11.07.2015 Views

cuentos-espac3b1ol-griego

cuentos-espac3b1ol-griego

cuentos-espac3b1ol-griego

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

«Και τι να κάνω; Πρέπει να δω τι το θέλει η κουρούνα το δόντι μου. Μπορείς να μεβοηθήσεις, γιαγιά;»«Μπορώ. Το νήμα που μαζεύω είναι το φως της μέρας. Όταν τυλίγεται όλο, η μέρατελειώνει και μένει μόνο το σκοτάδι. Μετά ξεκουράζομαι λίγο κι αρχίζω και το ξετυλίγω κιέτσι έρχεται η επόμενη μέρα. Για χάρη σου, θα σταματήσω να τυλίγω το κουβάρι, μέχρι νασε δω να γυρίζεις. Βιάσου όμως, γιατί δεν μπορώ να περιμένω για πάντα».Η Κλεοπάτρα ευχαρίστησε τη γριά κι άρχισε να τρέχει προς το λόγγο. Σύντομα αναγκάστηκενα ψάχνει το δρόμο της ανάμεσα σε χαμηλά αγκαθωτά δέντρα, σε γκορτσιές και κουμαριέςκαι κρανιές. Βρισκόταν πια πάνω σ’ ένα λόφο που ήταν γεμάτος παλιά αλώνια. Οι πέτρεςτους ήταν σπαρμένες στο χώμα σαν δόντια δράκοντα. Εκεί που τέλειωναν τ’ αλώνια άρχιζεαπότομα ένα πυκνό, σκοτεινό δάσος.Σε μια λωρίδα γης ανάμεσά τους, ένα γέρος όργωνε το χώμα μ’ ένα ξύλινο αλέτρι. Ήτανπολύ γέρος, όμως ήταν πολύ ψηλός και φαινόταν πολύ δυνατός. Πίσω του, πάνω από τααυλάκια που άφηνε, πετούσαν αμέτρητες κουρούνες, χαμήλωναν μέχρι τη γη, φαίνοντανσαν να άφηναν κάτι να πέσει από το ράμφος τους μέσα στο σκαμμένο χώμα κι ύστερασηκώνονταν ψηλά και έκαναν κύκλους στον ουρανό.Η Κλεοπάτρα πλησίασε το γέρο. «Χαίρετε» είπε ευγενικά. Ο γέρος, που είχε φτάσει στοτέλος του χωραφιού, γύρισε και την κοίταξε. «Γεια σου» της είπε. «Πώς κι από δω;»«Ήθελα να δω τι κάνει η κουρούνα με το δόντι μου» «Α! το δόντι σου». Ο γέρος κοίταξεγύρω του. «Ό,τι κάνουν όλες οι κουρούνες με όλα τα δόντια. Τα φέρνουν εδώ και τασπέρνουμε μαζί». Κοίταξε τον ήλιο στον ουρανό. «Αυτή η μέρα σήμερα, σαν να μηντελειώνει. Πεινάς; Έλα να φάμε».Κάθισαν μαζί πάνω σε μια πέτρα, κάτω από μια αμυγδαλιά. Ο γέρος της έδωσε ψωμί απότο ψωμί του, της έδωσε νερό από το ασκί που έπινε κι αυτός.Η Κλεοπάτρα ήταν περίεργη αλλά πείναγε κιόλας. Πολύ. Έφαγε πρώτα το ψωμί του γέρουκι ύστερα ρώτησε: «Γιατί τα σπέρνετε τα δόντια;» «Πρέπει να περιμένεις» της είπε εκείνος,«πολύ… λίγο…» Κοίταζαν κι οι δύο το χωράφι. Ο ήλιος λες κι είχε κολλήσει στη θέση τουκαι δεν προχωρούσε. Σε λίγο ήρθε ένα σύννεφο. Έπιασε βροχή. Αυτοί συνέχιζαν να κοιτούντο χωράφι. Η βροχή σταμάτησε, το σύννεφο πέρασε. Ο ήλιος παρέμενε στην ίδια θέση.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!