20.08.2013 Views

201249

201249

201249

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΑTEI ΑΘΗΝΑΣ<br />

ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ<br />

ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ<br />

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΥΓΡΗΣ ΦΑΣΗΣ<br />

ΤΕΧΝΙΚΗ, ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΤΑ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ<br />

ΣΑΜΑΡΑ ΕΝΙΝΤΑ<br />

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΡΕΒΕΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ<br />

ΑΘΗΝΑ 2012


ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ<br />

ΤΤΕΕΧΧΝΝΙΙΚΚΗΗ,, ΠΠΛΛΕΕΟΟΝΝΕΕΚΚΤΤΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ,, ΠΠΡΡΟΟΟΟΠΠΤΤΙΙΚΚΕΕΣΣ


ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ<br />

11 ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ ............................................................................................ 1<br />

1.1 Τι είναι η τεχνολογία της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης; ................... 3<br />

1.2 Συστήματα Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης ......................................... 4<br />

1.3 Εφαρμογή της κυτταρολογίας υγρής φάσης και στην μηγυναικολογική<br />

κυτταρολογία ........................................................................ 5<br />

22 ΤΤΕΕΧΧΝΝΙΙΚΚΗΗ ΤΤΗΗΣΣ ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ ................... 8<br />

2.1 Παρασκευή γυναικολογικών δειγμάτων ............................................ 8<br />

2.1.1 Συσκευές δειγματοληψίας ......................................................... 8<br />

2.1.2 Λήψη δειγμάτων ....................................................................... 9<br />

2.1.3 Διαλύματα συντήρησης και μεταφοράς ................................... 11<br />

2.1.4 Προετοιμασία δειγμάτων ......................................................... 12<br />

2.1.5 Επεξεργασία δειγμάτων και παρασκευή επιχρισμάτων .......... 13<br />

2.1.5.1 ThinPrep 2000 Processor (Hologic) ................................. 14<br />

2.1.5.2 BD PrepStain Slide Processor (Becton Dickinson) ...... 16<br />

2.2 Λήψη και παρασκευή μη-γυναικολογικών δειγμάτων ...................... 20<br />

2.2.1 Διαλύματα συντήρησης και μεταφοράς ................................... 20<br />

2.2.2 Συλλογή και προετοιμασία δειγμάτων ..................................... 21<br />

2.3 Αξιολόγηση επιχρισμάτων κυτταρολογίας υγρής φάσης στο<br />

μικροσκόπιο .............................................................................................. 25<br />

2.4 Αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου .......................................... 30<br />

2.4.1 Ιστορική Αναδρομή ................................................................. 30<br />

2.4.2 FocalPoint Slide Profiler ...................................................... 31<br />

2.4.3 Διαδραστικά συστήματα ελέγχου ............................................ 33<br />

33 ΠΠΛΛΕΕΟΟΝΝΕΕΚΚΤΤΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ ........ 36<br />

3.1 Απόδοση της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης ................................... 37<br />

3.1.1 Η απόδοση της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης στον έλεγχο<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων ........................................................... 37<br />

3.1.1.1 Δημοσιευμένες έρευνες και στοιχεία που υποστηρίζουν την<br />

χρήση της κυτταρολογίας υγρής φάσης στην κλινική πράξη .............. 37<br />

3.1.1.2 Έρευνες του Κολλεγίου των Αμερικανών Παθολόγων ..... 40<br />

i


3.1.1.3 Βασικές μελέτες (pivotal studies) σύγκρισης των<br />

τεχνολογιών κυτταρολογίας υγρής φάσης με την συμβατική<br />

κυτταρολογία ..................................................................................... 42<br />

3.1.2 Η απόδοση της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης στον έλεγχο<br />

επιχρισμάτων μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας .................................. 43<br />

3.1.3 Συμπέρασμα ........................................................................... 44<br />

3.2 Επάρκεια δειγμάτων ....................................................................... 45<br />

3.2.1 Ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων και οι αιτίες που τα<br />

προκαλούν ............................................................................................ 46<br />

3.3 Οι επιδόσεις των κυτταροπαθολόγων στην ερμηνεία<br />

επιχρισμάτων Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης ............................................. 50<br />

3.4 Επικουρικές εξετάσεις σε δείγματα Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης .. 52<br />

3.5 Αυτοματοποίηση στην ανάλυση επιχρισμάτων γυναικολογικής<br />

κυτταρολογίας ............................................................................................ 53<br />

44 ΕΕΦΦΑΑΡΡΜΜΟΟΓΓΗΗ ΜΜΟΟΡΡΙΙΑΑΚΚΩΩΝΝ ΜΜΕΕΘΘΟΟΔΔΩΩΝΝ ΣΣΕΕ ΔΔΕΕΙΙΓΓΜΜΑΑΤΤΑΑ<br />

ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΗΗ ΧΧΡΡΗΗΣΣΗΗ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΣΣΤΤΗΗΝΝ<br />

ΔΔΙΙΑΑΓΓΝΝΩΩΣΣΗΗ ΤΤΟΟΥΥ ΚΚΑΑΡΡΚΚΙΙΝΝΟΟΥΥ:: ΠΠΡΡΟΟΚΚΛΛΗΗΣΣΕΕΙΙΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΠΠΡΡΟΟΟΟΠΠΤΤΙΙΚΚΕΕΣΣ 57<br />

4.1 Ο ρόλος της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης στην ανίχνευση<br />

μοριακών δεικτών για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της<br />

μήτρας ....................................................................................................... 57<br />

4.1.1 Μοριακή διάγνωση του HPV ................................................... 58<br />

4.1.2 Παραδείγματα εφαρμογής του HPV DNA test στον<br />

πρωτοβάθμιο έλεγχο ............................................................................. 60<br />

4.1.3 Μοριακοί δείκτες ..................................................................... 63<br />

4.1.4 Νέοι τρόποι προσέγγισης στην πρόληψη του καρκίνου του<br />

τραχήλου της μήτρας με σημαντική προγνωστική αξία ......................... 66<br />

4.1.4.1 Διπλή χρώση p16 INK4a / Ki-67 ........................................... 66<br />

4.1.4.2 Διάγνωση του ΚΤΜ ανιχνεύοντας το mRNA των E6/E7 ... 67<br />

4.2 Μοριακοί δείκτες για την ανίχνευση του θυρεοειδούς<br />

καρκινώματος σε δείγματα Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης ......................... 68<br />

4.3 Εξελίξεις στην κυτταρολογία του καρκίνου του μαστού ................... 71<br />

55 ΣΣΧΧΕΕΣΣΗΗ ΚΚΟΟΣΣΤΤΟΟΥΥΣΣ--ΑΑΠΠΟΟΤΤΕΕΛΛΕΕΣΣΜΜΑΑΤΤΙΙΚΚΟΟΤΤΗΗΤΤΑΑΣΣ ΤΤΗΗΣΣ<br />

ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗ ....................................................... 74<br />

66 ΣΣΥΥΜΜΠΠΕΕΡΡΑΑΣΣΜΜΑΑ ................................................................................. 78<br />

ΠΠΕΕΡΡΙΙΛΛΗΗΨΨΗΗ ............................................................................................... 83<br />

AABBSSTTRRAACCTT ............................................................................................... 84<br />

ΒΒΙΙΒΒΛΛΙΙΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΑΑ ........................................................................................ 85<br />

ii


Στην οικογένειά μου<br />

iii


11 ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ<br />

επανάσταση στην διαγνωστική κυτταρολογία ήρθε ως<br />

γνωστόν, με την εφαρμογή του τεστ Παπανικολάου. Με την<br />

καθιέρωση της Κλινικής Κυτταρολογίας ως νέα επιστήμη<br />

αναγνωρίστηκε επίσημα ο τομέας της Διαγνωστικής Αποφολιδωτικής<br />

Κυτταρολογίας στις αρχές της οποίας στηρίχτηκε το τεστ Παπανικολάου. Ο<br />

νέος κλάδος έθεσε τα θεμέλιά του μέσα από την συνεργασία του έλληνα<br />

γιατρού Γεώργιου Παπανικολάου με κορυφαίους ειδικούς που οδήγησε<br />

στην δημοσίευση του «Διάγνωση του καρκίνου της μήτρας μέσω των<br />

κολπικών επιχρισμάτων» (The diagnosis of uterine cancer by the vaginal<br />

smear) το 1943, η οποία υπεγράφη από τα μέλη των μεγάλων ιατρικών<br />

σχολών του Χάρβαρντ, της Βοστόνης και της Νέας Υόρκης. Έκτοτε το τεστ<br />

Παπανικολάου μπήκε στην ζωή των γυναικών σε όλο τον κόσμο και συνεχίζει<br />

να χρησιμοποιείται έως και σήμερα. Στην ουσία η τεχνική αφορούσε την<br />

συλλογή κυττάρων από τον τράχηλο της μήτρας, την επίστρωσή τους<br />

σε αντικειμενοφόρο πλάκα, την μονιμοποίηση του με υγρό ή σπρέι για να<br />

αποφευχθεί η εκφύλισή τους, ύστερα την εφαρμογή ειδικής χρώσης κατά<br />

Παπανικολάου ώστε να μπορούν να διακριθούν τα κύτταρα και οι πυρήνες<br />

τους κάτω από το μικροσκόπιο. Στην συνέχεια τα επιχρίσματα αυτά<br />

εξετάζονται από εκπαιδευμένο προσωπικό, αναζητώντας τυχόν μη<br />

φυσιολογικά κύτταρα ανάμεσα σε χιλιάδες κύτταρα που περιέχει το κάθε<br />

επίχρισμα. Τότε η μέθοδος δεν αξιολογήθηκε ποτέ σε ελεγχόμενες<br />

διερευνητικές μελέτες, όμως τα αποτελέσματα που ακολούθησαν την<br />

εφαρμογή της την συνέδεσαν απόλυτα με την πρόληψη του καρκίνου της<br />

μήτρας 1 .<br />

Έως τώρα υπήρχε ελάχιστη κατανόηση των περιορισμών της<br />

μεθόδου, όμως τώρα οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι η μέθοδος της<br />

συμβατικής κυτταρολογίας στερείται ευαισθησίας, ειδικότητας, αξιοπιστίας και<br />

επαναληψιμότητας 2 . Οι αναλύσεις σχετικών ερευνών έχουν δείξει<br />

συστηματικά ότι στις μισές στον αριθμό γυναίκες που φέρουν ενδοεπιθηλιακή<br />

αλλοίωση, η εξέταση του συμβατικού κολποτραχηλικού επιχρίσματός τους θα<br />

δείξει τουλάχιστον μια φορά ψευδο-αρνητικό αποτελέσματα 3-5 Η<br />

. Η επιτυχία του<br />

πρωτοβάθμιου ελέγχου κολποτραχηλικών επιχρισμάτων οφείλεται στον<br />

1


τακτικό ανά διαστήματα επανέλεγχο των γυναικών, πράγμα που<br />

αντισταθμίζει την χαμηλή ευαισθησία που έχει το συμβατικό τεστ<br />

Παπανικολάου. Τα ψευδο-αρνητικά αποτελέσματα ήταν πάντα θέμα όσον<br />

αφορά τα επιχρίσματα γυναικολογικής κυτταρολογίας. Μια ακριβής μέθοδος<br />

«απαιτεί», αν υπάρχουν μη φυσιολογικά κύτταρα, αυτά να συλλεχθούν και να<br />

μεταφερθούν από τον τράχηλο της μήτρας στην αντικειμενοφόρο πλάκα<br />

ώστε στην συνέχεια να αξιολογηθούν στο μικροσκόπιο. Διάφορες έρευνες<br />

έχουν αναλύσει τα ποσοστά ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων της<br />

συμβατικής μεθόδου, άλλα δείχνουν χαμηλά ποσοστά και άλλα υψηλά<br />

ποσοστά, πιθανώς η αλήθεια να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Βάση<br />

μεταναλύσεων θεωρείται ότι διεθνώς τα ποσοστά ψευδο-αρνητικών<br />

αποτελεσμάτων απαντούν στο 50% των περιπτώσεων 6 . Οι πιθανοί λόγοι<br />

ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων φαίνονται στον πίνακα 1.1.<br />

Το παρασκεύασμα στερείται άτυπων κυττάρων (ανακριβής δειγματοληψία),<br />

αυτό απαντά στο 60-70% των περιπτώσεων.<br />

Το επίχρισμα φέρει άτυπα κύτταρα αλλά δεν μπορούν να προσδιοριστούν<br />

λόγω κακής μονιμοποίησης και/ή επικάλυψης από βλέννη, αίμα ή άλλων<br />

κυττάρων.<br />

Το επίχρισμα φέρει άτυπα κύτταρα αλλά δεν μπορούν να διαγνωστούν από<br />

τους εξεταστές (σφάλμα ελέγχου).<br />

Το επίχρισμα φέρει άτυπα κύτταρα τα οποία εντοπίζονται από τους<br />

εξεταστές αλλά δεν ερμηνεύονται σωστά.<br />

Πίνακας 1.1 Πιθανές αιτίες ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων στα συμβατικά<br />

κολποτραχηλικά επιχρίσματα.<br />

Η βελτίωση της ευαισθησίας και της ειδικότητας του συμβατικού<br />

προσυμπτωματικού ελέγχου κολποτραχηλικών επιχρισμάτων έπρεπε να<br />

αρχίσει από την βελτίωση στην τεχνική συλλογής δείγματος ώστε να<br />

παρασκευάζονται καλύτερης ποιότητας δείγματα, καλύτερα<br />

παρασκευάσματα για πιο εύκολη και γρήγορη μικροσκοπική αξιολόγηση, τα<br />

οποία και θα παρέχουν την δυνατότητα εφαρμογής επιπλέον εξετάσεων.<br />

Προτάθηκε ότι οι περιορισμοί των συμβατικών επιχρισμάτων θα μπορούσαν<br />

να αντιμετωπιστούν με την χρήση της τεχνολογίας υγρής φάσης, ενώ τα<br />

σφάλματα κατά την εξέτασή τους θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την<br />

χρήση υπολογιστικών αυτοματοποιημένων συσκευών ελέγχου.<br />

2


1.1 Τι είναι η τεχνολογία της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης;<br />

Ενώ τις δεκαετίες του ’70 και ’80 η αυτοματοποίηση στην ανάλυση<br />

των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων έκανε την εμφάνισή του στις ΗΠΑ κα<br />

στην Ευρώπη και ενώ διεξαγόντουσαν πολλά προγράμματα για την<br />

χρηματοδότηση και την ανάπτυξή τους, έγινε ξεκάθαρο ότι εάν έπρεπε να<br />

χρησιμοποιηθούν αυτές οι μηχανές, παράλληλα τα κυτταρολογικά<br />

παρασκευάσματα έπρεπε να πληρούν ορισμένα κριτήρια (πίνακας 1.2). Η<br />

διαπίστωση αυτή οδήγησε στην ανάπτυξη τεχνικών μεμονωμένων κυττάρων<br />

και στον διαχωρισμό των κυττάρων και καθαρισμού του υποστρώματος, που<br />

αποτελούσαν τα βασικά βήματα της υγρής κυτταρολογία * . Ο ιδανικός σκοπός<br />

της τεχνικής μεμονωμένων κυττάρων (μονοδιασπορά) είναι η παραγωγή<br />

μεμονωμένων κυττάρων σε μια οπτική στοιβάδα (μονοστιβάδα),<br />

αποφεύγοντας έτσι τον σχηματισμό κυτταρικών συστάδων.<br />

Προϋποθέσεις Τεχνικές λύσεις<br />

Τα κύτταρα να παρουσιάζονται μεμονωμένα<br />

Τα κύτταρα να παρουσιάζονται σε ένα οπτικό<br />

επίπεδο (μονοστιβάδα)<br />

Να υπάρχει υψηλή αντίθεση μεταξύ πυρήνα,<br />

κυτταροπλάσματος και υποστρώματος<br />

Το παρασκεύασμα να παρουσιάζει καθαρό<br />

υπόστρωμα<br />

Διαχωρισμός μεμονωμένων<br />

κυττάρων (μονοδιασπορά)<br />

Διαχωρισμός κυττάρων και<br />

καθαρό υπόστρωμα<br />

Πίνακας 1.2 Προϋποθέσεις κυτταρολογικών παρασκευασμάτων για να χρησιμοποιηθούν<br />

στην αυτοματοποίηση.<br />

Ενώ ο όρος «μονοδιασπορά διαχωρισμένων κυττάρων»<br />

επικεντρώνεται στην τοποθέτηση μεμονωμένων κυττάρων στο επίχρισμα, η<br />

έκφραση «παρασκευάσματα μονοστιβάδωσης» τονίζει το γεγονός ότι τα<br />

κύτταρα βρίσκονται σε ένα επίπεδο. Ωστόσο η τεχνολογία της<br />

Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης δεν πληροί ακόμα αυτά τα κριτήρια: τα<br />

κύτταρα στα παρασκευάσματα κυτταρολογίας υγρής φάσης έχουν, θα έλεγε<br />

κανείς, μια πιο τρισδιάστατη δομή συγκρίνοντας με την συμβατική<br />

κυτταρολογία, γεγονός που απαιτεί από τον εξεταστή να επανεστιάζει<br />

συνεχώς κατά την ανάλυση του επιχρίσματος. Επομένως είναι συνεπές να<br />

* Συνώνυμα της «υγρής κυτταρολογίας» είναι «κυτταρολογία λεπτής επίστρωσης,<br />

μονοστρωματική κυτταρολογία, κυτταρολογία υγρής φάσης».<br />

3


αντικατασταθεί ο όρος «κυτταρολογία μονοστιβάδας» με τον όρο<br />

«κυτταρολογία λεπτής επίστρωσης ή υγρής φάσης».<br />

Η ΚΥΦ αποτέλεσε το υπόβαθρο για την ανάπτυξη<br />

αυτοματοποιημένων συστημάτων ελέγχου κολποτραχηλικών επιχρισμάτων<br />

καθώς εκπληρούσαι όλα τα κριτήρια ώστε τα συστήματα αυτά να<br />

χρησιμοποιηθούν στα κυτταρολογικά εργαστήρια. Όμως η απόδοση της ΚΥΦ<br />

ήταν τόσο καλή σε κλινικές δοκιμές έναντι της συμβατικής κυτταρολογίας,<br />

που βρήκε μια θέση στην αγορά ανεξάρτητα από τα συστήματα<br />

αυτοματοποίησης. Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις 7 , η πλειοψηφία των ερευνών<br />

με ομότιμη αναθεώρηση, έδειξαν αυξημένα ποσοστά ανίχνευσης<br />

αλλοιώσεων χαμηλού βαθμού (LSIL) ή υψηλού βαθμού (HSIL) με την χρήση<br />

της ΚΥΦ 8 . Ενώ ο διάλογος περί αυξημένης ανίχνευσης νόσου με την μέθοδο<br />

ΚΥΦ συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρόλα αυτά η ΚΥΦ προσφέρει<br />

αδιάσειστα πλεονεκτήματα έναντι της συμβατικής μεθόδου: όπως η<br />

δυνατότητα να προετοιμαστούν διπλές διαφάνειες ακόμα και<br />

παρασκευάσματα κύβων παραφίνης από το υπολειπόμενο δείγμα, η επιλογή<br />

να αφαιρεθεί μια μικρή ποσότητα από το διάλυμα για την εκτέλεση<br />

συμπληρωματικών εξετάσεων ή μοριακών εξετάσεων όπως ανίχνευση HPV,<br />

χλαμύδια, γονόρροια, αλλά και άλλους μοριακούς δείκτες ανίχνευσης<br />

νεοπλασμάτων, δυνατότητα χρήσης αυτοματοποιημένων συστημάτων<br />

ελέγχου, καθώς το υπόστρωμα των επιχρισμάτων εμφανίζεται καθαρό, και η<br />

παραγωγή παρασκευασμάτων με μια λεπτή στρώση κυττάρων,<br />

χαρακτηριστικό που βοηθάει πολύ τους κυτταροτεχνολόγους και<br />

κυτταροπαθολόγους στον έλεγχο τον επιχρισμάτων, σε αντίθεση με τα<br />

συμβατικά παρασκευάσματα.<br />

1.2 Συστήματα Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης<br />

Αρχές της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης (ΚΥΦ) για την προετοιμασία των<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων<br />

Ένα δείγμα κυττάρων συλλέγεται από τον τράχηλο με τον κανονικό τρόπο<br />

χρησιμοποιώντας μια σπάτουλα ή ψήκτρα ως συσκευή δειγματοληψίας<br />

Το δείγμα μεταφέρεται σε ένα υγρό με συντηρητικό μέσο μεταφοράς<br />

Τα κύτταρα διασκορπίζονται στο υγρό<br />

Ένα υποπολλαπλάσιο του διαθέσιμου υλικού επιλέγεται για την επεξεργασία<br />

Τα κύτταρα χωρίζονται με φυγοκέντρηση ή φιλτράρισμα και κατατίθενται σε μια<br />

αντικειμενοφόρο πλάκα ως λεπτό στρώμα μιας στιβάδας κυττάρων με<br />

ιζηματοποίηση ή εφαρμογή πίεσης<br />

Τα επιχρίσματα βάφονται επικαλύπτονται και ετοιμάζονται για τν μικροσκόπηση<br />

4


Ένα σημαντικό ορόσημα στην ιστορία του τεστ Παπανικολάου<br />

αποτέλεσε το 1996 όταν ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και<br />

Φαρμάκων (US Food and Drug Administration, FDA) ενέκρινε το ThinPrep<br />

Pap test (Hologic, Marlborough, Mass.) ως μια εναλλακτική μέθοδος για τον<br />

έλεγχο των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων. Τρία χρόνια μετά ακολούθησε η<br />

έγκριση από τον FDA της μεθόδου SurePath Pap Test (τότε γνωστή ως<br />

AutoCyte Prep; BD TriPath, Burlington, NC). Η τελευταία τεχνολογία ΚΥΦ<br />

που εγκρίθηκε από τον FDA ήταν η MonoPrep (MonoGen, Inc. Lincolnshire,<br />

IL) το 2006. Τα συστήματα που χρησιμοποιούνται ευρέως και για τα οποία<br />

έχουν διεξαχθεί όλες σχεδόν οι έρευνες για την αξιολόγηση της τεχνολογίας<br />

ΚΥΦ, είναι το σύστημα ThinPrep και το σύστημα SurePath. Η διαδικασία<br />

συλλογής του δείγματος παραμένει ίδια. Η συσκευή που χρησιμοποιείται για<br />

την δειγματοληψία είτε ξεπλένεται μέσα σε υγρό μέσο μονιμοποίησης και<br />

συντήρησης (ThinPrep), είτε η αποσπώμενη κεφαλή της συσκευής<br />

τοποθετείται μέσα στο υγρό (SurePath). Τα υγρά είναι ρυθμιστικά διαλύματα<br />

κυττάρων με βάση την αλκοόλη καθώς ο ρόλος τους είναι να αποτελούν μέσο<br />

μεταφοράς των κυττάρων (συντηρητικό μέσο) και να μονιμοποιούν τα<br />

κύτταρα (μέσο μονιμοποίησης).<br />

Στόχος της κυτταρολογίας υγρής φάσης είναι:<br />

η συλλογή ολόκληρου του αποφολιδωτικού υλικού για κυτταρολογική<br />

εξέταση<br />

να συμπεριλαμβάνει μέθοδο αξιολόγησης κυτταροβρίθειας ως μέτρο<br />

διασφάλισης ποιότητας<br />

να βελτιστοποιήσει την οπτική μορφολογική εξέταση μέσω της<br />

βελτιωμένης παρουσίασης του κυτταρικού υλικού<br />

να πληροί τα κριτήρια ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της<br />

αυτοματοποίησης στον πρωτοβάθμιο έλεγχο κολποτραχηλικών<br />

επιχρισμάτων<br />

να αποθηκεύει προσωρινά το κυτταρικό υλικό για περεταίρω μορφολογική<br />

και μη-μορφολογική εξέταση<br />

να «προσφέρει» στους τεχνολόγους και παθολόγους μια ασφαλέστερη<br />

και λιγότερο κουραστική εργασία, όσον αφορά την εξάλειψη στοιχείων του<br />

επιχρίσματος που κάνουν την διάγνωση πιο δύσκολη (π.χ. φλεγμονώδη<br />

κύτταρα, βλέννα, αίμα, ινώδες).<br />

1.3 Εφαρμογή της κυτταρολογίας υγρής φάσης και στην μηγυναικολογική<br />

κυτταρολογία<br />

Η κυτταρολογία υγρής φάσης έχει βρει μια σπουδαία θέση ως<br />

διαγνωστική μέθοδος στην γυναικολογική κυτταρολογία αντικαθιστώντας σε<br />

πολλές χώρες του πλανήτη το συμβατικό τεστ Παπανικολάου. Ωστόσο η<br />

5


χρήση της στην μη-γυναικολογική κυτταρολογία, αν και έχει εξαπλωθεί<br />

αρκετά, φέρει πολλές διφορούμενες απόψεις.<br />

Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία μηγυναικολογικών<br />

δειγμάτων με την μέθοδο ΚΥΦ είναι η ThinPrep και η<br />

SurePath, με την ThinPrep να έχει επικρατήσει κατά πολύ της άλλης<br />

τεχνολογίας. Η ThinPrep έχει εγκριθεί το 1991 από το FDA για την χρήσης<br />

της στα μη-γυναικολογικά δείγματα: για δείγματα που προέρχονται είτε από<br />

εκπλύσεις οργάνων, είτε από υγρά του σώματος, είτε από αναρρόφηση μέσω<br />

λεπτής βελόνης κ. ά. Η τεχνολογία αυτή βρέθηκε να είναι ισοδύναμη με τις<br />

άλλες ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες (Cytospin, Millipore), οι οποίες<br />

χρησιμοποιούνταν ευρέως για την επεξεργασία δειγμάτων μη-γυναικολογικής<br />

κυτταρολογίας. Για αυτόν τον λόγο δεν απαιτήθηκαν και δεν διενεργήθηκαν<br />

έρευνες που να αξιολογήσουν και να επικυρώσουν την αποτελεσματικότητα<br />

της μεθόδου πριν την υιοθέτησή της από τα εργαστήρια. Αντιθέτως από ότι<br />

έγινε στην γυναικολογική κυτταρολογία που ο πήχης ήταν υψηλότερα εξαιτίας<br />

της δημοσίευσης δύο άρθρων στο Wall Street Journal, που είχαν μεγάλη<br />

απήχηση από το κοινό, και τα οποία αποκάλυπταν ανησυχητικά ζητήματα<br />

σχετικά με την γυναικολογική κυτταρολογία 9 , με αποτέλεσμα να διενεργηθούν<br />

μια πληθώρα ερευνών πριν την έγκριση της μεθόδου από τον FDA για την<br />

εισαγωγή της στην γυναικολογική κυτταρολογία.<br />

Τα τελευταία 10 χρόνια η ΚΥΦ έχει χρησιμοποιηθεί όλο και<br />

περισσότερο για την επεξεργασία ποικίλων δειγμάτων στην μη-γυναικολογική<br />

κυτταρολογία. Σε μερικά ιδρύματα η ΚΥΦ έχει συνδυαστεί με άλλες τεχνικές<br />

παρασκευάσματος όπως οι κύβοι παραφίνης, και σε άλλα ιδρύματα, αν και<br />

δεν είναι πολλά, η ΚΥΦ αποτελεί την μόνη διαγνωστική μέθοδο. Από<br />

διάφορες έρευνες και ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια 9 έχει γίνει<br />

ξεκάθαρο ότι οι γνώμες διίστανται όσον αφορά την χρήση της ΚΥΦ έναντι της<br />

συμβατικής μεθόδου στα κυτταρολογικά δείγματα, με θερμούς υποστηρικτές<br />

και των δύο πλευρών. Η επιλογή της τεχνικής που θα εφαρμόσει το<br />

κυτταρολογικό εργαστήριο επηρεάζει τόσο τον πρακτικό χειρισμό του<br />

δείγματος από την πρώτη στιγμή που συλλέγεται, έως την επεξεργασία του<br />

στο εργαστήριο και την μικροσκοπική εξέταση του, όσο και την διαγνωστική<br />

μεθοδολογία που θα ακολουθείται για την εξέταση του προκύπτοντος<br />

επιχρίσματος. Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ΚΥΦ στην μηγυναικολογική<br />

κυτταρολογία είναι ίδια με αυτά που περιγράφτηκαν πιο πάνω<br />

και αφορούσαν τα κολποτραχηλικά επιχρίσματα, δηλαδή η καλή<br />

μονιμοποίηση και διατήρηση των κυττάρων, η απουσία αίματος, η<br />

δυνατότητα παρασκευής πολλαπλών δειγμάτων από το ίδιο δείγμα, και<br />

επίσης το γεγονός ότι δεν απαιτείται ο κυτταροτεχνολόγος ή<br />

κυτταροπαθολόγων να εξασκηθεί στην τεχνική επίστρωσης. Οι υποστηρικτές<br />

της ΚΥΦ διαφωνούν με τις απόψεις της άλλης ομάδας ότι δεν υπάρχουν<br />

αρκετά δημοσιευμένα στοιχεία που να δηλώνουν την υπεροχής της ΚΥΦ<br />

έναντι της συμβατικής κυτταρολογίας. Από την άλλη, οι υποστηρικτές της<br />

συμβατικής κυτταρολογίας δηλώνουν ότι μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά<br />

που χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν για την αξιολόγηση καλοηθών και<br />

κακοηθών ευρημάτων έχουν μειωθεί αρκετά ή δεν είναι διαθέσιμα για να<br />

αξιολογηθούν σε επιχρίσματα ΚΥΦ, διακυβεύοντας έτσι την διαγνωστική<br />

ακρίβεια 10-12 . Αν και η ΚΥΦ φέρει τεράστιες δυνατότητες και πλεονεκτήματα<br />

6


στην επεξεργασία μη-γυναικολογικών δειγμάτων, η θέσπιση διαγνωστικών<br />

μορφολογικών κριτηρίων αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την πλήρη<br />

αποδοχή του.<br />

«Η επιστήμη της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης βρίσκεται ακόμα σε<br />

πρώιμο στάδιο. Στοιχηματίζω ότι ο Γεώργιος Παπανικολάου θα ήταν ο<br />

μεγαλύτερος υποστηρικτής του.»<br />

(Leiman 2007) 13<br />

7


22 ΤΤΕΕΧΧΝΝΙΙΚΚΗΗ ΤΤΗΗΣΣ ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ<br />

ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ<br />

2.1 Παρασκευή γυναικολογικών δειγμάτων<br />

Η λήψη γυναικολογικών δειγμάτων γίνεται με σκοπό την ανίχνευση<br />

καρκινικών και προκαρκινικών αλλοιώσεων καθώς και άλλων βλαβών στον<br />

τράχηλο της μήτρας. Ο τρόπος δειγματοληψίας και επεξεργασίας δείγματος<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης, όπως παρουσιάζεται παρακάτω, περιγράφεται<br />

στο εγχειρίδιο «Εγκεκριμένες Κατευθυντήριες Γραμμές της Τεχνικής<br />

Παπανικολάου, 2η έκδοση» * . Γενικά οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν<br />

ότι το δείγμα που λαμβάνεται δεν πρέπει να περιέχει αίμα, βλέννη,<br />

φλεγμονώδεις εκκρίσεις ή λιπαντική ουσία.<br />

2.1.1 Συσκευές δειγματοληψίας<br />

Για την κυτταρολογική εξέταση του τραχήλου της μήτρας απαιτείται<br />

δείγμα από τον εξωτράχηλο και τον ενδοτράχηλο, το οποίο λαμβάνεται με τις<br />

απαραίτητες συσκευές. Παραδοσιακά, η λήψη δειγμάτων για την παρασκευή<br />

επιχρισμάτων Παπανικολάου γινόταν με μια ξύλινη σπάτουλα, γνωστή ως<br />

σπάτουλα Ayre. Στην συνέχεια υιοθετήθηκε η μέθοδος συνδυασμού<br />

σπάτουλας Ayre, για την λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον εξωτράχηλο,<br />

και κωνικής βούρτσας, για την λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον<br />

ενδοτράχηλο (εικόνα 2.1 Α). Μια παραλλαγή της σπάτουλας Ayre είναι η<br />

σπάτουλα Aylesby της οποίας το ένα άκρο προεξέχει πιο πολύ και<br />

σχηματίζει ελαφρώς μια γωνία με τον κεντρικό άξονα της σπάτουλας. Η<br />

* Ινστιτούτο Κλινικών και Εργαστηριακών Προτύπων, Έγγραφο GP15-A2 (CLSI Document<br />

GP15-A2). «Papanicolaou Technique Approved Guidelines - 2 nd edition».<br />

8


καμπύλη που σχηματίζεται μεταξύ των δύο άκρων της είναι πιο μεγάλη σε<br />

σχέση με την σπάτουλα Ayre. Την τελευταία δεκαετία κυκλοφόρησε στην<br />

αγορά μια συσκευή η οποία συνδυάζει την χρήση της σπάτουλας και της<br />

βούρτσας για την λήψη ενδοτραχηλικού και εξωτραχηλικού κυτταρολογικού<br />

υλικού. Η Cervex brush (εικόνα 2.1 Β), όπως ονομάζεται, είναι μια συσκευή<br />

που μοιάζει με σκούπα της οποίας οι κεντρικές τρίχες είναι πιο μακριές, ώστε<br />

να εισέρχονται στην ενδοτραχηλική κοιλότητα, ενώ παράλληλα οι ακριανές<br />

τρίχες είναι πιο κοντές κατάλληλα σχεδιασμένες ώστε να εφάπτονται στην<br />

εξωτραχηλική επιφάνεια (ζώνη μετάπτωσης)(εικόνα 2.2). Η συσκευή αυτή<br />

συστήνεται για την λήψη δειγμάτων κυτταρολογίας υγρής φάσης, κατάλληλος<br />

όμως θεωρείται επίσης και ο κλασικός τρόπος συνδυασμού πλαστικής<br />

σπάτουλας και βούρτσας 14 . Για το σύστημα SurePath χρησιμοποιείται μόνο<br />

συσκευή Cervex broom με αποσπώμενη κεφαλή. Αυτό που πρέπει να<br />

τονιστεί είναι ότι η δειγματοληψία για κυτταρολογία υγρής φάσης πρέπει να<br />

γίνεται πάντα με πλαστικές συσκευές καθώς θεωρείται ότι η ξύλινη<br />

σπάτουλα μειώνει την ευαισθησία της ΚΥΦ λόγω των απορροφητικών<br />

ιδιοτήτων του ξύλου 15 .<br />

2.1.2 Λήψη δειγμάτων<br />

Εικόνα 2.1 Α) σπάτουλα Ayre και<br />

βουρτσάκι Β) Cervex broom<br />

Ο τρόπος δειγματοληψίας στην κυτταρολογία υγρής φάσης δεν<br />

διαφέρει γενικά από αυτόν που χρησιμοποιείται για την προετοιμασία<br />

συμβατικών επιχρισμάτων 16 . Με την βοήθεια του κολποδιαστολέα ανοίγονται<br />

τα τοιχώματα του κόλπου τόσο ώστε να υπάρχει μια πλήρης εικόνα του<br />

τραχήλου της μήτρας. Ο γυναικολόγος πριν προβεί στην λήψη του δείγματος<br />

παρατηρεί με γυμνό μάτι τον τράχηλο για την παρουσία ορατών αλλοιώσεων<br />

9


Εικόνα 2.2 Οι μακριές κεντρικές τρίχες της «σκούπας» εισέρχονται στην ενδοτραχηλική<br />

κοιλότητα και οι κοντές τρίχες εφάπτονται πλήρως στην εξωτραχηλική επιφάνεια. Κατά την<br />

περιστροφή της συλλέγονται ταυτόχρονα κύτταρα κυλινδρικού και πλακώδους επιθηλίου<br />

ή βλάβες ελκωτικής μορφής που μπορεί να υποδεικνύουν διηθητικό καρκίνο<br />

του τραχήλου. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ληφθεί δείγμα από την<br />

αλλοίωση και να γίνει κυτταρολογική αξιολόγηση χωριστά από το τεστ Παπ.<br />

Ο τρόπος λήψης του δείγματος για τεστ Παπ εξαρτάται από την συσκευή που<br />

χρησιμοποιείται. Αναλυτικά:<br />

Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται η συσκευή Cervex brush<br />

ενδοτραχηλικά και εξωτραχηλικά κύτταρα λαμβάνονται συγχρόνως<br />

καθώς οι μακριές κεντρικές τρίχες της σκούπας εισέρχονται στην<br />

ενδοτραχηλική κοιλότητα τόσο ώστε οι κοντές τρίχες να εφάπτονται<br />

πλήρως στην εξωτραχηλική επιφάνεια. Οι κοντές τρίχες στις άκρες<br />

τους είναι σχηματισμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να συλλέγουν υλικό<br />

μόνο κατά την δεξιόστροφη περιστροφή της συσκευής. Η σκούπα<br />

περιστρέφεται πέντε φορές κατά 360 ο συλλέγοντας συγχρόνως<br />

κύτταρα από τον ενδοτράχηλο (μονόστιβο κυλινδρικό επιθήλιο) και<br />

από τον εξωτράχηλο (πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο) εκεί που<br />

βρίσκεται η ζώνη μετάπτωσης η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία διότι<br />

από αυτήν κατά κανόνα εξορμώνται οι αλλοιώσεις της κακοήθους<br />

εξαλλαγής του τραχηλικού επιθηλίου.<br />

Όταν χρησιμοποιείται ο συνδυασμός σπάτουλας και ενδοτραχηλικής<br />

βούρτσας το πρώτο βήμα είναι να τοποθετηθεί η σπάτουλα σταθερά<br />

στον εξωτράχηλο με την μακριά προεξοχή να εισέρχεται ελάχιστα στην<br />

ενδοτραχηλική κοιλότητα. Στην συνέχεια η σπάτουλα περιστρέφεται<br />

κατά 360 ο με δεξιόστροφη φορά και αφαιρείται. Κατά την λήψη ο<br />

γυναικολόγος πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός καθώς ενώ<br />

περιστρέφεται η σπάτουλα είναι εύκολο να χαθεί η επαφή της με την<br />

επιφάνεια του τραχήλου ανά τμήματα, αυτό μπορεί να αποφευχθεί<br />

παρατηρώντας συνέχεια τον τράχηλο κατά την λήψη. Ύστερα<br />

10


λαμβάνεται δείγμα από την ενδοτραχηλική κοιλότητα<br />

χρησιμοποιώντας την ειδική κωνική βούρτσα η οποία εισάγεται στην<br />

ενδοτραχηλική κοιλότητα κατά τα 2/3 και περιστρέφεται δεξιόστροφα<br />

κατά 90-180 ο . Με αυτή την περιστροφή λαμβάνεται επαρκές δείγμα και<br />

γενικά δεν προκαλεί αιμορραγία.<br />

Από τις πολυάριθμες έρευνες που συγκρίνουν τα συμβατικά<br />

παρασκευάσματα με τα παρασκευάσματα κυτταρολογίας υγρής φάσης και<br />

από την σχετική βιβλιογραφία είναι φανερό ότι οι συσκευές δειγματοληψίας<br />

αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της διαδικασία παρασκευής επιχρισμάτων.<br />

Μια μετανάλυση των Martin-Hirsch and colleagues 15 κατέληξε στο<br />

συμπέρασμα ότι η ευρέως μέχρι τότε χρησιμοποιημένη Ayre σπάτουλα είναι<br />

η λιγότερο αποτελεσματική συσκευή δειγματοληψίας τραχηλικού δείγματος<br />

και πρέπει να αντικατασταθεί από την Aylesby σπάτουλα (με επεκταμένο<br />

άκρο). Από την μετανάλυση προέκυψε ότι η Aylesby σπάτουλα σε σύγκριση<br />

με την Ayre σπάτουλα είχε καλύτερη επίδοση όσον αφορά την συλλογή<br />

ενδοτραχηλικού δείγματος, σχετίστηκε με υψηλότερα ποσοστά ανίχνευσης<br />

δυσκαρύωσης και λιγότερο αριθμό μη ικανοποιητικών επιχρισμάτων. Στα<br />

περισσότερα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου η σπάτουλα Ayre έχει<br />

αντικατασταθεί με την Aylesby. Το μεγαλύτερο ποσοστό των πρόσφατων<br />

ερευνών που έχουν διεξαχθεί χρησιμοποίησαν για συσκευή δειγματοληψίας<br />

την Cervex brush, ελάχιστες ήταν αυτές που χρησιμοποίησαν την σπάτουλα<br />

Ayre.<br />

Από ‘δω και πέρα η επεξεργασία του δείγματος διαφέρει ριζικά από<br />

αυτήν της συμβατικής μεθόδου. Στην συμβατική κυτταρολογία το δείγμα<br />

επιστρώνεται σε μια αντικειμενοφόρο πλάκα και στην συνέχεια μονιμοποιείται<br />

με ειδικό σπρέι, στην κυτταρολογία υγρής φάσης η συσκευή δειγματοληψίας<br />

μεταφέρεται σε ένα φιαλίδιο με υγρό μέσο συντήρησης και μεταφοράς το<br />

οποίο στην συνέχεια αποστέλλεται στο εργαστήριο για την παρασκευή<br />

επιχρισμάτων.<br />

2.1.3 Διαλύματα συντήρησης και μεταφοράς<br />

Εικόνα 2.3 Φιαλίδιο<br />

με διάλυμα<br />

PreservCyt®<br />

Στο σύστημα ThinPrep το διάλυμα συντήρησης<br />

που χρησιμοποιείται είναι το PreservCyt® (Hologic Inc,<br />

πρώην Cytyc). Το PreservCyt (εικόνα 2.3) είναι ένα<br />

ρυθμιστικό διάλυμα με βάση την μεθανόλη σχεδιασμένο να<br />

συντηρεί τα κύτταρα κατά την μεταφορά και την<br />

προετοιμασία των παρασκευασμάτων και έχει αιμολυτικές<br />

και βλεννολυτικές ιδιότητες. Τα φιαλίδια περιέχουν 20ml<br />

συντηρητικού υγρού του οποίου η σύσταση είναι<br />

κατοχυρωμένη άρα και άγνωστη. Τα φιαλίδια<br />

αποθηκεύονται σε θερμοκρασίες 15-30 ο C μέχρι την<br />

ημερομηνία λήξεως που αναγράφεται πάνω στο φιαλίδιο.<br />

11


Όταν το υγρό περιέχει κυτταρολογικό υλικό που προορίζεται για ThinPrep<br />

Pap τεστ, τα φιαλίδια αποθηκεύονται σε θερμοκρασίες 15-30 ο C για έξι<br />

εβδομάδες. Αν το κυτταρολογικό υλικό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την<br />

ανίχνευση των Chlamydia trachomatis και Neisseria gonorrhea με την<br />

μέθοδο Roche Diagnostics COBAS AMPLICOR CT/NG, τότε τα φιαλίδια<br />

αποθηκεύονται σε θερμοκρασίες 4-25 ο C για έξι εβδομάδες 17 .<br />

Στο σύστημα SurePath χρησιμοποιείται το SurePath® Preservative<br />

Fluid (TriPath, BD Diagnostics) (εικόνα 2.4). Το διάλυμα αυτό είναι επίσης<br />

ένα ρυθμιστικό διάλυμα με βάση την αιθανόλη που<br />

χρησιμεύει ως αντιβακτηριδιακό μέσο μεταφοράς και<br />

συντήρησης γυναικολογικών δειγμάτων. Τα φιαλίδια<br />

αποθηκεύονται σε θερμοκρασίες 15-30 ο C μέχρι την<br />

ημερομηνία λήξεως που αναγράφεται πάνω στην<br />

συσκευασία. Όταν το υγρό περιέχει κυτταρολογικό υλικό<br />

τότε τα φιαλίδια διατηρούνται για έξι μήνες σε<br />

θερμοκρασίες 2-10 ο C ή για τέσσερις εβδομάδες σε<br />

θερμοκρασίες 15-30 ο C. Αν το κυτταρολογικό υλικό<br />

πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση των<br />

Εικόνα 2.4 Φιαλίδιο<br />

με συντηρητικό<br />

διάλυμα SurePath®<br />

2.1.4 Προετοιμασία δειγμάτων<br />

Chlamydia trachomatis με την μέθοδο BD ProbeTex CT<br />

Q x και Neisseria gonorrhea με την μέθοδο GC Q x Amplified<br />

DNA Assays, τότε τα δείγματα αποθηκεύονται σε<br />

θερμοκρασίες 2-30 ο C για περίπου 30 ημέρες 18 .<br />

Εικόνα 2.5 Α) Η σκούπα ξεπλένεται καλά μέσα στο φιαλίδιο ThinPrep<br />

ώστε να αποχωριστεί όλο το κυτταρολογικό υλικό. Β) Η αποσπώμενη<br />

κεφαλή τοποθετείται στο φιαλίδιο SurePath<br />

12


Η περαιτέρω επεξεργασία του δείγματος είναι ανάλογη με το<br />

σύστημα κυτταρολογίας υγρής φάσης που χρησιμοποιεί το κάθε εργαστήριο.<br />

Για το σύστημα ThinPrep, αμέσως μετά την λήψη η σκούπα (ή η<br />

σπάτουλα/βουρτσάκι) μεταφέρεται γρήγορα στο φιαλίδιο με το διάλυμα<br />

PreservCyt όπου πιέζεται δυνατά στον πάτο τόσο ώστε οι τρίχες της να<br />

λυγίσουν και να απελευθερωθεί όλη η ποσότητα του υλικού στο υγρό (εικόνα<br />

2.5 Α), αυτό γίνεται 15-20 φορές. Στην συνέχεια η σκούπα στροβιλίζεται<br />

απότομα μέσα στο φιαλίδιο για να απελευθερωθεί το υπόλοιπο υλικό. Πριν<br />

απορριφθεί η συσκευή δειγματοληψίας ελέγχεται πάντα για τυχόν<br />

υπολείμματα υλικού, εάν αυτά τα υπολείμματα υπάρχουν τότε<br />

επαναλαμβάνονται τα βήματα από την αρχή.<br />

Για το σύστημα SurePath, η αποσπώμενη κεφαλή της σκούπας<br />

ελευθερώνεται μέσα στο φιαλίδιο με το διάλυμα συντήρησης SurePath®<br />

Preservative Fluid (εικόνα 2.5 Β). Η κεφαλή της συσκευής δειγματοληψίας<br />

δεν αφαιρείται ποτέ από το φιαλίδιο, ούτε κατά την διάρκεια επεξεργασίας<br />

του δείγματος.<br />

Στην συνέχεια το φιαλίδιο, που πλέον περιέχει το δείγμα,<br />

σφραγίζεται καλά και αφού αναγραφούν τα στοιχεία του ασθενή<br />

αποστέλλεται στο εργαστήριο μαζί με το παραπεμπτικό μέσα σε ειδική<br />

πλαστική σακούλα 16 .<br />

2.1.5 Επεξεργασία δειγμάτων και παρασκευή επιχρισμάτων<br />

Μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί από τον Οργανισμό Διαχείρισης<br />

Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration, FDA) των<br />

Ηνωμένων Πολιτειών τρία συστήματα κατάλληλα για την προετοιμασία<br />

κολποτραχηλικού υλικού με την μέθοδο της ΚΥΦ: το ημιαυτόματο σύστημα<br />

ThinPrep 2000 Processor, το πιο ολοκληρωμένο αυτοματοποιημένο<br />

σύστημα ThinPrep 3000 Processor, κατασκευασμένα από την εταιρεία<br />

Hologic (MA, ΗΠΑ), και επιπλέον το σύστημα BD PrepStain Slide<br />

Processor κατασκευασμένο από την TriPath Imaging Inc. (NJ, USA).<br />

13


2.1.5.1 ThinPrep 2000 Processor (Hologic)<br />

Εικόνα 2.6 a) ThinPrep 2000 Processor.<br />

b) 1.δοχείο με υγρό μονιμοποίησης, 2.βάση τοποθέτησης πλακιδίου,<br />

3.εξάρτημα που περιστρέφει το φίλτρο, 4.φίλτρο TransCyt, 5.βάση<br />

φιαλιδίου.<br />

Η εικόνα 2.8 παρουσιάζει τα αυτοματοποιημένα βήματα της μεθόδου<br />

ThinPrep που πραγματοποιούνται στο ThinPrep 2000 Processor (εικόνα<br />

2.6). Στο εργαστήριο, το φιαλίδιο με το δείγμα τοποθετείται στο ThinPrep (TP)<br />

Processor μαζί με μια αντικειμενοφόρο πλάκα και ένα κυλινδρικό φίλτρο<br />

(TransCyt filter). Το ΤΡ2000 Processor τίθεται σε λειτουργία, τότε το φίλτρο<br />

εισέρχεται μηχανικά στο φιαλίδιο με το δείγμα και αρχίζει να περιστρέφεται [ή<br />

περιστρέφεται το φιαλίδιο (TP3000)], με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται<br />

ρεύματα μέσα στο υγρό τα οποία είναι μεν αρκετά δυνατά ώστε το<br />

κυτταρολογικό υλικό να διασκορπιστεί τυχαία και να διαχωριστούν αίμα,<br />

μύκητες και βλέννη αλλά παράλληλα και τόσο ήπια που να μην αλλοιωθεί η<br />

μορφολογική εικόνα των κυττάρων. Μετά την τυχαία διασκόρπιση των<br />

κυττάρων ακολουθεί το φιλτράρισμα. Το κάτω άκρο του κυλίνδρου<br />

καλύπτεται από ένα φίλτρο με πολύ μικρούς πόρους και στο άνω άκρο του<br />

υπάρχει σύστημα αναρρόφησης. Καθώς το υγρό αναρροφάται οι πόροι του<br />

φίλτρου είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να επιτρέψουν στα ουδετερόφιλα και στα<br />

ερυθροκύτταρα να διαπεράσουν την μεμβράνη αλλά αρκετά μικροί για να μην<br />

την διαπεράσουν τα επιθηλιακά κύτταρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα<br />

επιθηλιακά κύτταρα να φράσουν τους πόρους του φίλτρου και όταν ο<br />

επεξεργαστής εντοπίσει ότι όλοι οι πόροι έχουν φραχτεί τότε σταματάει την<br />

διαδικασία του φιλτραρίσματος. Το κυλινδρικό φίλτρο αποσύρεται από το<br />

φιαλίδιο, περιστρέφεται μερικώς και απορρίπτει το υλικό που έχει φιλτράρει<br />

στο μπουκάλι των αποβλήτων, και στην συνέχεια περιστρέφεται προς τα<br />

14


πάνω ώστε το κάτω άκρο του να κοιτάει προς την αντικειμενοφόρο πλάκα.<br />

Τότε ασκείται ελαφριά πίεση αέρα στο φίλτρο για να πραγματοποιηθεί η<br />

μεταφορά των κυττάρων από το φίλτρο στην αντικειμενοφόρο πλάκα. Λόγω<br />

των φυσικών ιδιοτήτων των κυττάρων και των φυσικών ηλεκτροχημικών<br />

ιδιοτήτων των ThinPrep αντικειμενοφόρων πλακών τα κύτταρα<br />

παρουσιάζουν μία τάση προσκόλλησης προς την αντικειμενοφόρο πλάκα και<br />

έτσι μια μονοεπίπεδη, λεπτή στοιβάδα κυττάρων κυκλικού σχήματος και<br />

διαμέτρου 20mm (εικόνα 2.7) μεταφέρεται στην αντικειμενοφόρο πλάκα.<br />

Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταφοράς των κυττάρων το φίλτρο<br />

επιστρέφει στην αρχική του θέση και η αντικειμενοφόρος πλάκα μεταφέρεται<br />

αυτόματα στο φιαλίδιο με το υγρό μονιμοποίησης. Ύστερα το πλακίδιο<br />

αφαιρείται από τον επεξεργαστή και είναι έτοιμο να εφαρμοστεί χρώση<br />

Παπανικολάου.<br />

Η παρασκευαστική<br />

διαδικασία με τον ΤΡ2000 διαρκεί<br />

περίπου 70sec/επίχρισμα 1 και<br />

μπορεί να παρασκευάσει ένα<br />

επίχρισμα την φορά. Το σύστημα<br />

ΤΡ3000 είναι ικανό να προετοιμάσει<br />

μια σειρά από 80 δείγματα<br />

ταυτόχρονα. Η εταιρεία Hologic<br />

επίσης έχει βγάλει το σύστημα<br />

ΤΡ5000 το οποίο έχει την<br />

δυνατότητα να παρασκευάσει είτε<br />

20 δείγματα γυναικολογικής ή μη<br />

γυναικολογικής κυτταρολογίας<br />

ταυτόχρονα είτε να παρασκευάσει<br />

από το ίδιο δείγμα μέχρι 10<br />

διαφορετικά επιχρίσματα 19 ,<br />

ανάλογα με τις διαγνωστικές ανάγκες.<br />

Εικόνα 2.7 ThinPrep παρασκεύασμα. Η<br />

λεπτή στιβάδα κυττάρων έχει κυκλικό σχήμα<br />

διαμέτρου 20 mm.<br />

Μόνο μια μικρή ποσότητα χρησιμοποιείται κάθε φορά για την<br />

παρασκευή επιχρίσματος. Το υπόλοιπο υλικό που έχει απομείνει στο<br />

φιαλίδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επιπλέον επιχρίσματα, για παρασκευή<br />

κύβων παραφίνης είτε για μοριακές διαγνωστικές εξετάσεις (π.χ. HPV,<br />

χλαμύδια, γονόρροια) για το οποίο και έχει εγκριθεί από τον FDA.<br />

15


Εικόνα 2.8 Αυτοματοποιημένα βήματα του ThinPrep 2000 Processor κατά την τεχνική<br />

ThinPrep.<br />

2.1.5.2 BD PrepStain Slide Processor (Becton Dickinson)<br />

Το σύστημα SurePath χρησιμοποιεί μια<br />

τεχνολογία διαχωρισμού του υλικού σύμφωνα με την<br />

διαβάθμιση της πυκνότητας. Στην αρχή το δείγμα<br />

αναμειγνύεται στο Vortex ώστε το κυτταρολογικό υλικό<br />

να διασκορπιστεί και να μην υπάρχουν συστάδες<br />

κυττάρων. Στην συνέχεια τα φιαλίδια μεταφέρονται στο<br />

BD PrepMate System (εικόνα 2.9) το οποίο είναι<br />

ένα αυτοματοποιημένο εξάρτημα του BD PrepStain<br />

Slide Processor (εικόνα 2.11), η χρήση του οποίου<br />

είναι προαιρετική, όπου το κυτταρολογικό υλικό<br />

αναμιγνύεται μέσα στο φιαλίδιο και το σύστημα<br />

μεταφέρει αυτόματα μια ποσότητα 2ml σε σωληνάρια<br />

φυγοκέντρησης. Το BD PrepMate System μπορεί<br />

να επεξεργαστεί μέχρι 12 δείγματα σε λιγότερο από<br />

4min. Στην συνέχεια τα δείγματα μεταφέρονται στην<br />

Εικόνα 2.9 BD<br />

PrepMate System<br />

φυγόκεντρο όπου τα κύτταρα διαχωρίζονται σύμφωνα με το ειδικό τους<br />

βάρος. Τα κοκκιοκύτταρα, ερυθροκύτταρα και βλέννη, που έχουν χαμηλότερο<br />

16


ειδικό βάρος από τα επιθηλιακά κύτταρα, αποτελούν το υπερκείμενο το<br />

οποίο και απορρίπτεται. Το ίζημα που δημιουργήθηκε φυγοκεντρείται,<br />

αναδεύεται στο Vortex και στην συνέχεια τα σωληνάρια τοποθετούνται στο<br />

BD PrepStain Slide Processor για την παρασκευή και χρώση των<br />

επιχρισμάτων. Μέσω αυτοματοποιημένου συστήματος παρασκευής και<br />

χρώσης επιχρισμάτων το BD PrepStain Slide Processor μεταφέρει το ίζημα<br />

από το σωληνάριο στον θάλαμο καθίζησης το οποίο είναι τοποθετημένο<br />

πάνω σε μια αντικειμενοφόρο πλάκα (εικόνα 2.12). Στην συνέχεια, τα<br />

κύτταρα καθιζάνουν σε λεπτή στοιβάδα, το υπόλοιπο του υγρού<br />

απορρίπτεται και ακολουθεί η χρώση χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή της<br />

μεθόδου Παπανικολάου.<br />

Η τελική εικόνα του<br />

επιχρίσματος είναι ένα κυκλικό σχήμα<br />

διαμέτρου 13mm που περιέχει κύτταρα<br />

σε μονοεπίπεδη στοιβάδα (εικόνα 2.10).<br />

Το BD PrepStain Slide Processor<br />

μπορεί να επεξεργαστεί 92 επιχρίσματα<br />

σε 60min χωρίς την διαδικασία της<br />

χρώσης, ή 48 επιχρίσματα σε 60min<br />

εφαρμόζοντας την χρώση 20 .<br />

Εικόνα 2.10 Παρασκεύασμα<br />

SurePath. Η διάμετρος της κυκλικής<br />

επιφάνειας είναι 13 mm.<br />

Εικόνα 2.11 BD PrepStain Slide Processor. Δεξιά της εικόνας φαίνονται σε<br />

μεγέθυνση οι θάλαμοι καθίζησης τα οποία βρίσκονται τοποθετημένα πάνω σε<br />

αντικειμενοφόρες πλάκες όπου καθιζάνουν τα κύτταρα.<br />

Η χρώση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της επεξεργασίας του<br />

επιχρίσματος SurePath στο BD PrepStain Slide Processor όπου<br />

χρησιμοποιείται μια παραλλαγή της μεθόδου χρώσης κατά Παπανικολάου.<br />

Κατά την χρώση των επιχρισμάτων με την τεχνική SurePath, τα<br />

κερατινοποιημένα κύτταρα, που αποτελούν έναν σημαντικό δείκτη αλλοίωσης<br />

17


που προκαλείται από την μόλυνση με HPV, δεν βάφονται καλά και αυτό<br />

οδήγησε σε μια χαμηλή βαθμολογία της τεχνικής χρώσης SurePath από ένα<br />

πρόγραμμα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας της τεχνικής που διεξάχθηκε στην<br />

Μεγάλη Βρετανία (TEQA) (NHS CSP 2004).<br />

Αφού παρασκευαστεί το επίχρισμα, το υπολειπόμενο υλικό στο<br />

φιαλίδιο του SurePath Preservative Fluid μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την<br />

παρασκευή επιπλέον επιχρισμάτων ή για διάφορες συμπληρωματικές<br />

εξετάσεις όπως τυποποίηση HPV, εξετάσεις για χλαμύδια ή γονόρροια.<br />

Εικόνα 2.12 Τα βήματα που ακολουθούνται κατά το ημι-αυτοματοποιημένο σύστημα<br />

SurePath. Τα βήματα 2 και 3 μπορεί να γίνουν είτε δια χειρός, είτε στο BD PrepMate<br />

system. Τα βήματα 5, 6 πραγματοποιούνται στο BD PrepStain Slide Processor.<br />

18


# Διαδικασία Χρόνος Σχόλια<br />

1 Αφαίρεση μονιμοποίησης με<br />

οινόπνευμα 50%<br />

2min Εάν η αφαίρεση του μονιμοποιητικού<br />

αποτύχει αυτό θα επηρεάσει την εικόνα<br />

των κυττάρων τα οποία θα έχουν<br />

επισκιαστεί<br />

2 Εμβάπτιση σε νερό 1min Ενυδάτωση κυττάρων<br />

3 Χρώση αιματοξυλίνης Harris 5 min<br />

4 Εμβάπτιση σε νερό 2 min Απομάκρυνση περίσσειας αιματοξυλίνης<br />

5 Διαφοροποίηση σε 0.5%<br />

υδατικού διαλύματος<br />

υδροχλωρικού οξέος<br />

10-20<br />

sec<br />

6 Νερό βρύσης 2 min<br />

7 Υποκατάστατο νερό βρύσης<br />

Scott<br />

1 min Το καφέ χρώμα της αιματίνης σε όξινο<br />

περιβάλλον γίνεται μπλε/μαύρο υπό την<br />

επίδραση ασθενούς αλκαλικού διαλύματος<br />

8 Εμβάπτιση σε νερό 2 min Καλή έκπλυση για την αφαίρεση των<br />

αλκαλικών αλάτων<br />

9 Αφυδάτωση σε 70% οινόπνευμα 2 min Αφυδάτωση με αύξουσα διαβαθμισμένη<br />

αλκοόλη<br />

10 Αφυδάτωση σε 95% οινόπνευμα 2 min<br />

11 Αφυδάτωση σε 95% οινόπνευμα 2 min<br />

12 Χρώση Orange G6 (OG6) 2 min<br />

13 Εμβάπτιση σε 95% οινόπνευμα 2 min<br />

14 Εμβάπτιση σε 95% οινόπνευμα 2 min<br />

15 Εμβάπτιση σε 95% οινόπνευμα 2 min<br />

16 Χρώση με διάλυμα Gills EA30 3 min<br />

17 Εμβάπτιση σε 95% οινόπνευμα<br />

x3<br />

1 min<br />

18 Ξυλόλη x3 και επικάλυψη με 1 min Το δείγμα παραμένει στην ξυλόλη μέχρι να<br />

DPX<br />

επικαλυφτεί με DPX.<br />

Πίνακας 2.1 Χρώση κατά Παπανικολάου<br />

19


2.2 Λήψη και παρασκευή μη-γυναικολογικών δειγμάτων<br />

Ο προσυμπτωματικός έλεγχος στην μη-γυναικολογική κυτταρολογία<br />

αφορά την μικροσκοπική εξέταση κυτταρικών δειγμάτων που έχουν<br />

συλλεχθεί από διάφορα μέρη του ανθρώπινου οργανισμού, αυτό<br />

συμπεριλαμβάνει τα πτύελα, τα βρογχικά εκπλύματα, αναρροφήσεις<br />

μαστικού ιστού, νωτιαίο υγρό, υγρά από κοιλότητες του σώματος,<br />

εξιδρώματα και αναρροφήσεις λεπτής βελόνης συγκεκριμένων οργάνων.<br />

Παρακάτω παρουσιάζεται η διαδικασία παρασκευής επιχρισμάτων<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης για μη-γυναικολογικά δείγματα.<br />

2.2.1 Διαλύματα συντήρησης και μεταφοράς<br />

Τα διαλύματα συντήρησης και μεταφοράς που χρησιμοποιούνται<br />

στην μη-γυναικολογική κυτταρολογία είναι το PreserveCyt, που<br />

περιγράψαμε πιο πάνω στην γυναικολογική κυτταρολογία(σελ. ) το οποίο<br />

αποτελεί μέσο συντήρησης των κυττάρων κατά την μεταφορά και την<br />

παρασκευή επιχρισμάτων με το ThinPrep® 2000 Processor, και το διάλυμα<br />

CytoLyt® το οποίο έχει ως βάση την μεθανόλη και είναι ένα διάλυμα<br />

συντήρησης με αιμολυτικές και βλεννολυτικές ιδιότητες, εμποδίζει την<br />

καθίζηση των πρωτεϊνών και διαφυλάσσει την μορφολογία του<br />

κυτταρολογικού δείγματος, δεν έχει σχεδιαστεί όμως για την παντελή<br />

αδρανοποίηση των μικροβίων. Αποτελεί επίσης μέσο μεταφοράς και<br />

χρησιμοποιείται κατά την προετοιμασία του δείγματος και πριν την<br />

επεξεργασία του. Τα δοχεία με CytoLyt αποθηκεύονται σε θερμοκρασίες 15-<br />

30 ο C, σε περίπτωση που περιέχεται κυτταρολογικό υλικό τότε αυτά μπορούν<br />

να διατηρηθούν για 8 ημέρες σε θερμοκρασία δωματίου, για καλύτερες<br />

επιδόσεις όμως θα πρέπει το δείγμα να αποσταλεί αμέσως στο εργαστήριο<br />

για επεξεργασία. Οι 8 ημέρες αφορούν δείγματα τα οποία βρίσκονται μέσα σε<br />

ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα διαλύματος CytoLyt και αναλογία ένα μέρος<br />

διαλύματος CytoLyt προς τρία μέρη κυτταρολογικού υλικού 18 . Η χρήση του<br />

CytoLyt περιγράφεται πιο κάτω λεπτομερέστατα. Και τα δύο διαλύματα<br />

(PreserveCyt και CytoLyt) αφορούν επεξεργασία δειγμάτων με την μέθοδο<br />

ThinPrep.<br />

Στην μέθοδο SurePath τα διαλύματα που χρησιμοποιούνται είναι το<br />

BD CytoRich Red preservative και το BD CytoRich Blue<br />

preservative. Και τα δύο διαλύματα έχουν ως βάση την αλκοόλη και<br />

αποτελούν μέσο συντήρησης, μονιμοποίησης και μεταφοράς μηγυναικολογικών<br />

κυτταρολογικών δειγμάτων τα οποία είτε συλλέγονται<br />

απευθείας στα διαλύματα συντήρησης (BD CytoRich Blue preservative ή<br />

BD CytoRich Red preservative) είτε αφού τα δείγματα φτάσουν στο<br />

εργαστήριο (χωρίς μονιμοποίηση) μονιμοποιούνται σε ίσες ποσότητες<br />

κυτταρολογικού υλικού-διαλύματος συντήρησης (BD CytoRich Red<br />

20


preservative). Η διαφορά μεταξύ των δύο διαλυμάτων συναντάται στο ότι το<br />

BD CytoRich Red preservative έχει αιμολυτικές ιδιότητες και διαλυτοποιεί<br />

τις πρωτεΐνες (1mL διαλύματος CytoRich Red preservative μπορεί να λύσει<br />

και να σταθεροποιήσει 25-50μL ολικού αίματος), ενώ το BD CytoRich Blue<br />

preservative έχει σχεδιαστεί να διατηρεί τα ερυθρά αιμοσφαίρια τα οποία<br />

έχουν διαγνωστική αξία για ορισμένα μη-γυναικολογικά κυτταρολογικά<br />

δείγματα για αυτό και η προσθήκη του κυτταρολογικού υλικού στο διάλυμα<br />

αυτό πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν μετά την συλλογή του 21 . Το BD<br />

CytoRich Red preservative αποθηκεύεται σε θερμοκρασίες 15-30 ο C για<br />

δύο χρόνια, σύμφωνα με τους κατασκευαστές του, σε περίπτωση που<br />

περιλαμβάνει κυτταρολογικό υλικό τότε μπορεί αν αποθηκευτεί μέχρι 30<br />

ημέρες. Έχει αποδειχτεί όμως ότι η μορφολογική σταθερότητα των δειγμάτων<br />

μπορεί να διαφυλαχτεί έως και για 6 μήνες σε θερμοκρασία δωματίου 22 .<br />

Επίσης και το BD CytoRich Blue preservative αποθηκεύεται στους 15-<br />

30 ο C, ενώ αν περιέχει κυτταρολογικό υλικό το δείγμα είναι σταθερό για<br />

δεκατέσσερις ημέρες σε θερμοκρασία δωματίου.<br />

2.2.2 Συλλογή και προετοιμασία δειγμάτων<br />

Τα παρακάτω βήματα 17 αφορούν δείγματα που πρόκειται να<br />

επεξεργαστούν με την μέθοδο ThinPrep * .<br />

1. Συλλογή: Γενικά τα δείγματα φτάνουν στο εργαστήριο είτε νωπά, είτε<br />

μέσα σε διάλυμα CytoLyt.<br />

Δείγματα από αναρρόφηση μέσω λεπτής βελόνης (Fine Needle<br />

Aspiration, FNA)<br />

Η βέλτιστη τεχνική συλλογής δειγμάτων που έχουν ληφθεί με FNA<br />

είναι η τοποθέτηση του δείγματος σε ένα σωληνάριο φυγοκέντρησης που<br />

περιέχει 30mL διαλύματος CytoLyt.<br />

Βλεννώδη δείγματα<br />

Τα βλεννώδη δείγματα, όπως πτύελα ή δείγματα που έχουν ληφθεί<br />

με βουρτσάκι, συλλέγονται αμέσως σε διάλυμα CytoLyt, εάν αυτό δεν είναι<br />

δυνατό τότε τα δείγματα συλλέγονται νωπά και το CytoLyt προστίθεται το<br />

* Δείγματα ΕΝΥ ή άλλου τύπου που προέρχονται από άτομα με Μεταδοτικές Σπογγώδεις<br />

Εγκεφαλοπάθειες, όπως η νόσος Creutzfeldt-Jakob, για τα οποία υπάρχει υποψία ότι<br />

περιέχουν μολυσματικούς παράγοντες prions ΔΕΝ επεξεργάζονται με το ThinPrep 2000. Ο<br />

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, WHO) έχει καθορίσει ότι<br />

«επιφάνειες εργαστηριακών οργάνων που έχουν επιμολυνθεί με prions ΔΕΝ μπορούν να<br />

απολυμανθούν αποτελεσματικά χρησιμοποιώντας τις πρότυπες μεθόδους απολύμανσης.»<br />

Για αυτόν τον λόγο τα όργανα που έχουν επιμολυνθεί με prions δεν πρέπει να<br />

ξαναχρησιμοποιηθούν από τα εργαστήρια.<br />

21


συντομότερο δυνατό. Όσο πιο σύντομα προστεθεί το CytoLyt τόσο καλύτερα<br />

διατηρείται η κυτταρολογική μορφολογία και αρχίζει η διαδικασία<br />

βλεννόλυσης. Σε περίπτωση που τα βλεννώδη δείγματα είναι 20mL και άνω<br />

τότε πριν την προσθήκη του CytoLyt προηγείται φυγοκέντρηση.<br />

Δείγματα υγρής μορφής<br />

Ο καλύτερος τρόπος συλλογής δειγμάτων υγρής μορφής (δείγματα<br />

από ουροποιητικό σύστημα, υγρά κοιλοτήτων σώματος, αρθρικό υγρό και<br />

υγρά κύστεων) είναι η συγκέντρωσή τους σε ειδικά δοχείο χωρίς την<br />

προσθήκη του CytoLyt. Ο τρόπος αυτός είναι ο προτιμότερος διότι το<br />

διάλυμα CytoLyt προκαλεί, σε κάποιο βαθμό, κατακρήμνιση πρωτεϊνών σε<br />

υγρά που έχουν υψηλά επίπεδα πρωτεΐνης. Εάν η προσθήκη του CytoLyt<br />

είναι απαραίτητη ώστε το δείγμα να μονιμοποιηθεί για την μεταφορά του στο<br />

εργαστήριο τότε η συλλογή μπορεί να γίνει απευθείας στο διάλυμα CytoLyt.<br />

Δείγματα επιφανειών σώματος<br />

Τα δείγματα επιφανειών σώματος που λαμβάνονται με βουρτσάκι ή<br />

με απόξεσμα είναι τα μόνα μη-γυναικολογικά δείγματα που συλλέγονται<br />

απευθείας στο διάλυμα PreservCyt.<br />

2. Φυγοκέντρηση<br />

Ο σκοπός εδώ είναι να ξεχωρίσει το κυτταρικό υλικό από το<br />

υπερκείμενο με αποτέλεσμα να προκύψει μια πιο συμπυκνωμένη μορφή των<br />

κυττάρων. Η φυγοκέντρηση μπορεί να γίνει είτε με νωπά δείγματα είτε μετά<br />

την προσθήκη του CytoLyt και ρυθμίζεται στα 600 g για 10 min.<br />

3. Απόρριψη του υπερκείμενου και Vortex:<br />

Το υπερκείμενο απορρίπτεται ώστε να παραμείνει μόνο το ίζημα<br />

κυττάρων που έχουν διαγνωστική αξία. Αν δεν απορριφθεί όλο το<br />

υπερκείμενο αυτό έχει ως συνέπεια την δημιουργία ενός αραιού δείγματος<br />

που συνεπάγει την παρασκευή ενός μη ικανοποιητικού επιχρίσματος. Το<br />

επόμενο βήμα είναι η ανάδευση του ιζήματος στο Vortex για 3 sec, που έχει<br />

σκοπό την τυχαιοποίηση των κυττάρων πριν την μεταφορά στο PreservCyt.<br />

4. Αξιολόγηση του κυτταρικού ιζήματος<br />

Αν τα κυτταρικό ίζημα έχει χρώμα λευκό, απαλό ροζ, ανοιχτό καφέ ή<br />

είναι διαφανές τότε προστίθεται στο φιαλίδιο με το διάλυμα PreserveCyt.<br />

Αν το κυτταρικό ίζημα είναι κόκκινο ή καφέ υποδεικνύοντας την<br />

παρουσία αίματος τότε γίνεται έκπλυση με διάλυμα CytoLyt ώστε να γίνει<br />

η απαραίτητη αιμόλυση προσθέτοντας 30mL διαλύματος CytoLyt, στην<br />

συνέχεια γίνεται φυγοκέντρηση για να μαζευτεί όλο το κυτταρικό υλικό, το<br />

υπερκείμενο απορρίπτεται και το δείγμα αναδεύεται στο Vortex ώστε να<br />

κατασταθεί ομογενές. Στην συνέχεια το δείγμα μεταφέρεται στο διάλυμα<br />

PreservCyt.<br />

Εάν το δείγμα είναι βλεννώδες τότε γίνεται έκπλυση με 30 mL<br />

διαλύματος CytoLyt όπως παραπάνω όμως πριν την φυγοκέντρηση το<br />

δείγμα αναδεύεται στο Vortex για 5min ώστε να λυθεί η βλέννη. Ακολουθεί η<br />

22


φυγοκέντρηση και αφού απορριφθεί το υπερκείμενο το ίζημα αναδεύεται στο<br />

Vortexκαι μεταφέρεται στο PreservCyt.<br />

Αφού το δείγμα παραμείνει για 15 min στο διάλυμα PreservCyt, για<br />

να απελευθερωθεί από τους λοιμογόνους παράγοντες εξαιτίας της<br />

αντιμικροβιακής δράσης του PreservCyt 17 , στην συνέχεια επεξεργάζεται στο<br />

ThinPrep 2000 Processor, επιλέγοντας το κατάλληλο κάθε φορά πρόγραμμα<br />

για την παρασκευή επιχρισμάτων μη γυναικολογικής κυτταρολογίας 17 .<br />

Στην μέθοδο SurePath, όπως και στο σύστημα ThinPrep, τα<br />

δείγματα φτάνουν στο εργαστήριο είτε νωπά είτε έχουν συλλεχθεί κατευθείαν<br />

στα διαλύματα μονιμοποίησης. Για τα δείγματα που επεξεργάζονται με την<br />

μέθοδο SurePath χρησιμοποιούνται τα διαλύματα BD CytoRich Red<br />

preservative και BD CytoRich Blue preservative * .<br />

Τα βήματα που ακολουθούνται είναι 21 :<br />

1. Συλλογή:<br />

Εκπλύσεις<br />

Τα δείγματα φτάνουν στο εργαστήριο νωπά ή μονιμοποιημένα στο<br />

διάλυμα BD CytoRich Red preservative.<br />

Δείγματα επιφανειών σώματος<br />

Τα οποία λαμβάνονται με ειδικό βουρτσάκι και, αν είναι απαραίτητο,<br />

πρώτα παρασκευάζονται άμεσα παρασκευάσματα και στην συνέχεια το<br />

βουρτσάκι τοποθετείται μέσα σε 10 mL διαλύματος BD CytoRich Red<br />

preservative και αποστέλλεται στο εργαστήριο.<br />

Υγρά κοιλοτήτων σώματος<br />

Σε περίπτωση που ο όγκος του διαλύματος ξεπερνά τα 100 mL τα<br />

δείγματα μεταφέρονται νωπά στο εργαστήριο ή αν είναι απαραίτητο<br />

ψύχονται. Σε περίπτωση που ο όγκος του διαλύματος δεν ξεπερνά τα 100mL<br />

τότε τα δείγματα είτε μεταφέρονται νωπά στο εργαστήριο είτε συλλέγονται<br />

κατευθείαν σε διάλυμα BD CytoRich Red preservative.<br />

Πτύελα<br />

Αν τα δείγματα λαμβάνονται νωπά τότε μονιμοποιούνται σε ίσα μέρη<br />

διαλύματος BD CytoRich Blue preservative/δείγματος ή διαφορετικά<br />

συλλέγονται κατευθείαν σε 30 mL BD CytoRich Blue preservative.<br />

Ούρα-Εκπλύσεις ουροδόχου κύστεως<br />

Αν το δείγμα λαμβάνεται νωπό τότε μονιμοποιείται σε ίσα μέρη<br />

διαλύματος BD CytoRich Blue preservative/δείγματος ή διαφορετικά το<br />

δείγμα συλλέγεται κατευθείαν σε 30 mL BD CytoRich Blue preservative.<br />

* Το BD CytoRich Blue preservative χρησιμοποιείται για την συλλογή δειγμάτων πτυέλων,<br />

ούρων και εκπλύσεις ουροδόχου κύστεως καθώς έχει την ιδιότητα να διατηρεί τα ερυθρά<br />

αιμοσφαίρια, η παρουσία των οποίων έχει διαγνωστική αξία για αυτά τα δείγματα.<br />

23


Δείγματα από αναρρόφηση μέσω λεπτής βελόνης<br />

Αν είναι απαραίτητο πρώτα παρασκευάζονται άμεσα<br />

παρασκευάσματα και στην συνέχεια η βελόνη τοποθετείται σε 10 mL<br />

διαλύματος BD CytoRich Red preservative ή διαφορετικά όλο το<br />

περιεχόμενο της βελόνης εμβαπτίζεται σε 10 mL διαλύματος BD CytoRich<br />

Red preservative.<br />

2. Συγκέντρωση κυτταρικού υλικού<br />

Το δείγμα αναδεύεται στο Vortex για να ομογενοποιηθεί και στην<br />

συνέχεια ελέγχεται για την παρουσία πηγμάτων, σωματιδίων και βλέννης. Σε<br />

αυτή την περίπτωση το δείγμα φιλτράρεται χρησιμοποιώντας π.χ. μια γάζα<br />

για την απομάκρυνση πηγμάτων και σωματιδίων.<br />

Ύστερα ακολουθεί η φυγοκέντρηση του δείγματος μεταφέροντας μια<br />

ποσότητα 50 mL σε ένα σωληνάριο φυγοκέντρησης, η φυγόκεντρος<br />

ρυθμίζεται στα 600g για 10 min και στην συνέχεια το υπερκείμενο<br />

απορρίπτεται.<br />

3. Μονιμοποίηση<br />

Το στάδιο αυτό δεν εφαρμόζεται σε δείγματα που έχουν συλλεχθεί<br />

κατευθείαν σε διάλυμα BD CytoRich Red ή Blue preservative.<br />

Ανάλογα με την προέλευση του δείγματος προστίθεται σε αυτό 5-10<br />

mL διαλύματος BD CytoRich Red ή Blue preservative, αναδεύεται στο<br />

Vortex για 15 ± 5 sec και το δείγμα αφήνεται να ηρεμήσει για περίπου 30<br />

min. Ακολουθεί φυγοκέντρηση στα 600 g για 10 min, το υπερκείμενο<br />

απορρίπτεται και το ίζημα αναδεύεται στο Vortex για να ομογενοποιηθεί.<br />

4. Έκπλυση<br />

- Αν η ποσότητα του ιζήματος είναι μικρή έως αόρατη τότε<br />

προστίθενται 6 mL DI H2O (απιονισμένο νερό) στα σωληνάρια<br />

φυγοκέντρησης που περιέχουν 50 mL δείγματος (βλ. σελ. ), στην συνέχεια<br />

το μείγμα αναδεύεται στο Vortex για 15 ± 5 sec και μεταφέρεται σε<br />

σωληνάρια των 12 mL.<br />

- Αν η ποσότητα του ιζήματος είναι μέτρια προς μεγάλη τότε<br />

μεταφέρονται 1-5 σταγόνες δείγματος σε σωληνάρια των 12 mL και<br />

προστίθενται σε αυτό 10 mL DI H2O.<br />

- Στην συνέχεια ακολουθεί φυγοκέντρηση στα 600 g για 5 min και<br />

αφού απορριφθεί το υπερκείμενο το δείγμα αναδεύεται στο Vortex για 15 ± 5<br />

sec για να ομογενοποιηθεί. Το δείγμα στην συνέχεια είναι έτοιμο να<br />

επεξεργαστεί στο BD PrepStain Slide Processor για την παρασκευή μη<br />

γυναικολογικών επιχρισμάτων.<br />

24


2.3 Αξιολόγηση επιχρισμάτων κυτταρολογίας υγρής φάσης<br />

στο μικροσκόπιο<br />

Βάση πολυάριθμων ερευνών έχουν σημειωθεί ορισμένες αλλαγές από<br />

τον Γεώργιο Παπανικολάου έως σήμερα, όσον αφορά τα μορφολογικά κριτήρια<br />

των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων. Οι διαφορές οφείλονται κυρίως στο υγρό<br />

μέσο συντήρησης και μεταφοράς που χρησιμοποιείται στην κυτταρολογία υγρής<br />

φάσης (ΚΥΦ). Εδώ πέρα πρέπει να σημειωθεί ότι τα χαρακτηριστικά των<br />

κυττάρων δεν αλλάζουν κατά την επεξεργασία των δειγμάτων και έτσι η ερμηνεία<br />

τους γίνεται με βάση την κλασική μορφολογία. Οι μορφολογικές ομοιότητες της<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης με την συμβατική κυτταρολογία είναι πολλές και<br />

Εικόνα 2.13 Οι γκρίζες περιοχές αναπαριστούν τις περιοχές επικάλυψης<br />

οπτικών πεδίων κατά την μικροσκόπηση παρασκευασμάτων ΚΥΦ. Οι<br />

περιοχές αυτές αποτελούν το 50% του οπτικού πεδίου.<br />

Εικόνα 2.14 Ανάμεσα στα τόσα<br />

φυσιολογικά κύτταρα βρίσκονται 2<br />

κύτταρα μολυσμένα με HPV.<br />

υπερβαίνουν κατά πολύ τις διαφορές<br />

τους. Παρακάτω επεξηγείται ο τρόπος<br />

που γίνεται η μικροσκόπηση των<br />

δειγμάτων σε επιχρίσματα<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης και επίσης<br />

παρουσιάζονται κάποια χαρακτηριστικά<br />

αυτών των επιχρισμάτων.<br />

Όπως και στα συμβατικά<br />

παρασκευάσματα, η εξέταση των<br />

παρασκευασμάτων υγρής φάσης γίνεται<br />

αργά και ακολουθώντας συγκεκριμένη<br />

διαδρομή. Επειδή όμως το πεδίο<br />

ελέγχου έχει στρογγυλό σχήμα η<br />

μικροσκόπηση γίνεται επικαλύπτοντας<br />

τα οπτικά πεδία (εικόνα 2.13), πράγμα<br />

που δεν συμβαίνει κατά την<br />

μικροσκόπηση συμβατικών<br />

παρασκευασμάτων. Πριν την<br />

25


καθιερωμένη αξιολόγηση του επιχρίσματος, που γίνεται με αντικειμενικό φακό<br />

10Χ, συνήθως είναι πολύ αποτελεσματικό να γίνεται ένας γρήγορος έλεγχος<br />

χρησιμοποιώντας αντικειμενικό φακό 4Χ, ώστε να αξιολογηθεί, εν συντομία, η<br />

κυτταροβρίθεια (κύτταρα φυσιολογικά και μη), η παρουσία ενδοτραχηλικών<br />

κυττάρων και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του παρασκευάσματος. Στην<br />

κυτταρολογία υγρής φάσης η ποσοτική αξιολόγηση των μη φυσιολογικών<br />

κυττάρων δεν είναι τόσο σημαντική όσο είναι καθοριστική η παρουσία ή η<br />

απουσία τους. Οι έμπειροι<br />

κυτταροτεχνολόγοι και<br />

παθολόγοι μπορούν πολύ<br />

εύκολα να αναγνωρίσουν του<br />

διάφορους τύπους κυττάρων και<br />

στα επιχρίσματα κυτταρολογίας<br />

υγρής φάσης.<br />

Η εξέταση<br />

παρασκευασμάτων<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης<br />

είναι μια μέθοδος που απαιτεί<br />

μεγάλη και συνεχή<br />

συγκέντρωση του τεχνολόγου<br />

σε σχέση με την εξέταση<br />

συμβατικών παρασκευασμάτων<br />

επειδή τα άτυπα κύτταρα, που<br />

είναι καθοριστικής σημασίας,<br />

μπορεί να «κρυφτούν» ανάμεσα<br />

στα φυσιολογικά κύτταρα<br />

(εικόνα 2.14) λόγω της<br />

διασποράς των κυττάρων μέσα<br />

στο υγρό συντήρησης, έτσι<br />

μπορεί ένα μη φυσιολογικό<br />

κύτταρο να βρεθεί οπουδήποτε<br />

στην εξεταζόμενη επιφάνεια του<br />

επιχρίσματος. Επιπλέον, για να<br />

είναι δυνατή η αξιολόγηση<br />

μεμονωμένων κυττάρων που<br />

δεν μπορεί να γίνει κατά την<br />

μικροσκόπηση με αντικειμενικό<br />

Εικόνα 2.15 Α) χαρακτηριστική εικόνα συμβατικού<br />

παρασκευάσματος όπου η άνιση κατανομή του<br />

κυτταρικού υλικού είναι εμφανέστατη<br />

Β) παρασκεύασμα ΚΥΦ, τα κύτταρα είναι<br />

ομοιόμορφα κατανεμημένα.<br />

φακό x10, είναι αναγκαία η χρήση φακού μεγαλύτερης μεγέθυνσης (x40, x60).<br />

Αυτό γίνεται καθ’ όλη την διάρκεια μικροσκόπησης παρασκευασμάτων ΚΥΦ.<br />

Γενικά η διαδικασία εξέτασης παρασκευάσματος κυτταρολογίας υγρής φάσης<br />

απαιτεί μια μεγαλύτερη συγκέντρωση του τεχνολόγου.<br />

Τα χαρακτηριστικά των παρασκευασμάτων ΚΥΦ, που τα καθιστούν<br />

μοναδικά, είναι: η κυτταρική ομοιογένεια των παρασκευασμάτων, το υγρό<br />

μέσο μονιμοποίησης, το μέγεθος των κυττάρων, η εικόνα του<br />

επιχρίσματος και το υπόστρωμα.<br />

Κυτταρική ομοιογένεια: Επειδή το κυτταρικό υλικό συγκεντρώνεται σε<br />

υγρό μέσο συντήρησης και στην συνέχεια φιλτράρεται (ΤhinPrep) ή<br />

φυγοκεντρείται (SurePath) για να διαχωριστούν τα κύτταρα από το υπόλοιπο<br />

26


υλικό, η παρουσίαση των δειγμάτων στα παρασκευάσματα υγρής φάσης<br />

διαφέρει από τα συμβατικά. Στα συμβατικά επιχρίσματα παρουσιάζονται παχιές<br />

και λεπτές περιοχές, ξήρανση και πολλές φορές παραμόρφωση των κυττάρων<br />

(εικόνα 2.15 Α). Αντιθέτως στα επιχρίσματα ΚΥΦ το κυτταρικό υλικό είναι<br />

συγκεντρωμένο και ομοιόμορφα κατανεμημένο εντός μιας κυκλικής περιοχής. Η<br />

επικάλυψη κυττάρων παρατηρείται και στα επιχρίσματα ΚΥΦ αλλά σε πολύ<br />

μικρότερο βαθμό.<br />

Υγρό μέσο μονιμοποίησης: Το υγρό μέσο συγκέντρωσης και<br />

μονιμοποίησης κυττάρων είναι αυτό που καθιστά την ΚΥΦ μια μοναδική τεχνική.<br />

Η μορφολογία των κυττάρων στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα είναι παρόμοια<br />

και στα μη-γυναικολογικά δείγματα, όπου τα κύτταρα έχουν την τάση να<br />

στρογγυλοποιούνται μέσα στο υγρό, παρόλα αυτά οι διάφοροι τύποι κυττάρων<br />

μπορούν να διακριθούν πολύ εύκολα στα επιχρίσματα κυτταρολογίας υγρής<br />

φάσης. Τα ενδοτραχηλικά κύτταρα μπορεί να εμφανίζονται τρισδιάστατα και να<br />

συγχέονται με κύτταρα του ενδομητρίου. Επίσης πολλές φορές κατά την εξέταση<br />

του επιχρίσματος σε μεγάλη μεγέθυνση παρατηρούνται περιφερειακά των<br />

κυτταρικών συστάδων ενδοτραχηλικά κύτταρα με πασσαλοειδής διάταξη.<br />

Εικόνα 2.16 a)υποχρωμία μη φυσιολογικών κυττάρων σε ThinPrep παρασκεύασμα.<br />

Ένα φαινόμενο που αποτελεί αιτία ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων, σε αυτή την<br />

περίπτωση η διάγνωση στηρίζεται στις ακανόνιστες ομάδες κυττάρων και στην<br />

μορφολογία της πυρηνικής μεμβράνης. b,c)υπερχρωματικοί πυρήνες σε<br />

παρασκευάσματα b)ThinPrep και c) SurePath.<br />

Το υγρό διάλυμα συντήρησης και μονιμοποίησης περιέχει αλκοόλη η<br />

οποία συντηρεί την μορφολογία του πυρήνα και όλου του κυττάρου. Ως<br />

αποτέλεσμα αυτής της ενισχυμένης συντήρησης των λεπτομερειών του<br />

κυττάρου είναι ο γρήγορος και εύκολος προσδιορισμός της προέλευσης του<br />

κυττάρου και του βαθμού ωρίμανσής του. Η καλή συντήρηση της μορφολογίας<br />

του πυρήνα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες της υγρής<br />

μονιμοποίησης. Η εικόνα του πυρήνα μπορεί να παρερμηνευτεί από τους<br />

τεχνολόγους και τους παθολόγους καθώς είναι κάπως διαφορετική σε σχέση με<br />

27


τα συμβατικά παρασκευάσματα. Ο πυρήνας στα επιχρίσματα ΚΥΦ παίρνει μια<br />

φυσαλιδώδη, λεπτή εμφάνιση 23 . Η υπερχρωμία που συναντάται στα συμβατικά<br />

παρασκευάσματα σχετίζεται με πλακώδεις αλλοιώσεις, στην ΚΥΦ όμως μπορεί<br />

να μην είναι τόσο έντονη, για αυτό και δεν πρέπει να ληφθεί ως αξιόπιστος<br />

δείκτης για την παρουσία αλλοιώσεων του πλακώδους επιθηλίου κατά την<br />

εξέταση των επιχρισμάτων (εικόνα 2.16).<br />

Εάν παρουσιάζεται υπερχρωμία του πυρήνα τότε λαμβάνεται υπόψη και<br />

το επίχρισμα εξετάζεται περαιτέρω για την παρουσία αλλοιώσεων, σε<br />

περίπτωση όμως που δεν παρουσιάζεται αυτό δεν σημαίνει ότι ο πυρήνας δεν<br />

εμφανίζει αλλοιώσεις. Όταν σε ένα δείγμα δεν παρουσιάζεται υπερχρωμία του<br />

πυρήνα τότε ο εξεταστής θα πρέπει να στηριχτεί σε άλλα χαρακτηριστικά, όπως<br />

διακυμάνσεις στο μέγεθος και το σχήμα του πυρήνα, για την ερμηνεία υψηλού<br />

βαθμού αλλοιώσεων, λεπτομέρειες που παραβλέπονται ή δεν αξιολογούνται<br />

κατά την εξέταση συμβατικών επιχρισμάτων 24 .<br />

Μέγεθος κυττάρου: Λόγω του υγρού μέσου μονιμοποίησης τα κύτταρα<br />

εμφανίζονται ελαφρώς μικρότερα από ότι στα συμβατικά παρασκευάσματα και<br />

συνήθως μεμονωμένα, ειδικά τα ενδοτραχηλικά και τα ανώριμα μεταπλαστικά<br />

κύτταρα. Αυτή η στρογγυλοποίηση των κυττάρων μεταβάλλει την αναλογία<br />

«πυρήνα προς κυτταρόπλασμα» υπέρ του πυρήνα. Η καλή μονιμοποίηση των<br />

ενδιάμεσων κυττάρων είναι πολύ χρήσιμη διότι βάση αυτών μπορεί να<br />

υπολογιστεί το μέγεθος του κυττάρου και του πυρήνα. Τα ενδιάμεσα κύτταρα<br />

αποτελούν την βάση για την ερμηνεία και αξιολόγηση των μικρών, ανώριμων,<br />

μεταπλαστικών κυττάρων. Η εξέταση αυτών των κυττάρων γίνεται σε μεγάλη<br />

μεγέθυνση ώστε να αξιολογηθεί προσεκτικά ο πυρήνας για εμφάνιση ατυπίας<br />

ειδικά σε περιπτώσεις έλλειψης υπερχρωμίας του πυρήνα. Πολλές φορές<br />

συναντούνται τρισδιάστατες δομές των κυττάρων, ένα φαινόμενο που είναι πολύ<br />

πιο έντονο στην ΚΥΦ από ότι στα συμβατικά παρασκευάσματα, και το οποίο<br />

απαιτεί από του τεχνολόγους να επανεστιάζουν συνεχώς (εικόνα 2.17) κατά την<br />

μικροσκόπηση. Για αυτόν τον λόγο πολύ ερευνητές πιστεύουν ότι ο όρος που<br />

χρησιμοποιείται: «κυτταρολογία μονοεπίπεδης στοιβάδας» πρέπει να<br />

αντικατασταθεί με τον όρο «κυτταρολογία λεπτής επίστρωσης» ή αλλιώς, όπως<br />

το ξέρουμε, Κυτταρολογία Υγρής Φάσης. Τέλος, δεδομένου ότι το αίμα έχει<br />

υποστεί λύση στα δείγματα ΚΥΦ, υπάρχουν μόνο ερυθρά αιμοσφαίρια<br />

«φαντάσματα» (ghost red cells) στα εμμηνορροϊκά δείγματα.<br />

Εικόνα 2.17 Τρισδιάστατη δομή μη φυσιολογικών κυττάρων σε παρασκεύασμα<br />

ThinPrep. Ίδια εικόνα με τρεις διαφορετικές εστιάσεις. Η συνεχής επανεστίαση είναι<br />

απαραίτητη για να αξιολογηθούν όλα τα κύτταρα όταν σχηματίζουν τέτοιες ομάδες.<br />

28


Εικόνα του επιχρίσματος και υπόστρωμα: Γενικά η εικόνα του<br />

επιχρίσματος ΚΥΦ διαφέρει από το συμβατικό. Το κυτταρικό υλικό είναι ενιαία<br />

και ομοιόμορφα κατανεμημένο, όμως οι σχέσεις μεταξύ των κυττάρων χάνονται<br />

και τα κύτταρα είναι τυχαία διασκορπισμένα (διασπορά). Όσον αφορά το<br />

υπόστρωμα, σε σχέση με τα συμβατικά επιχρίσματα, τα επιχρίσματα ΚΥΦ<br />

χαρακτηρίζονται γενικά από ένα καθαρό υπόστρωμα θέτοντας την διάγνωση<br />

πολύ πιο γρήγορη και εύκολη. Η συνεχής εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική<br />

ώστε οι κυτταρολόγοι να μάθουν και να συνηθίσουν την μορφολογική εικόνα των<br />

επιχρισμάτων κυτταρολογίας υγρής φάσης.<br />

Τα φλεγμονώδη στοιχεία είναι και αυτά ομοιόμορφα κατανεμημένα στα<br />

ΚΥΦ παρασκευάσματα και πολλές φορές βρίσκονται προσκολλημένα στα<br />

επιθηλιακά κύτταρα ενώ το υπόστρωμα εμφανίζεται «ατημέλητο» και<br />

«βρώμικο». Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένδειξη παρουσίας λοιμογόνου<br />

παράγοντα, κυτταρόλυσης ή/και κακοήθους νόσου.<br />

Παρακάτω παρουσιάζεται η μορφολογική εικόνα, διαφόρων τύπων,<br />

φυσιολογικών κυττάρων και κυττάρων που έχουν υποστεί αλλοίωση εξαιτίας<br />

κάποιων νοσημάτων.<br />

Εικόνα 2.18 Μορφολογία κυττάρων στα παρασκευάσματα ThinPrep. A) Δείγμα από υγρά περιτόναιου:<br />

θηλωματώδες ορώδες καρκίνωμα του ενδομητρίου (20x). Β) Βρογχικό απόξεσμα: αδιαφοροποίητο<br />

μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα 60x. C) FNA θυρεοειδή. Θηλωματώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς: το<br />

σημαντικότερο κριτήριο για μια καθοριστική διάγνωση θηλωματώδους καρκινώματος είναι η<br />

κυτταροβρίθεια παρουσία φύλλων κυττάρων σε συνοχή μεταξύ τους και συστάδες θυλακιωδών<br />

κυττάρων σε χαμηλή μεγέθυνση 10x όπως παρουσιάζεται εδώ. D) FNA μαστού. Κύστη μαστού: τα<br />

καλοήθη πορογενή κύτταρα κυστικού υγρού μπορεί να παρουσιάσουν εκφυλιστική κενοτοποίηση του<br />

κυτταροπλάσματος όπως φαίνεται εδώ (60x). Ε) FNA ήπατος. Κίρρωση: καλοήθη χαλαρή συστάδα<br />

ηπατοκυττάρων με διπυρήνωση και μικρή αναλογία πυρήνα προς κυτταρόπλασμα. (40x). F) FNA<br />

παγκρέατος. Καλοήθη πορογενή κύτταρα: τα κύτταρα εδώ εμφανίζονται ενωμένα σε κυψελοειδή<br />

διάταξη με στρογγυλούς πυρήνες και καλά καθορισμένα όρια μεταξύ τους.<br />

29


2.4 Αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου<br />

2.4.1 Ιστορική Αναδρομή<br />

Το πρώτο αυτοματοποιημένο σύστημα προληπτικού ελέγχου στην<br />

τραχηλική κυτταρολογία έκανε την εμφάνισή του την δεκαετία του ’50.<br />

Επρόκειτο για έναν στατικό ανιχνευτή κυττάρων (cell scanner) που<br />

ονομαζόταν Cytoanalyzer το οποίο αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες<br />

από την Airborne Instruments Inc. Το σύστημα όμως απέτυχε να βρει μια<br />

θέση στην κλινική πρακτική, λόγω έλλειψης ικανοποιητικής υπολογιστικής<br />

δυνατότητας να αναλύσει τις σύνθετες εικόνες των επιχρισμάτων, αν και<br />

χρειάστηκαν παραπάνω από 5.000.000$ (πολλά χρήματα για την τότε<br />

εποχή) για την ανάπτυξή του. Παρόλο τις αποτυχίες, οι προσπάθειες<br />

συνεχίστηκαν τις δεκαετίες του ’70 και ’80, ειδικά στην Ευρώπη και Ιαπωνία<br />

με την ανάπτυξη διαφόρων υπολογιστών ανίχνευσης κυττάρων όπως το<br />

Quantimet, το BIOPEPR, το CERVIFIP, το CYBEST, το DIASCANNER, το<br />

FAZYTAN και το LEYTAS 1 . Μερικά από αυτά τα όργανα βρίσκονται στα<br />

μουσεία, άλλα αποτέλεσαν πρότυπο για την κατασκευή συστημάτων που<br />

χρησιμοποιούνται σήμερα.<br />

Οι πρώτες αυτές αυτοματοποιημένες συσκευές στηριχτήκαν εξ<br />

ολοκλήρου στην ανάλυση εικόνας, εξετάζοντας ένα-ένα τα κύτταρα στο<br />

επίχρισμα χρησιμοποιώντας έναν αλγοριθμικό λογισμικό πρόγραμμα<br />

υπολογιστών. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας των υπολογιστών εισήχθη η<br />

τεχνητή νοημοσύνη στα συστήματα επεξεργασίας εικόνας που αποτελείται<br />

από νευρωνικά δίκτυα μέσω των οποίων είναι δυνατή η αναγνώριση των<br />

σχημάτων στις φυσικές εικόνες.<br />

Τα τρέχοντα εμπορικά αυτοματοποιημένα συστήματα<br />

χρησιμοποιούν και τα δύο προγράμματα, δηλαδή και τα αλγοριθμικά<br />

προγράμματα και τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης για την ανάλυση<br />

των επιχρισμάτων.<br />

Τον Μάιο του 1998 ο FDA ενέκρινε το σύστημα AutoPap (Neopath<br />

Inc. Redmond Washington USA) για την χρήση του στην πρωτοβάθμια<br />

εξέταση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων, στα πλαίσια του προληπτικού<br />

ελέγχου του τραχήλου της μήτρας. Το AutoPap έλεγχε ένα-ένα τα<br />

κολποτραχηλικά επιχρίσματα και στην συνέχεια τα ταξινομούσε σύμφωνα με<br />

τον βαθμό της ατυπίας τους. Το σύστημα απέκλειε αυτόματα το 25% των<br />

επιχρισμάτων με το χαμηλότερο κίνδυνο από εκείνα που έχριζαν<br />

μικροσκοπική επανεξέταση, μειώνοντας έτσι τον φόρτο εργασίας του<br />

κυτταροτεχνολόγου κατά 25%.<br />

Ένα άλλο σύστημα, το Papnet (Neuromedical System Inc.<br />

Amsterdam BV) αναπτύχθηκε, σχεδόν την ίδια περίοδο, ως μέθοδος για την<br />

πρωτοβάθμια εξέταση των συμβατικών τεστ Παπανικολάου. Το Papnet<br />

ανέλυε τις εικόνες των επιχρισμάτων και επέλεγε εκείνες που παρουσίαζαν<br />

30


ενδιαφέρον. Οι εικόνες αυτές αποθηκευόντουσαν και εξεταζόντουσαν στην<br />

συνέχεια σε οθόνη υπολογιστή από έναν κυτταροτεχνολόγο, ο οποίος,<br />

εξετάζοντας αυτές τις εικόνες αποφάσιζε αν ένα επίχρισμα ήταν αρνητικό ή<br />

έπρεπε να επανεξεταστεί στο μικροσκόπιο.<br />

Και τα δύο συστήματα μελετήθηκαν εκτενώς και οι διάφορες δοκιμές<br />

έδειξαν ότι η ευαισθησία αυτών των αυτοματοποιημένων συστημάτων ήταν<br />

τουλάχιστον ίδια με την μικροσκοπική εξέταση 25-28 . Τα συστήματα όμως δεν<br />

ήταν εμπορικά βιώσιμα καθώς δεν βρέθηκε να συμφέρουν οικονομικά τα<br />

περισσότερα εργαστήρια.<br />

Οι δύο τεχνολογίες των Papnet και AutoPap δεν είναι πλέον<br />

διαθέσιμες, αγοράστηκαν από μια άλλη εταιρεία η οποία πλέον έχει βγάλει<br />

στην αγορά το FocalPoint Slide Profiler (BD TriPath Imaging, Burlington,<br />

NC) που εγκρίθηκε από τον FDA το 1998 για την ανάλυση συμβατικών<br />

παρασκευασμάτων και το 2001 για την ανάλυση SurePath επιχρισμάτων<br />

Παπανικολάου. Το 2003 το FDA ενέκρινε το ThinPrep Imaging System<br />

(Hologic Inc.) ως μέθοδο βοηθητικού ελέγχου στην πρωτοβάθμια εξέταση<br />

των επιχρισμάτων Παπανικολάου με την μέθοδο ThinPrep. Το τελευταίο<br />

σύστημα που έχει λάβει την έγκριση από το FDA είναι το BD<br />

FocalPoint ® GS Imaging System, το οποίο εγκρίθηκε τον Δεκέμβρη του<br />

2008 ως σύστημα βοηθητικού ελέγχου στην πρωτοβάθμια εξέταση<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.<br />

Κανένα από τα τρία συστήματα δεν έχει εγκριθεί για την ανάλυση<br />

επιχρισμάτων μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας 1 .<br />

2.4.2 FocalPoint Slide Profiler<br />

Το FocalPoint<br />

Slide Profiler (εικόνα 2.19)<br />

είναι μια αυτοματοποιημένη<br />

συσκευή η οποία ταξινομεί τα<br />

κολποτραχηλικά επιχρίσματα<br />

χωρίς την ανθρώπινη<br />

παρέμβαση. Το σύστημα<br />

χρησιμοποιεί αλγοριθμικό<br />

λογισμικό για να μετρήσει και<br />

να αναγνωρίσει τα<br />

χαρακτηριστικά του κυττάρου<br />

όπως το μέγεθος του<br />

πυρήνα,<br />

πυκνότητα,<br />

την<br />

την<br />

οπτική<br />

αναλογία<br />

Εικόνα 2.19 FocalPoint Slide Profiler.<br />

πυρήνα/κυτταροπλάσματος<br />

και το πυρηνικό περίγραμμα. Το σύστημα αφού σκανάρει τα επιχρίσματα, τα<br />

βαθμολογεί από το 0 έως το 1,0 ως προς την πιθανότητα παρουσίας<br />

31


σημαντικών επιθηλιακών αλλοιώσεων και τα ταξινομεί σε τρεις μεγάλες<br />

κατηγορίες. Το 25% * των επιτυχώς επεξεργασμένων επιχρισμάτων για τα<br />

οποία καθορίστηκε ότι έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να περιέχουν μη<br />

φυσιολογικά κύτταρα, δεν επανεξετάζονται και καταχωρούνται ως αρνητικά.<br />

Από το υπολειπόμενο 75% των επιχρισμάτων, για τα οποία απαιτείται<br />

μικροσκοπική εξέταση καθώς έχουν ταξινομηθεί από το σύστημα ως πιθανά<br />

να περιέχουν αλλοιώσεις, το σύστημα αναγνωρίζει 15% ως επιχρίσματα με<br />

την μεγαλύτερη πιθανότητα εύρεσης αλλοιώσεων και τα προωθεί για δεύτερη<br />

μικροσκοπική εξέταση (εικόνα 2.20). Το FocalPoint Slide Profiler έχει την<br />

ικανότητα να επεξεργαστεί συμβατικά και SurePath κολποτραχηλικά<br />

επιχρίσματα. Το σύστημα διαθέτει 8 δίσκους που το καθένα δέχεται 36<br />

επιχρίσματα και είναι ικανό να επεξεργαστεί 288 επιχρίσματα σε 24 ώρες.<br />

Το FocalPoint Slide Profiler δεν έχει εγκριθεί για την επεξεργασία<br />

επιχρισμάτων ασθενών που ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για<br />

καρκίνο του τραχήλου 1 , ο έλεγχος αυτών των επιχρισμάτων πρέπει να γίνει<br />

με δια χειρός μικροσκόπηση από το προσωπικό του εργαστηρίου.<br />

†<br />

Εικόνα 2.20 Ταξινόμηση των επιχρισμάτων ύστερα από την βαθμολόγησή τους με βάση<br />

την πιθανότητα παρουσίας αλλοίωσης (0=αρνητικό, 1=αλλοίωση). Α-επιχρίσματα που<br />

βαθμολογούνται κάτω από συγκεκριμένο όριο δεν υφίστανται μικροσκοπικό έλεγχο. Βεπιχρίσματα<br />

που βαθμολογούνται πάνω από συγκεκριμένο όριο ελέγχονται από τους<br />

κυτταροτεχνολόγους. C-επιχρίσματα που απαιτούν δεύτερη επανεξέταση από τους<br />

κυτταροτεχνολόγους (έχουν την μεγαλύτερη πιθανότητα εύρεσης αλλοιώσεων).<br />

* Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι αυτό το ποσοστό στην πραγματικότητα φτάνει το 17%.<br />

† http://www.bd.com/tripath/labs/focalpoint_model_pop.asp<br />

32


2.4.3 Διαδραστικά συστήματα ελέγχου<br />

Αυτό το πρότυπο σχέδιο ελέγχου βασίζεται στην «συνεργασία» του<br />

κυτταροτεχνολόγου με το σύστημα ελέγχου για την ερμηνεία των<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων. Τα κύρια διαδραστικά συστήματα ελέγχου<br />

σήμερα είναι το ThinPrep Imaging System ® (Cytyc, a Hologic Company) και<br />

το BD FocalPoint ® GS Imaging System (BD Diagnostics - TriPath). Το<br />

καθένα από αυτά περιέχει ένα σύστημα σάρωσης των επιχρισμάτων,<br />

χρησιμοποιεί ένα αλγοριθμικό σύστημα για να επεξεργαστεί τα δεδομένα των<br />

κυττάρων, και με την βοήθεια ενός αυτόματου μικροσκοπίου και<br />

χρησιμοποιώντας άξονες Χ-Υ αναγνωρίζει αυτόματα κάθε φορά πεδία<br />

κυττάρων πάνω στο επίχρισμα τα οποία έχουν κριθεί ως σημαντικά για<br />

Εικόνα 2.21 ThinPrep Imaging System®. Στην εικόνα φαίνεται ο ηλεκτρονικός<br />

τρόπος επισήμανσης αντικειμένων ενδιαφέροντος σε επίχρισμα ThinPrep.<br />

33


αξιολόγηση. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μέθοδο βοηθητικού ελέγχου στην<br />

πρωτοβάθμια εξέταση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων η οποία αφού<br />

αναγνωρίζει πεδία πάνω στα επιχρίσματα τα οποία «κρίνει» ότι είναι<br />

σημαντικά για επανεξέταση, τα μαρκάρει ώστε ο κυτταροτεχνολόγος να<br />

ανατρέξει σε αυτά εύκολα και γρήγορα κάθε φορά που απαιτείται.<br />

Τα διαδραστικά συστήματα ελέγχου έχουν μια θετική επίδραση στην<br />

καθημερινή πρακτική του εργαστηρίου καθώς βελτιώνεται ο τρόπος<br />

εργασίας 29-30 , μειώνεται η κόπωση, και αυξάνεται η απόδοση. Σε μερικές<br />

έρευνες έχει σημειωθεί περίπου 70% μείωση της εξεταζόμενης επιφάνειας<br />

ανά αρνητικό επίχρισμα 31-32 . Αυτό συνεπάγει μια γενική αύξηση της<br />

παραγωγικότητας του εργαστηρίου και επίσης δεν χάνεται πολύτιμος χρόνος<br />

ελέγχοντας φυσιολογικά επιχρίσματα αλλά αντιθέτως ο χρόνος αυτός<br />

αφιερώνεται στα επιχρίσματα μεγαλύτερης σημασίας και σε σημεία εκείνων<br />

που έχουν αναγνωριστεί ως δυνητικά μη φυσιολογικά.<br />

Το ThinPrep Imaging System αποτελείται από δύο κύρια<br />

εξαρτήματα τον επεξεργαστή εικόνας και το μικροσκόπιο εξέτασης των<br />

επιχρισμάτων. Το σύστημα μπορεί να επεξεργαστεί μόνο ThinPrep<br />

παρασκευάσματα τα οποία τοποθετούνται στις «κασέτες» του επεξεργαστή<br />

(1 κασέτα δέχεται 25 πλακίδια, κάθε επεξεργαστής δέχεται 10 κασέτες). Ο<br />

επεξεργαστής μπορεί να «διαβάσει» πάνω από 300 επιχρίσματα την ημέρα<br />

αναγνωρίζοντας σε κάθε επίχρισμα 22 οπτικά πεδία (ΟΠ) με βάση διάφορα<br />

χαρακτηριστικά. Κατά την πλοήγηση του επεξεργαστή στα 22 ΟΠ εάν δεν<br />

αναγνωριστούν μη φυσιολογικά στοιχεία τότε το επίχρισμα δεν<br />

επανεξετάζεται. Εάν όμως υπάρχουν μη φυσιολογικά στοιχεία σε ένα<br />

τουλάχιστον ΟΠ τότε το επίχρισμα επανεξετάζεται από τους τεχνολόγους<br />

μέσω του συστήματος μικροσκόπηση το οποίο συνδέεται ηλεκτρονικά με τον<br />

επεξεργαστή. Τα αντικείμενα ενδιαφέροντος εντοπίζονται και επισημάνονται<br />

ηλεκτρονικά από το σύστημα (εικόνα 2.21), είτε μπορεί να γίνει με φυσικό<br />

τρόπο από τους τεχνολόγους.<br />

Το BD FocalPoint GS * Imaging System έχει την ίδια λειτουργική<br />

φιλοσοφία με το ThinPrep Imaging System. Το σύστημα επεξεργάζεται μόνο<br />

κολποτραχηλικά επιχρίσματα SurePath τα οποία καθώς τα σκανάρει (έναένα)<br />

αναγνωρίζει 10 ΟΠ στο επίχρισμα που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να<br />

περιέχουν αλλοιώσεις. Στην συνέχεια τα πεδία αυτά ελέγχονται μικροσκοπικά<br />

από τους τεχνολόγους και αν βρεθεί οποιαδήποτε ανωμαλία τότε<br />

επανεξετάζεται ολόκληρο το επίχρισμα. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή το<br />

FocalPoint GS Imaging System μπορεί αν επεξεργαστεί 170 επιχρίσματα σε<br />

8 ώρες. Καθώς έχει εγκριθεί πρόσφατα σχετικά από το FDA, δεν υπάρχουν<br />

αρκετές μελέτες σχετικές με την απόδοσή του, όμως μέχρι τώρα έχει βρεθεί<br />

ότι τα ποσοστά εξέτασης επιχρισμάτων έχουν αυξηθεί κατά 31%, έχει<br />

σημειωθεί αύξηση της ευαισθησίας και μείωση της ειδικότητας για την<br />

ανίχνευση LSIL+ και HSIL+, και επίσης η αναλογία ASCUS:SIL έχει μειωθεί<br />

σημαντικά 33 . Βέβαια μια πιο πρόσφατη έρευνα 34 έδειξε υψηλότερα ποσοστά<br />

εύρεσης LSIL και ASCUS καθώς και καντιτίασης και βακτηριακής κολπίτιδας.<br />

Στην έρευνα αυτή η αναλογία ASCUS:SIL αυξήθηκε με την χρήση του<br />

FocalPoint GS Imaging System (από 1,4 σε 1,9) σε αντίθεση με την<br />

* GS = guided screening.<br />

34


προηγούμενη έρευνα. Ένα σημαντικό εύρημα αυτής της έρευνας ήταν η<br />

μείωση στα ψευδο-αρνητικά αποτελέσματα σε σχέση με τα αναμενόμενα<br />

ποσοστά. Χρειάζονται και άλλες μελέτες για να προσδιοριστεί η απόδοση του<br />

συστήματος, το οποίο μέχρι τώρα φαίνεται να είναι ένα πολλά υποσχόμενο<br />

εργαλείο για την αξιολόγηση κολποτραχηλικών επιχρισμάτων σε πληθυσμό<br />

χαμηλού κινδύνου.<br />

Με την χρήση των αυτοματοποιημένων συστημάτων στην<br />

πρωτοβάθμια εξέταση κολποτραχηλικών επιχρισμάτων δεν<br />

εξαλείφονται τα ψευδο-αρνητικά αποτελέσματα, τα οποία συνεχίζουν να<br />

απαντούν στην καθημερινή πρακτική αλλά σε μικρότερο βαθμό 30 .<br />

35


33 ΠΠΛΛΕΕΟΟΝΝΕΕΚΚΤΤΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ<br />

ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ<br />

Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (ΚΥΦ) έχει σημειώσει παγκόσμια<br />

επιτυχία. Ολοένα και περισσότερα εργαστήρια έχουν αλλάξει τον τρόπο<br />

παρασκευής και επεξεργασίας επιχρισμάτων από την συμβατική μέθοδο<br />

στην μέθοδο ΚΥΦ. Περισσότερο από το 90% των επιχρισμάτων στις<br />

Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συλλεχθεί και επεξεργαστεί με την μέθοδο ΚΥΦ,<br />

ενώ χώρες όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς (Οντάριο),<br />

έχουν υιοθετήσει πλήρως την τεχνολογία της κυτταρολογίας υγρής φάσης.<br />

Αυτή η μεταβολή από την συμβατική κυτταρολογία στην ΚΥΦ σημειώθηκε<br />

βάση μιας σειράς βελτιώσεων που έφερε η μέθοδος ΚΥΦ όπως η βελτίωση<br />

στην ποιότητα δείγματος, στην επαναληψιμότητα ή αναπαραγωγιμότητα,<br />

στην ευαισθησία και στην ειδικότητα καθώς και την ικανότητά του να<br />

εκτελούνται, μοριακές εξετάσεις.<br />

Η ανταπόκριση που είχε η μέθοδος αυτή οφειλόταν στα<br />

πλεονεκτήματά της τα οποία είναι:<br />

Η άμεση μονιμοποίηση, με την οποία επιτυγχάνεται η διατήρηση των<br />

λεπτομερειών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος στην καλύτερη<br />

δυνατή κατάσταση.<br />

Όλο το υλικό που συλλέγεται είναι διαθέσιμο για μικροσκοπική<br />

αξιολόγηση<br />

Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα προετοιμάζεται για την κυτταρολογική<br />

αξιολόγηση, αλλά ανάλογα με τις ανάγκες, πολλαπλάσια δείγματα<br />

μπορούν να προετοιμαστούν από το ίδιο φιαλίδιο.<br />

Το καθαρό υπόστρωμα, με αυτό τον τρόπο τα επιθηλιακά κύτταρα<br />

που έχουν ενδιαφέρον είναι λιγότερο πιθανό να «κρυφτούν».<br />

Τα τυχαιοποιημένα κύτταρα επιστρώνονται σε ένα λεπτό στρώμα<br />

πάνω σε μια σταθερή περιοχή του πλακιδίου. Η περιοχή που<br />

καλύπτεται είναι μικρή και ο χρόνος που απαιτείται για την εξέταση του<br />

είναι μικρότερος από αυτόν που απαιτείται για την εξέταση<br />

συμβατικών παρασκευασμάτων.<br />

Μείωση στα ποσοστά ανεπαρκών δειγμάτων.<br />

36


Η δυνατότητα εφαρμογής μοριακών εξετάσεων όπως HPV τεστ,<br />

έλεγχο για γονόρροια και χλαμύδια.<br />

Δυνατότητα αυτοματοποιημένης ανάλυσης των δειγμάτων.<br />

Η μεταβολή στην ΚΥΦ έγινε βάση εκατοντάδων ερευνών που έχουν<br />

διενεργηθεί και έχουν μελετήσει την αποτελεσματικότητα της κυτταρολογίας<br />

υγρής φάσης εξετάζοντας παράγοντες όπως η ευαισθησία και η ειδικότητα,<br />

την δυνατότητα εφαρμογής πολλαπλών εξετάσεων από το ίδιο δείγμα, τα<br />

ποσοστά ανεπαρκών δειγμάτων, τη δυνατότητα αυτοματοποιημένης<br />

ανάλυσης και η εφαρμογή μοριακών εξετάσεων.<br />

3.1 Απόδοση της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης<br />

3.1.1 Η απόδοση της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης στον έλεγχο<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων<br />

Σκοπός της κυτταρολογίας υγρής φάσης είναι να αντικαταστήσει την<br />

συμβατική κυτταρολογία και να αποτελεί την μοναδική μέθοδο ανίχνευσης<br />

άτυπων κυττάρων, του καρκίνου του τραχήλου ή τον προκαρκινικών<br />

αλλοιώσεων (LSIL και HSIL) συν άλλων κατηγοριών.<br />

3.1.1.1 Δημοσιευμένες έρευνες και στοιχεία που υποστηρίζουν την<br />

χρήση της κυτταρολογίας υγρής φάσης στην κλινική πράξη<br />

Από τότε που το FDA ενέκρινε το ThinPrep Pap Test ακολούθησε<br />

μια πληθώρα ανεξάρτητων μεταναλύσεων οι οποίες σύγκριναν την κλινική<br />

απόδοση της μεθόδου ΚΥΦ με την συμβατική μέθοδο. Οι μελέτες<br />

αξιολόγησαν ίδιους συντελεστές απόδοσης για την σύγκριση των δυο<br />

τεχνολογιών, όπως τα ποσοστά μη ικανοποιητικών επιχρισμάτων και τα<br />

ποσοστά ανίχνευσης των ASCUS, LSIL και HSIL.<br />

Επειδή οι διάφορες τεχνολογίες της κυτταρολογίας υγρής φάσης<br />

χρησιμοποιούν και διαφορετικές μεθοδολογίες, η ανάλυση μιας<br />

συγκεκριμένης τεχνολογίας ΚΥΦ σε σύγκριση με την συμβατική μέθοδο ήταν<br />

αποτελεσματικότερη περισσότερο αντιπροσωπευτική. Έτσι οι έρευνες που<br />

37


διενεργήθηκαν από τους Abulafia και συνεργάτες 35 , και Bernstein και<br />

συνάδελφοι 36 αξιολόγησαν την απόδοση του ThinPrep Pap test μόνο και<br />

ανέδειξαν σημαντική βελτίωση ως προς τα ποσοστά ανίχνευσης των LSIL και<br />

HSIL σε σύγκριση με την συμβατική κυτταρολογία. Οι Klinkhamer και<br />

συνάδεολφοι 37 δήλωσαν ότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να<br />

αναλυθεί και να ερμηνευτεί η απόδοση της τεχνολογίας SurePath, το<br />

ThinPrep Pap test έδειξε μια συνεχή βελτίωση σε σύγκριση με την συμβατική<br />

κυτταρολογία ως προς την ανίχνευση των LSIL και HSIL.<br />

Επιπλέον μεταναλύσεις 8,38 αξιολόγησαν την απόδοση διάφορων<br />

τεχνολογιών της ΚΥΦ σε σχέση με την συμβατική κυτταρολογία. Οι έρευνες<br />

αυτές, που συμπεριέλαβαν τις τεχνολογίες ΚΥΦ στο σύνολο τους,<br />

αποφάνθηκαν ότι η απόδοση της ΚΥΦ δεν είναι βέλτιστη της συμβατικής<br />

κυτταρολογίας. Οι λεπτομέρειες από αυτές τις έρευνες φαίνονται στον πίνακα<br />

3.1.<br />

Μελέτη Τεχνολογία ΚΥΦ Αποτελέσματα μελέτης<br />

(ΚΥΦ έναντι ΣΚ)<br />

Nanda και<br />

συν. 6<br />

ThinPrep Υψηλότερη ευαισθησία για την ΚΥΦ όμως<br />

μελετήθηκαν μόνο 3 έρευνες<br />

Payne και<br />

συν. 3<br />

ThinPrep/SurePath Μερικά αποτελέσματα έδειξαν βελτίωση της<br />

ευαισθησίας της μεθόδου ΚΥΦ<br />

Bernstein<br />

και συν. 36<br />

ThinPrep Η ΤΡ ίδια με την ΣΚ ως προς την διάγνωση<br />

ASCUS (95% CI, 0.99-1.06) και καλύτερη από<br />

την ΣΚ για την διάγνωση LSIL (95% CI, 2.05-<br />

2.26) και HSIL (95% CI, 2.06-2.47)<br />

Hartmann<br />

και συν. 39<br />

ThinPrep/SurePath Προς το παρόν τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για<br />

να εκτιμηθεί εάν η ΚΥΦ είναι καλύτερη της ΣΚ<br />

Sulik και<br />

συν. 40<br />

ThinPrep/SurePath Η ΚΥΦ έδειξε υψηλότερη ευαισθησία (90%;<br />

95% CI 77–96%) από ότι η ΣΚ (79%; 95%<br />

CI:59–91%) για την ανίχνευση CIN2 και CIN+<br />

Abulafia και<br />

συν. 35<br />

ThinPrep Η ευαισθησία του TP ήταν 76% ενάντια της ΣΚ<br />

που ήταν 68%<br />

Η ειδικότητα του TP ήταν 86% ενάντια της ΣΚ<br />

που ήταν 79%<br />

Klinkhamer<br />

και συν. 37<br />

ThinPrep/SurePath Η ευαισθησία ως προς την ανίχνευση ASCUS ή<br />

ASCUS+ ήταν χαμηλότερη σε σχέση με την ΣΚ<br />

για το σύστημα SP.<br />

Λόγω αντικρουόμενων αποτελεσμάτων δεν<br />

υπήρχε κατάληξη ως προς την ανίχνευση LSIL,<br />

HSIL ή σοβαρότερου βαθμού με την SP.<br />

Καλύτερη ευαισθησία για το TP για την<br />

ανίχνευση ASC ή ASC+ και LSIL ή LSIL+ σε<br />

σύγκριση με την ΣΚ<br />

Πιθανόν η ΤΡ έχει υψηλότερα ποσοστά θετικών<br />

αποτελεσμάτων και μεγαλύτερη απόλυτη<br />

ευαισθησία για την ανίχνευση HSIL<br />

38


συνέχεια<br />

Arbyn και<br />

συν. 41<br />

Davey και<br />

συν. 8<br />

Arbyn και<br />

συν 38<br />

ThinPrep/SurePath Ανευρέθηκαν περισσότερα LSIL σε<br />

παρασκευάσματα ΚΥΦ παρά ΣΚ<br />

Δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά ως προς τα<br />

ποσοστά θετικότητας για ASCUS και HSIL<br />

Ανιχνεύτηκαν περισσότερα LSIL σε ΚΥΦ<br />

παρασκευάσματα: 80% (95% CI 52–112%) ΤΡ<br />

και 54% (95% CI 25–90%) SP<br />

Ανιχνεύτηκαν περισσότερα HSIL σε ΚΥΦ<br />

παρασκευάσματα: 72% (95% CI 42–108%) ΤΡ<br />

και 47% (95% CI 14–89%) SP<br />

Δεν σημειώθηκε μείωση στην θετική<br />

προγνωστική αξία της ΚΥΦ έναντι της ΣΚ<br />

ThinPrep/SurePath Δεν σημειώθηκαν διαφορές στα μη ικανοποιητικά<br />

παρασκευάσματα μεταξύ των δύο μεθόδων<br />

Η ΚΥΦ ανίχνευσε περισσότερα HSIL δείγματα<br />

από ότι η ΣΚ<br />

ThinPrep/SurePath Η ευαισθησία για την ανίχνευση ASCUS, LSIL<br />

και HSIL δεν είχε σημαντική διαφορά με την ΣΚ<br />

Η ειδικότητα για την ανίχνευση LSIL και HSIL<br />

βρέθηκε να είναι στα ίδια ποσοστά μεταξύ ΚΥΦ<br />

και ΣΚ<br />

Ενώ η ειδικότητα για ASCUS ήταν χαμηλότερη<br />

στην ΚΥΦ από ότι στην ΣΚ<br />

Πίνακας 3.1 Μεταναλύσεις οι οποίες συγκρίνουν την ΚΥΦ με την συμβατική κυτταρολογία<br />

για την ανίχνευση τραχηλικών αλλοιώσεων.<br />

Διευκρινίσεις:<br />

ΣΚ=συμβατική κυτταρολογία, ΤΡ=ThinPrep, SP=SurePath, + =αλλοίωση σοβαρότερου<br />

βαθμού<br />

HSIL (high grade squamous intraepithelial lesion) = Πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες<br />

υψηλού βαθμού.<br />

LSIL (low grade squamous intraepithelial lesion) = Πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες<br />

χαμηλού βαθμού.<br />

SIL (squamous intraepithelial lesion) = Πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες.<br />

ASCUS (Atypical Squamous Cells of Undetermined Significance) = Άτυπα πλακώδη κύτταρα<br />

απροσδιορίστου σημασίας.<br />

CIN (cervical intraepithelial neoplasia) = Τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία.<br />

Από μια άλλη έρευνα 42 η οποία αξιολόγησε την απόδοση της ΚΥΦ,<br />

βασισμένη στην μέχρι τότε βιβλιογραφία, παρουσιάστηκαν τα εξής ευρήματα:<br />

η ΚΥΦ ανίχνευσε περισσότερα LSIL δείγματα από ότι η συμβατική<br />

κυτταρολογία σε 17 από τις 21 έρευνες που αξιολόγησαν την ThinPrep<br />

μέθοδο και σε 9 από τις 12 έρευνες που αξιολόγησαν την SurePath μέθοδο.<br />

Περισσότερα δείγματα HSIL ανιχνεύτηκαν σε 4 από 6 ThinPrep έρευνες και<br />

σε 1 από 2 SurePath έρευνες σε σύγκριση με την συμβατική κυτταρολογία.<br />

Όλες αυτές οι έρευνες χρησιμοποιούσαν την μεθοδολογία «διαχωρισμού<br />

39


δείγματος» * (split sample). Ενώ, σε όλες τις 15 έρευνες που<br />

χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία «απευθείας στο φιαλίδιο» † (direct to vial)<br />

ανιχνεύτηκαν περισσότερα LSIL+ δείγματα με την ΚΥΦ παρά με την<br />

συμβατική κυτταρολογία και σε όλες τις 8 έρευνες που αξιολόγησαν τα<br />

ποσοστά αναφοράς για HSIL+, η ΚΥΦ έδειξε αυξημένα ποσοστά ερμηνείας<br />

τέτοιων δειγμάτων.<br />

Η έρευνα αξιολόγησε επίσης την ευαισθησία και ειδικότητα της<br />

μεθόδου ΚΥΦ. Από τα ευρήματα φάνηκε ότι η συνολική ευαισθησία της<br />

συμβατικής μεθόδου ήταν 71,5% ενώ της ΚΥΦ 80,1%. Έμμεση σύγκριση<br />

μεταξύ των δύο μεθόδων (ΚΥΦ και συμβατική κυτταρολογία) δεν ανίχνευσε<br />

διαφορές στην ευαισθησία, επίσης και μια μετανάλυση που συμπεριλάμβανε<br />

6 έρευνες, οι οποίες μελετούσαν την ειδικότητα των δύο μεθόδων, δεν<br />

ανέδειξε διαφορά ως προς την ακρίβεια της μεθόδου.<br />

ΚΥΦ / Συμβατική κυτταρολογία<br />

HSIL+<br />

LSIL+<br />

ASCUS+<br />

Ευαισθησία 57,1/55,2 79,1/75,6 90,4/88,2<br />

Ειδικότητα 97/96,7 78,8/81,2 64,6/71,3<br />

Πίνακας 3.2 Αποτελέσματα από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες που συγκρίνουν την<br />

ευαισθησία και την ειδικότητα της ΚΥΦ με την συμβατική κυτταρολογία 38 . Η<br />

ανίχνευση των HSIL δεν φαίνεται να βελτιώνεται με την ΚΥΦ.<br />

3.1.1.2 Έρευνες του Κολλεγίου των Αμερικανών Παθολόγων<br />

Το Κολλέγιο των Αμερικανών Παθολόγων, ΚΑΠ (College of<br />

American Pathologists) είναι ένας οργανισμός ο οποίος συνεργάζεται με<br />

εκατοντάδες εργαστήρια ανά τον κόσμο, κυρίως στις ΗΠΑ, με σκοπό να<br />

παρέχει προγράμματα διασφάλισης ποιότητας στα κλινικά εργαστήρια. Τα<br />

προγράμματα αυτά βασίζονται στην συγκέντρωση δεδομένα από όλα τα<br />

εργαστήρια με απώτερο σκοπό την θέσπιση σημείων αναφοράς των<br />

* Στις έρευνες «διαχωρισμού δείγματος» το δείγμα αφού συλλεχθεί από την ασθενή πρώτα<br />

επιστρώνεται σε μια αντικειμενοφόρο πλάκα ώστε να παρασκευαστεί επίχρισμα συμβατικής<br />

κυτταρολογίας και ύστερα το υπολειπόμενο δείγμα χρησιμοποιείται για την παρασκευή<br />

επιχρίσματος ΚΥΦ. Με αυτόν τον τρόπο όμως θεωρείται ότι μειώνεται η απόδοση της ΚΥΦ.<br />

† Στις έρευνες «απευθείας στο φιαλίδιο» το δείγμα αφού συλλεχθεί από την ασθενή<br />

μεταφέρεται αμέσως στο φιαλίδιο με συντηρητικό υγρό για την παρασκευή επιχρισμάτων<br />

ΚΥΦ. Οι έρευνες που χρησιμοποιούν αυτή την μεθοδολογία είναι πιο αντιπροσωπευτικές<br />

των επιδόσεων της ΚΥΦ.<br />

40


πρακτικών ποιότητας με στόχο την συνεχή βελτίωση της ποιότητας στα<br />

κλινικά εργαστήρια.<br />

Πρόσφατα το ΚΑΠ διενήργησε μια έρευνα 43 για την αξιολόγηση των<br />

πρότυπων πρακτικών στα προγράμματα τραχηλικής κυτταρολογίας. Αυτές οι<br />

έρευνες αποτέλεσαν την βάση για την θέσπιση σημείων αναφοράς στο<br />

πρόγραμμα του ΚΑΠ για την διαπίστευση των εργαστηρίων. Το αντικείμενο<br />

της έρευνας ήταν η αξιολόγηση στις αλλαγές των πρακτικών των<br />

εργαστηρίων κυτταρολογίας, η ανάλυση και η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών<br />

και ο καθορισμός των ποσοστών αναφοράς που συμπεριλαμβάνουν την<br />

κυτταρολογία υγρής φάσης. Στην έρευνα συμμετείχαν 679 εργαστήρια τα<br />

περισσότερα εκ των οποίων χρησιμοποιούσαν είτε την ThinPrep μέθοδο είτε<br />

την SurePath μέθοδο. Στα εργαστήρια ζητήθηκε να υποβάλουν τα δεδομένα<br />

του έτους 2006, σύμφωνα με το σύστημα Bethesda 2001, για την συμβατική<br />

κυτταρολογία και την ΚΥΦ, και στην συνέχεια τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν<br />

με αυτά του έτους 2003. Συνολικά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε μια<br />

τα εργαστήρια τα οποία χρησιμοποιούσαν μόνο την συμβατική μέθοδο για<br />

την παρασκευή κολποτραχηλικών επιχρισμάτων μειώθηκαν (24.4% έναντι<br />

13.7%) και ανάλογα σημειώθηκε αύξηση στα ποσοστά των εργαστηρίων που<br />

χρησιμοποιούσαν την μέθοδο ΚΥΦ (9.3% έναντι 25.5%). Από τα εργαστήρια<br />

τα οποία ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν την ΚΥΦ (n = 587), περίπου το 70%<br />

(411/587) χρησιμοποιούσαν την μέθοδο ThinPrep ενώ το υπόλοιπο 30%<br />

(176/587) χρησιμοποιούσαν την μέθοδο SurePath.<br />

Στον πίνακα 3.3 παρουσιάζεται η συνολική επίδοση των<br />

εργαστηρίων χρησιμοποιώντας τον μέσο (50 ο εκατοστημόριο) των ποσοστών<br />

των εργαστηριακών αναφορών για κάθε κυτταρολογικό εύρημα ASCUS, LSIL<br />

και HSIL ανά κυτταρολογική μέθοδο. O μέσος των ποσοστών ανίχνευσης<br />

LSIL για το SurePath Pap test (2,5%) και για το ThinPrep Pap test (3,0%)<br />

ήταν σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο των ποσοστών ανίχνευσης LSIL με<br />

την συμβατική κυτταρολογία (1,3% , Ρ


Συμβατικά SurePath<br />

ThinPrep<br />

Κατηγορία παρασκευάσματα παρασκευάσματα παρασκευάσματα<br />

ASCUS 2,4 4,1 4,9<br />

LSIL 1,3 2,5 3,0<br />

HSIL 0,3 0,3 0,6<br />

Μη ικανοποιητικά 1,0 0,3 1,1<br />

Πίνακας 3.3 Μέσος ποσοστών των εργαστηριακών αναφορών (50 ο εκατοστημόριο)<br />

για τις τέσσερις μεγάλες κυτταρολογικές κατηγορίες κολποτραχηλικών<br />

επιχρισμάτων συμβατικής κυτταρολογίας, SurePath και ThinPrep.<br />

3.1.1.3 Βασικές μελέτες (pivotal studies) σύγκρισης των τεχνολογιών<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης με την συμβατική κυτταρολογία<br />

ThinPrep Pap test<br />

Μια βασική μελέτη 44 που αξιολογούσε την μέθοδο ThinPrep έδειξε<br />

ότι το τεστ αυτό προσέφερε 65% αύξηση (Ρ


στα ποσοστά ανίχνευσης των ASCUS 75,1% , LSIL 107,2% και HSIL 64,4%<br />


διάγνωση αναφοράς: 92% για συμβατικά παρασκευάσματα, 94,6% για<br />

SurePath και 96,5% για ThinPrep).<br />

Μια μεγάλη έρευνα 60 (n=1118) που διενεργήθηκε ειδικά για<br />

κυτταρολογικά δείγματα χοληδόχου πόρου και παγκρέατος, τα οποία<br />

συλλέχθηκαν με βουρτσάκι, ανέδειξε την στατιστικά σημαντική διαφορά στην<br />

ευαισθησία και την ακρίβεια των δειγμάτων ThinPrep σε σχέση με άλλου<br />

τύπου παρασκευάσματα (ευαισθησία: 59,7% έναντι 28,1% αντίστοιχα,<br />

ακρίβεια: 78,8% έναντι 68,2% αντίστοιχα). Άλλες αντίστοιχες αλλά μικρότερες<br />

έρευνες 61-62 απέτυχαν να αποδείξουν μια στατιστικά σημαντική διαφορά<br />

μεταξύ της ΚΥΦ και συμβατικών παρασκευασμάτων αλλά όμως<br />

διευκρινίσθηκε ότι η προτιμότερη μέθοδος εξέτασης των δειγμάτων ήταν η<br />

ΚΥΦ λόγω της ενισχυμένης εμφάνισης των μορφολογικών χαρακτηριστικών<br />

των κυττάρων. Επίσης σε μια έρευνα που συμπεριλάμβανε 98 κυτταρολογικά<br />

δείγματα χολής, οι Minamiguchi και συνάδελφοι 63 βρήκαν χαμηλότερα<br />

ποσοστά ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων σε ThinPrep παρασκευάσματα<br />

χολής από ότι σε συμβατικά παρασκευάσματα.<br />

Πρόσφατες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η<br />

διαγνωστική ακρίβεια της ΚΥΦ και της συμβατικής κυτταρολογίας είναι<br />

παρόμοια όσον αφορά την αξιολόγηση δειγμάτων μαστού από FNAΒ. Οι Dey<br />

P και συνεργάτες 64 έδειξαν ότι τα παρασκευάσματα μαστού ΚΥΦ<br />

παρουσιάζουν καλά μονιμοποιημένα κύτταρα, καθαρό υπόστρωμα,<br />

διατηρώντας όμως παράλληλα όλα τα χαρακτηριστικά του που κάνουν την<br />

διάγνωση του καρκίνου ή του ινοαδενώματος δυνατή. Όμως οι Bédard YC<br />

και συνεργάτες 65 μελετώντας 7464 δείγματα μαστού από FNAB για να<br />

συγκρίνουν τις δύο μεθόδους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δύο μέθοδοι<br />

δεν παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την ακρίβεια.<br />

Μια άλλη μεγάλη έρευνα 66 που μελετούσε κυτταρολογικά δείγματα<br />

αναπνευστικού συστήματος επίσης συμπέρανε ότι δεν υπάρχει στατιστικά<br />

σημαντική διαφορά ως προς την ακρίβεια μεταξύ των δύο μεθόδων, όμως η<br />

ΚΥΦ βρέθηκε να ευνοείται λόγω τεχνικών χαρακτηριστικών όπως το καθαρό<br />

υπόστρωμα, η καλή μονιμοποίηση των κυττάρων και η ομοιόμορφη<br />

κατανομή τους στο επίχρισμα, στοιχεία που έκαναν την διάγνωση πιο<br />

εύκολη. Η έρευνα των Cochand-Priollet και συνεργατών 67 έδειξε ότι η<br />

ακρίβεια της συμβατικής μεθόδου ήταν ανώτερη της ΚΥΦ σε δείγματα<br />

θυρεοειδούς από FNA καθώς οι τεχνολόγοι δυσκολεύτηκαν να ερμηνεύσουν<br />

διάφορα ευρήματα στα επιχρίσματα ΚΥΦ.<br />

3.1.3 Συμπέρασμα<br />

Γενικά από τις διάφορες μεταναλύσεις η κυτταρολογία υγρής φάσης<br />

έχει δείξει να έχει καλύτερη απόδοση από την συμβατική κυτταρολογία.<br />

Συνολικά η ακρίβεια της μεθόδου φαίνεται να είναι καλύτερη από της<br />

συμβατικής μεθόδου σημειώνοντας αύξηση στην ευαισθησία, ενώ η<br />

44


ειδικότητα είτε παραμένει στα ίδια επίπεδα είτε έχει αυξηθεί. Τα ποσοστά<br />

ανίχνευσης των χαμηλού βαθμού αλλοιώσεων του πλακώδους επιθηλίου<br />

έχουν αυξηθεί σημαντικά με την χρήση της ΚΥΦ, όπως επίσης και τα<br />

ποσοστά ανίχνευσης των ASCUS. Όμως όσον αφορά την ανίχνευση των<br />

HSIL τα ποσοστά των ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων σε αυτή την<br />

κατηγορία φαίνεται να είναι υψηλότερα σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες,<br />

πράγμα που υποδηλώνει μια δυσκολία στην αναγνώριση αυτών των<br />

κυττάρων. Αυτό ίσως να οφείλεται στην διαφορετική εμφάνιση και στην<br />

παρουσία άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των HSIL σε παρασκευάσματα<br />

ΚΥΦ σε σχέση με τα συμβατικά παρασκευάσματα 68 . Ωστόσο όμως, η<br />

μέθοδος έχει παρουσιάσει συνολική μείωση στα ποσοστά των ψευδοαρνητικών<br />

αποτελεσμάτων 68-69 . Γενικά η ΚΥΦ έχει δείξει υψηλότερη θετική<br />

προγνωστική αξία (ppv) από ότι η συμβατική κυτταρολογία.<br />

Επίσης και στα δείγματα μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας η<br />

ακρίβεια της ΚΥΦ φάνηκε να είναι, τις περισσότερες φορές, ανώτερη της<br />

συμβατικής κυτταρολογίας, σημειώνοντας υψηλότερα ποσοστά ακριβής<br />

διάγνωσης και συμφωνίας με τα αποτελέσματα αναφοράς σε διάφορες<br />

έρευνες, αυξάνοντας έτσι την ευαισθησία και την ειδικότητα της μεθόδου,<br />

μόνο όμως σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο κυτταροπαθολόγος έχει επαρκή<br />

εκπαίδευση και εμπειρία με την ΚΥΦ 70 .<br />

3.2 Επάρκεια δειγμάτων<br />

Η αξιολόγηση της επάρκειας των δειγμάτων θεωρείται από πολλούς<br />

ως το σημαντικότερο στοιχείο του προγράμματος διασφάλισης ποιότητας του<br />

συστήματος Bethesda.<br />

Για να ερμηνευτεί σωστά ένα κολποτραχηλικό επίχρισμα θα πρέπει<br />

να περιλαμβάνει επαρκή αριθμό κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου.<br />

Σύμφωνα με το σύστημα Bethesda λοιπόν τα συμβατά επιχρίσματα πρέπει<br />

να περιέχουν 8000-12000 ορατά και καλά διατηρημένα πλακώδη επιθηλιακά<br />

κύτταρα ενώ, ένα κολποτραχηλικό επίχρισμα ΚΥΦ πρέπει να περιέχει<br />

τουλάχιστον 5000 ορατά και καλά διατηρημένα πλακώδη επιθηλιακά<br />

κύτταρα για να θεωρηθεί επαρκές. Ο αριθμός αυτός έχει προκύψει βάση<br />

μελετών οι οποίες έδειξαν ότι σε επιχρίσματα με λιγότερο αριθμό κυττάρων<br />

είναι λιγότερο πιθανό να ανευρεθούν μη φυσιολογικά κύτταρα 71-73 . Παρόλα<br />

αυτά, μια προκαταρτική μελέτη, η οποία περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες<br />

γραμμές του συστήματος Bethesda, έδειξε ότι είναι λιγότερο πιθανό να<br />

ανευρεθούν μη φυσιολογικά κύτταρα σε επίχρισμα ΚΥΦ του οποίου ο<br />

συνολικός αριθμός κυττάρων του δεν υπερβαίνει τα 20 000 74 . Έχοντας<br />

υπόψη αυτή την έρευνα, το σύστημα Bethesda επιτρέπει, για τα επιχρίσματα<br />

που ο αριθμός κυττάρων κυμαίνεται από 5 000 έως 20 000, ένα «σχόλιο ως<br />

δείκτη ποιότητας» στις εκθέσεις αναφοράς όπου οι κλινικοί γιατροί είναι αυτοί<br />

που αποφασίζουν εάν είναι απαραίτητη η επανάληψη της εξέτασης 71 .<br />

45


Επίσης, οι McQueen και Duval 75 κατά την έρευνά τους έδειξαν ότι σε ένα<br />

επίχρισμα ΚΥΦ πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 87 άτυπα κύτταρα ώστε η<br />

ανίχνευσή τους να γίνει με βεβαιότητα. Όμως σύμφωνα με μαθηματικές<br />

πράξεις αυτό είναι δυνατό μόνο σε επιχρίσματα με αριθμό κυττάρων<br />

τουλάχιστον 10 000. Παρόλα αυτά η πλειοψηφία των εργαστηρίων που<br />

χρησιμοποιούν την μέθοδο κυτταρολογίας υγρής φάσης έχουν υιοθετήσει το<br />

σύστημα Bethesda για την αναφορά των αποτελεσμάτων τους.<br />

Άλλοι παράγοντες που μπορεί να καθιστούν ένα δείγμα ανεπαρκές<br />

(ή μη ικανοποιητικό) είναι η παρουσία υπερβολικού αριθμού<br />

ερυθροκυττάρων ή φλεγμονωδών στοιχείων τα οποία προκαλούν συσκότιση<br />

αποκρύπτοντας πολλές φορές τα μη φυσιολογικά κύτταρα. Επίσης η<br />

απουσία κυττάρων της ζώνης μετάπτωσης καθιστά το δείγμα κατά Bethesda<br />

«ικανοποιητικό αλλά περιορισμένο» κατά το οποίο το δείγμα ελέγχεται αλλά<br />

σημειώνεται ότι δεν υπάρχουν ενδοτραχηλικά κύτταρα.<br />

3.2.1 Ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων και οι αιτίες που τα<br />

προκαλούν<br />

Ενώ πολλές έρευνες, συγκρίνοντας την Κυτταρολογίας Υγρής<br />

Φάσης με την συμβατική κυτταρολογία, υποστηρίζουν ότι η ακρίβεια μεταξύ<br />

των δύο μεθόδων είναι ίδια, η μείωση στα ποσοστά των μη ικανοποιητικών<br />

δειγμάτων με την χρήση της ΚΥΦ αποτελεί ένα αδιάσειστο πλεονέκτημα της<br />

μεθόδου σε σύγκριση με την συμβατική κυτταρολογία.<br />

Σε περίπτωση μη ικανοποιητικών δειγμάτων ο έλεγχος των<br />

επιχρισμάτων δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με αποτέλεσμα να προκαλείται<br />

άγχος και δυσφορία στις γυναίκες ασθενείς και επίσης να σπαταλούνται<br />

αναλώσιμα υλικά πράγμα που έχει οικονομικό αντίκτυπο στο εργαστήριο και<br />

στους ασθενείς. Η ΚΥΦ μειώνει τα ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων<br />

μειώνοντας τον αριθμό των περιπτώσεων που είναι ανεπαρκή λόγω<br />

φλεγμονωδών στοιχείων και αίματος που επισκιάζουν το επίχρισμα, και λόγω<br />

ανομοιογενούς κατανομής των κυττάρων ή κακής μονιμοποίησής τους.<br />

Ο κύριος λόγος μη ικανοποιητικών δειγμάτων φαίνεται να είναι ο<br />

ανεπαρκής αριθμός κυττάρων, πράγμα που αποδεικνύεται από πολλές<br />

έρευνες. Οι Siebers και συνεργάτες 76 βρήκαν ότι με την χρήση της ΚΥΦ<br />

σημειώθηκε σημαντική βελτίωση στην επάρκεια των δειγμάτων, με την ΚΥΦ<br />

να σημειώνει μείωση του ποσοστού των μη ικανοποιητικών δειγμάτων από<br />

1,1% (συμβατικά παρασκευάσματα) σε 0,3%, ενώ όσον αφορά τα δείγματα<br />

τα οποία δεν έφεραν ενδοτραχηλικά κύτταρα βρέθηκε να σημειώθηκε αύξηση<br />

κατά 22% συγκρίνοντας με την συμβατική μέθοδο. Επίσης η έρευνα απέδειξε<br />

ότι ο κύριος λόγος μη ικανοποιητικών δειγμάτων αποτελεί η εύρεση<br />

ανεπαρκούς αριθμού κυττάρων στο επίχρισμα, και με την χρήση της ΚΥΦ<br />

46


Κατάταξη δείγματος<br />

Μη ικανοποιητικό<br />

Αίμα<br />

Φλεγμονώδη στοιχεία<br />

Ανεπαρκής αρ. κυττάρων<br />

Ανεπαρκής μονιμοποίηση<br />

Μηχανική βλάβη<br />

Κυτταρόλυση<br />

Λεπτές περιοχές<br />

Λιγοστά πλακώδη κύτταρα, υπερισχύουν τα<br />

ενδοεπιθηλιακά<br />

Σύνολο μη ικανοποιητικών δειγμάτων<br />

Ικανοποιητικό αλλά περιορισμένο (ΙΑΠ)<br />

Απουσία ενδοεπιθηλιακών κυττάρων<br />

Αίμα<br />

Φλεγμονώδη στοιχεία<br />

Ανεπαρκής αρ. κυττάρων<br />

Ανεπαρκής μονιμοποίηση<br />

Μηχανική βλάβη<br />

Κυτταρόλυση<br />

Λεπτές περιοχές<br />

Λιγοστά πλακώδη κύτταρα, υπερισχύουν τα<br />

ενδοεπιθηλιακά<br />

Σύνολο ΙΑΠ δειγμάτων<br />

Ικανοποιητικό<br />

Συνολικός αριθμός δειγμάτων<br />

Κ. Υγρής<br />

Φάσης Αρ. (%)<br />

0 (0.00)<br />

12 (0.03)<br />

136 (0.30)<br />

0 (0.00)<br />

1 (0.00)<br />

0 (0.00)<br />

0 (0.00)<br />

4 (0.01)<br />

153 (0.33)<br />

7001 (15.20)<br />

25 (0.05)<br />

109 (0.24)<br />

423 (0.92)<br />

0 (0.00)<br />

1 (0.00)<br />

3 (0.01)<br />

5 (0.01)<br />

20 (0.04)<br />

7587 (16.47)<br />

38 326 (83.20)<br />

46 066<br />

Συμβατική Κ.<br />

Αρ. (%)<br />

111 (0.28)<br />

84 (0.22)<br />

183 (0.47)<br />

15 (0.04)<br />

11 (0.03)<br />

4 (0.01)<br />

4 (0.01)<br />

22 (0.06)<br />

434 (1.11)<br />

4864 (12.47)<br />

514 (1.32)<br />

815 (2.09)<br />

321 (0.82)<br />

56 (0.14)<br />

10 (0.03)<br />

55 (0.14)<br />

63 (0.16)<br />

47 (0.12)<br />

6745 (17.29)<br />

31 831 (81.60)<br />

39 010<br />

Πίνακας 3.4 Αιτίες κατάταξης δειγμάτων στις κατηγορίες «μη ικανοποιητικό» και<br />

«ικανοποιητικό αλλά περιορισμένο».<br />

σχεδόν μηδενίζονται οι άλλες αιτίες που είναι υπεύθυνες για την εμφάνιση μη<br />

ικανοποιητικών επιχρισμάτων όταν αυτά επεξεργάζονται με την συμβατική<br />

μέθοδο (πίνακας 3.4). Οι Lee και συνεργάτες 44 όμως βρήκαν μια αύξηση<br />

19% στα ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων ΚΥΦ, που οφειλόταν<br />

κυρίως στον ανεπαρκή αριθμό κυττάρων. Το εύρημα αποδόθηκε στον<br />

σχεδιασμό της έρευνας (split-sample) όπου πρώτα παρασκευάζονται<br />

συμβατικά επιχρίσματα και στην συνέχεια τα επιχρίσματα ΚΥΦ, οπότε το<br />

κυτταρικό υλικό είναι λιγότερο. Επίσης βρέθηκε 68% αύξηση των δειγμάτων<br />

που δεν περιείχαν ενδοτραχηλικά κύτταρα σε σχέση με τα αντίστοιχα<br />

ευρήματα στην συμβατική κυτταρολογία. Η «direct to vial» έρευνα των Corkill<br />

και συνεργατών 77 έδειξε ότι τα ποσοστά εύρεσης δειγμάτων που δεν<br />

περιέχουν ενδοτραχηλικά κύτταρα ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο μεθόδων,<br />

δηλώνοντας ότι «είναι αναμενόμενο τα ποσοστά αυτά να παραμείνουν ίδια<br />

ενώ η ΚΥΦ αντικαθιστά την συμβατική μέθοδο, καθώς ο τρόπος συλλογής<br />

47


του δείγματος (σπάτουλα/βουρτσάκι ή cervex Brush) παραμένει ίδιος». Οι<br />

Duggan και συνεργάτες 78 βρήκαν ότι τα δείγματα που δεν περιείχαν<br />

ενδοτραχηλικά κύτταρα σημείωσαν αύξηση 47% με την χρήση της ΚΥΦ και<br />

επίσης βρήκαν ότι ο ανεπαρκής αριθμός κυττάρων αποτελούσε την<br />

συχνότερη αιτία μη ικανοποιητικών δειγμάτων και για την ΚΥΦ και για την<br />

συμβατική κυτταρολογία. Τα ευρήματα αυτά αποδόθηκαν στην απειρία των<br />

δειγματοληπτών στην χρήση της καινούργια συσκευής δειγματοληψίας που<br />

χρησιμοποιείται στην μέθοδο ΚΥΦ. Οι Moriarty και συνεργάτες 79<br />

πραγματοποίησαν μια έρευνα η οποία συμπεριλάμβανε 674 εργαστήρια στις<br />

ΗΠΑ, το κύριο εύρημα της οποίας ήταν ότι ο ανεπαρκής αριθμός κυττάρων,<br />

είτε τα δείγματα επεξεργάστηκαν με την συμβατική μέθοδο είτε με την μέθοδο<br />

ΚΥΦ, αποτελεί τον κυριότερο λόγο μη ικανοποιητικών δειγμάτων. Πιο<br />

πρόσφατα οι Alsharif και συνεργάτες 80 ερευνώντας τις αιτίες και την σημασία<br />

των μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων με την μέθοδο SurePath βρήκαν τα<br />

ίδια αποτελέσματα με τις προηγούμενες έρευνες.<br />

Ο ανεπαρκής αριθμός κυττάρων που παρουσιάζεται σε ορισμένα<br />

δείγματα έχει συσχετιστεί επίσης και με την λήψη του δείγματος και την<br />

μεταφορά του από την συσκευή δειγματοληψίας στην αντικειμενοφόρο<br />

πλάκα. Αυτές οι «αδυναμίες» μπορεί να λάβουν χώρα και κατά την<br />

επεξεργασία του δείγματος με την μέθοδο ΚΥΦ. Ένας άλλος λόγος κατά τον<br />

οποίον επηρεάζονται τα ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων θεωρείται η<br />

μη σωστή αξιολόγηση της κυτταροβρίθειας ή η ανακριβής χρήση των<br />

κριτηρίων κυτταροβρίθειας από τους κυτταροτεχνολόγους 76 . Επίσης το<br />

κατώτερο όριο κυτταροβρίθειας που υιοθετεί το κάθε εργαστήριο επηρεάζει<br />

τα ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων λόγω ανεπαρκούς αριθμού<br />

κυττάρων στο επίχρισμα, δηλαδή αν το κατώτερο όριο είναι πολύ χαμηλό,<br />

τότε αυτό αποτελεί αιτία ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων. Σε περίπτωση<br />

που το κατώτερο όριο είναι πολύ υψηλό, αυτό οδηγεί σε πολύ αυξημένα<br />

ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων, αυξάνοντας το άγχος των ασθενών<br />

και οδηγώντας σε περιττά έξοδα τόσο για τις ασθενείς όσο και για το<br />

εργαστήριο, επίσης αυξάνεται και το φόρτο εργασίας των εργαστηρίων αφού<br />

θα πρέπει να επαναλάβουν την εξέταση.<br />

Η κατοχύρωση έγκυρων κριτηρίων κυτταροβρίθειας σε παγκόσμια<br />

κλίμακα είτε πρόκειται για την μέθοδο ΚΥΦ είτε για την συμβατική μέθοδο,<br />

είναι μείζονος σημασίας και σε αυτό έχει παίξει σπουδαίο ρόλο το σύστημα<br />

Bethesda θεσπίζοντας κριτήρια για την αξιολόγηση κολποτραχηλικών<br />

επιχρισμάτων. Έτσι έχουν λυθεί πολλά προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των<br />

ιατρών κυτταρολόγων, των εργαστηρίων και των κλινικών ιατρών και επίσης<br />

η δουλειά των επιδημιολόγων που συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα των<br />

διαφόρων προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου του καρκίνου του τραχήλου<br />

της μήτρας, έχει γίνει πολύ πιο εύκολη. Η ποικιλία στην ορολογία εμπόδιζε<br />

την ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των εργαστηρίων, επηρέαζε την<br />

αντιμετώπιση του ασθενούς και την χρησιμοποίηση των βέλτιστων μεθόδων<br />

για την περίθαλψή του.<br />

Όσον αφορά τα δείγματα τα οποία χαρακτηρίζονται «ικανοποιητικά<br />

αλλά περιορισμένα» λόγω έλλειψης ενδοτραχηλικών κυττάρων τα<br />

αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών είναι αντικρουόμενα. Οι παράγοντες<br />

που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένα ποσοστά τέτοιων δειγμάτων είναι<br />

48


ίδια όπως και για τα μη ικανοποιητικά δείγματα 76 . Ένας λόγος μπορεί να είναι<br />

η ανεπαρκής μεταφορά όλων των ενδοτραχηλικών κυττάρων από την<br />

συσκευή δειγματοληψίας (cervex Brush) στο φιαλίδιο με το συντηρητικό υγρό<br />

λόγω του ότι τα ενδοτραχηλικά κύτταρα μπορεί να παγιδευτούν στην<br />

ενδοτραχηλική βλέννα η οποία παραμένει στις τρίχες της βούρτσας και δεν<br />

ξεπλένεται στο υγρό. Σύμφωνα με το σύστημα Bethesda σε ένα<br />

κολποτραχηλικό επίχρισμα ΚΥΦ ή συμβατικής κυτταρολογίας θα πρέπει να<br />

υπάρχουν τουλάχιστον 10 ενδοτραχηλικά κύτταρα ώστε το δείγμα να<br />

θεωρηθεί επαρκές ως προς την περιεκτικότητα σε κύτταρα που προέρχονται<br />

από την ζώνη μετάπτωσης. Το 1990 η απουσία ενδοτραχηλικών δειγμάτων<br />

αποτελούσε δείκτης για επανάληψη της εξέτασης, σήμερα η απουσία των εν<br />

λόγω κυττάρων δεν έχει σοβαρές συνέπειες 76 .<br />

Εικόνα 3.1 Εικόνες από δύο επιχρίσματα ΚΥΦ τα οποία χαρακτηρίζονται ως «μη<br />

ικανοποιητικά» λόγω ανεπαρκούς αριθμού κυττάρων. Α) ThinPrep,<br />

αντιπροσωπευτική εικόνα οπτικού πεδίου με 10x φακό, περιέχει 40<br />

ορατά και καλά διατηρημένα πλακώδη κύτταρα B) SurePath, το<br />

επίχρισμα αυτό περιέχει λιγότερα από 8 κύτταρα ανά οπτικό πεδίο 40x.<br />

Όσον αφορά τα δείγματα μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας, στις<br />

περισσότερες έρευνες συμπεραίνεται ότι με την χρήση της ΚΥΦ τα ποσοστά<br />

ανεπαρκών δειγμάτων έχουν σημειώσει αύξηση όταν συγκρίνεται με την<br />

συμβατική μεθοδο 67,81-84 . Αυτό κυρίως εξηγείται από το ότι τα διαγνωστικά<br />

μορφολογικά χαρακτηριστικά της μεθόδου ΚΥΦ παρουσιάζουν μεγάλες<br />

διαφορές με την συμβατική μέθοδο και οι κυτταρολόγοι δεν είναι ακόμα ικανοί<br />

να αξιολογήσουν απόλυτα σωστά αυτά τα επιχρίσματα. Παρόλα αυτά γενικά<br />

η μέθοδος ΚΥΦ προτιμάται σε σχέση με την συμβατική κυτταρολογία για την<br />

αξιολόγηση επιχρισμάτων μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας λόγω των<br />

ιδιοτήτων της, όπως καλή διατήρηση των κυτταρικών λεπτομερειών και το<br />

καθαρό υπόστρωμα 65,81-83 . Η χρήση της ΚΥΦ ως συμπληρωματική της<br />

συμβατικής μεθόδου φάνηκε να είναι το ίδιο ή και περισσότερο<br />

αποτελεσματική από ότι η χρήση μόνο της συμβατικής μεθόδου για την<br />

αξιολόγηση αυτών των παρασκευασμάτων με θετικές συνέπειες στα<br />

49


ποσοστά μη ανεπαρκών επιχρισμάτων. Η καθιέρωση κριτηρίων για την<br />

αξιολόγηση επιχρισμάτων ΚΥΦ μη γυναικολογικής κυτταρολογίας θεωρείται<br />

απαραίτητη.<br />

3.3 Οι επιδόσεις των κυτταροπαθολόγων στην ερμηνεία<br />

επιχρισμάτων Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης<br />

Αποτελέσματα πολλών κλινικών μελετών έχουν δείξει ότι η ερμηνεία<br />

των παρασκευασμάτων ΚΥΦ είναι ακριβέστερη από την ερμηνεία<br />

παρασκευασμάτων συμβατικής κυτταρολογίας καθώς απαντάνε λιγότερα<br />

σφάλματα κατά την εξέτασή τους 36,44,85-86 . Συγκεκριμένα όσον αφορά τα<br />

κολποτραχηλικά επιχρίσματα η ακριβής ερμηνεία των επιχρισμάτων ΚΥΦ<br />

ήταν ίδια ή ανώτερη της συμβατικής μεθόδου. Τα ευρήματα όμως έχουν<br />

δείξει μια δυσκολία των κυτταροπαθολόγων να ερμηνεύσουν HSIL (πίνακας<br />

3.5) και το πλακώδες καρκίνωμα σε επιχρίσματα ΚΥΦ. Κάποιες πιθανές<br />

εξηγήσεις για αυτό μπορεί να είναι ότι ενώ η μορφολογία των LSIL στα<br />

παρασκευάσματα ΚΥΦ είναι σχεδόν παρόμοια με την μορφολογία τους σε<br />

συμβατικά παρασκευάσματα, η κυτταρομορφολογία των HSIL φέρει πιο<br />

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα παρασκευάσματα ΚΥΦ 86 , π.χ. σε<br />

παρασκευάσματα ΚΥΦ τα κύτταρα που έχουν υποστεί αλλοίωση υψηλού<br />

βαθμού εμφανίζονται ως απομονωμένα μικρά κύτταρα με πυρήνα<br />

μικρότερου μεγέθους. Ενώ το πλακώδες καρκίνωμα μπορεί να αγνοηθεί σε<br />

παρασκευάσματα ΚΥΦ καθώς τα μη κερατινοποιημένα κύτταρά του μπορεί<br />

να μοιάζουν, σε μικρή μεγέθυνση, με καλοήθη πλακώδη μεταπλασία 86 .<br />

ΚΥΦ ΣΚ<br />

Μη<br />

πιστοποιημένοι<br />

Μη<br />

πιστοποιημένοι<br />

Διαγνωστική<br />

ομάδα<br />

Πιστοποιημένοι<br />

Πιστοποιημένοι<br />

n % n % n % n %<br />

Αρνητικό 1850 1,14 230 2,61 3321 1,66 1249 3,04<br />

LSIL 743 2,02 90 8,89 1011 2,57 384 7,29<br />

HSIL 1204 2,82 162 4,94 2975 1,41 1034 2,42<br />

Σύνολο 3797 1,84 482 4,56 7307 1,68 2667 3,41 *<br />

Πίνακας 3.5 Ποσοστά ασυμφωνίας των απαντήσεων των κυτταροπαθολόγων ανά<br />

διαγνωστική ομάδα και κατάσταση πιστοποίησης στην ΚΥΦ.<br />

* Renshaw et al. The Significance of Certification in Liquid-Based Cytology and Performance<br />

in the College of American Pathologists Interlaboratory Comparison Program in<br />

Cervicovaginal Cytopathology. Arch Pathol Lab Med. 2006;130:1269–1272.<br />

50


Σε μια έρευνα 87 που αξιολογούσε την σημασία της πιστοποίησης<br />

των εργαστηρίων στην κυτταρολογία υγρής φάσης βρέθηκε ότι η<br />

πιστοποίηση των κυτταρολόγων και κυτταροπαθολόγων σχετίζεται απόλυτα<br />

με μια σημαντική μείωση στα ποσοστά ασυμφωνίας κατά την ερμηνεία<br />

επιχρισμάτων ΚΥΦ. Μάλιστα η πιστοποίηση στην ΚΥΦ είχε αντίκτυπο ακόμα<br />

και στην ερμηνεία επιχρισμάτων συμβατικής κυτταρολογίας καθώς βρέθηκε<br />

ότι κυτταροπαθολόγοι, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί για να ερμηνεύσουν ΚΥΦ<br />

επιχρίσματα, σημείωσαν μειωμένα ποσοστά σφαλμάτων και κατά την<br />

αξιολόγηση συμβατικών παρασκευασμάτων.<br />

Και στην μη- γυναικολογική κυτταρολογία τα ευρήματα είναι<br />

παρόμοια, η ΚΥΦ είναι ανώτερη της συμβατικής κυτταρολογίας σε όλες τις<br />

διαγνωστικές κατηγορίες εκτός από τις περιπτώσεις πλακώδους<br />

καρκινώματος 54 . Στα μη-γυναικολογικά δείγματα η ΚΥΦ είναι προτιμότερη<br />

διαγνωστική μέθοδος από την συμβατική κυτταρολογία λόγω των τεχνικών<br />

χαρακτηριστικών όπως είναι το καθαρό υπόστρωμα και η ομοιογενής<br />

διασπορά των κυττάρων στο επίχρισμα που κάνουν την διάγνωση πιο<br />

εύκολη για τους κυτταρολόγους. Γενικά η ακρίβεια της μεθόδου ΚΥΦ είναι<br />

ανώτερη της συμβατικής 88 , όμως υπάρχουν μερικά μειονεκτήματα της<br />

μεθόδου όπως είναι τα διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά όσον<br />

αφορά τα θραύσματα των κυττάρων (ρήξη των θηλωματωδών ομάδων και<br />

αυξημένος επιμερισμός των κυττάρων), μικρότερα κύτταρα με μικρότερους<br />

πυρήνες λόγω του ότι τα κύτταρα παίρνουν μια πιο στρογγυλοποιημένη<br />

μορφή μέσα στο υγρό διάλυμα συντήρησης, και η απώλεια διαγνωστικά<br />

σημαντικού υλικού του υποστρώματος (η κολλοειδής μορφή του<br />

υποστρώματος, η βλέννα, χονδορμυξοειδής στρωματική ουσία) 54 . Η απώλεια<br />

των χαρακτηριστικών του υποστρώματος έχει μεγάλη σημασία για την<br />

διάγνωση ορισμένων όγκων μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας καθώς η<br />

διάγνωσή τους στηρίζεται πολλές φορές στα ευρήματα αυτά. Με την<br />

τεχνολογία της ΚΥΦ όμως οι κυτταρολόγοι πρέπει να βασιστούν<br />

εξολοκλήρου στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των κυττάρων, για τα οποία<br />

θα πρέπει να θεσπιστούν διαγνωστικά κριτήρια.<br />

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ΚΥΦ όπως η μονιμοποίηση, η<br />

μεταφορά και η συντήρηση του κυτταρολογικού υλικού σε υγρό μέσο<br />

αποφεύγοντας έτσι το στέγνωμα των επιχρισμάτων στον αέρα (artifacts), ο<br />

αυτοματοποιημένος τρόπος παρασκευής επιχρισμάτων, η μικρή περιοχή<br />

εξέτασης (20mm ThinPrep, 13 mm SurePath) που μειώνει τον χρόνο<br />

εξέτασης ανά επίχρισμα, και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της ΚΥΦ όπως<br />

το καθαρό υπόστρωμα, η ομοιογενής κατανομή των κυττάρων, η βελτιωμένη<br />

παρουσία των κυττάρων στο επίχρισμα και η ελάχιστη κυτταρική επικάλυψη<br />

που υφίστανται, κάνουν την διάγνωση πιο εύκολη και αποτελεσματική<br />

μειώνοντας το φόρτο εργασίας του εργαστηρίου.<br />

Λόγω όλων αυτών των διαφορών της ΚΥΦ με την συμβατική<br />

κυτταρολογία συνεπάγεται ότι η εκπαίδευση των κυτταροτεχνολόγων και<br />

κυτταροπαθολόγων είναι απαραίτητη πριν την εισαγωγή της μεθόδου στα<br />

εργαστήριά τους.<br />

51


3.4 Επικουρικές εξετάσεις σε δείγματα Κυτταρολογίας Υγρής<br />

Φάσης<br />

Ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης<br />

(ΚΥΦ) είναι η δυνατότητα εφαρμογής επιπρόσθετων εξετάσεων στο<br />

υπολειπόμενο κυτταρικό υλικό όπως, επιπλέον επιχρίσματα,<br />

ανοσοϊστοχημικές εξετάσεις ή εφαρμογή μοριακών εξετάσεων 89-93 .<br />

Έρευνες έχουν δείξει ότι η παρασκευή επιπλέον κολποτραχηλικών<br />

επιχρισμάτων στο υπολειπόμενο υλικό ΚΥΦ οδηγεί σε μείωση των<br />

ποσοστών των μη ικανοποιητικών δειγμάτων και στην ανίχνευση<br />

περισσότερων περιπτώσεων ASCUS 94-95 . Αυτό δεν αναιρεί την ακρίβεια του<br />

πρώτου παρασκευάσματος παρόλα αυτά είναι ένα στοιχείο που θέλει<br />

επιπλέον διερεύνηση.<br />

Η ανίχνευση για χλαμύδια του τραχώματος (Chlamydia<br />

Trachomatis), γονόρροια (Neisseria Gonorrhoeae), και κυρίως για τον ιό<br />

των ανθρώπινων θηλωμάτων (Human papilloma virus, HPV) είναι οι<br />

συχνότερες εξετάσεις που εφαρμόζονται σε υπολειπόμενα κολποτραχηλικά<br />

δείγματα ΚΥΦ καθώς αποτελούν τα τρία πιο κοινά σεξουαλικώς<br />

μεταδιδόμενα νοσήματα.<br />

Οι καινούργιες διαγνωστικές εργαστηριακές μέθοδοι για την<br />

ανίχνευση αυτών των μολυσματικών παραγόντων βασίζονται στην ανίχνευση<br />

του νουκλεϊκού οξέως (DNA), δηλαδή βασίζονται στην ανίχνευση και<br />

ταυτοποίηση μιας ακολουθίας DNA ειδική για τον κάθε μολυσματικό<br />

παράγοντα με ή χωρίς τον πολλαπλασιασμό του DNA με την αλυσιδωτή<br />

αντίδραση της πολυμεράσης (polymerase chain reaction, PCR). Οι μέθοδοι<br />

που χρησιμοποιούν την ενίσχυση του ιικού γονιδιώματος μέσω PCR, είναι<br />

εξαιρετικά ευαίσθητες και ικανές να ανιχνεύσουν ακόμα και ένα μόνο<br />

αντίγραφο του DNA στόχου. Οι δύο μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η<br />

Hybrid Capture 2 (HC2) και η μέθοδος PCR.<br />

Το συντηρητικό διάλυμα με βάση την αλκοόλη που χρησιμοποιείται<br />

στην ΚΥΦ αποδεικνύεται από πολλές έρευνες ότι είναι ένα σταθερό μέσο για<br />

την ανίχνευση αυτών των λοιμώξεων 90-92,96 και ότι ένα δείγμα είναι αρκετό για<br />

την παρασκευή κολποτραχηλικών επιχρισμάτων, για την ανίχνευση HPV, C.<br />

Trachomatis και Ν. Gonorrhoeae 91 με μοριακές μεθόδους.<br />

Οι κοινές κατευθυντήριες γραμμές του 2001 στις ΗΠΑ για την<br />

διαχείριση των γυναικών με μη φυσιολογικά κυτταρολογικά ευρήματα<br />

παρουσίασαν την εξέταση HPV DNA σε υπολειπόμενα δείγματα ΚΥΦ, ως<br />

την προτιμότερη μέθοδο διαχείρισης γυναικών με ASCUS με την αιτιολογία<br />

ότι οι γυναίκες ασθενείς δεν χρειάζεται να ξαναεπισκεφτούν τον γιατρό τους<br />

για συμπληρωματική εξέταση, και αυτό αποτελεί ένα τεράστιο πλεονέκτημα.<br />

Άλλες επιπλέον εξετάσεις που μπορεί να γίνουν από το<br />

υπολειπόμενο κυτταρικό υλικό ΚΥΦ είναι η παραγωγή κύβων παραφίνης<br />

τόσο για γυναικολογικά όσο και για μη-γυναικολογικά δείγματα και η<br />

εφαρμογή σε αυτά ανοσοϊστοχημικών εξετάσεων.<br />

52


3.5 Αυτοματοποίηση στην ανάλυση επιχρισμάτων<br />

γυναικολογικής κυτταρολογίας<br />

Το Pap τεστ υπήρξε ένα εξαιρετικά επιτυχές εργαλείο ανίχνευσης<br />

του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο δια χειρός έλεγχος των<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από<br />

κάποιους παράγοντες όπως η έλλειψη εργαστηριακού προσωπικού,<br />

συγκεκριμένα κυτταροτεχνολόγων σε αυτή την περίπτωση, εργονομικά<br />

προβλήματα και από τις επιπτώσεις των ψευδο-αρνητικών περιπτώσεων.<br />

Σαν αποτέλεσμα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας αναπτύχθηκε και<br />

εφαρμόστηκε η αυτοματοποίηση στον πρωτοβάθμιο έλεγχο των<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων. Τα αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο δύο μεγάλων<br />

συστημάτων: i) εκείνα που εκτελούν τον πρωτοβάθμιο έλεγχο<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων χωρίς την παρέμβαση του<br />

κυτταροτεχνολόγου και ii) εκείνα τα οποία «απαιτούν» την παρέμβαση του<br />

κυτταρτεχνολόγου για την ερμηνεία των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων. Τα<br />

συστήματα αυτά είναι το BD FocalPoint Slide Profiler, το ThinPrep Imaging<br />

System και το BD FocalPoint GS (ο τρόπος λειτουργίας τους αναλύθηκε σε<br />

προηγούμενο κεφάλαιο).<br />

Από την χρήση αυτών των συστημάτων οι κυτταροτεχνολόγοι έχουν<br />

επωφεληθεί από την βελτίωση της εργασίας γενικά, την μειωμένη κόπωση,<br />

και την αυξημένη απόδοση. Αυτά συνεπάγουν αύξηση τη παραγωγικότητας<br />

του εργαστηρίου, περισσότερο χρόνο αφιερωμένο σε επιχρίσματα που<br />

φέρουν δύσκολες διαγνωστικές περιπτώσεις και σε συγκεκριμένα σημεία<br />

πάνω στα επιχρίσματα όπου ανιχνεύονται τα μη-φυσιολογικά στοιχεία από τα<br />

αυτοματοποιημένα συστήματα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών έχει σημειωθεί<br />

αύξηση της ευαισθησίας για την ανίχνευση αλλοιώσεων. Καθώς όμως<br />

αυξάνεται ο αριθμός των επιχρισμάτων που ελέγχονται πρέπει να<br />

καθιερωθούν και όρια όσον αφορά τον φόρτο εργασίας (αριθμός<br />

επιχρισμάτων που ελέγχονται καθημερινά) 97 .<br />

Ενώ ο ψηφιακός τρόπος ανάλυσης των επιχρισμάτων εισάγεται σε<br />

ένα εργαστήριο, διάφορα προβλήματα μπορεί να λάβουν χώρα μέχρι το<br />

προσωπικό να εξοικειωθεί με την καινούργια μέθοδο και τις καινούργιες<br />

εργαστηριακές συσκευές, π.χ. στην αρχή οι κυτταροτεχνολόγοι μπορεί να<br />

δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν τις συσκευές αλλά και να ανιχνεύσουν<br />

μη φυσιολογικά στοιχεία με την καινούργια τεχνική κ.α.<br />

Οι περιορισμοί των βοηθητικών αυτοματοποιημένων συστημάτων<br />

ελέγχου αποδίδονται στην καμπύλη μάθησης που συναντάται κατά την<br />

εφαρμογή μιας καινούργια τεχνολογίας στην κλινική πράξη, και καθώς αυτό<br />

αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, ένα ανθρώπινο φαινόμενο, έχει παρατηρηθεί<br />

κυρίως στα διαδραστικά συστήματα. Ένα παράδειγμα είναι τα αρνητικά<br />

ευρήματα όσον αφορά την διαγνωστική επίδοση των συστημάτων, όπως η<br />

αύξηση που παρατηρήθηκε αρχικά στα ποσοστά των επιχρισμάτων με<br />

ASCUS 29 ή όπως η μείωση που παρατηρήθηκε στα ποσοστά εύρεσης του<br />

ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων στα επιχρίσματα με ASCUS 98 για τα οποία<br />

όμως στην συνέχεια διαπιστώθηκε ότι οφείλονται στην καμπύλη μάθησης και<br />

53


στην εξοικείωση του εργαστηριακού προσωπικού με την καινούργια<br />

τεχνολογία.<br />

Ο πίνακας 3.6 99 συμπεριλαμβάνει μια λίστα από αντιπροσωπευτικές<br />

δημοσιεύσεις που έλαβαν χώρα το χρονικό διάστημα 1995-2008, οι οποίες<br />

εξέταζαν την αποτελεσματικότητα των αυτοματοποιημένων συστημάτων<br />

ελέγχου κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.<br />

Χρον/γία<br />

1995 100<br />

1999 28<br />

2001 101<br />

2002 102<br />

2004 103<br />

2005 104<br />

2006 98<br />

2007 105<br />

2007 106<br />

2007 30<br />

2007 32<br />

2007 29<br />

2007 31<br />

2008 107<br />

Συστήματα πρωτοβάθμιου Κύριο εύρημα<br />

ελέγχου/Διαδραστικά<br />

AutoPap® -Καλύτερη επίδοση όσον αφορά τα ψευδοαρνητικά<br />

αποτελέσματα κατά την<br />

επανεξέταση επιχρισμάτων<br />

AutoPap® -Ανιχνεύτηκαν περισσότερα HSIL<br />

AutoPap® -Αυξημένη ευαισθησία μεθόδου για την<br />

επαναξιολόγηση της ταξινόμησης των LSIL+<br />

AutoPap® -Ανίχνευση όλων των επιχρισμάτων που<br />

φέρουν HSIL+<br />

BD FocalPoint Slide -Υψηλά ποσοστά ανίχνευσης HSIL<br />

Profiler®<br />

επιχρισμάτων<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη ευαισθησία για την ανίχνευση SIL<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη ευαισθησία ανίχνευσης SIL,<br />

αυξημένη ευαισθησία ανίχνευσης HSIL με<br />

σημείο αναφοράς την βιοψία<br />

BD FocalPoint GS® -Υψηλή ευαισθησία για την ανίχνευση SIL<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη ευαισθησία για την ανίχνευση SIL<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη ευαισθησία ανίχνευσης SIL, με<br />

ελάττωση ποσοστού ψευδο-αρνητικών<br />

αποτελεσμάτων, αυξημένο ποσοστό<br />

κυτταροτεχνολόγων που δηλώνουν<br />

ικανοποιημένοι από την εργασία<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη παραγωγικότητα<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη ευαισθησία για την ανίχνευση SIL<br />

ThinPrep® Imaging System -Αυξημένη παραγωγικότητα<br />

ThinPrep® Imaging System -Αμετάβλητα ποσοστά εύρεσης ASCUS και<br />

θετικών HPV DNA αποτελεσμάτων<br />

Πίνακας 3.6 Συμπεράσματα δημοσιεύσεων από την αξιολόγησή τους για τα<br />

αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.<br />

Οι επιδόσεις αυτών των σύγχρονων συστημάτων ήταν, μέχρι τώρα,<br />

πολύ θετικές επιδιώκοντας μια συνεχή ανάπτυξη και τελειοποίηση των<br />

συστημάτων με απώτερο σκοπό να χρησιμοποιηθούν από τα<br />

παθολογοανατομικά εργαστήρια σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως προκύπτει<br />

54


από τις έρευνες αυτές (πίνακας 3.6) το κύριο πλεονέκτημα από την χρήση<br />

των αυτοματοποιημένων συστημάτων ελέγχου είναι η αυξημένη ευαισθησία<br />

όσον αφορά την ανίχνευση της ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης του πλακώδους<br />

επιθηλίου λόγω της ακριβής και ευαίσθητης μεθόδου κατάταξης, που<br />

περιέχουν τα συστήματα πρωτοβάθμιου ελέγχου και διαδραστικού ελέγχου.<br />

Με την χρήση των αυτοματοποιημένων συστημάτων επιτυγχάνεται:<br />

- μείωση του αριθμού ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων<br />

- και/ή αύξηση στην παραγωγικότητα.<br />

Τα πλεονεκτήματα των ψηφιακών εικόνων συμπεριλαμβάνουν την<br />

δυνατότητα εξέτασης των επιχρισμάτων χωρίς την παρουσία της<br />

αντικειμενοφόρου πλάκας, επιτρέποντας τον σχολιασμό πάνω στην εικόνα<br />

και την ικανότητα ταχείας μετάδοσής της ηλεκτρονικά για διάφορους λόγους<br />

(εκπαιδευτικούς, ελέγχου ποιότητας, σε συνέδρια κ.ά.). Στον τομέα της<br />

κυτταρολογίας οι ψηφιακές εικόνες χρησιμοποιούνται κυρίως στον<br />

αυτοματοποιημένο έλεγχο κολποτραχηλικών επιχρισμάτων, για<br />

εκπαιδευτικούς λόγους και για εξάσκηση των κυτταροτεχνολόγων και<br />

κυτταροπαθολόγων (π.χ. online ψηφιακοί άτλαντες). Επιπλέον, υπάρχουν<br />

σημαντικές δυνατότητες χρήσης των ψηφιακών εικόνων στον έλεγχο<br />

επάρκειας στην γυναικολογική κυτταρολογία. Στο άμεσο μέλλον οι ψηφιακές<br />

εικόνες στην κυτταρολογία πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για την ταχεία<br />

ανάκτηση και εξέταση αρχειοθετημένων κλινικών περιπτώσεων που έχουν<br />

ελεγχθεί με την ψηφιακή μέθοδο (π.χ. ψηφιακές βιβλιοθήκες), για τον έλεγχο<br />

δειγμάτων μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας που έχουν επεξεργαστεί με την<br />

μέθοδο κυτταρολογίας υγρής φάσης (π.χ. δείγματα ούρων και δείγματα<br />

κοιλοτήτων σώματος) και στην επικοινωνία (π.χ. τηλεδιασκέψεις) και<br />

παράλληλα θα συνεχίζουν να παίζουν σπουδαίο ρόλο στην εξάσκηση των<br />

κυτταροτεχνολόγων, στην εκπαίδευση (κυρίως σε διεθνή επίπεδο), στην<br />

πιστοποίηση των πρωτοβάθμιων εξετάσεων και στην συνεχή εκπαίδευση και<br />

συντήρηση της επάρκειας και πιστοποίησης. Γενικά ο έλεγχος και η τελική<br />

διάγνωση κυτταρολογικών δειγμάτων στο μέλλον ενδέχεται να<br />

πραγματοποιηθούν εξολοκλήρου μέσω οθόνης υπολογιστή και όχι στο<br />

οπτικό μικροσκόπιο 99 .<br />

Η αυτοματοποίηση στα εργαστήρια κυτταρολογίας στοχεύει στην<br />

ανταπόκριση σημερινών και μελλοντικών προκλήσεων, τέτοιες είναι ο<br />

αυξημένος φόρτος εργασίας και η έλλειψη έμπειρων κυτταροτεχνολόγων.<br />

Ενώ αυτά είναι προβλήματα που παρουσιάζονται ανά τον κόσμο, πρόσφατα<br />

έχουν εκφραστεί αντίθετοι προβληματισμοί 108-109 . Με την προοπτική ότι η<br />

ανάλυση HPV DNA θα αποτελέσει εξέταση πρωτοβάθμιου ελέγχου<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων, με την ανάπτυξη του εμβολίου για HPV, και<br />

την συνιστώμενη επέκταση του διαστήματος ελέγχου σε συγκεκριμένες<br />

υποομάδες ασθενών, ο αριθμός των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων που θα<br />

ελέγχονται θα μειωθεί σημαντικά στο μέλλον με αποτέλεσμα να μειωθεί και ο<br />

αριθμός του απαιτούμενου προσωπικού στα εργαστήρια. Σε αυτή την<br />

περίπτωση η χρήση ψηφιακών εικόνων που θα παράγονται από<br />

συγκεκριμένα αυτοματοποιημένα συστήματα και θα μεταδίδονται μέσω του<br />

Internet παρέχει την δυνατότητα αποτελεσματικού και ταχέως ελέγχου<br />

ατόμων που θα ανήκουν σε αυτές τις υποομάδες 99 . Η πολυφασματική<br />

55


ανάλυση εικόνας αποτελεί ένα αναδυόμενο εργαλείο που χρησιμοποιεί<br />

πληροφορίες που αντλεί από τις εικόνες σχετικές με το χώρο και το φάσμα,<br />

ώστε να ταξινομεί τις εικόνες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην<br />

διαφοροποίηση μεταξύ καλοηθών και κακοηθών κυττάρων. Μια τέτοια<br />

τεχνολογία ανάλυσης εικόνας προς το παρόν διερευνάται στην ανίχνευση<br />

κακοήθειας σε δείγματα από αναρρόφηση 99 .<br />

Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης έχει προσφέρει σπουδαίο ρόλο στην<br />

ανάπτυξη της αυτοματοποίησης στον πρωτοβάθμιο έλεγχο<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων αφού η ύπαρξη της τεχνολογίας αυτής<br />

οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη να καταστεί δυνατή η<br />

αυτοματοποίηση στην γυναικολογική κυτταρολογία. Οι κυτταρολόγοι και<br />

κυτταροπαθολόγοι στο μέλλον θα αντιμετωπίσουν μεγάλες διαφορές στην<br />

καθημερινή κλινική τους πράξη καθώς η αξιολόγηση, η επανεξέταση, η<br />

πρόσβαση σε επιχρίσματα θα γίνεται ψηφιακά οποτεδήποτε και οπουδήποτε<br />

και να βρίσκονται, απλά αρκεί να έχουν έναν υπολογιστή 97 .<br />

56


44 ΕΕΦΦΑΑΡΡΜΜΟΟΓΓΗΗ ΜΜΟΟΡΡΙΙΑΑΚΚΩΩΝΝ ΜΜΕΕΘΘΟΟΔΔΩΩΝΝ ΣΣΕΕ<br />

ΔΔΕΕΙΙΓΓΜΜΑΑΤΤΑΑ ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ<br />

ΦΦΑΑΣΣΗΗΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΗΗ ΧΧΡΡΗΗΣΣΗΗ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΣΣΤΤΗΗΝΝ<br />

ΔΔΙΙΑΑΓΓΝΝΩΩΣΣΗΗ ΤΤΟΟΥΥ ΚΚΑΑΡΡΚΚΙΙΝΝΟΟΥΥ:: ΠΠΡΡΟΟΚΚΛΛΗΗΣΣΕΕΙΙΣΣ<br />

ΚΚΑΑΙΙ ΠΠΡΡΟΟΟΟΠΠΤΤΙΙΚΚΕΕΣΣ<br />

Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης έχει εξελιχθεί τις δύο τελευταίες<br />

δεκαετίες ως η εναλλακτική μέθοδος της συμβατικής κολποτραχηλικής<br />

κυτταρολογίας και ως εναλλακτική ή συμπληρωματική μέθοδος διάγνωσης<br />

της μη-γυναικολογικής κυτταρολογίας με αναφορές στην αύξηση της<br />

ευαισθησίας και την μείωση στα ποσοστά μη ικανοποιητικών<br />

επιχρισμάτων 3,6,35-36,40-41 . Η ικανότητα της μεθόδου να παρέχει και να<br />

διατηρεί υπολειπόμενο κυτταρικό υλικό για αρκετές εβδομάδες σε<br />

θερμοκρασία δωματίου προσφέρει την δυνατότητα εφαρμογής<br />

ανοσοκυτταροχημικών και μοριακών εξετάσεων.<br />

4.1 Ο ρόλος της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης στην<br />

ανίχνευση μοριακών δεικτών για την πρόληψη του<br />

καρκίνου του τραχήλου της μήτρας<br />

Υπάρχουν πάνω από 100 τύποι του ιού των ανθρώπινων<br />

θηλωμάτων (HPV) τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους γενετικά και μολύνουν<br />

διαφορετικά σημεία του σώματος με αποτέλεσμα οι εκδηλώσεις της νόσου να<br />

ποικίλουν. Μια συγκεκριμένη ομάδα των HPV, που αναφέρονται ως<br />

ογκογόνοι τύποι υψηλοί κινδύνου, έχουν αναγνωριστεί, είτε μεμονωμένοι είτε<br />

σε συνδυασμούς, ως την αναγκαία αλλά όχι ικανή αιτία καρκίνου του<br />

τραχήλου της μήτρας (ΚΤΜ). Στο 95-100% των περιπτώσεων ΚΤΜ έχει<br />

57


ανιχνευτεί DNA του ιού (HPV-DNA), και μόνο ένα μικρό ποσοστό θεωρείται<br />

ότι προκαλείται από άλλους μηχανισμού που δεν σχετίζονται με τον ιό. Ο<br />

HPV προκαλεί προκαρκινικές αλλοιώσεις στον τράχηλο της μήτρας οι οποίες<br />

ταξινομούνται ως πλακώδη ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση χαμηλού βαθμού<br />

(Low-grade Squamous Intraepithelial Lesion, LSIL) και πλακώδη<br />

ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση υψηλού βαθμού (High-grade Squamous<br />

Intraepithelial Lesion, HSIL). Στην Ευρώπη εμφανίζονται ετησίως 817.000<br />

περιπτώσεις LSIL και 187.000 περιπτώσεις HSIL 110 .<br />

Η λοίμωξη από τον HPV είναι ένα από τα πιο συχνά σεξουαλικώς<br />

μεταδιδόμενα νοσήματα παγκοσμίως. Το γενετικό υλικό του HPV αποτελείται<br />

από δίκλωνο DNA και κωδικοποιεί σειρά πρώιμων ρυθμιστικών<br />

πρωτεϊνών (Early region: E6, E7, E1, E2, E4 και E5) και δύο δομικές<br />

πρωτεΐνες του καψιδίου (Late region: L1 και L2). Επίσης, περιλαμβάνει και<br />

μία ρυθμιστική περιοχή (Long Control Region - LCR).<br />

4.1.1 Μοριακή διάγνωση του HPV<br />

Η επιβεβαίωση της ιογενούς προέλευσης του ΚΤΜ, η βελτίωση των<br />

διαγνωστικών κυτταρολογικών τεχνικών και η έλευση του υγρού μέσου<br />

συντήρησης κυτταρολογικών δειγμάτων (ΚΥΦ) άνοιξαν τον δρόμο στην<br />

ανάπτυξη νέων και ενδιαφερουσών επιλογών για την βελτίωση του<br />

προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου για τον ΚΤΜ.<br />

Η ανίχνευση του HPV από διάφορες μοριακές μεθόδους έχει<br />

προταθεί ως συμπληρωματική ή ανεξάρτητη μέθοδος πρωτοβάθμιου<br />

ελέγχου με πολλά πιθανά πλεονεκτήματα. Η εξέταση ανίχνευσης του<br />

αιτιολογικού παράγοντα του ΚΤΜ προσφέρει την δυνατότητα να εντοπιστούν<br />

οι γυναίκες εκείνες με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης ΚΤΜ, ενώ βρίσκονται υπό<br />

λανθάνουσα ή υποκλινική μόλυνση, αρκετούς μήνες έως χρόνια, πριν ο ιός<br />

κάνει την εμφάνισή του στο τεστ Παπανικολάου. Τα τελευταία 25 χρόνια<br />

έχουν αναπτυχθεί διάφορες μέθοδοι ανίχνευσης του HPV-DNA σε<br />

κυτταρολογικά δείγματα. Οι αρχικές μέθοδοι στηρίχτηκαν στην τεχνολογία<br />

άμεσης ανίχνευσης υβριδισμού όπως το dot blot, Southern blot, in situ<br />

Hybridization οι οποίες όμως εκτός του ότι ήταν χρονοβόρες και αύξαναν τον<br />

φόρτο εργασίας, απαιτούσαν και μεγάλες ποσότητες DNA για την εκτέλεσή<br />

τους. Την θέση τους πήρε η τεχνολογία ενίσχυσης η οποία διακρίνεται σε: i)<br />

δοκιμασίες ενίσχυσης στόχου (π.χ. PCR) και ii) δοκιμασίες ενίσχυσης<br />

σήματος (Hybrid capture 2, HC2) που αποτελεί και την μόνη μέθοδο που έχει<br />

λάβει την έγκριση του FDA για την ανίχνευση του HPV.<br />

Hybrid capture 2<br />

Η HC2 αποτελεί δοκιμή ενίσχυσης σήματος με υβριδισμό του DNA<br />

για την ποιοτική ανίχνευση του γονιδιώματος υψηλού κινδύνου τύπων του<br />

ιού. Δεν μπορεί ωστόσο να αναγνωρίσει ποιος συγκεκριμένος τύπος του<br />

58


HPV είναι παρόν. Η μέθοδος αναγνωρίζει συγκριμένο γονιδίωμα 13ών<br />

τύπων HPV υψηλού κινδύνου χρησιμοποιώντας ανιχνευτή RNA του οποίου η<br />

αλληλουχία είναι συμπληρωματική του συγκεκριμένου στόχου. Τα υβρίδια<br />

DNA-RNA που σχηματίζονται αναγνωρίζονται από την φθορίζουσα ουσία<br />

που προστίθεται στην συνέχεια η οποία εκπέμπει φως. Η ένταση του φωτός<br />

είναι ανάλογη της ποσότητας του DNA του HPV που είναι παρόν στο δείγμα<br />

που εξετάζεται.<br />

To 2003 αξιολογήθηκε η απόδοση του Hybrid Capture 3, που<br />

πιθανόν να αποτελέσει τη νέα γενιά του HC2, ως προς την ικανότητα<br />

ανίχνευσης τραχηλικής ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας βαθμού 3 (cervical<br />

intraepithelial neoplasia, CIN3) και καρκίνου. Η HC3 σχεδιάστηκε για να<br />

ελαχιστοποιήσει την διασταυρούμενη αντιδραστικότητα με μη-στοχευόμενους<br />

τύπους HPV. Η HC3 έδειξε υψηλότερη ευαισθησία από την HC2 αλλά ίδια<br />

ειδικότητα για την ανίχνευση CIN2+ 111 . Η μέθοδος αυτή δεν έχει βγει ακόμα<br />

στην αγορά 112 .<br />

Ένα άλλο τεστ που χρησιμοποιεί την ίδια τεχνολογία είναι το<br />

Cervista HR HPV (Hologic, Bedford, Massachusetts) το οποίο έχει εγκριθεί<br />

από τον FDA για την ποιοτική ανίχνευση του DNA 14ων υψηλού κινδύνου<br />

τύπων του HPV σε κολποτραχηλικά δείγματα.<br />

PCR<br />

Η PCR βασίζεται στην επαναλαμβανόμενη αντιγραφή μιας<br />

ακολουθίας στόχου του DNA στις δύο άκρες τις οποίας συγκεκριμένοι<br />

ολιγονουκλεοτιδικοί εκκινητές αρχίζουν την διαδικασία αντιγραφής του DNA.<br />

Λόγω του πολλαπλασιασμού του DNA στόχου, ακόμα και πολύ μικρές<br />

ποσότητες μπορούν ν ανιχνευτούν, η ευαισθησία της μεθόδου είναι πολύ<br />

υψηλή. Με την μέθοδο PCR μπορεί να ανιχνευτούν ακολουθίες από<br />

διάφορους τύπους του HPV. Η μέθοδος της PCR μπορεί να ανιχνεύσει<br />

περισσότερα δείγματα τα οποία φέρουν μόλυνση HPV και έχουν φυσιολογική<br />

ή ASCUS κυτταρολογική εξέταση, από ότι η HC2, αλλά έχουν ίδια απόδοση<br />

όσον αφορά την ταυτοποίηση του ιού 113 .<br />

Πρόσφατα έχουν γίνει διαθέσιμα, το κατασκευασμένο για<br />

εμπορικούς λόγους τεστ που βασίζεται στην τεχνολογία του PCR, το<br />

Amplicor® HPV test (Roche Molecular Systems, Inc., Branchburg, NJ, USA)<br />

το ποίο αναγνωρίζει μια ομάδα από 13 υψηλού κινδύνου τύπους του HPV<br />

(high risk, hr HPV) ταυτόχρονα (η μέθοδος αυτή δεν έχει λάβει ακόμη την<br />

έγκριση από τον FDA), και το Linear Array HPV test, τα οποία<br />

χρησιμοποιούνται στην ανίχνευση και τον προσδιορισμό γονότυπων HPV. Οι<br />

μέθοδοι έχουν παρουσιάσει σε διάφορες δοκιμές υψηλότερη ευαισθησία<br />

αλλά χαμηλότερη ειδικότητα από ότι η HC2 για την ανίχνευση των hr HPV 112 .<br />

Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιεί την τεχνολογία του PCR είναι<br />

το Cobas 4800 HPV (Roche Diagnostics) το οποίο έχει σχεδιαστεί για την in<br />

vitro ποιοτική ανίχνευση 14 τύπων υψηλού κινδύνου του HPV.<br />

Και οι δύο μοριακές μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν σε δείγματα<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης.<br />

59


4.1.2 Παραδείγματα εφαρμογής του HPV DNA test στον<br />

πρωτοβάθμιο έλεγχο<br />

Οι πρώτες σημαντικές εφαρμογές της ανίχνευσης του HPV DNA<br />

στην κλινική πράξη ήταν στην διαλογή και διαχείριση των γυναικών με μη<br />

φυσιολογικά ευρήματα στην κυτταρολογική τους εξέταση (ASCUS), στην<br />

διαλογή ασθενών που βρίσκονταν στην εμμηνόπαυση και το κολποτραχηλικό<br />

τους επίχρισμα έδειχνε LSIL, και ως μέθοδος παρακολούθησης γυναικών<br />

που έλαβαν θεραπεία για την αντιμετώπιση της CIN 114-116 . Σκοπός της<br />

ανάλυσης του DNA-HPV ως συμπληρωματική της κυτταρολογική εξέτασης,<br />

είναι η ανίχνευση μεταξύ των ασυμπτωματικών γυναικών με λανθάνουσα ή<br />

υποκλινική λοίμωξη. Πληθώρα ερευνών έχουν αποδείξει ότι η εξέταση<br />

ανίχνευσης του HPV είναι πιο ευαίσθητη από την κυτταρολογική εξέταση<br />

αλλά με αντίθετα αποτελέσματα όσον αφορά την ειδικότητα. Αυτό σημαίνει<br />

ότι αν και η χρήση της εξέτασης για HPV αυξάνει τα ποσοστά ανίχνευσης<br />

γυναικών που παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνοι ανάπτυξης καρκίνου του<br />

τραχήλου της μήτρας, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αντικαταστήσει την<br />

κυτταρολογική εξέταση και να χρησιμοποιηθεί ως η μοναδική μέθοδος στον<br />

πρωτοβάθμιο έλεγχο κολποτραχηλικών επιχρισμάτων για την ανίχνευση του<br />

ΚΤΜ.<br />

Έτσι οι έρευνες στράφηκαν σε μια εναλλακτική μεθοδολογία η οποία<br />

συμπεριλάμβανε την χρήση της ανάλυσης για HPV-DNA ως<br />

συμπληρωματική της ΚΥΦ σε γυναίκες άνω των 30 ετών. Η λογική αυτού του<br />

συνδυασμού στηρίχτηκε στο ότι ο HPV αποτελεί την κύρια αιτία εμφάνισης<br />

του ΚΤΜ και στην πολύ υψηλή αρνητική προγνωστική αξία (95-100%) του<br />

συνδυασμού HPV DNA με την ΚΥΦ. Έρευνες έχουν δείξει ότι ο συνδυασμός<br />

μοριακής βιολογίας με την ΚΥΦ μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα στη<br />

αύξηση του χρονικού διαστήματος προσυμπτωματικού ελέγχου των<br />

γυναικών των οποίων τα αποτελέσματα και των δυο εξετάσεων είναι<br />

αρνητικά. Η παράταση του χρονικού διαστήματος ελέγχου σε συνδυασμό με<br />

πιο ευαίσθητες τεχνικές, όπως η ΚΥΦ έναντι της συμβατικής κυτταρολογίας,<br />

θα αποτελέσει την στρατηγική που θα επιφέρει την πλέον συμφέρουσα<br />

ισορροπία μεταξύ οφέλους και κόστους 117 . Στις ΗΠΑ ο συνδυασμός<br />

εξετάσεων HPV-DNA και ΚΥΦ έχει ενταχθεί στον πρόγραμμα<br />

προσυμπτωματικού ελέγχου γυναικών άνω των 30 ετών από το 2001 και<br />

αποτελεί μέθοδος διαλογής των γυναικών, με κυτταρολογικά ευρήματα<br />

ASCUS, που θα παραπεμφθούν για κολποσκόπηση ξεχωρίζοντας εκείνες με<br />

HPV DNA εξέταση θετικές καθώς έχουν περισσότερες πιθανότητες<br />

ανάπτυξης ΚΤΜ.<br />

Καθώς ο HPV είναι υπεύθυνος για το 95% των περιπτώσεων<br />

καρκίνου της μήτρας, οι μελέτες έχουν ερευνήσει και μια άλλη προσέγγιση<br />

στον προσυμπτωματικό έλεγχο. Οι περισσότερες έρευνες (πίνακας 4.1) που<br />

έχουν αξιολογήσει την απόδοση της κυτταρολογίας (συμβατικής ή ΚΥΦ) και<br />

της εξέτασης για HPV (PCR ή HC2) για την ανίχνευση αλλοιώσεων CIN2+<br />

και καρκίνου της μήτρας έχουν καταλήξει σε τρία κοινά συμπεράσματα: για<br />

την ανίχνευση αλλοιώσεων CIN2+ ή ΚΤΜ, η χρήση της εξέτασης HPV DNA<br />

είναι πιο ευαίσθητη (88-98% έναντι 51-86%) και έχει υψηλότερη αρνητική<br />

60


προγνωστική αξία από ότι η κυτταρολογική εξέταση, η ειδικότητα της<br />

εξέτασης HPV DNA είναι χαμηλότερη από ότι της κυτταρολογικής εξέτασης<br />

(83-94% έναντι 92-99%), και ότι η ευαισθησία και η αρνητική προγνωστική<br />

αξία του συνδυασμού των δύο μεθόδων είναι 100% 112 . Οπότε, στόχος είναι ο<br />

προσυμπτωματικός έλεγχος να αρχίζει με την πιο ευαίσθητη και<br />

αυτοματοποιημένη μέθοδος όπως είναι το τεστ ανίχνευσης HPV DNA και<br />

στην συνέχεια να χρησιμοποιηθεί η εξέταση με μεγαλύτερη ειδικότητα, όπως<br />

είναι η κυτταρολογική, για την διάγνωση και την διαλογή των γυναικών 118 .<br />

Την βάση αυτής της μεθοδολογίας αποτελούν τα ευρήματα ότι στην Ευρώπη<br />

οι πλειοψηφία των γυναικών με LSIL φέρουν hrHPV τύπους, οπότε αυτή η<br />

καινούργια προσέγγιση θεωρείται ότι θα είναι αποτελεσματικότερη όσον<br />

αφορά των γυναικείο πληθυσμό της Ευρώπης.<br />

Χρησιμοποιώντας την εξέταση HPV-DNA ως τον μοναδικό τρόπο<br />

προσυμπτωματικού ελέγχου σημαίνει ότι το ποσοστό γυναικών που θα<br />

χρειαστούν περαιτέρω εξέταση θα μειωθεί με αποτέλεσμα να μειωθεί το<br />

κόστος μέσω: μείωσης του αριθμού των υπαλλήλων που απασχολούνται σε<br />

ένα εργαστήριο, θα μειωθεί ο απαραίτητος χρόνος διάγνωσης, θα μειωθούν<br />

τα περιστατικά που λαμβάνουν περιττή θεραπεία και επιπλέον τα χρονικά<br />

διαστήματα ελέγχου θα μπορούν να παραταθούν. Το πλεονέκτημα της ΚΥΦ<br />

να παρέχει υπολειπόμενο κυτταρικό υλικό για πρόσθετες εξετάσεις δίνει ένα<br />

σημαντικό προβάδισμα στην μεθοδολογία συνδυασμού των εξετάσεων<br />

καθώς η ασθενής δεν είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει στον γιατρό ώστε να<br />

συλλεχθεί επιπλέον δείγμα όταν αυτό χρειάζεται, γεγονός που έχει<br />

οικονομικό όφελος για την ασθενή και το εργαστήριο 112 .<br />

Οι τρέχουσες ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές του ελέγχου<br />

ποιότητας στο πρωτοβάθμιο έλεγχο κολποτραχηλικών επιχρισμάτων<br />

προτείνουν την εφαρμογή πειραματικού προγράμματος με την χρήση<br />

έγκυρων τεστ ανίχνευσης HPV DNA, και αν το πρόγραμμα αποδειχθεί<br />

αποτελεσματικό, τότε, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, η<br />

μεθοδολογία θα πρέπει να υιοθετηθεί 119 .<br />

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι, εάν ο συνδυασμός HPV DNA και ΚΥΦ<br />

εφαρμοστεί ευρέως, τότε τα αποτελέσματα θα είναι ευεργετικά. Τα ποσοστά<br />

ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων αναμένεται να μειωθούν δραματικά, οι<br />

ασθενείς των οποίων και οι δύο εξετάσεις είναι αρνητικές θα ελέγχονται ανά<br />

μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, και οι ασθενείς που θα προσδιορίζεται ότι<br />

ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου θα παρακολουθούνται τακτικά. Αυτά<br />

τα αποτελέσματα θα ωφελήσουν τους ασθενείς, τους γιατρούς καθώς και το<br />

σύστημα υγείας.<br />

61


Ευαισθησία (95% CI) Ειδικότητα (95% CI)<br />

Έρευνα n HC2 Κυτταρ.: HC2 και HC2 Κυτταρ.: HC2 και<br />

ASCUS+ κυτταρ.<br />

ASCUS+ κυτταρ.<br />

Ανίχνευση CIN3+<br />

Petry et<br />

al 120<br />

7908 97.3 46.0 100 95.2 98.0 94.9<br />

(83.2–99.6) (30.8–61.9) (93.7–100) (93.4–96.5) (96.7–98.8) (93.1–96.2)<br />

Kulasingam<br />

et al 121<br />

774 86.0 49.7 49.7 83.0 86.4 94.7<br />

(59.7–96.9) (32.9–71.5) (32.9–71.5) (76.8–87.1) (84.8–88.1) (92.8–96.1)<br />

Ανίχνευση CIN2+<br />

Bigras and 13.842 97.0 58.7 ΔΑ 92.4 96.9 ΔΑ<br />

de<br />

(91.8–99.4) (48.6–68.2)<br />

(91.9–92.9) (96.6–97.2)<br />

Marval 121<br />

Cárdenas-<br />

Turanzas et<br />

al 122<br />

Coste et<br />

al 123<br />

Kulasingam<br />

et al 121<br />

Mayrand et<br />

al 124<br />

Petry et<br />

al 120<br />

1850 69<br />

(41–89)<br />

3080 96<br />

(88–100)<br />

774 62.7<br />

(31.4–93.2)<br />

9977 97.4<br />

(ΔΑ)<br />

7908 97.8<br />

(86.3–99.7)<br />

44<br />

(20–70)<br />

65<br />

(50–80)<br />

38.3<br />

(19.3–63.3)<br />

56.4<br />

(ΔΑ)<br />

43.5<br />

(30.0–58.0)<br />

ΔΑ 93<br />

(91–95)<br />

76<br />

(59–93)<br />

38.3<br />

(19.3–63.3)<br />

100<br />

(ΔΑ)<br />

100<br />

(93.7–100)<br />

85<br />

(83–87)<br />

83.0<br />

(76.6–87.2)<br />

94.3<br />

(ΔΑ)<br />

95.3<br />

(93.5–96.6)<br />

94<br />

(92–95)<br />

98<br />

(98–99)<br />

86.4<br />

(84.7–88.3)<br />

97.3<br />

(ΔΑ)<br />

98.0<br />

(96.7–98.8)<br />

Πίνακας 4.1 Η απόδοση των μεθόδων εξέτασης στον πρωτοβάθμιο έλεγχο με την χρήση της<br />

εξέτασης HPV και τον συνδυασμό ανίχνευσης HPV και κυτταρολογίας σε<br />

γυναίκες άνω των 30 ετών.<br />

Διευκρινήσεις:<br />

ΔΑ = δεν αξιολογήθηκαν, Κυτταρ. = κυτταρολογία, (+) = υψηλότερου βαθμού αλλοίωση,<br />

CI (Confidence Interval) = διάστημα εμπιστοσύνης<br />

* Whitlock E.P. et al., Liquid-Based Cytology and Human Papillomavirus Testing to Screen<br />

for Cervical Cancer: A Systematic Review for the U.S. Preventive Services Task Force. Ann<br />

Intern Med. 2011;155:687-697<br />

62<br />

ΔΑ<br />

97<br />

(97–98)<br />

95.0<br />

(93.0–96.4)<br />

92.5<br />

(ΔΑ)<br />

93.8<br />

(91.8–95.3) *


4.1.3 Μοριακοί δείκτες<br />

Η ευαισθησία των μεθόδων ανίχνευσης HPV DNA είναι υψηλή όμως<br />

δεν μπορούν να διακρίνουν τις παροδικές λοιμώξεις από τις επίμονες<br />

λοιμώξεις, έτσι στερούνται ειδικότητας. Για αυτό τον λόγο, το ενδιαφέρον<br />

στράφηκε προς τη μελέτη και αξιολόγηση μοριακών δεικτών που είναι πιο<br />

ειδικοί και ικανοί να αναγνωρίσουν τις γυναίκες που είναι επιρρεπής στην<br />

εξέλιξη της νόσου. Οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να αναγνωρίζουν τα<br />

διαφορετικά στάδια της κυτταρικής μεταβολής (απάλειψη του ιού, επίμονη<br />

λοίμωξη, εξέλιξη της νόσου) που σχετίζονται με την HPV λοίμωξη και πρέπει<br />

να δίνουν υψηλή θετική προγνωστική αξία όσον αφορά την πρόγνωση της<br />

εξέλιξης της νόσου από αλλοίωση σε ΚΤΜ. Τέτοιοι πιθανοί δείκτες είναι: το<br />

ιικό φορτίο του HPV, η μεθυλίωση του DNA, η ακολουθία του HPV-DNA που<br />

ενσωματώνεται στο γονιδίωμα του ξενιστή, η τελομεράση και το mRNA των<br />

ογκοπρωτεϊνών Ε6 και Ε7. Μερικοί από αυτούς τους δείκτες έχουν εξεταστεί<br />

ελάχιστα στην βιβλιογραφία και έχει αποδειχτεί ότι η έκφραση τους δεν<br />

μπορεί να σχετιστεί με την καθοριστική διάγνωση και διαλογή των γυναικών<br />

με ASCUS λόγω χαμηλής ειδικότητας. Οι δείκτες οι οποίοι έχουν μελετηθεί<br />

εκτενώς στην βιβλιογραφία και έχουν δοκιμαστεί για την διαγνωστική τους<br />

αξία στις προκαρκινικές αλλοιώσεις, καθώς συμμετέχουν στον κυτταρικό<br />

κύκλο και στην απορρύθμισή του από τον HPV, είναι οι:<br />

p16 INK4a<br />

Οι κύκλινο-εξαρτώμενες κινάσες (cyclin-dependent kinases, CDK)<br />

και οι αναστολείς των CDK αποτελούν τα βασικά μόρια που ελέγχουν τον<br />

κυτταρικό κύκλο και συντονίζουν την σύνθεση του DNA, τον διαχωρισμό των<br />

χρωμοσωμάτων και την κυτταρική διαίρεση. Ο αναστολέας p16 INK4a εμποδίζει<br />

την αλληλεπίδραση του CDK4/6 με την κυκλίνη D1, σταματώντας έτσι την<br />

εξέλιξη του κυτταρικού<br />

κύκλου από την φάση G1<br />

στην φάση S. Στα<br />

κύτταρα που έχουν<br />

υποστεί HPV λοίμωξη<br />

παρατηρείται αυξημένη<br />

έκφραση κυκλινών οι<br />

οποίες ανταγωνίζονται<br />

την p16. Προσπαθούν<br />

δηλαδή να συνδεθούν με<br />

τις CDK ώστε να ευνοηθεί<br />

η συνέχιση του<br />

κυτταρικού κύκλου. Στην<br />

συνέχεια η σύνδεση<br />

CDK4/6-κυκλίνηςD<br />

απενεργοποιεί με χημικό<br />

τρόπο (φωσφορυλίωση) το<br />

ρετινοβλάστωμα pRb. Έτσι<br />

Εικόνα 4.1 Θετική χρώση p16 INK4a υψηλού βαθμού<br />

αλλοίωσης σε δείγμα ΚΥΦ. (200x)<br />

63


απελευθερώνονται οι μεταγραφικοί παράγοντες, γεγονός που οδηγεί σε<br />

ανεξέλεγκτη κυτταρική ανάπτυξη δηλαδή σε καρκίνο.<br />

Η χρησιμότητα της ανίχνευσης της υπερέκφρασης του p16 με<br />

ανοσοκυτταροχημικές μεθόδους σε δείγματα ΚΥΦ έχει αναδειχθεί σε πολλές<br />

δοκιμές και έχει γίνει ευρέως αποδεκτή, ειδικά ως συμπληρωματική ανάλυση<br />

για την διαλογή γυναικών που η κυτταρολογική τους εξέταση δείχνει<br />

αμφίβολη ή ήπια αλλοίωση 125-136 . Στην διαλογή γυναικών με ASCUS ή LSIL<br />

έχει αποδειχθεί ότι η ανοσοκυτταροχημική χρώση του p16 σε δείγματα ΚΥΦ<br />

μπορεί να αποδώσει ίδια ποσοστά ευαισθησίας για την ανίχνευση των CIN2+<br />

όσο και η HPV ανάλυση, αλλά σημειώνοντας υψηλότερη ειδικότητα 125 .<br />

Έρευνες CIN1 CIN2 CIN3 Καρκίνος<br />

Sano, 1998 137<br />

Klaes, 2002 138<br />

Agoff, 2003 139<br />

Wang, 2004 140<br />

Hu, 2005 141<br />

Benevolo, 2006 142<br />

Focchi, 2007 143<br />

Σύνολο<br />

8/15 (53%)<br />

15/17 (88%)<br />

43/76 (57%)<br />

27/75 (36%)<br />

20/45 (44%)<br />

17/54 (31%)<br />

80/88 (91%)<br />

252/470 (54%)<br />

16/17 (94%)<br />

10/10 (100%)<br />

60/80 (75%)<br />

12/19 (63%)<br />

43/46 (93%)<br />

9/10 (90%)<br />

33/33 (100%)<br />

247/287 (86%)<br />

27/27 (100%)<br />

43/43 (100%)<br />

103/113 (91%)<br />

19/19 (100%)<br />

51/51 (100%)<br />

11/11 (100%)<br />

32/32 (100%)<br />

391/404 (96%)<br />

38/39 (97%)<br />

46/46 (100%)<br />

47/53 (89%)<br />

8/8 (100%)<br />

44/47 (94%)<br />

257/269 (96%)<br />

Πίνακας 4.2 Ποσοστά ανοσοϊστοχημικής χρώσης p16 σε δείγματα κυτταρολογίας υγρής<br />

φάσης από διάφορες έρευνες 151 .<br />

Το γεγονός όμως ότι και άλλα κύτταρα όπως τα ενδοτραχηλικά,<br />

ενδομητριακά, πλακώδη μεταπλαστικά ή ατροφικά κύτταρα μπορεί να<br />

εμφανίσουν p16 ανοσοαντίδραση, άρα χρώση αυτών των κυττάρων,<br />

οδήγησε στην ανάπτυξη συστήματος βαθμολόγησης με βάση την πυρηνική<br />

αλλοίωση σε κύτταρα που εμφανίζουν ανοσοκυτταροχημική χρώση p16: i)<br />

βαθμός 1: φυσιολογικός πυρήνας, ii)βαθμός 2: ελαφρώς αλλοίωση του<br />

πυρήνα, iii) βαθμός 3: καθαρά αλλοίωση του πυρήνα, iv) βαθμός 4: σοβαρή<br />

αλλοίωση του πυρήνα. Χρησιμοποιώντας αυτή την βαθμολόγηση έρευνες<br />

έχουν δείξει ότι η p16 INK4a ανοσοκυτταροχημική χρώση των hrHPV σε<br />

δείγματα ΚΥΦ έδιναν σημαντικά υψηλότερη βαθμολογία από ότι τα αρνητικά<br />

δείγματα και τα δείγματα που περιείχαν χαμηλού κινδύνου τύπους του<br />

HPV 134 . Άλλες έρευνες έδειξαν αυξημένα ποσοστά ανίχνευσης CIN2/CIN3 με<br />

την χρήση ανοσοκυτταροχημικής χρώσης p16 INK4a σε παρασκευάσματα<br />

κύβων παραφίνης από δείγματα που έχουν επεξεργαστεί με την μέθοδο<br />

ThinPrep 126 (πίνακας 4.2). Η ανοσοκυτταροχημική χρώση p16 INK4a σε<br />

δείγματα ΚΥΦ, φαίνεται να είναι ένα χρήσιμο και αξιόπιστο προγνωστικό<br />

εργαλείο για την ανίχνευση κυττάρων που έχουν μολυνθεί με hrHPV τύπους<br />

σε συνδυασμό με την κυτταρολογική εξέταση.<br />

64


Ki-67<br />

Η Ki-67 πρωτεΐνη εκφράζεται σε φυσιολογικές συνθήκες στην βασική<br />

και παραβασική στιβάδα κυττάρων κατά την διαδικασία του<br />

πολλαπλασιασμού. Η έκφραση της Ki-67 χρησιμοποιείται στην διαφορική<br />

διάγνωση μεταξύ αρνητικών ατροφικών κυττάρων και θετικών νεοπλαστικών<br />

κυττάρων στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Η έκφραση της πρωτεΐνης<br />

αυτής πέρα από το εσωτερικό 1/3 του τραχηλικού επιθηλίου παρατηρείται σε<br />

περιπτώσεις CIN ή<br />

καρκίνου.<br />

Η<br />

ανοσκυτταροχημική<br />

χρώση Ki-67 φαίνεται<br />

μπορεί να εφαρμοστεί<br />

σε δείγματα<br />

κυτταρολογίας υγρής<br />

φάσης καθώς η<br />

ακρίβεια του τεστ<br />

φτάνει σε καλά<br />

επίπεδα όταν<br />

συγκρίνεται με άλλες<br />

τεχνικές. Επίσης η<br />

χρώση αυτή μπορεί<br />

να χρησιμοποιηθεί ως<br />

συμπληρωματική<br />

εξέταση, μαζί με<br />

άλλους δείκτες, στην<br />

ΚΥΦ για την<br />

διάγνωση HSIL 144 .<br />

Εικόνα 4.2 Ανοσοκυτταροχημική χρώση Ki-67. Ομάδα<br />

ανοσοθετικών κυττάρων υψηλού βαθμού αλλοίωσης.<br />

Δείκτες ενσωμάτωσης και ιικό φορτίο<br />

Το ιικό φορτίο των υψηλού κινδύνου τύπων του HPV έχει προταθεί<br />

ως ένας χρήσιμος δείκτης για να διακριθούν οι λοιμώξεις που έχουν κλινική<br />

σημασία. Μεταξύ των γυναικών που έχουν HPV-DNA θετικό, υψηλότερο ιικό<br />

φορτίο έχει βρεθεί σε εκείνες που φέρουν κυτταρολογικές αλλοιώσεις 145-146 .<br />

Έρευνες όμως που διεξάχθηκαν σε δείγματα ΚΥΦ έδειξαν ότι η σχέση αυτή<br />

ισχύει μόνο γιο τον υψηλού κινδύνου τύπο HPV-16, καθώς στους άλλους<br />

τύπους πολλές φορές δεν βρέθηκε σχέση ποσότητας ιικού φορτίου και<br />

βαθμού σοβαρότητας της λοίμωξης 147-149 .<br />

Η ενσωμάτωση του ιικού γονιδιώματος στο γονιδίωμα του ξενιστή<br />

γίνεται στο Ε2 γονίδιο του HPV. Αυτή η αποδιοργάνωση της φυσιολογικής<br />

του λειτουργίας προκαλεί εντονότερη μεταγραφή των ογκογονιδίων Ε6 και<br />

Ε7. Κατά την επισωμική μορφή το DNA των Ε2 και Ε6 ανευρίσκεται σε ίσες<br />

ποσότητες, ενώ, μετά την ενσωμάτωση το Ε2 βρίσκεται σε μικρότερη<br />

ποσότητα. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση στην ποσότητα του DNA κατά την<br />

αναλογία Ε2/Ε6, η οποία αξιολογείται με την real-time PCR, θα μπορούσε να<br />

αποτελέσει έναν αξιόλογο δυναμικό δείκτη της εξέλιξης της νόσου. Τα<br />

δείγματα ΚΥΦ φαίνεται να παρέχουν άριστης ποιότητας κυτταρικό υλικό για<br />

65


τον προσδιορισμό αυτών των δεικτών ακόμα και μετά το πέρας 14ων<br />

ημερών 149-151 .<br />

Έρευνα CIN2/CIN3 Διηθητικός καρκίνος<br />

Rose, 1995<br />

Nakagawa, 1995<br />

Kraus, 2006<br />

Lie, 2005<br />

Molden, 2005<br />

Sotlar, 2004<br />

Σύνολο<br />

19/19 (100%)<br />

225/291 (77%)<br />

13/14 (93%)<br />

95/109 (87%)<br />

352/433 (81%)<br />

28/28 (100%)<br />

31/31 (100%)<br />

199/204 (98%)<br />

20/20 (100%)<br />

278/283 (98%)<br />

Πίνακας 4.3 Ποσοστά ανίχνευσης του mRNA των Ε6/Ε7 σε δείγματα κυτταρολογίας<br />

υγρής φάσης με διάγνωση CIN2/CIN3 και καρκίνωμα 151 .<br />

L1<br />

Ένας άλλος δείκτης αποτελεί ο L1. L1 ονομάζεται η κύρια πρωτεΐνη<br />

του καψιδίου των HPV αλλά είναι και το όνομα του αντισώματος που<br />

παράγεται ενάντια των πρωτεϊνών του καψιδίου του HPV-16 που<br />

εκφράζονται κατά την πρώιμη παραγωγική φάση του κύκλου ζωής του ιού και<br />

χάνεται σταδιακά κατά την καρκινογένεση. Επομένως η έκφραση του<br />

αντισώματος αυτού λειτουργεί με έναν αντίστροφο τρόπο, από ότι οι<br />

υπόλοιποι μοριακοί δείκτες, όσον αφορά την παρουσία της σε σχέση με την<br />

εξέλιξη της νόσου.<br />

Μια πρόσφατη έρευνα η οποία χρησιμοποιούσε δείγματα ΚΥΦ<br />

ανέφερε ότι υψηλότερα ποσοστά χρώσης L1 εμφανίζονται σε περιπτώσεις<br />

LSIL, που σημαίνει ενεργή HPV λοίμωξη 152 . Επιπλέον ο συνδυασμός των<br />

αντισωμάτων L1 και p16 INK4a σε δείγματα ΚΥΦ έχει προταθεί ως δείκτης<br />

πρόγνωσης για περιπτώσεις LSIL. Μάλιστα σε μια πρόσφατη προοπτική<br />

μελέτη αποδείχτηκε η γραμμική σχέση της έκφρασης του L1 με την εξέλιξη ή<br />

την υποχώρηση της LSIL σε λοίμωξη HPV 153 . Βέβαια αυτά αποτελούν<br />

καινούργια ευρήματα και χρήζουν περεταίρω μελέτης.<br />

4.1.4 Νέοι τρόποι προσέγγισης στην πρόληψη του καρκίνου του<br />

τραχήλου της μήτρας με σημαντική προγνωστική αξία<br />

4.1.4.1 Διπλή χρώση p16 INK4a / Ki-67<br />

Πολλές έρευνες έχουν μελετήσει περισσότερους από έναν μοριακό<br />

δείκτη από το ίδιο δείγμα. Οι έρευνες που αξιολόγησαν τον ρόλο των<br />

66


p16 INK4a και Ki-67 ως συμπληρωματικές εξετάσεις σε δείγματα ΚΥΦ,<br />

απέδειξαν ότι η ακρίβεια διάγνωσης των HSIL και πλακώδους καρκίνου<br />

βελτιώθηκε 142,151,154 , επιτρέποντας μια σαφέστερη και πιο αξιόπιστη<br />

διάγνωση. Μια άλλη έρευνα 155 ερεύνησε 500 δείγματα ΚΥΦ και βρήκε ότι η<br />

ανοσκυτταροχημική χρώση για Ki-67 ενίοτε βάφει και φυσιολογικά<br />

πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα τα οποία όμως ήταν αρνητικά με την χρώση<br />

p16 INK4a . Από την άλλη, οι περιπτώσεις πλακώδους μεταπλάσεως δίνουν<br />

ανοσοαντίδραση για p16 INK4a αλλά όχι και για Ki-67. Στην ίδια έρευνα, 199<br />

δείγματα ΚΥΦ με κυτταρολογική διάγνωση αρνητική ή ASCUS αλλά με θετικό<br />

HPV-DNA, βάφτηκαν με ανοσκυτταροχημική χρώση για p16 INK4a και Ki-67<br />

και οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο συνδυασμός τους έχει χρήσιμη<br />

προγνωστική αξία για τις γυναίκες με κυτταρολογικά ευρήματα ASCUS. Ως<br />

αποτέλεσμα αυτής της έρευνας ήταν η δημιουργία μιας καινούργιας<br />

ανοσοκυτταροχημικής διπλής χρώσης η οποία ανιχνεύει ταυτοχρόνως την<br />

έκφραση των p16 INK4a και Ki-67 σε δείγματα ΚΥΦ τραχήλου 156-157 . Η διπλή<br />

χρώση p16 INK4a / Ki-67 παρουσίασε ίδια ευαισθησία με την p16 INK4a , αλλά<br />

σαφώς καλύτερη ειδικότητα 156 . Η αύξηση της ειδικότητας οφείλεται στο<br />

γεγονός ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν είναι δυνατή η έκφραση και των<br />

δύο μοριακών δεικτών στο ίδιο κύτταρο, καθώς η p16 INK4a είναι μια πρωτεΐνη<br />

με ογκοκατασταλτική λειτουργία, ενώ ο Ki-67 αποτελεί ένας δείκτης<br />

πολλαπλασιασμού των κυττάρων, και η δράση τους είναι ανταγωνιστική. Ένα<br />

πιθανό πλεονέκτημα της διπλής χρώσης θα μπορούσε να είναι η<br />

ελαχιστοποίηση ή η εξάλειψη της ανάγκης για κυτταρολογική εξέταση, με<br />

αποτέλεσμα να εξαλειφτούν τα ψευδο-αρνητικά αποτελέσματα λόγω<br />

σφαλμάτων κατά την μικροσκόπηση των επιχρισμάτων και να ανοίξει τον<br />

δρόμο στην περεταίρω ανάπτυξη των αυτοματοποιημένων συστημάτων<br />

ελέγχου στο μέλλον. Ως αποτέλεσμα οι έρευνες έχουν δείξει ότι η διπλή<br />

χρώση p16 INK4a / Ki-67 ως συμπληρωματική της ΚΥΦ στο πρόγραμμα<br />

προσυμπτωματικού ελέγχου θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόλογο<br />

δείκτης πρόγνωσης για τον ΚΤΜ, όμως απαιτούνται ακόμα περισσότερες<br />

έρευνες για να αποδειχθεί η πραγματική του αξία.<br />

4.1.4.2 Διάγνωση του ΚΤΜ ανιχνεύοντας το mRNA των E6/E7<br />

Όπως περιγράφτηκε και πιο πάνω η ενσωμάτωση του ιικού<br />

γονιδιώματος στο γονιδίωμα του ξενιστή έχει ως συνέπεια την συνεχή και<br />

απορυθμισμένη έκφραση των ιικών ογκογονιδίων Ε6/Ε7. Επίμονη έκφραση<br />

των Ε6/Ε7 συνεπάγει, κατά κανόνα, καρκινογένεση λόγω HPV λοίμωξης και<br />

τα τεστ που ανιχνεύουν το mRNA των E6/E7 φαίνεται να είναι πολλά<br />

υποσχόμενα για την αύξησης της ειδικότητας των εξετάσεων για HPV.<br />

Έρευνες έχουν δείξει ότι το υγρό συντήρησης και μονιμοποίησης που<br />

χρησιμοποιείται στην τεχνολογία ΚΥΦ αποτελεί αξιόπιστο υλικό για την<br />

ανίχνευση του mRNA χρησιμοποιώντας την τεχνολογία NASBA (Nucleic acid<br />

67


sequence based amplification) ή την τεχνική RT-PCR 158 . Σε μια άλλη<br />

έρευνα 159 η οποία μελετούσε την απόδοση της εξέτασης για την ανίχνευση<br />

του mRNA των Ε6/Ε7 του HPV σε σύγκριση με την απόδοση της εξέτασης<br />

για την ανίχνευση HPV-DNA (HC2), βρέθηκε ότι η εξέταση ανίχνευσης του<br />

mRNA των Ε6/Ε7 σε δείγματα ΚΥΦ εμφανίζει ίδια ευαισθησία αλλά<br />

υψηλότερη ειδικότητα και θετική προγνωστική αξία από ότι η HPV-DNA<br />

ανάλυση.<br />

Στην αγορά κυκλοφορούν διάφορες δοκιμές ανίχνευσης του mRNA<br />

των Ε6/Ε7 οι οποίες στηρίζονται στην αντίστροφη μεταγραφή με PCR (RT-<br />

PCR) και χρησιμοποιούνται για τους τύπους HPV-16 και HPV-18. Τώρα<br />

κυκλοφορούν στην αγορά τα Nuclisens EasyQ HPV (ή PreTect HPV-<br />

Proofer®, όπως είναι γνωστή σε μερικές χώρες) και το Aptima® HPV. Και οι<br />

δύο δοκιμές είναι συμβατές με δείγματα ΚΥΦ. Η πρώτη μέθοδος βασίζεται<br />

στην ενίσχυση συγκεκριμένης ακολουθίας νουκλεϊκού οξέος (NASBA) για την<br />

ανίχνευση του μRNA των Ε6/Ε7 πέντε τύπων του HPV (16, 18, 31, 33 και<br />

45). Η μέθοδος σε συνδυασμό με την ΚΥΦ έχει αποδειχθεί πολλά<br />

υποσχόμενη διατηρώντας στα ίδια επίπεδα την ευαισθησία αλλά αυξάνοντας<br />

την ειδικότητα από 50% στο 85% για την ανίχνευση CIN2+ αλλοιώσεων όταν<br />

συγκρίθηκε με την HPV-DNA ανάλυση 160-161 . Η δεύτερη μέθοδος στηρίζεται<br />

στην ενίσχυση στόχου νουκλεϊκού οξέος για την ποιοτική ανίχνευση του<br />

mRNA των Ε6/Ε7 14 ων τύπων HPV (16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56,<br />

58, 59, 66, 68) σε δείγματα ΚΥΦ. Η μέθοδος δίνει πληροφορίες για την<br />

απουσία ή παρουσία του ιού αλλά δεν προσδιορίζει τον συγκεκριμένο τύπο<br />

HPV που είναι παρόν.<br />

Οι μέθοδοι ανίχνευσης του mRNA των Ε6/Ε7 θεωρούνται ως<br />

ιδανικές για την μελλοντική εφαρμογή τους στον πρωτοβάθμιο έλεγχο<br />

κολποτραχηλικών επιχρισμάτων καθώς αυξάνουν την ειδικότητα χωρίς να<br />

μειώνουν την ευαισθησία για την ανίχνευση αλλοιώσεων που πιθανόν να<br />

εξελιχθούν σε CIN2+ από HPV λοίμωξη, μειώνοντας έτσι το άγχος αλλά και<br />

το κόστος για τις γυναίκες που έχουν παροδικές λοιμώξεις.<br />

4.2 Μοριακοί δείκτες για την ανίχνευση του θυρεοειδούς<br />

καρκινώματος σε δείγματα Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης<br />

Το θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς (ΘΚΘ) αποτελεί τον<br />

συχνότερο τύπο κακοήθειας που εμφανίζεται στον θυρεοειδή αδένα. Η<br />

κυτταρολογική διάγνωση του ΘΚΘ θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη και<br />

επιτρέπει την οριστική διάγνωση και προγραμματισμένη θεραπεία καθώς<br />

αυτές στηρίζονται σε συγκεκριμένα κυτταρομορφολογικά χαρακτηριστικά.<br />

Όμως αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να εμφανιστούν και σε άλλες<br />

αλλοιώσεις του θυρεοειδούς καλοήθεις και κακοήθεις. Σε αυτές τις<br />

περιπτώσεις η ανοσοκυτταροχημεία παίζει σπουδαίο ρόλο προκειμένου να<br />

68


διευκολύνει το αβέβαιο αποτέλεσμα και βοηθάει στην αποφυγή διαγνωστικών<br />

κρυφών κινδύνων (pitfalls).<br />

Αν και η κυτταρολογία αναρρόφησης μέσω λεπτής βελόνης (Fineneedle<br />

aspiration cytology, FNAC) είναι ευρέως αποδεκτή ως πρωταρχική<br />

διαγνωστική διαδικασία των όζων του θυρεοειδούς, μερικές δημοσιευμένες<br />

έρευνες αναφέρονται κυρίως στην εφαρμογή ανοσοκυτταροχημείας στην<br />

τεχνική υγρής φάσης 162 . Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες έχει προταθεί ότι<br />

μερικοί διαγνωστικοί και προγνωστικοί δείκτες βελτιώνουν την διαγνωστική<br />

ακρίβεια του ΘΚΘ, αυτοί είναι οι: Cytokeratin-19 (CK-19), HBME-1, Galectin-<br />

3, CD44, CD56, E-cadherin, c-erbB-2, p21cip1, p27kip1, και p16ink4a 163-169 .<br />

Η προεγχειριτική ακριβής διάγνωση του ΘΚΘ είναι πολύ σημαντική<br />

καθώς βάση αυτής καθορίζεται ο τρόπος που θα αντιμετωπιστεί ο καρκίνος.<br />

Η διάγνωση από FNA δείγματα είναι σχετικά εύκολη αφού η νόσος<br />

παρουσιάζει καθορισμένα διαγνωστικά χαρακτηριστικά, όπως πυρηνικές<br />

αυλακώσεις, θυλοειδή φύλλα, μονοστρωματικά φύλλα κυττάρων,<br />

πολυπυρηνικά γιγαντοκύτταρα και ενδοπυρηνικά κυτταροπλασματικά<br />

έγκλειστα. Όμως δεν είναι πάντα δυνατή η παρατήρηση αυτών των<br />

χαρακτηριστικών. Επιπλέον, πολλές φορές η διάκριση μεταξύ καλοήθους και<br />

κακοήθους θηλώδους και θυλακιώδους νεοπλασίας είναι αμφισβητήσιμη.<br />

Αυτός είναι και ο λόγος της εμφάνισης κρυφών κινδύνων 170 . Η διάκριση του<br />

ΘΚΘ από τις άλλες αλλοιώσεις, που μοιράζονται μερικά χαρακτηριστικά, έχει<br />

κλινική σημασία και σπουδαίο ρόλο σε αυτό παίζει η<br />

ανοσοκυτταροχημεία 163,171 .<br />

Από την βιβλιογραφία έχει βρεθεί ότι σε περιπτώσεις ΘΚΘ, οι δείκτες<br />

CK-19, Galectin-3, CD-44, και HBME1 εκφράζονται έντονα 164,166,172-176 .<br />

Επιπλέον η έκφραση των CD-56 και E-cadherin έχει βρεθεί να χάνεται σε<br />

περιπτώσεις ΘΚΘ.<br />

Έχει αναφερθεί ότι η CK-19, μια πρωτεΐνη του κυτταροσκελετού,<br />

αυξάνεται σημαντικά σε περιπτώσεις ΘΚΘ και βοηθάει στον διαχωρισμό του<br />

ΘΚΘ από καλοήθη ή άλλα κακοήθη καρκινώματα του θυρεοειδούς 163 . Μια<br />

ισχυρή χρώση η μια χρώση λόγω ανοσοέκφρασης της μεμβράνης θεωρείται<br />

δείκτης ΘΚΘ, όμως εστιακή χρώση CK-19 μπορεί να βρεθεί και σε<br />

περιπτώσεις καλοήθους αλλοίωσης. Η Galectin-3 είναι μια γλυκοπρωτεΐνη<br />

που παίζει σπουδαίο ρόλο κατά στην οργανογένεση. Ανευρίσκεται κυρίως<br />

στο κυτταρόπλασμα και εμπλέκεται στην ρύθμιση μεταξύ των κυττάρων<br />

(κύτταρου-κυττάρου) και μεταξύ κυττάρου-εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας. Η<br />

Galectin-3 χρώση θεωρείται θετική όταν χρωματίζονται είτε η<br />

κυτταροπλασματική μεμβράνη είτε ο πυρήνας. Πολλές έρευνες έχουν δείξει<br />

ότι η χρώση Galectin-3 αποτελεί έναν χρήσιμο δείκτη των κακοήθων όζων<br />

του θυρεοειδούς αν και πολλές έρευνες έχουν παρουσιάσει αντίθετα<br />

αποτελέσματα 177 . Το CD-44, ένα μόριο προσκόλλησης, έχει σχετιστεί με την<br />

προσκόλληση της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας και την παλιννόστηση<br />

λεμφοκυττάρων. Η CD-44 παρουσιάζει μεταβλητή έκφραση σε ΘΚΘ, στα<br />

οποία εμφανίζεται διάχυτη κυτταροπλασματική χρώση ή έντονη χρώση της<br />

κυτταρικής μεμβράνης 172 . Ο HBME1 είναι ένας δείκτης των μεσοθηλιακών<br />

κυττάρων και εκφράζεται σε περιπτώσεις κακοήθους θυλακιωδών όγκων του<br />

θυρεοειδούς. Πρόσφατα έχει χρησιμοποιηθεί και ως ανοσοδείκτης σε<br />

περιπτώσεις ΘΚΘ με αυξημένη έκφραση. Ωστόσο αυτή η θετική<br />

69


ανοσοέκφραση δεν σημαίνει αποκλειστικά θηλώδης διαφοροποίηση 178 , όμως<br />

εκφράζεται σε υψηλό ποσοστό περιπτώσεων ΘΚΘ. Το CD-56, ένα<br />

νευρωνικό μόριο προσκόλλησης, παρουσιάζεται στα θυλακιώδη επιθηλιακά<br />

κύτταρα του φυσιολογικού θυρεοειδούς. Σε περιπτώσεις όμως ΘΚΘ αυτό<br />

απουσιάζει 164,172 . Η διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη E-cadherin παίζει<br />

κεντρικό ρόλο στην ακεραιότητα του επιθηλίου, στην προσκόλληση και<br />

διαφοροποίηση των κυττάρων και στην διατήρηση της κυτταρικής<br />

πολικότητας και της κυτταρικής δομής. Η δυσλειτουργία του σχετίζεται με την<br />

εμφάνιση και την μετάσταση όγκου 179 . Από τις έρευνες προκύπτει ότι η<br />

απώλεια της έκφρασης των CD-56 και E-cadherin μπορεί να αποτελεί ένα<br />

αντικειμενικό διαγνωστικό εργαλείο και μπορεί αν είναι εξαιρετικά χρήσιμες<br />

στην διάγνωση του ΘΚΘ, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις με αμφίβολη<br />

κυτταρολογική εμφάνιση 172 . Επίσης ο συνδυασμός των CK-19, CD-44,<br />

HBME1 και Galectin-3, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν πιθανό δείκτη<br />

της παρουσίας της νόσου. Ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στον συνδυασμό των<br />

μοριακών δεικτών HBME1 και Galectin-3 καθώς θωρείται ο καλύτερος<br />

συνδυασμός για τον διαχωρισμό καλοηθών από κακοηθών αλλοιώσεων<br />

(πίνακας 4.4). Η απόδοσή τους φαίνεται να είναι εξαιρετική, παρουσιάζοντας<br />

αυξημένη ευαισθησία και ειδικότητα 180 .<br />

Δείκτης n Ευαισθησία Ειδικότητα PPV NPV<br />

GAL-3 + HBME1 142 90.7% 75.0% 69.0% 93.0%<br />

GAL-3 + CK-19 142 83.6% 75.3% 71.8% 85.9%<br />

HBME1 + CK-19 142 82.0% 72.8% 69.4% 84.3%<br />

GAL-3 +HBME1 +CK-19 213 85.2% 74.4% 70.1% 87.7%<br />

Πίνακας 4.4 Σύγκριση της ευαισθησίας, ειδικότητας, PPV και NPV της έκφρασης μεταξύ<br />

συνδυασμένων δεικτών σε αλλοιώσεις του θυρεοειδούς.<br />

Διευκρινήσεις:<br />

PPV (positive predictive value) = θετική προγνωστική αξία, NPV (negative predictive value)<br />

= αρνητική προγνωστική αξία.<br />

Άλλοι πιθανοί δείκτες αποτελούν οι μεταλλάξεις που συμβαίνουν<br />

κατά την ανάπτυξη του ΘΚΘ. Από όλες τις γενετικές μεταλλάξεις που<br />

λαμβάνουν χώρα, και σχετίζονται με τον όγκο του θυρεοειδούς, οι<br />

περισσότερο μελετημένες αποτελούν η σημειακή μετάλλαξη του<br />

πρωτοογκογονιδίου RET που προκαλεί το μυελοειδές καρκίνο του<br />

θυρεοειδούς (κληρονομική μετάλλαξη) , η σποραδική μετάλλαξη που<br />

προκαλεί γενετικό σφάλμα στην οικογένεια των πρωτεϊνών RAS, και η<br />

μετάλλαξη BRAF η οποία αποτελεί την πιο κοινή από τις σωματικές<br />

μεταλλάξεις του ΘΚΘ και πιθανός μια από τις πιο σημαντικές γενετικές<br />

μεταλλάξεις που έχουν ανευρεθεί σε έρευνες για τον καρκίνο του<br />

θυρεοειδούς 181 . Η ανακάλυψη των μεταλλάξεων που συμβαίνουν στον<br />

70


καρκίνο του θυρεοειδούς είναι σημαντική για την κατανόηση του τρόπου με<br />

τον οποίον σχηματίζεται ο καρκίνος αλλά η χρήση τους ξεχωριστά ως<br />

μοριακοί δείκτες δεν είναι πρακτικός τρόπος διάγνωσης της κακοήθειας. Από<br />

την άλλη όμως η συνδυασμένη χρήση τους θα μπορούσε να αποτελέσει μια<br />

πολλά υποσχόμενη μέθοδος προγνωστικών δεικτών.<br />

Το κυτταρολογικό υλικό που χρησιμοποιείται στην συμβατική<br />

κυτταρολογία δεν είναι διαθέσιμο για επιπλέον διερεύνηση είτε λόγω<br />

ανεπαρκής κυτταροβρίθειας, είτε λόγω παρουσίας περίσσιων ποσοτήτων<br />

αίματος, βλέννης ή φλεγμονωδών στοιχείων. Αυτό το κενό καλύπτει η<br />

κυτταρολογία υγρής φάσης με την τεχνολογία της λεπτής επίστρωσης. Η<br />

ποιότητα της ανοσοκυτταροχημικής αντίδρασης σε παρασκευάσματα ΚΥΦ,<br />

όσον αφορά την μορφολογική λεπτομέρεια, και η καθαρότητα του<br />

υποστρώματος είναι καλύτερη της συμβατικής κυτταρολογίας. Η ΚΥΦ<br />

προσφέρει την δυνατότητα δημιουργίας αρχειοθέτησης του υλικού και της<br />

εφαρμογής νέων τεχνικών, όπως η ανοσοκυτταροχημεία στο ίδιο δείγμα,<br />

στοιχείο που δίνει την δυνατότητα επιπλέον και μελλοντικής επανεκτίμησης.<br />

Ο χρυσός κανόνας της ανοσοκυτταροχημείας, προκειμένου να οδηγήσει σε<br />

μια ακριβή διάγνωση, είναι η χρήση μιας ομάδας, τουλάχιστον δύο ή τριών<br />

δεικτών, σε συνδυασμό με την κυτταρομρφολογία 174,182 για την διάγνωση του<br />

ΘΚΘ. Η ΚΥΦ έχει αξιολογηθεί και πιστοποιηθεί σε πολλές έρευνες ως<br />

μέθοδος προεγχειρητικής διάγνωσης των όζων του θυρεοειδούς 182 . Η<br />

μέθοδος αυτή είναι αναπαραγώγιμη, μπορεί να εφαρμοστεί από το<br />

προσωπικό με ελάχιστη εκπαίδευση, είναι ασφαλής, γρήγορη και προσφέρει<br />

την δυνατότητα μιας ακριβής εφαρμογής της ανοσοκυτταροχημείας για την<br />

έρευνα νεοπλασματικών αλλοιώσεων του θυρεοειδούς.<br />

Όλοι αυτοί οι μοριακοί δείκτες συστήνονται μόνο ως<br />

συμπληρωματικοί της κυτταρολογικής μορφολογικής εικόνας για την<br />

διάγνωση της κακοήθειας αφού η χρήση τους ως ανεξάρτητοι δείκτες δεν<br />

είναι, έως τώρα, επαρκής για να τεθεί η διάγνωση.<br />

4.3 Εξελίξεις στην κυτταρολογία του καρκίνου του μαστού<br />

Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος στις γυναίκες<br />

και προσβάλλει κάθε χρόνο πολλά εκατομμύρια σε όλο τον πλανήτη. Στην<br />

Ελλάδα εμφανίζονται περίπου 3500 νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού<br />

το χρόνο 183 . Προς το παρόν υπάρχουν τρόποι να περιορισθεί, όχι όμως και<br />

να επιλυθεί το πρόβλημα ολοκληρωτικά. Τρόποι βασισμένοι στην πρόοδο<br />

των απεικονιστικών μεθόδων (ψηφιακή μαστογραφία, ΜRΙ), της<br />

κυτταρολογίας και της γενετικής, σε συνδυασμό με την προληπτική εξέταση<br />

των μαστών για έγκαιρη ανίχνευση.<br />

Ο ρόλος της κυτταρολογίας είναι πολύ σημαντικός τόσο στο πεδίο<br />

της πρώιμης και όψιμης διάγνωσης, όσο και στην παροχή σημαντικών<br />

πληροφοριών προεγχειρητικών, (τύπος, προγνωστικοί/προβλεπτικοί<br />

71


παράγοντες), διεγχειρητικών (εντυπώματα όγκου/φρουρού λεμφαδένα) και<br />

μετεγχειρητικών (υποτροπές, μεταστάσεις). Οι προγνωστικοί παράγοντες<br />

σχετίζονται με την πορεία της νόσου ανεξάρτητα από το είδος της<br />

θεραπευτικής αγωγής ενώ οι προβλεπτικοί επηρεάζουν την πορεία της<br />

νόσου ανάλογα με την επιλογή και εφαρμογή ενός συγκεκριμένου<br />

θεραπευτικού σχήματος. Οι περισσότερο χρήσιμοι προβλεπτικοί παράγοντες<br />

σε επίπεδο ρουτίνας είναι: ER, PR, Her-2/neu ή C-erbB-2, P-53 και Ki-67.<br />

Ανίχνευση της ενίσχυσης του πρωτοογκογονιδίου Her-2neu θεωρήθηκε<br />

σημαντικής προγνωστικής σημασίας βιολογικός δείκτης.<br />

Όπως και στον θυρεοειδή αδένα έτσι και στον μαστό η FNA αποτελεί<br />

ένα χρήσιμο εργαλείο στην διάγνωση των ψηλαφιστών και μη-ψηλαφιστών<br />

αλλοιώσεων του μαστού. Αποτελεί μια ασφαλή, γρήγορη και σχετικά φθηνή<br />

και ανώδυνη διαδικασία.<br />

Οι παλαιότεροι και πλέον εδραιωμένοι μοριακοί προγνωστικοί<br />

παράγοντες στον καρκίνο του μαστού είναι οι ορμονικοί υποδοχείς,<br />

συγκεκριμένα οι υποδοχείς οιστρογόνων (ER) και οι υποδοχείς<br />

προγεστερόνης (PR). Η κατάσταση των ορμονικών υποδοχέων θεωρείται<br />

θετική όταν τουλάχιστον ο ένας από τους δύο τύπους υποδοχέων είναι<br />

θετικός (είτε οι οιστρογονικοί είτε οι προγεστερονικοί είτε και οι δύο). Για την<br />

ανάλυση της κατάστασης των ορμονικών υποδοχέων στον καρκίνο του<br />

μαστού αρχικά χρησιμοποιήθηκαν βιοχημικές μέθοδοι, οι οποίες επέτρεπαν<br />

τη μέτρηση των επιπέδων του κάθε υποδοχέα σε διάλυμα που προέκυπτε<br />

από επεξεργασία και τελικά ρευστοποίηση μέρους του πρωτογενούς όγκου.<br />

Σήμερα, ο προσδιορισμός των ορμονικών υποδοχέων στον πρωτογενή όγκο<br />

γίνεται πιο εύκολα και πιο αντικειμενικά με τη χρήση ανοσοϊστοχημικών<br />

μεθόδων.<br />

Το γονίδιο ERBB2 ή HER2 ή HER2/neu βρίσκεται στο χρωμόσωμα<br />

17. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει, ότι ο πολλαπλασιασμός των αντιγράφων<br />

του γονιδίου αυτού στο γονιδίωμα των καρκινικών κυττάρων σχετίζεται με<br />

πτωχή πρόγνωση και σχετική αντίσταση στην κυτταροτοξική χημειοθεραπεία.<br />

Ο πολλαπλασιασμός των αντιγράφων του ERBB2 στον πρωτογενή όγκο<br />

μπορεί να διαπιστωθεί με ανοσοϊστοχημική χρώση. Η εξέταση αυτή<br />

θεωρείται αρνητική όταν η χρώση αποβεί αρνητική ή ασθενώς θετική (+) και<br />

θετική όταν η χρώση αποβεί ισχυρά θετική (+++). Όταν η χρώση αποβεί<br />

μετρίως θετική (++), τότε θα πρέπει να πραγματοποιηθεί επιπρόσθετη<br />

ανάλυση με φθορίζοντα in situ υβριδισμό (FISH – Fluorescent in situ<br />

Hybridization).<br />

H FISH όμως έχει περιορισμούς, όπως: η εφαρμογή της φέρει την<br />

ανάγκη συνοδείας της από ένα συγκεκριμένο σύστημα απεικόνισης<br />

φθορισμού, περιορισμένη μορφολογική αξιολόγηση σε σχέση με όλο το<br />

ιστολογικό υλικό και ασταθές σήμα ανίχνευσης. Αυτά τα θέματα έχουν<br />

αντιμετωπιστεί με την ανάπτυξη εναλλακτικών μεθοδολογιών in situ<br />

υβριδισμού που βασίζονται σε στρατηγικές ανίχνευσης που μπορεί να<br />

εκτιμηθούν με μικροσκόπιο φωτεινού πεδίου αντί μικροσκόπιο φθορισμού 184 .<br />

Ο χρωμογόνος in situ υβριδισμός (chromogenic in situ hybridization,<br />

CISH) αποτελεί μια εναλλακτική του FISH για την ανίχνευση του ενισχυμένου<br />

HER2/neu σε μαστικό ιστό που χρησιμοποιεί χρωμογόνο αντί φθορίζουσα<br />

ουσία για την ανίχνευση του υβριδισμένου γονιδίου. Μια άλλη τεχνική η silver<br />

72


in situ hybridization (SISH), παράγει διακριτά σημεία της εναπόθεσης του<br />

μετάλλου από την ενζυμική δράση της υπεροξειδάσης επιτρέποντας<br />

καλύτερη ποσοτική αξιολόγηση του αριθμού των αντιγράφων του γονιδίου. Η<br />

χρήση της συνδυασμένης μορφής του CISH και SISH ή αλλιώς διπλός in situ<br />

υβριδισμός φωτεινού πεδίου (brightfield double in situ hybridization, BDISH)<br />

για την εξέταση της κατάστασης του HER2/neu στο καρκίνο του μαστού<br />

επιτρέπει την απαρίθμηση του χρωμοσώματος 17 και του γονιδίου HER2/neu<br />

στον ίδιο πυρήνα και το αποτέλεσμα είναι συγκρίσιμο με την τεχνική δια<br />

χειρός διπλής χρώσης FISH 184 . Η μέθοδος BDISH είναι μια πολλά<br />

υποσχόμενη εναλλακτική της FISH μεθόδου 184-186 .<br />

Η ανίχνευση της έκφρασης όλων αυτών των δεικτών εφαρμόζεται με<br />

επιτυχία και αξιοπιστία σε κυτταρολογικά υλικά με την τεχνική της<br />

Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης. Σύμφωνα με αποτελέσματα ερευνών η BDISH<br />

εφαρμόζεται εύκολα σε δείγματα ΚΥΦ, πράγμα που έχει μεγάλη σημασία<br />

διότι με την χρήση της καινούργιας μεθόδου σκοπός είναι η αντιμετώπιση του<br />

προβλήματος των ψευδο-θετικών αποτελεσμάτων που δημιουργούνται με<br />

την μέθοδο ICC. H BDISH φαίνεται να προσφέρει μια πιο αντικειμενική<br />

ερμηνεία της κατάστασης του γονιδίου HER2/neu κυρίως με την χρήση της<br />

ΚΥΦ 187 διότι συντηρεί το γενετικό υλικό στην αρχική του κατάσταση ακόμα<br />

και μετά το πέρας 6 μηνών.<br />

Έρευνες έχουν δείξει ότι δείγματα που λαμβάνονται από FNA και<br />

συλλέγονται και επεξεργάζονται με την μέθοδο ΚΥΦ αποτελούν αξιόπιστη<br />

πηγή υλικού για τους διάφορους τύπους ανάλυσης και ανίχνευσης του DNA,<br />

RNA και πρωτεϊνών ακόμα και μήνες μετά την συλλογή του δείγματος αρκεί<br />

αυτό να διατηρηθεί σωστά 188 . Με αυτόν τον τρόπο είναι εφικτή η δημιουργία<br />

τράπεζας γενετικού υλικού, πράγμα ανεκτίμητο για τις μελλοντικές έρευνες.<br />

73


55 ΣΣΧΧΕΕΣΣΗΗ ΚΚΟΟΣΣΤΤΟΟΥΥΣΣ--ΑΑΠΠΟΟΤΤΕΕΛΛΕΕΣΣΜΜΑΑΤΤΙΙΚΚΟΟΤΤΗΗΤΤΑΑΣΣ<br />

ΤΤΗΗΣΣ ΚΚΥΥΤΤΤΤΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑΣΣ ΥΥΓΓΡΡΗΗΣΣ ΦΦΑΑΣΣΗΗ<br />

Για να εκτιμηθεί η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας της<br />

κυτταρολογίας υγρής φάσης, ώστε αυτή να αποτελέσει την πρωταρχική<br />

μέθοδο στον πρωτοβάθμιο κολποτραχηλικό έλεγχο, πρέπει να αξιολογηθούν<br />

διάφοροι παράγοντες όπως η ευαισθησία και η ειδικότητα της μεθόδου, ο<br />

χρόνος ανάλυσης του επιχρίσματος και το κόστος των σχετικών αναλώσιμων<br />

και εξοπλισμών του εργαστηρίου και αυτά να συγκριθούν στην συνέχεια με<br />

την μέθοδο της συμβατικής κυτταρολογίας.<br />

Έχει αποδειχθεί ότι η ευαισθησία της μεθόδου έχει αυξηθεί με την<br />

ΚΥΦ ενώ η ειδικότητα παραμένει στα ίδια επίπεδα συγκριτικά με την<br />

συμβατική κυτταρολογία. Άλλοι παράγοντες που έχουν βελτιωθεί και<br />

σχετίζονται με το κόστος είναι: η παραγωγικότητα του εργαστηρίου λόγω του<br />

μειωμένου χρόνου εξέτασης ανά επίχρισμα (η επιφάνεια εξέτασης ΚΥΦ<br />

επιχρισμάτων είναι μικρότερη από αυτή των συμβατικών επιχρισμάτων), και<br />

ο συνολικός αριθμός επιχρισμάτων που εξετάζονται λόγω μείωσης στα<br />

ποσοστά μη ικανοποιητικών επιχρισμάτων (από 9% σε 1,6%) οπότε<br />

λαμβάνονται, επεξεργάζονται και ερμηνεύονται λιγότερα επιχρίσματα. Όσον<br />

αφορά τα αναλώσιμα υλικά αυτά αφορούν τα υλικά που χρησιμοποιούνται<br />

κατά την δειγματοληψία και επεξεργασία (υγρά μονιμοποίησης, φίλτρα κ.λπ.)<br />

του δείγματος. Συγκριτικά με την συμβατική κυτταρολογία τα αναλώσιμα<br />

υλικά που χρησιμοποιούνται στην ΚΥΦ είναι πιο ακριβά 189 . Ο παρακάτω<br />

πίνακας 5.1 παρουσιάζει ενδεικτικά το συνολικό κόστος εφαρμογής της ΚΥΦ<br />

σε εθνικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως παρουσιάστηκε σε μια<br />

έρευνα η οποία διενεργήθηκε για να αξιολογήσει την εισαγωγή της ΚΥΦ στο<br />

εθνικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου 189 .<br />

74


Κόστος λήψης δείγματος<br />

Κόστος διαχείρισης*<br />

Κόστος εξοπλισμού παρασκευής<br />

Κόστος προσωπικού παρασκευής<br />

Κόστος αναλώσιμων<br />

Κόστος εξέτασης επιχρισμάτων<br />

Άλλες δαπάνες εργαστηρίου $<br />

Συνολικό κόστος ανά επίχρισμα<br />

Διαφορά με την συμβατική κυτ.<br />

Κόστος τεχνολογίας (€)<br />

Συμβατική ΚΥΦ<br />

Τ3000 Τ2000 PrepStain<br />

39.400<br />

15.400<br />

250<br />

120<br />

1.300<br />

11.600<br />

43.300<br />

111.370<br />

37.500<br />

14.300<br />

2.500<br />

250<br />

19.300<br />

8.600<br />

40.100<br />

122.550<br />

11.180<br />

37.500<br />

14.300<br />

1.600<br />

2.000<br />

19.300<br />

8.600<br />

40.100<br />

123.400<br />

12.030<br />

37.500<br />

14.300<br />

1.100<br />

980<br />

11.900<br />

8.600<br />

40.100<br />

114.480<br />

3.110<br />

Πίνακας 5.1 Κόστος εφαρμογής της ΚΥΦ σε εθνικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο.<br />

Διευκρινίσεις: οι τιμές αφορούν εργαστήρια που έχουν την ικανότητα να εξετάσουν 60.000<br />

επιχρίσματα το χρόνο, επίσης λαμβάνεται υπόψη ότι το ποσοστό μη ικανοποιητικών<br />

επιχρισμάτων έχει μειωθεί από 9% στο 1,6% με την χρήση της ΚΥΦ.<br />

*γραμματειακές λειτουργίες<br />

$χώροι αποθήκευσης, εκπαίδευση προσωπικού, γραμματειακοί υπάλληλοι κ.ά.<br />

Σε σύγκριση με την συμβατική κυτταρολογία η ΚΥΦ είναι πιο ακριβή<br />

μέθοδος για το εργαστήριο άρα και για τον ασθενή.<br />

Το αυξημένο κόστος των καινούργιων τεχνολογιών μπορεί να<br />

δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση που η απόδοσή τους είναι αρκετά<br />

καλύτερη από τις τρέχουσες μεθόδους. Αν και συνολικά οι έρευνες που έχουν<br />

διεξαχθεί αποδεικνύουν ότι η ΚΥΦ βελτιώνει την ευαισθησία ενώ η ειδικότητα<br />

παραμένει σταθερή (κεφάλαιο 3.1), από την άλλη αρκετές είναι και εκείνες οι<br />

έρευνες που υποστηρίζουν ότι η χρήση της ΚΥΦ δεν επιφέρει τέτοια<br />

δραματική βελτίωση στην ευαισθησία που να δικαιολογεί το κόστος της 190 .<br />

Ωστόσο στα ευρήματα όλων των σχετικών ερευνών συμπεριλαμβάνονται: η<br />

στατιστικά σημαντική μείωση στα ποσοστά μη ικανοποιητικών δειγμάτων και<br />

η ικανότητα να εφαρμοστούν πολλαπλά επιχρίσματα αλλά και επιπλέον<br />

εξετάσεις (π.χ. μοριακές) από το υπολειπόμενο κυτταρικό υλικό στο φιαλίδιο<br />

με το συντηρητικό υγρό, στοιχεία που έχουν θετικές οικονομικές επιπτώσεις<br />

τόσο για το εργαστήριο (λιγότερα επιχρίσματα συλλέγονται, επεξεργάζονται<br />

και εξετάζονται) όσο και για τον ασθενή (δεν επισκέπτεται ξανά τον γιατρό για<br />

την λήψη επιπλέον δείγματος).<br />

Πολυάριθμες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι με την χρήση της<br />

εξέτασης HPV βελτιώνεται η ευαισθησία σε μεγάλο ποσοστό συγκριτικά με<br />

την κυτταρολογία αλλά με αντίθετες επιπτώσεις όσον αφορά την ειδικότητα.<br />

Για αυτόν τον λόγο οι μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο<br />

συνδυασμός των δύο τεχνολογιών αποτελεί την καλύτερη λύση. Στις ΗΠΑ ο<br />

πρωτοβάθμιος έλεγχος συμπεριλαμβάνει την χρήση της ΚΥΦ σε συνδυασμό<br />

75


με την HPV DNA ανάλυση σε γυναίκες άνω των 30 ανά τρία χρόνια. Άλλες<br />

χώρες στην Ευρώπη συμπεριλαμβάνουν στον κολποτραχηλικό έλεγχο την<br />

κυτταρολογική εξέταση (συμβατική ή ΚΥΦ) και επιπλέον HPV DNA ανάλυση<br />

σε περιπτώσεις ASCUS κάθε χρόνο, και επίσης ακόμα αξιολογείται η<br />

περίπτωση εφαρμογής της HPV DNA ανάλυσης ως πρωταρχική μέθοδος<br />

στον έλεγχο των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων κάθε δύο ή τρία χρόνια.<br />

Αποτελέσματα ερευνών (εικόνα 5.1) έχουν δείξει ότι η χρήση της<br />

ΚΥΦ κάθε δύο με τρία χρόνια σε συνδυασμό με την HPV DNA ανάλυση<br />

σε περιπτώσεις ASCUS ή η χρήση της HPV DNA ανάλυσης σε<br />

συνδυασμό με την κυτταρολογία σε γυναίκες άνω των 30 ετών είναι<br />

πολύ πιο αποτελεσματικές και λιγότερο δαπανηρές μέθοδοι ελέγχου από ότι<br />

η χρήση της συμβατικής κυτταρολογίας κάθε χρόνο 191-192 . Γενικά όλες οι<br />

έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος που εφαρμόζεται σε<br />

μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα του ενός έτους σε συνδυασμό με την χρήση<br />

πιο ευαίσθητων μεθόδων (παρά μόνο συμβατικής κυτταρολογίας) είναι πολύ<br />

πιθανό να επιφέρει μια εύλογη ισορροπία μεταξύ κόστους και όφελους 192-197 .<br />

Εικόνα 5.1 Διαφορές κόστους και προσδόκιμου ζωής ανάλογα με τις διάφορες στρατηγικές<br />

ελέγχου. Οι στρατηγικές που βρίσκονται στην καμπύλη απόδοσης κυριαρχούν εκείνων που<br />

βρίσκονται δεξιά της καμπύλης επειδή είναι πιο αποτελεσματικές και είτε κοστίζουν λιγότερο<br />

είτε έχουν μία πιο ελκυστική σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας από την αμέσως επόμενη<br />

βέλτιστη στρατηγική. Η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας αντιστοιχεί στην κλίση της<br />

γραμμής που συνδέει τις δύο στρατηγικές ελέγχου που συγκρίνονται, αυτή η κλίση γίνεται<br />

απότομη όταν σημειώνεται αύξηση του προσδόκιμου ζωής ανά δολάριο 193 .<br />

76


Επίσης και η εισαγωγή των αυτοματοποιημένων συστημάτων<br />

ανάλυσης κολποτραχηλικών επιχρισμάτων έχει θετικό αντίκτυπο στην σχέση<br />

κόστους-αποτελεσματικότητας καθώς με την αύξηση στην ευαισθησία και<br />

ειδικότητα (κεφάλαιο 3.5), την μειωμένη ανάγκη εργαστηριακού προσωπικού,<br />

τον μειωμένο χρόνο ανάλυσης ανά επίχρισμα και όλα αυτά σε συνδυασμό με<br />

τα πλεονεκτήματα που επιφέρει η εφαρμογή της ΚΥΦ και της HPV DNA<br />

ανάλυσης στον πρωτοβάθμιο κολποτραχηλικό έλεγχο, η σχέση κόστουςαποτελεσματικότητας<br />

αναμένεται να φτάσει σε άρτια επίπεδα στο μέλλον<br />

ωφελώντας τόσο τα εργαστήρια όσο και τους ασθενείς.<br />

77


66 ΣΣΥΥΜΜΠΠΕΕΡΡΑΑΣΣΜΜΑΑ<br />

Το τεστ Παπανικολάου έχει αναγνωριστεί ευρέως ως μια<br />

αποτελεσματική μέθοδος για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της<br />

μήτρας (ΚΤΜ). Παρόλα αυτά, περιπτώσεις όπως διφορούμενες και<br />

ανακριβείς διαγνώσεις είναι ένα συχνό φαινόμενο και οι αιτίες είναι: το ευρύ<br />

φάσμα ευαισθησίας (30%-87%) και το ποσοστό των ψευδο-αρνητικών<br />

αποτελεσμάτων (14% έως 33%) που οφείλονται στους περιορισμούς κατά<br />

την δειγματοληψία του δείγματος και την παρασκευή του επιχρίσματος. Η<br />

απάντηση σε αυτούς τους περιορισμούς ήρθε με την εισαγωγή της<br />

Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης, το πρώτο μεγάλο βήμα στον<br />

προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μετά την<br />

ανακάλυψη του τεστ Παπανικολάου. Η καινούργια αυτή τεχνολογία σημείωσε<br />

περαιτέρω μείωση στα περιστατικά καρκίνου τραχήλου της μήτρας.<br />

Αν και ακόμα μέχρι και σήμερα υπάρχουν διαφωνίες όσον αφορά<br />

την αποτελεσματικότητα της μεθόδου και αν αυτή έχει επιφέρει βελτίωση<br />

στον κολποτραχηλικό έλεγχο σε σύγκριση με την συμβατική κυτταρολογία, τα<br />

πλεονεκτήματα της ΚΥΦ υπερτερούν της κλασικής μεθόδου και την<br />

καθιστούν ως την προτιμότερη μέθοδο συλλογής, επεξεργασίας και<br />

παρασκευής επιχρισμάτων γυναικολογικής και μη-γυναικολογικής<br />

κυτταρολογίας.<br />

Τα πλεονεκτήματα που κατέστησαν την μέθοδο αυτή δημοφιλή και<br />

την καθιέρωσαν ως την πρωταρχική μέθοδο στον πρωτοβάθμιο<br />

κολποτραχηλικό έλεγχο σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο<br />

Βασίλειο, η Γαλλία και ο Καναδάς, είναι:<br />

Η άμεση μονιμοποίηση, με την οποία επιτυγχάνεται η διατήρηση των<br />

λεπτομερειών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος στην καλύτερη<br />

δυνατή κατάσταση.<br />

Όλο το υλικό που συλλέγεται είναι διαθέσιμο για μικροσκοπική<br />

αξιολόγηση<br />

Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα προετοιμάζεται για την κυτταρολογική<br />

αξιολόγηση, αλλά ανάλογα με τις ανάγκες, πολλαπλάσια δείγματα<br />

μπορούν να προετοιμαστούν από το ίδιο φιαλίδιο.<br />

78


Το καθαρό υπόστρωμα, με αυτό τον τρόπο τα επιθηλιακά κύτταρα<br />

που έχουν ενδιαφέρον είναι λιγότερο πιθανό να «κρυφτούν».<br />

Τα τυχαιοποιημένα κύτταρα επιστρώνονται σε ένα λεπτό στρώμα<br />

πάνω σε μια σταθερή περιοχή του πλακιδίου. Η περιοχή που<br />

καλύπτεται είναι μικρή και ο χρόνος που απαιτείται για την εξέταση του<br />

είναι μικρότερος από αυτόν που απαιτείται για την εξέταση<br />

συμβατικών παρασκευασμάτων.<br />

Μείωση στα ποσοστά ανεπαρκών δειγμάτων.<br />

Η δυνατότητα εφαρμογής μοριακών εξετάσεων όπως HPV τεστ,<br />

έλεγχο για γονόρροια και χλαμύδια.<br />

Δυνατότητα αυτοματοποιημένης ανάλυσης των δειγμάτων<br />

Συνολικά στην γυναικολογική κυτταρολογία η ακρίβεια της μεθόδου<br />

φαίνεται να είναι καλύτερη από της συμβατικής μεθόδου σημειώνοντας<br />

αύξηση στην ευαισθησία, ενώ η ειδικότητα είτε παραμένει στα ίδια επίπεδα<br />

είτε έχει αυξηθεί. Τα ποσοστά ανίχνευσης των χαμηλού βαθμού αλλοιώσεων<br />

του πλακώδους επιθηλίου έχουν αυξηθεί σημαντικά με την χρήση της ΚΥΦ,<br />

όπως επίσης και τα ποσοστά ανίχνευσης των ASCUS ευρημάτων. Όμως<br />

όσον αφορά την ανίχνευση των HSIL τα ποσοστά των ψευδο-αρνητικών<br />

αποτελεσμάτων σε αυτή την κατηγορία φαίνεται να είναι υψηλότερα σε σχέση<br />

με τις άλλες κατηγορίες, πράγμα που υποδηλώνει μια δυσκολία στην<br />

αναγνώριση αυτών των κυττάρων. Όμως, η μέθοδος έχει παρουσιάσει<br />

συνολική μείωση στα ποσοστά των ψευδο-αρνητικών αποτελεσμάτων. Στην<br />

μη-γυναικολογική κυτταρολογία οι επιδόσεις της ΚΥΦ είναι πολλά<br />

υποσχόμενες. Η εκπαίδευση των κυτταρολόγων στην ανάλυση αυτών των<br />

επιχρισμάτων είναι κρίσιμο σημείο καθώς τα μη-γυναικολογικά επιχρίσματα<br />

ΚΥΦ παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές με αυτά των συμβατικών<br />

παρασκευασμάτων. Παρόλα αυτά, η ΚΥΦ φαίνεται να είναι η προτιμότερη<br />

μέθοδος για τον κυτταρολογικό έλεγχο ανάμεσα στους κυτταρολόγους και<br />

κυτταροπαθολόγους καθώς, εκτός των άλλων, φέρει σημαντικές βελτιώσεις<br />

στο ποσοστό των ανεπαρκών δειγμάτων, μειώνοντάς το σημαντικά, και<br />

επίσης δίνει την δυνατότητα αυτοματοποίησης στην ανάλυση των<br />

επιχρισμάτων με την χρήση ειδικών συστημάτων όπως είναι: το ThinPrep<br />

Imaging System για την ανάλυση ThinPrep κολποτραχηλικών επιχρισμάτων,<br />

το BD FocalPoint Slide Profiler και το BD FocalPoint GS για την ανάλυση<br />

SurePath κολποτραχηλικών επιχρισμάτων. Με την χρήση των<br />

αυτοματοποιημένων συστημάτων ανάλυσης εικόνας έχει σημειωθεί αύξηση<br />

της ειδικότητας και της ευαισθησίας για την ανίχνευση αλλοιώσεων του<br />

τραχήλου της μήτρας, έχει σημειωθεί αύξηση της παραγωγικότητας και της<br />

απόδοσης του προσωπικού και κατά συνέπεια του εργαστηρίου στο σύνολό<br />

του.<br />

Καθώς ο τομέας της διαγνωστικής κυτταρολογίας οδεύει με γοργά<br />

βήματα προς το μέλλον με την εφαρμογή μοριακών μεθόδων και την<br />

ανακάλυψη της άμεσης σχέσης ορισμένων μοριακών δεικτών με την γέννηση<br />

ή εξέλιξη νεοπλασμάτων, η τεχνολογία της κυτταρολογίας υγρής φάσης<br />

φέρνει ένα τεράστιο προβάδισμα στην ανάπτυξη αυτών των καινούργιων<br />

μεθόδων. Η ΚΥΦ έχει την δυνατότητα εφαρμογής πολλαπλών εξετάσεων<br />

από το ίδιο δείγμα αφού έχει αποδειχτεί ότι συντηρεί σε εξαιρετική κατάσταση<br />

79


τόσο τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των κυττάρων όσο και το νουκλεϊκό οξύ<br />

τους, καθιστώντας έτσι την ανίχνευση του DNA, RNA και πρωτεϊνών των<br />

κυττάρων εφικτή ακόμα και μετά το πέρας αρκετών εβδομάδων, αρκεί το<br />

δείγμα να συντηρηθεί σωστά σε κατάλληλο περιβάλλον.<br />

Επειδή στο 95-100% των περιπτώσεων ΚΤΜ έχει ανευρεθεί το DNA<br />

του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων, ο έλεγχος για την ανίχνευσή του σε<br />

κυτταρολογικά επιχρίσματα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι<br />

προσυμπτωματικού ελέγχου. Μετά την ανάπτυξη της τεχνολογίας της ΚΥΦ<br />

και την κατανόηση των δυνατοτήτων που αυτή προσφέρει, από το 2001 στις<br />

ΗΠΑ το πρόγραμμα κολποτραχηλικού ελέγχου γυναικών άνω των 30<br />

περιέχει: έλεγχο με την τεχνολογία της ΚΥΦ και συμπληρωματική HPV DNA<br />

ανάλυση από το υπολειπόμενο κυτταρολογικό υλικό κάθε 3 χρόνια με την<br />

χρήση της μοριακής μεθόδου HC2, ενώ για τις γυναίκες που είναι κάτω των<br />

30 ο έλεγχος γίνεται με την μέθοδο ΚΥΦ κάθε 2-3 χρόνια και η HPV DNA<br />

ανάλυση εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση εύρεσης ASCUS στα<br />

κυτταρολογικά τους αποτελέσματα. Με βάση τις σχετικές έρευνες αυτός<br />

βρέθηκε να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης των γυναικών<br />

που συμμετέχουν στον προσυμπτωματικό έλεγχο αφού παρέχει την<br />

καλύτερη δυνατή σχέση μεταξύ οφέλους (προσδόκιμο ζωής) – κόστους. Μια<br />

άλλη προσέγγιση αποτελεί η χρήση της HPV DNA ανάλυσης ως πρωταρχική<br />

μέθοδος στον προσυμπτωματικό έλεγχο κολποτραχηλικών επιχρισμάτων σε<br />

δείγματα που λαμβάνονται με την μέθοδο ΚΥΦ και στην συνέχεια, όταν<br />

απαιτείται, εφαρμογή κυτταρολογικής εξέτασης για την διαλογή γυναικών.<br />

Δεδομένου ότι η HPV DNA ανάλυση είναι πιο ευαίσθητη μέθοδος συγκριτικά<br />

με την κυτταρολογική (συμβατική ή ΚΥΦ) και λαμβάνοντας υπόψη τα<br />

ευρήματα διαφόρων ερευνών τα οποία δείχνουν ότι η πλειοψηφία των<br />

γυναικών στην Ευρώπη οι οποίες φέρουν LSIL αλλοίωση έχουν hrHPV τύπο,<br />

οι ερευνητές θεωρούν ότι αυτή η προσέγγιση θα αποτελέσει την ιδανικότερη<br />

μεθοδολογία ελέγχου για τον ΚΤΜ στον γυναικείο πληθυσμό της Ευρώπης.<br />

Πέραν της HPV DNA ανάλυσης, έχει προταθεί η χρήση διαφόρων<br />

μοριακών δεικτών σε δείγματα ΚΥΦ για τον έλεγχο ή την πρόβλεψη εξέλιξης<br />

των HPV αλλοιώσεων σε καρκίνο. Οι μοριακοί αυτοί δείκτες είναι:<br />

η πρωτεΐνη p16 INK4a , η υπερέκφραση της οποίας δείχνει αλλοιώσεις CIN<br />

η έκφραση της πρωτεΐνης πολλαπλασιασμού Ki-67, η οποία σε<br />

περιπτώσεις ανίχνευσής της στην διάμεση και επιφανειακή στιβάδα<br />

δηλώνει αλλοίωση CIN ή καρκίνο<br />

το ιικό φορτίο των hrHPV τύπων, υψηλό ιικό φορτίο σημαίνει παρουσία<br />

αλλοίωσης CIN, η σχέση αυτή έχει αποδειχτεί κυρίως για τον τύπο HPV-<br />

16.<br />

Δείκτες ενσωμάτωσης και η αναλογική τους σχέση, π.χ. η υπερέκφραση<br />

των ιικών δεικτών Ε6 και Ε7 και η μείωση στην ποσότητα του DNA κατά<br />

την αναλογία Ε2/Ε6, η οποία αξιολογείται με την real-time PCR, δηλώνει<br />

εξέλιξη της νόσου.<br />

Η έκφραση της πρωτεΐνης του καψιδίου του HPV, L1, η ανίχνευση της<br />

οποίας δηλώνει αλλοιώσεις CIN (κυρίως σε περιπτώσεις LSIL) και η<br />

σταδιακή της μείωση είναι δείκτης εξέλιξης της νόσου.<br />

Άλλοι τρόποι προσέγγισης αποτελούν οι μοριακές δοκιμές οι οποίες<br />

εφαρμόζονται σε δείγματα που έχουν συλλεχθεί με την τεχνολογία ΚΥΦ και<br />

80


ανιχνεύουν συνδυασμούς μοριακών δεικτών όπως είναι η διπλή<br />

ανοσοκυτταροχημική χρώση p16 INK4a / Ki-67, η οποία θεωρείται ότι αποτελεί<br />

έναν αξιόλογο δείκτη πρόγνωσης του ΚΤΜ, και μοριακές δοκιμές οι οποίες<br />

ανιχνεύουν το mRNA των ιικών ογκογονιδίων Ε6 και Ε7, που αποτελεί<br />

στοιχείο της ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ξενιστή και του<br />

πολλαπλασιασμού του υβριδίου. Οι μέθοδοι συνδυασμού μοριακών<br />

προγνωστικών δεικτών αποτελούν ιδανικοί υποψήφιοι για την μελλοντική<br />

εφαρμογή τους στο προσυμπτωματικό έλεγχο για τον ΚΤΜ, καθώς αυξάνουν<br />

την ευαισθησία αλλά και την ειδικότητα ανίχνευσης αλλοιώσεων που πιθανόν<br />

να εξελιχθούν σε CIN2+ ή καρκίνο.<br />

Καθώς όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχει αποδειχθεί η αξιοπιστία και η<br />

πλήρης διαγνωστική αξία αυτών των μοριακών δεικτών ώστε να<br />

χρησιμοποιηθούν ως μοναδικοί προγνωστικοί δείκτες του ΚΤΜ, μπορούν να<br />

χρησιμοποιηθούν μόνο ως συμπληρωματικοί δείκτες σε συνδυασμό με την<br />

κυτταρολογική εξέταση. Δεδομένου λοιπόν των πλεονεκτημάτων της ΚΥΦ,<br />

δηλαδή την δυνατότητα αυτοματοποιημένης ανάλυσης κολποτραχηλικών<br />

επιχρισμάτων, την δυνατότητα εφαρμογής πολλαπλών εξετάσεων από το<br />

ίδιο δείγμα, την άριστη συντήρηση των DNA, RNA και πρωτεϊνών του<br />

κυττάρου για αρκετές εβδομάδες, σε συνδυασμό με την εφαρμογή<br />

συμπληρωματικών εξετάσεων ανίχνευσης μοριακών δεικτών, που έχουν<br />

δείξει εξαιρετικά ποσοστά ευαισθησίας και ειδικότητας και πολύ υψηλή<br />

αρνητική προγνωστική αξία, τα περιστατικά καρκίνου τραχήλου της μήτρας<br />

ενδέχεται να σημειώσουν σημαντική μείωση.<br />

Η μοριακή διάγνωση του καρκίνου δεν έχει περιοριστεί όμως μόνο στην<br />

γυναικολογική κυτταρολογία αλλά αποτελεί ένας πολλά υποσχόμενος τρόπος<br />

διάγνωσης και στην μη-γυναικολογική κυτταρολογία όπως είναι η διάγνωση<br />

του καρκίνου του θυρεοειδούς και του μαστού. Ενώ η ΚΥΦ κερδίζει ολοένα<br />

και περισσότερο έδαφος ως μέθοδος συλλογής και επεξεργασίας μηγυναικολογικών<br />

δειγμάτων παράλληλα πολλοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν<br />

να εκδηλώνουν τις ανησυχίες τους για την εφαρμογή της τεχνολογίας αυτής<br />

στην διάγνωση αλλοιώσεων καρκίνου του θυρεοειδούς και μαστού. Η ΚΥΦ<br />

παρέχει την δυνατότητα μοριακών εξετάσεων για την ανίχνευση έκφρασης<br />

διαφόρων πρωτεϊνών αλλά και μεταλλάξεων που έχουν ανιχνευτεί στο<br />

γενετικό υλικό καρκινικών κυττάρων. Η ανίχνευσή τους γίνεται με<br />

ανοσκυτταροχημικές χρώσεις όπως ο φθορίζον in situ υβριδισμός (FISH),<br />

ενώ για την ανίχνευση των αλλαγών που υφίσταται το γονιδίωμα των<br />

καρκινικών κυττάρων μαστού τελευταία εφαρμόζονται όλο και πιο πολύ οι<br />

περισσότερο οικονομικά αποδοτικές μέθοδοι, που χρησιμοποιούν την<br />

τεχνολογία της FISH αλλά έχουν κάποιες διαφορές, αυτές είναι: ο<br />

χρωμογόνος in situ υβριδισμός (CISH) που χρησιμοποιεί χρωμογόνο αντί<br />

φθορίζουσα ουσία και ο silver in situ υβριδισμός (SISH). Η νεότερη μέθοδος,<br />

όπως ο συνδυασμός των δύο συστημάτων CISH και SISH (brightfield double<br />

in situ hybridization, BDISH) έχει αποδειχθεί μια πολλά υποσχόμενη<br />

εναλλακτική της FISH μεθόδου για την ανίχνευση γενετικών αλλαγών σε<br />

καρκινικά κύτταρα μαστού. Όλες αυτές οι καινούργιες μέθοδοι θεωρούνται<br />

χρήσιμες, απλές και εύκολα αναπαραγώγιμες με πολύ καλά αποτελέσματα<br />

όσον αφορά την σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας. Η εφαρμογή τους σε<br />

81


δείγματα κυτταρολογίας υγρής φάσης έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο ακριβής και<br />

έχει βρεθεί ότι μειώνονται αισθητά τα ψευδο-θετικά αποτελέσματα.<br />

Γενικά η κυτταρολογία υγρής φάσης έχει αποδειχτεί ένα πολύ<br />

δυναμικό διαγνωστικό εργαλείο. Η χρήση της έχει βελτιώσει την διάγνωση<br />

του καρκίνου εισάγοντας νέες δυνατότητες και αποτελώντας την βάση για την<br />

εφαρμογή νέων μεθόδων που αναμένεται να οδηγήσουν την διαγνωστική<br />

κυτταρολογία από την κυτταρομορφολογική διάγνωση στην μοριακή<br />

διάγνωση.<br />

82


ΠΠΕΕΡΡΙΙΛΛΗΗΨΨΗΗ<br />

Το τεστ Παπανικολάου έχει αναγνωριστεί ευρέως ως μια<br />

αποτελεσματική μέθοδος για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της<br />

μήτρας. Οι διάφοροι περιορισμοί της μεθοδολογίας αυτής όμως οδήγησαν<br />

στην ανάπτυξη νέας τεχνικής η οποία αναμένεται να ενισχύσει τον<br />

προσυμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, αυτή<br />

είναι η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης. Η ΚΥΦ έγινε αμέσως αποδεκτή και<br />

υιοθετήθηκε από πολλά εργαστήρια. Πλέον χρησιμοποιείται ευρέως, σχεδόν<br />

σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες για τον έλεγχο κολποτραχηλικών<br />

επιχρισμάτων. Επιπλέον, η χρήση της έχει εισαχθεί και στην μηγυναικολογική<br />

κυτταρολογία για την διάγνωση καρκίνων σε δείγματα όπως<br />

θυρεοειδή και μαστού. Η τεχνική (συλλογή κυτταρικού υλικού σε υγρό μέσο<br />

συντήρησης και μεταφοράς) έχει εγκριθεί από τον FDA και έχει αποδειχτεί ότι<br />

με την χρήση της έχουν αυξηθεί τα ποσοστά ανίχνευσης των τραχηλικών<br />

αλλοιώσεων αυξάνοντας την ευαισθησία ενώ η ειδικότητα παραμένει σε ίδια<br />

επίπεδα. Η επεξεργασία και ανάλυση των επιχρισμάτων ΚΥΦ, τα οποία<br />

έχουν ληφθεί με αναρρόφηση μέσω λεπτής βελόνης, έχει αποδειχτεί μια<br />

πολύ επιτυχημένη μεθοδολογία με πολύ καλά αποτελέσματα, η χρήση της<br />

όμως δεν είναι τόσο διαδεδομένη όπως στην γυναικολογική κυτταρολογία<br />

καθώς υπάρχουν ακόμα αντιπαραθέσεις όσον αφορά την<br />

αποτελεσματικότητα της μεθόδου σε δείγματα μη-γυναικολογικής<br />

κυτταρολογίας. Παρόλα αυτά η ΚΥΦ προσφέρει αδιαμφισβήτητα<br />

πλεονεκτήματα, τα οποία αποτέλεσαν την αιτία υιοθέτησής της στα<br />

προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου σε αρκετές χώρες. Τα<br />

πλεονεκτήματα αυτά είναι η δραματική μείωση στο ποσοστό μη<br />

ικανοποιητικών δειγμάτων, δυνατότητα αυτοματοποίησης τόσο στην<br />

επεξεργασία όσο και στην ανάλυση (κολποτραχηλικά παρασκευάσματα) των<br />

επιχρισμάτων με συνέπεια να βελτιωθεί η απόδοση του εργαστηρίου, εύκολη<br />

και γρήγορη δια χειρός ανάλυση των επιχρισμάτων, λόγω των τεχνικών<br />

χαρακτηριστικών της, και δυνατότητα επικουρικών εξετάσεων στο<br />

υπολειπόμενο κυτταρικό υλικό. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η τεχνική ΚΥΦ<br />

εκτός του ότι παρέχει πολύ καλή συντήρηση των μορφολογικών<br />

χαρακτηριστικών των κυττάρων, συντηρεί σε άριστη κατάσταση και το<br />

νουκλεϊκό οξύ των κυττάρων (DNA και RNA). Δεδομένου λοιπόν της<br />

δυνατότητας εφαρμογής επικουρικών εξετάσεων σε συνδυασμό με την<br />

ικανότητα διατήρησης τόσο των μορφολογικών χαρακτηριστικών όσο και του<br />

γονιδιώματος των κυττάρων, η ΚΥΦ αποτελεί μια κατάλληλη μέθοδος για την<br />

εφαρμογή μοριακών εξετάσεων και παράλληλα αποτελεί ένα χρήσιμο<br />

εργαλείο για μελλοντικές έρευνες.<br />

83


AABBSSTTRRAACCTT<br />

The Pap test is widely recognized as an effective method to prevent<br />

cervical cancer. However, various limitations of this methodology led to the<br />

development of a new technique that is expected to enhance cervical<br />

cytology screening, the Liquid-based cytology (LBC). LBC was immediately<br />

accepted and endorsed by many laboratories and is now extensively used<br />

throughout the developed world for cervical cytology screening. Furthermore,<br />

its use has been introduced to non-gynecological cytology for the diagnosis<br />

of cancer, e.g. thyroid and breast cancer. The LBC technique (collection of<br />

cellular material in liquid medium for preservation and transport) was<br />

approved by FDA and had demonstrated increased detection rates for<br />

cervicovaginal lesions increasing sensitivity while specificity remains the<br />

same. Processing and screening LBC slides, which are obtained by fine-<br />

needle aspirations, has been proved a very successful methodology with<br />

good results. Its use though it is not widespread in non-gynecologic cytology<br />

as it is in gynecologic cytology, as there are still controversies regarding the<br />

effectiveness of the method when used in such samples. Nevertheless, LBC<br />

has major advantages which were the cause for introducing it in screening<br />

programs in several countries. Such advantages are the significant decrease<br />

in unsatisfactory rates, the ability of automation in both processing and<br />

analyzing (cervicovaginal specimen) smears, thus improving laboratory<br />

performance, easy and rapid manual analysis, because of its technical<br />

features, and the ability of ancillary tests on the residual LBC specimen.<br />

Besides providing a good preservation of morphologic features of the cells,<br />

studies have shown that LBC also provides an excellent preservation of<br />

nucleic acid (DNA and RNA). Given the ability of ancillary tests and the<br />

excellent preservation of cell genome, LBC is an appropriate method for the<br />

application of molecular test and is a useful tool for future research.<br />

84


ΒΒΙΙΒΒΛΛΙΙΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΑΑ<br />

1. Edmund S. Cibas, Barbara S. Ducatman. «Cytology: Diagnostic principals and<br />

clinical correlates», 3rd ed., Elsevier, 2009. ISBN 978-1-4160-5329-3<br />

2. McGoogan E. Liquid-based cytology: the new screening test for cervical cancer<br />

Control. Journal of Family Planning and Reproductive Health Care 2004; 30(2):<br />

123–125<br />

3. Payne N, Chilcott J, McGoogan E. Liquid-based Cytology in Cervical Screening: A<br />

Rapid and Systematic Review. Southampton, UK: The National Co-coordinating<br />

Centre for Health Technology Assessment, 2000.<br />

4. Fahey MT, Irwig L, Macaskill P. Meta-analysis of Pap test accuracy. Am J<br />

Epidemiol 1995; 141: 680–689<br />

5. American College of Obstetricians and Gynecologists (ACOG) Committee<br />

Opinion. New Pap test screening techniques. Int J Gynecol Obstet 1998; 63: 312–<br />

314.<br />

6. Nanda K, McCrory DC, Myers ER, Bastian LA, Hasselblad V, Hickey JD, Matchar<br />

DB. Accuracy of the Papanicolaou test in screening for and follow-up of cervical<br />

cytologic abnormalities: a systematic review. Ann Intern Med. 2000 May<br />

16;132(10):810-9<br />

7. Ronco G, Cuzick J, Pierotti P, et al.: Accuracy of liquid-based versus conventional<br />

cytology: Overall results of new technologies for cervical cancer screening:<br />

randomized controlled trial. BMJ 2007;335(7609):28<br />

8. Davey E, Barratt A, Irwig L, et al.: Effect of study design and quality on<br />

unsatisfactory rates, cytology classifications, and accuracy in liquid-based versus<br />

conventional cervical cytology: A systematic review. Lancet 2006;367(9505):122-<br />

132<br />

9. Britt-Marie Ljung. Thyroid Fine-Needle Aspiration: Smears Versus Liquid-based<br />

Preparations. Cancer Cytopath. 2008; 114:144-148<br />

10. Afify AM, Liu J, Al-Kafaji BM. Cytologic artifacts and pitfalls of thyroid fineneedle<br />

aspiration using ThinPrep. Cancer (Cancer Cytopathol). 2001;93:179–186.<br />

11. Michael CW, Hunter B. Interpretation of fine-needle aspirates processed by<br />

the ThinPrep technique: cytologic artifacts and diagnostic pitfalls. Diagn<br />

Cytopathol. 2000;23:6–13.<br />

12. Frost AR, Sidway MK, Ferfelli M, et al. Utility of thin-layer preparations in<br />

thyroid fine-needle aspiration. Cancer (Cancer Cytopathol). 1998;84:17–25.<br />

13. Reinhard Bollmann. Liquid-based cytology for risk-adapted cervical<br />

screening. Gynakol Geburtsmed Gynakol Endokrinol 2008;4(2): 164–180.<br />

www.akademos.de/gyn. ISSN 1614-8533<br />

85


14. M. Arbyn et al. European guidelines for quality assurance in cervical cancer<br />

screening: recommendations for collecting samples for conventional and liquidbased<br />

cytology. Cyt. 2007;18:133–139.<br />

15. Martin-Hirsch P. and colleagues. Efficacy of cervical-smear collection<br />

devices: a systematic review and meta-analysis. Lancet 1999; 354: 1763–70<br />

16. Papanicolaou Technique Approved Guidelines (NCCLS Document GP15-A2)<br />

17. ThinPrep® 2000 System Operator’s Manual, CYTYC. 2007<br />

18. SurePath® Collection Product Insert – 779-07084-00 Rev. F, Becton,<br />

Dickinson and Company 2011: 3 www.bd.com<br />

19. Monsonego J. Emerging issues of HPV infections: From science to practice.<br />

Basel, Karger, 2006: 149<br />

20. PrepStain® System Product Insert – 779-07085-00 Rev. F, Becton,<br />

Dickinson and Company 2011: 1 www.bd.com<br />

21. BD CytoRich Non-Gyn, Non-Gynecological Applications Procedures &<br />

Protocols, BD Diagnostics, 2007<br />

22. CytoRich Red preservative Fluid Product Insert - 779-10004-02 REV C. F,<br />

Becton, Dickinson and Company 2011: 1 www.bd.com<br />

23. Renshaw ΑΑ, Mody DR, Walsh M, Bentz JS, Colgan TJ. The significance in<br />

certification in Liquid based cytology. Arch Pathol Lab Med. 2006;130:1269–1272<br />

24. ThinPrep Pap Test morphology. Reference Atlas. Section one. Microscopic<br />

evaluation of ThinPrep Slides. Deanna K. Iverson. [www.cytologystuff.com]<br />

25. Wilbur DC, Prey MU, Miller WM, Pawlick GF, Colgan TJ. The AutoPap<br />

System for primary screening in cervical cytology. Comparing the results of a<br />

prospective, intended-use study with routine practice. Acta Cytol 1998;42:214–20<br />

26. Koss LG, Sherman ME, Cohen MB, Anes AR, Darragh TM, Lemos LB, et al.<br />

Significant reduction in the rate of false-negative cervical smears with a neural<br />

network-based technology (PAPNET Testing System). Hum Pathol<br />

1997;28:1196–203<br />

27. Ashfaq R, Liang Y, Saboorian MH. Evaluation of PAPNET system for<br />

rescreening of negative cervical smears. Diagn Cytopathol 1995;13:31–6<br />

28. Bibbo M, Hawthorne C, Zimmerman B. Does. Use of the AutoPap assisted<br />

primary screener improve cytologic diagnosis? Acta Cytol 1999;43:23-6.<br />

[PUBMED]<br />

29. Lozano R. Comparison of computer-assisted and manual screening of<br />

cervical cytology. Gynecol Oncol 2007;104:134-8. [PUBMED]<br />

30. Miller FS, Nagel LE, Kenny-Moynihan MB. Implementation of the ThinPrep<br />

imaging system in a high-volume metropolitan laboratory. Diagn Cytopathol<br />

2007;35:213-7. [PUBMED<br />

31. Schledermann D, Hyldebrandt T, Ejersbo D, Hoelund B. Automated<br />

screening versus manual screening: A comparison of the ThinPrep imaging<br />

system and manual screening in a time study. Diagn Cytopathol 2007;35:348-52.<br />

[PUBMED]<br />

32. Roberts JM, Thurloe JK, Bowditch RC, Hyne SG, Greenberg M, Clarke<br />

JM, et al . A three-armed trial of the ThinPrep imaging system. Diagn Cytopathol<br />

2007;35:96-102. [PUBMED]<br />

33. Wilbur DC et al. he Becton Dickinson FocalPoint GS Imaging System. Am J<br />

Clin Pathol 2009; 132: 767-775.<br />

34. Anqelique W. Levi et al. Implementation of FocalPoint GS location-guided<br />

imaging system. Cancer (Cancer Cytopathol) 2011;120<br />

35. Abulafia O, Pezzullo JC, Sherer DM. Performance of ThinPrep liquid-based<br />

cervical cytology in comparison with conventionally prepared Papanicolaou<br />

smears: a quantitative survey. Gynecol Oncol. 2003;90:137-144<br />

86


36. Bernstein SJ, Sanchez-Ramos L, Ndubisi B. Liquid-based cervical cytologic<br />

smear study and conventional Papanicolaou smears: a metaanalysis of<br />

prospective studies comparing cytologic diagnosis and sample adequacy. Am J<br />

Obstet Gynecol. 2001;185:308-317<br />

37. Klinkhamer PJ, Meerding WJ, Rosier PF, Hanselaar AG. Liquid-based<br />

cervical cytology. Cancer. 2003;99:263-271<br />

38. Arbyn M, Bergeron C, Klinkhamer P, et al. Liquid compared with<br />

conventional cervical cytology: a systematic review and meta-analysis. Obstet<br />

Gynecol. 2008;111:167-177<br />

39. Hartmann KE, Hall SA, Nanda K, Boggess JF, Zolnoun D. Screening for<br />

Cervical Cancer. Systematic Review No. 25. Rockville, MD: Agency for<br />

Healthcare Research and Quality; 2002<br />

40. Sulik S, Kroeger K, Schultz J. et al. Are fluid-based cytologies superior to the<br />

conventional Papanicolaou test? A systematic review. J Fam Pract 2001; 50:<br />

1040-1046<br />

41. Arbyn M, Buntinx F, Van Ranst M, Paraskevaidis E, Martin-Hirsch P, Dillner<br />

J (2004) Virologic versus cytologic triage of women with equivocal Pap smears: a<br />

meta-analysis of the accuracy to detect high-grade intraepithelial neoplasia. J Natl<br />

Cancer Inst 96(4): 280–293<br />

42. Cox JT. Liquid-based cytology: evaluation of effectiveness, costeffectiveness,<br />

and application to present practice. J Natl Compr Canc Netw. 2004<br />

Nov;2(6):597-611<br />

43. Eversole GM, Moriarty AT, Schwartz MR, et al. Practices of participants in<br />

the College of American Pathologists interlaboratory comparison program in<br />

cervicovaginal cytology, 2006. Arch Pathol Lab Med. 2010;134:331-335<br />

44. Lee KR, Ashfaq R, Birdson GG, et al. Comparison of conventional<br />

Papanicolaou smears and a fluid-based, thin-layer system for cervical cancer<br />

screening. Obstet Gynecol. 1997;90:278-284<br />

45. Hatch KD, Sheets E, Kennedy A, et al. Multicenter direct to vial evaluation of<br />

a liquidbased pap test. J Low Genit Tract Dis. 2004;8:308-312<br />

46. Ashfaq R, Gibbons D, Vela C, et al. ThinPrep Pap test. Accuracy for<br />

glandular disease. Acta Cytol. 1999;43:81-85<br />

47. Bai H, Sung CJ, Steinhoff MM. ThinPrep Pap test promotes detection of<br />

glandular lesions of the endocervix. Diagn Cytopathol. 2000;23:19-22<br />

48. Carpenter AB, Davey DD. ThinPrep Pap test: performance and biopsy<br />

follow-up in a university hospital. Cancer. 1999;87:105-112<br />

49. Guidos BJ, Selvaggi SM. Detection of endometrial adenocarcinoma with the<br />

ThinPrep Pap test. Diagn Cytopathol. 2000;23:260-265<br />

50. Schorge JO, Hossein Saboorian M, Hynan L, Ashfaq R. ThinPrep detection<br />

of cervical and endometrial adenocarcinoma: a retrospective cohort study.<br />

Cancer. 2002;96:338-343<br />

51. Wang N, Emancipator SN, Rose P, et al. Histologic follow-up of atypical<br />

endocervical cells. Liquid-based, thin-layer preparation vs. conventional Pap<br />

smear. Acta Cytol. 2002;46:453-457<br />

52. Marino JF, Fremont-Smith M. Direct-to-vial experience with AutoCyte PREP<br />

in a small New England regional cytology practice. J Reprod Med. 2001;46:353-<br />

358<br />

53. ] Fremont-Smith M, Marino J, Griffin B, et al. Comparison of the SurePath<br />

liquid-based Papanicolaou smear with the conventional Papanicolaou smear in a<br />

multisite direct-to-vial study. Cancer. 2004;102:269-279<br />

54. Clayton et al. Comparison of ThinPrep Preparations to Other Preparation<br />

Types in Gastrointestinal Cytology. Arch Pathol Lab Med. 2010;134:1116–1120<br />

87


55. Bishop JW, MacFarlane K, Cheubront D, et al. Cell recovery and appearance<br />

in thin-layer preparations in nongynecologic cytology. Anal Quant Cytol Histol.<br />

1998;20(4):229–237<br />

56. Elsheikh TM, Kirkpatrick JL, Wu HH. Comparison of ThinPrep and cytospin<br />

preparations in the evaluation of exfoliative cytology specimens. Cancer (Cancer<br />

Cytopathol). 2006;108(3):144–149<br />

57. Leung CS, Chiu B, Bell V. Comparison of ThinPrep and conventional<br />

preparations: nongynecologic cytology evaluation. Diagn Cytopathol.<br />

1997;16(4):368–371<br />

58. Moriarty AM, Schwartz MR, Ducatman BS, et al. A liquid concept—do classic<br />

preparations of body cavity fluid perform differently than ThinPrep cases? Arch<br />

Pathol Lab Med. 2008;132(11):1716–1718<br />

59. Laucirica R, Bentz JS, Souers RS, et al. Do liquid-based preparations of<br />

urinary cytology perform differently than classically prepared cases: observations<br />

from the College of American Pathologists Interlaboratory Comparison Program in<br />

Nongynecologic Cytology. Arch Pathol Lab Med. 2010;134(1):19–22<br />

60. Volmar KE, Vollmer RT, Routbort MJ, et al. Pancreatic and bile duct brushing<br />

cytology in 1000 cases: review of findings and comparison of preparation<br />

methods. Cancer. 2006;108(4):231–238<br />

61. Siddiqui MT, Gokaslan ST, Saboorian MH, et al. Comparison of ThinPrep<br />

and conventional smears in detecting carcinoma in bile duct brushings. Cancer.<br />

2003;99(4):205–210<br />

62. Ylagan LR, Liu LH, Maluf HM. Endoscopic bile duct brushing of malignant<br />

pancreatic biliary strictures: retrospective study with comparison of conventional<br />

smear and ThinPrep techniques. Diagn Cytopathol. 2003;28(4):196–204<br />

63. Minamiguchi S, McEvoy R, Fraig M, et al. Bile duct brushings on ThinPrep:<br />

experience with 68 specimens. Diagn Cytopathol. 2004;30(4):292–293<br />

64. DEY P., LUTHRA U. K., GEORGE J., ZUHAIRY F., GEORGE S. S., HAJI B.<br />

I. Comparison of ThinPrep and conventional preparations on fine needle<br />

aspiration cytology material, Acta Cytol, 2000, 44(1):46–50<br />

65. BÉDARD Y. C., POLLETT A. F., Breast fine-needle aspiration. A<br />

comparison of ThinPrep and conventional smears, Am J Clin Pathol, 1999,<br />

111(4):523–527<br />

66. RANA D. N., O’DONNELL M., MALKIN A., GRIFFIN M., A comparative<br />

study: conventional preparation and ThinPrep 2000 in respiratory cytology,<br />

Cytopathology, 2001, 12(6):390–398<br />

67. COCHAND-PRIOLLET B., PRAT J. J., POLIVKA M., THIENPONT L.,<br />

DAHAN H., WASSEF M., GUILLAUSSEAU P. J., Thyroid fine needle<br />

aspiration: the morphological features on ThinPrep slide preparations. Eighty<br />

cases with histological control, Cytopathology, 2003, 14(6):343–349<br />

68. Renshaw et al. Comparison of Performance of Conventional and ThinPrep<br />

Gynecologic Preparations in the College of American Pathologists Gynecologic<br />

Cytology Program. Arch Pathol Lab Med. 2004;128:17–22<br />

69. Linder J, Zahniser D. ThinPrep Papanicolaou testing to reduce false-negative<br />

cervical cytology. Arch Pathol Lab Med. 1998;122:139–144<br />

70. LEE K. R., PAPILLO J. L., ST. JOHN T., EYERER G. J. A., Evaluation of<br />

the ThinPrep processor for fine needle aspiration specimens, Acta Cytol, 1996,<br />

40(5):895–899<br />

71. Solomon D, Nayar R. The Bethesda System for Reporting Cervical Cytology:<br />

Definitions, Criteria and Explanatory Notes, 2nd edn. New York: Springer-Verlag;<br />

2004<br />

72. ] Geyer JW, Carrico C, Bishop JW. Cellular constitution of Autocyte PREP_<br />

cervico-vaginal samples with biopsy-confirmed HSIL. Acta Cytol 2000;44:505<br />

88


73. Studeman KD, Ioffe OB, Puszkiewicz J, Sauvegeot J, Henry MR. Effect of<br />

cellularity on the sensitivity of detecting squamous lesions in liquid-based cervical<br />

cytology. Acta Cytol 2003;47:605–10<br />

74. Bolick DR, Kerr J, Staley BE, Ke Lin K. Effect of cellularity in the detection<br />

rates of high grade and low grade squamous intraepithelial lesions. Acta Cytol<br />

2002;46:922–3<br />

75. McQueen F. Duval E. The definition of an adequately cellular LBC specimen.<br />

Cytopathology 2006;17:168–74<br />

76. Siebers, Klinkhamer, Vedder, Arbyn, Bulten. Causes and Relevance of<br />

Unsatisfactory and Satisfactory but Limited Smears of Liquid-Based Compared<br />

With Conventional Cervical Cytology. Arch Pathol Lab Med. 2012;136:76–83;doi:<br />

10.5858/arpa.2011-0113-OA<br />

77. Corkill M, Knapp D, Martin J, Hutchinson ML. Specimen adequacy of<br />

ThinPrep sample preparations in a direct-to-vial study. Acta Cytol. 1997;41(1):39–<br />

44<br />

78. Duggan MA, Khalil M, Brasher PMA, Nation JG. Comparative study of<br />

theThinPrep Pap test and conventional cytology results in a Canadian cohort.<br />

Cytopathology. 2006;17(2):73–81<br />

79. Moriarty AT, Clayton AC, Zaleski S, et al. Unsatisfactory reporting rates. Arch<br />

Pathol Lab Med. 2009;133(12):1912–1916<br />

80. Alsharif M, McKeon DM, Gulbahce HE, Savik K, Pambuccian SE.<br />

Unsatisfactory SurePath liquid-based Papanicolaou tests. Cancer Cytopathol.<br />

2009;117(1):15–26<br />

81. Martin H. Luu, Andrew H. Fischer, Latha Pisharodi, Christopher L. Owens.<br />

Improved Preoperative Definitive Diagnosis of Papillary Thyroid Carcinoma in<br />

FNAs Prepared With Both ThinPrep and Conventional Smears Compared With<br />

FNAs Prepared With ThinPrep Alone. Cancer (Cancer Cytopathol) 2011;119:68–<br />

73<br />

82. Andra R. Frost, Mary K. Sidawy, Mary Ferfelli, Sana O. Tabbara, M, Nicole<br />

A. Bronner, Keith R. Brosky, Mark E. Sherman. Utility of Thin-Layer Preparations<br />

in Thyroid Fine-Needle Aspiration. Cancer (Cancer Cytopathol) 1998;84: 17–25<br />

83. Alaa M. Afify, Jing Liu, Basim M. Al-Khafaji. Cytologic Artifacts and Pitfalls of<br />

Thyroid Fine-Needle Aspiration Using ThinPrep. Cancer (Cancer Cytopathol)<br />

2001;93:179–186<br />

84. Jeremy R. Parfitt, C. Meg McLachlin, Michele M. Weir. Comparison of<br />

ThinPrep and Conventional Smears in Salivary Gland Fine-Needle Aspiration<br />

Biopsies. Cancer (Cytopathol) 2007;111:123–9<br />

85. Chhieng DC, Talley LI, Roberson J, et al. Interobserver variability:<br />

Comparison between liquid-based and conventional preparations in gynecologic<br />

cytology. Cancer (Cytopathol). 2002;96:67–73<br />

86. Wilbur DC, Dubeshter B, Angel C, Atkison KM. Use of thin-layer preparations<br />

for gynecologic smears with emphasis on the cytomorphology of high grade<br />

intraepithelial lesions and carcinomas. Diagn Cytopathol. 1996;14:201– 211<br />

87. Renshaw et al The Significance of Certification in Liquid-Based Cytology and<br />

Performance in the College of American Pathologists Interlaboratory Comparison<br />

Program in Cervicovaginal Cytopathology. Arch Pathol Lab Med. 2006;130:1269–<br />

1272<br />

88. de Luna R, Eloubeidi MA, Sheffield MV, Eltoum I, Jhala N, Jhala D, Chen<br />

VK, Chhieng DC. Comparison of ThinPrep® and conventional preparations in<br />

pancreatic fine-needle aspiration biopsy. Diagn. Cytopathol. 2004;30:71–76<br />

89. Belinson JL, Qiao YL, Pretorius RG, Zhang WH, Rong SD, Huang MN, et al.<br />

Shanxi Province cervical cancer screening study. II: Self-sampling for high-risk<br />

89


human papillomavirus compared to direct sampling for human papillomavirus and<br />

liquid based cervical cytology. Int J Gynecol Cancer 2003;13:819–26<br />

90. Ronco G, Segnan N, Giorgi-Rossi P, Zappa M, Casadei GP, Carozzi F, et al.<br />

Human papillomavirus testing and liquid-based cytology: results at recruitment<br />

from the new technologies for cervical cancer randomized controlled trial. J Natl<br />

Cancer Inst 2006;98:765–74<br />

91. Emilia H. Koumans, et al. Comparison of Methods for Detection of<br />

Chlamydia trachomatis and Neisseria gonorrhoeae Using Commercially Available<br />

Nucleic Acid Amplification Tests and a Liquid Pap Smear Medium. J. Clinc.<br />

Microb. 2003;4: 1507–1511<br />

92. Chernesky et al. Detection of Chlamydia trachomatis and Neisseria<br />

gonorrhoeae Infections in North American Women by Testing SurePath Liquid-<br />

Based Pap Specimens in APTIMA Assays. J. Clin. Microbiol. 2007, 45(8):2434<br />

93. Chernesky et al. Abilities of APTIMA, AMPLICOR, and ProbeTec Assays To<br />

Detect Chlamydia trachomatis and Neisseria gonorrhoeae in PreservCyt ThinPrep<br />

Liquid-Based Pap Samples. J. Clin. Microbiol. 2007, 45(8):2355<br />

94. Shahidul Islam et al. Reprocessing unsatisfactory ThinPrep Papanicolaou<br />

test specimens increases sample adequacy and detection of significant<br />

cervicovaginal lesions. Cancer Cytopath. 2004 ;102:67–73<br />

95. Grapsa et al. Repeat Processing of Residual ThinPrep Pap Tests: Sampling<br />

of the Vial May Not Be Invariably Homogeneous. Acta Cytologica 2011;55:213-<br />

217<br />

96. Sin Hang Lee et al. Molecular tests for human papillomavirus (HPV),<br />

Chlamydia trachomatis and Neisseria gonorrhoeae in liquid-based cytology<br />

specimen. BMC Women's Health 2009, 9:8<br />

97. Khalbuss WE, Pananowitz L, Parwani AV. Digital imaging in cytopathology.<br />

Pathology research international. Volume 2011, article ID 264683, 10 pages, Doi:<br />

10.4061/2011264683<br />

98. Dziura B, Quinn S, Richard K. Performance of an imaging system vs. manual<br />

screening in the detection of squamous intraepithelial lesions of the uterine cervix.<br />

Acta Cytol 2006;50:309-11<br />

99. Pantanowitz L, Maryanne Hornish, Robert A Goulart. The impact of digital<br />

imaging in the field of cytopathology. CytoJournal 2009;6:6 [SIENCE DIRECT]<br />

100. Colgan TJ, Patten SF, Lee JS. A clinical trial of the AutoPap 300 QC System<br />

for quality control of cervicovaginal cytology in the clinical laboratory. Acta Cytol<br />

1995;39:1191-8<br />

101. Alasio LM, Alphandery C, Grassi P, Ruggeri M, De Palo G, Pilotti S.<br />

Performance of the AutoPap Primary Screening System in the detection of highrisk<br />

cases in cervicovaginal smears. Acta Cytol 2001;45:704-8. [PUBMED]<br />

102. Teach WD. Validation of AutoPap primary screening system sensitivity and<br />

high-risk performance. Acta Cytol 2002;46:296-302<br />

103. Parker EM, Foti JA, Wilbur DC. FocalPoint slide classification algorithms<br />

show robust performance in classification of high-grade lesions on SurePath<br />

liquid-based cervical cytology slides. Diagn Cytopathol 2004;30:107-10.<br />

[PUBMED]<br />

104. Biscotti CV, Dawson AE, Dziura B, Galup L, Darragh T, Rahemtulla A, et al .<br />

Assisted primary screening using the automated ThinPrep imaging system. Am J<br />

Clin Pathol 2005;123:281-7. [PUBMED]<br />

105. Passamonti B, Bulletti S, Camilli M, D′Amico MR, Di Dato E, Gustinucci D, et<br />

al . Evaluation of the FocalPoint GS System performance in an Italian populationbased<br />

screening of cervical abnormalities. Acta Cytol 2007;51:865-71. [PUBMED]<br />

90


106. Chivukula M, Saad RS, Elishaev E, White S, Mauser N, Dabbs DJ.<br />

Introduction of the ThinPrep Imaging System (TIS): Experience in a high volume<br />

academic practice. CytoJournal 2007;4:6<br />

107. Thrall MJ, Russell DK, Bonfiglio TA, Hoda RS. Use of the ThinPrep®<br />

Imaging System does not alter the frequency of interpreting Papanicolaou tests as<br />

atypical squamous cells of undetermined significance. Cytojournal 2008;24;5:10<br />

108. Eltoum IA, Roberson J. Impact of HPV testing, HPV vaccine development,<br />

and changing screening frequency on national Pap test volume: Projections from<br />

the National Health Interview Survey (NHIS). Cancer 2007;111:34-40. [PUBMED]<br />

109. Eltoum IA, Roberson J. Impact of expected changes in national papanicolaou<br />

test volume on the cytotechnology labor market: an impending crisis. Am J Clin<br />

Pathol 2007;128:665-70. [PUBMED]<br />

110. Πανοτοπούλου-Φλαμπουράρη Ε. HPV και καρκίνος του τραχήλου της<br />

μήτρας. Η φυσική ιστορία της λοίμωξης βάσει επιδημιολογικών και κλινικών<br />

δεδομένων.<br />

http://www.ddy.gr/LinkClick.aspx?fileticket=7SXRAx5D15E%3D&tabid=108&mid=<br />

465&language=en-US<br />

111. Castle et al. Comparison between Prototype Hybrid Capture 3 and Hybrid<br />

Capture 2 Human Papillomavirus DNA Assays for Detection of High-Grade<br />

Cervical Intraepithelial Neoplasia and Cancer. J. Clin Microbiol. 2003;41(9):4022–<br />

4030<br />

112. Davy Vanden Broeck. «Human Papillomavirus and Related Diseases – From<br />

Bench to Bedside – Research Aspects», InTech, Rijeka, Croatia, 2012, ISBN 978-<br />

953-307-855-7<br />

113. Huang et al. Comparsion between the Hybrid Capture II test and an<br />

SPF1/GP6+ PCR-Based Assay for Detection of Human Papillomavirus DNA in<br />

Cervical Swab Samples<br />

114. Jain S, Tseng C-J, Horng S-G, Soong Y-K, Pao CC. Negative predictive<br />

value of human papillomavirus test following conization of the cervix uteri.<br />

Gynecol Oncol. 2001;82:177–180<br />

115. Lin C-T, Tseng C-J, Lai C-H, et al. Value of human papillomavirus<br />

deoxyribonucleic acid testing after conization in the prediction of residual disease<br />

in the subsequent hysterectomy specimen. Am J Obstet Gynecol. 2001;184:940–<br />

945<br />

116. Paraskevaidis E, Koliopoulos G, Alamanos Y, Malamou-Mitsi V, Lolis ED,<br />

Kitchener HC. Human papillomavirus testing and the outcome of treatment for<br />

cervical intraepithelial neoplasia. Obstet Gynecol. 2001;98:833–836<br />

117. Goldie SJ, Kim JJ, Wright TC. Cost-effectiveness of human papillomavirus<br />

DNA testing for cervical cancer screening in women aged 30 years or more.<br />

Obstet Gynecol. 2004;103(4):619-31<br />

118. Arbyn, M., Martin-Hirsch, P., Buntinx, F., Van Ranst, M., Paraskevaidis, E. &<br />

Dillner, J.. Triage of women with equivocal or low-grade cervical cytology results:<br />

a meta-analysis of the HPV test positivity rate. J Cell Mol Med, 2009;13(4):648-<br />

659<br />

119. Arbyn, M., Sankaranarayanan, R., Muwonge, R., Keit,a N., Dolo, A.,<br />

Mbalawa, C.G., Nouhou, H., Sakande. B., Wesley, R., Somanathan, T., Sharma,<br />

A., Shastri, S. & Basu, P.. Pooled analysis of the accuracy of five cervical cancer<br />

screening tests assessed in eleven studies in Africa and India. Int J Cancer<br />

2008;1;123(1): 153-160<br />

120. Petry KU, Menton S, Menton M, van Loenen-Frosch F, de Carvalho Gomes<br />

H, Holz B, et al. Inclusion of HPV testing in routine cervical cancer screening for<br />

women above 29 years in Germany: results for 8466 patients. Br J Cancer.<br />

2003;88:1570-7. [PMID: 12771924]<br />

91


121. Bigras G, de Marval F. The probability for a Pap test to be abnormal is<br />

directly proportional to HPV viral load: results from a Swiss study comparing HPV<br />

testing and liquid-based cytology to detect cervical cancer precursors in 13,842<br />

women. Br J Cancer. 2005;93:575-81. [PMID: 16136031]<br />

122. Ca´rdenas-Turanzas M, Nogueras-Gonzalez GM, Scheurer ME, Adler-<br />

Storthz K, Benedet JL, Beck JR, et al. The performance of human papillomavirus<br />

high-risk DNA testing in the screening and diagnostic settings. Cancer Epidemiol<br />

Biomarkers Prev. 2008;17:2865-71. [PMID: 18843032]<br />

123. Coste J, Cochand-Priollet B, de Cremoux P, Le Gale`s C, Cartier I, Molinie´<br />

V, et al; French Society of Clinical Cytology Study Group. Cross sectional study of<br />

conventional cervical smear, monolayer cytology, and human papillomavirus DNA<br />

testing for cervical cancer screening. BMJ. 2003;326:733. [PMID: 12676841]<br />

124. Mayrand MH, Duarte-Franco E, Rodrigues I, Walter SD, Hanley J, Ferenczy<br />

A, et al; Canadian Cervical Cancer Screening Trial Study Group. Huma<br />

papillomavirus DNA versus Papanicolaou screening tests for cervical cancer. N<br />

Engl J Med. 2007;357:1579-88. [PMID: 17942871]<br />

125. Denton et al. The Sensitivity and Specificity of p16 INK4a Cytology vs HPV<br />

Testing for Detecting High-Grade Cervical Disease in the Triage of ASC-US and<br />

LSIL Pap Cytology Results. American Journal of Clinical Pathology, 2010;134: 12-<br />

21<br />

126. Akpolat I, Smith DA, Ramzy I, Chirala M, Mody DR. The utility of p16INK4a<br />

and Ki-67 staining on cell blocks prepared from residual thin-layer cervicovaginal<br />

material. Cancer. 2004; 102: 142–149<br />

127. Bibbo M, Klump WJ, DeCecco J, Kovatich AJ. Procedure for<br />

immunocytochemical detection of P16INK4A antigen in thin-layer, liquid-based<br />

specimens. Acta Cytol. 2002; 46: 25–29. PubMed<br />

128. Bibbo M, DeCecco J, Kovatich AJ. P16INK4A as an adjunct test in liquidbased<br />

cytology. Anal Quant Cytol Histol. 2003; 25: 8–11. PubMed<br />

129. Guo M, Hu L, Baliga M, He Z, Hughson MD. The predictive value of<br />

p16(INK4a) and Hybrid Capture 2 human papillomavirus testing for high-grade<br />

cervical intraepithelial neoplasia. Am J Clin Pathol. 2004; 122: 894–901. PubMed<br />

130. Murphy N, Ring M, Killalea AG, et al. p16INK4A as a marker for cervical<br />

dyskaryosis: CIN and cGIN in cervical biopsies and ThinPrep smears. J Clin<br />

Pathol. 2003; 56: 56–63<br />

131. Nieh S, Chen SF, Chu TY, Lai HC, Fu E. Expression of p16 INK4A in<br />

Papanicolaou smears containing atypical squamous cells of undetermined<br />

significance from the uterine cervix. Gynecol Oncol. 2003; 91: 201–208<br />

132. Nieh S, Chen SF, Chu TY, Lai HC, Fu E. Expression of p16INK4A in Pap<br />

smears containing atypical glandular cells from the uterine cervix. Acta<br />

Cytol. 2004; 48: 173–180<br />

133. Pientong C, Ekalaksananan T, Swadpanich U, et al. Immunocytochemical<br />

detection of p16INK4a protein in scraped cervical cells.Acta Cytol. 2003; 47: 616–<br />

623<br />

134. Sahebali S, Depuydt CE, Segers K, et al. P16INK4a as an adjunct marker in<br />

liquid-based cervical cytology. Int J Cancer. 2004; 108:871–876<br />

135. Saqi A, Pasha TL, McGrath CM, Yu GH, Zhang P, Gupta P. Overexpression<br />

of p16INK4A in liquid-based specimens (SurePath) as marker of cervical<br />

dysplasia and neoplasia. Diagn Cytopathol. 2002; 27: 365–370<br />

136. Yoshida T, Fukuda T, Sano T, Kanuma T, Owada N, Nakajima T. Usefulness<br />

of liquid-based cytology specimens for the immunocytochemical study of p16<br />

expression and human papillomavirus testing: a comparative study using<br />

simultaneously sampled histology materials. Cancer. 2004; 102: 100–108<br />

92


137. Sano T, Oyama T, Kashiwabara K, Fukuda T, Nakajima T. Expression status<br />

of p16 protein is associated with human papillomavirus oncogenic potential in<br />

cervical and genital lesions. Am J Pathol 1998;153:1741 – 8<br />

138. Klaes R, Benner A, Friedrich T, et al. p16INK4a immunohistochemistry<br />

improves interobserver agreement in the diagnosis of cervical intraepithelial<br />

neoplasia. Am J Surg Pathol 2002;26:1389 – 99<br />

139. Agoff SN, Lin P, Morihara J, Mao C, Kiviat NB, Koutsky LA. p16(INK4a)<br />

expression correlates with degree of cervical neoplasia: a comparison with Ki-67<br />

expression and detection of high-risk HPV types. Mod Pathol 2003;16:665 – 73<br />

140. Wang SS, Trunk M, Schiffman M, et al. Validation of p16INK4a as a marker<br />

of oncogenic human papillomavirus infection in cervical biopsies from a<br />

population-based cohort in Costa Rica. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />

Prev2004;13:1355 – 60<br />

141. Hu L, Guo M, He Z, Thornton J, McDaniel LS, Hughson MD. Human<br />

papillomavirus genotyping and p16INK4a expression in cervical intraepithelial<br />

neoplasia of adolescents. Mod Pathol 2005;18:267 – 73<br />

142. Benevolo M, Mottolese M, Marandino F, et al. Immunohistochemical<br />

expression of p16(INK4a) is predictive of HR-HPV infection in cervical low-grade<br />

lesions. Mod Pathol 2006;19:384 – 91<br />

143. Focchi GR, Silva ID, Nogueira-de-Souza NC, Dobo C, Oshima CT, Stavale<br />

JN. Immunohistochemical expression of p16(INK4A) in normal uterine cervix,<br />

nonneoplastic epithelial lesions, and low grade squamous intraepithelial lesions. J<br />

Low Genit Tract Dis 2007; 11:98 – 104<br />

144. Sahebali E., Ki-67 immunocytochemistry in liquid based cervical cytology:<br />

useful as an adjunctive tool? J Clin Pathol 2003;56:681-686<br />

145. Lilli, F.B.(2005). Determination of human papillomavirus (HPV) load and type<br />

in highgrade cervical lesions surgically resected from HIV-infected women during<br />

followup of HPV infection. Clin Infect Dis 40, 451-457<br />

146. Xi, L.F., Hughes, J.P., Castle, P.E., Edelstein, Z.R., Wang, C., Galloway,<br />

D.A., Koutsky, L.A., Kiviat ,N.B. & Schiffman, M. (2011). Viral load in the natural<br />

history of human papillomavirus type 16 infection: a nested case-control study. J<br />

Infect Dis 15;203(10): 1425-1433<br />

147. Denis, F., Hanz, S. & Alain, S.(2008). Clearance, persistence and recurrence<br />

of HPV infection. Gynecol Obstet Fertil 36: 430-440<br />

148. Zappacosta, R., Caraceni, D., Ciccocioppo, L., Ottaviantonio, M., Conti, F.,<br />

Andreozzi, S., Petrucci, F. & Rosini S. (2010). Is HPV-DNA testing a useful tool in<br />

predicting low grade squamous intraepithelial lesion outcome? A retrospective<br />

longitudinal study. Int J Immunopathol Pharmacol 23(1): 317-326<br />

149. Cuschieri et. al., Assessment of human papillomavirus mRNA detection over<br />

time in cervical specimens collected in liquid based cytology medium. 2005;124(1-<br />

2):211-215<br />

150. Powell et al. Recovery of human papillomavirus nucleic acids from liquidbased<br />

cytology media. 2006;137(1):58-62<br />

151. Cuschieri et. al., Human Papillomavirus mRNA and p16 Detection as<br />

Biomarkers for the Improved Diagnosis of Cervical Neoplasia. Cancer Epidemiol<br />

Biomarkers PrevOctober 2008 17; 2536<br />

152. Xiao W, Bian M, Ma L, Liu J, Chen Y, Yang B, Wu Q: Immunochemical<br />

analysis of human papillomavirus L1 capsid protein in liquidbased cytology<br />

samples from cervical lesions. Acta Cytol 2010; 54: 661–667<br />

153. Sarmadi S, Izadi-Mood N, Pourlashkari M, Yarandi F, Sanii S: HPV L1<br />

capsid protein expression in squamous intraepithelial lesions of cervix uteri and its<br />

relevance to disease outcome. Arch Gynecol Obstet 2011, E-pub ahead of print<br />

93


154. Yu L , Wang L , Zhong J, Chen S: Diagnostic value of p16INK4A, Ki-67,<br />

and human papillomavirus L1 capsid protein immunochemical staining on cell<br />

blocks from residual liquid-based gynecologic cytology specimens. Cancer<br />

Cytopathol 2010; 118: 47–55<br />

155. Sahebali S, Depuydt CE, Boulet GA, Arbyn M, Moeneclaey LM, Vereecken<br />

AJ, Van Marck EA, Bogers JJ: Immunocytochemistry in liquid-based cervical<br />

cytology: analysis of clinical use following a cross-sectional study. Int J Cancer<br />

2006; 118: 1254–1260<br />

156. Schmidt D, Bergeron C, Denton KJ, Ridder R: p16/Ki-67 dual-stain cytology<br />

in the triage of ASCUS and LSIL Papanicolaou cytology: results from the<br />

European Equivocal or Mildly Abnormal Papanicolaou Cytology Study. Cancer<br />

Cytopathol 2011; 119: 158–166<br />

157. Petry KU, Schmidt D, Scherbring S, Luyten A, Reinecke-Luthge A, Bergeron<br />

C, Kommoss F, Loning T, Ordi J, Regauer S, Ridder R: Triaging Pap cytology<br />

negative, HPV positive cervical cancer screening results with p16/Ki-67 Dualstained<br />

cytology. Gynecol Oncol 2011; 121: 505–509<br />

158. Dixon et al. Isolation of RNA from residual BD SurePath liquid-based<br />

cytology specimens and detection of HPV E6/E7mRNA using the PreTect HPV-<br />

Proofer assay. 2008;154(1-2):220-222<br />

159. Coquillard et al. Quantification of intracellular HPV E6/E7 mRNA expression<br />

increases the specificity and positive predictive value of cervical cancer screening<br />

compared to HPV DNA. 2011;120(1):89-93<br />

160. Molden, T., Nygard, J.F., Kraus, I., Karlsen, F., Nygard, M., Skare, G.B.,<br />

Skomedal, H., Thoresen, S.O. & Hagmar, B. (2005). Predicting CIN2+ when<br />

detecting HPV mRNA and DNA by PreTect HPV-proofer and consensus PCR: A<br />

2-year follow-up of women with ASCUS or LSIL Pap smear. Int J Cancer 10: 973-<br />

977<br />

161. Benevolo, M., Vocaturo, A., Caraceni, D., French, D., Rosini, S., Zappacosta,<br />

R., Terrenato, I., Ciccocioppo, L., Frega, A. & Giorgi Rossi, P. (2011) Sensitivity,<br />

Specificity, and Clinical Value of Human Papillomavirus (HPV) E6/E7 mRNA<br />

Assay as a Triage Test for Cervical Cytology and HPV DNA Test. J Clin Microbiol<br />

49(7): 2643-2650<br />

162. E. D. Rossi,M. Rafaeli, C.Minimo et al., “Immunohistochemicalevaluation of<br />

thyroid neoplasms in Thin-Layer smears from fine needle aspiration biopsies,”<br />

Cancer Cytopathology,vol. 105, no. 2, pp. 87–95, 2005<br />

163. M.-E. Nga, G. S. Lim, C. H. Son, and M. P. Kumarasinghe, “HBME-1 and<br />

CK19 are highly discriminatory in the cytological diagnosis of papillary thyroid<br />

carcinoma,” Diagnostic Cytopathology, vol. 36, no. 8, pp. 550–556, 2008<br />

164. D. El Demellawy, A. Nasr, and S. Alowami, “Application of CD56, P63 and<br />

CK19 immunohistochemistry in the diagnosis of papillary carcinoma of the<br />

thyroid,” Diagnostic Pathology, vol. 3, no. 1, article no. 5, 2008<br />

165. M. L. Prasad, N. S. Pellegata, Y. Huang, H. N. Nagaraja, A. De La Chapelle,<br />

and R. T. Kloos, “Galectin-3, fibronectin- 1, CITED-1, HBME1 and cytokeratin-19<br />

immunohistochemistry is useful for the differential diagnosis of thyroid tumors,”<br />

Modern Pathology, vol. 18, no. 1, pp. 48–57, 2005<br />

166. D. El Demellawy, A. L. Nasr, S. Babay, and S. Alowami, “Diagnostic utility of<br />

CD56 immunohistochemistry in papillary carcinoma of the thyroid,” Pathology<br />

Research and Practice, vol. 205, no. 5, pp. 303–309, 2009<br />

167. A. Naito, H. Iwase, T. Kuzushima, T. Nakamura, and S. Kobayashi, “Clinical<br />

significance of E-cadherin expression in thyroid neoplasms,” Journal of Surgical<br />

Oncology, vol. 76, no. 3, pp. 176–180, 2001<br />

94


168. L. S. Freudenberg, S. Sheu, R. G¨orges et al., “Prognostic value of c-erbB-2<br />

expression in papillary thyroid carcinoma,” NuklearMedizin, vol. 44, no. 5, pp.<br />

179–180, 2005<br />

169. C. Zafon,G.Obiols, J. Castellv´ı, S. Ramon Y Cajal, J. A. Baena, and J.<br />

Mesa, “Expression of p21cip1, p27kip1, and p16 INk4a cyclin-dependent kinase<br />

inhibitors in papillary thyroid carcinoma: correlation with clinicopathological<br />

factors,” Endocrine Pathology, vol. 19, no. 3, pp. 184–189, 2008<br />

170. A. N. Haberal, S. Toru, O. O¨ zen, Z. Arat, and B. Bilezikc¸i, “Diagnostic<br />

pitfalls in the evaluation of fine needle aspiration cytology of the thyroid:<br />

correlation with histopathology in 260 cases,” Cytopathology, vol. 20, no. 2, pp.<br />

103–108, 2009<br />

171. L. Griffith, C. G. Chiu, A.M. Gown, S. J. M. Jones, and S. M. Wiseman,<br />

“Biomarker panel diagnosis of thyroid cancer: a critical review,” Expert Review of<br />

Anticancer Therapy, vol. 8, no. 9, pp. 1399–1413, 2008<br />

172. Pazaitou-Panayiotou Κ. et al. The Immunocytochemistry Is a Valuable Tool<br />

in the Diagnosis of Papillary Thyroid Cancer in FNA’s Using Liquid-Based<br />

Cytology. [Διαδίκτυο]: Journal of Oncology Volume 2010 (2010), Article<br />

ID 963926, 5 pages<br />

doi:10.1155/2010/963926. http://www.hindawi.com/journals/jo/2010/963926/<br />

173. J. Y. Kim, H. Cho, B. D. Rhee, and H.-Y. Kim, “Expression of CD44 and<br />

cyclin D1 in fine needle aspiration cytology of papillary thyroid carcinoma,” Acta<br />

Cytologica, vol. 46, no. 4, pp. 679–683, 2002<br />

174. M. R. Nasr, S. Mukhopadhyay, S. Zhang, and A.-L. A. Katzenstein,<br />

“Immunohistochemical markers in diagnosis of papillary thyroid carcinoma: utility<br />

of HBME1 combined with CK19 immunostaining,” Modern Pathology, vol. 19, no.<br />

12, pp. 1631–1637, 2006<br />

175. D. L. Segev, D. P. Clark, M. A. Zeiger, and C. Umbricht, “Beyond the<br />

suspicious thyroid fine needle aspirate: a review,” Acta Cytologica, vol. 47, no. 5,<br />

pp. 709–722, 2003<br />

176. A. Bartolazzi, F. Orlandi, E. Saggiorato et al., “Galectin-3-expression analysis<br />

in the surgical selection of follicular thyroid nodules with indeterminate fine-needle<br />

aspiration cytology: a prospective multicentre study,” The Lancet Oncology, vol. 9,<br />

no. 6, pp. 543–549, 2008<br />

177. L. J. Mills, D. N. Poller, and C. Yiangou, “Galectin-3 is not useful in thyroid<br />

FNA,” Cytopathology, vol. 16, no. 3, pp. 132– 138, 2005<br />

178. K. T. Mai, R. Bokhary, H. M. Yazdi, J. Thomas, and A. S. Commons,<br />

“Reduced HBME-1 immunoreactivity of papillary thyroid carcinoma and papillary<br />

thyroid carcinoma-related neoplastic lesions with H¨urthle cell and/or apocrine-like<br />

changes,” Histopathology, vol. 40, no. 2, pp. 133–142, 2002<br />

179. A. Mitselou, E. Ioachim, D. Peschos et al., “E-cadherin adhesion molecule<br />

and syndecan-1 expression in various thyroid pathologies,” Experimental<br />

Oncology, vol. 29, no. 1, pp. 54–60, 2007<br />

180. Husain A Saleh et al., Differential expression of galectin-3, CK19, HBME1,<br />

and Ret oncoprotein in the diagnosis of thyroid neoplasms by fine needle<br />

aspiration biopsy. CytoJournal 2009, 6:18<br />

181. Grogan R.H. et al., The Evolution of Biomarkers in Thyroid Cancer—From<br />

Mass Screening to a Personalized Biosignature. Cancers 2010; 2: 885-912<br />

182. D. K. Das and P. N. Sharma, “Diagnosis of papillary thyroid carcinoma in fine<br />

needle aspiration smears: factors that affect decision making,” Acta Cytologica,<br />

vol. 53, no. 5, pp. 497–506, 2009<br />

183. Βαλερή Ρ. M., «Εξελίξεις στην κυτταρολογική διάγνωση του καρκίνου του<br />

μαστού», 9o Πανελλήνιο συνέδριο Κλινικής Κυτταρολογίας, Αθήνα, 2011<br />

95


184. Gruver AM, Peerwani Z, Tubbs RR. Out of the darkness and into the light:<br />

bright field in situ hybridisation for delineation of ERBB2 (HER2) status in breast<br />

carcinoma. J Clin Pathol. 2010;63(3):210–219<br />

185. Nitta H, Hauss-Wegrzyniak B, Lehrkamp M, et al. Development of automated<br />

brightfield double in situ hybridization (BDISH) application for HER2 gene and<br />

chromosome 17 centromere (CEN 17) for breast carcinomas and an assay<br />

performance comparison to manual dual color HER2 fluorescence in situ<br />

hybridization (FISH). Diagn Pathol. 2008;3:41<br />

186. Pedersen et al., he Correlation Between Dual-color Chromogenic In Situ<br />

Hybridization and Fluorescence In Situ Hybridization in Assessing HER2 Gene<br />

Amplification in Breast Cancer. Diagnostic Molecular Pathology. 2009;18(2):96-<br />

102<br />

187. Vocaturo et al., Chromogenic In Situ Hybridization to Detect HER-2/neu<br />

Gene Amplification in Histological and ThinPrepR-Processed Breast Cancer Fine-<br />

Needle Aspirates: A Sensitive and Practical Method in the Trastuzumab Era. The<br />

Oncologist 2006;11:878–886<br />

188. Tisserand, et al., ThinPrep_-Processed Fine-Needle Samples of Breast Are<br />

Effective Material for RNA- and DNA-Based Molecular Diagnosis. Cancer (Cancer<br />

Cytopathol) 2003;99:223–32<br />

189. Moss S.M. et al., Evaluation of HPV/LBC Cervical Screening Pilot Studies.<br />

2006<br />

http://ia201120.eu.archive.org/ea/20060731065549/http://www.cancerscreening.n<br />

hs.uk/cervical/evaluation-hpv-2006feb.pdf<br />

190. Whitlock EP. Et al., Liquid-Based Cytology and Human Papillomavirus<br />

Testing to Screen for Cervical Cancer: A Systematic Review for the U.S.<br />

Preventive Services Task Force. Ann Intern Med. 2011;155:687-697<br />

191. Kim J, Wright TC, Goldie SJ. Cost-effectiveness of alternative triage<br />

strategies for atypical squamous cells of undetermined significance. JAMA.<br />

2002;287:2382–90<br />

192. Goldie et al., Cost-Effectiveness of Human Papillomavirus DNA Testing for<br />

Cervical Cancer Screening in Women Aged 30 Years or More. Obstet Gynecol<br />

2004;103:619 –31<br />

193. Goldie et al., Cost-Effectiveness of Human Papillomavirus DNA Testing for<br />

Cervical Cancer Screening in Women Aged 30 Years or More. Obstet Gynecol<br />

2004;103:619 –31<br />

194. Cuzick J, Pasieni P, Davies, P, Adams J, Normand C, Frater A, et al. A<br />

systematic review of the role of human papillomavirus testing within a cervical<br />

screening programme. Health Technol Assess 1999;3:14<br />

195. Hutchinson ML, Berger BM, Farber FL. Clinical and cost implications of new<br />

technologies for cervical cancer screening: the impact of test sensitivity. Am J<br />

Manage Care 2000;6:766–80<br />

196. Mandelblatt JS, Lawrence WF, Womack SM, Jacobson D, Yi B, Hwang YT,<br />

et al. Benefits and costs of using HPV testing to screen for cervical cancer. JAMA<br />

2002;287:2372–81<br />

197. Myers E, McCrory D, Nanda K, Matchar D. Mathematical model for the<br />

natural history of human papillomavirus infection and cervical carcinogenesis. Am<br />

J Epidemiol 2000;151:1158 –71<br />

96

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!