10.07.2019 Views

agkyra_90-2016

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Δ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Κ Δ Ο Σ Η Ι Ε Ρ Α Σ Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ε Ω Σ Ι Ε Ρ Α Π Υ Τ Ν Η Σ Κ Α Ι Σ Η Τ Ε Ι Α Σ<br />

Ἄγκυρα<br />

Ἐλπίδος<br />

Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ο Σ Β ΄ Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9 0 Ι Α Ν Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ - Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 6


Περιεχόμενα<br />

σελ.<br />

Λόγος Κατηχητήριος ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας<br />

καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς <strong>2016</strong>, ................................................................ 3-4<br />

Ἡ τριχοτομία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σχέση της<br />

μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου «Τὸ γνῶθι σαὐτόν»,<br />

Νικολάου Τζιράκη ............................................................................................... 5-19<br />

Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,<br />

Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου ................................................................................... 20-29<br />

Κοσμικές Ἀπόκριες καί ἐκκλησιαστική Ἀπόκρεως,<br />

Γιάννη Γ. Τσερεβελἀκη ......................................................................................... 30-39<br />

Ἀθωνικά ἀφηγήματα,<br />

Ἀντωνίου Ἐμμ. Στιβακτάκη ................................................................................. 40-42<br />

Ὀρθόδοξος Γάμος - Σύμφωνο Συμβίωσης,<br />

Ἀποστόλου Μπουρνέλη ...................................................................................... 43-49<br />

Νάντια Μαρία Ἔλ Σέιχ:«Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες»,<br />

Λουκᾶ Δ. Παπαδάκη ............................................................................................ 50-53<br />

Παλαιοί καί νέοι ἡμεροδεῖκτες καί ἑορτές,<br />

Ἀναστασίας Στεφ. Γοντικάκη .............................................................................. 54-56<br />

Ἀπό τή ζωή τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ........................ 57-59<br />

Ἀπό τή ζωή τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, .................................................................. 60-63<br />

Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Διμηνιαῖο Ὀρθόδοξο Περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας.<br />

Περιόδος Β΄, Τεῦχος <strong>90</strong>, Ἰανουάριος - Φερουάριος <strong>2016</strong>.<br />

Ἰδιοκτήτης: Ἱερά Μητρόπολις Ἱεραπύτνης καί Σητείας.<br />

Ἐκδότης-Διευθυντής, Ὑπεύθυνος κατά νόμο: Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης<br />

καί Σητείας κ. Εὐγένιος.<br />

Ἠλεκτρονική στοιχειοθεσία: Σταῦρος Κακοδειπνάκης, Γραμματεύς Ἱ. Μητροπόλεως.<br />

Ἐπιμέλεια ὕλης, ἠλεκτρονική σελιδοποίηση, προετοιμασία ἐκτύπωσης: Ἀρχιμ. Κύριλλος<br />

Διαμαντάκης, Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας.<br />

Διεύθυνση: Φιλοθέου Α΄ 8, 722 00 Ἱεράπετρα. Τηλέφωνο: 28420 22400/22786,<br />

FAX: 28420 89653 / Web Site: www.imis.gr / E-mail: imis@imis.gr<br />

Κωδικός Ταχυδρομείου: 6155. Ἐκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ», Ἡράκλειο.<br />

Τό περιοδικό ἀποστέλλεται δωρεάν. Προαιρετικές εἰσφορές καί ἐμβάσματα.<br />

Ἐξώφυλλο: Ὁ Ἅγιος Βασίλειος· τοιχογραφία τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀπό τόν Ἐνοριακό Ἱερό Ναό<br />

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Ἐνορίας Μέσα Μουλιανῶν Σητείας· α´ μισό 14ου αἰ.<br />

Τό περιοδικό ἐκδίδεται μέ τή χορηγία τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος τῆς<br />

Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ».


Λόγος Κατηχητήριος<br />

ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας<br />

καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς <strong>2016</strong><br />

Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ<br />

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ<br />

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ<br />

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ<br />

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,<br />

ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ<br />

ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,<br />

ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ<br />

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ προσφιλῆ καὶ εὐλογημένα,<br />

Διὰ τῆς θεοπνεύστου ρήσεως τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Κυρίου καὶ<br />

τῶν κριμάτων αὐτῆς, εἰσάγει καὶ ἐφέτος πάντας τοὺς Ὀρθοδόξους<br />

πιστοὺς εἰς τὸ «μυστήριον» τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης<br />

Τεσσαρκοστῆς ὁ ἱερὸς Ψαλμῳδὸς ἀναφωνῶν: «Ποιῶν ἐλεημοσύνας<br />

ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις» (Ψαλμ. 102, 6).<br />

Διότι ὁ Κύριος «ἐμπιπλᾷ ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν μας καὶ ἀνακαινίζει<br />

ὡς ἀετοῦ τὴν νεότητά μας» (πρβλ. ὅ. π. 5).<br />

Ὡς γνωστόν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, ἕκαστος ἄνθρωπος, πλασθεὶς<br />

κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἀποτελεῖ ναὸν Κυρίου.<br />

Πολὺ δὲ περισσότερον ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν καὶ ἐχρίσθημεν διὰ τοῦ Ἁγίου Μύρου<br />

καὶ ἐνεκεντρίσθημεν εἰς τὴν καλλιέλαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴμεθα ναοὶ τοῦ ἐν ἡμῖν<br />

οἰκοῦντος Ἁγίου Πνεύματος, ἀκόμη καὶ ἐὰν διὰ ποικίλων ἁμαρτιῶν, ἑκουσίων ἢ ἀκουσίων,<br />

ἀπομακρυνώμεθα ἀπὸ τοῦ Κυρίου: «εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει» (Β΄ Τιμ. β΄, 13).<br />

Διὰ τοῦ ρύπου ὅμως τῆς ἁμαρτίας κωλύεται ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ ἐνεργῇ ἐν<br />

ἡμῖν, ἐφ᾿ ᾧ καὶ ἡ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὥρισε τὴν ἀρχομένην περίοδον τῶν νηστειῶν<br />

τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἵνα κατ᾿ αὐτὴν καθάρωμεν ἑαυτοὺς διὰ τῆς<br />

μετανοίας καὶ γενώμεθα ἄξιοι νὰ ὑποδεχθῶμεν τὰ ζωοποιὰ Πάθη καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν λαμπροφόρον<br />

Ἔγερσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Δεῦρο τάλαινα ψυχή, σὺν τῇ σαρκί σου<br />

τῷ πάντων Κτίστῃ, ἐξομολογοῦ∙ καὶ ἀπόσχου λοιπόν, τῆς πρὶν ἀλογίας, καὶ προσάγαγε Θεῷ,<br />

ἐν μετανοίᾳ δάκρυα», καλεῖ πάντας τοὺς πιστοὺς ὁ ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος Ἅγιος<br />

Ἀνδρέας Κρήτης (τροπάριον α΄ᾠδῆς).<br />

Ἡ Ἐκκλησία, μεριμνῶσα διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ πνευματικὴν τελείωσίν μας, ἀνοίγει εἰς πάντα<br />

τὰ μέλη αὐτῆς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς μετανοίας, προτρέπουσα συγχρόνως αὐτὰ νὰ πολεμήσουν<br />

τὸν φιλόϋλον καὶ φιλοκτήμονα βίον, ὁ ὁποῖος ὡς «βαρὺς κλοιός» κρατεῖ τὴν ψυχὴν<br />

χοϊκὴν καὶ συρομένην ἐπὶ γῆς, μὴ δυναμένην νὰ ἀνοίξῃ τὰς πτέρυγας αὐτῆς πρὸς τὸν οὐρανὸν<br />

καὶ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.<br />

Τοιουτοτρόπως, διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῶν καθαρτικῶν δακρύων, ἐνδυόμεθα καὶ πάλιν τὸ<br />

πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν θεοΰφαντον στολήν, τὴν ὁποίαν ἀπωλέσαμεν μετὰ τὴν πτῶσιν,<br />

περιβληθέντες «τὸν στολισμὸν τῆς αἰσχύνης, καθάπερ φύλλα συκῆς».<br />

Ἀποτελεῖ, ταυτοχρόνως, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ βρωμάτων καὶ ἀπὸ «διαλογισμῶν ματαίων<br />

καὶ ἐνθυμήσεων πονηρῶν» ἀφετηρίαν διὰ τὴν ὀρθήν, μεμετρημένην καὶ σώφρονα δια-<br />

3


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

χείρισιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ προοπτικὴν τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, οὕτως ὥστε νὰ ἐκμηδενίζωνται<br />

αἱ ἀρνητικαὶ καὶ διὰ τὸ κοινωνικὸν καὶ φυσικὸν περιβάλλον ἐπιπτώσεις ἐκ τῆς ἀλόγου<br />

χρήσεώς των καὶ νὰ παραμένῃ μόνον ἡ «νηστεία τῆς ἐλεημοσύνης», ἡ ὁποία νὰ μὴ «γίνηται<br />

κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις», ἀλλὰ ἔλεος καὶ χάρις καὶ ἀνακούφισις εἰς αὐτοὺς καὶ διὰ τὴν<br />

πορείαν μας πρὸς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Μέγας Βασίλειος).<br />

Τοιουτοτρόπως, διὰ τῆς ἐγκρατοῦς χρήσεως, ἁγιάζεται καὶ ἡ ὕλη καὶ ἡ ζωὴ μας, καθότι ἡ<br />

φθαρτὴ ὕλη ἀποτελεῖ οὐχὶ τὸν αὐτοσκοπόν, ἀλλὰ τὸ μέσον τοῦ ἁγιασμοῦ. Συνεπῶς, καὶ διὰ<br />

τοὺς ἔχοντας καὶ κατέχοντας πλουσίους τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ νηστεία πρέπει νὰ<br />

ἀποτελῇ ἀφορμὴν ἐγκρατείας, μὲ τελικὸν σκοπόν «περισσεύειν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει<br />

Πνεύματος Ἁγίου», κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ μεγαλορρήμονος Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου<br />

(πρβλ. Ρωμ. ιε΄, 13) καὶ ἀποβλέπειν καὶ εἰς τοὺς σημερινοὺς πτωχούς «Λαζάρους» τῆς<br />

ἀνθρωπότητος καὶ τῆς προσφυγιᾶς.<br />

Πέραν ὅμως τούτων, δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, τὸ ἀληθὲς πνεῦμα τῆς<br />

νηστείας καὶ τῆς ἐγκρατείας, τὸ ὁποῖον καθιστᾷ ταύτας εὐαρέστους τῷ Κυρίῳ, καθὼς διδάσκει<br />

ὁ ἀδελφόθεος Ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγων: «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ<br />

Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον<br />

ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Ἰακ. α΄, 27). Διότι δὲν θὰ ἐπιτύχωμεν τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν<br />

ἀφθόνως παρέχει ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια, ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ τῆς ἀσιτίας καὶ τῆς ἀποχῆς<br />

ἀπὸ τῶν ὑλικῶν τροφῶν: «Εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν,<br />

ἱνατί μοι νηστεύετε;», ἀναρωτᾶται ὁ Προφήτης Ἡσαΐας (58, 4). «Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην<br />

[...], ἀλλὰ [...] διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς<br />

τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε...», λέγει καὶ παραγγέλλει ὁ Κύριός μας διὰ τῆς<br />

φωνῆς τοῦ Προφήτου Αὐτοῦ (Ἡσ. 58, 5-7).<br />

Ἰδιαιτέρως σήμερον ἡ οἰκονομικὴ κρίσις, ἡ προσφυγιὰ καὶ αἱ ποικιλότροποι δυσχέρειαι, αἱ<br />

ὁποῖαι παγκοσμίως ἐμφανίζονται, μάλιστα δὲ εἰς ὡρισμένους λαοὺς καὶ χώρας, παρέχουν εἰς<br />

ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν δυνατότητα νὰ καλλιεργήσωμεν τὸ γνήσιον τοῦτο πνεῦμα τῆς νηστείας,<br />

συνδυάζοντες τὴν ἀποχὴν τῶν βρωμάτων μὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ ἀλληλεγγύης<br />

πρὸς τοὺς ἔχοντας ἄμεσον ἀνάγκην ἀδελφούς μας, τοὺς πάσχοντας, τοὺς ἐνδεεῖς καὶ πένητας,<br />

τοὺς ἀστέγους καὶ πρόσφυγας, τοὺς μὴ ἔχοντας «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η΄,<br />

20), αὐτοὺς τούς ὁποίους αἱ σκληραί περιστάσεις τοῦ πολέμου καὶ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων<br />

ἀναγκάζουν νὰ ἐγκαταλείπουν τὰς πατρογονικὰς ἑστίας των καὶ νὰ ταξιδεύουν ἐν μέσῳ<br />

πολλῶν κινδύνων καὶ θλίψεων καὶ κόπων.<br />

Ὅταν ἡ νηστεία μας συνοδεύηται ἀπὸ τοιαύτην αὔξησιν τῆς φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης μας<br />

πρὸς τὸν ἐλάχιστον ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, θρησκείας, γλώσσης καὶ καταγωγῆς,<br />

τότε αὕτη θὰ ἀναβαίνῃ ἀπ᾿ εὐθείας εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ ὡς θυμίαμα εὔοσμον<br />

καὶ ἄγγελοι θὰ συμπαρίστανται εἰς ἡμᾶς νηστεύοντας, ὅπως διηκόνουν τὸν Κύριον εἰς τὴν<br />

ἔρημον.<br />

Ἀπὸ καρδίας εὐχόμεθα ἀδελφικῶς καὶ πατρικῶς εἰς ἅπαντας τὸ ἀρχόμενον στάδιον τῶν<br />

Ἁγίων Νηστειῶν νὰ εἶναι καρποφόρον καὶ ἁγιαστικόν, πλῆρες χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ, καὶ ὅπως<br />

ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Θεὸς νὰ προσέλθωμεν ἀπροσκό-πτως εἰς τὸν αἰώνιον ζωοποιὸν Κρατῆρα, τὴν<br />

ζωηφόρον Πλευρὰν τοῦ Κυρίου, «ἐξ ἧς ὁ διπλοῦς ἡμῖν ἐξέβλυσε, κρουνὸς τῆς ἀφέσεως καὶ<br />

γνώσεως» (Μέγας Κανών, τροπάριον τῆς δ΄ ᾠδῆς).<br />

Αὐτοῦ ἡ Θεία Χάρις καὶ τὸ ἄπειρον Ἔλεος εἴησαν μετὰ πάντων ὑμῶν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα,<br />

ὥστε ἐν τοιούτῳ εὐαγγελικῷ φρονήματι χαρισθῇ ἡμῖν ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ ἡ πανήγυρις<br />

τῶν πανηγύρεων, ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ<br />

ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐχαριστία νῦν καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.<br />

Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ,βις ́<br />

4<br />

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ<br />

διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν


Ἡ τριχοτομία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σχέση της<br />

μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου «Τὸ γνῶθι σαὐτόν»<br />

Νικολάου Τζιράκη,<br />

Ὁμότιμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν<br />

Μέρος β´ (συνέχεια ἀπό τό τεῦχος 88)<br />

6.2 Ἀρετὲς καὶ κακίες τοῦ Συναισθηματικοῦ.<br />

Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ 6 ου<br />

κεφαλαίου, τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος<br />

ἐπιγράφει Ἀρεταὶ τοῦ<br />

Συναισθηματικοῦ, περιλαμβάνει<br />

39 ἀρετὲς καὶ κακίες. Καὶ ἐδῶ δὲν ἀναφέρει<br />

ὁ συγγραφέας μας κάθε ἀρετὴ καὶ κάθε<br />

κακία μονολεκτικὰ ἀλλὰ περιφραστικά.<br />

Χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ τὴν πρόθεση περί + γεν.<br />

(30 περιπτώσεις) ἢ τὴ λέξη εἰκών + γεν. (7<br />

περιπτώσεις) καί, τέλος, τὴ λέξη χαρακτήρ +<br />

γεν. (2 περιπτώσεις). Τὸ ἐπίθετο<br />

συναισθηματικός, -ή, -όν δηλώνει ὅ,τι<br />

σχετίζεται μὲ τὸ συναίσθημα. Ἄρα, γιὰ νὰ<br />

ἑρμηνεύσουμε πῶς καὶ γιατί ὁ ἅγιος<br />

Νεκτάριος ἐντάσσει τὶς 39 ἀρετὲς καὶ κακίες<br />

στὸ δεύτερο κατ’ αὐτὸν τμῆμα τοῦ Θυμικοῦ<br />

τῆς ψυχῆς, πρέπει νὰ ἔχουμε κάποια γνώση<br />

γιὰ τὸ τί σημαινει ὁ ὅρος συναίσθημα.<br />

Ἂν λάβουμε ὑπόψη τὴ θέση τοῦ Πασκάλ, ὅτι<br />

«ἡ καρδιὰ ἔχει τοὺς λόγους της ποὺ ἡ λογικὴ<br />

τοὺς ἀγνοεῖ», δὲν εἶναι δύσκολο νὰ<br />

κατανοήσουμε τὸ μεγάλο πρόβλημα ποὺ<br />

ὑπάρχει γύρω ἀπὸ τὴν προσέγγιση τοῦ ὅρου<br />

συναίσθημα τόσο ἀπὸ φιλοσοφικὴ ὅσο καὶ<br />

ἀπὸ ψυχολογικὴ ἄποψη. Ὅσον ἀφορᾶ, λοιπόν,<br />

τὴν ψυχολογικὴ προσέγγιση τοῦ ὅρου<br />

συναίσθημα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ὁρίσουμε<br />

ὡς τὴν ἰδιότητα (ἢ τὸ τμῆμα) τῆς ψυχῆς ἢ τὴν<br />

ψυχικὴ κατάσταση ποὺ ἀνακλᾶ π.χ. τὴν<br />

ὑποκειμενικὴ σημασία μιᾶς ἀρετῆς (ἢ μιᾶς<br />

κακίας) ποὺ προκαλεῖ συγκίνηση. Σύμφωνα<br />

μὲ τὰ παραπάνω, τὰ συναισθήματα μπορεῖ νὰ<br />

εἶναι κοινωνικά, πνευματικά, διανοητικά,<br />

ἠθικά, θρησκευτικά, μεταφυσικὰ κ.λπ.<br />

Βεβαίως, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ, οὔτε<br />

ὅμως καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀσχολεῖται μὲ τὰ<br />

σωματικὰ ἢ ὀργανικὰ συναισθήματα, π.χ. μὲ<br />

τὴ δύναμη ἢ τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματος, μὲ<br />

τὴν πείνα ἢ τὴ δίψα, μὲ τὸν κορεσμὸ ἢ τὸν<br />

ὑπερκορεσμὸ ἀπὸ φαγητὸ ἢ ποτὸ κ.ἄ.π.<br />

Εἶναι σημαντικὸ πάντως νὰ τονίσουμε, ὅτι<br />

ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀρχίζει τὸ β΄ μέρος τοῦ 6 ου<br />

κεφαλαίου μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς χαρᾶς ἐν Κυρίῳ,<br />

παραθέτοντας δύο ὁρισμοὺς γιὰ τὴ χαρά. Ὁ<br />

πρῶτος ἀνήκει στὸν Μ. Βασίλειο καὶ ὁρίζει:<br />

«Ἡ χαρὰ εἶναι, θὰ ἔλεγα, κάποιο σκίρτημα τῆς<br />

ψυχῆς, ἡ ὁποία ὑπερηφανεύεται γιὰ ὅσα<br />

ἀφοροῦν τὴν κρίση (της)». (Ἡ δὲ χαρὰ οἷον<br />

σκίρτημά τί ἐστι τῆς ψυχῆς ἐπαγαλλομένης<br />

τοῖς κατὰ γνώμην). Ὁ δεύτερος ἀνήκει στὸν<br />

Ἰω. Χρυσόστομο: «Χαρὰ εἶναι ἡ πλήρωση<br />

ὅσων ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά, ἡ ἀπόλαυση ὅσων<br />

μᾶς προξενοῦν εὐχαρίστηση καὶ ἡ λήθη<br />

ὅσων μᾶς προκαλοῦν λύπη» (Χαρά ἐστι<br />

καταθυμίων πλήρωσις, καὶ ἡδέων ἀπόλαυσις,<br />

καὶ ἀνιαρῶν λήθη). Κατὰ τὸν Νεκτάριο, ἡ<br />

κοσμικὴ χαρὰ δὲν εἶναι χαρά. Ἀντίθετα,<br />

βεβαίως, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ οἱ θλίψεις<br />

ἔχουν χαρά.<br />

Πιστὸς σ’ αὐτὴν τὴ γραμμὴ ὁ Ἅγιος<br />

παραθέτει ἀρκετὲς γνῶμες Πατέρων τῆς<br />

Ἐκκλησίας χωρὶς δικό του σχολιασμό. Αὐτο<br />

τὸ κάνει στὴν § 2, ὅπου ὁμιλεῖ<br />

κυριαρχούμενος θὰ λέγαμε ἀπὸ τὸν οἶστρο<br />

γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου<br />

Πνεύματος. Ἰδοὺ ὁ λόγος του: «Χαρά! λέξη<br />

προσφιλής, λέξη ἐπιπόθητη, λέξη ποὺ συγκινεῖ<br />

τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, λέξη ποὺ δηλώνει<br />

ἀγαλλίαση, λέξη ποὺ σημαίνει εὐφροσύνη,<br />

λέξη ποὺ ἐκφράζει πνευματικὴ τέρψη καὶ<br />

ἡδονή. Χαρά! Μὲ ποιά λόγια νὰ περιγράψω<br />

τὸ συναίσθημα ποὺ διεγείρει τὴν καρδιὰ<br />

τοῦ ἀνθρώπου; Μὲ ποιόν χρωστήρα νὰ<br />

ζωγραφήσω τὴν εἰκόνα σου, ἢ μὲ ποιόν<br />

τρόπο νὰ βγάλω ἀπὸ μέσα μου μὲ λόγο τὸν<br />

μυστικό σου χαρακτήρα; Καμμία δύναμη<br />

δὲν ἔχω μέσα μου ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ πολλὰ<br />

πράγματα γι’ αὐτὸ τὸ μυστήριο. Δὲν ὑπάρχει<br />

καμμία φωνὴ ποὺ νὰ ἔχει τὴ δύναμη καὶ τὸν<br />

τρόπο νὰ ἐκφράσει τὴν ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ<br />

μυστηρίου. Παραμένει μυστικὴ καὶ κοιμᾶται<br />

στὰ μύχια τῆς καρδιᾶς καὶ ἐμφανίζεται σὲ<br />

5


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

μόνη τὴν ψυχή. Ἡ μυστικὴ αὐτὴ ἐνέργεια<br />

κάνει τὴν καρδιὰ νὰ σκιρτᾶ μὲ εὐφροσύνη καὶ<br />

ἀγαλλίαση. Αὐτὴ μεθάει τὴν ψυχὴ σὰν θεῖο<br />

ποτό. Αὐτὴ ἔγινε ἡ πολυπόθητη καλοπέραση<br />

τῆς ψυχῆς. Αὐτὴ περισσότερο ἀπὸ τὸ μέλι<br />

γλυκαίνει τὴ γλώσσα αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι<br />

γεμάτος ἀπὸ χαρά. Αὐτὴ συνθέτει ὕμνους<br />

στὴν καρδιά, τοὺς ὁποίους τὰ χείλη δὲν<br />

μποροῦν νὰ ἐκφράσουν. Ἡ καρδιὰ ὁμιλεῖ, ἐνῶ<br />

τὰ χείλη σιωποῦν. Τὸ ὑπερφυσικὸ τίθεται σὲ<br />

λειτουργία κατὰ τρόπο μυστικό». Ἡ χαρὰ γιὰ<br />

τὸν Νεκτάριο εἶναι ἅγιο πράγμα. Εἶναι τὸ<br />

προοίμιο τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς. Εἶναι<br />

ὁ ἐπίγειος ἀρραβώνας τῆς οὐράνιας χαρᾶς!<br />

Οἱ 4 παράγραφοι ποὺ ἀκολουθοῦν ἔχουν ὡς<br />

θέματα: α) τὴν ἀρετή, β) τὴν εἰκόνα τῆς<br />

ἀρετῆς τοῦ χριστιανοῦ, γ) τὴν εἰκόνα τοῦ<br />

χριστιανοῦ ποὺ τελειώθηκε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ<br />

δ) τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐναρέτου (Ἅπαντα, τόμ.<br />

Ε΄, σσ. 345-354). Ὁ Ἅγιος «παίζει» μὲ τὴν<br />

ἐτυμολογικὴ προέλευση τῆς λέξης ἀρετή.<br />

Μεταθέτοντας π.χ. τὰ φωνήεντα α καὶ ε<br />

δημιουργεῖ τὴ λέξη ἐρατή, γιὰ νὰ συμπεράνει<br />

ὅτι ἀρετὴ εἶναι ἡ ἐρατή, ἡ ἄξια ἀγάπης, ἡ ἀξιαγάπητη<br />

κτήση ποὺ ὅλοι τιμοῦν καὶ ἐπιλέγουν.<br />

Ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὴν προέλευση τῆς<br />

λέξης ἀπὸ τὸ ρῆμα αἴρω, γιατὶ ἡ ἀρετὴ αἴρει,<br />

μετεωρίζει τὶς ψυχὲς στὸν οὐρανό. Καταφεύγει,<br />

ὅμως, καὶ σὲ ἀξιόλογες γνῶμες<br />

πολλῶν Πατέρων, ἐνῶ δέχεται ὅτι ὁ χριστιανὸς<br />

ποὺ τελειώνεται στὴν ἀρετὴ διαθέτει<br />

εἰκόνα ἀπερίγραπτη καὶ κάλλη ἀνεξεικόνιστα!<br />

Ἡ ἀρετὴ σὰν σκάλα ἐξυψώνει τὸν<br />

ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.<br />

Ὁ λόγος εἶναι, βεβαίως, γιὰ τὴ χριστιανικὴ<br />

ἀρετή. Αὐτὴ εἶναι ὁ διαυγὴς ὀφθαλμὸς τῆς<br />

ψυχῆς, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχὴ βλέπει τὸν<br />

κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου στὴν ἀληθινή τους<br />

μορφὴ καὶ τὴν πραγματικὴ ἀξία καὶ διακρίνει<br />

τὸ θεόμορφο κάλλος τοῦ φθαρτοῦ καὶ<br />

διαρκῶς μεταβαλλόμενου κόσμου. Χωρὶς<br />

τὴν ἐν Χριστῷ ἀρετὴ ποὺ συνδέει τὸν<br />

ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος τίποτε<br />

ἄλλο δὲν θὰ ἔβλεπε παρὰ μόνο τὸν ὑλικὸ<br />

κόσμο. Χωρὶς τὴ χριστιανικὴ ἀρετὴ ὁ<br />

ἄνθρωπος στερεῖται τὸ κάλλιστο θέαμα τῆς<br />

εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐφραίνει τὴν ψυχὴ<br />

τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανικὴ ἀρετή,<br />

καταλήγει ὁ Νεκτάριος, εἶναι ὁ ἀληθινὸς<br />

δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μακαριότητα, ὥστε ὁ<br />

ἐνάρετος χριστιανὸς νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὰ<br />

μακάριος ἄνθρωπος.<br />

Στὶς παραγράφους ποὺ ἀκολουθοῦν: α)<br />

Περὶ φιλίας, β) Εἰκὼν τοῦ φίλου, γ) Περὶ φίλου<br />

ἀνειλικρινοῦς καὶ δ) Περὶ φίλου δολίου,<br />

μοχθηροῦ καὶ σκολιοῦ, ὁ Νεκτάριος θέτει τὸ<br />

θέμα τῆς φιλίας, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἀγάπη δύο<br />

ὑγιῶν ψυχῶν. Δέχεται δηλαδὴ ὅτι ἡ φιλία ὡς<br />

ἀπόρροια ὑγιοῦς ψυχῆς εἶναι ἱερή, ἁγνή,<br />

ἀκέραιη, πιστή, σταθερή, εἰλικρινής,<br />

παρρησιαστική, ἀληθινή, αἰώνια. Εἶναι<br />

σύνδεσμος δύο ὅμοιων ψυχῶν. Ἀναφέρει<br />

μάλιστα ὡς γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλη τὴ γνώμη<br />

τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένη, ὁ ὁποῖος,<br />

ὅταν ρωτήθηκε τί εἶναι φίλος, ἀπάντησε: «μία<br />

ψυχὴ ποὺ κατοιεῖ σὲ δύο σώματα» (Στοβαίου,<br />

Ἀνθολόγιον 2, 33, 10 1-2). Ἡ φιλία εἶναι πιὸ<br />

δυνατὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ αὐτῶν τῶν<br />

συγγενῶν ἐξ αἵματος, ἐπειδὴ ἡ φυσικὴ ἀγάπη<br />

εἶναι προϊὸν ἀνάγκης, ἐνῶ ἡ φιλία εἶναι<br />

ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς μας. Γι’<br />

αὐτὸ στὴν περιγραφὴ τῆς εἰκόνας τοῦ πιστοῦ<br />

φίλου τονίζει, ὅτι ὁ ἀγαθὸς φίλος μπορεῖ νὰ<br />

κάνει καλὸ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τοῦ<br />

φίλου του. Ἔτσι, ὁ καλὸς φίλος χαίρει, ὅταν<br />

εὐτυχεῖ ὁ φίλος του, καὶ τὸν ἐπαναφέρει<br />

στὸν ὀρθὸ δρόμο, ὅταν διαπράττει σφάλμα.<br />

Ὁ φίλος, κατὰ τον Νεκτάριο, εἶναι<br />

προσωποποίηση τῆς ἀρετῆς. Ἀντίθετα, ὁ<br />

ἀνειλικρινὴς φίλος δείχνει φιλία ὅταν εὐτυχεῖ<br />

ὁ φίλος του, ἐνῶ ὅταν δυστυχεῖ τὸν<br />

ἀπαρνιέται. Τὸν λησμονεῖ γρήγορα, ὅταν<br />

ἀτυχήσει, καὶ οὔτε ἐρωτᾶ γι’ αὐτόν, τὸν<br />

λησμονεῖ δὲ καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι γείτονες.<br />

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περιγραφὴ τοῦ<br />

δόλιου καὶ μοχθηροῦ φίλου. Ἰδιαιτέρως, ὅμως,<br />

τὸν μοχθηρὸ φίλο τὸν παραβάλλει ὁ<br />

Νεκτάριος μὲ σκουριὰ χαλκοῦ ποὺ<br />

κατατρώγει τὸν φίλο του ὄχι νεκρὸ ἀλλὰ<br />

ζωντανό! Διαστροφὴ τῆς φιλίας ἀποτελεῖ<br />

κατὰ τὸν Ἅγιο ἡ κολακεία, ποὺ τὴ θεωρεῖ<br />

κακία ἐπιλήψιμη καὶ ἄξια ἀποστροφῆς, γιατὶ<br />

καλύπτεται κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς<br />

φιλίας. Πάνω στὴν κολακεία, ὅπως ἀκριβῶς<br />

πάνω σὲ ἕνα μνῆμα, ἔχει γραφεῖ ἁπλῶς καὶ<br />

μόνο τὸ ὄνομα τῆς φιλίας. Εἶναι γεμάτη ἀπὸ<br />

δόλο καὶ ἐπιπλέον εἶναι ἀνίερη, ἀσεβής,<br />

ἀνειλικρινὴς καὶ ἀπατηλή. Ὅσο γιὰ τὸν<br />

6


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

κόλακα, «εἶναι ἄνθρωπος διεφθαρμένος,<br />

χαμερπὴς καὶ οὐτιδανός». Γενικῶς, μπορεῖ νὰ<br />

πεῖ κανείς, ὅτι οἱ κόλακες μακαρίζουν τοὺς<br />

ἄκακους ἀνθρώπους καὶ διαταράσσουν τὸν<br />

δρόμο τῆς ζωῆς τους. Εἶναι πιὸ πονηροὶ ἀπὸ<br />

τὴν ἀλεποὺ καὶ πιὸ ἄχρηστοι ἀπὸ τὰ κοράκια,<br />

γιατὶ μὲ δόλο καὶ ἀπάτη διαφθείρουν καὶ<br />

καταστρέφουν τὶς ψυχὲς ὅσων δὲν μποροῦν<br />

νὰ σκεφτοῦν σωστά.<br />

Ἄξια βαθιᾶς ἀνάλυσης καὶ ἑρμηνείας εἶναι<br />

καὶ ὅσα ὁ Νεκτάριος ἀναφέρει περὶ ἔρωτος,<br />

τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι εἶναι πάθος ψυχῆς ποὺ<br />

σχολάζει, ὅτι γεννιέται ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ<br />

χρησιμοποιεῖ μὲ περίεργο τρόπο τὴν ὅρασή<br />

του καὶ ἐκδηλώνεται ὡς ὑπερβολὴ κάποιας<br />

ἄλλης ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία γεννιέται πολὺ<br />

γρήγορα στὴν ψυχὴ καὶ σβήνει μὲ πολὺ ἀργὸ<br />

ρυθμό. Εἶναι φλόγα, ποὺ ἔτσι καὶ ἀνάψει,<br />

κατακαίει τὴν καρδιὰ καὶ δὲν σβήνει εὔκολα<br />

ἐπειδὴ ἀναρριπίζεται ἀπὸ τὴ φαντασία, ποὺ<br />

ἀναπλάθει καὶ ἀναπαριστᾶ τὸ εἴδωλο τοῦ<br />

προσώπου, τὸ ὁποῖο ἔχει στὸ μυαλό του ὁ<br />

ἐρωτευμένος. Γιὰ νὰ ἐπικυρώσει ὅλα αὐτὰ ὁ<br />

Νεκτάριος χρησιμοποιεῖ τὴ γνώμη τοῦ<br />

Ἀχιλλέως Τατίου, σύμφωνα μὲ την ὁποία<br />

«ἀφοῦ ὁ ἔρωτας καταλάβει ὁλόκληρη τὴν<br />

ψυχή, δὲν δίνει χῶρο οὔτε σ’ αὐτὴν τὴν<br />

τροφή (ἐννοεῖ, προφανῶς, τὴν ὑλικὴ τροφή)»<br />

(Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σ. 361) 14 .<br />

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει ὅλα<br />

τὰ ἀρνητικὰ τοῦ ἔρωτα, ἂν ὁ τελευταῖος<br />

πέσει πάνω σὲ λογικὴ ψυχὴ καὶ σβήσει πρὶν<br />

καταστρέψει τὴ δύναμη τοῦ νοῦ. Μόνο ἔτσι<br />

ἡ ψυχὴ εἶναι κύρια τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ δὲν<br />

ἀφήνεται νὰ τὴν κυριεύσει ἡ φαντασία.<br />

Ὁ ἔρωτας, ὅπως τὸν περιγράψαμε ἤδη,<br />

κυριεύει τὶς ψυχὲς ποὺ εἶναι ξένες πρὸς τὸν<br />

Θεῖο ἔρωτα. Σύμφωνα μὲ τὸν συλλογισμὸ τοῦ<br />

Ἁγίου, ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου<br />

πλάστηκε γιὰ νὰ ἀγαπᾶ, εἶναι ἀδύνατο νὰ<br />

μείνει ἀπαθὴς ἀπέναντι στὸν ἔρωτα, ἐκτὸς ἂν<br />

ἀγαπήσει τὸν Θεὸ καὶ κυριευθεῖ ἀπὸ τὸν Θεῖο<br />

ἔρωτα. Ἔτσι, ὁ παράλογος ἀνθρώπινος ἔρωτας<br />

ἀδυνατεῖ νὰ κυριεύσει ἐκεῖνες τὶς καρδιὲς ποὺ<br />

ἔχουν τρωθεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν Θεό.<br />

Κοντὰ στὴν ἀγάπη, ὡς κατεξοχὴν<br />

χριστιανικὴ ἀρετή, βρίσκεται τὸ ἔλεος, τὸ<br />

ὁποῖο ὁρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο ὡς «ἑκούσια<br />

λύπη» ποὺ ἔχει τὴν αἰτία της στὰ κακὰ τῶν<br />

συνανθρώπων<br />

μας. Γι’ αὐτὸ<br />

ἐκδηλώνεται<br />

ὡς ἀγαπητικὴ<br />

σ υνδιάθεση<br />

ἀναμεμειγμένη<br />

μὲ λύπη πρὸς<br />

αὐτοὺς ποὺ<br />

αἰσθάνονται<br />

δυσφορία γιὰ<br />

ἀ ν ι α ρ ὰ<br />

πράγματα. Τὸ<br />

ἔλεος, μὲ ἄλλα<br />

λ ό γ ι α ,<br />

γεννιέται ἀπὸ<br />

καρδιὰ ποὺ<br />

συμπαθεῖ καὶ<br />

σ υ μ π ά σ χ ε ι<br />

ἐξαιτίας τῶν<br />

π α θ η μ άτων<br />

τῶν ἄλλων.<br />

Εὔκολα, λοιπόν, γίνεται κατανοητὸ ὅτι καὶ ἡ<br />

ἐλεημοσύνη εἶναι πράξη ἀγαθῆς προαιρέσεως<br />

καὶ ὑπαγορεύεται ἀπὸ ἀγαθὴ καρδιὰ ποὺ<br />

ἀγαπᾶ τὸν πλησίον της. Εἶναι δικαιοσύνη ποὺ<br />

ἐπιστρέφει τὰ ὀφειλόμενα σὲ ὅσους ἔχουν<br />

ἀνάγκη. Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός. Ὅσα ἔχει<br />

καθένας μας τὰ ἔχει λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καί,<br />

ἑπομένως, γίνεται οἰκονόμος καὶ διαχειριστὴς<br />

αὐτῶν τὰ ὁποῖα τοῦ παραχώρησε ὁ Θεός. Δὲν<br />

εἶναι δηλαδὴ ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε, ὅτι ἡ<br />

ἐλεημοσύνη εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι<br />

τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ:<br />

πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστι, ἔλεον θέλω καὶ<br />

οὐ θυσίαν (Ματθ. 9, 13). Ὁ Νεκτάριος<br />

χρησιμοποιεῖ γνώμη τοῦ Ἰω. Χρυσοστόμου,<br />

ὁ ὁποῖος, μὲ τὸν ἀπαράμιλλο τρόπο ποὺ<br />

διατυπώνει τὶς χριστιανικὲς ἀλήθειες, λέγει:<br />

αὐτὸς ποὺ κάνει ἐλεημοσύνη ἐξωτερικὰ<br />

φαίνεται ὅτι σκορπᾶ, ἐνῶ στὴν<br />

πραγματικότητα μαζεύει. Κάνει δηλαδὴ ὅπως<br />

ὁ γεωργὸς ποὺ σκορπᾶ τὸν σπόρο του στὴ γῆ,<br />

ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὅμως θὰ λάβει πολὺ<br />

περισσότερους ἀπὸ τοὺς σπόρους ποὺ<br />

ἔσπειρε! Συμπληρώνει καὶ τοῦτο τὸ<br />

σημαντικό: Τὸ μέγεθος τῆς ἐλεημοσύνης<br />

δὲν μετριέται ἀπὸ τὴν ποσότητα (π.χ. τῶν<br />

χρημάτων) ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προθυμία αὐτῶν<br />

ποὺ ἐλεοῦν. Δὲν ἔχει, λοιπόν, ἄδικο ὁ<br />

7


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς<br />

Νύσσης, ὁ<br />

ὁποῖος ἀποκαλεῖ<br />

τὴν ἐλεημοσύνη<br />

«πηδάλιο τῆς<br />

ἀγάπης». Γι’<br />

αὐτὸ ὁ ἴδιος<br />

πατέρας τῆς<br />

Ἐ κ κ λ η σ ί α ς<br />

τονίζει ὅτι ἡ<br />

ἐλεημοσύνη ποὺ<br />

προέρχεται ἀπὸ<br />

ἀδικία δὲν εἶναι<br />

ἐ λ ε η μ ο σ ύ ν η<br />

ἀλλὰ ὠμότητα<br />

καὶ ἀπανθρωπιά.<br />

Ποιό ὄφελος<br />

ὑπάρχει ἂν<br />

ξεγυμνώνουμε<br />

τὸν ἕνα, γιὰ νὰ<br />

ντύσουμε τὸν<br />

ἄλλο;<br />

Ἀβίαστα, ἑπομένως, κατανοοῦμε ὅτι ὁ<br />

ἄνθρωπος ποὺ ἐλεεῖ «ἔχει ἐλεηθεῖ ἀπὸ τὸν<br />

Θεό». Γιατὶ εἶναι ὄντως δωρεὰ τοῦ Θεοῦ νὰ<br />

διακρίνεται κάποιος ἀπὸ ἐλεήμονα καὶ<br />

φιλόπτωχη διάθεση. Ὁ ἐλεήμων ζεῖ ἀπὸ τὴν<br />

ἀγάπη του προς τὸν πλησίον καὶ πιστεύει<br />

στὸν Θεὸ ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς ἀγάπης. Ὁ<br />

Νεκτάριος κλείνει τὴν παράγραφο Εἰκὼν<br />

τοῦ ἐλεήμονος μὲ τὸ γνωστὸ κέιμενο τοῦ<br />

Ματθ. 25, 34: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ<br />

Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην<br />

ἡμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου·<br />

ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα,<br />

καὶ ἐποτίσατέ με· ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ<br />

με· γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με· ἠσθένησα, καὶ<br />

ἐπεσκέψασθε με· ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε<br />

πρός με».<br />

Ἀπέναντι στὴν εἰκόνα τοῦ ἐλεήμονος<br />

βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνελεήμονος, «ἡ πιὸ<br />

ἀποκρουστικὴ ἀνήθικη εἰκόνα», ἀπὸ τὴν<br />

ὁποία «οἱ πάντες μετὰ βδελυγμίας στρέφουν<br />

ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό τους».<br />

Στὸ συναισθηματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὁ<br />

Νεκτάριος κατατάσσει καὶ τὴ βασκανία, τὴν<br />

ὁποία θεωρεῖ ἄδικη ἔχθρα ἐναντίον ἐκείνου<br />

ποὺ εὐεργέτησε τὸν βάσκανο καὶ ἡ ὁποία εἶναι<br />

συνεχὴς καὶ ἀκατάλυτη. Εἶναι μάλιστα τέτοια<br />

ἡ δύναμή της, ποὺ παρασύρει αὐτὸν ποὺ<br />

ὑφίσταται τὴν ἐπίδραση τῆς βασκανίας τόσο,<br />

ὥστε νὰ καταφρονεῖ ἀκόμη καὶ τὴ σωτηρία<br />

του. Ὡστόσο, δὲν μένει ἀβλαβὴς καὶ ὁ<br />

βάσκανος, ὁ ὁποῖος κατασπαταλᾶ τὸν ἑαυτό<br />

του ἐξαιτίας τῆς βασκανίας. Ἡ βασκανία<br />

εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὁ ὁποῖος<br />

τελειώνει κάποτε, γιατὶ παύει ἡ αἰτία ποὺ τὸν<br />

προκάλεσε. Ἡ μανία ὅμως καὶ ἡ σατανικὴ<br />

γνώμη τοῦ βάσκανου εἶναι πάντοτε μαζί<br />

του. Ὁ βάσκανος ἔχει πονηρὰ μάτια, τὰ<br />

ὁποῖα «ματιάζουν» (βασκαίνουν) τὰ ἀγαθὰ<br />

τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ οἱ βάσκανοι εἶναι<br />

χειρότεροι ἀπὸ τὰ θηρία. Τὸ μάτι τοῦ<br />

βάσκανου λειώνει ἀπὸ λύπη, συζεῖ μὲ τὸν<br />

θάνατο, θεωρεῖ ἐχθροὺς ὅλους τοὺς<br />

ἀνθρώπους καὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν διέπραξαν<br />

καμιὰ ἀδικία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ<br />

ἐρώτημα τοῦ Χρυσοστόμου: Μὲ τί, λοιπόν, νὰ<br />

συγκρίνει κανεὶς τὴν ψυχὴ τοῦ βάσκανου; Μὲ<br />

ἔχιδνα; Μὲ ἀσπίδα (φαρμακερὸ φίδι τῆς<br />

Αἰγύπτου); Μὲ σκουλήκι; Μὲ Σκαθάρι; Δὲν<br />

ὑπάρχει κάτι πιὸ βρομερὸ καὶ πιὸ πονηρὸ ἀπὸ<br />

τὴν ψυχὴ τοῦ βάσκανου.<br />

Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη ὡς ἀγαθὸ καὶ<br />

εὐγενὲς συναίσθημα τοῦ εὐεργετηθέντος<br />

πρὸς τὸν εὐεργέτη, καὶ ἡ εὐχαριστία, ὡς<br />

ἀγαθὴ διάθεση καὶ ὁμολογία πρὸς<br />

ἀνταπόδοση χάριτος ἐπίσης πρὸς τὸν<br />

εὐεργέτη, εἶναι ἀρετὲς τοῦ Συναισθηματικοῦ<br />

μέρους τῆς ψυχῆς μὲ ἀντίστοιχες κακίες τὴν<br />

ἀγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀχαριστία. Ἐὰν<br />

ἀγνωμοσύνη εἶναι ἡ λήθη τῆς εὐεργεσίας καὶ<br />

ἡ ἔλλειψη κάθε φιλικοῦ συναισθήματος πρὸς<br />

τὸν εὐεργέτη, ἀχαριστία εἶναι ἡ ἀπροθυμία<br />

πρὸς ἀνταπόδοση τῆς χάρης ποὺ ἔγινε σὲ<br />

κάποιον. Εἶναι σημαντικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ<br />

Νεκταρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἂν ὁ<br />

ἀγνώμων δὲν ἀγαπᾶ τὸν εὐεργέτη του, τὸν<br />

ὁποῖο εἶδε μὲ τὰ μάτια του, πῶς θὰ ἀγαπᾶ τὸν<br />

Θεὸ ποὺ παρέχει ὅλα τὰ ἀγαθὰ στὸν κόσμο,<br />

ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδε ποτέ; Ἡ περιγραφὴ τοῦ<br />

Ἁγίου εἶναι παραστατικότατη.<br />

Ὁμάδα ὁμοειδῶν ἀρετῶν τοῦ<br />

Συναισθηματικοῦ ἀποτελοῦν οἱ ἀρετὲς τῶν<br />

παραγράφων 21, 22, 23, 24, 25, 26 καὶ 27. Ἡ<br />

ἐπιείκεια π.χ. εἶναι ἀρετὴ μεγάλης ἠθικῆς ἀξίας<br />

καὶ φανερώνει εὐγένεια ἀγαθῆς καὶ γενναίας<br />

ψυχῆς, ἐνῶ ὁ ἐπιεικὴς ἀντιμετωπίζει μὲ<br />

8


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πραότητα τὶς ἀδικίες ποὺ τοῦ γίνονται ὄχι<br />

μόνο ἀπὸ τοὺς δυνατούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς<br />

κατωτέρους του. Βεβαιώνει μὲ τὴν ὅλη<br />

συμπεριφορά του ὅτι εἶναι ἀληθινὸς μαθητὴς<br />

τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι κατοικεῖ μέσα του τὸ<br />

πνεῦμα τῆς χάριτος.<br />

Συγγενὴς ἀρετὴ στὴν ἐπιείκεια εἶναι ἡ<br />

εὐσπλαγχνία, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἅγιο, ἐπειδὴ<br />

εἶναι κίνηση ψυχῆς ποὺ θέλει τὸ ἀγαθὸ τοῦ<br />

πλησίον καὶ ἐργάζεται ὑπὲρ αὐτοῦ, ἐξομοιώνει<br />

τὸν εὔσπλαγχνο μὲ τὸν Θεό. Ὁ εὔσπλαγχνος<br />

συμπάσχει μὲ τοὺς πάσχοντες καὶ θεωρεῖ τὸ<br />

πάθος τοῦ πλησίον του δικό του πάθος<br />

(πρβλ. Α΄ Κορ. 12, 26). Εἶναι πάντα πρόθυμος<br />

νὰ σπεύσει πρὸς βοήθεια ὅσων ἔχουν ἀνάγκη,<br />

ὅπως ὁ Σαμαρείτης τοῦ Εὐαγγελίου (βλ.<br />

Λουκ. 10, 3<strong>90</strong> ἑξ.). Εἶναι πρόθυμος πάντοτε<br />

νὰ θεραπεύσει τὰ πάθη τῆς πάσχουσας<br />

ἀνθρωπότητας καὶ ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὸν<br />

ἑαυτό του ὡς ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ<br />

ὑπὲρ τῆς ἐπικράτησης τῆς εἰρήνης καὶ τῆς<br />

χαρᾶς στὸν κόσμο. Τρέχει παντοῦ ὅπου τὸν<br />

καλεῖ ὁ στεναγμὸς τῆς πάσχουσας<br />

ἀνθρωπότητας, ποὺ περισσεύει, πρέπει νὰ<br />

ποῦμε, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας.<br />

Δὲν βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν εὔσπλαγχνο<br />

ὁ εἰρηνοποιός, ὁ ὁποῖος ὡς υἱὸς τῆς ἄνω<br />

κλήσεως καὶ τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας (βλ.<br />

Φιλ. 3, 14. Ἐφ., 4, 1, 4. Α΄ Τιμ. 1, 9. Ἑβρ. 3, 1)<br />

ἀκούει εὐχαρίστως τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ:<br />

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ<br />

κληθήσονται (Ματθ. 5, 9). Εἰρηνεύει μὲ τὸν<br />

ἑαυτό του, μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν πλησίον, μὲ<br />

ὅλους ὅσοι τὸν ἀγαποῦν ἢ καὶ τὸν μισοῦν. Μὲ<br />

ἕνα λόγο, ἐργάζεται ὑπὲρ ἀποκαταστάσεως<br />

τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ.<br />

Ἀληθινὴ εἰρήνη εἶναι, κατὰ τὸν Νεκτάριο, ἡ<br />

πρὸς Θεὸν εἰρήνη. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ἡ παρὰ<br />

τοῦ Χριστοῦ εἰρήνη εἶναι βεβαία, σταθερή,<br />

πάγια, μόνιμη, ἀθάνατη, χωρὶς τέλος. Ἂν δὲ<br />

ἡ ἀνθρώπινη εἰρήνη γίνεται σὲ κάποιο μέρος<br />

τοῦ κόσμου ἀκόμη καὶ γιὰ κακὸ σκοπό, ἡ<br />

εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ πείθει ὄχι μόνο νὰ ἔχουμε<br />

ἐξωτερικὴ εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ προσωπική.<br />

Εἰρήνη δηλαδὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μὴ<br />

στασιάζει ἡ σάρκα ἐναντίον τῆς ψυχῆς.<br />

Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ εἰρήνη εἶναι θεῖο δῶρο,<br />

παραμένει μόνο σὲ καθαρὲς καρδιὲς καὶ<br />

ἐγκαταλείπει τὶς ἀκάθαρτες καὶ μολυσμένες.<br />

Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ στερεῖται τὴν εἰρήνη τοῦ<br />

Θεοῦ, στερεῖται καὶ τὴ Θεία Χάρη.<br />

Συμπαρομαρτοῦσες ἀρετὲς στὴν εἰρήνη<br />

τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μακροθυμία (ἡ μεγαλοψυχία<br />

καὶ ἡ μεγαλοφροσύνη), ἡ πραότητα (ἡ ἠρεμία<br />

τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν<br />

συνάνθρωπο), ἡ αὐτάρκεια (νὰ ἀρκεῖται<br />

κανεὶς στὸν ἑαυτό του, νὰ ἀναπαύεται μὲ τὰ<br />

δικά του τὰ λίγα καὶ νὰ μὴ ζητάει περιττά), ἡ<br />

ἀνεξικακία (νὰ ἀνέχεται τὰ κακὰ καὶ νὰ τὰ<br />

λησμονεῖ ἀπὸ ἀγάπη στὸν πλησίον), ἡ<br />

ἀκτημοσύνη (ἡ ἔλλειψη ὅλων τῶν<br />

ὑπαρχόντων ἐκτὸς τοῦ σώματός μας) καὶ ἡ<br />

σεμνοπρέπεια (ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ ἤθους καὶ<br />

ἡ ἔκφραση τῆς ψυχικῆς διάθεσης καὶ τῆς<br />

ἐσωτερικῆς σεμνότητας τοῦ ἀνθρώπου).<br />

Ὁ μακρόθυμος εἶναι κυρίαρχος τοῦ θυμοῦ<br />

καὶ τῆς ὀργῆς καὶ ἠρεμεῖ τὶς ὁρμὲς τῆς<br />

καρδιᾶς του, δείχνει ἔλεος σ’ αὐτοὺς ποὺ<br />

φταῖνε καὶ συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ<br />

πρᾶος εἶναι φιλικὸς πρὸς ὅλους καὶ φέρεται<br />

ἐπιεικῶς πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Δὲν<br />

ὀνειδίζει, δὲν βρίζει καὶ δὲν βλασφημεῖ, ἀλλὰ<br />

ἐπανορθώνει μὲ ἀγάπη ὅσους ἔχουν διαπράξει<br />

διάφορα πταίσματα. Ὁ αὐτάρκης, ἐπειδὴ δὲν<br />

ἐποφθαλμιᾶ ὅσα ἀνήκουν σὲ ἄλλους, εἶναι πιὸ<br />

εὔπορος ἀπὸ ὅλους. Εἶναι εὐτυχὴς γιατὶ δὲν<br />

τοῦ λείπει τίποτα. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνεξίκακος<br />

χαρίζει τὴν ἐκδίκηση στὴν εἰρήνη καὶ<br />

ἀνταποδίδει τὸ κακὸ μὲ τὴν εὐεργεσία· εἶναι<br />

τύπος Χριστοῦ. Ὁ ἀκτήμων ἔχει ἐμπιστοσύνη<br />

στὸν Θεὸ ποὺ εἶπε: δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνο<br />

οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψω (Ἑβρ. 13, 5). Ὁ<br />

σεμνοπρεπής, τέλος, εἶναι ἄδολος, εἰλικρινὴς<br />

καὶ εὐθύς. Εἶναι εὐπρεπὴς ὡς πρὸς τὴν<br />

ἐμφάνιση, εὐγενὴς ὡς πρὸς τοὺς τρόπους,<br />

μετρημένος στὰ λόγια, καὶ τὸ ἦθος του<br />

ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη. Διδάσκει ἀκόμη καὶ<br />

μὲ τὴ σιωπή του.<br />

Ἔναντι τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀναφέραμε πιὸ<br />

πάνω καὶ ὅσων τὶς ἐνσαρκώνουν, ὑπάρχουν<br />

ἀντίστοιχες κακίες ποὺ δοκιμάζουν τὸ<br />

συναισθηματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ<br />

ἀνθρώπου. Εἰδικότερα: ἡ φιλαργυρία ὡς<br />

φιλοχρηματία καὶ ὡς ἐπιθυμία τοῦ πλούτου<br />

κατακυριεύει τὴν καρδιὰ καὶ αἰχμαλωτίζει τὸν<br />

νοῦ. Εἶναι ρίζα τῶν κακῶν, ἀκρόπολη τῶν<br />

κακιῶν, κολοφώνας τῶν ἁμαρτημάτων. Κάνει<br />

φτωχὸ τὸν κάτοχό της, γιατὶ θησαυρίζει γιὰ<br />

9


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

τὸν ἑαυτό του. Εἶναι σκληρὴ καὶ ἀνηλεής,<br />

ἄσπλαχνη καὶ τυραννική, γιατὶ συνθλίβει<br />

πρῶτον ἀπὸ ὅλους αὐτὸν ποὺ τὴν ἀγαπᾶ,<br />

δηλαδὴ τὸν αἰχμάλωτό της. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς<br />

ὁ φιλάργυρος εἶναι ἄνθρωπος δυστυχέστατος,<br />

γιατὶ διψᾶ γιὰ χρυσάφι καί, ἐνῶ διαρρέει<br />

ποταμὸς χρυσοῦ τὰ ταμεῖα του, αὐτὸς χάνεται<br />

ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ χρυσοῦ. Πάσχει ἀπὸ τὴν<br />

ἀσθένεια τοῦ Ταντάλου, ὁ ὁποῖος ἀδυνατοῦσε<br />

νὰ σβήσει τὴ δίψα του καὶ νὰ δροσίσει τὰ<br />

χείλη του ποὺ καίγονταν, ἐπειδὴ δὲν<br />

μποροῦσε νὰ πάρει λίγο νερὸ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ<br />

ποταμοῦ ποὺ ἔρρεαν δίπλα του!<br />

Ὁ φιλάργυρος θεωρεῖ ὡς θεό του τὸν<br />

θησαυρό του, πιστεύει μόνο σ’ αὐτὸν καὶ<br />

στηρίζει μόνο σ’ αὐτὸν κάθε ἐλπίδα του. Ὁ<br />

νοῦς του ἐξαιτίας τοῦ θησαυροῦ του ἔχει<br />

σκοτισθεῖ, ἡ καρδιά του ἔχει πωρωθεῖ καὶ ἡ<br />

ψυχή του ἔχει διαφθαρεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶναι<br />

ἄσπλαχνος, ἄπονος, ἀσυμπαθὴς καὶ<br />

ἀνελεήμων. Δὲν φροντίζει κανένα, δὲν<br />

λυπάται κανένα, δὲν συμπαθεῖ κανένα. Ἀκόμη<br />

καὶ ἂν ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων χάνεται ἀπὸ<br />

τὴν πείνα, ὁ φιλάργυρος δὲν θὰ ἀνοίξει τὶς<br />

ἀποθῆκες του. Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός:<br />

Πιστεύει ὅτι ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων εἶναι<br />

εὐκαιρία γιὰ νὰ αὐξήσει τὸν δικό του πλοῦτο.<br />

Ἀνάλογη πρὸς τὴ φιλαργυρία εἶναι ἡ<br />

φιλαυτία, δηλαδὴ ἡ ἐμπαθὴς καὶ παράλογη<br />

φιλία πρὸς τὸ σῶμα. Καὶ οἱ δύο εἶναι ἀντίθετες<br />

πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια. Γι’ αὐτὸ<br />

καὶ ὁ φίλαυτος ἔχει ὅλα τὰ πάθη, ἐπειδὴ ζεῖ<br />

μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ Νεκτάριος<br />

παραθέτει σημαντικὸ ἀπόσπασμα κειμένου<br />

ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ γιὰ τὴ φιλαυτία, τὸ<br />

ὁποῖο ἀποδίδουμε στὴ νεοελληνικὴ<br />

περιληπτικά: «Αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὰ πάντα<br />

μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ<br />

μέγιστο κακό, τὴ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία ὁδηγεῖ<br />

στὴν ἀπομόνωση, τὴν ἀκοινωνησία, τὴν<br />

ἀφιλότητα, τὴν ἀδικία, τὴν ἀσέβεια. Ἡ φύση<br />

κατασκεύασε τὸν ἄνθρωπο ὄχι ὅπως τα θηρία<br />

ποὺ ζοῦν μόνα τους, ἀλλὰ ὅπως αὐτὰ ποὺ ζοῦν<br />

σὲ κοπάδι, σύμφωνα μὲ (φυσικοὺς) νόμους καὶ<br />

ὁμαδικά (κοινωνικά). Νὰ μὴ ζεῖ, λοιπόν, ὁ<br />

ἄνθρωπος μόνο μὲ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ<br />

μὲ πατέρα, καὶ μὲ μητέρα, καὶ μὲ ἀδέλφια, καὶ<br />

μὲ γυναίκα, καὶ μὲ παιδιά, καὶ μὲ ἄλλους<br />

συγγενεῖς, καὶ μὲ φίλους, καὶ μὲ συνδημότες,<br />

10<br />

καὶ μὲ συνανθρώπους του τῆς ἴδιας φυλῆς, καὶ<br />

μὲ πατρίδα, καὶ μὲ ὁμοφύλους καὶ μὲ ὅλους<br />

τοὺς ἀνθρώπους. … Πρέπει, δηλαδή, ὁ<br />

ἄνθρωπος, ἂν βεβαίως εἶναι λογικός, νὰ εἶναι<br />

κοινωνικός καὶ φιλόκοσμος καὶ φιλόθεος, γιὰ<br />

νὰ εἶναι καὶ θεοφιλής, δηλαδὴ νὰ τὸν ἀγαπᾶ<br />

ὁ Θεός». Ὁ φίλαυτος κινούμενος ἀπὸ τὴ<br />

φιλοδοξία ποὺ μισεῖ τὰ πάντα, δὲν ἀγαπᾶ<br />

τίποτε καὶ δὲν φροντίζει κανένα. Γι’ αὐτὸ καὶ<br />

ὁ Πλάτων στοὺς Νόμους (Ε΄, 731-732ab)<br />

συμπεραίνει: «Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ<br />

ἀποφεύγει νὰ ἀγαπᾶ πολὺ τὸν ἑαυτό του».<br />

Κακίες ποὺ βαίνουν παράλληλα πρὸς ὅσες<br />

ἀναφέραμε πιὸ πάνω, εἶναι καὶ οἱ ἀκόλουθες:<br />

μεμψιμοιρία, χαιρεκακία, ψευδοσεμνοπρέπεια,<br />

ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια. Ἐπίσης,<br />

ὄργανα καὶ φορεῖς τους εἶναι ὅσοι τὶς<br />

ἀκολουθοῦν, δηλαδή: ὁ μεμψίμοιρος, ὁ<br />

χαιρέκακος, ὁ ψευδοσεμνοπρεπής, ὁ ὑποκριτὴς<br />

καὶ ὁ ἀνθρωπάρεσκος.<br />

Κατὰ τὸν Ἅγιο, μεμψιμοιρία εἶναι ἡ<br />

δυσαρέσκεια πρὸς τὴ μοίρα, ἡ ἔλλειψη<br />

εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, ἡ ἀχαριστία<br />

ἀπέναντι σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἡ<br />

ἀθέτηση τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ σὲ κάθε<br />

περίπτωση τὸ φιλοκατήγορο πνεῦμα καὶ τὸ<br />

νὰ κατακρίνει κανεὶς τοὺς πάντες. Ἀπὸ τὰ<br />

χείλη τοῦ μεμψίμοιρου π.χ. δὲν βγαίνει ποτὲ<br />

ἡ λέξη εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά του δὲν<br />

ἀναπέμπεται ποτὲ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ<br />

γιὰ τὶς δωρεὲς ποὺ τοῦ ἔκανε στὴ ζωή του. Γι’<br />

αὐτὸ εἶναι ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος. Ἀρνεῖται<br />

καὶ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς του. ᾽Εν τέλει, εἶναι<br />

ἄθλιος ἄνθρωπος.<br />

Ἀλλὰ καὶ ἡ χαιρεκακία, τὸ νὰ ἐπιχαίρει<br />

δηλαδὴ κανεὶς γιὰ τὰ δεινὰ τῶν ἄλλων, εἶναι<br />

μεγάλη ἁμαρτία. Ὁ χαιρέκακος χαίρεται γιὰ<br />

το λείψανο τοῦ ἐχθροῦ του, λησμονώντας ὅτι<br />

ὅλοι πεθαίνουν, καὶ ὁ ἴδιος. Ἐπιπλέον, εἶναι<br />

μοχθηρός, ἔχει σκυθρωπὴ ὄψη, ὕπουλο<br />

βλέμμα, σφιγμένα χείλη, σαρδόνιο<br />

(σαρκαστικὸ καὶ μοχθηρό) γέλιο καὶ στόμα<br />

γεμάτο πικρία.<br />

Δὲν εἶναι μικρότερη κακία ἡ<br />

ψευδοσεμνοπρέπεια, δηλαδὴ ἡ ἐπιτηδευμένη<br />

καὶ ἐπίπλαστη σεμνότητα ποὺ εἶναι<br />

ψιμυθιωμένη κακοήθεια, ἀφοῦ καλύπτεται<br />

κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς σεμνοπρέπειας.<br />

Εἶναι βδελυρὴ ὑποκρισία, γιατὶ δείχνει


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πρόσωπο ἄλλο ἀπὸ τὸ πραγματικό. Εἶναι<br />

εὔκολο ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ<br />

τὸν ψευδοσεμνοπρεπή, ὁ ὁποῖος ὄντας φαῦλος<br />

στερεῖται ἐσωτερικοῦ διακόσμου μὲ κύριο<br />

γνώρισμά του τὸν δόλο. Ὑποκρίνεται τὸν<br />

ταπεινό, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ<br />

«ὑψηλοφρονέστατος τῶν ἀνθρώπων καὶ γι’<br />

αὐτὸ ἀποβαίνει μισητὸς ἀπὸ ὅλους».<br />

Ἐξ ἄλλου, μεγάλη κακία εἶναι καὶ ἡ ὑπόκριση<br />

(ὑποκρισία). Ὁ Νεκτάριος ἀναφέρει τὸν<br />

ἀκόλουθο ὁρισμὸ νεωτέρων, ὅπως τοὺς<br />

χαρακτηρίζει, ἠθικολόγων, τοὺς ὁποίους<br />

ὅμως δὲν κατονομάζει: «ὑπόκριση εἶναι κλοπή<br />

(ξένης) ὑπολήψεως ἢ κακία μὲ ἔνδυμα ἀρετῆς.<br />

Ἔτσι, ἂν ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι θεῖο, ὁ ὑποκριτὴς<br />

ποὺ δὲν τὴν ἔχει, γιατὶ εἶναι ἄλλο καὶ ἄλλο<br />

φαίνεται, εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι ἐχθρὸς τοῦ<br />

Θεοῦ». Ὁ ὑποκριτὴς ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι<br />

ὁ πιὸ ἄδικος τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅπως<br />

δέχεται καὶ ὁ Πλάτων στὴν Πολιτεία (Β΄,<br />

361a): τὸ νὰ φαίνεται κάποιος δίκαιος, χωρὶς<br />

νὰ εἶναι, ἀποτελεῖ τὴν ἐσχάτη ἀδικία.<br />

Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, αὐτὴ<br />

εἶναι «ἀναίρεση» τῆς ἀρετῆς. Ὁ<br />

ἀνθρωπάρεσκος ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ ὄχι γιὰ<br />

τὴν ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὸν ἔπαινο. Ὄχι γιὰ τὴν<br />

ὁλοκλήρωσή του, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξασθεῖ ἀπὸ<br />

τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὸ χειρότερο ὅλων, ὄχι<br />

γιὰ νὰ ἀρέσει στὸν Θεό, ἀλλὰ στοὺς<br />

ἀνθρώπους (πρβλ. Α΄ Θεσσ. 2, 4 καὶ Γαλ. 1,<br />

0). Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια ὑπονομεύει συθέμελα<br />

τὴν ἀρετή, διαφθείρει τὸν νοῦ καὶ διαστρέφει<br />

κάθε ὑψηλὸ νόημα.<br />

7. Ἀρετὲς καὶ κακίες τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ.<br />

Τὸ 7 ο κεφάλαιο περιγράφει τὶς ἠθικὲς ἀρετὲς<br />

καὶ κακίες τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ. Ὡς οὐσιαστικὸ<br />

ἡ λέξη Ἐπιθυμητικὸ εἶναι οὐσιαστικοποιημένο<br />

οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐπιθυμητικός, -ή, -ὸν<br />

καὶ σημαίνει τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὅπου ἔχουν<br />

τὴν ἕδρα τους οἱ ἐπιθυμίες. Στὸ σημεῖο αὐτὸ<br />

πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἀπὸ τὴ σκοπιὰ<br />

τῆς ψυχολογίας, ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἐπιθυμία<br />

εἶναι δύσκολο νὰ ἀποδοθεῖ μὲ σαφήνεια,<br />

γιατὶ περικλείει τόσο τὶς ἐνστικτώδεις ὁρμές,<br />

τὰ ὁρμέμφυτα (τὰ ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου)<br />

καὶ τὴ συνειδητὴ βούληση, ἡ ὁποία δὲν<br />

συμπίπτει μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πόθου ποὺ<br />

δηλώνει τὴν ἰσχυρὴ καὶ διαρκὴ ἐπιθυμία, ἂν<br />

καὶ στὴν ἑλληνικὴ<br />

γλώσσα ἀπαντᾶ<br />

συχνὰ ὁ ὅρος<br />

ἐπιθυμία ἀντὶ τοῦ<br />

πόθου.<br />

Γιὰ τὴ θέση τῆς<br />

Ἁγίας Γραφῆς,<br />

Παλαιᾶς καὶ<br />

Καινῆς Διαθήκης,<br />

ἀπέναντι στὸν<br />

ὅρο ἐπιθυμία εἶναι<br />

ἀ ρ κ ο ύ ν τ ω ς<br />

κατατοπιστικὸ τὸ<br />

λῆμμα ἐπιθυμία<br />

στὸ Λεξικὸ<br />

Β ι β λ ι κ ῆ ς<br />

Θ ε ο λ ο γ ί α ς<br />

(ἔκδοση «Βιβλικὸ<br />

Κέντρο “Ἄρτος<br />

Ζωῆς”», Ἀθήνα<br />

1980, στ. 386-<br />

388). Στὸ εἰσαγωγικὸ κείμενο τοῦ λήμματος<br />

τονίζεται: «Ἡ ὑπέρτατη τελειότητα γιὰ τὸν<br />

βουδισμὸ εἶναι ἡ “κατάπνιξη τῆς ἐπιθυμίας”.<br />

Πόσο μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὄνειρο βρίσκονται<br />

οἱ ἄνθρωποι τῆς Βίβλου, ἀκόμη καὶ οἱ<br />

πλησιέστεροι στὸ Θεό! Ἀντίθετα, ἡ Βίβλος<br />

εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴ διαμάχη<br />

ποὺ προκαλεῖ κάθε μορφὴ ἐπιθυμίας. Βέβαια,<br />

δὲν τὶς ἀποδέχεται ὅλες, καὶ οἱ πιὸ ἁγνὲς<br />

ἐπιθυμίες πρέπει νὰ ἐξαγνιστοῦν ριζικά, γιὰ<br />

νὰ πάρουν ὅλη τους τὴ δύναμη καὶ ν’<br />

ἀποδώσουν στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὅλη<br />

της τὴν ἀξία» (ὅπ.π., στ. 386). Ἀκολουθεῖ<br />

λεπτομερὴς ἀναφορὰ στὸ ἐν λόγῳ λῆμμα,<br />

τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ<br />

Διαθήκη, ἐνῶ σὲ ὑποσημείωση στὸ τέλος τοῦ<br />

ἄρθρου γίνεται παραπομπὴ σὲ ἄλλα σχετικὰ<br />

λήμματα τοῦ Λεξικοῦ, ὅπως: γενετήσια ὁρμή,<br />

δωρεά, ἐλπίδα, μακαριότητα, πείνα καὶ δίψα,<br />

πλεονεξία καὶ προσευχή.<br />

Ἡ πρώτη παράγραφος τοῦ 7 ου κεφαλαίου<br />

ἀναφέρεται στὴν ἐγκράτεια, τὴν ὁποία ὁ<br />

Ἅγιος θεωρεῖ μέγιστης ἠθικῆς ἀξίας. Σημασία<br />

γιὰ τὴν τοποθέτηση αὐτὴ ἔχει ἡ αἰτιολογία<br />

ποὺ προτείνει. Τονίζει δηλαδὴ ὅτι ἡ ἐγκράτεια<br />

δὲν εἶναι ἡ ἑκούσια ἀποχὴ (ἡ φειδώ) ἀπὸ ὅσα<br />

ἀπαγορεύονται, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα ἐπιτρέπονται.<br />

Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός: Ἡ ἀποφυγὴ τῶν<br />

11


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἀπαγορευμένων δὲν εἶναι ἀποχή, ἀλλὰ φόβος<br />

ἢ σεβασμὸς ἀπέναντι στὸν νόμο ποὺ<br />

ἐπιβάλλει τὴν ἀπαγόρευση. Ἡ ἐγκράτεια<br />

δηλαδὴ ἀποβαίνει μέγιστη ἀρετή, γιατὶ ὁ<br />

ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει λόγῳ τῆς<br />

σωφροσύνης του ὅσα ἐπιτρέπονται. Ἡ<br />

ἐγκράτεια, ἑπομένως, ἁρμόζει σὲ ὅλους,<br />

κατεξοχὴν δὲ σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν οἱ ἴδιοι νὰ<br />

εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ<br />

Νεκτάριος ἀξιοποιεῖ τὸν ἀκόλουθο ὁρισμὸ τοῦ<br />

Μ. Βασιλείου: Ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς<br />

ἁμαρτίας, ἡ ἀπαλλοτρίωση τῶν παθῶν, ἡ<br />

νέκρωση τοῦ σώματος, ποὺ φθάνει μέχρι καὶ<br />

αὐτὰ τὰ φυσικὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ἡ ἀρχὴ<br />

πνευματικῆς ζωῆς καί, τέλος, ἡ πρόξενος<br />

αἰωνίων ἀγαθῶν, γιατὶ ἡ<br />

ἐγκράτεια ἔχει τὴ δύναμη<br />

νὰ ἀφανίζει τὸ κέντρο<br />

της ἡδονῆς.<br />

Ἐπειδή, ὅμως, ἕνας<br />

τέτοιος ὁρισμὸς μπορεῖ<br />

νὰ προκαλέσει ἐνστάσεις<br />

πολλῶν, ὁ ἅγιος<br />

Νεκτάριος προσθέτει<br />

σχετικὴ ἑρμηνεία στὸν<br />

ὁρισμὸ τοῦ Μ.<br />

Βασιλείου, ποὺ μόλις<br />

ἀναφέραμε γιὰ τὴν<br />

ἐγκράτεια. Λέγει, λοιπόν,<br />

ὁ ἴδιος ὁ Βασίλειος ὅτι μὲ<br />

τὸν ὅρο ἐγκράτεια δὲν<br />

ἐννοοῦμε σὲ καμιὰ<br />

περίπτωση τὴν πλήρη<br />

ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά<br />

(τὰ βρώματα), γιατὶ αὐτὸ<br />

εἶναι ἕνα εἶδος βίαιης<br />

διάλυσης τῆς ζωῆς. Ἐννοοῦμε τὴν ἀποχὴ<br />

ποὺ ἔχει σκοπὸ τὸ ξερρίζωμα τῶν παθῶν.<br />

Ἔτσι γίνεται ἡ ἐγκράτεια, κατὰ τον Νεκτάριο,<br />

μέγιστη σωματικὴ δύναμη καὶ ἄφθαρτος<br />

πνευματικὸς πλοῦτος. Γίνεται τὸ θεμέλιο<br />

ὅλων τῶν ἀρετῶν, γιατὶ αὐτὴ πρώτη προετοιμάζει<br />

τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πρὸς<br />

ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Διάδοχος,<br />

ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Ἠπείρου,<br />

ὀνομάζει τὴν ἐγκράτεια ἐπώνυμον ὅλων τῶν<br />

ἀρετῶν, ὄχι μόνον αὐτῶν ποὺ ἀφοροῦν τὸ<br />

σῶμα ἀλλὰ καὶ τὸν ἐσωτερικό, τὸν ψυχικὸ κόσμο<br />

τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως δὲ λέγει καὶ ὁ ἅγιος<br />

Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: ἡ ἐγκράτεια οὐ μόνον<br />

ἐπὶ βρωμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ χρημάτων<br />

καλή. Καὶ συμπληρώνει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς:<br />

«Τὴν ἐγκράτεια δὲν πρέπει νὰ τὴν περιορίζουμε<br />

μόνο στὰ ἀφροδίσια, ἀλλὰ καὶ σὲ<br />

ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖ νὰ σπαταλᾶ<br />

ἡ ψυχή μας χωρὶς νὰ ἀρκεῖται στὰ ἀναγκαῖα<br />

ἀναζητώντας τὴ χλιδὴ καὶ τὴν εὐμάρεια.<br />

Ἐγκράτεια εἶναι, συνεχίζει, νὰ μὴ γινόμαστε<br />

δοῦλοι τῶν χρημάτων, τῆς καλοπέρασης,<br />

τῆς ὅποιας κτήσης, τῆς θέας καί, τέλος, νὰ<br />

ἐλέγχουμε τὸ στόμα μας καὶ νὰ νικοῦμε μὲ τὸν<br />

λογισμό μας καθετί πονηρό».<br />

Αὐτὰ ὅλα μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος,<br />

κατὰ τὸν Νεκτάριο, ἂν ἔχει τὴν ἀρετὴ τῆς<br />

σωφροσύνης ποὺ δὲν εἶναι<br />

ἄλλη ἀπὸ «τὴν εὔτακτη<br />

οἰκονομία μὲ σοφία καὶ<br />

φρόνηση ὅλων τῶν κινήσεων<br />

τῆς ψυχῆς» (Ἅπαντα, τόμ.<br />

Ε΄, σ. 400). Σωφροσύνη μὲ<br />

δυὸ λόγια εἶναι «ἡ ἐλευθερία<br />

ἀπὸ τὰ πάθη». Κατὰ τὸν<br />

Χρυσόστομο, εἶναι τὸ<br />

σύνολο τῶν ἐκδηλώσεων<br />

«τῆς πολύτροπης<br />

ἐγκράτειας» ἀναφορικὰ μὲ<br />

τὸ σῶμα. Κατὰ δὲ τὸν Μ.<br />

Βασίλειο, σωφροσύνη εἶναι<br />

νὰ μὴν ἐπιλέγει κανεὶς<br />

κάποιον ἐρεθισμὸ ἀπὸ<br />

ἡδονή, ἀλλὰ νὰ<br />

τοποθετεῖται μὲ ἐγκράτεια<br />

καὶ χωρὶς ὑποχωρητικότητα<br />

ἀπέναντι σὲ κάθε βλαβερὴ<br />

ἀπόλαυση.<br />

Ὁ Ἅγιος ἀξιοποιεῖ χωρίο τοῦ νεοπλατωνικοῦ<br />

φιλοσόφου Ἰαμβλίχου, τὸ ὁποῖο δὲν<br />

κατορθώσαμε νὰ ἀνιχνεύσουμε. Ὡστόσο,<br />

σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ<br />

χωρίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε καὶ στὴν<br />

παράγραφο περὶ ἐγκρατείας, ὑπάρχουν τὰ<br />

ἐπιτρεπόμενα καὶ τὰ ἀπαγορευμένα, τὰ<br />

κωλυόμενα. Σώφρων, λοιπόν, δὲν εἶναι αὐτός,<br />

ὁ ὁποῖος δὲν κάνει χρήση τῶν<br />

ἀπαγορευμένων, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ κάνει χρήση<br />

μὲ φειδὼ ἢ μὲ διάκριση τῶν ἐπιτρεπομένων.<br />

Τὸ νὰ μὴν πράττει κανεὶς τὰ ἀθέμιτα (τὰ<br />

ἀπαγορευμένα) ἢ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιεῖ,<br />

12


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

αὐτὸ εἶναι τήρηση τοῦ νόμου, τοῦ ὁποίου ἡ<br />

παράβαση ἐπισύρει τιμωρία. Ἑπομένως,<br />

σωφροσύνη εἶναι ἡ θεληματικὴ καὶ ἡ μὲ<br />

διάκριση φειδὼ τοῦ ἐπιτρεπομένου, γιατὶ<br />

γίνεται μὲ προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ μὲ<br />

φιλόσοφο λογισμό. Τὰ ἀγαθὰ ποὺ γεννᾶ ἡ<br />

σωφροσύνη εἶναι πλεῖστα. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ<br />

περιγράφει ὁ Ἅγιος στὴ σχετικὴ παράγραφο.<br />

Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ<br />

σωφροσύνη διατηρεῖ τὸν ψυχοσωματικὸ<br />

ἑαυτό μας ἀκηλίδωτο καὶ ἁγνὸ καὶ καθιστᾶ<br />

τὰ γηρατειά μας τίμια καὶ τὴ ζωή μας σεβαστή.<br />

Ἐνῶ δηλαδὴ ὅλα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου<br />

ἀμαυρώνονται, φθείρονται καὶ γερνᾶνε, μόνη<br />

ἀπ’ ὅλα ἡ σωφροσύνη παραμένει ἀγέραστη καὶ<br />

ἀμάραντη καὶ μόνη αὐτὴ δὲν ἀμαυρώνεται<br />

οὔτε φθείρεται, ἀλλὰ παραμένει μέχρι τέλους<br />

θαλλερὴ καὶ ἀφήνει πίσω της μνήμη ἀγαθὴ<br />

καὶ δόξα αἰώνια.<br />

Ἡ ἀρετὴ τῆς προσοχῆς συμπληρώνει τὴ<br />

σωφροσύνη, καθόσον προσοχὴ εἶναι ἡ<br />

φρούρηση τοῦ νοῦ καὶ ἡ κατανομὴ ἀπ’ αὐτὸν<br />

κάθε ἀντικειμένου ποὺ προσπίπτει στὶς<br />

ἀνθρώπινες αἰσθήσεις. Ἔτσι, ἡ προσοχὴ εἶναι<br />

τὸ μέσον κάθε γνώσεως καὶ παρέχει στὸν νοῦ<br />

τὴν εὐκαιρία νὰ διακρίνει τί εἶναι ἀληθὲς ἢ<br />

ψευδές, ὀρθὸ ἢ μὴ ὀρθό, ὠφέλιμο ἢ βλαβερό,<br />

ἀγαθὸ ἢ κακό, δίκαιο ἢ ἄδικο. Προάγει τὶς<br />

ἐπιστῆμες, ἀναπτύσσει τὶς τέχνες, ὁδηγεῖ τὰ<br />

πάντα πρὸς τὴν τελειότητα. Μεταξὺ πολλῶν<br />

ἄλλων, ἡ προσοχὴ κατευθύνει τὴ σκέψη,<br />

ἀποδεικνύει τὸ δέον γενέσθαι, περιφρουρεῖ<br />

τὸ ἦθος, ἀσφαλίζει τὴ ζωή. Ὅλοι πρέπει νὰ<br />

γνωρίζουμε ὅτι σχεδὸν τὰ πάντα<br />

ὑποκρύπτουν δόλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος<br />

συμβουλεύει: Βλέπετε οὖν ἀκριβῶς πῶς<br />

περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί,<br />

ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι<br />

πονηραί εἰσιν (Ἐφ. 5, 15-16).<br />

Ὀρθῶς, ἑπομένως, ὁ Νεκτάριος χαρακτηρίζει<br />

τὴν ἀπροσεξία ζοφερὴ νύχτα, σκότος ἀφεγγές,<br />

συνεχὴ ὁμίχλη, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅποιος<br />

περπατεῖ στὰ ἴχνη της οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει (Α΄<br />

Ἰω. 2, 11). Φθάνει ἔτσι στὸ σημεῖο νὰ ἐπαινέσει<br />

τὸν ἀπράγμονα βίο, δηλαδὴ τὸν βίο τῆς<br />

ἡσυχίας, τὴ ζωὴ ποὺ δὲν παρέχει περιττὰ<br />

πράγματα καὶ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια στὸν<br />

κάτοχό της. Σύμφωνα μὲ παράδειγμα ποὺ<br />

ἀναφέρει ὁ Ἰω. Δαμασκηνός, ὅπως τὰ θηρία<br />

ἀντιμετωπίζονται πιὸ εὔκολα (εἶναι δηλαδὴ<br />

εὐκαταγώνιστα), ὅταν ἡσυχάζουν, ἔτσι καὶ οἱ<br />

ἐπιθυμίες, οἱ ὀργές, οἱ λύπες, οἱ φόβοι καὶ τὰ<br />

ἰοβόλα (φαρμακερά) πάθη τῆς ψυχῆς, ὅταν<br />

κατευνασθοῦν διὰ τῆς ἡσυχίας, γίνονται πιὸ<br />

ἀντιμετωπίσιμα μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου.<br />

Κατὰ τὸν Πλούταρχο, σὲ παράθεμα τοῦ<br />

ὁποίου παραπέμπει ὁ Νεκτάριος, τὸ θέμα τῆς<br />

ἡσυχίας, εἶναι σοφό, ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἄλλα καὶ<br />

τὴ μελέτη τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φρονήσεως,<br />

ἐνῶ ἐπεξηγεῖ συγχρόνως ὅτι δὲν ἐξυπονοεῖ<br />

ἀσφαλῶς τὴν ἡσυχία τοῦ καφενείου καὶ τῆς<br />

ἀγορᾶς, ἀλλὰ αὐτήν, ἡ ὁποία ἐξομοιώνει<br />

τὸν κάτοχό της μὲ τὸν Θεό (Ἅπαντα, τόμ. Ε΄,<br />

σ. 405). Τὸ ἀναφέρει αὐτὸ γιατί, ὅποιος ζεῖ<br />

μέσα σὲ θορύβους καὶ θέλει νὰ γνωρίσει τὰ<br />

οὐράνια πράγματα, λησμονεῖ ὅτι ὁ σπόρος<br />

ποὺ σπείρεται σὲ ἔδαφος μὲ ἀγκάθια, πνίγεται<br />

ἀπὸ αὐτά. Ἄρα καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἡσυχάζει,<br />

δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι,<br />

ἄλλωστε, καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ ψαλμωδοῦ:<br />

Σχολάσατε καὶ γνῶτε, φησίν, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ<br />

Θεός (Ψαλ. 45, 11). Ἡ ἡσυχία, κατὰ τὸν<br />

Νεκτάριο, παρουσιάζει τὸν νοῦ καθρέπτη<br />

χωρὶς στίγματα («ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον»)<br />

καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν τέλεια αὐταπάρνηση.<br />

Προϋπόθεση γιὰ τὴν πνευματικὴ γυμνασία<br />

τοῦ χριστιανοῦ, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἄσκηση<br />

τῆς εὐσέβειας, εἶναι ἡ ἀπράγμων ἡσυχία, γιὰ<br />

τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω. Ἡ πνευματικὴ<br />

ἐκγύμναση κάνει τὸν χριστιανὸ ἐπιεική,<br />

σώφρονα, ἀσκητὴ τοῦ μέτρου, ἐγκρατὴ στὴν<br />

ὀργή, ἱκανὸ νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ νικᾶ κατὰ<br />

κράτος τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶναι ἐλεήμων, νὰ<br />

ἐπιδεικνύει φιλανθρωπία καί, τέλος, νὰ ἀσκεῖ<br />

τὴν καθόλου ἀρετή.<br />

Ἐδῶ, ὅμως, ἐλλοχεύει ἡ κακία τῆς ἀμέλειας,<br />

ποὺ εἶναι ἡ ρίζα τῶν κακῶν. Ὁ Νεκτάριος<br />

θεωρεῖ ὅτι ἡ τελευταία πρόταση εἶναι γνώμη<br />

τοῦ Ἐπικτήτου, ἀλλὰ δὲν ἀνιχνεύσαμε τὸ<br />

χωρίο. Κατὰ τὸν Ἅγιο, πάντως, ἡ ἀμέλεια<br />

παραλύει τὸ ψυχικὸ σθένος, ὁδηγεῖ στὴν<br />

ἀφροντισιά (ἀκηδία), γεννᾶ τὴν ἀνία, σκοτίζει<br />

πλήρως τὸν νοῦ, ἀμβλύνει τὴ διάνοια,<br />

ἀμαυρώνει τὸ ἠθικὸ κάλλος, σπείρει ζιζάνια<br />

μέσα στὴν καρδιά, κατακρημνίζει ἀπὸ τὸ ὕψος<br />

τῆς περιωπῆς του τὸν ἄνθρωπο, καταβάλλει<br />

τὶς ἠθικές του δυνάμεις, φυγαδεύει τὶς ἀρετὲς<br />

καὶ ἀντ’ αὐτῶν εἰσάγει τὶς κακίες, διώχνει τὴν<br />

13


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

εἰρήνη ἀπὸ τὴν ψυχή… ὁδηγεῖ σὲ αἰσχρὸ<br />

γῆρας καί, τέλος, στὸν ὄλεθρο. ῾Ο ἀμελὴς<br />

ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἐξαίρεση στὸν κόσμο,<br />

γιατί, ἂν καὶ ζεῖ, στερεῖται τῆς ζωῆς. Μόνος<br />

αὐτὸς μένει ἀργὸς καὶ στάσιμος, ἀρνούμενος<br />

τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Θεό, τὴν<br />

ἀνθρωπότητα καὶ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι «βάρος<br />

τῆς γῆς» κατὰ τὸν Νεκτάριο, ὁ ὁποῖος<br />

μεταφράζει ἐδῶ τὴ γνωστὴ φράση τοῦ<br />

Σοφοκλῆ: ἄχθος ἀρούρης (Ἠλέκτρα, 1116).<br />

Ἀπέναντι, καὶ ἐντελῶς ἀντίθετη, στὴν<br />

ἀμέλεια εἶναι ἡ ἐπιμέλεια. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖ<br />

τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Σοφοκλῆ στὸν Οἰδίποδα<br />

Τύραννο (110-111): Τὸ ζητούμενον ἁλωτόν,<br />

ἐκφεύγει δὲ τἀμελούμενον. Παραπλήσια εἶναι<br />

καὶ ἡ γνώμη τοῦ Κριτία: Πλείους ἐκ μελέτης<br />

ἢ φύσεως ἀγαθοί» (ἐλεύθερη ἀπόδοση:<br />

Περισσότεροι ἐπιτυγχάνουν στὴ ζωὴ ἀπὸ<br />

τὴν προσπάθειά τους παρὰ ἀπὸ τὰ φυσικά<br />

τους προσόντα). Ὁ Νεκτάριος παραθέτει<br />

καὶ παροιμιώδη διατύπωση γιὰ τὴν ἐπιμέλεια,<br />

ποὺ παραπέμπει σὲ Κρητικὴ μαντινάδα, μὲ τὴν<br />

ὁποία, θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω, μᾶς<br />

συμβούλευαν οἱ γονεῖς μας πρὶν ἀπὸ πολλὲς<br />

δεκαετίες: Ἐπιμελοῦ, κοπίαζε ἐν ὅσῳ εἶσαι νέος,<br />

διὰ νὰ μὴ μετανοῇς τὸ ὕστερον ματαίως.<br />

Ἡ παράγραφος Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν<br />

πολιτεύεσθαι ἀναφέρεται προφανῶς στὴν<br />

Πατερικὴ φράση εὐαγγελικὴ πολιτεία, ἡ<br />

ὁποία παραπέμπει στὸ νὰ ζεῖ κανεὶς σύμφωνα<br />

μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Μεταξὺ τῶν<br />

παραθεμάτων ποὺ ἀξιοποιεῖ ὁ Ἅγιος,<br />

θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι<br />

ἀρκούντως κατατοπιστικό: «Νὰ μάθεις, νὰ<br />

διδαχτεῖς εὐαγγελικὴ πολιτεία, ἀκρίβεια τῶν<br />

ὀφθαλμῶν σου, ἐγκράτεια τῆς γλώσσας,<br />

δουλαγωγία τοῦ σώματος, ταπεινὸ φρόνημα,<br />

καθαρότητα τῶν ἐννοιῶν, ἀφανισμὸ τῆς<br />

ὀργῆς. Ὅταν σὲ ἀγγαρεύουν νὰ προσθέτεις<br />

βάρος, ὅταν σοῦ ἀφαιροῦν ὑπάρχοντά σου νὰ<br />

μὴν τρέχεις στὰ δικαστήρια, ὅταν σὲ μισοῦν<br />

νὰ ἀγαπᾶς, ὅταν σὲ καταδιώκουν νὰ ἀνέχεσαι,<br />

ὅταν σὲ βλασφημοῦν νὰ παρακαλεῖς. Νὰ<br />

νεκρωθεῖς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, νὰ<br />

σταυρωθεῖς μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἀφιέρωσε<br />

ὅλην τὴν ἡμέρα στὸν Κύριο» (Ἅπαντα, τόμ.<br />

Ε΄, σ. 409).<br />

Δὲν ὑστερεῖ ἡ μοναχικὴ πολιτεία, ἡ ὁποία<br />

παραπέμπει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν<br />

ὑποταγὴ στὸν Θεῖο νόμο καὶ ἑρμηνεύεται ὡς:<br />

ἀκτημοσύνη, ἐγκράτεια, κακοπάθεια, ἀγώνας<br />

μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ γιὰ κατάκτηση κάθε<br />

ἀρετῆς ἀλλὰ καὶ ἐπίπονη προσπάθεια πρὸς<br />

τὴν τελειότητα μὲ ὑπομονή. Οἱ παραπομπὲς<br />

στὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν<br />

ὅσιο Ἐφραὶμ τοὺς Σύρους καὶ τὸν Μάξιμο τὸν<br />

Ὁμολογητὴ εἶναι χαρακτηριστικὲς τοῦ<br />

αὐστηροῦ πνεύματος τῆς μοναχικῆς<br />

πολιτείας.<br />

Σημαντικὴ εἶναι, ἐπίσης, ἡ εἰσαγωγικὴ<br />

τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου στὸ θέμα<br />

τῆς νηστείας: Περὶ τῆς νηστείας οἱ ἅγιοι<br />

Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λέγουσιν ὅτι εἶναι<br />

καθαρῶς πνευματική (Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σ.<br />

412). Τὴ θέση του αὐτὴ ὁ Ἅγιος τὴν ἑρμηνεύει<br />

ὡς ἑξῆς: Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ ποικίλα καὶ λιπαρὰ<br />

φαγητὰ (βρώματα) θέτει ἕνα καὶ μόνο σκοπό:<br />

Ἐπιδιώκει νὰ ἐνισχύσει τὴν ψυχή, γιὰ νὰ<br />

ἐπικρατήσει στοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν<br />

ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν παθῶν τοῦ σώματος,<br />

προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ νικήτρια καὶ νὰ<br />

λάβει ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ τὸν<br />

ἀμαράντινο στέφανο τῆς νίκης. Πρὸς αὐτὴν<br />

τὴν κατεύθυνση τείνουν οἱ τοποθετήσεις<br />

τῶν Πατέρων, πολλὰ παραθέματα τῶν ὁποίων<br />

χρησιμοποιεῖ ὁ Νεκτάριος. Ἀντιπροσωπευτικὸ<br />

ὅλων τῶν παραθεμάτων εἶναι τὸ ἑπόμενο τοῦ<br />

Μ. Βασιλείου: «Νὰ μὴν ὁρίζεις τὸ ἀγαθὸ ποὺ<br />

παρέχει ἡ νηστεία ἀπὸ μόνη τὴν ἀποχὴ<br />

αὐτῶν ποὺ τρῶμε. Γιατὶ πραγματικὴ νηστεία<br />

εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ κακά. Νὰ λύνεις<br />

κάθε σχέση ποὺ ἔχεις μὲ τὴν ἀδικία. Νὰ<br />

ἀφήσεις τὴ λύπη ποὺ ἔχεις μὲ τὸν πλησίον σου<br />

καὶ νὰ τοῦ χαρίσεις τὰ χρήματα ποὺ σοῦ<br />

χρωστάει. Μὴ νηστεύετε γιὰ μεταξύ σας<br />

κρίσεις καὶ διαμάχες. Νηστεύεις τὸ κρέας,<br />

ἀλλὰ κατατρώγεις τὸν συνάνθρωπό σου.<br />

Ἀπέχεις ἀπὸ τὸ κρασί, ἀλλὰ βρίζεις.<br />

Περιμένεις νὰ κοινωνήσεις τὸ βράδυ, ἀλλὰ<br />

περνᾶς ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα στὰ<br />

δικαστήρια… Νηστεία εἶναι νὰ συγκρατεῖς τὴ<br />

γλώσσα σου, νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὸν θυμό, νὰ<br />

εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες, τὴν καταλαλιά,<br />

τὸ ψεῦδος, τὴν ἐπιορκία· ἡ ἔλλειψη ὅλων<br />

αὐτῶν εἶναι ἀληθινὴ νηστεία. Μ’ ὅλα αὐτὰ ἡ<br />

νηστεία εἶναι καλή». Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ<br />

τοποθέτηση τοῦ Ἰσιδώρου Πηλουσιώτη: «Σὲ<br />

τίποτε δὲν ὠφελεῖ ἡ νηστεία τῶν φαγητῶν<br />

14


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ὅσους δὲν νηστεύουν μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλων<br />

τῶν αἰσθήσεων». Γιατὶ ὅπως λέγει καὶ ὁ<br />

Παῦλος: «αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται εἶναι<br />

ἐγκρατὴς σὲ ὅλα» (Α΄ Κορ. 9, 25).<br />

Ἀνεβαίνοντας κανεὶς ὅλα τὰ σκαλοπάτια<br />

τῶν ἀρετῶν ποὺ ἤδη περιγράψαμε, μπορεῖ νὰ<br />

φθάσει στὴν ἁγιωσύνη. Γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο,<br />

ἡ ἁγιωσύνη εἶναι: «θεία προσηγορία, θεία<br />

ἐνέργεια, … ὑψηλὴ κλάση, ποὺ δηλώνει<br />

τελειότητα καὶ σημαίνει ὅλη τὴν ἀρετή». Ἡ<br />

ἁγιωσύνη, τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο<br />

δημιούργησε ὁ Θεὸς «κατ’ εἰκόνα» Του, τὸν<br />

ὁδηγεῖ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ<br />

τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ στὴ γῆ τὸν ἀναδεικνύει<br />

οὐρανοπολίτη καὶ τὸν<br />

προσαγορεύει υἱὸν Θεοῦ<br />

(βλ. Σχετικῶς: Ἑβρ. 13,<br />

14. Φιλ. 3, 20. Ρωμ. 8, 14·<br />

9, 26. Γαλ. 3, 26). Ἡ ὅλη<br />

περιγραφὴ τῆς<br />

παραγράφου Περὶ τῆς<br />

ἁγιωσύνης, παραπέμπει<br />

σὲ προσευχὴ καὶ<br />

κατακλείεται μὲ τὸ Ἀμήν.<br />

Αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ ὁ<br />

λόγος περὶ ἁγιωσύνης καὶ<br />

ἁγιότητος ὑπερβαίνει τὰ<br />

ἀνθρώπινα μέτρα, ἄρα<br />

καὶ τὴν ὅποια κειμενικὴ<br />

διατύπωση, ἱστορικὴ ἢ<br />

καὶ λογοτεχνική. Αὐτὸς<br />

εἶναι κατὰ τὴν ἄποψή μας<br />

ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο,<br />

ἀμέσως μετὰ τὴν<br />

παράγραφο περὶ<br />

ἁγιωσύνης, ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὴν<br />

πνευματικὴ μέθη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ<br />

τὴ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο τῆς Θείας<br />

Εὐχαριστίας. Αὐτὸ περιγράφεται στὸ<br />

παράθεμα τοῦ Χρυσοστόμου ποὺ ἀξιοποιεῖ ὁ<br />

Νεκτάριος καὶ τὸ ὁποῖο λέγει: «Ὑπάρχει γιὰ<br />

μᾶς καλὸ ποτήριο μέθης. Ὑπάρχει ποτήριο<br />

μέθης ποὺ μᾶς προκαλεῖ σωφροσύνη, ὄχι<br />

παράλυση. Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ποτήριο; Τὸ<br />

ποτήριο τὸ πνευματικό, τὸ ἄχραντο ποὺ<br />

περιέχει τὸ Δεσποτικὸ αἷμα». Πρόκειται<br />

σαφῶς γιὰ τὸ ποτήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας,<br />

στὸ ὁποῖο καλοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί, ὥστε νὰ<br />

πληρωθεῖ ἡ διάνοιά τους μὲ Ἅγιο Πνεῦμα. Σ’<br />

αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ποτήριο ὁ διάβολος δὲν<br />

μπορεῖ νὰ προσθέσει ἀπολύτως τίποτα.<br />

Γιὰ νὰ γίνει περισσότερο κατανοητὸ τὸ<br />

περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς μέθης, ὁ Ἅγιος<br />

παραθέτει ἀμέσως τὴν παράγραφο Περὶ<br />

μέθης, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς οἰνοποσίας.<br />

Ἡ μέθη αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ παραφερόμαστε,<br />

σκοτίζει τὸν νοῦ μας, ἐξασθενεῖ τὴν ψυχὴ καὶ<br />

τὸ σῶμα μας καὶ μᾶς ἐξωθεῖ σὲ μεγάλα καὶ<br />

φοβερὰ ἁμαρτήματα, ὅπως διαμάχες καὶ<br />

ταραχὲς καὶ διαπληκτισμοὺς καὶ φόνους. Ἡ<br />

συγκεκριμένη μέθη ὁδηγεῖ σὲ νάρκωση<br />

(κάρωση) τοῦ ἐγκεφάλου, κατὰ τὸν Ἅγιο,<br />

πέρα τοῦ ὅτι καθιστᾶ τὸν μεθυσμένο<br />

ἀναίσχυντο, ἀμετροεπή,<br />

συκοφάντη, πλήκτη,<br />

παράφρονα, ἀνελεύθερο<br />

καὶ καταγέλαστο ἀπὸ<br />

ὅλους. Κατὰ τὸν Ἅγιο, ὁ<br />

ὁποῖος ἀποδίδει καὶ<br />

σχετικὴ ὁρολογία τῶν<br />

Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,<br />

ὁ μεθυσμένος εἶναι<br />

αὐθαίρετος δαίμονας,<br />

ἔμψυχος νεκρός, πτῶμα<br />

ποὺ στερεῖται ἀπολογίας,<br />

κοινὴ ἀσχημοσύνη τῆς<br />

ἀνθρώπινης κοινωνίας.<br />

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ ἅγιος<br />

Νεκτάριος ἔγραψε<br />

διδακτικὸ ἐγχειρίδιο τῆς<br />

Χριστιανικῆς Ἠθικῆς γιὰ<br />

τὸ ἀντίστοιχο μάθημα τῆς<br />

Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς<br />

Σχολῆς, τὸ ὁποῖο δίδαξε ὁ<br />

ἴδιος ὡς Διευθυντὴς τῆς ὁμώνυμης Σχολῆς.<br />

Ἡ παράγραφος Περὶ συνηθείας ἀγαθῆς καὶ<br />

περὶ συνηθείας κακῆς ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία. Ὁ<br />

Ἅγιος ἀναφέρει ὅτι συνήθεια εἶναι τὸ ἔθος, τὸ<br />

ὁποῖο γίνεται ἦθος. Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξη ἠθικὴ ἔχει<br />

τὴ ρίζα της στὴ λέξη ἔθος, ἀπὸ τὴν ὁποία<br />

παράγεται καὶ τὸ ρῆμα ἐθίζομαι. Κατὰ τὸν<br />

Ἅγιο, λοιπόν, ἠθικὴ εἶναι ἕξις καὶ δηλώνει τὴν<br />

ἀποκτηθεῖσα λόγῳ ἐπανάληψης διάθεση καὶ<br />

ροπὴ γιὰ ἐργασία τόσο ἀγαθῶν ὅσο καὶ<br />

κακῶν πράξεων. Ἑπομένως, λέγει ὁ<br />

Νεκτάριος, ἡ συνήθεια ἀποβαίνει ἢ ἀρετὴ ἢ<br />

κακία, ἀνάλογα πρὸς τὸν χαρακτήρα τῶν<br />

πράξεων πρὸς τὶς ὁποῖες ἔχει κάποιος ροπὴ<br />

15


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἔτσι, ὥστε ἡ μὲν ἀγαθὴ συνήθεια παιδεύει<br />

στὴν ἀρετή, ἡ δὲ κακὴ στὴν κακία. Ἡ πρώτη<br />

ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, ἡ δεύτερη ὁδηγεῖ<br />

στὸ βάραθρο. Μὲ πολλὲς παραπομπὲς<br />

θεμελιώνει τὸ τελευταῖο συμπέρασμά του ὁ<br />

Νεκτάριος. Θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα<br />

παράθεμα ἀπό τόν Χρυσόστομο πολὺ<br />

χαρακτηριστικό: «Ἡ τυραννία τῆς συνήθειας<br />

εἶναι μεγάλη καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ γιὰ τὰ κακά.<br />

Τόση μάλιστα, ὥστε νὰ θεωρεῖται ὡς κάτι<br />

φυσικό». Καὶ συμπληρώνει ὁ Χρυσόστομος:<br />

«Ἡ συνήθεια εἶναι ὄντως κάτι μέγα καὶ ἔχει<br />

τὴ δύναμη τῆς φύσης». Καὶ συνεχίζει: «Αὐτὸς<br />

εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο μερικοὶ μὴ<br />

χριστιανοὶ ἀποκάλεσαν τὴ συνήθεια δευτέρα<br />

φύση» (Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σ. 420).<br />

Ἐπειδὴ ἀναφερόμαστε στὸ Ἐπιθυμητικὸ<br />

μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ στὴν<br />

παράγραφο ποὺ ἀκολουθεῖ Περὶ ἐμπαθοῦς καὶ<br />

ἀλόγου ἐπιθυμίας. Ἄλογη ἐπιθυμία<br />

χαρακτηρίζει αὐτὴν τῶν ματαίων πραγμάτων<br />

ἀλλὰ καὶ κάθε ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ποὺ<br />

ἀντιτίθεται στὸν ἠθικὸ νόμο. Εἶναι, ἐπίσης,<br />

ἄλογη ἡ ἐπιθυμία ὅλων τῶν μάταιων καὶ<br />

ἀσταθῶν πραγμάτων καὶ ὅσων<br />

ἀποδοκιμάζονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο. Σὲ κάθε<br />

περίπτωση, οἱ πονηρὲς ἐπιθυμίες εἰσέρχονται<br />

στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν πονηρό, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν<br />

διάβολο. Ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία, ὅταν χρονίζει<br />

στὴν καρδιά, γεννᾶ ἁμαρτία καὶ πληγώνει τὴν<br />

ψυχή.<br />

Ἂν οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες δὲν ἀποκρούονται<br />

μόλις ἐμφανισθοῦν, σκοτίζουν τὸ ἀνθρώπινο<br />

μυαλό, δημιουργοῦν ταραχὴ στὴν καρδιά,<br />

ἐξασθενοῦν τὴν ψυχή, ὑπομνομεύουν τὴ<br />

σωφροσύνη, ἀφαιροῦν τὴν ἁγνεία καὶ<br />

διασαλεύουν τὸ βάθρο τῆς ἀρετῆς.<br />

Οἱ παράγραφοι Περὶ ἀκρασίας, Περὶ<br />

ἀσωτίας καὶ Περὶ ἀκολασίας καὶ ἀκολάστου<br />

ἔχουν, ἐπίσης, ἄμεση σχέση καὶ ἀναφορὰ μὲ<br />

τὸ Ἐπιθυμητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς.<br />

Εἰδικότερα: α) Ἡ ἀκρασία δαπανᾶ πολλὰ<br />

γιὰ τὴν ἡδυπάθεια, ὁδηγώντας τὰ θύματά<br />

της σὲ ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές, ὁ δὲ ἀκρατὴς<br />

τρέχει πίσω ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες του καὶ δὲν<br />

ἐμποδίζεται ποτὲ ἀπὸ τὶς ὀρέξεις του,<br />

λησμονώντας καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν<br />

δημιουργό του, τὸν Θεό. Ἔχει ἀνακηρύξει<br />

θεὸν τὴν κοιλιά του καὶ στὴν ψυχή του<br />

κυριαρχεῖ ὄχι ὁ νόμος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,<br />

ἀλλὰ ὁ νόμος τῆς σάρκας του. Γι’ αὐτὸ ἔχει<br />

πωρωθεῖ ἡ καρδιά του καὶ εἶναι ἀναίσθητη ἡ<br />

ψυχή του. β) Ἡ ἀσωτία εἶναι ἡ χωρὶς μέτρο<br />

χρήση καὶ σημαίνει, κατὰ τὸν Ἅγιο, ὅτι δὲν<br />

σώζει ἀλλὰ καταδικάζει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν<br />

ψυχὴ τοῦ ἀσώτου. γ) Ἡ ἀκολασία εἶναι ἡ<br />

ἀχαλίνωτη φιληδονία, ἐνῶ ἀκόλαστος εἶναι ὁ<br />

ἀκρατὴς καὶ φιλήδονος, ἐπειδὴ δὲν ἐλέγχει τὶς<br />

ἐπιθυμίες του. Οἱ ἀκόλαστοι μοιάζουν μὲ τον<br />

ἡνίοχο, ὁ ὁποῖος, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει<br />

τὰ ἄτακτα σκιρτήματα τῶν ἀλόγων, ὅπως<br />

παρατηρεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁδηγεῖ<br />

στὸν γκρεμὸ καὶ τὰ ἄλογα καὶ τὸν ἑαυτό του.<br />

Ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀκόλαστου ἔχει<br />

ὑποταγεῖ καὶ ἔχει ὑποδουλωθεῖ πλήρως στὶς<br />

αἰσθήσεις του μὲ ἀποτέλεσμα, ἐπειδὴ δὲν<br />

μπορεῖ νὰ ἐλέγξει τὰ πάθη του, νὰ ἐλέγχεται<br />

ὁ ἴδιος ἀπὸ αὐτά.<br />

Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήσουμε, γιατί<br />

ἐντάσσει στὴν παρούσα συνάρτηση καὶ<br />

παράγραφο «Περὶ σιωπῆς». Ὅπως λοιπὸν<br />

μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος, ἡ σιωπὴ εἶναι ἀποτέλεσμα<br />

καὶ καρπὸς βασιλικῆς καὶ εὐγενοῦς<br />

παιδεύσεως. Ἡ σιωπὴ εἶναι προϊὸν πολλῆς<br />

σύνεσης. Αὐτὸς ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ σιωπᾶ,<br />

αὐτὸς δὲν γνωρίζει οὔτε νὰ συζητᾶ, νὰ κάνει<br />

διάλογο. Κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἡ σιωπὴ<br />

εἶναι μητέρα τῆς προσοχῆς, κρίκος τῆς<br />

σκάλας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ,<br />

κλειδὶ τοῦ Παραδείσου. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια,<br />

ὅτι ἡ σιωπὴ ἀποδεικνύει φρόνιμους καὶ<br />

σεμνοὺς καὶ τοὺς μὴ μορφωμένους. Ἀλλὰ καὶ<br />

16


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

αὐτὸς ποὺ σιωπᾶ εἶναι καλύτερος ἀπὸ αὐτὸν<br />

ποὺ λέγει πολλά, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι<br />

χρήσιμα. Τὸ συμπέρασμα, λοιπόν, ποὺ<br />

συνάγουμε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι: Μάθε νὰ<br />

σιωπᾶς, ἢ λέγε κάτι καλύτερο ἀπὸ τὴ σιωπή.<br />

(Τὸ παράγγελμα αὐτὸ ἀποδίδει γνώμη τῶν<br />

Πυθαγόρα καὶ Μενάνδρου). Δὲν εἶναι,<br />

βεβαίως, λίγα ὅσα ἀναφέρουν περὶ σιωπῆς καὶ<br />

τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι π.χ.<br />

γνωστότατος ὁ στίχος τοῦ Δαβίδ (Ψαλ. 140,<br />

3): Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ<br />

θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου.<br />

Ἄμεση σχέση μὲ τὴν παράγραφο περὶ σιωπῆς<br />

ἔχουν καὶ οἱ παράγραφοι Περὶ ἀργολογίας,<br />

Περὶ γλωσσαλγίας καὶ Περὶ ἀδολεσχίας καὶ<br />

ἀδολέσχου. Συγκεκριμένα: α) Ἀργολογία<br />

σημαίνει τὸ νὰ λέγει κάποιος λόγια ἀργά,<br />

δηλαδὴ ἀνωφελῆ καὶ κούφια. Πρόκειται γιὰ<br />

ἄνθρωπο ἀπαίδευτο, μὲ ἀτελὴ μόρφωση καὶ<br />

ἀντίστοιχο χαρακτήρα, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ<br />

ἀσήμαντα καὶ εὐτελῆ, οἱ δὲ λόγοι του<br />

στεροῦνται σύνεσης. Ἐπιπλέον, κατὰ τὴ ρύμη<br />

τοῦ λόγου του δὲν σέβεται τὸν πλησίον του.<br />

Δὲν ζυγίζει τὰ λόγια του οὔτε ἀκριβολογεῖ.<br />

Εἶναι πολυλογὰς καὶ φλύαρος. Ἡ γλώσσα του<br />

προτρέχει τοῦ μυαλοῦ του, ἄρα καὶ ο λόγος<br />

του δὲν ἔχει εἱρμό. Ἔτσι, περισσότερο γλιστρᾶ<br />

πάνω στὴ γλώσσα του, παρὰ σὲ ὀλισθηρὸ<br />

ἔδαφος! β) Γλωσσαλγία εἶναι ἡ κακογλωσσιά,<br />

ἡ γλωσσοφαγιά. Εἶναι φοβερὸ καὶ ἀκατάσχετο<br />

πάθος. Μοιάζει μὲ πικρὴ πηγή, τὴς ὁποίας τὸ<br />

νερὸ καταπικραίνει τὴν καρδιὰ αὐτῶν ποὺ τὸ<br />

πίνουν, ἐνῶ ὅταν χύνεται στὴ γῆ καταστρέφει<br />

τὴ βλάστηση. Τὰ λόγια τοῦ γλωσσαλγοῦ<br />

ἀνατρέπουν σπίτια, καταστρέφουν ψυχὲς<br />

καὶ προκαλοῦν μέγιστα κακά. γ) Ἀδολεσχία<br />

εἶναι ἡ πολυλογία, ἡ φλυαρία, καὶ ἀδόλεσχος<br />

αὐτὸς ποὺ λέγει πολλά, ποὺ φλυαρεῖ. Ἡ<br />

ἀδολεσχία εἶναι ἐπικίνδυνη, μισητὴ καὶ<br />

περιγέλαστη καὶ γιὰ τὸ ὅτι δὲν κρατεῖ τὰ<br />

ἀπόρρητα. Θεωρεῖται θρόνος κενοδοξίας,<br />

πάνω στὸν ὁποῖο κάθεται ὁ κενόδοξος<br />

διαφημίζοντας τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἀδόλεσχος<br />

ἔχει στόμα ἄστεγο καὶ δὲν γνωρίζει νὰ σιωπᾶ,<br />

γι’ αὐτὸ γίνεται βάρος καὶ στοὺς φίλους<br />

του. Ἐπειδὴ εἶναι φιλόλαλος, δὲν μαθαίνει,<br />

γιατὶ εἶναι καὶ ἀφιλήκοος καί, ἐπιπλέον,<br />

μυθοπλάστης.<br />

Συγγενὴς πρὸς τὸν ἀδόλεσχο ἀλλὰ καὶ<br />

τὸν γλώσσαλγο εἶναι ὁ εὐτράπελος.<br />

Χαρακτηρίζεται καὶ ποικίλος, παντοδαπός,<br />

ἄστατος, εὔκολος, ποὺ γίνεται τὰ πάντα. Ὁ<br />

ἅγιος Νεκτάριος ἀποδίδει κείμενα τοῦ<br />

Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημα τοῦ ἱεροῦ<br />

Πατρὸς στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή<br />

(Ὁμιλία ΙΖ΄, γ΄, PG 62, 120).<br />

Ἐπηρεασμένος μᾶλλον ἀπὸ τοὺς τύπους,<br />

ποὺ περιέγραψε στὶς τελευταῖες<br />

παραγράφους, ὁ ἅγιος Νεκτάριος προσθέτει<br />

καὶ παράγραφο Περὶ γελώτων. Δέχεται ὅτι ὁ<br />

ἄνθρωπος εἶναι ζῷον γελαστικόν, ἀλλὰ καὶ<br />

λογικὸ καὶ ἠθικὸ συγχρόνως. Αὐτὸ σημαίνει<br />

ὅτι ἀδυνατεῖ μὲν νὰ ἀντισταθεῖ, ὅταν<br />

προκαλεῖται ἀπὸ τοὺς γελοίους, ὀφείλει,<br />

ὅμως, ὡς ὂν λογικὸ καὶ ἠθικό, νὰ μὴν<br />

προκαλεῖ ποτὲ ἢ νὰ μὴν ἐπιζητεῖ τὰ γέλια. Ἐδῶ<br />

ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ γέλως (τὸ<br />

γέλιο) καὶ ἄλλο τὰ γέλια (οἱ γέλωτες). Τὸ<br />

γέλιο ποὺ ἐμφανίζεται κατὰ φυσικὸ τρόπο ἢ<br />

ὡς μειδίαμα, γιατὶ συγκινεῖ τὸν ἐσωτερικὸ<br />

κόσμο τῶν νεωτέρων λόγῳ κάποιου<br />

ἀπροσδόκητου γεγονότος, αὐτὸ τὸ γέλιο<br />

εἶναι ἀδιάβλητο καὶ ἀθῶο. Τὰ γέλια, ὅμως,<br />

λόγῳ π.χ. μέθης καὶ ἀσωτίας καὶ φλυαρίας,<br />

αὐτὰ διαφθείρουν τὴν ψυχή. Σ’ αὐτοὺς ποὺ<br />

γελοῦν ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες αἰτίες, λέγει ἡ<br />

Ἁγία Γραφή: Οὐαὶ οἱ γελῶντες καὶ ἀπὸ πρωίας<br />

πίνοντες σίκερα (=μεθυστικὸ ποτό)».<br />

Τὸ κεφάλαιο γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ<br />

κλείνει μὲ δύο σχετικὲς ὡς πρὸς τὴ γλωσσική<br />

τους διατύπωση παραγράφους: Περὶ τρυφῆς<br />

καὶ τρυφηλοῦ καὶ Περὶ τρυφῆς πνευματικῆς.<br />

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρεται ἀμέσως στὸν<br />

ὁρισμὸ τῆς τρυφῆς τοῦ Ἰω. Χρυσοστόμου,<br />

κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ τρυφὴ εἶναι θηρίον χαλεπὸν<br />

καὶ ἀτίθασον. Τονίζει μάλιστα ὅτι τὸ κακὸ ποὺ<br />

κάνει ἡ ἐπιθυμία τῆς τρυφῆς στὸν ἐσωτερικὸ<br />

ἄνθρωπο εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ<br />

θὰ μποροῦσαν νὰ προξενήσουν ἕνας<br />

σκορπιὸς ἢ ἕνα φίδι ἂν βρίσκονταν στὰ<br />

σπλάχνα μας. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ τρυφὴ<br />

(ἡ καλοπέραση) εἶναι μητέρα ὅλων τῶν<br />

παθῶν καὶ κάθε δυσωδίας. Αὐτὴ κάνει τοὺς<br />

ἀνθρώπους χειρότερους καὶ ἀπὸ τοὺς χοίρους.<br />

Γιατὶ ὁ χοῖρος κυλιέται στὰ λασπόνερα καὶ<br />

τρώγει κοπριές. Ὁ τρυφηλὸς τρώγει σὲ πιὸ<br />

ἀπαίσιο τραπέζι ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ χοίρου,<br />

καθὼς ἐπινοεῖ ἄπειρα ἄθεσμα καὶ παράνομα<br />

17


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἐδέσματα. Παραπέμποντας στὸν Κλήμεντα<br />

τὸν Ἀλεξανδρέα, ὁ Νεκτάριος λέγει ὅτι ἡ<br />

τρυφὴ προκαλεῖ ἄκαιρο γέλιο, ἄτακτα λόγια,<br />

ποικίλα εὐτράπελα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν ὄλεθρο,<br />

τὴν ἀνόητη φλυαρία καὶ τόσα ἄλλα ποὺ δὲν<br />

συμφέρει οὔτε νὰ τὰ ὀνομάσουμε. Θεὸς τῶν<br />

τρυφηλῶν εἶναι ἡ κοιλιά τους καὶ δόξα τους<br />

ἡ ἀδιαντροπιά τους. Γίνονται λόγῳ τοῦ<br />

τρυφηλοῦ τους βίου βραδύνοες καὶ ἄφρονες.<br />

Βραδύνοες, γιατὶ ἡ τρυφὴ δὲν γεννᾶ λεπτὸ<br />

νοῦ, καὶ ἄφρονες, γιατὶ ἐξογκώνουν τὶς<br />

κοιλιές τους. Εἶναι ὄντως δοῦλοι τῶν παθῶν<br />

καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τους. Οἱ τρυφηλοὶ καὶ οἱ<br />

ἀχόρταγοι πέφτουν σὲ οἰστρηλασία (πάθος<br />

μέχρι μανίας) καὶ γίνονται ἀκόλαστοι καὶ<br />

ἀδιάντροποι.<br />

Ἀπέναντι στὴν ὑλικὴ τρυφὴ ὑπάρχει ἡ<br />

πνευματική, ἡ πραγματικὴ τρυφή, ποὺ ποτὲ<br />

δὲν μαραίνεται. Πρόκειται γιὰ τὴν τρυφή,<br />

στὴν ὁποία καλοῦμε ὡς συνδαιτημόνα τὸν<br />

Χριστό, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι ἔχουμε<br />

ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὰ δικά<br />

του (τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν). Αὐτὸ τὸ τραπέζι ἔχει<br />

ἀπέραντη ἡδονὴ καὶ ἀποτελεῖ πλούσιο,<br />

συνεχὲς καὶ μεγαλοπρεπὲς πνευματικὸ<br />

συμπόσιο.<br />

8. Ἐπίλογος.<br />

Ὁ τίτλος ποὺ ἐπιλέξαμε γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρο<br />

εἶναι ἀρκούντως περιγραφικός, γλωσσικὰ<br />

ὅμως ἀπολύτως κατανοητός. ᾽Ερώτημα,<br />

ὡστόσο, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγείρει στὸν<br />

ἀναγνώστη τὸ πῶς ἕνας ἐπίσκοπος τῆς<br />

Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καταχωρισμένος<br />

μάλιστα μεταθανατίως στὶς Δέλτους τῶν<br />

Ἁγίων της, χρησιμοποιεῖ ὡς ὁδηγὸ τοῦ<br />

μεγαλύτερου μέρους τῶν περιεχομένων ἑνὸς<br />

σημαντικοῦ βιβλίου του τὴν τριμερὴ διαίρεση<br />

τῆς ψυχῆς ἑνὸς θύραθεν φιλοσόφου, ἔστω καὶ<br />

ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ μέγας Πλάτων. Τὸ σχετικὸ<br />

ἐρώτημα ἀποκτᾶ ἀκόμη πιὸ βαρύνουσα<br />

σημασία, ὅταν εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ βιβλίο Τὸ<br />

γνῶθι σαυτὸν ἐπρόκειτο νὰ συνεκδοθεῖ μὲ ἕνα<br />

ἄλλο, ἐπίσης σημαντικὸ καὶ μάλιστα σχολικὸ<br />

βιβλίο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τὴ Χριστιανικὴ<br />

Ἠθική 15 .<br />

Ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ καταπονήσουμε<br />

τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ φιλόξενου περιοδικοῦ<br />

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας μὲ πολλὲς καὶ<br />

λεπτομερεῖς ἀναφορὲς καὶ εἰδήσεις γιὰ τὴ ζωὴ<br />

καὶ τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου,<br />

θὰ περιοριστοῦμε σὲ τέσσερις βασικὲς θέσεις-<br />

ἀπαντήσεις στὸ ἀνωτέρω ἐρώτημα:<br />

1. Ἀπὸ τὸ πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο τοῦ<br />

ἁγίου Νεκταρίου εἶναι εὔκολο νὰ συναγάγει<br />

κάθε ἐπιμελὴς ἀναγνώστης ἀβίαστα τὸ<br />

συμπέρασμα, ὅτι ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ<br />

βαθιὰ ἀγάπη του πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν<br />

ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τὴν ὁποία θεωροῦσε<br />

«προπαιδεία» στὸν Χριστιανισμό. Αὐτὸς<br />

εἶναι, ἐπίσης, ἕνας ἐπιπλέον λόγος γιὰ τὸν<br />

ὁποῖο ἔθεσε ὡς τίτλο σὲ ἕνα πολὺ σημαντικὸ<br />

βιβλίο του τὸ πασίγνωστο ἀρχαιοελληνικὸ<br />

γνωμικὸ «γνῶθι σαυτόν», ποὺ ἦταν γραμμένο<br />

στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ τοῦ Μαντείου τῶν<br />

Δελφῶν. Ὁ ναός, ὡς γνωστόν, ἦταν<br />

ἀφιερωμένος στὸν θεὸ Ἀπόλλωνα. Ἀξίζει<br />

νὰ ἀναφέρω στὴ νεοελληνικὴ σχετικὸ<br />

ἀπόσπασμα μικροῦ ἔργου τοῦ Νεκταρίου, ποὺ<br />

ἔχει περίπου ὡς ἑξῆς: «Σύμφωνα μὲ τὰ<br />

παραπάνω, ἡ γνώση εἶναι ἡ ἀληθὴς σοφία καὶ<br />

ἡ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Ἐπιστήμη χωρὶς<br />

τὸ «γνῶθι σαυτὸν» [δηλαδὴ χωρὶς<br />

αὐτογνωσία], δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ τέλεια<br />

ἐπιστήμη, οὔτε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἁρμόζουσα<br />

ἀγωγή αὐτὴ, ὅταν ἀπουσιάζει, καθιστᾶ τὸν<br />

ἐπιστήμονα τολμηρὸ παραβάτη τῶν θείων καὶ<br />

ἀνθρώπινων νόμων καὶ τὸν ἀπογυμνώνει ἀπὸ<br />

τὸν κόσμο τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν». Τὸ παράθεμα<br />

αὐτὸ τοῦ Νεκταρίου μᾶς παραπέμπει εὐθέως<br />

στὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ Πλάτωνα: “Πᾶσά τε<br />

ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς<br />

ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται»<br />

(Πλάτωνος, Μενέξενος 247a). Ποιός μπορεῖ<br />

νὰ διαφωνήσει μὲ τὴ συγκεκριμένη θέση<br />

τοῦ ἕλληνα σοφοῦ; (βλ. περισσότερα: Ἅπαντα,<br />

τόμ. Ε΄, σ. 68)<br />

2. Ἡ βαθιὰ ἀγάπη τοῦ Νεκταρίου πρὸς τὸν<br />

Ἑλληνισμὸ διατυπώνεται καὶ στὸ πολυσέλιδο<br />

δίτομο ἔργο του (Α΄ τόμος 513 σελίδες, Β΄<br />

τόμος 444 σελίδες) μὲ τίτλο: Ἱερῶν καὶ<br />

φιλοσοφικῶν Λογίων Θησαύρισμα 16 . Τὰ<br />

πλουσιότατα σὲ ἀριθμὸ παραθέματα ἀπὸ<br />

ἔργα Ἑλλήνων συγγραφέων (τῶν κλασικῶν,<br />

ἑλληνιστικῶν, βυζαντινῶν, μεταβυζαντινῶν<br />

καὶ νεωτέρων χρόνων), ἀλλὰ καὶ Λατίνων,<br />

εἶναι πάρα πολλά. Κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο,<br />

ὁ Ἕλλην δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν<br />

18


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πνευματικὸ κόσμο ποὺ δημιούργησε, γιατὶ<br />

ἡ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ ἡ<br />

ἔμφυτη πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη του<br />

ἀνέπτυξαν στὴν καρδιά του τὸν πόθο τῆς<br />

«αὐτομεταδόσεως» καὶ ἔτσι ἔγινε δάσκαλος<br />

τῆς ἀνθρωπότητας.<br />

3. Κοντὰ σ’ ὅλα αὐτά, δὲν πρέπει νὰ<br />

λησμονοῦμε, ὅτι ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα μετὰ τὴ<br />

μετεγκατάστασή του στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν<br />

Αἴγυπτο, ὡς μητροπολίτης πρώην<br />

Πενταπόλεως, ζοῦσε καὶ αὐτὸς τὰ<br />

προβλήματα τῆς ἐποχῆς του καὶ κυρίως τὶς<br />

δύσκολες ὧρες ποὺ περνοῦσε τόσο ἡ<br />

Πολιτεία ὅσο καὶ ἡ Ἐκκλησία. Κανένας δὲν<br />

μπορεῖ νὰ λησμονήσει π.χ.: τὴν πτώχευση τῆς<br />

Ἑλλάδας τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1893, τὸν<br />

ἀτυχὴ ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897, τὰ<br />

εὐαγγελικὰ τοῦ 1<strong>90</strong>1 μὲ τοὺς ὀκτὼ νεκροὺς<br />

καὶ τοὺς πολὺ περισσότερους τραυματίες, τὰ<br />

ὅσα δυσάρεστα ἀκολούθησαν τοὺς<br />

Ἑλληνοβαλκανικοὺς πολέμους (1912-13) καὶ<br />

τὸν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-18) κ.λπ.<br />

Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἦταν μιὰ πολὺ<br />

σκληρὴ δοκιμασία γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο<br />

Ἑλλαδικὸ Ἑλληνισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ σύμπασα<br />

τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐν γένει Ἑλληνικὴ<br />

Διασπορά, τὰ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ τῆς ὁποίας<br />

ἔζησε ὁ Ἅγιος, ὅπως τὰ ἔζησε (πάντως μὲ πολὺ<br />

πόνο) καὶ μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐπάνοδό του<br />

στὴν Ἑλλάδα (1889).<br />

4. Ὅταν ὁ ἅγιος Νεκτάριος γράφει ὡς<br />

κληρικὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πιστεύει<br />

ὅτι ὁ χριστιανικὸς καὶ συγχρόνως ἑλληνικὸς<br />

λόγος του μελετᾶται ἀπὸ ἀναγνῶστες<br />

ὑψηλῶν προδιαγραφῶν καὶ ἀντίστοιχων<br />

ἀπαιτήσεων. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ τὸ<br />

συνάγουμε ἀπὸ τὶς ἑπόμενες δύο θέσεις του,<br />

σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες, ὁ Χριστιανισμός: α)<br />

δὲν εἶναι φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ β) δὲν<br />

στηρίζεται μόνο στὸ Γνωστικό, ἀλλὰ μᾶλλον<br />

στὸ Βουλητικὸ καὶ Συναισθηματικὸ μέρος τῆς<br />

ψυχῆς. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ «ὁ<br />

χριστιανισμὸς δὲν ἔχει ὡς βασικὴ καὶ κύρια<br />

ἀρχή του μόνο τὴ μόρφωση τοῦ πνεύματος,<br />

ἀλλὰ καὶ τὴ διάπλαση τῆς καρδιᾶς». Ἡ<br />

συνεργασία τῶν δύο μερῶν τῆς ψυχῆς,<br />

Βουλητικοῦ καὶ Γνωστικοῦ, εἶναι ἀπαίτηση τοῦ<br />

Χριστιανισμοῦ, γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ<br />

ἐφαρμόσει τὶς ἀρχές του στὴ ζωὴ τοῦ<br />

πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, καὶ<br />

ἐπειδὴ ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία, ὁ<br />

Ἅγιος ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τὴ γνώση τῶν θεωριῶν<br />

της (τῆς θρησκείας) ἀλλὰ «καὶ τὴν ἐφαρμογή<br />

τους στὴ ζωή». Πρὸς ἄρση κάθε<br />

παρεξηγήσεως λόγῳ τῆς γενικῆς «θεωριῶν»,<br />

ὁ Ἅγιος λέγει ρητῶς ὅτι «τὸ περιεχόμενο τῆς<br />

χριστιανικῆς θρησκείας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη<br />

τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο». Γι’ αὐτὸ ζητάει οἱ<br />

πιστοὶ χριστιανοί νὰ γίνουν τέλειοι, ὥστε νὰ<br />

ἀποτελοῦν ὅλοι μαζὶ «ἕνα σῶμα τὴν Ἐκκλησία,<br />

ἡ ὁποία ἔχει κεφαλὴ τὸν Κύριον Ἡμῶν<br />

Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεόν»<br />

(βλ. Ἅπαντα, τόμ. Ε΄, σσ. 34-35).<br />

Ὑποσημειώσεις<br />

14<br />

Ὁ Ἀχιλλεὺς Τάτιος ἦταν Ἕλληνας μυθιστοριογράφος<br />

ἀπὸ τὴν ᾽Αλεξάνδρεια ποὺ<br />

ἄκμασε μᾶλλον τὸν 2 ο π.Χ. αἰώνα καὶ ὄχι<br />

τὸν 6 ο .<br />

15<br />

Βλ. Σχετικὰ Ἅπαντα, τόμ. Δ΄, σσ. 11, 18,<br />

24 καὶ ἀλλοῦ, καὶ τόμ. Ε΄, σ. 29 ἑξ.<br />

16<br />

Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἐκδοθεῖ στὴ γνωστὴ<br />

κριτικὴ σειρὰ τῶν Ἁπάντων τοῦ ἁγίου<br />

Νεκταρίου σὲ δύο τόμους: τόμ. Ζ΄, Ἀθῆναι<br />

2014, σσ. 562 καὶ τόμ. Η΄, Ἀθῆναι 2014, σσ.<br />

534.<br />

19


Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου<br />

τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας<br />

Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου<br />

Τώρα καὶ πολλὲς δεκαετίες γίνεται<br />

λόγος γιὰ μιὰ μεγάλη Σύνοδο ποὺ<br />

ἑτοιμάζεται. Κάποιοι λένε νὰ μὴν<br />

γίνη. Ἄλλοι προβληματίζονται γιὰ<br />

τὸ πῶς πρέπει νὰ ὀνομαστῆ ἢ ποιά εἶναι τὰ θέματα<br />

ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίση.<br />

Τὸ χρέος τὸ μεγάλο καὶ ἅγιο τῶν Ὀρθοδόξων<br />

δὲν εἶναι νὰ κάνωμε ἁπλῶς κάτι ἀλλὰ νὰ<br />

φανερώσωμε τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος ποὺ λειτουργικὰ<br />

ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ μένει<br />

ἀμετάθετο, ἔστω καὶ ἂν ταράσσεται ἡ<br />

οἰκουμένη καὶ μετατίθενται ὄρη εἰς καρδίαν<br />

θαλασσῶν.<br />

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδησι τῆς<br />

μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς<br />

Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἰσχυρισμός,<br />

ἀλλὰ μιὰ εὐλογία ποὺ προέρχεται ἀπὸ<br />

τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου ποὺ καταλήγει<br />

στὴν Ἀνάστασι. Καὶ ἀπὸ τὴ θυσία τῶν<br />

ἁγίων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του.<br />

Ἀποτελοῦν τὸ σῶμα του. Καὶ συγκροτοῦν τὴν<br />

Ἐκκλησία, ὡς τὴ μικρὰ ζύμη ποὺ οὐρανώνει τὸ<br />

γεῶδες ἡμῶν φύραμα.<br />

Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: "Εἴ τις<br />

θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν<br />

καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω<br />

μοι" (Ματ. 8, 34). Καί: "Ὅστις οὐ βαστάζει τὸν<br />

σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου οὐ δύναται<br />

εἶναί μου μαθητὴς" (Λουκ. 14, 27).<br />

Σᾶς ἔδωσα παράδειγμα. Ὅποιος θέλει ἂς<br />

ἔλθη μαζί μου. Σηκῶστε τὸ σταυρό σας καὶ<br />

ἀκολουθῆστε με, χωρὶς νὰ ἔχετε παράπονο<br />

πρὸς οὐδένα. Ἀλλὰ "ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς<br />

ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε<br />

τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς..." (Λουκ. 6, 27-<br />

28).<br />

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος.<br />

Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς κρατᾶ στὴ ζωή.<br />

Γι' αὐτό, τὸ θέμα δὲν εἶναι πῶς νὰ δώσωμε λύσεις<br />

σὲ προβλήματα ["Καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι"<br />

(Ἰω. 14, 27)], ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ<br />

πῶς λύνει τὰ προβλήματα ὁ ἐν ἡμῖν ζῶν Κύριος.<br />

Ὅταν αὐτὸ συμβῆ, τότε βασιλεύει σὲ<br />

ὅλους ἡ γαλήνη.<br />

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὸν Θεάνθρωπο<br />

ποὺ δὲν προκαλεῖ κανένα ἀλλὰ ὁ<br />

ἴδιος "πάντα ὑπομένει" γιὰ νὰ σώση ὅλους.<br />

Ἔρχεται γιὰ νὰ θυσιάση τὴν ψυχή του ἀπὸ<br />

ἀγάπη γιὰ τοὺς φίλους του.<br />

Φίλους του θεωρεῖ ὄχι ὅσους τὸν ἀγαποῦν,<br />

ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὸς ἀγαπᾶ. Καὶ τοὺς<br />

ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀρνοῦνται,<br />

τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν. Αὐτὴ εἶναι ἡ<br />

ἐπανάστασι τῆς ἀγάπης, "τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ<br />

τὸν ἥλιον".<br />

Ξέρει ὅτι κατὰ βάθος ὅλοι τὸν ἀγαποῦν καὶ<br />

τὸν περιμένουν. Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ ἡ σωτηρία<br />

ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ μία ἀγάπη ποὺ τὰ πάντα<br />

δημιούργησε. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ<br />

σώση ὅλους. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς<br />

ἔχει.<br />

Δὲν παραπονεῖται γιατὶ δὲν δείχνουν κατανόησι.<br />

Ξέρει τί συμβαίνει μέσα τους· πῶς<br />

βλέπουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὸν ἑαυτόν<br />

τους καὶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς σηκώνει ὅλο τὸ<br />

βάρος.<br />

Ἐάν, σὲ μιὰ σύνοδο, κάποιοι μιλήσουν στηριζόμενοι<br />

στὴ δική τους σοφία καὶ σύνεσι, προκαλοῦν<br />

τοὺς ἄλλους νὰ ἐνεργήσουν ἀντίστοιχα·<br />

μὲ τὴν δική τους σοφία καὶ σύνεσι νὰ<br />

προωθήσουν τὶς θέσεις τους, νὰ προβάλουν<br />

τὴν ἀνωτερότητά τους καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν. Ἔτσι<br />

ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τοῦ διαπληκτισμοῦ.<br />

Μένομε στὸ χῶρο τῆς φθορᾶς καὶ ἀναβιώνομε<br />

τὴ γνωστὴ καὶ στεῖρα διαμάχη· ποιὸς θὰ<br />

ὑποτάξη ποιόν.<br />

Ὅταν ζητήσωμε νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ<br />

Ἑνός, ὄχι τὸ δικό μας, τὰ πράγματα ἀλλάζουν.<br />

Ἐὰν ὁ τελικός μου λόγος καὶ ἡ ἐπιθυμία βρίσκεται<br />

στὴν αἴτησι: "μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ<br />

τὸ σὸν γινέσθω" (Λουκ. 22, 42), τότε ἠρεμῶ.<br />

Δυναμώνω. Μεταδίδω καὶ στοὺς ἄλλους εἰρήνη.<br />

Ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιοι θέλουν νὰ μὲ κτυπήσουν<br />

γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε λόγο καὶ μὲ τὸν<br />

20


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ὁποιονδήποτε τρόπο, μοῦ κάνουν καλό. Μὲ<br />

βοηθοῦν νὰ βρῶ ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ<br />

Θεοῦ Πατρός. Καὶ νὰ ἀποφύγω τὴ δική μου<br />

ἄποψι, τὴ σχετικὴ καὶ ἀτελέσφορη.<br />

Ὁπότε, στὴν πρώτη περίπτωσι ποὺ θέλω νὰ<br />

κάμω τὸ θέλημά μου, φανερώνω τὴν ἀδυναμία<br />

μου καὶ αὐτομολῶ στὴν εἱρκτὴ τῆς καταδίκης<br />

μου.<br />

Στὴ δεύτερη περίπτωσι, ποὺ ζητῶ νὰ γίνη τὸ<br />

θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνδύομαι ἄλλη δύναμι καὶ<br />

μεταβάλλω τοὺς πάντες, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως,<br />

σὲ συνεργάτες ποὺ βοηθοῦν στὸ ἕνα ἔργο τῆς<br />

σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.<br />

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου,<br />

ἀλλὰ ἔρχεται νὰ δώση σ' αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ<br />

μαρτυρία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας.<br />

Αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ δὲν κάνει τὸ θέλημά<br />

της ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός.<br />

Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ὁρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν<br />

λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της.<br />

Ἡ Παρθένος Μαρία στὴ συζήτησί της μὲ τὸν<br />

Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καταλήγει<br />

στό· "Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι<br />

κατὰ τὸ ρῆμά σου" (Λουκ. 1, 38). Καὶ ἀναδεικνύεται<br />

Θεοτόκος.<br />

Ὁ Ἰησοῦς στὴ Γεθσημανῆ τελειώνει τὴν<br />

προσευχή του μὲ τό: "Μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ<br />

τὸ σὸν γινέσθω" (Λουκ. 22, 42). Καὶ νικᾶ τὸν<br />

θάνατο διὰ τοῦ θανάτου.<br />

Ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ καθημερινῶς μὲ τὴν Κυριακὴ<br />

προσευχὴ "γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς<br />

ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς" (Ματ. 8, 10) καὶ<br />

ὁδεύει πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν ἐσχάτων. Τὸ "γενηθήτω<br />

τὸ θέλημά σου" εἶναι ἡ κατάληξι ἑνὸς<br />

προσωπικοῦ ἀγῶνα. Καὶ ἡ ἀρχὴ μιᾶς πορείας<br />

μὲ ἄλλη ἀκατανίκητη δύναμι.<br />

Ζοῦμε τὴν πραγματικότητα ποὺ γεννᾶται<br />

ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. "Ζητεῖτε<br />

πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην<br />

αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται<br />

ὑμῖν" (Ματθ. 6, 33).<br />

Ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρωτεῖο. Ἕνα ζητᾶμε, καὶ<br />

ὅλα τὰ ἄλλα ἔρχονται.<br />

Ὅλα τὰ προβλήματα εἶναι λυμένα, ἐνῶ φαίνονται<br />

ἄλυτα. Ἐπειδὴ βρίσκεται μαζί μας ὁ<br />

Ἀναστημένος Κύριος, ποὺ μᾶς κοινοποιεῖ τὴ<br />

χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος.<br />

Οὔτε μᾶς ἐγκαταλείπει ὀρφανούς, χωρὶς τὴν<br />

παρουσία τοῦ Πνεύματος· οὔτε μᾶς λύνει τὰ<br />

προβλήματα μηχανικά, ὑποτιμῶντας τὴν<br />

ὕπαρξί μας.<br />

Τὸ μεγάλο χρέος τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι<br />

νὰ κάνωμε ἢ νὰ μὴν κάνωμε μιὰ γενικὴ Σύνοδο.<br />

Ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ ἡ ἀέναος Σύνοδος<br />

τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ποὺ<br />

λειτουργικὰ ζοῦμε ὡς θεολογικὴ μυσταγωγία.<br />

Καὶ εἶναι δῶρο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου<br />

καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος<br />

ποὺ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας.<br />

Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ τριαδικὴ θεότης<br />

καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης.<br />

"Καθὼς σὺ Πάτερ ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα<br />

καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσι" (Ἰω. 17, 21).<br />

Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ Ἐκκλησία καὶ<br />

μὲ ἄλλο τρόπο διδάσκει ἢ θεολογεῖ. Ὁ τρόπος<br />

τῆς ὑπάρξεώς της φανερώνει τὴν πηγή τῆς<br />

ζωῆς της καὶ κηρύττει τὴ θεολογία της. Ἡ θεολογία<br />

εἶναι μία μαρτυρία πίστεως. Καὶ ἡ<br />

Ἐκκλησία, μιὰ βεβαίωσι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν<br />

κόσμο.<br />

Δὲν εἶναι ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τῆς<br />

Ἐκκλησίας καὶ ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς κάθε<br />

πιστοῦ. Ὅπως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Πεντηκοστὴ<br />

εἶναι ἡ "τελευταία ἑορτὴ καὶ ἐπαγγελίας<br />

συμπλήρωσις", εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα<br />

τῆς Ἐκκλησίας· ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ<br />

σκοπὸς δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ἀλλὰ ἡ ταπείνωσι<br />

ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἡ ὁποία ἕλκει τὴ<br />

χάρι τοῦ Πνεύματος (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σύρος). Οἱ<br />

ἀληθινοὶ ἅγιοι διὰ τῆς ταπεινώσεως ἀξιώνονται<br />

νὰ ζήσουν ὡς γενέθλια ἡμέρα τὴν ἐλευθερία<br />

τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.<br />

Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχομε τὴν πρώτη<br />

λειτουργικὴ σύνοδο, τὴ δημουργία τῆς<br />

Ἐκκλησίας, τὴν ἔλλαμψι τοῦ Πνεύματος σὲ<br />

κάθε Ἀπόστολο.<br />

Πάντες ἄρχονται φθέγγεσθαι ξένοις δόγμασι,<br />

ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι τῆς<br />

Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὰ τὰ ξένα καὶ ἀλλότρια εἶναι<br />

οἰκεῖα καὶ κατανοητά. Ὅλοι ἀναπαύονται καὶ<br />

τρέφονται πνευματικά. Ἀκούει ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ<br />

διαλέκτῳ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.<br />

Στὴ Βαβὲλ ἡ ὕβρις τῆς πυργοποιίας ποὺ θὰ<br />

ἔφτανε στὸν οὐρανό, ἐπέφερε τὴ σύγχυσι<br />

τῶν γλωσσῶν καὶ τὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων.<br />

Στὴν Πεντηκοστὴ οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ<br />

Πνεύματος ἥνωσαν τὰ ἔθνη πρὸς θεογνωσίαν.<br />

"Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία πρὸς τιμωρίαν·<br />

ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία πρὸς σωτηρίαν<br />

21


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

τῶν ψυχῶν ἡμῶν".<br />

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ δωρεὰ εὐλογίας γιὰ<br />

ὅλους, πάνω ἀπὸ λόγια καὶ στοχασμούς.<br />

"Ὑπερίπταται Θεοτόκε ἁγνὴ τὸ θαῦμα σου τὴν<br />

δύναμιν τῶν λόγων".<br />

Ἔχει ἐνσωματώσει στὴ λειτουργική της ζωὴ<br />

ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου· τὴ σάρκωσι,<br />

τὸν σταυρό, τὴν Ἀνάστασι, τὴν Ἀνάληψι.<br />

Τὸ διακρίνεις αὐτὸ πάνω στὸ μεταμορφωμένο<br />

σῶμα τῆς ὑπάρξεώς της.<br />

Ὅλα ἀλλοιώνονται μὲ τὴ θεία χάρι: ἡ θεολογία<br />

τῶν θεολόγων, ἡ εἰκονογραφία τῶν ἁγιογράφων,<br />

τὸ μέλος τῶν μελωδῶν, ἡ ζωὴ τῶν<br />

πιστῶν. Αὐτὴ ἡ θεία ἀλλοίωσι, ὡς συνέπεια τῆς<br />

τριαδικῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, πείθει<br />

τοὺς πεινασμένους τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν<br />

ἐγκαταλείπει ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, καθὼς<br />

ἀγαπᾶ τὸν μονογενῆ Του Υἱό.<br />

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πορεύεται μέσα<br />

στὴν ἱστορία ὡς ὁ Ἀναστημένος Χριστός, ποὺ<br />

προχέει εἰρήνη καὶ χαρά.<br />

Πρέπει νὰ νοιώθης πεινασμένος καὶ διψασμένος<br />

γιὰ τὰ αἰώνια καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὰ<br />

ἐφήμερα. Τότε θὰ τὸν δῆς ὡς τέλειο Θεὸ καὶ<br />

τέλειο ἄνθρωπο, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα<br />

τῆς ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης.<br />

"Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως<br />

ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις<br />

γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε".<br />

Μᾶς προσφέρει αὐτὸ ποὺ εἶναι. Μᾶς ὑψώνει<br />

ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται.<br />

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θεολογίας. Δὲν εἶναι<br />

"μετάβασι τοπικὴ" ποὺ παρακολουθεῖς μὲ τὶς<br />

αἰσθήσεις, ἐλέγχεις μὲ τὴ σκέψι καὶ ρυθμίζεις<br />

μὲ τὴ θέλησί σου. Ἀλλὰ "συγκατάβασι θεϊκὴ"<br />

ποὺ ἀλλοιώνει καὶ μεταμορφώνει τὴ ζωή σου.<br />

Ἡ θεϊκὴ συγκατάβασι σοῦ χαρίζει τὴν εὐλογία<br />

τῆς ἀναλήψεως ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ<br />

μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως.<br />

Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ γίνεται τέλειος<br />

ἄνθρωπος. Ἔχει νὰ φέρη ὄχι κάτι σχετικὸ καὶ<br />

ἐφήμερο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴχαμε, ἀλλὰ κάτι<br />

θεϊκό, ἀΐδιο καὶ τετελειωμένο ἐν Πνεύματι.<br />

"Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν" (Λουκ. 12, 49).<br />

Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος τρόπος ποὺ φέρνει τὴ ζωὴ<br />

καὶ τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Κάθε ἀληθινὸς<br />

ἅγιος μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος<br />

εἶναι μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ παρηγοριὰ<br />

γιὰ ὅλους τοὺς ἀδυνάτους.<br />

Ὁ Κύριος κατεβαίνει στὸ ἐπίπεδό μας. Μιλᾶ<br />

τὴ γλῶσσα μας. Ἀκούει τὸν πόνο καὶ λύνει τὰ<br />

προβλήματά μας. Χορταίνει τὴν πείνα μας.<br />

Ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς μας. Μᾶς παρηγορεῖ.<br />

Μᾶς θεραπεύει τὶς ἀρρώστιες. Μᾶς ἐλευθερώνει<br />

ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.<br />

Δὲν μένει ἐκεῖ. Κατεβαίνει στὸν ᾍδη. Καταργεῖ<br />

τὸν θάνατο. Ἀνιστᾶ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους.<br />

"Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος".<br />

Μᾶς ἑνώνει ὅλους στὴν εὐρυχωρία τῆς<br />

ἐλευθερίας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.<br />

Μετὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασι βρίσκει<br />

τοὺς φοβισμένους μαθητὲς κλεισμένους σὲ χώρους<br />

στενούς. Τοὺς δίδει εἰρήνη καὶ χαρά. Τὸν<br />

βλέπουν καὶ χαίρονται. Πιστεύουν γιατὶ τὸν<br />

ψηλάφησαν (Λουκ. 24, 39).<br />

Πιστεύουν γιατὶ τὸν εἶδαν (Ἰω. 20, 29). Πιστεύουν<br />

γιατὶ ζοῦν (Ἰω. 14, 19). Μένουν πάντα<br />

μαζί. Τοὺς ἀποστέλλει στὸν κόσμο νὰ κηρύξουν<br />

τὸ Εὐαγγέλιο.<br />

Στὴ Θεία Λειτουργία βρίσκουν τὴν Ἐκκλησία<br />

ὡς μία θεοφάνεια ἔνσαρκη. "Θεὸς ἐφανερώθη<br />

ἐν σαρκί, ... ἀνελήφθη ἐν δόξῃ" (Α΄ Τιμ.<br />

3, 16). Καὶ μένει ἀδιαστάτως μαζί μας διὰ Πνεύματος<br />

Ἁγίου.<br />

Ἦλθε καὶ μᾶς ἐπισκέφθηκε. Ἔφυγε καὶ τότε<br />

φανερώθηκε. Ἁγιάστηκε ἡ ἄφιξι καὶ ἡ ἀναχώρησι,<br />

ἡ ἐνσάρκωσι καὶ ἡ ἀνάληψι, ἡ παρουσία<br />

καὶ ἡ ἀπουσία.<br />

Ὅταν ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά Του· ἄχρονο<br />

φῶς καταυγάζει τὴ ζωή σου. Καταργεῖ χωρισμοὺς<br />

καὶ ἀποστάσεις. Ἀκοῦς τὸν Κύριο μέσα<br />

στὴν τρικυμία τῶν προβλημάτων νὰ λέη:<br />

"Ἐγώ εἰμι. Μὴ φοβεῖσθε".<br />

Ἁπλώνεται γαλήνη γύρω καὶ μέσα σου. Δὲν<br />

ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτε. Ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴν<br />

ἀγάπη του. Ἡ ζωή σου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων εἶναι<br />

Αὐτός.<br />

Τὸ ψεύτικο εἶναι ταραγμένο καὶ ἀνεδαφικό,<br />

γιατὶ ζητᾶ τὰ δικά του, ὄχι τὰ τῶν πολλῶν ὅπως<br />

σωθῶσι. Τὸ ἀληθινὸ εἶναι ἤρεμο καὶ παντοδύναμο,<br />

γιατὶ γεννᾶται ἀπὸ τὴ θυσία τῶν πάντων.<br />

Ἕνας πιστὸς ἔχει συνείδησι τῆς δικῆς του ἀδυναμίας<br />

καὶ τῆς ἰσχύος τῆς ἀγάπης τοῦ Δυνατοῦ.<br />

Δὲν διερωτᾶται γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν<br />

τὰ πράγματα, γιατὶ ζῶντας ἐν Χριστῷ βρίσκεται<br />

στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ στὸ τέλος.<br />

Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀναπολοῦμε ἱστορικὰ<br />

γεγονότα, ἀλλὰ ζοῦμε λειτουργικὰ τὴ σω-<br />

22


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

τηρία ποὺ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο καὶ γίνεται.<br />

Συνεορτάζουν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ<br />

ἐπίγεια.<br />

"Νῦν αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν<br />

ἀοράτως λατρεύουσιν ... Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ<br />

τετελειωμένη δορυφορεῖται" (Θεία Λειτουργία<br />

Προηγιασμένων Δώρων).<br />

Δορυφορεῖται καὶ περιβάλλεται ὑπὸ τῶν ἐν<br />

πίστει τετελειωμένων Προπατόρων, Πατέρων,<br />

Πατριαρχῶν ... καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου.<br />

Εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ ἀληθινοί, ποὺ ἅγιασαν<br />

προσφερόμενοι ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸν<br />

τῆς ἀγάπης.<br />

Ζῆς σὲ ἀναλλοίωτο κόσμο καὶ ἀντιμετωπίζεις<br />

διαφορετικὰ τὰ ἀλλοιούμενα.<br />

Ὅταν συνέρχεται ἡ Ἐκκλησία σιγᾶ πᾶσα<br />

σὰρξ βροτεία. Καὶ ἀκούγεται ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς<br />

Λόγος διὰ Πνεύματος Ἁγίου ποὺ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστι<br />

καὶ ἔσται.<br />

Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες<br />

καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι, μιλοῦν ὡς<br />

ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι<br />

ἂν μιὰ φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ.<br />

Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας.<br />

Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται<br />

χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα.<br />

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φιμώση αὐτὸν ποὺ μιλᾶ<br />

σιωπῶντας. Οὔτε νὰ ἀκυρώση τὴν παρουσία<br />

αὐτοῦ ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπουσιάζοντας.<br />

Αὐτὸ ζοῦμε καὶ ψάλλομε ὅλοι στὴ Θεία<br />

Λειτουργία. Ὁ ἱερεὺς τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου<br />

Πνεύματος<br />

-ἐνδεδυμένος τὴν χάριν τῆς ἱερωσύνης,<br />

-περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, χωρὶς<br />

τὸν ὁποῖο δὲν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία<br />

-περιβαλλόμενος ἀπὸ τὴν οἰκουμένη, ὑπὲρ<br />

τῆς ὁποίας προσφέρεται ἡ Θεία Λειτουργία·<br />

ἱερουργεῖ (δὲν ἱερολογεῖ) τὸ μυστήριο.<br />

Μεταγγίζει ἀθόρυβα αἷμα ζωῆς σὲ ὅλο τὸ<br />

σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος<br />

τὴ θέρμη τῆς κατανοήσεως ποὺ κυοφορεῖ<br />

τὴν κεκρυμμένη ἐλπίδα τῆς τελικῆς ἐλευθερίας.<br />

Ἔχεις ἐμπιστοσύνη σ' Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀγάπη.<br />

Μένεις στὸ χῶρο τῆς θείας στοργῆς καὶ<br />

ὡριμάζεις. Σιωπᾶς καὶ μαθαίνεις νὰ μιλᾶς. Σοῦ<br />

λύνονται τὰ προβλήματα πρὶν τὰ διατυπώσεις.<br />

Ἀμείβεσαι γιὰ ἐργασία ποὺ δὲν ἔκαμες.<br />

Σὲ ἄλλη περίπτωσι, ἔξω ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία,<br />

δὲν βρίσκεις λύσεις, γιατὶ λανθασμένα<br />

τοποθετεῖσαι. Ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά σου.<br />

Ἡ συνειδητὴ κατάληξι τῆς ἀγωνίας σου στὸ<br />

"γενηθήτω τὸ θέλημά Σου" ἀνοίγει τὸ δρόμο<br />

τῆς ζωῆς.<br />

Ὁ καλὸς Ποιμὴν καλεῖ τὰ ἴδια πρόβατα<br />

κατ' ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Αὐτὴ δὲ ἡ ἔξοδος<br />

εἶναι συγχρόνως εἴσοδος σὲ ἄλλο χῶρο, εὐρύτερο<br />

καὶ φωτεινότερο.<br />

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας ἐσμὸς κοσμικῶς<br />

ἐπιτυχημένων καὶ καλῶς διοργανωμένων γιὰ<br />

τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν ἀληθινῶν<br />

καὶ ἀπεγνωσμένων ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες<br />

καὶ εὐτυχίες, ποὺ εἶναι ἀνάξιες τοῦ<br />

ἀνθρώπου. Καὶ καταφεύγουν στὸ Ζωοδότη<br />

ποὺ εἶναι "ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς<br />

τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ,<br />

ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων<br />

ἰατρός".<br />

Μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀνατροπῆς τῆς κοσμικῆς<br />

θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, μέσα στὸ<br />

"οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν" τοῦ Κυρίου (Ματ.<br />

20, 26) βρίσκεται τὸ τοῦ Ἀποστόλου: "Ὅταν<br />

ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι". Καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ<br />

πρωτείου ποὺ τοῦ ἀνήκει (ὄχι τῆς ἐξουσίας<br />

ἀλλὰ τῆς συντριβῆς). "Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν<br />

κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμὶ<br />

ἐγὼ" (Α΄ Τιμ. 1, 15).<br />

Ὅποιος μπορεῖ νὰ πετύχη ἐσωτερικὰ αὐτὸ τὸ<br />

πρωτεῖο, ἀπολαμβάνει τὴν ἀνάπαυσι τοῦ μέλλοντος<br />

αἰῶνος πρὸς ὄφελος ὅλων.<br />

Ὁ Κύριος ζήτησε νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ἕνα<br />

τριαδικὸ τρόπο. Νὰ ζοῦμε συνοδικῶς, ζη-<br />

23


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

τοῦντες νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι<br />

γευόμαστε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὸ<br />

μόνο του ἀφώνως μιλᾶ καὶ πείθει τὸν κόσμο<br />

γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς.<br />

Ἐὰν ἡ ζωή μας δὲν δίδει τὴ μαρτυρία τῆς σωτηρίας,<br />

οὔτε ὁ λόγος μας πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια<br />

τῆς θεολογίας μας.<br />

Δὲν νοεῖται σύνοδος, οὔτε Ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ<br />

τὴ Θεία Λειτουργία. Δὲν κάνομε στὴν ἀρχὴ καὶ<br />

στὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν μας Θεία Λειτουργία<br />

καὶ ἀφήνομε ἀλειτούργητη τὴ θεολογία καὶ τὴ<br />

ζωή μας. Δηλαδή, τὰ τακτοποιοῦμε ὅλα μὲ τὴν<br />

δική μας λογική.<br />

Τὸ ἐὰν θὰ ὀνομαστῆ μιὰ σύνοδος οἰκουμενικὴ<br />

ἢ ὄχι καὶ τὸ ποιά θέσι θὰ πάρη στὴ ζωὴ<br />

τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι θέμα ἀνθρωπίνης<br />

ἀποφάσεως, ἀλλὰ ἔργο τῆς ζώσης ἐν Πνεύματι<br />

Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ κρίνει καὶ<br />

κατατάσσει ἀπλανῶς κάθε Σύνοδο καὶ κάθε<br />

Θεολόγο στὴ θέσι ποὺ τοῦ ἀνήκει (παράδειγμα<br />

μέγα οἱ σύνοδοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα<br />

μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ).<br />

Τὸ θέμα εἶναι ἂν μποροῦμε νὰ λειτουργούμεθα<br />

ὅταν λειτουργοῦμε.<br />

Ἂν μποροῦμε (ὅσο γίνεται) νὰ λέμε ὅπως ὁ<br />

Ἀπόστολος: "ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ<br />

Χριστός".<br />

Ἂν μποροῦμε μετὰ παρρησίας, ἀκατακρίτως,<br />

νὰ τολμοῦμε νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐπουράνιον<br />

Θεὸν Πατέρα καὶ νὰ λέμε: "...γενηθήτω τὸ θέλημά<br />

σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς".<br />

Τότε ζοῦμε τὴ σύνοδο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς<br />

γῆς, ἡ ὁποία ἀενάως ἱερουργεῖται στὴν Ἐκκλησία<br />

ποὺ ὁμολογεῖ: "Ἡμῖν σύμφωνος τῇ γνώμῃ<br />

ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐχαριστία βεβαιοῖ τὴν γνώμην"<br />

(Ἅγ. Εἰρηναῖος, κατὰ αἱρέσεων). Τότε<br />

αὐθόρμητα λέμε: "Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ<br />

ἡμῖν". Καὶ συνεχίζομε τὴ μία παράδοσι ἐν ὑπερώῳ<br />

λειτουργικῷ τόπῳ, ὅπου ἀνήγαγε ὁ Θεάνθρωπος<br />

τὴν Ἐκκλησία Του.<br />

Ἐὰν ἐπιθυμῆς πράγματα ἐφήμερα καὶ πρωτοκαθεδρίες,<br />

σοῦ λέει δὲν ξέρεις τί ζητᾶς<br />

(Μαρκ. 10, 36-38). Ἐὰν ζητᾶς τὰ τίμια, ποὺ<br />

ἀφοροῦν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· τότε σὲ<br />

συνοδεύει καί, μέσα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, σὲ<br />

φέρνει στὸ φῶς. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ<br />

εἶπε: "ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς<br />

τὴν δόξαν αὐτοῦ" (Λουκ. 24, 26).<br />

Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ πάθης· νὰ περάσης ὅλες τὶς<br />

δοκιμασίες ποὺ συχνὰ σὲ γονάτισαν. Γιὰ νὰ καταλάβης<br />

ὅτι ἦταν μαζί σου καὶ ὅταν τὸ<br />

ἀγνοοῦσες.<br />

Τώρα Τὸν γνωρίζεις στὴν κλάσι τοῦ Ἄρτου<br />

καὶ στὸ σπάσιμο τῆς ἀντοχῆς σου νὰ φανερώνεται<br />

ὡς ὁ Ἀναστημένος. Καὶ σὺ ἀλλοιώνεσαι<br />

μὲ τὴ μυστικὴ ἔλλαμψι. Ἀποκτᾶς<br />

ἄλλη αἴσθησι καὶ βεβαιότητα. Συνεχίζεται ἡ<br />

ζωή.<br />

Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ ἑνώνονται. Δὲν<br />

σταματᾶ ἡ πορεία ποὺ φαίνεται στάσι, οὔτε ὁ<br />

λόγος ποὺ συμπτύσσεται στὴ σιωπή. Ὅλα συγκεντρώθηκαν<br />

στὸ ἐλάχιστο ποὺ εἶναι μέγιστο.<br />

Σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ εἶναι αἰωνιότης. Σὲ ἕνα ἅγιο<br />

μαργαρίτη ποὺ εἶναι ὅλος ὁ Χριστός.<br />

Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ ἕνα ποὺ ζητᾶ, ὅταν<br />

μιὰ στιγμὴ τοῦ ἀποκαλύπτωνται τὰ πάντα·<br />

ὅταν βγῆ στὴ λειτουργικὴ κορυφὴ ("ἕως ἡμᾶς<br />

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγε") καὶ γνωρίση τὸν<br />

Κύριο ὡς Θεάνθρωπο. Τότε βλέπει μέσα στὴν<br />

ἀστραπὴ τῆς θεότητος ὅσα προηγήθηκαν καὶ<br />

ὅσα ἀκολουθοῦν. Βρίσκεται διὰ μιᾶς παντοῦ.<br />

Σφραγίζεται τὸ ἦθος του. Ἠρεμεῖ ἡ καρδιά του.<br />

Γνωρίζει αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ταπεινώνεται<br />

ἀπὸ χαρὰ ὡς ἀνάξιος γιὰ τὴν τιμὴ<br />

ποὺ τοῦ γίνεται, νὰ δῆ τὰ ἀθέατα. Καὶ νὰ τοῦ<br />

ἑρμηνευτοῦν τὰ ἀκατανόητα τῆς θείας ἀγάπης.<br />

Ὅταν ὁ Κύριος εἰς Ἐμμαοὺς ἔγινεν ἄφαντος<br />

στὴν κλάσι τοῦ ἄρτου, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν<br />

"παραβιάσουν" νὰ μείνη μαζί τους. Γιατὶ δὲν<br />

"προσεποιεῖτο" (Λουκ. 24, 28) ὅτι πηγαίνει<br />

ἀλλοῦ, ὅπως συνέβη προηγουμένως, ἀλλὰ<br />

πράγματι ἔφυγε καὶ ἔμεινε μαζί τους μὲ τὴν ἴδια<br />

πρᾶξι ὡς ὁ Ἀναστημένος. Ἔφτασαν στὸ τέλος·<br />

ἐκεῖ ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε ὁ Ἄγνωστος. Ἔφτασαν<br />

σ' Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.<br />

Τώρα πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ ζήτησε:<br />

"Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ'<br />

ἐμοῦ" (Ἰω. 17, 24).<br />

Τώρα πραγματοποιεῖται καὶ τὸ ἄλλο αἴτημά<br />

του πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα: Δὲν ζητῶ νὰ<br />

τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξης<br />

ἀπὸ τὸν πονηρὸ (πρβλ. Ἰω. 17, 15)·<br />

ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ προσπαθοῦν νὰ νοοῦν τὰ<br />

οὐράνια τῆς καινῆς κτίσεως καὶ θεολογίας μὲ<br />

κοσμικὸ τρόπο.<br />

Τώρα καταλαβαίνεις τὸν πατερικὸ λόγο:<br />

"ὅπου ἂν ᾖ Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ<br />

Ἐκκλησία" (Ἅγ. Ἰγνάτιος, πρὸς Ἐφεσίους).<br />

Ὅλα ὑπάρχουν καὶ ἐννοοῦνται μὲ ἄλλο τρόπο.<br />

24


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Ἡ ἀξία τῆς ζωῆς δὲν ὑπολογίζεται ἀνθρώπινα<br />

μὲ στοιχεῖα μετρούμενα, ἀλλὰ ἐντοπίζεται<br />

διὰ τῆς χάριτος στὸ ἐλάχιστο ποὺ διαστέλλεται<br />

στὸ ἀπεριόριστο.<br />

Δέχεσαι τὸ λίγο ποὺ σοῦ χαρίζει καὶ ἀπολαμβάνεις<br />

τὸ πᾶν ποὺ "ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου<br />

οὐκ ἀνέβη" (Α΄ Κορ. 2, 9).<br />

Τὸ πολὺ δὲν βρίσκεται οὔτε αὐξάνεται μὲ τὴν<br />

ποσότητα ἀλλὰ ἀφθαρτίζεται μὲ τὴν εὐχαριστία.<br />

Κερδίζεις αὐτὸ ποὺ χάνεις προσφέροντάς το<br />

ἀπὸ ἀγάπη σ' αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀέναος προσφορά.<br />

Καὶ Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται<br />

ἄφαντος σὲ παίρνει μαζί Του στὴν καινὴ<br />

πολιτεία.<br />

Σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ βιοῦται ἡ θεολογία<br />

διὰ τοῦ "φρονοῦντες καὶ πράττοντες" λειτουργικά.<br />

Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι μιὰ θεοφάνεια.<br />

"Ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ<br />

γὰρ ἀπ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ' ἐκεῖνός με ἀπέστειλε"<br />

(Ἰω. 8, 42). Σᾶς μεταφέρω τὴ ζωὴ καὶ<br />

τὴ χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος. "Καθὼς ἠγάπησέ<br />

με ὁ Πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε<br />

ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ" (Ἰω. 15, 9).<br />

Δὲν ἔρχομαι καθὼς ὁ κόσμος, νὰ φέρω εἰρήνη<br />

ἐφήμερη καὶ ἀγάπη ἐπίπλαστη. Ἦλθα νὰ<br />

φέρω τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια. "Ὁ ὢν<br />

ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ·<br />

ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων<br />

ἐστὶ καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε τοῦτο<br />

μαρτυρεῖ" (Ἰω. 3, 31-32).<br />

Θέλω νὰ σᾶς κοινοποιήσω αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ<br />

ἄκουσα ἀπὸ τὸν Πάτερα μου: "ἃ ἑώρακα<br />

παρὰ τῷ Πατρί μου λαλῶ" (Ἰω. 8, 38). Καὶ "ἃ<br />

ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν"<br />

(Ἰω. 15, 5).<br />

"Πάτερ ἅγιε", θέλω νὰ δοῦν τὴ δόξα ποὺ μοῦ<br />

ἔδωσες, γιατὶ μὲ ἀγάπησες πρὸ καταβολῆς κόσμου.<br />

Νὰ δοῦν τὴ σχέσι τῆς δόξας μὲ τὴν ἀγάπη.<br />

Νὰ ἀπολαύσουν τὴ χάρι τῆς ἐλευθερίας διὰ τῆς<br />

ὑπακοῆς. Νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα.<br />

Νὰ βλέπουν τὴ δόξα ποὺ εἶχα πρὸ καταβολῆς<br />

κόσμου καὶ ποὺ θὰ ἔχω ἀφοῦ περάση<br />

ὁ κόσμος. Καὶ εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔλθω<br />

"κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς".<br />

Νὰ δοῦν τὴ δόξα μου, γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν<br />

πεῖνα τους. "Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι<br />

τὴν δόξαν σου" (Ψαλ. 16, 15).<br />

Νὰ πεισθοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Καὶ<br />

νὰ ἀναπαυθοῦν μετὰ τὸν κόπο καὶ τοὺς σταυροὺς<br />

τῆς ζωῆς.<br />

Νὰ ἀστράψη τὸ φῶς. "Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος<br />

χάρις..."<br />

Νὰ μὴν τοὺς δοθῆ κάτι ἀπατηλό, ποὺ δὲν<br />

σβήνει τὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου.<br />

Νὰ ἐγκεντρισθῆ τὸ μπόλι τῆς ὑπάρξεώς<br />

τους στὴν καλλιέλαιο τῆς ἀγάπης ποὺ οὐδέποτε<br />

ἐκπίπτει. Νὰ σωθῆ "τὸ μέγα τραῦμα, ὁ<br />

ἄνθρωπος" (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ Ἀντίπασχα).<br />

* * *<br />

Ἕνας ἀληθινὸς ἅγιος, ἐνῶ φαίνεται ἐξαίρεσι<br />

στὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὸ μεγαλεῖο<br />

τῆς ἀποστολῆς του, μὲ τὴν ταπείνωσι<br />

ποὺ τὸν διακρίνει γίνεται μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ<br />

παρηγοριὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδύνατους καὶ<br />

περιφρονημένους.<br />

Δὲν ἐπαίρεται γιὰ τὰ κατορθώματά του,<br />

ἀλλὰ ταπεινώνεται γιὰ τὴν χάρι ποὺ τὸν<br />

ἀλλοίωσε. Μεταφέρει τὴν ἐμπειρία του Παραδείσου<br />

ποὺ ζῆ. Καὶ παρηγορεῖ ὅλους μὲ μόνη<br />

τὴν ὕπαρξί του. Συμμετέχει στὸν πολυμέριμνο<br />

ἀγῶνα τῆς καταλλαγῆς τῶν διεστώτων, ἐνῶ<br />

δὲν φαίνεται πουθενά.<br />

Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν τριαδική της ὕπαρξι<br />

ἐκπέμπει μηνύματα ζωῆς καὶ ἐλπίδος. Καὶ τὰ<br />

παίρνουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ἀνάγκη.<br />

Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀληθινὰ πονεμένοι στὸν<br />

κόσμο ποὺ ζητοῦν τὰ τίμια καὶ ὑφίστανται τὰ<br />

πάνδεινα. Ὅταν αὐτοὶ πάρουν τὸ μήνυμα τῆς<br />

Ἐκκλησίας εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους.<br />

Ὑπάρχουν πολλοὶ σφαγμένοι καὶ σφαγιαζόμενοι.<br />

Αὐτοὶ ἐντοπίζουν τὸν Σωτῆρα ποὺ<br />

"ἅπαξ ἑαυτόν τε προσάξας ἀεὶ σφαγιάζεται<br />

ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας".<br />

Καὶ Αὐτὸς τοὺς ἐντοπίζει ἐκεῖ ποὺ δὲν φανταζόμαστε<br />

καὶ ὁμολογεῖ: "οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ<br />

τοσαύτην πίστιν εὗρον" (Λουκ. 7, 9). Εἶναι<br />

θεϊκὲς οἱ διαστάσεις τῆς Ἐκκλησίας.<br />

Τὸ ἀληθινὸ (ἔστω ἐλάχιστο) τὸ βρίσκουν καὶ<br />

τὸ παίρνουν ἀπὸ μακρυὰ οἱ πεινασμένοι. Τὸ<br />

ψεύτικο (ὅσο κι ἂν διαφημίζεται) τὸ ἀπορρίπτουν<br />

οἱ ἀληθινοί.<br />

Ὁ ἅγιος κινεῖται καὶ μιλᾶ μὲ ἄλλο τρόπο, ἀσυνήθιστο<br />

καὶ σωτήριο. Λέει: "Θέλω νὰ φύγω, νὰ<br />

χαθῶ, νὰ μὴν ὑπάρχω", νὰ ἀποτύχω. Δὲν μὲ<br />

χωρᾶ ἡ δόξα ποὺ φεύγει οὔτε ἡ ἐπιτυχία τοῦ<br />

25


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

κόσμου ποὺ μὲ<br />

βάζει ἐπάνω ἀπὸ<br />

τοὺς ἄλλους.<br />

Δὲν μοῦ σβήνει<br />

τὴ δίψα. Δὲν μοῦ<br />

χορταίνει τὴν<br />

πείνα.<br />

Δὲν θέλω νὰ<br />

δοξασθῶ, νὰ<br />

σώσω τὴν ψυχή<br />

μου, μὲ τὶς ἱκανότητές<br />

μου στὸ<br />

χῶρο τῆς<br />

φθορᾶς. Θέλω<br />

νὰ τὴν χάσω χάριν<br />

τοῦ Ἑνὸς<br />

Θεοῦ Λόγου,<br />

ποὺ τὰ πάντα<br />

ὑπομένει γιὰ νὰ<br />

σώση ὅλους.<br />

Ποὺ φανερώνεται<br />

μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος. Καὶ τιμᾶται στὴν<br />

ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Βασιλεὺς τῆς Δόξης,<br />

ἤρεμα Ἐσταυρωμένος καὶ ὕπτιος, νεκρὸς<br />

στὸν Ἐπιτάφιο.<br />

Θέλω νὰ χαθῶ, νὰ μὴν παριστάνω τὸν ἅγιο<br />

μὲ τὶς φάρσες τῶν κατορθωμάτων μου, ἀλλὰ<br />

νὰ ἀξιωθῶ τῆς δικῆς Σου χάριτος.<br />

Ὃς ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν τοῦ<br />

Κυρίου, οὗτος σώσει αὐτήν" (Λουκ. 9, 24). Ἡ<br />

σωτηρία, ἡ ἄξια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔχει τὶς διαστάσεις<br />

τῆς ἀπωλείας.<br />

Ἡ ἀπώλεια τὸν περιβάλλει μητροπρεπῶς. Καὶ<br />

ἡ σωτηρία ποὺ τοῦ χαρίζεται τὸν ἀναλαμβάνει<br />

σὲ ἄλλο ἐπίπεδο καὶ τὸν κατεβάζει κοντά<br />

μας.<br />

Εἶναι μία εὐλογία γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους,<br />

ποὺ μαζεύονται δίπλα του. Καὶ γι' αὐτὸν ὅλα<br />

τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία.<br />

Ἕνας ἅγιος, ποὺ βρίσκει τὴν ψυχή του μὲ τὸ<br />

νὰ τὴν χάνη ἕνεκεν τοῦ Κυρίου, ἡσυχάζει ἐν<br />

Πνεύματι. Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα,<br />

γιατὶ ξεπερνοῦν τὴ δύναμι τῶν λόγων τὰ βιούμενα.<br />

Τοῦ ἔχουν λυθῆ οἱ ἀπορίες.<br />

Δέχεται ἐσωτερικὰ τὴν ξένη ἀλλοίωσι καὶ<br />

ἐκπέμπει ἀπὸ ὅλη του τὴν ὕπαρξι ἄρρητη<br />

εὐωδία ποὺ τρέφει τὸν κόσμο. "Ἐτρεφόμεθα δὲ<br />

πάντες ὁσμῇ ἀνεκδιηγήτῳ ἥτις οὐκ ἐχόρτασεν<br />

ἡμᾶς" (Μαρτύριον Ἁγίας Περπετούας).<br />

* * *<br />

Ὑπάρχουν ἄλλοι πού, ἐνῶ παριστάνουν τοὺς<br />

θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι<br />

καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότωσι<br />

τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν,<br />

ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα<br />

συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας ποὺ σοῦ<br />

σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία.<br />

Δὲν σὲ ὁδηγεῖ στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ<br />

τῆς ἀναπαύσεως.<br />

Ἀντὶ νὰ πάρουν τὴν ἀνθρώπινή τους ἀναπηρία<br />

καὶ τὸ βάρος τῆς καρδιᾶς ὡς ἀφορμὴ μετανοίας,<br />

τὴν θεωροῦν ὡς δυνατότητα θεολογικῆς<br />

μαρτυρίας. Ἀντὶ νὰ καταφύγουν στὸν<br />

Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, προβάλλουν<br />

τὴν ψυχική τους ἀρρώστια ὡς πνευματικὴ<br />

ἀνησυχία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσι<br />

τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ<br />

ψέμα φαίνεται καὶ ἡ ἀρρώστια δὲν κρύβεται.<br />

Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀνάπαυσι<br />

ποὺ προχέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἐσταυρωμένων<br />

Ἁγίων της.<br />

Δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσι τῶν προβλημάτων<br />

οὔτε ἡ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας μας.<br />

Ὁ λόγος τῆς σωτηρίας τοῦ ἑνὸς Θεοῦ Λόγου<br />

ἔρχεται ὡς παράκλησι τοῦ Πνεύματος ποὺ ζωογονεῖ<br />

ὅλο τὸν κόσμο καὶ σώζει τὸν χαρακτῆρα<br />

του. Ὅλοι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο<br />

ἔλεος τοῦ Θεανθρώπου, ὄχι ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες<br />

ἐνέργειες καὶ ἐπεμβάσεις.<br />

Ὅπως δὲν ἐπηρεάζεται ὁ ἥλιος ἀπὸ τὶς ἀτμοσφαιρικὲς<br />

ἀναταραχὲς τοῦ γήινου χώρου,<br />

ἔτσι δὲν ἀλλοιώνεται ἡ τριαδικὴ ζωὴ τῆς θεότητος<br />

καὶ ἡ συνοδικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας<br />

ἀπὸ ἱστορικὲς ταραχὲς καὶ ἀνακατατάξεις.<br />

Ὁ πιστὸς λαὸς ζῆ στὴν ἀταραξία τοῦ τετελειωμένου<br />

μυστηρίου, ἄσχετα ἐὰν ἔρχωνται καὶ<br />

φεύγουν κοσμοκρατορίες καὶ ἰδεολογίες ποὺ<br />

ἀπείλησαν καὶ βασάνισαν τὸν κόσμο. Καὶ πίστεψαν<br />

ὅτι θὰ ἀλλάξουν γιὰ πάντα τὴ ζωὴ τῶν<br />

ἀνθρώπων.<br />

Ἐὰν σήμερα κάποιοι τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο<br />

μὲ ἐπιθέσεις θανάτου καὶ ἐπιδείξεις<br />

σφαγῶν· ὁ Θεάνθρωπος μένει ἀναλλοιώτως<br />

ὁ Παντοκράτωρ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς κατανοήσεως.<br />

Εἶναι ἡ τελικὴ λύσι ὅλων τῶν προβλημάτων<br />

μας, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἐπιπολαιότητά μας<br />

τὸ ἀγνοῆ.<br />

Δέχεται εἰρηνικὰ "ὅλην τὴν σπεῖραν" (Μαρ.<br />

15, 16) τῆς ἱστορίας ποὺ τὸν ἐμπαίζει, τοῦ βάζει<br />

ἀγκάθινο στεφάνι. Ἀντιμετωπίζει μὲ ἀγά-<br />

26


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πη ὅλους ποὺ ἔρχονται ἐναντίον του.<br />

Δὲν κτυπᾶ κανένα, παρὰ μόνο τὸ μῖσος καὶ<br />

τὴν ἔχθρα. Σὲ κάθε ἐγκληματία βλέπει θύμα<br />

ἄλλων ἐγκλημάτων καὶ διαστροφῆς πνευματικῆς.<br />

Πρᾶγμα στὸ ὁποῖο εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι.<br />

Δὲν θεωρεῖ ἀθώους αὐτοὺς πού, σὰν τὸν<br />

Πιλᾶτο, νίπτουν τὰς χεῖρας καὶ ὁμολογοῦν<br />

"ἀθῶος εἰμὶ ἐκ τοῦ αἵματος τούτου" (Ματθ. 27,<br />

24).<br />

Ἦλθε νὰ σταματήση τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν<br />

κατρακύλα τῆς φθορᾶς, τὴν ἀκατάσχετη ὁρμὴ<br />

τοῦ θανάτου.<br />

"Ρύμην τοῦ θανάτου καὶ φθορὰν σοῦ τῷ ζωηφόρῳ<br />

θανάτῳ καθεῖλες Δέσποτα".<br />

Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν εὐρυχωρία<br />

τοῦ Πνεύματος ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν οἰκουμένη.<br />

Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς<br />

της.<br />

Δι' αὐτῆς τῆς Λειτουργίας ἀντιμετώπισε βάσανα<br />

δοκιμασιῶν καὶ ἀπειλῶν. Κινδύνους<br />

ληστῶν, κινδύνους ἐξ ἐθνῶν, κινδύνους ἐν ψευδαδέλφοις.<br />

Τὰ ξεπέρασε ὅλα. Ἔμεινε εὐγνώμων<br />

γιὰ τὶς δοκιμασίες. Χαίρει μὲ τοὺς πειρασμοὺς<br />

καὶ τὰ βάσανα.<br />

Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦλθαν ἐναντίον της, μὲ ὁποιονδήποτε<br />

τρόπο ἢ προθέσεις γιὰ νὰ τὴν κτυπήσουν,<br />

νὰ τὴν ἀλλοιώσουν καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν,<br />

τοὺς βλέπει ὡς θύματα πλάνης. Τοὺς βλέπει<br />

ὡς ἀδελφοὺς ἀδύνατους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη<br />

βοηθείας.<br />

Ἔμαθε μόνο νὰ ἀγαπᾶ. Ἔζησε καὶ ζῆ τὴν ἀγάπη<br />

καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Δέχτηκε<br />

οὐράνια τροφὴ καὶ ἀγωγή.<br />

* * *<br />

Φτάνομε στὴ σημερινὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὴν περίοδο<br />

τῶν διαλόγων. Προσπαθοῦμε οἱ χριστιανοὶ<br />

νὰ ἀναβιώσωμε τὴν ἑνότητα ποὺ μᾶς<br />

χαρίζει καὶ εὔχεται ὁ Θεανθρώπος.<br />

Ὑπάρχουν μεταξύ μας οἱ λεγόμενοι προοδευτικοὶ<br />

καὶ πρόθυμοι γιὰ διάλογο. Καὶ οἱ θεωρούμενοι<br />

συντηρητικοὶ ποὺ γενικὰ ἀρνοῦνται<br />

τὶς ἐπαφές.<br />

Ἐδῶ κρίνεται ἡ γνησιότητα καὶ ἡ δύναμι τῆς<br />

πίστεώς μας, γιατὶ οὔτε τὴν ἀλήθεια σώζομε<br />

καταρώμενοι τοὺς πεπλανημένους οὔτε προσφέρομε<br />

αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου<br />

μὲ ψεύτικες φιλοφροσύνες.<br />

Ἐδῶ χρειάζονται οἱ ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς πίστεως,<br />

ποὺ σώζουν τὴν ψυχή τους μὲ τὸ νὰ τὴν<br />

χάνουν ἕνεκεν τοῦ Κυρίου (Λουκ. 9, 24).<br />

Αὐτοὶ ἡσυχάζουν ὡς ἀνύπαρκτοι. Χαίρονται<br />

ὡς μὴ ὄντες. Καὶ τότε βλέπουν ὅτι ὑπάρχει<br />

Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὰ "μὴ ὄντα (τοὺς ἀνύπαρκτους),<br />

ἵνα τὰ ὄντα καταργήση" (Α΄ Κορ. 1,<br />

28), ἀπὸ τὴν φανταστική τους ἐπιτυχία, ποὺ<br />

εἶναι φενάκη ζωῆς καὶ ἀλήθεια ἀρρώστιας.<br />

Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὅτι οἱ ἐπιπόλαιοι οἰκουμενιστὲς<br />

καὶ οἱ φανατικοὶ ζηλωτὲς ἔχουν<br />

ἀντίθετες τοποθετήσεις, στὴν πραγματικότητα<br />

βρίσκονται στὴν ἴδια ἔνδεια· εἶναι κλεισμένοι<br />

στὴν ἴδια φυλακή. Ξεκινοῦν καὶ τελειώνουν<br />

στὴ δική τους ἀντίληψι. Τοὺς λείπει ἡ τόλμη<br />

τῆς πίστεως καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης.<br />

Βασανίζουν καὶ βασανίζονται, προσφέροντες<br />

ἀπειλὲς χωρὶς νόημα ἢ φιλοφροσύνες<br />

χωρὶς περιεχόμενο. Ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς<br />

τρέφει τὴν ὕπαρξι τοῦ ἄλλου. Καὶ δὲν σταματᾶ<br />

ἡ ταραχὴ τῆς διαμάχης τῶν κατὰ φαντασία<br />

αὐθεντιῶν.<br />

Καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς ἀκούγεται ὁ λόγος<br />

τοῦ Θεοῦ: "οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην<br />

αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς·<br />

ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς ... καὶ προαιρέσεις καρδίας<br />

αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν" (Ἱερ. 14, 14).<br />

* * *<br />

Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἤρεμα· στὸ διάλογο<br />

μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν σκοντάψαμε:<br />

- μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ὅταν φτάσαμε<br />

στὸ θέμα τῆς οὐνίας<br />

- μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅταν βλέπης νὰ χωρίζωνται<br />

ἀσταμάτητα, νὰ δημιουργοῦνται<br />

ἀτέλειωτες ὁμολογίες. Τότε ἀνθρωπίνως ὁμολογεῖς<br />

τὴν ἀδυναμία σου. Ἀλλὰ "τὰ ἀδύνατα<br />

παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν"<br />

(Λουκ. 18, 27).<br />

Ἂν κάνωμε μιὰ σύντομη ἀναδρομή, βλέπομε<br />

τὸ γεγονὸς τοῦ σχίσματος. Ἀκολουθεῖ ἡ<br />

προσπάθεια προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων.<br />

Δὲν κατορθώνονται πολλὰ πράγματα.<br />

Γεννᾶται ἡ Οὐνία, μιὰ φάσι χαρακτηριστικὴ τῆς<br />

ἱστορίας.<br />

Σὰν νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη<br />

πλευρὰ ἡ Δύσι καὶ λέει:<br />

Ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἔχεις τὸν Χριστὸ μαζί σου.<br />

Ὅλο τὸ κλίμα τῆς Παραδόσεώς σου φανερώνεται<br />

μὲ μιὰ ἀλλοίωσι. Ψηλαφᾶται σὲ ἕνα κόσμο<br />

μεταμορφωμένο.<br />

Αὐτὸ ὅλο ποὺ φαίνεται καὶ ψηλαφᾶται εἶναι<br />

γεμᾶτο μὲ θεία χάρι. Τὴ χάρι δὲν μπορῶ νὰ τὴ<br />

27


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

συλλάβω, νὰ τὴν φυλακίσω.<br />

Θέλω νὰ σοῦ πῶ: Ἐγὼ εἶμαι μεγάλη δύναμι.<br />

Δὲν θὰ πειράξω αὐτὸ ποὺ φαίνεται· μάλιστα,<br />

θὰ σοῦ τὸ ἐξασφαλίσω. Μόνο σοῦ ζητῶ κάτι<br />

ἐλάχιστο: νὰ πιστεύης ὅτι ἐγὼ τὰ ρυθμίζω ὅλα<br />

ἀλαθήτως: (ἔτσι τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ τὸ ζῶ<br />

μὲ τὸν δικό μου τρόπο).<br />

Σοῦ ἀφαιρῶ τὸ ἐπικίνδυνο τῆς ἐλευθερίας καὶ<br />

τὸ βάσανο τῆς εὐθύνης ποὺ δημιουργοῦν<br />

προβλήματα.<br />

Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέπεις καὶ ἔχεις θὰ τὰ διατηρήσωμε<br />

πανομοιότυπα. Δὲν θὰ μπορῆς νὰ<br />

βρῆς καμμιὰ διαφορά. Μόνο δὲν θὰ βλαστάνουν<br />

ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ εἶναι σου. Δὲν θὰ<br />

γεννᾶται ὅλη αὐτὴ ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν τρόπο<br />

τῆς ζωῆς σου· νὰ τὰ θυσιάζης ὅλα ἕνεκεν<br />

τοῦ Κυρίου. Καὶ νὰ τὰ βλέπης νὰ ἀνασταίνωνται<br />

ἄφθαρτα. Μόνο αὐτὸ δὲν θὰ ἔχης. Θὰ<br />

ἔχης ὅμως τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως.<br />

Ἐγὼ θὰ σοῦ ζωγραφίσω τὴν ὡραιότερη Ἀνάστασι<br />

ποὺ ὑπάρχει, γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶς αὐτὸ ποὺ<br />

εἶχες. Θὰ σοῦ τυπώνω τὰ καλύτερα ἀντίγραφα.<br />

Θὰ τὰ τιμᾶς. Δὲν θὰ εἶναι δημιουργήματα<br />

τῆς ζωῆς σου. Θὰ καλύπτεσαι ὅμως ἀπὸ τὴ<br />

δύναμι τῆς Ρώμης. Ἔτσι, σὰν ἑνωμένοι ὅλοι οἱ<br />

Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσωμε τοὺς κοινοὺς<br />

ἐχθρούς.<br />

Ἡ ἀντίδρασι ἐκ μέρους τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως<br />

σὲ μιὰ τέτοια πρότασι εἶναι ἀναπόφευκτη,<br />

ἀπὸ ἀγάπη καὶ πρὸς ὅλους τοὺς<br />

ἀνθρώπους:<br />

Αὐτὸ εἶναι ἐμπαιγμὸς καὶ ἄρνησι τῆς καινῆς<br />

πολιτείας ποὺ χαρίζει στὸν κόσμο ὅλο ἡ Ἀνάστασι<br />

τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅλοι γινόμαστε<br />

ἀντίγραφα ἀνθρώπων, ὄχι ἀληθινοὶ καὶ ἐλεύθεροι<br />

ἐν Χριστῷ.<br />

Αὐτὸ ποὺ ζῆ καὶ λέει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία<br />

εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν<br />

Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ<br />

Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,<br />

ποὺ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς δωρίζει τὴ ζωή: "ὁ διψῶν<br />

ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς<br />

δωρεάν" (Ἀποκ. 22, 17).<br />

Μόνοι μας χωριζόμαστε σὲ ἀτέλειωτα κομμάτια,<br />

τὰ ὁποῖα δὲν παύουν νὰ πληθύνωνται.<br />

Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς μένει ἡ σωτηρία<br />

ὅλων μας. Μόνοι μας, παρ' ὅλη τὴν καλή μας<br />

διάθεσι, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ μαζέψωμε.<br />

Ἄλλωστε, τὸ δρᾶμα τῶν διαιρέσεων, ποὺ θέλομε<br />

νὰ θεραπεύσωμε, προῆλθε ἀπὸ "καλὴ διάθεσι".<br />

Κάποιοι θεώρησαν "καλοδιάθετα" τὸν ἑαυτό<br />

τους ἀλάθητο. Αὐτὸ ἄλλαξε τὴ συμπεριφορὰ<br />

καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τους.<br />

Οἱ ἄλλοι ἀντέδρασαν, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν<br />

ὑποτέλεια, τὴν ἄγνωστη στὴν Ἐκκλησία τοῦ<br />

Χριστοῦ. Δημιουργήθηκαν νέες ὁμάδες μὲ ἐπὶ<br />

μέρους ἀλάθητες ἀτομικότητες.<br />

Καὶ φτάσαμε στὴν σημερινὴ κατάστασι. Ἡ<br />

λύσι εἶναι ὁ Χριστός.<br />

Εἶναι φυσιολογικὴ ἡ ἀντίδρασι τῶν Διαμαρτυρομένων.<br />

Εἶναι δεῖγμα ὑγείας πνευματικῆς,<br />

καὶ ὠφέλιμη πρὸς ὅλους, ἐφόσον ἀντιμετωπισθῆ<br />

μὲ σύνεσι "κατὰ Χριστόν".<br />

Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία,<br />

γιὰ νὰ πετύχη τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ<br />

εἶναι ἡ ἀγάπη.<br />

Αὐτὸ προσφέρεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου<br />

τρεφόμεθα ἀπὸ τὸν οὐράνιον Ἄρτον τὸν μελιζόμενον<br />

καὶ μὴ διαιρούμενον.<br />

Ζοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαιρεῖται ὁ Θεάνθρωπος.<br />

Καὶ δὲν χωρίζεται ἡ Ἐκκλησία<br />

Του. Χαιρόμαστε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία.<br />

Κάθε πιστός, μὲ τὴ θεία Κοινωνία, δέχεται<br />

ὅλο τὸν Χριστὸ μέσα του. Καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία<br />

εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.<br />

Οἱ διεσπαρμένοι ... οὐ μὴ πλανηθῶσιν, ἀλλὰ<br />

θὰ εἶναι συνηγμένοι ὑπὸ Κυρίου (πρβλ. Ἡσ. 35,<br />

8-10). Ἡ διασπορὰ ἔχει τὴ χάρι τῆς συναγωγῆς<br />

καὶ ἡ ἑνότης τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος.<br />

"Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν<br />

τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ<br />

ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ<br />

τῷ Θεῷ παραθώμεθα" (Θεία Λειτουργία).<br />

Μιλᾶμε τὴ μητρικὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου,<br />

τὴ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης,<br />

ποὺ σώζει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὡς<br />

προϋπόθεσι ζωῆς.<br />

Ὅταν λέμε ὅτι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς<br />

Ἐκκλησίας βρίσκεται ἡ μία ἀλήθεια, ὁ Χριστός,<br />

ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος·<br />

αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιους κολακεύει<br />

καὶ κάποιους ὑποτιμᾶ (τότε ὅλους θὰ μᾶς ἐνέπαιζε).<br />

Δὲν ὑπάρχει ἀντιπαράθεσι ποὺ δημιουργεῖ νικητὲς<br />

καὶ νικημένους· αὐτὰ εἶναι πάθη τοῦ παρόντος<br />

αἰῶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Ἑνὸς<br />

ποὺ σώζει ὅλους.<br />

Δὲν νικοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι στὸ διάλογο· νικᾶ<br />

28


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ νίκησε τὸν θάνατο διὰ τοῦ<br />

θανάτου Του, πρὸς σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ<br />

ἀνθρωπίνου γένους.<br />

Οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ νικημένοι (ἔτσι τὸ ζοῦμε<br />

λειτουργικὰ) ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ<br />

Ἐκκλησία καὶ οἱ ἅγιοι δὲν ζοῦν αὐτοί, ἀλλὰ ζῆ<br />

ἐν αὐτοῖς ὁ Χριστός. Αὐτοὶ ἔχουν τελειώσει.<br />

Εἶναι ὁ Χριστὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι. Αὐτὸς εἶναι<br />

ἡ ζωή τους, ὄχι ἡ βιολογική τους ὕπαρξι ἢ κοσμικὲς<br />

ἐπιδιώξεις.<br />

Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ<br />

Ἀνάστασι, ἐγὼ εἶμαι ἡ πτῶσι. Αὐτὸς εἶναι ἡ μία<br />

ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τῆς θυσίας. Προσφέρεται<br />

ὡς χαρὰ γιὰ νὰ νικήσουν ὅλοι, νὰ χαροῦν,<br />

νὰ θεωθοῦν. Νὰ μὴν μείνη κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ<br />

συμπόσιο τῆς πίστεως καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου.<br />

Νὰ μὴν χάση κανεὶς τὴν δυνατότητα νὰ<br />

προσφέρη τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ ἀπολαύση,<br />

"σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις", τὸ πᾶν ποὺ δὲν<br />

περιγράφεται.<br />

Κανεὶς δὲν εἶναι ἄβουλο πλάσμα, οὔτε ἐξάρτημα<br />

μηχανῆς. Ὅλοι εἴμαστε κατὰ χάριν τέκνα<br />

Θεοῦ. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Θεὸς ἀποκτᾶ κατὰ χάριν<br />

ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς τῆς κατ' οὐσίαν ταυτότητος.<br />

Τὸ ἱερὸ χρέος τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ φανερώνωμε<br />

τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας ποὺ<br />

ἀενάως ἱερουργεῖται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ<br />

Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ προσφέρων<br />

καὶ προσφερόμενος στὴ μία Λειτουργία τῆς<br />

σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.<br />

Αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐλογία ποὺ προχέεται πρὸς<br />

κάθε ἀληθινὰ διψασμένο καὶ πεινασμένο τὴν<br />

ἀλήθεια τῆς ζωῆς.<br />

Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καταυγάζει τὰ σύμπαντα,<br />

ὡς πλησμονὴ ζωῆς καὶ εὐλογίας· ζωογονεῖ<br />

ὅλα τὰ ἔμβια καὶ ἀποσυνθέτει τὰ πτώματα.<br />

Καὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ φιλάνθρωπα<br />

καὶ δραστικά. Εὐλογεῖ καὶ κρίνει τοὺς<br />

πάντας.<br />

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σβήση τὸν ἥλιο<br />

πετῶντας πέτρες στὸν ἀέρα. Καὶ κανεὶς δὲν<br />

μπορεῖ νὰ ἀκυρώση τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰατροῦ<br />

τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μὲ τὴν ὁποιανδήποτε<br />

ἐπιπολαιότητα ἢ κακότητά του.<br />

Ἡ ἤρεμη παρουσία Του δρᾶ θεραπευτικὰ καὶ<br />

βέβαια μέσα στὴν ἱστορία ἐλευθερώνοντας τὸν<br />

ἄνθρωπο. Ὅλα τὰ θεραπεύει. Ἀρκεῖ νὰ μὴ βιαστοῦμε<br />

καὶ δώσωμε δικές μας λύσεις.<br />

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὄντως τὸ χαρούμενο μήνυμα,<br />

γιατὶ λέει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτει<br />

τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Οὔτε<br />

ἀγνοεῖ τὴ σωτήρια παρουσία τοῦ Θεανθρώπου.<br />

Ὁ Ἰούδας, μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου,<br />

μεταμεληθεὶς βιαστικὰ ἔδωσε τὴ<br />

δική του λύσι, "καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο" (Ματ.<br />

27, 5).<br />

Ὁ Πέτρος, μετὰ τὴν πτῶσι του, ἔδωσε ἄλλη<br />

λύσι. Βρῆκε ἕνα τόπο καὶ ἔκλαυσε πικρῶς. Δέχτηκε<br />

τὴν ἀνάπαυσι τῆς ἀφέσεως. Καὶ ἔγινε ἡ<br />

πέτρα τῆς πίστεως, ἐπειδὴ ἔλειωσε ἀπὸ τὸ κλάμα.<br />

Τὰ θέματα εἶναι ἁπλᾶ, ἐφόσον πιστεύομε<br />

στὸν Χριστὸ καὶ ἐναποθέτομε σ' Αὐτὸν ὅλη μας<br />

τὴ ζωή.<br />

Σοῦ προκαλεῖ δέος ἡ παντοκρατορία τῆς<br />

ἀγάπης Του καὶ ἡ λεπτότητα τῆς συμπεριφορᾶς<br />

Του· νὰ φεύγη, μόλις φανῆ ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖς<br />

τὴν παρουσία Του.<br />

Καὶ ὅταν πῆγε στὴ γῆ τῶν Γεργεσηνῶν,<br />

ὅπου οἱ δαιμονισμένοι γύριζαν γυμνοὶ καὶ ἦταν<br />

τὸ φόβητρο τοῦ κόσμου, δὲν τοὺς ἐπέπληξε γιὰ<br />

ἀνάρμοστη συμπεριφορά, ποὺ προκαλοῦσε τὴ<br />

φρίκη, οὔτε τοὺς διετύπωσε θεολογικὲς ἀλήθειες.<br />

Αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔπαιρναν ἀπὸ λόγια,<br />

ἀλλὰ τὰ ροῦχα τους ἔσχιζαν καὶ τὶς ἁλυσίδες<br />

ἔσπαζαν.<br />

Τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα<br />

καὶ κάθησαν δίπλα Του ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες.<br />

Καὶ ὅταν ἐπέτρεψε στὴ λεγεῶνα<br />

τῶν δαιμονίων νὰ μπῆ στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων<br />

καὶ νὰ πνιγῆ στὴ θάλασσα, οἱ κάτοικοι τῆς περιχώρου<br />

φοβήθηκαν "φόβῳ μεγάλῳ" καὶ ζήτησαν<br />

ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρυνθῆ "ἀπὸ<br />

τῶν ὁρίων αὐτῶν" (Ματ. 8, 34). Γιατὶ ἡ παρουσία<br />

του προκαλοῦσε καταστροφὴ παραγωγικῶν<br />

μονάδων καὶ οἰκονομικὴ ὕφεσι.<br />

Ὁ Κύριος δὲν τοὺς μίλησε γιὰ δική τους παρεκτροπή,<br />

ἀλλὰ μπῆκε στὸ πλοιάριο καὶ ἔφυγε.<br />

Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ μᾶς κρίνει καὶ μᾶς σώζει.<br />

Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φωτίση νὰ ἀντιμετωπίσωμε<br />

τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μὲ τὴν<br />

ἀπορία "τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;<br />

ἦλθες ᾧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;" (Ματ.<br />

8, 29), ἀλλὰ μὲ τὴν αἴσθησι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ποὺ<br />

ἔρχεται νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὰ βάσανα.<br />

Πηγή: www.romfea.gr<br />

29


Κοσμικές Ἀπόκριες<br />

καί ἐκκλησιαστική Ἀπόκρεως<br />

Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη,<br />

Φιλολόγου-Θεολόγου καθηγητῆ<br />

Προλογικό<br />

Τά ἀποκριάτικα ἔθιμα, πού τόσο<br />

ἀγαπητά εἶναι στόν πολύ κόσμο,<br />

ἔχουν, ὡς γνωστόν, τίς ρίζες τους<br />

στό μακρινό παρελθόν καί μάλιστα<br />

σέ κάποιες ὄχι καί τόσο φωτεινές πτυχές<br />

του. Γιά τό λόγο αὐτό, δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι<br />

πού ἐνίστανται κατά πολλῶν ἀπό τά ἔθιμα<br />

αὐτά, κυρίως ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας<br />

μας, πρᾶγμα πού μᾶς ἐπιβάλλει νά τά ἐξετάσουμε<br />

ὄχι μόνο γενετικά καί καταγωγικά,<br />

ἀλλά καί νά τά δοῦμε μέ κριτική ματιά, προσπαθώντας<br />

νά ἑρμηνεύσουμε μέ τή μεγαλύτερη<br />

δυνατή νηφαλιότητα τήν ἐπιφυλακτική<br />

καί ἐν πολλοῖς ἀρνητική στάση τῆς Ἐκκλησίας<br />

ἀπέναντί τους. Ὁ τίτλος τούτου τοῦ κειμένου<br />

δηλώνει ἀκριβῶς τή διαφοροποίηση, ἀλλά καί<br />

τή σύγκλιση, ὅπου αὐτή ὑπάρχει, ἀνάμεσα<br />

στίς δυό προσεγγίσεις: τήν κοσμική ἀφενός<br />

καί τήν ἐκκλησιαστική ἀφετέρου. Ἔτσι, θά παρουσιαστεῖ<br />

πρῶτα ἡ γένεση αὐτῶν τῶν ἐθίμων,<br />

μέ μιά ἀναδρομή στό ἀρχαιοελληνικό καί<br />

ρωμαϊκό παγανιστικό παρελθόν τους, καί στή<br />

συνέχεια θά ἐκτεθοῦν οἱ ἀπόψεις καί θέσεις<br />

τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γύρω ἀπό αὐτά,<br />

γιά νά καταλήξουμε σέ κάποια γενικά συμπεράσματα.<br />

Ἡ καταγωγή τῶν ἀποκριάτικων ἐθίμων:<br />

Οἱ ἀποκριάτικες ἑορτές μέ τά ἔθιμα πού τίς<br />

ἀκολουθοῦν ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό<br />

τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τήν ἀρχαία Ρώμη,<br />

ἔχουν ὅμως τίς ρίζες τους σέ ἀκόμη παλιότερες<br />

ἐποχές. Ἔχει, λοιπόν, ἐνδιαφέρον νά ἀνατρέξουμε<br />

στήν ἱστορία, γιά νά δοῦμε τίς ρίζες<br />

τῶν καρναβαλικῶν ἐκδηλώσεων καί νά<br />

καταλάβουμε γιατί ὑπάρχει σήμερα, στήν ἐποχή<br />

τῆς πλήρους πνευματικῆς συγχύσεως τέτοια<br />

προβολή καί ἀνάπτυξη παγκοσμίως.<br />

Ἡ ἀρχή αὐτῶν τῶν δρωμένων χάνεται στό<br />

βάθος τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος. Ἔχουν τίς<br />

καταβολές τους στήν ἀνάγκη τοῦ πρωτόγονου<br />

ἀνθρώπου νά νικήσει τίς τρομερές φοβίες<br />

του μπροστά στή φύση καί νά ἀναπληρώσει<br />

τά νοητικά του κενά ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς<br />

ὀρθολογικῆς σκέψεως καί ἑρμηνείας τοῦ<br />

κόσμου πού τόν περιέβαλλε· τότε πού δέν εἶχε<br />

βρεῖ λογική ἐξήγηση γιά τόν κόσμο καί τά φυσικά<br />

φαινόμενα, ἀλλά πίστευε ὅτι αὐτός κυριαρχοῦνταν<br />

ἀπό ἀόρατες μαγικές δυνάμεις,<br />

οἱ ὁποῖες κανόνιζαν τή ζωή του ἀνάλογα μέ<br />

τίς δικές τους διαθέσεις. Ἡ πρωτόγονη αὐτή<br />

πίστη τόν ἀνάγκασε νά ἐφεύρει τρόπους, γιά<br />

νά μεταβάλει τή διάθεση αὐτῶν τῶν δυνάμεων<br />

σύμφωνα μέ τό συμφέρον του. Ἔπρεπε<br />

νά καλοπιάσει αὐτές τίς δυνάμεις, γιά νά σταθοῦν<br />

ἀπέναντί του εὐνοϊκές καί καλόβουλες.<br />

Μέ ποιό τρόπο; Μέ παράλογα μαγικά δρώμενα,<br />

διότι στεροῦνταν ὁ ἴδιος, ὅπως εἴπαμε,<br />

ὀρθοῦ λόγου. Πίστευε πώς μέ τό θόρυβο, τίς<br />

εἰδεχθεῖς προσωπίδες, τόν ξέφρενο χορό καί<br />

τίς παράλογες πράξεις ἦταν δυνατόν νά φοβίσει<br />

τίς κοσμικές δυνάμεις καί νά ξορκίσει τό<br />

κακό ἀπό τόν ἴδιο καί τό περιβάλλον του. Πίστευε<br />

ἀκόμα πώς μέ διάφορες τελετές, μέ ἀποκορύφωμα<br />

αὐτές πού εἶχαν σχέση μέ τόν ἀχαλίνωτο<br />

ἐρωτισμό, θά ξυπνοῦσε τίς γονιμοποιές<br />

δυνάμεις τῆς φύσεως, προκειμένου νά<br />

δώσουν πλούσια σοδειά. Οἱ εἰδωλολατρικές<br />

θρησκεῖες ὅλων τῶν λαῶν τῆς ἀρχαιότητας<br />

ἦταν πνιγμένες στόν ἀποκρυφισμό, τή μαγεία<br />

καί, φυσικά, τά παράλογα δρώμενα. Θά ἀναφερθοῦμε,<br />

λοιπόν, σύντομα σ᾿ αὐτές τίς<br />

ἀρχαιοελληνικές καί ρωμαϊκές ἑορτές καί στά<br />

δρώμενά τους, γιά νά δοῦμε τίς ὁμοιότητές<br />

τους μέ τά σημερινά ἀποκριάτικα ἔθιμα.<br />

Ἡ εἰδωλολατρική ἀρχαιοελληνική θρησκεία,<br />

ἰδιαίτερα στή λαϊκή της μορφή, συνέχιζε<br />

ἐπακριβῶς τόν φετιχιστικό, τοτεμιστικό<br />

καί ἀνιμιστικό χαρακτήρα τῶν πρωτόγονων<br />

στοιχείων τῆς θρησκείας τῶν Πελασγῶν,<br />

Κάρων, Λελέγων καί ἄλλων προελληνικῶν<br />

φυλῶν. Τά μαγικά καί παράλογα δρώμενα<br />

αὐτῆς τῆς θρησκείας ἐντάχτηκαν στή διονυσιακή<br />

ὀργιαστική λατρεία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ<br />

μετεξέλιξη τῆς λατρείας τοῦ φρυγικοῦ θεοῦ<br />

30


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Σαβάζιου καί ἡ ὁποία εἰσήχθη στήν Ἑλλάδα<br />

μέσῳ τῆς Θράκης μετά τόν 8ο π.Χ.<br />

αἰώνα. Στή Θράκη ἐντάχτηκε ἡ λατρεία<br />

τοῦ Σαβάζιου-Διόνυσου στήν ὀρφική θρησκεία,<br />

διατηρώντας τόν ὀργιαστικό ἀνατολικό<br />

χαρακτήρα της καί ἀναμειγνύοντας τά<br />

πανάρχαια μαγικά δρώμενα τῶν Προελλήνων,<br />

μέ τόν δικό της πρωτογονισμό. Δέν εἶναι<br />

τυχαῖος ὁ μύθος τοῦ ἱδρυτῆ τῆς ὀρφικῆς θρησκείας<br />

Θράκα Ὀρφέα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχτηκε<br />

καί φαγώθηκε ἀπό τίς μανιασμένες<br />

λάτρισσες τοῦ Διονύσου, τίς μαινάδες! Δέν<br />

εἶναι, ἐπίσης, καθόλου τυχαῖο τό γεγονός ὅτι<br />

τή λαϊκή θρησκεία τοῦ διονυσιασμοῦ τήν ὑποστήριξε<br />

καί τήν καθιέρωσε ἡ τυραννική δυναστεία<br />

τῶν Πεισιστρατιδῶν στήν Ἀθήνα τόν<br />

6ο π.Χ. αἰώνα. Μέσῳ αὐτῆς μπόρεσαν οἱ τύραννοι<br />

ἐκεῖνοι νά ἐπιβληθοῦν στίς λαϊκές μάζες,<br />

στίς ὁποῖες κυριαρχοῦσε ἡ δεισιδαιμονία<br />

καί τό παράλογο. Ἔτσι, ἡ «αἱρετική» καί<br />

ἄσχετη πρός τήν «ἐπίσημη» ἀρχαιοελληνική<br />

θρησκεία, δηλαδή πρός τό δωδεκάθεο, λατρεία<br />

τοῦ Διονύσου ἀνήχθη σέ θρησκευτικό<br />

σύστημα, παίρνοντας πάνδημο χαρακτήρα μέ<br />

τίς μεγάλες διονυσιακές ἑορτές: «Λήναια»,<br />

«Μικρά Διονύσια», «Μεγάλα Διονύσια» πού<br />

ἑορτάζονταν στήν Ἀθήνα. Κατά τίς διονυσιακές<br />

τελετές οἱ ὀπαδοί τοῦ θεοῦ τόν λάτρευαν<br />

σέ κατάσταση ἱερῆς μανίας, ἄφθονης<br />

οἰνοποσίας, πολλῶν ἀστεϊσμῶν καί ἐνθουσιασμοῦ,<br />

πού ἔφτανε μέχρι τήν ἔκσταση,<br />

τήν ὁποία προσπαθοῦσαν νά ἐπιτύχουν μεταμφιεζόμενοι<br />

σέ Σατύρους, δηλαδή σέ τραγόμορφους<br />

ἀκολούθους τοῦ θεοῦ, μέ τή<br />

βοήθεια δερμάτων, προσωπείων, φύλλων<br />

ἀπό δένδρα κ.ἄ.<br />

Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς διονυσιακές ἑορτές, σέ<br />

πολλές πόλεις τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας γιορτάζονταν<br />

καί τά Κρόνια πρός τιμήν τοῦ θεοῦ<br />

Κρόνου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν ἀργία, ἀφοῦ οἱ<br />

δημόσιες ὑπηρεσίες, ὅπως θά λέγαμε σήμερα,<br />

παρέμεναν κλειστές. Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς<br />

οἱ δοῦλοι δέν ἐργάζονταν, μποροῦσαν νά καθίσουν<br />

στό ἴδιο τραπέζι μέ τούς ἀφέντες τους<br />

καί γενικότερα εἶχαν περισσότερη ἐλευθερία,<br />

σέ ἀνάμνηση τῆς χρυσῆς Ἐποχῆς, πού ἀναφέρει<br />

ὁ Ἡσίοδος, ὅταν δέν ὑπῆρχαν οὔτε δουλεία<br />

οὔτε βαριές ἐργασίες. Ἑπομένως, φαίνεται<br />

πώς ἡ γιορτή εἶχε κι ἕνα κοινωνικό χαρακτήρα.<br />

Στήν Ἀθήνα εἰδικά, ἡ ἑορτή λάμβανε<br />

χώρα τή νύχτα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας (12η<br />

μέρα τοῦ μηνός Ἑκατομβαιῶνος), γινόταν<br />

πρός τιμήν τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας καί διαρκοῦσε<br />

μιά ἡμέρα. Πάντως φαίνεται ὅτι στήν<br />

Ἀθήνα ἡ ἑορτή δέν περιλάμβανε αἱματηρές<br />

θυσίες ἀλλά μόνο προσφορές ψωμιοῦ καί<br />

φρούτων (ἐν ἀντιθέσει πρός τή Ρόδο, πού γίνονταν<br />

καί ἀνθρωποθυσίες, κυρίως ἐγκληματιῶν<br />

1 ). Ἡ ἀρχικά ἀκραιφνῶς ἀγροτική<br />

αὐτή ἑορτή ἔχασε σταδιακά τόν ἀγροτικό της<br />

χαρακτήρα (κυρίως ἀπό τή στιγμή πού τήν<br />

υἱοθέτησαν οἱ Ρωμαῖοι) καί μετατράπηκε σέ<br />

μιά θορυβώδη ἡμέρα ἀκολασιῶν, ὅπως θά<br />

δοῦμε καί παρακάτω. Γιά παράδειγμα ὁ βυζαντινός<br />

συγγραφέας Νικήτας Χωνιάτης<br />

(1155-1217) παρομοιάζει τίς ἐρωτικές περιπέτειες<br />

τοῦ Ἀνδρόνικου τοῦ Κομνηνοῦ μέ τίς<br />

ἀκολασίες τῆς ἑορτῆς: «Δέν ντρεπόταν, γράφει,<br />

νά βρωμάει Κρόνια μέ τό νά συζεῖ παράνομα<br />

μέ τή γυναίκα τοῦ ἀνεψιοῦ του τήν ἀνήλικη,<br />

πού δέν εἶχε κλείσει οὔτε τό ἑνδέκατο<br />

ἔτος...» 2 . Ὁ Πλούταρχος ἐπίσης ἀντιδιαστέλλοντας<br />

τή γνήσια ψυχαγωγία, πού ὁ φιλόσοφος<br />

προκρίνει, ἀπό τή φτηνή διασκέδαση<br />

τοῦ ὄχλου, ἀναφέρει ὅτι ὁ πολύς κόσμος περίμενε<br />

τά Κρόνια καί τά Παναθήναια καί τά<br />

Διάσια, γιά νά εὐχαριστηθεῖ καί νά ἀναπνεύσει,<br />

μέ γέλια ὅμως πληρωμένα, ἀφοῦ<br />

πληρώνει ἠθοποιούς καί χορευτές γιά τό σκοπό<br />

αὐτό 3 .<br />

Περνᾶμε τώρα στίς ρωμαϊκές ἑορτές μέ τίς<br />

ὁποῖες σχετίζονται, περισσότερο ἴσως ἀπ᾿ ὅσο<br />

μέ τίς ἑλληνικές, τά ἔθιμα τῆς Ἀποκριᾶς.<br />

Ὅπως ἤδη εἴπαμε, τά ἀρχαιοελληνικά Κρόνια<br />

συνεχίστηκαν ἀπό τούς Ρωμαίους μέ τό<br />

ὄνομα Σατουρνάλια, ἐπειδή ἦταν ἀφιερωμένα<br />

στό θεό Σατούρνους, ἀντίστοιχο τοῦ<br />

31


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἑλληνικοῦ<br />

Κρόνου. Ἡ<br />

γ ι ο ρ τ ή<br />

λ ά μ β α ν ε<br />

χώρα τούς<br />

χειμερινούς<br />

μ ῆ ν ε ς ,<br />

κατά τήν<br />

π ε ρ ί ο δ ο<br />

τοῦ χειμερινοῦ<br />

ἡλιοσ<br />

τ α σ ί ο υ,<br />

σ υ ν ή θ ω ς<br />

στίς 17 Δεκεμβρίου,<br />

ὅμως σταδιακά<br />

ἡ<br />

δ ι άρ κ ε ι ά<br />

της ἐπεκ<br />

τ ά θ η κ ε<br />

μέχρι τίς 23<br />

τοῦ ἴδιου<br />

μ ή ν α .<br />

Ἐκτός ἀπό τίς τυπικές θυσίες, οἱ ἡμέρες τῆς<br />

ἑορτῆς ἦταν, ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα,<br />

δημόσια ἀργία, ἐνῶ περιλάμβανε καί διάφορα<br />

ἔθιμα, ὅπως π.χ. τήν ἀνταλλαγή δώρων.<br />

Ἐπιτρέπονταν τά τυχερά παιγνίδια, ἀκόμα καί<br />

γιά τούς δούλους, τούς ὁποίους οἱ κύριοί τους<br />

δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά τιμωρήσουν. Αὐτό<br />

ἀποτελοῦσε μιά χρυσή εὐκαιρία χλευασμοῦ<br />

τῶν ἀφεντικῶν ἀπό τήν πλευρά τῶν δούλων.<br />

Ἐπίσημα ἐνδύματα δέν φοροῦσαν, ἀλλά<br />

ὑπῆρχε θά λέγαμε μιά ἀντιστροφή τῶν ρόλων<br />

μεταξύ δούλων καί ἀφεντικῶν, κάτι πού<br />

ὁδηγοῦσε σέ ξέφρενο γλέντι, ἄφθονη οἰνοποσία<br />

καί ἀκολασίες, σέ σημεῖο πού τελικά ἡ<br />

λέξη «σατουρνάλια» νά εἶναι συνώνυμη μέ τή<br />

λέξη «ὄργια».<br />

Ἡ γιορτή πού, κατά τό Ν. Πολίτη, παρουσιάζει<br />

τίς περισσότερες ὁμοιότητες μέ τίς<br />

Ἀποκριές εἶναι τά ρωμαϊκά Λουπερκάλια, μιά<br />

γιορτή πρός τιμή τοῦ ρωμαϊκοῦ Θεοῦ Λούπερκους,<br />

προστάτη τῶν βοσκῶν, ὁ ὁποῖος<br />

συνδεόταν μέ τό θηλασμό καί τήν ἀνατροφή<br />

τῶν ἱδρυτῶν τῆς Ρώμης Ρώμου καί Ρωμύλου<br />

ἀπό τή λύκαινα. Ἐξάλλου, τό ὄνομα Λουπερκάλια<br />

ἐτυμολογεῖται ἀπό τό λατινικό lupus,<br />

πού σημαίνει λύκος. Τά Λουπερκάλια<br />

ἦταν ἀρχικά ποιμενική ἑορτή 4 (ὁ Λούπερκος<br />

εἶναι περίπου ὁ ἀντίστοιχος τοῦ ἀρκαδικοῦ<br />

θεοῦ Πάνα, γι’ αὐτό πιστεύεται ὅτι ἡ λατρεία<br />

του ἦλθε ἀπό τήν Ἀρκαδία ἀπό κάποιον<br />

Εὔανδρο 5 ) καί ἑορτάζονταν στίς 15 Φεβρουαρίου<br />

στή σπηλιά τοῦ Παλατίνου λόφου,<br />

ὅπου κατά τήν παράδοση ἡ λύκαινα ἀνέθρεψε<br />

τό Ρῶμο καί τό Ρωμύλο. Τά Λουπερκάλια 6 μεταξύ<br />

ἄλλων περιλάμβαναν θυσία, κυρίως μέ<br />

κατσίκια καί κριάρια ἀλλά καί σκυλιά 7 , κοινή<br />

συνεστίαση ὅλων τῶν μελῶν τοῦ ἱερατικοῦ<br />

σωματείου πού ἦταν ἐπιφορτισμένο μέ τή<br />

λατρεία τοῦ θεοῦ (τῶν Λουπέρκων), καθώς<br />

καί ὁδοιπορία τῶν τελευταίων στούς δρόμους<br />

τῆς Ρώμης. Ξεκινοῦσαν ἀπό τή σπηλιά τοῦ<br />

θεοῦ τους καί κατέληγαν πάλι σ’ αὐτήν<br />

ἔχοντας διασχίσει διάφορα τμήματα τῆς πόλης,<br />

ἀπό τά ὁποῖα, σύμφωνα μέ τήν παράδοση,<br />

εἶχαν περάσει καί οἱ μυθικοί δίδυμοι<br />

ἱδρυτές της. Οἱ Λούπερκοι ἔτρεχαν γυμνοί φορώντας<br />

μόνο τό δέρμα τῶν θυσιασθέντων θυμάτων<br />

τους καί ἔχοντας στό κεφάλι τούς ἕνα<br />

στεφάνι. Κρατώντας μαστίγια καμωμένα<br />

ἀπό λουριά πού εἶχαν κοπεῖ ἀπό τά δέρματα<br />

τῶν ζώων πού εἶχαν προσφέρει στόν θεό τους,<br />

κτυποῦσαν καθ᾿ ὁδόν ὅσους συναντοῦσαν<br />

καί κυρίως τίς γυναῖκες. Προτιμοῦσαν τούς<br />

γλουτούς τους, ἀφοῦ πίστευαν ὅτι μέ τόν τρόπο<br />

αὐτόν τίς καθιστοῦσαν γόνιμες μητέρες.<br />

Γράφει ὁ Πλούταρχος: «Πολλοί ἀπό τούς<br />

εὐγενεῖς νεαρούς καί τούς ἄρχοντες διασχίζουν<br />

τρέχοντας τήν πόλη γυμνοί, χτυπώντας μέ<br />

μαλλιαρά δέρματα ὅσους βρεθοῦν μπροστά<br />

τους, ἀποσκοπώντας στό παιγνίδι καί τό γέλιο.<br />

Πολλές, ἐπίσης, ἀπό τίς ἀρχόντισσες τούς<br />

συναντοῦν ἐπίτηδες καί τούς δίνουν τά χέρια,<br />

ὅπως τά παιδιά στό δάσκαλο, γιά νά τά χτυπήσουν,<br />

ἐπειδή πίστευαν ὅτι αὐτό θά βοηθοῦσε<br />

ἀφενός τίς ἐγκυμονοῦσες νά γεννήσουν εὔκολα,<br />

καί ἀφετέρου τίς στεῖρες νά συλλάβουν» 8 .<br />

Ἡ ὅλη γιορτή, πού ἦταν τελικά μιά καθαρά<br />

λαϊκή διασκέδαση, εἶχε φτάσει σέ ἀκρότητες,<br />

πρᾶγμα πού ἀνάγκασε τόν Αὔγουστο νά πάρει<br />

μέτρα. Ἀπαγόρευσε τή συμμετοχή σ᾿<br />

αὐτή παιδιῶν καί ἐφήβων, ἐνῶ ἡ πομπή τῶν<br />

Λουπέρκων ὑποχρεωτικά ἔπρεπε νά συνοδεύεται<br />

ἀπό σῶμα ἱππέων πού ἐπέβλεπε,<br />

ὥστε τά τυχόν ἔκτροπα νά μήν ξεπερνοῦν κάποια<br />

ὅρια. Ἐν κατακλεῖδι τά Λουπερκάλια<br />

32


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἦταν μιά γιορτή ἀγροτική καί ποιμενική πού<br />

ἀποσκοποῦσε νά συνδράμει στήν εὐφορία τῆς<br />

γῆς καί στή γονιμότητα τῶν ἀνθρῶπων καί<br />

τῶν ζώων, ἐνῶ συγχρόνως βοηθοῦσε καί στήν<br />

κάθαρση τῆς πόλης. Ἔχοντας βαθιές ρίζες καί<br />

ἀπήχηση στίς λαϊκές μάζες, συνέχισε νά<br />

εἶναι ἀγαπητή καί μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ<br />

χριστιανισμοῦ, ἀκόμη καί ἀνάμεσα σέ χριστιανούς<br />

9 .<br />

Ἄν θέλουμε νά συμπεράνουμε κάποια πράγματα<br />

ἀπό τά παραπάνω, μποροῦμε νά ποῦμε<br />

τά ἑξῆς:<br />

Α) Τό θρησκευτικό καί μαγικό ὑπόβαθρο<br />

τῶν ἑορτῶν αὐτῶν μέ τό τελετουργικό τους<br />

(παρόμοιες συναντᾶμε σέ ὅλους τους ἀρχαίους<br />

λαούς) τίς συνδέει μέ τήν ἐπιθυμία τῶν<br />

ἀνθρώπων, γιά νά καταστεῖ εὐνοϊκή γι᾿<br />

αὐτούς ἡ νέα χρονιά, ἤ τίς συσχετίζει μέ τήν<br />

Ἄνοιξη, ὅταν ἡ φύση ἀναγεννᾶται, ὁπότε<br />

προσδοκοῦσαν καλή σοδειά καί πλούσια τα<br />

γεννήματα τῆς γῆς, στοιχεῖο πού ὑποκρύπτεται<br />

ἀκόμα καί σήμερα στόν ἑορτασμό τῆς<br />

Ἀποκριᾶς στά χωριά μας. Γράφει ὁ μεγάλος<br />

λαογράφος Γεώργιος Μέγας: «Εἰς τά χωρία<br />

ὁ ἀγρότης καί μέσα εἰς τά γέλια καί φαγοπότια<br />

τῆς Ἀποκριᾶς ἔχει τήν αἴσθησιν τῆς μεταβολῆς<br />

πού ἐπέρχεται τήν ἐποχήν αὐτήν εἰς<br />

τήν φύσιν καί θέλει μέ πράξεις καί ἐνεργείας,<br />

εἰς τάς ὁποίας εἶναι ἐκ παλαιᾶς μαγείας συνηθισμένος,<br />

νά ὑποβοηθήσει εἰς τόν ἐρχομόν<br />

τῆς ἀνοίξεως, νά ἐξασφαλίσει τήν βλάστησιν<br />

καί εὐφορίαν τῶν ἀγρῶν». 10<br />

Β) Ἐκτός ἀπό τό θρησκευτικό τους ὑπόβαθρο,<br />

εἶχαν κι ἕνα λαϊκό, ἀκόμη καί κοινωνικό,<br />

χαρακτήρα: ὁ λαός συμμετεῖχε σ᾿ αὐτές<br />

μαζικά, εὕρισκε τήν εὐκαιρία νά χαρεῖ, νά ξαποστάσει,<br />

νά ξεφύγει ἀπό τήν καθημερινότητα,<br />

οἱ ἄνθρωποι -δοῦλοι καί ἀφεντικά- ἐξισώνονταν,<br />

τά ταμπού καταργοῦνταν.<br />

Γ) Χαρακτηριστικά των ἑορτῶν εἶναι τό<br />

γλέντι, ἡ οἰνοποσία, ὁ χορός, ἡ αἰσχρολογία<br />

καί ἡ ἀκολασία.<br />

Δ) Ἄλλο χαρακτηριστικό τους εἶναι ἡ μεταμφίεση,<br />

δηλαδή ἡ μεταβολή τῆς ἐνδυμασίας,<br />

ἔθιμο καί αὐτό πανάρχαιο, συναντώμενο<br />

σέ ὅλους τούς λαούς, ἀνεξαρτήτως πολιτιστικοῦ<br />

ἐπιπέδου. Πρόκειται γιά ἕνα ἔθιμο μέ<br />

μαγική ἀφετηρία, ἀφοῦ οἱ πρωτόγονοι λαοί<br />

πίστευαν ὅτι αὐτός πού ντύνεται δέρμα<br />

ζώου ἤ προσωπεῖο κάποιας θεότητας ἤ ἑνός<br />

νεκροῦ, ἐνσαρκώνει αὐτό τό ἴδιο το ζῶο, τό<br />

νεκρό ἤ τό θεό καί λαμβάνει τή δύναμη καί<br />

τίς ἰδιότητές του. Ἕνα τέτοιο μαγικό χαρακτήρα<br />

εἶχαν π.χ. οἱ μεταμφιέσεις τῶν Λουπερκαλίων.<br />

Σήμερα ὁ χαρακτήρας αὐτός<br />

ἔχει χαθεῖ.<br />

Ε) Τονίζουμε, τέλος, ὅτι σταδιακά το θρησκευτικό<br />

ὑπόβαθρο τῶν ἐορτών, κυρίως στό<br />

ρωμαϊκό imperium, παραμερίστηκε καί σχεδόν<br />

χάθηκε, ἐνῶ οἱ τελετουργίες ἔμειναν σχεδόν<br />

δίχως νόημα, καθώς τονίστηκε ὁ κοσμικός<br />

καί λαϊκός χαρακτήρας τῶν ἑορτῶν,<br />

κάτω καί ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά «ἄρτον καί θεάματα»<br />

τοῦ ρωμαϊκοῦ ὄχλου.<br />

Μέ τήν πρώτη κιόλας ματιά παρατηρεῖ κανείς<br />

ὅτι στά ἔθιμα τῆς Ἀποκριᾶς πού σώζονται<br />

μέχρι σήμερα διατηροῦνται ἀρκετά στοιχεῖα<br />

ἀπό τίς παγανιστικές αὐτές ἑορτές,<br />

ὅπως ἡ μεταμφίεση, τό γλέντι, τό φαγοπότι,<br />

οἱ φωτιές καί ἡ ἐλευθεροστομία μέ τά σατιρικά<br />

καί κάποτε ἄσεμνα τραγούδια, τά ὁποῖα<br />

συναντοῦμε σέ ὅλες τίς περιοχές τῆς Ἑλλάδας.<br />

Ἀπό αὐτή τήν ἀποκριάτικη ἐξαλλοσύνη<br />

προέρχεται καί τό κρητικό δίστιχο:<br />

«Τίς μεγάλες Ἀποκρές<br />

κουζουλαίνουνται κι οἱ γρές».<br />

Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας:<br />

Ἐρχόμαστε τώρα στήν παρουσίαση τῆς<br />

στάσης τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι των παγανιστικῶν<br />

αὐτῶν ἑορτῶν καί τελετουργιῶν. Γιά<br />

νά τήν κατανοήσουμε, πρέπει νά τήν προσεγγίσουμε<br />

νηφάλια, θέτοντας ὡς βάση κάποιες<br />

ἱστορικές παραδοχές, οἱ ὁποῖες θά μᾶς<br />

βοηθήσουν πρός αὐτή τήν κατεύθυνση.<br />

1η παραδοχή: Ἀφορᾶ τό περιβάλλον ἐντός<br />

τοῦ ὁποίου ἐμφανίστηκε καί διαδόθηκε ὁ Χριστιανισμός.<br />

Εἶναι ἱστορικά βεβαιωμένο ὅτι,<br />

ὅταν ὁ Χριστιανισμός ἄρχισε νά ἐξαπλώνεται<br />

στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο, συνάντησε<br />

ἕνα πλῆθος ἀντιξοοτήτων, ὅπως ἐξάλλου<br />

ἦταν φυσικό γιά μιά καινούργια διδασκαλία<br />

κι ἕνα νέο τρόπο ζωῆς. Ποιό ἦταν τό περιβάλλον<br />

μέσα στό ὁποῖο κλήθηκε νά ζήσει καί<br />

νά διαδοθεῖ; Ἐπρόκειτο γιά ἕνα συγκρητιστικό<br />

ἀπό θρησκευτική ἄποψη περιβάλλον, ὅπου<br />

ἀναμίχθηκαν οἱ ἑλληνικές μέ τίς ἀνατολικῆς<br />

προέλευσης θεότητες, ὅπως ἡ Κυβέλη, ἡ<br />

33


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Ἴσιδα, ὁ Ὄσιρις. Ἤδη στή ρωμαϊκή θρησκεία<br />

εἶχαν εἰσαχθεῖ οἱ ἑλληνικές θεότητες, πού κι<br />

αὐτές ἀφομοιώθηκαν μέ τούς ἐντόπιους θεούς.<br />

Τήν ἴδια ἐποχή στίς ἐθνικές θρησκεῖες<br />

εἶχαν κάνει τήν ἐμφάνισή τους τά λεγόμενα<br />

«μυστήρια», δηλαδή τελετουργίες πού ὑπόσχονταν<br />

μιά μελλοντική εὐδαίμονα ἀθανασία.<br />

Τά πιό σπουδαῖα ἀπό αὐτά ἦταν τοῦ Διονύσου<br />

καί τῆς Σεμέλης, τῆς Δήμητρας καί τῆς<br />

Περσεφόνης, τῆς Ἴσιδας καί τοῦ Ὄσιρη καί τοῦ<br />

Μίθρα. Πηγή αὐτῶν τῶν «μυστηρίων» ὑπῆρξε<br />

τό φυσικό φαινόμενο τῆς Ἄνοιξης, δηλαδή ἡ<br />

κατά τό χειμώνα νέκρωση καί ἡ κατά τήν<br />

Ἄνοιξη ἀναζωογόνηση τῆς φύσης. Τά μυστήρια<br />

συνοδεύονταν ἀπό μυστηριακές πράξεις,<br />

ὅπως ὠμοφαγία κρέατος ζώου στά Διονύσια<br />

11 , λήψη ἑνός ἀγνώστου σέ μᾶς ποτοῦ,<br />

τοῦ «κυκεώνα», στά Ἐλευσίνια. Ἄλλη μυστηριακή<br />

πράξη ἦταν στά μυστήρια τῆς Κυβέλης<br />

τό «κριοβόλιον» ἤ «ταυροβόλιον» 12 ,<br />

ὅπου οἱ συμμετέχοντες ἔμπαιναν σ’ ἕνα λάκκο<br />

καί δέχονταν στό πρόσωπο τό αἷμα τῶν<br />

κριῶν ἤ τῶν ταύρων πού σφάζονταν πάνω<br />

ἀπό τό λάκκο. Παρόμοιες τελετουργίες λάμβαναν<br />

χώρα καί στά ἄλλα μυστήρια 13 .<br />

Ἀπέναντι σέ ὅλες αὐτές τίς «ἄλογες» τελετές<br />

ὁ Χριστιανισμός ἦταν φυσικό νά ἀντιτάξει<br />

τή δική του ἀντίληψη γιά τή λατρεία: ὁ<br />

Ἀπόστ. Παῦλος κάνει λόγο γιά «λογική»<br />

λατρεία 14 , ξεκινώντας ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ<br />

ἄνθρωπος εἶναι λογική ψυχή. Ὁ Μ. Βασίλειος<br />

15 λέγει πολύ καθαρά ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι<br />

«λόγῳ τετιμημένος», ἤ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος<br />

ὁ Νύσσης 16 , εἶναι «ποίημα Θεοῦ λογικόν<br />

κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν».<br />

Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ<br />

Χρυσοστόμου: «Κοίταξε, τό θυσιαστήριό μας<br />

εἶναι στόν οὐρανό, ἐκεῖ ἔχουμε τόν ἱερέα ἐκεῖ<br />

γίνεται ἡ θυσία. Ἄς προσφέρουμε λοιπόν τέτοιες<br />

θυσίες, αὐτές δηλαδή πού μποροῦν νά προσφερθοῦν<br />

σ᾿ ἕνα τέτοιο θυσιαστήριο. Ὄχι πιά<br />

πρόβατα καί βόδια, ὄχι αἷμα καί μυρωδιά ψημένου<br />

κρέατος. Ὅλα αὐτά ἔχουν παρέλθει καί<br />

ἀντί γι᾿ αὐτά ἔχει εἰσαχθεῖ ἡ λογική λατρεία»<br />

17 .<br />

Εἶναι σαφές ὅτι ἀφενός ὁ Χριστιανισμός ἐπιζητοῦσε<br />

μέ τή λογική λατρεία νά ἐπιστρέφει<br />

ὁ ἄνθρωπος, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, σέ<br />

μιά «ἀπολλώνεια» φωτεινότητα καί λογικότητα,<br />

στήν πνευματική λατρεία τοῦ «νοητοῦ<br />

Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης», καί ἀφετέρου νά ἀπομακρυνθεῖ<br />

ἀπό κάθε βάρβαρη, ἐνστικτώδη καί<br />

ἄλογη πράξη, ἀπό καθετί πού τόν κατεβάζει<br />

στό ἐπίπεδο τῆς ζωώδους ἀντιμετώπισης<br />

τῆς ζωῆς. Ἡ νέα συλλογικότητα πού δημιούργησε<br />

ὁ Χριστιανισμός, δηλ. ἡ Ἐκκλησία,<br />

δέν βασιζόταν στό ἀσυνείδητο ἔνστικτο οὔτε<br />

σέ πράξεις μαγικές, ἀλλά στήν ἀγάπη καί στήν<br />

ἔλλογη καί συνειδητή λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ<br />

Θεοῦ, λατρεία λογική, δηλ. πνευματική. Ἦταν<br />

ἑπόμενο, ἡ νέα αὐτή στάση ζωῆς καί ἡ νέα<br />

ἀντίληψη γιά τή λατρεία νά ἔλθει σέ ἀντίθεση<br />

καί σέ σύγκρουση μέ τόν εἰδωλολατρικό<br />

κόσμο. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἦταν ἐπίσης ἑπόμενο,<br />

μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ,<br />

ὁ Χριστιανισμός νά θελήσει νά<br />

διαφυλάξει τήν πίστη καί τήν ταυτότητά<br />

του, διαστέλλοντας μέ σχεδόν ἀπόλυτο τρόπο<br />

τόν ἑαυτό του ἀπό τό θρησκευτικό-ἰδεολογικό<br />

«ἀλαλούμ» πού ἐπικρατοῦσε γύρω<br />

του. Εἶναι γνωστό, ἐξάλλου, ὅτι ἀρκετοί χριστιανοί<br />

πού προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τῶν<br />

ἐθνικῶν κρατοῦσαν ἀκόμη διάφορα ἀπό τά<br />

παλαιά ἔθιμά τους, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ<br />

χριστιανοί τῆς Κόρινθου, στίς τάξεις τῶν<br />

ὁποίων εἶχε δημιουργηθεῖ τό πρόβλημα ἄν<br />

ἔπρεπε νά τρῶνε ἀπό τά εἰδωλόθυτα, δηλαδή<br />

τά κρέατα πού προέρχονταν ἀπό εἰδωλολατρικές<br />

θυσίες, ὅπως πληροφορούμαστε<br />

ἀπό τήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ<br />

Παύλου 18 . Ἔπρεπε καί αὐτοί σταδιακά νά ἀποκοποῦν<br />

ἀπό τίς παλιές τους συνήθειες.<br />

2η παραδοχή: Ἀφορᾶ τό καθαρά ἠθικό μέρος<br />

αὐτῶν τῶν ἑορτῶν. Οἱ δεισιδαίμονες καί<br />

ἀμόρφωτες μάζες τοῦ λαοῦ συμμετεῖχαν μέ<br />

πάθος σέ αὐτές τίς μαγικές (στήν οὐσία) ἑορτές,<br />

διότι οἱ ἰθύνοντες προνόησαν νά προσ-<br />

34


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

δώσουν σέ αὐτές ἀφάνταστη ἐλευθεριότητα,<br />

ἀκόμη καί για τά πιό ταπεινά ὁρμέμφυτα τῶν<br />

συμμετεχόντων. Οἱ ἀρχαῖες πηγές μᾶς διασώζουν<br />

καταπληκτικές λεπτομέρειες γιά τά<br />

δρώμενα στίς διονυσιακές ἑορτές. Ὁ ἀχαλίνωτος<br />

ἐρωτισμός, χωρίς κανένα φραγμό καί<br />

ἀναστολή, εἶχε ἀναχθεῖ ὡς ἡ κύρια ἔκφανση<br />

καί δρώμενο αὐτῶν τῶν ἑορτῶν. Οἱ ἐλεύθερες<br />

ἐρωτικές μείξεις ἦταν τό δέλεαρ πού προσέλκυε<br />

τό λαό νά μετέχει στίς ἑορτές. Ἄνθρωποι,<br />

οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταπιεσμένες στήν<br />

ψυχή τους ἀνικανοποίητες ἐρωτικές ἕξεις,<br />

μποροῦσαν νά τίς ἱκανοποιήσουν στό ὄνομα<br />

τοῦ Διόνυσου ἤ τοῦ Σατούρνου. Οἱ ἀξίες τῆς<br />

συζυγικῆς πίστης, τῆς ἐρωτικῆς ἀφοσίωσης,<br />

τῆς ἄδολης ἕλξης τῶν ἑτερόφυλων νέων, τῆς<br />

αἰδοῦς κ.λπ., δέν εἶχαν θέση στίς διονυσιακές<br />

καί στίς ρωμαϊκές ἑορτές. Οἱ βωμολοχίες, οἱ<br />

ἄσεμνες χειρονομίες, οἱ περιφορές τῶν<br />

φαλλῶν, δηλαδή τεραστίων ὁμοιωμάτων<br />

τοῦ ἀνδρικοῦ ὀργάνου, οἱ ξέφρενοι ὀργιαστικοί<br />

χοροί, ἡ οἰνοποσία μέχρι καί αὐτοῦ<br />

ἀκόμη τοῦ θανάτου, οἱ ὑστερικές κραυγές, οἱ<br />

εἰδεχθεῖς μεταμφιέσεις, ὁ δαιμονικός θόρυβος<br />

καί ἡ ἐκκωφαντική μουσική, τῶν αὐλῶν<br />

καί τῶν τυμπάνων συνέθεταν ἕνα νοσηρό μυστικιστικό<br />

κλίμα, τό ὁποῖο ἐνεῖχε τό μαγικό<br />

στοιχεῖο. Ἦταν μιά ἀνοικτή τεράστια μαγική<br />

τελετουργία γιά νά ξορκιστοῦν οἱ κακές δαιμονικές<br />

δυνάμεις 19 .<br />

Ἀξίζει ἐπίσης νά ἀναφέρουμε τήν ἱστορική<br />

πληροφορία, πώς στήν ἀρχαία Ρώμη, ὅταν ὁ<br />

ἀρχαῖος κόσμος βρισκόταν σέ τέλεια παρακμή,<br />

οἱ λάτρεις τοῦ Διονύσου (Βάκχου)<br />

εἶχαν ὀργανωθεῖ σέ ἰδιότυπους θρησκευτικούς<br />

συλλόγους, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν τά περιβόητα<br />

ὄργια «Βακανάλια»: «Ἡ ἐπιμειξία τῶν<br />

δύο φύλων (ἐν καιρῷ νυκτός) ἐξέτρεπε τήν ἑορτήν<br />

εἰς σκηνάς κραιπάλης καί παρά φύσιν<br />

ὄργια, δικαιολογούμενα ὑπό τῶν μεμυημένων<br />

ἐκ τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου, ὅστις ἐθεωρεῖτο<br />

σύμβολον τῆς ἀναπαραγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου.<br />

Παρθένοι καί νέοι διεφθείροντο κατ᾿ αὐτά<br />

καί ἐκορέννυντο ἐν αὐτοῖς πᾶν εἶδος σαρκικῶν<br />

ὀρέξεων. Σύν τῷ χρόνῳ δέ τό ἔγκλημα δέν περιορίζετο<br />

μόνον εἰς τήν τέλεσιν ἀνηθικοτήτων,<br />

ἀλλ᾿ ἔλαβε μεγάλας διαστάσεις διότι κατά τά<br />

Βακανάλια ἐφιλοτεχνοῦντο καί ἐγίνοντο πλαστογραφίαι<br />

καί ἑτοιμάζοντο πλασταί διαθῆκαι.<br />

Ἀκόμη δέ αἱ δηλητηριάσεις καί αἱ δολοφονίαι<br />

ἐμελετῶντο εἰς τά καταγώγια ἐκεῖνα. [...]<br />

Κατήντησεν τέλος ἡ θρησκευτική ἐκείνη ἑορτή<br />

νά ἔχει ὡς ἀρχήν τήν παραβίασιν παντός τῆς<br />

θρησκείας καί τῆς πολιτείας νόμον» 20 . Στή μεγάλη<br />

ἠθική κατάπτωση πού εἶχε ἐπικρατήσει<br />

στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστιανισμοῦ<br />

ἀναφέρεται καί ὁ Ἀπ. Παῦλος<br />

στήν ἐπιστολή του πρός τούς Ρωμαίους 21 ,<br />

ὅπου διαβάζουμε: «Οἱ γυναῖκες ἀντικατέστησαν<br />

τίς φυσικές σχέσεις μέ ἀφύσικες· τό ἴδιο<br />

καί οἱ ἄντρες ἄφησαν τή φυσική σχέση μέ τή<br />

γυναίκα καί φλογίστηκαν μέ σφοδρό πάθος ὁ<br />

ἕνας γιά τόν ἄλλο, διαπράττοντας ἀσχήμιες<br />

ἀρσενικοί μ’ ἀρσενικούς... Εἶναι γεμάτοι ἀπό<br />

κάθε εἴδους ἀδικία, πορνεία, πονηριά, πλεονεξία,<br />

κακία...». Ὅμως, καί μετά τήν κατάρρευση<br />

τῆς ἀρχαίας θρησκείας ἡ συνήθεια τοῦ<br />

διονυσιασμοῦ παρέμεινε ζωντανή στίς ψυχές<br />

πολλῶν ἀνθρώπων, πού συνέχιζαν νά τιμοῦν<br />

τό Βάκχο μέ τόν ἴδιο ὀργιαστικό καί μαγικό<br />

τρόπο.<br />

Εἶναι, νομίζω, εὔκολο τώρα νά κατανοήσει<br />

κανείς γιατί ἡ Ἐκκλησία ὕψωσε τεῖχος ἀπέναντι<br />

σέ τέτοιου εἴδους ἑορτές καί ἐκδηλώσεις:<br />

τό ἦθος τό δικό της καμιά σχέση δέν εἶχε<br />

μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε σ᾿ αὐτές<br />

τίς παγανιστικές ἑορτές. Τό ἐκκλησιαστικό<br />

ἦθος ἔχει νά κάνει μέ τή γαλήνη, τήν ἠρεμία<br />

τῆς ψυχῆς, τή συνειδητότητα, τή σωφροσύνη,<br />

τή νηφαλιότητα· ὄχι μέ τό ἔνστικτο, τό θόρυβο,<br />

τήν ἀκηδία, τήν ἀκολασία, τή μέθη. Ἔτσι<br />

δέν εἶναι τυχαῖο, γιά παράδειγμα, ὅτι ὅλοι σχεδόν<br />

οἱ μεγάλοι Πατέρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν<br />

χρόνων (ἅγιοι Βασίλειος, Γρηγόριος,<br />

Ἰωάννης Χρυσόστομος) ἔχουν γράψει<br />

λόγους κατά τῆς μέθης, κατά τοῦ ἀλκοολισμοῦ,<br />

ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Ἀναφερόμενος<br />

π.χ. ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στή μέθη, γράφει:<br />

«Δέν κάνει χαρούμενο τόν ἄνθρωπο τό μεθύσι,<br />

ἀλλά ἡ πνευματική προσευχή, ὄχι τό κρασί,<br />

ἀλλά ὁ πνευματικός λόγος. Τό κρασί φέρνει<br />

τήν ταραχή στήν ψυχή, ὁ λόγος τή γαλήνη·<br />

τό κρασί βάζει στήν ψυχή τό θόρυβο, ὁ λόγος<br />

τόν διώχνει· τό κρασί συσκοτίζει τή σκέψη,<br />

ὁ λόγος τή γεμίζει μέ φῶς, ὅταν εἶναι γεμάτη<br />

σκοτάδι· τό κρασί εἰσάγει στήν ψυχή<br />

ἀπελπισία πού πρίν δέν ὑπάρχει, ἐνῶ ὁ λόγος<br />

τήν ἀπομακρύνει» 22 . Μέ σφοδρότητα κατα-<br />

35


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

φέρονται οἱ Πατέρες καί ἐναντίον τῶν ὀρχήσεων,<br />

τῶν μεταμφιέσεων καί τῶν προσωπείων.<br />

«Στά μυστήρια τῶν ἐθνικῶν, γράφει ὁ Ἱερός<br />

Χρυσόστομος 23 , ἐπικρατοῦν οἱ χοροί, ἐνῶ<br />

στά δικά μας ἡ σιγή, ἡ εὐκοσμία, ἡ αἰδώς καί<br />

ἡ ἤρεμη συμπεριφορά». Ὅσον ἀφορᾶ στίς μεταμφιέσεις<br />

καί τά προσωπεῖα, αὐτά, κατά τούς<br />

ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, συνδέονται<br />

μέ τήν ἀπάτη, τήν κολακεία, τήν ὑποκρισία<br />

καί γενικά μέ τήν κακία καί τόν ἐπίπλαστο βίο,<br />

ἐνῶ ἀποτελοῦν καί εἰκόνα τοῦ παρόντος ἀπατηλοῦ<br />

καί πρόσκαιρου βίου. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού<br />

ἐνδιαφέρει τό ἐκκλησιαστικό ἦθος δέν εἶναι<br />

τό προσωπεῖο ἀλλά τό πρόσωπο, δηλαδή ἡ<br />

ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Θά πρέπει στό σημεῖο<br />

αὐτό νά σημειωθεῖ ὅτι, σύμφωνα μέ μαρτυρία<br />

τοῦ Χρύσιππου, πού τή διασώζει καί ὁ<br />

Ὠριγένης, τό προσωπεῖο τό φοροῦσαν ἀρχικά<br />

οἱ ἑταῖρες, οἱ ὁποῖες ζοῦσαν καί προσέφεραν<br />

τίς «ὑπηρεσίες» τους ἔξω ἀπό τήν πόλη.<br />

Ἀργότερα ἔβγαλαν τό προσωπεῖο, ἀλλά ἐξακολουθοῦσαν<br />

νά ζοῦν ἐκτός πόλεως. Κατόπιν,<br />

«πλείονος τῆς διαστροφῆς γιγνομένης ὁσημέραι»<br />

τόλμησαν νά μποῦν καί μέσα στήν<br />

πόλη 24 . Μιά συνήθεια πού εἶχε μιά τέτοια ἀναφορά<br />

δέν μποροῦσε κανείς νά περιμένει ὅτι<br />

θά τήν υἱοθετοῦσε ἡ Ἐκκλησία.<br />

Γιά τούς παραπάνω λόγους κι ἐπειδή ὅλες<br />

αὐτές οἱ παγανιστικές ἑορτές ἦταν βαθιά ριζωμένες<br />

στά ἤθη τῶν λαῶν κατά τή διάδοση<br />

τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε,<br />

ἀντί νά τίς καταργήσει, νά τίς μετατρέψει<br />

σέ χριστιανικές ἑορτές. Ἔτσι προέκυψε ἡ περίοδος<br />

τῆς Ἀπόκρεως μέ τό Καρναβάλι, μιά<br />

λέξη πού σημαίνει «ἀποχή ἀπό τό κρέας» [ἀπό<br />

τό ἰταλικό carnevale, τό ὁποῖο μέ τή σειρά του<br />

παράγεται ἀπό τίς λατινικές λέξεις carocarnis<br />

(=κρέας) καί levare (=σηκώνω, ἀπομακρύνω)].<br />

Στή νέα αὐτή γιορτή ἡ Ἐκκλησία<br />

θέλησε νά δώσει ἕνα πνευματικό περιεχόμενο,<br />

ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ὑπερβολές καί<br />

τόν ἐκτραχηλισμό τῶν ἠθῶν.<br />

Ἐπειδή ὅμως ἡ συνήθεια τῶν μεταμφιέσεων<br />

καί ἐν γένει τῶν βακχικῶν ἐκδηλώσεων στίς<br />

ἀποκριάτικες ἑορτές συνεχίστηκε καί στά βυζαντινά<br />

χρόνια, ἡ Ἐκκλησία μέ τόν 62ο Κανόνα<br />

τῆς Πενθέκτης ἤ Ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς<br />

Συνόδου τοῦ 692 μ.Χ. ἀπαγόρευσε τίς<br />

μεταμφιέσεις καί καθετί πού θύμιζε τόν<br />

36<br />

ἀρχαῖο Βάκχο: «Ἀλλά μήν (περιαιρεθῆναι<br />

βουλόμεθα) καί τάς τῶν γυναικῶν δημοσίας<br />

ὀρχήσεις, καί πολλήν λύμην καί βλάβην<br />

ἐμποιεῖν δυναμένας. Ἔτι καί τάς ἐν ὀνόματι τῶν<br />

παρ᾿ Ἕλλησι ψευδῶς ὀνομασθέντων θεῶν, ἤ<br />

ἐξ ἀνδρῶν ἤ γυναικῶν γινομένας ὀρχήσεις καί<br />

τελετάς, κατά τι ἔθος παλαιόν καί ἀλλότριον<br />

τοῦ τῶν Χριστιανῶν βίου, ἀποπεμπόμεθα,<br />

ὁρίζοντες μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολήν<br />

ἐνδιδύσκεσθαι, ἤ γυναῖκα τοῖς ἀνδράσιν ἁρμόδιον.<br />

Ἀλλά μήτε προσωπεῖα κωμικά, ἤ σατυρικά,<br />

ἤ τραγικά ὑποδύεσθαι». Μπορεῖ νά μᾶς<br />

φαίνεται ὑπερβολικός αὐτός ὁ κανόνας σήμερα,<br />

ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά διαστέλλει<br />

καί νά ξεχωρίζει πάντοτε καθετί τό ξένο<br />

πρός τόν «τῶν χριστιανῶν βίον». Αὐτό ἀνῆκε<br />

στά καθήκοντά της. Κι ἄν κάποιος ἀντέλεγε<br />

ὅτι τελικά, ἀφοῦ ὁ λαός ἔπραττε ἔτσι, ἡ<br />

Ἐκκλησία ἔπρεπε νά τόν ἀκολουθήσει καί νά<br />

μήν ἀντιταχθεῖ στίς ἐπιλογές του, ἡ πείρα δείχνει<br />

ὅτι ὁ ὄχλος δέν ἔχει πάντοτε δίκιο,<br />

ὅπως τό λέγει μέ τόν πιό κατηγορηματικό<br />

τρόπο ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, συνεχίζοντας,<br />

κατά κάποιο τρόπο, στό σημεῖο αὐτό<br />

τίς ἀπόψεις τοῦ Σωκράτη περί τῆς προτεραιότητας<br />

τῆς γνώμης τοῦ ἐπαΐοντος: «Δέν<br />

ἔχει ὀρθή κρίση ὁ ὄχλος» γράφει, «ἀλλά θαυμάζει<br />

αὐτούς πού ὑπηρετοῦν τίς ἐπιθυμίες του.<br />

Καί ἄν θέλετε νά τό καταλάβετε, μάθετέ το<br />

ἀπό ἐκείνους πού χαρίζουν τήν περιουσία<br />

τους στίς πόρνες, στούς ἡνιόχους καί στούς χορευτές»<br />

25 . Τελικά, μίμοι, ἠθοποιοί, χορευτές<br />

κατατάσσονται στήν ἴδια κατηγορία μέ<br />

αὐτούς πού ζοῦν «ἐπί λύμῃ τοῦ βίου», δηλ. τίς<br />

πόρνες, τούς ληστές, τούς μάγους, τούς τυμβωρύχους<br />

26 . Παραθέτω ἕνα ἀκόμη ἀπόσπασμα<br />

ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο, πού μέ ἐξαιρετική<br />

σαφήνεια χαράζει τή γραμμή, ἡ ὁποία<br />

χωρίζει τίς ἑορτές τῶν Ἰουδαίων καί τῶν<br />

ἐθνικῶν ἀπό τίς χριστιανικές καί τήν τεράστια<br />

διαφορά μεταξύ τοῦ ἤθους τῶν παγανιστικῶν<br />

ἐθίμων καί τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους:<br />

«Ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Ἕλληνες) ἄς<br />

ὀνομάζουν ἑορτές καί πανηγύρια τό μεθύσι καί<br />

ὅλες τίς ἄλλες ἀκολασίες καί ἀσχημοσύνες, πού<br />

εἶναι φυσικό λόγῳ τῆς μέθης νά σέρνονται ξοπίσω<br />

τους. Ἀντίθετα πρός ἐκείνους, ἡ Ἐκκλησία<br />

τοῦ Θεοῦ ἄς ὀνομάζει ἑορτή τή νηστεία,<br />

τήν περιφρόνηση δηλαδή τοῦ στομαχιοῦ καί


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

κάθε ἀρετή πού ἀκολουθεῖ τή νηστεία. Διότι<br />

ἡ ἀληθινή ἑορτή βρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει<br />

σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἐκεῖ πού ὑπάρχει εἰρήνη<br />

καί ὁμόνοια, ἐκεῖ πού ἔχει ἐκδιωχθεῖ κάθε<br />

βιοτική φαντασία, ὅπου δέν ὑπάρχουν κραυγές<br />

καί θόρυβος καί μάγειροι νά πηγαινοέρχονται<br />

καί σφαγές ζώων. Ἐκεῖ, ἀντί γιά<br />

ἐκεῖνα, βασιλεύει ἡ ἠρεμία, ἡ γαλήνη, ἡ<br />

ἀγάπη καί ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη καί ἡ πραότητα<br />

καί μυριάδες ἄλλα ἀγαθά» 27 .<br />

Συμπέρασμα: Εἶναι λοιπόν ἡ Ἐκκλησία<br />

ἐναντίον τῆς εὐωχίας, τῆς χαρᾶς καί τῶν σωματικῶν<br />

εὐχαριστήσεων; Ἐκεῖνο πού πρέπει<br />

νά τονίσουμε μέ ἔμφαση εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία<br />

δέν εἶναι πλατωνισμός ἤ μανιχαϊσμός,<br />

πράγμα πού σημαίνει ὅτι τιμᾶ καί σέβεται τό<br />

σῶμα καί τήν ὑλική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τό<br />

«ὄχι» τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ τίς ὑπερβολές. Ὡς<br />

πρός αὐτό τόν χρυσό κανόνα, ἡ Ἐκκλησία<br />

ἀκολουθεῖ τήν ἠθική διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη<br />

(την οποία αποδέχονται και Πατέρες<br />

του ύψους του αγίου Γρηγορίου Νύσσης),<br />

ὁ ὁποῖος ὁρίζει στά «Ἠθικά Νικομάχεια» τήν<br />

ἀρετή ὡς μεσότητα: «Εἶναι λοιπόν ἡ ἀρετή»,<br />

γράφει, «σταθερό στοιχεῖο τόν χαρακτήρα μας,<br />

πού ἐπιλέγεται ἐλεύθερα, ἡ ὁποία σέ σχέση μέ<br />

ἐμᾶς βρίσκεται στό μέσο καί καθορίζεται μέ τή<br />

λογική καί συγκεκριμένα μέ τή λογική πού καθορίζει<br />

ὁ συνετός ἄνθρωπος» 28 . Τό μέτρο καί<br />

γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι τό σύμφωνο μέ τήν<br />

ἀνθρώπινη φύση: οὔτε ἔλλειψη οὔτε ὑπερβολή.<br />

Ὑπερβολή ὑπάρχει μόνο στήν ἀρετή, ἡ<br />

ὁποία ὡς πρός αὐτό εἶναι «ἀκρότης», ὅπως<br />

τήν ὅριζε πάλι ὁ Ἀριστοτέλης 29 . Ἔτσι, ὁ Μ.<br />

Ἀθανάσιος γράφει: «Κατά φύσιν ἡ σύμμετρος<br />

τροφή· παρά φύσιν ἡ γαστριμαργία· ὑπέρ<br />

φύσιν ἡ νηστεία. Ὠσαύτως πάλιν κατά φύσιν<br />

ἡ εἰρήνη· παρά φύσιν ἡ ταραχή· ὑπέρ φύσιν ἡ<br />

πρός τούς ἐχθραίνοντας ἀγάπη» 30 . Ἀλλοῦ ὁ<br />

ἴδιος γράφει ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔδωσαν σέ<br />

ὅλους τό ἴδιο μέτρο ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία,<br />

ἐπειδή δέν ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια δύναμη, λόγῳ<br />

ἡλικίας, ἀσθένειας ἤ σωματικῆς κατασκευῆς.<br />

Καί συνεχίζει: «Μέ τήν ὑπερβολική ἀσιτία ἀτονεῖ<br />

τό σῶμα καί γίνεται ὀκνηρό στίς πνευματικές<br />

λειτουργίες, ἐνῶ, ὅταν βαραίνει ἀπό τό<br />

πολύ φαγητό, γεννιέται στήν ψυχή ἀδράνεια<br />

καί ἡ ἀποχαύνωση» 31 . Καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος<br />

σημειώνει πώς τά πολυτελῆ τραπέζια<br />

δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν ἀρετή, ὅπως<br />

μπορεῖ κανείς νά ἀρρωστήσει καί ἀπό τήν<br />

πολλή σκληραγωγία καί τήν παρατεταμένη<br />

καί ἔντονη νηστεία 32 καί μιλεῖ γιά «σύμμετρον<br />

νηστείαν» 33 . Φαίνεται ἐδῶ ὅτι τόσο ἡ ὑπερβολή<br />

ὅσο καί ἡ ἔλλειψη εἶναι κακό. Ἐκεῖνο πού<br />

πρέπει νά ἐπιδιώκεται εἶναι τό ἑλληνικό μέτρο<br />

τῆς ἀρετῆς, κάτι πού σαφῶς καί ἦταν ἀνύπαρκτο<br />

στίς παγανιστικές ἑορτές καί στά καρναβαλικά<br />

ἔθιμα.<br />

Συμπερασματικά θά λέγαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία<br />

δέν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετη μέ τό γλέντι,<br />

τίς ἀνθρώπινες μικρές ἤ μεγάλες χαρές ἤ τίς<br />

εὐχαριστήσεις τοῦ σώματος. Καί πάλι ὁ Ἱερός<br />

Χρυσόστομος σέ μιά ὁμιλία του, ἀφοῦ περιγράφει<br />

μέ ἐξαιρετική τέχνη τό στολισμό τῶν<br />

σπιτιῶν καί τῆς πόλης ὁλόκληρης καί τήν<br />

εὐωχία τῶν ἀνθρώπων γιά τήν πρωτοχρονιά,<br />

σημειώνει: «Ἀλλά αὐτή ἡ γενναιοδωρία (γιά<br />

τό στολισμό), ἄν καί εἶναι χαρακτηριστικό παιδικῆς<br />

ψυχῆς καί σκέψης [...), ὅμως δέν ἐπιφέρει<br />

τόσο μεγάλη βλάβη, ἀλλά εἶναι μιά χωρίς<br />

νόημα δραστηριότητα, πού φέρνει τό γέλιο σέ<br />

ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτήν» 34 . Ὑπάρχει λοιπόν,<br />

θά ἔλεγε κανείς, μιά ἀνοχή σ᾿ αὐτές τίς<br />

ἐκδηλώσεις, στό βαθμό πού δέν ξεφεύγουν<br />

ἀπό τά ὅρια τῶν χρηστῶν ἠθῶν, στό βαθμό<br />

πού δέν κυριαρχοῦν τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος<br />

δέν ὑποδουλώνεται σ᾿ αὐτά. Ἄν λοιπόν ἡ<br />

Ἐκκλησία ἦταν καί εἶναι ἐπιφυλακτική ἤ καί<br />

ἀντέδρασε καί ἀντιδρᾶ καί σήμερα στίς ξέφρενες<br />

ἀποκριάτικες ἐκδηλώσεις, τό κάνει ὄχι<br />

μόνο γιατί εἶναι ἀντίθετες στό ἦθος καί στό<br />

δόγμα της, ἀλλά καί ἐπειδή πολύ συχνά<br />

37


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

εἶναι προσβλητικές γιά τό ἴδιο τό ἀνθρώπινο<br />

πρόσωπο. Εἰδικά σήμερα μέ τήν ἐμπορευματοποίηση<br />

τοῦ Καρναβαλιοῦ, μέ τίς τεράστιες<br />

σπατάλες γιά κακόγουστα πολλές<br />

φορές θεάματα, μέ τά ξενόφερτα ἔθιμα, μέ τήν<br />

ὑπερβολική, μέχρι λιποθυμίας πολλές φορές,<br />

κατανάλωση ἀλκοόλ καί μέ τήν ἀναβίωση παγανιστικῶν<br />

ἐθίμων στό ὄνομα τῆς «παράδοσης»<br />

(νά ἕνα θέμα πού σηκώνει πολλή συζήτηση),<br />

τό πράγμα τείνει νά πάρει κι ἔχει πάρει<br />

ἄλλες διαστάσεις. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν<br />

ἦταν ἐναντίον τῶν οἰκογενειακῶν ἀποκριάτικων<br />

ἐθίμων, ἐθίμων πού ἔδεναν τίς οἰκογένειες,<br />

πού σμίλευαν τίς ἀνθρώπινες σχέσεις<br />

καί ἔδιναν ἕνα διαφορετικό χρῶμα στίς μέρες<br />

πρίν ἀπό τή Σαρακοστή. Στό πλαίσιο αὐτῶν<br />

τῶν ἐθίμων, πού διασώζονται ἀκόμη σέ κάποια<br />

χωριά, καί τά πειράγματα καί «οἱ κουζουλάδες»<br />

εἶχαν «τό χάζι» τους. Γιά τήν<br />

Ἐκκλησία τά πάντα εἶναι εὐλογημένα, ἀρκεῖ<br />

νά μήν καταστρέφουν καί διαστρέφουν τό<br />

ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀρκεῖ νά μήν ὑπερβαίνουν<br />

τό μέτρο τοῦ σεβασμοῦ καί τοῦ αὐτοσεβασμοῦ,<br />

ἀρκεῖ νά μήν ἀποκτηνώνουν τόν<br />

ἄνθρωπο. Βέβαια, πάντοτε στόν ἐκκλησιαστικό<br />

χῶρο ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν καί οἱ<br />

κακῶς ἐννοούμενοι«ζηλωτές», αὐτοί πού<br />

ἀντιμετωπίζουν τά πράγματα μέ ἀπόλυτη<br />

αὐστηρότητα ἀλλά καί αὐτοί πού βλέπουν<br />

παντοῦ διαβόλους καί ἁμαρτωλούς. Πρόκειται<br />

για ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι καμιά φορά μέ τόν<br />

ὑπερβάλλοντα ζῆλο τους κάνουν κακό στήν<br />

Ἐκκλησία, γιατί μένουν πιστοί στό γράμμα καί<br />

38<br />

ὄχι στό πνεῦμα της. Τό ἐκκλησιαστικό<br />

ὅμως πνεῦμα εἶναι πνεῦμα ἀγάπης<br />

καί ἀνεκτικότητας ὄχι ἀπέναντι στό<br />

κακό ἀλλά ἀπέναντι στόν ἁμαρτωλό,<br />

ἀδύναμο καί μικρό ἄνθρωπο. Ἡ<br />

Ἐκκλησία δέν κατασκευάζει δαίμονες,<br />

γιά νά μάχεται ἐναντίον τους, ἀλλά<br />

προβάλλει διαρκῶς τό καλό, τήν<br />

ὀμορφιά καί τήν ἀλήθεια, δηλαδή το<br />

Χριστό, πού εἶναι τό φῶς, ἡ ἀλήθεια<br />

καί ἡ ζωή, καί μέ αὐτό τόν τρόπο «ξορκίζει»<br />

τό κακό. Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται<br />

μέ τόν κόσμο, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή<br />

διατηρεῖ τήν ἀντίθεση τοῦ Εὐαγγελίου<br />

μέ τήν κοσμική ἠθική, ἐκφράζοντας<br />

αὐτό πού τήν καθιστά μιά<br />

ἄλλη πρόταση ζωῆς γιά τόν κόσμο.<br />

Ἐπιλογικό<br />

Ἐκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά γίνει σχετικά<br />

με τις Απόκριες, ὅσο καί ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν,<br />

εἶναι νά ξαναβροῦμε τά πατροπαράδοτα<br />

οἰκογενειακά ἔθιμα (καί δόξα τῷ Θεῷ<br />

ἐμεῖς οἱ Κρητικοί ἔχουμε πολλά καί ὡραῖα),<br />

πού τόσο ἔχουν ἐκλείψει, κάτω ἀπό τήν πίεση<br />

μιᾶς ἀπόλυτης ἐξωστρέφειας κι ἑνός πανηδονισμοῦ,<br />

πού διαφεντεύουν τή ζωή μας.<br />

Καί νά μήν ξεχνᾶμε πώς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί,<br />

ὅταν λέμε ὅτι «ἀνοίγει τό Τριώδιο»,<br />

δέν ἐννοοῦμε πώς ξεκινᾶ ἁπλῶς μιά περίοδος<br />

γλεντιοῦ, ἀλλά μιά περίοδος πνευματικῆς περισυλλογῆς·<br />

καί πώς οἱ Ἀποκριές εἶναι καί περίοδος<br />

ψυχικῆς καί πνευματικῆς προετοιμασίας<br />

ἐνώπιον τοῦ Θείου Πάθους καί τῆς<br />

Ἀνάστασης· μιά περίοδος ἄσκησης καί αὐτογνωσίας,<br />

γιά νά μεταμορφώσουμε τή ζωή μας,<br />

περνώντας ἀπό τά ποικίλα προσωπεῖα τῆς καθημερινῆς<br />

ζωῆς στήν εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ<br />

μας προσώπου. Ἑπομένως, «καί τοῦτο ποιῆσαι<br />

δεῖ κἀκεῖνο μή ἀφιέναι». Ἐδῶ ταιριάζουν τά<br />

λόγια ἑνός μακαριστοῦ σοφοῦ ἀρχιερέως<br />

τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τόν<br />

Καρνάβαλο, μέ τά ὁποῖα καί θά κλείσω<br />

τοῦτο τό κείμενο: «Νά τόν προσέξετε ἐφέτος<br />

τόν Καρνάβαλο μέ σεβασμό καί βαθύ στοχασμό.<br />

Εἶναι πανάρχαιο τό φαινόμενο, καί εἶναι<br />

φαινόμενο βαθυτάτου καί ἀγχώδους αἰτήματος<br />

τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νά λυτρωθεῖ ἀπό<br />

τήν καθημερινή του ὑποκρισία, μέ μίαν ἔξαρση<br />

ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας.


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Εἶναι τραγική μορφή ὁ Καρνάβαλος. Ζητεῖ<br />

νά ἐκκενώσει, ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο<br />

μέσα εἰς τό ὑποσυνείδητόν του καί νά<br />

ἐλευθερωθεῖ, ἀλλ’ ἡ ἐλευθερία δέν ὑπάρχει,<br />

ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει<br />

ἄλυτη. Τό βαθύτατο αἴτημά του<br />

εἶναι νά μεταμορφωθεῖ. Ἐδῶ λοιπόν εἶναι<br />

ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντά στόν Καρνάβαλο,<br />

σ᾿ αὐτόν πού ζητεῖ τήν μεταμόρφωση,<br />

τό κεντρικό κήρυγμα τῆς<br />

Ὀρθοδοξίας. Νά μήν τόν καταδικάσουμε,<br />

λοιπόν τόν Καρνάβαλο, ἀλλά νά σταθοῦμε<br />

νά δοῦμε κάτω ἀπό τήν προσωπίδα<br />

του τό δάκρυ του καί νά ἀκούσομε τήν<br />

ἀγωνία καί τήν ἔκκλησή του».<br />

Παραπομπές καί ὑποσημειώσεις:<br />

1. Πορφύριος, Περί νηστειῶν, Β΄, 54.<br />

2. Χρονική διήγησις, ἔκδ. Ioannes Aloysious<br />

Van Dieten. Βερολίνο 1975, σ. 275-76.<br />

3. Περί εὐθυμίας, 477d, 4.<br />

4. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Καῖσαρ, 61,<br />

1.<br />

5. Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή<br />

Ἀρχαιολογία, Α΄, 31, 1.<br />

6. Δές Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ρωμύλος,<br />

21, 4 κ.ἑ.<br />

7. Δές Πλουτάρχου, Αἴτια ρωμαϊκά καί<br />

ἑλληνικά, 280c, 4<br />

8. Βίοι Παράλληλοι, Καῖσαρ, 61, 3.<br />

9. Ἀπό ἄρθρο τοῦ Μιχάλη Ἀ. Τιβέριου μέ τίτλο:<br />

«Ἀποκριές καί ἀρχαιότητα», εφημ. Τό<br />

Βῆμα, 25-2-2001.<br />

10. Ἑλληνικαί ἑορταί καί ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας,<br />

Β΄ Ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1963, σ. 94-95.<br />

11. Στήν τραγωδία «Βάκχες» τοῦ Εὐριπίδη<br />

ἔχουμε τό διαμελισμό τοῦ Πενθέα ἀπό τίς μαινάδες<br />

ἀκολούθους τοῦ θεοῦ Διονύσου.<br />

12. Ἑλληνική Ἀνθολογία: Ἐπιγράμματα, Ἐπίγραμμα<br />

339,5.<br />

13. Δές, Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική<br />

ἱστορία, Τρίτη ἔκδοσις, «Ἀστήρ», Ἀθῆναι<br />

1970, σ. 18-21.<br />

14. Ρωμ. 12,1.<br />

15. Ἑξαήμερος, Ε΄, 20, Ε.Π.Ε., τ. 4, σ. 184.<br />

16. Περί τῆς γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου, Ε.Π.Ε.,<br />

τ. 91, Θεσ/νίκη 1987, σ. 384.<br />

17. Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, 63.<br />

18. Κεφ. 10,27-28.<br />

19. Δές ἄρθρο τοῦ Λάμπρου Σκόντζου στό<br />

διαδίκτυο, μέ τίτλο: «Οἱ ρίζες τῶν καρναβαλικῶν<br />

ἀθλιοτήτων».<br />

20. Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ.<br />

ΣΤ΄, σ. 491.<br />

21. Κεφ. 1, 26 κ.ἑ.<br />

22. Λόγος εἰς τάς Καλένδας, 48, 955, 50 κ.ἑ.<br />

23. Εἰς τήν πρός Κολασσαεῖς, 62, 387, 37.<br />

24. Ἀποσπάσματα, 3, 6. Δές καί Ὠριγένη,<br />

Κατά Κέλσου, βιβλ. 4, 63. 15.<br />

25. Εἰς τάς Πράξεις, 60, 213, 10.<br />

26. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί εἱμαρμένης<br />

καί προνοίας, Α΄, 50, 774, 20.<br />

27. Ὁμιλία Α΄ εἰς τήν Γένεσιν, 53, 31, 31 κ.ἑ.<br />

28. Β΄ 6, 15-16.<br />

29. «Διό κατά μέν τήν οὐσίαν καί τόν λόγον<br />

τόν τό εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστίν ἡ ἀρετή,<br />

κατά δέ τό ἄριστον καί τό εὖ ἀκρότης». Ἠθ.<br />

Νικομάχεια, 1107a.<br />

30. Περί ὅρων, 28, 552, 3.<br />

31. Ἐπιστολή εἰς Κάστορα, 28, 872, 50 κ.ἑ.<br />

32. Εἰς Ἀνδριάντας, 49, 19, 47.<br />

33. Ἐξηγήσεις εἰς τούς ψαλμούς, 55, 75, 42.<br />

34. Εἰς τάς Καλένδας, 48, 954, 9 κ.ἑ.<br />

39


Ἀθωνικά ἀφηγήματα<br />

Ἀντωνίου Ἐμμ. Στιβακτάκη,<br />

ἐκπαιδευτικοῦ-συγγραφέως<br />

Α΄<br />

«Ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ»<br />

(Ψαλμ. 62).<br />

Εκεῖνο τό βράδυ μείναμε σ᾽ ἕνα Ἡσυχαστήριο<br />

στά αἰθέρια ὕψη τῆς βαθυτέρας<br />

ἀθωνικῆς ἐρήμου καί γευθήκαμε<br />

τήν ἀβραμιαία φιλοξενία<br />

τοῦ Γέροντα καί τῶν ἄλλων Πατέρων αὐτῆς<br />

τῆς εὐλογημένης Ἀδελφότητας.<br />

Ἡ εὐλογία πού λάβαμε ἦταν μεγάλη!!<br />

Συζητήσαμε πολλή ὥρα μέ τόν λογιώτατο<br />

Γέροντα τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς<br />

ἀντιμετώπισε μέ ἀγάπη καί ἀπέραντη συγκατάβαση.<br />

Συμμετείχαμε μέ κατάνυξη στίς Ἀκολουθίες<br />

τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου, τό ὁποῖο<br />

κάναμε στόν περίβολο τοῦ Ἡσυχαστηρίου τῆς<br />

Ἀδελφότητας, ὑπό τό φῶς τῆς σελήνης καί<br />

τοῦ ἀστερόεντος οὐρανοῦ.<br />

Ἐντύπωση μᾶς προκάλεσε ἡ παρουσία τοῦ<br />

νεότερου μοναχοῦ τῆς Συνοδείας, ὁ ὁποῖος<br />

διάβασε μέ κατάνυξη τά ἐκκλησιαστικά κείμενα<br />

καί εἶπε ἀπό στήθους μέ ὑποδειγματικό<br />

καί κατανυκτικό τρόπο τούς Χαιρετισμούς<br />

τῆς Παναγίας.<br />

Ἐπίσης, συγκίνηση καί κατάνυξη μᾶς προκάλεσαν<br />

οἱ ἐδαφιαῖες μετάνοιες πού “ἔβαλαν”<br />

οἱ Πατέρες στόν Γέροντα καί μεταξύ τους,<br />

μετά τό τέλος τοῦ Ἀποδείπνου, ζητώντας<br />

ἀμοιβαία συγχώρηση.<br />

Μέ χαρά συμμετείχαμε καί στή λιτή τράπεζα<br />

τοῦ Ἡσυχαστηρίου στήν ὁποία γευθήκαμε<br />

λιτό, παραδοσιακό, “βυζαντινό”, ὑγιεινότατο<br />

φαγητό.<br />

Στή συνέχεια ἀποσυρθήκαμε νωρίς στό<br />

κελί μας νά ξεκουραστοῦμε καί νά μπορέσουμε<br />

νά εἴμαστε ἐξ ἀρχῆς παρόντες στήν<br />

πρωινή Ἀκολουθία.<br />

Ἡ νύκτα ἦταν ξάστερη, γλυκιά, ἐλαφρῶς<br />

δροσερή καί στήν ἀθωνική ἔρημο ἐπικρατοῦσε<br />

ἀπέραντη θεϊκή γαλήνη. Δέν ἀκουγόταν<br />

παρά μόνο το συνεχές κελάρυσμα τοῦ νεροῦ,<br />

ὁ ἐπαναλαμβανόμενος κατά διαστήματα<br />

ἦχος ἀπό τό κουδούνι κάποιου ὑποζυγίου, πού<br />

δέν ἡσύχαζε ἀλλά ἀγρυπνοῦσε, οἱ χαρμολυπητικές<br />

λαλιές ἀπό τά νυχτοπούλια τῆς ἐρήμου,<br />

τό μονότονο τραγούδι τοῦ τριζονιοῦ καί<br />

τοῦ γρύλου, τό χαρακτηριστικό κόασμα τῶν<br />

βατράχων καί πότε πότε ὁ μακρινός ἀπόηχος<br />

κάποιου τσακαλιοῦ, πού βρισκόταν στό παρακείμενο<br />

δάσος.<br />

Κοιμήθηκα ἀρκετή ὥρα· ὕπνος ἥσυχος,<br />

γλυκύτατος, βαθύς πού ξεκούρασε τό σῶμα<br />

μου. Ξύπνησα πολλή ὥρα πρίν ἀρχίσει ἡ πρωινή<br />

Ἀκολουθία. Αἰσθανόμουν ἕνα ἐλπιδοφόρο<br />

συναίσθημα ψυχικῆς καί πνευματικῆς<br />

ἀνάτασης. Ἀνακάθισα στό κρεβάτι καί ἄρχισα<br />

αὐθόρμητα νά ψελίζω τόν 62ο ψαλμό στόν<br />

ὁποῖο ὁ ἱερός ψαλμωδός ξαγρυπνᾶ καί πολύ<br />

πρίν ξημερώσει στρέφει ὅλη τήν προσοχή του<br />

πρός τόν Θεό, πρός τόν Οὐρανό καί προσεύχεται.<br />

Ὅταν κατά τή νύκτα ἐπί τῆς στρωμνῆς μου<br />

Σέ θυμηθῶ, Θεέ μου, λέγει ὁ ψαλμωδός, ὁ<br />

ἐπερχόμενος ὕπνος δέ συντελεῖ εἰς τό νά Σέ<br />

λησμονήσω, ἀλλά πολύ πρωί καί πρό τῆς<br />

αὐγῆς ἐγειρόμενος στρέφω τό νοῦ μου πρός<br />

Σε καί μελετῶ μέ σκέψη βαθειά καί ἀπερίσπαστή<br />

τα πρός ἐμέ ἐλέη Σου καί τήν ἄπειρη<br />

τελειότητά Σου.<br />

Τίποτε δέν μέ κρατοῦσε πιά στή στρωμνή<br />

μου. Ὅλα μέ καλοῦσαν νά ἐξέλθω καί ὑπό τόν<br />

ξάστερο οὐρανό, ὑπό τό φῶς τῆς σελήνης νά<br />

προσευχηθῶ ἐκ βαθέων στόν Θεό.<br />

Βγῆκα στόν περίβολο τοῦ Ἡσυχαστηρίου σ᾽<br />

αὐτή τήν οὐρανογείτονα γωνιά τῆς ἀθωνικῆς<br />

γῆς, σ᾽ αὐτό τό ἀμάλαγο καί ἀνέγγικτο ἀπό<br />

τόν τεχνικό πολιτισμό τοπίο, πού βρίσκεται<br />

τόσο κοντά στό “ἀρχαῖον κάλλος”!<br />

Γονάτισα μέ κατάνυξη. Ὕψωσα τά χέρια<br />

μου πρός τόν Οὐρανό, τό βλέμμα μου χάθηκε<br />

στήν ἀπειρία τοῦ σύμπαντος λές κι ἔψα-<br />

40


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

χνε νά “συναντήσει” τόν Θεό!!<br />

Ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι ὅλα γύρω,<br />

ἔμψυχα καί ἄψυχα, προσεύχονταν καί καθένα<br />

μέ τόν δικό του τρόπο ὑμνοῦσαν τόν Δημιουργό.<br />

Τά βράχια, οἱ πέτρες, τά κράσπεδα,<br />

οἱ χαράδρες καί τά φαράγγια, τό νερό πού κελάρυζε<br />

ἀπό τήν πηγή, τά δένδρα καί τά<br />

φυτά πού θρόιζαν στό ἐλαφρύ φύσημα τοῦ<br />

ἀνέμου, ὁ πρωινός δροσερός ἄνεμος, μακριά<br />

ὁ παφλασμός τῶν κυμάτων τῆς θάλασσας, τά<br />

ἀστέρια, ἡ σελήνη, ἡ κορυφή τοῦ Ἄθωνα, τά<br />

νυχτοπούλια, ὅλα τά ἄλλα ζωντανά πλάσματα<br />

τοῦ Θεοῦ, οἱ μοναχοί πού ἔκαναν τόν κανόνα<br />

τους στά κελιά τους, ὅλα καί ὅλοι!<br />

Κι ἀνάμεσά τους μία ἀσήμαντη κουκίδα, ἕνα<br />

τίποτα στόν περίβολο τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού<br />

τόν φιλοξενοῦσε, γονατισμένος, μέ ὑψωμένα<br />

τά χέρια στόν οὐρανό, προσπαθοῦσε νά<br />

συμμετάσχει κι αὐτός σ᾽ αὐτή τήν ἀπερίγραπτη<br />

πνευματική “συναυλία” δοξολογίας<br />

στόν Θεό.<br />

Δέν ξέρω πόση ὥρα ἔμεινα προσευχόμενος<br />

σ᾽ αὐτή τή θέση. Δέν ξέρω πόσο θερμή καί<br />

πόσο βαθειά ἦταν ἡ προσευχή μου. Δέν<br />

ξέρω ἄν ἦταν κάτι τό ἐπιφανειακό, τό ἁπλῶς<br />

συναισθηματικό, τό “ἐπιπόλαιον” ἤ ἄν εἶχε<br />

οὐσία, πνευματικό “ἀντίκρισμα”, πνευματική<br />

βαθύτητα καί ἄν ἔγινε δεκτή καί εὐάρεστη<br />

ἀπό τόν Θεό.<br />

Κάποια στιγμή ἄκουσα τό καμπανάκι, πού<br />

μᾶς καλοῦσε νά προσέλθουμε στόν κατανυκτικό<br />

ναό τοῦ Ἡσυχαστηρίου γιά τήν Ἀκολουθία.<br />

Προχώρησα πρός τό ναό καί ἡ προσευχή<br />

συνεχίστηκε ἐκεῖ μέ τήν παρουσία<br />

καί τή συμμετοχή τοῦ Γέροντα, τῶν ἄλλων<br />

Πατέρων καί τῶν τριῶν κοσμικῶν πού φιλοξενούμασταν<br />

ἐκείνη τή νύκτα στό Ἡσυχαστήριο.<br />

Ἦταν μιά Ἀκολουθία, ἕνας Ὄρθρος πού<br />

δέν εἶχα βιώσει ἔτσι ποτέ στή ζωή μου. Κάθ᾽<br />

ὅλη τή διάρκειά του αἰσθανόμουν ἀνάλαφρος<br />

σάν πούπουλο, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μου ἦταν<br />

συνεχῶς στραμμένα στήν προσευχή καί στήν<br />

κατάνυξη.<br />

Καί ὅταν τελείωσε αὐτή ἡ συγκλονιστική<br />

προσευχή, αὐτή ἡ ἀνείπωτη καί ἀπερίγραπτη<br />

πνευματική ἐμπειρία, ψιθύρισα μέ ἐπίγνωση<br />

καί κατάνυξη: “Θεέ μου, Σέ παρακαλῶ, βοήθησε<br />

μέ νά ζητῶ πάντα μέ τόση δίψα καί μέ<br />

τόσο πόθο νά αἰσθανθῶ καί νά ζήσω τήν ἀγάπη<br />

Σου, τή δόξα Σου καί τό ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο<br />

Σου”!!<br />

Β´<br />

Ὁ παροδικός, ὁ αἰώνιος καί ὁ “δροσερός”!!<br />

καύσωνας<br />

Τό πλοιάριο μᾶς ἀποβίβασε στόν ἀρσανά<br />

τῶν Καρουλίων ἐκείνη τή μέρα πού ὁ καύσωνας<br />

“πυρπολοῦσε”τήν πατρίδα μας, ἀκόμη<br />

καί τήν περιβαλλόμενη ἀπό θάλασσα<br />

χερσόνησο τοῦ Ἄθω.<br />

Μέ κόπο πολύ ἀνεβήκαμε τό ἑλικοειδές μονοπάτι<br />

καί φθάσαμε, καταϊδρωμένοι καί κατάκοποι<br />

σωματικά, ἀλλά γοητευμένοι πνευματικά,<br />

στήν εὐλογημένη καλύβη τῶν Ὁσίων<br />

Ἁγιορειτῶν Πατέρων τῆς φιλοθέου καί φιλόξενης<br />

Ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων, ὅπου<br />

θά μέναμε ἐκείνη τή νύκτα.<br />

Ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα τά προβλεπόμενα ἀπό τό<br />

τυπικό της ἀβραμιαίας ἁγιορείτικης φιλοξενίας,<br />

πήγαμε στήν ἁπλωταριά καί καθίσαμε<br />

γιά νά ξεκουραστοῦμε καί νά ἀκούσομε ἀπό<br />

τούς Δανιηλαίους Πατέρες “λόγον Θεοῦ” καί<br />

ἀφηγήσεις ἀπό τή ζωή τῆς ἐρήμου.<br />

Ἐκείνη τή στιγμή κατέβηκε στήν ἁπλωταριά<br />

ὁ μοναχός Στέφανος, πολύ γνωστός καί<br />

ἀγαπητός. Μέ ἀναγνώρισε καί ἦρθε πρός τό<br />

μέρος πού ἤμασταν. Ἀμέσως σηκωθήκαμε, βάλαμε<br />

μετάνοια καί πήραμε τήν εὐλογία του.<br />

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ γενειάδα του, πού<br />

μέσα σέ διάστημα ἕντεκα ἐτῶν εἶχε γίνει κάτασπρη.<br />

Ὁ π. Στέφανος κάθισε γιά λίγο κοντά<br />

μας καί πῆρε μέρος στή συζήτησή μας μέ<br />

εὐγένεια καί συγκατάβαση.<br />

Μιλήσαμε γιά τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη<br />

41


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πού τόσες φορές εἶχε φιλοξενήσει στό παρελθόν<br />

αὐτή ἡ ἁπλωταριά. Θυμηθήκαμε τόν<br />

Παπαδιαμάντη καί τό ἀνεπανάληπτο συγγραφικό<br />

ἔργο του, τό ὁποῖο δυστυχῶς σήμερα<br />

“τό ἀλλοιώνουν καί τό κάνουν νά χάνει<br />

τήν πρωτότυπη κι ἀσύγκριτη πνευματική<br />

ὀμορφιά τοῦ προσπαθώντας νά τό ἀποδώσουν<br />

στή δημοτική”!<br />

Κόντευε πιά νά σημάνει ὁ Ἑσπερινός, ὅταν<br />

εἶδα τόν σεβαστό Γέροντα Ἱερομόναχο Γρηγόριο,<br />

μέ τόν ὁποῖο διατηροῦσα τακτική<br />

ἀλληλογραφία καί πολλές φορές αὐτή ἡ<br />

ἐπικοινωνία μας εἶχε ἀναπαύσει τήν ψυχή μου.<br />

Ἦταν κατάλευκος, εἶχα ἕντεκα χρόνια νά τόν<br />

δῶ καί ἤμουν πολύ συγκινημένος.<br />

Σηκώθηκα ἀμέσως, πῆγα πρός τό μέρος του,<br />

ἔβαλα μετάνοια καί πῆρα τήν εὐχή καί τήν<br />

εὐλογία του.<br />

-Γέροντα, τοῦ εἶπα, ἐπιτέλους μετά ἀπό<br />

ἕντεκα χρόνια ἦρθα πάλι ταπεινός προσκυνητής<br />

στήν καλύβη σας. Κι αὐτός ὁ εὐλογημένος<br />

καύσωνας σήμερα ἦταν ἀνυπόφορος.<br />

Παρά λίγο νά μᾶς ἀφήσει στά μισά του δρόμου!<br />

-Αὐτός ὁ καύσωνας, Ἀντώνιέ μου, εἶπε ὁ Γέροντας,<br />

εἶναι παροδικός καί ἀντιμετωπίσιμος.<br />

Τόν ἄλλο, τόν αἰώνιο καύσωνα πρέπει νά<br />

ἔχουμε πάντα στό νοῦ μας κι αὐτόν πρέπει<br />

πάση θυσία νά ἀποφύγουμε.<br />

Ὁ Ἑσπερινός εἶχε σημάνει στό μεταξύ καί<br />

προχωρήσαμε ὅλοι πρός τό ναό τῆς καλύβης,<br />

πού εἶναι ἀφιερωμένος στούς Ὁσίους Ἁγιορεῖτες<br />

Πατέρες, τούς “ἐν τῷ Ἁγιωνύμω Ὄρει<br />

ἀσκήσει καί ἀθλήσει διαλάμψαντας”. Ὅλοι οἱ<br />

Πατέρες, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο, πῆραν τή<br />

θέση τούς μέσα στό ναό. Οἱ ξακουστοί ἱεροψάλτες<br />

π. Δανιήλ, π. Στέφανος, π. Ἀκάκιος,<br />

ὁ Γέροντας Γρηγόριος, οἱ νεότεροι πατέρες τῆς<br />

Ἀδελφότητος Νήφων, Νεῖλος, Νικόδημος, ὁ<br />

δόκιμος Γρηγόριος καί ὁ ἱερουργός π. Ἀθανάσιος,<br />

ὅλοι ἄξιοι συνεχιστές τῆς μεγάλης<br />

πνευματικῆς παραδόσεως τῆς καλύβης τῶν<br />

Ἁγίων Πατέρων. Τήν ἴδια ὥρα μπῆκε στό ναό<br />

καί ὁ Γέροντας τῆς καλύβης Ἱερομόναχος Μόδεστος,<br />

πού βρισκόταν σέ βαθύ γῆρας μέ τή<br />

ράχη κυρτωμένη, σχεδόν παράλληλη μέ τό<br />

ἔδαφος. Τό πρόσωπό του ὅμως ἦταν λαμπερό<br />

μέ μιά ἱλαρή “παιδική” ἐμφάνιση καί λάμψη.<br />

Τόν πλησιάσαμε μέ μεγάλο σεβασμό, βάλαμε<br />

μετάνοια καί ἀσπαστήκαμε τό ἁγιασμένο<br />

χέρι του.<br />

Σέ λίγο μέ πλησίασε ὁ π. Ἀθανάσιος καί μοῦ<br />

εἶπε νά φορέσω κάποιο πουκάμισο – φοροῦσα<br />

μιά μπλούζα μέ κοντό μανίκι, χωρίς γιακά –<br />

γιά νά διαβάσω τό ψαλτήρι.<br />

-Δυστυχῶς, Γέροντα, δέν ἔχω μαζί μου<br />

πουκάμισο, τοῦ εἶπα, μέ ἐμφανή στόν τόνο τῆς<br />

φωνῆς μου τά σημεῖα τῆς ἐνοχῆς καί τῆς ἀπογοήτευσης<br />

πού θά ἔχανα αὐτήν τήν εὐλογία.<br />

Κρατάω μόνο μιά μάλλινη μπλούζα γιά τήν<br />

κορυφή τοῦ Ἄθω.<br />

-Τρέξε νά τή φορέσεις κι ἔλα γρήγορα,<br />

μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος.<br />

Ἴσως καί σέ λιγότερο χρόνο ἀπό τρία λεπτά<br />

πῆγα στό κελί, ἔβαλα τή μπλούζα καί ἐπέστρεψα<br />

στό ναό. Ὁ π. Ἀθανάσιος μέ κοίταξε<br />

καί χαμογέλασε μέ συγκατάβαση. Μετά ἀπό<br />

λίγο μέ πλησίασε. Βλέποντας τόν ἱδρώτα νά<br />

τρέχει σάν ποτάμι ἀπό τό μέτωπό μου καί τή<br />

μάλλινη μπλούζα νά “περισφίγγει” τό σῶμα<br />

μου, μοῦ εἶπε:<br />

-Ἐλπίζω τήν ἄλλη φορά πού θά ἔρθεις νά<br />

κρατᾶς καί κανένα πουκάμισο. Τώρα κᾶνε τόν<br />

κανόνα (ἐννοοῦσε τή δοκιμασία μέ τή μάλλινη<br />

μπλούζα σέ ὥρα ἀφόρητης ζέστης),<br />

καλό θά σοῦ κάμει.<br />

-Νά ᾽ναι εὐλογημένο, Γέροντα, ἀπάντησα<br />

καί μιά ἀνεξήγητη χαρά καί ἱκανοποίηση κυρίευσαν<br />

τήν ψυχή μου.<br />

Μετά ἀπό λίγο πλησίασα στό ἀναλόγιο καί<br />

ἄρχισα νά διαβάζω τό “ψαλτήρι”. Ἡ ζέστη<br />

ἦταν ἀφόρητη κι ἐγώ μέσα στό μάλλινο “περίβλημά”<br />

μου θά ἔπρεπε σίγουρα νά αἰσθάνομαι<br />

ὅπως “ὁ κάβουρας στά κάρβουνα”. Καί<br />

ὅμως!! Ἀπό τή στιγμή πού ἄρχισα τήν ἀνάγνωση<br />

ἕως τό τέλος – ἡ ἀνάγνωση κράτησε<br />

ἀρκετή ὥρα – ὁ καύσωνας πού ταλαιπωροῦσε<br />

τό σῶμα μου, μοῦ ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορος<br />

κι ἕνας ἄλλος “δροσερός”καύσωνας εἶχε κατακυριεύσει<br />

καί πυρπολοῦσε τήν ψυχή μου,<br />

ἀναλογιζόμενος ὅτι βρισκόμουν καί προσευχόμουν<br />

στήν καρδιά τῆς ἐρήμου τοῦ<br />

Ἄθω, σ᾽ ἕναν τόπο μετάνοιας, προσευχῆς,<br />

σκληρῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, ποτισμένο μέ<br />

ροές δακρύων καί αἵματα ὁσιομαρτυρικά.<br />

42


Ὀρθόδοξος Γάμος - Σύμφωνο Συμβίωσης<br />

Ἀποστόλου Ν. Μπουρνέλη, Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Γένους,<br />

Καθηγητῆ Πατριαρχικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης<br />

Προλεγόμενα<br />

Mέ ἀφορμή τό πρόσφατο καταρτισθέν<br />

καί ψηφισθέν κατά τήν πλειοψηφία<br />

ἀπό τήν Ἑλληνική Βουλή<br />

Νομοσχέδιο πού νομοθετεῖ σύμφωνο<br />

συμβίωσης γιά ὁμόφυλα - ἑτερόφυλα<br />

ζευγάρια, χωρίς νά θέλομε νά πολιτικολογήσομε,<br />

θεωροῦμε ἀναγκαῖο νά ἐπιχειρήσομε<br />

μία προσέγγιση μεταξύ τοῦ ὑφιστάμενου<br />

ὀρθοδόξου γάμου καί τοῦ ψηφισθέντος συμφώνου<br />

συμβίωσης. Δέν ἀποβλέπομε στήν κατάκριση<br />

κανενός προσώπου, ἔστω καί ἐάν διαφωνοῦμε<br />

μέ τή συμπεριφορά του. Ἐξαρχῆς καταθέτομε<br />

ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅπου καί ἐάν<br />

ἀνήκουν, ὅποιες ἐπιλογές καί ἐάν κάνουν, δέν<br />

παύουν νά εἶναι δημιουργήματα τοῦ ἑνός<br />

πλάστου, ὁ ὁποῖος ἐπιζητεῖ ὅλα τά παιδιά του<br />

νά εἶναι μέσα στό σπίτι του, τήν Ἐκκλησία. Μέ<br />

χειραγωγούς τό ἁγιογραφικό κείμενο καί<br />

τούς θεοφόρους Πατέρες, θά βηματίσομε στό<br />

μονοπάτι τῆς πίστεώς μας μέ μοναδικό μας<br />

σκοπό τήν ἀνάδειξη τῆς σωτηριώδους ἀλήθειας<br />

Ὁ ἄνθρωπος αὐτεξούσιος καί ἐλεύθερος<br />

Τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ πρός<br />

τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐλευθερία πού ἐξαρχῆς<br />

τοῦ προσέφερε. Δέν ἐκβίασε τή θέλησή του,<br />

ἀλλά ἐπεσήμανε πατρικῶς τίς συνέπειες τῆς<br />

πτώσεώς του˙ «Καί ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεός τόν<br />

ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ<br />

παραδείσῳ ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν.<br />

Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ<br />

λέγων. Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ<br />

βρώσει φάγῃ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν<br />

καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε<br />

ἀπ’αὐτοῦ˙ ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ,<br />

θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» 1 . Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν<br />

παρακοή του ἐλύπησε τόν πλάστη του, παρά<br />

ταῦτα ὁ πλαστουργός, ἔστειλε τόν υἱόν του,<br />

γιά νά ἀναπλάσσει τή φθαρμένη φύση του. Ἡ<br />

ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ ἔκρηξη τῆς θείας<br />

ἀγάπης, ἀμέτρητη φιλανθρωπία, ἀπροσδόκητη<br />

συγκατάβαση.<br />

Ὁ Χριστός γενόμενος ἄνθρωπος ἐπιβεβαιώνει<br />

μέ τό σταυρό καί τό θάνατό του τά σπλάχνα<br />

τῶν οἰκτιρμῶν πρός τόν ἐκπεσόντα<br />

ἄνθρωπον, σχίζει τό χειρόγραφον τῆς παρακοῆς<br />

καί ἐπαναφέρει τόν πεπτωκότα εἰς τό<br />

ἀρχαῖον κάλλος. Ταυτόχρονα μέ τό λόγο του<br />

βεβαιώνει τό αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ<br />

εὐαγγελική φράση «ὅστις θέλει ὀπίσω μου<br />

ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω<br />

τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω<br />

μοι» 2 , ἀποτελεῖ μέχρι καί σήμερα ἔκφραση τοῦ<br />

δώρου τῆς ἐλευθερίας.<br />

Οἱ Πατέρες προσεγγίζοντας τό θέμα τοῦ<br />

αὐτεξουσίου ὑπογραμμίζουν ὅτι ὅλα ἐναπόκεινται<br />

στή θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Γιά παράδειγμα<br />

ὁ Διάδοχος Φωτικῆς λέγει: «Αὐτεξουσιότης<br />

ἐστί ψυχῆς λογικῆς θέλησις ἑτοίμως<br />

κινουμένη εἰς ὅπερ ἄν καί θέλοι» 3 . Ὁ<br />

Μάρκος ὁ Ἐρημίτης ὑποστηρίζει ὅτι ἡ τήρηση<br />

ἤ μή ἐφαρμογή τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι<br />

δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου˙ «Ἐντολάς ἐλευθερίας<br />

ἔθετο, ἐμμένειν δέ ἤ μή ἐμμένειν ταῖς<br />

ἐντολαῖς, τῷ αὐτεξουσίῳ ἡμῶν θελήματι παρεχώρησεν»<br />

4 . Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός συνδέει<br />

τό αὐτεξούσιον μέ τή θέληση τῆς ψυχῆς<br />

καί γράφει˙ «Αὐτεξουσιότης μέν ἐστι ψυχῆς<br />

λογικῆς θέλησις, ἀκωλύτως κινουμένη πρός<br />

ὅπερ ἄν βούλοιτο, εἴτε ἀρετήν εἴτε κακίαν,<br />

οὕτως ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ γενομένης» 5 .<br />

Ἐπίσης ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἑρμηνεύοντας<br />

σχετικό ἁγιογραφικό χωρίο εἰσηγεῖται:<br />

«Ὅτι αὐτεξούσιον καί οὐκ ἀναγκόν ἡ<br />

ἀρετή» 6 .<br />

Βέβαια τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη<br />

αὐτεξούσιος καί ὅτι τά πάντα εἶναι ἀδιακρίτως<br />

εἰς τήν διάθεσή του, δέν σημαίνει ὅτι ὅλα<br />

ἐπιτρέπονται καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Ἐκκλησία<br />

θά πρέπει νά ἀναπροσαρμόσει τή διδασκαλία<br />

της. Κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν<br />

43


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

Παῦλο, «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα<br />

συμφέρειν» 7 . Ἔτσι, κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη<br />

καλεῖται νά ἐπιλέγει ὅσα τήν προάγουν σέ<br />

προσωπικό, οἰκογενειακό, κοινωνικό, πνευματικό<br />

ἐπίπεδο. Ἀκόμα ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος<br />

ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο<br />

εἶπε τή χαρακτηριστική φράση πού τά ἐμπεριέχει<br />

ὅλα: «Πάντων ἀπόλαυσον, μόνον<br />

ἁμαρτίας ἀπόστηθι» 8 .<br />

Δημιουργία Ἀνδρός καί Γυναικός<br />

Εἶναι πολύ σημαντικό τό γεγονός ὅτι κατά<br />

τή δημιουργία ἔχομε ἕνα ἄνδρα, τόν Ἀδάμ καί<br />

μία γυναίκα, τήν Εὔα, οὔτε δηλαδή μόνο<br />

ἄνδρες ἤ μόνο γυναῖκες. Ἡ φράση τῆς Γενέσεως<br />

«ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» 9 εἶναι<br />

ἀξιοσημείωτη, διότι ἐμπεριέχει τή βούληση<br />

τοῦ δημιουργοῦ ὄχι μόνο ὡς πρός τά δύο<br />

φῦλα, ἀλλά καί ὡς πρός τήν αὔξηση τοῦ<br />

ἀνθρωπίνου γένους. Μάλιστα ἡ μετάφραση<br />

τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου προσθέτει τό ἕν, δηλαδή<br />

ἔπλασε ὁ Θεός «ἕν ἄρσεν καί ἕν θῆλυ» 10 .<br />

Σχολιάζοντας τά χωρία οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν<br />

γιά κοινά δικαιώματα καί ἐξουσίες τῶν πρωτοπλάστων<br />

ἐπί τῆς κτίσεως.<br />

Ἐπιπροσθέτως ἀξιομνημόνευτο στοιχεῖο<br />

εἶναι ἡ πλάση τῆς γυναικός. «Καί εἶπεν Κύριος<br />

ὁ Θεός˙ «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον<br />

μόνον˙ ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ’<br />

αὐτόν» 11 . Ἡ φράση «βοηθός κατ’ αὐτόν»<br />

σημαίνει νά δημιουργηθεῖ στόν Ἀδάμ βοηθός<br />

ὅμοιός του, ὑπονοώντας τήν γυναίκα. Ἡ<br />

φράση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, γιατί<br />

πολλά ζῶα μποροῦσαν νά βοηθήσουν τόν<br />

πρωτόπλαστο, κανένα ὅμως ὅπως ἡ λογική,<br />

ἡ ὁμοούσια μέ αὐτόν γυναίκα 12 . Ἡ σειρά της,<br />

δέν μειώνει καθόλου τό πρόσωπο καί τό ρόλο<br />

της. Ἀντιθέτως θεωρεῖται τόσο ἀπαραίτητη<br />

ὅσο καί ὁ ἄνδρας. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν<br />

ὁμολογία τοῦ Ἀδάμ˙ «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ<br />

τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός<br />

μου» 13 . Μάλιστα ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης<br />

ἑρμηνεύοντας τή λέξη «βοηθός» τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ<br />

κειμένου λέγει: «ὁ Θεός ἐξ<br />

ἀρχῆς οὐ τό πᾶν τοῖς ἀνδράσιν ἐπέτρεψεν,<br />

οὐδέ ἐν πᾶσιν αὐτῶν ἐκκρέμασθαι τά ἐν τῷ<br />

βίῳ πράγματα μόνον ἀφῆκεν˙ ἦ γάρ ἄν<br />

εὐκαταφρόνητος ἡ γυνή ἦν, μηδέν συντελοῦσα<br />

πρός τόν βίον ὑμῖν. Ὅπερ οὖν εἰδώς ὁ<br />

Θεός ἀπένειμεν αὐτῇ μοῖραν οὐκ ἐλάττονα…<br />

δεικνύς ὅτι οὐχ ἧττον τοῦ ἀνδρός τῆς γυναικός<br />

τά τοῦ κόσμου δεῖται πράγματα» 14 .<br />

Ἐπίσης γιά νά καταδειχθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν<br />

δύο (ἑτερόφυλων φύλων) ὁ συγγραφεύς τῆς<br />

Γενέσεως χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «ᾠκοδόμησεν».<br />

Κατά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο, «δέν<br />

ἔκαμε ἄλλην πλάσιν, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔλαβεν ἕνα<br />

μικρόν μέρος ἀπό τήν πλάσιν πού εἶχε ἤδη δημιουργηθεῖ,<br />

τοῦτο τό μέρος ἔκτισε καί ἐδημιούργησε<br />

τό τέλειο ὄν» 15 . Ἀκόμα καί ὁ<br />

Ἀπόστολος Παῦλος σφυρηλατεῖ αὐτή τήν<br />

ἑνότητα λέγοντας: «οὔτε ἀνήρ χωρίς γυναικός,<br />

οὔτε γυνή χωρίς ἀνδρός ἐν Κυρίῳ» 16 . Στά<br />

προηγούμενα μποροῦμε νά προσθέσομε καί<br />

τήν ἰσοτιμία τῶν δύο προσώπων (ἀνδρός καί<br />

γυναικός) βάσει τῆς δημιουργίας, γεγονός<br />

πού συμβάλλει στήν ἀλληλοσυμπλήρωση καί<br />

ἀλληλοεξάρτηση. Ταυτοχρόνως καί οἱ δύο<br />

ἔχουν μία ἀναφορά, στόν δημιουργό, προκειμένου<br />

νά ἐπιτύχουν στήν ἀποστολή τους.<br />

Κατανοοῦμε δηλαδή ὅτι, ὄχι μόνο δέν γίνεται<br />

λόγος γιά ὁμόφυλα ζευγάρια, ἀλλά καί τά<br />

ἑτερόφυλα ὑφίστανται μόνο «ἐν Κυρίῳ».<br />

Ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός<br />

– κατά φύσιν σχέση<br />

Σύμφωνα μέ τό ρωμαῖο νομοδιδάσκαλο<br />

Μοδεστίνο (3 ος αἰών π.Χ.), νομικό σύμβουλο<br />

τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου<br />

Σεβήρου, «γάμος ἐστίν ἀνδρός καί γυναικός<br />

συνάφεια, συγκλήρωσις τοῦ βίου διά παντός,<br />

θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία»<br />

17 . Στόν ὁρισμό αὐτό γίνεται λόγος γιά<br />

ἄνδρα καί γυναίκα καί μάλιστα ἀπό ἕνα<br />

ἄνθρωπο μή χριστιανό, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει<br />

τήν κοινή ζωή πού ἀκολουθεῖ μέ τήν ἕνωση<br />

τῶν δύο, τή διάρκεια πού ἐκτείνεται καί τήν<br />

κοινωνία στοιχείων πίστεως καί δικαίου, πού<br />

καλοῦνται νά βιώσουν.<br />

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος βλέπει τή<br />

θεσμοθέτηση τοῦ γάμου στά θεόπνευστα λόγια<br />

τοῦ συγγραφέως τῆς Γενέσεως Μωϋσέως˙<br />

«Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθωπος<br />

τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται<br />

πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ,<br />

καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» 18 . Ὁ ἴδιος<br />

ὁ Θεός δηλαδή καθιερώνει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τήν<br />

ἕνωση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας 19 . Ὁ Θε-<br />

44


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

οδώρητος Κύρου ὑπογραμμίζει<br />

ὅτι νόμος 20 , πού θεσπίζεται<br />

ἀπό τό δημιουργό τήν πλάση<br />

τῆς γυναικός εἶναι ὁ γάμος.<br />

Ἐκτός ἀπό τά παραπάνω, ὁ<br />

γάμος, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο<br />

Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, εἶναι<br />

τίμιος 21 καθ’ ὅλα καί ποτέ ἀκάθαρτος˙<br />

χαρακτηρίζεται ὡς<br />

τό λιμάνι τῆς σωφροσύνης 22 ,<br />

γιά ὅσους βέβαια κάνουν σωστή χρήση.<br />

Κατά τόν θεοφιλή ‘Ιεράρχη δύο εἶναι οἱ κύριοι<br />

σκοποί γιά τούς ὁποίους θεσπίστηκε ὁ<br />

γάμος, ἡ σωφροσύνη καί ἡ παιδοποιία. Συγκρινόμενοι<br />

μεταξύ τους ὁ πρῶτος ὑπερτερεῖ<br />

τοῦ δευτέρου. «Δύο γάρ ταῦτα ἐστί, δι’ ἅπερ<br />

εἰσενήνηκται γάμος, ἵνα τε σωφρονῶμεν καί<br />

ἵνα πατέρες γινώμεθα, τῶν δέ δύο τούτων<br />

προηγουμένη ἡ τῆς σωφροσύνης ἐστί πρόφασις»<br />

23 . Σέ ἄλλη ὁμιλία του ὁ ἐν Χριστῷ παιδαγωγός<br />

ἐξετάζει τό θέμα λέγοντας˙ «Ἐδόθη<br />

μέν οὖν καί παιδοποιΐας ἕνεκεν ὁ γάμος,<br />

πολλῷ δέ πλέον ὑπέρ τοῦ σβέσαι τήν τῆς φύσεως<br />

πύρωσιν» 24 . Μάλιστα στό ἐγκώμιό του<br />

πρός τό Μάξιμο ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ<br />

Θεός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔσπειρε στίς ψυχές<br />

τῶν δύο φύλων αὐτή τήν ἀμοιβαία ἕλξη.<br />

«Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀνθρώπινον ἀλλ’ ὁ Θεός<br />

τούς ἔρωτας τούτους ἐγκατέσπειρε» 25 . Ἐπίσης<br />

σχολιάζοντας τή σαρκική σχέση πού ὑφίσταται<br />

μεταξύ τῶν συζύγων λέγει: «Ἐπί γάρ<br />

τῆς ἐλευθέρας γυναικός (τῆς νόμιμης συζύγου)<br />

ὁμοῦ καί ἡδονή καί ἀσφάλεια καί ἄνεσις<br />

καί τιμή καί κόσμος καί συνειδός ἀγαθόν»<br />

26 . Ἀντίθετα κατακρίνει κάθε ἐξωσυζυγική<br />

σχέση, διότι προξενεῖ ὅπως ἰσχυρίζεται «βλάβη<br />

διηνεκῆ» 27 .<br />

Ἀπό τά προαναφερθέντα κατανοοῦμε ὅτι ἡ<br />

ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός δέν ἀφορᾶ μόνο<br />

τό σῶμα, ἀλλά καί τό πνεῦμα καί δέν ὑφίστανται<br />

ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἐάν ἡ ἐποχή μας<br />

διακρίνεται γιά τήν καθημερινή βία, τό στεῖρο<br />

ἀνταγωνισμό, τίς ποικίλες σκοπιμότητες, οἱ<br />

χριστιανοί σύζυγοι ἀποβλέπουν εἰς τό νά βιώνουν<br />

τή συμπόρευση, τόν ἀλληλοσεβασμό,<br />

τήν ἀμοιβαιότητα, βρίσκοντας ὁ ἕνας τόν ἑαυτό<br />

του στήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη τοῦ ἄλλου 28 .<br />

Γιά νά δωσομε ἕνα χειροπιαστό παράδειγμα,<br />

καταθέτομε τά προσωπικά βιώματα τοῦ<br />

Φώτη Κόντογλου, καρπό τῆς ἐν Χριστῷ συζυγίας<br />

του, ὡς πρόκληση καί πρόσκληση γιά<br />

τά ὁμόφυλα – ἑτερόφυλα ζευγάρια˙ «Βλογημένη<br />

γυναῖκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἄς εἶναι<br />

δοξασμένο τ’ ὄνομά του γιά ὅλα τά μυστήρια<br />

τῆς οἰκονομίας του. Τόν εὐχαριστῶ γιά<br />

ὅσα μοῦ ἔδωσε, καί πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιά τήν<br />

ἁπλή τή Μαρία, πού μοῦ τή δώρησε συντροφιά<br />

στή ζωή μου, ψυχή θεραπευτική, ἕνα<br />

δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει<br />

μέρα – νύχτα δίπλα σ’ ἕνα παλιόν καστρότοιχο…<br />

Ἡ ἐμορφιά δέν τήν περηφάνεψε, ἴσα<br />

– ἴσια ἡ ταπείνωση τήν πλήθυνε, κι ὁ φόβος<br />

τοῦ Θεοῦ τήν εὐωδίασε. Ἀνάμεσα στίς ἔμορφες<br />

ξεχώρισε, γιατί ἡ ἀκαταδεξιά δέν θάμπωσε<br />

τό κρούσταλλό της, κ’ ἡ πονηριά δέν λέρωσε<br />

τό σιντέφι τῆς ψυχῆς της. Κοντά μου κάθεται<br />

καί μέ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος.<br />

Μαρία ἡ ἁπλή! Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κ’<br />

ἐγώ δουλεύω τήν ἁγιασμένη τέχνη μου καί φιλοτεχνῶ<br />

εἰκονίσματα πού τά προσκυνᾶ ὁ κόσμος.<br />

Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος,<br />

πού τήν ἔχουνε λιγοστοί ἄνθρωποι, ‘‘ὅτι<br />

ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῶν δούλων<br />

αὐτοῦ’’. Τό καλύβι μας εἶναι φτωχό στά μάτια<br />

τοῦ κόσμου, καί μολαταῦτα στ’ ἀληθινά<br />

εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ’ ἡλιοστάλαχτος<br />

θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη<br />

κ’ ἡ εὐλάβεια. Κ’ ἐμεῖς πού καθόμαστε<br />

μέσα, εἴμαστε οἱ πιό φτωχοί ἀπό τούς φτωχούς,<br />

πλήν μᾶς πλουτίζει μέ τά πλούτη του<br />

Ἐκεῖνος, πού εἶπε: ‘‘πλούσιοι ἐπτώχευσαν<br />

καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον<br />

οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ’’» 29 .<br />

Ἄραγε τά προηγούμενα μποροῦν νά ὑλοποιηθοῦν<br />

ἀπό τά ὁμόφυλα – ἑτερόφυλα ζευγάρια<br />

πού θά προχωρήσουν στή σύναψη<br />

συμφώνου συμβίωσης ἤ θά μείνουν μόνο στή<br />

διεκδίκηση περιουσιακῶν, κληρονομικῶν,<br />

45


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἐργασιακῶν, συνταξιοδοτικῶν καί ἄλλων δικαιωμάτων;<br />

Ὅταν ἐλεύθερα ἐπιλέξουν μιά<br />

ἄλλη ὁδό, χωρίς κἄν νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια,<br />

μήπως στεροῦν τούς ἑαυτούς τους ἀπό<br />

τά δωρήματα τοῦ Χριστοῦ;<br />

Σαρκικές σχέσεις ὁμόφυλων ζευγαριῶν<br />

Τό θέμα δέν εἶναι τωρινό, ἀφοῦ ἔχομε ἀναφορές<br />

τόσο στό ἁγιογραφικό κείμενο, ὅσο καί<br />

στήν Πατερική Γραμματεία. Στή Γένεση 30 γίνεται<br />

λόγος γιά τόν δίκαιο Λώτ, ὁ ὁποῖος<br />

ἐδέχθη τήν ἐπίσκεψη δύο ἀγγέλων μέ τή μορφή<br />

ἀνδρῶν προκειμένου νά τόν καθοδηγήσουν.<br />

Οἱ ἄνθρωποι τῶν Σοδόμων ἀπαίτησαν<br />

ἀπό τό Λώτ νά τούς παραδώσει τούς δύο<br />

ἄνδρες. Ἀντ’ αὐτῶν ἐκεῖνος τούς πρότεινε τίς<br />

δύο θυγατέρες του, οἱ ὁποῖες δέν εἶχαν συνάψει<br />

γάμο μέ κανένα ἄνδρα. Ὅμως οἱ Σοδομίτες<br />

προσπάθησαν νά σπάσουν τή θύρα,<br />

γιά νά ὑλοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τους. Τότε<br />

οἱ Ἄγγελοι ὁδήγησαν τόν Λώτ, τή γυναίκα του<br />

καί τίς δύο θυγατέρες του ἐκτός πόλεως, γιά<br />

νά μήν καταστραφοῦν μέ τούς συμπατριῶτες<br />

τους.<br />

Στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ἐπίσης γίνεται<br />

λόγος γιά σαρκικές σχέσεις ὁμοφύλων, οἱ<br />

ὁποῖες ἀσυζητητί εἶναι ἐκτός θείου θελήματος<br />

καί ὀφείλονται στή λατρεία τῆς κτίσεως<br />

ἀντί τοῦ Κτίστου˙ «Αἱ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν<br />

μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν<br />

παρά φύσιν, ὁμοίως δέ καί οἱ ἄρσενες ἀφέντες<br />

τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν<br />

ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους,<br />

ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην<br />

κατεργαζόμενοι καί τήν ἀντιμισθίαν<br />

ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς<br />

ἀπολαμβάνοντες» 31 .<br />

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας<br />

τά προαναφερθέντα χωρία<br />

θεωρεῖ ἀτιμωτικό πάθος τή σχέση<br />

μεταξύ ὁμοφύλων, ἀφενός μέν<br />

διότι ἀτιμάζει τή φυσική ἀπόλαυση<br />

καί ἀφετέρου, διότι προσβάλλει τήν<br />

ἴδια τή φύση˙ «Ὅλα βέβαια τά πάθη<br />

εἶναι ἀτιμωτικά, ἰδιαίτερα ὅμως ἡ μανία<br />

γιά τούς ἄνδρες. Γιατί πραγματικά<br />

στά ἁμαρτήματα ἡ ψυχή ὑποφέρει<br />

περισσότερο καί καταντροπιάζεται,<br />

ἀπ’ ὅ,τι τό σῶμα στίς<br />

ἀρρώστιες. Βλέπε ὅμως πῶς τούς<br />

στερεῖ καί ἐδῶ τή συγγνώμη, ὅπως ἀκριβῶς<br />

καί στά δόγματα, λέγοντας γιά τίς γυναῖκες,<br />

‘‘Ἄλλαξαν τή φυσική σχέση’’. Γιατί δέν μπορεῖ<br />

νά πεῖ κανείς, λέγει, πώς ἔφθασαν σ’ αὐτό,<br />

ἐπειδή ἐμποδίστηκαν ἀπό τή φυσική συνουσία,<br />

οὔτε πώς κατάντησαν σ’ αὐτή τήν ἀλλόκοτη<br />

λύσσα, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἐκπληρώσουν<br />

τήν ἐπιθυμία τους, γιατί ἡ ἀλλαγή<br />

εἶναι γνώρισμα αὐτῶν πού μποροῦν νά τήν<br />

κάνουν. Καί γιά τούς ἄνδρες πάλι τό ἴδιο δήλωσε<br />

διαφορετικά, λέγοντας˙ ‘‘Ἀφήνοντας τή<br />

φυσική χρήση τῆς γυναίκας’’. Καί ὅμοια μ’<br />

ἐκεῖνες τούς στερεῖ καί αὐτούς κάθε δικαιολογία,<br />

κατηγορώντας αὐτούς, ὄχι μόνο ὅτι<br />

εἶχαν ἀπόλαυση καί, ἀφοῦ ἄφησαν αὐτή πού<br />

εἶχαν, ἦρθαν σ’ ἄλλη, ἀλλ’ ὅτι, ἀφοῦ ἀτίμασαν<br />

τή φυσική ἀπόλαυση, ἔτρεξαν στήν<br />

παρά φύση» 32 .<br />

Ὁ ἴδιος θεοφόρος ἀνήρ σχολιάζοντας ἀνάλογα<br />

ἤθη τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς, τά<br />

ὁποῖα εἶχαν νομική κάλυψη, σέ καμία περίπτωση<br />

δέν τά ἀποδέχεται, ὑποστηρίζοντας τά<br />

ἑξῆς: «Ὅμως δέ λέμε πώς γι’ αὐτό εἶναι νόμιμο<br />

τό πράγμα, ἀλλά πώς καί αὐτοί πού δέχθηκαν<br />

τό νόμο αὐτό εἶναι δυστυχισμένοι καί ἄξιοι<br />

γιά πολλά δάκρυα. Γιατί ἐκεῖνα πού παθαίνουν<br />

οἱ πόρνες γυναῖκες, αὐτά παθαίνουν<br />

καί αὐτοί, ἤ καλύτερα χειρότερα ἀπό ἐκεῖνα.<br />

Γιατί σ’ αὐτές ἄν καί ἡ συνουσία εἶναι παράνομη,<br />

εἶναι ὅμως σύμφωνη μέ τή φύση, ἐνῶ<br />

αὐτή εἶναι καί παράνομη καί ἀντίθετη μέ τή<br />

φύση» 33 . Καί λίγο παρακάτω ἐπανέρχεται<br />

46


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

στή σοβαρότητα τῆς πράξεως αὐτῆς καί σημειώνει:<br />

«Δέν ὑπάρχει λοιπόν, δέν ὑπάρχει πιό<br />

ἀνόητο καί πιό φοβερό πράγμα ἀπό τήν<br />

προσβολή αὐτή. Γιατί, ἄν ὁ Παῦλος, ὅταν μιλοῦσε<br />

γιά τήν πορνεία, ἔλεγε ὅτι «Κάθε<br />

ἁμάρτημα πού θά κάμει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω<br />

ἀπό τό σῶμα του, ἐκεῖνος ὅμως πού πορνεύει,<br />

ἁμαρτάνει στό ἴδιο του τό σῶμα’’, τί θά μπορούσαμε<br />

νά ποῦμε γιά τή μανία αὐτή, πού<br />

εἶναι τόσο πολύ χειρότερη ἀπό τήν πορνεία,<br />

ὅσο δέν εἶναι δυνατό οὔτε νά τό ποῦμε; Γιατί<br />

δέ λέγω αὐτό μόνο, ὅτι δηλαδή ἔγινες γυναίκα,<br />

ἀλλ’ ὅτι ἔχασες καί τήν ἰδιότητα τοῦ<br />

ἄνδρα, καί οὔτε ἀπέκτησες αὐτήν τή φύση,<br />

οὔτε διατήρησες ἐκείνην πού εἶχες, ἀλλ’ ἔγινες<br />

κοινός προδότης κάθε φύσης, καί ἄξιος<br />

νά καταδιώκεσαι καί νά λιθοβολεῖσαι ἀπό<br />

ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐπειδή ἀδίκησες καί τά<br />

δύο φύλα» 34 .<br />

Ἀπό τά παραπάνω γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ<br />

σαρκική σχέση μέ ὁμόφυλα ζευγάρια οὔτε φυσική<br />

εἶναι, οὔτε ἠθική, οὔτε προάγει τά δύο<br />

φῦλα, τήν κοινωνία, τό ἔθνος. Ναί μέν ὡς ἐπιλογή<br />

εἶναι σεβαστή, ὅμως δέν σημαίνει ὅτι<br />

εἶναι καί ὀρθή. Ἐξάλλου πολλές ἐπιλογές τοῦ<br />

ἀνθρώπου ἀποδεικνύονται ἐσφαλμένες, εἴτε<br />

ἀμέσως εἴτε ὕστερα ἀπό χρόνια.<br />

Σύγχρονη πραγματικότητα,<br />

ποιμαντική μέριμνα Ἐκκλησίας<br />

Παρά τίς διαφορετικές θέσεις πού ἐκφράζει<br />

ἡ Πατερική θεολογία, τά σύγχρονα δεδομένα<br />

εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Τό σύμφωνο<br />

συμβίωσης ἀποτελεῖ πλέον νόμο τοῦ<br />

ἑλληνικοῦ κράτους καί ἤδη κάποιοι ἑτοιμάζονται<br />

νά οἰκειοποιηθοῦν τά εὐεργετήματά<br />

του, κάνοντας χρήση τοῦ σχετικοῦ Προεδρικοῦ<br />

Διατάγματος. Εἴτε αὐτοί ἀνήκουν στά<br />

ὁμόφυλα ζευγάρια, εἴτε στά ἑτερόφυλα, θεωροῦν<br />

ὅτι ἕνα ὄνειρο ὑλοποιεῖται, ὅτι ἀποκτοῦν<br />

πλέον ἐργασιακά, συνταξιοδοτικά,<br />

κληρονομικά ἀλλά καί φορολογικά δικαιώματα<br />

35 . Βέβαια τό ζήτημα αὐτό προκάλεσε διαίρεση<br />

τῆς κοινωνίας, τόσο στήν Ἑλλάδα, ὅσο<br />

καί στήν Ἀμερική, τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία,<br />

κατά πόσον δηλαδή πρέπει ἡ κοινωνία νά<br />

ἀποδεχθεῖ τήν ὁμοφυλοφιλία. Τά ποσοστά<br />

ὑπέρ τοῦ «Ναί» φυσικά στίς ἄλλες χῶρες εἶναι<br />

κατά πολύ ὑψηλά σέ σχέση μέ τήν Ἑλλάδα 36<br />

καί μέ ἐξαίρεση τή Ρωσία, ὅπου τά ποσοστά<br />

τοῦ «Ὄχι» φθάνουν στό 74%.<br />

Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση θεωροῦμε<br />

ὅτι ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας<br />

θά πρέπει νά στραφεῖ καί στά ὁμόφυλα<br />

– ἑτερόφυλα ζευγάρια πού θά θελήσουν νά<br />

ὑλοποιήσουν τό σύμφωνο συμβίωσης. Καταρχάς<br />

θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά γίνει μελέτη<br />

σέ βάθος τοῦ θέματος καί ἐνημέρωση τῶν γονέων<br />

ὥστε, ὅταν ἔχομε ἰατρικά προβλήματα<br />

πού σχετίζονται ἤ πού μποροῦν νά ὁδηγήσουν<br />

τά παιδιά στήν ὁμοφυλοφιλία νά προλαμβάνονται<br />

κατά τό δυνατόν. Ἡ ἔγκαιρη ἐνημέρωση<br />

εἶναι δύναμη, ἡ ὀρθή γνώση εἶναι<br />

πρόληψη. Ἐν συνεχείᾳ ἀπαιτεῖται ἕνας εὐρύς<br />

διάλογος, εἰλικρινής καί ἔντιμος, μέ ἀντικείμενο<br />

τό σκοπό τῆς ζωῆς καί τά μέσα ἐπιδιώξεώς<br />

του. Μέ νηφαλιότητα καί ψυχραιμία θά<br />

ἀναδείξομε ὄχι μόνο τό «νῦν», ἀλλά καί τό<br />

«ἀεί», τήν ἀναζήτηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ,<br />

ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά νοηματοδοτήσει τήν<br />

ὕπαρξή μας. Μέ διάκριση καί ὑπομονή, μέ<br />

πνεῦμα ἀγάπης καί κατανόησης θά χειραγωγήσουμε<br />

ὅσους ἀποδεχθοῦν τήν πρόσκλησή<br />

μας.<br />

Ἀναμφισβήτητα δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση<br />

ἡ καθοδήγηση ἀνθρώπων πού δέν ἀποδέχονται<br />

βασικά θέματα πίστεως καί ζωῆς.<br />

Ὅμως ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναφορά<br />

καί στά δύσκολα. Ἐπίσης ὅλοι ἐπιζητοῦμε τό<br />

θεῖο ἔλεος, ἀφοῦ κανείς δέν εἶναι καθαρός<br />

ἐνώπιον τοῦ ἀμώμου Ἰησοῦ. Μάλιστα ὁ συντάκτης<br />

τῶν εὐχῶν τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου ἀποτυπώνει<br />

τή ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό κακό<br />

καί ἐπικαλεῖται τή συγχώρηση τοῦ ἐλεήμονος<br />

Θεοῦ λέγοντας: «Μνήσθητι, ὅτι ἐπιμελῶς<br />

ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τά πονηρά<br />

ἐκ νεότητος αὐτοῦ, καί οὐδείς εὑρίσκεται<br />

ἀναμάρτητος ἐπί τῆς γῆς˙ σύ γάρ μόνος<br />

ἐκτός ἁμαρτίας ὑπάρχεις» 37 . Ἀκόμα ὁ προφήτης<br />

Ἰεζεκιήλ ὑπογραμμίζει τή θεία εὐσπλαγχνία<br />

λέγοντας: «οὐ βούλομαι τόν θάνατον τοῦ<br />

ἀσεβοῦς ὡς τό ἀποστρέψαι τόν ἀσεβῆ ἀπό τῆς<br />

ὁδοῦ αὐτοῦ καί ζῆν αὐτόν» 38 . Τό αἴτημα τῆς<br />

συγχωρήσεως καταθέτει ἐκθύμως καί ὁ συντάκτης<br />

τῶν εὐχῶν τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς:<br />

«πρίν ἡμᾶς εἰς τήν γῆν ἀποστρέψαι,<br />

ἀξίωσον πρός σέ ἐπιστρέψαι καί πρόσχες ἡμῖν<br />

ἐν εὐμενείᾳ καί χάριτι. Ἐπιμέτρησον τάς ἀνο-<br />

47


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

μίας ἡμῶν τοῖς οἰκτιρμοῖς σου˙ ἀντίθες τήν<br />

ἄβυσσον τῶν οἰκτιρμῶν σου τῷ πλήθει τῶν<br />

πλημμελημάτων ἡμῶν…» 39 .<br />

Τόν πλοῦτον τῆς θείας ἀγάπης προβάλλει<br />

κατεξοχήν ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀποδιώχνοντας<br />

κάθε σκέψη πού σχετίζεται μέ τήν<br />

ἀπογοήτευση καί τήν ἀπελπισία: «Μή μοῦ λές,<br />

χάθηκα καί τί νά κάνω πλέον; Μή μοῦ λές,<br />

ἁμάρτησα καί τί θά κάμω; Ἔχεις ἰατρό ἀνώτερο<br />

ἀπό τήν ἀρρώστια, ἔχεις ἰατρό πού νικάει<br />

τή φύση τοῦ νοσήματος,<br />

ἔχεις ἰατρό<br />

πού μέ νεῦμα θεραπεύει,<br />

ἔχεις ἰατρό πού μέ τή<br />

θέλησή του διορθώνει,<br />

πού μπορεῖ καί θέλει νά<br />

σέ θεραπεύει. Χωρίς νά<br />

ὑπάρχεις σέ ἐδημιούργησε˙<br />

τώρα πού ὑπάρχεις<br />

καί ἔγινες κακός<br />

πολύ περισσότερο θά<br />

μπορέσει νά σέ διορθώσει»<br />

40 . Καί σέ ἄλλο<br />

σημεῖο τοῦ ἔργου του<br />

ἐπανέρχεται λέγοντας<br />

τά ἑξῆς: «Ὅσες φορές κι<br />

ἄν πέσεις στήν ἀγορά,<br />

τόσες φορές σηκώνεσαι˙<br />

ἔτσι κάθε φορά<br />

πού θ’ ἁμαρτήσεις, μετανόησε<br />

γιά τήν ἁμαρτία σου˙ μήν ἀπελπισθεῖς˙<br />

ἄν ἁμαρτήσεις γιά δεύτερη φορά, μετανόησε<br />

γιά δεύτερη φορά καί μή ἀπό ραθυμία<br />

χάσεις τελείως τήν ἐλπίδα γιά τά ἀγαθά<br />

πού σοῦ ἐπιφυλάσσονται˙ κι ἄν ἀκόμα βρίσκεσαι<br />

σέ βαθιά γηρατειά κι ἁμαρτήσεις, ἔλα<br />

στήν ἐκκλησία καί μετανόησε˙ γιατί ἐδῶ<br />

εἶναι ἰατρεῖο καί ὄχι δικαστήριο, πού δέν ζητᾶ<br />

εὐθύνες ἁμαρτημάτων, ἀλλά παρέχει συγχώρηση<br />

ἁμαρτημάτων» 41 .<br />

Ἐπιλεγόμενα<br />

Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμός θεῖος ξεπέρασε τά<br />

2.000 χρόνια καί πορεύεται στήν τρίτη μετά<br />

Χριστόν χιλιετία. Γνώρισε διωγμούς, ἔζησε κατακόμβες,<br />

ἀνέδειξε μάρτυρες, ἐτίμησε ἥρωες,<br />

ἐβίωσε θαύματα, ὑπέμεινε μαρτύρια. Ὡς ἐκ<br />

τούτου ἔχει πλούσια παρακαταθήκη καί δύναται<br />

γιά μία ἀκόμα φορά νά ἀνταπεξέλθει<br />

στίς δυσκολίες καί νά προσφέρει τή σωτήρια<br />

ἀλήθεια στά μέλη της, ἀναμένοντας τή δική<br />

τους συναίνεση καί κατάφαση.<br />

Πλήν τούτων δέν τήν τρομάζουν τά σύμφωνα<br />

συμβίωσης, διότι οὐδέποτε ἐπέβαλε τό<br />

πιστεύω της, καταργώντας τήν ἐλευθερία τῶν<br />

προσώπων. Μέ σεβασμό στίς ἀρχές της καλεῖ<br />

τό λαό νά κλείσει τά ὦτα του στίς σειρῆνες<br />

τῆς ἐποχῆς, πού θέλουν νά τόν ἀποκόψουν<br />

ἀπό τίς πνευματικές ρίζες του.<br />

Ὡς ἐπίλογο τῆς παρούσης<br />

ἀρθρογραφίας,παραθέτομε<br />

τήν<br />

ἄποψη τοῦ μακαριστοῦ<br />

Μητροπολίτου<br />

Πέτρας καί Χερρονήσου<br />

κυροῦ Νεκταρίου.<br />

«Ἔχουμε χρέος ὡς<br />

Ἐκκλησία, νά καλλιεργήσομε<br />

τίς θεολογικές,<br />

πνευματικές,<br />

ψυχολογικές προϋποθέσεις<br />

ὑγιοῦς γάμου.<br />

Ἄν δέν ὑπάρξουν αὐτές<br />

οἱ προϋποθέσεις, θά<br />

ὁδηγούμαστε ὅλο καί<br />

περισσότερο στήν<br />

αὔξηση τῶν διαζυγίων,<br />

στίς πολλές ἐλεύθερες<br />

συμβιώσεις, στίς μονογονεϊκές<br />

οἰκογένειες, καί ἀκόμη χειρότερα<br />

στούς ὁμοφυλοφυλικούς γάμους, κατά τό<br />

παράδειγμα πολλῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης. Ἡ<br />

Ἐκκλησία μας διακονεῖ τή σωτηρία κάθε<br />

ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Εἶναι<br />

θεῖο νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς κακῶς<br />

ἔχοντας. Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑφίσταται γιά τούς<br />

ἁγίους, ἀλλά γιά ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.<br />

Δέν ἀφορίζει, δέν ἀπειλεῖ, δέν διώχνει<br />

κανένα, προσλαμβάνει τούς πάντες καί<br />

ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τους» 42 .<br />

Ὑποσημειώσεις<br />

1<br />

Γέν. Β΄, 15 – 17.<br />

2<br />

Μάρκ. Η΄, 34. Βλ. καί Λουκ. Θ΄, 13. Ματθ.<br />

ΙΖ΄, 24.<br />

3<br />

Διαδόχου Φωτικῆς, Κεφάλαια Γνωστικά 5,<br />

ΕΠΕ 9, 116.<br />

4<br />

Μάρκου Ἐρημίτου, Ἐρωτήσεις – Ἀποκρί-<br />

48


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

σεις περί τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ΕΠΕ 13, 128.<br />

5<br />

Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ,<br />

ΕΠΕ 10, 1<strong>90</strong>.<br />

6<br />

Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Ὑπόμνημα εἰς<br />

τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, PG 123,<br />

321D.<br />

7<br />

Α΄ Κορ. Ι΄, 23.<br />

8<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά μεθυόντων<br />

καί εἰς τήν Ἀνάστασιν 1, PG 50, 443.<br />

9<br />

Γέν. Α΄, 27.<br />

10<br />

Χαστούπη Ἀ., Ἡ Ἁγία Γραφή, τόμ. Α΄, ἔκδ.<br />

Γιοβάνη, Ἀθήνα 1960, σ. 12.<br />

11<br />

Γέν. Β΄, 18.<br />

12<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν Ὁμιλ.<br />

ΙΔ΄, 4 ΕΠΕ 2, 370.<br />

13<br />

Γέν. Β΄, 23.<br />

14<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους<br />

Ὁμιλ. ΛΔ΄, 4, PG 61, 291. Τοῦ αὐτοῦ Περί<br />

Μονανδρίας 4, PG 48, 615. Βλ. καί Μεγάλου<br />

Βασιλείου, Εἰς τήν μάρτυρα Ἰουλίτταν 2, PG<br />

31, 241. Γαλανάκη Ε., Ἡ αἰώνια γυναίκα, Χανιά<br />

1958, σ. 9.<br />

15<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν Ὁμιλ.<br />

ΙΕ΄, 3 ΕΠΕ 2, 393.<br />

16<br />

Α΄ Κορ. ΙΑ΄, 11.<br />

17<br />

Μοδεστίνου Π., ὁρισμός γάμου, παρ.<br />

Ροδόπουλου Π., Μαθήματα Κανονικοῦ Δικαίου,<br />

ἔκδ. Ἀφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 19<strong>90</strong>,<br />

σ. 216.<br />

18<br />

Γέν. Β΄, 24. Πρβλ. Βάντσου Χ., Ἀποδέσμευση<br />

ἀπό τούς γονεῖς, βασική προϋπόθεση<br />

ἐπιτυχίας τοῦ γάμου, ΕΕΘΣΑΠΘ, Τόμ.<br />

ΚΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 17.<br />

19<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας<br />

17, PG 48, 246. Πρβλ. καί Ζήση Θ., «Ἠ περί<br />

γάμου διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου»,<br />

στό Κληρονομία 1 (1969) 294. Τοῦ<br />

αὐτοῦ, «Ἄνθρωπος καί κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ<br />

τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἰωάννου Χρυσόστομον»,<br />

ΑΒ 9, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 136.<br />

20<br />

Θοδωρήτου Κύρου, Εἰς Ἐφεσίους Ὁμιλ. Ε΄,<br />

PG 82, 548. Βλ. καί Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς<br />

Γένεσιν Ἑρμηνεία PG 87, 177A. Θεοφίλου<br />

Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλυκον Β΄, 28 ΒΕΠΕΣ<br />

5, 40. Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον 11 ΒΕ-<br />

ΠΕΣ, 18, 22.<br />

21<br />

Ἰωάννου Χρυστόμου, Περί παρθενίας 7,<br />

PG 48, 538. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλ.<br />

ΝΑ΄, 5 PG 58, 516. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Α΄ Θεσσαλονικεῖς<br />

Ὁμιλ. 5, 2, PG 62, 426. Τοῦ αὐτοῦ<br />

,Εἰς Ἑβραίους Ὁμιλ. ΛΓ΄, 3, PG 63, 227 – 228.<br />

Εἰς Τῖτον Ὁμιλ. Ε΄, 2, PG 62, 6<strong>90</strong>.<br />

22<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί παρθενίας<br />

9, PG 48, 540. Πρβλ. καί Στάμου Π., Αἱ περί<br />

γάμου καί συζυγίας ὁμιλίαι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου<br />

Χρυσοστόμου, Ἀθήνα 1963, σ. 9.<br />

23<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσίους<br />

Ὁμιλ. ΙΒ΄, 5, PG 62, 389.<br />

24<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό ‘‘Διά δε τάς<br />

πορνείας…’’ 3, PG 51, 213. Πρβλ. καί Βάντσου<br />

Χ., Ὁ Γάμος καί ἡ προετοιμασία αὐτοῦ ἐξ ἐπόψεως<br />

ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς, ἔκδ. Μαυρίδη,<br />

Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 98 – 99.<br />

25<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς<br />

Μάξιμον, PG 59, 230.<br />

26<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό «διά δε τάς<br />

πορνείας…» 5, PG 51, 216.<br />

27<br />

Αὐτόθι.<br />

28<br />

Μπουρνέλη Ἀ., «Γάμος καί μοναχισμός<br />

στόν Ἱερό Χρυσόστομο», Γρηγόριος Παλαμᾶς,<br />

91 (2008) 6.<br />

29<br />

Κόντογλου Φ., Εὐλογημένο καταφύγιο,<br />

ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1987, σ. 2<strong>90</strong> – 291.<br />

30<br />

Γέν. ΙΘ΄, 1 – 17.<br />

31<br />

Ρωμ. Α΄, 26 – 27.<br />

32<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμαίους,<br />

Ὁμιλ. Ε΄, ΕΠΕ 16Β, 407. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Ρωμαίους,<br />

Ὁμιλ. Ι΄, ΕΠΕ 16Β, 639. Πρβλ. καί Θεοδωρήτου<br />

Κύρρου, Φιλόθεος Ἱστορία, ΕΠΕ<br />

4, 33.<br />

33<br />

Αὐτόθι, σ. 415.<br />

34<br />

Αὐτόθι, σ. 417.<br />

35<br />

Βλ. «Σύμφωνο καί γιά ὁμόφυλα ζευγάρια»,<br />

Ἐφημερίδα Καθημερινή, 27 Δεκεμβρίου 2015.<br />

36<br />

Περισσότερα βλ. Μανδηλάρη Κ., «Γιατί τό<br />

σύμφωνο συμβίωσης δίχασε τόσο πολύ;»,<br />

iefimerida, 24 Δεκεμβρίου 2015.<br />

37<br />

Μικρόν Εὐχολόγιον, Τό ἱερόν εὐχέλαιον,<br />

ἔκδ. ΑΔΕΕ, Ἀθήνα 1984, σ. 174.<br />

38<br />

Ἰεζ. ΛΓ΄, 11.<br />

39<br />

Πεντηκοστάριον, Κυριακή Πεντηκοστῆς,<br />

ἔκδ. Φῶς, Ἀθῆναι 1974, σ. 227.<br />

40<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν ἐπίλυσιν<br />

τῆς Χαναναίας, ΕΠΕ 33, 445.<br />

41<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας<br />

Ὁμιλ. Γ΄, ΕΠΕ 30, 155.<br />

42<br />

Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου<br />

Νεκταρίου, «Ἐλεύθερη συμβίωση ἤ γάμος;»,<br />

Ἐφημερίδα Μεσόγειος, 4 Ἀπριλίου 2008, σ. 10.<br />

49


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Νάντια Μαρία Ἔλ Σέιχ:<br />

«Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες»<br />

(Ἐπιμέλεια-Μετάφραση-Παραρτήματα: Νίκος Κελέρμενος<br />

Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις / Ἀντιπαραθέσεις 25, Ἀθήνα 2013)<br />

Λουκᾶ Δημ. Παπαδάκη<br />

Tί πραγματικά ἦταν τό Βυζάντιο;<br />

Πῶς νά τό ὑποθέσουμε καί νά<br />

εἴμαστε κάπως ἀκριβεῖς; Ὅπως τό<br />

προσέλαβε καί σέ κάποιο βαθμό<br />

τό διαμόρφωσε ἤ καί, κατά πολλούς, τό καθόρισε<br />

ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία; Ὅπως τό διδαχθήκαμε,<br />

ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, στά σχολικά<br />

ἐγχειρίδια, τά συνταγμένα στήν Παπαρηγοπούλειο<br />

γραμμή περί Ἑλληνικῆς συνέχειας,<br />

πού τροφοδότησε ἐπί γενεές τόν Μεγαλοϊδεατισμό<br />

μας; Ὅπως τό ἐλεεινολογοῦν<br />

σύγχρονοι πανεπιστημιακοί ἱστορικοί μας,<br />

ἀφοῦ γι’ αὐτούς ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ χριστιανικοῦ<br />

σκοταδισμοῦ; Ὅπως τό βλέπουν<br />

(σωστότερα, δέν τό βλέπουν) ἐκεῖνοι, πού διατείνονται<br />

ὅτι ὅλα ἔχουν λεχθεῖ στήν ἀρχαία<br />

Ἑλλάδα, βδελύσσονται δέ τόν Χριστιανισμό<br />

καί τό κράτος, μέ τό ὁποῖο ἰδίως συνδέθηκε,<br />

διότι ἐδίωξαν τάχα τό ἀρχαῖο πνεῦμα;<br />

Ὅπως τό ἀναθεμάτισε καί τό κατασυκοφαντοῦσε<br />

ὡς καί πρόσφατα ἡ Δυτική Ἐκκλησία;<br />

Ὅπως τό ἐπιθύμησαν καί ἐπιχειροῦσαν ἐπί χιλιετία<br />

νά τό καταλύσουν λαοί ἅρπαγες, πολιτισμένοι<br />

καί βάρβαροι, χριστιανοί κι ἀλλόθρησκοι,<br />

ἁλώνοντας τήν Κωνσταντίνου<br />

Πόλι, τό Κατώφλι τῆς Εὐτυχίας, ὅπως ἦταν<br />

τό ὀθωμανικό ὄνομά της; Ἤ μήπως ὅπως τό<br />

ἀναδεικνύουν τόν τελευταῖο αἰώνα οἱ Βυζαντινολόγοι,<br />

ἰδίως τοῦ Ἀγγλικανικοῦ κόσμου;<br />

Λέγει στήν τελευταία του συνέντευξη ὁ<br />

Στῆβεν Ράνσιμαν: «…Οἱ Βυζαντινοί διατηροῦσαν<br />

πάντοτε -ἄν καί σέ ὁρισμένες περιστάσεις<br />

δέν τό πέτυχαν ἐξ ὁλοκλήρου- ἕνα<br />

πνευματικό ἐπίπεδο ὑψηλῆς στάθμης καί<br />

φρονῶ ὅτι αὐτό εἶναι μᾶλλον ἡ πεμπτουσία,<br />

τό πιό σημαντικό στοιχεῖο τους. Καί θά τόνιζα<br />

ὅτι εἶναι ἕνα εὐρύ καί ἐλεύθερο θρησκευτικό<br />

ἐπίπεδο…» [περιοδ. «Πεμπτουσία»,<br />

τ. 4, Δεκέμβριος 2000 - Μάρτιος 2001].<br />

Πράγματι. Πῶς νά καταλάβουμε τό Βυζάντιο,<br />

ἄν δέν διαβάσουμε Ρωμανό Μελωδό, Ἄννα<br />

Κομνηνή, Πτωχοπρόδρομο. Ἄν δέν ἀνοίξουμε<br />

τήν Παλατινή Ἀνθολογία, πού περιλαμβάνει<br />

κάθε λογῆς ποιήματα σέ γλώσσα<br />

ἑλληνική, ἀπό τόν 8ο π.Χ. μέχρι τόν 8ο μ. Χ.<br />

αἰώνα, καί νά μνημονεύσουμε τόν κληρικό<br />

τῶν ἀνακτόρων τῆς Πόλης Κωνσταντίνο<br />

Κεφαλᾶ (9ος-10ος αἰ.), γιατί ἀγάπησε καί<br />

ἐρωτεύτηκε καί κράτησε ποιήματα σάν τοῦ<br />

Φιλοδήμου (1ος π. Χ. αἰ.): «Ψαλμός, καὶ λαλιὴ<br />

καὶ κωτίλον ὄμμα καὶ ᾠδή / Ξανθίππης,<br />

καί πῦρ ἄρτι καταρχόμενον, / ὤ ψυχή, φλέξει<br />

σε· τό δ’ ἐκ τίνος, ἤ πότε, καί πῶς, / οὐκ οἶδα·<br />

γνώση, δύσμορε, τυφομένη». Καί σέ μετάφραση<br />

Ἀνδρέα Λεντάκη: «Τό κιθάρισμα, κι ἡ<br />

φωνή, καί τό βλέμμα τό λάλο, κι ἡ ὠδή / τῆς<br />

Ξανθίππης, κι ἡ φωτιά πού ἄναψε μόλις / θά<br />

σέ κάψει ψυχή μου. Ἀπό τί, ἀπό πότε καί πῶς<br />

/ δέν τό ξέρω. Καρδιά μου, δύσμοιρη, σάν<br />

καεῖς θά τό μάθεις» [Ἀνδρέα Λεντάκη, 500<br />

ποιήματα ἀπό τήν Παλατινή Ἀνθολογία,<br />

δωρικός, 1988]. Καί ἄλλα πολλά ἱκανά νά<br />

ποιοῦν ἐρυθρές τίς παρειές εἴτε ἀπό συστολή<br />

εἴτε ἀπό διέγερση ἐρωτική. Διότι, βεβαίως,<br />

τό ἐλεύθερο καί ἄναρχο πνεῦμα, ὁ καημός<br />

τοῦ ἀνθρώπου διασώθηκε στόν Μεσαίωνα<br />

κι ἔφτασε ὥς τίς μέρες μας στά ἔρμα τά<br />

μοναστήρια.<br />

Ἔχοντας σήμερα καί σέ τοῦτον ἐδῶ τόν τόπο<br />

νά παλεύουμε μέ τούς χειρότερους σκοταδισμούς,<br />

τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς ἀδιαφορίας,<br />

θαυμάζω πῶς γίνεται νά πάλλει ἀκόμη καί<br />

στιγμές - στιγμές νά κάνει χαλασμό στά<br />

σπλάχνα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ λαοῦ ἡ λέξη Ρωμιοσύνη.<br />

Πῶς καί δέ ρωτιόμαστε, τί στήν εὐχή<br />

θέλει νά πεῖ αὐτός ὁ Ρίτσος: «Τή Ρωμιοσύνη<br />

μήν τήν κλαῖς, - ἐκεῖ πού πάει νά σκύψει / μέ<br />

τό σουγιά στό κόκκαλο, μέ τό λουρί στό σβέρκο,<br />

/ Νάτη, πετιέται ἀποξαρχῆς κι ἀντριεύει<br />

καί θεριεύει / καί καμακώνει τό θεριό μέ τό<br />

καμάκι τοῦ ἥλιου».<br />

Ἀλλά ὑπάρχει καί μιά ἐπιπλέον παράμετρος,<br />

50


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πραγματιστική, πού<br />

ἀφορᾶ τήν ἄσκηση πολιτικῆς<br />

καί δή τῆς Ἐξωτερικῆς.<br />

Ἔγραφα στίς<br />

14 Μαΐου 2012 στόν<br />

Καθηγητή Φιλοσοφίας<br />

Γιῶργο Οἰκονόμου, τόν<br />

καλό μου φίλο:<br />

«…Εἶμαι τῆς γνώμης<br />

ὅτι ἡ μελέτη τοῦ Βυζαντίου<br />

μᾶς εἶναι ἀναγκαία,<br />

διότι μᾶς προσφέρει<br />

ἰσχυρότατα ἐπιχειρήματα<br />

στήν ἄσκηση<br />

ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Τό ἀνάλογο βρίσκεται<br />

στήν ἀντίληψη τοῦ Νταβούτογλου, ἐκφρασμένη<br />

στό «Στρατηγικό βάθος», περί τῶν δικαιωμάτων<br />

τῆς Τουρκίας ἐπί τῶν ἐδαφῶν τῆς<br />

Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὡς ὑπήκοοι<br />

τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους ἔχουμε δικαιώματα,<br />

πού ἀπορρέουν ἀπό τή σχέση μας μέ τήν Ἀνατολική<br />

Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Σέ ὅλες τίς<br />

διακρατικές συμφωνίες οἱ μέν Δυτικοί μᾶς<br />

ἀναγνωρίζουν ὡς Γραικούς, οἱ δέ Ὀθωμανοί<br />

ὡς Ρωμιούς, Ρωμαίους δηλαδή, ὑπηκόους τῆς<br />

πάλαι πότε κραταιῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ<br />

ἀπεμπόληση τῆς σχέσης μας αὐτῆς, ὁδηγεῖ<br />

στήν ἀπώλεια κάθε δικαιώματος πού ἀπορρέει<br />

ἀπό τή σχέση αὐτή. Τό Ρωμιός ἀποτελεῖ<br />

στοιχεῖο ταυτότητας τοῦ Νεοέλληνα. Ἐθλίβην<br />

πληροφορούμενος ὅτι οἱ Τοῦρκοι μᾶς ὀνομάζουν<br />

Γιουνάνηδες («Ἴωνες») καί λένε Ρωμιούς<br />

μόνο τους ἐλαχιστότατους πιά Ἕλληνες<br />

τῆς Πόλης καί τούς Κυπρίους, μάλιστα περιφρονητικά…».<br />

Ὅμως μέ τοῦτα χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή.<br />

Δέν παρέλειψα νά τό ἐπισημάνω στήν<br />

ἐπιστολή αὐτή: «Βέβαια κατανοῶ ὅτι τά παραπάνω<br />

δέν ἔχουν καί μεγάλη σχέση μέ τήν<br />

ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀναζητοῦμε ὡς φιλόσοφος<br />

ἐσύ, ὡς συγγραφέας ἐγώ. Ἀκόμη χειρότερα,<br />

κάτι τέτοια, ἀποκομμένα ἀπό τίς πανανθρώπινες<br />

ἀξίες, θρέφουν τόν ἐθνικισμό.<br />

Σοῦ ἔχω γράψει τήν ἀγάπη μου γιά τήν<br />

ἐλευθερία, γιά τό “Οὐθέν μεῖζον ἀνθρώποις<br />

Ἔλλησιν ἐλευθερίης” τῆς Πριήνης».<br />

Καί μιλώντας περί ἐλευθερίας καί μνήμης<br />

ἀγώνων, δέν εἶναι μόνο οἱ Δυτικοευρωπαῖοι<br />

πού θυμοῦνται καί γιορτάζουν τή μάχη τοῦ<br />

Πουατιέ (732), μέ τήν ὁποία ἡ ἀραβική ἐπέκταση<br />

στήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο ἀποσοβήθηκε<br />

καί περιορίστηκε στήν Ἰβηρική. Καί ἐμεῖς<br />

κάθε Μεγάλη Σαρακοστή θυμόμαστε πῶς<br />

κρατήσαμε τόν πολιτισμό μας, τόν Δυτικό πολιτισμό,<br />

σταματώντας τίς ὀρδές τῶν Ἀβάρων,<br />

τῶν Περσῶν, τῶν Σλάβων, τῶν Ἀράβων, τῶν<br />

Βουλγάρων, τῶν Σελτζούκων καί τῶν Ὀθωμανῶν<br />

Τούρκων. Καί ψάλλουμε κάθε Μεγάλη<br />

Σαρακοστή τό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ<br />

τά νικητήρια, / ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν,<br />

εὐχαριστήρια / ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου,<br />

Θεοτόκε· / ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον,<br />

/ ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,<br />

/ ἵνα κράζω σοι· / Χαῖρε, νύμφη<br />

ἀνύμφευτε». Ἕναν ἐπίσης ὕμνο ἐθνικό, ὅπως<br />

μοῦ τόν εἶχε πεῖ στά χρόνια τῆς ἐφηβείας μου<br />

ὁ ἀείμνηστος φιλόλογος Νικόλαος Οἰκονομάκης.<br />

Κι ὅποιος γνωρίζει τί ἦταν ὁ Διγενής<br />

Ἀκρίτης, μισός Ἕλληνας - μισός Ἄραψ, καταλαβαίνει<br />

ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα πού σέ κάνει<br />

Ρωμιό, ἄνθρωπο δηλαδή πού ἡ ἀντίληψή<br />

του ἑδράζεται στόν ἑλληνικό λόγο καί τή χριστιανική<br />

ἀγάπη.<br />

****<br />

Εἶναι λοιπόν μεγάλη εὐτυχία, πού ἔρχεται ἡ<br />

Ἀραβολόγος - Βυζαντινολόγος Νάντια Μαρία<br />

Ἔλ-Σέιχ, Καθηγήτρια στό Τμῆμα Ἱστορίας<br />

καί Ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου<br />

τῆς Βηρυτοῦ (A.U.B), νά μᾶς κάνει<br />

γνωστή τήν ὀπτική τῶν Ἀράβων γιά τό<br />

Βυζάντιο. Τό βιβλίο ἐκδόθηκε τό 2004 (Harvard<br />

University Press) μέ πρωτότυπο τίτλο<br />

“Byzantium viewed by Arabs”.<br />

Ἀπό τήν ἀρχή ἡ ἱστορικός ἐξηγεῖ ὅτι «γιά<br />

τούς Βυζαντινούς ἡ αὐτοκρατορία τους δέν<br />

51


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία,<br />

ἡ ὁποία τελειοποιήθηκε μέσῳ τοῦ<br />

Χριστιανισμοῦ, καί δέν παραδέχονταν καμία<br />

διάκριση ἤ ἀσυνέχεια ἀπό τήν ἀρχαιότητα.<br />

Ἑπομένως τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς<br />

Αὐτοκρατορίας διακήρυξε ἡ πολιτική τους ἰδεολογία,<br />

πού θεμελιώθηκε πάνω στή ρωμαϊκή<br />

τους κληρονομιά καί παγιώθηκε ἀπό τήν<br />

οἰκουμενική χριστιανική ἰδεολογία». Καί<br />

ἐπισημαίνει ὅτι ἡ πολιτική αὐτή ἰδεολογία δέν<br />

ἦταν σταθερή, ἀλλά παρακολουθοῦσε τίς μεταβολές<br />

τῶν καιρῶν. Γιά παράδειγμα «κατά<br />

τήν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τό βυζαντινό<br />

ἰδεῶδες τόνιζε τήν ἐθνική ἀκεραιότητα, σέ σημεῖο<br />

πού νά ἀπομακρύνεται<br />

ἀπό<br />

τήν ἑλληνο-ρωμαϊκή<br />

παράδοση.<br />

Ἀπό τό μέσον<br />

τοῦ 10ου ἕως τό<br />

μέσον τοῦ 11ου<br />

αἰῶνος, καθώς ἡ<br />

Αὐτοκρατορία<br />

ἔφτανε στό ἀπόγειό<br />

της, οἱ Βυζαντινοί<br />

προσηλώθηκαν<br />

σέ ἕνα<br />

ἑλληνικό παρελθόν,<br />

ἔτσι ὥστε νά<br />

ἐπιβεβαιώσουν<br />

τήν πολιτιστική<br />

τους ἀνωτερότητα ἀπέναντι στόν ὑπόλοιπο<br />

κόσμο».<br />

Αὐτή ἡ εἰκόνα, πού φρόντιζε νά προβάλλει<br />

τό Βυζαντινό κράτος, ὅτι δηλαδή ἦταν ἡ συνέχεια<br />

τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν<br />

Ρωμαίων, ἔγινε ἀποδεκτή καί ἀπό τούς Ἄραβες<br />

μουσουλμάνους. Ἔτσι ὁ ὅρος Ἄλ-Ρούμ,<br />

πού χρησιμοποιοῦνταν γιά τούς Ρωμαίους καί<br />

τούς Βυζαντινούς, περιστασιακά χρησιμοποιήθηκε<br />

καί σέ ἀναφορές στούς ἀρχαίους<br />

Ἕλληνες. Γνώριζαν, βεβαίως, οἱ πάντες, ὑποβάθμιζαν<br />

ὅμως τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀνατολική<br />

Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ὅπως καί κάθε ἄλλη,<br />

δέν ἦταν ἐθνικά ὁμοιογενής.<br />

Στίς σελίδες τοῦ βιβλίου καταγράφεται ἡ<br />

ἀκράδαντη πεποίθηση τῶν Ἀράβων ὅτι τά<br />

πάντα κινοῦνται γύρω ἀπό τόν Θεό καί τή<br />

δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Στήν πραγματικότητα<br />

τοῦτο μᾶλλον δικαιολογεῖ παρά ἑρμηνεύει τίς<br />

πράξεις τους. Καί ἡ Ἱστορία τους, βέβαια, συντάσσεται<br />

μέ αὐτόν τόν γνώμονα. Γιά παράδειγμα<br />

ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, σύγχρονος<br />

τοῦ Προφήτη, παρουσιάζεται ἀπό<br />

τούς Ἄραβες ὡς ἰδανικός κυβερνήτης, τοῦ<br />

ἀναγνωρίζουν δέ τήν ἀποστολή νά ὁμολογήσει<br />

τή νέα πίστη, νά ἀναγνωρίσει δηλαδή<br />

καί νά παραδεχθεῖ «τόν προφητικό χαρακτήρα<br />

τῆς ἀποστολῆς τοῦ Μωάμεθ καί τήν<br />

ὑπεροχή τῆς οὔμμα». Ἔτσι ὁ Ἡράκλειος<br />

ἐμφανίζεται νά λέει: «Μά τόν Θεό, ζῶ σέ μιά<br />

πόλη ὅπου τίποτα δέν εἶναι καλό». Ὑπάρχουν<br />

μάλιστα ἐπιστολές μεταξύ Ἡρακλείου καί<br />

Μωάμεθ, ἡ γνησιότητα<br />

τῶν<br />

ὁποίων εἶναι<br />

ἀμφίβολη, καί<br />

γιά τόν λόγο ὅτι,<br />

ὅταν ὑποτίθεται<br />

ὅτι γράφτηκαν,<br />

ὁ Προφήτης δέν<br />

εἶχε ἐπιβληθεῖ<br />

ἀκόμη οὔτε στήν<br />

Ἀραβική χερσόνησο.<br />

Ὁ Μωάμεθ<br />

καλεῖ τόν<br />

Καίσαρα νά γίνει<br />

Μουσουλμάνος<br />

γιά νά σωθεῖ,<br />

ἀλλιῶς θά πέσει<br />

κατάρα πάνω του. Καί ὁ Ἡράκλειος ἀπαντᾶ,<br />

ἀναγνωρίζοντας τον ὡς ἀπόστολο τοῦ Θεοῦ,<br />

τόν ὁποῖο μάλιστα ἀνήγγειλε ὁ Ἰησοῦς. Καί<br />

ἐπιλέγει: «Ζήτησα ἀπό τούς Ρούμ νά πιστέψουν<br />

σέ σένα, ὅμως ἀρνήθηκαν. Ἄν ὑπάκουαν,<br />

θά ἦταν καλύτερα γι’ αὐτούς. Μακάρι νά<br />

ἤμουν μαζί σου, γιά νά σέ ὑπηρετῶ καί νά σοῦ<br />

νίβω τά πόδια». Τό χαλκεῖο εἶναι προφανές.<br />

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ἡ<br />

ἀντίληψη τῶν Ἀράβων, πού ὑπηρετοῦσε τήν<br />

ἐπεκτατική τους πολιτική, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι<br />

Ἕλληνες φιλόσοφοι ἦταν ἀνώτεροι τῶν Ρωμαίων<br />

καί ἐπίσης ὅτι ἡ παρακμή τῆς φιλοσοφίας<br />

καί τῆς ἐπιστήμης ὀφείλεται στόν<br />

ἐκχριστιανισμό τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.<br />

Ἀντίληψη ἀβασάνιστη, πού δυστυχῶς εἶναι<br />

διαδεδομένη καί μεταξύ ἡμῶν. Πιό κάτω<br />

ὅμως διαβάζουμε τήν ἀναίρεση καί τήν ἀπο-<br />

52


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

κατάσταση τῶν πραγμάτων: «Οἱ Ἄραβες<br />

συγγραφεῖς ἐκτιμοῦσαν τό γεγονός ὅτι οἱ Βυζαντινοί<br />

διέσωσαν τήν ἀρχαία γραμματεία, καί<br />

ἦσαν εὐγνώμονες πού ἐπέτρεψαν στούς<br />

Μουσουλμάνους νά τήν ἀντιγράψουν καί νά<br />

τή μεταφράσουν».<br />

Σημαντική γιά ἐμᾶς τούς Κρητικούς εἶναι ἡ<br />

ἀναφορά στόν Νικηφόρο Φωκᾶ, τόν ἀπελευθερωτή<br />

τοῦ νησιοῦ μας καί ἁγίου τῆς<br />

Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἶναι γεγονός ὅτι κατέσφαξε<br />

ὅλους τούς μουσουλμάνους, ἀκόμη<br />

καί τούς ἐξισλαμισμένους συμπατριῶτες μας,<br />

ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, καί θεωρήθηκε καί<br />

ἦταν πράγματι τόσο φρικτό τό ἔγκλημα,<br />

ὥστε δέν τοῦ ὀργανώθηκε θρίαμβος στή Βασιλεύουσα.<br />

Ὅμως, ἄν δέν ἦταν αὐτός, ἡ<br />

Κρήτη θά ἦταν σήμερα τμῆμα τῆς Ἀραβίας.<br />

Στή βάση τῆς προτομῆς του στό Μεγάλο Κάστρο<br />

εἶναι χαραγμένα τοῦτα τά λόγια τοῦ Καζαντζάκη:<br />

«Νά χαίρεσαι καί σύ νά χαίρεται κι<br />

ἡ γῆς πού μέ τό σκέπος τοῦ Χριστοῦ λευτέρωσες<br />

ἀπό τῶν ἄπιστων Ἀγαρηνῶν τά χέρια».<br />

Φυσικά οἱ Ἄραβες τόν περιγράφουν μέ μελανά<br />

χρώματα: «ξεπέρασε κάθε ὅριο μέ τό<br />

θράσος καί τήν ἀδικία του». Ἡ συγγραφέας<br />

ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἦταν,<br />

ἴσως, ὁ μόνος αὐτοκράτορας πού προσπάθησε<br />

νά μετασχηματίσει τίς πολεμικές συγκρούσεις<br />

τῶν Βυζαντινῶν μέ τούς Ἄραβες σέ ἱερό πόλεμο».<br />

Εἶχε ὄντως ζητήσει νά τιμῶνται ὡς<br />

μάρτυρες οἱ στρατιῶτες, πού σκοτώνονταν<br />

στή μάχη ἀπό ἀλλόθρησκους, κάτι πού ὅμως<br />

ἡ Ἐκκλησία πρός τιμή της ἀπέρριψε.<br />

Τό βιβλίο συμπληρώνουν ἀναλυτική Βιβλιογραφία<br />

μέ δευτερογενεῖς πηγές, μέ πρωτογενεῖς<br />

ἀραβικές πηγές, μέ μεταφρασμένες<br />

πηγές, Γλωσσάρι ἀραβικῶν ὅρων καί λέξεων,<br />

Βιογραφία μουσουλμάνων συγγραφέων καί<br />

λογίων, Βιογραφία μουσουλμάνων ἡγετῶν,<br />

στρατιωτικῶν καί ἀξιωματούχων, Βιογραφία<br />

χριστιανῶν ἡγετῶν, ἐκκλησιαστικῶν<br />

ἀνδρῶν, ἀξιωματούχων, λογίων, συγγραφέων,<br />

Γεωγραφικά δεδομένα, Βασικές πληροφορίες<br />

γιά τό Ἰσλάμ, Στοιχεῖα γιά τίς χαλιφικές<br />

δυναστεῖες, ἀλλά καί τίς δυναστεῖες<br />

Μουσουλμάνων, Ἀράβων, Περσῶν, καί Εὑρετήριο.<br />

Ἀξίζει ὁ ἔπαινος στόν ἰατρό Νίκο Κελέρμενο,<br />

πού μετέφρασε, ἐπιμελήθηκε, πλούτισε μέ<br />

τά παραπάνω παραρτήματα καί παρέδωσε<br />

αὐτό τό λίαν σημαντικό ἔργο στόν Ἕλληνα<br />

ἐπιστήμονα καί τόν φιλομαθή ἀναγνώστη,<br />

ἐπιπλέον δέ τό χάρισε στήν ἑλληνική γλώσσα.<br />

Ἡ συμβολή του στό νά καταπέσουν στερεότυπα,<br />

τά ὁποῖα ἄλλωστε ὑπηρετοῦν ἰδεολογικούς<br />

σκοπούς, ἀλλά καί στό νά παρουσιαστοῦν<br />

τῷ ὄντι ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα<br />

γιά τήν καλλιέργεια τῆς αὐτοσυνειδησία<br />

μας εἶναι τεράστια.<br />

Ἐδῶ νά μνημονεύσουμε καί ἄλλο ἕνα σπουδαῖο<br />

ἔργο γιά τό Βυζάντιο, τό ὁποῖο ἐπίσης<br />

μετέφρασε καί ἐπιμελήθηκε ὁ Νίκος Κελέρμενος.<br />

Πρόκειται γιά τό βιβλίο «Ἡ Γέννησις<br />

τοῦ Νοσοκομείου στήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία»<br />

τοῦ Timothy S. Miller (The John<br />

Hopkins University Press), πού ἐξέδωσε τό<br />

1998 ἡ Ἱερά Μητρόπολις Θηβῶν καί Λεβαδείας.<br />

Σέ αὐτό καταδεικνύεται πόσο πρωτοποριακή<br />

ὑπῆρξε καί στούς τομεῖς τῆς ὑγείας<br />

καί τῆς περίθαλψης ἡ Βυζαντινή κοινωνία καί<br />

πόσο ἄδικη καί φτηνή ἦταν καί εἶναι ἡ ἐναντίον<br />

της πολεμική.<br />

53


Παλαιοί καί νέοι ἡμεροδεῖκτες καί ἑορτές<br />

Ἀναστασίας Στεφ. Γοντικάκη,<br />

Φιλολόγου<br />

Tά μικρά ἡμερολόγια τοίχου μέ τά<br />

365/6 φύλλα τῶν ἡμερῶν τοῦ χρόνου,<br />

πού ἔγραφαν μέ χοντρά νούμερα<br />

τήν ἡμερομηνία καί ἀπό κάτω<br />

μέ μικρά στοιχεῖα τίς ἑορτές τῶν Ἁγίων (στήν<br />

πίσω ὄψη μαντινάδες, γνωμικά ἤ συνταγές μαγειρικῆς)<br />

παλαιότερα δέν ἔλειπαν ἀπό κανένα<br />

ἑλληνικό σπίτι. Σήμερα εἶναι σπάνια, καθώς<br />

φαίνονται φτωχά καί εὐτελῆ, μπροστά στά<br />

πολυτελέστερα, μέ τό ἰλουστρασιόν χαρτί καί<br />

τήν καλλιτεχνική ἐκτύπωση, πού πληθωρικά<br />

κυκλοφοροῦν. Ἡμερολόγια μέ δώδεκα φύλλα,<br />

πού ἀριθμοῦν μόνο τίς ἡμέρες τῶν μηνῶν<br />

καί εἰκονογραφοῦνται μέ θέματα σχετικά μέ<br />

τό προϊόν ἤ τόν σκοπό πού ἐξυπηρετεῖ ἡ ἔκδοσή<br />

τους.<br />

Τό ἑορτολόγιο παραλείπεται καί ἡ ζωή,<br />

ἀνέορτη πλέον καί ξεκομμένη ἀπό τή μνήμη<br />

τῶν Ἁγίων, γίνεται «μακρά καί ἀπανδόχευτος<br />

ὁδός» (χωρίς πανδοχεῖο, χωρίς τόπο γιά νά<br />

ἀναπαυθεῖς), μέσα στήν ἐρημιά τῶν μεγάλων<br />

πόλεων καί τήν παγκόσμια κρίση.<br />

Ὁ πολιτισμός πού ἐξοβέλισε τίς ἑορτές ἀπό<br />

τή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἤδη ὑποστεῖ τίς συνέπειες<br />

μιᾶς τέτοιας ἀστοχίας. Διέλυσε, ἴσως,<br />

τόν ἰσχυρότερο ἱστό τῆς κοινότητας καί<br />

ἄφησε τόν ἄνθρωπο μόνο.<br />

Τώρα, κράτη καί διεθνεῖς ὀργανισμοί προσπαθοῦν<br />

νά καθιερώσουν (σωστότερα νά ἐπιβάλουν)<br />

νέες ἑορτές, «παγκόσμιες ἡμέρες», μέ<br />

περιεχόμενο κοινωνικό. Οἱ ὀνομαστικές ἑορτές<br />

ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν ἑορτή<br />

τῶν γενεθλίων. Καί ἐμεῖς, μαζί μέ ὅλον τόν κόσμο,<br />

ἑορτάζομε τήν ἡμέρα τῆς μητέρας, τῆς<br />

εἰρήνης, τοῦ παιδιοῦ, τῶν ζώων, τοῦ περιβάλλοντος.<br />

Ἡμέρες τῶν ναρκωτικῶν, τοῦ<br />

AIDS, τῆς βίας, τῶν γενοκτονιῶν, τοῦ μετανάστη,<br />

τῶν ἀτόμων μέ εἰδικές ἀνάγκες, τῆς κακοποίησης<br />

τῶν γυναικῶν καί γενικῶς πολλῶν<br />

πληγῶν καί πληγωμένων.<br />

Εἰδικοί φορεῖς, διεθνῆ κέντρα, ἑνώσεις ποικίλων<br />

ἀποχρώσεων ὀργανώνουν συζητήσεις,<br />

πορεῖες, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας καί<br />

ἄλλες παρόμοιου χαρακτήρα ἐκδηλώσεις,<br />

τίς ὁποῖες προβάλλουν σέ ὁλόκληρο τόν<br />

κόσμο, μέ ὅσα μέσα μᾶς παρέχει ἡ σύγχρονη<br />

τεχνολογία.<br />

Μέ ἀδυσώπητες στατιστικές καί εἰκόνες<br />

ἄφατου πόνου, φρίκης ἤ ἀθλιότητας διεγείρουν<br />

συναισθήματα ὀργῆς, φόβου, ἐνοχῆς γιά<br />

τά ἑορταζόμενα, πού δέν ἔχουν βρεῖ ἀκόμη δικαίωση<br />

ἤ θεραπεία. Καί σ’ αὐτόν, ἐν τέλει, τόν<br />

κοινό φόβο καί τήν ἐνοχή ἐντοπίζεται ἡ παγκοσμιότητα<br />

μιᾶς τέτοιας δυσέορτης ἑορτῆς.<br />

Τήν εὐαισθητοποίηση τῆς κοινῆς γνώμης<br />

ἐπιδιώκει. Δέν κρίνεται ἡ πρόθεση (ἔστω καί<br />

ἄν συνδέεται μέ ἰδιοτέλειες) ἀλλά τό μεῖον. Ἡ<br />

συνισταμένη ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων (πανηγυρικῶν,<br />

ἐνημερωτικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν<br />

κ.ἄ.) λειτουργεῖ φανερά ἤ ὑπόγεια ὡς<br />

“μύστης”, γιά τά συντελούμενα παράλογα καί<br />

ἀπάνθρωπα πού δέν ἔχουν τέλος, οὔτε φθάνουν<br />

στήν κάθαρση.<br />

Ποιά σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά τά καινά καί κατ’<br />

ἐπίφασιν παγκόσμια, μέ τή μορφή καί τό νόημα<br />

τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς ἑορτῆς; Τά ἀστικά<br />

καί τά ἀγροτικά μας πανηγύρια στή μνήμη<br />

τῶν Ἁγίων, πού μέχρι σήμερα διατηροῦν<br />

πανάρχαιες συνήθειες λατρείας; Λειτουργία<br />

εὐχαριστιακή μέ ἀρτοπλασίες καί προσφορές,<br />

εὐλογία τῶν ἀπαρχῶν (ἡ προσφορά καί εὐλογία<br />

τῶν πρώτων καρπῶν) καί τῶν καρπῶν τῶν<br />

σπορίμων, λιτανεῖες, ἀγῶνες ἱππικούς κ.ἄ., καί<br />

ὕστερα κοινό τραπέζι, τραγούδι καί χορός στίς<br />

πλατεῖες καί τά σώπατα τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου<br />

ὅλοι, ἐξίσου, κοινωνοῦν τά θεῖα καί τά ἀνθρώπινα<br />

καί μοιράζονται τήν τέρψη τῆς ψυχῆς καί<br />

τοῦ σώματος.<br />

Ὁ ὁμηρικός ὕμνος στόν Δήλιο Ἀπόλλωνα<br />

περιγράφει τήν ἑορτή τοῦ θεοῦ τῆς Δήλου καί<br />

ὁ νοῦς μας ξεστρατίζει στό γειτονικό πανηγύρι<br />

τῆς Εὐαγγελίστριας στήν Τῆνο.<br />

«ἀλλὰ σὺ Δήλῳ Φοῖβε μάλιστ᾿ ἐπιτέρπεαι<br />

54


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

ἦτορ,<br />

ἔνθα τοι ἑλκεχίτωνες Ἰάονες ἠγερέθονται<br />

αὐτοῖς σὺν παίδεσσι καὶ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν.<br />

οἱ δέ σε πυγμαχίῃ τε καὶ ὀρχηθμῷ καὶ<br />

ἀοιδῇ<br />

μνησάμενοι τέρπουσιν ὅταν στήσωνται<br />

ἀγῶνα.<br />

φαίη κ᾿ ἀθανάτους καὶ ἀγήρως ἔμμεναι<br />

αἰεὶ<br />

ὃς τότ᾿ ἐπαντιάσει᾿ ὅτ᾿ Ἰάονες ἀθρόοι<br />

εἶεν.<br />

πάντων γάρ κεν ἴδοιτο χάριν, τέρψαιτο δὲ<br />

θυμὸν<br />

ἄνδρας τ᾿ εἰσορόων καλλιζώνους τε γυναῖκας<br />

νῆάς τ᾿ ὠκείας ἠδ᾿ αὐτῶν κτήματα πολλά.<br />

πρὸς δὲ τόδε μέγα θαῦμα, ὅου κλέος οὔποτ᾿<br />

ὀλεῖται,<br />

κοῦραι Δηλιάδες Ἑκατηβελέταο θεράπεναι.<br />

... μνησάμεναι ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν<br />

ὕμνον ἀείδουσιν, θέλγουσι δὲ φῦλ᾿ ἀνθρώπων».<br />

«ἀλλά στή Δῆλο πιό πολύ, ὤ Φοῖβε, τέρπεις<br />

τήν καρδιά σου,<br />

ἐκεῖ πού οἱ μακροχίτωνες γιά χάρη σου Ἴωνες<br />

μαζεύονται<br />

μέ τά παιδιά καί τίς σεβάσμιες συζύγους τους.<br />

Κι αὐτοί μέ πυγμαχία καί μέ χορό καί μέ τραγούδι<br />

θά τέρπουν μνημονεύοντας ἐσένα, ὅταν θά<br />

στήνουν τόν ἀγώνα.<br />

Κι ἀκόμα ἐκεῖνο τό μεγάλο θαῦμα, πού ἡ δόξα<br />

του ποτέ δέν θά χαθεῖ,<br />

οἱ Δηλιάδες κόρες, οἱ ἱέρειες τοῦ Ἑκατηβελέτη...<br />

μνημονεύοντας ἀρχαίους ἄνδρες καί γυναῖκες<br />

ψάλλουν ὕμνο καί τέρπουν τά γένη τῶν<br />

ἀνθρώπων».<br />

(Ὁμηρικός Ὕμνος στό Θεό Ἀπόλλωνα, στίχ.<br />

145-161).<br />

Τό πλῆθος τῶν καλοντυμένων ἀνθρώπων,<br />

πού μέ τίς εὐπρεπεῖς συζύγους τους καί τά παιδιά<br />

τους συρρέουν στή Δῆλο μέ τά πολλά ταχύπλοα<br />

καράβια, τά πλούτη, οἱ ἀγῶνες, σοῦ<br />

δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ἀθανασίας καί τῆς<br />

αἰώνιας νεότητας… δόξα καί μέγα θαῦμα τῆς<br />

πανηγύρεως, ὁ Ὕμνος, πού τά κορίτσια τῆς<br />

Δήλου ψάλλουν στόν Ἀπόλλωνα, μνημονεύοντας<br />

ἀρχαίους ἄνδρες καί γυναῖκες καί<br />

γεμίζουν εὐφροσύνη τά γένη τῶν ἀνθρώπων.<br />

Καί στήν Τῆνο:<br />

«Δεῦτε Τήνιοι πολῖται νά πανηγυρίσωμεν<br />

εὕρεσιν τῆς Παναγίας νά ὑμνήσωμεν».<br />

Εἴκοσι ἑπτά αἰῶνες συνδέουν τά δύο πανηγύρια,<br />

ὡστόσο, οἱ θρησκευτικές γιορτές στίς<br />

πόλεις, ἔχουν διολισθήσει περισσότερο πρός<br />

τόν κοινωνικό τύπο τῆς δυτικῆς γιορτῆς. Τό<br />

«φαίνεσθαι» καί τό life-style τῶν παραγόντων<br />

τῆς ἑορτῆς ὑποβαθμίζουν ἤ καί ἐκμηδενίζουν<br />

τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τήν<br />

οὐσιαστική σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τά θεῖα. «Οἱ<br />

ναρθηκοφόροι μέν πολλοί Βάκχοι δέ τε<br />

παῦροι» (Οἱ πανηγυριστές εἶναι πολλοί, ἄλλα<br />

οἱ βαθειά πιστεύοντες λίγοι) (Πλάτων, Φαίδων<br />

69C). Καί ἐπειδή, καθώς φαίνεται, αὐτός<br />

ὁ τρόπος δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἐσώτερες ἀνάγκες<br />

μας, ἐπιστρέψαμε στόν θησαυρό τῆς παράδοσης,<br />

τά ἀρχαῖα ἔθιμα 1 .<br />

Ἴσως σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη<br />

φορά, γίνεται ἐπίκαιρη ἡ ρήση τοῦ Ἡρακλείτου<br />

(ἀπ. 2) «τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ<br />

ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν»<br />

[μετάφραση: ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι κοινή<br />

(ὅμοια) γιά ὅλους, οἱ περισσότεροι ζοῦν σάν<br />

νά ἔχουν δική τους ἀντίληψη (ἄποψη) γι᾿<br />

αὐτήν]. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀπομακρύνονται<br />

ἀπό τό κοινό πνεῦμα, τήν κοινή ἀντίληψη τῆς<br />

ἀλήθειας, παύουν νά κοινωνοῦν, παύουν νά<br />

ζοῦν μέσα σέ κοινωνίες ἰδιωτεύουν 2 ἀλαζονικά,<br />

ὑπηρετοῦν τήν ἀτομική τους ἄποψη, στάση<br />

55


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πού φέρνει τή ρήξη στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων<br />

μέ τό θεῖον, καί καταλύει τήν οἰκειότητα<br />

μέ τούς Ἁγίους. Ἀπό αὐτήν τήν ἰδίαν<br />

φρόνησιν μᾶς ἀποτρέπει ὁ ξυνός-κοινός-λόγος<br />

τῆς ὀρθόδοξης ἑορτῆς, ὅπως τόν διαμόρφωσε<br />

τό θρησκευτικό βίωμα καί ἡ πνευματικότητα<br />

τοῦ λαοῦ μας, ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια.<br />

Ὁ περιηγητής Παυσανίας μαρτυρεῖ τήν<br />

εὐσέβεια τῶν Ἀθηναίων 3 καί ὁ Ἀπόστολος<br />

Παῦλος βρῆκε ἕτοιμο τόν βωμό τοῦ Ἄγνωστου<br />

θεοῦ 4 , γιατί ἡ ἑλληνική θρησκευτική ἀντίληψη<br />

περιεῖχε ἤδη σπερματικά* (περιεῖχε τούς<br />

σπόρους), τόν χριστιανικό λόγο. Ἡ ἑλληνική<br />

φιλοσοφία ἄνοιξε τόν δρόμο καί ἐδόξασε τήν<br />

νέα πίστη 5 , ἔδωσε νέο περιεχόμενο στά λατρευτικά<br />

ἔθιμα καί τή γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων,<br />

τήν κοινή ἑλληνική.<br />

Μαζί μέ αὐτά, ὁ ἑλληνικός κόσμος πλήρωσε,<br />

ἀπό τούς πρώτους ρωμαϊκούς διωγμούς ὥς<br />

τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, μέ χιλιάδες μαρτύρων<br />

τήν πίστη του. Εἶναι οἱ ἅγιοι πού<br />

«ἐλιθάσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐπρίσθησαν<br />

ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς,<br />

ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι,<br />

θλιβόμενοι, κακουχούμενοι ὧν οὔκ ἄξιος ὁ κόσμος»<br />

( Ἑβρ. 37). Εἶναι οἱ βοηθοί καί συλλήπτορες<br />

στίς δύσκολες ὧρες, οἱ ἰαματικοί στίς<br />

ἀσθένειες, οἱ σημάντορες τῶν μετεωρολογικῶν<br />

φαινομένων, πού κατηύθυναν καί προστατεύουν<br />

τούς ἐργάτες τῆς γῆς, τούς βοσκούς<br />

καί τά βοσκήματα, οἱ φέροντες τήν βροχή<br />

καί τήν εὐετηρία (καλοχρονιά) 6 .<br />

Σήμερα ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία προσφέρει<br />

τίς λύσεις σ’ αὐτά τά ζητήματα. Ἡ Παναγία<br />

ἡ Μεσοσπορίτισσα, γιά τόν χρόνο<br />

σπορᾶς τῶν σιτηρῶν (21 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγ.<br />

Γεώργιος ὁ μεθυστής (3 Νοεμβρίου) γιά τό<br />

ἄνοιγμα τοῦ καινούριου κρασιοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος<br />

(6 Δεκεμβρίου) γιά τά ταξίδια καί τήν<br />

προστασία τῶν ναυαγῶν, ὁ Ἅι-Γιάννης ὁ<br />

Κλήδονας ἤ τοῦ Λιοτροπιοῦ (ἡλιοστασίου) (24<br />

Ἰουνίου) πάνω στό θερινό ἡλιοστάσιο, ἡ Ἁγία<br />

Μαρίνα (17 Ἰουλίου) «γιά νά μαράνει τίς<br />

παιδικές ἀρρώστιες», δέν μᾶς χρειάζονται πιά<br />

καί τούς σβήσαμε ἀπό τά ἡμερολόγια καί τή<br />

μνήμη μας.<br />

Ὅμως ἡ ταραχή καί ἡ ἔνταση τῶν φυσικῶν<br />

φαινομένων, ἡ χρονική μετακίνηση τῶν<br />

ἐποχῶν καί οἱ ἄλλες κλιματικές ἀλλαγές, οἱ<br />

μεγάλες καταστροφές, ὅλο καί συχνότερες τά<br />

τελευταῖα χρόνια, ἐντείνουν τήν ἀγωνία μας<br />

γιά τό μέλλον τοῦ πλανήτη. Οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς<br />

καί οἱ οἰκολόγοι συνεδριάζουν καί ἀποφασίζουν<br />

μέτρα προστασίας ἤ περιστολῆς, γιά τά<br />

ἀπρόβλεπτα «σημεῖα» τοῦ καιροῦ. Ἡ ἐπιστήμη<br />

ἔχει τόν λόγο της, ὡστόσο στούς ἡμεροδεῖκτες<br />

οἱ νέες διεθνεῖς ἑορτές, πληθαίνουν<br />

μαζί μέ τά προβλήματα καί καταγράφονται περισσότερο<br />

ὡς ἀπειλή ἤ καθῆκον. Ὄχι ὡς ἑορτή<br />

καί πανηγύρι, ἀλλά ὡς ἑνωμένη ἀντίσταση.<br />

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ τρομοκρατία<br />

καί τά παρά-λόγον πού τή συνοδεύουν.<br />

Οἱ ἑορτές τῶν Ἁγίων μας ἔχουν νά κάνουν<br />

μέ τά ὑπέρ-Λόγον μέ τά ἱερά καί τό θαῦμα καί<br />

περαιτέρω μέ τόν πολιτισμό καί τήν αὐτοσυνειδησία<br />

μας. Ἡ ἀπουσία καί ἡ σταδιακή κατάργηση<br />

τῶν ἑορτῶν, ὅπως καί ἡ κατάργηση<br />

τῆς Κυριακῆς ἀργίας, ἀλλάζει τόν τρόπο<br />

μας, γιατί δέν συνδέεται μόνο μέ τίς εὐφρόσυνες<br />

στιγμές καί τίς ἐκδηλώσεις μιᾶς μακρόχρονης<br />

πνευματικῆς παράδοσης, πού μᾶς<br />

γοητεύουν, ὅταν συμβεῖ νά τίς συναντήσομε 7 ,<br />

ἀλλά μέ τήν πίστη, τή γλώσσα καί τίς κοινωνικές<br />

δομές, πού ὡς βίωμα συνιστοῦν τό<br />

δαιμόνιον τῆς ψυχῆς, τό «ἀθανάτους καί<br />

ἀγήρως ἔμμεναι», τοῦ Ὁμηρικοῦ Ὕμνου.<br />

Δέν εἴμαστε ἀντίθετοι στίς «ἡμέρες» ἀλλά<br />

δέν εἶναι Ἑορτές.<br />

Σημειώσεις:<br />

1. Ἡ ἐπιστροφή γιά νά ἔχει συνέχεια, πρέπει νά γίνεται<br />

μέ τόν δέοντα σεβασμό. Πολλές φορές γιά τουριστική<br />

κατανάλωση ἔχουμε ἔκπτωση στό Folklore (ἐπιφανειακή<br />

μίμηση).<br />

2. Ἀπό τό ρῆμα ἰδιωτεύω τό οὐσιαστικό ἰδιώτης πέρασε<br />

στή Γαλλία ὡς ὅρος τῆς ψυχιατρικῆς idiot εἶναι<br />

ὁ ἠλίθιος, ὁ πνευματικά καθυστερημένος.<br />

3. Παυσανίου «Ἑλλάδος Περιήγησις Ἀττικά» (Ι175-6)<br />

4. Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 17, 22-23.<br />

5. Εὐαγγέλιον κατά Ἰωάννην 12, 20-23 «ἐλήθυθεν ἡ<br />

ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου».<br />

6. Γεωργ. Μέγα, «Ἑλληνικές ἑορτές καί ἔθιμα τῆς<br />

λαϊκῆς λατρείας».<br />

7. Στά πανηγύρια, ἤ περιγραφόμενες γλαφυρά στά κείμενα<br />

τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Κόντογλου κ.ἄ.<br />

* Ἐνδεικτικά: Πλάτωνος Νόμοι «ὁ δή θεός ἡμῖν πάντων<br />

χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα, καί κατά τόν ἴδιον<br />

λόγον, ὁ μέν σώφρων ἡμῶν, θεῷ φίλος, ὅμοιος γάρ, ὁ<br />

δέ μή σώφρων ἀνόμοιός τε καί διάφορος καί ἄδικος (716<br />

c1-d3). Πλάτωνoς Φαῖδρος: «Tήν δικαιοσύνη τοῦ<br />

Θεοῦ μπορεῖ κανείς νά φθάσει «ἐξιστάμενος τῶν<br />

ἀνθρωπίνων καί πρός τῷ θείῳ γιγνόμενος - φυγή δέ<br />

ὁμοίωσις τῷ θεῷ κατά τό δυνατόν» (z496).<br />

Ξενοφάνης: «Εἷς θεός μέγιστος», ἀπ.170.<br />

56


ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ<br />

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ<br />

• Μέ τή δέουσα λαμπρότητα ἑορτάσθηκαν τά<br />

ἅγια Θεοφάνεια στό Φανάρι τήν Τετάρτη 6<br />

Ἰανουαρίου. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ.<br />

Βαρθολομαῖος προέστη τῆς Πατριαρχικῆς<br />

Θείας Λειτουργίας στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό<br />

Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἡ ἀκολουθία<br />

τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ ἔγινε κατά τήν Πατριαρχική<br />

τάξη μετά τό τέλος τῆς Μ. Δοξολογίας<br />

τοῦ Ὄρθρου. Μετά τήν Ἀπόλυση<br />

σχηματίσχθηκε πομπή πρός στήν ἀκτή τοῦ<br />

Κερατίου Κόλπου, στήν προκυμαία τοῦ Φαναρίου,<br />

ὅπου ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους, περιστοιχούμενος<br />

ἀπό τούς συλλειτουργοῦντες<br />

ἁγίους Ἀρχιερεῖς, τέλεσε τόν Ἁγιασμό τῶν<br />

ὑδάτων καί τῆς τελετῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου<br />

Σταυροῦ στή θάλασσα τοῦ Κεράτιου.<br />

Συμμετεῖχε πλῆθος πιστῶν ἀπό τήν Πόλη καί<br />

πολλοί προσκυνητές ἀπό τήν Ἑλλάδα καί<br />

ἄλλες χῶρες, ἐνῶ παρέστησαν ὁ Ὑπουργός<br />

Ἐσωτερικῶν καί Διοικητικῆς Ἀνασυγκροτήσεως<br />

κ. Παναγιώτης Κουρουμπλῆς, ὁ<br />

‘Υφυπουργός Ἐξωτερικῶν κ. Ἰωάννης Ἀμανατίδης,<br />

ὁ πρεσβευτής τῆς Ἑλλάδος στήν<br />

Ἄγκυρα κ. Κυριακός Λουκάκης, ὁ Γενικός<br />

Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στήν Πόλη κ. Εὐάγγελος<br />

Σέκερης, ἡ Πρόξενος κ. Δανάη Βασιλάκη,<br />

Ἄρχοντες, καί πλῆθος πιστῶν.<br />

• Κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Παναγιωτάτου<br />

Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,<br />

πραγματοποιήθηκε ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων<br />

τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων<br />

Ἐκκλησιῶν στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ<br />

Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης<br />

ἀπό 21ης ἕως 28ης Ἰανουαρίου <strong>2016</strong>. Παρέστησαν<br />

ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης<br />

Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαῖος,<br />

ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ.κ.<br />

Θεόδωρος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἱεροσολύμων<br />

κ.κ. Θεόφιλος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Μόσχας<br />

κ.κ. Κύριλλος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Σερβίας κ.κ.<br />

Εἰρηναῖος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Ρουμανίας<br />

κ.κ. Δανιήλ, ὁ Μακ. Πατριάρχης Βουλγαρίας<br />

κ.κ. Νεόφυτος, ὁ Μακ. Πατριάρχης Γεωργίας<br />

κ.κ. Ἠλίας, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ.<br />

Χρυσόστομος, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων,<br />

Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιος<br />

καί ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Τσεχίας καί<br />

Σλοβακίας κ.κ. Ραστισλάβος, ἐνῶ ἐκωλύθησαν<br />

νά παραστοῦν ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀντιοχείας<br />

κ.κ. Ἰωάννης καί ὁ Μακ. Μητροπολίτης<br />

Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας κ.κ. Σάββας,<br />

γιά λόγους ὑγείας, καί ὁ Μακ. Ἀρχιεπισκόπος<br />

Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος,<br />

γιά προσωπικούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ὅμως<br />

ἐκπροσωπήθηκαν ἀπό ἐπίσημες ἀντιπροσωπεῖες<br />

τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Οἱ Προκαθήμενοι<br />

ἐπεβεβαίωσαν τήν ἀπόφασή τους νά συγκληθεῖ<br />

ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν<br />

Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία τῆς Κρήτης ἀπό 16 ἕως<br />

27 Ἰουνίου <strong>2016</strong>.<br />

57


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

• Τήν 31 Ἰανουαρίου ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ<br />

Πατριάρχης δέχθηκε σέ ἀκρόαση τόν Σεβ.<br />

Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖο καί τούς<br />

Σεβ. Μητροπολίτες Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, Σασίμων<br />

κ. Γεννάδιο καί Κισάμου καί Σελίνου κ.<br />

Ἀμφιλόχιο, τούς Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτες κ.<br />

Βαρθολομαῖο, Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἁγίας καί<br />

Ἱερᾶς Συνόδου, καί π. Πρόδρομο Ξενάκη, Ὑπογραμματέα<br />

τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς<br />

Ἐκκλησίας Κρήτης, καί τόν Ἐλλογ. κ. Κωνσταντῖνο<br />

Ζορμπᾶ, Γεν. Διευθυντή τῆς Ὀρθοδόξου<br />

Ἀκαδημίας Κρήτης, μέ τούς ὁποίους συνεργάσθηκε<br />

γιά τήν ὀργάνωση τοῦ προγράμματος<br />

τῆς ἐπικείμενης Ἁγίας καί Μεγάλης<br />

Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν<br />

Ο.Α.Κ.<br />

• Τή Σμύρνη ἐπισκέφθηκε ὁ Οἰκουμενικός<br />

Πατριάρχης ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς<br />

5 Φεβρουαρίου, ὁπότε ὑποδέχθηκε τήν<br />

Ἱερά Εἰκόνα τῆς Παναγίας Παραμυθίας ἀπό τό<br />

Ἅγιον Ὅρος καί στή συνέχεια προεξῆρχε κατά<br />

τόν πανηγυρικό Ἑσπερινό καί κήρυξε κατάλληλα<br />

στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου<br />

Βουκόλου στήν περιοχή Μπασμάν. Τo<br />

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου ὁ Παναγιώτατος<br />

προεξῆρχε τῆς Πατριαρχικῆς Θείας Λειτουργίας<br />

στόν πανηγυρίζοντα Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου<br />

Βουκόλου, συλλειτουργούντων τῶν Σεβ.<br />

Μητροπολιτῶν Δράμας κ. Παύλου καί Νεαπόλεως<br />

καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα.Τό<br />

ἀπόγευμα χοροστάτησε στόν ὀρθόδοξο<br />

Ἑσπερινό τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννη<br />

τοῦ Θεολόγου τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν<br />

τῆς Σμύρνης ἐνῶ τό βράδυ παρέστη στό Μέγαρο<br />

Μουσικῆς τῆς Σμύρνης στή συναυλία<br />

ἀπό τή Χάρις Ἀλεξίου, πού διοργανώθηκε ἀπό<br />

τή νεοσύστατη Ὀρθόδοξη Κοινότητα Σμύρνης.<br />

Ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους συνεχάρη τήν<br />

καταξιωμένη καλλιτέχνιδα ἀπό σκηνῆς μέ<br />

θερμούς καρδιακούς λόγους, τονίζοντας ὅτι<br />

χρειαζόμαστε τέτοιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι<br />

ἐνισχύουν τούς δεσμούς φιλίας καί συνεργασίας<br />

μεταξύ Τούρκων καί Ἑλλήνων, τήν προσκάλεσε<br />

μάλιστα στήν Κωνσταντινούπολη.<br />

Κατά τήν παραμονή του στή Σμύρνη ὁ Πατριάρχης<br />

μίλησε κατά τήν παρουσίαση τοῦ Βιβλίου<br />

τοῦ κ. Παρασκευᾶ Συριανόγλου «Μιά<br />

ἀγάπη δύο θεοί» στό Ἐμπορικό Ἐπιμελητήριο<br />

Σμύρνης, ἐπισκέφθηκε τόν Δήμαρχο Σμύρνης<br />

κ. Kocaoglu καί μίλησε κατά τήν ἔναρξη τοῦ<br />

Β΄ Ἁγιολογικοῦ Συνεδρίου καί κατά τήν Θεία<br />

Λειτουργία στό Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς,<br />

ὅπου ἔδωσε τήν εὐλογία του στόν Σεβ.<br />

Μητροπολίτη Κορωνείας κ. Παντελεήμονα νά<br />

χοροστατήσει ἀντ’ Αὐτοῦ, καί στό τέλος τέλεσε<br />

τρισάγιο γιά ὅλους τούς κεκοιμημένους<br />

κληρικούς καί λαϊκούς τῆς Σμνύρνης.<br />

• Τήν Κυριακή 14 Φεβρουαρίου κατά τήν Πατριαρχική<br />

χοροστασία στόν πανηγυρίσαντα Ἱ.<br />

Ναό τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στό γραφικό Βεβέκιον<br />

τοῦ Βοσπόρου, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης<br />

κ. Βαρθολομαῖος τέλεσε τή χειροθεσία<br />

τοῦ Μ. Ἱεροκήρυκα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ<br />

Μεγάλης Ἐκκλησίας Παναρέτου, πρός<br />

τόν ὁποῖο καί ἀπηύθυνε ἀπό διφθέρας πατρι-<br />

58


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

κούς λόγους περί τῆς νέας του διακονίας. Κατά<br />

τήν χειροθεσία παρέστησαν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες<br />

Δωδώνης κ. Χρυσόστομος, Ἴμβρου καί<br />

Τενέδου κ. Κύριλλος, Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ,<br />

Μυριοφύτου καί Περιστάσεως κ. Εἰρηναῖος, καί<br />

ὁ Ἐπίσκοπος Δορυλαίου κ. Νίκανδρος, ἀπό τήν<br />

Ἀρχιεπισκοπή τῆς Αὐστραλίας, ἐνῶ παρών<br />

ἦταν καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ρεθύμνης καί<br />

Αὐλοποτάμου κ. Εὐγένιος, στήν ἐπαρχία τοῦ<br />

ὁποίου ἀνήκει ἐκκλησιαστικῶς ὁ νεοχειροθετηθείς<br />

κληρικός τῶν Πατριαρχείων.<br />

• To Σάββατο 13 Φεβρουαρίου, ὁ Παναγιώτατος<br />

Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος<br />

δέχθηκε σέ ἀκρόαση τά μέλη τῆς Κεντρικῆς<br />

Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Δικτύου<br />

τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν Ποιμαντική<br />

Διακονία στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας.<br />

Ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,<br />

ἡ Ἐπιτροπή συναντήθηκε στήν<br />

Πόλη καί συνεδρίασε στήν αἴθουσα τοῦ Μικτοῦ<br />

Συμβουλίου τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Οἰκουμενικοῦ<br />

Πατριαρχείου στό Φανάρι ἀπό 10 ἕως<br />

14 Φεβρουαρίου ὑπό τόν Συντονιστή τῆς<br />

Ἐπιτροπῆς Πρωτ. Σταῦρο Κοφινᾶ. Ἀποφασίσθηκαν:<br />

Ἡ ὀργάνωση κατά τόπους συναντήσεων<br />

μεταξύ κληρικῶν καί ἐπαγγελματιῶν<br />

ὑγείας (ἰατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικούς<br />

λειτουργούς κ.ἄ.) μέ σκοπό τήν ἔκφραση<br />

ὑποστήριξης πρός τό ἔργο τους. Κατά τόπους<br />

συλλογή ἠλεκτρονικῶν διευθύνσεων ἐπαγγελματιῶν<br />

ὑγείας καί δημιουργία βάσης δεδομένων<br />

πρός καλύτερο συντονισμό ὅλων τῶν<br />

ἐμπλεκομένων. Ἡ σύγκληση τέταρτου Συνεδρίου<br />

κατά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2017. Περαιτέρω<br />

συνεζητήθη ἐκτενῶς τό γενικό θέμα τοῦ Συνεδρίου<br />

καθώς καί οἱ ἐπιμέρους ἑνότητες καί<br />

κατόπιν μακρᾶς διαλογικῆς συζητήσεως διαφόρων<br />

ὑποβληθέντων προτάσεων ἡ Ἐπιτροπή<br />

κατέληξε τό γενικό θέμα τοῦ Συνεδρίου νά<br />

εἶναι «Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»<br />

- ἀνακαλύπτοντας τήν ἐλπίδα στίς<br />

δυσχέρειες τῆς ζωῆς.<br />

• Η Α.Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης, παρέστη<br />

συμπροσευχόμενος ἀπό τοῦ Ἱ. Βήματος τοῦ Π.<br />

Πατριαρχικοῦ Ναοῦ κατά τήν Θεία Λειτουργία<br />

τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου,<br />

21 Φεβρουαρίου, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ.<br />

Μητροπολίτου Ἐδέσσης καί Πέλλης κ. Ἰωήλ.<br />

Μετά τήν ἀπόλυση ὁ Παναγιώτατος χειροθέτησε<br />

τόν Ἐλλογιμ. κ. Σταμάτιο-Νικόλαο Κίσσα,<br />

Πρόεδρο τοῦ ἐν Ἀθήναις Συλλόγου Μουσ<br />

ι κ ο φ ί λ ω ν<br />

Κωνσταντινουπόλεως,<br />

στό ὀφφίκιο<br />

τοῦ Ἄρχοντος<br />

Πρ ω το μ α ΐ -<br />

στορος τῆς<br />

Ἁγίας τοῦ<br />

Χριστοῦ Μ.<br />

Ἐκκ λησίας,<br />

καί ἀνταλλάχθηκαν<br />

οἱ<br />

εἰθισμένοι λόγοι.<br />

• Τήν Κυριακή<br />

21 Φεβρουαρίου<br />

ὁ<br />

Πατριάρχης<br />

προέστη στόν<br />

Π. Πατριαρχικό Ναό στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ<br />

Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, Ἄρχοντος Διδασκάλου<br />

τοῦ Εὐαγγελίου καί Καθηγητοῦ τοῦ<br />

Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου<br />

στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, τόν<br />

ὁποῖο ὁ μαθητής του Οἰκουμενικός Πατριάρχης<br />

περιέβαλλε πάντοτε μέ σεβασμό, εὐγνωμοσύνη,<br />

τιμή καί ἀγάπη, ὅπως καί ὅλους<br />

τους κατά καιρούς Διδασκάλους του.<br />

• Πραγματοποιήθηκε ἡ τακτική ἀνασυγκρότηση<br />

τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, τήν<br />

ὁποία γιά τό ἑξάμηνο ἀπό 1 Μαρτίου ἕως 31<br />

Αὐγούστου <strong>2016</strong>, ὑπό τήν προεδρία τῆς Α. Θ.<br />

Παναγιότητος, ἀποτελοῦν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες<br />

Γέρων Περγάμου κ. Ἰωάννης, Ντένβερ κ.<br />

Ἡσαΐας, Ἀτλάντας κ. Ἀλέξιος, Πριγκηποννήσων<br />

κ. Ἰάκωβος, Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ, Φιλαδελφείας<br />

κ. Μελίτων, Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ,<br />

Δαρδανελλίων κ. Νικήτας, Ντητρόϊτ κ.<br />

Νικόλαος, Ἁγίου Φραγκίσκου κ. Γεράσιμος,<br />

Σηλυβρίας κ. Μάξιμος καί Ἀδριανουπόλεως κ.<br />

Ἀμφιλόχιος.<br />

• Τό δίμηνο Ἰανουαρίου-Φεβρουαρίου τό<br />

Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Α.Θ.Παναγιότητα,<br />

τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ.<br />

Βαρθολομαῖο ἐπισκέφθηκαν πολλοί Σεβ.<br />

Ἀρχιερεῖς, Κληρικοί, Μοναχοί, ’Οφφικίαλοι τῆς<br />

Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Πρέσβεις,<br />

Διπλωμάτες, Βουλευτές, Ἀκαδημαϊκοί καί<br />

ὅμιλοι προσκυνητῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα καί<br />

ἀλλοῦ.<br />

59


ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ<br />

ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ<br />

Ο Σεβ. Μητροπολιτης ιεραπυτνησ<br />

και σητειασ κ. Ευγενιος:<br />

• Τήν Παρασκευή 29 Ἰανουαρίου παρέστη συμπροσευχόμενος<br />

κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία στό<br />

Καθολικό της Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς<br />

Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου καί Παναγίας Ἀκρωτηριανῆς<br />

Τοπλοῦ Σητείας, εὐχόμενος στόν ἄγοντα τά<br />

ὀνομαστήριά του Ἡγούμενο π. Φιλόθεο μακροημέρευση<br />

καί ἄνωθεν ἐνίσχυση στήν πολυδιάστατη διακονία του<br />

στήν Ἱερά καί ἱστορική Μονή Τοπλοῦ.<br />

• Τήν ἴδια ἡμέρα, μέ ἀφορμή καί τήν σχολική ἑορτή τῶν<br />

Τριῶν Ἱεραρχῶν, προστατῶν τῆς Παιδείας, ἐπισκέφθηκε<br />

τό Γυμνάσιο Παλαικάστρου, ὅπου εὐλόγησε, ἔκοψε καί<br />

διένειμε τήν Ἁγιοβασιλόπιτα, μαζί μέ τούς σελιδοδεῖκτες<br />

μέ τήν εἰκόνα καί διδαχές τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου,<br />

πού πρόσφατα ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μητρόπολή<br />

μας γιά τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες. Ἀκόμα, μίλησε<br />

κατάλληλα γιά τή ζωή καί τό ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν<br />

καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, διένειμε στά παιδιά τῆς<br />

Β΄ τάξης τά ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔκδοση-προσφορά<br />

τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος «Παναγία<br />

Ἀκρωτηριανή», καί ἀκολούθως μετέβη στό γραφεῖο<br />

τοῦ Συλλόγου Διδασκόντων τοῦ σχολείου, ὅπου συνομίλησε<br />

μέ τούς Ἐκπαιδευτικούς, στούς ὁποίους ἐπέδωσε<br />

τό ἐγκόλπιο ἡμερολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά<br />

τό ἔτος <strong>2016</strong>.<br />

• Τό Σάββατο 30/1, ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, χοροστάτησε<br />

στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς<br />

ἄρτους καί στή συνέχεια τέλεσε τή Θεία Λειτουργία καί<br />

μίλησε ἐπίκαιρα γιά τούς τιμώμενους μεγάλους Πατέρες<br />

καί Οἰκουμενικούς Διδασκάλους στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό<br />

Ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Πεύκων.<br />

• Τήν Κυριακή 31/1, ἐν μέσῳ πυκνοῦ ἐκκλησιάσματος,<br />

οροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια<br />

ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί<br />

τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς<br />

Μακαρίας Μοναχῆς στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Ἑξακουστῆς<br />

Μαλλῶν Ἱεράπετρας. Ἀκολούθως μετέβη στό<br />

Ἀρχονταρίκι, ὅπου εὐλόγησε, ἔκοψε καί διένειμε τήν<br />

Ἁγιοβασιλόπιτα τῆς Μονῆς, παρουσία τῆς Ἀδελφότητας,<br />

συνεργατῶν καί φίλων τοῦ μοναστηριοῦ.<br />

• Τό ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας, περιστοιχούμενος<br />

ἀπό τόν Πανοσιολ. Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητρoπόλεως<br />

Ἀρχιμ. Κύριλλο Διαμαντάκη καί ἄλλους Κληρικούς,<br />

εὐλόγησε, ἔκοψε καί διένειμε τήν Ἁγιοβασιλό-<br />

60


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

πιτα τοῦ Περιφερειακοῦ Τμήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ<br />

Ἐρυθροῦ Σταυροῦ Ἱεράπετρας, πού πραγματοποιήθηκε<br />

στήν αἴθουσα συνεδριάσεων τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου<br />

τοῦ Δήμου Ἱεράπετρας, εὐχόμενος στή διοίκηση,<br />

τά στελέχη καί ὅλα τα μέλη τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ<br />

καλή καί καρποφόρα χρονιά μέ ὑγεία καί τή χάρη<br />

τοῦ Θεοῦ.<br />

• Τό ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας 1 Φεβρουαρίου, περιστοιχούμενος<br />

ἀπό τόν τόν Ἱερό Κλῆρο τῆς περιοχῆς μέ<br />

ἐπικεφαλῆς τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τοπλοῦ,<br />

χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς<br />

ἑορτῆς, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί κήρυξε<br />

ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο στό κατάμεστο ἀπό πιστούς<br />

πανηγυρίζον παρεκκλήσιο τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου,<br />

κάτωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου<br />

πόλεως Σητείας.<br />

• Τήν Τρίτη 2/2, ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου<br />

ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία<br />

τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς ἄρτους καί στή συνέχεια<br />

ἱερούργησε καί μίλησε ἐπίκαιρα στό πολυπληθές<br />

ἐκκλησίασμα στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ἐνοριακό Ναό<br />

Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου Ζάκρου Σητείας.<br />

• Τήν Τετάρτη 3/2 ἔλαβε μέρος στή συνοδική σύσκεψη<br />

πού ἔλαβε χώρα στό Ἡράκλειο ὑπό τήν προεδρία τοῦ<br />

Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου μέ κύριο θέμα<br />

συζήτησης τή μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, πού θά<br />

πραγματοποιηθεῖ τόν προσεχή Ἰούνιο στήν Ὀρθόδοξο<br />

Ἀκαδημία Κρήτης.<br />

• Τήν Πέμπτη 4/2 χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία<br />

τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους,<br />

χοροστάτησε κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία καί<br />

μίλησε ἐπίκαιρα στό πολυπληθές ἐκκλησίασμα στόν φερώνυμο<br />

Ἱερό Ναό ἐντός τῆς Προκεχωρημένης Ναυτικῆς<br />

Βάσης Κυριαμαδίου στό ἀκρωτήριο Κάβο Σίδερο, πού<br />

ἀποτελεῖ Μετόχι τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας<br />

Ἀκρωτηριανῆς Τοπλοῦ.<br />

• Τήν Κυριακή 7/2 χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία<br />

τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε<br />

ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό τρίμηνο μνημόσυνο<br />

τῆς μακαριστῆς Ἄννης Σαμπροβαλάκη στόν Ἱ. Ναό<br />

Ἁγίας Εἰρήνης Ἐνορίας Κουτσουρᾶ.<br />

Ο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. βράβευσε τoν Σεβ. Μητροπολιτη<br />

Ιεραπυτνης και Σητειας<br />

κ. Ευγενιο<br />

Τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Εὐγένιο βράβευσε ὁ Σύνδεσμος Ἑλληνικῶν Γυμναστικῶν<br />

καί Ἀθλητικῶν Σωματείων (Σ.Ε.Γ.Α.Σ.) γιά τήν ἔμπρακτη στήριξη τῆς ἀθλούμενης νεολαίας<br />

ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καί Σητείας, ὅπως εἶναι ἡ διοργάνωση κάθε χρόνο τῶν<br />

Παγκρήτιων ἀγώνων στίβου «ΝΕΣΤΟΡΕΙΑ» στήν Ἱεράπετρα καί τοῦ «ΓΥΡΟΥ ΣΗΤΕΙΑΣ», πού ἐντάσσονται<br />

στό πλαίσιο τῶν πανελληνίων ἀγώνων δρόμου «Γύροι πόλεων».<br />

Ἡ ἐκδήλωση βραβεύσεων τῶν φορέων πού στηρίζουν τόν κλασσικό ἀθλητισμό στήν ἑλληνική περιφέρεια,<br />

τῶν ἀθλητῶν πού διακρίθηκαν στίς κορυφαῖες διοργανώσεις τῆς χρονιᾶς, προπονητῶν<br />

61


Ἄγκυρα Ἐλπίδος<br />

καί διοικητικῶν παραγόντων-ἐκπροσώπων τῶν σωματείων,<br />

πραγματοποιήθηκε τήν Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου<br />

στήν κατάμεστη αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»<br />

στό κλειστό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας (Σ.Ε.Φ.)<br />

μέ τήν παρουσία τοῦ ἁρμόδιου Ὑφυπουργοῦ Ἀθλητισμοῦ<br />

κ. Σταύρου Κοντονῆ, τοῦ Προέδρου τοῦ Δ.Σ. τοῦ<br />

Σ.Ε.Γ.Α.Σ. κ. Κων. Παναγόπουλου, τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα<br />

καί πρώην Προέδρου κ. Βασ. Σεβαστῆ καί τῶν<br />

λοιπῶν στελεχῶν τοῦ Συνδέσμου.<br />

Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Εὐγένιος παρέλαβε<br />

αὐτοπροσώπως τό βραβεῖο κατά τή διάρκεια τῆς ἐκδήλωσης<br />

ἀπό τόν Α΄ Εἰδικό Γραμματέα τοῦ Σ.Ε.Γ.Α.Σ. κ.<br />

Ἀθανάσιο Βογιατζῆ.<br />

Ο Σεβ. Μητροπολιτης ιεραπυτνησ<br />

και σητειασ κ. Ευγενιος:<br />

• Τό ἑσπέρας τῆς Τρίτης 9 Φεβρουαρίου, περιστοιχούμενος<br />

ἀπό πλειάδα Ἐφημερίων τῆς περιοχῆς, χοροστάτησε,<br />

εὐλόγησε τούς ἄρτους καί κήρυξε ἐπίκαιρα<br />

στήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ<br />

της ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους<br />

τοῦ Θαυματουργοῦ στόν φερώνυμο Ἱερό Ἐνοριακό<br />

Ναό τῶν Ἀχλαδίων Σητείας, ὅπου, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν<br />

ἀπερχόμενο Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας καί συνταξιοῦχο Κληρικό,<br />

Αἰδεσιμώτατο Σταυροφόρο Σκευοφύλακα π.<br />

Ἐμμανουήλ Αὐγουστινάκη γιά τήν ἐπί 27 συναπτά ἔτη<br />

ἐφημεριακή του διακονία στήν Ἐνορία, παρουσίασε στούς<br />

ἐνορίτες τόν νέο Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας Ἀχλαδίων<br />

Αἰδεσιμώτατο π. Ἐμμανουήλ Μπελιμπασάκη. Μίλησαν,<br />

ἐπίσης, ὁ π. Ἐμμανουήλ Αὐγουστινάκης, ὁ νέος Ἐφημέριος<br />

τῆς Ἐνορίας π. Ἐμμ. Μπελιμπασάκης καί ὁ Πρόεδρος<br />

τῆς Τοπικῆς Κοινότητος Ἀχλαδίων κ. Κων/νος<br />

Ρεμπελάκης.<br />

•Τήν Τετάρτη 10/2 χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ<br />

Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί στή<br />

συνέχεια τέλεσε τή Θεία Λειτουργία καί κήρυξε τόν θεῖο<br />

λόγο στόν κατάμεστο ἀπό πιστούς πανηγυρίζοντα<br />

Ἱερό Ναό Ἁγίου Χαραλάμπους Μαλλῶν Ἱεράπετρας.<br />

• Τό Σάββατο 20/2, περιστοιχούμενος ἀπό Κληρικούς,<br />

ἱερούργησε στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου πόλεως<br />

Ἡρακλείου, ὅπου κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε<br />

τό ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Μελπομένης<br />

Περτσελάκη, μητρός τοῦ π. Παϊσίου Δερμιτζάκη.<br />

•Τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, 21/2, χοροστάτησε<br />

κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια<br />

ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί<br />

τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως<br />

τοῦ μακαριστοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου<br />

Γιανναδάκη στόν Ἱερό Ναό Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου<br />

Γδοχίων Ἱεράπετρας.<br />

• Τή Δευτέρα Δευτέρα 22/2 στήν Αἴθουσα Συνεδρίων<br />

τοῦ «Κέντρου Πολιτιστικῆς καί Κοινωνικῆς Μέριμνας»<br />

62


Περισσοτερες ειδήσεις καί φωτογραφίες στόν καθημερινά<br />

ενημερωμένο ιστοχωρο της ιερας Μητροπολεως: www.imis.gr<br />

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας προέστη<br />

Ἱερατικῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἐφημερίων, ἐνόψει<br />

τοῦ Τριωδίου καί τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.<br />

• Τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, 28/2, ἱερούργησε στόν<br />

Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Αἰκατερίνης πόλεως Σητείας,<br />

ὅπου κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο<br />

μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Ἐμμανουήλ<br />

Κουτσαντωνάκη, Φιλολόγου καί πρ. Λυκειάρχου, καθώς<br />

καί τό ἐννεαήμερο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Ἱερέως<br />

Γεωργίου Χιωτάκη.<br />

• Τή Δευτέρα 29/2 δέχθηκε τόν νέο Ἀστυνομικό Διευθυντή<br />

Λασιθίου Ταξιάρχο κ. Ἐμμανουήλ Πετάση, στόν<br />

ὁποῖο εὐχήθηκε ἀπό καρδιᾶς κάθε ἐπιτυχία στά νέα του<br />

ὑψηλά καθήκοντα γιά τήν περαιτέρω ἐμπέδωση τοῦ<br />

αἰσθήματος ἀσφαλείας καί προστασίας τῶν πολιτῶν τοῦ<br />

Νομοῦ Λασιθίου.<br />

•Τήν Πέμπτη 3 Μαρτίου μετεῖχε στήν τακτική Συνεδρία<br />

τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας<br />

Κρήτης, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τά τρέχοντα ὑπηρεσιακά<br />

θέματα, ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τῆς προετοιμασίας τῆς<br />

Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,<br />

ἡ ὁποία θά συγκληθεῖ στήν Κρήτη, τόν προσεχή<br />

Ἰούνιο.<br />

• Τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω, 6/3, χοροστάτησε<br />

κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια<br />

ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε<br />

τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Ἱερέως Γεωργίου<br />

Δρακάκη στόν Ἱερό Ναό Ζωοδόχου Πηγῆς Ἐπισκοπῆς<br />

Ἱεράπετρας, ὅπου συνεχάρη τόν Ἐφημέριο καί<br />

τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο τῆς Ἐνορίας Ἐπισκοπῆς<br />

γιά τόν ἐλαιοχρωματισμό καί τόν γενικότερο ἐξωραϊσμό<br />

τοῦ ἱεροῦ ναοῦ.<br />

κοινωνικο Φροντιστηριο<br />

της Ιερας Μητροπολεως Ιεραπυτνης<br />

και Σητειας<br />

Ξεκίνησαν τίς ἀρχές Ἰανουαρίου καί συνεχίζονται μέ μεγάλη<br />

ἐπιτυχία ἕως καί τή λήξη τοῦ τρέχοντος σχολικοῦ<br />

ἔτους τά μαθήματα ἐνισχυτικῆς διδασκαλίας στήν<br />

Ἱεράπετρα, στό πλαίσιο τοῦ Κοινωνικοῦ Φροντιστηρίου<br />

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας. Τά μαθήματα<br />

παραδίδονται καθημερινά, ἀπογευματινές<br />

ὧρες ἐκτός Σαββατοκύριακου, ἀπό εἰδικευμένες καθηγήτριες<br />

στίς σύγχρονες αἴθουσες διδασκαλίας τοῦ<br />

«Κέντρου Πολιτιστικῆς καί Κοινωνικῆς Μέριμνας» τῆς<br />

Ἱ. Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας, στήν Ἱεράπετρα.<br />

Τό Κοινωνικό Φροντιστήριο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως<br />

παρέχει ἐντελῶς δωρεάν πρόσθετη διδακτική στήριξη<br />

σέ μαθητές Γυμνασίου καί Λυκείου καί ἀπευθύνεται σέ<br />

ὅλους ἀνεξαρτήτως τούς μαθητές τῆς εὐρύτερης περιοχῆς<br />

Ἱεράπετρας πού ἐπιθυμοῦν νά τύχουν ἐνισχυτικῆς<br />

διδασκαλίας.<br />

63


ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ<br />

ΤΕΛΟΣ<br />

Ταχ. Γραφεῖο<br />

ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ<br />

Ἀριθμός Ἄδειας: 5<br />

ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ<br />

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ:<br />

260004<br />

ISSN 1109-3617

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!