Ο Αιθεροβάτης (Χρήστος Μάλαμας)
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/421
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/421
- TAGS
- bestseller
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
«Υπάρχουν δύο τρόποι για<br />
να ζήσεις αυτή τη ζωή:<br />
σαν να μην υπάρχουν θαύματα<br />
ή σαν να υπάρχουν».<br />
Albert Einstein.<br />
ΚΕΦΑΛΑΙ<strong>Ο</strong> 1 ο<br />
Τ<strong>Ο</strong> <strong>Ο</strong>ΝΕΙΡ<strong>Ο</strong><br />
Τ<br />
ελείωνε ο Ιούλιος του 2000 σ’ ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια<br />
των τελευταίων δεκαετιών˙ έτσι ανακοίνωναν οι εφημερίδες της<br />
χώρας εκείνη την ημέρα στα πρωτοσέλιδα τους.<br />
Με θερμοκρασίες που άγγιζαν και ξεπερνούσαν τους 40 ο C και σχετική<br />
υγρασία πάνω από 80% η Ελλάδα θύμιζε μια τεράστια κατσαρόλα που<br />
βράζει.<br />
<strong>Ο</strong>ι ίδιες συνθήκες επικρατούσαν και στην Περαία, ένα μικρό παραθαλάσσιο<br />
χωριό που ανήκοντας στον δήμο Θερμαϊκού μαζί με άλλα δύο-την<br />
¨Αγία Τριάδα¨ και τους ¨Νέους Επιβάτες¨ -συγκροτούσαν μια μίνι πόλη σε<br />
απόσταση μόλις 20΄ λεπτών της ώρας από την Θεσσαλονίκη.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
Και δεν υπήρχε κανένας λόγος άλλωστε να αποτελούν εξαίρεση γιατί και<br />
εκεί η θάλασσα αντί να δροσίζει, έστεκε ακίνητη χαμογελώντας ειρωνικά<br />
και προσθέτοντας υγρασία στην ατμόσφαιρα.<br />
Εκείνο το μεσημέρι ο Μιλτιάδης Ανδρέου αφού μάταια είχε αναζητήσει<br />
λίγη δροσιά στην αυλή του σπιτιού του, κατέληξε στο ¨στούντιο εργασίας¨,<br />
όπως αποκαλούσε η γυναίκα του τη σοφίτα, το μοναδικό δωμάτιο στο<br />
δεύτερο πάτωμα που συντρόφευε την ταράτσα του σπιτιού.<br />
Κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Η επίπλωση ήταν λιτή: ένα<br />
γραφείο από ξύλο καρυδιάς με την μαύρη δερμάτινη καρέκλα του που είχε<br />
ρόδες και ένα ζευγάρι ξύλινα μπράτσα, μια καφέ δερμάτινη πολυθρόνα με<br />
μεγάλη καπιτονέ πλάτη-την αγαπημένη του- ένα διθέσιο καναπέ-κρεβάτι,<br />
μια ξύλινη βιβλιοθήκη που εκτός από βιβλία φιλοξενούσε και ένα πανίσχυρο<br />
μίνι στερεοφωνικό και τέλος πάνω στο γραφείο έναν ηλεκτρονικό<br />
υπολογιστή με τα περιφερειακά του που αποτελούσε τον αγαπημένο του<br />
συνεργάτη.<br />
Στο χέρι του ένα μπουκάλι παγωμένη μπύρα χωρίς αλκοόλ. Το σορτσάκι<br />
και τα σανδάλια που φορούσε στα πόδια του μόλις που τον βοηθούσαν να<br />
μην σκάσει από την ζέστη. Το κλιματιστικό χαλασμένο από χθες τον<br />
κοίταζε γεμάτο ειρωνεία πάνω από το γραφείο.<br />
Θα μπορούσε φυσικά να πάει σε κάποιον άλλο χώρο του σπιτιού όπου<br />
λειτουργούσε το αντίστοιχο κλιματιστικό αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν ήταν<br />
χαρακτηριστικό δείγμα ανθρώπου της συνήθειας.<br />
Η αλήθεια είναι πως ο Μίλτος περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας<br />
σ’ αυτόν εδώ τον χώρο γράφοντας.<br />
Αφού ήπιε μια γουλιά σηκώθηκε με κατεύθυνση την άλλη άκρη του<br />
δωματίου όπου ήταν η βιβλιοθήκη. Στάθηκε χαζεύοντας με απλανές βλέμμα<br />
τις ράχες των βιβλίων με τους τίτλους.<br />
Όλα τους μυθιστορήματα, από την μια άκρη του τοίχου που ξεκινούσε η<br />
βιβλιοθήκη μέχρι την άλλη. Κάθε είδους, από Επιστημονική Φαντασία,<br />
Θρίλερ, έως και Κλασική Λογοτεχνία.<br />
Άπλωσε το χέρι στην τύχη. Τζακ Λόντον˙ ¨Το κάλεσμα της άγριας φύσης¨,<br />
ότι έπρεπε με τόση ζέστη.<br />
Μια ιστορία που εξελισσόταν στην ¨δροσερή¨ Αλάσκα. Πήγε στην πολύθρόνα<br />
με τις ρόδες ,κάθισε, την τράβηξε προς το γραφείο του άναψε τσίγαρο<br />
και βρέθηκε στην Καλιφόρνια μέσα στο μυαλό ενός σκύλου.<br />
Σε λίγη ώρα είχε ξεχάσει εντελώς την ζέστη και όλα όσα τον βασάνιζαν<br />
παρακολουθώντας τον αγώνα για επιβίωση του ¨ Μπακ¨- έτσι έλεγαν τον<br />
σκύλο- στην άγρια και αφιλόξενη γη των χρυσοθήρων του 1897.<br />
<strong>Ο</strong>ύτε που καταλάβαινε πως κυλούσε ο χρόνος μέσα από την ανάγνωση.<br />
Είχε βουτήξει ολόκληρος μέσα στον υπέροχο κόσμο του Λόντον που<br />
γλαφυρός και ρεαλιστής όπως ήταν περιέγραφε έναν κόσμο διαφορετικό<br />
και συνάμα τόσο όμοιο με τον δικό μας.<br />
Δεν κατάλαβε πως έγινε. Πάντως ξαφνικά βρέθηκε να κοιτάζει τον εαυτό<br />
του από ψηλά.<br />
Ναι! Καλά καταλάβατε τον Μίλτο Ανδρέου κοίταζε από ψηλά , καθισμένο<br />
στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου με το βιβλίο ανοιχτό<br />
μπροστά του, το κεφάλι να στηρίζεται στις παλάμες και τους αγκώνες στο<br />
γραφείο.<br />
Άλλο και τούτο, με πήρε ο ύπνος ή... τι διάβολο γίνεται εδώ;<br />
Αναρωτήθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω του. Τα πάντα ήταν όπως τα ήξερε<br />
εκτός από κάτι τι διαφορετικό που περιέβαλε την ατμόσφαιρα. Όλα
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
έμοιαζαν να είναι τυλιγμένα σ’ ένα γαλαζοπράσινο φως. Το ξύλινο γραφείο<br />
έμοιαζε απόκοσμο. <strong>Ο</strong> υπολογιστής αν και ήταν σβηστός έδινε την εντύπωση<br />
πως υπερλειτουργούσε γεμάτος ενέργεια. Όλα ήταν πιο φωτεινά αν<br />
καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.<br />
Και να πεις ότι έπινε κάτι δυνατό;<br />
Μπύρα και μάλιστα με ελάχιστο αλκοόλ. Τέτοιο όνειρο δεν είχε ξαναδεί.<br />
Να τρομάξω; Και γιατί παρακαλώ; Μήπως έγινε τίποτα τρομαχτικό;<br />
Αναρωτήθηκε , καθόλου, απάντησε μοναχός του, εξάλλου ξύπνησε μέσα<br />
του το συγγραφικό δαιμόνιο, αυτό που κάνει τους συγγραφείς τόσο<br />
παρατηρητικούς όπως λένε.<br />
Πράγματι άρχισε να παρατηρεί γύρω του. Σιγά το όνειρο, σκέφτηκε, αν<br />
εξαιρέσεις την γαλαζοπράσινη ανταύγεια όλα είναι στη θέση τους και<br />
τίποτα δεν κουνιόταν ούτε καν ο αέρας ,πολύ φυσικό με τέτοια ζέστη.<br />
Για σιγά, την ζέστη δεν την αισθανόταν καθόλου, να κάτι το αξιοπερίεργο.<br />
Άμ’ το άλλο ; Να κοιτάζει τον εαυτό του αφ’ υψηλού; Αλήθεια ένοιωθε<br />
σαν να είχε χάσει ξαφνικά όλο του το βάρος, σαν να ήταν ένας από εκείνους<br />
τους αστροναύτες που είδαμε να περπατούν στην Σελήνη. Το σώμα του<br />
ήταν εντελώς ακίνητο. Καιρός να ξυπνήσω, σκέφτηκε και αμέσως ένοιωσε<br />
σαν να ήταν δεμένος με χιλιάδες λεπτά τεντωμένα ελάσματα που τον<br />
τραβούσαν όλα μαζί ταυτόχρονα προς το γραφείο, την πολυθρόνα, το<br />
βιβλίο, και φυσικά το σώμα του.<br />
Κλάπ! Ένοιωσε ένα τράνταγμα και αντίκρισε μπροστά του το ανοιχτό<br />
βιβλίο ¨Μάλιστα, πολλές φορές, προκαλούσε ξεπίτηδες τον Μπακ, προσπαθώντας<br />
ν' αρχίσει έναν καυγά μαζί του ...¨ , διάβασε.<br />
Τα πόδια και τα χέρια του ήταν παγωμένα. Με τόση ζέστη; Από την<br />
ακινησία, απάντησε μόνος στην ερώτησή του καθώς ξεκίνησε να τα<br />
δοκιμάζει.<br />
Όλα εν’ τάξη ,μέχρι και τα πιο μικρά του δαχτυλάκια κουνιόταν κανονικά.<br />
Τράβηξε πίσω την πολυθρόνα και σηκώθηκε χωρίς δυσκολία, με<br />
μεγαλύτερη ευκολία θα έλεγε μάλιστα απ΄ ότι τον τελευταίο καιρό.<br />
Μια περίεργη διαύγεια είχε απλωθεί στο μυαλό του , σαν να είχε<br />
ξεκουραστεί και εγώ δεν ξέρω πόσο. Σαν να μη έβραζε ο κόσμος εκεί έξω.<br />
Τσάκισε με το δάχτυλό του την περσίδα του παραθύρου που άφησε μια<br />
δυνατή δέσμη φωτός να ξεχυθεί στο δωμάτιο και εκείνον να ρίξει μια ματιά<br />
έξω. Τίποτε το ιδιαίτερο ή το διαφορετικό ,όλα ήταν όπως τα άφησε, άραγε<br />
πόση ώρα πριν; Άγνωστο.<br />
Το βλέμμα του τράβηξε ένας μεγαλόσωμος κίτρινος σκύλος που περνούσε<br />
από το χωματόδρομο με την γλώσσα να του κρέμεται δυο πιθαμές από το<br />
στόμα και το κεφάλι κατεβασμένο.<br />
Κύματα ζεστού αέρα ανέβαιναν προς τον ουρανό κάνοντας τα πάντα να<br />
τρεμοπαίζουν στα μάτια του.<br />
Πραγματικά είναι μια πολύ ζεστή μέρα σήμερα, σκέφτηκε.<br />
Το σπίτι ήταν άδειο. <strong>Ο</strong>ι πόρτες και τα παράθυρα ερμητικά κλεισμένα- για<br />
να κρατούν έξω τον φοβερά καυτό αέρα- με αποτέλεσμα να κρατούν έξω<br />
και τους ήχους της ζωής. Άδειο και βουβό λοιπόν το σπίτι, κάτι σαν<br />
μαυσωλείο.<br />
Μια κρύα ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του.<br />
Κοίτα να δεις, δεν φοβηθήκαμε όταν έπρεπε με όλο εκείνο το<br />
γαλαζοπράσινο φωτεινό πέπλο που κάλυψε τα πάντα στο δωμάτιο και μας<br />
φόβισε η μοναξιά. Άντε λοιπόν, ακόμη δυο ημέρες μοναξιάς έμειναν και θα
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
γυρίσει η γυναικούλα μου από εκείνη την αναθεματισμένη συνάντηση με<br />
τις συμμαθήτριες της στην Αθήνα, σκέφτηκε, μετανιώνοντας που την είχε<br />
αφήσει να πάει.<br />
Δεν γινόταν όμως αλλιώς.<br />
Βλέπετε, στο σπίτι τους δεν καταπίεζαν ο ένας τον άλλον.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
ΚΕΦΑΛΑΙ<strong>Ο</strong> 10 <strong>Ο</strong><br />
ΜΙΑ Φ<strong>Ο</strong>ΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡ<strong>Ο</strong><br />
Η επιβλητική νέα γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό.<br />
Κανένα θεϊκό σημάδι, ούτε όρνεα ούτε περίεργα σύννεφα, όλα ¨έπλεαν¨<br />
ήρεμα σ’ έναν υπέροχο γαλάζιο ουρανό. Διόρθωσε το αραχνοΰφαντο<br />
πέπλο που κάλυπτε το περίτεχνο χτένισμα ενός καστανόξανθου κεφαλιού<br />
καθώς το μυαλό της πετούσε στα τελευταία γεγονότα που την είχαν<br />
κυριολεκτικά παρασύρει στην δίνη τους ξεβράζοντας την μαζί με τους τρεις<br />
γιους της σ’ αυτό το υπέροχο κάστρο στην Κασσάνδρεια.<br />
Βρέθηκε νοερά πίσω στον χρόνο στην παλιά Έφεσο -που τώρα είχε το<br />
όνομά της- στο παλάτι, την στιγμή που κατάκοπος και κατατρομαγμένος<br />
εμφανίστηκε μπροστά της ο αγγελιοφόρος.<br />
Είχε τα μάτια του καρφωμένα αμήχανα στο μαρμάρινο δάπεδο ενώ η<br />
φωνή του δεν έλεγε να ακουστεί.<br />
«Δεν σ’ ακούω αγγελιοφόρε! ΠΙ<strong>Ο</strong> ΔΥΝΑΤΑ!», άκουσε την φωνή της να<br />
τον προστάζει καθώς είχε πραγματικά καταλάβει τον λόγο της συστολής<br />
και του φόβου του.<br />
«Έλεος βασίλισσα μου», ψέλλισε ο κατατρομαγμένος κήρυκας, «τα νέα<br />
είναι δυσάρεστα, πολύ δυσάρεστα …έλεος...».<br />
Η φωνή του έσβησε μέσα στο μαύρο σύννεφο που τον πλαισίωνε.<br />
Κατάμαυρη η αύρα του! παρατήρησε η γυναίκα που τώρα πια έχοντας<br />
περάσει τα 35 της χρόνια και μετά από πολύ εξάσκηση έβλεπε την αύρα<br />
των ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.<br />
Δεν χρειαζόταν ούτε καν την στοιχειώδη βοήθεια κάποιου λευκού<br />
φόντου.<br />
«<strong>Ο</strong> βασιλιάς;…»Η φωνή της περήφανης βασίλισσας ράγισε, δεν<br />
χρειαζόταν και πολύ μεγάλη αντίληψη για να καταλάβει κανείς την έκβαση<br />
της μάχης αλλά έπρεπε να μάθει αν είχαν χαθεί όλα.<br />
Από την τρυφερή ηλικία των 16 ετών-πανέμορφη κοπελίτσα τότε-ένοιωθε<br />
την προστατευτική σκιά του βασιλιά της Θράκης και της Μακεδονίας,<br />
Λυσίμαχου που αργότερα έγινε πατέρας των παιδιών της ,να την περιβάλει<br />
σαν μάλλινος χειμωνιάτικος μανδύας.<br />
Είχε συνηθίσει την ζεστασιά αυτού του χιτώνα την οποία κέρδισε μέσα<br />
από ατέλειωτους αγώνες επικράτησης στην αυλή με αντιπάλους τις άλλες<br />
δυο γυναίκες του βασιλιά αποκτώντας έτσι τον τίτλο της βασίλισσας.<br />
Τρεις γιους του χάρισε στο μεταξύ, τον Πτολεμαίο που σαν άντρας πιαήταν<br />
19 ετών-διεκδικούσε άμεσα τον θρόνο από τον θείο του, τον μεσαίο<br />
με τ’ όνομα του πατέρα του δεκαέξι ετών σήμερα και το στερνοπούλι της<br />
τον Φίλιππο έναν έφηβο δεκατριών ετών.<br />
Ήταν η αδιαφιλονίκητη βασίλισσα της Μακεδονίας. Είχε μαγέψει τους<br />
υπηκόους της με τα κοινωφελή έργα που έκανε χρησιμοποιώντας σωστά
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
τους φόρους που της απέδιδαν οι χαρισμένες από τον βασιλιά και άνδρα<br />
της πόλεις με πρώτη και καλύτερη την Έφεσο την οποία μετά από τα<br />
πρώτα ευτυχισμένα δέκα χρόνια με την νεαρή γυναίκα του ο Λυσίμαχος<br />
είχε μετονομάσει προς τιμή της σε ¨Αρσινόη¨.<br />
<strong>Ο</strong>ι αντίπαλοι του βασιλιά την σέβονταν και αυτοί για την βαρύτητα του<br />
λόγου της αφού γνώριζαν πως ο ίδιος δεν δίσταζε να την συμβουλευτεί<br />
ακόμη και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.<br />
Ήταν από τις πλουσιότερες γυναίκες της εποχής με αποτέλεσμα να<br />
¨σαγηνεύει¨ τους μισθοφόρους που αποτελούσαν τον πιστό στην χήρα του<br />
βασιλιά και τον νόμιμο διάδοχο του, στρατό.<br />
Διέθετε ακόμη και τις ικανότητες εκείνες που χαρακτήριζαν τις γυναίκες<br />
τις αυλής -σε τόσο μεγάλο βαθμό μάλιστα -ώστε να αποτελεί έναν πολιτικό<br />
ικανό για κάθε είδους ίντριγκα.<br />
« Έλεος… »κλαψούρισε και πάλι ο αγγελιοφόρος.<br />
Για μια στιγμή η βασίλισσα Αρσινόη κόρη του Πτολεμαίου Α΄ βασιλιά της<br />
Αιγύπτου και γυναίκα του Λυσίμαχου του μέχρι χθες-όπως δυστυχώς<br />
έδειχναν τα πράγματα-βασιλιά της Μακεδονίας ένοιωσε να την αρπάζει<br />
στα νύχια του ένας φοβερός θυμός ο οποίος της θόλωσε την όραση και της<br />
έφερε την παράλογη επιθυμία να ξεσπάσει την οργή της στον κακόμοιρο<br />
κήρυκα που η ατυχία του-σίγουρα ήταν ο μεγάλος χαμένος της κλήρωσης<br />
των κυνηγημένων από το πεδίο της μάχης-τον έστειλε στα πόδια της.<br />
Γρήγορα όμως ένοιωσε και πάλι την αυτοκυριαρχία να κατακλύζει τις<br />
φλέβες της κάνοντας το αίμα να κυλήσει μ’ έναν πιο φυσιολογικό ρυθμό και<br />
την όραση να επανέλθει. Αντίκρισε έναν καταματωμένο στρατιώτη με το<br />
κεφάλι σκυφτό να τρέμει γονατιστός στα πόδια της.<br />
Με αγνώριστη φωνή πρόσταξε τον τρεμάμενο αγγελιοφόρο να αποσυρθεί<br />
πράγμα που σήμαινε πως του χάριζε την ζωή κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο<br />
εκείνες τις μέρες για ανθρώπους που έφερναν τόσο δυσάρεστες ειδήσεις.<br />
<strong>Ο</strong> βασιλιάς σκοτώθηκε στην μάχη, αυτό ήταν το μήνυμα που έλαβε η<br />
Αρσινόη εκείνο το απόγευμα του μήνα των Ανθεστηριών 7 και ένοιωσε το<br />
έδαφος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια της.<br />
<strong>Ο</strong>ύτε που άκουσε τις ευχαριστίες του τρισευτυχισμένου αγγελιοφόρου ο<br />
οποίος προσπαθούσε να αποχωρίσει αξιοπρεπώς ενώ έχανε την ισορροπία<br />
του αρκετές φορές καθώς η χαρά και η βιασύνη του μπέρδευαν τα πόδια.<br />
Μπροστά της είδε να ανοίγεται το μαύρο βάραθρο της αβεβαιότητας. Αυτή<br />
που μυημένη στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης ήξερε<br />
καλύτερα απ΄ τον καθένα πώς να αντιμετωπίζει χωρίς φόβο το αύριο.<br />
Μα, τι βοή ήταν αυτή που σκέπασε όλους τους θορύβους; Σαν να ερχόταν<br />
από τα τείχη της πόλης. Έτρεξε αμέσως στο κεντρικό παράθυρο του<br />
κάστρου μην λογαριάζοντας στιγμή το υψηλό της αξίωμα και κοίταξε προς<br />
την κεντρική πύλη του τείχους.<br />
Μέσα από τα πυκνά σύννεφα σκόνης μόλις που διέκρινε στην αρχή την<br />
τεράστια ξύλινη διπλή πόρτα να τραντάζεται ολόκληρη από τα χτυπήματα<br />
του πολιορκητικού κριού.<br />
Μπουμ! - μπουμ! κάθε χτύπημα και πιο δυνατό, έμοιαζε λες και ο ήχος<br />
του μεγάλωνε σε ένταση μέσα στο μυαλό της Αρσινόης.<br />
7. <strong>Ο</strong>ι αρχαίοι Έλληνες είχαν 12 μήνες που τους χώριζαν σε πλήρεις (30 ημερών) και κοίλους<br />
(29 ημερών). <strong>Ο</strong> μήνας των Ανθεστηριών ήταν κοίλος και αντιστοιχούσε στο διάστημα μεταξύ<br />
16 Φεβρουαρίου -15 Μαρτίου.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
Δεν ήταν καμιά άπειρη κοπελίτσα η βασίλισσα και έτσι δεν περίμενε<br />
μέχρι να δει τα μεγάλα καρφιά-που συγκρατούσαν καρφωμένα στην ξύλινη<br />
πύλη τα κυκλώπεια μεταλλικά άγκιστρα όπου έμπαινε ο γιγάντιος<br />
μεταλλικός σύρτης που ασφάλιζε από μέσα την κεντρική πύλη-να τρέμουν<br />
και να αποσπώνται λες από κάποια άγνωστη μαγική δύναμη και το άνοιγμα<br />
ανάμεσα στα φύλα της διπλής πόρτας να μεγαλώνει.<br />
Στράφηκε με φούρια προς το εσωτερικό της μεγάλης αίθουσας των<br />
ακροάσεων πέρασε την πόρτα του εξώστη και έκλεισε τα μεγάλα ξύλινα<br />
φύλα αφήνοντας απ’ έξω τους ήχους της μάχης.<br />
Ήδη ένοιωθε το βλέμμα της να θολώνει και την απόγνωση να της<br />
δαγκώνει με δύναμη το στήθος.<br />
«Αυτή θα ήταν πράγματι μια πολύ καλή στιγμή για να με βοηθήσετε ω,<br />
χθόνιοι Θεοί», ένοιωσε τον εαυτό της να ψιθυρίζει και να εκτελεί τις<br />
μυστικές τελετουργικές κινήσεις των χεριών για την επίκληση στους<br />
χθόνιους θεούς σαν αυτόματο, λες και είχε χωρισθεί σε δυο διαφορετικούς<br />
ανθρώπους, την βασίλισσα και την ιέρεια, και ήταν η ιέρεια που μιλούσε<br />
στους θεούς τώρα.<br />
Μια περίεργη μυρωδιά απλώθηκε με μιας στο δωμάτιο λες και κάποιο<br />
μάλλινο ρούχο είχε ριχτεί στην φωτιά.<br />
Σήκωσε το κεφάλι και έμεινε άφωνη. Μπροστά της μέσα στον τεράστιο<br />
κλειστό χώρο έστεκε ένας ψηλός άνδρας με ξανθά κοντά κουρεμένα μαλλιά,<br />
ενήλικας, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από αυτήν και φορώντας ρούχα<br />
που δεν είχε ξαναδεί στην ζωή της.<br />
Ένα ύφασμα στο χρώμα του ουρανού αγκάλιαζε τα πόδια του καλύπτοντας<br />
τα μέχρι λίγο πιο πάνω απ’ τα γόνατα. Το σώμα του κάλυπτε ένα<br />
πολύ κοντό ιμάτιο από φίνο λινό στο χρώμα της άμμου ύφασμα που<br />
έφτανε μέχρι τους μηρούς είχε αρκετές πτυχώσεις και κατέληγε στο<br />
λαιμό σε ένα κολάρο με δυο μυτερά άκρα.<br />
Μικρά μαύρα κομβία ξεκινούσαν από το ύψος του στήθους του και<br />
έκλειναν το περίεργο αυτό ιμάτιο φθάνοντας μέχρι την ευμεγέθη κοιλιά<br />
του μυστηριώδους άνδρα.<br />
Τίποτε δεν της έλεγε πως είχε μπροστά της έναν δούλο, -γιατί αυτοί είχαν<br />
τόσο κοντά κομμένα τα μαλλιά τους αντίθετα με τους ευγενείς που τα είχαν<br />
μακριά και χτενισμένα σε πλοκάμους, -παρά έναν άνδρα που παρουσιάστηκε<br />
μπροστά της από κάποια άλλη διάσταση και την κοίταζε<br />
κατευθείαν στα μάτια.<br />
Αυτό μόνον ένας ευγενής θα το έκανε με τόση φυσικότητα, άσε που εδώ<br />
είχε σίγουρα να κάνει το λιγότερο με απεσταλμένο των θεών αφού μόλις<br />
είχε ζητήσει την βοήθεια τους.<br />
Τον κοίταξε στα μάτια, δεν φανέρωναν τίποτε το απειλητικό. Η Αρσινόη<br />
είχε πραγματικά σαστίσει, ο άγνωστος άνδρας δεν έμοιαζε με κανέναν<br />
γνωστό θεό χθόνιο ή μη.<br />
Της μίλησε χωρίς να κουνήσει τα χείλη με την φωνή του να ακούγεται<br />
πεντακάθαρα μέσα στο κεφάλι της: «μην τα χάνεις βασίλισσα Αρσινόη,<br />
άκουσε με προσεχτικά και σημείωσε τα λόγια μου στο μυαλό σου ώστε να<br />
τα ακολουθήσεις κατά γράμμα και να αποφύγεις έτσι τον πρόωρο<br />
θάνατο…», της μίλησε μ’ αυτόν τον τρόπο για μερικά λεπτά και μετά με ένα<br />
χαμόγελο-αφού άρχισε να χάνει την συμπαγή μορφή του-έσβησε σαν<br />
όνειρο.<br />
Η μορφή του θα έμενε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό της Αρσινόης<br />
αφού την αντίκρισε σε τόσο κρίσιμες στιγμές.
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
Κούνησε το κεφάλι της για να συνέλθει και ξεκίνησε για την εσωτερική<br />
πόρτα που οδηγούσε στα ενδότερα του παλατιού.<br />
Την ίδια στιγμή την είδε να ανοίγει απότομα και βρέθηκε μπροστά στην<br />
προσωπική της θεραπαινίδα που με μάτια τεράστια από τον τρόμο ξεκίνησε<br />
να λέει : «πρέπει να φύγουμε βασίλισσα μου οι συμπαθούντες τον Σέλευκο<br />
-που δεν είναι και λίγοι τώρα που κρίθηκε η μάχη- σπάνε την πύλη και θα<br />
έρθουν σίγουρα προς τα εδώ γυρεύοντας να του κάνουν κάποια μεγάλη<br />
χάρη θαρρώ».<br />
«Ήρεμα Θεοδώρα πάντα η ψυχραιμία ήταν που έσωζε τις καταστάσεις<br />
γιατί όχι και τώρα;» Συμβούλεψε την θεραπαινίδα της η Αρσινόη.<br />
«Μα βασίλισσά μου δεν έχουμε χρόνο…», η φωνή της Θεοδώρας έσπασε<br />
κάτω από το βάρος που τις φόρτωσε στους ώμους ο φόβος τον οποίο και η<br />
Αρσινόη ένοιωθε με όλο του το βάρος να πιέζει και τους δικούς της ώμους<br />
άσχετα αν προσπαθούσε να τον αγνοήσει.<br />
«Φέρε μου αμέσως ένα από τα περιστέρια που κουβαλήσαμε από την<br />
Λυσιμάχεια, ετοίμασε το φορείο μου με την φρουρά και φώναξε εκείνη<br />
την γριά θεραπαινίδα από τον Ελλήσποντο», πρόσταξε με φωνή που δεν<br />
σήκωνε αντίρρηση και έτρεξε να βρει το χρυσελεφάντινο κουτί με τα<br />
συνθηματικά βαμμένα κομμάτια υφάσματος.<br />
«Ακόμα εδώ είσαι;» Ρώτησε την Θεοδώρα καθώς σήκωσε το κεφάλι της<br />
από το κουτί κρατώντας στο χέρι της το κίτρινο με τις μαύρες κάθετες ρίγες<br />
ύφασμα που σήμαινε: θα συναντηθούμε στο κάστρο της Κασσάνδρειας,<br />
«ΤΣΑΚΙΣ<strong>Ο</strong>Υ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΤ<strong>Ο</strong>ΛΗ Μ<strong>Ο</strong>Υ», έβαλε τις φωνές<br />
στην πανικόβλητη θεραπαινίδα που εξαφανίστηκε αμέσως από μπροστά<br />
της.<br />
Σε λίγα λεπτά της ώρας ένα ταχυδρομικό περιστέρι πετούσε βόρεια<br />
σκίζοντας με ταχύτατες κοφτές και σταθερές κινήσεις των φτερών του τους<br />
καπνούς από τις φωτιές και την σκόνη της μάχης που γέμιζαν τον ουρανό<br />
πάνω απ’ την πόλη της Εφέσου.<br />
Η γριά θεραπαινίδα ντυμένη με τα επίσημα ρούχα και κοσμήματα της<br />
Αρσινόης στεκόταν αμήχανη με υγρά από την συγκίνηση μάτια ψελλίζοντας:<br />
«είναι από την συγκίνηση που θα χωριστούμε για τόσο πολύ<br />
καιρό βασίλισσά μου».<br />
«Πήγαινε στο καλό αγαπημένη μου», της είπε η Αρσινόη κάνοντας<br />
ταυτόχρονα μια μεγαλοπρεπή χειρονομία σηκώνοντας το δεξί της χέρι.<br />
Αμέσως ένα πολύχρωμο σύννεφο σκέπασε την ηλικιωμένη θεραπαινίδα<br />
από την κορφή μέχρι τα νύχια γεμίζοντας στην συνέχεια και όλον τον<br />
χώρο.<br />
Η Αρσινόη άνοιξε την δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε στον εξώστη και το<br />
πολύχρωμο σύννεφο διωγμένο από το ρεύμα αέρα που σχηματίστηκε<br />
πέταξε ανάλαφρα έξω.<br />
Και ω! του θαύματος στη μεγάλη σάλα των ακροάσεων βρέθηκαν<br />
ξαφνικά δυο πανομοιότυπες στην μορφή γυναίκες, η μια ντυμένη με την<br />
επίσημη βασιλική στολή και η άλλη με τα εσώρουχα.<br />
Το πολυτελές φορείο της βασίλισσας ξεκίνησε με κατεύθυνση την πίσω<br />
πύλη της πόλης κουβαλώντας ξαπλωμένη μέσα του επάνω στα πολύτιμα<br />
δέρματα ζώων την ποιο ακριβά και μεγαλόπρεπα ντυμένη γυναίκα του<br />
βασιλείου.<br />
<strong>Ο</strong>λόγυρά του έτρεχαν -κοιτάζοντας συνεχώς γύρω τους-οι πεζοί επίλεκτοι<br />
άνδρες της βασιλικής φρουράς και οι έφιπποι αξιωματικοί της.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
Ξαφνικά από το πουθενά, μέσα από την σκόνη, ξεπετάγεται μια ομάδα<br />
στρατιωτών με επικεφαλής έναν έφιππο άνδρα ντυμένο με την στολή του<br />
πολέμαρχου να καλπάζει ξέφρενα προς το φορείο με το κόκκινο σαν αίμα<br />
λοφίο του να ανεμίζει στον αέρα και προτεταμένο ένα τεράστιο μακεδονικό<br />
δόρυ.<br />
<strong>Ο</strong> εκκωφαντικός κρότος που έκανε η αιχμή του δόρατος καθώς διαπερνούσε<br />
το επενδυμένο με ακριβά υφάσματα ξύλο του βασιλικού φορείου<br />
άφησε άφωνους τους άντρες της βασιλικής φρουράς που δεν πρόλαβαν να<br />
αντιδράσουν.<br />
Η γυναικεία σπαρακτική κραυγή που βγήκε από το εσωτερικό του φορείου<br />
αύξησε την μανία του πολέμαρχου Μενεκράτη που συνέχισε να σπρώχνει<br />
με δύναμη το δόρυ στο γυναικείο κορμί ενώ αυτό σπαρταρούσε σαν<br />
ψάρι μέσα στο βασιλικό φορείο.<br />
<strong>Ο</strong> πολέμαρχος ξεπεζεύει αφήνοντας καρφωμένο το δόρυ στο άψυχο<br />
σώμα της δύστυχης γυναίκας και γεμάτος λαχτάρα ανοίγει την ξύλινη<br />
πόρτα του φορείου. Στο εσωτερικό του αντικρίζει νεκρή την βασίλισσα<br />
Αρσινόη να κείτεται στα καταματωμένα δερμάτινα καθίσματα. Πάντα του<br />
έκανε εντύπωση η μεγάλη ποσότητα αίματος που περιείχαν τα ανθρώπινα<br />
σώματα.<br />
Μα τι συμβαίνει; Πάνω που είναι έτοιμος να πανηγυρίσει η νεκρή βασίλισσα<br />
αρχίζει να αλλάζει μορφή και την θέση του άψυχου σώματος της<br />
Αρσινόης να παίρνει ένα χωρίς ζωή επίσης αλλά πλαδαρό και γερασμένο,<br />
κάποιας άγνωστης σώμα.<br />
«Ω! θεοί!», αναφωνεί «λυπηθείτε με!», και πέφτει στα γόνατα, αυτός, ο<br />
τρομερός πολέμαρχος κάνοντας τους άνδρες του να τραπούν σε άτακτη<br />
φυγή γιατί πώς να το κάνουμε άλλο να τα βάζεις με ανθρώπους και άλλο με<br />
δαίμονες.<br />
Την ίδια ώρα από την δυτική βοηθητική μικρή πύλη των προμηθευτών,<br />
των τεχνητών και των δούλων έβγαινε κατευθυνόμενη προς το λιμάνι μια<br />
γυναίκα που κρατούσε μπροστά στο πρόσωπο της ένα παλιό προσωπείο.<br />
Προχωρούσε σκυφτή από τα χρόνια, και ήταν ντυμένη με παμπάλαια και<br />
καταξεσχισμένα ρούχα.<br />
Μόλις αντίκρισε τα πλοία στο λιμάνι τάχυνε το βήμα της θυμίζοντας<br />
νεαρή ελαφίνα που ξεκινούσε για την πρωινή της εξόρμηση στο δάσος.<br />
Η βασίλισσα χάρη στην βοήθεια εκείνου του παράξενα ντυμένου άνδρα<br />
κατόρθωσε να σωθεί και να ξεκινήσει με την βοήθεια των Καβείρων-θεών<br />
που ήταν προστάτες των θαλασσινών- για την Κασσάνδρεια όπου θα<br />
συναντούσε τους αγαπημένους της γιους και τις δυο πιστές της<br />
θεραπαινίδες.<br />
Έτσι βρέθηκαν αυτή, οι θεραπαινίδες και τα παιδιά της στο κάστρο της<br />
Κασσάνδρειας περιτριγυρισμένοι από την μισθοφορική φρουρά που ήταν<br />
πιστή στον ¨νόμιμο διάδοχο¨ του θρόνου και την βασίλισσα ή καλύτερα στα<br />
γεμάτα τους πουγκιά.<br />
Τώρα από τον εξώστη του κάστρου αγναντεύει την θάλασσα να<br />
αγκαλιάζει καταγάλανη τον ισθμό της Κασσάνδρειας και προσπαθεί να<br />
πείσει τον εαυτό της πως είναι όλοι τους ασφαλείς.<br />
Ασφαλείς… μια λέξη που το νόημά της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει καθώς<br />
ξετυλίχθηκαν τα τελευταία δραματικά γεγονότα γι’ αυτήν και τα παιδιά της.<br />
Διένυαν τον μήνα των Ποσειδεών 8 .<br />
8 Σε αντιστοιχία με τους σημερινούς μήνες το διάστημα:<br />
(16 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου).
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
Η περίφημη μάχη στο Κύρου πεδίον ανάμεσα στον Λυσίμαχο και τον<br />
Σέλευκο έγινε πριν οκτώ μήνες τον περασμένο μήνα των Ανθεστηριών 9 .<br />
Κατόπιν τον περασμένο μήνα των Βοηοδρομιών 10 στις 25 Σεπτεμβρίου<br />
του 281 π.Χ. ο Πτολεμαίος Κεραυνός δολοφόνησε τον Σέλευκο<br />
καρφώνοντας του ένα στιλέτο πισώπλατα καθώς αυτός είχε σταματήσει για<br />
να θυσιάσει σε κάποιο βωμό κοντά στην Λυσιμάχεια.<br />
«ΠΗΡΑ ΠΙΣΩ Τ<strong>Ο</strong> ΑΙΜΑ Τ<strong>Ο</strong>Υ ΛΥΣΙΜΑΧ<strong>Ο</strong>Υ!» βροντοφώναξε για ακουστεί<br />
πάνω από τις επευφημίες του στρατού που τον ανακήρυττε βασιλιά της<br />
Μακεδονίας.<br />
<strong>Ο</strong> μικρότερος της αδελφός Πτολεμαίος Β΄ εδώ και τρία περίπου χρόνια<br />
ξεκίνησε την συμβασιλεία με τον πατέρα τους στην Αίγυπτο.<br />
Από τον περασμένο χρόνο δε, κυβερνούσε ολομόναχος, απόλυτος ά-<br />
ρχοντας μετά τον θάνατο του γονέα τους Πτολεμαίου Α΄.<br />
Τόσα χρόνια ακριβώς είχαν περάσει και από τον ερχομό του ετεροθαλούς<br />
αδελφού τους Πτολεμαίου Κεραυνού στην αυλή του Λυσίμαχου και της<br />
Αρσινόης. Ήταν τότε που ο Πτολεμαίος Α΄ αποφάσισε ενώ βρισκόταν<br />
ακόμη στην ζωή να συμβασιλέψει με τον αγαπημένο του γιο και διάδοχο<br />
Πτολεμαίο Β΄ απομακρύνοντας από την Αίγυπτο τον μεγαλύτερο σε ηλικία<br />
αλλά αναξιοπρεπή σε χαρακτήρα γιο του από την άλλη του γυναίκα<br />
Ευρυδίκη, τον Πτολεμαίο Κεραυνό.<br />
Στη Λυσιμάχεια την πρωτεύουσα του βασιλείου της Θράκης ο μεγαλύτερος<br />
γιος του Λυσίμαχου από την πρώτη του γυναίκα Νίκαια , ο<br />
Αγαθοκλής , ήταν παντρεμένος με την Λυσάνδρα.<br />
Αυτή κόρη του Πτολεμαίου Α΄ και της τρίτης του γυναίκας Ευρυδίκης,<br />
ετεροθαλής αδελφή της βασίλισσας Αρσινόης και αμφιθαλής αδελφή του<br />
Πτολεμαίου Κεραυνού ζήτησε να φιλοξενηθεί ο αδελφός της στην αυλή του<br />
Λυσίμαχου.<br />
Σ’ αυτήν την αυλή ήταν που γεννήθηκε μια από τις μεγαλύτερες αναμετρήσεις<br />
για την εξουσία με πρωταγωνιστές αρκετά από τα παραπάνω<br />
πρόσωπα.<br />
Σαν χθες έμοιαζε για την Αρσινόη η ημέρα που ο Αγαθοκλής έπεφτε<br />
νεκρός από το χέρι ανθρώπου που εκτελούσε διαταγή του ίδιου του<br />
Λυσίμαχου.<br />
Δεν ήθελε να καταλήξει έτσι ένα ιδιόρρυθμο ¨ειδύλλιο¨ που αναπτύχθηκε<br />
ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Αγαθοκλή ο οποίος αποτελούσε τον υπ’ αριθμό<br />
ένα υποψήφιο για τον θρόνο καθώς ήταν ενήλικας και με δικά του παιδιά.<br />
Η βιασύνη του να αποκτήσει την εξουσία ήταν που τον έστειλε στον τάφο<br />
αφού μηχανογραφούσε για να ¨ρίξει¨ από τον θρόνο τον Λυσίμαχο που<br />
ήταν τότε ήδη 80 ετών και προετοιμαζόταν έτσι και αλλιώς για την διαδοχή<br />
του. Μόνο που όπως είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος στην Αρσινόη προτιμούσε<br />
να κάνει κάτι ανάλογο με τον φίλο και αιώνιο σύμμαχό του τον πατέρα της,<br />
Πτολεμαίο τον γιο του Λάγου.<br />
Και ποιος θα ήταν ο διάδοχος που θα κυβερνούσε μαζί με τον πατέρα<br />
του; Μα φυσικά ο πρωτότοκος γιος που έκαναν με την Αρσινόη˙ ο<br />
Πτολεμαίος.<br />
Μόλις 19 ετών, άπειρος εντελώς και φυσικά καθόλου επικίνδυνος για την<br />
λιγοστή ζωή που είχε απομείνει στον πατέρα του.<br />
9<br />
(16 Φεβρουαρίου- 15 Μαρτίου).<br />
10<br />
(16 Σεπτεμβρίου- 15 <strong>Ο</strong>κτωβρίου)
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
Κάπως έτσι είχε η κατάσταση όταν ο Λυσίμαχος πληροφορήθηκε από την<br />
ίδια την Αρσινόη τελικά-δεν της πήγαινε , ούτε και την συνέφερε άλλωστε,<br />
να του πει ψέματα-πως ο Αγαθοκλής είχε στο μάτι όχι μόνο τον θρόνο αλλά<br />
και την ίδια την βασίλισσα.<br />
Μετά τον θάνατο του Αγαθοκλή ο Πτολεμαίος Κεραυνός μαζί με την<br />
αδελφή του την Λυσάνδρα χήρα του Αγαθοκλή κατέφυγαν στην αυλή του<br />
Σέλευκου 11 στην Βαβυλώνα προσπαθώντας να τον πείσουν να εκστρατεύσει<br />
εναντίον του βασιλιά Λυσίμαχου που τόσο άδικα φέρθηκε στον γιο του και<br />
άντρα της Λυσάνδρας.<br />
Κοίτα όμως που και κάποιος άλλος πήγε με το μέρος του Σέλευκου επειδή<br />
ο Λυσίμαχος φέρθηκε τόσο σκληρά στον γιο του τον Αγαθοκλή.<br />
Ήταν ο Φιλέταιρος, ένας ευνούχος που έχοντας αποκτήσει την<br />
εμπιστοσύνη του Λυσίμαχου ήταν ο φύλακας ενός θησαυροφυλακίουοχυρού<br />
του Αγαθοκλή όπου φυλούσε εννέα χιλιάδες τάλαντα.<br />
Το οχυρό αυτό βρισκόταν στην κορυφή ενός απότομου βουνού. Αυτός<br />
λοιπόν ο έμπιστος του Λυσίμαχου μόλις έμαθε το τέλος του Αγαθοκλή και<br />
μαλώνοντας με την Αρσινόη έφυγε από το οχυρό ψάχνοντας ανθρώπους<br />
ικανούς να ρίξουν από τον θρόνο του τον Λυσίμαχο.<br />
Τελικά έστειλε κήρυκα δηλώνοντας στον Σέλευκο πως θέτει στην<br />
υπηρεσία του τα χρήματα και τον εαυτό του.<br />
Όταν πληροφορήθηκε όλα αυτά ο Λυσίμαχος χωρίς να χάσει καθόλου<br />
καιρό και με την οργή να του καίει τα σωθικά ξεκίνησε με τον στρατό του<br />
για την Ασία όπου συναντώντας τον Σέλευκο στο Κύρου πεδίο νικήθηκε<br />
χάνοντας και την ίδια την ζωή του.<br />
Η Αρσινόη εν τω μεταξύ στην Έφεσο παρακολουθώντας την μάχη που<br />
άλλαξε για πάντα την ζωή της από το πανύψηλο κάστρο-αφού μόνο μια<br />
τεράστια πεδιάδα ήταν ανάμεσα στο κάστρο και το πεδίο της μάχης-είδε τα<br />
στρατεύματα του άνδρα της να νικιόνται κατά κράτος και τους στρατιώτες<br />
του να τρέπονται σε άτακτη φυγή για να γλιτώσουν τον θάνατο από τα<br />
σπαθιά των βαρβάρων που συμπλήρωναν τις τάξεις του στρατού του<br />
Σέλευκου.<br />
Σαν χθες αλλά και σαν να είχαν περάσει χιλιάδες χρόνια φάνταζαν όλα<br />
αυτά στο μυαλό της έμπειρης πια Αρσινόης.<br />
Σήμερα με το βλέμμα της χαμένο στην γαλάζια απεραντοσύνη της<br />
θάλασσας που έβρεχε και από τις δυο πλευρές τον ισθμό της<br />
Κασσάνδρειας -έτσι όπως φαινόταν στα πόδια της, ψηλά καθώς ήταν στον<br />
εξώστη της κύριας αίθουσας του κάστρου-δεν άκουσε τα βήματα του<br />
Πτολεμαίου του πρωτότοκου γιου της που βγήκε να την συναντήσει.<br />
Τον ένοιωσε όμως μ’ εκείνη την υπερφυσική ευαισθησία που την χαρακτήριζε<br />
και στράφηκε ευθύς να τον αντικρίσει με ένα χαμόγελο χαραγμένο<br />
στα μάτια και στα χείλη.<br />
«Και εγώ που νόμισα πως τα ανακλαστικά σου χαλάρωσαν και αυτά μαζί<br />
με την κρίση σου και θ’ αργούσες να με καταλάβεις». Ένα κεφάλι<br />
ψηλότερος απ’ την μητέρα του με τα μάτια της -μεγαλύτερα απ’ των κοινών<br />
θνητών όπως του έλεγε όταν ήταν μικρός -τα μαλλιά της και ίδια τα<br />
περισσότερα χαρακτηριστικά λες και τον είχε κάνει μόνη της με την υποψία<br />
ενός χαμόγελου στα χείλη και την ανησυχία στο βλέμμα χαιρέτησε με αυτόν<br />
τον περίεργο τρόπο την μητέρα του.<br />
11<br />
Σέλευκος: στρατηγός του μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας από τους διαδόχους και βασιλιάς της<br />
Βαβυλωνίας.
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
«Ακόμη επιμένεις στην γνώμη σου πως ο Κεραυνός -ποτέ δεν αποκαλούσε<br />
Πτολεμαίο τον ετεροθαλή και κατά 2 χρόνια μικρότερο αδελφό της-θα<br />
καταφέρει να με ξεγελάσει και θα χάσουμε όλα αυτά που μας ανήκουν;»<br />
Του είπε με σιγανή φωνή καθώς μάζευε τα απλωμένα χέρια της με την<br />
λύπη να σκιάζει τα καστανόχρωμα της μάτια.<br />
«Μα να σε ζητάει σε γάμο;» Τα μάτια του Πτολεμαίου κόντευαν να<br />
πεταχτούν έξω απ’ τις κόγχες τους καθώς στυλώνονταν γεμάτα αγανάκτηση<br />
στα μάτια της μητέρας του.<br />
«Και λοιπόν; Μήπως πρώτη φορά θα είναι που μια βασίλισσα πάνω από<br />
νόμους και έθιμα θα κάνει το καθήκον της απέναντι στη γενιά και τον λαό<br />
της;» Απάντησε η Αρσινόη οργισμένη για την κακή της τύχη που πρώτα<br />
απ’ όλα την έριξε σ’ αυτήν εδώ την θέση, μοναδικό υπερασπιστή της<br />
κληρονομιάς του γιου της σε μια αντροκρατούμενη κοινωνία.<br />
Και ακόμη πικραμένη περισσότερο παρά θυμωμένη για την έλλειψη εμπιστοσύνης<br />
από μεριάς του.<br />
<strong>Ο</strong>ι δυο άλλοι της γιοι ίσως και λόγω ηλικίας 13 ετών ο Φίλιππος και 16 ο<br />
Λυσίμαχος την εμπιστεύονταν απόλυτα και ούτε που φοβήθηκαν, τόσο<br />
σίγουροι ήταν γι’ αυτήν.<br />
Αυτή άλλωστε δεν ήταν που τους προστάτευε τόσα χρόνια στην αυλή του<br />
πατέρα τους όπου οι ίντριγκες ανάμεσα στα παιδιά και τις γυναίκες του<br />
αποτελούσαν τρόπο ζωής;<br />
Βέβαια για τους χαμένους η ζωή άλλαζε προς το χειρότερο όταν<br />
κατάφερναν να την κρατήσουν αλλά έτσι ήταν η κατάσταση τα χρόνια<br />
εκείνα, αυτός ήταν ο κόσμος που γνώρισαν και αποδέχθηκαν τα παιδιά της<br />
σαν πραγματικό.<br />
«Δεν λέω, σωστά μιλάς για το καθήκον, μα είναι ηλίου φαεινότερο πως<br />
αυτός ο καταραμένος άλλο από σφαγές και μακελειά δεν γνωρίζει. Την δε<br />
πολιτική μήτε που την έχει συναντήσει ποτέ του, πονηριά, φόνοι, ωμή βία;<br />
Μάλιστα, αυτός είναι ο ¨θείος¨ μου», κατέληξε ο νέος πετώντας το θείος<br />
σαν βρισιά.<br />
«Δεν βλέπω να ταιριάζουν οι απόψεις μας σε τούτο δω το θέμα ίσως να<br />
έπαψες να βασίζεσαι σε άλλους τώρα που έγινες άνδρας και θέλεις ν’<br />
αποδείξεις πως κρίση έχεις πιο κοφτερή ακόμη και από εμένα.<br />
Ας είναι, παρακάλεσε μόνο τους θεούς εγώ να έχω δίκιο μιας και το<br />
αντίθετο κανέναν μας δεν συμφέρει»,ζήτησε με τρεμάμενη φωνή απ’ τον<br />
πρωτότοκο γιο της η βασίλισσα.<br />
«Το εύχομαι, μα όλα μέσα μου φωνάζουν πως μόνο άσχημα μαντάτα<br />
μπορούμε να περιμένουμε με τέτοιες συναναστροφές που κάνουμε<br />
μητέρα».<br />
Λες να έχει και αυτός το χάρισμα; Γιατί όχι; Αίμα μου δεν είναι;<br />
«Άκουσε τι θα κάνουμε λοιπόν γιε μου, αφού εσύ είσαι ο νόμιμος<br />
κληρονόμος του θρόνου άρα εσύ κινδυνεύεις περισσότερο απ’ όλους μας<br />
σωστά;»<br />
<strong>Ο</strong> Πτολεμαίος κούνησε συμφωνώντας το κεφάλι του, τελικά μπορώ να<br />
έχω ακόμα εμπιστοσύνη στην κρίση της δεν την θόλωσαν τόσο πολύ τα<br />
γεγονότα, θα ξεπεράσει εύκολα τον χαμό του πατέρα μου και τον φόβο του<br />
άγνωστου για το αύριο, είναι τελικά άξιος μαχητής.<br />
«Θα κοιτάξουμε λοιπόν να σε προφυλάξουμε από τις ¨κακές συναναστροφές¨<br />
που ανέφερες προηγούμενα, φυσικά δια της αποφυγής αυτών,<br />
συμφωνείς ;»
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
<strong>Ο</strong> νέος αφού βάδισε τα δυο βήματα που τους χώριζαν άνοιξε τα χέρια του<br />
και αγκάλιασε την μητέρα και βασίλισσα του.<br />
Εκείνη είδε το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας να θολώνει και κατάλαβε πως<br />
κάποιο δάκρυ προσπαθούσε να δραπετεύσει από τα μάτια της.<br />
Στους δαίμονες και οι μπογιές θα ξαναβαφτώ αργότερα.<br />
Έμειναν έτσι για κάποια λεπτά της ώρας. Δεν νοιώθω πως θα τον χάσω,<br />
κάνω το σωστό λοιπόν, σκέφτηκε η σαστισμένη μάνα καθώς<br />
συνειδητοποιούσε πως ζούσε μια απ’ τις ελάχιστες στιγμές της ζωής της<br />
όπου ένοιωθε τόσο μπερδεμένη και αναποφάσιστη.<br />
Αυτή που σε λίγα λεπτά της ώρας έπαιρνε αποφάσεις για την σωστή<br />
εξωτερική πολιτική ενός ολόκληρου βασιλείου δεν ήταν σίγουρη για τίποτε<br />
πια.<br />
«Ετοιμάσου, σε μερικές ώρες σαλπάρει ένα καράβι μας με εφόδια για την<br />
Σαμοθράκη. Θα τα πας συ ο ίδιος εκπροσωπώντας εμένα που τα στέλνω<br />
και θα σου δώσουν λογαριασμό αν και πως τελείωσε το Αρσινόειο, δεν είσαι<br />
ξένος εκεί, έχουμε περάσει αρκετά καλοκαίρια στις γιορτές του νησιού έτσι<br />
δεν είναι γιε μου;» Είπε και του έκλεισε όλο νόημα το μάτι.<br />
«Το ένοιωσα εγώ πως δεν άλλαξε τίποτα και όλα θα πάνε καλά τελικά, σ’<br />
ευχαριστώ μητέρα», ψιθύρισε ο Πτολεμαίος με φωνή βραχνή απ’ την<br />
συγκίνηση.<br />
«Αρχίνα να ετοιμάζεσαι για το ταξίδι μα με προσοχή να μην σε καταλάβει<br />
κανείς ούτε τ’ αδέλφια σου μην χαιρετήσεις πάρε τα απαραίτητα και όταν<br />
φθάσεις με το καλό στείλε μου ειδοποίηση.<br />
Ξεκίνα! Μην στέκεσαι δακρυσμένος σαν γυναικούλα», τον πρόσταξε με<br />
την συγκίνηση να χρωματίζει την φωνή της.<br />
«Πηγαίνω αμέσως μητέρα», στο δεξί του χέρι η παλάμη σφίχτηκε σε<br />
γροθιά που πήγε αυτόματα και χτύπησε την αριστερή μεριά του στήθους<br />
του χαιρετώντας την στρατιωτικά.<br />
Ήταν η αναγνώρισή της σαν βασίλισσα από τον νόμιμο κληρονόμο του<br />
θρόνου ενός θρόνου που αντί για πολυτελή χρυσοκέντητα μαλακά μαξιλάρια<br />
είχε ανάμενα κάρβουνα.<br />
Η Αρσινόη, καθώς ο Πτολεμαίος έκανε με κατεβασμένο το κεφάλι βήματα<br />
προς τα πίσω αποχωρώντας απ’ τον τεράστιο εξώστη, σήκωσε το δεξί της<br />
χέρι σαν τελευταίο αποχαιρετισμό στον γιο της που φεύγοντας κουβαλούσε<br />
στις αποσκευές του και ένα κομμάτι απ’ την καρδιά της.<br />
Γύρισε προς την θάλασσα και πάλι ψάχνοντας με το βλέμμα στο λιμάνι<br />
την αρματωμένη μέχρι τα δόντια τριήρη που μαζί με τα εφόδια σ’ αυτό το<br />
ταξίδι θα μετέφερε στα αμπάρια της και τον γιο της βασίλισσας.<br />
Ένα χαμόγελο άνθισε στα υπέροχα χείλη της με το στραπατσαρισμένο<br />
βάψιμο καθώς διέκρινε ανάμεσα στα άλλα πλεούμενα το ¨Βασιλιάς<br />
Λυσίμαχος¨ που φάνταζε ανάμεσά τους σωστή όρκα.<br />
<strong>Ο</strong>ι μαούνες θύμιζαν φάλαινες, τα βαρκάκια δελφίνια και το πολεμικόμεταγωγικό<br />
της πλοίο μια πραγματική όρκα συνδυάζοντας δύναμη, ταχύτητα<br />
και μια ευελιξία ανάλογη με το μέγεθος του φυσικά.<br />
Έπρεπε να μηνύσει του καπετάνιου του πως τον θέλει για να γίνουν όλα<br />
σωστά. <strong>Ο</strong> γιος της ακόμα εξαρτιόταν από αυτήν γιατί ήταν πολύ<br />
καλομαθημένος και πολύ περήφανος για την βασιλική καταγωγή του ώστε<br />
να ασχοληθεί με τις λεπτομέρειες ενός τέτοιου ταξιδιού που από ρουτίνας<br />
θα μεταμορφωνόταν σε μια επικίνδυνη απόδραση.<br />
Η Αρσινόη ένοιωθε μέρες τώρα τον κίνδυνο να περιβάλει τα πάντα σαν<br />
ένα ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο.
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
ΑΛΛΗ ΕΝ<strong>Ο</strong>ΤΗΤΑ<br />
Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη των υπολοίπων<br />
στην μεγάλη αίθουσα.<br />
Στο αριστερό της χέρι ως δια μαγείας εμφανίσθηκε ένα δερμάτινο<br />
σακουλάκι δεμένο σφιχτά με δερμάτινο κορδόνι.<br />
Σαν φτερούγισμα πουλιού κινήθηκε το χέρι της Θάλειας που με μια και<br />
μοναδική ανάλαφρη κίνηση το πήρε απ΄ το χέρι της Αρσινόης περνώντας<br />
το στο χέρι του Πραξίοχου καθώς εκείνος ξεκινούσε ήδη τα βήματα προς τα<br />
πίσω με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και μουρμουρίζοντας έναν<br />
ατέλειωτο κατάλογο από ευχές.<br />
Μόλις έκλεισε η βαριά ξύλινη πόρτα η βασίλισσα άνοιξε το δεξί της χέρι<br />
και με την βοήθεια του αριστερού χώρισε τον μικρό μεταλλικό κύλινδρο<br />
στα δύο.<br />
Από μέσα έπεσε ένα μικροσκοπικό γαλάζιο κομματάκι ύφασμα που ήρθε<br />
να επιβεβαιώσει την ενόραση της ευαίσθητης βασίλισσας.<br />
Όλα είχαν εξελιχθεί καλά, αυτό μαρτυρούσε το λιλιπούτειο κομμάτι<br />
ύφασμα. Αν το ύφασμα ήταν κόκκινο τότε το μήνυμα θα είχε το αντίθετο<br />
περιεχόμενο.<br />
«Κορίτσια ακολουθήστε με έχουμε να κάνουμε τις ετοιμασίες υποδοχής<br />
του μέλλοντα άνδρα μου και ενός βασιλικού γάμου», είπε και τα υπέροχα<br />
μάτια της άστραψαν όπως τότε που ήταν το ¨κοριτσάκι βασίλισσα¨ όπως<br />
την έλεγε ο βασιλιάς Λυσίμαχος στο παλάτι της Λυσιμαχείας του Ελλήσποντου<br />
ανατολικά της Κασσάνδρειας.<br />
<strong>Ο</strong>ι δυο γυναίκες ρίχτηκαν στο κατόπι της Αρσινόης ανταλλάσσοντας<br />
ταυτόχρονα βλέμματα απορίας σχετικά με τα σχέδια της βασίλισσάς τους<br />
καθώς τους τα έλεγε την τελευταία στιγμή.<br />
Επίσημη αντιπροσωπία στάλθηκε στον Κεραυνό με τα καλά μαντάτα, την<br />
πρόσκληση δηλαδή της βασίλισσας στην μεγαλειότητά του για να τελέσουν<br />
μαζί τα ¨προτέλεια¨ πράγμα που ουσιαστικά σήμαινε την αποδοχή της<br />
Αρσινόης στην πρόταση γάμου του Κεραυνού.<br />
<strong>Ο</strong>ι ετοιμασίες ήταν πράγματι βασιλικές. Αν και η Αρσινόη δεν ήταν<br />
παιδούλα για να κανονίσουν την ¨εγγύη¨17 ο άντρας με τον πατέρα της και<br />
να ισχύει ο γάμος από την ημέρα αυτής της συμφωνίας όπως όριζε ο νόμος,<br />
παρ’ όλα αυτά αμέσως πριν τα ¨προαύλια¨18 και σε εντελώς επίσημο<br />
χαρακτήρα έγινε η περίφημη συμφωνία ¨εγγύη¨ ανάμεσα στα δυο<br />
ετεροθαλή αδέλφια.<br />
<strong>Ο</strong> Πτολεμαίος Κεραυνός συμφώνησε να αποδώσει την τεράστια προίκα<br />
της Αρσινόης σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ή θανάτου της στους τρεις<br />
γιους της. Τα προτέλεια τελέστηκαν με την μεγαλοπρέπεια που άρμοζε σε<br />
βασιλικό γάμο.<br />
<strong>Ο</strong>ι πατρογονικοί θεοί τιμήθηκαν δεόντως με τις ανάλογες θυσίες από<br />
τους μελλόνυμφους.<br />
Η Αρσινόη όπως ήταν το έθιμο άσχετα με την ηλικία της προσέφερε στην<br />
Αφροδίτη την αγαπημένη της θεά και προστάτιδα έναν βόστρυχο από τα<br />
μαλλιά της, έτσι όπως έκαναν οι κοπέλες σαν σημάδι της ενηλικίωσης τους<br />
17.είδος συμβολαίου ανάμεσα στο μελλοντικό σύζυγο και στον πατέρα ή στον κηδεμόνα της<br />
κοπέλας <strong>Ο</strong> σύζυγος έδινε εγγύηση ότι θα επέστρεφε την προίκα σε περίπτωση διάλυσης του<br />
γάμου ή θανάτου της συζύγου του, αν δεν υπήρχε κληρονόμος.<br />
18.την ημέρα πριν από το γάμο τελούνταν τα προαύλια λέξη που προέρχεται από το ρήμα<br />
"αυλίζομαι", που σημαίνει "περνώ τη νύχτα".
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
μόνο που στην περίπτωσή της το κίνητρο ήταν ο φόβος για την κατάληξη<br />
αυτού του αφύσικου γάμου.<br />
Η δεύτερη ημέρα των γαμήλιων τελετών που περιλάμβανε και την κυρίως<br />
γαμήλια τελετή ξεκίνησε με τις ετοιμασίες για το γαμήλιο λουτρό της<br />
νύφης.<br />
Η Θάλεια που ανέλαβε και την εποπτεία-σαν επίσημη ¨νυμφεύτρια¨19<br />
διορισμένη από την βασίλισσα-της μεταφοράς του νερού για το γαμήλιο<br />
λουτρό μουρμούριζε μεσ’ από τα δόντια της στα δύστυχα κορίτσια όμοια<br />
σκύλα που μουγκρίζει για να προστατέψει τα παιδιά της.<br />
«Προσέξτε εσείς οι Νουμιδές πως κρατάτε τις λουτροφόρους 20 με το νερό<br />
και χαχανίζετε σαν χαζές μην σπάσετε καμιά γιατί τα εβένινα μεριά σας<br />
θα τα δώσω βορά του Πραξίοχου με το καμουτσίκι του να τα αργάσει έτσι<br />
που να μην καθίσετε σ’ αυτά τουλάχιστον για κανένα τρίμηνο».<br />
Η πομπή από την ιερή κρήνη προς το κάστρο και τα ιδιαίτερα δωμάτια<br />
της βασίλισσας ήταν αντάξια βασιλέων.<br />
Τα βότανα που χρησιμοποιήθηκαν στο λουτρό είχαν έρθει στο παλάτι του<br />
Λυσίμαχου από εξωτικές χώρες με πρώτη και καλύτερη την Αίγυπτο και<br />
είχαν να το λένε σε όλες τις αυλές του ελληνιστικού κόσμου για την<br />
ικανότητα που είχε η Αρσινόη στη χρήση των αρωμάτων.<br />
Το σώμα της μόνο με την ηλικία της δεν είχε να κάνει, τόσο νεανικό και<br />
σφριγηλό έδειχνε μετά από τρεις γέννες και 35 χρόνια ζωής.<br />
«Σαν μωρού είναι το δέρμα σου βασίλισσα μου», η Πολύμνια που την<br />
βοηθούσε να σκουπιστεί με την βοήθεια δυο ακόμη νεαρών θεραπαινίδων<br />
εξέφρασε τον θαυμασμό της γεμάτη ειλικρίνεια και η Αρσινόη γνωρίζοντας<br />
πολύ καλά την αλήθεια χαμογέλασε γεμάτη ευχαρίστηση.<br />
«Στάθηκαν γενναιόδωροι μαζί μου οι θεοί σ’ αυτό καλή μου Πολύμνια»,<br />
σχολίασε κοιτάζοντας το είδωλο της στο χρυσό σχήματος οβάλ γυαλισμένο<br />
κάτοπτρο.<br />
Όσο για τον γαμπρό; Αυτός έχοντας την φρουρά του για ακόλουθους<br />
προετοιμαζόταν αναλόγως. Αφού έκανε ένα μπάνιο στα δωμάτια που τους<br />
παραχωρήθηκαν -μόνο σ’ αυτούς επέτρεψε η Αρσινόη να εισέλθουν στην<br />
πόλη- αρωματίστηκε και φόρεσε στο κεφάλι την ταινία με κλαδιά μέντας<br />
και σουσαμιού που του έστειλε η γυναίκα του.<br />
Αν και μόνο η εγγύη αρκούσε για το κράτος ώστε ο γάμος τους να<br />
θεωρείται ήδη νόμιμος, η τελετή του γάμου και το γλέντι δεν έπαυαν να<br />
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του επίσημου γάμου.<br />
Το σουσάμι συμβόλιζε την γονιμότητα ενώ η μέντα ήταν αφροδισιακή.<br />
Όχι πως ο Κεραυνός είχε το μυαλό του το σεξ και τους απογόνους για την<br />
πρώτη νύχτα του γάμου αλλά υποχώρησε στην επιθυμία της Αρσινόης να<br />
φαίνεται ο γάμος τους όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικός.<br />
Τώρα τι ακριβώς εννοούσε η αδελφή του ούτε που κατάλαβε αλλά θυμόταν<br />
πως από τότε ακόμη που μεγάλωναν στην αυλή του πατέρα τους δεν<br />
μπορούσε να την ανταγωνιστεί κανείς τους σε θέματα πρωτοκόλλου ούτε<br />
και η αμφιθαλής αδελφή του η Λυσάνδρα που αν και πολύ μικρότερη της<br />
προσπαθούσε με όλες της τις δυνάμεις.<br />
Φόρεσε και το ιμάτιο όπως όριζαν τα έθιμα, ένα μάλλινο ορθογώνιο<br />
ρούχο που το έριξε στους ώμους του πάνω από την πανοπλία.<br />
19.υπεύθυνη για την επιτήρηση του γάμου και τον καθορισμό της νυμφοκόμου, η οποία<br />
φρόντιζε για την ένδυση και τον καλλωπισμό της νύφης.<br />
20.αγγείο με ραδινό (λυγερό) σώμα, ψηλό λαιμό και ανακαμπτόμενο χείλος. Το<br />
χρησιμοποιούσαν σαν τελετουργικό αγγείο για τη μεταφορά νερού στο νυφικό λουτρό.
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
Δεν δέχθηκε με κανένα τρόπο να αποχωρισθεί τα όπλα του. <strong>Ο</strong>ύτε καν μια<br />
ημέρα σαν και αυτή, την ημέρα του γάμου του.<br />
Στην τελετή που έγινε στο ιερό του Απόλλωνα φάνταζε πελώριος δίπλα<br />
στην Αρσινόη με τα κατάμαυρα μαλλιά και γένια του καθώς ήταν απ’ τους<br />
λίγους που δεν ακολουθούσαν την μόδα του Αλέξανδρου να έχουν το<br />
πρόσωπο ξυρισμένο.<br />
Η Αρσινόη έδειχνε τόσο εύθραυστη δίπλα του καθώς του έφτανε μόλις<br />
μέχρι το στήθος που αν και συνέβαινε το αντίθετο έμοιαζε να είναι αυτή η<br />
μικρότερη σε ηλικία. Δεν φόρεσε το νυφικό πέπλο που φορούσαν οι νεαρές<br />
νύφες παρά μόνο το γυαλισμένο από τα χέρια της Πολύμνιας στέμμα.<br />
Εκείνο, ολόχρυσο αστραποβολούσε αντανακλώντας τις αχτίδες ενός<br />
χειμωνιάτικου ήλιου που πάλευε συνεχώς με ένα σμάρι σύννεφα για το<br />
ποιος θα κυριαρχήσει στο στερέωμα εκείνη την βαριά ημέρα του<br />
Ποσειδεώνα. 21<br />
Τα χρυσά σανδάλια της οι ¨νυμφίδες¨ κατασκευασμένα με περισσή τέχνη<br />
από τα χέρια ονομαστού Αιγυπτίου τεχνίτη έγιναν αφορμή για σχόλια<br />
θαυμασμού από όλες τις προσκαλεσμένες στο γάμο.<br />
Κάποτε η τελετή τελείωσε και όλοι αποσύρθηκαν για να προετοιμαστούν.<br />
Ήταν καλεσμένοι όλοι τους, άντρες και γυναίκες στην γαμήλια γιορτή<br />
ένα συμπόσιο που θα γινόταν μετά την δύση του ήλιου σε μια τεράστια<br />
αίθουσα του κάστρου , την αίθουσα των τελετών.<br />
Το έθιμο πρόσταζε να μην δει ο γαμπρός την νύφη πριν από την επίσημη<br />
αποκάλυψη του προσώπου της που γινόταν μπροστά σ’ όλους τους<br />
καλεσμένους του συμποσίου από τον πατέρα της νύφης με την αφαίρεση<br />
του πέπλου.<br />
Στην προκειμένη περίπτωση όμως τα πράγματα ήταν αρκετά περίπλοκα<br />
καθώς γαμπρός και η νύφη μοιραζόντουσαν τον ίδιο πατέρα.<br />
Άλλωστε η νύφη δεν έκανε καν τον κόπο να φορέσει το νυφικό πέπλο.<br />
Έτσι γαμπρός και νύφη βρισκόντουσαν στον ίδιο χώρο κάτω από τα<br />
φοβισμένα βλέμματα της Θάλειας της Πολύμνιας και τουλάχιστον δεκαπέντε<br />
ακόμη θεραπαινίδων και δούλων που περίμεναν έτοιμοι να ικανοποιήσουν<br />
κάθε επιθυμία του ζευγαριού και των άλλων παρευρισκόμενων<br />
όπως για παράδειγμα την φρουρά του Κεραυνού.<br />
«Αυτή η επιμονή σου να μην αποχωρισθείτε τα όπλα σας ούτε καν μια<br />
τέτοια ημέρα είναι το λιγότερο … αχαρακτήριστη», σχολίασε η Αρσινόη<br />
νοιώθοντας ταυτόχρονα και τις δαγκάνες τις αμφιβολίας να τις σφίγγουν<br />
όλο και περισσότερο την ψυχή.<br />
«Μα είναι μέρος της ενδυμασίας μας πια βασίλισσα μου μην ξεχνάς πως<br />
πρώτα απ’ όλα είμαστε πολεμιστές».<br />
Τουλάχιστον με προσφωνεί σωστά˙ κάτι είναι και αυτό, μα τι έχω πάθει<br />
Αφροδίτη μου; Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά και να εκτιμήσω την<br />
κατάσταση.<br />
«Τέλος πάντων ας είναι, μια μέρα σαν και αυτή πρέπει να χαιρόμαστε για<br />
μας και τους υπηκόους μας», είπε η Αρσινόη και σήκωσε με τα δυο της<br />
χέρια την κύλικα 22 που ήταν γεμάτη με γλυκό σκουρόχρωμο κεκραμένο<br />
μελιηδή οίνο 23 . «Εμένα μου λες», μουρμούρισε η Θάλεια στην Πολύμνια<br />
που στεκόταν δίπλα της καθώς επέβλεπαν την μετάγγιση των κρασιών από<br />
21.(16 Δεκεμβρίου- 15 Ιανουαρίου).<br />
22.αβαθές αγγείο με ψηλό πόδι και δυο συμμετρικές λαβές κάτω από το χείλος.<br />
23.αραιωμένο με νερό και αρωματισμένο με μέλι κρασί.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
τους τεράστιους κωδωνόσχημους κρατήρες 24 -χωρητικότητας 940 λίτρων<br />
διακοσμημένων με φίδια, λέοντες και σκηνές μάχης- πού έκαναν κοπέλες<br />
με την βοήθεια χρυσών κυαθίων 25 στις οινοχόες 26 . «Σώπα μην σε<br />
ακούσουνε καημένη και μας βλέπω σε κανένα μπουντρούμι αφού μας έχει<br />
βιάσει ο μισός στρατός του ¨μαύρου καβαλάρ稻, πληροφόρησε την<br />
μικρότερη φίλη της η γυναίκα από την Γαλατία.<br />
Το συμπόσιο που ακολούθησε δεν υστερούσε ούτε από πλευράς φαγητού.<br />
Μέχρι και το παραδοσιακό γλύκισμα με σουσάμι και μέλι σερβιρίστηκε στο<br />
τέλος, πέντε είδη ελιές σαν ορεκτικό πριν το γεύμα, θαλασσινά όπως<br />
χταπόδια καλαμάρια σουπιές και φυσικά ψάρια, τα καλύτερα ψάρια,<br />
συναγρίδες, τσιπούρες, σκάροι, ροφοί και λαβράκια. <strong>Ο</strong> γάμος ήταν<br />
βασιλικός.<br />
Έπεσε η νύχτα και στο φως των δαυλών που βρίσκονταν στερεωμένοι<br />
στους γκρίζους πέτρινους τοίχους άρχισαν να διαγράφονται οι τρεμάμενες<br />
φιγούρες των μελών του χορού που τον αποτελούσαν δυο ομάδες: η<br />
γυναικεία και η ανδρική. <strong>Ο</strong>ι φωνές τους γέμιζαν την αίθουσα με το<br />
ορθογώνιο άνοιγμα στο μέσον της οροφής η οποία εκτός από την τεράστια<br />
φωτιά που έκαιγε στο κέντρο της στέλνοντας χοντρές τουλούπες καπνού<br />
στον συννεφιασμένο ουρανό θερμαινόταν και από μαγκάλια τοποθετημένα<br />
στην περιφέρεια της.<br />
Έξω ο καιρός γύρισε σ΄ έναν φοβερό χιονιά που αφού νίκησε κατά<br />
κράτος τον ήλιο έριξε την θερμοκρασία σε χαμηλά επίπεδα ακόμη και για<br />
τον χειμώνα.<br />
Μικροσκοπικές παγωμένες νιφάδες, έρμαια του αέρα, στριφογύριζαν<br />
σαν τρελές με διαφορετική κάθε φορά κατεύθυνση.<br />
Η Αρσινόη ρίγησε, κάτι απόκοσμο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα εκτός απ’<br />
το κρύο σαν κάτι το αλλόκοσμο να είχαν οι καλεσμένοι, ή μήπως φταίει το<br />
κρασί;<br />
Πέρασε η ώρα και οι καλεσμένοι όσοι δεν θα περνούσαν την νύχτασυνήθως<br />
υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί και ευγενείς-στο κάστρο άρχισαν<br />
σιγά-σιγά να φεύγουν για τα σπίτια τους. Άλλωστε οι εορταστικές εκδηλώσεις<br />
δεν είχαν τελειώσει. Η αυριανή μέρα θα ξεκινούσε από πολύ νωρίς με<br />
τα επαύλια.<br />
<strong>Ο</strong> θάλαμος ,το συζυγικό δωμάτιο είχε ετοιμαστεί σύμφωνα με όλους τους<br />
τύπους. Το νυφικό κρεβάτι αρωματισμένο και στρωμένο με υπέροχα πανάκριβα<br />
υφάσματα, περίμενε την βασίλισσα για έναν ξεκούραστο ύπνο μια<br />
και ο ¨παράβουστος¨ ένα δεύτερο κρεβάτι στο ίδιο δωμάτιο ήταν επίσης<br />
έτοιμος να υποδεχθεί τον βασιλιά.<br />
Ευτυχώς που τα έθιμα καλύπτοντας όλες τις περιπτώσεις ήρθαν να ταιριάξουν<br />
σαν γάντι και σ’ αυτήν.<br />
Έξω από τον θάλαμο αντί για τους φίλους του γαμπρού και της νύφης θα<br />
περνούσαν την νύχτα στην πόρτα του-σίγουρα όχι τραγουδώντας όπως<br />
ήταν το έθιμο-οι σωματοφύλακες του Πτολεμαίου Κεραυνού.<br />
Η Αρσινόη κατάκοπη λόγω της ημέρας έπεσε στην αρωματισμένη νυφική<br />
κλίνη και με ένα:«θα τα πούμε αύριο βασιλιά μου»,-οι διπλωματικές τις<br />
ικανότητες λειτουργούσαν άψογα παρά την μεγάλη της κούρασηστράφηκε<br />
στον ζωγραφισμένο με υπέροχα γεωμετρικά σχήματα τοίχο σε<br />
24.αγγεία όπου ανακάτευαν το κρασί με νερό.<br />
25.κύπελλο που χρησίμευε σαν κουτάλα για την μετάγγιση του κρασιού.<br />
26.κανάτες σερβιρίσματος κρασιού.
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
χρώματα που του έδιναν μια έντονη εντύπωση θαλπωρής και απόκοιμήθηκε.<br />
Πυκνό κάτασπρο χιόνι κάλυπτε τα πάντα μαζί με μια παγωνιά που<br />
τρύπωνε μέχρι το μεδούλι στα κόκαλα της Αρσινόης. Το μεγάλο αρπακτικό<br />
πουλί έκανε κάθετη εφόρμηση με προτεταμένα τα πόδια και τα τεράστια<br />
κατάμαυρα νύχια του να γυαλίζουν στην αναλαμπή μιας νύχτας όπου όλα<br />
ήταν άσπρα.<br />
Βρέθηκε ξαφνικά εκεί σ’ αυτό το κρύο και αφιλόξενο μέρος με τα παιδιά<br />
της χωμένα κάτω από την κάπα της να κλαψουρίζουν σαν φοβισμένα<br />
κουτάβια.<br />
Κάτι δεν πάει καλά εδώ, σκέφτηκε, τα παιδιά μου δεν είναι τόσο μικρά<br />
και πως βρεθήκαμε ξαφνικά εδώ; Εγώ έκανα ένα γάμο σήμερα, τι είναι<br />
αυτό που τα φόβισε τόσο; Πρέπει να είναι όνειρο Κάδμηλε Ερμή κάνε με<br />
να ξυπνήσω.<br />
Σαν τον δύτη που βγαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας ρουφώντας<br />
λαίμαργα τον αέρα μετά από μια πολύωρη κατάδυση έτσι και η Αρσινόη<br />
βγήκε από τον κόσμο των ονείρων παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.<br />
Κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε πως πράγματι βρισκόταν στην νυφική<br />
κλίνη του θαλάμου όπου αναγκαστικά κλείστηκε με τον Κεραυνό ο οποίος<br />
μετά την χθεσινή ημέρα ήταν πια ο άνδρας και βασιλιάς της,<br />
Στα μάτια της πολιτείας τουλάχιστον.<br />
Στο τρεμάμενο φως των λυχναριών με μεγάλη προσπάθεια διέκρινε την<br />
σιλουέτα του Κεραυνού στον ¨παράβουστο¨.<br />
Μα πράγμα περίεργο κανένα σημάδι ζωής δεν υπήρχε γύρω του, η αύρα<br />
απουσίαζε εντελώς από την σκεπασμένη με βαριά ρούχα σκοτεινή μορφή.<br />
Απόψε όλα τα περίεργα; Για να δω, ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΒΑΡΙΑ<br />
ΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Μ<strong>Ο</strong>Υ!!! και δυνατά: «Π<strong>Ο</strong>ΛΥΜΝΙΑ, ΘΑΛΕΙΑ<br />
ΞΥΠΝΗΣΤΕ».<br />
Φασαρία ακούστηκε στην πόρτα του θαλάμου, ανακατεμένες γυναικείες<br />
και ανδρικές φωνές με την λεπτή φωνή της Θάλειας να ξεχωρίζει.<br />
Η Αρσινόη έτρεξε στην πόρτα και δοκίμασε να την ανοίξει από μέσα,<br />
μάταια φώναζε τις πιστές της θεραπαινίδες το μόνο που κατάφερε ήταν να<br />
ξεσηκώσει μεγαλύτερη φασαρία.<br />
Γνωστές αντρικές φωνές ενώθηκαν στην χορωδία καθώς προστέθηκε και<br />
η κλαγγή των όπλων παριστάνοντας την μουσική.<br />
Η φωνή του Πρωτέα ακούστηκε πάνω απ’ όλες να μουγκρίζει «ΠΙΣΩ<br />
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝ<strong>Ο</strong>Ι ΠΙΘΗΚ<strong>Ο</strong>Ι ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μ<strong>Ο</strong>Υ!<br />
ΠΙΣΩ ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ».<br />
Η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε και η Αρσινόη βρέθηκε πρόσωπο με<br />
πρόσωπο με τον γενναίο στρατηγό και την γκρίζα του γενειάδα.<br />
«Στα παιδιά γρήγορα!», τον πρόσταξε και ξεχύθηκε ξοπίσω του σαν<br />
αθλητής στον δρόμο των εκατό μέτρων.<br />
Σε άλλη περίπτωση θα της έκανε εντύπωση που δεν υπήρχε ούτε ένας<br />
λαβωμένος στον διάδρομο μα τώρα τυφλή από την αγωνία της για τον<br />
Φίλιππο και τον Λυσίμαχο προσπαθούσε να καλύψει την απόσταση των<br />
λίγων μέτρων που την χώριζαν απ’ αυτούς σε όσο το δυνατόν λιγότερο<br />
χρόνο.<br />
Παραμερίζοντας τους φρουρούς που η ίδια είχε διορίσει έπεσε πάνω<br />
στην πόρτα και την άνοιξε για να αντικρίσει ένα θέαμα που της έκοψε την<br />
ανάσα από χαρά.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
ΑΛΛΗ ΕΝ<strong>Ο</strong>ΤΗΤΑ<br />
Όποιος δεν ελπίζει, δεν θα βρει το ανέλπιστο.<br />
ΗΡΑΚΛΕΙΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
Βόλγιος δε επί Μακεδόνας τε και Ιλλυριούς ήλασε και ες αγώνα προς<br />
Πτολεμαίον κατέστη τότε έχοντα την Μακεδόνων βασιλείαν. Πτολεμαίος δε<br />
ην ούτως ος Σέλευκον τε εδολοφώνησε τον Αντιόχου καταπεφευγώς όμως<br />
ικέτης ως αυτόν, και είχεν επίκληση Κεραυνός δια το άγαν τολμηρόν. Και ο<br />
μεν αυτός τε ο Πτολεμαίος απέθανεν εν τη μάχη και των Μακεδόνων εγένετο<br />
ούκ ελαχίστη φθορά.<br />
<strong>Ο</strong> Βόλγιος εναντίον των Ιλλυριών και των Μακεδόνων εκστράτευσε<br />
Και σε πόλεμο με τον Πτολεμαίο ενεπλάκη ο οποίος ήταν τότε ο βασιλιάς των<br />
Μακεδόνων. και ήταν αυτός ο Πτολεμαίος ο οποίος δολοφόνησε τον Σέλευκο τον<br />
γιο του Αντίοχου στον οποίο είχε καταφύγει ως ικέτης, ο επονομαζόμενος<br />
Κεραυνός για την εκρηκτική του φύση. Και ο Πτολεμαίος αυτός σκοτώθηκε στην<br />
μάχη ενώ οι Μακεδόνες αποδεκατίστηκαν.<br />
Παυσανίας, Φωκικά: βιβλίο 10, κεφάλαιο 19, στίχος 7, σειρά 4-11<br />
ΚΕΦΑΛΑΙ<strong>Ο</strong> 12 <strong>Ο</strong><br />
ΜΙΛΤ<strong>Ο</strong>Σ ΚΑΙ ΑΡΣΙΝ<strong>Ο</strong>Η<br />
Μ<br />
ε το που έκλεισε πίσω του την πόρτα-ράφι ο Μίλτος βρέθηκε<br />
στον δεύτερο προσωπικό του κόσμο. Εκεί σχεδόν πάντα<br />
βρισκόταν μόνος παρέα με τα όπλα του. <strong>Ο</strong> πρώτος ήταν το<br />
γραφείο του όπου έβγαζε το ψωμί της οικογένειας.<br />
Είχε φτιάξει αυτό το μικρό μυστικό δωμάτιο όταν η Αθηνούλα του ήταν<br />
κοριτσάκι και έτρεχε σαν κουταβάκι από την μια άκρη του σπιτιού στην άλλη
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
πιάνοντας με στρουμπουλά αδέξια χεράκια όσα πράγματα εύρισκε μπροστά<br />
της. Τα όπλα υπήρχαν πριν από αυτήν στο σπίτι, άσε που ο Μίλτος πίστευε<br />
πως σπίτι χωρίς όπλο ήταν κάστρο δίχως τείχη.<br />
Έτσι και με την σύμφωνη γνώμη της Αφροδίτης έκαναν το έξοδο, τότε<br />
ήταν ένας νέος συγγραφέας με ένα bestseller, δυο πατάτες, και ένα μέτριο<br />
μυθιστόρημα στο ενεργητικό του.<br />
Μέσα στο δυο επί δυο δωματιάκι υπήρχαν εκτός από τα όπλα που ήταν<br />
κρεμασμένα στους τοίχους, μια άνετη παλιά καρέκλα, ένα βαλιτσάκι με τα<br />
σύνεργα για το καθάρισμα των όπλων και λίγα τρόφιμα καθώς και δυο<br />
πλαστικά μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό για ώρα ανάγκης φυσικά.<br />
Ήταν περήφανος ο Μίλτος γιατί τόσα χρόνια δεν είχαν το παραμικρό<br />
ατύχημα με κανένα από τα όπλα στο σπίτι τους.<br />
Όσο για τα όπλα; <strong>Ο</strong> πληθυντικός μόλις που ίσχυε. Ένα κυνηγετικό δίκαννο<br />
μια καραμπίνα και δυο πιστόλια ήταν όλα και όλα.<br />
Το ένα κλασικό εξάσφαιρο περίστροφο και το άλλο ένα αυτόματο με την<br />
γεμιστήρα να μπαίνει κάτω από την λαβή.<br />
Όλα αυτά λοιπόν μαζί με τα ανάλογα πυρομαχικά αποτελούσαν το οπλοστάσιο<br />
του σπιτιού των Ανδρέου.<br />
Έκατσε στην καρέκλα και τέντωσε τα πόδια του, η ησυχία του μικρού<br />
κλειστού χώρου ήταν απόλυτη.<br />
Αυτός απλά την άφησε να τον τυλίξει. Και εκείνη σαν ένα παχύρρευστο<br />
σιρόπι τον απομόνωσε από όλους και απ’ όλα.<br />
<strong>Ο</strong>ύτε στην μήτρα δεν πιστεύω να είναι τόσο ήσυχα, σκέφτηκε και<br />
μετά τίποτε, ένα κενό, ώσπου ένοιωσε μια ακατανίκητη δύναμη να τον<br />
τραβάει προς τα έξω. Άντε, πάλι φεύγω σε ταξίδι, σκέφτηκε και το<br />
κουβάρι της περιπέτειας άρχισε να ξετυλίγεται για άλλη μια φορά.<br />
Το μέρος του φαινόταν γνωστό, το είχε ξαναδεί άλλωστε νύχτα από ψηλά<br />
και δεν τον ξένισαν οι κίτρινου και πορτοκαλί χρώματος αναλαμπές που<br />
ξεχώριζαν ανάμεσα στα λευκά μαρμάρινα κτίρια.<br />
Βέβαια, τα τελευταία, σαν να είχαν αβγατίσει από την προηγούμενη φορά<br />
που είχε βρεθεί εκεί ο Μίλτος αλλά κάτι τέτοιο μάλλον σήμαινε πως<br />
¨έπεφτε¨ σε διαφορετική χρονική στιγμή.<br />
Αυτό δεν τον ενόχλησε καθόλου επειδή ένοιωσε την δύναμη που τον<br />
τραβούσε εκεί δυνατότερη από κάθε άλλη φορά, πράγμα που σήμαινε πως<br />
έπρεπε να βρεθεί στην Σαμοθράκη εκείνη την συγκεκριμένη χρονική εποχή.<br />
Άλλωστε τον τελευταίο καιρό είχε καταλάβει πως δεν αποφάσιζε αυτός<br />
για όλες του τις κινήσεις σ’ αυτήν την αναμέτρηση αλλά το καλό του οποίου<br />
είχε γίνει πια αφοσιωμένος υπηρέτης.<br />
Συνέχισε να κατεβαίνει λοιπόν προς τα κατάλευκα μαρμάρινα κτίρια<br />
που φώτιζαν οι αναλαμπές από τους δαυλούς και τις τεράστιες φωτιές.<br />
Προσγειώθηκε έξω από ένα κυκλικό κτίριο που φάνταζε ολοκαίνουργιο<br />
ακόμη και στα δικά του άπειρα μάτια.<br />
Η σκαλισμένη επιγραφή στο λευκό μάρμαρο πάνω από την μεγάλη ξύλινη<br />
πόρτα έδωσε στον Μίλτο το στίγμα του τόπου και του χρόνου.<br />
βασίλισσα Αρσινόη, βασιλέως Πτολεμαίου θυγάτηρ, βασιλέως<br />
Λυσιμάχου γυνή, θεοίς μεγάλοις.<br />
Η διαφορά της ατμόσφαιρας που βρέθηκε με εκείνη που μόλις είχε<br />
αφήσει ήταν αισθητή. Η ζέστη πρώτα απ’ όλα, ήταν εντελώς διαφορετική.<br />
Έλειπε εκείνη η υγρασία που προκαλεί το έντονο συναίσθημα του πνιγμού.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
Εδώ η ζέστη είναι ευχάριστη, η ατμόσφαιρα γλυκιά και οι μυρωδιές…ω! οι<br />
μυρουδιές το κάτι άλλο! Τα δένδρα, τα λουλούδια, τα βότανα, το χώμα, όλα<br />
μαζί συνθέτουν μια μοναδική και απαράμιλλη ατμόσφαιρα όπου ο αέρας<br />
είναι καθαρός και το οξυγόνο περίσσιο.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος ένοιωσε σαν να είχε γυρίσει για άλλη μια φορά σπίτι.<br />
Το γλυκό κίτρινο φως που περνούσε από τις χαραμάδες τις μεγάλης<br />
κεντρικής πόρτας του κυκλικού κτιρίου γέμιζε με μαύρες σκιές σε κίτρινο<br />
φόντο το μαρμάρινο κεφαλόσκαλο και καθώς έφθανε μέχρι τα λεπτότατης<br />
ύλης πόδια του έμοιαζε να τον καλεί στον μυστικό εκείνο χώρο.<br />
Κοίταξε ψηλά στην σκεπή του κυκλικού οικοδομήματος και είδε πως από<br />
την κορυφή της κωνικής στέγης στο σημείο όπου σταματούσαν τα κεραμίδια<br />
και συνέχιζε ο σκελετός της κεραμοσκεπής αφήνοντας μικρά τριγωνικά<br />
ανοίγματα ανάμεσα στα ξύλινα δοκάρια ξεχυνόταν προς τον ουρανό<br />
άφθονο από το υπέροχο εκείνο φως που τον προσκαλούσε σαν να ήταν και<br />
αυτός μια από τις πεταλούδες της νύχτας.<br />
Το σκέφτηκε και αμέσως βρέθηκε εκεί επάνω με το κιτρινωπό φως που<br />
ελευθέρωναν οι δαυλοί μέσα στο κτίριο να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα<br />
το σχεδόν άυλο κορμί του.<br />
Κοίταξε μέσα και το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να απομείνει εκστατικός<br />
με το μυαλό κενό από κάθε είδους σκέψη.<br />
Και αυτό γιατί στις δυο μορφές που ήταν καθισμένες δίπλα στην κεντρική<br />
εστία του κυκλικού χώρου λουσμένες στο χρυσαφί φως των δαυλών που<br />
ήταν στερεωμένοι στους τοίχους με ειδικές μεταλλικές κατασκευές, αναγνώρισε<br />
την πανέμορφη σαστισμένη βασίλισσα των ονείρων του και έναν<br />
σεβάσμιο γέροντα ιερέα.<br />
Το ότι οι μορφές τελικά δίπλα στην φωτιά ήταν τρεις δεν έκανε μεγαλύτερη<br />
εντύπωση στον Μίλτο γιατί η καλοντυμένη-φορούσε ένα λεπτό<br />
διαφανές πέπλο στο κεφάλι και χιτώνα με αμέτρητες πτυχές και χρυσές<br />
ταινίες-ασθενική και μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα που διέφυγε της<br />
προσοχής του δεν του θύμιζε απολύτως τίποτα.<br />
Ωστόσο το περίεργο μουρμουρητό που έφθανε μαζί με τον καπνό και την<br />
κίτρινη αναλαμπή στο μυαλό του Μίλτου και ήταν κάτι σαν: «Κάδμηλε<br />
Ερμή άκουσε τις παρακλήσεις μας μμμμ…», με τον τελευταίο μακρόσυρτο<br />
ήχο να διαπερνά μέχρι τα μύχια της την ύπαρξη του Μίλτου τον έκανε να<br />
νοιώσει μια ακατανίκητη έλξη προς την φωτιά που έκαιγε ανάμεσα στις δυο<br />
γυναίκες και τον ηλικιωμένο άνδρα.<br />
Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκε λοιπόν ανάμεσα τους νοιώθοντας<br />
σαν να καθόταν γύρω απ’ την φωτιά με ανθρώπους που την είχαν ξαναμοιραστεί<br />
αρκετές φορές στο παρελθόν; Ή μήπως και ήταν στο μέλλον; Τον<br />
τελευταίο καιρό τα μπέρδευε πολύ αυτά τα δυο.<br />
Εκείνοι μόλις ένοιωσαν την παρουσία του σταμάτησαν την επίκληση και<br />
έμειναν να τον κοιτάζουν εκστατικοί σαν να μην πίστευαν στα μάτια τους.<br />
Πρώτη έσπασε την σιωπή η Αρσινόη: «σ’ ευχαριστώ που άκουσες την<br />
έκκλησή μας ω! κάδμηλε Ερμή», είπε γεμάτη σεβασμό στον εμβρόντητο<br />
Μίλτο.<br />
«Αυτό τα εξηγεί όλα, άρα εγώ είμαι απεσταλμένος του», ένοιωσε<br />
περισσότερο παρά συμπέρανε λογικά σκεπτόμενος ο Μίλτος.<br />
«Αυτό κατάλαβα και εγώ παντοδύναμε, μόνο που δεν ξέρουμε<br />
ποιος είσαι και από πού ακριβώς έρχεσαι. Βλέπεις μέχρι τώρα οι<br />
θεοί και προστάτες μας εμφανίζονταν με περιβολή γνώριμη σ’
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
εμάς», ακούστηκε ολοκάθαρα σε όλους η φωνή της σκέψης από το κεφάλι<br />
της ηλικιωμένης γυναίκας.<br />
«Έχουμε ξανασυναντηθεί μητέρα στην Κασσάνδρεια αυτός είναι<br />
ο θεός που με έσωσε τότε», η Αρσινόη δεν κρατήθηκε και πετάχτηκε<br />
στη μέση γεμάτη ενθουσιασμό αψηφώντας κανόνες και πρωτόκολλα σαν<br />
την παιδούλα που επιδεικνύει έναν καινούργιο φίλο στους γονείς της.<br />
«Ώστε έχω την τιμή να μιλώ με την βασίλισσα Βερενίκη!», ήταν η<br />
σειρά του Μίλτου τώρα να αψηφήσει τους τρόπους της καλής<br />
συμπεριφοράς και να μην απαντήσει στην ερώτηση που του είχε απευθύνει<br />
η βασίλισσα της Αιγύπτου. Τόσο μεγάλο ήταν το ξάφνιασμα του στην θέα<br />
ενός ακόμη ιστορικού προσώπου.<br />
Την βασίλισσα Αρσινόη κόντευε να την νοιώσει σαν την γυναίκα του την<br />
Αφροδίτη. Υπήρχε άλλωστε και μεγάλη εξωτερική ομοιότητα ανάμεσα στις<br />
δύο γυναίκες, το χρώμα των μαλλιών, των ματιών, ακόμη και το αγέρωχο<br />
περπάτημα.<br />
Μια αλλαγή στο χτένισμα και να μπροστά του η Αφροδίτη του, Αφροδίτη-<br />
Αρσινόη πως δεν το πρόσεξε νωρίτερα;<br />
Ένα σήκωμα των φρυδιών από την βασίλισσα Βερενίκη ήταν αρκετό για<br />
να δείξει την ευχαρίστηση και την χαρά της που οι χθόνιοι θεοί τους<br />
έστειλαν έναν αρωγό που αν μη τι άλλο αναγνώριζε και την δική τους αξία<br />
σαν μυημένες και αφιερωμένες στην υπηρεσία του ίδιου θεού.<br />
«Δεν είσαι κοινή θνητή μεγαλειοτάτη για να σε μπερδέψω με<br />
μύθους και παραδόσεις, γι αυτό και έχω υποχρέωση να σου πω<br />
την γυμνή αλήθεια», ξεκίνησε να απαντάει με την φωνή του μυαλού του ο<br />
Μίλτος στην βασίλισσα της Αιγύπτου. «Έρχομαι από μια άλλη εποχή<br />
μακριά στο μέλλον, εσείς με καλέσατε και περιμένω να μου πείτε<br />
τον λόγο. Με την βασίλισσα Αρσινόη έχουμε ξανασυναντηθεί<br />
όπως ξέρετε».<br />
Η εγκεφαλική φωνή του Μίλτου έπαψε να αντηχεί μέσα στα κρανία τους<br />
περιμένοντας τις εξηγήσεις.<br />
«Θα λάβεις τις απαντήσεις σου ω, απεσταλμένε του Κάδμηλου<br />
Ερμή», μπήκε στην σιωπηλή εκείνη συζήτηση και ο αρχιερέας του ιερού<br />
των μεγάλων θεών. «Σε καλέσαμε εδώ, με πολύ κόπο μάλιστα, για να<br />
μας βοηθήσεις να απονείμουμε δικαιοσύνη. Ένας αντιπρόσωπος<br />
των σκοτεινών δυνάμεων-από τους πιο σημαντικούς ίσως στον<br />
άλλο κόσμο-μετά από ακατονόμαστες πράξεις απέναντι σε<br />
εκπροσώπους του καλού παραμένει ατιμώρητος και απολαμβάνει<br />
του βασιλικού αξιώματος», στην παύση που ακολούθησε ο Μίλτος είχε<br />
την ευκαιρία να παρατηρήσει καλύτερα την βασίλισσα Βερενίκη.<br />
Με την πρώτη ματιά εκτός από την πανάκριβη φορεσιά της και ένα<br />
απαράμιλλης ομορφιάς στέμμα που στόλιζε το κεφάλι της δηλώνοντας με<br />
κραυγαλέο τρόπο την κοινωνική της θέση έβλεπες μια κουρασμένη και<br />
ηλικιωμένη γυναίκα που έδωσε αμέτρητες μάχες στην πολυτάραχη ζωή της.<br />
Το εντυπωσιακό ήταν πως παρ’ όλη την εξάντληση που ήταν ζωγραφισμένη<br />
στην μορφή της, μέσα της ,μια σπίθα που διακρινόταν ολοκάθαρα<br />
στα μάτια της έκαιγε ακόμη έτοιμη να μετατραπεί, όταν το απαιτούσαν οι<br />
περιστάσεις σε μια λαίλαπα φωτιάς.<br />
«<strong>Ο</strong> δαίμονας αυτός γιατί σίγουρα δεν είναι άνθρωπος είναι ο<br />
Πτολεμαίος Κεραυνός που ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα αφαίρεσε<br />
και την ζωή δυο αθώων παιδιών, των βασιλικών γόνων του βασιλιά<br />
Λυσίμαχου και της βασίλισσας Αρσινόης».
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
«Κάτι γνωρίζω επ’ αυτού αγαπητέ μου <strong>Ο</strong>ρφέα και είμαι<br />
πρόθυμος να βοηθήσω σ’ αυτήν την απονομή δικαιοσύνης», ο<br />
Μίλτος ήταν κάτι παραπάνω από συνεργάσιμος αφού ήταν πάντα της<br />
γνώμης πως όταν αναλαμβάνεις με την θέληση σου κάτι, καλύτερο είναι για<br />
όλους να προσπαθείς για την επιτυχία του με όλες σου τις δυνάμεις.<br />
Το χαμόγελο που εμφανίστηκε ταυτόχρονα στα χείλη μητέρας και κόρης<br />
ήταν η απόδειξη πως η βραδιά εξελισσόταν πέρα από κάθε τους προσδοκία.<br />
Δεν ήταν άλλωστε και λίγες οι φορές που τέτοιου είδους προσπάθειες<br />
αποτύγχαναν οικτρά προξενώντας στους επίδοξους συνδέσμους των δυο<br />
κόσμων ανεπανόρθωτες υλικές και πνευματικές βλάβες.<br />
Και να ήτανε μόνο αυτό; <strong>Ο</strong> απεσταλμένος του Ερμή ήταν το κάτι άλλο,<br />
από το μέλλον; Πιο εξωτική αλλά και πιο ισχυρή βοήθεια δεν πρέπει να<br />
είχαν ποτέ τους αξιωθεί.<br />
Αυτές οι κοινές για όλους σκέψεις πλανιόταν στον μυρωμένο ακόμη και<br />
από ειδικά για την περίσταση λιβάνια αέρα του Αρσινόειου μαζί με το<br />
τραγούδι των γρύλων που τρύπωνε από τα ανοιχτά παράθυρα του κυκλικού<br />
κτιρίου.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος σήκωσε το βλέμμα του ξεχωρίζοντας μια σειρά από σκαλισμένους<br />
στον τοίχο κίονες που παρίσταναν μια εσωτερική διακοσμητική<br />
στοά η οποία έζωνε περιμετρικά το κτίριο.<br />
Του είχαν τραβήξει την προσοχή τα ανάγλυφα σχήματα στη βάση και<br />
ανάμεσα τους, που παρίσταναν κεφάλια ταύρων, δεκαεξάκτινα αστέρια,<br />
και άλλων μορφών που λόγω της απόστασης δεν μπορούσε να διακρίνει<br />
καλά.<br />
Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει πως λειτουργούσε η αντίληψη του σ’<br />
αυτήν την διαφορετική διάσταση.<br />
«Όπως γνωρίζεις η απονομή δικαιοσύνης δεν αποτελεί<br />
αποκλειστικό προνόμιο ούτε των θεών αλλά ούτε και των<br />
ανθρώπων», ανέλαβε να εξηγήσει η Αρσινόη στον Μίλτο τον τρόπο που<br />
σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για την περίφημη αυτή απονομή<br />
δικαιοσύνης.<br />
«Μήπως δεν πρόκειται γι’ αυτό αλλά για καθαρή εκδίκηση;»<br />
Ξέφυγε σαν άταχτο παιδάκι η σκέψη από τον Μίλτο.<br />
«Σε διαβεβαιώνω πως δεν είναι καθόλου έτσι», άκουσε την γεμάτη<br />
παράπονο μελωδική φωνή της μητέρας που έχασε τα δυο από τα παιδιά<br />
της.<br />
Την ίδια στιγμή ένα νεύμα της βασίλισσας Βερενίκης προς τον αρχιερέα<br />
προκάλεσε δυο πράγματα: το σταύρωμα στο στήθος των χεριών του και την<br />
ορμητική είσοδο βίαιων σκηνών στο μυαλό του Μίλτου.<br />
Το αίμα περίσσευε στις σκηνές που ξετυλίχθηκαν στο τρομαγμένο μυαλό<br />
του και με την αηδία έντονα αποτυπωμένη στην φωνή παρακάλεσε:<br />
«ΦΤΑΝΕΙ! ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΑΡΚΕΙ».<br />
<strong>Ο</strong>ι εικόνες έσβησαν αφήνοντας πίσω τους μια έντονα αιματηρή ανάμνηση.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος ήταν έτοιμος.<br />
Τα πρόσωπα του Κεραυνού-Τζων και του Ταύρου-Μινώταυρου που<br />
κυριαρχούσαν στο όραμα ήταν κάτι παραπάνω από κίνητρο σ’ αυτό που<br />
έπρεπε να κάνει, έγιναν μια τεράστια ανάγκη.<br />
«Όπως έλεγα λοιπόν, κατά καιρούς γνωρίσαμε μέσα από τις<br />
ιερές παραδόσεις πως εκτός από την κόρη του Ωκεανού και της<br />
Νύχτας- την τιμωρό Νέμεση που αποκλειστική δουλειά της είναι η<br />
τιμωρία των αλαζόνων των υπεροπτών και των επίορκων-
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
απένειμαν δικαιοσύνη και άλλοι θεοί ή ακόμη και εκλεκτοί<br />
απεσταλμένοι τους», τα μάγουλα της Αρσινόης απόχτησαν ένα υπέροχο<br />
κόκκινο-ροζ χρώμα.<br />
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «<strong>Ο</strong>λοφάνερο είναι λοιπόν πως<br />
το να παίρνουμε στα χέρια μας το έργο των Θεών κάποιες φορές<br />
αποτελεί θεάρεστο έργο και συνυπολογίζεται μαζί με όλα τα άλλα<br />
που μας στέλνουν είτε να ξαναζήσουμε μια πιο εύκολη ζωή όταν<br />
ξαναγεννηθούμε είτε μια ανώτερη σε άλλη διάσταση».<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος όλη την ώρα που ¨μιλούσε¨ η Αρσινόη έχοντας τα μάτια της<br />
καρφωμένα επάνω του ένοιωσε μια βαθιά συμπόνια να τον γεμίζει γι’ αυτήν<br />
την αδελφή ψυχή που τόσο είχε πληγωθεί.<br />
Το βλέμμα που της χάρισε δεν πέρασε απαρατήρητο από κανέναν<br />
προκαλώντας μια γενική εφορία σε όλους και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης<br />
στο πρόσωπο της Αρσινόης που κατάλαβε πως δεν υπήρχε λόγος να προσπαθεί<br />
να πείσει τον απεσταλμένο των θεών απλά και μόνο γιατί αυτό είχε<br />
ήδη γίνει.<br />
Σταμάτησε λοιπόν τον πύρινο μονόλογο της χαμογελώντας και κοίταξε<br />
τον Μίλτο με ένα αμήχανο βλέμμα που έλεγε μια μόνο λέξη: ευχαριστώ.<br />
«<strong>Ο</strong> τόπος και ο χρόνος βρίσκονται κάπου στο μέλλον, θα σε<br />
οδηγήσει εκεί ο Κάδμηλος Ερμής που αυτή την στιγμή μιλάει με το<br />
στόμα μου», ο αρχιερέας πήρε επάνω του την συνέχεια του θαυμαστού<br />
τους έργου.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος μόλις που πρόλαβε να τους χαιρετήσει ρίχνοντας από ένα<br />
βλέμμα στον καθένα ενώ ένοιωθε την ίδια ακατανίκητη δύναμη που τον<br />
έφερε νωρίτερα στο ιερό νησί να τον τραβάει προς τα πού άραγε; Άγνωστο.<br />
Μήπως και τον ένοιαζε; Όχι βέβαια. Αφέθηκε λοιπόν γεμάτος εμπιστοσύνη<br />
στην τεράστια εκείνη δύναμη που υπηρετούσε όπως και αυτός το καλό και<br />
το δίκαιο.<br />
Αυτό που θα μπορούσε να τον τρομάξει αυτήν την φορά ήταν το γεγονός<br />
πως καθώς ταξίδευε δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό γύρω του.<br />
Μια παράξενη γκρι θολούρα τον είχε κυκλώσει θυμίζοντας του ένα κινούμενο<br />
με ιλιγγιώδη ταχύτητα τοπίο. Δεν τον τρόμαξε αυτό όμως, τόσο<br />
μεγάλη ήταν η εμπιστοσύνη του σ’εκείνη την δύναμη που τον άρπαξε στα<br />
πανίσχυρα νύχια της και τον ταξίδευε με τα φτερά της στο ραντεβού του με<br />
το πεπρωμένο.<br />
Κάποτε ένοιωσε πως κατέβαινε. Κοίταξε κάτω και αντίκρισε ένα πολύχρωμο<br />
χαλί με τα χρώματα της γης να σκεπάζει το χώμα.<br />
Φθινόπωρο, άλλαξε και η εποχή του χρόνου; Αυτά μόνο πρόλαβε να<br />
σκεφτεί καθώς ¨προσγειώθηκε¨ αργά και απαλά μέσα στο σώμα ενός<br />
ξανθού μεγαλόσωμου άνδρα που κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα τεράστιο<br />
δόρυ, και φορούσε στο κεφάλι ένα δερμάτινο κράνος στολισμένο με δυο<br />
κέρατα ταύρου. Είχε τα κατάξανθα μακριά του μαλλιά πλεγμένα σε δυο<br />
υπερμεγέθεις πλεξούδες ριγμένες στους πελώριους ώμους του και μακριά<br />
κατάξανθα γένια.<br />
Ήταν σχεδόν γυμνός και βαμμένος γαλάζιος. Πολύπλοκα περιδέραια από<br />
σύρμα του σκέπαζαν ολόκληρο το στήθος. Άριστος θώρακας, κάτι μου<br />
θυμίζει όμως εμένα αυτό! Πράγματι το σώμα του που ήταν ολόκληρο<br />
βαμμένο με ένα έντονο γαλάζιο χρώμα ήταν κάτι παραπάνω από ανάμνηση<br />
για τον Μίλτο.<br />
Η συναυλία των τριγμών που προερχόταν από όλα σχεδόν τα μέρη του<br />
μικρού ξύλινου άρματος το οποίο χοροπηδούσε σαν τρελό στον κακο-
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
τράχαλο δρόμο, όρμησε σαν σίφουνας στα αυτιά του Μίλτου μαζί με τους<br />
κλυδωνισμούς που τον ανάγκαζαν να κρατηθεί από την κουπαστή του<br />
μουγκρίζοντας μια βρισιά σε κάποια περίεργη γλώσσα προς τον αμαξηλάτη<br />
που το οδηγούσε.<br />
Εκείνος, αφού στράφηκε προς το μέρος του δείχνοντας ένα στόμα γεμάτο<br />
καφετιά και δύσοσμα σάπια δόντια, απάντησε γεμάτος σεβασμό στην ίδια<br />
άγνωστη πριν από λίγο για τον Μίλτο γλώσσα: «συχώρα με βασιλιά μου θα<br />
προσέχω περισσότερο, ξεχάστηκα».<br />
Στρέφοντας πίσω το κεφάλι του ο Μίλτος αντίκρισε έναν ολόκληρο στρατό<br />
από μεγαλόσωμους άντρες ντυμένους και βαμμένους σαν αυτόν να ακολουθούν<br />
τρέχοντας πεζοί το άρμα του μουγκρίζοντας σαν πληγωμένα ζώα.<br />
Τα μουγκρητά έδωσαν την θέση τους στους άγριους αλαλαγμούς και τους<br />
κρότους των μετάλλων που χτυπούσαν μεταξύ τους καθώς τα σιδερένια<br />
σπαθιά συναντούσαν με ορμή τις μπρούτζινες ασπίδες τους. <strong>Ο</strong> ήχος των<br />
πολεμικών σαλπίγγων ήρθε και έδεσε με τους προηγούμενους αμέσως μόλις<br />
ξεπρόβαλε απέναντι τους μέσα απ’ την σκόνη ο εχθρός.<br />
Ήταν ένας στρατός από πεζούς λογχοφόρους που σχημάτιζαν μια<br />
μετωπική παράταξη, την φάλαγγα. <strong>Ο</strong>κτώ σειρές αποτελούμενες από οκτώ<br />
άνδρες η κάθε μια, οπλισμένοι με τεράστια δόρατα έξι μέτρων που προεξείχαν<br />
από την πρώτη γραμμή.<br />
Ελαφρά(πρόδρομοι) αλλά και βαριά(εταίροι) οπλισμένοι ιππείς καθώς<br />
και ελαφρά οπλισμένο(ψιλοί) πεζικό που έπαιζε επικουρικό ρόλο στην<br />
μεγάλη και δυσκίνητη φάλαγγα των λογχοφόρων. Τέλος τοξότες και<br />
τμήματα του μηχανικού (μηχανοποιοί) ειδικευμένα στην πολιορκία με<br />
πολιορκητικές μηχανές, που ήταν άχρηστες βέβαια στην παρούσα περίσταση.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος ήξερε τι έπρεπε να κάνει και πώς να σταθεί. Δίπλα του στο<br />
άρμα εκτός από τον αμαξηλάτη με τα χαλασμένα δόντια ένοιωθε και κάποια<br />
άλλη πανίσχυρη παρουσία.<br />
Αυτή ήταν που του έδινε μια σιγουριά φερμένη από τα υπερφυσικά πεδία<br />
όπου ελάχιστοι θνητοί είχαν πρόσβαση ενώ θεοί όπως ο Κάδμηλος Ερμής<br />
τα κατοικούσαν.<br />
Μια πύρινη πανοπλία με τέλεια εφαρμογή ένοιωσε να φοράει ο Μίλτος<br />
που έδειξε την χάρη της από την πρώτη κιόλας στιγμή της μάχης. Ένα<br />
σμήνος από ιπτάμενα βέλη αφού πρώτα διέγραψαν μισό τόξο στον<br />
συννεφιασμένο ουρανό φθάνοντας στο ζενίθ του σύντομου ταξιδιού τους<br />
έστρεψαν όλα μαζί τις αιχμές τους κάτω προς το μέρος του στρατού των<br />
γαλάζιων ανδρών και αφήνοντας την βαρύτητα να τα παρασύρει ανέπτυξαν<br />
ιλιγγιώδη ταχύτητα και σκόρπισαν τον θάνατο στους γενναίους<br />
άνδρες.<br />
Κάποιο απ’ αυτά φαίνεται πως έγραφε το όνομα του Μίλτου αφού<br />
σφυρίζοντας και με τα φτερά του να περιστρέφονται τράβηξε γραμμή κατ’<br />
απάνω του.<br />
Μέχρι και την μεταλλική περιστρεφόμενη αιχμή του διέκρινε καθαρά ο<br />
Μίλτος και έκανε να σκύψει ασυναίσθητα για προστασία στα υπερυψωμένα<br />
πλευρά του άρματος. Δεν χρειάστηκε όμως, το βέλος χωρίς να<br />
χάσει καθόλου από την ταχύτητά του απλά άλλαξε κατεύθυνση.<br />
Ένα αίσθημα θριάμβου κατάκλεισε τον Μίλτο δίνοντας του μια ακατανίκητη<br />
ορμή που μεταδόθηκε σαν πυρκαγιά στους πολεμιστές που τον<br />
ακολουθούσαν.
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
Άλλωστε κάποιο σχέδιο μάχης που υπήρχε στο μυαλό του Μίλτου από<br />
πριν έκανε την εμφάνιση του στην κατάλληλη στιγμή για να κάνει ακόμη<br />
πιο σταθερό το αίσθημα σιγουριάς που τον είχε κατακλείσει.<br />
Πάνω από τους δυο στρατούς που ετοιμάζονταν να αλληλοσπαραχτούν ο<br />
ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει και φοβερά μπουμπουνητά ακολούθησαν<br />
τις εκτυφλωτικές λάμψεις που φώτιζαν κάθε τόσο τα πάντα με ένα λαμπρό<br />
λευκό απόκοσμο φως. Ένας δυνατός αέρας σηκώθηκε απ’ το πουθενά<br />
κάνοντας τους πολεμιστές να κοντοσταθούν για μερικά δευτερόλεπτα και<br />
να κοιτάξουν τον σκοτεινό ουρανό που αυλάκωναν ασημένιες φωτεινές<br />
φλέβες.<br />
<strong>Ο</strong>ι φωνές των βαθμοφόρων κατάφεραν τελικά να καλύψουν το βουητό<br />
του αέρα και οι αντίπαλοι όρμησαν πάλι μπροστά.<br />
Εκείνα τα δευτερόλεπτα ο Μίλτος ήταν σίγουρος πως καθώς έστρεψε<br />
ψηλά το βλέμμα του στους σκοτεινούς αιθέρες διέκρινε τις φωσφορίζουσες<br />
μορφές ενός ταύρου, μιας τεράστιας τίγρης με μεγάλους κάτασπρους<br />
κυνόδοντες καθώς και μιας τεράστιας πρασινωπής σαύρας που είχαν<br />
μπλεχθεί σ’ έναν φονικό χορό με έναν τεραστίων διαστάσεων άνδρα με<br />
κεφάλι ρινόκερου-που κάποιον θύμιζε στον Μίλτο-έναν ακόμη τερατώδη<br />
άνδρα με πόδια τράγου και δυο μελαχρινούς νέους με μυώδη σώματα και<br />
κατάμαυρα μαλλιά που κράδαιναν ο καθένας από ένα τεράστιο σπαθί πάνω<br />
απ’ το κεφάλι του.<br />
Απασχολημένοι λοιπόν οι τερατώδεις σύμμαχοι του Κεραυνού-Τζων και<br />
ένας θεός ξέρει με πόσα ονόματα ακόμη μέσα στους αιώνες, να παλεύουν<br />
εκεί επάνω με κάτι αντιπάλους παραπάνω από ισάξιους τους έλυναν<br />
εντελώς τα χέρια του Μίλτου βοηθώντας τον να φέρει σε πέρας το έργο που<br />
του είχαν αναθέσει μια μητέρα και μια γιαγιά κάπου στα βάθη του χρόνου<br />
σε κάποιο ιερό νησί.<br />
Βροχή έπεφταν στο μεταξύ τα βέλη που εκτοξεύονταν και από τις δυο<br />
παρατάξεις χαρίζοντας απλόχερα και χωρίς διακρίσεις τον θάνατο.<br />
<strong>Ο</strong> στρατός των ξανθόμαλλων ανδρών με τα βαμμένα κορμιά που οδηγούσε<br />
στην μάχη ο Μίλτος ήταν σαφώς μεγαλύτερος σε αριθμό από τον<br />
αντίπαλο τους στρατό των Μακεδόνων.<br />
Και μόνο ο αριθμός των πεζικάριων που έφτανε τους εκατόν πενήντα<br />
χιλιάδες ήταν αρκετός για να κάνει και τους πιο ριψοκίνδυνους στρατηγούς<br />
να το ξανασκεφτούν προτού παραταχθούν απέναντι στον πολυάριθμο αυτό<br />
στρατό των βάρβαρων αλλά άξιων και τιμημένων στη μάχη Γαλατών<br />
πολεμιστών.<br />
Και οι είκοσι χιλιάδες ιππείς που τους συνόδευαν δεν αποτελούσαν βέβαια<br />
καμιά αμελητέα ποσότητα για την έκβαση οποιασδήποτε μάχης.<br />
Έμοιαζε άπειρος στην τέχνη του ορθόδοξου πολέμου λοιπόν ο ηγέτης των<br />
Μακεδόνων γιατί άλλο πράγμα το να γνωρίζεις καλά τον χειρισμό του<br />
ξίφους και άλλο το χάρισμα να οδηγείς τα στρατεύματα σου με επιτυχία<br />
στην μάχη.<br />
Καλές και αποτελεσματικές οι σάρισες αλλά τι να σου κάνουν και αυτές<br />
όταν στομώνουν από τα πτώματα των εχθρών;<br />
Γιατί οι Γαλάτες φόβο στην μάχη δεν γνώριζαν αποφασισμένοι καθώς<br />
ήταν να κατακτήσουν την πλούσια Ελλάδα που οι θησαυροί των ναών της<br />
και μόνο έφθαναν για να γεμίσουν με χρυσάφι τα θησαυροφυλάκια όλων<br />
των Κελτών βασιλιάδων. Τα πρώτα κύματα των πεζών έπεσαν με μανία<br />
επάνω στις ακονισμένες αιχμές των εξάμετρων δοράτων λες και προσπα-
ΜΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤ<strong>Ο</strong>Σ<br />
θούσαν να τις βγάλουν εκτός μάχης στομώνοντας τες με τα νεκρά κορμιά<br />
τους.<br />
<strong>Ο</strong>ι κραυγές πόνου ενώνονταν με τις πολεμικές ιαχές σ’ ένα σκληρό<br />
τραγούδι όπου το ίσο κρατούσε ο ήχος των ξεσχισμένων σωμάτων από την<br />
καλά ακονισμένη λεπίδα του δρεπανιού που δούλευε στα χέρια του ακούραστα<br />
ο χάρος.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος εξακόντισε με μεγάλη δύναμη το μακρύ του δόρυ. Προσπάθησε<br />
να περάσει τις πυκνές γραμμές των ανασηκωμένων Μακεδονικών σαρισών<br />
που κρατούσαν στρατιώτες οι οποίοι περπατούσαν πίσω από την πρώτη<br />
οκτάδα που μάταια αγωνιζόταν να κρατήσει προτεταμένες τις σάρισες με<br />
το μακάβριο φορτίο.<br />
Η καμπύλη τροχιά του το έκανε να περάσει πάνω από τα κεφάλια και τα<br />
δόρατα των στρατιωτών και να προσγειωθεί στο στήθος κάποιου βαθμοφόρου<br />
που προσπαθούσε με τις φωνές του να κρατήσει την συνοχή των<br />
ανδρών στην φάλαγγας.<br />
Εκείνος κοίταξε με απορία τον σκοτεινό ουρανό και του φάνηκε πως είδε<br />
κάπου εκεί ψηλά τον μυθικό Μινώταυρο που πολεμούσε με τον Κάστορα<br />
τον έναν από τους θεϊκούς Διόσκουρους.<br />
Αυτός λοιπόν είναι ο θάνατος ,σκέφτηκε και άφησε τον αιμάτινο πίδακα<br />
να πεταχτεί προς το στεγνό λαρύγγι του πνίγοντάς τον.<br />
Σ’ ένα σήκωμα του χεριού του βασιλιά τους οι Γαλάτες τοξότες έστειλαν<br />
άλλη μια βροχή από βέλη τα οποία στο ζενίθ της καμπύλης τροχιάς τους<br />
σχημάτισαν ένα ξύλινο παραπέτασμα και χώρισαν έτσι τις δυο επικές μάχες<br />
που εξελίσσονταν ταυτόχρονα. Η μια στους σκοτεινούς αιθέρες και η άλλη<br />
στο σκεπασμένο από φθινοπωρινά φύλλα έδαφος.<br />
Εκτός απ’ αυτό όμως επειδή τα περισσότερα στο τέλος της τροχιάς τους<br />
άλλα συνάντησαν ακάλυπτα σημεία στα σώματα των Μακεδόνων στρατιωτών<br />
και άλλα διαπέρασαν τους άσχημα συντηρημένους δερμάτινους<br />
θώρακες τους κατάφεραν τελικά να διασπάσουν την συνοχή της φάλαγγας.<br />
<strong>Ο</strong> Μίλτος έκανε νόημα στον αμαξηλάτη του να στρέψει το μικρό ξύλινο<br />
άρμα που το τραβούσε ακούραστα ένα ζευγάρι ξανθά γεροδεμένα πόνεϊ<br />
στα δυτικά όπου είχε ξεκινήσει μια σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στα δυο<br />
αντίστοιχα σώματα του ιππικού.<br />
Την καθοδήγηση του πεζικού ανέλαβε ένας άφοβος άντρακλας ο πιστός<br />
του αρχιστράτηγος ο οποίος με φωνές προέτρεπε τους άνδρες του να<br />
εισχωρήσουν στο ρήγμα που σχηματίστηκε στο μπροστινό τμήμα της<br />
φάλαγγας. Ήξερε καλά την δουλειά του ο Αρσεζεκτορίξ και ανταπόδωσε<br />
περήφανα τον χαιρετισμό του βασιλιά του που ξεκινούσε να διευθύνει την<br />
μάχη η οποία θα έκρινε όλη την αναμέτρηση σχηματίζοντας στον αέρα το<br />
σινιάλο που ζητούσε την εύνοια του θεού του πολέμου.<br />
Το άρμα περνώντας ανάμεσα από άνδρες που πολεμούσαν σώμα με<br />
σώμα και αναπηδώντας πάνω σε πτώματα έφθασε τελικά στο κυρίως σώμα<br />
του Γαλατικού ιππικού που άρχισε να χωρίζεται στα δύο όπως η θάλασσα<br />
από το ραβδί του Μωυσή. <strong>Ο</strong> ήχος από τα γυμνά σπαθιά που χτυπούσαν<br />
πάνω στις μεταλλικές ασπίδες γέμισε τον αέρα μόλις οι ιππείς κατάλαβαν<br />
την παρουσία του βασιλιά τους.<br />
Μέσ’ τον ορυμαγδό της μάχης ήρθε να προστεθεί και ο ήχος από τις<br />
δεκαπέντε πολεμικές σάλπιγγες, τις κάρνυκες, που υπακούοντας σε κάποιο<br />
ουράνιο πρόσταγμα άρχισαν να ηχούν όλες μαζί σκεπάζοντας για λίγο τους<br />
ήχους της μάχης. Η πολεμική κραυγή που ξεχύθηκε από το στόμα του<br />
Μίλτου καθώς το άρμα του προέλαυνε ανάμεσα από το ιππικό έδεσε τέλεια
<strong>Ο</strong> ΑΙΘΕΡ<strong>Ο</strong>ΒΑΤΗΣ<br />
με τον στριγκό ήχο που έστελναν στον σκοτεινιασμένο ουρανό οι πολεμικές<br />
σάλπιγγες παρασέρνοντας τους σκληροτράχηλους πολεμιστές σε μια<br />
αγωνιστική φρενίτιδα που φάνηκε στην ταυτόχρονη επιτάχυνση του<br />
καλπασμού όλων των αλόγων.<br />
Το άρμα πέρασε τελικά στην κεφαλή του σχηματισμού των ιππέων με τον<br />
αμαξηλάτη του να σκουπίζει με τον πήχη του αριστερού χεριού τα δακρυσμένα<br />
απ’ τον αέρα μάτια του ενώ με το δεξί τίναζε με δύναμη τα χαλινάρια<br />
στις ιδρωμένες πλάτες των αλόγων προτρέποντας τα να διατηρήσουν τον<br />
έντονο καλπασμό τους και έναν Μίλτο να ζει σε κάποιον άλλο κόσμο<br />
συνεπαρμένος από την δυνατή συγκίνηση της μάχης.<br />
Απέναντι τους μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης διέκριναν αχνά τον μαύρο<br />
όγκο του Μακεδονικού ιππικού που κάλπαζε με την ίδια ταχύτητα και<br />
κατεύθυνση ευθεία μπροστά, κατ’ επάνω τους.<br />
Η απόσταση λιγόστεψε και ο Μίλτος βρήκε την ευκαιρία να εκτοξεύσει το<br />
δόρυ του δίνοντας έτσι το σύνθημα στους πρώτους καβαλάρηδες της<br />
φάλαγγας να εξαπολύσουν και αυτοί τα δόρατα τους μετά από αυτόν όπως<br />
όριζαν οι κανόνες της μάχης των Κελτών.<br />
Τα αντίστοιχα δόρατα εξαπολύθηκαν και από τους Μακεδόνες ιππείς με<br />
αποτέλεσμα να καταστραφεί η ασπίδα του Μίλτου καθώς την διαπέρασε<br />
ένα χωρίς να ακουμπήσει τον ίδιο ευτυχώς .<br />
Δεν έγινε το ίδιο όμως και με τα υπόλοιπα δόρατα που κατόρθωσαν να<br />
γκρεμίσουν από τα άλογα τους αρκετούς Γαλάτες ιππείς στην πρώτη σειρά<br />
του σχηματισμού.<br />
Το θάρρος δεν εγκατέλειψε όμως τους γαλάζιους πολεμιστές που συνέχισαν<br />
με αμείωτη ορμή την επέλαση τους.<br />
Το άρμα του Μίλτου έπεσε με ορμή πάνω στους πρώτους καβαλάρηδες<br />
του Μακεδονικού σχηματισμού γκρεμίζοντας δυο αναβάτες με τα άλογα<br />
τους και δημιουργώντας ένα μικρό ρήγμα που ίσα-ίσα χωρούσε στο πλάτος<br />
του τρεις άνδρες.<br />
Αλλά πού βρισκόταν επιτέλους ο βασιλιάς τους; Δεν φημίζονταν καθόλου<br />
για δειλοί οι Μακεδόνες μονάρχες, άρα;<br />
<strong>Ο</strong> ιππέας που τον συνόδευε στα δεξιά, του έκανε ένα σινιάλο δείχνοντας<br />
με το σπαθί του στα ανατολικά όπου ένα νέο σύννεφο σκόνης έκανε την<br />
εμφάνιση του κάνοντας τον να χαμογελάσει γιατί είχε προβλέψει κάτι τέτοιο<br />
και κράτησε κάποιες εφεδρείες που θα έσπευδαν να τους βοηθήσουν<br />
την κατάλληλη στιγμή.<br />
Έκανε σινιάλο στον αμαξηλάτη να στρέψει το άρμα προς τα εκεί και ένα<br />
άγριο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του καθώς αναλογίστηκε τον τρόπο<br />
που αυτός, ένας άνθρωπος των γραμμάτων έφτασε να ζει και να απόλαμβάνει<br />
τέτοιες στιγμές άγριου μεγαλείου, δόξας και πολεμικού πυρετού.<br />
Πράγματι όσο το άρμα πλησίαζε στις Μακεδονικές ενισχύσεις τόσο πιο<br />
καθαρά διακρινόταν η φιγούρα ενός καβαλάρη που κάλπαζε επικεφαλής<br />
τους σ’ ένα υπέροχο κατάμαυρο άτι μοιάζοντας να το συγκρατεί περισσότερο<br />
παρά να το πιέζει στον καλπασμό.<br />
Ένα κατάμαυρο λοφίο στην περικεφαλαία του μαύρου ιππέα σκόρπισε<br />
και την τελευταία αμφιβολία του Μίλτου σχετικά με την ταυτότητα του<br />
Μακεδόνα επικεφαλή.<br />
Καθόλου δειλός λοιπόν, και αν κρίνουμε απ’ την φούρια του<br />
καλπασμού του και τον τρόπο που έχει αποσπαστεί από το κυρίως<br />
σώμα της δύναμης μάλλον ριψοκίνδυνος θα μπορούσε να<br />
χαρακτηριστεί. Αν λάβουμε υπ ‘όψιν δε και τον τρόπο που έστειλε<br />
πίσω νωρίτερα την Γαλατική ειρηνευτική αντιπροσωπία αφού<br />
εξευτέλισε πρώτα τους άνδρες της, μέχρι και παλαβός ακόμη.
η συνέχεια στο...<br />
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/421