DiabetesCare is6_exo - μ. ÏιÏÏÎ¹Î»Î¹Î´Î·Ï Î±.ε.
DiabetesCare is6_exo - μ. ÏιÏÏÎ¹Î»Î¹Î´Î·Ï Î±.ε.
DiabetesCare is6_exo - μ. ÏιÏÏÎ¹Î»Î¹Î´Î·Ï Î±.ε.
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
THE JOURNAL OF C LINICAL AND A PPLIED R ESEARCH AND E DUCATION<br />
Eλληνικη Εκδοση - Τευχοσ 6 - Νοεμβριοσ-Δεκεμβριοσ 2010 - www.diabetes.org<br />
ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ<br />
ΤΕΛΟΣ<br />
Ταχ. Γραφείο<br />
KEMΠA<br />
Αριθμός Άδειας<br />
385/1989<br />
(X+7)<br />
EKΔOTΩN<br />
EΦHMEPIΔEΣ ΠEPIOΔIKA<br />
ISSN 1792-2658<br />
ΕΚΔΟΤΗΣ: Μ. ΠΙΤΣΙΛΙΔΗΣ Α.Ε.<br />
ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 102, 166 74 ΓΛΥΦΑΔΑ
Ιδιοκτησία<br />
Μ. ΠΙΤΣΙΛΙΔΗΣ Α.Ε.<br />
Αγ. Νικολάου 102, 16674 Γλυφάδα<br />
τηλ.: 210 89 47 002, Fax: 210 89 41 551<br />
www.pitsilidis.gr<br />
Εκδότης<br />
Mιχάλης Πιτσιλίδης<br />
Λ. Πορφύρα 11, Bούλα 166 73<br />
Γενική Διεύθυνση<br />
Nινέττα Βατικιώτη<br />
Επιλογή Άρθρων - Επιμέλεια:<br />
Δρ. Ανδρέας Μελιδώνης<br />
Διευθυντής Α΄ Παθολογικής Kλινικής -<br />
Υπεύθυνος Διαβητολογικού<br />
Κέντρου "Τζανείου" Νοσοκομείου<br />
Μετάφραση<br />
Κωνσταντίνος Χρ. Σπίγγος, MD<br />
Νευρολόγος<br />
Oικονομική Διεύθυνση<br />
Γιώργος Παναγόπουλος<br />
Art Director<br />
Βιργινία Κάππα<br />
Διαφήμιση<br />
Σπύρος Τζωρτζίνης<br />
Υποδοχή Διαφήμισης<br />
Σοφία Κολοβού<br />
Γραμματεία<br />
Όλγα Κοσσυβάκη<br />
Editor in Chief<br />
VIVIAN A. FONSECA, MD<br />
Associate Editors<br />
ANDREW J. M. BOULTON, MD<br />
EDWARD J. BOYKO, MD<br />
ANTONIO CERIELLO, MD<br />
CHARLES M. CLARK, JR., MD<br />
SAMUEL DAGOGO-JACK, MD, FRCP<br />
LAWRENCE FISHER, PHD<br />
TODD P. GILMER, PHD<br />
CARLA J. GREENBAUM, MD<br />
JAMES B. MEIGS, MD, MPH<br />
ROBERT G. MOSES, MD<br />
RICHARD E. PRATLEY, MD<br />
AARON I. VINIK, MD<br />
KATIE WEINGER, EDD, RD<br />
RUTH S. WEINSTOCK, MD, PHD<br />
JUDITH WYLIE-ROSETT, EDD, RD<br />
BERNARD ZINMAN, MD<br />
Editorial Office Manager<br />
LYN REYNOLDS<br />
Senior Editorial Assistant<br />
SHANNON POTTS<br />
Editorial Assistant<br />
RITA SUMMERS<br />
Editorial Secretary<br />
JOAN GARRETT<br />
Editorial Board<br />
DAVID G. ARMSTRONG, DPM, PHD<br />
SILVA A. ARSLANIAN, MD<br />
DOROTHY J. BECKER, MB, BCH, FCP<br />
GEORGE L. BLACKBURN, MD, PHD<br />
JULIANA C.N. CHAN, MBCHB, MD<br />
TINA COSTACOU, PHD<br />
CYRUS DESOUZA, MBBS<br />
MARK Y. DONATH, MD<br />
NICHOLA DAVIS, MD, MS<br />
NAOMI S. FINEBERG, PHD<br />
ELI A. FRIEDMAN, MD<br />
ALLISON B. GOLDFINE, MD<br />
JEFFREY S. GONZALEZ, PHD<br />
RICHARD W. GRANT, MD, MPH<br />
MARGARET GREY, DRPH, RN, CDE<br />
MARIE-FRANCE HIVERT, MD<br />
MOSHE HOD, MD<br />
SILVIO E. INZUCCHI, MD<br />
SUSHIL K. JAIN, PHD<br />
LAURENCE KENNEDY, MB, BCH, MD, FRCP<br />
MARGUERITE J. MCNEELY, MD, MPH<br />
PATRICK J. O’ CONNOR, MD, MPH<br />
LAWRENCE C. PERLMUTER, PHD<br />
KRISTI REYNOLDS, PHD<br />
MATTHEW C. RIDDLE, MD<br />
JULIO ROSENSTOCK, MD<br />
SHARON H. SAYDAH, PHD<br />
JANE JEFFRIE SELEY, MPH, MSN, GNP,<br />
BC-ADM, CDE<br />
JAY M. SOSENKO, MD<br />
GIOVANNI TARGHER, MD<br />
GUILLERMO E. UMPIERREZ, MD<br />
RACHEL P. WILDMAN, PHD<br />
TIEN YIN WONG, MD, MPH, PHD<br />
Λογιστήριο<br />
Σταμάτης Κωνσταντάτος<br />
Διεκπεραίωση<br />
Μιχάλης Αιγινίτης<br />
REPRINTED AND TRANSLATED WITH PERMISSION FROM Diabetes Care ® .<br />
COPYRIGHT (c) 2009-2010 BY AMERICAN DIABETES ASSOCIATION, INC.<br />
Η Μ. ΠΙΤΣΙΛIΔΗΣ Α.Ε. είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της παρούσας έκδοσης με την άδεια<br />
της American Diabetes Association, ADA.<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
Σελ. 8<br />
Σελ. 16<br />
Σελ. 26<br />
Πρόληψη του «Διαβητικού Ποδιού»<br />
Μια ευκαιρία που παραμελείται στους ασθενείς υψηλού κινδύνου<br />
LAWRENCE A. LAVERY, DPM, NATHAN A. HUNT, DPM, JAVIER LAFONTAINE, DPM, CORY L.<br />
BAXTER, DPM, AGBOR NDIP, MD, ANDREW J.M. BOULTON, MD<br />
Χρήση αντικαταθλιπτικών πριν και μετά τη διάγνωση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
Μια διαχρονική μελέτη διαμόρφωσης πρότυπου<br />
MIKA KIVIMAKI, PHD, ADAM G. TABAK, MD, PHD, DEBBIE A. LAWLOR, MD, PHD, G. DAVID<br />
BATTY, PHD, ARCHANA SINGH-MANOUX, PHD, MARKUS JOKELA, PHD, MARIANNA<br />
VIRTANEN, PHD, PAULA SALO, PHD, OKSANEN, PHD, JAANA PENTTI, MSC, DANIEL R.<br />
WITTE, MD, PHD, JUSSI VAHTERA, MD, PHD<br />
Δοσο-Εξαρτώμενες Δράσεις της Ινσουλίνης Glargine<br />
στο Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />
ZHIHUI WANG, MD, MAKA S. HEDRINGTON, MD, NINO GOGITIDZE JOY, MD 2 , VANESSA J.<br />
BRISCOE, PHD, NP, M. ANTOINETTE RICHARDSON, RN, LISA YOUNK, BS, WENDELL<br />
NICHOLSON, BS, DONNA B. TATE, MS AND STEPHEN N. DAVIS, MBBS<br />
Σελ. 34<br />
Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος και Καρδιαγγειακή Νόσος επί 7.454<br />
Ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />
Μια περιγραφική μελέτη από το Σουηδικό Εθνικό Αρχείο Σακχαρώδη<br />
Διαβήτη (NDR)<br />
KATARINA EEG-OLOFSSON, MD, JAN CEDERHOLM, MD, PHD, PETER M. NILSSON, MD,<br />
PHD, BJORN ZETHELIUS, MD, PHD, ANN-MARIE SVENSSON, RN, PHD, SOFFIA<br />
GUDBJORNSD OTTIR, MD, PHD, BJORN ELIASSON, MD, PHD<br />
Σελ. 44<br />
Ροσιγλιταζόνη και σταθερότητα γνωστικών λειτουργιών<br />
σε ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και ελαφρά<br />
γνωστική δυσλειτουργία<br />
ANGELA M. ABBATECOLA, MD, PHD, FABRIZIA LATTANZIO, MD, PHD, ANNA M. MOLINARI,<br />
MD, MICHELE CIOFFI, MD, LUIGI MANSI, MD, PIERFRANCESCO RAMBALDI, MD, LUIGI<br />
DICIOCCIO, MD, FEDERICO CACCIAPUOTI, MD, RAFFAELE CANONICO, MD, GIUSEPPE<br />
PAOLISSO, MD<br />
Σελ. 53<br />
Σελ. 62<br />
Επιβίωση σε Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />
που Υποβάλλονται σε Θεραπεία Νεφρικής Υποκατάστασης,<br />
μεταξύ 1980-2007<br />
MIKKO HAAPIO, MD, JAAKKO HELVE, MD, PER-HENRIK GROOP, MD, PHD, CAROLA GR<br />
ONHAGEN-RISKA, MD, PHD, PATRIK FINNE, MD, PHD<br />
Παράγοντες Συσχετιζόμενοι με την Ψυχολογική Αντίσταση<br />
στην Ινσουλίνη, σε Άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />
SOOHYUN NAM, PHD, CATHERINE CHESLA, DNSC, NANCY A. STOTTS, EDD, LISA KROON,<br />
PHARMD, SUSAN L. JANSON, DNSC<br />
4<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
Σελ. 66<br />
Σελ. 75<br />
Σελ. 82<br />
Σελ. 89<br />
Σελ. 97<br />
Απώλεια Σωματικού Βάρους, Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος και Μεταβολές<br />
στους Καρδιαγγειακούς Βιολογικούς Δείκτες σε Ασθενείς με Σακχαρώδη<br />
Διαβήτη Τύπου 2 που Λαμβάνουν Θεραπεία με Ινκρετίνη ή Ινσουλίνη,<br />
σε μια Μεγάλη Βάση Δεδομένων από Ομοειδή Σειρά Πληθυσμού<br />
EDWARD S. HORTON, MD, CHERYL SILBERMAN, PHD, KEITH L. DAVIS, MA, RACHELE<br />
BERRIA, MD, MSCI<br />
Αριθμός Γεννήσεων και Συσχέτιση με το Σακχαρώδη Διαβήτη<br />
σε Ηλικιωμένες Γυναίκες<br />
ANGELA G. FOWLER-BROWN, MD, IAN H. DE BOER, MD, JANET M. CATOV, PHD,<br />
MERCEDES R. CARNETHON, PHD, ARUNA KAMINENI, MS, LEWIS H. KULLER, MDΜ, DAVID<br />
S. SISCOVICK, MD, KENNETH J. MUKAMAL, MD<br />
Επιπολασμός και Κλινική Έκβαση της Υπεργλυκαιμίας κατά<br />
την Περιεγχειρητική Περίοδο μη Καρδιοχειρουργικών Επεμβάσεων<br />
ANNA FRISCH, PHD, MD, PRAKASH CHANDRA, MD, MS, DAWN SMILEY, MD, LIMIN PENG,<br />
PHD, MONICA RIZZO, MD, CHELSEA GATCLIFFE, BS, MEGAN HUDSON, BS, JOSE<br />
MENDOZA, BS, RACHEL JOHNSON, BS, ERICA LIN, BS, GUILLERMO E. UMPIERREZ, MD<br />
O κεντρικός ρόλος του λιπώδους ήπατος στην παθογένεση<br />
της αντίστασης στην ινσουλίνη, σε παχύσαρκους διαβητικούς<br />
EBE D’ADAMO, MD, ANNA M.G. CALI, MD, RAMWEISS, MD, PHD, NICOLA SANTORO, MD,<br />
PHD, BRIDGET PIERPONT, MA, VERONIKA NORTHRUP, MPH, SONIA CAPRIO, MD<br />
Επιδημιολογία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακή<br />
νόσος: η μετάφραση, από τον πληθυσμό στην πρόληψη<br />
Η διάλεξη του Βραβείου Kelly West, 2009<br />
JAMES B. MEIGS, MD, MPH<br />
Τα άρθρα έχουν επιλεγεί από τα τεύχη Ιουλίου & Αυγούστου 2010 (Volume 33, τ.7-8).<br />
Ευχαριστούμε τις εταιρείες:<br />
BAYER ΕΛΛAΣ<br />
N. PETSIAVAS Α.Ε.<br />
BRISTOL - MYERS SQUIBB Α.Ε.<br />
MENARINI ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ A.Ε.Β.Ε.<br />
NOVARTIS ΕΛΛAΣ Α.E.B.E.<br />
WIN MEDICA ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΕ<br />
ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ-ΛIΛΛΥ Α.Ε.Β.Ε.<br />
FARMASYN S.A.<br />
Η υποστήριξή τους καθιστά εφικτή την ελληνική έκδοση του Diabetes Care,<br />
εμπλουτίζοντας έτσι την ιατρική βιβλιογραφία στη γλώσσα μας.<br />
6<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />
brief report<br />
Πρόληψη του «Διαβητικού Ποδιού»<br />
Μια ευκαιρία που παραμελείται στους ασθενείς υψηλού κινδύνου<br />
Diabetic Foot Prevention<br />
A neglected opportunity in high-risk patients<br />
LAWRENCE A. LAVERY, DPM 1 , NATHAN A. HUNT, DPM 2 , JAVIER LAFONTAINE, DPM 1,3 , CORY L. BAXTER, DPM 1 ,<br />
AGBOR NDIP, MD 4 , ANDREW J.M. BOULTON, MD 4<br />
8<br />
Οεπιπολασμός επιπλοκών<br />
από τον άκρο πόδα είναι<br />
κατά 250% υψηλότερος<br />
στους ασθενείς που αντιμετωπίζονται<br />
με εξωνεφρική<br />
κάθαρση, σε σχέση με τους ασθενείς<br />
που δεν πάσχουν από χρόνια νεφρική<br />
νόσο (1-3). Κατά παρόμοιο τρόπο, οι ασθενείς<br />
με προηγούμενο ιστορικό εξελκώσεων<br />
έχουν 34 φορές υψηλότερο κίνδυνο<br />
ανάπτυξης ενός νέου έλκους (4,5). Τα<br />
προγράμματα για την πρόληψη των εξελκώσεων<br />
και των ακρωτηριασμών στον<br />
άκρο πόδα περιλαμβάνουν γενικά τη χρήση<br />
θεραπευτικών υποδημάτων και πάτων,<br />
την τακτική περίθαλψη του άκρου ποδός<br />
και την εκπαίδευση του ασθενούς (6-8).<br />
Η μελέτη αυτή αξιολόγησε τη συχνότητα<br />
με την οποία παρέχονταν υπηρεσίες πρόληψης<br />
σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.<br />
ΣΚΟΠΟΣ -Να αξιολογηθεί η συχνότητα της εφαρμογής στρατηγικών πρόληψης<br />
του «διαβητικού ποδιού», μεταξύ ασθενών υψηλού κινδύνου με σακχαρώδη<br />
διαβήτη.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρονικά<br />
ιατρικά αρχεία ώστε να ταυτοποιηθούν 150 ασθενείς που υποβάλλονταν σε<br />
εξωνεφρική κάθαρση και 150 με προηγούμενο ιστορικό εξέλκωσης ή ακρωτηριασμού<br />
κάτω άκρου, με παρακολούθηση 30 μηνών, ώστε να προσδιοριστεί η<br />
συχνότητα με την οποία οι ασθενείς αυτοί υποβάλλονταν σε ενημέρωση, ποδιατρική<br />
περίθαλψη και χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων, στα πλαίσια των<br />
υπηρεσιών πρόληψης.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ -Λίγοι ήταν οι ασθενείς που υποβάλλονταν σε τυπική ενημέρωση<br />
(1,3%), χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων/πάτων (7%) ή σε προληπτική<br />
ποδιατρική περίθαλψη (30%). Η συχνότητα εμφάνισης εξελκώσεων ήταν<br />
παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων (210 ανά 1000 άτομα-έτη). Σε αντίθεση, η<br />
συχνότητα εμφάνισης ακρωτηριασμών ήταν υψηλότερη στην ομάδα της εξωνεφρικής<br />
κάθαρσης σε σύγκριση με την ομάδα των εξελκώσεων (58,7 έναντι<br />
13,1 ανά 1,000 ανά άτομα- έτη, P< 0,001). Οι ασθενείς που υποβάλλονταν σε<br />
εξωνεφρική κάθαρση ήταν μικρότερης ηλικίας και είχαν περισσότερες πιθανότητες<br />
να μην είναι Λατινικής καταγωγής λευκοί (P =0,006), σε σχέση με τους<br />
ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό εξελκώσεων ή ακρωτηριασμών.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Οι στρατηγικές πρόληψης είναι κάτι που δεν παρέχεται συχνά<br />
στους ασθενείς υψηλού κινδύνου.<br />
Diabetes Care 33:1460-1462, 2010<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜOΣ EΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓIΑ<br />
Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα από αιτήσεις<br />
αποζημίωσης σε ασφαλιστικά ταμεία,<br />
που αφορούσαν το σακχαρώδη διαβήτη<br />
(ICD-9 250.X), τις εξελκώσεις (ICD-9 707.10,<br />
707.14 και 707.15) και την εξωνεφρική<br />
κάθαρση (CPT 90935-90937) από το ασφαλιστικό<br />
πρόγραμμα Scott and White [Scott<br />
and White Health Plan], ώστε να ταυτοποιηθούν<br />
150 διαδοχικοί ασθενείς σε κάθε<br />
ομάδα, με τουλάχιστον 30 μήνες παρακολούθηση<br />
από το χρόνο της διάγνωσης.<br />
Στη μελέτη εντάξαμε ασθενείς από το<br />
2000 έως το 2006. Οι διαγνώσεις επιβεβαιώθηκαν<br />
με την ανασκόπηση του πλήρους<br />
ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου,<br />
συμπεριλαμβανομένων των σημειώσεων<br />
για την περίθαλψη του ασθενούς, των<br />
απεικονιστικών εξετάσεων, των εργαστηριακών<br />
εξετάσεων και των συνταγών. Το<br />
ασφαλιστικό πρόγραμμα Scott and White<br />
αποτελείται από μια ολοκληρωμένη ομάδα<br />
γιατρών όλων των ειδικοτήτων που<br />
περιλαμβάνει συνολικά 550 γιατρούς, 14<br />
ιατρεία, 3 κέντρα εξωνεφρικής κάθαρσης<br />
και ένα νοσοκομείο 535 κλινών.<br />
Για την ομάδα των εξελκώσεων, η αξιολόγηση<br />
της παρούσας μελέτης ξεκίνησε<br />
μετά την επούλωση του αρχικού έλκους.<br />
Για την ομάδα της εξωνεφρικής κάθαρσης,<br />
η παρούσα αξιολόγηση ξεκίνησε με<br />
την έναρξη της εξωνεφρικής κάθαρσης.<br />
Οι ασθενείς με HIV/AIDS, με τραυματισμό<br />
από τροχαίο ατύχημα, με αμφοτερόπλευρο<br />
ακρωτηριασμό, καθώς και οι<br />
ασθενείς με διάρκεια παρακολούθησης<br />
μικρότερη των 30 μηνών, αποκλείστηκαν<br />
από την ανάλυση.<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Diabetic Foot and High-Risk Patients<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Δημογραφικά στοιχεία ασθενών και αποτελέσματα<br />
Εξωνεφρική Ιστορικό Σύνολο<br />
κάθαρση εξέλκωσης<br />
n 150 150 300<br />
Άντρες 61 (40,7) 62 (41,3) 123 (41,0)<br />
Φυλή*<br />
Λευκή 116 (77,3) 64 (42,7) 180 (60,0)<br />
Αφρικανική 20 (13,3) 54 (36,0) 74 (24,7)<br />
Λατινική 11 (7,3) 28 (18,6) 39 (13,0)<br />
Άλλη 3 (2,0) 4 (2,7) 7 (2,3)<br />
Ηλικία* 64,9 ± 0,98 74,25 ± 1,04 70,22 ± 0,58<br />
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (%) 139 (92,6) 138 (92,0) 277 (92,3)<br />
Ακρωτηριασμός (%)* 22 (14,7) 5 (3,3) 27 (9)<br />
Εξέλκωση (%) 79 (52,7) 79 (52,7) 158 (52,6)<br />
Έλεγχος πολυνευροπάθειας<br />
Νήμα Semmes Weinstein 40 (26,7) 41 (27,3) 81 (27)<br />
Ουδός αντίληψης παλλαισθησίας 4 (2,7) 3 (2,0) 7 (2,3)<br />
Άλλη αξιολόγηση 5 (3,3) 12 (8,0) 17 (5,7)<br />
Χωρίς έλεγχο πολυνευροπάθειας 101 (67,3) 94 (62,7) 195 (65)<br />
Αγγειακή αξιολόγηση<br />
Αξιολόγηση σφίξεων άκρου ποδός 71 (47,3) 84 (56,0) 155 (51,7)<br />
Αξιολόγηση δείκτη σφυρού -<br />
βραχίονα 19 (12,7) 13 (8,7) 32 (10,7)<br />
Καμία αξιολόγηση 60 (40,0) 53 (35,3) 113 (37,6)<br />
Εκπαίδευση ως προς το σακχαρώδη<br />
διαβήτη<br />
Συνεδρία 1 (n) 1 (0,6) 0 1 (0,3)<br />
Συνεδρία 2 (n) 1 (0,6) 0 1 (0,3)<br />
Συνεδρίες 3-4 0 0 0<br />
Ποδιατρική<br />
Ποδιατρική (οποιαδήποτε φορά) 74 (49,3) 121 (80,6) 195 (65)<br />
Ποδιατρική πριν από μια εξέλκωση* 63 (42) 27 (18) 90 (30)<br />
Σύνολο ποδιατρικών επισκέψεων 296 362 658<br />
Θεραπευτικά υποδήματα ή πάτοι<br />
Χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων<br />
ή πάτων 11 (7,3) 10 (6,6) 21 (7,0)<br />
Χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων<br />
ή πάτων για δεύτερη φορά 1 (0,6) 3 (2,0) 4 (1,3)<br />
Χορήγηση θεραπευτικών υποδημάτων<br />
ή πάτων για τρίτη φορά 0 0 0<br />
Τα δεδομένα είναι n (%) ή μέσοι όροι ±SE. *P
Diabetic Foot and High-Risk Patients<br />
νείς-έτη, σε αμφότερες της ομάδες. Ωστόσο,<br />
η συχνότητα ακρωτηριασμών ήταν σε<br />
στατιστικά σημαντικό βαθμό υψηλότερη<br />
στην ομάδα στην ομάδα της εξωνεφρικής<br />
κάθαρσης (58,7 έναντι 13,1 ανά 1000<br />
άτομα -έτη, P
Diabetic Foot and High-Risk Patients<br />
Center College of Medicine, Temple, Texas; the<br />
2. Orthopaedic Center of the Rockies, Fort<br />
Collins, Colorado; the 3. Podiatry Section,<br />
Central Texas Veterans Healthcare System,<br />
Temple, Texas; and the 4. Department of<br />
Diabetes and Medicine, Manchester Royal<br />
Infirmary, Manchester, U.K.<br />
Corresponding author: Nathan A. Hunt,<br />
nhunt@orthohealth.com.<br />
Received 17 February 2010 and accepted 19<br />
April 2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 27 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc10-0310.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Ndip A, Lavery LA, Lafontaine J, Rutter MK,<br />
Vardhan A, Vileikyte L, Boulton AJ. High levels<br />
of foot ulceration and amputation risk in a<br />
multiracial cohort of diabetic patients on dialysis<br />
therapy. Diabetes Care 2010;33:878-880<br />
2. Dossa CD, Shepard AD, Amos AM,Kupin WL,<br />
Reddy DJ, Elliott JP, Wilczwski JM, Ernst CB.<br />
Results of lower extremity amputations in<br />
patients with end-stage renal disease. J Vasc<br />
Surg 1994;20:14 -19<br />
3. Eggers PW, Gohdes D, Pugh J. Nontraumatic<br />
lower extremity amputations in the Medicare<br />
end-stage renal disease population. Kidney<br />
Int 1999;56:1524-1533<br />
4. Peters EJ, Lavery LA, International Working<br />
Group on the Diabetic Foot. Effectiveness of<br />
the diabetic foot risk classification system of<br />
the International Working Group on the Diabetic<br />
Foot. Diabetes Care 2001;24:1442-1447<br />
5. Lavery LA, Peters EJ, Williams JR, Murdoch DP,<br />
Hudson A, Lavery DC, International Working<br />
Group on the Diabetic Foot. Reevaluating the<br />
way we classify the diabetic foot: restructuring<br />
the diabetic foot risk classification system of<br />
the International Working Group on the Diabetic<br />
Foot. Diabetes Care 2008;31:154-156<br />
6. Foster AV, Snowden S, Grenfell A, Watkins PJ,<br />
Edmonds ME. Reduction of gangrene and<br />
amputations in diabetic renal transplant<br />
patients: the role of a special foot clinic. Diabet<br />
Med 1995;12:632-635<br />
7. Rith-Najarian S, Branchaud C, Beaulieu O,<br />
Gohdes D, Simonson G, Mazze R. Reducing<br />
lower-extremity amputations due to diabetes.<br />
Application of the staged diabetes management<br />
approach in a primary care setting. J Fam Pract<br />
1998;47:127-132<br />
8. Lavery LA, Wunderlich RP, Tredwell JL. Disease<br />
management for the diabetic foot: effectiveness<br />
of a diabetic foot prevention program to reduce<br />
amputations and hospitalizations. Diabetes<br />
Res Clin Pract 2005;70:31-37<br />
9. Game FL, Chipchase SY, Hubbard R, Burden<br />
RP, Jeffcoate WJ. Temporal association between<br />
the incidence of foot ulceration and the start<br />
of dialysis in diabetes mellitus. Nephrol Dial<br />
Transplant 2006;21:3207-3210<br />
10. Lavery LA, Ashry HR, van Houtum W, Pugh<br />
JA, Harkless LB, Basu S. Variation in the<br />
incidence and proportion of diabetesrelated<br />
amputations in minorities. Diabetes Care<br />
1996;19:48-52<br />
11. Sugarman JR, Reiber GE, Baumgardner G,<br />
Prela CM, Lowery J. Use of the therapeutic<br />
footwear benefit among diabetic medicare<br />
beneficiaries in three states, 1995. Diabetes<br />
Care 1998;21:777-781<br />
12. Uccioli L, Faglia E, Monticone G, Favales F,<br />
Durola L, Aldeghi A, Quarantiello A, Calia P,<br />
Menzinger G. Manufactured shoes in the<br />
prevention of diabetic foot ulcers. Diabetes<br />
Care 1995;18:1376-1378<br />
13. Plank J, Haas W, Rakovac I, Görzer E, Sommer<br />
R, Siebenhofer A, Pieber TR. Evaluation of the<br />
impact of chiropodist care in the secondary<br />
prevention of foot ulcerations in diabetic<br />
subjects. Diabetes Care 2003;26:1691-1695<br />
14<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Epidemiology/Health Services Research<br />
original article<br />
Χρήση αντικαταθλιπτικών πριν και μετά τη διάγνωση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
Μια διαχρονική μελέτη διαμόρφωσης πρότυπου<br />
Antidepressant Use Before and After the Diagnosis of Type 2 Diabetes<br />
A longitudinal modeling study<br />
MIKA KIVIMAKI, PHD 1,2 , ADAM G. TABAK, MD, PHD 3 , DEBBIE A. LAWLOR, MD, PHD 4 , G. DAVID BATTY, PHD 5 ,<br />
ARCHANA SINGH-MANOUX, PHD 1,6 , MARKUS JOKELA, PHD 7 , MARIANNA VIRTANEN, PHD 2 , PAULA SALO, PHD 2 ,<br />
TUULA OKSANEN, PHD 2 , JAANA PENTTI, MSC 2 , DANIEL R. WITTE, MD, PHD 8 , JUSSI VAHTERA, MD, PHD 1,9<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Να εξεταστεί η χρήση αντικαταθλιπτικών πριν και μετά από τη διάγνωση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Η μελέτη αυτή ήταν μια διαχρονική<br />
ανάλυση σε ομάδες διαβητικών και μη διαβητικών ατόμων που επιλέχθηκαν<br />
από μια προοπτική μελέτη ομοειδούς σειράς πληθυσμού που αριθμούσε<br />
151,618 άντρες και γυναίκες στη Φινλανδία («μελέτη δημόσιου τομέα της Φινλανδίας»<br />
[Finnish Public Sector Study], 1995-2005). Αναλύσαμε τη χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
στα 493 άτομα που ανέπτυξαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />
σε 2.450 ταιριαστούς μη διαβητικούς μάρτυρες, σε κάθε έτος, κατά τη διάρκεια<br />
μιας περιόδου που κάλυπτε τα 4 έτη πριν και τα 4 έτη μετά από τη διάγνωση.<br />
Για σύγκριση, πραγματοποιήσαμε μια αντίστοιχη ανάλυση σε 748 άτομα<br />
που ανέπτυξαν καρκίνο και σε 3,730 ταιριαστούς με αυτά μάρτυρες.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Στα πολυεπίπεδα διαχρονικά μοντέλα, ο λόγος πιθανοτήτων<br />
για χρήση αντικαταθλιπτικών σε όσους ανέπτυξαν σακχαρώδη διαβήτη ήταν<br />
2,00 (95% CI 1,57-2,55) φορές υψηλότερος σε σχέση με τα μη διαβητικά άτομα.<br />
Η σχετική διαφορά στη χρήση αντικαταθλιπτικών μεταξύ αυτών των ομάδων<br />
ήταν παρόμοια πριν και μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, εκτός<br />
από μια προσωρινή αιχμή της χρήσης αντικαταθλιπτικών κατά το έτος της διάγνωσης<br />
(OR 2,66 [95% CI 1,94 -3,65]). Στα άτομα που εμφάνισαν νέα διάγνωση<br />
καρκίνου, η χρήση αντικαταθλιπτικών αυξανόταν ουσιωδώς μετά τη διάγνωση<br />
του καρκίνου, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ανάλυση που πραγματοποιήσαμε<br />
ήταν ευαίσθητη για την ανίχνευση μακροχρόνιων μεταβολών στην πορεία της<br />
χρήσης αντικαταθλιπτικών, εφόσον αυτές υπήρχαν.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η επίγνωση της διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
μπορεί προσωρινά να αυξάνει τον κίνδυνο καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Απαιτείται<br />
περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί κατά πόσο η πιο αυξημένη χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
που σημειώθηκε πριν τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη μπορεί<br />
να σχετίζεται με επιδράσεις της κατάθλιψης, με ανεπιθύμητες ενέργειες της<br />
χρήσης αντικαταθλιπτικών ή με μια κοινή αιτιοπαθογενετική ουδό που προηγείται<br />
της κατάθλιψης και του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Diabetes Care 33:1471-1476, 2010<br />
Οσακχαρώδης διαβήτης είναι<br />
μια χρόνια νόσος με θεμελιώδη<br />
σημασία για τη δημόσια<br />
υγεία, αλλά οι ψυχολογικές<br />
δράσεις που σχετίζονται<br />
με αυτόν δεν είναι καλά κατανοητές (1-<br />
4). Η διάγνωση του ίδιου του σακχαρώδη<br />
διαβήτη μπορεί να είναι ένα συμβάν της<br />
ζωής που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης<br />
καταθλιπτικών συμπτωμάτων, κίνδυνος<br />
ο οποίος ξεκινά από την αρχική ενημέρωση<br />
του ότι κανείς πάσχει από μια<br />
σοβαρή χρόνια κατάσταση (2). Ωστόσο,<br />
είναι εξίσου πιθανό ότι ο ψυχολογικός<br />
αντίκτυπος δεν είναι εμφανής μέχρι ο<br />
ασθενής να φτάσει σε ένα προχωρημένο<br />
στάδιο της νόσου, διότι κατά τη διάγνωση,<br />
ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2<br />
συνήθως έχει ελαφριά συμπτώματα (3).<br />
Η πρόταση ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα<br />
μεταξύ των μη διαβητικών ατόμων<br />
αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο για<br />
σακχαρώδη διαβήτη περιπλέκει την εξέταση<br />
της επίδρασης του σακχαρώδη<br />
διαβήτη επί της κατάθλιψης, διότι η<br />
συσχέτιση αυτή μπορεί να είναι αμφίδρομη<br />
(2). Μέχρι σήμερα, τα στοιχεία<br />
σχετικά με την κατάσταση από την άποψη<br />
της εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων<br />
ως παράγοντα κινδύνου για σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 είναι μικτά,<br />
καθώς έχουν αναφερθεί τόσο υποστηρικτικά<br />
όσο και αντιτιθέμενα ευρήματα<br />
(2,5). Επομένως, είναι σημαντικό να<br />
αξιολογείται η κατάθλιψη τόσο πριν όσο<br />
16<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />
και μετά από τη διάγνωση του σακχαρώδη<br />
διαβήτη, με μια απλή μεθοδολογία,<br />
ώστε να διασφαλιστεί η επαρκής<br />
εκτίμηση των μεγεθών της επίδρασης<br />
σε αμφότερες τις κατευθύνσεις. Από<br />
όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχει κάποια<br />
τέτοια μελέτη μέχρι σήμερα.<br />
Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήσαμε<br />
πολλαπλές επαναλαμβανόμενες μελέτες<br />
μέτρησης της χρήσης αντικαταθλιπτικών,<br />
τόσο πριν όσο και μετά από τη<br />
διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2, ώστε να εξετάσουμε κατά πόσον η<br />
επίγνωση της διάγνωσης του σακχαρώδη<br />
διαβήτη συσχετίζεται με αυξήσεις<br />
για τον κίνδυνο κατάθλιψης, καθώς και<br />
κατά πόσον τα άτομα που αναπτύσσουν<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν περισσότερες<br />
πιθανότητες να εμφανίζουν ήδη<br />
κατάθλιψη πριν από τη διάγνωση, σε<br />
σχέση με μη διαβητικά άτομα παρόμοιων<br />
χαρακτηριστικών. Για σύγκριση, εξετάσαμε<br />
τη χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
μεταξύ των ατόμων που ανέπτυξαν καρκίνο,<br />
καθώς αυτή είναι μια νόσος που<br />
είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο<br />
για κατάθλιψη (6).<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Τα δεδομένα που χρησιμοποιήσαμε προήρθαν<br />
από τη «μελέτη δημόσιου τομέα της<br />
Φινλανδίας» [Finnish Public Sector study]<br />
(7), η οποία περιλαμβάνει το σύνολο του<br />
προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων<br />
από 10 πόλεις (δήμους) και 21 νοσοκομεία<br />
στις περιοχές αυτών των πόλεων<br />
(βλέπε συμπληρωματικές εικόνες S1 και<br />
S2, διαθέσιμες σε διαδικτυακό παράρτημα<br />
στη διεύθυνση http://care.diabetes<br />
journals.org/cgi/content/full/dc09-<br />
2359/DC1). Ο επιλέξιμος πληθυσμός<br />
αριθμούσε 151347 εργαζόμενους με έναρξη<br />
απασχόλησης μεταξύ 1995 και 2005,<br />
με ύπαρξη σύνδεσης του φακέλου με τα<br />
εθνικά ιατρικά αρχεία, μέσω μοναδικών<br />
κωδικών προσδιορισμού της ταυτότητας<br />
των ατόμων, πρακτική η οποία υιοθετείται<br />
για όλους τους πολίτες στη Φινλανδία.<br />
Για όλους τους συμμετέχοντες του<br />
επιλέξιμου πληθυσμού, η σύνδεση με<br />
τα αρχεία ήταν πλήρης κατά 100% και<br />
δεν υπήρχε καθόλου βαθμιαία μείωση<br />
του πληθυσμιακού δείγματος κατά τη<br />
διάρκεια της παρακολούθησης. Αναφέρουμε<br />
τα δεδομένα από 2 ανεξάρτητες<br />
ομοειδείς σειρές πληθυσμού: 493 συμμετέχοντες<br />
που ανέπτυξαν σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 (οι οποίοι στο εξής θα<br />
αναφέρονται ως «μελέτη διαβήτη» και<br />
748 άτομα που ανέπτυξαν καρκίνο (οι<br />
οποίοι στο εξής θα αναφέρονται ως «μελέτη<br />
καρκίνου»). Όλοι οι συμμετέχοντες<br />
σε αμφότερες τις μελέτες διέθεταν πλήρη<br />
δεδομένα σχετικά με τη συνταγογραφημένη<br />
χρήση αντικαταθλιπτικών αλλά<br />
και άλλες μετρήσεις του αρχείου, σε μια<br />
σταθερή περίοδο 4 ετών πριν και 4 ετών<br />
μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 ή του καρκίνου, διότι θελήσαμε<br />
να περιορίσουμε τη μελέτη στους<br />
συμμετέχοντες στους οποίους η διάγνωση<br />
της νόσου του σακχαρώδη διαβήτη<br />
ή του καρκίνου τέθηκε μεταξύ 1 Ιανουαρίου<br />
1999 και 31 Δεκεμβρίου 2001 και<br />
οι οποίοι παρέμεναν εν ζωή κατά ελάχιστο<br />
4 ετών μετά από τη διάγνωση. Με<br />
τον τρόπο αυτό διασφαλίσαμε την ύπαρξη<br />
μιας περιόδου παρατήρησης 4 ετών<br />
πριν και 4 ετών μετα τη διάγνωση χωρίς<br />
να υπάρξει βαθμιαία μείωση του δείγματος.<br />
Οι μάρτυρες επιλέχτηκαν με τυχαίο<br />
τρόπο, με αναλογία 5:1, για κάθε περίπτωση<br />
σακχαρώδη διαβήτη και κάθε<br />
περίπτωση καρκίνου, με ατομικό ταίριασμα<br />
ως προς την ηλικιακή ομάδα (25-<br />
45, 46-52 και 53-64 ετών), το φύλο, την<br />
κοινωνικο-οικονομική κατάσταση (ανώτερη<br />
εισοδηματική κλίμακα και μη χειρονακτική<br />
εργασία, κατώτερη εισοδηματική<br />
κλίμακα και μη χειρονακτική<br />
εργασία ή χειρονακτική εργασία), τον<br />
τύπο εργασιακής απασχόλησης (μόνιμη<br />
έναντι προσωρινής), τον τύπο του εργοδότη<br />
(νοσοκομείο έναντι δήμου) και τη<br />
γεωγραφική περιοχή (7 περιοχές, με<br />
βάση τον τόπο εργασίας), διότι τα χαρακτηριστικά<br />
αυτά θα μπορούσαν να συσχετίζονται<br />
με τις διαφορές στη πιθανότητα<br />
επίτευξης της διάγνωσης ή της<br />
θεραπείας. Η μελέτη του διαβήτη συμπεριέλαβε<br />
2450 ταιριαστούς μάρτυρες που<br />
δεν έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη,<br />
ενώ η μελέτη του καρκίνου συμπεριέλαβε<br />
3730 ταιριαστούς μάρτυρες που<br />
δεν έπασχαν από καρκίνο.<br />
Αξιολόγηση της χρήσης<br />
αντικαταθλιπτικών<br />
Η κατάθλιψη προσεγγίστηκε με βάση<br />
τη χρήση αντικαταθλιπτικών, για κάθε<br />
έτος της περιόδου παρατήρησης, από<br />
τα 4 έτη πριν έως τα 4 έτη μετά τη διάγνωση<br />
σακχαρώδη διαβήτη ή καρκίνου,<br />
με τη χρήση του πανεθνικού «αρχείου<br />
φαρμακευτικών συνταγών» [Drug<br />
Prescription Register]. Χρησιμοποιήσαμε<br />
την ίδια περίοδο για τις νέες διάγνωσης<br />
σακχαρώδη διαβήτη/καρκίνου και<br />
για τους ελεύθερους εκ της κάθε νόσου<br />
μάρτυρες, ώστε να αποφευχθεί η συγχυτική<br />
δράση λόγω των γενικών τάσεων<br />
για χρήση αντικαταθλιπτικών στον<br />
πληθυσμό. Στη Φινλανδία, οι συνταγές<br />
για αντικαταθλιπτικά φάρμακα καταχωρούνται<br />
από το «εθνικό σχήμα κοινωνικής<br />
ασφάλισης» [National Social<br />
Insurance Scheme], στο «ινστιτούτο κοινωνικής<br />
ασφάλισης» [Social Insurance<br />
Institution], ενώ τα διαθέσιμα δεδομένα<br />
περιέχουν πληροφορίες σχετικά με<br />
την ημέρα εκτέλεσης της συνταγής, τη<br />
δόση, τη μορφή της διεθνούς πρότυπης<br />
ημερήσιας προσδιορισμένης δόσης,<br />
καθώς και το είδος του φαρμάκου, το<br />
οποίο ταξινομείται σύμφωνα με την<br />
«ανατομική χημική θεραπευτική»<br />
[Anatomical Therapeutic Chemical: ATC]<br />
του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (8).<br />
Για κάθε έτος παρατήρησης, προσδιορίσαμε<br />
τη χρήση αντικαταθλιπτικών που<br />
προσδιορίστηκε ως η εκτέλεση συνταγής<br />
αντικαταθλιπτικών (κωδικός ATC<br />
N06A) για τουλάχιστον 30 ημερήσιες<br />
συγκεκριμένες δόσεις. Επιπρόσθετα,<br />
διενεργήσαμε μια ανάλυση ευαισθησίας,<br />
περιορίζοντας τη στους εκλεκτικούς<br />
αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης<br />
(SSRI) (κωδικός N06AB του ATC),<br />
ως «παράγοντας έκβασης», διότι τα<br />
φάρμακα αυτά έχουν το χαμηλότερο<br />
κίνδυνο καρδιοτοξικότητας σε σχέση<br />
με τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και<br />
επομένως, ίσως να είναι πιθανότερο να<br />
συνταγογραφούνται κατά προτίμηση<br />
στα άτομα, με σακχαρώδη διαβήτη.<br />
18<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Kivimäki και συνεργάτες<br />
Προσδιορισμός<br />
των περιπτώσεων νέας<br />
διάγνωσης σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και καρκίνου<br />
Από το 1965, η φαρμακευτική θεραπεία<br />
για το σακχαρώδη διαβήτη χορηγείται<br />
χωρίς χρέωση στη Φινλανδία. Το «κεντρικό<br />
αρχείο φαρμάκων» [Central Drug<br />
Register), το οποίο διατηρεί το Social<br />
Insurance Institution, καταγράφει όλα τα<br />
άτομα με τεκμηριωμένη από γιατρό εξέταση<br />
με γλυκόζη πλάσματος νηστείας >7,0<br />
mmol/l ή με γλυκόζη πλάσματος χωρίς<br />
νηστεία ≥11,1 mmol/l , καθώς και τα<br />
συμπτώματα σακχαρώδη διαβήτη, όπως<br />
είναι η πολυουρία, η πολυδιψία και η γλυκοσουρία.<br />
Εάν δεν υπάρχουν συμπτώματα,<br />
τότε απαιτείται η τεκμηρίωση μέσω<br />
επανάληψης της μέτρησης που είχε ως<br />
αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης.<br />
Στην παρούσα μελέτη, οι συμμετέχοντες<br />
ορίστηκαν ως οι εμφανίζοντες νέα<br />
διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,<br />
κατά την πρώτη φορά που καταγράφτηκαν<br />
στο Central Drug Register και ήταν<br />
κατάλληλοι για λήψη αντιδιαβητικής θεραπείας,<br />
μεταξύ 1 Ιανουαρίου του 1999 και<br />
31 Δεκεμβρίου του 2001,<br />
Προκειμένου να αποκλειστούν τα άτομα<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, πραγματοποιήσαμε<br />
επιπρόσθετη διασύνδεση<br />
των δεδομένων με το «Φινλανδικό<br />
αρχείο νοσοκομειακών εξιτηρίων» [Finnish<br />
Hospital Discharge Register], το οποίο<br />
καταγράφει όλους τους ασθενείς που<br />
λαμβάνουν εξιτήριο από νοσοκομείο,<br />
πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες<br />
της αγωγής και εξιτηρίου, καθώς και με<br />
το Drug Prescription Register (Social<br />
Insurance Institution) το οποίο περιλαμβάνει<br />
όλες τις συνταγές για φάρμακα της<br />
κατηγορίας της ινσουλίνης, φάρμακα μείωσης<br />
της γλυκόζης αίματος, καθώς και<br />
άλλα φάρμακα που χορηγούνται στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη στη Φινλανδία, σε εθνικό<br />
επίπεδο, από το 1994, σύμφωνα με<br />
την ταξινόμηση ATC του Παγκόσμιου Οργανισμού<br />
Υγείας. Αποκλείστηκαν τα άτομα<br />
που είχαν καταγραφτεί ως πάσχοντα από<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (κωδικός Ε<br />
10 στο ICD-10) στο Central Drug Register<br />
ή στο Hospital Discharge Register. Για τις<br />
καταγραφές αυτές, ο σακχαρώδης διαβήτης<br />
τύπου 1 θα πρέπει πάντα να έχει<br />
διαγνωστεί από γιατρό ειδικό στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Για τις αναλύσεις της<br />
ευαισθησίας, αποκλείσαμε επιπρόσθετα<br />
από το αρχικό δείγμα όσα άτομα είχαν<br />
λάβει συνταγή για ινσουλίνη ή ανάλογα<br />
αυτής (κωδικός Α 10 Α του ΑTC, στο Drug<br />
Prescription Register), στα οποία η διάγνωση<br />
διαβήτη είχε τεθεί σε ηλικία ≤35<br />
ετών. Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 μπορούσαν όμως να επιλεχτούν<br />
ως μάρτυρες. Από την ομάδα των πιθανών<br />
μαρτύρων, αποκλείσαμε όλα τα άτομα<br />
στα οποία είχε χορηγηθεί συνταγή για<br />
ινσουλίνη ή ανάλογα αυτής, για αντιυπεργλυκαιμικά<br />
φάρμακα ή για άλλα φάρμακα<br />
που χρησιμοποιούνται στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη, κατά τη διάρκεια όλων<br />
των ετών παρατήρησης, με βάση το Central<br />
Drug Register, το Hospital Discharge<br />
Register και το Drug Prescription Register.<br />
Τα άτομα με καρκίνο προσδιορίστηκαν<br />
μέσω του εθνικού «Φινλανδικού αρχείου<br />
καρκίνου» [Finnish Cancer Register],<br />
που καταγράφει όλους τους ασθενείς με<br />
οποιοδήποτε τύπο καρκίνου. Στη Φινλανδία,<br />
όλοι οι γιατροί, όλα τα νοσοκομεία<br />
και όλα τα λοιπά ιδρύματα έχουν τη νομική<br />
υποχρέωση να ενημερώνουν το αρχείο<br />
αυτό μέσω σημειώματος, σχετικά με<br />
όλους τους κακοήθης όγκους, τους καρκινοειδής<br />
όγκους, τις βλάβες που αποτελούν<br />
εντοπισμένο καρκίνωμα (in situ)<br />
και τους όγκους με οριακά στοιχεία κακοήθειας.<br />
Στην παρούσα μελέτη, ένα άτομο<br />
ορίστηκε ότι εμφανίζει νέα διάγνωση<br />
καρκίνου, εάν η τελευταία είχε τεθεί για<br />
πρώτη φορά μεταξύ 1 Ιανουαρίου 1999<br />
και 31 Δεκεμβρίου 2001,<br />
Άλλες μεταβλητές<br />
Η ηλικία, το φύλο, η κοινωνικοοικονομική<br />
κατάσταση (ανώτερη και μη χειρονακτική<br />
εργασία, κατώτερη και μη χειρονακτική<br />
εργασία ή χειρονακτική εργασία),<br />
ο τύπος απασχόλησης (μόνιμη έναντι προσωρινής),<br />
ο τύπος του εργοδότη (νοσοκομείο<br />
έναντι δήμου και η γεωγραφική<br />
περιοχή (7 περιοχές με βάση τη θέση του<br />
τόπου εργασίας) ήταν τα δεδομένα που<br />
λήφθηκαν από τα αρχεία των εργοδοτών.<br />
Η ηλικία κατά τη διάγνωση υπολογίστηκε<br />
από τις ημερομηνίες διάγνωσης και<br />
γέννησης, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα<br />
από τα αρχεία. Αξιολογήσαμε την κατάσταση<br />
ως προς τη στεφανιαία νόσο σε<br />
κάθε έτος παρατήρησης, διότι η κατάσταση<br />
αυτή είναι γνωστό ότι συσχετίζεται<br />
τόσο με την κατάθλιψη όσο και με το σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Πληροφορίες σχετικά<br />
με τη στεφανιαία νόσο λήφθηκαν από το<br />
Finnish Hospital Discharge Register και<br />
από το Central Drug Register (κωδικοί I20<br />
-I25 του ICD-10).<br />
Στατιστική ανάλυση<br />
Πραγματοποιήσαμε χωριστή ανάλυση για<br />
τη μελέτη διαβήτη και τη μελέτη καρκίνου.<br />
Η περίοδος παρατήρησης ξεκινούσε<br />
κατά την ημερομηνία διάγνωσης (έτος<br />
0) για τα άτομα που ανέπτυξαν σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 ή καρκίνο (δηλαδή,<br />
τους ασθενείς) και σε ένα αντίστοιχο χρονικό<br />
διάστημα για τους μάρτυρες. Τα δεδομένα<br />
των συμμετεχόντων προβλήθηκαν<br />
κατόπιν προς τα πίσω και προς τα εμπρός<br />
από το έτος 0, ώστε να αξιολογηθεί η χρήση<br />
αντικαταθλιπτικών για μια περίοδο που<br />
κάλυπτε 4 έτη πριν και 4 έτη μετά τη διάγνωση<br />
(δηλαδή, τα έτη από -4 έως +4).<br />
Εφαρμόσαμε επανειλημμένες μετρήσεις<br />
με ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης,<br />
χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των γενικευμένων<br />
εξισώσεων των εκτιμήσεων, ώστε<br />
να εκτιμήσουμε την πορεία της χρήσης<br />
αντικαταθλιπτικών πριν και μετά τη διάγνωση<br />
(για λεπτομέρειες, βλέπε συμπληρωματικά<br />
δεδομένα που είναι διαθέσιμα<br />
στο διαδικτυακό παράρτημα). Όλες οι<br />
αναλύσεις μας πραγματοποιήθηκαν με<br />
τη χρήση του στατιστικού λογισμικού<br />
STATA έκδοση 10.1 για τα Windows). Η<br />
στατιστική σημαντικότητα προσδιορίστηκε<br />
με βάση αμφίδρομο P
Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Χαρακτηριστικά κατά την έναρξη<br />
των συμμετεχόντων της μελέτης<br />
Μελέτη σακχαρώδη διαβήτη* Μελέτη καρκίνου*<br />
Ασθενείς με Μάρτυρες Τιμή Ασθενείς με Μάρτυρες Τιμή<br />
νέα εμφάνιση του p νέα εμφάνιση του p<br />
σακχαρώδη<br />
σακχαρώδη<br />
διαβήτη<br />
διαβήτη<br />
Συνολικό N 2943 4.478<br />
N 493 2450 748 3.730<br />
Αντρικό φύλο 42,0 41,8 0,95 18,7 18,5 0,83<br />
Ηλικιακή ομάδα 0,11 0,39<br />
26-44 έτη 18,9 23,8 31,2 34,3<br />
45-54 έτη 48,1 45,7 42,4 41,8<br />
45-64 έτη 30,6 28,7 24,1 21,9<br />
65-70 έτη 2,4 1,8 2,1 2,0<br />
Ηλικία (έτη) 50,9±7,4 50,0±8,1 47,9±9,6 47,7±8,9<br />
Κοινωνικοοικονομική<br />
θέση 0,95 1,00<br />
Ανώτερη μη<br />
χειρωνακτική<br />
εργασία 19,1 19,2 33,2 33,2<br />
Κατώτερη μη<br />
χειρωνακτική<br />
εργασία 39,2 39,2 43,6 43,7<br />
Χειρωνακτική<br />
εργασία 41,8 41,6 23,3 23,2<br />
Εκδηλωμένη<br />
στεφανιαία<br />
νόσος 3,3 2,4 0,28 2,1 1,5 0,17<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD ή %. *Δεν υπήρξαν καθόλου απώλειες δεδομένων<br />
για οποιεσδήποτε από τις μεταβλητές.<br />
ξη μεταξύ των ασθενών και των υγιών<br />
συμμετεχόντων (p > 0,11), συμπεριλαμβανομένου<br />
του τύπου εργασίας και της<br />
γεωγραφικής περιοχής, που δεν παρουσιάζονται<br />
στους πίνακες (p > 0,95 στη<br />
μελέτη σακχαρώδη διαβήτη και P > 0,93<br />
στη μελέτη καρκίνου). Η σύγκριση των<br />
δύο μελετών δείχνει ότι οι συμμετέχοντες<br />
στη μελέτη σακχαρώδη διαβήτη ήταν<br />
κατά 2,4 έτη μεγαλύτεροι (με διάστημα<br />
εμπιστοσύνης επιπέδου 95% 2, 2 -2,7),<br />
πιθανότερο να είναι άντρες (λόγος πιθανοτήτων<br />
[OR] 2,80 [ με διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επιπέδου 95% 2,64 -2 ,97]) και με<br />
χειρωνακτικό επάγγελμα (2,25, [2,15 -<br />
2,38]) έναντι των συμμετεχόντων στη μελέτη<br />
καρκίνου. Αυτές οι διαφορές αναμένονταν,<br />
δεδομένου ότι το αντρικό φύλο<br />
και η χαμηλή κοινωνικοοικονομική θέση<br />
τείνουν να είναι ισχυρότεροι παράγοντες<br />
κινδύνου για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2, παρά για καρκίνο, στους εργασιακά<br />
ενεργούς πληθυσμούς.<br />
Λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
πριν και μετά από τη διάγνωση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη<br />
Οι ακαθάριστοι OR για τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
μεταξύ των ασθενών με νέα<br />
εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη έναντι των<br />
μη διαβητικών ασθενών σε κάθε έτος της<br />
παρατήρησης ήταν 2,19 (έτος -4), 1,95,<br />
1,90, 2,33, 2,66 (έτος 0, διάγνωση), 1,93,<br />
1,73, 1,87 και 1,97 (έτος 4). Τα διαστήματα<br />
εμπιστοσύνης επιπέδου 95% για το<br />
χαμηλότερο OR, το 1,73, ήταν 1,2-2,38 και<br />
για τον υψηλότερο OR (έτος της διάγνωσης)<br />
ήταν 1,94-3,65 (τα πλήρη αποτελέσματα<br />
είναι διαθέσιμα κατόπιν αιτήσεως<br />
προς τον πρώτο συγγραφέα της μελέτης).<br />
Η Εικόνα 1 παρουσιάζει το τελικό πρότυπο<br />
που περιγράφει την πορεία της λήψης<br />
αντικαταθλιπτικών μεταξύ των ασθενών<br />
με νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη και<br />
των μη διαβητικών μαρτύρων (για τις παραμέτρους<br />
του μοντέλου, βλ. συμπληρωματικό<br />
Πίνακα S1, διαθέσιμος σε διαδικτυακό<br />
παράρτημα). Υπήρξε μια γενική ανοδική<br />
τάση ως προς τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
χαπιών πέρα από την περίοδο παρατήρησης<br />
των 9 ετών στους ασθενείς με νέα<br />
εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη και στους<br />
μάρτυρες (χρονικό p < 0,0001), γεγονός<br />
που αντανακλά την αύξηση σε εθνικό επίπεδο<br />
στη συνταγογράφηση αυτών των<br />
φαρμάκων (15). Καθ’ όλη την περίοδο<br />
παρατήρησης, ο OR της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />
ήταν κατά 2,00 φορές υψηλότερος<br />
(με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου<br />
95% 1,57-2,55) για τους ασθενείς με<br />
νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη από<br />
ό,τι για τους μάρτυρες (p < 0,0001). Δεν<br />
υπήρξε καμία διαφορά ως προς τη λήψη<br />
αντικαταθλιπτικών μεταξύ των ομάδων<br />
πριν ή μετά από τη διάγνωση (p = 0,32),<br />
εκτός από την προσωρινή αύξηση στη<br />
λήψη αντικαταθλιπτικών κατά τη διάρκεια<br />
του έτους της διάγνωσης, μεταξύ<br />
των ασθενών με νέα εμφάνιση σακχαρώδη<br />
διαβήτη (p = 0,01).<br />
Σε τέσσερις αναλύσεις ευαισθησίας επαναλάβαμε<br />
την κύρια ανάλυση πρώτα, μετά<br />
από τον αποκλεισμό όλων των ασθενών<br />
με νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη που<br />
λάμβαναν θεραπεία με ινσουλίνη και<br />
αυτών με ηλικία ≤35 ετών κατά το χρόνο<br />
της διάγνωσης, ακολούθως μετά από τον<br />
αποκλεισμό των ασθενών με εκδηλωμένη<br />
στεφανιαία νόσο, ακολούθως μετά<br />
από προσαρμογή ως προς την κοινωνικοοικονομική<br />
θέση, τη σύμβαση εργασίας<br />
και τη γεωγραφική περιοχή στο μοντέλο<br />
και τέλος, με τους SSRIs ως έκβαση. Αυτές<br />
οι αναλύσεις ευαισθησίας κατά ένα μεγά-<br />
20<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />
Πιθανότητα<br />
Ασθενείς με ΣΔ<br />
Μάρτυρες<br />
λο μέρος οδήγησαν στα ίδια συμπεράσματα<br />
με την κύρια ανάλυση (συμπληρωματικοί<br />
πίνακες S2 και S3, διαθέσιμοι σε<br />
ένα διαδικτυακό παράρτημα).<br />
Λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
πριν και μετά από τη διάγνωση<br />
του καρκίνου<br />
Η Εικόνα 2 παρουσιάζει το τελικό μοντέλο<br />
που περιγράφει την πορεία της λήψης<br />
αντικαταθλιπτικών πριν και μετά από τη<br />
διάγνωση του καρκίνου (για τις παραμέτρους<br />
του μοντέλου, βλ. συμπληρωματικό<br />
πίνακα S1). Η τάση για τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
δεν διέφερε μεταξύ των<br />
ασθενών και των μαρτύρων πριν από το<br />
έτος 0 (p = 0,21) και η λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
κατά τη διάρκεια του έτους<br />
της διάγνωσης ήταν ελαφρώς υψηλότερη<br />
μεταξύ των ασθενών με νέα εμφάνιση<br />
καρκίνου από ό,τι μεταξύ των μαρτύρων<br />
(p = 0,03). Υπήρξε μια ουσιαστική<br />
αύξηση στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
Έτος<br />
Αριθμός διαβητικών ασθενών με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
Ναι 36 40 44 53 64 57 57 60 63<br />
Όχι 457 453 449 440 429 436 436 433 430<br />
Αριθμός μαρτύρων με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
Ναι 85 106 120 120 130 155 172 169 170<br />
Όχι 2,365 2,344 2,330 2,320 2,320 2,295 2,278 2,281 2,280<br />
Εικόνα 1- Πιθανότητα (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%) λήψης αντικαταθλιπτικών πριν<br />
και μετά από τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />
στους ασθενείς μετά από τη διάγνωση<br />
(12,2% 1 έτος μετά από τη διάγνωση έναντι<br />
6,3% στο έτος πριν από τη διάγνωση,<br />
p = 0,004). Ο OR της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />
ήταν κατά 1,92 φορές<br />
υψηλότερος (με διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επιπέδου 95% 1,49-2,48) στους ασθενείς<br />
με καρκίνο 1 έτος μετά από τη διάγνωση<br />
έναντι αυτού στους μάρτυρες.<br />
Η λήψη αντικαταθλιπτικών μειώθηκε κάπως<br />
στο 2ο έτος μετά από τη διάγνωση του<br />
καρκίνου (p = 0,01) αλλά παρέμεινε υψηλότερη<br />
στους ασθενείς με καρκίνο έναντι<br />
των ελεύθερων από καρκίνο μαρτύρων<br />
για το σύνολο της περιόδου των 4<br />
ετών μετά από τη διάγνωση.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />
Οι διαδοχικές μετρήσεις δείχνουν ότι η<br />
λήψη αντικαταθλιπτικών μεταξύ των<br />
ανδρών και των γυναικών που αναπτύσσουν<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ήταν<br />
κατά περίπου 2 φορές μεγαλύτερος από<br />
αυτήν στα μη διαβητικά άτομα. Εκτός από<br />
μια προσωρινή μεταβολή στον κίνδυνο<br />
κατά το έτος της διάγνωσης, η σχετική<br />
διαφορά στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
μεταξύ αυτών των ομάδων ήταν παρόμοια<br />
κατά τη διάρκεια των 4 ετών πριν<br />
και 4 ετών μετά από τη διάγνωση του<br />
σακχαρώδη διαβήτη. Αντίθετα, δεν υπήρξε<br />
καμία διαφορά στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
πριν από τη διάγνωση του καρκίνου<br />
μεταξύ των ασθενών με νέα εμφάνιση<br />
καρκίνου και των ελεύθερων από καρκίνο<br />
συμμετεχόντων, αλλά η λήψη των αντικαταθλιπτικών<br />
αυξήθηκε αισθητά μετά<br />
από τη διάγνωση και παρέμεινε υψηλότερη<br />
στους ασθενείς στο σύνολο των 4<br />
ετών μετά από τη διάγνωση.<br />
Τα συμπεράσματά μας παρέχουν υποστήριξη<br />
για την υπόθεση ότι η επίγνωση της<br />
διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2 μπορεί προσωρινά να αυξήσει τον κίνδυνο<br />
καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Εντούτοις,<br />
επειδή η λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
ήταν παρόμοια αυξημένη τόσο 2 έτη πριν<br />
όσο και 2 έτη μετά από τη διάγνωση μεταξύ<br />
των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη,<br />
φαίνεται πιθανό ότι η επίγνωση της διάγνωσης<br />
δεν έχει καμία επίδραση στον κίνδυνο<br />
κατάθλιψης. Αυτά τα συμπεράσματα<br />
δεν υποστηρίζουν την ανησυχία ότι η<br />
αλληλοεπικάλυψη των συμπτωμάτων μεταξύ<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />
της κατάθλιψης (όπως η κόπωση) θα καθιστούσε<br />
λιγότερο πιθανή την κατάλληλη<br />
αναγνώριση της κατάθλιψης στους διαβητικούς<br />
ασθενείς (9).<br />
Είναι πιθανό ότι η τακτική επαφή με το<br />
γιατρό μετά από τη διάγνωση του σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 καθιστά την ανίχνευση<br />
της παραγνωρισμένης κατάθλιψης<br />
πιθανότερη, εξηγώντας την<br />
παρατηρηθείσα αύξηση στη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
φαρμάκων. Εντούτοις, εάν<br />
συνέβαινε κάτι τέτοιο, που όμως δεν<br />
συνέβη, τα ποσοστά συνταγών θα είχαν<br />
παραμείνει υψηλά μετά από τη διάγνωση<br />
κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης<br />
των 4 ετών. Επομένως, πιστεύουμε<br />
ότι η προσωρινή αύξηση στη λήψη<br />
αντικαταθλιπτικών αντιπροσωπεύει μια<br />
αληθινή προσωρινή αύξηση στον κίνδυνο<br />
κατάθλιψης ως αποτέλεσμα της διά-<br />
22<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Kivimäki και συνεργάτες<br />
γνωσης. Τα αποτελέσματα που υπήρξαν<br />
ως προς τον καρκίνο, που παρουσιάζει<br />
αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης κατά τη<br />
διάρκεια ολόκληρης της περιόδου μετά<br />
τη διάγνωση, καταδεικνύουν ότι η μεθοδολογία<br />
μας ήταν ευαίσθητη για την ανίχνευση<br />
μακροπρόθεσμων μεταβολών<br />
στην εξέλιξη της κατάθλιψης, εφόσον<br />
αυτές θα ήταν παρούσες.<br />
Υπάρχουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις<br />
για την μεγαλύτερη επικράτηση της λήψης<br />
αντικαταθλιπτικών ήδη πριν από τη διάγνωση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη: Κατ'<br />
αρχάς, είναι δυνατό ότι η κατάθλιψη,<br />
όπως υποδηλώνεται από τη λήψη αντικαταθλιπτικών,<br />
αυξάνει τον κίνδυνο για<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Το μεγαλύτερο<br />
μέρος των υπαρχόντων στοιχείων<br />
παρέχει υποστήριξη για μια τέτοια<br />
συσχέτιση (2, 5). Πράγματι, η κατάθλιψη<br />
συσχετίζεται με διάφορους παράγοντες<br />
της συμπεριφοράς και του μεταβολισμού<br />
που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο<br />
του σακχαρώδη διαβήτη και την αντίσταση<br />
στην ινσουλίνη, συμπεριλαμβανομένης<br />
της προαγωγής των συμπεριφορών<br />
υγείας που προάγουν την παχυσαρκία,<br />
όπως η καθιστική ζωή και η υπέρμετρη<br />
πρόσληψη ενέργειας (10, 11), καθώς και<br />
η ενεργοποίηση νευροενδοκρινικών (12)<br />
και φλεγμονωδών απαντήσεων (13).<br />
Δεύτερον, είναι επίσης λογικό ότι η αμφίδρομη<br />
συσχέτιση μεταξύ κατάθλιψης και<br />
σακχαρώδη διαβήτη στην ενήλικο ζωή<br />
είναι μια συνέπεια των πρόωρα δρώντων<br />
παραγόντων, όπως το χαμηλό σωματικό<br />
βάρος γέννησης και η «κακή παιδική ηλικία»,<br />
παράγοντες οι οποίοι προδιαθέτουν<br />
τα άτομα τόσο σε κατάθλιψη (14) όσο και<br />
σε παχυσαρκία/σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2 (15, 16). Εντούτοις, η απαιτείται περαιτέρω<br />
έρευνα για τον εμπειρικό έλεγχο<br />
αυτής της υπόθεσης.<br />
Τρίτον, υπάρχουν μερικά στοιχεία, αν<br />
και όχι απολύτως συνεπή, υπέρ του ότι<br />
συγκεκριμένα αντικαταθλιπτικά φάρμακα<br />
μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο σακχαρώδη<br />
διαβήτη (17-19). Στο πρόγραμμα<br />
πρόληψης του σακχαρώδη διαβήτη<br />
[Diabetes Prevention Program: DPP] για<br />
τα άτομα με υψηλό κίνδυνο για σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2, για την ισχυρή<br />
συσχέτιση μεταξύ της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />
και ακόλουθης εμφάνισης<br />
σακχαρώδη διαβήτη δεν υπήρξε προσαρμογή<br />
ως προς μετρούμενους συγχυτικούς<br />
ή διαμεσολαβητικούς παράγοντες<br />
(17). Είναι επίσης γνωστό ότι τα<br />
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τα νοραδρενεργικά<br />
αντικαταθλιπτικά και συγκεκριμένοι<br />
αναστολείς επαναπρόσληψης<br />
σεροτονίνης μπορούν να προκαλέσουν<br />
αύξηση στο σωματικό βάρος και να προάγουν<br />
την υπεργλυκαιμία (20, 21). Αντίθετα,<br />
οι SSRI και μερικά σχετικά με<br />
αυτούς φάρμακα μπορούν, τουλάχιστον<br />
βραχυπρόθεσμα, να οδηγήσουν σε μείωση<br />
του σωματικού βάρους και σε βελτιωμένη<br />
ευαισθησία στην ινσουλίνη (22).<br />
Εντούτοις, στην έρευνά μας, εκείνοι που<br />
αντιμετωπίστηκαν με SSRI είχαν αυξημένο<br />
κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη<br />
διαβήτη, ενώ στη μελέτη DPP, η συσχέτιση<br />
μεταξύ της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />
και του κινδύνου του σακχαρώδη<br />
διαβήτη δεν προσαρμόστηκε ως προς<br />
Πιθανότητα<br />
Ασθενείς με καρκίνο<br />
Μάρτυρες<br />
τις μεταβολές στο σωματικό βάρος (17).<br />
Τέλος, η εικασία ότι ο αδιάγνωστος σακχαρώδης<br />
διαβήτης είναι πιθανότερο να<br />
ανιχνευθεί στα άτομα που συναντούν ένα<br />
γιατρό για την κατάθλιψή τους θα μπορούσε<br />
να εξηγήσει τη μεγαλύτερη συχνότητα<br />
λήψης αντικαταθλιπτικών πριν από<br />
τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Εντούτοις, αυτή η ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη<br />
με τις πρόσφατες μελέτες, που δείχνουν<br />
ότι τόσο η αντιμετωπιζόμενη όσο<br />
και η μη αντιμετωπιζόμενη κατάθλιψη<br />
συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο για σακχαρώδη<br />
διαβήτη (19).<br />
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα<br />
Εννέα επαναλαμβανόμενες μετρήσεις της<br />
λήψης αντικαταθλιπτικών, που κάλυπταν<br />
την περίοδο τόσο πριν όσο και μετά από<br />
τη διάγνωση, επέτρεψαν έναν καλύτερο<br />
χαρακτηρισμό της συσχέτισης μεταξύ της<br />
διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη και<br />
της λήψης αντικαταθλιπτικών, από όσο<br />
αυτό ήταν δυνατό στις προηγούμενες<br />
Έτος<br />
Αριθμός διαβητικών ασθενών με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
Ναι 33 38 45 47 63 91 85 82 87<br />
Όχι 715 710 703 701 685 657 663 666 661<br />
Αριθμός μαρτύρων με χρήση αντικαταθλιπτικών<br />
Ναι 142 166 188 196 228 251 278 292 311<br />
Όχι 3.588 3.564 3.542 3.534 3.502 3.479 3.452 3.438 3.438<br />
Εικόνα 2 - Πιθανότητα (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%) της λήψης αντικαταθλιπτικών<br />
πριν και μετά από τη διάγνωση του καρκίνου.<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 23
Antidepressant Use and Type 2 Diabetes<br />
μελέτες που είχαν λιγότερα σημεία μέτρησης.<br />
Τα περιεκτικά ιατρικά αρχεία από<br />
τους εθνικούς καταλόγους μάς κατέστησαν<br />
ικανούς να αποφύγουμε συστηματικά<br />
σφάλματα σχετιζόμενα με τη βαθμιαία<br />
φυσική μείωση του μεγέθους του<br />
πληθυσμιακού δείγματος. Εξαιτίας του<br />
ότι επιλέξαμε ταιριασμένους μάρτυρες<br />
ως προς την κοινωνικοοικονομική θέση<br />
και άλλους βασικούς παράγοντες με πιθανή<br />
συγχυτική δράση, σημαντικό είναι απίθανη<br />
η συγχυτική δράση παραγόντων που<br />
οφείλεται στην κοινωνική στρωματοποίηση<br />
ως προς το σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2 ή ως προς τη θεραπεία αυτής της ασθένειας.<br />
Η σχεδίαση της μελέτης μας ήταν<br />
περισσότερο αποτελεσματική ως προς τη<br />
μείωση της δράσης συγχυτικων παραγόντων<br />
σε σχέση με μια απλή πολυπαραγοντική<br />
προσαρμογή που θα γινόταν στο<br />
συνολικό δείγμα, κάτι που είναι η ευρύτατα<br />
χρησιμοποιημένη μέθοδος σε αυτόν<br />
τον τομέα της έρευνας. Εντούτοις, καμία<br />
περιγραφική μελέτη δεν μπορεί να αποκλείσει<br />
τη δυνατότητα υπολειπόμενης<br />
συγχυτικής δράσης άλλων παραγόντων.<br />
Συμπεριλάβαμε συμμετέχοντες που ήταν<br />
εν ζωή για τα 4 έτη μετά από τη διάγνωση.<br />
Αυτή η προσέγγιση εξασφάλισε ότι<br />
αποκλείστηκαν οι ασθενείς με τους επιθετικότερους<br />
καρκίνους που οδηγούν στο<br />
θάνατο μέσα στα πρώτα 4 έτη. Επειδή<br />
αυτοί οι ασθενείς είναι ιδιαίτερα πιθανό<br />
να εμφανίσουν κατάθλιψη, τα συμπεράσματά<br />
μας μπορεί να έχουν υποεκτιμήσει<br />
τη λήψη αντικαταθλιπτικών μετά από<br />
τη διάγνωση του καρκίνου. Αντίθετα, για<br />
τους διαβητικούς ασθενείς, τα 4 έτη διάρκειας<br />
πιθανώς δεν συνέλαβαν ενδεχομένως<br />
όλο τον καταστρεπτικό ψυχολογικό<br />
αντίκτυπο, ο οποίος μπορεί να γίνει και<br />
πιο έκδηλος ιδίως όταν οι ασθενείς φθάσουν<br />
σε προχωρημένη κατάσταση ως προς<br />
τη νόσο τους, βιώνοντας πλέον το φορτίο<br />
της αντιμετώπισης των επιπλοκών της.<br />
Τα ευρήματά μας ως προς τη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
μετά από τη διάγνωση σακχαρώδη<br />
διαβήτη μπορεί, επομένως, να<br />
παρέχουν μια συντηρητική εκτίμηση.<br />
Η λανθασμένη ταξινόμηση μεταξύ τύπου<br />
1 και τύπου 2 του σακχαρώδη διαβήτη<br />
είναι μια πηγή πιθανού σφάλματος κατά<br />
τις επιδημιολογικές μελέτες για τον σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2. Οι αναλύσεις<br />
ευαισθησίας μας, αποκλείοντας όλα τα<br />
άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που λάμβαναν<br />
ινσουλίνη και ήταν ηλικίας κάτω<br />
των 35 ετών, προτείνουν ότι τα συμπεράσματά<br />
μας δεν οφείλονται σε ψευδώς<br />
κωδικοποιημένο σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1. Σε αυτήν την μελέτη, το 25% των<br />
ασθενών με νέα εμφάνιση σακχαρώδη<br />
διαβήτη λάμβαναν θεραπεία με ινσουλίνη<br />
μετά από 4 έτη από τη διάγνωση. Είναι<br />
πιθανό ότι τα περισσότερα από αυτά τα<br />
κρούσματα αφορούσαν αληθώς πάσχοντες<br />
από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,<br />
δεδομένου ότι η προβαλλόμενη ανάγκη<br />
για θεραπεία με ινσουλίνη για τους ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εμπίπτει<br />
σε ποσοστό > 20% μέσα σε αυτό το<br />
χρονικό παράθυρο αυτής της περιόδου.<br />
Τα φινλανδικά πανεθνικού επίπεδου<br />
αρχεία προσδιόρισαν εγκύρως τα άτομα<br />
που αντιμετωπίστηκαν φαρμακολογικά<br />
για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και για<br />
κατάθλιψη, αλλά δεν συνέλαβαν την αδιάγνωστη<br />
νόσο, ούτε τις καταστάσεις που<br />
αντιμετωπίσθηκαν χωρίς φάρμακα. Επιπρόσθετα,<br />
εκτός από την κατάθλιψη, τα<br />
αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται και<br />
στην αντιμετώπιση άλλων διαταραχών,<br />
όπως οι χρόνιες διαταραχές άλγους ή του<br />
ύπνου και μερικές φορές συνταγογραφούνται<br />
και για τη διακοπή του καπνίσματος.<br />
Όταν ερμηνεύονται τα παρόντα<br />
δεδομένα, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί<br />
ότι η αντικαταθλιπτική θεραπεία<br />
δεν συμπίπτει ακριβώς με μια διάγνωση<br />
κατάθλιψης, αν και οι ασθενείς με τέτοιες<br />
διαταραχές αντιπροσωπεύουν μια<br />
μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που λαμβάνουν<br />
αντικαταθλιπτικά. Δεν μπορέσαμε<br />
να αντιμετωπίσουμε μερικά ενδεχομένως<br />
σημαντικά ζητήματα, όπως ο ακριβής<br />
χρονολογικός προσδιορισμός της<br />
έναρξης του σακχαρώδη διαβήτη (παρά<br />
της αναγνώρισης της νόσου), η σοβαρότητα<br />
της κατάθλιψης και η κατάσταση ως<br />
προς άλλες κλινικές καταστάσεις, επειδή<br />
όλα αυτά θα απαιτούσαν μια κλινική<br />
εξέταση. Με επαναλαμβανόμενες κλινικές<br />
εξετάσεις, εντούτοις, το κόστος για<br />
τη σχεδίαση μιας μελέτης με εννέα διαδοχικές<br />
αξιολογήσεις γύρω από τη διάγνωση<br />
θα ήταν πολύ ακριβό (η παρούσα<br />
μελέτη ήταν βασισμένη σε 151618 άτομα<br />
που παρακολουθήθηκαν για 11 έτη).<br />
Επομένως, οι μελλοντικοί ερευνητές θα<br />
πρέπει να αναζητήσουν τις λύσεις για να<br />
υπερνικήσουν αυτούς τους περιορισμούς.<br />
Συμπαραδηλώσεις<br />
Η κατάθλιψη είναι γνωστό ότι συσχετίζεται<br />
με τη φτωχή ρύθμιση της γλυκόζης<br />
αίματος και τις αρνητικές κλινικές εκβάσεις<br />
(23, 24). Διαπιστώσαμε ότι τα άτομα<br />
με πρόσφατη διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 είχαν μια υπέρμετρη λήψη<br />
αντικαταθλιπτικών παρόμοια σε μέγεθος<br />
με αυτήν μεταξύ των εν ζωή για 4 έτη<br />
ασθενών με καρκίνο αμέσως μετά από<br />
τη διάγνωσή τους. Τα συμπεράσματά μας<br />
υποστηρίζουν τη σύσταση της Αμερικανικής<br />
Εταιρίας Σακχαρώδη Διαβήτη περί<br />
του προσυμπτωματικού ελέγχου για κατάθλιψη<br />
στους διαβητικούς ασθενείς (25).<br />
ΤΟ εύρημα ότι η αυξημένη λήψη αντικαταθλιπτικών<br />
υπάρχει ήδη πριν από τη διάγνωση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη δικαιολογεί<br />
την περαιτέρω έρευνα. Επειδή αυτά<br />
τα φάρμακα προσφέρονται συνήθως στους<br />
ασθενείς με μέτρια και βαριά κατάθλιψη,<br />
θα ήταν σημαντικό να καθοριστεί εάν τα<br />
αντικαταθλιπτικά έχουν δευτερεύουσες<br />
δράσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο για<br />
σακχαρώδη διαβήτη και, εάν συμβαίνει<br />
κάτι τέτοιο, να γίνουν οι κατάλληλες τροποποιήσεις<br />
στη θεραπεία των ασθενών.<br />
Είναι επίσης πιθανό ότι η κατάθλιψη παρά<br />
η λήψη αντικαταθλιπτικών αποτελεί παράγοντα<br />
κινδύνου για το σακχαρώδη διαβήτη<br />
ή ότι τα δύο μοιράζονται κοινούς παράγοντες<br />
κινδύνου, κάτι που δείχνει ότι<br />
απαιτείται έρευνα που θα αξιολογήσει τα<br />
πιθανά οφέλη των επεμβάσεων πρόληψης<br />
του σακχαρώδη διαβήτη οι οποίες<br />
στοχεύουν ειδικά στους ασθενείς που<br />
αντιμετωπίζονται για κατάθλιψη.<br />
Ευχαριστίες και δηλώσεις<br />
αντικρουόμενων συμφερόντων<br />
M.K. and J.V. are supported by the Academy<br />
of Finland. M.K. is additionally supported<br />
by a BUPA Foundation Specialist Research<br />
24<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Kivimäki και συνεργάτες<br />
Grant, U.K., the National Heart, Lung, and<br />
Blood Institute (grant R01-HL-036310),<br />
and the National Institute on Aging,<br />
National Institutes of Health (grant<br />
R01AG034454). D.A.L. works in a center<br />
that receives some core funding from the<br />
U.K. Medical Research Council (MRC).<br />
G.D.B. is a Wellcome Trust Research Fellow,<br />
U.K. A.S.-M. is supported by a EURYI award<br />
from the European Science Foundation.<br />
The MRC Social and Public Health Sciences<br />
Unit receives funding from the U.K. MRC<br />
and the Chief Scientist Office at the Scottish<br />
Government Health Directorates. The<br />
Centre for Cognitive Ageing and Cognitive<br />
Epidemiology is supported by the<br />
Biotechnology and Biological Sciences<br />
Research Council, the Engineering and<br />
Physical Sciences Research Council, the<br />
Economic and Social Research Council,<br />
the MRC, and the University of Edinburgh<br />
as part of the cross-council Lifelong Health<br />
& Wellbeing initiative.<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
From the 1. Department of Epidemiology and<br />
Public Health, University College London,<br />
London, U.K.; the 2. Finnish Institute of<br />
Occupational Health, Helsinki, Finland; the<br />
3. First Department of Medicine, Semmelweis<br />
University Faculty of Medicine, Budapest,<br />
Hungary; the 4. Medical Research Council Centre<br />
for Causal Analyses in Translational<br />
Epidemiology, University of Bristol, Bristol, U.K.;<br />
the 5. Medical Research Council Social and Public<br />
Health Sciences Unit, University of Glasgow,<br />
Glasgow, and Centre for Cognitive Ageing and<br />
Cognitive Epidemiology, Department of<br />
Psychology, University of Edinburgh, Edinburgh,<br />
U.K.; the 6U1018 Institut National de la Sante et<br />
de la Recherche Medicale, Assistance Publique-<br />
Hopitaux de Paris, Paris, France; the<br />
7. Department of Psychology, University of<br />
Helsinki, Helsinki, Finland; the 8. Steno Diabetes<br />
Center, Gentofte, Denmark; and the<br />
9. University of Turku and Turku University<br />
Hospital,Turku, Finland.<br />
Corresponding author: Mika Kivimaßki,<br />
m.kivimaki@ucl.ac.uk.<br />
Received 26 March 2010 and accepted 7 July<br />
2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 5 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc09-2359.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. Anderson RJ, Freedland KE, Clouse RE, Lustman<br />
PJ. The prevalence of comorbid depression in<br />
adults with diabetes: a meta-analysis. Diabetes<br />
Care 2001;24:1069-1078<br />
2. Mezuk B, Eaton WW, Albrecht S, Golden SH.<br />
Depression and type 2 diabetes over the<br />
lifespan: a meta-analysis. Diabetes Care<br />
2008;31:2383-2390<br />
3. Golden SH, Lazo M, Carnethon M, Bertoni AG,<br />
Schreiner PJ, Diez Roux AV, Lee HB, Lyketsos<br />
C. Examining a bidirectional association between<br />
depressive symptoms and diabetes. JAMA<br />
2008;299:2751-2759<br />
4. Kivimäki M, TabakAG, Batty GD, Singh- Manoux<br />
A, Jokela M, Akbaraly TN, Witte DR, Brunner<br />
EJ, Marmot MG, Lawlor DA. Hyperglycemia,<br />
type 2 diabetes, and depressive symptoms:<br />
the British Whitehall II study. Diabetes Care<br />
2009;32:1867-1869<br />
5. Knol MJ, Twisk JW, Beekman AT, Heine RJ, Snoek<br />
FJ, Pouwer F. Depression as a risk factor for the<br />
onset of type 2 diabetes mellitus. A metaanalysis.<br />
Diabetologia 2006;49:837-845<br />
6. Derogatis LR, Morrow GR, Fetting J, Penman<br />
D, Piasetsky S, Schmale AM, Henrichs M,<br />
Carnicke CL Jr. The prevalence of psychiatric<br />
disorders among cancer patients. JAMA<br />
1983;249:751-757<br />
7. Sjösten N, Vahtera J, Salo P, Oksanen T,Saaresranta<br />
T, Virtanen M, Pentti J, Kivimaki M. Increased<br />
risk of lost workdays prior to the diagnosis of<br />
sleep apnea. Chest 2009;136:130-136<br />
8. National Agency for Medicines. Finnish Statistics<br />
on Medicines 2000. Helsinki, National Agency<br />
for Medicines and Social Insurance Institution,<br />
2001<br />
9. Jones LE, Doebbeling CC. Depression screening<br />
disparities among veterans with diabetes<br />
compared with the general veteran population.<br />
Diabetes Care 2007;30:2216-2221<br />
10. Golden SH, Williams JE, Ford DE, Yeh HC,<br />
Paton Sanford C, Nieto FJ, Brancati FL. Depressive<br />
symptoms and the risk of type 2 diabetes:<br />
the Atherosclerosis Riskin Communities study.<br />
Diabetes Care 2004;27:429-435<br />
11. Everson-Rose SA, Meyer PM, Powell LH, Pandey<br />
D, TorreΪns JI, Kravitz HM, Bromberger JT,<br />
Matthews KA. Depressive symptoms, insulin<br />
resistance, and risk of diabetes in women at<br />
midlife. Diabetes Care 2004;27:2856-2862<br />
12. Golden SH. A review of the evidence for a<br />
neuroendocrine linkbetween stress, depression<br />
and diabetes mellitus. Curr Diab Rev 2007;3:252-<br />
259<br />
13. Ford DE, Erlinger TP. Depression and Creactive<br />
protein in US adults: data from the Third<br />
National Health and Nutrition Examination<br />
Survey. Arch Intern Med 2004;164:1010-1014<br />
14. Colman I, Ploubidis GB, Wadsworth ME, Jones<br />
PB, Croudace TJ. A longitudinal typology of<br />
symptoms of depression and anxiety over<br />
the life course. Biol Psychiatry 2007;62:1265-<br />
1271<br />
15. de Lauzon-Guillain B, Balkau B, Charles MA,<br />
Romieu I, Boutron-Ruault MC, Clavel-Chapelon<br />
F. Birth weight, body silhouette over the life<br />
course, and incident diabetes in 91,453 middleaged<br />
women from the French Etude<br />
Epidemiologique de Femmes de la Mutuelle<br />
Generale de l’Education Nationale (E3N)<br />
cohort. Diabetes Care 2010;33:298-303<br />
16. Thomas C, Hyppönen E, Power C. Obesity and<br />
type 2 diabetes risk in midadult life: the role<br />
of childhood adversity. Pediatrics 2008;121:e1240-<br />
e1249<br />
17. Rubin RR, Ma Y, Marrero DG, Peyrot M, Barrett-<br />
Connor EL, Kahn SE, Haffner SM, Price DW,<br />
Knowler WC, Diabetes Prevention Program<br />
Research Group. Elevated depression symptoms,<br />
antidepressant medicine use, and risk of<br />
developing diabetes during the diabetes<br />
prevention program. Diabetes Care 2008;31:420-<br />
426<br />
18. Knol MJ, Geerlings MI, Egberts AC, Gorter KJ,<br />
Grobbee DE, Heerdink ER. No increased<br />
incidence of diabetes in antidepressant users.<br />
Int Clin Psychopharm 2007;22:382-386<br />
19. Campayo A, de Jonge P, Roy JF, Saz P, de la<br />
CaΪmara C, Quintanilla MA, Marcos G,<br />
SantabaΪrbara J, Lobo A, ZARADEMP Project.<br />
Depressive disorder and incident diabetes<br />
mellitus: the effect of characteristics of<br />
depression. Am J Psychiatry 2010;167:580-<br />
588<br />
20. Aronne LJ, Segal KR. Weight gain in the<br />
treatment of mood disorders. J Clin Psychiatry<br />
2003;64(Suppl. 8):22-29<br />
21. Lustman PJ, Griffith LS, Clouse RE, Freedland<br />
KE, Eisen SA, Rubin EH, Carney RM, McGill<br />
JB. Effects of nortriptyline on depression and<br />
glycemic control in diabetes: results of a<br />
double-blind, placebocontrolled trial. Psychosom<br />
Med 1997;59:241-250<br />
22. Demyttenaere K, Jaspers L. Review: Bupropion<br />
and SSRI-induced side effects. J Psychopharm<br />
2008;22:792-804<br />
23. Lustman PJ, Anderson RJ, Freedland KE, de<br />
Groot M, Carney RM, Clouse RE. Depression<br />
and poor glycemic control: a meta-analytic<br />
review of the literature. Diabetes Care<br />
2000;23:934-942<br />
24. de Groot M, Anderson R, Freedland KE, Clouse<br />
RE, Lustman PJ. Association of depression<br />
and diabetes complications: a meta-analysis.<br />
Psychosom Med 2001;63:619-630<br />
25. American Diabetes Association. Standards<br />
of medical care in diabetes-2008. Diabetes<br />
Care 2008;31(Suppl. 1):S12-S54<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 25
Pathophysiology/Complications<br />
original article<br />
Δοσο-Εξαρτώμενες Δράσεις της Ινσουλίνης Glargine<br />
στο Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />
Dose-Response Effects of Insulin Glargine in Type 2 Diabetes<br />
Zhihui Wang, MD 1 , Maka S. Hedrington, MD 2 , Nino Gogitidze Joy, MD 2 , Vanessa J. Briscoe, PHD, NP 1 ,<br />
M. Antoinette Richardson, RN 2 , Lisa Younk, BS 2 , Wendell Nicholson, BS 1 , Donna B. Tate, MS 2 and Stephen N. Davis, MBBS 1,2<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Να προσδιοριστούν οι φαρμακοκινητικές και φαρμακοδυναμικές<br />
δοσο-εξαρτώμενες δράσεις της ινσουλίνης glargine, χορηγούμενης υποδορίως<br />
σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε<br />
20 παχύσαρκους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (10 άντρες και<br />
10 γυναίκες, ηλικίας 50 ± 3 ετών, με δείκτη μάζας σώματος 36 ±2 kg/m 2<br />
και A1C 8,3 ± 0,6%), σε ένα κέντρο και ήταν ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο,<br />
τυχαιοποιημένη και διπλά τυφλή. Διερευνήθηκαν 5 υποδόριες δόσεις<br />
της ινσουλίνης glargine (0, 0,5, 1,0, 1,5 και 2,0 μονάδες/kg) σε χωριστές<br />
περιπτώσεις, χρησιμοποιώντας την τεχνική 24ωρης διατήρησης ευγλυκαιμίας<br />
μέσω σφικτήρα.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Η διάρκεια δράσης της ινσουλίνης glargine ως προς τη<br />
μείωση της γλυκόζης, των μη απαραίτητων λιπαρών οξέων (nonessential<br />
fatty acids: NEFA) και του β-υδροξυβουτυρικού ήταν κοντά στις 24 ώρες<br />
ή και περισσότερο, για το σύνολο των 4 δόσεων. Οι αυξήσεις στη ροή γλυκόζης<br />
δεν έδωσαν κάποια διακριτή αιχμή και ήταν ελαφρές, με μέγιστο<br />
ρυθμό έγχυσης γλυκόζης 9,4, 6,6, 5,5 και 2,8 μmol/kg/λεπτό για τις δόσεις<br />
των 2,0, 1,5, 1,0 και 0,5 units/kg, αντίστοιχα. Η ινσουλίνη glargine παρουσίασε<br />
μια σχετικά ειδική ως προς το ήπαρ δράση, με μεγαλύτερη καταστολή<br />
της ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης [endogenous glucose production:<br />
EGP] (P < 0,05) σε σύγκριση με ελάχιστες ή καθόλου αυξήσεις στη διαθεσιμότητα<br />
γλυκόζης.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Μια μονήρης υποδόρια ένεση ινσουλίνης glargine σε<br />
δόση ≥0,5 μονάδες/kg μπορεί να μειώσει οξέως τη γλυκόζη, τα NEFA και<br />
τα κετονικά σώματα, για 24 ώρες, σε παχύσαρκους ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 ανθεκτικούς στη ινσουλίνη. Η ινσουλίνη glargine μειώνει<br />
τη γλυκόζη αίματος κυρίως μέσω αναστολής της EGP, με περιορισμένες<br />
δράσεις στη διέγερση της διαθεσιμότητας γλυκόζης. Μεγάλες δόσεις<br />
της ινσουλίνης glargine έχουν ελάχιστες επιδράσεις στη ροή γλυκόζης και<br />
μια σχετικά ειδική ως προς το ήπαρ δράση εξακολουθεί να διατηρείται,<br />
στα πλαίσια του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />
Diabetes Care 33:1555-1560, 2010<br />
Οσακχαρώδης διαβήτης τύπου<br />
2 είναι μια κατάσταση σχετικής<br />
ή απόλυτης έλλειψης<br />
ινσουλίνης. Κατά συνέπεια,<br />
η υποκατάσταση της ινσουλίνης<br />
συνιστά μια συχνή και βασική θεραπεία<br />
σε αυτά τα άτομα. Η θεραπεία με ινσουλίνη<br />
στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μπορεί<br />
να ποικίλλει, από μια απλή ένεση έως τα<br />
σχήματα βασικής-μονομιάς υποκατάστασης<br />
με πολλαπλές ημερήσιες ενέσεις. Η<br />
ινσουλίνη glargine είναι ένα διαλυτό ανάλογο<br />
ινσουλίνης μακράς δράσης, που χρησιμοποιείται<br />
ευρέως στη κλινική πράξη για<br />
υποκατάσταση της βασικής ινσουλίνης.<br />
Πολυάριθμες μελέτες έχουν διερευνήσει<br />
την κλινική δραστικότητα της ινσουλίνης<br />
glargine, τόσο στο σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 όσο και στο σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 (1-3). Έχει διαπιστωθεί ότι η ινσουλίνη<br />
glargine μειώνει την A1C, παρέχει αποτελεσματική<br />
υποκατάσταση της βασικής<br />
ινσουλίνης και μειώνει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας<br />
(1-3). Παρά την εκτεταμένη χρήση<br />
της ινσουλίνης glargine στη κλινική πράξη,<br />
είναι σχετικά λίγες οι μελέτες που έχουν<br />
διερευνήσει τα φαρμακοκινητικά και φαρμακοδυναμικά<br />
χαρακτηριστικά αυτής της<br />
μορφής ινσουλίνης. Δύο μελέτες έχουν διερευνήσει<br />
τις υποδόριες δόσεις των 0,3 και<br />
0,35 μονάδων ινσουλίνης glargine σε άτομα<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (4,5).<br />
Άλλες μελέτες έχουν επίσης χρησιμοποιήσει<br />
την τεχνική 24ωρης διατήρησης της<br />
γλυκόζης μέσω σφικτήρα, για σύγκριση<br />
της φαρμακοκινητικής και της φαρμακοδυναμικής<br />
των εφάπαξ δόσεων ινσουλίνης<br />
glargine (0,5 και 0,8 units/kg σε ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (6,7). Οι<br />
26<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Wang και συνεργάτες<br />
μελέτες αυτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες<br />
σχετικά με τις εφάπαξ δόσεις της<br />
ινσουλίνης glargine, στους ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Οι Klein και συνεργάτες<br />
(8) έχουν επίσης πραγματοποιήσει σύγκριση<br />
τριών δόσεων ινσουλίνης glargine (0,4,<br />
0,8 και 1,4 units/kg) στο σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, χρησιμοποιώντας τεχνική<br />
24ωρης διατήρησης της γλυκόζης μέσω<br />
σφικτήρα και συγκεκριμένα, με τη χρήση<br />
του Biostator. Ωστόσο, εξαιτίας του ότι έχει<br />
αναφερθεί ότι το Biostator περιορίζει τη<br />
μέγιστη έγχυση γλυκόζης κατά τη διάρκεια<br />
της τεχνικής σφικτήρα, ενώ οδηγεί σε μια<br />
ευρεία διακύμανση των συγκεντρώσεων<br />
γλυκόζης αίματος γύρω από την τιμή -στόχο<br />
για τη γλυκόζη (9), θεωρήσαμε ότι θα<br />
ήταν επίσης χρήσιμες περισσότερες πληροφορίες<br />
αναφορικά με τα χαρακτηριστικά<br />
της δόσης -απάντησης για την ινσουλίνη<br />
glargine σε ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2. Ο σκοπός της παρούσας<br />
μελέτης ήταν να χρησιμοποιήσει την τεχνική<br />
24ωρης διατήρησης ευγλυκαιμίας μέσω<br />
σφικτήρα, ώστε να προσδιοριστεί η φαρμακοκινητική<br />
και η φαρμακοδυναμική διαφορετικών<br />
μεγάλων εφάπαξ υποδόριων<br />
δόσεων ινσουλίνης glargine (παρόμοιες με<br />
αυτές που χρησιμοποιούνται στη κλινική<br />
πράξη κατά τη θεραπεία παχύσαρκων ατόμων<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />
αντίσταση στην ινσουλίνη). Χρησιμοποιήθηκαν<br />
μέθοδοι ισοτοπικής διάλυσης [isotope<br />
dilution methods], ώστε να προσδιοριστούν<br />
οι δράσεις της ινσουλίνης glargine στην<br />
ενδογενή παραγωγή και στην απομάκρυνση<br />
της γλυκόζης από την κυκλοφορία.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Αυτή η διπλά τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη<br />
5 περιόδων, που πραγματοποιήθηκε σε<br />
ένα κέντρο, εγκρίθηκε από την επιτροπή<br />
δεοντολογίας του πανεπιστημίου Vanderbilt<br />
[Vanderbilt University). Μελετήθηκαν 20<br />
άτομα (10 άντρες και 10 γυναίκες, ηλικίας<br />
50±3 ετών, με διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη<br />
8 ± 1 έτος, δείκτη μάζας σώματος (BMI)<br />
36±2 kg/m2 και A1C 8,3 ± 0,6%) . Κανείς<br />
δεν είχε εμφανίσει μείζονες επιπλοκές του<br />
σακχαρώδη διαβήτη, κανείς δεν κάπνιζε<br />
και όλοι είχαν φυσιολογική νεφρική και<br />
ηπατική λειτουργία. Σε ορισμένα άτομα<br />
υπήρχαν ελαφρές αυξήσεις των ηπατικών<br />
τρανσαμινασών, που υποδήλωναν μια μη<br />
αλκοολικού τύπου λιπώδη εκφύλιση του<br />
ήπατος, με τιμές μικρότερες της πολλαπλάσιας<br />
κατά 1,5 φορές του ανώτερου φυσιολογικού<br />
ορίου. Όλα τα άτομα της μελέτης<br />
υποβάλλονταν σε ποικίλη συνδυαστική<br />
θεραπεία για ρύθμιση της γλυκόζης αίματος<br />
και σε όλα τα άτομα χορηγούταν μετφορμίνη,<br />
η οποία συνδυαζόταν με σουλφονυλουρίες<br />
(6 ασθενείς), εξενατίδη (6<br />
ασθενείς) ή ινσουλίνη (glargine, detemir,<br />
Humalog, ή NovoLog, μίγματα 70-30) (14<br />
ασθενείς). Οι δόσεις της ινσουλίνης κυμαίνονταν<br />
από 11 έως 70 units/ημέρα (διαθέσιμος<br />
συμπληρωματικός Πίνακας 1, στο διαδικτυακό<br />
παράρτημα στη διεύθυνση<br />
http://care.diabetesjournals.org/cgi/content/full/d<br />
c09-2011/DC1).<br />
Πειραματικός σχεδιασμός και<br />
τεχνική ευγλυκαιμίας με σφικτήρα<br />
Η μελέτη συμπεριλάμβανε 5 χωριστά πειράματα,<br />
διάρκειας 26 ωρών το κάθε ένα,<br />
χωρισμένων από χρονική απόσταση 6-8<br />
εβδομάδων . Σε κάθε πείραμα, χορηγήθηκε<br />
στους συμμετέχοντες, υποδορίως στην<br />
κοιλιακή χώρα, δόση 0,5, 1,0, 1,5, ή 2,0<br />
units/kg ινσουλίνης glargine ή ταυτόσημη<br />
ένεση εικονικού φαρμάκου (0 units/kg) με<br />
τυχαιοποιημένο και διπλά τυφλό τρόπο. Κάθε<br />
σκέλος της μελέτης περιείχε 12 άτομα.<br />
Η εξενατίδη διεκόπη 24 ώρες πριν, ενώ<br />
τα λαμβανόμενα από το στόμα φάρμακα<br />
καθώς και οι μακράς και ενδιάμεσης δράσης<br />
ινσουλίνες διακόπηκαν 60 ώρες πριν<br />
από κάθε μελέτη. Τα άτομα συνέχιζαν τη<br />
φυσιολογική διατροφή διατήρησης του<br />
σωματικού βάρους τους και δεν συμμετείχαν<br />
σε σωματική δραστηριότητα για 3<br />
ημέρες πριν από κάθε πείραμα. Η ρύθμιση<br />
της γλυκόζης, όπου ήταν αναγκαίο,<br />
διατηρήθηκε με ινσουλίνη βραχείας δράσης<br />
κατά την ημέρα πριν από κάθε μελέτη.<br />
Τα άτομα εισήχθησαν προς νοσηλεία<br />
στο κέντρο γενικής κλινικής έρευνας του<br />
πανεπιστημίου Vanderbilt [Vanderbilt<br />
General Clinical Research Center] περίπου<br />
στις 5 η ώρα το απόγευμα, πριν από<br />
κάθε πείραμα. Καθετηριάστηκε μια φλέβα<br />
της άκρας χειρός οπισθόδρομα και<br />
διατηρήθηκε μέσα σε θερμαινόμενο κουτί<br />
(55ΓC) έτσι ώστε να ληφθεί δείγμα αρτηριοποιημένου<br />
αίματος [arterialized blood]<br />
(10). Επιπρόσθετα, καθετηριάστηκε μια<br />
φλέβα και στο αντίπλευρο άνω άκρο, έτσι<br />
ώστε να μπορούν να χορηγηθούν ινσουλίνη,<br />
δεξτρόζη 20% και ανιχνευτής της<br />
γλυκόζης [glucose tracer], για ρύθμιση<br />
της γλυκόζης κατά τη διάρκεια ενός πρότυπου<br />
βραδινού γεύματος και ενός σύντομου<br />
μικρού γεύματος στις 9:00 μ.μ. Ξεκίνησε<br />
μια ενδοφλέβια έγχυση ινσουλίνης,<br />
η οποία προσαρμοζόταν συνεχώς κατά<br />
την διάρκεια της νύχτας, έτσι ώστε η γλυκόζη<br />
πλάσματος να διατηρηθεί μεταξύ<br />
5,0 και 6,0 mmol/l. Μετά από ολονύχτια<br />
νηστεία 9 ωρών, ξεκίνησε μια συνεχής<br />
έγχυση (10 μCi σε 10 λεπτά, 0,092 μCi/min)<br />
[3H-3]γλυκόζης, στο χρονικό σημείο των<br />
-120 λεπτών, η οποία συνεχίστηκε σε όλο<br />
το πείραμα. Η γλυκόζη πλάσματος διατηρήθηκε<br />
σε κατάσταση ευγλυκαιμίας,<br />
κατά τη διάρκεια της περιόδου εξισορρόπησης<br />
των ισοτόπων διάρκειας 120<br />
λεπτών, συνεχίζοντας την ολονυκτία έγχυση<br />
ινσουλίνης. Κατά το χρονικό σημείο<br />
0 λεπτών, χορηγήθηκε μια δόση ινσουλίνης<br />
glargine υποδόρια, στην κοιλιακή<br />
χώρα. Η ολονύκτια έγχυση ινσουλίνης<br />
διεκόπη 45 λεπτά μετά την ένεση ινσουλίνης<br />
glargine. Κατά τη διάρκεια της περιόδου<br />
εφαρμογής της τεχνικής σφικτήρα,<br />
οι συγκεντρώσεις του πλάσματος μετριούνταν<br />
κάθε 15-30 λεπτά, ενώ μπορούσε<br />
να χρησιμοποιηθεί, όπου ήταν αναγκαίο,<br />
ένα διάλλειμα δεξτρόζης 20%, με ποικίλο<br />
ρυθμό έγχυσης, ώστε η συγκέντρωση<br />
πλάσματος της γλυκόζης να παραμείνει<br />
στην τιμή-στόχο των 5,5 mmol/l (11). Για<br />
να μετρηθούν οι παράμετροι του πειράματος,<br />
λαμβανόταν δείγμα αίματος κάθε<br />
30 λεπτά έως 2 ώρες, στη διάρκεια της<br />
μελέτης. Η μελέτη με τεχνική σφικτήρα<br />
τερματίστηκε 24 ώρες μετά την υποδόρια<br />
ένεση ινσουλίνης glargine.<br />
Υπολογισμοί των ανιχνευτών<br />
Τα ποσοστά εμφάνισης γλυκόζης στο πλάσμα,<br />
ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης<br />
[endogenous glucose production: EGP] και<br />
χρήσης της γλυκόζης υπολογίστηκαν σύμφωνα<br />
με τη μέθοδο των Wall και συνερ-<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 27
Dose-Response Glargine<br />
γατών (12). Η EGP υπολογίστηκε ως η ολική<br />
παραγωγή γλυκόζης αφαιρούμενου του<br />
ρυθμού εξωγενούς έγχυσης γλυκόζης. Η<br />
ολική παραγωγή γλυκόζης αποτελείται από<br />
την EGP και την οποιαδήποτε εξωγενώς<br />
χορηγούμενη γλυκόζη που εγχύθηκε ώστε<br />
να διατηρηθεί η επιθυμητή ευγλυκαιμία.<br />
Προκειμένου να διατηρηθεί μια συνεχής<br />
συγκεκριμένη δραστηριότητα (και να μειωθούν<br />
οι πιθανότητες υποεκτίμησης της<br />
κινητικής της γλυκόζης), η χορήγηση ισοτόπου<br />
αυξανόταν αντίστοιχα με τις αυξήσεις<br />
της εξωγενούς έγχυσης γλυκόζης.<br />
Υπολογισμοί<br />
Οι φαρμακοδυναμικές παράμετροι της<br />
δράσης της ινσουλίνης υπολογίστηκαν ως<br />
ακολούθως: 1) τέλος δράσης, χρόνος κατά<br />
τον οποίο η γλυκόζη πλάσματος παρέμενε<br />
διαρκώς (για τουλάχιστον 60 λεπτά)<br />
άνω των 7,0 mmol/l (126 mg/dl) και 2) μέγιστος<br />
ρυθμός έγχυσης γλυκόζης (μg/kg/min).<br />
Βιοχημικές αναλύσεις<br />
Οι συγκεντρώσεις γλυκόζης πλάσματος<br />
μετρήθηκαν 3 φορές, χρησιμοποιώντας τη<br />
μέθοδο οξειδάσης της γλυκόζης, με αναλυτή<br />
γλυκόζης (Beckman, Fullerton, CA). Η<br />
υποδορίως χορηγούμενη ινσουλίνη glargine<br />
(A21-Gly-B31-Arg-B32-Arg-ινσουλίνη) καθιζάνει<br />
στη θέση ένεσης και ακολούθως απελευθερώνεται<br />
βαθμιαία στην κυκλοφορία<br />
του αίματος, με 3 βιοδραστικά ισοδύναμες<br />
μορφές, την ινσουλίνη glargine, την A21-<br />
Gly-ινσουλίνη και την A21-Gly-des-B30-Thrινσουλίνη,<br />
συν την A21-Gly-B31-Arg-ινσουλίνη,<br />
που είναι ένας ήσσονος σημασίας<br />
μεταβολίτης άγνωστης βιολογικής ισχύος<br />
(13). Η φαινομενικά πλήρης αντιστοιχία αλληλουχίας<br />
μεταξύ την ινσουλίνης glargine, των<br />
μεταβολιτών της και της ινσουλίνης διευκολύνει<br />
τον ανοσοπροσδιορισμό των παραπάνω<br />
ουσιών, με μεθόδους που έχουν αναπτυχθεί<br />
για τον προσδιορισμό και της<br />
ανθρώπινης ινσουλίνης (14,15). Ωστόσο,<br />
αυτά τα βιοχημικά αντιδραστήρια μπορούν<br />
να μετρήσουν μόνο τη συνολική ανοσοδραστική<br />
ινσουλίνη εντός του ανθρώπινου πλάσματος.<br />
Κατά συνέπεια, η συνεισφορά της<br />
ινσουλίνης glargine και των μεταβολιτών<br />
της ινσουλίνης του πλάσματος δεν μπορεί<br />
να υπολογιστεί, εκτός και εάν κάθε συστατικό<br />
της ινσουλίνης glargine είναι γνωστό<br />
ότι αντιδρά ισοδύναμα αναφορικά με το<br />
βιοχημικό αντιδραστήριο και επομένως, η<br />
ενδογενής ινσουλίνη μπορεί να μη ληφθεί<br />
υπόψιν. Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήθηκε<br />
ένα ραδιοανοσοαντιδραστήριο για<br />
την ινσουλίνη (PI-12K; Millipore, St. Charles,<br />
MO), που χρησιμοποιεί την ανασυνδυασμένη<br />
ανθρώπινη ινσουλίνη ως αναφορά. Η<br />
ευαισθησία του αντιδραστηρίου είναι 0,05<br />
ng (1,25 μ-I.U.)/ml, ενώ οι συντελεστές διακύμανσης<br />
εντός του ίδιου αντιδραστηρίου<br />
στα 0,8 ng (20 μIU), 2,28 ng (57 μIU) και 6,0<br />
ng (150 μIU)/ml είναι 3, 7 και 9%, αντίστοιχα.<br />
Το πεπτίδιο C προσδιορίστηκε χρησιμοποιώντας<br />
ραδιοανοσοαντιδραστήριο (HCP-<br />
20HK;Millipore). Η ευαισθησία του αντιδραστηρίου<br />
είναι 0,1 ng/ml και οι συντελεστές διακύμανσης<br />
στα 0,34 και 1,41 ng/ml είναι 8,5 και<br />
5%, αντίστοιχα.<br />
Οι συγκεντρώσεις γλυκαγόνης του πλάσματος<br />
μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας μια<br />
τροποποίηση της μεθόδου των Aguilar-<br />
Parada και συνεργατών (16) με συντελεστή<br />
διακύμανσης εντός του ίδιου αντιδραστηρίου<br />
12%. Οι συγκεντρώσεις των<br />
μη εστεροποιημένων λιπαρών οξέων<br />
[nonesterified fatty acid: NEFA] του πλάσματος<br />
προσδιορίστηκαν χρησιμοποιώντας<br />
το βιοχημικό αντιδραστήριο WAKO.<br />
Το β-υδροξυβουτυρικό οξύ του πλάσματος<br />
μετρήθηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο<br />
των Lloyd και συνεργατών (17).<br />
Στατιστική ανάλυση<br />
Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως μέσοι<br />
όροι ± SE και αναλύθηκαν για τις στατιστικές<br />
συγκρίσεις με τη χρήση της μονόδρομης<br />
και αμφίδρομης τεχνικής ANOVA. Το<br />
επίπεδο P < 0,05 έγινε αποδεκτό ως το όριο<br />
στατιστικά σημαντικής διαφοράς μεταξύ<br />
των δόσεων. Οι υπολογισμοί και οι στατιστικές<br />
αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με<br />
τη χρήση του SPSS (έκδοση 1.6, SPSS,<br />
Chicago, IL). Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων<br />
ελεγχτήκαν με δοκιμασία πολλαπλών<br />
συγκρίσεων για την εύρεση της ελάχιστης<br />
στατιστικά σημαντικής διαφοράς. Χρησιμοποιήθηκε<br />
ο κανόνας του γραμμικού τραπεζοειδούς,<br />
ώστε να υπολογιστούν οι AUC για<br />
τη γλυκόζη πλάσματος, το ρυθμό έγχυσης<br />
γλυκόζης και την ινσουλίνη πλάσματος.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />
Επίπεδα γλυκόζης στο πλάσμα<br />
Μετά την ένεση εικονικού φαρμάκου, τα<br />
επίπεδα γλυκόζης στο πλάσμα αυξήθηκαν<br />
σε 8,7 ± 0,3 mmol/l σε 24 ώρες (Εικόνα 1).<br />
Μετά από 0,5 units/kg ινσουλίνης glargine,<br />
η γλυκόζη του πλάσματος διατηρήθηκε σε<br />
< 6,1 mmol/l έως τις 18 ώρες και στη συνέχεια<br />
αυξήθηκε σταδιακά (P
Wang και συνεργάτες<br />
glargine των 0,5, 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg,<br />
αντίστοιχα. Δεν υπήρξαν διαφορές στα<br />
μέσα επίπεδα ινσουλίνης στο πλάσμα μεταξύ<br />
των δόσεων των 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg.<br />
Η χορήγηση της ινσουλίνης glargine ανέστειλε<br />
σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (P<br />
Dose-Response Glargine<br />
κου. Οι δόσεις των 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg,<br />
οδήγησαν σε μεγαλύτερη καταστολή (P<br />
Wang και συνεργάτες<br />
πεδα 312 -318 pmol/l (52-53 μU/ml). Αξίζει<br />
επίσης να σημειωθεί ότι, με βάση την<br />
εργασία των Ciaraldi και συνεργατών (20),<br />
στα επίπεδα αυτά η ινσουλίνη glargine διαθέτει<br />
δέσμευση παρόμοια με αυτή των υποδοχέων<br />
IGF-I των σκελετικών μυών, σε<br />
σύγκριση με ισοδύναμα επίπεδα ανθρώπινης<br />
ινσουλίνης. Το αποτέλεσμα αυτό παρέχει<br />
τη διασφάλιση ότι τα επίπεδα της ινσουλίνης<br />
glargine, ακόμη και σε πολύ υψηλές<br />
κλινικά δόσεις δεν έχουν κάποια αυξημένο<br />
μιτωσιογόνο δυναμικό. Κατά την ερμηνεία<br />
των επιπέδων ινσουλίνης, θα πρέπει<br />
να ληφθούν υπόψιν και ορισμένα πρόσθετα<br />
ζητήματα. Τα επίπεδα ινσουλίνης τη<br />
κυκλοφορίας αντιπροσωπεύουν έναν συνδυασμό<br />
της εξωγενούς και της ενδογενούς<br />
ινσουλίνης. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη<br />
για το ενδογενές πεπτίδιο -C κατεστάλη,<br />
σε σημαντικό βαθμό, κατά τη διάρκεια<br />
της μελέτης των 24 ωρών, μετά από τις<br />
μεγαλύτερες δόσεις της ινσουλίνης glargine,<br />
σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές μετά<br />
από το εικονικό φάρμακο ή τη δόση των<br />
0,5 units/kg. Επομένως, θα μπορούσε να<br />
υποτεθεί ότι η καταστολή των επιπέδων<br />
της ενδογενούς ινσουλίνης μπορεί να έχει<br />
συνεισφέρει σε σχετικά χαμηλότερο βαθμό<br />
στα επίπεδα συνολικής ινσουλίνης πλάσματος,<br />
κατά τη διάρκεια των μελετών σφικτήρα<br />
με μεγαλύτερη δόση ινσουλίνης<br />
glargine. Επιπρόσθετα, η μέτρηση των επιπέδων<br />
ινσουλίνης μετά την υποδόρια χορήγηση<br />
ινσουλίνης glargine περιπλέκεται από<br />
τους κυκλοφορούντες μεταβολίτες του<br />
μορίου, οι οποίοι διαθέτουν τόσο διαφορετικές<br />
μεταβολικές δράσεις όσο και την<br />
ικανότητα να αλληλεπιδρούν με διασταυρούμενο<br />
τρόπο, όταν μετριούνται από ένα<br />
συμβατικό βιοχημικό ανοσοαντιδραστήριο<br />
για την ινσουλίνη. Επομένως, τα επίπεδα<br />
ινσουλίνης πλάσματος μετά την ινσουλίνη<br />
glargine μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια<br />
υπερεκτίμηση των συνολικών διαφορετικών<br />
μεταβολιτών που προέρχονται από την<br />
ινσουλίνη glargine και βρίσκονται στο πλάσμα<br />
(13). Όπως και να έχει, αυτό που είναι<br />
εμφανές από την παρούσα μελέτη είναι ότι<br />
η χημική σύνθεση του μορίου της ινσουλίνης<br />
glargine περιορίζει εντυπωσιακά την<br />
απορρόφηση ινσουλίνης από το υποδόριο<br />
και λειτουργεί ως ένα «ρυθμιστικό διάλειμ-<br />
Ρυθμός έγχυσης γλυκόζης Ρυθμός απομάκρυνσης Ενδογενής παραγωγή γλυκόζης<br />
Χρόνος (ώρες)<br />
Εικονικό φάρμακο<br />
0.5 units/kg δόση<br />
1.0 units/kg δόση<br />
1.5 units/kg δόση<br />
2.0 units/kg δόση<br />
Εικόνα 2 - Επίδραση της μονήρους ένεσης ινσουλίνης glargine (0, 0,5, 1,0, 1,5 και 2,0 units/kg) επί<br />
της ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης, του ρυθμού απομάκρυνσης της γλυκόζης και του ρυθμού έγχυσης<br />
γλυκόζης σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μετά από ολονύκτια νηστεία. Οι ρυθμοί ενδογενούς<br />
παραγωγής γλυκόζης κατεστάλησαν περισσότερο, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (P
Dose-Response Glargine<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις της υποδόριας ένεσης ινσουλίνης glargine στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2<br />
0 units/kg 0,5 units/kg 1,0 units/kg 1,5 units/kg 2,0 units/kg<br />
Γλυκόζη πλάσματος κατά<br />
το πέρας της εξέτασης 8,7 ± 0,8 7,2 ± 0,7* 5,7 ± 0,3*† 5,6 ± 0,2*† 5,3 ± 0,1*†<br />
(mmol/l)<br />
Μέγιστος ρυθμός<br />
έγχυσης γλυκόζης 0,3 ± 0,3 2,6 ± 0,9* 5,5 ± 1,5*† 6,8 ± 2,0*† 9,5 ± 2,1*†<br />
(μmol/kg/min)<br />
Ρυθμός έγχυσης<br />
γλυκόζης κατά το 0,0 ± 0,0 0,2 ± 0,2 1,87 ± 1,0* 3,0 ± 1,6*† 3,7 ± 1,1*†<br />
πέρας της εξέτασης<br />
(μmol/kg/min)<br />
Καταστολή της EGP (%) 28 ± 4‡ 45 ± 6*‡ 71 ± 10*‡ 61 ± 12*‡ 80 ± 15*‡<br />
Αύξηση στο ρυθμό<br />
διαθεσιμότητας -2,3 ± 4,0 4,0 ± 3,8 10 ± 7 12 ± 10 24 ± 18<br />
γλυκόζης (%)<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SE.*P < 0,05 σε σύγκριση με τις 0 units/kg (εικονικό φάρμακο). †P < 0,05 σε σύγκριση με τις 0,5<br />
units/kg ινσουλίνης glargine. ‡P < 0,05 σε σύγκριση με την αύξηση στο ρυθμό διαθεσιμότητας γλυκόζης.<br />
μα» που περιορίζει τα επίπεδα της ινσουλίνης<br />
της κυκλοφορίας. (19,21). Πιστεύουμε<br />
ότι η μορφή της ινσουλίνης glargine είναι<br />
μείζων καθοριστικός παράγοντας αυτού<br />
του φαρμακοκινητικού προφίλ του μορίου,<br />
καθώς τα επίπεδα των συντελεστών<br />
διακύμανσης στο ίδιο άτομο, στα πλαίσια<br />
της παρούσας μελέτης, κυμάνθηκαν από<br />
45 έως 54% και ήταν παρόμοια με τις τιμές<br />
που έχουν αναφερθεί προγενέστερα και<br />
με τις ινσουλίνες παρατεταμένης δράσης<br />
που δεν έχουν τη μορφή ανάλογου (22).<br />
Η ινσουλίνη glargine μείωσε τη γλυκόζη<br />
πλάσματος μέσω ενός σχετικά ειδικού ως<br />
προς το ήπαρ μηχανισμού. Σε κάθε επίπεδο<br />
δόσης, η ενδογενής παραγωγή γλυκόζης<br />
κατεστάλη σε σημαντικότερο βαθμό,<br />
σε σύγκριση με οποιαδήποτε σχετική<br />
αύξηση στη διαθεσιμότητα γλυκόζης. Στην<br />
πραγματικότητα, καμία από τις δόσεις<br />
ινσουλίνης glargine δεν αύξησε περισσότερο<br />
τη διαθεσιμότητα γλυκόζης σε στατιστικά<br />
σημαντικό βαθμό.<br />
Παράγοντας που συνεισέφερε στη σχετικά<br />
ειδική ως προς το ήπαρ δράση ήταν η<br />
δράση της ινσουλίνης glargine στη γλυκαγόνη<br />
και στα NEFA. Η γλυκαγόνη είναι γνωστό<br />
ότι συνεισφέρει σε σημαντικό βαθμό<br />
στη βασική EGP (23). Επομένως, η δράση<br />
της ινσουλίνης glargine που καταστέλλει<br />
τη γλυκαγόνη, κατά τη διάρκεια της τεχνικής<br />
σφικτήρα, θα μπορούσε επίσης να αποτελεί<br />
μηχανισμό που συνεισέφερε στη σχετικά<br />
ειδική ως προς το ήπαρ δράση.<br />
Επιπρόσθετα, οι δράσεις της ινσουλίνης<br />
glargine ως προς τη μείωση των επιπέδων<br />
NEFA της κυκλοφορίας θα μπορούσε επίσης<br />
να οδηγήσει σε μείωση της EGP. Η μείωση<br />
των επιπέδων του β-υδροξυβουτυρικού<br />
οξέος μετά τη χορήγηση ινσουλίνης<br />
glargine υποστηρίζει επίσης την ηπατική<br />
δράση αυτών των μορίων. Η μετατροπή<br />
των NEFA σε κετονικά σώματα συμβαίνει<br />
σε μεγάλο βαθμό εντός του ήπατος και η<br />
μετατροπή αυτή μειώθηκε σημαντικά, στα<br />
πλαίσια της παρούσας μελέτης. Κατά τη<br />
διάρκεια της νηστείας, η EGP μειώνεται,<br />
καθώς χρησιμοποιούνται οι αποθήκες γλυκογόνου<br />
(22). Επιπρόσθετα, η φυσιολογικά<br />
ενδογενής βασική ινσουλίνη έχει μια<br />
σχετικά ειδική ως προς το ήπαρ δράση.<br />
Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί ξεκάθαρα στα<br />
πειράματα που χρησιμοποιούν εικονικό<br />
φάρμακο. Ωστόσο, αυτό που απέδειξε η<br />
παρούσα μελέτη είναι ότι οι δόσεις ινσουλίνης<br />
glargine έως και 2,0 units/kg (με<br />
δόσεις ένεσης ινσουλίνης >200 U) μειώνουν<br />
επίσης τη γλυκόζη νηστείας στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2, με έναν «φυσιολογικό»<br />
και ειδικό ως προς το ήπαρ τρόπο.<br />
Αν και οι δόσεις της ινσουλίνης glargine<br />
που χρησιμοποιήθηκαν στη κλινική πράξη<br />
για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
συνήθως είναι ιδιαίτερα χαμηλές (
Wang και συνεργάτες<br />
μες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει επίσης να<br />
αναφέρουμε ότι στη παρούσα μελέτη, η<br />
ινσουλίνη glargine χορηγήθηκε το πρωί,<br />
κάτι που στη κλινική πράξη εφαρμόζεται,<br />
αλλά όχι τόσο συχνά όσο η χορήγηση κατά<br />
τις απογευματινές ώρες. Επιπρόσθετα, η<br />
φαρμακοδυναμική της ινσουλίνης glargine<br />
μπορεί να επηρεάζεται από το χρόνο χορήγησης.<br />
Το φαινόμενο «ηλιοβασιλέματος»,<br />
με τις συνακόλουθες μεταβολές της γλυκόζης<br />
πλάσματος και της ευαισθησία στην<br />
ινσουλίνη, μπορεί να εμφανιστεί 4-8 ώρες<br />
μετά τη βραδινή δόση, αλλά περίπου 20<br />
ώρες μετά από μια πρωινή ένεση. Επομένως,<br />
το πρότυπο της κινητικής της γλυκόζης<br />
που παρατηρήθηκε θα μπορούσε έχει<br />
αλλάξει εάν η ινσουλίνη glargine χορηγούταν<br />
κατά τις βραδινές ώρες.<br />
Συνοψίζοντας, στην παρούσα μελέτη έχουμε<br />
διερευνήσει τη φαρμακοκινητική και<br />
φαρμακοδυναμική μεγάλων δόσεων (0,5-<br />
2,0 units/kg) της ινσουλίνης glargine, σε<br />
παχύσαρκους ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2. Μια εφάπαξ υποδόρια<br />
ένεση ινσουλίνης glargine θα μπορούσε<br />
να έχει διάρκεια δράσης τουλάχιστον 24<br />
ωρών. Οι πολύ μεγάλες δόσεις οδηγούν<br />
σε ελαφρές αυξήσεις της ροής γλυκόζης,<br />
χωρίς διακριτή δράση αιχμής. Αυτό φαίνεται<br />
ότι οφείλεται στη περιορισμένη,<br />
χωρίς αιχμές και συνεχή απελευθέρωση<br />
ινσουλίνης από τον υποδόριο ιστό. Η ινσουλίνη<br />
glargine μειώνει τη γλυκόζη πλάσματος<br />
κυρίως μέσω ενός ειδικού ως προς το<br />
ήπαρ τρόπου (δηλαδή, αναστέλλοντας<br />
την ενδογενή παραγωγή γλυκόζης), με<br />
ελάχιστες επιδράσεις ως προς τη διέγερση<br />
της διαθεσιμότητας γλυκόζης.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
Funding for this investigator-initiated study<br />
was provided by sanofiaventis. Support<br />
was also was provided by National Institutes<br />
of Health grants M01-RR-000095 and P60-<br />
DK-020593.<br />
S.N.D. has served as a consultant for<br />
sanofiaventis. No other potential conflicts<br />
of interest relevant to this article were reported.<br />
We thank the Vanderbilt General Clinical<br />
Research Center staff for their expert care.<br />
We also thank Susan Hajizedah for her<br />
technical excellence and Jan Botts Hicks<br />
for her expert editorial assistance.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Riddle MC, RosenstockJ, Gerich J, Insulin Glargine<br />
4002 Study Investigators. The treat to target<br />
trial: randomized addition of glargine or human<br />
NPH insulin to oral therapy of type 2 diabetic<br />
patients Diabetes Care 2003;26:3080-3086<br />
2. Janka HU, Plewe G, Riddle MC, Kliebe- Frisch C,<br />
Schweitzer MA, Yki-Jarvinen H. Comparison ofbasal<br />
insulin added to oral agents versus twice-daily<br />
premixed insulin asinitialinsulin therapyfor type<br />
2 diabetes. Diabetes Care 2005;28:254-259<br />
3. Fritsche A, Schweitzer MA, Ha§ring HU. Glimepiride<br />
combined with morning insulin glargine,<br />
bedtime neutral protamine hagedorn insulin,<br />
or bedtime insulin glargine in patients with<br />
type 2 diabetes. A randomized, controlled trial.<br />
Ann Intern Med 2003;138:952-959<br />
4. Porcellati F, Rossetti P, Busciantella NR, Marzotti<br />
S, Lucidi P, Luzio S, Owens DR, Bolli GB, Fanelli<br />
CG. Comparison of pharmacokinetics and<br />
dynamics of the long acting insulin analogs<br />
glargine and detemir at steady state in type 1<br />
diabetes: a double-blind randomized crossover<br />
study. Diabetes Care 2007;30:2447-2452<br />
5. Lepore M, Pampanelli S, Fanelli C, Porcellati<br />
F, Bartocci L, Di Vincenzo A, Cordoni C, Costa<br />
E, Brunetti P, Bolli GB. Pharmacokinetics and<br />
pharmacodynamics of subcutaneous injection<br />
of long-acting human insulin analog glargine,<br />
NPH insulin and ultralente human insulin and<br />
continuous subcutaneous infusion of insulin<br />
lispro. Diabetes 2000;49:2142-2148<br />
6. Luzio S, Dunseath G, Peter R, Pauvaday V,<br />
Owens DR. Comparison of the pharmacokinetics<br />
and pharmacodynamics of biphasic insulin<br />
aspart and insulin glargine in people with type<br />
2 diabetes. Diabetologia 2006;49:1163-1168<br />
7. Hompesch M, Ocheltree SM, Wondmagegnehu<br />
ET, Morrow LA, Kollmeier AP, Campaigne BN,<br />
Jacober SJ. Pharmacokineticsand pharmacodynamics<br />
of insulin lispro protamine suspension compared<br />
with insulin glargine and insulin detemir in<br />
type 2 diabetes. Curr Med Res Opin 2009;25:2679-<br />
2687<br />
8. Klein O, Lynge J, Endahl L, Damholt B, Nosek<br />
L, Heise T. Albumin-bound basal insulin analogues<br />
(insulin detemir and NN344): comparable time<br />
action profiles but less variability than insulin<br />
glargine in type 2 diabetes. Diabetes Obes<br />
Metab 2007;9:290-299<br />
9. Heinemann L, Ampudia-Blasco FJ. Glucose<br />
clamps with the Biostator: a critical reappraisal.<br />
Horm Metab Res 1994;26:579-583<br />
10. Abumrad NN, Rabin D, Diamond MP, Lacy<br />
WW. Use of a heated superficial hand vein<br />
as an alternative site for the measurement<br />
of amino acid concentration and for the study<br />
of glucose and alanine kinetics in man.<br />
Metabolism 1981;30:936-940<br />
11. Andres R, Swerdoff T, Pozefsky T, Coleman D:<br />
Manual feedback technique for the control<br />
of blood glucose concentration. In Automation<br />
in Analytical Chemistry. Skeggs LT Jr, Ed. New<br />
York, Mediad, 1966, p. 486-491<br />
12. Wall JS, Steele R, De Bodo RC, Altszuler N.<br />
Effect of insulin on utilization and production<br />
of circulating glucose. Am J Physiol 1957;189:43-<br />
50<br />
13. Kuerzel GU, Shukla U, Scholtz HE, Pretorius<br />
SG, Wessels DH, Venter C, Potgieter MA, Lang<br />
AM, Koose T, Bernhardt E. Biotransformation<br />
of insulin glargine after subcutaneous injection<br />
in healthy subjects. Curr Med Res Opin<br />
2003;19:34-40<br />
14. Heinemann L, Linkeschova R, Rave K, Hompesch<br />
B, SedlakM, Heise T. Timeaction profile of the<br />
long-acting insulin analog insulin glargine<br />
(HOE901) in comparison with those of NPH<br />
insulin and placebo. <strong>DiabetesCare</strong> 2000;23:644-<br />
649<br />
15. ScholtzHE, PretoriusSG, WesselsDH,Venter C,<br />
Potgieter MA, Becker RH. Equipotencyofinsulin<br />
glargine and regular human insulin on glucose<br />
disposalinhealthysubjectsfollowing intravenous<br />
infusion. Acta Diabetol 2003;40:156-162<br />
16. Aguilar-Parada E, Eisentraut AM, Unger RH.<br />
Pancreatic glucagon secretion in normal and<br />
diabetic subjects. Am J Med Sci 1969;257:415-<br />
419<br />
17. Lloyd B, Burrin J, Smythe P, Alberti KG. Enzymatic<br />
fluorometric continuous-flow assays for blood<br />
glucose lactate, pyruvate, alanine, glycerol,<br />
and -hydroxybutyrate. Clin Chem 1978;24:1724-<br />
1729<br />
18. Porcellati F, Rossetti P, Ricci NB, Pampanelli S,<br />
Torlone E, Campos SH, Andreoli AM, Bolli GB,<br />
Fanelli CG. Pharmacokineticsand pharmacodynamics<br />
of the long-acting insulin analog glargine after<br />
1weekofuse compared with itsfirstadministration<br />
in subjects with type 1 diabetes. Diabetes Care<br />
2007;30:1261-1263<br />
19. Luzio SD, Beck P, Owens DR. Comparison of<br />
the subcutaneous absorption of insulin glargine<br />
(Lantus) and NPH insulin in patients with type<br />
2 diabetes. Horm Metab Res 2003;35:434-438<br />
20. Ciaraldi TP, Carter L, Seipke G, MudaliarS, Henry<br />
RR. Effects of the long-acting insulin analog<br />
insulin glargine on cultured human skeletal<br />
muscle cells: comparison to insulin and IGF-I.<br />
J Clin Endocrinol Metab 2001;86:5838-5847<br />
21. RossKamp RH, ParkG. Long actinginsulin analogs.<br />
Diabetes Care 1999; 22(Suppl. 2):B109-B113<br />
22. Heinemann L. Variability of insulin absorption<br />
and insulin action. Diabetes Technol Ther<br />
2002;4:673-682<br />
23. HendrickGK, Wasserman D, Frizzell R, Williams<br />
P, Lacy DB, Jaspan J, Cherrington A. Importance<br />
of basal glucagon in maintaining hepatic<br />
glucose production during a prolonged fast<br />
in conscious dogs. Am J Physiol Endocrinol<br />
and Metab 1992;263:E541-E549<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 33
Cardiovascular and Metabolic Risk<br />
original article<br />
Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος και Καρδιαγγειακή Νόσος<br />
επί 7.454 Ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />
Μια περιγραφική μελέτη από το Σουηδικό Εθνικό Αρχείο Σακχαρώδη<br />
Διαβήτη (NDR)<br />
Glycemic Control and Cardiovascular Disease in 7,454 Patients With Type 1 Diabetes<br />
An observational study from the Swedish National Diabetes Register (NDR)<br />
KATARINA EEG-OLOFSSON, MD 1 , JAN CEDERHOLM, MD, PHD 2 , PETER M. NILSSON, MD, PHD 3 , BJORN ZETHELIUS, MD, PHD 4 ,<br />
ANN-MARIE SVENSSON, RN, PHD 5 , SOFFIA GUDBJORNSD OTTIR, MD, PHD 1 , BJORN ELIASSON, MD, PHD 1<br />
Οι ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 θεωρείται<br />
από μακρού ότι παρουσιάζουν<br />
αυξημένο κίνδυνο<br />
για καρδιαγγειακή νόσο<br />
και για αυξημένη θνησιμότητα (1,2), κάτι<br />
που έχει πρόσφατα επιβεβαιωθεί και σε<br />
δύο μελέτες (3,4) από τη «βάση δεδομένων<br />
έρευνας από γενικά ιατρεία του Ηνωμένου<br />
Βασιλείου» [General Practice Research<br />
Database in the U.K.]. Με βάση τα δεδομένα<br />
από το 1992 έως το 1999, ο κίνδυνος<br />
για καρδιαγγειακά νοσήματα και θνησιμότητα<br />
ήταν 4 έως 8 φορές υψηλότερος<br />
σε άντρες και γυναίκες με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1, σε σύγκριση με μη διαβητικά<br />
άτομα (3,4).<br />
Αν και έχει τεκμηριωθεί η συσχέτιση μεταξύ<br />
γλυκόζης αίματος και μικροαγγειακών<br />
επιπλοκών (5,6), δεν έχουν υπάρξει<br />
διαχρονικές τυχαιοποιημένες κλινικές<br />
μελέτες που να εξετάζουν ικανοποιητικά<br />
τη συσχέτιση μεταξύ μακροαγγειακών<br />
επιπλοκών στο σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1, ενώ οι επιδημιολογικές μελέτες<br />
έχουν παρουσιάσει αντικρουόμενα αποτελέσματα<br />
(7-14). Η μελέτη «επιδημιολογίας<br />
των παρεμβάσεων και των επιπλοκών<br />
του σακχαρώδη διαβήτη»<br />
[Epidemiology of Diabetes Interventions<br />
and Complications: EDIC] έδειξε ότι οι<br />
ασθενείς που είχαν υποβληθεί προηγουμένως<br />
σε εντατική ρύθμιση της γλυκόζης<br />
αίματος κατά τη διάρκεια της μελέτης<br />
«ρύθμισης και επιπλοκών του σακχαρώδη<br />
διαβήτη» [Diabetes Control and<br />
Complications Trial: DCCT] εμφάνισαν<br />
σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα, σε σύγκριση με<br />
τους ασθενείς που υποβλήθηκαν στην<br />
καθιερωμένη θεραπεία (1983-1993) (7).<br />
Μια μικρή μελέτη από τη Φινλανδία σχετικά<br />
με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />
όψιμης έναρξης σε ασθενείς με λευκωματουρία,<br />
έδειξε αυξημένο κίνδυνο για<br />
στεφανιαία νόσο (ΣΝ) στα πλαίσια φτωχής<br />
ρύθμισης της γλυκόζης αίματος (9),<br />
αλλά η «προοπτική μελέτη επιπλοκών»<br />
[Prospective Complications Study: PCS]<br />
του EURODIAB, η «μελέτη επιδημιολογίας<br />
των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη<br />
του Pittsburgh» [Pittsburgh Epidemiology<br />
of Diabetes Complications: EDC] και η<br />
«επιδημιολογική μελέτη της διαβητικής<br />
αμφιβληστροειδοπάθειας του Wisconsin»<br />
[Wisconsin Epidemiologic Study of Diabetic<br />
Retinopathy] δεν έδειξαν κάποια στατιστικά<br />
σημαντική σχέση μεταξύ γλυκόζης<br />
αίματος και ΣΝ, μετά από προσαρμογή<br />
έναντι των άλλων καρδιαγγειακών παραγόντων<br />
κινδύνου (10-13). Ωστόσο, μια<br />
πρόσφατη ανάλυση (14) από την EDC<br />
Pittsburgh, έδειξε ότι η μεταβολή στην<br />
A1C σχετιζόταν με τη στεφανιαία νόσο,<br />
ενώ η αρχική τιμή της A1C όχι.<br />
Υπό τα παραπάνω πλαίσια, αξιολογήσαμε<br />
τη συσχέτιση μεταξύ A1C και ΣΝ, αγγειακού<br />
εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιαγγειακής<br />
νόσου, σε μια μεγάλη σειρά<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1, ηλικίας 20-65 ετών, που αντιμετωπίζονταν<br />
στα πλαίσια της καθημερινής κλινικής<br />
πράξης, από το 2002 έως το 2007.<br />
Χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από το Σουηδικό<br />
Εθνικό Αρχείο Καταγραφής Σακχαρώδη<br />
Διαβήτη [Swedish National Diabetes<br />
register: NDR), που είναι ένα εργαλείο<br />
διασφαλισμένης ποιότητας για την περίθαλψη<br />
των διαβητικών ασθενών, το οποίο<br />
καλύπτει σε εθνικό επίπεδο τους ασθενείς,<br />
με πρόσφατες δημοσιευμένες αναφορές<br />
σχετικά με το σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 και τύπου 2 (15-17).<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Το NDR ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1996<br />
και στα πλαίσιά του πραγματοποιούνται<br />
ετήσιες αναφορές από εκπαιδευμένους<br />
γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό,<br />
μέσω του διαδικτύου ή μέσω μεταφοράς<br />
από βάσεις δεδομένων κλινικών φακέλων,<br />
με τις πληροφορίες να συλλέγονται<br />
κατά τη διάρκεια των επισκέψεων των<br />
ασθενών στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων<br />
ή στα ιατρεία γενικής ιατρικής<br />
σε εθνικό επίπεδο. Όλοι οι συμπεριλαμβανόμενοι<br />
ασθενείς συμφώνησαν μέσω<br />
ενημερωμένης συγκατάθεσης να ενταχθούν<br />
στο αρχείο, πριν αυτό γίνει, ενώ<br />
όλες οι πληροφορίες αποθηκεύτηκαν<br />
ακολούθως σε μια κεντρική βάση δεδο-<br />
34<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης<br />
(A1C) και καρδιαγγειακών νοσημάτων, στα πλαίσια μιας περιγραφικής<br />
μελέτης ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, που παρακολουθήθηκαν<br />
για 5 έτη.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Μελετήθηκε ένα σύνολο 7.454<br />
ασθενών, από το Σουηδικό Εθνικό Αρχείο Σακχαρώδη Διαβήτη [Swedish<br />
National Diabetes Register] (ηλικίας 20-65 ετών, διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη<br />
1-35 έτη, με παρακολούθηση από το 2002 έως το 2007).<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Οι λόγοι κινδύνων (HR) για τη θανατηφόρο/μη θανατηφόρο<br />
στεφανιαία νόσο (ΣΝ) ανά αύξηση κατά μια ποσοστιαία μονάδα σε σχέση<br />
με την αρχική τιμή της ή την αναθεωρημένη μέση A1C, από την ανάλυση<br />
παλινδρόμησης κατά Cox, ήταν 1,31 και 1,34 και 1,26 και 1,32, αντίστοιχα,<br />
για τη θανατηφόρο/μη θανατηφόρο καρδιαγγειακή νόσο (με όλα τα P
Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />
σεις που αφορούν την A1C διασφαλίζονται<br />
σε εθνικό επίπεδο ως προς την ποιότητα<br />
τους μέσω τακτικής στάθμισης με<br />
τη μέθοδο Mono-S υγρής χρωματογραφίας<br />
υψηλής απόδοσης. Στη μελέτη αυτή,<br />
όλες οι τιμές της A1C μετατράπηκαν στις<br />
πρότυπες τιμές της DCCT, χρησιμοποιώντας<br />
τον ακόλουθο τύπο: A1C<br />
(DCCT)=0,923xA1C(Mono-S)+1,345 (R2=0,998)<br />
(18). Η A1C μετρήθηκε κατά την έναρξη.<br />
Επίσης, μετρήθηκε και στη διάρκεια του<br />
χρόνου, ως ένας αναθεωρημένος μέσος<br />
όρος των ετησίων μετρήσεων, υπολογιζόμενος<br />
για κάθε άτομο από την αρχική<br />
τιμή έως το κάθε έτος παρακολούθησης,<br />
με μέθοδο προώθησης της τελευταίας<br />
παρατήρησης όταν υπήρχαν απολεσθέντα<br />
δεδομένα. Στην περίπτωση κάποιου<br />
συμβάματος κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης,<br />
η περίοδος για τον υπολογισμό<br />
του αναθεωρημένου μέσου όρου<br />
της A1C εκτεινόταν από την έναρξη έως<br />
το έτος πριν από την εμφάνιση του συμβάματος.<br />
Κατά τα άλλα, η περίοδος αυτή<br />
εκτεινόταν από την έναρξη έως το τρέχον<br />
έτος.<br />
Οι τιμές της LDL-χοληστερόλης υπολογίστηκαν<br />
χρησιμοποιώντας τον τύπο του<br />
Friedewald (LDL-χοληστερόλη = ολική<br />
χοληστερόλη -- HDL-χοληστερόλη -- [0,45<br />
x τριγλυκερίδια]), εφόσον τα τριγλυκερίδια<br />
είχαν τιμή < 4,0 mmol/l (19). Η λευκωματουρία<br />
ορίστηκε ως η μικρο- ή μακρολευκωματουρία.<br />
Η μικρολευκωματουρία<br />
ορίστηκε ως η αποβολή λευκώματος στα<br />
ούρα τιμής 20-200 μg/min, σε 2 από 3<br />
διαδοχικές μετρήσεις, ενώ η μακρολευκωματουρία<br />
ως η αποβολή λευκώματος<br />
στα ούρα που υπερέβαινε τα 200 μg/min.<br />
Παρακολούθηση και ορισμός<br />
των καταληκτικών σημείων<br />
Όλοι οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν από<br />
την έναρξη μέχρι να εμφανιστεί κάποιο<br />
καρδιαγγειακό σύμβαμα ή θάνατος ή κατά<br />
τα άλλα μέχρι την ημερομηνία λήξης, στις<br />
31 Δεκεμβρίου 2007. Ο μέσος όρος της<br />
παρακολούθησης ήταν 4,95 έτη. Χρησιμοποιήθηκαν<br />
τα ακόλουθα καταληκτικά<br />
σημεία: θανατηφόρος/μη θανατηφόρος<br />
ΣΝ, θανατηφόρο/μη θανατηφόρο ΑΕΕ,<br />
θανατηφόρος/μη θανατηφόρος καρδιαγγειακή<br />
νόσος και γενική θνησιμότητα. Η<br />
θανατηφόρος ΣΝ ορίστηκε με βάση τους<br />
κωδικούς Ι20-Ι25 του ICD-10 (διαθέσιμοι<br />
στη διαδικτυακή διεύθυνση http://www.who.<br />
int/classifications/icd/en/). Ένα μη θανατηφόρο<br />
σύμβαμα ΣΝ ορίστηκε ως το μη<br />
θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου (κωδικός<br />
Ι21 του ICD-10), η ασταθής στηθάγχη<br />
(κωδικός Ι20,0 του ICD-10), η διαδερμική<br />
στεφανιαία παρέμβαση και/ή επέμβαση<br />
αορτο-στεφανιαίας παράκαμψης.<br />
Το θανατηφόρο/μη θανατηφόρο αγγειακό<br />
εγκεφαλικό επεισόδιο ορίστηκε ως η<br />
θανατηφόρος ή μη θανατηφόρος ενδοεγκεφαλική<br />
αιμορραγία, το εγκεφαλικό<br />
έμφρακτο ή το μη προσδιορισμένου τύπου<br />
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (κωδικοί<br />
Ι61, Ι63, I64 και I67.9 του ICD-10). Η<br />
θανατηφόρος/μη θανατηφόρος καρδιαγγειακή<br />
νόσος αφορούσε τη θανατηφόρα/μη<br />
θανατηφόρο ΣΝ ή αγγειακό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο, ανάλογα με το ποιο εμφανίστηκε<br />
πρώτο.<br />
Όλα τα συμβάματα που αφορούσαν τα<br />
καταληκτικά σημεία ανακτήθηκαν μέσω<br />
διασύνδεσης των δεδομένων με το Σουηδικό<br />
«αρχείο αιτίων θανάτου και νοσοκομειακών<br />
εξιτηρίων» [Swedish Cause of<br />
Death and Hospital Discharge Registers]<br />
της «εθνικής επιτροπής υγείας και κοινωνικής<br />
πρόνοιας της Σουηδίας» [National<br />
Board of Health and Welfare, Sweden],<br />
που είναι ένα αξιόπιστο και επικυρωμένο<br />
εναλλακτικό μέσο για την ανασκόπηση<br />
των αρχείων που αφορούν τα νοσοκομειακά<br />
εξιτήρια και τα πιστοποιητικά<br />
θανάτου (20,21).<br />
Στατιστικές μέθοδοι<br />
Ο μέσος όρος των τιμών με 1SD και SE και<br />
οι συχνότητες (%) με SE των χαρακτηριστικών<br />
κατά την έναρξη, καθώς και οι<br />
αριθμοί και τα ποσοστά επίπτωσης (συμβάματα<br />
ανά 1000 άτομα-έτη) ως προς τις<br />
εκβάσεις, παρέχονται στον Πίνακα 1. Η<br />
στατιστική σημαντικότητα των διαφορών<br />
υπολογίστηκε μέσω της δοκιμασίας Student<br />
t test για το μέσο όρο των τιμών, της δοκιμασίας<br />
χ2 για τις συχνότητες και της δοκιμασίας<br />
λογαριθμικής τάξης [log-rank test]<br />
κατά την ανάλυση επιβίωσης, για την επίπτωση<br />
των εκβάσεων.<br />
Η ανάλυση παλινδρόμησης κατά Cox χρησιμοποιήθηκε<br />
για τον υπολογισμό των<br />
λόγων κινδύνου (HR) με διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επιπέδου 95% για την A1C ως<br />
συνεχή μεταβλητή ή για ένα χαμηλότερο<br />
διάστημα έναντι υψηλότερου διαστήματος<br />
της A1C, καθώς και για τις εκβάσεις<br />
(Πίνακας 2) προσαρμοσμένες ως<br />
προς τις μεταβλητές που παρέχονται<br />
στον πίνακα. Ο αναθεωρημένος μέσος<br />
όρος των τιμών της A1C αντιμετωπίστηκε<br />
ως μια αυστηρά εξαρτώμενη από το<br />
χρόνο μεταβλητή στα πλαίσια της ανάλυσης<br />
παλινδρόμησης κατά Cox, προκειμένου<br />
να αξιολογηθεί η «έκθεση» στον<br />
παράγοντα «γλυκόζη «αίματος» κατά τη<br />
διάρκεια της παρακολούθησης, επιτρέποντας<br />
τη χρήση της πιο πρόσφατης τιμής<br />
του αναθεωρημένου μέσου όρου της A1C<br />
σε κάθε συγκεκριμένο χρονικό σημείο,<br />
κατά τη διαδικασία προτυποποίησης.<br />
Στην περίπτωση εμφάνισης συμβάματος<br />
κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης,<br />
η περίοδος για την εκτίμηση του αναθεωρημένου<br />
μέσου όρου της A1C εκτεινόταν<br />
από την έναρξη έως το έτος πριν την<br />
εμφάνιση αυτή του συμβάματος. Κατά<br />
τα άλλα, η περίοδος αυτή εκτεινόταν από<br />
την έναρξη έως το έτος λήξης της μελέτης.<br />
Η υπόθεση περί των αναλογικών κινδύνων<br />
επιβεβαιώθηκε για όλες τις μεταβλητές<br />
μέσω της δοκιμασίας Kolmogorov-type<br />
supremum, χρησιμοποιώντας νέα δειγματοληψία<br />
και με τη ταυτόχρονη δοκιμασία<br />
επί όλων των χρονο-εξαρτώμενων<br />
συμεταβλητών. Η εκτίμηση της μέγιστης<br />
πιθανότητας χρησιμοποιήθηκε για την<br />
αξιολόγηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ<br />
A1C και όλων των συμεταβλητών, χωρίς<br />
να βρεθεί κάποια στατιστικά σημαντική<br />
αλληλεπίδραση.<br />
Χρησιμοποιήθηκε επίσης ένα μοντέλο<br />
παλινδρόμησης κατά Cox για την εκτίμηση<br />
των ποσοστών συμβαμάτων στα 5 έτη<br />
(1 -- ποσοστό επιβίωσης) αναφορικά με<br />
τα καρδιαγγειακά νοσήματα (Εικόνα 1),<br />
μοντέλο στο οποίο η έξοδος αποτελούνταν<br />
από το προσαρμοσμένο ποσοστό<br />
συμβαμάτων στα 5 έτη για κάθε συμμετέχοντα,<br />
διορθωμένο ως προς συμεταβλητές<br />
που παρέχονται στον Πίνακα 2.<br />
Πραγματοποιήθηκε στρωματοποίηση (SAS<br />
36<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />
Phreg: Strata) ώστε να επιτευχθεί προσαρμογή<br />
του μέσου όρου των ποσοστών<br />
συμβαμάτων ανά ομάδες ή δεκατημόρια<br />
από τη χαμηλότερη έως τη υψηλότερη<br />
A1C (Πίνακας 2, Εικόνα 1). Η κατάταξη των<br />
ποσοστών συμβαμάτων ανάλογα με διαστήματα<br />
τιμών που αφορούν το δείγμα<br />
έχει χρησιμοποιηθεί επίσης στα πλαίσια<br />
της μελέτης του Framingham (22). Η στατιστική<br />
σημαντικότητα των διαφορών ως<br />
προς το μέσο όρο των ποσοστών συμβαμάτων<br />
μεταξύ των ομάδων χαμηλότερης<br />
και υψηλότερης A1C εκτιμήθηκε με τη<br />
δοκιμασία Student t test μετά από λογαριθμική<br />
μετατροπή των ποσοστών συμβαμάτων,<br />
έτσι ώστε να επιτευχθεί μια<br />
κανονική κατανομή. Όλες οι στατιστικές<br />
αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση<br />
του λογισμικού SAS έκδοσης σε 1.3<br />
(SAS Institute). Ως στατιστικά σημαντικό<br />
όριο λογαριάστηκε το P < 0,05.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />
Χαρακτηριστικά<br />
κατά την έναρξη<br />
Ο Πίνακας 1 δείχνει τα χαρακτηριστικά<br />
κατά την έναρξη στο σύνολο των 7.454<br />
ασθενών. Το ηλικιακό εύρος ήταν 20-65<br />
έτη (μέσος όρος 37), το εύρος της διάρκειάς<br />
του σακχαρώδη διαβήτη ήταν 1-35<br />
έτη (μέσος όρος 20) και η μέση τιμή της<br />
A1C ήταν 8,0%. Η λευκωματουρία ήταν<br />
παρούσα στο 20% των ασθενών και το<br />
ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου κατά την<br />
έναρξη στο 3% των ατόμων. Δύο ομάδες<br />
ασθενών απεικονίζονται επίσης:<br />
4.186 ασθενείς με επίπεδα A1C με κατά<br />
την έναρξη της μελέτης εντός του διαστήματος<br />
5,0 έως 7,9% (μέσος όρος 7,2)<br />
και 3.268 ασθενείς με τιμές 8,0 έως<br />
11,9% (μέσος όρος 9,0). Η ομάδα με τα<br />
υψηλότερα επίπεδα A1C είχε κάπως μεγαλύτερες<br />
μέσες τιμές των περισσότερων<br />
παραγόντων κινδύνου και υψηλότερες<br />
συχνότητες του καπνίσματος και της λευκωματινουρίας.<br />
Συμβάματα<br />
Συνολικά, εμφανίστηκαν 154 συμβάματα<br />
καρδιαγγειακής νόσου, εκ των οποίων 36<br />
ήταν θανατηφόρα και 118 μη θανατηφόρα<br />
(Πίνακας 1). Τα συμβάματα ανά 1.000<br />
άτομα-έτη για τα θανατηφόρα/μη θανατηφόρα<br />
συμβάματα στεφανιαίας νόσου<br />
και καρδιαγγειακής νόσου σε όλους τους<br />
ασθενείς ήταν 4,0 και 4,7, αντίστοιχα (με<br />
βάση τα 32.931 άτομα-έτη), υψηλότερα<br />
στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα<br />
A1C κατά την έναρξη από ό,τι σε εκείνα<br />
με χαμηλότερη A1C κατά την έναρξη. Η<br />
επίπτωση της γενικής θνησιμότητας ήταν<br />
παρόμοια σε αμφότερες τις ομάδες της<br />
A1C και πολύ περισσότερες περιπτώσεις<br />
αφορούσαν θνησιμότητα όχι εκ της καρδιαγγειακής<br />
νόσου παρά περιπτώσεις<br />
θανατηφόρας καρδιαγγειακής νόσου.<br />
A1C στο σύνολο των ασθενών<br />
Αναλύοντας τις τιμές της A1C κατά την<br />
έναρξη ως συνεχή μεταβλητή, ο Πίνακας<br />
2 παρουσιάζει τους αυξημένους HR<br />
(διάστημα εμπιστοσύνης επ. 95%) ανά<br />
ποσοστιαία μονάδα αύξησης της A1C για<br />
τη θανατηφόρα/μη θανατηφόρα στεφανιαία<br />
νόσο και την καρδιαγγειακή νόσο<br />
(1,31 [1,12 -1,52] και 1,26 [1,09 -1,45], Ρ<br />
Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Βασικά κλινικά χαρακτηριστικά στο σύνολο 7.454 ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1,<br />
ηλικίας 20-65 ετών και με εκβάσεις κατόπιν παρακολούθησης για 5 έτη.<br />
Ομάδα κατά την έναρξη Ομάδα κατά την έναρξη<br />
Σύνολο ασθενών A1C 5,0-7,9% A1C 8,0-11,9% Τιμή του P<br />
N 7.454 4.186 3.268<br />
A1C (%) 8,0 (1,2-0,01) 7,2 (0,6-0,01) 9,0 (0,8-0,01)
Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 .<br />
Οι HR για τα καρδιαγγειακά νοσήματα ή τη γενική θνησιμότητα και η A1C κατά την έναρξη<br />
ή ο αναθεωρημένος μέσος όρος αυτής, σε 7.454 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />
που παρακολουθήθηκαν για 5 έτη.<br />
Ασθενείς/ A1C κατά την έναρξη Αναθεωρημένη μέση A1C<br />
συμβάματα/ ως προγνωστικός παράγοντας ως προγνωστικός παράγοντας<br />
ρυθμός εμφάνισης<br />
συμβαμάτων (%)* HR (95% CI)† HR (95% CI)‡ HR (95% CI)† HR (95% CI)‡<br />
A1C ανά 1% αύξησης<br />
Θανατηφόρος/μη θανατηφόρος ΣΝ<br />
Σύνολο ασθενών 7.454/131/2,0 1,31 (1,12-1,52)§ 1,28 (1,09-1,49)** 1,34 (1,14-1,58)§ 1,30 (1,10-1,53)**<br />
Διάρκεια 1-20 έτη 3.763/25/0,8 1,49 (1,08-2,05) 1,46 (1,06-2,01) 1,45 (1,03-2,03) 1,41 (1,01-1,97)<br />
Διάρκεια 21-35 έτη 3.691/106/3,2 1,30 (1,10-1,54)** 1,27 (1,07-1,50)** 1,38 (1,15-1,67)§ 1,34 (1,11-1,62)**<br />
Θανατηφόρο/μη θανατηφόρο ΑΕΕ<br />
Σύνολο ασθενών 7.454/37/0,6 1,12 (0,83-1,51) 1,08 (0,80-1,47) 1,24 (0,89-1,72) 1,19 (0,86-1,66)<br />
Θανατηφόρος/μη θανατηφόρος CVD<br />
Σύνολο ασθενών 7.454/154/2,4 1,26 (1,09-1,45)§ 1,22 (1,06-1,40)** 1,32 (1,14-1,54)§ 1,27 (1,09-1,80)**<br />
Διάρκεια 1-20 έτη 3.763/26/0,8 1,49 (1,09-2,04) 1,46 (1,07-2,00) 1,48 (1,06-2,07) 1,44 (1,04-2,01)<br />
Διάρκεια 21-35 έτη 3.691/128/4,0 1,23 (1,06-1,44)** 1,19 (1,02-1,39) 1,34 (1,13-1,59)§ 1,29 (1,08-1,53)**<br />
Γενική θνησιμότητα<br />
Σύνολο ασθενών 7.454/94/1,4 0,97 (0,80-1,17) 0,92 (0,76-1,11) 1,04 (0,85-1,28) 0,98 (0,80-1,20)<br />
Διαστήματα τιμών της A1C<br />
(μέσος όρος) κατά την έναρξη<br />
σε δύο ομάδες<br />
Θανατηφόρος/μη-θανατηφόρος ΣΝ<br />
5,0-7,9% (7,2) 4.186/45/1,2 1,0 1,0<br />
8,0-11,9% (9,0) 3.268/86/2,9§ 1,80 (1,24-2,60)** 1,71 (1,18-2,48)**<br />
Θανατηφόρο/μη-θανατηφόρο ΑΕΕ<br />
5,0-7,9% (7,2) 4.186/14/0,5 1,0 1,0<br />
8,0-11,9% (9,0) 3.268/23/0,8§ 1,51 (0,76-2,98) 1,40 (0,70-2,79)<br />
Θανατηφόρος/μη-θανατηφόρος CVD<br />
5,0-7,9% (7,2) 4.186/55/1,6 1,0 1,0<br />
8,0-11,9% (9,0) 3.268/99/3,3§ 1,70 (1,21-2,38)** 1,59 (1,13-2,24)**<br />
Οι HR για τη CVD ανά 1% αύξησης στην A1C, ή ανά ομάδα ασθενών με τιμή A1C κατά την έναρξη 8-11,9%, σε σύγκριση με άλλη<br />
ομάδα με A1C κατά την έναρξη 5-7,9%, κατόπιν παρακολούθησης για 5 έτη. *Μέσος όρος ρυθμού εμφάνισης συμβαμάτων με προσαρμογή<br />
κατά Cox όπως στο μοντέλο 2. †Μοντέλο 1: προσαρμογή ως προς ηλικία, φύλο, διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη, συστολική<br />
αρτηριακή πίεση, ολική χοληστερόλη, LDL-χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, BMI, κάπνισμα, και ιστορικό CVD. ‡Μοντέλο 2: προσαρμογή<br />
όπως στο μοντέλο 1 και επίσης ως προς λευκωματουρία (>20 μg/min). Επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας για τη διαφορά μεταξύ<br />
δύο λογαριθμικών μέσων όρων ρυθμού εμφάνισης συμβαμάτων και μεταξύ των HR. §P < 0,001, **P < 0,01, P < 0,05.<br />
γειακή νόσο έδειξε ότι οι ασθενείς με<br />
καρδιαγγειακή νόσο ήταν μεγαλύτερης<br />
ηλικίας (μέσος όρος ± SD 48 ± 9 έναντι<br />
37 ± 10 έτη), είχαν μεγαλύτερη διάρκεια<br />
σακχαρώδη διαβήτη (28 ± 7 έναντι 20 ±<br />
9 έτη), είχαν υψηλότερη μέση συστολική<br />
αρτηριακή πίεση (136 ± 18 έναντι 125<br />
± 15 mm Hg), LDL-χοληστερόλη (3,1 ± 1,1<br />
έναντι 2,7 ± 0,8 mmol/l) και τριγλυκερίδια<br />
(1,4 ± 0,7 έναντι 1,1 ± 0,6 mmol/l) (όλες<br />
οι διαφορές είχαν τιμή Ρ
Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />
Ποσοστό συμβαμάτων<br />
στα 5 έτη (%)<br />
Ποσοστό συμβαμάτων<br />
στα 5 έτη (%)<br />
Σύνολο ασθενών - ΣΝ<br />
HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />
Σύνολο ασθενών - ΣΝ<br />
Σύνολο ασθενών - καρδιαγγειακά νοσήματα (CVD)<br />
HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />
Σύνολο ασθενών - CVD<br />
Ποσοστό συμβαμάτων<br />
στα 5 έτη (%)<br />
Δεκατημόρια αναθεωρημένου μέσου όρου της HbA1C (%) Δεκατημόρια αναθεωρημένου μέσου όρου της HbA1C (%)<br />
Διάρκεια 1-20 έτη - ΣΝ<br />
Διάρκεια 1-20 έτη - CVD<br />
Ποσοστό συμβαμάτων<br />
στα 5 έτη (%)<br />
HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />
Διάρκεια -21-35 έτη - ΣΝ<br />
HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />
HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />
Διάρκεια 21-35 έτη - CVD<br />
HbA1C (%), αρχική τιμή - αναθεωρημένος μέσος όρος<br />
Εικόνα 1 - Ποσοστά 5 ετών για θανατηφόρο/μη θανατηφόρο ΣΝ και καρδιαγγειακά νοσήματα, σε ένα μοντέλο παλινδρόμησης κατά Cox, με πλήρη προσαρμογή<br />
όπως το μοντέλο 2 του Πίνακα 2. Α και Β: προσαρμοσμένες καμπύλες των ποσοστών συμβαμάτων στο σύνολο των 7.454 ασθενών, ως ειδική συνάρτηση<br />
της αρχικής τιμής της A1C (συμπαγής γραμμή) ή ως αναθεωρημένος μέσος όρος της A1C (διακεκομμένη γραμμή). C και D: προσαρμοσμένοι μέσοι<br />
όροι (SD) των ποσοστών ανά τεταρτημόρια της αναθεωρημένης μέσης τιμής της A1C, με τη συμπαγή γραμμή να αφορά τη γραμμική συσχέτιση μεταξύ<br />
των δεκατημορίων. Ε-Η: προσαρμοσμένες καμπύλες των ποσοστών συμβαμάτων στις υπό υποομάδες ανά διάμεση τιμή διάρκειας 20 ετών.<br />
ποικίλης διάρκειας, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν<br />
στα πλαίσια της καθημερινής<br />
κλινικής πράξης, αποδεικνύει μια ισχυρή<br />
συσχέτιση μεταξύ της A1C και της ΣΝ<br />
και της καρδιαγγειακής νόσου, εξίσου.<br />
Κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης στην<br />
αρχική τιμή της A1C ή στον αναθεωρημένο<br />
μέσο όρο της A1C συσχετίστηκε με<br />
αυξήσεις του κινδύνου της τάξης του<br />
40<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />
31-34% για τη ΣΝ και του 26-32% για τα<br />
καρδιαγγειακά νοσήματα, μετά από την<br />
προσαρμογή ως προς ηλικία, φύλο, διάρκεια<br />
του σακχαρώδη διαβήτη και παραδοσιακούς<br />
καρδιαγγειακούς παράγοντες<br />
κινδύνου. Αυτές οι αυξήσεις του<br />
κινδύνου παρέμειναν στατιστικά σημαντικές,<br />
αλλά μειώθηκαν ελαφρώς σε<br />
ένταση, στο 28-30% και στο 22-27%,<br />
αντίστοιχα, μετά από εκ νέου προσαρμογή<br />
ως προς τη λευκωματουρία. Τα πλήρως<br />
προσαρμοσμένα ποσοστά συμβαμάτων<br />
στην 5ετια για τη ΣΝ και τα<br />
καρδιαγγειακά νοσήματα αυξάνονταν<br />
με προοδευτικό τρόπο, ανάλογα με την<br />
αύξηση των επιπέδων της A1C, χωρίς να<br />
διαπιστωθεί η ύπαρξη καμπύλης κινδύνου<br />
σχήματος J. Η ομάδα με μέσο όρο<br />
A1C 7,2% κατά την έναρξη είχε μείωση<br />
του κινδύνου κατά 41% για τη ΣΝ και<br />
κατά 37% για τα καρδιαγγειακά νοσήματα,<br />
σε σύγκριση με την ομάδα που<br />
είχε μέσο όρο A1C 9,0%, κατόπιν της<br />
παρακολούθησης στα 5 έτη. Οι πιο πρόσφατες<br />
συγκρίσιμες επιδημιολογικές<br />
μελέτες δεν έχουν αποδείξει ξεκάθαρες<br />
συσχετίσεις μεταξύ της ρύθμισης<br />
της γλυκόζης αίματος και του κινδύνου<br />
για ΣΝ (10,11,13,14). Η μελέτη PCS του<br />
EURODIAB (11) και η μελέτη EDC του<br />
Pittsburgh (10,14) ήταν μικρότερες αναφορικά<br />
με τον αριθμό των συμμετεχόντων,<br />
αν και οι περίοδοι παρακολούθησης<br />
που είχαν ήταν μεγαλύτερες. Η μέση<br />
διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη ήταν<br />
βραχύτερη στη μελέτη EURODIAB PCS,<br />
ενώ ήταν παρόμοια με την παρούσα<br />
μελέτη στην Pittsburgh EDC. Στην παρούσα<br />
μελέτη, παρουσιάζονται δύο υποομάδες<br />
ανάλογα με τη διάμεση τιμή της<br />
διάρκειας της νόσου, με 1-20 έτη και με<br />
21-35 έτη διάρκειας του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Αν και τα άτομα με μεγαλύτερη<br />
διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη είχαν<br />
υψηλότερο μέσο όρο στα ποσοστά ΣΝ<br />
και καρδιαγγειακών νοσημάτων, η καμπύλη<br />
των ποσοστών συμβαμάτων αυξανόταν<br />
προοδευτικά καθώς αυξανόταν η<br />
A1C σε αμφότερες τις ομάδες, κάτι που<br />
επιβεβαιώνεται και από τους στατιστικά<br />
σημαντικούς HR για αυτές τις εκβάσεις<br />
ανά ποσοστιαία μονάδα αύξησης<br />
της A1C. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, δεν<br />
υπήρχε καμία αύξηση του κινδύνου στα<br />
χαμηλά επίπεδα της A1C, ακόμη και όταν<br />
ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν μεγάλης<br />
διάρκειας, μια πιθανότητα που έχει συζητηθεί<br />
ότι υπάρχει γενικά στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 (23).<br />
Η μελέτη DCCT/EDIC παρέχει τις πιο πειστικές<br />
αποδείξεις αναφορικά με τη ρύθμιση<br />
της γλυκόζης αίματος και τον κίνδυνο<br />
για καρδιαγγειακά νοσήματα στο<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (7). Οι ασθενείς<br />
τυχαιοποιήθηκαν σε εντατική ή<br />
καθιερωμένη θεραπεία και παρακολουθήθηκαν<br />
για 6 έτη κατά τη διάρκεια της<br />
DCCT. Στην επόμενη της παραπάνω περιγραφικής<br />
μελέτη EDIC, επί 1.182 ασθενών,<br />
παρακολουθήθηκαν για άλλα 11<br />
έτη αναφορικά με τις εκβάσεις της καρδιαγγειακής<br />
νόσου δύο ομάδες με μέσο<br />
όρο A1C, 7,4 και 9,1% (μέσος όρος ηλικίας<br />
34 έτη, μέσος όρος διάρκειας σακχαρώδη<br />
διαβήτη 12 έτη και ποσοστό λευκωματουρίας<br />
7% έναντι 13%) και εκεί,<br />
συνολικά, εμφανίστηκαν 144 συμβάματα<br />
καρδιαγγειακής νόσου σε 83 ασθενείς.<br />
Οι μειώσεις κινδύνου κατά 42%<br />
για οποιοδήποτε πρώτο σύμβαμα καρδιαγγειακής<br />
νόσου και κατά 57% για<br />
θανατηφόρο/μη θανατηφόρο σύμβαμα<br />
καρδιαγγειακής νόσου, παράλληλα με<br />
τη χαμηλότερη τιμή της A1C, ήταν κάτι<br />
που διαπιστώθηκε στη μονοπαραγοντική<br />
ανάλυση επιβίωσης (P=0,02), χωρίς<br />
προσαρμογή ως προς τη λευκωματουρία.<br />
Στην ομάδα με μέσο όρο της A1C<br />
7,2% διαπιστώσαμε μείωση κινδύνου<br />
κατά 41% για καρδιαγγειακή νόσο, χωρίς<br />
προσαρμογή ως προς τη λευκωματουρία,<br />
σε σύγκριση με τα άτομα με μέσο<br />
όρο της A1C 9,0% (P=0,02).<br />
Αμφότερες οι μελέτες έδειξαν παρόμοιες<br />
διαφορές μεταξύ των ομάδων ως προς<br />
τη μέση A1C κατά την έναρξη της τάξης<br />
1,7-1,8%, παρόμοιο μέσο όρο ηλικίας και<br />
γενικά συγκρίσιμα επίπεδα παραγόντων<br />
κινδύνου κατά την έναρξη. Η μέση διάρκεια<br />
και συχνότητα της λευκωματουρίας<br />
ήταν ελαφρώς υψηλότερη σε αυτή τη<br />
μελέτη. Η συγχυτική δράση της συμπερίληψης<br />
ενός ποσοστού 3% επί του συνόλου<br />
ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο<br />
στην παρούσα μελέτη, η οποία είναι εύλογο<br />
ότι θα υπάρχει και στον κανονικό πληθυσμό<br />
των ατόμων που αντιμετωπίζονται<br />
στην καθημερινή κλινική πράξη,<br />
προσαρμόστηκε στα πλαίσια της ανάλυσης<br />
παλινδρόμησης κατά Cox. Η παρούσα<br />
μελέτη, με δεδομένα από το 2002<br />
έως το 2007, παρέχει ισχυρή υποστήριξη<br />
στα αποτελέσματα της μελέτης EDIC<br />
που είχε διενεργηθεί μεταξύ 1994 και<br />
2005. Επιπρόσθετα, αποδείχτηκε μια<br />
στατιστικά σημαντική μείωση κινδύνου<br />
για τη ΣΝ με τη βελτίωση της ρύθμισης<br />
της γλυκόζης αίματος, κάτι που δεν έγινε<br />
στη μελέτη DCCT/EDIC.<br />
Η παρούσα μελέτη τονίζει επίσης το ρόλο<br />
της λευκωματουρίας, ως παράγοντα κινδύνου<br />
για καρδιαγγειακή νόσο, στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1. Έχει προταθεί<br />
ότι η γλυκόζη αίματος αποτελεί ισχυρότερο<br />
παράγοντα κίνδυνου για μακροαγγειακή<br />
νόσο επί απουσίας λευκωματουρίας<br />
(9,14,25,25). Στην παρούσα μελέτη,<br />
οι HR για ΣΝ και καρδιαγγειακή νόσο<br />
ήταν 1,31 και 1,26, αντίστοιχα, ανά ποσοστιαία<br />
αύξηση της αρχικής τιμής της A1C,<br />
κατόπιν προσαρμογής ως προς τους σημαντικούς<br />
παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή<br />
νόσο εκτός από τη λευκωματουρία<br />
(P
Glycemic Control and CVD in Type 1 Diabetes<br />
νως, αμφότεροι οι παράγοντες κινδύνου<br />
είναι σημαντικοί και επιπρόσθετα, η επίδραση<br />
τους στον κίνδυνο φαίνεται ότι<br />
είναι προσθετική, καθώς δεν διαπιστώσαμε<br />
την ύπαρξη κάποιας αλληλεπίδρασης<br />
μεταξύ τους.<br />
Αν και οι περιγραφικές μελέτες γενικά<br />
θεωρούνται ως ενδείξεις χαμηλότερης<br />
ποιότητας σε σχέση με τις τυχαιοποιημένες<br />
και ελεγχόμενες μελέτες, οι μελέτες<br />
του δεύτερου είδους συχνά χρησιμοποιούν<br />
αυστηρά κριτήρια ένταξης και<br />
αποκλεισμού ασθενών, κάτι που μπορεί<br />
να περιορίζει την εφαρμοσιμότητα<br />
τους στον πληθυσμό των κανονικών<br />
ασθενών. Η μελέτη αυτή επιτρέπει την<br />
ανάλυση ασθενών της καθημερινής κλινικής<br />
πράξης, σε νοσοκομεία σε εθνικό<br />
επίπεδο κατά τη διάρκεια των πρόσφατων<br />
ετών, χωρίς να υπάρχουν κριτήρια<br />
αποκλεισμού αναφορικά με τους παράγοντες<br />
κινδύνου ή το ιστορικό καρδιαγγειακής<br />
νόσου. Ένα κύριο πλεονέκτημα<br />
αυτής της μελέτης ήταν ο μεγάλος<br />
αριθμός ασθενών και ασθενών-ετών,<br />
ενώ προς το παρόν δεν έχει καταστεί<br />
εφικτό να πραγματοποιηθούν τυχαιοποιημένες<br />
μελέτες αυστηρής ρύθμισης<br />
της γλυκόζης αίματος του σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 που να συμπεριλαμβάνουν<br />
μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων.<br />
Είναι σημαντικό να γίνει η προσαρμογή<br />
ως προς τους συγχυτικούς παράγοντες,<br />
στα πλαίσια μιας περιγραφικής<br />
μελέτης και τέτοιου είδους προσαρμογές<br />
έγιναν για την ηλικία, το φύλο, τη<br />
διάρκεια και αρκετούς παραδοσιακούς<br />
καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου,<br />
συμπεριλαμβανομένης της λευκωματουρίας,<br />
η οποία αντιπροσωπεύει μικροαγγειοπάθεια,<br />
καθώς και του ιστορικού<br />
καρδιαγγειακής νόσου. Η ανάλυση των<br />
αλληλεπιδράσεων είναι επίσης σημαντική<br />
για την ύπαρξη αξιόπιστων αποτελεσμάτων<br />
και η ετερογένεια στάθηκε<br />
δυνατόν να αποκλειστεί, από τη στιγμή<br />
που δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές<br />
αλληλεπιδράσεις μεταξύ της A1C<br />
και κάποιας από τις συμπεριλαμβανόμενες<br />
μεταβλητές. Η συλλογή των δεδομένων<br />
ως προς τις εκβάσεις βασίστηκε<br />
σε αξιόπιστα και επικυρωμένα εθνικά<br />
αρχεία καταγραφής της νοσηρότητας<br />
και θνησιμότητας.<br />
Υπήρχαν όμως κάποιοι περιορισμοί. Αν<br />
και έγιναν σημαντικές προσαρμογές ως<br />
προς τους συγχυτικούς παράγοντες, είναι<br />
πιθανό ότι υπάρχουν συγχυτικοί παράγοντες<br />
που δεν μετρήθηκαν εξαιτίας<br />
άγνωστων και μη συμπεριλαμβανομένων<br />
συμεταβλητών. Τα δεδομένα από τα<br />
κέντρα που συμμετείχαν μπορεί να ποίκιλαν<br />
ελαφρώς ως προς την ακρίβεια<br />
τους, αν και η αυξημένη χρήση λογισμικού<br />
υπολογιστών με άμεση μεταφορά<br />
των δεδομένων αντιμετωπίζει αυτό το<br />
πρόβλημα. Οι εργαστηριακές αναλύσεις<br />
πραγματοποιούνται στα τοπικά βιοχημικά<br />
εργαστήρια, αλλά υπάρχει ένα εθνικό<br />
πρόγραμμα που επιτρέπει τη στάθμιση<br />
της A1C ως προς ένα πρότυπο και<br />
επομένως, υπήρχαν μόνο πολύ οριακές<br />
μεταβολές στο συγχρονικό μέσο όρο των<br />
τιμών της A1C κατά τη διάρκεια της περιόδου<br />
της μελέτης. Επί του παρόντος, δεν<br />
υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με νευροπάθεια<br />
του αυτονόμου, τη συχνότητα<br />
ή σοβαρότητα της υπογλυκαιμίας ή<br />
λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με<br />
τον τύπο της ινσουλίνης που χρησιμοποιείται<br />
ή της δόσης αυτής, στο NDR.<br />
Συμπερασματικά, αυτή η περιγραφική<br />
μελέτη σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />
από τη σύγχρονη καθημερινή κλινική<br />
πράξη, αποδεικνύει μια ισχυρή ανεξάρτητη<br />
επίδραση της αυξημένης αρχικής<br />
ή αναθεωρημένης τιμής της A1C,<br />
κατά μέσο όρο, επί του κινδύνου για<br />
ΣΝ και καρδιαγγειακή νόσο, χωρίς ενδείξεις<br />
ύπαρξης καμπύλης σχήματος J στα<br />
χαμηλότερα επίπεδα της A1C, ακόμη<br />
και όταν είναι μεγάλη η διάρκεια του<br />
σακχαρώδη διαβήτη. Διαπιστώθηκε μια<br />
μείωση του κινδύνου κατά περίπου 40%<br />
για ΣΝ και καρδιαγγειακή νόσο, κατά<br />
την παρακολούθηση μιας ομάδας με<br />
μέσο όρο A1C 7,2% κατά την έναρξη,<br />
στα 5 έτη, σε σύγκριση με μια ομάδα<br />
με αρχική τιμή της A1C 9,0%, κατά μέσο<br />
όρο. Το γεγονός αυτό τονίζει το ρόλο<br />
της A1C ως ισχυρού ανεξάρτητου παράγοντα<br />
κινδύνου του σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
The patient organization Swedish Diabetes<br />
Association and the Swedish Society of<br />
Diabetology support the NDR. The Swedish<br />
Association of Local Authorities and Regions<br />
funds the NDR.No potential conflicts of<br />
interest relevant to this article were reported.<br />
K.E.O. and J.C. participated in study design,<br />
data gathering, statistical analysis,<br />
interpretation, and writing the report. B.E.<br />
participated in study design, interpretation,<br />
and writing the report. S.G. participated<br />
in study design, data gathering, interpretation,<br />
and critical review. B.Z. and P.M.N. were<br />
involved in study design, interpretation,<br />
and critical review. A.-M.S. was involved<br />
in data gathering and critical review of<br />
the report.<br />
We thank all regional NDR coordinators,<br />
contributing nurses, physicians, and<br />
patients.<br />
From the 1. Institute of Medicine, Sahlgrenska<br />
University Hospital, University of Gothenburg,<br />
Gωteborg, Sweden; the 2. Department of Public<br />
Health and Caring Sciences/Family Medicine<br />
and Clinical Epidemiology, Uppsala University,<br />
Uppsala, Sweden; the 3. Department of Clinical<br />
Sciences, Lund University, University Hospital,<br />
Malmoß , Sweden; the 4. Department of Public<br />
Health and Caring Sciences/Geriatrics, Uppsala<br />
University, Uppsala, Sweden; and the 5. Center<br />
of Registers in Region Vaßstra Goß taland,<br />
Gωteborg, Sweden.<br />
Corresponding author: Katarina Eeg-Olofsson,<br />
katarina.eeg-olofsson@vgregion.se.<br />
Received 1 March 2010 and accepted 17 April<br />
2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 27 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc10-0398.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Krolewski AS, Kosinski EJ, Warram JH, Leland<br />
OS, Busick EJ, Asmal AC, Rand LI, Christlieb<br />
AR, Bradley RF, Kahn CR. Magnitude and<br />
determinants of coronary artery disease in<br />
juvenile-onset, insulindependent diabetes<br />
mellitus. Am J Cardiol 1987;59:750-755<br />
42<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Eeg-Olofsson και συνεργάτες<br />
2. Laing SP, Swerdlow AJ, Slater SD, Burden AC,<br />
Morris A, Waugh NR, Gatling W, Bingley PJ,<br />
Patterson CC. Mortality from heart disease in<br />
a cohort of 23,000 patients with insulin-treated<br />
diabetes. Diabetologia 2003;46:760-765<br />
3. Soedamah-Muthu SS, Fuller JH, Mulnier HE,<br />
Raleigh VS, Lawrenson RA, Colhoun HM. Allcause<br />
mortality rates in patients with type 1<br />
diabetes mellitus compared with a non-diabetic<br />
population from the UK general practice research<br />
database, 1992-1999. Diabetologia 2006;49:660-<br />
666<br />
4. Soedamah-Muthu SS, Fuller JH, Mulnier HE,<br />
Raleigh VS, Lawrenson RA, Colhoun HM. High<br />
risk of cardiovascular disease in patients with<br />
type 1 diabetes in the U.K.: a cohort study<br />
using the general practice research database.<br />
Diabetes Care 2006;29:798-804<br />
5. The Diabetes Control and Complications Trial<br />
Research Group. The effect of intensive<br />
treatment of diabetes on the development<br />
and progression of long-term complications<br />
in insulin-dependent diabetes mellitus. N<br />
Engl J Med 1993;329:977-986<br />
6. Reichard P, Pihl M, Rosenqvist U, Sule J.<br />
Complications in IDDM are caused by elevated<br />
blood glucose level: the Stock-holm Diabetes<br />
Intervention Study (SDIS) at 10-year follow up.<br />
Diabetologia 1996;39:1483-1488<br />
7. Nathan DM, Cleary PA, Backlund JY, Genuth<br />
SM, Lachin JM, Orchard TJ, Raskin P, Zinman<br />
B. Intensive diabetes treatment and cardiovascular<br />
disease in patients with type 1 diabetes. N Engl<br />
J Med 2005;353:2643-2653<br />
8. Effect of intensive diabetes management on<br />
macrovascular events and risk factors in the<br />
Diabetes Control and Complications Trial. Am<br />
J Cardiol 1995;75:894-903<br />
9. Lehto S, Ronnemaa T, Pyorala K, Laakso M.<br />
Poor glycemic control predicts coronary heart<br />
disease events in patients with type 1 diabetes<br />
without nephropathy. Arterioscler Thromb Vasc<br />
Biol 1999;19:1014-1019<br />
10. Orchard TJ, Olson JC, Erbey JR, Williams K,<br />
Forrest KY, Smithline Kinder L, Ellis D, Becker<br />
DJ. Insulin resistance-related factors, but<br />
not glycemia, predict coronary artery disease<br />
in type 1 diabetes: 10-yearfollow-up data<br />
from the Pittsburgh Epidemiology of Diabetes<br />
ComplicationsStudy. Diabetes Care 2003;26:1374-<br />
1379<br />
11. Soedamah-Muthu SS, Chaturvedi N, Toeller<br />
M, Ferriss B, Reboldi P, Michel G, Manes C,<br />
Fuller JH. Riskfactors for coronary heart disease<br />
in type 1 diabetic patients in Europe: the<br />
EURODIAB Prospective Complications Study.<br />
Diabetes Care 2004;27:530-537<br />
12. Soedamah-Muthu SS, Chaturvedi N, Witte<br />
DR, Stevens LK, Porta M, Fuller JH. Relationship<br />
between risk factors and mortality in type 1<br />
diabetic patients in Europe: the EURODIAB<br />
Prospective Complications Study (PCS).<br />
Diabetes Care 2008;31:1360-1366<br />
13. Klein BE, Klein R, McBride PE, Cruickshanks<br />
KJ, Palta M, Knudtson MD, Moss SE, Reinke<br />
JO. Cardiovascular disease, mortality, and<br />
retinal microvascular characteristics in type<br />
1 diabetes: Wisconsin epidemiologic study<br />
of diabetic retinopathy. Arch Intern Med<br />
2004;164:1917-1924<br />
14. Prince CT, Becker DJ, Costacou T, Miller RG,<br />
Orchard TJ. Changes in glycaemic control and<br />
riskof coronary artery disease in type 1 diabetes<br />
mellitus: findings from the Pittsburgh<br />
Epidemiology of Diabetes Complications<br />
Study (EDC). Diabetologia 2007;50:2280-<br />
2288<br />
15. Cederholm J, Zethelius B, Nilsson PM, Eeg-<br />
Olofsson K, Eliasson B, Gudbjornsdottir S.<br />
Effect of tight control of HbA1c and blood<br />
pressure on cardiovascular diseases in type<br />
2 diabetes: an observational study from the<br />
Swedish National Diabetes Register (NDR).<br />
Diabetes Res Clin Pract 2009;86:74-81<br />
16. Eeg-Olofsson K, Cederholm J, Nilsson PM,<br />
Gudbjornsdottir S, Eliasson B. Glycemic and<br />
risk factor control in type 1 diabetes: results<br />
from 13,612 patients in a national diabetes<br />
register. Diabetes Care 2007;30:496-502<br />
17. Gudbjornsdottir S, Cederholm J, Nilsson PM,<br />
Eliasson B. The National Diabetes Register in<br />
Sweden: an implementation of the St. Vincent<br />
Declaration for Quality Improvement in Diabetes<br />
Care. Diabetes Care 2003;26:1270-1276<br />
18. Hoelzel W, Weykamp C, Jeppsson JO, Miedema<br />
K, Barr JR, Goodall I, Hoshino T, John WG,<br />
Kobold U, Little R, Mosca A, Mauri P, Paroni<br />
R, Susanto F, Takei I, Thienpont L, Umemoto<br />
M, Wiedmeyer HM. IFCC reference system for<br />
measurement of hemoglobin A1c in human<br />
blood and the national standardization<br />
schemes in the United States, Japan, and<br />
Sweden: a method-comparison study. Clin<br />
Chem 2004;50:166-174<br />
19. Friedewald WT, Levy RI, Fredrickson DS.<br />
Estimation of the concentration of lowdensity<br />
lipoprotein cholesterol in plasma, without<br />
use of the preparative ultracentrifuge. Clin<br />
Chem 1972;18:499-502<br />
20. Merlo J, Lindblad U, Pessah-Rasmussen H,<br />
Hedblad B, Rastam J, Isacsson SO, Janzon L,<br />
Rastam L. Comparison of different procedures<br />
to identify probable cases of myocardial<br />
infarction and stroke in twoSwedish prospective<br />
cohort studies using local and national routine<br />
registers. Eur J Epidemiol 2000;16:235-243<br />
21. Tunstall-Pedoe H, Kuulasmaa K, Amouyel P,<br />
Arveiler D, Rajakangas AM, PajakA. Myocardial<br />
infarction and coronary deaths in the World<br />
Health Organization MONICA Project: registration<br />
procedures, event rates, and case-fatality<br />
rates in 38 populations from 21 countries in<br />
four continents. Circulation 1994;90:583-612<br />
22. Ingelsson E, Sullivan LM, Fox CS, Murabito<br />
JM, Benjamin EJ, Polak JF, Meigs JB, Keyes<br />
MJ, O’Donnell CJ, Wang TJ, D’Agostino RB,<br />
Wolf PA, Vasan RS. Burden and prognostic<br />
importance of subclinical cardiovascular<br />
disease in overweight and obese individuals.<br />
Circulation 2007;116:375-384<br />
23. Skyler JS, Bergenstal R, Bonow RO, Buse J,<br />
Deedwania P, Gale EA, Howard BV, Kirkman<br />
MS, Kosiborod M, Reaven P, Sherwin RS.<br />
Intensive glycemic control and the prevention<br />
of cardiovascular events: implications of the<br />
ACCORD, ADVANCE, and VA diabetes trials: a<br />
position statement of the American Diabetes<br />
Association and a scientific statement of the<br />
American College of Cardiology Foundation<br />
and the American Heart Association. Circulation<br />
2009;119:351-357<br />
24. Orchard TJ, Costacou T, Kretowski A, Nesto<br />
RW. Type 1 diabetes and coronary artery<br />
disease. Diabetes Care 2006;29:2528-2538<br />
25. Retnakaran R, Zinman B. Type 1 diabetes,<br />
hyperglycaemia, and the heart. Lancet<br />
2008;371:1790-1799<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 43
Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />
original article<br />
Ροσιγλιταζόνη και σταθερότητα γνωστικών λειτουργιών<br />
σε ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
και ελαφρά γνωστική δυσλειτουργία<br />
Rosiglitazone and Cognitive Stability in Older Individuals<br />
With Type 2 Diabetes and Mild Cognitive Impairment<br />
ANGELA M. ABBATECOLA, MD, PHD 1 , FABRIZIA LATTANZIO, MD, PHD 1 , ANNA M. MOLINARI, MD 2 , MICHELE CIOFFI, MD 2 ,<br />
LUIGI MANSI, MD 3 , PIERFRANCESCO RAMBALDI, MD 3 , LUIGI DICIOCCIO, MD 4 , FEDERICO CACCIAPUOTI, MD 5 ,<br />
RAFFAELE CANONICO, MD 5 , GIUSEPPE PAOLISSO, MD 5<br />
Τα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 εμφανίζουν<br />
σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό έναν υψηλότερο<br />
κίνδυνο να εμφανίσουν γνωστική<br />
έκπτωση, ιδίως με τη μορφή της<br />
ελαφράς γνωστικής δυσλειτουργίας [mild<br />
cognitive impairment: MCI] και της άνοιας<br />
(1-3). Οι μηχανισμοί που εξηγούν τη<br />
συσχέτιση μεταξύ σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και γνωστικής δυσλειτουργίας<br />
παραμένουν υπό διερεύνηση. Έχει αποδειχθεί<br />
ότι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 που δεν διατηρούν ιδανική<br />
ρύθμιση της γλυκόζης αίματος (δηλαδή,<br />
όπου υπάρχουν περιπτώσεις διακυμάνσεων<br />
προς την πλευρά της υπεργλυκαιμίας)<br />
έχουν περισσότερες πιθανότητες<br />
να ξεκινήσουν να εμφανίζουν ελλείμματα<br />
της μνήμης και της ταχύτητας των νοητικών<br />
λειτουργιών τους (4). Ενδιαφέρον<br />
είναι ότι η μείωση στα επίπεδα υπεργλυκαιμίας<br />
έχει συσχετιστεί με βελτίωση της<br />
γνωστικής λειτουργίας, στα ηλικιωμένα<br />
άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
(4). Οι διακυμάνσεις της γλυκόζης πλάσματος<br />
θεωρείται επίσης ότι ευθύνονται<br />
για αύξηση των ελεύθερων δραστικών<br />
ριζών οξυγόνου (5) και αυτή η προαγωγική<br />
της οξείδωσης δράση της μεταγευματικής<br />
υπεργλυκαιμίας μπορεί να συνεισφέρει<br />
ενεργητικά στη διαταραχή της<br />
ρύθμισης του αγγειακού τόνου, οδηγώντας<br />
σε γνωστικά ελλείμματα (6). Οι μεταβολές<br />
στις βιοχημικές οδούς σηματοδότησης<br />
που αφορούν την ινσουλίνη έχουν<br />
επίσης προταθεί ως παράγοντες που πιθανώς<br />
συνεισφέρουν στη γνωστική δυσλειτουργία,<br />
ιδίως στη δυσλειτουργία της<br />
μνήμης (7). Οι υποδοχείς ινσουλίνης ευρίσκονται<br />
εκλεκτικά στον ιππόκαμπο και η<br />
ινσουλίνη διαμεσολαβεί για τη ρύθμιση<br />
των επιπέδων άλλων σημαντικών νευροδιαβιβαστών<br />
που συμμετέχουν στην ενεργοποίηση<br />
κάποιων γνωστικών λειτουργιών<br />
(7-9). Η αντίσταση στην ινσουλίνη<br />
έχει αποδειχτεί ότι είναι ανεξάρτητος<br />
προσδιοριστικός παράγοντας μιας χαμηλότερης<br />
γνωστικής απόδοσης στα ηλικιωμένα<br />
άτομα (10).<br />
Επιπρόσθετα, η διαταραχή της απάντησης<br />
ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της<br />
μέσης ηλικίας συσχετίζεται με αυξημένο<br />
κίνδυνο για νόσο Alzheimer μέχρι και<br />
35 χρόνια αργότερα (11). Τα ευρήματα<br />
αυτά υποδηλώνουν ισχυρά ότι μια παθολογική<br />
δράση της ινσουλίνης μπορεί να<br />
έχει βλαβερή επίδραση και στις νοητικές<br />
λειτουργίες. Μια μείωση της αντίστασης<br />
στην ινσουλίνη ίσως να είναι ωφέλιμη<br />
για τη νόηση στα ηλικιωμένα άτομα<br />
που παρουσιάζουν φυσιολογική ανοχή<br />
γλυκόζης [normal glucose tolerance:<br />
NGT] και MCI ή νόσο του Alzheimer (12).<br />
Ιδιαίτερα, η βραχυχρόνια θεραπεία με<br />
ροσιγλιταζόνη έχει συσχετιστεί με βελτίωση<br />
στη μακροπρόθεσμη μνήμη και σε<br />
δοκιμασίες της επιλεκτικής προσοχής,<br />
σε ηλικιωμένα άτομα με NGT και MCI ή<br />
πρώιμη νόσο του Alzheimer (12). Ωστόσο,<br />
το κατά πόσον η διαμεσολαβούμενη<br />
από τη ροσιγλιταζόνη μείωση της αντίστασης<br />
στην ινσουλίνη θα μπορούσε να<br />
παρέχει οφέλη ως προς τη γνωστική λειτουργία<br />
στα ηλικιωμένα άτομα που έχουν<br />
ταυτόχρονα σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2 και MCI παραμείνει άγνωστο. Λαμβανόμενου<br />
υπόψιν ότι τα άτομα αυτά έχουν<br />
έναν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο για γνωστική<br />
έκπτωση, μια βελτίωση της αντίστασης<br />
στην ινσουλίνη θα μπορούσε να<br />
έχει προστατευτική επίδραση. Προκειμένου<br />
να ελεγχτεί αυτή η υπόθεση πραγματοποιήσαμε<br />
νευροψυχολογικές δοκιμασίες<br />
ανά συγκεκριμένα χρονικά<br />
διαστήματα, σε μια ομάδα ηλικιωμένων<br />
ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
και φτωχή μεταβολική ρύθμιση και MCI,<br />
οι οποίοι είχαν ξεκινήσει πρόσφατα<br />
συμπληρωματική θεραπεία με αντιδιαβητικό<br />
φάρμακο, είτε μετφορμίνη είτε<br />
ροσιγλιταζόνη, όταν η μονοθεραπεία με<br />
μετφορμίνη δεν ήταν επαρκής για τη<br />
ρύθμιση. Συμπεριλάβαμε επίσης άτομα<br />
που είχαν πρόσφατα ξεκινήσει μια εξατομικευμένη<br />
δίαιτα και δεν είχαν προηγουμένως<br />
λάβει ποτέ αντιδιαβητικά φάρμακα<br />
από το στόμα.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Επιλέχθηκαν 97 ηλικιωμένα άτομα (μέσος<br />
όρος ηλικίας±SD 76±6 έτη) από μια ομάδα<br />
περίπου 200 ατόμων με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 με φτωχή ρύθμιση μεταβολισμού<br />
και MCI. Συμπεριλάβαμε άτομα<br />
που είχαν ξεκινήσει πρόσφατα (
Abbatecola και συνεργάτες<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Μελέτες έχουν δείξει ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη διαδραματίζει<br />
κάποιο ρόλο στη έκπτωση γνωστικών λειτουργιών των ατόμων με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2. Στοχεύσαμε να προσδιορίσουμε κατά πόσο μια βελτίωση<br />
στην αντίσταση στην ινσουλίνη θα μπορούσε να εξηγεί τις διακυμάνσεις<br />
των γνωστικών επιδόσεων, σε διάστημα 36 εβδομάδων, σε ηλικιωμένα άτομα<br />
με ελαφρά γνωστική έκπτωση [mild cognitive impairment: MCI] και σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Ένα σύνολο 17 ηλικιωμένων ατόμων<br />
(μέσος όρος ηλικίας ±SD 76±6), που είχαν πρόσφατα (
Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />
120 ηλικιωμένοι ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 και έκπτωση μνήμης<br />
με πρόσφατη έναρξη αντιδιαβητικού<br />
φαρμακευτικού σχήματος *<br />
31 αρνήθηκαν να<br />
υποβληθούν σε<br />
έλεγχο διαλογής<br />
89 υποβλήθηκαν σε έλεγχο<br />
διαλογής για aMCI*<br />
σε 51 τέθηκε<br />
διάγνωση aMCI<br />
42 συμφώνησαν να<br />
ενταχθούν στη μελέτη<br />
80 ηλικιωμένοι ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 και με πρόσφατη<br />
έναρξη αντιδιαβητικού φαρμακευτικού<br />
σχήματος με διάγνωση aMCI (όχι πριν<br />
από περισσότερους από 6 μήνες)*<br />
25 αρνήθηκαν<br />
να συμμετάσχουν<br />
55 υποβλήθηκαν σε έλεγχο<br />
διαλογής για aMCI*<br />
97 συμφώνησαν να<br />
ενταχθούν στη μελέτη<br />
Εικόνα 1 - Διάγραμμα ροής για την ένταξη των ασθενών. *Αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα ξεκίνησαν<br />
εντός των 2 μηνών που προηγήθηκαν. §Σύμφωνα με τα δεδομένα από Petersen (2004 (15).<br />
aMCI = αναμνηστικού τύπου MCI<br />
δεοντολογίας του ιδρύματος μας.<br />
Ο κάθε συμμετέχων υποβλήθηκε σε προσωπική<br />
συνέντευξη, ώστε να αξιολογηθεί<br />
η γενική υγεία και λειτουργικότητά<br />
του, 3 εβδομάδες πριν από την έναρξη<br />
του πρωτοκόλλου. Το πρωτόκολλο της<br />
μελέτης συμπεριλάμβανε επισκέψεις<br />
παρακολούθησης με συγκεκριμένη χρονική<br />
απόσταση (n =4), κάθε 12 εβδομάδες<br />
για 36 εβδομάδες, στις οποίες διενεργούνταν<br />
πλήρης αντικειμενική εξέταση<br />
(συμπεριλαμβανομένων και πληροφοριών<br />
σχετικά με τη συμμόρφωση με τα<br />
αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα ή<br />
με το πρόγραμμα δίαιτας), εργαστηριακές<br />
αξιολογήσεις, νευροψυχολογικές<br />
δοκιμασίες και ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα.<br />
Κατά την έναρξη και κατά την<br />
τελευταία επίσκεψη παρακολούθησης,<br />
πραγματοποιήθηκε ένα υπερηχοκαρδιογράφημα<br />
και μια δοκιμασία κόπωσης με<br />
σπινθηρογράφημα. Η αρτηριακή πίεση<br />
κατά την έναρξη καταγράφτηκε με τη<br />
χρήση ενός πρότυπου σφυγμομανομέτρου<br />
υδραργύρου, σε τρεις στιγμές χωρισμένες<br />
από χρονικά διαστήματα των 2<br />
λεπτών και για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε<br />
ο μέσος όρος των μετρήσεων. Ο<br />
δείκτης μάζας σώματος (BMI) υπολογίστηκε<br />
ως το σωματικό βάρος σε χιλιόγραμμα<br />
διαιρούμενο από το τετράγωνο<br />
του αναστήματος σε μέτρα. Οι συνήθειες<br />
ως προς τη σωματική δραστηριότητα<br />
αξιολογήθηκαν με τη χρήση μιας τροποποιημένης<br />
εκδοχής του ερωτηματολογίου<br />
σωματικής δραστηριότητας που χρησιμοποιήθηκε<br />
στην «Ευρωπαϊκή προοπτική<br />
έρευνα για τον καρκίνο και τη διατροφή»<br />
[European Prospective Investigation<br />
into Cancer and Nutrition: EPIC] (16) και<br />
αντιπροσώπευε τη συμεταβλητή της<br />
σωματικής δραστηριότητας στις στατιστικές<br />
αναλύσεις μας.<br />
Εργαστηριακές αναλύσεις<br />
Η ινσουλίνη πλάσματος νηστείας [fasting<br />
plasma insulin: FPI] προσδιορίστηκε μέσω<br />
ενός ραδιοανοσοαντιδραστηρίου στερεάς<br />
βάσης διπλού αντισώματος που κυκλοφορεί<br />
στο εμπόριο, με συντελεστή διακύμανσης<br />
εντός του ίδιου αντιδραστηρίου<br />
3,1±0,3% και διασταυρούμενη αντιδραστικότητα<br />
σε σχέση με την προϊνσουλίνη<br />
= 0,9% (Sorin Biomedica, Milan Italy). Η<br />
γλυκόζη ορού (γλυκόζη πλάσματος νηστείας<br />
[fasting plasma glucose: FPG]), η A1C,<br />
τα λιπίδια ορού και οι λιποπρωτεΐνες του<br />
ορού μετρήθηκαν ποσοτικά σε φρέσκο<br />
δείγμα που λήφθηκε από τους συμμετέχοντες<br />
κατόπιν νηστείας για τουλάχιστον<br />
12 ώρες. Η σταθερότητα των επιπέδων<br />
της A1C προσδιορίστηκε τριπλά, μέσω<br />
μικροστήλης ανταλλαγής ιόντων, σε σταθερή<br />
θερμοκρασία 18ΓC. Χρησιμοποιήθηκαν<br />
ενζυματικές δοκιμασίες που κυκλοφορούν<br />
στο εμπόριο για τη μέτρηση της<br />
ολικής χοληστερόλης και της HDL-χοληστερόλης,<br />
καθώς και των τριγλυκεριδίων<br />
του ορού (Roche Diagnostics,<br />
Mannheim,Germany). Η LDL-χοληστερόλη<br />
του ορού υπολογίστηκε με τη χρήση<br />
του τύπου του Friedewald.<br />
Νευροψυχολογική αξιολόγηση<br />
Χρησιμοποιήθηκε η «ελάχιστη εξέταση<br />
νοητικής κατάστασης» [Mini Mental<br />
State Examination: MMSE), η λεκτική<br />
δοκιμασία ακουστικής μάθησης του Rey<br />
[Rey Auditory-Verbal Learning Test:<br />
RAVLT], η δοκιμασία δημιουργίας τροχιάς<br />
Α [Trail Making Test A: TMTA] και η<br />
δοκιμασία δημιουργίας τροχιάς Β (TMT-<br />
B). Όλες οι αξιολογήσεις των γνωστικών<br />
λειτουργιών πραγματοποιήθηκαν<br />
από γιατρούς που δεν γνώριζαν τη σχεδίαση<br />
της μελέτης.<br />
Η MMSE αξιολογήθηκε ως προς τη συνολική<br />
γνωστική λειτουργία (17) και καλύπτει<br />
πολλές γνωστικές δεξιότητες, με<br />
βαθμολογία που κυμαίνεται από το 0<br />
έως το 30. Η δοκιμασία δημιουργίας τροχιάς<br />
είναι μια οπτικοχωρική δοκιμασία<br />
που λαμβάνει υπόψιν την παράμετρο του<br />
χρόνου και αποτελείται από 2 μέρη, την<br />
TMT-A και την TMT-B. Η TMT-A είναι μια<br />
δοκιμασία της οπτικής ανίχνευσης, που<br />
απαιτεί από τον εξεταζόμενο να σχεδιάσει<br />
μια γραμμή που συνδέει διαδοχικούς<br />
αριθμούς από το 1 έως το 25. Η TMT-B<br />
προσθέτει τον έλεγχο της γνωστικής ευελιξίας,<br />
σε σχέση με την TMT-Α καθώς<br />
απαιτεί από τον εξεταζόμενο να σχεδιάσει<br />
μια γραμμή που συνδέει αριθμούς<br />
και γράμματα με εναλλακτική σειρά (17).<br />
Η βαθμολογία έχει να κάνει με το χρόνο<br />
σε δευτερόλεπτα που χρειάζονται για<br />
46<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Abbatecola και συνεργάτες<br />
την ολοκλήρωση της δοκιμασίας (17). Αν<br />
και τυπικά οι χρόνοι ολοκλήρωσης και<br />
οι αντίστοιχες βαθμολογίες χρησιμοποιούνται<br />
για να εξεταστούν τα ζητήματα<br />
της λειτουργίας της προσοχής και των<br />
εκτελεστικών λειτουργιών (17), η διαφορά<br />
μεταξύ των δύο βαθμολογιών, δηλαδή<br />
TMT-B μείον TMT-A (DIFFBA), παρέχει<br />
μια μέτρηση της «μη αυτόματης γνωστικής<br />
επάρκειας» [cognitive efficiency]<br />
(18). Η δοκιμασία RAVLT χρησιμοποιήθηκε<br />
για τη μέτρηση του εύρους της άμεσης<br />
μνήμης (11). Το άθροισμα των 5 παρουσιάσεων<br />
της άμεσης ανάκλησης μια λίστας<br />
15 λέξεων χρησιμοποιήθηκε για τη στατιστική<br />
ανάλυση. Η παρουσία κατάθλιψης<br />
αξιολογήθηκε με τη χρήση της γηριατρικής<br />
κλίμακας κατάθλιψης [Geriatric<br />
Depression Scale] (14).<br />
Υπερηχοκαρδιογραφική<br />
αξιολόγηση<br />
Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν<br />
σε δυσδιάστατο υπερηχοκαρδιογράφημα<br />
κατά την έναρξη και κατά την 36η<br />
εβδομάδα παρακολούθησης, χρησιμοποιώντας<br />
υπερηχοκαρδιογράφους με<br />
M-mode, δυσδιάστατους και με ικανότητα<br />
ανίχνευσης των παλμών, συνεχούς<br />
κύματος και έγχρωμης ανίχνευσης ροής<br />
τύπου Doppler.<br />
Δοκιμασία κόπωσης με<br />
σπινθηρογράφημα καρδιάς<br />
Η σπινθηρογραφία πραγματοποιήθηκε<br />
κατά την ηρεμία και κατά τη διάρκεια<br />
σωματικής άσκησης. Η κόπωση είχε να<br />
κάνει με δυναμική άσκηση σε ύπτια θέση<br />
σε ένα εργόμετρο τύπου ποδηλάτου,<br />
ξεκινώντας με 25W στις 60 rpm και αυξάνοντας<br />
κατά βήματα των 25-W σε διάστημα<br />
2 λεπτών, μέχρι να επιτευχθεί<br />
φορτίο 75-W. Το έργο αυτό διατηρήθηκε<br />
σταθερό για 4 λεπτά, στα πλαίσια της<br />
δοκιμασίας σπινθηρογραφικής κόπωσης.<br />
Κατά τη διάρκεια της άσκησης, λαμβάνονταν<br />
καταγραφές πρότυπου ηλεκτροκαρδιογραφήματος<br />
ανά 2 λεπτά. Για<br />
την αγγειογραφία με ραδιοϊσότοπα, τα<br />
ερυθροκύτταρα σημανθήκαν “in vivo”<br />
με 25 mCi του 99mTc-pertechnetate. Οι<br />
μελέτες πραγματοποιήθηκαν με ένα<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />
μικρό οπτικό πεδίο γ - κάμερας (Basi-<br />
CAM, Siemens, Erlangen, Germany) εφοδιασμένο<br />
με ευθυγραμμιστή χαμηλής<br />
ενέργειας, γενικών χρήσεων και παράλληλης<br />
οπής. Η διάκριση της ενέργειας<br />
έγινε από ένα παράθυρο 20% επικεντρωμένο<br />
στη φωτο-αιχμή των 140 -keV του<br />
99mTc. Οι αγγειοσπινθηρογραφικές παράμετροι<br />
αξιολογήθηκαν κατά την ηρεμία<br />
και κατά τα 75 W.<br />
Στατιστικές αναλύσεις<br />
Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />
με τη χρήση του λογισμικού SPSS<br />
(έκδοση 15.0, SPSS, Chicago, IL). Όλα<br />
τα δεδομένα παρουσιάζονται ως μέσοι<br />
Κλινικά χαρακτηριστικά κατά την έναρξη ανάλογα<br />
με την ομάδα αντιδιαβητικής θεραπείας<br />
Σύνολο Ομάδα D Ομάδα MF Ομάδα<br />
MF/Rosi<br />
N 97 35 30 32<br />
Ηλικία (έτη) 76 ± 6 77 ± 6 75 ± 6 76 ± 6<br />
Φύλο (άντρες/γυναίκες) 53/44 18/17 17/13 18/14<br />
Σακχαρώδη διαβήτη (έτη) 5,7 ± 3,3 5,2 ± 3,3 5,6 ± 2,9 6,1 ± 3,7<br />
BMI (kg/m 2 ) 27,7 ± 3,5 28,3 ± 3,9 27,3 ± 3,4 27,4 ± 3,0<br />
Λόγος περιμέτρου<br />
μέσης-ισχίων 0,89 ± 0,8 0,90 ± 0,8 0,89 ± 0,8 0,91 ± 0,8<br />
FPG (mmol/l) 8,44 ± 1,11 8,44 ± 1,22 8,28 ± 0,94 8,5 ± 0,89<br />
FPI (pmol/l) 148 ± 74 150 ± 75 149 ± 73 147 ± 13<br />
A1C (%) 7,5 ± 0,5 7,5 ± 0,4 7,4 ± 0,6 7,5 ± 0,4<br />
Χοληστερόλη (mmol/l) 5,68 ± 0,83 5,71 ± 0,75 5,68 ± 0,85 5,63 ± 0,93<br />
LDL (mmol/l) 3,46 ± 0,85 3,49 ± 0,80 3,51 ± 0,85 3,39 ± 0,93<br />
HDL (mmol/l) 1,01 ± 0,28 1,03 ± 0,31 1,01 ± 0,28 0,98 ± 0,26<br />
Τριγλυκερίδια (mmol/l) 2,55 ± 0,58 2,56 ± 0,7 2,48 ± 0,56 2,60 ± 0,45<br />
Συστολική αρτηριακή<br />
πίεση (mm Hg) 150 ± 21 150 ± 19 147 ± 18 153 ± 24<br />
Διαστολική αρτηριακή<br />
πίεση (mm Hg) 85 ± 7 85 ± 7 85 ± 7 84 ± 7<br />
Κλάσμα εξώθησης (%) 52,7 ± 2,9 53,9 ± 2,5 52,4 ± 2,2 51,7 ± 3,2<br />
Σωματική δραστηριότητα* 2,8 ± 1,0 2,8 ± 1,0 2,7 ± 1,1 2,8 ± 1,0<br />
MMSE 24,0 ± 2,5 22,9 ± 2,1 24,1 ± 2,3 24,0 ± 3,0<br />
TMT-A (s) 67,6 ± 42,6 72,2 ± 46,5 61,5 ± 30,6 67,8 ± 48,1<br />
TMT-B (s) 161,1 ± 63,7 158,7 ± 60,0 172,7 ± 61,8 162,5 ± 76,8<br />
DIFFBA (s) 101,2 ± 58,1 111,6 ± 60,1 95,0 ± 44,9 98,2 ± 68,1<br />
RAVLT 24,5 ± 2,3 24,8 ± 2,5 24,7 ± 2,2 24,0 ± 2,1<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι +/- SD. *Σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο της EPIC<br />
(βλ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ)<br />
όροι ±SD. Προκειμένου να προσεγγιστούν<br />
οι κανονικές κατανομές, χρησιμοποιήθηκαν<br />
για τα τριγλυκερίδια και την<br />
ινσουλίνη πλάσματος οι λογαριθμικές<br />
μετατροπές των τιμών, προς χρήση στη<br />
στατιστική ανάλυση, ενώ έγινε εκ νέου<br />
αντίστροφη μετατροπή για την παρουσίαση<br />
των δεδομένων. Για την αξιολόγηση<br />
των διαφορών στις κλινικές και<br />
μεταβολικές παραμέτρους ανάλογα με<br />
την ομάδα αντιδιαβητικής αντιμετώπισης<br />
χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία ANOVA.<br />
Η FPG, η FPI και η A1C αξιολογήθηκαν<br />
στην πάροδο του χρόνου χρησιμοποιώντας<br />
τη μέθοδο ANOVA εντός κάθε ομάδας<br />
και μεταξύ των ομάδων. Η χρήση<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 47
Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />
μερικών συσχετίσεων διερεύνησε τη σχέση<br />
μεταξύ 2 μεταβλητών ανεξάρτητα<br />
από τις συμμεταβλητές. Δημιουργήθηκε<br />
μια ANOVA επαναληπτικών μετρήσεων,<br />
ώστε να προσδιοριστεί η μεταβολή<br />
της γνωστικής απόδοσης εντός κάθε ομάδας<br />
στην πάροδο του χρόνου, μετά από<br />
προσαρμογή ως προς συγχυτικούς παράγοντες<br />
όπως η ηλικία, το φύλο, τα έτη<br />
εκπαίδευσης, ο ΒΜΙ, η διάρκεια του σακχαρώδη<br />
διαβήτη, η συστολική αρτηριακή<br />
πίεση, η σωματική δραστηριότητα, η<br />
κατάθλιψη, η A1C, η FPG και τα τριγλυκερίδια.<br />
Μερικές συσχετίσεις αναλύθηκαν<br />
κατά την έναρξη στο σύνολο των<br />
συμμετεχόντων της μελέτης, ανά βαθμολογία<br />
γνωσιακής δοκιμασίας (MMSE,<br />
TMT-A, TMT-B, DIFFBA και RAVLT) και τα<br />
επίπεδα FPI, ταυτόχρονα με προσαρμογή<br />
ως προς την ηλικία, τα έτη επίσημης<br />
εκπαίδευσης, τη διάρκεια του σακχαρώδη<br />
διαβήτη και την ομάδα θεραπείας.<br />
Προκειμένου να ελεγχθεί η συσχέτιση<br />
μεταξύ της διακύμανσης της FPI και των<br />
νευροψυχολογικών δοκιμασιών, δημιουργήθηκαν<br />
χωριστά μοντέλα γραμμικής<br />
παλινδρόμησης μεικτών δράσεων,<br />
με τις δοκιμασίες των γνωστικών επιδόσεων<br />
(MMSE, TMT-A, TMT-B, DIFFBA και<br />
RAVLT) ως εξαρτώμενες μεταβλητές μετά<br />
από προσαρμογή ως προς τις παραπάνω<br />
συμμεταβλητές, συμπεριλαμβανομένης<br />
της ομάδας, με τη μορφή σταθερών δράσεων<br />
στο συνολικό πληθυσμό. Συμπεριλήφθηκε<br />
επίσης ένας όρος αλληλεπίδρασης,<br />
της μορφής FPI x Χρόνος, ώστε να<br />
υπολογιστεί η μεταβολή της FPI και η<br />
μεταβολή της γνωστικής βαθμολογίας<br />
στη πάροδο του χρόνου. Οι ίδιες στατιστικές<br />
αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />
επίσης και στην ομάδα M/Rosi.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />
Έναρξη μελέτης<br />
Δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές<br />
μεταξύ των κλινικών, των βιοχημικών<br />
και των νευροψυχολογικών δοκιμασιών<br />
ανάλογα με την ομάδα αντιδιαβητικής<br />
θεραπείας. Οι συμμετέχοντες ήταν υπέρβαροι<br />
(BMI 27,7 ± 3,5 kg/m2) με φτωχό<br />
έλεγχο των ακόλουθων μεταβολικών<br />
παραμέτρων: FPG 8,6 ±1,3 mmol/l, FPI<br />
145,6 ±0 17,8 pmol/l και A1C, 7,5 ± 0,5%.<br />
Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν καλή λειτουργική<br />
κατάσταση (δραστηριότητες<br />
καθημερινής ζωής 5,9±0,1 και λειτουργικές<br />
δραστηριότητες καθημερινής ζωής<br />
6,9±0,8) και δεν έπασχαν από κατάθλιψη<br />
(βαθμολογία γηριατρικής κλίμακας<br />
κατάθλιψης 3,5± ή 2,2). Τα κλινικά χαρακτηριστικά<br />
κατά την έναρξη ανάλογα με<br />
την ομάδα αντιδιαβητικής θεραπείας<br />
παρατίθενται στον Πίνακα 1.<br />
Κατά την έναρξη, πραγματοποιήθηκαν<br />
μερικές συσχετίσεις μεταξύ των παραμέτρων<br />
μεταβολικής ρύθμισης (FPI, FPG<br />
και A1C) και των βαθμολογιών των νευροψυχολογικών<br />
διαδικασιών (MMSE, TMT-<br />
A, TMT-B, DIFFBA και RAVLT) σε όλους<br />
τους συμμετέχοντες, μετά από προσαρμογή<br />
ως προς την ηλικία, τα έτη εκπαίδευσης,<br />
τη διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη<br />
(έτη) και την ομάδα αντιδιαβητικής<br />
θεραπείας. Διαπιστώσαμε ότι τα υψηλότερα<br />
επίπεδα FPI συσχετίζονταν ανεξάρτητα<br />
με χειρότερες βαθμολογίες στη δοκιμασία<br />
RAVLT (r = -0,227,P =0,029) και τα<br />
υψηλότερα επίπεδα A1C συσχετίζονταν<br />
με μεγαλύτερο χρόνο κατά την εκτέλεση<br />
του TMT-B και μεγαλύτερη DIFFBA (r<br />
= 0,212, P = 0,42, r =0,213, P= 0,43). Δεν<br />
διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές<br />
συσχετίσεις μεταξύ FPG και κάποιας νευροψυχολογικής<br />
δοκιμασίας.<br />
Παρακολούθηση<br />
Όλοι οι συμμετέχοντες (n = 97) ολοκλήρωσαν<br />
το πρωτόκολλο της μελέτης χωρίς<br />
κάποιο ανεπιθύμητο σύμβαμα. Σε κανένα<br />
συμμετέχοντα δεν εμφανίστηκε καρδιαγγειακό<br />
σύμβαμα. Οι συμμετέχοντες<br />
συμμορφώθηκαν με το αντιδιαβητικό<br />
πρόγραμμα τους κατά τη διάρκεια της<br />
περιόδου παρατήρησης. Παρατηρήθηκε<br />
μια προοδευτική βελτίωση της A1C<br />
και της FPG, στα άτομα που χρησιμοποιούσαν<br />
αντιδιαβητικά φάρμακα από το<br />
στόμα, ενώ αυτά που χρησιμοποιούσαν<br />
εξατομικευμένη δίαιτα παρουσίασαν<br />
στατιστικά σημαντική επιδείνωση των<br />
ίδιων παραμέτρων (Ptrend
Abbatecola Lin και συνεργάτες<br />
κή ανάλυση με μοντέλο παλινδρόμησης<br />
στο συνολικό πληθυσμό της μελέτης,<br />
κατόπιν προσαρμογής ως προς πολλαπλούς<br />
συγχυτικούς παράγοντες. Διαπιστώσαμε<br />
ότι ο όρος αλληλεπίδρασης FPI<br />
x Χρόνος λειτουργούσε προγνωστικά με<br />
ανεξάρτητο τρόπο για τις διακυμάνσεις<br />
των βαθμολογιών νευροψυχολογικών<br />
δοκιμασιών αναφορικά μόνο με τις TMT-<br />
B και RAVLT (Πίνακας 2). Όπως αναφέρθηκε<br />
προηγουμένως, η ομάδα MF/Rosi<br />
παρουσίασε επίσης μια στατιστικά σημαντική<br />
μείωση στα επίπεδα της FPI και<br />
επομένως, η ίδια ανάλυση πραγματοποιήθηκε<br />
και στην ομάδα MF/Rosi, στην<br />
οποία ο όρος FPI x Χρόνος μπορούσε να<br />
προβλέψει με ανεξάρτητο τρόπο τις διακυμάνσεις<br />
μόνο της δοκιμασίας RAVLT<br />
(Πίνακας 2).<br />
ΣΥΜΠΕΡAΣΜΑΤΑ<br />
Στα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 και MCI, παρατηρήσαμε<br />
μια βελτίωση στις παραμέτρους μεταβολικής<br />
ρύθμισης (A1C, FPG και FPI) σε<br />
όσους χρησιμοποιούσαν τα αντιδιαβητικά<br />
φάρμακα από το στόμα μετφορμίνη<br />
ή μετφορμίνη + ροσιγλιταζόνη, σε<br />
σύγκριση με τα άτομα που χρησιμοποίησαν<br />
μια καλά ρυθμισμένη εξατομικευμένη<br />
δίαιτα σε διάστημα 36 εβδομάδων.<br />
Διαπιστώσαμε επίσης ότι μια καλά ρυθμισμένη<br />
δίαιτα συσχετιζόταν με στατιστικά<br />
σημαντική μείωση της γνωστικής<br />
απόδοσης επί των εκτελεστικών λειτουργιών<br />
και των δοκιμασιών μνήμης, ενώ η<br />
μονοθεραπεία με μετφορμίνη συσχετιζόταν<br />
με μείωση στην απόδοση της μνήμης.<br />
Οι δοκιμασίες MMSE και TMT-A δεν<br />
ήταν ευαίσθητες σε μικρές μεταβολές<br />
στη πάροδο του χρόνου και αυτό μπορεί<br />
να εξηγηθεί από το γεγονός ότι αυτού<br />
του είδους οι νευροψυχολογικές δοκιμασίες<br />
δεν παρουσιάζουν στατιστικά<br />
σημαντικές διακυμάνσεις σε μικρές<br />
περιόδους παρατήρησης, σε σύγκριση<br />
με τις δοκιμασίες που μετρούν τη γνωστική<br />
ευελιξία, τη μη αυτόματη γνωστική<br />
επάρκεια και τη μνήμη (18). Διαπιστώσαμε<br />
ότι η χρήση της μετφορμίνης<br />
+ροσιγλιταζόνης συσχετιζόταν με σταθερή<br />
γνωστική απόδοση στο σύνολο των<br />
Γλυκόζη πλάσματος<br />
νηστείας (mmol/l)<br />
Ινσουλίνη πλάσματος<br />
νηστείας pmol/l<br />
A1C%<br />
Εικόνα 2 - Μεταβολές στην A1C, την καρδιαγγειακή PPG και την FPG στην πάροδο του χρόνου ανάλογα<br />
με την αντιδιαβητική θεραπεία. Μαύρο τρίγωνο = ομάδα D, άσπρος κύκλος = ομάδα MF/Rosi,<br />
μαύρο τετράγωνο = ομάδα MF * Ptrend
Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 .<br />
υποδηλώνουν ότι η πρόσθετη χρήση<br />
φαρμάκων που ευαισθητοποιούν στην<br />
ινσουλίνη, όπως είναι η ροσιγλιταζόνη,<br />
στα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 που έχουν σημαντικά<br />
υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση γνωστικής<br />
δυσλειτουργίας, μπορεί να είναι<br />
ωφέλιμη. Η βελτίωση της ρύθμισης της<br />
γλυκόζης αίματος έχει αποδειχθεί ότι<br />
συσχετίζεται με καλύτερη κατάσταση<br />
γνωστικών αποδόσεων μόνο στα ηλικιωμένα<br />
άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και καλή γνωστική κατάσταση<br />
(4,19). Επιπρόσθετα, οι μειώσεις στα<br />
επίπεδα γλυκόζης νηστείας εντός των<br />
ορίων της υπεργλυκαιμίας συνοδεύονταν<br />
από αντίστοιχες βελτιώσεις στις<br />
γνωστικές λειτουργίες, ενώ δεν συνέβαινε<br />
κάτι τέτοιο για τις στατιστικά σημαντικές<br />
βελτιώσεις στα επίπεδα της FPI,<br />
κατά τη διάρκεια μιας μελέτης 24 εβδομάδων<br />
(4). Πράγματι. τα παρόντα ευρήματα<br />
ξεκαθαρίζουν περαιτέρω τη βιβλιογραφία,<br />
αποδεικνύοντας ότι οι βελτιώσεις<br />
στην FPI δεν συσχετίζονται με μεταβολές<br />
στη γνωστική απόδοση, ενώ η βελτίωση<br />
στα επίπεδα της FPI μπορούσε να<br />
προβλέψει τις μεταβολές της γνωστικής<br />
Προγνωστικοί παράγοντες της διαχρονικής<br />
διακύμανσης της γνωστικής απόδοσης σε διάστημα<br />
36 εβδομάδων παρακολούθησης<br />
TMT-B<br />
RAVLT<br />
β Τιμή του P β Τιμή του P<br />
Σύνολο συμμετεχόντων (n = 97)<br />
Χρόνος -61,4730 0,134 5,9875
Abbatecola και συνεργάτες<br />
ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
και MCI. Ο πιο σημαντικός περιορισμός<br />
της παρούσας μελέτης είναι η<br />
σχεδίαση περιγραφικού τύπου, η οποία<br />
επιτρέπει μόνο τη διατύπωση υποθέσεων.<br />
Πράγματι, ήμασταν ικανοί να προσδιορίσουμε<br />
μια ειδική ομάδα ηλικιωμένων<br />
ατόμων που εμφανίζει στατιστικά<br />
σημαντικά υψηλό κίνδυνο για άνοια,<br />
περιορίζοντας τον έλεγχο στα άτομα με<br />
MCI και πρόσφατη ενίσχυση της αντιδιαβητικής<br />
αγωγής. Η βιβλιογραφία δε<br />
διαθέτει δεδομένα ως προς τις διακυμάνσεις<br />
της γνωστικής απόδοσης στην<br />
πάροδο του χρόνου, σε ηλικιωμένα άτομα<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />
MCI και σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε<br />
επί του παρόντος, μόνο μια πρόσφατη<br />
Γιαπωνέζικη μελέτη έδειξε ότι ένα φάρμακο<br />
της ίδια κατηγορίας, η πιογλυταζόνη,<br />
βελτίωσε τη νοητική λειτουργία,<br />
μελέτη που χρησιμοποίησε την «κλίμακα<br />
αξιολόγησης της νόσου Alzheimer»<br />
και τη «δοκιμασία λογικής μάθησης του<br />
Wechsler», σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και νόσο του Alzheimer ή<br />
MCI (22). Ωστόσο, αυτή ήταν μια ανοιχτού<br />
τύπου μελέτη και δεν μπορούν να<br />
αποκλειστούν οι κίνδυνοι εισαγωγής<br />
συστηματικών σφαλμάτων. Η πιογλυταζόνη<br />
έχει επίσης αποδεχθεί ότι μειώνει<br />
τον κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο, γεγονός που υποδηλώνει έναν<br />
προστατευτικό ρόλο στο στρώμα των<br />
εγκεφαλικών αγγείων (23). Τα παρόντα<br />
ευρήματα υποστηρίζουν την περίπτωση<br />
να λογαριαστεί η χρήση γλυταζονών στα<br />
ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και MCI, στα πλαίσια μελλοντικών<br />
διπλά τυφλών κλινικών δοκιμών.<br />
Επιπρόσθετα, μπορεί κανείς να<br />
υποθέσει ότι μια βελτίωση στην ευαισθησία<br />
στην ινσουλίνη φαίνεται ότι έχει<br />
πιο σημαντικό ρόλο στη γνωστική απόδοση<br />
στα ηλικιωμένα άτομα με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 και MCI, σε σχέση<br />
με ό,τι η βελτίωση στην NGT και την<br />
MCI. Ένας άλλος σημαντικός περιορισμός<br />
ήταν το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήσαμε<br />
σύγκριση των ατόμων με<br />
σακχαρώδη διαβήτη και MCI με αυτά με<br />
NGT και MCI. Ωστόσο, πρόσφατες τυχαιοποιημένες<br />
μελέτες που έχουν αξιολογήσει<br />
τη χρήση της ροσιγλιταζόνης σε<br />
άτομα με NGT και νόσο του Alzheimer ή<br />
MCI τερματίστηκαν, εξαιτίας της έλλειψης<br />
δραστικότητας (24-25), γεγονός που<br />
υποστηρίζει ότι η ευαισθησία από μόνη<br />
της δεν είναι ουσιώδης για τη γνωστική<br />
απόδοση στα άτομα με NGT.<br />
Συνοψίζοντας, η παρούσα μελέτη παρέχει<br />
ενθαρρυντικά στοιχεία υπέρ του ότι<br />
τα φάρμακα που ευαισθητοποιούν στην<br />
ινσουλίνη, όπως είναι η ροσιγλιταζόνη,<br />
όχι μόνο μπορεί να είναι σημαντικά για<br />
τον επίτευξη μεταβολικής ρύθμισης στο<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αλλά επίσης<br />
προστατεύουν και έναντι της γνωστικής<br />
δυσλειτουργίας. Οι μεγάλες κλινικές<br />
μελέτες που θα ελέγξουν τη χρήση<br />
των θειαζολιδινεδιονών, θα προσδιορίσουν<br />
κατά πόσον οι μηχανισμοί που σχετίζονται<br />
με τη βελτίωση της αντίστασης<br />
στην ινσουλίνη διαδραματίζουν προστατευτικό<br />
ρόλο έναντι της εξέλιξης της<br />
άνοιας, σε ηλικιωμένα άτομα μα σακχαρώδη<br />
διαβήτη και MCI.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
This work was supported by grants from<br />
GlaxoSmithKline to the Department of<br />
Geriatric Medicine and Metabolic Diseases<br />
at the Second University of Naples, Naples,<br />
Italy.<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
From the 1. Italian National Research Center<br />
on Aging, Ancona, Italy; the 2. Department of<br />
General Pathology, Second University of<br />
Naples, Naples, Italy; the 3. Nuclear Medicine<br />
Division, Second University of Naples, Naples,<br />
Italy; the 4. Department of Geriatric Medicine,<br />
Santa Scolasticaî Hospital, Cassino, Italy;<br />
and the 5. Department of Geriatric Medicine<br />
and Metabolic Diseases, Second University of<br />
Naples, Naples, Italy.<br />
Corresponding author: Giuseppe Paolisso,<br />
giuseppe.paolisso@unina2.it. Received 1<br />
November 2009 and accepted 21 April 2010.<br />
Published ahead of print at http://care.<br />
diabetesjournals.org on 30 April 2010. DOI:<br />
10.2337/dc09-2030.<br />
The Second University of Naples retained<br />
access to all study data, and the sponsor did<br />
not participate in the study.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Messier C, Gagnon M. Cognitive decline<br />
associated with dementia and type 2 diabetes:<br />
the interplay of risk factors. Diabetologia<br />
2009;52:2471-2474<br />
2. Roberts RO, Geda YE, Knopman DS, Christianson<br />
TJ, Pankratz VS, Boeve BF, Vella A, Rocca<br />
WA, Petersen RC. Association of duration<br />
and severity of diabetes mellitus with mild<br />
cognitive impairment. Arch Neurol 2008;65:1066-<br />
1073<br />
3. Biessels GJ, Kappelle LJ, Utrecht Diabetic<br />
Encephalopathy Study Group. Increased risk<br />
of Alzheimer’s disease in type II diabetes:<br />
insulin resistance of the brain or insulininduced<br />
amyloid pathology? Biochem Soc<br />
Trans 2005;33:1041-1044<br />
4. Ryan CM, Freed MI, Rood JA, Cobitz AR,<br />
Waterhouse BR, Strachan MW. Improving<br />
metabolic control leads to better working<br />
memory in adults with type 2 diabetes.<br />
Diabetes Care 2006;29:345-351<br />
5. Du XL, Edelstein D, Dimmeler S, Ju Q, Sui C,<br />
Brownlee M. Hyperglycemia inhibits endothelial<br />
nitric oxide synthase activity by posttranslational<br />
modification at the Akt site. J Clin Invest<br />
2001;108:1341-1348<br />
6. Abbatecola AM, Rizzo MR, Barbieri M, Grella<br />
R, Arciello A, Laieta MT, Acampora R, Passariello<br />
N, Cacciapuoti F, Paolisso G. Post prandial<br />
plasma glucose excursions and cognitive<br />
functioning in aged type 2 diabetics. Neurology<br />
2006;67:235-240<br />
7. Watson GS, Craft S. Modulation of memory by<br />
insulin and glucose: neuropsychological<br />
observations in Alzheimer’s disease. Eur J<br />
Pharmacol 2004;490:97-113<br />
8. Folli F, Ghidella S, Bonfanti L, Kahn CR,<br />
Merighi A. The early intracellular signaling<br />
pathway for the insulin/insulin-like growth<br />
factor receptor family in the mammalian<br />
central nervous system. Mol Neurobiol<br />
1996;13:155-183<br />
9. Folli F, Bonfanti L, Renard E, Kahn CR, Merighi<br />
A. Insulin receptor substrate-1 (IRS-1) distribution<br />
in the rat central nervous system. J Neurosci<br />
1994;14:6412-6422<br />
10. Abbatecola AM, Paolisso G, Lamponi M,<br />
Bandinelli S, Lauretani F, Launer L, Ferrucci<br />
L. Insulin resistance and executive dysfunction<br />
in older persons. J Am Geriatr Soc 2004;52:1713-<br />
1718<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 51
Rosiglitazone and Cognitive Performance<br />
11. Rönnemaa E, Zethelius B, Sundelöf J, Sundström<br />
J, Degerman-Gunnarsson M, Berne C, Lannfelt<br />
L, Kilander L. Impaired insulin secretion<br />
increases the risk of Alzheimer disease.<br />
Neurology 2008;71:1065-1071<br />
12. Watson GS, Cholerton BA, Reger MA, Baker<br />
LD, Plymate SR, Asthana S, Fishel MA, Kulstad<br />
JJ, Green PS, Cook DG, Kahn SE, Keeling ML,<br />
Craft S. Preserved cognition in patients with<br />
early Alzheimer disease and amnestic mild<br />
cognitive impairment during treatment with<br />
rosiglitazone: a preliminary study. Am J Geriatr<br />
Psychiatry 2005;13:950-958<br />
13. Mancia G, Grassi G. The new European Society<br />
of Hypertension/European Society of Cardiology<br />
(ESH/ESC) Guidelines. Ther Adv Cardiovasc<br />
Dis. 2008;2:5-12<br />
14. Brown PJ, Woods CM, Storandt M. Model<br />
stability of the 15-item Geriatric Depression<br />
Scale across cognitive impairment and severe<br />
depression. Psychol Aging 2007;22:372-379<br />
15. Petersen RC. Mild cognitive impairment as a<br />
diagnostic entity. J Intern Med 2004;256:183-<br />
194<br />
16. Wareham NJ, Jakes RW, Rennie KL, Schuit J,<br />
Mitchell J, Hennings S, Day NE. Validity and<br />
repeatability of a simple index derived from<br />
the short physical activity questionnaire used<br />
in the European Prospective Investigation<br />
into Cancer and Nutrition (EPIC) Study. Public<br />
Health Nutr 2003;6:407-413<br />
17. LezakM, Howieson D, Loring D. Neuropsychological<br />
Assessment. 4th ed. Oxford, U.K., Oxford<br />
University Press, 2004; pp 381-384, 438-445,<br />
741-744<br />
18. Ratcliff G, Dodge H, Birzescu M, Ganguli M.<br />
Tracking cognitive functioning over time: tenyear<br />
longitudinal data from a communitybased<br />
study. Appl Neuropsychol 2003;10:76-<br />
88<br />
19. Cukierman-Yaffe T, Gerstein HC, Williamson<br />
JD, Lazar RM, Lovato L, Miller ME, Coker<br />
LH, Murray A, Sullivan MD, Marcovina SM,<br />
Launer LJ. Relationship between baseline<br />
glycemic control and cognitive function in<br />
individuals with type 2 diabetes and other<br />
cardiovascular risk factors: the Action to<br />
Control Cardiovascular Risk in Diabetes-<br />
Memory in Diabetes (ACCORD-MIND) trial.<br />
Diabetes Care 2009;32:221-226<br />
20. Messier C, Gagnon M. Glucose regulation<br />
and cognitive functions: relation to Alzheimer’s<br />
disease and diabetes. Behav Brain Res<br />
1996;75:1-11<br />
21. Farris W, Mansourian S, Chang Y, Lindsley<br />
L, Eckman EA, Frosch MP, Eckman CB, Tanzi<br />
RE, Selkoe DJ, Guenette S. Insulin- degrading<br />
enzyme regulates the levels of insulin,<br />
amyloid -protein, and the -amyloid precursor<br />
protein intracellular domain in vivo. Proc<br />
Natl Acad Sci USA 2003;100:4162-4167<br />
22. Hanyu H, Sato T, Kiuchi A, Sakurai H, Iwamoto<br />
T. Pioglitazone improved cognition in a pilot<br />
study on patients with Alzheimer’s disease<br />
and mild cognitive impairment with diabetes<br />
mellitus. J Am Geriatr Soc. 2009;57:177-179<br />
23. Wilcox R, Bousser MG, Betteridge DJ,<br />
Schernthaner G, Pirags V, Kupfer S, Dormandy<br />
J, PROactive Investigators. Effects of pioglitazone<br />
in patients with type 2 diabetes with or<br />
without previous stroke: results from PROactive<br />
(PROspective pioglitAzone Clinical Trial In<br />
macroVascular Events 04). Stroke. 2007;38:865-<br />
873<br />
24. Open-label extension study of rosiglitazone<br />
XR as adjunctive therapy in subjects with mildto-moderate<br />
Alzheimers [article online], 2010.<br />
Available from http://www.clinicaltrials.gov/<br />
ct2/show/NCT00490568? term rosiglitazone<br />
and alzheimer%27s disease&rank7. Accessed<br />
01 October 2009<br />
25. Study of rosiglitazone XR in subjects with<br />
mild-to-moderate Alzheimers [article online],<br />
2010. Available from http://www.clinicaltrials.<br />
gov/ct2/show/NCT00550420? term rosiglitazone<br />
and alzheimer%27s disease&rank9. Accessed<br />
01 October 2009<br />
52<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />
original article<br />
Επιβίωση σε Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1<br />
που Υποβάλλονται σε Θεραπεία Νεφρικής<br />
Υποκατάστασης, μεταξύ 1980-2007<br />
Survival of Patients With Type 1 Diabetes Receiving Renal Replacement Therapy in 1980-2007<br />
MIKKO HAAPIO, MD 1 , JAAKKO HELVE, MD 2 , PER-HENRIK GROOP, MD, PHD 1 , CAROLA GR ONHAGEN-RISKA, MD, PHD 2 ,<br />
PATRIK FINNE, MD, PHD 3,4<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Οι κίνδυνοι από τη νεφρική νόσο τελικού σταδίου και ο πρόωρος θάνατος<br />
στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 έχουν μειωθεί στη διάρκεια<br />
των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο, τα δεδομένα σχετικά με την επιβίωση των<br />
ασθενών που υποβάλλονται σε «εξωνεφρική κάθαρση» [«θεραπεία νεφρικής<br />
υποκατάστασης» renal replacement therapy: RRT] είναι περιορισμένη. Διερευνήσαμε<br />
κατά πόσον έχει βελτιωθεί η επιβίωση σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 που υποβάλλονται σε RRT, στην πορεία του χρόνου, καθώς και<br />
κατά πόσον η βελτίωση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην πρόοδο της εξωνεφρικής<br />
κάθαρσης ή στην πρόοδο της περίθαλψης του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Παρακολουθήθηκε μια σειρά ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (n=1.604) που ξεκίνησαν χρόνιου τύπου<br />
RRT στη Φινλανδία μεταξύ 1980 και 2005, μέχρι το θάνατο τους ή μέχρι τις 31<br />
Δεκεμβρίου 2007, όποτε και ολοκληρώθηκε η παρακολούθηση. Η ομάδα ελέγχου<br />
(n= 1.556) περιλάμβανε ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα οι οποίοι ξεκίνησαν<br />
να υποβάλλονται σε RRT. Όλοι οι ασθενείς προσδιορίστηκαν μέσω του<br />
Φινλανδικού αρχείου νεφρικών νοσημάτων [Finnish Registry for Kidney Diseases].<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Η διάμεση τιμή του χρόνου επιβίωσης των ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 αυξανόταν προοδευτικά, από τα 3,60 έτη κατά τη<br />
διάρκεια 1980-1384 σε >8 έτη κατά τη διάρκεια του 2000-2005. Το 2000-<br />
2005, ο μη προσαρμοσμένος σχετικός κίνδυνος θανάτου ήταν 0,55, σε σύγκριση<br />
με το 1980-1984. Μετά από προσαρμογή ως προς τις πιο σημαντικές μεταβλητές,<br />
ο αντίστοιχος σχετικός κίνδυνος θανάτου ήταν μόνο 0,23. Για τους<br />
ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα, ο προσαρμοσμένος σχετικός κίνδυνος μειώθηκε<br />
σε μικρότερο βαθμό, στο 0,30 (P =0,007).<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η επιβίωση στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1 και νεφρική νόσο τελικού σταδίου έχει βελτιωθεί από τη δεκαετία του 1980,<br />
παρά τη δυσοίωνη αύξηση της ηλικίας των ασθενών που ξεκινούν RRT, γεγονός<br />
που υποδηλώνει ότι υπάρχει όχι μόνο μια πραγματική πρόοδος στη θεραπεία<br />
εξωνεφρικής κάθαρσης και τη συνολική θεραπεία των ασθενών με νεφρική<br />
νόσο τελικού σταδίου, αλλά πιθανώς υπάρχει και μια βελτίωση στην<br />
αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Diabetes Care 33:1718-1723, 2010<br />
Οσακχαρώδης διαβήτης είναι<br />
το πιο σημαντικό αίτιο<br />
νεφρικής νόσου τελικού<br />
σταδίου [end-stage renal<br />
disease: ESRD] στις εκβιομηχανισμένες<br />
χώρες, γεγονός που αντανακλά<br />
τον ταχέως αυξανόμενο αριθμό<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη έναρξης<br />
κατά την ενήλικο ζωή (1,2). Η συχνότητα<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ωστόσο,<br />
ποικίλει σημαντικά μεταξύ των χωρών<br />
και στη Φινλανδία είναι η υψηλότερη στον<br />
κόσμο (3). Κατά το τέλος του 2007, η επίπτωση<br />
και ο επιπολασμός της ESRD λόγω<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ήταν 13 και<br />
128 ανά εκατομμύριο κατοίκων, αντίστοιχα<br />
(4). Η τελευταία κατάσταση ευθύνεται<br />
για το 17,2% των ασθενών που υποβάλλονται<br />
σε χρόνια αιμοδιάλυση. Σε μια<br />
πρόσφατη Φινλανδική μελέτη, ο κίνδυνος<br />
για ESRD σε ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 ήταν 2,2% μετά από<br />
20 έτη και 7,8% μετά από 30 έτη από τη<br />
διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη (5).<br />
Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος έχει μειωθεί στη<br />
διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, κάτι<br />
που συμβαδίζει με τη μείωση της επίπτωσης<br />
που παρατηρείται σε πολλές άλλες<br />
χώρες (6).<br />
Μια ευρωπαϊκή μελέτη με δεδομένα από<br />
10 εθνικά αρχεία καταγραφής ασθενών<br />
έδειξε μείωση στα ποσοστά θνησιμότητας<br />
των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 που υποβάλλονται σε θεραπεία<br />
νεφρικής υποκατάστασης [renal replacement<br />
therapy: RRT] κατά τη διάρκεια της χρονικής<br />
περιόδου 1991-2000 (7). Σε μια μελέ-<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 53
Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />
τη σε αρχείο καταγραφής από τη Δανία,<br />
που κάλυψε τη χρονική περίοδο 1990-<br />
2005, το συνολικό ποσοστό επιβίωσης των<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη που υποβάλλονταν<br />
σε RRT είχε βελτιωθεί κατά<br />
15% ανά 5 ημερολογιακά έτη, αλλά το<br />
ποσοστό επιβίωσης με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 δεν αξιολογήθηκε χωριστά<br />
για εκείνη τη χρονική περίοδο (8). Επιπρόσθετα,<br />
αρχεία καταγραφής των ασθενών<br />
από την Αυστραλία και τη νέα Ζηλανδία<br />
από το 1991 έως το 2005 έδειξαν την απουσία<br />
σημαντικής μεταβολής ως προς την<br />
επιβίωση στους ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 που υποβάλλονται σε RRT,<br />
στην πάροδο του χρόνου, αν και η επιβίωση<br />
των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, καθώς και αυτή των ασθενών με<br />
σακχαρώδη διαβήτη, είχε βελτιωθεί (9).<br />
Οι συγγραφείς ανέφεραν επίσης ότι η πρόγνωση<br />
των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 παρέμεινε φτωχή ανεξάρτητα<br />
από την καλή πρόσβαση σε μεταμόσχευση<br />
νεφρού. Λαμβανόμενα από κοινού υπόψιν,<br />
τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι παρά<br />
τις συνεχείς προόδους στην αντιμετώπιση<br />
του σακχαρώδη διαβήτη και στην πρόληψη<br />
της διαβητικής νεφροπάθειας, είναι<br />
μόνο αποσπασματικά τα δεδομένα ως<br />
προς το κατά πόσον η πρόσβαση των ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που<br />
υποβάλλονται σε RRT έχει βελτιωθεί.<br />
Επομένως, ο σκοπός μας ήταν να διερευνήσουμε<br />
κατά πόσον έχει βελτιωθεί η επιβίωση<br />
των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 που υποβάλλονται σε RRT.<br />
Χρησιμοποιήσαμε πλήρη δεδομένα για<br />
όλους τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 οι οποίοι είχαν ξεκινήσει σε<br />
χρόνια βάση RRT στη Φινλανδία κατά τη<br />
διάρκεια της χρονικής περιόδου 1980-<br />
2005, γεγονός που εξασφάλισε μια σημαντικά<br />
μεγαλύτερη χρονική περίοδο παρακολούθησης<br />
σε σχέση με αυτή που είχε<br />
εξασφαλιστεί σε προηγουμένως δημοσιευμένες<br />
μελέτες.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Η μελέτη μας, που πραγματοποιήθηκε<br />
σε μια παρένθετη σειρά ασθενών, συμπεριλάμβανε<br />
όλους τους ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1, στους οποίους<br />
η κατάσταση αυτή υπήρξε αίτιο νεφρικής<br />
ανεπάρκειας και οι οποίοι είχαν ξεκινήσει<br />
RRT σε χρόνια βάση (αιμοδιάλυση,<br />
περιτοναϊκή διάλυση ή μεταμόσχευση<br />
νεφρού) στη Φινλανδία, από την 1 Ιανουαρίου<br />
1980 έως τις 31 Δεκεμβρίου του<br />
2005 (n =1604). Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν<br />
από την ημέρα της πρώτης θεραπείας<br />
αιμοδιάλυσης μέχρι το θάνατο τους<br />
ή μέχρι το τέλος της περιόδου παρακολούθησης,<br />
στις 31 Δεκεμβρίου 2007 ή<br />
μέχρι την ανάνηψη της νεφρικής λειτουργίας,<br />
τη μετακίνηση του ασθενούς στο<br />
εξωτερικό ή την απώλεια του κατά την<br />
παρακολούθηση. Ως ομάδα ελέγχου<br />
συμπεριλάβαμε όλους τους ασθενείς με<br />
χρόνια σπειραματονεφρίτιδα που είχαν<br />
ξεκινήσει RRT κατά τη διάρκεια της ίδιας<br />
διαχρονικής περιόδου (n =1.556). Η ομάδα<br />
ελέγχου επιλέχτηκε ως αντιπροσωπευτική<br />
πρωτοπαθούς νεφρικής νόσου<br />
και με τον τρόπο αυτό λήφθηκαν πληροφορίες<br />
που θα μπορούσαν να διακρίνουν<br />
τον αντίκτυπο των εξελίξεων στην RRT<br />
και αυτών στην περίθαλψη του σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Οι ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα<br />
η οποία είχε προκληθεί<br />
από συστηματικά νοσήματα αποκλείστηκαν<br />
από τη μελέτη.<br />
Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα από το Φινλανδικό<br />
αρχείο καταγραφής νοσημάτων<br />
νεφρού [Finnish Registry for Kidney<br />
Diseases), το οποίο υπολογίζεται ότι καλύπτει<br />
το 97% του συνόλου των Φινλανδών<br />
ασθενών που υποβάλλονται σε χρόνια<br />
RRT από το 1965. Οι διαγνώσεις τις νεφρικής<br />
νόσου καταχωρούνται κωδικοποιημένες<br />
με βάση το ICD-9 και αργότερα το<br />
ICD-10, κάτι που εξασφαλίζει τη διάκριση<br />
μεταξύ της διαβητικής νεφροπάθειας<br />
από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή τύπου<br />
2. Το αρχείο τηρείται από την «Φινλανδική<br />
εταιρία νεφρού και ήπατος» [Finnish<br />
Kidney and Liver Association), η οποία<br />
χρηματοδοτείται εξολοκλήρου, από τη<br />
Φινλανδική κυβέρνηση. Όλοι οι ασθενείς<br />
παρείχαν ενυπόγραφη ενημερωμένη<br />
συγκατάθεση και άδεια χρήσης των δεδομένων<br />
τους ανώνυμα, στις αναφορές του<br />
αρχείου και για ερευνητικούς σκοπούς.<br />
Τα δεδομένα που ανακτήθηκαν για την<br />
παρούσα μελέτη περιλάμβαναν πληροφορίες<br />
ως προς τα δημογραφικά στοιχεία<br />
και τα χαρακτηριστικά του ασθενούς:<br />
ηλικία, φύλο, αιτία της ESRD, τρόπος<br />
μορφής της αρχικής RRT (αιμοδιάλυση,<br />
περιτοναϊκή διάλυση ή μεταμόσχευση<br />
νεφρού), πληροφορίες σχετικά με μια<br />
επακόλουθη μεταμόσχευση νεφρού και<br />
πληροφορίες σχετικά με την αιτία θανάτου<br />
(Πίνακας 1).<br />
Η διάγνωση της ESRD επιβεβαιώθηκε<br />
από τη βιοψία νεφρού σε 80 από 1.604<br />
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1 (5%) και κατά ελάχιστο επί 980 από<br />
1.556 ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα<br />
(31%). Στην ομάδα της σπειραματονεφρίτιδας,<br />
τουλάχιστο στο 43% η διάγνωση<br />
είχε τεθεί μέσω βιοψίας κατά τη<br />
διάρκεια 1980-1994, ενώ κατά τη διάρκεια<br />
της περιόδου 1995-2005 η συχνότητα<br />
βιοψιών ήταν 73-85%, οδηγώντας<br />
σε ένα συνολικό ποσοστό βιοψιών της<br />
τάξης τουλάχιστον του 63%. Μια ευρέως<br />
αποδεκτή κλινική πρακτική είναι να<br />
αποφεύγεται η βιοψία νεφρού σε ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 εάν<br />
υπάρχουν άλλα σημεία μικροαγγειακής<br />
βλάβης τελικών οργάνων, όπως είναι η<br />
διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια.<br />
Ένα σύνολο 8.719 ασθενών ξεκίνησαν<br />
RRT και από αυτούς, το 18,4% (n=1.604)<br />
εμφάνιζε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />
και το 17,8% (n=1.556) εμφάνιζε σπειραματονεφρίτιδα,<br />
ως αιτία της ESRD. Η<br />
περίοδος της μελέτης διαιρέθηκε σε διαστήματα:<br />
1980 -1984, 1985-1989, 1990 -<br />
1994, 1995-1999 και 2000 - 2005. Ο Πίνακας<br />
1 περιγράφει τον πληθυσμό της μελέτης<br />
εντός αυτών των χρονικών περιόδων. Διακρίναμε<br />
περαιτέρω τους ασθενείς σε 4<br />
ηλικιακές ομάδες, με βάση την ηλικία<br />
τους κατά την έναρξη της RRT:
Haapio και συνεργάτες<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />
Δημογραφικά δεδομένα και χαρακτηριστικά των ασθενών ανάλογα με την ομάδα<br />
(σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 ή σπειραματονεφρίτιδα) κα την περίοδο έναρξης της RRT<br />
Περίοδος έναρξης της RRT<br />
Ομάδα ασθενών 1980-1984 1985-1989 1990-1994 1995-1999 2000-2005 Σύνολο Τιμή<br />
του P*<br />
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1<br />
Διάμεση τιμή ηλικίας (έτη)† 34,8 38,5 39,4 43,3 44,6 42,3
Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />
Πιθανότητα επιβίωσης<br />
Περίοδος έναρξης της RRT<br />
υποβλήθηκαν σε αιμοδιάλυση ως αρχική<br />
μορφή της RRT είχαν κατά 1,4 φορές<br />
μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου (διάστημα<br />
εμπιστοσύνης επ. 95% 1,2-1,6), σε σύγκριση<br />
με τους ασθενείς που ξεκίνησαν με<br />
περιτοναϊκή διάλυση. Ο κίνδυνος θανάτου<br />
ήταν πολύ υψηλότερος στους ασθενείς<br />
που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση<br />
νεφρού εντός 2 ετών (RR 4,0 [διάστημα<br />
εμπιστοσύνης επ. 95% 3,5- 4,6]).<br />
Έτη από την έναρξη της RRT<br />
Εικόνα 1 - Πιθανότητα επιβίωσης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που ξεκινούν RRT<br />
ανάλογα με την περίοδο έναρξης της RRT. Οι διακεκομμένες γραμμές υποδηλώνουν τα σημεία αποκοπής<br />
για τον υπολογισμό της διάμεσης τιμής του χρόνου επιβίωσης.<br />
της μελέτης (548 επιβίωναν εν ζωή κατά<br />
το πέρας της παρακολούθησης στις 31<br />
Δεκεμβρίου 2007, 5 ανέκτησαν τη νεφρική<br />
λειτουργία τους, 4 μετακόμισαν στο<br />
εξωτερικό και δεν σημειώθηκε καμία για<br />
απώλεια κατά την παρακολούθηση). Τα<br />
καρδιαγγειακά αιτία παρέμειναν η κύρια<br />
αιτία θανάτου και ευθύνονταν για το<br />
65,8% των θανάτων (Πίνακας 1). Η διάμεση<br />
τιμή του χρόνου επιβίωσης αυξήθηκε<br />
κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου<br />
της παρούσας μελέτης, από 3,60 έτη<br />
(διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%<br />
2,50-4,70) σε 7,24 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επιπέδου 95% 5,74-8,74) από τη χρονική<br />
περίοδο 1980-1984 έως την περίοδο<br />
1995-1999 (Εικόνα 1). Η διάμεση τιμή<br />
του χρόνου επιβίωσης των ασθενών που<br />
ξεκίνησαν RRT κατά τη διάρκεια των ετών<br />
2000-2005 δεν στάθηκε δυνατό μα υπολογιστεί,<br />
διότι ήταν μεγαλύτερη από το<br />
μέγιστο χρόνο παρακολούθησης, υποδηλώνοντας<br />
έτσι μια διάμεσα τιμή χρόνου<br />
επιβίωσης άνω των 8 ετών. Η διάμεση<br />
τιμή των χρόνων επιβίωσης αυξήθηκε<br />
σε στατιστικά σημαντικό βαθμό σε<br />
όλες τις ηλικιακές ομάδες (Εικόνα 2). Ο<br />
απόλυτος κίνδυνος θανάτου εντός 5 ετών<br />
από την έναρξη της RRT μειώθηκε από<br />
51% κατά τα έτη 1980-1984 σε 33% κατά<br />
τα έτη 2000-2005. Ο μη προσαρμοσμένος<br />
σχετικός κίνδυνος (RR) θανάτου ήταν<br />
0,55 για τους ασθενείς που ξεκίνησαν<br />
RRT μεταξύ 2000-2005, σε σύγκριση με<br />
όσους ξεκίνησαν μεταξύ 1980-1984 (Πίνακας<br />
2). Στις διάφορες ηλικιακές ομάδες,<br />
η αντίστοιχη RR ήταν ακόμη μεγαλύτερη,<br />
κυμαινόμενη μεταξύ του 0,31 και του<br />
0,38, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ηλικία<br />
είχε συγχυτική επίδραση. Στη μονοπαραγοντική<br />
ανάλυση, ο κίνδυνος θανάτου<br />
αυξήθηκε κατά 4,1% (διάστημα<br />
εμπιστοσύνης επ. 95% 3,4-4,7%) ανά<br />
έτος ηλικίας κατά την έναρξη της RRT. Το<br />
φύλο δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο<br />
θανάτου (P = 0,360). Οι ασθενείς που<br />
Προσαρμοσμένη επιβίωση<br />
των ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1<br />
Η προσαρμογή ως προς την ηλικία και<br />
το φύλο αποκάλυψε μια πιο ουσιώδη<br />
βελτίωση στην πρόγνωση, με σχετικό<br />
κίνδυνο θανάτου 0,33 για τους ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που ξεκίνησαν<br />
RRT 2000-2005, σε σύγκριση με<br />
αυτούς που ξεκίνησαν μεταξύ 1980 -<br />
1984. Μετά από περαιτέρω προσαρμογή<br />
ως προς την αρχική μορφή θεραπείας<br />
και την υποβολή ή όχι σε μεταμόσχευση<br />
νεφρού εντός 2 ετών από την έναρξη<br />
της RRT, ο σχετικός κίνδυνος θανάτου<br />
μειώθηκε ακόμη πιο εκσεσημασμένα,<br />
στο 0,23 (Πίνακας 2). Ωστόσο, ο κίνδυνος<br />
θανάτου μειώθηκε τόσο στους ασθενείς<br />
που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση<br />
νεφρού όσο και σε αυτούς που δεν<br />
υποβλήθηκαν (RR 0,20 [διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επ. 95% 0,11- 0,37] και 0,25<br />
[0,19 - 0,33],αντίστοιχα).<br />
Ανάλυση αλληλεπιδράσεων<br />
Στην ομάδα του σακχαρώδη διαβήτη δεν<br />
παρατηρήσαμε καμία στατιστικά σημαντική<br />
αλληλεπίδραση πρώτου ή δεύτερου<br />
βαθμού μεταξύ των μεταβλητών<br />
που αφορούσαν την περίοδο έναρξης<br />
της RRT, την ηλικία κατά την έναρξη της<br />
RRT, το φύλο, την αρχική μορφή διάλυσης<br />
και την υποβολή ή όχι σε μεταμόσχευση<br />
νεφρού εντός 2 ετών από την<br />
έναρξη της RRT.<br />
Σύγκριση μεταξύ των ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1 και σπειραματονεφρίτιδα<br />
Από τους 1.556 ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα,<br />
οι 823 (52,9%) απεβίωσαν<br />
56<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Haapio και συνεργάτες<br />
Πιθανότητα επιβίωσης<br />
55 ετών<br />
Έτη από την έναρξη της RRT<br />
Έτη από την έναρξη της RRT<br />
Εικόνα 2 - Πιθανότητα επιβίωσης των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που ξεκινούν RRT ανάλογα με την περίοδο έναρξης της RRT και την ηλικία<br />
κατά την έναρξη της RRT. Οι πιθανότητες επιβίωσης ήταν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό διαφορετικές μεταξύ των περιόδων έτους έναρξης, σε όλες<br />
τις ηλικιακές ομάδες (P
Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />
της τύπου 1 ή σπειραματονεφρίτιδα) και<br />
της περιόδου έναρξης της RRT, κατόπιν<br />
προσαρμογής ως προς την ηλικία, το<br />
φύλο, τη μορφή θεραπείας και την κατάσταση<br />
ως προς τη μεταμόσχευση νεφρού<br />
στα 2 έτη. Κατά τη διάρκεια των ετών<br />
1980-1984, ο κίνδυνος θανάτου για ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που<br />
υποβάλλονταν σε RRT ήταν κατά 3,5<br />
φορές μεγαλύτερος, σε σύγκριση με<br />
τους ασθενείς που έπασχαν από σπειραματονεφρίτιδα,<br />
αλλά ο κίνδυνος αυτός<br />
μειώθηκε ώστε να είναι αυξημένος μόνο<br />
κατά 2,7 φορές κατά τη διάρκεια των<br />
ετών 2000-2005.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />
Παρατηρήσαμε μια σημαντική βελτίωση<br />
της πρόγνωσης των ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 που υποβάλλονται<br />
σε RRT, από το 1980. Ο σχετικός κίνδυνος<br />
θανάτου ήταν κατά 77% χαμηλότερος<br />
για τους ασθενείς που ξεκινούσαν RRT<br />
μεταξύ 2000-2005, σε σύγκριση με όσους<br />
ξεκινούσαν μεταξύ 1980 -1984. Τα αποτελέσματα<br />
της παρούσας μελέτης βασίζονται<br />
σε μια εθνική βάση δεδομένων<br />
με μακροχρόνια κάλυψη όλων των ασθενών<br />
που υποβάλλονται σε διάλυση και<br />
μεταμόσχευση νεφρού στη Φινλανδία.<br />
Σύμφωνα με όσο γνωρίζουμε, η παρούσα<br />
μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει βελτίωση<br />
στην πρόγνωση των ασθενών με<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 οι οποίοι<br />
υποβάλλονται σε RRT, κατά τη διάρκεια<br />
μιας παρακολούθησης μεγάλης διάρκειας<br />
έως και 28 ετών.<br />
Ενδιαφέρον είναι ότι η παρούσα μελέτη<br />
δείχνει μια προοδευτική αύξηση στη<br />
διάμεση τιμή του χρόνου επιβίωσης των<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1 που υποβάλλονται σε χρόνια RRT, από<br />
3,60 σε άνω των 8 ετών και με παρόμοια<br />
βελτίωση της επιβίωσης μεταξύ<br />
όλων των ηλικιακών ομάδων και σε όλη<br />
τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης<br />
από το 1980 έως το 2007 (Εικόνα<br />
2). Τα αποτελέσματα της μελέτης μας<br />
συμβαδίζουν με τις παρατηρήσεις των<br />
SΩrensen και συνεργατών (8), οι οποίοι<br />
διαπίστωσαν ότι το συνολικό ποσοστό<br />
επιβίωσης των ασθενών με ESRD<br />
και σακχαρώδη διαβήτη τυπου1 ή τύπου<br />
2 βελτιώνονταν κατά 15% ανά 5 ημερολογιακά<br />
έτη. Τα ευρήματα μας είναι επίσης<br />
σύμφωνα με μια παλαιότερη Ευρωπαϊκή<br />
μελέτη των van Dijk και συνεργατών<br />
(7), που συμπεριλάμβανε μεγάλο αριθμό<br />
ασθενών με ESRD αλλά είχε σημαντικά<br />
μικρότερο χρόνο παρακολούθησης,<br />
όπου υπήρξε μόνο μια ελαφρά<br />
προσαρμοσμένη ως προς την ηλικία και<br />
ως προς το φύλο μείωση της θνησιμότητας<br />
στα 2 έτη, για όλους τους ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1,<br />
ενώ μια πιο έντονη μείωση κατά 49%<br />
παρατηρήθηκε στους ασθενείς που είχαν<br />
υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού,<br />
όταν συγκρίθηκαν οι χρονικές περίοδοι<br />
1991-1994 και 1995-1998. Ωστόσο, η<br />
παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που επικεντρώθηκε<br />
μόνο σε ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 και επέκτεινε<br />
την περίοδο παρατήρησης σχεδόν σε 3<br />
δεκαετίες.<br />
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόγνωση αυτής<br />
της σειράς ασθενών βελτιώθηκε στην<br />
πάροδο του χρόνου παρά το γεγονός ότι<br />
ορισμένα χαρακτηριστικά των ασθενών<br />
μεταβάλλονταν προς κατεύθυνση η οποία<br />
θα ήταν μη ευνοϊκή αναφορικά με την<br />
πρόγνωση. Ειδικότερα, η διάμεση τιμή<br />
ηλικίας ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 αυξήθηκε σχεδόν κατά 10 έτη<br />
κατά τη διάρκεια της περιόδου της παρούσας<br />
μελέτης, ενώ η ηλικία των ασθενών<br />
με σπειραματονεφρίτιδα αυξήθηκε σε<br />
ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Το ποσοστό<br />
ηλικιωμένων ασθενών αυξήθηκε σε αμφότερες<br />
τις ομάδες. Ο μέσος όρος της ηλικίας<br />
των ασθενών κατά το χρόνο διάγνωσης<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 δεν<br />
μεταβλήθηκε, ωστόσο, αλλά αυξήθηκε<br />
ο χρόνος πριν από την ανάπτυξή της ESRD<br />
(5). Παρατηρήσαμε επίσης μια μείωση<br />
του ποσοστού ασθενών που ξεκινούν<br />
περιτοναϊκή διάλυση, που είναι η μέθοδος<br />
θεραπείας η οποία συσχετίστηκε με<br />
την καλύτερη πρόγνωση. Επιπρόσθετα,<br />
η πιθανότητα υποβολής σε μεταμόσχευση<br />
νεφρού είναι ξεκάθαρο ότι μειώθηκε.<br />
Επομένως, η βελτίωση της πρόγνωσης<br />
θα μπορούσε πιθανώς να εξηγηθεί<br />
από μια καλύτερη συνολική αντιμετώπιση<br />
των ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο<br />
πριν την RRT και κατά τη διάρκεια αυτής,<br />
καθώς και από τις βελτιώσεις στις τεχνικές<br />
της διάλυσης και στην περίθαλψη του<br />
σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης<br />
της παρούσας μελέτης, ο αριθμός<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 που ξεκίνησαν RRT στη Φινλανδία<br />
έχει αυξηθεί, από 205 την περίοδο<br />
1980-1984 σε 440 την περίοδο 2000-<br />
2005. Ωστόσο, το σχετικό ποσοστό από<br />
όλους τους ασθενείς που ξεκίνησαν RRT<br />
μειώθηκε προοδευτικά, από 22% σε 15%.<br />
Παρά τη μείωση της σχετικής επίπτωσης,<br />
ο σχετικός επιπολασμός των ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 από<br />
όλους τους ασθενείς που υποβάλλονται<br />
σε RRT μεταξύ όλων έχει παραμείνει σταθερός,<br />
στο 17% περίπου. Αυτό επιβεβαιώνει<br />
τη βελτιωμένη επιβίωση των ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που<br />
υποβάλλονται σε RRT, όπως έδειξε η<br />
παρούσα μελέτη.<br />
Προκειμένου να εκτιμήσουμε την πιθανή<br />
δράση της προόδου στην περίθαλψη<br />
του σακχαρώδη διαβήτη, επιλέξαμε ως<br />
ομάδα σύγκρισης ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα,<br />
διότι είναι εμφανές ότι μεταξύ<br />
των ασθενών με σπειραματονεφρίτιδα,<br />
μια βελτίωση της πρόγνωσης δεν θα<br />
μπορούσε να έχει προκληθεί από βελτίωση<br />
της πρόληψης του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Επιπρόσθετα, αποκλείσαμε ασθενείς<br />
με σπειραματονεφρίτιδα από συστηματικά<br />
αιτία, διότι αυτοί θα μπορούσαν να<br />
θεωρηθούν ως πιθανώς πάσχοντες σε<br />
σοβαρότερο βαθμό, σε σχέση με τους<br />
ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από νόσο που<br />
προσβάλει μόνο τους νεφρούς. Διαπιστώσαμε<br />
ένα πιο ουσιώδες όφελος ως προς<br />
την επιβίωση στη πάροδο του χρόνου για<br />
τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1, σε σύγκριση με τους ασθενείς<br />
με σπειραματονεφρίτιδα, γεγονός που<br />
υποδηλώνει ότι οι βελτιώσεις στην περίθαλψη<br />
του διαβήτη και στην αντιμετώπιση<br />
των επιπλοκών της νόσου μπορεί να<br />
έχουν συνεισφέρει εν μέρει στην παρατήρηση<br />
της βελτιωμένης πρόγνωσης των<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1, η οποία έγινε στην παρούσα μελέτη.<br />
58<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Haapio και συνεργάτες<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 .<br />
Σχετικός κίνδυνος θανάτου ανάλογα με την περίοδο έναρξης της RRT,<br />
μεταξύ ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και ασθενών με σπειραματονεφρίτιδα<br />
Περίοδος έναρξης Κίνδυνος θανάτου Μη Προσαρμοσμένος Προσαρμοσμένος<br />
της RRT εντός 5 ετών από την προσαρμοσμένος RR* RR†<br />
έναρξη της RRT<br />
RR<br />
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1<br />
(n= 1,604)<br />
1980-1984‡ 0,51 (0,51-0,64) 1 1 1<br />
1985-1989 0,45 (0,45-0,57) 0,87 (0,72-1,06) 0,72 (0,59-0,87) 0,64 (0,52-0,77)<br />
1990-1994 0,41 (0,41-0,52) 0,70 (0,58-0,85) 0,53 (0,44-0,65) 0,44 (0,36-0,54)<br />
1995-1999 0,38 (0,38-0,48) 0,66 (0,54-0,81) 0,43 (0,35-0,52) 0,33 (0,27-0,41)<br />
2000-2005 0,33 (0,33-0,43) 0,55 (0,44-0,68) 0,33 (0,26-0,41) 0,23 (0,19-0,29)<br />
Σπειραματονεφρίτιδα (n = 1.556)<br />
1980-1984‡ 0,23 (0,23-0,35) 1 1 1<br />
1985-1989 0,25 (0,25-0,36) 1,01 (0,82-1,25) 0,86 (0,69-1,06) 0,76 (0,61-0,94)<br />
1990-1994 0,33 (0,33-0,44) 1,21 (0,98-1,50) 0,72 (0,58-0,90) 0,60 (0,48-0,75)<br />
1995-1999 0,31 (0,31-0,41) 1,17 (0,93-1,46) 0,59 (0,47-0,74) 0,49 (0,38-0,62)<br />
2000-2005 0,23 (0,23-0,33) 0,88 (0,68-1,14) 0,37 (0,28-0,49) 0,30 (0,23-0,40)<br />
Τα δεδομένα είναι RR (95% CI). *Προσαρμογή ως προς ηλικία κατά την έναρξη της RRT, και φύλο. †Προσαρμογή ως προς την ηλικία<br />
κατά την έναρξη της RRT, φύλο, αρχική μέθοδο διάλυσης και υποβολή ή όχι σε μεταμόσχευση νεφρού εντός 2 ετών από την<br />
έναρξη της RRT. ‡Ομάδα αναφοράς.<br />
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων<br />
δεκαετιών, η αντιμετώπιση του σακχαρώδη<br />
διαβήτη έχει εξελιχθεί σημαντικά<br />
αναφορικά με τα φαρμακολογικά σχήματα<br />
ινσουλίνης και την πιο εντατική<br />
παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος.<br />
Οι σύριγγες ινσουλίνης μιας χρήσης διαδόθηκαν<br />
ευρέως κατά τις αρχές της δεκαετίας<br />
του 1970, ενώ η παρακολούθηση<br />
της γλυκόζης κατ’ οίκον και η χρήση συνθετικής<br />
και ημισυνθετικής ανθρώπινης<br />
ινσουλίνης είχαν ευρεία χρήση εντός της<br />
δεκαετίας του 1980. Με την ανάπτυξη<br />
των πολλαπλών ενέσεων ινσουλίνης κατά<br />
τη δεκαετία του 1990, ακολουθούμενη<br />
από την ανάπτυξη των σχημάτων ινσουλίνης<br />
ταχείας δράσης, οι ασθενείς με<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 έχουν τη<br />
δυνατότητα να διατηρούν πιο σταθερά<br />
επίπεδα γλυκόζης αίματος και πιο κοντά<br />
στα επίπεδα - στόχος για την A1C. Ωστόσο,<br />
στον πληθυσμό της παρούσας μελέτης,<br />
τα επίπεδα της A1C παρουσίασαν<br />
μόνο ελαφριές μεταβολές κατά τη διάρκεια<br />
των τελευταίων ετών: η μέση τιμή<br />
ήταν 8,4% το 1992 (όταν τα δεδομένα<br />
αυτά ξεκίνησαν να συλλέγονται ως τακτική<br />
ρουτίνας για πρώτη φορά) και παρέμειναν<br />
σχεδόν ίδια το 2007 (8,0%). Ωστόσο,<br />
το εύρημα αυτό δεν αποκλείει και<br />
άλλες πιθανές προόδους, όπως τα λιγότερα<br />
υπογλυκαιμικά και υπεργλυκαιμικά<br />
συμβάματα, που θα μπορούσαν να<br />
έχουν ωφέλιμες επιδράσεις στη θνησιμότητα.<br />
Λαμβάνοντας υπόψιν τις εμφανείς<br />
θετικές εξελίξεις στην περίθαλψη<br />
του σακχαρώδη διαβήτη, είναι πιθανό<br />
τα επίπεδα της A1C να ήταν υψηλότερα<br />
στη δεκαετία του 1980, αυξάνοντας έτσι<br />
την πιθανότητα αρνητικής έκβασης σε<br />
αυτούς τους ασθενείς.<br />
Από την άλλη πλευρά, η ποιότητα και η<br />
δοσολογία της θεραπείας διάλυσης έχουν<br />
επίσης βελτιωθεί στην πάροδο των ετών.<br />
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980,<br />
οι περισσότεροι ασθενείς που υποβάλλονταν<br />
σε αιμοδιάλυση αντιμετωπίζονταν<br />
με βασικές τεχνικές και διαλύτες<br />
σελουλόζης χαμηλής ροής, χωρίς πρόσβαση<br />
σε σύστημα αιμοδιήθησης πραγματικού<br />
χρόνου ή σε μοντέρνους συνθετικούς<br />
διαλύτες υψηλής ροής με<br />
καλύτερη βιοσυμβατότητα. Η χρήση των<br />
τελευταίων τεχνικών έχει επεκταθεί από<br />
τα μέσα της δεκαετίας του 1990, επιτρέποντας<br />
μια ενισχυμένη κάθαρση των τοξινών<br />
της ουραιμίας και ευελιξία ως προς<br />
τη θεραπεία αιμοδιάλυσης, Με τη θεραπεία<br />
περιτοναϊκής διάλυσης, η διαθεσιμότητα<br />
επί του παρόντος των βιοσυμβατών<br />
υγρών με καλύτερη ανοχή και η<br />
απομάκρυνση του διαλύτη και του υγρού<br />
που περιέχει ικοδεξτρίνη (με ανώτερη<br />
ικανότητα τελικής υπερδιήθησης χωρίς<br />
αύξηση του φορτίου γλυκόζης) έχει αυξήσει<br />
την αποτελεσματικότητα της περιτοναϊκής<br />
διάλυσης. Επιπρόσθετα, ο αριθμός<br />
ασθενών που υποβάλλονται σε<br />
περιτοναϊκή διάλυση χρησιμοποιώντας<br />
αυτοματοποιημένη ολονύχτια περιτοναϊκή<br />
διάλυση έχει αυξηθεί, οδηγώντας σε<br />
1) μεγαλύτερη κάθαρση των τοξινών, 2)<br />
καλύτερη προσαρμογή της περιτοναϊκής<br />
διάλυσης στην καθημερινή ζωή με βελτιωμένη<br />
συμμόρφωση και συνολική συνεργασία<br />
του ασθενούς με τη θεραπεία και<br />
3) πιθανώς μείωση των επεισοδίων περιτονίτιδας<br />
(10,11). Στον πληθυσμό της<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 59
Survival of Patients with Type 1 Diabetes on RRT<br />
παρούσας μελέτης με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1, ο μέσος αριθμός εβδομαδιαίων<br />
συνεδριών αιμοδιάλυσης αυξήθηκε<br />
από 2,9 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επ. 95% 2,8 -3,0) σε 3,1 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επ. 95% 3,0 -3,3) από το 1992<br />
έως 2007, με το μέσο όρο ωρών θεραπείας<br />
ανά εβδομάδα να αυξάνεται από<br />
11,4 (διάστημα εμπιστοσύνης επ. 95%<br />
10,9 -12,0) σε 13,5 (διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επ. 95% 12,8 -14,2). Κατά τη διάρκεια<br />
του ίδιου χρόνου, το ποσοστό αυτών<br />
των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 που ξεκίνησαν θεραπεία περιτοναϊκής<br />
διάλυσης και αρχικά χρησιμοποιούσαν<br />
αυτοματοποιημένη συσκευή<br />
αυξήθηκε από 2 σε 27. Είναι καλά γνωστό<br />
το γεγονός ότι η επίτευξη των στόχων<br />
για την κάθαρση των τοξινών της<br />
ουραιμίας βελτιώνει την επιβίωση στους<br />
ασθενείς που υποβάλλονται σε διάλυση<br />
(12) και επομένως, η αύξηση της δόσης<br />
της διάλυσης θα μπορούσε να οδηγήσει<br />
σε καλύτερη επιβίωση στον πληθυσμό<br />
της παρούσας μελέτης. Ωστόσο, η δόση<br />
της διάλυσης ήταν περίπου ίδια στους<br />
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
1 και στους ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα,<br />
γεγονός που υποδηλώνει ότι το<br />
όποιο όφελος ως προς την επιβίωση που<br />
σχετίζεται με τις εξελίξεις της τεχνολογίας<br />
της διάλυσης θα όφειλε να είναι<br />
παρόμοιο στις 2 ομάδες.<br />
Μπορεί επίσης να εικασθεί ότι οι ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και<br />
νεφροπάθεια βρίσκονται σε περισσότερο<br />
εντατική παρακολούθηση από επαγγελματίες<br />
της υγείας, σε σύγκριση με<br />
τους ασθενείς χωρίς σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 παρακολουθούνται στενά από<br />
την παιδική ηλικία τους, με τακτικές επισκέψεις<br />
στο σύστημα περίθαλψης, που<br />
πιθανώς έχει προστατευτικές δράσεις ως<br />
προς τις καρδιαγγειακές επιπλοκές (13).<br />
Μια πλήρης αντιμετώπιση των ασθενών<br />
που φτάνουν στο στάδιο της ESRD περιλαμβάνει<br />
τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης<br />
και των επιπέδων ασβεστίου και<br />
φωσφόρου, καθώς και τη θεραπεία με<br />
φάρμακα που διεγείρουν την ερυθροποίηση,<br />
τα οποία είναι γνωστό ότι έχουν επίδραση<br />
στην καρδιαγγειακή έκβαση (14).<br />
Ωστόσο, αναγνωρίζοντας ότι περίπου το<br />
66% αυτών των ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 που απεβίωσαν κατά<br />
τη διάρκεια της περιόδου της μελέτης<br />
μας είχαν καρδιαγγειακό αίτιο θανάτου,<br />
υπάρχει ανάγκη για περισσότερες μελέτες<br />
που θα διερευνήσουν τον τρόπο που<br />
συσχετίζονται οι παράγοντες συνοσηρότητας<br />
και άλλοι σχετικοί παράγοντες, πριν<br />
και κατά τη διάρκεια της ESRD και πώς<br />
αυτά επηρεάζουν την έκβαση των ασθενών<br />
που υποβάλλονται σε RRT.<br />
Η παρούσα μελέτη έχει ορισμένους<br />
περιορισμούς. Καταρχήν, πιθανόν να<br />
μην είναι γενικεύσιμα και σε άλλες χώρες,<br />
καθώς η επίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 στη Φινλανδία είναι ανάμεσα<br />
στις υψηλότερες στον κόσμο. Επομένως,<br />
στη Φινλανδία έχει δοθεί ιδιαίτερη<br />
προσοχή στη βελτίωση της ποιότητας<br />
της περίθαλψης του σακχαρώδη διαβήτη,<br />
γεγονός που μπορεί να εξηγεί εν<br />
μέρει την πιο ευνοϊκή πρόοδο στην πρόγνωση<br />
των Φινλανδών ασθενών. Δεύτερο,<br />
οι περισσότεροι ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 δεν υποβλήθηκαν<br />
σε επιβεβαίωση της διάγνωσης μέσω<br />
βιοψίας νεφρού, διότι η πρακτική σε<br />
μακροχρόνια βάση στη Φινλανδία είναι<br />
η βιοψία να πραγματοποιείται μόνο σε<br />
σπάνιες περιπτώσεις ασθενών με άλλες<br />
νόσους μικροαγγειακού τύπου στους<br />
οποίους απουσιάζουν τα ευρήματα που<br />
επιβεβαιώνουν τη διάγνωση. Τρίτο, δεν<br />
έχουμε δεδομένα σχετικά με τα επίπεδα<br />
θεραπείας του σακχαρώδη διαβήτη,<br />
στις λεπτομέρειες τους, σε κάθε ασθενή<br />
(δηλαδή, ο τύπος ινσουλίνης ή ο τύπος<br />
φαρμακευτικής αγωγής κατά της αρτηριακής<br />
υπέρτασης) ή σχετικά με τη θεραπεία<br />
διάλυσης (όπως ο τύπος της αγγειακής<br />
πρόσβασης). Επομένως, δεν<br />
γνωρίζουμε επακριβώς ποιες πλευρές<br />
της βελτίωσης της θεραπείας είναι υπεύθυνες<br />
για τη βελτίωση της πρόγνωσης.<br />
Από την άλλη πλευρά, η ισχύς της παρούσας<br />
μελέτης είναι ότι βασίστηκε σε ένα<br />
αποκλειστικά πλήρες σύνολο δεδομένων<br />
που συλλέγονται σε πανεθνικό επίπεδο,<br />
στα οποία καλύπτεται πλήρως ο<br />
πληθυσμός των Φινλανδών ασθενών<br />
ESRD. Με τον τρόπο αυτόν αποκλείεται<br />
το συστηματικό σφάλμα επιλογής και<br />
έτσι επιτρέπεται μια μεγαλύτερη παρακολούθηση<br />
των ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 1 που υποβάλλονται<br />
σε RRT σε σχέση με όλες τις προηγούμενες<br />
δημοσιεύσεις.<br />
Συνοψίζοντας, η επιβίωση των Φινλανδών<br />
ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 1 και η ESRD έχουν βελτιωθεί<br />
ουσιωδώς και σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό από την αρχή της δεκαετίας του<br />
1980, παρά την προοδευτικά μεγαλύτερη<br />
ηλικία των ασθενών που ξεκινούν<br />
RRT. Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής<br />
περιόδου, η επιβίωση στην ομάδα<br />
σύγκρισης (ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα)<br />
βελτιώθηκε επίσης, αλλά σε<br />
μικρότερο βαθμό. Το αποτέλεσμα αυτό<br />
υποδηλώνει μια ωφέλιμη συνεισφορά<br />
τόσο των παραγόντων που σχετίζονται<br />
με τη διάλυση όσο και αυτών που σχετίζονται<br />
με την πρόοδο στην περίθαλψη<br />
του σακχαρώδη διαβήτη και τονίζει<br />
τη σημασία μιας συνεκτικής αντιμετώπισης<br />
του σακχαρώδη διαβήτη στους<br />
ασθενείς που υποβάλλονται σε χρόνια<br />
θεραπεία νεφρικής υποκατάστασης.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
M.H., J.H., and P.F. were supported with<br />
grants from the Diabetes Research Foundation,<br />
Finska Läkaresällskapet and Liv och Hälsa<br />
Foundation, which consisted of general<br />
funding for the research project and monthly<br />
salary for the authors.<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
M.H. and J.H. wrote the first draft and<br />
finalized the manuscript, researched<br />
data, contributed to discussion, and<br />
reviewed/edited the manuscript. P.-H.G.<br />
contributed to discussion and reviewed/edited<br />
the manuscript. C.G.-R. conceived the<br />
original idea of the study, contributed to<br />
discussion, and reviewed/edited the<br />
manuscript. P.F. conceived the original<br />
idea of the study, researched data,<br />
contributed to discussion, and<br />
reviewed/edited the manuscript.<br />
60<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Haapio και συνεργάτες<br />
We acknowledge the support from the<br />
Board of the Finnish Registry for Kidney<br />
Diseases and all the nephrologists and<br />
staff in all Finnish central hospitals that<br />
have reported to the Finnish Registry for<br />
Kidney Diseases: Helsinki University<br />
Central Hospital, Turku University Central<br />
Hospital, Satakunta Central Hospital,<br />
Kanta-Häme Central Hospital, Tampere<br />
University Central Hospital, Päijät-Ha§me<br />
Central Hospital, Kymenlaakso Central<br />
Hospital, Etelä-Karjala Central Hospital,<br />
Mikkeli Central Hospital, Itä-Savo Central<br />
Hospital, Pohjois-Karjala Central Hospital,<br />
Kuopio University Central Hospital, Keski-<br />
Suomi Central Hospital, Etelä-Pohjanmaa<br />
Central Hospital, Vaasa Central Hospital,<br />
Keski-Pohjanmaa Central Hospital, Oulu<br />
University Central Hospital, Kainuu Central<br />
Hospital, Länsi-Pohja Central Hospital,<br />
Lappi Central Hospital, and Åland Central<br />
Hospital.<br />
We acknowledge the grammatical help<br />
kindly provided by Andrew A. House, MD,<br />
MSc, London Health Sciences Centre,<br />
London, Ontario, Canada.<br />
From the 1. Helsinki University Central<br />
Hospital, Division of Nephrology, Helsinki,<br />
Finland; the 2. Helsinki University Central<br />
Hospital, Department of Medicine, Helsinki,<br />
Finland; the 3. Finnish Registry for Kidney<br />
Diseases, Helsinki, Finland; and the 4. School<br />
of Public Health, University of Tampere,<br />
Tampere, Finland.<br />
Corresponding author: Mikko Haapio,<br />
mikko.haapio@hus.fi.<br />
Received 7 January 2010 and accepted 21<br />
April 2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 30 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc10-0030.<br />
The sponsors had no role in the design and<br />
conduct of the study; collection, management,<br />
analysis, and interpretation of the data; or<br />
preparation, review, and approval of the<br />
manuscript.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. U.S. Renal Data System. USRDS 2007 Annual<br />
Data Report: Atlas of Chronic Kidney Disease<br />
and End-Stage Renal Disease in the United<br />
States. Bethesda, MD, National Institutes of<br />
Health, National Institute of Diabetes and<br />
Digestive and Kidney Diseases, 2007<br />
2. Lammi N, Blomstedt PA, Moltchanova E, Eriksson<br />
JG, Tuomilehto J, Karvonen M. Marked temporal<br />
increase in the incidence of type 1 and type 2<br />
diabetes among young adults in Finland.<br />
Diabetologia 2008;51:897-899<br />
3. Harjutsalo V, Sjöberg L, Tuomilehto J. Time<br />
trends in the incidence of type 1 diabetes in<br />
Finnish children: a cohort study. Lancet<br />
2008;371:1777-1782<br />
4. Finnish Registry for Kidney Diseases. Report<br />
2007 [article online], 2008. Available from<br />
http://www.musili.fi/smtr/english. Accessed<br />
16 June 2010<br />
5. Finne P, Reunanen A, Stenman S, Groop PH,<br />
Gro§ nhagen-Riska C. Incidence of end-stage<br />
renal disease in patients with type 1 diabetes.<br />
JAMA 2005;294:1782-1787<br />
6. ESRD Incidence Study Group, Stewart JH,<br />
McCredie MR, Williams SM. Divergent trends<br />
in the incidence of end-stage renal disease<br />
due to type 1 and type 2 diabetes in Europe,<br />
Canada and Australia during 1998-2002. Diabet<br />
Med 2006;23:1364-1369<br />
7. Van Dijk PC, Jager KJ, Stengel B, Gro§ nhagen-<br />
Riska C, Feest TG, Briggs JD. Renal replacement<br />
therapy for diabetic endstage renal disease:<br />
data from 10 registries in Europe (1991-2000).<br />
Kidney Int 2005;67:1489-1499<br />
8. Sørensen VR, Mathiesen ER, Heaf J, Feldt-<br />
Rasmussen B. Improved survival rate in<br />
patients with diabetes and end-stage renal<br />
disease in Denmark. Diabetologia 2007;50:922-<br />
929<br />
9. Villar E, Chang SH, McDonald SP. Incidences,<br />
treatments, outcomes, and sex effect on survival<br />
in patients with end-stage renal disease by<br />
diabetes status in Australia and New Zealand<br />
(1991-2005). Diabetes Care 2007;30:3070-<br />
3076<br />
10. Rabindranath KS, Adams J, Ali TZ, Daly C, Vale<br />
L, Macleod AM. Automated vs continuous<br />
ambulatory peritoneal dialysis: a systematic<br />
review of randomized controlled trials. Nephrol<br />
Dial Transplant 2007;22:2991-2998<br />
11. Nessim SJ, Bargman JM, Austin PC, Nisenbaum<br />
R, Jassal SV. Predictors of peritonitis in patients<br />
on peritoneal dialysis: results of a large,<br />
prospective Canadian database. Clin J Am<br />
Soc Nephrol 2009;4:1195-1200<br />
12. National Kidney Foundation. K/DOQI clinical<br />
practice guidelines and clinical practice<br />
recommendationsfor 2006 updates: hemodialysis<br />
adequacy, peritoneal dialysis adequacy and<br />
vascular access. Am J Kidney Dis 2006;48(Suppl.<br />
1):S1-S322<br />
13. Soedamah-Muthu SS, Chaturvedi N, Witte<br />
DR, Stevens LK, Porta M, Fuller JH, EURODIAB<br />
Prospective Complications Study Group.<br />
Relationship between riskfactors and mortality<br />
in type 1 diabetic patients in Europe: the<br />
EURODIAB Prospective Complications Study<br />
(PCS). Diabetes Care 2008;31:1360-1366<br />
14. Sarnak MJ. Cardiovascular complications in<br />
chronic kidney disease. Am J Kidney Dis<br />
2003;41:11-17<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 61
Clinical Care/Education/Nutrition/Psychosocial Research<br />
brief report<br />
Παράγοντες Συσχετιζόμενοι<br />
με την Ψυχολογική Αντίσταση στην Ινσουλίνη,<br />
σε Άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />
Factors Associated With Psychological Insulin Resistance in Individuals With Type 2 Diabetes<br />
SOOHYUN NAM, PHD 1 , CATHERINE CHESLA, DNSC 1 , NANCY A. STOTTS, EDD 1 , LISA KROON, PHARMD 2 , SUSAN L. JANSON, DNSC 1<br />
Παρά τα γνωστά οφέλη της<br />
ινσουλίνης, πολλοί ασθενείς<br />
είναι διστακτικοί στο να χρησιμοποιήσουν<br />
θεραπεία με<br />
ινσουλίνη (1-3). Οι δισταγμοί<br />
των ασθενών στην έναρξη χρήσης<br />
ινσουλίνης μπορούν να ονομαστούν «ψυχολογική<br />
αντίσταση στην ινσουλίνη»<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Να περιγραφτούν οι χαρακτηριστικές συσχετίσεις μεταξύ επιλεγμένων<br />
κοινωνικο -δημογραφικών, βιοϊατρικών και ψυχο-κοινωνικών μεταβλητών<br />
σε σχέση με τους δισταγμούς στη χρήση της ινσουλίνης, μεταξύ των ασθενών<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Ένα σύνολο 178 ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 συμμετείχαν σε αυτή τη συγχρονική και περιγραφική<br />
μελέτη. Τα δεδομένα λήφθηκαν μέσω συνέντευξης των ασθενών, χρησιμοποιώντας<br />
επικυρωμένες μετρήσεις των στάσεων, των γνώσεων, της<br />
αυτο-επάρκειας, της επικοινωνίας με το σύστημα υγείας και των υποκειμενικών<br />
φραγμών ως προς τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και των<br />
κοινωνικο-δημογραφικών και βιοϊατρικών δεδομένων.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Οι γυναίκες και οι εθνικές μειονότητες με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 παρουσιάζουν περισσότερους ψυχολογικούς φραγμούς ως προς<br />
τη θεραπεία με ινσουλίνη (P
Nam και συνεργάτες<br />
Attitude Scale: DAS-3] (8), «δοκιμασία γνώσεων<br />
για το σακχαρώδη διαβήτη» [Diabetes<br />
Knowledge Test: DKT] (9), «κλίμακα αυτοεπάρκειας»<br />
[Diabetes Self-Efficacy Scale:<br />
DSES] (10), «έρευνα διαπροσωπικών διεργασιών<br />
στην περίθαλψη-18» [Interpersonal<br />
Processes of Care Survey-18: IPC-18] (11) και<br />
κλίμακα «φραγμών στη θεραπεία με ινσουλίνη»<br />
[Barriers to Insulin Treatment: BIT] (12).<br />
Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />
με τη χρήση του SPSS, έκδοση 15.0.<br />
Τα αποτελέσματα περιγράφηκαν με τη<br />
χρήση των συντελεστών συσχέτισης Pearson,<br />
με τη δοκιμασία συσχέτισης τάξης κατά<br />
Spearman, με την ANOVA, με τη δοκιμασία<br />
t test 2 ομάδων και με ιεραρχική πολλαπλή<br />
παλινδρόμηση. Όλες οι δοκιμασίες<br />
ήταν αμφίδρομες και το σφάλμα τύπου I<br />
ελέγχτηκε στο επίπεδο του 0,05.<br />
Εξαιτίας του ότι χρησιμοποιήθηκαν 3 εργαλεία<br />
με 5 έως 7 υποκλίμακες, εφαρμόστηκε<br />
μια προσέγγιση 2 βημάτων ώστε να αναπτυχτεί<br />
το τελικό πολυπαραγοντικό μοντέλο.<br />
Καταρχήν, δημιουργήσαμε ένα χωριστό<br />
πολυπαραγοντικό μοντέλο για κάθε ένα<br />
από τα 3 εργαλεία, προκειμένου να επιλέξουμε<br />
τις στατιστικά σημαντικές υποκλίμακες<br />
(P
Psychological Insulin Resistance and Type 2 Diabetes<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 .<br />
Η συνολική PIR σε όλους τους συμμετέχοντες<br />
ήταν μέτριου βαθμού, με μέσο όρο<br />
4,89 σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10.<br />
Οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερο φόβο για<br />
τις ενέσεις (P < 0,001) και το στιγματισμό<br />
(P = 0,01) και συνολικά έναν υψηλότερο<br />
μέσο όρο βαθμολογίας στην BIT, γεγονός<br />
που αντανακλά περισσότερους δισταγμούς<br />
στη χρήση ινσουλίνης, σε σχέση με<br />
τους άντρες (P=0,008). Τα άτομα ασιατικής<br />
καταγωγής είχαν σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό υψηλότερο φόβο για τις ενέσεις<br />
(P=0,003) και προσδοκούσαν μεγαλύτερες<br />
δυσκολίες στη χρήση της ινσουλίνης, σε<br />
σχέση με τα άτομα της λευκής φυλής<br />
(P=0,03). Συνολικά, τα άτομα ασιατικής<br />
καταγωγής είχαν περισσότερους δισταγμούς<br />
χρήσης ινσουλίνης σε σχέση με τα<br />
Χαρακτηριστικά του δείγματος της μελέτης<br />
(n=178) και περιγραφικά στατιστικά δεδομένα<br />
για όλα τα εργαλεία (συνέχεια)<br />
Διαπροσωπικό ύφος<br />
Συμπονετικό, με σεβασμό (1-5) 4,34 ± 0,72 (1,33-5,0)<br />
Διάκριση λόγω φυλής/εθνικότητας (1-5) 4,76 ± 0,60 (2,0-5,0)<br />
Ασεβές προσωπικό (1-5) 4,50 ± 0,80 (1,5-5,0)<br />
BIT (εύρος κλίμακας)<br />
Άθροισμα (1-10) 4,89 ± 1,63 (1,0-10,0)<br />
Φόβος ενέσεων (1-10) 4,44 ± 2,87 (1,0-10,0)<br />
Προσδοκίες σχετικά με θετική έκβαση (1-10) 5,49 ± 2,13 (1,0-10,0)<br />
Αναμενόμενες δυσκολίες (1-10) 3,34 ± 2,60 (1,0-10,0)<br />
Στιγματισμός (1-10) 5,31 ± 2,55 (1,0-10,0)<br />
Φόβος υπογλυκαιμίας (1-10) 6,38 ± 2,71 (1,0-10,0)<br />
Αριθμός καταστάσεων συνοσηρότητας‡§<br />
0 118 (66,3)<br />
1 42 (23,6)<br />
2 7 (3,9)<br />
3 1 (0,6)<br />
Απώλειες δεδομένων 10 (5,6)<br />
Αριθμός μικροαγγειακών επιπλοκών‡<br />
0 146 (82,0)<br />
1 16 (9,0)<br />
2 5 (2,8)<br />
3 1 (0,6)<br />
Απώλειες δεδομένων 10 (5,6)<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD (εύρος), or n (%). *n = 158. †Άλλοι: Αμερικανοί-<br />
Ινδιάνοι ή γηγενείς της Αλάσκας, γηγενείς κάτοικοι της Χαβάης ή γηγενείς των νήσων<br />
του Ειρηνικού. ‡n = 168. §Καταστάσεις συνοσηρότητας: συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,<br />
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και αρθρίτιδα.<br />
άτομα της λευκής φυλής (P=0,012). Άλλες<br />
μειονοτικές ομάδες (λατινικής καταγωγής,<br />
αμερικανοί-ινδιάνοι και άτομα με<br />
καταγωγή από τις νήσους του Ειρηνικού)<br />
είχαν επίσης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό<br />
υψηλότερο φόβο για τις ενέσεις, σε<br />
σχέση με τους λευκούς (P=0,031).<br />
Όλες οι υποκλίμακες της IPC είχαν αρνητική<br />
συσχέτιση με την PIR (P < 0,01), γεγονός<br />
που υποδηλώνει ότι η καλύτερη υποκειμενική<br />
αντίληψη της αλληλεπίδρασης με τους<br />
παρόχους περίθαλψης συσχετιζόταν με<br />
παρόμοιο επίπεδο PIR. Στο τελικό πολυπαραγοντικό<br />
μοντέλο, ο γραμμικός συνδυασμός<br />
των προγνωστικών παραγόντων του<br />
μοντέλου συσχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό με την PIR (R2 = 0,403 , P<br />
Nam και συνεργάτες<br />
ρη μελέτη (13), οι εθνοτικές μειονότητες<br />
εμφάνισαν μεγαλύτερη PIR σε σχέση με<br />
τα άτομα λευκής φυλής. Τα άτομα ασιατικής<br />
καταγωγής και άλλες εθνοτικές μειονότητες<br />
εξαιρουμένων των ατόμων της<br />
μαύρης φυλής είχαν σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό υψηλότερο φόβο για τις ενέσεις<br />
και ανέμεναν μεγαλύτερες δυσκολίες<br />
ως προς τη χρήση ινσουλίνης, σε<br />
σχέση με τα άτομα λευκής φυλής.<br />
Η παρούσα μελέτη εμφανίζει ορισμένους<br />
περιορισμούς. Οι συμμετέχοντες της μελέτης<br />
μας είχαν σχετικά καλή ρύθμιση της<br />
γλυκόζης αίματος με τα αντιδιαβητικά<br />
φάρμακα που λάμβαναν από το στόμα.<br />
Τα ευρήματα στις μελέτες μπορεί να μην<br />
είναι γενικεύσιμα σε ασθενείς με σοβαρή<br />
υπεργλυκαιμία. Η μελλοντική έρευνα<br />
είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε<br />
καλύτερα την PIR. Η BIT χρησιμοποιήθηκε<br />
ως υποκατάστατη μεταβλητή<br />
για τη μέτρηση της PIR και επομένως,<br />
δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι<br />
ασθενείς που εμφανίζουν πολλούς φραγμούς<br />
στη θεραπεία με ινσουλίνη τελικά<br />
θα απορρίψουν αυτή τη θεραπεία όταν<br />
τους συστηθεί από τους παρόχους περίθαλψης.<br />
Ωστόσο, οι Petrak και συνεργάτες<br />
(12) απέδειξαν προγενέστερα την<br />
ξεκάθαρη προγνωστική εγκυρότητα όλων<br />
των κλιμάκων του ερωτηματολογίου BIT<br />
σε σχέση με τους δισταγμούς στη χρήση<br />
ινσουλίνης. Οι ασθενείς που προτιμούσαν<br />
αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα<br />
ανέφεραν με συνέπεια υψηλότερους<br />
φραγμούς, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό,<br />
ως προς τη θεραπεία με ινσουλίνη,<br />
σε σχέση με τα άτομα που επιθυμούσαν<br />
να αλλάξουν τη θεραπεία τους προς τη<br />
χρήση ινσουλίνης.<br />
Συνοψίζοντας, η επιμόρφωση των ασθενών<br />
ως προς την αυτο-διαχείριση της νόσου<br />
τους, η οποία επικεντρώνεται στη βελτίωση<br />
της αυτο-επάρκειας, στη διαπραγμάτευση<br />
των διαφορών μεταξύ φύλων και<br />
φυλών ως προς την PIR και στην ενίσχυση<br />
της επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και<br />
ασθενούς, είναι αναγκαία ώστε να μειωθεί<br />
η PIR. Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει<br />
να κατευθυνθεί προς την κατανόηση και<br />
προώθηση των διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων<br />
στην περίθαλψη μεταξύ ασθενών<br />
και των παροχών περίθαλψης και είναι<br />
απαραίτητη για την ανάπτυξη παρεμβάσεων<br />
που θα βοηθήσουν τους ασθενείς<br />
να ξεπεράσουν τους φραγμούς ως προς<br />
την αποδοχή της θεραπείας με ινσουλίνη.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
Support for this study was received from<br />
the National Institute of Nursing Research<br />
(to S.N., principle investigator, 5 F31 NR010450)<br />
and the Sigma Theta Tau National Honor<br />
Society of Nursing, Alpha Eta Chapter.<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
S.N. researched data, wrote the manuscript,<br />
and contributed to the discussion. N.A.S.<br />
contributed to the discussion and reviewed/edited<br />
the manuscript. C.C. contributed to the<br />
discussion and reviewed/edited the manuscript.<br />
L.K. contributed to the discussion and<br />
reviewed/edited the manuscript. S.L.J.<br />
contributed to the discussion, reviewed/edited<br />
the manuscript and served as primary mentor<br />
for the study.<br />
The authors thank the following organizations<br />
and individuals: Oakland Medical Group;<br />
University of California San Francisco,<br />
Diabetes Teaching Center; Marlene Bedrich,<br />
RN, CDE; Anthony Ravinik, MD; James<br />
Saunders, MD; Rod Perry, MD; Hiroshi<br />
Terashima, MD; and Anita Stewart, PhD.<br />
Parts of this study were presented in<br />
abstract form at the 69th Scientific Sessions<br />
of the American Diabetes Association,<br />
New Orleans, Louisiana, 5-9 June 2009.<br />
From the 1. University of California, San<br />
Francisco, School of Nursing, San Francisco,<br />
California; and the 2. University of California,<br />
San Francisco, School of Pharmacy, San<br />
Francisco, California.<br />
Corresponding author: Soohyun Nam,<br />
soohnam@gmail.com.<br />
Received 19 January 2010 and accepted 23<br />
April 2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 30 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc10-0099.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. U.K. Prospective Diabetes Study Group. U.K.<br />
prospective diabetes study 16. Overview of 6<br />
years’ therapy of type II diabetes: a progressive<br />
disease. Diabetes 1995;44:1249-1258<br />
2. Peyrot M, Rubin RR, Lauritzen T, Skovlund SE,<br />
Snoek FJ, Matthews DR, Landgraf R, Kleinebreil<br />
L, InternationalDAWN Advisory Panel. Resistance<br />
to insulin therapy among patients and providers:<br />
results of the cross-national Diabetes Attitudes,<br />
Wishes, and Needs (DAWN) study. Diabetes<br />
Care 2005;28:2673-2679<br />
3. Polonsky WH, Fisher L, Guzman S, Villa-<br />
Caballero L, Edelman SV. Psychological insulin<br />
resistance in patients with type 2 diabetes:<br />
the scope of the problem. Diabetes Care<br />
2005;28:2543-2545<br />
4. Fitzgerald JT, Gruppen LD, Anderson RM, Funnell<br />
MM, Jacober SJ, Grunberger G, Aman LC. The<br />
influence of treatment modality and ethnicity<br />
on attitudes in type 2 diabetes. Diabetes Care<br />
2000;23:313-318<br />
5. Jerant AF, von Friederichs-Fitzwater MM, Moore<br />
M. Patients’ perceived barriers to active selfmanagement<br />
of chronic conditions. Patient<br />
Educ Couns 2005;57:300-307<br />
6. Bayliss EA, Steiner JF, Fernald DH, Crane LA,<br />
Main DS. Descriptions of barriers to self-care<br />
by persons with comorbid chronic diseases.<br />
Ann Fam Med 2003;1:15-21<br />
7. Polonsky WH, Jackson RA. What’s so tough<br />
about taking insulin? Addressing the problem<br />
of psychological insulin resistance in type 2<br />
diabetes. Clinical Diabetes 2004;22:147-150<br />
8. Anderson RM, Fitzgerald JT, Funnell MM, Gruppen<br />
LD. The third version of the Diabetes Attitude<br />
Scale. Diabetes Care 1998;21:1403-1407<br />
9. Fitzgerald JT, Funnell MM, Hess GE, Barr PA,<br />
Anderson RM, Hiss RG, Davis WK. The reliability<br />
and validity of a brief diabetes knowledge test.<br />
Diabetes Care 1998;21:706-710<br />
10. Rapley P, Passmore A, Phillips M. Review of<br />
the psychometric properties of the Diabetes<br />
Self-Efficacy Scale: Australian longitudinal<br />
study. Nurs Health Sci 2003;5:289-297<br />
11. Stewart AL, Nápoles-Springer A, Pérez- Stable<br />
EJ. Interpersonal processes of care in diverse<br />
populations. Milbank Q 1999;77:305-339<br />
12. Petrak F, Stridde E, Leverkus F, Crispin AA,<br />
ForstT, Pfü tzner A. Development and validation<br />
of a new measure to evaluate psychological<br />
resistance to insulin treatment. Diabetes Care<br />
2007;30:2199-2204<br />
13. Polonsky WH, Fisher L, Guzman S, Villa-<br />
Caballero L, Edelman SV. Psychological insulin<br />
resistance in patients with type 2 diabetes:<br />
the scope of the problem. Diabetes Care<br />
2005;28:2543-2545<br />
14. Juutilainen A, Kortelainen S, Lehto S, Rönnemaa<br />
T, Pyörälä K, Laakso M. Gender difference in<br />
the impact of type 2 diabetes on coronary heart<br />
disease risk. <strong>DiabetesCare</strong> 2004;27:2898-2904<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 65
Epidemiology/Health Services Research<br />
original article<br />
Απώλεια Σωματικού Βάρους, Ρύθμιση Γλυκόζης Αίματος<br />
και Μεταβολές στους Καρδιαγγειακούς Βιολογικούς<br />
Δείκτες σε Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2<br />
που Λαμβάνουν Θεραπεία με Ινκρετίνη ή Ινσουλίνη,<br />
σε μια Μεγάλη Βάση Δεδομένων από Ομοειδή Σειρά<br />
Πληθυσμού<br />
Weight Loss, Glycemic Control, and Changes in Cardiovascular Biomarkers in Patients With<br />
Type 2 Diabetes Receiving Incretin Therapies or Insulin in a Large Cohort Database<br />
EDWARD S. HORTON, MD 1 , CHERYL SILBERMAN, PHD 2 , KEITH L. DAVIS, MA 3 , RACHELE BERRIA, MD, MSCI 2<br />
Οεπιπολασμός του σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2<br />
συνεχίζει να αυξάνεται,<br />
όπως και ο αριθμός των<br />
παχύσαρκων ατόμων στις<br />
ΗΠΑ (1). Υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ<br />
των δύο παραπάνω παραγόντων, με το<br />
80-95% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.<br />
Στην πραγματικότητα, οι μελέτες<br />
έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης<br />
σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει αναλογικά<br />
με το δείκτη μάζας σώματος (BMI) (2). Επιπρόσθετα,<br />
η παχυσαρκία επιδεινώνει τις<br />
μεταβολικές διαταραχές του σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 και ειδικότερα την υπεργλυκαιμία,<br />
τη δυσλιπιδαιμία και την αρτηριακή<br />
υπέρταση (3). Τα παχύσαρκα άτομα<br />
βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο<br />
ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου, ενώ ο<br />
κίνδυνος είναι ακόμη υψηλότερος στα άτομα<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που<br />
είναι παχύσαρκα (4). Στα υπέρβαρα και<br />
παχύσαρκα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, η απώλεια σωματικού βάρους<br />
συσχετίζεται με βελτιώσεις των παραγόντων<br />
κινδύνου. Πράγματι, μικρός βαθμός<br />
απώλειας σωματικού βάρους (περίπου<br />
5%) μπορεί να βελτιώσει τη ρύθμιση της<br />
γλυκόζης αίματος στο σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 (5,6). Οι διαχρονικές μελέτες<br />
ομοειδών σειρών πληθυσμών υποδηλώνουν<br />
ότι οι μεταβολές του BMI στους ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αποτελούν<br />
στατιστικά σημαντικούς προγνωστικούς<br />
παράγοντες των μεταβολών της<br />
A1C και της αρτηριακής πίεσης (7), ενώ οι<br />
ασθενείς που σημειώνουν απώλεια σωματικού<br />
βάρους έχουν περισσότερες πιθανότητες<br />
να επιτύχουν τους στόχους για<br />
την A1C και την αρτηριακή πίεση, σε σχέση<br />
με αυτούς που παρουσιάζουν σταθερό<br />
σωματικό βάρος ή αύξηση αυτού (8).<br />
Κατά παρόμοιο τρόπο, οι μελέτες παρέμβασης<br />
στον τρόπο ζωής στους ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν δείξει<br />
ότι η απώλεια σωματικού βάρους βελτιώνει<br />
τη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος,<br />
μειώνει την αρτηριακή πίεση και βελτιώνει<br />
τα επίπεδα λιπιδίων (9), ενώ ακόμη και<br />
μια ελαφρά απώλεια σωματικού βάρους<br />
μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του καρδιαγγειακού<br />
προφίλ κινδύνου (10). Σε<br />
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2, η σκόπιμη απώλεια σωματικού βάρους<br />
έχει συσχετιστεί με μείωση των καρδιαγγειακών<br />
νοσημάτων και της σχετιζόμενης<br />
με το σακχαρώδη διαβήτη θνησιμότητας<br />
κατά 28% (6). Επιπρόσθετα, η απώλεια<br />
σωματικού βάρους συσχετίζεται με μείωση<br />
του κόστους περίθαλψης που σχετίζεται<br />
με το σακχαρώδη διαβήτη (11).<br />
Η κατάλληλη διατροφή και η σωματική<br />
άσκηση βρίσκονται στην πρώτη γραμμή<br />
της θεραπείας για την προαγωγή της απώλειας<br />
σωματικού βάρους και τη βελτίωση<br />
της γλυκόζης αίματος στο σακχαρώδη διαβήτη<br />
νέας έναρξης, αλλά οι περισσότεροι<br />
ασθενείς θα χρειαστούν αντιδιαβητικά<br />
φάρμακα από το στόμα [oral antidiabetes<br />
drugs: OAD] για τη ρύθμιση της γλυκόζης<br />
αίματος και πολλοί τελικά θα χρειαστεί να<br />
λάβουν θεραπεία με ινσουλίνη. Αν και οι<br />
θεραπείες αυτές είναι δραστικές ως προς<br />
τη μείωση της A1C, οι περισσότερες οδηγούν<br />
σε αύξηση του σωματικού βάρους.<br />
Οι σουλφονυλουρίες, οι θειαζολιδινεδιόνες<br />
και η ινσουλίνη οδηγούν σε αύξηση<br />
σωματικού βάρους της τάξης περίπου των<br />
2 kg για κάθε μείωση της A1C κατά 1%<br />
(12,13). Η μετφορμίνη, αντίθετα με τα αλλά<br />
καθιερωμένα OAD, συχνά συσχετίζεται<br />
με ελαφρά απώλεια σωματικού βάρους.<br />
Οι θεραπείες που βασίζονται στην ινκρετίνη,<br />
όπου συμπεριλαμβάνονται και οι<br />
αγωνιστές υποδοχέων του προσομοιάζοντος<br />
με τη γλυκαγόνη πεπτιδίου [glucagonlike<br />
peptide: GLP-1] και οι αναστολείς της<br />
διπεπτιδυλ-πεπτιδάσης-4 [dipeptidyl<br />
peptidase-4: DPP-4] έχουν πρόσφατα<br />
καταστεί θεραπευτικές επιλογές για την<br />
αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και, αντίθετα με πολλές άλλες<br />
θεραπείες, δεν επάγουν αύξηση σωματικού<br />
βάρους (14). Η θεραπεία με αγωνιστές<br />
υποδοχέων GLP-1 οδηγεί σε απώ-<br />
66<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Horton και συνεργάτες<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Η απώλεια σωματικού βάρους στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 μπορεί να βελτιώσει τη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος, να μειώσει<br />
την αρτηριακή πίεση και να βελτιώσει την δυσλιπιδαιμία. Οι αγωνιστές<br />
των υποδοχέων του προσομοιάζοντος με τη γλυκαγόνη πεπτιδίου [glucagonlike<br />
peptide: GLP-1] συσχετίζονται με απώλεια σωματικού βάρους και έχουν<br />
ειδικά ωφέλιμες επιδράσεις στους καρδιαγγειακούς βιολογικούς δείκτες κινδύνου.<br />
Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες που υποδηλώνουν κατά<br />
πόσον αυτές οι δράσεις υπάρχουν και εκτός των κλινικών μελετών.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Αναλύθηκαν τα ιατρικά αρχεία<br />
από την ερευνητική βάση δεδομένων General Electric Centricity, με αναδρομικό<br />
τρόπο, ώστε να αξιολογηθεί η συσχέτιση μεταξύ απώλειας σωματικού<br />
βάρους και ρύθμισης γλυκόζης αίματος, μεταβολών στην αρτηριακή πίεση<br />
και λιπιδίων, σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που ξεκινούν θεραπεία<br />
με εξενατίδη, σιταγλιπτίνη ή ινσουλίνη. Αξιολογήθηκαν οι αρχικές τιμές<br />
και οι τιμές παρακολούθησης (90 έως 365 ημέρες μετά την αρχική ημερομηνία)<br />
του σωματικού βάρους, της A1C, της γλυκόζης αίματος νηστείας [fasting<br />
blood glucose: FBG), της αρτηριακής πίεσης, των τριγλυκεριδίων και της LDLχοληστερόλης,<br />
της HDL-χοληστερόλης και της ολικής χοληστερόλης.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Ένα σύνολο, αντίστοιχα, 6.280, 5.861 και 32.398 ασθενών<br />
που λάμβαναν εξενατίδη, σιταγλιπτίνη ή ινσουλίνη, συμπεριλήφθηκαν τελικά<br />
στην ανάλυση. Οι ασθενείς που λάμβαναν εξενατίδη απώλεσαν κατά μέσο<br />
όρο ± SD 3,0 ± 7,33 kg, οι ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη απώλεσαν 1,1±5,39<br />
kg και οι ασθενείς που λάμβαναν ινσουλίνη αύξησαν το σωματικό τους βάρος<br />
κατά 0,6±9,46 kg. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ<br />
απώλειας σωματικού βάρους και μείωσης της Α1C και της FΒG μόνο με την<br />
εξενατίδη, καθώς και μείωση της αρτηριακής πίεσης για όλες τις θεραπείες.<br />
Η απώλεια σωματικού βάρους συσχετιζόταν με κάποιες βελτιώσεις στα λιπίδια<br />
κυρίως στην ομάδα των αγωνιστών υποδοχέων GLP-1 με μικρές συσχετίσεις<br />
μόνο στην ομάδα της ινσουλίνης.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η μείωση σωματικού βάρους με τους αγωνιστές υποδοχέων<br />
GLP-1 συσχετίστηκε με μια μετατροπή των καρδιαγγειακών παραγόντων<br />
κινδύνου προς πιο ευνοϊκό προφίλ. Απαιτούνται μελέτες των εκβάσεων ώστε<br />
να προσδιοριστεί κατά πόσον η βελτίωση των βιολογικών δεικτών μεταφράζεται<br />
και σε μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, στους ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2.<br />
Diabetes Care 33: 1759-1765, 2010<br />
λεια σωματικού βάρους στους περισσότερους<br />
ασθενείς. Σε ελεγχόμενες κλινικές<br />
μελέτες, η μέση απώλεια σωματικού<br />
βάρους ήταν περίπου 2 kg, κάτι που γενικά<br />
διατηρείται ή συνεχίζει να εξελίσσεται<br />
με τη μακροχρόνια θεραπεία (15). Τα<br />
φάρμακα αυτά έχουν μια φυσιολογική<br />
δράση παρόμοια με αυτή του ενδογενούς<br />
GLP-1, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης<br />
της εξαρτώμενης από τη γλυκόζη<br />
έκκρισης ινσουλίνης και της καταστολής<br />
μιας ακατάλληλα υψηλής έκκρισης γλυκαγόνης.<br />
Σε υψηλές συγκεντρώσεις, επιβραδύνουν<br />
επίσης τη γαστρική κένωση<br />
και μειώνουν την πρόσληψη τροφής (16).<br />
Αναστέλλοντας το DPP-4, το οποίο είναι<br />
ένα ένζυμο που αποδομεί το GLP-1, οι<br />
αναστολείς DPP-4 έχουν δράσεις παρόμοιες<br />
με αυτές των αγωνιστών υποδοχέων<br />
GLP-1. Επίσης, ενισχύουν την εξαρτώμενη<br />
από τη γλυκόζη έκκρισης ινσουλίνης<br />
και καταστέλλουν τη γλυκαγόνη, αλλά<br />
δεν καθυστερούν τη γαστρική κένωση<br />
ούτε μειώνουν την πρόσληψη τροφής.<br />
Στις ελεγχόμενες κλινικές μελέτες, η δράση<br />
της σιταγλιπτίνης επί του σωματικού<br />
βάρους ήταν ουδέτερη (17,18).<br />
Τα δεδομένα από κλινικές μελέτες με την<br />
εξενατίδη, που είναι ένας αγωνιστής υποδοχέων<br />
GLP-1, δείχνουν ότι αυτή διαθέτει<br />
ωφέλιμες δυνητικά δράσεις στους βιολογικούς<br />
δείκτες καρδιαγγειακού κινδύνου,<br />
σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2, συμπεριλαμβανομένης και της μείωσης<br />
της αρτηριακής πίεσης και της βελτίωσης<br />
της δυσλιπιδαιμίας (19). Ωστόσο, υπάρχουν<br />
περιορισμένες πληροφορίες ως προς<br />
το κατά πόσο αυτές οι δράσεις διατηρούνται<br />
και εκτός των σχετικά ελεγχόμενων<br />
κλινικών μελετών. Επιπρόσθετα, δεν είναι<br />
ξεκάθαρο κατά πόσο οι δράσεις επί της<br />
αρτηριακής πίεσης και των λιπιδίων οφείλονται<br />
στην απώλεια σωματικού βάρους<br />
η οποία εμφανίζεται με τους αγωνιστές<br />
των υποδοχέων GLP-1. Κατά συνέπεια, αξιολογήσαμε<br />
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 που ξεκίνησαν ένα φαρμακευτικό<br />
σχήμα βασισμένο στην ινκρετίνη<br />
(αγωνιστές υποδοχέων GLP-1 ή αναστολείς<br />
DPP-4) ή στην ινσουλίνη, ώστε να αναλύσουμε<br />
τη συσχέτιση μεταξύ μεταβολής<br />
σωματικού βάρους και ρύθμισης γλυκόζης<br />
αίματος και βελτίωσης των καρδιαγγειακών<br />
βιολογικών δεικτών κινδύνου, σε<br />
συνθήκες πραγματικής κλινικής πράξης.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Διενεργήθηκε μια αναδρομική ανάλυση<br />
επί εξωτερικών ασθενών, με βάση τους<br />
ηλεκτρονικούς ιατρικούς φακέλους<br />
[electronic medical records: EMR] που<br />
ανακτήθηκαν από την ερευνητική βάση<br />
δεδομένων της General Electric Centricity].<br />
Αυτή η βάση δεδομένων περιέχει πληροφορίες<br />
για πάνω από 540.000 ασθενείς<br />
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, από 49<br />
πολιτείες, για το χρονικό διάστημα μεταξύ<br />
Ιανουαρίου και Ιανουαρίου 2008.<br />
Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν ενήλικοι<br />
ασθενείς (άνω των 18 ετών) με διάγνωση<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (με βάση τους<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 67
Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Δημογραφικά στοιχεία των ασθενών και<br />
χαρακτηριστικά κατά την έναρξη που παρατηρήθηκαν<br />
μέσα σε 60 ημέρες πριν και 30 ημέρες μετά την<br />
αρχική ημερομηνία<br />
Παράμετρος Εξενατίδη Σιταγλιπτίνη Ινσουλίνη<br />
n 6.280 5.861 32.398<br />
Ηλικία (έτη) 57 ± 11,0 62 ± 11,8 61 ± 13,7<br />
Φύλο (% γυναίκες) 59 49 52<br />
BMI (kg/m2) 38,5 ± 7,94 33,8 ± 7,51 33,6 ± 8,29<br />
Σωματικό βάρος (kg) 110 ± 24,7 97 ± 23,4 96 ± 25,0<br />
Βαθμολογία Charlson 0,52 ± 1,08 0,74 ± 1,29 0,63 ± 1,26<br />
Φάρμακα (%)<br />
Αντιυπερτασικά φάρμακα(s) 54 54 71<br />
Υπολιπιδαιμικά φάρμακα 50 49 55<br />
Σουλφονυλουρίες 24 22 15<br />
Μετφορμίνη 44 40 20<br />
Θειαζολιδινεδιόνες 23 22 13<br />
Κανένα άλλο OAD 41 42 66<br />
1 άλλο OAD 33 36 21<br />
2 άλλα OAD 20 18 11<br />
3 άλλα OAD 6 5 3<br />
≥ 4 άλλα OAD
Horton και συνεργάτες<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />
Συνολικά, 6,280, 5,861 και 32,398 ασθενείς<br />
που έλαβαν εξενατίδη, η σιταγλιπτίνη,<br />
ή, ινσουλίνη, αντίστοιχα, πληρούσαν<br />
τα κριτήρια ένταξης. Τα δημογραφικά<br />
στοιχεία των ασθενών αυτών κατά την<br />
έναρξη φαίνονται στον Πίνακα 1. Οι τιμές<br />
κατά την έναρξη και κατά την παρακολούθηση<br />
για τους βιολογικούς δείκτες<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου παρουσιάζονται<br />
στον Πίνακα 2. Οι ασθενείς στην ομάδα<br />
της ινσουλίνης είχαν σε στατιστικά<br />
σημαντικό βαθμό υψηλότερη A1C και FBG<br />
κατά την έναρξη από εκείνους που λάμβαναν<br />
εξενατίδη ή σιταγλιπτίνη.<br />
Μεταβολή στο σωματικό βάρος<br />
Οι ασθενείς που έλαβαν εξενατίδη απώλεσαν<br />
κατά μέση τιμή ± SD 3,0 ± 7,33 kg (p<br />
Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 . Ποσοστό ασθενών με μεταβολή σωματικού βάρους ανά<br />
κατηγορία και μέσος όρος μεταβολής στις παραμέτρους<br />
γλυκόζης αίματος και λιπιδίων με βάση την<br />
συγκεκριμένη κατηγορία μεταβολής σωματικού βάρους<br />
(συνέχεια)<br />
Παράμετρος Εξενατίδη Σιταγλιπτίνη Ινσουλίνη<br />
HDL-χοληστερόλη<br />
Κατά την έναρξη (mg/dL) 43 ± 11,6 44 ± 12,4 45 ± 14,3<br />
Κατά την παρακολούθηση (mg/dL) 43 ± 11,3 44 ± 12,1 45 ± 13,9<br />
Ποσοστό % με στοιχεία κατά την<br />
έναρξη και κατά την παρακολούθηση 39 34 25<br />
Ημέρες μεταξύ χρόνου έναρξης και<br />
χρόνου παρακολούθησης 252 ± 82,4 209 ± 79,9 246 ± 84,1<br />
Ολική χοληστερόλη<br />
Κατά την έναρξη (mg/dL) 177 ± 45,7 175 ± 44,7 183 ± 53,0<br />
Κατά την παρακολούθηση (mg/dL) 166 ± 40,7 166 ± 40,2 171 ± 46,5<br />
Ποσοστό % με στοιχεία κατά την<br />
έναρξη και κατά την παρακολούθηση 38 34 25<br />
Ημέρες μεταξύ χρόνου έναρξης και<br />
χρόνου παρακολούθησης 252 ± 82,3 207 ± 78,7 246 ± 84,2<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD εκτός και αν υποδηλώνεται αλλιώς. Παράγοντες<br />
μετατροπής για τις μονάδες του SI (χιλιοστομόρια ανά λίτρο): FBG=0,05551, HDLχοληστερόλη,<br />
LDL-χοληστερόλη, και ολική χοληστερόλ=0,02586, τριγλυκερίδια=0,0113.<br />
χα) (Πίνακας 3). Ωστόσο, για την εξενατίδη,<br />
εμφανίστηκε μια μεγαλύτερη μεταβολή<br />
στην A1C και την FBG σε άτομα που<br />
σημείωσαν απώλεια σωματικού βάρους,<br />
ενώ για τη σιταγλιπτίνη και την ινσουλίνη<br />
σημειώθηκαν μεγαλύτερες μειώσεις στα<br />
άτομα με αύξηση σωματικού βάρους.<br />
Αρτηριακή πίεση<br />
Τόσο η συστολική αρτηριακή πίεση όσο<br />
και η διαστολική αρτηριακή πίεση μειώθηκαν<br />
από την τιμή έναρξης μέχρι το χρόνο<br />
αξιολόγησης κατά την παρακολούθηση,<br />
κατά 2,3 ± 17,6 και 1,2 ± 10,8 mm Hg,<br />
αντίστοιχα, για την εξενατίδη, κατά 1,1 ±<br />
18,2 και 0 , 6 ± 10,8 mm Hg για την σιταγλιπτίνη<br />
και κατά 1,8 ± 21,3 και 1,3 ± 12,5<br />
mm Hg για την ινσουλίνη. Η απώλεια σωματικού<br />
βάρους ήταν σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό συσχετιζόμενη με μείωση<br />
τόσο στη συστολική όσο και στη διαστολική<br />
αρτηριακή πίεση, σε όλες τις ομάδες<br />
θεραπείας (p
Horton και συνεργάτες<br />
Π IΝΑΚΑΣ 3 . Ποσοστό ασθενών με μεταβολή στο σωματικό βάρος κατά κατηγορία και μέση μεταβολή στις<br />
παραμέτρους γλυκόζης αίματος και λιπιδίων με βάση τη συγκεκριμένη κατηγορία μεταβολής<br />
σωματικού βάρους*<br />
Παράμετρος Απώλεια Απώλεια Απώλεια Καμία Αύξηση Αύξηση Αύξηση Τιμή P†<br />
≥5% 3-4% 1-2% μεταβολή 1-2% 3-4% ≥5%<br />
Μεταβολή στο σωματικό βάρος (%)<br />
Εξενατίδη 32,7 15,1 17,3 9,0 12,4 6,6 6,8 NA<br />
Σιταγλιπτίνη 18,7 14,0 20,4 10,9 18,0 9,0 9,0 NA<br />
Ινσουλίνη 17,0 9,0 13,5 8,0 15,9 12,4 24,2 NA<br />
A1C (%)<br />
Εξενατίδη -0,7 -0,5 -0,3 -0,3 -0,3 -0,3 -0,7
Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />
A<br />
Απώλεια σωματικού βάρους<br />
(%) από την τιμή έναρξης<br />
Γ<br />
Απώλεια σωματικού βάρους<br />
(%) από την τιμή έναρξης<br />
Ε<br />
Απώλεια σωματικού βάρους<br />
(%) από την τιμή έναρξης<br />
Ζ<br />
Απώλεια σωματικού βάρους<br />
(%) από την τιμή έναρξης<br />
A1C<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
Συστολική αρτηριακή πίεση<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
Τριγλυκερίδια<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
LDL-χοληστερόλη<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
Εξενατίδη<br />
Σιταγλιπτίνη<br />
Ινσουλίνη<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
Διαστολική αρτηριακή πίεση<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
Ολική χοληστερόλη<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
ΗDL-χοληστερόλη<br />
Λόγος πιθανοτήτων (95% CI)<br />
Εικόνα 1 - Λόγοι πιθανοτήτων και διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95% της συσχέτισης της απώλειας<br />
σωματικού βάρους (ποσοστό από την τιμή έναρξης) με οποιαδήποτε μείωση (Α) της A1C, (Β) της FBG,<br />
(Γ) της συστολικής αρτηριακής πίεσης, (Δ) της διαστολικής αρτηριακής πίεσης, (Ε) των τριγλυκεριδίων,<br />
(ΣΤ) της ολικής χοληστερόλης, (Ζ) της LDL-χοληστερόλης και (H) των αυξήσεων της HDL-χοληστερόλης,<br />
σε σχέση με την απώλεια σωματικού βάρους μετά από προσαρμογή ως προς τις συμμεταβλητές.* P
Horton και συνεργάτες<br />
τεταρτημόριο μεταβολής σωματικού βάρους,<br />
τα άτομα που σημείωσαν τη μεγαλύτερη<br />
απώλεια είχαν και τη μεγαλύτερη βελτίωση<br />
στην συστολική αρτηριακή πίεση, την<br />
διαστολική αρτηριακή πίεση, την HDL-χοληστερόλη<br />
και τα τριγλυκερίδια (20). Σε 151<br />
ασθενείς που παρακολουθήθηκαν στις<br />
μελέτες επέκτασης ανοιχτού τύπου για την<br />
εξενατίδη για 3,5 έτη και διαστρωματώθηκαν<br />
ανάλογα με το τεταρτημόριο μεταβολής<br />
σωματικού βάρους, τα άτομα που σημείωσαν<br />
τη μεγαλύτερη απώλεια σωματικού<br />
βάρους είχαν και τη μεγαλύτερη βελτίωση<br />
στα τριγλυκερίδια, στην HDL-χοληστερόλη<br />
και στην αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, συνολικά<br />
υπήρξε ελάχιστη συσχέτιση μεταξύ<br />
απώλειας σωματικού βάρους και μεταβολών<br />
στα λιπίδια αίματος. Πρόσφατα, σε μια<br />
μελέτη επέκτασης της εξενατίδης διάρκειας<br />
ενός έτους, χορηγούμενης μία φορά την<br />
εβδομάδα, η μεταβολή σωματικού βάρους<br />
διαπιστώθηκε ότι συσχετιζόταν σε στατιστικά<br />
σημαντικό βαθμό με μειώσεις της<br />
διαστολικής αρτηριακής πίεσης, της LDLχοληστερόλης<br />
και της ολικής χοληστερόλης,<br />
αλλά όχι και των τριγλυκεριδίων και<br />
της συστολικής αρτηριακής πίεσης (21).<br />
Είναι ξεκάθαρο από αυτές τις διάφορες<br />
μελέτες, ότι η απώλεια σωματικού βάρους<br />
που συσχετίζεται με τους αγωνιστές υποδοχέων<br />
του GLP-1 παρέχει ωφέλιμες δράσεις<br />
ως προς τη ρύθμιση της γλυκόζης αίματος<br />
και των βιολογικών δεικτών καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου. Σχετικά με τις αιτίες για τις διαφορές<br />
στους βιολογικούς δείκτες που βελτιώθηκαν<br />
στα πλαίσια των διαφόρων μελετών<br />
μπορούν μόνο εικασίες να γίνουν, αλλά<br />
οι διαφορές μπορεί να οφείλονται στο μέγεθος<br />
του πληθυσμού που αξιολογήθηκε και<br />
στον τύπο της ανάλυσης. Η παρούσα μελέτη<br />
ήταν μια αναδρομική ανάλυση δεδομένων<br />
που λήφθηκαν από ηλεκτρονικούς<br />
φακέλους ασθενών. Επομένως, αν και έγιναν<br />
προσαρμογές ως προς τις γνωστές μεταβλητές<br />
στα πλαίσια των αναλύσεων παλινδρόμησης,<br />
μπορεί απροσδιόριστοι παράγοντες<br />
να έχουν επιδράσει συγχυτικά στις μετρήσεις<br />
έκβασης. Μόνο οι ασθενείς με επίπεδα<br />
έναρξης και παρακολούθησης των διαφορών<br />
παραμέτρων έκβασης συμπεριλήφθηκαν<br />
σε κάποια ανάλυση, κάτι που μπορεί να<br />
οδηγήσει σε συμπερίληψη ασθενών οι οποίοι<br />
εκ της φύσης τους χρειάζονταν περισσότερη<br />
παρακολούθηση και πιθανώς να<br />
μην ήταν αντιπροσωπευτικοί του συνολικού<br />
πληθυσμού των ασθενών. Ωστόσο, η<br />
ανάλυση αυτή παρέχει πληροφορίες σχετικά<br />
με τις εκβάσεις που εμφανίζονται σε<br />
κλινικές συνθήκες, με μεγάλο αριθμό ασθενών,<br />
ενώ υπάρχουν επίσης πληροφορίες<br />
από συνθήκες πραγματικής κλινικής πράξης,<br />
που είναι πολύτιμες.<br />
Από τις 3 θεραπείες που αξιολογήθηκαν<br />
σε αυτή την ανάλυση, με την εξενατίδη<br />
εμφανίστηκε το ισχυρότερο όφελος ως<br />
προς το σωματικό βάρος, ακολουθούμενο<br />
από αυτό της σιταγλιπτίνης. Προκειμένου<br />
να αξιολογηθούν περαιτέρω οι συνεισφορές<br />
ως προς την απώλεια σωματικού βάρους,<br />
πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχει προγραμματιστεί<br />
εκ των προτέρων (post hoc) μια<br />
ανάλυση παλινδρόμησης του αντίκτυπου<br />
της απώλειας του σωματικού βάρους για<br />
κάθε παράμετρο έκβασης, που συνδύασε<br />
το σύνολο των τριών ομάδων θεραπείας,<br />
αλλά τα δεδομένα της δεν απεικονίζονται.<br />
Στην ανάλυση αυτή παρέμεινε ένα στατιστικά<br />
σημαντικό όφελος ως προς το σωματικό<br />
βάρος, για τις περισσότερες από τις<br />
παραμέτρους έκβασης, ανεξάρτητα από<br />
τη θεραπεία, υποδηλώνοντας τα σημαντικά<br />
οφέλη της απώλειας του σωματικού<br />
βάρους στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2. Επιπρόσθετα, εξαιτίας του<br />
ότι η απώλεια του σωματικού βάρους που<br />
συσχετίζεται με τους αγωνιστές του GLP-1<br />
θα έδινε μεγαλύτερη βελτίωση στους καρδιαγγειακούς<br />
βιολογικούς δείκτες σε σχέση<br />
με αυτή που σχετίζεται με τους αναστολείς<br />
DPP-4, μπορεί έτσι να έχουμε σημαντικές<br />
πληροφορίες σχετικά με το βαθμό απώλειας<br />
σωματικού βάρους που απαιτείται για<br />
να επιτευχθεί κλινικό όφελος. Επιπρόσθετα,<br />
τα φαρμακολογικά επίπεδα του GLP-1<br />
μπορεί να ασκούν ωφέλιμη δράση ανεξάρτητα<br />
από το σωματικό βάρος.<br />
Οι αναδρομικές αναλύσεις από μεγάλες<br />
βάσεις δεδομένων ηλεκτρονικών αρχείων<br />
ασθενών παρέχουν πληροφορίες σχετικά<br />
με την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων,<br />
όταν χρησιμοποιούνται στην κλινική<br />
πράξη, συνδυάζοντας όλους του τύπους<br />
ασθενών. Επιπρόσθετα, τα δεδομένα από<br />
ένα μεγάλο αριθμό ασθενών μπορούν επίσης<br />
να χρησιμοποιηθούν, παρέχοντας μεγέθη<br />
δείγματος που δεν μπορούν εύκολα να<br />
επιτευχθούν σε προοπτικές κλινικές μελέτες.<br />
Ωστόσο, η αναδρομική φύση των αναλύσεων<br />
σε βάσεις δεδομένων περικλείει<br />
ορισμένους περιορισμούς. Προκειμένου να<br />
συμπεριληφθεί ένα μεγάλο δείγμα ασθενών,<br />
δεν κατέστη δυνατόν να ληφθούν τιμές<br />
έναρξης για περισσότερες από 60 ημέρες<br />
πριν ή 30 ημέρες μετά την αρχική ημερομηνία<br />
και οι τιμές παρακολούθησης μπορούσαν<br />
να κυμαίνονται από 90 έως 365<br />
μέρες μετά την αρχική ημερομηνία. Επομένως,<br />
υπάρχει η πιθανότητα ανεπάρκειας<br />
του χρόνου παρακολούθησης για την αξιολόγηση<br />
των εκβάσεων, ιδίως των μεταβολών<br />
στο σωματικό βάρος, που ήταν και η<br />
βασική παράμετρος επάνω στην οποία βασίστηκαν<br />
όλες οι αναλύσεις. Ωστόσο, ο μέσος<br />
αριθμός ημερών παρακολούθησης για το<br />
σωματικό βάρος σε κάθε ομάδα (279, 216<br />
και 266 για την εξενατίδη, τη σιταγλιπτίνη<br />
και την ινσουλίνη, αντίστοιχα) ήταν επαρκής<br />
για την αξιολόγηση των εκβάσεων.<br />
Παρομοίως, το διάστημα μεταξύ έναρξης<br />
και αξιολόγησης παρακολούθησης και για<br />
άλλες παραμέτρους έκβασης ήταν περίπου<br />
οι 8 μήνες. Ένας άλλος περιορισμός στη<br />
χρήση των βάσεων δεδομένων των ηλεκτρονικών<br />
αρχείων ασθενών είναι η αδυναμία<br />
αξιολόγησης της συμμόρφωσης με<br />
τη συνταγογραφημένη θεραπεία, καθώς<br />
και των μεταβολών στη συμμόρφωση που<br />
αφορούσε τα συγχορηγούμενα OAD. Εξαιτίας<br />
του ότι ορισμένοι ασθενείς λάμβαναν<br />
σουλφονυλουρίες και θειαζολιδινεδιόνες,<br />
οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν αύξηση<br />
σωματικού βάρους, η διακοπή τους κατά<br />
τη διάρκεια της παρακολούθησης θα μπορούσε<br />
να έχει επηρεάσει τη μεταβολή του<br />
σωματικού βάρους. Οι αναλύσεις σε μεγάλες<br />
βάσεις δεδομένων υπόκεινται επίσης<br />
σε διακυμάνσεις οι οποίες επάγονται από<br />
τη γλυκόζη αίματος και τα λιπίδια, όταν αυτά<br />
μετριούνται από διαφορετικά εργαστήρια.<br />
Η αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 είναι πολυπαραγοντική, συμπεριλαμβάνοντας<br />
όχι μόνο τη ρύθμιση της γλυκόζης<br />
αίματος αλλά επίσης και τη ρύθμιση<br />
των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.<br />
Ιδανικές είναι οι θεραπείες που ενδεχομένως<br />
επιτυγχάνουν περισσότερους από<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 73
Impact of Weight Loss with Incretin Therapies<br />
έναν στόχους, συμπεριλαμβανομένων αυτών<br />
που αφορούν την αρτηριακή πίεση και τα<br />
λιπίδια, καθώς και την A1C, χωρίς αύξηση<br />
στο σωματικό βάρος. Οι αγωνιστές υποδοχέων<br />
του GLP-1, για τους οποίους διαπιστώθηκε<br />
μεγαλύτερη απώλεια σωματικού<br />
βάρους, συσχετίζονταν με μεταβολές προς<br />
ένα πιο ευνοϊκό προφίλ καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για<br />
να προσδιοριστεί κατά πόσο οι μεταβολές<br />
αυτές μεταφράζονται και σε μείωση των<br />
καρδιαγγειακών συμβαμάτων.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
This research was supported by Roche.<br />
Editorial assistance was provided by Susan<br />
Sutch, PharmD, of Evidence Scientific<br />
Solutions, which was funded by Roche.<br />
E.S.H. has research grants from Amylin and<br />
Eli Lilly and serves on advisory boards or is<br />
a consultant for Abbott, AstraZeneca, Bristol<br />
Myers-Squibb, Daiichi-Sankyo, Medtronic,<br />
Merck, Metabasis, Novartis, Roche, Sanofi-<br />
Aventis, Takeda, and Tethys. C.S. is an<br />
employee and R.B. was an employee of<br />
Roche Laboratories at the time of the research<br />
and writing of the manuscript, which is<br />
developing a GLP-1 receptor agonist. K.L.D.<br />
is an employee of RTI, which was paid by<br />
Roche to conduct this research. No other<br />
potential conflicts of interest to this study<br />
were reported.<br />
Parts of this study were presented in abstract<br />
form at the 2009 American Diabetes Association<br />
69th Scientific Sessions in New Orleans,<br />
LA (Diabetes 2009;58:A165) and at the 45th<br />
Annual Meeting of the European Association<br />
for the Study of Diabetes, Vienna, Austria,<br />
29 September-2 October 2009 (Diabetologia<br />
2009;52:S297).<br />
From the 1. Joslin Diabetes Center, Boston,<br />
Massachusetts; 2. Roche Laboratories, Nutley,<br />
New Jersey; and 3. RTI Health Solutions,<br />
Research Triangle Park, North Carolina.<br />
Corresponding author: Edward S. Horton,<br />
edward.horton@joslin.harvard.edu.<br />
Received 6 November 2009 and accepted 20<br />
April 2010. Published ahead of print at<br />
http://care. diabetesjournals.org on 11 May<br />
2010. DOI: 10.2337/dc09-2062.<br />
R.B. is currently affiliated with sanofiaventis,<br />
Bridgewater, New Jersey.<br />
© 2010 by the American Diabetes<br />
Association. Readers may use this article as<br />
long as the work is properly cited, the use is<br />
educational and not for profit, and the work<br />
is not altered. See http://creativecommons.<br />
org/licenses/by-nc-nd/3.0/for details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Cheung BM, Ong KL, Cherny SS, Sham PC, Tso<br />
AW, Lam KS. Diabetesprevalence and therapeutic<br />
target achievement in the United States, 1999<br />
to 2006. Am J Med 2009;122:443-453<br />
2. Narayan KM, Boyle JP, Thompson TJ, Gregg EW,<br />
Williamson DF. Effect of BMI on lifetime risk for<br />
diabetesin the U.S. <strong>DiabetesCare</strong> 2007;30:1562-<br />
1566<br />
3. Maggio CA, Pi-Sunyer FX. The prevention and<br />
treatmentofobesity. Application to type 2 diabetes.<br />
Diabetes Care 1997;20:1744-1766<br />
4. Jonsson S, Hedblad B, Engstro§m G, Nilsson P,<br />
Berglund G, Janzon L. Influence of obesity on<br />
cardiovascular risk. Twentythree-year follow-up<br />
of22,025 men from an urban Swedish population.<br />
Int J Obes Relat Metab Disord 2002;26:1046-<br />
1053<br />
5. Goldstein DJ. Beneficial health effects of modest<br />
weight loss. Int J Obes Relat Metab Disord<br />
1992;16:397-415<br />
6. Williamson DF, Thompson TJ, Thun M, Flanders<br />
D, PamukE, ByersT. Intentional weight loss and<br />
mortality among overweight individuals with<br />
diabetes. Diabetes Care 2000;23:1499-1504<br />
7. Ridderstrâle M, Gudbjörnsdottir S, Eliasson B,<br />
Nilsson PM, Cederholm J, Steering Committee of<br />
the Swedish National Diabetes Register (NDR).<br />
Obesity and cardiovascular risk factors in type 2<br />
diabetes: results from the Swedish National<br />
DiabetesRegister. J Intern Med 2006;259:314-322<br />
8. Feldstein AC, Nichols GA, Smith DH, StevensVJ,<br />
Bachman K, RosalesAG, Perrin N. Weightchange<br />
in diabetes and glycemic and blood pressure<br />
control. Diabetes Care 2008;31:1960-1965<br />
9. Pi-Sunyer X, Blackburn G, Brancati FL, Bray GA,<br />
Bright R, ClarkJM, Curtis JM, Espeland MA, Foreyt<br />
JP, Graves K, Haffner SM, Harrison B, Hill JO,<br />
Horton ES, Jakicic J, Jeffery RW, Johnson KC, Kahn<br />
S, Kelley DE, Kitabchi AE, Knowler WC, Lewis CE,<br />
Maschak-Carey BJ, Montgomery B, Nathan DM,<br />
Patricio J, Peters A, Redmon JB, Reeves RS, Ryan<br />
DH, Safford M, Van Dorsten B, Wadden TA,<br />
Wagenknecht L, Wesche-Thobaben J, Wing RR,<br />
Yanovski SZ. Reduction in weightand cardiovascular<br />
disease risk factors in individuals with type 2<br />
diabetes: one-year results of the look AHEAD<br />
trial. Diabetes Care 2007;30:1374-1383<br />
10. Ratner R, Goldberg R, Haffner S, Marcovina S,<br />
Orchard T, Fowler S, Temprosa M, Diabetes<br />
Prevention Program Research Group. Impact<br />
of intensive lifestyle and metformin therapy on<br />
cardiovascular disease riskfactorsin the diabetes<br />
prevention program. <strong>DiabetesCare</strong> 2005;28:888-<br />
894<br />
11. Yu AP, Wu EQ, Birnbaum HG, Emani S, Fay M,<br />
Pohl G, Wintle M, Yang E, Oglesby A. Short-term<br />
economicimpactofbodyweightchange among<br />
patients with type 2 diabetes treated with<br />
antidiabetic agents: analysis using claims,<br />
laboratory, and medical record data. Curr Med<br />
Res Opin 2007;23:2157-2169<br />
12. Intensive blood-glucose controlwith sulphonylureas<br />
or insulin compared with conventionaltreatment<br />
and risk of complications in patients with type<br />
2 diabetes(UKPDS33). UKProspective Diabetes<br />
Study(UKPDS) Group. Lancet1998;352:837-853<br />
13. UKPDS28: a randomized trialofefficacyofearly<br />
addition of metformin in sulfonylurea-treated<br />
type 2 diabetes. U.K. Prospective DiabetesStudy<br />
Group. Diabetes Care 1998;21:87-92<br />
14. Lovshin JA, Drucker DJ. Incretin-based therapies<br />
for type 2 diabetes mellitus. Nat Rev Endocrinol<br />
2009;5:262-269<br />
15. Buse JB, Klonoff DC, Nielsen LL, Guan X, Bowlus<br />
CL, Holcombe JH, MaggsDG, Wintle ME. Metabolic<br />
effects of two years of exenatide treatment on<br />
diabetes, obesity, and hepatic biomarkers in<br />
patientswith type 2 diabetes: an interim analysis<br />
of data from the open-label, uncontrolled<br />
extension ofthree double-blind, placebocontrolled<br />
trials. Clin Ther 2007;29:139-153<br />
16. Drucker DJ, Nauck MA. The incretin system:<br />
glucagon-like peptide-1 receptor agonists and<br />
dipeptidyl peptidase-4 inhibitors in type 2<br />
diabetes. Lancet 2006;368:1696-1705<br />
17. Goldstein BJ, FeinglosMN, Lunceford JK, Johnson<br />
J, Williams-Herman DE, Sitagliptin 036 StudyGroup.<br />
Effectofinitialcombination therapywith sitagliptin,<br />
a dipeptidylpeptidase-4 inhibitor, and metformin<br />
on glycemiccontrolin patientswith type 2 diabetes.<br />
Diabetes Care 2007;30:1979-1987<br />
18. Aschner P, Kipnes MS, Lunceford JK, Sanchez<br />
M, Mickel C, Williams-Herman DE, Sitagliptin<br />
Study 021 Group. Effect of the dipeptidyl<br />
peptidase-4 inhibitor sitagliptin asmonotherapy<br />
on glycemic control in patients with type 2<br />
diabetes. Diabetes Care 2006;29:2632-2737<br />
19. KlonoffDC, Buse JB, Nielsen LL, Guan X, Bowlus<br />
CL, Holcombe JH, Wintle ME, MaggsDG. Exenatide<br />
effects on diabetes, obesity, cardiovascular<br />
riskfactors and hepatic biomarkers in patients<br />
with type 2 diabetes treated for at least 3 years.<br />
Curr Med Res Opin 2008;24:275-286<br />
20. Blonde L, Klein EJ, Han J, Zhang B, Mac SM,<br />
Poon TH, Taylor KL, Trautmann ME, Kim DD,<br />
Kendall DM. Interim analysis of the effects of<br />
exenatide treatment on A1C, weight and<br />
cardiovascular risk factors over 82 weeks in<br />
314 overweight patients with type 2 diabetes.<br />
Diabetes Obes Metab 2006;8:436-447<br />
21. Bergenstal R, Kim T, Yan P, Darsow T, Walsh B,<br />
Okerson T, Han J. Exenatide once weeklyimproved<br />
cardiometabolic risk factors in subjects with<br />
type 2 diabetes during one year of treatment.<br />
Diabetes 2009;58:A165<br />
74<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Epidemiology/Health Services Research<br />
original article<br />
Αριθμός Γεννήσεων και Συσχέτιση<br />
με το Σακχαρώδη Διαβήτη σε Ηλικιωμένες Γυναίκες<br />
Parity and the Association With Diabetes in Older Women<br />
ANGELA G. FOWLER-BROWN, MD 1 , IAN H. DE BOER, MD 2 , JANET M. CATOV, PHD 3 , MERCEDES R. CARNETHON, PHD 4 ,<br />
ARUNA KAMINENI, MS 5 , LEWIS H. KULLER, MDΜ 6 , DAVID S. SISCOVICK, MD 7 , KENNETH J. MUKAMAL, MD 1<br />
Ηεγκυμοσύνη είναι μια κατάσταση<br />
που λαμβάνει χώρα<br />
σε περιορισμένο χρονικό<br />
διάστημα, ωστόσο υπάρχουν<br />
ενδείξεις ότι η γέννηση<br />
παιδιών θα μπορούσε να έχει μακροχρόνιο<br />
αντίκτυπο στην υγεία των γυναικών.<br />
Οι εντυπωσιακές μεταβολές της φυσιολογίας<br />
και του μεταβολισμού που συσχετίζονται<br />
με την κατάσταση της κύησης<br />
έχουν πυροδοτήσει ερωτήματα σχετικά<br />
με τη συσχέτιση της γέννησης παιδιών<br />
και του επακόλουθου κινδύνου για παθολογικές<br />
καταστάσεις, μεταξύ των οποίων<br />
και ο σακχαρώδης διαβήτης.<br />
Η κύηση επάγει μια κατάσταση αντίστασης<br />
στην ινσουλίνη στους περιφερικούς<br />
ιστούς της γυναίκας . Στις προδιατεθειμένες<br />
γυναίκες χωρίς σακχαρώδη διαβήτη,<br />
η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να<br />
είναι τόσο σοβαρή ώστε να προκαλέσει<br />
το διαβήτη της κύησης. Γενικά θεωρείται<br />
ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη που συσχετίζεται<br />
με την κύηση υποχωρεί μετά τον<br />
τοκετό, αλλά ελαφρές μεταβολικές μεταβολές<br />
θα μπορούσαν να επιμένουν, οδηγώντας<br />
σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης<br />
σακχαρώδη διαβήτη στο μέλλον.<br />
Οι ερευνητές που εξέτασαν τη συσχέτιση<br />
μεταξύ αριθμού γεννήσεων και κινδύνου<br />
σακχαρώδη διαβήτη έχουν φτάσει<br />
σε αντικρουόμενα συμπεράσματα.<br />
Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει<br />
συσχέτιση μεταξύ υψηλού αριθμού<br />
γεννήσεων και αυξημένου κινδύνου για<br />
μελλοντικό σακχαρώδη διαβήτη (1-5).<br />
Ωστόσο, άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι<br />
δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για<br />
σακχαρώδη διαβήτη που να συσχετίζεται<br />
με τη γέννηση παιδιών (1,6). Εν όψει<br />
αυτών των αντικρουόμενων στοιχείων,<br />
ορισμένοι ερευνητές έχουν προτείνει ότι<br />
η συσχέτιση του αυξημένου αριθμού γεννήσεων<br />
με τον υψηλότερο κίνδυνο σακχαρώδη<br />
διαβήτη, η οποία παρατηρήθηκε<br />
σε ορισμένες μελέτες, επηρεάστηκε<br />
από συγχυτική δράση παραγόντων ή διαμεσολαβείται<br />
από άλλους παράγοντες,<br />
όπως είναι το σωματικό βάρος και η κοινωνικο-οικονομική<br />
κατάσταση (6). Ο σκοπός<br />
της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει<br />
τη συσχέτιση μεταξύ αριθμού<br />
γεννήσεων και σακχαρώδη διαβήτη σε<br />
ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες και εμφανίζουν<br />
τον υψηλότερο επιπολασμό σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Υποθέσαμε ότι ο μεγαλύτερος<br />
αριθμός γεννήσεων θα συσχετιζόταν<br />
θετικά με τον επιπολασμό σακχαρώδη<br />
διαβήτη σε ηλικιωμένες γυναίκες. Μελετήσαμε<br />
την επίδραση πιθανών συγχυτικων<br />
παραγόντων, όπως το μορφωτικό<br />
επίπεδο, η φυλή και η πρόσληψη οινοπνευματωδών,<br />
σε σχέση με την υποτιθέμενη<br />
συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />
και σακχαρώδη διαβήτη, ενώ<br />
εξετάσαμε και πιθανούς διαμεσολαβητικούς<br />
παράγοντες για αυτή τη συσχέτιση,<br />
όπως ο δείκτης μάζας σώματος (BMI)<br />
και η περίμετρος μέσης. Τέλος, ελέγξαμε<br />
την επίδραση του αριθμού γεννήσεων<br />
σε βιοχημικούς δείκτες ομοιόστασης<br />
της γλυκόζης, όπως είναι η γλυκόζη<br />
νηστείας ορού και τα επίπεδα ινσουλίνης,<br />
καθώς και το ομοιοστατικό μοντέλο<br />
αξιολόγησης της αντίστασης στην<br />
ινσουλίνη [homeostasis model assessment<br />
of insulin resistance: HOMA-IR] στα άτομα<br />
χωρίς σακχαρώδη διαβήτη.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Η «μελέτη καρδιαγγειακής υγείας» [The<br />
Cardiovascular Health Study: CHS] είναι<br />
μια μελέτη που χρηματοδοτείται από το<br />
«εθνικό ινστιτούτο καρδιάς, πνευμόνων<br />
και αίματος» [National Heart, Lung, and<br />
Blood Institute] των εθνικών ινστιτούτων<br />
υγείας [National Institutes of Health), η<br />
οποία βασίζεται στον πληθυσμό και είναι<br />
διαχρονική αφορώντας ενήλικους ηλικίας<br />
≥65 ετών (7). Ένας πλήρης κατάλογος των<br />
βασικών ερευνητών της CHS και των ιδρυμάτων<br />
που συμμετέχουν μπορεί να βρεθεί<br />
στη διαδικτυακή θέση http://www.chsnhlbi.org/pi.htm.<br />
Ο κύριος σκοπός της<br />
μελέτης αυτής είναι να αξιολογήσει την<br />
έναρξη και την πορεία στεφανιαίας νόσου<br />
και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.<br />
Οι συμμετέχοντες παραπέμπονται από<br />
καταλόγους καταλληλότητας του ασφαλιστικού<br />
ταμείου Medicare, σε τέσσερις<br />
κοινότητες των ΗΠΑ: Forsyth County -<br />
North Carolina, Sacramento County -<br />
California, Washington County - Maryland<br />
και Pittsburgh - Pennsylvania. Η CHS αρχικά<br />
ενέταξε 5.201 άντρες και γυναίκες<br />
μεταξύ 1989 και 1990. Στην πορεία, προστέθηκαν<br />
άλλες 687 γυναίκες μαύρης<br />
φυλής, μεταξύ 1992-1993. Οι συμμετέχουσες<br />
υποβάλλονταν σε εκτεταμένες<br />
αντικειμενικές και εργαστηριακές αξιολογήσεις<br />
κατά την έναρξη. Ακολούθως,<br />
χρησιμοποιούνταν εξαμηνιαίες συνεντεύξεις<br />
διά ζώσης ή διά τηλεφώνου, ώστε να<br />
επιβεβαιωθεί και να αναφερθεί η εμφάνιση<br />
συμβαμάτων που αφορούσαν τις<br />
εκβάσεις. Για τις δικές μας αναλύσεις,<br />
συμπεριλήφθηκαν μόνο οι γυναίκες συμ-<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 75
Parity and Diabetes<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Να εξεταστεί η συσχέτιση του αριθμού των γεννήσεων με το σακχαρώδη<br />
διαβήτη και τους δείκτες ομοιόστασης της γλυκόζης, σε ηλικιωμένες<br />
γυναίκες.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα από<br />
γυναίκες συμμετέχουσες στην «μελέτη καρδιαγγειακής υγείας» [Cardiovascular<br />
Health Study], που αφορούσε μια διαχρονική σειρά ομοειδούς πληθυσμού<br />
ενηλίκων ηλικίας άνω των 65 ετών. Τα δεδομένα αυτά συμπεριλάμβαναν μια<br />
αξιολόγηση του αριθμού γεννήσεων (κατά την έναρξη) και μέτρηση των επιπέδων<br />
γλυκόζης νηστείας του ορού της ινσουλίνης και της χρήσης φαρμάκων<br />
(κατά την έναρξη και κατά την παρακολούθηση). Υπολογίσαμε τόσο τη συγχρονική<br />
συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων με την ύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη<br />
κατά την έναρξη, όσο και τη συσχέτιση του αριθμού των γεννήσεων με<br />
τη νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Σε μη προσαρμοσμένες αναλύσεις, οι γυναίκες με μεγάλο<br />
αριθμό γεννήσεων (≥5 γεννήσεις ζώντων νεογνών) είχαν υψηλότερο επιπολασμό<br />
σακχαρώδη διαβήτη κατά την έναρξη, σε σύγκριση με όσες είχαν λιγότερες<br />
γεννήσεις ή με αυτές που δεν είχαν ποτέ γεννήσει (25 έναντι 12 έναντι<br />
15%, με P
Fowler-Brown και συνεργάτες<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Χαρακτηριστικά κατά την έναρξη των γυναικών που εντάχθηκαν στην CHS<br />
Σύνολο Καμία 1-2 γεννήσεις 3-4 γεννήσεις ≥5 γεννήσεις<br />
γέννηση ζώντων ζώντων ζώντων<br />
3.211 568 1.444 887 312<br />
Ηλικία (έτη) 72,5 ± 5,4 73,7 ± 5,9 72,9 ± 5,5 71,2 ± 4,7 71,8 ± 5,3<br />
Μαύρη φυλή 500 (15,6) 118 (20,8) 197 (13,6) 97 (10,9) 88 (28,2)<br />
Εκπαίδευση κατώτερη του Γυμνασίου 921 (28,7) 161 (28,4) 383 (26,5) 222 (25,0) 155 (49,7)<br />
Τρέχουσα καπνίστρια 404 (12,6) 73 (12,9) 184 (12,7) 112 (12,6) 35 (11,2)<br />
Μη πότης 1,791 (55,8) 317 (55,8) 788 (54,6) 464 (52,3) 222 (71,2)<br />
BMI (kg/m 2 ) 26,8 ± 5,3 26,6 ± 5,4 26,4 ± 5,2 27,0 ± 5,2 28,5 ± 5,5<br />
Περίμετρος μέσης (cm) 92,0 ± 14,4 92,0 ± 14,7 90,9 ± 14,2 92,3 ± 13,7 96,8 ± 15,5<br />
Ανάστημα (cm) 158,8 ± 6,2 158,4 ± 6,7 158,5 ± 6,2 159,5 ± 5,9 159,1 ± 6,4<br />
BMI ηλικία 50 έτη (kg/m 2 ) 25,3 ± 3,0 25,3 ± 3,1 25,1 ± 3,0 25,2 ± 3,0 26,2 ± 3,1<br />
C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (mg/l) 4,8 ± 7,6 5,0 ± 8,0 4,7 ± 7,0 4,7 ± 8,5 5,1 ± 6,9<br />
Σακχαρώδης σακχαρώδη διαβήτης 450 (14,0) 86 (15,1) 175 (12,1) 111 (12,5) 78 (25,0)<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD ή n (%).<br />
Στατιστική ανάλυση<br />
Χρησιμοποιήσαμε περιγραφική στατιστική<br />
για να περιγράψουμε τα δημογραφικά<br />
χαρακτηριστικά των συμμετεχουσών<br />
κατά την έναρξη. Προκειμένου να αξιολογηθεί<br />
η συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />
και επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη,<br />
εκτιμήσαμε τα ποσοστά των<br />
επιπολασμών χρησιμοποιώντας γενικά<br />
μοντέλα, με λογαριθμική σύνδεση και<br />
κατανομή Poisson (10). Τα μοντέλα που<br />
χρησιμοποιούσαν διώνυμη σύνδεση<br />
[binomial link] έδωσαν παρόμοιες εστιακές<br />
εκτιμήσεις και διαστήματα εμπιστοσύνης<br />
αλλά δεν συνέκλιναν μεταξύ τους<br />
σε όλες τις περιπτώσεις. Προκειμένου να<br />
αξιολογηθεί η συσχέτιση μεταξύ αριθμού<br />
γεννήσεων και νέας εμφάνισης σακχαρώδη<br />
διαβήτη στις γυναίκες χωρίς σακχαρώδη<br />
διαβήτη κατά την έναρξη,<br />
χρησιμοποιήσαμε τα μοντέλα αναλογικών<br />
κινδύνων κατά Cox, ώστε να εκτιμήσουμε<br />
τους λόγους κινδύνου που σχετίζονταν<br />
με τον αριθμό γεννήσεων.<br />
Τόσο για την έκβαση της νέας εμφάνισης<br />
σακχαρώδη διαβήτη όσο και για αυτή του<br />
επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη, εξετάσαμε<br />
τη συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />
και εκβάσεων, μέσα από πολυπαραγοντικά<br />
διαδοχικά προσαρμοζόμενα<br />
μοντέλα. Τα αρχικά πολυπαραγοντικά<br />
μοντέλα πραγματοποίησαν έλεγχο ως<br />
προς την ηλικία και τη φυλή. Τα επόμενα<br />
μοντέλα έκαναν προσαρμογή ως προς<br />
αρκετούς πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες<br />
συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας,<br />
της φυλής, του εισοδήματος (3 κατηγορίες)<br />
του μορφωτικού επιπέδου (άνω του<br />
Γυμνασίου, Γυμνασίου ή κάτω του Γυμνασίου),<br />
της οικογενειακής κατάστασης<br />
(έγγαμη, άγαμη, χήρα ή διαζευγμένη) του<br />
αναστήματος (εκατοστά), του καπνίσματος<br />
(καπνίστρια. ποτέ καπνίστρια ή πρώην<br />
καπνίστρια), το κέντρο της μελέτης και<br />
την πρόσληψη οινοπνευματωδών (χρήστης/μη<br />
χρήστης). Τα τελικά μοντέλα περιείχαν<br />
όλες τις παραπάνω αναφερόμενες μεταβλητές<br />
με πιθανή συγχυτική δράση και<br />
επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε προσαρμογή<br />
ως προς ανθρωπομετρικά στοιχεία<br />
του σώματος, ως πιθανών διαμεσολαβητικών<br />
παραγόντων (ΒΜΙ κατά την<br />
έναρξη, υπολογιζόμενος από τη μέτρηση<br />
του σωματικού βάρους και του αναστήματος,<br />
ανάστημα και μέτρηση περιμέτρου<br />
μέσης και αναφορά του ΒΜΙ κατά<br />
την ηλικία των 50 ετών από την ίδια τη<br />
συμμετέχουσα). Εξαιτίας της απώλειας<br />
ορισμένων δεδομένων, ο ΒΜΙ κατά την<br />
ηλικία των 50 ετών υπολογίστηκε με βάση<br />
την ηλικία, τη φυλή και τον αρχικό ΒΜΙ<br />
σε 128 γυναίκες). Σε αυτά τα τελικά μοντέλα,<br />
αξιολογήσαμε το βαθμό διαμεσολαβητικής<br />
δράσης, χρησιμοποιώντας, τη<br />
μακροεντολή SAS mediate macro (11).<br />
Διενεργήσαμε επίσης πολυπαραγοντική<br />
ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης, για<br />
να εξετάσουμε κατά πόσο ο αριθμός γεννήσεων<br />
συσχετιζόταν με την αρχική γλυκόζη<br />
ορού νηστείας, τα επίπεδα ινσουλίνης<br />
και το HOMA-IR μόνο μεταξύ εκείνων<br />
με σακχαρώδη διαβήτη κατά την έναρξη.<br />
Εξαιτίας του ότι η ινσουλίνη και το HOMA-<br />
IR ήταν μετατοπισμένα προς τα δεξιά,<br />
όπως αναμενόταν, πραγματοποιήθηκε σε<br />
αμφότερες τις τιμές λογαριθμική μετατροπή<br />
για να βελτιωθεί η ύπαρξη κανονικότητας<br />
της κατανομής.<br />
Όλες οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν<br />
μέσο του στατιστικού λογισμικού SAS<br />
(έκδοση 9.2).<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />
Τα χαρακτηριστικά έναρξης του δείγματός<br />
μας παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.<br />
Η ηλικία έναρξης στο δείγμα μας ήταν τα<br />
72,5 έτη. Οι γυναίκες με μεγάλο αριθμό<br />
γεννήσεων (≥5 γεννήσεις ζώντων τέκνων)<br />
είχαν περισσότερες πιθανότητες να ανήκουν<br />
στη μαύρη φυλή, να έχουν μεγαλύτερο<br />
ΒΜΙ και περίμετρο μέσης κατά την<br />
έναρξη, να μην καταναλώνουν οινοπνευματώδη<br />
και να μην έχουν αποφοιτήσει<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 77
Parity and Diabetes<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 . Πολυπαραγοντικά μοντέλα αριθμού γεννήσεων<br />
και επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη<br />
Μοντέλο 1: Μοντέλο 2: Μοντέλο 3:<br />
ηλικία πιθανοί συγχυτικοί όλοι οι πιθανοί<br />
και φυλή παράγοντες* συγχυτικοί<br />
παράγοντες και<br />
ανθρωπομετρικά<br />
δεδομένα †<br />
Σύνολο<br />
Καμία γέννηση 1,0 1,0 1,0<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων 0,85 (0,67-1,08) 0,85 (0,66-1,09) 0,87 (0,65-1,06)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων 0,91 (0,70-1,19) 0,90 (0,68-1,18) 0,88 (0,63-1,08)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων 1,57 (1,20-2,06) 1,33 (1,00-1,77) 1,21 (0,86-1,49)<br />
Μαύρη φυλή<br />
Καμία γέννηση 1,0 1,0 1,0<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων 0,78 (0,51-1,18) 0,81 (0,54-1,23) 0,86 (0,58-1,29)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων 0,93 (0,58-1,49) 0,91 (0,56-1,50) 1,02 (0,64-1,64)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων 1,64 (1,10-2,45) 1,54 (1,02-2,32) 1,43 (0,98-2,10)<br />
Λευκή φυλή<br />
Καμία γέννηση 1,0 1,0 1,0<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων 0,88 (0,66-1,18) 0,86 (0,62-1,19) 0,88 (0,64-1,20)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων 0,92 (0,67-1,26) 0,89 (0,63-1,26) 0,84 (0,60-1,18)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων 1,50 (1,03-2,17) 1,20 (0,81-1,78) 1,06 (0,72-1,57)<br />
Τα δεδομένα είναι λόγων επιπολασμών (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%).<br />
Γενικευμένα γραμμικά μοντέλα με λογαριθμική σύνδεση και κατανομής Poisson όπως<br />
παρουσιάζεται. *Μοντέλο 2: ηλικία, φυλή, οικογενειακή κατάσταση (4), εισόδημα (3),<br />
μορφωτικό επίπεδο (3), ανάστημα (σε εκατοστά), οινοπνευματώδη ναι/όχι, ιατρείο<br />
(4) και κάπνισμα (3). †Μοντέλο 3: επίσης για BMI, BMI στην ηλικία των 50 ετών και<br />
περίμετρο μέσης.<br />
και πλέον δεν ήταν στατιστικά σημαντική<br />
η διαφορά. Ο βαθμός μείωσης ήταν<br />
ελαφρώς μικρότερος εάν γινόταν προσαρμογή<br />
μόνο για το ΒΜΙ όπως αυτός αναφερόταν<br />
για την ηλικία των 50 ετών, παρά<br />
όταν συμπεριλαμβανόταν και η μέτρηση<br />
του ΒΜΙ (λόγος επιπολασμών 1,27 [διάστημα<br />
εμπιστοσύνης επ. 95%, 0,96 -1,68]),<br />
γεγονός συμβατό με το μεγαλύτερο βαθμό<br />
σφάλματος κατά τη μέτρηση στην αναφορά<br />
του ΒΜΙ από μνήμης. Συγκρίνοντας<br />
τα γενικευμένα εξισωτικά μοντέλα εκτίμησης<br />
με και χωρίς προσαρμογή ως προς<br />
τα ανθρωπομετρικά στοιχεία, οι παράγοντες<br />
αυτοί μπορούσαν να εξηγήσουν το<br />
44% (2-86%, με P = 0,04) της προσαρμοσμένης<br />
συσχέτισης του μεγάλου αριθμού<br />
μετρήσεων με τον επιπολασμό σακχαρώδη<br />
διαβήτη.<br />
Παρατηρήσαμε παρόμοιες συσχετίσεις<br />
μεταξύ αριθμού γεννήσεων και επιπολασμού<br />
σακχαρώδη διαβήτη μεταξύ της<br />
μαύρης και της λευκής φυλής (Πίνακας<br />
2). Αν και η συσχέτιση του μεγάλου αριθμού<br />
γεννήσεων με τον επιπολασμό σακχαρώδη<br />
διαβήτη ήταν αριθμητικά ισχυρότερη<br />
στις γυναίκες μαύρης φυλής, οι<br />
όροι αλληλεπίδρασης για τη φυλή με το<br />
μεγάλο αριθμό γεννήσεων δεν ήταν στατιστικά<br />
σημαντικοί, ακόμη και στα μοντέλα<br />
που συμπεριλάμβαναν τα ανθρωπομετρικά<br />
στοιχεία (P>0,16).<br />
από το Γυμνάσιο. Σε μη προσαρμοσμένες<br />
αναλύσεις, ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν<br />
σημαντικά πιο πιθανός σε γυναίκες με<br />
μεγάλο αριθμό γεννήσεων (25%) σε σύγκριση<br />
με γυναίκες με λιγότερες γεννήσεις<br />
(12%) ή με όσες δεν είχαν γεννήσει ποτέ<br />
(15%; P< 0,001).<br />
Αριθμός γεννήσεων<br />
και επιπολασμός<br />
σακχαρώδη διαβήτη<br />
Στα μοντέλα παλινδρόμησης με έλεγχο<br />
ως προς την ηλικία και τη φυλή παρατηρήσαμε<br />
μια αύξηση στον επιπολασμό του<br />
σακχαρώδη διαβήτη που συσχετιζόταν<br />
με μεγάλο αριθμό γεννήσεων, σε σύγκριση<br />
με τις γυναίκες που δεν είχαν γεννήσει<br />
ποτέ (Πίνακας 2). Μικρότερος βαθμός<br />
αριθμών γεννήσεων δεν συσχετιζόταν<br />
με τον επιπολασμό του σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Μετά την προσθήκη των δημογραφικών<br />
και κλινικών παραγόντων (συμπεριλαμβανομένων<br />
των μετρήσεων της κοινωνικο-οικονομικής<br />
κατάστασης) στο<br />
μοντέλο, η παρατηρούμενη αύξηση στον<br />
επιπολασμό σακχαρώδη διαβήτη που<br />
συσχετιζόταν με το μεγάλο αριθμό γεννήσεων<br />
μειώθηκε στο 33%, αλλά παρέμεινε<br />
στατιστικά σημαντική. Στο τελικό<br />
μοντέλο, στο οποίο έγινε έλεγχος ως προς<br />
ανθρωπομετρικά στοιχεία του σώματος,<br />
ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη<br />
που συσχετιζόταν με το μεγάλο αριθμό<br />
γεννήσεων ήταν κατά 21% υψηλότερος<br />
σε σχέση με την ομάδα αναφοράς, των<br />
γυναικών που δεν είχαν ποτέ γεννήσει<br />
Αριθμός γεννήσεων<br />
και μεταβολικοί δείκτες<br />
Η μη προσαρμοσμένη ανάλυση υποδηλώνει<br />
μια ελαφρά τάση προς την πλευρά<br />
της αυξημένης ινσουλίνης νηστείας HOMA-<br />
IR, σε συσχέτιση με το μεγάλο αριθμό<br />
γεννήσεων, ενώ η γλυκόζη νηστείας δε<br />
συσχετίστηκε σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό με τον αριθμό γεννήσεων (Πίνακας<br />
4). Στα πολυπαραγοντικά μοντέλα,<br />
μετά από προσαρμογή ως προς την ηλικία,<br />
τη φυλή, την οικογενειακή κατάσταση,<br />
το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο,<br />
το ανάστημα, τη χρήση οινοπνευματωδών,<br />
το κέντρο της μελέτης και το κάπνισμα,<br />
επίσης δεν παρατηρήθηκε καμία<br />
συσχέτιση με τη γλυκόζη νηστείας, αλλά<br />
μια τάση προς αυξημένη ινσουλίνη και<br />
HOMA-IR στις υψηλότερες κατηγορίες του<br />
78<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Fowler-Brown και συνεργάτες<br />
αριθμού γεννήσεων (Ptrend = 0,01 για<br />
την ινσουλίνη και 0,02 για την HOMA-IR).<br />
Σε αναλύσεις διαστρωματωμένες ως προς<br />
τη φυλή, δεν υπήρξε καμία αλληλεπίδραση<br />
μεταξύ αριθμού γεννήσεων και φυλής<br />
και γλυκόζης νηστείας (P=0,3). Οι ενδιάμεσοι<br />
βαθμοί αριθμού γεννήσεων φαινόταν<br />
ότι είχαν ισχυρότερο αντίκτυπο στην<br />
ινσουλίνη και τον HOMA-IR στις γυναίκες<br />
της μαύρης φυλής σε σχέση με τις γυναίκες<br />
της λευκής φυλής, ενώ το αντίστροφο<br />
ίσχυε για το μεγάλο αριθμό γεννήσεων<br />
(Πίνακας 4). Οι όροι αλληλεπίδρασης<br />
του αριθμού γεννήσεων (οριζόμενοι με<br />
κατηγορικό τρόπο) και της φυλής ήταν<br />
στατιστικά σημαντικοί στα προσαρμοσμένα<br />
μοντέλα όταν ως έκβαση τέθηκε ο<br />
λογάριθμος της ινσουλίνης και ο λογάριθμος<br />
του HOMA-IR (P=0,02 για αμφότερους).<br />
Όταν ελέγξαμε ειδικά τον ορό<br />
αλληλεπίδρασης μεταξύ φυλής και μεγάλου<br />
αριθμού γεννήσεων, οι τιμές του P<br />
για την τροποποίηση του αποτελέσματος<br />
ανάλογα με τη φυλή ήταν 0,90, 0,06 και<br />
0,09 για τη γλυκόζη, το λογάριθμο της<br />
ινσουλίνης και το λογάριθμο του HOMA-<br />
IR, αντίστοιχα. Οι εμφανείς διαφορές ανάλογα<br />
με τη φυλή στη συσχέτιση μεταξύ<br />
αριθμού γεννήσεων και αντίστασης στην<br />
ινσουλίνη δεν ήταν σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό διαφορετικές με βάση τις<br />
αναλύσεις που προσαρμόστηκαν περαιτέρω<br />
ως προς τα ανθρωπομετρικά στοιχεία<br />
(τα δεδομένα δεν απεικονίζονται).<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />
Η παρούσα μελέτη, μεταξύ των πρώτων<br />
που διενεργήθηκαν σε πληθυσμιακό δείγμα<br />
ηλικιωμένων γυναικών, βοηθά στην<br />
αποκρυπτογράφηση της συσχέτισης μεταξύ<br />
αριθμού γεννήσεων και σακχαρώδη<br />
διαβήτη στις ηλικιωμένες γυναίκες. Διαπιστώσαμε<br />
ότι ο μεγάλος αριθμός γεννήσεων<br />
(≥5 γεννήσεις ζώντων τέκνων)<br />
δεν συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο<br />
επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη στις<br />
αναλύσεις που προσαρμόστηκαν ως προς<br />
την ηλικία και τη φυλή. Η συσχέτιση αυτή<br />
μειώθηκε, αλλά συνέχισε να είναι στατιστικά<br />
σημαντική, μετά από προσαρμογή<br />
ως προς δημογραφικούς και κλινικούς<br />
παράγοντες. Όταν προστέθηκαν και οι<br />
Π IΝΑΚΑΣ 3 . Πολυπαραγοντικά μοντέλα αριθμού γεννήσεων<br />
και νέας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη<br />
Νέος Μοντέλο 1: Μοντέλο 2:<br />
σακχαρώδης ηλικία και φυλή πιθανοί συγχυτικοί<br />
διαβήτης<br />
παράγοντες*<br />
Καμία γέννηση 33 1,0 1,0<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων 99 1,09 (0,73-1,62) 0,96 (0,63-1,47)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων 60 0,95 (0,62-1,46) 0,86 (0,54-1,35)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων 23 1,23 (0,72-2,10) 0,95 (0,54-1,67)<br />
Τα δεδομένα είναι n ή HR (με διάστημα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%). Χρησιμοποιήθηκαν<br />
αναλογικά μοντέλα κινδύνου κατά Cox.*Μοντέλο 2: ηλικία, φυλή, οικογενειακή κατάσταση<br />
(4), εισόδημα (3), μορφωτικό επίπεδο (3), ανάστημα (σε εκατοστά), οινοπνευματώδη<br />
ναι/όχι, ιατρείο (4) και κάπνισμα (3).<br />
ανθρωπομετρικές μετρήσεις στα μοντέλα,<br />
το μέγεθος της συσχέτισης μειώθηκε<br />
περαιτέρω και κατέστη πλέον μη στατιστικά<br />
σημαντικό. Επομένως, η συσχέτιση<br />
του μεγάλου αριθμού γεννήσεων με τον<br />
αυξημένο επιπολασμό σακχαρώδη διαβήτη<br />
φαίνεται ότι επηρεάζεται με συγχυτικό<br />
τρόπο ή διαμεσολαβείται σε μεγάλο<br />
μέρος, από διακυμάνσεις των<br />
κοινωνικο-δημογραφικών παραγόντων<br />
και από το υψηλότερο βάρος σώματος<br />
που συσχετίζεται με το μεγάλο αριθμό<br />
γεννήσεων. Ο αριθμός γεννήσεων μικρότερου<br />
βαθμού δε συσχετιζόταν με τον<br />
επιπολασμό σακχαρώδη διαβήτη σε ηλικιωμένες<br />
γυναίκες. Επιπρόσθετα, δεν<br />
παρατηρήσαμε οποιαδήποτε στατιστικά<br />
σημαντική συσχέτιση του αριθμού γεννήσεων<br />
του σακχαρώδη διαβήτη μεταξύ<br />
μαύρης και λευκής φυλής.<br />
Από την άλλη πλευρά, στις γυναίκες που<br />
δεν εμφάνισαν σακχαρώδη διαβήτη στη<br />
μεγαλύτερη ηλικία, ο αριθμός των γεννήσεων<br />
δεν συσχετίστηκε με νέα εμφάνιση<br />
σακχαρώδη διαβήτη ούτε με τη γλυκόζη<br />
νηστείας μεταξύ όσων δεν έπασχαν<br />
από σακχαρώδη διαβήτη. Ωστόσο, υπήρξε<br />
μια στατιστικά σημαντική, αλλά μικρή<br />
σε μέγεθος, συσχέτιση του αριθμού γεννήσεων<br />
και της ινσουλίνης νηστείας και<br />
του HOMA-IR κατά την έναρξη, σε γυναίκες<br />
που δεν έπασχαν από σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Τα δεδομένα της παρούσας<br />
μελέτης είναι γενικά συνεπή με την υπόθεση<br />
ότι ο αριθμός γεννήσεων φαίνεται<br />
ότι διαδραματίζει κάποιο διαρκή ρόλο<br />
στην ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη κατά<br />
τη μέση ηλικία. αλλά η δράση αυτή μειώνεται<br />
στις ηλικιωμένες γυναίκες που<br />
έχουν παραμείνει μη πάσχουσες από<br />
σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Προγενέστερες μελέτες που είχαν εξετάσει<br />
τη συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />
και σακχαρώδη διαβήτη είχαν<br />
φτάσει σε αντικρουόμενα συμπεράσματα.<br />
Ορισμένες είχαν διαπιστώσει ότι ο<br />
αριθμός γεννήσεων, ιδιαίτερα στα υψηλότερα<br />
επίπεδά του, συσχετίζεται με<br />
αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Για παράδειγμα, οι Nicholson και<br />
συνεργάτες (5) ανέλυσαν μια σειρά γυναικών<br />
μέσης ηλικίας μαύρης και λευκής<br />
φυλής και διαπίστωσαν ότι όσες είχαν<br />
γεννήσει ≥5 παιδιά είχαν διπλάσιο κίνδυνο<br />
για νέα εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη<br />
σε μη προσαρμοσμένες αναλύσεις<br />
(λόγος κινδύνων [HR] 2,10 [διάστημα εμπιστοσύνης<br />
επ. 95% 1,73-2,53]). Στη μελέτη<br />
εκείνη ο αυξημένες κίνδυνος σακχαρώδους<br />
διαβήτη μειωνόταν, αλλά παρέμενε<br />
μετά από την προσαρμογή ως προς διάφορους<br />
παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων<br />
των κοινωνικο-δημογραφικών και<br />
των ανθρωπομετρικών (προσαρμοσμένος<br />
HR 1,27 [1,02-1,57]). Σε συνέπεια με<br />
τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, μια<br />
προγενέστερη που εξέτασε τη συσχέτιση<br />
μεταξύ αριθμού γεννήσεων και ομοι-<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 79
Parity and Diabetes<br />
Π IΝΑΚΑΣ 4 . Αριθμός γεννήσεων και μεταβολικοί δείκτες μεταξύ<br />
των ατόμων χωρίς σακχαρώδη διαβήτη<br />
Μη προσαρμοσμένες μετρήσεις των μεταβολικών δεικτών<br />
κατά την έναρξη ανάλογα με τον αριθμό γεννήσεων<br />
Γλυκόζη νηστείας Log (ινσουλίνη Log (HOMA-IR)<br />
(mg/dl) νηστείας) (mU/l)<br />
Καμία γέννηση 98,9 ± 10,1 2,5 ± 0,4 1,1 ± 0,5<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων 98,4 ± 9,9 2,5 ± 0,5 1,1 ± 0,5<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων 98,5 ± 9,4 2,5 ± 0,5 1,1 ± 0,5<br />
≥ 5 γεννήσεις ζώντων 99,4 ± 10,7 2,6 ± 0,5 1,2 ± 0,5<br />
Μη προσαρμοσμένες μετρήσεις των μεταβολικών δεικτών<br />
κατά την έναρξη ανάλογα με τη φυλή*<br />
Γλυκόζη νηστείας Ινσουλίνη HOMA-IR<br />
(mg/dl) νηστείας (mU/l)<br />
Όλες οι φυλές<br />
Καμία γέννηση Αναφορά Αναφορά Αναφορά<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων -0,6 (0,6) 0,01 (0,03) 0,00 (0,03)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων -0,3 (0,6) 0,05 (0,03) 0,04 (0,03)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων 0,2 (0,8) 0,06 (0,04) 0,07 (0,04)<br />
Μαύρη φυλή<br />
Καμία γέννηση Αναφορά Αναφορά Αναφορά<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων 1,7 (1,5) 0,15 (0,07) 0,17 (0,08)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων 0,2 (1,8) 0,10 (0,09) 0,10 (0,10)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων 1,3 (2,1) 0,03 (0,10) 0,04 (0,11)<br />
Λευκή φυλή<br />
Καμία γέννηση Αναφορά Αναφορά Αναφορά<br />
1-2 γεννήσεις ζώντων -1,0 (0,6) -0,02 (0,03) -0,03 (0,03)<br />
3-4 γεννήσεις ζώντων -0,5 (0,7) 0,03 (0,03) 0,02 (0,03)<br />
≥5 γεννήσεις ζώντων -0,1 (0,9) 0,07 (0,04) 0,07 (0,05)<br />
Τα δεδομένα είναι μέσοι όροι ± SD ή συντελεστές β (SEM). *Πολυπαραγοντική γραμμική<br />
παλινδρόμηση: τα μοντέλα περιλαμβάνουν ηλικία, φυλή, οικογενειακή κατάσταση<br />
(4), εισόδημα (3), μορφωτικό επίπεδο (3), ανάστημα (σε εκατοστά), οινοπνευματώδη<br />
ναι/όχι, ιατρείο (4) και κάπνισμα (3).<br />
όστασης της γλυκόζης σε γυναίκες μέσης<br />
έως μεγαλύτερης ηλικίας, διαπίστωσε<br />
ότι μετά την προσαρμογή ως προς συμμεταβλητές,<br />
κάθε κύηση συσχετιζόταν<br />
με αυξημένη ινσουλίνη νηστείας και μειωμένη<br />
ευαισθησία στην ινσουλίνη, μεταβολές<br />
οι οποίες δεν εξηγούνταν από τη<br />
παχυσαρκία και από τις μετρήσεις της<br />
σύστασης του σώματος (12). Η μελέτη<br />
αυτή πρότεινε ότι οι μεταβολές στην ευαισθησία<br />
στην ινσουλίνη που σχετίζονται<br />
με τον αριθμό γεννήσεων επιμένουν για<br />
πολλά χρόνια μετά τη γέννηση τέκνων.<br />
Ωστόσο, άλλες μελέτες δεν έχουν δείξει<br />
παρόμοιες δράσεις. Για παράδειγμα, οι<br />
Manson και συνεργάτες (6) εξέτασαν μια<br />
σειρά περισσότερων από 120.000 νοσηλευτριών,<br />
ηλικίας 30-55 ετών κατά την<br />
έναρξη. Παρόμοια και με τα δικά μας<br />
ευρήματα, οι μη προσαρμοσμένες αναλύσεις<br />
τους έδειχναν ότι οι γυναίκες με<br />
μεγάλο αριθμό γεννήσεων (που ορίστηκε<br />
στη μελέτη εκείνη ως ≥6 γεννήσεις<br />
ζώντων νεογνών) είχαν κατά 50% υψηλότερο<br />
κίνδυνο νέας εμφάνισης σακχαρώδη<br />
διαβήτη σε διάστημα 12 ετών παρακολούθησης.<br />
Ωστόσο, μετά την προσαρμογή<br />
ως προς την ηλικία και το ΒΜΙ, δεν<br />
παρατηρήθηκε καμία στατιστικά σημαντική<br />
συσχέτιση μεταξύ αριθμού γεννήσεων<br />
και νέας εμφάνισης σακχαρώδη<br />
διαβήτη. Τα αποτελέσματα εκείνα είναι<br />
συμβατά με τα δικά μας ως προς τη σύνδεση<br />
των υψηλών επιπέδων αριθμού γεννήσεων<br />
με το σακχαρώδη διαβήτη στη<br />
μέση ηλικία, καθώς και με το εύρημα ότι<br />
οι επιδράσεις του υψηλού αριθμού γεννήσεων<br />
σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με<br />
τον αντίκτυπο που υπάρχει για το σωματικό<br />
βάρος κατά τη μέση ηλικία. Σε συνδυασμό,<br />
τα ευρήματα της παρούσας μελέτης<br />
και αυτά των προγενέστερων τονίζουν<br />
τη σημασία της διαχείρισης του σωματικού<br />
βάρους ειδικά στις γυναίκες με πολλαπλές<br />
γεννήσεις.<br />
Η παρούσα μελέτη διαθέτει αρκετά πλεονεκτήματα,<br />
συμπεριλαμβανομένης και<br />
της ανάλυσης ενός μεγάλου δείγματος<br />
που περιλάμβανε δύο φυλές. Επίσης,<br />
πραγματοποιήσαμε πρότυπες μετρήσεις<br />
αρκετών δυνητικά συγχυτικών ή διαμεσολαβητικών<br />
παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης<br />
της άμεσης μέτρησης του<br />
σωματικού βάρους και της περιμέτρου<br />
μέσης, κάτι που μας επέτρεψε να εξετάσουμε<br />
το μηχανισμό της συσχέτισης<br />
των παραγόντων που μας ενδιέφεραν.<br />
Ωστόσο, θα πρέπει να λογαριαστούν επίσης<br />
και μερικά μειονεκτήματα. Καταρχήν,<br />
ορισμένες πληροφορίες που θα μπορούσαν<br />
να είναι χρήσιμες στην ερμηνεία<br />
των αποτελεσμάτων, όπως το ιστορικό<br />
διαβήτη της κύησης, δεν υπήρχαν διαθέσιμες.<br />
Επίσης, τα αποτελέσματα της<br />
παρούσας μελέτης μπορεί να μην μπορούν<br />
να γενικευθούν σε άλλες φυλές<br />
και εθνικότητες, όπως οι γηγενείς αμερικανοί<br />
ή οι αμερικανοί ασιατικής καταγωγής<br />
(13,14) και μπορεί η παρούσα μελέτη<br />
να διαθέτει περιορισμένη ισχύ για να<br />
ανιχνεύσει διαφορές μεταξύ μαύρης και<br />
λευκής φυλής. Ακόμη, είχαμε περιορισμένο<br />
αριθμό περιπτώσεων νέας εμφάνισης<br />
σακχαρώδη διαβήτη, ιδίως σε γυναίκες<br />
με μεγάλο αριθμό γεννήσεων, εκ<br />
των οποίων το 25% ήδη εμφάνιζε σακχαρώδη<br />
διαβήτη κατά την έναρξη, γεγονός<br />
που περιορίζει την ισχύ της ανίχνευ-<br />
80<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Fowler-Brown και συνεργάτες<br />
σης μιας μικρής δράσης του μεγάλου<br />
αριθμού γεννήσεων επί της νέας εμφάνισης<br />
σακχαρώδη διαβήτη. Τέλος, εξαιτίας<br />
του ότι η παρούσα ανάλυση εξέτασε<br />
τη συσχέτιση μεταξύ μιας έκθεσης<br />
που συμβαίνει σε σχετικά πρώιμο στάδια<br />
της ζωής με εκβάσεις πολύ αργότερα,<br />
τα αποτελέσματα της μπορεί να επηρεάζονται<br />
από συστηματικό σφάλμα εκ<br />
της επιβίωσης [survivor bias]. Ανάλογα,<br />
σύμφωνα με αυτό, η εκλεκτική επιβίωση<br />
γυναικών μέχρι τη μεγαλύτερη ηλικία<br />
μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της<br />
μετρούμενης συσχέτισης του αριθμού<br />
μετρήσεων με απώτερες εκβάσεις του<br />
σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Συνοψίζοντας, ο μεγάλος αριθμός γεννήσεων,<br />
αλλά όχι και οι μικρότεροι βαθμοί,<br />
συσχετίζεται με τον επιπολασμό<br />
του σακχαρώδη διαβήτη σε ηλικιωμένες<br />
γυναίκες. Μεγάλο ποσοστό του υψηλότερου<br />
επιπολασμού σακχαρώδη διαβήτη<br />
που συσχετίζεται με τον αριθμό<br />
γεννήσεων στο παρελθόν φαίνεται ότι<br />
διαμεσολαβείται (ή επηρεάζεται με συγχυτικό<br />
τρόπο) από το μεγαλύτερο ΒΜΙ<br />
που σχετίζεται με το μεγάλο αριθμό<br />
γεννήσεων. Το εύρημα αυτό αποτελεί<br />
και μια ευκαιρία επιμόρφωσης και παρέμβασης<br />
σε σχέση με τον έλεγχο του σωματικού<br />
βάρους, σε γυναίκες με μεγάλο<br />
αριθμό γεννήσεων, ώστε να μειωθεί ο<br />
επιπολασμός σακχαρώδη διαβήτη. Σε<br />
μη διαβητικές γυναίκες που έχουν φτάσει<br />
στη μεγαλύτερη ηλικία, ο υψηλότερος<br />
αριθμός γεννήσεων δε συσχετίζεται<br />
με αυξημένο κίνδυνος ανάπτυξης<br />
σακχαρώδη διαβήτη, αλλά τείνει να<br />
συσχετίζεται με μικρές αυξήσεις στην<br />
ινσουλίνη νηστείας και στο HOMA-IR.<br />
Θα πρέπει να διενεργηθούν επιπρόσθετες<br />
διαχρονικές μελέτες που να έχουν<br />
σχεδιαστεί ειδικά ώστε να μελετήσουν<br />
τις μακροχρόνιες συστηματικές δράσεις<br />
της γέννησης παιδιών και που θα<br />
πρέπει να συμπεριλάβουν πολλαπλές<br />
διαχρονικές μετρήσεις των σχετιζόμενων<br />
με το σακχαρώδη διαβήτη παραγόντων<br />
στη πάροδο του χρόνου, ώστε<br />
να κατανοηθεί καλύτερα η αλληλεπίδραση<br />
των παραγόντων κινδύνου στην<br />
πάροδο του χρόνου.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
This research was supported by the National<br />
Institute on Aging (grant AG-023629).<br />
Additional support was provided through<br />
the National Institute on Aging (grants R01<br />
AG-15928, R01-AG-20098, and AG-027058),<br />
the National Heart, Lung and Blood Institute<br />
(grant R01-HL-075366), and the University<br />
of Pittsburgh Claude D. Pepper Older<br />
Americans Independence Center (grant<br />
P30-AG-024827). C.H.S. was supported by<br />
the National Heart, Lung and Blood Institute<br />
(contract N01-HC-85079 through N01-HC-<br />
85086, N01-HC-35129, N01-HC-15103, N01-<br />
HC-55222, N01-HC-75150, and N01-HC-45133<br />
and grant U01- HL-080295) with additional<br />
contribution from the National Institute of<br />
Neurological Disorders and Stroke.<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
From the 1. Division of General Medicine and<br />
Primary Care, Beth Israel Deaconess Medical<br />
Center, Harvard Medical School, Boston,<br />
Massachusetts; the 2. Division of Nephrology,<br />
University of Washington, Seattle, Washington;<br />
the 3. Department of Obstetrics, Gynecology<br />
and Reproductive Sciences, University of<br />
Pittsburgh, Pittsburgh, Pennsylvania; the 4.<br />
Department of Preventive Medicine, Feinberg<br />
School of Medicine, Northwestern University,<br />
Chicago, Illinois; the 5. Department of<br />
Biostatistics, University of Washington, Seattle,<br />
Washington; the 6. Department of<br />
Epidemiology, University of Pittsburgh,<br />
Pittsburgh, Pennsylvania; and the<br />
7Cardiovascular Health Research Unit,<br />
Departments of Medicine and Epidemiology,<br />
University of Washington, Seattle, Washington.<br />
Corresponding author: Angela G. Fowler-Brown,<br />
afowler@bidmc.harvard.edu.<br />
Received 25 January 2010 and accepted 20<br />
April 2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 27 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc10-0015.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Gunderson EP, Lewis CE, Tsai AL, Chiang V,<br />
Carnethon M, Quesenberry CP Jr, Sidney S. A<br />
20-year prospective study of childbearing and<br />
incidence of diabetes in young women, controlling<br />
for glycemia before conception: the Coronary<br />
Artery Risk Development in Young Adults<br />
(CARDIA) Study. Diabetes 2007;56:2990-2996<br />
2. Beral V. Long term effects of childbearing on<br />
health. J Epidemiol Community Health 1985;39:343-<br />
346<br />
3. Green A, Beral V, Moser K. Mortality in women<br />
in relation to their childbearing history. BMJ<br />
1988;297:391-395<br />
4. Ness RB, Harris T, Cobb J, Flegal KM, Kelsey JL,<br />
Balanger A, Stunkard AJ, D’Agostino RB. Number<br />
of pregnancies and the subsequent risk of<br />
cardiovascular disease. N EnglJ Med 1993;328:1528-<br />
1533<br />
5. Nicholson WK, Asao K, Brancati F, Coresh J,<br />
Pankow JS, Powe NR. Parity and risk of type 2<br />
diabetes: the Atherosclerosis Riskin Communities<br />
Study. Diabetes Care 2006;29:2349-2354<br />
6. Manson JE, Rimm EB, Colditz GA, Stampfer<br />
MJ, Willett WC, Arky RA, Rosner B, Hennekens<br />
CH, Speizer FE. Parity and incidence of noninsulin-dependent<br />
diabetes mellitus. Am J<br />
Med 1992;93:13-18<br />
7. Fried LP, Borhani NO, Enright P, Furberg CD,<br />
Gardin JM, Kronmal RA, Kuller LH, Manolio TA,<br />
MittelmarkMB, Newman A, et al. The Cardiovascular<br />
Health Study: design and rationale. Ann Epidemiol<br />
1991;1:263-276<br />
8. Psaty BM, Lee M, Savage PJ, Rutan GH, German<br />
PS, Lyles M. Assessing the use of medications<br />
in the elderly: methods and initial experience<br />
in the Cardiovascular Health Study. The Cardiovascular<br />
Health Study Collaborative Research Group. J<br />
Clin Epidemiol 1992;45:683-692<br />
9. Cushman M, Cornell ES, Howard PR, Bovill EG,<br />
Tracy RP. Laboratory methods and quality<br />
assurance in the Cardiovascular Health Study.<br />
Clin Chem 1995;41:264-270<br />
10. Spiegelman D, HertzmarkE. EasySAScalculations<br />
for risk or prevalence ratios and differences.<br />
Am J Epidemiol 2005;162:199-200<br />
11. Hertzmark E, Pazaris M, Spiegelman D: The<br />
SAS MEDIATE macro, [article online], 2009.<br />
Available from http://www.hsph.<br />
harvard.edu/faculty/spiegelman/mediate/mediate.p<br />
df. Accessed 21 September 2009<br />
12. Kritz-Silverstein D, Barrett-Connor E, Wingard<br />
DL, Friedlander NJ. Relation of pregnancy<br />
history to insulin levels in older, nondiabetic<br />
women. Am J Epidemiol 1994;140:375-382<br />
13. Hanley AJ, McKeown-Eyssen G, Harris SB,<br />
Hegele RA, Wolever TM, Kwan J, Zinman B.<br />
Association of parity with riskof type 2 diabetes<br />
and related metabolic disorders. Diabetes<br />
Care 2002;25:690 - 695<br />
14. Charles MA, Pettitt DJ, McCance DR, Hanson<br />
RL, Bennett PH, Knowler WC. Gravidity,<br />
obesity, and non-insulin-dependent diabetes<br />
among Pima Indian women. Am J Med<br />
1994;97:250-255<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 81
Epidemiology/Health Services Research<br />
original article<br />
Επιπολασμός και Κλινική Έκβαση<br />
της Υπεργλυκαιμίας κατά την Περιεγχειρητική Περίοδο<br />
μη Καρδιοχειρουργικών Επεμβάσεων<br />
Prevalence and Clinical Outcome of Hyperglycemia in the Perioperative Period<br />
in Noncardiac Surgery<br />
ANNA FRISCH, PHD, MD 1 , PRAKASH CHANDRA, MD, MS 1 , DAWN SMILEY, MD 1 , LIMIN PENG, PHD 2 , MONICA RIZZO, MD 3 ,<br />
CHELSEA GATCLIFFE, BS 1 , MEGAN HUDSON, BS 1 , JOSE MENDOZA, BS 1 , RACHEL JOHNSON, BS 1 , ERICA LIN, BS 1 ,<br />
GUILLERMO E. UMPIERREZ, MD 1<br />
Οι ασθενείς με σακχαρώδη<br />
διαβήτη είναι πιο πιθανό<br />
να υποβληθούν σε χειρουργική<br />
επέμβαση, σε<br />
σχέση με ασθενείς χωρίς<br />
τη νόσο (1,2). Η επέμβαση στους διαβητικούς<br />
ασθενείς συσχετίζεται με μεγαλύτερη<br />
διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο,<br />
υψηλότερη χρήση πόρων περίθαλψης<br />
και μεγαλύτερη περιεγχειρητική θνησιμότητα,<br />
σε σχέση με τα άτομα που δεν<br />
πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη (1-3).<br />
Η υψηλότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα<br />
των διαβητικών ασθενών σχετίζεται εν<br />
μέρει με την αυξημένη επίπτωση καταστάσεων<br />
συνοσηρότητας, συμπεριλαμβανομένης<br />
της στεφανιαίας νόσου, της αρτηριακής<br />
υπέρτασης και της νεφρικής<br />
ανεπάρκειας (4,5), καθώς και των ανεπιθύμητων<br />
δράσεων της υπεργλυκαιμίας<br />
επί της κλινικής έκβασης (6-8). Τα στοιχεία<br />
από περιγραφικές μελέτες δείχνουν<br />
ότι σε χειρουργικούς ασθενείς, με ή χωρίς<br />
σακχαρώδη διαβήτη, η βελτίωση της ρύθμισης<br />
γλυκόζης αίματος επηρεάζει θετικά<br />
τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα<br />
(9,10). Τα ισχυρότερα στοιχεία υπέρ αυτού<br />
προέρχονται από συνθήκες καρδιοχειρουργικών<br />
επεμβάσεων σε ασθενείς με<br />
κρίσιμη νόσο, που εισάγονται σε μονάδα<br />
εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ). Σε τέτοιες<br />
συνθήκες, η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία<br />
συσχετίζεται με αυξημένο ποσοστό<br />
λοιμώξεων του στερνικού χειρουργικού<br />
τραύματος και νοσοκομειακών επιπλοκών<br />
και με υψηλότερη θνησιμότητα (11,12),<br />
ενώ η βελτίωση της ρύθμισης της γλυκόζης<br />
αίματος μειώνει το ποσοστό μετεγχειρητικών<br />
επιπλοκών, τη διάρκεια παραμονής<br />
στο νοσοκομείο και τη θνησιμότητα<br />
(8,12,13). Παρομοίως, η ανάπτυξη περιεγχειρητικής<br />
υπεργλυκαιμίας έχει επίσης<br />
δειχθεί ότι είναι ευαίσθητος προγνωστικός<br />
παράγοντας για νοσοκομειακή λοίμωξη,<br />
σύμφωνα με μικρές περιγραφικές μελέτες<br />
σε γενικούς χειρουργικούς ασθενείς<br />
(9,10,14). Ωστόσο, λίγες μελέτες έχουν<br />
αναφέρει στοιχεία ως προς τη συσχέτιση<br />
μεταξύ επιπέδων γλυκόζης αίματος και<br />
νοσοκομειακής θνησιμότητας σε γενικούς<br />
χειρουργικούς ασθενείς, ενώ δεν είναι<br />
γνωστό εάν η σοβαρότητα της υπεργλυκαιμίας<br />
και ο χρόνος εμφάνισης αυτής<br />
πριν ή κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής<br />
περιόδου οδηγούν σε αυξημένη θνησιμότητα<br />
και σε αυξημένες νοσοκομειακές<br />
επιπλοκές. Ανάλογα, ο σκοπός της<br />
μελέτης αυτής ήταν να προσδιορίσει 1) τη<br />
συσχέτιση μεταξύ περιεγχειρητικής υπεργλυκαιμίας<br />
και σακχαρώδη διαβήτη με την<br />
κλινική έκβαση (διάρκεια παραμονής στο<br />
νοσοκομείο, ανάγκη για περίθαλψη σε<br />
ΜΕΘ, λοιμώδεις επιπλοκές, οξεία νεφρική<br />
ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια και<br />
έμφραγμα μυοκαρδίου) και 2) τον αντίκτυπο<br />
της περιεγχειρητικής υπεργλυκαιμίας<br />
μετά από προσαρμογή ως προς γνωστούς<br />
προγνωστικούς παράγοντες σε<br />
ασθενείς που υποβάλλονται σε γενικές<br />
μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Υποθέσαμε<br />
ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται<br />
σε γενική χειρουργική επέμβαση και εμφανίζουν<br />
περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία θα<br />
σημειώσουν περισσότερες νοσοκομειακές<br />
επιπλοκές και υψηλότερη θνησιμότητα,<br />
σε σύγκριση με τους ασθενείς που<br />
έχουν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν οι ιατρικοί<br />
φάκελοι όλων των ασθενών που υποβλήθηκαν<br />
σε ενδονοσοκομειακή μη καρδιοχειρουργική<br />
επέμβαση στο νοσοκομείο<br />
Emory University Hospital, το οποίο είναι<br />
ένα τριτοβάθμιο πανεπιστημιακό κέντρο<br />
στην Atlanta -Georgia, μεταξύ 1 Ιανουαρίου<br />
2007 και 30 Ιουνίου 2007. Ο κατάλογος<br />
των ασθενών λήφθηκε από τα ηλεκτρονικά<br />
ιατρικά αρχεία των χειρουργικών<br />
αιθουσών. Συμπεριλάβαμε ασθενείς γενικών<br />
χειρουργικών, νευροχειρουργικών,<br />
χειρουργικών ογκολογίας, ορθοπεδικών,<br />
αγγειοχειρουργικών, θωρακοχειρουργικών,<br />
ουρολογικών, ωτορινολαρυγγολογικών<br />
(εξαιρουμένων όσων υποβάλλονταν<br />
σε αμυγδαλεκτομή) και γυναικολογικών<br />
επεμβάσεων. Σε ασθενείς που υποβλήθηκαν<br />
σε περισσότερες από μία χειρουργικές<br />
επεμβάσεις, συμπεριλήφθηκε μόνο<br />
η πρώτη. Εξαιρέθηκαν οι ασθενείς που<br />
υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση<br />
ως εξωτερικοί ασθενείς ή είχαν διάρκεια<br />
ενδονοσοκομειακής παραμονής [length<br />
of stay: LOS] < 24ωρών ή υποβάλλονταν<br />
σε ελάχιστα επεμβατικές διαδικασίες,<br />
όπως είναι οι ενδοσκοπικές επεμβάσεις<br />
ή οι οφθαλμολογικές επεμβάσεις. Η μελέ-<br />
82<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Frisch και συνεργάτες<br />
ΣΚΟΠΟΣ - Η υπεργλυκαιμία εντός του νοσοκομείου, σε άτομα με ή χωρίς σακχαρώδη<br />
διαβήτη, έχει προσδιοριστεί ως δείκτης φτωχής κλινικής έκβασης<br />
στους καρδιοχειρουργικούς ασθενείς. Ωστόσο, δεν είναι γνωστός ο αντίκτυπος<br />
της περιεγχειρητικής υπεργλυκαιμίας επί της κλινικής έκβασης σε ασθενείς<br />
που υποβάλλονται σε γενικές και μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - Η παρούσα ήταν μια περιγραφική<br />
μελέτη με σκοπό να προσδιορίσει τη συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων γλυκόζης<br />
αίματος πριν και μετά από την επέμβαση και της διάρκειας παραμονής<br />
στο νοσοκομείο [hospital length of stay: LOS), των επιπλοκών και της θνησιμότητας,<br />
σε 3.184 μη καρδιοχειρουργικούς ασθενείς που εισήχθησαν διαδοχικά<br />
στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Emory University Hospital (Atlanta,<br />
GA) μεταξύ 1 Ιανουαρίου 2007 και 30 Ιουνίου 2007.<br />
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - Η συνολική θνησιμότητα των 30 ημερών ήταν 2,3%, με τα<br />
άτομα που δεν επιβίωσαν να έχουν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό υψηλότερα<br />
επίπεδα γλυκόζης αίματος πριν και μετά την επέμβαση (αμφότερα τα P<<br />
0,01) σε σχέση με τα άτομα που επιβίωσαν. Η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία<br />
συσχετίστηκε με αυξημένη LOS εντός του νοσοκομείου και εντός της μονάδας<br />
εντατικής θεραπείας (P < 0,001), καθώς και με υψηλό αριθμό μετεγχειρητικών<br />
περιπτώσεων πνευμονίας (P< 0,001), συστηματικής λοίμωξης του<br />
αίματος (P< 0,001), λοίμωξης του ουροποιητικού (P< 0,001), οξείας νεφρικής<br />
ανεπάρκειας (P=0,005) και οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου (P=0,005).<br />
Στις πολυπαραγοντικές αναλύσεις (με διόρθωση ως προς ηλικία, φύλο, φυλή<br />
και σοβαρότητα της επέμβασης), ο κίνδυνος θάνατος αυξανόταν αναλογικά<br />
με τα περιεγχειρητικά επίπεδα γλυκόζης. Ωστόσο, η συσχέτιση αυτή ήταν στατιστικά<br />
σημαντική μόνο για τους ασθενείς χωρίς ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη<br />
(P= 0,008) σε σύγκριση με τους ασθενείς με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη<br />
(P= 0,748).<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία συσχετίζεται με αυξημένη<br />
LOS, νοσοκομειακές επιπλοκές και θνησιμότητα μετά από μια μη καρδιοχειρουργική<br />
γενική χειρουργική επέμβαση. Απαιτούνται τυχαιοποιημένες και<br />
ελεγχόμενες μελέτες ώστε να προσδιοριστεί εάν η αντιμετώπιση του σακχαρώδη<br />
διαβήτη σε περιεγχειρητική βάση βελτιώνει την κλινική έκβαση στους<br />
ασθενείς που υποβάλλονται σε μη καρδιοχειρουργική επέμβαση.<br />
Diabetes Care 33: 1783-1788, 2010<br />
τη εγκρίθηκε από την επιτροπή δεοντολογίας<br />
του Emory University.<br />
Συλλέξαμε δεδομένα σχετικά με τα δημογραφικά<br />
στοιχεία, τη LOS, το ποσοστό<br />
θνησιμότητας στις 30 ημέρες, τις εργαστηριακές<br />
τιμές νοσηλευόμενων ασθενών<br />
όπως η γλυκόζη ολικού αίματος, η<br />
γλυκόζη πλάσματος και η κρεατινίνη, μία<br />
ημέρα πριν, μία ημέρα μετά (μετεγχειρητική<br />
ημέρα 1) και εντός των πρώτων 10<br />
ημερών μετά από την χειρουργική επέμβαση.<br />
Ο σακχαρώδης διαβήτης ορίστηκε<br />
μέσω των κωδικών του ICD-9 (250). Ταυτοποιήθηκαν<br />
οι νοσοκομειακές επιπλοκές<br />
στις οποίες συμπεριλαμβανόταν το<br />
έμφραγμα μυοκαρδίου (410.51, 410.71,<br />
410.81 και 410.91), η πνευμονία (481, 482,<br />
485 και 486), η σηψαιμία και η βακτηριαιμία<br />
(0.38, 790.7 ,785.52 και 995.9), οι<br />
λοιμώξεις του δέρματος (681, 682, 685,<br />
686 και 707) και οι λοιμώξεις του ουροποιητικού<br />
(599.0 και 590.8). Η οξεία νεφρική<br />
ανεπάρκεια ορίστηκε ως η αύξηση στη<br />
κρεατινίνη ορού > 0,5 mg/dl από την τιμή<br />
έναρξης κατά τη διάρκεια της παραμονής<br />
στο νοσοκομείο. Το ποσοστό θνησιμότητας<br />
αξιολογήθηκε εντός του νοσοκομείου<br />
και εντός μιας περιόδου 30 ημερών<br />
μετά την επέμβαση. Η θνησιμότητα των<br />
30 ημερών προσδιορίστηκε με τη χρήση<br />
νοσοκομειακών αρχείων, ιατρικών φακέλων<br />
εξωτερικών ασθενών και της βάσης<br />
δεδομένων από το «εθνικό πρόγραμμα<br />
βελτίωσης ποιότητας χειρουργικών επεμβάσεων»<br />
[National Surgical Quality<br />
Improvement Program].<br />
Η σοβαρότητα της χειρουργικής επέμβασης<br />
ταξινομήθηκε ως χαμηλή, ενδιάμεση<br />
και υψηλή, με βάση τις κατευθυντήριες<br />
οδηγίες προεγχειρητικής αξιολόγησης<br />
του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας<br />
και της Αμερικανικής Εταιρίας Καρδιάς<br />
(15). Οι επεμβάσεις υψηλού κινδύνου<br />
περιλάμβαναν τις χειρουργικές επεμβάσεις<br />
στην αορτή και σε αλλά μείζονα<br />
αγγεία ή περιφερικές αρτηρίες. Οι επεμβάσεις<br />
ενδιάμεσου κινδύνου περιλάμβαναν<br />
την καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή,<br />
καθώς και τις επεμβάσεις κεφαλής και<br />
τραχήλου, τις ενδοπεριτοναϊκές και ενδοθωρακικές<br />
επεμβάσεις, τις ορθοπεδικές<br />
επεμβάσεις και τις επεμβάσεις στον προστάτη.<br />
Οι επεμβάσεις χαμηλού κινδύνου<br />
συμπεριλάμβαναν τις επιδερμικές επεμβάσεις<br />
(επεμβάσεις που αφορούσαν το<br />
δέρμα, τους σκελετικούς μυς ή το επιδερμικό<br />
λίπος) και τις επεμβάσεις στο μαστό.<br />
Ανάλυση δεδομένων<br />
Η σύγκριση των δημογραφικών στοιχείων<br />
κατά την έναρξη και των δημογραφικών<br />
χαρακτηριστικών, μεταξύ των ομάδων,<br />
έγινε μέσω ανάλυσης μη παραμετρικού<br />
τύπου με δοκιμασία Wilcoxon για συνεχείς<br />
μεταβλητές. Για τις κατηγορικού τύπου<br />
μεταβλητές, χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία<br />
χ2. Χρησιμοποιήθηκαν αναλύσεις πολλαπλής<br />
λογιστικής παλινδρόμησης και οι<br />
προσαρμοσμένοι λόγοι πιθανοτήτων (OR)<br />
ώστε να προσδιοριστεί η επίδραση των<br />
συμμεταβλητών, συμπεριλαμβανομένων<br />
των δημογραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών,<br />
επί των ποσοστών θνησιμότητας.<br />
Χρησιμοποιήθηκε πολυπαραγοντική<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 83
Hyperglycemia and Surgery<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Χαρακτηριστικά των ασθενών<br />
Μεταβλητή Σύνολο Μη διαβητικοί Διαβητικοί Τιμή του P<br />
n 3,112 2,469 (80) 643 (20)<br />
Ηλικία (έτη) 56,5 ± 16 55,4 ± 15,9 61,2 ± 13,2
Frisch και συνεργάτες<br />
εμφάνιζαν υψηλότερο ποσοστό επιπλοκών,<br />
συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας<br />
(12,1 έναντι 5,4%, P < 0,001), των λοιμώξεων,<br />
του χειρουργικού τραύματος και<br />
του δέρματος (5 έναντι 2,3%, P
Hyperglycemia and Surgery<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 . Κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών<br />
που επιβίωσαν και αυτών που κατέληξαν<br />
Μεταβλητή Εν ζωή Αποβιώσαντες Τιμή του P<br />
n 3.112 (98,1) 72 (1,9)<br />
Ηλικία (έτη) 56 ± 16 65 ± 14
Frisch και συνεργάτες<br />
χειρουργική επέμβαση ή αγγειοχειρουργική<br />
επέμβαση, ανεξάρτητα από την κατάσταση<br />
ως προς το σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης<br />
επιβεβαιώνουν τη συσχέτιση μεταξύ αυξημένης<br />
διάρκειας παραμονής στο νοσοκομείο<br />
και κινδύνου νοσοκομειακών επιπλοκών<br />
και θνησιμότητας, σε ασθενείς με<br />
επίπεδα γλυκόζης αίματος >150 mg/dl και<br />
ιδίως σε αυτούς που δεν είχαν προηγούμενη<br />
διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη (7,18).<br />
Εμείς αλλά και άλλοι ερευνητές (7,19-21)<br />
έχουμε αναφέρει προγενέστερα ότι η ανάπτυξη<br />
υπεργλυκαιμίας σε νοσηλευόμενους<br />
ασθενείς χωρίς ιστορικό σακχαρώδη<br />
διαβήτη αποτελεί σημαντικό δείκτη<br />
που συσχετίζεται με χειρότερη κλινική<br />
έκβαση, σε σύγκριση με αυτή των ατόμων<br />
με προηγούμενο ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη<br />
ή με φυσιολογική γλυκόζη αίματος.<br />
Προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση<br />
της φυλής στη θνησιμότητα και στις ενδονοσοκομειακές<br />
επιπλοκές, συμπεριλάβαμε<br />
τη φυλή των Αμερικανών αφρικάνικης<br />
καταγωγής στις πολυπαραγοντικές αναλύσεις,<br />
κατόπιν προσαρμογής ως προς την<br />
ηλικία, την κατάσταση ως προς το σακχαρώδη<br />
διαβήτη, το φύλο, τη σοβαρότητα<br />
της επέμβασης και τα επίπεδα γλυκόζης.<br />
Παρατηρήσαμε ότι οι Αμερικανοί αφρικανικής<br />
καταγωγής είχαν ποσοστά θνησιμότητας<br />
παρόμοια με αυτά των άλλων φυλών<br />
(P = 0,96), αλλά είχαν περισσότερες πιθανότητες<br />
να αναπτύξουν επιπλοκές συμπεριλαμβανομένης<br />
της πνευμονίας (P=0,0075)<br />
και της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας<br />
(P=0,0158) σε σχέση με τους αμερικανούς<br />
μη αφρικάνικης καταγωγής. Δεν παρατηρήσαμε<br />
καμία διαφορά στη συγκέντρωση<br />
γλυκόζης αίματος μεταξύ των φυλετικών<br />
ομάδων πριν ή μετά τη χειρουργική επέμβαση.<br />
Επομένως, η παρατηρούμενη διαφορά<br />
στις νοσοκομειακές επιπλοκές δεν<br />
μπορεί να εξηγηθεί από διαφορές στη ρύθμιση<br />
γλυκόζης αίματος μεταξύ των φυλετικών<br />
ομάδων. Η παρατήρηση αυτή χρειάζεται<br />
να επιβεβαιωθεί στις μελλοντικές<br />
μελέτες, σε διαφορετικές κλινικές συνθήκες<br />
ενδονοσοκομειακών ασθενών, με ιδιαίτερη<br />
προσοχή στη σοβαρότητα της νόσου<br />
και στην παρουσία καταστάσεων συνοσηρότητας.<br />
Τα αίτια για τη φτωχή έκβαση με<br />
τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης αίματος παραμένουν<br />
αδιευκρίνιστα. Μεγάλο μέρος της<br />
προσοχής έχει στραφεί στο αυξημένο ποσοστό<br />
λοιμώξεων και στην κακή επούλωση<br />
του χειρουργικού τραύματος (1,22). Η υπεργλυκαιμία<br />
συσχετίζεται με διαταραχή της<br />
λειτουργία των λευκοκυττάρων, συμπεριλαμβανομένης<br />
της μείωσης της φαγοκυττάρωσης,<br />
της διαταραχής της εξόντωσης<br />
των βακτηρίων και της χημειοταξίας (23).<br />
Η υπεργλυκαιμία έχει επίσης αποδειχθεί<br />
ότι διαταράσσει τη σύνθεση κολλαγόνου<br />
και επηρεάζει αρνητικά την επούλωση του<br />
χειρουργικού τραύματος σε ασθενείς με<br />
φτωχά ρυθμιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη<br />
(22). Η οξεία υπεργλυκαιμία ενεργοποιεί<br />
την οξειδωτική οδό μέσω αυξημένης παραγωγής<br />
αντιδραστικών ριζών οξυγόνου. Οι<br />
αντιδραστικές ρίζες οξυγόνου προκαλούν<br />
άμεση βλάβη των ιστών μέσω οξείδωσης<br />
των λιπιδίων και εξουδετερώνουν το μονοξείδιο<br />
του αζώτου, γεγονός που επηρεάζει<br />
αρνητικά την αγγειοδιαστολή και μειώνει<br />
την αιμάτωση των ιστών (24). Επίσης,<br />
ενεργοποιείται μια οδός προαγωγής της<br />
φλεγμονής, μέσω ενεργοποίησης του πυρηνικού<br />
παράγοντα ΚΒ. Αυτό οδηγεί στη παραγωγή<br />
φλεγμονωδών κυτοκινών, όπως είναι<br />
ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-α, η ιντερλευκίνη-6<br />
και ο αναστολέας του ενεργοποιητή<br />
του πλασμινογόνου-1, που προκαλούν<br />
αυξημένη διαπερατότητα των αγγείων<br />
και ενεργοποίηση των λευκοκυττάρων και<br />
αιμοπεταλίων (24). Παρομοίως, η οξεία<br />
υπεργλυκαιμία και οι διακυμάνσεις των<br />
επιπέδων γλυκόζης έχει αποδειχθεί ότι<br />
προκαλούν υψηλά επίπεδα οξειδωτικής<br />
καταπόνησης και ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας,<br />
σε σχέση με τη χρόνια και διατηρούμενη<br />
υπεργλυκαιμία (25).<br />
Ο κυρίως περιορισμός της επικρατούσας<br />
μελέτης είναι η αναδρομική φύση της. Η<br />
μελέτη μας δεν μπορεί να απαντήσει στο<br />
ερώτημα του κατά πόσον η αντιμετώπιση<br />
της υπεργλυκαιμίας μπορεί να μειώσει τις<br />
ενδονοσοκομειακές επιπλοκές ή τη θνησιμότητα<br />
κατά τη διάρκεια της περιεγχειρητικής<br />
περιόδου. Αν και αρκετές προοπτικές<br />
τυχαιοποιημένες μελέτες σε ασθενείς<br />
που υποβάλλονται σε επεμβάσεις αορτοστεφανιαίας<br />
παράκαμψης έχουν δείξει<br />
ότι η επιθετική ρύθμιση της γλυκόζης αίματος<br />
μειώνει τη βραχυχρόνια και μακροχρόνια<br />
θνησιμότητα και τις συστηματικές<br />
λοιμώξεις, δεν είναι ξεκάθαρο εάν μια<br />
εντατικοποιημένη θεραπεία με ινσουλίνη<br />
σε ασθενείς που υποβάλλονται σε γενικές<br />
χειρουργικές επεμβάσεις θα βελτίωση<br />
τη γενική έκβαση και θα μειώσει τη<br />
θνησιμότητα. Η ομάδα μας επί του παρόντος<br />
διενεργεί μια προοπτική και τυχαιοποιημένη<br />
μελέτη σχετικά με την αυστηρή<br />
ρύθμιση της γλυκόζης αίματος, ώστε να<br />
απαντήσει σε αυτά τα ζητήματα.<br />
Συνοψίζοντας, η περιεγχειρητική υπεργλυκαιμία<br />
συσχετίζεται με την ενδονοσοκομειακή<br />
νοσηρότητα, τη διάρκεια παραμονής<br />
στο νοσοκομείο, στη ΜΕΘ και στη<br />
θνησιμότητα. Η υπεργλυκαιμία, η ηλικία,<br />
η σηψαιμία, η πνευμονία, η οξεία νεφρική<br />
ανεπάρκεια και το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου<br />
αποτελούσαν άλλους σημαντικούς<br />
προγνωστικούς παράγοντες της<br />
θνησιμότητας. Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν<br />
ότι η υπεργλυκαιμία είναι επιβλαβής<br />
και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται<br />
κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής<br />
περιόδου στους ασθενείς των γενικών χειρουργείων.<br />
Το γεγονός ότι οι ασθενείς<br />
χωρίς ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη (υπεργλυκαιμία<br />
λόγο της καταπόνησης) εμφανίζουν<br />
χειρότερη έκβαση και υψηλότερη<br />
θνησιμότητα με επίπεδα γλυκόζης παρόμοια<br />
με αυτά των ασθενών με γνωστό ιστορικό<br />
σακχαρώδη διαβήτη υποδηλώνει μια<br />
έλλειψη προσαρμογής στην οξεία υπεργλυκαιμία<br />
και τις σχετιζόμενες με αυτήν<br />
φλεγμονώδεις και οξειδωτικές καταστάσεις.<br />
Τα παρόντα αποτελέσματα τονίζουν<br />
την ανάγκη διενέργειας προοπτικών μελετών<br />
ώστε να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος της<br />
ρύθμισης της γλυκόζης αίματος κατά τη<br />
διάρκεια της περιεγχειρητικής περιόδου,<br />
στους χειρουργικούς ασθενείς.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
D.S. is supported by the National Institutes<br />
of Health (NIH) (grant K08-DK-083036-<br />
01A1). G.E.U. is supported by the American<br />
Diabetes Association (grant 7-03-CR-35)<br />
and the NIH (grant M01-RR-00039).<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 87
Hyperglycemia and Surgery<br />
A.F. designed the study and collected and<br />
interpreted data. P.C. did critical analysis.<br />
D.S. and M.R. collected data and wrote<br />
the manuscript. L.P. did statistical analysis.<br />
C.G., M.H., J.M., R.J., and E.L. recruited<br />
subjects and collected data. G.E.U. designed<br />
the study, did critical analysis, and wrote<br />
the manuscript.<br />
Parts of this study were presented in<br />
abstract form at the 69th Scientific Sessions<br />
of the American Diabetes Association,<br />
New Orleans, Louisiana, 5-9 June 2009.<br />
We appreciate the support of the Medical<br />
Records Department staff at Emory University<br />
and the Information Technology Department<br />
at Emory University.<br />
From the 1. Department of Medicine, Emory<br />
University, Atlanta, Georgia; the 2. Rollins<br />
School of Public Health, Emory University,<br />
Atlanta, Georgia; and the 3. Department of<br />
Surgery, Emory University, Atlanta, Georgia.<br />
Corresponding author: Guillermo E. Umpierrez,<br />
geumpie@emory.edu.<br />
Received 16 February 2010 and accepted 25<br />
April 2010. Published ahead of print at<br />
http://care.diabetesjournals.org on 30 April<br />
2010. DOI: 10.2337/dc10-0304. Clinical trial<br />
registry no. NCT00738114, clinicaltrials.gov.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Clement S, Braithwaite SS, Magee MF, Ahmann<br />
A, Smith EP, Schafer RG, Hirsch IB, Hirsh IB.<br />
Management of diabetes and hyperglycemia<br />
in hospitals. Diabetes Care 2004;27:553-591<br />
2. Smiley DD, Umpierrez GE: Perioperative glucose<br />
control in the diabetic or nondiabetic patient.<br />
South Med J 2006;99:580-589; quiz 590-591<br />
3. Edelson GW, Fachnie JD, Whitehouse FW.<br />
Perioperative management of diabetes. Henry<br />
Ford Hosp Med J 1990;38:262-265<br />
4. Risum O, Abdelnoor M, Svennevig JL, Levorstad<br />
K, Gullestad L, BjΩrnerheim R, Simonsen S, Nitter-<br />
Hauge S. Diabetes mellitus and morbidity and<br />
mortalityrisksafter coronaryarterybypasssurgery.<br />
Scand J Thorac Cardiovasc Surg 1996;30: 71-75<br />
5. Salomon NW, Page US, Okies JE, Stephens J,<br />
Krause AH, Bigelow JC. Diabetes mellitus and<br />
coronary artery bypass. Short-term risk and<br />
long-term prognosis. J Thorac Cardiovasc Surg<br />
1983;85:264-271<br />
6. Thourani VH, Weintraub WS, Stein B, Gebhart<br />
SS, Craver JM, Jones EL, Guyton RA. Influence<br />
of diabetes mellitus on early and late outcome<br />
after coronary artery bypass grafting. Ann<br />
Thorac Surg 1999;67:1045-1052<br />
7. Umpierrez GE, Isaacs SD, Bazargan N, You X,<br />
Thaler LM, Kitabchi AE. Hyperglycemia: an<br />
independent marker of inhospital mortality in<br />
patients with undiagnosed diabetes. J Clin<br />
Endocrinol Metab 2002;87:978-982<br />
8. van den Berghe G, Wouters P, Weekers F,<br />
Verwaest C, Bruyninckx F, Schetz M, Vlasselaers<br />
D, Ferdinande P, Lauwers P, Bouillon R. Intensive<br />
insulin therapy in the critically ill patients. N<br />
Engl J Med 2001;345:1359-1367<br />
9. Noordzij PG, Boersma E, Schreiner F, Kertai<br />
MD, Feringa HH, Dunkelgrun M, Bax JJ, Klein<br />
J, Poldermans D. Increased preoperative glucose<br />
levels are associated with perioperative mortality<br />
in patients undergoing noncardiac, nonvascular<br />
surgery. Eur J Endocrinol 2007;156:137-142<br />
10. Pomposelli JJ, Baxter JK 3rd, Babineau TJ,<br />
Pomfret EA, Driscoll DF, Forse RA, Bistrian BR.<br />
Early postoperative glucose control predicts<br />
nosocomial infection rate in diabetic patients.<br />
JPEN J Parenter Enteral Nutr 1998;22:77-81<br />
11. Estrada CA, Young JA, Nifong LW, Chitwood<br />
WR Jr. Outcomes and perioperative hyperglycemia<br />
in patients with or without diabetes mellitus<br />
undergoing coronary artery bypass grafting.<br />
Ann Thorac Surg 2003;75:1392-1399<br />
12. Furnary AP, Gao G, Grunkemeier GL,Wu Y, Zerr<br />
KJ, Bookin SO, Floten HS, Starr A. Continuous<br />
insulin infusion reduces mortality in patients<br />
with diabetes undergoing coronary artery<br />
bypass grafting. J Thorac Cardiovasc Surg<br />
2003;125:1007-1021<br />
13. Krinsley JS. Association between hyperglycemia<br />
and increased hospitalmortalityin a heterogeneous<br />
population of critically ill patients. Mayo Clin<br />
Proc 2003;78:1471-1478<br />
14. Ramos M, Khalpey Z, Lipsitz S, Steinberg J,<br />
Panizales MT, Zinner M, RogersSO. Relationship<br />
of perioperative hyperglycemia and postoperative<br />
infections in patients who undergo general<br />
and vascular surgery. Ann Surg 2008;248:585-<br />
591<br />
15. Fleisher LA, Beckman JA, Brown KA, Calkins H,<br />
Chaikof EL, Chaikof E, Fleischmann KE, Freeman<br />
WK, Froehlich JB, Kasper EK, Kersten JR, Riegel<br />
B, Robb JF, Smith SC Jr, Jacobs AK, Adams CD,<br />
Anderson JL, Antman EM, Buller CE, Creager<br />
MA, Ettinger SM, Faxon DP, Fuster V, Halperin<br />
JL, Hiratzka LF, Hunt SA, Lytle BW, Nishimura<br />
R, Ornato JP, Page RL, Riegel B, Tarkington LG,<br />
Yancy CW. ACC/AHA 2007 Guidelines on<br />
Perioperative Cardiovascular Evaluation and<br />
Care for NoncardiacSurgery: Executive Summary:<br />
a report of the American College of<br />
Cardiology/American Heart Association Task<br />
Force on Practice Guidelines (Writing Committee<br />
to Revise the 2002 Guidelines on Perioperative<br />
Cardiovascular Evaluation for Noncardiac<br />
Surgery) developed in collaboration with the<br />
American SocietyofEchocardiography, American<br />
Society of Nuclear Cardiology, Heart Rhythm<br />
Society, SocietyofCardiovascular Anesthesiologists,<br />
Society for Cardiovascular Angiography and<br />
Interventions, Society for Vascular Medicine<br />
and Biology, and Society for Vascular Surgery.<br />
J Am Coll Cardiol 2007;50:1707-1732<br />
16. Lazar HL, Chipkin SR, Fitzgerald CA, Bao Y,<br />
Cabral H, Apstein CS. Tight glycemic control<br />
in diabetic coronary artery bypass graft patients<br />
improves perioperative outcomes and decreases<br />
recurrent ischemic events. Circulation<br />
2004;109:1497-1502<br />
17. Schmeltz LR, DeSantis AJ, Thiyagarajan V,<br />
Schmidt K, O’Shea-Mahler E, Johnson D,<br />
Henske J, McCarthy PM, Gleason TG, McGee<br />
EC, Molitch ME. Reduction of surgical mortality<br />
and morbidity in diabetic patients undergoing<br />
cardiac surgery with a combined intravenous<br />
and subcutaneous insulin glucose management<br />
strategy. Diabetes Care 2007;30:823-828<br />
18. Van den Berghe G, Wouters PJ, Bouillon R,<br />
Weekers F, Verwaest C, Schetz M, Vlasselaers<br />
D, Ferdinande P, Lauwers P. Outcome benefit<br />
of intensive insulin therapy in the critically<br />
ill: insulin dose versus glycemic control. Crit<br />
Care Med 2003;31:359-366<br />
19. Falciglia M, Freyberg RW, Almenoff PL, D’Alessio<br />
DA, Render ML. Hyperglycemia- related mortality<br />
in critically ill patients varies with admission<br />
diagnosis. Crit Care Med 2009;37:3001-3009<br />
20. Whitcomb BW, Pradhan EK, Pittas AG, Roghmann<br />
MC, Perencevich EN. Impact of admission<br />
hyperglycemia on hospital mortality in various<br />
intensive care unit populations. Crit Care Med<br />
2005;33:2772-2777<br />
21. Capes SE, Hunt D, Malmberg K, Pathak P,<br />
Gerstein HC. Stress hyperglycemia and<br />
prognosis of stroke in nondiabetic and diabetic<br />
patients: a systematic overview. Stroke<br />
2001;32:2426-2432<br />
22. Edwards FH, Grover FL, Shroyer AL, Schwartz<br />
M, Bero J. The Society of Thoracic Surgeons<br />
National Cardiac Surgery Database: current<br />
riskassessment. Ann ThoracSurg 1997;63:903-<br />
908<br />
23. Bagdade JD, Root RK, Bulger RJ. Impaired<br />
leukocyte function in patients with poorly<br />
controlled diabetes. Diabetes 1974;23:9-15<br />
24. Garg R, Chaudhuri A, Munschauer F, Dandona<br />
P. Hyperglycemia, insulin, and acute ischemic<br />
stroke: a mechanistic justification for a trial<br />
of insulin infusion therapy. Stroke 2006;37:267-<br />
273<br />
25. Ceriello A, Esposito K, Piconi L, Ihnat MA,<br />
Thorpe JE, Testa R, Boemi M, Giugliano D.<br />
Oscillating glucose is more deleterious to<br />
endothelial function and oxidative stress than<br />
mean glucose in normal and type 2 diabetic<br />
patients. Diabetes 2008;57:1349-1354<br />
88<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Pathophysiology/Complications<br />
original article<br />
O κεντρικός ρόλος του λιπώδους ήπατος<br />
στην παθογένεση της αντίστασης στην ινσουλίνη,<br />
σε παχύσαρκους διαβητικούς<br />
Central Role of Fatty Liver in the Pathogenesis of Insulin Resistance in Obese Adolescents<br />
EBE D£ADAMO, MD 1,2 , ANNA M.G. CALI, MD 1 , RAMWEISS, MD, PHD 3 , NICOLA SANTORO, MD, PHD 1 , BRIDGET PIERPONT, MA 1 ,<br />
VERONIKA NORTHRUP, MPH 4 , SONIA CAPRIO, MD 1<br />
ΣΚΟΠΟΣ -Αξιολογήσαμε το ρόλο του λιπώδους ήπατος στη μεταβολή της ευαισθησίας<br />
στην ινσουλίνη και της λειτουργίας των β-κυττάρων, σε δύο ομάδες<br />
παχύσαρκων εφήβων, που διέφεραν ως προς την περιεκτικότητα λίπους του<br />
ήπατος (κλάσμα ηπατικού λίπους [hepatic fat fraction: HFF] αλλά είχαν παρόμοια<br />
ενδοκοιλιακή περιεκτικότητα ενδομυοκυτταρικών λιπιδίων [intrabdominal<br />
intramyocellular lipid content: IMCL] και συνολικό βαθμό παχυσαρκίας.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ - Μελετήσαμε 23 παχύσαρκους<br />
εφήβους με υψηλό HFF (HFF >5,5%) και 20 παχύσαρκους έφηβους με χαμηλό<br />
HFF (HFF
Fatty Liver and Insulin Resistance<br />
λογούμε αποκλειστικά το ρόλο του λιπώδους<br />
ήπατος στη μεταβολή της ευαισθησίας<br />
στην ινσουλίνη και τη λειτουργία<br />
των β-κυττάρων, σε δύο ομάδες εφήβων<br />
παχύσαρκων, που διέφεραν ως προς το<br />
βαθμό περιεκτικότητας του ήπατος σε<br />
λίπος (κλάσμα λίπους στο ήπαρ [hepatic<br />
fat fraction: HFF]) αλλά χαρακτηρίζονταν<br />
από παρόμοια κατανομή κοιλιακού και<br />
μυικού λίπους, όπως και συνολικό βαθμό<br />
παχυσαρκίας. Υποθέσαμε ότι ανεξάρτητα<br />
από το σπλαχνικό λίπος και την IMCL,<br />
η περιεκτικότητα λίπους του ήπατος θα<br />
αποτελούσε βασικό προσδιοριστικό παράγοντα<br />
της συνολικής αντίστασης στην<br />
ινσουλίνη, στην οποία ενέχεται το ήπαρ,<br />
οι μυς και ο λιπώδης ιστός.<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ<br />
ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />
Στην παρούσα μεταβολική και απεικονιστική<br />
μελέτη εντάχθηκαν μέσω ενός<br />
ιατρείου παιδιατρικής παχυσαρκίας στο<br />
Yale 61 έφηβοι, με βαθμολογία z του ΒΜΙ<br />
κυμαινόμενη Μεταξύ 2,2 έως 2,5 (Πίνακας<br />
1). Δεν λάμβαναν οποιαδήποτε φάρμακα<br />
που να είναι γνωστό ότι επηρεάζουν<br />
την ηπατική λειτουργία ή μεταβάλλουν<br />
το μεταβολισμό της γλυκόζης ή των λιπιδίων.<br />
Με τη χρήση ενός ερωτηματολογίου,<br />
λήφθηκαν πληροφορίες από όλους<br />
τους συμμετέχοντες σχετικά με την κατανάλωση<br />
οινοπνευματωδών. Όλοι οι συμμετέχοντες<br />
παρείχαν λεπτομερές ιατρικό<br />
ιστορικό, υποβλήθηκαν σε πλήρη<br />
αντικειμενική εξέταση, συμπεριλαμβανομένης<br />
και της αξιολόγησης του σταδίου<br />
ανάπτυξης κατά Tanner, καθώς και σε<br />
πρότυπη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από<br />
το στόμα [oral glucose tolerance test:<br />
OGTT] (6), ενώ επίσης όλοι υποβλήθηκαν<br />
σε λεπτομερή φαινοτυπικό προσδιορισμό<br />
του σπλαχνικού και ηπατικού λίπους,<br />
μέσω μαγνητικής τομογραφίας (MRI) και<br />
του IMCL μέσω μαγνητικής φασματοσκοπίας<br />
(NMR). Με βάση την ανάλυση του<br />
περιεχομένου του ήπατος σε λίπος, οι<br />
συμμετέχοντες διαιρέθηκαν σε δύο ομάδες:<br />
ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
λίπους του ήπατος (HFF >5,5%), την οποία<br />
αποτελούσαν 23 παχύσαρκοι έφηβοι και<br />
ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας ήπατος<br />
σε λίπος (HFF
D’Adamo και συνεργάτες<br />
σταθερός στην αρχική τιμή του σε όλη<br />
τη διάρκεια εφαρμογής της τεχνικής, χρησιμοποιήσαμε<br />
τη μέθοδο Hot GINF, όπως<br />
έχει προηγουμένως περιγραφτεί (5). Συλλέχτηκαν<br />
δείγματα αρτηριοποιημένου<br />
αίματος ανά 10 λεπτά κατά τη διάρκεια<br />
των τελευταίων 30 λεπτών της περιόδου<br />
αναφοράς και κατά τη διάρκεια κάθε σταδίου<br />
της εφαρμογής της τεχνικής, για<br />
μέτρηση της γλυκόζης και του εμπλουτισμού<br />
σε γλυκερόλη, των ορμονών και<br />
των υποστρωμάτων.<br />
Π IΝΑΚΑΣ 1 . Κλινικά χαρακτηριστικά της σειράς ασθενών<br />
της μελέτης<br />
Υψηλή Χαμηλή Τιμή<br />
περιεκτικότητα περιεκτικότητα του P<br />
ήπατος σε λίπος ήπατος σε λίπος<br />
n 23 20<br />
Φυλή (Κ/AΚ/Λ) 10/3/10 6/8/6 0,1<br />
Φύλο (άντρες 19/γυναίκες 24) 11/12 8/12 0,6<br />
Στάδιο Tanner (II/III/IV) 4/10/9 2/11/7 0,7<br />
NGT/IGT 6/17 8/12 0,3<br />
Ηλικία (έτη) 13,8 ± 0,52 13,4 ± 0,54 0,5<br />
BMI (kg/m 2 ) 35,5 ± 1,19 35,7 ± 1,87 0,9<br />
Βαθμολογία z του BMI 2,33 ± 0,06 2,25 ± 0,09 0,8<br />
Εμβαδό σώματος (m 2 ) 1,92 ± 0,05 1,96 ± 0,07 0,6<br />
Μάζα λίπους (kg) 35,6 ± 1,78 38,9 ± 3,16 0,4<br />
Μάζα σώματος εκτός λίπους (kg) 50,4 ± 2,26 53,9 ± 2,56 0,4<br />
Λίπος σώματος (%) 40,5 ± 1,20 39,9 ± 1,19 0,6<br />
Κατανομή λίπους σώματος<br />
Κοιλιακή<br />
Σπλαγχνικό λίπος (cm 2 ) 65,3 ± 3,7 61,1 ± 5,81 0,4<br />
Υποδόριο λίπος (cm 2 ) 514,3 ± 30,8 545,4 ± 54,4 0,6<br />
Λίπος<br />
HFF (%) 17,1 ± 2,37 1,11 ± 0,34
Fatty Liver and Insulin Resistance<br />
Π IΝΑΚΑΣ 2 . Μεταβολικά χαρακτηριστικά της σειράς ασθενών<br />
της μελέτης<br />
Υψηλή Χαμηλή Τιμή<br />
περιεκτικότητα περιεκτικότητα του P<br />
ήπατος σε λίπος ήπατος σε λίπος<br />
n 23 20<br />
Γλυκόζη νηστείας (mg/dl) 96,7 ± 1,90 97,3 ± 2,09 0,8<br />
Γλυκόζη 2 ωρών (mg/dl) 140,6 ± 4,47 128,3 ± 6,95 0,2<br />
Ινσουλίνη νηστείας (μU/ml) 33,6 ± 2,54 26,6 ± 3,08 0,03<br />
Ινσουλίνη 2 ωρών (μU/ml) 256,7 ± 32,9 174,5 ± 37,8 0,06<br />
C-πεπτίδιο νηστείας (pmol/ml) 1,271,8 ± 81,3 954,6 ± 76,3 0,01<br />
HOMA-IR (dl ● μIU -1 )/(ml ● mg -1 ) 10,9 ± 1,14 6,48 ± 0,73 0,002<br />
WBISI (dl ● ml -1 )/(mg ● μIU -1 ) 1,0 ± 0,10 1,98 ± 0,27 0,001<br />
IGI (dl ● μIU -1 )/(ml ● mg -1 ) 3,5 ± 0,27 4,6± 0,65 0,1<br />
Δείκτης διάθεσης [(dl ● ml -1 )<br />
(ml ● mg) -1 ]/[(dl ● μIU -1 )(mg ● μIU -1 )] 3,9 ± 0,38 6,2 ± 0,83 0,03<br />
Δ AUCinsulin/Δ AUCglucose<br />
(dl ● μIU -1 )/(ml ● mg -1 ) 4,6 ± 0,50 4,8 ± 0,92 0,6<br />
Αδιπονεκτίνη (mg/l) 6,6 ± 0,61 12,5 ± 1,60 0,004<br />
Ιντερλευκίνη-6 2,47 ± 0,39 1,99 ± 0,25 0,8<br />
Λεπτίνη (μg/l) 33,7 ± 3,05 32,0 ± 3,74 0,6<br />
Προφίλ λιπιδίων<br />
Λιπαρά οξέα πλάσματος 623,5 ± 42,0 553,5 ± 38,1 0,3<br />
(μmol/l)<br />
Έγχυση ινσουλίνης χαμηλής<br />
δόσης 436,1 ± 38,8 390,8 ± 35,6 0,4<br />
Έγχυση ινσουλίνης υψηλής<br />
δόσης 109,6 ± 9,6 97,8 ± 11,6 0,3<br />
Γλυκερόλη πλάσματος (μmol/l) 89,4 ± 5,29 82,3 ± 4,75 0,4<br />
Ολική χοληστερόλη (mg/dl) 161,7 ± 7,09 152,5 ± 5,70 0,4<br />
LDL-χοληστερόλη (mg/dl) 91,8 ± 6,22 90,5 ± 4,84 0,9<br />
HDL-χοληστερόλη (mg/dl) 41,7 ± 1,80 46,3 ± 2,0 0,1<br />
Τριγλυκερίδια (mg/dl) 116,4 ± 12,3 84,9 ± 8,16 0,05<br />
Ένζυμα ήπατος (units/l)<br />
Αλανινική αμινοτρανσφεράση 30,6 ± 4,41 15,4 ± 1,89
D’Adamo και συνεργάτες<br />
να είναι υψηλότερα στην ομάδα υψηλής<br />
περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος. Η<br />
ομάδα υψηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />
σε λίπος παρουσίασε σε στατιστικά<br />
σημαντικό βαθμό υψηλότερα επίπεδα<br />
ινσουλίνης νηστείας (P= 0,03) και C-πεπτιδίου,<br />
καθώς και μια τάση για υψηλότερη<br />
συγκέντρωση ινσουλίνης 2 ωρών (P=0,06).<br />
Η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />
σε λίπος είχε σε στατιστικά σημαντικό<br />
βαθμό υψηλότερα επίπεδα HOMA-IR<br />
(P=0,002) και χαμηλότερο WBISI (P=0,001)<br />
σε σχέση με την ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος (Πίνακας 2).<br />
Αν και η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος παρουσίασε μια τάση<br />
για χαμηλότερη έκκριση ινσουλίνης πρώτης<br />
φάσης (ΙGI) (P=0,1), σύμφωνα και με<br />
προγενέστερες αναφορές (10, 16), αυτή<br />
δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Δεν παρατηρήθηκαν<br />
διαφορές ως προς το σωρευτικό<br />
λόγο των AUC. Ωστόσο, όταν υπολογίσαμε<br />
το δείκτη διάθεσης, αυτός ήταν<br />
σε στατιστικά σημαντικό βαθμό χαμηλότερος<br />
στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος (P=0,03).<br />
Μεταβολικά χαρακτηριστικά<br />
Οι συγκεντρώσεις λεπτίνης νηστείας ήταν<br />
παρόμοιες στις δύο ομάδες, αντανακλώντας<br />
ισοδύναμο βαθμό περιεκτικότητας<br />
σε λίπος. Αντίθετα, οι συγκεντρώσεις αδιπονεκτίνης<br />
του πλάσματος ήταν σε στατιστικά<br />
σημαντικό βαθμό χαμηλότερες<br />
στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας του<br />
ήπατος σε λίπος (P=0,004) (Πίνακας 2).<br />
Τα επίπεδα ιντερλευκίνης-6 δεν ήταν σε<br />
στατιστικά σημαντικό βαθμό διαφορετικά<br />
μεταξύ των ομάδων. Η αλανινική τρανσαμινάση<br />
και η ασπαρτική αμινοτρασφεράση,<br />
καθώς και τα επίπεδα τριγλυκεριδίων,<br />
ήταν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό υψηλότερα<br />
στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος. Αμφότερες οι<br />
ομάδες είχαν παρόμοιες τιμές συστολικής<br />
και διαστολικής αρτηριακής πίεσης.<br />
Μέτρηση ευαισθησίας<br />
στην ινσουλίνη κατά<br />
την τεχνική σφικτήρα<br />
Κατά τη διάρκεια των 2 σταδίων εφαρμογής<br />
της τεχνικής σφικτήρα, οι συγκεντρώσεις<br />
γλυκόζης πλάσματος διατηρήθηκαν<br />
στα αρχικά επίπεδα και επιτεύχθηκαν<br />
παρόμοιες συγκεντρώσεις ινσουλίνης πλάσματος<br />
σε σταθερά κατάσταση σε αμφότερες<br />
τις ομάδες, κατά τη διάρκεια των<br />
τελευταίων 60 λεπτών κάθε σταδίου (πρώτο<br />
στάδιο 39,6 ± 3,0 έναντι 34.1 ± 3,0<br />
μU/ml, δεύτερο στάδιο 205,0 ± 109 έναντι<br />
195,5 ± 9,8 μU/ml). Η ποσοστιαία μείωση<br />
της ενδογενούς έκκρισης της ινσουλίνης,<br />
αξιολογούμενη μέσω των επιπέδων<br />
C-πεπτιδίου κατά τη διάρκεια εφαρμογής<br />
της τεχνικής σφικτήρα, ήταν παρόμοια<br />
μεταξύ των δύο ομάδων (χαμηλή δόση<br />
9,8 ± 1,5 έναντι 8,5 ± 1,9% με P = 0,3, υψηλή<br />
δόση 27,7 ± 4,3 έναντι 27,8 ± 4,2% με<br />
P =0,8) στις ομάδες υψηλής και χαμηλής<br />
περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος αντίστοιχα).<br />
Η κάθαρση ινσουλίνης δεν ήταν<br />
διαφορετική μεταξύ των δύο ομάδων<br />
(χαμηλή δόση 0,22± 0,08 έναντι 0,26 ±<br />
0,02 ml/m2./min, P=0,2, υψηλή δόση<br />
0,80±0,04 έναντι 0,84±0,05 ml/m2/min,<br />
P = 0,6, στις ομάδες υψηλής και χαμηλής<br />
περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος,<br />
αντίστοιχα). Επιπρόσθετα, δεν διαπιστώσαμε<br />
διαφορές στο ρυθμό μεταβολικής<br />
κάθαρσης της ινσουλίνης κατά τη διάρκεια<br />
κάθε σταδίου της εφαρμογής της<br />
τεχνικής σφικτήρα (χαμηλή δόση 0,93 ±<br />
0,1 έναντι 0,99 ±0,14 ml/m2/min, P=0,7,<br />
υψηλή δόση ±0,90 ± 0,05 έναντι 0,93 ±<br />
0,06 ml/m2/min, P=0,7, στις ομάδες υψηλής<br />
και χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />
σε λίπος, αντίστοιχα).<br />
Ήπαρ<br />
Οι βασικοί ρυθμοί EGP δεν διέφεραν μεταξύ<br />
των δυο ομάδων (78,1 ± 1,9 έναντι 79,5<br />
± 2,8 mg/m2/min στις ομάδες υψηλής<br />
και χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />
σε λίπος, αντίστοιχα) παρά τα υψηλότερα<br />
επίπεδα ινσουλίνης νηστείας. Η χαμηλού<br />
βαθμού έγχυση ινσουλίνης προκάλεσε<br />
μεγαλύτερη καταστολή της EGP στην<br />
ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />
σε λίπος (P=0,04), ενώ κατά τη διάρκεια<br />
του σταδίου υψηλού ρυθμού έγχυσης,<br />
η καταστολή της EGP ήταν παρόμοια<br />
μεταξύ των δύο ομάδων (Εικόνα 1). Επιπρόσθετα,<br />
διαπιστώσαμε αρνητική συσχέτιση<br />
μεταξύ HFF και ποσοστιαίας καταστολής<br />
της EGP κατά τη διάρκεια της έγχυσης<br />
της ινσουλίνης χαμηλής δόσης, που<br />
έτεινε να φτάσει τα επίπεδα στατιστικής<br />
σημαντικότητας (r=0,293, P = 0,08).<br />
Λιπώδης ιστός<br />
Τα βασικά ελεύθερα λιπαρά οξέα (FFA)<br />
δεν ήταν διαφορετικά μεταξύ των ομάδων<br />
(Πίνακας 2), παρά την υψηλότερη<br />
ινσουλίνη νηστείας. Οι αρχικές συγκεντρώσεις<br />
γλυκερίνης πλάσματος (Πίνακας<br />
2) και ο βασικός μεταβολισμός της<br />
γλυκερόλης (14,9 ± 0,77 εναντίον 16,2 ±<br />
0,81 mg/m2/min, στις ομάδες υψηλής<br />
και χαμηλής περιεκτικότητας του ήπατος<br />
σε λίπος, αντίστοιχα) δεν διέφερε μεταξύ<br />
των ομάδων. Στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος, παρατηρήσαμε<br />
μια τάση για χαμηλότερο ποσοστό<br />
καταστολής της συστηματικής λιπόλυσης<br />
κατά τη διάρκεια της έγχυσης ινσουλίνης<br />
χαμηλής δόσης (P= 0,1), ενώ κατά τη διάρκεια<br />
της έγχυσης ινσουλίνης υψηλής δόσης,<br />
η καταστολή της λιπόλυσης ήταν παρόμοια<br />
σε αμφότερες τις ομάδες (Εικόνα 1).<br />
Μυς<br />
Κατά τη διάρκεια της έγχυσης ινσουλίνης<br />
υψηλής δόσης, ο ρυθμός διάθεσης<br />
της περιφερικής γλυκόζης ήταν σε στατιστικά<br />
σημαντικό βαθμό χαμηλότερος<br />
(P=0,01) στην ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος (Εικόνα 1).<br />
Όπως αναμενόταν, δεν διαπιστώθηκαν<br />
διαφορές μεταξύ των ομάδων στη χαμηλή<br />
δόση ινσουλίνης. Επιπρόσθετα, διαπιστώσαμε<br />
μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ<br />
ποσοστιαίας HFF και περιφερικού<br />
ρυθμού διάθεσης γλυκόζης κατά τη διάρκεια<br />
εφαρμογής της τεχνικής σφικτήρα,<br />
κατά τη φάση έγχυσης ινσουλίνης υψηλής<br />
δόσης (r=0,37, P=0,02).<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />
Στην παρούσα μελέτη, διαπιστώσαμε ότι<br />
οι παχύσαρκοι έφηβοι με υψηλή περιεκτικότητα<br />
του ήπατος σε λίπος, ανεξάρτητα<br />
από το σπλαχνικό λίπος και το IMCL,<br />
είχαν 1) διαταραχή της δράσης της ινσουλίνης<br />
στο ήπαρ και στους μυς, 2) πρώιμα<br />
ελλείμματα στη λειτουργικότητα των β-<br />
κυττάρων, όπως φαίνεται από το χαμηλό<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 93
Fatty Liver and Insulin Resistance<br />
Καταστολή της ηπατικής<br />
παραγωγής γλυκόζης (%)<br />
Καταστολή της λιπόλυσης (%)<br />
Ρυθμός διάθεσης γλυκόζης<br />
(mg/m 2 /min)<br />
Χαμηλή δόση Υψηλή δόση Χαμηλή δόση Υψηλή δόση Χαμηλή δόση Υψηλή δόση<br />
Εικόνα 1 - Ποσοστιαία καταστολή της ηπατικής παραγωγής γλυκόζης και λιπόλυσης, καθώς και της ευαισθησίας των μυών στην ινσουλίνη, στις ομάδες<br />
χαμηλής και υψηλής περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος, κατά τη διάρκεια έγχυσης ινσουλίνης χαμηλής και υψηλής δόσης.<br />
δείκτη διάθεσης 3) χαμηλά επίπεδα αδιπονεκτίνης<br />
και 4) μια τάση προ χαμηλότερη<br />
καταστολή του μεταβολισμού γλυκερόλης<br />
κατά τη διάρκεια της χαμηλής<br />
δόσης ινσουλίνης.<br />
Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι<br />
το ήπαρ έχει κεντρικό ρόλο στο σύνθετο<br />
φαινότυπο της κατάστασης αντίστασης<br />
στην ινσουλίνη, σε παχύσαρκους έφηβους<br />
με λιπώδες ήπαρ, όπως αποδείχτηκε<br />
και προγενέστερα από τους Perseghin<br />
και συνεργάτες (17). Ωστόσο, η παρούσα<br />
μελέτη δεν μπορεί να αποδείξει κάποια<br />
αιτιακή σχέση. Αντίθετα με το σπλαχνικό<br />
λίπος και το IMCL, η συσσώρευση λίπους<br />
στο ήπαρ μπορεί να μην είναι απλά ένας<br />
δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη. Προγενέστερες<br />
μελέτες της ομάδας μας (3,5)<br />
έδειξαν ότι τόσο το σπλαχνικό λίπος όσο<br />
και το IMCL σχετίζονται με την ευαισθησία<br />
στην ινσουλίνη σε παχύσαρκους έφηβους.<br />
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί<br />
ότι σε αυτές τις προγενέστερες μελέτες<br />
δεν μετρήσαμε το λίπος ήπατος και επομένως,<br />
παραβλέψαμε σημαντικό ποσοστό<br />
από το έκτοπο λίπος. Επιπρόσθετα,<br />
είναι καλά γνωστό ότι το σπλαχνικό και<br />
το ηπατικό λίπος συσχετίζονται μεταξύ<br />
τους και ότι αμφότερα συνδέονται με τις<br />
ίδιες μεταβολικές διαταραχές. Στην πραγματικότητα,<br />
σε προγενέστερες μελέτες<br />
διαπιστώσαμε ότι οι μεταβολές στο μεταβολισμό<br />
γλυκόζης και λιπιδίων εμφανίζονται<br />
με αυξήσεις τόσο στο ηπατικό όσο<br />
και στο σπλαχνικό λίπος (2,3).<br />
Όπως και να έχει, εξαιτίας της ταυτόχρονης<br />
συσσώρευσης λίπους στο ήπαρ, τα<br />
σπλάχνα και τους γραμμωτούς μυς, δεν<br />
είχαμε την ικανότητα να διακρίνουμε μεταξύ<br />
της μεμονωμένης δράσης κάθε παράγοντα<br />
επί αυτών των βασικών ελλειμμάτων<br />
στο μεταβολισμό γλυκόζης και λιπιδίων.<br />
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δεν<br />
αποδεικνύουν ότι το σπλαχνικό λίπος και<br />
το IMCL δεν σχετίζεται με την αντίσταση<br />
στην ινσουλίνη. Αυτό που μάλλον υποδηλώνουν<br />
είναι ότι λαμβάνοντας υπόψιν το<br />
σπλαχνικό λίπος και το IMCL, το ηπατικό<br />
λίπος είναι κάτι περισσότερο από απλός<br />
δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη.<br />
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης<br />
είναι συμβατά με αυτά της μελέτης των<br />
Fabbrini και συνεργατών (18), που έδειξε,<br />
σε ενήλικες παχύσαρκους ασθενείς,<br />
ότι το ενδοηπατικό λίπος και όχι το σπλαχνικό<br />
λίπος είναι αυτό που συνδέεται με<br />
τις μεταβολικές επιπλοκές της παχυσαρκίας.<br />
Εμείς πραγματοποιούμε μια επέκταση<br />
αυτού του ζητήματος, αποδεικνύοντας<br />
όχι μόνο ότι το σπλαχνικό λίπος<br />
μπορεί να μην είναι απλός δείκτης της<br />
αντίστασης στην ινσουλίνη, αλλά και ότι<br />
το IMCL μπορεί επίσης να είναι παράπλευρο<br />
εύρημα. Επιπρόσθετα, στην παρούσα<br />
μελέτη θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι<br />
ομάδες είχαν σχετικά χαμηλή περιεκτικότητα<br />
σπλαχνικού λίπους, σε αντίθεση<br />
με τη μελέτη των Fabbrini και συνεργατών<br />
(18), όπου ο όγκος σπλαχνικού λίπους<br />
ήταν πολύ υψηλός κατά απόλυτες τιμές,<br />
καθιστώντας έτσι δύσκολο το βέβαιο αποκλεισμό<br />
οποιασδήποτε επίδρασης του<br />
σπλαχνικού λίπους στις μεταβολικές επιπλοκές<br />
της παχυσαρκίας. Επιπρόσθετα,<br />
δεδομένης της μικρής ηλικίας των συμμετεχόντων<br />
της παρούσας μελέτης και<br />
τη βραχύβια διάρκεια της παχυσαρκίας<br />
τους, τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν<br />
ότι η συμμετοχή του ήπατος στην<br />
παθογένεση της αντίστασης στην ινσουλίνη<br />
και στα συνοδά επακόλουθα μπορεί<br />
να είναι κάτι που δεν εμφανίζεται<br />
πρώιμα. Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο τι<br />
είναι αυτό που προκαλεί την υπέρμετρη<br />
συσσώρευση λίπους αποκλειστικά στο<br />
ήπαρ. Η ανικανότητα του υποδόριου λιπώδους<br />
ιστού να αποθηκεύει τριγλυκερίδια<br />
(3,29), όπως κατά τη λιποδυστροφία, μπορεί<br />
να είναι μια πιθανή αιτία (19). Πιο πρόσφατα,<br />
έχει προταθεί ένας άλλος μηχανισμός<br />
για την έκτοπη συσσώρευση λίπους,<br />
στον οποίο ενέχονται οι μεταβολές της<br />
ρύθμισης των FFA στο πλάσμα από την<br />
CD36, μια πρωτεΐνη μεταφοράς λιπαρών<br />
οξέων (18). Το ήπαρ διαδραματίζει κεντρικό<br />
ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού<br />
της γλυκόζης, των λιπαρών οξέων και<br />
των αμινοξέων (20). Αποτελεί την κύρια<br />
πηγή παραγωγής -ηπατικής- γλυκόζης<br />
και είναι σημαντική θέση διάθεσης των<br />
λιπαρών οξέων και αποδόμησης της ινσουλίνης<br />
(20). Οι περισσότερες από αυτές<br />
τις σημαντικές λειτουργίες έχει βρεθεί<br />
ότι διαταράσσονται κατά την παρουσία<br />
λιπώδους ήπατος στους ενήλικες (18,21).<br />
Ειδικότερα, η μελέτη των Gastaldelli και<br />
συνεργατών (22) δείχνει ξεκάθαρα ότι<br />
το αυξημένο λίπος του ήπατος συσχετί-<br />
94<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
D’Adamo και συνεργάτες<br />
ζεται με αντίσταση στην ηπατική ινσουλίνη<br />
σε παχύσαρκους ενήλικες με ή χωρίς<br />
σακχαρώδη διαβήτη, ενώ το υπέρμετρο<br />
σπλαχνικό λίπος επηρεάζει κύριος τη νεογλυκογένεση.<br />
Εξαιτίας του ότι η EGP και<br />
η λιπόλυση είναι πιο ευαίσθητες στην<br />
καταστολή από την ινσουλίνη σε σχέση<br />
με τη διέγερσή τους από την είσοδο γλυκόζης<br />
στους μυς, χρησιμοποιήσαμε χαμηλό<br />
ρυθμό έγχυσης ινσουλίνης (4 mU/m2/min)<br />
ώστε να ποσοτικοποιήσουμε με ακρίβεια<br />
τις διαφορές μεταξύ των ατόμων ως προς<br />
την ευαισθησία στην ηπατική ινσουλίνη<br />
και ως προς τη λιπόλυση. Διαπιστώσαμε<br />
ότι σε παχύσαρκους έφηβους με λιπώδες<br />
ήπαρ, στις μεταβολές της ευαισθησίας<br />
στην ινσουλίνη ενέχονταν ξεκάθαρα<br />
τόσο η ηπατική όσο και η περιφερική<br />
μυϊκή ευαισθησία στην ινσουλίνη. Αν και<br />
δεν είχαμε την ικανότητα να αποδείξουμε<br />
στατιστικά σημαντικές διαφορές στην<br />
καταστολή της λιπόλυσης μεταξύ των<br />
δύο ομάδων, η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος έδειξε μια<br />
χαμηλότερη τάση καταστολής της λιπόλυσης<br />
και τάση υψηλότερων συγκεντρώσεων<br />
FFA. Ωστόσο, ο μεταβολισμός των<br />
FFA μπορεί να μην αποτελεί απαραίτητα<br />
έναν αξιόπιστο δείκτη λιπόλυσης, διότι<br />
τα FFA μπορούν να επανεστεροποιούνται<br />
εντός του λιπώδους ιστού. Επομένως,<br />
υπάρχει πιθανότητα ότι υψηλότερες συγκεντρώσεις<br />
των FFΑ οφείλονται σε μειωμένη<br />
επανεστεροποίηση στην ομάδα υψηλής<br />
περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος.<br />
Στην παρούσα μελέτη, η παρουσία φυσιολογικού<br />
μεταβολισμού γλυκερόλης κατά<br />
τη νηστεία και κατά τη διέγερση με ινσουλίνη,<br />
όπως και τα FFA στην ομάδα υψηλής<br />
περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος,<br />
είναι στοιχείο κατά της επαγόμενης από<br />
τα FFA αντίστασης στην ινσουλίνη και<br />
κατά ενός βασικού ρόλου του λιπώδους<br />
ιστού σε αυτήν. Από την άλλη πλευρά,<br />
θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ομάδα υψηλής<br />
περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος<br />
εμφάνιζε μικρότερη ανοχή στη γλυκόζη,<br />
γεγονός που υποδηλώνει ότι η υψηλότερη<br />
γλυκόζη πλάσματος θα μπορούσε να<br />
επηρεάζει την εκ νέου λιπογένεση και<br />
επομένως, να συνεισφέρει στη διάθεση<br />
μη συστηματικών λιπαρών οξέων.<br />
Ωστόσο, όπως αναμενόταν, τόσο η EGP<br />
όσο και η λιπόλυση καταστέλλονταν στον<br />
ίδιο βαθμό κατά τη διάρκεια χορήγησης<br />
ινσουλίνης υψηλής δόσης. Αντίθετα, αυτή<br />
η υψηλή δόση κατάφερε να φέρει στην<br />
επιφάνεια την ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ<br />
των δύο ομάδων ως προς την ευαισθησία<br />
των μυών στην ινσουλίνη.<br />
Αν και τα αποτελέσματα της παρούσας<br />
μελέτης είναι συμβατά με αυτά που αναφέρθηκαν<br />
από τους Klein και συνεργάτες<br />
(23,24) σε παχύσαρκους έφηβους<br />
με λιπώδες ήπαρ, θα πρέπει να σημειωθεί<br />
ότι οι παχύσαρκοι έφηβοι στη μελέτη<br />
εκείνη είχαν περιεκτικότητα του ήπατος<br />
σε λίπος πολύ μεγαλύτερη (περίπου<br />
26%) σε σχέση με αυτούς της παρούσας<br />
μελέτης (περίπου 15%). Επομένως, ακόμη<br />
και για μέτρια επίπεδα περιεκτικότητας<br />
του ήπατος σε λίπος, διαπιστώσαμε<br />
και τεκμηριώσαμε ένα συνολικό βαθμό<br />
αντίστασης στην ινσουλίνη που αφορά<br />
το ήπαρ, τους μυς και σε κάποιο βαθμό<br />
το λιπώδη ιστό.<br />
Αν και αναφέρθηκε προγενέστερα σε<br />
ενήλικες ότι το λιπώδες ήπαρ συσχετίζεται<br />
με μειωμένη κάθαρση της ινσουλίνης<br />
(14,25), στην παρούσα μελέτη δεν<br />
είχαμε την ικανότητα να διαπιστώσουμε<br />
διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.<br />
Η αιτία για την έλλειψη διαφοράς δεν<br />
είναι ξεκάθαρη. Παράγοντες που μπορεί<br />
να συμμετέχουν είναι ο βαθμός και<br />
η διάρκεια της στεάτωσης και το μέγεθος<br />
του δείγματος.<br />
Η παρούσα μελέτη παρέχει επίσης ορισμένα<br />
στοιχεία αναφορικά με τη λειτουργικότητα<br />
των β-κυττάρων, εφόσον υπάρχει<br />
λιπώδες ήπαρ. Χρησιμοποιώντας το<br />
δείκτη διάθεσης [disposition index], που<br />
αποτελεί εκτίμηση της λειτουργικότητας<br />
των β-κυττάρων σταθμισμένη ως προς<br />
την ευαισθησία στην ινσουλίνη, διαπιστώσαμε<br />
ότι αυτός μειώθηκε κατά 30%<br />
στην ομάδα με λιπώδες ήπαρ (Εικόνα 1),<br />
γεγονός που υποδηλώνει ότι τα β-κύτταρα<br />
δεν έχουν την ικανότητα επαρκούς<br />
αντιρρόπησης για την διάχυτη αντίσταση<br />
στην ινσουλίνη και επομένως, είναι<br />
πολύ ευάλωτα, αυξάνοντας έτσι την προδιάθεση<br />
σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες<br />
με λιπώδες ήπαρ είχαν αυξημένη<br />
γλυκόζη 2 ωρών κατά την OGTT,<br />
γεγονός που υποδηλώνει μια εμφανή<br />
προδιαβητική κατάσταση.<br />
Αξίζει να αναφερθούν εδώ και κάποιοι<br />
περιορισμοί. Πρώτον, δεδομένης της συγχρονικής<br />
φύσης της παρούσας μελέτης,<br />
δεν είχαμε την ικανότητα να αποδείξουμε<br />
την αιτιακή σχέση, διότι είναι πιθανό<br />
ότι το λιπώδες ήπαρ αποτελεί πρωταρχικό<br />
παράγοντα για την αντίσταση στην<br />
ινσουλίνη ή εναλλακτικά ότι η αντίσταση<br />
στην ινσουλίνη είναι που προκαλεί το<br />
λιπώδες ήπαρ. Δεύτερον, δεν είχαμε μια<br />
ομάδα συμμετεχόντων ταιριαστών ως<br />
προς το λίπος αλλά με διαφορά ως προς<br />
το σπλαχνικό λίπος και το IMCL.<br />
Συνοψίζοντας, λαμβάνοντας υπόψιν το<br />
σπλαχνικό λίπος και το IMCL, η ενδοηπατική<br />
συσσώρευση λίπους αποτελεί<br />
κάτι περισσότερο από απλό δείκτη της<br />
αντίστασης στην ινσουλίνη, σε παχύσαρκους<br />
έφηβους, σχετιζόμενη με διαταραχή<br />
της ευαισθησίας στην ινσουλίνη στο<br />
επίπεδο του ήπατος, των μυών και του<br />
λιπώδους ιστού.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
This work was supported by the National<br />
Institutes of Health (NIH) (grants R01-HD-<br />
40787, R01-HD-28016, and K24-HD-01464<br />
to S.C.) and by the National Center for<br />
Research Resources, NIH (CTSA grant UL1-<br />
RR-0249139).<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
E.D’A. researched data and wrote the<br />
manuscript. A.M.G.C. researched data<br />
and contributed to discussion. R.W. and<br />
N.S. contributed to discussion. B.P<br />
researched data. V.N. researched data<br />
and reviewed/edited the manuscript.<br />
S.C. wrote the manuscript and<br />
reviewed/edited the manuscript. Parts<br />
of this study were presented in abstract<br />
form at the 70th Scientific Sessions of<br />
the American Diabetes Association,<br />
Orlando, Florida, 25-29 June 2010.<br />
We thank Dr. Gerald I. Shulman and Yanna<br />
Kosover for measuring the glucose and<br />
glycerol turnover.<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 95
Fatty Liver and Insulin Resistance<br />
From the 1. Department of Pediatrics, Yale<br />
University School of Medicine, New Haven,<br />
Connecticut; the 2. Department of Pediatrics,<br />
University of Chieti, Chieti, Italy; the 3.<br />
Department of Human Metabolism and<br />
Nutrition, Braun School of Public Health,<br />
Hebrew University School of Medicine,<br />
Jerusalem, Israel; and the 4. Yale Center for<br />
Clinical Investigation of Yale University School<br />
of Medicine, New Haven, Connecticut.<br />
Corresponding author: Sonia Caprio,<br />
sonia.caprio@yale.edu.<br />
Received 12 February 2010 and accepted 11<br />
May 2010.<br />
DOI: 10.2337/dc10-0284<br />
The content of this publication is solely the<br />
responsibility of the authors and does not<br />
necessarily represent the official views of the<br />
National Center for Research Resources or<br />
National Institutes of Health.<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Schwimmer JB, Deutsch R, Kahen T, Lavine JE,<br />
Stanley C, Behling C. Prevalence of fatty liver<br />
in children and adolescents. Pediatrics<br />
2006;118:1388-1393<br />
2. Cali AM, De Oliveira AM, Kim H, Chen S, Reyes-<br />
Mugica M, Escalera S, Dziura J, Taksali SE,<br />
Kursawe R, Shaw M, Savoye M, Pierpont B,<br />
Constable RT, Caprio S. Glucose dysregulation<br />
and hepatic steatosis in obese adolescents:<br />
is there a link? Hepatology 2009;49:1896-<br />
1903<br />
3. Taksali SE, Caprio S, Dziura J, Dufour S, Calí<br />
AM, Goodman TR, Papademetris X, Burgert<br />
TS, Pierpont BM, Savoye M, Shaw M, Seyal<br />
AA, Weiss R. High visceral and low abdominal<br />
subcutaneous fat stores in the obese adolescent.<br />
Diabetes 2008;57:367-371<br />
4. Bacha F, Saad R, Gungor N, Arslanian SA. Are<br />
obesity-related metabolic riskfactors modulated<br />
by the degree of insulin resistance in adolescents?<br />
Diabetes Care 2006;29:1599-1604<br />
5. Weiss R, Dufour S, Taksali SE, Tamborlane WV,<br />
Petersen KF, Bonadonna RC, Boselli L, Barbetta<br />
G, Allen K, Rife F, Savoye M, Dziura J, Sherwin R,<br />
Shulman GI, Caprio S. Prediabetesin obese youth:<br />
a syndrome ofimpaired glucose tolerance, severe<br />
insulin resistance, and altered myocellular and<br />
abdominalfatpartitioning. Lancet2003;362:951-<br />
957<br />
6. American Diabetes Association: diagnosis and<br />
classification of diabetes mellitus. Position<br />
statement. Diabetes Care 2006;29(Suppl.<br />
1):S43-S48<br />
7. Yeckel CW, Weiss R, Dziura J, Taksali SE, Dufour<br />
S, BurgertTS, Tamborlane WV, Caprio S. Validation<br />
of insulin sensitivity indices from oral glucose<br />
tolerance test parameters in obese children<br />
and adolescents. J Clin Endocrinol Metab<br />
2004;89:1096-1101<br />
8. Yeckel CW, Taksali SE, Dziura J, Weiss R, Burgert<br />
TS, Sherwin RS, Tamborlane WV, Caprio S. The<br />
normal glucose tolerance continuum in obese<br />
youth: evidence for impairment in beta-cell<br />
function independent of insulin resistance. J<br />
Clin Endocrinol Metab 2005;90:747-754<br />
9. Altman DG. Practical Statistics for Medical<br />
Research. London, Chapman and Hall, 1991<br />
10. Rijkelijkhuizen JM, Doesburg T, Girman CJ,<br />
Mari A, Rhodes T, Gastaldelli A, Nijpels G,<br />
Dekker JM. Hepatic fat is not associated with<br />
-cell function or postprandial free fatty acid<br />
response. Metabolism 2009;58:196-203<br />
11. Burgert TS, Taksali SE, Dziura J, Goodman TR,<br />
Yeckel CW, Papademetris X, Constable RT,<br />
Weiss R, Tamborlane WV, Savoye M, Seyal<br />
AA, Caprio S. Alanine aminotransferase levels<br />
and fatty liver in childhood obesity: associations<br />
with insulin resistance, adiponectin, and<br />
visceral fat. J Clin Endocrinol Metab 2006;91:4287-<br />
4294<br />
12. Liska D, Dufour S, Zern TL, Taksali S, Cal£ AM,<br />
Dziura J, Shulman GI, Pierpont BM, Caprio S.<br />
Interethnic differences in muscle, liver and<br />
abdominal fat partitioning in obese adolescents.<br />
PLoS One 2007;2:e569<br />
13. Fishbein MH, Gardner KG, Potter CJ, Schmalbrock<br />
P, Smith MA. Introduction of fast MR imaging<br />
in the assessment of hepatic steatosis. Magn<br />
Reson Imaging 1997;15:287-293<br />
14. Kotronen A, Vehkavaara S, Seppälä-Lindroos<br />
A, Bergholm R, Yki-Järvinen H. Effect of liver<br />
fat on insulin clearance. Am J Physiol Endocrinol<br />
Metab 2007;293:1709-1715<br />
15. Ferrannini E, Wahren J, Faber OK, Felig P, Binder<br />
C, DeFronzo RA. Splanchnic and renal metabolism<br />
of insulin in human subjects: a dose-response<br />
study. Am J Physiol 1983;244:517-527<br />
16. Tushuizen ME, BunckMC, Pouwels PJ, Bontemps<br />
S, Mari A, Diamant M. Lack of association of<br />
liver fat with model parameters of -cell function<br />
in men with impaired glucose tolerance and<br />
type 2 diabetes. Eur J Endocrinol 2008;159:251-<br />
257<br />
17. Perseghin G, Bonfanti R, Magni S, Lattuada<br />
G, De Cobelli F, Canu T, Esposito A, Scifo P,<br />
Ntali G, Costantino F, Bosio L, Ragogna F, Del<br />
Maschio A, Chiumello G, Luzi L. Insulin resistance<br />
and whole body energy homeostasis in obese<br />
adolescents with fatty liver disease. Am J<br />
Physiol Endocrinol Metab 2006;291:697-703<br />
18. Fabbrini E, Magkos F, Mohammed BS, Pietka<br />
T, Abumrad NA, Patterson BW, Okunade A,<br />
Klein S. Intrahepatic fat, not visceral fat, is<br />
linked with metabolic complications of obesity.<br />
Proc Natl Acad Sci USA 2009;106:15430-15435<br />
19. Ravussin E, Smith SR. Increased fat intake,<br />
impaired fat oxidation, and failure of fat cell<br />
proliferation result in ectopic fatstorage,<br />
insulin resistance, and type 2 diabetes mellitus.<br />
Ann NY Acad Sci 2002;967:363-378<br />
20. Perseghin G. Viewpoints on the way to a<br />
consensus session: where does insulin<br />
resistance start? The liver. Diabetes Care<br />
2009;32(Suppl. 2):S164-S167<br />
21. Seppälä-Lindroos A, Vehkavaara S, Häkkinen<br />
AM, Goto T, Westerbacka J, Sovijärvi A, Halavaara<br />
J, Yki-Järvinen H. Fat accumulation in the liver<br />
is associated with defects in insulin suppression<br />
of glucose production and serum free fatty<br />
acids independent of obesity in normal men.<br />
J Clin Endocrinol Metab 2002;87:3023- 3028<br />
22. Gastaldelli A, Cusi K, Pettiti M, Hardies J,<br />
Miyazaki Y, Berria R, Buzzigoli E, Sironi AM,<br />
Cersosimo E, Ferrannini E, Defronzo RA.<br />
Relationship between hepatic/visceral fat<br />
and hepatic insulin resistance in nondiabetic<br />
and type 2 diabetic subjects. Gastroenterology<br />
2007;133:496-506<br />
23. Deivanayagam S, Mohammed BS, Vitola BE,<br />
Naguib GH, Keshen TH, Kirk EP, Klein S.<br />
Nonalcoholic fatty liver disease is associated<br />
with hepatic and skeletal muscle insulin<br />
resistance in overweight adolescents. Am J<br />
Clin Nutr 2008;88:257-262<br />
24. Fabbrini E, deHaseth D, Deivanayagam S,<br />
Mohammed BS, Vitola BE, Klein S. Alterations<br />
in fatty acid kinetics in obese adolescents<br />
with increased intrahepatic triglyceride content.<br />
Obesity (Silver Spring) 2009;17:25-29<br />
25. Kotronen A, Juurinen L, Tiikkainen M, Vehkavaara<br />
S, Yki-Järvinen H. Increased liver fat, impaired<br />
insulin clearance, and hepatic and adipose<br />
tissue insulin resistance in type 2 diabetes.<br />
Gastroenterology 2008;135:122-130<br />
96<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Reviews/Commentaries/ADA Statements Kelly West Award Lecture 2009<br />
Επιδημιολογία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
και καρδιαγγειακή νόσος: η μετάφραση,<br />
από τον πληθυσμό στην πρόληψη<br />
Η διάλεξη του Βραβείου Kelly West, 2009<br />
Epidemiology of Type 2 Diabetes and Cardiovascular Disease:<br />
Translation From Population to Prevention<br />
The Kelly West Award Lecture 2009<br />
JAMES B. MEIGS, MD, MPH<br />
Στο βιβλίο του «Επιδημιολογία Του Σακχαρώδη Διαβήτη Και Των Αγγειακών Βλαβών Του» [Epidemiology<br />
of Diabetes and Its Vascular Lesions], του 1978, ο Kelly West [σ.τ.μ: αμερικανός επιδημιολόγος, θεωρούμενος<br />
και ως «πατέρας» της επιδημιολογίας του σακχαρώδη διαβήτη] συνοψίζει τις εκτεταμένες<br />
γνώσεις του σχετικά με την κατανομή του σακχαρώδη διαβήτη και τα αίτιά του. Τα 30 χρόνια επιδημιολογικής<br />
έρευνας που έχουν ακολουθήσει, γίναμε μάρτυρες αξιοσημείωτης προόδου στην κατανόηση<br />
της παχυσαρκίας ως παράγοντα κινδύνου για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καθώς και του<br />
σακχαρώδη διαβήτη και του προδιαβήτη, ως παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Η<br />
κατανόηση με όλο και περισσότερες λεπτομέρειες αυτών των συσχετίσεων έχει δυστυχώς συνοδευτεί<br />
και από μια ανησυχητική αύξηση στον επιπολασμό της παχυσαρκίας, του σακχαρώδη διαβήτη και<br />
των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ο West αναγνώρισε ότι ο προδιαβήτης είναι μια αναγνωρίσιμη κατάσταση,<br />
σε αυτό που σήμερα πλέον ονομάζουμε μεταβολικό σύνδρομο. Προέβλεπε ότι η καινοτόμος<br />
ενόραση στην παθογένεια του σακχαρώδη διαβήτη θα προερχόταν μέσα από βιοχημικές μελέτες και<br />
μελέτες γενετικής επιδημιολογίας και προέβλεψε επίσης ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 θα<br />
μπορούσε να προληφθεί από μεταβολές του τρόπου ζωής. Η δυσκολία για εμάς, σήμερα, είναι να<br />
μεταφράσουμε αυτές τις βαθύτερες γνώσεις σε αποτελεσματικές στρατηγικές για την πρόληψη της<br />
μοντέρνας επιδημίας του σακχαρώδη διαβήτη και της αγγειακής νόσου.<br />
Στο βιβλίο του - ορόσημο «Επιδημιολογία<br />
του σακχαρώδη<br />
διαβήτη και των αγγειακών<br />
επιπλοκών του» [Epidemiology<br />
of Diabetes and Its Vascular<br />
Lesions] (1), ο Kelly West ανασκοπεί και<br />
συνοψίζει όλο το εύρος της επιστημονικής<br />
γνώσης σχετικά με την κατανομή και<br />
τα αιτία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1<br />
και τύπου 2. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το<br />
1978. Τα μεθοδολογικά θεμέλια της μοντέρνας<br />
επιδημιολογίας και των κλινικών μελετών<br />
είχαν ήδη τεθεί και επάνω σε αυτά,<br />
ο West αποκρυσταλλώνει τα βασικά ερωτήματα<br />
που θα πρέπει να προσπαθήσουμε<br />
να απαντήσουμε κατά τη διάρκεια των<br />
Diabetes Care 33:1817-1822, 2010<br />
επόμενων δεκαετιών . Ο West αναγνώριζε<br />
ότι η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης<br />
τύπου 2 και η καρδιαγγειακή νόσος<br />
συνδέονται στενά. Τόνιζε ότι η κατάσταση<br />
του προδιαβήτη είναι εύκολα ανιχνεύσιμη<br />
και ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου<br />
2 οφείλει να προλαμβάνεται. Υπέθετε επίσης<br />
ότι θα προσδιορίζονταν νέοι βιοχημικοί<br />
και γενετικοί δείκτες του κινδύνου<br />
σακχαρώδη διαβήτη, οι οποίοι θα αποκάλυπταν<br />
τους μηχανισμούς που συνδέουν<br />
μεταξύ τους την παχυσαρκία, το σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα. Πιο σημαντική ακόμη, η<br />
έμφαση που δίνει στο ότι η επιστήμη της<br />
κλινικής επιδημιολογίας αποτελεί τη βάση<br />
για την πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη<br />
και των αγγειακών επιπλοκών του.<br />
Η «μελέτη καρδιάς του Framingham»<br />
[Framingham Heart Study: FHS), μια διαχρονική<br />
διαγενεακή μελέτη ομοειδούς<br />
σειράς πληθυσμού σχετικά με τα καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα και τους παράγοντες<br />
κινδύνου τους, έχει αποτελέσει μια πλουσιότατη<br />
πηγή διερεύνησης των ερωτημάτων<br />
που έχει θέσει ο West. Παρά το γεγονός<br />
ότι οι συμμετέχοντες στην FHS ανήκουν<br />
κυρίως στη λευκή φυλή και έχουν Ευρωπαϊκή<br />
καταγωγή, οι καταστάσεις της υγείας<br />
τους αντανακλούν τις καταστάσεις και<br />
άλλων πληθυσμών στις ΗΠΑ και άλλες<br />
αναπτυγμένες χώρες σε όλων των κόσμο.<br />
Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας (BMI<br />
≥30 kg/m2) στην FHS έχει αυξηθεί αμείλικτα<br />
τόσο στους άντρες όσο και στις<br />
γυναίκες κατά τη διάρκεια των τελευταίων<br />
ετών, από μονοψήφιο ποσοστό μεταξύ<br />
των αντρών στη δεκαετία του 1970 σε<br />
25-30% μεταξύ των αντρών στη δεκαετία<br />
του 1990 (Εικόνα 1Α) (2). Μια παρόμοια<br />
τάση εμφανίζεται και στις γυναίκες.<br />
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο επιπολασμός<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στην<br />
FHS αυξήθηκε σταθερά (Εικόνα 1Β) (3).<br />
Το «καμπανάκι» χτυπάει από το γεγονός<br />
ότι πρακτικά, το σύνολο της αύξησης του<br />
ποσοστού σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2<br />
έχει εμφανιστεί στα άτομα με παχυσαρκία,<br />
από περίπου 6% στη δεκαετία του<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 97
Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />
Προσαρμοσμένη<br />
σωρευτική επίπτωση, %<br />
Παχυσαρκία<br />
Χρόνος, έτη<br />
Ηλικία 30-34 ετών<br />
Ηλικία 40-44 ετών<br />
Ηλικία 50-54 ετών<br />
Ρυθμός εμφάνισης 8 ετών (%)<br />
Σακχαρώδης διαβήτης<br />
Παχύσαρκοι<br />
Υπέρβαροι<br />
Φυσιολογικού σωματικού βάρους<br />
Αποδιδόμενος<br />
κίνδυνος (%)<br />
Καρδιαγγειακά νοσήματα<br />
Αρτηριακή Κάπνισμα Υψηλή Παχυσαρκία Σακχαρώδης<br />
υπέρταση χοληστερόλη διαβήτης<br />
Αποδιδόμενος<br />
λόγος κινδύνων<br />
(διάστημα<br />
εμπιστοσύνης<br />
επ. 95%)<br />
Εικόνα 1 - Τα αυξανόμενα ποσοστά παχυσαρκίας συσχετίζονται με αυξανόμενα ποσοστά σακχαρώδη διαβήτη, που με τη σειρά τους συσχετίζονται με αυξανόμενα<br />
ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων, σύμφωνα με την FHS. Α: η εντυπωσιακή αύξηση του προσαρμοσμένου ως προς τη θνησιμότητα σωρευτικού<br />
ρυθμού εμφάνισης παχυσαρκίας 30 ετών (BMI ≥30 kg/m 2 ), για τους άντρες, σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Η εμπειρία είναι παρόμοια και στις γυναίκες<br />
(προσαρμογή από Vasan και συνεργάτες) (2). Β: Ο ρυθμός εμφάνισης κρουσμάτων σακχαρώδη διαβήτη 8 ετών αυξάνεται κυρίως στα άτομα με παχυσαρκία<br />
(μεταξύ τόσο των αντρών όσο και των γυναικών) (προσαρμογή από Fox και συνεργάτες) (3). C: Η αύξηση κατά 1,6 φορές στην πάροδο του χρόνου<br />
στο προβαλλόμενο ποσοστό κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα σε συσχέτιση με το σακχαρώδη διαβήτη (βέλη). Μεταξύ των κοινών παραγόντων<br />
κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, μόνο ο σακχαρώδης διαβήτης συνεισφέρει σημαντικά στα αυξημένα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων (προσαρμοσμένο<br />
από Fox και συνεργάτες) (5).<br />
1970 σε πάνω από 12% στη δεκαετία του<br />
1990. Η συσχέτιση αυτή αποδεικνύει ξεκάθαρα<br />
ότι η ευρεία διάδοση της παχυσαρκίας<br />
σπρώχνει προς μια πλημμυρίδα κρουσμάτων<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο<br />
West ήταν ανάμεσα στους πρώτους που<br />
τόνισαν έντονα ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα<br />
αποτελούν την κύρια αιτία νοσηρότητας<br />
και θνησιμότητας στο σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2. Αν και ο απόλυτος κίνδυνος<br />
για καρδιαγγειακά νοσήματα στην<br />
FHS (οριζόμενος από το θανατηφόρο και<br />
μη θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου,<br />
το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και<br />
την αγγειακή διαλείπουσα χωλότητα) έχει<br />
μειωθεί μεταξύ των δεκαετιών του 1950<br />
και του 1990 κατά 35% στα άτομα χωρίς<br />
σακχαρώδη διαβήτη και κατά 49% στα<br />
άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, ο σχετικός<br />
κίνδυνος μεταξύ αυτών που πάσχουν<br />
από σακχαρώδη διαβήτη για την ανάπτυξη<br />
καρδιαγγειακών νοσημάτων έχει επιμείνει<br />
ώστε να είναι δύο φορές υψηλότερος<br />
σε σχέση με αυτό των ατόμων χωρίς<br />
σακχαρώδη διαβήτη (4). Ο αυξανόμενος<br />
επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, σε συνδυασμό με το σταθερό<br />
σχετικό κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων,<br />
μεταφράζεται σε αύξηση κατά<br />
60% των αποδιδόμενων λόγων κινδύνων<br />
για καρδιαγγειακά νοσήματα που συσχετίζονται<br />
με το σακχαρώδη διαβήτη, ακόμη<br />
και όταν ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα που συσχετίζεται με άλλους<br />
παράγοντες κινδύνου, όπως η αρτηριακή<br />
υπέρταση και το κάπνισμα, κρατηθεί<br />
σταθερός ή μειωθεί (Εικόνα 1 C) (5). Kαι<br />
εδώ, η εμπειρία από την FHS δείχνει ότι<br />
η πλημμυρίδα κρουσμάτων παχυσαρκίας<br />
μας σπρώχνει προς αύξηση των κρουσμάτων<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που με<br />
τη σειρά τους δημιουργούν μια πλημμυρίδα<br />
καρδιαγγειακών νοσημάτων και θανάτων.<br />
Ο West το είχε δει αυτό και οι προκλήσεις<br />
μας αναφορικά με την πρόληψη<br />
είναι μπροστά μας<br />
Από μια κλινική οπτική, τα καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα συχνά θεωρούνται συνέπεια<br />
ενός διαγνωσμένου σακχαρώδη τύπου<br />
2. Ωστόσο, η εμπειρία από την FHS και<br />
άλλες μελέτες έχει δείξει ότι ο προδιαβήτης<br />
(οριζόμενος ως τα επίπεδα γλυκόζης<br />
αίματος κάτω από τον ουδό διάγνωσης<br />
του σακχαρώδη διαβήτη, αλλά όχι<br />
εντός των φυσιολογικών ορίων) συσχετίζεται<br />
επίσης με τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα (6). Η παρατήρηση αυτή<br />
οδήγησε στη θεωρία ότι ο σακχαρώδης<br />
διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα μπορεί να μοιράζονται κοινό<br />
παθογενετικό μηχανισμό. Πράγματι, τα<br />
νοσήματα αυτά μοιράζονται πολλούς κοινούς<br />
παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης<br />
της παχυσαρκίας (ιδίως της<br />
παχυσαρκίας κεντρικού τύπου), της υπερινσουλιναιμίας<br />
(που αντανακλά, εν μέρει,<br />
την αντίσταση στην ινσουλίνη), της υπεργλυκαιμίας,<br />
της δυσλιπιδαιμίας που χαρακτηρίζεται<br />
από χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερόλης<br />
και αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων<br />
και της αυξημένης αρτηριακής πίεσης.<br />
Αυτές οι μετρήσιμες κλινικές ιδιότητες<br />
αλληλοσυσχετίζονται, εμφανίζονται μαζί<br />
σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που<br />
θα αναμενόταν με βάση μόνο την τυχαία<br />
πιθανότητα και συσσωρεύονται με ένα<br />
προσδιορίσιμο μοτίβο, συνδεόμενες μέσω<br />
της παχυσαρκίας και της αντίστασης στην<br />
ινσουλίνη (Εικόνα 2Α και Β) (7,8). Αυτό το<br />
φαινόμενο της συνάθροισης των παραγόντων<br />
κινδύνου ονομάζεται πλέον, συμφωνούμε<br />
ή διαφωνούμε, «μεταβολικό<br />
σύνδρομο» (Εικόνα 2C). Υπάρχει μια ποικιλία<br />
ενθουσιωδών διατυπώσεων των ορισμών<br />
του μεταβολικού συνδρόμου. Στην<br />
FHS, ο ορισμός που προτάθηκε από την<br />
«ομάδα θεραπείας ενηλίκων του εθνικού<br />
προγράμματος εκπαίδευσης για τη χοληστερόλη»<br />
[National Cholesterol Education<br />
Program Adult Treatment Panel III] (NCEP<br />
ATPII) είναι αυτός που συνηθέστερα έχει<br />
αξιολογηθεί (9).<br />
Μια θεμελιώδης υπόθεση εγείρεται από<br />
98<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Meigs<br />
την έννοια του μεταβολικού συνδρόμου<br />
και έχει να κάνει με το ότι η παρουσία του<br />
αυξάνει τον μελλοντικό κίνδυνο τόσο για<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 όσο και για<br />
καρδιαγγειακά νοσήματα, ακόμη και μετά<br />
από την προσαρμογή ως προς τους άλλους<br />
ειδικούς ως προς τα νοσήματα παράγοντες<br />
κινδύνου. Στην FHS, το μεταβολικό<br />
σύνδρομο οδηγεί σε αύξηση κατά 7 έως<br />
11 φορές του ετήσιου κινδύνου για καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα στους άντρες, περίπου<br />
κατά 3 φορές περισσότερο σε σχέση<br />
με αυτούς που δεν εμφανίζουν μεταβολικό<br />
σύνδρομο, ενώ για το σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, η αντίστοιχη αύξηση είναι<br />
περίπου επταπλάσια (Εικόνα 3α) (10). Οι<br />
συσχετίσεις στις γυναίκες είναι παρόμοιες.<br />
Ο κίνδυνος αυξάνει σταθερά με ευθέως<br />
ανάλογο τρόπο τρόπο, όσο αυξάνει ο<br />
αριθμός των επί μέρους κλινικών χαρακτηριστικών<br />
που συνεισφέρουν. Επιπρόσθετα,<br />
ο κίνδυνος αυξάνεται ανεξάρτητα<br />
από το είδος του συνδυασμού<br />
συγκεκριμένων κλινικών χαρακτηριστικών<br />
μεταξύ των ποικίλων ετερογενών<br />
συνδυασμών τους και ακόμη και με απουσία<br />
διαταραχής της γλυκόζης αίματος. Για<br />
παράδειγμα, σε άτομα με το συνδυασμό<br />
χαμηλής HDL-χοληστερόλης και αυξημένων<br />
τριγλυκεριδίων και αρτηριακής πίεσης<br />
αλλά χωρίς διαταραχή της γλυκόζης<br />
αίματος, ο σχετικός κίνδυνος για καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα είναι περίπου διπλάσιος,<br />
σε σχέση με τα άτομα χωρίς αυτό<br />
το συνδυασμό χαρακτηριστικών, ενώ για<br />
το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ο σχετικός<br />
κίνδυνος είναι αυξημένος κατά 3,5<br />
φορές (Εικόνα 3β). Τα δεδομένα υποδηλώνουν<br />
ότι πέρα από τους συγκεκριμένους<br />
παράγοντες κινδύνου που μπορεί<br />
να υπάρχουν σε έναν ασθενή, φαίνεται<br />
ότι συμμετέχει και ένας παράγοντας που<br />
σχετίζεται με την ίδια τη συνάθροιση των<br />
παραγόντων κινδύνου, τουλάχιστον εν<br />
μέρει, με τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου<br />
στην πορεία. Το μεταβολικό σύνδρομο<br />
ευθύνεται επίσης για ένα βαθμό της ετερογένειας<br />
για μελλοντικό κίνδυνο νόσησης<br />
που παρατηρείται σε άτομα με παχυσαρκία.<br />
Μεταξύ των ατόμων της FHS με<br />
BMI
Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />
Λόγοι πιθανοτήτων<br />
Καρδιαγγειακά νοσήματα<br />
ΜΣ έναντι όχι ΜΣ<br />
ΣΔ2<br />
0 παρά- 1-2 παρά- ΜΣ 0 παρά- 1-2 παρά- ΜΣ<br />
γοντες γοντες γοντες γοντες<br />
κινδύνου κινδύνου κινδύνου κινδύνου<br />
Συνάθροιση παραγόντων Επιπο- Σχετικός κίνδυνος Σχετικός<br />
μεταβολικού συνδρόμου λασμός καρδιαγγειακών κίνδυνος<br />
νοσημάτων για ΣΔ<br />
Υψηλά τριγλυκερίδια +<br />
χαμηλή HDL + υψηλή ΑΠ 10,3% 1,9 3,5<br />
Υψηλή περίμετρος μέσης +<br />
υψηλή ΑΠ+ χαμηλή HDL 9,9%<br />
Υψηλή περίμετρος μέσης +<br />
υψηλή ΑΠ+ υψηλά τριγλυκερίδια 7,6% 2,1 5,0<br />
Υψηλή περίμετρος μέσης +<br />
υψηλά τριγλυκερίδια +χαμηλή HDL 7,3%<br />
Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />
χαμηλή HDL+ χαμηλή ΑΠ 5,4%<br />
Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />
υψηλή περίμετρος μέσης + υψηλή ΑΠ 5,2%<br />
Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />
υψηλά τριγλυκερίδια + υψηλή ΑΠ 4,5% 2,5 11<br />
Υψηλή γλυκόζη νηστείας +<br />
χαμηλή HDL+ υψηλή περίμετρος μέσης 3,9%<br />
Υψηλή γλυκόζη νηστείας +υψηλά<br />
τριγλυκερίδια +χαμηλή HDL 3,6%<br />
Υψηλή γλυκόζη νηστείας +υψηλά<br />
τριγλυκερίδια+ υψηλή περίμετρος μέσης 2,9%<br />
Εικόνα 3 - Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) είναι παράγοντας κινδύνου τόσο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) όσο και για καρδιαγγειακά νοσήματα. Α:<br />
Μεταξύ των αντρών της FHS, ο 7-ετής έως 11-ετής κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα αυξάνει από 1,5 σε όσους εμφανίζουν 1ή 3 παράγοντες κινδύνου<br />
για ΜΣ σε 4,0 για όσους εμφανίζουν 3 ή περισσότερους (δηλαδή εμφανίζουν ήδη το ΜΣ) σε σχέση με τα άτομα χωρίς παράγοντες κινδύνου για ΜΣ, ακόμη<br />
και μετά από προσαρμογή ως προς τους άλλους ειδικούς για τα καρδιαγγειακά νοσήματα παράγοντες κινδύνου. Οι ράβδοι της εικόνας αντιπροσωπεύουν<br />
τους λόγους πιθανοτήτων και τα διαστήματα εμπιστοσύνης επιπέδου 95%. Ο σχετικός κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα είναι 2,9 στη σύγκριση του<br />
ΜΣ με την απουσία ΜΣ. Ο κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αυξάνει από το 4,2 για τους άντρες με 1-2 παράγοντες του ΜΣ σε 24 για αυτούς με<br />
ΜΣ, σε σχέση με όσους δεν εμφανίζουν κανέναν παράγοντα κινδύνου του ΜΣ, ακόμη και μετά από προσαρμογή ως προς άλλους παράγοντες κινδύνου ειδικούς<br />
ως προς το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο σχετικός κίνδυνος για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι 6,9, στη σύγκριση του ΜΣ με την απουσία<br />
ΜΣ. Όλα τα μοτίβα είναι παρόμοια και στις γυναίκες της FHS. Ο κίνδυνος αυξάνει σταθερά με ευθέως ανάλογο τρόπο, καθώς ο αριθμός των κλινικών χαρακτηριστικών<br />
που το συναποτελούν αυξάνεται και η αύξηση αυτή συμβαίνει ανεξάρτητα από τους διάφορους ετερογενείς συνδυασμούς ειδικών κλινικών<br />
χαρακτηριστικών και εμφανίζεται ακόμη και επί απουσίας διαταραχής της γλυκόζης αίματος (β) (προσαρμογή από Wilson και συνεργάτες) (10).<br />
του οικογενειακού ιστορικού σακχαρώδη<br />
διαβήτη και των παραγόντων του μεταβολικού<br />
συνδρόμου μπορεί να διακρίνει<br />
ορθά τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 κατά<br />
τα επόμενα 7 έτη, περίπου στο 85% των<br />
περιπτώσεων (12). Η πλειοψηφία της<br />
έρευνας των εκβάσεων που συσχετίζονται<br />
με το μεταβολικό σύνδρομο έχει διενεργηθεί<br />
στα πλαίσια επίσημων επιδημιολογικών<br />
μελετών που είναι αυστηρές<br />
ως προς το φαινότυπο που περιλαμβάνουν,<br />
όπως είναι η FHS. Ωστόσο, μια συνάθροιση<br />
παραγόντων κινδύνου που προσδιορίζει<br />
τους φαινοτύπους με όχι τόσο<br />
μεγάλη ακρίβεια, κάτι που συνήθως συμβαίνει<br />
με τα κλινικά δεδομένα της καθημερινής<br />
πράξης, προβλέπει τις ανεπιθύμητες<br />
εκβάσεις με αποτελεσματικό τρόπο.<br />
Εάν οι ιατρικοί φάκελοι των ασθενών<br />
χωρίς κλινικά έκδηλο σακχαρώδη ή καρδιαγγειακό<br />
νόσημα περιέχουν οποιαδήποτε<br />
ένδειξη παχυσαρκίας, αύξησης της<br />
αρτηριακής πίεσης, αυξημένης γλυκόζης<br />
αίματος, τριγλυκεριδίων ή ολικής<br />
χοληστερόλης, τα άτομα με κανένα, 1<br />
έως 2, ή 3 και περισσότερα από αυτά τα<br />
χαρακτηριστικά παρουσιάζουν τριετή επίπτωση<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 της<br />
τάξης του 1,4, 4 και 11%, αντίστοιχα (13).<br />
Η ετήσια επίπτωση των καρδιαγγειακών<br />
νοσημάτων είναι 3,1, 5,3 και 6,4, ενώ το<br />
ετήσιο συνολικό ιατρικό κόστος είναι<br />
περίπου 3.000, 4.000 και 5.000 δολάρια<br />
ΗΠΑ, αντίστοιχα και η διάρκεια παραμονής<br />
σε νοσοκομείο είναι 4, 5 και 6 ημέρες,<br />
αντίστοιχα. Παρά τον αυξημένο κίνδυνο<br />
για ανεπιθύμητες εκβάσεις που<br />
συσχετίζονται με τη συνάθροιση παραγόντων<br />
κινδύνου, είναι ελάχιστοι οι ασθενείς<br />
που έχουν ακούσει ποτέ τον ορό<br />
μεταβολικό σύνδρομο, ενώ αυτοί με συνάθροιση<br />
των παραγόντων κινδύνου δεν<br />
θεωρούν ότι οι ίδιοι βρίσκονται σε αυξημένο<br />
κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2. Τέλος, ακόμη και αυτοί που πείθουν<br />
τον εαυτό τους ότι βρίσκονται σε<br />
τέτοιο κίνδυνο δεν έχουν περισσότερες<br />
πιθανότητες από όσους δεν εκφράζουν<br />
καμία αντίστοιχη πρόθεση να υιοθετήσουν<br />
τελικά έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής<br />
εντός του επόμενου έτους (14). Και πάλι,<br />
οι τρομερές δυσκολίες για την πρόληψη<br />
είναι ξεκάθαρες. Η έννοια της συνάθροισης<br />
παραγόντων κινδύνου, όπως ενσωματώνονται<br />
στην εννοιολογική σύλληψη<br />
του μεταβολικού συνδρόμου, φαίνεται<br />
ότι μας διευκολύνει δίνοντας μια άμεσα<br />
διαθέσιμη κλινική προσέγγιση προσδιορισμού<br />
των ατόμων με αυξημένο κίνδυνο<br />
για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα και αυξημένο κόστος<br />
περίθαλψης και κατανάλωσης χώρων<br />
υγείας. Η συνολική χρησιμότητα του μεταβολικού<br />
συνδρόμου έχει αμφισβητηθεί<br />
ισχυρά, λόγω της έλλειψης άμεσων ενδείξεων<br />
από τις οποίες να προκύπτει μια<br />
ενοποιητική παθοφυσιολογία ή ενδείξεων<br />
υπέρ του ότι η διάγνωση μεταβάλει<br />
την κλινική έκβαση, γεγονός που είναι<br />
κατανοητό. Φαίνεται ότι το μεταβολικό<br />
σύνδρομο έχει μια εμφανή αξία στον<br />
100<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Meigs<br />
προσδιορισμό του κινδύνου και στην πρόληψη<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2,<br />
αλλά αυτό απομένει να ελεγχθεί επίσημα<br />
σε μια κλινική μελέτη.<br />
Η ιδέα του μεταβολικού συνδρόμου έχει<br />
οδηγήσει σε έντονη έρευνα σχετικά με<br />
τους μοριακούς και φυσιολογικούς μηχανισμούς<br />
που εξηγούν το φαινόμενο της<br />
συνάθροισης παραγόντων κινδύνου. Η<br />
παθολογική βιοχημική σηματοδότηση<br />
μεταξύ των λιποκυττάρων, η διαταραχή<br />
της ενδοθηλιακής λειτουργίας και η συστηματική<br />
υποκλινική φλεγμονή είναι υποθέσεις<br />
που όλες έχουν γίνει ως εξηγήσεις<br />
που ενοποιούν την αύξηση της σύστασης<br />
του σώματος σε λίπος με την αντίσταση<br />
στην ινσουλίνη, με τη διαταραχή της λειτουργίας<br />
των β-κυττάρων του παγκρέατος<br />
και με τη νόσο των μικρών και μεγάλων<br />
αρτηριών (15). Οι αδιποκυτοκίνες,<br />
αδιπονεκτίνη, ρεζιστίνη [resistin] και παράγοντας<br />
νέκρωσης όγκων-α (TNF-α) έχουν<br />
όλες συσχετιστεί τόσο με την παχυσαρκία<br />
όσο και με την αντίσταση στην ινσουλίνη,<br />
στους ανθρώπους της κοινότητας<br />
(16). Ωστόσο, πέρα από αυτές τις ισχυρότατες<br />
συγχρονικές συσχετίσεις, οι εσωτερικές<br />
σχέσεις μεταξύ βιολογικών δεικτών<br />
που σχετίζονται με τις αδιποκίνες<br />
με τη νέα εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη<br />
ή καρδιαγγειακού νοσήματος έχει<br />
αποτελέσει δύσκολο προς διαλεύκανση<br />
ζήτημα. Για παράδειγμα, τα χαμηλά επίπεδα<br />
αδιπονεκτίνης (αλλά όχι και της ρεζιστίνης<br />
ή του TNF-α) συσχετίζονται με τον<br />
αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, μετά από την προσαρμογή ως<br />
προς συγχυτικούς παράγοντες κινδύνου<br />
συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας<br />
(17), ενώ η ρεζιστίνη, αλλά όχι και η αδιπονεκτίνη<br />
συσχετίζονται με τον κίνδυνο<br />
για καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ καμία από<br />
αυτές δεν συσχετίζεται με τον κίνδυνο<br />
για στεφανιαία νόσο (18). Η αντίσταση<br />
στην ινσουλίνη, από την άλλη πλευρά,<br />
συσχετίζεται στα πλαίσια της FHS και πολλών<br />
άλλων μελετών τόσο με το σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 όσο και με τα καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα, ακόμη και μετά<br />
από προσαρμογή ως προς συγχυτικούς<br />
παράγοντες (19). Οι βιολογικοί δείκτες<br />
ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας του πλάσματος,<br />
συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων<br />
της Ε-σελεκτίνης [E-selectin], του<br />
αναστολέα ενεργοποιητή του πλασμινογόνου-1<br />
[plasminogen activator inhibitor-<br />
1: PAI-1] και του παράγοντα von Willebrand,<br />
συσχετίζονται με τον κίνδυνο εμφάνισης<br />
νέων περιπτώσεων σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2, ακόμη και μετά από προσαρμογή<br />
ως προς τη συνυπάρχουσα παχυσαρκία,<br />
διαταραχή γλυκόζης αίματος, οικογενειακό<br />
ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 και άλλους συνήθεις παράγοντες<br />
κινδύνου (Εικόνα 4α) (20,21). Τα επίπεδα<br />
πλάσματος του αντιγόνου του παράγοντα<br />
von Willebrand λειτουργούν επίσης προγνωστικά<br />
για νέα εμφάνιση καρδιαγγειακού<br />
νοσήματος, ιδίως σε άτομα με σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2, γεγονός που<br />
υποδηλώνει ότι η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία<br />
είναι κοινός παράγοντας κινδύνου<br />
τόσο για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2 όσο και για τα καρδιαγγειακά νοσήματα<br />
και ενδεχομένως αποτελεί έναν ενοποιητικό<br />
παράγοντα που μπορεί και να<br />
υπόκειται της συνάθροισης των παραγόντων<br />
κινδύνου (Εικόνα 4β) (22).<br />
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα δεδομένα<br />
που υποστηρίζουν την παθολογική<br />
σηματοδότηση μεταξύ αδιποκινών, την<br />
ενδοθηλιακή δυσλειτουργία ή τη φλεγμονή,<br />
ως φαινόμενα κεντρικά στη συνάθροιση<br />
παραγόντων κινδύνου, προέρχονται<br />
από μελέτες περιγραφικού τύπου,<br />
όπου συστηματικά σφάλματα ή υπολειπόμενοι<br />
συγχυτικοί παράγοντες θα μπο-<br />
RR του ΣΔ2 =1,2 ανά IQR<br />
P=0,03<br />
RR του ΣΔ2 =1,4 ανά IQR<br />
P=0,009<br />
7-ετης σωρευτική συχνότητα<br />
για ΣΔ2 (%)<br />
Επιβίωση ελεύθερη<br />
καρδιαγγειακού νοσήματος<br />
Όχι ΣΔ+Q1-3<br />
Όχι ΣΔ+Q4<br />
ΣΔ+Q1-3<br />
ΣΔ+Q4<br />
Άθροισμα τάξεων κατά Wilcoxοn<br />
(Wilcoxοn rank sum) για τα<br />
καρδιαγγειακά νοσήματα<br />
Εικόνα 4 - Οι βιολογικοί δείκτες της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας του πλάσματος λειτουργούν προγνωστικά τόσο για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2)<br />
όσο και για τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Α: Η 7-ετης σωρευτική επίπτωση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ανά τεταρτημόριο (Q1-Q4) του PAI-1 ή του παράγοντα<br />
von Willebrand (vWF). Ο σχετικός κίνδυνος (RR) κατόπιν της προσαρμογής ως προς τους παράγοντες κινδύνου για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ανά<br />
ενδιάμεση διατεταρτημοριακή [interquartile: IQR] αύξηση του vWF, ήταν 1,4 (διάστημα εμπιστοσύνης επ. 95% 1,1-1,8, P = 0,009) (προσαρμογή από<br />
Meigs) (21). Β: Επιβίωση ελεύθερη καρδιαγγειακών συμβαμάτων στην FHS, ως συνάρτηση της παρουσίας ή απουσίας σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και<br />
ανάλογα με τα χαμηλά (Q1-Q3) ή τα υψηλά (Q4) επίπεδα του vWF. Ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα είναι αυξημένος σε άτομα με αυξημένα επίπεδα<br />
του vWF, ιδίως στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και αυξημένο vWF (P < 0,0001) (προσαρμογή από Frankel και συνεργάτες) (22).<br />
Έτη<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 101
Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />
Ποσοστό με βαθμολογία<br />
γονοτύπου<br />
Σακχαρώδης διαβήτης<br />
Όχι σακχαρώδης διαβήτης<br />
Μέση βαθμολογία<br />
γονοτύπου:<br />
Σακχαρώδης<br />
διαβήτης: 17.7<br />
Όχι σακχαρώδης<br />
διαβήτης: 17.1<br />
Σωρευτική συχνότητα<br />
σακχαρώδη διαβήτη<br />
% πληθ.<br />
Βαθμολογία γονοτύπου<br />
Αληθές θετικό ποσοστό<br />
Απλό κλινικό μοντέλο<br />
C=0.900<br />
Μοντέλο και βαθμολογία<br />
γονοτύπου<br />
C=0.901<br />
RR<br />
Βαθμολογία γονοτύπου<br />
Ψευδές θετικό ποσοστό<br />
Εικόνα 5 - Μια βαθμολογία γενετικού κινδύνου αποτελούμενη από 18 SNP προβλέπει το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Α: Η κατανομή της βαθμολογίας<br />
γενετικού κινδύνου από 18 SNP, όπου τα άτομα της FHS βαθμολογήθηκαν με 0 εάν δεν παρουσίαζαν κανένα αλλήλιο κινδύνου για δεδομένο SNP, με 1 εάν<br />
ήταν ετερόζυγα και με 2 αν ήταν ομόζυγα για αυτό το αλλήλιο κινδύνου. Τα άτομα που ανέπτυξαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε διάστημα 28 ετών παρακολούθησης<br />
είχαν περίπου 0,6 περισσότερα αλλήλια κινδύνου σε σχέση με αυτά που δεν εκδήλωσαν σακχαρώδη διαβήτη (P
Meigs<br />
σει δεδομένα που αφορούν πάνω από<br />
120.000 άτομα Ευρωπαϊκής καταγωγής<br />
χωρίς κλινικά έκδηλο σακχαρώδη διαβήτη,<br />
από 50 μελέτες ομοειδών σειρών πληθυσμού,<br />
ώστε να διενεργηθεί συνεργατική<br />
έρευνα στην οποία συμμετέχουν<br />
πάνω από 200 διερευνητές. Μέχρι σήμερα,<br />
η MAGIC έχει ήδη προσδιορίσει 16<br />
κοινούς SNP που συσχετίζονται με τα επίπεδα<br />
της γλυκόζης νηστείας, της ινσουλίνης<br />
νηστείας και της γλυκόζης 2 ωρών<br />
μετά από δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από<br />
το στόμα (26-28). Οι 11 από αυτούς τους<br />
γενετικούς τόπους είναι εντελώς καινούργιοι,<br />
ενώ οι 8 συνδέονται επίσης με τον<br />
κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου<br />
2, γεγονός που υποδηλώνει έναν βαθμό<br />
γενετικού ελέγχου της ομοιόστασης της<br />
γλυκόζης ο οποίος είναι ξεχωριστός από<br />
τους γενετικούς παράγοντες που προσδιορίζουν<br />
την παθογένεια του σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2. Πολλοί νέοι γενετικοί<br />
τόποι μπορεί να ανιχνευθούν για τα<br />
διφορούμενα ζητήματα που αφορούν τη<br />
μάζα των β-κυττάρων, το προσδόκιμο επιβίωσης<br />
τους και τη λειτουργικότητα τους.<br />
Αρκετοί άλλοι τόποι έχουν αποκαλύψει ή<br />
επιβεβαιώσει νέες φυσικές οδούς που<br />
υπόκεινται της φυσιολογίας του σακχαρώδη<br />
διαβήτη, συμπεριλαμβανομένων<br />
παραλλαγών που εντοπίζονται μέσα ή<br />
κοντά στα γονίδια που συμμετέχουν στα<br />
κιρκαδιανά (MTNR1B, CRY2) και στα α-<br />
αδρενεργικά (ADRA2) συστήματα, στο<br />
μεταβολισμό των λιπαρών οξέων (FADS1)<br />
και στο σύστημα ινκρετίνης (GIPR). Ο West,<br />
χωρίς καμία αμφιβολία, θα είχε ενθουσιαστεί<br />
από την απόδειξη αυτής της τρομακτικής<br />
ισχύος της επιδημιολογίας μεγάλης<br />
κλίμακας, στην αποκάλυψη νέων<br />
πλευρών της φυσιολογίας και παθογένειας<br />
του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.<br />
Η πιθανότητα χρήσης των νέων βιοχημικών<br />
και γονιδιακών ανακαλύψεων στην<br />
πρόγνωση και πρόληψη του σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 πιθανώς θα ήταν αυτό<br />
που θα ενδιέφερε πιο πολύ από όλα τον<br />
West. Είναι πλέον δυνατό, για ένα άτομο,<br />
να πληρώσει τον προσδιορισμό του γενετικού<br />
προφίλ κινδύνου του για σακχαρώδη<br />
διαβήτη, σε διαφορές εταιρίες, με<br />
κόστος μόνο λίγων εκατοντάδων δολαρίων.<br />
Ωστόσο, η ικανότητα αυτών των<br />
προφίλ να διακρίνουν το μελλοντικό κίνδυνο<br />
νόσου παραμένει επί του παρόντος<br />
ελαφρώς αβέβαιη. Στην FHS, μια βαθμολογία<br />
γενετικού κινδύνου που αποτελούταν<br />
από 18 επιβεβαιωμένους SNP που<br />
δημιουργούν κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη<br />
τύπου 2 ήταν υψηλότερη μεταξύ<br />
των ατόμων που ανέπτυξαν σακχαρώδη<br />
διαβήτη τύπου 2 σε διάστημα 28 ετών,<br />
σε σύγκριση με αυτή των ατόμων που δεν<br />
εκδήλωσαν σακχαρώδη διαβήτη, αν και<br />
το απόλυτο μέγεθος αυτής της διαφοράς<br />
ήταν πολύ μικρό (περίπου 0,6 αλλήλια<br />
κινδύνου, με πιθανότητα όμως τελικά να<br />
μην υπήρχε καμία διαφορά να είναι
Epidemiology of Type 2 Diabetes and CVD<br />
ρα, αυτή τη συνάθροιση παραγόντων κινδύνου<br />
την ονομάζουμε μεταβολικό σύνδρομο.<br />
Σημείωνε επίσης ότι ο σακχαρώδης<br />
διαβήτης τύπου 2 είναι μια κατάσταση<br />
εύκολα προλαμβανόμενη. Η πρότασή του<br />
σχετικά με τον τρόπο για να επιτευχθεί<br />
αυτό, δηλαδή οι μεταβολές του τρόπου<br />
ζωής μέσω της επίτευξης και διατήρησης<br />
ενός φυσιολογικού βάρους σώματος και<br />
μιας τακτικής ελαφράς σωματικής δραστηριότητας,<br />
έχει αποδείξει επανειλημμένα<br />
την αξία της σε πολλές κλινικές μελέτες.<br />
Οι ισχυρές επιδημιολογικές μελέτες<br />
όπως η FHS και πολλές άλλες παρέχουν<br />
τα θεμέλια για την κατανόηση μας σχετικά<br />
με τη φύση και το μέγεθος του προβλήματος<br />
που έχουμε μπροστά μας. Αυτό<br />
που απομένει για εμάς είναι να μεταφράσουμε<br />
αυτή την κατανόηση σε μέτρα κλινικής<br />
πράξης και σε πολιτικές δημόσιας<br />
υγείας που θα μετατρέψουν την επιστήμη<br />
σε όπλο των ασθενών και των παρόχων<br />
υγείας, ώστε να αναστραφεί το σταθερά<br />
διογκούμενο κύμα παχυσαρκίας,<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών<br />
νοσημάτων.<br />
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ<br />
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
No potential conflicts of interest relevant<br />
to this article were reported.<br />
From the General Internal Medicine Unit,<br />
Massachusetts General Hospital, Boston,<br />
Massachusetts.<br />
Corresponding author: James B. Meigs,<br />
jmeigs@partners.org.<br />
DOI: 10.2337/dc10-0641<br />
© 2010 by the American Diabetes Association.<br />
Readers may use this article as long as the<br />
work is properly cited, the use is educational<br />
and not for profit, and the work is not altered.<br />
See http://creativecommons.org/licenses/bync-nd/3.0/for<br />
details.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. West KM. Epidemiology of diabetes and its<br />
vascular lesions. New York, Elsevier, 1978 2.<br />
Vasan RS, Pencina MJ, Cobain M, Freiberg MS,<br />
D’Agostino RB. Estimated risks for developing<br />
obesity in the Framingham Heart Study. Ann<br />
Intern Med 2005;143:473-480<br />
3. Fox CS, Pencina MJ, Meigs JB, Vasan RS, Levitzky<br />
YS, D’Agostino RB Sr. Trendsin the incidence<br />
of type 2 diabetes mellitus from the 1970s to<br />
the 1990s: the Framingham Heart Study.<br />
Circulation 2006;113:2914-2918<br />
4. Fox CS, Coady S, Sorlie PD, Levy D, Meigs JB,<br />
D’Agostino RB Sr, Wilson PW, Savage PJ. Trends<br />
in cardiovascular complications of diabetes.<br />
JAMA 2004;292:2495-2499<br />
5. Fox CS, Coady S, Sorlie PD, D’Agostino RB Sr,<br />
Pencina MJ, Vasan RS, Meigs JB, Levy D, Savage<br />
PJ. Increasing cardiovascular disease burden<br />
due to diabetes mellitus: the Framingham<br />
Heart Study. Circulation 2007;115:1544-1550<br />
6. Levitzky YS, Pencina MJ, D’Agostino RB, Meigs<br />
JB, Murabito JM, Vasan RS, Fox CS. Impact of<br />
impaired fasting glucose on cardiovascular<br />
disease: the Framingham Heart Study. J Am<br />
Coll Cardiol 2008;51:264-270<br />
7. Wilson PW, Kannel WB, Silbershatz H, D’Agostino<br />
RB. Clustering of metabolic factors and coronary<br />
heart disease. Arch Intern Med 1999;159:1104-<br />
1109<br />
8. Meigs JB, D’Agostino RB Sr, Wilson PW, Cupples<br />
LA, Nathan DM, Singer DE. Riskvariable clustering<br />
in the insulin resistance syndrome: the<br />
Framingham Offspring Study. Diabetes<br />
1997;46:1594-1600<br />
9. Meigs JB. Metabolic syndrome and risk for<br />
type 2 diabetes. Expert Rev Endocrin Metab<br />
2006;1:57-66<br />
10. Wilson PW, D’Agostino RB, Parise H, Sullivan<br />
L, Meigs JB. Metabolic syndrome as a precursor<br />
of cardiovascular disease and type 2 diabetes<br />
mellitus. Circulation 2005;112:3066-3072<br />
11. Meigs JB, Wilson PW, Fox CS, Vasan RS, Nathan<br />
DM, Sullivan LM, D’Agostino RB. Body mass<br />
index, metabolic syndrome, and risk of type<br />
2 diabetes or cardiovascular disease. J Clin<br />
Endocrinol Metab 2006;91:2906-2912<br />
12. Wilson PW, Meigs JB, Sullivan L, Fox CS, Nathan<br />
DM, D’Agostino RB Sr. Prediction of incident<br />
diabetes mellitus in middleaged adults: the<br />
Framingham Offspring Study. Arch Intern Med<br />
2007;167:1068-1074<br />
13. Hivert MF, Grant RW, Shrader P, Meigs JB.<br />
Identifying primary care patients at risk for<br />
future diabetes and cardiovascular disease<br />
using electronic health records. BMC Health<br />
Serv Res 2009;9:170<br />
14. Hivert MF, Warner AS, Shrader P, Grant RW,<br />
Meigs JB. Diabetes riskperception and intention<br />
to adopt healthy lifestyles among primary<br />
care patients. Diabetes Care 2009;32:1820-<br />
1822<br />
15. Yudkin JS, Eringa E, Stehouwer CD. “Vasocrine”<br />
signalling from perivascular fat: a mechanism<br />
linking insulin resistance to vascular disease.<br />
Lancet 2005;365:1817-1820<br />
16. Hivert MF, Sullivan LM, Fox CS, Nathan DM,<br />
D’Agostino RB Sr, Wilson PW, Meigs JB.<br />
Associations of adiponectin, resistin, and<br />
tumor necrosis factor-alpha with insulin<br />
resistance. J Clin Endocrinol Metab 2008;93:3165-<br />
3172<br />
17. Heidemann C, Sun Q, van Dam RM, Meigs JB,<br />
Zhang C, Tworoger SS, Mantzoros CS, Hu FB.<br />
Total and high-molecularweight adiponectin<br />
and resistin in relation to the risk for type 2<br />
diabetes in women. Ann Intern Med 2008;149:307-<br />
316<br />
18. Frankel DS, Vasan RS, D’Agostino RB Sr,<br />
Benjamin EJ, Levy D, Wang TJ, Meigs JB. Resistin,<br />
adiponectin, and risk of heart failure: the<br />
Framingham offspring study. J Am Coll Cardiol<br />
2009;53:754-762<br />
19. Rutter MK, Meigs JB, Sullivan LM, D’Agostino<br />
RB Sr, Wilson PW. Insulin resistance, the<br />
metabolic syndrome, and incident cardiovascular<br />
events in the Framingham Offspring Study.<br />
Diabetes 2005;54:3252-3257<br />
20. Meigs JB, Hu FB, Rifai N, Manson JE. Biomarkers<br />
of endothelial dysfunction and risk of type<br />
2 diabetes mellitus. JAMA 2004;291:1978-<br />
1986<br />
21. Meigs JB, O’Donnell CJ, Tofler GH, Benjamin<br />
EJ, Fox CS, Lipinska I, Nathan DM, Sullivan<br />
LM, D’Agostino RB, Wilson PW. Hemostatic<br />
markers of endothelial dysfunction and risk<br />
of incident type 2 diabetes: the Framingham<br />
Offspring Study. Diabetes 2006;55:530-537<br />
22. Frankel DS, Meigs JB, Massaro JM, Wilson<br />
PW, O’Donnell CJ, D’Agostino RB, Tofler GH.<br />
Von Willebrand factor, type 2 diabetes mellitus,<br />
and risk of cardiovascular disease: the<br />
Framingham Offspring Study. Circulation<br />
2008;118:2533-2539<br />
23. Sandhu MS, Debenham SL, Barroso I, Loos<br />
RJ. Mendelian randomisation studies of type<br />
2 diabetes: future prospects. Diabetologia<br />
2008;51:211-213<br />
24. Kathiresan S, Melander O, Anevski D, Guiducci<br />
C, Burtt NP, Roos C, Hirschhorn JN, Berglund<br />
G, Hedblad B, Groop L, Altshuler DM, Newton-<br />
Cheh C, Orho- Melander M. Polymorphisms<br />
associated with cholesterol and risk of<br />
cardiovascular events. N EnglJ Med 2008;358:1240-<br />
1249<br />
25. Hivert MF, Manning AK, McAteer JB, Florez<br />
JC, Dupuis J, Fox CS, O’Donnell CJ, Cupples<br />
LA, Meigs JB. Common variants in the adiponectin<br />
gene (ADIPOQ) associated with plasma<br />
adiponectin levels, type 2 diabetes, and<br />
diabetes-related quantitative traits: the<br />
Framingham Offspring Study. Diabetes<br />
2008;57:3353-3359<br />
26. Prokopenko I, Langenberg C, Florez JC, Saxena<br />
R, Soranzo N, Thorleifsson G, Loos RJ, Manning<br />
AK, Jackson AU, Aulchenko Y, Potter SC, Erdos<br />
MR, Sanna S, Hottenga JJ, Wheeler E, Kaakinen<br />
M, Lyssenko V, Chen WM, Ahmadi K, Beckmann<br />
JS, Bergman RN, Bochud M, Bonnycastle LL,<br />
Buchanan TA, Cao A, Cervino A, Coin L, Collins<br />
FS, Crisponi L, de Geus EJ, Dehghan A, Deloukas<br />
P, Doney AS, Elliott P, Freimer N, Gateva V,<br />
104<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010
Meigs<br />
Herder C, Hofman A, Hughes TE, Hunt S, Illig<br />
T, Inouye M, Isomaa B, Johnson T, Kong A,<br />
Krestyaninova M, Kuusisto J, Laakso M, Lim<br />
N, Lindblad U, Lindgren CM, McCann OT,<br />
Mohlke KL, Morris AD, Naitza S, Orru M, Palmer<br />
CN, Pouta A, Randall J, Rathmann W, Saramies<br />
J, Scheet P, Scott LJ, Scuteri A, Sharp S, Sijbrands<br />
E, Smit JH, Song K, Steinthorsdottir V, Stringham<br />
HM, Tuomi T, Tuomilehto J, Uitterlinden AG,<br />
Voight BF, Waterworth D, Wichmann HE,<br />
Willemsen G, Witteman JC, Yuan X, Zhao JH,<br />
Zeggini E, Schlessinger D, Sandhu M, Boomsma<br />
DI, Uda M, Spector TD, Penninx BW, Altshuler<br />
D, Vollenweider P, Jarvelin MR, Lakatta E,<br />
Waeber G, Fox CS, Peltonen L, Groop LC,<br />
Mooser V, Cupples LA, Thorsteinsdottir U,<br />
Boehnke M, Barroso I, Van Duijn C, Dupuis<br />
J, Watanabe RM, Stefansson K, McCarthy MI,<br />
Wareham NJ, Meigs JB, Abecasis GR. Variants<br />
in MTNR1B influence fasting glucose levels.<br />
Nat Genet 2009;41:77-81<br />
27. Dupuis J, Langenberg C, Prokopenko I, Saxena<br />
R, Soranzo N, Jackson AU, Wheeler E, Glazer<br />
NL, Bouatia-Naji N, Gloyn AL, Lindgren CM,<br />
Mägi R, Morris AP, Randall J, Johnson T, Elliott<br />
P, Rybin D, Thorleifsson G, Steinthorsdottir V,<br />
Henneman P, Grallert H, Dehghan A, Hottenga<br />
JJ, Franklin CS, Navarro P, Song K, Goel A, Perry<br />
JR, Egan JM, Lajunen T, Grarup N, Sparsø T,<br />
Doney A, Voight BF, Stringham HM, Li M,<br />
Kanoni S, Shrader P, Cavalcanti-Proencϋa C,<br />
Kumari M, Qi L, Timpson NJ, Gieger C, Zabena<br />
C, Rocheleau G, Ingelsson E, An P, O’Connell<br />
J, Luan J, Elliott A, McCarroll SA, Payne F,<br />
Roccasecca RM, Pattou F, Sethupathy P, Ardlie<br />
K, Ariyurek Y, Balkau B, Barter P, Beilby JP,<br />
Ben-Shlomo Y, Benediktsson R, Bennett AJ,<br />
Bergmann S, Bochud M, Boerwinkle E,<br />
Bonnefond A, Bonnycastle LL, Borch-Johnsen<br />
K, Bo§ ttcher Y, Brunner E, Bumpstead SJ,<br />
Charpentier G, Chen YD, Chines P, Clarke R,<br />
Coin LJ, Cooper MN, Cornelis M, Crawford G,<br />
Crisponi L, Day IN, de Geus EJ, Delplanque J,<br />
Dina C, Erdos MR, Fedson AC, Fischer-Rosinsky<br />
A, Forouhi NG, Fox CS, Frants R, Franzosi MG,<br />
Galan P, Goodarzi MO, Graessler J, Groves CJ,<br />
Grundy S, Gwilliam R, Gyllensten U, Hadjadj<br />
S, Hallmans G, Hammond N, Han X, Hartikainen<br />
AL, Hassanali N, Hayward C, Heath SC, Hercberg<br />
S, Herder C, Hicks AA, Hillman DR, Hingorani<br />
AD, Hofman A, Hui J, Hung J, Isomaa B, Johnson<br />
PR, Jørgensen T, Jula A, Kaakinen M, Kaprio<br />
J, Kesaniemi YA, Kivimaki M, Knight B, Koskinen<br />
S, Kovacs P, Kyvik KO, Lathrop GM, Lawlor DA,<br />
Le Bacquer O, Lecoeur C, Li Y, Lyssenko V,<br />
Mahley R, Mangino M, Manning AK, Martnez-<br />
Larrad MT, McAteer JB, McCulloch LJ, McPherson<br />
R, Meisinger C, Melzer D, Meyre D, Mitchell<br />
BD, Morken MA, Mukherjee S, Naitza S, Narisu<br />
N, Neville MJ, Oostra BA, OrruM, Pakyz R,<br />
Palmer CN, Paolisso G, Pattaro C, Pearson D,<br />
Peden JF, Pedersen NL, Perola M, Pfeiffer AF,<br />
Pichler I, Polasek O, Posthuma D, Potter SC,<br />
Pouta A, Province MA, Psaty BM, Rathmann<br />
W, Rayner NW, Rice K, Ripatti S, Rivadeneira<br />
F, Roden M, Rolandsson O, Sandbaek A,<br />
Sandhu M, Sanna S, Sayer AA, Scheet P, Scott<br />
LJ, Seedorf U, Sharp SJ, Shields B, Sigurethsson<br />
G, Sijbrands EJ, Silveira A, Simpson L, Singleton<br />
A, Smith NL, Sovio U, Swift A, Syddall H,<br />
Syva§nen AC, Tanaka T, Thorand B, Tichet J,<br />
To§ njes A, Tuomi T, Uitterlinden AG, van Dijk<br />
KW, van Hoek M, Varma D, Visvikis-Siest S,<br />
Vitart V, Vogelzangs N, Waeber G, Wagner PJ,<br />
Walley A, Walters GB, Ward KL, Watkins H,<br />
Weedon MN, Wild SH, Willemsen G, Witteman<br />
JC, Yarnell JW, Zeggini E, Zelenika D, Zethelius<br />
B, Zhai G, Zhao JH, Zillikens MC, DIAGRAM<br />
Consortium, GIANT Consortium, Global BPgen<br />
Consortium, Borecki IB, Loos RJ, Meneton P,<br />
Magnusson PK, Nathan DM, Williams GH,<br />
Hattersley AT, Silander K, Salomaa V, Smith<br />
GD, Bornstein SR, Schwarz P, Spranger J, Karpe<br />
F, Shuldiner AR, Cooper C, Dedoussis GV,<br />
Serrano-R£os M, Morris AD, Lind L, Palmer<br />
LJ, Hu FB, Franks PW, Ebrahim S, Marmot M,<br />
Kao WH, Pankow JS, Sampson MJ, Kuusisto<br />
J, Laakso M, Hansen T, Pedersen O, Pramstaller<br />
PP, Wichmann HE, Illig T, Rudan I, Wright AF,<br />
Stumvoll M, Campbell H, Wilson JF, Anders<br />
Hamsten on behalf of Procardis Consortium,<br />
MAGIC investigators, Bergman RN, Buchanan<br />
TA, Collins FS, Mohlke KL, Tuomilehto J, Valle<br />
TT, Altshuler D, Rotter JI, Siscovick DS, Penninx<br />
BW, Boomsma DI, Deloukas P, Spector TD,<br />
Frayling TM, Ferrucci L, Kong A, Thorsteinsdottir<br />
U, Stefansson K, van Duijn CM, Aulchenko<br />
YS, Cao A, Scuteri A, Schlessinger D, Uda M,<br />
Ruokonen A, Jarvelin MR, Waterworth DM,<br />
Vollenweider P, Peltonen L, Mooser V, Abecasis<br />
GR, Wareham NJ, SladekR, Froguel P, Watanabe<br />
RM, Meigs JB, Groop L, Boehnke M, McCarthy<br />
MI, Florez JC, Barroso I. New genetic loci<br />
implicated in fasting glucose homeostasis<br />
and their impact on type 2 diabetes risk. Nat<br />
Genet 2010;42:105-116<br />
28. Saxena R, Hivert MF, Langenberg C, Tanaka<br />
T, Pankow JS, Vollenweider P, Lyssenko V,<br />
Bouatia-Naji N, Dupuis J, Jackson AU, Kao WH,<br />
Li M, Glazer NL, Manning AK, Luan J, Stringham<br />
HM, Prokopenko I, Johnson T, Grarup N,<br />
Boesgaard TW, Lecoeur C, Shrader P, O’Connell<br />
J, Ingelsson E, Couper DJ, Rice K, Song K,<br />
Andreasen CH, Dina C, Köttgen A, Le Bacquer<br />
O, Pattou F, Taneera J, Steinthorsdottir V, Rybin<br />
D, Ardlie K, Sampson M, Qi L, van Hoek M,<br />
Weedon MN, Aulchenko YS, Voight BF, Grallert<br />
H, Balkau B, Bergman RN, Bielinski SJ, Bonnefond<br />
A, Bonnycastle LL, Borch- Johnsen K, Böttcher<br />
Y, Brunner E, Buchanan TA, Bumpstead SJ,<br />
Cavalcanti- Proencϋa C, Charpentier G, Chen<br />
YD, Chines PS, Collins FS, Cornelis M, Crawford<br />
G, Delplanque J, Doney A, Egan JM, Erdos<br />
MR, Firmann M, Forouhi NG, Fox CS, Goodarzi<br />
MO, Graessler J, Hingorani A, Isomaa B,<br />
Jørgensen T, Kivimaki M, Kovacs P, Krohn K,<br />
Kumari M, Lauritzen T, Lévy-Marchal C, Mayor<br />
V, McAteer JB, Meyre D, Mitchell BD, Mohlke<br />
KL, Morken MA, Narisu N, Palmer CN, Pakyz<br />
R, Pascoe L, Payne F, Pearson D, Rathmann<br />
W, Sandbaek A, Sayer AA, Scott LJ, Sharp SJ,<br />
Sijbrands E, Singleton A, Siscovick DS, Smith<br />
NL, Sparsø T, Swift AJ, Syddall H, Thorleifsson<br />
G, Tönjes A, Tuomi T, Tuomilehto J, Valle TT,<br />
Waeber G, Walley A, Waterworth DM, Zeggini<br />
E, Zhao JH, GIANT consortium, MAGIC<br />
investigators, Illig T, Wichmann HE, Wilson<br />
JF, van Duijn C, Hu FB, Morris AD, Frayling<br />
TM, Hattersley AT, Thorsteinsdottir U, Stefansson<br />
K, Nilsson P, Syvänen AC, Shuldiner AR,<br />
Walker M, Bornstein SR, Schwarz P, Williams<br />
GH, Nathan DM, Kuusisto J, Laakso M, Cooper<br />
C, Marmot M, Ferrucci L, Mooser V, Stumvoll<br />
M, Loos RJ, Altshuler D, Psaty BM, Rotter JI,<br />
Boerwinkle E, Hansen T, Pedersen O, Florez<br />
JC, McCarthy MI, Boehnke M, Barroso I, Sladek<br />
R, Froguel P, Meigs JB, Groop L, Wareham NJ,<br />
Watanabe RM. Genetic variation in GIPR<br />
influences the glucose and insulin responses<br />
to an oral glucose challenge. Nat Genet<br />
2010;42:142-148<br />
29. Meigs JB, Shrader P, Sullivan LM, Mc- Ateer<br />
JB, Fox CS, Dupuis J, Manning AK, Florez JC,<br />
Wilson PW, D’Agostino RB Sr, Cupples LA.<br />
Genotype score in addition to common risk<br />
factors for prediction of type 2 diabetes. N<br />
Engl J Med 2008;359:2208-2219<br />
30. Grant RW, Hivert M, Pandiscio JC, Florez JC,<br />
Nathan DM, Meigs JB. The clinical application<br />
of genetic testing in type 2 diabetes: a patient<br />
and physician survey. Diabetologia 2009;52:2299-<br />
2305<br />
31. Florez JC, Jablonski KA, Bayley N, Pollin TI, de<br />
Bakker PI, Shuldiner AR, Knowler WC, Nathan<br />
DM, Altshuler D, Diabetes Prevention Program<br />
Research Group. TCF7L2 polymorphisms and<br />
progression to diabetes in the Diabetes<br />
Prevention Program. N Engl J Med 2006;355:241-<br />
250<br />
32. Tuomilehto J, Lindström J, Eriksson JG, Valle<br />
TT, Hämäläinen H, Ilanne-Parikka P, Keinänen-<br />
Kiukaanniemi S, Laakso M, Louheranta A,<br />
Rastas M, Salminen V, Uusitupa M, Finnish<br />
Diabetes Prevention Study Group. Prevention<br />
of type 2 diabetes mellitus by changes in<br />
lifestyle among subjects with impaired glucose<br />
tolerance. N Engl J Med 2001;344:1343-1350<br />
Diabetes Care, Ελληνική Έκδοση, Τεύχος 6, 11-12/2010 105
GLUCOPHAGE 1000 mg<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ<br />
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ:<br />
GLUCOPHAGE 1000 mg, επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο<br />
δισκίο<br />
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Κάθε επικαλυμμένο<br />
με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 1000 mg υδροχλωρική<br />
μετφορμίνη που αντιστοιχεί σε 780 mg βάσης μετφορμίνης.<br />
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.<br />
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ: Επικαλυμμένο με λεπτό<br />
υμένιο δισκίο. Λευκά, οβάλ σχήματος , αμφίκυρτα<br />
επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία τα οποία φέρουν<br />
χαραγή και στις δύο πλευρές με την επιγραφή «1000»<br />
στην μία πλευρά. Το δισκίο μπορεί να διαχωριστεί σε δύο<br />
ίσα μέρη.<br />
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ<br />
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Σακχαρώδης διαβήτης τύπου<br />
2, ιδίως σε παχύσαρκους ασθενείς, όταν η επιβαλλόμενη<br />
δίαιτα και άσκηση δεν αρκούν μόνες τους για την<br />
αποκατάσταση της γλυκαιμικής ισορροπίας. Σε ενήλικες<br />
το Glucophage 1000 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο<br />
δισκίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε<br />
συνδυασμό με άλλους από του στόματος λαμβανόμενους<br />
αντιδιαβητικούς παράγοντες, ή με ινσουλίνη. Σε παιδιά<br />
άνω των 10 ετών και εφήβους το Glucophage 1000 mg<br />
επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο μπορεί να<br />
χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με<br />
ινσουλίνη. Σε παχύσαρκους ενήλικες ασθενείς με διαβήτη<br />
τύπου 2 οι οποίοι έχουν τύχει θεραπείας με υδροχλωρική<br />
μετφορμίνη σαν κύρια θεραπεία ύστερα από αποτυχία<br />
δίαιτας, έχει παρουσιαστεί μείωση των επιπλοκών του<br />
διαβήτη (βλ. παράγραφο 5.1).<br />
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Ενήλικες: Μονοθεραπεία<br />
και συνδυασμός με άλλους από του στόματος λαμβανόμενους<br />
αντιδιαβητικούς παράγοντες: Η συνήθης αρχική δοσολογία<br />
είναι 500 mg ή 850 mg υδροχλωρικής μετφορμίνης 2 έως<br />
3 φορές την ημέρα χορηγούμενο κατά τη διάρκεια ή στο<br />
τέλος του γεύματος. Ύστερα από 10 έως 15 ημέρες, η<br />
δόση πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις μετρήσεις<br />
της γλυκόζης του αίματος. Αργή αύξηση της δόσης μπορεί<br />
να βελτιώσει τη γαστρoεντερική ανεκτικότητα. Σε ασθενείς<br />
που λαμβάνουν υψηλή δόση υδροχλωρικής μετφορμίνης<br />
(2 ως 3 γραμμάρια την ημέρα), δύναται να αντικατασταθούν<br />
δύο επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία Glucophage<br />
500 mg με ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο<br />
Glucophage 1000 mg. Η μέγιστη συνιστώμενη δόση<br />
υδροχλωρικής μετφορμίνης είναι 3 g την ημέρα, χορηγούμενη<br />
σε 3 διαιρεμένες δόσεις.Αν πρόκειται για μετάβαση από<br />
άλλο από του στόματος λαμβανόμενο αντιδιαβητικό φάρμακο:<br />
διακόπτεται το άλλο φάρμακο και ξεκινά η αγωγή με<br />
υδροχλωρική μετφορμίνη στη δόση που αναφέρεται<br />
παραπάνω. Συνδυασμός με ινσουλίνη: Η υδροχλωρική<br />
μετφορμίνη και η ινσουλίνη μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />
σε συνδυασμένη θεραπεία για να επιτύχουν καλύτερο<br />
έλεγχο της γλυκόζης του αίματος. Η υδροχλωρική μετφορμίνη<br />
δίδεται στη συνήθη αρχική δόση των 500 mg ή 850 mg 2-<br />
3 φορές την ημέρα, ενώ η δόση ινσουλίνης προσαρμόζεται<br />
ανάλογα με τις μετρήσεις της γλυκόζης του αίματος.<br />
Ηλικιωμένα άτομα: Λόγω του ενδεχόμενου μειωμένης<br />
νεφρικής λειτουργίας σε ηλικιωμένους ασθενείς, η δόση<br />
υδροχλωρικής μετφορμίνης πρέπει να προσαρμόζεται<br />
ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία. Απαιτείται τακτική<br />
εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας (βλ. παράγραφο 4.4).<br />
Παιδιά και έφηβοι: Μονοθεραπεία και συνδυασμός με<br />
ινσουλίνη - Το Glucophage 1000 mg επικαλυμμένο με<br />
λεπτό υμένιο δισκίο μπορεί να χορηγείται σε παιδιά από<br />
10 ετών και εφήβους.- Η συνηθισμένη αρχική δοσολογία<br />
είναι 500 mg ή 850 mg υδροχλωρικής μετφορμίνης μία φορά<br />
την ημέρα χορηγούμενη κατά τη διάρκεια ή στο τέλος του<br />
γεύματος.Ύστερα από 10 έως 15 ημέρες, η δόση πρέπει<br />
να προσαρμόζεται ανάλογα με τις μετρήσεις της γλυκόζης<br />
του αίματος. Αργή αύξηση της δόσης μπορεί να βελτιώσει<br />
τη γαστρεντερική ανεκτικότητα. Η μέγιστη συνιστώμενη δόση<br />
υδροχλωρικής μετφορμίνης είναι 2 g την ημέρα, χορηγούμενη<br />
σε 2 ή 3 δόσεις.<br />
4.3 Αντενδείξεις - Υπερευαισθησία στην υδροχλωρική<br />
μετφορμίνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα. - Διαβητική<br />
κετοξέωση, διαβητικό προκώμα. - Νεφρική ανεπάρκεια<br />
ή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 60<br />
ml/λεπτό). - Οξείες καταστάσεις που ενδεχομένως<br />
συνοδεύονται από επηρεασμένη νεφρική λειτουργία<br />
όπως: αφυδάτωση, βαριά λοίμωξη, καταπληξία, ενδαγγειακή<br />
χορήγηση ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων (βλ. παράγραφο<br />
4.4). - Οξεία ή χρόνια πάθηση η οποία μπορεί να<br />
προκαλέσει υποξία των ιστών όπως: καρδιακή ή<br />
αναπνευστική ανεπάρκεια, πρόσφατο έμφραγμα του<br />
μυοκαρδίου, καταπληξία. - Ηπατική ανεπάρκεια, οξεία<br />
δηλητηρίαση με οινόπνευμα, αλκοολισμός. - Γαλουχία.<br />
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη<br />
χρήση Γαλακτική οξέωση: Η γαλακτική οξέωση είναι σπάνια<br />
αλλά σοβαρή (υψηλή θνησιμότητα ελλείψει άμεσης<br />
θεραπείας) μεταβολική επιπλοκή η οποία μπορεί να<br />
επέλθει λόγω συσσώρευσης υδροχλωρικής μετφορμίνης.<br />
Οι αναφερθείσες περιπτώσεις γαλακτικής οξέωσης<br />
σε ασθενείς που έπαιρναν υδροχλωρική μετφορμίνη,<br />
έχουν συμβεί πρωταρχικά σε διαβητικούς ασθενείς<br />
με σημαντική νεφρική ανεπάρκεια. Η συχνότητα της<br />
γαλακτικής οξέωσης είναι δυνατόν και θα πρέπει να μειώνεται<br />
εάν γίνεται εκτίμηση και άλλων σχετιζόμενων<br />
παραγόντων κινδύνου όπως, ο ελλιπώς ελεγχόμενος<br />
διαβήτης, η κέτωση, η παρατεταμένη νηστεία, η υπερβολική<br />
λήψη οινοπνεύματος, η ηπατική ανεπάρκεια καθώς<br />
και οιαδήποτε κατάσταση που σχετίζεται με υποξία. Διάγνωση:<br />
Ο κίνδυνος γαλακτικής οξέωσης πρέπει να λαμβάνεται<br />
υπόψη σε περίπτωση εμφάνισης μη ειδικών<br />
συμπτωμάτων όπως μυϊκές κράμπες με πεπτικές διαταραχές<br />
όπως κοιλιαλγία και σοβαρή αδυναμία.Η γαλακτική<br />
οξέωση χαρακτηρίζεται από οξέωση, δύσπνοια,<br />
κοιλιακούς πόνους και υποθερμία ακολουθούμενη από<br />
κώμα. Τα διαγνωστικά εργαστηριακά ευρήματα είναι μείωση<br />
του pH του αίματος, επίπεδα γαλακτικού οξέος στο<br />
πλάσμα άνω των 5 mmol/l, και αυξημένο χάσμα ανιόντων<br />
και αυξημένο λόγο γαλακτικού/πυροσταφυλικού<br />
οξέος. Σε περίπτωση υποψίας μεταβολικής οξέωσης, η<br />
υδροχλωρική μετφορμίνη πρέπει να διακόπτεται και ο<br />
ασθενής πρέπει να εισάγεται επειγόντως στο νοσοκομείο<br />
(βλ.παράγραφο 4.9). Νεφρική λειτουργία: Επειδή<br />
η υδροχλωρική μετφορμίνη αποβάλλεται από τους νεφρούς,<br />
θα πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα κρεατινίνης του<br />
ορού πριν την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια<br />
τακτικά: - τουλάχιστον μία φορά το χρόνο σε ασθενείς<br />
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, - τουλάχιστον δύο<br />
έως τέσσερις φορές το χρόνο σε ασθενείς με επίπεδα<br />
κρεατινίνης του ορού στο ανώτατο όριο του φυσιολογικού,<br />
και σε ηλικιωμένουςασθενείς. Η μειωμένη νεφρική<br />
λειτουργία στα ηλικιωμένα άτομα είναι συχνή και ασυμπτωματική.<br />
Πρέπει να δίδεται μεγάλη προσοχή σε<br />
καταστάσεις όπου η νεφρική λειτουργία ενδέχεται να<br />
διαταραχθεί, όπως π.χ. όταν αρχίζει θεραπεία με αντιυπερτασικά<br />
ή διουρητικά ή στην αρχή θεραπείας με μη<br />
στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Χορήγηση ιωδιούχου<br />
σκιαγραφικού μέσου: Επειδή η ενδοαγγειακή χορήγηση<br />
ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων σε ακτινολογικές<br />
μελέτες μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια, η<br />
υδροχλωρική μετφορμίνη πρέπει να διακόπτεται πριν ή<br />
κατά την διάρκεια του ελέγχου και να επανεισάγεται<br />
μόνο 48 ώρες μετά τον έλεγχο, και μόνο αφού έχει επανεκτιμηθεί<br />
η νεφρική λειτουργία και έχει βρεθεί φυσιολογική<br />
(βλ. παράγραφο 4.5). Χειρουργική επέμβαση: Η<br />
υδροχλωρική μετφορμίνη θα πρέπει να διακόπτεται 48<br />
ώρες πριν από εκλεκτική χειρουργική επέμβαση με ολική,<br />
ραχιαία ή επισκληρίδιο αναισθησία. Η θεραπεία μπορεί<br />
να αρχίσει ξανά όχι νωρίτερα από 48 ώρες μετά από<br />
τη χειρουργική επέμβαση ή τη συνέχιση της από στόματος<br />
διατροφής και μόνο εάν έχει τεκμηριωθεί η φυσιολογική<br />
νεφρική λειτουργία. Παιδιά και έφηβοι: Η διάγνωση<br />
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να έχει<br />
επιβεβαιωθεί πριν ξεκινήσει η θεραπεία με υδροχλωρική<br />
μετφορμίνη. Καμία επίδραση της υδροχλωρικής μετφορμίνης<br />
στην ανάπτυξη και στην εφηβεία δεν έχει ανιχνευθεί<br />
κατά τη διάρκεια ελεγχόμενων κλινικών μελετών<br />
διάρκειας ενός έτους αλλά δεν υπάρχουν διαθέσιμα<br />
μακροχρόνια στοιχεία σε αυτά τα ειδικά σημεία. Επομένως,<br />
συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση της επίδρασης<br />
της υδροχλωρικής μετφορμίνης σε αυτές τις<br />
παραμέτρους, σε παιδιά που λαμβάνουν θεραπεία με<br />
υδροχλωρική μετφορμίνη, ιδιαίτερα όταν αυτά βρίσκονται<br />
στην προ-εφηβική ηλικία. Παιδιά ηλικίας μεταξύ 10<br />
και 12 ετών: Μόνο 15 άτομα ηλικίας μεταξύ 10 και 12<br />
ετών συμπεριλήφθηκαν στις ελεγχόμενες κλινικές μελέτες<br />
που διεξήχθηκαν σε παιδιά και εφήβους. Αν και η<br />
αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της υδροχλωρικής<br />
μετφορμίνης σε αυτά τα παιδιά δεν διέφερε από την<br />
αποτελεσματικότητα και ασφάλεια σε μεγαλύτερα παιδιά<br />
και έφηβους, συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή όταν<br />
συνταγογραφείται σε παιδιά μεταξύ 10 και 12 ετών.<br />
Άλλες προφυλάξεις: Όλοι οι ασθενείς πρέπει να συνεχίζουν<br />
τη δίαιτά τους με τακτική κατανομή των ποσοτήτων<br />
υδατανθράκων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι<br />
παχύσαρκοι ασθενείς πρέπει να συνεχίζουν την υποθερμιδική<br />
δίαιτα. Οι συνηθισμένες εργαστηριακές δοκιμασίες<br />
για παρακολούθηση του διαβήτη πρέπει να γίνονται<br />
τακτικά.Η υδροχλωρική μετφορμίνη από μόνη της<br />
δεν προκαλεί υπογλυκαιμία, ωστόσο συνιστάται προσοχή<br />
όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ινσουλίνη ή<br />
σουλφονυλουρίες.<br />
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες<br />
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να<br />
εμφανιστούν κατά τη διάρκεια θεραπείας με υδροχλωρική<br />
μετφορμίνη. Η συχνότητα εμφάνισης αυτών καθορίζεται<br />
ως ακολούθως: πολύ συχνές: ≥ 1/10, συχνές: 1/100,<br />
< 1/10, ασυνήθεις: 1/1000, < 1/100, σπάνιες: 1/10.000,<br />
< 1/1000, πολύ σπάνιες: < 1/10.000, μη γνωστές<br />
(δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα<br />
δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης,<br />
οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα<br />
σειρά σοβαρότητας. Διαταραχές του νευρικού συστήματος:<br />
Συχνές: Διαταραχές γεύσεως Διαταραχές του<br />
γαστρεντερικού: Πολύ συχνές: Γαστρεντερικές διαταραχές<br />
όπως ναυτία, εμετός, διάρροια, κοιλιακός άλγος και<br />
απώλεια όρεξης. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες<br />
συμβαίνουν τις περισσότερες φορές κατά την έναρξη<br />
της θεραπείας και εξαφανίζονται αυτόματα στις<br />
περισσότερες περιπτώσεις. Για να αποτραπούν αυτά τα<br />
γαστρεντερικά συμπτώματα, συνιστάται να λαμβάνεται<br />
η υδροχλωρική μετφορμίνη σε 2 ή 3 δόσεις την ημέρα<br />
κατά τη διάρκεια του γεύματος ή μετά το γεύμα. Αργή<br />
αύξηση της δόσης μπορεί να βελτιώσει επίσης τη<br />
γαστρεντερική ανεκτικότητα. Διαταραχές του δέρματος<br />
και του υποδόριου ιστού: Πολύ σπάνιες: Δερματικές<br />
αντιδράσεις όπως ερύθημα, κνησμός, κνίδωση. Διαταραχές<br />
του μεταβολισμού και της θρέψης: Πολύ σπάνιες:<br />
Γαλακτική οξέωση (βλ. Παράγραφο 4.4). Μείωση<br />
απορρόφησης της βιταμίνης B12 με μείωση των επιπέδων<br />
της στον ορό σε ασθενείς υπό μακροχρόνια θεραπεία<br />
με υδροχλωρική μετφορμίνη. Συνιστάται να λαμβάνεται<br />
υπόψη αυτή η αιτιολογία όταν ο ασθενής εμφανίζει<br />
μεγαλοβλαστική αναιμία. Διαταραχές του ήπατος και των<br />
χοληφόρων: Μη γνωστές: Μεμονωμένα περιστατικά για<br />
διαταραχές στις ηπατικές δοκιμασίες ή ηπατίτιδα που<br />
αποδράμουν με τη διακοπή της υδροχλωρικής μετφορμίνης.<br />
Σε δημοσιευμένα και μετά την κυκλοφορία δεδομένα καθώς<br />
και σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε περιορισμένο<br />
πληθυσμό παιδιών ηλικίας 10-16 ετών που λάμβαναν<br />
θεραπεία για 1 χρόνο, η αναφορά των ανεπιθύμητων<br />
ενεργειών ήταν παρόμοια σε φύση και σε σοβαρότητα<br />
με αυτή που έχει παρατηρηθεί σε ενήλικες.<br />
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ<br />
6.1 Κατάλογος εκδόχων Πυρήνας δισκίου: Ποβιδόνη Κ<br />
30 - Μαγνήσιο στεταικό. Επικάλυψη: Υπρομελλόζη -<br />
Macrogol 400 - Macrogol 8000<br />
6.2 Ασυμβατότητες: Δεν εφαρμόζεται.<br />
6.3 Διάρκεια ζωής: 3 χρόνια<br />
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος:<br />
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν<br />
αυτό.<br />
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη: 20, 30, 50, 60, 90,<br />
100, 120, 180, 600 δισκία σε συσκευασίες τύπου κυψέλης<br />
(PVC-aluminium) ή δισκία σε πλαστικά φιαλίδια<br />
(πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας) με πώμα ασφαλείας<br />
(πολυπροπυλένιο). Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι<br />
συσκευασίες.<br />
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης: Καμία ειδική<br />
υποχρέωση.<br />
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Δικαιούχος:<br />
MERCK SANTE., 34 Rue St. Romain 69008 Lyon, France.<br />
Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα: Ν.ΠΕΤΣΙΑΒΑΣ<br />
Α.Ε., Αγ.Αναργύρων 21, 145 64 Κ.ΚΗΦΙΣΙΑ, Τηλ. 210-<br />
6202301, Fax. 210-8077079<br />
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 27102/08/12-<br />
3-2009<br />
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ<br />
ΑΔΕΙΑΣ: 12-3-2009<br />
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ<br />
GLUCOPHAGE 1000mg 30 tabs σε blister. Λ.Τ: 2,87e<br />
Στο προηγούμενο τεύχος από λάθος του περιοδικού δεν δημοσιεύθηκαν οι συνταγογραφικές του Glucophage.