19e76e307fc082d03885cb23ea960856
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ<br />
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ<br />
«ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ<br />
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ»<br />
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />
«ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ<br />
ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΩΝ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ<br />
ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ<br />
ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ»<br />
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΖΑΓΚΛΑΣ<br />
ΡΟΔΟΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ<br />
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ<br />
«ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ<br />
ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ»<br />
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΖΑΓΚΛΑΣ<br />
Α.Μ: 4132014012<br />
«ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΩΝ<br />
ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ<br />
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ»<br />
ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ΛΟΥΙΖΑ – ΕΠΙΚΟΥΡΗ<br />
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ<br />
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:<br />
ΤΣΟΛΑΚΙΔΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ – ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝ/ΜΙΟ<br />
ΑΙΓΑΙΟΥ<br />
ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ – ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝ/ΜΙΟ<br />
ΑΙΓΑΙΟΥ<br />
ΡΟΔΟΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016<br />
2
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ<br />
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συνέβαλαν με τον οποιονδήποτε τρόπο στην<br />
επιτυχή εκπόνηση αυτής της διπλωματικής εργασίας. Θα πρέπει να ευχαριστήσω θερμά την<br />
καθηγήτρια κα Λουΐζα Χριστοδουλίδου για την επίβλεψη αυτής της διπλωματικής εργασίας<br />
και για το ότι πίστεψε στις δυνατότητές μου από την πρώτη στιγμή και μου έδωσε την μοναδική<br />
ευκαιρία να μελετήσω αυτή την σπουδαία ποιήτρια και το άγνωστο, στο ευρύ κοινό, έργο της.<br />
Ήταν πάντα διαθέσιμη να μου προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία της για την βαθύτερη<br />
κατανόηση του ύφους και του τρόπου γραφής της Σαπφούς Λεοντιάδος.<br />
Στη συνέχεια, θα ήθελα να προσφέρω το μεγαλύτερο ευχαριστώ στους γονείς μου οι οποίοι<br />
υπήρξαν σημαντικοί πόλοι στη ζωή μου, προσδίδοντας της την απαιτούμενη ισορροπία και των<br />
οποίων η πίστη στις δυνατότητες μου και η αμέριστη συμπαράστασή τους σε όλες τις δυσκολίες<br />
αποτέλεσαν αρωγό στην επίτευξη των στόχων και των ονείρων μου. Θα σας ευγνωμονώ<br />
αιωνίως.<br />
Αφιερώνω την εργασία αυτή στον Παππού μου Αντώνη και στη Γιαγιά μου Μαρκέλλα, αιωνία<br />
η μνήμη τους.<br />
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ..............................................................................................................................8<br />
ABSTRACT……………………………………………………………………………..........9<br />
I. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΝΟΙΩΝ..................11<br />
Η χρήση των ψηφιακών εργαλείων στο λογοτεχνικό επίπεδο............................................11<br />
Γλωσσολογία και Λογοτεχνία.............................................................................................12<br />
Το ρομαντικό ρεύμα στην ποίηση.......................................................................................15<br />
Το γλωσσικό ζήτημα στην ποίηση και στη λογοτεχνία και η επίδραση του Ρομαντικού<br />
κινήματος.................................................................................................................................16<br />
II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ...............................................................................................19<br />
«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος»....................................................................................19<br />
«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὸν εθνικὸν ποιητὴν Ἀλέξανδρον Σοῦτσον».............................................19<br />
«Ἐλεγεὶον Τῷ φιλελλήνι Θωμᾷ Κοχρᾶν»..........................................................................21<br />
«Κατὰ τὴν νύκτα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς»...................................................................22<br />
«Τὸ 1860 καὶ τὸ 1861».......................................................................................................23<br />
«Τὸ πρῶτον ἄνθος τῆς ἀμυγδαλῆς»...................................................................................25<br />
«Εἰς τὰς Ἀθήνας»...............................................................................................................26<br />
«Ἐλεγεῖον Ή Ὁ ἀτυχής φιλελεύθερος»..............................................................................29<br />
«Οἱ φωλεοκλέπται».............................................................................................................31<br />
«Τὸ ἔτος 1858-1859»..........................................................................................................32<br />
«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!».................................34<br />
«Ἡ Ἑλληνίς Χριστιανή».....................................................................................................36<br />
«Τῷ φιλοκάλῳ»...................................................................................................................38<br />
4
«Εἰς τόν ἐκπνέοντα χρόνον τοῦ 1859»................................................................................39<br />
«Τῇ φιλελλὴνι καρδίᾳ: Καρόλου τοῦ Λενορμάν»................................................................40<br />
«Εἰς τό νέον ἔτος 1860»........................................................................................................42<br />
«Τὸ πτηνόν τῆς αὐγῆς».........................................................................................................43<br />
«Ἐλεγεῖον. Εἰς τήν Μνήμην Της»........................................................................................44<br />
«Εἰς τὴν Σῦρον»....................................................................................................................46<br />
«Ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις».......................................................................................................49<br />
«Τὸ πᾶν καὶ ὁ ἄνθρωπος».....................................................................................................51<br />
«Ὁ νεκρὸς 1862, καὶ τὸ Νεογνὸν 1863»...............................................................................52<br />
«Σμυρναϊκά».........................................................................................................................54<br />
«Εἰς τό ἔτος 1863»................................................................................................................55<br />
«Ἐλεγεῖον εἰς τόν ἀοίδιμον ἱεράρχην Ῥόδου Δωρόθεον»....................................................56<br />
«Εἰς μίαν πεύκην».................................................................................................................58<br />
«Ἐλεγεῖον τῇ γλυκεῖα μοι μητρὶ Σοφία Λ. Κληρίδου, ἀποθανούσῃ τὴν 4 Ἰουνίου 1866»..59<br />
«Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν»......................................................................................................60<br />
«Ἡ γέννησις τοῦ ποιητοῦ»....................................................................................................62<br />
«Ἐλεγεῖον εἰς τὸν ἀείμνηστον Διδάσκαλον τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων Κωνσταντῖνον<br />
Ἀσώπιον»..................................................................................................................................65<br />
«Τὸ ὀρφανό».........................................................................................................................66<br />
«Εὐχὴ πρὸς τὴν Ἑλλάδα».....................................................................................................68<br />
«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου».........................................................................................69<br />
«Ὕμνος εἰς τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν 25 Μαρτίου»..................................................................69<br />
«Τὸ Ἆσμα τῶν Παιδιῶν»......................................................................................................70<br />
5
«Ταῶς καὶ Κολοιός».............................................................................................................71<br />
«Σκώληξ καὶ Ἀλώπηξ».........................................................................................................72<br />
«Χρυσαλλίς καὶ μέλισσα»....................................................................................................74<br />
«Λύκος καὶ Γραῦς»...............................................................................................................75<br />
«Κόραξ καὶ Ἀλώπηξ»...........................................................................................................76<br />
«Πρὸς γυναῖκα πεπαιδευμένην»...........................................................................................76<br />
«Ὁ Ἐρημίτης τῆς Χάλκης»...................................................................................................77<br />
«Τοῖς ἀξίοις ἀπογόνοις τῶν ἡρώων τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος Εἰς τὴν ἑλληνικήν σημαίαν»...........80<br />
«Ἐλεγεῖον εἰς Νικόλαον Μίχον Πρόξενον ἐν Σμύρνῃ»........................................................81<br />
«Τὰ πρῶτα βήματα τοῦ παιδιοῦ»..........................................................................................82<br />
«Ἡ δύναμις τῆς Ἐλπίδος».....................................................................................................83<br />
«Γαμήλιον Τοῖς αγαπητοῖς νεονύμφοις Εὐγενίῳ καί Μαρίᾳ Ζαλοκώστα»..........................85<br />
«Ὁ πελαργός. Εἰς τήν κορυφήν ὑψηλής πλατάνου ἐν Βεβεκίῳ»..........................................86<br />
«Ὁ πόθος τῆς πατρίδος. Στήν ξενητείαν».............................................................................87<br />
«Τὸ ἄνθος τῆς ὑπομονῆς».....................................................................................................89<br />
«Εἰς τὸν Σταυρὸν»................................................................................................................90<br />
III. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...........................................................................................................92<br />
Γλωσσικά και διαλεκτικά χαρακτηριστικά ποιημάτων.......................................................92<br />
Η συμβολή των Ψηφιακών Εργαλείων Concordancia, Antconc και Tagxedo....................94<br />
IV. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ................................................................................................................95<br />
V. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ................................................................................................................97<br />
Παράρτημα Α’ «Περιβάλλον Χρήστη Antconc».................................................................97<br />
Παράρτημα Β’ «Περιβάλλον Χρήστη Concordance».........................................................98<br />
6
Παράρτημα Γ’ «Πίνακας Συχνότητας Εμφάνισης Λέξεων»...............................................99<br />
Παράρτημα Δ’ «Συννεφόλεξα Φύσης, Θρησκείας, Πατρίδας».........................................100<br />
7
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Στόχος της εργασίας αυτής είναι μια πολυεπίπεδη σε συντακτικό, μορφολογικό και<br />
σημασιολογικό επίπεδο, μελέτη της γλώσσας στα ποιήματα της Σαπφούς Λεοντιάδος. Η<br />
παρούσα εργασία δεν υποκαθιστά την ενασχόληση με την λογοτεχνία με μια γλωσσολογική<br />
προσέγγιση, αλλά προτείνει μια προσέγγιση της λογοτεχνίας με διαφορετικούς όρους απ’ ότι<br />
ίσχυε μέχρι σήμερα.<br />
Μέσα από προσεκτική ανάγνωση τμήματος του ποιητικού έργου της Λεοντιάδος, θα μελετηθεί<br />
η δυναμική εξέλιξη της γλώσσας της μέσα στο πέρασμα των χρόνων και θα τονιστούν οι όποιες<br />
διαλεκτικές επιρροές εμφανίζονται στον τρόπο γραφής της. Παράλληλα θα εξαχθούν<br />
συμπεράσματα ως προς τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων λέξεων και φράσεων στο<br />
ποιητικό της έργο με τη βοήθεια 2 ψηφιακών εργαλείων, των Concordance και AntConc.<br />
Τα ποιήματά της Λεοντιάδος, δείχνουν τις βαθύτατες επιρροές της από τον Φαναριώτικο<br />
Ρομαντισμό, είναι μακροσκελέστατα και γραμμένα με έντονα ρητορικό στόμφο. «Τα<br />
χαρακτηρίζει ένα λεπτό φυσιολατρικό αίσθημα, μια έντονη θρησκευτικότητα και ανωτερότητα<br />
σκέψης και ψυχής καθώς και ένας ρυθμός που εναρμονίζεται με το κύλισμα του στίχου»<br />
(Σύνδεσμος Φιλολόγων Μεσσηνίας, 2012). Βασικό χαρακτηριστικό της ήταν η προσήλωσή<br />
της στην αρχαιοπρεπή καθαρεύουσα την οποία χρησιμοποιούσε σε όλα τα ποιήματά της,<br />
προσαρμόζοντας ωστόσο το ύφος της και την τυπολογία της γλωσσικής έκφρασής της ανάλογα<br />
με την περίσταση και το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δημιουργούσε το εκάστοτε ποίημα. Η<br />
χρήση βέβαια της αρχαιοπρεπούς καθαρεύουσας είναι ένα στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με την<br />
εποχή στην οποία έζησε και μεγάλωσε η Λεοντιάς. Οι περιορισμοί ως προς τον τρόπο<br />
έκφρασης, εκείνα τα χρόνια, ήταν πολύ αυστηροί καθώς τα κείμενα όφειλαν να ακολουθούν<br />
συγκεκριμένους κανόνες έκφρασης και γραμματικοσυντακτικής δομής. Όντας ωστόσο<br />
πρωτοπόρος η Σαπφώ Λεοντιάς όχι μόνο στο κομμάτι της παιδαγωγικής αλλά και στο κομμάτι<br />
της δημιουργικής ποιητικής έκφρασης, κάνει τη διαφορά, εκλαϊκεύοντας τον λόγο της,<br />
κάνοντάς τον πιο προσιτό στην καθημερινή έκφραση, καθώς περνούν τα χρόνια. Tα ποιήματά<br />
της απευθύνονταν σε ένα περιορισμένο αλλά εκλεπτυσμένο κοινό το οποίο θα μπορούσε<br />
φυσικά να κατανοήσει την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και να διακρίνει τα λεπτεπίλεπτα<br />
συναισθήματα και νοήματα που έκρυβε η ποιήτρια πίσω από τους στίχους της.<br />
8
Ενδεικτικά παραδείγματα και συγκρίσεις μεταξύ ποιημάτων που αντανακλούν αυτή την<br />
δυναμική εξέλιξη της γλώσσας της θα αναφερθούν καθ’ όλη την έκταση της εργασίας.<br />
ABSTRACT<br />
The aim of this work is a multi-layered study of the language in the poems of Sappho Leontias,<br />
covering the syntactic, morphologic and semantic layers of her poetry. This work doesn’t<br />
substitute dealing with literature traditionally for dealing with literature with a linguistic<br />
approach but on the other hand proposes an approach to literature based on different terms than<br />
the ones in force until today.<br />
Through careful reading of a part of the poetry of Sappho Leontias, the dynamic evolution of<br />
her language over the years will be studied as well as any dialectal influences that appear in her<br />
way of writing will be highlighted. Furthermore, conclusions will be drawn as to the occurrence<br />
of certain words and phrases in her poetic work by means of 2 digital tools, which are<br />
Concordance and Antconc.<br />
The poems of Sappho Leontias demonstrate the profound influence acted upon them by the<br />
movement of Phanariotes’s Romanticism, are lengthy and written in bold rhetorical bombast.<br />
“They are characterized by a delicate naturalist feeling, an intense religiosity and superiority of<br />
thought and soul as well as a rhythm aligned with the rolling of the verse” (Association of<br />
Philologists Messinia, 2012).<br />
A key feature of Sappho Leontias was her commitment to the archaic Katharevousa, which she<br />
was using extensively at all her poems, but at the same time adapting the style and the typology<br />
of her linguistic expressions on the occasion and the background on which the respective poem<br />
was created upon. The use of archaic Katharevousa is an element directly linked with the times<br />
in which she lived and grew up. Restrictions regarding the language expression, during those<br />
years, made the texts very strict as they had to follow certain rules of expression and<br />
grammatical structure. Being a pioneer though, Sappho Leontias made a difference by making<br />
her expressions more approachable to the everyday expressions, as the years pass.<br />
9
Her poems were addressed to a limited but refined public which would of course understand<br />
the archaic Katharevousa and distinguish the delicate feelings and meanings that the poet was<br />
hiding behind her lyrics.<br />
Illustrative examples and comparisons between poems, reflecting this aforementioned dynamic<br />
evolution of the language of Sappho Leontias will be mentioned throughout this entire paper.<br />
10
1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ<br />
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΝΟΙΩΝ<br />
1.1. Η Χρήση των Ψηφιακών Εργαλείων στο λογοτεχνικό επίπεδο<br />
Ο ορίζοντας των τεχνολογικών επιτευγμάτων αυξάνεται με ολοένα και γρηγορότερους<br />
ρυθμούς στη σημερινή εποχή. Η διεύρυνσή του αυτή έχει επηρεάσει όλες τις πτυχές της<br />
ανθρώπινης ζωής είτε αυτές σχετίζονται με τον τρόπο διαβίωσης είτε με τον τρόπο<br />
επικοινωνίας. Ως εκ τούτου ήταν αναπόφευκτο αυτές οι καινοτόμες εφαρμογές, κάποια στιγμή,<br />
να παρεισφρήσουν και στο φαινομενικά απόρθητο «οχυρό» των γραμμάτων προσφέροντας<br />
τόσο νέες δυνατότητες διδακτικής του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σε σχολικό<br />
πάντα επίπεδο, όσο και διευρυμένες μεθόδους ανάγνωσης και κριτικής εξέτασης των κειμένων.<br />
Η παρούσα εργασία εστιάζεται σε ψηφιακά εργαλεία, τα οποία έχουν δημιουργηθεί με γνώμονα<br />
την βελτίωση της μελέτης του κειμένου από τον αναλυτή-ερμηνευτή του. Συγκεκριμένα<br />
αναφέρομαι στα εργαλεία λεξιλογικής αλφαβητικής εύρεσης, ευρύτερα γνωστά με τον ξενικό<br />
τους όρο «concordance tools». Η χρήση αυτών των εργαλείων, τα οποία είναι επικεντρωμένα<br />
στην ανάλυση των κειμένων από γλωσσολογικής και υφολογικής πλευράς, επιλύει ποικίλα<br />
προβλήματα τα οποία σχετίζονται παραδοσιακά με τον χρόνο. Η διεύρυνση της παραδοσιακής<br />
μεθοδολογίας μελέτης των κειμένων, επιτρέπει την επεξεργασία μεγαλύτερου όγκου<br />
δεδομένων σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα και με εγκυρότερα και πιο διαρθρωμένα<br />
συμπεράσματα. Παράλληλα ο αναγνώστης, επωφελείται από τη χρήση των συγκεκριμένων<br />
εργαλείων καθώς του δίνεται η δυνατότητα να καθορίσει ο ίδιος το μονοπάτι της ανάγνωσης<br />
που θα ακολουθήσει, μελετώντας και παράλληλα συγκρίνοντας φράσεις και λέξεις του<br />
ποιήματος προς μελέτη, με έργα άλλων ποιητών. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι ο<br />
αναγνώστης ξεφεύγει από το μονοπάτι που χάραξε ο ποιητής καθώς δημιουργούσε το έργο του<br />
και ακολουθεί τη δική του πορεία για να ερμηνεύσει π.χ., το τί κρύβεται πίσω από την<br />
συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων λέξεων στα ποιήματα προς μελέτη, με ποιά μοτίβα<br />
συνδέονται οι συγκεκριμένες λέξεις, σε ποιά λογοτεχνικά ρεύματα παραπέμπουν και σε ποιούς<br />
άλλους ποιητές συναντάται παρόμοια τακτική.<br />
11
Συμπερασματικά, όσο επεκτείνονται και τελειοποιούνται τα διαθέσιμα ψηφιακά εργαλεία<br />
επεξεργασίας των κειμένων, τόσο περισσότερο διευρύνεται ο διαθέσιμος ορίζοντας έρευνας<br />
και ερμηνείας των νοημάτων του κάθε ποιήματος και κατ’ επέκταση των επιλογών του ποιητή<br />
από τον αναγνώστη.<br />
1.2. Γλωσσολογία και Λογοτεχνία<br />
«Είναι καλύτερα να θεωρήσουμε τον γλωσσολόγο και τον φιλόλογο όχι ως διαφορετικά<br />
πρόσωπα, αλλά ως διαφορετικούς ρόλους που μπορούν να αναληφθούν από το ίδιο πρόσωπο.<br />
Κάθε φιλόλογος που καταφεύγει σε γλωσσολογικά μέσα δρα ως γλωσσολόγος για τον εαυτό του.<br />
Και κάθε γλωσσολόγος που στρέφει την προσοχή του στο ποιητικό κείμενο με δυσκολία μπορεί<br />
να αποφύγει να μην εκφράσει κριτική άποψη γι’ αυτό».<br />
Geoffrey Leech<br />
(A linguistic guide to English Poetry: 1969, 226)<br />
Τα λόγια αυτά αντανακλούν απόλυτα το νόημα και τον σκοπό της συγκεκριμένης εργασίας. Ο<br />
ρόλος ενός φιλολόγου και κατ’ επέκταση ενός γλωσσολόγου είναι πρωταρχικής σημασίας στην<br />
μελέτη της γλώσσας κάθε είδους λογοτεχνικού κειμένου, του χώρου δηλ. στον οποίο η γλώσσα<br />
ξεπερνάει την λειτουργία της ως όργανο λεκτικής επικοινωνίας προκειμένου να γίνει εφικτή,<br />
μέσω των ποικίλλων μηχανισμών της, η μέγιστη επικοινωνία, που δεν είναι άλλη από την<br />
«ποιητική». Ωστόσο ένας φιλόλογος, πέρα από θεματοφύλακας της τεχνικής του λόγου θα<br />
πρέπει να λειτουργεί και ως ερμηνευτής προκειμένου να είναι σε θέση να αποκωδικοποιεί τα<br />
λόγια του τεχνίτη δημιουργού ώστε να αποκαλύψει τα νοήματα που κρύβονται πίσω από αυτά.<br />
Το πεδίο συνάντησης της Γλωσσολογίας και της Επιστήμης της Λογοτεχνίας ήταν η γλώσσα<br />
του λογοτεχνικού κειμένου. Το βασικό σημείο τόσο της γλωσσολογικής όσο και της<br />
φιλολογικής μελέτης του λογοτεχνικού κειμένου είναι η ιδιαιτερότητα της γλωσσικής του<br />
μορφής, με λίγα λόγια το ύφος του. Κάθε προσπάθεια μελέτης του κειμένου ως τέχνης του<br />
λόγου ορίζεται, κατά βάση, ως υφολογική. Συγκεκριμένα, η «Γλωσσοϋφολογία», είναι η κατ’<br />
εξοχήν θεώρηση του κειμένου, η οποία επικεντρώνεται στην ποικιλία και στην διαφοροποίηση<br />
που εμφανίζει η γλώσσα. Η θεώρηση αυτή διαφοροποιείται από την «παραδοσιακή»<br />
12
Γλωσσολογία ως προς το ότι η «παραδοσιακή» Γλωσσολογία μελετά τις κανονικότητες της<br />
γλώσσας στο επίπεδο της πρότασης, ενώ η «Γλωσσοϋφολογία» επικεντρώνεται τόσο στο<br />
προτασιακό όσο και στο κειμενικό επίπεδο, δεδομένου ότι η ποικιλία στην ομιλία μπορεί να<br />
αφορά τόσο στην πρόταση όσο και στο κείμενο, στην μικροδομή δηλ. όσο και στην<br />
μακροδομή. Επομένως στην συγκεκριμένη εργασία, όπως θα φανεί, ακολουθείται μια<br />
προσέγγιση του ποιητικού κειμένου, από την πλευρά της «Γλωσσοϋφολογίας».<br />
Παράλληλα, ιδιαιτέρως σημαντική είναι η προσέγγιση του ποιητικού κειμένου από την πλευρά<br />
τόσο του δημιουργού του όσο και του αναγνώστη.<br />
Ο δημιουργός του κειμένου, ο συντάκτης του είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στη<br />
διαμόρφωση των νοημάτων και των γλωσσικών επιλογών του ποιήματος. Κατά την μελέτη<br />
ωστόσο του ποιήματος από τον φιλόλογο – ερμηνευτή του, χωριστά και ανεξάρτητα από τον<br />
δημιουργό του, συνεπάγεται ότι θα προκύψουν ερμηνείες του ποιητικού έργου, οι οποίες δεν<br />
βρίσκονταν με βεβαιότητα στο μυαλό του δημιουργού του. Αυτές οι ερμηνείες είναι εξίσου<br />
θεμιτές με την «αυθεντική» ερμηνεία που έδωσε ο δημιουργός στο ποίημά του, από την στιγμή<br />
που αυθεντική ερμηνεία δεν υφίσταται. Ο καθένας, καθώς μελετά ένα ποίημα, είναι σε θέση<br />
να ανακαλύψει νοήματα τα οποία δεν είχε σκεφτεί καν ο δημιουργός του, χωρίς ωστόσο να<br />
αποκλείεται η δυνατότητα να υπάρχουν στο έργο, έξω από τις προθέσεις του ποιητή.<br />
Από την άλλη πλευρά, ο αναγνώστης, δηλ. ο δέκτης του κειμένου, προσπελάζει γλωσσολογικά<br />
τα νοήματα που εκφράζει ο ποιητής, με βάση δύο παράγοντες: α) στον κώδικα της γλώσσας<br />
που κατέχει και β) στις γλωσσικές προσδοκίες που του δημιουργεί ο κώδικας αυτός. Αυτοί οι<br />
δύο παράγοντες με λίγα λόγια σημαίνουν ότι ο κάθε αναγνώστης στηρίζεται στη γνώση που<br />
κατέχει επί της κοινής ελληνικής και στην εμπειρία του από πρότερες αναγνώσεις<br />
λογοτεχνικών και ποιητικών έργων προκειμένου να αντιληφθεί τα περιεχόμενα και τα νοήματα<br />
του ποιητικού έργου που μελετά. Όσο περισσότερο η γλώσσα ενός ποιήματος απομακρύνεται<br />
από τις προσδοκίες του αναγνώστη του, τόσο πιο έντονο είναι το γλωσσικό ύφος του κειμένου<br />
και τόσο περισσότερο γίνεται αισθητό ως γλωσσικά «ποιητικό» (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />
1.2.1 Η μοναδικότητα του ποιητικού γλωσσικού σημείου<br />
Η ποιητική λέξη περιβάλλεται από ένα πολύπλευρο πλέγμα σχέσεων κάτι το οποίο της δίνει το<br />
χαρακτήρα ενός ανεπανάληπτου και μοναδικού για την κάθε γλώσσα στοιχείου. Το γλωσσικό<br />
αυτό όμως σημείο αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ποιητή για καθολική<br />
13
εφαρμογή σε όλους τους αναγνώστες, καθώς όσο πιο βαθύς και συγκινησιακός είναι ο<br />
χαρακτήρας του γλωσσικού μηνύματος, τόσο πιο δυσπρόσιτο γίνεται στον μη έμπειρο δέκτη<br />
του. Η κάθε λέξη, είναι το υλικό που χρησιμοποιείται από τον ποιητή για να εκφράσει την<br />
προσωπικότητα της ποιητικής του δημιουργίας. Η δυναμικότητα αυτή της λέξης έγκειται<br />
ακριβώς στην σημασιολογική της ευκαμψία, στην δυνατότητά της δηλ. να προσαρμόζεται κάθε<br />
φορά στο συγκινησιακό επίπεδο έκφρασης του ποιητή. Ως εκ τούτου, η μοναδικότητα της<br />
λέξης και η λειτουργία της ως αναντικατάστατου συμβόλου του ποιητικού λόγου τονίζονται<br />
ιδιαίτερα στην ποιητική λειτουργία της γλώσσας. (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />
1.2.2. Η ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού ύφους<br />
Με τον όρο «λογοτεχνικό ύφος» σε αντιδιαστολή με τον όρο «ατομικό ύφος» ορίζεται η<br />
ιδιαίτερη και χαρακτηριστική για κάθε δημιουργό μορφή γραπτής πραγματώσεως του λόγου<br />
του, ώστε να εκφράσει εναργέστερα τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα από το ποίημά<br />
του. Ο Μπαμπινιώτης (1984:106) ορίζει το ύφος ως: «τη συνειδητή επιλογή ορισμένων<br />
επαναλαμβανόμενων, κατά κανόνα, δομικών σχημάτων, που απαρτίζουν ένα ιδιαίτερο γλωσσικό<br />
σύστημα, μια «ποιητική γραμματική». Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται κυρίως από έμφαση στην<br />
μορφή έναντι του περιεχομένου και στην συγκινησιακή / βιωματική πλευρά της γλώσσας έναντι<br />
της λογικής της έκφανσης. Η όλη οργάνωση του ύφους υπηρετεί συγκεκριμένες προθέσεις». Η<br />
ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού ύφους εδράζεται στην πάλη του ποιητή να δαμάσει το<br />
γλωσσικό του μήνυμα και να επιλέξει την μορφή του γλωσσικού του μηνύματος η οποία θα<br />
εξυπηρετήσει καλύτερα τη δήλωσή του. Αυτές ακριβώς οι επιλογές, που κάνει ο δημιουργός,<br />
συνιστούν την «ποιητική του γραμματική». Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι οι προθέσεις<br />
του δημιουργού ως προς τη σχέση μορφής περιεχομένου, ρυθμίζονται σε μεγάλο βαθμό από<br />
παραμέτρους που οφείλουν να λαμβάνονται υπόψιν στην έρευνα της δομής του ποιητικού<br />
έργου, όπως π.χ. η συγκεκριμένη Σχολή ή ρεύμα την οποία υπηρετεί ο ποιητής – δημιουργός.<br />
(Μπαμπινιώτης, 1984).<br />
1.2.3. Η συγκινησιακή / βιωματική λειτουργία της γλώσσας<br />
Το γνωστικό και βιωματικό υπόβαθρο του ποιητή, η στάση που τηρεί απέναντι στον κόσμο και<br />
στην τέχνη προσδίδουν μια ιδιαίτερη μορφή στο γλωσσικό του μήνυμα. Η γλώσσα του καθενός<br />
και πολύ περισσότερο του ποιητή – δημιουργού, διαμορφώνεται σύμφωνα με τα βιώματά του<br />
και τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει από το περιβάλλον του. Η βιωματική λειτουργία συνιστά<br />
14
βασικό παράγοντα της γλωσσικής επικοινωνίας, καθότι αποτελεί την προσωπική πλευρά του<br />
μηνύματος, την στάση που κρατά ο δημιουργός απέναντι στο γλωσσικό του μήνυμα. Ο κάθε<br />
είδους χρωματισμός της γλώσσας του ποιητή – δημιουργού από τον ίδιο εξαρτάται από την<br />
χρήση της βιωματικής / συγκινησιακής πλευράς της γλώσσας. Εν τέλει ο παράγοντας ο οποίος<br />
θα διαμορφώσει καθοριστικά το ύφος ενός λογοτεχνικού έργου είναι η σωστή αξιοποίηση της<br />
βιωματικής πλευράς της γλώσσας. (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />
1.2.4. Η λειτουργία της στίξης στο ποιητικό κείμενο<br />
Η στίξη αποτελεί ένα ιδιαίτερο σημειακό σύστημα το οποίο συμπληρώνει το σύστημα της<br />
γραφής των γραφημάτων, με το οποίο απεικονίζεται ο προφορικός λόγος. Ως σημειακό<br />
σύστημα η στίξη έχει ένα καθαρά συμβατικό χαρακτήρα όπως και η γραφή. Ως<br />
προκαθορισμένο συμβατικό σύστημα, ωστόσο, η στίξη καθοδηγεί και ως εκ τούτου «δεσμεύει»<br />
την γραπτή έκφραση, καθώς της επιβάλλει συγκεκριμένες γλωσσικές συμβάσεις. Η εκτενής<br />
παρουσία της στίξης σε ένα ποίημα καθοδηγεί τον αναγνώστη ως προς τον τρόπο με τον οποίο<br />
θα ερμηνεύσει τα νοήματα που αναπαριστά με τη γραφή του ο ποιητής – δημιουργός. Από την<br />
άλλη, η απουσία της στίξης καταργεί τις συμβατικές μορφές ερμηνείας και σχολιασμού<br />
επιτρέποντας στον αναγνώστη να πραγματοποιήσει πολλαπλές και ποικίλες συνδέσεις των<br />
νοηματικών σχέσεων που συναντά στο ποίημα. Η αποφυγή στίξεως του κειμένου είναι το μέσο<br />
προκειμένου ο δημιουργός να απαλλάξει τον αναγνώστη του από τη μια και προκαθορισμένη<br />
ανάγνωση των νοημάτων του κειμένου του, συνιστώντας ουσιαστικά μια πρόσκληση για<br />
«ελεύθερη ανάγνωση» του ποιήματος. (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />
1.3. Το Ρομαντικό ρεύμα στην ποίηση<br />
Ο Ρομαντισμός είναι ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα.<br />
Επιβλήθηκε στην λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση με κυρίαρχο στοιχείο την εμμονή στην<br />
χρήση της καθαρεύουσας.<br />
Όσον αφορά τα θεματικά μοτίβα του ρομαντισμού τα ποιήματα με ιστορικό/πατριωτικό θέμα<br />
κυριαρχούν στην παραγωγή, καθώς βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η σπουδαιότητα του<br />
15
ηρωικού παρελθόντος αλλά και η συναισθηματική φόρτιση από τους αλλεπάλληλους<br />
απελευθερωτικούς αγώνες του παρόντος είναι έντονα.<br />
Το θέμα της φύσης επίσης κυριαρχεί ως μοτίβο στον ρομαντισμό. Οι Ρομαντικοί ποιητές<br />
πιστεύουν στην ενότητα του πνευματικού και του υλικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτούς, το<br />
πνεύμα και η ψυχή του ανθρώπου θα πρέπει να βρίσκονται σε άρρηκτη σύνδεση με τις ποικίλες<br />
εκδηλώσεις της φύσης. (Γεωργαντά, 2001). Μέσα από αυτή τη θεώρηση δικαιολογείται το<br />
μοτίβο του δέους μπροστά στη φύση και τα φαινόμενά της, οι σταθερές ανταποκρίσεις ανάμεσα<br />
στις ψυχικές και άλλες αντιδράσεις των ηρώων και στις αντιδράσεις της φύσης, τα μοτίβα της<br />
καταιγίδας, του θυελλώδους ανέμου κ.ά.<br />
Ένα ακόμη σύνηθες μοτίβο του ρομαντισμού είναι αυτό της περιπλάνησης του πρωταγωνιστή.<br />
Η περιπλάνηση αυτή έρχεται συχνά ως θεραπευτική διέξοδος στα προβλήματα (συνήθως<br />
αισθηματικά αλλά και υπαρξιακά) των πρωταγωνιστών. Σε πολλές περιπτώσεις η Λεοντιάς,<br />
καταφεύγει στη φύση για να μπορέσει να απαλλαγεί από το βάρος και την αποπληξία του<br />
αστικού περιβάλλοντος.<br />
Άλλο γνώριμο θεματικό χαρακτηριστικό της ρομαντικής ποίησης είναι η σταθερή παρουσία<br />
του χριστιανικού στοιχείου. Πολύ συχνές είναι οι επισκέψεις του πρωταγωνιστή σε εκκλησίες<br />
και εξωκλήσια, οι ύμνοι και οι επικλήσεις προς τον Θεό<br />
Η θεματική ποικιλία ωστόσο είναι αρκετά μεγάλη. Συναντά κανείς ποιήματα επικαιρικά,<br />
αφιερωμένα δηλαδή σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία ενός έτους, ποιήματα αφιερωμένα<br />
σε εποχές και μήνες του ημερολογιακού έτους, ποιήματα – ύμνους στο έργο και στη προσφορά<br />
λογοτεχνικών προγόνων κ.ά.<br />
1.4. Το γλωσσικό ζήτημα στην ποίηση και στη λογοτεχνία και η επίδραση<br />
του Ρομαντικού κινήματος<br />
Τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση, το νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο αντιμετώπιζε<br />
πολλά προβλήματα τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ένα στοιχείο όμως είναι φανερό εκείνη<br />
την εποχή, και αυτό είναι η οπισθοδρομική του στάση απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα.<br />
Ουσιαστικά ως επίσημη γλώσσα αναγνωριζόταν η αρχαΐζουσα. Εξάλλου δεν πρέπει κανείς να<br />
16
ξεχνά ότι εκείνη την εποχή στην Ευρώπη μελετούσαν και λάτρευαν την αρχαία ελληνική<br />
γλώσσα, με τον ρομαντισμό να κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της λογοτεχνίας και των<br />
τεχνών. Η πνευματική κίνηση της Ευρώπης, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την Ελληνική<br />
κοινωνία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια διαρκώς αυξανόμενη απαίτηση για επιστροφή στη<br />
γλώσσα των προγόνων, την αρχαία Ελληνική. Ο αττικισμός κάτω από την επίδραση του<br />
Ρομαντισμού, της σχολής του Κοραή αλλά και του πολύκροτου έργου του Φαλμεράγιερ<br />
«Ἰστορία τῆς χερσοννήσου τοῦ Μοριᾶ», μέρα με τη μέρα δυναμώνει.<br />
Την ίδια περίοδο, η ποίηση αναπτύχθηκε σε δύο πόλους, τα Επτάνησα και την Αθήνα. Στην<br />
Αθήνα η γλώσσα της ποίησης αποκτά πολλά περισσότερα αρχαϊκά στοιχεία, λόγω της έντονης<br />
επιθυμίας να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων. Δεν πρέπει<br />
κανείς παράλληλα να ξεχνά ότι η καθαρεύουσα επιβαλλόταν και από τους Ποιητικούς<br />
Διαγωνισμούς.<br />
Η καθιέρωση ή τουλάχιστον η προσπάθεια παγίωσης της καθαρεύουσας ως εθνικής γλώσσας<br />
και η ισχυροποίηση της ιδεολογικής της νομιμότητας τοποθετούνται πενήντα (50) χρόνια μετά<br />
την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Την ίδια περίοδο η γλωσσική μεταρρύθμιση θεωρείται<br />
πριν απ’ όλα υπόθεση αποκλειστικά των εγγράμματων, ενώ το κράτος παρεμβαίνει ελάχιστα,<br />
αποδεχόμενο την κατανομή των αρμοδιοτήτων της γλωσσικής μεταρρύθμισης ανάμεσα στο<br />
ίδιο και τα εγγράμματα ελιτίστικα στρώματα της κοινωνίας. Οι λόγιοι, από τη μεριά της,<br />
θεωρούν ότι στο τέλος αυτής της μακροπρόθεσμης διαδικασίας της γλωσσικής μεταρρύθμισης,<br />
θα έχει επιτευχθεί η αποκρυστάλλωση της νέας εθνικής γλώσσας με φυσικό πάντα τρόπο.<br />
Παρόλα αυτά η γλωσσική μεταρρύθμιση περιορίζεται άσκοπα σε μια προσπάθεια προσέγγισης<br />
προς τους αρχαίους τύπους, μια προσπάθεια η οποία αρχίζει σιγά σιγά να θεωρείται ως κάτι το<br />
φυσιολογικό και αποδεκτό από το μεγαλύτερο μέρος των λογίων της εποχής. Από την άλλη<br />
όλες οι απόπειρες μεταρρύθμισης της νέας ελληνικής γλώσσας με γνώμονα την προφορική<br />
κοινή είναι ιδιαίτερα περιορισμένες μέχρι, τουλάχιστον, το 1888. Δεδομένου αυτού,<br />
εξηγούνται απόλυτα οι συστηματικές και έντονες απόπειρες εξαρχαϊσμού της καθαρεύουσας<br />
όπως και η προσπάθεια αποκλειστικής διδασκαλίας της στον εκπαιδευτικό τομέα.<br />
Η αλλαγή αρχίζει να εμφανίζεται κατά την διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας του 19 ου αιώνα,<br />
όταν και η κυρίαρχη αντίληψη που προαναφέρθηκε για τη γλωσσική μεταρρύθμιση αρχίζει να<br />
χάνει τα ιδεολογικά και πολιτικά της ερείσματα. Με αφορμή τις μεταρρυθμίσεις του Χαριλάου<br />
17
Τρικούπη, ένας μεγάλο μέρος των νέων αστικών στρωμάτων θα ζητήσει ριζικές αλλαγές στον<br />
τομέα της γλώσσας, θέτοντας την γλωσσική μεταρρύθμιση ως ένα βασικό εθνικό στόχο. Το<br />
1888 ο Γιάννης Ψυχάρης δημοσιεύει το «Ταξίδι» του επιφέροντας μια πολυεπίπεδη ρήξη στον<br />
τομέα των γλωσσικών αντιλήψεων, απαιτώντας τον σταδιακό αλλά συνάμα ολοκληρωτικό<br />
αποκλεισμό της καθαρεύουσας από όλα τα επικοινωνιακά πεδία. Από την άλλη, ο ίδιος θεωρεί<br />
την εισαγωγή της δημοτικής στη θέση της καθαρεύουσας ως βασικό μέσο για την επίτευξη των<br />
εθνικών στόχων. Τις αντιλήψεις αυτές του Ψυχάρη, θα τις εκφράσει και ο Ε. Ροΐδης λίγα χρόνια<br />
αργότερα, γράφοντας μέσα από το βιβλίο του «Είδωλα» ένα κατηγορώ κατά της<br />
καθαρεύουσας, χρησιμοποιώντας περισσότερα επιστημονικά επιχειρήματα και όχι τόσο<br />
ιδεολογικά.<br />
Παράλληλα, μια ακόμη αλλαγή παρατηρείται στο τελευταίο τέταρτο του 19 ου αιώνα και αυτή<br />
δεν είναι άλλη από την αλλαγή στάσης απέναντι στη «δημώδη γλώσσα». Η ολοένα και<br />
αυξανόμενη επαφή με τις διαλέκτους, η συλλογική διαλεκτικών λεξιλογικών στοιχείων και οι<br />
έρευνες και τα συμπεράσματα της ιστορικής γλωσσολογίας αίρουν πολλές από τις<br />
προκαταλήψεις του προηγούμενου αιώνα ως προς τη χρήση της δημώδης γλώσσας. Αυτό έχει<br />
ως αποτέλεσμα, η καθαρεύουσα να απωλέσει πολλά από τα ιδεολογικά της στηρίγματα του<br />
παρελθόντος.<br />
Η δημιουργία της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (1880) επιφέρει την σημαντικότερη αλλαγή στον<br />
τομέα της γλώσσας, καθιερώνοντας πλέον ολοκληρωτικά την χρήση της δημοτικής στην<br />
ποίηση.<br />
2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ<br />
18
«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος»<br />
Όπως και το αμέσως προηγούμενο ποίημα που μελετήσαμε, έτσι και αυτό εδώ μεταχειρίζεται<br />
την ίδια θεματική, αυτή της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, ωστόσο επικεντρώνεται<br />
περισσότερο στην Νίκη του Ιησού Χριστού απέναντι στις δυνάμεις του Κακού και του<br />
Διαβόλου, τις οποίες εξουδετερώνει με το θαύμα της έγερσής Του από τους νεκρούς, σε<br />
αντίθεση με το προηγούμενο ποίημα το οποίο επικεντρωνόταν περισσότερο στις συνέπειες της<br />
Ανάστασης για τους ανθρώπους. Ωστόσο και σε αυτό το ποίημα η Σαπφώ περιγράφει στους<br />
αναγνώστες, τους ανθρώπους να βρίσκουν το δώρο της Αθανασίας κοντά στον τάφο του Ιησού,<br />
μιας που ο Θάνατος έχει πλέον εκβαραθρωθεί, να εκπλήττονται για την απίστευτα μεγάλη<br />
φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού και να γιορτάζουν με ανείπωτη χαρά «τήν κακὴν πλάσιν»<br />
τους. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται με παρόμοιο σκοπό με την λέξη «επιδημία» που<br />
συναντήσαμε στο προηγούμενο ποίημα. Η Σαπφώ δηλ. θέλει να καταστήσει σαφές στον<br />
αναγνώστη ότι θεωρεί τον άνθρωπο λόγω των ελαττωμάτων του και του ασεβούς του απέναντι<br />
στο Θεό, που τον δημιούργησε, τρόπου ζωής του ένα ελαττωματικό δημιούργημα,<br />
εκφράζοντας παράλληλα την θλίψη και την απογοήτευσή της.<br />
Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μόνο η σύνταξη του ρήματος<br />
«θαυμάζω» με γενική για να εκφράσει την έκπληξη, «Καὶ τῆς φιλανθρωπίας σου, Θεὲ,<br />
ὑπερθαυμάζει» συντακτική δομή που συναντάται στην Αρχαία Ελληνική. Σε κάθε άλλη<br />
περίπτωση η αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα της Σαπφούς δεν είναι δύσκολη στην κατανόηση και<br />
δεν εμφανίζει κάποια άλλη ιδιαιτερότητα.<br />
Τέλος, στο ποίημα συναντάται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὸν εθνικὸν ποιητὴν Ἀλέξανδρον Σοῦτσον»<br />
Η Σαπφώ συνθέτει μια ακόμη Ωδή, ένα θρήνο, με το συγκεκριμένο ποίημά της αφιερωμένη<br />
στο θάνατο του εθνικού ποιητή Αλέξανδρου Κ. Σούτσου. Η ποιήτρια περιγράφει στον<br />
αναγνώστη την σκηνή κατά την οποία ο Σούτσος καταφθάνει στην Σμύρνη, «τὴν γραῖαν<br />
Ἰωνίαν» όπως την χαρακτηρίζει, η οποία έμελλε να είναι και ο τόπος που θα αποχαιρέτιζε τις<br />
19
Μούσες και θα ακολουθούσε τον βιοθήρα Θάνατο που τόσα χρόνια τον ακολουθούσε στενά<br />
σε όλα τα ταξίδια του. Σε πολλά ποιήματά της η Σαπφώ μιλάει με αρνητικό τόνο και χροιά για<br />
τον Θάνατο, εμμένοντας στην καταστροφική του δύναμη πάνω στην ομορφιά της ζωής. Ας μην<br />
ξεχνάμε τον πόνο που βίωσε και η ίδια λίγα χρόνια πριν, κατά τον θάνατο της κόρης της, ένα<br />
γεγονός που άλλαξε ριζικά την ψυχολογία της και τον τρόπο γραφής της. Στη συνέχεια η<br />
Σαπφώ επιλέγει μιας καταπληκτικής ομορφιάς εικόνα, παρομοιάζοντας τον Σούτσο με κύκνο,<br />
όπου όπως το πανέμορφο αυτό πουλί έρχεται στις όχθες του ποταμού για να αφήσει την<br />
τελευταία του πνοή έτσι λοιπόν και ο «καλλικέλαδος» Σούτσος, επιλέγει να έρθει στη Σμύρνη<br />
για να αποχαιρετήσει τα εγκόσμια. «Ὁ μελόφωνος ὁπόταν κύκνος μέλλη νὰ ἐκπνεύση, § >>Εἰς<br />
τὰς ὄχθας,ὅπου μέλη γλυκερὰ ἤχησαν,φθάνει. § >>Πρὸς τοῦ Μέλητος τὰς ὄχθας τὰς μουσοφιλεῖς<br />
νὰ ῥεύσῃ. § Κ’ ἡ ζωὴ τοῦ ποιητοῦ! §»<br />
Παράλληλα η Σαπφώ δράττει της ευκαιρίας να εγκωμιάσει για ακόμη μια φορά την περιοχή<br />
της Σμύρνης, αναφέροντας στον αναγνώστη ότι αποτέλεσε τον χρυσό τόπο γέννησης του<br />
σπουδαιότερου ποιητή της Ελλάδος, του Ομήρου, χαρίζοντας στιγμές δόξας και μεγαλείου σε<br />
όλο τον Ελληνισμό. Αναρωτιέται μάλιστα αν στο μέλλον θα βρεθεί και πάλι κάποιος ποιητής<br />
ανάλογου επιπέδου γεννημένος στη Σμύρνη, που θα δοξάσει με το έργο του την πατρίδα του.<br />
Σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται και πάλι η Σμύρνη με μητέρα, της δίνονται δηλαδή<br />
ιδιότητες φυσικού προσώπου, μια τακτική που έχει ακολουθήσει και σε άλλα ποιήματά της η<br />
Σαπφώ, συγκεκριμένα όταν δίνει ιδιότητες φυσικού προσώπου στην μητέρα του Χρόνου και<br />
στον Χρόνο ιδιότητες χαριτωμένου μωρού. («Ὧ ὡραία Σμύρνη !δόξα ζηλωτὴ εἰς σὲ ὁποία, §<br />
Πρὸς τῶν τέκνων σου τὰς τόσας ἀρετὰς ἀνακλωμένη! § Ἀοιδοῦ μας τοῦ ἀρχαίου μήτηρ ἦσο<br />
σεβασμία. §») Τέλος, καθώς η ψυχή του Σούτσου ανεβαίνει στα ουράνια η Σαπφώ του ζητάει<br />
να εγκωμιάσει στον Άγγελο που θα τη συνοδεύει, τη Γη που φέρει δαφνοστεφανωμένο το κορμί<br />
του και τους ανθρώπους όλους ώστε Εκείνος να τους προσφέρει υγεία και ευδαιμονία, «Σὺ<br />
ψυχὴ τοῦ Σούτσου ἥδη ἀναβαίνουσα τὰ ὕψη, § Ἄγγελον ἂν ὁδηγοῦντα πνεῦμα ἔνθουν ἀπαντήσῃς,<br />
§ Ὑμνησέ τῳ τὴν γῆν,ἥτις σοῦ προώριστο νὰ κρύψῃ §».<br />
Από λεξιλογικής πλευράς, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύπος «καλλικελάδου», ο οποίος είναι<br />
γενική πτώση του επιθέτου « καλλικέλαδος < ελληνιστική κοινή καλλικέλαδος < αρχαία<br />
ελληνική καλλι- (< καλός) + κέλαδος, 1. (λόγιο) (για πτηνά) που κελαηδάει ωραία, 2.(λόγιο)<br />
(κατ’ επέκταση) που ηχεί ωραία, 3. (λόγιο) (μεταφορικά) (για ανθρώπους) καλλίφωνος.<br />
20
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι και σε αυτό το ποίημα αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα,<br />
με συντακτικές δομές της αρχαίας Ελληνικής, όπως για παράδειγμα η χρήση της υποτακτικής<br />
έγκλισης πολλών ρημάτων και η χρήση της δοτικής για να δηλώσει το έμμεσο αντικείμενο στη<br />
φράση «Ὑμνησέ τῳ τὴν γῆν».<br />
«Ἐλεγεὶον Τῷ φιλελλήνι Θωμᾷ Κοχρᾶν»<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένα ακόμη ελεγείο, ένας θρήνος, χαρακτηριστικό στοιχείο<br />
του ρομαντικού ρεύματος, προς το πρόσωπο του Τόμας Κοχράν. Ο Τόμας Τόμας Αλεξάντερ<br />
Κόχραν θεωρείται ένας από τους φιλέλληνες της ελληνικής επανάστασης του 1821. Η<br />
καταγωγή του ήταν από την Μεγάλη Βρετανία. Αποτέλεσε αρχηγό του ελληνικού στόλου στη<br />
θέση του Ανδρέα Μιαούλη, καθώς του ζητήθηκε από τους Έλληνες να βοηθήσει στην<br />
εκστρατεία τους, λόγω της καλής του φήμης στα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο συγκεκριμένο της ποίημα είναι μια αρκετά δυσνόητη<br />
αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, με πλήθος ποιητικών και ομηρικών λέξεων. Από λεξιλογικής<br />
πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «τηλεκλυτῆς» (Τηλεκλυτός -ή, -<br />
όν και τηλεκλειτός. (Επίθετο ομηρικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + κλυτός<br />
«ένδοξος» (< κλύω)]), β) «πτόρθος» (ουσιαστ. πτόρθος και πόρθος, ὁ, 1. νέος, τρυφερός κλάδος<br />
φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.) 2. η<br />
βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ' ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.) [Άγνωστης<br />
ετυμολογικής προέλευσης. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν<br />
ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λέξης με τους τύπους «πόρτις» και «παρθένος»]), γ)<br />
«δήϊον» ( επιθ. δήϊος, -η, -ον (Α) [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη<br />
σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με<br />
ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη ενός επιθέτου δάϊος<br />
«καυστικός, πύρινος» (διάφορο τού δήϊος «εχθρικός, ολέθριος») < *δăFıoς < *δαFίω. Τέλος,<br />
προς συμβιβασμό των δύο αυτών απόψεων υπετέθη ότι το δήϊος σήμαινε αρχικά «εχθρικός»<br />
και υστερογενώς συνδέθηκε με το δαίω «καίω». Δηλαδή θα πρέπει να είναι παράγωγο τού δαΐ,<br />
επική δοτική τού δαΐς*], δ) «κυδαλίμοιο» ( επιθ. κυδάλιμος, κυδάλιμος, -ον, θηλ. και –ίμη, 1.<br />
ένδοξος, φημισμένος («δύο δ' oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.) 2. φρ.<br />
«κυδάλιμον κῆρ» — ευγενής καρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα -άλιμος (βλ. κατάλ. -<br />
21
ιμος)], ε) «θεοῖο» (ποιητικός τύπος του ουσιαστ. «θεός»), στ) «αὐτάρ» (ομηρικός σύνδ.<br />
Συναντάται πάντα στην αρχή της πρότασης.= ἀλλά, ὅμως, ἐν πάσῃ περιπτώσει, πάντως,<br />
ὁπωσδήποτε, πρὸς τούτοις, ἐξ ἄλλου, 2. Το ἀτάρ ενίοτε απαντά στὸ μέν, ως εμφαντικότερο του<br />
δέ.), ζ) «Οὐδῷ» (ουσιαστ. «οὐδός» θηλυκός επικός τύπος του «ὁδός»), η) «φθὰς» (ποιητικός<br />
τύπος, μετοχή αορίστου β' του ρ. «φθάνω»), θ) «ἐρίηρ’» (επίθετο ερίηρος, ἐρίηρος, -ον, με<br />
ετερόκλιτο πληθυντικό ερίηρες) (συνώνυμο ως επίθ. τού εταίρος) = στενά συνδεδεμένος,<br />
προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» — πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<br />
< ερι- (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα ανθρωπωνύμιο<br />
eriwero. Ο τύπος «ερίηρος» είναι υστερογενής, ενώ ο τύπος «ερίηρες» μαρτυρείται από τον<br />
‘Ομηρο και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επίθ. τού εταίροι]), ι) «ἑεῖο» (και εἷο, ποιητικός<br />
τύπος της αντωνυμίας «οὗ»), ια) «Τῆνος» (μορφολογικό χαρακτητιστικό της δωρικής<br />
διαλέκτου είναι η χρήση της δεικτικής αντωνυμίας «τῆνος» αντί του Αττικού «(ἐ)κεῖνος», ιβ)<br />
«κάββαλεν» (
§». Κλείνοντας το ποίημα, η Σαπφώ ζητάει από τον Ιησού Χριστό, να βρίσκεται για πάντα μέσα<br />
στην καρδιά και την ψυχή του κάθε ανθρώπου, να βρίσκεται για πάντα στο πλευρό τους,<br />
προτρέποντας παράλληλα και τον ίδιο τον αναγνώστη και όλους τους ανθρώπους<br />
συνεπακόλουθα να έχουν τον Ιησού Χριστό ως την αρχή και το τέλος της ζωής τους, ως το<br />
Άλφα και το Ωμέγα, «Νὰ ἔχῃ κάμ’ ἡ ἐπὶ γῆς ἡμῶν ἐπιδημία § ἀρχήν της Σὲ καὶ τέλος». Επιλέγει<br />
ωστόσο να χρησιμοποιήσει τον όρο επιδημία, αναφερόμενη στην ύπαρξη των ανθρώπων πάνω<br />
στη Γη, μια λέξη η οποία συνοδεύεται από μια αρνητική χροιά. Με αυτό τον τρόπο επιλέγει να<br />
εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για το πώς έχει εξελιχθεί η παρουσία των ανθρώπων πάνω στη<br />
Γη, για το πώς έχουν αλλοιώσει και ουσιαστικά καταστρέψει τον πλανήτη που κάποτε ήταν το<br />
κόσμημα της δημιουργίας του Θεού. Την άποψή της αυτή την συναντάμε και σε άλλα ποιήματά<br />
της, καθώς πολύ συχνά, αποστρέφεται την πόλη και τους ανθρώπους και επιλέγει να στραφεί<br />
τόσο στο Θείο όσο και στη Φύση για παρηγοριά.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στο συγκεκριμένο ποίημα είναι μια ιδιαιτέρως κατανοητή<br />
αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, χωρίς δυσκολίες στην κατανόηση. Από λεξιλογικής πλευράς δεν<br />
συναντάται κάποια ιδιαιτερότητα.<br />
«Τὸ 1860 καὶ τὸ 1861»<br />
Το ποίημα αυτό αναφέρεται στην «γέννηση» και στον ερχομό του έτους 1861. Η Σαπφώ όντας<br />
και η ίδια στοργική μητέρα, επιλέγει να προσωποποιήσει το νέο έτος με μωρό το οποίο<br />
βρίσκεται στην αγκαλιά και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας του, της Αλήθειας, στην<br />
οποία πάλι δίνονται ιδιότητες φυσικού προσώπου. Λειτουργώντας λοιπόν όπως οποιαδήποτε<br />
άλλη μητέρα απέναντι στο μωρό παιδί της, φροντίζει απόλυτα για την αγωγή και την<br />
κοινωνικοποίησή του. Είναι ο πρωταρχικός φορέας για να αναπτυχθεί, να ολοκληρωθεί ως<br />
προσωπικότητα και κατά συνέπεια να προσαρμοστεί στην κοινωνία. Δέχεται την επίδρασή της,<br />
δημιουργεί την εικόνα κάποιας συμπεριφοράς κι ανάλογα ενεργεί στην μετέπειτα ζωή του.<br />
Συγκεκριμένα το κρατάει στην αγκαλιά της περιμένοντας τις εντολές ή καλύτερα τις συμβουλές<br />
και τις οδηγίες του Θεού προς αυτό σχετικά με το πώς θα διάγει την ζωή του και τί πρέπει να<br />
διδάξει στους ανθρώπους καθ’ όλη τη διάρκεια της «ζωής» του. Σε αυτό το σημείο<br />
παρουσιάζονται από την Σαπφώ οι νουθεσίες του Θεού προς το νέο Έτος, οι οποίες είναι<br />
23
συμβουλές γεμάτες από πνευματική σοφία με σκοπό να βελτιώσουν και να εξυψώσουν την<br />
ηθική ζωή των ανθρώπων ώστε να παραμένουν στο δρόμο του Θεού. Συγκεκριμένα ο Θεός<br />
ζητά από το Νέο Έτος να δώσει ευτυχία και ευδαιμονία σε όλους τους ανθρώπους στη Γη. Του<br />
ζητάει να τους μεταφέρει το μήνυμα ότι η υγεία της ψυχής τους είναι μεγαλύτερης αξίας και<br />
σημασίας από τα υλικά αγαθά και τις βιοτικές τους ανάγκες. Του ζητάει επίσης να υπενθυμίσει<br />
στον καθένα, ποιες είναι οι υποχρεώσεις του τόσο απέναντι στον συνάνθρωπό του όσο και<br />
απέναντι στην κοινωνία, οι οποίες απορρέουν από το ρόλο και τη θέση του ατόμου μέσα στην<br />
κοινωνία, είτε στρατιωτικός, γιατρός ή δικαστής «Λοιπόν νὰ μάθῃ κάλλιον φρόντισον τὶ ὀφείλει<br />
»Πρός τὸν υἱόν του ὁ πατήρ, καί αἱ μητέρες πᾶσαι »Τί χρεωστοῦν νὰ λέγωσι μὲ τὰ μητρῷα<br />
χείλη »Σ’τὰς φίλας θυγατέρας των. Τὶ πρός τὸν μαθητήν του »Ὀφείλει ὁ διδάσκαλος∙ πρὸς τὴν<br />
Χριστιανήν του »Τὶ ἐκκλησίαν χρεωστεῖ ὁ τοῦ Ὑψίστου μύστης, »Αὐτός δεικνύς τῆς ἀρετῆς τόν<br />
δρόμον τῆς καλλίστης∙ »Ὁ ἰατρός ὁποίαν »Σ’στόν ἀσθενῆ του χρεωστεῖ νά φέρῃ θεραπείαν.<br />
»Τὶ χρεωστεῖ ὁ δικαστὴς πρός τὴν νομοθεσίαν, »Ὁ λάτρις τῶν ἐπιστημῶν τὶ ἔχει, λέγε, χρέος∙<br />
»Καὶ ὁ κρατῶν πολιτικόν πηδάλιον ὁποίαν »Ἔχει μεγάλην ὀφειλήν σκεπτόμενος τὸ κλὲος<br />
»Τῆς πόλεως, ἥν κυβερνᾷ∙ τὶ δὲ ὁ στρατιώτης »Κ’ὁ στρατηγός ὀφείλουσι, καὶ τὶ ὁ πατριώτης<br />
»Πρός τῆς Πατρίδος τό γλυκύ πεφιλημένον στῆθος. »Ποῖον μεγίστων ὀφειλῶν περικυκλόνει<br />
πλῆθος, »Λέγε, τὸν βασιλέα, »Κ’ἐκ τούτου ποῖα ὁ λαός ἔργ’ ἀπαιτεῖ ὡραῖα…». Μετά το<br />
τέλος της υπενθύμισης όλων των υποχρεώσεων που πρέπει να επιτελέσει το Νέο Έτος καθ’<br />
όλη τη διάρκεια της ζωής του στη Γη, ο Θεός το στέλνει στους ανθρώπους οι οποίοι το<br />
υποδέχονται με στοργή και αγαλλίαση.<br />
Προσωπικά το συγκεκριμένο ποίημα το κατατάσσω στην κατηγορία των συμβουλευτικών<br />
ποιημάτων της Σαπφούς, στα οποία η ίδια έχει ως στόχο να μεταφέρει ηθικές και πνευματικές<br />
διδαχές στους ανθρώπους, ώστε να απεκδύσουν τον μανδύα της αμαρτίας και του υλικού που<br />
τους έχει σκεπάσει και να επιστρέψουν και πάλι στο δρόμο του Θεού. Διαβάζοντας τους<br />
στίχους όπου ο Θεός απαγγέλει στο νέο έτος τις υποχρεώσεις του είναι σαν να ακούμε την<br />
Σαπφώ να μιλάει στον καθένα από μας σαν μητέρα προς το παιδί της, δίνοντας μας συμβουλές<br />
για το πως θα διάγουμε την ζωή μας με τρόπο ενάρετο και ηθικά σωστό.<br />
24
«Τὸ πρῶτον ἄνθος τῆς ἀμυγδαλῆς»<br />
Ολόκληρο το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι αφιερωμένο στην ομορφιά του δέντρου της<br />
αμυγδαλιάς. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ποιήτρια αφιερώνει ένα ποίημα της σε ένα δέντρο,<br />
γράφοντάς το παράλληλα με ένα τρόπο που δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι<br />
συνδιαλέγεται με το δέντρο. Εξάλλου είναι γνωστή η αγάπη που έτρεφε προς την Φύση, στην<br />
οποία αρκετά συχνά κατέφευγε προκειμένου να βρει αγαλλίαση και ηρεμία.<br />
Η αμυγδαλιά είναι γνωστό ότι είναι το πρώτο δέντρο που ανθίζει στις αρχές της κάθε νέας<br />
χρονιάς. Με τα άνθη της συνιστά μια υπέροχη ζωγραφιά μέσα στο χειμώνα, ευλογώντας με το<br />
νέκταρ και τη γύρη της τις μέλισσες και με τους πολύτιμους θρεπτικούς της καρπούς τους<br />
ανθρώπους. Είναι ένα πραγματικό στολίδι της φύσης. Ωστόσο είναι και ιδιαιτέρως εύθραυστη.<br />
Δεδομένου του ότι ανθίζει την εποχή που η φύση εκδηλώνει το άγριο πρόσωπό της, κινδυνεύει<br />
ανά πάση στιγμή να χάσει τα άνθη της, από μια ριπή ενός δυνατού αέρα. Σε αυτό τον κίνδυνο<br />
αναφέρεται και η Σαπφώ στο ποίημά της αυτό, εκφράζοντας την επιθυμία της να πάρει την<br />
αμυγδαλιά από το σημείο που άνθισε και να την μεταφέρει κάπου άλλου ώστε να την<br />
προστατέψει. Σε αυτό όμως το σημείο του ποιήματος, έρχεται και πάλι να εκφράσει την λύπη<br />
της για το ανθρώπινο είδος, καθώς είναι σίγουρη ότι η αμυγδαλιά θα καταλήξει «δέσμια» στην<br />
κορυφή κάποιας ταράτσας όπου παραμελημένη θα μαραθεί. Ο άνθρωπος είναι το εχθρικό<br />
στοιχείο, το οποίο θα καταστρέψει το δέντρο και όχι τόσο η φύση. Επιλέγει λοιπόν να την<br />
αφήσει στη φυσική της θέση, προτιμώντας να την αφήσει να «πεθάνει» ελεύθερη κοιτώντας<br />
τον ουρανό, παρά φυλακισμένη μέσα στην πόλη. «Νά σ’ ἀποσπάσω ἤθελα τοῦ κόλπου τῆς<br />
μητρός σου, § Ἀφοῦ αὐτὴ ἀδύνατος ἐπλάσθη ἀρωγός σου, § Καί εἰς καλὸν κρατῆρα § Ἐν μέσῳ<br />
φύλλων καί ἀνθῶν εὐχρόων νὰ σὲ στήσω, § Ἀειθαλὲς τὸ κάλλος σου ἴσως διατηρήσω. § - Ἀλλ’<br />
οἴμοι! μαύρη μοῖρα § Σὲ περιμένει καὶ ἐκεῖ ἐντός ὀλίγου χρόνου! § Αὔτ’ ἡ λευκή σου ἡ μορφὴ θὰ<br />
λὰβῃ μετὰ πόνου § Ὠχρίαν φθισικοῦ! § Κ’ αἰχμάλωτον ὑπ’ ὀροφὴν οἰκίας θ’ ἀποθάνῃς. §- Ὤ!<br />
Κάλλιον ὑπ’ οὐρανὸν ἐλεύθερον τυγχάνεις § Θανάτου φυσικοῦ.§»<br />
Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «ὀργίλη» (επιθ.<br />
ὀργίλος < αρχ. ὀργή "ιδιοσυγκρασία, διάθεση" + κατάληξη –ίλος, 1. Ευέξαπτος, οξύθυμος β)<br />
«στόνων» (
βαθμίδα στον- τού στένω* (πρβλ. λέγω: λόγος)]. γ) «ἱκμάδα» (λόγ. < αρχ. ἰκμάς, αιτ. –άδα /<br />
ικμάδα (η) = 1. η υγρασία της γης που τρέφει τα φυτά, 2. στοιχείο ζωτικότητας)<br />
Οι συμβολισμοί και οι μύθοι γύρω από το δέντρο της αμυγδαλιάς ποικίλλουν. Η ελληνική<br />
μυθολογία μας μιλά για μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Φυλλίς, και που ήταν<br />
θυγατέρα ενός βασιλιά της Θράκης, η οποία ερωτεύτηκε τον γιο του Θησέα τον Δημοφώντα.<br />
Όπως αναφέρεται στη Βίβλο, εξαιτίας της απρόσμενης ανθοφορίας της, οι Εβραίοι τη<br />
θεωρούσαν σύμβολο βιασύνης. Από την άλλη οι μουσουλμάνοι συνδέουν την ανθοφορία της<br />
αμυγδαλιάς με την αναθέρμανση της ελπίδας. Στην αρχαιότητα η αμυγδαλιά θεωρούνταν ως<br />
σύμβολο παρθενικότητας, με τα άνθη της ωστόσο να προσφέρονται και ως πρόσφορο<br />
γονιμότητας. Τέλος στη νεότερη εποχή, οι Έλληνες την βλέπουμε ως σύμβολο τύχης και<br />
μακροζωίας, γι’ αυτό και προσφέρουμε τα άνθη της στους γάμους.<br />
Η αμυγδαλιά έχει καταγραφεί ως σύμβολο ελπίδας, αγνότητας καρτερίας, μαρτυρίου και<br />
γονιμότητας. Τη λάτρεψαν ως αγία, ως μάνα, ως εύθραυστη, αέρινη και ευάλωτη γυναίκα που<br />
στο πρώτο σκίρτημα του αέρα όλη αυτή η απαράμιλλη ομορφιά της χάνεται. Γι’ αυτό και ο<br />
μύθος την παρουσιάζει ως πανέμορφη κόρη πάντα θλιμμένη.<br />
«Εἰς τὰς Ἀθήνας»<br />
(1853)<br />
Το έργο αυτό της Λεοντιάδος ανήκει στα ποιήματά της με πατριωτικό περιεχόμενο,<br />
συνιστώντας έναν ύμνο προς την πόλη των Αθηνών, την οποία θαύμαζε και εκτιμούσε η<br />
ποιήτρια. Το ποίημα ξεκινά με την Σαπφώ να χαιρετά την πόλη των Αθηνών, εκφράζοντας ήδη<br />
από τον πρώτο στίχο τα συναισθήματα σεβασμού και αγάπης προς το πρόσωπο της πόλης,<br />
καθώς την παρομοιάζει με την βασίλισσα ολόκληρης της Ελλάδας, τονίζοντας παράλληλα την<br />
υπεροχή της έναντι των υπολοίπων Ελληνικών πόλεων. Σε αυτό το σημείο ο αναγνώστης<br />
διαβάζει και την αναφορά της ποιήτριας στον Κέκροπα, βασιλιά της αρχαίας Αθήνας, ένα<br />
πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της αρχαίας Αθήνας,<br />
ένα στοιχείο το οποίο μαρτυρά την βαθύτατη ιστορική γνώση και μόρφωση της Λεοντιάδος,<br />
«Κέκροπος Θυγάτηρ ἀγλαομόρφη». Η ποιήτρια συνεχίζει με το να παρουσιάζει στον<br />
αναγνώστη, με αναλυτικό τρόπο, την προσφορά της Αθήνας στην ανάπτυξη του Ελληνικού<br />
26
πολιτισμού, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι συνέβαλε στην ανάπτυξη των Τεχνών, των<br />
Επιστημών, της Αλήθειας και της Αρετής, προσφέροντάς τα στον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο<br />
προκειμένου να ανθίσει και να αναπτυχθεί. «Χαῖρε μοι Ἄνασσα Ἑλλάδος δῖα, Κέκροπος<br />
Θυγάτηρ ἀγλαομόρφη. Δαφνεοκρήδεμνε πόλις Ἀθάνας, Χρυσεοδίφρου. Χαῖρε, ἔξοχε πασέων<br />
πολίων...»<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο συγκεκριμένο ποίημα, είναι μια ιδιαιτέρως<br />
αρχαιοπρεπής μορφή της καθαρεύουσας, με πλήθος από ομηρικές και ποιητικές λέξεις, καθώς<br />
και πολλά διαλεκτικά στοιχεία, όπως θα δούμε στη συνέχεια.<br />
Από γλωσσολογικής πλευράς, λοιπόν, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «Ἄνασσα»<br />
(< αρχαία ελληνική Ἄνασσα, θηλυκό γένος του τύπου Ἄναξ, η βασίλισσα), β) «δῖα» [επιθ. δῖος,<br />
δῖα, δίον, (θηλ. δῖος και δία στον Ευριπίδη), με σημασία θεϊκός, θείος, θεσπέσιος, ιερός. Ο<br />
τύπος αυτός συναντάται και στην Οδύσσεια του Ομήρου, με σημασία «ο πιο σεβαστός» («δῖα<br />
γυναικῶν» = η πιο σεβαστή από τις γυναίκες). Στον Αισχύλο ο τύπος αυτός συναντάται με<br />
κυριολεκτική σημασία «αυτός που προέρχεται από τον Δία»], γ) «Κέκροπος» (Ο Κέκροπας ,<br />
ήταν γιος της Μητέρας Γης και του Ουρανού και ήταν ο μυθικός ιδρυτής της πρώτης πόλης<br />
των Αθηνών στην Ακρόπολη, η οποία έφερε το όνομα Κεκροπία εκείνη την εποχή. Ο Κέκροπας<br />
παρουσιαζόταν ως μια διφυής οντότητα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και<br />
κάτω φίδι. Ο ίδιος θεωρείται γενάρχης των Αθηναίων, ενώ το πρόσωπό του έχει συνδεθεί και<br />
με τη θέσπιση πολλών νόμων, όπως αυτών της ταφής των νεκρών, της κατάργησης των<br />
ανθρωποθυσιών, της εφεύρεσης της γραφής και άλλων), δ) «Ἀθάνας» (
ομαι* «κυβερνώ, προνοώ, φροντίζω». Πρόκειται μάλλον για τη βραχύφωνη Ινδοευρωπαϊκή<br />
ρίζα *med- «μετρώ, κρίνω, σταθμίζω», της οποίας εκτεταμένη βαθμίδα είναι το μηδ- τού<br />
μήδομαι. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μακρόφωνη ρίζα *mēd-, παρεκτεταμένη μορφή τής<br />
ΙΕ ρίζας *mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (πχ. μέτρο, μῆτις), τής οποίας η απαθής βαθμίδα<br />
εμφανίζεται στο ρ. μήδομαι, ενώ η συνεσταλμένη mә1- εμφανίζεται στο ρ. μέδω), ιβ)<br />
«μάκαιρα» (μάκαρ (ὁ), θηλ. μάκαρ καὶ μάκαιρα = μακάριος, ευλογημένος, ευτυχής, ευδαίμων.<br />
Το ουδέτερου γένους ουσιαστικό «μάκαρ» συναντάται και στον Όμηρο με σημασία «ευτυχία»,<br />
ιγ) «Πτόλι» (πτόλις (ἡ), ομηρική ποιητική λέξη αντί του ουσιαστικού πόλις», ιδ) «Ἀνέρας»<br />
(
προσφέρω, χαρίζω, παραχωρῶ 3. παθ. πρκ. πέπρωμαι=είμαι δεδομένος (προορισμένος από την<br />
μοίρα ή από την τύχη), μτχ. πεπρωμένος,η,ον = ορισμένος, προορισμένος από την μοίρα.).<br />
Γίνεται λοιπόν φανερό μετά από αυτή την λεξιλογική προσέγγιση των γλωσσικών<br />
ιδιαιτεροτήτων ότι η ποιήτρια επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα έργα του Ομήρου,<br />
χρησιμοποιώντας πολλές ομηρικές λέξεις και στα δικά της ποιήματα. Σε ένα βαθμό αυτό<br />
εξηγείται τόσο λόγω της ιδιαιτερότητας των Ομηρικών έργων, καθώς θεωρούνται ως έργα<br />
τεχνητής καλλιτεχνικής δημιουργίας, κυρίως λόγω της πληθώρας ποικίλλων διαλέκτων που<br />
μπορεί να συναντήσει κανείς μέσα σε αυτά, όσο και από τον θαυμασμό που έτρεφε η ποιήτρια<br />
προς το πρόσωπο του Ομήρου και κατ’ επέκταση προς το πνευματικό μεγαλείο των έργων του.<br />
Παράλληλα η ίδια επιλέγει τόσο σε αυτό της ποίημα όσο και σε επόμενα ποιήματα που θα<br />
αναλυθούν καθ’ όλη την έκταση της παρούσας εργασίας να χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό<br />
διαλεκτικά στοιχεία, θέλοντας με αυτό τον τρόπο, να δώσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον<br />
«ποιητικό της λόγο» διαφοροποιώντας τον από τον καθημερινό της λόγο. Αυτό είναι ένα από<br />
τα βασικά χαρακτηριστικά που προσφέρουν τα διαλεκτικά στοιχεία στον ποιητικό λόγο, η<br />
χρήση των οποίων, πρέπει να αναφερθεί, είναι εντελώς προαιρετική και επαφίεται κάθε φορά<br />
στην ευχέρεια και στις προτιμήσεις του εκάστοτε ποιητή.<br />
«Ἐλεγεῖον Ή Ὁ ἀτυχής φιλελεύθερος»<br />
(1856)<br />
Βασικός πρωταγωνιστής σε αυτό το ποίημα της Σαπφούς είναι ένας νεαρός, τον οποίο η ίδια<br />
χαρακτηρίζει από τον τίτλο ως «ατυχή φιλελεύθερο», χαρακτηρισμός ο οποίος δικαιολογείται<br />
από το γεγονός ότι έχει χάσει την πολυαγαπημένη σύντροφό του, με την οποία όπως τονίζει<br />
ήταν γραφτό από την μοίρα να συνυπάρχουν, «Ὡς ἤνοιξα τ’ ὄμμα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου § Εὐθύς<br />
τ΄ ὄνομά Σου μὲ εἶχε δοθῆ, § Κ΄ ἀκόμ’ εἶχ’ ἀκούσει ἐκ κοίτης νηπίου § Μ’ ἐμέ ἡ ζωή Σου πῶς<br />
θέλει δεθῇ! §» το οποίο γεγονός και συνιστά την βασική πλοκή του ποιήματος. Σε ό,τι αφορά<br />
στον χαρακτηρισμό «φιλελεύθερος», από τη στιγμή που ως πολιτικός χαρακτηρισμός δεν είχε<br />
εμφανιστεί ακόμη στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, δεδομένου το ότι μιλάμε για το έτος 1856<br />
όταν ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας ανήκει ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ποιήτρια<br />
29
θα αναφέρεται λογικά σε κάποιον ήρωα, πολεμιστή, άποψη η οποία ενισχύεται από την<br />
αναφορά στους εχθρούς που με ηρωισμό πάει να πολεμήσει. Την δεδομένη χρονική περίοδο<br />
στην Ελλάδα έχουν ξεσπάσει πολλά επαναστατικά κινήματα εναντίων των Οθωμανών, τα<br />
οποία ενισχύονται ακόμη περισσότερο από την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον<br />
Κριμαϊκό Πόλεμο (1894-1896). Ο ήρωας μας λοιπόν πρέπει να είναι ένας τέτοιος αγωνιστής,<br />
ο οποίος «χάνει» την σύντροφό του από τα χέρια των εχθρών του.<br />
Πιο συγκεκριμένα, το ποίημα είναι ένας θρήνος, στον οποίο ο νεαρός εκφράζει την ανείπωτη<br />
θλίψη και την οδύνη του που έχασε την αγαπημένη του. Στους πρώτους στίχος, ο ίδιος<br />
αναρωτιέται πώς έχασε την σύντροφό του, αρνούμενος σε ένα βαθμό να αποδεχτεί ότι είναι<br />
νεκρή, καθώς αναφέρει ότι την ψάχνει αλάφρων στην θάλασσα και στα βουνά. Στο τέλος<br />
ωστόσο επανέρχεται στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώντας ότι τελικά έχει χάσει την<br />
σύντροφό του για πάντα και πως δεν του μένει πλέον καμία ελπίδα να την ξαναδεί ζωντανή.<br />
Εύχεται λοιπόν να καταφέρει να πάρει εκδίκηση για τον θάνατό της, προτού πεθάνει. Σε αυτό<br />
εδώ το σημείο μπορεί να ειπωθεί ότι η Σαπφώ παίζει με τον τονισμό του επιρρήματος «πότε»,<br />
ώστε ο αναγνώστης με βάση τα όσα έχει διαβάσει από πριν να θεωρήσει ότι ο νεαρός<br />
αναρωτιέται για το πότε θα πεθάνει και ο ίδιος για να ανταμώσει την σύντροφό του, ενώ στην<br />
πραγματικότητα ο ίδιος γράφει «ποτέ» μην θέλοντας να πεθάνει προτού τουλάχιστον<br />
καταφέρει να πάρει εκδίκηση για το θάνατό της. «Τὸ πᾶν μ’ εἶναι μαῦρον! Τὸ πᾶν φέρει πόνον<br />
§ Νὰ ‘ Σ’ ἴδω καὶ πάλιν δὲν μένει ἐλπίς! § Ποτέ . . .ν’ ἀποθάνω!-Ἐκδίκησιν μόνον § Ἐνόσῳ μοί<br />
μένει ἐσχάτη ῤανίς!... §»<br />
Με μια πρώτη ματιά, μπορεί κανείς να δει ότι στο ποίημα υπερέχει το σημείο στίξης του<br />
θαυμαστικού έναντι των υπολοίπων. Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό της τραγουδιστικής<br />
ποίησης, στην οποία κυριαρχεί το θαυμαστικό. Αυτό λειτουργεί και παύση για να επιτείνει τη<br />
δύναμη του νοήματος, δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να συλλογιστεί αυτό που<br />
διάβασα. Λειτουργεί παράλληλα και ως σιωπή στο λόγο προσδίδοντάς του επίσης και την<br />
απαραίτητη δραματικότητα. Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την δραματικότητα του<br />
ποιήματος είναι η συχνή επανάληψη της λέξης «οἴμοι», η οποία είναι επιφώνημα έκφρασης<br />
πόνου, συμφοράς και θλίψης.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της το έργο η Σαπφώ είναι αρχαιοπρεπής<br />
καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής. Από λεξιλογικής πλευράς<br />
30
ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους εξής τύπους: α) «ᾄδεν» (αντί «άδην», κάτι το οποίο<br />
εξηγείται πιθανότατα μέσω του φωνολογικού φαινομένου της βράχυνσης, κατά το οποίο<br />
εμφανίζεται μεταβολή μακρόχρονου φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύχρονο και β) «ἦσαι» (η<br />
ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία εξηγείται λόγω της χρήσης της καθαρεύουσας).<br />
Τέλος στο ποίημα συναντάται πλεκτή ομοιοκαταληξία (φθάνω - ἐπάνω / θρηνῶ - κινῶ).<br />
«Οἱ φωλεοκλέπται»<br />
(1858)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς ανήκει στη διδακτική ποίηση, έχοντας ως σκοπό να διδάξει στον<br />
άνθρωπο της αξία της εντιμότητας και την αμαρτία της πράξης της κλοπής. Η απαγόρευση της<br />
κλοπής είναι μια εκ των 10 Εντολών και θεωρείται μεγάλη αμαρτία. Ως εκ τούτου η<br />
θεοσεβούμενη και ιδιαίτερα θρησκευόμενη Σαπφώ, όπως έχει κάνει και σε άλλα ποιήματά της,<br />
θέλει να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να πράξουν αυτή την μέγιστη αμαρτία επιφέροντας<br />
το χάσμα και την απομάκρυνσή τους από το δρόμο του Θεού.<br />
Η Σαπφώ για να μπορέσει να κάνει πιο κατανοητό το μήνυμά της και τις συνέπειες της πράξης<br />
της κλοπής, επιλέγει να φτιάξει μια μικρή ιστορία, η οποία έχει ως πρωταγωνιστή της τον<br />
Ιωάννη, ο οποίος ένα πρωί ανεβαίνει σε ένα δέντρο και κλέβει τους νεογνούς από τη φωλιά<br />
ενός πουλιού. Η πράξη του όμως αυτή και πιο συγκεκριμένα η επανάληψή της, οδηγεί στην<br />
τύφλωσή του από την μητέρα των νεογνών. Σε αυτό εδώ το σημείο έρχεται η Σαπφώ να τονίσει<br />
το μήνυμα που θέλει να περάσει, επαναλαμβάνοντας τους πρώτους τρεις στίχους του<br />
ποιήματος, ότι δηλαδή ακόμη και η πιο ασήμαντη και μικρή κλοπή, δεν παύει να είναι αμαρτία.<br />
Η μορφή του ποιήματος μπορεί εύκολα να θυμίσει στον αναγνώστη τους Μύθους του Αισώπου,<br />
καθώς και εκείνοι μεταχειρίζονται το ίδιο μέσο με σκοπό την ηθική διαπαιδαγώγηση του<br />
αναγνωστικού τους κοινού.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα με συντακτικές<br />
δομές της αρχαίας Ελληνικής, όπως φαίνεται από τη συνεχή χρήση της υποτακτικής έγκλισης<br />
π.χ. «Μή κλέψῃς», «ἀναβαίνῃ». Τέλος και σε αυτό το ποίημα εμφανίζεται διασκελισμός στους<br />
31
στίχους: «Καί τέλος φθάνει καί ἀπλώνει § Τήν χεῖρα πρός τά νεογνά § Ἐν ᾧ φωνάζουν ἐλεεινά<br />
§»<br />
«Τὸ ἔτος 1858-1859»<br />
(1858)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένας αποχαιρετιστήριος λόγος προς το έτος 1858. Η Σαπφώ<br />
περιγράφει στους αναγνώστες το σύντομα απελθών έτος 1858 να βρίσκεται στο νεκρικό του<br />
κρεβάτι, με τους ανθρώπους να έχουν συγκεντρωθεί για να το αποχαιρετίσουν. Αυτοί όμως<br />
πράττουν μια μεγάλη αμαρτία, καθώς αρχίζουν να το κρίνουν δυσμενώς για τις πράξεις και τις<br />
ενέργειές του, κατηγορώντας το ότι δεν τους προσέφερε τίποτα καλό και αισιόδοξο, παρά μόνο<br />
πόνο και ατυχία, «Τὰς πράξεις Του ἐξήταζον. Κ’ ἐκείνας τελεσθείσας § Κακίστως ἀπεδείκνυον,<br />
κ’αὐτὰς σχεδιασθείσας § Ὑφ’ ὅρους πονηρούς. § Κ’ ἐμπίκρως τὸν ἐμέμφοντο, διότι τὰς<br />
φροντίδας, § Καί τὰς ἐπιθυμίας των, καί τὰς χρυσᾶς ἐλπίδας § Δέν ἔστρεψε μὲ ἄνθη §»,<br />
αγνοώντας ωστόσο παντελώς ότι όλες αυτές οι συμφορές για τις οποίες αλόγως κατηγορούν<br />
τον Χρόνο, είναι απόρροια των δικών τους λανθασμένων πράξεων και άλογου τρόπου σκέψης.<br />
Στρέφονται λοιπόν να χαιρετήσουν τον ερχομό του Νέου Έτους, ζητώντας παράλληλα από το<br />
Θεό, να τους δώσει όλα όσα ποθούν. Σε αυτό το σημείο, η ποιήτρια μεταφέρει το λόγο στον<br />
εαυτό της, παρουσιάζοντας στον αναγνώστη τις προσωπικές τις σκέψεις επί του θέματος.<br />
Επιλέγει σε αυτό το σημείο να χρησιμοποιήσει το πρώτο ενικό ρηματικό πρόσωπο,<br />
προκειμένου να δώσει στο λόγο της πέραν από αμεσότητα, ζωντάνια, ζωηρότητα και τον<br />
απαραίτητο συγκινησιακό τόνο, κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα του αναγνώστη, ο οποίος<br />
αρχίζει να διαβάζει τις προσωπικές σκέψεις της ποιήτριας και να βιώνει τα γεγονότα μέσα από<br />
το δικό της προσωπικό φίλτρο. Συγκεκριμένα παρουσιάζεται να συνομιλεί με το Παλαιό Έτος,<br />
το οποίο της εκμυστηρεύεται ότι οι λανθασμένες και χωρίς λογική ενέργειες των ανθρώπων,<br />
τους έχουν αιχμαλωτίσει και υποδουλώσει, τους έχουν στερήσει την ελευθερία τους και τους<br />
έχουν κάνει δούλους των παθών τους. Η ψυχή τους ασθενεί, δεν αισθάνονται τα πνευματικά<br />
τους χαρίσματα ούτε μπορούν να τα επιθυμήσουν. Ως εκ τούτου πλανώνται σε σκοτεινά<br />
μονοπάτια, άβουλα όντα, δίχως την ικανότητα να ξεχωρίσουν το σωστό από το λάθος.<br />
Παρασυρμένοι από τα πάθη τους, κατηγορούν άδικα τον Χρόνο για τις κακοτυχίες τους<br />
αγνοώντας ότι εκείνος είχε σαν μοναδικό του σκοπό να δείξει στους ίδιους τον δρόμο της<br />
32
Αλήθειας. «Πλὴν ἀπὸ τὰς πολυειδεῖς βαρέως ἐπληττόμην § « Ἀνοίας τῶν ἀνθρώπων, § »Κ’ ἐνὦ<br />
τὸ παραπέτασμα ἀνέπτυσσον τὸ σκέπον § «Τὴν Ἱεράν ἀλήθειαν, καί ηὐφραινόμην βλέπων § «Τὸν<br />
φωτεινόν Της τὸπον, § «Ἐκεῖνοι τὸν τοιοῦτόν μου ἀγῶνα κατεχρῶντο, § «Καί ὡσὰν εἰς<br />
λαβύρινθον σκοτώδη ἐπλανῶντο, § «Κ’εἰς ἔργα σφαλερὰ § «Τερπόμενοι τὸν βὶον μου ἐνέπλησαν<br />
κηλίδων § «Καὶ διὰ τοῦτο τελευτῶν ἐστράφη καί τοὺς εἶδον § «Μ’ ὄμματα θλιβερά.» §»<br />
Ακούγοντας αυτά τα λόγια του Χρόνου, η Σαπφώ θλίβεται για όλα τα σφάλματα, τα οποία με<br />
τόση ευκολία λησμόνησαν οι συνάνθρωποι της. Εύχεται λοιπόν, στο τέλος του ποιήματος, με<br />
τον ερχομό του Νέου Έτους οι άνθρωποι να καταφέρουν να βρουν διέξοδο διαφυγής από τον<br />
σκοτεινό λαβύρινθο των παθών τους.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ σε αυτό της το ποίημα είναι μια αρχαιοπρεπής<br />
καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, π.χ. η χρήση της γενικής κτητικής<br />
αντί της αιτιατικής στη φράση «Τοῦ τεθνεῶτος φίλου των».<br />
Τέλος, από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «Τέκος»<br />
(ουσιαστ. τέκος τὸ, 1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.), 2. (νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο»,<br />
Ομ. Ιλ.) 3.. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ.<br />
< θ. τεκ- τού τίκτω* (πρβλ. αόρ. β' ἔ-τεκ-ον) + κατάλ. -ος των σιγμόληκτων ουδ.]. β) «μῶμον»<br />
(αρχ. μῶμος, 1. Κατηγορία, δυσφήμιση. 2. Μώμος είναι το όνομα αρχαίου, ίσως ασήμαντου,<br />
θεού της Ελληνικής μυθολογίας, που εκδιώχθηκε από τον Όλυμπο επειδή αμφισβήτησε τον<br />
Δία. Είναι ο θεός της χλεύης και του σκώμματος, της ειρωνείας και του σαρκασμού,<br />
προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας. Τον παρίσταναν να κρατά ένα ραβδί<br />
που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας, γ) «Οὐδέλως» (η ιδιαίτερη ορθογραφία<br />
του τύπου, αντί του «Οὐδόλως» λογικά εξηγείται μέσω του φωνηεντικού πάθους της ποιοτικής<br />
μεταβολής ή τροπής, κατά το οποίο ένα φωνήεν μεταβάλλεται σε ένα άλλο φωνήεν του ιδίου<br />
χρόνου, π.χ. ένα βραχύχρονο σε ένα άλλο βραχύχρονο ή ένα μακρόχρονο σε ένα άλλο επίσης<br />
μακρόχρονο, δ) «κατεχρῶντο» (γ’ πληθυντικό πρόσωπο Παρατατικού του ρ. Καταχράομαι -<br />
καταχρῶμαι. Λόγιος τύπος. Εύχρηστο μόνο το γ’ ενικό και γ’ πληθυντικό πρόσωπο του<br />
ρήματος στον εν λόγω χρόνο) και ε) «ἐταστικὸν» (επιθ. εταστικός-η-ον, ρίζα: ἐτεός < αρχ.<br />
"πραγματικός" *ἐτεF-ός < πιθ. ομόρριζο με εἰμί).<br />
33
«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!»<br />
(1859)<br />
Βαθύτατα θρησκευτικό και πολύ έντονα συγκινησιακό είναι το ποίημά της με τίτλο « Ἐλεγεῖον.<br />
Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!» (1859). Ο τρόπος γραφής της ποιήτριας<br />
και οι ιδέες της αντανακλούν ένα πολύ έντονο θρησκευτικό συναίσθημα με αναφορές στην<br />
πλάση του ανθρώπου από τον Θεό και τον «πανευκταίο» προορισμό που όχι μόνο η κόρη της<br />
αλλά και κάθε άνθρωπος έχει στη ζωή του. Η ποιήτρια, γράφει σε πρώτο πρόσωπο,<br />
απευθύνοντας το θρησκευτικό άσμα προς το πρόσωπο της αποθανούσας κόρης της. Κάτι που<br />
πολύ εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς διαβάζοντας το ποίημα είναι η χρήση κεφαλαίου<br />
συμφώνου [σ] όταν η ποιήτρια αναφέρεται στο πρόσωπο της κόρης της. Αυτός ίσως είναι ένας<br />
τρόπος με τον οποίο δείχνει την υπέρμετρη αγάπη και τον σεβασμό προς το πρόσωπο του<br />
παιδιού της, σε βαθμό που να την προσομοιώνει με κάτι το Θείο. Μέσα από τη χρήση ιδιαίτερα<br />
παραστατικών παρομοιώσεων και μεταφορών καταφέρνει να εξιδανικεύσει το πρόσωπο της<br />
κόρης της στα μάτια του αναγνώστη π.χ. «Τῶν θείων Κήπων νά περιτρέχῃ § »Ὥς τὶς κατάλευκος<br />
Χρυσαλίς». Ταυτόχρονα με τη χρήση πολλών αναλογιών διευκολύνει τον αναγνώστη του<br />
ποιήματος να κατανοήσει το φαινόμενο το οποίο περιγράφει καθώς δίνει ομοιότητες αυτού με<br />
κάποιο άλλο. Παράλληλα μπορεί κανείς να παρατηρήσει και την τάση της ποιήτριας να<br />
χρησιμοποιεί περισσότερο επίθετα στο λόγο της, μέσω των οποίων αναδεικνύει το ψυχικό και<br />
σωματικό κάλλος της κόρης της, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη χρήση ρηματικών τύπων. Ο<br />
τόνος του ποιήματος είναι ιδιαίτερα δραματικός και πολύ έντονα συγκινησιακός καθώς η<br />
ποιήτρια εκφράζει με ιδιαίτερα λυρικό και παραστατικό τρόπο τον πόνο που αισθάνεται μια<br />
μάνα για την απώλεια του παιδιού της.<br />
Στο συγκεκριμένο ποίημα μπορεί να συναντήσει κανείς ορισμένες γλωσσικές ιδιομορφίες οι<br />
οποίες οφείλονται σε διαλεκτικές επιρροές όπως είναι οι εξής: α) «ἦμαι» [ τύπος της<br />
καθαρεύουσας] β) «προὐτίμησε» [[
του τόπου, δηλώνοντας την δια τόπου κίνηση της ενέργειας του ρήματος] και της υποτακτικής<br />
για να δηλώσει το προσδοκώμενο π.χ. «Τῶν θείων Κήπων νά περιτρέχῃ § » Ὥς τὶς κατάλευκος<br />
Χρυσαλίς». Οι προτάσεις που χρησιμοποιεί δεν είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς, κάτι το οποίο<br />
βοηθά τον αναγνώστη ώστε να μην κουράζεται αλλά και του επιτρέπει να διακρίνει καλύτερα<br />
τα νοήματα τα οποία η ποιήτρια προσπαθεί να περάσει μέσα από το λόγο της. Εμφανίζεται δε<br />
μια τάση της ποιήτριας να χρησιμοποιεί σε πολλές περιπτώσεις ως σημείο στίξης, αντί της<br />
τελείας «.», αυτό του θαυμαστικού «!» θέλοντας με αυτό τον τρόπο να κάνει εμφανή στον<br />
αναγνώστη την ένταση στο λόγο της, τα συναισθήματα που ένιωθε εκφράζοντας αυτές τις<br />
σκέψεις τις οποίες αποτυπώνει γραπτώς μέσα στο ποίημά της. Γενικά όμως η χρήση σημείων<br />
στίξης μέσα στο ποίημα δεν είναι ιδιαίτερα εκτενής, κάτι το οποίο είναι ένα νεωτερικό στοιχείο<br />
ποίησης, το οποίο επιτρέπει στο ποίημα να ακολουθεί μια ελεύθερη ροή και στα νοήματα να<br />
διαχέονται απρόσκοπτα στον αναγνώστη. Όπως όμως θα δούμε και σε επόμενο ποίημά της,<br />
μεταγενέστερο χρονολογικά από το ελέγειον, η ποιήτρια κάνει μια εκτενή χρήση σημείων<br />
στίξης, ακολουθώντας πιστά τους κανόνες του συντακτικού, προσαρμοζόμενη στο ύφος και<br />
στην περίσταση της γραφής. Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει εμφανέστατα την ικανότητα της<br />
Σαπφούς να μεταλλάσσει την γραφή της, συντακτικά και γλωσσικά, ανάλογα με την<br />
περίσταση. Επίσης από συντακτικής πλευράς παρατηρείται και το φαινόμενο της δεοντικής<br />
τροπικότητας, μέσα από τη χρήση του απρόσωπου ρήματος «πρέπει» στην πρόταση «Ὅτι Σοί<br />
πρέπει μακρά ζωή!», μέσω του οποίου η ποιήτρια εκφράζει την πίκρα της που αποχωρίζεται<br />
άδικα και πρόωρα το παιδί της, μιας και δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο που<br />
νιώθει ο γονιός όταν κηδεύει το παιδί του. Τέλος ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην<br />
επιλογή των χρόνων των ρημάτων από την ποιήτρια, καθώς ενώ ξεκινάει να αναφέρεται στην<br />
κόρη της σε παρελθόντα χρόνο, παρουσιάζοντας έτσι με πιο τραγικό τρόπο την ένταση των<br />
συναισθημάτων της, μιας και παρόλο που εκείνη συνεχίζει να βιώνει τον αντίκτυπο της αγάπης<br />
αυτής, στην πραγματικότητα δε ζει παρά μια κατάσταση που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Όταν<br />
από την άλλη, αρχίζει να περιγράφει τις προσδοκίες της για τη ζωή της κόρη της στον<br />
Παράδεισο, επιλέγει να χρησιμοποιήσει Ενεστώτα π.χ. «Τῶν θείων Κήπων νά περιτρέχῃ» και<br />
«Κ’ ἐκεῖ νά πλέκῃ ἐπιδεξίως». Με αυτή της την επιλογή η ποιήτρια εκδηλώνει ακόμη μια φορά<br />
την ελπίδα της σαν μάνα πλέον, θέλοντας να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας στη ζωή της που<br />
αμαυρώθηκε μετά τον χαμό της κόρης της εκδηλώνοντας παράλληλα το βαθύ θρησκευτικό της<br />
συναίσθημα, καθώς πιστεύει ότι η ζωή της κόρης της δεν τελείωσε, δεν έσβησε, αλλά θα<br />
35
συνεχίσει να ομορφαίνει τον Παράδεισο με την παρουσία της, όπως ομόρφαινε και τη ζωή της<br />
μητέρας της όταν την είχε κοντά της.<br />
Ενώ στο ποίημα κάθε τί που αφορούσε στη ζωή της κόρης της αναφέρεται στο παρελθόν, η<br />
ποιήτρια επιλέγει να μας τοποθετήσει σε δύο παράλληλα χρονικά επίπεδα, όπου στο ένα<br />
παρακολουθούμε τα όσα έγιναν κάποτε και στο άλλο βιώνουμε μαζί με την ποιήτρια την<br />
ακατανίκητη δύναμη της αγάπης, η οποία την ωθεί να αλλάζει χρονικό επίπεδο και να<br />
αναφέρεται με παροντικούς χρόνους στις προσδοκίες της για την ζωή της κόρης της στον<br />
Παράδεισο.<br />
Η ποιήτρια επιλέγει το ρηματικό πρόσωπο του α’ ενικού, καθώς απευθύνεται προς το πρόσωπο<br />
της κόρης της. Με την επιλογή του συγκεκριμένου ρηματικού προσώπου δίνει οικειότητα και<br />
αμεσότητα στο ύφος του ποιήματος, ενώ οι σκέψεις της αντανακλώνται εναργέστερα στον<br />
αναγνώστη. Παράλληλα σε αρκετά σημεία η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει ευθύ λόγο<br />
π.χ. «Πῶς; Κ’ ἐγώ, ἥτις τό τῆς ἁγνεῖας § Φέρω τό ὄνομα τό ἁγνόν § Αὐτῆς τῆς θείας εὐδαιμονίας<br />
§ Μακράν νά ἦμαι ὑπ’ οὐρανόν;» θέτοντας ταυτόχρονα και ερωτήματα στο εσωτερικό του<br />
λόγου της. Με αυτές τις δύο επιλογές της προσδίδει ζωντάνια αμεσότητα και παραστατικότητα<br />
στο κείμενο, διεγείρει τον προβληματισμό του αναγνώστη μέσω των ερωτημάτων που του<br />
θέμα, δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας μαζί του και τον βοηθάει να βιώσει άμεσα τις απόψεις<br />
που μεταφέρονται. Σπάει η μονοτονία του λόγου με αποτέλεσμα να ελκύεται το ενδιαφέρον<br />
του αναγνώστη.<br />
Η ομοιοκαταληξία του ποιήματος είναι πλεκτή δηλ. μέσα σ’ ένα τετράστιχο, ο πρώτος στίχος<br />
ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο.<br />
«Ἡ Ἑλληνίς Χριστιανή»<br />
(3 10βρίου 1859)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένας ύμνος προς το πρόσωπο της Παναγίας, δεδομένης της<br />
έντονης θρησκευτικότητας που χαρακτήριζε την ποιήτρια. Μέσα από εξαίσιες και γλαφυρές<br />
περιγραφές, η Σαπφώ περιγράφει τα χαρακτηριστικά της Παναγίας, τονίζοντας σε πολλά<br />
σημεία την μη Θεϊκή της ιδιότητα – κάτι που της δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία και σεβασμό -<br />
36
, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το ήθος της και το μεγαλείο της είναι μεγαλύτερο ακόμη<br />
και από εκείνο βασίλισσας γεννημένης σε ανάκτορα «Βασιλίς ὑψηλόφρων, εὐτυχῶς γεννημένη<br />
Εἰς ἀνάκτορον.... Ἤθους δέν ἔχει τόσον ὑψηλόν μεγαλεῖον » και ότι ως προς την ομορφιά της<br />
ξεπερνά ακόμη και τον κατάλευκο κρίνο και το ομορφότερο τριαντάφυλλο, χρησιμοποιώντας<br />
και πάλι εικόνες από τη Φύση. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι η Παναγία έχει όλα αυτά τα<br />
προτερήματα όχι επειδή γεννήθηκε στον Παράδεισο, αλλά επειδή η Χάρη και η Μεγαλοκαρδία<br />
του Θεού, όταν την δημιουργούσε έχοντας το βλέμμα του στραμμένο στο Όρος του Λιβάνου*<br />
την απάλλαξαν από όλες τις αμαρτίες και τα ελαττώματά της, στέλνοντας την ο ίδιος να<br />
κατοικήσει στην Ελλάδα προκειμένου να οδηγεί τους ανθρώπους προς τον δρόμο του Θεού<br />
«Χαῖρε Κόρη, Τοῦ ἐν γῇ σου σταδίου ἰδού τίνες οἱ ὅροι─ Μάνθανε πῶς θά ζήσῇς ἐπί γῆν<br />
Ἑλληνίδα, Τί ὀφείλεις νά πράττῃς πρός τοιαύτην Πατρίδα∙ Χρυσοστόμου καί ἄλλων τούς<br />
ἁγίους αἰῶνας Μέ τό κάλλος νά μίξῃς ἐποχῆς Περικλείου. Εἰς καρδίας Ἑλλήνων τούς<br />
καλλίστους ἀνθῶνας Νά φυτεύσῃς ἐκείνους, οὕς ἐγώ μέ τ’ ἁγίου Αἴματος τοῦ υἱοῦ μου τό<br />
σωτήριον ῥεῦμα Ἔῥῤανα φιλανθρώπως ∙ ’ς τό ὑψίβατον πνεῦμα Τῶν Ἑλλήνων τό πνεῦμα<br />
τοῦ Χριστοῦ νά φυσᾷς. » Γίνεται εύκολα κατανοητό σε αυτό το σημείο ότι το ποίημα είναι<br />
στην πραγματικότητα ένας ύμνος προς τον Ελληνικό λαό αλλά και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση<br />
προς τους Έλληνες για τις υποχρεώσεις που τους προκύπτουν μετά την πράξη του Θεού να<br />
επιλέξει εκείνους ως τον εκλεκτό του λαό. Με αυτό της το έργο η Σαπφώ εμμέσως παραινεί<br />
αλλά στην ουσία ζητά από όλους τους Έλληνες να διάγουν έναν σεμνό και ενάρετο βίο όπως<br />
θα επιθυμούσε ο Θεός.<br />
Από λεξιλογικής πλευράς το ποίημα δεν εμφανίζει κάποια ιδιαιτερότητα. Η αρχαΐζουσα<br />
καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι ιδιαιτέρως κατανοητή.<br />
Τέλος στο ποίημα συναντάται ένας συνδυασμός ζευγαρωτής και πλεκτής ομοιοκαταληξίας, οι<br />
οποίες εναλλάσσονται από στροφή σε στροφή, με ορισμένα ωστόσο σημεία να μην εμφανίζουν<br />
ομοιοκαταληξία.<br />
* (Οι δύο οροσειρές του Λιβάνου, ο Λίβανος και ο Αντιλίβανος, αποτέλεσαν το βόριο σύνορο<br />
της γης της Επαγγελίας. Οι Ευαίοι, που κατοικούσαν στα βουνά του Λιβάνου, από το όρος<br />
Αερμών έως τη Λαβωεμάθ, ήταν ένας από τους λαούς, που άφησε ο Κύριος, για να δοκιμάζει<br />
την πίστη των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίτες μετά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν και το<br />
θάνατο του Ιησού του Ναυή, άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο. Πήραν<br />
37
τις κόρες τους για γυναίκες τους, και έδωσαν τις δικές τους κόρες στους γιους εκείνων και<br />
λάτρεψαν άλλους θεούς, όπως ο Βάαλ και η Αστάρτη. Η αναφορά λοιπόν της ποιήτριας στο<br />
βλέμμα του Θεού και η επιλογή της Ελλάδας, ως τη Γη της Επαγγελίας, εξηγείται από την<br />
ασέβεια των Ευαίων).<br />
«Τῷ φιλοκάλῳ»<br />
(Σμύρνη 3 10βρίου 1859)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα έκφρασης της<br />
ταπεινοφροσύνης και μετριοφροσύνης που την διέπουν ως άτομο, δύο προτερήματα τα οποία<br />
σχετίζονται άμεσα με το πνευματικό της επίπεδο, την βαθιά μόρφωση που έλαβε καθώς και με<br />
την ίδια την ποιότητα της προσωπικότητάς της. Σε αυτό το έργο η Σαπφώ απευθυνόμενη προς<br />
τον «Υιό της Ιωνίας», εννοώντας κατά πάσα πιθανότητα τον λαό της περιοχής της Μ. Ασίας,<br />
την περιοχή στην οποία έζησε και μεγαλούργησε, θέτει ρητορικά ερωτήματα τα οποία<br />
σχετίζονται με την αναγνώριση που δέχτηκε ως ποιήτρια και ως παιδαγωγός. Αναρωτιέται πώς<br />
είναι δυνατόν μια προσωπικότητα σαν εκείνη να εξισώνεται με τους μεγάλους ποιητές που<br />
γέννησε η περιοχή της Μικράς Ασίας, τον Όμηρο και τον Θαλή. Φτάνει μάλιστα στο σημείο<br />
να χαρακτηρίσει την δική της πορεία με την έκφραση «ἄχαριν βραδύτητα» συγκρινόμενη με<br />
την πορεία και το επίπεδο των δύο αυτών ποιητών. Τέλος ζητάει με ταπεινότητα από τον «Υιό»<br />
της Ιωνίας να της δώσει την ευκαιρία να γράψει τις σκέψεις της πάνω στην Ελληνίδα<br />
Χριστιανή, το οποίο είναι και ο τίτλος του επόμενου ποιήματός της, το οποίο θα μελετήσουμε.<br />
Στο συγκεκριμένο της έργο η Σαπφώ απευθύνεται προς τον «Υιό της Ιωνίας», εννοώντας κατά<br />
πάσα πιθανότητα τον λαό της περιοχής της Μ. Ασίας, χρησιμοποιώντας το δεύτερο ενικό<br />
ρηματικό πρόσωπο, το οποίο είναι το πρόσωπο του διαλόγου, επιτυγχάνοντας μέσω αυτού να<br />
προσδώσει παραστατικότητα, αμεσότητα και ζωντάνια στο λόγο της.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, ιδιαιτέρως κατανοητή,<br />
στην οποία συναντώνται συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, π.χ. η δοτική αντικειμενική<br />
«μοί διήγειρε».<br />
38
Τέλος, από μορφολογικής πλευράς, στο συγκεκριμένο έργο συναντάται το φαινόμενο του<br />
διασκελισμού στους στίχους: α) «Καί τά ἀειθαλῆ Μακρόθεν μόνον ἄνθη του μέ πόθον<br />
ἀτενίζω» β) «Καί ἀπό τῶν Ὡρῶν Τούς κήπους νά ἀθροίσωσι ῥοδόκρινον σωρόν», γ) «Μίαν<br />
σελίδα δέχθητι ’ς τούς κάτω νά χαρίσῃς Αὐτούς μου στοχασμούς».<br />
«Εἰς τόν ἐκπνέοντα χρόνον τοῦ 1859»<br />
(Σμύρνῃ, Τῇ 31 10βρίου 1859)<br />
Το έργο αυτό της Σαπφούς παρουσιάζει με την πρώτη ματιά, μια ιδιαιτερότητα. Το πρώτο του<br />
κομμάτι, δεν είναι ποίημα, αλλά διήγημα, μια ιστορία στην οποία η Σαπφώ με έναν εξόχως<br />
περίτεχνο τρόπο, περιγράφει το τέλος του έτους 1859. Η ποιήτρια βάζει την δημιουργική της<br />
φαντασία να δουλέψει και φαντάζεται την Αλήθεια, να αποχαιρετά το έτος 1859, το οποίο<br />
ετοιμάζεται να «παραδώσῃ τὸ τληπαθὲς καὶ πολύφροντι πνεῦμά του», επιπλήττοντας το, καθώς<br />
δεν προσέφερε τίποτα το δημιουργικό στην ανθρωπότητα και στις δύο κόρες της, την Επιστήμη<br />
και την Αρετή. Η πικρία την οποία εκφράζει η ποιήτρια για το έτος 1859, εκκινεί φυσικά από<br />
το γεγονός ότι αυτή είναι και η χρονιά κατά την οποία απεβίωσε η πολυαγαπημένη της κόρη.<br />
Αυτή της την πικρία, την παρουσιάζει εμφανέστερα στο δεύτερο κομμάτι του έργου αυτού, το<br />
οποίο και αποκτά την μορφή ποιήματος. Συγκεκριμένα, με ιδιαίτερα παραστατικές περιγραφές,<br />
η Σαπφώ ενημερώνει τον αναγνώστη για την «κατάπτυστη» συμπεριφορά του Χρόνου 1859, ο<br />
οποίος και επέτρεψε στον Θάνατο, «να φυσήξει την μαραμένη του πνοή στο άνθος της», δηλ.<br />
στο παιδί της και να το πάρει από κοντά της. Η παραστατική περιγραφή της Σαπφούς μέσω της<br />
χρήσης μιας ακόμη εικόνας από τη Φύση, «Ὁ βιοθήρας θάνατος τὴν φθαρτικὴν πνοήν του Νὰ<br />
πνεύσ΄ἐπὶ τοῦ ἄνθους μου, καὶ τὴν ἁβρὰν ζωήν του Ἀώρως νὰ μαράνῃ !», δίνει τη δυνατότητα<br />
στον αναγνώστη να βιώσει την σκηνή αυτή σαν να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Στο<br />
τέλος του ποιήματος, η Σαπφώ ζητάει από τον Χρόνο, όταν ανταμώσει με την κόρη της, να την<br />
φιλήσει και να της ζητήσει με τη βοήθεια του Θεού να γλυκάνει τις πικρές της σκέψεις,<br />
εκφράζοντας για μια ακόμη φορά τόσο την ατέρμονη μητρική αγάπη προς το παιδί της όσο και<br />
την θρησκευτικότητα που την διέπει.<br />
Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «τληπαθὲς»<br />
(επιθ. τληπαθής και κατά τον Ησύχιο τλατπαθής, -ές, αυτός που υφίσταται ή έχει υποστεί πολλά<br />
39
δεινά, ταλαίπωρος) β) «σιγηρῶς» (< επιθ. σιγηρός, -ά, -όν, το οποίο είναι μεταγενέστερη μορφή<br />
του επιθ. σιγηλός) γ) «Ἀώρως» (< επιθ. άωρος -άωρη -άωρο [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ στερ. α +<br />
ώρα]. Το επίθετο χρησιμοποιείται εδώ μεταφορικά για να εκφράσει τον πολύ νέο άνθρωπο,<br />
μικρής ηλικίας. Άλλη μεταφορική σημασία του, η οποία όμως δεν αντιστοιχεί με τα<br />
συμφραζόμενα του ποιήματος που μελετάμε, αναφέρεται στον επιπόλαιο, στον μη επαρκώς<br />
μελετημένο).<br />
Η Σαπφώ χρησιμοποιεί μια απλή και κατανοητή αρχαΐζουσα καθαρεύουσα με συντακτικές<br />
δομές της αρχαίας ελληνικής όπως για παράδειγμα η υποτακτική «ἐνθυμῆται» για να δηλώσει<br />
το προσδοκώμενο. Τέλος, επιλέγει να κάνει χρήση του δεύτερου ενικού ρηματικού προσώπου,<br />
προκειμένου να κάνει τον λόγο της πιο πειστικό και παράλληλα να του προσδώσει αμεσότητα.<br />
Τέλος στο ποίημα αυτό, από μορφολογικής πλευράς, εντοπίζεται το φαινόμενο του<br />
διασκελισμού, κατά το οποίο η ροή και το νόημα ενός στίχου συνεχίζονται στον επόμενο.<br />
Ενδεικτικό παράδειγμα ο τρίτος στίχος που ακολουθεί: «Ὦ Χρόνε! καὶ ἡ γλῶσσά μου συγγνώμην<br />
Σοὶ δωρεῖται Δὲν θέλει πλὴν οὐδέποτε παύσει νὰ ἐνθυμῆται Περίλυπος ὁ νοῦς μου»<br />
«Τῇ φιλελλὴνι καρδίᾳ: Καρόλου τοῦ Λενορμάν»<br />
(1859)<br />
Βρισκόμαστε στο έτος 1859 και μελετάμε το ποίημα της Σαπφούς με τίτλο «Τῇ φιλελλὴνι<br />
καρδίᾳ: Καρόλου τοῦ Λενορμάν», αφιερωμένο όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του στον<br />
φιλέλληνα και μεταξύ άλλων αρχαιολόγο, νομισματολόγο και αιγυπτιολόγο Σαρλ Λενορμάν.<br />
Το ποίημα ξεκινάει με την παράθεση ενός κομματιού και συγκεκριμένα τους στίχους 91-93<br />
από τον «Πυθιόνικο» του Πινδάρου. Το ποίημα μολονότι γραμμένο χρονολογικά την ίδια<br />
περίοδο με το ποίημα « Ἐλεγεῖον. Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!» , έχει<br />
σαν βασικό χαρακτηριστικό του τη χρήση μιας αρκετά έντονης και ίσως και δυσνόητης<br />
αρχαΐζουσας καθαρεύουσας με τη συντακτική δομή του λόγου της να ακολουθεί σχεδόν πιστά<br />
τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής. Μέσα σε αυτό το ποίημα δεδομένης και της<br />
αρχαιοπρέπειας στον τρόπο έκφρασης της ποιήτριας σε σημασιολογικό και συντακτικό<br />
επίπεδο, συναντώνται αρκετές ομηρικές λέξεις, όπως για παράδειγμα οι εξής: α) αἰολόφωνον<br />
β) Κλῦθί (προστακτική αορίστου β’ προσώπου του ομηρικού ρήματος κλύω = ακούω) γ) κλέος<br />
40
(=φήμη, δόξα) δ) Ἦτορ ((τό), ἐν χρήσει κατ᾿ ὀνομ. καὶ αἰτ. μόνο' ἡ καρδιά, ὡς μέρος τοῦ<br />
σώματος | ἡ ἔδρα τῆς ζωῆς, ζωή) ε) ἰθύφρων [Ετυμολ. < ἰθύς (Ι) + -φρων (< φρην, φρενός, η),<br />
στ) ὠλέναις (αρχ. Ελληνική ὠλένη και στον Όμηρο συναντάται η σύνθετη λέξη «λευκώλενος»<br />
με τη σημασία «αυτός που έχει λευκούς βραχίονες) ζ) ὄμμα [(το) αρχ. Ελληνική λέξη,<br />
συναντάται και στον Όμηρο = μάτι] η) Ὦρσεν (επικός ποιητικός αόριστος του αρχαίου ρήματος<br />
ὄρνυμι) θ) θαλειρὸν [(< αρχαία ελληνική θαλερός < θάλλω = ακμαίος, σφριγηλός) , ταυτόχρονα<br />
είναι και ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γλωσσικής ιδιομορφίας του ποιητικού λόγου της<br />
Σαπφούς το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ετυμολογικά ή με φωνολογικούς κανόνες, παρά<br />
μόνο με τον όρο «ποιητική άδεια»] ι) κύδιστος (ομηρικό επίθετο, υπερθετικός βαθμός του<br />
επιθέτου κυδρός, σχηματισθέν από τη λέξη «κῦδος».<br />
Οι προτάσεις που χρησιμοποιεί σε αρκετά σημεία είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς χωρίς ωστόσο<br />
να δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα στην ομαλή κατανόηση των νοημάτων. Εύκολα μπορεί<br />
κανείς να παρατηρήσει την λυρικότητα και την μουσικότητα στην αποτύπωση των νοημάτων<br />
της ποιήτριας όπως για παράδειγμα στη φράση «Χειρὶ Σὴν λάβ’ αἰολόφωνον χέλυν». Το ποίημα<br />
αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της ικανότητας που είχε η Σαπφώ Λεοντιάς να<br />
παραλλάσσει το ύφος της και τον τρόπο γραφής της ανάλογα με την επικοινωνιακή περίσταση,<br />
άλλοτε γράφοντας σε μια επίσημη αλλά βαριά αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και άλλοτε<br />
παραλλάσσοντάς την έτσι ώστε τα νοήματα να είναι πιο εύκολα στην κατανόηση για τον<br />
αναγνώστη. Και σε αυτό το ποίημα μπορεί κανείς να διακρίνει γλωσσικές διαλεκτικές<br />
ιδιομορφίες όπως π.χ. τη χρήση του όρου «πουλυύμνατον» (στην ορθογραφία της λέξης<br />
παρατηρείται η στένωση του [ο] σε [u]).<br />
Η ποιήτρια δεν διακρίνεται να ακολουθεί κάποιο μοτίβο ομοιοκαταληξίας στο συγκεκριμένο<br />
έργο της. Τέλος η χρήση των σημείων στίξης στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την<br />
ποιήτρια να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης για να παράγει γραμματικά και συντακτικά<br />
ορθές προτάσεις. Παρατηρείται και μια τάση της ποιήτριας να χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το<br />
σημείο στίξης της άνω τελείας για να προσδώσει μια στοχαστική ατμόσφαιρα στο ποίημα,<br />
αφήνοντας περιθώρια στον αναγνώστη να προβληματιστεί, χωρίς να διακόπτει απότομα τη<br />
νοηματική ροή στο συγκεκριμένο σημείο, μέσω της χρήσης τελείας. «.»<br />
41
«Εἰς τό νέον ἔτος 1860»<br />
(Σμύρνῃ, 1ῃ τοῦ 1860)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς αποτελεί μια νοηματική συνέχεια του προηγούμενου έργου της<br />
που αναλύσαμε με τίτλο «Εἰς τόν ἐκπνέοντα χρόνον τοῦ 1859». Είναι ένας χαιρετισμός προς<br />
το Νέο Έτος, μέσω της χρήσης λυρικότατων περιγραφών και εικόνων από τη Φύση,<br />
χαρακτηριστικό στοιχείο του Ρομαντικού κινήματος. Με την πρώτη ματιά ο αναγνώστης<br />
παρατηρεί ότι το σημείο του λόγου που κυριαρχεί στο εν λόγω ποίημα είναι αυτό της ερώτησης.<br />
Η Σαπφώ χρησιμοποιεί συνολικά πέντε ερωτήσεις από τις οποίες η μια είναι ρητορική και<br />
καταλαμβάνει τους πρώτους τρεις στίχους του ποιήματος, «Τίς ἦχος ἐναρμόνιος πληροῖ τήν<br />
ἀτμοσφαῖραν Καί διά μελωδήματος γλυκέος τήν ἡμέραν Σήμερον συνοδεύει;» και οι<br />
υπόλοιπες τέσσερις είναι ερωτήσεις κλειστού τύπου και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρους<br />
του κορμού του ποιήματος. Οι ερωτήσεις αυτές τίθενται από τη Σαπφώ προς τον αναγνώστη,<br />
αναφέρονται σε εικόνες από τη Φύση και έχουν ως στόχο να ενισχύσουν το ενδιαφέρον του<br />
και τον προβληματισμό του καθώς διαβάζει το ποίημα σχετικά με το τί είδους είναι αυτός ο<br />
ήχος που «πληροῖ (=γεμίζει) τήν ἀτμοσφαῖραν Καί διά μελωδήματος γλυκέος τήν ἡμέραν<br />
Σήμερον συνοδεύει; ». Έτσι ο αναγνώστης αγωνιά να φτάσει προς το τέλος του ποιήματος,<br />
προκειμένου να φτάσει και στη λύση της απορίας του.<br />
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των ερωτήσεων αυτών είναι το ότι όλες αποτελούν<br />
περιγραφές της Αυγής «ῥοδόκολπος Ἠώς». Η Σαπφώ εκμεταλλεύεται στο έπακρον την<br />
δημιουργική της φαντασία και σκέψη και παρομοιάζει την Αυγή με μια ποικιλία όντων και<br />
στοιχείων, όπως με μελωδική φωνή γεμάτη με συναισθήματα αγάπης, με πουλί που υμνεί με<br />
το τραγούδι του τον Θεό και με παιδί των Μουσών («Πιερίδων»). Με τη χρήση όλων αυτών<br />
των εντυπωσιακών αναλογιών, η Σαπφώ δημιουργεί έναν θησαυρό για την συνείδηση του<br />
αναγνώστη, προσφέροντάς του το δώρο να βιώσει μια ποικιλία συναισθημάτων πέραν των<br />
αισθητηριακών δεδομένων εξασφαλίζοντάς του παράλληλα και μια διέξοδο από την<br />
μονοσήμαντη και μονόπλευρη εξωτερική πραγματικότητα, εξάπτοντας την φαντασία και τη<br />
δημιουργική του σκέψη.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, με συντακτικές<br />
δομές της αρχαίας Ελληνικής, όπως η χρήση της υποτακτικής έγκλισης σε αρκετά σημεία του<br />
ποιήματος π.χ. «νά τονίσῃ», «νά ὁδηγήσῃ», «νά ἀνορμήσῃ». Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο<br />
42
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής λέξεις: α) «δέῥῤιν» (δέρρις , εως, ἡ, αττική μορφή του<br />
ουσιαστ. Δέρσις με σημασία δέρμα), β) «πληθύν» (πληθῡ́ς-ύος, ιωνικός τύπος του ουσιαστ.<br />
πλῆθος), γ) «Νασμούς» (νασμός, ὁ, με σημασία ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. <<br />
*ναF-εσμός < νάω «ρέω»], δ) «ἀγλαϊῶν» (μυθολογική αναφορά στην Αγλαΐα, η οποία λέγεται<br />
ότι ήταν η νεότερη από τις Τρεις Χάριτες, οι οποίες προσωποποιούσαν τη γοητεία, την<br />
ομορφιά, τη φύση, τη γονιμότητα και τη δημιουργικότητα στην Ελληνική Μυθολογία. Το<br />
όνομα «Αγλαΐα» εξάλλου σημαίνει λαμπερή και ωραία), ε) «νήσῃ» (< ρ. νέω < αρχ. < ΙΕ *sneμε<br />
σημασία «γνέθω»), στ) «βαθυλήϊον» (επιθ. βαθυλήϊος, -ον με σημασία «με πυκνά σπαρτά,<br />
εύφορος». [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + λήϊον «αθέριστοι καρποί»]) και ζ) «ἀνάσσῃ» (ομηρικό<br />
ποιητικό ρήμα «ἀνάσσω», το οποίο κατά το πλείστον συναντάται στον Ενεστώτα, με σημασία<br />
«είμαι κύριος, δεσπότης, κυρίαρχος, κυβερνώ»).<br />
Τέλος στο ποίημα συναντάται το φαινόμενο του διασκελισμού, κατά το οποίο το νόημα και η<br />
ροή του στίχου συνεχίζονται στον επόμενο π.χ. «Καί τόνους ἐκ τοῦ στήθους του ἐκπέμπει<br />
αἰνεσίμους Πρός τόν Δημιουργόν; » και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Τὸ πτηνόν τῆς αὐγῆς»<br />
(1860)<br />
Το συγκεκριμένο ποίημα συνιστά έναν ύμνο της ποιήτριας προς το θαύμα της ζωής.<br />
Συγκεκριμένα η Σαπφώ απευθύνεται σε όλη την κτίση, ζητώντας της να εξυμνήσει με<br />
ευγνωμοσύνη τον Θεό, ο οποίος σε μια στιγμή της προσέφερε την δυνατότητα ύπαρξης με τον<br />
Θείο λόγο του. «Κ΄ἐνθυμήθητ’ εὐγνομόνως Τὴν στιγμήν τὴν θαυμαστήν, Ὅτ’ εἷς θεῖος λόγος<br />
μόνος Σας ἐγέννησ’ εἰς αὐτήν.». Ωστόσο, τη μεγαλύτερη έκταση του ποιήματος<br />
καταλαμβάνει η προτροπή της ποιήτριας προς τον άνθρωπο να δοξάζει τον Θεό για το δώρο<br />
της Ζωής. Η Σαπφώ αναφέρεται σε δύο σημεία στην πλάση του ανθρώπου από τον Θεό κατ’<br />
εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, όπως χαρακτηρίζει γράφει η Γένεση. Ο άνθρωπος, ωστόσο λόγω<br />
των αμαρτημάτων του αμαύρωσε την εικόνα του Θεού και έχασε το καθ’ ομοίωση. Αυτό που<br />
μπορεί να πράξει τώρα είναι μέσα από την καθημερινή προσευχή να καθαρίσει όσο μπορεί την<br />
εικόνα του Θεού μέσα του, ώστε το Έλεος του Θεού να τον επαναφέρει στο καθ’ ομοίωση κατά<br />
την μετάστασή του στην αιώνια ζωή. Γι’ αυτό το λόγο και η Σαπφώ τονίζει: «Ὤ!θνητοί!δοθῆτε<br />
43
ὄλοι Είς έωθινήν ώδήν, Τείνατε πρὸς ὔμνον πᾶσαν Τῆς καρδίας σας χορδήν. Τοῦ ἡλίου<br />
μὴ σας φθάσῃ Εἰς τὴν κλίνην ἡ ἀκτίς, Στοῦ Θεοῦ τὴν λαμπηδόνα Σεῖς στραφῆτε πρὸ αὑτῆς,<br />
Σεῖς ὀφείλετε τὸν πλάστην Νὰ δοξάζητε μὲ νοῦν, Ἐπειδή τόσαι μ’ ἐκεῖνον Στεναῖ σχέσεις<br />
σᾶς ἑνοῦν.» Το ποίημα κλείνει με μια νουθεσία, μια παραίνεση της Σαπφούς προς όλους τους<br />
αναγνώστες να διατελούν ευσεβή βίο, προσαρμοσμένο στο Θείο Λόγο.<br />
Και σε αυτό το ποίημα η Σαπφώ χρησιμοποιεί εικόνες από τη φύση, ντυμένες με γλαφυρά<br />
επίθετα, προκειμένου να περιγράψει το θαύμα της Δημιουργίας, σύμφωνα με τις επιταγές του<br />
Ρομαντικού κινήματος, π.χ. «Τὴν ἀπέραντον ἀψίδα Ἴδετε τοῦ Οὐρανοῦ, Ἐνδυμένου μὲ<br />
χλαμύδα Ἀστροκόσμου κυανοῦ.»<br />
Η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η ποιήτρια, είναι μια απλής μορφής, ιδιαιτέρως κατανοητή<br />
καθαρεύουσα, με ορισμένες συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής. Από λεξιλογικής<br />
πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «έωθινήν» (εωθινός < από το<br />
αρχαίο «έως» που σημαίνει αυγή. Ο τύπος δεν χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη τόσο<br />
συχνά, αλλά συναντάται κυρίως σε αποσπάσματα ποιημάτων και στον καλλιτεχνικό λόγο) και<br />
β) «ἑνοῦν» (ποιητικό ρήμα «ἑνόω» = ενώνω, κάνω ένα).<br />
Στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει το δεύτερο<br />
ρηματικό πρόσωπο, απευθυνόμενη προς την Κτίση, προσδίδοντας ζωντάνια στο λόγο της ενώ<br />
παράλληλα εισάγει μια συναισθηματική προσέγγιση επί των όσων λέει. Στο τέλος του<br />
ποιήματος και πιο συγκεκριμένα στις δύο τελευταίες στροφές, η Σαπφώ αλλάζει το ρηματικό<br />
της πρόσωπο στο πρώτο ενικό προσδίδοντας στα λεγόμενά της εξομολογητικό τόνο,<br />
εκφράζοντας τις προσωπικές της σκέψεις εναργέστερα προς τον αναγνώστη.<br />
Στο ποίημα συναντάται πλεκτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Ἐλεγεῖον. Εἰς τήν Μνήμην Της»<br />
(9 Ἀπριλίου 1860)<br />
Το έργο αυτό είναι ένα ακόμη ελεγείο της ποιήτριας αφιερωμένο στην κόρη της η οποία βρήκε<br />
πρόωρο θάνατο. Το ποίημα, όπως αναφέρει η Σαπφώ, τοποθετείται χρονολογικά ένα χρόνο<br />
μετά τον θάνατο της κόρης της. Μέσα σε αυτό περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό και λυρικό<br />
44
τρόπο τον ανείπωτο πόνο και θλίψη που βιώνει να ζει μόνη της έχοντας «αποχωριστεί» το ίδιο<br />
της το παιδί.<br />
Από μορφολογικής πλευράς η Σαπφώ χρησιμοποιεί μια ποικιλία εικόνων και λέξεων της φύσης<br />
για να περιγράψει τα συναισθήματα που βιώνει. Έτσι συναντάμε αναφορές στην σκοτεινή και<br />
μαύρη εικόνα του ουρανού «Κ’ ἔγειν’ ἡ ὄψις τῆς γῆς ἐμπρός μου Ἄχαρις ὅλη, καί σκοτεινή!»,<br />
μια εικόνα που θυμίζει πολύ την στιγμή της Σταύρωσης του Ιησού, όταν εκείνος παραδίδει το<br />
πνεύμα του στα χέρια του Πατέρα του, στην μανιασμένη και άγρια φύση «Ὡς κῦμα’ ἀπ’ ἄνεμον<br />
ἰσχυρόν Αὕτη ἡ λύπη ἐκορυφώθη» αλλά συνάμα και εικόνες της γαλήνιας, ζωογόνου και<br />
φωτοδόχου φύσεως όταν η ποιήτρια αναφέρεται στην περίοδο που η κόρη της ζούσε ακόμη,<br />
χαρίζοντας το φως στη ζωή της μητέρας της: «Ἐμπρός Σε βλέπω τῶν ὀφθαλμῶν μου Ὡς<br />
χρυσαλίδα ἐαρινήν,Να περιτρέχῃς τον θάλαμόν μου Καί νά ἐκχέῃς στο μητρικόν μου Στῆθος<br />
οὐράνιον ἡδονήν!». Σε επόμενο σημείο ο πόνος του χαμού του παιδιού της, οδηγεί την Σαπφώ<br />
να θέσει στον εαυτό της και συνάμα και στον αναγνώστη ένα υπαρξιακό ερώτημα,<br />
διερωτώμενη τον αρχικό σκοπό γέννησης της κόρης της, από τη στιγμή που θα αρρώσταινε και<br />
θα «ξεκουραζόταν» σε τόσο μικρή ηλικία. Έρχεται όμως η ίδια να απαντήσει σε αυτό το<br />
ερώτημά της στον αμέσως επόμενο στίχο, λέγοντας πως κανείς άνθρωπος αν δεν γεννηθεί, αν<br />
δεν ζήσει σαν άνθρωπος με τις επιλογές του και τις πράξεις του, δεν μπορεί να «ἀντικρύσῃ Στόν<br />
τῆς ἀπείρου ζωῆς φανόν». Έπειτα η Σαπφώ, χρησιμοποιώντας και πάλι εικόνες από τη φύση,<br />
περιγράφει τις πράξεις και την μεθοδολογία με την οποία λειτουργεί ο Θάνατος, αναφέροντας<br />
τον τρόπο με τον οποίο αλλοιώνει την εικόνα της Φύσης και ανελέητα καταστρέφει τη ζωή των<br />
ανθρώπων, επικεντρώνοντας την ζημιογόνο και επιβλαβή δύναμή του μόνο στα όμορφα<br />
προϊόντα της Φύσης όπως τα τριαντάφυλλα, αγνοώντας ό,τι το ήδη γερασμένο και<br />
κατεστραμμένο: «─Οὐδέν σκληρότερον τοῦ θανάτου Ἀκρίτως ῥίπτει τά θέριστρά του Εἰς τά<br />
πεδία τῆς γῆς ἐδῶ! Κορμούς δέν βλέπει γεγηρακότας Ἐν δυσμοιρίᾳ καί συμφορᾷ! Βάσκανον<br />
βλέμμα στα ῥόδα τείνει, Καί μόλις μίαν αὐγήν τ’ἀφίνει, Καί τά θερίζει ὀδυνηρά! »<br />
Σε αυτό το σημείο όμως, η Σαπφώ συνειδητοποιεί ότι με το θρήνο και την οδύνη, βαραίνει την<br />
ψυχή της κόρης της και συνειδητά επιλέγει να σταματήσει και να αναγνωρίσει ότι η ψυχή του<br />
παιδιού της ζει με αγαλλίαση στον Παράδεισο ζητώντας της όμως παράλληλα, να μην ξεχάσει<br />
και την ψυχή της ίδιας μολονότι δεν μπορεί να συγκριθεί, όπως αναφέρει, με την<br />
μεγαλοπρέπεια της ψυχής της κόρης της. Αυτό είναι ένα σημείο που συναντάται και σε άλλα<br />
ποιήματα της Σαπφούς, και το οποίο είναι το στοιχείο της ταπεινοφροσύνης που την διακρίνει.<br />
45
Από λεξιλογικής πλευράς στο ποίημα κυριαρχούν τα επίθετα, τα οποία είναι προσεκτικά<br />
επιλεγμένα ώστε να ταιριάζουν στο ύφος του ποιήματος και στο σκοπό συγγραφής του. Η<br />
συσσώρευση επιθέτων στο συγκεκριμένο έργο, είναι ένα κατάλληλο μέσο προκειμένου η<br />
Σαπφώ να καταστήσει γνωστή στον αναγνώστη, την αγάπη και την λατρεία που έτρεφε για το<br />
παιδί της.<br />
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης από λεξιλογικής πλευράς, εμφανίζουν οι εξής τύποι: α) ἦσε (τύπος<br />
της καθαρεύουσας) και β) ἔγεινεν (ορθογραφία που συναντάται στην Αγία Γραφή).<br />
Στο στίχο του ποιήματος «Οἴμοι!ἕν στέναγμα φλογερόν» παρατηρεί κανείς ότι το επίθετο<br />
τοποθετείται μετά το ουσιαστικό, κάτι το οποίο είναι δυνατό, για λόγους έμφασης ή<br />
αποσαφήνισης ή και για λόγους διαμόρφωσης ιδιαίτερου ύφους, ιδίως αν δεν υπάρχει άρθρο ή<br />
αν χρησιμοποιείται αόριστο άρθρο. Η γλώσσα της είναι καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές<br />
της αρχαίας ελληνικής (π.χ. ο τύπος της υποτακτικής «θαμβώσῃ»), ωστόσο είναι ιδιαίτερα<br />
κατανοητή.<br />
Τέλος, η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει το πρώτο ρηματικό πρόσωπο προσδίδοντας στο<br />
κείμενο έναν προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, εκφράζοντας τις προσωπικές της σκέψεις ενώ<br />
το ύφος του ποιήματος αποκτά αμεσότητα και οικειότητα. Ως εκ τούτου τα νοήματα και οι<br />
σκέψεις της προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη.<br />
«Εἰς τὴν Σῦρον»<br />
(28 Ἰουλίου 1860)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένας ύμνος προς το νησί της Σύρου με αναφορές από την<br />
ιστορία και συγκεκριμένα στον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε το νησί κατά την Ελληνική<br />
Επανάσταση. Αφορμή, όπως φαίνεται, για την συγγραφή του εν λόγω έργου αποτέλεσε η<br />
επίσκεψη της ποιήτριας στο νησί για το οποίο τόσα πολλά είχε ακούσει και γνώριζε αλλά δεν<br />
είχε τύχει να επισκεφθεί αυτοπροσώπως «…Ἐγὼ πλήν, Σῦρος, δὲν σ’ ἐγνώρισα ποτέ Καὶ ἤδη<br />
πρῶτον Σὲ γνωρίζω εὐτυχῶς. Κ’ἀναχωροῦσα φέρω στὴν καρδίαν μου Τὴν εὔμορφον<br />
ἐρατεινήν εἰκόνα Σου...»<br />
46
Η Σαπφώ ξεκινά το ποίημά της με την εικόνα της φυγής των ηρώων της Ελληνικής<br />
Επανάστασης στο νησί της Σύρου, το οποίο δημιουργήθηκε από το Θεό για να λειτουργήσει<br />
ως το καταφύγιό τους από τους διωγμούς στο πρόσωπό τους, «…Ὅταν τὰ τόσον<br />
καταδιωκόμενα Ὑπό χειρός τυράννου αἰματοχαροῦς Μέλη ἐκείνων τῶν ἀνδρείων γενεῶν <br />
Αἱ περ ἐνδόξως τὸν ἀγῶνα ἤθλησαν Τὸν ἰερόν ἐν Χίῳ, Σμύρνη, καὶ Ψαροῖς Καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις<br />
τόποις τῆς Ἀνατολῆς Τοῖς ἀθλοφόροις, ὄταν λέγω στήνοντα Τὴν φὶλην τῶν ἐλευθερίαν<br />
‘κύκλωσαν Καὶ φεύγοντα ἐζήτουν καταφύγιον, Τὸτ’ὁ Θεός τὸν μέγαν τείνας δάκτυλον <br />
Ἔδειξε τούτοις μετ’εὐνοίας Πατρικῆς Σέ, Σῦρος, οὖσαν βράχον ἀπροσπέλαστον…».<br />
Συγκεκριμένα τα βιβλία της ιστορίας γράφουν ότι με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης<br />
το 1821, οι Συριανοί επέλεξαν να διατηρήσουν ουδέτερη στάση. Η καταστροφή όμως της Χίου<br />
το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), τη<br />
Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Οι<br />
πρόσφυγες βρήκαν στο νησί σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που του είχε παραχωρήσει<br />
η Πύλη αλλά και των φυσικών χαρισμάτων του όπως το μεγάλο, ασφαλές από τους ανέμους<br />
λιμάνι.<br />
Στη συνέχεια η Σαπφώ αναφέρεται στην μυθολογική ιστορία του νησιού της Σύρου. Θα μου<br />
επιτραπεί να σχολιάσω σε αυτό το σημείο ότι η Σαπφώ γράφει ότι η Σύρος δημιουργήθηκε από<br />
τον Δία για να προστατέψει την Λητώ. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι ανακριβές σχετικά με την<br />
Σύρο, δεδομένου ότι το νησί της Δήλου, είναι αυτό που δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο<br />
που περιγράφει η Σαπφώ. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει ο σχετικός μύθος, η Δήλος ήταν αρχικά<br />
ένα μικρό πλεούμενο νησί που έπλεε άσκοπα στο πέλαγος. Όταν η Λητώ, κόρη του Τιτάνα<br />
Κόιου, έμεινε έγκυος από το Δία, προκάλεσε την οργή της Ήρας, η οποία την καταδίωκε με<br />
μανία. Τότε ο Δίας παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να της προσφέρει καταφύγιο και ο Ποσειδώνας<br />
ακινητοποίησε το πλεούμενο νησί με αποτέλεσμα να σχηματιστεί η Δήλος. Στη Δήλο βρήκε<br />
καταφύγιο η Λητώ και γέννησε τους δύο δίδυμους θεούς, Απόλλωνα και Άρτεμη, «Σέ, Σῦρος…<br />
Τοιοῦτον, εἶπον, ὄμως μυθολογικῶς Οἱ πρόγονοί μας ‘κεῖτοι οἱ εὐφάνταστοι, Ὅτι ὁ Ζεύς ὁ<br />
ὑψιμέδων τῶν θεός Ἐποίησε πρός τήν φιλτάτην τοῦ Λητώ Διωκομένην ἀπό τήν ἀγέρωχον <br />
Ἥραν, διότι νᾶ γεννήσῃ ἔμελλε Τὸν τῆς σοφίας τῶν Ἑλλήνων ἀρχηγόν Καί παρθενίας τὴν<br />
προστάτιδα θεάν. ».<br />
Εν συνεχεία, με ακρίβεια αυτή τη φορά προς τον μύθο παρουσιάζει η Σαπφώ την εικόνα της<br />
προσωποποιημένης Δήλου, καθώς της δίνει την δυνατότητα σκέψεων και συναισθημάτων, να<br />
47
θλίβεται για τα περασμένα μεγαλεία της, ενώ καλύπτεται από μαύρα σύννεφα, προάγγελο της<br />
οργής της Ήρας προς τον Δία. Πρέπει σε αυτό το σημείο να πούμε ότι τα περασμένα μεγαλεία<br />
της Δήλου και η υποβιβασμένη σπουδαιότητά της σε σύγκριση με την Σύρο, σχετίζονται με το<br />
γεγονός ότι η Δήλος θεωρούνταν ιερό νησί κατά την αρχαιότητα, ενώ απέκτησε μεγάλη αξία<br />
και ως ελεύθερο εμπορικό λιμάνι κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Περίοδο. Ωστόσο το<br />
βάρος της ανοικοδόμησης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τα δεσμά του<br />
τουρκικού ζυγού έπεσε στη Σύρο. Το συριανό ναυπηγείο πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση<br />
του ελληνικού εμπορικού στόλου, που είχε καταστραφεί κατά τον πόλεμο, ενώ το 1860 η Σύρος<br />
ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Ερμούπολης<br />
χάρισαν στην πόλη τους μια πνευματική ανάπτυξη, πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής.<br />
Ως εκ τούτων σε ένα βαθμό η Δήλος παρουσιάζεται από την Σαπφώ να «ζηλεύει» τα μεγαλεία<br />
και την σπουδαιότητα της Σύρου.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο ποίημά της είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα,<br />
με συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, χωρίς ωστόσο δυσκολία στην κατανόηση των<br />
νοημάτων από τον αναγνώστη. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν<br />
οι λέξεις: α) «ἀγυιάς» (< θηλυκό ουσιαστ. ἀγυιά (καθαρεύουσα) στενός δρόμος, δρομάκι,<br />
σοκάκι), β) «προῢτίμησεν» (
μαζί του, προσδίδοντας διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο της, ο τόνος του ποιήματος γίνεται<br />
συνομιλητικός ενώ το ύφος και ο λόγος αποκτούν θεατρικότητα και παραστατικότητα.<br />
«Ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις»<br />
(1860)<br />
Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, η Σαπφώ δέχτηκε σημαντικές επιρροές από τον<br />
Φαναριώτικο Ρομαντισμό, όσον αφορά στα θέματα που χρησιμοποιούσε και στα νοήματα που<br />
αποτύπωνε μέσα στην ποίησή της. Βασικό χαρακτηριστικό του Φαναριώτικου ρομαντισμού,<br />
είναι η χρήση πατριωτικών θεμάτων, κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο<br />
ποίημα της Σαπφούς με τίτλο «Ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις» (1860). Μέσα σε αυτό της έργο εκφράζει<br />
με έναν ιδιαίτερα έκδηλο τρόπο το δέος της προς την μεγαλοπρέπεια της πόλεως των Αθηνών<br />
καθώς σε κάθε προσφώνηση της προς την πόλη χρησιμοποιεί κεφαλαίο γράμμα στην αρχή της<br />
προσωπικής αντωνυμίας π.χ. «πρὸς Σὲ ἡδυφλέγοντος ἔρωτος φλόγα». Ο θαυμασμός της γίνεται<br />
φανερός στον αναγνώστη του ποιήματος ήδη από τον τίτλο του, καθώς η ποιήτρια επιλέγει να<br />
χρησιμοποιήσει τον πολυλεκτικό όρο «το κλεινόν άστυ» [
Φαιναρέτης», αντιλαμβάνεται ότι η ποιήτρια αναφέρεται στον Σωκράτη, γιό της Φαιναρέτης<br />
και του Σωφρονίσκου.<br />
Μέσα στο ποίημα αυτό, η Σαπφώ εκτός από τον θαυμασμό και την αγάπη της προς την πόλη<br />
των Αθηνών, εκφράζει και την ανησυχία της, η οποία όπως αναφέρει με ιδιαίτερο γλαφυρό<br />
τρόπο την «σκιάζει» «ὡς νέφος Κονιορτοῦ μελανὸν», η οποία ανησυχία όπως εξηγεί στους<br />
επόμενους στίχους οφείλεται στην αυταρέσκεια και την αλαζονεία των Αθηναίων πολιτών, που<br />
εγωιστικά ενδιαφέρονται για τα αξιώματα που θα αποκτήσουν και για την προσωπική τους<br />
υστεροφημία, αδιαφορώντας για την ένδοξη πόλη στην οποία κατοικούν. Τους προτρέπει<br />
λοιπόν, να ανεβούν στον λόφο του Λυκαβητού και να δουν τα πράγματα υπό μια νέα οπτική<br />
γωνία, επαναπροσδιορίζοντας τους στόχους που θέτουν στη ζωή τους.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ και σε αυτό της το ποίημα είναι αρχαΐζουσα<br />
καθαρεύουσα, με πολλές λέξεις της αρχαίας ελληνικής όπως ενδεικτικά τις εξής: α) «εὔχαρις»<br />
[< εὖ + χάρις = ο χαριτωμένος, ο γεμάτος χάρες], β) «θάμβους» [
προς τον αναγνώστη χωρίς την επιβραδυντική και μερικές φορές κατασταλτική επίδραση των<br />
σημείων στίξης.<br />
Το ποίημα, το οποίο δεν φέρει μετρικά κάποιας μορφής ομοιοκαταληξία κλείνει με έναν<br />
αποχαιρετισμό της ποιήτριας προς την αγαπημένη της πόλη, λέγοντας ότι φεύγει για την Ιωνία<br />
προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τις νέες κορασίδες και να τους μεταλαμπαδεύσει τα<br />
προσφιλή της συναισθήματα για την πόλη των Αθηνών «Ἀπερχομένη πρὸς Ἕω, πρὸς τὴν<br />
προσφιλῆ Σ᾿ Ἰωνίαν § Ὅπως ἐξάπτω ἐκεῖ εἰς καρδίας Κορῶν ἁβροχείλων § Τὴν ἱερὰν τοῦ πρὸς<br />
Σὲ ἡδυφλέγοντος ἔρωτος φλόγα §»<br />
«Τὸ πᾶν καὶ ὁ ἄνθρωπος»<br />
(Ἐν Σάμῳ. 12. Σεπτεμβρίου 1861)<br />
Από τον πρώτο κιόλας στίχο του ποιήματος αυτού, η Σαπφώ εκφράζει το θαυμασμό της για το<br />
μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης, η οποία είναι το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός<br />
στον άνθρωπο. Ολόκληρο το ποίημα κατακλύζεται από συγκλονιστικές εικόνες περιγραφής<br />
της απαράμιλλης ομορφιάς του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο όταν αυτό είναι γαλήνιο και<br />
ήρεμο προσφέροντας με τα χρώματα και τις μελωδίες του μια διέξοδο διαφυγής από την<br />
σαθρότητα και το γκρίζο του αστικού περιβάλλοντος όσο και όταν η οργή του ξεχειλίζει<br />
προκαλώντας το φόβο και τη φυγή σε όλα τα πλάσματα. Ακόμη και εκείνα τα πλάσματα τα<br />
οποία υπερέχουν έναντι των υπολοίπων είτε μέσω του μεγέθους τους στην περίπτωση του<br />
ελέφαντα, είτε μέσω των ικανοτήτων τους όπως π.χ. τη δυνατότητα πτήσης στην περίπτωση<br />
του αετού, τρέμουν μπροστά στη δύναμη και την μανία της φύσης. Υπάρχει ωστόσο, όπως<br />
αναφέρει η Σαπφώ, ένα πλάσμα το οποίο αν και στερείται την ικανότητα δεινής κολύμβησης<br />
και την ικανότητα να πετάει στους αιθέρες, δεν φοβάται μπροστά στην επίδειξη δύναμης της<br />
φύσης. Αυτό το πλάσμα δεν είναι άλλο από τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον<br />
Θεό και του δόθηκε η δύναμη από Αυτόν ώστε να κυριαρχεί απέναντι στη φύση και απέναντι<br />
σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο, «Ὤ! πᾶσ’ ἀγνοεῖ ἡ θεσπέσιος φύσις Ἐμπρὸς τοῦ βροτοῦ τὴν<br />
ἰδίαν ἰσχὺν, Τὸν τρέμει, διότι ἐπίσημον φέρει Σφραγῖδα Θεοῦ. Λογικὴ τὸν ἐξεύρει Ψυχὴ εἰς<br />
κρατίστου βαθμοῦ ἐξοχήν » και «Καὶ ἔσῃ, ὦ Ἄνθρωπ’, ἀήττητος ἄναξ »Τοῦ κόσμου ἐφ’ οὗ σὲ<br />
διώρισ’ Ἐγώ∙ ...»Κι’ αὐτὴ ἡ βροντὴ τ’ ἀχανοῦς οὐρανοῦ μου »Θὰ λέγῃ, «ἐμπρὸς τοῦ<br />
51
ἀνθρώπου σιγῶ. ». Η εξουσία του ανθρώπου πάνω στη φύση άρχισε ήδη από τον Κήπο της<br />
Εδέμ, ενώ η εξουσία του πάνω στα ζώα πραγματοποιείται μέσω της ανάπτυξης προσωπικών<br />
σχέσεων με αυτά. Ο άνθρωπος ωστόσο, έλαβε αυτή την εξουσία, αυτή την δύναμη πάνω στα<br />
άλογα όντα μαζί με κάποιες εντολές, τις οποίες παρουσιάζει σε αυτό το ποίημα η Σαπφώ, ως<br />
τα δύο δώρα που χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο κατά τη στιγμή που τον στέλνει στη Γη.<br />
Συγκεκριμένα ο Θεός συμβουλεύει τον άνθρωπο, η εξουσία του να διέπεται από αγάπη,<br />
σεβασμό και δικαιοσύνη απέναντι στο κάλλος της δημιουργίας, δηλ. να είναι μια μορφής<br />
υπηρεσία εκ μέρους του ανωτέρου προς τον κατώτερο, «Ἀγάπην θερμὴν πρὸς τὸ κάλλος τῆς<br />
θείας Σεμνῆς Ἀρετῆς... » καθώς επίσης και να παραμένει πιστός ακόλουθος του δρόμου που<br />
έχει χαράξει ο Θεός, χωρίς ποτέ να παρασυρθεί από τα πάθη του ή από την έμφυτη δύναμή<br />
του, ξεστρατίζοντας ως εκ τούτου απ’ αυτόν, «καὶ ῥοπὴν στοὺς εὐθεῖς Τοῦ νόμου Του δρόμους,<br />
εἰς οὓς βασιλεύει Ἡ τῆς Ἀληθείας αἰγλήεσσ’ αὐγὴ ».<br />
Η ιδιαίτερα έντονη θρησκευτικότητα που διακατείχε την Σαπφώ γίνεται εύκολα αντιληπτή<br />
μέσα σε αυτό το ποίημα ύμνο στην σοφία των Θεϊκών πράξεων, που δημιούργησαν τον<br />
άνθρωπο ως όν και του χάρισαν το στολίδι του φυσικού περιβάλλοντος.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο συγκεκριμένο ποίημα είναι μια απλής μορφής<br />
αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, ιδιαίτερα εύκολη στην κατανόηση, στην οποία συναντώνται<br />
ποικίλες συντακτικές μορφές της αρχαίας ελληνικής. Από λεξιλογικής πλευράς, δεν<br />
συναντάται κάποια ιδιαιτερότητα. Τέλος, στο ποίημα, συναντάται σταυρωτής μορφής<br />
ομοιοκαταληξία, δηλ. ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και ο δεύτερος με τον<br />
τρίτο.<br />
«Ὁ νεκρὸς 1862, καὶ τὸ Νεογνὸν 1863»<br />
(Τὴν Α΄ην τοῦ 1863)<br />
Ο Χρόνος παρουσιάζεται πρωταγωνιστής σε ένα ακόμη ποίημα της Λεοντιάδος. Σε αυτό της<br />
το έργο η ποιήτρια, φτιάχνει μια μικρή ιστορία, στην οποία παρομοιάζει το έτος που αναχωρεί<br />
με ένα μικρό παιδί, το οποίο έζησε μόλις ένα χρόνο στη γη και τώρα παραδίδεται στα χέρια<br />
του Θεού. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι συνήθως η ποιήτρια χρησιμοποιεί την<br />
εικόνα ενός γερασμένου ατόμου για να παρομοιάσει το απελθέν έτος κι όμως σε αυτό της το<br />
52
ποίημα είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί την εικόνα ενός μικρού παιδιού για την<br />
προαναφερθείσα παρομοίωση. Πολλά από τα έργα της ποιήτριας χρησιμοποιούν το θεματικό<br />
μοτίβο του απερχόντος έτους και του καινούριου έτους, συνήθως με όχι και τόσο χαρμόσυνη<br />
διάθεση καθώς η ίδια είτε θλίβεται για το τέλος ενός χαρμόσυνου έτους για όλους τους<br />
ανθρώπους είτε αφορμάται από ένα θλιβερό και γεμάτο δυστυχία έτος που φεύγει προκειμένου<br />
να γράψει το ποίημά της.<br />
Από γλωσσικής πλευράς, μολονότι το συγκεκριμένο ποίημα είναι γραμμένο το 1863, η Σαπφώ<br />
επιλέγει να χρησιμοποιήσει μια πιο απλή μορφή της καθαρεύουσας, χωρίς το πλήθος των<br />
αρχαϊσμών και των ποιητικών λέξεων, που μπορεί κανείς να συναντήσει σε άλλα ποιήματα της<br />
ίδιας εποχής. Από αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, προσωπικά αποδίδω έναν δυναμικό<br />
χαρακτήρα στη γλώσσα και το ύφος της Λεοντιάδος, δεδομένου ότι ακόμη και στην ίδια<br />
χρονική περίοδο, στην συγκεκριμένη περίπτωση στα «παιδικά» της ποιήματα, προσαρμόζει τα<br />
χαρακτηριστικά της γλώσσας της ανάλογα με την περίσταση και το σημασιολογικό υπόβαθρο<br />
του εκάστοτε ποιήματος. Ενώ θα περίμενε κανείς η επιρροή της από την ιδιαιτέρως αρχαϊκή<br />
μορφή της καθαρεύουσας που προωθούνταν εκείνη την εποχή μεταξύ άλλων και από το<br />
Ρομαντικό κίνημα, να είναι αδιάλειπτη, παρατηρούνται αυτές οι διακυμάνσεις ως προς το<br />
επίπεδο του αρχαϊσμού της γλώσσας.<br />
Παράλληλα στο συγκεκριμένο ποίημα η Σαπφώ χρησιμοποιεί και μια πληθώρα ιδιωματικών<br />
και διαλεκτικών τύπων, τους οποίους θα δούμε αμέσως τώρα. Έτσι λοιπόν, από λεξιλογικής<br />
πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «ἂφινε» (η ορθογραφία του<br />
ρήματος εξηγείται λογικά από την επιρροή του αρχ. ελληνικού ρήματος ἀφίημι) β) «ἀγάπαε»<br />
και «ἐτραγούδαε» (χαρακτηριστικό της Πελοποννησιακής διαλέκτου, είναι να χάνεται το γ,<br />
όταν βρισκόταν ανάμεσα σε φωνήεντα, εξ’ου και η ορθογραφία των δύο ρημάτων), γ) «ἒτζι»<br />
(πρόκειται μάλλον για ορθογραφική παρά για φθογγική ιδιοτυπία της εποχής, καθώς ο παλιός<br />
κανόνας «οδοντικό προ του σ αποβάλλεται» τους εμπόδιζε να γράψουν τσ), δ) «παιδοῦδι» (το<br />
επίθημα –ούδι είναι 1. Υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων μετουσιαστικών ουσιαστικών π.χ.<br />
άγγελος > αγγελούδι και 2. Υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων μεταρηματικών ουσιαστικών<br />
π.χ. πελεκώ > πελεκούδι. Ετυμολογία = -ούδι < μεσαιωνική ελληνική –ούδιν < ελληνιστική<br />
κοινή –ούδιον < αρχαία ελληνική –διον), ε) «πλιὸ» (ιδιωματική έτερη μορφή του «πιο».<br />
Ετυμολογία = πλιο < μεσαιωνική ελληνική πλιό < αρχαία ελληνική πλέον), στ) «παλῃοὺς»<br />
(
ορθογραφικό λάθος, καθότι στην αρχαία ελληνική είχαμε το επίθετο παλαιός το οποίο<br />
φωνητικά με συμπροφορά («συνίζηση») τού -αι- και τού -ο- σε έναν φθόγγο (paleós > paljós)<br />
προέκυψε σε νεότερα χρόνια ένας ημιφωνικός φθόγγος, κάτι σαν [ i ] που πρέπει να<br />
απλογραφηθεί με -ι- και όχι με -η- (το οποίο είναι σαν να αποδίδει το μακρό αι, που όμως ήταν<br />
ένα απλό e, όταν έγινε η συνίζηση !), ζ) «πρωτήτερα» (μεσαιωνική ορθογραφία), η) « ‘κειὸ»<br />
(ιδιωματικός τύπος), θ) «μικρούτζικ’» (η ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία εξηγείται καθώς ο<br />
συνδυασμός τζ χρησιμοποιούνταν στα παλαιότερα χρόνια με διπλό τρόπο, τόσο για να δηλωθεί<br />
ο φθόγος /dz/ (τζ) όσο και ο φθόγγος /ts/ (τσ), η) «καϋμένο» (η ιδιαίτερη ορθογραφία της<br />
μετοχής εξηγείται πιθανότατα από την προέλευση της μετοχής από το ρήμα καίω, καθώς<br />
καημένος < παθητική μετοχή του ρήματος καίω), θ) «ἀρχηνίσω» (ἀρχίζω και ἀρχινώ και<br />
ἀρχινίζω. Ο τύπος ἀρχινώ προήλθε είτε από παρετυμολογικό συμφυρμό των αρχίζω + χερνώ<br />
(< εγχειρνώ, < εγχειρώ ή εγχειρίζω) είτε, κατ' άλλη άποψη, από τα άρχω, αρχίζω + (κατάλ.) -<br />
ινώ, αναλογικά προς τα κινώ, ξεκινώ και ι) «ἐφετά» (< επιθ. ἐφετός, -ή, -όν < αρχ. ελληνική<br />
ἐφίημι = αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός).<br />
Στο ποίημα δεν συναντάται κάποιας μορφής ομοιοκαταληξία.<br />
«Σμυρναϊκά»<br />
(1863)<br />
Περνάμε σε ένα επόμενο ποίημα της Σαπφούς Λεοντιάδος με τίτλο «Σμυρναϊκά» (1863), το<br />
οποίο όπως πληροφορείται ο αναγνώστης από τον πρόλογο του περιοδικού στο οποίο<br />
δημοσιεύθηκε, πρόκειται για ένα ποίημα/έναν ύμνο προσωπικής σύνθεσης της Σαπφούς<br />
Λεοντιάδος, κατά την περίοδο που διετέλεσε Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Σμύρνης.<br />
Το ποίημα αυτό είναι ένας ύμνος, μια παράκληση προς το πρόσωπο της Παναγίας από τις<br />
μαθήτριες του Παρθεναγωγείου. Παρατηρείται μια ποικιλία στη ρίμα των στίχων, καθώς<br />
συναντάται μια εναλλαγή ανάμεσα στην ζευγαρωτή («Καὶ εὐχῆς μας ταπεινῆς § Ἄκουσον<br />
πανευμενὴς §») και στην πλεκτή («Χύνε φῶς στὴν κεφαλήν μας § Ἀπ’ τὸν ἅγιόν Σου θρόνον §<br />
Καὶ μὲ τ’ ἄνθη στόλιζέ μας § Τῶν ἐνδόξων μας προγόνων!§» ) ομοιοκαταληξία. Μπορεί κανείς<br />
να παρατηρήσει πολύ εύκολα και το φαινόμενο του νοηματικού διασκελισμού όπως για<br />
παράδειγμα στους στίχους «Ἡ στοργή των ἡ ἁβρὰ § Χρεωστεῖ στὰ τρυφερὰ § Χείλη μας.» , το<br />
54
οποίο είναι χαρακτηριστικό της μοντέρνας ποίησης, δίνοντας την δυνατότητα της δημιουργίας<br />
ενός πιο ελεύθερου στίχου και βοηθώντας ως εκ τούτου στο να εκφραστεί πληρέστερα η<br />
ποιητική έμπνευση. Το γεγονός ότι συναντάμε ένα τέτοιο «προοδευτικό» και μοντέρνο<br />
χαρακτηριστικό στην ποίηση του 19ου αιώνα, είναι ακόμη μια απόδειξη του πόσο πρωτοπόρα<br />
ήταν η Σαπφώ Λεοντιάς στην ποιητική της δημιουργία.<br />
Το πρόσωπο με το οποίο επιλέγει η ποιήτρια να εκφραστεί είναι το πρώτο πληθυντικό, το οποίο<br />
χαρίζει έναν οικείο τόνο στο λόγο, τον κάνει πιο άμεσο, πιο οικείο και πιο παραστατικό. Μέσω<br />
της χρήσης του συγκεκριμένου προσώπου η ποιήτρια συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό της στο<br />
εσωτερικό των νοημάτων, ενώ ταυτόχρονα καθιστά τον αναγνώστη πιο δεκτικό και ο λόγος<br />
της γίνεται πολύ πιο πειστικός. Έτσι διαβάζοντας ο αναγνώστης το συγκεκριμένο ποίημα<br />
νιώθει σαν να βρίσκεται ο ίδιος εκείνη τη στιγμή παρών στην προσευχή, σαν να συμμετέχει<br />
και ο ίδιος σε αυτή την παράκληση.<br />
Από συντακτικής και μορφολογικής πλευράς συναντά κανείς χαρακτηριστικά της αρχαίας<br />
Ελληνικής στο ποίημα, όπως για παράδειγμα τη χρήση των καταλήξεων της αρχαίας ελληνικής<br />
για το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού π.χ. «στολίζουσι».<br />
«Εἰς τό ἔτος 1863»<br />
(Ἐν Σμύρνῃ, 30 10βρίου 1863)<br />
Στο ακριβώς προηγούμενο ποίημα της Σαπφούς με τίτλο «Ὁ νεκρὸς 1862, καὶ τὸ Νεογνὸν<br />
1863» εκφραζόντουσαν οι ελπίδες της ίδιας της ποιήτριας καθώς και ολόκληρου του κόσμου<br />
για ένα ευτυχισμένο έτος 1863, το οποίο θα τους προσέφερε την υγεία και την ευτυχία και όλα<br />
εκείνα τα αγαθά τα οποία τους είχε στερήσει ο προκάτοχός του, το έτος 1862. Απ’ ότι φαίνεται<br />
όμως από αυτό εδώ το ποίημα, οι προσδοκίες και οι ελπίδες αυτές του κόσμου διαψεύστηκαν<br />
δεδομένου ότι το 1863 πέρασε, χωρίς να προσφέρει τίποτα το χαρμόσυνο στη ζωή των<br />
ανθρώπων. Ως εκ τούτου η Σαπφώ γράφει αυτό εδώ το ποίημα, για να αποχαιρετήσει από τη<br />
μια πλευρά το έτος 1863, αισθανόμενη ανακούφιση που φεύγει επιτέλους, αλλά και για να<br />
εκφράσει από την άλλη τα συναισθήματα της απογοήτευσης απέναντι στο «πρόσωπό» του για<br />
την κακοδαιμονία και την λύπη που έφερε στους ανθρώπους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει,<br />
αφήνει στα χέρια του Θεού, την κρίση για το έργο και την προσφορά του Έτους, ζητώντας του<br />
55
ωστόσο παράλληλα να τείνει Χείρα βοηθείας στη διευθέτηση σημαντικών ζητημάτων και να<br />
χαρίσει το δώρο της αγαλλίασης, της σοφίας και της ευτυχίας, στις καρδιές και στις ζωές όλων<br />
των ανθρώπων, «Ζητήματα περίπλοκα εἰς ῥοῦν εὐθύν νά τρέψη. § Αἴγλας ἐπὶ τοῦ βίου μας νά χέῃ<br />
τῆς σοφίας! § Μέ μύρα χριστιανικῆς ἀγάπης τὰς καρδίας».<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της έργο η Σαπφώ είναι η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα,<br />
χωρίς ωστόσο δυσκολίες στην κατανόηση και λεξιλογικές επιλογές που τείνουν ιδιαίτερης<br />
προσοχής.<br />
«Ἐλεγεῖον εἰς τόν ἀοίδιμον ἱεράρχην Ῥόδου Δωρόθεον»<br />
(1865)<br />
Ποίημα με ιδιαίτερα έκδηλο το θρησκευτικό συναίσθημα της Σαπφούς είναι και το έργο της με<br />
τίτλο «Ἐλεγεῖον είς τόν ἀοίδιμον ἱεράρχην Ῥόδου Δωρόθεον» (1865), το οποίο όπως φαίνεται<br />
ήδη και από τον τίτλο του είναι ένα θρησκευτικό άσμα με τη μορφή ποιήματος, το οποίο έγραψε<br />
η ποιήτρια και αφιερώνει στο πρόσωπο του εκλιπόντος ιεράρχη Ρόδου Δωρόθεου. Διαβάζοντας<br />
κανείς το συγκεκριμένο ποίημα, μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστώσει το σεβασμό, τη βαθιά<br />
εκτίμηση, την προσήλωση και τον θαυμασμό της ποιήτριας, μια αναγνώριση συμπεριφοράς η<br />
οποία αρμόζει στην ανωτερότητα και στην αξία του προσώπου του ιεράρχη, εξυμνούσα το<br />
θεάρεστο έργο του σε πολλά σημεία με ιδιαίτερα λυρικό και παραστατικό τρόπο. Ενδεικτικά<br />
παραθέτω ένα συγκεκριμένο χωρίο: «Δόγματ᾿ ἀληθείας δ᾿ αὐδῇ μελιρύτῳ φράζων §<br />
Πνευματικοῖς ἕο παισὶ θεοῦ ἐντάλματ᾿ ἐδείκνυ...§» Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι μια πολύ<br />
επίσημη αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, με ύφος ανάλογο του χαρακτήρα του άσματος και του<br />
προσώπου στο οποίο αναφέρεται. Μορφολογικά το ποίημα αποτελείται από ιδιαίτερες λέξεις<br />
και φράσεις, κυρίως της αρχαίας ελληνικής και από τις οποίες αρκετές δεν συναντώνται τόσο<br />
στον καθημερινό λόγο αλλά σε ποιητικά κείμενα. Χαρακτηριστικά αναφέρω τις εξής: α)<br />
«Θεοῖο» (τύπος πτώσεως γενικής – θεοῦ, ετυμολογικά πρέπει να προέρχεται από το ποιητικό<br />
ρήμα «θείω» που σημαίνει [τρέχω] και του οποίου η ρίζα προέρχεται από το<br />
πρωτοινδοευρωπαϊκό *dʰew-) β) «πατρώων» (Ετυμολογία: [
στ) «ἔσβεσεν» (
«Εἰς μίαν πεύκην»<br />
(1866)<br />
Εκτός από το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, η Σαπφώ Λεοντιάς διακρίνεται και για την<br />
φυσιολατρία της, την οποία αποτύπωνε γλαφυρά και στο ποιητικό της έργο. Ένα<br />
χαρακτηριστικό δείγμα όπου είναι ιδιαίτερα έντονος αυτός ο φυσιολατρισμός είναι το ποίημά<br />
της με τίτλο «Εἰς μίαν πεύκην» (1866). Σε αυτό της το έργο η ποιήτρια απευθύνει τις σκέψεις<br />
της σε ένα δέντρο πεύκης, το οποίο όπως αναφέρει είχε συναντήσει παλαιότερα στην εξοχή<br />
αλλά τώρα το συναντά μέσα στην πόλη («Ἀλλὰ σὺ τώρα διατὶ ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων;§ Πῶς<br />
τὴν ἀγρίαν τῶν δασῶν ἀφῆκες ἠρεμίαν; § Χεὶρ τὶς σὲ μετεφύτευσεν εἰς θορυβώδη τόπου;»). Ο<br />
προβληματισμός της ποιήτριας περιστρέφεται τόσο γύρω από το πώς άλλαξε η ζωή της από το<br />
παρελθόν μέχρι σήμερα, όσο και γύρω από την παρουσία του δέντρου μέσα στην πόλη, μακριά<br />
από την εξοχή. Υποδηλώνεται έτσι μια πικρία της ποιήτριας για το αστικό περιβάλλον, καθώς<br />
υπερτονίζει σε αρκετά σημεία του έργου της, το πόσο καθαρτική είναι η παρουσία του δέντρου<br />
μέσα στην πολύβουη πόλη. Ένας πολύ έντονος, λυρικός και άκρως αναπαραστατικός λόγος,<br />
που δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να φαντάζεται τις σκηνές που περιγράφει η ποιήτρια<br />
και να τις βιώνει σαν να ήταν παρών. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ικανότατης γραφής<br />
της Σαπφούς Λεοντιάδος.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό το ποίημα είναι αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, αλλά σε<br />
μια πολύ απαλή και κατανοητή μορφή της, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι αρχαιοελληνικές<br />
δομές στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μορφολογία του έργου. Έτσι συναντάμε δομές όπως<br />
η χρήση του τύπου «ἔχεε» (ο οποίος είναι παρελθοντικός χρόνος του ρήματος της αρχαίας<br />
ελληνικής χέω), ο τύπος «διατί» (
Τέλος στο συγκεκριμένο ποίημα, η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως ρηματικό πρόσωπο<br />
αυτό του πρώτου ενικού. Με αυτή της την επιλογή προσδίδει στο κείμενο έναν προσωπικό,<br />
εξομολογητικό τόνο, εκφράζει προσωπικές σκέψεις και εκτιμήσεις της, ενώ το ύφος του<br />
ποιήματος αποκτά αμεσότητα και οικειότητα. Τα νοήματα και οι σκέψεις της προβάλλονται<br />
εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη. H ομοιοκαταληξία που συναντάται στο ποίημα<br />
είναι πλεκτής μορφής.<br />
«Ἐλεγεῖον τῇ γλυκεῖα μοι μητρὶ Σοφία Λ. Κληρίδου,<br />
ἀποθανούσῃ τὴν 4 Ἰουνίου 1866»<br />
(Ἐν Σμύρνη, 22 Ἰουνίου 1866)<br />
Η Σαπφώ γράφει ένα ακόμη ελεγείο, το οποίο λειτουργεί ως δίαυλος για να διοχετεύσει και να<br />
εξωτερικεύσει την μελαγχολική της διάθεση για τον θάνατο της αγαπημένης της μητέρας. Ή<br />
θρησκευτικότητα της ποιήτριας εκδηλώνεται στον αναγνώστη από τους πρώτους κιόλας<br />
στίχους, όταν αναφέρει ότι ο Θεός κάλεσε τον προστάτη άγγελο της ψυχής της μητέρας της<br />
κοντά Του. Μια σκηνή μέσω της οποίας η Σαπφώ εκφράζει την πίστη της για την συνέχεια της<br />
«ζωής» της ψυχής μετά το θάνατο. Στη συνέχεια, το θεματικό βάρος του ποιήματος<br />
μεταφέρεται στην στιγμή που ή μητέρα της Σαπφούς, ενώ κείτεται στο κρεβάτι της, στρέφει το<br />
βλέμμα της αναζητώντας την παρηγοριά της παρουσίας της κόρης της για να την αποχαιρετήσει<br />
και να της δώσει την ευχή της. Μέσα από μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων, ή Σαπφώ<br />
χαρακτηρίζει απαραίτητη την παρουσία της στο πλευρό της μητέρας της, καθώς τίποτα δεν θα<br />
μπορούσε να την κρατήσει μακριά. Σχολιάζει ότι η παρουσία της θα μπορέσει να κατευνάσει<br />
κάπως τον πόνο που λογικά βιώνει η μητέρα της, ότι θα είναι παρηγοριά και συνοδοιπόρος στο<br />
δρόμο του πόνου του πατέρα της και της αδελφή της, οι οποίοι επί οκτώ μέρες θρηνούν, ότι<br />
όντας παρούσα θα μπορέσει να συνοδεύσει την μητέρα της στην τελευταία της κατοικία και να<br />
της αφήσει ένα λουλούδι, ως σύμβολο της αγάπης της προς το πρόσωπο της, σύντροφος της<br />
στην «μοναξιά» του θανάτου και σύμβολο του αγώνα της και της νίκης της επί του θανάτου.<br />
Τέλος η Σαπφώ σχολιάζει ότι η παρουσία της στον τάφο της μητέρας της αναπόφευκτα θα της<br />
φέρει δάκρυα λύπης για τον αποχωρισμό τους αλλά την παρακαλεί τα δάκρυα της αυτά να μην<br />
της βαρύνουν την ψυχή της, να μην της αφαιρέσουν το χαμόγελο από το όμορφο πρόσωπο της<br />
59
καθώς θα περνάει τις πύλες του Παραδείσου, όπου θα την περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες δύο<br />
γνώριμα πρόσωπα της, ο γιος της και ή εγγονή, την οποία μπορεί να μην πρόλαβε να τη χαρεί<br />
στην επίγεια ζωή της, περνώντας τα γηραιά της χρόνια μαζί της αλλά θα της κρατάει πλέον<br />
συντροφιά στην Αιωνιότητα, «Πλὴν μὴ εἰσέλθῃς κατηφὴς εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ δῶμα ἰδὲ ἐκεῖ πρὸ<br />
τῶν θυρῶν μὲ χάριεν τὸ ὄμμα μ’ ἀγκάλας ἀνοικτὰς σὲ καρτεροῦσι προσφιλεῖς ψυχαῖ, ὦ μῆτερ,<br />
δύο: Ἠ μία τοῦ φιλτάτου σου υἱοῦ!.. Κἄν ἐν τῷ βίῳ ἐδῶ δὲν ἠξιώθης μετὰ τοῦ παμφιλτάτου<br />
σου μικροῦ μου θυγατρίου τερπνῶς τὰς ὥρας νὰ περνᾷς τοῦ γηραιοῦ σου βίου, καθὼς<br />
περιεπόθεις! Τὸ ἄλλο μου θυγάτριον ἐκεῖ σὲ περιμένει!».<br />
Το ποίημα κλείνει με μια ευχή της Σαπφούς, η αγάπη της μητέρας της μαζί με την φροντίδα<br />
του Θεού να προστατεύουν όλους τους Ανθρώπους στην Γη, «Κ’ ἐνῷ περιηγῆσαι εἰς τ’ ἄλση<br />
τὰ ἀκήρατα, καὶ τρισευδαίμων ἧσαι, βλέμματα μεριμνῶντα ἡ μητρικὴ ἀγάπη σου στὴν γῆν μας<br />
θε νὰ τρέπῃ, καὶ τοῦ Θεοῦ θὰ δέηται τὰ ἐπ’ αὐτῆς νὰ σκέπῃ ἀγαπητά σου ὄντα.»<br />
«Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν»<br />
(1869)<br />
Έντονη έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος της Λεοντιάδος συναντάμε και στο ποίημά<br />
της με τίτλο «Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν» (1869). Σε αυτό της το ποίημα, παρατηρείται μια αλλαγή<br />
στη μορφή της γλώσσας της και του τρόπου έκφρασής της. Η γλώσσα της μολονότι ακόμη<br />
διατηρεί τα χαρακτηριστικά της καθαρεύουσας και συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής,<br />
δεν είναι πλέον αρχαιοπρεπής, σε βαθμό που μοιάζει, αρκετά θα μπορούσε να πει κανείς, με<br />
την δημοτική. Αυτό οφείλεται στο πέρασμα κάποιων ετών από τη συγγραφή του ενός<br />
ποιήματος και του άλλου τα οποία επέδρασαν σημαντικά στον τρόπο έκφρασης της Σαπφούς.<br />
Η ποιήτρια στο συγκεκριμένο έργο της μιλάει αρχικά σε τρίτο ενικό πρόσωπο, παίρνοντας τον<br />
ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, και στη συνέχεια δίνει το λόγο στο μικρό παιδί, τον<br />
πρωταγωνιστή της ιστορίας, το οποίο περιγράφει το τί έχει προηγηθεί στη ζωή του και το τί<br />
πρόκειται να επακολουθήσει κατά την περιπλάνησή του από σπίτι σε σπίτι, απευθυνόμενο σε<br />
ένα υποθετικό ακροατήριο «δέτε ταις» Κ’ ἔτζι δ’ αὐτοὶ χαρούμενοι τὴν πόρτα νὰ μ’ ἀνοίγουν, §<br />
νὰ μὲ καλοκυτάζουνε καὶ νὰ μὲ ἀγκαλιάζουν». Με αυτή της την επιλογή προσδίδει στο κείμενο<br />
έναν προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, εκφράζει προσωπικές σκέψεις και εκτιμήσεις της, ενώ<br />
60
το ύφος του ποιήματος αποκτά αμεσότητα και οικειότητα. Τα νοήματα και οι σκέψεις που<br />
εκφράζει το μικρό παιδί, τα οποία είναι φυσικά οι σκέψεις της ίδιας της ποιήτριας,<br />
προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη.<br />
Ο τόνος του ποιήματος είναι έντονα συγκινησιακός, καθώς η ποιήτρια με εργαλείο της τον<br />
ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο έκφρασής της δημιουργεί στον αναγνώστη ανάμεικτα<br />
συναισθήματα για την τύχη του μικρού παιδιού, το οποίο είναι και ο πρωταγωνιστής του<br />
ποιήματος. Διαβάζοντας την αρχή του ποιήματος ο αναγνώστης αισθάνεται θλίψη για την<br />
μοίρα του μικρού παιδιού, το οποίο μόνο του κυκλοφορεί στους κρύους δρόμους, ενώ το τέλος<br />
του αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, καθώς συνειδητοποιεί το μεγαλείο της ψυχής του μικρού<br />
παιδιού μην γνωρίζοντας, ωστόσο τί του επιφυλάσσει ακόμη η μοίρα.<br />
Και σε αυτό το ποίημα συναντάμε γλωσσικές ιδιομορφίες όπως τις εξής: α) τη χρήση του<br />
τροπικού επιρρήματος με τη μορφή «ἔτζι» όπου και γίνεται χρήση του διπλού συμφώνου [τζ]<br />
αντί του [τς], ένα χαρακτηριστικό της κυπριακής διαλέκτου, β) τη χρήση του ρήματος<br />
«κυτ(τ)άζω» στα «καλοκυτάζουνε» και «κυττάζῃ», μια ομολογουμένως ιδιαίτερη ορθογραφία<br />
η οποία έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που προσπάθησαν να<br />
ετυμολογήσουν την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν. Ημέρα 1885, -<br />
Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογούν το ρήμα από το «κοίτη»<br />
(χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο στρατιώτης,<br />
φρουρός ή φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η δεύτερη σχολή,<br />
την οποία ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα από το «κυπτάζω» (βλ.<br />
Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπτάζω =κύπτω, ερευνώ)<br />
(βλ. Σταματάκο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560] Κυπτάζω, μέλ. -άσω. Θαμιστικόν του<br />
κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς γύρω από<br />
τι. πρβλ. κυττάζω), γ) τη χρήση του όρου «σπήτια» και πάλι με μια ιδιαίτερη ορθογραφία κατ’<br />
αναλογία με τον όρο της καθαρεύουσας «οσπήτιον», υποδηλώνοντας μια προσπάθεια της<br />
ποιήτριας να εκλαϊκεύσει τον όρο της καθαρεύουσας προσαρμόζοντάς τον στα δεδομένα της<br />
δημοτικής, δ) τη χρήση της φράσης «π’ ὅχω» στην οποία η ποιήτρια κάνει χρήση του<br />
υπερωικού [ο] αντί του ουρανικού [ε] κατ' αναλογία με το υπερωικό [u] που εκθλίβεται, δ) τη<br />
χρήση της φράσης «ν’ ἄχουνε», στην οποία και πάλι η ποιήτρια χρησιμοποιεί το ανοικτό<br />
φώνημα [α] αντί του πιο κλειστού ουρανικού [ε] για λόγους ευφωνίας, κατ’ αναλογία με το<br />
ανοικτό φώνημα [α] που εκθλίβεται, δ) τη χρήση του φράσης «ὁ παπᾶς μου» για να δηλώσει<br />
61
τον πατέρα, πιθανότατα κατ’ αναλογία με το λατινικό «papa = πατέρας», όρος που<br />
χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για να δηλώσει τους υψηλόβαθμους πνευματικούς ηγέτες<br />
της Καθολικής Εκκλησίας (βλ. Πάπας).<br />
Οι συντακτικές δομές του συγκεκριμένου ποιήματος ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τους<br />
κανόνες της Κοινής Ελληνικής, της δημοτικής, μολονότι κανείς μπορεί να παρατηρήσει<br />
ορισμένα στοιχεία από την καθαρεύουσα μέσα στο κείμενο όπως για παράδειγμα την χρήση<br />
τύπων της δοτικής π.χ. «δέτε ταις». Το ίδιο χωρίο, είναι και μια δήλωση δεοντικής τροπικότητας<br />
μέσα από τη χρήση της προστακτικής. Οι προτάσεις που χρησιμοποιεί η ποιήτρια είναι σε ένα<br />
βαθμό αρκετά μακροσκελείς, με πολύ συχνή τη χρήση ασύνδετων σχημάτων, χωρίς ωστόσο<br />
να κουράζουν ή να δημιουργούν σύγχυση στον αναγνώστη. Τέλος η χρήση των σημείων στίξης<br />
στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την ποιήτρια να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης<br />
για να παράγει γραμματικά και συντακτικά ορθές προτάσεις.<br />
«Ἡ γέννησις τοῦ ποιητοῦ»<br />
(1871)<br />
Στο ποίημά της αυτό η Σαπφώ περιγράφει στον αναγνώστη τη γέννηση του Ομήρου, με ένα<br />
λυρικότατο και άκρως γλαφυρό τρόπο, μεταχειριζόμενη και πάλι μια εικόνα από τη Φύση.<br />
Συγκεκριμένα αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο ένα πανέμορφο αηδόνι, Τίς ἀηδών<br />
λιγυρὸφωνος φίλη τοῦ Κάλλους» που στην πραγματικότητα είναι ένας Άγγελος απεσταλμένος<br />
από τον Θεό «Ἦν ἄγγελος τὶς θεσπεσία, § Ἑξ οὐρανοῦ πεμπομένη» εμφανίζεται στον ουρανό<br />
κρατώντας μια πανέμορφη γραφίδα και ένα βιβλίο διακοσμημένο με χρυσές λεπτομέρειες,<br />
αναγγέλλοντας σε ολόκληρη την Πλάση την γέννηση του αιώνιου και αθάνατου Ομήρου, ο<br />
οποίος με το έργο του θα εξυμνεί την ομορφιά και την γοητεία της Φύσης, «Τῶν καλλονῶν Σου<br />
νὰ ψάλλῃ τά θέλγητρα, καί τά μεγέθη» εξυψώνοντας την σε ουράνεια μεγαλεία «Τῆς πλάσεώς<br />
Σου αὐτῆς εἰς αἰθέρια ὕψη Ὀλύμπου § Νά ἀναγάγῃ». Της ζητάει λοιπόν, μέσω της μελωδικής<br />
της φωνής, η οποία θα συγκινούσε ακόμη και την πιο λυπημένη ψυχή, να γιορτάσει αυτό το<br />
χαρμόσυνο νέο, το οποίο ουσιαστικά παρουσιάζεται από την ποιήτρια ως Θεϊκό δώρο προς<br />
ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Στη συνέχεια η Σαπφώ, χρησιμοποιεί ποικίλες αναφορές από την<br />
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία, για να περιγράψει την πομπή των Θεών που έρχεται να<br />
62
χαιρετήσει την γέννηση του βρέφους και να του παραδώσει τα δώρα της. Σε αυτό το σημείο<br />
μπορεί κανείς να διακρίνει μια ομοιότητα με την Γέννηση του Ιησού και τους τρείς Μάγους<br />
που έρχονται από μακριά για να Τον τιμήσουν με τα δώρα τους, ένα στοιχείο το οποίο<br />
αναδεικνύει για ακόμη μια φορά τόσο το ταλέντο και τη δημιουργική σκέψη της Σαπφούς όσο<br />
και την έντονη θρησκευτικότητά της.<br />
Η όλη αυτή όμως χαρμόσυνη και εορταστική ατμόσφαιρα μεταβάλλεται στο τέλος του<br />
ποιήματος, όταν η Σαπφώ μας μεταφέρει χρονολογικά στο παρόν και μας περιγράφει τη σκηνή<br />
όπου η ίδια πήγε σε εκείνο τον τόπο που μας περιέγραψε για να δει και από μόνη της τον τόπο<br />
γέννησης του μεγάλου εκείνου ποιητή. Σε αυτό εδώ το σημείο πρέπει να αναφερθεί η τάση της<br />
Σαπφούς να καταφεύγει συχνά στη Φύση, η οποία την ηρεμεί και την γαληνεύει, προκειμένου<br />
να μπορέσει να ξεφύγει από την «καταχνιά» της ανθρώπινης κοινωνίας και της πόλης. Αντί<br />
ωστόσο να εξυμνήσει τη Φύση, όπως επιβάλλει ο Ρομαντισμός, την κατηγορεί ότι δεν άφησε<br />
κανένα σημάδι για τους μεταγενέστερους ώστε να γνωρίζουν πού γεννήθηκε ο Όμηρος.<br />
Δράττεται μάλιστα της ευκαιρίας για να επιπλήξει και τους ανθρώπους για την ματαιοδοξία<br />
τους και τον λανθασμένο τρόπο σκέψης τους, καθώς όπως αναφέρει δεν έστησαν κανένα<br />
μνημείο για τον Όμηρο, που τόσα πολλά προσέφερε μέσω του έργου του για την ανθρωπότητα,<br />
παρά μόνο φροντίζουν για αφήνουν μνημεία για όσους έκαναν κατακτητικούς πολέμους<br />
επιφέροντας τον πόνο και την καταστροφή, «Οἵμοι! ἀνθρώπιναι χεῖρες οὐδέν πρός τιμήν τοῦ<br />
μνημεῖον § Κᾶν ἀπό πέτρας γυμνῆς δέν ἀνείγηραν ---Στήλας ἐνδόξους § Ἐνῷ ἐκ μαρμάρου<br />
λευκοῦ γλαφυρῶ, λαξευμένας ἐγείρουν § Ὑπέρ ἀνθρώπων οὐδέν εὐπραξάντων, ἤ μόνον διότι §<br />
Ἀπ’ ἄκρον γῆς ἔως ἄκρου ὁρμώμενοι χώρας κατέκτων. § Οὔτε ἡ γῆ δὲ αὐτὴ δι’υἱόν καυχωμένη<br />
τοιοῦτον § Φιλοτιμίαν δέν ἔσχε τὶ δένδρον καλόν ν’ἀναδώσῃ § Ὅπως αὐτοῦ τ’ ᾀειθάλλοντα<br />
φύλλα ὁ ἄνεμος σείων...§»<br />
Το ποίημα είναι γεμάτο από οπτικές και ακουστικές εικόνες μέσα στις οποίες υπερτερούν ως<br />
μέρος του λόγου τα επίθετα, δημιουργώντας έναν ιδιαιτέρως περίτεχνο λόγο.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ σε αυτό της το ποίημα είναι μια αρχαιοπρεπής<br />
καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές της Αρχαίας Ελληνικής. Από λεξιλογικής πλευράς<br />
ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «πυρφόρος» (επιθ. πυρφόρος και<br />
πυροφόρος, -ο / πυρφόρος και πυροφόρος, -ον, θηλ. και –α. 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή)<br />
αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά 3.<br />
63
προσωνυμία πολλών θεών, όπως τού Διός, τής Δήμητρος, τής Περσεφόνης, τής Αρτέμιδος, τού<br />
Έρωτος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός (για τις μορφές πυρ- και πυρι-) + -φόρος*]), β) «νᾶμα»<br />
(αρχ. νᾶμα, νάμα το = καθαρό νερό πηγής, «τρεχούμενο νερό». Η λέξη συνηθίζεται στις ΦΡ<br />
νάματα σοφίας / παιδείας / αρετής κτλ., αληθινά διδάγματα σοφίας, παιδείας, αρετής κτλ.), γ)<br />
«Φόρμιγκος» (Η Φόρμιγξ ήταν έγχορδο μουσικό όργανο της ελληνικής αρχαιότητας, και<br />
συγκεκριμένα της εποχής του Ομήρου. Το συναντάμε από τον 9ο μέχρι τον 6ο αι. π.Χ..<br />
Αργότερα παραχώρησε την θέση της στην κιθάρα και την λύρα. Ο Όμηρος αναφέρει στην<br />
Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ότι ήταν καλυμμένη χρυσάφι και ελεφαντόδοντο και οι ήχοι της<br />
συνόδευαν τον ποιητή κατά την απαγγελία του έπους), δ) «ἐπέκλωσ’» ( < επικλώθω. 1. κλώθω,<br />
γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω,<br />
προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για<br />
θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῡτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον», Ομ. Οδ.) 4.<br />
υφαίνω, πλέκω, δημιουργώ («ᾧ στέμματα ξήνασ’ ἐπέκλωσεν θεὰ ἔριν», Ευρ.)), ε) «μήστωρ»<br />
(μήστωρ, -ορος και -ωρος, ὁ 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει<br />
(«Ζῆν' ὕπατον μήστωρ' ούδ' εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός<br />
που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του 3. αυτός που είναι<br />
έμπειρος σε κάτι και ιδίως στη μάχη, ο εμπειροπόλεμος 4. αυτός που είναι άξιος να μηχανεύεται<br />
ή να σοφίζεται κάτι) [ΕΤΥΜΟΛ. < *μήδ-τωρ < θ. μηδ- τού μήδομαι «έχω στον νου μου,<br />
τεχνάζομαι» με συριστικοποίηση τού -δ- προ τού -τ- (πρβλ. πιστός < *πιθ-τός). Ο τ.<br />
εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε –μήστωρ καθώς και σε θηλ. σε –μήστρα]<br />
και στ) «ἔγεινεν» (Η ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία συναντάται στην Αγία Γραφή).<br />
Τέλος, η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει το πρώτο ρηματικό πρόσωπο, όταν περιγράφει<br />
τον ερχομό της στο σημείο της γέννησης του Ομήρου προκειμένου να δώσει προσωπικό τόνο<br />
και αμεσότητα στο λόγο της.<br />
64
«Ἐλεγεῖον εἰς τὸν ἀείμνηστον Διδάσκαλον τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων<br />
Κωνσταντῖνον Ἀσώπιον»<br />
(1872)<br />
Το ποίημά της αυτό, είναι μια ακόμη ωδή από τις πολλές που έγραψε, αφιερωμένη στο<br />
πρόσωπο του αείμνηστου Κωνσταντίνου Ασώπιου. Η Σαπφώ ξεκινάει το ποίημά της<br />
απευθυνόμενη προς τους Ελληνόγλωσσους ανθρώπους των γραμμάτων, ζητώντας τους να μην<br />
θρηνούν για το θάνατο του Διδασκάλου τους. Μέσα στο έργο της, εξυμνεί το έργο και τη σοφία<br />
του Κωνσταντίνου Ασώπιου, λέγοντάς μάλιστα ότι εκείνος δεν πέθανε ποτέ, αλλά συνεχίζει να<br />
ζει μέσα από τα έργα του και μέσα από τις γενιές που μαθήτευσαν στο πλευρό του. Εν συγκρίσει<br />
με το προηγούμενο ποίημα που μελετήσαμε, το οποίο χρονολογικά ανήκει στο ίδιο έτος με το<br />
παρόν, παρατηρείται ότι η γλώσσα της Σαπφούς απομακρύνεται και πάλι σε μικρό βαθμό<br />
βέβαια από την απλή λόγια μορφή και αποκτά ένα πιο σοβαρό, αρχαιοπρεπές ύφος, με αρκετά<br />
στοιχεία καθαρεύουσας. Φυσικά όπως έχουμε πει και άλλες φορές μέσα στην εργασία, η<br />
Σαπφώ είχε την ικανότητα να προσαρμόζει την τυπολογία της γλωσσικής της έκφρασης<br />
ανάλογα με την περίσταση για την οποία γραφόταν το κάθε ποίημά της. Έτσι και εδώ, η<br />
γλώσσα της «σοβαρεύει» όπως η περίσταση το απαιτεί.<br />
Από μορφολογικής πλευράς και σε αυτό το έργο συναντάμε ορισμένους αξιοπρόσεκτους<br />
τύπους όπως τους εξής: α) «γεραρὸς» (λόγιο επίθετο < αρχαία ελληνική γεραρός < γεραίρω <<br />
γέρας =αξιοσέβαστος β) «κεδνόφτων» (
Το ποίημα δεν ακολουθεί κάποια μορφή ομοιοκαταληξίας.<br />
«Τὸ ὀρφανό»<br />
(1872)<br />
Το μοτίβο του εγκαταλελειμένου ορφανού παιδιού, το οποίο συναντήσαμε ξανά στο ποίημα<br />
«Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν» (1869), κυριαρχεί και στο ποίημα με τίτλο «Το ορφανό». Η ποιήτρια<br />
χρησιμοποιώντας το ρηματικό πρόσωπο του πρώτου ενικού, μας μιλάει μέσα από φωνή του<br />
μικρού πρωταγωνιστή του ποιήματός της, δίνοντας έτσι έναν τόνο οικειότητας και αμεσότητας<br />
στο ποίημα επιτρέποντας παράλληλα στα νοήματα του λόγου της να περνούν πιο ξεκάθαρα<br />
στον αναγνώστη. Το μικρό παιδί λοιπόν περιγράφει στον αναγνώστη την μοναξιά του, τις<br />
κακουχίες του, την πίκρα του για την κατάσταση της ζωής του και τις προσευχές του προς τον<br />
Θεό ώστε να βελτιωθεί η ζωή του, τόσο ώστε να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς όπως και τα<br />
υπόλοιπα παιδιά του Θεού («Ἐλέησέ με,ὦ Θεέ!ἄκουσε την εὐχή μου! § Δὲν εἶμαι πλάσμα Σου κ’<br />
ἐγώ,δὲν ἔχω την ψυχή μου § Παρμένην ἀπὸ Σέ;»). Ο ποιητικός λόγος της Σαπφούς σε αυτό της<br />
έργο, από λεξιλογικής πλευράς έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να<br />
αναφερθούν. Έτσι συναντάμε τους εξής τύπους: α) «ἕγειναν» (ιδιαίτερη ορθογραφία του<br />
ρήματος, την οποία συναντάμε και σε απόσπασμα από την Αγία Γραφή «και έγειναν αι ημέραι<br />
του Αδάμ...») β) «ἐμπορῶ» (μεσαιωνική ελληνική εμπορώ και ημπορώ < αρχαία ελληνική<br />
εὐπορῶ) γ) «Μὲ εἶναι φοβερό!» (Η ποιήτρια σε αυτό το σημείο, χρησιμοποιεί τον τύπο της<br />
αιτιατικής της προσωπικής αντωνυμίας, αντί για την γενική, το οποίο είναι χαρακτηριστικό των<br />
Βορείων Διαλέκτων οι οποίες μιλιούνταν σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας, μέχρι και<br />
την Μικρασιατική Καταστροφή) δ) «Ν’ἅψη» (αποκοπή του τελικού φωνήεντος του μορίου) –<br />
(ἅψη = μέλλοντας, του ρήματος ἅπτω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ap- (αγγίζω), ο οποίος μέλλοντας<br />
κανονικά δεν εμφανίζεται μόνος του αλλά μέσα σε σύνθετα), ε) «Ἵλεως» (επιθ. Ίλεως-ως-ων,<br />
ο αττικός τύπος του ἵλαος = ευμενής, ευνοϊκός) στ) «ὤσάν» (λόγιο επίρρημα σε θέση πρόθεσης<br />
που δηλώνει παρομοίωση [λόγ. ὡσάν < αρχαία φράση ὡς ἄν `έτσι που, για να΄ (σύγκρ. σαν)],<br />
ζ) «΄πάγουν» (αρχ. Ρήμα ἐπάγω, το οποίο δηλώνει την κίνηση προς ένα μέρος) η) «πιοτά»<br />
(όψιμο μσν. Πιοτόν < αρχ. Ποτόν, με επίδραση του (να ) πιω) ι) «καϋμένα» (ιδιαίτερη<br />
ορθογραφία της μετοχής, η οποία μάλλον εξηγείται από την προέλευση της μετοχής από το<br />
ρήμα καίω, καθώς καημένος
αυτή την ορθογραφία για να τονίσει με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, την άσχημη κατάσταση<br />
στην οποία βρίσκονται τα ορφανά παιδιά) ια) «καλοκυτάζουν» (ιδιαίτερη ορθογραφία η οποία<br />
έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που προσπάθησαν να ετυμολογήσουν<br />
την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν. Ημέρα 1885, - Φιλήντας<br />
Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογούν το ρήμα από το «κοίτη» (χώρος ή<br />
έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο στρατιώτης, φρουρός ή<br />
φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η δεύτερη σχολή, την οποία<br />
ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα από το «κυπτάζω» (βλ. Πατάκη-<br />
Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπτάζω =κύπτω, ερευνώ) (βλ.<br />
Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ. 560] Κυπτάζω, μέλ. -άσω. Θαμιστικόν του<br />
κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς γύρω από<br />
τι. πρβλ. κυττάζω), ιβ) «φοβεῖται» (
τα οποία μαρτυρούν το λόγιο ύφος στη γλώσσα της, είναι οι τύποι που αναφέρθηκαν<br />
προηγουμένως καθώς και η χρήση της έγκλισης της υποτακτικής π.χ. «Δὲν ἔχω τὴν μητέρα μου<br />
ψωμί νὰ μοῦ φροντίσῃ».<br />
«Εὐχὴ πρὸς τὴν Ἑλλάδα»<br />
(1877)<br />
Πρωταγωνιστές σε αυτό το σύντομο ποίημα της Σαπφούς είναι οι μαθήτριες πιθανότατα ενός<br />
Παρθεναγωγείου, ένα θεματικό μοτίβο ιδιαιτέρως γνωστό για την Σαπφώ, το οποίο το<br />
συναντήσαμε και στο ποίημά της με τίτλο «Σμυρναϊκά» (1863)» και το οποίο αναλύσαμε σε<br />
προηγούμενο σημείο της εργασίας. Το ποίημά το οποίο διαπραγματευόμαστε είναι ένας ύμνος,<br />
μια ευχή, όπως δηλώνει και ο τίτλος, των δεσποινίδων προς την πατρίδα τους την Ελλάδα. Η<br />
ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ρηματικό πρόσωπο του πρώτου πληθυντικού,<br />
προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο μια αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο της, τοποθετεί και<br />
τον ίδιο της τον εαυτό ως συμμέτοχο στο έργο, στην συγκεκριμένη περίπτωση στην προσευχή<br />
των κοριτσιών, ενώ τέλος καθιστά και τον αναγνώστη του ποιήματος ενεργό, ζωντανό<br />
παρατηρητή των όσων εξελίσσονται. Μέσα στο συγκεκριμένο ποίημα είναι έκδηλη η αγάπη<br />
που έτρεφε η Σαπφώ για την πατρίδα της, την Ελλάδα, στην οποία οι δεσποινίδες (και η ίδια<br />
φυσικά) απευθύνονται χρησιμοποιώντας κεφαλαίο γράμμα στην αντωνυμία π.χ. «Προσφιλεῖς<br />
Σου θυγατέρες § εἴμεθα, Ἑλλὰς κλεινή». Αυτό το χαρακτηριστικό το συναντήσαμε και σε άλλα<br />
ποιήματα της Σαπφούς, στα οποία απευθυνόταν προς την αποθανούσα κόρη της και προς την<br />
αγαπημένη πόλη της την Αθήνα. Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη της για αυτά τα δύο στοιχεία, την<br />
θρησκεία και την πατρίδα, που σε ένα βαθμό τα εξισώνει στα μάτια της.<br />
Από μορφολογικής πλευράς και σε αυτό το ποίημα συναντάται διασκελισμός, στοιχείο της<br />
νεωτερικής ποίησης, το μόνο στοιχείο νεωτερικότητας σε αυτό το ποίημα το οποίο κατά τα<br />
άλλα ακολουθεί μια λόγια συντακτική δομή. Ενδεικτικά «Προσφιλεῖς Σου θυγατέρες § εἴμεθα,<br />
Ἑλλὰς κλεινή».<br />
Από συντακτικής πλευράς, η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης, οι περίοδοι είναι<br />
σύντομες ενώ παρατηρείται και χρήση γενικής κτητικής π.χ. «Καὶ μὲ τ’ ἄδυτά των φῶτα» , που<br />
προσδίδει ένα λόγιο χαρακτήρα στο ύφος του ποιήματος.<br />
68
Η ομοιοκαταληξία στο ποίημα είναι κατά βάση πλεκτή, με μια χαλαρή δομή όμως καθώς σε<br />
ορισμένους στίχους δεν υπάρχει μοτίβο ομοιοκαταληξίας.<br />
«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου»<br />
(1877)<br />
Σε αυτό το σύντομης έκτασης ποίημα της Σαπφούς εκδηλώνεται για μια ακόμη φορά ο έντονος<br />
θρησκευτικός χαρακτήρας της. Η ποιήτρια αφιερώνει ένα ακόμη έργο της στον Υιό του<br />
Θεανθρώπου με θεματικό επίκεντρο του, την νίκη του Χριστού απέναντι στο Θάνατο και τα<br />
«δώρα» που χάρισε μέσα από αυτή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο έργο της αυτό, διατηρεί την μορφή της<br />
καθαρεύουσας έχοντας αποβάλλει όλους εκείνους τους αρχαϊσμούς και τα ποιητικά στοιχεία<br />
των προηγούμενων ετών, τα οποία προσέδιδαν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον ποιητικό της<br />
λόγο. Στο λόγο της έχει παραμείνει ένας μικρός αριθμός συντακτικών δομών της αρχαίας<br />
ελληνικής όπως η χρήση της υποτακτικής έγκλισης («αὐτοῦ τὰ σκῆπτρα κατέβης γιὰ νὰ φθείρης,<br />
κ’ ἐκεῖ τοὺς σπόρους τῆς ἀφθαρσίας σπείρης) και η χρήση του τύπου της προστακτικής «δούς».<br />
Η γλωσσική εξέλιξη των ποιημάτων της Σαπφούς από την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, σε μια<br />
απλής μορφής καθαρεύουσα είναι ιδιαίτερα έντονη τη χρονική περίοδο από το 1870 και μετά<br />
με ορισμένες εξαιρέσεις σε προγενέστερα έτη, οι οποίες δικαιολογούνται από τον καινοτόμο<br />
τρόπο χρήσης της γλώσσας από την Σαπφώ.<br />
«Ὕμνος εἰς τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν 25 Μαρτίου»<br />
(1877)<br />
Το έργο αυτό της Λεοντιάδος, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του είναι ένας ακόμη ύμνος με<br />
θρησκευτικό περιεχόμενο, αφιερωμένος στην μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,<br />
την 25 η Μαρτίου. Η ποιήτρια εκφράζει τα συναισθήματα αγάπης προς το πρόσωπο της<br />
Παναγίας Θεοτόκου, περιγράφοντας αναλυτικά την καθημερινή προσφορά και στήριξη της<br />
Παναγίας προς όλους τους ανθρώπους.<br />
69
Η γλώσσα και σε αυτό το ποίημα της Λεοντιάδος είναι μια απλής μορφής και ιδιαιτέρως<br />
κατανοητή καθαρεύουσα. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι<br />
εξής τύποι: α) «ἔγεινες» (η ιδιαίτερη ορθογραφία του τύπου του ρήματος «γίνομαι»» λογικά<br />
εξηγείται ως αναλογικός τύπος με το μένω < έμεινα σαν να υπήρχε ένα μη αποθετικό ρήμα<br />
γένω. Η χρονολογία του γίνομαι ή γείνομαι, είναι μικτή καθώς λαμβάνει μέρος των χρόνων<br />
από το γίνομαι ή γείνομαι και μέρος από το γείνω ή γίνω, κατά τον τύπον του κτείνω, ή γένω<br />
κατά τον τύπο του μένω), β) «ἑσμόν» (εσμός < αρχαία ελληνική ἑσμός < ἕζομαι. Λόγιο<br />
ουσιαστικό με σημασία 1. μεγάλη συγκέντρωση ή πλήθος ατόμων του ιδίου είδους).<br />
Στο ποίημα εμφανίζεται πλήρη στίξη, με κυρίαρχο το σημείο στίξης του θαυμαστικού,<br />
προσδίδοντας έναν τραγουδιστικό χαρακτήρα στο έργο. Τέλος, στο έργο εμφανίζεται<br />
ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Τὸ Ἆσμα τῶν Παιδιῶν»<br />
(1879)<br />
Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι αφιερωμένο στην ομορφιά της παιδικής ηλικίας. Σε αυτό<br />
της το έργο πρωταγωνιστές είναι τα μικρά παιδιά, τα οποία μέσα από το τραγούδι τους αυτό<br />
προβάλλουν την ομορφιά και τα χαρακτηριστικά της ηλικίας τους προς τον αναγνώστη. Έτσι<br />
λοιπόν περιγράφουν τα συναισθήματα χαράς και ευτυχίας που τα διέπουν, την θρησκευτική<br />
τους ευλάβεια προς το πρόσωπο του Θεού και την αγάπη για μάθηση που τους προσφέρει το<br />
σχολικό περιβάλλον. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε αυτό το τελευταίο στοιχείο, αυτό της<br />
μόρφωσης, το οποίο θα αποτελέσει θεμέλιο για την μετέπειτα ζωή τους. Έτσι λοιπόν ο<br />
αναγνώστης εύκολα διακρίνει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του λόγου της Σαπφούς, τα οποία<br />
είναι η θρησκευτικότητά της, μέσα από τις συνεχείς αναφορές στο πρόσωπο του Θεού και η<br />
αγάπη της για μάθηση, έναν τομέα στον οποίο είχε αφιερώσει ολόκληρή της την ζωή.<br />
Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της το έργο η Σαπφώ,<br />
σύμφωνη με τον γλωσσικό χαρακτήρα των μεταγενέστερων χρονικά έργων της, είναι η<br />
καθαρεύουσα σε μια πολύ απλή και κατανοητή μορφή της, δίχως αρχαϊσμούς και διαλεκτικά<br />
στοιχεία.<br />
70
Η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, μέσα από το τραγούδι<br />
των παιδιών, προσδίδοντας συλλογικότητα και αμεσότητα στο λόγο της, κάνοντας και την ίδια<br />
συμμέτοχο στο νοηματικό περιεχόμενο του τραγουδιού των παιδιών και δημιουργώντας μια<br />
πιο «ζεστή» σχέση ανάμεσα στην ίδια και στον αναγνώστη.<br />
Τέλος, το φαινόμενο του διασκελισμού σε πολλούς στίχους του ποιήματος, κατά το οποίο το<br />
νόημα διακόπτεται για να συνεχιστεί στον επόμενο στίχο, (π.χ. «Καί χαίρομεν καὶ μὲ γλυκεῖαν §<br />
μᾶς βλέπει ἀγάπην ὁ Θεός») σε συνδυασμό με την απουσία της έντονης στίξης σε βαθμό<br />
αστιξίας, προσδίδουν έναν νεωτερικό και μοντέρνο χαρακτήρα στο ποίημα.<br />
«Ταῶς καὶ Κολοιός»<br />
(1881)<br />
Το συγκεκριμένο ποίημα της Σαπφούς ανήκει στην κατηγορία των ηθικοδιδακτικών<br />
ποιημάτων της, με πρωταγωνιστές ως επί το πλείστον ζώα και με ιδιαίτερα έντονη τη χρήση<br />
του αλληγορικού στοιχείου. Αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται και στους Μύθους του<br />
Αισώπου, οι οποίοι πρέπει να επηρέασαν την Σαπφώ οδηγώντας την να γράψει και εκείνη<br />
παρόμοια ποιήματα. Ωστόσο οι Μύθοι του Αισώπου εν αντιθέσει με τα ποιήματα της Σαπφούς<br />
εμφανίζουν μια μορφή ανάμεσα στην αφήγηση και την παραβολή, έχοντας όμως και αυτοί ως<br />
σκοπό να οδηγήσουν στην βελτίωση της κοινωνικής διαπαιδαγώγησης, αναλύοντας τα<br />
ανθρώπινα κίνητρα και την ψυχολογία του ατόμου.<br />
Η Σαπφώ στο έργο της αυτό αναφέρεται ήδη από τον τίτλο σε δύο βασικούς πρωταγωνιστές,<br />
ωστόσο, διαβάζοντας κανείς το ποίημά της συνειδητοποιεί την ενεργό συμμετοχή του ενός<br />
μόνο, του παγωνιού. Η επιλογή των συγκεκριμένων ζώων σε καμία περίπτωση δεν είναι τυχαία<br />
αλλά σχετίζεται με την ταύτιση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των ζώων με τον<br />
ψυχισμό των ανθρώπων. Απώτερος σκοπός της ποιήτριας, μέσα από το διάλογο των ζώων στο<br />
συγκεκριμένο ποίημα, είναι να μεταδώσει το μήνυμα των σωστών χαρακτηριστικών που πρέπει<br />
να διέπουν έναν βασιλιά, ένα μήνυμα το οποίο και παραθέτει στο τέλος του ποιήματος,<br />
συνοψίζοντας αυτά που διάβασε ο αναγνώστης. Συγκεκριμένα γράφει ότι αν θέλει κάποιος να<br />
γίνει βασιλιάς δεν αρκεί μόνο να είναι ωραίος και ελκυστικός στην εμφάνιση, όπως το παγώνι,<br />
αλλά πρέπει ταυτόχρονα να διέπεται και από σωφροσύνη, δηλαδή να είναι συνετός και<br />
71
προνοητικός στον τρόπο που θα ασκεί την πολιτική του εξουσία αλλά και ρωμαλεότητα ώστε<br />
να μπορεί να υπερασπίζεται αυτούς που εξουσιάζει έναντι κάθε μορφής εξωτερικού κινδύνου,<br />
«Ὅστις ἄλλων θέλει ν᾿ ἄρχῃ δὲν ἀρκεῖ νὰ ἦν᾿ ὡραῖος, Φρόνιμος νὰ ἦν᾿ ἀνάγκη καὶ σοφὸς καὶ<br />
ῥωμαλέος».<br />
Η Σαπφώ, τόσο στο συγκεκριμένο ποίημα όσο και στα υπόλοιπα ποιήματα του ιδίου είδους,<br />
επιλέγει να παραμείνει στην αφάνεια και να μην συμμετέχει ενεργά στην πλοκή του μύθου της,<br />
προσδίδοντας με αυτό τον τρόπο στα γραφόμενά της την απαραίτητη νοηματική υπεροχή,<br />
καταστώντας παράλληλα σαφές προς τον αναγνώστη το ηθικό της μήνυμα.<br />
Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα της ποιήτριας έχει εμφανώς αποβάλλει τα δυσνόητα<br />
αρχαϊκά στοιχεία των προηγούμενων ετών διατηρώντας όμως την μορφή της καθαρεύουσας.<br />
Αυτό το χαρακτηριστικό σχετίζεται τόσο με την μεταγενέστερη χρονικά περίοδο γραφής του<br />
ποιήματος – βρισκόμαστε στο έτος 1881 – όσο και με τον χαρακτήρα του ποιήματος καθώς η<br />
ποιήτρια στοχεύει στο να το κάνει προσιτό σε όλο το εύρος του πληθυσμού δίνοντας του μια<br />
σχετικά εύκολη γλωσσική νοηματική προσέγγιση. Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο<br />
ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη «στωμύλα» [(< επιθ. στωμύλος, -η, -ο/στωμύλος, -ον 1.<br />
Ομιλητικός, εύγλωττος. Ετυμολογία αβέβαια. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθετο έχει<br />
σχηματιστεί από την εκτεταμένη βαθμίδα στωμ- της λέξης στόμα (απ' όπου και οι γραφές του<br />
τύπου με φωνηεντισμό -ο-) και εμφανίζει επίθημα -ύλος, αν και η άποψη αυτή προσκρούει σε<br />
σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι η έννοια τού φλύαρου δεν ανάγεται άμεσα στη λ.<br />
στόμα (ωστόσο στομο-δόκος «φλύαρος»)].<br />
«Σκώληξ καὶ Ἀλώπηξ»<br />
(1881)<br />
Και αυτό το ποίημα της Σαπφούς ανήκει στην κατηγορία των ηθικοδιδακτικών ποιημάτων της,<br />
με θεματικό επίκεντρο τον διάλογο ανάμεσα σε δύο ζώα, τα οποία συνιστούν και τους<br />
μοναδικούς πρωταγωνιστές του και με ιδιαίτερα έντονη τη χρήση του αλληγορικού στοιχείου.<br />
Το ηθικό μήνυμα, το οποίο θέλει να μεταδώσει η ποιήτρια μέσα από το έργο της αυτό,<br />
σχετίζεται με την εγκυρότητα των λεγομένων ενός ατόμου προς τους άλλους, η οποία<br />
72
επιβεβαιώνεται μόνο από το αν το ίδιο το άτομο εφαρμόζει στη ζωή του τις οδηγίες και τις<br />
συμβουλές που προτρέπει τους άλλους να ακολουθήσουν. Στην περίπτωση που τα λόγια του<br />
και οι πράξεις του εμφανίζουν ανακολουθία, τότε και ο ίδιος, αναπόφευκτα, θα χάσει την<br />
αξιοπιστία του και σύμφωνα με την Σαπφώ θα παρουσιάζει την εικόνα του απατεώνα, του<br />
αγύρτη, «ὅστις θέλει Ἄλλους νὰ συμβουλεύῃ, Καὶ νὰ τοὺς ἐκπαιδεύῃ. Νὰ ἐπιτύχῃ μέλλει, Ἄν<br />
ἐκτελῇ πρῶτος αὐτὸς μετὰ φιλοτιμίας Τὰς συμβουλάς του, εἰδεμὴ θὰ ὄζῃ ἀγυρτείας!»<br />
Η εμψυχωτική λειτουργία του λόγου της Σαπφούς, καθώς τα ζώα ζωντανεύουν και<br />
προσωποποιούνται αποκτώντας ανθρώπινες λειτουργίες και χαρακτηριστικά, καθώς και η<br />
ιδιαίτερα εκτεταμένη χρήση του άμεσου λόγου, βοηθούν στο σπάσιμο της μονοτονίας και στην<br />
ενίσχυση της παραστατικότητας, στοιχεία που εν τέλει συντελούν στην εναργέστερη<br />
πρόσληψη του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος από τον αναγνώστη.<br />
Τέλος, από γλωσσικής πλευράς, όπως έχουμε ήδη αναφέρει και σε προηγούμενα σημεία, η<br />
γλώσσα της Σαπφούς είναι μια απλή και ιδιαιτέρως κατανοητή καθαρεύουσα, με μικρό αριθμό<br />
συντακτικών δομών της αρχαίας ελληνικής, όπως οι εξής: α) η χρήση της αναφορικής<br />
αντωνυμίας «ὁπόση» [(ὁπόσος-η-ο, 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα,<br />
μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς, τόσο μεγάλος. Ετυμολογία = Η<br />
αναφ. αντων. ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θ. *yο-τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ και την<br />
ερωτ. αντων. πόσος*)], β) η ιδιαίτερη ορθογραφία των ρημάτων «διορθόνω» και<br />
«μεταμορφόνω», η οποία εξηγείται ως επιρροή από τους ασυναίρετους τύπους των ρημάτων<br />
στην αρχαία ελληνική, διορθόω και μεταμορφόω, γ) η χρήση της δοτικής χαριστικής «μοι<br />
λύσῃς» και δ) το ρήμα «ὄζῃ» (όζω < αρχ. ὄζω < ΙΕ *οd- "μυρίζω, αναδίδω οσμή "μυρίζω<br />
άσχημα").<br />
Τέλος η χρήση των σημείων στίξης στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την ποιήτρια<br />
να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης για να παράγει γραμματικά και συντακτικά ορθές<br />
προτάσεις. Στο ποίημα, επίσης, εμφανίζεται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
73
«Χρυσαλλίς καὶ μέλισσα»<br />
(1881)<br />
Το συγκεκριμένο ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα ποίημα της Λεοντιάδος αναφέρεται στην αξία<br />
της εργατικότητας έναντι της οκνηρίας. Ως προς αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να ειπωθεί ότι<br />
εμφανίζει πολλές ομοιότητες με τον πολύ γνωστό μύθο του Αισώπου, με πρωταγωνιστές το<br />
τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ωστόσο η ειδοποιός διαφορά των δύο «μύθων» είναι ότι η Λεοντιάς<br />
προβάλει μέσα από το ποίημά της και την χωλότητα ενός ανθρώπου που δίνει υπερβολική<br />
έμφαση στην εξωτερική του εμφάνιση, στην ομορφιά του και παραμελεί ως εκ τούτου την<br />
εργασία του. Πέραν δηλ. της οκνηρίας η Σαπφώ καταδικάζει και τον εγωϊσμό και τον<br />
ναρκισσισμό.<br />
Από γλωσσικής πλευράς η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Λεοντιάς και σε αυτό το έργο της είναι<br />
μια απλής μορφής και ιδιαιτέρως κατανοητή καθαρεύουσα, δίχως αρχαϊσμούς και άλλα<br />
ποιητικά ή διαλεκτικά στοιχεία. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν<br />
οι εξής τύποι: α) «ἐκαμάρονε» (η ιδιαίτερη ορθογραφία του συγκεκριμένου τύπου είναι λογικά<br />
επιρροή από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής καμαρόω-ῶ), β) «ἐμπορεῖ» (μπορώ < μεσαιωνική<br />
ελληνική ημπορώ < ἐμπορώ < αρχαία ελληνική εὐπορῶ), γ) «εἶνε» (η ιδιαίτερη ορθογραφία<br />
του ρήματος είναι χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας) και δ) «κύτταξε» [(μια ομολογουμένως<br />
ιδιαίτερη ορθογραφία η οποία έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που<br />
προσπάθησαν να ετυμολογήσουν την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν.<br />
Ημέρα 1885, - Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογεί το ρήμα από<br />
το «κοίτη» (χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο<br />
στρατιώτης, φρουρός ή φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η<br />
δεύτερη σχολή, την οποία ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα απο το<br />
«κυπτάζω» (βλ. Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπταζω<br />
=κύπτω, ερευνώ) (βλ. Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560] Κυπτάζω, μέλ. -<br />
άσω. Θαμιστικόν του κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ<br />
λεπτομερώς γύρω από τι. πρβλ. Κυττάζω)].<br />
Παράλληλα στο ποίημα η χρήση των σημείων στίξης από την Λεοντιάς είναι πλήρης με<br />
παραγόμενες γραμματικά και συντακτικά ορθές προτάσεις.<br />
74
Τέλος στο ποίημα, εμφανίζεται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Λύκος καὶ Γραῦς»<br />
(1881)<br />
Το συγκεκριμένο έργο της Λεοντιάδος είναι ένα ακόμη ηθικοδιδακτικό ποίημα με έναν όμως<br />
διαφορετικό χαρακτήρα από τα υπόλοιπα καθώς σε αυτό της το ποίημα το μήνυμα που θέλει<br />
να περάσει η Σαπφώ εμπεριέχει πολιτικό χαρακτήρα, μια θα μπορούσε να πει κανείς κριτική<br />
ματιά προς τον χαρακτήρα αυτών που ασκούν την εξουσία. Συγκεκριμένα και εδώ<br />
πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι δύο ζώα, τα οποία συνδιαλέγονται και στο τέλος του<br />
διαλόγου των οποίων η ποιήτρια τοποθετεί το μήνυμα που θέλει να περάσει στον αναγνώστη,<br />
αυτή τη φορά βάζοντας το ένα από τα ζώα να το αναγγέλλει, εν αντιθέσει με τα προηγούμενα<br />
ποιήματα του ιδίου είδους στα οποία η ποιήτρια προσέθετε το μήνυμά της έξω από το διάλογο<br />
των ζώων – πρωταγωνιστών ως λύση του αινίγματος προς διευκόλυνση του αναγνώστη. Το<br />
μήνυμα της ποιήτριας σχετίζεται με την «διπλή γλώσσα» των εχόντων την εξουσία, η οποία<br />
διαστρεβλώνει την ορθή σημασία των πραγμάτων, οδηγώντας συχνά σε επικοινωνιακή<br />
σύγχυση. Οι κυβερνητικοί φορείς, όπως υπαινίσσεται η ποιήτρια, χρησιμοποιούν αυτού του<br />
είδους τη «νεφελώδη» γλώσσα για να παραπληροφορήσουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται.<br />
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της το έργο η Σαπφώ είναι η καθαρεύουσα, χωρίς<br />
αρχαϊσμούς και άλλα διαλεκτικά στοιχεία. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />
παρουσιάζουν οι τύποι: α) «ἐμβῆκεν» (μεσαιωνικός αόριστος του ρήματος ἐμβαίνω) και β)<br />
«γραϊδίου» (γραῒδιο (ν) και γρᾴδιον < γραῦς + ιδιον (κατάληξη υποκοριστικού). Ο<br />
συγκεκριμένο τύπος σήμερα χρησιμοποιείται σπανιότατα και σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις<br />
που συναντάται, συνοδεύεται από κυρίως υποτιμητική χροιά).<br />
Τέλος στο ποίημα εμφανίζεται πλεκτή ομοιοκαταληξία.<br />
75
«Κόραξ καὶ Ἀλώπηξ»<br />
(1881)<br />
Και σε αυτό της το ποίημα η Λεοντιάς χρησιμοποιεί ως βασικούς πρωταγωνιστές δύο ζώα, με<br />
βασικό στοιχείο τον διάλογο μεταξύ τους, θέλοντας να μεταδώσει στον αναγνώστη ένα μήνυμα<br />
ηθικοπλαστικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα το μήνυμα που θέλει να περάσει στον αναγνώστη<br />
αναφέρεται στον μέσο νου, ο οποίος διέπεται από υπερβολική ευπιστία και ο οποίος πέφτει<br />
θύμα των πονηρών και ελισσόμενων ανθρώπων, οι οποίοι χρησιμοποιούν την κολακεία για να<br />
τον εκμεταλλευτούν. Και σε αυτό της το έργο τα ζώα προσωποποιούνται και υιοθετούν<br />
χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανθρώπων προκειμένου να διευκολύνουν την ταύτιση του<br />
αναγνώστη με αυτά.<br />
Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα της Λεοντιάδος είναι η καθαρεύουσα, ιδιαιτέρως απλή και<br />
κατανοητή ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «ῥώθωνας» (< αρχ.<br />
ελληνική ῥώθων και καθαρεύουσα ρώθων = το ρουθούνι) και β) «ἐβγάζει» (
έμφυλο χαρακτήρα του λόγου της να ανασυγκροτήσει και να στηρίξει με γερά θεμέλια την<br />
θήλεια εκπαίδευση.<br />
Σε αυτό της το έργο τονίζει την σπουδαιότητα της μόρφωσης για μια γυναίκα περιγράφοντας<br />
τον τρόπο με τον οποίο εξυψώνει πέρα από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της και<br />
ολόκληρή της την ύπαρξη.<br />
Ο σεβασμός που έτρεφε απέναντι στο γυναικείο φύλο, γίνεται φανερός ήδη από τους πρώτους<br />
στίχους, μέσα από τη χρήση του ουσιαστικού «γυνή» στην κλητική του πτώση «γύναι». Η λέξις<br />
«γύναι» ισοδυναμεί με την σημερινή λέξη «Κυρία» και μάλιστα με την φράση «αξιότιμος<br />
κυρία».<br />
Από γλωσσικής πλευράς, η Σαπφώ κάνει χρήση της καθαρεύουσας χωρίς αρχαϊκά και άλλα<br />
ποιητικά ή διαλεκτικά στοιχεία, σε μια πολύ εύκολη στην νοηματική της προσέγγιση μορφής.<br />
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ορθογραφία του ρήματος «εἰμί» ως «εἶνε», η οποία είναι<br />
χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας και η ορθογραφία της μετοχής «ἀφίνουσα» πιθανότατα<br />
λόγω επιρροής από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «ἀφίημι».<br />
Τέλος η χρήση των σημείων στίξης στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την ποιήτρια<br />
να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης για να παράγει γραμματικά και συντακτικά ορθές<br />
προτάσεις. Παρατηρείται και μια τάση της ποιήτριας να χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το σημείο<br />
στίξης της άνω τελείας για να προσδώσει μια στοχαστική ατμόσφαιρα στο ποίημα, αφήνοντας<br />
περιθώρια στον αναγνώστη να προβληματιστεί, χωρίς να διακόπτει απότομα τη νοηματική ροή<br />
στο συγκεκριμένο σημείο, μέσω της χρήσης τελείας. «.»<br />
«Ὁ Ἐρημίτης τῆς Χάλκης»<br />
(1882)<br />
Η έντονη θρησκευτικότητα της Σαπφούς είναι έκδηλη και σε αυτό το ποίημά της. Στο έργο της<br />
αυτό απευθύνεται σε έναν ερημίτη μοναχό στην περιοχή της Χάλκης, εκφράζοντας τον<br />
θαυμασμό της για το θεάρεστο έργο του καθώς όπως αναφέρει στο τέλος του ποιήματος εκτελεί<br />
τη μεγαλύτερη ευεργεσία με το να δέχεται πιστούς στον μικρό του ναού και μέσα από τα λόγια<br />
του και το πράο βλέμμα του να τους απαλλάσσει από τις αμαρτίες τους, φέρνοντας τις ψυχές<br />
77
τους πιο κοντά στο Θεό. Παράλληλα θαυμάζει και την επιλογή του να ζει μόνος του, πάνω σε<br />
ένα λόφο, μακριά από τη φασαρία και από όλα τα κακά και άσχημα που, όπως αναφέρει η<br />
ποιήτρια, έχουν κατακλύσει τη ζωή μας. Σε ένα προηγούμενο ποίημα το οποίο αναλύσαμε στην<br />
εργασία αυτή με τίτλο «Εἰς μίαν πεύκην», η ποιήτρια είχε μιλήσει ξανά για την ομορφιά της<br />
φύσης, για τη γαλήνη που βιώνει κανείς ζώντας μακριά από τις καταθλιπτικές πόλεις.<br />
Πολύ παραστατικές και ιδιαίτερα ζωντανές είναι οι παρομοιώσεις και οι εικόνες που<br />
χρησιμοποιεί η ποιήτρια στο λόγο της, καθώς παρομοιάζει τον ερημίτη με αετόπουλο το οποίο<br />
από τη φωλιά του παρατηρεί τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς τίποτα να μπορεί να το αγγίξει. Ακόμη<br />
και το κύμα, όπως περιγράφει η ποιήτρια, είναι αφρισμένο και μανιασμένο καθώς δεν μπορεί<br />
να φτάσει και να ακουμπήσει το σπίτι του ερημίτη – αετόπουλου. Σε αυτό το σημείο, η ποιήτρια<br />
χρησιμοποιεί μια φράση στην οποία αξίζει να σταθούμε. Συγκεκριμένα γράφει «πρὸς τὸν<br />
οἴνοπα τείνων πόντον» [το επίθετο, «οἴνοψ» σημαίνει κατά λέξη ο κοκκινωπός, αυτός ο οποίος<br />
έχει εμφάνιση σε χρώμα παρόμοιο με αυτό του κρασιού. Την ίδια ακριβώς φράση, συναντάμε<br />
και στην Οδύσσεια του Ομήρου («Κρήτη τις γαῖ’ ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, καλὴ καὶ πίειρα,<br />
περίῤῥυτος.») Ωστόσο, η σημασία αυτή του επιθέτου φαίνεται αταίριαστη για τη θάλασσα. Άρα<br />
λογικά, μέσω της χρήσης του συγκεκριμένου επιθέτου, η ποιήτρια, όπως και ο Όμηρος, θα<br />
πρέπει να αναφέρεται στο σκούρο ερυθρό χρώμα που αποκτά η θάλασσα κατά την ανατολή ή<br />
τη δύση του ηλίου. Μια παρόμοια φράση που συναντάται και πάλι στον Όμηρο είναι η εξής:<br />
«ιοειδής πόντος» όπου γίνεται αναφορά στο χρώμα του ιοδίου, δηλ. το μωβ. Η εικόνα λοιπόν<br />
της θάλασσας αποδίδεται ιδιαίτερα παραστατικά από την Σαπφώ, επηρεασμένη λογικά από την<br />
ταυτόσημη Ομηρική τεχνική, μέσω της χρήσης αυτών των περίεργων επιθέτων. Δεν είναι<br />
μάλιστα και η πρώτη φορά που η Σαπφώ δείχνει επιρροές από τον Όμηρο καθώς και σε<br />
προηγούμενο ποίημά της το οποίο αναλύσαμε σε προγενέστερο σημείο της εργασίας,<br />
εντοπίζεται μια πληθώρα καθαρά Ομηρικών λέξεων]. Σε επόμενο σημείο του ποιήματος η<br />
Σαπφώ εκμεταλλευόμενη την παρομοίωση του ερημίτη με αετόπουλο, αναφέρει ότι αυτός είναι<br />
το απομεινάρι του μοναχικού πνεύματος των Βυζαντινών – το σύμβολο του δικέφαλου αετού<br />
συνδέεται άμεσα με τη βυζαντινή οικοσημολογία. Ο σταυρός και η σφαίρα στα νύχια του αετού<br />
αντιπροσωπεύουν τη διπλή εξουσία του αυτοκράτορα (κοσμική και πνευματική) και ο<br />
δικέφαλος αετός την κυριαρχία των βυζαντινών αυτοκρατόρων από την ανατολή έως τη δύση<br />
– Στο ίδιο σημείο χρησιμοποιεί και τη φράση «βασιλείους πορφύρας», όπου το χρώμα της<br />
πορφύρας ήταν αντιπροσωπευτικό της αριστοκρατείας και στο Βυζάντιο, καθώς ήταν<br />
78
ιδιαιτέρως ακριβό και το χρησιμοποιούσαν στην επεξεργασία των ρούχων της Αυτοκρατορικής<br />
οικογένειας. Παράλληλα το βυσσινί ήταν το επίσημο χρώμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,<br />
με τις πρώτες σημαίες των Βυζαντινών πριν την εμφάνιση του δικέφαλου αετού να είναι<br />
αποκλειστικά σε χρώμα βυσσινί. Μέσω αυτών των παραθέσεων η Σαπφώ δείχνει την μόρφωσή<br />
της και την μεγάλη ιστορική γνώση που κατέχει.<br />
Από μορφολογικής πλευράς συναντώνται στον ποιητικό λόγο της ορισμένοι αξιοπρόσεκτοι<br />
τύποι όπως οι εξής: α) «τύρβης» (
Χριστιανική ζωή και πάνω από όλα ηθική ζωή. Η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης τα<br />
οποία ωστόσο δεν εμποδίζουν την ομαλή ροή των νοημάτων προς τον αναγνώστη.<br />
Από άποψη μέτρου, στο ποίημα συναντάμε μια ιδιομορφία κατά την οποία η ποιήτρια επιλέγει<br />
να τοποθετήσει στον επόμενο στίχο ένα κομμάτι από τον στίχο που προηγήθηκε, έχοντας ως<br />
σκοπό την μετρική αρμονία. Έχουμε λοιπόν μια ιδιαίτερη στροφή στο ποιήμά της, την οποία<br />
αποτελούσαν τέσσερις στίχοι. Οι τρεις πρώτοι ήταν ενδεκασύλλαβοι και ο τέταρτος αδώνειος.<br />
Π.χ. «ἥν περ καί γυνή τίς παρά τούς πόδας § τοῦ Θεανθρώπου». Το ίδιο μοτίβο συναντάμε και<br />
στα ποιήματα της Σαπφούς της Λεσβίας, η γνωστή σε όλους «σαπφική στροφή» και<br />
μεταγενέστερα στα ποιήματα του Κάλβου.<br />
Τέλος, στο ποίημα δεν παρατηρείται κάποιο μοτίβο ομοιοκαταληξίας.<br />
«Τοῖς ἀξίοις ἀπογόνοις τῶν ἡρώων τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος<br />
Εἰς τὴν ἑλληνικήν σημαίαν»<br />
(1883)<br />
Το μικρής έκτασης αυτό ποίημα της Σαπφούς Λεοντιάδος, είναι ένα ακόμη έργο της στο οποίο<br />
διαπιστώνεται έντονα η θρησκευτικότητά της και η αγάπη για την πατρίδα της. Το ποίημά της<br />
αυτό, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του είναι αφιερωμένο στους απογόνους των ηρώων<br />
αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Η ποιήτρια απευθύνεται προς το σύμβολο της<br />
ελληνικής σημαίας προς το οποίο εκφράζει με πολύ λυρικό και ιδιαίτερα αναπαραστατικό<br />
τρόπο τα συναισθήματα αγάπης και δέους που αισθάνεται. Π.χ. στον πρώτο στίχο διαβάζουμε:<br />
«Σὲ βλέπω, κι’ ἡ καρδία μου πετᾷ ’ς τὸν οὐρανὸν, § Πετᾷ εἰς τὸν ἀπέραντον, βαθὺν ὠκεανόν.»<br />
Φυσικά η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων «ουρανός» και «ωκεανός» δεν είναι τυχαία αλλά<br />
αναφέρεται στα 2 σύμβολα που έδωσαν το χρώμα τους στην ελληνική σημαία, δηλ. το άσπρο<br />
του ουρανού και το γαλάζιο της θάλασσας. Στον επόμενο στίχο, η ποιήτρια κάνει άμεση<br />
αναφορά στην δόξα του ελληνικού πνεύματος, το οποίο είναι γνωστό παγκοσμίως. Όλος ο<br />
κόσμος γνωρίζει για το μεγαλείο και για τα επιτεύγματα των Ελλήνων και φυσικά η ποιήτρια<br />
είναι περήφανη για αυτό και το τονίζει μέσα στο έργο της. Στη συνέχεια απευθύνεται και πάλι<br />
στην Ελληνική σημαία, η οποία όπως περιγράφει είναι ποτισμένη από το αίμα των πεσόντων,<br />
80
για την ελευθερία της πατρίδας τους αγωνιστών, και τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο<br />
σημείο που κυριαρχεί («ἀνάσσει» < αρχ. Ελληνικά ρ. ἀνάσσω = βασιλεύω [παρωχημένο]) το<br />
σύμβολο του Σταυρού, το σύμβολο της Χριστιανοσύνης και της ζητάει να συνεχίσει να<br />
κυματίζει στον αέρα σαν αγέρωχο πτηνό, το οποίο θα το χαιρετά το φώς του ήλιου ο οποίος<br />
δεν θα δύσει ποτέ.<br />
Η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ρηματικό πρόσωπο του δεύτερου ενικού,<br />
δημιουργώντας έτσι έναν αγωγό επικοινωνίας και συνομιλίας με τους αναγνώστες του<br />
ποιήματος καθώς δίνει την αίσθηση ότι συνομιλεί μαζί τους καθώς απευθύνεται προς την<br />
Ελληνική σημαία, καθιστώντας τους έτσι συμμέτοχους στην προβληματική της και περνώντας<br />
πολύ πιο άμεσα τα μηνύματα της. Παράλληλα δίνοντας ένα διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο<br />
της, το ύφος του ποιήματος αποκτά θεατρικότητα, παραστατικότητα και ενδεχομένως και<br />
δραματικότητα.<br />
Από συντακτικής πλευράς, η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι λόγια, με δομές της αρχαίας<br />
ελληνικής όπως για παράδειγμα η χρήση της δοτικής πτώσης στον τίτλο, όπως αναφέραμε στην<br />
αρχή της ανάλυσης του συγκεκριμένου ποιήματος και η χρήση της υποτακτικής έγκλισης για<br />
να δηλώσει το προσδοκώμενο, «χαιρετᾷ». Η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης με<br />
περιόδους όχι ιδιαίτερα μακροσκελείς.<br />
Τέλος το ποίημα έχει ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία σε όλους τους στίχους.<br />
«Ἐλεγεῖον εἰς Νικόλαον Μίχον Πρόξενον ἐν Σμύρνῃ»<br />
(1887)<br />
Η Λεοντιάς συνθέτει ένα ακόμη ελεγείο λύπης, αφιερωμένο όπως φαίνεται και από τον τίτλο<br />
του στο πρόσωπο του αποβιώσαντα Προξένου στην Σμύρνη, Νικόλαου Μίχου. Μέσα στο έργο<br />
της εξυμνεί τα προτερήματα του χαρακτήρα του Προξένου καθώς και τον υποδειγματικό τρόπο<br />
εργασίας του ως λειτουργός του κράτους, τονίζοντας ότι πάντα είχε γνώμονα σε ό,τι έκανε την<br />
Δικαιοσύνη και την Αλήθεια, στρέφοντας παράλληλα τα βέλη της προς το παγερό και ανηλεές<br />
«πρόσωπο» του Θανάτου, ο οποίος βάρυνε τη ψυχή τόσο της οικογένειας του αποβιώσαντος<br />
όσο και της ιδίας και πολλών Ελλήνων με τον χαμό του αγαπημένου τους προσώπου.<br />
81
Από γλωσσικής πλευράς, η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι ιδιαιτέρως<br />
κατανοητή χωρίς περίεργους και ξεχωριστούς λεξιλογικούς τύπους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />
παρουσιάζουν μόνο, η χρήση του αττικού τύπου «γλῶτταν» της λέξης «γλώσσας», ένα<br />
διαλεκτικό στοιχείο το οποίο έχει ως σκοπό να δώσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον ποιητικό<br />
λόγο της ποιήτριας, καθώς και η χρήση του θαυμαστικού επιφωνήματος της αρχαίας ελληνικής<br />
«βαβαί».<br />
«Τὰ πρῶτα βήματα τοῦ παιδιοῦ»<br />
(1889)<br />
Η άδολη, βαθιά και αδιαπραγμάτευτη μητρική αγάπη της Λεοντιάδος, σε συνδυασμό με την<br />
θρησκευτική της ευλάβεια, προβάλλονται μέσα από ένα ακόμη έργο της. Στο συγκεκριμένο<br />
ποίημα η Λεοντιάς συνθέτει έναν ύμνο προς το πρόσωπο της μητέρας αναφορικά με το πρώτο<br />
μεγάλο κατόρθωμα της κάθε παιδικής ηλικίας, τα πρώτα βήματα. Στο έργο της περιγράφει την<br />
ευτυχία και χαρά της μητέρας βλέποντας το παιδί της να κάνει διστακτικά τα πρώτα του μικρά<br />
βηματάκια παραθέτοντας παράλληλα όλες τις ευχές της μάνας προς το πρόσωπο του Θεού για<br />
ευημερία και καλοτυχία του παιδιού της.<br />
Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα του ποιήματος είναι η καθαρεύουσα χωρίς αρχαϊσμούς και<br />
άλλα διαλεκτικά στοιχεία τα οποία να επιβαρύνουν την ευκολία στην κατανόηση της. Από<br />
λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «κυττάζει» (η<br />
ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που<br />
προσπάθησαν να ετυμολογήσουν την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν.<br />
Ημέρα 1885, - Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογεί το ρήμα από<br />
το «κοίτη» (χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο<br />
στρατιώτης, φρουρός ή φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η<br />
δεύτερη σχολή, την οποία ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα απο το<br />
«κυπτάζω» (βλ. Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπταζω<br />
=κύπτω, ερευνώ) (βλ. Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560] Κυπτάζω, μέλ. -<br />
άσω. Θαμιστικόν του κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ<br />
λεπτομερώς γύρω από τι. πρβλ. Κυττάζω)], β) «ταξείδι» (το ουσιαστικό ταξίδι ανάγεται στο<br />
82
ελληνιστικό ταξίδιον (= εκστρατεία). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λέξη απέκτησε τη<br />
σημασία που έχει έως σήμερα. Είναι υποκοριστικό του αρχαίου τάξις (+ επίθημα -ίδιον). Η<br />
γραφή * οφείλεται στη γενική τάξεως της λέξης τάξις.<br />
Τέλος στο ποίημα εμφανίζεται το μοτίβο της ζευγαροπλεχτής ομοιοκαταληξίας καθώς μέσα σ’<br />
ένα εξάστιχο, ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με το δεύτερο, ο τέταρτος με τον πέμπτο και<br />
ο τρίτος με τον έκτο.<br />
«Ἡ δύναμις τῆς Ἐλπίδος»<br />
(1893)<br />
Στο συγκεκριμένο ποίημα η Σαπφώ επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τις θρησκευτικές της<br />
πεποιθήσεις και απόψεις καθώς και την διδακτική αξία του λόγου της, καθώς και σε αυτό της<br />
το ποίημα έχει ως στόχο να διδάξει την δύναμη της Ελπίδας και τις ευεργετικές διαστάσεις της<br />
στην ανθρώπινη ζωή. Συγκεκριμένα αναφέροντας πέντε διαφορετικά μεταξύ τους<br />
παραδείγματα, αλλά όλα με έναν κοινό παρονομαστή, αυτόν της Ελπίδας, διδάσκει την αξία<br />
της προσμονής, της αξιοπρέπειας και της προοπτικής στον ανθρώπινο... και μη βίο. Το πρώτο<br />
της παράδειγμα αφορά στη φύση και συγκεκριμένα σε κάποια ψάρια τα οποία έχοντας ελπίδα<br />
ότι θα γλυτώσουν από την θεομηνία καταφέρνουν να βρουν ένα ασφαλές καταφύγιο, ένα<br />
απάγκιο από την καταιγίδα. Το δεύτερο της παράδειγμα αναφέρεται σε ένα ψαρά, ο οποίος<br />
παρόλη την τρικυμία και την θαλασσοταραχή, με όπλο του την ελπίδα, βγαίνει στην θάλασσα<br />
ξανά για να δουλέψει. Και η ελπίδα στέκεται πλάι του και τον βοηθά ανοίγοντας του δρόμο<br />
μέσα στη θαλασσοταραχή και σκορπίζοντας τα μαύρα σύννεφα από τον ουρανό για να<br />
αποκαλύψει το φως του ήλιου και τον καθάριο ουρανό που θα τον συνοδεύει στο ταξίδι του.<br />
Το τρίτο της παράδειγμα έχει ως πρωταγωνιστή μια γυναίκα η οποία θρηνεί για τα χαμένα της<br />
νιάτα, για το άνθος της ζωής της που κύλησε και έφυγε γρήγορα. Με την δύναμη όμως της<br />
ελπίδας και πάνω απ’ όλα με την πίστη της προς τον Θεό, καταφέρνει να βγει από το αδιέξοδο<br />
της δυστυχίας και του θρήνου της. Το τέταρτο της παράδειγμα αφορά στην μοναξιά ενός<br />
κοριτσιού, το οποίο έχει ορφανέψει και έχει χάσει την φροντίδα και τη σύνεση των γονιών της.<br />
Με όπλο της όμως και αυτή την ελπίδα και την πίστη της προς τον Θεό, αναθαρρεί καθώς αντί<br />
της γονικής αγάπης, κοντά της για να τη φροντίζει θα έχει την αγάπη του Θεού. Και το πέμπτο<br />
83
και τελευταίο της παράδειγμα αναφέρεται σε έναν πτωχό, τον οποίο όμως η Ελπίδα και η Θεϊκή<br />
φροντίδα επικουρούν και του δίνουν τη δυνατότητα να προσμένει τα μελλούμενα με χαμόγελο.<br />
Από μορφολογικής πλευράς αξιοσημείωτοι είναι οι εξής όροι: α) «αὐδήεντα» (επιθ. αὐδήεις<br />
ομηρικό επίθετο, το οποίο το συναντάμε στην Οδύσσεια με αναφορά στην Καλυψώ και<br />
σημαίνει αυτός που μιλά με ανθρώπινη φωνή) β) «χειμασθὲν» (ρ. χειμαίνω < χεῖμα 1. προκαλώ<br />
τρικυμία, είμαι τρικυμιώδης, 2. (Μεταφορικά) ταράζω, φέρνω δυστυχία. Συνώνυμα χειμάζω)<br />
γ) «θυμηδίᾳ» (θυμηδία < αρχαία ελληνική θυμηδία < θυμός + ἦδος = (λόγιο) διάθεση για γέλιο,<br />
σκωπτική και ειρωνική διάθεση δ) «δύστηνος» (δύστηνος -δύστηνη -δύστηνο (επίθετο) [<br />
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ αμφίβολης ετυμολογίας] ο δυστυχισμένος, ο ταλαίπωρος, ο άθλιος, ο<br />
ελεεινός, ο κακόμοιρος, ο αξιολύπητος).<br />
Από συντακτικής πλευράς και σε αυτό το ποίημα συναντάμε δομές της αρχαίας ελληνικής όπως<br />
για παράδειγμα την χρήση της αιτιολογικής μετοχής «στερουμένη» και την χρήση της<br />
υποτακτικής έγκλισης σε πολλά σημεία του ποιήματος π.χ. «ἀκτινοβολῇ». Οι περίοδοι δεν είναι<br />
ιδιαίτερα μακροσκελείς ενώ η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης με το σημείο του<br />
«θαυμαστικού» να κυριαρχεί αποδίδοντας κατάλληλα τον επιφορτισμένο συναισθηματικά<br />
τόνο της ποιήτριας.<br />
Από άποψη μετρικής, στο ποίημα συναντάμε μια ιδιομορφία κατά την οποία η ποιήτρια<br />
επιλέγει να τοποθετήσει στον επόμενο στίχο ένα κομμάτι από τον στίχο που προηγήθηκε,<br />
έχοντας ως σκοπό την μετρική αρμονία «κι’ εὐδαίμονα τὸν βίον της ἐμπρός της ζωγραφίζει §<br />
ἡ ἱερὰ Ἐ λ π ί ς».<br />
Η Σαπφώ σε αυτό της έργο επιλέγει να χρησιμοποιεί το τρίτο ενικό πρόσωπο, καθιστώντας την<br />
έναν αντικειμενικό παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος μας περιγράφει διάφορες καταστάσεις από<br />
την ανθρώπινη ζωή. Με αυτό τον τρόπο οι επισημάνσεις και οι παρατηρήσεις που κάνει<br />
παρουσιάζονται ως αναμφισβήτητες και γενικώς αποδεκτές.<br />
Από μετρικής πλευράς, συναντάται και σε αυτό το ποίημα μια παρόμοια μέθοδος με την<br />
Σαπφική στροφή, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο σημείο της εργασίας, αυτή τη φορά<br />
όμως με κάποιες παραλλαγές, δεδομένου ότι αντί για τους τέσσερις στίχους που αποτελούν την<br />
σαπφική στροφή, εδώ συναντάμε τρείς. Π.χ. «Αὐτή τὸν ἄθλιον πτωχὸν ὁμοίως δὲν ἀφίνει §<br />
στῆς ἀπωλείας τοὺς κρημνοὺς τοὺς ἀφεγγεῖς νὰ κλίνῃ § ἡ θεία της ἀκτίς.»<br />
84
Τέλος, στο ποίημα συναντάται μοτίβο ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας.<br />
«Γαμήλιον Τοῖς αγαπητοῖς νεονύμφοις Εὐγενίῳ καί Μαρίᾳ Ζαλοκώστα»<br />
(Εν Αθήναις, 15.01.1895)<br />
Το σύντομης έκτασης ποίημα αυτό της Λεοντιάδος είναι ένα επιθαλάμιο, δηλ. ένας γαμήλιος<br />
ύμνος, μια άδηλη ευχή της ποιήτριας προς την ευτυχία ενός νιόπαντρου ζευγαριού. Στην<br />
κατηγορία των επιθαλάμιων ποιημάτων είχε ξεχωρίσει η Σαπφώ από τη Λέσβο, για την<br />
απλότητα των νοημάτων τους και συνάμα το κάλλος τους. Ακολουθώντας και η Λεοντιάς το<br />
ίδιο παράδειγμα, μεταχειρίζεται τις πιο όμορφες εικόνες από τη φύση για να εκφράζει αρχικά<br />
τον θαυμασμό της για την πόλη της Αθήνας, όπως κάνει και σε άλλα ποιήματά της,<br />
χαρακτηρίζοντάς την ως Βασίλισσα όλων των πόλεων, «ἡ Βασιλίς τῶν πὀλεων» και να<br />
εξυμνήσει την ομορφιά, την αρετή και την αγνότητα της νύφης, της Μαρίας, παρομοιάζοντάς<br />
την με τριαντάφυλλο, «μ΄ἕνα ρόδο της ταιριάζει.... το κάλλος τῆς αγνότητος στούς ὀφθαλμούς<br />
της φέρει § καὶ εἶναι ὅλη ἀρετὴ ἡ εὐγενὴς Μαρία.» Μεγάλη ωστόσο νοηματική βαρύτητα φέρει<br />
η επίκληση της προς τον Ιησού Χριστό, να φωτίζει αυτό το ζευγάρι σε κάθε του βήμα στη ζωή,<br />
να του προσφέρει ευδαιμονία και αστείρευτη ευτυχία, βοηθώντας την αγάπη τους να<br />
καρποφορεί για πάντα. Και σε αυτό το σημείο η Σαπφώ χρησιμοποιεί μια γλαφυρότατη εικόνα<br />
από τη φύση, ευχόμενη το σπίτι του νέου ζευγαριού, με την ευχή του Ιησού, να μετατραπεί σε<br />
ένα όμορφο περιβόλι αγάπης, «Χριστέ μου ! κι΄ἡ οἰκία των νά γείνῃ περιβόλι, § ἀπό φυτά<br />
καλλίφυλλα καὶ ἄνθη στολισμένο, § ἀκτῖνες νὰ τὸ λούωσι πάντοτε φωτοβόλοι, § κι΄εἰς τῆς ἀγάπης<br />
τοὺς καρποὺς νὰ ἦναι φημισμένο. §»<br />
Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «καταιβάζῃς»<br />
( καθίημι) β)<br />
«στειρεύσῃ» (< στειρεύω, βυζαντινός τύπος με σημασία «είμαι στείρος», «άγονος» γ) «κάμε»<br />
(προστακτική αορίστου β’ του ρ. Κάμνω < κομώ < αρχ. κομῶ "φροντίζω" δ) «γείνῃ»<br />
(υποτακτική ενεστώτα, μέσης φωνής, του ρ. γείνομαι < γίγνομαι < αρχ., ρίζα γεν-) ε) «ἦναι» (η<br />
ιδιαίτερη ορθογραφία του ρ. εἰμί, αποδίδεται στην χρήση του τύπου της καθαρεύουσας).<br />
85
«Ὁ πελαργός. Εἰς τήν κορυφήν ὑψηλής πλατάνου ἐν Βεβεκίῳ»<br />
(1895)<br />
Το έργο αυτό της Σαπφούς, πέραν του ότι επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά την έντονη<br />
φυσιολατρία που χαρακτήριζε την Σαπφώ, έχει και εξαιρετική διδακτική αξία, λόγω των<br />
μηνυμάτων που περνάει η Σαπφώ μέσω αυτού, μηνυμάτων για καλή και ηθική ζωή.<br />
Η ποιήτρια ξεκινάει το έργο της, εξυμνώντας έναν πελαργό, ο οποίος έχει χτίσει τη φωλιά του<br />
πάνω στο ψηλό κορμό ενός πλατάνου. Για να δώσει μάλιστα περισσότερη έμφαση στο<br />
μεγαλοπρεπές δημιούργημα της φύσης και στο δέος που αισθάνεται κανείς βλέποντάς το,<br />
χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο όρο, τη λέξη «άϊφελ». Η λέξη φυσικά αυτή είναι ξενόφερτη, με<br />
σαφή αναφορά στον Πύργο του Άιφελ. Σε αυτό το σημείο φαίνεται με ακόμη πιο<br />
χαρακτηριστικό τρόπο η στροφή του ποιητικού λόγου της Σαπφούς προς την νεωτερικότητα,<br />
καθώς μέσα σε αυτόν πλέον βρίσκουν τη θέση τους και ξενόφερτες λέξεις που ζωντανεύουν με<br />
τη σημασία τους τις εικόνες που περιγράφει η ποιήτρια. Κάτι το οποίο δεν συναντούσαμε στα<br />
πρώιμα έργα της, στα οποία κυριαρχούσαν αποκλειστικά και μόνο λέξεις της αρχαίας<br />
ελληνικής.<br />
Η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει και σε αυτό της το ποίημα το ρηματικό πρόσωπο του<br />
δεύτερου ενικού, συνδιαλεγόμενη απευθείας με τον πελαργό, δίνοντας έτσι την απαραίτητη<br />
δραματικότητα και αμεσότητα στον λόγο της, μέσα από την διαλογική υφή του ύφους της.<br />
Από μορφολογικής πλευράς ωστόσο συναντάμε και αρχαιοπρεπείς αξιοπρόσεκτους όρους<br />
όπως οι εξής: α) «εἰμπορεῖ» (μεσαιωνική ελληνική ρ. εμπορώ και ημπορώ ενώ υπήρχε και<br />
ορθογραφία του ως εἰμπορῶ < αρχαία ελληνική ρ. εὐπορῶ) β) «κλόνον μάχης γιγάντων» (η<br />
λέξη «κλόνος» είναι ομηρική και σημαινει η μάχη, η ταραχή. Την έκφραση «κλόνον γιγάντων»<br />
την συναντάμε και στον Ίονα του Ευρυπίδη) γ) «Ὁπόσον» (αντων. Ὁποσος/η/ον και γρφ.<br />
ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, -η, -ον.<br />
Ετυμολογία= Η αναφορική αντωνυμία ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θέμα *yο-της<br />
αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ και την ερωτ. αντων. πόσος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως <<br />
πῶς κ.λπ.) δ) «ὁμοῦ» (επίρρημα που σημαίνει «μαζί» και ετυμολογικά προέρχεται από την<br />
γενική του ουδετέρου του επιθέτου «ομός») ε) «δείλαιοι» (επιθ. Δείλαιος/α/ον και /ος/ον, το<br />
οποίο είναι επιμηκυμένη μορφή του επιθέτου δειλός, με σημασία «τιποτένιος»,<br />
86
«αξιοθρήνητος» και συναντάται όχι τόσο στον Όμηρο αλλά πιο συχνά στις τραγωδίες ως<br />
αρνητικό χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου), στ) «φωληὰν» & «φωλεὰν» (αρχ. Ελληνική<br />
φωλεά-ας και στην Κοινή φωληά. Σε αυτό το σημείο παρατηρείται ο τρόπος με τον οποίο ο<br />
ποιητικός λόγος της Σαπφούς ισορροπεί ανάμεσα στην Κοινή Ελληνική και σε λέξεις της<br />
Αρχαίας Ελληνικής, δείγμα της εξέλιξης και της μεταστροφής που παρατηρείται σε αυτόν με<br />
το πέρασμα των ετών όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλα σημεία της εργασίας) ζ) «ὁπόταν»<br />
(μια διαφορετική μορφή του χρονικού και συμπερασματικού συνδέσμου ὁπότε της αρχαίας<br />
ελληνικής) η) «ἐμφορούμενοι» (αρχαία ελληνική ρ. ἐμφορέω-ῶ < ἐν + φορέω-ῶ =αυτός που<br />
κυριαρχείται από κάποιο συναίσθημα ή κάποια ιδέα) και θ) «κοῦφοι» (επίθετο κοῦφος της<br />
αρχαίας ελληνικής με σημασία «ο ανόητος», «ο άνθρωπος χωρίς σοβαρότητα)<br />
Από συντακτικής πλευράς η ποιήτρια και σε αυτό της το έργο κάνει χρήση συντακτικών δομών<br />
της αρχαίας ελληνικής όπως η χρήση της υποτακτικής έγκλισης σε πολλά σημεία του<br />
ποιήματος π.χ. «φανῇ» και συντακτικές δομές της γενικής πτώσης π.χ. «Τὶς..... ἐκ τῶν<br />
ἀνθρώπων....» (γενική διαιρετική). Οι περίοδοι δεν είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς ενώ η χρήση<br />
των σημείων στίξης είναι πλήρης.<br />
Το ποίημα ακολουθεί μοτίβο πλεκτής ομοιοκαταληξίας.<br />
Σαπφώ Λεοντιάς, «Ὁ πελαργός. Εἰς τήν κορυφήν ὑψηλής πλατάνου ἐν Βεβεκίω», Ἐφημερίς τῶν<br />
Κυριῶν, ἀρ. 421, ἒτος Θ΄, Αθήναι, (03.12.1895), 4<br />
«Ὁ πόθος τῆς πατρίδος. Στήν ξενητείαν.»<br />
(1896)<br />
Τα μοτίβα της ξενιτειάς και της φιλοπατρίας είναι αυτά που κυριαρχούν στο συγκεκριμένο<br />
έργο της Σαπφούς. Ο πόνος και η στεναχώρια που βρίσκεται στα ξένα, καθώς και η νοσταλγία<br />
ότι κάποια στιγμή ακόμη και στο τέλος της ζωής της θα καταφέρει να γυρίσει πίσω στην<br />
πατρίδα της, δίνουν την αφορμή στην ποιήτρια να εκφράσει τα συναισθήματά της αυτά μέσα<br />
από αυτό το ποίημα. Στο τίτλο του ποιήματος παρατηρεί κανείς τη λέξη «ξενητείαν», με αυτή<br />
την ιδιαίτερη ορθογραφία και τον ιδιαίτερο τονισμό στην προπαραλήγουσα αντί της λήγουσας.<br />
Τον ίδιο ακριβώς όρο με την ίδια ορθογραφία και τον ίδιο τονισμό συναντάμε στην Ποντιακή<br />
87
διάλεκτο και συγκεκριμένα στα Ποντιακά ποιήματα με θέμα τους την ξενιτειά. Οι Πόντιοι<br />
αναγκάζονταν πολύ συχνά να φεύγουν μακριά από την πατρίδα τους και τους αγαπημένους<br />
τους για βιοποριστικούς λόγους με αποτέλεσμα οι συγγενείς τους να εκφράζουν τα<br />
συναισθήματα λύπης για τον αποχωρισμό των αγαπημένων τους προσώπων μέσα από την<br />
ποίηση. Η χρήση του συγκεκριμένου όρου από την Σαπφώ δείχνει τις επιρροές που δέχτηκε<br />
από διάφορες κουλτούρες και διαλέκτους όσο ζούσε στην Μ. Ασία, καθώς πέρα από την<br />
Τσακωνική διάλεκτο που την έχει χρησιμοποιήσει σε αρκετά ποιήματά της, χρησιμοποιεί εδώ<br />
και όρο της Ποντιακής διαλέκτου.<br />
Καθ’ όλη την έκταση του ποιήματος, η Σαπφώ, μιλώντας σε β’ πρόσωπο, απευθύνεται προς<br />
την αγαπημένη της πατρίδα, στην οποία εκφράζει τον καημό της που εκείνη και άλλοι πολλοί<br />
συμπατριώτες της βρίσκονται στα ξένα. Η χρήση του δεύτερου ρηματικού προσώπου είναι ο<br />
καλύτερος τρόπος να περάσει τα συναισθήματά της, τις σκέψεις της και τα μηνύματα του<br />
συγκεκριμένου ποιήματος, με πιο άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο στον αναγνώστη.<br />
Καταφέρνει λοιπόν να δώσει την απαραίτητη δραματικότητα στο ύφος της, μέσα από την<br />
διαλογική υφή που αποκτά ο λόγος της. Ο αναγνώστης λοιπόν διαβάζοντας το ποίημα γίνεται<br />
συμμέτοχος στην προβληματική της ποιήτριας, καθώς τα λόγια της τον παρακινούν, τον<br />
προβληματίζουν και τον ευαισθητοποιούν επί του θέματος.<br />
Από μορφολογικής πλευράς συναντάμε και κάποιους άλλους αξιοπρόσεκτους τύπους όπως<br />
τους εξής: α) «ταξειδεύουν» (παλαιά ορθογραφία του ρ. Ταξιδεύω, εξ ου και ταξείδιον) β)<br />
«λιγεύουν» (
Όσον αφορά τη χρήση των σημείων στίξης στις μακροσκελείς περιόδους του ποιήματος, αυτή<br />
είναι αρκετά πλήρης, με τα θαυμαστικά να κυριαρχούν, προσδίδοντας την απαραίτητη ένταση<br />
και τόνο στα επιφορτισμένα συναισθηματικά λόγια της Σαπφούς.<br />
Στο ποίημα συναντάμε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Τὸ ἄνθος τῆς ὑπομονῆς»<br />
(1899 ?)<br />
Σκοπός αυτού του έργου της Σαπφούς είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων που<br />
πηγάζει από το σεβασμό της προς τον νόμο του Θεού και το ανυπόκριτο ενδιαφέρον της για<br />
τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα διδάσκει ότι μέσω της υπομονής και της θεοσέβειας ο άνθρωπος<br />
βρίσκει σωτηρία και αγαλλίαση στη ψυχή του, ερχόμενος ταυτόχρονα πιο κοντά στον Θεό του.<br />
Για να τεκμηριώσει τη θέση της αυτή αξιοποιεί το παράδειγμα του αμαρτήματος των<br />
πρωτοπλάστων, περιγράφοντας μέσα στο έργο της την Εύα η οποία παρόλο της το φοβερό<br />
αμάρτημα βρήκε σωτηρία έχοντας υπομονή μέσα στην ψυχή της, ενώ ο Αδάμ λόγω της<br />
καχυποψίας του απέναντι στην Εύα, δεν κατάφερε να έρθει πιο κοντά στο Θεό. Αυτό της το<br />
παράδειγμα η Σαπφώ το γενικεύει και το εφαρμόζει σε επίπεδο φύλου, λέγοντας ότι οι γυναίκες<br />
είναι φτιαγμένες για να αντέχουν τις δυσκολίες της ζωής, ενώ οι άνδρες δεν έχουν αυτή τη<br />
δυνατότητα με αποτέλεσμα να καταβάλλονται άμεσα και σε μεγάλο βαθμό αν τύχει να<br />
συναντήσουν βάσανα μπροστά τους. Αυτό το ποίημα είναι ένα πολύ ενδεικτικό στοιχείο που<br />
επιβεβαιώνει την υπεραξία που έδινε η Σαπφώ στο γυναικείο φύλο έναντι του αντρικού.<br />
Από μορφολογικής πλευράς, δεν συναντάται κάτι το αξιοπρόσεκτο πέραν 2 στοιχείων: α) ο<br />
όρος «διῇς» (= β’ πρόσωπο, αορίστου β’, ενεργητικής φωνής, έγκλισης υποτακτικής του<br />
ρήματος της αρχ. Ελληνικής διίημι = 1. Οδηγώ ή ωθώ κάτι μέσω ενός άλλου πράγματος 2.<br />
Διαλύω, αποσυνθέτω) και β) η ιδιαίτερη ορθογραφία της φράσης «ᾑ πίκραις νὰ περνοῦνε»<br />
Από συντακτικής πλευράς, η γλώσσα του ποιήματος είναι πολύ κατανοητή, χωρίς αρχαϊσμούς<br />
και ιδιότυπες λέξεις της καθαρεύουσας. Αντιθέτως εμφανίζει μια μορφή πολύ κοντά στην<br />
Δημοτική. Οι περίοδοι είναι αρκετά μακροσκελείς, ενώ η χρήση των σημείων στίξης είναι<br />
πλήρης.<br />
89
Τέλος η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το τρίτο ενικό πρόσωπο, παίρνοντας τον ρόλο<br />
του αντικειμενικού αφηγητή, καθιστώντας παράλληλα τα λεγόμενα και τις παρατηρήσεις της<br />
αναμφισβήτητα και γενικώς αποδεκτά.<br />
Στο ποίημα δεν συναντάται κάποιο σταθερό μοτίβο ομοιοκαταληξίας. Σε κάποιους στίχους<br />
χωρίς σταθερή εφαρμογή βρίσκουμε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />
«Εἰς τὸν Σταυρὸν»<br />
(1899)<br />
Σε αυτό της το ποίημα η Σαπφώ για ακόμη μια φορά φανερώνει τον απόλυτο σεβασμό της και<br />
την πίστη της στον Αληθινό Θεό. Θεματικό επίκεντρο του συγκεκριμένου ποιήματος είναι το<br />
αμάρτημα των πρωτόπλαστων και η σταύρωση του Ιησού Χριστού χάριν στην οποία νικήθηκε<br />
ο διάβολος και χαρίστηκε σωτηρία από τα αμαρτήματα των πρωτοπλάστων σε όλους τους<br />
ανθρώπους, μέσω της βάπτισης. Αυτά τα δύο θεματικά μοτίβα περιγράφονται με ιδιαίτερη<br />
λεπτομέρεια και λυρικότητα από την ποιήτρια. Για να περιγράψει το ιερό μυστήριο της<br />
βαπτίσεως η Σαπφώ, χρησιμοποιεί την εικόνα του ρεύματος νερού, που με την ορμή του<br />
ξεχύθηκε από τον Σταυρό του Ιησού Χριστού και καθαιρεί και εξαγνίζει όλα τα αμαρτήματα<br />
των ανθρώπων όταν μπουν μέσα σε αυτό.<br />
Καθότι βρισκόμαστε στα τελευταία χρονολογικά έργα της Σαπφούς, παρατηρεί κανείς την<br />
τεράστια μεταβολή που έχει υποστεί η τυπολογία της γλωσσικής της έκφρασης. Η γλώσσα της<br />
διατηρεί μεν κάποια λόγια στοιχεία, ωστόσο είναι πολύ κατανοητή χωρίς ιδιαίτερη<br />
προσπάθεια, έχοντας αποκτήσει μια μορφή που πλησιάζει αρκετά στην δημοτική. Οι<br />
εξειδικευμένοι αρχαϊσμοί και οι ποιητικές λέξεις έχουν δώσει την θέση τους σε λέξεις και<br />
φράσεις της καθομιλουμένης δημοτικής, σηματοδοτώντας το τελευταίο στάδιο γλωσσικής<br />
εξέλιξης του ύφους της Σαπφούς.<br />
Η ποιήτρια σε δεύτερο πρόσωπο απευθύνει μια έκκληση προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού,<br />
ζητώντας του να συνεχίζει να βρίσκεται στο πλευρό των ανθρώπων δίνοντάς τους δύναμη και<br />
κουράγιο. Η χρήση του δεύτερου ρηματικού προσώπου από την ποιήτρια, όπως αναφέραμε<br />
ξανά, επιτυγχάνει στο να δώσει την απαραίτητη δραματικότητα και παραστατικότητα στο ύφος<br />
90
της, κάνοντας έτσι συμμέτοχους στα συναισθήματά της και στην αληθινή δύναμη της πίστης<br />
της και όλους τους αναγνώστες, που νιώθουν σαν να προσκυνούν τον Μεγαλοδύναμο μαζί με<br />
την ποιήτρια.<br />
Στο ποίημά της αυτό από μορφολογικής πλευράς συναντάμε κάποιους αξιοπρόσεκτους τύπους:<br />
α) «φεῖδι» (παλαιά ορθογραφία της λέξεως «φίδι» η οποία πλέον δεν χρησιμοποιείται) β)<br />
«Σατὰν» (άκλιτη μορφή του ουσιαστικού Σατανάς, με προέλευση από το εβραϊκό ןָׂ טָׂ ש (Śāṭān,<br />
“αντίπαλος”) γ) «ἐχούγιασε» (λαϊκότροπο ρήμα χουγιάζω < σλαβική hujati + -άζω = 1.<br />
Φωνάζω δυνατά από απόσταση 2. Μαλώνω μεγαλόφωνα. Παράγωγες λέξεις «χούγιασμα»,<br />
«χουγιαχτό») δ) οἴησι (
3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />
3.1 Γλωσσικά και Διαλεκτικά Χαρακτηριστικά ποιημάτων<br />
Η γλώσσα των ποιημάτων της Λεοντιάδος, μολονότι εύπλαστη και ευπροσάρμοστη στο<br />
σημασιολογικό υπόβαθρο και στην περίσταση γραφής του εκάστοτε ποιήματος, διατηρεί ένα<br />
βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η χρήση της καθαρεύουσας γλώσσας, άλλοτε με<br />
περισσότερους και άλλοτε με λιγότερους αρχαϊσμούς. Η συχνότητα εμφάνισης των αρχαϊκών,<br />
διαλεκτικών και άλλων ποιητικών στοιχείων, τα οποία προσέδιδαν μια ιδιαιτερότητα στον<br />
ποιητικό της λόγο, διαφοροποιώντας τον από την καθημερινή της ομιλία, εξαρτιόταν τόσο από<br />
την περίσταση της γραφής όσο και από την χρονολογία γραφής του εκάστοτε ποιήματος.<br />
Η χρήση της αρχαιοπρεπούς καθαρεύουσας στα πρώιμα έργα της είναι ένα στοιχείο άμεσα<br />
συνδεδεμένο με την εποχή στην οποία έζησε και μεγάλωσε η ποιήτρια. Οι περιορισμοί ως προς<br />
τον τρόπο έκφρασης, εκείνα τα χρόνια, ήταν πολύ αυστηροί καθώς τα κείμενα όφειλαν να<br />
ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες έκφρασης και γραμματικοσυντακτικής δομής.<br />
Παράλληλα το ρεύμα του Ρομαντισμού, το οποίο όπως έχει ήδη αναφερθεί πολλάκις επηρέασε<br />
την γραφή της Λεοντιάδος, έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην χρήση μιας όσο το δυνατόν<br />
περισσότερο εξαρχαϊσμένης καθαρεύουσας. Φυσικά δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνά και τα<br />
κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της τότε εποχής στην οποία έζησε και μεγαλούργησε η Σαπφώ,<br />
τα οποία δεν επέτρεπαν στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να αποκτήσει ολοκληρωμένη<br />
μόρφωση. Αυτό φυσικά μεταφράζεται στο ότι τα ποιήματά της απευθύνονταν σε ένα<br />
περιορισμένο αλλά εκλεπτυσμένο κοινό το οποίο θα μπορούσε φυσικά να κατανοήσει την<br />
αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και να διακρίνει τα λεπτεπίλεπτα συναισθήματα και νοήματα που<br />
έκρυβε η ποιήτρια πίσω από τους στίχους της.<br />
Όσο όμως περνούν τα χρόνια και περνάμε στις μεταγενέστερες γραφές της – από τη δεκαετία<br />
του 1870 και μετά – η Λεοντιάς εκλαϊκεύει τον λόγο της, κάνοντάς τον πιο προσιτό στην<br />
καθημερινή έκφραση. Αυτό το στοιχείο αποδεικνύει ότι η ποιήτρια δεν ήταν μόνο πρωτοπόρος<br />
στο κομμάτι της παιδαγωγικής αλλά και στο κομμάτι της δημιουργικής ποιητικής έκφρασης.<br />
92
Ένα ακόμη στοιχείο της γλωσσικής της έκφρασης, το οποίο αποδεικνύει με τον πιο έντονο<br />
τρόπο την γλωσσική της πρωτοπορία, είναι το εξής. Η εξέλιξη της γλώσσας της, με το πέρασμα<br />
των χρόνων, από την μορφή της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας σε μια μορφή, η οποία σε κάθε<br />
περίπτωση συνεχίζει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της καθαρεύουσας, έχοντας αποβάλλει<br />
ωστόσο την πλειοψηφία των αρχαϊσμών και των διαλεκτικών στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί<br />
ως φυσιολογική και σε ένα βαθμό αναμενόμενη λόγω και των εξελίξεων στο κομμάτι της<br />
γλώσσας την περίοδο από το 1880 και μετά, το γνωστό Γλωσσικό ζήτημα. Η Λεοντιάς όμως<br />
έρχεται να πρωτοπορήσει καθώς η μελέτη των ποιημάτων της έδειξε ότι ακόμη και πριν το<br />
1860, στα πρώιμα δηλ. έργα της εμφανίζεται να εκλαϊκεύει και να απλοποιεί την καθαρεύουσα<br />
της, αποφεύγοντας να κάνει χρήση αρχαϊκών στοιχείων. Αυτό το χαρακτηριστικό αποδίδεται<br />
στην προσπάθεια της Λεοντιάδος να προσαρμόσει απόλυτα από κάθε πλευρά το ποίημά της<br />
στο σημασιολογικό υπόβαθρο και στην περίσταση για την οποία το γράφει. Αυτό σημαίνει ότι<br />
τα Ελεγεία της αφιερωμένα σε ένα σημαντικό πρόσωπο είτε από τον θρησκευτικό χώρο είτε<br />
από τον πολιτικό χώρο είτε από το χώρο των γραμμάτων διατηρούν τον επίσημο χαρακτήρα<br />
τους και την μοναδικότητά τους μέσω της χρήσης πολλών αρχαϊσμών και ποιητικών λέξεων.<br />
Από την άλλη τα ηθικοδιδακτικά ποίημά της, τα επιθαλάμια της και τα ποιήματα της στα οποία<br />
η ποιήτρια είτε αναφέρεται απλώς στη φύση είτε συνδιαλέγεται με αυτή παρουσιάζουν μια<br />
απλοποιημένη γλωσσική έκφραση δίχως δυσνόητα αρχαϊκά στοιχεία, ένα στοιχείο το οποίο<br />
ενίσχυε την ευκολία στη νοηματική τους πρόσληψη από ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού<br />
κοινού, το οποίο πιθανότατα να αντιμετώπιζε δυσκολίες κατανόησης των συντακτικών δομών<br />
της αρχαίας ελληνικής και των ομηρικών ποιητικών λέξεων που εμφανίζονται σε άλλα έργα<br />
της.<br />
Τέλος πρέπει να γίνει αναφορά και στις διαλέκτους εκείνες οι οποίες εμφανίζονται στα έργα<br />
της Λεοντιάδος. Τα ποιήματά της παρουσιάζουν διαλεκτικές επιρροές από δύο διαλέκτους, την<br />
Δωρική και την Τσακωνική διάλεκτο.<br />
Η Δωρική διάλεκτος, είναι διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής, η οποία ομιλούνταν κατά τους<br />
κλασικούς χρόνους σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, στην Κρήτη, στη Ρόδο και σε<br />
περιοχές της Μικράς Ασίας. Τα πολυάριθμα εκείνα στοιχεία που εκπροσωπούν την<br />
συγκεκριμένη διάλεκτο μέσα στο ποιητικό έργο της Λεοντιάδος, έχουν αναφερθεί εκτενώς<br />
μέσα στην σχετική ενότητα της ανάλυσης των ποιημάτων.<br />
93
Τέλος, η Τσακωνική διάλεκτος είναι μια από τις πιο αρχαιοπρεπείς και αρχαιότερες γλώσσες<br />
του κόσμου. Κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας και όχι από την<br />
ελληνιστική κοινή. Στο έργο της Λεοντιάδος, εντοπίζεται κυρίως μορφολογικά μέσα από τις<br />
πολυάριθμες αποβολές φωνηέντων.<br />
3.2 Η συμβολή των Ψηφιακών Εργαλείων Concordancia, Antconc<br />
και Tagxedo<br />
Μια από τις βασικές επιδιώξεις αυτής της εργασίας ήταν η αξιοποίηση των Νέων Τεχνολογιών<br />
για την μελέτη του ποιητικού κλάδου, ο οποίος παραδοσιακά αντιστεκόταν στην πρόκληση<br />
των Νέων Τεχνολογιών και στα νέα δεδομένα που αυτές έφεραν με τη σειρά τους στην<br />
παραγωγή και την επεξεργασία των λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων.<br />
Σε αυτή την εργασία οι Νέες Τεχνολογίες εκπροσωπούνται από τα Ψηφιακά Συμφραστικά<br />
Εργαλεία Concordancia και Antconc καθώς και από την μικροεφαρμογή περιβάλλοντος Web<br />
2.0 Tagxedo.<br />
Τα δύο συμφραστικά εργαλεία που προαναφέρθηκαν αξιοποιήθηκαν για την επεξεργασία του<br />
μεγάλου όγκου των ποιημάτων προς μελέτη ώστε ταχύτερα και με μεγαλύτερα ακρίβεια να<br />
εξαχθούν συμπεράσματα τόσο σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων λέξεων στο<br />
ποιητικό έργο της Λεοντιάδος όσο και με τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των ποιημάτων της σε<br />
ένα μικρότερο βαθμό. Εντοπίζοντας τις λέξεις εκείνες που εμφάνισαν την μεγαλύτερη<br />
συχνότητα χρήσης από την ποιήτρια επιβεβαιώθηκε η επιρροή της από το ρεύμα του<br />
Ρομαντισμού καθώς η θεματική κατηγοριοποίηση των λέξεων στα έργα της απέδειξε ότι<br />
ταυτίζεται με τα θεματικά μοτίβα του Ρομαντικού κινήματος, τα οποία σχετίζονται με τη φύση,<br />
την πατρίδα και την θρησκεία. Ο πίνακας της συχνότητας εμφάνισης των συγκεκριμένων<br />
λέξεων ανά θεματική κατηγορία βρίσκεται στο Παράρτημα Γ’ στο τέλος της εργασίας.<br />
Με τη σειρά της η μικροεφαρμογή Tagxedo αξιοποιήθηκε για τη δημιουργία συννεφόλεξων<br />
ανά θεματική ενότητα (βλ. Παράρτημα Δ’), το οποίο βοήθησε στην οπτικοποίηση με έναν πολύ<br />
εύκολο τρόπο των λέξεων που εντοπίστηκαν στο ποιητικό έργο της Λεοντιάδος και στην<br />
κατηγοριοποίηση τους ανά θεματική ενότητα, ευνοώντας την ευκολία κατανόησης των<br />
θεματικών μοτίβων που εμφανίζονται στο έργο της ποιήτριας.<br />
94
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
ΞΕΝΗ<br />
1. Christodoulidou, L. (2015). «Sappho Leondias (1832-1900): “Figure citoyenne<br />
majeure de la Nation”. Στο Les élites grecques modernes, XVIIIe - XXe siècles:<br />
Identités, modes d’action, représentations. (σσ. 175-188). Paris: Publications Langues<br />
O’<br />
2. Hoffmann, J. B. (1974). Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, εξελληνισθέν<br />
υπό Αντωνίου Δ. Παπανικολάου Μονίμου Επικουρικού Καθηγητού της Αρχαίας<br />
Ελληνικής Φιλολογίας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών. Αθήνα<br />
3. Liddell, G. H. & Scott R. (2007). Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής<br />
Γλώσσης. Πελεκάνος<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ<br />
1. (2001). Το γλωσσικό ζήτημα. Στο A. Φ. Xριστίδης (επιμ.) Εγκυκλοπαιδικός οδηγός<br />
για τη γλώσσα, (σσ. 155-159). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.<br />
2. Βελουδής, Γ. (1997). Γραμματολογία: Θεωρία Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη<br />
3. Συλλογικό έργο. (2001). Ο ρομαντισμός στην Ελλάδα : Επιστημονικό συμπόσιο,<br />
Αθήνα: Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής<br />
Παιδείας.<br />
4. Δημαράς, Κ. Θ. (2000). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς<br />
την εποχή μας. Ένατη έκδοση. Αθήνα: Γνώση<br />
5. "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.58 ος<br />
6. Ζαχαριάδης, Ν. (2014). Λεξικό του Κωνσταντινουπολίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος.<br />
Αθήνα: Γαβριηλίδης<br />
7. Κορδάτος, Γ. (1974). Δημοτικισμός και λογιωτατισμός: κοινωνιολογική μελέτη του<br />
γλωσσικού ζητήματος. Τέταρτη έκδοση. Αθήνα: Μπουκουμάνης<br />
8. Κοντοσόπουλος, Νικόλαος Γ. (2001). Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 3η<br />
έκδοση. Αθήνα: Γρηγόρης<br />
9. Μπαμπινιώτης, Γ. (1984). Γλωσσολογία και Λογοτεχνία: Από την τεχνική στην τέχνη<br />
του λόγου. Αθήνα.<br />
95
10. Πατάκης, Α. Στεφ., Τζιράκης, Νικ. Ε. (2011). Λεξικό Ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής<br />
Ομαλών και Ανωμάλων. Αθήνα: Πατάκης<br />
11. Τζιτζιλής, Χ. (2000). Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία. Στο<br />
Α.Φ. Χριστίδης et al. (επιμ.) Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, (σσ. 15-22).<br />
Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας<br />
12. Χαραλαμπάκης, Χρ. (1992). Νεοελληνικός Λόγος: Μελέτες για τη γλώσσα τη<br />
λογοτεχνία και το ύφος, (σσ. 145-152). Αθήνα: Νεφέλη.<br />
13. Χριστοδουλίδου, Λ. (2013). Γύρω από την ίδρυση του Αναγνωστηρίου “Η Αίγλη”<br />
στη Σύμη: Ένα ποίημα και μια επιστολή της Σαπφούς Λεοντιάδος. Μικροφιλολογικά,<br />
33, 3-8<br />
96
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’<br />
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΧΡΗΣΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ANTCONC<br />
97
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’<br />
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΧΡΗΣΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ CONCORDANCE<br />
98
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ<br />
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’<br />
ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ 2<br />
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ<br />
# ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΝ 1 ΦΥΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ<br />
84 Γῆ ΟΝΟΜ<br />
74 Θεῖος ΟΝΟΜ<br />
51 Θεός ΟΝΟΜ<br />
47 Οὐρανός ΟΝΟΜ<br />
43 Ζωή ΟΝΟΜ<br />
32 βίος ΟΝΟΜ<br />
30 Ψυχή ΟΝΟΜ<br />
25 Ἑλλάς<br />
24 Πνεῦμα<br />
22 ἃγιος ΟΝΟΜ<br />
17 ἂγγελος ΟΝΟΜ<br />
17 Θάνατος ΟΝΟΜ<br />
16 ἱερός ΟΝΟΜ<br />
11 ἀρετῆς<br />
11 ἑλλήνων<br />
10 Φύσις ΟΝΟΜ<br />
9 Θάλασσα ΟΝΟΜ<br />
9 Πλάστης<br />
9 Χριστοῦ<br />
8 θρόνον<br />
8 ἂνθος<br />
8 ἣλιος<br />
8 πτηνό ΟΝΟΜ<br />
7 Κῦμα<br />
7 Ἀδάμ<br />
6 παιδείας<br />
5 λύκος<br />
4 βασιλέα<br />
4 ἑλληνίδος<br />
4 πατρίδος<br />
4 ἀνθάκι<br />
4 ἀστήρ<br />
1 (Υπολογίστηκε ο αριθμός εμφανίσεων των λέξεων σε όλες τους τις μορφές (π.χ. γᾶς/γῆς) και σε<br />
όλες τους τις πτώσεις)<br />
2<br />
(Χάριν ελλείψεως χώρου και διευκόλυνσης κατανόησης τέθηκε ως ελάχιστο όριο εμφάνισης<br />
λέξης οι 4 φορές)<br />
ΟΝΟΜ<br />
(Η λέξη βρίσκεται σε πτώση Ονομαστική λόγω εμφανίσεων σε πολλαπλές μορφές/πτώσεις)<br />
99
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ’<br />
ΣΥΝΝΕΦΟΛΕΞΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΤΙΒΟΥ ΦΥΣΗΣ<br />
100
ΣΥΝΝΕΦΟΛΕΞΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΤΙΒΟΥ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ<br />
101
ΣΥΝΝΕΦΟΛΕΞΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΤΙΒΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑΣ<br />
102
103