Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
Δ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Κ Δ Ο Σ Η Ι Ε Ρ Α Σ Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ε Ω Σ Ι Ε Ρ Α Π Υ Τ Ν Η Σ Κ Α Ι Σ Η Τ Ε Ι Α Σ<br />
Ἄγκυρα<br />
Ἐλπίδος<br />
Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ο Σ Β ΄ Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9 0 Ι Α Ν Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ - Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 6
Περιεχόμενα<br />
σελ.<br />
Λόγος Κατηχητήριος ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας<br />
καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς <strong>2016</strong>, ................................................................ 3-4<br />
Ἡ τριχοτομία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σχέση της<br />
μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου «Τὸ γνῶθι σαὐτόν»,<br />
Νικολάου Τζιράκη ............................................................................................... 5-19<br />
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,<br />
Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου ................................................................................... 20-29<br />
Κοσμικές Ἀπόκριες καί ἐκκλησιαστική Ἀπόκρεως,<br />
Γιάννη Γ. Τσερεβελἀκη ......................................................................................... 30-39<br />
Ἀθωνικά ἀφηγήματα,<br />
Ἀντωνίου Ἐμμ. Στιβακτάκη ................................................................................. 40-42<br />
Ὀρθόδοξος Γάμος - Σύμφωνο Συμβίωσης,<br />
Ἀποστόλου Μπουρνέλη ...................................................................................... 43-49<br />
Νάντια Μαρία Ἔλ Σέιχ:«Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες»,<br />
Λουκᾶ Δ. Παπαδάκη ............................................................................................ 50-53<br />
Παλαιοί καί νέοι ἡμεροδεῖκτες καί ἑορτές,<br />
Ἀναστασίας Στεφ. Γοντικάκη .............................................................................. 54-56<br />
Ἀπό τή ζωή τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ........................ 57-59<br />
Ἀπό τή ζωή τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, .................................................................. 60-63<br />
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Διμηνιαῖο Ὀρθόδοξο Περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας.<br />
Περιόδος Β΄, Τεῦχος <strong>90</strong>, Ἰανουάριος - Φερουάριος <strong>2016</strong>.<br />
Ἰδιοκτήτης: Ἱερά Μητρόπολις Ἱεραπύτνης καί Σητείας.<br />
Ἐκδότης-Διευθυντής, Ὑπεύθυνος κατά νόμο: Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης<br />
καί Σητείας κ. Εὐγένιος.<br />
Ἠλεκτρονική στοιχειοθεσία: Σταῦρος Κακοδειπνάκης, Γραμματεύς Ἱ. Μητροπόλεως.<br />
Ἐπιμέλεια ὕλης, ἠλεκτρονική σελιδοποίηση, προετοιμασία ἐκτύπωσης: Ἀρχιμ. Κύριλλος<br />
Διαμαντάκης, Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας.<br />
Διεύθυνση: Φιλοθέου Α΄ 8, 722 00 Ἱεράπετρα. Τηλέφωνο: 28420 22400/22786,<br />
FAX: 28420 89653 / Web Site: www.imis.gr / E-mail: imis@imis.gr<br />
Κωδικός Ταχυδρομείου: 6155. Ἐκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ», Ἡράκλειο.<br />
Τό περιοδικό ἀποστέλλεται δωρεάν. Προαιρετικές εἰσφορές καί ἐμβάσματα.<br />
Ἐξώφυλλο: Ὁ Ἅγιος Βασίλειος· τοιχογραφία τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀπό τόν Ἐνοριακό Ἱερό Ναό<br />
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Ἐνορίας Μέσα Μουλιανῶν Σητείας· α´ μισό 14ου αἰ.<br />
Τό περιοδικό ἐκδίδεται μέ τή χορηγία τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος τῆς<br />
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ».
Λόγος Κατηχητήριος<br />
ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας<br />
καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς <strong>2016</strong><br />
Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ<br />
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ<br />
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ<br />
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ<br />
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,<br />
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ<br />
ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,<br />
ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ<br />
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ προσφιλῆ καὶ εὐλογημένα,<br />
Διὰ τῆς θεοπνεύστου ρήσεως τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Κυρίου καὶ<br />
τῶν κριμάτων αὐτῆς, εἰσάγει καὶ ἐφέτος πάντας τοὺς Ὀρθοδόξους<br />
πιστοὺς εἰς τὸ «μυστήριον» τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης<br />
Τεσσαρκοστῆς ὁ ἱερὸς Ψαλμῳδὸς ἀναφωνῶν: «Ποιῶν ἐλεημοσύνας<br />
ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις» (Ψαλμ. 102, 6).<br />
Διότι ὁ Κύριος «ἐμπιπλᾷ ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν μας καὶ ἀνακαινίζει<br />
ὡς ἀετοῦ τὴν νεότητά μας» (πρβλ. ὅ. π. 5).<br />
Ὡς γνωστόν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, ἕκαστος ἄνθρωπος, πλασθεὶς<br />
κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἀποτελεῖ ναὸν Κυρίου.<br />
Πολὺ δὲ περισσότερον ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν καὶ ἐχρίσθημεν διὰ τοῦ Ἁγίου Μύρου<br />
καὶ ἐνεκεντρίσθημεν εἰς τὴν καλλιέλαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴμεθα ναοὶ τοῦ ἐν ἡμῖν<br />
οἰκοῦντος Ἁγίου Πνεύματος, ἀκόμη καὶ ἐὰν διὰ ποικίλων ἁμαρτιῶν, ἑκουσίων ἢ ἀκουσίων,<br />
ἀπομακρυνώμεθα ἀπὸ τοῦ Κυρίου: «εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει» (Β΄ Τιμ. β΄, 13).<br />
Διὰ τοῦ ρύπου ὅμως τῆς ἁμαρτίας κωλύεται ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ ἐνεργῇ ἐν<br />
ἡμῖν, ἐφ᾿ ᾧ καὶ ἡ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὥρισε τὴν ἀρχομένην περίοδον τῶν νηστειῶν<br />
τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἵνα κατ᾿ αὐτὴν καθάρωμεν ἑαυτοὺς διὰ τῆς<br />
μετανοίας καὶ γενώμεθα ἄξιοι νὰ ὑποδεχθῶμεν τὰ ζωοποιὰ Πάθη καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν λαμπροφόρον<br />
Ἔγερσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Δεῦρο τάλαινα ψυχή, σὺν τῇ σαρκί σου<br />
τῷ πάντων Κτίστῃ, ἐξομολογοῦ∙ καὶ ἀπόσχου λοιπόν, τῆς πρὶν ἀλογίας, καὶ προσάγαγε Θεῷ,<br />
ἐν μετανοίᾳ δάκρυα», καλεῖ πάντας τοὺς πιστοὺς ὁ ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος Ἅγιος<br />
Ἀνδρέας Κρήτης (τροπάριον α΄ᾠδῆς).<br />
Ἡ Ἐκκλησία, μεριμνῶσα διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ πνευματικὴν τελείωσίν μας, ἀνοίγει εἰς πάντα<br />
τὰ μέλη αὐτῆς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς μετανοίας, προτρέπουσα συγχρόνως αὐτὰ νὰ πολεμήσουν<br />
τὸν φιλόϋλον καὶ φιλοκτήμονα βίον, ὁ ὁποῖος ὡς «βαρὺς κλοιός» κρατεῖ τὴν ψυχὴν<br />
χοϊκὴν καὶ συρομένην ἐπὶ γῆς, μὴ δυναμένην νὰ ἀνοίξῃ τὰς πτέρυγας αὐτῆς πρὸς τὸν οὐρανὸν<br />
καὶ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.<br />
Τοιουτοτρόπως, διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῶν καθαρτικῶν δακρύων, ἐνδυόμεθα καὶ πάλιν τὸ<br />
πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν θεοΰφαντον στολήν, τὴν ὁποίαν ἀπωλέσαμεν μετὰ τὴν πτῶσιν,<br />
περιβληθέντες «τὸν στολισμὸν τῆς αἰσχύνης, καθάπερ φύλλα συκῆς».<br />
Ἀποτελεῖ, ταυτοχρόνως, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ βρωμάτων καὶ ἀπὸ «διαλογισμῶν ματαίων<br />
καὶ ἐνθυμήσεων πονηρῶν» ἀφετηρίαν διὰ τὴν ὀρθήν, μεμετρημένην καὶ σώφρονα δια-<br />
3
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
χείρισιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ προοπτικὴν τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, οὕτως ὥστε νὰ ἐκμηδενίζωνται<br />
αἱ ἀρνητικαὶ καὶ διὰ τὸ κοινωνικὸν καὶ φυσικὸν περιβάλλον ἐπιπτώσεις ἐκ τῆς ἀλόγου<br />
χρήσεώς των καὶ νὰ παραμένῃ μόνον ἡ «νηστεία τῆς ἐλεημοσύνης», ἡ ὁποία νὰ μὴ «γίνηται<br />
κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις», ἀλλὰ ἔλεος καὶ χάρις καὶ ἀνακούφισις εἰς αὐτοὺς καὶ διὰ τὴν<br />
πορείαν μας πρὸς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Μέγας Βασίλειος).<br />
Τοιουτοτρόπως, διὰ τῆς ἐγκρατοῦς χρήσεως, ἁγιάζεται καὶ ἡ ὕλη καὶ ἡ ζωὴ μας, καθότι ἡ<br />
φθαρτὴ ὕλη ἀποτελεῖ οὐχὶ τὸν αὐτοσκοπόν, ἀλλὰ τὸ μέσον τοῦ ἁγιασμοῦ. Συνεπῶς, καὶ διὰ<br />
τοὺς ἔχοντας καὶ κατέχοντας πλουσίους τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ νηστεία πρέπει νὰ<br />
ἀποτελῇ ἀφορμὴν ἐγκρατείας, μὲ τελικὸν σκοπόν «περισσεύειν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει<br />
Πνεύματος Ἁγίου», κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ μεγαλορρήμονος Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου<br />
(πρβλ. Ρωμ. ιε΄, 13) καὶ ἀποβλέπειν καὶ εἰς τοὺς σημερινοὺς πτωχούς «Λαζάρους» τῆς<br />
ἀνθρωπότητος καὶ τῆς προσφυγιᾶς.<br />
Πέραν ὅμως τούτων, δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, τὸ ἀληθὲς πνεῦμα τῆς<br />
νηστείας καὶ τῆς ἐγκρατείας, τὸ ὁποῖον καθιστᾷ ταύτας εὐαρέστους τῷ Κυρίῳ, καθὼς διδάσκει<br />
ὁ ἀδελφόθεος Ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγων: «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ<br />
Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον<br />
ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Ἰακ. α΄, 27). Διότι δὲν θὰ ἐπιτύχωμεν τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν<br />
ἀφθόνως παρέχει ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια, ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ τῆς ἀσιτίας καὶ τῆς ἀποχῆς<br />
ἀπὸ τῶν ὑλικῶν τροφῶν: «Εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν,<br />
ἱνατί μοι νηστεύετε;», ἀναρωτᾶται ὁ Προφήτης Ἡσαΐας (58, 4). «Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην<br />
[...], ἀλλὰ [...] διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς<br />
τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε...», λέγει καὶ παραγγέλλει ὁ Κύριός μας διὰ τῆς<br />
φωνῆς τοῦ Προφήτου Αὐτοῦ (Ἡσ. 58, 5-7).<br />
Ἰδιαιτέρως σήμερον ἡ οἰκονομικὴ κρίσις, ἡ προσφυγιὰ καὶ αἱ ποικιλότροποι δυσχέρειαι, αἱ<br />
ὁποῖαι παγκοσμίως ἐμφανίζονται, μάλιστα δὲ εἰς ὡρισμένους λαοὺς καὶ χώρας, παρέχουν εἰς<br />
ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν δυνατότητα νὰ καλλιεργήσωμεν τὸ γνήσιον τοῦτο πνεῦμα τῆς νηστείας,<br />
συνδυάζοντες τὴν ἀποχὴν τῶν βρωμάτων μὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ ἀλληλεγγύης<br />
πρὸς τοὺς ἔχοντας ἄμεσον ἀνάγκην ἀδελφούς μας, τοὺς πάσχοντας, τοὺς ἐνδεεῖς καὶ πένητας,<br />
τοὺς ἀστέγους καὶ πρόσφυγας, τοὺς μὴ ἔχοντας «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η΄,<br />
20), αὐτοὺς τούς ὁποίους αἱ σκληραί περιστάσεις τοῦ πολέμου καὶ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων<br />
ἀναγκάζουν νὰ ἐγκαταλείπουν τὰς πατρογονικὰς ἑστίας των καὶ νὰ ταξιδεύουν ἐν μέσῳ<br />
πολλῶν κινδύνων καὶ θλίψεων καὶ κόπων.<br />
Ὅταν ἡ νηστεία μας συνοδεύηται ἀπὸ τοιαύτην αὔξησιν τῆς φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης μας<br />
πρὸς τὸν ἐλάχιστον ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, θρησκείας, γλώσσης καὶ καταγωγῆς,<br />
τότε αὕτη θὰ ἀναβαίνῃ ἀπ᾿ εὐθείας εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ ὡς θυμίαμα εὔοσμον<br />
καὶ ἄγγελοι θὰ συμπαρίστανται εἰς ἡμᾶς νηστεύοντας, ὅπως διηκόνουν τὸν Κύριον εἰς τὴν<br />
ἔρημον.<br />
Ἀπὸ καρδίας εὐχόμεθα ἀδελφικῶς καὶ πατρικῶς εἰς ἅπαντας τὸ ἀρχόμενον στάδιον τῶν<br />
Ἁγίων Νηστειῶν νὰ εἶναι καρποφόρον καὶ ἁγιαστικόν, πλῆρες χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ, καὶ ὅπως<br />
ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Θεὸς νὰ προσέλθωμεν ἀπροσκό-πτως εἰς τὸν αἰώνιον ζωοποιὸν Κρατῆρα, τὴν<br />
ζωηφόρον Πλευρὰν τοῦ Κυρίου, «ἐξ ἧς ὁ διπλοῦς ἡμῖν ἐξέβλυσε, κρουνὸς τῆς ἀφέσεως καὶ<br />
γνώσεως» (Μέγας Κανών, τροπάριον τῆς δ΄ ᾠδῆς).<br />
Αὐτοῦ ἡ Θεία Χάρις καὶ τὸ ἄπειρον Ἔλεος εἴησαν μετὰ πάντων ὑμῶν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα,<br />
ὥστε ἐν τοιούτῳ εὐαγγελικῷ φρονήματι χαρισθῇ ἡμῖν ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ ἡ πανήγυρις<br />
τῶν πανηγύρεων, ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ<br />
ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐχαριστία νῦν καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.<br />
Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ,βις ́<br />
4<br />
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ<br />
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
Ἡ τριχοτομία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σχέση της<br />
μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου «Τὸ γνῶθι σαὐτόν»<br />
Νικολάου Τζιράκη,<br />
Ὁμότιμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν<br />
Μέρος β´ (συνέχεια ἀπό τό τεῦχος 88)<br />
6.2 Ἀρετὲς καὶ κακίες τοῦ Συναισθηματικοῦ.<br />
Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ 6 ου<br />
κεφαλαίου, τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος<br />
ἐπιγράφει Ἀρεταὶ τοῦ<br />
Συναισθηματικοῦ, περιλαμβάνει<br />
39 ἀρετὲς καὶ κακίες. Καὶ ἐδῶ δὲν ἀναφέρει<br />
ὁ συγγραφέας μας κάθε ἀρετὴ καὶ κάθε<br />
κακία μονολεκτικὰ ἀλλὰ περιφραστικά.<br />
Χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ τὴν πρόθεση περί + γεν.<br />
(30 περιπτώσεις) ἢ τὴ λέξη εἰκών + γεν. (7<br />
περιπτώσεις) καί, τέλος, τὴ λέξη χαρακτήρ +<br />
γεν. (2 περιπτώσεις). Τὸ ἐπίθετο<br />
συναισθηματικός, -ή, -όν δηλώνει ὅ,τι<br />
σχετίζεται μὲ τὸ συναίσθημα. Ἄρα, γιὰ νὰ<br />
ἑρμηνεύσουμε πῶς καὶ γιατί ὁ ἅγιος<br />
Νεκτάριος ἐντάσσει τὶς 39 ἀρετὲς καὶ κακίες<br />
στὸ δεύτερο κατ’ αὐτὸν τμῆμα τοῦ Θυμικοῦ<br />
τῆς ψυχῆς, πρέπει νὰ ἔχουμε κάποια γνώση<br />
γιὰ τὸ τί σημαινει ὁ ὅρος συναίσθημα.<br />
Ἂν λάβουμε ὑπόψη τὴ θέση τοῦ Πασκάλ, ὅτι<br />
«ἡ καρδιὰ ἔχει τοὺς λόγους της ποὺ ἡ λογικὴ<br />
τοὺς ἀγνοεῖ», δὲν εἶναι δύσκολο νὰ<br />
κατανοήσουμε τὸ μεγάλο πρόβλημα ποὺ<br />
ὑπάρχει γύρω ἀπὸ τὴν προσέγγιση τοῦ ὅρου<br />
συναίσθημα τόσο ἀπὸ φιλοσοφικὴ ὅσο καὶ<br />
ἀπὸ ψυχολογικὴ ἄποψη. Ὅσον ἀφορᾶ, λοιπόν,<br />
τὴν ψυχολογικὴ προσέγγιση τοῦ ὅρου<br />
συναίσθημα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ὁρίσουμε<br />
ὡς τὴν ἰδιότητα (ἢ τὸ τμῆμα) τῆς ψυχῆς ἢ τὴν<br />
ψυχικὴ κατάσταση ποὺ ἀνακλᾶ π.χ. τὴν<br />
ὑποκειμενικὴ σημασία μιᾶς ἀρετῆς (ἢ μιᾶς<br />
κακίας) ποὺ προκαλεῖ συγκίνηση. Σύμφωνα<br />
μὲ τὰ παραπάνω, τὰ συναισθήματα μπορεῖ νὰ<br />
εἶναι κοινωνικά, πνευματικά, διανοητικά,<br />
ἠθικά, θρησκευτικά, μεταφυσικὰ κ.λπ.<br />
Βεβαίως, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ, οὔτε<br />
ὅμως καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀσχολεῖται μὲ τὰ<br />
σωματικὰ ἢ ὀργανικὰ συναισθήματα, π.χ. μὲ<br />
τὴ δύναμη ἢ τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματος, μὲ<br />
τὴν πείνα ἢ τὴ δίψα, μὲ τὸν κορεσμὸ ἢ τὸν<br />
ὑπερκορεσμὸ ἀπὸ φαγητὸ ἢ ποτὸ κ.ἄ.π.<br />
Εἶναι σημαντικὸ πάντως νὰ τονίσουμε, ὅτι<br />
ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀρχίζει τὸ β΄ μέρος τοῦ 6 ου<br />
κεφαλαίου μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς χαρᾶς ἐν Κυρίῳ,<br />
παραθέτοντας δύο ὁρισμοὺς γιὰ τὴ χαρά. Ὁ<br />
πρῶτος ἀνήκει στὸν Μ. Βασίλειο καὶ ὁρίζει:<br />
«Ἡ χαρὰ εἶναι, θὰ ἔλεγα, κάποιο σκίρτημα τῆς<br />
ψυχῆς, ἡ ὁποία ὑπερηφανεύεται γιὰ ὅσα<br />
ἀφοροῦν τὴν κρίση (της)». (Ἡ δὲ χαρὰ οἷον<br />
σκίρτημά τί ἐστι τῆς ψυχῆς ἐπαγαλλομένης<br />
τοῖς κατὰ γνώμην). Ὁ δεύτερος ἀνήκει στὸν<br />
Ἰω. Χρυσόστομο: «Χαρὰ εἶναι ἡ πλήρωση<br />
ὅσων ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά, ἡ ἀπόλαυση ὅσων<br />
μᾶς προξενοῦν εὐχαρίστηση καὶ ἡ λήθη<br />
ὅσων μᾶς προκαλοῦν λύπη» (Χαρά ἐστι<br />
καταθυμίων πλήρωσις, καὶ ἡδέων ἀπόλαυσις,<br />
καὶ ἀνιαρῶν λήθη). Κατὰ τὸν Νεκτάριο, ἡ<br />
κοσμικὴ χαρὰ δὲν εἶναι χαρά. Ἀντίθετα,<br />
βεβαίως, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ οἱ θλίψεις<br />
ἔχουν χαρά.<br />
Πιστὸς σ’ αὐτὴν τὴ γραμμὴ ὁ Ἅγιος<br />
παραθέτει ἀρκετὲς γνῶμες Πατέρων τῆς<br />
Ἐκκλησίας χωρὶς δικό του σχολιασμό. Αὐτο<br />
τὸ κάνει στὴν § 2, ὅπου ὁμιλεῖ<br />
κυριαρχούμενος θὰ λέγαμε ἀπὸ τὸν οἶστρο<br />
γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου<br />
Πνεύματος. Ἰδοὺ ὁ λόγος του: «Χαρά! λέξη<br />
προσφιλής, λέξη ἐπιπόθητη, λέξη ποὺ συγκινεῖ<br />
τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, λέξη ποὺ δηλώνει<br />
ἀγαλλίαση, λέξη ποὺ σημαίνει εὐφροσύνη,<br />
λέξη ποὺ ἐκφράζει πνευματικὴ τέρψη καὶ<br />
ἡδονή. Χαρά! Μὲ ποιά λόγια νὰ περιγράψω<br />
τὸ συναίσθημα ποὺ διεγείρει τὴν καρδιὰ<br />
τοῦ ἀνθρώπου; Μὲ ποιόν χρωστήρα νὰ<br />
ζωγραφήσω τὴν εἰκόνα σου, ἢ μὲ ποιόν<br />
τρόπο νὰ βγάλω ἀπὸ μέσα μου μὲ λόγο τὸν<br />
μυστικό σου χαρακτήρα; Καμμία δύναμη<br />
δὲν ἔχω μέσα μου ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ πολλὰ<br />
πράγματα γι’ αὐτὸ τὸ μυστήριο. Δὲν ὑπάρχει<br />
καμμία φωνὴ ποὺ νὰ ἔχει τὴ δύναμη καὶ τὸν<br />
τρόπο νὰ ἐκφράσει τὴν ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ<br />
μυστηρίου. Παραμένει μυστικὴ καὶ κοιμᾶται<br />
στὰ μύχια τῆς καρδιᾶς καὶ ἐμφανίζεται σὲ<br />
5
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
μόνη τὴν ψυχή. Ἡ μυστικὴ αὐτὴ ἐνέργεια<br />
κάνει τὴν καρδιὰ νὰ σκιρτᾶ μὲ εὐφροσύνη καὶ<br />
ἀγαλλίαση. Αὐτὴ μεθάει τὴν ψυχὴ σὰν θεῖο<br />
ποτό. Αὐτὴ ἔγινε ἡ πολυπόθητη καλοπέραση<br />
τῆς ψυχῆς. Αὐτὴ περισσότερο ἀπὸ τὸ μέλι<br />
γλυκαίνει τὴ γλώσσα αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι<br />
γεμάτος ἀπὸ χαρά. Αὐτὴ συνθέτει ὕμνους<br />
στὴν καρδιά, τοὺς ὁποίους τὰ χείλη δὲν<br />
μποροῦν νὰ ἐκφράσουν. Ἡ καρδιὰ ὁμιλεῖ, ἐνῶ<br />
τὰ χείλη σιωποῦν. Τὸ ὑπερφυσικὸ τίθεται σὲ<br />
λειτουργία κατὰ τρόπο μυστικό». Ἡ χαρὰ γιὰ<br />
τὸν Νεκτάριο εἶναι ἅγιο πράγμα. Εἶναι τὸ<br />
προοίμιο τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς. Εἶναι<br />
ὁ ἐπίγειος ἀρραβώνας τῆς οὐράνιας χαρᾶς!<br />
Οἱ 4 παράγραφοι ποὺ ἀκολουθοῦν ἔχουν ὡς<br />
θέματα: α) τὴν ἀρετή, β) τὴν εἰκόνα τῆς<br />
ἀρετῆς τοῦ χριστιανοῦ, γ) τὴν εἰκόνα τοῦ<br />
χριστιανοῦ ποὺ τελειώθηκε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ<br />
δ) τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐναρέτου (Ἅπαντα, τόμ.<br />
Ε΄, σσ. 345-354). Ὁ Ἅγιος «παίζει» μὲ τὴν<br />
ἐτυμολογικὴ προέλευση τῆς λέξης ἀρετή.<br />
Μεταθέτοντας π.χ. τὰ φωνήεντα α καὶ ε<br />
δημιουργεῖ τὴ λέξη ἐρατή, γιὰ νὰ συμπεράνει<br />
ὅτι ἀρετὴ εἶναι ἡ ἐρατή, ἡ ἄξια ἀγάπης, ἡ ἀξιαγάπητη<br />
κτήση ποὺ ὅλοι τιμοῦν καὶ ἐπιλέγουν.<br />
Ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὴν προέλευση τῆς<br />
λέξης ἀπὸ τὸ ρῆμα αἴρω, γιατὶ ἡ ἀρετὴ αἴρει,<br />
μετεωρίζει τὶς ψυχὲς στὸν οὐρανό. Καταφεύγει,<br />
ὅμως, καὶ σὲ ἀξιόλογες γνῶμες<br />
πολλῶν Πατέρων, ἐνῶ δέχεται ὅτι ὁ χριστιανὸς<br />
ποὺ τελειώνεται στὴν ἀρετὴ διαθέτει<br />
εἰκόνα ἀπερίγραπτη καὶ κάλλη ἀνεξεικόνιστα!<br />
Ἡ ἀρετὴ σὰν σκάλα ἐξυψώνει τὸν<br />
ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.<br />
Ὁ λόγος εἶναι, βεβαίως, γιὰ τὴ χριστιανικὴ<br />
ἀρετή. Αὐτὴ εἶναι ὁ διαυγὴς ὀφθαλμὸς τῆς<br />
ψυχῆς, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχὴ βλέπει τὸν<br />
κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου στὴν ἀληθινή τους<br />
μορφὴ καὶ τὴν πραγματικὴ ἀξία καὶ διακρίνει<br />
τὸ θεόμορφο κάλλος τοῦ φθαρτοῦ καὶ<br />
διαρκῶς μεταβαλλόμενου κόσμου. Χωρὶς<br />
τὴν ἐν Χριστῷ ἀρετὴ ποὺ συνδέει τὸν<br />
ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος τίποτε<br />
ἄλλο δὲν θὰ ἔβλεπε παρὰ μόνο τὸν ὑλικὸ<br />
κόσμο. Χωρὶς τὴ χριστιανικὴ ἀρετὴ ὁ<br />
ἄνθρωπος στερεῖται τὸ κάλλιστο θέαμα τῆς<br />
εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐφραίνει τὴν ψυχὴ<br />
τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανικὴ ἀρετή,<br />
καταλήγει ὁ Νεκτάριος, εἶναι ὁ ἀληθινὸς<br />
δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μακαριότητα, ὥστε ὁ<br />
ἐνάρετος χριστιανὸς νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὰ<br />
μακάριος ἄνθρωπος.<br />
Στὶς παραγράφους ποὺ ἀκολουθοῦν: α)<br />
Περὶ φιλίας, β) Εἰκὼν τοῦ φίλου, γ) Περὶ φίλου<br />
ἀνειλικρινοῦς καὶ δ) Περὶ φίλου δολίου,<br />
μοχθηροῦ καὶ σκολιοῦ, ὁ Νεκτάριος θέτει τὸ<br />
θέμα τῆς φιλίας, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἀγάπη δύο<br />
ὑγιῶν ψυχῶν. Δέχεται δηλαδὴ ὅτι ἡ φιλία ὡς<br />
ἀπόρροια ὑγιοῦς ψυχῆς εἶναι ἱερή, ἁγνή,<br />
ἀκέραιη, πιστή, σταθερή, εἰλικρινής,<br />
παρρησιαστική, ἀληθινή, αἰώνια. Εἶναι<br />
σύνδεσμος δύο ὅμοιων ψυχῶν. Ἀναφέρει<br />
μάλιστα ὡς γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλη τὴ γνώμη<br />
τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένη, ὁ ὁποῖος,<br />
ὅταν ρωτήθηκε τί εἶναι φίλος, ἀπάντησε: «μία<br />
ψυχὴ ποὺ κατοιεῖ σὲ δύο σώματα» (Στοβαίου,<br />
Ἀνθολόγιον 2, 33, 10 1-2). Ἡ φιλία εἶναι πιὸ<br />
δυνατὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ αὐτῶν τῶν<br />
συγγενῶν ἐξ αἵματος, ἐπειδὴ ἡ φυσικὴ ἀγάπη<br />
εἶναι προϊὸν ἀνάγκης, ἐνῶ ἡ φιλία εἶναι<br />
ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς μας. Γι’<br />
αὐτὸ στὴν περιγραφὴ τῆς εἰκόνας τοῦ πιστοῦ<br />
φίλου τονίζει, ὅτι ὁ ἀγαθὸς φίλος μπορεῖ νὰ<br />
κάνει καλὸ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τοῦ<br />
φίλου του. Ἔτσι, ὁ καλὸς φίλος χαίρει, ὅταν<br />
εὐτυχεῖ ὁ φίλος του, καὶ τὸν ἐπαναφέρει<br />
στὸν ὀρθὸ δρόμο, ὅταν διαπράττει σφάλμα.<br />
Ὁ φίλος, κατὰ τον Νεκτάριο, εἶναι<br />
προσωποποίηση τῆς ἀρετῆς. Ἀντίθετα, ὁ<br />
ἀνειλικρινὴς φίλος δείχνει φιλία ὅταν εὐτυχεῖ<br />
ὁ φίλος του, ἐνῶ ὅταν δυστυχεῖ τὸν<br />
ἀπαρνιέται. Τὸν λησμονεῖ γρήγορα, ὅταν<br />
ἀτυχήσει, καὶ οὔτε ἐρωτᾶ γι’ αὐτόν, τὸν<br />
λησμονεῖ δὲ καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι γείτονες.<br />
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περιγραφὴ τοῦ<br />
δόλιου καὶ μοχθηροῦ φίλου. Ἰδιαιτέρως, ὅμως,<br />
τὸν μοχθηρὸ φίλο τὸν παραβάλλει ὁ<br />
Νεκτάριος μὲ σκουριὰ χαλκοῦ ποὺ<br />
κατατρώγει τὸν φίλο του ὄχι νεκρὸ ἀλλὰ<br />
ζωντανό! Διαστροφὴ τῆς φιλίας ἀποτελεῖ<br />
κατὰ τὸν Ἅγιο ἡ κολακεία, ποὺ τὴ θεωρεῖ<br />
κακία ἐπιλήψιμη καὶ ἄξια ἀποστροφῆς, γιατὶ<br />
καλύπτεται κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς<br />
φιλίας. Πάνω στὴν κολακεία, ὅπως ἀκριβῶς<br />
πάνω σὲ ἕνα μνῆμα, ἔχει γραφεῖ ἁπλῶς καὶ<br />
μόνο τὸ ὄνομα τῆς φιλίας. Εἶναι γεμάτη ἀπὸ<br />
δόλο καὶ ἐπιπλέον εἶναι ἀνίερη, ἀσεβής,<br />
ἀνειλικρινὴς καὶ ἀπατηλή. Ὅσο γιὰ τὸν<br />
6
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
κόλακα, «εἶναι ἄνθρωπος διεφθαρμένος,<br />
χαμερπὴς καὶ οὐτιδανός». Γενικῶς, μπορεῖ νὰ<br />
πεῖ κανείς, ὅτι οἱ κόλακες μακαρίζουν τοὺς<br />
ἄκακους ἀνθρώπους καὶ διαταράσσουν τὸν<br />
δρόμο τῆς ζωῆς τους. Εἶναι πιὸ πονηροὶ ἀπὸ<br />
τὴν ἀλεποὺ καὶ πιὸ ἄχρηστοι ἀπὸ τὰ κοράκια,<br />
γιατὶ μὲ δόλο καὶ ἀπάτη διαφθείρουν καὶ<br />
καταστρέφουν τὶς ψυχὲς ὅσων δὲν μποροῦν<br />
νὰ σκεφτοῦν σωστά.<br />
Ἄξια βαθιᾶς ἀνάλυσης καὶ ἑρμηνείας εἶναι<br />
καὶ ὅσα ὁ Νεκτάριος ἀναφέρει περὶ ἔρωτος,<br />
τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι εἶναι πάθος ψυχῆς ποὺ<br />
σχολάζει, ὅτι γεννιέται ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ<br />
χρησιμοποιεῖ μὲ περίεργο τρόπο τὴν ὅρασή<br />
του καὶ ἐκδηλώνεται ὡς ὑπερβολὴ κάποιας<br />
ἄλλης ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία γεννιέται πολὺ<br />
γρήγορα στὴν ψυχὴ καὶ σβήνει μὲ πολὺ ἀργὸ<br />
ρυθμό. Εἶναι φλόγα, ποὺ ἔτσι καὶ ἀνάψει,<br />
κατακαίει τὴν καρδιὰ καὶ δὲν σβήνει εὔκολα<br />
ἐπειδὴ ἀναρριπίζεται ἀπὸ τὴ φαντασία, ποὺ<br />
ἀναπλάθει καὶ ἀναπαριστᾶ τὸ εἴδωλο τοῦ<br />
προσώπου, τὸ ὁποῖο ἔχει στὸ μυαλό του ὁ<br />
ἐρωτευμένος. Γιὰ νὰ ἐπικυρώσει ὅλα αὐτὰ ὁ<br />
Νεκτάριος χρησιμοποιεῖ τὴ γνώμη τοῦ<br />
Ἀχιλλέως Τατίου, σύμφωνα μὲ την ὁποία<br />
«ἀφοῦ ὁ ἔρωτας καταλάβει ὁλόκληρη τὴν<br />
ψυχή, δὲν δίνει χῶρο οὔτε σ’ αὐτὴν τὴν<br />
τροφή (ἐννοεῖ, προφανῶς, τὴν ὑλικὴ τροφή)»<br />
(Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σ. 361) 14 .<br />
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει ὅλα<br />
τὰ ἀρνητικὰ τοῦ ἔρωτα, ἂν ὁ τελευταῖος<br />
πέσει πάνω σὲ λογικὴ ψυχὴ καὶ σβήσει πρὶν<br />
καταστρέψει τὴ δύναμη τοῦ νοῦ. Μόνο ἔτσι<br />
ἡ ψυχὴ εἶναι κύρια τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ δὲν<br />
ἀφήνεται νὰ τὴν κυριεύσει ἡ φαντασία.<br />
Ὁ ἔρωτας, ὅπως τὸν περιγράψαμε ἤδη,<br />
κυριεύει τὶς ψυχὲς ποὺ εἶναι ξένες πρὸς τὸν<br />
Θεῖο ἔρωτα. Σύμφωνα μὲ τὸν συλλογισμὸ τοῦ<br />
Ἁγίου, ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου<br />
πλάστηκε γιὰ νὰ ἀγαπᾶ, εἶναι ἀδύνατο νὰ<br />
μείνει ἀπαθὴς ἀπέναντι στὸν ἔρωτα, ἐκτὸς ἂν<br />
ἀγαπήσει τὸν Θεὸ καὶ κυριευθεῖ ἀπὸ τὸν Θεῖο<br />
ἔρωτα. Ἔτσι, ὁ παράλογος ἀνθρώπινος ἔρωτας<br />
ἀδυνατεῖ νὰ κυριεύσει ἐκεῖνες τὶς καρδιὲς ποὺ<br />
ἔχουν τρωθεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν Θεό.<br />
Κοντὰ στὴν ἀγάπη, ὡς κατεξοχὴν<br />
χριστιανικὴ ἀρετή, βρίσκεται τὸ ἔλεος, τὸ<br />
ὁποῖο ὁρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο ὡς «ἑκούσια<br />
λύπη» ποὺ ἔχει τὴν αἰτία της στὰ κακὰ τῶν<br />
συνανθρώπων<br />
μας. Γι’ αὐτὸ<br />
ἐκδηλώνεται<br />
ὡς ἀγαπητικὴ<br />
σ υνδιάθεση<br />
ἀναμεμειγμένη<br />
μὲ λύπη πρὸς<br />
αὐτοὺς ποὺ<br />
αἰσθάνονται<br />
δυσφορία γιὰ<br />
ἀ ν ι α ρ ὰ<br />
πράγματα. Τὸ<br />
ἔλεος, μὲ ἄλλα<br />
λ ό γ ι α ,<br />
γεννιέται ἀπὸ<br />
καρδιὰ ποὺ<br />
συμπαθεῖ καὶ<br />
σ υ μ π ά σ χ ε ι<br />
ἐξαιτίας τῶν<br />
π α θ η μ άτων<br />
τῶν ἄλλων.<br />
Εὔκολα, λοιπόν, γίνεται κατανοητὸ ὅτι καὶ ἡ<br />
ἐλεημοσύνη εἶναι πράξη ἀγαθῆς προαιρέσεως<br />
καὶ ὑπαγορεύεται ἀπὸ ἀγαθὴ καρδιὰ ποὺ<br />
ἀγαπᾶ τὸν πλησίον της. Εἶναι δικαιοσύνη ποὺ<br />
ἐπιστρέφει τὰ ὀφειλόμενα σὲ ὅσους ἔχουν<br />
ἀνάγκη. Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός. Ὅσα ἔχει<br />
καθένας μας τὰ ἔχει λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καί,<br />
ἑπομένως, γίνεται οἰκονόμος καὶ διαχειριστὴς<br />
αὐτῶν τὰ ὁποῖα τοῦ παραχώρησε ὁ Θεός. Δὲν<br />
εἶναι δηλαδὴ ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε, ὅτι ἡ<br />
ἐλεημοσύνη εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι<br />
τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ:<br />
πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστι, ἔλεον θέλω καὶ<br />
οὐ θυσίαν (Ματθ. 9, 13). Ὁ Νεκτάριος<br />
χρησιμοποιεῖ γνώμη τοῦ Ἰω. Χρυσοστόμου,<br />
ὁ ὁποῖος, μὲ τὸν ἀπαράμιλλο τρόπο ποὺ<br />
διατυπώνει τὶς χριστιανικὲς ἀλήθειες, λέγει:<br />
αὐτὸς ποὺ κάνει ἐλεημοσύνη ἐξωτερικὰ<br />
φαίνεται ὅτι σκορπᾶ, ἐνῶ στὴν<br />
πραγματικότητα μαζεύει. Κάνει δηλαδὴ ὅπως<br />
ὁ γεωργὸς ποὺ σκορπᾶ τὸν σπόρο του στὴ γῆ,<br />
ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὅμως θὰ λάβει πολὺ<br />
περισσότερους ἀπὸ τοὺς σπόρους ποὺ<br />
ἔσπειρε! Συμπληρώνει καὶ τοῦτο τὸ<br />
σημαντικό: Τὸ μέγεθος τῆς ἐλεημοσύνης<br />
δὲν μετριέται ἀπὸ τὴν ποσότητα (π.χ. τῶν<br />
χρημάτων) ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προθυμία αὐτῶν<br />
ποὺ ἐλεοῦν. Δὲν ἔχει, λοιπόν, ἄδικο ὁ<br />
7
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς<br />
Νύσσης, ὁ<br />
ὁποῖος ἀποκαλεῖ<br />
τὴν ἐλεημοσύνη<br />
«πηδάλιο τῆς<br />
ἀγάπης». Γι’<br />
αὐτὸ ὁ ἴδιος<br />
πατέρας τῆς<br />
Ἐ κ κ λ η σ ί α ς<br />
τονίζει ὅτι ἡ<br />
ἐλεημοσύνη ποὺ<br />
προέρχεται ἀπὸ<br />
ἀδικία δὲν εἶναι<br />
ἐ λ ε η μ ο σ ύ ν η<br />
ἀλλὰ ὠμότητα<br />
καὶ ἀπανθρωπιά.<br />
Ποιό ὄφελος<br />
ὑπάρχει ἂν<br />
ξεγυμνώνουμε<br />
τὸν ἕνα, γιὰ νὰ<br />
ντύσουμε τὸν<br />
ἄλλο;<br />
Ἀβίαστα, ἑπομένως, κατανοοῦμε ὅτι ὁ<br />
ἄνθρωπος ποὺ ἐλεεῖ «ἔχει ἐλεηθεῖ ἀπὸ τὸν<br />
Θεό». Γιατὶ εἶναι ὄντως δωρεὰ τοῦ Θεοῦ νὰ<br />
διακρίνεται κάποιος ἀπὸ ἐλεήμονα καὶ<br />
φιλόπτωχη διάθεση. Ὁ ἐλεήμων ζεῖ ἀπὸ τὴν<br />
ἀγάπη του προς τὸν πλησίον καὶ πιστεύει<br />
στὸν Θεὸ ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς ἀγάπης. Ὁ<br />
Νεκτάριος κλείνει τὴν παράγραφο Εἰκὼν<br />
τοῦ ἐλεήμονος μὲ τὸ γνωστὸ κέιμενο τοῦ<br />
Ματθ. 25, 34: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ<br />
Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην<br />
ἡμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου·<br />
ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα,<br />
καὶ ἐποτίσατέ με· ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ<br />
με· γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με· ἠσθένησα, καὶ<br />
ἐπεσκέψασθε με· ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε<br />
πρός με».<br />
Ἀπέναντι στὴν εἰκόνα τοῦ ἐλεήμονος<br />
βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνελεήμονος, «ἡ πιὸ<br />
ἀποκρουστικὴ ἀνήθικη εἰκόνα», ἀπὸ τὴν<br />
ὁποία «οἱ πάντες μετὰ βδελυγμίας στρέφουν<br />
ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό τους».<br />
Στὸ συναισθηματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὁ<br />
Νεκτάριος κατατάσσει καὶ τὴ βασκανία, τὴν<br />
ὁποία θεωρεῖ ἄδικη ἔχθρα ἐναντίον ἐκείνου<br />
ποὺ εὐεργέτησε τὸν βάσκανο καὶ ἡ ὁποία εἶναι<br />
συνεχὴς καὶ ἀκατάλυτη. Εἶναι μάλιστα τέτοια<br />
ἡ δύναμή της, ποὺ παρασύρει αὐτὸν ποὺ<br />
ὑφίσταται τὴν ἐπίδραση τῆς βασκανίας τόσο,<br />
ὥστε νὰ καταφρονεῖ ἀκόμη καὶ τὴ σωτηρία<br />
του. Ὡστόσο, δὲν μένει ἀβλαβὴς καὶ ὁ<br />
βάσκανος, ὁ ὁποῖος κατασπαταλᾶ τὸν ἑαυτό<br />
του ἐξαιτίας τῆς βασκανίας. Ἡ βασκανία<br />
εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὁ ὁποῖος<br />
τελειώνει κάποτε, γιατὶ παύει ἡ αἰτία ποὺ τὸν<br />
προκάλεσε. Ἡ μανία ὅμως καὶ ἡ σατανικὴ<br />
γνώμη τοῦ βάσκανου εἶναι πάντοτε μαζί<br />
του. Ὁ βάσκανος ἔχει πονηρὰ μάτια, τὰ<br />
ὁποῖα «ματιάζουν» (βασκαίνουν) τὰ ἀγαθὰ<br />
τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ οἱ βάσκανοι εἶναι<br />
χειρότεροι ἀπὸ τὰ θηρία. Τὸ μάτι τοῦ<br />
βάσκανου λειώνει ἀπὸ λύπη, συζεῖ μὲ τὸν<br />
θάνατο, θεωρεῖ ἐχθροὺς ὅλους τοὺς<br />
ἀνθρώπους καὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν διέπραξαν<br />
καμιὰ ἀδικία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ<br />
ἐρώτημα τοῦ Χρυσοστόμου: Μὲ τί, λοιπόν, νὰ<br />
συγκρίνει κανεὶς τὴν ψυχὴ τοῦ βάσκανου; Μὲ<br />
ἔχιδνα; Μὲ ἀσπίδα (φαρμακερὸ φίδι τῆς<br />
Αἰγύπτου); Μὲ σκουλήκι; Μὲ Σκαθάρι; Δὲν<br />
ὑπάρχει κάτι πιὸ βρομερὸ καὶ πιὸ πονηρὸ ἀπὸ<br />
τὴν ψυχὴ τοῦ βάσκανου.<br />
Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη ὡς ἀγαθὸ καὶ<br />
εὐγενὲς συναίσθημα τοῦ εὐεργετηθέντος<br />
πρὸς τὸν εὐεργέτη, καὶ ἡ εὐχαριστία, ὡς<br />
ἀγαθὴ διάθεση καὶ ὁμολογία πρὸς<br />
ἀνταπόδοση χάριτος ἐπίσης πρὸς τὸν<br />
εὐεργέτη, εἶναι ἀρετὲς τοῦ Συναισθηματικοῦ<br />
μέρους τῆς ψυχῆς μὲ ἀντίστοιχες κακίες τὴν<br />
ἀγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀχαριστία. Ἐὰν<br />
ἀγνωμοσύνη εἶναι ἡ λήθη τῆς εὐεργεσίας καὶ<br />
ἡ ἔλλειψη κάθε φιλικοῦ συναισθήματος πρὸς<br />
τὸν εὐεργέτη, ἀχαριστία εἶναι ἡ ἀπροθυμία<br />
πρὸς ἀνταπόδοση τῆς χάρης ποὺ ἔγινε σὲ<br />
κάποιον. Εἶναι σημαντικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ<br />
Νεκταρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἂν ὁ<br />
ἀγνώμων δὲν ἀγαπᾶ τὸν εὐεργέτη του, τὸν<br />
ὁποῖο εἶδε μὲ τὰ μάτια του, πῶς θὰ ἀγαπᾶ τὸν<br />
Θεὸ ποὺ παρέχει ὅλα τὰ ἀγαθὰ στὸν κόσμο,<br />
ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδε ποτέ; Ἡ περιγραφὴ τοῦ<br />
Ἁγίου εἶναι παραστατικότατη.<br />
Ὁμάδα ὁμοειδῶν ἀρετῶν τοῦ<br />
Συναισθηματικοῦ ἀποτελοῦν οἱ ἀρετὲς τῶν<br />
παραγράφων 21, 22, 23, 24, 25, 26 καὶ 27. Ἡ<br />
ἐπιείκεια π.χ. εἶναι ἀρετὴ μεγάλης ἠθικῆς ἀξίας<br />
καὶ φανερώνει εὐγένεια ἀγαθῆς καὶ γενναίας<br />
ψυχῆς, ἐνῶ ὁ ἐπιεικὴς ἀντιμετωπίζει μὲ<br />
8
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πραότητα τὶς ἀδικίες ποὺ τοῦ γίνονται ὄχι<br />
μόνο ἀπὸ τοὺς δυνατούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς<br />
κατωτέρους του. Βεβαιώνει μὲ τὴν ὅλη<br />
συμπεριφορά του ὅτι εἶναι ἀληθινὸς μαθητὴς<br />
τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι κατοικεῖ μέσα του τὸ<br />
πνεῦμα τῆς χάριτος.<br />
Συγγενὴς ἀρετὴ στὴν ἐπιείκεια εἶναι ἡ<br />
εὐσπλαγχνία, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἅγιο, ἐπειδὴ<br />
εἶναι κίνηση ψυχῆς ποὺ θέλει τὸ ἀγαθὸ τοῦ<br />
πλησίον καὶ ἐργάζεται ὑπὲρ αὐτοῦ, ἐξομοιώνει<br />
τὸν εὔσπλαγχνο μὲ τὸν Θεό. Ὁ εὔσπλαγχνος<br />
συμπάσχει μὲ τοὺς πάσχοντες καὶ θεωρεῖ τὸ<br />
πάθος τοῦ πλησίον του δικό του πάθος<br />
(πρβλ. Α΄ Κορ. 12, 26). Εἶναι πάντα πρόθυμος<br />
νὰ σπεύσει πρὸς βοήθεια ὅσων ἔχουν ἀνάγκη,<br />
ὅπως ὁ Σαμαρείτης τοῦ Εὐαγγελίου (βλ.<br />
Λουκ. 10, 3<strong>90</strong> ἑξ.). Εἶναι πρόθυμος πάντοτε<br />
νὰ θεραπεύσει τὰ πάθη τῆς πάσχουσας<br />
ἀνθρωπότητας καὶ ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὸν<br />
ἑαυτό του ὡς ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ<br />
ὑπὲρ τῆς ἐπικράτησης τῆς εἰρήνης καὶ τῆς<br />
χαρᾶς στὸν κόσμο. Τρέχει παντοῦ ὅπου τὸν<br />
καλεῖ ὁ στεναγμὸς τῆς πάσχουσας<br />
ἀνθρωπότητας, ποὺ περισσεύει, πρέπει νὰ<br />
ποῦμε, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας.<br />
Δὲν βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν εὔσπλαγχνο<br />
ὁ εἰρηνοποιός, ὁ ὁποῖος ὡς υἱὸς τῆς ἄνω<br />
κλήσεως καὶ τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας (βλ.<br />
Φιλ. 3, 14. Ἐφ., 4, 1, 4. Α΄ Τιμ. 1, 9. Ἑβρ. 3, 1)<br />
ἀκούει εὐχαρίστως τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ:<br />
Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ<br />
κληθήσονται (Ματθ. 5, 9). Εἰρηνεύει μὲ τὸν<br />
ἑαυτό του, μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν πλησίον, μὲ<br />
ὅλους ὅσοι τὸν ἀγαποῦν ἢ καὶ τὸν μισοῦν. Μὲ<br />
ἕνα λόγο, ἐργάζεται ὑπὲρ ἀποκαταστάσεως<br />
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ.<br />
Ἀληθινὴ εἰρήνη εἶναι, κατὰ τὸν Νεκτάριο, ἡ<br />
πρὸς Θεὸν εἰρήνη. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ἡ παρὰ<br />
τοῦ Χριστοῦ εἰρήνη εἶναι βεβαία, σταθερή,<br />
πάγια, μόνιμη, ἀθάνατη, χωρὶς τέλος. Ἂν δὲ<br />
ἡ ἀνθρώπινη εἰρήνη γίνεται σὲ κάποιο μέρος<br />
τοῦ κόσμου ἀκόμη καὶ γιὰ κακὸ σκοπό, ἡ<br />
εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ πείθει ὄχι μόνο νὰ ἔχουμε<br />
ἐξωτερικὴ εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ προσωπική.<br />
Εἰρήνη δηλαδὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μὴ<br />
στασιάζει ἡ σάρκα ἐναντίον τῆς ψυχῆς.<br />
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ εἰρήνη εἶναι θεῖο δῶρο,<br />
παραμένει μόνο σὲ καθαρὲς καρδιὲς καὶ<br />
ἐγκαταλείπει τὶς ἀκάθαρτες καὶ μολυσμένες.<br />
Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ στερεῖται τὴν εἰρήνη τοῦ<br />
Θεοῦ, στερεῖται καὶ τὴ Θεία Χάρη.<br />
Συμπαρομαρτοῦσες ἀρετὲς στὴν εἰρήνη<br />
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μακροθυμία (ἡ μεγαλοψυχία<br />
καὶ ἡ μεγαλοφροσύνη), ἡ πραότητα (ἡ ἠρεμία<br />
τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν<br />
συνάνθρωπο), ἡ αὐτάρκεια (νὰ ἀρκεῖται<br />
κανεὶς στὸν ἑαυτό του, νὰ ἀναπαύεται μὲ τὰ<br />
δικά του τὰ λίγα καὶ νὰ μὴ ζητάει περιττά), ἡ<br />
ἀνεξικακία (νὰ ἀνέχεται τὰ κακὰ καὶ νὰ τὰ<br />
λησμονεῖ ἀπὸ ἀγάπη στὸν πλησίον), ἡ<br />
ἀκτημοσύνη (ἡ ἔλλειψη ὅλων τῶν<br />
ὑπαρχόντων ἐκτὸς τοῦ σώματός μας) καὶ ἡ<br />
σεμνοπρέπεια (ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ ἤθους καὶ<br />
ἡ ἔκφραση τῆς ψυχικῆς διάθεσης καὶ τῆς<br />
ἐσωτερικῆς σεμνότητας τοῦ ἀνθρώπου).<br />
Ὁ μακρόθυμος εἶναι κυρίαρχος τοῦ θυμοῦ<br />
καὶ τῆς ὀργῆς καὶ ἠρεμεῖ τὶς ὁρμὲς τῆς<br />
καρδιᾶς του, δείχνει ἔλεος σ’ αὐτοὺς ποὺ<br />
φταῖνε καὶ συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ<br />
πρᾶος εἶναι φιλικὸς πρὸς ὅλους καὶ φέρεται<br />
ἐπιεικῶς πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Δὲν<br />
ὀνειδίζει, δὲν βρίζει καὶ δὲν βλασφημεῖ, ἀλλὰ<br />
ἐπανορθώνει μὲ ἀγάπη ὅσους ἔχουν διαπράξει<br />
διάφορα πταίσματα. Ὁ αὐτάρκης, ἐπειδὴ δὲν<br />
ἐποφθαλμιᾶ ὅσα ἀνήκουν σὲ ἄλλους, εἶναι πιὸ<br />
εὔπορος ἀπὸ ὅλους. Εἶναι εὐτυχὴς γιατὶ δὲν<br />
τοῦ λείπει τίποτα. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνεξίκακος<br />
χαρίζει τὴν ἐκδίκηση στὴν εἰρήνη καὶ<br />
ἀνταποδίδει τὸ κακὸ μὲ τὴν εὐεργεσία· εἶναι<br />
τύπος Χριστοῦ. Ὁ ἀκτήμων ἔχει ἐμπιστοσύνη<br />
στὸν Θεὸ ποὺ εἶπε: δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνο<br />
οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψω (Ἑβρ. 13, 5). Ὁ<br />
σεμνοπρεπής, τέλος, εἶναι ἄδολος, εἰλικρινὴς<br />
καὶ εὐθύς. Εἶναι εὐπρεπὴς ὡς πρὸς τὴν<br />
ἐμφάνιση, εὐγενὴς ὡς πρὸς τοὺς τρόπους,<br />
μετρημένος στὰ λόγια, καὶ τὸ ἦθος του<br />
ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη. Διδάσκει ἀκόμη καὶ<br />
μὲ τὴ σιωπή του.<br />
Ἔναντι τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀναφέραμε πιὸ<br />
πάνω καὶ ὅσων τὶς ἐνσαρκώνουν, ὑπάρχουν<br />
ἀντίστοιχες κακίες ποὺ δοκιμάζουν τὸ<br />
συναισθηματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ<br />
ἀνθρώπου. Εἰδικότερα: ἡ φιλαργυρία ὡς<br />
φιλοχρηματία καὶ ὡς ἐπιθυμία τοῦ πλούτου<br />
κατακυριεύει τὴν καρδιὰ καὶ αἰχμαλωτίζει τὸν<br />
νοῦ. Εἶναι ρίζα τῶν κακῶν, ἀκρόπολη τῶν<br />
κακιῶν, κολοφώνας τῶν ἁμαρτημάτων. Κάνει<br />
φτωχὸ τὸν κάτοχό της, γιατὶ θησαυρίζει γιὰ<br />
9
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
τὸν ἑαυτό του. Εἶναι σκληρὴ καὶ ἀνηλεής,<br />
ἄσπλαχνη καὶ τυραννική, γιατὶ συνθλίβει<br />
πρῶτον ἀπὸ ὅλους αὐτὸν ποὺ τὴν ἀγαπᾶ,<br />
δηλαδὴ τὸν αἰχμάλωτό της. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς<br />
ὁ φιλάργυρος εἶναι ἄνθρωπος δυστυχέστατος,<br />
γιατὶ διψᾶ γιὰ χρυσάφι καί, ἐνῶ διαρρέει<br />
ποταμὸς χρυσοῦ τὰ ταμεῖα του, αὐτὸς χάνεται<br />
ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ χρυσοῦ. Πάσχει ἀπὸ τὴν<br />
ἀσθένεια τοῦ Ταντάλου, ὁ ὁποῖος ἀδυνατοῦσε<br />
νὰ σβήσει τὴ δίψα του καὶ νὰ δροσίσει τὰ<br />
χείλη του ποὺ καίγονταν, ἐπειδὴ δὲν<br />
μποροῦσε νὰ πάρει λίγο νερὸ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ<br />
ποταμοῦ ποὺ ἔρρεαν δίπλα του!<br />
Ὁ φιλάργυρος θεωρεῖ ὡς θεό του τὸν<br />
θησαυρό του, πιστεύει μόνο σ’ αὐτὸν καὶ<br />
στηρίζει μόνο σ’ αὐτὸν κάθε ἐλπίδα του. Ὁ<br />
νοῦς του ἐξαιτίας τοῦ θησαυροῦ του ἔχει<br />
σκοτισθεῖ, ἡ καρδιά του ἔχει πωρωθεῖ καὶ ἡ<br />
ψυχή του ἔχει διαφθαρεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶναι<br />
ἄσπλαχνος, ἄπονος, ἀσυμπαθὴς καὶ<br />
ἀνελεήμων. Δὲν φροντίζει κανένα, δὲν<br />
λυπάται κανένα, δὲν συμπαθεῖ κανένα. Ἀκόμη<br />
καὶ ἂν ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων χάνεται ἀπὸ<br />
τὴν πείνα, ὁ φιλάργυρος δὲν θὰ ἀνοίξει τὶς<br />
ἀποθῆκες του. Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός:<br />
Πιστεύει ὅτι ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων εἶναι<br />
εὐκαιρία γιὰ νὰ αὐξήσει τὸν δικό του πλοῦτο.<br />
Ἀνάλογη πρὸς τὴ φιλαργυρία εἶναι ἡ<br />
φιλαυτία, δηλαδὴ ἡ ἐμπαθὴς καὶ παράλογη<br />
φιλία πρὸς τὸ σῶμα. Καὶ οἱ δύο εἶναι ἀντίθετες<br />
πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια. Γι’ αὐτὸ<br />
καὶ ὁ φίλαυτος ἔχει ὅλα τὰ πάθη, ἐπειδὴ ζεῖ<br />
μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ Νεκτάριος<br />
παραθέτει σημαντικὸ ἀπόσπασμα κειμένου<br />
ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ γιὰ τὴ φιλαυτία, τὸ<br />
ὁποῖο ἀποδίδουμε στὴ νεοελληνικὴ<br />
περιληπτικά: «Αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὰ πάντα<br />
μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ<br />
μέγιστο κακό, τὴ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία ὁδηγεῖ<br />
στὴν ἀπομόνωση, τὴν ἀκοινωνησία, τὴν<br />
ἀφιλότητα, τὴν ἀδικία, τὴν ἀσέβεια. Ἡ φύση<br />
κατασκεύασε τὸν ἄνθρωπο ὄχι ὅπως τα θηρία<br />
ποὺ ζοῦν μόνα τους, ἀλλὰ ὅπως αὐτὰ ποὺ ζοῦν<br />
σὲ κοπάδι, σύμφωνα μὲ (φυσικοὺς) νόμους καὶ<br />
ὁμαδικά (κοινωνικά). Νὰ μὴ ζεῖ, λοιπόν, ὁ<br />
ἄνθρωπος μόνο μὲ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ<br />
μὲ πατέρα, καὶ μὲ μητέρα, καὶ μὲ ἀδέλφια, καὶ<br />
μὲ γυναίκα, καὶ μὲ παιδιά, καὶ μὲ ἄλλους<br />
συγγενεῖς, καὶ μὲ φίλους, καὶ μὲ συνδημότες,<br />
10<br />
καὶ μὲ συνανθρώπους του τῆς ἴδιας φυλῆς, καὶ<br />
μὲ πατρίδα, καὶ μὲ ὁμοφύλους καὶ μὲ ὅλους<br />
τοὺς ἀνθρώπους. … Πρέπει, δηλαδή, ὁ<br />
ἄνθρωπος, ἂν βεβαίως εἶναι λογικός, νὰ εἶναι<br />
κοινωνικός καὶ φιλόκοσμος καὶ φιλόθεος, γιὰ<br />
νὰ εἶναι καὶ θεοφιλής, δηλαδὴ νὰ τὸν ἀγαπᾶ<br />
ὁ Θεός». Ὁ φίλαυτος κινούμενος ἀπὸ τὴ<br />
φιλοδοξία ποὺ μισεῖ τὰ πάντα, δὲν ἀγαπᾶ<br />
τίποτε καὶ δὲν φροντίζει κανένα. Γι’ αὐτὸ καὶ<br />
ὁ Πλάτων στοὺς Νόμους (Ε΄, 731-732ab)<br />
συμπεραίνει: «Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ<br />
ἀποφεύγει νὰ ἀγαπᾶ πολὺ τὸν ἑαυτό του».<br />
Κακίες ποὺ βαίνουν παράλληλα πρὸς ὅσες<br />
ἀναφέραμε πιὸ πάνω, εἶναι καὶ οἱ ἀκόλουθες:<br />
μεμψιμοιρία, χαιρεκακία, ψευδοσεμνοπρέπεια,<br />
ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια. Ἐπίσης,<br />
ὄργανα καὶ φορεῖς τους εἶναι ὅσοι τὶς<br />
ἀκολουθοῦν, δηλαδή: ὁ μεμψίμοιρος, ὁ<br />
χαιρέκακος, ὁ ψευδοσεμνοπρεπής, ὁ ὑποκριτὴς<br />
καὶ ὁ ἀνθρωπάρεσκος.<br />
Κατὰ τὸν Ἅγιο, μεμψιμοιρία εἶναι ἡ<br />
δυσαρέσκεια πρὸς τὴ μοίρα, ἡ ἔλλειψη<br />
εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, ἡ ἀχαριστία<br />
ἀπέναντι σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἡ<br />
ἀθέτηση τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ σὲ κάθε<br />
περίπτωση τὸ φιλοκατήγορο πνεῦμα καὶ τὸ<br />
νὰ κατακρίνει κανεὶς τοὺς πάντες. Ἀπὸ τὰ<br />
χείλη τοῦ μεμψίμοιρου π.χ. δὲν βγαίνει ποτὲ<br />
ἡ λέξη εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά του δὲν<br />
ἀναπέμπεται ποτὲ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ<br />
γιὰ τὶς δωρεὲς ποὺ τοῦ ἔκανε στὴ ζωή του. Γι’<br />
αὐτὸ εἶναι ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος. Ἀρνεῖται<br />
καὶ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς του. ᾽Εν τέλει, εἶναι<br />
ἄθλιος ἄνθρωπος.<br />
Ἀλλὰ καὶ ἡ χαιρεκακία, τὸ νὰ ἐπιχαίρει<br />
δηλαδὴ κανεὶς γιὰ τὰ δεινὰ τῶν ἄλλων, εἶναι<br />
μεγάλη ἁμαρτία. Ὁ χαιρέκακος χαίρεται γιὰ<br />
το λείψανο τοῦ ἐχθροῦ του, λησμονώντας ὅτι<br />
ὅλοι πεθαίνουν, καὶ ὁ ἴδιος. Ἐπιπλέον, εἶναι<br />
μοχθηρός, ἔχει σκυθρωπὴ ὄψη, ὕπουλο<br />
βλέμμα, σφιγμένα χείλη, σαρδόνιο<br />
(σαρκαστικὸ καὶ μοχθηρό) γέλιο καὶ στόμα<br />
γεμάτο πικρία.<br />
Δὲν εἶναι μικρότερη κακία ἡ<br />
ψευδοσεμνοπρέπεια, δηλαδὴ ἡ ἐπιτηδευμένη<br />
καὶ ἐπίπλαστη σεμνότητα ποὺ εἶναι<br />
ψιμυθιωμένη κακοήθεια, ἀφοῦ καλύπτεται<br />
κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς σεμνοπρέπειας.<br />
Εἶναι βδελυρὴ ὑποκρισία, γιατὶ δείχνει
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πρόσωπο ἄλλο ἀπὸ τὸ πραγματικό. Εἶναι<br />
εὔκολο ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ<br />
τὸν ψευδοσεμνοπρεπή, ὁ ὁποῖος ὄντας φαῦλος<br />
στερεῖται ἐσωτερικοῦ διακόσμου μὲ κύριο<br />
γνώρισμά του τὸν δόλο. Ὑποκρίνεται τὸν<br />
ταπεινό, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ<br />
«ὑψηλοφρονέστατος τῶν ἀνθρώπων καὶ γι’<br />
αὐτὸ ἀποβαίνει μισητὸς ἀπὸ ὅλους».<br />
Ἐξ ἄλλου, μεγάλη κακία εἶναι καὶ ἡ ὑπόκριση<br />
(ὑποκρισία). Ὁ Νεκτάριος ἀναφέρει τὸν<br />
ἀκόλουθο ὁρισμὸ νεωτέρων, ὅπως τοὺς<br />
χαρακτηρίζει, ἠθικολόγων, τοὺς ὁποίους<br />
ὅμως δὲν κατονομάζει: «ὑπόκριση εἶναι κλοπή<br />
(ξένης) ὑπολήψεως ἢ κακία μὲ ἔνδυμα ἀρετῆς.<br />
Ἔτσι, ἂν ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι θεῖο, ὁ ὑποκριτὴς<br />
ποὺ δὲν τὴν ἔχει, γιατὶ εἶναι ἄλλο καὶ ἄλλο<br />
φαίνεται, εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι ἐχθρὸς τοῦ<br />
Θεοῦ». Ὁ ὑποκριτὴς ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι<br />
ὁ πιὸ ἄδικος τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅπως<br />
δέχεται καὶ ὁ Πλάτων στὴν Πολιτεία (Β΄,<br />
361a): τὸ νὰ φαίνεται κάποιος δίκαιος, χωρὶς<br />
νὰ εἶναι, ἀποτελεῖ τὴν ἐσχάτη ἀδικία.<br />
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, αὐτὴ<br />
εἶναι «ἀναίρεση» τῆς ἀρετῆς. Ὁ<br />
ἀνθρωπάρεσκος ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ ὄχι γιὰ<br />
τὴν ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὸν ἔπαινο. Ὄχι γιὰ τὴν<br />
ὁλοκλήρωσή του, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξασθεῖ ἀπὸ<br />
τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὸ χειρότερο ὅλων, ὄχι<br />
γιὰ νὰ ἀρέσει στὸν Θεό, ἀλλὰ στοὺς<br />
ἀνθρώπους (πρβλ. Α΄ Θεσσ. 2, 4 καὶ Γαλ. 1,<br />
0). Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια ὑπονομεύει συθέμελα<br />
τὴν ἀρετή, διαφθείρει τὸν νοῦ καὶ διαστρέφει<br />
κάθε ὑψηλὸ νόημα.<br />
7. Ἀρετὲς καὶ κακίες τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ.<br />
Τὸ 7 ο κεφάλαιο περιγράφει τὶς ἠθικὲς ἀρετὲς<br />
καὶ κακίες τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ. Ὡς οὐσιαστικὸ<br />
ἡ λέξη Ἐπιθυμητικὸ εἶναι οὐσιαστικοποιημένο<br />
οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐπιθυμητικός, -ή, -ὸν<br />
καὶ σημαίνει τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὅπου ἔχουν<br />
τὴν ἕδρα τους οἱ ἐπιθυμίες. Στὸ σημεῖο αὐτὸ<br />
πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἀπὸ τὴ σκοπιὰ<br />
τῆς ψυχολογίας, ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἐπιθυμία<br />
εἶναι δύσκολο νὰ ἀποδοθεῖ μὲ σαφήνεια,<br />
γιατὶ περικλείει τόσο τὶς ἐνστικτώδεις ὁρμές,<br />
τὰ ὁρμέμφυτα (τὰ ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου)<br />
καὶ τὴ συνειδητὴ βούληση, ἡ ὁποία δὲν<br />
συμπίπτει μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πόθου ποὺ<br />
δηλώνει τὴν ἰσχυρὴ καὶ διαρκὴ ἐπιθυμία, ἂν<br />
καὶ στὴν ἑλληνικὴ<br />
γλώσσα ἀπαντᾶ<br />
συχνὰ ὁ ὅρος<br />
ἐπιθυμία ἀντὶ τοῦ<br />
πόθου.<br />
Γιὰ τὴ θέση τῆς<br />
Ἁγίας Γραφῆς,<br />
Παλαιᾶς καὶ<br />
Καινῆς Διαθήκης,<br />
ἀπέναντι στὸν<br />
ὅρο ἐπιθυμία εἶναι<br />
ἀ ρ κ ο ύ ν τ ω ς<br />
κατατοπιστικὸ τὸ<br />
λῆμμα ἐπιθυμία<br />
στὸ Λεξικὸ<br />
Β ι β λ ι κ ῆ ς<br />
Θ ε ο λ ο γ ί α ς<br />
(ἔκδοση «Βιβλικὸ<br />
Κέντρο “Ἄρτος<br />
Ζωῆς”», Ἀθήνα<br />
1980, στ. 386-<br />
388). Στὸ εἰσαγωγικὸ κείμενο τοῦ λήμματος<br />
τονίζεται: «Ἡ ὑπέρτατη τελειότητα γιὰ τὸν<br />
βουδισμὸ εἶναι ἡ “κατάπνιξη τῆς ἐπιθυμίας”.<br />
Πόσο μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὄνειρο βρίσκονται<br />
οἱ ἄνθρωποι τῆς Βίβλου, ἀκόμη καὶ οἱ<br />
πλησιέστεροι στὸ Θεό! Ἀντίθετα, ἡ Βίβλος<br />
εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴ διαμάχη<br />
ποὺ προκαλεῖ κάθε μορφὴ ἐπιθυμίας. Βέβαια,<br />
δὲν τὶς ἀποδέχεται ὅλες, καὶ οἱ πιὸ ἁγνὲς<br />
ἐπιθυμίες πρέπει νὰ ἐξαγνιστοῦν ριζικά, γιὰ<br />
νὰ πάρουν ὅλη τους τὴ δύναμη καὶ ν’<br />
ἀποδώσουν στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὅλη<br />
της τὴν ἀξία» (ὅπ.π., στ. 386). Ἀκολουθεῖ<br />
λεπτομερὴς ἀναφορὰ στὸ ἐν λόγῳ λῆμμα,<br />
τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ<br />
Διαθήκη, ἐνῶ σὲ ὑποσημείωση στὸ τέλος τοῦ<br />
ἄρθρου γίνεται παραπομπὴ σὲ ἄλλα σχετικὰ<br />
λήμματα τοῦ Λεξικοῦ, ὅπως: γενετήσια ὁρμή,<br />
δωρεά, ἐλπίδα, μακαριότητα, πείνα καὶ δίψα,<br />
πλεονεξία καὶ προσευχή.<br />
Ἡ πρώτη παράγραφος τοῦ 7 ου κεφαλαίου<br />
ἀναφέρεται στὴν ἐγκράτεια, τὴν ὁποία ὁ<br />
Ἅγιος θεωρεῖ μέγιστης ἠθικῆς ἀξίας. Σημασία<br />
γιὰ τὴν τοποθέτηση αὐτὴ ἔχει ἡ αἰτιολογία<br />
ποὺ προτείνει. Τονίζει δηλαδὴ ὅτι ἡ ἐγκράτεια<br />
δὲν εἶναι ἡ ἑκούσια ἀποχὴ (ἡ φειδώ) ἀπὸ ὅσα<br />
ἀπαγορεύονται, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα ἐπιτρέπονται.<br />
Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός: Ἡ ἀποφυγὴ τῶν<br />
11
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἀπαγορευμένων δὲν εἶναι ἀποχή, ἀλλὰ φόβος<br />
ἢ σεβασμὸς ἀπέναντι στὸν νόμο ποὺ<br />
ἐπιβάλλει τὴν ἀπαγόρευση. Ἡ ἐγκράτεια<br />
δηλαδὴ ἀποβαίνει μέγιστη ἀρετή, γιατὶ ὁ<br />
ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει λόγῳ τῆς<br />
σωφροσύνης του ὅσα ἐπιτρέπονται. Ἡ<br />
ἐγκράτεια, ἑπομένως, ἁρμόζει σὲ ὅλους,<br />
κατεξοχὴν δὲ σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν οἱ ἴδιοι νὰ<br />
εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ<br />
Νεκτάριος ἀξιοποιεῖ τὸν ἀκόλουθο ὁρισμὸ τοῦ<br />
Μ. Βασιλείου: Ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς<br />
ἁμαρτίας, ἡ ἀπαλλοτρίωση τῶν παθῶν, ἡ<br />
νέκρωση τοῦ σώματος, ποὺ φθάνει μέχρι καὶ<br />
αὐτὰ τὰ φυσικὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ἡ ἀρχὴ<br />
πνευματικῆς ζωῆς καί, τέλος, ἡ πρόξενος<br />
αἰωνίων ἀγαθῶν, γιατὶ ἡ<br />
ἐγκράτεια ἔχει τὴ δύναμη<br />
νὰ ἀφανίζει τὸ κέντρο<br />
της ἡδονῆς.<br />
Ἐπειδή, ὅμως, ἕνας<br />
τέτοιος ὁρισμὸς μπορεῖ<br />
νὰ προκαλέσει ἐνστάσεις<br />
πολλῶν, ὁ ἅγιος<br />
Νεκτάριος προσθέτει<br />
σχετικὴ ἑρμηνεία στὸν<br />
ὁρισμὸ τοῦ Μ.<br />
Βασιλείου, ποὺ μόλις<br />
ἀναφέραμε γιὰ τὴν<br />
ἐγκράτεια. Λέγει, λοιπόν,<br />
ὁ ἴδιος ὁ Βασίλειος ὅτι μὲ<br />
τὸν ὅρο ἐγκράτεια δὲν<br />
ἐννοοῦμε σὲ καμιὰ<br />
περίπτωση τὴν πλήρη<br />
ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά<br />
(τὰ βρώματα), γιατὶ αὐτὸ<br />
εἶναι ἕνα εἶδος βίαιης<br />
διάλυσης τῆς ζωῆς. Ἐννοοῦμε τὴν ἀποχὴ<br />
ποὺ ἔχει σκοπὸ τὸ ξερρίζωμα τῶν παθῶν.<br />
Ἔτσι γίνεται ἡ ἐγκράτεια, κατὰ τον Νεκτάριο,<br />
μέγιστη σωματικὴ δύναμη καὶ ἄφθαρτος<br />
πνευματικὸς πλοῦτος. Γίνεται τὸ θεμέλιο<br />
ὅλων τῶν ἀρετῶν, γιατὶ αὐτὴ πρώτη προετοιμάζει<br />
τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πρὸς<br />
ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Διάδοχος,<br />
ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Ἠπείρου,<br />
ὀνομάζει τὴν ἐγκράτεια ἐπώνυμον ὅλων τῶν<br />
ἀρετῶν, ὄχι μόνον αὐτῶν ποὺ ἀφοροῦν τὸ<br />
σῶμα ἀλλὰ καὶ τὸν ἐσωτερικό, τὸν ψυχικὸ κόσμο<br />
τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως δὲ λέγει καὶ ὁ ἅγιος<br />
Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: ἡ ἐγκράτεια οὐ μόνον<br />
ἐπὶ βρωμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ χρημάτων<br />
καλή. Καὶ συμπληρώνει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς:<br />
«Τὴν ἐγκράτεια δὲν πρέπει νὰ τὴν περιορίζουμε<br />
μόνο στὰ ἀφροδίσια, ἀλλὰ καὶ σὲ<br />
ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖ νὰ σπαταλᾶ<br />
ἡ ψυχή μας χωρὶς νὰ ἀρκεῖται στὰ ἀναγκαῖα<br />
ἀναζητώντας τὴ χλιδὴ καὶ τὴν εὐμάρεια.<br />
Ἐγκράτεια εἶναι, συνεχίζει, νὰ μὴ γινόμαστε<br />
δοῦλοι τῶν χρημάτων, τῆς καλοπέρασης,<br />
τῆς ὅποιας κτήσης, τῆς θέας καί, τέλος, νὰ<br />
ἐλέγχουμε τὸ στόμα μας καὶ νὰ νικοῦμε μὲ τὸν<br />
λογισμό μας καθετί πονηρό».<br />
Αὐτὰ ὅλα μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος,<br />
κατὰ τὸν Νεκτάριο, ἂν ἔχει τὴν ἀρετὴ τῆς<br />
σωφροσύνης ποὺ δὲν εἶναι<br />
ἄλλη ἀπὸ «τὴν εὔτακτη<br />
οἰκονομία μὲ σοφία καὶ<br />
φρόνηση ὅλων τῶν κινήσεων<br />
τῆς ψυχῆς» (Ἅπαντα, τόμ.<br />
Ε΄, σ. 400). Σωφροσύνη μὲ<br />
δυὸ λόγια εἶναι «ἡ ἐλευθερία<br />
ἀπὸ τὰ πάθη». Κατὰ τὸν<br />
Χρυσόστομο, εἶναι τὸ<br />
σύνολο τῶν ἐκδηλώσεων<br />
«τῆς πολύτροπης<br />
ἐγκράτειας» ἀναφορικὰ μὲ<br />
τὸ σῶμα. Κατὰ δὲ τὸν Μ.<br />
Βασίλειο, σωφροσύνη εἶναι<br />
νὰ μὴν ἐπιλέγει κανεὶς<br />
κάποιον ἐρεθισμὸ ἀπὸ<br />
ἡδονή, ἀλλὰ νὰ<br />
τοποθετεῖται μὲ ἐγκράτεια<br />
καὶ χωρὶς ὑποχωρητικότητα<br />
ἀπέναντι σὲ κάθε βλαβερὴ<br />
ἀπόλαυση.<br />
Ὁ Ἅγιος ἀξιοποιεῖ χωρίο τοῦ νεοπλατωνικοῦ<br />
φιλοσόφου Ἰαμβλίχου, τὸ ὁποῖο δὲν<br />
κατορθώσαμε νὰ ἀνιχνεύσουμε. Ὡστόσο,<br />
σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ<br />
χωρίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε καὶ στὴν<br />
παράγραφο περὶ ἐγκρατείας, ὑπάρχουν τὰ<br />
ἐπιτρεπόμενα καὶ τὰ ἀπαγορευμένα, τὰ<br />
κωλυόμενα. Σώφρων, λοιπόν, δὲν εἶναι αὐτός,<br />
ὁ ὁποῖος δὲν κάνει χρήση τῶν<br />
ἀπαγορευμένων, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ κάνει χρήση<br />
μὲ φειδὼ ἢ μὲ διάκριση τῶν ἐπιτρεπομένων.<br />
Τὸ νὰ μὴν πράττει κανεὶς τὰ ἀθέμιτα (τὰ<br />
ἀπαγορευμένα) ἢ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιεῖ,<br />
12
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
αὐτὸ εἶναι τήρηση τοῦ νόμου, τοῦ ὁποίου ἡ<br />
παράβαση ἐπισύρει τιμωρία. Ἑπομένως,<br />
σωφροσύνη εἶναι ἡ θεληματικὴ καὶ ἡ μὲ<br />
διάκριση φειδὼ τοῦ ἐπιτρεπομένου, γιατὶ<br />
γίνεται μὲ προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ μὲ<br />
φιλόσοφο λογισμό. Τὰ ἀγαθὰ ποὺ γεννᾶ ἡ<br />
σωφροσύνη εἶναι πλεῖστα. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ<br />
περιγράφει ὁ Ἅγιος στὴ σχετικὴ παράγραφο.<br />
Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ<br />
σωφροσύνη διατηρεῖ τὸν ψυχοσωματικὸ<br />
ἑαυτό μας ἀκηλίδωτο καὶ ἁγνὸ καὶ καθιστᾶ<br />
τὰ γηρατειά μας τίμια καὶ τὴ ζωή μας σεβαστή.<br />
Ἐνῶ δηλαδὴ ὅλα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου<br />
ἀμαυρώνονται, φθείρονται καὶ γερνᾶνε, μόνη<br />
ἀπ’ ὅλα ἡ σωφροσύνη παραμένει ἀγέραστη καὶ<br />
ἀμάραντη καὶ μόνη αὐτὴ δὲν ἀμαυρώνεται<br />
οὔτε φθείρεται, ἀλλὰ παραμένει μέχρι τέλους<br />
θαλλερὴ καὶ ἀφήνει πίσω της μνήμη ἀγαθὴ<br />
καὶ δόξα αἰώνια.<br />
Ἡ ἀρετὴ τῆς προσοχῆς συμπληρώνει τὴ<br />
σωφροσύνη, καθόσον προσοχὴ εἶναι ἡ<br />
φρούρηση τοῦ νοῦ καὶ ἡ κατανομὴ ἀπ’ αὐτὸν<br />
κάθε ἀντικειμένου ποὺ προσπίπτει στὶς<br />
ἀνθρώπινες αἰσθήσεις. Ἔτσι, ἡ προσοχὴ εἶναι<br />
τὸ μέσον κάθε γνώσεως καὶ παρέχει στὸν νοῦ<br />
τὴν εὐκαιρία νὰ διακρίνει τί εἶναι ἀληθὲς ἢ<br />
ψευδές, ὀρθὸ ἢ μὴ ὀρθό, ὠφέλιμο ἢ βλαβερό,<br />
ἀγαθὸ ἢ κακό, δίκαιο ἢ ἄδικο. Προάγει τὶς<br />
ἐπιστῆμες, ἀναπτύσσει τὶς τέχνες, ὁδηγεῖ τὰ<br />
πάντα πρὸς τὴν τελειότητα. Μεταξὺ πολλῶν<br />
ἄλλων, ἡ προσοχὴ κατευθύνει τὴ σκέψη,<br />
ἀποδεικνύει τὸ δέον γενέσθαι, περιφρουρεῖ<br />
τὸ ἦθος, ἀσφαλίζει τὴ ζωή. Ὅλοι πρέπει νὰ<br />
γνωρίζουμε ὅτι σχεδὸν τὰ πάντα<br />
ὑποκρύπτουν δόλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος<br />
συμβουλεύει: Βλέπετε οὖν ἀκριβῶς πῶς<br />
περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί,<br />
ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι<br />
πονηραί εἰσιν (Ἐφ. 5, 15-16).<br />
Ὀρθῶς, ἑπομένως, ὁ Νεκτάριος χαρακτηρίζει<br />
τὴν ἀπροσεξία ζοφερὴ νύχτα, σκότος ἀφεγγές,<br />
συνεχὴ ὁμίχλη, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅποιος<br />
περπατεῖ στὰ ἴχνη της οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει (Α΄<br />
Ἰω. 2, 11). Φθάνει ἔτσι στὸ σημεῖο νὰ ἐπαινέσει<br />
τὸν ἀπράγμονα βίο, δηλαδὴ τὸν βίο τῆς<br />
ἡσυχίας, τὴ ζωὴ ποὺ δὲν παρέχει περιττὰ<br />
πράγματα καὶ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια στὸν<br />
κάτοχό της. Σύμφωνα μὲ παράδειγμα ποὺ<br />
ἀναφέρει ὁ Ἰω. Δαμασκηνός, ὅπως τὰ θηρία<br />
ἀντιμετωπίζονται πιὸ εὔκολα (εἶναι δηλαδὴ<br />
εὐκαταγώνιστα), ὅταν ἡσυχάζουν, ἔτσι καὶ οἱ<br />
ἐπιθυμίες, οἱ ὀργές, οἱ λύπες, οἱ φόβοι καὶ τὰ<br />
ἰοβόλα (φαρμακερά) πάθη τῆς ψυχῆς, ὅταν<br />
κατευνασθοῦν διὰ τῆς ἡσυχίας, γίνονται πιὸ<br />
ἀντιμετωπίσιμα μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου.<br />
Κατὰ τὸν Πλούταρχο, σὲ παράθεμα τοῦ<br />
ὁποίου παραπέμπει ὁ Νεκτάριος, τὸ θέμα τῆς<br />
ἡσυχίας, εἶναι σοφό, ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἄλλα καὶ<br />
τὴ μελέτη τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φρονήσεως,<br />
ἐνῶ ἐπεξηγεῖ συγχρόνως ὅτι δὲν ἐξυπονοεῖ<br />
ἀσφαλῶς τὴν ἡσυχία τοῦ καφενείου καὶ τῆς<br />
ἀγορᾶς, ἀλλὰ αὐτήν, ἡ ὁποία ἐξομοιώνει<br />
τὸν κάτοχό της μὲ τὸν Θεό (Ἅπαντα, τόμ. Ε΄,<br />
σ. 405). Τὸ ἀναφέρει αὐτὸ γιατί, ὅποιος ζεῖ<br />
μέσα σὲ θορύβους καὶ θέλει νὰ γνωρίσει τὰ<br />
οὐράνια πράγματα, λησμονεῖ ὅτι ὁ σπόρος<br />
ποὺ σπείρεται σὲ ἔδαφος μὲ ἀγκάθια, πνίγεται<br />
ἀπὸ αὐτά. Ἄρα καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἡσυχάζει,<br />
δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι,<br />
ἄλλωστε, καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ ψαλμωδοῦ:<br />
Σχολάσατε καὶ γνῶτε, φησίν, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ<br />
Θεός (Ψαλ. 45, 11). Ἡ ἡσυχία, κατὰ τὸν<br />
Νεκτάριο, παρουσιάζει τὸν νοῦ καθρέπτη<br />
χωρὶς στίγματα («ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον»)<br />
καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν τέλεια αὐταπάρνηση.<br />
Προϋπόθεση γιὰ τὴν πνευματικὴ γυμνασία<br />
τοῦ χριστιανοῦ, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἄσκηση<br />
τῆς εὐσέβειας, εἶναι ἡ ἀπράγμων ἡσυχία, γιὰ<br />
τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω. Ἡ πνευματικὴ<br />
ἐκγύμναση κάνει τὸν χριστιανὸ ἐπιεική,<br />
σώφρονα, ἀσκητὴ τοῦ μέτρου, ἐγκρατὴ στὴν<br />
ὀργή, ἱκανὸ νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ νικᾶ κατὰ<br />
κράτος τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶναι ἐλεήμων, νὰ<br />
ἐπιδεικνύει φιλανθρωπία καί, τέλος, νὰ ἀσκεῖ<br />
τὴν καθόλου ἀρετή.<br />
Ἐδῶ, ὅμως, ἐλλοχεύει ἡ κακία τῆς ἀμέλειας,<br />
ποὺ εἶναι ἡ ρίζα τῶν κακῶν. Ὁ Νεκτάριος<br />
θεωρεῖ ὅτι ἡ τελευταία πρόταση εἶναι γνώμη<br />
τοῦ Ἐπικτήτου, ἀλλὰ δὲν ἀνιχνεύσαμε τὸ<br />
χωρίο. Κατὰ τὸν Ἅγιο, πάντως, ἡ ἀμέλεια<br />
παραλύει τὸ ψυχικὸ σθένος, ὁδηγεῖ στὴν<br />
ἀφροντισιά (ἀκηδία), γεννᾶ τὴν ἀνία, σκοτίζει<br />
πλήρως τὸν νοῦ, ἀμβλύνει τὴ διάνοια,<br />
ἀμαυρώνει τὸ ἠθικὸ κάλλος, σπείρει ζιζάνια<br />
μέσα στὴν καρδιά, κατακρημνίζει ἀπὸ τὸ ὕψος<br />
τῆς περιωπῆς του τὸν ἄνθρωπο, καταβάλλει<br />
τὶς ἠθικές του δυνάμεις, φυγαδεύει τὶς ἀρετὲς<br />
καὶ ἀντ’ αὐτῶν εἰσάγει τὶς κακίες, διώχνει τὴν<br />
13
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
εἰρήνη ἀπὸ τὴν ψυχή… ὁδηγεῖ σὲ αἰσχρὸ<br />
γῆρας καί, τέλος, στὸν ὄλεθρο. ῾Ο ἀμελὴς<br />
ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἐξαίρεση στὸν κόσμο,<br />
γιατί, ἂν καὶ ζεῖ, στερεῖται τῆς ζωῆς. Μόνος<br />
αὐτὸς μένει ἀργὸς καὶ στάσιμος, ἀρνούμενος<br />
τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Θεό, τὴν<br />
ἀνθρωπότητα καὶ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι «βάρος<br />
τῆς γῆς» κατὰ τὸν Νεκτάριο, ὁ ὁποῖος<br />
μεταφράζει ἐδῶ τὴ γνωστὴ φράση τοῦ<br />
Σοφοκλῆ: ἄχθος ἀρούρης (Ἠλέκτρα, 1116).<br />
Ἀπέναντι, καὶ ἐντελῶς ἀντίθετη, στὴν<br />
ἀμέλεια εἶναι ἡ ἐπιμέλεια. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖ<br />
τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Σοφοκλῆ στὸν Οἰδίποδα<br />
Τύραννο (110-111): Τὸ ζητούμενον ἁλωτόν,<br />
ἐκφεύγει δὲ τἀμελούμενον. Παραπλήσια εἶναι<br />
καὶ ἡ γνώμη τοῦ Κριτία: Πλείους ἐκ μελέτης<br />
ἢ φύσεως ἀγαθοί» (ἐλεύθερη ἀπόδοση:<br />
Περισσότεροι ἐπιτυγχάνουν στὴ ζωὴ ἀπὸ<br />
τὴν προσπάθειά τους παρὰ ἀπὸ τὰ φυσικά<br />
τους προσόντα). Ὁ Νεκτάριος παραθέτει<br />
καὶ παροιμιώδη διατύπωση γιὰ τὴν ἐπιμέλεια,<br />
ποὺ παραπέμπει σὲ Κρητικὴ μαντινάδα, μὲ τὴν<br />
ὁποία, θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω, μᾶς<br />
συμβούλευαν οἱ γονεῖς μας πρὶν ἀπὸ πολλὲς<br />
δεκαετίες: Ἐπιμελοῦ, κοπίαζε ἐν ὅσῳ εἶσαι νέος,<br />
διὰ νὰ μὴ μετανοῇς τὸ ὕστερον ματαίως.<br />
Ἡ παράγραφος Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν<br />
πολιτεύεσθαι ἀναφέρεται προφανῶς στὴν<br />
Πατερικὴ φράση εὐαγγελικὴ πολιτεία, ἡ<br />
ὁποία παραπέμπει στὸ νὰ ζεῖ κανεὶς σύμφωνα<br />
μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Μεταξὺ τῶν<br />
παραθεμάτων ποὺ ἀξιοποιεῖ ὁ Ἅγιος,<br />
θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι<br />
ἀρκούντως κατατοπιστικό: «Νὰ μάθεις, νὰ<br />
διδαχτεῖς εὐαγγελικὴ πολιτεία, ἀκρίβεια τῶν<br />
ὀφθαλμῶν σου, ἐγκράτεια τῆς γλώσσας,<br />
δουλαγωγία τοῦ σώματος, ταπεινὸ φρόνημα,<br />
καθαρότητα τῶν ἐννοιῶν, ἀφανισμὸ τῆς<br />
ὀργῆς. Ὅταν σὲ ἀγγαρεύουν νὰ προσθέτεις<br />
βάρος, ὅταν σοῦ ἀφαιροῦν ὑπάρχοντά σου νὰ<br />
μὴν τρέχεις στὰ δικαστήρια, ὅταν σὲ μισοῦν<br />
νὰ ἀγαπᾶς, ὅταν σὲ καταδιώκουν νὰ ἀνέχεσαι,<br />
ὅταν σὲ βλασφημοῦν νὰ παρακαλεῖς. Νὰ<br />
νεκρωθεῖς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, νὰ<br />
σταυρωθεῖς μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἀφιέρωσε<br />
ὅλην τὴν ἡμέρα στὸν Κύριο» (Ἅπαντα, τόμ.<br />
Ε΄, σ. 409).<br />
Δὲν ὑστερεῖ ἡ μοναχικὴ πολιτεία, ἡ ὁποία<br />
παραπέμπει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν<br />
ὑποταγὴ στὸν Θεῖο νόμο καὶ ἑρμηνεύεται ὡς:<br />
ἀκτημοσύνη, ἐγκράτεια, κακοπάθεια, ἀγώνας<br />
μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ γιὰ κατάκτηση κάθε<br />
ἀρετῆς ἀλλὰ καὶ ἐπίπονη προσπάθεια πρὸς<br />
τὴν τελειότητα μὲ ὑπομονή. Οἱ παραπομπὲς<br />
στὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν<br />
ὅσιο Ἐφραὶμ τοὺς Σύρους καὶ τὸν Μάξιμο τὸν<br />
Ὁμολογητὴ εἶναι χαρακτηριστικὲς τοῦ<br />
αὐστηροῦ πνεύματος τῆς μοναχικῆς<br />
πολιτείας.<br />
Σημαντικὴ εἶναι, ἐπίσης, ἡ εἰσαγωγικὴ<br />
τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου στὸ θέμα<br />
τῆς νηστείας: Περὶ τῆς νηστείας οἱ ἅγιοι<br />
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λέγουσιν ὅτι εἶναι<br />
καθαρῶς πνευματική (Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σ.<br />
412). Τὴ θέση του αὐτὴ ὁ Ἅγιος τὴν ἑρμηνεύει<br />
ὡς ἑξῆς: Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ ποικίλα καὶ λιπαρὰ<br />
φαγητὰ (βρώματα) θέτει ἕνα καὶ μόνο σκοπό:<br />
Ἐπιδιώκει νὰ ἐνισχύσει τὴν ψυχή, γιὰ νὰ<br />
ἐπικρατήσει στοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν<br />
ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν παθῶν τοῦ σώματος,<br />
προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ νικήτρια καὶ νὰ<br />
λάβει ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ τὸν<br />
ἀμαράντινο στέφανο τῆς νίκης. Πρὸς αὐτὴν<br />
τὴν κατεύθυνση τείνουν οἱ τοποθετήσεις<br />
τῶν Πατέρων, πολλὰ παραθέματα τῶν ὁποίων<br />
χρησιμοποιεῖ ὁ Νεκτάριος. Ἀντιπροσωπευτικὸ<br />
ὅλων τῶν παραθεμάτων εἶναι τὸ ἑπόμενο τοῦ<br />
Μ. Βασιλείου: «Νὰ μὴν ὁρίζεις τὸ ἀγαθὸ ποὺ<br />
παρέχει ἡ νηστεία ἀπὸ μόνη τὴν ἀποχὴ<br />
αὐτῶν ποὺ τρῶμε. Γιατὶ πραγματικὴ νηστεία<br />
εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ κακά. Νὰ λύνεις<br />
κάθε σχέση ποὺ ἔχεις μὲ τὴν ἀδικία. Νὰ<br />
ἀφήσεις τὴ λύπη ποὺ ἔχεις μὲ τὸν πλησίον σου<br />
καὶ νὰ τοῦ χαρίσεις τὰ χρήματα ποὺ σοῦ<br />
χρωστάει. Μὴ νηστεύετε γιὰ μεταξύ σας<br />
κρίσεις καὶ διαμάχες. Νηστεύεις τὸ κρέας,<br />
ἀλλὰ κατατρώγεις τὸν συνάνθρωπό σου.<br />
Ἀπέχεις ἀπὸ τὸ κρασί, ἀλλὰ βρίζεις.<br />
Περιμένεις νὰ κοινωνήσεις τὸ βράδυ, ἀλλὰ<br />
περνᾶς ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα στὰ<br />
δικαστήρια… Νηστεία εἶναι νὰ συγκρατεῖς τὴ<br />
γλώσσα σου, νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὸν θυμό, νὰ<br />
εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες, τὴν καταλαλιά,<br />
τὸ ψεῦδος, τὴν ἐπιορκία· ἡ ἔλλειψη ὅλων<br />
αὐτῶν εἶναι ἀληθινὴ νηστεία. Μ’ ὅλα αὐτὰ ἡ<br />
νηστεία εἶναι καλή». Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ<br />
τοποθέτηση τοῦ Ἰσιδώρου Πηλουσιώτη: «Σὲ<br />
τίποτε δὲν ὠφελεῖ ἡ νηστεία τῶν φαγητῶν<br />
14
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ὅσους δὲν νηστεύουν μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλων<br />
τῶν αἰσθήσεων». Γιατὶ ὅπως λέγει καὶ ὁ<br />
Παῦλος: «αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται εἶναι<br />
ἐγκρατὴς σὲ ὅλα» (Α΄ Κορ. 9, 25).<br />
Ἀνεβαίνοντας κανεὶς ὅλα τὰ σκαλοπάτια<br />
τῶν ἀρετῶν ποὺ ἤδη περιγράψαμε, μπορεῖ νὰ<br />
φθάσει στὴν ἁγιωσύνη. Γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο,<br />
ἡ ἁγιωσύνη εἶναι: «θεία προσηγορία, θεία<br />
ἐνέργεια, … ὑψηλὴ κλάση, ποὺ δηλώνει<br />
τελειότητα καὶ σημαίνει ὅλη τὴν ἀρετή». Ἡ<br />
ἁγιωσύνη, τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο<br />
δημιούργησε ὁ Θεὸς «κατ’ εἰκόνα» Του, τὸν<br />
ὁδηγεῖ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ<br />
τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ στὴ γῆ τὸν ἀναδεικνύει<br />
οὐρανοπολίτη καὶ τὸν<br />
προσαγορεύει υἱὸν Θεοῦ<br />
(βλ. Σχετικῶς: Ἑβρ. 13,<br />
14. Φιλ. 3, 20. Ρωμ. 8, 14·<br />
9, 26. Γαλ. 3, 26). Ἡ ὅλη<br />
περιγραφὴ τῆς<br />
παραγράφου Περὶ τῆς<br />
ἁγιωσύνης, παραπέμπει<br />
σὲ προσευχὴ καὶ<br />
κατακλείεται μὲ τὸ Ἀμήν.<br />
Αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ ὁ<br />
λόγος περὶ ἁγιωσύνης καὶ<br />
ἁγιότητος ὑπερβαίνει τὰ<br />
ἀνθρώπινα μέτρα, ἄρα<br />
καὶ τὴν ὅποια κειμενικὴ<br />
διατύπωση, ἱστορικὴ ἢ<br />
καὶ λογοτεχνική. Αὐτὸς<br />
εἶναι κατὰ τὴν ἄποψή μας<br />
ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο,<br />
ἀμέσως μετὰ τὴν<br />
παράγραφο περὶ<br />
ἁγιωσύνης, ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὴν<br />
πνευματικὴ μέθη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ<br />
τὴ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο τῆς Θείας<br />
Εὐχαριστίας. Αὐτὸ περιγράφεται στὸ<br />
παράθεμα τοῦ Χρυσοστόμου ποὺ ἀξιοποιεῖ ὁ<br />
Νεκτάριος καὶ τὸ ὁποῖο λέγει: «Ὑπάρχει γιὰ<br />
μᾶς καλὸ ποτήριο μέθης. Ὑπάρχει ποτήριο<br />
μέθης ποὺ μᾶς προκαλεῖ σωφροσύνη, ὄχι<br />
παράλυση. Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ποτήριο; Τὸ<br />
ποτήριο τὸ πνευματικό, τὸ ἄχραντο ποὺ<br />
περιέχει τὸ Δεσποτικὸ αἷμα». Πρόκειται<br />
σαφῶς γιὰ τὸ ποτήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας,<br />
στὸ ὁποῖο καλοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί, ὥστε νὰ<br />
πληρωθεῖ ἡ διάνοιά τους μὲ Ἅγιο Πνεῦμα. Σ’<br />
αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ποτήριο ὁ διάβολος δὲν<br />
μπορεῖ νὰ προσθέσει ἀπολύτως τίποτα.<br />
Γιὰ νὰ γίνει περισσότερο κατανοητὸ τὸ<br />
περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς μέθης, ὁ Ἅγιος<br />
παραθέτει ἀμέσως τὴν παράγραφο Περὶ<br />
μέθης, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς οἰνοποσίας.<br />
Ἡ μέθη αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ παραφερόμαστε,<br />
σκοτίζει τὸν νοῦ μας, ἐξασθενεῖ τὴν ψυχὴ καὶ<br />
τὸ σῶμα μας καὶ μᾶς ἐξωθεῖ σὲ μεγάλα καὶ<br />
φοβερὰ ἁμαρτήματα, ὅπως διαμάχες καὶ<br />
ταραχὲς καὶ διαπληκτισμοὺς καὶ φόνους. Ἡ<br />
συγκεκριμένη μέθη ὁδηγεῖ σὲ νάρκωση<br />
(κάρωση) τοῦ ἐγκεφάλου, κατὰ τὸν Ἅγιο,<br />
πέρα τοῦ ὅτι καθιστᾶ τὸν μεθυσμένο<br />
ἀναίσχυντο, ἀμετροεπή,<br />
συκοφάντη, πλήκτη,<br />
παράφρονα, ἀνελεύθερο<br />
καὶ καταγέλαστο ἀπὸ<br />
ὅλους. Κατὰ τὸν Ἅγιο, ὁ<br />
ὁποῖος ἀποδίδει καὶ<br />
σχετικὴ ὁρολογία τῶν<br />
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,<br />
ὁ μεθυσμένος εἶναι<br />
αὐθαίρετος δαίμονας,<br />
ἔμψυχος νεκρός, πτῶμα<br />
ποὺ στερεῖται ἀπολογίας,<br />
κοινὴ ἀσχημοσύνη τῆς<br />
ἀνθρώπινης κοινωνίας.<br />
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ ἅγιος<br />
Νεκτάριος ἔγραψε<br />
διδακτικὸ ἐγχειρίδιο τῆς<br />
Χριστιανικῆς Ἠθικῆς γιὰ<br />
τὸ ἀντίστοιχο μάθημα τῆς<br />
Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς<br />
Σχολῆς, τὸ ὁποῖο δίδαξε ὁ<br />
ἴδιος ὡς Διευθυντὴς τῆς ὁμώνυμης Σχολῆς.<br />
Ἡ παράγραφος Περὶ συνηθείας ἀγαθῆς καὶ<br />
περὶ συνηθείας κακῆς ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία. Ὁ<br />
Ἅγιος ἀναφέρει ὅτι συνήθεια εἶναι τὸ ἔθος, τὸ<br />
ὁποῖο γίνεται ἦθος. Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξη ἠθικὴ ἔχει<br />
τὴ ρίζα της στὴ λέξη ἔθος, ἀπὸ τὴν ὁποία<br />
παράγεται καὶ τὸ ρῆμα ἐθίζομαι. Κατὰ τὸν<br />
Ἅγιο, λοιπόν, ἠθικὴ εἶναι ἕξις καὶ δηλώνει τὴν<br />
ἀποκτηθεῖσα λόγῳ ἐπανάληψης διάθεση καὶ<br />
ροπὴ γιὰ ἐργασία τόσο ἀγαθῶν ὅσο καὶ<br />
κακῶν πράξεων. Ἑπομένως, λέγει ὁ<br />
Νεκτάριος, ἡ συνήθεια ἀποβαίνει ἢ ἀρετὴ ἢ<br />
κακία, ἀνάλογα πρὸς τὸν χαρακτήρα τῶν<br />
πράξεων πρὸς τὶς ὁποῖες ἔχει κάποιος ροπὴ<br />
15
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἔτσι, ὥστε ἡ μὲν ἀγαθὴ συνήθεια παιδεύει<br />
στὴν ἀρετή, ἡ δὲ κακὴ στὴν κακία. Ἡ πρώτη<br />
ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, ἡ δεύτερη ὁδηγεῖ<br />
στὸ βάραθρο. Μὲ πολλὲς παραπομπὲς<br />
θεμελιώνει τὸ τελευταῖο συμπέρασμά του ὁ<br />
Νεκτάριος. Θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα<br />
παράθεμα ἀπό τόν Χρυσόστομο πολὺ<br />
χαρακτηριστικό: «Ἡ τυραννία τῆς συνήθειας<br />
εἶναι μεγάλη καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ γιὰ τὰ κακά.<br />
Τόση μάλιστα, ὥστε νὰ θεωρεῖται ὡς κάτι<br />
φυσικό». Καὶ συμπληρώνει ὁ Χρυσόστομος:<br />
«Ἡ συνήθεια εἶναι ὄντως κάτι μέγα καὶ ἔχει<br />
τὴ δύναμη τῆς φύσης». Καὶ συνεχίζει: «Αὐτὸς<br />
εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο μερικοὶ μὴ<br />
χριστιανοὶ ἀποκάλεσαν τὴ συνήθεια δευτέρα<br />
φύση» (Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σ. 420).<br />
Ἐπειδὴ ἀναφερόμαστε στὸ Ἐπιθυμητικὸ<br />
μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ στὴν<br />
παράγραφο ποὺ ἀκολουθεῖ Περὶ ἐμπαθοῦς καὶ<br />
ἀλόγου ἐπιθυμίας. Ἄλογη ἐπιθυμία<br />
χαρακτηρίζει αὐτὴν τῶν ματαίων πραγμάτων<br />
ἀλλὰ καὶ κάθε ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ποὺ<br />
ἀντιτίθεται στὸν ἠθικὸ νόμο. Εἶναι, ἐπίσης,<br />
ἄλογη ἡ ἐπιθυμία ὅλων τῶν μάταιων καὶ<br />
ἀσταθῶν πραγμάτων καὶ ὅσων<br />
ἀποδοκιμάζονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο. Σὲ κάθε<br />
περίπτωση, οἱ πονηρὲς ἐπιθυμίες εἰσέρχονται<br />
στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν πονηρό, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν<br />
διάβολο. Ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία, ὅταν χρονίζει<br />
στὴν καρδιά, γεννᾶ ἁμαρτία καὶ πληγώνει τὴν<br />
ψυχή.<br />
Ἂν οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες δὲν ἀποκρούονται<br />
μόλις ἐμφανισθοῦν, σκοτίζουν τὸ ἀνθρώπινο<br />
μυαλό, δημιουργοῦν ταραχὴ στὴν καρδιά,<br />
ἐξασθενοῦν τὴν ψυχή, ὑπομνομεύουν τὴ<br />
σωφροσύνη, ἀφαιροῦν τὴν ἁγνεία καὶ<br />
διασαλεύουν τὸ βάθρο τῆς ἀρετῆς.<br />
Οἱ παράγραφοι Περὶ ἀκρασίας, Περὶ<br />
ἀσωτίας καὶ Περὶ ἀκολασίας καὶ ἀκολάστου<br />
ἔχουν, ἐπίσης, ἄμεση σχέση καὶ ἀναφορὰ μὲ<br />
τὸ Ἐπιθυμητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς.<br />
Εἰδικότερα: α) Ἡ ἀκρασία δαπανᾶ πολλὰ<br />
γιὰ τὴν ἡδυπάθεια, ὁδηγώντας τὰ θύματά<br />
της σὲ ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές, ὁ δὲ ἀκρατὴς<br />
τρέχει πίσω ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες του καὶ δὲν<br />
ἐμποδίζεται ποτὲ ἀπὸ τὶς ὀρέξεις του,<br />
λησμονώντας καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν<br />
δημιουργό του, τὸν Θεό. Ἔχει ἀνακηρύξει<br />
θεὸν τὴν κοιλιά του καὶ στὴν ψυχή του<br />
κυριαρχεῖ ὄχι ὁ νόμος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,<br />
ἀλλὰ ὁ νόμος τῆς σάρκας του. Γι’ αὐτὸ ἔχει<br />
πωρωθεῖ ἡ καρδιά του καὶ εἶναι ἀναίσθητη ἡ<br />
ψυχή του. β) Ἡ ἀσωτία εἶναι ἡ χωρὶς μέτρο<br />
χρήση καὶ σημαίνει, κατὰ τὸν Ἅγιο, ὅτι δὲν<br />
σώζει ἀλλὰ καταδικάζει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν<br />
ψυχὴ τοῦ ἀσώτου. γ) Ἡ ἀκολασία εἶναι ἡ<br />
ἀχαλίνωτη φιληδονία, ἐνῶ ἀκόλαστος εἶναι ὁ<br />
ἀκρατὴς καὶ φιλήδονος, ἐπειδὴ δὲν ἐλέγχει τὶς<br />
ἐπιθυμίες του. Οἱ ἀκόλαστοι μοιάζουν μὲ τον<br />
ἡνίοχο, ὁ ὁποῖος, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει<br />
τὰ ἄτακτα σκιρτήματα τῶν ἀλόγων, ὅπως<br />
παρατηρεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁδηγεῖ<br />
στὸν γκρεμὸ καὶ τὰ ἄλογα καὶ τὸν ἑαυτό του.<br />
Ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀκόλαστου ἔχει<br />
ὑποταγεῖ καὶ ἔχει ὑποδουλωθεῖ πλήρως στὶς<br />
αἰσθήσεις του μὲ ἀποτέλεσμα, ἐπειδὴ δὲν<br />
μπορεῖ νὰ ἐλέγξει τὰ πάθη του, νὰ ἐλέγχεται<br />
ὁ ἴδιος ἀπὸ αὐτά.<br />
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήσουμε, γιατί<br />
ἐντάσσει στὴν παρούσα συνάρτηση καὶ<br />
παράγραφο «Περὶ σιωπῆς». Ὅπως λοιπὸν<br />
μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος, ἡ σιωπὴ εἶναι ἀποτέλεσμα<br />
καὶ καρπὸς βασιλικῆς καὶ εὐγενοῦς<br />
παιδεύσεως. Ἡ σιωπὴ εἶναι προϊὸν πολλῆς<br />
σύνεσης. Αὐτὸς ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ σιωπᾶ,<br />
αὐτὸς δὲν γνωρίζει οὔτε νὰ συζητᾶ, νὰ κάνει<br />
διάλογο. Κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἡ σιωπὴ<br />
εἶναι μητέρα τῆς προσοχῆς, κρίκος τῆς<br />
σκάλας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ,<br />
κλειδὶ τοῦ Παραδείσου. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια,<br />
ὅτι ἡ σιωπὴ ἀποδεικνύει φρόνιμους καὶ<br />
σεμνοὺς καὶ τοὺς μὴ μορφωμένους. Ἀλλὰ καὶ<br />
16
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
αὐτὸς ποὺ σιωπᾶ εἶναι καλύτερος ἀπὸ αὐτὸν<br />
ποὺ λέγει πολλά, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι<br />
χρήσιμα. Τὸ συμπέρασμα, λοιπόν, ποὺ<br />
συνάγουμε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι: Μάθε νὰ<br />
σιωπᾶς, ἢ λέγε κάτι καλύτερο ἀπὸ τὴ σιωπή.<br />
(Τὸ παράγγελμα αὐτὸ ἀποδίδει γνώμη τῶν<br />
Πυθαγόρα καὶ Μενάνδρου). Δὲν εἶναι,<br />
βεβαίως, λίγα ὅσα ἀναφέρουν περὶ σιωπῆς καὶ<br />
τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι π.χ.<br />
γνωστότατος ὁ στίχος τοῦ Δαβίδ (Ψαλ. 140,<br />
3): Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ<br />
θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου.<br />
Ἄμεση σχέση μὲ τὴν παράγραφο περὶ σιωπῆς<br />
ἔχουν καὶ οἱ παράγραφοι Περὶ ἀργολογίας,<br />
Περὶ γλωσσαλγίας καὶ Περὶ ἀδολεσχίας καὶ<br />
ἀδολέσχου. Συγκεκριμένα: α) Ἀργολογία<br />
σημαίνει τὸ νὰ λέγει κάποιος λόγια ἀργά,<br />
δηλαδὴ ἀνωφελῆ καὶ κούφια. Πρόκειται γιὰ<br />
ἄνθρωπο ἀπαίδευτο, μὲ ἀτελὴ μόρφωση καὶ<br />
ἀντίστοιχο χαρακτήρα, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ<br />
ἀσήμαντα καὶ εὐτελῆ, οἱ δὲ λόγοι του<br />
στεροῦνται σύνεσης. Ἐπιπλέον, κατὰ τὴ ρύμη<br />
τοῦ λόγου του δὲν σέβεται τὸν πλησίον του.<br />
Δὲν ζυγίζει τὰ λόγια του οὔτε ἀκριβολογεῖ.<br />
Εἶναι πολυλογὰς καὶ φλύαρος. Ἡ γλώσσα του<br />
προτρέχει τοῦ μυαλοῦ του, ἄρα καὶ ο λόγος<br />
του δὲν ἔχει εἱρμό. Ἔτσι, περισσότερο γλιστρᾶ<br />
πάνω στὴ γλώσσα του, παρὰ σὲ ὀλισθηρὸ<br />
ἔδαφος! β) Γλωσσαλγία εἶναι ἡ κακογλωσσιά,<br />
ἡ γλωσσοφαγιά. Εἶναι φοβερὸ καὶ ἀκατάσχετο<br />
πάθος. Μοιάζει μὲ πικρὴ πηγή, τὴς ὁποίας τὸ<br />
νερὸ καταπικραίνει τὴν καρδιὰ αὐτῶν ποὺ τὸ<br />
πίνουν, ἐνῶ ὅταν χύνεται στὴ γῆ καταστρέφει<br />
τὴ βλάστηση. Τὰ λόγια τοῦ γλωσσαλγοῦ<br />
ἀνατρέπουν σπίτια, καταστρέφουν ψυχὲς<br />
καὶ προκαλοῦν μέγιστα κακά. γ) Ἀδολεσχία<br />
εἶναι ἡ πολυλογία, ἡ φλυαρία, καὶ ἀδόλεσχος<br />
αὐτὸς ποὺ λέγει πολλά, ποὺ φλυαρεῖ. Ἡ<br />
ἀδολεσχία εἶναι ἐπικίνδυνη, μισητὴ καὶ<br />
περιγέλαστη καὶ γιὰ τὸ ὅτι δὲν κρατεῖ τὰ<br />
ἀπόρρητα. Θεωρεῖται θρόνος κενοδοξίας,<br />
πάνω στὸν ὁποῖο κάθεται ὁ κενόδοξος<br />
διαφημίζοντας τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἀδόλεσχος<br />
ἔχει στόμα ἄστεγο καὶ δὲν γνωρίζει νὰ σιωπᾶ,<br />
γι’ αὐτὸ γίνεται βάρος καὶ στοὺς φίλους<br />
του. Ἐπειδὴ εἶναι φιλόλαλος, δὲν μαθαίνει,<br />
γιατὶ εἶναι καὶ ἀφιλήκοος καί, ἐπιπλέον,<br />
μυθοπλάστης.<br />
Συγγενὴς πρὸς τὸν ἀδόλεσχο ἀλλὰ καὶ<br />
τὸν γλώσσαλγο εἶναι ὁ εὐτράπελος.<br />
Χαρακτηρίζεται καὶ ποικίλος, παντοδαπός,<br />
ἄστατος, εὔκολος, ποὺ γίνεται τὰ πάντα. Ὁ<br />
ἅγιος Νεκτάριος ἀποδίδει κείμενα τοῦ<br />
Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημα τοῦ ἱεροῦ<br />
Πατρὸς στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή<br />
(Ὁμιλία ΙΖ΄, γ΄, PG 62, 120).<br />
Ἐπηρεασμένος μᾶλλον ἀπὸ τοὺς τύπους,<br />
ποὺ περιέγραψε στὶς τελευταῖες<br />
παραγράφους, ὁ ἅγιος Νεκτάριος προσθέτει<br />
καὶ παράγραφο Περὶ γελώτων. Δέχεται ὅτι ὁ<br />
ἄνθρωπος εἶναι ζῷον γελαστικόν, ἀλλὰ καὶ<br />
λογικὸ καὶ ἠθικὸ συγχρόνως. Αὐτὸ σημαίνει<br />
ὅτι ἀδυνατεῖ μὲν νὰ ἀντισταθεῖ, ὅταν<br />
προκαλεῖται ἀπὸ τοὺς γελοίους, ὀφείλει,<br />
ὅμως, ὡς ὂν λογικὸ καὶ ἠθικό, νὰ μὴν<br />
προκαλεῖ ποτὲ ἢ νὰ μὴν ἐπιζητεῖ τὰ γέλια. Ἐδῶ<br />
ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ γέλως (τὸ<br />
γέλιο) καὶ ἄλλο τὰ γέλια (οἱ γέλωτες). Τὸ<br />
γέλιο ποὺ ἐμφανίζεται κατὰ φυσικὸ τρόπο ἢ<br />
ὡς μειδίαμα, γιατὶ συγκινεῖ τὸν ἐσωτερικὸ<br />
κόσμο τῶν νεωτέρων λόγῳ κάποιου<br />
ἀπροσδόκητου γεγονότος, αὐτὸ τὸ γέλιο<br />
εἶναι ἀδιάβλητο καὶ ἀθῶο. Τὰ γέλια, ὅμως,<br />
λόγῳ π.χ. μέθης καὶ ἀσωτίας καὶ φλυαρίας,<br />
αὐτὰ διαφθείρουν τὴν ψυχή. Σ’ αὐτοὺς ποὺ<br />
γελοῦν ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες αἰτίες, λέγει ἡ<br />
Ἁγία Γραφή: Οὐαὶ οἱ γελῶντες καὶ ἀπὸ πρωίας<br />
πίνοντες σίκερα (=μεθυστικὸ ποτό)».<br />
Τὸ κεφάλαιο γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ<br />
κλείνει μὲ δύο σχετικὲς ὡς πρὸς τὴ γλωσσική<br />
τους διατύπωση παραγράφους: Περὶ τρυφῆς<br />
καὶ τρυφηλοῦ καὶ Περὶ τρυφῆς πνευματικῆς.<br />
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρεται ἀμέσως στὸν<br />
ὁρισμὸ τῆς τρυφῆς τοῦ Ἰω. Χρυσοστόμου,<br />
κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ τρυφὴ εἶναι θηρίον χαλεπὸν<br />
καὶ ἀτίθασον. Τονίζει μάλιστα ὅτι τὸ κακὸ ποὺ<br />
κάνει ἡ ἐπιθυμία τῆς τρυφῆς στὸν ἐσωτερικὸ<br />
ἄνθρωπο εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ<br />
θὰ μποροῦσαν νὰ προξενήσουν ἕνας<br />
σκορπιὸς ἢ ἕνα φίδι ἂν βρίσκονταν στὰ<br />
σπλάχνα μας. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ τρυφὴ<br />
(ἡ καλοπέραση) εἶναι μητέρα ὅλων τῶν<br />
παθῶν καὶ κάθε δυσωδίας. Αὐτὴ κάνει τοὺς<br />
ἀνθρώπους χειρότερους καὶ ἀπὸ τοὺς χοίρους.<br />
Γιατὶ ὁ χοῖρος κυλιέται στὰ λασπόνερα καὶ<br />
τρώγει κοπριές. Ὁ τρυφηλὸς τρώγει σὲ πιὸ<br />
ἀπαίσιο τραπέζι ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ χοίρου,<br />
καθὼς ἐπινοεῖ ἄπειρα ἄθεσμα καὶ παράνομα<br />
17
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἐδέσματα. Παραπέμποντας στὸν Κλήμεντα<br />
τὸν Ἀλεξανδρέα, ὁ Νεκτάριος λέγει ὅτι ἡ<br />
τρυφὴ προκαλεῖ ἄκαιρο γέλιο, ἄτακτα λόγια,<br />
ποικίλα εὐτράπελα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν ὄλεθρο,<br />
τὴν ἀνόητη φλυαρία καὶ τόσα ἄλλα ποὺ δὲν<br />
συμφέρει οὔτε νὰ τὰ ὀνομάσουμε. Θεὸς τῶν<br />
τρυφηλῶν εἶναι ἡ κοιλιά τους καὶ δόξα τους<br />
ἡ ἀδιαντροπιά τους. Γίνονται λόγῳ τοῦ<br />
τρυφηλοῦ τους βίου βραδύνοες καὶ ἄφρονες.<br />
Βραδύνοες, γιατὶ ἡ τρυφὴ δὲν γεννᾶ λεπτὸ<br />
νοῦ, καὶ ἄφρονες, γιατὶ ἐξογκώνουν τὶς<br />
κοιλιές τους. Εἶναι ὄντως δοῦλοι τῶν παθῶν<br />
καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τους. Οἱ τρυφηλοὶ καὶ οἱ<br />
ἀχόρταγοι πέφτουν σὲ οἰστρηλασία (πάθος<br />
μέχρι μανίας) καὶ γίνονται ἀκόλαστοι καὶ<br />
ἀδιάντροποι.<br />
Ἀπέναντι στὴν ὑλικὴ τρυφὴ ὑπάρχει ἡ<br />
πνευματική, ἡ πραγματικὴ τρυφή, ποὺ ποτὲ<br />
δὲν μαραίνεται. Πρόκειται γιὰ τὴν τρυφή,<br />
στὴν ὁποία καλοῦμε ὡς συνδαιτημόνα τὸν<br />
Χριστό, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι ἔχουμε<br />
ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὰ δικά<br />
του (τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν). Αὐτὸ τὸ τραπέζι ἔχει<br />
ἀπέραντη ἡδονὴ καὶ ἀποτελεῖ πλούσιο,<br />
συνεχὲς καὶ μεγαλοπρεπὲς πνευματικὸ<br />
συμπόσιο.<br />
8. Ἐπίλογος.<br />
Ὁ τίτλος ποὺ ἐπιλέξαμε γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρο<br />
εἶναι ἀρκούντως περιγραφικός, γλωσσικὰ<br />
ὅμως ἀπολύτως κατανοητός. ᾽Ερώτημα,<br />
ὡστόσο, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγείρει στὸν<br />
ἀναγνώστη τὸ πῶς ἕνας ἐπίσκοπος τῆς<br />
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καταχωρισμένος<br />
μάλιστα μεταθανατίως στὶς Δέλτους τῶν<br />
Ἁγίων της, χρησιμοποιεῖ ὡς ὁδηγὸ τοῦ<br />
μεγαλύτερου μέρους τῶν περιεχομένων ἑνὸς<br />
σημαντικοῦ βιβλίου του τὴν τριμερὴ διαίρεση<br />
τῆς ψυχῆς ἑνὸς θύραθεν φιλοσόφου, ἔστω καὶ<br />
ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ μέγας Πλάτων. Τὸ σχετικὸ<br />
ἐρώτημα ἀποκτᾶ ἀκόμη πιὸ βαρύνουσα<br />
σημασία, ὅταν εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ βιβλίο Τὸ<br />
γνῶθι σαυτὸν ἐπρόκειτο νὰ συνεκδοθεῖ μὲ ἕνα<br />
ἄλλο, ἐπίσης σημαντικὸ καὶ μάλιστα σχολικὸ<br />
βιβλίο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τὴ Χριστιανικὴ<br />
Ἠθική 15 .<br />
Ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ καταπονήσουμε<br />
τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ φιλόξενου περιοδικοῦ<br />
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας μὲ πολλὲς καὶ<br />
λεπτομερεῖς ἀναφορὲς καὶ εἰδήσεις γιὰ τὴ ζωὴ<br />
καὶ τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου,<br />
θὰ περιοριστοῦμε σὲ τέσσερις βασικὲς θέσεις-<br />
ἀπαντήσεις στὸ ἀνωτέρω ἐρώτημα:<br />
1. Ἀπὸ τὸ πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο τοῦ<br />
ἁγίου Νεκταρίου εἶναι εὔκολο νὰ συναγάγει<br />
κάθε ἐπιμελὴς ἀναγνώστης ἀβίαστα τὸ<br />
συμπέρασμα, ὅτι ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ<br />
βαθιὰ ἀγάπη του πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν<br />
ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τὴν ὁποία θεωροῦσε<br />
«προπαιδεία» στὸν Χριστιανισμό. Αὐτὸς<br />
εἶναι, ἐπίσης, ἕνας ἐπιπλέον λόγος γιὰ τὸν<br />
ὁποῖο ἔθεσε ὡς τίτλο σὲ ἕνα πολὺ σημαντικὸ<br />
βιβλίο του τὸ πασίγνωστο ἀρχαιοελληνικὸ<br />
γνωμικὸ «γνῶθι σαυτόν», ποὺ ἦταν γραμμένο<br />
στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ τοῦ Μαντείου τῶν<br />
Δελφῶν. Ὁ ναός, ὡς γνωστόν, ἦταν<br />
ἀφιερωμένος στὸν θεὸ Ἀπόλλωνα. Ἀξίζει<br />
νὰ ἀναφέρω στὴ νεοελληνικὴ σχετικὸ<br />
ἀπόσπασμα μικροῦ ἔργου τοῦ Νεκταρίου, ποὺ<br />
ἔχει περίπου ὡς ἑξῆς: «Σύμφωνα μὲ τὰ<br />
παραπάνω, ἡ γνώση εἶναι ἡ ἀληθὴς σοφία καὶ<br />
ἡ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Ἐπιστήμη χωρὶς<br />
τὸ «γνῶθι σαυτὸν» [δηλαδὴ χωρὶς<br />
αὐτογνωσία], δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ τέλεια<br />
ἐπιστήμη, οὔτε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἁρμόζουσα<br />
ἀγωγή αὐτὴ, ὅταν ἀπουσιάζει, καθιστᾶ τὸν<br />
ἐπιστήμονα τολμηρὸ παραβάτη τῶν θείων καὶ<br />
ἀνθρώπινων νόμων καὶ τὸν ἀπογυμνώνει ἀπὸ<br />
τὸν κόσμο τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν». Τὸ παράθεμα<br />
αὐτὸ τοῦ Νεκταρίου μᾶς παραπέμπει εὐθέως<br />
στὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ Πλάτωνα: “Πᾶσά τε<br />
ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς<br />
ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται»<br />
(Πλάτωνος, Μενέξενος 247a). Ποιός μπορεῖ<br />
νὰ διαφωνήσει μὲ τὴ συγκεκριμένη θέση<br />
τοῦ ἕλληνα σοφοῦ; (βλ. περισσότερα: Ἅπαντα,<br />
τόμ. Ε΄, σ. 68)<br />
2. Ἡ βαθιὰ ἀγάπη τοῦ Νεκταρίου πρὸς τὸν<br />
Ἑλληνισμὸ διατυπώνεται καὶ στὸ πολυσέλιδο<br />
δίτομο ἔργο του (Α΄ τόμος 513 σελίδες, Β΄<br />
τόμος 444 σελίδες) μὲ τίτλο: Ἱερῶν καὶ<br />
φιλοσοφικῶν Λογίων Θησαύρισμα 16 . Τὰ<br />
πλουσιότατα σὲ ἀριθμὸ παραθέματα ἀπὸ<br />
ἔργα Ἑλλήνων συγγραφέων (τῶν κλασικῶν,<br />
ἑλληνιστικῶν, βυζαντινῶν, μεταβυζαντινῶν<br />
καὶ νεωτέρων χρόνων), ἀλλὰ καὶ Λατίνων,<br />
εἶναι πάρα πολλά. Κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο,<br />
ὁ Ἕλλην δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν<br />
18
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πνευματικὸ κόσμο ποὺ δημιούργησε, γιατὶ<br />
ἡ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ ἡ<br />
ἔμφυτη πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη του<br />
ἀνέπτυξαν στὴν καρδιά του τὸν πόθο τῆς<br />
«αὐτομεταδόσεως» καὶ ἔτσι ἔγινε δάσκαλος<br />
τῆς ἀνθρωπότητας.<br />
3. Κοντὰ σ’ ὅλα αὐτά, δὲν πρέπει νὰ<br />
λησμονοῦμε, ὅτι ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα μετὰ τὴ<br />
μετεγκατάστασή του στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν<br />
Αἴγυπτο, ὡς μητροπολίτης πρώην<br />
Πενταπόλεως, ζοῦσε καὶ αὐτὸς τὰ<br />
προβλήματα τῆς ἐποχῆς του καὶ κυρίως τὶς<br />
δύσκολες ὧρες ποὺ περνοῦσε τόσο ἡ<br />
Πολιτεία ὅσο καὶ ἡ Ἐκκλησία. Κανένας δὲν<br />
μπορεῖ νὰ λησμονήσει π.χ.: τὴν πτώχευση τῆς<br />
Ἑλλάδας τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1893, τὸν<br />
ἀτυχὴ ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897, τὰ<br />
εὐαγγελικὰ τοῦ 1<strong>90</strong>1 μὲ τοὺς ὀκτὼ νεκροὺς<br />
καὶ τοὺς πολὺ περισσότερους τραυματίες, τὰ<br />
ὅσα δυσάρεστα ἀκολούθησαν τοὺς<br />
Ἑλληνοβαλκανικοὺς πολέμους (1912-13) καὶ<br />
τὸν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-18) κ.λπ.<br />
Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἦταν μιὰ πολὺ<br />
σκληρὴ δοκιμασία γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο<br />
Ἑλλαδικὸ Ἑλληνισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ σύμπασα<br />
τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐν γένει Ἑλληνικὴ<br />
Διασπορά, τὰ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ τῆς ὁποίας<br />
ἔζησε ὁ Ἅγιος, ὅπως τὰ ἔζησε (πάντως μὲ πολὺ<br />
πόνο) καὶ μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐπάνοδό του<br />
στὴν Ἑλλάδα (1889).<br />
4. Ὅταν ὁ ἅγιος Νεκτάριος γράφει ὡς<br />
κληρικὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πιστεύει<br />
ὅτι ὁ χριστιανικὸς καὶ συγχρόνως ἑλληνικὸς<br />
λόγος του μελετᾶται ἀπὸ ἀναγνῶστες<br />
ὑψηλῶν προδιαγραφῶν καὶ ἀντίστοιχων<br />
ἀπαιτήσεων. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ τὸ<br />
συνάγουμε ἀπὸ τὶς ἑπόμενες δύο θέσεις του,<br />
σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες, ὁ Χριστιανισμός: α)<br />
δὲν εἶναι φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ β) δὲν<br />
στηρίζεται μόνο στὸ Γνωστικό, ἀλλὰ μᾶλλον<br />
στὸ Βουλητικὸ καὶ Συναισθηματικὸ μέρος τῆς<br />
ψυχῆς. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ «ὁ<br />
χριστιανισμὸς δὲν ἔχει ὡς βασικὴ καὶ κύρια<br />
ἀρχή του μόνο τὴ μόρφωση τοῦ πνεύματος,<br />
ἀλλὰ καὶ τὴ διάπλαση τῆς καρδιᾶς». Ἡ<br />
συνεργασία τῶν δύο μερῶν τῆς ψυχῆς,<br />
Βουλητικοῦ καὶ Γνωστικοῦ, εἶναι ἀπαίτηση τοῦ<br />
Χριστιανισμοῦ, γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ<br />
ἐφαρμόσει τὶς ἀρχές του στὴ ζωὴ τοῦ<br />
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, καὶ<br />
ἐπειδὴ ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία, ὁ<br />
Ἅγιος ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τὴ γνώση τῶν θεωριῶν<br />
της (τῆς θρησκείας) ἀλλὰ «καὶ τὴν ἐφαρμογή<br />
τους στὴ ζωή». Πρὸς ἄρση κάθε<br />
παρεξηγήσεως λόγῳ τῆς γενικῆς «θεωριῶν»,<br />
ὁ Ἅγιος λέγει ρητῶς ὅτι «τὸ περιεχόμενο τῆς<br />
χριστιανικῆς θρησκείας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη<br />
τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο». Γι’ αὐτὸ ζητάει οἱ<br />
πιστοὶ χριστιανοί νὰ γίνουν τέλειοι, ὥστε νὰ<br />
ἀποτελοῦν ὅλοι μαζὶ «ἕνα σῶμα τὴν Ἐκκλησία,<br />
ἡ ὁποία ἔχει κεφαλὴ τὸν Κύριον Ἡμῶν<br />
Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεόν»<br />
(βλ. Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σσ. 34-35).<br />
Ὑποσημειώσεις<br />
14<br />
Ὁ Ἀχιλλεὺς Τάτιος ἦταν Ἕλληνας μυθιστοριογράφος<br />
ἀπὸ τὴν ᾽Αλεξάνδρεια ποὺ<br />
ἄκμασε μᾶλλον τὸν 2 ο π.Χ. αἰώνα καὶ ὄχι<br />
τὸν 6 ο .<br />
15<br />
Βλ. Σχετικὰ Ἅπαντα, τόμ. Δ΄, σσ. 11, 18,<br />
24 καὶ ἀλλοῦ, καὶ τόμ. Ε΄, σ. 29 ἑξ.<br />
16<br />
Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἐκδοθεῖ στὴ γνωστὴ<br />
κριτικὴ σειρὰ τῶν Ἁπάντων τοῦ ἁγίου<br />
Νεκταρίου σὲ δύο τόμους: τόμ. Ζ΄, Ἀθῆναι<br />
2014, σσ. 562 καὶ τόμ. Η΄, Ἀθῆναι 2014, σσ.<br />
534.<br />
19
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου<br />
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας<br />
Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου<br />
Τώρα καὶ πολλὲς δεκαετίες γίνεται<br />
λόγος γιὰ μιὰ μεγάλη Σύνοδο ποὺ<br />
ἑτοιμάζεται. Κάποιοι λένε νὰ μὴν<br />
γίνη. Ἄλλοι προβληματίζονται γιὰ<br />
τὸ πῶς πρέπει νὰ ὀνομαστῆ ἢ ποιά εἶναι τὰ θέματα<br />
ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίση.<br />
Τὸ χρέος τὸ μεγάλο καὶ ἅγιο τῶν Ὀρθοδόξων<br />
δὲν εἶναι νὰ κάνωμε ἁπλῶς κάτι ἀλλὰ νὰ<br />
φανερώσωμε τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος ποὺ λειτουργικὰ<br />
ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ μένει<br />
ἀμετάθετο, ἔστω καὶ ἂν ταράσσεται ἡ<br />
οἰκουμένη καὶ μετατίθενται ὄρη εἰς καρδίαν<br />
θαλασσῶν.<br />
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδησι τῆς<br />
μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς<br />
Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἰσχυρισμός,<br />
ἀλλὰ μιὰ εὐλογία ποὺ προέρχεται ἀπὸ<br />
τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου ποὺ καταλήγει<br />
στὴν Ἀνάστασι. Καὶ ἀπὸ τὴ θυσία τῶν<br />
ἁγίων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του.<br />
Ἀποτελοῦν τὸ σῶμα του. Καὶ συγκροτοῦν τὴν<br />
Ἐκκλησία, ὡς τὴ μικρὰ ζύμη ποὺ οὐρανώνει τὸ<br />
γεῶδες ἡμῶν φύραμα.<br />
Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: "Εἴ τις<br />
θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν<br />
καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω<br />
μοι" (Ματ. 8, 34). Καί: "Ὅστις οὐ βαστάζει τὸν<br />
σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου οὐ δύναται<br />
εἶναί μου μαθητὴς" (Λουκ. 14, 27).<br />
Σᾶς ἔδωσα παράδειγμα. Ὅποιος θέλει ἂς<br />
ἔλθη μαζί μου. Σηκῶστε τὸ σταυρό σας καὶ<br />
ἀκολουθῆστε με, χωρὶς νὰ ἔχετε παράπονο<br />
πρὸς οὐδένα. Ἀλλὰ "ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς<br />
ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε<br />
τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς..." (Λουκ. 6, 27-<br />
28).<br />
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος.<br />
Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς κρατᾶ στὴ ζωή.<br />
Γι' αὐτό, τὸ θέμα δὲν εἶναι πῶς νὰ δώσωμε λύσεις<br />
σὲ προβλήματα ["Καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι"<br />
(Ἰω. 14, 27)], ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ<br />
πῶς λύνει τὰ προβλήματα ὁ ἐν ἡμῖν ζῶν Κύριος.<br />
Ὅταν αὐτὸ συμβῆ, τότε βασιλεύει σὲ<br />
ὅλους ἡ γαλήνη.<br />
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὸν Θεάνθρωπο<br />
ποὺ δὲν προκαλεῖ κανένα ἀλλὰ ὁ<br />
ἴδιος "πάντα ὑπομένει" γιὰ νὰ σώση ὅλους.<br />
Ἔρχεται γιὰ νὰ θυσιάση τὴν ψυχή του ἀπὸ<br />
ἀγάπη γιὰ τοὺς φίλους του.<br />
Φίλους του θεωρεῖ ὄχι ὅσους τὸν ἀγαποῦν,<br />
ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὸς ἀγαπᾶ. Καὶ τοὺς<br />
ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀρνοῦνται,<br />
τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν. Αὐτὴ εἶναι ἡ<br />
ἐπανάστασι τῆς ἀγάπης, "τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ<br />
τὸν ἥλιον".<br />
Ξέρει ὅτι κατὰ βάθος ὅλοι τὸν ἀγαποῦν καὶ<br />
τὸν περιμένουν. Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ ἡ σωτηρία<br />
ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ μία ἀγάπη ποὺ τὰ πάντα<br />
δημιούργησε. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ<br />
σώση ὅλους. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς<br />
ἔχει.<br />
Δὲν παραπονεῖται γιατὶ δὲν δείχνουν κατανόησι.<br />
Ξέρει τί συμβαίνει μέσα τους· πῶς<br />
βλέπουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὸν ἑαυτόν<br />
τους καὶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς σηκώνει ὅλο τὸ<br />
βάρος.<br />
Ἐάν, σὲ μιὰ σύνοδο, κάποιοι μιλήσουν στηριζόμενοι<br />
στὴ δική τους σοφία καὶ σύνεσι, προκαλοῦν<br />
τοὺς ἄλλους νὰ ἐνεργήσουν ἀντίστοιχα·<br />
μὲ τὴν δική τους σοφία καὶ σύνεσι νὰ<br />
προωθήσουν τὶς θέσεις τους, νὰ προβάλουν<br />
τὴν ἀνωτερότητά τους καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν. Ἔτσι<br />
ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τοῦ διαπληκτισμοῦ.<br />
Μένομε στὸ χῶρο τῆς φθορᾶς καὶ ἀναβιώνομε<br />
τὴ γνωστὴ καὶ στεῖρα διαμάχη· ποιὸς θὰ<br />
ὑποτάξη ποιόν.<br />
Ὅταν ζητήσωμε νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ<br />
Ἑνός, ὄχι τὸ δικό μας, τὰ πράγματα ἀλλάζουν.<br />
Ἐὰν ὁ τελικός μου λόγος καὶ ἡ ἐπιθυμία βρίσκεται<br />
στὴν αἴτησι: "μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ<br />
τὸ σὸν γινέσθω" (Λουκ. 22, 42), τότε ἠρεμῶ.<br />
Δυναμώνω. Μεταδίδω καὶ στοὺς ἄλλους εἰρήνη.<br />
Ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιοι θέλουν νὰ μὲ κτυπήσουν<br />
γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε λόγο καὶ μὲ τὸν<br />
20
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ὁποιονδήποτε τρόπο, μοῦ κάνουν καλό. Μὲ<br />
βοηθοῦν νὰ βρῶ ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ<br />
Θεοῦ Πατρός. Καὶ νὰ ἀποφύγω τὴ δική μου<br />
ἄποψι, τὴ σχετικὴ καὶ ἀτελέσφορη.<br />
Ὁπότε, στὴν πρώτη περίπτωσι ποὺ θέλω νὰ<br />
κάμω τὸ θέλημά μου, φανερώνω τὴν ἀδυναμία<br />
μου καὶ αὐτομολῶ στὴν εἱρκτὴ τῆς καταδίκης<br />
μου.<br />
Στὴ δεύτερη περίπτωσι, ποὺ ζητῶ νὰ γίνη τὸ<br />
θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνδύομαι ἄλλη δύναμι καὶ<br />
μεταβάλλω τοὺς πάντες, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως,<br />
σὲ συνεργάτες ποὺ βοηθοῦν στὸ ἕνα ἔργο τῆς<br />
σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.<br />
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου,<br />
ἀλλὰ ἔρχεται νὰ δώση σ' αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ<br />
μαρτυρία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας.<br />
Αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ δὲν κάνει τὸ θέλημά<br />
της ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός.<br />
Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ὁρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν<br />
λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της.<br />
Ἡ Παρθένος Μαρία στὴ συζήτησί της μὲ τὸν<br />
Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καταλήγει<br />
στό· "Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι<br />
κατὰ τὸ ρῆμά σου" (Λουκ. 1, 38). Καὶ ἀναδεικνύεται<br />
Θεοτόκος.<br />
Ὁ Ἰησοῦς στὴ Γεθσημανῆ τελειώνει τὴν<br />
προσευχή του μὲ τό: "Μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ<br />
τὸ σὸν γινέσθω" (Λουκ. 22, 42). Καὶ νικᾶ τὸν<br />
θάνατο διὰ τοῦ θανάτου.<br />
Ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ καθημερινῶς μὲ τὴν Κυριακὴ<br />
προσευχὴ "γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς<br />
ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς" (Ματ. 8, 10) καὶ<br />
ὁδεύει πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν ἐσχάτων. Τὸ "γενηθήτω<br />
τὸ θέλημά σου" εἶναι ἡ κατάληξι ἑνὸς<br />
προσωπικοῦ ἀγῶνα. Καὶ ἡ ἀρχὴ μιᾶς πορείας<br />
μὲ ἄλλη ἀκατανίκητη δύναμι.<br />
Ζοῦμε τὴν πραγματικότητα ποὺ γεννᾶται<br />
ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. "Ζητεῖτε<br />
πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην<br />
αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται<br />
ὑμῖν" (Ματθ. 6, 33).<br />
Ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρωτεῖο. Ἕνα ζητᾶμε, καὶ<br />
ὅλα τὰ ἄλλα ἔρχονται.<br />
Ὅλα τὰ προβλήματα εἶναι λυμένα, ἐνῶ φαίνονται<br />
ἄλυτα. Ἐπειδὴ βρίσκεται μαζί μας ὁ<br />
Ἀναστημένος Κύριος, ποὺ μᾶς κοινοποιεῖ τὴ<br />
χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος.<br />
Οὔτε μᾶς ἐγκαταλείπει ὀρφανούς, χωρὶς τὴν<br />
παρουσία τοῦ Πνεύματος· οὔτε μᾶς λύνει τὰ<br />
προβλήματα μηχανικά, ὑποτιμῶντας τὴν<br />
ὕπαρξί μας.<br />
Τὸ μεγάλο χρέος τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι<br />
νὰ κάνωμε ἢ νὰ μὴν κάνωμε μιὰ γενικὴ Σύνοδο.<br />
Ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ ἡ ἀέναος Σύνοδος<br />
τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ποὺ<br />
λειτουργικὰ ζοῦμε ὡς θεολογικὴ μυσταγωγία.<br />
Καὶ εἶναι δῶρο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου<br />
καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος<br />
ποὺ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας.<br />
Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ τριαδικὴ θεότης<br />
καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης.<br />
"Καθὼς σὺ Πάτερ ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα<br />
καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσι" (Ἰω. 17, 21).<br />
Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ Ἐκκλησία καὶ<br />
μὲ ἄλλο τρόπο διδάσκει ἢ θεολογεῖ. Ὁ τρόπος<br />
τῆς ὑπάρξεώς της φανερώνει τὴν πηγή τῆς<br />
ζωῆς της καὶ κηρύττει τὴ θεολογία της. Ἡ θεολογία<br />
εἶναι μία μαρτυρία πίστεως. Καὶ ἡ<br />
Ἐκκλησία, μιὰ βεβαίωσι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν<br />
κόσμο.<br />
Δὲν εἶναι ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τῆς<br />
Ἐκκλησίας καὶ ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς κάθε<br />
πιστοῦ. Ὅπως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Πεντηκοστὴ<br />
εἶναι ἡ "τελευταία ἑορτὴ καὶ ἐπαγγελίας<br />
συμπλήρωσις", εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα<br />
τῆς Ἐκκλησίας· ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ<br />
σκοπὸς δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ἀλλὰ ἡ ταπείνωσι<br />
ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἡ ὁποία ἕλκει τὴ<br />
χάρι τοῦ Πνεύματος (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σύρος). Οἱ<br />
ἀληθινοὶ ἅγιοι διὰ τῆς ταπεινώσεως ἀξιώνονται<br />
νὰ ζήσουν ὡς γενέθλια ἡμέρα τὴν ἐλευθερία<br />
τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.<br />
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχομε τὴν πρώτη<br />
λειτουργικὴ σύνοδο, τὴ δημουργία τῆς<br />
Ἐκκλησίας, τὴν ἔλλαμψι τοῦ Πνεύματος σὲ<br />
κάθε Ἀπόστολο.<br />
Πάντες ἄρχονται φθέγγεσθαι ξένοις δόγμασι,<br />
ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι τῆς<br />
Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὰ τὰ ξένα καὶ ἀλλότρια εἶναι<br />
οἰκεῖα καὶ κατανοητά. Ὅλοι ἀναπαύονται καὶ<br />
τρέφονται πνευματικά. Ἀκούει ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ<br />
διαλέκτῳ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.<br />
Στὴ Βαβὲλ ἡ ὕβρις τῆς πυργοποιίας ποὺ θὰ<br />
ἔφτανε στὸν οὐρανό, ἐπέφερε τὴ σύγχυσι<br />
τῶν γλωσσῶν καὶ τὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων.<br />
Στὴν Πεντηκοστὴ οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ<br />
Πνεύματος ἥνωσαν τὰ ἔθνη πρὸς θεογνωσίαν.<br />
"Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία πρὸς τιμωρίαν·<br />
ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία πρὸς σωτηρίαν<br />
21
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
τῶν ψυχῶν ἡμῶν".<br />
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ δωρεὰ εὐλογίας γιὰ<br />
ὅλους, πάνω ἀπὸ λόγια καὶ στοχασμούς.<br />
"Ὑπερίπταται Θεοτόκε ἁγνὴ τὸ θαῦμα σου τὴν<br />
δύναμιν τῶν λόγων".<br />
Ἔχει ἐνσωματώσει στὴ λειτουργική της ζωὴ<br />
ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου· τὴ σάρκωσι,<br />
τὸν σταυρό, τὴν Ἀνάστασι, τὴν Ἀνάληψι.<br />
Τὸ διακρίνεις αὐτὸ πάνω στὸ μεταμορφωμένο<br />
σῶμα τῆς ὑπάρξεώς της.<br />
Ὅλα ἀλλοιώνονται μὲ τὴ θεία χάρι: ἡ θεολογία<br />
τῶν θεολόγων, ἡ εἰκονογραφία τῶν ἁγιογράφων,<br />
τὸ μέλος τῶν μελωδῶν, ἡ ζωὴ τῶν<br />
πιστῶν. Αὐτὴ ἡ θεία ἀλλοίωσι, ὡς συνέπεια τῆς<br />
τριαδικῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, πείθει<br />
τοὺς πεινασμένους τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν<br />
ἐγκαταλείπει ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, καθὼς<br />
ἀγαπᾶ τὸν μονογενῆ Του Υἱό.<br />
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πορεύεται μέσα<br />
στὴν ἱστορία ὡς ὁ Ἀναστημένος Χριστός, ποὺ<br />
προχέει εἰρήνη καὶ χαρά.<br />
Πρέπει νὰ νοιώθης πεινασμένος καὶ διψασμένος<br />
γιὰ τὰ αἰώνια καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὰ<br />
ἐφήμερα. Τότε θὰ τὸν δῆς ὡς τέλειο Θεὸ καὶ<br />
τέλειο ἄνθρωπο, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα<br />
τῆς ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης.<br />
"Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως<br />
ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις<br />
γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε".<br />
Μᾶς προσφέρει αὐτὸ ποὺ εἶναι. Μᾶς ὑψώνει<br />
ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται.<br />
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θεολογίας. Δὲν εἶναι<br />
"μετάβασι τοπικὴ" ποὺ παρακολουθεῖς μὲ τὶς<br />
αἰσθήσεις, ἐλέγχεις μὲ τὴ σκέψι καὶ ρυθμίζεις<br />
μὲ τὴ θέλησί σου. Ἀλλὰ "συγκατάβασι θεϊκὴ"<br />
ποὺ ἀλλοιώνει καὶ μεταμορφώνει τὴ ζωή σου.<br />
Ἡ θεϊκὴ συγκατάβασι σοῦ χαρίζει τὴν εὐλογία<br />
τῆς ἀναλήψεως ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ<br />
μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως.<br />
Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ γίνεται τέλειος<br />
ἄνθρωπος. Ἔχει νὰ φέρη ὄχι κάτι σχετικὸ καὶ<br />
ἐφήμερο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴχαμε, ἀλλὰ κάτι<br />
θεϊκό, ἀΐδιο καὶ τετελειωμένο ἐν Πνεύματι.<br />
"Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν" (Λουκ. 12, 49).<br />
Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος τρόπος ποὺ φέρνει τὴ ζωὴ<br />
καὶ τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Κάθε ἀληθινὸς<br />
ἅγιος μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος<br />
εἶναι μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ παρηγοριὰ<br />
γιὰ ὅλους τοὺς ἀδυνάτους.<br />
Ὁ Κύριος κατεβαίνει στὸ ἐπίπεδό μας. Μιλᾶ<br />
τὴ γλῶσσα μας. Ἀκούει τὸν πόνο καὶ λύνει τὰ<br />
προβλήματά μας. Χορταίνει τὴν πείνα μας.<br />
Ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς μας. Μᾶς παρηγορεῖ.<br />
Μᾶς θεραπεύει τὶς ἀρρώστιες. Μᾶς ἐλευθερώνει<br />
ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.<br />
Δὲν μένει ἐκεῖ. Κατεβαίνει στὸν ᾍδη. Καταργεῖ<br />
τὸν θάνατο. Ἀνιστᾶ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους.<br />
"Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος".<br />
Μᾶς ἑνώνει ὅλους στὴν εὐρυχωρία τῆς<br />
ἐλευθερίας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.<br />
Μετὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασι βρίσκει<br />
τοὺς φοβισμένους μαθητὲς κλεισμένους σὲ χώρους<br />
στενούς. Τοὺς δίδει εἰρήνη καὶ χαρά. Τὸν<br />
βλέπουν καὶ χαίρονται. Πιστεύουν γιατὶ τὸν<br />
ψηλάφησαν (Λουκ. 24, 39).<br />
Πιστεύουν γιατὶ τὸν εἶδαν (Ἰω. 20, 29). Πιστεύουν<br />
γιατὶ ζοῦν (Ἰω. 14, 19). Μένουν πάντα<br />
μαζί. Τοὺς ἀποστέλλει στὸν κόσμο νὰ κηρύξουν<br />
τὸ Εὐαγγέλιο.<br />
Στὴ Θεία Λειτουργία βρίσκουν τὴν Ἐκκλησία<br />
ὡς μία θεοφάνεια ἔνσαρκη. "Θεὸς ἐφανερώθη<br />
ἐν σαρκί, ... ἀνελήφθη ἐν δόξῃ" (Α΄ Τιμ.<br />
3, 16). Καὶ μένει ἀδιαστάτως μαζί μας διὰ Πνεύματος<br />
Ἁγίου.<br />
Ἦλθε καὶ μᾶς ἐπισκέφθηκε. Ἔφυγε καὶ τότε<br />
φανερώθηκε. Ἁγιάστηκε ἡ ἄφιξι καὶ ἡ ἀναχώρησι,<br />
ἡ ἐνσάρκωσι καὶ ἡ ἀνάληψι, ἡ παρουσία<br />
καὶ ἡ ἀπουσία.<br />
Ὅταν ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά Του· ἄχρονο<br />
φῶς καταυγάζει τὴ ζωή σου. Καταργεῖ χωρισμοὺς<br />
καὶ ἀποστάσεις. Ἀκοῦς τὸν Κύριο μέσα<br />
στὴν τρικυμία τῶν προβλημάτων νὰ λέη:<br />
"Ἐγώ εἰμι. Μὴ φοβεῖσθε".<br />
Ἁπλώνεται γαλήνη γύρω καὶ μέσα σου. Δὲν<br />
ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτε. Ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴν<br />
ἀγάπη του. Ἡ ζωή σου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων εἶναι<br />
Αὐτός.<br />
Τὸ ψεύτικο εἶναι ταραγμένο καὶ ἀνεδαφικό,<br />
γιατὶ ζητᾶ τὰ δικά του, ὄχι τὰ τῶν πολλῶν ὅπως<br />
σωθῶσι. Τὸ ἀληθινὸ εἶναι ἤρεμο καὶ παντοδύναμο,<br />
γιατὶ γεννᾶται ἀπὸ τὴ θυσία τῶν πάντων.<br />
Ἕνας πιστὸς ἔχει συνείδησι τῆς δικῆς του ἀδυναμίας<br />
καὶ τῆς ἰσχύος τῆς ἀγάπης τοῦ Δυνατοῦ.<br />
Δὲν διερωτᾶται γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν<br />
τὰ πράγματα, γιατὶ ζῶντας ἐν Χριστῷ βρίσκεται<br />
στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ στὸ τέλος.<br />
Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀναπολοῦμε ἱστορικὰ<br />
γεγονότα, ἀλλὰ ζοῦμε λειτουργικὰ τὴ σω-<br />
22
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
τηρία ποὺ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο καὶ γίνεται.<br />
Συνεορτάζουν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ<br />
ἐπίγεια.<br />
"Νῦν αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν<br />
ἀοράτως λατρεύουσιν ... Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ<br />
τετελειωμένη δορυφορεῖται" (Θεία Λειτουργία<br />
Προηγιασμένων Δώρων).<br />
Δορυφορεῖται καὶ περιβάλλεται ὑπὸ τῶν ἐν<br />
πίστει τετελειωμένων Προπατόρων, Πατέρων,<br />
Πατριαρχῶν ... καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου.<br />
Εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ ἀληθινοί, ποὺ ἅγιασαν<br />
προσφερόμενοι ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸν<br />
τῆς ἀγάπης.<br />
Ζῆς σὲ ἀναλλοίωτο κόσμο καὶ ἀντιμετωπίζεις<br />
διαφορετικὰ τὰ ἀλλοιούμενα.<br />
Ὅταν συνέρχεται ἡ Ἐκκλησία σιγᾶ πᾶσα<br />
σὰρξ βροτεία. Καὶ ἀκούγεται ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς<br />
Λόγος διὰ Πνεύματος Ἁγίου ποὺ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστι<br />
καὶ ἔσται.<br />
Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες<br />
καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι, μιλοῦν ὡς<br />
ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι<br />
ἂν μιὰ φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ.<br />
Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας.<br />
Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται<br />
χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα.<br />
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φιμώση αὐτὸν ποὺ μιλᾶ<br />
σιωπῶντας. Οὔτε νὰ ἀκυρώση τὴν παρουσία<br />
αὐτοῦ ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπουσιάζοντας.<br />
Αὐτὸ ζοῦμε καὶ ψάλλομε ὅλοι στὴ Θεία<br />
Λειτουργία. Ὁ ἱερεὺς τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου<br />
Πνεύματος<br />
-ἐνδεδυμένος τὴν χάριν τῆς ἱερωσύνης,<br />
-περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, χωρὶς<br />
τὸν ὁποῖο δὲν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία<br />
-περιβαλλόμενος ἀπὸ τὴν οἰκουμένη, ὑπὲρ<br />
τῆς ὁποίας προσφέρεται ἡ Θεία Λειτουργία·<br />
ἱερουργεῖ (δὲν ἱερολογεῖ) τὸ μυστήριο.<br />
Μεταγγίζει ἀθόρυβα αἷμα ζωῆς σὲ ὅλο τὸ<br />
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος<br />
τὴ θέρμη τῆς κατανοήσεως ποὺ κυοφορεῖ<br />
τὴν κεκρυμμένη ἐλπίδα τῆς τελικῆς ἐλευθερίας.<br />
Ἔχεις ἐμπιστοσύνη σ' Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀγάπη.<br />
Μένεις στὸ χῶρο τῆς θείας στοργῆς καὶ<br />
ὡριμάζεις. Σιωπᾶς καὶ μαθαίνεις νὰ μιλᾶς. Σοῦ<br />
λύνονται τὰ προβλήματα πρὶν τὰ διατυπώσεις.<br />
Ἀμείβεσαι γιὰ ἐργασία ποὺ δὲν ἔκαμες.<br />
Σὲ ἄλλη περίπτωσι, ἔξω ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία,<br />
δὲν βρίσκεις λύσεις, γιατὶ λανθασμένα<br />
τοποθετεῖσαι. Ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά σου.<br />
Ἡ συνειδητὴ κατάληξι τῆς ἀγωνίας σου στὸ<br />
"γενηθήτω τὸ θέλημά Σου" ἀνοίγει τὸ δρόμο<br />
τῆς ζωῆς.<br />
Ὁ καλὸς Ποιμὴν καλεῖ τὰ ἴδια πρόβατα<br />
κατ' ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Αὐτὴ δὲ ἡ ἔξοδος<br />
εἶναι συγχρόνως εἴσοδος σὲ ἄλλο χῶρο, εὐρύτερο<br />
καὶ φωτεινότερο.<br />
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας ἐσμὸς κοσμικῶς<br />
ἐπιτυχημένων καὶ καλῶς διοργανωμένων γιὰ<br />
τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν ἀληθινῶν<br />
καὶ ἀπεγνωσμένων ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες<br />
καὶ εὐτυχίες, ποὺ εἶναι ἀνάξιες τοῦ<br />
ἀνθρώπου. Καὶ καταφεύγουν στὸ Ζωοδότη<br />
ποὺ εἶναι "ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς<br />
τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ,<br />
ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων<br />
ἰατρός".<br />
Μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀνατροπῆς τῆς κοσμικῆς<br />
θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, μέσα στὸ<br />
"οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν" τοῦ Κυρίου (Ματ.<br />
20, 26) βρίσκεται τὸ τοῦ Ἀποστόλου: "Ὅταν<br />
ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι". Καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ<br />
πρωτείου ποὺ τοῦ ἀνήκει (ὄχι τῆς ἐξουσίας<br />
ἀλλὰ τῆς συντριβῆς). "Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν<br />
κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμὶ<br />
ἐγὼ" (Α΄ Τιμ. 1, 15).<br />
Ὅποιος μπορεῖ νὰ πετύχη ἐσωτερικὰ αὐτὸ τὸ<br />
πρωτεῖο, ἀπολαμβάνει τὴν ἀνάπαυσι τοῦ μέλλοντος<br />
αἰῶνος πρὸς ὄφελος ὅλων.<br />
Ὁ Κύριος ζήτησε νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ἕνα<br />
τριαδικὸ τρόπο. Νὰ ζοῦμε συνοδικῶς, ζη-<br />
23
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
τοῦντες νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι<br />
γευόμαστε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὸ<br />
μόνο του ἀφώνως μιλᾶ καὶ πείθει τὸν κόσμο<br />
γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς.<br />
Ἐὰν ἡ ζωή μας δὲν δίδει τὴ μαρτυρία τῆς σωτηρίας,<br />
οὔτε ὁ λόγος μας πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια<br />
τῆς θεολογίας μας.<br />
Δὲν νοεῖται σύνοδος, οὔτε Ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ<br />
τὴ Θεία Λειτουργία. Δὲν κάνομε στὴν ἀρχὴ καὶ<br />
στὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν μας Θεία Λειτουργία<br />
καὶ ἀφήνομε ἀλειτούργητη τὴ θεολογία καὶ τὴ<br />
ζωή μας. Δηλαδή, τὰ τακτοποιοῦμε ὅλα μὲ τὴν<br />
δική μας λογική.<br />
Τὸ ἐὰν θὰ ὀνομαστῆ μιὰ σύνοδος οἰκουμενικὴ<br />
ἢ ὄχι καὶ τὸ ποιά θέσι θὰ πάρη στὴ ζωὴ<br />
τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι θέμα ἀνθρωπίνης<br />
ἀποφάσεως, ἀλλὰ ἔργο τῆς ζώσης ἐν Πνεύματι<br />
Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ κρίνει καὶ<br />
κατατάσσει ἀπλανῶς κάθε Σύνοδο καὶ κάθε<br />
Θεολόγο στὴ θέσι ποὺ τοῦ ἀνήκει (παράδειγμα<br />
μέγα οἱ σύνοδοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα<br />
μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ).<br />
Τὸ θέμα εἶναι ἂν μποροῦμε νὰ λειτουργούμεθα<br />
ὅταν λειτουργοῦμε.<br />
Ἂν μποροῦμε (ὅσο γίνεται) νὰ λέμε ὅπως ὁ<br />
Ἀπόστολος: "ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ<br />
Χριστός".<br />
Ἂν μποροῦμε μετὰ παρρησίας, ἀκατακρίτως,<br />
νὰ τολμοῦμε νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐπουράνιον<br />
Θεὸν Πατέρα καὶ νὰ λέμε: "...γενηθήτω τὸ θέλημά<br />
σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς".<br />
Τότε ζοῦμε τὴ σύνοδο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς<br />
γῆς, ἡ ὁποία ἀενάως ἱερουργεῖται στὴν Ἐκκλησία<br />
ποὺ ὁμολογεῖ: "Ἡμῖν σύμφωνος τῇ γνώμῃ<br />
ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐχαριστία βεβαιοῖ τὴν γνώμην"<br />
(Ἅγ. Εἰρηναῖος, κατὰ αἱρέσεων). Τότε<br />
αὐθόρμητα λέμε: "Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ<br />
ἡμῖν". Καὶ συνεχίζομε τὴ μία παράδοσι ἐν ὑπερώῳ<br />
λειτουργικῷ τόπῳ, ὅπου ἀνήγαγε ὁ Θεάνθρωπος<br />
τὴν Ἐκκλησία Του.<br />
Ἐὰν ἐπιθυμῆς πράγματα ἐφήμερα καὶ πρωτοκαθεδρίες,<br />
σοῦ λέει δὲν ξέρεις τί ζητᾶς<br />
(Μαρκ. 10, 36-38). Ἐὰν ζητᾶς τὰ τίμια, ποὺ<br />
ἀφοροῦν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· τότε σὲ<br />
συνοδεύει καί, μέσα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, σὲ<br />
φέρνει στὸ φῶς. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ<br />
εἶπε: "ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς<br />
τὴν δόξαν αὐτοῦ" (Λουκ. 24, 26).<br />
Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ πάθης· νὰ περάσης ὅλες τὶς<br />
δοκιμασίες ποὺ συχνὰ σὲ γονάτισαν. Γιὰ νὰ καταλάβης<br />
ὅτι ἦταν μαζί σου καὶ ὅταν τὸ<br />
ἀγνοοῦσες.<br />
Τώρα Τὸν γνωρίζεις στὴν κλάσι τοῦ Ἄρτου<br />
καὶ στὸ σπάσιμο τῆς ἀντοχῆς σου νὰ φανερώνεται<br />
ὡς ὁ Ἀναστημένος. Καὶ σὺ ἀλλοιώνεσαι<br />
μὲ τὴ μυστικὴ ἔλλαμψι. Ἀποκτᾶς<br />
ἄλλη αἴσθησι καὶ βεβαιότητα. Συνεχίζεται ἡ<br />
ζωή.<br />
Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ ἑνώνονται. Δὲν<br />
σταματᾶ ἡ πορεία ποὺ φαίνεται στάσι, οὔτε ὁ<br />
λόγος ποὺ συμπτύσσεται στὴ σιωπή. Ὅλα συγκεντρώθηκαν<br />
στὸ ἐλάχιστο ποὺ εἶναι μέγιστο.<br />
Σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ εἶναι αἰωνιότης. Σὲ ἕνα ἅγιο<br />
μαργαρίτη ποὺ εἶναι ὅλος ὁ Χριστός.<br />
Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ ἕνα ποὺ ζητᾶ, ὅταν<br />
μιὰ στιγμὴ τοῦ ἀποκαλύπτωνται τὰ πάντα·<br />
ὅταν βγῆ στὴ λειτουργικὴ κορυφὴ ("ἕως ἡμᾶς<br />
εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγε") καὶ γνωρίση τὸν<br />
Κύριο ὡς Θεάνθρωπο. Τότε βλέπει μέσα στὴν<br />
ἀστραπὴ τῆς θεότητος ὅσα προηγήθηκαν καὶ<br />
ὅσα ἀκολουθοῦν. Βρίσκεται διὰ μιᾶς παντοῦ.<br />
Σφραγίζεται τὸ ἦθος του. Ἠρεμεῖ ἡ καρδιά του.<br />
Γνωρίζει αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ταπεινώνεται<br />
ἀπὸ χαρὰ ὡς ἀνάξιος γιὰ τὴν τιμὴ<br />
ποὺ τοῦ γίνεται, νὰ δῆ τὰ ἀθέατα. Καὶ νὰ τοῦ<br />
ἑρμηνευτοῦν τὰ ἀκατανόητα τῆς θείας ἀγάπης.<br />
Ὅταν ὁ Κύριος εἰς Ἐμμαοὺς ἔγινεν ἄφαντος<br />
στὴν κλάσι τοῦ ἄρτου, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν<br />
"παραβιάσουν" νὰ μείνη μαζί τους. Γιατὶ δὲν<br />
"προσεποιεῖτο" (Λουκ. 24, 28) ὅτι πηγαίνει<br />
ἀλλοῦ, ὅπως συνέβη προηγουμένως, ἀλλὰ<br />
πράγματι ἔφυγε καὶ ἔμεινε μαζί τους μὲ τὴν ἴδια<br />
πρᾶξι ὡς ὁ Ἀναστημένος. Ἔφτασαν στὸ τέλος·<br />
ἐκεῖ ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε ὁ Ἄγνωστος. Ἔφτασαν<br />
σ' Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.<br />
Τώρα πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ ζήτησε:<br />
"Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ'<br />
ἐμοῦ" (Ἰω. 17, 24).<br />
Τώρα πραγματοποιεῖται καὶ τὸ ἄλλο αἴτημά<br />
του πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα: Δὲν ζητῶ νὰ<br />
τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξης<br />
ἀπὸ τὸν πονηρὸ (πρβλ. Ἰω. 17, 15)·<br />
ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ προσπαθοῦν νὰ νοοῦν τὰ<br />
οὐράνια τῆς καινῆς κτίσεως καὶ θεολογίας μὲ<br />
κοσμικὸ τρόπο.<br />
Τώρα καταλαβαίνεις τὸν πατερικὸ λόγο:<br />
"ὅπου ἂν ᾖ Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ<br />
Ἐκκλησία" (Ἅγ. Ἰγνάτιος, πρὸς Ἐφεσίους).<br />
Ὅλα ὑπάρχουν καὶ ἐννοοῦνται μὲ ἄλλο τρόπο.<br />
24
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Ἡ ἀξία τῆς ζωῆς δὲν ὑπολογίζεται ἀνθρώπινα<br />
μὲ στοιχεῖα μετρούμενα, ἀλλὰ ἐντοπίζεται<br />
διὰ τῆς χάριτος στὸ ἐλάχιστο ποὺ διαστέλλεται<br />
στὸ ἀπεριόριστο.<br />
Δέχεσαι τὸ λίγο ποὺ σοῦ χαρίζει καὶ ἀπολαμβάνεις<br />
τὸ πᾶν ποὺ "ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου<br />
οὐκ ἀνέβη" (Α΄ Κορ. 2, 9).<br />
Τὸ πολὺ δὲν βρίσκεται οὔτε αὐξάνεται μὲ τὴν<br />
ποσότητα ἀλλὰ ἀφθαρτίζεται μὲ τὴν εὐχαριστία.<br />
Κερδίζεις αὐτὸ ποὺ χάνεις προσφέροντάς το<br />
ἀπὸ ἀγάπη σ' αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀέναος προσφορά.<br />
Καὶ Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται<br />
ἄφαντος σὲ παίρνει μαζί Του στὴν καινὴ<br />
πολιτεία.<br />
Σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ βιοῦται ἡ θεολογία<br />
διὰ τοῦ "φρονοῦντες καὶ πράττοντες" λειτουργικά.<br />
Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι μιὰ θεοφάνεια.<br />
"Ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ<br />
γὰρ ἀπ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ' ἐκεῖνός με ἀπέστειλε"<br />
(Ἰω. 8, 42). Σᾶς μεταφέρω τὴ ζωὴ καὶ<br />
τὴ χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος. "Καθὼς ἠγάπησέ<br />
με ὁ Πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε<br />
ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ" (Ἰω. 15, 9).<br />
Δὲν ἔρχομαι καθὼς ὁ κόσμος, νὰ φέρω εἰρήνη<br />
ἐφήμερη καὶ ἀγάπη ἐπίπλαστη. Ἦλθα νὰ<br />
φέρω τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια. "Ὁ ὢν<br />
ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ·<br />
ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων<br />
ἐστὶ καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε τοῦτο<br />
μαρτυρεῖ" (Ἰω. 3, 31-32).<br />
Θέλω νὰ σᾶς κοινοποιήσω αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ<br />
ἄκουσα ἀπὸ τὸν Πάτερα μου: "ἃ ἑώρακα<br />
παρὰ τῷ Πατρί μου λαλῶ" (Ἰω. 8, 38). Καὶ "ἃ<br />
ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν"<br />
(Ἰω. 15, 5).<br />
"Πάτερ ἅγιε", θέλω νὰ δοῦν τὴ δόξα ποὺ μοῦ<br />
ἔδωσες, γιατὶ μὲ ἀγάπησες πρὸ καταβολῆς κόσμου.<br />
Νὰ δοῦν τὴ σχέσι τῆς δόξας μὲ τὴν ἀγάπη.<br />
Νὰ ἀπολαύσουν τὴ χάρι τῆς ἐλευθερίας διὰ τῆς<br />
ὑπακοῆς. Νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα.<br />
Νὰ βλέπουν τὴ δόξα ποὺ εἶχα πρὸ καταβολῆς<br />
κόσμου καὶ ποὺ θὰ ἔχω ἀφοῦ περάση<br />
ὁ κόσμος. Καὶ εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔλθω<br />
"κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς".<br />
Νὰ δοῦν τὴ δόξα μου, γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν<br />
πεῖνα τους. "Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι<br />
τὴν δόξαν σου" (Ψαλ. 16, 15).<br />
Νὰ πεισθοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Καὶ<br />
νὰ ἀναπαυθοῦν μετὰ τὸν κόπο καὶ τοὺς σταυροὺς<br />
τῆς ζωῆς.<br />
Νὰ ἀστράψη τὸ φῶς. "Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος<br />
χάρις..."<br />
Νὰ μὴν τοὺς δοθῆ κάτι ἀπατηλό, ποὺ δὲν<br />
σβήνει τὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου.<br />
Νὰ ἐγκεντρισθῆ τὸ μπόλι τῆς ὑπάρξεώς<br />
τους στὴν καλλιέλαιο τῆς ἀγάπης ποὺ οὐδέποτε<br />
ἐκπίπτει. Νὰ σωθῆ "τὸ μέγα τραῦμα, ὁ<br />
ἄνθρωπος" (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ Ἀντίπασχα).<br />
* * *<br />
Ἕνας ἀληθινὸς ἅγιος, ἐνῶ φαίνεται ἐξαίρεσι<br />
στὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὸ μεγαλεῖο<br />
τῆς ἀποστολῆς του, μὲ τὴν ταπείνωσι<br />
ποὺ τὸν διακρίνει γίνεται μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ<br />
παρηγοριὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδύνατους καὶ<br />
περιφρονημένους.<br />
Δὲν ἐπαίρεται γιὰ τὰ κατορθώματά του,<br />
ἀλλὰ ταπεινώνεται γιὰ τὴν χάρι ποὺ τὸν<br />
ἀλλοίωσε. Μεταφέρει τὴν ἐμπειρία του Παραδείσου<br />
ποὺ ζῆ. Καὶ παρηγορεῖ ὅλους μὲ μόνη<br />
τὴν ὕπαρξί του. Συμμετέχει στὸν πολυμέριμνο<br />
ἀγῶνα τῆς καταλλαγῆς τῶν διεστώτων, ἐνῶ<br />
δὲν φαίνεται πουθενά.<br />
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν τριαδική της ὕπαρξι<br />
ἐκπέμπει μηνύματα ζωῆς καὶ ἐλπίδος. Καὶ τὰ<br />
παίρνουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ἀνάγκη.<br />
Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀληθινὰ πονεμένοι στὸν<br />
κόσμο ποὺ ζητοῦν τὰ τίμια καὶ ὑφίστανται τὰ<br />
πάνδεινα. Ὅταν αὐτοὶ πάρουν τὸ μήνυμα τῆς<br />
Ἐκκλησίας εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους.<br />
Ὑπάρχουν πολλοὶ σφαγμένοι καὶ σφαγιαζόμενοι.<br />
Αὐτοὶ ἐντοπίζουν τὸν Σωτῆρα ποὺ<br />
"ἅπαξ ἑαυτόν τε προσάξας ἀεὶ σφαγιάζεται<br />
ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας".<br />
Καὶ Αὐτὸς τοὺς ἐντοπίζει ἐκεῖ ποὺ δὲν φανταζόμαστε<br />
καὶ ὁμολογεῖ: "οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ<br />
τοσαύτην πίστιν εὗρον" (Λουκ. 7, 9). Εἶναι<br />
θεϊκὲς οἱ διαστάσεις τῆς Ἐκκλησίας.<br />
Τὸ ἀληθινὸ (ἔστω ἐλάχιστο) τὸ βρίσκουν καὶ<br />
τὸ παίρνουν ἀπὸ μακρυὰ οἱ πεινασμένοι. Τὸ<br />
ψεύτικο (ὅσο κι ἂν διαφημίζεται) τὸ ἀπορρίπτουν<br />
οἱ ἀληθινοί.<br />
Ὁ ἅγιος κινεῖται καὶ μιλᾶ μὲ ἄλλο τρόπο, ἀσυνήθιστο<br />
καὶ σωτήριο. Λέει: "Θέλω νὰ φύγω, νὰ<br />
χαθῶ, νὰ μὴν ὑπάρχω", νὰ ἀποτύχω. Δὲν μὲ<br />
χωρᾶ ἡ δόξα ποὺ φεύγει οὔτε ἡ ἐπιτυχία τοῦ<br />
25
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
κόσμου ποὺ μὲ<br />
βάζει ἐπάνω ἀπὸ<br />
τοὺς ἄλλους.<br />
Δὲν μοῦ σβήνει<br />
τὴ δίψα. Δὲν μοῦ<br />
χορταίνει τὴν<br />
πείνα.<br />
Δὲν θέλω νὰ<br />
δοξασθῶ, νὰ<br />
σώσω τὴν ψυχή<br />
μου, μὲ τὶς ἱκανότητές<br />
μου στὸ<br />
χῶρο τῆς<br />
φθορᾶς. Θέλω<br />
νὰ τὴν χάσω χάριν<br />
τοῦ Ἑνὸς<br />
Θεοῦ Λόγου,<br />
ποὺ τὰ πάντα<br />
ὑπομένει γιὰ νὰ<br />
σώση ὅλους.<br />
Ποὺ φανερώνεται<br />
μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος. Καὶ τιμᾶται στὴν<br />
ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Βασιλεὺς τῆς Δόξης,<br />
ἤρεμα Ἐσταυρωμένος καὶ ὕπτιος, νεκρὸς<br />
στὸν Ἐπιτάφιο.<br />
Θέλω νὰ χαθῶ, νὰ μὴν παριστάνω τὸν ἅγιο<br />
μὲ τὶς φάρσες τῶν κατορθωμάτων μου, ἀλλὰ<br />
νὰ ἀξιωθῶ τῆς δικῆς Σου χάριτος.<br />
Ὃς ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν τοῦ<br />
Κυρίου, οὗτος σώσει αὐτήν" (Λουκ. 9, 24). Ἡ<br />
σωτηρία, ἡ ἄξια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔχει τὶς διαστάσεις<br />
τῆς ἀπωλείας.<br />
Ἡ ἀπώλεια τὸν περιβάλλει μητροπρεπῶς. Καὶ<br />
ἡ σωτηρία ποὺ τοῦ χαρίζεται τὸν ἀναλαμβάνει<br />
σὲ ἄλλο ἐπίπεδο καὶ τὸν κατεβάζει κοντά<br />
μας.<br />
Εἶναι μία εὐλογία γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους,<br />
ποὺ μαζεύονται δίπλα του. Καὶ γι' αὐτὸν ὅλα<br />
τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία.<br />
Ἕνας ἅγιος, ποὺ βρίσκει τὴν ψυχή του μὲ τὸ<br />
νὰ τὴν χάνη ἕνεκεν τοῦ Κυρίου, ἡσυχάζει ἐν<br />
Πνεύματι. Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα,<br />
γιατὶ ξεπερνοῦν τὴ δύναμι τῶν λόγων τὰ βιούμενα.<br />
Τοῦ ἔχουν λυθῆ οἱ ἀπορίες.<br />
Δέχεται ἐσωτερικὰ τὴν ξένη ἀλλοίωσι καὶ<br />
ἐκπέμπει ἀπὸ ὅλη του τὴν ὕπαρξι ἄρρητη<br />
εὐωδία ποὺ τρέφει τὸν κόσμο. "Ἐτρεφόμεθα δὲ<br />
πάντες ὁσμῇ ἀνεκδιηγήτῳ ἥτις οὐκ ἐχόρτασεν<br />
ἡμᾶς" (Μαρτύριον Ἁγίας Περπετούας).<br />
* * *<br />
Ὑπάρχουν ἄλλοι πού, ἐνῶ παριστάνουν τοὺς<br />
θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι<br />
καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότωσι<br />
τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν,<br />
ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα<br />
συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας ποὺ σοῦ<br />
σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία.<br />
Δὲν σὲ ὁδηγεῖ στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ<br />
τῆς ἀναπαύσεως.<br />
Ἀντὶ νὰ πάρουν τὴν ἀνθρώπινή τους ἀναπηρία<br />
καὶ τὸ βάρος τῆς καρδιᾶς ὡς ἀφορμὴ μετανοίας,<br />
τὴν θεωροῦν ὡς δυνατότητα θεολογικῆς<br />
μαρτυρίας. Ἀντὶ νὰ καταφύγουν στὸν<br />
Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, προβάλλουν<br />
τὴν ψυχική τους ἀρρώστια ὡς πνευματικὴ<br />
ἀνησυχία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσι<br />
τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ<br />
ψέμα φαίνεται καὶ ἡ ἀρρώστια δὲν κρύβεται.<br />
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀνάπαυσι<br />
ποὺ προχέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἐσταυρωμένων<br />
Ἁγίων της.<br />
Δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσι τῶν προβλημάτων<br />
οὔτε ἡ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας μας.<br />
Ὁ λόγος τῆς σωτηρίας τοῦ ἑνὸς Θεοῦ Λόγου<br />
ἔρχεται ὡς παράκλησι τοῦ Πνεύματος ποὺ ζωογονεῖ<br />
ὅλο τὸν κόσμο καὶ σώζει τὸν χαρακτῆρα<br />
του. Ὅλοι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο<br />
ἔλεος τοῦ Θεανθρώπου, ὄχι ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες<br />
ἐνέργειες καὶ ἐπεμβάσεις.<br />
Ὅπως δὲν ἐπηρεάζεται ὁ ἥλιος ἀπὸ τὶς ἀτμοσφαιρικὲς<br />
ἀναταραχὲς τοῦ γήινου χώρου,<br />
ἔτσι δὲν ἀλλοιώνεται ἡ τριαδικὴ ζωὴ τῆς θεότητος<br />
καὶ ἡ συνοδικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας<br />
ἀπὸ ἱστορικὲς ταραχὲς καὶ ἀνακατατάξεις.<br />
Ὁ πιστὸς λαὸς ζῆ στὴν ἀταραξία τοῦ τετελειωμένου<br />
μυστηρίου, ἄσχετα ἐὰν ἔρχωνται καὶ<br />
φεύγουν κοσμοκρατορίες καὶ ἰδεολογίες ποὺ<br />
ἀπείλησαν καὶ βασάνισαν τὸν κόσμο. Καὶ πίστεψαν<br />
ὅτι θὰ ἀλλάξουν γιὰ πάντα τὴ ζωὴ τῶν<br />
ἀνθρώπων.<br />
Ἐὰν σήμερα κάποιοι τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο<br />
μὲ ἐπιθέσεις θανάτου καὶ ἐπιδείξεις<br />
σφαγῶν· ὁ Θεάνθρωπος μένει ἀναλλοιώτως<br />
ὁ Παντοκράτωρ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς κατανοήσεως.<br />
Εἶναι ἡ τελικὴ λύσι ὅλων τῶν προβλημάτων<br />
μας, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἐπιπολαιότητά μας<br />
τὸ ἀγνοῆ.<br />
Δέχεται εἰρηνικὰ "ὅλην τὴν σπεῖραν" (Μαρ.<br />
15, 16) τῆς ἱστορίας ποὺ τὸν ἐμπαίζει, τοῦ βάζει<br />
ἀγκάθινο στεφάνι. Ἀντιμετωπίζει μὲ ἀγά-<br />
26
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πη ὅλους ποὺ ἔρχονται ἐναντίον του.<br />
Δὲν κτυπᾶ κανένα, παρὰ μόνο τὸ μῖσος καὶ<br />
τὴν ἔχθρα. Σὲ κάθε ἐγκληματία βλέπει θύμα<br />
ἄλλων ἐγκλημάτων καὶ διαστροφῆς πνευματικῆς.<br />
Πρᾶγμα στὸ ὁποῖο εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι.<br />
Δὲν θεωρεῖ ἀθώους αὐτοὺς πού, σὰν τὸν<br />
Πιλᾶτο, νίπτουν τὰς χεῖρας καὶ ὁμολογοῦν<br />
"ἀθῶος εἰμὶ ἐκ τοῦ αἵματος τούτου" (Ματθ. 27,<br />
24).<br />
Ἦλθε νὰ σταματήση τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν<br />
κατρακύλα τῆς φθορᾶς, τὴν ἀκατάσχετη ὁρμὴ<br />
τοῦ θανάτου.<br />
"Ρύμην τοῦ θανάτου καὶ φθορὰν σοῦ τῷ ζωηφόρῳ<br />
θανάτῳ καθεῖλες Δέσποτα".<br />
Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν εὐρυχωρία<br />
τοῦ Πνεύματος ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν οἰκουμένη.<br />
Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς<br />
της.<br />
Δι' αὐτῆς τῆς Λειτουργίας ἀντιμετώπισε βάσανα<br />
δοκιμασιῶν καὶ ἀπειλῶν. Κινδύνους<br />
ληστῶν, κινδύνους ἐξ ἐθνῶν, κινδύνους ἐν ψευδαδέλφοις.<br />
Τὰ ξεπέρασε ὅλα. Ἔμεινε εὐγνώμων<br />
γιὰ τὶς δοκιμασίες. Χαίρει μὲ τοὺς πειρασμοὺς<br />
καὶ τὰ βάσανα.<br />
Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦλθαν ἐναντίον της, μὲ ὁποιονδήποτε<br />
τρόπο ἢ προθέσεις γιὰ νὰ τὴν κτυπήσουν,<br />
νὰ τὴν ἀλλοιώσουν καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν,<br />
τοὺς βλέπει ὡς θύματα πλάνης. Τοὺς βλέπει<br />
ὡς ἀδελφοὺς ἀδύνατους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη<br />
βοηθείας.<br />
Ἔμαθε μόνο νὰ ἀγαπᾶ. Ἔζησε καὶ ζῆ τὴν ἀγάπη<br />
καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Δέχτηκε<br />
οὐράνια τροφὴ καὶ ἀγωγή.<br />
* * *<br />
Φτάνομε στὴ σημερινὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὴν περίοδο<br />
τῶν διαλόγων. Προσπαθοῦμε οἱ χριστιανοὶ<br />
νὰ ἀναβιώσωμε τὴν ἑνότητα ποὺ μᾶς<br />
χαρίζει καὶ εὔχεται ὁ Θεανθρώπος.<br />
Ὑπάρχουν μεταξύ μας οἱ λεγόμενοι προοδευτικοὶ<br />
καὶ πρόθυμοι γιὰ διάλογο. Καὶ οἱ θεωρούμενοι<br />
συντηρητικοὶ ποὺ γενικὰ ἀρνοῦνται<br />
τὶς ἐπαφές.<br />
Ἐδῶ κρίνεται ἡ γνησιότητα καὶ ἡ δύναμι τῆς<br />
πίστεώς μας, γιατὶ οὔτε τὴν ἀλήθεια σώζομε<br />
καταρώμενοι τοὺς πεπλανημένους οὔτε προσφέρομε<br />
αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου<br />
μὲ ψεύτικες φιλοφροσύνες.<br />
Ἐδῶ χρειάζονται οἱ ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς πίστεως,<br />
ποὺ σώζουν τὴν ψυχή τους μὲ τὸ νὰ τὴν<br />
χάνουν ἕνεκεν τοῦ Κυρίου (Λουκ. 9, 24).<br />
Αὐτοὶ ἡσυχάζουν ὡς ἀνύπαρκτοι. Χαίρονται<br />
ὡς μὴ ὄντες. Καὶ τότε βλέπουν ὅτι ὑπάρχει<br />
Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὰ "μὴ ὄντα (τοὺς ἀνύπαρκτους),<br />
ἵνα τὰ ὄντα καταργήση" (Α΄ Κορ. 1,<br />
28), ἀπὸ τὴν φανταστική τους ἐπιτυχία, ποὺ<br />
εἶναι φενάκη ζωῆς καὶ ἀλήθεια ἀρρώστιας.<br />
Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὅτι οἱ ἐπιπόλαιοι οἰκουμενιστὲς<br />
καὶ οἱ φανατικοὶ ζηλωτὲς ἔχουν<br />
ἀντίθετες τοποθετήσεις, στὴν πραγματικότητα<br />
βρίσκονται στὴν ἴδια ἔνδεια· εἶναι κλεισμένοι<br />
στὴν ἴδια φυλακή. Ξεκινοῦν καὶ τελειώνουν<br />
στὴ δική τους ἀντίληψι. Τοὺς λείπει ἡ τόλμη<br />
τῆς πίστεως καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης.<br />
Βασανίζουν καὶ βασανίζονται, προσφέροντες<br />
ἀπειλὲς χωρὶς νόημα ἢ φιλοφροσύνες<br />
χωρὶς περιεχόμενο. Ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς<br />
τρέφει τὴν ὕπαρξι τοῦ ἄλλου. Καὶ δὲν σταματᾶ<br />
ἡ ταραχὴ τῆς διαμάχης τῶν κατὰ φαντασία<br />
αὐθεντιῶν.<br />
Καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς ἀκούγεται ὁ λόγος<br />
τοῦ Θεοῦ: "οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην<br />
αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς·<br />
ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς ... καὶ προαιρέσεις καρδίας<br />
αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν" (Ἱερ. 14, 14).<br />
* * *<br />
Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἤρεμα· στὸ διάλογο<br />
μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν σκοντάψαμε:<br />
- μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ὅταν φτάσαμε<br />
στὸ θέμα τῆς οὐνίας<br />
- μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅταν βλέπης νὰ χωρίζωνται<br />
ἀσταμάτητα, νὰ δημιουργοῦνται<br />
ἀτέλειωτες ὁμολογίες. Τότε ἀνθρωπίνως ὁμολογεῖς<br />
τὴν ἀδυναμία σου. Ἀλλὰ "τὰ ἀδύνατα<br />
παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν"<br />
(Λουκ. 18, 27).<br />
Ἂν κάνωμε μιὰ σύντομη ἀναδρομή, βλέπομε<br />
τὸ γεγονὸς τοῦ σχίσματος. Ἀκολουθεῖ ἡ<br />
προσπάθεια προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων.<br />
Δὲν κατορθώνονται πολλὰ πράγματα.<br />
Γεννᾶται ἡ Οὐνία, μιὰ φάσι χαρακτηριστικὴ τῆς<br />
ἱστορίας.<br />
Σὰν νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη<br />
πλευρὰ ἡ Δύσι καὶ λέει:<br />
Ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἔχεις τὸν Χριστὸ μαζί σου.<br />
Ὅλο τὸ κλίμα τῆς Παραδόσεώς σου φανερώνεται<br />
μὲ μιὰ ἀλλοίωσι. Ψηλαφᾶται σὲ ἕνα κόσμο<br />
μεταμορφωμένο.<br />
Αὐτὸ ὅλο ποὺ φαίνεται καὶ ψηλαφᾶται εἶναι<br />
γεμᾶτο μὲ θεία χάρι. Τὴ χάρι δὲν μπορῶ νὰ τὴ<br />
27
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
συλλάβω, νὰ τὴν φυλακίσω.<br />
Θέλω νὰ σοῦ πῶ: Ἐγὼ εἶμαι μεγάλη δύναμι.<br />
Δὲν θὰ πειράξω αὐτὸ ποὺ φαίνεται· μάλιστα,<br />
θὰ σοῦ τὸ ἐξασφαλίσω. Μόνο σοῦ ζητῶ κάτι<br />
ἐλάχιστο: νὰ πιστεύης ὅτι ἐγὼ τὰ ρυθμίζω ὅλα<br />
ἀλαθήτως: (ἔτσι τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ τὸ ζῶ<br />
μὲ τὸν δικό μου τρόπο).<br />
Σοῦ ἀφαιρῶ τὸ ἐπικίνδυνο τῆς ἐλευθερίας καὶ<br />
τὸ βάσανο τῆς εὐθύνης ποὺ δημιουργοῦν<br />
προβλήματα.<br />
Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέπεις καὶ ἔχεις θὰ τὰ διατηρήσωμε<br />
πανομοιότυπα. Δὲν θὰ μπορῆς νὰ<br />
βρῆς καμμιὰ διαφορά. Μόνο δὲν θὰ βλαστάνουν<br />
ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ εἶναι σου. Δὲν θὰ<br />
γεννᾶται ὅλη αὐτὴ ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν τρόπο<br />
τῆς ζωῆς σου· νὰ τὰ θυσιάζης ὅλα ἕνεκεν<br />
τοῦ Κυρίου. Καὶ νὰ τὰ βλέπης νὰ ἀνασταίνωνται<br />
ἄφθαρτα. Μόνο αὐτὸ δὲν θὰ ἔχης. Θὰ<br />
ἔχης ὅμως τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως.<br />
Ἐγὼ θὰ σοῦ ζωγραφίσω τὴν ὡραιότερη Ἀνάστασι<br />
ποὺ ὑπάρχει, γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶς αὐτὸ ποὺ<br />
εἶχες. Θὰ σοῦ τυπώνω τὰ καλύτερα ἀντίγραφα.<br />
Θὰ τὰ τιμᾶς. Δὲν θὰ εἶναι δημιουργήματα<br />
τῆς ζωῆς σου. Θὰ καλύπτεσαι ὅμως ἀπὸ τὴ<br />
δύναμι τῆς Ρώμης. Ἔτσι, σὰν ἑνωμένοι ὅλοι οἱ<br />
Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσωμε τοὺς κοινοὺς<br />
ἐχθρούς.<br />
Ἡ ἀντίδρασι ἐκ μέρους τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως<br />
σὲ μιὰ τέτοια πρότασι εἶναι ἀναπόφευκτη,<br />
ἀπὸ ἀγάπη καὶ πρὸς ὅλους τοὺς<br />
ἀνθρώπους:<br />
Αὐτὸ εἶναι ἐμπαιγμὸς καὶ ἄρνησι τῆς καινῆς<br />
πολιτείας ποὺ χαρίζει στὸν κόσμο ὅλο ἡ Ἀνάστασι<br />
τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅλοι γινόμαστε<br />
ἀντίγραφα ἀνθρώπων, ὄχι ἀληθινοὶ καὶ ἐλεύθεροι<br />
ἐν Χριστῷ.<br />
Αὐτὸ ποὺ ζῆ καὶ λέει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία<br />
εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν<br />
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ<br />
Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,<br />
ποὺ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς δωρίζει τὴ ζωή: "ὁ διψῶν<br />
ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς<br />
δωρεάν" (Ἀποκ. 22, 17).<br />
Μόνοι μας χωριζόμαστε σὲ ἀτέλειωτα κομμάτια,<br />
τὰ ὁποῖα δὲν παύουν νὰ πληθύνωνται.<br />
Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς μένει ἡ σωτηρία<br />
ὅλων μας. Μόνοι μας, παρ' ὅλη τὴν καλή μας<br />
διάθεσι, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ μαζέψωμε.<br />
Ἄλλωστε, τὸ δρᾶμα τῶν διαιρέσεων, ποὺ θέλομε<br />
νὰ θεραπεύσωμε, προῆλθε ἀπὸ "καλὴ διάθεσι".<br />
Κάποιοι θεώρησαν "καλοδιάθετα" τὸν ἑαυτό<br />
τους ἀλάθητο. Αὐτὸ ἄλλαξε τὴ συμπεριφορὰ<br />
καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τους.<br />
Οἱ ἄλλοι ἀντέδρασαν, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν<br />
ὑποτέλεια, τὴν ἄγνωστη στὴν Ἐκκλησία τοῦ<br />
Χριστοῦ. Δημιουργήθηκαν νέες ὁμάδες μὲ ἐπὶ<br />
μέρους ἀλάθητες ἀτομικότητες.<br />
Καὶ φτάσαμε στὴν σημερινὴ κατάστασι. Ἡ<br />
λύσι εἶναι ὁ Χριστός.<br />
Εἶναι φυσιολογικὴ ἡ ἀντίδρασι τῶν Διαμαρτυρομένων.<br />
Εἶναι δεῖγμα ὑγείας πνευματικῆς,<br />
καὶ ὠφέλιμη πρὸς ὅλους, ἐφόσον ἀντιμετωπισθῆ<br />
μὲ σύνεσι "κατὰ Χριστόν".<br />
Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία,<br />
γιὰ νὰ πετύχη τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ<br />
εἶναι ἡ ἀγάπη.<br />
Αὐτὸ προσφέρεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου<br />
τρεφόμεθα ἀπὸ τὸν οὐράνιον Ἄρτον τὸν μελιζόμενον<br />
καὶ μὴ διαιρούμενον.<br />
Ζοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαιρεῖται ὁ Θεάνθρωπος.<br />
Καὶ δὲν χωρίζεται ἡ Ἐκκλησία<br />
Του. Χαιρόμαστε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία.<br />
Κάθε πιστός, μὲ τὴ θεία Κοινωνία, δέχεται<br />
ὅλο τὸν Χριστὸ μέσα του. Καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία<br />
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.<br />
Οἱ διεσπαρμένοι ... οὐ μὴ πλανηθῶσιν, ἀλλὰ<br />
θὰ εἶναι συνηγμένοι ὑπὸ Κυρίου (πρβλ. Ἡσ. 35,<br />
8-10). Ἡ διασπορὰ ἔχει τὴ χάρι τῆς συναγωγῆς<br />
καὶ ἡ ἑνότης τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος.<br />
"Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν<br />
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ<br />
ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ<br />
τῷ Θεῷ παραθώμεθα" (Θεία Λειτουργία).<br />
Μιλᾶμε τὴ μητρικὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου,<br />
τὴ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης,<br />
ποὺ σώζει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὡς<br />
προϋπόθεσι ζωῆς.<br />
Ὅταν λέμε ὅτι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς<br />
Ἐκκλησίας βρίσκεται ἡ μία ἀλήθεια, ὁ Χριστός,<br />
ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος·<br />
αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιους κολακεύει<br />
καὶ κάποιους ὑποτιμᾶ (τότε ὅλους θὰ μᾶς ἐνέπαιζε).<br />
Δὲν ὑπάρχει ἀντιπαράθεσι ποὺ δημιουργεῖ νικητὲς<br />
καὶ νικημένους· αὐτὰ εἶναι πάθη τοῦ παρόντος<br />
αἰῶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Ἑνὸς<br />
ποὺ σώζει ὅλους.<br />
Δὲν νικοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι στὸ διάλογο· νικᾶ<br />
28
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ νίκησε τὸν θάνατο διὰ τοῦ<br />
θανάτου Του, πρὸς σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ<br />
ἀνθρωπίνου γένους.<br />
Οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ νικημένοι (ἔτσι τὸ ζοῦμε<br />
λειτουργικὰ) ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ<br />
Ἐκκλησία καὶ οἱ ἅγιοι δὲν ζοῦν αὐτοί, ἀλλὰ ζῆ<br />
ἐν αὐτοῖς ὁ Χριστός. Αὐτοὶ ἔχουν τελειώσει.<br />
Εἶναι ὁ Χριστὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι. Αὐτὸς εἶναι<br />
ἡ ζωή τους, ὄχι ἡ βιολογική τους ὕπαρξι ἢ κοσμικὲς<br />
ἐπιδιώξεις.<br />
Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ<br />
Ἀνάστασι, ἐγὼ εἶμαι ἡ πτῶσι. Αὐτὸς εἶναι ἡ μία<br />
ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τῆς θυσίας. Προσφέρεται<br />
ὡς χαρὰ γιὰ νὰ νικήσουν ὅλοι, νὰ χαροῦν,<br />
νὰ θεωθοῦν. Νὰ μὴν μείνη κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ<br />
συμπόσιο τῆς πίστεως καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου.<br />
Νὰ μὴν χάση κανεὶς τὴν δυνατότητα νὰ<br />
προσφέρη τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ ἀπολαύση,<br />
"σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις", τὸ πᾶν ποὺ δὲν<br />
περιγράφεται.<br />
Κανεὶς δὲν εἶναι ἄβουλο πλάσμα, οὔτε ἐξάρτημα<br />
μηχανῆς. Ὅλοι εἴμαστε κατὰ χάριν τέκνα<br />
Θεοῦ. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Θεὸς ἀποκτᾶ κατὰ χάριν<br />
ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς τῆς κατ' οὐσίαν ταυτότητος.<br />
Τὸ ἱερὸ χρέος τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ φανερώνωμε<br />
τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας ποὺ<br />
ἀενάως ἱερουργεῖται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ<br />
Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ προσφέρων<br />
καὶ προσφερόμενος στὴ μία Λειτουργία τῆς<br />
σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.<br />
Αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐλογία ποὺ προχέεται πρὸς<br />
κάθε ἀληθινὰ διψασμένο καὶ πεινασμένο τὴν<br />
ἀλήθεια τῆς ζωῆς.<br />
Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καταυγάζει τὰ σύμπαντα,<br />
ὡς πλησμονὴ ζωῆς καὶ εὐλογίας· ζωογονεῖ<br />
ὅλα τὰ ἔμβια καὶ ἀποσυνθέτει τὰ πτώματα.<br />
Καὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ φιλάνθρωπα<br />
καὶ δραστικά. Εὐλογεῖ καὶ κρίνει τοὺς<br />
πάντας.<br />
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σβήση τὸν ἥλιο<br />
πετῶντας πέτρες στὸν ἀέρα. Καὶ κανεὶς δὲν<br />
μπορεῖ νὰ ἀκυρώση τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰατροῦ<br />
τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μὲ τὴν ὁποιανδήποτε<br />
ἐπιπολαιότητα ἢ κακότητά του.<br />
Ἡ ἤρεμη παρουσία Του δρᾶ θεραπευτικὰ καὶ<br />
βέβαια μέσα στὴν ἱστορία ἐλευθερώνοντας τὸν<br />
ἄνθρωπο. Ὅλα τὰ θεραπεύει. Ἀρκεῖ νὰ μὴ βιαστοῦμε<br />
καὶ δώσωμε δικές μας λύσεις.<br />
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὄντως τὸ χαρούμενο μήνυμα,<br />
γιατὶ λέει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτει<br />
τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Οὔτε<br />
ἀγνοεῖ τὴ σωτήρια παρουσία τοῦ Θεανθρώπου.<br />
Ὁ Ἰούδας, μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου,<br />
μεταμεληθεὶς βιαστικὰ ἔδωσε τὴ<br />
δική του λύσι, "καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο" (Ματ.<br />
27, 5).<br />
Ὁ Πέτρος, μετὰ τὴν πτῶσι του, ἔδωσε ἄλλη<br />
λύσι. Βρῆκε ἕνα τόπο καὶ ἔκλαυσε πικρῶς. Δέχτηκε<br />
τὴν ἀνάπαυσι τῆς ἀφέσεως. Καὶ ἔγινε ἡ<br />
πέτρα τῆς πίστεως, ἐπειδὴ ἔλειωσε ἀπὸ τὸ κλάμα.<br />
Τὰ θέματα εἶναι ἁπλᾶ, ἐφόσον πιστεύομε<br />
στὸν Χριστὸ καὶ ἐναποθέτομε σ' Αὐτὸν ὅλη μας<br />
τὴ ζωή.<br />
Σοῦ προκαλεῖ δέος ἡ παντοκρατορία τῆς<br />
ἀγάπης Του καὶ ἡ λεπτότητα τῆς συμπεριφορᾶς<br />
Του· νὰ φεύγη, μόλις φανῆ ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖς<br />
τὴν παρουσία Του.<br />
Καὶ ὅταν πῆγε στὴ γῆ τῶν Γεργεσηνῶν,<br />
ὅπου οἱ δαιμονισμένοι γύριζαν γυμνοὶ καὶ ἦταν<br />
τὸ φόβητρο τοῦ κόσμου, δὲν τοὺς ἐπέπληξε γιὰ<br />
ἀνάρμοστη συμπεριφορά, ποὺ προκαλοῦσε τὴ<br />
φρίκη, οὔτε τοὺς διετύπωσε θεολογικὲς ἀλήθειες.<br />
Αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔπαιρναν ἀπὸ λόγια,<br />
ἀλλὰ τὰ ροῦχα τους ἔσχιζαν καὶ τὶς ἁλυσίδες<br />
ἔσπαζαν.<br />
Τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα<br />
καὶ κάθησαν δίπλα Του ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες.<br />
Καὶ ὅταν ἐπέτρεψε στὴ λεγεῶνα<br />
τῶν δαιμονίων νὰ μπῆ στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων<br />
καὶ νὰ πνιγῆ στὴ θάλασσα, οἱ κάτοικοι τῆς περιχώρου<br />
φοβήθηκαν "φόβῳ μεγάλῳ" καὶ ζήτησαν<br />
ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρυνθῆ "ἀπὸ<br />
τῶν ὁρίων αὐτῶν" (Ματ. 8, 34). Γιατὶ ἡ παρουσία<br />
του προκαλοῦσε καταστροφὴ παραγωγικῶν<br />
μονάδων καὶ οἰκονομικὴ ὕφεσι.<br />
Ὁ Κύριος δὲν τοὺς μίλησε γιὰ δική τους παρεκτροπή,<br />
ἀλλὰ μπῆκε στὸ πλοιάριο καὶ ἔφυγε.<br />
Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ μᾶς κρίνει καὶ μᾶς σώζει.<br />
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φωτίση νὰ ἀντιμετωπίσωμε<br />
τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μὲ τὴν<br />
ἀπορία "τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;<br />
ἦλθες ᾧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;" (Ματ.<br />
8, 29), ἀλλὰ μὲ τὴν αἴσθησι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ποὺ<br />
ἔρχεται νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὰ βάσανα.<br />
Πηγή: www.romfea.gr<br />
29
Κοσμικές Ἀπόκριες<br />
καί ἐκκλησιαστική Ἀπόκρεως<br />
Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη,<br />
Φιλολόγου-Θεολόγου καθηγητῆ<br />
Προλογικό<br />
Τά ἀποκριάτικα ἔθιμα, πού τόσο<br />
ἀγαπητά εἶναι στόν πολύ κόσμο,<br />
ἔχουν, ὡς γνωστόν, τίς ρίζες τους<br />
στό μακρινό παρελθόν καί μάλιστα<br />
σέ κάποιες ὄχι καί τόσο φωτεινές πτυχές<br />
του. Γιά τό λόγο αὐτό, δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι<br />
πού ἐνίστανται κατά πολλῶν ἀπό τά ἔθιμα<br />
αὐτά, κυρίως ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας<br />
μας, πρᾶγμα πού μᾶς ἐπιβάλλει νά τά ἐξετάσουμε<br />
ὄχι μόνο γενετικά καί καταγωγικά,<br />
ἀλλά καί νά τά δοῦμε μέ κριτική ματιά, προσπαθώντας<br />
νά ἑρμηνεύσουμε μέ τή μεγαλύτερη<br />
δυνατή νηφαλιότητα τήν ἐπιφυλακτική<br />
καί ἐν πολλοῖς ἀρνητική στάση τῆς Ἐκκλησίας<br />
ἀπέναντί τους. Ὁ τίτλος τούτου τοῦ κειμένου<br />
δηλώνει ἀκριβῶς τή διαφοροποίηση, ἀλλά καί<br />
τή σύγκλιση, ὅπου αὐτή ὑπάρχει, ἀνάμεσα<br />
στίς δυό προσεγγίσεις: τήν κοσμική ἀφενός<br />
καί τήν ἐκκλησιαστική ἀφετέρου. Ἔτσι, θά παρουσιαστεῖ<br />
πρῶτα ἡ γένεση αὐτῶν τῶν ἐθίμων,<br />
μέ μιά ἀναδρομή στό ἀρχαιοελληνικό καί<br />
ρωμαϊκό παγανιστικό παρελθόν τους, καί στή<br />
συνέχεια θά ἐκτεθοῦν οἱ ἀπόψεις καί θέσεις<br />
τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γύρω ἀπό αὐτά,<br />
γιά νά καταλήξουμε σέ κάποια γενικά συμπεράσματα.<br />
Ἡ καταγωγή τῶν ἀποκριάτικων ἐθίμων:<br />
Οἱ ἀποκριάτικες ἑορτές μέ τά ἔθιμα πού τίς<br />
ἀκολουθοῦν ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό<br />
τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τήν ἀρχαία Ρώμη,<br />
ἔχουν ὅμως τίς ρίζες τους σέ ἀκόμη παλιότερες<br />
ἐποχές. Ἔχει, λοιπόν, ἐνδιαφέρον νά ἀνατρέξουμε<br />
στήν ἱστορία, γιά νά δοῦμε τίς ρίζες<br />
τῶν καρναβαλικῶν ἐκδηλώσεων καί νά<br />
καταλάβουμε γιατί ὑπάρχει σήμερα, στήν ἐποχή<br />
τῆς πλήρους πνευματικῆς συγχύσεως τέτοια<br />
προβολή καί ἀνάπτυξη παγκοσμίως.<br />
Ἡ ἀρχή αὐτῶν τῶν δρωμένων χάνεται στό<br />
βάθος τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος. Ἔχουν τίς<br />
καταβολές τους στήν ἀνάγκη τοῦ πρωτόγονου<br />
ἀνθρώπου νά νικήσει τίς τρομερές φοβίες<br />
του μπροστά στή φύση καί νά ἀναπληρώσει<br />
τά νοητικά του κενά ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς<br />
ὀρθολογικῆς σκέψεως καί ἑρμηνείας τοῦ<br />
κόσμου πού τόν περιέβαλλε· τότε πού δέν εἶχε<br />
βρεῖ λογική ἐξήγηση γιά τόν κόσμο καί τά φυσικά<br />
φαινόμενα, ἀλλά πίστευε ὅτι αὐτός κυριαρχοῦνταν<br />
ἀπό ἀόρατες μαγικές δυνάμεις,<br />
οἱ ὁποῖες κανόνιζαν τή ζωή του ἀνάλογα μέ<br />
τίς δικές τους διαθέσεις. Ἡ πρωτόγονη αὐτή<br />
πίστη τόν ἀνάγκασε νά ἐφεύρει τρόπους, γιά<br />
νά μεταβάλει τή διάθεση αὐτῶν τῶν δυνάμεων<br />
σύμφωνα μέ τό συμφέρον του. Ἔπρεπε<br />
νά καλοπιάσει αὐτές τίς δυνάμεις, γιά νά σταθοῦν<br />
ἀπέναντί του εὐνοϊκές καί καλόβουλες.<br />
Μέ ποιό τρόπο; Μέ παράλογα μαγικά δρώμενα,<br />
διότι στεροῦνταν ὁ ἴδιος, ὅπως εἴπαμε,<br />
ὀρθοῦ λόγου. Πίστευε πώς μέ τό θόρυβο, τίς<br />
εἰδεχθεῖς προσωπίδες, τόν ξέφρενο χορό καί<br />
τίς παράλογες πράξεις ἦταν δυνατόν νά φοβίσει<br />
τίς κοσμικές δυνάμεις καί νά ξορκίσει τό<br />
κακό ἀπό τόν ἴδιο καί τό περιβάλλον του. Πίστευε<br />
ἀκόμα πώς μέ διάφορες τελετές, μέ ἀποκορύφωμα<br />
αὐτές πού εἶχαν σχέση μέ τόν ἀχαλίνωτο<br />
ἐρωτισμό, θά ξυπνοῦσε τίς γονιμοποιές<br />
δυνάμεις τῆς φύσεως, προκειμένου νά<br />
δώσουν πλούσια σοδειά. Οἱ εἰδωλολατρικές<br />
θρησκεῖες ὅλων τῶν λαῶν τῆς ἀρχαιότητας<br />
ἦταν πνιγμένες στόν ἀποκρυφισμό, τή μαγεία<br />
καί, φυσικά, τά παράλογα δρώμενα. Θά ἀναφερθοῦμε,<br />
λοιπόν, σύντομα σ᾿ αὐτές τίς<br />
ἀρχαιοελληνικές καί ρωμαϊκές ἑορτές καί στά<br />
δρώμενά τους, γιά νά δοῦμε τίς ὁμοιότητές<br />
τους μέ τά σημερινά ἀποκριάτικα ἔθιμα.<br />
Ἡ εἰδωλολατρική ἀρχαιοελληνική θρησκεία,<br />
ἰδιαίτερα στή λαϊκή της μορφή, συνέχιζε<br />
ἐπακριβῶς τόν φετιχιστικό, τοτεμιστικό<br />
καί ἀνιμιστικό χαρακτήρα τῶν πρωτόγονων<br />
στοιχείων τῆς θρησκείας τῶν Πελασγῶν,<br />
Κάρων, Λελέγων καί ἄλλων προελληνικῶν<br />
φυλῶν. Τά μαγικά καί παράλογα δρώμενα<br />
αὐτῆς τῆς θρησκείας ἐντάχτηκαν στή διονυσιακή<br />
ὀργιαστική λατρεία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ<br />
μετεξέλιξη τῆς λατρείας τοῦ φρυγικοῦ θεοῦ<br />
30
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Σαβάζιου καί ἡ ὁποία εἰσήχθη στήν Ἑλλάδα<br />
μέσῳ τῆς Θράκης μετά τόν 8ο π.Χ.<br />
αἰώνα. Στή Θράκη ἐντάχτηκε ἡ λατρεία<br />
τοῦ Σαβάζιου-Διόνυσου στήν ὀρφική θρησκεία,<br />
διατηρώντας τόν ὀργιαστικό ἀνατολικό<br />
χαρακτήρα της καί ἀναμειγνύοντας τά<br />
πανάρχαια μαγικά δρώμενα τῶν Προελλήνων,<br />
μέ τόν δικό της πρωτογονισμό. Δέν εἶναι<br />
τυχαῖος ὁ μύθος τοῦ ἱδρυτῆ τῆς ὀρφικῆς θρησκείας<br />
Θράκα Ὀρφέα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχτηκε<br />
καί φαγώθηκε ἀπό τίς μανιασμένες<br />
λάτρισσες τοῦ Διονύσου, τίς μαινάδες! Δέν<br />
εἶναι, ἐπίσης, καθόλου τυχαῖο τό γεγονός ὅτι<br />
τή λαϊκή θρησκεία τοῦ διονυσιασμοῦ τήν ὑποστήριξε<br />
καί τήν καθιέρωσε ἡ τυραννική δυναστεία<br />
τῶν Πεισιστρατιδῶν στήν Ἀθήνα τόν<br />
6ο π.Χ. αἰώνα. Μέσῳ αὐτῆς μπόρεσαν οἱ τύραννοι<br />
ἐκεῖνοι νά ἐπιβληθοῦν στίς λαϊκές μάζες,<br />
στίς ὁποῖες κυριαρχοῦσε ἡ δεισιδαιμονία<br />
καί τό παράλογο. Ἔτσι, ἡ «αἱρετική» καί<br />
ἄσχετη πρός τήν «ἐπίσημη» ἀρχαιοελληνική<br />
θρησκεία, δηλαδή πρός τό δωδεκάθεο, λατρεία<br />
τοῦ Διονύσου ἀνήχθη σέ θρησκευτικό<br />
σύστημα, παίρνοντας πάνδημο χαρακτήρα μέ<br />
τίς μεγάλες διονυσιακές ἑορτές: «Λήναια»,<br />
«Μικρά Διονύσια», «Μεγάλα Διονύσια» πού<br />
ἑορτάζονταν στήν Ἀθήνα. Κατά τίς διονυσιακές<br />
τελετές οἱ ὀπαδοί τοῦ θεοῦ τόν λάτρευαν<br />
σέ κατάσταση ἱερῆς μανίας, ἄφθονης<br />
οἰνοποσίας, πολλῶν ἀστεϊσμῶν καί ἐνθουσιασμοῦ,<br />
πού ἔφτανε μέχρι τήν ἔκσταση,<br />
τήν ὁποία προσπαθοῦσαν νά ἐπιτύχουν μεταμφιεζόμενοι<br />
σέ Σατύρους, δηλαδή σέ τραγόμορφους<br />
ἀκολούθους τοῦ θεοῦ, μέ τή<br />
βοήθεια δερμάτων, προσωπείων, φύλλων<br />
ἀπό δένδρα κ.ἄ.<br />
Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς διονυσιακές ἑορτές, σέ<br />
πολλές πόλεις τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας γιορτάζονταν<br />
καί τά Κρόνια πρός τιμήν τοῦ θεοῦ<br />
Κρόνου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν ἀργία, ἀφοῦ οἱ<br />
δημόσιες ὑπηρεσίες, ὅπως θά λέγαμε σήμερα,<br />
παρέμεναν κλειστές. Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς<br />
οἱ δοῦλοι δέν ἐργάζονταν, μποροῦσαν νά καθίσουν<br />
στό ἴδιο τραπέζι μέ τούς ἀφέντες τους<br />
καί γενικότερα εἶχαν περισσότερη ἐλευθερία,<br />
σέ ἀνάμνηση τῆς χρυσῆς Ἐποχῆς, πού ἀναφέρει<br />
ὁ Ἡσίοδος, ὅταν δέν ὑπῆρχαν οὔτε δουλεία<br />
οὔτε βαριές ἐργασίες. Ἑπομένως, φαίνεται<br />
πώς ἡ γιορτή εἶχε κι ἕνα κοινωνικό χαρακτήρα.<br />
Στήν Ἀθήνα εἰδικά, ἡ ἑορτή λάμβανε<br />
χώρα τή νύχτα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας (12η<br />
μέρα τοῦ μηνός Ἑκατομβαιῶνος), γινόταν<br />
πρός τιμήν τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας καί διαρκοῦσε<br />
μιά ἡμέρα. Πάντως φαίνεται ὅτι στήν<br />
Ἀθήνα ἡ ἑορτή δέν περιλάμβανε αἱματηρές<br />
θυσίες ἀλλά μόνο προσφορές ψωμιοῦ καί<br />
φρούτων (ἐν ἀντιθέσει πρός τή Ρόδο, πού γίνονταν<br />
καί ἀνθρωποθυσίες, κυρίως ἐγκληματιῶν<br />
1 ). Ἡ ἀρχικά ἀκραιφνῶς ἀγροτική<br />
αὐτή ἑορτή ἔχασε σταδιακά τόν ἀγροτικό της<br />
χαρακτήρα (κυρίως ἀπό τή στιγμή πού τήν<br />
υἱοθέτησαν οἱ Ρωμαῖοι) καί μετατράπηκε σέ<br />
μιά θορυβώδη ἡμέρα ἀκολασιῶν, ὅπως θά<br />
δοῦμε καί παρακάτω. Γιά παράδειγμα ὁ βυζαντινός<br />
συγγραφέας Νικήτας Χωνιάτης<br />
(1155-1217) παρομοιάζει τίς ἐρωτικές περιπέτειες<br />
τοῦ Ἀνδρόνικου τοῦ Κομνηνοῦ μέ τίς<br />
ἀκολασίες τῆς ἑορτῆς: «Δέν ντρεπόταν, γράφει,<br />
νά βρωμάει Κρόνια μέ τό νά συζεῖ παράνομα<br />
μέ τή γυναίκα τοῦ ἀνεψιοῦ του τήν ἀνήλικη,<br />
πού δέν εἶχε κλείσει οὔτε τό ἑνδέκατο<br />
ἔτος...» 2 . Ὁ Πλούταρχος ἐπίσης ἀντιδιαστέλλοντας<br />
τή γνήσια ψυχαγωγία, πού ὁ φιλόσοφος<br />
προκρίνει, ἀπό τή φτηνή διασκέδαση<br />
τοῦ ὄχλου, ἀναφέρει ὅτι ὁ πολύς κόσμος περίμενε<br />
τά Κρόνια καί τά Παναθήναια καί τά<br />
Διάσια, γιά νά εὐχαριστηθεῖ καί νά ἀναπνεύσει,<br />
μέ γέλια ὅμως πληρωμένα, ἀφοῦ<br />
πληρώνει ἠθοποιούς καί χορευτές γιά τό σκοπό<br />
αὐτό 3 .<br />
Περνᾶμε τώρα στίς ρωμαϊκές ἑορτές μέ τίς<br />
ὁποῖες σχετίζονται, περισσότερο ἴσως ἀπ᾿ ὅσο<br />
μέ τίς ἑλληνικές, τά ἔθιμα τῆς Ἀποκριᾶς.<br />
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, τά ἀρχαιοελληνικά Κρόνια<br />
συνεχίστηκαν ἀπό τούς Ρωμαίους μέ τό<br />
ὄνομα Σατουρνάλια, ἐπειδή ἦταν ἀφιερωμένα<br />
στό θεό Σατούρνους, ἀντίστοιχο τοῦ<br />
31
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἑλληνικοῦ<br />
Κρόνου. Ἡ<br />
γ ι ο ρ τ ή<br />
λ ά μ β α ν ε<br />
χώρα τούς<br />
χειμερινούς<br />
μ ῆ ν ε ς ,<br />
κατά τήν<br />
π ε ρ ί ο δ ο<br />
τοῦ χειμερινοῦ<br />
ἡλιοσ<br />
τ α σ ί ο υ,<br />
σ υ ν ή θ ω ς<br />
στίς 17 Δεκεμβρίου,<br />
ὅμως σταδιακά<br />
ἡ<br />
δ ι άρ κ ε ι ά<br />
της ἐπεκ<br />
τ ά θ η κ ε<br />
μέχρι τίς 23<br />
τοῦ ἴδιου<br />
μ ή ν α .<br />
Ἐκτός ἀπό τίς τυπικές θυσίες, οἱ ἡμέρες τῆς<br />
ἑορτῆς ἦταν, ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα,<br />
δημόσια ἀργία, ἐνῶ περιλάμβανε καί διάφορα<br />
ἔθιμα, ὅπως π.χ. τήν ἀνταλλαγή δώρων.<br />
Ἐπιτρέπονταν τά τυχερά παιγνίδια, ἀκόμα καί<br />
γιά τούς δούλους, τούς ὁποίους οἱ κύριοί τους<br />
δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά τιμωρήσουν. Αὐτό<br />
ἀποτελοῦσε μιά χρυσή εὐκαιρία χλευασμοῦ<br />
τῶν ἀφεντικῶν ἀπό τήν πλευρά τῶν δούλων.<br />
Ἐπίσημα ἐνδύματα δέν φοροῦσαν, ἀλλά<br />
ὑπῆρχε θά λέγαμε μιά ἀντιστροφή τῶν ρόλων<br />
μεταξύ δούλων καί ἀφεντικῶν, κάτι πού<br />
ὁδηγοῦσε σέ ξέφρενο γλέντι, ἄφθονη οἰνοποσία<br />
καί ἀκολασίες, σέ σημεῖο πού τελικά ἡ<br />
λέξη «σατουρνάλια» νά εἶναι συνώνυμη μέ τή<br />
λέξη «ὄργια».<br />
Ἡ γιορτή πού, κατά τό Ν. Πολίτη, παρουσιάζει<br />
τίς περισσότερες ὁμοιότητες μέ τίς<br />
Ἀποκριές εἶναι τά ρωμαϊκά Λουπερκάλια, μιά<br />
γιορτή πρός τιμή τοῦ ρωμαϊκοῦ Θεοῦ Λούπερκους,<br />
προστάτη τῶν βοσκῶν, ὁ ὁποῖος<br />
συνδεόταν μέ τό θηλασμό καί τήν ἀνατροφή<br />
τῶν ἱδρυτῶν τῆς Ρώμης Ρώμου καί Ρωμύλου<br />
ἀπό τή λύκαινα. Ἐξάλλου, τό ὄνομα Λουπερκάλια<br />
ἐτυμολογεῖται ἀπό τό λατινικό lupus,<br />
πού σημαίνει λύκος. Τά Λουπερκάλια<br />
ἦταν ἀρχικά ποιμενική ἑορτή 4 (ὁ Λούπερκος<br />
εἶναι περίπου ὁ ἀντίστοιχος τοῦ ἀρκαδικοῦ<br />
θεοῦ Πάνα, γι’ αὐτό πιστεύεται ὅτι ἡ λατρεία<br />
του ἦλθε ἀπό τήν Ἀρκαδία ἀπό κάποιον<br />
Εὔανδρο 5 ) καί ἑορτάζονταν στίς 15 Φεβρουαρίου<br />
στή σπηλιά τοῦ Παλατίνου λόφου,<br />
ὅπου κατά τήν παράδοση ἡ λύκαινα ἀνέθρεψε<br />
τό Ρῶμο καί τό Ρωμύλο. Τά Λουπερκάλια 6 μεταξύ<br />
ἄλλων περιλάμβαναν θυσία, κυρίως μέ<br />
κατσίκια καί κριάρια ἀλλά καί σκυλιά 7 , κοινή<br />
συνεστίαση ὅλων τῶν μελῶν τοῦ ἱερατικοῦ<br />
σωματείου πού ἦταν ἐπιφορτισμένο μέ τή<br />
λατρεία τοῦ θεοῦ (τῶν Λουπέρκων), καθώς<br />
καί ὁδοιπορία τῶν τελευταίων στούς δρόμους<br />
τῆς Ρώμης. Ξεκινοῦσαν ἀπό τή σπηλιά τοῦ<br />
θεοῦ τους καί κατέληγαν πάλι σ’ αὐτήν<br />
ἔχοντας διασχίσει διάφορα τμήματα τῆς πόλης,<br />
ἀπό τά ὁποῖα, σύμφωνα μέ τήν παράδοση,<br />
εἶχαν περάσει καί οἱ μυθικοί δίδυμοι<br />
ἱδρυτές της. Οἱ Λούπερκοι ἔτρεχαν γυμνοί φορώντας<br />
μόνο τό δέρμα τῶν θυσιασθέντων θυμάτων<br />
τους καί ἔχοντας στό κεφάλι τούς ἕνα<br />
στεφάνι. Κρατώντας μαστίγια καμωμένα<br />
ἀπό λουριά πού εἶχαν κοπεῖ ἀπό τά δέρματα<br />
τῶν ζώων πού εἶχαν προσφέρει στόν θεό τους,<br />
κτυποῦσαν καθ᾿ ὁδόν ὅσους συναντοῦσαν<br />
καί κυρίως τίς γυναῖκες. Προτιμοῦσαν τούς<br />
γλουτούς τους, ἀφοῦ πίστευαν ὅτι μέ τόν τρόπο<br />
αὐτόν τίς καθιστοῦσαν γόνιμες μητέρες.<br />
Γράφει ὁ Πλούταρχος: «Πολλοί ἀπό τούς<br />
εὐγενεῖς νεαρούς καί τούς ἄρχοντες διασχίζουν<br />
τρέχοντας τήν πόλη γυμνοί, χτυπώντας μέ<br />
μαλλιαρά δέρματα ὅσους βρεθοῦν μπροστά<br />
τους, ἀποσκοπώντας στό παιγνίδι καί τό γέλιο.<br />
Πολλές, ἐπίσης, ἀπό τίς ἀρχόντισσες τούς<br />
συναντοῦν ἐπίτηδες καί τούς δίνουν τά χέρια,<br />
ὅπως τά παιδιά στό δάσκαλο, γιά νά τά χτυπήσουν,<br />
ἐπειδή πίστευαν ὅτι αὐτό θά βοηθοῦσε<br />
ἀφενός τίς ἐγκυμονοῦσες νά γεννήσουν εὔκολα,<br />
καί ἀφετέρου τίς στεῖρες νά συλλάβουν» 8 .<br />
Ἡ ὅλη γιορτή, πού ἦταν τελικά μιά καθαρά<br />
λαϊκή διασκέδαση, εἶχε φτάσει σέ ἀκρότητες,<br />
πρᾶγμα πού ἀνάγκασε τόν Αὔγουστο νά πάρει<br />
μέτρα. Ἀπαγόρευσε τή συμμετοχή σ᾿<br />
αὐτή παιδιῶν καί ἐφήβων, ἐνῶ ἡ πομπή τῶν<br />
Λουπέρκων ὑποχρεωτικά ἔπρεπε νά συνοδεύεται<br />
ἀπό σῶμα ἱππέων πού ἐπέβλεπε,<br />
ὥστε τά τυχόν ἔκτροπα νά μήν ξεπερνοῦν κάποια<br />
ὅρια. Ἐν κατακλεῖδι τά Λουπερκάλια<br />
32
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἦταν μιά γιορτή ἀγροτική καί ποιμενική πού<br />
ἀποσκοποῦσε νά συνδράμει στήν εὐφορία τῆς<br />
γῆς καί στή γονιμότητα τῶν ἀνθρῶπων καί<br />
τῶν ζώων, ἐνῶ συγχρόνως βοηθοῦσε καί στήν<br />
κάθαρση τῆς πόλης. Ἔχοντας βαθιές ρίζες καί<br />
ἀπήχηση στίς λαϊκές μάζες, συνέχισε νά<br />
εἶναι ἀγαπητή καί μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ<br />
χριστιανισμοῦ, ἀκόμη καί ἀνάμεσα σέ χριστιανούς<br />
9 .<br />
Ἄν θέλουμε νά συμπεράνουμε κάποια πράγματα<br />
ἀπό τά παραπάνω, μποροῦμε νά ποῦμε<br />
τά ἑξῆς:<br />
Α) Τό θρησκευτικό καί μαγικό ὑπόβαθρο<br />
τῶν ἑορτῶν αὐτῶν μέ τό τελετουργικό τους<br />
(παρόμοιες συναντᾶμε σέ ὅλους τους ἀρχαίους<br />
λαούς) τίς συνδέει μέ τήν ἐπιθυμία τῶν<br />
ἀνθρώπων, γιά νά καταστεῖ εὐνοϊκή γι᾿<br />
αὐτούς ἡ νέα χρονιά, ἤ τίς συσχετίζει μέ τήν<br />
Ἄνοιξη, ὅταν ἡ φύση ἀναγεννᾶται, ὁπότε<br />
προσδοκοῦσαν καλή σοδειά καί πλούσια τα<br />
γεννήματα τῆς γῆς, στοιχεῖο πού ὑποκρύπτεται<br />
ἀκόμα καί σήμερα στόν ἑορτασμό τῆς<br />
Ἀποκριᾶς στά χωριά μας. Γράφει ὁ μεγάλος<br />
λαογράφος Γεώργιος Μέγας: «Εἰς τά χωρία<br />
ὁ ἀγρότης καί μέσα εἰς τά γέλια καί φαγοπότια<br />
τῆς Ἀποκριᾶς ἔχει τήν αἴσθησιν τῆς μεταβολῆς<br />
πού ἐπέρχεται τήν ἐποχήν αὐτήν εἰς<br />
τήν φύσιν καί θέλει μέ πράξεις καί ἐνεργείας,<br />
εἰς τάς ὁποίας εἶναι ἐκ παλαιᾶς μαγείας συνηθισμένος,<br />
νά ὑποβοηθήσει εἰς τόν ἐρχομόν<br />
τῆς ἀνοίξεως, νά ἐξασφαλίσει τήν βλάστησιν<br />
καί εὐφορίαν τῶν ἀγρῶν». 10<br />
Β) Ἐκτός ἀπό τό θρησκευτικό τους ὑπόβαθρο,<br />
εἶχαν κι ἕνα λαϊκό, ἀκόμη καί κοινωνικό,<br />
χαρακτήρα: ὁ λαός συμμετεῖχε σ᾿ αὐτές<br />
μαζικά, εὕρισκε τήν εὐκαιρία νά χαρεῖ, νά ξαποστάσει,<br />
νά ξεφύγει ἀπό τήν καθημερινότητα,<br />
οἱ ἄνθρωποι -δοῦλοι καί ἀφεντικά- ἐξισώνονταν,<br />
τά ταμπού καταργοῦνταν.<br />
Γ) Χαρακτηριστικά των ἑορτῶν εἶναι τό<br />
γλέντι, ἡ οἰνοποσία, ὁ χορός, ἡ αἰσχρολογία<br />
καί ἡ ἀκολασία.<br />
Δ) Ἄλλο χαρακτηριστικό τους εἶναι ἡ μεταμφίεση,<br />
δηλαδή ἡ μεταβολή τῆς ἐνδυμασίας,<br />
ἔθιμο καί αὐτό πανάρχαιο, συναντώμενο<br />
σέ ὅλους τούς λαούς, ἀνεξαρτήτως πολιτιστικοῦ<br />
ἐπιπέδου. Πρόκειται γιά ἕνα ἔθιμο μέ<br />
μαγική ἀφετηρία, ἀφοῦ οἱ πρωτόγονοι λαοί<br />
πίστευαν ὅτι αὐτός πού ντύνεται δέρμα<br />
ζώου ἤ προσωπεῖο κάποιας θεότητας ἤ ἑνός<br />
νεκροῦ, ἐνσαρκώνει αὐτό τό ἴδιο το ζῶο, τό<br />
νεκρό ἤ τό θεό καί λαμβάνει τή δύναμη καί<br />
τίς ἰδιότητές του. Ἕνα τέτοιο μαγικό χαρακτήρα<br />
εἶχαν π.χ. οἱ μεταμφιέσεις τῶν Λουπερκαλίων.<br />
Σήμερα ὁ χαρακτήρας αὐτός<br />
ἔχει χαθεῖ.<br />
Ε) Τονίζουμε, τέλος, ὅτι σταδιακά το θρησκευτικό<br />
ὑπόβαθρο τῶν ἐορτών, κυρίως στό<br />
ρωμαϊκό imperium, παραμερίστηκε καί σχεδόν<br />
χάθηκε, ἐνῶ οἱ τελετουργίες ἔμειναν σχεδόν<br />
δίχως νόημα, καθώς τονίστηκε ὁ κοσμικός<br />
καί λαϊκός χαρακτήρας τῶν ἑορτῶν,<br />
κάτω καί ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά «ἄρτον καί θεάματα»<br />
τοῦ ρωμαϊκοῦ ὄχλου.<br />
Μέ τήν πρώτη κιόλας ματιά παρατηρεῖ κανείς<br />
ὅτι στά ἔθιμα τῆς Ἀποκριᾶς πού σώζονται<br />
μέχρι σήμερα διατηροῦνται ἀρκετά στοιχεῖα<br />
ἀπό τίς παγανιστικές αὐτές ἑορτές,<br />
ὅπως ἡ μεταμφίεση, τό γλέντι, τό φαγοπότι,<br />
οἱ φωτιές καί ἡ ἐλευθεροστομία μέ τά σατιρικά<br />
καί κάποτε ἄσεμνα τραγούδια, τά ὁποῖα<br />
συναντοῦμε σέ ὅλες τίς περιοχές τῆς Ἑλλάδας.<br />
Ἀπό αὐτή τήν ἀποκριάτικη ἐξαλλοσύνη<br />
προέρχεται καί τό κρητικό δίστιχο:<br />
«Τίς μεγάλες Ἀποκρές<br />
κουζουλαίνουνται κι οἱ γρές».<br />
Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας:<br />
Ἐρχόμαστε τώρα στήν παρουσίαση τῆς<br />
στάσης τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι των παγανιστικῶν<br />
αὐτῶν ἑορτῶν καί τελετουργιῶν. Γιά<br />
νά τήν κατανοήσουμε, πρέπει νά τήν προσεγγίσουμε<br />
νηφάλια, θέτοντας ὡς βάση κάποιες<br />
ἱστορικές παραδοχές, οἱ ὁποῖες θά μᾶς<br />
βοηθήσουν πρός αὐτή τήν κατεύθυνση.<br />
1η παραδοχή: Ἀφορᾶ τό περιβάλλον ἐντός<br />
τοῦ ὁποίου ἐμφανίστηκε καί διαδόθηκε ὁ Χριστιανισμός.<br />
Εἶναι ἱστορικά βεβαιωμένο ὅτι,<br />
ὅταν ὁ Χριστιανισμός ἄρχισε νά ἐξαπλώνεται<br />
στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο, συνάντησε<br />
ἕνα πλῆθος ἀντιξοοτήτων, ὅπως ἐξάλλου<br />
ἦταν φυσικό γιά μιά καινούργια διδασκαλία<br />
κι ἕνα νέο τρόπο ζωῆς. Ποιό ἦταν τό περιβάλλον<br />
μέσα στό ὁποῖο κλήθηκε νά ζήσει καί<br />
νά διαδοθεῖ; Ἐπρόκειτο γιά ἕνα συγκρητιστικό<br />
ἀπό θρησκευτική ἄποψη περιβάλλον, ὅπου<br />
ἀναμίχθηκαν οἱ ἑλληνικές μέ τίς ἀνατολικῆς<br />
προέλευσης θεότητες, ὅπως ἡ Κυβέλη, ἡ<br />
33
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Ἴσιδα, ὁ Ὄσιρις. Ἤδη στή ρωμαϊκή θρησκεία<br />
εἶχαν εἰσαχθεῖ οἱ ἑλληνικές θεότητες, πού κι<br />
αὐτές ἀφομοιώθηκαν μέ τούς ἐντόπιους θεούς.<br />
Τήν ἴδια ἐποχή στίς ἐθνικές θρησκεῖες<br />
εἶχαν κάνει τήν ἐμφάνισή τους τά λεγόμενα<br />
«μυστήρια», δηλαδή τελετουργίες πού ὑπόσχονταν<br />
μιά μελλοντική εὐδαίμονα ἀθανασία.<br />
Τά πιό σπουδαῖα ἀπό αὐτά ἦταν τοῦ Διονύσου<br />
καί τῆς Σεμέλης, τῆς Δήμητρας καί τῆς<br />
Περσεφόνης, τῆς Ἴσιδας καί τοῦ Ὄσιρη καί τοῦ<br />
Μίθρα. Πηγή αὐτῶν τῶν «μυστηρίων» ὑπῆρξε<br />
τό φυσικό φαινόμενο τῆς Ἄνοιξης, δηλαδή ἡ<br />
κατά τό χειμώνα νέκρωση καί ἡ κατά τήν<br />
Ἄνοιξη ἀναζωογόνηση τῆς φύσης. Τά μυστήρια<br />
συνοδεύονταν ἀπό μυστηριακές πράξεις,<br />
ὅπως ὠμοφαγία κρέατος ζώου στά Διονύσια<br />
11 , λήψη ἑνός ἀγνώστου σέ μᾶς ποτοῦ,<br />
τοῦ «κυκεώνα», στά Ἐλευσίνια. Ἄλλη μυστηριακή<br />
πράξη ἦταν στά μυστήρια τῆς Κυβέλης<br />
τό «κριοβόλιον» ἤ «ταυροβόλιον» 12 ,<br />
ὅπου οἱ συμμετέχοντες ἔμπαιναν σ’ ἕνα λάκκο<br />
καί δέχονταν στό πρόσωπο τό αἷμα τῶν<br />
κριῶν ἤ τῶν ταύρων πού σφάζονταν πάνω<br />
ἀπό τό λάκκο. Παρόμοιες τελετουργίες λάμβαναν<br />
χώρα καί στά ἄλλα μυστήρια 13 .<br />
Ἀπέναντι σέ ὅλες αὐτές τίς «ἄλογες» τελετές<br />
ὁ Χριστιανισμός ἦταν φυσικό νά ἀντιτάξει<br />
τή δική του ἀντίληψη γιά τή λατρεία: ὁ<br />
Ἀπόστ. Παῦλος κάνει λόγο γιά «λογική»<br />
λατρεία 14 , ξεκινώντας ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ<br />
ἄνθρωπος εἶναι λογική ψυχή. Ὁ Μ. Βασίλειος<br />
15 λέγει πολύ καθαρά ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι<br />
«λόγῳ τετιμημένος», ἤ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος<br />
ὁ Νύσσης 16 , εἶναι «ποίημα Θεοῦ λογικόν<br />
κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν».<br />
Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ<br />
Χρυσοστόμου: «Κοίταξε, τό θυσιαστήριό μας<br />
εἶναι στόν οὐρανό, ἐκεῖ ἔχουμε τόν ἱερέα ἐκεῖ<br />
γίνεται ἡ θυσία. Ἄς προσφέρουμε λοιπόν τέτοιες<br />
θυσίες, αὐτές δηλαδή πού μποροῦν νά προσφερθοῦν<br />
σ᾿ ἕνα τέτοιο θυσιαστήριο. Ὄχι πιά<br />
πρόβατα καί βόδια, ὄχι αἷμα καί μυρωδιά ψημένου<br />
κρέατος. Ὅλα αὐτά ἔχουν παρέλθει καί<br />
ἀντί γι᾿ αὐτά ἔχει εἰσαχθεῖ ἡ λογική λατρεία»<br />
17 .<br />
Εἶναι σαφές ὅτι ἀφενός ὁ Χριστιανισμός ἐπιζητοῦσε<br />
μέ τή λογική λατρεία νά ἐπιστρέφει<br />
ὁ ἄνθρωπος, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, σέ<br />
μιά «ἀπολλώνεια» φωτεινότητα καί λογικότητα,<br />
στήν πνευματική λατρεία τοῦ «νοητοῦ<br />
Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης», καί ἀφετέρου νά ἀπομακρυνθεῖ<br />
ἀπό κάθε βάρβαρη, ἐνστικτώδη καί<br />
ἄλογη πράξη, ἀπό καθετί πού τόν κατεβάζει<br />
στό ἐπίπεδο τῆς ζωώδους ἀντιμετώπισης<br />
τῆς ζωῆς. Ἡ νέα συλλογικότητα πού δημιούργησε<br />
ὁ Χριστιανισμός, δηλ. ἡ Ἐκκλησία,<br />
δέν βασιζόταν στό ἀσυνείδητο ἔνστικτο οὔτε<br />
σέ πράξεις μαγικές, ἀλλά στήν ἀγάπη καί στήν<br />
ἔλλογη καί συνειδητή λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ<br />
Θεοῦ, λατρεία λογική, δηλ. πνευματική. Ἦταν<br />
ἑπόμενο, ἡ νέα αὐτή στάση ζωῆς καί ἡ νέα<br />
ἀντίληψη γιά τή λατρεία νά ἔλθει σέ ἀντίθεση<br />
καί σέ σύγκρουση μέ τόν εἰδωλολατρικό<br />
κόσμο. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἦταν ἐπίσης ἑπόμενο,<br />
μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ,<br />
ὁ Χριστιανισμός νά θελήσει νά<br />
διαφυλάξει τήν πίστη καί τήν ταυτότητά<br />
του, διαστέλλοντας μέ σχεδόν ἀπόλυτο τρόπο<br />
τόν ἑαυτό του ἀπό τό θρησκευτικό-ἰδεολογικό<br />
«ἀλαλούμ» πού ἐπικρατοῦσε γύρω<br />
του. Εἶναι γνωστό, ἐξάλλου, ὅτι ἀρκετοί χριστιανοί<br />
πού προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τῶν<br />
ἐθνικῶν κρατοῦσαν ἀκόμη διάφορα ἀπό τά<br />
παλαιά ἔθιμά τους, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ<br />
χριστιανοί τῆς Κόρινθου, στίς τάξεις τῶν<br />
ὁποίων εἶχε δημιουργηθεῖ τό πρόβλημα ἄν<br />
ἔπρεπε νά τρῶνε ἀπό τά εἰδωλόθυτα, δηλαδή<br />
τά κρέατα πού προέρχονταν ἀπό εἰδωλολατρικές<br />
θυσίες, ὅπως πληροφορούμαστε<br />
ἀπό τήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ<br />
Παύλου 18 . Ἔπρεπε καί αὐτοί σταδιακά νά ἀποκοποῦν<br />
ἀπό τίς παλιές τους συνήθειες.<br />
2η παραδοχή: Ἀφορᾶ τό καθαρά ἠθικό μέρος<br />
αὐτῶν τῶν ἑορτῶν. Οἱ δεισιδαίμονες καί<br />
ἀμόρφωτες μάζες τοῦ λαοῦ συμμετεῖχαν μέ<br />
πάθος σέ αὐτές τίς μαγικές (στήν οὐσία) ἑορτές,<br />
διότι οἱ ἰθύνοντες προνόησαν νά προσ-<br />
34
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
δώσουν σέ αὐτές ἀφάνταστη ἐλευθεριότητα,<br />
ἀκόμη καί για τά πιό ταπεινά ὁρμέμφυτα τῶν<br />
συμμετεχόντων. Οἱ ἀρχαῖες πηγές μᾶς διασώζουν<br />
καταπληκτικές λεπτομέρειες γιά τά<br />
δρώμενα στίς διονυσιακές ἑορτές. Ὁ ἀχαλίνωτος<br />
ἐρωτισμός, χωρίς κανένα φραγμό καί<br />
ἀναστολή, εἶχε ἀναχθεῖ ὡς ἡ κύρια ἔκφανση<br />
καί δρώμενο αὐτῶν τῶν ἑορτῶν. Οἱ ἐλεύθερες<br />
ἐρωτικές μείξεις ἦταν τό δέλεαρ πού προσέλκυε<br />
τό λαό νά μετέχει στίς ἑορτές. Ἄνθρωποι,<br />
οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταπιεσμένες στήν<br />
ψυχή τους ἀνικανοποίητες ἐρωτικές ἕξεις,<br />
μποροῦσαν νά τίς ἱκανοποιήσουν στό ὄνομα<br />
τοῦ Διόνυσου ἤ τοῦ Σατούρνου. Οἱ ἀξίες τῆς<br />
συζυγικῆς πίστης, τῆς ἐρωτικῆς ἀφοσίωσης,<br />
τῆς ἄδολης ἕλξης τῶν ἑτερόφυλων νέων, τῆς<br />
αἰδοῦς κ.λπ., δέν εἶχαν θέση στίς διονυσιακές<br />
καί στίς ρωμαϊκές ἑορτές. Οἱ βωμολοχίες, οἱ<br />
ἄσεμνες χειρονομίες, οἱ περιφορές τῶν<br />
φαλλῶν, δηλαδή τεραστίων ὁμοιωμάτων<br />
τοῦ ἀνδρικοῦ ὀργάνου, οἱ ξέφρενοι ὀργιαστικοί<br />
χοροί, ἡ οἰνοποσία μέχρι καί αὐτοῦ<br />
ἀκόμη τοῦ θανάτου, οἱ ὑστερικές κραυγές, οἱ<br />
εἰδεχθεῖς μεταμφιέσεις, ὁ δαιμονικός θόρυβος<br />
καί ἡ ἐκκωφαντική μουσική, τῶν αὐλῶν<br />
καί τῶν τυμπάνων συνέθεταν ἕνα νοσηρό μυστικιστικό<br />
κλίμα, τό ὁποῖο ἐνεῖχε τό μαγικό<br />
στοιχεῖο. Ἦταν μιά ἀνοικτή τεράστια μαγική<br />
τελετουργία γιά νά ξορκιστοῦν οἱ κακές δαιμονικές<br />
δυνάμεις 19 .<br />
Ἀξίζει ἐπίσης νά ἀναφέρουμε τήν ἱστορική<br />
πληροφορία, πώς στήν ἀρχαία Ρώμη, ὅταν ὁ<br />
ἀρχαῖος κόσμος βρισκόταν σέ τέλεια παρακμή,<br />
οἱ λάτρεις τοῦ Διονύσου (Βάκχου)<br />
εἶχαν ὀργανωθεῖ σέ ἰδιότυπους θρησκευτικούς<br />
συλλόγους, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν τά περιβόητα<br />
ὄργια «Βακανάλια»: «Ἡ ἐπιμειξία τῶν<br />
δύο φύλων (ἐν καιρῷ νυκτός) ἐξέτρεπε τήν ἑορτήν<br />
εἰς σκηνάς κραιπάλης καί παρά φύσιν<br />
ὄργια, δικαιολογούμενα ὑπό τῶν μεμυημένων<br />
ἐκ τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου, ὅστις ἐθεωρεῖτο<br />
σύμβολον τῆς ἀναπαραγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου.<br />
Παρθένοι καί νέοι διεφθείροντο κατ᾿ αὐτά<br />
καί ἐκορέννυντο ἐν αὐτοῖς πᾶν εἶδος σαρκικῶν<br />
ὀρέξεων. Σύν τῷ χρόνῳ δέ τό ἔγκλημα δέν περιορίζετο<br />
μόνον εἰς τήν τέλεσιν ἀνηθικοτήτων,<br />
ἀλλ᾿ ἔλαβε μεγάλας διαστάσεις διότι κατά τά<br />
Βακανάλια ἐφιλοτεχνοῦντο καί ἐγίνοντο πλαστογραφίαι<br />
καί ἑτοιμάζοντο πλασταί διαθῆκαι.<br />
Ἀκόμη δέ αἱ δηλητηριάσεις καί αἱ δολοφονίαι<br />
ἐμελετῶντο εἰς τά καταγώγια ἐκεῖνα. [...]<br />
Κατήντησεν τέλος ἡ θρησκευτική ἐκείνη ἑορτή<br />
νά ἔχει ὡς ἀρχήν τήν παραβίασιν παντός τῆς<br />
θρησκείας καί τῆς πολιτείας νόμον» 20 . Στή μεγάλη<br />
ἠθική κατάπτωση πού εἶχε ἐπικρατήσει<br />
στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστιανισμοῦ<br />
ἀναφέρεται καί ὁ Ἀπ. Παῦλος<br />
στήν ἐπιστολή του πρός τούς Ρωμαίους 21 ,<br />
ὅπου διαβάζουμε: «Οἱ γυναῖκες ἀντικατέστησαν<br />
τίς φυσικές σχέσεις μέ ἀφύσικες· τό ἴδιο<br />
καί οἱ ἄντρες ἄφησαν τή φυσική σχέση μέ τή<br />
γυναίκα καί φλογίστηκαν μέ σφοδρό πάθος ὁ<br />
ἕνας γιά τόν ἄλλο, διαπράττοντας ἀσχήμιες<br />
ἀρσενικοί μ’ ἀρσενικούς... Εἶναι γεμάτοι ἀπό<br />
κάθε εἴδους ἀδικία, πορνεία, πονηριά, πλεονεξία,<br />
κακία...». Ὅμως, καί μετά τήν κατάρρευση<br />
τῆς ἀρχαίας θρησκείας ἡ συνήθεια τοῦ<br />
διονυσιασμοῦ παρέμεινε ζωντανή στίς ψυχές<br />
πολλῶν ἀνθρώπων, πού συνέχιζαν νά τιμοῦν<br />
τό Βάκχο μέ τόν ἴδιο ὀργιαστικό καί μαγικό<br />
τρόπο.<br />
Εἶναι, νομίζω, εὔκολο τώρα νά κατανοήσει<br />
κανείς γιατί ἡ Ἐκκλησία ὕψωσε τεῖχος ἀπέναντι<br />
σέ τέτοιου εἴδους ἑορτές καί ἐκδηλώσεις:<br />
τό ἦθος τό δικό της καμιά σχέση δέν εἶχε<br />
μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε σ᾿ αὐτές<br />
τίς παγανιστικές ἑορτές. Τό ἐκκλησιαστικό<br />
ἦθος ἔχει νά κάνει μέ τή γαλήνη, τήν ἠρεμία<br />
τῆς ψυχῆς, τή συνειδητότητα, τή σωφροσύνη,<br />
τή νηφαλιότητα· ὄχι μέ τό ἔνστικτο, τό θόρυβο,<br />
τήν ἀκηδία, τήν ἀκολασία, τή μέθη. Ἔτσι<br />
δέν εἶναι τυχαῖο, γιά παράδειγμα, ὅτι ὅλοι σχεδόν<br />
οἱ μεγάλοι Πατέρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν<br />
χρόνων (ἅγιοι Βασίλειος, Γρηγόριος,<br />
Ἰωάννης Χρυσόστομος) ἔχουν γράψει<br />
λόγους κατά τῆς μέθης, κατά τοῦ ἀλκοολισμοῦ,<br />
ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Ἀναφερόμενος<br />
π.χ. ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στή μέθη, γράφει:<br />
«Δέν κάνει χαρούμενο τόν ἄνθρωπο τό μεθύσι,<br />
ἀλλά ἡ πνευματική προσευχή, ὄχι τό κρασί,<br />
ἀλλά ὁ πνευματικός λόγος. Τό κρασί φέρνει<br />
τήν ταραχή στήν ψυχή, ὁ λόγος τή γαλήνη·<br />
τό κρασί βάζει στήν ψυχή τό θόρυβο, ὁ λόγος<br />
τόν διώχνει· τό κρασί συσκοτίζει τή σκέψη,<br />
ὁ λόγος τή γεμίζει μέ φῶς, ὅταν εἶναι γεμάτη<br />
σκοτάδι· τό κρασί εἰσάγει στήν ψυχή<br />
ἀπελπισία πού πρίν δέν ὑπάρχει, ἐνῶ ὁ λόγος<br />
τήν ἀπομακρύνει» 22 . Μέ σφοδρότητα κατα-<br />
35
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
φέρονται οἱ Πατέρες καί ἐναντίον τῶν ὀρχήσεων,<br />
τῶν μεταμφιέσεων καί τῶν προσωπείων.<br />
«Στά μυστήρια τῶν ἐθνικῶν, γράφει ὁ Ἱερός<br />
Χρυσόστομος 23 , ἐπικρατοῦν οἱ χοροί, ἐνῶ<br />
στά δικά μας ἡ σιγή, ἡ εὐκοσμία, ἡ αἰδώς καί<br />
ἡ ἤρεμη συμπεριφορά». Ὅσον ἀφορᾶ στίς μεταμφιέσεις<br />
καί τά προσωπεῖα, αὐτά, κατά τούς<br />
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, συνδέονται<br />
μέ τήν ἀπάτη, τήν κολακεία, τήν ὑποκρισία<br />
καί γενικά μέ τήν κακία καί τόν ἐπίπλαστο βίο,<br />
ἐνῶ ἀποτελοῦν καί εἰκόνα τοῦ παρόντος ἀπατηλοῦ<br />
καί πρόσκαιρου βίου. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού<br />
ἐνδιαφέρει τό ἐκκλησιαστικό ἦθος δέν εἶναι<br />
τό προσωπεῖο ἀλλά τό πρόσωπο, δηλαδή ἡ<br />
ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Θά πρέπει στό σημεῖο<br />
αὐτό νά σημειωθεῖ ὅτι, σύμφωνα μέ μαρτυρία<br />
τοῦ Χρύσιππου, πού τή διασώζει καί ὁ<br />
Ὠριγένης, τό προσωπεῖο τό φοροῦσαν ἀρχικά<br />
οἱ ἑταῖρες, οἱ ὁποῖες ζοῦσαν καί προσέφεραν<br />
τίς «ὑπηρεσίες» τους ἔξω ἀπό τήν πόλη.<br />
Ἀργότερα ἔβγαλαν τό προσωπεῖο, ἀλλά ἐξακολουθοῦσαν<br />
νά ζοῦν ἐκτός πόλεως. Κατόπιν,<br />
«πλείονος τῆς διαστροφῆς γιγνομένης ὁσημέραι»<br />
τόλμησαν νά μποῦν καί μέσα στήν<br />
πόλη 24 . Μιά συνήθεια πού εἶχε μιά τέτοια ἀναφορά<br />
δέν μποροῦσε κανείς νά περιμένει ὅτι<br />
θά τήν υἱοθετοῦσε ἡ Ἐκκλησία.<br />
Γιά τούς παραπάνω λόγους κι ἐπειδή ὅλες<br />
αὐτές οἱ παγανιστικές ἑορτές ἦταν βαθιά ριζωμένες<br />
στά ἤθη τῶν λαῶν κατά τή διάδοση<br />
τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε,<br />
ἀντί νά τίς καταργήσει, νά τίς μετατρέψει<br />
σέ χριστιανικές ἑορτές. Ἔτσι προέκυψε ἡ περίοδος<br />
τῆς Ἀπόκρεως μέ τό Καρναβάλι, μιά<br />
λέξη πού σημαίνει «ἀποχή ἀπό τό κρέας» [ἀπό<br />
τό ἰταλικό carnevale, τό ὁποῖο μέ τή σειρά του<br />
παράγεται ἀπό τίς λατινικές λέξεις carocarnis<br />
(=κρέας) καί levare (=σηκώνω, ἀπομακρύνω)].<br />
Στή νέα αὐτή γιορτή ἡ Ἐκκλησία<br />
θέλησε νά δώσει ἕνα πνευματικό περιεχόμενο,<br />
ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ὑπερβολές καί<br />
τόν ἐκτραχηλισμό τῶν ἠθῶν.<br />
Ἐπειδή ὅμως ἡ συνήθεια τῶν μεταμφιέσεων<br />
καί ἐν γένει τῶν βακχικῶν ἐκδηλώσεων στίς<br />
ἀποκριάτικες ἑορτές συνεχίστηκε καί στά βυζαντινά<br />
χρόνια, ἡ Ἐκκλησία μέ τόν 62ο Κανόνα<br />
τῆς Πενθέκτης ἤ Ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς<br />
Συνόδου τοῦ 692 μ.Χ. ἀπαγόρευσε τίς<br />
μεταμφιέσεις καί καθετί πού θύμιζε τόν<br />
36<br />
ἀρχαῖο Βάκχο: «Ἀλλά μήν (περιαιρεθῆναι<br />
βουλόμεθα) καί τάς τῶν γυναικῶν δημοσίας<br />
ὀρχήσεις, καί πολλήν λύμην καί βλάβην<br />
ἐμποιεῖν δυναμένας. Ἔτι καί τάς ἐν ὀνόματι τῶν<br />
παρ᾿ Ἕλλησι ψευδῶς ὀνομασθέντων θεῶν, ἤ<br />
ἐξ ἀνδρῶν ἤ γυναικῶν γινομένας ὀρχήσεις καί<br />
τελετάς, κατά τι ἔθος παλαιόν καί ἀλλότριον<br />
τοῦ τῶν Χριστιανῶν βίου, ἀποπεμπόμεθα,<br />
ὁρίζοντες μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολήν<br />
ἐνδιδύσκεσθαι, ἤ γυναῖκα τοῖς ἀνδράσιν ἁρμόδιον.<br />
Ἀλλά μήτε προσωπεῖα κωμικά, ἤ σατυρικά,<br />
ἤ τραγικά ὑποδύεσθαι». Μπορεῖ νά μᾶς<br />
φαίνεται ὑπερβολικός αὐτός ὁ κανόνας σήμερα,<br />
ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά διαστέλλει<br />
καί νά ξεχωρίζει πάντοτε καθετί τό ξένο<br />
πρός τόν «τῶν χριστιανῶν βίον». Αὐτό ἀνῆκε<br />
στά καθήκοντά της. Κι ἄν κάποιος ἀντέλεγε<br />
ὅτι τελικά, ἀφοῦ ὁ λαός ἔπραττε ἔτσι, ἡ<br />
Ἐκκλησία ἔπρεπε νά τόν ἀκολουθήσει καί νά<br />
μήν ἀντιταχθεῖ στίς ἐπιλογές του, ἡ πείρα δείχνει<br />
ὅτι ὁ ὄχλος δέν ἔχει πάντοτε δίκιο,<br />
ὅπως τό λέγει μέ τόν πιό κατηγορηματικό<br />
τρόπο ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, συνεχίζοντας,<br />
κατά κάποιο τρόπο, στό σημεῖο αὐτό<br />
τίς ἀπόψεις τοῦ Σωκράτη περί τῆς προτεραιότητας<br />
τῆς γνώμης τοῦ ἐπαΐοντος: «Δέν<br />
ἔχει ὀρθή κρίση ὁ ὄχλος» γράφει, «ἀλλά θαυμάζει<br />
αὐτούς πού ὑπηρετοῦν τίς ἐπιθυμίες του.<br />
Καί ἄν θέλετε νά τό καταλάβετε, μάθετέ το<br />
ἀπό ἐκείνους πού χαρίζουν τήν περιουσία<br />
τους στίς πόρνες, στούς ἡνιόχους καί στούς χορευτές»<br />
25 . Τελικά, μίμοι, ἠθοποιοί, χορευτές<br />
κατατάσσονται στήν ἴδια κατηγορία μέ<br />
αὐτούς πού ζοῦν «ἐπί λύμῃ τοῦ βίου», δηλ. τίς<br />
πόρνες, τούς ληστές, τούς μάγους, τούς τυμβωρύχους<br />
26 . Παραθέτω ἕνα ἀκόμη ἀπόσπασμα<br />
ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο, πού μέ ἐξαιρετική<br />
σαφήνεια χαράζει τή γραμμή, ἡ ὁποία<br />
χωρίζει τίς ἑορτές τῶν Ἰουδαίων καί τῶν<br />
ἐθνικῶν ἀπό τίς χριστιανικές καί τήν τεράστια<br />
διαφορά μεταξύ τοῦ ἤθους τῶν παγανιστικῶν<br />
ἐθίμων καί τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους:<br />
«Ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Ἕλληνες) ἄς<br />
ὀνομάζουν ἑορτές καί πανηγύρια τό μεθύσι καί<br />
ὅλες τίς ἄλλες ἀκολασίες καί ἀσχημοσύνες, πού<br />
εἶναι φυσικό λόγῳ τῆς μέθης νά σέρνονται ξοπίσω<br />
τους. Ἀντίθετα πρός ἐκείνους, ἡ Ἐκκλησία<br />
τοῦ Θεοῦ ἄς ὀνομάζει ἑορτή τή νηστεία,<br />
τήν περιφρόνηση δηλαδή τοῦ στομαχιοῦ καί
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
κάθε ἀρετή πού ἀκολουθεῖ τή νηστεία. Διότι<br />
ἡ ἀληθινή ἑορτή βρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει<br />
σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἐκεῖ πού ὑπάρχει εἰρήνη<br />
καί ὁμόνοια, ἐκεῖ πού ἔχει ἐκδιωχθεῖ κάθε<br />
βιοτική φαντασία, ὅπου δέν ὑπάρχουν κραυγές<br />
καί θόρυβος καί μάγειροι νά πηγαινοέρχονται<br />
καί σφαγές ζώων. Ἐκεῖ, ἀντί γιά<br />
ἐκεῖνα, βασιλεύει ἡ ἠρεμία, ἡ γαλήνη, ἡ<br />
ἀγάπη καί ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη καί ἡ πραότητα<br />
καί μυριάδες ἄλλα ἀγαθά» 27 .<br />
Συμπέρασμα: Εἶναι λοιπόν ἡ Ἐκκλησία<br />
ἐναντίον τῆς εὐωχίας, τῆς χαρᾶς καί τῶν σωματικῶν<br />
εὐχαριστήσεων; Ἐκεῖνο πού πρέπει<br />
νά τονίσουμε μέ ἔμφαση εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία<br />
δέν εἶναι πλατωνισμός ἤ μανιχαϊσμός,<br />
πράγμα πού σημαίνει ὅτι τιμᾶ καί σέβεται τό<br />
σῶμα καί τήν ὑλική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τό<br />
«ὄχι» τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ τίς ὑπερβολές. Ὡς<br />
πρός αὐτό τόν χρυσό κανόνα, ἡ Ἐκκλησία<br />
ἀκολουθεῖ τήν ἠθική διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη<br />
(την οποία αποδέχονται και Πατέρες<br />
του ύψους του αγίου Γρηγορίου Νύσσης),<br />
ὁ ὁποῖος ὁρίζει στά «Ἠθικά Νικομάχεια» τήν<br />
ἀρετή ὡς μεσότητα: «Εἶναι λοιπόν ἡ ἀρετή»,<br />
γράφει, «σταθερό στοιχεῖο τόν χαρακτήρα μας,<br />
πού ἐπιλέγεται ἐλεύθερα, ἡ ὁποία σέ σχέση μέ<br />
ἐμᾶς βρίσκεται στό μέσο καί καθορίζεται μέ τή<br />
λογική καί συγκεκριμένα μέ τή λογική πού καθορίζει<br />
ὁ συνετός ἄνθρωπος» 28 . Τό μέτρο καί<br />
γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι τό σύμφωνο μέ τήν<br />
ἀνθρώπινη φύση: οὔτε ἔλλειψη οὔτε ὑπερβολή.<br />
Ὑπερβολή ὑπάρχει μόνο στήν ἀρετή, ἡ<br />
ὁποία ὡς πρός αὐτό εἶναι «ἀκρότης», ὅπως<br />
τήν ὅριζε πάλι ὁ Ἀριστοτέλης 29 . Ἔτσι, ὁ Μ.<br />
Ἀθανάσιος γράφει: «Κατά φύσιν ἡ σύμμετρος<br />
τροφή· παρά φύσιν ἡ γαστριμαργία· ὑπέρ<br />
φύσιν ἡ νηστεία. Ὠσαύτως πάλιν κατά φύσιν<br />
ἡ εἰρήνη· παρά φύσιν ἡ ταραχή· ὑπέρ φύσιν ἡ<br />
πρός τούς ἐχθραίνοντας ἀγάπη» 30 . Ἀλλοῦ ὁ<br />
ἴδιος γράφει ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔδωσαν σέ<br />
ὅλους τό ἴδιο μέτρο ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία,<br />
ἐπειδή δέν ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια δύναμη, λόγῳ<br />
ἡλικίας, ἀσθένειας ἤ σωματικῆς κατασκευῆς.<br />
Καί συνεχίζει: «Μέ τήν ὑπερβολική ἀσιτία ἀτονεῖ<br />
τό σῶμα καί γίνεται ὀκνηρό στίς πνευματικές<br />
λειτουργίες, ἐνῶ, ὅταν βαραίνει ἀπό τό<br />
πολύ φαγητό, γεννιέται στήν ψυχή ἀδράνεια<br />
καί ἡ ἀποχαύνωση» 31 . Καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος<br />
σημειώνει πώς τά πολυτελῆ τραπέζια<br />
δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν ἀρετή, ὅπως<br />
μπορεῖ κανείς νά ἀρρωστήσει καί ἀπό τήν<br />
πολλή σκληραγωγία καί τήν παρατεταμένη<br />
καί ἔντονη νηστεία 32 καί μιλεῖ γιά «σύμμετρον<br />
νηστείαν» 33 . Φαίνεται ἐδῶ ὅτι τόσο ἡ ὑπερβολή<br />
ὅσο καί ἡ ἔλλειψη εἶναι κακό. Ἐκεῖνο πού<br />
πρέπει νά ἐπιδιώκεται εἶναι τό ἑλληνικό μέτρο<br />
τῆς ἀρετῆς, κάτι πού σαφῶς καί ἦταν ἀνύπαρκτο<br />
στίς παγανιστικές ἑορτές καί στά καρναβαλικά<br />
ἔθιμα.<br />
Συμπερασματικά θά λέγαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία<br />
δέν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετη μέ τό γλέντι,<br />
τίς ἀνθρώπινες μικρές ἤ μεγάλες χαρές ἤ τίς<br />
εὐχαριστήσεις τοῦ σώματος. Καί πάλι ὁ Ἱερός<br />
Χρυσόστομος σέ μιά ὁμιλία του, ἀφοῦ περιγράφει<br />
μέ ἐξαιρετική τέχνη τό στολισμό τῶν<br />
σπιτιῶν καί τῆς πόλης ὁλόκληρης καί τήν<br />
εὐωχία τῶν ἀνθρώπων γιά τήν πρωτοχρονιά,<br />
σημειώνει: «Ἀλλά αὐτή ἡ γενναιοδωρία (γιά<br />
τό στολισμό), ἄν καί εἶναι χαρακτηριστικό παιδικῆς<br />
ψυχῆς καί σκέψης [...), ὅμως δέν ἐπιφέρει<br />
τόσο μεγάλη βλάβη, ἀλλά εἶναι μιά χωρίς<br />
νόημα δραστηριότητα, πού φέρνει τό γέλιο σέ<br />
ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτήν» 34 . Ὑπάρχει λοιπόν,<br />
θά ἔλεγε κανείς, μιά ἀνοχή σ᾿ αὐτές τίς<br />
ἐκδηλώσεις, στό βαθμό πού δέν ξεφεύγουν<br />
ἀπό τά ὅρια τῶν χρηστῶν ἠθῶν, στό βαθμό<br />
πού δέν κυριαρχοῦν τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος<br />
δέν ὑποδουλώνεται σ᾿ αὐτά. Ἄν λοιπόν ἡ<br />
Ἐκκλησία ἦταν καί εἶναι ἐπιφυλακτική ἤ καί<br />
ἀντέδρασε καί ἀντιδρᾶ καί σήμερα στίς ξέφρενες<br />
ἀποκριάτικες ἐκδηλώσεις, τό κάνει ὄχι<br />
μόνο γιατί εἶναι ἀντίθετες στό ἦθος καί στό<br />
δόγμα της, ἀλλά καί ἐπειδή πολύ συχνά<br />
37
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
εἶναι προσβλητικές γιά τό ἴδιο τό ἀνθρώπινο<br />
πρόσωπο. Εἰδικά σήμερα μέ τήν ἐμπορευματοποίηση<br />
τοῦ Καρναβαλιοῦ, μέ τίς τεράστιες<br />
σπατάλες γιά κακόγουστα πολλές<br />
φορές θεάματα, μέ τά ξενόφερτα ἔθιμα, μέ τήν<br />
ὑπερβολική, μέχρι λιποθυμίας πολλές φορές,<br />
κατανάλωση ἀλκοόλ καί μέ τήν ἀναβίωση παγανιστικῶν<br />
ἐθίμων στό ὄνομα τῆς «παράδοσης»<br />
(νά ἕνα θέμα πού σηκώνει πολλή συζήτηση),<br />
τό πράγμα τείνει νά πάρει κι ἔχει πάρει<br />
ἄλλες διαστάσεις. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν<br />
ἦταν ἐναντίον τῶν οἰκογενειακῶν ἀποκριάτικων<br />
ἐθίμων, ἐθίμων πού ἔδεναν τίς οἰκογένειες,<br />
πού σμίλευαν τίς ἀνθρώπινες σχέσεις<br />
καί ἔδιναν ἕνα διαφορετικό χρῶμα στίς μέρες<br />
πρίν ἀπό τή Σαρακοστή. Στό πλαίσιο αὐτῶν<br />
τῶν ἐθίμων, πού διασώζονται ἀκόμη σέ κάποια<br />
χωριά, καί τά πειράγματα καί «οἱ κουζουλάδες»<br />
εἶχαν «τό χάζι» τους. Γιά τήν<br />
Ἐκκλησία τά πάντα εἶναι εὐλογημένα, ἀρκεῖ<br />
νά μήν καταστρέφουν καί διαστρέφουν τό<br />
ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀρκεῖ νά μήν ὑπερβαίνουν<br />
τό μέτρο τοῦ σεβασμοῦ καί τοῦ αὐτοσεβασμοῦ,<br />
ἀρκεῖ νά μήν ἀποκτηνώνουν τόν<br />
ἄνθρωπο. Βέβαια, πάντοτε στόν ἐκκλησιαστικό<br />
χῶρο ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν καί οἱ<br />
κακῶς ἐννοούμενοι«ζηλωτές», αὐτοί πού<br />
ἀντιμετωπίζουν τά πράγματα μέ ἀπόλυτη<br />
αὐστηρότητα ἀλλά καί αὐτοί πού βλέπουν<br />
παντοῦ διαβόλους καί ἁμαρτωλούς. Πρόκειται<br />
για ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι καμιά φορά μέ τόν<br />
ὑπερβάλλοντα ζῆλο τους κάνουν κακό στήν<br />
Ἐκκλησία, γιατί μένουν πιστοί στό γράμμα καί<br />
38<br />
ὄχι στό πνεῦμα της. Τό ἐκκλησιαστικό<br />
ὅμως πνεῦμα εἶναι πνεῦμα ἀγάπης<br />
καί ἀνεκτικότητας ὄχι ἀπέναντι στό<br />
κακό ἀλλά ἀπέναντι στόν ἁμαρτωλό,<br />
ἀδύναμο καί μικρό ἄνθρωπο. Ἡ<br />
Ἐκκλησία δέν κατασκευάζει δαίμονες,<br />
γιά νά μάχεται ἐναντίον τους, ἀλλά<br />
προβάλλει διαρκῶς τό καλό, τήν<br />
ὀμορφιά καί τήν ἀλήθεια, δηλαδή το<br />
Χριστό, πού εἶναι τό φῶς, ἡ ἀλήθεια<br />
καί ἡ ζωή, καί μέ αὐτό τόν τρόπο «ξορκίζει»<br />
τό κακό. Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται<br />
μέ τόν κόσμο, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή<br />
διατηρεῖ τήν ἀντίθεση τοῦ Εὐαγγελίου<br />
μέ τήν κοσμική ἠθική, ἐκφράζοντας<br />
αὐτό πού τήν καθιστά μιά<br />
ἄλλη πρόταση ζωῆς γιά τόν κόσμο.<br />
Ἐπιλογικό<br />
Ἐκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά γίνει σχετικά<br />
με τις Απόκριες, ὅσο καί ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν,<br />
εἶναι νά ξαναβροῦμε τά πατροπαράδοτα<br />
οἰκογενειακά ἔθιμα (καί δόξα τῷ Θεῷ<br />
ἐμεῖς οἱ Κρητικοί ἔχουμε πολλά καί ὡραῖα),<br />
πού τόσο ἔχουν ἐκλείψει, κάτω ἀπό τήν πίεση<br />
μιᾶς ἀπόλυτης ἐξωστρέφειας κι ἑνός πανηδονισμοῦ,<br />
πού διαφεντεύουν τή ζωή μας.<br />
Καί νά μήν ξεχνᾶμε πώς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί,<br />
ὅταν λέμε ὅτι «ἀνοίγει τό Τριώδιο»,<br />
δέν ἐννοοῦμε πώς ξεκινᾶ ἁπλῶς μιά περίοδος<br />
γλεντιοῦ, ἀλλά μιά περίοδος πνευματικῆς περισυλλογῆς·<br />
καί πώς οἱ Ἀποκριές εἶναι καί περίοδος<br />
ψυχικῆς καί πνευματικῆς προετοιμασίας<br />
ἐνώπιον τοῦ Θείου Πάθους καί τῆς<br />
Ἀνάστασης· μιά περίοδος ἄσκησης καί αὐτογνωσίας,<br />
γιά νά μεταμορφώσουμε τή ζωή μας,<br />
περνώντας ἀπό τά ποικίλα προσωπεῖα τῆς καθημερινῆς<br />
ζωῆς στήν εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ<br />
μας προσώπου. Ἑπομένως, «καί τοῦτο ποιῆσαι<br />
δεῖ κἀκεῖνο μή ἀφιέναι». Ἐδῶ ταιριάζουν τά<br />
λόγια ἑνός μακαριστοῦ σοφοῦ ἀρχιερέως<br />
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τόν<br />
Καρνάβαλο, μέ τά ὁποῖα καί θά κλείσω<br />
τοῦτο τό κείμενο: «Νά τόν προσέξετε ἐφέτος<br />
τόν Καρνάβαλο μέ σεβασμό καί βαθύ στοχασμό.<br />
Εἶναι πανάρχαιο τό φαινόμενο, καί εἶναι<br />
φαινόμενο βαθυτάτου καί ἀγχώδους αἰτήματος<br />
τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νά λυτρωθεῖ ἀπό<br />
τήν καθημερινή του ὑποκρισία, μέ μίαν ἔξαρση<br />
ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας.
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Εἶναι τραγική μορφή ὁ Καρνάβαλος. Ζητεῖ<br />
νά ἐκκενώσει, ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο<br />
μέσα εἰς τό ὑποσυνείδητόν του καί νά<br />
ἐλευθερωθεῖ, ἀλλ’ ἡ ἐλευθερία δέν ὑπάρχει,<br />
ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει<br />
ἄλυτη. Τό βαθύτατο αἴτημά του<br />
εἶναι νά μεταμορφωθεῖ. Ἐδῶ λοιπόν εἶναι<br />
ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντά στόν Καρνάβαλο,<br />
σ᾿ αὐτόν πού ζητεῖ τήν μεταμόρφωση,<br />
τό κεντρικό κήρυγμα τῆς<br />
Ὀρθοδοξίας. Νά μήν τόν καταδικάσουμε,<br />
λοιπόν τόν Καρνάβαλο, ἀλλά νά σταθοῦμε<br />
νά δοῦμε κάτω ἀπό τήν προσωπίδα<br />
του τό δάκρυ του καί νά ἀκούσομε τήν<br />
ἀγωνία καί τήν ἔκκλησή του».<br />
Παραπομπές καί ὑποσημειώσεις:<br />
1. Πορφύριος, Περί νηστειῶν, Β΄, 54.<br />
2. Χρονική διήγησις, ἔκδ. Ioannes Aloysious<br />
Van Dieten. Βερολίνο 1975, σ. 275-76.<br />
3. Περί εὐθυμίας, 477d, 4.<br />
4. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Καῖσαρ, 61,<br />
1.<br />
5. Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή<br />
Ἀρχαιολογία, Α΄, 31, 1.<br />
6. Δές Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ρωμύλος,<br />
21, 4 κ.ἑ.<br />
7. Δές Πλουτάρχου, Αἴτια ρωμαϊκά καί<br />
ἑλληνικά, 280c, 4<br />
8. Βίοι Παράλληλοι, Καῖσαρ, 61, 3.<br />
9. Ἀπό ἄρθρο τοῦ Μιχάλη Ἀ. Τιβέριου μέ τίτλο:<br />
«Ἀποκριές καί ἀρχαιότητα», εφημ. Τό<br />
Βῆμα, 25-2-2001.<br />
10. Ἑλληνικαί ἑορταί καί ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας,<br />
Β΄ Ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1963, σ. 94-95.<br />
11. Στήν τραγωδία «Βάκχες» τοῦ Εὐριπίδη<br />
ἔχουμε τό διαμελισμό τοῦ Πενθέα ἀπό τίς μαινάδες<br />
ἀκολούθους τοῦ θεοῦ Διονύσου.<br />
12. Ἑλληνική Ἀνθολογία: Ἐπιγράμματα, Ἐπίγραμμα<br />
339,5.<br />
13. Δές, Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική<br />
ἱστορία, Τρίτη ἔκδοσις, «Ἀστήρ», Ἀθῆναι<br />
1970, σ. 18-21.<br />
14. Ρωμ. 12,1.<br />
15. Ἑξαήμερος, Ε΄, 20, Ε.Π.Ε., τ. 4, σ. 184.<br />
16. Περί τῆς γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου, Ε.Π.Ε.,<br />
τ. 91, Θεσ/νίκη 1987, σ. 384.<br />
17. Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, 63.<br />
18. Κεφ. 10,27-28.<br />
19. Δές ἄρθρο τοῦ Λάμπρου Σκόντζου στό<br />
διαδίκτυο, μέ τίτλο: «Οἱ ρίζες τῶν καρναβαλικῶν<br />
ἀθλιοτήτων».<br />
20. Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ.<br />
ΣΤ΄, σ. 491.<br />
21. Κεφ. 1, 26 κ.ἑ.<br />
22. Λόγος εἰς τάς Καλένδας, 48, 955, 50 κ.ἑ.<br />
23. Εἰς τήν πρός Κολασσαεῖς, 62, 387, 37.<br />
24. Ἀποσπάσματα, 3, 6. Δές καί Ὠριγένη,<br />
Κατά Κέλσου, βιβλ. 4, 63. 15.<br />
25. Εἰς τάς Πράξεις, 60, 213, 10.<br />
26. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί εἱμαρμένης<br />
καί προνοίας, Α΄, 50, 774, 20.<br />
27. Ὁμιλία Α΄ εἰς τήν Γένεσιν, 53, 31, 31 κ.ἑ.<br />
28. Β΄ 6, 15-16.<br />
29. «Διό κατά μέν τήν οὐσίαν καί τόν λόγον<br />
τόν τό εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστίν ἡ ἀρετή,<br />
κατά δέ τό ἄριστον καί τό εὖ ἀκρότης». Ἠθ.<br />
Νικομάχεια, 1107a.<br />
30. Περί ὅρων, 28, 552, 3.<br />
31. Ἐπιστολή εἰς Κάστορα, 28, 872, 50 κ.ἑ.<br />
32. Εἰς Ἀνδριάντας, 49, 19, 47.<br />
33. Ἐξηγήσεις εἰς τούς ψαλμούς, 55, 75, 42.<br />
34. Εἰς τάς Καλένδας, 48, 954, 9 κ.ἑ.<br />
39
Ἀθωνικά ἀφηγήματα<br />
Ἀντωνίου Ἐμμ. Στιβακτάκη,<br />
ἐκπαιδευτικοῦ-συγγραφέως<br />
Α΄<br />
«Ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ»<br />
(Ψαλμ. 62).<br />
Εκεῖνο τό βράδυ μείναμε σ᾽ ἕνα Ἡσυχαστήριο<br />
στά αἰθέρια ὕψη τῆς βαθυτέρας<br />
ἀθωνικῆς ἐρήμου καί γευθήκαμε<br />
τήν ἀβραμιαία φιλοξενία<br />
τοῦ Γέροντα καί τῶν ἄλλων Πατέρων αὐτῆς<br />
τῆς εὐλογημένης Ἀδελφότητας.<br />
Ἡ εὐλογία πού λάβαμε ἦταν μεγάλη!!<br />
Συζητήσαμε πολλή ὥρα μέ τόν λογιώτατο<br />
Γέροντα τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς<br />
ἀντιμετώπισε μέ ἀγάπη καί ἀπέραντη συγκατάβαση.<br />
Συμμετείχαμε μέ κατάνυξη στίς Ἀκολουθίες<br />
τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου, τό ὁποῖο<br />
κάναμε στόν περίβολο τοῦ Ἡσυχαστηρίου τῆς<br />
Ἀδελφότητας, ὑπό τό φῶς τῆς σελήνης καί<br />
τοῦ ἀστερόεντος οὐρανοῦ.<br />
Ἐντύπωση μᾶς προκάλεσε ἡ παρουσία τοῦ<br />
νεότερου μοναχοῦ τῆς Συνοδείας, ὁ ὁποῖος<br />
διάβασε μέ κατάνυξη τά ἐκκλησιαστικά κείμενα<br />
καί εἶπε ἀπό στήθους μέ ὑποδειγματικό<br />
καί κατανυκτικό τρόπο τούς Χαιρετισμούς<br />
τῆς Παναγίας.<br />
Ἐπίσης, συγκίνηση καί κατάνυξη μᾶς προκάλεσαν<br />
οἱ ἐδαφιαῖες μετάνοιες πού “ἔβαλαν”<br />
οἱ Πατέρες στόν Γέροντα καί μεταξύ τους,<br />
μετά τό τέλος τοῦ Ἀποδείπνου, ζητώντας<br />
ἀμοιβαία συγχώρηση.<br />
Μέ χαρά συμμετείχαμε καί στή λιτή τράπεζα<br />
τοῦ Ἡσυχαστηρίου στήν ὁποία γευθήκαμε<br />
λιτό, παραδοσιακό, “βυζαντινό”, ὑγιεινότατο<br />
φαγητό.<br />
Στή συνέχεια ἀποσυρθήκαμε νωρίς στό<br />
κελί μας νά ξεκουραστοῦμε καί νά μπορέσουμε<br />
νά εἴμαστε ἐξ ἀρχῆς παρόντες στήν<br />
πρωινή Ἀκολουθία.<br />
Ἡ νύκτα ἦταν ξάστερη, γλυκιά, ἐλαφρῶς<br />
δροσερή καί στήν ἀθωνική ἔρημο ἐπικρατοῦσε<br />
ἀπέραντη θεϊκή γαλήνη. Δέν ἀκουγόταν<br />
παρά μόνο το συνεχές κελάρυσμα τοῦ νεροῦ,<br />
ὁ ἐπαναλαμβανόμενος κατά διαστήματα<br />
ἦχος ἀπό τό κουδούνι κάποιου ὑποζυγίου, πού<br />
δέν ἡσύχαζε ἀλλά ἀγρυπνοῦσε, οἱ χαρμολυπητικές<br />
λαλιές ἀπό τά νυχτοπούλια τῆς ἐρήμου,<br />
τό μονότονο τραγούδι τοῦ τριζονιοῦ καί<br />
τοῦ γρύλου, τό χαρακτηριστικό κόασμα τῶν<br />
βατράχων καί πότε πότε ὁ μακρινός ἀπόηχος<br />
κάποιου τσακαλιοῦ, πού βρισκόταν στό παρακείμενο<br />
δάσος.<br />
Κοιμήθηκα ἀρκετή ὥρα· ὕπνος ἥσυχος,<br />
γλυκύτατος, βαθύς πού ξεκούρασε τό σῶμα<br />
μου. Ξύπνησα πολλή ὥρα πρίν ἀρχίσει ἡ πρωινή<br />
Ἀκολουθία. Αἰσθανόμουν ἕνα ἐλπιδοφόρο<br />
συναίσθημα ψυχικῆς καί πνευματικῆς<br />
ἀνάτασης. Ἀνακάθισα στό κρεβάτι καί ἄρχισα<br />
αὐθόρμητα νά ψελίζω τόν 62ο ψαλμό στόν<br />
ὁποῖο ὁ ἱερός ψαλμωδός ξαγρυπνᾶ καί πολύ<br />
πρίν ξημερώσει στρέφει ὅλη τήν προσοχή του<br />
πρός τόν Θεό, πρός τόν Οὐρανό καί προσεύχεται.<br />
Ὅταν κατά τή νύκτα ἐπί τῆς στρωμνῆς μου<br />
Σέ θυμηθῶ, Θεέ μου, λέγει ὁ ψαλμωδός, ὁ<br />
ἐπερχόμενος ὕπνος δέ συντελεῖ εἰς τό νά Σέ<br />
λησμονήσω, ἀλλά πολύ πρωί καί πρό τῆς<br />
αὐγῆς ἐγειρόμενος στρέφω τό νοῦ μου πρός<br />
Σε καί μελετῶ μέ σκέψη βαθειά καί ἀπερίσπαστή<br />
τα πρός ἐμέ ἐλέη Σου καί τήν ἄπειρη<br />
τελειότητά Σου.<br />
Τίποτε δέν μέ κρατοῦσε πιά στή στρωμνή<br />
μου. Ὅλα μέ καλοῦσαν νά ἐξέλθω καί ὑπό τόν<br />
ξάστερο οὐρανό, ὑπό τό φῶς τῆς σελήνης νά<br />
προσευχηθῶ ἐκ βαθέων στόν Θεό.<br />
Βγῆκα στόν περίβολο τοῦ Ἡσυχαστηρίου σ᾽<br />
αὐτή τήν οὐρανογείτονα γωνιά τῆς ἀθωνικῆς<br />
γῆς, σ᾽ αὐτό τό ἀμάλαγο καί ἀνέγγικτο ἀπό<br />
τόν τεχνικό πολιτισμό τοπίο, πού βρίσκεται<br />
τόσο κοντά στό “ἀρχαῖον κάλλος”!<br />
Γονάτισα μέ κατάνυξη. Ὕψωσα τά χέρια<br />
μου πρός τόν Οὐρανό, τό βλέμμα μου χάθηκε<br />
στήν ἀπειρία τοῦ σύμπαντος λές κι ἔψα-<br />
40
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
χνε νά “συναντήσει” τόν Θεό!!<br />
Ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι ὅλα γύρω,<br />
ἔμψυχα καί ἄψυχα, προσεύχονταν καί καθένα<br />
μέ τόν δικό του τρόπο ὑμνοῦσαν τόν Δημιουργό.<br />
Τά βράχια, οἱ πέτρες, τά κράσπεδα,<br />
οἱ χαράδρες καί τά φαράγγια, τό νερό πού κελάρυζε<br />
ἀπό τήν πηγή, τά δένδρα καί τά<br />
φυτά πού θρόιζαν στό ἐλαφρύ φύσημα τοῦ<br />
ἀνέμου, ὁ πρωινός δροσερός ἄνεμος, μακριά<br />
ὁ παφλασμός τῶν κυμάτων τῆς θάλασσας, τά<br />
ἀστέρια, ἡ σελήνη, ἡ κορυφή τοῦ Ἄθωνα, τά<br />
νυχτοπούλια, ὅλα τά ἄλλα ζωντανά πλάσματα<br />
τοῦ Θεοῦ, οἱ μοναχοί πού ἔκαναν τόν κανόνα<br />
τους στά κελιά τους, ὅλα καί ὅλοι!<br />
Κι ἀνάμεσά τους μία ἀσήμαντη κουκίδα, ἕνα<br />
τίποτα στόν περίβολο τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού<br />
τόν φιλοξενοῦσε, γονατισμένος, μέ ὑψωμένα<br />
τά χέρια στόν οὐρανό, προσπαθοῦσε νά<br />
συμμετάσχει κι αὐτός σ᾽ αὐτή τήν ἀπερίγραπτη<br />
πνευματική “συναυλία” δοξολογίας<br />
στόν Θεό.<br />
Δέν ξέρω πόση ὥρα ἔμεινα προσευχόμενος<br />
σ᾽ αὐτή τή θέση. Δέν ξέρω πόσο θερμή καί<br />
πόσο βαθειά ἦταν ἡ προσευχή μου. Δέν<br />
ξέρω ἄν ἦταν κάτι τό ἐπιφανειακό, τό ἁπλῶς<br />
συναισθηματικό, τό “ἐπιπόλαιον” ἤ ἄν εἶχε<br />
οὐσία, πνευματικό “ἀντίκρισμα”, πνευματική<br />
βαθύτητα καί ἄν ἔγινε δεκτή καί εὐάρεστη<br />
ἀπό τόν Θεό.<br />
Κάποια στιγμή ἄκουσα τό καμπανάκι, πού<br />
μᾶς καλοῦσε νά προσέλθουμε στόν κατανυκτικό<br />
ναό τοῦ Ἡσυχαστηρίου γιά τήν Ἀκολουθία.<br />
Προχώρησα πρός τό ναό καί ἡ προσευχή<br />
συνεχίστηκε ἐκεῖ μέ τήν παρουσία<br />
καί τή συμμετοχή τοῦ Γέροντα, τῶν ἄλλων<br />
Πατέρων καί τῶν τριῶν κοσμικῶν πού φιλοξενούμασταν<br />
ἐκείνη τή νύκτα στό Ἡσυχαστήριο.<br />
Ἦταν μιά Ἀκολουθία, ἕνας Ὄρθρος πού<br />
δέν εἶχα βιώσει ἔτσι ποτέ στή ζωή μου. Κάθ᾽<br />
ὅλη τή διάρκειά του αἰσθανόμουν ἀνάλαφρος<br />
σάν πούπουλο, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μου ἦταν<br />
συνεχῶς στραμμένα στήν προσευχή καί στήν<br />
κατάνυξη.<br />
Καί ὅταν τελείωσε αὐτή ἡ συγκλονιστική<br />
προσευχή, αὐτή ἡ ἀνείπωτη καί ἀπερίγραπτη<br />
πνευματική ἐμπειρία, ψιθύρισα μέ ἐπίγνωση<br />
καί κατάνυξη: “Θεέ μου, Σέ παρακαλῶ, βοήθησε<br />
μέ νά ζητῶ πάντα μέ τόση δίψα καί μέ<br />
τόσο πόθο νά αἰσθανθῶ καί νά ζήσω τήν ἀγάπη<br />
Σου, τή δόξα Σου καί τό ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο<br />
Σου”!!<br />
Β´<br />
Ὁ παροδικός, ὁ αἰώνιος καί ὁ “δροσερός”!!<br />
καύσωνας<br />
Τό πλοιάριο μᾶς ἀποβίβασε στόν ἀρσανά<br />
τῶν Καρουλίων ἐκείνη τή μέρα πού ὁ καύσωνας<br />
“πυρπολοῦσε”τήν πατρίδα μας, ἀκόμη<br />
καί τήν περιβαλλόμενη ἀπό θάλασσα<br />
χερσόνησο τοῦ Ἄθω.<br />
Μέ κόπο πολύ ἀνεβήκαμε τό ἑλικοειδές μονοπάτι<br />
καί φθάσαμε, καταϊδρωμένοι καί κατάκοποι<br />
σωματικά, ἀλλά γοητευμένοι πνευματικά,<br />
στήν εὐλογημένη καλύβη τῶν Ὁσίων<br />
Ἁγιορειτῶν Πατέρων τῆς φιλοθέου καί φιλόξενης<br />
Ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων, ὅπου<br />
θά μέναμε ἐκείνη τή νύκτα.<br />
Ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα τά προβλεπόμενα ἀπό τό<br />
τυπικό της ἀβραμιαίας ἁγιορείτικης φιλοξενίας,<br />
πήγαμε στήν ἁπλωταριά καί καθίσαμε<br />
γιά νά ξεκουραστοῦμε καί νά ἀκούσομε ἀπό<br />
τούς Δανιηλαίους Πατέρες “λόγον Θεοῦ” καί<br />
ἀφηγήσεις ἀπό τή ζωή τῆς ἐρήμου.<br />
Ἐκείνη τή στιγμή κατέβηκε στήν ἁπλωταριά<br />
ὁ μοναχός Στέφανος, πολύ γνωστός καί<br />
ἀγαπητός. Μέ ἀναγνώρισε καί ἦρθε πρός τό<br />
μέρος πού ἤμασταν. Ἀμέσως σηκωθήκαμε, βάλαμε<br />
μετάνοια καί πήραμε τήν εὐλογία του.<br />
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ γενειάδα του, πού<br />
μέσα σέ διάστημα ἕντεκα ἐτῶν εἶχε γίνει κάτασπρη.<br />
Ὁ π. Στέφανος κάθισε γιά λίγο κοντά<br />
μας καί πῆρε μέρος στή συζήτησή μας μέ<br />
εὐγένεια καί συγκατάβαση.<br />
Μιλήσαμε γιά τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη<br />
41
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πού τόσες φορές εἶχε φιλοξενήσει στό παρελθόν<br />
αὐτή ἡ ἁπλωταριά. Θυμηθήκαμε τόν<br />
Παπαδιαμάντη καί τό ἀνεπανάληπτο συγγραφικό<br />
ἔργο του, τό ὁποῖο δυστυχῶς σήμερα<br />
“τό ἀλλοιώνουν καί τό κάνουν νά χάνει<br />
τήν πρωτότυπη κι ἀσύγκριτη πνευματική<br />
ὀμορφιά τοῦ προσπαθώντας νά τό ἀποδώσουν<br />
στή δημοτική”!<br />
Κόντευε πιά νά σημάνει ὁ Ἑσπερινός, ὅταν<br />
εἶδα τόν σεβαστό Γέροντα Ἱερομόναχο Γρηγόριο,<br />
μέ τόν ὁποῖο διατηροῦσα τακτική<br />
ἀλληλογραφία καί πολλές φορές αὐτή ἡ<br />
ἐπικοινωνία μας εἶχε ἀναπαύσει τήν ψυχή μου.<br />
Ἦταν κατάλευκος, εἶχα ἕντεκα χρόνια νά τόν<br />
δῶ καί ἤμουν πολύ συγκινημένος.<br />
Σηκώθηκα ἀμέσως, πῆγα πρός τό μέρος του,<br />
ἔβαλα μετάνοια καί πῆρα τήν εὐχή καί τήν<br />
εὐλογία του.<br />
-Γέροντα, τοῦ εἶπα, ἐπιτέλους μετά ἀπό<br />
ἕντεκα χρόνια ἦρθα πάλι ταπεινός προσκυνητής<br />
στήν καλύβη σας. Κι αὐτός ὁ εὐλογημένος<br />
καύσωνας σήμερα ἦταν ἀνυπόφορος.<br />
Παρά λίγο νά μᾶς ἀφήσει στά μισά του δρόμου!<br />
-Αὐτός ὁ καύσωνας, Ἀντώνιέ μου, εἶπε ὁ Γέροντας,<br />
εἶναι παροδικός καί ἀντιμετωπίσιμος.<br />
Τόν ἄλλο, τόν αἰώνιο καύσωνα πρέπει νά<br />
ἔχουμε πάντα στό νοῦ μας κι αὐτόν πρέπει<br />
πάση θυσία νά ἀποφύγουμε.<br />
Ὁ Ἑσπερινός εἶχε σημάνει στό μεταξύ καί<br />
προχωρήσαμε ὅλοι πρός τό ναό τῆς καλύβης,<br />
πού εἶναι ἀφιερωμένος στούς Ὁσίους Ἁγιορεῖτες<br />
Πατέρες, τούς “ἐν τῷ Ἁγιωνύμω Ὄρει<br />
ἀσκήσει καί ἀθλήσει διαλάμψαντας”. Ὅλοι οἱ<br />
Πατέρες, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο, πῆραν τή<br />
θέση τούς μέσα στό ναό. Οἱ ξακουστοί ἱεροψάλτες<br />
π. Δανιήλ, π. Στέφανος, π. Ἀκάκιος,<br />
ὁ Γέροντας Γρηγόριος, οἱ νεότεροι πατέρες τῆς<br />
Ἀδελφότητος Νήφων, Νεῖλος, Νικόδημος, ὁ<br />
δόκιμος Γρηγόριος καί ὁ ἱερουργός π. Ἀθανάσιος,<br />
ὅλοι ἄξιοι συνεχιστές τῆς μεγάλης<br />
πνευματικῆς παραδόσεως τῆς καλύβης τῶν<br />
Ἁγίων Πατέρων. Τήν ἴδια ὥρα μπῆκε στό ναό<br />
καί ὁ Γέροντας τῆς καλύβης Ἱερομόναχος Μόδεστος,<br />
πού βρισκόταν σέ βαθύ γῆρας μέ τή<br />
ράχη κυρτωμένη, σχεδόν παράλληλη μέ τό<br />
ἔδαφος. Τό πρόσωπό του ὅμως ἦταν λαμπερό<br />
μέ μιά ἱλαρή “παιδική” ἐμφάνιση καί λάμψη.<br />
Τόν πλησιάσαμε μέ μεγάλο σεβασμό, βάλαμε<br />
μετάνοια καί ἀσπαστήκαμε τό ἁγιασμένο<br />
χέρι του.<br />
Σέ λίγο μέ πλησίασε ὁ π. Ἀθανάσιος καί μοῦ<br />
εἶπε νά φορέσω κάποιο πουκάμισο – φοροῦσα<br />
μιά μπλούζα μέ κοντό μανίκι, χωρίς γιακά –<br />
γιά νά διαβάσω τό ψαλτήρι.<br />
-Δυστυχῶς, Γέροντα, δέν ἔχω μαζί μου<br />
πουκάμισο, τοῦ εἶπα, μέ ἐμφανή στόν τόνο τῆς<br />
φωνῆς μου τά σημεῖα τῆς ἐνοχῆς καί τῆς ἀπογοήτευσης<br />
πού θά ἔχανα αὐτήν τήν εὐλογία.<br />
Κρατάω μόνο μιά μάλλινη μπλούζα γιά τήν<br />
κορυφή τοῦ Ἄθω.<br />
-Τρέξε νά τή φορέσεις κι ἔλα γρήγορα,<br />
μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος.<br />
Ἴσως καί σέ λιγότερο χρόνο ἀπό τρία λεπτά<br />
πῆγα στό κελί, ἔβαλα τή μπλούζα καί ἐπέστρεψα<br />
στό ναό. Ὁ π. Ἀθανάσιος μέ κοίταξε<br />
καί χαμογέλασε μέ συγκατάβαση. Μετά ἀπό<br />
λίγο μέ πλησίασε. Βλέποντας τόν ἱδρώτα νά<br />
τρέχει σάν ποτάμι ἀπό τό μέτωπό μου καί τή<br />
μάλλινη μπλούζα νά “περισφίγγει” τό σῶμα<br />
μου, μοῦ εἶπε:<br />
-Ἐλπίζω τήν ἄλλη φορά πού θά ἔρθεις νά<br />
κρατᾶς καί κανένα πουκάμισο. Τώρα κᾶνε τόν<br />
κανόνα (ἐννοοῦσε τή δοκιμασία μέ τή μάλλινη<br />
μπλούζα σέ ὥρα ἀφόρητης ζέστης),<br />
καλό θά σοῦ κάμει.<br />
-Νά ᾽ναι εὐλογημένο, Γέροντα, ἀπάντησα<br />
καί μιά ἀνεξήγητη χαρά καί ἱκανοποίηση κυρίευσαν<br />
τήν ψυχή μου.<br />
Μετά ἀπό λίγο πλησίασα στό ἀναλόγιο καί<br />
ἄρχισα νά διαβάζω τό “ψαλτήρι”. Ἡ ζέστη<br />
ἦταν ἀφόρητη κι ἐγώ μέσα στό μάλλινο “περίβλημά”<br />
μου θά ἔπρεπε σίγουρα νά αἰσθάνομαι<br />
ὅπως “ὁ κάβουρας στά κάρβουνα”. Καί<br />
ὅμως!! Ἀπό τή στιγμή πού ἄρχισα τήν ἀνάγνωση<br />
ἕως τό τέλος – ἡ ἀνάγνωση κράτησε<br />
ἀρκετή ὥρα – ὁ καύσωνας πού ταλαιπωροῦσε<br />
τό σῶμα μου, μοῦ ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορος<br />
κι ἕνας ἄλλος “δροσερός”καύσωνας εἶχε κατακυριεύσει<br />
καί πυρπολοῦσε τήν ψυχή μου,<br />
ἀναλογιζόμενος ὅτι βρισκόμουν καί προσευχόμουν<br />
στήν καρδιά τῆς ἐρήμου τοῦ<br />
Ἄθω, σ᾽ ἕναν τόπο μετάνοιας, προσευχῆς,<br />
σκληρῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, ποτισμένο μέ<br />
ροές δακρύων καί αἵματα ὁσιομαρτυρικά.<br />
42
Ὀρθόδοξος Γάμος - Σύμφωνο Συμβίωσης<br />
Ἀποστόλου Ν. Μπουρνέλη, Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Γένους,<br />
Καθηγητῆ Πατριαρχικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης<br />
Προλεγόμενα<br />
Mέ ἀφορμή τό πρόσφατο καταρτισθέν<br />
καί ψηφισθέν κατά τήν πλειοψηφία<br />
ἀπό τήν Ἑλληνική Βουλή<br />
Νομοσχέδιο πού νομοθετεῖ σύμφωνο<br />
συμβίωσης γιά ὁμόφυλα - ἑτερόφυλα<br />
ζευγάρια, χωρίς νά θέλομε νά πολιτικολογήσομε,<br />
θεωροῦμε ἀναγκαῖο νά ἐπιχειρήσομε<br />
μία προσέγγιση μεταξύ τοῦ ὑφιστάμενου<br />
ὀρθοδόξου γάμου καί τοῦ ψηφισθέντος συμφώνου<br />
συμβίωσης. Δέν ἀποβλέπομε στήν κατάκριση<br />
κανενός προσώπου, ἔστω καί ἐάν διαφωνοῦμε<br />
μέ τή συμπεριφορά του. Ἐξαρχῆς καταθέτομε<br />
ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅπου καί ἐάν<br />
ἀνήκουν, ὅποιες ἐπιλογές καί ἐάν κάνουν, δέν<br />
παύουν νά εἶναι δημιουργήματα τοῦ ἑνός<br />
πλάστου, ὁ ὁποῖος ἐπιζητεῖ ὅλα τά παιδιά του<br />
νά εἶναι μέσα στό σπίτι του, τήν Ἐκκλησία. Μέ<br />
χειραγωγούς τό ἁγιογραφικό κείμενο καί<br />
τούς θεοφόρους Πατέρες, θά βηματίσομε στό<br />
μονοπάτι τῆς πίστεώς μας μέ μοναδικό μας<br />
σκοπό τήν ἀνάδειξη τῆς σωτηριώδους ἀλήθειας<br />
Ὁ ἄνθρωπος αὐτεξούσιος καί ἐλεύθερος<br />
Τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ πρός<br />
τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐλευθερία πού ἐξαρχῆς<br />
τοῦ προσέφερε. Δέν ἐκβίασε τή θέλησή του,<br />
ἀλλά ἐπεσήμανε πατρικῶς τίς συνέπειες τῆς<br />
πτώσεώς του˙ «Καί ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεός τόν<br />
ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ<br />
παραδείσῳ ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν.<br />
Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ<br />
λέγων. Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ<br />
βρώσει φάγῃ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν<br />
καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε<br />
ἀπ’αὐτοῦ˙ ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ,<br />
θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» 1 . Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν<br />
παρακοή του ἐλύπησε τόν πλάστη του, παρά<br />
ταῦτα ὁ πλαστουργός, ἔστειλε τόν υἱόν του,<br />
γιά νά ἀναπλάσσει τή φθαρμένη φύση του. Ἡ<br />
ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ ἔκρηξη τῆς θείας<br />
ἀγάπης, ἀμέτρητη φιλανθρωπία, ἀπροσδόκητη<br />
συγκατάβαση.<br />
Ὁ Χριστός γενόμενος ἄνθρωπος ἐπιβεβαιώνει<br />
μέ τό σταυρό καί τό θάνατό του τά σπλάχνα<br />
τῶν οἰκτιρμῶν πρός τόν ἐκπεσόντα<br />
ἄνθρωπον, σχίζει τό χειρόγραφον τῆς παρακοῆς<br />
καί ἐπαναφέρει τόν πεπτωκότα εἰς τό<br />
ἀρχαῖον κάλλος. Ταυτόχρονα μέ τό λόγο του<br />
βεβαιώνει τό αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ<br />
εὐαγγελική φράση «ὅστις θέλει ὀπίσω μου<br />
ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω<br />
τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω<br />
μοι» 2 , ἀποτελεῖ μέχρι καί σήμερα ἔκφραση τοῦ<br />
δώρου τῆς ἐλευθερίας.<br />
Οἱ Πατέρες προσεγγίζοντας τό θέμα τοῦ<br />
αὐτεξουσίου ὑπογραμμίζουν ὅτι ὅλα ἐναπόκεινται<br />
στή θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Γιά παράδειγμα<br />
ὁ Διάδοχος Φωτικῆς λέγει: «Αὐτεξουσιότης<br />
ἐστί ψυχῆς λογικῆς θέλησις ἑτοίμως<br />
κινουμένη εἰς ὅπερ ἄν καί θέλοι» 3 . Ὁ<br />
Μάρκος ὁ Ἐρημίτης ὑποστηρίζει ὅτι ἡ τήρηση<br />
ἤ μή ἐφαρμογή τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι<br />
δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου˙ «Ἐντολάς ἐλευθερίας<br />
ἔθετο, ἐμμένειν δέ ἤ μή ἐμμένειν ταῖς<br />
ἐντολαῖς, τῷ αὐτεξουσίῳ ἡμῶν θελήματι παρεχώρησεν»<br />
4 . Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός συνδέει<br />
τό αὐτεξούσιον μέ τή θέληση τῆς ψυχῆς<br />
καί γράφει˙ «Αὐτεξουσιότης μέν ἐστι ψυχῆς<br />
λογικῆς θέλησις, ἀκωλύτως κινουμένη πρός<br />
ὅπερ ἄν βούλοιτο, εἴτε ἀρετήν εἴτε κακίαν,<br />
οὕτως ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ γενομένης» 5 .<br />
Ἐπίσης ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἑρμηνεύοντας<br />
σχετικό ἁγιογραφικό χωρίο εἰσηγεῖται:<br />
«Ὅτι αὐτεξούσιον καί οὐκ ἀναγκόν ἡ<br />
ἀρετή» 6 .<br />
Βέβαια τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη<br />
αὐτεξούσιος καί ὅτι τά πάντα εἶναι ἀδιακρίτως<br />
εἰς τήν διάθεσή του, δέν σημαίνει ὅτι ὅλα<br />
ἐπιτρέπονται καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Ἐκκλησία<br />
θά πρέπει νά ἀναπροσαρμόσει τή διδασκαλία<br />
της. Κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν<br />
43
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
Παῦλο, «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα<br />
συμφέρειν» 7 . Ἔτσι, κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη<br />
καλεῖται νά ἐπιλέγει ὅσα τήν προάγουν σέ<br />
προσωπικό, οἰκογενειακό, κοινωνικό, πνευματικό<br />
ἐπίπεδο. Ἀκόμα ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος<br />
ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο<br />
εἶπε τή χαρακτηριστική φράση πού τά ἐμπεριέχει<br />
ὅλα: «Πάντων ἀπόλαυσον, μόνον<br />
ἁμαρτίας ἀπόστηθι» 8 .<br />
Δημιουργία Ἀνδρός καί Γυναικός<br />
Εἶναι πολύ σημαντικό τό γεγονός ὅτι κατά<br />
τή δημιουργία ἔχομε ἕνα ἄνδρα, τόν Ἀδάμ καί<br />
μία γυναίκα, τήν Εὔα, οὔτε δηλαδή μόνο<br />
ἄνδρες ἤ μόνο γυναῖκες. Ἡ φράση τῆς Γενέσεως<br />
«ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» 9 εἶναι<br />
ἀξιοσημείωτη, διότι ἐμπεριέχει τή βούληση<br />
τοῦ δημιουργοῦ ὄχι μόνο ὡς πρός τά δύο<br />
φῦλα, ἀλλά καί ὡς πρός τήν αὔξηση τοῦ<br />
ἀνθρωπίνου γένους. Μάλιστα ἡ μετάφραση<br />
τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου προσθέτει τό ἕν, δηλαδή<br />
ἔπλασε ὁ Θεός «ἕν ἄρσεν καί ἕν θῆλυ» 10 .<br />
Σχολιάζοντας τά χωρία οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν<br />
γιά κοινά δικαιώματα καί ἐξουσίες τῶν πρωτοπλάστων<br />
ἐπί τῆς κτίσεως.<br />
Ἐπιπροσθέτως ἀξιομνημόνευτο στοιχεῖο<br />
εἶναι ἡ πλάση τῆς γυναικός. «Καί εἶπεν Κύριος<br />
ὁ Θεός˙ «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον<br />
μόνον˙ ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ’<br />
αὐτόν» 11 . Ἡ φράση «βοηθός κατ’ αὐτόν»<br />
σημαίνει νά δημιουργηθεῖ στόν Ἀδάμ βοηθός<br />
ὅμοιός του, ὑπονοώντας τήν γυναίκα. Ἡ<br />
φράση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, γιατί<br />
πολλά ζῶα μποροῦσαν νά βοηθήσουν τόν<br />
πρωτόπλαστο, κανένα ὅμως ὅπως ἡ λογική,<br />
ἡ ὁμοούσια μέ αὐτόν γυναίκα 12 . Ἡ σειρά της,<br />
δέν μειώνει καθόλου τό πρόσωπο καί τό ρόλο<br />
της. Ἀντιθέτως θεωρεῖται τόσο ἀπαραίτητη<br />
ὅσο καί ὁ ἄνδρας. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν<br />
ὁμολογία τοῦ Ἀδάμ˙ «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ<br />
τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός<br />
μου» 13 . Μάλιστα ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης<br />
ἑρμηνεύοντας τή λέξη «βοηθός» τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ<br />
κειμένου λέγει: «ὁ Θεός ἐξ<br />
ἀρχῆς οὐ τό πᾶν τοῖς ἀνδράσιν ἐπέτρεψεν,<br />
οὐδέ ἐν πᾶσιν αὐτῶν ἐκκρέμασθαι τά ἐν τῷ<br />
βίῳ πράγματα μόνον ἀφῆκεν˙ ἦ γάρ ἄν<br />
εὐκαταφρόνητος ἡ γυνή ἦν, μηδέν συντελοῦσα<br />
πρός τόν βίον ὑμῖν. Ὅπερ οὖν εἰδώς ὁ<br />
Θεός ἀπένειμεν αὐτῇ μοῖραν οὐκ ἐλάττονα…<br />
δεικνύς ὅτι οὐχ ἧττον τοῦ ἀνδρός τῆς γυναικός<br />
τά τοῦ κόσμου δεῖται πράγματα» 14 .<br />
Ἐπίσης γιά νά καταδειχθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν<br />
δύο (ἑτερόφυλων φύλων) ὁ συγγραφεύς τῆς<br />
Γενέσεως χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «ᾠκοδόμησεν».<br />
Κατά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο, «δέν<br />
ἔκαμε ἄλλην πλάσιν, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔλαβεν ἕνα<br />
μικρόν μέρος ἀπό τήν πλάσιν πού εἶχε ἤδη δημιουργηθεῖ,<br />
τοῦτο τό μέρος ἔκτισε καί ἐδημιούργησε<br />
τό τέλειο ὄν» 15 . Ἀκόμα καί ὁ<br />
Ἀπόστολος Παῦλος σφυρηλατεῖ αὐτή τήν<br />
ἑνότητα λέγοντας: «οὔτε ἀνήρ χωρίς γυναικός,<br />
οὔτε γυνή χωρίς ἀνδρός ἐν Κυρίῳ» 16 . Στά<br />
προηγούμενα μποροῦμε νά προσθέσομε καί<br />
τήν ἰσοτιμία τῶν δύο προσώπων (ἀνδρός καί<br />
γυναικός) βάσει τῆς δημιουργίας, γεγονός<br />
πού συμβάλλει στήν ἀλληλοσυμπλήρωση καί<br />
ἀλληλοεξάρτηση. Ταυτοχρόνως καί οἱ δύο<br />
ἔχουν μία ἀναφορά, στόν δημιουργό, προκειμένου<br />
νά ἐπιτύχουν στήν ἀποστολή τους.<br />
Κατανοοῦμε δηλαδή ὅτι, ὄχι μόνο δέν γίνεται<br />
λόγος γιά ὁμόφυλα ζευγάρια, ἀλλά καί τά<br />
ἑτερόφυλα ὑφίστανται μόνο «ἐν Κυρίῳ».<br />
Ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός<br />
– κατά φύσιν σχέση<br />
Σύμφωνα μέ τό ρωμαῖο νομοδιδάσκαλο<br />
Μοδεστίνο (3 ος αἰών π.Χ.), νομικό σύμβουλο<br />
τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου<br />
Σεβήρου, «γάμος ἐστίν ἀνδρός καί γυναικός<br />
συνάφεια, συγκλήρωσις τοῦ βίου διά παντός,<br />
θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία»<br />
17 . Στόν ὁρισμό αὐτό γίνεται λόγος γιά<br />
ἄνδρα καί γυναίκα καί μάλιστα ἀπό ἕνα<br />
ἄνθρωπο μή χριστιανό, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει<br />
τήν κοινή ζωή πού ἀκολουθεῖ μέ τήν ἕνωση<br />
τῶν δύο, τή διάρκεια πού ἐκτείνεται καί τήν<br />
κοινωνία στοιχείων πίστεως καί δικαίου, πού<br />
καλοῦνται νά βιώσουν.<br />
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος βλέπει τή<br />
θεσμοθέτηση τοῦ γάμου στά θεόπνευστα λόγια<br />
τοῦ συγγραφέως τῆς Γενέσεως Μωϋσέως˙<br />
«Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθωπος<br />
τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται<br />
πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ,<br />
καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» 18 . Ὁ ἴδιος<br />
ὁ Θεός δηλαδή καθιερώνει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τήν<br />
ἕνωση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας 19 . Ὁ Θε-<br />
44
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
οδώρητος Κύρου ὑπογραμμίζει<br />
ὅτι νόμος 20 , πού θεσπίζεται<br />
ἀπό τό δημιουργό τήν πλάση<br />
τῆς γυναικός εἶναι ὁ γάμος.<br />
Ἐκτός ἀπό τά παραπάνω, ὁ<br />
γάμος, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο<br />
Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, εἶναι<br />
τίμιος 21 καθ’ ὅλα καί ποτέ ἀκάθαρτος˙<br />
χαρακτηρίζεται ὡς<br />
τό λιμάνι τῆς σωφροσύνης 22 ,<br />
γιά ὅσους βέβαια κάνουν σωστή χρήση.<br />
Κατά τόν θεοφιλή ‘Ιεράρχη δύο εἶναι οἱ κύριοι<br />
σκοποί γιά τούς ὁποίους θεσπίστηκε ὁ<br />
γάμος, ἡ σωφροσύνη καί ἡ παιδοποιία. Συγκρινόμενοι<br />
μεταξύ τους ὁ πρῶτος ὑπερτερεῖ<br />
τοῦ δευτέρου. «Δύο γάρ ταῦτα ἐστί, δι’ ἅπερ<br />
εἰσενήνηκται γάμος, ἵνα τε σωφρονῶμεν καί<br />
ἵνα πατέρες γινώμεθα, τῶν δέ δύο τούτων<br />
προηγουμένη ἡ τῆς σωφροσύνης ἐστί πρόφασις»<br />
23 . Σέ ἄλλη ὁμιλία του ὁ ἐν Χριστῷ παιδαγωγός<br />
ἐξετάζει τό θέμα λέγοντας˙ «Ἐδόθη<br />
μέν οὖν καί παιδοποιΐας ἕνεκεν ὁ γάμος,<br />
πολλῷ δέ πλέον ὑπέρ τοῦ σβέσαι τήν τῆς φύσεως<br />
πύρωσιν» 24 . Μάλιστα στό ἐγκώμιό του<br />
πρός τό Μάξιμο ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ<br />
Θεός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔσπειρε στίς ψυχές<br />
τῶν δύο φύλων αὐτή τήν ἀμοιβαία ἕλξη.<br />
«Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀνθρώπινον ἀλλ’ ὁ Θεός<br />
τούς ἔρωτας τούτους ἐγκατέσπειρε» 25 . Ἐπίσης<br />
σχολιάζοντας τή σαρκική σχέση πού ὑφίσταται<br />
μεταξύ τῶν συζύγων λέγει: «Ἐπί γάρ<br />
τῆς ἐλευθέρας γυναικός (τῆς νόμιμης συζύγου)<br />
ὁμοῦ καί ἡδονή καί ἀσφάλεια καί ἄνεσις<br />
καί τιμή καί κόσμος καί συνειδός ἀγαθόν»<br />
26 . Ἀντίθετα κατακρίνει κάθε ἐξωσυζυγική<br />
σχέση, διότι προξενεῖ ὅπως ἰσχυρίζεται «βλάβη<br />
διηνεκῆ» 27 .<br />
Ἀπό τά προαναφερθέντα κατανοοῦμε ὅτι ἡ<br />
ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός δέν ἀφορᾶ μόνο<br />
τό σῶμα, ἀλλά καί τό πνεῦμα καί δέν ὑφίστανται<br />
ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἐάν ἡ ἐποχή μας<br />
διακρίνεται γιά τήν καθημερινή βία, τό στεῖρο<br />
ἀνταγωνισμό, τίς ποικίλες σκοπιμότητες, οἱ<br />
χριστιανοί σύζυγοι ἀποβλέπουν εἰς τό νά βιώνουν<br />
τή συμπόρευση, τόν ἀλληλοσεβασμό,<br />
τήν ἀμοιβαιότητα, βρίσκοντας ὁ ἕνας τόν ἑαυτό<br />
του στήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη τοῦ ἄλλου 28 .<br />
Γιά νά δωσομε ἕνα χειροπιαστό παράδειγμα,<br />
καταθέτομε τά προσωπικά βιώματα τοῦ<br />
Φώτη Κόντογλου, καρπό τῆς ἐν Χριστῷ συζυγίας<br />
του, ὡς πρόκληση καί πρόσκληση γιά<br />
τά ὁμόφυλα – ἑτερόφυλα ζευγάρια˙ «Βλογημένη<br />
γυναῖκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἄς εἶναι<br />
δοξασμένο τ’ ὄνομά του γιά ὅλα τά μυστήρια<br />
τῆς οἰκονομίας του. Τόν εὐχαριστῶ γιά<br />
ὅσα μοῦ ἔδωσε, καί πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιά τήν<br />
ἁπλή τή Μαρία, πού μοῦ τή δώρησε συντροφιά<br />
στή ζωή μου, ψυχή θεραπευτική, ἕνα<br />
δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει<br />
μέρα – νύχτα δίπλα σ’ ἕνα παλιόν καστρότοιχο…<br />
Ἡ ἐμορφιά δέν τήν περηφάνεψε, ἴσα<br />
– ἴσια ἡ ταπείνωση τήν πλήθυνε, κι ὁ φόβος<br />
τοῦ Θεοῦ τήν εὐωδίασε. Ἀνάμεσα στίς ἔμορφες<br />
ξεχώρισε, γιατί ἡ ἀκαταδεξιά δέν θάμπωσε<br />
τό κρούσταλλό της, κ’ ἡ πονηριά δέν λέρωσε<br />
τό σιντέφι τῆς ψυχῆς της. Κοντά μου κάθεται<br />
καί μέ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος.<br />
Μαρία ἡ ἁπλή! Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κ’<br />
ἐγώ δουλεύω τήν ἁγιασμένη τέχνη μου καί φιλοτεχνῶ<br />
εἰκονίσματα πού τά προσκυνᾶ ὁ κόσμος.<br />
Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος,<br />
πού τήν ἔχουνε λιγοστοί ἄνθρωποι, ‘‘ὅτι<br />
ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῶν δούλων<br />
αὐτοῦ’’. Τό καλύβι μας εἶναι φτωχό στά μάτια<br />
τοῦ κόσμου, καί μολαταῦτα στ’ ἀληθινά<br />
εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ’ ἡλιοστάλαχτος<br />
θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη<br />
κ’ ἡ εὐλάβεια. Κ’ ἐμεῖς πού καθόμαστε<br />
μέσα, εἴμαστε οἱ πιό φτωχοί ἀπό τούς φτωχούς,<br />
πλήν μᾶς πλουτίζει μέ τά πλούτη του<br />
Ἐκεῖνος, πού εἶπε: ‘‘πλούσιοι ἐπτώχευσαν<br />
καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον<br />
οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ’’» 29 .<br />
Ἄραγε τά προηγούμενα μποροῦν νά ὑλοποιηθοῦν<br />
ἀπό τά ὁμόφυλα – ἑτερόφυλα ζευγάρια<br />
πού θά προχωρήσουν στή σύναψη<br />
συμφώνου συμβίωσης ἤ θά μείνουν μόνο στή<br />
διεκδίκηση περιουσιακῶν, κληρονομικῶν,<br />
45
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἐργασιακῶν, συνταξιοδοτικῶν καί ἄλλων δικαιωμάτων;<br />
Ὅταν ἐλεύθερα ἐπιλέξουν μιά<br />
ἄλλη ὁδό, χωρίς κἄν νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια,<br />
μήπως στεροῦν τούς ἑαυτούς τους ἀπό<br />
τά δωρήματα τοῦ Χριστοῦ;<br />
Σαρκικές σχέσεις ὁμόφυλων ζευγαριῶν<br />
Τό θέμα δέν εἶναι τωρινό, ἀφοῦ ἔχομε ἀναφορές<br />
τόσο στό ἁγιογραφικό κείμενο, ὅσο καί<br />
στήν Πατερική Γραμματεία. Στή Γένεση 30 γίνεται<br />
λόγος γιά τόν δίκαιο Λώτ, ὁ ὁποῖος<br />
ἐδέχθη τήν ἐπίσκεψη δύο ἀγγέλων μέ τή μορφή<br />
ἀνδρῶν προκειμένου νά τόν καθοδηγήσουν.<br />
Οἱ ἄνθρωποι τῶν Σοδόμων ἀπαίτησαν<br />
ἀπό τό Λώτ νά τούς παραδώσει τούς δύο<br />
ἄνδρες. Ἀντ’ αὐτῶν ἐκεῖνος τούς πρότεινε τίς<br />
δύο θυγατέρες του, οἱ ὁποῖες δέν εἶχαν συνάψει<br />
γάμο μέ κανένα ἄνδρα. Ὅμως οἱ Σοδομίτες<br />
προσπάθησαν νά σπάσουν τή θύρα,<br />
γιά νά ὑλοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τους. Τότε<br />
οἱ Ἄγγελοι ὁδήγησαν τόν Λώτ, τή γυναίκα του<br />
καί τίς δύο θυγατέρες του ἐκτός πόλεως, γιά<br />
νά μήν καταστραφοῦν μέ τούς συμπατριῶτες<br />
τους.<br />
Στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ἐπίσης γίνεται<br />
λόγος γιά σαρκικές σχέσεις ὁμοφύλων, οἱ<br />
ὁποῖες ἀσυζητητί εἶναι ἐκτός θείου θελήματος<br />
καί ὀφείλονται στή λατρεία τῆς κτίσεως<br />
ἀντί τοῦ Κτίστου˙ «Αἱ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν<br />
μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν<br />
παρά φύσιν, ὁμοίως δέ καί οἱ ἄρσενες ἀφέντες<br />
τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν<br />
ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους,<br />
ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην<br />
κατεργαζόμενοι καί τήν ἀντιμισθίαν<br />
ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς<br />
ἀπολαμβάνοντες» 31 .<br />
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας<br />
τά προαναφερθέντα χωρία<br />
θεωρεῖ ἀτιμωτικό πάθος τή σχέση<br />
μεταξύ ὁμοφύλων, ἀφενός μέν<br />
διότι ἀτιμάζει τή φυσική ἀπόλαυση<br />
καί ἀφετέρου, διότι προσβάλλει τήν<br />
ἴδια τή φύση˙ «Ὅλα βέβαια τά πάθη<br />
εἶναι ἀτιμωτικά, ἰδιαίτερα ὅμως ἡ μανία<br />
γιά τούς ἄνδρες. Γιατί πραγματικά<br />
στά ἁμαρτήματα ἡ ψυχή ὑποφέρει<br />
περισσότερο καί καταντροπιάζεται,<br />
ἀπ’ ὅ,τι τό σῶμα στίς<br />
ἀρρώστιες. Βλέπε ὅμως πῶς τούς<br />
στερεῖ καί ἐδῶ τή συγγνώμη, ὅπως ἀκριβῶς<br />
καί στά δόγματα, λέγοντας γιά τίς γυναῖκες,<br />
‘‘Ἄλλαξαν τή φυσική σχέση’’. Γιατί δέν μπορεῖ<br />
νά πεῖ κανείς, λέγει, πώς ἔφθασαν σ’ αὐτό,<br />
ἐπειδή ἐμποδίστηκαν ἀπό τή φυσική συνουσία,<br />
οὔτε πώς κατάντησαν σ’ αὐτή τήν ἀλλόκοτη<br />
λύσσα, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἐκπληρώσουν<br />
τήν ἐπιθυμία τους, γιατί ἡ ἀλλαγή<br />
εἶναι γνώρισμα αὐτῶν πού μποροῦν νά τήν<br />
κάνουν. Καί γιά τούς ἄνδρες πάλι τό ἴδιο δήλωσε<br />
διαφορετικά, λέγοντας˙ ‘‘Ἀφήνοντας τή<br />
φυσική χρήση τῆς γυναίκας’’. Καί ὅμοια μ’<br />
ἐκεῖνες τούς στερεῖ καί αὐτούς κάθε δικαιολογία,<br />
κατηγορώντας αὐτούς, ὄχι μόνο ὅτι<br />
εἶχαν ἀπόλαυση καί, ἀφοῦ ἄφησαν αὐτή πού<br />
εἶχαν, ἦρθαν σ’ ἄλλη, ἀλλ’ ὅτι, ἀφοῦ ἀτίμασαν<br />
τή φυσική ἀπόλαυση, ἔτρεξαν στήν<br />
παρά φύση» 32 .<br />
Ὁ ἴδιος θεοφόρος ἀνήρ σχολιάζοντας ἀνάλογα<br />
ἤθη τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς, τά<br />
ὁποῖα εἶχαν νομική κάλυψη, σέ καμία περίπτωση<br />
δέν τά ἀποδέχεται, ὑποστηρίζοντας τά<br />
ἑξῆς: «Ὅμως δέ λέμε πώς γι’ αὐτό εἶναι νόμιμο<br />
τό πράγμα, ἀλλά πώς καί αὐτοί πού δέχθηκαν<br />
τό νόμο αὐτό εἶναι δυστυχισμένοι καί ἄξιοι<br />
γιά πολλά δάκρυα. Γιατί ἐκεῖνα πού παθαίνουν<br />
οἱ πόρνες γυναῖκες, αὐτά παθαίνουν<br />
καί αὐτοί, ἤ καλύτερα χειρότερα ἀπό ἐκεῖνα.<br />
Γιατί σ’ αὐτές ἄν καί ἡ συνουσία εἶναι παράνομη,<br />
εἶναι ὅμως σύμφωνη μέ τή φύση, ἐνῶ<br />
αὐτή εἶναι καί παράνομη καί ἀντίθετη μέ τή<br />
φύση» 33 . Καί λίγο παρακάτω ἐπανέρχεται<br />
46
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
στή σοβαρότητα τῆς πράξεως αὐτῆς καί σημειώνει:<br />
«Δέν ὑπάρχει λοιπόν, δέν ὑπάρχει πιό<br />
ἀνόητο καί πιό φοβερό πράγμα ἀπό τήν<br />
προσβολή αὐτή. Γιατί, ἄν ὁ Παῦλος, ὅταν μιλοῦσε<br />
γιά τήν πορνεία, ἔλεγε ὅτι «Κάθε<br />
ἁμάρτημα πού θά κάμει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω<br />
ἀπό τό σῶμα του, ἐκεῖνος ὅμως πού πορνεύει,<br />
ἁμαρτάνει στό ἴδιο του τό σῶμα’’, τί θά μπορούσαμε<br />
νά ποῦμε γιά τή μανία αὐτή, πού<br />
εἶναι τόσο πολύ χειρότερη ἀπό τήν πορνεία,<br />
ὅσο δέν εἶναι δυνατό οὔτε νά τό ποῦμε; Γιατί<br />
δέ λέγω αὐτό μόνο, ὅτι δηλαδή ἔγινες γυναίκα,<br />
ἀλλ’ ὅτι ἔχασες καί τήν ἰδιότητα τοῦ<br />
ἄνδρα, καί οὔτε ἀπέκτησες αὐτήν τή φύση,<br />
οὔτε διατήρησες ἐκείνην πού εἶχες, ἀλλ’ ἔγινες<br />
κοινός προδότης κάθε φύσης, καί ἄξιος<br />
νά καταδιώκεσαι καί νά λιθοβολεῖσαι ἀπό<br />
ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐπειδή ἀδίκησες καί τά<br />
δύο φύλα» 34 .<br />
Ἀπό τά παραπάνω γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ<br />
σαρκική σχέση μέ ὁμόφυλα ζευγάρια οὔτε φυσική<br />
εἶναι, οὔτε ἠθική, οὔτε προάγει τά δύο<br />
φῦλα, τήν κοινωνία, τό ἔθνος. Ναί μέν ὡς ἐπιλογή<br />
εἶναι σεβαστή, ὅμως δέν σημαίνει ὅτι<br />
εἶναι καί ὀρθή. Ἐξάλλου πολλές ἐπιλογές τοῦ<br />
ἀνθρώπου ἀποδεικνύονται ἐσφαλμένες, εἴτε<br />
ἀμέσως εἴτε ὕστερα ἀπό χρόνια.<br />
Σύγχρονη πραγματικότητα,<br />
ποιμαντική μέριμνα Ἐκκλησίας<br />
Παρά τίς διαφορετικές θέσεις πού ἐκφράζει<br />
ἡ Πατερική θεολογία, τά σύγχρονα δεδομένα<br />
εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Τό σύμφωνο<br />
συμβίωσης ἀποτελεῖ πλέον νόμο τοῦ<br />
ἑλληνικοῦ κράτους καί ἤδη κάποιοι ἑτοιμάζονται<br />
νά οἰκειοποιηθοῦν τά εὐεργετήματά<br />
του, κάνοντας χρήση τοῦ σχετικοῦ Προεδρικοῦ<br />
Διατάγματος. Εἴτε αὐτοί ἀνήκουν στά<br />
ὁμόφυλα ζευγάρια, εἴτε στά ἑτερόφυλα, θεωροῦν<br />
ὅτι ἕνα ὄνειρο ὑλοποιεῖται, ὅτι ἀποκτοῦν<br />
πλέον ἐργασιακά, συνταξιοδοτικά,<br />
κληρονομικά ἀλλά καί φορολογικά δικαιώματα<br />
35 . Βέβαια τό ζήτημα αὐτό προκάλεσε διαίρεση<br />
τῆς κοινωνίας, τόσο στήν Ἑλλάδα, ὅσο<br />
καί στήν Ἀμερική, τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία,<br />
κατά πόσον δηλαδή πρέπει ἡ κοινωνία νά<br />
ἀποδεχθεῖ τήν ὁμοφυλοφιλία. Τά ποσοστά<br />
ὑπέρ τοῦ «Ναί» φυσικά στίς ἄλλες χῶρες εἶναι<br />
κατά πολύ ὑψηλά σέ σχέση μέ τήν Ἑλλάδα 36<br />
καί μέ ἐξαίρεση τή Ρωσία, ὅπου τά ποσοστά<br />
τοῦ «Ὄχι» φθάνουν στό 74%.<br />
Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση θεωροῦμε<br />
ὅτι ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας<br />
θά πρέπει νά στραφεῖ καί στά ὁμόφυλα<br />
– ἑτερόφυλα ζευγάρια πού θά θελήσουν νά<br />
ὑλοποιήσουν τό σύμφωνο συμβίωσης. Καταρχάς<br />
θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά γίνει μελέτη<br />
σέ βάθος τοῦ θέματος καί ἐνημέρωση τῶν γονέων<br />
ὥστε, ὅταν ἔχομε ἰατρικά προβλήματα<br />
πού σχετίζονται ἤ πού μποροῦν νά ὁδηγήσουν<br />
τά παιδιά στήν ὁμοφυλοφιλία νά προλαμβάνονται<br />
κατά τό δυνατόν. Ἡ ἔγκαιρη ἐνημέρωση<br />
εἶναι δύναμη, ἡ ὀρθή γνώση εἶναι<br />
πρόληψη. Ἐν συνεχείᾳ ἀπαιτεῖται ἕνας εὐρύς<br />
διάλογος, εἰλικρινής καί ἔντιμος, μέ ἀντικείμενο<br />
τό σκοπό τῆς ζωῆς καί τά μέσα ἐπιδιώξεώς<br />
του. Μέ νηφαλιότητα καί ψυχραιμία θά<br />
ἀναδείξομε ὄχι μόνο τό «νῦν», ἀλλά καί τό<br />
«ἀεί», τήν ἀναζήτηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ,<br />
ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά νοηματοδοτήσει τήν<br />
ὕπαρξή μας. Μέ διάκριση καί ὑπομονή, μέ<br />
πνεῦμα ἀγάπης καί κατανόησης θά χειραγωγήσουμε<br />
ὅσους ἀποδεχθοῦν τήν πρόσκλησή<br />
μας.<br />
Ἀναμφισβήτητα δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση<br />
ἡ καθοδήγηση ἀνθρώπων πού δέν ἀποδέχονται<br />
βασικά θέματα πίστεως καί ζωῆς.<br />
Ὅμως ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναφορά<br />
καί στά δύσκολα. Ἐπίσης ὅλοι ἐπιζητοῦμε τό<br />
θεῖο ἔλεος, ἀφοῦ κανείς δέν εἶναι καθαρός<br />
ἐνώπιον τοῦ ἀμώμου Ἰησοῦ. Μάλιστα ὁ συντάκτης<br />
τῶν εὐχῶν τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου ἀποτυπώνει<br />
τή ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό κακό<br />
καί ἐπικαλεῖται τή συγχώρηση τοῦ ἐλεήμονος<br />
Θεοῦ λέγοντας: «Μνήσθητι, ὅτι ἐπιμελῶς<br />
ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τά πονηρά<br />
ἐκ νεότητος αὐτοῦ, καί οὐδείς εὑρίσκεται<br />
ἀναμάρτητος ἐπί τῆς γῆς˙ σύ γάρ μόνος<br />
ἐκτός ἁμαρτίας ὑπάρχεις» 37 . Ἀκόμα ὁ προφήτης<br />
Ἰεζεκιήλ ὑπογραμμίζει τή θεία εὐσπλαγχνία<br />
λέγοντας: «οὐ βούλομαι τόν θάνατον τοῦ<br />
ἀσεβοῦς ὡς τό ἀποστρέψαι τόν ἀσεβῆ ἀπό τῆς<br />
ὁδοῦ αὐτοῦ καί ζῆν αὐτόν» 38 . Τό αἴτημα τῆς<br />
συγχωρήσεως καταθέτει ἐκθύμως καί ὁ συντάκτης<br />
τῶν εὐχῶν τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς:<br />
«πρίν ἡμᾶς εἰς τήν γῆν ἀποστρέψαι,<br />
ἀξίωσον πρός σέ ἐπιστρέψαι καί πρόσχες ἡμῖν<br />
ἐν εὐμενείᾳ καί χάριτι. Ἐπιμέτρησον τάς ἀνο-<br />
47
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
μίας ἡμῶν τοῖς οἰκτιρμοῖς σου˙ ἀντίθες τήν<br />
ἄβυσσον τῶν οἰκτιρμῶν σου τῷ πλήθει τῶν<br />
πλημμελημάτων ἡμῶν…» 39 .<br />
Τόν πλοῦτον τῆς θείας ἀγάπης προβάλλει<br />
κατεξοχήν ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀποδιώχνοντας<br />
κάθε σκέψη πού σχετίζεται μέ τήν<br />
ἀπογοήτευση καί τήν ἀπελπισία: «Μή μοῦ λές,<br />
χάθηκα καί τί νά κάνω πλέον; Μή μοῦ λές,<br />
ἁμάρτησα καί τί θά κάμω; Ἔχεις ἰατρό ἀνώτερο<br />
ἀπό τήν ἀρρώστια, ἔχεις ἰατρό πού νικάει<br />
τή φύση τοῦ νοσήματος,<br />
ἔχεις ἰατρό<br />
πού μέ νεῦμα θεραπεύει,<br />
ἔχεις ἰατρό πού μέ τή<br />
θέλησή του διορθώνει,<br />
πού μπορεῖ καί θέλει νά<br />
σέ θεραπεύει. Χωρίς νά<br />
ὑπάρχεις σέ ἐδημιούργησε˙<br />
τώρα πού ὑπάρχεις<br />
καί ἔγινες κακός<br />
πολύ περισσότερο θά<br />
μπορέσει νά σέ διορθώσει»<br />
40 . Καί σέ ἄλλο<br />
σημεῖο τοῦ ἔργου του<br />
ἐπανέρχεται λέγοντας<br />
τά ἑξῆς: «Ὅσες φορές κι<br />
ἄν πέσεις στήν ἀγορά,<br />
τόσες φορές σηκώνεσαι˙<br />
ἔτσι κάθε φορά<br />
πού θ’ ἁμαρτήσεις, μετανόησε<br />
γιά τήν ἁμαρτία σου˙ μήν ἀπελπισθεῖς˙<br />
ἄν ἁμαρτήσεις γιά δεύτερη φορά, μετανόησε<br />
γιά δεύτερη φορά καί μή ἀπό ραθυμία<br />
χάσεις τελείως τήν ἐλπίδα γιά τά ἀγαθά<br />
πού σοῦ ἐπιφυλάσσονται˙ κι ἄν ἀκόμα βρίσκεσαι<br />
σέ βαθιά γηρατειά κι ἁμαρτήσεις, ἔλα<br />
στήν ἐκκλησία καί μετανόησε˙ γιατί ἐδῶ<br />
εἶναι ἰατρεῖο καί ὄχι δικαστήριο, πού δέν ζητᾶ<br />
εὐθύνες ἁμαρτημάτων, ἀλλά παρέχει συγχώρηση<br />
ἁμαρτημάτων» 41 .<br />
Ἐπιλεγόμενα<br />
Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμός θεῖος ξεπέρασε τά<br />
2.000 χρόνια καί πορεύεται στήν τρίτη μετά<br />
Χριστόν χιλιετία. Γνώρισε διωγμούς, ἔζησε κατακόμβες,<br />
ἀνέδειξε μάρτυρες, ἐτίμησε ἥρωες,<br />
ἐβίωσε θαύματα, ὑπέμεινε μαρτύρια. Ὡς ἐκ<br />
τούτου ἔχει πλούσια παρακαταθήκη καί δύναται<br />
γιά μία ἀκόμα φορά νά ἀνταπεξέλθει<br />
στίς δυσκολίες καί νά προσφέρει τή σωτήρια<br />
ἀλήθεια στά μέλη της, ἀναμένοντας τή δική<br />
τους συναίνεση καί κατάφαση.<br />
Πλήν τούτων δέν τήν τρομάζουν τά σύμφωνα<br />
συμβίωσης, διότι οὐδέποτε ἐπέβαλε τό<br />
πιστεύω της, καταργώντας τήν ἐλευθερία τῶν<br />
προσώπων. Μέ σεβασμό στίς ἀρχές της καλεῖ<br />
τό λαό νά κλείσει τά ὦτα του στίς σειρῆνες<br />
τῆς ἐποχῆς, πού θέλουν νά τόν ἀποκόψουν<br />
ἀπό τίς πνευματικές ρίζες του.<br />
Ὡς ἐπίλογο τῆς παρούσης<br />
ἀρθρογραφίας,παραθέτομε<br />
τήν<br />
ἄποψη τοῦ μακαριστοῦ<br />
Μητροπολίτου<br />
Πέτρας καί Χερρονήσου<br />
κυροῦ Νεκταρίου.<br />
«Ἔχουμε χρέος ὡς<br />
Ἐκκλησία, νά καλλιεργήσομε<br />
τίς θεολογικές,<br />
πνευματικές,<br />
ψυχολογικές προϋποθέσεις<br />
ὑγιοῦς γάμου.<br />
Ἄν δέν ὑπάρξουν αὐτές<br />
οἱ προϋποθέσεις, θά<br />
ὁδηγούμαστε ὅλο καί<br />
περισσότερο στήν<br />
αὔξηση τῶν διαζυγίων,<br />
στίς πολλές ἐλεύθερες<br />
συμβιώσεις, στίς μονογονεϊκές<br />
οἰκογένειες, καί ἀκόμη χειρότερα<br />
στούς ὁμοφυλοφυλικούς γάμους, κατά τό<br />
παράδειγμα πολλῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης. Ἡ<br />
Ἐκκλησία μας διακονεῖ τή σωτηρία κάθε<br />
ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Εἶναι<br />
θεῖο νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς κακῶς<br />
ἔχοντας. Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑφίσταται γιά τούς<br />
ἁγίους, ἀλλά γιά ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.<br />
Δέν ἀφορίζει, δέν ἀπειλεῖ, δέν διώχνει<br />
κανένα, προσλαμβάνει τούς πάντες καί<br />
ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τους» 42 .<br />
Ὑποσημειώσεις<br />
1<br />
Γέν. Β΄, 15 – 17.<br />
2<br />
Μάρκ. Η΄, 34. Βλ. καί Λουκ. Θ΄, 13. Ματθ.<br />
ΙΖ΄, 24.<br />
3<br />
Διαδόχου Φωτικῆς, Κεφάλαια Γνωστικά 5,<br />
ΕΠΕ 9, 116.<br />
4<br />
Μάρκου Ἐρημίτου, Ἐρωτήσεις – Ἀποκρί-<br />
48
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
σεις περί τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ΕΠΕ 13, 128.<br />
5<br />
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ,<br />
ΕΠΕ 10, 1<strong>90</strong>.<br />
6<br />
Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Ὑπόμνημα εἰς<br />
τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, PG 123,<br />
321D.<br />
7<br />
Α΄ Κορ. Ι΄, 23.<br />
8<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά μεθυόντων<br />
καί εἰς τήν Ἀνάστασιν 1, PG 50, 443.<br />
9<br />
Γέν. Α΄, 27.<br />
10<br />
Χαστούπη Ἀ., Ἡ Ἁγία Γραφή, τόμ. Α΄, ἔκδ.<br />
Γιοβάνη, Ἀθήνα 1960, σ. 12.<br />
11<br />
Γέν. Β΄, 18.<br />
12<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν Ὁμιλ.<br />
ΙΔ΄, 4 ΕΠΕ 2, 370.<br />
13<br />
Γέν. Β΄, 23.<br />
14<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους<br />
Ὁμιλ. ΛΔ΄, 4, PG 61, 291. Τοῦ αὐτοῦ Περί<br />
Μονανδρίας 4, PG 48, 615. Βλ. καί Μεγάλου<br />
Βασιλείου, Εἰς τήν μάρτυρα Ἰουλίτταν 2, PG<br />
31, 241. Γαλανάκη Ε., Ἡ αἰώνια γυναίκα, Χανιά<br />
1958, σ. 9.<br />
15<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν Ὁμιλ.<br />
ΙΕ΄, 3 ΕΠΕ 2, 393.<br />
16<br />
Α΄ Κορ. ΙΑ΄, 11.<br />
17<br />
Μοδεστίνου Π., ὁρισμός γάμου, παρ.<br />
Ροδόπουλου Π., Μαθήματα Κανονικοῦ Δικαίου,<br />
ἔκδ. Ἀφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 19<strong>90</strong>,<br />
σ. 216.<br />
18<br />
Γέν. Β΄, 24. Πρβλ. Βάντσου Χ., Ἀποδέσμευση<br />
ἀπό τούς γονεῖς, βασική προϋπόθεση<br />
ἐπιτυχίας τοῦ γάμου, ΕΕΘΣΑΠΘ, Τόμ.<br />
ΚΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 17.<br />
19<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας<br />
17, PG 48, 246. Πρβλ. καί Ζήση Θ., «Ἠ περί<br />
γάμου διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου»,<br />
στό Κληρονομία 1 (1969) 294. Τοῦ<br />
αὐτοῦ, «Ἄνθρωπος καί κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ<br />
τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἰωάννου Χρυσόστομον»,<br />
ΑΒ 9, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 136.<br />
20<br />
Θοδωρήτου Κύρου, Εἰς Ἐφεσίους Ὁμιλ. Ε΄,<br />
PG 82, 548. Βλ. καί Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς<br />
Γένεσιν Ἑρμηνεία PG 87, 177A. Θεοφίλου<br />
Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλυκον Β΄, 28 ΒΕΠΕΣ<br />
5, 40. Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον 11 ΒΕ-<br />
ΠΕΣ, 18, 22.<br />
21<br />
Ἰωάννου Χρυστόμου, Περί παρθενίας 7,<br />
PG 48, 538. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλ.<br />
ΝΑ΄, 5 PG 58, 516. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Α΄ Θεσσαλονικεῖς<br />
Ὁμιλ. 5, 2, PG 62, 426. Τοῦ αὐτοῦ<br />
,Εἰς Ἑβραίους Ὁμιλ. ΛΓ΄, 3, PG 63, 227 – 228.<br />
Εἰς Τῖτον Ὁμιλ. Ε΄, 2, PG 62, 6<strong>90</strong>.<br />
22<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί παρθενίας<br />
9, PG 48, 540. Πρβλ. καί Στάμου Π., Αἱ περί<br />
γάμου καί συζυγίας ὁμιλίαι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου<br />
Χρυσοστόμου, Ἀθήνα 1963, σ. 9.<br />
23<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσίους<br />
Ὁμιλ. ΙΒ΄, 5, PG 62, 389.<br />
24<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό ‘‘Διά δε τάς<br />
πορνείας…’’ 3, PG 51, 213. Πρβλ. καί Βάντσου<br />
Χ., Ὁ Γάμος καί ἡ προετοιμασία αὐτοῦ ἐξ ἐπόψεως<br />
ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς, ἔκδ. Μαυρίδη,<br />
Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 98 – 99.<br />
25<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς<br />
Μάξιμον, PG 59, 230.<br />
26<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό «διά δε τάς<br />
πορνείας…» 5, PG 51, 216.<br />
27<br />
Αὐτόθι.<br />
28<br />
Μπουρνέλη Ἀ., «Γάμος καί μοναχισμός<br />
στόν Ἱερό Χρυσόστομο», Γρηγόριος Παλαμᾶς,<br />
91 (2008) 6.<br />
29<br />
Κόντογλου Φ., Εὐλογημένο καταφύγιο,<br />
ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1987, σ. 2<strong>90</strong> – 291.<br />
30<br />
Γέν. ΙΘ΄, 1 – 17.<br />
31<br />
Ρωμ. Α΄, 26 – 27.<br />
32<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμαίους,<br />
Ὁμιλ. Ε΄, ΕΠΕ 16Β, 407. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Ρωμαίους,<br />
Ὁμιλ. Ι΄, ΕΠΕ 16Β, 639. Πρβλ. καί Θεοδωρήτου<br />
Κύρρου, Φιλόθεος Ἱστορία, ΕΠΕ<br />
4, 33.<br />
33<br />
Αὐτόθι, σ. 415.<br />
34<br />
Αὐτόθι, σ. 417.<br />
35<br />
Βλ. «Σύμφωνο καί γιά ὁμόφυλα ζευγάρια»,<br />
Ἐφημερίδα Καθημερινή, 27 Δεκεμβρίου 2015.<br />
36<br />
Περισσότερα βλ. Μανδηλάρη Κ., «Γιατί τό<br />
σύμφωνο συμβίωσης δίχασε τόσο πολύ;»,<br />
iefimerida, 24 Δεκεμβρίου 2015.<br />
37<br />
Μικρόν Εὐχολόγιον, Τό ἱερόν εὐχέλαιον,<br />
ἔκδ. ΑΔΕΕ, Ἀθήνα 1984, σ. 174.<br />
38<br />
Ἰεζ. ΛΓ΄, 11.<br />
39<br />
Πεντηκοστάριον, Κυριακή Πεντηκοστῆς,<br />
ἔκδ. Φῶς, Ἀθῆναι 1974, σ. 227.<br />
40<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν ἐπίλυσιν<br />
τῆς Χαναναίας, ΕΠΕ 33, 445.<br />
41<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας<br />
Ὁμιλ. Γ΄, ΕΠΕ 30, 155.<br />
42<br />
Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου<br />
Νεκταρίου, «Ἐλεύθερη συμβίωση ἤ γάμος;»,<br />
Ἐφημερίδα Μεσόγειος, 4 Ἀπριλίου 2008, σ. 10.<br />
49
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Νάντια Μαρία Ἔλ Σέιχ:<br />
«Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες»<br />
(Ἐπιμέλεια-Μετάφραση-Παραρτήματα: Νίκος Κελέρμενος<br />
Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις / Ἀντιπαραθέσεις 25, Ἀθήνα 2013)<br />
Λουκᾶ Δημ. Παπαδάκη<br />
Tί πραγματικά ἦταν τό Βυζάντιο;<br />
Πῶς νά τό ὑποθέσουμε καί νά<br />
εἴμαστε κάπως ἀκριβεῖς; Ὅπως τό<br />
προσέλαβε καί σέ κάποιο βαθμό<br />
τό διαμόρφωσε ἤ καί, κατά πολλούς, τό καθόρισε<br />
ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία; Ὅπως τό διδαχθήκαμε,<br />
ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, στά σχολικά<br />
ἐγχειρίδια, τά συνταγμένα στήν Παπαρηγοπούλειο<br />
γραμμή περί Ἑλληνικῆς συνέχειας,<br />
πού τροφοδότησε ἐπί γενεές τόν Μεγαλοϊδεατισμό<br />
μας; Ὅπως τό ἐλεεινολογοῦν<br />
σύγχρονοι πανεπιστημιακοί ἱστορικοί μας,<br />
ἀφοῦ γι’ αὐτούς ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ χριστιανικοῦ<br />
σκοταδισμοῦ; Ὅπως τό βλέπουν<br />
(σωστότερα, δέν τό βλέπουν) ἐκεῖνοι, πού διατείνονται<br />
ὅτι ὅλα ἔχουν λεχθεῖ στήν ἀρχαία<br />
Ἑλλάδα, βδελύσσονται δέ τόν Χριστιανισμό<br />
καί τό κράτος, μέ τό ὁποῖο ἰδίως συνδέθηκε,<br />
διότι ἐδίωξαν τάχα τό ἀρχαῖο πνεῦμα;<br />
Ὅπως τό ἀναθεμάτισε καί τό κατασυκοφαντοῦσε<br />
ὡς καί πρόσφατα ἡ Δυτική Ἐκκλησία;<br />
Ὅπως τό ἐπιθύμησαν καί ἐπιχειροῦσαν ἐπί χιλιετία<br />
νά τό καταλύσουν λαοί ἅρπαγες, πολιτισμένοι<br />
καί βάρβαροι, χριστιανοί κι ἀλλόθρησκοι,<br />
ἁλώνοντας τήν Κωνσταντίνου<br />
Πόλι, τό Κατώφλι τῆς Εὐτυχίας, ὅπως ἦταν<br />
τό ὀθωμανικό ὄνομά της; Ἤ μήπως ὅπως τό<br />
ἀναδεικνύουν τόν τελευταῖο αἰώνα οἱ Βυζαντινολόγοι,<br />
ἰδίως τοῦ Ἀγγλικανικοῦ κόσμου;<br />
Λέγει στήν τελευταία του συνέντευξη ὁ<br />
Στῆβεν Ράνσιμαν: «…Οἱ Βυζαντινοί διατηροῦσαν<br />
πάντοτε -ἄν καί σέ ὁρισμένες περιστάσεις<br />
δέν τό πέτυχαν ἐξ ὁλοκλήρου- ἕνα<br />
πνευματικό ἐπίπεδο ὑψηλῆς στάθμης καί<br />
φρονῶ ὅτι αὐτό εἶναι μᾶλλον ἡ πεμπτουσία,<br />
τό πιό σημαντικό στοιχεῖο τους. Καί θά τόνιζα<br />
ὅτι εἶναι ἕνα εὐρύ καί ἐλεύθερο θρησκευτικό<br />
ἐπίπεδο…» [περιοδ. «Πεμπτουσία»,<br />
τ. 4, Δεκέμβριος 2000 - Μάρτιος 2001].<br />
Πράγματι. Πῶς νά καταλάβουμε τό Βυζάντιο,<br />
ἄν δέν διαβάσουμε Ρωμανό Μελωδό, Ἄννα<br />
Κομνηνή, Πτωχοπρόδρομο. Ἄν δέν ἀνοίξουμε<br />
τήν Παλατινή Ἀνθολογία, πού περιλαμβάνει<br />
κάθε λογῆς ποιήματα σέ γλώσσα<br />
ἑλληνική, ἀπό τόν 8ο π.Χ. μέχρι τόν 8ο μ. Χ.<br />
αἰώνα, καί νά μνημονεύσουμε τόν κληρικό<br />
τῶν ἀνακτόρων τῆς Πόλης Κωνσταντίνο<br />
Κεφαλᾶ (9ος-10ος αἰ.), γιατί ἀγάπησε καί<br />
ἐρωτεύτηκε καί κράτησε ποιήματα σάν τοῦ<br />
Φιλοδήμου (1ος π. Χ. αἰ.): «Ψαλμός, καὶ λαλιὴ<br />
καὶ κωτίλον ὄμμα καὶ ᾠδή / Ξανθίππης,<br />
καί πῦρ ἄρτι καταρχόμενον, / ὤ ψυχή, φλέξει<br />
σε· τό δ’ ἐκ τίνος, ἤ πότε, καί πῶς, / οὐκ οἶδα·<br />
γνώση, δύσμορε, τυφομένη». Καί σέ μετάφραση<br />
Ἀνδρέα Λεντάκη: «Τό κιθάρισμα, κι ἡ<br />
φωνή, καί τό βλέμμα τό λάλο, κι ἡ ὠδή / τῆς<br />
Ξανθίππης, κι ἡ φωτιά πού ἄναψε μόλις / θά<br />
σέ κάψει ψυχή μου. Ἀπό τί, ἀπό πότε καί πῶς<br />
/ δέν τό ξέρω. Καρδιά μου, δύσμοιρη, σάν<br />
καεῖς θά τό μάθεις» [Ἀνδρέα Λεντάκη, 500<br />
ποιήματα ἀπό τήν Παλατινή Ἀνθολογία,<br />
δωρικός, 1988]. Καί ἄλλα πολλά ἱκανά νά<br />
ποιοῦν ἐρυθρές τίς παρειές εἴτε ἀπό συστολή<br />
εἴτε ἀπό διέγερση ἐρωτική. Διότι, βεβαίως,<br />
τό ἐλεύθερο καί ἄναρχο πνεῦμα, ὁ καημός<br />
τοῦ ἀνθρώπου διασώθηκε στόν Μεσαίωνα<br />
κι ἔφτασε ὥς τίς μέρες μας στά ἔρμα τά<br />
μοναστήρια.<br />
Ἔχοντας σήμερα καί σέ τοῦτον ἐδῶ τόν τόπο<br />
νά παλεύουμε μέ τούς χειρότερους σκοταδισμούς,<br />
τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς ἀδιαφορίας,<br />
θαυμάζω πῶς γίνεται νά πάλλει ἀκόμη καί<br />
στιγμές - στιγμές νά κάνει χαλασμό στά<br />
σπλάχνα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ λαοῦ ἡ λέξη Ρωμιοσύνη.<br />
Πῶς καί δέ ρωτιόμαστε, τί στήν εὐχή<br />
θέλει νά πεῖ αὐτός ὁ Ρίτσος: «Τή Ρωμιοσύνη<br />
μήν τήν κλαῖς, - ἐκεῖ πού πάει νά σκύψει / μέ<br />
τό σουγιά στό κόκκαλο, μέ τό λουρί στό σβέρκο,<br />
/ Νάτη, πετιέται ἀποξαρχῆς κι ἀντριεύει<br />
καί θεριεύει / καί καμακώνει τό θεριό μέ τό<br />
καμάκι τοῦ ἥλιου».<br />
Ἀλλά ὑπάρχει καί μιά ἐπιπλέον παράμετρος,<br />
50
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πραγματιστική, πού<br />
ἀφορᾶ τήν ἄσκηση πολιτικῆς<br />
καί δή τῆς Ἐξωτερικῆς.<br />
Ἔγραφα στίς<br />
14 Μαΐου 2012 στόν<br />
Καθηγητή Φιλοσοφίας<br />
Γιῶργο Οἰκονόμου, τόν<br />
καλό μου φίλο:<br />
«…Εἶμαι τῆς γνώμης<br />
ὅτι ἡ μελέτη τοῦ Βυζαντίου<br />
μᾶς εἶναι ἀναγκαία,<br />
διότι μᾶς προσφέρει<br />
ἰσχυρότατα ἐπιχειρήματα<br />
στήν ἄσκηση<br />
ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Τό ἀνάλογο βρίσκεται<br />
στήν ἀντίληψη τοῦ Νταβούτογλου, ἐκφρασμένη<br />
στό «Στρατηγικό βάθος», περί τῶν δικαιωμάτων<br />
τῆς Τουρκίας ἐπί τῶν ἐδαφῶν τῆς<br />
Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὡς ὑπήκοοι<br />
τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους ἔχουμε δικαιώματα,<br />
πού ἀπορρέουν ἀπό τή σχέση μας μέ τήν Ἀνατολική<br />
Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Σέ ὅλες τίς<br />
διακρατικές συμφωνίες οἱ μέν Δυτικοί μᾶς<br />
ἀναγνωρίζουν ὡς Γραικούς, οἱ δέ Ὀθωμανοί<br />
ὡς Ρωμιούς, Ρωμαίους δηλαδή, ὑπηκόους τῆς<br />
πάλαι πότε κραταιῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ<br />
ἀπεμπόληση τῆς σχέσης μας αὐτῆς, ὁδηγεῖ<br />
στήν ἀπώλεια κάθε δικαιώματος πού ἀπορρέει<br />
ἀπό τή σχέση αὐτή. Τό Ρωμιός ἀποτελεῖ<br />
στοιχεῖο ταυτότητας τοῦ Νεοέλληνα. Ἐθλίβην<br />
πληροφορούμενος ὅτι οἱ Τοῦρκοι μᾶς ὀνομάζουν<br />
Γιουνάνηδες («Ἴωνες») καί λένε Ρωμιούς<br />
μόνο τους ἐλαχιστότατους πιά Ἕλληνες<br />
τῆς Πόλης καί τούς Κυπρίους, μάλιστα περιφρονητικά…».<br />
Ὅμως μέ τοῦτα χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή.<br />
Δέν παρέλειψα νά τό ἐπισημάνω στήν<br />
ἐπιστολή αὐτή: «Βέβαια κατανοῶ ὅτι τά παραπάνω<br />
δέν ἔχουν καί μεγάλη σχέση μέ τήν<br />
ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀναζητοῦμε ὡς φιλόσοφος<br />
ἐσύ, ὡς συγγραφέας ἐγώ. Ἀκόμη χειρότερα,<br />
κάτι τέτοια, ἀποκομμένα ἀπό τίς πανανθρώπινες<br />
ἀξίες, θρέφουν τόν ἐθνικισμό.<br />
Σοῦ ἔχω γράψει τήν ἀγάπη μου γιά τήν<br />
ἐλευθερία, γιά τό “Οὐθέν μεῖζον ἀνθρώποις<br />
Ἔλλησιν ἐλευθερίης” τῆς Πριήνης».<br />
Καί μιλώντας περί ἐλευθερίας καί μνήμης<br />
ἀγώνων, δέν εἶναι μόνο οἱ Δυτικοευρωπαῖοι<br />
πού θυμοῦνται καί γιορτάζουν τή μάχη τοῦ<br />
Πουατιέ (732), μέ τήν ὁποία ἡ ἀραβική ἐπέκταση<br />
στήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο ἀποσοβήθηκε<br />
καί περιορίστηκε στήν Ἰβηρική. Καί ἐμεῖς<br />
κάθε Μεγάλη Σαρακοστή θυμόμαστε πῶς<br />
κρατήσαμε τόν πολιτισμό μας, τόν Δυτικό πολιτισμό,<br />
σταματώντας τίς ὀρδές τῶν Ἀβάρων,<br />
τῶν Περσῶν, τῶν Σλάβων, τῶν Ἀράβων, τῶν<br />
Βουλγάρων, τῶν Σελτζούκων καί τῶν Ὀθωμανῶν<br />
Τούρκων. Καί ψάλλουμε κάθε Μεγάλη<br />
Σαρακοστή τό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ<br />
τά νικητήρια, / ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν,<br />
εὐχαριστήρια / ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου,<br />
Θεοτόκε· / ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον,<br />
/ ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,<br />
/ ἵνα κράζω σοι· / Χαῖρε, νύμφη<br />
ἀνύμφευτε». Ἕναν ἐπίσης ὕμνο ἐθνικό, ὅπως<br />
μοῦ τόν εἶχε πεῖ στά χρόνια τῆς ἐφηβείας μου<br />
ὁ ἀείμνηστος φιλόλογος Νικόλαος Οἰκονομάκης.<br />
Κι ὅποιος γνωρίζει τί ἦταν ὁ Διγενής<br />
Ἀκρίτης, μισός Ἕλληνας - μισός Ἄραψ, καταλαβαίνει<br />
ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα πού σέ κάνει<br />
Ρωμιό, ἄνθρωπο δηλαδή πού ἡ ἀντίληψή<br />
του ἑδράζεται στόν ἑλληνικό λόγο καί τή χριστιανική<br />
ἀγάπη.<br />
****<br />
Εἶναι λοιπόν μεγάλη εὐτυχία, πού ἔρχεται ἡ<br />
Ἀραβολόγος - Βυζαντινολόγος Νάντια Μαρία<br />
Ἔλ-Σέιχ, Καθηγήτρια στό Τμῆμα Ἱστορίας<br />
καί Ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου<br />
τῆς Βηρυτοῦ (A.U.B), νά μᾶς κάνει<br />
γνωστή τήν ὀπτική τῶν Ἀράβων γιά τό<br />
Βυζάντιο. Τό βιβλίο ἐκδόθηκε τό 2004 (Harvard<br />
University Press) μέ πρωτότυπο τίτλο<br />
“Byzantium viewed by Arabs”.<br />
Ἀπό τήν ἀρχή ἡ ἱστορικός ἐξηγεῖ ὅτι «γιά<br />
τούς Βυζαντινούς ἡ αὐτοκρατορία τους δέν<br />
51
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία,<br />
ἡ ὁποία τελειοποιήθηκε μέσῳ τοῦ<br />
Χριστιανισμοῦ, καί δέν παραδέχονταν καμία<br />
διάκριση ἤ ἀσυνέχεια ἀπό τήν ἀρχαιότητα.<br />
Ἑπομένως τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς<br />
Αὐτοκρατορίας διακήρυξε ἡ πολιτική τους ἰδεολογία,<br />
πού θεμελιώθηκε πάνω στή ρωμαϊκή<br />
τους κληρονομιά καί παγιώθηκε ἀπό τήν<br />
οἰκουμενική χριστιανική ἰδεολογία». Καί<br />
ἐπισημαίνει ὅτι ἡ πολιτική αὐτή ἰδεολογία δέν<br />
ἦταν σταθερή, ἀλλά παρακολουθοῦσε τίς μεταβολές<br />
τῶν καιρῶν. Γιά παράδειγμα «κατά<br />
τήν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τό βυζαντινό<br />
ἰδεῶδες τόνιζε τήν ἐθνική ἀκεραιότητα, σέ σημεῖο<br />
πού νά ἀπομακρύνεται<br />
ἀπό<br />
τήν ἑλληνο-ρωμαϊκή<br />
παράδοση.<br />
Ἀπό τό μέσον<br />
τοῦ 10ου ἕως τό<br />
μέσον τοῦ 11ου<br />
αἰῶνος, καθώς ἡ<br />
Αὐτοκρατορία<br />
ἔφτανε στό ἀπόγειό<br />
της, οἱ Βυζαντινοί<br />
προσηλώθηκαν<br />
σέ ἕνα<br />
ἑλληνικό παρελθόν,<br />
ἔτσι ὥστε νά<br />
ἐπιβεβαιώσουν<br />
τήν πολιτιστική<br />
τους ἀνωτερότητα ἀπέναντι στόν ὑπόλοιπο<br />
κόσμο».<br />
Αὐτή ἡ εἰκόνα, πού φρόντιζε νά προβάλλει<br />
τό Βυζαντινό κράτος, ὅτι δηλαδή ἦταν ἡ συνέχεια<br />
τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν<br />
Ρωμαίων, ἔγινε ἀποδεκτή καί ἀπό τούς Ἄραβες<br />
μουσουλμάνους. Ἔτσι ὁ ὅρος Ἄλ-Ρούμ,<br />
πού χρησιμοποιοῦνταν γιά τούς Ρωμαίους καί<br />
τούς Βυζαντινούς, περιστασιακά χρησιμοποιήθηκε<br />
καί σέ ἀναφορές στούς ἀρχαίους<br />
Ἕλληνες. Γνώριζαν, βεβαίως, οἱ πάντες, ὑποβάθμιζαν<br />
ὅμως τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀνατολική<br />
Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ὅπως καί κάθε ἄλλη,<br />
δέν ἦταν ἐθνικά ὁμοιογενής.<br />
Στίς σελίδες τοῦ βιβλίου καταγράφεται ἡ<br />
ἀκράδαντη πεποίθηση τῶν Ἀράβων ὅτι τά<br />
πάντα κινοῦνται γύρω ἀπό τόν Θεό καί τή<br />
δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Στήν πραγματικότητα<br />
τοῦτο μᾶλλον δικαιολογεῖ παρά ἑρμηνεύει τίς<br />
πράξεις τους. Καί ἡ Ἱστορία τους, βέβαια, συντάσσεται<br />
μέ αὐτόν τόν γνώμονα. Γιά παράδειγμα<br />
ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, σύγχρονος<br />
τοῦ Προφήτη, παρουσιάζεται ἀπό<br />
τούς Ἄραβες ὡς ἰδανικός κυβερνήτης, τοῦ<br />
ἀναγνωρίζουν δέ τήν ἀποστολή νά ὁμολογήσει<br />
τή νέα πίστη, νά ἀναγνωρίσει δηλαδή<br />
καί νά παραδεχθεῖ «τόν προφητικό χαρακτήρα<br />
τῆς ἀποστολῆς τοῦ Μωάμεθ καί τήν<br />
ὑπεροχή τῆς οὔμμα». Ἔτσι ὁ Ἡράκλειος<br />
ἐμφανίζεται νά λέει: «Μά τόν Θεό, ζῶ σέ μιά<br />
πόλη ὅπου τίποτα δέν εἶναι καλό». Ὑπάρχουν<br />
μάλιστα ἐπιστολές μεταξύ Ἡρακλείου καί<br />
Μωάμεθ, ἡ γνησιότητα<br />
τῶν<br />
ὁποίων εἶναι<br />
ἀμφίβολη, καί<br />
γιά τόν λόγο ὅτι,<br />
ὅταν ὑποτίθεται<br />
ὅτι γράφτηκαν,<br />
ὁ Προφήτης δέν<br />
εἶχε ἐπιβληθεῖ<br />
ἀκόμη οὔτε στήν<br />
Ἀραβική χερσόνησο.<br />
Ὁ Μωάμεθ<br />
καλεῖ τόν<br />
Καίσαρα νά γίνει<br />
Μουσουλμάνος<br />
γιά νά σωθεῖ,<br />
ἀλλιῶς θά πέσει<br />
κατάρα πάνω του. Καί ὁ Ἡράκλειος ἀπαντᾶ,<br />
ἀναγνωρίζοντας τον ὡς ἀπόστολο τοῦ Θεοῦ,<br />
τόν ὁποῖο μάλιστα ἀνήγγειλε ὁ Ἰησοῦς. Καί<br />
ἐπιλέγει: «Ζήτησα ἀπό τούς Ρούμ νά πιστέψουν<br />
σέ σένα, ὅμως ἀρνήθηκαν. Ἄν ὑπάκουαν,<br />
θά ἦταν καλύτερα γι’ αὐτούς. Μακάρι νά<br />
ἤμουν μαζί σου, γιά νά σέ ὑπηρετῶ καί νά σοῦ<br />
νίβω τά πόδια». Τό χαλκεῖο εἶναι προφανές.<br />
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ἡ<br />
ἀντίληψη τῶν Ἀράβων, πού ὑπηρετοῦσε τήν<br />
ἐπεκτατική τους πολιτική, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι<br />
Ἕλληνες φιλόσοφοι ἦταν ἀνώτεροι τῶν Ρωμαίων<br />
καί ἐπίσης ὅτι ἡ παρακμή τῆς φιλοσοφίας<br />
καί τῆς ἐπιστήμης ὀφείλεται στόν<br />
ἐκχριστιανισμό τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.<br />
Ἀντίληψη ἀβασάνιστη, πού δυστυχῶς εἶναι<br />
διαδεδομένη καί μεταξύ ἡμῶν. Πιό κάτω<br />
ὅμως διαβάζουμε τήν ἀναίρεση καί τήν ἀπο-<br />
52
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
κατάσταση τῶν πραγμάτων: «Οἱ Ἄραβες<br />
συγγραφεῖς ἐκτιμοῦσαν τό γεγονός ὅτι οἱ Βυζαντινοί<br />
διέσωσαν τήν ἀρχαία γραμματεία, καί<br />
ἦσαν εὐγνώμονες πού ἐπέτρεψαν στούς<br />
Μουσουλμάνους νά τήν ἀντιγράψουν καί νά<br />
τή μεταφράσουν».<br />
Σημαντική γιά ἐμᾶς τούς Κρητικούς εἶναι ἡ<br />
ἀναφορά στόν Νικηφόρο Φωκᾶ, τόν ἀπελευθερωτή<br />
τοῦ νησιοῦ μας καί ἁγίου τῆς<br />
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἶναι γεγονός ὅτι κατέσφαξε<br />
ὅλους τούς μουσουλμάνους, ἀκόμη<br />
καί τούς ἐξισλαμισμένους συμπατριῶτες μας,<br />
ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, καί θεωρήθηκε καί<br />
ἦταν πράγματι τόσο φρικτό τό ἔγκλημα,<br />
ὥστε δέν τοῦ ὀργανώθηκε θρίαμβος στή Βασιλεύουσα.<br />
Ὅμως, ἄν δέν ἦταν αὐτός, ἡ<br />
Κρήτη θά ἦταν σήμερα τμῆμα τῆς Ἀραβίας.<br />
Στή βάση τῆς προτομῆς του στό Μεγάλο Κάστρο<br />
εἶναι χαραγμένα τοῦτα τά λόγια τοῦ Καζαντζάκη:<br />
«Νά χαίρεσαι καί σύ νά χαίρεται κι<br />
ἡ γῆς πού μέ τό σκέπος τοῦ Χριστοῦ λευτέρωσες<br />
ἀπό τῶν ἄπιστων Ἀγαρηνῶν τά χέρια».<br />
Φυσικά οἱ Ἄραβες τόν περιγράφουν μέ μελανά<br />
χρώματα: «ξεπέρασε κάθε ὅριο μέ τό<br />
θράσος καί τήν ἀδικία του». Ἡ συγγραφέας<br />
ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἦταν,<br />
ἴσως, ὁ μόνος αὐτοκράτορας πού προσπάθησε<br />
νά μετασχηματίσει τίς πολεμικές συγκρούσεις<br />
τῶν Βυζαντινῶν μέ τούς Ἄραβες σέ ἱερό πόλεμο».<br />
Εἶχε ὄντως ζητήσει νά τιμῶνται ὡς<br />
μάρτυρες οἱ στρατιῶτες, πού σκοτώνονταν<br />
στή μάχη ἀπό ἀλλόθρησκους, κάτι πού ὅμως<br />
ἡ Ἐκκλησία πρός τιμή της ἀπέρριψε.<br />
Τό βιβλίο συμπληρώνουν ἀναλυτική Βιβλιογραφία<br />
μέ δευτερογενεῖς πηγές, μέ πρωτογενεῖς<br />
ἀραβικές πηγές, μέ μεταφρασμένες<br />
πηγές, Γλωσσάρι ἀραβικῶν ὅρων καί λέξεων,<br />
Βιογραφία μουσουλμάνων συγγραφέων καί<br />
λογίων, Βιογραφία μουσουλμάνων ἡγετῶν,<br />
στρατιωτικῶν καί ἀξιωματούχων, Βιογραφία<br />
χριστιανῶν ἡγετῶν, ἐκκλησιαστικῶν<br />
ἀνδρῶν, ἀξιωματούχων, λογίων, συγγραφέων,<br />
Γεωγραφικά δεδομένα, Βασικές πληροφορίες<br />
γιά τό Ἰσλάμ, Στοιχεῖα γιά τίς χαλιφικές<br />
δυναστεῖες, ἀλλά καί τίς δυναστεῖες<br />
Μουσουλμάνων, Ἀράβων, Περσῶν, καί Εὑρετήριο.<br />
Ἀξίζει ὁ ἔπαινος στόν ἰατρό Νίκο Κελέρμενο,<br />
πού μετέφρασε, ἐπιμελήθηκε, πλούτισε μέ<br />
τά παραπάνω παραρτήματα καί παρέδωσε<br />
αὐτό τό λίαν σημαντικό ἔργο στόν Ἕλληνα<br />
ἐπιστήμονα καί τόν φιλομαθή ἀναγνώστη,<br />
ἐπιπλέον δέ τό χάρισε στήν ἑλληνική γλώσσα.<br />
Ἡ συμβολή του στό νά καταπέσουν στερεότυπα,<br />
τά ὁποῖα ἄλλωστε ὑπηρετοῦν ἰδεολογικούς<br />
σκοπούς, ἀλλά καί στό νά παρουσιαστοῦν<br />
τῷ ὄντι ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα<br />
γιά τήν καλλιέργεια τῆς αὐτοσυνειδησία<br />
μας εἶναι τεράστια.<br />
Ἐδῶ νά μνημονεύσουμε καί ἄλλο ἕνα σπουδαῖο<br />
ἔργο γιά τό Βυζάντιο, τό ὁποῖο ἐπίσης<br />
μετέφρασε καί ἐπιμελήθηκε ὁ Νίκος Κελέρμενος.<br />
Πρόκειται γιά τό βιβλίο «Ἡ Γέννησις<br />
τοῦ Νοσοκομείου στήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία»<br />
τοῦ Timothy S. Miller (The John<br />
Hopkins University Press), πού ἐξέδωσε τό<br />
1998 ἡ Ἱερά Μητρόπολις Θηβῶν καί Λεβαδείας.<br />
Σέ αὐτό καταδεικνύεται πόσο πρωτοποριακή<br />
ὑπῆρξε καί στούς τομεῖς τῆς ὑγείας<br />
καί τῆς περίθαλψης ἡ Βυζαντινή κοινωνία καί<br />
πόσο ἄδικη καί φτηνή ἦταν καί εἶναι ἡ ἐναντίον<br />
της πολεμική.<br />
53
Παλαιοί καί νέοι ἡμεροδεῖκτες καί ἑορτές<br />
Ἀναστασίας Στεφ. Γοντικάκη,<br />
Φιλολόγου<br />
Tά μικρά ἡμερολόγια τοίχου μέ τά<br />
365/6 φύλλα τῶν ἡμερῶν τοῦ χρόνου,<br />
πού ἔγραφαν μέ χοντρά νούμερα<br />
τήν ἡμερομηνία καί ἀπό κάτω<br />
μέ μικρά στοιχεῖα τίς ἑορτές τῶν Ἁγίων (στήν<br />
πίσω ὄψη μαντινάδες, γνωμικά ἤ συνταγές μαγειρικῆς)<br />
παλαιότερα δέν ἔλειπαν ἀπό κανένα<br />
ἑλληνικό σπίτι. Σήμερα εἶναι σπάνια, καθώς<br />
φαίνονται φτωχά καί εὐτελῆ, μπροστά στά<br />
πολυτελέστερα, μέ τό ἰλουστρασιόν χαρτί καί<br />
τήν καλλιτεχνική ἐκτύπωση, πού πληθωρικά<br />
κυκλοφοροῦν. Ἡμερολόγια μέ δώδεκα φύλλα,<br />
πού ἀριθμοῦν μόνο τίς ἡμέρες τῶν μηνῶν<br />
καί εἰκονογραφοῦνται μέ θέματα σχετικά μέ<br />
τό προϊόν ἤ τόν σκοπό πού ἐξυπηρετεῖ ἡ ἔκδοσή<br />
τους.<br />
Τό ἑορτολόγιο παραλείπεται καί ἡ ζωή,<br />
ἀνέορτη πλέον καί ξεκομμένη ἀπό τή μνήμη<br />
τῶν Ἁγίων, γίνεται «μακρά καί ἀπανδόχευτος<br />
ὁδός» (χωρίς πανδοχεῖο, χωρίς τόπο γιά νά<br />
ἀναπαυθεῖς), μέσα στήν ἐρημιά τῶν μεγάλων<br />
πόλεων καί τήν παγκόσμια κρίση.<br />
Ὁ πολιτισμός πού ἐξοβέλισε τίς ἑορτές ἀπό<br />
τή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἤδη ὑποστεῖ τίς συνέπειες<br />
μιᾶς τέτοιας ἀστοχίας. Διέλυσε, ἴσως,<br />
τόν ἰσχυρότερο ἱστό τῆς κοινότητας καί<br />
ἄφησε τόν ἄνθρωπο μόνο.<br />
Τώρα, κράτη καί διεθνεῖς ὀργανισμοί προσπαθοῦν<br />
νά καθιερώσουν (σωστότερα νά ἐπιβάλουν)<br />
νέες ἑορτές, «παγκόσμιες ἡμέρες», μέ<br />
περιεχόμενο κοινωνικό. Οἱ ὀνομαστικές ἑορτές<br />
ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν ἑορτή<br />
τῶν γενεθλίων. Καί ἐμεῖς, μαζί μέ ὅλον τόν κόσμο,<br />
ἑορτάζομε τήν ἡμέρα τῆς μητέρας, τῆς<br />
εἰρήνης, τοῦ παιδιοῦ, τῶν ζώων, τοῦ περιβάλλοντος.<br />
Ἡμέρες τῶν ναρκωτικῶν, τοῦ<br />
AIDS, τῆς βίας, τῶν γενοκτονιῶν, τοῦ μετανάστη,<br />
τῶν ἀτόμων μέ εἰδικές ἀνάγκες, τῆς κακοποίησης<br />
τῶν γυναικῶν καί γενικῶς πολλῶν<br />
πληγῶν καί πληγωμένων.<br />
Εἰδικοί φορεῖς, διεθνῆ κέντρα, ἑνώσεις ποικίλων<br />
ἀποχρώσεων ὀργανώνουν συζητήσεις,<br />
πορεῖες, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας καί<br />
ἄλλες παρόμοιου χαρακτήρα ἐκδηλώσεις,<br />
τίς ὁποῖες προβάλλουν σέ ὁλόκληρο τόν<br />
κόσμο, μέ ὅσα μέσα μᾶς παρέχει ἡ σύγχρονη<br />
τεχνολογία.<br />
Μέ ἀδυσώπητες στατιστικές καί εἰκόνες<br />
ἄφατου πόνου, φρίκης ἤ ἀθλιότητας διεγείρουν<br />
συναισθήματα ὀργῆς, φόβου, ἐνοχῆς γιά<br />
τά ἑορταζόμενα, πού δέν ἔχουν βρεῖ ἀκόμη δικαίωση<br />
ἤ θεραπεία. Καί σ’ αὐτόν, ἐν τέλει, τόν<br />
κοινό φόβο καί τήν ἐνοχή ἐντοπίζεται ἡ παγκοσμιότητα<br />
μιᾶς τέτοιας δυσέορτης ἑορτῆς.<br />
Τήν εὐαισθητοποίηση τῆς κοινῆς γνώμης<br />
ἐπιδιώκει. Δέν κρίνεται ἡ πρόθεση (ἔστω καί<br />
ἄν συνδέεται μέ ἰδιοτέλειες) ἀλλά τό μεῖον. Ἡ<br />
συνισταμένη ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων (πανηγυρικῶν,<br />
ἐνημερωτικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν<br />
κ.ἄ.) λειτουργεῖ φανερά ἤ ὑπόγεια ὡς<br />
“μύστης”, γιά τά συντελούμενα παράλογα καί<br />
ἀπάνθρωπα πού δέν ἔχουν τέλος, οὔτε φθάνουν<br />
στήν κάθαρση.<br />
Ποιά σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά τά καινά καί κατ’<br />
ἐπίφασιν παγκόσμια, μέ τή μορφή καί τό νόημα<br />
τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς ἑορτῆς; Τά ἀστικά<br />
καί τά ἀγροτικά μας πανηγύρια στή μνήμη<br />
τῶν Ἁγίων, πού μέχρι σήμερα διατηροῦν<br />
πανάρχαιες συνήθειες λατρείας; Λειτουργία<br />
εὐχαριστιακή μέ ἀρτοπλασίες καί προσφορές,<br />
εὐλογία τῶν ἀπαρχῶν (ἡ προσφορά καί εὐλογία<br />
τῶν πρώτων καρπῶν) καί τῶν καρπῶν τῶν<br />
σπορίμων, λιτανεῖες, ἀγῶνες ἱππικούς κ.ἄ., καί<br />
ὕστερα κοινό τραπέζι, τραγούδι καί χορός στίς<br />
πλατεῖες καί τά σώπατα τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου<br />
ὅλοι, ἐξίσου, κοινωνοῦν τά θεῖα καί τά ἀνθρώπινα<br />
καί μοιράζονται τήν τέρψη τῆς ψυχῆς καί<br />
τοῦ σώματος.<br />
Ὁ ὁμηρικός ὕμνος στόν Δήλιο Ἀπόλλωνα<br />
περιγράφει τήν ἑορτή τοῦ θεοῦ τῆς Δήλου καί<br />
ὁ νοῦς μας ξεστρατίζει στό γειτονικό πανηγύρι<br />
τῆς Εὐαγγελίστριας στήν Τῆνο.<br />
«ἀλλὰ σὺ Δήλῳ Φοῖβε μάλιστ᾿ ἐπιτέρπεαι<br />
54
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
ἦτορ,<br />
ἔνθα τοι ἑλκεχίτωνες Ἰάονες ἠγερέθονται<br />
αὐτοῖς σὺν παίδεσσι καὶ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν.<br />
οἱ δέ σε πυγμαχίῃ τε καὶ ὀρχηθμῷ καὶ<br />
ἀοιδῇ<br />
μνησάμενοι τέρπουσιν ὅταν στήσωνται<br />
ἀγῶνα.<br />
φαίη κ᾿ ἀθανάτους καὶ ἀγήρως ἔμμεναι<br />
αἰεὶ<br />
ὃς τότ᾿ ἐπαντιάσει᾿ ὅτ᾿ Ἰάονες ἀθρόοι<br />
εἶεν.<br />
πάντων γάρ κεν ἴδοιτο χάριν, τέρψαιτο δὲ<br />
θυμὸν<br />
ἄνδρας τ᾿ εἰσορόων καλλιζώνους τε γυναῖκας<br />
νῆάς τ᾿ ὠκείας ἠδ᾿ αὐτῶν κτήματα πολλά.<br />
πρὸς δὲ τόδε μέγα θαῦμα, ὅου κλέος οὔποτ᾿<br />
ὀλεῖται,<br />
κοῦραι Δηλιάδες Ἑκατηβελέταο θεράπεναι.<br />
... μνησάμεναι ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν<br />
ὕμνον ἀείδουσιν, θέλγουσι δὲ φῦλ᾿ ἀνθρώπων».<br />
«ἀλλά στή Δῆλο πιό πολύ, ὤ Φοῖβε, τέρπεις<br />
τήν καρδιά σου,<br />
ἐκεῖ πού οἱ μακροχίτωνες γιά χάρη σου Ἴωνες<br />
μαζεύονται<br />
μέ τά παιδιά καί τίς σεβάσμιες συζύγους τους.<br />
Κι αὐτοί μέ πυγμαχία καί μέ χορό καί μέ τραγούδι<br />
θά τέρπουν μνημονεύοντας ἐσένα, ὅταν θά<br />
στήνουν τόν ἀγώνα.<br />
Κι ἀκόμα ἐκεῖνο τό μεγάλο θαῦμα, πού ἡ δόξα<br />
του ποτέ δέν θά χαθεῖ,<br />
οἱ Δηλιάδες κόρες, οἱ ἱέρειες τοῦ Ἑκατηβελέτη...<br />
μνημονεύοντας ἀρχαίους ἄνδρες καί γυναῖκες<br />
ψάλλουν ὕμνο καί τέρπουν τά γένη τῶν<br />
ἀνθρώπων».<br />
(Ὁμηρικός Ὕμνος στό Θεό Ἀπόλλωνα, στίχ.<br />
145-161).<br />
Τό πλῆθος τῶν καλοντυμένων ἀνθρώπων,<br />
πού μέ τίς εὐπρεπεῖς συζύγους τους καί τά παιδιά<br />
τους συρρέουν στή Δῆλο μέ τά πολλά ταχύπλοα<br />
καράβια, τά πλούτη, οἱ ἀγῶνες, σοῦ<br />
δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ἀθανασίας καί τῆς<br />
αἰώνιας νεότητας… δόξα καί μέγα θαῦμα τῆς<br />
πανηγύρεως, ὁ Ὕμνος, πού τά κορίτσια τῆς<br />
Δήλου ψάλλουν στόν Ἀπόλλωνα, μνημονεύοντας<br />
ἀρχαίους ἄνδρες καί γυναῖκες καί<br />
γεμίζουν εὐφροσύνη τά γένη τῶν ἀνθρώπων.<br />
Καί στήν Τῆνο:<br />
«Δεῦτε Τήνιοι πολῖται νά πανηγυρίσωμεν<br />
εὕρεσιν τῆς Παναγίας νά ὑμνήσωμεν».<br />
Εἴκοσι ἑπτά αἰῶνες συνδέουν τά δύο πανηγύρια,<br />
ὡστόσο, οἱ θρησκευτικές γιορτές στίς<br />
πόλεις, ἔχουν διολισθήσει περισσότερο πρός<br />
τόν κοινωνικό τύπο τῆς δυτικῆς γιορτῆς. Τό<br />
«φαίνεσθαι» καί τό life-style τῶν παραγόντων<br />
τῆς ἑορτῆς ὑποβαθμίζουν ἤ καί ἐκμηδενίζουν<br />
τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τήν<br />
οὐσιαστική σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τά θεῖα. «Οἱ<br />
ναρθηκοφόροι μέν πολλοί Βάκχοι δέ τε<br />
παῦροι» (Οἱ πανηγυριστές εἶναι πολλοί, ἄλλα<br />
οἱ βαθειά πιστεύοντες λίγοι) (Πλάτων, Φαίδων<br />
69C). Καί ἐπειδή, καθώς φαίνεται, αὐτός<br />
ὁ τρόπος δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἐσώτερες ἀνάγκες<br />
μας, ἐπιστρέψαμε στόν θησαυρό τῆς παράδοσης,<br />
τά ἀρχαῖα ἔθιμα 1 .<br />
Ἴσως σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη<br />
φορά, γίνεται ἐπίκαιρη ἡ ρήση τοῦ Ἡρακλείτου<br />
(ἀπ. 2) «τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ<br />
ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν»<br />
[μετάφραση: ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι κοινή<br />
(ὅμοια) γιά ὅλους, οἱ περισσότεροι ζοῦν σάν<br />
νά ἔχουν δική τους ἀντίληψη (ἄποψη) γι᾿<br />
αὐτήν]. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀπομακρύνονται<br />
ἀπό τό κοινό πνεῦμα, τήν κοινή ἀντίληψη τῆς<br />
ἀλήθειας, παύουν νά κοινωνοῦν, παύουν νά<br />
ζοῦν μέσα σέ κοινωνίες ἰδιωτεύουν 2 ἀλαζονικά,<br />
ὑπηρετοῦν τήν ἀτομική τους ἄποψη, στάση<br />
55
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πού φέρνει τή ρήξη στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων<br />
μέ τό θεῖον, καί καταλύει τήν οἰκειότητα<br />
μέ τούς Ἁγίους. Ἀπό αὐτήν τήν ἰδίαν<br />
φρόνησιν μᾶς ἀποτρέπει ὁ ξυνός-κοινός-λόγος<br />
τῆς ὀρθόδοξης ἑορτῆς, ὅπως τόν διαμόρφωσε<br />
τό θρησκευτικό βίωμα καί ἡ πνευματικότητα<br />
τοῦ λαοῦ μας, ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια.<br />
Ὁ περιηγητής Παυσανίας μαρτυρεῖ τήν<br />
εὐσέβεια τῶν Ἀθηναίων 3 καί ὁ Ἀπόστολος<br />
Παῦλος βρῆκε ἕτοιμο τόν βωμό τοῦ Ἄγνωστου<br />
θεοῦ 4 , γιατί ἡ ἑλληνική θρησκευτική ἀντίληψη<br />
περιεῖχε ἤδη σπερματικά* (περιεῖχε τούς<br />
σπόρους), τόν χριστιανικό λόγο. Ἡ ἑλληνική<br />
φιλοσοφία ἄνοιξε τόν δρόμο καί ἐδόξασε τήν<br />
νέα πίστη 5 , ἔδωσε νέο περιεχόμενο στά λατρευτικά<br />
ἔθιμα καί τή γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων,<br />
τήν κοινή ἑλληνική.<br />
Μαζί μέ αὐτά, ὁ ἑλληνικός κόσμος πλήρωσε,<br />
ἀπό τούς πρώτους ρωμαϊκούς διωγμούς ὥς<br />
τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, μέ χιλιάδες μαρτύρων<br />
τήν πίστη του. Εἶναι οἱ ἅγιοι πού<br />
«ἐλιθάσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐπρίσθησαν<br />
ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς,<br />
ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι,<br />
θλιβόμενοι, κακουχούμενοι ὧν οὔκ ἄξιος ὁ κόσμος»<br />
( Ἑβρ. 37). Εἶναι οἱ βοηθοί καί συλλήπτορες<br />
στίς δύσκολες ὧρες, οἱ ἰαματικοί στίς<br />
ἀσθένειες, οἱ σημάντορες τῶν μετεωρολογικῶν<br />
φαινομένων, πού κατηύθυναν καί προστατεύουν<br />
τούς ἐργάτες τῆς γῆς, τούς βοσκούς<br />
καί τά βοσκήματα, οἱ φέροντες τήν βροχή<br />
καί τήν εὐετηρία (καλοχρονιά) 6 .<br />
Σήμερα ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία προσφέρει<br />
τίς λύσεις σ’ αὐτά τά ζητήματα. Ἡ Παναγία<br />
ἡ Μεσοσπορίτισσα, γιά τόν χρόνο<br />
σπορᾶς τῶν σιτηρῶν (21 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγ.<br />
Γεώργιος ὁ μεθυστής (3 Νοεμβρίου) γιά τό<br />
ἄνοιγμα τοῦ καινούριου κρασιοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος<br />
(6 Δεκεμβρίου) γιά τά ταξίδια καί τήν<br />
προστασία τῶν ναυαγῶν, ὁ Ἅι-Γιάννης ὁ<br />
Κλήδονας ἤ τοῦ Λιοτροπιοῦ (ἡλιοστασίου) (24<br />
Ἰουνίου) πάνω στό θερινό ἡλιοστάσιο, ἡ Ἁγία<br />
Μαρίνα (17 Ἰουλίου) «γιά νά μαράνει τίς<br />
παιδικές ἀρρώστιες», δέν μᾶς χρειάζονται πιά<br />
καί τούς σβήσαμε ἀπό τά ἡμερολόγια καί τή<br />
μνήμη μας.<br />
Ὅμως ἡ ταραχή καί ἡ ἔνταση τῶν φυσικῶν<br />
φαινομένων, ἡ χρονική μετακίνηση τῶν<br />
ἐποχῶν καί οἱ ἄλλες κλιματικές ἀλλαγές, οἱ<br />
μεγάλες καταστροφές, ὅλο καί συχνότερες τά<br />
τελευταῖα χρόνια, ἐντείνουν τήν ἀγωνία μας<br />
γιά τό μέλλον τοῦ πλανήτη. Οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς<br />
καί οἱ οἰκολόγοι συνεδριάζουν καί ἀποφασίζουν<br />
μέτρα προστασίας ἤ περιστολῆς, γιά τά<br />
ἀπρόβλεπτα «σημεῖα» τοῦ καιροῦ. Ἡ ἐπιστήμη<br />
ἔχει τόν λόγο της, ὡστόσο στούς ἡμεροδεῖκτες<br />
οἱ νέες διεθνεῖς ἑορτές, πληθαίνουν<br />
μαζί μέ τά προβλήματα καί καταγράφονται περισσότερο<br />
ὡς ἀπειλή ἤ καθῆκον. Ὄχι ὡς ἑορτή<br />
καί πανηγύρι, ἀλλά ὡς ἑνωμένη ἀντίσταση.<br />
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ τρομοκρατία<br />
καί τά παρά-λόγον πού τή συνοδεύουν.<br />
Οἱ ἑορτές τῶν Ἁγίων μας ἔχουν νά κάνουν<br />
μέ τά ὑπέρ-Λόγον μέ τά ἱερά καί τό θαῦμα καί<br />
περαιτέρω μέ τόν πολιτισμό καί τήν αὐτοσυνειδησία<br />
μας. Ἡ ἀπουσία καί ἡ σταδιακή κατάργηση<br />
τῶν ἑορτῶν, ὅπως καί ἡ κατάργηση<br />
τῆς Κυριακῆς ἀργίας, ἀλλάζει τόν τρόπο<br />
μας, γιατί δέν συνδέεται μόνο μέ τίς εὐφρόσυνες<br />
στιγμές καί τίς ἐκδηλώσεις μιᾶς μακρόχρονης<br />
πνευματικῆς παράδοσης, πού μᾶς<br />
γοητεύουν, ὅταν συμβεῖ νά τίς συναντήσομε 7 ,<br />
ἀλλά μέ τήν πίστη, τή γλώσσα καί τίς κοινωνικές<br />
δομές, πού ὡς βίωμα συνιστοῦν τό<br />
δαιμόνιον τῆς ψυχῆς, τό «ἀθανάτους καί<br />
ἀγήρως ἔμμεναι», τοῦ Ὁμηρικοῦ Ὕμνου.<br />
Δέν εἴμαστε ἀντίθετοι στίς «ἡμέρες» ἀλλά<br />
δέν εἶναι Ἑορτές.<br />
Σημειώσεις:<br />
1. Ἡ ἐπιστροφή γιά νά ἔχει συνέχεια, πρέπει νά γίνεται<br />
μέ τόν δέοντα σεβασμό. Πολλές φορές γιά τουριστική<br />
κατανάλωση ἔχουμε ἔκπτωση στό Folklore (ἐπιφανειακή<br />
μίμηση).<br />
2. Ἀπό τό ρῆμα ἰδιωτεύω τό οὐσιαστικό ἰδιώτης πέρασε<br />
στή Γαλλία ὡς ὅρος τῆς ψυχιατρικῆς idiot εἶναι<br />
ὁ ἠλίθιος, ὁ πνευματικά καθυστερημένος.<br />
3. Παυσανίου «Ἑλλάδος Περιήγησις Ἀττικά» (Ι175-6)<br />
4. Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 17, 22-23.<br />
5. Εὐαγγέλιον κατά Ἰωάννην 12, 20-23 «ἐλήθυθεν ἡ<br />
ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου».<br />
6. Γεωργ. Μέγα, «Ἑλληνικές ἑορτές καί ἔθιμα τῆς<br />
λαϊκῆς λατρείας».<br />
7. Στά πανηγύρια, ἤ περιγραφόμενες γλαφυρά στά κείμενα<br />
τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Κόντογλου κ.ἄ.<br />
* Ἐνδεικτικά: Πλάτωνος Νόμοι «ὁ δή θεός ἡμῖν πάντων<br />
χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα, καί κατά τόν ἴδιον<br />
λόγον, ὁ μέν σώφρων ἡμῶν, θεῷ φίλος, ὅμοιος γάρ, ὁ<br />
δέ μή σώφρων ἀνόμοιός τε καί διάφορος καί ἄδικος (716<br />
c1-d3). Πλάτωνoς Φαῖδρος: «Tήν δικαιοσύνη τοῦ<br />
Θεοῦ μπορεῖ κανείς νά φθάσει «ἐξιστάμενος τῶν<br />
ἀνθρωπίνων καί πρός τῷ θείῳ γιγνόμενος - φυγή δέ<br />
ὁμοίωσις τῷ θεῷ κατά τό δυνατόν» (z496).<br />
Ξενοφάνης: «Εἷς θεός μέγιστος», ἀπ.170.<br />
56
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ<br />
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ<br />
• Μέ τή δέουσα λαμπρότητα ἑορτάσθηκαν τά<br />
ἅγια Θεοφάνεια στό Φανάρι τήν Τετάρτη 6<br />
Ἰανουαρίου. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ.<br />
Βαρθολομαῖος προέστη τῆς Πατριαρχικῆς<br />
Θείας Λειτουργίας στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό<br />
Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἡ ἀκολουθία<br />
τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ ἔγινε κατά τήν Πατριαρχική<br />
τάξη μετά τό τέλος τῆς Μ. Δοξολογίας<br />
τοῦ Ὄρθρου. Μετά τήν Ἀπόλυση<br />
σχηματίσχθηκε πομπή πρός στήν ἀκτή τοῦ<br />
Κερατίου Κόλπου, στήν προκυμαία τοῦ Φαναρίου,<br />
ὅπου ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους, περιστοιχούμενος<br />
ἀπό τούς συλλειτουργοῦντες<br />
ἁγίους Ἀρχιερεῖς, τέλεσε τόν Ἁγιασμό τῶν<br />
ὑδάτων καί τῆς τελετῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου<br />
Σταυροῦ στή θάλασσα τοῦ Κεράτιου.<br />
Συμμετεῖχε πλῆθος πιστῶν ἀπό τήν Πόλη καί<br />
πολλοί προσκυνητές ἀπό τήν Ἑλλάδα καί<br />
ἄλλες χῶρες, ἐνῶ παρέστησαν ὁ Ὑπουργός<br />
Ἐσωτερικῶν καί Διοικητικῆς Ἀνασυγκροτήσεως<br />
κ. Παναγιώτης Κουρουμπλῆς, ὁ<br />
‘Υφυπουργός Ἐξωτερικῶν κ. Ἰωάννης Ἀμανατίδης,<br />
ὁ πρεσβευτής τῆς Ἑλλάδος στήν<br />
Ἄγκυρα κ. Κυριακός Λουκάκης, ὁ Γενικός<br />
Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στήν Πόλη κ. Εὐάγγελος<br />
Σέκερης, ἡ Πρόξενος κ. Δανάη Βασιλάκη,<br />
Ἄρχοντες, καί πλῆθος πιστῶν.<br />
• Κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Παναγιωτάτου<br />
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,<br />
πραγματοποιήθηκε ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων<br />
τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων<br />
Ἐκκλησιῶν στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ<br />
Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης<br />
ἀπό 21ης ἕως 28ης Ἰανουαρίου <strong>2016</strong>. Παρέστησαν<br />
ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης<br />
Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαῖος,<br />
ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ.κ.<br />
Θεόδωρος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἱεροσολύμων<br />
κ.κ. Θεόφιλος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Μόσχας<br />
κ.κ. Κύριλλος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Σερβίας κ.κ.<br />
Εἰρηναῖος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Ρουμανίας<br />
κ.κ. Δανιήλ, ὁ Μακ. Πατριάρχης Βουλγαρίας<br />
κ.κ. Νεόφυτος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Γεωργίας<br />
κ.κ. Ἠλίας, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ.<br />
Χρυσόστομος, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων,<br />
Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιος<br />
καί ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Τσεχίας καί<br />
Σλοβακίας κ.κ. Ραστισλάβος, ἐνῶ ἐκωλύθησαν<br />
νά παραστοῦν ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀντιοχείας<br />
κ.κ. Ἰωάννης καί ὁ Μακ. Μητροπολίτης<br />
Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας κ.κ. Σάββας,<br />
γιά λόγους ὑγείας, καί ὁ Μακ. Ἀρχιεπισκόπος<br />
Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος,<br />
γιά προσωπικούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ὅμως<br />
ἐκπροσωπήθηκαν ἀπό ἐπίσημες ἀντιπροσωπεῖες<br />
τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Οἱ Προκαθήμενοι<br />
ἐπεβεβαίωσαν τήν ἀπόφασή τους νά συγκληθεῖ<br />
ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν<br />
Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία τῆς Κρήτης ἀπό 16 ἕως<br />
27 Ἰουνίου <strong>2016</strong>.<br />
57
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
• Τήν 31 Ἰανουαρίου ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ<br />
Πατριάρχης δέχθηκε σέ ἀκρόαση τόν Σεβ.<br />
Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖο καί τούς<br />
Σεβ. Μητροπολίτες Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, Σασίμων<br />
κ. Γεννάδιο καί Κισάμου καί Σελίνου κ.<br />
Ἀμφιλόχιο, τούς Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτες κ.<br />
Βαρθολομαῖο, Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἁγίας καί<br />
Ἱερᾶς Συνόδου, καί π. Πρόδρομο Ξενάκη, Ὑπογραμματέα<br />
τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς<br />
Ἐκκλησίας Κρήτης, καί τόν Ἐλλογ. κ. Κωνσταντῖνο<br />
Ζορμπᾶ, Γεν. Διευθυντή τῆς Ὀρθοδόξου<br />
Ἀκαδημίας Κρήτης, μέ τούς ὁποίους συνεργάσθηκε<br />
γιά τήν ὀργάνωση τοῦ προγράμματος<br />
τῆς ἐπικείμενης Ἁγίας καί Μεγάλης<br />
Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν<br />
Ο.Α.Κ.<br />
• Τή Σμύρνη ἐπισκέφθηκε ὁ Οἰκουμενικός<br />
Πατριάρχης ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς<br />
5 Φεβρουαρίου, ὁπότε ὑποδέχθηκε τήν<br />
Ἱερά Εἰκόνα τῆς Παναγίας Παραμυθίας ἀπό τό<br />
Ἅγιον Ὅρος καί στή συνέχεια προεξῆρχε κατά<br />
τόν πανηγυρικό Ἑσπερινό καί κήρυξε κατάλληλα<br />
στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου<br />
Βουκόλου στήν περιοχή Μπασμάν. Τo<br />
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου ὁ Παναγιώτατος<br />
προεξῆρχε τῆς Πατριαρχικῆς Θείας Λειτουργίας<br />
στόν πανηγυρίζοντα Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου<br />
Βουκόλου, συλλειτουργούντων τῶν Σεβ.<br />
Μητροπολιτῶν Δράμας κ. Παύλου καί Νεαπόλεως<br />
καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα.Τό<br />
ἀπόγευμα χοροστάτησε στόν ὀρθόδοξο<br />
Ἑσπερινό τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννη<br />
τοῦ Θεολόγου τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν<br />
τῆς Σμύρνης ἐνῶ τό βράδυ παρέστη στό Μέγαρο<br />
Μουσικῆς τῆς Σμύρνης στή συναυλία<br />
ἀπό τή Χάρις Ἀλεξίου, πού διοργανώθηκε ἀπό<br />
τή νεοσύστατη Ὀρθόδοξη Κοινότητα Σμύρνης.<br />
Ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους συνεχάρη τήν<br />
καταξιωμένη καλλιτέχνιδα ἀπό σκηνῆς μέ<br />
θερμούς καρδιακούς λόγους, τονίζοντας ὅτι<br />
χρειαζόμαστε τέτοιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι<br />
ἐνισχύουν τούς δεσμούς φιλίας καί συνεργασίας<br />
μεταξύ Τούρκων καί Ἑλλήνων, τήν προσκάλεσε<br />
μάλιστα στήν Κωνσταντινούπολη.<br />
Κατά τήν παραμονή του στή Σμύρνη ὁ Πατριάρχης<br />
μίλησε κατά τήν παρουσίαση τοῦ Βιβλίου<br />
τοῦ κ. Παρασκευᾶ Συριανόγλου «Μιά<br />
ἀγάπη δύο θεοί» στό Ἐμπορικό Ἐπιμελητήριο<br />
Σμύρνης, ἐπισκέφθηκε τόν Δήμαρχο Σμύρνης<br />
κ. Kocaoglu καί μίλησε κατά τήν ἔναρξη τοῦ<br />
Β΄ Ἁγιολογικοῦ Συνεδρίου καί κατά τήν Θεία<br />
Λειτουργία στό Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς,<br />
ὅπου ἔδωσε τήν εὐλογία του στόν Σεβ.<br />
Μητροπολίτη Κορωνείας κ. Παντελεήμονα νά<br />
χοροστατήσει ἀντ’ Αὐτοῦ, καί στό τέλος τέλεσε<br />
τρισάγιο γιά ὅλους τούς κεκοιμημένους<br />
κληρικούς καί λαϊκούς τῆς Σμνύρνης.<br />
• Τήν Κυριακή 14 Φεβρουαρίου κατά τήν Πατριαρχική<br />
χοροστασία στόν πανηγυρίσαντα Ἱ.<br />
Ναό τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στό γραφικό Βεβέκιον<br />
τοῦ Βοσπόρου, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης<br />
κ. Βαρθολομαῖος τέλεσε τή χειροθεσία<br />
τοῦ Μ. Ἱεροκήρυκα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ<br />
Μεγάλης Ἐκκλησίας Παναρέτου, πρός<br />
τόν ὁποῖο καί ἀπηύθυνε ἀπό διφθέρας πατρι-<br />
58
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
κούς λόγους περί τῆς νέας του διακονίας. Κατά<br />
τήν χειροθεσία παρέστησαν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες<br />
Δωδώνης κ. Χρυσόστομος, Ἴμβρου καί<br />
Τενέδου κ. Κύριλλος, Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ,<br />
Μυριοφύτου καί Περιστάσεως κ. Εἰρηναῖος, καί<br />
ὁ Ἐπίσκοπος Δορυλαίου κ. Νίκανδρος, ἀπό τήν<br />
Ἀρχιεπισκοπή τῆς Αὐστραλίας, ἐνῶ παρών<br />
ἦταν καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ρεθύμνης καί<br />
Αὐλοποτάμου κ. Εὐγένιος, στήν ἐπαρχία τοῦ<br />
ὁποίου ἀνήκει ἐκκλησιαστικῶς ὁ νεοχειροθετηθείς<br />
κληρικός τῶν Πατριαρχείων.<br />
• To Σάββατο 13 Φεβρουαρίου, ὁ Παναγιώτατος<br />
Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος<br />
δέχθηκε σέ ἀκρόαση τά μέλη τῆς Κεντρικῆς<br />
Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Δικτύου<br />
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν Ποιμαντική<br />
Διακονία στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας.<br />
Ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,<br />
ἡ Ἐπιτροπή συναντήθηκε στήν<br />
Πόλη καί συνεδρίασε στήν αἴθουσα τοῦ Μικτοῦ<br />
Συμβουλίου τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Οἰκουμενικοῦ<br />
Πατριαρχείου στό Φανάρι ἀπό 10 ἕως<br />
14 Φεβρουαρίου ὑπό τόν Συντονιστή τῆς<br />
Ἐπιτροπῆς Πρωτ. Σταῦρο Κοφινᾶ. Ἀποφασίσθηκαν:<br />
Ἡ ὀργάνωση κατά τόπους συναντήσεων<br />
μεταξύ κληρικῶν καί ἐπαγγελματιῶν<br />
ὑγείας (ἰατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικούς<br />
λειτουργούς κ.ἄ.) μέ σκοπό τήν ἔκφραση<br />
ὑποστήριξης πρός τό ἔργο τους. Κατά τόπους<br />
συλλογή ἠλεκτρονικῶν διευθύνσεων ἐπαγγελματιῶν<br />
ὑγείας καί δημιουργία βάσης δεδομένων<br />
πρός καλύτερο συντονισμό ὅλων τῶν<br />
ἐμπλεκομένων. Ἡ σύγκληση τέταρτου Συνεδρίου<br />
κατά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2017. Περαιτέρω<br />
συνεζητήθη ἐκτενῶς τό γενικό θέμα τοῦ Συνεδρίου<br />
καθώς καί οἱ ἐπιμέρους ἑνότητες καί<br />
κατόπιν μακρᾶς διαλογικῆς συζητήσεως διαφόρων<br />
ὑποβληθέντων προτάσεων ἡ Ἐπιτροπή<br />
κατέληξε τό γενικό θέμα τοῦ Συνεδρίου νά<br />
εἶναι «Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»<br />
- ἀνακαλύπτοντας τήν ἐλπίδα στίς<br />
δυσχέρειες τῆς ζωῆς.<br />
• Η Α.Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης, παρέστη<br />
συμπροσευχόμενος ἀπό τοῦ Ἱ. Βήματος τοῦ Π.<br />
Πατριαρχικοῦ Ναοῦ κατά τήν Θεία Λειτουργία<br />
τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου,<br />
21 Φεβρουαρίου, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ.<br />
Μητροπολίτου Ἐδέσσης καί Πέλλης κ. Ἰωήλ.<br />
Μετά τήν ἀπόλυση ὁ Παναγιώτατος χειροθέτησε<br />
τόν Ἐλλογιμ. κ. Σταμάτιο-Νικόλαο Κίσσα,<br />
Πρόεδρο τοῦ ἐν Ἀθήναις Συλλόγου Μουσ<br />
ι κ ο φ ί λ ω ν<br />
Κωνσταντινουπόλεως,<br />
στό ὀφφίκιο<br />
τοῦ Ἄρχοντος<br />
Πρ ω το μ α ΐ -<br />
στορος τῆς<br />
Ἁγίας τοῦ<br />
Χριστοῦ Μ.<br />
Ἐκκ λησίας,<br />
καί ἀνταλλάχθηκαν<br />
οἱ<br />
εἰθισμένοι λόγοι.<br />
• Τήν Κυριακή<br />
21 Φεβρουαρίου<br />
ὁ<br />
Πατριάρχης<br />
προέστη στόν<br />
Π. Πατριαρχικό Ναό στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ<br />
Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, Ἄρχοντος Διδασκάλου<br />
τοῦ Εὐαγγελίου καί Καθηγητοῦ τοῦ<br />
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου<br />
στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, τόν<br />
ὁποῖο ὁ μαθητής του Οἰκουμενικός Πατριάρχης<br />
περιέβαλλε πάντοτε μέ σεβασμό, εὐγνωμοσύνη,<br />
τιμή καί ἀγάπη, ὅπως καί ὅλους<br />
τους κατά καιρούς Διδασκάλους του.<br />
• Πραγματοποιήθηκε ἡ τακτική ἀνασυγκρότηση<br />
τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, τήν<br />
ὁποία γιά τό ἑξάμηνο ἀπό 1 Μαρτίου ἕως 31<br />
Αὐγούστου <strong>2016</strong>, ὑπό τήν προεδρία τῆς Α. Θ.<br />
Παναγιότητος, ἀποτελοῦν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες<br />
Γέρων Περγάμου κ. Ἰωάννης, Ντένβερ κ.<br />
Ἡσαΐας, Ἀτλάντας κ. Ἀλέξιος, Πριγκηποννήσων<br />
κ. Ἰάκωβος, Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ, Φιλαδελφείας<br />
κ. Μελίτων, Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ,<br />
Δαρδανελλίων κ. Νικήτας, Ντητρόϊτ κ.<br />
Νικόλαος, Ἁγίου Φραγκίσκου κ. Γεράσιμος,<br />
Σηλυβρίας κ. Μάξιμος καί Ἀδριανουπόλεως κ.<br />
Ἀμφιλόχιος.<br />
• Τό δίμηνο Ἰανουαρίου-Φεβρουαρίου τό<br />
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Α.Θ.Παναγιότητα,<br />
τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ.<br />
Βαρθολομαῖο ἐπισκέφθηκαν πολλοί Σεβ.<br />
Ἀρχιερεῖς, Κληρικοί, Μοναχοί, ’Οφφικίαλοι τῆς<br />
Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Πρέσβεις,<br />
Διπλωμάτες, Βουλευτές, Ἀκαδημαϊκοί καί<br />
ὅμιλοι προσκυνητῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα καί<br />
ἀλλοῦ.<br />
59
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ<br />
ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ<br />
Ο Σεβ. Μητροπολιτης ιεραπυτνησ<br />
και σητειασ κ. Ευγενιος:<br />
• Τήν Παρασκευή 29 Ἰανουαρίου παρέστη συμπροσευχόμενος<br />
κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία στό<br />
Καθολικό της Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς<br />
Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου καί Παναγίας Ἀκρωτηριανῆς<br />
Τοπλοῦ Σητείας, εὐχόμενος στόν ἄγοντα τά<br />
ὀνομαστήριά του Ἡγούμενο π. Φιλόθεο μακροημέρευση<br />
καί ἄνωθεν ἐνίσχυση στήν πολυδιάστατη διακονία του<br />
στήν Ἱερά καί ἱστορική Μονή Τοπλοῦ.<br />
• Τήν ἴδια ἡμέρα, μέ ἀφορμή καί τήν σχολική ἑορτή τῶν<br />
Τριῶν Ἱεραρχῶν, προστατῶν τῆς Παιδείας, ἐπισκέφθηκε<br />
τό Γυμνάσιο Παλαικάστρου, ὅπου εὐλόγησε, ἔκοψε καί<br />
διένειμε τήν Ἁγιοβασιλόπιτα, μαζί μέ τούς σελιδοδεῖκτες<br />
μέ τήν εἰκόνα καί διδαχές τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου,<br />
πού πρόσφατα ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μητρόπολή<br />
μας γιά τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες. Ἀκόμα, μίλησε<br />
κατάλληλα γιά τή ζωή καί τό ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν<br />
καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, διένειμε στά παιδιά τῆς<br />
Β΄ τάξης τά ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔκδοση-προσφορά<br />
τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος «Παναγία<br />
Ἀκρωτηριανή», καί ἀκολούθως μετέβη στό γραφεῖο<br />
τοῦ Συλλόγου Διδασκόντων τοῦ σχολείου, ὅπου συνομίλησε<br />
μέ τούς Ἐκπαιδευτικούς, στούς ὁποίους ἐπέδωσε<br />
τό ἐγκόλπιο ἡμερολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά<br />
τό ἔτος <strong>2016</strong>.<br />
• Τό Σάββατο 30/1, ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, χοροστάτησε<br />
στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς<br />
ἄρτους καί στή συνέχεια τέλεσε τή Θεία Λειτουργία καί<br />
μίλησε ἐπίκαιρα γιά τούς τιμώμενους μεγάλους Πατέρες<br />
καί Οἰκουμενικούς Διδασκάλους στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό<br />
Ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Πεύκων.<br />
• Τήν Κυριακή 31/1, ἐν μέσῳ πυκνοῦ ἐκκλησιάσματος,<br />
οροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια<br />
ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί<br />
τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς<br />
Μακαρίας Μοναχῆς στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Ἑξακουστῆς<br />
Μαλλῶν Ἱεράπετρας. Ἀκολούθως μετέβη στό<br />
Ἀρχονταρίκι, ὅπου εὐλόγησε, ἔκοψε καί διένειμε τήν<br />
Ἁγιοβασιλόπιτα τῆς Μονῆς, παρουσία τῆς Ἀδελφότητας,<br />
συνεργατῶν καί φίλων τοῦ μοναστηριοῦ.<br />
• Τό ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας, περιστοιχούμενος<br />
ἀπό τόν Πανοσιολ. Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητρoπόλεως<br />
Ἀρχιμ. Κύριλλο Διαμαντάκη καί ἄλλους Κληρικούς,<br />
εὐλόγησε, ἔκοψε καί διένειμε τήν Ἁγιοβασιλό-<br />
60
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
πιτα τοῦ Περιφερειακοῦ Τμήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ<br />
Ἐρυθροῦ Σταυροῦ Ἱεράπετρας, πού πραγματοποιήθηκε<br />
στήν αἴθουσα συνεδριάσεων τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου<br />
τοῦ Δήμου Ἱεράπετρας, εὐχόμενος στή διοίκηση,<br />
τά στελέχη καί ὅλα τα μέλη τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ<br />
καλή καί καρποφόρα χρονιά μέ ὑγεία καί τή χάρη<br />
τοῦ Θεοῦ.<br />
• Τό ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας 1 Φεβρουαρίου, περιστοιχούμενος<br />
ἀπό τόν τόν Ἱερό Κλῆρο τῆς περιοχῆς μέ<br />
ἐπικεφαλῆς τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τοπλοῦ,<br />
χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς<br />
ἑορτῆς, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί κήρυξε<br />
ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο στό κατάμεστο ἀπό πιστούς<br />
πανηγυρίζον παρεκκλήσιο τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου,<br />
κάτωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου<br />
πόλεως Σητείας.<br />
• Τήν Τρίτη 2/2, ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου<br />
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία<br />
τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς ἄρτους καί στή συνέχεια<br />
ἱερούργησε καί μίλησε ἐπίκαιρα στό πολυπληθές<br />
ἐκκλησίασμα στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ἐνοριακό Ναό<br />
Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου Ζάκρου Σητείας.<br />
• Τήν Τετάρτη 3/2 ἔλαβε μέρος στή συνοδική σύσκεψη<br />
πού ἔλαβε χώρα στό Ἡράκλειο ὑπό τήν προεδρία τοῦ<br />
Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου μέ κύριο θέμα<br />
συζήτησης τή μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, πού θά<br />
πραγματοποιηθεῖ τόν προσεχή Ἰούνιο στήν Ὀρθόδοξο<br />
Ἀκαδημία Κρήτης.<br />
• Τήν Πέμπτη 4/2 χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία<br />
τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους,<br />
χοροστάτησε κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία καί<br />
μίλησε ἐπίκαιρα στό πολυπληθές ἐκκλησίασμα στόν φερώνυμο<br />
Ἱερό Ναό ἐντός τῆς Προκεχωρημένης Ναυτικῆς<br />
Βάσης Κυριαμαδίου στό ἀκρωτήριο Κάβο Σίδερο, πού<br />
ἀποτελεῖ Μετόχι τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας<br />
Ἀκρωτηριανῆς Τοπλοῦ.<br />
• Τήν Κυριακή 7/2 χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία<br />
τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε<br />
ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό τρίμηνο μνημόσυνο<br />
τῆς μακαριστῆς Ἄννης Σαμπροβαλάκη στόν Ἱ. Ναό<br />
Ἁγίας Εἰρήνης Ἐνορίας Κουτσουρᾶ.<br />
Ο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. βράβευσε τoν Σεβ. Μητροπολιτη<br />
Ιεραπυτνης και Σητειας<br />
κ. Ευγενιο<br />
Τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Εὐγένιο βράβευσε ὁ Σύνδεσμος Ἑλληνικῶν Γυμναστικῶν<br />
καί Ἀθλητικῶν Σωματείων (Σ.Ε.Γ.Α.Σ.) γιά τήν ἔμπρακτη στήριξη τῆς ἀθλούμενης νεολαίας<br />
ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καί Σητείας, ὅπως εἶναι ἡ διοργάνωση κάθε χρόνο τῶν<br />
Παγκρήτιων ἀγώνων στίβου «ΝΕΣΤΟΡΕΙΑ» στήν Ἱεράπετρα καί τοῦ «ΓΥΡΟΥ ΣΗΤΕΙΑΣ», πού ἐντάσσονται<br />
στό πλαίσιο τῶν πανελληνίων ἀγώνων δρόμου «Γύροι πόλεων».<br />
Ἡ ἐκδήλωση βραβεύσεων τῶν φορέων πού στηρίζουν τόν κλασσικό ἀθλητισμό στήν ἑλληνική περιφέρεια,<br />
τῶν ἀθλητῶν πού διακρίθηκαν στίς κορυφαῖες διοργανώσεις τῆς χρονιᾶς, προπονητῶν<br />
61
Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />
καί διοικητικῶν παραγόντων-ἐκπροσώπων τῶν σωματείων,<br />
πραγματοποιήθηκε τήν Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου<br />
στήν κατάμεστη αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»<br />
στό κλειστό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας (Σ.Ε.Φ.)<br />
μέ τήν παρουσία τοῦ ἁρμόδιου Ὑφυπουργοῦ Ἀθλητισμοῦ<br />
κ. Σταύρου Κοντονῆ, τοῦ Προέδρου τοῦ Δ.Σ. τοῦ<br />
Σ.Ε.Γ.Α.Σ. κ. Κων. Παναγόπουλου, τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα<br />
καί πρώην Προέδρου κ. Βασ. Σεβαστῆ καί τῶν<br />
λοιπῶν στελεχῶν τοῦ Συνδέσμου.<br />
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Εὐγένιος παρέλαβε<br />
αὐτοπροσώπως τό βραβεῖο κατά τή διάρκεια τῆς ἐκδήλωσης<br />
ἀπό τόν Α΄ Εἰδικό Γραμματέα τοῦ Σ.Ε.Γ.Α.Σ. κ.<br />
Ἀθανάσιο Βογιατζῆ.<br />
Ο Σεβ. Μητροπολιτης ιεραπυτνησ<br />
και σητειασ κ. Ευγενιος:<br />
• Τό ἑσπέρας τῆς Τρίτης 9 Φεβρουαρίου, περιστοιχούμενος<br />
ἀπό πλειάδα Ἐφημερίων τῆς περιοχῆς, χοροστάτησε,<br />
εὐλόγησε τούς ἄρτους καί κήρυξε ἐπίκαιρα<br />
στήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ<br />
της ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους<br />
τοῦ Θαυματουργοῦ στόν φερώνυμο Ἱερό Ἐνοριακό<br />
Ναό τῶν Ἀχλαδίων Σητείας, ὅπου, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν<br />
ἀπερχόμενο Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας καί συνταξιοῦχο Κληρικό,<br />
Αἰδεσιμώτατο Σταυροφόρο Σκευοφύλακα π.<br />
Ἐμμανουήλ Αὐγουστινάκη γιά τήν ἐπί 27 συναπτά ἔτη<br />
ἐφημεριακή του διακονία στήν Ἐνορία, παρουσίασε στούς<br />
ἐνορίτες τόν νέο Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας Ἀχλαδίων<br />
Αἰδεσιμώτατο π. Ἐμμανουήλ Μπελιμπασάκη. Μίλησαν,<br />
ἐπίσης, ὁ π. Ἐμμανουήλ Αὐγουστινάκης, ὁ νέος Ἐφημέριος<br />
τῆς Ἐνορίας π. Ἐμμ. Μπελιμπασάκης καί ὁ Πρόεδρος<br />
τῆς Τοπικῆς Κοινότητος Ἀχλαδίων κ. Κων/νος<br />
Ρεμπελάκης.<br />
•Τήν Τετάρτη 10/2 χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ<br />
Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί στή<br />
συνέχεια τέλεσε τή Θεία Λειτουργία καί κήρυξε τόν θεῖο<br />
λόγο στόν κατάμεστο ἀπό πιστούς πανηγυρίζοντα<br />
Ἱερό Ναό Ἁγίου Χαραλάμπους Μαλλῶν Ἱεράπετρας.<br />
• Τό Σάββατο 20/2, περιστοιχούμενος ἀπό Κληρικούς,<br />
ἱερούργησε στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου πόλεως<br />
Ἡρακλείου, ὅπου κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε<br />
τό ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Μελπομένης<br />
Περτσελάκη, μητρός τοῦ π. Παϊσίου Δερμιτζάκη.<br />
•Τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, 21/2, χοροστάτησε<br />
κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια<br />
ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί<br />
τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως<br />
τοῦ μακαριστοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου<br />
Γιανναδάκη στόν Ἱερό Ναό Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου<br />
Γδοχίων Ἱεράπετρας.<br />
• Τή Δευτέρα Δευτέρα 22/2 στήν Αἴθουσα Συνεδρίων<br />
τοῦ «Κέντρου Πολιτιστικῆς καί Κοινωνικῆς Μέριμνας»<br />
62
Περισσοτερες ειδήσεις καί φωτογραφίες στόν καθημερινά<br />
ενημερωμένο ιστοχωρο της ιερας Μητροπολεως: www.imis.gr<br />
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας προέστη<br />
Ἱερατικῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἐφημερίων, ἐνόψει<br />
τοῦ Τριωδίου καί τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.<br />
• Τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, 28/2, ἱερούργησε στόν<br />
Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Αἰκατερίνης πόλεως Σητείας,<br />
ὅπου κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο<br />
μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Ἐμμανουήλ<br />
Κουτσαντωνάκη, Φιλολόγου καί πρ. Λυκειάρχου, καθώς<br />
καί τό ἐννεαήμερο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Ἱερέως<br />
Γεωργίου Χιωτάκη.<br />
• Τή Δευτέρα 29/2 δέχθηκε τόν νέο Ἀστυνομικό Διευθυντή<br />
Λασιθίου Ταξιάρχο κ. Ἐμμανουήλ Πετάση, στόν<br />
ὁποῖο εὐχήθηκε ἀπό καρδιᾶς κάθε ἐπιτυχία στά νέα του<br />
ὑψηλά καθήκοντα γιά τήν περαιτέρω ἐμπέδωση τοῦ<br />
αἰσθήματος ἀσφαλείας καί προστασίας τῶν πολιτῶν τοῦ<br />
Νομοῦ Λασιθίου.<br />
•Τήν Πέμπτη 3 Μαρτίου μετεῖχε στήν τακτική Συνεδρία<br />
τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας<br />
Κρήτης, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τά τρέχοντα ὑπηρεσιακά<br />
θέματα, ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τῆς προετοιμασίας τῆς<br />
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,<br />
ἡ ὁποία θά συγκληθεῖ στήν Κρήτη, τόν προσεχή<br />
Ἰούνιο.<br />
• Τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω, 6/3, χοροστάτησε<br />
κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια<br />
ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε<br />
τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Ἱερέως Γεωργίου<br />
Δρακάκη στόν Ἱερό Ναό Ζωοδόχου Πηγῆς Ἐπισκοπῆς<br />
Ἱεράπετρας, ὅπου συνεχάρη τόν Ἐφημέριο καί<br />
τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο τῆς Ἐνορίας Ἐπισκοπῆς<br />
γιά τόν ἐλαιοχρωματισμό καί τόν γενικότερο ἐξωραϊσμό<br />
τοῦ ἱεροῦ ναοῦ.<br />
κοινωνικο Φροντιστηριο<br />
της Ιερας Μητροπολεως Ιεραπυτνης<br />
και Σητειας<br />
Ξεκίνησαν τίς ἀρχές Ἰανουαρίου καί συνεχίζονται μέ μεγάλη<br />
ἐπιτυχία ἕως καί τή λήξη τοῦ τρέχοντος σχολικοῦ<br />
ἔτους τά μαθήματα ἐνισχυτικῆς διδασκαλίας στήν<br />
Ἱεράπετρα, στό πλαίσιο τοῦ Κοινωνικοῦ Φροντιστηρίου<br />
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας. Τά μαθήματα<br />
παραδίδονται καθημερινά, ἀπογευματινές<br />
ὧρες ἐκτός Σαββατοκύριακου, ἀπό εἰδικευμένες καθηγήτριες<br />
στίς σύγχρονες αἴθουσες διδασκαλίας τοῦ<br />
«Κέντρου Πολιτιστικῆς καί Κοινωνικῆς Μέριμνας» τῆς<br />
Ἱ. Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας, στήν Ἱεράπετρα.<br />
Τό Κοινωνικό Φροντιστήριο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως<br />
παρέχει ἐντελῶς δωρεάν πρόσθετη διδακτική στήριξη<br />
σέ μαθητές Γυμνασίου καί Λυκείου καί ἀπευθύνεται σέ<br />
ὅλους ἀνεξαρτήτως τούς μαθητές τῆς εὐρύτερης περιοχῆς<br />
Ἱεράπετρας πού ἐπιθυμοῦν νά τύχουν ἐνισχυτικῆς<br />
διδασκαλίας.<br />
63
ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ<br />
ΤΕΛΟΣ<br />
Ταχ. Γραφεῖο<br />
ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ<br />
Ἀριθμός Ἄδειας: 5<br />
ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ<br />
ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ:<br />
260004<br />
ISSN 1109-3617