30.01.2019 Views

ΤΑΣΟΥ ΠΟΡΦΥΡΗ

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!<br />

Τι ήταν κι αυτό το καλοκαιρινό φθινόπωρο στο χωριό φέτος, το 2015! Σταφύλια,<br />

σύκα, γκορτσάπιδα, κορόμηλα -κούμπουλα- κίτρινα κι κοκκινόμαυρα. Βατόμουρα<br />

στις ποταμιές και πλάι στις νεροσυρμές· μαύρα τα ώριμα και άλικα τα άγουρα.<br />

Κρανιές φορτωμένες καρπούς και στο χώμα στρώμα τα ώριμα. Αγριοτριανταφυλλιές<br />

-κυνοροδιές- γεμάτες κυνόροδα -σιούψανα- παντού. Στους φράχτες πλάι στους<br />

δρόμους, σε παρατημένα ακαλλιέργητα χωράφια, σε αυλές. «Βάτοι αναμμένοι αλλά<br />

μη καιόμενοι» κι οι αλεπούδες να τρελαίνονται μασουλώντας τα. Τσάπουρνα<br />

(αγριοκορόμηλα -βάρβελα-) με σκούρο μπλε χρώμα, στυφά όταν είναι άγουρα και<br />

νόστιμα όταν ωριμάσουν εκεί προς το τέλος Νοεμβρίου. Βουζιές (κουφοξυλιές) να<br />

γέρνουν από τα «σταφύλια» των κοκκινόμαυρων καρπών τους. Κρεμμυθιές (ή<br />

τερέμινθοι επί το επιστημονικότερον) «σπαρμένες» στους γύρω λόφους και πλάι<br />

στους δρόμους με πρασινοκίτρινα τσαμπιά -οι αγριοφυστικιές τύπου Αίγινας-, με<br />

καρπούς αρωματικούς, τραγανούς και νόστιμους. Οι κρεμμυθιές ευδοκιμούν και στην<br />

Κύπρο και τις αποκαλούν «κρεμμυθκιές»! Ξεραίνουν τους καρπούς τους και τους<br />

ρίχνουν σε ζυμαρόπιτες και ψήνονται μαζί κι είναι νοστιμότατες. Επίσης βγάζουν<br />

τσίπουρο όταν μαζεύουν πολλά. Και κυδώνια παντού· στους κήπους, στα<br />

παραμελημένα περιβόλια, στις αυλές των σπιτιών, συλλογισμένα, έτοιμα για την<br />

επικείμενη πτώση τους. Και οι αρώνειες, μια ανάσα ομορφιάς στο βακούφκο το<br />

χωράφι της εκκλησιάς τ’ Αϊ-Νικόλα που το νοίκιασε ο συγχωριανός μας Κώστας Χ.<br />

Δελλάρης και το φύτεψε με αρώνειες κάνοντας πράξη τα όνειρά μας! Αρχές<br />

Οκτωβρίου κι όλα τα δέντρα και οι θάμνοι με πράσινα -ακόμα- φύλλα. Λένε πως θα<br />

’χει βαρύ σκληρό χειμώνα φέτος. Κι όλη τούτη η πρωτόγνωρη παραγωγή καρπών,<br />

τροφή της φύσης για τους υπηκόους της. Και την ερχόμενη άνοιξη πάλι το ετήσιο<br />

επαναλαμβανόμενο θαύμα!<br />

Να ’μασταν, λέγαμε με τους φίλους μου και συγχωριανούς Μιχάλη Γκουντούλη<br />

και Λευτέρη Ματθαιάδη -που έγραψε και το βιβλίο: «Άγιος Κοσμάς Πωγωνίου,<br />

πάλαι ποτέ κώμη Κακουσιοί», πολύτιμο εργαλείο για την ιστορία και όχι μόνον του<br />

χωριού μας· να ’μασταν, που λέτε, είκοσι χρόνια μικρότερος ο καθένας -άντε και<br />

δέκα, να μην είμαστε και πλεονέκτες!-, να φέρναμε βόλτα λόφους, κάμπους και<br />

ποταμιές να μην μας χωράει ο τόπος! Να μαζεύαμε άγριους καρπούς, να<br />

μασουλάγαμε βατόμουρα και κράνια, να περιμέναμε με το ποτήρι στο χέρι να<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

στάξουν οι πρώτες σταγόνες τσίπουρου από τον αποστακτήρα -το καζάνι-. Έτσι να<br />

γεμίζαμε τη ζωή μας, με την ένταξή μας στις παραγωγικές διαδικασίες, δίνοντάς της<br />

νόημα. Κι όταν βοηθούσε ο καιρός, να περπατούσαμε ως τις εσχατιές των συνόρων<br />

του χωριού μας, έως τα ει-κονίσματα με ξεχασμένα στην ακριβή θέση τη<br />

μισοσβησμένη εικόνα απ’ τον καιρό κι ένα μπουκάλι με μαυρισμένο λάδι.<br />

Και μετά το μικρό διάλειμμα, πίσω στα δέντρα. Γκορτσιές -αγριαπιδιέςφορτωμένες<br />

σαν νύφες καρπούς νοστιμότατους όταν ωριμάσουν και γίνουν ζιούλες.<br />

Και η πράσινη σφραγίδα του Παναγιώτη Θώμου -που ήρθε γαμπρός στο χωριό μας·<br />

παντρεύτηκε τη Χρυσούλα Μαυριά-, ένα χιλιόμετρο πάνω-κάτω στο δρόμο από το<br />

χωριό προς τη Βήσσιανη, με καρυδιές -λουμάκια- φορτωμένες κάχτες, πράσινη<br />

ανάσα, όαση ανάμεσα σε χορταριασμένα παραμελημένα χωράφια! Κι η δεύτερή του<br />

σφραγίδα στο Κουρόπουλο, πριν το χωριό, ένα πρότυπο περιβολιού με το όνομα<br />

«ΕΛΕΑΝΘΗ» και το κόνισμα του Αγίου Κοσμά πλάι στην είσοδο. Ο φράχτης του<br />

επιτρέπει στο βλέμμα να περιπλανιέται στην επικράτεια του μικρού παραδείσου.<br />

Κληματαριά με κρεμασμένες «ντεμπίνες», φουντουκιές χαμογελαστές στην<br />

επικράτεια του φράχτη, δαμασκηνιές με δίχτυα προστασίας, προφυλάσσοντας τους<br />

καρπούς τους από τις «κλέφτρες» κίσσες που προσγειώνονται εν ριπή οφθαλμού στα<br />

δέντρα. Κι αχλαδιές, μηλιές, καρυδιές με το πράσινο χαλί ανάμεσά τους<br />

καλοκουρεμένο και στο βάθος σαρακατσάνικη καλύβα γεμάτη από γεωργικά<br />

εργαλεία, λιπάσματα και διάφορες σακούλες για συλλογή καρπών. Δεξί χέρι του<br />

Παναγιώτη η γυναίκα του Χρυσούλα κι από κοντά ο Νίκος ο Ρούβας με τη<br />

Γιαννούλα, τη γυναίκα του. Ζηλεύω την επαφή τους με τη φύση. Αυτή την<br />

καθημερινή σχέση που έχουν αναπτύξει με τους υπηκόους του περιβολιού που τους<br />

χαϊδεύουν, τους μιλούν και τους παρηγορούν αν κάτι πάει στραβά. Κι όταν κανένας<br />

κότσυφας κερομύτης σγκορίζοντας το χώμα γύρω-γύρω από τα δέντρα φέρνει στην<br />

επιφάνεια κανένα σκουλήκι και το κρεμάει στο ράμφος του πριν το καταβροχθίσει<br />

αυτό είναι ένα επιπλέον κίνητρο για την περιπλάνηση στο περιβόλι. Αλεπούδες, λαγοί<br />

και αρίτσιοι κρεμούν τα μπροστινά τους πόδια -σε ανύποπτο χρόνο- στο σύρμα του<br />

φράχτη από τη μεριά του δάσους και περιορίζονται στο θέαμα μια και δεν μπορούν<br />

να παραβιάσουν το εμπόδιο του φράχτη.<br />

Και σε μικρή απόσταση από το δάσος με τις κρανιές και σε μικρή απόσταση από<br />

αυτό, το κιόσκι. Με σκεπή, πέτρινους πάγκους γύρω-γύρω, ανοιχτό στον αέρα, τον<br />

ήλιο, τη βροχή. Προορισμός πρωινού και κυρίως βραδινού περιπάτου των κατοίκων<br />

και επισκεπτών του χωριού τα καλοκαίρια. Αν βρεθείς εκεί λίγο πριν ανατείλει ο<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

ήλιος, θα περιμένεις μερικά δεύτερα λεπτά για ν’ αντικρίσεις το θαύμα. Οι πρώτες<br />

αναγνωριστικές αχτίδες του φωτίζουν τις πίσω κορφές του Πάπιγκου χαρίζοντας ένα<br />

θαρρείς υπερκόσμιο φως πριν τα βέλη τους καταυγάσουν το διάστημα. Η κορφή της<br />

Νεμέρτσκας δέχεται τις πρώτες αχτίδες απέναντι που τρυγά τ’ ορθρινό όνειρό της σαν<br />

τις κοπέλες του δημοτικού τραγουδιού:<br />

Γλυκοχαράζουν τα βουνά<br />

κι οι όμορφες κοιμούνται<br />

Ακούγονται κελαηδίσματα πουλιών, τροκάνια και κύπροι από τα κοπάδια των<br />

γιδοπροβάτων που βόσκουν στην γκρόπιστα και στους γύρω λόφους. Τι βάλσαμο για<br />

την ακοή που έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τους κάθε λογής θορύβους που μας<br />

προσφέρει η πόλη και τους άλλους που προκαλούμε οι ίδιοι φοβούμενοι πως αν δεν<br />

μιλήσουμε θα πάψουμε να υπάρχουμε. Και τι βάλσαμο για την όραση που<br />

προσπαθούν να την προσβάλουν τα κάθε λογής επιτεύγματα κυρίως της σύγχρονης<br />

αρχιτεκτονικής με τους κρυστάλλινους γυάλινους τοίχους που αποστρέφεις το<br />

βλέμμα σου απ’ αυτούς όταν σου επιστρέφουν το φως του ήλιου πολλαπλασιασμένο,<br />

που τελικά σε τυφλώνουν. Εμπόδια, εμπόδια, εμπόδια! Στο μόνο άθλημα που είμαστε<br />

πρωταθλητές με τρόπαιο τη στραβομάρα μας!<br />

Ώρα να πω και για την αξέχαστη ΜΥΡΤΩ που πρωτοπήγε στο χωριό και στα<br />

Γιάννενα να τραγουδήσει προσκεκλημένη από τον Κώστα Φρόντζο, τον τότε<br />

Πρόεδρο της Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών, στο Υπαίθριο Θέατρο -τώρα Θέατρο<br />

Κώστα Φρόντζου-. Στα Γιάννενα τη συνόδευσε ο πατέρας. Την καμάρωνε κι<br />

αγαπούσε πολύ το τραγούδι της. Επισκέφτηκαν πολλούς χώρους στην περιοχή, όπως<br />

το σπήλαιο του Περάματος που της έκανε μεγάλη εντύπωση, το Κάστρο με τα<br />

περίφημα οικοδομήματά του και τη Λίμνη.<br />

Αργότερα, γύρω στο 1970 -πριν γεννηθεί ο Μιχάλης- επισκεφτήκαμε με τον<br />

Κωστή μας την Ήπειρο. Με τη βοήθεια του οδηγού ταξί Νίκου Ρούβα επισκεφτήκαμε<br />

πολλά μέρη της Ηπείρου, κυρίως τα χωριά Πωγωνίου και Ζαγορίου. Ένα μεσημέρι,<br />

θυμάμαι, φάγαμε στο Χάνι του Κώτσιο-Λάμπρου στα Γιάννενα. Υπήρχε τότε ένα<br />

μαγέρικο δεξιά όπως μπαίναμε από την πύλη του. Το φαγητό όχι τίποτα το ξεχωριστό<br />

αλλά οι μνήμες μελίσσι. Χειμώνας του 1941 που γυρίζαμε από την Αθήνα στο χωριό<br />

και διανυκτερεύσαμε στο Χάνι. Φαγητό γιοκ, δωμάτια ναι, αλλά παγωμένα. Μέχρι το<br />

πρωί δεν είχαν ζεσταθεί τα σεντόνια παρ’ όλες τις προσπάθειες των αλόγων -τις<br />

αναπνοές τους- που κατοικούσαν στους στάβλους του ισογείου. Το πρωί στο δρόμο<br />

για κανένα πορτοκάλι· τα μανάβικα μόνο πορτοκάλια είχαν· ευτυχώς. Ένα μεσημέρι<br />

3


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

τα καταφέραμε να φάμε σούπα στο μαγέρικο της οδού Αβέρωφ με τις μεγάλες<br />

κατσαρόλες χωρίς φαγητά μονάχα με νερό. Προλάβαμε τη σούπα που ήταν βάλσαμο.<br />

Εδώ, μετά από αρκετά χρόνια, έτρωγαν οι ηθοποιοί του Αγγελόπουλου όταν<br />

γύριζαν το φιλμ «Αναπαράσταση». Ο ήρωας τραγουδούσε την «Κοντούλα Λεϊμονιά»<br />

και την έκανε γνωστή στο πανελλήνιο. Και για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση<br />

τους, οι στίχοι του τραγουδιού είναι οι παρακάτω:<br />

Μωρή κοντούλα λεϊμονιά<br />

με τα πολλά λεϊμόνια<br />

Βησσανιώτισσα<br />

σε φίλησα κι αρρώστησα<br />

και το γιατρό δεν φώναξα<br />

χαμπήλωσε τους κλώνους σου<br />

να κόψω ένα λεϊμόνι<br />

για να το ζύψω να το πιω<br />

να μου διαβούν οι πόνοι<br />

Βησσανιώτισσα<br />

σε φίλησα κι αρρώστησα …(κλπ)<br />

Προσοχή: όχι «λεμονιά» και «λεμόνια», ούτε «να το στύψω»!<br />

Όπως και στο «Χαλασιά μου» που το σωστό είναι:<br />

Δεν σούειπα χαλασιά μου<br />

στο μύλο να μην πας<br />

να μην σε πάρει η ρόδα<br />

και γίνω εγώ φονιάς<br />

Χαλασιά μου, χαλασιά μου<br />

ζωντανή ξεχωρισιά μου …<br />

Όλα τα άλλα από ανίδεους δήθεν εκσυγχρονιστές(!) της δημοτικής μας μουσικής<br />

παράδοσης· τρομάρα μας!<br />

Για πολλά χρόνια πηγαίναμε στο χωριό τα καλοκαίρια. Ώσπου ήρθε ο Μιχάλης<br />

τον Αύγουστο του 1974 και για λίγα χρόνια πηγαίναμε -τον Αύγουστο, που είχα<br />

άδεια από τη δουλειά μου- στα Στύρα Ευβοίας σ’ έναν περιφραγμένο παραθαλάσσιο<br />

χώρο με «δική του» παραλία και bungalows για 4 άτομα. Υπήρχε εστιατόριο για<br />

πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό προς μεγάλη ανακούφιση των κυριών! Είχαμε την<br />

4


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

τύχη να έχουμε συντροφιά τις οικογένειες των παλιών μου συμμαθητών, του<br />

Νέστορα Τσολίσου (με 5 παιδιά), του Κυριάκου Παπαδόπουλου (με 4 παιδιά), του<br />

Αντώνη Σοφιανού (με 2 παιδιά) και του Ντίνου Θωμαΐδη (επίσης με 2 παιδιά). Για<br />

θαλάσσια μπάνια πηγαίναμε και εκδρομές σε κοντινούς προορισμούς. Ο Νέστορας<br />

είχε τότε, αν θυμάμαι καλά, ένα αυτοκίνητο Citroën Grenouille με καρότσα (station<br />

wagon) που χωρούσε ένα λόχο παιδιά και υλικά. Ένα μεσημέρι πήγαμε να φάμε σ’<br />

ένα χωριό· Αλμυροπόταμο το λέγαν; Οι ενήλικες μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας κι όλα<br />

τα παιδιά στην καρότσα του Citroën. Μαζεύτηκαν, μαζί με τα 2 δικά μου και 3 του<br />

Ανδρόνικου, αδερφού του Νέστορα, που είχαν έρθει με τους γονείς τους από τη<br />

Γαλλία· σύνολο: 18 παιδιά! Όταν φτάσαμε στο εστιατόριο κι άρχισε η αποβίβαση, ο<br />

μαγαζάτορας τα ’χασε.<br />

_ Ολόκληρο σχολείο, μουρμούρισε· ευτυχώς που έκανα κουμάντο και δεν θα μείνουν<br />

νηστικά τα παιδιά!<br />

Ένα άλλο μεσημέρι επισκεφτήκαμε με βάρκες ένα παραθαλάσσιο χωριό -μισή<br />

ώρα απόσταση-, το Νημποριό· παλιά ονομασία Ανηβόρειον. Καταπληκτική<br />

αμμουδιά, στη συνέχεια μεγάλο μποστάνι με κάθε λογής ζαρζαβατικά και στο βάθος<br />

μισοκρυμμένο στα πεύκα το εστιατόριο. Ξύλινη παλιά πόρτα κι επάνω της<br />

καρφιτσωμένες φωτογραφίες ασπρόμαυρες που την κάλυπταν όλη. Ήταν η εποχή που<br />

κουβαλούσα την φωτογραφική μηχανή μαζί μου, μια Kodak Retina που είχε φέρει ο<br />

πατέρας από τη Γερμανία σ’ ένα του ταξίδι που είχε πάει για επαγγελματική<br />

ενημέρωση. Ζήτησα την άδεια από τον μαγαζάτορα να φωτογραφίσω την πόρτα και<br />

μου την έδωσε με μεγάλη προθυμία. Τον ρώτησα ποιος ήταν ο φωτογράφος· ο κύριος<br />

Κουμπής, μου απάντησε, ο μηχανικός που φτιάχνει σπίτια. Ο Νέστορας ήξερε λόγω<br />

επαγγέλματος τον Κουμπή και με πληροφόρησε πως διατηρούσε το πιο έγκυρο<br />

γραφείο στατικών μελετών. Το νούμερο ένα!<br />

Αργότερα γνώρισα προσωπικά τον Κουμπή με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο -<br />

Αλέξανδρος Αργυρίου-. Του μίλησα για τις φωτογραφίες στο Νημποριό και πολύ το<br />

χάρηκε. Και περισσότερο το χάρηκε όταν του έστειλα μια μεγέθυνσή τους 30x40. Ο<br />

Αλέξανδρος Αργυρίου ταξινόμησε τους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών σε γενιές.<br />

Η γενιά στην οποία ανήκω είναι η γενιά του 1960. Σ’ αυτήν συγκαταλέγονται οι<br />

ποιητές που γεννήθηκαν από το 1930 έως το 1940. Το ηλικιακό κριτήριο δεν νομίζω<br />

ότι αποτελεί γενικότερα κριτήριο ποιοτικό ή ποιητικού «κλίματος». Απόδειξη τα έργα<br />

των ποιητών της γενιάς μου και όχι μόνον. Και για να μην πελαγοδρομούμε, πόσο<br />

5


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

«μοιάζει» η ποίηση του Θανάση Τζούλη από το Μαυρονόρος Πωγωνίου (έτος<br />

γεννήσεως 1931) με την ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου (έτος γεννήσεως 1931), την<br />

ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (έτος γεννήσεως 1931), ή τη δική μου (έτος<br />

γεννήσεως 1931);<br />

Μεγαλώνοντας κι ο Μιχάλης, πηγαίναμε τα καλοκαίρια στον Άγιο Κοσμά<br />

Πωγωνίου -το χωριό που γεννήθηκα- με το αυτοκίνητο που είχαμε αγοράσει· ένα<br />

Lada ρώσικο, σε χρώμα κεραμιδί, όλο χοντρή λαμαρίνα που δεν καταλάβαινε τίποτα<br />

ή σχεδόν τίποτα από χτυπήματα. Στην αλησμόνητη Μυρτώ οφείλουμε τις επισκέψεις<br />

μας γιατί εκείνη οδηγούσε κι εγώ… την συμβούλευα, σε σημείο που την εξόργιζα.<br />

Αρκετές φορές την έφερνα σε σημείο να σταματάει το αυτοκίνητο και να μου λέει<br />

αγανακτισμένη:<br />

_ Οδήγα εσύ ή κατέβα κάτω!<br />

Δεν έκανα τίποτα απ’ αυτά βέβαια! Δεν οδηγούσα κι ούτε ήθελα να κατέβω κάτω.<br />

Ευτυχώς η σύγχυση ήταν ολιγόλεπτη και η κλασική μουσική από το Γ΄ Πρόγραμμα<br />

ηρεμούσε την ατμόσφαιρα!<br />

Η Μυρτώ αγάπησε το χωριό και τους χωριανούς. Όπως επίσης και τους<br />

κατοίκους της Ρουψιάς -το χωριό της Μάνας μου-. Όσους κατοίκους έχουν απομείνει<br />

εκεί· όπως τον Μπάμπη Ζωίδη και την σύζυγό του Πόπη που πολλά μεσημέρια<br />

γευόμασταν τα πεντανόστιμα φαγητά της και τις κάθε λογής λιχουδιές. Δεν μπορούσε<br />

να ξεχάσει τον θείο μου Νίκο, αδερφό της Μάνας μου, που τον είχε γνωρίσει στη<br />

Θεσσαλονίκη όταν αρραβωνιασμένοι συνοδέψαμε, για συμπαράσταση, στη<br />

συμπρωτεύουσα τον μαέστρο Σούλη Κούτση που διηύθυνε την Κρατική Ορχήστρα<br />

Θεσσαλονίκης. (Τον Διονύση Κούτση πάντρεψα αργότερα με την ηθοποιό Έλλη<br />

Βοζικιάδου στον Άγιο Διονύσιο στο Κολωνάκι). Επίσης εκτιμούσε ιδιαίτερα την<br />

ξαδέρφη μου Κούλα (Βασιλική) Μπετζούνη -κόρη του αδερφού της Μάνας μου,<br />

Παναγιώτη- που είχε παντρευτεί τον στρατιωτικό μουσικό Θωμά Καραμανλή, ο<br />

οποίος έσωσε το πατρικό σπίτι της Μάνας μου και όλων των αδερφών της -Ευθαλίας,<br />

Παναγιώτη, Χαράλαμπου και Νίκου- από βέβαιη καταστροφή λόγω εγκατάλειψης,<br />

ανακαινίζοντάς το. Αρκετά μεσημέρια η Κούλα μάς τραπέζωνε στη Ρουψιά με<br />

κυρίως πιάτα αρνί στο φούρνο και τυρόπιτες. Οι μνήμες μελίσσι για μένα όταν η<br />

γιαγιά η Μαλεμπετζούνω ξελαρυγγιαζόταν φωνάζοντας εμένα και τον ξάδερφο<br />

Μήτσο, γιο της θείας Ευθαλίας, που παίζαμε στη Ράχη, γιατί η πίτα ήταν έτοιμη!<br />

6


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

Με την Αλέκα Παπαγεωργίου-Βενετοπούλου, τον σύζυγό της Κλεάνθη, την<br />

αδερφή της Ευανθία και τις κόρες της βλεπόμαστε συχνά τα καλοκαίρια στη Ρουψιά<br />

και κυρίως στη Βήσσανη το Δεκαπενταύγουστο στην εκκλησία και στη συνέχεια στο<br />

γλέντι κάτω από τον πλάτανο της πλατείας. Εκεί ανταμώνουμε και τους ακριβούς μας<br />

φίλους τον Γρηγόρη Άρμπυρο -που αφιέρωσε τη ζωή του στο χωριό του, τη<br />

Βήσσανη, τους κατοίκους της και τον ευλογημένο τους τόπο- και τη γυναίκα του<br />

Τζέλλα, όπως και παλιούς μου συμμαθητές από το Αστικό Σχολείο Βησσάνης· τον<br />

Γιάννη Στούπη από τη Βήσσανη, τον Παναγιώτη Νικολαΐδη από τη Ζαραβίνα -τώρα<br />

Λίμνη-, δεύτερο ξάδερφό μου από τη μάνα του, τον Απόστολο Μούκα και τον<br />

Θεοχάρη Κολιόπουλο από τη Ζαραβίνα -αν δεν με απατά η μνήμη-. Επίσης, τον<br />

Απόστολο Στούπη και τον Σταύρο Στούπη, αμφότεροι γιοι του Βησσανιώτη<br />

δασκάλου και ιεροψάλτη βυζαντινής μουσικής Χριστόφορου Στούπη με φωνή<br />

βαρυτόνου που να τον ακούς ήταν ιδιαίτερη απόλαυση!<br />

Τον Μούκα, τον Νικολαΐδη και τον Κολιόπουλο τους αντάμωσα στο Πνευματικό<br />

Κέντρο της Αδελφότητας Αγιοκοσμιτών στις 12 Αυγούστου του 2007, όπου έλαβε<br />

χώρα η τιμητική εκδήλωση για το πνευματικό μου έργο και είχαν προσκληθεί σ’<br />

αυτή. Μίλησαν ο Γρηγόρης Άρμπυρος, ο Κώστας Κωστούλας, η Ελένη Κουρμαντζή<br />

και ο Σωκράτης Οικονόμου. Γενικά για το έργο μου μίλησε η φιλόλογος, διδάκτωρ<br />

του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Χρυσούλα Σπυρέλη. Την όλη εκδήλωση συντόνισε ο<br />

υπεύθυνος επί των πολιτιστικών της Αδελφότητας Λευτέρης Ματθαιάδης, τον οποίο<br />

ευγνωμονώ.<br />

Τον Παναγιώτη Νικολαΐδη τον επισκεπτόμασταν στο χωριό του, τη Ζαραβίνα, τα<br />

καλοκαίρια. Η Καίτη, η γυναίκα του, έφτιαχνε λιχουδιές που τις τιμούσαμε δεόντως.<br />

Να μην ξεχάσω να αναφέρω πως πρωί-πρωί η Μυρτώ άνοιγε την εξώπορτα στα<br />

κυνηγόσκυλα που έβγαιναν για περίπατο· την άκουγαν κι έτρεχαν κοντά της<br />

κουνώντας τις ουρές τους και γλείφοντάς την, με κίνδυνο να την γκρεμίσουν από τη<br />

σκάλα. Δεν χόρταινε να τα χαϊδεύει. Ο Κωστής με τον Μιχάλη έβγαιναν στο<br />

χοροστάσι να παίξουν με τα συνομήλικα παιδιά ή παρακολουθούσαν τα παιχνίδια<br />

των μεγάλων· συνήθως ξερή, κολτσίνα και σκαμπίλι με έπαθλο ένα κουτί λουκούμια<br />

και ένα πακέτο μπισκότα Παπαδοπούλου -η αξία των γλυκών ήταν το ενοίκιο του<br />

μαγαζιού για τα παιχνίδια με τις τράπουλες-.<br />

Πολλές φορές η Πολυξένη Πορφύρη, γυναίκα του Λευτέρη, ανέβαζε στη γομάρα<br />

εκ περιτροπής τα παιδιά μου και τα εγγόνια της και τα πήγαινε ως τα βακούφκα τα<br />

χωράφια κάτω από την εκκλησιά· εκεί που τώρα πρασινίζει ο τόπος από τα φυτά<br />

7


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

(αρώνειες) που φύτεψε και εκμεταλλεύεται ο Κώστας Δελλάρης ομορφαίνοντας την<br />

περιοχή.<br />

Θυμάμαι θα ’ταν το 2002 που οι δυο μας με τη Μυρτώ αποφασίσαμε να πάμε<br />

στα Γιάννενα με το Lada να αγοράσουμε δέντρα για τον κήπο του σπιτιού.<br />

Αύγουστος προς το τέλος του με μια πρωινή δροσιά που πότιζε το είναι μας. Στα<br />

μέσα της διαδρομής εκεί που υπάρχει μια μεταλλική γέφυρα και δρόμος αριστερά για<br />

τα Ζαγοροχώρια και δεξιά απλώνεται ο κάμπος των Ιωαννίνων, στο ύψωμα, ένα<br />

σύννεφο πηχτής αντάρας ήρθε καταπάνω μας και μας κάλυψε. Η Μυρτώ άραξε δεξιά<br />

του δρόμου με αναμμένα τα πίσω φώτα, φρονίμως ποιούσα. Ευτυχώς το σύννεφο σε<br />

λίγα λεπτά εξαφανίστηκε από τις αχτίδες του ήλιου. Η Μυρτώ -κι εγώ βέβαιατρομάξαμε·<br />

δεν ήταν και συνηθισμένο θέαμα. Το θυμόμασταν για πολλά χρόνια μετά.<br />

Αγοράσαμε από τα Γιάννενα τα δέντρα και τα τοποθετήσαμε στο πορτ-παγκάζ με τις<br />

κορφές έξω και κατεβασμένο το καπάκι και δεμένο για να μην φύγουν στο δρόμο. Τα<br />

δέντρα: δύο δαμασκηνιές (μια για άσπρα και μια για μπλε δαμάσκηνα), μια κυδωνιά,<br />

μια κερασιά, μια συκιά και μια μηλιά. Είχα κάνει λακκούβες από την προηγούμενη<br />

σκάβοντας στον κήπο και την επόμενη το πρωί τα φύτεψα με χώμα ανακατεμένο με<br />

χωνεμένη προβατίσια κοπριά που είχα αγοράσει την προηγούμενη χρονιά. Με τις<br />

αρβύλες πατούσα γύρω-γύρω το χώμα με την κοπριά για να στερεωθούν τα δέντρα.<br />

Κατόπιν τα πότισα αρκετά. Μετά έκατσα στα πέτρινα σκαλοπάτια και τα φαντάστηκα<br />

γεμάτα καρπούς στα κατοπινά χρόνια. Την επόμενη πετάχτηκα στη «γραβιά» του<br />

απέναντι λόφου κι έκοψα με το τσεκούρι ίσια κλωνάρια από κρανιές. Τα τοποθέτησα<br />

πλάι στα δέντρα, τα πίεσα και μπήκαν περίπου 20 εκατοστά μέσα στο έδαφος.<br />

Κατόπιν με κομμάτια από χοντρά υφάσματα -λωρίδες- τα έδεσα από τους κορμούς<br />

των δέντρων να στηρίζουν το ένα το άλλο για να μην τα γείρει ο άνεμος.<br />

Σήμερα που τα γράφω αυτά η αγαπημένη μου ΜΥΡΤΩ δεν υπάρχει· τη χάσαμε<br />

τον Μάη στις 13 του 2015 από έμφραγμα. Είμαι στο χωριό με την αδερφή μου, την<br />

Αλεξάνδρα. Οι δαμασκηνιές στον κήπο δεν πρόκοψαν. Ίσα που προλάβαμε από τη<br />

μια να φάμε δαμάσκηνα. Η κερασιά ξεράθηκε την επόμενη χρονιά. Την<br />

αντικατέστησα με μια κυδωνιά. Και οι δυο κυδωνιές πρόκοψαν· ο Ιορδάνης φέρνει τα<br />

κυδώνια στην Αθήνα και πηγαίνει ο Κωστής και τα παίρνει από το σπίτι του στο<br />

Αιγάλεω. Η συκιά ξεραινόταν κάθε χειμώνα και κάθε άνοιξη έβγαζε κωλορίζια. Την<br />

ξερίζωσε ο Χρήστος ο Αλβανός κι ο Βαγγέλης ο Γκορίτσας -που προσέχει το σπίτιφύτεψε<br />

στη θέση της μια ροδιά που από τη δεύτερη χρονιά δίνει καρπούς. Λέω να<br />

ξεριζώσω τις δαμασκηνιές και στη θέση τους να φυτέψω ροδιές. Στην αριστερή<br />

8


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

πλευρά -όπως βλέπουμε τον κήπο από την αυλή- στην αρχή της φύτεψα μια βυσσινιά<br />

που μας χάρισε η φιλόλογος, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το<br />

χωριό μας -το γένος Βάρη- Ελένη Κουρμαντζή όταν επισκέφτηκα στα Γιάννενα το<br />

σπίτι της. Κάθε χρόνο είναι γεμάτη, όπως με πληροφορεί ο Νίκο-Σκούπρας που<br />

φροντίζει (κλαδεύει και ραντίζει) τις κληματαριές και καθαρίζει από ζιζάνια και<br />

χόρτα τον κήπο. Τα βύσσινα τα τρων οι τσιάμπες «που ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν<br />

όμως καμία δεν πεινά» γιατί ωριμάζουν πριν φτάσουμε στο χωριό.<br />

Το καλοκαίρι του 2015 παρατείναμε την παραμονή μας στο χωριό μέχρι αρχές<br />

Οκτωβρίου. Προλάβαμε ανάμεσα στα άλλα και «βγάλαμε» πετιμέζι από τα σταφύλια<br />

της γειτόνισσάς μας Αλίκης Πολυχρονιάδη που ’χε αφήσει ο Νικο-Σκούπρας στο<br />

μπαλκόνι. Στη γειτόνισσα την Αλίκη πηγαίναμε -κι ερχόταν κι εκείνη- από το<br />

άνοιγμα του τοίχου της αυλής στο σημείο που ο πατέρας μας είχε χτίσει το σπιτάκι<br />

των δύο κυνηγετικών γκέγκηδων που συντηρούσε για το κυνήγι, τη δεκαετία του ’60.<br />

Απλά ρίξαμε τον τοίχο, στρώσαμε και το δάπεδο του «σπιτιού» με πλάκες και νάσου<br />

το πήγαινε έλα μεταξύ μας. Η Αλίκη είναι καταπληκτική μαγείρισσα και αβάρετη.<br />

Φτιάχνει πίτες, κασιόπιτες, μπατσαριές, λουκουμάδες, κουλούρια κι ό,τι μπορεί να<br />

φανταστεί κανείς. Μας καλούσε για φαγητό μια και έμενε μόνη εκείνο το διάστημα -<br />

παιδιά κι εγγόνια είχαν επιστρέψει στην Αθήνα για δουλειές και σχολείο-. Την<br />

καλούσαμε κι εμείς για καφέ και για πέστροφες από το Καλπάκι ψημένες στο<br />

φουρνάκι της αυλής ή τηγανιτές. Επίσης στο φουρνάκι ψήναμε σε στρογγυλό ταψί<br />

γίγαντες με κρεμμύδια. Μπορούσαμε και στην ηλεκτρική κουζίνα αλλά στο φουρνάκι<br />

είχαν άλλη νοστιμιά. Για δεκατιανό καμιά φορά βράζαμε τραχανά που ’χε φτιάξει η<br />

ξαδέρφη μας η Ελένη Πορφύρη- Καμπλέτσα, πρώτη ξαδέρφη της Αλίκης και δεύτερη<br />

δική μας, με τα χέρια της και χώνευε γρήγορα «ίσα-ίσα μέχρι το Λαχανόκαστρο»<br />

έλεγε η άγια γιαγιά μου η Μάκω Σιούλενα κι όχι όπως το πρωινό κουρκούτι που μου<br />

έφτιαχνε η Μάνα με καλαμποκίσιο αλεύρι, βούτυρο, τυρί φέτα και τσιγαρίδες από το<br />

χοιρινό λίπος που κρατούσαμε στο κιούπι, και κρατούσε μέχρι το απόγευμα που<br />

γυρίζαμε από το σχολείο. Η πείνα άρχιζε να με ταλανίζει αργά το μεσημέρι· μισή<br />

μέρα και βάλε. Η Ελένη που προανέφερα έφτιαχνε ανάμεσα στα άλλα πιτοειδή και<br />

μπουγάτσα νοστιμότατη. Πίτες διάφορες -τυρόπιτες, χορτόπιτες, κολοκυθόπιτεςέφτιαχνε<br />

μαζί με την Αλεξάνδρα Κωστούλα, νύφη στο χωριό μας από το<br />

Λαχανόκαστρο -το γένος Συντάκα-. Έψηναν ένα-ένα τα φύλλα για τις πίτες για να<br />

’ναι τραγανές. Έφτιαχναν πρόχειρα και κασιόπιτες, μπατσαριές και ό,τι βάλει ο νους<br />

σας από φαγητό που έχει πρώτο υλικό το ζυμάρι. Η Αλίκη δεν κουραζόταν παρ’ όλ’<br />

9


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

αυτά. Τα πάντα έλαμπαν στο σπίτι της και κυρίως η κουζίνα και το μπάνιο. Δούλευε<br />

και τη νύχτα· δεν τη χώραγε ο τόπος. Θυμάμαι τι μας έλεγε ο πατέρας μας για την<br />

καθαριότητα των σπιτιών: Αν χρειάζεται να βαθμολογήσετε τη νοικοκυρά για την<br />

καθαριότητα του σπιτιού της, επισκεφτείτε πρώτα το μαγειρειό και μετά τον χαλέ<br />

(δηλαδή την κουζίνα και το W.C.)!<br />

Το σπίτι που έχτισε ο Λουκάς Πορφύρης -αδερφός του παππού μου Αναστασίουβρίσκεται<br />

στον ίδιο δρόμο κι απέναντί μας. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος ανηφορικός<br />

μέχρι που ο πατέρας με τον θείο Μήτσο το ’στρωσαν με πέτρες σε αναβαθμούς τη<br />

δεκαετία του ’70, νομίζω. Φαίνεται σε φωτογραφίες. Οι κληρονόμοι του σπιτιού<br />

απέναντι -τώρα γύρω στους 50, κατά τους πρόχειρους υπολογισμούς μου- δεν τα<br />

βρήκαν μεταξύ τους -και δεν τους βρήκαν όλους έτσι σκορπισμένοι που είναι στα 4<br />

σημεία του ορίζοντα-. Είναι αλήθεια πως οι κόρες της Αλεξάνδρας Πορφύρη-<br />

Σπυριδωνίδη και κυρίως η Ιωάννα έκαναν αρκετές προσπάθειες να τους βρούνε για<br />

να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεσή τους για να το διατηρήσουν. Κρίμα, τέτοιο σπίτι!<br />

Δυστυχώς άλλοι από τους κληρονόμους θέλαν μοιράδι, άλλοι χρήματα και άλλοι δεν<br />

βρέθηκαν. Τώρα ακόμα στέκει ευτυχώς στους τοίχους του -ας είναι καλά η Βασιλεία,<br />

η κόρη του Φάνη, που έστειλε χρήματα και έφτιαξε τη σκεπή με τσίγκο-. Όμως, ο<br />

καιρός περνάει και η καταστροφή έρχεται αργά αλλά σίγουρα· η πόρτα είναι<br />

κατεστραμμένη, το εσωτερικό χάλια, με τη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο<br />

στους νοντάδες σάπια, έτοιμη να σωριαστεί. Νυχτερίδες κρεμασμένες στα νταβάνια,<br />

σπασμένα τζάμια παραθυριών στα πατώματα, ούτε ίχνος από τις ζωγραφιές στα<br />

τζάκια, οι μπίμπτσες γιομάτες ποντίκια, νυφίτσες, κουνάβια και στους τοίχους πρόκες<br />

χοντρές, σκουριασμένες εκεί που κρέμονταν κύπροι και κουδούνια διαφόρων<br />

μεγεθών για τα κοπάδια. Κολλητά στο κύριο σώμα του σπιτιού στη μια πλευρά ένα<br />

χτίσμα, ένα μικρό δωμάτιο πες. Αυτό το δωμάτιο χτίστηκε για να απομονωθεί μια<br />

από τις κόρες του Λουκά Πορφύρη που είχε προσβληθεί από τον βάκιλλο του Κωχ.<br />

Στον τοίχο υπήρχε μια μεγάλη τρύπα απ’ όπου της έριχναν το φαγητό ενώ το κλειδί<br />

της μεγάλης κλειδαριάς το κρατούσε ο πάτερ-φαμίλιας. Η πόρτα άνοιγε όταν<br />

χρειαζόταν να κάνει την ανάγκη της πηγαίνοντας μακριά, στον κήπο. Μια από τις<br />

αδερφές της την αγαπούσε πάρα-πολύ και ήθελε εκείνη να της ρίχνει το φαγητό από<br />

την τρύπα και να της μιλάει και να κλαίει μαζί της. Την αγαπούσε πάρα-πολύ κι όσο<br />

έβλεπε ότι η αδερφή της έλιωνε αποφάσισε να μείνει στο δωμάτιο μαζί της να<br />

«κολλήσει» τη φυματίωση και να πεθάνει μαζί της. Κι αυτό έκανε ένα βράδυ· πήρε το<br />

κλειδί την ώρα που κοιμόταν ο πατέρας της, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, κλείδωσε<br />

10


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ για πάντα!»<br />

και πέταξε το κλειδί στον κήπο. Έμειναν όλη νύχτα αγκαλιασμένες κλαίγοντας κι από<br />

την άλλη μέρα το φαγητό είχε αυξηθεί κατά μια μερίδα. Ώσπου ένα πρωί, μερικούς<br />

μήνες αργότερα, βρέθηκαν νεκρές. Ήταν αγκαλιασμένες σφιχτά.<br />

Ο Λουκάς Πορφύρης γεννήθηκε το 1860, παντρεύτηκε τη Μαρία Κοσύφη και<br />

απέκτησαν 10 παιδιά· την Χαρίκλεια (σύζυγος Γ. Αρχιμανδρίτης), τον Αριστοτέλη<br />

(σύζυγος Σταυρούλα Γραμματικού), τον Βασίλειο (σύζυγος Φεβρωνία Κιτσώνα), την<br />

Όλγα (σύζυγος Λεωνίδα Δάκα), τον Σταύρο (σύζυγος Καλλιόπη Μπάρδη), την Ελένη<br />

(σύζυγος Κωνσταντίνος Νικολαΐδης), την Αλεξάνδρα (σύζυγος Δ. Σπυριδωνίδης), τον<br />

Αχιλλέα (σύζυγος Αγ. Λινάρδου), την Αικατερίνη και την Μαρία -προφανώς οι<br />

τελευταίες ήταν εκείνες που αρρώστησαν από τη φυματίωση και άφησαν την<br />

τελευταία τους πνοή στο μικρό δωματιάκι-. Ο Λουκάς Πορφύρης ασκούσε το<br />

επάγγελμα του κρεοπώλη -χασάπη- στα Τσαραπλανά (Βασιλικό), όπως<br />

αποδεικνύεται από διάφορες σελίδες των λογιστικών του βιβλίων. Φαίνεται πως είχε<br />

αρκετά χρήματα και το 1905, μετά το πέρας του χτισίματος της εκκλησίας,<br />

προσέλαβε τους μαστόρους που την έχτισαν για να χτίσουν το σπίτι που στέκει τώρα<br />

περήφανο, ταλαιπωρημένο αλλά όρθιο, πρόκληση στους επερχόμενους καιρούς που<br />

ελαύνουν εναντίον του χωρίς αιδώ. Στα αγκωνάρια που γώνιαζαν τους τοίχους οι<br />

πελεκάνοι και στα κοίλα βαθουλώματά τους φιλοξενούνται ακόμα ολόκληρες<br />

φράσεις όπως «ο Νίκος αγαπάει τη Ρίτα», «Βασίλειος Πορφύρης, ενθύμιον 1930»<br />

γραμμένες με μολύβι Faber No.2. Ο γραφίτης του αντέχει ακόμα καθώς τον δέρνουν<br />

βαρυχειμωνιές. Ο Βασίλειος είχε γυρίσει από την Αίγυπτο με τη Φεβρωνία -τη<br />

Θρόνω- τη γυναίκα του, το γένος Κιτσώνα, αδερφή του Φάνη και του Ηρακλή<br />

Κιτσώνα, και τα τρία παιδιά τους: τον Θανάση, τη Μαρίκα και τον Φάνη. Το τέταρτό<br />

τους παιδί, η Βασιλεία γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά το 1934 -χρονιά που γεννήθηκε<br />

και η αδερφή μου Αλεξάνδρα-. Η κόρη του Φάνη, η Ελισάβετ Σαβούρη, φρόντισε να<br />

τη βάλει σ’ έναν οίκο ευγηρίας.<br />

Από το μελίσσι που βούιζε εκείνα τα χρόνια -από τις αρχές του 1900 μέχρι τη<br />

δεκαετία του 1950- απόμεινε μονάχα το σπίτι -το δίπατο παλάτι- ακατοίκητο, έρημο,<br />

βορά στις διαθέσεις του καιρού και στις ορέξεις των μεταναστών -Αλβανών- που<br />

βρίσκουν καταφύγιο σ’ αυτό, τις άγριες νύχτες του χειμώνα.<br />

11


Τάσου Πορφύρη<br />

«Γιαγιά με πονάς»<br />

ΓΙΑΓΙΑ ΜΕ ΠΟΝΑΣ<br />

Καταχείμωνο. Το υπνοδωμάτιο στο εξοχικό σκέτο ψυγείο. Τα παράθυρα κλειστά<br />

αλλά οι μελωδίες από το πάρτυ στο γειτονικό κέντρο ακούγονταν κύματα-κύματα<br />

καθώς τα έφερνε ο βοριάς.<br />

Άναψε το φως και μου είπε: _Στη ντουλάπα έχει κουβέρτες και μαξιλάρια ·<br />

βολέψου. Θα μπορούσες να μείνεις μαζί μας από του να ξεπαγιάσεις εδώ, χωρίς<br />

θέρμανση. Πάντα υπάρχει καιρός ν’ αλλάξεις γνώμη.<br />

_Όχι, ξανάπα. Ήρθα από την Αίγινα να τον δω, το ’χαμε κανονίσει καιρό τώρα.<br />

Έζησα αρκετές ώρες αγκαλιά με τ’ όνειρο. Και κείνος δεν ήρθε. Προτιμώ μια<br />

καταστροφή από την «καλοπέραση» μερικών ωρών. Θα ξημερώσει · δύσκολα, αλλά<br />

θα ξημερώσει.<br />

Την άφησα στο σπίτι και γύρισα στο γλέντι. Χορευτική μουσική από δίσκους<br />

33 1/3 στροφών ή 45. Αγκαλιά, φιλιά και γέλια. Κάποιος φώναξε: «Χιονίζει!».<br />

Τρέξαμε όλοι στη τζαμαρία της σάλας. Καθαρίζαμε με τις παλάμες τις γυάλινες<br />

επιφάνειες που είχαν θαμπώσει από τις ζεστές εξομολογήσεις · έπεφτε ένα ήσυχο<br />

χιόνι στα φώτα του κήπου, στα δρομάκια ανάμεσα στα σκίνα, στους κορμούς των<br />

πεύκων από τη βορεινή τους πλευρά. Μείναμε άφωνοι αρκετή ώρα. Τόσο ποθούσε η<br />

ψυχή μας κάτι από ψηλά!<br />

Επιστροφή στα φαγητά με τη ρετσίνα και τα βλέμματα να λαμποκοπάνε. Οι<br />

καρδιές ανοιχτές, οι εξομολογήσεις όσο κρατούσε η Νύχτα. Κι όταν άρχισε να<br />

φέγγει, η μεγάλη κατσαρόλα με γάλα γίδινο απ’ τη Σταμάτα στη ζεστή ακόμα<br />

μαντεμένια κουζίνα. Όταν πήρε βράση το γάλα ένα πλόχερο αλάτι από τον μπάρμπα-<br />

Μήτσο για να το γλυκάνει. Με τη μεγάλη κουτάλα γέμιζε ένα-ένα τα κύπελλα των<br />

ξενύχτηδων που περνούσαν από μπροστά του. Μετά από κάθε ρουφηξιά ένα «άιιι!»<br />

μακρόσυρτο, δείγμα ευχαρίστησης. Μ’ ένα μπρίκι σκεπαστό έφτασα στο σπίτι. Τη<br />

βρήκα ντυμένη, έτοιμη πίσω από την πόρτα. «Έλα, πιες το! Θα σου κάνει καλό!». Το<br />

ήπιε με βουλιμία · «ευχαριστώ» είπε.<br />

Όσοι είχαν δικά τους αυτοκίνητα ξεκίνησαν τραγουδώντας και κορνάροντας. Οι<br />

υπόλοιποι περίμεναν να ξεκινήσει το λεωφορείο των 7 για Αθήνα κι εγώ με τη φίλη<br />

μου, των 7 για Πειραιά. Το καράβι απέπλεε στις 8.30 για Αίγινα · προλαβαίναμε.<br />

Μόλις ανεβήκαμε στο λεωφορείο και καθίσαμε στο διπλό κάθισμα, έγειρε το<br />

κεφάλι της στο ώμο μου και την πήρε ο ύπνος. Χρειάστηκε να την ξυπνήσω όταν<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«Γιαγιά με πονάς»<br />

φτάσαμε στον Πειραιά. Είχαμε καιρό για έναν καφέ και τσιγάρο στο καφενείο του<br />

λιμανιού. Η θάλασσα ήρεμη και τα καράβια με τις σιαγόνες ανοιχτές έτοιμα να<br />

καταπιούν για πρωινό αυτοκίνητα και επιβάτες.<br />

Έφτασε η ώρα. Σφίξιμο των χεριών, χωρίς κουβέντες. Γιατί όπως έλεγε κι ο<br />

γέρο- Πάουντ: «Τι φελάνε τα λόγια, δεν φελάνε τα λόγια. Δεν έχουν τα πράγματα<br />

τελειωμό μες στην καρδιά μας». Ανέβηκε ο καταπέλτης με θόρυβο κι έκλεισε με<br />

πάταγο η μέσα πόρτα της, παρ’ όλο που το περίμενε. Έμειναν έξω απ’ τη ζωή της<br />

στιγμές που την ομορφαίναν. Απαρηγόρητος περίμενα ν’ ανέβει στο κατάστρωμα.<br />

Ακούμπησε στο παραπέτο κι ύψωσε το ένα της χέρι για αποχαιρετισμό · είμαι<br />

σίγουρος πως έκλαψε αλλά δεν μπορούσα να το διακρίνω από την απόσταση, ούτε<br />

εκείνη.<br />

Σαράντα χρόνια αργότερα τυχαία συνάντηση στην έκθεση φωτογραφίας ενός<br />

κοινού φίλου. Ελάχιστες σπίθες -έτσι νόμιζα- και λίγες λέξεις: «Τι κάνεις; Καλά<br />

κρατιέσαι!».<br />

_Κι εσύ!<br />

Από πού κρατιόταν δεν μπορούσα να καταλάβω · όλα τους είχαν σωριαστεί σε<br />

ερείπια.<br />

Τα χέρια του φίλου σε γροθιές βαθειά στις τσέπες του τζάκετ. Της φίλης,<br />

κρατώντας τα χέρια της εγγονής σφιχτά:<br />

_Γιαγιά με πονάς!<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«Επαρχία»<br />

ΕΠΑΡΧΙΑ<br />

Για μια ακόμη φορά η επαρχία προσφέρει γην και ύδωρ. Ανοίγει τα σπλάχνα της<br />

να δεχτεί διατηρημένους σπόρους για δεκαετίες ξεχασμένους σε βιτρίνες ευημερίας.<br />

Έτσι τα ζαρζαβατικά διατήρησαν μονάχα χρώμα και σχήμα ενώ η γεύση κλεισμένη<br />

στο κλειδοπίνακο της μνήμης, του αδιαπραγμάτευτου κεφάλαιου της νιότης, να<br />

αναποδογυρίζει ηλικίες ψάχνοντας από την αρχή το δρόμο πίσω στην αφετηρία, στη<br />

σπορά, στα δειλά φτερουγίσματα των νεοσσών, τον βόμβο απ’ το πήγαινε-έλα των<br />

μελισσών, τις πρωινές σταλαγματιές της αντάρας στα δέντρα και στο πολύχρωμο<br />

λιβάδι, κολυμπώντας με το πρωινό αεράκι προς τα χιονισμένα ακόμα βουνά και τις<br />

κρατημένες ανάσες όταν σκάει ο ήλιος από το Πάπιγκο στέλνοντας τις πρώτες<br />

αχτίδες του στον ύπνο της Νεμέρτσκας. Είναι η ώρα που οι πέρδικες λουφάζουν στις<br />

φωλιές τους από το φόβο των κυνηγών και των σκυλιών φέρμας· των πουλόσκυλων.<br />

_ Θεέ μου, αυτό το μικρό σύμπαν μου αρκεί. Δεν μας χρειάζεται τίποτε περισσότερο·<br />

ούτε τα «καφέ», ούτε τα ενοικιαζόμενα δωμάτια -rooms to let- καταλλήλως<br />

ανακαινισμένα για πολυτελή διαβίωση κυρίως τουριστών εκ του εξωτερικού<br />

προερχομένων, μεταξύ των οποίων και ένιοι υπερήλικες -πολύ πιθανόν οι<br />

καταστροφείς, οι εμπρηστές του περιβάλλοντος, οι φονιάδες πληθυσμών- με τις<br />

εικόνες ερμητικά κλεισμένες στα αρνητικά των θηριωδιών τους.<br />

Εκεί λοιπόν που κοιμόνταν τα ζωντανά, οι μυρωδιές με το μηρύκασμα<br />

πλημμύριζαν το κατώι -του τριφυλλιού, του μελισσόχορτου, του δυόσμου, του<br />

θυμαριού, της ρίγανης, του δεντρολίβανου- ανέβαιναν, περνούσαν ανάμεσα από τις<br />

σανίδες του δαπέδου του μαγειρειού και απλώνονταν ως ψηλά σαν εικονοστάσι κι<br />

αρωμάτιζαν τα όνειρά μας. Οι τελευταίοι τριγμοί των κάρβουνων ακούγονταν απ’ το<br />

τζάκι. Κι ήταν η ώρα που ξυπνούσε πρώτη η Μάνα, κατέβαινε στο κατώι από τη<br />

γκλαβανή ν’ αρμέξει τα ζωντανά. Ανέβαινε με γεμάτη την κατσαρόλα, άδειαζε μέρος<br />

της σε μια μικρότερη όσο χρειαζόταν για την πρωινή παπάρα. Καθώς έβραζε το γάλα<br />

του έριχνε δυο πρέζες αλάτι για να γλυκάνει και κρόδες 1 ψωμί της προηγούμενης<br />

ημέρας. Αυτή η πρωινή παπάρα σερβιρισμένη σε βαθιά πιάτα -λίμπες- φουσκωμένη<br />

με το ζεστό γάλα μάς κρατούσε χορτάτους ως το μεσημέρι. Αντί για γάλα<br />

χρησιμοποιούσαμε και ξύδι -ξυδοπαπάρα- ή κόκκινο κρασί -κρασοπαπάρα-. Το<br />

υπόλοιπο γάλα το φύλαγε η Μάνα για τυρί, βούτυρο και σιουρμπέτι· ξινόγαλο. Για<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«Επαρχία»<br />

όλα αυτά χρησιμοποιούσε μια ποσότητα γάλακτος 3 ημερών, αρκετή για μια<br />

παραγωγή προϊόντων που αρκούσε σχεδόν μια βδομάδα.<br />

Σιγά-σιγά ερχόταν η αυγή πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών της και έσβηνε τις<br />

λάμπες τις κρεμασμένες από γυφτόκαρφα στο κατώι, τις κουρασμένες από τις μάχες<br />

της νύχτας στους τοίχους. Εν τω μεταξύ τα ποτάμια κουβαλούσαν ιτιές, καστανιές, τα<br />

γιοφύρια είχαν να δουν φορτωμένα μουλάρια με αγωγιάτες -κυρατζήδες- απ’ τον<br />

καιρό του Ρόβα, οι καμάρες τους γεμάτες βρύα και ραγισματιές. Ένα μοιρολόι από τις<br />

πηγές συνοδεύοντας ένα ταξίδι με προορισμό μιαν άλλη «Ιθάκη» κι ο δρόμος ως εκεί<br />

γιομάτος εκπλήξεις από φαντάσματα προγόνων κραδαίνοντας γιαταγάνια<br />

υπακούοντας σε μπουμπουνητά φορτωμένων βραδυκίνητων σύννεφων και εκρήξεις<br />

κεραυνών. Κι ύστερα τα φωτοστέφανα των βουνών και των πρωινών τους ονείρων<br />

στον ορίζοντα να υπόσχονται μελλοντικές ανακατατάξεις στους αναδασμούς των<br />

εύφορων κοιλάδων.<br />

1 κρόδες: κόρες<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΚΑΡΥΔΟΦΛΟΥΔΕΣ»<br />

ΚΑΡΥΔΟΦΛΟΥΔΕΣ<br />

Κάποτε έφτανε η εποχή που οι κάχτες έριχναν τις φλούδες τους λερώνοντας<br />

αυλές και καλντερίμια. Υπήρχε κίνδυνος να γλιστρήσει κανείς ή να κολλήσουν οι<br />

φλούδες στις σόλες των παπουτσιών του και να μεταφερθεί μέρος απ’ αυτές στο<br />

μαγειρειό, στο μαντζάτο ή στον οντά. Και ποιος άκουγε τη μάνα μας! Γιατί οι<br />

φλούδες καθώς κολλούσανε στις σανίδες των δωματίων άφηναν σημάδια από χρώμα<br />

καφέ, ανεξίτηλο. Η Μάνα προσπαθούσε με σαπουνάδα και βούρτσα να τα εξαφανίσει<br />

αλλά στα χαμένα · τίποτα δεν γινόταν. Στα σανίδια μετά την «επέμβαση» έμεναν<br />

σχέδια μοντέρνων πινάκων ζωγραφικής. Πρόσωπα και τοπία συμπλέκονταν με<br />

αποτέλεσμα ένα απροσδόκητο αισθητικό αποτέλεσμα να μας συγκλονίζει: Πικάσσο<br />

και Νταλί αντάμα σ’ ένα αξεδιάλυτο σύνολο! «Κρίμα που δεν μπορούμε να<br />

κρεμάσουμε το αριστούργημα!» αναφώνησα. Η Μάνα με στραβοκοίταξε<br />

ψιθυρίζοντας: «ο Θεός να φυλάει», έκανε το σταυρό της κι εξαφανίστηκε στο<br />

μαγειρειό να ετοιμάσει το γιαχνί. Τα ανεξίτηλα ίχνη από τις φλούδες των καρυδιών μ’<br />

έβαλαν σε σκέψεις: μήπως μπορούσαμε να τις χρησιμοποιήσουμε για ανεξίτηλο<br />

χρώμα; Αμ’ έπος, αμ’ έργον! Από την άλλη μέρα μάζωνα τις φλούδες που είχαν πέσει<br />

στο σιάδι, καθαρίζοντάς τες από διάφορα ξένα σώματα: χώματα, άχυρα, χαλίκια και<br />

τις έριχνα σ’ έναν παλιό σιούκλο. Στη συνέχεια, άδειαζα το περιεχόμενό του σε μια<br />

μεγάλη κατσαρόλα που τοποθετούσα σε μια πυροστιά με αποκάτω της αναμμένα<br />

ξύλα. Πριν πάρει βράση έριχνα λίγο νερό μην κολλήσει και το ανακάτευα με μια<br />

ξύλινη κουτάλα έως ότου διαλυθεί εντελώς. Το έβγαζα από τη φωτιά και αφού<br />

κρύωνε το περνούσα από ένα σουρωτήρι ώστε κανένα σκουπιδάκι να μην μείνει στο<br />

ζουμί. Στη συνέχεια γέμιζα το μελανοδοχείο, που ήταν άδειο εδώ και καιρό, και το<br />

υπόλοιπο σε άδεια βάζα, γυάλινα.<br />

Μετά από δυο μέρες -αν θυμάμαι καλά- επρόκειτο να παραδώσουμε στο σχολείο<br />

την έκθεση ιδεών με θέμα: «Το μπόλιασμα των γκορτσιών στη μεγάλη γκρόπιστα»<br />

(μεγάλη έκταση σε μικρή απόσταση από το χωριό πηγαίνοντας προς τον κάμπο. Η<br />

ονομασία από το ιταλικό gros pista, καθότι σε σχήμα όμοιό της). Με δέος βούτηξα<br />

τον κονδυλοφόρο με το πενάκι «χι» στο μελανοδοχείο και άρχισα να γράφω.<br />

Γράμματα με καφετί προς μελί χρώμα αραδιάζονταν στην κόλλα διαγωνισμού<br />

ικανοποιώντας το αισθητικό πεδίο -που μέχρι τότε το πλημμύριζε το μπλε μελάνι- με<br />

ένα χρώμα φρεσκοοργωμένου ποτιστικού χωραφιού, κυρίως κοκκινοχώραφου · η μια<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΚΑΡΥΔΟΦΛΟΥΔΕΣ»<br />

αυλακιά σκεπαζόταν με την άλλη από το αλέτρι κι ανάμεσά τους ο καλά<br />

προστατευόμενος σπόρος που φούσκωνε, έσπαγε το κέλυφος, άπλωνε ρίζες και<br />

ανέβαζε τρυφερούς βλαστούς. Σε λίγο καιρό πρασίνιζε ο τόπος, γέμιζε και ζουζούνια<br />

που χαίρονταν τον αγέρα και τον ήλιο.<br />

Η μπλε μελάνη ήταν πανάκριβη. Ένα μελανοδοχείο γεμάτο κόστιζε ένα κλειδοπίνακο<br />

τυρί φέτα, 5 αυγά και 2 φελιά πίττας (τυρόπιτας ή χορτόπιτας) · ήταν η εποχή της “change en<br />

nature” που μάθαμε αργότερα στην Εμπορική Σχολή. Η παραγωγή της καφέ μελάνης ήταν σε<br />

μεγάλη ποσότητα. Την χρησιμοποιούσαν κι οι μανάδες μας για να βάφουν ζακέτες και<br />

πατούνες. Σ’ ένα τετράδιο ντυμένο με μπλε κόλλα και άσπρη ετικέτα επάνω του -εκείνης της<br />

εποχής που πήγαινα στο δημοτικό- ήταν γραμμένο με καφέ μελάνη: «Τετράδιο Εκθέσεων του<br />

μαθητή του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Κοσμά Πωγωνίου Αναστασίου Κ. Πορφύρη». Εκεί,<br />

βρέθηκαν οι εκθέσεις μου εκείνης της χρονιάς γραμμένες με καφέ μελάνι κάχτας. Φυλάω το<br />

τετράδιο και πού και πού -όταν με πνίγει η νοσταλγία- διαβάζω τις εκθέσεις. Λες και<br />

γράφτηκαν χτες. Το χρώμα φρέσκο, ανεξίτηλο, καθάριο, τα γράμματα ευανάγνωστα. Δεν<br />

χορταίνω να τις διαβάζω! Θυμάμαι το βράδυ που τις έγραφα. Η Μάνα χουχούλιζε τα<br />

λαμπόγυαλα και τα σκούπιζε μ’ ένα μαλακό πανί να καθαρίσουν. Ύστερα έβαζε πετρέλαιο<br />

στις λάμπες και τις άναβε. Είχαμε τρεις λάμπες · μια για να γράφω και να διαβάζω, μια για<br />

τον σοφρά στο μαγειρειό και μια μεγάλη με μεταλλικό χερούλι που την χρησιμοποιούσαμε<br />

για τα ζωντανά στα κατώγια · κουβαλώντας τους ζαϊρέ.<br />

Από τότε πέρασε αρκετό νερό κάτω από τη λιάσα (το ξύλινο γεφύρι στον κάμπο).<br />

Αδελφοκτόνος εμφύλιος, επεμβάσεις εθνοσωτηρίων δυνάμεων -η μια μας έκανε πάσα στην<br />

άλλη-, εκτελεστικά αποσπάσματα πιάνοντας δουλειά απ’ το ξημέρωμα, άδειες από την<br />

Υποδιεύθυνση Ασφαλείας για να επισκεφτείς το σπίτι σου σε χωριό της μεθορίου,<br />

πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να διοριστείς σε δημόσια υπηρεσία. Μονάχα για<br />

να πας μετανάστης -κυρίως στη Γερμανία- δεν χρειαζόταν κανένα πιστοποιητικό. Αρκούσε η<br />

πείνα, η γύμνια κι η απόγνωση. Τώρα η πατρίδα, ντυμένη στα μαύρα με χαρακιές στο<br />

πρόσωπο από τα ραπίσματα των χρόνων υποδέχεται τα παιδιά της, όσα δεν την ξέχασαν. Και<br />

τα δάκρυα αυλακιές, ποτάμια στο κορμί της και τα βλέμματα στυλωμένα στα ψηλά,<br />

χιονισμένα βουνά της. Και τα ποτιστικά, παραγωγικά -τότε- χωράφια, γεμάτα τώρα από<br />

δέντρα κι αγριοβατσουνιές · όμοια και οι κήποι με τα ζαρζαβατικά. Το μεγάλο αυλάκι με το<br />

νερό που τα πότιζε ξερό, γιομάτο φύλλα, πέτρες, κρανιές · άβγαλτο (ακαθάριστο)! Χάθηκαν<br />

και τα σύνορα ανάμεσα στα χωράφια. Κι όσοι γεννηθήκαμε το 1931 και δώθε δεν λάβαμε<br />

μέρος σε πόλεμο. Και τι σόι ειρήνη ήταν αυτή που παραπάνω από μισόν αιώνα μας<br />

προετοίμαζε για έναν «άλλο» πόλεμο · πιο ύπουλο, πιο καλοντυμένο, πιο σύγχρονο με τα<br />

μαχαίρια του καλά κρυμμένα στις χειρονομίες, το βλέμμα σκέτο ατσάλι που μπήγεται στις<br />

καρδιές κι η απόγνωση να ’χει κάνει κατάληψη και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα!<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«Ο γυρισμός»<br />

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ<br />

Θεέ μου ευλόγησε τούτα τα λόγια<br />

που είναι από ύπαιθρο<br />

(Θανάσης Τζούλης)<br />

Είχε μουργκώσει 1 για τα καλά. Οι τελευταίοι θόρυβοι της μέρας είχαν<br />

καταλαγιάσει. Ακόμα κι όσοι δούλευαν στα χωράφια στον κάμπο είχαν επιστρέψει<br />

στο χωριό. Μονάχα τα ερωτικά καλέσματα των κικιδιών 2 ξεφάντωναν σε αυλές και<br />

χτίσματα. Οι νοικοκυραίοι άναβαν τις λάμπες πετρελαίου κι οι νοικοκυρές ετοίμαζαν<br />

τις κασιόπιτες να ψηθούν στις γάστρες· ένα γρήγορο φαγητό που δεν ήταν νόστιμο<br />

όπως παλιά…<br />

Το χωριό για ένα μεγάλο διάστημα εκείνη την εποχή δεχόταν εναλλάξ την<br />

κηδεμονία αντιμαχομένων αντιστασιακών δυνάμεων. Έμπαιναν στα σπίτια και<br />

ζητούσαν τρόφιμα από τους νοικοκυραίους και αλίμονό τους αν δεν τους δίναν.<br />

Ψάχναν μπίμπτσες 3 για τυριά και κρέατα, μπουκάλια με κρασί και ρακί.<br />

Δεν είχε στρωθεί ο σοφράς όταν ακούστηκε η φωνή του τελάλη από τον λόφο<br />

της Κούλας:<br />

_ Αύριο μέχρι το μεσημέρι να φορτώσετε τα πράματά 4 σας με γεννήματα 5 και να τα<br />

οδηγήσετε στην πλατεία του χωριού παραδίδοντάς τα στους μουλαράδες που θα σας<br />

περιμένουν. Όποιος δεν συμμορφωθεί θα υποστεί τις συνέπειες.<br />

Από μέρες κυκλοφορούσε η φήμη πως οι μεν θα εγκατέλειπαν το χωριό αλλά<br />

κανείς δεν φανταζόταν ότι θα συνόδευαν την αναχώρησή τους με τον επώδυνο για<br />

τους κατοίκους του χωριού τρόπο: την απώλεια των υποζυγίων και κατάσχεση των<br />

δημητριακών· σκέτη καταστροφή. Οι δρόμοι προς τα άλλα χωριά, τα χωράφια στον<br />

κάμπο, το δάσος είχαν αποκλειστεί από τους τυφεκιοφόρους σε περίπτωση που<br />

κάποιος θα προσπαθούσε να ξεφύγει μεταφέροντας τρόφιμα. Από την επομένη το<br />

πρωί άρχισαν οι προετοιμασίες: γέμισμα σακιών με δημητριακά και φόρτωμα στα<br />

ζωντανά. Και μετά το φιλί στο μέτωπο, σκούπισμα των δακρύων με την ανάστροφη<br />

του χεριού και πιάσιμο από το καπίστρι για τους μουλαράδες της πλατείας. Εκεί ο<br />

καθένας παρέδιδε στους μουλαράδες το φορτωμένο ζωντανό του κι έπαιρνε ένα<br />

σημείωμα που έγραφε: «Για τη συμμετοχή σας στον αγώνα δεχτείτε τις ευχαριστίες<br />

του κινήματος». Επιστροφή στα σπίτια με βαριά βήματα και κόκκινα μάτια. Για<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«Ο γυρισμός»<br />

πολλή ώρα κατόπιν ακούγονταν τα πέταλα των ζωντανών στα γκαλντερίμια.<br />

Χτυπήματα κατευθείαν στην καρδιά. Πόσο θ’ άντεχαν ακόμα;<br />

Τη δεύτερη νύχτα ακούστηκαν χτυπήματα στην εξώπορτα, περασμένα<br />

μεσάνυχτα. Η μάνα, που αλαφροκοιμόταν, ξύπνησε:<br />

_ Μπάι, ποιος να ’ναι τέτοιαν ώρα, αναρωτήθηκε.<br />

Τα επόμενα χτυπήματα συνοδεύτηκαν με απεγνωσμένα χλιμιντρίσματα.<br />

_ Θεέ μου, η φοράδα, της ξέφυγε και κουτρουβάλησε τις σκάλες.<br />

Σήκωσε το σίδερο της εξώπορτας που άνοιξε διάπλατα. Η φοράδα ήταν μπροστά<br />

της τρέμοντας ολόκληρη προσπαθώντας να χώσει το κεφάλι στην αγκαλιά της. Την<br />

καθησύχασε χαϊδεύοντάς την κι απομακρύνθηκε να φέρει τη λάμπα με το μεταλλικό<br />

χερούλι. Η εικόνα την άφησε άφωνη: το πρόσωπο της φοράδας πληγιασμένο, τα<br />

μάτια υγρά, το σώμα γεμάτο ιδρώτα και αίμα και οι οπλές των μπροστινών ποδιών<br />

της να αιμορραγούν. Άνοιξε την αγκαλιά της κι η φοράδα άφησε έναν βαθύ<br />

αναστεναγμό. Η Μάνα την καθησύχασε λέγοντάς της: «Στάσου λίγο· έφτακα!».<br />

Έφερε το καζάνι της μπουγάδας και το γέμισε νερό από τη στέρνα που έβγαλε με το<br />

σιούκλο. Την άφησε να πίνει λαίμαργα ενώ ανέβηκε στον οντά να φέρει καθαρά<br />

σεντόνια που έκοψε με το ψαλίδι σε λωρίδες. Άρχισε να την πλένει από το κεφάλι ως<br />

τα πόδια σκουπίζοντάς την αμέσως μετά. Τα χείλια της ήταν ταλαιπωρημένα από την<br />

προσπάθειά της να απομακρύνει την τριχιά με την οποία της είχαν περικυκλώσει στα<br />

μπροστινά της πόδια για να μην απομακρυνθεί. Την σφούγγισε παντού προσεκτικά.<br />

Μερικές πληγές είχαν σταματήσει να αιμορραγούν· οι πιο παλιές. Τις πέρασε όλες<br />

ελαφρά με ένα πανί βουτηγμένο σε τσίπουρο κάνοντας το δέρμα της ν’ ανατριχιάζει.<br />

Ύστερα από λίγο έφερε ένα βάζο που περιείχε ειδική αλοιφή για παρόμοιες<br />

περιπτώσεις· ένα παχύρρευστο μείγμα φτιαγμένο από κερί μέλισσας και ελαιόλαδο.<br />

Άλειψε τις πληγές με το μείγμα. Φαίνεται πως η φοράδα δεν μπορούσε να εκφράσει<br />

την ευγνωμοσύνη της παρά πλησιάζοντας το κεφάλι στην αγκαλιά της Μάνας<br />

χλιμιντρίζοντας. Τι θα γινόταν όμως όταν θα ξάπλωνε και το κορμί της ήταν ακόμα<br />

μια πληγή;<br />

Η Μάνα μάζωξε το παλιό άχυρο και στη θέση του άπλωσε καινούργιο, στεγνό.<br />

Τύλιξε τις πληγές με τα σεντονόπανα, κρέμασε τον τορβά 6 στον λαιμό της με<br />

κομμάτια ψίχας ψωμιού για να τα ματσιαλάει 7 εύκολα χωρίς μεγάλη προσπάθεια.<br />

Πού και πού έτρεμε πατόκορφα. Τελικά αφέθηκε στο έλεος της κούρασης. Πρώτα<br />

ξάπλωσε με το πίσω μέρος του κορμιού της και κατόπιν έγειρε στο πλάι κι άπλωσε<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«Ο γυρισμός»<br />

σιγά-σιγά σε έκταση τα μπροστινά της πόδια για να ξαπλώσει μ’ όλο της το κορμί.<br />

Έγειρε το κεφάλι της δεξιά ακουμπώντας το στο σανό και την πήρε ο ύπνος.<br />

Η Μάνα προσπαθούσε να φανταστεί τα καθήκοντα των τελευταίων<br />

εικοσιτετραώρων:<br />

Όταν το καραβάνι με τα επιταγμένα ζώα έφτασε στον προορισμό του, το ξεφόρτωσαν,<br />

το ξεσαμάρωσαν, το περικύκλωσαν με χοντρή τριχιά και το άφησαν σ’ ένα χωράφι, να<br />

ξεκουραστεί. Το πεδίκλωμα είναι μια τεχνική που επιτρέπει στα ζωντανά να κάνουν<br />

μικρά πηδηματάκια με τα μπροστινά πόδια και πέραν τούτου μηδέν. Η φοράδα<br />

προσπαθούσε με τα ούλα και τα δόντια να ξεπεδικλωθεί αλλά οι κόμποι της τριχιάς<br />

ήταν σφιχτοί. Προσπαθούσε όλη νύχτα να τα καταφέρει και μόνο το χάραμα, με<br />

ταλαιπωρημένα δόντια και τραυματισμένα από τις ίνες της τριχιάς ούλα, ελευθέρωσε τα<br />

ταλαιπωρημένα της μπροστινά πόδια κι άρχισε να περπατάει δοκιμάζοντας την αντοχή<br />

τους. Άρχισε να απομακρύνεται σιγά-σιγά από το χωράφι μυρίζοντας τον αέρα. Ένα<br />

αυλάκι κελάρυζε το καθαρό νερό του. έσκυψε κι ήπιε αχόρταγα ρουθουνίζοντας.<br />

Προχωρούσε με κεφάλι υψωμένο μυρίζοντας στον αέρα γνώριμες μυρωδιές. Όλη μέρα<br />

διέσχισε την περιοχή όταν φορτωμένη μαζί με τ’ άλλα ζωντανά οδηγούνταν στον<br />

προορισμό των απαγωγέων. Διάλεγε δύσκολα δρομολόγια ανάμεσα σε βάλτους και<br />

σκραπιά 8 μήπως κανένα μάτι την πάρει χαμπάρι και πληρώσει ακριβά την ελευθερία<br />

της. Και δεν φτάναν όλα αυτά, την πρώτη νύχτα δέχτηκε την επίθεση ενός πεινασμένου<br />

λύκου. Την είδε ξαπλωμένη και την θεώρησε εύκολη λεία. Μέχρι να σταθεί όρθια,<br />

δέχτηκε δυο σαγονιές στα καπούλια της, απ’ όπου αισθάνθηκε να τρέχει αίμα. Από τα<br />

χνώτα του υπολόγισε τη θέση του κεφαλιού του και με δυο δυνατές εκτινάξεις των πίσω<br />

ποδιών της -με οπλές πρόσφατα καλιγωμένες- προς το μέρος του κεφαλιού, τον έβγαλε<br />

άχρηστο· εξαφανίστηκε ουρλιάζοντας. Δεν μπόρεσε να ξανακοιμηθεί. Προχωρούσε<br />

αργά για να μην χάσει τις δυνάμεις της και δεν μπόρεσε να φτάσει πίσω στον σπίτι. Την<br />

άλλη μέρα περπατούσε χωρίς σταματημό και κατά το σούρουπο είχε φτάσει στον κάμπο.<br />

Κρύφτηκε στο καλαμποχώραφο που επισκεπτόταν με τη Μάνα καβάλα- όταν<br />

χρειαζόταν να σκαλίσουν, να ποτίσουν, να κόψουν αστάκια 9 να τα ψήσουν και να τους<br />

ρίξουνε λίγο αλάτι απάνω για να νοστιμίσουν. Περίμενε ώσπου οι χωριανοί<br />

αναχωρήσουν για τον χωριό· μην κάποιος αντιληφθεί την παρουσία τους και την<br />

προδώσει. Γι’ αυτό έφτασε μεσάνυχτα στο σπίτι.<br />

Το άλλο πρωί η Μάνα την βρήκε να κοιμάται ακόμα και προς το μεσημέρι<br />

άκουσε χαμηλόφωνα χλιμιντρίσματα. Έτρεξε κοντά της. Η φοράδα προσπάθησε να<br />

3


Τάσου Πορφύρη<br />

«Ο γυρισμός»<br />

σηκωθεί και τα κατάφερε. Τα σεντονόπανα τα μισά στ’ άχυρα και τ’ άλλα μισά<br />

κολλημένα στο ταλαιπωρημένο της κορμί! Η Μάνα βούτηξε ένα καθαρό<br />

σεντονόπανο σε μια λίμπα 10 με τσίπουρο πάλι και προσεκτικά προσπαθούσε να<br />

ξεκολλήσει τα πανιά απ’ το κορμί της για να γιάνει μια ώρα αρχύτερα. Το τσίπουρο<br />

την έτσουζε κι η Μάνα την παρηγορούσε μη τυχόν και φωνάξει και κάνει αισθητή<br />

την παρουσία της στο χωριό. Περνούσαν μέρες και βδομάδες κι η φοράδα άρχισε να<br />

παχαίνει, κυρίως στον κορμό της. Έτρωγε το κριθάρι της απ’ τον τορβά, έπινε νερό<br />

από το σιούκλο. Ήταν ευδιάθετη και κουνούσε πάνω-κάτω το κεφάλι της όταν την<br />

πλησίαζε η Μάνα. Όταν ρώτησε τον κτηνίατρο που είχε έρθει στη γειτόνισσά της να<br />

ξεγεννήσει τη γελάδα της σχετικά με την στρογγυλοποίηση της περιοχής της κοιλιάς<br />

μιας φοράδας, πήρε την απάντηση πως σύντομα η φοράδα θα αποκτούσε πουλαράκι.<br />

Σε μια βδομάδα περίπου, ένα πρωί, στην καθημερινή επίσκεψη της Μάνας στο κατώι<br />

αντίκρισε ένα θέαμα που της έκοψε την ανάσα: ένα κούτσικο 11 πουλαράκι<br />

προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του κι έψαχνε για το βυζί της μάνας του. εκείνη<br />

προσπαθούσε με κλίση του κεφαλιού της να το οδηγήσει εκεί κι όταν τα κατάφερε<br />

γύρισε το βλέμμα της προς τη Μάνα· ματιά καθάριου ουρανού! «Θεέ μου», είπε η<br />

Μάνα αγκαλιάζοντάς την!<br />

1 είχε μουσγκώσει: είχε βραδιάσει<br />

2 κικίδια: τρυζόνια<br />

3 μπίμπτσες: χώροι στο υπόγειο των σπιτιών με πέτρινους τοίχους για διατήρηση κρεάτων,<br />

τυριών, κρασιών κτλ.<br />

4 πράματα: υποζύγια<br />

5 γεννήματα: δημητριακά<br />

6 τορβάς: σακούλι για τροφή της φοράδας κρεμασμένο απ’ το λαιμό της<br />

7 ματσιαλάει: μασάει<br />

8 σκραπιά: θάμνοι συνήθως αγκαθωτοί<br />

9 αστάκια: καρποί φυτού καλαμποκιάς<br />

10 λίμπα: βαθύ πιάτο συνήθως τσίγκινο<br />

11 κούτσικο: μικρό· εδώ, νεογέννητο<br />

4


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΣΩΚΡΑΤΗΣ»<br />

ΣΩΚΡΑΤΗΣ<br />

Ο συγχωριανός Σωκράτης Σκούπρας του Νικολάου και της Κωνσταντίνας -<br />

μόνιμος κάτοικος Αγίου Κοσμά- εκλέγεται επί σειρά πενταετιών πάρεδρος Αγίου<br />

Κοσμά του Δήμου Πωγωνίου. Ένας ακόμα «μπελάς» ανάμεσα στους άλλους: το<br />

μαγαζί, το κυνήγι -τις χρονικές περιόδους που επιτρέπεται- και κυρίως τη φροντίδα<br />

για την οικογένεια: τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Κι όταν προσπαθείς «να τα<br />

βρεις» ανάμεσα στον εκάστοτε δήμαρχο και τους ψηφοφόρους καταντάει αρκετά<br />

δύσκολο και ίσως μη πραγματοποιήσιμο πολλές φορές. Ευτυχώς, οι γονείς του -<br />

αρκετά νέοι και δραστήριοι ακόμα- του συμπαραστέκονται βοηθώντας την<br />

προκομμένη γυναίκα του, τη Χριστίνα, που τα καταφέρνει θαυμάσια σε όλα: δουλειά<br />

στην υπηρεσία της, φροντίδα για τα τρία παιδιά και την τέχνη της στην κουζίνα · τη<br />

μαγειρική. Τα παιδιά -η Νεφέλη, ο Νίκος κι ο Δημήτρης- βοηθάνε στο μαγαζί -όταν<br />

χρειάζονται και δεν γκιζεράνε άσκοπα στα σοκάκια- παράλληλα με τα μαθήματά<br />

τους.<br />

Ο Σωκράτης έχει κι ένα θαυμάσιο αλλά λίγο ακριβό χόμπυ: τη φωτογραφία. Έχει<br />

αγοράσει αρκετές μηχανές και τραβάει καταπληκτικές φωτογραφίες · τον βοηθάει και<br />

το φυσικό περιβάλλον. Του Σωκράτη «του τρώγεται το μουαμπέτι» με τον Ιορδάνη<br />

Μωυσιάδη, γαμπρό στο χωριό μας. Παντρεύτηκε την Όλγα, κόρη της Αλίκης<br />

Χρηστίδη και του Σωτήρη Πολυχρονιάδη. Ο Ιορδάνης παρακολουθεί την εξέλιξη των<br />

φωτογραφικών μηχανών αγοράζοντας τα τελευταία μοντέλα τους. Δεν θα ήμουν<br />

πιστεύω υπερβολικός αν έγραφα ότι ο Ιορδάνης είναι ένας «αλκοολικός» της<br />

φωτογραφίας.<br />

Τον έχω «φάει» -τρόπος του λέγειν- τον Σωκράτη να τυπώσει τις πιο όμορφες<br />

φωτογραφίες, να τις εκθέσει ή να τις τυπώσει -ή και τα δυο μαζί-. Στην περίπτωση<br />

που θα τις τύπωνε σε βιβλίο, προσφερόμουν να τις σχολιάσω. Δεν νομίζω ότι θα<br />

’βρισκε καλύτερον · για να ευλογήσουμε και λίγο τα γένια μας. Μέχρι σήμερα δεν<br />

υπήρξε καμιά κίνηση εκ μέρους του.<br />

Σα θα μεγαλώσει κι ο Σωκράτης -όπως όλοι μας- κι οι τωρινές φωτογραφίες<br />

μετατεθούν στο στάδιο της ανάμνησης, τότε η διατήρησή τους -κυρίως σε βιβλίο- θα<br />

αποτελεί ένα ακριβό στοιχείο μνήμης και κυρίως Ιστορίας. Προσωπικά λατρεύω τρις<br />

ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αυτές με χρώμα ανάμεσα στο γκρίζο και στο μαύρο, που<br />

γεμίζουν τη ψυχή νοσταλγία κυρίως, μια και η ασπρόμαυρη «μυρίζει» παρελθόν:<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΣΩΚΡΑΤΗΣ»<br />

μηχανή κουτί τετράγωνο πάνω σε τρίποδο με φυσούνα και μαύρο «μανίκι» να χωράει<br />

ολόκληρο το χέρι του φωτογράφου και πολλές φορές και το κεφάλι ώστε να κάνει τα<br />

μαγικά του κι η φωτογραφία σε λίγο να ’ναι έτοιμη και να κρεμιέται με μανταλάκια<br />

στον σπάγκο να στεγνώσει.<br />

Σήμερα η έγχρωμη φωτογραφία έχει εκτοπίσει την ασπρόμαυρη από τον<br />

κινηματογράφο, την τηλεόραση, τις εκθέσεις. Υπάρχουν βέβαια και οι αμετανόητοι<br />

με τις παλιές μηχανές και τα ασπρόμαυρα φιλμς που προσπαθούν να κρατήσουν την<br />

παράδοση που όσο πάει και χάνεται. Η έγχρωμη φωτογραφία είναι «χάρμα ιδέσθαι»,<br />

μονάχα που πολλές φορές πλαστογραφεί την πραγματικότητα, την «ψευτίζει», γιατί<br />

δεν γίνεται να ’ναι, διάολε, τόσο υπέροχη. Με άλλα λόγια, δεν γίνεται να μας<br />

κοροϊδεύει η φωτογραφία η έγχρωμη μπροστά στα μάτια μας κρύβοντας τις πληγές<br />

με πολύχρωμο λευκοπλάστη!<br />

Εδώ και χρόνια, όταν ο Σωκράτης είχε τζιπ κι ένα σκυλί φέρμας -τον Μακφίλ,<br />

σύνθετο όνομα από τα ονόματα των φίλων του Μάκη και Φίλιππα που του το<br />

δώρισαν- έκανε σε μένα και τον άντρα της Τζούλιας, Στηβ Ράουντς, ένα ανεκτίμητο<br />

δώρο: μας πήρε μαζί του στη Νεμέρτσκα. Ξεκινήσαμε από το χωριό νύχτα και<br />

φτάσαμε στη Νεμέρτσκα αξημέρωτα. Οι πέρδικες κουτσομπολεύαν ακόμα · ο<br />

Μακφίλ πήδηξε απ’ το τζιπ και χάθηκε στις πλαγιές. Κατεβήκαμε να ξεμουδιάσουμε.<br />

Σε λίγο, αχτίδες ήλιου απ’ το Πάπιγγο άρχισαν να φωτίζουν τη Νεμέρτσκα. Αμέσως<br />

σταμάτησε απότομα η πρωινή φλυαρία των πουλιών. Ο Μακφίλ γύρισε τρέχοντας<br />

στο αφεντικό του με τη γλώσσα έξω και κουνώντας την ουρά του · είχε τελειώσει για<br />

κείνη τη μέρα η πρόβα. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα και τον Στηβ. Δυο<br />

χιλιάδες τόσα μέτρα πιο κοντά στο Θεό! Ανάμεσα και σε όλα τ’ άλλα: άμεση επαφή<br />

με την κορυφή του βουνού · την ψυχή του.<br />

Από το σπίτι του στο χωριό ο Σωκράτης αγναντεύει τη Νεμέρτσκα, το Πάπιγγο<br />

και το Τσαραπλανίτικο που τις χειμωνιάτικες μέρες -και όχι μόνο- η αντάρα<br />

αγκαλιάζοντας το Γορμό ανεβαίνει προς τις πλαγιές του βουνού, των χορτολίβαδων<br />

και της Μεγάλης Γκρόπιστας αφήνοντας στα δέντρα τον μανδύα της<br />

μεταμορφωμένον σε ονειρική οπτασία στολισμένη με διαμαντένιες σταγόνες μόλις<br />

βγει ο ήλιος. Το να ξεκινάς την ημέρα σου με τέτοιες εικόνες δεν είναι λίγο. Είναι ό,τι<br />

καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Ο Σωκράτης και η οικογένειά του θα<br />

πρέπει από αυτήν την άποψη να θεωρούνται ευλογημένοι. Μπορούν να<br />

αντιμετωπίσουν το υπόλοιπο της ημέρας έχοντας στο πλευρό τους αυτές τις εικόνεςστηρίγματα<br />

να τους συμπαραστέκονται σε κάθε τους βήμα.<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«ΣΩΚΡΑΤΗΣ»<br />

Θυμάμαι τον παππού του Σωκράτη · τον Κράτη. Ήταν ένας γλυκομίλητος<br />

άνθρωπος. Έβοσκε τα γίδια του χωριού. Κάθε πρωί μαζεύονταν στο χοροστάσι.<br />

Χαλούσε ο κόσμος από τα κυπροκούδουνα. Τον θυμάμαι όταν είχα πάει στο χωριό<br />

πρώτη φορά με την αξέχαστη Μυρτώ να σανιδώσουμε το μαντζάτο. Όταν ερχόταν<br />

σπίτι κρατούσε πάντα ένα σακουλάκι τριμμένη ρίγανη. Στην ερώτηση της Μυρτώς:<br />

«Τι να σας τρατάρουμε κύριε Σωκράτη», εκείνος απαντούσε:<br />

_ Έναν καφέ σκέτον, κυρά-Τάσιενα!<br />

Πρώτη φορά την προσφωνούσαν τη Μυρτώ με το όνομα του άντρα της και της<br />

άρεσε · τον συμπαθούσε πάρα-πολύ. Η Μάνα μου όταν βρισκόταν στο χωριό -κι αυτό<br />

συνέβαινε κάθε χρόνο τα καλοκαίρια- επισκεπτόταν τη γυναίκα του, τη Ρίνα, που<br />

συμπαθούσε πάρα-πολύ. Εκλεκτικές συγγένειες υποθέτω.<br />

Ο Σωκράτης ως επαγγελματίας διακρίνεται για την καθαριότητα του μαγαζιού<br />

του, το σέρβις και κυρίως για την προβατίνα στα κάρβουνα! Η Χριστίνα τα<br />

καταφέρνει κι εδώ θαυμάσια! Οι καλοφαγάδες του Πωγωνίου τον επισκέπτονται<br />

συχνά όπως και οι κυνηγοί τον χειμώνα, την περίοδο που επιτρέπεται το κυνήγι.<br />

Υποθέτω πως θα λέγονται ιστορίες για ντουμπλέδες και γεμάτες βούργιες μια και δεν<br />

υπάρχουν ψαράδες να τους συναγωνιστούν.<br />

Σωκράτη, να ’σαι καλά με τη φαμπίλια σου!<br />

3


Τάσου Πορφύρη<br />

«Ταχυδρόμος»<br />

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ<br />

Κι ο ταχυδρόμος μια οδυνηρή ανάμνηση αξεπέραστη. Από κείνη την εποχή που<br />

έφτανε στο χωριό καβάλα στ’ άλογο και με την τρομπέτα ειδοποιούσε τους κατοίκους<br />

για την άφιξή του. Ξεπέζευε στην πλατεία, στο μαγαζί του Σέγα -παντοπωλείο,<br />

χαρτοπαικτική λέσχη, τσιπουράδικο, καφενείο- παράγγελνε καφέ βαρύ γλυκό και<br />

πρόσμενε τους αποδέκτες. Γιαγιάδες έφταναν από τους γύρω δρόμους και περίμεναν<br />

ν’ ακούσουν ν’ ακούσουν τ’ όνομά τους. Γράμματα λίγα· περισσότερες επιταγές.<br />

Έπαιρναν τα λεφτά, έκαναν το σταυρό τους και έφευγαν. Έφταναν δακρυσμένες στα<br />

σπίτια. Άθροιζαν τα χρέη τους, κυρίως το λογαριασμό που είχαν στον Σέγα -για τη<br />

ζάχαρη, τον καφέ, το αλάτι, το πιπέρι, τις χτένες, τα τσιμπιδάκια, τα σαπούνια, τα<br />

μπισκότα και τα λουκούμια- και στον μπαρμπα-Γιάννη για τα μπαλώματα των<br />

παπουτσιών· και δεκάρες για τα ζαχαρωτά που αγόραζαν τα εγγόνια απ’ τον<br />

Μπάρμπα που τα κουβαλούσε στην τάβλα με το λουρί που ’χε περασμένο στο λαιμό.<br />

Αιώνες μετά, τα γράμματα τα ’ριχνε ο ταχυδρόμος στα γραμματοκιβώτια. Αναμονή<br />

δίχως όρια κι όταν ο φάκελος φτάνει στα χέρια σου και τον ψαχουλεύεις για κάποιο<br />

δείγμα δακτυλικών αποτυπωμάτων που θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη μορφολογία της<br />

επιφάνειάς του ή το βάρος από τις σταγόνες των δακρύων που φτάνουν στις λέξεις<br />

ξεπερνώντας τα τριχοειδή του χαρτιού. Κι ύστερα η αργή μεθοδική «Ιεροτελεστία της<br />

Ανοίξεως» με τρέμοντα δάχτυλα ν’ ακούγονται οι λέξεις -θροΐζοντας- καθώς<br />

παίρνουν φωτιά από τις αναμνήσεις. Κι αναρωτιόμαστε μαζί με τον ποιητή:<br />

Αλήθεια τι να ’γιναν οι αποστολείς εκείνα<br />

Τα δάχτυλα που βουτούσαν τον κονδυλοφόρο στη<br />

Δεξαμενή των αισθημάτων που στάζουν περίσσια<br />

Αγάπη σε χαρτί chamois των 100 γραμμαρίων;<br />

Κι άλλους τόσους αιώνες μετά πάπυροι φορτωμένοι<br />

Καρπούς πολύχρονων ερευνών σε ασύλητους τάφους<br />

Γέρνουν ώριμα στάχυα στις παλάμες αρχαιολόγων<br />

Καταλήγοντας σε αποστειρωμένες προθήκες χωρίς<br />

Ημερομηνίες λήξεως, όπου η αιωνιότητα<br />

Αναλαμβάνει να εξασφαλίσει την διατήρησή τους<br />

Για λογαριασμό των γενεών που προβάλλουν στον<br />

Ορίζοντα σε τακτές χρονολογίες διεκδικώντας<br />

Το ακριβό τους παρελθόν.


Τάσου Πορφύρη<br />

«Τζιομπανόσκυλα»<br />

ΤΖΙΟΜΠΑΝΟΣΚΥΛΑ<br />

Μνήμη Χαράλαμπου και Αθανασίας Μαρίτση<br />

Τώρα που οι πρωτευουσιάνοι ανακάλυψαν την ύπαιθρο χώρα εκδράμουν συν<br />

γυναιξί και τέκνοις στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου σε ορισμένες περιοχές το οδικό<br />

της δίκτυο αποτελείται από χώμα, χαλίκι και χορτάρια ισοπεδωμένα από τα λάστιχα<br />

των τροχοφόρων κυρίως το καλοκαίρι που τα κοπάδια των αιγοπροβάτων έχουν<br />

επιστρέψει από τα χειμαδιά ενώ τον χειμώνα κρατάνε νερό από το λιώσιμο του<br />

χιονιού και την τήξη των πάγων και είναι αδιάβατα. Αυτούς τους χώρους διαλέγουν<br />

και ξαπλώνουν τα τζιομπανόσκυλα όταν φαίνεται πως αναπαύονται και<br />

μισοκοιμούνται ενώ αυτιά και μισοκλεισμένα μάτια βρίσκονται σε εγρήγορση. Όταν<br />

ακούσουν θόρυβο μηχανής αυτοκινήτου ή δουν το 4x4 να πλησιάζει, σηκώνονται<br />

αργά-αργά και κατευθύνονται προς το κοπάδι που βόσκει στην πλαγιά<br />

ελευθερώνοντας τον χώρο για τους εποχούμενους τους οποίους δεν υπολήπτονται<br />

κυρίως όταν ακούσουν την κόρνα του αυτοκινήτου να τα παροτρύνουν να τους<br />

αδειάσουν τη γωνιά. Γνωρίζουν καλώς πως όταν βγουν από το αυτοκίνητο οι<br />

επισκέπτες δεν θα τολμήσουν να αναμετρηθούν μαζί τους.<br />

Τα τζιομπανόσκυλα ακούνε σε ονόματα όπως: Γιαβρούσης, Καρβούνης, Ντοκ,<br />

Μπούζος και άλλα που τα σύμφωνά τους υπερτερούν των φωνηέντων, δίνοντας μια<br />

αίσθηση κοφτής «βάρβαρης» λέξης. Υπακούουν μονάχα στις εντολές των αφεντικών<br />

τους, δεν γαυγίζουν συνήθως τους ανεπιθύμητους επισκέπτες αλλά τους ακολουθούν<br />

σε απόσταση στα πλάγια και πίσω σχηματίζοντας ένα οριζόντιο πι οδηγώντας τους<br />

στα αφεντικά τους μέχρι να δεχτούν το νεύμα τους πως όλα είναι υπό έλεγχο και<br />

αποσυρθούν προς το κοπάδι θεωρώντας πως ο ρόλος τους έλαβε τέλος. Εκεί όμως<br />

που τα τζιομπανόσκυλα βγαίνουν απ’ τα ρούχα τους -εκτός εαυτού- αλυχτώντας<br />

βαριά με τις τρίχες του κορμιού τους όρθιες και το βλέμμα φωτιά είναι όταν<br />

αντιληφθούν λύκο να πλησιάζει το κοπάδι. Χαλάνε τον κόσμο μέχρι να εξαφανιστεί ο<br />

εχθρός οικειοθελώς ή πυροβοληθεί απ’ τον τζιομπάνο.<br />

Ένας σοβαρός λόγος που τα τζιομπανόσκυλα δεν χωνεύουν τους επισκέπτες είναι<br />

ότι το κύριο πιάτο των γευμάτων τους -των επισκεπτών- αποτελείται από ψητό· αρνί<br />

ή ερίφιο. Δεν μπορούν να διανοηθούν πώς αναρίθμητοι «λύκοι» καταβροχθίζουν τα<br />

κοπάδια που προστατεύουν από τους άλλους λύκους, που στο κάτω-κάτω παλεύουν<br />

για την επιβίωσή τους και που αναδεικνύονται νικητές ή ηττημένοι ανάλογα με τα<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«Τζιομπανόσκυλα»<br />

φυσικά τους προσόντα κι όχι με τη βοήθεια των πλέον αποτελεσματικών μέσων,<br />

όπως πυροβόλων όπλων ή παγίδων.<br />

Σεπτέμβρης μήνας στο χωριό· στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου. Ένα πρωινό μαζί με<br />

τον Αμερικάνο Στηβ Ράουντς, σύζυγο της συγχωριανής μας Τζούλιας Φίλιου,<br />

αποφασίσαμε να πάμε στον ξερόλακκο, σε απόσταση από το χωριό περίπου μία ώρα<br />

με τα πόδια. Ο Λάμπρο-Μαρίτσης, από τη βεράντα του σπιτιού του απέναντι από τον<br />

δρόμο, μας είδε και μας φώναξε:<br />

_ Για πού το βάλατε;<br />

_ Ίσιαμε 1 τον ξερόλακκο!<br />

_ Να προσέχετε και στο γυρισμό ελάτε απ’ εδώ που σας θέλω!<br />

Ύστερα από μισή ώρα δρόμο φτάσαμε σε μια λιβαδική έκταση με πού και πού<br />

θεόρατες γκορτσιές. Ακούγαμε τα κυπριά και τα κουδούνια απ’ το κοπάδι του Τάκη<br />

Σιούζου σε μεγάλη συχνότητα. Πλησιάζοντας αντικρίσαμε τα ζωντανά να<br />

καταβροχθίζουν ώριμα γκόρτσα που είχαν πέσει από τα δέντρα στη διάρκεια της<br />

νύχτας. Ο Τάκης ακουμπώντας στη γκλίτσα του σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν από<br />

τη μεγάλη παραγωγή γκόρτσων. Πλησιάζοντας σηκώθηκαν τα σκυλιά κι άρχισαν να<br />

μας αλυχτούν. Φωνάξαμε δυνατά: «Ω, Τάκη!» και τα αλυχτήματα σταμάτησαν.<br />

Πλησιάσαμε τον Τάκη και πιάσαμε την κουβέντα μαζί του. Κατόπιν προχωρήσαμε<br />

άλλη μισή ώρα και φτάσαμε στον ξερόλακκο· ένας λάκκος 3 μέτρα περίπου πλατύς<br />

και 1 μέτρο βαθύς. Πέτρες, ξερά ξύλα, χαρτόνια και πού και πού κανένα άδειο<br />

σκουριασμένο κονσερβοκούτι. Αριστερά μας η κοίτη χανόταν σε θάμνους και<br />

δέντρα· δεξιά επίσης. Πηδήξαμε στον λάκκο, κάναμε μια βόλτα πατώντας το<br />

κοκκινόχωμά του και πάλι πίσω στο χωράφι. Επιστρέφοντας, ο ήλιος είχε φτάσει<br />

ψηλά και το κοπάδι στάλιζε στον ίσκιο των θεόρατων βελανιδιών που βρίσκονταν<br />

στην άκρη του λιβαδιού με τις γκορτσιές. Τα σκυλιά γύρω-γύρω στο κοπάδι<br />

ξαπλωμένα με μισόκλειστα μάτια και τις γλώσσες έξω από τη ζέστη ούτε που μας<br />

έδωσαν σημασία. Ο Τάκης τον είχε πάρει κι αυτός στον ίσκιο. Δεν τον ανησυχήσαμε,<br />

καθώς είχαμε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Αναρωτηθήκαμε -με τον Στηβ- τι<br />

τάιζαν τα τζιομπανόσκυλα. Την απορία μάς την έλυσε η Ελένη Πορφύρη- Καμπλέτσα<br />

το βράδυ που τη ρωτήσαμε. Η Ελένη, εγγονή τσέλιγκα -του Κωτσιο-Πορφύρη-<br />

Γκιολέκα-, ήταν η πλέον αρμόδια να μας λύσει την απορία. Έτσι μάθαμε πως το<br />

πρωινό των σκυλιών ήταν ένα πηχτό κουρκούτι από καλαμποκάλευρο με βούτυρο και<br />

με τον ορό του τυριού που έσταζε από τις κρεμασμένες τζαντίλες ώσπου να πήξει.<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«Τζιομπανόσκυλα»<br />

Από αυτόν τον ορό έφτιαχναν μυζήθρα και έδιναν στις κότες να πιουν, με<br />

αποτέλεσμα να γεννούν περισσότερα αυγά. Γι’ αυτό και η θεία Πολυξένη -μάνα της<br />

Ελένης- τα καλοκαίρια που επισκεπτόμασταν το χωριό μας έφερνε κάθε μέρα φρέσκα<br />

αυγά. Δεν μπορούσαμε να τα φάμε όλα βραστά, μάτια ή ομελέτα και τα<br />

χρησιμοποιούσαμε σε κασιόπιτες, πίτες και κέικ. Το τυρί στις τζαντίλες έπηζε με τη<br />

βοήθεια της πυτιάς. Η πυτιά ήταν τριμμένη (σκόνη) και προερχόταν από το ξεραμένο<br />

τέταρτο στομάχι των κατσικιών και των αρνιών που σφάζαν πριν αποκοπούν από το<br />

θήλασμα. Όπως προαναφέραμε, το τυρί στις τζαντίλες κάποτε σταματούσε να στάζει·<br />

σημάδι πως το τυρί είχε πήξει. Κοβόταν μεγάλα κομμάτια και πριν αλατιστεί και μπει<br />

σε τενεκέδες, οι πιτσιρίκοι περίμεναν το μοιράδι τους ο καθένας κουβαλώντας τη<br />

λίμπα του. Παίρναμε το κομμάτι μας κι αρέντα 2 για το σπίτι προσέχοντας μην τυχόν<br />

το τυρί με το κούνημα πέσει στο σιάδι 3 . Στο σπίτι το απολαμβάναμε! Τι γεύση ήταν<br />

εκείνη, Θεέ μου! Αμβροσία και νέκταρ αντάμα! Και μυρωδιές από<br />

αγριοτριαντάφυλλα, ανθισμένους γράβους και κρανιές, κουμπουλιές, φλαμουριές,<br />

δεντρολίβανο, ρίγανη και ένα σωρό άλλα φυτά και βότανα. Ο ορός που θα περίσσευε<br />

έβραζε και γινόταν γκίζα που τρωγόταν σκέτη με λίγο αλάτι ή την ρίχναμε σε πίττες,<br />

κασιόπιτες και σε ομελέτες με αυγά. Το καλύτερο ξινόγαλα γινόταν από παχύ γίδινο<br />

γάλα ή πρόβειο. Το αφήναμε 2-3 μέρες να κορφιάσει και το ντρουμπολίζαμε<br />

βγάζοντας το βούτυρό του. Ό,τι έμενε στην ντρουμπολίτσα ήταν το γάλα από το<br />

οποίο είχε αφαιρεθεί το βούτυρο μετά το ντρουμπόλισμα. Λίγοι κόκκοι άσπροι<br />

βουτύρου κολυμπούσαν στο γάλα. Η γεύση του ήταν όνειρο γι’ αυτό στο χωριό το<br />

λέγαμε σιουρμπέτι!<br />

Όταν γυρίσαμε από τον περίπατο στον ξερόλακκο είδαμε τον Λάμπρο τον<br />

Μαρίτση να μας περιμένει στη βεράντα του.<br />

_ Ελάτε για ένα τσίπουρο!<br />

Θέλεις η κούραση από την πεζοπορία, θέλεις η περιέργεια για το τι θα μας έλεγε ο<br />

Λάμπρος, φτάσαμε σε δυο λεπτά κοντά του.<br />

_ Είμαστε στη διάθεσή σου, είπαμε στον Λάμπρο!<br />

_ Πολλά χρόνια πριν -άρχισε ο Λάμπρος- ένας τζιομπάνος που έβοσκε το κοπάδι του<br />

κοντά στον ξερόλακκο τέτοια εποχή έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μέσα του, στην<br />

ξερή του κοίτη. Το κοπάδι ήταν σταλισμένο 4 , ο καιρός ζεστός. «Καιρός για έναν<br />

υπνάκο» σκέφτηκε ο τζιομπάνος. Έριξε την κάπα του στους πράσινους θάμνους που<br />

είχαν φυτρώσει στην κοίτη του ξερόλακκου και τον πήρε αμέσως. Μακριά στα βουνά<br />

3


Τάσου Πορφύρη<br />

«Τζιομπανόσκυλα»<br />

άστραφτε και βρόνταγε και μια καταιγιστική μπόρα τροφοδότησε τον ξερόλακκο με<br />

τόνους νερού. Όμως οι τζιομπάνος τον είχε πάρει για τα καλά. Δεν πρόλαβε να<br />

ξυπνήσει και βρήκαν το πτώμα του την άλλη μέρα στο γιοφύρι στους Αγιούς<br />

σκαλωμένο σε μιαν ιτιά.<br />

Τελειώνοντας τη διήγησή του ο Λάμπρος, να σου και η γυναίκα του Αθανασία -ο<br />

Θεός να αναπαύσει τις ψυχές και των δυο τους- με τον δίσκο γιομάτο με κομμάτια<br />

μπατσαριάς, τυρόπιτας, λουκούμια, παγωμένο νερό και ρακί. Τους ευχηθήκαμε τα<br />

καλύτερα και ασχοληθήκαμε με το περιεχόμενο του δίσκου. Τα σωθικά<br />

ευφράνθηκαν, τα μάτια υγράνθηκαν, η γλώσσα λύθηκε: «Ωραίο τσίπουρο,<br />

Λάμπρος!», ο Στηβ. Κι εγώ: «Είναι αλήθεια πως το τσίπουρο διευρύνει τα αιμοφόρα<br />

αγγεία, διευκολύνοντας την κυκλοφορία του αίματος;».<br />

_ Όλα με μέτρο, απάντησε ο Λάμπρος και στη συνέχεια μας είπε πως η ύπαιθρος έχει<br />

αρκετές παγίδες. Δεν είναι όσο φαίνεται αθώα με τα λουλούδια, τα δέντρα, τα<br />

φρούτα, τα μποστάνια, τα ψάρια και τις καραβίδες στο ποτάμι. Οχιές<br />

καιροφυλακτούν σε χορταριασμένα μονοπάτια, έτοιμες να χύσουν το δηλητήριό τους<br />

σε όσους τις ενοχλήσουν. Τα μεγάλα φίδια, τα ακίνδυνα, ρημάζουν τις κοτοφωλιές<br />

σπάζοντας το κέλυφος των αυγών με τα δόντια τους, ρουφώντας το περιεχόμενό τους.<br />

Θυμήθηκα τη μητέρα του χωριανού μου και συνομήλικου Χρήστου Δάκα -<br />

Κιτσόπαππα ή Μπίρμπου-, την παπαδιά που όταν ήρθε στη «Μπέρτσια» -το<br />

ζαχαροπλαστείο μας στην οδό 3 ης Σεπτεμβρίου 24- να την βοηθήσω πηγαίνοντάς την<br />

στην αφετηρία των λεωφορείων για τη Γούβα -τώρα Άγιος Αρτέμιος- να επισκεφτεί<br />

τον αδερφό της. Ήταν ακόμα τέλος της δεκαετίας του ’50. Την πήρα από το χέρι και<br />

τραβήξαμε προς την Ομόνοια. Χρειαστήκαμε κάποιο χρόνο να περάσουμε κάθετα<br />

την 3 ης Σεπτεμβρίου. Σταθήκαμε στην άκρη του πεζοδρομίου και περιμέναμε να<br />

μειωθεί κάπως η κίνηση -τρόπος του λέγειν- και να περάσουμε απέναντι. Εις μάτην!<br />

Αυτοκίνητα -Ι.Χ., ταξί, φορτηγά, μοτοσυκλέττες, λεωφορεία, τραμ- διεκδικούσαν<br />

προτεραιότητα κορνάροντας, μουντζώνοντας και βρίζοντας. Κι ανάμεσά τους, ένα<br />

πολύχρωμο πλήθος να κινείται μη δίνοντας σημασία στα τεκταινόμενα. Μια στιγμή<br />

αισθάνθηκα το χέρι της να σφίγγει το δικό μου και να μου λέει: «Πώς θα φτάσουμε<br />

απέναντι Τάσιο, με τούτα τα αναθεματισμένα -εννοούσε τα τροχοφόρα- που κάνουν<br />

σαν να τα έπιασε στρέκουλας»! Τον στρέκουλα -μη ελεγχόμενο τρεχαλητό των<br />

αροτριόντων βοοειδών την ώρα του οργώματος ή της σποράς, με οδυνηρές<br />

συνέπειες- τον προκαλούσε ένα είδος μύγας. Πολλές φορές το γυνί «έτρεχε» στην<br />

επιφάνεια του χωραφιού με κίνδυνο να τραυματίσει τα ζώα ή σταματώντας από<br />

4


Τάσου Πορφύρη<br />

«Τζιομπανόσκυλα»<br />

κάποιο εμπόδιο απότομα να ξαπλωθούν μπρούμυτα ή ανάσκελα στο χωράφι λόγω της<br />

αρχής της αδράνειας της ύλης.<br />

Το πατρικό μας σπίτι στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου βρίσκεται στον πρώτο δρόμο<br />

στη δεξιά του πλευρά για εκείνον που μπαίνει στο χωριό από το Λαχανόκαστρο και<br />

στον τελευταίο για όποιον έρχεται από τη Βήσσανη. Στον δεύτερο ήταν στη δεξιά του<br />

πλευρά το σπίτι του παπα-Βασίλη. Θυμάμαι, στο κομμάτι που συνόρευε με τον<br />

κεντρικό δρόμο και οδηγούσε στο χοροστάσι, είχε δέντρα σκαμνιές και κυψέλες με<br />

μελίσσια. Παραμέσα ήταν το σπίτι και στον οντά του, την εποχή που έπρεπε, έβαζε<br />

μεταξοσκώληκες. Όταν άνοιγες τις πόρτες τού ν’ οντά ένας συνεχής αδιάκοπος<br />

θόρυβος, κάτι σαν χτυπήματα πλήκτρων γραφομηχανής, σε πλήρη ανάπτυξη έφτανε<br />

στ’ αυτιά σου. Όταν οι μεταξοσκώληκες συμπλήρωναν τον κύκλο διατροφής τους<br />

άρχιζαν να τυλίγονται πέριξ του εαυτού τους με την έκκριση ενός υγρού και<br />

σχηματίζονταν σε κουκούλια. Τα κουκούλια τα μάζευαν και τα πήγαιναν στην<br />

Κόνιτσα όπου υπήρχαν ειδικά μηχανήματα που τα επεξεργάζονταν κι έβγαζαν το<br />

μετάξι, όπου και τα πουλούσαν με το ζύγι.<br />

Το μαγειρειό ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με τζάκι, δύο φούρνους, πυροστιές και<br />

γάστρα κρεμασμένη απ’ τον κρεμαστάλυσσο. Στον μεγάλο φούρνο ψήναν ψωμιά και<br />

στον μικρό πίτες, κασιόπιτες και ορισμένα φαγητά με κρέας.<br />

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο και στρωμένο -αλειμμένο θα ’λεγα καλύτερα- με<br />

αργιλόχωμα από του Καλογιάννη. Έριχναν νερό στο χώμα, το ανακάτευαν, γινόταν<br />

λάσπη και με τη λάσπη άλειφαν το δάπεδο. Σε λίγες μέρες καλοκαιρίας το υλικό<br />

στέγνωνε· γινόταν πέτρα. Το σκούπιζαν όποτε χρειαζόταν με μια σκούπα φτιαγμένη<br />

από λεπτά κλωνάρια ενός φυτού που το σχηματοποιούσαν σε σκούπα την οποία<br />

χρησιμοποιούσαν για το σάρωμα του δωματίου, όταν είχε στεγνώσει για τα καλά.<br />

Το σπίτι κάηκε στην Κατοχή και χρόνια μετά οι κληρονόμοι αποφάσισαν να<br />

μοιράσουν το οικόπεδο. Η μπουλντόζα έφερε στο φως τα θεμέλια· μεγάλα<br />

τετραγωνισμένα αγκωνάρια. Τα καλοπελεκημένα κοτρώνια της μπίμπτσας ήρθαν στο<br />

φως· εκεί που διατηρούσαν κρέατα, τυριά, βούτυρα και ό,τι άλλο φαγώσιμο<br />

χρειαζόταν ψύξη. Τώρα, στη θέση τους ψυγεία-καταψύκτες για τη διατήρηση<br />

τροφίμων και ποτών σε ελεγχόμενη θερμοκρασία. Μονάχα που σε διακοπή ρεύματος<br />

ή σε κάποια ζημιά στα μοτέρ τους, αναστέλλεται το «θαύμα» και στη θέση του<br />

θρονιάζεται ο πανικός. Και μέχρι να «ξανάρθει το ρεύμα», που λένε, πηγαίνουμε κι<br />

ερχόμαστε κι εμείς. Θυμάμαι ένα graffiti σε τοίχο σπιτιού στα Εξάρχεια: «Ο<br />

5


Τάσου Πορφύρη<br />

«Τζιομπανόσκυλα»<br />

πολιτισμός σας υπάρχει ώσπου κάποιος να γυρίσει τον διακόπτη στη θέση off!<br />

Πάπαλα!<br />

1 ίσιαμε: μέχρι<br />

2 αρέντα: τρεχάλα<br />

3 σιάδι: χάμω<br />

4 σταλισμένο: το κοπάδι μεσημέρι στον ίσκιο δέντρου ή δέντρων με παχιά σκιά, γιατί δεν<br />

υποφέρει τον ήλιο και τη ζέστη<br />

6


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το βάφτισμα» του Δημήτρη Χατζή · μια ανάγνωση»<br />

«Το βάφτισμα» του Δημήτρη Χατζή · μια ανάγνωση<br />

Όταν ο Χατζής αποφασίζει να μας συγκλονίσει, το μπορεί και σε οκτώ σελίδες<br />

με τρία πρόσωπα κι ένα πουλάρι. Οι λέξεις δυσκολοπρόφερτες, απελέκητες πέτρες<br />

βγαλμένες από τα μέσα νταμάρια με κόπο και πόνο γι’ αυτό και καμιά δεν<br />

περισσεύει.<br />

Στέργιος και πουλάρι, ένα. Όταν η μάνα φώναζε: _ Ω! Στέργιο, πρώτο σήκωνε τ’<br />

αυτιά το πουλάρι και χλιμιντρούσε κι ύστερα γύριζε προς το μέρος της ο γιος. Η<br />

φοράδα κουβαλούσε δεμάτια στάρι απ’ το χωράφι για αλώνισμα. Το πουλάρι από<br />

κοντά τριποδίζοντας · παίζοντας. Η απόφαση του πατέρα μουσγκωμένος 1 ουρανός ·<br />

μ’ αστροπελέκι.<br />

_ Θα σας πάρω, λέω τη φοράδα, είπε.<br />

_ Για το δρόμο;<br />

_ Είπαν θέλουν και κάρα…<br />

_ Και στ’ αλώνι;<br />

_ Το πουλάρι.<br />

_ Μικρό δεν είναι ακόμα Βαγγέλη;<br />

_ Θα βαστάξει · βαστάει αυτό.<br />

_ Και ζάπι 2 ποιος θα το κάνει;<br />

_ Από μένα καλύτερα αυτός.<br />

Η Γυναίκα, η Μάνα κατέβηκε στο κατώι, έβαλε σανό στη φοράδα, έβαλε και στο<br />

πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε άρπαξε το κεφάλι του και το ’σφιξε στα<br />

μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε στην κάμαρη πήγε και στο παιδί που κοιμόταν.<br />

Το χάιδεψε κι αυτό μια φορά. Σκέφτηκε το πουλάρι στ’ αλώνισμα κούτσικο 3 και<br />

αμάθητο και το γιόκα με το καμουτσίκι · διπλή μαχαιριά.<br />

Το πρωί έζεψε τη φοράδα στο κάρο ο Βαγγέλης. Το παιδί στεκόταν δίπλα του με<br />

το μακρύ καμουτσίκι -συνεχής απειλή- στο χέρι του. Πίσω το πουλάρι, σαν μανάρι<br />

σαν ζαγάρι. Η Μάνα απ’ το παραθύρι να βλέπει, καθαρά στην αρχή κι ύστερα θαμπά,<br />

τον Βαγγέλη, τον Στέργιο, τη φοράδα και το αμάθητο πουλάρι. Τ’ αλώνι γεμάτο<br />

δεμάτια λυμένα, απλωμένα στην επικράτειά του. Στη μέση το χοντρό παλούκι<br />

μπηγμένο βαθιά · ο στρόυρας 4 . Μια χοντρή τριχιά με την μια της άκρη δεμένη στη<br />

λαιμαριά 5 του πουλαριού και την άλλη στον στρόυρα. Ο Στέργιος με το καμουτσίκι<br />

στο πλευρό και το πουλάρι τριπόδιζε: χόπλα-χοπ, ψυχούλα μου κάνοντας γύρους στ’<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το βάφτισμα» του Δημήτρη Χατζή · μια ανάγνωση»<br />

αλώνι. Κι ήταν ακαλίγωτο 6 , οι οπλές τρυφερές από το τρέξιμο στο χορτολίβαδα με<br />

τα μανούσια και τις μπουρντένιες 7 .<br />

Κι εκεί που ’τρεχε το πουλάρι και χαίρουνταν, ξαφνικά κοκκάλωσε:<br />

_ Άιντε, Στέργιο… Τίποτα.<br />

Κροτάλισε δυνατά το καμτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε<br />

ψηλά μ’ όλη του τη δύναμη και το κατέβασε στα ιδρωμένα καπούλια. Μια, δυο<br />

φορές. Τοπ πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο · τα μάτια του μεγαλωμένα, έκπληκτα,<br />

υγρά. Έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε τρέμοντας ολόκληρο.<br />

Το παιδί είδε τις χαρακιές στο ιδρωμένο κορμί του πουλαριού, πέταξε το καμουτσίκι<br />

στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε στο στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι<br />

και το ’τριψε στο πρόσωπο του παιδιού. Το παιδί δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά<br />

του κι έκλαιγε με λυγμούς. Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το παιδί έσκυψε και πήρε το<br />

καμουτσίκι. Πήγε από πίσω:<br />

_ Άιντε Στέργιο.<br />

Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε<br />

πάνω στα στάχυα.<br />

_ Έι-Χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του χαρούμενη κι άγρια. Είχανε βαφτιστεί και<br />

τα δυο. Είχαν ενηλικιωθεί. Ο Στέργιος άντρας · το πουλάρι άλογο.<br />

_ Έι-Χω, αντιλάλησε η ρεματιά · ρίγησαν τα φύλλα των βελανιδιών, κρύφτηκαν οι<br />

βερβερίτσες 8 στις κουφάλες, έμειναν μετέωρες οι χειρονομίες των δρυάδων καθώς<br />

βούρτσιζαν τα μακριά μαλλιά τους. Ο αητός ισοζυγίστηκε στον ουρανό της χαράδρας<br />

και τα βουνά κράτησαν την ανάσα τους.<br />

_ Έι-Χω!<br />

1 μουσγκωμένος: συννεφιασμένος και σκοτεινιασμένος αντάμα<br />

2 ζάπι (τον κάνω ζάπι): τον δαμάζω, τον καταβάλλω, τον νικώ<br />

3 κούτσικο: μικρό στην ηλικία ή στο δέμας<br />

4 στρόυρας: παλούκι ξύλινο χοντρό, μπηγμένο στη μέση του αλωνιού<br />

5 λαιμαριά: δακτύλιος μάλλινος ή πέτσινος, περασμένος στο λαιμό του ζώου, όχι τόσο<br />

χαλαρός ώστε να φεύγει ούτε τόσο σφιχτός ώστε να δυσκολεύει την κίνηση του λαιμού<br />

6 ακαλίγωτο: χωρίς πέταλα · εδώ λόγω ηλικίας<br />

7 μπουρντένιες: άγρια σπαράγγια<br />

8 βερβερίτσες: σκίουροι<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το τηλεφώνημα»<br />

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ<br />

Ακούστηκε το τηλέφωνο· ήταν η Νατάσα:<br />

_ Τι κάνεις; Μόλις είχα τελειώσει όλα τα προκαταρκτικά για το ψήσιμο του ψωμιού.<br />

Το είχα διπλοζυμώσει σε μια πήλινη λεκάνη με τη μαγιά σε χλιαρό νερό διαλυμένη<br />

και μια κουταλιά σούπας αλάτι. Στη συνέχεια το τοποθέτησα σ’ ένα λαδωμένο<br />

τετράγωνο βαθύ ταψί και κατ’ ευθείαν στο φούρνο προθερμασμένον στους 50 ° για να<br />

φουσκώσει.<br />

_ Μόλις έβαλα το ψωμί στον φούρνο· σε λίγο θ’ αρχίσει να φουσκώνει.<br />

_ Πότε θα το «γράψεις»;<br />

_ Δύσκολο να το προσδιορίσω χρονικά· το σίγουρο είναι ότι θα το φάμε πρώτα!<br />

Σε μια ώρα το ζυμάρι είχε «ανέβει» ως τα τείχη του ταψιού. Ήταν η στιγμή που ο<br />

διακόπτης της κουζίνας ανέβηκε στους 180° και το ζυμάρι σε δευτερόλεπτα<br />

σταμάτησε να φουσκώνει γιατί οι μύκητες της μαγιάς είχαν καταστραφεί. Από την<br />

οπή που βρισκόταν στην αριστερή γωνία της κουζίνας απελευθερώνονταν οι<br />

μυρωδιές του φαγητού που ψηνόταν -τώρα του ψωμιού- που λειτουργούσαν ως<br />

μεσάζοντες για τα ταξίδια μου, τα «πήγαινε-έλα» από τον Υμηττό και τη Δροσιά στον<br />

Άγιο Κοσμά στην Ήπειρο και τούμπαλιν.<br />

Χωράφια σπαρμένα με σιτάρι, κριθάρι, βρίζα (σίκαλη), βρώμη και τα στάχυα<br />

τους γερμένα από το βάρος του καρπού τους έτοιμα για θερισμό. Και φακές και<br />

κυρίως ρεβίθια που όταν ήταν χλωρά ήταν νοστιμότατα. Ο Λευτέρης Πορφύρης -<br />

Γκιολέκας- είχε προσφέρει μιαν ανθοδέσμη από ρεβίθια στη Μυρτώ συμβουλεύοντάς<br />

την να τα δοκιμάσει· η γεύση τους την είχε σκλαβώσει. Την θυμόταν για πολλά<br />

χρόνια.<br />

Ξύπνημα χαράματα, γιατί τα χωράφια απείχαν γύρω στη μία ώρα απ’ το χωριό.<br />

Όταν φτάναμε στον προορισμό, ο ήλιος έσκαγε απ’ το Πάπιγκο φωτίζοντας πρώτα τη<br />

Νεμέρτσκα· «γλυκοχαράζουν τα βουνά κι οι όμορφες κοιμούνται». Φαίνεται πως οι<br />

όμορφες δεν πήγαιναν για θέρισμα ή είχε περάσει η εποχή του θέρους και<br />

απολάμβαναν την ώρα του πρωινού ύπνου.<br />

Θέρισμα με δρεπάνι, μάζεμα χεριές-χεριές, δέσιμο με βούρλα σε δεμάτια,<br />

φόρτωμα στη Μπάλλια -τη φοράδα μας- και κατευθείαν στο αλώνι. Δυο ώρες<br />

περίπου το πήγαινε-έλα, η μεταφορά των δεματιών με την επιστροφή κι ήταν δική<br />

μου δουλειά. Εικόνες ακριβές στη μνήμη να τις επισκέπτομαι όταν θέλω από κάπου<br />

1


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το τηλεφώνημα»<br />

να πιαστώ μην με πάρει ο κατήφορος της ζωής· το τσουνάμι του άστεως. Κρατούσα<br />

τη Μπάλλια απ’ το καπίστρι οδηγώντας την και της μιλούσα. Της έλεγα ένα σωρό<br />

ιστορίες για να μην μας φανεί η ώρα και κουραστούμε. Για το μοσχαράκι που είχε<br />

γεννηθεί πρόσφατα κι η Μάνα του -πάντα με κεφαλαίο το «Μ»- του είχε γλείψει<br />

ολόκληρο το κορμί πριν σταθεί στα πόδια του να ψάχνει το μαστάρι της για να<br />

βυζάξει. Για κείνη που περνούσε πλάι μου χωρίς να με κοιτάξει κι εγώ έλιωνα μέχρι<br />

να στρίψει το δρόμο και χαθεί ενώ είχε θρονιαστεί μέσα μου.<br />

Ξεφόρτωνα τα δεμάτια στ’ αλώνι και στον γυρισμό περνούσαμε για νερό από τη<br />

στέρνα. Έριχνα τον σιούκλο 1 , τον βύθιζα και αφού τον ανέβαζα πάνω από την<br />

επιφάνεια του νερού τον άφηνα ξανά να πέσει με πάταγο πριν τον ανασύρω γεμάτον.<br />

Τον άδειαζα σ’ ένα μικρό καζάνι και καθώς γινόταν το νέκταρ της στέρνας της<br />

σιγανοσφύριζα έναν καθησυχαστικό σκοπό. Τα μάτια της μισόκλειναν, τα ρουθούνια<br />

άνοιγαν διάπλατα. Σαν ξεδιψούσε, σήκωνε το κεφάλι από το καζάνι και με κοίταζε·<br />

ήταν έτοιμη. Έδινα έναν σάλτο και βρισκόμουν καβάλα στο σαμάρι. Κουβαλούσαμε<br />

τρία φορτώματα μέχρι το μεσημέρι. Στην τελευταία μας επιστροφή το «τραπέζι» ήταν<br />

έτοιμο στον ίσκιο της γκορτσιάς. Μια τσέργα 2 στρωμένη και πάνω της το ψωμί, το<br />

κλειδοπίνακο 3 με τυρί φέτα, φελιά 4 πίτας ή κασιόπιτας -ό,τι είχε περισσέψει από την<br />

προηγούμενη μέρα-. Και δροσερό νερό από τη ντρεβενίτσα 5 . Και τσιάμπες 6 , πολλές<br />

τσιάμπες στο θερισμένο χωράφι καταπίνοντας τους σπόρους που έπεφταν από τα<br />

ώριμα στάχυα καθώς τα θερίζαμε.<br />

Το ψωμί άρχισε να παίρνει χρώμα κι η μυρωδιά του αβάσταχτη. Κι ήταν της<br />

ζεστής φέτας που την έβρεχε λίγο η Μάνα και της έριχνε στη συνέχεια λίγη ζάχαρη<br />

από πάνω για να μην πέφτει καθώς αρεντεύαμε κρατώντας την στο ένα χέρι, με<br />

χουγιατό 7 στο χοροστάσι όπου ο βοριάς αμετανόητος και τα μάγουλα ροδοκόκκινα<br />

απ’ την αρέντα 8 .<br />

Άλλα δυο φορτώματα ώσπου να φύγει η μέρα. Στο γύρισμα η γιαγιά καβάλα στη<br />

Μπάλλια και στην ποδιά της το σακούλι άδειο, τα δρεπάνια και η τριχιά που δέναμε<br />

τα δεμάτια στο σαμάρι. Έτσι περνάει ο καιρός με το ένα πόδι στο παρόν και το άλλο<br />

στο παρελθόν κι ανάμεσα μια ολόκληρη ζωή. «Ένα βουερό θυμωμένο μελίσσι» που<br />

έγραψε ο αγαπημένος μου ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας.<br />

_ Τάσο! ακούστηκε η φωνή της Μυρτώς· μήπως πρέπει να κοιτάξεις το ψωμί;<br />

Μου ’ρχονται μεθυστικές μυρωδιές! (Φωνή που σπάει το φράγμα του χρόνου κι<br />

2


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το τηλεφώνημα»<br />

έρχεται φρέσκια-φρέσκια στην ακοή μου προκαλώντας πρωτοφανέρωτες<br />

συγκινήσεις)!<br />

Πρόλαβα το ψωμί στο τσακ! Ροδομάγουλο από πάνω κι όταν το «γύρισα» κι από<br />

κάτω το ίδιο· οι μυρωδιές έσπαγαν τη μύτη. Οι αναμνήσεις με τραβούσαν απ’ το<br />

μανίκι· με γύριζαν πίσω ατελείωτες διαδρομές χιλιομέτρων κάθε μέρα σχεδόν<br />

καθισμένος στην πολυθρόνα συντροφιά με τη Μυρτώ. Γιατί τα παιδιά μας -οι<br />

θησαυροί μας- άνοιξαν σπίτια· φύγαν από κοντά μας.<br />

_ Πάλι το χωριό σκέφτεσαι; -η Μυρτώ πάλι-. Έζησες εκεί την παιδική κι εφηβική<br />

ηλικία σου, πέρασαν εξήντα χρόνια από τότε κι όλο γυρίζεις πίσω! Είχε δίκιο. Εξήντα<br />

χρόνια στο Άστυ μ’ ένα σωρό δουλειές κι ασχολίες, μ’ ευτυχισμένες και δύσκολες<br />

στιγμές, με δυο αγόρια να τιτιβίζουν ολημερίς κι εκείνη ανάμεσα να κρατάει το<br />

«ίσον» και με πεθερικά που όσο ζούσαν με υπολόγιζαν όπως κι εγώ, γι’ αυτό και<br />

ζούσαμε αρμονικά· σώγαμπρος γαρ.<br />

Κι από την άλλη, δεκαπέντε μόλις χρόνια απέναντί τους να διεκδικούν τα<br />

πρωτεία: κατοχικά, ανταρτόπληκτα, εμφυλιακά, στερημένα, με μια καρδιά να χτυπάει<br />

ανυπόμονα στη θέα του κορμού της που το λίκνιζε ο άνεμος καθώς κατηφόριζε από<br />

τη Νεμέρτσκα.<br />

Ένα τρυφερό διακεκομμένο βέλασμα είχε δύο αποδέκτες: το μικρό να βυζάξει<br />

και τη Μάνα να κατέβει και μετά το χορτασμό του αρνιού ν’ αρμέξει τη γλιάστρα -το<br />

πρωτόγαλα- για να μην πετρώσει στο στήθος και δεν μπορεί το αρνί να το βυζάξει.<br />

Αναρωτιέμαι τι με τραβούσε στο σχολείο· ο δάσκαλος με ό,τι έγραφε στον<br />

πίνακα με κιμωλία και το ’σβηνε με το λαγοπόδαρο ή τη συμμαθήτρια που καθόταν<br />

στο διπλανό θρανίο και της έπεφτε δήθεν το κοντύλι τακτικά, πράγμα που με<br />

ανάγκαζε να σκύβω να το πιάνω και να της το δίνω εισπράττοντας ένα σαγηνευτικό<br />

χαμόγελο που θρονιαζόταν μέσα μου ακόμα και τη νύχτα. Και την άλλη μέρα πάλι το<br />

γλυκό μαρτύριο!<br />

Κι όλα αυτά γιατί η ζωή μου στην Αθήνα με την οικογένειά μου ήταν μια<br />

σταθερή βάση για ν’ ανατρέχω με ασφάλεια στο παρελθόν να ασχοληθώ με τα<br />

γεγονότα εκείνης της εποχής μη ρισκάροντας τίποτα από τη βολεμένη ζωή μου. Ήταν<br />

με λίγα λόγια το φιλμ που είχε εμφανιστεί στα υγρά και κρεμόταν στον σκοτεινό<br />

θάλαμο πριν εκτυπωθεί. Μου καταλογίζουν μεροληψία υπέρ της μιας εκδοχής ή της<br />

άλλης, αλλά δεν γνωρίζουν ότι και οι δυο αποτελούν το αναπόσπαστο αδιαίρετο<br />

σύνολο που σε αυτό εδράζεται όλη μου η προσπάθεια να συγκεράσω τις εκ πρώτης<br />

3


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το τηλεφώνημα»<br />

όψεως αντίθετες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις ενώ πορεύομαι ανάμεσά τους<br />

έχοντας εξασφαλίσει την αρμονική τους εναλλαγή.<br />

_ Τι το ’θελες εκείνο το τηλεφώνημα, Νατάσα; Εκείνο το: πότε θα το γράψεις;<br />

Και να που το ’γραψα!<br />

Τρέχω στα καταπράσινα χορτολίβαδα της νιότης μου με τη δροσιά να με στηρίζει<br />

και την υγρασία να φτάνει ως τα μάτια, να γίνεται δάκρυα και να ποτίζει την<br />

ευλογημένη εκείνη περίοδο και συνάμα θεατής αραγμένος σ’ έναν διπλό καναπέ με<br />

τη Μυρτώ πλάι μου ν’ απολαμβάνουμε το διπλό βιβλίο της ζωής μου και τώρα, τώρα<br />

που έμεινα δίχως της και δεν μπορώ να διορθώσω τη συμπεριφορά μου ανακαλώντας<br />

τις κρίσεις μου -τις ανώδυνες για μένα και επώδυνες για κείνην- αναφορικά με το<br />

διάστημα των σπουδών της στη Βιέννη μέχρις ότου το εφάπαξ ποσό από τη Λυρική<br />

Σκηνή, που της χορηγήθηκε λόγω συνταξιοδότησής της, να το διαθέσει για ένα<br />

οικογενειακό, γοητευτικό ταξίδι στην πόλη που σπούδασε μουσική: τη Βιέννη. Από<br />

τότε έπαψα να αναφέρομαι ειρωνικά για την πόλη αυτή. Κι ήταν ένας από τους<br />

λόγους που η Μυρτώ ήθελε να επισκεφτεί τη Βιέννη· παρ’ όλο που κατά βάθος<br />

πίστευε πως αστειευόμουν με τις επιπόλαιες κρίσεις μου γι’ αυτήν την πόλη.<br />

Η ζωή της στη Βιέννη είχε καλύψει μιαν άλλη διάσταση κι αυτό φαινόταν<br />

ιδιαίτερα τις στιγμές που αναπολούσε τις μουσικές της σπουδές στην όπερα, lied και<br />

ορατόριο που αξιοποίησε στη συνέχεια στην καριέρα της στην Εθνική Λυρική Σκηνή<br />

και στη διδασκαλία σε ωδεία της πατρίδας της με ιδιαίτερη φροντίδα και σοβαρότητα<br />

εισπράττοντας ενθουσιώδεις κριτικές. Οι δυο γιοι μας αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν<br />

ως επάγγελμα τη μουσική. Ο μεγάλος, ο Κωστής, πιανίστας και θεωρητικός και ο<br />

μικρότερος, ο Μιχάλης, βιολοντσελίστας. Νομίζω πως δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν<br />

στη «θεία» φωνή της καθώς καθημερινά τους νανούριζε ταξιδεύοντάς τους σε<br />

ονειρεμένους τόπους -όπως με το συμφωνικό ποίημα «Πέερ Γκυντ» του Γκρηγκ<br />

βασισμένο στο έργο του Ίψεν, τραγουδώντας το «Τραγούδι της Σολβέιγ» γραμμένο<br />

για λυρική σοπράνο· μια ανεπανάληπτη ερμηνεία αντάξια της ερμηνείας της Marita<br />

Solberg με σπαρακτική ειλικρίνεια και ελεγχόμενη συγκίνηση-. Ήθελαν και τα παιδιά<br />

της να συμμετέχουν σ’ αυτή τη διαδικασία μουσικής με άλλο τρόπο. Η απώλεια απ’<br />

τον χαμό της μεγάλη· τίποτα δεν μπορεί να την αναπληρώσει. Λένε πως οι εκλιπόντες<br />

εξακολουθούν να υπάρχουν όταν και εφόσον οι ζώντες τους θυμούνται και<br />

αναφέρονται σ’ αυτούς συχνά. Η Μυρτώ υπάρχει ανάμεσά μας την ημέρα και κυρίως<br />

τη νύχτα· τα μάτια της δυο γαλάζιες φλογίτσες που πηγαινοέρχονται στο σκοτάδι<br />

ταχτοποιώντας τα σεντόνια, φωτίζοντας τις σελίδες του βιβλίου που διάβαζες πριν σε<br />

4


Τάσου Πορφύρη<br />

«Το τηλεφώνημα»<br />

πάρει ο ύπνος. Το πρωί η φιγούρα της ανάμεσα στις ανθισμένες νεραντζιές στο<br />

μπαλκόνι και το βλέμμα της γεμάτο στοργή και λατρεία για τις εγγονές της και τον<br />

εγγονό -τον Αναστάση- που ονειρευόταν το μέλλον του στην ασφάλεια των σωθικών<br />

της Μάνας του, ακόμα. Δεν τον γνώρισε η γιαγιά του· ήξερε όμως ότι υπήρχε· κι αυτό<br />

έκανε υποφερτές τις τελευταίες της στιγμές.<br />

1 σιούκλος: κουβάς<br />

2 τσέργα: κουβέρτα φτιαγμένη από γίδινο μαλλί· σκληρή στην αφή κατάλληλη για στρώσιμο<br />

σε ανώμαλο έδαφος<br />

3 κλειδοπίνακο: ξύλινο στρογγυλό δοχείο ερμητικά κλειστό κατάλληλο για μεταφορά στερεάς<br />

τροφής και κυρίως για τυρί φέτα<br />

4 φελιά: κομμάτια (μερίδες) κυρίως πίτας<br />

5 ντρεβενίτσα: ξύλινο στρογγυλό δοχείο μεταφοράς νερού<br />

6 τσιάμπες: σπουργίτια, στρουθία<br />

7 χουγιατά: ξεφωνητά<br />

8 αρέντα: τρέξιμο<br />

5

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!