12.07.2015 Views

τευχος 59 - Xalkiadakis

τευχος 59 - Xalkiadakis

τευχος 59 - Xalkiadakis

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ06 Mεταφερόμαστε για να σαςεξυπηρετούμε ακόμα καλύτερα10 30.000 σε δωροεπιταγέςαπό τα Σ/Μ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ12 Στο πλευρό του ΟΦΗτα Σ/Μ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ14 ΜΟNEY BACK16 ΦωτογραφήματαΦωτογραφίες και κείμενα: Ν. Ψιλάκης22 Άρατε πύλας...Του δφ Γ. Ν. Αικατερινίδη24 ΦωτοποιήματαΦωτογραφίζει και επιλέγει η Έφη Ψιλάκη28 Μεγάλη Παρασκευή:Αναπαράσταση την παθώνΤης Έφης Ψιλάκη34 Εκπαπαιδεύοντας γεράκιαστην ΚρήτηΤου Νίκου Ψιλάκη42 ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝΟι κρητικές ρίζες του εθνικούσυγγραφέα της ΙαπωνίαςΤης Έφης Ψιλάκη52 Σ΄ ένα κρητικό στιβανάδικο58 Το “ανάθεμα” του Τσούληστα λασιθιώτικα βουνάΤου Νίκου Ψιλάκη66 ΣΦΑΚΙΑ, ένα μικρό οδοιπορικό72 Παραδόσεις γιατην Αγγελόχτιστητης ΜεσαράςΤου Νίκου Ψιλάκη32h242842345258 66Tριμηνιαία έκδοσητων Σ/M XAΛKIAΔAKHτηλ. 2810 824 1401o χιλ. Γαζίου-Κρουσώνα 7005 ΗράκλειοΔιανέμεται δωρεάν απότα καταστήματα της εταιρείαςYπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο:ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗEκδοτική φροντίδα:Tμήμα Δημοσίων Σχέσεωντης A.E. XAΛKIAΔAKHΦωτογραφία εξωφύλλου:ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣΣύμβουλος έκδοσης:NIKOΣ ΨIΛAKHΣYπεύθυνοι Δημοσίων Σχέσεωντης A.E. XAΛKIAΔAKH:ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣΣχεδίαση εντύπου:NIKOΣ NTPETAKHΣΦωτοστοιχειοθεσίαMακέτες - Eκτύπωση:TYΠΟΚΡΕΤΑBI.ΠE. HρακλείουTηλ. 2810 380882 FAX: 2810 380887Tα κείμενα που δημοσιεύονταιδεν εκφράζουν κατ’ ανάγκηνκαι την άποψη της εταιρείας ή του περιοδικού.


ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣνεα| Δύο φωτογραφίεςαπό τα εγκαίνια τουκαταστήματος το 1977.19772011χρόνια μετά 34ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΑΣΤΕ| Το νέο καταστήμαστον αριθμό 212της οδού Καλοκαιρινού,20 μέτρα μακριάαπό το παλιό.▲για να σας εξυπηρετούμεακόμα καλύτερα!Από τη Λ. Καλοκαιρινού στο Ηράκλειο ξεκίνησεουσιαστικά η λαμπρή πορεία της αλυσίδας«Χαλκιαδάκης». Ύστερα από 34 χρόνια τοκατάστημα… γίνεται και πάλι καινούργιο!Μεταφέρθηκε σε νέα θέση.Παρά τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες,παραμένουμε πιστοί στις προτεραιότητές μας έχονταςσε πρώτη επιλογή τους πελάτες μας. Γνωρίζοντας τιςσύγχρονες απαιτήσεις των καιρών, το κατάστημα τηςοδού Καλοκαιρινού 198 στο Ηράκλειο μεταφέρθηκεμόλις 20 μέτρα μακριά, στον αριθμό 212, σε ένα νέο,σύγχρονο χώρο για να μπορούμε να σαςεξυπηρετούμε ακόμα καλύτερα. Στο νέο τριώροφοκατάστημα μπορείτε να βρείτε ακόμα μεγαλύτερηποικιλία προϊόντων στη γνωστή υψηλή ποιότητα καιφυσικά τις καλύτερες προσφορές των super marketsΧαλκιαδάκης.


ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣνεαΝερό Χαλκιαδάκηςκαι σε νέες συσκευασίεςΜας το ζητήσατε και πραγματοποιήσαμε την επιθυμία σας.Το νερό Χαλκιαδάκης κυκλοφορεί και σε νέες συσκευασίες του 1,5 λίτρουκαι των 750 ml. Και οι νέες συσκευασίες εμφιαλώνονται υπό τις πιο αυστηρέςποιοτικές προδιαγραφές και υπόκεινται σε ενδελεχή ποιοτικό και εργαστηριακόφυσικοχημικό έλεγχο έτσι ώστε το όνομα Χαλκιαδάκης να είναι πάντα αυτόπου εμπιστεύεστε.ΡΕΤΡΟ (που γίνεται μόδα)ΦΙΞ!…Να τους κεράσουμε μία μπύραΗ μπύρα ΦΙΞ που ξανα-αγαπήσαμε από πέρυσι το καλοκαίρι έρχεται και μεμια «νέα» παραδοσιακή εμφάνιση!Το «παλιό» κλασικό μπουκάλι ξανακυκλοφορεί από την Ολυμπιακή Ζυθοποιίακάνοντας με τη ρετρό εμφάνισή του τους παλαιότερους να ξαναθυμηθούνκαι τους νεότερους να δοκιμάσουν την μπύρα όπως την έπιναν κάποτεστα καφενεία, την μπύρα που μικροί – μεγάλοι έχουμε συνδυάσειμε εκδρομήκαι το κλασικό τραγουδάκι των παιδικών χρόνων «τρέξε τρέξε οδηγέ να τουςξεπεράσουμε και να τους κεράσουμε μία μπύρα ΦΙΞ!»Στην υγεία σας.Νέες ζεστές γωνιές!Στα καταστήματα Κοκκίνη Χάνι και Μαλίωνθα απολαύσετε τις ανανεωμένες ζεστές γωνιές πουσας προσφέρουν φρεσκοψημένα ζεστά σνακ,σφολιάτες και ψωμί. Επίσης σας φτιάχνουμελαχταριστά σάντουιτς με ολόφρεσκα υλικά.Στο νέο κατάστημα της Λ. Καλοκαιρινούστην αγορά του Ηρακλείου θα βρείτε μεγάλη ποικιλίακαφέδων καθώς και λαχταριστά ψητά για μία εύκοληκαι υγιεινή λύση στο τραπέζι σας.| Μια γωνιά από το νέοκατάστηματης Λ. Καλοκαιρινού8


ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣνεα▲30χιλιάδες ευρώΓια άλλη μια χρονιά η γνωστή ρουλέτα μοίρασε χιλιάδεςδώρα στο Χαλκιαδάκης ΜΑΧ στη Ν. Αλικαρνασσό.Η τεράστια συμμετοχή των πελατών κάθε χρόνο έχεικαθιερώσει τη ρουλέτα τις ημέρες των εορτών στοσυγκεκριμένο κατάστημα και οι πελάτες στο τέλος φεύγουνδιπλά ωφελημένοι. Και φέτος δόθηκαν πάνω από 12.000μικρά και μεγάλα δώρα, καθώς οι πελάτες κέρδιζαν δώρασε κάθε συμμετοχή. Το παιχνίδι φέτος ήταν ακόμα πιοδιασκεδαστικό, καθώς σε ρόλο κρουπιέρη ήταν ο ΚώσταςΓαρεφαλάκης, ο γνωστός σε όλους Άγιος. Το χιούμορ καιτα γέλια των παικτών δημιούργησαν μία εξαιρετικάευχάριστη ατμόσφαιρα στο κατάστημα.


30 χιλιάδες ευρώ σε δωροεπιταγές μοιράστηκαν30 τυχεροί από το γιορτινό λαχείο Χαλκιαδάκης!30τυχεροί


ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣνεαη Χαλκιαδάκης Α.Ε.κατέθεσε 25.000€, μετην ευχή να βοηθήσουνμε αυτό τον τρόπο καιάλλες επιχειρήσειςτην προσπάθεια τωνανθρώπωντου Ο.Φ.Η.32ΧΙΛΙΑΔΕΣΚΟΥΠΟΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΦΗΣτο πλευρό της κρητικής ομάδαςτα Σ/Μ ΧαλκιαδάκηςΜ’ έναν πρωτοποριακό τρόπο συνέβαλε η ΧαλκιαδάκηςΑ.Ε. στην προσπάθεια των ανθρώπων του Ο.Φ.Η. καιπροσωπικά του Νίκου Μαχλά να ξεφύγει από ταπροβλήματα που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια τομεγαλύτερο σωματείο λαϊκής βάσης στην ΕλλάδαΠιο συγκεκριμένα, οι πελάτες των super marketsΧαλκιαδάκης είχαν τη δυνατότητα από 15 Ιανουαρίουέως 15 Φεβρουαρίου 2011, με κάθε 30€ σε αγορέςνα παίρνουν 1 κουπόνι που αντιστοιχεί σε 1 μετοχή τηςΠ.Α.Ε. Ο.Φ.Η. Η συμμετοχή των Κρητικών ήταν τεράστια,καθώς σε διάρκεια ενός μήνα ζητήθηκαν 32.000κουπόνια. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των κουπονιώνπου κατατέθηκαν στα γραφεία της Π.Α.Ε. για τιςαντίστοιχες μετοχές, η Χαλκιαδάκης Α.Ε. κατέθεσε25.000€, με την ευχή να βοηθήσουν με αυτό τον τρόποκαι άλλες επιχειρήσεις την προσπάθεια των ανθρώπωντου Ο.Φ.Η.Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο στα Χαλκιαδάκης ΜΑΧστη Θερίσου & Λεβήνου και στον Αϊ Γιάννη,οι ποδοσφαιριστές του Ο.Φ.Η. Ανέστης Αγρίτης,Ζέλικο Κάλαϊτζιτς, Σαϊμπού Γιακούμπου και ΓιώργοςΚατσικογιάννης μοίρασαν αυτόγραφα, υπέγραψανφανέλες και φωτογραφήθηκαν με μικρούς και μεγάλουςφίλους της ομάδας.


ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣΠεΡΙΒαλλΟν▲MONEYBACKΠάνω από 200.000 ευρώαπό την εταιρεία ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ Α.Εστους χρήστες των Μέσων Μαζικής ΜεταφοράςΗ Χαλκιαδάκης Α.Ε. το 2009 ήταν η πρώτη μεγάλη αλυσίδα super marketπου δήλωσε συμμετοχή στο MONEY BACK για επιστροφή της αξίας του εισιτηρίουΜέσων Μαζικής Μεταφοράς μέσω των αγορών στα σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης.Ουσιαστικά η εταιρεία Χαλκιαδάκης, στο πλαίσιο τηςκοινωνικής ευθύνης στην προστασία τουπεριβάλλοντος, προσπάθησε μέσω του συστήματοςMoney Back να προωθήσει τη χρήση των ΜέσωνΜαζικής Μεταφοράς αλλά και να ανακυκλώσει τααποκόμματα των εισιτηρίων.Μέχρι σήμερα έχουμε παραλάβει και ανακυκλώσειπάνω από 200.000 εισιτήρια Κ.Τ.Ε.Λ., πλοίων καιαεροπλάνων.Αντίστοιχα η Χαλκιαδάκης Α.Ε. έχει διαθέσει πάνωαπό 200.000 ευρώ στους χρήστες Μέσων ΜαζικήςΜεταφοράς επιστρέφοντας την αξία τωνχρησιμοποιημένων εισιτηρίων τους.Σε μια πραγματικά δύσκολη οικονομική περίοδο,η Χαλκιαδάκης Α.Ε. συμμετέχει εμπράκτως σε κάθεπροσπάθεια κοινωνικής προσφοράς σεσυνανθρώπους μας που κάθε είδους βοήθεια τούςείναι ωφέλιμη.Μέχρι σήμεραέχουμε παραλάβεικαι ανακυκλώσειπάνω από 200.000εισιτήρια Κ.Τ.Ε.Λ.,πλοίων καιαεροπλάνων.‚


N ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ16


Κίτρινοιπροάγγελοι της ΆνοιξηςΛίγο μετά τη χιονιά του Μάρτη. Η παγωμένηλευκή επίστρωση είχε υποχωρήσει, αποκαλύπτονταςτο κίτρινο βασίλειο σε όλη τη μεγαλοπρέπειάτου. Ανάμεσα στις γέρικες ελιές τολαμπερό χρώμα της χειμωνιάτικης άνθισης λεςκαι αντιπαρατίθεται με τις λευκές απολήξειςτων βουνών και το διάφανο μπλάβο του ουρανού.Πρικόβρουβες και πρικάσταχα, αγαπημένεςτροφές των Κρητικών, που, όταν είναιτρυφεροί οι βλαστοί τους, γεμίζουν καλάθια καιτσάντες. Η άνθιση σηματοδοτεί και τη λήξη τηςπεριόδου χορτοσυλλογής.Και τότε αρχίζει το πανηγύρι των χρωμάτων…Σκηνικό που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, όχι–όμως- με την ίδια ένταση. Κατά τις χρονιέςπου δεν πέφτει αρκετή βροχή, η βλάστηση είναιαχαμνή και βραχύβια. Φέτος ο ουρανός δενμας άφησε παραπονεμένους. Η περίοδος τωνβροχοπτώσεων κύλησε καλά, χόρτασε η γης,φούντωσαν τα χόρτα κι οι θάμνοι, το κίνητροέρχεται ως επιστέγασμα μιας καλής χρονιάς.◗Και τότε αρχίζειτο πανηγύριτων χρωμάτων…17


N ΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ◗◗Η στιγμήπου διαρκεί…Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε… Είχαανέβει στα ερείπια μιας βυζαντινής εκκλησίας,ακριβώς πάνω από τη μικρή κεντρική πλατείατου χωριού. Μέσα από το άδειο παράθυρο οκόσμος του κρητικού χωριού φαινόταν αλλιώτικος,κάπως πιο ρομαντικός, αλλά καθόλουαπόμακρος. Μια παρέα απολάμβανε το ανοιξιάτικοπρωινό συζητώντας… επί παντός επιστητού.Καφεδάκι, κομπολόι, καλημερίσματαμε τους περαστικούς.Όσο περνούν τα χρόνια οι στιγμές αυτές λιγοστεύουν.Προπάντων λείπουν από τα φωτογραφικάκάδρα οι νέοι και οι μεσόκοποι.Μένουν μόνο εκείνοι που σηκώνουν το βάροςπολλών δεκαετιών στις πλάτες τους, μένει ηγαλήνη, όση τουλάχιστον δεν παραβιάζεταιαπό τα πολυστριμωγμένα αυτοκίνητα. Ανακάλυψατη φωτογραφία ξεφυλλίζοντας έναdossier με διαφάνειες της δεκαετίας του1980. Ανέβηκα ξανά τα σκαλοπάτια του παλαιούναού, θαύμασα πάλι τα περίτεχνα αψιδώματα,την καλοπελεκημένη πέτρα και είδα,μέσα από το πρίσμα του χρόνου, τους τέσσεριςθαμώνες του καφενείου να συνεχίζουν τηνκουβέντα τους.Μια τυχαία λήψη, μια συγκίνηση της στιγμής,ένα λοξοδρόμισμα του βλέμματος αρκεί για ναπαγώσει ο χρόνος. Είναι η στιγμή που δεν τελειώνειποτέ! Ή, μάλλον, δεν πρόκειται να τελειώσειόσο διατηρείται ως απείκασμα τουπραγματικού, όσο μπορεί να προκαλεί συγκίνηση…(Αξός Μυλοποτάμου,γύρω στο 1985).


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Πορείαπρος το Άκτιστο…Έθιμο παλιό να γυρνούν όλο το Μεγαλοβδόμαδοστα ξωκλήσια και στα μοναστήρια οι άνθρωποιτης Κρήτης. Ανάβουν καντήλια,θυμιάζουν, σκουπίζουν και καθαρίζουν τουςναούς. Δεν θέλουν να αφήσουν τους αγίουςτης εξοχής στη μοναξιά, προσπαθούν να δώσουνζωή στους τόπους λατρείας εκφράζονταςένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα.Συνήθως οι γυναίκες είναι αυτές που ξεκινούντο πρωί της Μεγάλης Πέμπτης και της ΜεγάληςΠαρασκευής και οδοιπορούν για ώρες, μέχρινα ανάψουν και το τελευταίο καντήλι, να σκορπίσουνθυμίαμα μέχρι και στο τελευταίο ξωκλήσι.Ακόμη και οι παπάδες, που τούτες τιςμέρες είναι κατάκοποι από τις αγρύπνιες (τααυγικά, όπως τα λένε στο νησί), δεν παραλείπουντις μεγαλοβδομαδιάτικες ιερές οδοιπορίεςτους.Βλέποντας το θυμίαμα του καλού παπά ΑντώνηΚαμπαναράκη να ξεχύνεται στο εγκόσμιοφως και να οδεύει προς το άκτιστο, προσπαθώνα «διαβάσω» τα διαδοχικά δακτυλίδια και τιςαπανωτές ανταύγειες.Να είναι το θυμίαμα που ακολουθεί τους νόμουςτης Φυσικής ή να είναι το φως που ταξιδεύει;


N ΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣΔΕYτΕρΗ ΑΝAΣτΑΣΗσε έναν κόσμο που αλλάζει…Αναστάσιμο μήνυμα σε έναν κόσμο που αλλάζει.Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Δεύτερη Ανάσταση ήταν η πιο σημαντική τελετουργία τηςκρητικής Λαμπρής. Όλη η ενορία κατέφτανε στους ναούς το μεσημέρι της Κυριακής, αλλού στις έντεκα, αλλούστις δώδεκα, ακόμη και το απομεσήμερο, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνήθειες του κάθε τόπου.Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι κοπελιές ντύνονταν στα καλά τους (πασίγνωστο το έθιμονα «γκινιάζουν» καινούργια ρούχα αυτή τη μέρα), από τότε που όλη η κοινότητα φρόντιζε για το «φαίνεσθαι».Ήταν μια από τις πιο επίσημες ημέρες του χρόνου. Και η έξοδος στο δημόσιο χώρο μετατρεπόταν σε «έξωθενκαλή μαρτυρία», σε ευκαιρία για παντρολογήματα και προξενιές.◗Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι πιστοί κατέβαζανόλες τις εικόνες του ναού και άρχιζαν την περίφημη λιτάνευσήτους στους δρόμους, συνήθως γύρω από τον οικισμό ή ταόρια της ενορίας. Οι εικόνες ήταν λίγες, οι νεαροί της κοινότηταςπολλοί. Συνωστίζονταν κάτω από το τέμπλο, μοχθούσαν να πάρουνμια μεγάλη εικόνα στα χέρια τους. Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελαννα μαρτυρήσουν ότι είχαν πλέον εισέλθει στην κοινωνία τωνμεγάλων, ότι είχαν ενηλικιωθεί. Να την χαρακτηρίσομε διαβατήριατελετή; Γιατί όχι; Πολλές φορές, πάντως, το ιερατείο κατέφευγεσε πλειστηριασμούς. Όποιος έδινε περισσότερα σήκωνετην εικόνα της Ανάστασης, όπως γινόταν και με το σταυρό τηςΜεγάλης Παρασκευής. Οι λόγοι; Προφανείς: για να μην σημειώνονταιδιαπληκτισμοί και παρεξηγήσεις, αλλά και για να εισρέουνεισοδήματα στα εκκλησιαστικά ταμεία.Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που σε κάμποσους οικισμούςη ιερή πομπή έφτανε στα νεκροταφεία. Κι εκεί, πάνωστους τάφους, έστηναν χορούς, τραγουδούσαν κι έλεγαν μαντινάδες– χαρούμενες και λυπητερές μαζί. Σάλευαν τα χώματα,σειόταν η γης, μπορεί να ράγιζαν τα θεμέλια του άρρητου κόσμου,του Κάτω, έτσι για να φτάσει με τη μουσική και το ξεφάντωματο μήνυμα της ζωής στον Άλλο Κόσμο. Εξαίσιες εικόνεςφορτισμένες με μνήμες. Οι νεκροί έπρεπε να συμμετάσχουν μ’αυτόν τον τρόπο στο μεγάλο γλεντοκόπι, έπρεπε να ξέρουν οιψυχές τους ότι εξακολουθούν να θεωρούνται μέλη της κοινότητας,ότι οι ζωντανοί τους λογαριάζουν σαν παρόντες και τουςπροσκαλούν στο τραγούδι τους.Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που όλοι οι κάτοικοιτων κρητικών χωριών προσκυνούσαν τις εικόνες της πομπήςγια να τελειώσει η εκκλησιαστική τελετή και αμέσως μετά κατευθύνοντανστις πλατείες. Εκεί ήταν γυροβολιά απλωμένες οικαρέκλες, στα τραπέζια γυάλιζαν τα μπουκάλια με το κρασί καιτην τσικουδιά και στη μέση καθόταν κιόλας ο λυράρης. Ήταν ένααπό τα πιο σημαντικά γλέντια της χρονιάς. Κανείς δεν έλειπε, ανδεν είχε σοβαρό λόγο. Το ξεφάντωμα κρατούσε μέχρι αργά,αλλά η πασχαλινή έξοδος στο δημόσιο χώρο ήταν κατ’ εξοχήνημερήσια. Έβλεπαν οι νιοί τις κοπελιές, έλαμπαν οι πλατείες απότα χρώματα των καινούργιων ρούχων. Όποιος δεν είχε, λέγανε,καινούργιο ρούχο να φορέσει, έπρεπε να φορέσει ανάποδα ένααπό τα παλιά, μια κάλτσα, ένα σώρουχο, έτσι για να τον βρει ηΛαμπρή να «γκινιάζει»…Μέσα σε λίγα χρόνια άλλαξαν όλα! Τα παμπάλαια έθιμα άρχισαννα φθίνουν μέχρι που υποχώρησαν εντελώς. Η γιορτή της Λαμπρήςδεν είναι πια δημόσια αλλά ιδιωτική, οικογενειακή. Μπήκεστη ζωή των Κρητικών ο οβελίας, μαζεύονται παρέες – παρέες,σουβλίζουν και γλεντάνε.Ποτέ δεν σούβλιζαν στην Κρήτη του παλιού καιρού! Το εθιμικόφαγητό της ημέρας ήταν, βέβαια, κρέας. Αλλά μαγειρευτό ή ψητό20


στο φούρνο. Και ήταν θαυμάσια η παραδοσιακή γαστρονομίατης Λαμπρής. Συνήθως αρνί με χορταρικά της άνοιξης που μοσχοβολούσαν.Σε κάθε τόπο είχαν και διαφορετικό εθιμικό κυρίωςπιάτο, αλλού αρνί με μαρούλια, αλλού αρνί ή κατσίκι μεαγκινάρες, δεκάδες τέτοια εξαιρετικά εδέσματα έχουν καταγραφεί.Αλλού άναβαν οι φούρνοι. Άλλες μοσχοβολιές ετούτες.Μέχρι που κάποιοι αποφάσισαν ότι… Ελληνικό Πάσχα σημαίνειοβελίας. Η επίσημη Πολιτεία το υιοθέτησε άκριτα, το έκανε φαγητότου στρατού, δίνοντας πανελλήνιες διαστάσεις σε μια ρουμελιώτικησυνήθεια. Το κράτος ήθελε πάντα να επιβάλει μιασυγκεκριμένη ταυτότητα στους «υπηκόους» πολίτες του. Ήρθεκαι η τηλεόραση, το έκανε μόδα.Η καθιέρωση του οβελία αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίεςτης υποχώρησης της μεγάλης γιορτής και της απώλειας του τεράστιουκοινωνικού ρόλου της. Κάντε φέτος μια βόλτα στηνΚρήτη κατά την ημέρα της Λαμπρής. Πουθενά η πλατεία ως σύμβολοτης κοινωνικής συνοχής και της κοινής διασκέδασης. Σταχωράφια και στους ανθισμένους κήπους, στις αυλές και στα κτήματα,οικογένειες και φιλικές συντροφιές αποθεώνουν την επικράτησητης ιδιωτικότητας. Καθώς η αναπαραγωγή του ήχουέχει γίνει εύκολη υπόθεση με την τεχνολογία του καιρού μας, οιδιασκεδάσεις αυτές συνοδεύονται από ανακατωμένες μουσικές,τραγούδια κρητικά, λαϊκά, «ελαφρά» και, όχι σπάνια, ξένα.Φωτογράφισα την Δεύτερη Ανάσταση σε ένα χωριό της Κρήτης.Δεν έχει σημασία ποιο, άλλωστε παντού (ή σχεδόν παντού) τηνίδια εικόνα συναντούμε. Εφτά άνθρωποι και ο παπάς. Σύνολοοκτώ. Με τρεις μικρές εικόνες. Άλλωστε, οι ηλικιωμένοι δεν μπορούννα σηκώνουν τις βαριές εικόνες του τέμπλου. Ευτυχώς ηλαμπριάτικη πομπή ολοκληρώνεται. Έστω κι έτσι, με μια διάχυτηχαρμολύπη πασχαλινή. Και με τη μελαγχολία της μη συμμετοχής.Σε μερικούς οικισμούς η μικρή συμμετοχή ερμηνεύεται εύκολα:τα χωριά μας έχουν ρημάξει, κατοικούνται μόνο από γερόντους.Αλλά και στα πιο δυναμικά, στα χωριά που αντέχουν ακόμη, η εικόναδεν είναι διαφορετική. Θυμάμαι πέρσι κάποιον σοβαρό πολίτηνα στέκεται έξω από την εκκλησία και να τηλεφωνεί, σχεδόνεκλιπαρώντας, στους νέους. Τους ειδοποιούσε έναν–έναν. Ναέρθουν, να πάρουν τις εικόνες του τέμπλου για τη Δεύτερη Ανάστασηκαι να μη χαθεί το έθιμο.Όταν είδε την απορία μου με κοίταξε απολογητικά και ψέλλισε:«Τρώνε και πίνουν ώρες τώρα, πώς να σηκωθούν από το τραπέζι»;Χωρίς να το θέλει, ή μάλλον, χωρίς να το συνειδητοποιήσει,μου είχε αποκαλύψει μια μεγάλη αλήθεια: Κάποτε οιάνθρωποι προτιμούσαν να πιουν και να ξεφαντώσουν όχι στιςμικρές ιδιωτικές συντροφιές τους, αλλά στο κοινό ξεφάντωμαόλου του οικισμού, στον κοινό εορτασμό της Ανάστασης!21


Άρατε πύλας…Tου Γ. Ν. Αικατερινίδηδφ, τ. δ/ντή Ερευνών του Κέντρου Λαογραφίαςτης Ακαδημίας ΑθηνώνΈνα στοιχείο που πλαισιώνει την Ανάσταση είναι οιπολλοί θόρυβοι, θόρυβοι από κωδωνοκρουσίες,φωνές, μικροεκρήξεις, βεγγαλικά.| “Άρατε πύλας”,στη Μονή Οδηγήτριαςκατά τη δεκαετία του 1980.Τον θόρυβο αυτόν πρέπει να τον θεωρήσουμεόχι μόνο σαν έκφραση χαράς αλλάκαι ως μέσο αποδίωξης του κακού. Υπάρχει,δηλαδή, η αντίληψη από χρόνους παλαιοτάτουςότι τα βλαβερά και επίφοβα όνταδιώκονται μακριά με εκφοβιστικούς θυρύβους.Οι αρχαίοι πρόγονοί μας χτυπούσανχάλκινα σκεύη για να διώξουν τους δαίμονεςκαι σε χρόνους νεότερους πυροβολούσαντα σύννεφα για να μην πέσει χαλάζι, ήπυροβολούσαν στον ουρανό για να απελευθερώσουν το φεγγάριόταν πάθαινε έκλειψη.Την άνοιξη ιδιαίτερα τα βλαστικά πνεύματα, σύμφωνα με τις λαϊκέςαντιλήψεις, αφθονούν και καιροφυλακτούν να βλάψουν τηβλάστηση και την παραγωγή, καθώς και την υγεία των ανθρώπωνστη νέα αυτή εποχική περίοδο. Αλλά και με την κάθοδο τουΧριστού στον Άδη νέες εχθρικές δυνάμεις δημιουργήθηκαν, πουσυντρίφτηκαν με την Ανάστασή του: «Χριστός Ανέστη και Άδηςεσκυλεύθη…», ψάλλει ο εκκλησιαστικός υμνωδός.Το εκκλησίασμα έπαιρνε μιαν αντίληψη της εχθρότητας και τηςσυντριβής των σκοτεινών δυνάμεων του Άδη με το γνωστό σεπολλά μέρη του Ελληνισμού έθιμο του «Άρατε πύλας», έθιμο πουμαρτυρείται από τους βυζαντινούς χρόνους.Όταν, δηλαδή, μετά το «Χριστός Ανέστη» η αναστάσιμη πορείαεπιστρέφει στην εκκλησία, οι πόρτες είναι κλειστές και πίσωστέκεται ο νεωκόρος που παριστάνει τον Άδη. Ο ιερέας σταματάμπροστά από την πόρτα και ακολουθεί ο γνωστός από τουςΨαλμούς του Δαυίδ (23, 7-10) διάλογος:-Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε,πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης.-Τίς εστιν ούτος, ο βασιλεύς της δόξης;-Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστιν ούτοςο βασιλεύς της δόξης!Τρεις φορές γίνεται η στιχομυθία αυτή και μετά ο ιερέας σπρώχνειδυνατά με το πόδι του την πόρτα και μπαίνει στην εκκλησία με προτεταμένητη λαμπάδα του. Ακολουθεί το εκκλησίασμα με φωνέςκαι ιαχές θριάμβου.Ένα πραγματικά εντυπωσιακό στην απλότητά του αλλά σημαντικόσε περιεχόμενο μιμόδραμα, που κινείται μεταξύ ιερουργίας καιλαϊκού δρωμένου, όπως εύστοχα το χαρακτηρίζει ο Ν. Ψιλάκηςστις «Λαϊκές Τελετουργίες στην Κρήτη», την πολύτιμη αυτή κιβωτότου λαϊκού πολιτισμού της Μεγαλονήσου.22


ΦΩΤΟΠΟΙΗΜΑΤΑΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Η ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗΜικρό αφιέρωμαστην πιο μεγάλη γιορτή του χρόνου…Πριν την ΑνάστασηΆνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσεμε ψαλμούς κι' εξαπτέρυγα, άστραφταντα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριάτων χριστιανών, φλόγες πίστης,σημείο χαράς.Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασηςείχε η ενορία μας. Σπρωχνόμαστανγια ν' ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσανχαρούμενοι οι πιστοί, στα χέριακόκκιν' αυγά, άναβαν βεγγαλικάκι' οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.Ζωή ΚαρέλληΦωτογραφίες από την ωραία γιορτήτων γυναικών του Ηρακλείου(Σύνδεσμος Μελών ΓυναικείωνΣωματείων) που βάφουν αυγάμε φυτικές ύλεςγια φιλανθρωπικούς σκοπούς.24


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 25


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Η ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ◗Η νύχτα των ΠαθώνΗ νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένουστων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλεςχλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτατης χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύανθρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουνμια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσαμε τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναναπ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοισεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»…Κωστής ΠαλαμάςΕικόνες από τον αυθόρμητοστολισμό του επιταφίουστον βυζαντινό ναότου Λιμνάκαρου,πάνω από το Οροπέδιο Λασιθίου.26


ΥΠΕΡ Χ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2010 27


Απέναντι από τα ερείπια της αρχαίαςΦαιστού, στην κορυφή ενός λόφου,μαζεύονται κάθε χρόνο το μεσημέριτης Μεγάλης Παρασκευής εκατοντάδεςάνθρωποι για να παρακολουθήσουνένα εντυπωσιακό έθιμο: τηΣταύρωση και την Αποκαθήλωση τουΧριστού.Είναι ο πιο ψηλός λόφος που βρίσκεταικοντά στο πεδινό χωριό Πετροκεφάλιτης Μεσαράς, σημείο αναφοράςγια τους καμπίσιους που αποφάσισανπριν από ενάμισι αιώνα να τον αφιερώσουνστον Χριστό χτίζοντας εκεί τοναό της Μεταμόρφωσης.ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΓΟΛΓΟΘΑΣΤο έθιμο απαιτεί να μεταφερθεί ο μεγάλοςξύλινος σταυρός από τον καθεδρικόναό του Αγίου Πνεύματος μετα πόδια, σε απόσταση τριών χιλιομέτρωνπερίπου.Τον σηκώνουν πρώτοι ο παπάς και οδήμαρχος και πορεύονται στον κεντρικόδρόμο του χωριού. Στη συνέχειατον παραλαμβάνουν όσοι συμμετέχουνστην ιερή πορεία, ο έναςμετά τον άλλον, άντρες και γυναίκες.Καθώς χτυπούν συνέχεια οι καμπάνες,δεκάδες άνθρωποι καταφτάνουνγια να ακολουθήσουν την πορεία.Το βάρος του ξύλινου σταυρού είναιμεγάλο και ο δρόμος όχι μόνο μακρύςαλλά και ανηφορικός. Μπροστάπηγαίνουν τα «παπαδάκια», τα παιδιάμε τα εξαπτέρυγα που με τη συμμετοχήτους σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσειςφαίνεται να μυούνται στηνπαράδοση του τόπου.Σε κάθε σταυροδρόμι η πομπή σταματάγια να αναπεμφθεί η καθιερωμένηδέηση. Το ίδιο γίνεται και μπροστάσε κάθε ναό, σε κάθε καθαγιασμένοσημείο της διαδρομής. Ο σταυρός,όμως, δεν επιτρέπεται να ακουμπήσειστη γη. Μεταφέρεται από τονένα ώμο στον άλλο και όλοι θεωρούνευλογία να τον σηκώσουν.ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Έφη Ψιλάκη


| ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΘΙΜΑΤο θρησκευτικό βίωμαΗ ιερή πορεία προς το λόφο που συμβολίζει τον βιβλικό Γολγοθάαποτελεί σημαντικό γεγονός για την τοπική κοινωνία. Είναι, όμως,και μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές που χαρακτηρίζουν τοΠάσχα στα νότια της κεντρικής Κρήτης. Άντρες και γυναίκες κάθεηλικίας σχηματίζουν μια σιωπηλή πομπή που προχωρεί στο χωματόδρομο,δίπλα σε εκατομμύρια άνθη. Άγριες ορχιδέες φυτρώνουνπαντού. Ασπρολούλουδα και ανθεμίδες χρωματίζουν μελαμπερά χρώματα την κρητική φύση. Ωστόσο, το κλίμα κάθε ΜεγάληΠαρασκευή είναι πένθιμο… Κι όπως έχει επισημάνει η ελληνικήΛαογραφία, οι παραμονές του Πάσχα στον τόπο μας δενείναι γιορτή αλλά βίωμα.Γριούλες με τα καλύτερα λουλούδια από τις αυλές τους στα χέρια,άλλες με θυμιατήρια προσφέρουν στον επισκέπτη μιαν όμορφηεικόνα της Μεγάλης Εβδομάδας όπως τη βιώνουν οι άνθρωποιστην ελληνική ύπαιθρο. Όταν φτάσουν στην κορυφή του λόφουκάνουν τρεις βόλτες γύρω από την εκκλησία του Χριστού και σταματούνδίπλα στη βορειοδυτική άκρη. Πάνω σε ένα σωρό από πέτρεςδίπλα στον οποίο έχουν φυτέψει λουλούδια, αναπαριστάνουντη Σταύρωση και στη συνέχεια την Αποκαθήλωση. Δυο άντρεςανεβαίνουν στις πέτρες για να βοηθήσουν. Μερικοί άλλοι κρατούνένα κατάλευκο σεντόνι για να τυλίξουν το σώμα του. Ψαλμωδίες,θυμιάματα και συγκίνηση κυριαρχούν παντού. Η ευωδίατου λιβανιού συναντά τις μυρωδιές της κρητικής άνοιξης.Ο άδειος σταυρός μένει καρφωμένος στη θέση του και αμέσωςμετά αρχίζει η επιστροφή, η κάθοδος από τον ιερό λόφο. Λίγο πιοκάτω από το ναό της Μεταμόρφωσης ο πολιτιστικός σύλλογος τουχωριού υπενθυμίζει μιαν ακόμη πλευρά των τοπικών εθίμων.Προσφέρουν κυπελάκια με ένα παράξενο μίγμα: πορτοκάλι, αγκινάρακαι λεμόνι με ξίδι! Παλιότερα αυτό το πικρό και ξινό μίγμαήταν το μόνο που επέτρεπε η τοπική παράδοση να φάει κανείς τηΜεγάλη Παρασκευή.Μια σιωπηλή πομπήανηφορίζειστο λόφο...◗◗Ο ναόςΟ ναός της Μεταμόρφωσης του Χριστού εκφράζει την ιδιαίτερησημασία των υψωμάτων, των βουνοκορφών και των λόφων. Γιατους κατοίκους της περιοχής είναι συνδεδεμένος όχι μόνο με τηνιερή πορεία της Μεγάλης Παρασκευής αλλά και με την τοπική ιστορία.Η ανέγερσή του συμπίπτει με μια μεγάλη στιγμή των επαναστάσεωντης Κρήτης, με το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, τοΝοέμβριο του 1866. Την ίδια εποχή μερικοί μάστορες από τηνΚάρπαθο περιφέρονταν στην Κρήτη επισκευάζοντας τα σπίτια πουείχαν μείνει όρθια από το μεγάλο σεισμό του 1856. Μόλις λίγαχρόνια πριν είχε επιτραπεί η ανέγερση καινούργιων ναών και ηεπισκευή των παλιότερων με το Αυτοκρατορικό Διάταγμα, το γνω-30


| Η πορεία προς το λόφοκαι η τελετή της Αποκαθήλωσης.ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 31


| ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΘΙΜΑΠλήθος πιστώνακολουθείτο Σταυρό.◗στό Χάτι Χουμαγιούν, που παραχωρούσε θρησκευτικές ελευθερίεςστους μη Μουσουλμάνους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Οι ντόπιοι τους ζήτησαν να χτίσουν το ναό στην κορφήτου λόφου, όπου πίστευαν ότι υπήρχε ένας άλλος, αρχαίος, κατερειπωμένοςπια.Δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες για την ανέγερση τουναού. Και όταν λείπουν οι γραπτές πηγές, έρχεται η παράδοση νασυμπληρώσει τις άγραφες σελίδες της ιστορίας. Λέει λοιπόν η τοπικήπαράδοση ότι την εποχή που έχτιζαν οι Καρπάθιοι μαστόροι,ακούστηκε ένας φοβερός κρότος. Δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Μόνούστερα από λίγες ημέρες πληροφορήθηκαν ότι είχε ανατιναχτεί ηπυριτιδαποθήκη του Αρκαδίου, πολλές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά,πίσω από τον τεράστιο όγκο του Ψηλορείτη. Πολλοί κάτοικοιέλειπαν ήδη από τον τόπο τους και βρίσκονταν στα βουνά. Οι χτίστες,που εκείνα τα χρόνια κατάφεραν να ανοικοδομήσουν τονμεγάλο κάμπο με μοναδική τέχνη, φοβήθηκαν. Αλλά ο θρύλος λέειπως είδαν ένα φωτεινό σταυρό μπροστά τους, στην κορυφή τουλόφου. Πήραν θάρρος, συνέχισαν και ολοκλήρωσαν το έργο τουςσε λιγότερο από ένα μήνα.| Το παιδιά του πολιτιστικού συλλόγουμοιράζουν σε όλους πορτοκάλι με ξίδι,όπως επέβαλλε το έθιμο της ημέρας.Οι γέροντες διηγούνται ακόμη παραδόσεις για το χτίσιμο του ναού.Λένε για ένα μάστορα που γλίστρησε και έπεσε στο γκρεμό αλλάδεν κατρακύλησε, μια αόρατη δύναμη τον κράτησε όρθιο. Λένεακόμη και για μια στάμνα γεμάτη νερό που κατρακύλησε μέχρι τηβάση του λόφου χωρίς ούτε να σπάσει ούτε να χυθεί το νερό. Τέτοιεςπαραδόσεις ακούγονται σε όλη την Ελλάδα ακόμη και σήμερα.Και είναι να απολαμβάνει κανείς τον γοητευτικό λόγο τωνανθρώπων, το αδιάκοπο ταξίδι ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία.32


Συντροφιά μ’ έναν από τουςελάχιστους γερακάρηδεςκαι τη Μπέμπα τουΕκπαιδεύονταςΓεράκιαΚρήτηστηνΤα ατίθασα αρπακτικά ακολουθούντους αφέντες τους, κυνηγούν μαζί τουςκαι αναπτύσσουν συμπεριφορά οικόσιτου ζώου.Βασιλιάδες και Άρχοντες,όπως ο Βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος ο Β΄και ο Σουλτάνος, έστελναν ανθρώπουςστην Κρήτη για να αγοράσουν γεράκιακατά την εποχή της Ενετοκρατίας.ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Νίκος Ψιλάκης◗◗34


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 35


Παρακολουθώντας το ατίθασο αρπακτικό να κάνει κύκλουςγύρω από τα κεφάλια μας, ένιωσα μια παράξενησυγκίνηση. Είχα ακούσει πολλά για γερακάριους, ήξεραότι το κυνήγι με γεράκια ήταν μια συνηθισμένη δραστηριότητατων Κρητικών του παλιού καιρού, αλλά βρισκόμουνγια πρώτη φορά μπροστά σε μια τέτοια εμπειρία.Το γεράκι εξαφανιζόταν για λίγα λεπτά, χανόταν στονορίζοντα, κι ύστερα ερχόταν πάλι μπροστά μας… Φώναζεσυνέχεια δυνατά και αποκρινόταν με τρόπο θαυμαστόστα προστάγματα του αφέντη του.H`ταν ένα από κείνα τα υπέροχα ηλιόλουστακαι λιόχαρα πρωινά του φετινού χειμώναόταν βρέθηκα στο κτήμα ενός από τουςελάχιστους γερακάρηδες της Κρήτης, τουΔημοσθένη Καπετανάκη. Έβλεπα το ατίθασοαρπακτικό πτηνό, τη γερακίνα, νακάθεται σε κορφές δέντρων, σε κεραμίδιααγροικιών και να δείχνει απόλυταεξοικειωμένο με τον άνθρωπο. Συμπεριφερότανφιλικά, υπάκουε στα προστάγματα,έκανε «νάζια» όταν περίμενε το «μεζεδάκι» του. Χάρις τηφωνάζει τη γερακίνα του ο Δήμος. Αλλά πιο συχνά τη λέειΜπέμπα. Είναι το χαϊδευτικό της…Είχα γνωρίσει και άλλη φορά γερακάρη. Έναν νεαρό χημικό – οινοποιόστο νησί Λανθαρότε του Ατλαντικού (βρίσκεται στο σύμπλεγματων Καναρίων). Μου είχε χαρίσει κι ένα μικροσκοπικόμπρούτζινο κουδούνι απ’ αυτά που κρεμάει στα γεράκια του. Αλλάδεν είχα μπορέσει να τον παρακολουθήσω σε εξοχική δραστηριότητα,καθώς το συνέδριο στο οποίο συμμετείχαμε και οι δυοείχε πολύ «σφιχτό» πρόγραμμα. Εκείνος, όμως, ήταν κανονικόςκυνηγός. Τα γεράκια του έπιαναν λαγούς και κουνέλια.Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να ασχοληθεί κανείς με το κυνήγιαυτής της μορφής. Ο Δημοσθένης μου εξηγεί τα νομικά προβλήματαπου συναντά η εκτροφή και η εκγύμναση γερακιών.Απαγορεύεται τοκυνήγι, απαγορεύεταιη κατοχή ντόπιων γερακιών,απαγορεύεται… απαγορεύεται…απαγορεύεται! Σκέφτομαι ότι οπαραλογισμός έχει απλώσειπαντού τα πλοκάμια του. Επιτρέπεταιτο κυνήγι με σύγχρονα όπλαπου ρημάζουν τα ζωντανά (θηράματα ταλένε οι ίδιοι) αλλά απαγορεύεταιη άσκηση μιας πανάρχαιας συνήθειας που θα μπορούσε να συμβάλειστη διατήρηση απειλούμενων ειδών της ντόπιας άγριαςζωής. Το γεράκι πετά ψηλά στους αιθέρες κι όταν εντοπίσει το θήραμάτου ορμά με τρομακτική ταχύτητα. Αλλά δεν πετυχαίνειπάντα. Μια στις πέντε, μια στις δέκα. «Ζημιά» ασυγκρίτως μικρότερηαπό αυτή που θα μπορούσε να προκαλέσει το κυνήγι με συμβατικάμέσα.Το γεράκι θέλει σεβασμό!Οι σημερινοί γερακάρηδες δεν ασχολούνται με το κυνήγι. Κυκλοφορούνστις εξοχές με τα γεράκια τους, παίζουν μαζί τους, επιδίδονταισε «διαλόγους» με τα πουλιά. Μη σας παραξενεύει: τοάγριο πουλί μπορεί να καταλαβαίνει, να ακούει στο όνομά του, νααντιλαμβάνεται το σφύριγμα ως κλητική προσφώνηση. Μπορεί νασταματά με χάρη στο βραχίονα του αφέντη του, να τον εγκαταλείπειγια κάποιο χρόνο πετώντας μακριά και να ξαναγυρίζει, λες κιείναι παιδί και παίζει κρυφτούλι.«Αν δεν θέλει το ίδιο να μείνει κοντά σου, δεν μπορείς να το κρατήσεις.Ακόμη κι αν του έχεις περάσει αλυσίδα στο πόδι, το γεράκιθα βρει την ευκαιρία να πετάξει μακριά και να φύγει, ναεξαφανιστεί», λέει ο γερακάρης. Και έχει δίκιο! Το γεράκι χάνεταιστον ορίζοντα μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Αν θέλει επιστρέφει,αν δεν θέλει… αντίο! Οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν επαρκούνγια να το φέρουν πίσω. Για τον Δημοσθένη, όμως, υπάρχειένα μικρό μυστικό στην ιστορία της εκτροφής αρπακτικών πτηνών.Μονολεκτικό μυστικό: σεβασμός: «Το γεράκι θέλει σεβασμό,να το σέβεσαι, να μην προσπαθείς να το υποτάξεις. Δηλαδή νασέβεσαι τη φύση». Συνειδητός οικολόγος ο ίδιος έχει εκπαιδεύσειτο γεράκι του να τον παρακολουθεί όταν καλλιεργεί τις ελιέςκαι τα αμπέλια του. Συντροφιά εξαίσια!Κάθε εκπαιδευτής αρπακτικών πουλιών χρειάζεται ένα βασικόεξοπλισμό. Ένα σκληρό γάντι για να μπορεί να κάθεται πάνω τοπτηνό και να μην πληγώνει τα χέρια με τα αιχμηρά γαμψά νύχιατου, μια αλυσίδα μήκους μόλις μισού μέτρου, μια μαύρη κουκούλα,ένα κλουβί σαν αυτό που χρησιμοποιούν οι κτηνίατροι για τα σκυλιά…Δεν χρειάζεται να είναι μεγαλύτερη η αλυσίδα γιατί μπορεί νατραυματιστεί το ζώο αναπτύσσοντας ταχύτητα κατά την εκκίνησήτου.Γερακίσιο μάτιΠαρακολουθώ το παιγνίδι του γερακάρημε το γεράκι του… Τονβλέπω να πετά ένα κομμάτιωμό κρέας στον αέρα. Τοπουλί το αρπάζει πριν πέσει στηγη. Κι ύστερα τον περικυκλώνει, μάλλον για ναπροκαλέσει κι άλλες παρόμοιες… ρίψεις τροφής.Αν δεν το προλάβει στον αέρα, δεν υπάρχει πρόβλημα.Το γεράκι μπορεί να το δει από μίλια μακριά, νακάνει τη βουτιά και να το αρπάξει. Έτσι καταλαβαίνει κανείςτι σημαίνει «γερακίσιο» ή και «αετίσιο» μάτι. Τα πουλιά αυτά έχουνεκπληκτική όραση! Ακόμη και μυρμήγκι που περπατά στη γη μπορούννα εντοπίσουν πετώντας σε δυσθεώρητα ύψη.Καθώς συνεχίζεται η άσκηση ζητώ από τον Δήμο να κάνομε έναπείραμα: Το κρέας που πέφτει κρύβεται μέσα στις ξινίδες, σε μια36


| Η διαδικασία της εκπαίδευσης είναι επίπονη.Χρειάζεται υπομονή και σεβασμό προς το ζώο...ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 37


| Το γεράκι δεν αλλάζει. Είναι πάντα ένα άγριο αρπακτικό.Απλώς εξοικειώνεται και συμφιλιώνεται με τον άνθρωπο.περιοχή με πυκνή βλάστηση. Το γεράκι δεν μπορεί να το βρει καιεγκαταλείπει αμέσως την προσπάθεια. Να, λοιπόν, μια βασική διαφοράμε τον άλλο μεγάλο φίλο του ανθρώπου, τον σκύλο. Εκείνοςμυρίζεται, οδηγείται από την όσφρηση, μπορεί να μυρίσει οσμέςπου είναι αδύνατο να τις αντιληφθεί ο άνθρωπος, μπορεί να ξετρυπώσειμέσα από σωρούς άοσμων υλικών την τροφή του. Τογεράκι, όμως, έχει ως ακαταμάχητο όπλο το μάτι του. Και τα νύχια.Και τη δύναμη των φτερών του.Σύμβολο των ευγενώνΣτην Κρήτη το κυνήγι με γεράκια ήταν μάλλον συνηθισμένο σταπαλιότερα χρόνια, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας.Ήταν, όμως, πάντα δραστηριότητα των ευγενών, των φεουδαρχώνκαι των πλουσίων. Οι φτωχοί χωρικοί δεν ήταν εύκολο νασυντηρήσουν αρπακτικά πουλιά. Τις περισσότερες φορές επιδίδοντανστην εκτροφή και στην εκγύμνασή τους για λογαριασμόκάποιου φεουδάρχη.Μου έρχεται στο νου η εξαιρετικά παραστατική περιγραφή ενόςΚρητικού του 17ου αιώνα, του Ιωάννη Παπαντόπολι (Παπαδόπουλου),που έζησε στα χρόνια της τουρκικής εισβολής και αναγκάστηκενα εγκαταλείψει την πατρίδα του και να ζήσει στηνπροσφυγιά, στις ενετικές κτήσεις, στη σημερινή Ιταλία. Ως νοσταλγόςτης πατρικής γης και του αγαπημένου του Χάνδακα, ο Παπαντόπολικάθισε και έγραψε τις αναμνήσεις του από την Κρήτησε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που ευτύχησε να εκδοθεί μόλιςπρόσφατα. Ανάμεσα στις άλλες ωραίες εικόνες μεταφέρει και τιςσκηνές με τους κατόχους κυνηγετικών γερακιών. Μόλις δυο Ηρακλειώτες(Καντιώτες ή Χανδακίτες τους έλεγαν τότε), ενετικής καταγωγήςκαι οι δυο, είχαν γεράκια. Όταν κινούσαν από την πόληγια να βγουν στην ύπαιθρο, είτε για δουλειές είτε για κυνήγι, είχανμαζί τους και τα γεράκια. Ένας υπηρέτης που τους ακολουθούσεφορούσε γάντι και πάνω στον αριστερό του βραχίονα καθόταν τογεράκι. Θέαμα εκπληκτικό! Και όπως φαίνεται, οι συμπολίτες τουσταματούσαν στις άκρες, κοίταζαν και θαύμαζαν. Το σημειώνει,άλλωστε, και ο ίδιος ο παλιός Χανδακίτης: η πορεία στους δρόμουςτης πόλης με το γεράκι στο χέρι γινόταν για επίδειξη! Και γιαμεγαλείο, όπως λέει. Επίδειξη πλούτου, επίδειξη κοινωνικήςτάξης, κοινωνικής διαφοροποίησης. Γιατίτο γεράκι ήταν τεκμήριο όχι μόνο οικονομικούπλούτου, αλλά και τάξης και θέσης, τεκμήριοκοινωνικού στάτους… Ας φανταστούμε τηνεικόνα του έφιππου φεουδάρχη να περνάστην πλατιά στράτα και να καμαρώνειέχοντας πίσω του τους υπηρέτες. Καινα κρατούν γεράκια στα χέριατους.38


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Ιερακάριοιοι Βυζαντινοί ΓερακάρηδεςΜελετώντας τη γλώσσα καισταματώντας σε τοπωνύμια,επώνυμα, ονομασίεςχωριών και οικισμώνμπορούμενα υποψιαστούμετο ρόλο τωνκυνηγετικώνγερακιών στηνΚρήτη κατά τιςπαλαιότερες εποχές, στα βυζαντινά χρόνια καιστην εποχή της Βενετιάς. Ένα χωριό στο Αμάρι ονομάζεταιΓερακάρι. Κι άλλο ένα στο Μονοφάτσι. Μόνο που τοτελευταίο δεν υπάρχει πια. Δεν ξέρομε καν πού ακριβώςβρισκόταν. Ένας οικισμός στην Κίσαμο λέγεται Γερακιανά.Και το επώνυμο Γεράκης δεν είναι άγνωστο στονησί. Αφήνω το ορεινό χωριό Γεράκι της Πεδιάδας, αφούη προέλευση της λέξης μπορεί να είναι απλώς ζωονυμική.Χωριά παλιών γερακάρηδων ή και απόγονοι γερακάρηδωνοι σημερινοί Γεράκηδες. Ιερακάριους τους έλεγαν οιΒυζαντινοί, Γερακάρηδες ακούγονταν στη λαϊκή γλώσσαμέχρι και πρόσφατα.Η πραγματική διάσταση του φαινομένου, όμως, αποκαλύπτεταιμόνο μέσα από τις πηγές. Ο θρηνωδός που είδετην Κρήτη να πέφτει στα χέρια των Τούρκων, χρησιμοποιείδραματικούς τόνους λέγοντας:Ώφου, καημένοι Κρητικοί, και πού ’ναι τ’ άλογα σαςκαι πού ’ναι τα μουλάρια σας και τα λαγωνικά σαςγή πού ’ναι τα γεράκια σας και πού ’ναι οι λογισμοί σας…Τα γεράκια, λοιπόν, ανάμεσα στα είδη που χρησιμοποιείο Μπουνιαλής (αυτός είναι ο ποιητής) ως σύμβολα τηςκρητικής αρχοντιάς. Οι μαρτυρίες, όμως δεν τελειώνουνεδώ. Δεν είναι λίγα τα δικαιοπρακτικά έγγραφα που αναφέρονταισε γεράκια και εκτροφείς. Ακόμη και το δικαίωμανα μαζεύει κάποιος τα μικρά πουλιά από τιςφωλιές των γερακιών που βρίσκονταν σε ξένες ιδιοκτησίεςαναφέρεται σε συμβολαιογραφικές πράξεις.Ένας περιηγητής, ο Γάλλος Bellon, περιγράφει τον τρόπομε τον οποίο κατάφερναν οι Κρητικοί να πιάνουν τα γεράκιακαι να τα εξημερώνουν. Στα Αστερούσια, αυτά ταβουνά που «κλείνουν» την κεντρική Κρήτη από το νότο,είχε γίνει προσοδοφόρο επάγγελμα η πώληση μικρών γερακιώνπου προορίζονταν για εκπαίδευση. Οι κάτοικοιεπιβιβάζονταν στις βάρκες τους και έκαναν βόλτες στοΛιβυκό. Από κει παρατηρούσαν τις απότομες πλαγιές πουκαταλήγουν στη θάλασσα, εντόπιζαν τις φωλιές των γερακιώνκαι τα υπόλοιπα ήταν… εύκολα. Αφού επέστρεφανστο βουνό, έβαζαν μέσα σε μεγάλα καλάθια ταπαιδιά, τα κατέβαζαν στους γκρεμούς και προσπαθούσαννα τα πλησιάσουν κοντά στις φωλιές. Ήταν, καθώς φαίνεται,εξοικειωμένα τα παιδιά με τέτοια επικίνδυνα εγχειρήματαγιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που κατάφερναν ναπιάσουν νεοσσούς γερακιών.Γεράκια από την Κρήτη πουλιόντουσαν στις βασιλικές αυλές.◗◗| Η πρώτη γνωριμία... πήγε καλά.39


Αληθινός διάλογος.Ο Δήμος και η Μπέμπα τουσε μια τρυφερή σκηνή.◗◗Οι χωρικοί της Κρήτης πουλούσαν ταμικρά γεράκια σε πλούσιους ευγενείς.Όπως αποκάλυψε ο Β. Σιακωτός, σταχωριά της Γεράπετρας συνηθιζόταν ηαναζήτηση νεοσσών. Σημείωσε, μάλιστα,με έμφαση ότι ο γερακάρης του βασιλιάτης Ισπανίας Φιλίππου του Β΄ είχεέρθει στην Κρήτη γύρω στο 1565, μάλλονγια να αγοράζει γεράκια από το νησίκαι να τα στέλνει στην ισπανική βασιλικήαυλή. Οι κάτοικοι του χωριού Πηγαϊδάκια των Αστερουσίων ήτανανάμεσα στους συνεργάτες του. Ο γερακάρης ήταν Έλληνας, Μανιάτης,και ονομαζόταν Δημήτριος Κοσμάς. Έμεινε στο Χάνδακακαι όταν πέθανε, το 1585, η γυναίκα του Μαρούλα πούλησε 50θηλυκά γεράκια που είχε στην κατοχή του!Ο βασιλιάς της Ισπανίας και ο Σουλτάνος των ΟθωμανώνΕκείνα τα χρόνια φαίνεται πως τα γεράκια της Κρήτης ήταν περιζήτητα.Δεν ήταν μόνον ο Ισπανός βασιλιάς. Και άλλοι βασιλιάδεςκαι φεουδάρχες έστελναν εκπροσώπους τους στην Κρήτη για ναβρουν αρπακτικά πουλιά. Ακόμη και ο Σουλτάνος είχε αγοράσεικρητικά γεράκια!Σήμερα τα πουλιά αυτά έχουν λιγοστέψει πολύ. Και δεν φταίνε οιπαλιοί γερακάρηδες γι’ αυτό. Φταίει γενικά η ανθρώπινη δραστηριότητα.Η δική μας συμπεριφορά απέναντι στη φύση. Το παράνομοκυνήγι. Η μόλυνση του περιβάλλοντος και η αλλοίωση τουτοπίου. Με αυτές τις σκέψεις αποχαιρέτησα τον Δήμο. Και τράβηξατις τελευταίες φωτογραφίες της ημέρας την ώρα που οι δυοφίλοι «συζητούσαν». Ο άνθρωπος και το αρπακτικό πτηνό ήτανπλάι–πλάι. Οι μύτες τους σχεδόν ακουμπούσαν. Και το αυστηρόγερακίσιο μάτι χαλάρωνε κοιτάζοντας κατάματα τα μάτια τουαφέντη και φίλου του…40


ΓΙΑΚΟΥΜΟ ΚΟΪΖΟΥΜΙΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕρΝΟι κρητικές ρίζεςτου εθνικού συγγραφέατης ΙαπωνίαςΑπό ένα χωριό της Κρήτης κατάγεται ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας,ο συγγραφέας - σύμβολο της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.Η οικογένεια της μητέρας του ξεκίνησε από τον οικισμό Σκιλλούς, τησημερινή Καλλονή, ένα αμπελοχώρι που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξωαπό το Ηράκλειο. Οι περιπέτειες του τόπου οδήγησαν τους Κασιμάτηδεςστην ξενιτιά, στο Τσιρίγο. Ωστόσο, ο ίδιος ο εθνικός συγγραφέαςτης Ιαπωνίας έχει συνδεθεί πιο πολύ με τη Λευκάδα, τον τόπο στονοποίο είχε γεννηθεί.ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Έφη Ψιλάκη43


Tον θυμηθήκαμε πιο πολύ τώρα που η Ιαπωνίαβυθίστηκε στο πένθος για τα χιλιάδεςθύματα του φοβερού σεισμού και τωνφονικών παλιρροϊκών κυμάτων που τονακολούθησαν. Στον ελληνικής καταγωγήςΚοϊζούμι οφείλεται η πιο παραστατική περιγραφήτων καταστροφικών αυτών κυμάτων.Σε ένα διήγημά του αναφέρεταιστην απρόσμενη υποχώρηση της θάλασσαςμετά από κάποιο σεισμό. Κανείς δενείχε παραξενευτεί τότε, εκτός από έναν σεβάσμιο Γιαπωνέζο, τονΧαμαγκούτσι Γκοχέϊ. Αυτός έτρεξε, ανέβηκε ψηλά στο λόφο, πήρεένα δαυλό και έβαλε φωτιά στις θημωνιές με τα ρύζια. Όλοι οι κάτοικοιέτρεξαν να τη σβήσουν. Όταν έφτανε στο λόφο και ο τελευταίος,ένα τεράστιο τσουνάμι σκέπασε το χωριό τους. Ηθάλασσα που είχε αρχικά υποχωρήσει, φούσκωσε και σηκώθηκανγιγαντιαία κύματα. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο! Όμως, κανέναςκάτοικος δεν είχε πάθε τίποτα. Τότε κατάλαβαν το τέχνασμα τουσοφού συγχωριανού τους που δεν είχε άλλον τρόπο να τους ειδοποιήσειόλους τόσο γρήγορα και άμεσα. Λίγο μετά οι χωρικοίέχτισαν ένα ναό για τον Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ. Εκεί τον λάτρευανσαν θεό. Ήταν ένας από τους πολλούς θεούς του γιαπωνέζικουπανθέου. Το εκπληκτικό ήταν ότι τον λάτρευαν σαν θεό ότανζούσε ακόμη…ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ - ΣΥΜΒΟΛΟΕίχα προσπαθήσει να μάθω το λόγο για τον οποίο οι σημερινοίΓιαπωνέζοι τρέφουν τόσο σεβασμό σε ένα συγγραφέα με ελληνικήκαταγωγή, τον Γιάκουμο Κοϊζούμι ή Λευκάδιο Χερν, όπωςήταν το όνομά του πριν φτάσει στη χώρα τους. Στη μεγάλη αίθουσατου Πανεπιστημίου Κέιο του Τόκιο βρήκα τις πρώτες απαντήσεις.Μόλις είχε τελειώσει μια σημαντική εκδήλωση προς τιμήνενός Έλληνα συγγραφέα, του Νίκου Καζαντζάκη, με πρωτοβουλίατου Αντιπρύτανη κ. Νισιμούρα και του Έλληνα πρέσβη κ. ΙωάννηΒάββα, και είχε αρχίσει μια μικρή δεξίωση με την παρουσία τηςπριγκίπισσας της Ιαπωνίας, της κ. Τακαμάντο. Αναμφισβήτητα ηΤακαμάντο ήταν το πρόσωπο της βραδιάς. Μόνο που οι Γιαπωνέζοιξέρουν να αποδίδουν σεβασμό με διακριτικότητα και ευγένεια.Υπέθεσα πως ο σεβασμός στην πριγκίπισσα οφείλεται κατάένα μέρος στη λαμπερή προσωπικότητά της και κατά ένα άλλο στορόλο της. Και δεν έπεσα έξω. Στη σημερινή Ιαπωνία τα σύμβολαεξακολουθούν να ασκούν μια ιδιαίτερη έλξη.Σύμβολο, λοιπόν, της Ιαπωνίας και ο Ελληνοιρλανδός συγγραφέαςΛευκάδιος Χερν; Απεύθυνα το ερώτημα σε μια μικρή συντροφιάστο μεγάλο αυτό Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Η απάντησηήταν ομόφωνη:- Ναι, είναι σύμβολο γιατί μας συνδέει με τις ρίζες του γιαπωνέζικουπολιτισμού. Οι μαρτυρίες του για την Ιαπωνία του 19ου αιώνααποτελούν μοναδικές πηγές για τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τιςδοξασίες του λαού μας.Έναν αιώνα μετά το θάνατό του ο Γιάκουμο Κοϊζούμι εξακολουθείνα εκφράζει το ύφος και τις αξίες της παλιάς Ιαπωνίας και να θεωρείταιένας από τους εθνικούς συγγραφείς της χώρας. Θυμίζειτο παρελθόν το οποίο αποτυπώνει με σεβασμό, πράγμα πρωτόγνωρογια τους δυτικούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τουςπολιτισμούς της Ανατολής.ΚΡΗΤΗ, ΚΥΘΗΡΑ, ΛΕΥΚΑΔΑΟι ελληνικές ρίζες του Λευκάδιου Χερν χάνονται στους πρώτουςαιώνες της Βενετοκρατούμενης Κρήτης. Η μητέρα του, Ρόζα, ήτανμέλος της μεγάλης οικογένειας Κασιμάτη. Είχε γεννηθεί στα Κύθηρακαι είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα, όπου και γνώρισε τον| 1. Το χωριό Καλλονή,τόπος καταγωγήςτων Κασιμάτηδων.2-3. Ο Μανώλης Χελιδώνηςκαι η μητέρα τουτο γένος Κασιμάτη.Ο γνωστός καθηγητήςδιατηρεί δεσμούς με τα εγγόνιατου Κοϊζούμι.44


| 1. Άκιο Ιμαγκάκι. Ο εγγονός του Κοϊζούμι.2. Ο Άκιο ρίχνει σάκε στον τάφο της προγιαγιάς του Ρόζας Κασιμάτη.ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 πρώτο σύζυγό της, τον στρατιωτικό γιατρό Κάρολο Μπους Χερνπου εκείνα τα χρόνια υπηρετούσε στα Επτάνησα. Σήμερα γνωρίζουμεότι η οικογένεια Κασιμάτη προέρχεται από τον οικισμό Σκιλλούς,τη σημερινή Καλλονή του Δήμου Καζαντζάκη, έναν οικισμόμε έντονα τα σημάδια του ενετικού παρελθόντος. Σώζεται ακόμητο φρούριο του Κάστελου λίγο πιο πάνω από το χωριό και μερικοίτοιχογραφημένοι ναοί από τους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας.Οι Κασιμάτηδες φαίνεται πως ήταν ιδιοκτήτες αμπε λώνων,καλλιέργεια με την οποία ασχολούνται και σήμερα οι κάτοικοιτης Σκιλλούς. Από την Κρήτη η οικογένεια εγκαταστάθηκε σταΚύθηρα, διατηρώντας πάντα σχέσεις με τον τόπο της καταγωγήςτης. Τα δυο νησιά αποτελούν τους πιο σημαντικούς σταθμούς τηςιστορίας της οικογένειας Κασιμάτη. Ωστόσο, σε ένα άλλο νησί, τηΛευκάδα, πατρίδα σπουδαίων ποιητών, θα δει το φως ο Λευκάδιος.Η Λευκάδα, το νησί που έδωσε το όνομά του στον Χερν, δεν θατον ξεχάσει. Θα στήσει την προτομή του στον Κήπο των Ποιητών,δίπλα στον Βαλαωρίτη και τον Σικελιανό, θα του αφιερώσει έναδρόμο και θα αναδείξει το σπίτι όπου γεννήθηκε.Πριν αναχωρήσω για την Ιαπωνία είχα μιλήσει με τον κ. ΜανόληΧελιδόνη, καθηγητή της ιατρικής. Καθώς και ο ίδιος κατάγεται απότην οικογένεια Κασιμάτη έχει φροντίσει να έρθει σε επαφή μετους απογόνους του Λευκάδιου Χερν. Ανταλλάσσουν επισκέψειςκαι φροντίζουν να διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του σπουδαίουσυγγραφέα. Όσο και αν έχουν περάσει οι αιώνες, οι συγγενικοίδεσμοί φαίνονται έντονοι ακόμη. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις τηςοικογένειας που γίνονται στην Ελλάδα συμμετέχει και… ο γιαπωνέζικοςκλάδος της.Ο ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΪΖΟΥΜΙΣτην εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Κέιο λόγιοι, συγγραφείς καιαπλοί φίλοι της Ελλάδας απολάμβαναν μια σημαντική ελληνο-ιαπωνικήπολιτιστική προσέγγιση. Καθώς η βραδιά ήταν αφιερωμένηστον Καζαντζάκη, γινόταν συχνά λόγος για τον ρόλο πουμπορεί να παίξει ένας συγγραφέας σε μια ξένη χώρα. Το βλέμμαενός εξωτερικού παρατηρητή μπορεί να αποκαλύψει πράγματαπου ένας μόνιμος κάτοικος δεν τα προσέχει… Άλλωστε και ο Καζαντζάκηςείχε επισκεφτεί την Ιαπωνία και έγραψε ενδιαφέρουσεςταξιδιωτικές εντυπώσεις.Ανάμεσα στους Γιαπωνέζους που βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στοΚέιο ήταν και ο κ. Άκιο Ιναγκάκι, εγγονός του Λευκάδιου Χερν.Είναι ο απόγονος του σπουδαίου συγγραφέα που διατηρεί τις περισσότερεςεπαφές με την Ελλάδα. Έχει έρθει αρκετές φορές καιοι δεσμοί με τις ρίζες του είναι ακόμη ισχυροί, ιδιαίτερα με τον καθηγητήτης ιατρικής κ. Μανόλη Χελιδόνη, τον «συγγενή μου στηνΚρήτη», όπως λέει ο ίδιος.«Θα έρθω ξανά στην Ελλάδα. Ο τάφος της προγιαγιάς μου, τηςΡόζας Κασιμάτη, βρίσκεται στα Κύθηρα. Ακούγοντας τις διαλέξειςγια τον Καζαντζάκη έμαθα για ένα ωραίο έθιμο που περιγράφει οσυγγραφέας σας. Οι Κρητικοί συνήθιζαν να χύνουν λίγο κρασίπάνω στους τάφους για τους νεκρούς. Με εντυπωσίασε και θέλωνα κάνω το ίδιο στον τάφο της Ρόζας». Η συγκίνησή του είναι προφανής.Άλλωστε ο παππούς του έγινε τόσο αγαπητός στην Ιαπωνίαεπειδή σεβάστηκε τα έθιμα του λαού που επέλεξε να ζήσειανάμεσά του.45


| 1. Ο Λευκάδιος Χερν ή Γιάκουμο Κοϊζούμι.2. Ο Γιάκουμο με τη Γιαπωνέζα γυναίκα τουκαι ένα από τα παιδιά τους.◗◗“Η Κρήτη έχει πολλά κοινά στοιχεία με την Ιαπωνία της παράδοσης...”Η συζήτηση με τον κ. Ιναγκάκι αποτέλεσε μια καλή εισαγωγή στονκόσμο του Λευκάδιου Χερν.- Η Κρήτη και η Ελλάδα που περιγράφει ο Καζαντζάκης, όπωςάκουσα σήμερα στις ομιλίες, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον παραδοσιακόπολιτισμό της Ιαπωνίας. Πριν από λίγα χρόνια πήρανχώμα από τον τάφο της Ρόζας Κασιμάτη και το έφεραν εδώ, τοέβαλαν στον τάφο του Γιάκουμο. Τώρα εγώ θα πάρω χώμα απότον τάφο του παππού μου και θα το βάλω στον τάφο της Ρόζαςστα Κύθηρα. Αυτό θα άρεσε στον Γιάκουμο… Άκουσα ακόμη ότιστην Ελλάδα, όπως λέει και ο Καζαντζάκης, ρίχνουν κρασί στουςτάφους σαν προσφορά στους νεκρούς. Σκέφτηκα αμέσως νακάνω κι εγώ το ίδιο στον τάφο της Ρόζας.ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ…Ο Ελληνοϊρλανδός συγγραφέας είχε γεννηθεί στη Λευκάδα το1850. Ο γάμος του Κάρολου και της Ρόζας διαλύθηκε σχετικάνωρίς. Ο Πατρίκιος – Λευκάδιος (αυτό ήταν το πραγματικό όνομάτου) βρέθηκε στην Ιρλανδία όταν ήταν πέντε χρονών και μεγάλωσεμε τους συγγενείς του πατέρα του. Από τα χρόνια της εφηβείαςτου θα απορρίψει το συμβολικό για τους Ιρλανδούς όνομαΠατρίκιος και θα επιλέξει το Λευκάδιος. Είναι μια από τις πρώτεςρήξεις που κάνει στη δύσκολη ζωή του. Τα χρόνια που ακολουθούνείναι δύσκολα. Διακόπτει τις σπουδές του, μεταβαίνει στηνΑμερική, εργάζεται εκεί ως δημοσιογράφος και, σαραντάρης πια,αναχωρεί για την Ιαπωνία σε δημοσιογραφική αποστολή. Η χώρατων Σαμουράι τον γοητεύει. Και επιλέγει να μείνει για πάντα εκεί.Εγκαθίσταται στο Ματσούε, στο βορειοδυτικό τμήμα του μεγαλύτερουαπό τα νησιά που συνθέτουν την Ιαπωνία. Δεν θα μείνει,όμως, για πάντα εκεί. Θα γνωρίσει ένα μεγάλο τμήμα της χώραςκαι θα εγκατασταθεί τελικά στο Τόκιο.Η ανάμνηση τόσο της μητέρας του όσο και της Ελλάδας δεν είναικαι τόσο καθαρή αφού δεν την είδε ποτέ ξανά. Μετά την εγκατάστασηστην Ιρλανδία ο Κάρολος Χερν διέλυσε το γάμο στηριζόμενοςσε ένα «παράθυρο» του νόμου. Φαίνεται, όμως, ότι κάθεαναφορά στον ελληνικό πολιτισμό προκαλούσε συγκίνηση στονΛευκάδιο. Δεν κρύβει τον θαυμασμό του για την αρχαιοελληνικήτέχνη και την αισθητική της.- Αγαπούσε περισσότερο τη μητέρα του, λέει ο κ. Ιναγκάκι. Ήτανάνθρωπος που του άρεσε το φως και η ζεστασιά, δεν ήθελε ναζει σε βαριά κλίματα. Πιστεύω ότι θα προτιμούσε να ζει στηνΑθήνα παρά στο Δουβλίνο. Άλλωστε η χώρα σας, που είναι εν46


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 μέρει και δική μου αφού κατάγομαι από εκεί, και η Ιαπωνία έχουνως κοινό χαρακτηριστικό το φως…Τον ρωτάμε αν είναι γνωστή στην Ιαπωνία η ελληνική και η ιρλανδικήκαταγωγή του συγγραφέα τους.- Ναι, το γνωρίζουν. Όμως δεν γνωρίζουν πολλά για την Ελλάδα.Περισσότερο γνωρίζουν πως είναι μια χώρα με μεγάλο πολιτισμό.Ο Λευκάδιος ή Γιάκουμο είναι αυτός που έκανε γνωστό στον δυτικόκόσμο τον ιαπωνικό πολιτισμό, γεγονός που επίσης συγκινείτους σημερινούς συμπατριώτες μου. Πολλοί που τον διαβάζουνπροσπαθούν να μάθουν περισσότερα για τις ρίζες του. Όσοι γνωρίσουντην Ελλάδα την αγαπάνε και τη σέβονται. Είναι, λοιπόν, οΓιάκουμο μια καλή αφορμή για πιο ουσιαστική προσέγγιση ανάμεσαστους δυο λαούς.- Έχετε στα χέρια σας υλικό που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί;- Ο Γιάκουμο δεν κρατούσε ημερολόγιο. Έχει όμως αφήσει πολλέςκαι σημαντικές σημειώσεις. Είναι ιαπωνικοί θρύλοι και παραδόσειςτις οποίες συγκέντρωνε με αληθινή αγάπη για τονπολιτισμό του λαού μας. Όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία νομίζωπως θα προχωρήσω σε κάποια έκδοση.ΔΙΔΑΞΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΛίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα ο Λευκάδιος Χερν γνώριζεέναν εντυπωσιακό κόσμο στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.Από εκεί έστελνε κείμενα στη Δύση, γραμμένα στην αγγλική. Δίδαξεαγγλικά σε σχολεία και αργότερα στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιοτου Τόκιο. Η σχέση του με την Ιαπωνία έγινε στενότερηκαι βαθύτερη όταν γνώρισε τη Σετζούκο, από παλιά οικογένειαΣαμουράι. Μια νέα σελίδα άνοιξε τότε στη ζωή του· εντάχτηκεπλήρως στην οικογένεια Κοϊζούμι και πήρε το επώνυμο της συζύγουτου. Με αυτό τον ξέρουν σήμερα στην Ιαπωνία.| Πάρκο στο Τόκιο.ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝΟσιντόριYπήρχε ένας γερακάριος και κυνηγός,που τον λέγανε Σόνγιο, καιζούσε στην περιοχή Ταμουράνο-Γκο, της επαρχίας Μούτσου. Μιαμέρα βγήκε να κυνηγήσει αλλάδεν εύρισκε τίποτα. Στο γυρισμό,στην τοποθεσία Ακανούμα, αντιλήφθηκεένα ζευγάρι οσιντόρι(αγριόπαπιες), να κολυμπάνε μαζίσ’ ένα ποταμό που ετοιμαζόταν ναδιασχίσει. Λένε ότι δεν είναι καλό να σκοτώνεις οσιντόρι. ΟΣόνγιο, όμως, πεινούσε πολύ και τόξευσε το ζευγάρι. Το βέλοςτου καρφώθηκε στο αρσενικό. Το θηλυκό ξέφυγε στα βούρλατης παραπέρα όχθης και εξαφανίστηκε. Ο Σόνγιο πήρε το σκοτωμένοπουλί σπίτι του και το μαγείρεψε.Εκείνη τη νύχτα είδε ένα θλιβερό όνειρο. Του φάνηκε ότι μιαόμορφη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιό του, στάθηκε δίπλα στομαξιλάρι του και άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε τόσο γοερά που οΣόνγιο ένιωσε να ραγίζει η καρδιά του καθώς την άκουγε. Ηγυναίκα τού φώναξε:«Γιατί, γιατί τον σκότωσες; -τι κακό έκανε;…Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι οι δυο μας στην Ακανούμα -κι εσύτον σκότωσες!...Τι σου έφταιξε; Ξέρεις τι έχεις κάνει; Ξέρεις τι σκληρό, τι απαίσιοέγκλημα έχεις διαπράξει; Έχεις σκοτώσει κι εμένα, γιατί δενμπορώ να ζήσω χωρίς τον άντρα μου!Ήρθα μόνο και μόνο για να σου πω αυτό»…Συνέχισε να κλαίει δυνατά, τόσο πικρά που οι λυγμοί της διαπερνούσαντα κόκαλα, μέχρι το μεδούλι, αυτού που την άκουγε.Πρόφερε με λυγμούς τους στίχους αυτού του ποιήματος:Όταν ήρθε το ξημέρωμα τον κάλεσα να γυρίσει κοντά μου!Να κοιμάμαι τώρα μόνη στη σκιά των καλαμιών της Ακανούμα–αχ, τι ανείπωτη δυστυχία!»Αφού απάγγειλε αυτούς τους στίχους φώναξε:«Αχ, δεν ξέρεις –δεν μπορείς να ξέρεις τι έχεις κάνει! Αύριο,όμως, όταν πας στην Ακανούμα, θα δεις, -θα καταλάβεις…»Αφού είπε αυτά, και κλαίγοντας οικτρά, έφυγε.Το πρωί, όταν ξύπνησε ο Σόνγιο, το όνειρο ήταν τόσο ζωντανόστο μυαλό του που ταράχτηκε πολύ. Θυμήθηκε τα λόγια:«Αύριο, όμως, όταν πας στην Ακανούμα, θα δεις, -θα καταλάβεις…».Αποφάσισε να πάει εκεί αμέσως και ίσως θα μάθαινεαν το όνειρό του ήταν κάτι περισσότερο από απλό όνειρο.Πήγε, λοιπόν, στην Ακανούμα. Φθάνοντας στην όχθη του ποταμούείδε το θηλυκό οσιντόρι να κολυμπά μόνο του. Την ίδιαστιγμή το πουλί αντιλήφθηκε τον Σόνγιο. Αλλά, αντί να προσπαθήσεινα ξεφύγει, κολύμπησε προς το μέρος του, κοιτάζοντάςτον συνεχώς και περίεργα. Και τότε, με το ράμφος της,ξέσχισε το σώμα της και πέθανε εκεί μπροστά στα μάτια του…Ο Σόνγιο ξύρισε το κεφάλι του και έγινε μοναχός.Απόδοση στα Ελληνικά: Έφη Ψιλάκη47


| Στιγμές από τη ζωήτης σύγχρονης Ιαπωνίας.◗◗Είχε πλέον επιλέξει οριστικά να γίνει μέρος μιας μακραίωνης παράδοσης,να γνωρίσει τα ήθη και τις τελετουργίες και άρχισε νακαταγράφει όλα αυτά που συνέθεταν τον παραδοσιακό πολιτισμότης νέας πατρίδας του. Για να αφομοιώσει καλύτερα τα στοιχείαπου συνθέτουν αυτόν τον πολιτισμό θα αρχίσει να επισκέπτεταιναούς, να μεταβαίνει σε τόπους που θεωρούνταν στοιχειωμένοι,να μιλά με ηλικιωμένους. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο παππούς τηςΣετζούκο, ένας παλιός Σαμουράι που έμενε προσκολλημένοςστον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Αρχίζει να μελετά τον Βουδισμόκαι την παραδοσιακή θρησκεία της Ιαπωνίας, τις σιντοϊστικές παραδόσεις.Παράλληλα, όμως, γνωρίζει και αυτό που του είχε λείψειαπό τα παιδικά του χρόνια, τη θαλπωρή της οικογενειακήςζωής.Μιλώντας με τους σημερινούς Γιαπωνέζους καταλαβαίνει κανείςαυτό με το οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές του: οΕλληνοϊρλανδός συγγραφέας ήρθε πάνω στην ώρα που άλλαζε ηΙαπωνία και αποτέλεσε μοχλό αντίστασης διδάσκοντας στους μαθητέςτου να σέβονται τον πολιτισμό και τις ρίζες τους. Τα βιβλίατου κυκλοφορούν ακόμη, ενώ το 2004 πραγματοποιήθηκαν σημαντικέςεκδηλώσεις με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100ετών από το θάνατό του. Παράλληλα, υπάρχουν κάμποσοι σύλλογοισε διάφορες πόλεις της χώρας που ασχολούνται με τη μελέτητου έργου του. Κι όταν, πριν από δέκα χρόνια, αποφασίστηκενα εκδοθούν τα Άπαντά του, συνεργάστηκαν δεκάδες μελετητέςκαι λόγιοι.Σύμφωνα με τον κ. Ιναγκάκι, τα κείμενα του παππού του αποτελούνέναν ασφαλή τρόπο να γνωρίσει κανείς τον γιαπωνέζικο πολιτισμό.Αλλά οι Γιαπωνέζοι φαίνεται πως του χρωστούν και κάτιακόμη. Μας το λέει με λίγα λόγια ο εγγονός του:- Ήταν αυτός που έκανε γνωστή την Ιαπωνία στον δυτικό κόσμοκαι γι’ αυτό δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ. Ήδη υπάρχουν μουσείααφιερωμένα στον ίδιο, πάρκα, σύλλογοι και ομάδες μελέτης.Ο κ. Ιναγκάκι φαίνεται να έχει δίκιο. Ο Λευκάδιος είχε γνωρίσειτον πολιτισμό πολλών χωρών, είτε από προσωπικά βιώματα, είτεμελετώντας τους. Ξέρουμε, ας πούμε, ότι τον γοήτευε κάθε αναφοράστον ελληνικό πολιτισμό. Είχε ζήσει στην Ιρλανδία και στηνΑμερική. Ήταν ένας ταξιδευτής που προτίμησε να πλησιάσει ένανξένο πολιτισμό όχι ως «ανώτερος», όπως συνέβαινε στις μέρεςτου, όχι ως απλός εξωτερικός παρατηρητής, αλλά ως «μέτοχός»του. Μιλά για αερικά και φαντάσματα, ενσωματώνει στο λόγο τηνπροφορική λογοτεχνία της Ιαπωνίας· το κείμενό του για τις πάπιεςΟσιντόρι (συμβολίζουν τον συζυγικό έρωτα) διασώζει την αρχέγονηπίστη στα σύμβολα των Γιαπωνέζων: Ένας κυνηγός πουπεινούσε είχε σκοτώσει την αρσενική πάπια σε κάποια λίμνη· τοβράδυ ονειρεύτηκε πως εκείνη που είχε μείνει θρηνούσε σπαρακτικά.Πήγε στη λίμνη και την είδε να τρυπιέται με το ράμφος τηςκαι να πεθαίνει μπροστά του.Το ηθογραφικό στοιχείο είναι έντονο ακόμη και στα περιηγητικάκείμενά του. Το πρώτο του βιβλίο «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία»πρόσφερε στους αναγνώστες του μιαν εντυπωσιακή ξενάγηση.Το δίδασκαν για πολλές δεκαετίες στα σχολεία. Δενπρόκειται για μια απλή περιγραφή της χώρας αλλά για ουσιαστικήΟ Κοϊζούμι έκανε γνωστό στη Δύση τον πολιτισμό της Ιαπωνίας.48


| Η προτομή του Λευκάδιου Χερνστο άλσος του Δήμου Σιντζούκου στο Τόκιο.ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 προσέγγιση στη γιαπωνέζικη ψυχή. Σε ένα κείμενό του για το γιαπωνέζικοχαμόγελο μεταφέρει την απορία ενός ανθρώπου πουείχε συναντήσει εκεί: «Γιατί δεν χαμογελούν ποτέ οι ξένοι;» Τοδιαβάζω και σκέφτομαι πόσο εύκολα σε κατακτά ένας λαός πουχαμογελά με την κάθε ευκαιρία…ΤΟ ΑΛΣΟΣ ΚΟΪΖΟΥΜΙ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ| Οι Γιαπωνέζες επιμένουν να ντύνονται παραδοσιακά, ιδιαιτέρωςόταν προσέρχονται σε κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι τελετές τσαγιού.Ένα μικρό άλσος στο δήμο Σιντζούκου είναι σήμερα ένας απότους σημαντικότερους τόπους μνήμης του Λευκάδιου Χερν. Ότανφτάναμε, αναχωρούσε ένα σχολείο· οι μικροί μαθητές πληροφορούνταιαπό τις πρώτες σχολικές τάξεις για τον συγγραφέα τους.Παράλληλα, όμως, πληροφορούνται και για την ελληνική και τηνιρλανδική καταγωγή του. Οι επιγραφές στην ελληνική και την αγγλικήγλώσσα συνθέτουν ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, θυμίζονταςίσως με τον καλύτερο τρόπο την πολυσχιδή προσωπικότητατου συγγραφέα.Η προτομή του είναι δώρο της ελληνικής Κυβέρνησης και τοποθετήθηκεεκεί το 1993. Στη μεταλλική επιγραφή διαβάζουμε:«Ο Λευκάδιος Χερν (ιαπωνιστί Γιάκουμο Κοϊζούμι) εγεννήθη ειςτην ελληνικήν νήσον Λευκάδα και απεβίωσεν εις τον ιαπωνικόνδήμον Σιντζούκου. Εξ αυτής της σχέσεως, ο Δήμος Λευκάδος καιο Δήμος Σιντζούκου συνήψαν, τον Οκτώβριον του 1989, δεσμούςφιλίας. Επ’ ευκαιρία της δημιουργίας άλσους εις μνήμην του ΛευκάδιουΧερν υπό του Δήμου Σιντζούκου, η ελληνική κυβέρνησιςδωρίζει την προτομήν αυτήν εις τον Δήμον, ευχομένη όπως ηφιλία μεταξύ Ελλάδος και Ιαπωνίας ενισχυθεί περαιτέρω μέσωτης Λευκάδος και του Σιντζούκου.Απρίλιος 1993Κωνσταντίνος Βάσσης,Πρεσβευτής της Ελλάδος στην Ιαπωνία».Σε άλλο σημείο ο δήμος του Δουβλίνου έχει τοποθετήσει τη δικήτου επιγραφή. Όπως και ο δήμος Λευκάδας.49


| Στον τάφο του Γιάκουμο Κοϊζούμι.Οι Γιαπωνέζοι αφήνουν πάντα λίγα λουλούδιαστον εθνικό συγγραφέα τους.Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣΤο ψιλόβροχο κάνει πιο μελαγχολικό τοκλίμα στο νεκροταφείο του Τόκιο. Ο συνοδόςμας, ένας 60χρονος Γιαπωνέζος,μας οδηγεί στον τάφο του Κοϊζούμι. Προχωρώνταςπαρατηρώ διαφορετικούς τύπουςτάφων χωμένους ανάμεσα σεκαταπράσινα δέντρα. Ακόμη και χριστιανικοίσταυροί προσδίδουν μια διαφορετικήαπόχρωση στον κόσμο της γαλήνιαςσιωπής. Ίσως δεν υπάρχει πιο ανεκτικόςλαός απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσειςτων άλλων. Το νεκροταφείο είναικοινό για τους ανθρώπους διαφορετικώνθρησκειών.Κάπου εκεί, στο μεγάλο κοιμητήριο της ιαπωνικήςπρωτεύουσας, βρίσκεται και ητελευταία κατοικία του Λευκάδιου ή Κοϊζούμι.Ένας τάφος λιτός, με πέτρες πουλάμπουν καθώς πέφτει πάνω τους ηβροχή. Κοιτάζοντάς τον θυμήθηκα πως τοπρώτο κείμενό του που είχα διαβάσει μιλούσεγια πέτρες! Σε κάποιο βιβλίο του οΚοϊζούμι ξεναγεί τον αναγνώστη του στηνιαπωνική ψυχή γράφοντας πως ο ξένοςθα εκπλαγεί βλέποντας παντού τοποθετημένεςπέτρες, συνήθως λείες από τις κοίτεςτων ποταμών, με ιδεογράμματα σκαλισμέναπάνω τους. Τον είχαν εντυπωσιάσειοι φυσικές πέτρες που βρίσκονταιακόμη και στα κοιμητήρια. Μια τέτοια μεγάληπέτρα βρίσκεται τώρα και στο δικότου. Δίπλα, μέσα σε φυσικά ανθοδοχεία,οι περαστικοί αποθέτουν λουλούδια.Ο Γιαπωνέζος συνοδός μας τα περιποιείταιώστε να σχηματίζουν μικρές ανθοδέσμες.Άλλωστε, σε τούτη τη χώρα δενμπορεί να είναι τίποτα τυχαίο και ατακτοποίητο.Παρατηρώ τα λουλούδια. Τα περισσότεραείναι φρέσκα. Μερικά απ’ αυτάθα είχαν αποτεθεί εκεί λίγη ώρα πριν φτάσουμε…Το πρωί εκείνηςτης μέρας είχα διαβάσεισε κάποιοφυλλάδιο πως οιμαθητές του είχαντοποθετήσει στοντάφο του μια ποιητικήεπιγραφή,σαν επιτύμβιο επίγραμμαμνήμης:« Στον Γιάκουμο Κοϊζούμι που η πένα τουήταν πιο δυνατή από τη ρομφαία του ένδοξουέθνους το οποίο αγάπησε»…50


Καλαπόδια, βιδέλα, κατσαμπρόκοι, σκουπιάΣ’ ένα κρητικόστιβανάδικοΟ μάστορας παίρνει το χαρτί, στρατσόχαρτο, κασαπόχαρτο ή άλλο -ακόμη και κοινό χαρτί γραφής, και ζωγραφίζει.«Ξεσηκώνει» με μολύβι το περίγραμμα, το «αξαμάρι του πόδα».Αυτό είναι το πρώτο βήμα για να κάνεις ένα πετυχημένο ζευγάρι στιβάνια.◗το στιβανάδικο του Πάτρου βρεθήκαμεγύρω στο 1998. Φημισμένα τα στιβάνιατου, ο παλιός στιβα νάς δεν είχεκαμιά σχέση με τη σύγχρονη τεχνολογία.Ούτε μηχανές ραπτικής είχε, ούτε άλλες«ευκολίες» απ’ αυτές που ανακουφίζουνακόμη και τους παραδοσιακούς τεχνίτες.Ο «Πάτρος» (Πάτροκλος το βαφτιστικότου) δεν χρησιμοποιούσε ούτε καν σιδερένιακαρφιά. Μόνο ξύλινα. Όπως είχεμάθει από τους παλιότερους μαστόρους. Και οργιά, δίκλωνη καιτρίκλωνη. Και βιδέλα. Και στρατσόχαρτα.Παρακολουθώντας έναν παλιό στιβανά να δουλεύει νομίζεις ότιβρίσκεσαι σε μιαν άλλην εποχή. Τα «νούμερα» δεν έχουν θέσηστο λεξιλόγιο του. Ούτε 42, ούτε 44. Το κάθε πόδι είναι ιδιαίτερο,έχει το σχήμα και το μέγεθός του. Κάπως έτσι αρχίζει η διαδικασίακατασκευής ενός ζευγαριού στιβανιών. Ο πελάτης βγάζει ταπαπούτσια ή τα παλιά στιβάνια του, πατά σε ένα καθαρό στρατσόχαρτο,και ο στιβανάς παίρνει το «χνάρι» του, δηλαδή το περίγραμματης πατούσας. Το λέγανε και «αξαμάρι» οι στιβανάδες.Πάνω σ’ αυτό το μοναδικό «χνάρι» θα χτίσει το καινούργιο στιβάνιο μάστορας. Αυτό κάνει και ο Ευτύχης (Τζιρτζιλάκης), από τηνΚίσαμο, με σφακιανές ρίζες, που βρεθήκαμε μαζί στο στιβανάδικοτης Κασταμονίτσας. Μαζί μας κι ο Γιώργος ο Πατρός, βέρος Σφακιανός.Τον αποτυπώνομε σε φιλμ (διαφάνεια). Κατά κακή σύμπτωσηη ολοήμερη οδοιπορία σε τόπους της μνήμης εκεί στηνανατολική Πεδιάδα (ήταν αργά το απόγευμα πια), καθώς και ηαπληστία… του φακού είχαν συντελέσει στο να έχουν απομείνειμόνο δυο «στάσεις» στην τελευταία διαφάνεια (slide). Έτσι γινόταντην προ-ψηφιακή εποχή…Σήμερα, εποχή της βιομηχανοποίησης και της μαζικής παραγωγής,όλα τούτα μοιάζουν με φανταστικές αφηγήσεις κάποιας προβιομηχανικής(ίσως και… προϊστορικής εποχής). Τα υποδήματακατασκευάζονται σε μεγάλες φάμπρικες, συνήθως σε χώρες μεφτηνές πρώτες ύλες και (κυρίως) φτηνά εργατικά χέρια. Τα παπούτσια,όπως και όλα τα είδη αμφίεσης, είναι βιομηχανικά προϊόντα,μαζικοποιημένα, προσαρμοσμένα στις τάσεις της μόδας,σχεδόν απρόσωπα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο τα παπούτσια είναιέτοιμα. Και όχι ένα ζευγάρι μόνο… Για να φτιάξει ένα ζευγάρι στιβάνιαο μάστορας πρέπει να αρχίσει από την αρχή, από το μέτρηματης πατούσας, από τους αστραγάλους, το «πάχος» τουποδιού. Πιο παλιά τα πράγματα άρχιζαν από το μηδέν: από την κατεργασίατου δέρματος. Έπαιρναν τις προβιές, τις επεξεργάζον-52


| Έτοιμο το στιβάνι...


| ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣταν και κατασκεύαζαν την πρώτη ύλη. Τις αλάτιζαν, τις άπλωνανστον ήλιο για να στεγνώσουν και να ξεραθούν, τις έβρεχαν πάλιγια να μαλακώσουν, τις άφηναν σε ασβέστη για να φύγουν οι τρίχεςτου ζώου, τις έστιβαν με βελανίδι… Άλλο μεγάλο κεφάλαιοτης παραδοσιακής ζωής και τούτο. Εξελίχθηκε σε βιοτεχνία, μαζικοποιήθηκεκαι δημιουργηθήκαν τα περίφημα δερματάδικα, ταγνωστά μας βυρσοδεψεία, μια από τις πιο σημαντικές δραστηριότητεςστην Κρήτη του 19ου και του 20ού αιώνα. Δυο μέρες δουλειάκατά μέσον όρο χρειάζεται ο τσαγκάρης για να φτιάξει έναζευγάρι στιβάνια. Μ’ αυτόν τον τρόπο συντηρούνταν η παραδοσιακήβιοτεχνική παρασκευή και η απασχόληση σε τέχνες και τεχνικές.Τα μεγάλα στιβανάδικα είχαν παραγιούς μαθητευόμενους(μαστοράκια) και ειδικευμένους τεχνίτες που εργάζονταν υπό τηνεποπτεία του μάστορα.Αλλά ας μείνομε στους μαστόρους, παλιούς και νέους, άλλωστε| Παλιές φωτογραφίες Κρητικών. Όλοι φοράνε στιβάνια.Δεξιά:Το “αξαμάρι” ή “χνάρι” από το πόδι του Ευτύχη.Είναι το πρώτο βήμα για να φτιαχτούν τα στιβάνια.τοπίο των βουνών, αλλά και ότι τους βολεύουν στο περπάτημα.Μια και μιλήσαμε για τα τσαρδίνια, ας πούμε δυο λόγια γι’ αυτά ταεπίσημα υποδήματα. Τα έλεγαν και σαρδίνια και ήταν συνήθωςλευκά ή κόκκινα στιβάνια με σχισμή κατά μήκος της κνήμης. Ταέδεναν με κορδόνια. Στα μέσα του 19ου αιώνα τα προτιμούσανκυρίως οι αστοί, αν και δεν ήταν άγνωστα στα κεφαλοχώρια.Συμπλήρωναν όχι μόνο την παραδοσιακή κρητική φορεσιά αλλάκαι την ενδυμασία των «ψαλιδόκωλων» (αυτών που φορούσανευρωπαϊκά πανταλόνια). Σύμφωνα με τον Μ. Πιτυκάκη, ήταν«ανδρικά υποδήματα, υψηλά, όπως οι μπότες, με τη διαφορά πωςτα καλάμια που εκάλυπταν την κνήμη εδένονταν με κορδόνι. Ήτανραφτά, χωρίς κανένα καρφί και έφερναν διάφορα ποικίλματα απόδερμάτινο λεπτό κόκκινο κορδόνι στους αστραγάλους. Άλλο χαρακτηριστικότους ήταν ότι οι μύτες σηκώνονταν ψηλότερα, όπωςπερίπου τα τσαρούχια των τσολιάδων…»◗Οι παλιοί καλοί στιβανάδες όλο και λιγοστεύουν...στην Κρήτη παρατηρείται ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Η παραδοσιακήφορεσιά, οι βράκες και τα μεϊντανογέλεκα έχουν εξαφανιστείκαι τα βλέπομε μόνο σε εκδηλώσεις φολκλόρ. Τα στιβάνια,όμως, κρατούν ακόμη. Κάμποσοι στιβανάδες εργάζονται ακόμηστο νησί, στις μεγάλες πόλεις, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, αλλάκαι σε κεφαλοχώρια, όπου καταφεύγουν οι τελευταίοι ρέκτες –εραστές της παραδοσιακής υποδηματοποιίας.Η αλήθεια είναι ότι στο πέρασμα του χρόνου ξεχάστηκαν όλα σχεδόντα είδη υπόδησης που κατασκευάζονταν στο νησί, όπως ταπερίφημα τσαρδίνια του παλιού καιρού. Έμεινε μόνο το στιβάνιόχι μόνο ως τρόπος προβολής μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, αλλάκαι ως είδος χρηστικό. Πολλοί από τους κατοίκους των ορεινώνοικισμών επιμένουν να χρησιμοποιούν τα στιβάνια ξέροντας ότιαντέχουν στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες, στο άγριοΟι περιηγητές που έφτασαν στην Κρήτη κατά τα χρόνια της τουρκικήςκυριαρχίας εντυπωσιάζονταν από τα ιδιαίτερα υποδήματατων Κρητικών. Πολλές φορές προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατίχρησιμοποιείται σε όλο το νησί αυτή η βαριά υπόδηση, άλλοτε τηναπέδιδαν σε τοπικές συνήθειες και άλλοτε στο φυσικό περιβάλλον,στην ποώδη βλάστηση που θα ταλαιπωρούσε τις κνήμες τωνοδοιπόρων. Ίσως γι’ αυτό να υπήρχαν και οι διαφορετικοί τύποιυποδημάτων, άλλα στην ύπαιθρο, άλλα στις πόλεις. Ωστόσο, οιπιο ευκατάστατοι είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν κάμποσα ζευγάριαδιαφορετικών χρωματισμών. Συνήθως μαύρα για τις καθημερινέςκαι κόκκινα ή λευκά για τις σκόλες.Ο Άγγλος Πλοίαρχος T.A.B. Spratt, που ήρθε στην Κρήτη γύρωστο 1850, περιγράφει την αμφίεση των Κρητικών, μάλλον μεθαυμασμό:54


| ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ| Σύγχρονη φωτογραφίαΚρητικού με στιβάνια.«Οι Κρητικοί και των δύο δογμάτων ντύνονται τόσο όμοια ώστεσυχνά οι μόνιμοι κάτοικοι αλλά και οι Έλληνες των γειτονικών νησιώννα μην τους ξεχωρίζουν. Ψηλές δερμάτινες μπότες [στιβάνια],καφέ ή κόκκινες, και συχνά καλοραμμένες και με κορδόνιαείναι το χαρακτηριστικό εξάρτημα της ενδυμασίας του Κρητικού.Χρησιμεύουν και ως παπούτσια και ως εφαρμοστό πανταλόνι, ενώοι κάλτσες είναι άχρηστο εξάρτημα για τον Κρητικό χωρικό. Ημορφή ενός καλοντυμένου Κρητικού είναι εντυπωσιακή, με τηγιορτινή ενδυμασία, με τις εφαρμοστές ψηλές του μπότες σεζωηρό κόκκινο χρώμα και με το καλοκεντημένο γιλέκο του».Και ο γιατρός και σπουδαίος αρχαιολόγος Ιωσήφ Χατζιδάκης, πουεξέδωσε την «Περιήγησή» του στην Κρήτη το 1881, έγραψε:«Προς τούτοις δε μόνον εν Ηρακλείω κατασκευάζουσι τα κομψότατακαι πολυτελή κρητικά υποδήματα τα καλούμενα Τσαρδήνια.Το είδος τούτο των υποδημάτων είναι αρχαιότατον και ανέκαθενιδιάζον εν Κρήτη, αφού και ο Ιπποκράτης λέγει τους Κρήτας καλώςυποδεδημένους ο δε Γαληνός, σχολιάζων το χωρίον τούτο του Ιπποκράτους,βεβαιοί ότι τα υποδήματα των Κρητών ανέβαινονμέχρι του ημίσεως του σκέλους και ήσαν εις πολλά μέρη διάτρητα,ίνα διαπερώσιν ιμάντας προς ακριβή εφαρμογήν…”Στο στιβανάδικο του Πάτρου ξεναγηθήκαμε κάμποσες φορές,όπως και σε άλλα τέτοια μαγαζιά της Κρήτης. Όλα τους είναι μικρά,λίγα τετραγωνικά μέτρα. Στη μέση υπάρχει συνήθως ένα παλιόξύλινο τραπέζι με θήκες για τα ζαγάρια και τα ξυλόκαρφα. Μπροστάο χώρος εργασίας. Με τριτσέτα, σφυριά, κατσαμπρόκους,σουβλιά, φαλτσέτες, τανάλιες. Δίπλα τα σκουπιά και τα καλαπόδια,ξύλινα καλούπια που ευκολύνουν την εργασία του μάστορα, αυτάπου «φορμάρουν» το δέρμα. Οι περισσότεροι επιμένουν: το καλόστιβάνι χρειάζεται «πρόβα»… Μερικές ημέρες μετά την παραγγελίαπερνά ο πελάτης, φορά τα στιβάνια, τα δοκιμάζει.«Μεγάλη προσοχή χρειάζεται η φτέρνα. Αν δεν είναι σκληρή θακάτσει, θα χαλάσει γρήγορα το στιβάνι, θα το στραβοπατήσειαυτός που το φορεί. Αυτό είναι το πιο ευαίσθητο σημείο του στιβανιού.Θέλει, όμως, προσοχή και το ράψιμο. Να κρατιέται οπάτος, να μην ξεκαυκαλώνει, να είναι γερό το πετσί. Αλλά, δενείναι ίδια όλα τα στιβάνια. Άλλος τα θέλει σκληρά, άλλος μαλακά.Δε φτάνει ένα πετσί, θέλει διπλό, το μέσα και το έξω. Το μέσαπρέπει να είναι μαλακό, καλά επεξεργασμένο, για να μην πληγώνειτα πόδια. Απ’ έξω μπορούμε να κάνομε σχέδια, διακόσμηση,αλλά τα τελευταία χρόνια δεν τα προτιμούν… Πιο παλιά μας έφερναντα καταλυμένα στιβάνια και αλλάζαμε τους πάτους ή τα καλάμια.Σήμερα όχι», λέει ο στιβανάς.Παρακολουθώντας έναν παλιό τεχνίτη να δουλεύει καταλαβαίνειςτι σημαίνει εμπειρία. Και πώς μεταδίδεται η γνώση από γενιά σεγενιά, από μάστορα σε μάστορα. Είναι εξειδικευμένες τεχνικέςπου κουβαλούν βαρύ το φορτίο του χρόνου. Το ίδιο ενδιαφέρουσαείναι και η ορολογία: πετσί, καπροπέτσι, χοιρόπετσο, βιδέλο,βακέτα, μουζάκι, αιγόπετσο, προβιά, προβίδι, φόρθια,φτερνίτες, σουβλιά και σουβλόριζες, σουβλόξυλα και σουβλομάνικα,τανάλιες, κατσαμπρόκοι, καμάρα του πόδα, μήλα, γαμπάτσα…Το ίδιο σημαντικές για την εξέλιξη και των τεχνικών και της γλώσσαςείναι και οι τοπικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή.Και οι συνήθειες των ανθρώπων, αυτές που διαμορφώνουν τιςτοπικές μόδες. Το είπε με τον καλύτερο τρόπο ο Πάτρος:«Σήμερα έρχονται δικηγόροι και γιατροί και παραγγέλνουν στιβάνια,τα φορούν μια – δυο φορές μόνο κι ύστερα τα ξεχνούνε ή τααφήνουν στα σπίτια τους σαν ενθύμια. Οι μορφωμένοι προτιμούντα μαλακά καλάμια, αυτά που λυγίζουν πιο εύκολα. Όταν είχα ξεκινήσειοι πιο παλιοί παράγγελναν σκληρά. Αυτά ήταν πιο γερά,αθάνατα…»ΝΨ◗ΣΗΜ. Ο Πάτρος (Παπαδοκωστάκης το επώνυμό του) δεν είναιπια στη ζωή. Τον αναζητήσαμε λίγα χρόνια μετά γιατί κάποιοιφίλοι ήθελαν να γίνουν πελάτες του. Τα στιβάνια που έφτιαξεστην παρέα των τριών οδοιπόρων διατηρούνται ακόμη γερά,λες και τα μαστόρεψε χθες. Και, φυσικά, είχε δίκιο ο μάστορας.Φορέθηκαν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις…56


ΤΟ «ΑΝΑΘΕΜΑ»ΤΟΥ ΤΣΟΥΛΗΣΤΑ ΛΑΣΙΘΙΩΤΙΚΑΒΟΥΝΑΗ παράδοσητιμωρείτον βιαστήμελιθβ λισμ !ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Νίκος Ψιλάκης| 1. Το πιο απέριττο μνημείο της Κρήτης.Ένας σωρός από πέτρες!58


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 <strong>59</strong>


| ΟΡΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣΨηλά στα Λασιθιώτικα βουνά, δίπλα σε έναν αρχαίο δρόμο – κόσμημα για την παραδοσιακή οδοποιία, υπάρχειακόμη ένα φτωχό και απέριττο μνημείο, ένας σωρός από πέτρες. Είναι στημένος από γενιές και γενιέςΚρητικών μόνο και μόνο για να θυμίζει την ιστορία και να παραδειγματίζει… Ένας Αγάς, λένε, θάφτηκε κάτωαπό τις πέτρες, σε ένα άτυπο αλλά διαχρονικό ανάθεμα. Ανάθεμα εναντίον του κάθε κατακτητή αλλά και τουκάθε καταπατητή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.Βέβαια, ο σωρός που βλέπομε σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που υπήρχε ως το 1960. Την εποχή εκείνηοι μπουλντόζες άνοιγαν ένα καινούργιο δρόμο για να ενώσουν το Λασίθι με την Πεδιάδα και το Ηράκλειο.Και επειδή οι μπουλντόζες δεν έχουν μνήμη (και μάλλον την εχθρεύονται θανάσιμα), ο παλιός σωρός σκορπίστηκεμαζί με τα χώματα.Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να αντιδράσουν άνθρωποι που είχαν ζήσει ως παιδιά τη ζωντάνιατης παράδοσης και να ξαναστήσουν το μνημείο. Άλλωστε, δεν χρειάζονταν ούτε μελέτες δραχμοβόρεςούτε εργολαβίες πολυδάπανες. Κουβάλησαν τις ίδιες πέτρες τις παλιές, όσες βρήκαν. Και τις άφησαν στηνάκρη του δρόμου σχηματίζοντας σωρό. Σπονδή στην ιστορία και την παράδοση…◗◗| Χιλιάδες διαβάτεςέχουν πετάξειτις πέτρες του αναθέματος.60


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Η παράδοση ως αντίδοτο στη λήθηHπαράδοση συνεχίζει να τιμωρεί… Κι αςέχουν περάσει δυο αιώνες από τότε,ίσως και παραπάνω. Άλλωστε, το ιστορικόγεγονός το σκεπάζει το σύθαμποτου θρύλου. Ιστορία και μύθος μπερδεύονταιγλυκά και μέσα από το άτακτοανακάτεμά τους προκύπτει… ένα τραγούδι!Βλέποντας ένα μεσόκοπο βοσκό ναπετά μια πέτρα με δύναμη και να φωνάζει«ανάθεμά σε», θυμήθηκα το τετράχρονο παιδί που κουβαλούσεαπό χιλιόμετρα μακριά το δικό του «πεσκέσι»: μια βαριάμαύρη σιδερόπετρα. Την πέταξε χωρίς να τολμήσει να προφέρειτη λέξη «ανάθεμα». Ήταν απαγορευμένη. Όπως κάθε λέξη που τοαυστηρό ήθος του χωριού τη θεωρούσε βλαστήμια.Ναι, τιμωρεί η παράδοση. Τουλάχιστον όσο μπορεί να μεταδίδεταιαπό γενιά σε γενιά, όσο δεν σκεπάζει η λήθη τα γεγονότα πουσημάδεψαν τις ζωές των προηγούμενων γενεών. Και ο δυνάστηςπου βίαζε γυναίκες δεν έχει δικαίωμα να αναπαυτεί. Τον κυνηγάγια αιώνες η μνήμη. Και συνεχίζει να τον πετροβολά ακατάπαυτα.Ο λόγος για τον Τσούλη. Έναν Γενίτσαρο – δυνάστη των κεντροανατολικώνεπαρχιών της Κρήτης. Είχε αδυναμία, λένε, στις όμορφες.Δηλαδή, παραβίαζε τον κώδικα της τιμής των κοινωνιών τουκρητικού χωριού. Τσαλαπατούσε την ηθική τους. Κυριότερη πηγήειδήσεων για τη ζωή και τη δράση του δεν είναι κάποια ιστορικήαναφορά αλλά ένα παλιό τραγούδι, που σώθηκε σε κάμποσες παραλλαγές,όχι όμως ολόκληρο. Ωστόσο, το τραγούδι έχει τη δύναμηνα διασώζει τα γεγονότα από τη λήθη και, παράλληλα, νατροφοδοτεί την ιστορική μνήμη, να τροφοδοτείται απ’ αυτήν. Δενείναι στατικό το δημοτικό τραγούδι. Πλάθεται και ξαναπλάθεται.Άλλες φορές επειδή ο αφηγητής δεν θυμάται όλους τους στίχους.Άλλες φορές επειδή δεν ταιριάζουν στα δικά του αισθητικά κριτήριακαι άλλες επειδή νοιώθει και ο ίδιος τον έρωτα της δημιουργίας.Για την ταυτότητα του αιωνίως τιμωρούμενου Τσούλη ελάχισταστοιχεία μας είναι γνωστά, παρά την φιλότιμη προσπάθεια πουκατέβαλε το 1947-1948 ο στρατηγός Ι. Σ. Αλεξάκης, ο πρώτοςπου κατέγραψε τμήματα του τραγουδιού. Έχοντας ως πηγές ηλικιωμένουςαπό τα χωριά του Οροπεδίου Λασιθίου, του Μεραμπέλλουκαι της Πεδιάδας, ο Αλεξάκης θεώρησε ως δεδομένο τοέτος της εκδίκησης, το 1817. Δεδομένη θεωρεί και την ιστορίατης οικογένειάς του. Σημειώνει ότι καταγόταν από την Κάτω Βάθεια,αυτό ήταν το χωριό του πατέρα του. Η μάνα του, λέει, ήταναπό τη Ζίντα, ένα μικρό χωριό κοντά στο Αρκαλοχώρι. Και οίδιος κατοικούσε στους Ασκούς, κοντά στην αρχαία Λύκτο, κατάγναντιστα Λασιθιώτικα βουνά.Ο Τσούλης, ένας ΓενίτσαροςΣτις αρχές της δεκαετίας του 1980 περιμάζεψα τιςπαιδικές μου μνήμες και έγραψα ένα σχετικό κείμενο,μαζί με μερικούς στίχους που είχα ακούσεικαι συγκρατήσει. Μετά τη δημοσίευσήτους συνάντησα ηλικιωμένες γυναίκες (τηΜαλαματένια Κοντάκη, τη Μαρία Γερακιανάκηκαι άλλες) σε μιαν αποσπερίδα στην Κασταμονίτσα. Οι λιγοστοίστίχοι συμπληρώθηκαν. Μαζί τους συμπληρώθηκε και οχάρτης των συναισθημάτων. Από τη μια η έκδηλη ειρωνεία τουποιητή, η χαρά για την απαλλαγή από το μίασμα. Από την άλλη οθρήνος, πότε πραγματικός και σπαρακτικός, πότε ειρωνικός κιεκείνος. Η παλλακίδα του δυνάστη μπορεί να θρηνεί. Και ο αφηγητήςνα καταλαβαίνει τον πόνο της αλλά να μην μπορεί να κάνεικι αλλιώς μπροστά σε μιαν αδυσώπητη ανάγκη να διασώσει τόσοτο ίδιο το γεγονός όσο και το συναισθηματικό του περίβλημα.Είχα ρωτήσει τότε για τον Τσούλη, για την καταγωγή και τη δράσητου. Ελάχιστα ήταν γνωστά. Τούρκος ήταν, έλεγαν. Δηλαδή… Γενίτσαρος.Λέξη με λέξη ξεδιπλωνόταν μπροστά μου μια ιστορίαχωρίς αριθμούς και χρονολογίες, μια ιστορία που ξέρει να ξεχωρίζειτα σημαντικά και να τα διασώζει στη μνήμη:«Το σπίτι του βρισκόταν στους Ασκούς. Δηλαδή, τι σπίτι; Ένα κονάκιονομαστό. Το είχε χτίσει ο παππούς του που όριζε το χωριό.Ήταν Χριστιανός ο παππούς του και καλός άνθρωπος. Στην αυλήείχε χτίσει μια εκκλησία. Ο Τσούλης την έκαμε τζαμί…»| Η πέτρινη στήληστην οποία καταγράφεταιτο ιστορικό του Τσούλη(εκδοχή Αλεξάκη).61


| ΟΡΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣΤα χαλάσματά του στέκονται ακόμη.Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια οικογένεια εξισλαμισμένων Κρητών,ίσως και σε οικογένεια ενετικής καταγωγής, εκδοχή που τηνπρόσεξε και ο Στρατηγός Ι. Αλεξάκης, ο πρώτος που κατέγραψεσυστηματικά το τραγούδι στα “Κρητικά Χρονικά” του 1947.Ωστόσο, το «κατηγορητήριο» εναντίον του Τσούλη δεν τελειώνειμε τις γυναίκες που είχε ατιμάσει. Καθώς ήταν καλό παλικάρι καιείχε δίπλα του στρατιά Ορτάκηδων, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε.Κανένας κανόνας δικαίου δεν τον σταματούσε και καμιά εξουσίαδεν μπορούσε να τον χαλιναγωγήσει. Για τους γνώστες της ιστορίαςτης Κρήτης η μη υπακοή σε αρχές και εξουσίες δεν ήταν εξαίρεσηστα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. ΟιΓενίτσαροι της Κρήτης ήταν κυριολεκτικά ανεξέλεγκτοι και ενοχλούσανόχι μόνο τους ντόπιους χριστιανούς, αλλά και την ίδιατην οθωμανική διοίκηση. ¨Έστηναν δικά τους μπαϊράκια και λειτουργούσανσαν απόλυτοι και αυτοκέφαλοι άρχοντες.Ο Τσούλης, λοιπόν, δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Ούτε στην Πεδιάδα,ούτε στο Λασίθι. Λεηλατούσε τον μόχτο των πάμφτωχων αγροτών.Λέγεται ότι πήγαινε στα χωράφια κατά την εποχή του θέρουςκαι έδινε εντολή να του θερίσουν τα ξένα χωράφια. Ή να του μαζέψουντις ξένες ελιές. Για να αποφύγει την οργή των ντόπιωνείχε ανακαλύψει ένα έξυπνο τέχνασμα: πετάλωνε ανάποδα τοάλογό του. Οι χωρικοί έβλεπαν τα ζάλα αποτυπωμένα στο χώμα,τα ακολουθούσαν, αλλά τα σημάδια τους οδηγούσαν αλλού.Το τραγούδι του ΤσούληΤο ίδιο το δημοτικό τραγούδι είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακάπου μας έχει παραδώσει η δημώδης κρητική λογοτεχνία. Δεν είναιμόνο τα δραματικά στοιχεία που τονίζονται. Είναι και η περιγραφικήζωντάνια, οι καθαρές εικόνες που μεταδίδει, είναι οι σαφείςδηλώσεις του ηθικού κώδικα. Ο Αγάς χρησιμοποιεί τη μουσικήγια να ασελγήσει. Ο ποιητής δεν θέλει, όμως, τις κοπελιές να γίνονταιπειθήνια όργανα του δυνάστη:Δεν εκάμαμε παζάριγια να κοιμηθούμ’ ομάδιφέρονται να λένε, χωρίς καμιά άλλη επεξήγηση.Στην περιγραφή του Τσούλη οι στίχοι παραδίδουν στη μνήμη τηνεικόνα ενός «φουντούλη» (κομψευόμενου) ευζωιστή. Περιγράφουντην πολυτελή ενδυμασία με τις τσόχινες βράκες, την άσπρηκαμιζόλα, τα λευκά στιβάνια. Σπάνια σε δημοτικό τραγούδι δίνονταιτόσες λεπτομέρειες για την αμφίεση ενός ανθρώπου. Μόνοστα τραγούδια του γάμου, στα παινάδια της νύφης μπορεί να τοσυναντήσει κανείς. Εκεί που η φροντίδα της ενδυμασίας κωδικοποιείτη νοικοκυροσύνη.◗◗Η παραλλαγή της Κασταμονίτσας:Φρουκαστείτε μου λιγάκινα σας πω για τον Τσουλάκη.Δεν ακούσατε μια φάμαστο Λασίθι είντα κάμα;Ο Τσουλάκης ξεφαντώνεικοπελιές ανεμαζώνει,το βιολί κρατεί στη χέρακαι γλεντίζει νύχτα μέρα.- Κοπελιές, να μη βαριέστεκαι να ’ρθείτε να χορέψτε,κοπελιές, κι αν κουραστείτετο χορό μη σταματήστε,κοπελιές, κι αν κουραστείτεμετά μένα κοιμηθείτε.- Δεν εκάμαμε παζάριγια να κοιμηθούμ’ ομάδι.Ο Τσαούχης κι άλλος έναςεμισέψαν αποσπέραςστο πουσί παν και καθίζουντ’ άρματά ντως καθαρίζουν.Κι ο Τσουλάκης κατεβαίνειροδαρά ξεφουντωμένημε τσι τσόχινες τσι βράκεςκαι τσι δυο του σελταμάκεςμε την άσπρη καμιζόλατην ασημωτή μπιστόλαμε τα δυο του γιαταγάνιαμε τα γαλανά στιβάνια,τα βιολιά του τα παντέρμαστα μουλάρια κρεμασμένακαι την παραδοσακούλανα φουσκών’ ως την καπούλα.Μα στση Χορτασάς το Λάκκοτον εθέσαν άνω κάτωκαι την κεφαλή του κόψανστον τρουβά την ετρυπώσανστο σκαρβέλι την κρεμούνεκαι στσ’ Ασκούς την-ε περνούνεκαι στσ’ Ασκούς στο Καροπούλι.-Ε, Μαριό, Κοκκινοπούλιπρόβαλε να δεις τον Τσούλητον Αγά σου το Φουντούληπου τον έχουνε σφαμένοστο μουλάρι κρεμασμένο.Και προβαίνει απ’ αραμάδακαι την πιάνει λιγωμάρακαι προβαίνει απανωπόρτικαι τα μάτια καταπότηκαι προβαίνει το καημένοκαι πομένει λιγωμένο.Σαν επρόβαλε στην πόρταεμαράθηκαν τα χόρτα.- Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη, Τσούληκαπετάνιο και φουντούληαπού σε ’χα αλλαμένοσαν τη ροδαρά σασμένο.Τσούλη, Τσούλη, κανακάρηποιος να σε ταιριάξει πάλιτο βιολί σου το καημένοστο μουλάρι κρεμασμένοσήκω, γιε μου, να το παίξειςτο κορμί σου ν’ ανασταίξεις.62


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Η ενέδραΣε όλα τα χωριά γύρω από τα Λασιθιώτικα βουνά η ιστορίατου Τσούλη ακούγεται ακόμη από τους μεγαλύτερουςσε ηλικία. Ωστόσο, υπάρχουν μικρές ή μεγάλες παραλλαγέςτόσο στο τραγούδι όσο και στην προφορική παράδοση.Μερικούς από τους στίχους που δημοσίευσε οΑλεξάκης δεν τους άκουσα πουθενά τα τελευταία χρόνια.Και τα ονόματα των εκδικητών που μπροστάρεψαντον δυνάστη δεν ακούγονται πλέον. Εφτά Κρητικοί, σύμφωναμε τον Αλεξάκη, κατέστρωσαν και εφάρμοσαν τοσχέδιο της δολοφονίας. Στην παραλλαγή που κατέγραψαοι δράστες είναι μόνο δυο, ο Τσαούχης κι άλλος ένας.Να ήταν παρατσούκλι; Το Τσαούχης δεν παραπέμπει σεόνομα Κρητικού. Είναι, πιθανότατα, μορφή του «Τσαούσης»,βαθμός κατώτερου αξιωματικού (υπαξιωματικού)του τουρκικού στρατού αλλά και συνηθισμένο παρωνύμιοστην Ελλάδα που δήλωνε τον τραχύ, τον αυταρχικό,τον βάρβαρο. Μου φαίνεται φυσικό να μην δηλώνει οανώνυμος ποιητής το αληθινό όνομα του δράστη και νατονίζει ρητά το «άλλος ένας» σα να θέλει να συσκοτίσειτα πράγματα και να αποκρύψει την ταυτότητα του δράστη.Αγανακτισμένοι, λοιπόν, οι δράστες του φονικού πήγανσε ένα βολικό τόπο, στο Λάκκο της Χορτασάς, νότια απότον παλιό θαυμάσιο δρόμο που διατηρούνταν από ταπροϊστορικά χρόνια και συνέδεε τη Λύκτο με ένα στρατηγικόχώρο τον οποίο ήλεγχε. Ήταν η κύρια οδός πουχρησιμοποιούσαν οι Καστρινοί όταν ανηφόριζαν στο Λασίθι.Αλλά και ο δρόμος από τον οποίο περνούσαν οι Λασιθιώτεςγια να κατεβάσουν στον κάμπο τα προϊόντατους. Στάρι και κριθάρι, μήλα και πατάτες αργότερα, ότανείχε αρχίσει να διαδίδεται αυτό το προϊόν στην Κρήτη(μετά το 1870).Για τις συνθήκες θανάτου του Τσούλη ακούγονται πολλέςεκδοχές. Ο Αλεξάκης σημειώνει ότι τον σημάδεψανμε την πιστόλα και τον έριξαν κάτω. Άλλοι λένε ότι πετάχτηκανστο δρόμο, το άλογο ξιπάστηκε και τον έριξε.Όπως και να ’χει το πράγμα, το τραγούδι δεν σταματά σελεπτομέρειες. Παραδίδει το γεγονός με όλη την έντασηπου απαιτείται: Του έκοψαν την κεφαλή, την έβαλαν σεένα ντρουβά (τρίχινο σακίδιο μεγάλης αντοχής – σε ευρύτατηχρήση στην Κρήτη μέχρι και το 1970 περίπου),κρέμασαν το σακίδιο στα σκαρβέλια του ζώου και τοάφησαν ελεύθερο.Το μακάβριο μαντάτοΌλα τα ζώα εργασίας, άλογα και μουλάρια και γαϊδούριαακόμη, ξέρουν καλά τους δρόμους από τους οποίουςσυνηθίζουν να περνάνε. Ξέρουν και να πηγαίνουνκατ’ ευθείαν στο χώρο στον οποίο σταυλίζονται, αν τύχεικαι βρεθούν αδέσποτα. Αυτό φαίνεται να έγινε και με τομουλάρι ή το άλογο του Τσούλη. Με τον ντρουβά κρεμασμένοστο σκαρβέλι έφτασε στο αρχοντικό των Ασκών.Ο πανάρχαιοςδρόμοςΟ παλιός δρόμος σώζεται ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, αν και χορταριασμένοςσχεδόν σε όλο το μήκος του. Από τούτο το εξαίσιο κατασκεύασμαέχουν περάσει χιλιάδες άνθρωποι για μερικές χιλιάδεςχρόνια! Πέρασαν οι Λύκτιοι της αρχαιότητας, πέρασαν ίσως και οι κάτοικοιτης προϊστορικής Κρήτης. Από την ίδια «χάραξη», γιατί ήταν πάνταμονοπάτι που κατά καιρούς επισκευαζόταν. Άλλοι για δουλειές, άλλοιγια τις αρχαίες γιορτές και τα πανηγύρια, όπως κι εκείνο το τετράχρονοπαιδί της δικής μου μνήμης. Κι αν δεν πήγαιναν τότε στους Αγίους Αναργύρουςμπορεί να πήγαιναν στο περίφημο Άντρον, το λατρευτικό σπήλαιοτου ιερού όρους, για να λατρέψουν τον δικό τους θεό. Ο Δίας τωνελληνικών χρόνων μπορεί και να καθοδηγούσε τα βήματά τους, όπωςτα καθοδηγούσε αργότερα ένας ασκητής με άγρια γένια, ο Άη Γιάννηςο Μεσοκαμπίτης…Ο δρόμος είναι εκεί κι ας μην χρησιμοποιείται πια. Ξεχασμένος στη μοίρατου κι ας είχε σπεύσει το ελληνικό κράτος να τον ανακηρύξει «εθνικήοδό» λίγο μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στον εθνικό κορμό. Από τεχνικήςπλευράς είναι ακόμη και σήμερα άψογος. Δείγμα εξαιρετικής μαστορικήςτέχνης το ταίριασμα των λίθων στο παλιό καλντιρίμι, δείγμαυψηλής τεχνικής και τα έργα προστασίας, τα άνδηρα και τα προστατευτικάτοιχία. Μετά τη διάνοιξη του δρόμου από το Σελλί της Αμπέλου, η πέτρινηοδός άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται. Όμως, οι παλιοίΛασιθιώτες εξακολουθούσαν να τη χρησιμοποιούν μέχρι και τη δεκαετίατου 1970 ξέροντας ότι με οδοιπορία ολίγων ωρών κατέβαζαν στηνΠεδιάδα τα προϊόντα τους.Μνημεία δεν είναι μόνο τα «παλάτια» και τα ταφικά συγκροτήματα. Μνημεία,το ίδιο σημαντικά, είναι και οι αρχαίοι μας δρόμοι. Όσοι απέμεινανακόμη αλώβητοι. Όσοι σώθηκαν από την καταστροφική μανία του σύγχρονουθεριού με τις μπουλντόζες, του θεριού που λέγεται άνθρωποςκαι «ειδικεύεται» στο να σβήνει τα ίχνη των παλαιότερων πολιτισμών…63


| ΟΡΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣΣημάδι συμφοράς να εμφανιστεί το ζώο μονάχο χωρίς τον καβαλάρητου. Όποιος το έβλεπε ήξερε ή μάντευε τι μπορεί να είχε συμβεί.Και επειδή διηγούνται ότι ένα «μπιστικό» ζώο δενεγκαταλείπει ποτέ τον αφέντη του αν τον δει σωριασμένο στη γηύστερα από κάποιο ατύχημα, η εικόνα παραπέμπει σε σκοτωμό.Στους Ασκούς περίμενε η Μαριώ η Κοκκινοπούλα, η φιλενάδατου Τσούλη. Ήταν Χριστιανή, από την οικογένεια των Κοκκίνηδων,Κόκκινων ή Κοκκινάκηδων. Και την είχε εκεί ως παρακοιμώμενηο Τσούλης. Ακόμη κι αν την είχε αρπάξει με τη βία, όπως συνηθιζότανεκείνα τα χρόνια, οι Κρητικοί δεν συγχωρούσαν ποτέ τέτοιεςσυμβιώσεις.Ο θρήνος της παλλακίδαςΣτο τελευταίο μέρος του τραγουδιού, εκεί όπου ανακαλύπτει ηΜαριώ την τραγική κατάληξη του φίλου της, οι στίχοι αποκτούνέναν έντονα δραματικό τόνο. Επαναλαμβάνει τέσσερις φορές τοόνομα του σκοτωμένου και η επανάληψη αυτή μετατρέπεται σεσπαρακτική επίκληση και έκφραση αβάστακτου πόνου: Τσούλη,Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη… Δεν είναι μόνο η ανάγκη να τηρηθείτο τροχαϊκό μέτρο. Η συνεχής επανάληψη ακούγεται σαν πολλαπλήεπίκληση, σαν προσπάθεια αποτροπής του αναπότρεπτου.Άλλωστε, η επανάληψη του ονόματος του νεκρού δεν είναι ασυνήθιστηστα κρητικά μοιρολόγια.Οι τελευταίοι στίχοι περιγράφουν σπαρακτικές στιγμές, τη λιποθυμία,το μοιρολόι, τη δραματική ένταση που κορυφώνεται:Σαν επρόβαλε στην πόρταεμαράθηκαν τα χόρτα.Ο ποιητής προτιμά να μεταφέρει μια στερεότυπη εικόνα, αποκαλυπτικήγια την ένταση του πόνου. Στα δημοτικά μας τραγούδια ταχόρτα και τα δέντρα μαραίνονται μην αντέχοντας τον ανθρώπινοπόνο. Δεν λείπει, όμως, η ειρωνεία. Ο ποιητής δεν ενώνει τηφωνή του με το γυναικείο θρήνο, δεν δείχνει καθόλου να τον συμμερίζεται,δεν θρηνεί. Απεναντίας, κρατεί μια στάση ψυχρού παρατηρητή,χωρίς να κρύβει τη δική του ικανοποίηση για τογεγονός.Στην παραλλαγή που δημοσιεύομε το τραγούδι τελειώνει με μοιρολόι.Ο σκοτωμένος ήταν δεινός μουσικός. Βιολάτορας. Κρεμούσετο βιολί στο άλογο και γύριζε τα χωριά. Οι τελευταίοι στίχοιδηλώνουν απλά τη δεξιοτεχνία του στη μουσική. Η παλλακίδα αναρωτιέταιποιος μπορεί να «ταιριάξει» το κομμένο κεφάλι με τοσώμα που αγνοείται για να πιάσει πάλι το βιολί και να παίξει. Ίσωςτότε η μουσική να κάνει το θαύμα της: να «ανασταίσει» το νεκρόσώμα…◗◗Σαν επρόβαλε στην πόρτα εμαράθηκαν τα χόρτα...HΕπίκληση στη μνήμη`μουν τεσσάρων ή πέντε χρονών ότανπήγα για πρώτη φορά στο Λασίθιοδοιπορώντας. Οι ιστορίες του Τσού -λη είχαν σημαδέψει την παιδική μουμνήμη. Άκουγα τους μεγάλους να λένεότι δεν υπάρχει πια ούτε ίχνος πέτραςκοντά στου Τσούλη το Μνήμα. Όλοιόσοι είχαν περάσει από εκεί φρόντιζαννα τηρήσουν το έθιμο. Να αναθεματίσουντον Τσούλη πετώντας του μιαπέτρα. Φοβόμουν ότι δεν θα βρω πέτρα εκεί κοντά για να τηνπετάξω, όπως απαιτούσε το έθιμο, και αυτό μου φαινόταν σανδιάψευση. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα, γονείς με τα γαϊδουράκια,συγγενείς, συγχωριανοί και φίλοι. Εγώ, ο μικρότερος τηςσυντροφιάς. Θεωρούσα, φαίνεται, έκφραση πρόωρου ανδρισμούτο να καταφέρω να περπατήσω τόσο δρόμο. Πάνω απότρεις ώρες πεζοπορία χρειαζόταν για να περάσεις όλο το βουνόκαι να βρεθείς στο μεγάλο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρωνστο Μέσα Λασίθι.Περνώντας από τα ερείπια του υδραγωγείου της αρχαίας Λύκτουτο μυαλό μου φωτίστηκε. Χιλιάδες πέτρες ήταν σκορπισμένεςπαντού. Σήκωσα μια, αλλά υποχώρησα μπροστά στοδυσανάλογο με τα μέτρα μου βάρος. Σήκωσα μιαν άλλη. Αυτή,μάλιστα. Μπορούσα να τη σηκώνω. Να ήταν ένα κιλό; Να ήτανπαραπάνω; Δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο που καθώς ανηφόριζαστον ημιονικό δρόμο ζοριζόμουν πολύ, αλλά δεν το έλεγα. Δενήθελα να υποστώ την ταπείνωση του «δεν μπορώ» και μάλισταμπροστά στα μάτια όσων με επαινούσαν λίγο πριν επειδήήμουν ήδη «αντράκι».Έτσι πέταξα την πρώτη πέτρα στου Τσούλη το Μνήμα. Ένιωθανα ξεπληρώνω ένα χρέος προς την ιστορία –μάλλον είχα αρχίσεινα αισθάνομαι κιόλας το βάρος της. Ένιωθα, όμως, ναξαλαφρώνω και από το μεγάλο βάρος. Πάνω από μια ώρα σήκωνατη δική μου πέτρα περπατώντας στο βουνό. Ίσως να είναικαι η μοναδική πέτρα που έφτασε στο απέριττο μνημείο απότόσο μακριά!Με τον ίδιο τρόπο, οδοιπορώντας, πήγα ξανά στα εννιά μουχρόνια, προσκοπάκι, στο Λασίθι. Στου Τσούλη το μνήμα κάναμεστάση. Ξεχυθήκαμε στη γύρω περιοχή αναζητώντας πέτρες.Κάποιοι βρήκανε. Άλλοι προσπαθούσαν να σπάσουνχαράκια για να βρουν την κατάλληλη πέτρα του αναθέματος.Όμως, ο μεγάλος σωρός δεν υπήρχε πλέον. Τον είχε παρασύρειη μπουλντόζα της ΜΟΜΑ και είχε θάψει τις πέτρες κάτω απότο χώμα. Έτσι σχηματίστηκε ένας πολύ μικρός σωρός. Μάλλονδεν ήταν σωρός αλλά κάμποσες πέτρες τοποθετημένες τεχνηέντωςη μια πάνω στην άλλη.64


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 | 1. Τα πουλιά συνηθίζουν να κάθονται στις κορφές των βράχων,λίγα μέτρα πιο πέρα από το “μνήμα”.2. Επιστροφή στη μνήμη με μια πέτρα. Χειμώνας του 2010-2011.Όταν η μνήμη… λιθοβολεί!Χειμώνας του 2011. Οδηγώντας στογδαρμένο από τη βροχή δρόμο ανηφορίζωστην ανατολική πλαγιά του βουνού,πίσω από τον περίφημο Χώνο τουΛασιθού. Από μακριά βλέπω ένααγροτικό σταματημένο πάνω στηστροφή. Ο οδηγός του αναζητούσε μιαπέτρα να την πετάξει. Πριν καταφέρωνα πλησιάσω την είχε βρει, την είχε πετάξεικαι κινούσε για τα ψηλότερα μέρητου βουνού.Έκανα το ίδιο σαν έφτασα. Η παιδικήμνήμη με έσπρωχνε με αδυσώπητοπείσμα να επαναλάβω τον ανώδυνο λιθοβολισμό.Να τηρήσω το έθιμο βοηθώνταςστη συντήρηση της ιστορικήςμνήμης. Όλα ζωντάνεψαν με μιας. Καιοι γριούλες, μακαρίτισσες όλες πια,που μου έλεγαν το τραγούδι γύρω στο1982, και η συνοδεία που οδοιπορούσεπρος το πανηγύρι έχοντας στολίσειμε υφαντές πατανίες τα σωμάριατων ζώων.Καθώς τριγυρνούσα γύρω από το απέριττομνημείο και δεν έβρισκα ούτε μιαπέτρα να πετάξω, θυμήθηκα πάλι τιςδιηγήσεις που άκουγε το τετράχρονοπαιδί και τις ρουφούσε λέξη-λέξη,όπως ρουφά ένα καλό σφουγγάρι τονερό. Τόσες γενιές Κρητικών πουείχαν περάσει από εκεί, τόσα αναθέματα,τόσες πέτρες χρειάστηκαν στουςπεραστικούς.Βρήκα μια πέτρα και την πέταξα αμίλητος.Όπως τότε. Με το φωτογραφικόφακό να με παρακολουθεί. Και με τημνήμη να με σημαδεύει. Όχι μόνο τηδική μου, όλες τις μνήμες μαζί, όλωντων γενεών που διάβηκαν από τούτοτο δρόμο. Δίπλα στον ξαναστημένοσωρό ο Δήμος Οροπεδίου έχει στήσειμια μεγάλη πέτρα, σαν πλάκα. Μεγράμματα ανεξίτηλα, χαραγμένα πάνω,εξιστορεί το περιστατικό υιοθετώνταςτις απόψεις του πρώτου καταγραφέα,του Στρατηγού Αλεξάκη. Κι αν το τονίζω,δεν είναι για να διαφωνήσω,αλλά για να πω ότι είναι δύσκολο ναβάλεις την ταυτότητα του χρόνου σεένα περιστατικό που διασώθηκε μόνοστόμα με στόμα. Μόνο η μελέτη τωνπηγών, του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείουδηλαδή, θα μπορούσε να ξεκαθαρίσειοριστικά την υπόθεση.Καθώς αφήνω πίσω μουτο «μνημείο» σκέφτομαιότι δεν είναι πολύτιμη μόνοη γνώση της ιστορίας,αλλά και η μελέτητης λαϊκής ψυχής.Η μελέτη των τοπικών εθιμικώνσυνηθειών, ο τρόπος εκδίκησης,η δύναμη της παράδοσης,όλα αυτά μαζί…65


Ο ΝΤΙΛΙΝΤAΣ ΚΑΙ Ο ΜΑβIΛΗΣ…Σφακιά,ένα μικρόοδοιπορικόΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Νίκος ΨιλάκηςΒράχια κι άλλα βράχια, πέτρες και δέντρα φυτρωμένα στηνξέρα. Τοπίο σκληρό, χρώματα άλλοτε ξεπλυμένα στην αύρατης νότιας θάλασσας, άλλοτε έντονα, βαμμένα στο φως. Τοίδιο και οι άνθρωποι. Μορφές σκληρές σαν το τοπίο. Οι γέροντεςεδώ θυμίζουν κάτι από την Κρήτη του παλιού καιρού.Νομίζεις πως αισθάνονται το βάρος της ιστορίας. Το παρελθόνδεν είναι ο τρόπος να αντιλαμβάνονται το χρόνο, αλλά ηακονόπετρα πάνω στην οποία συνηθίζουν να ακονίζουν τιςψυχές τους…Η ιστορία μοιάζει σαν συλλογικό βίωμα. Γεγονότα που έχουνσυμβεί δυο και τρεις και τέσσερις γενιές πριν φαίνονται κοντινά,σαν παιδικές αναμνήσεις. Το διαπιστώνω κάθε φοράπου βρίσκομαι ανάμεσα σε εξηντάρηδες και πάνω, άλλωστεοι πιο νέοι όλο και λιγοστεύουν. Και ιστορία δεν είναι μόνοοι επαναστάσεις, είναι και οι άγνωστες οικογενειακές αφηγήσεις.Κάθε μεγάλη φαμίλια έχει την ιστορία της. Τις μικρέςκαι τις μεγάλες στιγμές, τις χαρούμενες και τις λυπητερές. Σεκάθε χωριό θα βρεις κι ένα (ή περισσότερα) ταπεινά μνημείατης τοπικής ιστορίας. Σπίτια, εκκλησιές, κουλέδες, σπηλιές.Τα δείχνουν πρόθυμα και εξηγούν...◗◗67


| ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ... | 1. Άποψη του φαραγγιού της Ίμβρου από ψηλά.2. Το Φραγκοκάστελλο.3. Σφακιανός στο καφενείο.Η πολιορκία της μνήμηςΠερνώντας το Φραγκοκάστελο αισθάνεσαιτην πολιορκία της μνήμης.Ήταν, λέει, ένας Κρητικός, ο Ντιλιντάς.Εκείνα τα χρόνια οι Τούρκοι πολιορκούσαντο ασκέρι του εθελοντή επαναστάτη,του Χατζημιχάλη, του Ηπειρώτηπου ήρθε στην Κρήτη για να γυρέψειλευτεριά για λογαριασμό των Κρητικώνπου είχαν σηκώσει μπαϊράκι στα χρόνιατου μεγάλου σηκωμού. Την ώρα της πολιορκίας του κάστρου καιενώ η μαύρη απελπισιά απλωνόταν παντού, ο Σφακιανός μέτρησετις δυνάμεις του. Μέτρησε και τα αποθέματα της ψυχής του. Ταβρήκε περίσσια, η τόλμη περίσσευε, η απόφαση του φούντωνε ταστήθη. Έπρεπε να ειδοποιήσει τους άλλους Σφακιανούς, να πάνενα δώσουν χέρι βοήθειας στον Νταλιάνη. Σύρθηκε από το καστέλιΣυνέχισε να κολυμπά και να δίνει πούλους σ’ αυτούς που τον πυροβολούσαν…- Τον έχετε ακουστά τον Ντιλιντά; ρώτησα στο καφενείο.- Ναι, μου τον έλεγε ο παππούς μου, απάντησε ο γεράκος με τακαταγάλανα μάτια. Κι άρχισε να διηγείται με λόγια απλά τηνιστορία, χωρίς χρονολογίες και νούμερα, χωρίς την πιστότηταπου επικυρώνει το γεγονός και το τεκμηριώνει, αλλά με τηγοητεία του λόγου που εκφέρεται σαν τη ροή των κυμάτων,απλά και φυσικά, σα να είναι προσωπικό βίωμα.- Αυτός έφυγε χωστά για να πάει να φέρει τσι Σφακιανούς. Τέτοιουςάντρες είχε τότε η Κρήτη. Κολύμπησε σαν το δελφίνιγια να σώσει τους Ηπειρώτες. Κι αν έρχονταν οι Σφακιανοίθα τους πετσόκοβαν τους Τούρκους, σαν τα αρνιά θα τουςέσφαζαν. Αλλά, δεν είναι σαν σήμερα που μπαίνεις στο αυτοκίνητοκαι είσαι στη Χώρα σε δέκα λεπτά…Ο Ντιλιντάς κατάφερε να ξεφύγει.Αλλά δεν κατάφερε να σώσειτον Καπετάν Μιχάλη.◗◗μέχρι την παραλία, κανείς δεν τον είδε, ούτε δικός ούτε ξένος.Έπεσε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπά. Τον πήραν χαμπάριοι Τούρκοι. Άρχισαν να τον σημαδεύουν με τις πιστόλες τους. Έπεφταντα βόλια στο νερό, έβγαζαν φουσκάλες, πίδακες θαλασσινοίσηκώνονταν. Αυτός κολυμπούσε λες κι είχε απάνω του το τίμιοξύλο. Βροχή τα βόλια…Ο Ντιλιντάς κολυμπούσε χωρίς να σκιάζεται για τίποτα! Κι ότανείδε πως τα βόλια των εχθρών δεν τον πιάνουν, έβγαλε το κεφάλιαπό το νερό, έβαλε το χέρι του σαν χωνί για να τον ακούνε από τηστεριά και ξεστόμισε μια κουβέντα φοβερή για τον Τούρκο σερασκέρη.Βρισιά; Κατάρα; Ο θρύλος σκεπάζει την ιστορία, οι γραφιάδεςτου παλιού καιρού σταμάτησαν με δέος μπροστά σε όλεςτις καθαγιασμένες μορφές, τις θαύμαζαν. Μάλλον απειλή πρέπεινα ήταν: Έρχονται οι Σφακιανοί…Ο Ντιλιντάς κατάφερε να ξεφύγει. Αλλά δεν κατάφερε να σώσειτον Χατζημιχάλη. Μου αρέσει να ακούω αυτές τις συγκρίσεις ανάμεσασε διαφορετικές εποχές. Όταν ξέρουν να διηγούνται οι άνθρωποι,χρησιμοποιούν παραδείγματα που τα καταλαβαίνει οσυνομιλητής τους. Τον Ντιλιντά τον έχουν ακόμη για καμάρι τους.Όπως και το Δασκαλογιάννη. Στην πυραμίδα των αξιών πρώτοι –πρώτοι φιγουράρουν οι ήρωες του σηκωμού. Οι άλλοι έπονται.Χρόνια περασμένα, μνήμες αλώβητες. Ο Ντιλιντάς και ο ΧατζημιζάληςΝταλιάνης. Και οι δυο έμειναν στη μνήμη σαν θρύλοι. Μα καιοι θρύλοι έχουν ρίζες και κλαδιά. Με εντυπωσιάζει το γεγονός ότιο μοναδικός θαμώνας του καφενείου ήξερε όλο το οικογενειακόδέντρο του τολμηρού κολυμπητή. Πού γεννήθηκε, ποια ήταν ηγενιά του, σε ποιο σπίτι καθόταν, όλα. Λες και δεν είχε ζήσει σχεδόνδυο αιώνες πριν.68


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Αγάλματα θεών…Στην πλατεία των Κομητάδων ένας βοσκόςμιλά για το σπήλιο με τις νεράιδες.Στην Ανώπολη θυμούνται το σπήλιο τουΚορμοκόπου, νεραϊδόσπηλιο κι αυτό. Στοίδιο χωριό, στην Ανώπολη, ακούω απότην αρχή το τραγούδι του Δασκαλογιάννη.Στην Κράπη μου δείχνουν τα σημεία σταοποία παρατάχτηκαν οι επαναστάτες του1770.Στην Ίμπρο ένας άλλος γέροντας θυμάταιτο υπέροχο σονέτο του Κερκυραίου πατριώτη.-Όταν βγήκε ο Μαβίλης από το φαράγγι μετους άλλους εθελοντές, ήταν διψασμένοςκαι κουρασμένος. Όλοι τους ήταν κουρασμένοι.Αλλά χάρηκαν πολύ όταν είδανμια κοπελιά σαν τα κρύα νερά να τους περιμένειμε ένα σταμνί γεμάτο ιμπριώτικονερό κι ένα κύπελλο. Τους έδωσε ναπιουν, τους φιλοξένησαν οι χωριανοί μαςκι ο ποιητής έγραψε ένα τραγούδι που μαςτο μάθαινε ο δάσκαλος στο σχολείο. Λέειότι οι Σφακιανοί είναι αγάλματα σαν τουςθεούς. Δεν το θυμάμαι, αλλά αν θες θα τοβρεις σε κανένα χαρτί γραμμένο.Το βρήκα. Και το παραθέτω εδώ όχι μόνοεπειδή το υποσχέθηκα, αλλά και επειδήείναι μια εξαίσια αποτύπωση της εποχήςτου, τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Κρητικοίπάλευαν για τη λευτεριά τους:Κρύο κρούσταλλο νερό τα ολιοφρυμέναχείλια θα ογράνει. Ευγενικιά ανθρωπότηθα τους φιλέψει πλούσιο φαγοπότι.Κορμιά από την πλήθια χάρη αλαφιασμένααγάλματα θεϊκά ζωντανεμέναν' αγναντεύουν στη Νίμπρο εκεί την πρώτητης Λευτεριάς αστραφτερή λαμπρότη,τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα.Και το περνούν οι βλάμηδες λεβέντεςτ' ατέλειωτο φαράγγι όλο χαλίκιμονοσκοίνι με γέλια και κουβέντες.Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκιμα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτουμε τ' αγιασμένα δαφνοστέφανά του.69


| ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ... | Άποψη της ανοιξιάτικης Κράπης.Όλα τούτα έγιναν το 1896, σε μια από τις τελευταίες κρητικέςεπαναστάσεις. Ο Λορέντζος Μαβίλης κατέβηκε στο νησί, πήγε στηΧώρα των Σφακιών και μέσα από το μακρύ και στενό φαράγγι τηςΝίμπρου ανηφόρισε προς το Οροπέδιο. Εκεί ξεδίψασαν με το«κρούσταλλο» νερό της κοπελιάς, εκεί είδαν και τα «αγάλματα τωνθεών». Ο ποιητής δεν το ξέχασε ποτέ…Καθώς ετοιμάζομαι να φύγω, ο συνομιλητής μου σηκώνεται.- Έλα να σου δείξω το φαράγγι. Να, εκεί στην άκρα, τότε δενυπήρχε ο δρόμος, ήτανε στεμένη η κοπελιά και περίμενε τουςαντάρτες για να τους δώσει νερό. Όλο το χωριό σηκώθηκεστο πόδι, ακόμη και τα παιδιά. Έστρωσαν τραπέζι δίπλα στηνεκκλησία, έφεραν κρασιά από τα σπίτια, έσφαξαν αρνιά και ταέψησαν…Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο τον είδα να χτυπά το παράθυρο.Ήθελε να συμπληρώσει το λόγο του…- Κρίμα που δεν θυμούμαι το τραγούδι. Αν δεν το βρεις στα χαρτιάσου, θα κοιτάξω να σου το βρω εγώ. Το έχω σε μια κόλλακαι την έχω φυλαμένη, δεν θα ’ναι δύσκολο να τη βρω…Αγάλματα θεϊκά ζωντανεμέναν’ αγναντεύουν στη Νίμπροτη λευτεριά...70


| ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΟΧΤΙΣΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣΌταν έχτιζαν οι Άγγελοι…ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ | Νίκος Ψιλάκης72


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Είναι σαν ταξίδι στο όνειρο το να βρίσκεσαι σταιερά των Ελλήνων. Να παρακολουθείς τους δρόμουςτης πίστης και της παράδοσης, να χάνεσαιμέσα στις λέξεις, να βρίσκεις μικρά μονοπάτιαξεχασμένα μέσα σε θρύλους. Κάποιος Παρθενών,κάποια Παντάνασσα, κάποια Μεγαλόχαρηθα γίνεται πάντα φωτεινό σημάδι στους χάρτεςτης ψυχής. Και πάντα θα ανακαλύπτεις τη μαγείατης κάθε λέξης, το ξεχασμένο νόημα, τη θείαμορφή, τους λατρευτές με τα τάματα που ανηφορίζουνστα βουνά ή ταξιδεύουν στις θάλασσες.◗Aπό τότε που οι πιστοί της θεάςτων τοκετών διέσχιζαν τη Μεσόγειογια να φτάσουν σε κάποιοσπήλαιο της Κρήτης, στοΒορρά ή στο Νότο, από τότεπου οι συν-οδοιπόροι τουΠλάτωνα ανέβαιναν στο ιερόνόρος του νησιού για να συναντήσουντον Ύψιστο Θεόέχουν περάσει αιώνες πολλοί.Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξε η θρησκεία. Αμετάβλητη μένειμόνο η ανθρώπινη αγωνία, η αναζήτηση του δρόμου πουοδηγεί στη ζωή και αυτή η άυλη οντότητα, το θείον.Είναι σαν ένα ταξίδι στο όνειρο… Συνέχειες και ασυνέχειεςανακατεμένες με την αίγλη του άρρητου. Μυστικά που επανέρχονταιαπό άλλες γενεές. Κι η κάθε μια βρίσκει δικούςτης δρόμους για να περπατήσει…Ναός - μνημείο| Αριστερά: Η δυτική πλευράτης Παναγιάς της Αγγελόχτιστης.| Κάτω: Ερείπια παλαιών κτισμάτωνστα Βασιλικά Ανώγεια.Μ’ αυτές τις σκέψεις σταμάτησα στην Αγγελόκτιστη. Δενήξερα καν πως υπήρχε. Αλλά κάνοντας μια βόλτα στα έρημαχειμωνιάτικα δρομάκια των Βασιλικών Ανωγείων, ενός μικρούχωριού στα ριζά των Αστερουσίων, άκουσα έκθαμβοςτην ονομασία. Φιλόξενοι οι άνθρωποι, όπως σε κάθε γωνιάτης κρητικής υπαίθρου, μιλούσαν με αγάπη για τον τόπο τους.Για ένα ξεχασμένο ιερό δέντρο, για κάποια βασιλικά ανάκτορα,επίσης ξεχασμένα, για το φως που κάνει την περιοχήνα ξεχωρίζει – άλλωστε, λένε, αυτό το φως οδήγησε τον Διοικητήτης Κρήτης που κατοικούσε στη Γόρτυνα να διαλέξει73


| ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣγια τόπο ανάπαυσής του το χωριό τους.Αγγελόχτιστη, λοιπόν. Ένα από τα πολλά επίθετα που κοσμούν τηνορθόδοξη λατρεία, μια από τις πολλές ποιητικές λέξεις που οριοθετούντα ανθρώπινο μέτρο και το ξεχωρίζουν από το θεϊκό.Ο ναός βρίσκεται στην άκρη του οικισμού, δίπλα στον κεντρικόδρόμο, πάνω από ένα μικρό αναλημματικό τοιχίο. Με μια πρώτηματιά καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μια συνηθισμένη εκκλησία, τααρχιτεκτονικά στοιχεία τη διαφοροποιούν αισθητά, φαίνεται χτισμένησε διαδοχικές φάσεις και είναι ασυνήθιστα πλατιά σεσχέση με την κόγχη του ιερού. Δεν μπορέσαμε να μπούμε μέσα.Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια όλοι οι ωραίοι ναοί, τα διάσπαρταμνημεία της Κρήτης, παραμένουν κλειστά και κλειδαμπαρωμένα.Με τόσες κλοπές και λεηλασίες του πολιτισμού μας, οι παπάδεςφοβούνται. Δικαιολογημένα…Τόπος καταφυγής για τους ντόπιους η εκκλησιά της Αγγελόκτιστης.Τη θεωρούν θαυματουργή, έτσι καθώς την περιβάλλει ογοητευτικός θρύλος του Σελήμη. Δεν χρειάζεται και πολλή προσπάθειαγια να καταλάβεις ότι είναι αιτιολογικός. Ερμηνεύει τηνονομασία. Ωστόσο, δίπλα στον ένα θρύλο επωάστηκαν κι άλλοι,κι άλλοι. Δύσκολο να τους ανακαλύψεις σήμερα.Με μια πρώτη ματιά καταλαβαίνεις ότι ο ναός χρονολογείται απότην εποχή της Ενετοκρατίας (1204/11 – 1645/1669). Η τοπικήπαράδοση επιμένει: στα χρόνια της Τουρκιάς χτίστηκε. Η ιστορίακαι ο θρύλος μπερδεύονται γλυκά. Η αφήγηση είναι σαν τα νεράτου κοντινού Ιεροπόταμου: Ρέει σχεδόν τραγουδιστά…Η παράδοσηΉταν, λοιπόν, στα χρόνια της Τουρκιάς. Οι Χριστιανοί ήθελαν ναχτίσουν μια εκκλησία στο χωριό τους κι άρχισαν να δουλεύουνόλοι μαζί. Άλλος ξεπέτρωνε, άλλος κουβαλούσε πέτρες από τονταμάρι, άλλος δούλευε με το σφυρί. Οι Τούρκοι δεν ήξεραν τίποτα.Μα όταν είδαν το χτήρι να μεγαλώνει, κατάλαβαν. Τους πρόσταξαννα σταματήσουν αμέσως γιατί έτσι έγραφαν τα χαρτιάτους, δεν άφηναν τους Χριστιανούς να χτίζουν εκκλησίες.Για να μην αρχίζουν να χτίζουν κρυφά πήγε ο Χότζας και μέτρησετο ύψος των τοίχων. Η δουλειά σταμάτησε και οι άνθρωποι κλείστηκανστα σπίτια τους. Αφού πέρασαν κάμποσες ημέρες το ξανασκέφτηκαν,πήραν δώρα ακριβά και πεσκέσια και πήγαν στονΠασά. Του λένε: Πολυχρονεμένε, μια εκκλησία θέλομε κι εμείς ναπηγαίνομε, γιατί δεν μας αφήνεις; Δώσε μας την άδεια και εμείςδεν θα σ’ αφήσομε απλέρωτο.Του αράδιασαν ασκιά το λάδι και τσουβάλια το στάρι, αυτός εγλυκάθηκεκαι τους έδωσε την άδεια. Λέει τους:- Δεν είναι στο χέρι μου, δε μπορώ να χαλάσω το νόμο. Μπορώόμως να σας δώσω μια διορία. Αν τελειώσει η εκκλησία μέσαστη διορία, τότε όλα καλώς καμωμένα. Αν δεν τελειώσει, όμως,να κατέχετε πως θα τη γκρεμίσω. Κι αν δεν τη γκρεμίσω, θα τηδώσω στο Χότζα να την κάνει τζαμί.- Και πόση θα ν’είναι η διορία που μας-ε δίνεις, τον ρωτήξανε.- Εφτά μέρες, βδομάδα ολόκληρη.- Δεν γίνεται, Πασά μου. Κι ο Θεός να κατέβει, δεν γίνεται.- Ε, να ρθει ο Θεός σας να την τελειώσει.Με τα πολλά κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Τους έδωσε δυομέρες ακόμη.- Εννιά. Εννιά μέρες και πολλές είναι. Ούτε μια παραπάνω. Και ναχτίζετε μόνο τη μέρα. Αμαρτία είναι να χτίζετε τη νύχτα και ναξυπνάτε όσους κοιμούνται. Αν μάθω ότι ακούστηκε σφυριάμετά το βασίλεμα του ήλιου, θα πάρω πίσω το λόγο μου.Είντα να κάμουν, γύρισαν σκεφτικοί στο χωριό, μαζεύτηκαν τοβράδυ στο χτήρι και έβαλαν μπροστά τους το σχέδιο. Άλλοι θακουβαλούσαν, άλλοι θα μάλασαν τον πηλό, άλλοι θα έψηναντον ασβέστη, άλλοι θα έχτιζαν. Ήξεραν πως ήταν δύσκολο πολύνα προλάβουν, αλλά έκαναν το σταυρό τους και… ο Θεός βοηθός.- Αν θέλει ο Θεός θα προλάβομε, είπε ο γέρο καλόγερος που ερχόταναπό το μοναστήρι του και λειτουργούσε στα ξωμονάστηρατου Γεροποτάμου.Την άλλη μέρα το πρωί όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Ακόμη καιτα κοπέλια μαζώχτηκαν κι άρχισαν να δουλεύουν. Κάποιοι άρχισαννα φωνάζουν. Μεγάλη ήταν η εκκλησία που είχαν αρχίσεινα χτίζουν. Αν ήταν λίγο πιο μικρή, μπορεί και να προλάβαιναν.Αλλά τώρα;Πέρασαν δυο μέρες, πέρασαν τρεις, όλο και πιο δύσκολα γίνονταντα πράματα. Την τέταρτη μέρα το πρωί δεν πίστευαν σταμάτια τους. Σε άλλο ύψος είχαν αφήσει το χτήρι, σε άλλο το βρήκαν.Και τι τοίχοι, Θε μου; Καλοχτισμένοι. Αλφαδιά. Ούτε πόντοςδεν ξέφευγε. Δεν ήξεραν τι να κάμουν, ούτε τι να πιστέψουνκι άρχισαν να λοξοκοιτάζουν τον Πρωτομάστορα.- Αν σε δούνε, Μάστορα, θα μας κάψεις όλους. Εμείς κατέχομεπως έρχεσαι τη νύχτα, χωστά από τους άλλους, και δουλεύεις.Κάποια νύχτα, κάποιος Τούρκος…Ο Σελήμης!Ο μάστορας, που έβλεπε την πιτηδιοσύνη με την οποία ήταν χτισμένοιοι τοίχοι της εκκλησίας, δεν μιλούσε. Πίστευε ότι έναςάλλος χτίστης, καλύτερός του, ερχόταν τη νύχτα και έχτιζε. Καιέβανε στο νου του ποιος θα μπορούσε να είναι. Από ποιο χωριό,από ποιο σόι…Το άλλο πρωί τα ίδια. Πιο ψηλό ήταν πάλι το χτήρι. Το μυστήριο δενμπορούσε να λυθεί. Κόντευε πια να τελειώσει η εκκλησία και στοχωριό είχαν αρχίσει κιόλας να γιορτάζουν. Μόνο που οι Τούρκοιπαραμόνευαν. Ήθελαν να ανακαλύψουν τι λογής μπαγαποντιάείχαν κάνει οι Χριστιανοί, αλλά δεν μπορούσαν.Τρεις ημέρες πριν τελειώσει η διορία ένας Τούρκος από κοντινόχωριό, ο Σελήμης, κίνησε να πάει στα Βασιλικά Ανώγεια. Φτά-74


| Το κωδωνοστάσιο της Αγγελόχτιστης,έργο του 19ου αιώνα.ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 ◗Τόπος καταφυγήςη εκκλησίατης Αγγελόκτιστης.75


| ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ | Η κυρία Χρυσούλα.Λιτή αλλά παραστατική η ξενάγησηστο ζωντανό θρύλο του χωριού.76


ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 νοντας στα πρώτα σπίτια άκουσε χτύπους. Σαν κάποιος να πελεκούσε,σαν κάποιος να έχτιζε εκείνη την ώρα. Παράξενο του φάνηκε.Ήταν νύχτα προχωρημένη πια. Και σκοτάδι πυκνό.Πλησίασε. Τρεις άσπρες λαμπάδες άναβαν εκεί που χτιζόταν τοιερό. Ένα παράξενο φως έκανε όλη την οικοδομή να φωτίζεταιλες κι ήταν μέρα μεσημέρι. Και μαστόροι παντού. Άλλος έχτιζε,άλλος προύγευε. Κανείς δεν μιλούσε. Προσπάθησε να πάει πιοκοντά αλλά σα να τον έσπρωχνε μια αόρατη δύναμη προς τα πίσω.Πήγε να μιλήσει αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Σταμάτησε ακίνητοςγια λίγη ώρα και παρακολουθούσε. Παράξενοι του φαίνονταντούτοι οι μαστόροι. Ένα φως φώτιζε ολόγυρα τα κεφάλια τους καιστους ώμους έμοιαζε να έχουν άσπρα φτερά.Έντρομος έφυγε από την εκκλησία. Πήγε στον πρώτο καφενέ πουβρήκε μπροστά του. Κάμποσοι Τούρκοι κάθονταν και κάπνιζαν τοναργιλέ τους. Τους τα διηγάται χαρτί και καλαμάρι. Άλλοι τον πέρασανγια κουζουλό, άλλοι είπαν πως ήταν νεραϊδοπαρμένος. ΟΣελήμ, όμως, επέμενε:- Ελάτε μωρέ να πάμε μαζί και θα δείτε…Όλοι μαζί, χωρίς να μιλούν, ξεκίνησαν μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.Καθώς κατέβαιναν το στενό δρομάκι, εκεί που είναι σήμερα τοκαμπαναριό, είδαν το παράξενο φως. Μόλις πρόβαλαν στο ρούκουνα,τους φάνηκε πως ήταν μέρα. Οι τρεις λαμπάδες, άσπρες κιαυτές, συνέχιζαν να ανάβουν στο ιερό, τα σφυριά δούλευαν συνέχεια.Οι προυγοί δεν ανέβαιναν τις σκάλες για να δώσουν τιςπέτρες στους μαστόρους αλλά πετούσαν και ανέβαιναν στουςτοίχους. Έμειναν λίγο και παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν. Κιύστερα, σκυφτοί και σκεφτικοί, πήγαν πάλι στον καφενέ τους.Είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί.Οι Τούρκοι δεν ήθελαν καμπάνες. Γι’ αυτό και δεν άφησαν να χτιστείκαμπαναριό στην εκκλησία. Πολύ αργότερα, όταν λευτερώθηκεη Κρήτη, χτίστηκε αυτό που βλέπομε σήμερα δυτικά από τηνεκκλησία, σε ξεχωριστό κτήριο.Η μυστική λειτουργίαΧρόνια μετά το γεγονός, ένας άλλος καλόγερος ξεκίνησε από τοβουνό για να πάει να λειτουργήσει σε μιαν εκκλησία, μάλλον στονΆγιο Ισίδωρο, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος. Υπολόγισε, όμως,λάθος την ώρα. Όταν έφτασε στο χωριό ήταν ακόμη πολύ νωρίς,νύχτα βαθιά. Δεν είχε πού να πάει και δεν ήθελε να χτυπήσει τιςπόρτες των ανθρώπων, να τους αναστατώσει νυχτιάτικα. Φτάνονταςστην άκρη του χωριού είδε από το αγιοθύριδο της Αγγελόκτιστηςφως. Σκέφτηκε πως ήταν τα καντήλια που ανάβανε.Έσπρωξε την πόρτα και τι να δει;Ολόκληρη η εκκλησία ήταν φωτισμένη αλλά τα θυμιάματα έκαναντο χώρο κάπως θαμπό! Μια γλυκιά μελωδία ακουγόταν παντού.Χωρίς να μιλήσει έσπρωξε πάλι την πόρτα, την έκλεισε και λούφαξεστην πίσω μεριά της. Ωραιότερη λειτουργία δεν είχε παρακολουθήσειποτέ. Έβλεπε μόνο ωραίες μορφές με φωτοστέφανανα ανεβοκατεβαίνουν, να στέκονται στα ψαλτήρια, να θυμιάζουνκαι να σκορπούν τριγύρω το φως τους. Δεν ήξερε τι να πει ο κα-Την ένατη μέρα η εκκλησία ήταν έτοιμη! Χτισμένη, σοβαντισμένη,με τα σκαλίσματα στα πανωπόρτια και στο αγιοθύριδο. Ήταν κιόλαςασπρισμένη και ο ασβέστης έλαμπε στον ήλιο. Οι πόρτες, τοτέμπλο, όλα στη θέση τους.Την άλλη μέρα το πρωί μαζεύτηκαν όλοι και έκαναν δοξολογία.Την ώρα που έψαλε ο καλόγερος ακούστηκε χλιμίντρισμα αλόγου.Βγήκαν στην αυλή για να δουν τι συνέβαινε. Ήταν ο Σελήμης.Είχε φορτώσει δυο ασκιά με λάδι κι ερχόταν στη χάρη τηςΠαναγίας. Τα ξεφόρτωσε στην αυλή, έδεσε το άλογό του σε μιαελιά, πήρε ένα βουργιάλι και μπήκε στην εκκλησία. Οι Χριστιανοίέμειναν αμίλητοι σαν τον είδαν να ανοίγει το βουργιάλι, να βγάζειπέντε μεγάλους άρτους και να τους αφήνει πάνω στο τραπέζι. Απότότε το είχε τάσιμο. Κάθε χρόνο έκανε τα ίδια. Έφερνε δυο ασκιάλάδι και μια αρτοκλασία στη γιορτή της Αγγελόχτιστης, το Δεκαπενταύγουστο.Πέρασαν τα χρόνια, ο Σελήμ πέθανε, αλλά το λάδικαι οι άρτοι συνέχισαν να φτάνουν στην Παναγία. Είχε αφήσει παραγγελιάστο γιο του, τον Χασάν. Κι αυτός στο γιο του, Σελήμ τονείχε βαφτίσει, το όνομα του παππού του. Μέχρι που έφυγαν οιΤούρκοι από το χωριό, η οικογένεια του Σελήμη, οι απόγονοί του,έστελναν κάθε χρόνο στην Παναγία δυο ασκιά λάδι. Παλιά λέγανεστο χωριό πως η Χανούμισσά του έγινε Χριστιανή και πως ο ίδιοςεπλέρωσε ζωγράφο και έφτιαξε μια εικόνα με Αγγέλους να χτίζουντην εκκλησία. Όπως τους είχε δει εκείνο το βράδυ… Από τουςσημερινούς, όμως, κανείς δεν την έφταξε…77


| ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣλόγερος. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί. Κι όταν είχε αρχίσει να ξημερώνειτο φως λιγόστευε, η ψαλμωδία ακουγόταν πιο αχνά, τα θυμιάματαάρχισαν να αραιώνουν. Σε λίγα λεπτά δεν υπήρχε κανείςμέσα στην εκκλησία. Μόνο ο καλόγερος που σταυροκοπιόταναφού δεν ήξερε ούτε ποιοι ήταν που λειτουργούσαν, ούτε πώςέφυγαν, αφού αυτός βρισκόταν στην πόρτα όλη την ώρα, δεν είχεκουνήσει από εκεί.Όταν πήγε στο χωριό και του είπαν ότι η εκκλησία αυτή λεγότανΑγγελόκτιστη, σταυροκοπήθηκε πάλι. Τώρα πια ήξερε!Άγγελοι ήταν. Άγγελοι έψαλαν και λειτουργούσαν. Κι όπως λένε,ήταν οι ίδιοι άγγελοι που είχε στείλει ο Θεός τη δύσκολη ώρα, σταχρόνια της Τουρκιάς, για να ξετελέψουν το κτήρι και να μην αφήσουννα γίνει τζαμί το σπίτι της Παναγίας.| Το ιερό της Αγγελόκτιστης.EΠΙΜΕΤΡΟ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:1. Ευχαριστώ τους κατοίκους που μου διηγήθηκαν τις τοπικέςπαραδόσεις και ιδιαίτερα την παραστατικότατη κυρία ΧρυσούλαΠαρηγοράκη.2. Αγγελόκτιστη: επίθετο που παραπέμπει σε μυστηριακή οικοδόμησηναού. Ναοί της Παναγίας με την ονομασία αυτή μαςείναι γνωστές και από άλλες περιοχές του Ελληνισμού (π.χ.Κίτι Λάρνακας, Σίφνος κ.α.) Στην Κύπρο ακούγεται μια διαφορετικήπαράδοση που αιτιολογεί την ονομασία. Λέγεται ότιο ναός θεμελιώθηκε από τους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ.3. Η ονομασία φανερώνει τις βυζαντινές ρίζες του ιερού χώρου.Ο ναός υπήρχε πριν εμφανιστούν οι Οθωμανοί στην Κρήτη.Ωστόσο, παραδόσεις που απηχούν μια ιστορική πραγματικότηταακούγονται παντού στο νησί. Και η πραγματικότητα αυτήσχετιζόταν με την τακτική που εφάρμοζαν οι κατακτητές σχετικάμε την οικοδόμηση ναών: πρόβαλαν προσχήματα ή καιαπαγόρευαν ανεγέρσεις νέων θρησκευτικών καθιδρυμάτων.4. Το κωδωνοστάσιο οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1860, μετάτην υπογραφή του Χάτι Χουμαγιούν (1856) που παραχωρούσεθρησκευτικές ελευθερίες στους Χριστιανούς και επέτρεπετην κρούση των κωδώνων. Η παράδοση, όμως, έχειτον τρόπο να κάνει την ιστορία πιο όμορφη. Να την μπερδεύειμε το θρύλο σε ένα υπέροχο μίγμα που το κάνει πιο συναρπαστικόο ωραίος κρητικός λόγος.78

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!