathiesen ER, Heaf J, Feldt-<br />

Rasmussen B. Improved survival rate in<br />

patients with diabetes and end-stage renal<br />

disease in Denmark. Diabetologia 2007;50:922-<br />

929<br />

9. Villar E, Chang SH, McDonald SP. Incidences,<br />

treatments, outcomes, and sex effect on survival<br />

in patients with end-stage renal disease by<br />

diabetes status in Australia and New Zealand<br />

(1991-2005). Diabetes Care 2007;30:3070-<br />

3076<br />

10. Rabindranath KS, Adams J, Ali TZ, Daly C, Vale<br />

L, Macleod AM. Automated vs continuous<br />

ambulatory peritoneal dialysis: a systematic<br />

review of randomized controlled trials. Nephrol<br />

Dial Transplant 2007;22:2991-2998<br />

11. Nessim SJ, Bargman JM, Austin PC, Nisenbaum<br />

R, Jassal SV. Predictors of peritonitis in patients<br />

on peritoneal dialysis: results of a large,<br />

prospective Canadian database. Clin J Am<br />

Soc Nephrol 2009;4:1195-1200<br />

12. National Kidney Foundation. K/DOQI clinical<br />

practice guidelines and clinical practice<br />

recommendationsfor 2006 updates: hemodialysis<br />

adequacy, peritoneal dialysis adequacy and<br />

vascular access. Am J Kidney Dis 2006;48(Suppl.<br />

1):S1-S322<br />

13. Soedamah-Muthu SS, Chaturvedi N, Witte<br />

DR, Stevens LK, Porta M, Fuller JH, EURODIAB<br />

Prospective Complications Study Group.<br />

Relationship between riskfactors and mortality<br />

in type 1 diabetic patients in Europe: the<br />

EURODIAB Prospective Complications Study<br />

(PCS). Diabetes Care 2008;31:1360-1366<br />

14. Sarnak MJ. Cardiovascular complications in<br />

chronic kidney disease. Am J Kidney Dis<br />

2003;41:11-17<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 61


Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />

brief report<br />

Παράγοντες Συσχετιζόμενοι<br />

με την Ψυχολογική Αντίσταση στην Ινσουλίνη,<br />

σε Άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />

Factors Associated With Psychological Insulin Resistance in Individuals With Type 2 Diabetes<br />

SOOHYUN NAM, PHD 1 , CATHERINE CHESLA, DNSC 1 , NANCY A. STOTTS, EDD 1 , LISA KROON, PHARMD 2 , SUSAN L. JANSON, DNSC 1<br />

Παρά τα γνωστά οφέλη της<br />

ινσουλίνης, πολλοί ασθενείς<br />

είναι διστακτικοί στο να χρησιμοποιήσουν<br />

θεραπεία με<br />

ινσουλίνη (1-3). Οι δισταγμοί<br />

των ασθενών στην έναρξη χρήσης<br />

ινσουλίνης μπορούν να ονομαστούν «ψυχολογική<br />

αντίσταση στην ινσουλίνη»<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Να περιγραφτούν οι χαρακτηριστικές συσχετίσεις μεταξύ επιλεγμένων<br />

κοινωνικο -δημογραφικών, βιοϊατρικών και ψυχο-κοινωνικών μεταβλητών<br />

σε σχέση με τους δισταγμούς στη χρήση της ινσουλίνης, μεταξύ των ασθενών<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Ένα σύνολο 178 ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 συμμετείχαν σε αυτή τη συγχρονική και περιγραφική<br />

μελέτη. Τα δεδομένα λήφθηκαν μέσω συνέντευξης των ασθενών, χρησιμοποιώντας<br />

επικυρωμένες μετρήσεις των στάσεων, των γνώσεων, της<br />

αυτο-επάρκειας, της επικοινωνίας με το σύστημα υγείας και των υποκειμενικών<br />

φραγμών ως προς τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και των<br />

κοινωνικο-δημογραφικών και βιοϊατρικών δεδομένων.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Οι γυναίκες και οι εθνικές μειονότητες με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 παρουσιάζουν περισσότερους ψυχολογικούς φραγμούς ως προς<br />

τη θεραπεία με ινσουλίνη (P


Nam και συνεργάτες<br />

Attitude Scale: DAS-3] (8), «δοκιμασία γνώσεων<br />

για το σακχαρώδη διαβήτη» [Diabetes<br />

Knowledge Test: DKT] (9), «κλίμακα αυτοεπάρκειας»<br />

[Diabetes Self-Efficacy Scale:<br />

DSES] (10), «έρευνα διαπροσωπικών διεργασιών<br />

στην περίθαλψη-18» [Interpersonal<br />

Processes of Care Survey-18: IPC-18] (11) και<br />

κλίμακα «φραγμών στη θεραπεία με ινσουλίνη»<br />

[Barriers to Insulin Treatment: BIT] (12).<br />

Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />

με τη χρήση του SPSS, έκδοση 15.0.<br />

Τα αποτελέσματα περιγράφηκαν με τη<br />

χρήση των συντελεστών συσχέτισης Pearson,<br />

με τη δοκιμασία συσχέτισης τάξης κατά<br />

Spearman, με την ANOVA, με τη δοκιμασία<br />

t test 2 ομάδων και με ιεραρχική πολλαπλή<br />

παλινδρόμηση. Όλες οι δοκιμασίες<br />

ήταν αμφίδρομες και το σφάλμα τύπου I<br />

ελέγχτηκε στο επίπεδο του 0,05.<br />

Εξαιτίας του ότι χρησιμοποιήθηκαν 3 εργαλεία<br />

με 5 έως 7 υποκλίμακες, εφαρμόστηκε<br />

μια προσέγγιση 2 βημάτων ώστε να αναπτυχτεί<br />

το τελικό πολυπαραγοντικό μοντέλο.<br />

Καταρχήν, δημιουργήσαμε ένα χωριστό<br />

πολυπαραγοντικό μοντέλο για κάθε ένα<br />

από τα 3 εργαλεία, προκειμένου να επιλέξουμε<br />

τις στατιστικά σημαντικές υποκλίμακες<br />

(P


Psychological Insulin Resistance and Type 2 Diabetes<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />

Η συνολική PIR σε όλους τους συμμετέχοντες<br />

ήταν μέτριου βαθμού, με μέσο όρο<br />

4,89 σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10.<br />

Οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερο φόβο για<br />

τις ενέσεις (P < 0,001) και το στιγματισμό<br />

(P = 0,01) και συνολικά έναν υψηλότερο<br />

μέσο όρο βαθμολογίας στην BIT, γεγονός<br />

που αντανακλά περισσότερους δισταγμούς<br />

στη χρήση ινσουλίνης, σε σχέση με<br />

τους άντρες (P=0,008). Τα άτομα ασιατικής<br />

καταγωγής είχαν σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό υψηλότερο φόβο για τις ενέσεις<br />

(P=0,003) και προσδοκούσαν μεγαλύτερες<br />

δυσκολίες στη χρήση της ινσουλίνης, σε<br />

σχέση με τα άτομα της λευκής φυλής<br />

(P=0,03). Συνολικά, τα άτομα ασιατικής<br />

καταγωγής είχαν περισσότερους δισταγμούς<br />

χρήσης ινσουλίνης σε σχέση με τα<br />

Χαρακτηριστικά του δείγματος της μελέτης<br />

(n=178) και περιγραφικά στατιστικά δεδομένα<br />

για όλα τα εργαλεία (συνέχεια)<br />

Διαπροσωπικό ύφος<br />

Συμπονετικό, με σεβασμό (1-5) 4,34 ± 0,72 (1,33-5,0)<br />

Διάκριση λόγω φυλής/εθνικότητας (1-5) 4,76 ± 0,60 (2,0-5,0)<br />

Ασεβές προσωπικό (1-5) 4,50 ± 0,80 (1,5-5,0)<br />

BIT (εύρος κλίμακας)<br />

Άθροισμα (1-10) 4,89 ± 1,63 (1,0-10,0)<br />

Φόβος ενέσεων (1-10) 4,44 ± 2,87 (1,0-10,0)<br />

Προσδοκίες σχετικά με θετική έκβαση (1-10) 5,49 ± 2,13 (1,0-10,0)<br />

Αναμενόμενες δυσκολίες (1-10) 3,34 ± 2,60 (1,0-10,0)<br />

Στιγματισμός (1-10) 5,31 ± 2,55 (1,0-10,0)<br />

Φόβος υπογλυκαιμίας (1-10) 6,38 ± 2,71 (1,0-10,0)<br />

Αριθμός καταστάσεων συνοσηρότητας‡§<br />

0 118 (66,3)<br />

1 42 (23,6)<br />

2 7 (3,9)<br />

3 1 (0,6)<br />

Απώλειες δεδομένων 10 (5,6)<br />

Αριθμός μικροαγγειακών επιπλοκών‡<br />

0 146 (82,0)<br />

1 16 (9,0)<br />

2 5 (2,8)<br />

3 1 (0,6)<br />

Απώλειες δεδομένων 10 (5,6)<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD (εύρος), or n (%). *n = 158. †Άλλοι: Αμερικανοί-<br />

Ινδιάνοι ή γηγενείς της Αλάσκας, γηγενείς κάτοικοι της Χαβάης ή γηγενείς των νήσων<br />

του Ειρηνικού. ‡n = 168. §Καταστάσεις συνοσηρότητας: συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,<br />

χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και αρθρίτιδα.<br />

άτομα της λευκής φυλής (P=0,012). Άλλες<br />

μειονοτικές ομάδες (λατινικής καταγωγής,<br />

αμερικανοί-ινδιάνοι και άτομα με<br />

καταγωγή από τις νήσους του Ειρηνικού)<br />

είχαν επίσης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό<br />

υψηλότερο φόβο για τις ενέσεις, σε<br />

σχέση με τους λευκούς (P=0,031).<br />

Όλες οι υποκλίμακες της IPC είχαν αρνητική<br />

συσχέτιση με την PIR (P < 0,01), γεγονός<br />

που υποδηλώνει ότι η καλύτερη υποκειμενική<br />

αντίληψη της αλληλεπίδρασης με τους<br />

παρόχους περίθαλψης συσχετιζόταν με<br />

παρόμοιο επίπεδο PIR. Στο τελικό πολυπαραγοντικό<br />

μοντέλο, ο γραμμικός συνδυασμός<br />

των προγνωστικών παραγόντων του<br />

μοντέλου συσχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό με την PIR (R2 = 0,403 , P<br />


Nam και συνεργάτες<br />

ρη μελέτη (13), οι εθνοτικές μειονότητες<br />

εμφάνισαν μεγαλύτερη PIR σε σχέση με<br />

τα άτομα λευκής φυλής. Τα άτομα ασιατικής<br />

καταγωγής και άλλες εθνοτικές μειονότητες<br />

εξαιρουμένων των ατόμων της<br />

μαύρης φυλής είχαν σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό υψηλότερο φόβο για τις ενέσεις<br />

και ανέμεναν μεγαλύτερες δυσκολίες<br />

ως προς τη χρήση ινσουλίνης, σε<br />

σχέση με τα άτομα λευκής φυλής.<br />

Η παρούσα μελέτη εμφανίζει ορισμένους<br />

περιορισμούς. Οι συμμετέχοντες της μελέτης<br />

μας είχαν σχετικά καλή ρύθμιση της<br />

γλυκόζης αίματος με τα αντιδιαβητικά<br />

φάρμακα που λάμβαναν από το στόμα.<br />

Τα ευρήματα στις μελέτες μπορεί να μην<br />

είναι γενικεύσιμα σε ασθενείς με σοβαρή<br />

υπεργλυκαιμία. Η μελλοντική έρευνα<br />

είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε<br />

καλύτερα την PIR. Η BIT χρησιμοποιήθηκε<br />

ως υποκατάστατη μεταβλητή<br />

για τη μέτρηση της PIR και επομένως,<br />

δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι<br />

ασθενείς που εμφανίζουν πολλούς φραγμούς<br />

στη θεραπεία με ινσουλίνη τελικά<br />

θα απορρίψουν αυτή τη θεραπεία όταν<br />

τους συστηθεί από τους παρόχους περίθαλψης.<br />

Ωστόσο, οι Petrak και συνεργάτες<br />

(12) απέδειξαν προγενέστερα την<br />

ξεκάθαρη προγνωστική εγκυρότητα όλων<br />

των κλιμάκων του ερωτηματολογίου BIT<br />

σε σχέση με τους δισταγμούς στη χρήση<br />

ινσουλίνης. Οι ασθενείς που προτιμούσαν<br />

αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα<br />

ανέφεραν με συνέπεια υψηλότερους<br />

φραγμούς, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό,<br />

ως προς τη θεραπεία με ινσουλίνη,<br />

σε σχέση με τα άτομα που επιθυμούσαν<br />

να αλλάξουν τη θεραπεία τους προς τη<br />

χρήση ινσουλίνης.<br />

Συνοψίζοντας, η επιμόρφωση των ασθενών<br />

ως προς την αυτο-διαχείριση της νόσου<br />

τους, η οποία επικεντρώνεται στη βελτίωση<br />

της αυτο-επάρκειας, στη διαπραγμάτευση<br />

των διαφορών μεταξύ φύλων και<br />

φυλών ως προς την PIR και στην ενίσχυση<br />

της επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και<br />

ασθενούς, είναι αναγκαία ώστε να μειωθεί<br />

η PIR. Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει<br />

να κατευθυνθεί προς την κατανόηση και<br />

προώθηση των διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων<br />

στην περίθαλψη μεταξύ ασθενών<br />

και των παροχών περίθαλψης και είναι<br />

απαραίτητη για την ανάπτυξη παρεμβάσεων<br />

που θα βοηθήσουν τους ασθενείς<br />

να ξεπεράσουν τους φραγμούς ως προς<br />

την αποδοχή της θεραπείας με ινσουλίνη.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

Support for this study was received from<br />

the National Institute of Nursing Research<br />

(to S.N., principle investigator, 5 F31 NR010450)<br />

and the Sigma Theta Tau National Honor<br />

Society of Nursing, Alpha Eta Chapter.<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

S.N. researched data, wrote the manuscript,<br />

and contributed to the discussion. N.A.S.<br />

contributed to the discussion and reviewed/edited<br />

the manuscript. C.C. contributed to the<br />

discussion and reviewed/edited the manuscript.<br />

L.K. contributed to the discussion and<br />

reviewed/edited the manuscript. S.L.J.<br />

contributed to the discussion, reviewed/edited<br />

the manuscript and served as primary mentor<br />

for the study.<br />

The authors thank the following organizations<br />

and individuals: Oakland Medical Group;<br />

University of California San Francisco,<br />

Diabetes Teaching Center; Marlene Bedrich,<br />

RN, CDE; Anthony Ravinik, MD; James<br />

Saunders, MD; Rod Perry, MD; Hiroshi<br />

Terashima, MD; and Anita Stewart, PhD.<br />

Parts of this study were presented in<br />

abstract form at the 69th Scientific Sessions<br />

of the American Diabetes Association,<br />

New Orleans, Louisiana, 5-9 June 2009.<br />

From the 1. University of California, San<br />

Francisco, School of Nursing, San Francisco,<br />

California; and the 2. University of California,<br />

San Francisco, School of Pharmacy, San<br />

Francisco, California.<br />

Corresponding author: Soohyun Nam,<br />

soohnam@gmail.com.<br />

Received 19 January 2010 and accepted 23<br />

April 2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 30 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc10-0099.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. U.K. Prospective Diabetes Study Group. U.K.<br />

prospective diabetes study 16. Overview of 6<br />

years’ therapy of type II diabetes: a progressive<br />

disease. Diabetes 1995;44:1249-1258<br />

2. Peyrot M, Rubin RR, Lauritzen T, Skovlund SE,<br />

Snoek FJ, Matthews DR, Landgraf R, Kleinebreil<br />

L, InternationalDAWN Advisory Panel. Resistance<br />

to insulin therapy among patients and providers:<br />

results of the cross-national Diabetes Attitudes,<br />

Wishes, and Needs (DAWN) study. Diabetes<br />

Care 2005;28:2673-2679<br />

3. Polonsky WH, Fisher L, Guzman S, Villa-<br />

Caballero L, Edelman SV. Psychological insulin<br />

resistance in patients with type 2 diabetes:<br />

the scope of the problem. Diabetes Care<br />

2005;28:2543-2545<br />

4. Fitzgerald JT, Gruppen LD, Anderson RM, Funnell<br />

MM, Jacober SJ, Grunberger G, Aman LC. The<br />

influence of treatment modality and ethnicity<br />

on attitudes in type 2 diabetes. Diabetes Care<br />

2000;23:313-318<br />

5. Jerant AF, von Friederichs-Fitzwater MM, Moore<br />

M. Patients’ perceived barriers to active selfmanagement<br />

of chronic conditions. Patient<br />

Educ Couns 2005;57:300-307<br />

6. Bayliss EA, Steiner JF, Fernald DH, Crane LA,<br />

Main DS. Descriptions of barriers to self-care<br />

by persons with comorbid chronic diseases.<br />

Ann Fam Med 2003;1:15-21<br />

7. Polonsky WH, Jackson RA. What’s so tough<br />

about taking insulin? Addressing the problem<br />

of psychological insulin resistance in type 2<br />

diabetes. Clinical Diabetes 2004;22:147-150<br />

8. Anderson RM, Fitzgerald JT, Funnell MM, Gruppen<br />

LD. The third version of the Diabetes Attitude<br />

Scale. Diabetes Care 1998;21:1403-1407<br />

9. Fitzgerald JT, Funnell MM, Hess GE, Barr PA,<br />

Anderson RM, Hiss RG, Davis WK. The reliability<br />

and validity of a brief diabetes knowledge test.<br />

Diabetes Care 1998;21:706-710<br />

10. Rapley P, Passmore A, Phillips M. Review of<br />

the psychometric properties of the Diabetes<br />

Self-Efficacy Scale: Australian longitudinal<br />

study. Nurs Health Sci 2003;5:289-297<br />

11. Stewart AL, Nápoles-Springer A, Pérez- Stable<br />

EJ. Interpersonal processes of care in diverse<br />

populations. Milbank Q 1999;77:305-339<br />

12. Petrak F, Stridde E, Leverkus F, Crispin AA,<br />

ForstT, Pfü tzner A. Development and validation<br />

of a new measure to evaluate psychological<br />

resistance to insulin treatment. Diabetes Care<br />

2007;30:2199-2204<br />

13. Polonsky WH, Fisher L, Guzman S, Villa-<br />

Caballero L, Edelman SV. Psychological insulin<br />

resistance in patients with type 2 diabetes:<br />

the scope of the problem. Diabetes Care<br />

2005;28:2543-2545<br />

14. Juutilainen A, Kortelainen S, Lehto S, Rönnemaa<br />

T, Pyörälä K, Laakso M. Gender difference in<br />

the impact of type 2 diabetes on coronary heart<br />

disease risk. <strong>DiabetesCare</strong> 2004;27:2898-2904<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 65


Epidemiology/Health Services Research<br />

original article<br />

Απώλεια Σωματικού Βάρους, Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος<br />

και Μεταβολές στους Καρδιαγγειακούς Βιολογικούς<br />

Δείκτες σε Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />

που Λαμβάνουν Θεραπεία με Ινκρετίνη ή Ινσουλίνη,<br />

σε μια Μεγάλη Βάση Δεδομένων από Ομοειδή Σειρά<br />

Πληθυσμού<br />

Weight Loss, Glycemic Control, and Changes in Cardiovascular Biomarkers in Patients With<br />

Type 2 Diabetes Receiving Incretin Therapies or Insulin in a Large Cohort Database<br />

EDWARD S. HORTON, MD 1 , CHERYL SILBERMAN, PHD 2 , KEITH L. DAVIS, MA 3 , RACHELE BERRIA, MD, MSCI 2<br />

Οεπιπολασμός του σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2<br />

συνεχίζει να αυξάνεται,<br />

όπως και ο αριθμός των<br />

παχύσαρκων ατόμων στις<br />

ΗΠΑ (1). Υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ<br />

των δύο παραπάνω παραγόντων, με το<br />

80-95% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.<br />

Στην πραγματικότητα, οι μελέτες<br />

έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης<br />

σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει αναλογικά<br />

με το δείκτη μάζας σώματος (BMI) (2). Επιπρόσθετα,<br />

η παχυσαρκία επιδεινώνει τις<br />

μεταβολικές διαταραχές του σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 και ειδικότερα την υπεργλυκαιμία,<br />

τη δυσλιπιδαιμία και την αρτηριακή<br />

υπέρταση (3). Τα παχύσαρκα άτομα<br />

βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο<br />

ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου, ενώ ο<br />

κίνδυνος είναι ακόμη υψηλότερος στα άτομα<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που<br />

είναι παχύσαρκα (4). Στα υπέρβαρα και<br />

παχύσαρκα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, η απώλεια σωματικού βάρους<br />

συσχετίζεται με βελτιώσεις των παραγόντων<br />

κινδύνου. Πράγματι, μικρός βαθμός<br />

απώλειας σωματικού βάρους (περίπου<br />

5%) μπορεί να βελτιώσει τη ρύθμιση της<br />

γλυκόζης αίματος στο σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 (5,6). Οι διαχρονικές μελέτες<br />

ομοειδών σειρών πληθυσμών υποδηλώνουν<br />

ότι οι μεταβολές του BMI στους ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αποτελούν<br />

στατιστικά σημαντικούς προγνωστικούς<br />

παράγοντες των μεταβολών της<br />

A1C και της αρτηριακής πίεσης (7), ενώ οι<br />

ασθενείς που σημειώνουν απώλεια σωματικού<br />

βάρους έχουν περισσότερες πιθανότητες<br />

να επιτύχουν τους στόχους για<br />

την A1C και την αρτηριακή πίεση, σε σχέση<br />

με αυτούς που παρουσιάζουν σταθερό<br />

σωματικό βάρος ή αύξηση αυτού (8).<br />

Κατά παρόμοιο τρόπο, οι μελέτες παρέμβασης<br />

στον τρόπο ζωής στους ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν δείξει<br />

ότι η απώλεια σωματικού βάρους βελτιώνει<br />

τη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος,<br />

μειώνει την αρτηριακή πίεση και βελτιώνει<br />

τα επίπεδα λιπιδίων (9), ενώ ακόμη και<br />

μια ελαφρά απώλεια σωματικού βάρους<br />

μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του καρδιαγγειακού<br />

προφίλ κινδύνου (10). Σε<br />

ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2, η σκόπιμη απώλεια σωματικού βάρους<br />

έχει συσχετιστεί με μείωση των καρδιαγγειακών<br />

νοσημάτων και της σχετιζόμενης<br />

με το σακχαρώδη διαβήτη θνησιμότητας<br />

κατά 28% (6). Επιπρόσθετα, η απώλεια<br />

σωματικού βάρους συσχετίζεται με μείωση<br />

του κόστους περίθαλψης που σχετίζεται<br />

με το σακχαρώδη διαβήτη (11).<br />

Η κατάλληλη διατροφή και η σωματική<br />

άσκηση βρίσκονται στην πρώτη γραμμή<br />

της θεραπείας για την προαγωγή της απώλειας<br />

σωματικού βάρους και τη βελτίωση<br />

της γλυκόζης αίματος στο σακχαρώδη διαβήτη<br />

νέας έναρξης, αλλά οι περισσότεροι<br />

ασθενείς θα χρειαστούν αντιδιαβητικά<br />

φάρμακα από το στόμα [oral antidiabetes<br />

drugs: OAD] για τη ρύθμιση της γλυκόζης<br />

αίματος και πολλοί τελικά θα χρειαστεί να<br />

λάβουν θεραπεία με ινσουλίνη. Αν και οι<br />

θεραπείες αυτές είναι δραστικές ως προς<br />

τη μείωση της A1C, οι περισσότερες οδηγούν<br />

σε αύξηση του σωματικού βάρους.<br />

Οι σουλφονυλουρίες, οι θειαζολιδινεδιόνες<br />

και η ινσουλίνη οδηγούν σε αύξηση<br />

σωματικού βάρους της τάξης περίπου των<br />

2 kg για κάθε μείωση της A1C κατά 1%<br />

(12,13). Η μετφορμίνη, αντίθετα με τα αλλά<br />

καθιερωμένα OAD, συχνά συσχετίζεται<br />

με ελαφρά απώλεια σωματικού βάρους.<br />

Οι θεραπείες που βασίζονται στην ινκρετίνη,<br />

όπου συμπεριλαμβάνονται και οι<br />

αγωνιστές υποδοχέων του προσομοιάζοντος<br />

με τη γλυκαγόνη πεπτιδίου [glucagonlike<br />

peptide: GLP-1] και οι αναστολείς της<br />

διπεπτιδυλ-πεπτιδάσης-4 [dipeptidyl<br />

peptidase-4: DPP-4] έχουν πρόσφατα<br />

καταστεί θεραπευτικές επιλογές για την<br />

αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και, αντίθετα με πολλές άλλες<br />

θεραπείες, δεν επάγουν αύξηση σωματικού<br />

βάρους (14). Η θεραπεία με αγωνιστές<br />

υποδοχέων GLP-1 οδηγεί σε απώ-<br />

66<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Horton και συνεργάτες<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Η απώλεια σωματικού βάρους στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 μπορεί να βελτιώσει τη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος, να μειώσει<br />

την αρτηριακή πίεση και να βελτιώσει την δυσλιπιδαιμία. Οι αγωνιστές<br />

των υποδοχέων του προσομοιάζοντος με τη γλυκαγόνη πεπτιδίου [glucagonlike<br />

peptide: GLP-1] συσχετίζονται με απώλεια σωματικού βάρους και έχουν<br />

ειδικά ωφέλιμες επιδράσεις στους καρδιαγγειακούς βιολογικούς δείκτες κινδύνου.<br />

Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες που υποδηλώνουν κατά<br />

πόσον αυτές οι δράσεις υπάρχουν και εκτός των κλινικών μελετών.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Αναλύθηκαν τα ιατρικά αρχεία<br />

από την ερευνητική βάση δεδομένων General Electric Centricity, με αναδρομικό<br />

τρόπο, ώστε να αξιολογηθεί η συσχέτιση μεταξύ απώλειας σωματικού<br />

βάρους και ρύθμισης γλυκόζης αίματος, μεταβολών στην αρτηριακή πίεση<br />

και λιπιδίων, σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που ξεκινούν θεραπεία<br />

με εξενατίδη, σιταγλιπτίνη ή ινσουλίνη. Αξιολογήθηκαν οι αρχικές τιμές<br />

και οι τιμές παρακολούθησης (90 έως 365 ημέρες μετά την αρχική ημερομηνία)<br />

του σωματικού βάρους, της A1C, της γλυκόζης αίματος νηστείας [fasting<br />

blood glucose: FBG), της αρτηριακής πίεσης, των τριγλυκεριδίων και της LDLχοληστερόλης,<br />

της HDL-χοληστερόλης και της ολικής χοληστερόλης.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Ένα σύνολο, αντίστοιχα, 6.280, 5.861 και 32.398 ασθενών<br />

που λάμβαναν εξενατίδη, σιταγλιπτίνη ή ινσουλίνη, συμπεριλήφθηκαν τελικά<br />

στην ανάλυση. Οι ασθενείς που λάμβαναν εξενατίδη απώλεσαν κατά μέσο<br />

όρο ± SD 3,0 ± 7,33 kg, οι ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη απώλεσαν 1,1±5,39<br />

kg και οι ασθενείς που λάμβαναν ινσουλίνη αύξησαν το σωματικό τους βάρος<br />

κατά 0,6±9,46 kg. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ<br />

απώλειας σωματικού βάρους και μείωσης της Α1C και της FΒG μόνο με την<br />

εξενατίδη, καθώς και μείωση της αρτηριακής πίεσης για όλες τις θεραπείες.<br />

Η απώλεια σωματικού βάρους συσχετιζόταν με κάποιες βελτιώσεις στα λιπίδια<br />

κυρίως στην ομάδα των αγωνιστών υποδοχέων GLP-1 με μικρές συσχετίσεις<br />

μόνο στην ομάδα της ινσουλίνης.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η μείωση σωματικού βάρους με τους αγωνιστές υποδοχέων<br />

GLP-1 συσχετίστηκε με μια μετατροπή των καρδιαγγειακών παραγόντων<br />

κινδύνου προς πιο ευνοϊκό προφίλ. Απαιτούνται μελέτες των εκβάσεων ώστε<br />

να προσδιοριστεί κατά πόσον η βελτίωση των βιολογικών δεικτών μεταφράζεται<br />

και σε μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, στους ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2.<br />

Diabetes Care 33: 1759-1765, 2010<br />

λεια σωματικού βάρους στους περισσότερους<br />

ασθενείς. Σε ελεγχόμενες κλινικές<br />

μελέτες, η μέση απώλεια σωματικού<br />

βάρους ήταν περίπου 2 kg, κάτι που γενικά<br />

διατηρείται ή συνεχίζει να εξελίσσεται<br />

με τη μακροχρόνια θεραπεία (15). Τα<br />

φάρμακα αυτά έχουν μια φυσιολογική<br />

δράση παρόμοια με αυτή του ενδογενούς<br />

GLP-1, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης<br />

της εξαρτώμενης από τη γλυκόζη<br />

έκκρισης ινσουλίνης και της καταστολής<br />

μιας ακατάλληλα υψηλής έκκρισης γλυκαγόνης.<br />

Σε υψηλές συγκεντρώσεις, επιβραδύνουν<br />

επίσης τη γαστρική κένωση<br />

και μειώνουν την πρόσληψη τροφής (16).<br />

Αναστέλλοντας το DPP-4, το οποίο είναι<br />

ένα ένζυμο που αποδομεί το GLP-1, οι<br />

αναστολείς DPP-4 έχουν δράσεις παρόμοιες<br />

με αυτές των αγωνιστών υποδοχέων<br />

GLP-1. Επίσης, ενισχύουν την εξαρτώμενη<br />

από τη γλυκόζη έκκρισης ινσουλίνης<br />

και καταστέλλουν τη γλυκαγόνη, αλλά<br />

δεν καθυστερούν τη γαστρική κένωση<br />

ούτε μειώνουν την πρόσληψη τροφής.<br />

Στις ελεγχόμενες κλινικές μελέτες, η δράση<br />

της σιταγλιπτίνης επί του σωματικού<br />

βάρους ήταν ουδέτερη (17,18).<br />

Τα δεδομένα από κλινικές μελέτες με την<br />

εξενατίδη, που είναι ένας αγωνιστής υποδοχέων<br />

GLP-1, δείχνουν ότι αυτή διαθέτει<br />

ωφέλιμες δυνητικά δράσεις στους βιολογικούς<br />

δείκτες καρδιαγγειακού κινδύνου,<br />

σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2, συμπεριλαμβανομένης και της μείωσης<br />

της αρτηριακής πίεσης και της βελτίωσης<br />

της δυσλιπιδαιμίας (19). Ωστόσο, υπάρχουν<br />

περιορισμένες πληροφορίες ως προς<br />

το κατά πόσο αυτές οι δράσεις διατηρούνται<br />

και εκτός των σχετικά ελεγχόμενων<br />

κλινικών μελετών. Επιπρόσθετα, δεν είναι<br />

ξεκάθαρο κατά πόσο οι δράσεις επί της<br />

αρτηριακής πίεσης και των λιπιδίων οφείλονται<br />

στην απώλεια σωματικού βάρους<br />

η οποία εμφανίζεται με τους αγωνιστές<br />

των υποδοχέων GLP-1. Κατά συνέπεια, αξιολογήσαμε<br />

ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 που ξεκίνησαν ένα φαρμακευτικό<br />

σχήμα βασισμένο στην ινκρετίνη<br />

(αγωνιστές υποδοχέων GLP-1 ή αναστολείς<br />

DPP-4) ή στην ινσουλίνη, ώστε να αναλύσουμε<br />

τη συσχέτιση μεταξύ μεταβολής<br />

σωματικού βάρους και ρύθμισης γλυκόζης<br />

αίματος και βελτίωσης των καρδιαγγειακών<br />

βιολογικών δεικτών κινδύνου, σε<br />

συνθήκες πραγματικής κλινικής πράξης.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Διενεργήθηκε μια αναδρομική ανάλυση<br />

επί εξωτερικών ασθενών, με βάση τους<br />

ηλεκτρονικούς ιατρικούς φακέλους<br />

[electronic medical records: EMR] που<br />

ανακτήθηκαν από την ερευνητική βάση<br />

δεδομένων της General Electric Centricity].<br />

Αυτή η βάση δεδομένων περιέχει πληροφορίες<br />

για πάνω από 540.000 ασθενείς<br />

με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, από 49<br />

πολιτείες, για το χρονικό διάστημα μεταξύ<br />

Ιανουαρίου και Ιανουαρίου 2008.<br />

Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν ενήλικοι<br />

ασθενείς (άνω των 18 ετών) με διάγνωση<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (με βάση τους<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 67


Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Δημογραφικά στοιχεία των ασθενών και<br />

χαρακτηριστικά κατά την έναρξη που παρατηρήθηκαν<br />

μέσα σε 60 ημέρες πριν και 30 ημέρες μετά την<br />

αρχική ημερομηνία<br />

Παράμετρος Εξενατίδη Σιταγλιπτίνη Ινσουλίνη<br />

n 6.280 5.861 32.398<br />

Ηλικία (έτη) 57 ± 11,0 62 ± 11,8 61 ± 13,7<br />

Φύλο (% γυναίκες) 59 49 52<br />

BMI (kg/m2) 38,5 ± 7,94 33,8 ± 7,51 33,6 ± 8,29<br />

Σωματικό βάρος (kg) 110 ± 24,7 97 ± 23,4 96 ± 25,0<br />

Βαθμολογία Charlson 0,52 ± 1,08 0,74 ± 1,29 0,63 ± 1,26<br />

Φάρμακα (%)<br />

Αντιυπερτασικά φάρμακα(s) 54 54 71<br />

Υπολιπιδαιμικά φάρμακα 50 49 55<br />

Σουλφονυλουρίες 24 22 15<br />

Μετφορμίνη 44 40 20<br />

Θειαζολιδινεδιόνες 23 22 13<br />

Κανένα άλλο OAD 41 42 66<br />

1 άλλο OAD 33 36 21<br />

2 άλλα OAD 20 18 11<br />

3 άλλα OAD 6 5 3<br />

≥ 4 άλλα OAD


Horton και συνεργάτες<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Συνολικά, 6,280, 5,861 και 32,398 ασθενείς<br />

που έλαβαν εξενατίδη, η σιταγλιπτίνη,<br />

ή, ινσουλίνη, αντίστοιχα, πληρούσαν<br />

τα κριτήρια ένταξης. Τα δημογραφικά<br />

στοιχεία των ασθενών αυτών κατά την<br />

έναρξη φαίνονται στον Πίνακα 1. Οι τιμές<br />

κατά την έναρξη και κατά την παρακολούθηση<br />

για τους βιολογικούς δείκτες<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου παρουσιάζονται<br />

στον Πίνακα 2. Οι ασθενείς στην ομάδα<br />

της ινσουλίνης είχαν σε στατιστικά<br />

σημαντικό βαθμό υψηλότερη A1C και FBG<br />

κατά την έναρξη από εκείνους που λάμβαναν<br />

εξενατίδη ή σιταγλιπτίνη.<br />

Μεταβολή στο σωματικό βάρος<br />

Οι ασθενείς που έλαβαν εξενατίδη απώλεσαν<br />

κατά μέση τιμή ± SD 3,0 ± 7,33 kg (p<br />


Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 . Ποσοστό ασθενών με μεταβολή σωματικού βάρους ανά<br />

κατηγορία και μέσος όρος μεταβολής στις παραμέτρους<br />

γλυκόζης αίματος και λιπιδίων με βάση την<br />

συγκεκριμένη κατηγορία μεταβολής σωματικού βάρους<br />

(συνέχεια)<br />

Παράμετρος Εξενατίδη Σιταγλιπτίνη Ινσουλίνη<br />

HDL-χοληστερόλη<br />

Κατά την έναρξη (mg/dL) 43 ± 11,6 44 ± 12,4 45 ± 14,3<br />

Κατά την παρακολούθηση (mg/dL) 43 ± 11,3 44 ± 12,1 45 ± 13,9<br />

Ποσοστό % με στοιχεία κατά την<br />

έναρξη και κατά την παρακολούθηση 39 34 25<br />

Ημέρες μεταξύ χρόνου έναρξης και<br />

χρόνου παρακολούθησης 252 ± 82,4 209 ± 79,9 246 ± 84,1<br />

Ολική χοληστερόλη<br />

Κατά την έναρξη (mg/dL) 177 ± 45,7 175 ± 44,7 183 ± 53,0<br />

Κατά την παρακολούθηση (mg/dL) 166 ± 40,7 166 ± 40,2 171 ± 46,5<br />

Ποσοστό % με στοιχεία κατά την<br />

έναρξη και κατά την παρακολούθηση 38 34 25<br />

Ημέρες μεταξύ χρόνου έναρξης και<br />

χρόνου παρακολούθησης 252 ± 82,3 207 ± 78,7 246 ± 84,2<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD εκτός και αν υποδηλώνεται αλλιώς. Παράγοντες<br />

μετατροπής για τις μονάδες του SI (χιλιοστομόρια ανά λίτρο): FBG=0,05551, HDLχοληστερόλη,<br />

LDL-χοληστερόλη, και ολική χοληστερόλ=0,02586, τριγλυκερίδια=0,0113.<br />

χα) (Πίνακας 3). Ωστόσο, για την εξενατίδη,<br />

εμφανίστηκε μια μεγαλύτερη μεταβολή<br />

στην A1C και την FBG σε άτομα που<br />

σημείωσαν απώλεια σωματικού βάρους,<br />

ενώ για τη σιταγλιπτίνη και την ινσουλίνη<br />

σημειώθηκαν μεγαλύτερες μειώσεις στα<br />

άτομα με αύξηση σωματικού βάρους.<br />

Αρτηριακή πίεση<br />

Τόσο η συστολική αρτηριακή πίεση όσο<br />

και η διαστολική αρτηριακή πίεση μειώθηκαν<br />

από την τιμή έναρξης μέχρι το χρόνο<br />

αξιολόγησης κατά την παρακολούθηση,<br />

κατά 2,3 ± 17,6 και 1,2 ± 10,8 mm Hg,<br />

αντίστοιχα, για την εξενατίδη, κατά 1,1 ±<br />

18,2 και 0 , 6 ± 10,8 mm Hg για την σιταγλιπτίνη<br />

και κατά 1,8 ± 21,3 και 1,3 ± 12,5<br />

mm Hg για την ινσουλίνη. Η απώλεια σωματικού<br />

βάρους ήταν σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό συσχετιζόμενη με μείωση<br />

τόσο στη συστολική όσο και στη διαστολική<br />

αρτηριακή πίεση, σε όλες τις ομάδες<br />

θεραπείας (p


Horton και συνεργάτες<br />

Π IΝΑΚΑΣ 3 . Ποσοστό ασθενών με μεταβολή στο σωματικό βάρος κατά κατηγορία και μέση μεταβολή στις<br />

παραμέτρους γλυκόζης αίματος και λιπιδίων με βάση τη συγκεκριμένη κατηγορία μεταβολής<br />

σωματικού βάρους*<br />

Παράμετρος Απώλεια Απώλεια Απώλεια Καμία Αύξηση Αύξηση Αύξηση Τιμή P†<br />

≥5% 3-4% 1-2% μεταβολή 1-2% 3-4% ≥5%<br />

Μεταβολή στο σωματικό βάρος (%)<br />

Εξενατίδη 32,7 15,1 17,3 9,0 12,4 6,6 6,8 NA<br />

Σιταγλιπτίνη 18,7 14,0 20,4 10,9 18,0 9,0 9,0 NA<br />

Ινσουλίνη 17,0 9,0 13,5 8,0 15,9 12,4 24,2 NA<br />

A1C (%)<br />

Εξενατίδη -0,7 -0,5 -0,3 -0,3 -0,3 -0,3 -0,7


Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />

A<br />

Απώλεια σωματικού βάρους<br />

(%) από την τιμή έναρξης<br />

Γ<br />

Απώλεια σωματικού βάρους<br />

(%) από την τιμή έναρξης<br />

Ε<br />

Απώλεια σωματικού βάρους<br />

(%) από την τιμή έναρξης<br />

Ζ<br />

Απώλεια σωματικού βάρους<br />

(%) από την τιμή έναρξης<br />

A1C<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

Συστολική αρτηριακή πίεση<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

Τριγλυκερίδια<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

LDL-χοληστερόλη<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

Εξενατίδη<br />

Σιταγλιπτίνη<br />

Ινσουλίνη<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

Διαστολική αρτηριακή πίεση<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

Ολική χοληστερόλη<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

ΗDL-χοληστερόλη<br />

Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />

Εικόνα 1 - Λόγοι πιθανοτήτων και διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95% της συσχέτισης της απώλειας<br />

σωματικού βάρους (ποσοστό από την τιμή έναρξης) με οποιαδήποτε μείωση (Α) της A1C, (Β) της FBG,<br />

(Γ) της συστολικής αρτηριακής πίεσης, (Δ) της διαστολικής αρτηριακής πίεσης, (Ε) των τριγλυκεριδίων,<br />

(ΣΤ) της ολικής χοληστερόλης, (Ζ) της LDL-χοληστερόλης και (H) των αυξήσεων της HDL-χοληστερόλης,<br />

σε σχέση με την απώλεια σωματικού βάρους μετά από προσαρμογή ως προς τις συμμεταβλητές.* P


Horton και συνεργάτες<br />

τεταρτημόριο μεταβολής σωματικού βάρους,<br />

τα άτομα που σημείωσαν τη μεγαλύτερη<br />

απώλεια είχαν και τη μεγαλύτερη βελτίωση<br />

στην συστολική αρτηριακή πίεση, την<br />

διαστολική αρτηριακή πίεση, την HDL-χοληστερόλη<br />

και τα τριγλυκερίδια (20). Σε 151<br />

ασθενείς που παρακολουθήθηκαν στις<br />

μελέτες επέκτασης ανοιχτού τύπου για την<br />

εξενατίδη για 3,5 έτη και διαστρωματώθηκαν<br />

ανάλογα με το τεταρτημόριο μεταβολής<br />

σωματικού βάρους, τα άτομα που σημείωσαν<br />

τη μεγαλύτερη απώλεια σωματικού<br />

βάρους είχαν και τη μεγαλύτερη βελτίωση<br />

στα τριγλυκερίδια, στην HDL-χοληστερόλη<br />

και στην αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, συνολικά<br />

υπήρξε ελάχιστη συσχέτιση μεταξύ<br />

απώλειας σωματικού βάρους και μεταβολών<br />

στα λιπίδια αίματος. Πρόσφατα, σε μια<br />

μελέτη επέκτασης της εξενατίδης διάρκειας<br />

ενός έτους, χορηγούμενης μία φορά την<br />

εβδομάδα, η μεταβολή σωματικού βάρους<br />

διαπιστώθηκε ότι συσχετιζόταν σε στατιστικά<br />

σημαντικό βαθμό με μειώσεις της<br />

διαστολικής αρτηριακής πίεσης, της LDLχοληστερόλης<br />

και της ολικής χοληστερόλης,<br />

αλλά όχι και των τριγλυκεριδίων και<br />

της συστολικής αρτηριακής πίεσης (21).<br />

Είναι ξεκάθαρο από αυτές τις διάφορες<br />

μελέτες, ότι η απώλεια σωματικού βάρους<br />

που συσχετίζεται με τους αγωνιστές υποδοχέων<br />

του GLP-1 παρέχει ωφέλιμες δράσεις<br />

ως προς τη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος<br />

και των βιολογικών δεικτών καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου. Σχετικά με τις αιτίες για τις διαφορές<br />

στους βιολογικούς δείκτες που βελτιώθηκαν<br />

στα πλαίσια των διαφόρων μελετών<br />

μπορούν μόνο εικασίες να γίνουν, αλλά<br />

οι διαφορές μπορεί να οφείλονται στο μέγεθος<br />

του πληθυσμού που αξιολογήθηκε και<br />

στον τύπο της ανάλυσης. Η παρούσα μελέτη<br />

ήταν μια αναδρομική ανάλυση δεδομένων<br />

που λήφθηκαν από ηλεκτρονικούς<br />

φακέλους ασθενών. Επομένως, αν και έγιναν<br />

προσαρμογές ως προς τις γνωστές μεταβλητές<br />

στα πλαίσια των αναλύσεων παλινδρόμησης,<br />

μπορεί απροσδιόριστοι παράγοντες<br />

να έχουν επιδράσει συγχυτικά στις μετρήσεις<br />

έκβασης. Μόνο οι ασθενείς με επίπεδα<br />

έναρξης και παρακολούθησης των διαφορών<br />

παραμέτρων έκβασης συμπεριλήφθηκαν<br />

σε κάποια ανάλυση, κάτι που μπορεί να<br />

οδηγήσει σε συμπερίληψη ασθενών οι οποίοι<br />

εκ της φύσης τους χρειάζονταν περισσότερη<br />

παρακολούθηση και πιθανώς να<br />

μην ήταν αντιπροσωπευτικοί του συνολικού<br />

πληθυσμού των ασθενών. Ωστόσο, η<br />

ανάλυση αυτή παρέχει πληροφορίες σχετικά<br />

με τις εκβάσεις που εμφανίζονται σε<br />

κλινικές συνθήκες, με μεγάλο αριθμό ασθενών,<br />

ενώ υπάρχουν επίσης πληροφορίες<br />

από συνθήκες πραγματικής κλινικής πράξης,<br />

που είναι πολύτιμες.<br />

Από τις 3 θεραπείες που αξιολογήθηκαν<br />

σε αυτή την ανάλυση, με την εξενατίδη<br />

εμφανίστηκε το ισχυρότερο όφελος ως<br />

προς το σωματικό βάρος, ακολουθούμενο<br />

από αυτό της σιταγλιπτίνης. Προκειμένου<br />

να αξιολογηθούν περαιτέρω οι συνεισφορές<br />

ως προς την απώλεια σωματικού βάρους,<br />

πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχει προγραμματιστεί<br />

εκ των προτέρων (post hoc) μια<br />

ανάλυση παλινδρόμησης του αντίκτυπου<br />

της απώλειας του σωματικού βάρους για<br />

κάθε παράμετρο έκβασης, που συνδύασε<br />

το σύνολο των τριών ομάδων θεραπείας,<br />

αλλά τα δεδομένα της δεν απεικονίζονται.<br />

Στην ανάλυση αυτή παρέμεινε ένα στατιστικά<br />

σημαντικό όφελος ως προς το σωματικό<br />

βάρος, για τις περισσότερες από τις<br />

παραμέτρους έκβασης, ανεξάρτητα από<br />

τη θεραπεία, υποδηλώνοντας τα σημαντικά<br />

οφέλη της απώλειας του σωματικού<br />

βάρους στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2. Επιπρόσθετα, εξαιτίας του<br />

ότι η απώλεια του σωματικού βάρους που<br />

συσχετίζεται με τους αγωνιστές του GLP-1<br />

θα έδινε μεγαλύτερη βελτίωση στους καρδιαγγειακούς<br />

βιολογικούς δείκτες σε σχέση<br />

με αυτή που σχετίζεται με τους αναστολείς<br />

DPP-4, μπορεί έτσι να έχουμε σημαντικές<br />

πληροφορίες σχετικά με το βαθμό απώλειας<br />

σωματικού βάρους που απαιτείται για<br />

να επιτευχθεί κλινικό όφελος. Επιπρόσθετα,<br />

τα φαρμακολογικά επίπεδα του GLP-1<br />

μπορεί να ασκούν ωφέλιμη δράση ανεξάρτητα<br />

από το σωματικό βάρος.<br />

Οι αναδρομικές αναλύσεις από μεγάλες<br />

βάσεις δεδομένων ηλεκτρονικών αρχείων<br />

ασθενών παρέχουν πληροφορίες σχετικά<br />

με την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων,<br />

όταν χρησιμοποιούνται στην κλινική<br />

πράξη, συνδυάζοντας όλους του τύπους<br />

ασθενών. Επιπρόσθετα, τα δεδομένα από<br />

ένα μεγάλο αριθμό ασθενών μπορούν επίσης<br />

να χρησιμοποιηθούν, παρέχοντας μεγέθη<br />

δείγματος που δεν μπορούν εύκολα να<br />

επιτευχθούν σε προοπτικές κλινικές μελέτες.<br />

Ωστόσο, η αναδρομική φύση των αναλύσεων<br />

σε βάσεις δεδομένων περικλείει<br />

ορισμένους περιορισμούς. Προκειμένου να<br />

συμπεριληφθεί ένα μεγάλο δείγμα ασθενών,<br />

δεν κατέστη δυνατόν να ληφθούν τιμές<br />

έναρξης για περισσότερες από 60 ημέρες<br />

πριν ή 30 ημέρες μετά την αρχική ημερομηνία<br />

και οι τιμές παρακολούθησης μπορούσαν<br />

να κυμαίνονται από 90 έως 365<br />

μέρες μετά την αρχική ημερομηνία. Επομένως,<br />

υπάρχει η πιθανότητα ανεπάρκειας<br />

του χρόνου παρακολούθησης για την αξιολόγηση<br />

των εκβάσεων, ιδίως των μεταβολών<br />

στο σωματικό βάρος, που ήταν και η<br />

βασική παράμετρος επάνω στην οποία βασίστηκαν<br />

όλες οι αναλύσεις. Ωστόσο, ο μέσος<br />

αριθμός ημερών παρακολούθησης για το<br />

σωματικό βάρος σε κάθε ομάδα (279, 216<br />

και 266 για την εξενατίδη, τη σιταγλιπτίνη<br />

και την ινσουλίνη, αντίστοιχα) ήταν επαρκής<br />

για την αξιολόγηση των εκβάσεων.<br />

Παρομοίως, το διάστημα μεταξύ έναρξης<br />

και αξιολόγησης παρακολούθησης και για<br />

άλλες παραμέτρους έκβασης ήταν περίπου<br />

οι 8 μήνες. Ένας άλλος περιορισμός στη<br />

χρήση των βάσεων δεδομένων των ηλεκτρονικών<br />

αρχείων ασθενών είναι η αδυναμία<br />

αξιολόγησης της συμμόρφωσης με<br />

τη συνταγογραφημένη θεραπεία, καθώς<br />

και των μεταβολών στη συμμόρφωση που<br />

αφορούσε τα συγχορηγούμενα OAD. Εξαιτίας<br />

του ότι ορισμένοι ασθενείς λάμβαναν<br />

σουλφονυλουρίες και θειαζολιδινεδιόνες,<br />

οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν αύξηση<br />

σωματικού βάρους, η διακοπή τους κατά<br />

τη διάρκεια της παρακολούθησης θα μπορούσε<br />

να έχει επηρεάσει τη μεταβολή του<br />

σωματικού βάρους. Οι αναλύσεις σε μεγάλες<br />

βάσεις δεδομένων υπόκεινται επίσης<br />

σε διακυμάνσεις οι οποίες επάγονται από<br />

τη γλυκόζη αίματος και τα λιπίδια, όταν αυτά<br />

μετριούνται από διαφορετικά εργαστήρια.<br />

Η αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 είναι πολυπαραγοντική, συμπεριλαμβάνοντας<br />

όχι μόνο τη ρύθμιση της γλυκόζης<br />

αίματος αλλά επίσης και τη ρύθμιση<br />

των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.<br />

Ιδανικές είναι οι θεραπείες που ενδεχομένως<br />

επιτυγχάνουν περισσότερους από<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 73


Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />

έναν στόχους, συμπεριλαμβανομένων αυτών<br />

που αφορούν την αρτηριακή πίεση και τα<br />

λιπίδια, καθώς και την A1C, χωρίς αύξηση<br />

στο σωματικό βάρος. Οι αγωνιστές υποδοχέων<br />

του GLP-1, για τους οποίους διαπιστώθηκε<br />

μεγαλύτερη απώλεια σωματικού<br />

βάρους, συσχετίζονταν με μεταβολές προς<br />

ένα πιο ευνοϊκό προφίλ καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για<br />

να προσδιοριστεί κατά πόσο οι μεταβολές<br />

αυτές μεταφράζονται και σε μείωση των<br />

καρδιαγγειακών συμβαμάτων.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

This research was supported by Roche.<br />

Editorial assistance was provided by Susan<br />

Sutch, PharmD, of Evidence Scientific<br />

Solutions, which was funded by Roche.<br />

E.S.H. has research grants from Amylin and<br />

Eli Lilly and serves on advisory boards or is<br />

a consultant for Abbott, AstraZeneca, Bristol<br />

Myers-Squibb, Daiichi-Sankyo, Medtronic,<br />

Merck, Metabasis, Novartis, Roche, Sanofi-<br />

Aventis, Takeda, and Tethys. C.S. is an<br />

employee and R.B. was an employee of<br />

Roche Laboratories at the time of the research<br />

and writing of the manuscript, which is<br />

developing a GLP-1 receptor agonist. K.L.D.<br />

is an employee of RTI, which was paid by<br />

Roche to conduct this research. No other<br />

potential conflicts of interest to this study<br />

were reported.<br />

Parts of this study were presented in abstract<br />

form at the 2009 American Diabetes Association<br />

69th Scientific Sessions in New Orleans,<br />

LA (Diabetes 2009;58:A165) and at the 45th<br />

Annual Meeting of the European Association<br />

for the Study of Diabetes, Vienna, Austria,<br />

29 September-2 October 2009 (Diabetologia<br />

2009;52:S297).<br />

From the 1. Joslin Diabetes Center, Boston,<br />

Massachusetts; 2. Roche Laboratories, Nutley,<br />

New Jersey; and 3. RTI Health Solutions,<br />

Research Triangle Park, North Carolina.<br />

Corresponding author: Edward S. Horton,<br />

edward.horton@joslin.harvard.edu.<br />

Received 6 November 2009 and accepted 20<br />

April 2010. Published ahead of print at<br />

http://care. diabetesjournals.org on 11 May<br />

2010. DOI: 10.2337/dc09-2062.<br />

R.B. is currently affiliated with sanofiaventis,<br />

Bridgewater, New Jersey.<br />

© 2010 by the American Diabetes<br />

Association. Readers may use this article as<br />

long as the work is properly cited, the use is<br />

educational and not for profit, and the work<br />

is not altered. See http://creativecommons.<br />

org/licenses/by-nc-nd/3.0/for details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Cheung BM, Ong KL, Cherny SS, Sham PC, Tso<br />

AW, Lam KS. Diabetesprevalence and therapeutic<br />

target achievement in the United States, 1999<br />

to 2006. Am J Med 2009;122:443-453<br />

2. Narayan KM, Boyle JP, Thompson TJ, Gregg EW,<br />

Williamson DF. Effect of BMI on lifetime risk for<br />

diabetesin the U.S. <strong>DiabetesCare</strong> 2007;30:1562-<br />

1566<br />

3. Maggio CA, Pi-Sunyer FX. The prevention and<br />

treatmentofobesity. Application to type 2 diabetes.<br />

Diabetes Care 1997;20:1744-1766<br />

4. Jonsson S, Hedblad B, Engstro§m G, Nilsson P,<br />

Berglund G, Janzon L. Influence of obesity on<br />

cardiovascular risk. Twentythree-year follow-up<br />

of22,025 men from an urban Swedish population.<br />

Int J Obes Relat Metab Disord 2002;26:1046-<br />

1053<br />

5. Goldstein DJ. Beneficial health effects of modest<br />

weight loss. Int J Obes Relat Metab Disord<br />

1992;16:397-415<br />

6. Williamson DF, Thompson TJ, Thun M, Flanders<br />

D, PamukE, ByersT. Intentional weight loss and<br />

mortality among overweight individuals with<br />

diabetes. Diabetes Care 2000;23:1499-1504<br />

7. Ridderstrâle M, Gudbjörnsdottir S, Eliasson B,<br />

Nilsson PM, Cederholm J, Steering Committee of<br />

the Swedish National Diabetes Register (NDR).<br />

Obesity and cardiovascular risk factors in type 2<br />

diabetes: results from the Swedish National<br />

DiabetesRegister. J Intern Med 2006;259:314-322<br />

8. Feldstein AC, Nichols GA, Smith DH, StevensVJ,<br />

Bachman K, RosalesAG, Perrin N. Weightchange<br />

in diabetes and glycemic and blood pressure<br />

control. Diabetes Care 2008;31:1960-1965<br />

9. Pi-Sunyer X, Blackburn G, Brancati FL, Bray GA,<br />

Bright R, ClarkJM, Curtis JM, Espeland MA, Foreyt<br />

JP, Graves K, Haffner SM, Harrison B, Hill JO,<br />

Horton ES, Jakicic J, Jeffery RW, Johnson KC, Kahn<br />

S, Kelley DE, Kitabchi AE, Knowler WC, Lewis CE,<br />

Maschak-Carey BJ, Montgomery B, Nathan DM,<br />

Patricio J, Peters A, Redmon JB, Reeves RS, Ryan<br />

DH, Safford M, Van Dorsten B, Wadden TA,<br />

Wagenknecht L, Wesche-Thobaben J, Wing RR,<br />

Yanovski SZ. Reduction in weightand cardiovascular<br />

disease risk factors in individuals with type 2<br />

diabetes: one-year results of the look AHEAD<br />

trial. Diabetes Care 2007;30:1374-1383<br />

10. Ratner R, Goldberg R, Haffner S, Marcovina S,<br />

Orchard T, Fowler S, Temprosa M, Diabetes<br />

Prevention Program Research Group. Impact<br />

of intensive lifestyle and metformin therapy on<br />

cardiovascular disease riskfactorsin the diabetes<br />

prevention program. <strong>DiabetesCare</strong> 2005;28:888-<br />

894<br />

11. Yu AP, Wu EQ, Birnbaum HG, Emani S, Fay M,<br />

Pohl G, Wintle M, Yang E, Oglesby A. Short-term<br />

economicimpactofbodyweightchange among<br />

patients with type 2 diabetes treated with<br />

antidiabetic agents: analysis using claims,<br />

laboratory, and medical record data. Curr Med<br />

Res Opin 2007;23:2157-2169<br />

12. Intensive blood-glucose controlwith sulphonylureas<br />

or insulin compared with conventionaltreatment<br />

and risk of complications in patients with type<br />

2 diabetes(UKPDS33). UKProspective Diabetes<br />

Study(UKPDS) Group. Lancet1998;352:837-853<br />

13. UKPDS28: a randomized trialofefficacyofearly<br />

addition of metformin in sulfonylurea-treated<br />

type 2 diabetes. U.K. Prospective DiabetesStudy<br />

Group. Diabetes Care 1998;21:87-92<br />

14. Lovshin JA, Drucker DJ. Incretin-based therapies<br />

for type 2 diabetes mellitus. Nat Rev Endocrinol<br />

2009;5:262-269<br />

15. Buse JB, Klonoff DC, Nielsen LL, Guan X, Bowlus<br />

CL, Holcombe JH, MaggsDG, Wintle ME. Metabolic<br />

effects of two years of exenatide treatment on<br />

diabetes, obesity, and hepatic biomarkers in<br />

patientswith type 2 diabetes: an interim analysis<br />

of data from the open-label, uncontrolled<br />

extension ofthree double-blind, placebocontrolled<br />

trials. Clin Ther 2007;29:139-153<br />

16. Drucker DJ, Nauck MA. The incretin system:<br />

glucagon-like peptide-1 receptor agonists and<br />

dipeptidyl peptidase-4 inhibitors in type 2<br />

diabetes. Lancet 2006;368:1696-1705<br />

17. Goldstein BJ, FeinglosMN, Lunceford JK, Johnson<br />

J, Williams-Herman DE, Sitagliptin 036 StudyGroup.<br />

Effectofinitialcombination therapywith sitagliptin,<br />

a dipeptidylpeptidase-4 inhibitor, and metformin<br />

on glycemiccontrolin patientswith type 2 diabetes.<br />

Diabetes Care 2007;30:1979-1987<br />

18. Aschner P, Kipnes MS, Lunceford JK, Sanchez<br />

M, Mickel C, Williams-Herman DE, Sitagliptin<br />

Study 021 Group. Effect of the dipeptidyl<br />

peptidase-4 inhibitor sitagliptin asmonotherapy<br />

on glycemic control in patients with type 2<br />

diabetes. Diabetes Care 2006;29:2632-2737<br />

19. KlonoffDC, Buse JB, Nielsen LL, Guan X, Bowlus<br />

CL, Holcombe JH, Wintle ME, MaggsDG. Exenatide<br />

effects on diabetes, obesity, cardiovascular<br />

riskfactors and hepatic biomarkers in patients<br />

with type 2 diabetes treated for at least 3 years.<br />

Curr Med Res Opin 2008;24:275-286<br />

20. Blonde L, Klein EJ, Han J, Zhang B, Mac SM,<br />

Poon TH, Taylor KL, Trautmann ME, Kim DD,<br />

Kendall DM. Interim analysis of the effects of<br />

exenatide treatment on A1C, weight and<br />

cardiovascular risk factors over 82 weeks in<br />

314 overweight patients with type 2 diabetes.<br />

Diabetes Obes Metab 2006;8:436-447<br />

21. Bergenstal R, Kim T, Yan P, Darsow T, Walsh B,<br />

Okerson T, Han J. Exenatide once weeklyimproved<br />

cardiometabolic risk factors in subjects with<br />

type 2 diabetes during one year of treatment.<br />

Diabetes 2009;58:A165<br />

74<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Epidemiology/Health Services Research<br />

original article<br />

Αριθμός Γεννήσεων και Συσχέτιση<br />

με το Σακχαρώδη Διαβήτη σε Ηλικιωμένες Γυναίκες<br />

Parity and the Association With Diabetes in Older Women<br />

ANGELA G. FOWLER-BROWN, MD 1 , IAN H. DE BOER, MD 2 , JANET M. CATOV, PHD 3 , MERCEDES R. CARNETHON, PHD 4 ,<br />

ARUNA KAMINENI, MS 5 , LEWIS H. KULLER, MDΜ 6 , DAVID S. SISCOVICK, MD 7 , KENNETH J. MUKAMAL, MD 1<br />

Ηεγκυμοσύνη είναι μια κατάσταση<br />

που λαμβάνει χώρα<br />

σε περιορισμένο χρονικό<br />

διάστημα, ωστόσο υπάρχουν<br />

ενδείξεις ότι η γέννηση<br />

παιδιών θα μπορούσε να έχει μακροχρόνιο<br />

αντίκτυπο στην υγεία των γυναικών.<br />

Οι εντυπωσιακές μεταβολές της φυσιολογίας<br />

και του μεταβολισμού που συσχετίζονται<br />

με την κατάσταση της κύησης<br />

έχουν πυροδοτήσει ερωτήματα σχετικά<br />

με τη συσχέτιση της γέννησης παιδιών<br />

και του επακόλουθου κινδύνου για παθολογικές<br />

καταστάσεις, μεταξύ των οποίων<br />

και ο σακχαρώδης διαβήτης.<br />

Η κύηση επάγει μια κατάσταση αντίστασης<br />

στην ινσουλίνη στους περιφερικούς<br />

ιστούς της γυναίκας . Στις προδιατεθειμένες<br />

γυναίκες χωρίς σακχαρώδη διαβήτη,<br />

η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να<br />

είναι τόσο σοβαρή ώστε να προκαλέσει<br />

το διαβήτη της κύησης. Γενικά θεωρείται<br />

ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη που συσχετίζεται<br />

με την κύηση υποχωρεί μετά τον<br />

τοκετό, αλλά ελαφρές μεταβολικές μεταβολές<br />

θα μπορούσαν να επιμένουν, οδηγώντας<br />

σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης<br />

σακχαρώδη διαβήτη στο μέλλον.<br />

Οι ερευνητές που εξέτασαν τη συσχέτιση<br />

μεταξύ αριθμού γεννήσεων και κινδύνου<br />

σακχαρώδη διαβήτη έχουν φτάσει<br />

σε αντικρουόμενα συμπεράσματα.<br />

Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει<br />

συσχέτιση μεταξύ υψηλού αριθμού<br />

γεννήσεων και αυξημένου κινδύνου για<br />

μελλοντικό σακχαρώδη διαβήτη (1-5).<br />

Ωστόσο, άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι<br />

δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για<br />

σακχαρώδη διαβήτη που να συσχετίζεται<br />

με τη γέννηση παιδιών (1,6). Εν όψει<br />

αυτών των αντικρουόμενων στοιχείων,<br />

ορισμένοι ερευνητές έχουν προτείνει ότι<br />

η συσχέτιση του αυξημένου αριθμού γεννήσεων<br />

με τον υψηλότερο κίνδυνο σακχαρώδη<br />

διαβήτη, η οποία παρατηρήθηκε<br />

σε ορισμένες μελέτες, επηρεάστηκε<br />

από συγχυτική δράση παραγόντων ή διαμεσολαβείται<br />

από άλλους παράγοντες,<br />

όπως είναι το σωματικό βάρος και η κοινωνικο-οικονομική<br />

κατάσταση (6). Ο σκοπός<br />

της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει<br />

τη συσχέτιση μεταξύ αριθμού<br />

γεννήσεων και σακχαρώδη διαβήτη σε<br />

ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες και εμφανίζουν<br />

τον υψηλότερο επιπολασμό σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Υποθέσαμε ότι ο μεγαλύτερος<br />

αριθμός γεννήσεων θα συσχετιζόταν<br />

θετικά με τον επιπολασμό σακχαρώδη<br />

διαβήτη σε ηλικιωμένες γυναίκες. Μελετήσαμε<br />

την επίδραση πιθανών συγχυτικων<br />

παραγόντων, όπως το μορφωτικό<br />

επίπεδο, η φυλή και η πρόσληψη οινοπνευματωδών,<br />

σε σχέση με την υποτιθέμενη<br />

συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />

και σακχαρώδη διαβήτη, ενώ<br />

εξετάσαμε και πιθανούς διαμεσολαβητικούς<br />

παράγοντες για αυτή τη συσχέτιση,<br />

όπως ο δείκτης μάζας σώματος (BMI)<br />

και η περίμετρος μέσης. Τέλος, ελέγξαμε<br />

την επίδραση του αριθμού γεννήσεων<br />

σε βιοχημικούς δείκτες ομοιόστασης<br />

της γλυκόζης, όπως είναι η γλυκόζη<br />

νηστείας ορού και τα επίπεδα ινσουλίνης,<br />

καθώς και το ομοιοστατικό μοντέλο<br />

αξιολόγησης της αντίστασης στην<br />

ινσουλίνη [homeostasis model assessment<br />

of insulin resistance: HOMA-IR] στα άτομα<br />

χωρίς σακχαρώδη διαβήτη.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Η «μελέτη καρδιαγγειακής υγείας» [The<br />

Cardiovascular Health Study: CHS] είναι<br />

μια μελέτη που χρηματοδοτείται από το<br />

«εθνικό ινστιτούτο καρδιάς, πνευμόνων<br />

και αίματος» [National Heart, Lung, and<br />

Blood Institute] των εθνικών ινστιτούτων<br />

υγείας [National Institutes of Health), η<br />

οποία βασίζεται στον πληθυσμό και είναι<br />

διαχρονική αφορώντας ενήλικους ηλικίας<br />

≥65 ετών (7). Ένας πλήρης κατάλογος των<br />

βασικών ερευνητών της CHS και των ιδρυμάτων<br />

που συμμετέχουν μπορεί να βρεθεί<br />

στη διαδικτυακή θέση http://www.chsnhlbi.org/pi.htm.<br />

Ο κύριος σκοπός της<br />

μελέτης αυτής είναι να αξιολογήσει την<br />

έναρξη και την πορεία στεφανιαίας νόσου<br />

και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.<br />

Οι συμμετέχοντες παραπέμπονται από<br />

καταλόγους καταλληλότητας του ασφαλιστικού<br />

ταμείου Medicare, σε τέσσερις<br />

κοινότητες των ΗΠΑ: Forsyth County -<br />

North Carolina, Sacramento County -<br />

California, Washington County - Maryland<br />

και Pittsburgh - Pennsylvania. Η CHS αρχικά<br />

ενέταξε 5.201 άντρες και γυναίκες<br />

μεταξύ 1989 και 1990. Στην πορεία, προστέθηκαν<br />

άλλες 687 γυναίκες μαύρης<br />

φυλής, μεταξύ 1992-1993. Οι συμμετέχουσες<br />

υποβάλλονταν σε εκτεταμένες<br />

αντικειμενικές και εργαστηριακές αξιολογήσεις<br />

κατά την έναρξη. Ακολούθως,<br />

χρησιμοποιούνταν εξαμηνιαίες συνεντεύξεις<br />

διά ζώσης ή διά τηλεφώνου, ώστε να<br />

επιβεβαιωθεί και να αναφερθεί η εμφάνιση<br />

συμβαμάτων που αφορούσαν τις<br />

εκβάσεις. Για τις δικές μας αναλύσεις,<br />

συμπεριλήφθηκαν μόνο οι γυναίκες συμ-<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 75


Parity and Diabetes<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Να εξεταστεί η συσχέτιση του αριθμού των γεννήσεων με το σακχαρώδη<br />

διαβήτη και τους δείκτες ομοιόστασης της γλυκόζης, σε ηλικιωμένες<br />

γυναίκες.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα από<br />

γυναίκες συμμετέχουσες στην «μελέτη καρδιαγγειακής υγείας» [Cardiovascular<br />

Health Study], που αφορούσε μια διαχρονική σειρά ομοειδούς πληθυσμού<br />

ενηλίκων ηλικίας άνω των 65 ετών. Τα δεδομένα αυτά συμπεριλάμβαναν μια<br />

αξιολόγηση του αριθμού γεννήσεων (κατά την έναρξη) και μέτρηση των επιπέδων<br />

γλυκόζης νηστείας του ορού της ινσουλίνης και της χρήσης φαρμάκων<br />

(κατά την έναρξη και κατά την παρακολούθηση). Υπολογίσαμε τόσο τη συγχρονική<br />

συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων με την ύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη<br />

κατά την έναρξη, όσο και τη συσχέτιση του αριθμού των γεννήσεων με<br />

τη νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Σε μη προσαρμοσμένες αναλύσεις, οι γυναίκες με μεγάλο<br />

αριθμό γεννήσεων (≥5 γεννήσεις ζώντων νεογνών) είχαν υψηλότερο επιπολασμό<br />

σακχαρώδη διαβήτη κατά την έναρξη, σε σύγκριση με όσες είχαν λιγότερες<br />

γεννήσεις ή με αυτές που δεν είχαν ποτέ γεννήσει (25 έναντι 12 έναντι<br />

15%, με P


Fowler-Brown και συνεργάτες<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Χαρακτηριστικά κατά την έναρξη των γυναικών που εντάχθηκαν στην CHS<br />

Σύνολο Καμία 1-2 γεννήσεις 3-4 γεννήσεις ≥5 γεννήσεις<br />

γέννηση ζώντων ζώντων ζώντων<br />

3.211 568 1.444 887 312<br />

Ηλικία (έτη) 72,5 ± 5,4 73,7 ± 5,9 72,9 ± 5,5 71,2 ± 4,7 71,8 ± 5,3<br />

Μαύρη φυλή 500 (15,6) 118 (20,8) 197 (13,6) 97 (10,9) 88 (28,2)<br />

Εκπαίδευση κατώτερη του Γυμνασίου 921 (28,7) 161 (28,4) 383 (26,5) 222 (25,0) 155 (49,7)<br />

Τρέχουσα καπνίστρια 404 (12,6) 73 (12,9) 184 (12,7) 112 (12,6) 35 (11,2)<br />

Μη πότης 1,791 (55,8) 317 (55,8) 788 (54,6) 464 (52,3) 222 (71,2)<br />

BMI (kg/m 2 ) 26,8 ± 5,3 26,6 ± 5,4 26,4 ± 5,2 27,0 ± 5,2 28,5 ± 5,5<br />

Περίμετρος μέσης (cm) 92,0 ± 14,4 92,0 ± 14,7 90,9 ± 14,2 92,3 ± 13,7 96,8 ± 15,5<br />

Ανάστημα (cm) 158,8 ± 6,2 158,4 ± 6,7 158,5 ± 6,2 159,5 ± 5,9 159,1 ± 6,4<br />

BMI ηλικία 50 έτη (kg/m 2 ) 25,3 ± 3,0 25,3 ± 3,1 25,1 ± 3,0 25,2 ± 3,0 26,2 ± 3,1<br />

C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (mg/l) 4,8 ± 7,6 5,0 ± 8,0 4,7 ± 7,0 4,7 ± 8,5 5,1 ± 6,9<br />

Σακχαρώδης σακχαρώδη διαβήτης 450 (14,0) 86 (15,1) 175 (12,1) 111 (12,5) 78 (25,0)<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD ή n (%).<br />

Στατιστική ανάλυση<br />

Χρησιμοποιήσαμε περιγραφική στατιστική<br />

για να περιγράψουμε τα δημογραφικά<br />

χαρακτηριστικά των συμμετεχουσών<br />

κατά την έναρξη. Προκειμένου να αξιολογηθεί<br />

η συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />

και επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη,<br />

εκτιμήσαμε τα ποσοστά των<br />

επιπολασμών χρησιμοποιώντας γενικά<br />

μοντέλα, με λογαριθμική σύνδεση και<br />

κατανομή Poisson (10). Τα μοντέλα που<br />

χρησιμοποιούσαν διώνυμη σύνδεση<br />

[binomial link] έδωσαν παρόμοιες εστιακές<br />

εκτιμήσεις και διαστήματα εμπιστοσύνης<br />

αλλά δεν συνέκλιναν μεταξύ τους<br />

σε όλες τις περιπτώσεις. Προκειμένου να<br />

αξιολογηθεί η συσχέτιση μεταξύ αριθμού<br />

γεννήσεων και νέας εμφάνισης σακχαρώδη<br />

διαβήτη στις γυναίκες χωρίς σακχαρώδη<br />

διαβήτη κατά την έναρξη,<br />

χρησιμοποιήσαμε τα μοντέλα αναλογικών<br />

κινδύνων κατά Cox, ώστε να εκτιμήσουμε<br />

τους λόγους κινδύνου που σχετίζονταν<br />

με τον αριθμό γεννήσεων.<br />

Τόσο για την έκβαση της νέας εμφάνισης<br />

σακχαρώδη διαβήτη όσο και για αυτή του<br />

επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη, εξετάσαμε<br />

τη συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />

και εκβάσεων, μέσα από πολυπαραγοντικά<br />

διαδοχικά προσαρμοζόμενα<br />

μοντέλα. Τα αρχικά πολυπαραγοντικά<br />

μοντέλα πραγματοποίησαν έλεγχο ως<br />

προς την ηλικία και τη φυλή. Τα επόμενα<br />

μοντέλα έκαναν προσαρμογή ως προς<br />

αρκετούς πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες<br />

συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας,<br />

της φυλής, του εισοδήματος (3 κατηγορίες)<br />

του μορφωτικού επιπέδου (άνω του<br />

Γυμνασίου, Γυμνασίου ή κάτω του Γυμνασίου),<br />

της οικογενειακής κατάστασης<br />

(έγγαμη, άγαμη, χήρα ή διαζευγμένη) του<br />

αναστήματος (εκατοστά), του καπνίσματος<br />

(καπνίστρια. ποτέ καπνίστρια ή πρώην<br />

καπνίστρια), το κέντρο της μελέτης και<br />

την πρόσληψη οινοπνευματωδών (χρήστης/μη<br />

χρήστης). Τα τελικά μοντέλα περιείχαν<br />

όλες τις παραπάνω αναφερόμενες μεταβλητές<br />

με πιθανή συγχυτική δράση και<br />

επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε προσαρμογή<br />

ως προς ανθρωπομετρικά στοιχεία<br />

του σώματος, ως πιθανών διαμεσολαβητικών<br />

παραγόντων (ΒΜΙ κατά την<br />

έναρξη, υπολογιζόμενος από τη μέτρηση<br />

του σωματικού βάρους και του αναστήματος,<br />

ανάστημα και μέτρηση περιμέτρου<br />

μέσης και αναφορά του ΒΜΙ κατά<br />

την ηλικία των 50 ετών από την ίδια τη<br />

συμμετέχουσα). Εξαιτίας της απώλειας<br />

ορισμένων δεδομένων, ο ΒΜΙ κατά την<br />

ηλικία των 50 ετών υπολογίστηκε με βάση<br />

την ηλικία, τη φυλή και τον αρχικό ΒΜΙ<br />

σε 128 γυναίκες). Σε αυτά τα τελικά μοντέλα,<br />

αξιολογήσαμε το βαθμό διαμεσολαβητικής<br />

δράσης, χρησιμοποιώντας, τη<br />

μακροεντολή SAS mediate macro (11).<br />

Διενεργήσαμε επίσης πολυπαραγοντική<br />

ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης, για<br />

να εξετάσουμε κατά πόσο ο αριθμός γεννήσεων<br />

συσχετιζόταν με την αρχική γλυκόζη<br />

ορού νηστείας, τα επίπεδα ινσουλίνης<br />

και το HOMA-IR μόνο μεταξύ εκείνων<br />

με σακχαρώδη διαβήτη κατά την έναρξη.<br />

Εξαιτίας του ότι η ινσουλίνη και το HOMA-<br />

IR ήταν μετατοπισμένα προς τα δεξιά,<br />

όπως αναμενόταν, πραγματοποιήθηκε σε<br />

αμφότερες τις τιμές λογαριθμική μετατροπή<br />

για να βελτιωθεί η ύπαρξη κανονικότητας<br />

της κατανομής.<br />

Όλες οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />

μέσο του στατιστικού λογισμικού SAS<br />

(έκδοση 9.2).<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Τα χαρακτηριστικά έναρξης του δείγματός<br />

μας παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.<br />

Η ηλικία έναρξης στο δείγμα μας ήταν τα<br />

72,5 έτη. Οι γυναίκες με μεγάλο αριθμό<br />

γεννήσεων (≥5 γεννήσεις ζώντων τέκνων)<br />

είχαν περισσότερες πιθανότητες να ανήκουν<br />

στη μαύρη φυλή, να έχουν μεγαλύτερο<br />

ΒΜΙ και περίμετρο μέσης κατά την<br />

έναρξη, να μην καταναλώνουν οινοπνευματώδη<br />

και να μην έχουν αποφοιτήσει<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 77


Parity and Diabetes<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 . Πολυπαραγοντικά μοντέλα αριθμού γεννήσεων<br />

και επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη<br />

Μοντέλο 1: Μοντέλο 2: Μοντέλο 3:<br />

ηλικία πιθανοί συγχυτικοί όλοι οι πιθανοί<br />

και φυλή παράγοντες* συγχυτικοί<br />

παράγοντες και<br />

ανθρωπομετρικά<br />

δεδομένα †<br />

Σύνολο<br />

Καμία γέννηση 1,0 1,0 1,0<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων 0,85 (0,67-1,08) 0,85 (0,66-1,09) 0,87 (0,65-1,06)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων 0,91 (0,70-1,19) 0,90 (0,68-1,18) 0,88 (0,63-1,08)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων 1,57 (1,20-2,06) 1,33 (1,00-1,77) 1,21 (0,86-1,49)<br />

Μαύρη φυλή<br />

Καμία γέννηση 1,0 1,0 1,0<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων 0,78 (0,51-1,18) 0,81 (0,54-1,23) 0,86 (0,58-1,29)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων 0,93 (0,58-1,49) 0,91 (0,56-1,50) 1,02 (0,64-1,64)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων 1,64 (1,10-2,45) 1,54 (1,02-2,32) 1,43 (0,98-2,10)<br />

Λευκή φυλή<br />

Καμία γέννηση 1,0 1,0 1,0<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων 0,88 (0,66-1,18) 0,86 (0,62-1,19) 0,88 (0,64-1,20)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων 0,92 (0,67-1,26) 0,89 (0,63-1,26) 0,84 (0,60-1,18)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων 1,50 (1,03-2,17) 1,20 (0,81-1,78) 1,06 (0,72-1,57)<br />

Τα δεδομένα είναι λόγων επιπολασμών (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%).<br />

Γενικευμένα γραμμικά μοντέλα με λογαριθμική σύνδεση και κατανομής Poisson όπως<br />

παρουσιάζεται. *Μοντέλο 2: ηλικία, φυλή, οικογενειακή κατάσταση (4), εισόδημα (3),<br />

μορφωτικό επίπεδο (3), ανάστημα (σε εκατοστά), οινοπνευματώδη ναι/όχι, ιατρείο<br />

(4) και κάπνισμα (3). †Μοντέλο 3: επίσης για BMI, BMI στην ηλικία των 50 ετών και<br />

περίμετρο μέσης.<br />

και πλέον δεν ήταν στατιστικά σημαντική<br />

η διαφορά. Ο βαθμός μείωσης ήταν<br />

ελαφρώς μικρότερος εάν γινόταν προσαρμογή<br />

μόνο για το ΒΜΙ όπως αυτός αναφερόταν<br />

για την ηλικία των 50 ετών, παρά<br />

όταν συμπεριλαμβανόταν και η μέτρηση<br />

του ΒΜΙ (λόγος επιπολασμών 1,27 [διάστημα<br />

εμπιστοσύνης επ. 95%, 0,96 -1,68]),<br />

γεγονός συμβατό με το μεγαλύτερο βαθμό<br />

σφάλματος κατά τη μέτρηση στην αναφορά<br />

του ΒΜΙ από μνήμης. Συγκρίνοντας<br />

τα γενικευμένα εξισωτικά μοντέλα εκτίμησης<br />

με και χωρίς προσαρμογή ως προς<br />

τα ανθρωπομετρικά στοιχεία, οι παράγοντες<br />

αυτοί μπορούσαν να εξηγήσουν το<br />

44% (2-86%, με P = 0,04) της προσαρμοσμένης<br />

συσχέτισης του μεγάλου αριθμού<br />

μετρήσεων με τον επιπολασμό σακχαρώδη<br />

διαβήτη.<br />

Παρατηρήσαμε παρόμοιες συσχετίσεις<br />

μεταξύ αριθμού γεννήσεων και επιπολασμού<br />

σακχαρώδη διαβήτη μεταξύ της<br />

μαύρης και της λευκής φυλής (Πίνακας<br />

2). Αν και η συσχέτιση του μεγάλου αριθμού<br />

γεννήσεων με τον επιπολασμό σακχαρώδη<br />

διαβήτη ήταν αριθμητικά ισχυρότερη<br />

στις γυναίκες μαύρης φυλής, οι<br />

όροι αλληλεπίδρασης για τη φυλή με το<br />

μεγάλο αριθμό γεννήσεων δεν ήταν στατιστικά<br />

σημαντικοί, ακόμη και στα μοντέλα<br />

που συμπεριλάμβαναν τα ανθρωπομετρικά<br />

στοιχεία (P>0,16).<br />

από το Γυμνάσιο. Σε μη προσαρμοσμένες<br />

αναλύσεις, ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν<br />

σημαντικά πιο πιθανός σε γυναίκες με<br />

μεγάλο αριθμό γεννήσεων (25%) σε σύγκριση<br />

με γυναίκες με λιγότερες γεννήσεις<br />

(12%) ή με όσες δεν είχαν γεννήσει ποτέ<br />

(15%; P< 0,001).<br />

Αριθμός γεννήσεων<br />

και επιπολασμός<br />

σακχαρώδη διαβήτη<br />

Στα μοντέλα παλινδρόμησης με έλεγχο<br />

ως προς την ηλικία και τη φυλή παρατηρήσαμε<br />

μια αύξηση στον επιπολασμό του<br />

σακχαρώδη διαβήτη που συσχετιζόταν<br />

με μεγάλο αριθμό γεννήσεων, σε σύγκριση<br />

με τις γυναίκες που δεν είχαν γεννήσει<br />

ποτέ (Πίνακας 2). Μικρότερος βαθμός<br />

αριθμών γεννήσεων δεν συσχετιζόταν<br />

με τον επιπολασμό του σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Μετά την προσθήκη των δημογραφικών<br />

και κλινικών παραγόντων (συμπεριλαμβανομένων<br />

των μετρήσεων της κοινωνικο-οικονομικής<br />

κατάστασης) στο<br />

μοντέλο, η παρατηρούμενη αύξηση στον<br />

επιπολασμό σακχαρώδη διαβήτη που<br />

συσχετιζόταν με το μεγάλο αριθμό γεννήσεων<br />

μειώθηκε στο 33%, αλλά παρέμεινε<br />

στατιστικά σημαντική. Στο τελικό<br />

μοντέλο, στο οποίο έγινε έλεγχος ως προς<br />

ανθρωπομετρικά στοιχεία του σώματος,<br />

ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη<br />

που συσχετιζόταν με το μεγάλο αριθμό<br />

γεννήσεων ήταν κατά 21% υψηλότερος<br />

σε σχέση με την ομάδα αναφοράς, των<br />

γυναικών που δεν είχαν ποτέ γεννήσει<br />

Αριθμός γεννήσεων<br />

και μεταβολικοί δείκτες<br />

Η μη προσαρμοσμένη ανάλυση υποδηλώνει<br />

μια ελαφρά τάση προς την πλευρά<br />

της αυξημένης ινσουλίνης νηστείας HOMA-<br />

IR, σε συσχέτιση με το μεγάλο αριθμό<br />

γεννήσεων, ενώ η γλυκόζη νηστείας δε<br />

συσχετίστηκε σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό με τον αριθμό γεννήσεων (Πίνακας<br />

4). Στα πολυπαραγοντικά μοντέλα,<br />

μετά από προσαρμογή ως προς την ηλικία,<br />

τη φυλή, την οικογενειακή κατάσταση,<br />

το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο,<br />

το ανάστημα, τη χρήση οινοπνευματωδών,<br />

το κέντρο της μελέτης και το κάπνισμα,<br />

επίσης δεν παρατηρήθηκε καμία<br />

συσχέτιση με τη γλυκόζη νηστείας, αλλά<br />

μια τάση προς αυξημένη ινσουλίνη και<br />

HOMA-IR στις υψηλότερες κατηγορίες του<br />

78<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Fowler-Brown και συνεργάτες<br />

αριθμού γεννήσεων (Ptrend = 0,01 για<br />

την ινσουλίνη και 0,02 για την HOMA-IR).<br />

Σε αναλύσεις διαστρωματωμένες ως προς<br />

τη φυλή, δεν υπήρξε καμία αλληλεπίδραση<br />

μεταξύ αριθμού γεννήσεων και φυλής<br />

και γλυκόζης νηστείας (P=0,3). Οι ενδιάμεσοι<br />

βαθμοί αριθμού γεννήσεων φαινόταν<br />

ότι είχαν ισχυρότερο αντίκτυπο στην<br />

ινσουλίνη και τον HOMA-IR στις γυναίκες<br />

της μαύρης φυλής σε σχέση με τις γυναίκες<br />

της λευκής φυλής, ενώ το αντίστροφο<br />

ίσχυε για το μεγάλο αριθμό γεννήσεων<br />

(Πίνακας 4). Οι όροι αλληλεπίδρασης<br />

του αριθμού γεννήσεων (οριζόμενοι με<br />

κατηγορικό τρόπο) και της φυλής ήταν<br />

στατιστικά σημαντικοί στα προσαρμοσμένα<br />

μοντέλα όταν ως έκβαση τέθηκε ο<br />

λογάριθμος της ινσουλίνης και ο λογάριθμος<br />

του HOMA-IR (P=0,02 για αμφότερους).<br />

Όταν ελέγξαμε ειδικά τον ορό<br />

αλληλεπίδρασης μεταξύ φυλής και μεγάλου<br />

αριθμού γεννήσεων, οι τιμές του P<br />

για την τροποποίηση του αποτελέσματος<br />

ανάλογα με τη φυλή ήταν 0,90, 0,06 και<br />

0,09 για τη γλυκόζη, το λογάριθμο της<br />

ινσουλίνης και το λογάριθμο του HOMA-<br />

IR, αντίστοιχα. Οι εμφανείς διαφορές ανάλογα<br />

με τη φυλή στη συσχέτιση μεταξύ<br />

αριθμού γεννήσεων και αντίστασης στην<br />

ινσουλίνη δεν ήταν σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό διαφορετικές με βάση τις<br />

αναλύσεις που προσαρμόστηκαν περαιτέρω<br />

ως προς τα ανθρωπομετρικά στοιχεία<br />

(τα δεδομένα δεν απεικονίζονται).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Η παρούσα μελέτη, μεταξύ των πρώτων<br />

που διενεργήθηκαν σε πληθυσμιακό δείγμα<br />

ηλικιωμένων γυναικών, βοηθά στην<br />

αποκρυπτογράφηση της συσχέτισης μεταξύ<br />

αριθμού γεννήσεων και σακχαρώδη<br />

διαβήτη στις ηλικιωμένες γυναίκες. Διαπιστώσαμε<br />

ότι ο μεγάλος αριθμός γεννήσεων<br />

(≥5 γεννήσεις ζώντων τέκνων)<br />

δεν συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο<br />

επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη στις<br />

αναλύσεις που προσαρμόστηκαν ως προς<br />

την ηλικία και τη φυλή. Η συσχέτιση αυτή<br />

μειώθηκε, αλλά συνέχισε να είναι στατιστικά<br />

σημαντική, μετά από προσαρμογή<br />

ως προς δημογραφικούς και κλινικούς<br />

παράγοντες. Όταν προστέθηκαν και οι<br />

Π IΝΑΚΑΣ 3 . Πολυπαραγοντικά μοντέλα αριθμού γεννήσεων<br />

και νέας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη<br />

Νέος Μοντέλο 1: Μοντέλο 2:<br />

σακχαρώδης ηλικία και φυλή πιθανοί συγχυτικοί<br />

διαβήτης<br />

παράγοντες*<br />

Καμία γέννηση 33 1,0 1,0<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων 99 1,09 (0,73-1,62) 0,96 (0,63-1,47)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων 60 0,95 (0,62-1,46) 0,86 (0,54-1,35)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων 23 1,23 (0,72-2,10) 0,95 (0,54-1,67)<br />

Τα δεδομένα είναι n ή HR (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%). Χρησιμοποιήθηκαν<br />

αναλογικά μοντέλα κινδύνου κατά Cox.*Μοντέλο 2: ηλικία, φυλή, οικογενειακή κατάσταση<br />

(4), εισόδημα (3), μορφωτικό επίπεδο (3), ανάστημα (σε εκατοστά), οινοπνευματώδη<br />

ναι/όχι, ιατρείο (4) και κάπνισμα (3).<br />

ανθρωπομετρικές μετρήσεις στα μοντέλα,<br />

το μέγεθος της συσχέτισης μειώθηκε<br />

περαιτέρω και κατέστη πλέον μη στατιστικά<br />

σημαντικό. Επομένως, η συσχέτιση<br />

του μεγάλου αριθμού γεννήσεων με τον<br />

αυξημένο επιπολασμό σακχαρώδη διαβήτη<br />

φαίνεται ότι επηρεάζεται με συγχυτικό<br />

τρόπο ή διαμεσολαβείται σε μεγάλο<br />

μέρος, από διακυμάνσεις των<br />

κοινωνικο-δημογραφικών παραγόντων<br />

και από το υψηλότερο βάρος σώματος<br />

που συσχετίζεται με το μεγάλο αριθμό<br />

γεννήσεων. Ο αριθμός γεννήσεων μικρότερου<br />

βαθμού δε συσχετιζόταν με τον<br />

επιπολασμό σακχαρώδη διαβήτη σε ηλικιωμένες<br />

γυναίκες. Επιπρόσθετα, δεν<br />

παρατηρήσαμε οποιαδήποτε στατιστικά<br />

σημαντική συσχέτιση του αριθμού γεννήσεων<br />

του σακχαρώδη διαβήτη μεταξύ<br />

μαύρης και λευκής φυλής.<br />

Από την άλλη πλευρά, στις γυναίκες που<br />

δεν εμφάνισαν σακχαρώδη διαβήτη στη<br />

μεγαλύτερη ηλικία, ο αριθμός των γεννήσεων<br />

δεν συσχετίστηκε με νέα εμφάνιση<br />

σακχαρώδη διαβήτη ούτε με τη γλυκόζη<br />

νηστείας μεταξύ όσων δεν έπασχαν<br />

από σακχαρώδη διαβήτη. Ωστόσο, υπήρξε<br />

μια στατιστικά σημαντική, αλλά μικρή<br />

σε μέγεθος, συσχέτιση του αριθμού γεννήσεων<br />

και της ινσουλίνης νηστείας και<br />

του HOMA-IR κατά την έναρξη, σε γυναίκες<br />

που δεν έπασχαν από σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Τα δεδομένα της παρούσας<br />

μελέτης είναι γενικά συνεπή με την υπόθεση<br />

ότι ο αριθμός γεννήσεων φαίνεται<br />

ότι διαδραματίζει κάποιο διαρκή ρόλο<br />

στην ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη κατά<br />

τη μέση ηλικία. αλλά η δράση αυτή μειώνεται<br />

στις ηλικιωμένες γυναίκες που<br />

έχουν παραμείνει μη πάσχουσες από<br />

σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Προγενέστερες μελέτες που είχαν εξετάσει<br />

τη συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />

και σακχαρώδη διαβήτη είχαν<br />

φτάσει σε αντικρουόμενα συμπεράσματα.<br />

Ορισμένες είχαν διαπιστώσει ότι ο<br />

αριθμός γεννήσεων, ιδιαίτερα στα υψηλότερα<br />

επίπεδά του, συσχετίζεται με<br />

αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Για παράδειγμα, οι Nicholson και<br />

συνεργάτες (5) ανέλυσαν μια σειρά γυναικών<br />

μέσης ηλικίας μαύρης και λευκής<br />

φυλής και διαπίστωσαν ότι όσες είχαν<br />

γεννήσει ≥5 παιδιά είχαν διπλάσιο κίνδυνο<br />

για νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη<br />

σε μη προσαρμοσμένες αναλύσεις<br />

(λόγος κινδύνων [HR] 2,10 [διάστημα εμπιστοσύνης<br />

επ. 95% 1,73-2,53]). Στη μελέτη<br />

εκείνη ο αυξημένες κίνδυνος σακχαρώδους<br />

διαβήτη μειωνόταν, αλλά παρέμενε<br />

μετά από την προσαρμογή ως προς διάφορους<br />

παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων<br />

των κοινωνικο-δημογραφικών και<br />

των ανθρωπομετρικών (προσαρμοσμένος<br />

HR 1,27 [1,02-1,57]). Σε συνέπεια με<br />

τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, μια<br />

προγενέστερη που εξέτασε τη συσχέτιση<br />

μεταξύ αριθμού γεννήσεων και ομοι-<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 79


Parity and Diabetes<br />

Π IΝΑΚΑΣ 4 . Αριθμός γεννήσεων και μεταβολικοί δείκτες μεταξύ<br />

των ατόμων χωρίς σακχαρώδη διαβήτη<br />

Μη προσαρμοσμένες μετρήσεις των μεταβολικών δεικτών<br />

κατά την έναρξη ανάλογα με τον αριθμό γεννήσεων<br />

Γλυκόζη νηστείας Log (ινσουλίνη Log (HOMA-IR)<br />

(mg/dl) νηστείας) (mU/l)<br />

Καμία γέννηση 98,9 ± 10,1 2,5 ± 0,4 1,1 ± 0,5<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων 98,4 ± 9,9 2,5 ± 0,5 1,1 ± 0,5<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων 98,5 ± 9,4 2,5 ± 0,5 1,1 ± 0,5<br />

≥ 5 γεννήσεις ζώντων 99,4 ± 10,7 2,6 ± 0,5 1,2 ± 0,5<br />

Μη προσαρμοσμένες μετρήσεις των μεταβολικών δεικτών<br />

κατά την έναρξη ανάλογα με τη φυλή*<br />

Γλυκόζη νηστείας Ινσουλίνη HOMA-IR<br />

(mg/dl) νηστείας (mU/l)<br />

Όλες οι φυλές<br />

Καμία γέννηση Αναφορά Αναφορά Αναφορά<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων -0,6 (0,6) 0,01 (0,03) 0,00 (0,03)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων -0,3 (0,6) 0,05 (0,03) 0,04 (0,03)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων 0,2 (0,8) 0,06 (0,04) 0,07 (0,04)<br />

Μαύρη φυλή<br />

Καμία γέννηση Αναφορά Αναφορά Αναφορά<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων 1,7 (1,5) 0,15 (0,07) 0,17 (0,08)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων 0,2 (1,8) 0,10 (0,09) 0,10 (0,10)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων 1,3 (2,1) 0,03 (0,10) 0,04 (0,11)<br />

Λευκή φυλή<br />

Καμία γέννηση Αναφορά Αναφορά Αναφορά<br />

1-2 γεννήσεις ζώντων -1,0 (0,6) -0,02 (0,03) -0,03 (0,03)<br />

3-4 γεννήσεις ζώντων -0,5 (0,7) 0,03 (0,03) 0,02 (0,03)<br />

≥5 γεννήσεις ζώντων -0,1 (0,9) 0,07 (0,04) 0,07 (0,05)<br />

Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD ή συντελεστές β (SEM). *Πολυπαραγοντική γραμμική<br />

παλινδρόμηση: τα μοντέλα περιλαμβάνουν ηλικία, φυλή, οικογενειακή κατάσταση<br />

(4), εισόδημα (3), μορφωτικό επίπεδο (3), ανάστημα (σε εκατοστά), οινοπνευματώδη<br />

ναι/όχι, ιατρείο (4) και κάπνισμα (3).<br />

όστασης της γλυκόζης σε γυναίκες μέσης<br />

έως μεγαλύτερης ηλικίας, διαπίστωσε<br />

ότι μετά την προσαρμογή ως προς συμμεταβλητές,<br />

κάθε κύηση συσχετιζόταν<br />

με αυξημένη ινσουλίνη νηστείας και μειωμένη<br />

ευαισθησία στην ινσουλίνη, μεταβολές<br />

οι οποίες δεν εξηγούνταν από τη<br />

παχυσαρκία και από τις μετρήσεις της<br />

σύστασης του σώματος (12). Η μελέτη<br />

αυτή πρότεινε ότι οι μεταβολές στην ευαισθησία<br />

στην ινσουλίνη που σχετίζονται<br />

με τον αριθμό γεννήσεων επιμένουν για<br />

πολλά χρόνια μετά τη γέννηση τέκνων.<br />

Ωστόσο, άλλες μελέτες δεν έχουν δείξει<br />

παρόμοιες δράσεις. Για παράδειγμα, οι<br />

Manson και συνεργάτες (6) εξέτασαν μια<br />

σειρά περισσότερων από 120.000 νοσηλευτριών,<br />

ηλικίας 30-55 ετών κατά την<br />

έναρξη. Παρόμοια και με τα δικά μας<br />

ευρήματα, οι μη προσαρμοσμένες αναλύσεις<br />

τους έδειχναν ότι οι γυναίκες με<br />

μεγάλο αριθμό γεννήσεων (που ορίστηκε<br />

στη μελέτη εκείνη ως ≥6 γεννήσεις<br />

ζώντων νεογνών) είχαν κατά 50% υψηλότερο<br />

κίνδυνο νέας εμφάνισης σακχαρώδη<br />

διαβήτη σε διάστημα 12 ετών παρακολούθησης.<br />

Ωστόσο, μετά την προσαρμογή<br />

ως προς την ηλικία και το ΒΜΙ, δεν<br />

παρατηρήθηκε καμία στατιστικά σημαντική<br />

συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />

και νέας εμφάνισης σακχαρώδη<br />

διαβήτη. Τα αποτελέσματα εκείνα είναι<br />

συμβατά με τα δικά μας ως προς τη σύνδεση<br />

των υψηλών επιπέδων αριθμού γεννήσεων<br />

με το σακχαρώδη διαβήτη στη<br />

μέση ηλικία, καθώς και με το εύρημα ότι<br />

οι επιδράσεις του υψηλού αριθμού γεννήσεων<br />

σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με<br />

τον αντίκτυπο που υπάρχει για το σωματικό<br />

βάρος κατά τη μέση ηλικία. Σε συνδυασμό,<br />

τα ευρήματα της παρούσας μελέτης<br />

και αυτά των προγενέστερων τονίζουν<br />

τη σημασία της διαχείρισης του σωματικού<br />

βάρους ειδικά στις γυναίκες με πολλαπλές<br />

γεννήσεις.<br />

Η παρούσα μελέτη διαθέτει αρκετά πλεονεκτήματα,<br />

συμπεριλαμβανομένης και<br />

της ανάλυσης ενός μεγάλου δείγματος<br />

που περιλάμβανε δύο φυλές. Επίσης,<br />

πραγματοποιήσαμε πρότυπες μετρήσεις<br />

αρκετών δυνητικά συγχυτικών ή διαμεσολαβητικών<br />

παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης<br />

της άμεσης μέτρησης του<br />

σωματικού βάρους και της περιμέτρου<br />

μέσης, κάτι που μας επέτρεψε να εξετάσουμε<br />

το μηχανισμό της συσχέτισης<br />

των παραγόντων που μας ενδιέφεραν.<br />

Ωστόσο, θα πρέπει να λογαριαστούν επίσης<br />

και μερικά μειονεκτήματα. Καταρχήν,<br />

ορισμένες πληροφορίες που θα μπορούσαν<br />

να είναι χρήσιμες στην ερμηνεία<br />

των αποτελεσμάτων, όπως το ιστορικό<br />

διαβήτη της κύησης, δεν υπήρχαν διαθέσιμες.<br />

Επίσης, τα αποτελέσματα της<br />

παρούσας μελέτης μπορεί να μην μπορούν<br />

να γενικευθούν σε άλλες φυλές<br />

και εθνικότητες, όπως οι γηγενείς αμερικανοί<br />

ή οι αμερικανοί ασιατικής καταγωγής<br />

(13,14) και μπορεί η παρούσα μελέτη<br />

να διαθέτει περιορισμένη ισχύ για να<br />

ανιχνεύσει διαφορές μεταξύ μαύρης και<br />

λευκής φυλής. Ακόμη, είχαμε περιορισμένο<br />

αριθμό περιπτώσεων νέας εμφάνισης<br />

σακχαρώδη διαβήτη, ιδίως σε γυναίκες<br />

με μεγάλο αριθμό γεννήσεων, εκ<br />

των οποίων το 25% ήδη εμφάνιζε σακχαρώδη<br />

διαβήτη κατά την έναρξη, γεγονός<br />

που περιορίζει την ισχύ της ανίχνευ-<br />

80<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Fowler-Brown και συνεργάτες<br />

σης μιας μικρής δράσης του μεγάλου<br />

αριθμού γεννήσεων επί της νέας εμφάνισης<br />

σακχαρώδη διαβήτη. Τέλος, εξαιτίας<br />

του ότι η παρούσα ανάλυση εξέτασε<br />

τη συσχέτιση μεταξύ μιας έκθεσης<br />

που συμβαίνει σε σχετικά πρώιμο στάδια<br />

της ζωής με εκβάσεις πολύ αργότερα,<br />

τα αποτελέσματα της μπορεί να επηρεάζονται<br />

από συστηματικό σφάλμα εκ<br />

της επιβίωσης [survivor bias]. Ανάλογα,<br />

σύμφωνα με αυτό, η εκλεκτική επιβίωση<br />

γυναικών μέχρι τη μεγαλύτερη ηλικία<br />

μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της<br />

μετρούμενης συσχέτισης του αριθμού<br />

μετρήσεων με απώτερες εκβάσεις του<br />

σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Συνοψίζοντας, ο μεγάλος αριθμός γεννήσεων,<br />

αλλά όχι και οι μικρότεροι βαθμοί,<br />

συσχετίζεται με τον επιπολασμό<br />

του σακχαρώδη διαβήτη σε ηλικιωμένες<br />

γυναίκες. Μεγάλο ποσοστό του υψηλότερου<br />

επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη<br />

που συσχετίζεται με τον αριθμό<br />

γεννήσεων στο παρελθόν φαίνεται ότι<br />

διαμεσολαβείται (ή επηρεάζεται με συγχυτικό<br />

τρόπο) από το μεγαλύτερο ΒΜΙ<br />

που σχετίζεται με το μεγάλο αριθμό<br />

γεννήσεων. Το εύρημα αυτό αποτελεί<br />

και μια ευκαιρία επιμόρφωσης και παρέμβασης<br />

σε σχέση με τον έλεγχο του σωματικού<br />

βάρους, σε γυναίκες με μεγάλο<br />

αριθμό γεννήσεων, ώστε να μειωθεί ο<br />

επιπολασμός σακχαρώδη διαβήτη. Σε<br />

μη διαβητικές γυναίκες που έχουν φτάσει<br />

στη μεγαλύτερη ηλικία, ο υψηλότερος<br />

αριθμός γεννήσεων δε συσχετίζεται<br />

με αυξημένο κίνδυνος ανάπτυξης<br />

σακχαρώδη διαβήτη, αλλά τείνει να<br />

συσχετίζεται με μικρές αυξήσεις στην<br />

ινσουλίνη νηστείας και στο HOMA-IR.<br />

Θα πρέπει να διενεργηθούν επιπρόσθετες<br />

διαχρονικές μελέτες που να έχουν<br />

σχεδιαστεί ειδικά ώστε να μελετήσουν<br />

τις μακροχρόνιες συστηματικές δράσεις<br />

της γέννησης παιδιών και που θα<br />

πρέπει να συμπεριλάβουν πολλαπλές<br />

διαχρονικές μετρήσεις των σχετιζόμενων<br />

με το σακχαρώδη διαβήτη παραγόντων<br />

στη πάροδο του χρόνου, ώστε<br />

να κατανοηθεί καλύτερα η αλληλεπίδραση<br />

των παραγόντων κινδύνου στην<br />

πάροδο του χρόνου.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

This research was supported by the National<br />

Institute on Aging (grant AG-023629).<br />

Additional support was provided through<br />

the National Institute on Aging (grants R01<br />

AG-15928, R01-AG-20098, and AG-027058),<br />

the National Heart, Lung and Blood Institute<br />

(grant R01-HL-075366), and the University<br />

of Pittsburgh Claude D. Pepper Older<br />

Americans Independence Center (grant<br />

P30-AG-024827). C.H.S. was supported by<br />

the National Heart, Lung and Blood Institute<br />

(contract N01-HC-85079 through N01-HC-<br />

85086, N01-HC-35129, N01-HC-15103, N01-<br />

HC-55222, N01-HC-75150, and N01-HC-45133<br />

and grant U01- HL-080295) with additional<br />

contribution from the National Institute of<br />

Neurological Disorders and Stroke.<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

From the 1. Division of General Medicine and<br />

Primary Care, Beth Israel Deaconess Medical<br />

Center, Harvard Medical School, Boston,<br />

Massachusetts; the 2. Division of Nephrology,<br />

University of Washington, Seattle, Washington;<br />

the 3. Department of Obstetrics, Gynecology<br />

and Reproductive Sciences, University of<br />

Pittsburgh, Pittsburgh, Pennsylvania; the 4.<br />

Department of Preventive Medicine, Feinberg<br />

School of Medicine, Northwestern University,<br />

Chicago, Illinois; the 5. Department of<br />

Biostatistics, University of Washington, Seattle,<br />

Washington; the 6. Department of<br />

Epidemiology, University of Pittsburgh,<br />

Pittsburgh, Pennsylvania; and the<br />

7Cardiovascular Health Research Unit,<br />

Departments of Medicine and Epidemiology,<br />

University of Washington, Seattle, Washington.<br />

Corresponding author: Angela G. Fowler-Brown,<br />

afowler@bidmc.harvard.edu.<br />

Received 25 January 2010 and accepted 20<br />

April 2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 27 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc10-0015.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Gunderson EP, Lewis CE, Tsai AL, Chiang V,<br />

Carnethon M, Quesenberry CP Jr, Sidney S. A<br />

20-year prospective study of childbearing and<br />

incidence of diabetes in young women, controlling<br />

for glycemia before conception: the Coronary<br />

Artery Risk Development in Young Adults<br />

(CARDIA) Study. Diabetes 2007;56:2990-2996<br />

2. Beral V. Long term effects of childbearing on<br />

health. J Epidemiol Community Health 1985;39:343-<br />

346<br />

3. Green A, Beral V, Moser K. Mortality in women<br />

in relation to their childbearing history. BMJ<br />

1988;297:391-395<br />

4. Ness RB, Harris T, Cobb J, Flegal KM, Kelsey JL,<br />

Balanger A, Stunkard AJ, D’Agostino RB. Number<br />

of pregnancies and the subsequent risk of<br />

cardiovascular disease. N EnglJ Med 1993;328:1528-<br />

1533<br />

5. Nicholson WK, Asao K, Brancati F, Coresh J,<br />

Pankow JS, Powe NR. Parity and risk of type 2<br />

diabetes: the Atherosclerosis Riskin Communities<br />

Study. Diabetes Care 2006;29:2349-2354<br />

6. Manson JE, Rimm EB, Colditz GA, Stampfer<br />

MJ, Willett WC, Arky RA, Rosner B, Hennekens<br />

CH, Speizer FE. Parity and incidence of noninsulin-dependent<br />

diabetes mellitus. Am J<br />

Med 1992;93:13-18<br />

7. Fried LP, Borhani NO, Enright P, Furberg CD,<br />

Gardin JM, Kronmal RA, Kuller LH, Manolio TA,<br />

MittelmarkMB, Newman A, et al. The Cardiovascular<br />

Health Study: design and rationale. Ann Epidemiol<br />

1991;1:263-276<br />

8. Psaty BM, Lee M, Savage PJ, Rutan GH, German<br />

PS, Lyles M. Assessing the use of medications<br />

in the elderly: methods and initial experience<br />

in the Cardiovascular Health Study. The Cardiovascular<br />

Health Study Collaborative Research Group. J<br />

Clin Epidemiol 1992;45:683-692<br />

9. Cushman M, Cornell ES, Howard PR, Bovill EG,<br />

Tracy RP. Laboratory methods and quality<br />

assurance in the Cardiovascular Health Study.<br />

Clin Chem 1995;41:264-270<br />

10. Spiegelman D, HertzmarkE. EasySAScalculations<br />

for risk or prevalence ratios and differences.<br />

Am J Epidemiol 2005;162:199-200<br />

11. Hertzmark E, Pazaris M, Spiegelman D: The<br />

SAS MEDIATE macro, [article online], 2009.<br />

Available from http://www.hsph.<br />

harvard.edu/faculty/spiegelman/mediate/mediate.p<br />

df. Accessed 21 September 2009<br />

12. Kritz-Silverstein D, Barrett-Connor E, Wingard<br />

DL, Friedlander NJ. Relation of pregnancy<br />

history to insulin levels in older, nondiabetic<br />

women. Am J Epidemiol 1994;140:375-382<br />

13. Hanley AJ, McKeown-Eyssen G, Harris SB,<br />

Hegele RA, Wolever TM, Kwan J, Zinman B.<br />

Association of parity with riskof type 2 diabetes<br />

and related metabolic disorders. Diabetes<br />

Care 2002;25:690 - 695<br />

14. Charles MA, Pettitt DJ, McCance DR, Hanson<br />

RL, Bennett PH, Knowler WC. Gravidity,<br />

obesity, and non-insulin-dependent diabetes<br />

among Pima Indian women. Am J Med<br />

1994;97:250-255<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 81


Epidemiology/Health Services Research<br />

original article<br />

Επιπολασμός και Κλινική Έκβαση<br />

της Υπεργλυκαιμίας κατά την Περιεγχειρητική Περίοδο<br />

μη Καρδιοχειρουργικών Επεμβάσεων<br />

Prevalence and Clinical Outcome of Hyperglycemia in the Perioperative Period<br />

in Noncardiac Surgery<br />

ANNA FRISCH, PHD, MD 1 , PRAKASH CHANDRA, MD, MS 1 , DAWN SMILEY, MD 1 , LIMIN PENG, PHD 2 , MONICA RIZZO, MD 3 ,<br />

CHELSEA GATCLIFFE, BS 1 , MEGAN HUDSON, BS 1 , JOSE MENDOZA, BS 1 , RACHEL JOHNSON, BS 1 , ERICA LIN, BS 1 ,<br />

GUILLERMO E. UMPIERREZ, MD 1<br />

Οι ασθενείς με σακχαρώδη<br />

διαβήτη είναι πιο πιθανό<br />

να υποβληθούν σε χειρουργική<br />

επέμβαση, σε<br />

σχέση με ασθενείς χωρίς<br />

τη νόσο (1,2). Η επέμβαση στους διαβητικούς<br />

ασθενείς συσχετίζεται με μεγαλύτερη<br />

διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο,<br />

υψηλότερη χρήση πόρων περίθαλψης<br />

και μεγαλύτερη περιεγχειρητική θνησιμότητα,<br />

σε σχέση με τα άτομα που δεν<br />

πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη (1-3).<br />

Η υψηλότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα<br />

των διαβητικών ασθενών σχετίζεται εν<br />

μέρει με την αυξημένη επίπτωση καταστάσεων<br />

συνοσηρότητας, συμπεριλαμβανομένης<br />

της στεφανιαίας νόσου, της αρτηριακής<br />

υπέρτασης και της νεφρικής<br />

ανεπάρκειας (4,5), καθώς και των ανεπιθύμητων<br />

δράσεων της υπεργλυκαιμίας<br />

επί της κλινικής έκβασης (6-8). Τα στοιχεία<br />

από περιγραφικές μελέτες δείχνουν<br />

ότι σε χειρουργικούς ασθενείς, με ή χωρίς<br />

σακχαρώδη διαβήτη, η βελτίωση της ρύθμισης<br />

γλυκόζης αίματος επηρεάζει θετικά<br />

τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα<br />

(9,10). Τα ισχυρότερα στοιχεία υπέρ αυτού<br />

προέρχονται από συνθήκες καρδιοχειρουργικών<br />

επεμβάσεων σε ασθενείς με<br />

κρίσιμη νόσο, που εισάγονται σε μονάδα<br />

εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ). Σε τέτοιες<br />

συνθήκες, η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία<br />

συσχετίζεται με αυξημένο ποσοστό<br />

λοιμώξεων του στερνικού χειρουργικού<br />

τραύματος και νοσοκομειακών επιπλοκών<br />

και με υψηλότερη θνησιμότητα (11,12),<br />

ενώ η βελτίωση της ρύθμισης της γλυκόζης<br />

αίματος μειώνει το ποσοστό μετεγχειρητικών<br />

επιπλοκών, τη διάρκεια παραμονής<br />

στο νοσοκομείο και τη θνησιμότητα<br />

(8,12,13). Παρομοίως, η ανάπτυξη περιεγχειρητικής<br />

υπεργλυκαιμίας έχει επίσης<br />

δειχθεί ότι είναι ευαίσθητος προγνωστικός<br />

παράγοντας για νοσοκομειακή λοίμωξη,<br />

σύμφωνα με μικρές περιγραφικές μελέτες<br />

σε γενικούς χειρουργικούς ασθενείς<br />

(9,10,14). Ωστόσο, λίγες μελέτες έχουν<br />

αναφέρει στοιχεία ως προς τη συσχέτιση<br />

μεταξύ επιπέδων γλυκόζης αίματος και<br />

νοσοκομειακής θνησιμότητας σε γενικούς<br />

χειρουργικούς ασθενείς, ενώ δεν είναι<br />

γνωστό εάν η σοβαρότητα της υπεργλυκαιμίας<br />

και ο χρόνος εμφάνισης αυτής<br />

πριν ή κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής<br />

περιόδου οδηγούν σε αυξημένη θνησιμότητα<br />

και σε αυξημένες νοσοκομειακές<br />

επιπλοκές. Ανάλογα, ο σκοπός της<br />

μελέτης αυτής ήταν να προσδιορίσει 1) τη<br />

συσχέτιση μεταξύ περιεγχειρητικής υπεργλυκαιμίας<br />

και σακχαρώδη διαβήτη με την<br />

κλινική έκβαση (διάρκεια παραμονής στο<br />

νοσοκομείο, ανάγκη για περίθαλψη σε<br />

ΜΕΘ, λοιμώδεις επιπλοκές, οξεία νεφρική<br />

ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια και<br />

έμφραγμα μυοκαρδίου) και 2) τον αντίκτυπο<br />

της περιεγχειρητικής υπεργλυκαιμίας<br />

μετά από προσαρμογή ως προς γνωστούς<br />

προγνωστικούς παράγοντες σε<br />

ασθενείς που υποβάλλονται σε γενικές<br />

μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Υποθέσαμε<br />

ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται<br />

σε γενική χειρουργική επέμβαση και εμφανίζουν<br />

περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία θα<br />

σημειώσουν περισσότερες νοσοκομειακές<br />

επιπλοκές και υψηλότερη θνησιμότητα,<br />

σε σύγκριση με τους ασθενείς που<br />

έχουν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν οι ιατρικοί<br />

φάκελοι όλων των ασθενών που υποβλήθηκαν<br />

σε ενδονοσοκομειακή μη καρδιοχειρουργική<br />

επέμβαση στο νοσοκομείο<br />

Emory University Hospital, το οποίο είναι<br />

ένα τριτοβάθμιο πανεπιστημιακό κέντρο<br />

στην Atlanta -Georgia, μεταξύ 1 Ιανουαρίου<br />

2007 και 30 Ιουνίου 2007. Ο κατάλογος<br />

των ασθενών λήφθηκε από τα ηλεκτρονικά<br />

ιατρικά αρχεία των χειρουργικών<br />

αιθουσών. Συμπεριλάβαμε ασθενείς γενικών<br />

χειρουργικών, νευροχειρουργικών,<br />

χειρουργικών ογκολογίας, ορθοπεδικών,<br />

αγγειοχειρουργικών, θωρακοχειρουργικών,<br />

ουρολογικών, ωτορινολαρυγγολογικών<br />

(εξαιρουμένων όσων υποβάλλονταν<br />

σε αμυγδαλεκτομή) και γυναικολογικών<br />

επεμβάσεων. Σε ασθενείς που υποβλήθηκαν<br />

σε περισσότερες από μία χειρουργικές<br />

επεμβάσεις, συμπεριλήφθηκε μόνο<br />

η πρώτη. Εξαιρέθηκαν οι ασθενείς που<br />

υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση<br />

ως εξωτερικοί ασθενείς ή είχαν διάρκεια<br />

ενδονοσοκομειακής παραμονής [length<br />

of stay: LOS] < 24ωρών ή υποβάλλονταν<br />

σε ελάχιστα επεμβατικές διαδικασίες,<br />

όπως είναι οι ενδοσκοπικές επεμβάσεις<br />

ή οι οφθαλμολογικές επεμβάσεις. Η μελέ-<br />

82<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Frisch και συνεργάτες<br />

ΣΚΟΠΟΣ - Η υπεργλυκαιμία εντός του νοσοκομείου, σε άτομα με ή χωρίς σακχαρώδη<br />

διαβήτη, έχει προσδιοριστεί ως δείκτης φτωχής κλινικής έκβασης<br />

στους καρδιοχειρουργικούς ασθενείς. Ωστόσο, δεν είναι γνωστός ο αντίκτυπος<br />

της περιεγχειρητικής υπεργλυκαιμίας επί της κλινικής έκβασης σε ασθενείς<br />

που υποβάλλονται σε γενικές και μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Η παρούσα ήταν μια περιγραφική<br />

μελέτη με σκοπό να προσδιορίσει τη συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων γλυκόζης<br />

αίματος πριν και μετά από την επέμβαση και της διάρκειας παραμονής<br />

στο νοσοκομείο [hospital length of stay: LOS), των επιπλοκών και της θνησιμότητας,<br />

σε 3.184 μη καρδιοχειρουργικούς ασθενείς που εισήχθησαν διαδοχικά<br />

στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Emory University Hospital (Atlanta,<br />

GA) μεταξύ 1 Ιανουαρίου 2007 και 30 Ιουνίου 2007.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Η συνολική θνησιμότητα των 30 ημερών ήταν 2,3%, με τα<br />

άτομα που δεν επιβίωσαν να έχουν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό υψηλότερα<br />

επίπεδα γλυκόζης αίματος πριν και μετά την επέμβαση (αμφότερα τα P<<br />

0,01) σε σχέση με τα άτομα που επιβίωσαν. Η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία<br />

συσχετίστηκε με αυξημένη LOS εντός του νοσοκομείου και εντός της μονάδας<br />

εντατικής θεραπείας (P < 0,001), καθώς και με υψηλό αριθμό μετεγχειρητικών<br />

περιπτώσεων πνευμονίας (P< 0,001), συστηματικής λοίμωξης του<br />

αίματος (P< 0,001), λοίμωξης του ουροποιητικού (P< 0,001), οξείας νεφρικής<br />

ανεπάρκειας (P=0,005) και οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου (P=0,005).<br />

Στις πολυπαραγοντικές αναλύσεις (με διόρθωση ως προς ηλικία, φύλο, φυλή<br />

και σοβαρότητα της επέμβασης), ο κίνδυνος θάνατος αυξανόταν αναλογικά<br />

με τα περιεγχειρητικά επίπεδα γλυκόζης. Ωστόσο, η συσχέτιση αυτή ήταν στατιστικά<br />

σημαντική μόνο για τους ασθενείς χωρίς ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη<br />

(P= 0,008) σε σύγκριση με τους ασθενείς με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη<br />

(P= 0,748).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία συσχετίζεται με αυξημένη<br />

LOS, νοσοκομειακές επιπλοκές και θνησιμότητα μετά από μια μη καρδιοχειρουργική<br />

γενική χειρουργική επέμβαση. Απαιτούνται τυχαιοποιημένες και<br />

ελεγχόμενες μελέτες ώστε να προσδιοριστεί εάν η αντιμετώπιση του σακχαρώδη<br />

διαβήτη σε περιεγχειρητική βάση βελτιώνει την κλινική έκβαση στους<br />

ασθενείς που υποβάλλονται σε μη καρδιοχειρουργική επέμβαση.<br />

Diabetes Care 33: 1783-1788, 2010<br />

τη εγκρίθηκε από την επιτροπή δεοντολογίας<br />

του Emory University.<br />

Συλλέξαμε δεδομένα σχετικά με τα δημογραφικά<br />

στοιχεία, τη LOS, το ποσοστό<br />

θνησιμότητας στις 30 ημέρες, τις εργαστηριακές<br />

τιμές νοσηλευόμενων ασθενών<br />

όπως η γλυκόζη ολικού αίματος, η<br />

γλυκόζη πλάσματος και η κρεατινίνη, μία<br />

ημέρα πριν, μία ημέρα μετά (μετεγχειρητική<br />

ημέρα 1) και εντός των πρώτων 10<br />

ημερών μετά από την χειρουργική επέμβαση.<br />

Ο σακχαρώδης διαβήτης ορίστηκε<br />

μέσω των κωδικών του ICD-9 (250). Ταυτοποιήθηκαν<br />

οι νοσοκομειακές επιπλοκές<br />

στις οποίες συμπεριλαμβανόταν το<br />

έμφραγμα μυοκαρδίου (410.51, 410.71,<br />

410.81 και 410.91), η πνευμονία (481, 482,<br />

485 και 486), η σηψαιμία και η βακτηριαιμία<br />

(0.38, 790.7 ,785.52 και 995.9), οι<br />

λοιμώξεις του δέρματος (681, 682, 685,<br />

686 και 707) και οι λοιμώξεις του ουροποιητικού<br />

(599.0 και 590.8). Η οξεία νεφρική<br />

ανεπάρκεια ορίστηκε ως η αύξηση στη<br />

κρεατινίνη ορού > 0,5 mg/dl από την τιμή<br />

έναρξης κατά τη διάρκεια της παραμονής<br />

στο νοσοκομείο. Το ποσοστό θνησιμότητας<br />

αξιολογήθηκε εντός του νοσοκομείου<br />

και εντός μιας περιόδου 30 ημερών<br />

μετά την επέμβαση. Η θνησιμότητα των<br />

30 ημερών προσδιορίστηκε με τη χρήση<br />

νοσοκομειακών αρχείων, ιατρικών φακέλων<br />

εξωτερικών ασθενών και της βάσης<br />

δεδομένων από το «εθνικό πρόγραμμα<br />

βελτίωσης ποιότητας χειρουργικών επεμβάσεων»<br />

[National Surgical Quality<br />

Improvement Program].<br />

Η σοβαρότητα της χειρουργικής επέμβασης<br />

ταξινομήθηκε ως χαμηλή, ενδιάμεση<br />

και υψηλή, με βάση τις κατευθυντήριες<br />

οδηγίες προεγχειρητικής αξιολόγησης<br />

του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας<br />

και της Αμερικανικής Εταιρίας Καρδιάς<br />

(15). Οι επεμβάσεις υψηλού κινδύνου<br />

περιλάμβαναν τις χειρουργικές επεμβάσεις<br />

στην αορτή και σε αλλά μείζονα<br />

αγγεία ή περιφερικές αρτηρίες. Οι επεμβάσεις<br />

ενδιάμεσου κινδύνου περιλάμβαναν<br />

την καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή,<br />

καθώς και τις επεμβάσεις κεφαλής και<br />

τραχήλου, τις ενδοπεριτοναϊκές και ενδοθωρακικές<br />

επεμβάσεις, τις ορθοπεδικές<br />

επεμβάσεις και τις επεμβάσεις στον προστάτη.<br />

Οι επεμβάσεις χαμηλού κινδύνου<br />

συμπεριλάμβαναν τις επιδερμικές επεμβάσεις<br />

(επεμβάσεις που αφορούσαν το<br />

δέρμα, τους σκελετικούς μυς ή το επιδερμικό<br />

λίπος) και τις επεμβάσεις στο μαστό.<br />

Ανάλυση δεδομένων<br />

Η σύγκριση των δημογραφικών στοιχείων<br />

κατά την έναρξη και των δημογραφικών<br />

χαρακτηριστικών, μεταξύ των ομάδων,<br />

έγινε μέσω ανάλυσης μη παραμετρικού<br />

τύπου με δοκιμασία Wilcoxon για συνεχείς<br />

μεταβλητές. Για τις κατηγορικού τύπου<br />

μεταβλητές, χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία<br />

χ2. Χρησιμοποιήθηκαν αναλύσεις πολλαπλής<br />

λογιστικής παλινδρόμησης και οι<br />

προσαρμοσμένοι λόγοι πιθανοτήτων (OR)<br />

ώστε να προσδιοριστεί η επίδραση των<br />

συμμεταβλητών, συμπεριλαμβανομένων<br />

των δημογραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών,<br />

επί των ποσοστών θνησιμότητας.<br />

Χρησιμοποιήθηκε πολυπαραγοντική<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 83


Hyperglycemia and Surgery<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Χαρακτηριστικά των ασθενών<br />

Μεταβλητή Σύνολο Μη διαβητικοί Διαβητικοί Τιμή του P<br />

n 3,112 2,469 (80) 643 (20)<br />

Ηλικία (έτη) 56,5 ± 16 55,4 ± 15,9 61,2 ± 13,2


Frisch και συνεργάτες<br />

εμφάνιζαν υψηλότερο ποσοστό επιπλοκών,<br />

συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας<br />

(12,1 έναντι 5,4%, P < 0,001), των λοιμώξεων,<br />

του χειρουργικού τραύματος και<br />

του δέρματος (5 έναντι 2,3%, P


Hyperglycemia and Surgery<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 . Κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών<br />

που επιβίωσαν και αυτών που κατέληξαν<br />

Μεταβλητή Εν ζωή Αποβιώσαντες Τιμή του P<br />

n 3.112 (98,1) 72 (1,9)<br />

Ηλικία (έτη) 56 ± 16 65 ± 14


Frisch και συνεργάτες<br />

χειρουργική επέμβαση ή αγγειοχειρουργική<br />

επέμβαση, ανεξάρτητα από την κατάσταση<br />

ως προς το σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης<br />

επιβεβαιώνουν τη συσχέτιση μεταξύ αυξημένης<br />

διάρκειας παραμονής στο νοσοκομείο<br />

και κινδύνου νοσοκομειακών επιπλοκών<br />

και θνησιμότητας, σε ασθενείς με<br />

επίπεδα γλυκόζης αίματος >150 mg/dl και<br />

ιδίως σε αυτούς που δεν είχαν προηγούμενη<br />

διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη (7,18).<br />

Εμείς αλλά και άλλοι ερευνητές (7,19-21)<br />

έχουμε αναφέρει προγενέστερα ότι η ανάπτυξη<br />

υπεργλυκαιμίας σε νοσηλευόμενους<br />

ασθενείς χωρίς ιστορικό σακχαρώδη<br />

διαβήτη αποτελεί σημαντικό δείκτη<br />

που συσχετίζεται με χειρότερη κλινική<br />

έκβαση, σε σύγκριση με αυτή των ατόμων<br />

με προηγούμενο ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη<br />

ή με φυσιολογική γλυκόζη αίματος.<br />

Προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση<br />

της φυλής στη θνησιμότητα και στις ενδονοσοκομειακές<br />

επιπλοκές, συμπεριλάβαμε<br />

τη φυλή των Αμερικανών αφρικάνικης<br />

καταγωγής στις πολυπαραγοντικές αναλύσεις,<br />

κατόπιν προσαρμογής ως προς την<br />

ηλικία, την κατάσταση ως προς το σακχαρώδη<br />

διαβήτη, το φύλο, τη σοβαρότητα<br />

της επέμβασης και τα επίπεδα γλυκόζης.<br />

Παρατηρήσαμε ότι οι Αμερικανοί αφρικανικής<br />

καταγωγής είχαν ποσοστά θνησιμότητας<br />

παρόμοια με αυτά των άλλων φυλών<br />

(P = 0,96), αλλά είχαν περισσότερες πιθανότητες<br />

να αναπτύξουν επιπλοκές συμπεριλαμβανομένης<br />

της πνευμονίας (P=0,0075)<br />

και της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας<br />

(P=0,0158) σε σχέση με τους αμερικανούς<br />

μη αφρικάνικης καταγωγής. Δεν παρατηρήσαμε<br />

καμία διαφορά στη συγκέντρωση<br />

γλυκόζης αίματος μεταξύ των φυλετικών<br />

ομάδων πριν ή μετά τη χειρουργική επέμβαση.<br />

Επομένως, η παρατηρούμενη διαφορά<br />

στις νοσοκομειακές επιπλοκές δεν<br />

μπορεί να εξηγηθεί από διαφορές στη ρύθμιση<br />

γλυκόζης αίματος μεταξύ των φυλετικών<br />

ομάδων. Η παρατήρηση αυτή χρειάζεται<br />

να επιβεβαιωθεί στις μελλοντικές<br />

μελέτες, σε διαφορετικές κλινικές συνθήκες<br />

ενδονοσοκομειακών ασθενών, με ιδιαίτερη<br />

προσοχή στη σοβαρότητα της νόσου<br />

και στην παρουσία καταστάσεων συνοσηρότητας.<br />

Τα αίτια για τη φτωχή έκβαση με<br />

τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης αίματος παραμένουν<br />

αδιευκρίνιστα. Μεγάλο μέρος της<br />

προσοχής έχει στραφεί στο αυξημένο ποσοστό<br />

λοιμώξεων και στην κακή επούλωση<br />

του χειρουργικού τραύματος (1,22). Η υπεργλυκαιμία<br />

συσχετίζεται με διαταραχή της<br />

λειτουργία των λευκοκυττάρων, συμπεριλαμβανομένης<br />

της μείωσης της φαγοκυττάρωσης,<br />

της διαταραχής της εξόντωσης<br />

των βακτηρίων και της χημειοταξίας (23).<br />

Η υπεργλυκαιμία έχει επίσης αποδειχθεί<br />

ότι διαταράσσει τη σύνθεση κολλαγόνου<br />

και επηρεάζει αρνητικά την επούλωση του<br />

χειρουργικού τραύματος σε ασθενείς με<br />

φτωχά ρυθμιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη<br />

(22). Η οξεία υπεργλυκαιμία ενεργοποιεί<br />

την οξειδωτική οδό μέσω αυξημένης παραγωγής<br />

αντιδραστικών ριζών οξυγόνου. Οι<br />

αντιδραστικές ρίζες οξυγόνου προκαλούν<br />

άμεση βλάβη των ιστών μέσω οξείδωσης<br />

των λιπιδίων και εξουδετερώνουν το μονοξείδιο<br />

του αζώτου, γεγονός που επηρεάζει<br />

αρνητικά την αγγειοδιαστολή και μειώνει<br />

την αιμάτωση των ιστών (24). Επίσης,<br />

ενεργοποιείται μια οδός προαγωγής της<br />

φλεγμονής, μέσω ενεργοποίησης του πυρηνικού<br />

παράγοντα ΚΒ. Αυτό οδηγεί στη παραγωγή<br />

φλεγμονωδών κυτοκινών, όπως είναι<br />

ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-α, η ιντερλευκίνη-6<br />

και ο αναστολέας του ενεργοποιητή<br />

του πλασμινογόνου-1, που προκαλούν<br />

αυξημένη διαπερατότητα των αγγείων<br />

και ενεργοποίηση των λευκοκυττάρων και<br />

αιμοπεταλίων (24). Παρομοίως, η οξεία<br />

υπεργλυκαιμία και οι διακυμάνσεις των<br />

επιπέδων γλυκόζης έχει αποδειχθεί ότι<br />

προκαλούν υψηλά επίπεδα οξειδωτικής<br />

καταπόνησης και ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας,<br />

σε σχέση με τη χρόνια και διατηρούμενη<br />

υπεργλυκαιμία (25).<br />

Ο κυρίως περιορισμός της επικρατούσας<br />

μελέτης είναι η αναδρομική φύση της. Η<br />

μελέτη μας δεν μπορεί να απαντήσει στο<br />

ερώτημα του κατά πόσον η αντιμετώπιση<br />

της υπεργλυκαιμίας μπορεί να μειώσει τις<br />

ενδονοσοκομειακές επιπλοκές ή τη θνησιμότητα<br />

κατά τη διάρκεια της περιεγχειρητικής<br />

περιόδου. Αν και αρκετές προοπτικές<br />

τυχαιοποιημένες μελέτες σε ασθενείς<br />

που υποβάλλονται σε επεμβάσεις αορτοστεφανιαίας<br />

παράκαμψης έχουν δείξει<br />

ότι η επιθετική ρύθμιση της γλυκόζης αίματος<br />

μειώνει τη βραχυχρόνια και μακροχρόνια<br />

θνησιμότητα και τις συστηματικές<br />

λοιμώξεις, δεν είναι ξεκάθαρο εάν μια<br />

εντατικοποιημένη θεραπεία με ινσουλίνη<br />

σε ασθενείς που υποβάλλονται σε γενικές<br />

χειρουργικές επεμβάσεις θα βελτίωση<br />

τη γενική έκβαση και θα μειώσει τη<br />

θνησιμότητα. Η ομάδα μας επί του παρόντος<br />

διενεργεί μια προοπτική και τυχαιοποιημένη<br />

μελέτη σχετικά με την αυστηρή<br />

ρύθμιση της γλυκόζης αίματος, ώστε να<br />

απαντήσει σε αυτά τα ζητήματα.<br />

Συνοψίζοντας, η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία<br />

συσχετίζεται με την ενδονοσοκομειακή<br />

νοσηρότητα, τη διάρκεια παραμονής<br />

στο νοσοκομείο, στη ΜΕΘ και στη<br />

θνησιμότητα. Η υπεργλυκαιμία, η ηλικία,<br />

η σηψαιμία, η πνευμονία, η οξεία νεφρική<br />

ανεπάρκεια και το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου<br />

αποτελούσαν άλλους σημαντικούς<br />

προγνωστικούς παράγοντες της<br />

θνησιμότητας. Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν<br />

ότι η υπεργλυκαιμία είναι επιβλαβής<br />

και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται<br />

κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής<br />

περιόδου στους ασθενείς των γενικών χειρουργείων.<br />

Το γεγονός ότι οι ασθενείς<br />

χωρίς ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη (υπεργλυκαιμία<br />

λόγο της καταπόνησης) εμφανίζουν<br />

χειρότερη έκβαση και υψηλότερη<br />

θνησιμότητα με επίπεδα γλυκόζης παρόμοια<br />

με αυτά των ασθενών με γνωστό ιστορικό<br />

σακχαρώδη διαβήτη υποδηλώνει μια<br />

έλλειψη προσαρμογής στην οξεία υπεργλυκαιμία<br />

και τις σχετιζόμενες με αυτήν<br />

φλεγμονώδεις και οξειδωτικές καταστάσεις.<br />

Τα παρόντα αποτελέσματα τονίζουν<br />

την ανάγκη διενέργειας προοπτικών μελετών<br />

ώστε να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος της<br />

ρύθμισης της γλυκόζης αίματος κατά τη<br />

διάρκεια της περιεγχειρητικής περιόδου,<br />

στους χειρουργικούς ασθενείς.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

D.S. is supported by the National Institutes<br />

of Health (NIH) (grant K08-DK-083036-<br />

01A1). G.E.U. is supported by the American<br />

Diabetes Association (grant 7-03-CR-35)<br />

and the NIH (grant M01-RR-00039).<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 87


Hyperglycemia and Surgery<br />

A.F. designed the study and collected and<br />

interpreted data. P.C. did critical analysis.<br />

D.S. and M.R. collected data and wrote<br />

the manuscript. L.P. did statistical analysis.<br />

C.G., M.H., J.M., R.J., and E.L. recruited<br />

subjects and collected data. G.E.U. designed<br />

the study, did critical analysis, and wrote<br />

the manuscript.<br />

Parts of this study were presented in<br />

abstract form at the 69th Scientific Sessions<br />

of the American Diabetes Association,<br />

New Orleans, Louisiana, 5-9 June 2009.<br />

We appreciate the support of the Medical<br />

Records Department staff at Emory University<br />

and the Information Technology Department<br />

at Emory University.<br />

From the 1. Department of Medicine, Emory<br />

University, Atlanta, Georgia; the 2. Rollins<br />

School of Public Health, Emory University,<br />

Atlanta, Georgia; and the 3. Department of<br />

Surgery, Emory University, Atlanta, Georgia.<br />

Corresponding author: Guillermo E. Umpierrez,<br />

geumpie@emory.edu.<br />

Received 16 February 2010 and accepted 25<br />

April 2010. Published ahead of print at<br />

http://care.diabetesjournals.org on 30 April<br />

2010. DOI: 10.2337/dc10-0304. Clinical trial<br />

registry no. NCT00738114, clinicaltrials.gov.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Clement S, Braithwaite SS, Magee MF, Ahmann<br />

A, Smith EP, Schafer RG, Hirsch IB, Hirsh IB.<br />

Management of diabetes and hyperglycemia<br />

in hospitals. Diabetes Care 2004;27:553-591<br />

2. Smiley DD, Umpierrez GE: Perioperative glucose<br />

control in the diabetic or nondiabetic patient.<br />

South Med J 2006;99:580-589; quiz 590-591<br />

3. Edelson GW, Fachnie JD, Whitehouse FW.<br />

Perioperative management of diabetes. Henry<br />

Ford Hosp Med J 1990;38:262-265<br />

4. Risum O, Abdelnoor M, Svennevig JL, Levorstad<br />

K, Gullestad L, BjΩrnerheim R, Simonsen S, Nitter-<br />

Hauge S. Diabetes mellitus and morbidity and<br />

mortalityrisksafter coronaryarterybypasssurgery.<br />

Scand J Thorac Cardiovasc Surg 1996;30: 71-75<br />

5. Salomon NW, Page US, Okies JE, Stephens J,<br />

Krause AH, Bigelow JC. Diabetes mellitus and<br />

coronary artery bypass. Short-term risk and<br />

long-term prognosis. J Thorac Cardiovasc Surg<br />

1983;85:264-271<br />

6. Thourani VH, Weintraub WS, Stein B, Gebhart<br />

SS, Craver JM, Jones EL, Guyton RA. Influence<br />

of diabetes mellitus on early and late outcome<br />

after coronary artery bypass grafting. Ann<br />

Thorac Surg 1999;67:1045-1052<br />

7. Umpierrez GE, Isaacs SD, Bazargan N, You X,<br />

Thaler LM, Kitabchi AE. Hyperglycemia: an<br />

independent marker of inhospital mortality in<br />

patients with undiagnosed diabetes. J Clin<br />

Endocrinol Metab 2002;87:978-982<br />

8. van den Berghe G, Wouters P, Weekers F,<br />

Verwaest C, Bruyninckx F, Schetz M, Vlasselaers<br />

D, Ferdinande P, Lauwers P, Bouillon R. Intensive<br />

insulin therapy in the critically ill patients. N<br />

Engl J Med 2001;345:1359-1367<br />

9. Noordzij PG, Boersma E, Schreiner F, Kertai<br />

MD, Feringa HH, Dunkelgrun M, Bax JJ, Klein<br />

J, Poldermans D. Increased preoperative glucose<br />

levels are associated with perioperative mortality<br />

in patients undergoing noncardiac, nonvascular<br />

surgery. Eur J Endocrinol 2007;156:137-142<br />

10. Pomposelli JJ, Baxter JK 3rd, Babineau TJ,<br />

Pomfret EA, Driscoll DF, Forse RA, Bistrian BR.<br />

Early postoperative glucose control predicts<br />

nosocomial infection rate in diabetic patients.<br />

JPEN J Parenter Enteral Nutr 1998;22:77-81<br />

11. Estrada CA, Young JA, Nifong LW, Chitwood<br />

WR Jr. Outcomes and perioperative hyperglycemia<br />

in patients with or without diabetes mellitus<br />

undergoing coronary artery bypass grafting.<br />

Ann Thorac Surg 2003;75:1392-1399<br />

12. Furnary AP, Gao G, Grunkemeier GL,Wu Y, Zerr<br />

KJ, Bookin SO, Floten HS, Starr A. Continuous<br />

insulin infusion reduces mortality in patients<br />

with diabetes undergoing coronary artery<br />

bypass grafting. J Thorac Cardiovasc Surg<br />

2003;125:1007-1021<br />

13. Krinsley JS. Association between hyperglycemia<br />

and increased hospitalmortalityin a heterogeneous<br />

population of critically ill patients. Mayo Clin<br />

Proc 2003;78:1471-1478<br />

14. Ramos M, Khalpey Z, Lipsitz S, Steinberg J,<br />

Panizales MT, Zinner M, RogersSO. Relationship<br />

of perioperative hyperglycemia and postoperative<br />

infections in patients who undergo general<br />

and vascular surgery. Ann Surg 2008;248:585-<br />

591<br />

15. Fleisher LA, Beckman JA, Brown KA, Calkins H,<br />

Chaikof EL, Chaikof E, Fleischmann KE, Freeman<br />

WK, Froehlich JB, Kasper EK, Kersten JR, Riegel<br />

B, Robb JF, Smith SC Jr, Jacobs AK, Adams CD,<br />

Anderson JL, Antman EM, Buller CE, Creager<br />

MA, Ettinger SM, Faxon DP, Fuster V, Halperin<br />

JL, Hiratzka LF, Hunt SA, Lytle BW, Nishimura<br />

R, Ornato JP, Page RL, Riegel B, Tarkington LG,<br />

Yancy CW. ACC/AHA 2007 Guidelines on<br />

Perioperative Cardiovascular Evaluation and<br />

Care for NoncardiacSurgery: Executive Summary:<br />

a report of the American College of<br />

Cardiology/American Heart Association Task<br />

Force on Practice Guidelines (Writing Committee<br />

to Revise the 2002 Guidelines on Perioperative<br />

Cardiovascular Evaluation for Noncardiac<br />

Surgery) developed in collaboration with the<br />

American SocietyofEchocardiography, American<br />

Society of Nuclear Cardiology, Heart Rhythm<br />

Society, SocietyofCardiovascular Anesthesiologists,<br />

Society for Cardiovascular Angiography and<br />

Interventions, Society for Vascular Medicine<br />

and Biology, and Society for Vascular Surgery.<br />

J Am Coll Cardiol 2007;50:1707-1732<br />

16. Lazar HL, Chipkin SR, Fitzgerald CA, Bao Y,<br />

Cabral H, Apstein CS. Tight glycemic control<br />

in diabetic coronary artery bypass graft patients<br />

improves perioperative outcomes and decreases<br />

recurrent ischemic events. Circulation<br />

2004;109:1497-1502<br />

17. Schmeltz LR, DeSantis AJ, Thiyagarajan V,<br />

Schmidt K, O’Shea-Mahler E, Johnson D,<br />

Henske J, McCarthy PM, Gleason TG, McGee<br />

EC, Molitch ME. Reduction of surgical mortality<br />

and morbidity in diabetic patients undergoing<br />

cardiac surgery with a combined intravenous<br />

and subcutaneous insulin glucose management<br />

strategy. Diabetes Care 2007;30:823-828<br />

18. Van den Berghe G, Wouters PJ, Bouillon R,<br />

Weekers F, Verwaest C, Schetz M, Vlasselaers<br />

D, Ferdinande P, Lauwers P. Outcome benefit<br />

of intensive insulin therapy in the critically<br />

ill: insulin dose versus glycemic control. Crit<br />

Care Med 2003;31:359-366<br />

19. Falciglia M, Freyberg RW, Almenoff PL, D’Alessio<br />

DA, Render ML. Hyperglycemia- related mortality<br />

in critically ill patients varies with admission<br />

diagnosis. Crit Care Med 2009;37:3001-3009<br />

20. Whitcomb BW, Pradhan EK, Pittas AG, Roghmann<br />

MC, Perencevich EN. Impact of admission<br />

hyperglycemia on hospital mortality in various<br />

intensive care unit populations. Crit Care Med<br />

2005;33:2772-2777<br />

21. Capes SE, Hunt D, Malmberg K, Pathak P,<br />

Gerstein HC. Stress hyperglycemia and<br />

prognosis of stroke in nondiabetic and diabetic<br />

patients: a systematic overview. Stroke<br />

2001;32:2426-2432<br />

22. Edwards FH, Grover FL, Shroyer AL, Schwartz<br />

M, Bero J. The Society of Thoracic Surgeons<br />

National Cardiac Surgery Database: current<br />

riskassessment. Ann ThoracSurg 1997;63:903-<br />

908<br />

23. Bagdade JD, Root RK, Bulger RJ. Impaired<br />

leukocyte function in patients with poorly<br />

controlled diabetes. Diabetes 1974;23:9-15<br />

24. Garg R, Chaudhuri A, Munschauer F, Dandona<br />

P. Hyperglycemia, insulin, and acute ischemic<br />

stroke: a mechanistic justification for a trial<br />

of insulin infusion therapy. Stroke 2006;37:267-<br />

273<br />

25. Ceriello A, Esposito K, Piconi L, Ihnat MA,<br />

Thorpe JE, Testa R, Boemi M, Giugliano D.<br />

Oscillating glucose is more deleterious to<br />

endothelial function and oxidative stress than<br />

mean glucose in normal and type 2 diabetic<br />

patients. Diabetes 2008;57:1349-1354<br />

88<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Pathophysiology/Complications<br />

original article<br />

O κεντρικός ρόλος του λιπώδους ήπατος<br />

στην παθογένεση της αντίστασης στην ινσουλίνη,<br />

σε παχύσαρκους διαβητικούς<br />

Central Role of Fatty Liver in the Pathogenesis of Insulin Resistance in Obese Adolescents<br />

EBE D£ADAMO, MD 1,2 , ANNA M.G. CALI, MD 1 , RAMWEISS, MD, PHD 3 , NICOLA SANTORO, MD, PHD 1 , BRIDGET PIERPONT, MA 1 ,<br />

VERONIKA NORTHRUP, MPH 4 , SONIA CAPRIO, MD 1<br />

ΣΚΟΠΟΣ -Αξιολογήσαμε το ρόλο του λιπώδους ήπατος στη μεταβολή της ευαισθησίας<br />

στην ινσουλίνη και της λειτουργίας των β-κυττάρων, σε δύο ομάδες<br />

παχύσαρκων εφήβων, που διέφεραν ως προς την περιεκτικότητα λίπους του<br />

ήπατος (κλάσμα ηπατικού λίπους [hepatic fat fraction: HFF] αλλά είχαν παρόμοια<br />

ενδοκοιλιακή περιεκτικότητα ενδομυοκυτταρικών λιπιδίων [intrabdominal<br />

intramyocellular lipid content: IMCL] και συνολικό βαθμό παχυσαρκίας.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ - Μελετήσαμε 23 παχύσαρκους<br />

εφήβους με υψηλό HFF (HFF >5,5%) και 20 παχύσαρκους έφηβους με χαμηλό<br />

HFF (HFF


Fatty Liver and Insulin Resistance<br />

λογούμε αποκλειστικά το ρόλο του λιπώδους<br />

ήπατος στη μεταβολή της ευαισθησίας<br />

στην ινσουλίνη και τη λειτουργία<br />

των β-κυττάρων, σε δύο ομάδες εφήβων<br />

παχύσαρκων, που διέφεραν ως προς το<br />

βαθμό περιεκτικότητας του ήπατος σε<br />

λίπος (κλάσμα λίπους στο ήπαρ [hepatic<br />

fat fraction: HFF]) αλλά χαρακτηρίζονταν<br />

από παρόμοια κατανομή κοιλιακού και<br />

μυικού λίπους, όπως και συνολικό βαθμό<br />

παχυσαρκίας. Υποθέσαμε ότι ανεξάρτητα<br />

από το σπλαχνικό λίπος και την IMCL,<br />

η περιεκτικότητα λίπους του ήπατος θα<br />

αποτελούσε βασικό προσδιοριστικό παράγοντα<br />

της συνολικής αντίστασης στην<br />

ινσουλίνη, στην οποία ενέχεται το ήπαρ,<br />

οι μυς και ο λιπώδης ιστός.<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />

ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Στην παρούσα μεταβολική και απεικονιστική<br />

μελέτη εντάχθηκαν μέσω ενός<br />

ιατρείου παιδιατρικής παχυσαρκίας στο<br />

Yale 61 έφηβοι, με βαθμολογία z του ΒΜΙ<br />

κυμαινόμενη Μεταξύ 2,2 έως 2,5 (Πίνακας<br />

1). Δεν λάμβαναν οποιαδήποτε φάρμακα<br />

που να είναι γνωστό ότι επηρεάζουν<br />

την ηπατική λειτουργία ή μεταβάλλουν<br />

το μεταβολισμό της γλυκόζης ή των λιπιδίων.<br />

Με τη χρήση ενός ερωτηματολογίου,<br />

λήφθηκαν πληροφορίες από όλους<br />

τους συμμετέχοντες σχετικά με την κατανάλωση<br />

οινοπνευματωδών. Όλοι οι συμμετέχοντες<br />

παρείχαν λεπτομερές ιατρικό<br />

ιστορικό, υποβλήθηκαν σε πλήρη<br />

αντικειμενική εξέταση, συμπεριλαμβανομένης<br />

και της αξιολόγησης του σταδίου<br />

ανάπτυξης κατά Tanner, καθώς και σε<br />

πρότυπη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από<br />

το στόμα [oral glucose tolerance test:<br />

OGTT] (6), ενώ επίσης όλοι υποβλήθηκαν<br />

σε λεπτομερή φαινοτυπικό προσδιορισμό<br />

του σπλαχνικού και ηπατικού λίπους,<br />

μέσω μαγνητικής τομογραφίας (MRI) και<br />

του IMCL μέσω μαγνητικής φασματοσκοπίας<br />

(NMR). Με βάση την ανάλυση του<br />

περιεχομένου του ήπατος σε λίπος, οι<br />

συμμετέχοντες διαιρέθηκαν σε δύο ομάδες:<br />

ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

λίπους του ήπατος (HFF >5,5%), την οποία<br />

αποτελούσαν 23 παχύσαρκοι έφηβοι και<br />

ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας ήπατος<br />

σε λίπος (HFF


D’Adamo και συνεργάτες<br />

σταθερός στην αρχική τιμή του σε όλη<br />

τη διάρκεια εφαρμογής της τεχνικής, χρησιμοποιήσαμε<br />

τη μέθοδο Hot GINF, όπως<br />

έχει προηγουμένως περιγραφτεί (5). Συλλέχτηκαν<br />

δείγματα αρτηριοποιημένου<br />

αίματος ανά 10 λεπτά κατά τη διάρκεια<br />

των τελευταίων 30 λεπτών της περιόδου<br />

αναφοράς και κατά τη διάρκεια κάθε σταδίου<br />

της εφαρμογής της τεχνικής, για<br />

μέτρηση της γλυκόζης και του εμπλουτισμού<br />

σε γλυκερόλη, των ορμονών και<br />

των υποστρωμάτων.<br />

Π IΝΑΚΑΣ 1 . Κλινικά χαρακτηριστικά της σειράς ασθενών<br />

της μελέτης<br />

Υψηλή Χαμηλή Τιμή<br />

περιεκτικότητα περιεκτικότητα του P<br />

ήπατος σε λίπος ήπατος σε λίπος<br />

n 23 20<br />

Φυλή (Κ/AΚ/Λ) 10/3/10 6/8/6 0,1<br />

Φύλο (άντρες 19/γυναίκες 24) 11/12 8/12 0,6<br />

Στάδιο Tanner (II/III/IV) 4/10/9 2/11/7 0,7<br />

NGT/IGT 6/17 8/12 0,3<br />

Ηλικία (έτη) 13,8 ± 0,52 13,4 ± 0,54 0,5<br />

BMI (kg/m 2 ) 35,5 ± 1,19 35,7 ± 1,87 0,9<br />

Βαθμολογία z του BMI 2,33 ± 0,06 2,25 ± 0,09 0,8<br />

Εμβαδό σώματος (m 2 ) 1,92 ± 0,05 1,96 ± 0,07 0,6<br />

Μάζα λίπους (kg) 35,6 ± 1,78 38,9 ± 3,16 0,4<br />

Μάζα σώματος εκτός λίπους (kg) 50,4 ± 2,26 53,9 ± 2,56 0,4<br />

Λίπος σώματος (%) 40,5 ± 1,20 39,9 ± 1,19 0,6<br />

Κατανομή λίπους σώματος<br />

Κοιλιακή<br />

Σπλαγχνικό λίπος (cm 2 ) 65,3 ± 3,7 61,1 ± 5,81 0,4<br />

Υποδόριο λίπος (cm 2 ) 514,3 ± 30,8 545,4 ± 54,4 0,6<br />

Λίπος<br />

HFF (%) 17,1 ± 2,37 1,11 ± 0,34


Fatty Liver and Insulin Resistance<br />

Π IΝΑΚΑΣ 2 . Μεταβολικά χαρακτηριστικά της σειράς ασθενών<br />

της μελέτης<br />

Υψηλή Χαμηλή Τιμή<br />

περιεκτικότητα περιεκτικότητα του P<br />

ήπατος σε λίπος ήπατος σε λίπος<br />

n 23 20<br />

Γλυκόζη νηστείας (mg/dl) 96,7 ± 1,90 97,3 ± 2,09 0,8<br />

Γλυκόζη 2 ωρών (mg/dl) 140,6 ± 4,47 128,3 ± 6,95 0,2<br />

Ινσουλίνη νηστείας (μU/ml) 33,6 ± 2,54 26,6 ± 3,08 0,03<br />

Ινσουλίνη 2 ωρών (μU/ml) 256,7 ± 32,9 174,5 ± 37,8 0,06<br />

C-πεπτίδιο νηστείας (pmol/ml) 1,271,8 ± 81,3 954,6 ± 76,3 0,01<br />

HOMA-IR (dl ● μIU -1 )/(ml ● mg -1 ) 10,9 ± 1,14 6,48 ± 0,73 0,002<br />

WBISI (dl ● ml -1 )/(mg ● μIU -1 ) 1,0 ± 0,10 1,98 ± 0,27 0,001<br />

IGI (dl ● μIU -1 )/(ml ● mg -1 ) 3,5 ± 0,27 4,6± 0,65 0,1<br />

Δείκτης διάθεσης [(dl ● ml -1 )<br />

(ml ● mg) -1 ]/[(dl ● μIU -1 )(mg ● μIU -1 )] 3,9 ± 0,38 6,2 ± 0,83 0,03<br />

Δ AUCinsulin/Δ AUCglucose<br />

(dl ● μIU -1 )/(ml ● mg -1 ) 4,6 ± 0,50 4,8 ± 0,92 0,6<br />

Αδιπονεκτίνη (mg/l) 6,6 ± 0,61 12,5 ± 1,60 0,004<br />

Ιντερλευκίνη-6 2,47 ± 0,39 1,99 ± 0,25 0,8<br />

Λεπτίνη (μg/l) 33,7 ± 3,05 32,0 ± 3,74 0,6<br />

Προφίλ λιπιδίων<br />

Λιπαρά οξέα πλάσματος 623,5 ± 42,0 553,5 ± 38,1 0,3<br />

(μmol/l)<br />

Έγχυση ινσουλίνης χαμηλής<br />

δόσης 436,1 ± 38,8 390,8 ± 35,6 0,4<br />

Έγχυση ινσουλίνης υψηλής<br />

δόσης 109,6 ± 9,6 97,8 ± 11,6 0,3<br />

Γλυκερόλη πλάσματος (μmol/l) 89,4 ± 5,29 82,3 ± 4,75 0,4<br />

Ολική χοληστερόλη (mg/dl) 161,7 ± 7,09 152,5 ± 5,70 0,4<br />

LDL-χοληστερόλη (mg/dl) 91,8 ± 6,22 90,5 ± 4,84 0,9<br />

HDL-χοληστερόλη (mg/dl) 41,7 ± 1,80 46,3 ± 2,0 0,1<br />

Τριγλυκερίδια (mg/dl) 116,4 ± 12,3 84,9 ± 8,16 0,05<br />

Ένζυμα ήπατος (units/l)<br />

Αλανινική αμινοτρανσφεράση 30,6 ± 4,41 15,4 ± 1,89


D’Adamo και συνεργάτες<br />

να είναι υψηλότερα στην ομάδα υψηλής<br />

περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος. Η<br />

ομάδα υψηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />

σε λίπος παρουσίασε σε στατιστικά<br />

σημαντικό βαθμό υψηλότερα επίπεδα<br />

ινσουλίνης νηστείας (P= 0,03) και C-πεπτιδίου,<br />

καθώς και μια τάση για υψηλότερη<br />

συγκέντρωση ινσουλίνης 2 ωρών (P=0,06).<br />

Η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />

σε λίπος είχε σε στατιστικά σημαντικό<br />

βαθμό υψηλότερα επίπεδα HOMA-IR<br />

(P=0,002) και χαμηλότερο WBISI (P=0,001)<br />

σε σχέση με την ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος (Πίνακας 2).<br />

Αν και η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος παρουσίασε μια τάση<br />

για χαμηλότερη έκκριση ινσουλίνης πρώτης<br />

φάσης (ΙGI) (P=0,1), σύμφωνα και με<br />

προγενέστερες αναφορές (10, 16), αυτή<br />

δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Δεν παρατηρήθηκαν<br />

διαφορές ως προς το σωρευτικό<br />

λόγο των AUC. Ωστόσο, όταν υπολογίσαμε<br />

το δείκτη διάθεσης, αυτός ήταν<br />

σε στατιστικά σημαντικό βαθμό χαμηλότερος<br />

στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος (P=0,03).<br />

Μεταβολικά χαρακτηριστικά<br />

Οι συγκεντρώσεις λεπτίνης νηστείας ήταν<br />

παρόμοιες στις δύο ομάδες, αντανακλώντας<br />

ισοδύναμο βαθμό περιεκτικότητας<br />

σε λίπος. Αντίθετα, οι συγκεντρώσεις αδιπονεκτίνης<br />

του πλάσματος ήταν σε στατιστικά<br />

σημαντικό βαθμό χαμηλότερες<br />

στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας του<br />

ήπατος σε λίπος (P=0,004) (Πίνακας 2).<br />

Τα επίπεδα ιντερλευκίνης-6 δεν ήταν σε<br />

στατιστικά σημαντικό βαθμό διαφορετικά<br />

μεταξύ των ομάδων. Η αλανινική τρανσαμινάση<br />

και η ασπαρτική αμινοτρασφεράση,<br />

καθώς και τα επίπεδα τριγλυκεριδίων,<br />

ήταν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό υψηλότερα<br />

στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος. Αμφότερες οι<br />

ομάδες είχαν παρόμοιες τιμές συστολικής<br />

και διαστολικής αρτηριακής πίεσης.<br />

Μέτρηση ευαισθησίας<br />

στην ινσουλίνη κατά<br />

την τεχνική σφικτήρα<br />

Κατά τη διάρκεια των 2 σταδίων εφαρμογής<br />

της τεχνικής σφικτήρα, οι συγκεντρώσεις<br />

γλυκόζης πλάσματος διατηρήθηκαν<br />

στα αρχικά επίπεδα και επιτεύχθηκαν<br />

παρόμοιες συγκεντρώσεις ινσουλίνης πλάσματος<br />

σε σταθερά κατάσταση σε αμφότερες<br />

τις ομάδες, κατά τη διάρκεια των<br />

τελευταίων 60 λεπτών κάθε σταδίου (πρώτο<br />

στάδιο 39,6 ± 3,0 έναντι 34.1 ± 3,0<br />

μU/ml, δεύτερο στάδιο 205,0 ± 109 έναντι<br />

195,5 ± 9,8 μU/ml). Η ποσοστιαία μείωση<br />

της ενδογενούς έκκρισης της ινσουλίνης,<br />

αξιολογούμενη μέσω των επιπέδων<br />

C-πεπτιδίου κατά τη διάρκεια εφαρμογής<br />

της τεχνικής σφικτήρα, ήταν παρόμοια<br />

μεταξύ των δύο ομάδων (χαμηλή δόση<br />

9,8 ± 1,5 έναντι 8,5 ± 1,9% με P = 0,3, υψηλή<br />

δόση 27,7 ± 4,3 έναντι 27,8 ± 4,2% με<br />

P =0,8) στις ομάδες υψηλής και χαμηλής<br />

περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος αντίστοιχα).<br />

Η κάθαρση ινσουλίνης δεν ήταν<br />

διαφορετική μεταξύ των δύο ομάδων<br />

(χαμηλή δόση 0,22± 0,08 έναντι 0,26 ±<br />

0,02 ml/m2./min, P=0,2, υψηλή δόση<br />

0,80±0,04 έναντι 0,84±0,05 ml/m2/min,<br />

P = 0,6, στις ομάδες υψηλής και χαμηλής<br />

περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος,<br />

αντίστοιχα). Επιπρόσθετα, δεν διαπιστώσαμε<br />

διαφορές στο ρυθμό μεταβολικής<br />

κάθαρσης της ινσουλίνης κατά τη διάρκεια<br />

κάθε σταδίου της εφαρμογής της<br />

τεχνικής σφικτήρα (χαμηλή δόση 0,93 ±<br />

0,1 έναντι 0,99 ±0,14 ml/m2/min, P=0,7,<br />

υψηλή δόση ±0,90 ± 0,05 έναντι 0,93 ±<br />

0,06 ml/m2/min, P=0,7, στις ομάδες υψηλής<br />

και χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />

σε λίπος, αντίστοιχα).<br />

Ήπαρ<br />

Οι βασικοί ρυθμοί EGP δεν διέφεραν μεταξύ<br />

των δυο ομάδων (78,1 ± 1,9 έναντι 79,5<br />

± 2,8 mg/m2/min στις ομάδες υψηλής<br />

και χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />

σε λίπος, αντίστοιχα) παρά τα υψηλότερα<br />

επίπεδα ινσουλίνης νηστείας. Η χαμηλού<br />

βαθμού έγχυση ινσουλίνης προκάλεσε<br />

μεγαλύτερη καταστολή της EGP στην<br />

ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />

σε λίπος (P=0,04), ενώ κατά τη διάρκεια<br />

του σταδίου υψηλού ρυθμού έγχυσης,<br />

η καταστολή της EGP ήταν παρόμοια<br />

μεταξύ των δύο ομάδων (Εικόνα 1). Επιπρόσθετα,<br />

διαπιστώσαμε αρνητική συσχέτιση<br />

μεταξύ HFF και ποσοστιαίας καταστολής<br />

της EGP κατά τη διάρκεια της έγχυσης<br />

της ινσουλίνης χαμηλής δόσης, που<br />

έτεινε να φτάσει τα επίπεδα στατιστικής<br />

σημαντικότητας (r=0,293, P = 0,08).<br />

Λιπώδης ιστός<br />

Τα βασικά ελεύθερα λιπαρά οξέα (FFA)<br />

δεν ήταν διαφορετικά μεταξύ των ομάδων<br />

(Πίνακας 2), παρά την υψηλότερη<br />

ινσουλίνη νηστείας. Οι αρχικές συγκεντρώσεις<br />

γλυκερίνης πλάσματος (Πίνακας<br />

2) και ο βασικός μεταβολισμός της<br />

γλυκερόλης (14,9 ± 0,77 εναντίον 16,2 ±<br />

0,81 mg/m2/min, στις ομάδες υψηλής<br />

και χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />

σε λίπος, αντίστοιχα) δεν διέφερε μεταξύ<br />

των ομάδων. Στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος, παρατηρήσαμε<br />

μια τάση για χαμηλότερο ποσοστό<br />

καταστολής της συστηματικής λιπόλυσης<br />

κατά τη διάρκεια της έγχυσης ινσουλίνης<br />

χαμηλής δόσης (P= 0,1), ενώ κατά τη διάρκεια<br />

της έγχυσης ινσουλίνης υψηλής δόσης,<br />

η καταστολή της λιπόλυσης ήταν παρόμοια<br />

σε αμφότερες τις ομάδες (Εικόνα 1).<br />

Μυς<br />

Κατά τη διάρκεια της έγχυσης ινσουλίνης<br />

υψηλής δόσης, ο ρυθμός διάθεσης<br />

της περιφερικής γλυκόζης ήταν σε στατιστικά<br />

σημαντικό βαθμό χαμηλότερος<br />

(P=0,01) στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος (Εικόνα 1).<br />

Όπως αναμενόταν, δεν διαπιστώθηκαν<br />

διαφορές μεταξύ των ομάδων στη χαμηλή<br />

δόση ινσουλίνης. Επιπρόσθετα, διαπιστώσαμε<br />

μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ<br />

ποσοστιαίας HFF και περιφερικού<br />

ρυθμού διάθεσης γλυκόζης κατά τη διάρκεια<br />

εφαρμογής της τεχνικής σφικτήρα,<br />

κατά τη φάση έγχυσης ινσουλίνης υψηλής<br />

δόσης (r=0,37, P=0,02).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Στην παρούσα μελέτη, διαπιστώσαμε ότι<br />

οι παχύσαρκοι έφηβοι με υψηλή περιεκτικότητα<br />

του ήπατος σε λίπος, ανεξάρτητα<br />

από το σπλαχνικό λίπος και το IMCL,<br />

είχαν 1) διαταραχή της δράσης της ινσουλίνης<br />

στο ήπαρ και στους μυς, 2) πρώιμα<br />

ελλείμματα στη λειτουργικότητα των β-<br />

κυττάρων, όπως φαίνεται από το χαμηλό<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 93


Fatty Liver and Insulin Resistance<br />

Καταστολή της ηπατικής<br />

παραγωγής γλυκόζης (%)<br />

Καταστολή της λιπόλυσης (%)<br />

Ρυθμός διάθεσης γλυκόζης<br />

(mg/m 2 /min)<br />

Χαμηλή δόση Υψηλή δόση Χαμηλή δόση Υψηλή δόση Χαμηλή δόση Υψηλή δόση<br />

Εικόνα 1 - Ποσοστιαία καταστολή της ηπατικής παραγωγής γλυκόζης και λιπόλυσης, καθώς και της ευαισθησίας των μυών στην ινσουλίνη, στις ομάδες<br />

χαμηλής και υψηλής περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος, κατά τη διάρκεια έγχυσης ινσουλίνης χαμηλής και υψηλής δόσης.<br />

δείκτη διάθεσης 3) χαμηλά επίπεδα αδιπονεκτίνης<br />

και 4) μια τάση προ χαμηλότερη<br />

καταστολή του μεταβολισμού γλυκερόλης<br />

κατά τη διάρκεια της χαμηλής<br />

δόσης ινσουλίνης.<br />

Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι<br />

το ήπαρ έχει κεντρικό ρόλο στο σύνθετο<br />

φαινότυπο της κατάστασης αντίστασης<br />

στην ινσουλίνη, σε παχύσαρκους έφηβους<br />

με λιπώδες ήπαρ, όπως αποδείχτηκε<br />

και προγενέστερα από τους Perseghin<br />

και συνεργάτες (17). Ωστόσο, η παρούσα<br />

μελέτη δεν μπορεί να αποδείξει κάποια<br />

αιτιακή σχέση. Αντίθετα με το σπλαχνικό<br />

λίπος και το IMCL, η συσσώρευση λίπους<br />

στο ήπαρ μπορεί να μην είναι απλά ένας<br />

δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη. Προγενέστερες<br />

μελέτες της ομάδας μας (3,5)<br />

έδειξαν ότι τόσο το σπλαχνικό λίπος όσο<br />

και το IMCL σχετίζονται με την ευαισθησία<br />

στην ινσουλίνη σε παχύσαρκους έφηβους.<br />

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί<br />

ότι σε αυτές τις προγενέστερες μελέτες<br />

δεν μετρήσαμε το λίπος ήπατος και επομένως,<br />

παραβλέψαμε σημαντικό ποσοστό<br />

από το έκτοπο λίπος. Επιπρόσθετα,<br />

είναι καλά γνωστό ότι το σπλαχνικό και<br />

το ηπατικό λίπος συσχετίζονται μεταξύ<br />

τους και ότι αμφότερα συνδέονται με τις<br />

ίδιες μεταβολικές διαταραχές. Στην πραγματικότητα,<br />

σε προγενέστερες μελέτες<br />

διαπιστώσαμε ότι οι μεταβολές στο μεταβολισμό<br />

γλυκόζης και λιπιδίων εμφανίζονται<br />

με αυξήσεις τόσο στο ηπατικό όσο<br />

και στο σπλαχνικό λίπος (2,3).<br />

Όπως και να έχει, εξαιτίας της ταυτόχρονης<br />

συσσώρευσης λίπους στο ήπαρ, τα<br />

σπλάχνα και τους γραμμωτούς μυς, δεν<br />

είχαμε την ικανότητα να διακρίνουμε μεταξύ<br />

της μεμονωμένης δράσης κάθε παράγοντα<br />

επί αυτών των βασικών ελλειμμάτων<br />

στο μεταβολισμό γλυκόζης και λιπιδίων.<br />

Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δεν<br />

αποδεικνύουν ότι το σπλαχνικό λίπος και<br />

το IMCL δεν σχετίζεται με την αντίσταση<br />

στην ινσουλίνη. Αυτό που μάλλον υποδηλώνουν<br />

είναι ότι λαμβάνοντας υπόψιν το<br />

σπλαχνικό λίπος και το IMCL, το ηπατικό<br />

λίπος είναι κάτι περισσότερο από απλός<br />

δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη.<br />

Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης<br />

είναι συμβατά με αυτά της μελέτης των<br />

Fabbrini και συνεργατών (18), που έδειξε,<br />

σε ενήλικες παχύσαρκους ασθενείς,<br />

ότι το ενδοηπατικό λίπος και όχι το σπλαχνικό<br />

λίπος είναι αυτό που συνδέεται με<br />

τις μεταβολικές επιπλοκές της παχυσαρκίας.<br />

Εμείς πραγματοποιούμε μια επέκταση<br />

αυτού του ζητήματος, αποδεικνύοντας<br />

όχι μόνο ότι το σπλαχνικό λίπος<br />

μπορεί να μην είναι απλός δείκτης της<br />

αντίστασης στην ινσουλίνη, αλλά και ότι<br />

το IMCL μπορεί επίσης να είναι παράπλευρο<br />

εύρημα. Επιπρόσθετα, στην παρούσα<br />

μελέτη θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι<br />

ομάδες είχαν σχετικά χαμηλή περιεκτικότητα<br />

σπλαχνικού λίπους, σε αντίθεση<br />

με τη μελέτη των Fabbrini και συνεργατών<br />

(18), όπου ο όγκος σπλαχνικού λίπους<br />

ήταν πολύ υψηλός κατά απόλυτες τιμές,<br />

καθιστώντας έτσι δύσκολο το βέβαιο αποκλεισμό<br />

οποιασδήποτε επίδρασης του<br />

σπλαχνικού λίπους στις μεταβολικές επιπλοκές<br />

της παχυσαρκίας. Επιπρόσθετα,<br />

δεδομένης της μικρής ηλικίας των συμμετεχόντων<br />

της παρούσας μελέτης και<br />

τη βραχύβια διάρκεια της παχυσαρκίας<br />

τους, τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν<br />

ότι η συμμετοχή του ήπατος στην<br />

παθογένεση της αντίστασης στην ινσουλίνη<br />

και στα συνοδά επακόλουθα μπορεί<br />

να είναι κάτι που δεν εμφανίζεται<br />

πρώιμα. Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο τι<br />

είναι αυτό που προκαλεί την υπέρμετρη<br />

συσσώρευση λίπους αποκλειστικά στο<br />

ήπαρ. Η ανικανότητα του υποδόριου λιπώδους<br />

ιστού να αποθηκεύει τριγλυκερίδια<br />

(3,29), όπως κατά τη λιποδυστροφία, μπορεί<br />

να είναι μια πιθανή αιτία (19). Πιο πρόσφατα,<br />

έχει προταθεί ένας άλλος μηχανισμός<br />

για την έκτοπη συσσώρευση λίπους,<br />

στον οποίο ενέχονται οι μεταβολές της<br />

ρύθμισης των FFA στο πλάσμα από την<br />

CD36, μια πρωτεΐνη μεταφοράς λιπαρών<br />

οξέων (18). Το ήπαρ διαδραματίζει κεντρικό<br />

ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού<br />

της γλυκόζης, των λιπαρών οξέων και<br />

των αμινοξέων (20). Αποτελεί την κύρια<br />

πηγή παραγωγής -ηπατικής- γλυκόζης<br />

και είναι σημαντική θέση διάθεσης των<br />

λιπαρών οξέων και αποδόμησης της ινσουλίνης<br />

(20). Οι περισσότερες από αυτές<br />

τις σημαντικές λειτουργίες έχει βρεθεί<br />

ότι διαταράσσονται κατά την παρουσία<br />

λιπώδους ήπατος στους ενήλικες (18,21).<br />

Ειδικότερα, η μελέτη των Gastaldelli και<br />

συνεργατών (22) δείχνει ξεκάθαρα ότι<br />

το αυξημένο λίπος του ήπατος συσχετί-<br />

94<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


D’Adamo και συνεργάτες<br />

ζεται με αντίσταση στην ηπατική ινσουλίνη<br />

σε παχύσαρκους ενήλικες με ή χωρίς<br />

σακχαρώδη διαβήτη, ενώ το υπέρμετρο<br />

σπλαχνικό λίπος επηρεάζει κύριος τη νεογλυκογένεση.<br />

Εξαιτίας του ότι η EGP και<br />

η λιπόλυση είναι πιο ευαίσθητες στην<br />

καταστολή από την ινσουλίνη σε σχέση<br />

με τη διέγερσή τους από την είσοδο γλυκόζης<br />

στους μυς, χρησιμοποιήσαμε χαμηλό<br />

ρυθμό έγχυσης ινσουλίνης (4 mU/m2/min)<br />

ώστε να ποσοτικοποιήσουμε με ακρίβεια<br />

τις διαφορές μεταξύ των ατόμων ως προς<br />

την ευαισθησία στην ηπατική ινσουλίνη<br />

και ως προς τη λιπόλυση. Διαπιστώσαμε<br />

ότι σε παχύσαρκους έφηβους με λιπώδες<br />

ήπαρ, στις μεταβολές της ευαισθησίας<br />

στην ινσουλίνη ενέχονταν ξεκάθαρα<br />

τόσο η ηπατική όσο και η περιφερική<br />

μυϊκή ευαισθησία στην ινσουλίνη. Αν και<br />

δεν είχαμε την ικανότητα να αποδείξουμε<br />

στατιστικά σημαντικές διαφορές στην<br />

καταστολή της λιπόλυσης μεταξύ των<br />

δύο ομάδων, η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος έδειξε μια<br />

χαμηλότερη τάση καταστολής της λιπόλυσης<br />

και τάση υψηλότερων συγκεντρώσεων<br />

FFA. Ωστόσο, ο μεταβολισμός των<br />

FFA μπορεί να μην αποτελεί απαραίτητα<br />

έναν αξιόπιστο δείκτη λιπόλυσης, διότι<br />

τα FFA μπορούν να επανεστεροποιούνται<br />

εντός του λιπώδους ιστού. Επομένως,<br />

υπάρχει πιθανότητα ότι υψηλότερες συγκεντρώσεις<br />

των FFΑ οφείλονται σε μειωμένη<br />

επανεστεροποίηση στην ομάδα υψηλής<br />

περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος.<br />

Στην παρούσα μελέτη, η παρουσία φυσιολογικού<br />

μεταβολισμού γλυκερόλης κατά<br />

τη νηστεία και κατά τη διέγερση με ινσουλίνη,<br />

όπως και τα FFA στην ομάδα υψηλής<br />

περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος,<br />

είναι στοιχείο κατά της επαγόμενης από<br />

τα FFA αντίστασης στην ινσουλίνη και<br />

κατά ενός βασικού ρόλου του λιπώδους<br />

ιστού σε αυτήν. Από την άλλη πλευρά,<br />

θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ομάδα υψηλής<br />

περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος<br />

εμφάνιζε μικρότερη ανοχή στη γλυκόζη,<br />

γεγονός που υποδηλώνει ότι η υψηλότερη<br />

γλυκόζη πλάσματος θα μπορούσε να<br />

επηρεάζει την εκ νέου λιπογένεση και<br />

επομένως, να συνεισφέρει στη διάθεση<br />

μη συστηματικών λιπαρών οξέων.<br />

Ωστόσο, όπως αναμενόταν, τόσο η EGP<br />

όσο και η λιπόλυση καταστέλλονταν στον<br />

ίδιο βαθμό κατά τη διάρκεια χορήγησης<br />

ινσουλίνης υψηλής δόσης. Αντίθετα, αυτή<br />

η υψηλή δόση κατάφερε να φέρει στην<br />

επιφάνεια την ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ<br />

των δύο ομάδων ως προς την ευαισθησία<br />

των μυών στην ινσουλίνη.<br />

Αν και τα αποτελέσματα της παρούσας<br />

μελέτης είναι συμβατά με αυτά που αναφέρθηκαν<br />

από τους Klein και συνεργάτες<br />

(23,24) σε παχύσαρκους έφηβους<br />

με λιπώδες ήπαρ, θα πρέπει να σημειωθεί<br />

ότι οι παχύσαρκοι έφηβοι στη μελέτη<br />

εκείνη είχαν περιεκτικότητα του ήπατος<br />

σε λίπος πολύ μεγαλύτερη (περίπου<br />

26%) σε σχέση με αυτούς της παρούσας<br />

μελέτης (περίπου 15%). Επομένως, ακόμη<br />

και για μέτρια επίπεδα περιεκτικότητας<br />

του ήπατος σε λίπος, διαπιστώσαμε<br />

και τεκμηριώσαμε ένα συνολικό βαθμό<br />

αντίστασης στην ινσουλίνη που αφορά<br />

το ήπαρ, τους μυς και σε κάποιο βαθμό<br />

το λιπώδη ιστό.<br />

Αν και αναφέρθηκε προγενέστερα σε<br />

ενήλικες ότι το λιπώδες ήπαρ συσχετίζεται<br />

με μειωμένη κάθαρση της ινσουλίνης<br />

(14,25), στην παρούσα μελέτη δεν<br />

είχαμε την ικανότητα να διαπιστώσουμε<br />

διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.<br />

Η αιτία για την έλλειψη διαφοράς δεν<br />

είναι ξεκάθαρη. Παράγοντες που μπορεί<br />

να συμμετέχουν είναι ο βαθμός και<br />

η διάρκεια της στεάτωσης και το μέγεθος<br />

του δείγματος.<br />

Η παρούσα μελέτη παρέχει επίσης ορισμένα<br />

στοιχεία αναφορικά με τη λειτουργικότητα<br />

των β-κυττάρων, εφόσον υπάρχει<br />

λιπώδες ήπαρ. Χρησιμοποιώντας το<br />

δείκτη διάθεσης [disposition index], που<br />

αποτελεί εκτίμηση της λειτουργικότητας<br />

των β-κυττάρων σταθμισμένη ως προς<br />

την ευαισθησία στην ινσουλίνη, διαπιστώσαμε<br />

ότι αυτός μειώθηκε κατά 30%<br />

στην ομάδα με λιπώδες ήπαρ (Εικόνα 1),<br />

γεγονός που υποδηλώνει ότι τα β-κύτταρα<br />

δεν έχουν την ικανότητα επαρκούς<br />

αντιρρόπησης για την διάχυτη αντίσταση<br />

στην ινσουλίνη και επομένως, είναι<br />

πολύ ευάλωτα, αυξάνοντας έτσι την προδιάθεση<br />

σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες<br />

με λιπώδες ήπαρ είχαν αυξημένη<br />

γλυκόζη 2 ωρών κατά την OGTT,<br />

γεγονός που υποδηλώνει μια εμφανή<br />

προδιαβητική κατάσταση.<br />

Αξίζει να αναφερθούν εδώ και κάποιοι<br />

περιορισμοί. Πρώτον, δεδομένης της συγχρονικής<br />

φύσης της παρούσας μελέτης,<br />

δεν είχαμε την ικανότητα να αποδείξουμε<br />

την αιτιακή σχέση, διότι είναι πιθανό<br />

ότι το λιπώδες ήπαρ αποτελεί πρωταρχικό<br />

παράγοντα για την αντίσταση στην<br />

ινσουλίνη ή εναλλακτικά ότι η αντίσταση<br />

στην ινσουλίνη είναι που προκαλεί το<br />

λιπώδες ήπαρ. Δεύτερον, δεν είχαμε μια<br />

ομάδα συμμετεχόντων ταιριαστών ως<br />

προς το λίπος αλλά με διαφορά ως προς<br />

το σπλαχνικό λίπος και το IMCL.<br />

Συνοψίζοντας, λαμβάνοντας υπόψιν το<br />

σπλαχνικό λίπος και το IMCL, η ενδοηπατική<br />

συσσώρευση λίπους αποτελεί<br />

κάτι περισσότερο από απλό δείκτη της<br />

αντίστασης στην ινσουλίνη, σε παχύσαρκους<br />

έφηβους, σχετιζόμενη με διαταραχή<br />

της ευαισθησίας στην ινσουλίνη στο<br />

επίπεδο του ήπατος, των μυών και του<br />

λιπώδους ιστού.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

This work was supported by the National<br />

Institutes of Health (NIH) (grants R01-HD-<br />

40787, R01-HD-28016, and K24-HD-01464<br />

to S.C.) and by the National Center for<br />

Research Resources, NIH (CTSA grant UL1-<br />

RR-0249139).<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

E.D’A. researched data and wrote the<br />

manuscript. A.M.G.C. researched data<br />

and contributed to discussion. R.W. and<br />

N.S. contributed to discussion. B.P<br />

researched data. V.N. researched data<br />

and reviewed/edited the manuscript.<br />

S.C. wrote the manuscript and<br />

reviewed/edited the manuscript. Parts<br />

of this study were presented in abstract<br />

form at the 70th Scientific Sessions of<br />

the American Diabetes Association,<br />

Orlando, Florida, 25-29 June 2010.<br />

We thank Dr. Gerald I. Shulman and Yanna<br />

Kosover for measuring the glucose and<br />

glycerol turnover.<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 95


Fatty Liver and Insulin Resistance<br />

From the 1. Department of Pediatrics, Yale<br />

University School of Medicine, New Haven,<br />

Connecticut; the 2. Department of Pediatrics,<br />

University of Chieti, Chieti, Italy; the 3.<br />

Department of Human Metabolism and<br />

Nutrition, Braun School of Public Health,<br />

Hebrew University School of Medicine,<br />

Jerusalem, Israel; and the 4. Yale Center for<br />

Clinical Investigation of Yale University School<br />

of Medicine, New Haven, Connecticut.<br />

Corresponding author: Sonia Caprio,<br />

sonia.caprio@yale.edu.<br />

Received 12 February 2010 and accepted 11<br />

May 2010.<br />

DOI: 10.2337/dc10-0284<br />

The content of this publication is solely the<br />

responsibility of the authors and does not<br />

necessarily represent the official views of the<br />

National Center for Research Resources or<br />

National Institutes of Health.<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Schwimmer JB, Deutsch R, Kahen T, Lavine JE,<br />

Stanley C, Behling C. Prevalence of fatty liver<br />

in children and adolescents. Pediatrics<br />

2006;118:1388-1393<br />

2. Cali AM, De Oliveira AM, Kim H, Chen S, Reyes-<br />

Mugica M, Escalera S, Dziura J, Taksali SE,<br />

Kursawe R, Shaw M, Savoye M, Pierpont B,<br />

Constable RT, Caprio S. Glucose dysregulation<br />

and hepatic steatosis in obese adolescents:<br />

is there a link? Hepatology 2009;49:1896-<br />

1903<br />

3. Taksali SE, Caprio S, Dziura J, Dufour S, Calí<br />

AM, Goodman TR, Papademetris X, Burgert<br />

TS, Pierpont BM, Savoye M, Shaw M, Seyal<br />

AA, Weiss R. High visceral and low abdominal<br />

subcutaneous fat stores in the obese adolescent.<br />

Diabetes 2008;57:367-371<br />

4. Bacha F, Saad R, Gungor N, Arslanian SA. Are<br />

obesity-related metabolic riskfactors modulated<br />

by the degree of insulin resistance in adolescents?<br />

Diabetes Care 2006;29:1599-1604<br />

5. Weiss R, Dufour S, Taksali SE, Tamborlane WV,<br />

Petersen KF, Bonadonna RC, Boselli L, Barbetta<br />

G, Allen K, Rife F, Savoye M, Dziura J, Sherwin R,<br />

Shulman GI, Caprio S. Prediabetesin obese youth:<br />

a syndrome ofimpaired glucose tolerance, severe<br />

insulin resistance, and altered myocellular and<br />

abdominalfatpartitioning. Lancet2003;362:951-<br />

957<br />

6. American Diabetes Association: diagnosis and<br />

classification of diabetes mellitus. Position<br />

statement. Diabetes Care 2006;29(Suppl.<br />

1):S43-S48<br />

7. Yeckel CW, Weiss R, Dziura J, Taksali SE, Dufour<br />

S, BurgertTS, Tamborlane WV, Caprio S. Validation<br />

of insulin sensitivity indices from oral glucose<br />

tolerance test parameters in obese children<br />

and adolescents. J Clin Endocrinol Metab<br />

2004;89:1096-1101<br />

8. Yeckel CW, Taksali SE, Dziura J, Weiss R, Burgert<br />

TS, Sherwin RS, Tamborlane WV, Caprio S. The<br />

normal glucose tolerance continuum in obese<br />

youth: evidence for impairment in beta-cell<br />

function independent of insulin resistance. J<br />

Clin Endocrinol Metab 2005;90:747-754<br />

9. Altman DG. Practical Statistics for Medical<br />

Research. London, Chapman and Hall, 1991<br />

10. Rijkelijkhuizen JM, Doesburg T, Girman CJ,<br />

Mari A, Rhodes T, Gastaldelli A, Nijpels G,<br />

Dekker JM. Hepatic fat is not associated with<br />

-cell function or postprandial free fatty acid<br />

response. Metabolism 2009;58:196-203<br />

11. Burgert TS, Taksali SE, Dziura J, Goodman TR,<br />

Yeckel CW, Papademetris X, Constable RT,<br />

Weiss R, Tamborlane WV, Savoye M, Seyal<br />

AA, Caprio S. Alanine aminotransferase levels<br />

and fatty liver in childhood obesity: associations<br />

with insulin resistance, adiponectin, and<br />

visceral fat. J Clin Endocrinol Metab 2006;91:4287-<br />

4294<br />

12. Liska D, Dufour S, Zern TL, Taksali S, Cal£ AM,<br />

Dziura J, Shulman GI, Pierpont BM, Caprio S.<br />

Interethnic differences in muscle, liver and<br />

abdominal fat partitioning in obese adolescents.<br />

PLoS One 2007;2:e569<br />

13. Fishbein MH, Gardner KG, Potter CJ, Schmalbrock<br />

P, Smith MA. Introduction of fast MR imaging<br />

in the assessment of hepatic steatosis. Magn<br />

Reson Imaging 1997;15:287-293<br />

14. Kotronen A, Vehkavaara S, Seppälä-Lindroos<br />

A, Bergholm R, Yki-Järvinen H. Effect of liver<br />

fat on insulin clearance. Am J Physiol Endocrinol<br />

Metab 2007;293:1709-1715<br />

15. Ferrannini E, Wahren J, Faber OK, Felig P, Binder<br />

C, DeFronzo RA. Splanchnic and renal metabolism<br />

of insulin in human subjects: a dose-response<br />

study. Am J Physiol 1983;244:517-527<br />

16. Tushuizen ME, BunckMC, Pouwels PJ, Bontemps<br />

S, Mari A, Diamant M. Lack of association of<br />

liver fat with model parameters of -cell function<br />

in men with impaired glucose tolerance and<br />

type 2 diabetes. Eur J Endocrinol 2008;159:251-<br />

257<br />

17. Perseghin G, Bonfanti R, Magni S, Lattuada<br />

G, De Cobelli F, Canu T, Esposito A, Scifo P,<br />

Ntali G, Costantino F, Bosio L, Ragogna F, Del<br />

Maschio A, Chiumello G, Luzi L. Insulin resistance<br />

and whole body energy homeostasis in obese<br />

adolescents with fatty liver disease. Am J<br />

Physiol Endocrinol Metab 2006;291:697-703<br />

18. Fabbrini E, Magkos F, Mohammed BS, Pietka<br />

T, Abumrad NA, Patterson BW, Okunade A,<br />

Klein S. Intrahepatic fat, not visceral fat, is<br />

linked with metabolic complications of obesity.<br />

Proc Natl Acad Sci USA 2009;106:15430-15435<br />

19. Ravussin E, Smith SR. Increased fat intake,<br />

impaired fat oxidation, and failure of fat cell<br />

proliferation result in ectopic fatstorage,<br />

insulin resistance, and type 2 diabetes mellitus.<br />

Ann NY Acad Sci 2002;967:363-378<br />

20. Perseghin G. Viewpoints on the way to a<br />

consensus session: where does insulin<br />

resistance start? The liver. Diabetes Care<br />

2009;32(Suppl. 2):S164-S167<br />

21. Seppälä-Lindroos A, Vehkavaara S, Häkkinen<br />

AM, Goto T, Westerbacka J, Sovijärvi A, Halavaara<br />

J, Yki-Järvinen H. Fat accumulation in the liver<br />

is associated with defects in insulin suppression<br />

of glucose production and serum free fatty<br />

acids independent of obesity in normal men.<br />

J Clin Endocrinol Metab 2002;87:3023- 3028<br />

22. Gastaldelli A, Cusi K, Pettiti M, Hardies J,<br />

Miyazaki Y, Berria R, Buzzigoli E, Sironi AM,<br />

Cersosimo E, Ferrannini E, Defronzo RA.<br />

Relationship between hepatic/visceral fat<br />

and hepatic insulin resistance in nondiabetic<br />

and type 2 diabetic subjects. Gastroenterology<br />

2007;133:496-506<br />

23. Deivanayagam S, Mohammed BS, Vitola BE,<br />

Naguib GH, Keshen TH, Kirk EP, Klein S.<br />

Nonalcoholic fatty liver disease is associated<br />

with hepatic and skeletal muscle insulin<br />

resistance in overweight adolescents. Am J<br />

Clin Nutr 2008;88:257-262<br />

24. Fabbrini E, deHaseth D, Deivanayagam S,<br />

Mohammed BS, Vitola BE, Klein S. Alterations<br />

in fatty acid kinetics in obese adolescents<br />

with increased intrahepatic triglyceride content.<br />

Obesity (Silver Spring) 2009;17:25-29<br />

25. Kotronen A, Juurinen L, Tiikkainen M, Vehkavaara<br />

S, Yki-Järvinen H. Increased liver fat, impaired<br />

insulin clearance, and hepatic and adipose<br />

tissue insulin resistance in type 2 diabetes.<br />

Gastroenterology 2008;135:122-130<br />

96<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Reviews/Commentaries/ADA Statements Kelly West Award Lecture 2009<br />

Επιδημιολογία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

και καρδιαγγειακή νόσος: η μετάφραση,<br />

από τον πληθυσμό στην πρόληψη<br />

Η διάλεξη του Βραβείου Kelly West, 2009<br />

Epidemiology of Type 2 Diabetes and Cardiovascular Disease:<br />

Translation From Population to Prevention<br />

The Kelly West Award Lecture 2009<br />

JAMES B. MEIGS, MD, MPH<br />

Στο βιβλίο του «Επιδημιολογία Του Σακχαρώδη Διαβήτη Και Των Αγγειακών Βλαβών Του» [Epidemiology<br />

of Diabetes and Its Vascular Lesions], του 1978, ο Kelly West [σ.τ.μ: αμερικανός επιδημιολόγος, θεωρούμενος<br />

και ως «πατέρας» της επιδημιολογίας του σακχαρώδη διαβήτη] συνοψίζει τις εκτεταμένες<br />

γνώσεις του σχετικά με την κατανομή του σακχαρώδη διαβήτη και τα αίτιά του. Τα 30 χρόνια επιδημιολογικής<br />

έρευνας που έχουν ακολουθήσει, γίναμε μάρτυρες αξιοσημείωτης προόδου στην κατανόηση<br />

της παχυσαρκίας ως παράγοντα κινδύνου για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καθώς και του<br />

σακχαρώδη διαβήτη και του προδιαβήτη, ως παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Η<br />

κατανόηση με όλο και περισσότερες λεπτομέρειες αυτών των συσχετίσεων έχει δυστυχώς συνοδευτεί<br />

και από μια ανησυχητική αύξηση στον επιπολασμό της παχυσαρκίας, του σακχαρώδη διαβήτη και<br />

των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ο West αναγνώρισε ότι ο προδιαβήτης είναι μια αναγνωρίσιμη κατάσταση,<br />

σε αυτό που σήμερα πλέον ονομάζουμε μεταβολικό σύνδρομο. Προέβλεπε ότι η καινοτόμος<br />

ενόραση στην παθογένεια του σακχαρώδη διαβήτη θα προερχόταν μέσα από βιοχημικές μελέτες και<br />

μελέτες γενετικής επιδημιολογίας και προέβλεψε επίσης ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 θα<br />

μπορούσε να προληφθεί από μεταβολές του τρόπου ζωής. Η δυσκολία για εμάς, σήμερα, είναι να<br />

μεταφράσουμε αυτές τις βαθύτερες γνώσεις σε αποτελεσματικές στρατηγικές για την πρόληψη της<br />

μοντέρνας επιδημίας του σακχαρώδη διαβήτη και της αγγειακής νόσου.<br />

Στο βιβλίο του - ορόσημο «Επιδημιολογία<br />

του σακχαρώδη<br />

διαβήτη και των αγγειακών<br />

επιπλοκών του» [Epidemiology<br />

of Diabetes and Its Vascular<br />

Lesions] (1), ο Kelly West ανασκοπεί και<br />

συνοψίζει όλο το εύρος της επιστημονικής<br />

γνώσης σχετικά με την κατανομή και<br />

τα αιτία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />

και τύπου 2. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το<br />

1978. Τα μεθοδολογικά θεμέλια της μοντέρνας<br />

επιδημιολογίας και των κλινικών μελετών<br />

είχαν ήδη τεθεί και επάνω σε αυτά,<br />

ο West αποκρυσταλλώνει τα βασικά ερωτήματα<br />

που θα πρέπει να προσπαθήσουμε<br />

να απαντήσουμε κατά τη διάρκεια των<br />

Diabetes Care 33:1817-1822, 2010<br />

επόμενων δεκαετιών . Ο West αναγνώριζε<br />

ότι η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης<br />

τύπου 2 και η καρδιαγγειακή νόσος<br />

συνδέονται στενά. Τόνιζε ότι η κατάσταση<br />

του προδιαβήτη είναι εύκολα ανιχνεύσιμη<br />

και ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου<br />

2 οφείλει να προλαμβάνεται. Υπέθετε επίσης<br />

ότι θα προσδιορίζονταν νέοι βιοχημικοί<br />

και γενετικοί δείκτες του κινδύνου<br />

σακχαρώδη διαβήτη, οι οποίοι θα αποκάλυπταν<br />

τους μηχανισμούς που συνδέουν<br />

μεταξύ τους την παχυσαρκία, το σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα. Πιο σημαντική ακόμη, η<br />

έμφαση που δίνει στο ότι η επιστήμη της<br />

κλινικής επιδημιολογίας αποτελεί τη βάση<br />

για την πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη<br />

και των αγγειακών επιπλοκών του.<br />

Η «μελέτη καρδιάς του Framingham»<br />

[Framingham Heart Study: FHS), μια διαχρονική<br />

διαγενεακή μελέτη ομοειδούς<br />

σειράς πληθυσμού σχετικά με τα καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα και τους παράγοντες<br />

κινδύνου τους, έχει αποτελέσει μια πλουσιότατη<br />

πηγή διερεύνησης των ερωτημάτων<br />

που έχει θέσει ο West. Παρά το γεγονός<br />

ότι οι συμμετέχοντες στην FHS ανήκουν<br />

κυρίως στη λευκή φυλή και έχουν Ευρωπαϊκή<br />

καταγωγή, οι καταστάσεις της υγείας<br />

τους αντανακλούν τις καταστάσεις και<br />

άλλων πληθυσμών στις ΗΠΑ και άλλες<br />

αναπτυγμένες χώρες σε όλων των κόσμο.<br />

Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας (BMI<br />

≥30 kg/m2) στην FHS έχει αυξηθεί αμείλικτα<br />

τόσο στους άντρες όσο και στις<br />

γυναίκες κατά τη διάρκεια των τελευταίων<br />

ετών, από μονοψήφιο ποσοστό μεταξύ<br />

των αντρών στη δεκαετία του 1970 σε<br />

25-30% μεταξύ των αντρών στη δεκαετία<br />

του 1990 (Εικόνα 1Α) (2). Μια παρόμοια<br />

τάση εμφανίζεται και στις γυναίκες.<br />

Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο επιπολασμός<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στην<br />

FHS αυξήθηκε σταθερά (Εικόνα 1Β) (3).<br />

Το «καμπανάκι» χτυπάει από το γεγονός<br />

ότι πρακτικά, το σύνολο της αύξησης του<br />

ποσοστού σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />

έχει εμφανιστεί στα άτομα με παχυσαρκία,<br />

από περίπου 6% στη δεκαετία του<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 97


Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />

Προσαρμοσμένη<br />

σωρευτική επίπτωση, %<br />

Παχυσαρκία<br />

Χρόνος, έτη<br />

Ηλικία 30-34 ετών<br />

Ηλικία 40-44 ετών<br />

Ηλικία 50-54 ετών<br />

Ρυθμός εμφάνισης 8 ετών (%)<br />

Σακχαρώδης διαβήτης<br />

Παχύσαρκοι<br />

Υπέρβαροι<br />

Φυσιολογικού σωματικού βάρους<br />

Αποδιδόμενος<br />

κίνδυνος (%)<br />

Καρδιαγγειακά νοσήματα<br />

Αρτηριακή Κάπνισμα Υψηλή Παχυσαρκία Σακχαρώδης<br />

υπέρταση χοληστερόλη διαβήτης<br />

Αποδιδόμενος<br />

λόγος κινδύνων<br />

(διάστημα<br />

εμπιστοσύνης<br />

επ. 95%)<br />

Εικόνα 1 - Τα αυξανόμενα ποσοστά παχυσαρκίας συσχετίζονται με αυξανόμενα ποσοστά σακχαρώδη διαβήτη, που με τη σειρά τους συσχετίζονται με αυξανόμενα<br />

ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων, σύμφωνα με την FHS. Α: η εντυπωσιακή αύξηση του προσαρμοσμένου ως προς τη θνησιμότητα σωρευτικού<br />

ρυθμού εμφάνισης παχυσαρκίας 30 ετών (BMI ≥30 kg/m 2 ), για τους άντρες, σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Η εμπειρία είναι παρόμοια και στις γυναίκες<br />

(προσαρμογή από Vasan και συνεργάτες) (2). Β: Ο ρυθμός εμφάνισης κρουσμάτων σακχαρώδη διαβήτη 8 ετών αυξάνεται κυρίως στα άτομα με παχυσαρκία<br />

(μεταξύ τόσο των αντρών όσο και των γυναικών) (προσαρμογή από Fox και συνεργάτες) (3). C: Η αύξηση κατά 1,6 φορές στην πάροδο του χρόνου<br />

στο προβαλλόμενο ποσοστό κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα σε συσχέτιση με το σακχαρώδη διαβήτη (βέλη). Μεταξύ των κοινών παραγόντων<br />

κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, μόνο ο σακχαρώδης διαβήτης συνεισφέρει σημαντικά στα αυξημένα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων (προσαρμοσμένο<br />

από Fox και συνεργάτες) (5).<br />

1970 σε πάνω από 12% στη δεκαετία του<br />

1990. Η συσχέτιση αυτή αποδεικνύει ξεκάθαρα<br />

ότι η ευρεία διάδοση της παχυσαρκίας<br />

σπρώχνει προς μια πλημμυρίδα κρουσμάτων<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο<br />

West ήταν ανάμεσα στους πρώτους που<br />

τόνισαν έντονα ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα<br />

αποτελούν την κύρια αιτία νοσηρότητας<br />

και θνησιμότητας στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2. Αν και ο απόλυτος κίνδυνος<br />

για καρδιαγγειακά νοσήματα στην<br />

FHS (οριζόμενος από το θανατηφόρο και<br />

μη θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου,<br />

το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και<br />

την αγγειακή διαλείπουσα χωλότητα) έχει<br />

μειωθεί μεταξύ των δεκαετιών του 1950<br />

και του 1990 κατά 35% στα άτομα χωρίς<br />

σακχαρώδη διαβήτη και κατά 49% στα<br />

άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, ο σχετικός<br />

κίνδυνος μεταξύ αυτών που πάσχουν<br />

από σακχαρώδη διαβήτη για την ανάπτυξη<br />

καρδιαγγειακών νοσημάτων έχει επιμείνει<br />

ώστε να είναι δύο φορές υψηλότερος<br />

σε σχέση με αυτό των ατόμων χωρίς<br />

σακχαρώδη διαβήτη (4). Ο αυξανόμενος<br />

επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, σε συνδυασμό με το σταθερό<br />

σχετικό κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων,<br />

μεταφράζεται σε αύξηση κατά<br />

60% των αποδιδόμενων λόγων κινδύνων<br />

για καρδιαγγειακά νοσήματα που συσχετίζονται<br />

με το σακχαρώδη διαβήτη, ακόμη<br />

και όταν ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα που συσχετίζεται με άλλους<br />

παράγοντες κινδύνου, όπως η αρτηριακή<br />

υπέρταση και το κάπνισμα, κρατηθεί<br />

σταθερός ή μειωθεί (Εικόνα 1 C) (5). Kαι<br />

εδώ, η εμπειρία από την FHS δείχνει ότι<br />

η πλημμυρίδα κρουσμάτων παχυσαρκίας<br />

μας σπρώχνει προς αύξηση των κρουσμάτων<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που με<br />

τη σειρά τους δημιουργούν μια πλημμυρίδα<br />

καρδιαγγειακών νοσημάτων και θανάτων.<br />

Ο West το είχε δει αυτό και οι προκλήσεις<br />

μας αναφορικά με την πρόληψη<br />

είναι μπροστά μας<br />

Από μια κλινική οπτική, τα καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα συχνά θεωρούνται συνέπεια<br />

ενός διαγνωσμένου σακχαρώδη τύπου<br />

2. Ωστόσο, η εμπειρία από την FHS και<br />

άλλες μελέτες έχει δείξει ότι ο προδιαβήτης<br />

(οριζόμενος ως τα επίπεδα γλυκόζης<br />

αίματος κάτω από τον ουδό διάγνωσης<br />

του σακχαρώδη διαβήτη, αλλά όχι<br />

εντός των φυσιολογικών ορίων) συσχετίζεται<br />

επίσης με τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα (6). Η παρατήρηση αυτή<br />

οδήγησε στη θεωρία ότι ο σακχαρώδης<br />

διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα μπορεί να μοιράζονται κοινό<br />

παθογενετικό μηχανισμό. Πράγματι, τα<br />

νοσήματα αυτά μοιράζονται πολλούς κοινούς<br />

παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης<br />

της παχυσαρκίας (ιδίως της<br />

παχυσαρκίας κεντρικού τύπου), της υπερινσουλιναιμίας<br />

(που αντανακλά, εν μέρει,<br />

την αντίσταση στην ινσουλίνη), της υπεργλυκαιμίας,<br />

της δυσλιπιδαιμίας που χαρακτηρίζεται<br />

από χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερόλης<br />

και αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων<br />

και της αυξημένης αρτηριακής πίεσης.<br />

Αυτές οι μετρήσιμες κλινικές ιδιότητες<br />

αλληλοσυσχετίζονται, εμφανίζονται μαζί<br />

σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που<br />

θα αναμενόταν με βάση μόνο την τυχαία<br />

πιθανότητα και συσσωρεύονται με ένα<br />

προσδιορίσιμο μοτίβο, συνδεόμενες μέσω<br />

της παχυσαρκίας και της αντίστασης στην<br />

ινσουλίνη (Εικόνα 2Α και Β) (7,8). Αυτό το<br />

φαινόμενο της συνάθροισης των παραγόντων<br />

κινδύνου ονομάζεται πλέον, συμφωνούμε<br />

ή διαφωνούμε, «μεταβολικό<br />

σύνδρομο» (Εικόνα 2C). Υπάρχει μια ποικιλία<br />

ενθουσιωδών διατυπώσεων των ορισμών<br />

του μεταβολικού συνδρόμου. Στην<br />

FHS, ο ορισμός που προτάθηκε από την<br />

«ομάδα θεραπείας ενηλίκων του εθνικού<br />

προγράμματος εκπαίδευσης για τη χοληστερόλη»<br />

[National Cholesterol Education<br />

Program Adult Treatment Panel III] (NCEP<br />

ATPII) είναι αυτός που συνηθέστερα έχει<br />

αξιολογηθεί (9).<br />

Μια θεμελιώδης υπόθεση εγείρεται από<br />

98<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Meigs<br />

την έννοια του μεταβολικού συνδρόμου<br />

και έχει να κάνει με το ότι η παρουσία του<br />

αυξάνει τον μελλοντικό κίνδυνο τόσο για<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 όσο και για<br />

καρδιαγγειακά νοσήματα, ακόμη και μετά<br />

από την προσαρμογή ως προς τους άλλους<br />

ειδικούς ως προς τα νοσήματα παράγοντες<br />

κινδύνου. Στην FHS, το μεταβολικό<br />

σύνδρομο οδηγεί σε αύξηση κατά 7 έως<br />

11 φορές του ετήσιου κινδύνου για καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα στους άντρες, περίπου<br />

κατά 3 φορές περισσότερο σε σχέση<br />

με αυτούς που δεν εμφανίζουν μεταβολικό<br />

σύνδρομο, ενώ για το σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, η αντίστοιχη αύξηση είναι<br />

περίπου επταπλάσια (Εικόνα 3α) (10). Οι<br />

συσχετίσεις στις γυναίκες είναι παρόμοιες.<br />

Ο κίνδυνος αυξάνει σταθερά με ευθέως<br />

ανάλογο τρόπο τρόπο, όσο αυξάνει ο<br />

αριθμός των επί μέρους κλινικών χαρακτηριστικών<br />

που συνεισφέρουν. Επιπρόσθετα,<br />

ο κίνδυνος αυξάνεται ανεξάρτητα<br />

από το είδος του συνδυασμού<br />

συγκεκριμένων κλινικών χαρακτηριστικών<br />

μεταξύ των ποικίλων ετερογενών<br />

συνδυασμών τους και ακόμη και με απουσία<br />

διαταραχής της γλυκόζης αίματος. Για<br />

παράδειγμα, σε άτομα με το συνδυασμό<br />

χαμηλής HDL-χοληστερόλης και αυξημένων<br />

τριγλυκεριδίων και αρτηριακής πίεσης<br />

αλλά χωρίς διαταραχή της γλυκόζης<br />

αίματος, ο σχετικός κίνδυνος για καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα είναι περίπου διπλάσιος,<br />

σε σχέση με τα άτομα χωρίς αυτό<br />

το συνδυασμό χαρακτηριστικών, ενώ για<br />

το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ο σχετικός<br />

κίνδυνος είναι αυξημένος κατά 3,5<br />

φορές (Εικόνα 3β). Τα δεδομένα υποδηλώνουν<br />

ότι πέρα από τους συγκεκριμένους<br />

παράγοντες κινδύνου που μπορεί<br />

να υπάρχουν σε έναν ασθενή, φαίνεται<br />

ότι συμμετέχει και ένας παράγοντας που<br />

σχετίζεται με την ίδια τη συνάθροιση των<br />

παραγόντων κινδύνου, τουλάχιστον εν<br />

μέρει, με τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου<br />

στην πορεία. Το μεταβολικό σύνδρομο<br />

ευθύνεται επίσης για ένα βαθμό της ετερογένειας<br />

για μελλοντικό κίνδυνο νόσησης<br />

που παρατηρείται σε άτομα με παχυσαρκία.<br />

Μεταξύ των ατόμων της FHS με<br />

BMI


Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />

Λόγοι πιθανοτήτων<br />

Καρδιαγγειακά νοσήματα<br />

ΜΣ έναντι όχι ΜΣ<br />

ΣΔ2<br />

0 παρά- 1-2 παρά- ΜΣ 0 παρά- 1-2 παρά- ΜΣ<br />

γοντες γοντες γοντες γοντες<br />

κινδύνου κινδύνου κινδύνου κινδύνου<br />

Συνάθροιση παραγόντων Επιπο- Σχετικός κίνδυνος Σχετικός<br />

μεταβολικού συνδρόμου λασμός καρδιαγγειακών κίνδυνος<br />

νοσημάτων για ΣΔ<br />

Υψηλά τριγλυκερίδια +<br />

χαμηλή HDL + υψηλή ΑΠ 10,3% 1,9 3,5<br />

Υψηλή περίμετρος μέσης +<br />

υψηλή ΑΠ+ χαμηλή HDL 9,9%<br />

Υψηλή περίμετρος μέσης +<br />

υψηλή ΑΠ+ υψηλά τριγλυκερίδια 7,6% 2,1 5,0<br />

Υψηλή περίμετρος μέσης +<br />

υψηλά τριγλυκερίδια +χαμηλή HDL 7,3%<br />

Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />

χαμηλή HDL+ χαμηλή ΑΠ 5,4%<br />

Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />

υψηλή περίμετρος μέσης + υψηλή ΑΠ 5,2%<br />

Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />

υψηλά τριγλυκερίδια + υψηλή ΑΠ 4,5% 2,5 11<br />

Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />

χαμηλή HDL+ υψηλή περίμετρος μέσης 3,9%<br />

Υψηλή γλυκόζη νηστείας +υψηλά<br />

τριγλυκερίδια +χαμηλή HDL 3,6%<br />

Υψηλή γλυκόζη νηστείας +υψηλά<br />

τριγλυκερίδια+ υψηλή περίμετρος μέσης 2,9%<br />

Εικόνα 3 - Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) είναι παράγοντας κινδύνου τόσο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) όσο και για καρδιαγγειακά νοσήματα. Α:<br />

Μεταξύ των αντρών της FHS, ο 7-ετής έως 11-ετής κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα αυξάνει από 1,5 σε όσους εμφανίζουν 1ή 3 παράγοντες κινδύνου<br />

για ΜΣ σε 4,0 για όσους εμφανίζουν 3 ή περισσότερους (δηλαδή εμφανίζουν ήδη το ΜΣ) σε σχέση με τα άτομα χωρίς παράγοντες κινδύνου για ΜΣ, ακόμη<br />

και μετά από προσαρμογή ως προς τους άλλους ειδικούς για τα καρδιαγγειακά νοσήματα παράγοντες κινδύνου. Οι ράβδοι της εικόνας αντιπροσωπεύουν<br />

τους λόγους πιθανοτήτων και τα διαστήματα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%. Ο σχετικός κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα είναι 2,9 στη σύγκριση του<br />

ΜΣ με την απουσία ΜΣ. Ο κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αυξάνει από το 4,2 για τους άντρες με 1-2 παράγοντες του ΜΣ σε 24 για αυτούς με<br />

ΜΣ, σε σχέση με όσους δεν εμφανίζουν κανέναν παράγοντα κινδύνου του ΜΣ, ακόμη και μετά από προσαρμογή ως προς άλλους παράγοντες κινδύνου ειδικούς<br />

ως προς το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο σχετικός κίνδυνος για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι 6,9, στη σύγκριση του ΜΣ με την απουσία<br />

ΜΣ. Όλα τα μοτίβα είναι παρόμοια και στις γυναίκες της FHS. Ο κίνδυνος αυξάνει σταθερά με ευθέως ανάλογο τρόπο, καθώς ο αριθμός των κλινικών χαρακτηριστικών<br />

που το συναποτελούν αυξάνεται και η αύξηση αυτή συμβαίνει ανεξάρτητα από τους διάφορους ετερογενείς συνδυασμούς ειδικών κλινικών<br />

χαρακτηριστικών και εμφανίζεται ακόμη και επί απουσίας διαταραχής της γλυκόζης αίματος (β) (προσαρμογή από Wilson και συνεργάτες) (10).<br />

του οικογενειακού ιστορικού σακχαρώδη<br />

διαβήτη και των παραγόντων του μεταβολικού<br />

συνδρόμου μπορεί να διακρίνει<br />

ορθά τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 κατά<br />

τα επόμενα 7 έτη, περίπου στο 85% των<br />

περιπτώσεων (12). Η πλειοψηφία της<br />

έρευνας των εκβάσεων που συσχετίζονται<br />

με το μεταβολικό σύνδρομο έχει διενεργηθεί<br />

στα πλαίσια επίσημων επιδημιολογικών<br />

μελετών που είναι αυστηρές<br />

ως προς το φαινότυπο που περιλαμβάνουν,<br />

όπως είναι η FHS. Ωστόσο, μια συνάθροιση<br />

παραγόντων κινδύνου που προσδιορίζει<br />

τους φαινοτύπους με όχι τόσο<br />

μεγάλη ακρίβεια, κάτι που συνήθως συμβαίνει<br />

με τα κλινικά δεδομένα της καθημερινής<br />

πράξης, προβλέπει τις ανεπιθύμητες<br />

εκβάσεις με αποτελεσματικό τρόπο.<br />

Εάν οι ιατρικοί φάκελοι των ασθενών<br />

χωρίς κλινικά έκδηλο σακχαρώδη ή καρδιαγγειακό<br />

νόσημα περιέχουν οποιαδήποτε<br />

ένδειξη παχυσαρκίας, αύξησης της<br />

αρτηριακής πίεσης, αυξημένης γλυκόζης<br />

αίματος, τριγλυκεριδίων ή ολικής<br />

χοληστερόλης, τα άτομα με κανένα, 1<br />

έως 2, ή 3 και περισσότερα από αυτά τα<br />

χαρακτηριστικά παρουσιάζουν τριετή επίπτωση<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 της<br />

τάξης του 1,4, 4 και 11%, αντίστοιχα (13).<br />

Η ετήσια επίπτωση των καρδιαγγειακών<br />

νοσημάτων είναι 3,1, 5,3 και 6,4, ενώ το<br />

ετήσιο συνολικό ιατρικό κόστος είναι<br />

περίπου 3.000, 4.000 και 5.000 δολάρια<br />

ΗΠΑ, αντίστοιχα και η διάρκεια παραμονής<br />

σε νοσοκομείο είναι 4, 5 και 6 ημέρες,<br />

αντίστοιχα. Παρά τον αυξημένο κίνδυνο<br />

για ανεπιθύμητες εκβάσεις που<br />

συσχετίζονται με τη συνάθροιση παραγόντων<br />

κινδύνου, είναι ελάχιστοι οι ασθενείς<br />

που έχουν ακούσει ποτέ τον ορό<br />

μεταβολικό σύνδρομο, ενώ αυτοί με συνάθροιση<br />

των παραγόντων κινδύνου δεν<br />

θεωρούν ότι οι ίδιοι βρίσκονται σε αυξημένο<br />

κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2. Τέλος, ακόμη και αυτοί που πείθουν<br />

τον εαυτό τους ότι βρίσκονται σε<br />

τέτοιο κίνδυνο δεν έχουν περισσότερες<br />

πιθανότητες από όσους δεν εκφράζουν<br />

καμία αντίστοιχη πρόθεση να υιοθετήσουν<br />

τελικά έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής<br />

εντός του επόμενου έτους (14). Και πάλι,<br />

οι τρομερές δυσκολίες για την πρόληψη<br />

είναι ξεκάθαρες. Η έννοια της συνάθροισης<br />

παραγόντων κινδύνου, όπως ενσωματώνονται<br />

στην εννοιολογική σύλληψη<br />

του μεταβολικού συνδρόμου, φαίνεται<br />

ότι μας διευκολύνει δίνοντας μια άμεσα<br />

διαθέσιμη κλινική προσέγγιση προσδιορισμού<br />

των ατόμων με αυξημένο κίνδυνο<br />

για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα και αυξημένο κόστος<br />

περίθαλψης και κατανάλωσης χώρων<br />

υγείας. Η συνολική χρησιμότητα του μεταβολικού<br />

συνδρόμου έχει αμφισβητηθεί<br />

ισχυρά, λόγω της έλλειψης άμεσων ενδείξεων<br />

από τις οποίες να προκύπτει μια<br />

ενοποιητική παθοφυσιολογία ή ενδείξεων<br />

υπέρ του ότι η διάγνωση μεταβάλει<br />

την κλινική έκβαση, γεγονός που είναι<br />

κατανοητό. Φαίνεται ότι το μεταβολικό<br />

σύνδρομο έχει μια εμφανή αξία στον<br />

100<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Meigs<br />

προσδιορισμό του κινδύνου και στην πρόληψη<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,<br />

αλλά αυτό απομένει να ελεγχθεί επίσημα<br />

σε μια κλινική μελέτη.<br />

Η ιδέα του μεταβολικού συνδρόμου έχει<br />

οδηγήσει σε έντονη έρευνα σχετικά με<br />

τους μοριακούς και φυσιολογικούς μηχανισμούς<br />

που εξηγούν το φαινόμενο της<br />

συνάθροισης παραγόντων κινδύνου. Η<br />

παθολογική βιοχημική σηματοδότηση<br />

μεταξύ των λιποκυττάρων, η διαταραχή<br />

της ενδοθηλιακής λειτουργίας και η συστηματική<br />

υποκλινική φλεγμονή είναι υποθέσεις<br />

που όλες έχουν γίνει ως εξηγήσεις<br />

που ενοποιούν την αύξηση της σύστασης<br />

του σώματος σε λίπος με την αντίσταση<br />

στην ινσουλίνη, με τη διαταραχή της λειτουργίας<br />

των β-κυττάρων του παγκρέατος<br />

και με τη νόσο των μικρών και μεγάλων<br />

αρτηριών (15). Οι αδιποκυτοκίνες,<br />

αδιπονεκτίνη, ρεζιστίνη [resistin] και παράγοντας<br />

νέκρωσης όγκων-α (TNF-α) έχουν<br />

όλες συσχετιστεί τόσο με την παχυσαρκία<br />

όσο και με την αντίσταση στην ινσουλίνη,<br />

στους ανθρώπους της κοινότητας<br />

(16). Ωστόσο, πέρα από αυτές τις ισχυρότατες<br />

συγχρονικές συσχετίσεις, οι εσωτερικές<br />

σχέσεις μεταξύ βιολογικών δεικτών<br />

που σχετίζονται με τις αδιποκίνες<br />

με τη νέα εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη<br />

ή καρδιαγγειακού νοσήματος έχει<br />

αποτελέσει δύσκολο προς διαλεύκανση<br />

ζήτημα. Για παράδειγμα, τα χαμηλά επίπεδα<br />

αδιπονεκτίνης (αλλά όχι και της ρεζιστίνης<br />

ή του TNF-α) συσχετίζονται με τον<br />

αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, μετά από την προσαρμογή ως<br />

προς συγχυτικούς παράγοντες κινδύνου<br />

συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας<br />

(17), ενώ η ρεζιστίνη, αλλά όχι και η αδιπονεκτίνη<br />

συσχετίζονται με τον κίνδυνο<br />

για καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ καμία από<br />

αυτές δεν συσχετίζεται με τον κίνδυνο<br />

για στεφανιαία νόσο (18). Η αντίσταση<br />

στην ινσουλίνη, από την άλλη πλευρά,<br />

συσχετίζεται στα πλαίσια της FHS και πολλών<br />

άλλων μελετών τόσο με το σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 όσο και με τα καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα, ακόμη και μετά<br />

από προσαρμογή ως προς συγχυτικούς<br />

παράγοντες (19). Οι βιολογικοί δείκτες<br />

ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας του πλάσματος,<br />

συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων<br />

της Ε-σελεκτίνης [E-selectin], του<br />

αναστολέα ενεργοποιητή του πλασμινογόνου-1<br />

[plasminogen activator inhibitor-<br />

1: PAI-1] και του παράγοντα von Willebrand,<br />

συσχετίζονται με τον κίνδυνο εμφάνισης<br />

νέων περιπτώσεων σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2, ακόμη και μετά από προσαρμογή<br />

ως προς τη συνυπάρχουσα παχυσαρκία,<br />

διαταραχή γλυκόζης αίματος, οικογενειακό<br />

ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 και άλλους συνήθεις παράγοντες<br />

κινδύνου (Εικόνα 4α) (20,21). Τα επίπεδα<br />

πλάσματος του αντιγόνου του παράγοντα<br />

von Willebrand λειτουργούν επίσης προγνωστικά<br />

για νέα εμφάνιση καρδιαγγειακού<br />

νοσήματος, ιδίως σε άτομα με σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2, γεγονός που<br />

υποδηλώνει ότι η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία<br />

είναι κοινός παράγοντας κινδύνου<br />

τόσο για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2 όσο και για τα καρδιαγγειακά νοσήματα<br />

και ενδεχομένως αποτελεί έναν ενοποιητικό<br />

παράγοντα που μπορεί και να<br />

υπόκειται της συνάθροισης των παραγόντων<br />

κινδύνου (Εικόνα 4β) (22).<br />

Στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα δεδομένα<br />

που υποστηρίζουν την παθολογική<br />

σηματοδότηση μεταξύ αδιποκινών, την<br />

ενδοθηλιακή δυσλειτουργία ή τη φλεγμονή,<br />

ως φαινόμενα κεντρικά στη συνάθροιση<br />

παραγόντων κινδύνου, προέρχονται<br />

από μελέτες περιγραφικού τύπου,<br />

όπου συστηματικά σφάλματα ή υπολειπόμενοι<br />

συγχυτικοί παράγοντες θα μπο-<br />

RR του ΣΔ2 =1,2 ανά IQR<br />

P=0,03<br />

RR του ΣΔ2 =1,4 ανά IQR<br />

P=0,009<br />

7-ετης σωρευτική συχνότητα<br />

για ΣΔ2 (%)<br />

Επιβίωση ελεύθερη<br />

καρδιαγγειακού νοσήματος<br />

Όχι ΣΔ+Q1-3<br />

Όχι ΣΔ+Q4<br />

ΣΔ+Q1-3<br />

ΣΔ+Q4<br />

Άθροισμα τάξεων κατά Wilcoxοn<br />

(Wilcoxοn rank sum) για τα<br />

καρδιαγγειακά νοσήματα<br />

Εικόνα 4 - Οι βιολογικοί δείκτες της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας του πλάσματος λειτουργούν προγνωστικά τόσο για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2)<br />

όσο και για τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Α: Η 7-ετης σωρευτική επίπτωση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ανά τεταρτημόριο (Q1-Q4) του PAI-1 ή του παράγοντα<br />

von Willebrand (vWF). Ο σχετικός κίνδυνος (RR) κατόπιν της προσαρμογής ως προς τους παράγοντες κινδύνου για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ανά<br />

ενδιάμεση διατεταρτημοριακή [interquartile: IQR] αύξηση του vWF, ήταν 1,4 (διάστημα εμπιστοσύνης επ. 95% 1,1-1,8, P = 0,009) (προσαρμογή από<br />

Meigs) (21). Β: Επιβίωση ελεύθερη καρδιαγγειακών συμβαμάτων στην FHS, ως συνάρτηση της παρουσίας ή απουσίας σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />

ανάλογα με τα χαμηλά (Q1-Q3) ή τα υψηλά (Q4) επίπεδα του vWF. Ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα είναι αυξημένος σε άτομα με αυξημένα επίπεδα<br />

του vWF, ιδίως στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και αυξημένο vWF (P < 0,0001) (προσαρμογή από Frankel και συνεργάτες) (22).<br />

Έτη<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 101


Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />

Ποσοστό με βαθμολογία<br />

γονοτύπου<br />

Σακχαρώδης διαβήτης<br />

Όχι σακχαρώδης διαβήτης<br />

Μέση βαθμολογία<br />

γονοτύπου:<br />

Σακχαρώδης<br />

διαβήτης: 17.7<br />

Όχι σακχαρώδης<br />

διαβήτης: 17.1<br />

Σωρευτική συχνότητα<br />

σακχαρώδη διαβήτη<br />

% πληθ.<br />

Βαθμολογία γονοτύπου<br />

Αληθές θετικό ποσοστό<br />

Απλό κλινικό μοντέλο<br />

C=0.900<br />

Μοντέλο και βαθμολογία<br />

γονοτύπου<br />

C=0.901<br />

RR<br />

Βαθμολογία γονοτύπου<br />

Ψευδές θετικό ποσοστό<br />

Εικόνα 5 - Μια βαθμολογία γενετικού κινδύνου αποτελούμενη από 18 SNP προβλέπει το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Α: Η κατανομή της βαθμολογίας<br />

γενετικού κινδύνου από 18 SNP, όπου τα άτομα της FHS βαθμολογήθηκαν με 0 εάν δεν παρουσίαζαν κανένα αλλήλιο κινδύνου για δεδομένο SNP, με 1 εάν<br />

ήταν ετερόζυγα και με 2 αν ήταν ομόζυγα για αυτό το αλλήλιο κινδύνου. Τα άτομα που ανέπτυξαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε διάστημα 28 ετών παρακολούθησης<br />

είχαν περίπου 0,6 περισσότερα αλλήλια κινδύνου σε σχέση με αυτά που δεν εκδήλωσαν σακχαρώδη διαβήτη (P


Meigs<br />

σει δεδομένα που αφορούν πάνω από<br />

120.000 άτομα Ευρωπαϊκής καταγωγής<br />

χωρίς κλινικά έκδηλο σακχαρώδη διαβήτη,<br />

από 50 μελέτες ομοειδών σειρών πληθυσμού,<br />

ώστε να διενεργηθεί συνεργατική<br />

έρευνα στην οποία συμμετέχουν<br />

πάνω από 200 διερευνητές. Μέχρι σήμερα,<br />

η MAGIC έχει ήδη προσδιορίσει 16<br />

κοινούς SNP που συσχετίζονται με τα επίπεδα<br />

της γλυκόζης νηστείας, της ινσουλίνης<br />

νηστείας και της γλυκόζης 2 ωρών<br />

μετά από δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από<br />

το στόμα (26-28). Οι 11 από αυτούς τους<br />

γενετικούς τόπους είναι εντελώς καινούργιοι,<br />

ενώ οι 8 συνδέονται επίσης με τον<br />

κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />

2, γεγονός που υποδηλώνει έναν βαθμό<br />

γενετικού ελέγχου της ομοιόστασης της<br />

γλυκόζης ο οποίος είναι ξεχωριστός από<br />

τους γενετικούς παράγοντες που προσδιορίζουν<br />

την παθογένεια του σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2. Πολλοί νέοι γενετικοί<br />

τόποι μπορεί να ανιχνευθούν για τα<br />

διφορούμενα ζητήματα που αφορούν τη<br />

μάζα των β-κυττάρων, το προσδόκιμο επιβίωσης<br />

τους και τη λειτουργικότητα τους.<br />

Αρκετοί άλλοι τόποι έχουν αποκαλύψει ή<br />

επιβεβαιώσει νέες φυσικές οδούς που<br />

υπόκεινται της φυσιολογίας του σακχαρώδη<br />

διαβήτη, συμπεριλαμβανομένων<br />

παραλλαγών που εντοπίζονται μέσα ή<br />

κοντά στα γονίδια που συμμετέχουν στα<br />

κιρκαδιανά (MTNR1B, CRY2) και στα α-<br />

αδρενεργικά (ADRA2) συστήματα, στο<br />

μεταβολισμό των λιπαρών οξέων (FADS1)<br />

και στο σύστημα ινκρετίνης (GIPR). Ο West,<br />

χωρίς καμία αμφιβολία, θα είχε ενθουσιαστεί<br />

από την απόδειξη αυτής της τρομακτικής<br />

ισχύος της επιδημιολογίας μεγάλης<br />

κλίμακας, στην αποκάλυψη νέων<br />

πλευρών της φυσιολογίας και παθογένειας<br />

του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />

Η πιθανότητα χρήσης των νέων βιοχημικών<br />

και γονιδιακών ανακαλύψεων στην<br />

πρόγνωση και πρόληψη του σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 πιθανώς θα ήταν αυτό<br />

που θα ενδιέφερε πιο πολύ από όλα τον<br />

West. Είναι πλέον δυνατό, για ένα άτομο,<br />

να πληρώσει τον προσδιορισμό του γενετικού<br />

προφίλ κινδύνου του για σακχαρώδη<br />

διαβήτη, σε διαφορές εταιρίες, με<br />

κόστος μόνο λίγων εκατοντάδων δολαρίων.<br />

Ωστόσο, η ικανότητα αυτών των<br />

προφίλ να διακρίνουν το μελλοντικό κίνδυνο<br />

νόσου παραμένει επί του παρόντος<br />

ελαφρώς αβέβαιη. Στην FHS, μια βαθμολογία<br />

γενετικού κινδύνου που αποτελούταν<br />

από 18 επιβεβαιωμένους SNP που<br />

δημιουργούν κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη<br />

τύπου 2 ήταν υψηλότερη μεταξύ<br />

των ατόμων που ανέπτυξαν σακχαρώδη<br />

διαβήτη τύπου 2 σε διάστημα 28 ετών,<br />

σε σύγκριση με αυτή των ατόμων που δεν<br />

εκδήλωσαν σακχαρώδη διαβήτη, αν και<br />

το απόλυτο μέγεθος αυτής της διαφοράς<br />

ήταν πολύ μικρό (περίπου 0,6 αλλήλια<br />

κινδύνου, με πιθανότητα όμως τελικά να<br />

μην υπήρχε καμία διαφορά να είναι


Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />

ρα, αυτή τη συνάθροιση παραγόντων κινδύνου<br />

την ονομάζουμε μεταβολικό σύνδρομο.<br />

Σημείωνε επίσης ότι ο σακχαρώδης<br />

διαβήτης τύπου 2 είναι μια κατάσταση<br />

εύκολα προλαμβανόμενη. Η πρότασή του<br />

σχετικά με τον τρόπο για να επιτευχθεί<br />

αυτό, δηλαδή οι μεταβολές του τρόπου<br />

ζωής μέσω της επίτευξης και διατήρησης<br />

ενός φυσιολογικού βάρους σώματος και<br />

μιας τακτικής ελαφράς σωματικής δραστηριότητας,<br />

έχει αποδείξει επανειλημμένα<br />

την αξία της σε πολλές κλινικές μελέτες.<br />

Οι ισχυρές επιδημιολογικές μελέτες<br />

όπως η FHS και πολλές άλλες παρέχουν<br />

τα θεμέλια για την κατανόηση μας σχετικά<br />

με τη φύση και το μέγεθος του προβλήματος<br />

που έχουμε μπροστά μας. Αυτό<br />

που απομένει για εμάς είναι να μεταφράσουμε<br />

αυτή την κατανόηση σε μέτρα κλινικής<br />

πράξης και σε πολιτικές δημόσιας<br />

υγείας που θα μετατρέψουν την επιστήμη<br />

σε όπλο των ασθενών και των παρόχων<br />

υγείας, ώστε να αναστραφεί το σταθερά<br />

διογκούμενο κύμα παχυσαρκίας,<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών<br />

νοσημάτων.<br />

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />

No potential conflicts of interest relevant<br />

to this article were reported.<br />

From the General Internal Medicine Unit,<br />

Massachusetts General Hospital, Boston,<br />

Massachusetts.<br />

Corresponding author: James B. Meigs,<br />

jmeigs@partners.org.<br />

DOI: 10.2337/dc10-0641<br />

© 2010 by the American Diabetes Association.<br />

Readers may use this article as long as the<br />

work is properly cited, the use is educational<br />

and not for profit, and the work is not altered.<br />

See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />

details.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. West KM. Epidemiology of diabetes and its<br />

vascular lesions. New York, Elsevier, 1978 2.<br />

Vasan RS, Pencina MJ, Cobain M, Freiberg MS,<br />

D’Agostino RB. Estimated risks for developing<br />

obesity in the Framingham Heart Study. Ann<br />

Intern Med 2005;143:473-480<br />

3. Fox CS, Pencina MJ, Meigs JB, Vasan RS, Levitzky<br />

YS, D’Agostino RB Sr. Trendsin the incidence<br />

of type 2 diabetes mellitus from the 1970s to<br />

the 1990s: the Framingham Heart Study.<br />

Circulation 2006;113:2914-2918<br />

4. Fox CS, Coady S, Sorlie PD, Levy D, Meigs JB,<br />

D’Agostino RB Sr, Wilson PW, Savage PJ. Trends<br />

in cardiovascular complications of diabetes.<br />

JAMA 2004;292:2495-2499<br />

5. Fox CS, Coady S, Sorlie PD, D’Agostino RB Sr,<br />

Pencina MJ, Vasan RS, Meigs JB, Levy D, Savage<br />

PJ. Increasing cardiovascular disease burden<br />

due to diabetes mellitus: the Framingham<br />

Heart Study. Circulation 2007;115:1544-1550<br />

6. Levitzky YS, Pencina MJ, D’Agostino RB, Meigs<br />

JB, Murabito JM, Vasan RS, Fox CS. Impact of<br />

impaired fasting glucose on cardiovascular<br />

disease: the Framingham Heart Study. J Am<br />

Coll Cardiol 2008;51:264-270<br />

7. Wilson PW, Kannel WB, Silbershatz H, D’Agostino<br />

RB. Clustering of metabolic factors and coronary<br />

heart disease. Arch Intern Med 1999;159:1104-<br />

1109<br />

8. Meigs JB, D’Agostino RB Sr, Wilson PW, Cupples<br />

LA, Nathan DM, Singer DE. Riskvariable clustering<br />

in the insulin resistance syndrome: the<br />

Framingham Offspring Study. Diabetes<br />

1997;46:1594-1600<br />

9. Meigs JB. Metabolic syndrome and risk for<br />

type 2 diabetes. Expert Rev Endocrin Metab<br />

2006;1:57-66<br />

10. Wilson PW, D’Agostino RB, Parise H, Sullivan<br />

L, Meigs JB. Metabolic syndrome as a precursor<br />

of cardiovascular disease and type 2 diabetes<br />

mellitus. Circulation 2005;112:3066-3072<br />

11. Meigs JB, Wilson PW, Fox CS, Vasan RS, Nathan<br />

DM, Sullivan LM, D’Agostino RB. Body mass<br />

index, metabolic syndrome, and risk of type<br />

2 diabetes or cardiovascular disease. J Clin<br />

Endocrinol Metab 2006;91:2906-2912<br />

12. Wilson PW, Meigs JB, Sullivan L, Fox CS, Nathan<br />

DM, D’Agostino RB Sr. Prediction of incident<br />

diabetes mellitus in middleaged adults: the<br />

Framingham Offspring Study. Arch Intern Med<br />

2007;167:1068-1074<br />

13. Hivert MF, Grant RW, Shrader P, Meigs JB.<br />

Identifying primary care patients at risk for<br />

future diabetes and cardiovascular disease<br />

using electronic health records. BMC Health<br />

Serv Res 2009;9:170<br />

14. Hivert MF, Warner AS, Shrader P, Grant RW,<br />

Meigs JB. Diabetes riskperception and intention<br />

to adopt healthy lifestyles among primary<br />

care patients. Diabetes Care 2009;32:1820-<br />

1822<br />

15. Yudkin JS, Eringa E, Stehouwer CD. “Vasocrine”<br />

signalling from perivascular fat: a mechanism<br />

linking insulin resistance to vascular disease.<br />

Lancet 2005;365:1817-1820<br />

16. Hivert MF, Sullivan LM, Fox CS, Nathan DM,<br />

D’Agostino RB Sr, Wilson PW, Meigs JB.<br />

Associations of adiponectin, resistin, and<br />

tumor necrosis factor-alpha with insulin<br />

resistance. J Clin Endocrinol Metab 2008;93:3165-<br />

3172<br />

17. Heidemann C, Sun Q, van Dam RM, Meigs JB,<br />

Zhang C, Tworoger SS, Mantzoros CS, Hu FB.<br />

Total and high-molecularweight adiponectin<br />

and resistin in relation to the risk for type 2<br />

diabetes in women. Ann Intern Med 2008;149:307-<br />

316<br />

18. Frankel DS, Vasan RS, D’Agostino RB Sr,<br />

Benjamin EJ, Levy D, Wang TJ, Meigs JB. Resistin,<br />

adiponectin, and risk of heart failure: the<br />

Framingham offspring study. J Am Coll Cardiol<br />

2009;53:754-762<br />

19. Rutter MK, Meigs JB, Sullivan LM, D’Agostino<br />

RB Sr, Wilson PW. Insulin resistance, the<br />

metabolic syndrome, and incident cardiovascular<br />

events in the Framingham Offspring Study.<br />

Diabetes 2005;54:3252-3257<br />

20. Meigs JB, Hu FB, Rifai N, Manson JE. Biomarkers<br />

of endothelial dysfunction and risk of type<br />

2 diabetes mellitus. JAMA 2004;291:1978-<br />

1986<br />

21. Meigs JB, O’Donnell CJ, Tofler GH, Benjamin<br />

EJ, Fox CS, Lipinska I, Nathan DM, Sullivan<br />

LM, D’Agostino RB, Wilson PW. Hemostatic<br />

markers of endothelial dysfunction and risk<br />

of incident type 2 diabetes: the Framingham<br />

Offspring Study. Diabetes 2006;55:530-537<br />

22. Frankel DS, Meigs JB, Massaro JM, Wilson<br />

PW, O’Donnell CJ, D’Agostino RB, Tofler GH.<br />

Von Willebrand factor, type 2 diabetes mellitus,<br />

and risk of cardiovascular disease: the<br />

Framingham Offspring Study. Circulation<br />

2008;118:2533-2539<br />

23. Sandhu MS, Debenham SL, Barroso I, Loos<br />

RJ. Mendelian randomisation studies of type<br />

2 diabetes: future prospects. Diabetologia<br />

2008;51:211-213<br />

24. Kathiresan S, Melander O, Anevski D, Guiducci<br />

C, Burtt NP, Roos C, Hirschhorn JN, Berglund<br />

G, Hedblad B, Groop L, Altshuler DM, Newton-<br />

Cheh C, Orho- Melander M. Polymorphisms<br />

associated with cholesterol and risk of<br />

cardiovascular events. N EnglJ Med 2008;358:1240-<br />

1249<br />

25. Hivert MF, Manning AK, McAteer JB, Florez<br />

JC, Dupuis J, Fox CS, O’Donnell CJ, Cupples<br />

LA, Meigs JB. Common variants in the adiponectin<br />

gene (ADIPOQ) associated with plasma<br />

adiponectin levels, type 2 diabetes, and<br />

diabetes-related quantitative traits: the<br />

Framingham Offspring Study. Diabetes<br />

2008;57:3353-3359<br />

26. Prokopenko I, Langenberg C, Florez JC, Saxena<br />

R, Soranzo N, Thorleifsson G, Loos RJ, Manning<br />

AK, Jackson AU, Aulchenko Y, Potter SC, Erdos<br />

MR, Sanna S, Hottenga JJ, Wheeler E, Kaakinen<br />

M, Lyssenko V, Chen WM, Ahmadi K, Beckmann<br />

JS, Bergman RN, Bochud M, Bonnycastle LL,<br />

Buchanan TA, Cao A, Cervino A, Coin L, Collins<br />

FS, Crisponi L, de Geus EJ, Dehghan A, Deloukas<br />

P, Doney AS, Elliott P, Freimer N, Gateva V,<br />

104<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010


Meigs<br />

Herder C, Hofman A, Hughes TE, Hunt S, Illig<br />

T, Inouye M, Isomaa B, Johnson T, Kong A,<br />

Krestyaninova M, Kuusisto J, Laakso M, Lim<br />

N, Lindblad U, Lindgren CM, McCann OT,<br />

Mohlke KL, Morris AD, Naitza S, Orru M, Palmer<br />

CN, Pouta A, Randall J, Rathmann W, Saramies<br />

J, Scheet P, Scott LJ, Scuteri A, Sharp S, Sijbrands<br />

E, Smit JH, Song K, Steinthorsdottir V, Stringham<br />

HM, Tuomi T, Tuomilehto J, Uitterlinden AG,<br />

Voight BF, Waterworth D, Wichmann HE,<br />

Willemsen G, Witteman JC, Yuan X, Zhao JH,<br />

Zeggini E, Schlessinger D, Sandhu M, Boomsma<br />

DI, Uda M, Spector TD, Penninx BW, Altshuler<br />

D, Vollenweider P, Jarvelin MR, Lakatta E,<br />

Waeber G, Fox CS, Peltonen L, Groop LC,<br />

Mooser V, Cupples LA, Thorsteinsdottir U,<br />

Boehnke M, Barroso I, Van Duijn C, Dupuis<br />

J, Watanabe RM, Stefansson K, McCarthy MI,<br />

Wareham NJ, Meigs JB, Abecasis GR. Variants<br />

in MTNR1B influence fasting glucose levels.<br />

Nat Genet 2009;41:77-81<br />

27. Dupuis J, Langenberg C, Prokopenko I, Saxena<br />

R, Soranzo N, Jackson AU, Wheeler E, Glazer<br />

NL, Bouatia-Naji N, Gloyn AL, Lindgren CM,<br />

Mägi R, Morris AP, Randall J, Johnson T, Elliott<br />

P, Rybin D, Thorleifsson G, Steinthorsdottir V,<br />

Henneman P, Grallert H, Dehghan A, Hottenga<br />

JJ, Franklin CS, Navarro P, Song K, Goel A, Perry<br />

JR, Egan JM, Lajunen T, Grarup N, Sparsø T,<br />

Doney A, Voight BF, Stringham HM, Li M,<br />

Kanoni S, Shrader P, Cavalcanti-Proencϋa C,<br />

Kumari M, Qi L, Timpson NJ, Gieger C, Zabena<br />

C, Rocheleau G, Ingelsson E, An P, O’Connell<br />

J, Luan J, Elliott A, McCarroll SA, Payne F,<br />

Roccasecca RM, Pattou F, Sethupathy P, Ardlie<br />

K, Ariyurek Y, Balkau B, Barter P, Beilby JP,<br />

Ben-Shlomo Y, Benediktsson R, Bennett AJ,<br />

Bergmann S, Bochud M, Boerwinkle E,<br />

Bonnefond A, Bonnycastle LL, Borch-Johnsen<br />

K, Bo§ ttcher Y, Brunner E, Bumpstead SJ,<br />

Charpentier G, Chen YD, Chines P, Clarke R,<br />

Coin LJ, Cooper MN, Cornelis M, Crawford G,<br />

Crisponi L, Day IN, de Geus EJ, Delplanque J,<br />

Dina C, Erdos MR, Fedson AC, Fischer-Rosinsky<br />

A, Forouhi NG, Fox CS, Frants R, Franzosi MG,<br />

Galan P, Goodarzi MO, Graessler J, Groves CJ,<br />

Grundy S, Gwilliam R, Gyllensten U, Hadjadj<br />

S, Hallmans G, Hammond N, Han X, Hartikainen<br />

AL, Hassanali N, Hayward C, Heath SC, Hercberg<br />

S, Herder C, Hicks AA, Hillman DR, Hingorani<br />

AD, Hofman A, Hui J, Hung J, Isomaa B, Johnson<br />

PR, Jørgensen T, Jula A, Kaakinen M, Kaprio<br />

J, Kesaniemi YA, Kivimaki M, Knight B, Koskinen<br />

S, Kovacs P, Kyvik KO, Lathrop GM, Lawlor DA,<br />

Le Bacquer O, Lecoeur C, Li Y, Lyssenko V,<br />

Mahley R, Mangino M, Manning AK, Martnez-<br />

Larrad MT, McAteer JB, McCulloch LJ, McPherson<br />

R, Meisinger C, Melzer D, Meyre D, Mitchell<br />

BD, Morken MA, Mukherjee S, Naitza S, Narisu<br />

N, Neville MJ, Oostra BA, OrruM, Pakyz R,<br />

Palmer CN, Paolisso G, Pattaro C, Pearson D,<br />

Peden JF, Pedersen NL, Perola M, Pfeiffer AF,<br />

Pichler I, Polasek O, Posthuma D, Potter SC,<br />

Pouta A, Province MA, Psaty BM, Rathmann<br />

W, Rayner NW, Rice K, Ripatti S, Rivadeneira<br />

F, Roden M, Rolandsson O, Sandbaek A,<br />

Sandhu M, Sanna S, Sayer AA, Scheet P, Scott<br />

LJ, Seedorf U, Sharp SJ, Shields B, Sigurethsson<br />

G, Sijbrands EJ, Silveira A, Simpson L, Singleton<br />

A, Smith NL, Sovio U, Swift A, Syddall H,<br />

Syva§nen AC, Tanaka T, Thorand B, Tichet J,<br />

To§ njes A, Tuomi T, Uitterlinden AG, van Dijk<br />

KW, van Hoek M, Varma D, Visvikis-Siest S,<br />

Vitart V, Vogelzangs N, Waeber G, Wagner PJ,<br />

Walley A, Walters GB, Ward KL, Watkins H,<br />

Weedon MN, Wild SH, Willemsen G, Witteman<br />

JC, Yarnell JW, Zeggini E, Zelenika D, Zethelius<br />

B, Zhai G, Zhao JH, Zillikens MC, DIAGRAM<br />

Consortium, GIANT Consortium, Global BPgen<br />

Consortium, Borecki IB, Loos RJ, Meneton P,<br />

Magnusson PK, Nathan DM, Williams GH,<br />

Hattersley AT, Silander K, Salomaa V, Smith<br />

GD, Bornstein SR, Schwarz P, Spranger J, Karpe<br />

F, Shuldiner AR, Cooper C, Dedoussis GV,<br />

Serrano-R£os M, Morris AD, Lind L, Palmer<br />

LJ, Hu FB, Franks PW, Ebrahim S, Marmot M,<br />

Kao WH, Pankow JS, Sampson MJ, Kuusisto<br />

J, Laakso M, Hansen T, Pedersen O, Pramstaller<br />

PP, Wichmann HE, Illig T, Rudan I, Wright AF,<br />

Stumvoll M, Campbell H, Wilson JF, Anders<br />

Hamsten on behalf of Procardis Consortium,<br />

MAGIC investigators, Bergman RN, Buchanan<br />

TA, Collins FS, Mohlke KL, Tuomilehto J, Valle<br />

TT, Altshuler D, Rotter JI, Siscovick DS, Penninx<br />

BW, Boomsma DI, Deloukas P, Spector TD,<br />

Frayling TM, Ferrucci L, Kong A, Thorsteinsdottir<br />

U, Stefansson K, van Duijn CM, Aulchenko<br />

YS, Cao A, Scuteri A, Schlessinger D, Uda M,<br />

Ruokonen A, Jarvelin MR, Waterworth DM,<br />

Vollenweider P, Peltonen L, Mooser V, Abecasis<br />

GR, Wareham NJ, SladekR, Froguel P, Watanabe<br />

RM, Meigs JB, Groop L, Boehnke M, McCarthy<br />

MI, Florez JC, Barroso I. New genetic loci<br />

implicated in fasting glucose homeostasis<br />

and their impact on type 2 diabetes risk. Nat<br />

Genet 2010;42:105-116<br />

28. Saxena R, Hivert MF, Langenberg C, Tanaka<br />

T, Pankow JS, Vollenweider P, Lyssenko V,<br />

Bouatia-Naji N, Dupuis J, Jackson AU, Kao WH,<br />

Li M, Glazer NL, Manning AK, Luan J, Stringham<br />

HM, Prokopenko I, Johnson T, Grarup N,<br />

Boesgaard TW, Lecoeur C, Shrader P, O’Connell<br />

J, Ingelsson E, Couper DJ, Rice K, Song K,<br />

Andreasen CH, Dina C, Köttgen A, Le Bacquer<br />

O, Pattou F, Taneera J, Steinthorsdottir V, Rybin<br />

D, Ardlie K, Sampson M, Qi L, van Hoek M,<br />

Weedon MN, Aulchenko YS, Voight BF, Grallert<br />

H, Balkau B, Bergman RN, Bielinski SJ, Bonnefond<br />

A, Bonnycastle LL, Borch- Johnsen K, Böttcher<br />

Y, Brunner E, Buchanan TA, Bumpstead SJ,<br />

Cavalcanti- Proencϋa C, Charpentier G, Chen<br />

YD, Chines PS, Collins FS, Cornelis M, Crawford<br />

G, Delplanque J, Doney A, Egan JM, Erdos<br />

MR, Firmann M, Forouhi NG, Fox CS, Goodarzi<br />

MO, Graessler J, Hingorani A, Isomaa B,<br />

Jørgensen T, Kivimaki M, Kovacs P, Krohn K,<br />

Kumari M, Lauritzen T, Lévy-Marchal C, Mayor<br />

V, McAteer JB, Meyre D, Mitchell BD, Mohlke<br />

KL, Morken MA, Narisu N, Palmer CN, Pakyz<br />

R, Pascoe L, Payne F, Pearson D, Rathmann<br />

W, Sandbaek A, Sayer AA, Scott LJ, Sharp SJ,<br />

Sijbrands E, Singleton A, Siscovick DS, Smith<br />

NL, Sparsø T, Swift AJ, Syddall H, Thorleifsson<br />

G, Tönjes A, Tuomi T, Tuomilehto J, Valle TT,<br />

Waeber G, Walley A, Waterworth DM, Zeggini<br />

E, Zhao JH, GIANT consortium, MAGIC<br />

investigators, Illig T, Wichmann HE, Wilson<br />

JF, van Duijn C, Hu FB, Morris AD, Frayling<br />

TM, Hattersley AT, Thorsteinsdottir U, Stefansson<br />

K, Nilsson P, Syvänen AC, Shuldiner AR,<br />

Walker M, Bornstein SR, Schwarz P, Williams<br />

GH, Nathan DM, Kuusisto J, Laakso M, Cooper<br />

C, Marmot M, Ferrucci L, Mooser V, Stumvoll<br />

M, Loos RJ, Altshuler D, Psaty BM, Rotter JI,<br />

Boerwinkle E, Hansen T, Pedersen O, Florez<br />

JC, McCarthy MI, Boehnke M, Barroso I, Sladek<br />

R, Froguel P, Meigs JB, Groop L, Wareham NJ,<br />

Watanabe RM. Genetic variation in GIPR<br />

influences the glucose and insulin responses<br />

to an oral glucose challenge. Nat Genet<br />

2010;42:142-148<br />

29. Meigs JB, Shrader P, Sullivan LM, Mc- Ateer<br />

JB, Fox CS, Dupuis J, Manning AK, Florez JC,<br />

Wilson PW, D’Agostino RB Sr, Cupples LA.<br />

Genotype score in addition to common risk<br />

factors for prediction of type 2 diabetes. N<br />

Engl J Med 2008;359:2208-2219<br />

30. Grant RW, Hivert M, Pandiscio JC, Florez JC,<br />

Nathan DM, Meigs JB. The clinical application<br />

of genetic testing in type 2 diabetes: a patient<br />

and physician survey. Diabetologia 2009;52:2299-<br />

2305<br />

31. Florez JC, Jablonski KA, Bayley N, Pollin TI, de<br />

Bakker PI, Shuldiner AR, Knowler WC, Nathan<br />

DM, Altshuler D, Diabetes Prevention Program<br />

Research Group. TCF7L2 polymorphisms and<br />

progression to diabetes in the Diabetes<br />

Prevention Program. N Engl J Med 2006;355:241-<br />

250<br />

32. Tuomilehto J, Lindström J, Eriksson JG, Valle<br />

TT, Hämäläinen H, Ilanne-Parikka P, Keinänen-<br />

Kiukaanniemi S, Laakso M, Louheranta A,<br />

Rastas M, Salminen V, Uusitupa M, Finnish<br />

Diabetes Prevention Study Group. Prevention<br />

of type 2 diabetes mellitus by changes in<br />

lifestyle among subjects with impaired glucose<br />

tolerance. N Engl J Med 2001;344:1343-1350<br />

Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 105


GLUCOPHAGE 1000 mg<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ<br />

1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ:<br />

GLUCOPHAGE 1000 mg, επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο<br />

δισκίο<br />

2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Κάθε επικαλυμμένο<br />

με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 1000 mg υδροχλωρική<br />

μετφορμίνη που αντιστοιχεί σε 780 mg βάσης μετφορμίνης.<br />

Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.<br />

3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ: Επικαλυμμένο με λεπτό<br />

υμένιο δισκίο. Λευκά, οβάλ σχήματος , αμφίκυρτα<br />

επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία τα οποία φέρουν<br />

χαραγή και στις δύο πλευρές με την επιγραφή «1000»<br />

στην μία πλευρά. Το δισκίο μπορεί να διαχωριστεί σε δύο<br />

ίσα μέρη.<br />

4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ<br />

4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Σακχαρώδης διαβήτης τύπου<br />

2, ιδίως σε παχύσαρκους ασθενείς, όταν η επιβαλλόμενη<br />

δίαιτα και άσκηση δεν αρκούν μόνες τους για την<br />

αποκατάσταση της γλυκαιμικής ισορροπίας. Σε ενήλικες<br />

το Glucophage 1000 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο<br />

δισκίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε<br />

συνδυασμό με άλλους από του στόματος λαμβανόμενους<br />

αντιδιαβητικούς παράγοντες, ή με ινσουλίνη. Σε παιδιά<br />

άνω των 10 ετών και εφήβους το Glucophage 1000 mg<br />

επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο μπορεί να<br />

χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με<br />

ινσουλίνη. Σε παχύσαρκους ενήλικες ασθενείς με διαβήτη<br />

τύπου 2 οι οποίοι έχουν τύχει θεραπείας με υδροχλωρική<br />

μετφορμίνη σαν κύρια θεραπεία ύστερα από αποτυχία<br />

δίαιτας, έχει παρουσιαστεί μείωση των επιπλοκών του<br />

διαβήτη (βλ. παράγραφο 5.1).<br />

4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Ενήλικες: Μονοθεραπεία<br />

και συνδυασμός με άλλους από του στόματος λαμβανόμενους<br />

αντιδιαβητικούς παράγοντες: Η συνήθης αρχική δοσολογία<br />

είναι 500 mg ή 850 mg υδροχλωρικής μετφορμίνης 2 έως<br />

3 φορές την ημέρα χορηγούμενο κατά τη διάρκεια ή στο<br />

τέλος του γεύματος. Ύστερα από 10 έως 15 ημέρες, η<br />

δόση πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις μετρήσεις<br />

της γλυκόζης του αίματος. Αργή αύξηση της δόσης μπορεί<br />

να βελτιώσει τη γαστρoεντερική ανεκτικότητα. Σε ασθενείς<br />

που λαμβάνουν υψηλή δόση υδροχλωρικής μετφορμίνης<br />

(2 ως 3 γραμμάρια την ημέρα), δύναται να αντικατασταθούν<br />

δύο επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία Glucophage<br />

500 mg με ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο<br />

Glucophage 1000 mg. Η μέγιστη συνιστώμενη δόση<br />

υδροχλωρικής μετφορμίνης είναι 3 g την ημέρα, χορηγούμενη<br />

σε 3 διαιρεμένες δόσεις.Αν πρόκειται για μετάβαση από<br />

άλλο από του στόματος λαμβανόμενο αντιδιαβητικό φάρμακο:<br />

διακόπτεται το άλλο φάρμακο και ξεκινά η αγωγή με<br />

υδροχλωρική μετφορμίνη στη δόση που αναφέρεται<br />

παραπάνω. Συνδυασμός με ινσουλίνη: Η υδροχλωρική<br />

μετφορμίνη και η ινσουλίνη μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />

σε συνδυασμένη θεραπεία για να επιτύχουν καλύτερο<br />

έλεγχο της γλυκόζης του αίματος. Η υδροχλωρική μετφορμίνη<br />

δίδεται στη συνήθη αρχική δόση των 500 mg ή 850 mg 2-<br />

3 φορές την ημέρα, ενώ η δόση ινσουλίνης προσαρμόζεται<br />

ανάλογα με τις μετρήσεις της γλυκόζης του αίματος.<br />

Ηλικιωμένα άτομα: Λόγω του ενδεχόμενου μειωμένης<br />

νεφρικής λειτουργίας σε ηλικιωμένους ασθενείς, η δόση<br />

υδροχλωρικής μετφορμίνης πρέπει να προσαρμόζεται<br />

ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία. Απαιτείται τακτική<br />

εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας (βλ. παράγραφο 4.4).<br />

Παιδιά και έφηβοι: Μονοθεραπεία και συνδυασμός με<br />

ινσουλίνη - Το Glucophage 1000 mg επικαλυμμένο με<br />

λεπτό υμένιο δισκίο μπορεί να χορηγείται σε παιδιά από<br />

10 ετών και εφήβους.- Η συνηθισμένη αρχική δοσολογία<br />

είναι 500 mg ή 850 mg υδροχλωρικής μετφορμίνης μία φορά<br />

την ημέρα χορηγούμενη κατά τη διάρκεια ή στο τέλος του<br />

γεύματος.Ύστερα από 10 έως 15 ημέρες, η δόση πρέπει<br />

να προσαρμόζεται ανάλογα με τις μετρήσεις της γλυκόζης<br />

του αίματος. Αργή αύξηση της δόσης μπορεί να βελτιώσει<br />

τη γαστρεντερική ανεκτικότητα. Η μέγιστη συνιστώμενη δόση<br />

υδροχλωρικής μετφορμίνης είναι 2 g την ημέρα, χορηγούμενη<br />

σε 2 ή 3 δόσεις.<br />

4.3 Αντενδείξεις - Υπερευαισθησία στην υδροχλωρική<br />

μετφορμίνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα. - Διαβητική<br />

κετοξέωση, διαβητικό προκώμα. - Νεφρική ανεπάρκεια<br />

ή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 60<br />

ml/λεπτό). - Οξείες καταστάσεις που ενδεχομένως<br />

συνοδεύονται από επηρεασμένη νεφρική λειτουργία<br />

όπως: αφυδάτωση, βαριά λοίμωξη, καταπληξία, ενδαγγειακή<br />

χορήγηση ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων (βλ. παράγραφο<br />

4.4). - Οξεία ή χρόνια πάθηση η οποία μπορεί να<br />

προκαλέσει υποξία των ιστών όπως: καρδιακή ή<br />

αναπνευστική ανεπάρκεια, πρόσφατο έμφραγμα του<br />

μυοκαρδίου, καταπληξία. - Ηπατική ανεπάρκεια, οξεία<br />

δηλητηρίαση με οινόπνευμα, αλκοολισμός. - Γαλουχία.<br />

4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη<br />

χρήση Γαλακτική οξέωση: Η γαλακτική οξέωση είναι σπάνια<br />

αλλά σοβαρή (υψηλή θνησιμότητα ελλείψει άμεσης<br />

θεραπείας) μεταβολική επιπλοκή η οποία μπορεί να<br />

επέλθει λόγω συσσώρευσης υδροχλωρικής μετφορμίνης.<br />

Οι αναφερθείσες περιπτώσεις γαλακτικής οξέωσης<br />

σε ασθενείς που έπαιρναν υδροχλωρική μετφορμίνη,<br />

έχουν συμβεί πρωταρχικά σε διαβητικούς ασθενείς<br />

με σημαντική νεφρική ανεπάρκεια. Η συχνότητα της<br />

γαλακτικής οξέωσης είναι δυνατόν και θα πρέπει να μειώνεται<br />

εάν γίνεται εκτίμηση και άλλων σχετιζόμενων<br />

παραγόντων κινδύνου όπως, ο ελλιπώς ελεγχόμενος<br />

διαβήτης, η κέτωση, η παρατεταμένη νηστεία, η υπερβολική<br />

λήψη οινοπνεύματος, η ηπατική ανεπάρκεια καθώς<br />

και οιαδήποτε κατάσταση που σχετίζεται με υποξία. Διάγνωση:<br />

Ο κίνδυνος γαλακτικής οξέωσης πρέπει να λαμβάνεται<br />

υπόψη σε περίπτωση εμφάνισης μη ειδικών<br />

συμπτωμάτων όπως μυϊκές κράμπες με πεπτικές διαταραχές<br />

όπως κοιλιαλγία και σοβαρή αδυναμία.Η γαλακτική<br />

οξέωση χαρακτηρίζεται από οξέωση, δύσπνοια,<br />

κοιλιακούς πόνους και υποθερμία ακολουθούμενη από<br />

κώμα. Τα διαγνωστικά εργαστηριακά ευρήματα είναι μείωση<br />

του pH του αίματος, επίπεδα γαλακτικού οξέος στο<br />

πλάσμα άνω των 5 mmol/l, και αυξημένο χάσμα ανιόντων<br />

και αυξημένο λόγο γαλακτικού/πυροσταφυλικού<br />

οξέος. Σε περίπτωση υποψίας μεταβολικής οξέωσης, η<br />

υδροχλωρική μετφορμίνη πρέπει να διακόπτεται και ο<br />

ασθενής πρέπει να εισάγεται επειγόντως στο νοσοκομείο<br />

(βλ.παράγραφο 4.9). Νεφρική λειτουργία: Επειδή<br />

η υδροχλωρική μετφορμίνη αποβάλλεται από τους νεφρούς,<br />

θα πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα κρεατινίνης του<br />

ορού πριν την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια<br />

τακτικά: - τουλάχιστον μία φορά το χρόνο σε ασθενείς<br />

με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, - τουλάχιστον δύο<br />

έως τέσσερις φορές το χρόνο σε ασθενείς με επίπεδα<br />

κρεατινίνης του ορού στο ανώτατο όριο του φυσιολογικού,<br />

και σε ηλικιωμένουςασθενείς. Η μειωμένη νεφρική<br />

λειτουργία στα ηλικιωμένα άτομα είναι συχνή και ασυμπτωματική.<br />

Πρέπει να δίδεται μεγάλη προσοχή σε<br />

καταστάσεις όπου η νεφρική λειτουργία ενδέχεται να<br />

διαταραχθεί, όπως π.χ. όταν αρχίζει θεραπεία με αντιυπερτασικά<br />

ή διουρητικά ή στην αρχή θεραπείας με μη<br />

στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Χορήγηση ιωδιούχου<br />

σκιαγραφικού μέσου: Επειδή η ενδοαγγειακή χορήγηση<br />

ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων σε ακτινολογικές<br />

μελέτες μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια, η<br />

υδροχλωρική μετφορμίνη πρέπει να διακόπτεται πριν ή<br />

κατά την διάρκεια του ελέγχου και να επανεισάγεται<br />

μόνο 48 ώρες μετά τον έλεγχο, και μόνο αφού έχει επανεκτιμηθεί<br />

η νεφρική λειτουργία και έχει βρεθεί φυσιολογική<br />

(βλ. παράγραφο 4.5). Χειρουργική επέμβαση: Η<br />

υδροχλωρική μετφορμίνη θα πρέπει να διακόπτεται 48<br />

ώρες πριν από εκλεκτική χειρουργική επέμβαση με ολική,<br />

ραχιαία ή επισκληρίδιο αναισθησία. Η θεραπεία μπορεί<br />

να αρχίσει ξανά όχι νωρίτερα από 48 ώρες μετά από<br />

τη χειρουργική επέμβαση ή τη συνέχιση της από στόματος<br />

διατροφής και μόνο εάν έχει τεκμηριωθεί η φυσιολογική<br />

νεφρική λειτουργία. Παιδιά και έφηβοι: Η διάγνωση<br />

σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να έχει<br />

επιβεβαιωθεί πριν ξεκινήσει η θεραπεία με υδροχλωρική<br />

μετφορμίνη. Καμία επίδραση της υδροχλωρικής μετφορμίνης<br />

στην ανάπτυξη και στην εφηβεία δεν έχει ανιχνευθεί<br />

κατά τη διάρκεια ελεγχόμενων κλινικών μελετών<br />

διάρκειας ενός έτους αλλά δεν υπάρχουν διαθέσιμα<br />

μακροχρόνια στοιχεία σε αυτά τα ειδικά σημεία. Επομένως,<br />

συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση της επίδρασης<br />

της υδροχλωρικής μετφορμίνης σε αυτές τις<br />

παραμέτρους, σε παιδιά που λαμβάνουν θεραπεία με<br />

υδροχλωρική μετφορμίνη, ιδιαίτερα όταν αυτά βρίσκονται<br />

στην προ-εφηβική ηλικία. Παιδιά ηλικίας μεταξύ 10<br />

και 12 ετών: Μόνο 15 άτομα ηλικίας μεταξύ 10 και 12<br />

ετών συμπεριλήφθηκαν στις ελεγχόμενες κλινικές μελέτες<br />

που διεξήχθηκαν σε παιδιά και εφήβους. Αν και η<br />

αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της υδροχλωρικής<br />

μετφορμίνης σε αυτά τα παιδιά δεν διέφερε από την<br />

αποτελεσματικότητα και ασφάλεια σε μεγαλύτερα παιδιά<br />

και έφηβους, συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή όταν<br />

συνταγογραφείται σε παιδιά μεταξύ 10 και 12 ετών.<br />

Άλλες προφυλάξεις: Όλοι οι ασθενείς πρέπει να συνεχίζουν<br />

τη δίαιτά τους με τακτική κατανομή των ποσοτήτων<br />

υδατανθράκων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι<br />

παχύσαρκοι ασθενείς πρέπει να συνεχίζουν την υποθερμιδική<br />

δίαιτα. Οι συνηθισμένες εργαστηριακές δοκιμασίες<br />

για παρακολούθηση του διαβήτη πρέπει να γίνονται<br />

τακτικά.Η υδροχλωρική μετφορμίνη από μόνη της<br />

δεν προκαλεί υπογλυκαιμία, ωστόσο συνιστάται προσοχή<br />

όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ινσουλίνη ή<br />

σουλφονυλουρίες.<br />

4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες<br />

Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να<br />

εμφανιστούν κατά τη διάρκεια θεραπείας με υδροχλωρική<br />

μετφορμίνη. Η συχνότητα εμφάνισης αυτών καθορίζεται<br />

ως ακολούθως: πολύ συχνές: ≥ 1/10, συχνές: 1/100,<br />

< 1/10, ασυνήθεις: 1/1000, < 1/100, σπάνιες: 1/10.000,<br />

< 1/1000, πολύ σπάνιες: < 1/10.000, μη γνωστές<br />

(δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα<br />

δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης,<br />

οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα<br />

σειρά σοβαρότητας. Διαταραχές του νευρικού συστήματος:<br />

Συχνές: Διαταραχές γεύσεως Διαταραχές του<br />

γαστρεντερικού: Πολύ συχνές: Γαστρεντερικές διαταραχές<br />

όπως ναυτία, εμετός, διάρροια, κοιλιακός άλγος και<br />

απώλεια όρεξης. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες<br />

συμβαίνουν τις περισσότερες φορές κατά την έναρξη<br />

της θεραπείας και εξαφανίζονται αυτόματα στις<br />

περισσότερες περιπτώσεις. Για να αποτραπούν αυτά τα<br />

γαστρεντερικά συμπτώματα, συνιστάται να λαμβάνεται<br />

η υδροχλωρική μετφορμίνη σε 2 ή 3 δόσεις την ημέρα<br />

κατά τη διάρκεια του γεύματος ή μετά το γεύμα. Αργή<br />

αύξηση της δόσης μπορεί να βελτιώσει επίσης τη<br />

γαστρεντερική ανεκτικότητα. Διαταραχές του δέρματος<br />

και του υποδόριου ιστού: Πολύ σπάνιες: Δερματικές<br />

αντιδράσεις όπως ερύθημα, κνησμός, κνίδωση. Διαταραχές<br />

του μεταβολισμού και της θρέψης: Πολύ σπάνιες:<br />

Γαλακτική οξέωση (βλ. Παράγραφο 4.4). Μείωση<br />

απορρόφησης της βιταμίνης B12 με μείωση των επιπέδων<br />

της στον ορό σε ασθενείς υπό μακροχρόνια θεραπεία<br />

με υδροχλωρική μετφορμίνη. Συνιστάται να λαμβάνεται<br />

υπόψη αυτή η αιτιολογία όταν ο ασθενής εμφανίζει<br />

μεγαλοβλαστική αναιμία. Διαταραχές του ήπατος και των<br />

χοληφόρων: Μη γνωστές: Μεμονωμένα περιστατικά για<br />

διαταραχές στις ηπατικές δοκιμασίες ή ηπατίτιδα που<br />

αποδράμουν με τη διακοπή της υδροχλωρικής μετφορμίνης.<br />

Σε δημοσιευμένα και μετά την κυκλοφορία δεδομένα καθώς<br />

και σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε περιορισμένο<br />

πληθυσμό παιδιών ηλικίας 10-16 ετών που λάμβαναν<br />

θεραπεία για 1 χρόνο, η αναφορά των ανεπιθύμητων<br />

ενεργειών ήταν παρόμοια σε φύση και σε σοβαρότητα<br />

με αυτή που έχει παρατηρηθεί σε ενήλικες.<br />

6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ<br />

6.1 Κατάλογος εκδόχων Πυρήνας δισκίου: Ποβιδόνη Κ<br />

30 - Μαγνήσιο στεταικό. Επικάλυψη: Υπρομελλόζη -<br />

Macrogol 400 - Macrogol 8000<br />

6.2 Ασυμβατότητες: Δεν εφαρμόζεται.<br />

6.3 Διάρκεια ζωής: 3 χρόνια<br />

6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος:<br />

Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν<br />

αυτό.<br />

6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη: 20, 30, 50, 60, 90,<br />

100, 120, 180, 600 δισκία σε συσκευασίες τύπου κυψέλης<br />

(PVC-aluminium) ή δισκία σε πλαστικά φιαλίδια<br />

(πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας) με πώμα ασφαλείας<br />

(πολυπροπυλένιο). Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι<br />

συσκευασίες.<br />

6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης: Καμία ειδική<br />

υποχρέωση.<br />

7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Δικαιούχος:<br />

MERCK SANTE., 34 Rue St. Romain 69008 Lyon, France.<br />

Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα: Ν.ΠΕΤΣΙΑΒΑΣ<br />

Α.Ε., Αγ.Αναργύρων 21, 145 64 Κ.ΚΗΦΙΣΙΑ, Τηλ. 210-<br />

6202301, Fax. 210-8077079<br />

8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 27102/08/12-<br />

3-2009<br />

9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ<br />

ΑΔΕΙΑΣ: 12-3-2009<br />

10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ<br />

GLUCOPHAGE 1000mg 30 tabs σε blister. Λ.Τ: 2,87e<br />

Στο προηγούμενο τεύχος από λάθος του περιοδικού δεν δημοσιεύθηκαν οι συνταγογραφικές του Glucophage.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!