26.12.2015 Views

19e76e307fc082d03885cb23ea960856

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ<br />

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ<br />

«ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ<br />

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ»<br />

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />

«ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ<br />

ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΩΝ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ<br />

ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ<br />

ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ»<br />

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΖΑΓΚΛΑΣ<br />

ΡΟΔΟΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ<br />

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ<br />

«ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ<br />

ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ»<br />

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΖΑΓΚΛΑΣ<br />

Α.Μ: 4132014012<br />

«ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΩΝ<br />

ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ<br />

ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ»<br />

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ΛΟΥΙΖΑ – ΕΠΙΚΟΥΡΗ<br />

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ<br />

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:<br />

ΤΣΟΛΑΚΙΔΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ – ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝ/ΜΙΟ<br />

ΑΙΓΑΙΟΥ<br />

ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ – ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝ/ΜΙΟ<br />

ΑΙΓΑΙΟΥ<br />

ΡΟΔΟΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016<br />

2


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ<br />

Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συνέβαλαν με τον οποιονδήποτε τρόπο στην<br />

επιτυχή εκπόνηση αυτής της διπλωματικής εργασίας. Θα πρέπει να ευχαριστήσω θερμά την<br />

καθηγήτρια κα Λουΐζα Χριστοδουλίδου για την επίβλεψη αυτής της διπλωματικής εργασίας<br />

και για το ότι πίστεψε στις δυνατότητές μου από την πρώτη στιγμή και μου έδωσε την μοναδική<br />

ευκαιρία να μελετήσω αυτή την σπουδαία ποιήτρια και το άγνωστο, στο ευρύ κοινό, έργο της.<br />

Ήταν πάντα διαθέσιμη να μου προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία της για την βαθύτερη<br />

κατανόηση του ύφους και του τρόπου γραφής της Σαπφούς Λεοντιάδος.<br />

Στη συνέχεια, θα ήθελα να προσφέρω το μεγαλύτερο ευχαριστώ στους γονείς μου οι οποίοι<br />

υπήρξαν σημαντικοί πόλοι στη ζωή μου, προσδίδοντας της την απαιτούμενη ισορροπία και των<br />

οποίων η πίστη στις δυνατότητες μου και η αμέριστη συμπαράστασή τους σε όλες τις δυσκολίες<br />

αποτέλεσαν αρωγό στην επίτευξη των στόχων και των ονείρων μου. Θα σας ευγνωμονώ<br />

αιωνίως.<br />

Αφιερώνω την εργασία αυτή στον Παππού μου Αντώνη και στη Γιαγιά μου Μαρκέλλα, αιωνία<br />

η μνήμη τους.<br />

3


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ..............................................................................................................................8<br />

ABSTRACT……………………………………………………………………………..........9<br />

I. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΝΟΙΩΝ..................11<br />

Η χρήση των ψηφιακών εργαλείων στο λογοτεχνικό επίπεδο............................................11<br />

Γλωσσολογία και Λογοτεχνία.............................................................................................12<br />

Το ρομαντικό ρεύμα στην ποίηση.......................................................................................15<br />

Το γλωσσικό ζήτημα στην ποίηση και στη λογοτεχνία και η επίδραση του Ρομαντικού<br />

κινήματος.................................................................................................................................16<br />

II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ...............................................................................................19<br />

«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος»....................................................................................19<br />

«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὸν εθνικὸν ποιητὴν Ἀλέξανδρον Σοῦτσον».............................................19<br />

«Ἐλεγεὶον Τῷ φιλελλήνι Θωμᾷ Κοχρᾶν»..........................................................................21<br />

«Κατὰ τὴν νύκτα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς»...................................................................22<br />

«Τὸ 1860 καὶ τὸ 1861».......................................................................................................23<br />

«Τὸ πρῶτον ἄνθος τῆς ἀμυγδαλῆς»...................................................................................25<br />

«Εἰς τὰς Ἀθήνας»...............................................................................................................26<br />

«Ἐλεγεῖον Ή Ὁ ἀτυχής φιλελεύθερος»..............................................................................29<br />

«Οἱ φωλεοκλέπται».............................................................................................................31<br />

«Τὸ ἔτος 1858-1859»..........................................................................................................32<br />

«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!».................................34<br />

«Ἡ Ἑλληνίς Χριστιανή».....................................................................................................36<br />

«Τῷ φιλοκάλῳ»...................................................................................................................38<br />

4


«Εἰς τόν ἐκπνέοντα χρόνον τοῦ 1859»................................................................................39<br />

«Τῇ φιλελλὴνι καρδίᾳ: Καρόλου τοῦ Λενορμάν»................................................................40<br />

«Εἰς τό νέον ἔτος 1860»........................................................................................................42<br />

«Τὸ πτηνόν τῆς αὐγῆς».........................................................................................................43<br />

«Ἐλεγεῖον. Εἰς τήν Μνήμην Της»........................................................................................44<br />

«Εἰς τὴν Σῦρον»....................................................................................................................46<br />

«Ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις».......................................................................................................49<br />

«Τὸ πᾶν καὶ ὁ ἄνθρωπος».....................................................................................................51<br />

«Ὁ νεκρὸς 1862, καὶ τὸ Νεογνὸν 1863»...............................................................................52<br />

«Σμυρναϊκά».........................................................................................................................54<br />

«Εἰς τό ἔτος 1863»................................................................................................................55<br />

«Ἐλεγεῖον εἰς τόν ἀοίδιμον ἱεράρχην Ῥόδου Δωρόθεον»....................................................56<br />

«Εἰς μίαν πεύκην».................................................................................................................58<br />

«Ἐλεγεῖον τῇ γλυκεῖα μοι μητρὶ Σοφία Λ. Κληρίδου, ἀποθανούσῃ τὴν 4 Ἰουνίου 1866»..59<br />

«Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν»......................................................................................................60<br />

«Ἡ γέννησις τοῦ ποιητοῦ»....................................................................................................62<br />

«Ἐλεγεῖον εἰς τὸν ἀείμνηστον Διδάσκαλον τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων Κωνσταντῖνον<br />

Ἀσώπιον»..................................................................................................................................65<br />

«Τὸ ὀρφανό».........................................................................................................................66<br />

«Εὐχὴ πρὸς τὴν Ἑλλάδα».....................................................................................................68<br />

«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου».........................................................................................69<br />

«Ὕμνος εἰς τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν 25 Μαρτίου»..................................................................69<br />

«Τὸ Ἆσμα τῶν Παιδιῶν»......................................................................................................70<br />

5


«Ταῶς καὶ Κολοιός».............................................................................................................71<br />

«Σκώληξ καὶ Ἀλώπηξ».........................................................................................................72<br />

«Χρυσαλλίς καὶ μέλισσα»....................................................................................................74<br />

«Λύκος καὶ Γραῦς»...............................................................................................................75<br />

«Κόραξ καὶ Ἀλώπηξ»...........................................................................................................76<br />

«Πρὸς γυναῖκα πεπαιδευμένην»...........................................................................................76<br />

«Ὁ Ἐρημίτης τῆς Χάλκης»...................................................................................................77<br />

«Τοῖς ἀξίοις ἀπογόνοις τῶν ἡρώων τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος Εἰς τὴν ἑλληνικήν σημαίαν»...........80<br />

«Ἐλεγεῖον εἰς Νικόλαον Μίχον Πρόξενον ἐν Σμύρνῃ»........................................................81<br />

«Τὰ πρῶτα βήματα τοῦ παιδιοῦ»..........................................................................................82<br />

«Ἡ δύναμις τῆς Ἐλπίδος».....................................................................................................83<br />

«Γαμήλιον Τοῖς αγαπητοῖς νεονύμφοις Εὐγενίῳ καί Μαρίᾳ Ζαλοκώστα»..........................85<br />

«Ὁ πελαργός. Εἰς τήν κορυφήν ὑψηλής πλατάνου ἐν Βεβεκίῳ»..........................................86<br />

«Ὁ πόθος τῆς πατρίδος. Στήν ξενητείαν».............................................................................87<br />

«Τὸ ἄνθος τῆς ὑπομονῆς».....................................................................................................89<br />

«Εἰς τὸν Σταυρὸν»................................................................................................................90<br />

III. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...........................................................................................................92<br />

Γλωσσικά και διαλεκτικά χαρακτηριστικά ποιημάτων.......................................................92<br />

Η συμβολή των Ψηφιακών Εργαλείων Concordancia, Antconc και Tagxedo....................94<br />

IV. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ................................................................................................................95<br />

V. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ................................................................................................................97<br />

Παράρτημα Α’ «Περιβάλλον Χρήστη Antconc».................................................................97<br />

Παράρτημα Β’ «Περιβάλλον Χρήστη Concordance».........................................................98<br />

6


Παράρτημα Γ’ «Πίνακας Συχνότητας Εμφάνισης Λέξεων»...............................................99<br />

Παράρτημα Δ’ «Συννεφόλεξα Φύσης, Θρησκείας, Πατρίδας».........................................100<br />

7


ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Στόχος της εργασίας αυτής είναι μια πολυεπίπεδη σε συντακτικό, μορφολογικό και<br />

σημασιολογικό επίπεδο, μελέτη της γλώσσας στα ποιήματα της Σαπφούς Λεοντιάδος. Η<br />

παρούσα εργασία δεν υποκαθιστά την ενασχόληση με την λογοτεχνία με μια γλωσσολογική<br />

προσέγγιση, αλλά προτείνει μια προσέγγιση της λογοτεχνίας με διαφορετικούς όρους απ’ ότι<br />

ίσχυε μέχρι σήμερα.<br />

Μέσα από προσεκτική ανάγνωση τμήματος του ποιητικού έργου της Λεοντιάδος, θα μελετηθεί<br />

η δυναμική εξέλιξη της γλώσσας της μέσα στο πέρασμα των χρόνων και θα τονιστούν οι όποιες<br />

διαλεκτικές επιρροές εμφανίζονται στον τρόπο γραφής της. Παράλληλα θα εξαχθούν<br />

συμπεράσματα ως προς τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων λέξεων και φράσεων στο<br />

ποιητικό της έργο με τη βοήθεια 2 ψηφιακών εργαλείων, των Concordance και AntConc.<br />

Τα ποιήματά της Λεοντιάδος, δείχνουν τις βαθύτατες επιρροές της από τον Φαναριώτικο<br />

Ρομαντισμό, είναι μακροσκελέστατα και γραμμένα με έντονα ρητορικό στόμφο. «Τα<br />

χαρακτηρίζει ένα λεπτό φυσιολατρικό αίσθημα, μια έντονη θρησκευτικότητα και ανωτερότητα<br />

σκέψης και ψυχής καθώς και ένας ρυθμός που εναρμονίζεται με το κύλισμα του στίχου»<br />

(Σύνδεσμος Φιλολόγων Μεσσηνίας, 2012). Βασικό χαρακτηριστικό της ήταν η προσήλωσή<br />

της στην αρχαιοπρεπή καθαρεύουσα την οποία χρησιμοποιούσε σε όλα τα ποιήματά της,<br />

προσαρμόζοντας ωστόσο το ύφος της και την τυπολογία της γλωσσικής έκφρασής της ανάλογα<br />

με την περίσταση και το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δημιουργούσε το εκάστοτε ποίημα. Η<br />

χρήση βέβαια της αρχαιοπρεπούς καθαρεύουσας είναι ένα στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με την<br />

εποχή στην οποία έζησε και μεγάλωσε η Λεοντιάς. Οι περιορισμοί ως προς τον τρόπο<br />

έκφρασης, εκείνα τα χρόνια, ήταν πολύ αυστηροί καθώς τα κείμενα όφειλαν να ακολουθούν<br />

συγκεκριμένους κανόνες έκφρασης και γραμματικοσυντακτικής δομής. Όντας ωστόσο<br />

πρωτοπόρος η Σαπφώ Λεοντιάς όχι μόνο στο κομμάτι της παιδαγωγικής αλλά και στο κομμάτι<br />

της δημιουργικής ποιητικής έκφρασης, κάνει τη διαφορά, εκλαϊκεύοντας τον λόγο της,<br />

κάνοντάς τον πιο προσιτό στην καθημερινή έκφραση, καθώς περνούν τα χρόνια. Tα ποιήματά<br />

της απευθύνονταν σε ένα περιορισμένο αλλά εκλεπτυσμένο κοινό το οποίο θα μπορούσε<br />

φυσικά να κατανοήσει την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και να διακρίνει τα λεπτεπίλεπτα<br />

συναισθήματα και νοήματα που έκρυβε η ποιήτρια πίσω από τους στίχους της.<br />

8


Ενδεικτικά παραδείγματα και συγκρίσεις μεταξύ ποιημάτων που αντανακλούν αυτή την<br />

δυναμική εξέλιξη της γλώσσας της θα αναφερθούν καθ’ όλη την έκταση της εργασίας.<br />

ABSTRACT<br />

The aim of this work is a multi-layered study of the language in the poems of Sappho Leontias,<br />

covering the syntactic, morphologic and semantic layers of her poetry. This work doesn’t<br />

substitute dealing with literature traditionally for dealing with literature with a linguistic<br />

approach but on the other hand proposes an approach to literature based on different terms than<br />

the ones in force until today.<br />

Through careful reading of a part of the poetry of Sappho Leontias, the dynamic evolution of<br />

her language over the years will be studied as well as any dialectal influences that appear in her<br />

way of writing will be highlighted. Furthermore, conclusions will be drawn as to the occurrence<br />

of certain words and phrases in her poetic work by means of 2 digital tools, which are<br />

Concordance and Antconc.<br />

The poems of Sappho Leontias demonstrate the profound influence acted upon them by the<br />

movement of Phanariotes’s Romanticism, are lengthy and written in bold rhetorical bombast.<br />

“They are characterized by a delicate naturalist feeling, an intense religiosity and superiority of<br />

thought and soul as well as a rhythm aligned with the rolling of the verse” (Association of<br />

Philologists Messinia, 2012).<br />

A key feature of Sappho Leontias was her commitment to the archaic Katharevousa, which she<br />

was using extensively at all her poems, but at the same time adapting the style and the typology<br />

of her linguistic expressions on the occasion and the background on which the respective poem<br />

was created upon. The use of archaic Katharevousa is an element directly linked with the times<br />

in which she lived and grew up. Restrictions regarding the language expression, during those<br />

years, made the texts very strict as they had to follow certain rules of expression and<br />

grammatical structure. Being a pioneer though, Sappho Leontias made a difference by making<br />

her expressions more approachable to the everyday expressions, as the years pass.<br />

9


Her poems were addressed to a limited but refined public which would of course understand<br />

the archaic Katharevousa and distinguish the delicate feelings and meanings that the poet was<br />

hiding behind her lyrics.<br />

Illustrative examples and comparisons between poems, reflecting this aforementioned dynamic<br />

evolution of the language of Sappho Leontias will be mentioned throughout this entire paper.<br />

10


1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ<br />

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΝΟΙΩΝ<br />

1.1. Η Χρήση των Ψηφιακών Εργαλείων στο λογοτεχνικό επίπεδο<br />

Ο ορίζοντας των τεχνολογικών επιτευγμάτων αυξάνεται με ολοένα και γρηγορότερους<br />

ρυθμούς στη σημερινή εποχή. Η διεύρυνσή του αυτή έχει επηρεάσει όλες τις πτυχές της<br />

ανθρώπινης ζωής είτε αυτές σχετίζονται με τον τρόπο διαβίωσης είτε με τον τρόπο<br />

επικοινωνίας. Ως εκ τούτου ήταν αναπόφευκτο αυτές οι καινοτόμες εφαρμογές, κάποια στιγμή,<br />

να παρεισφρήσουν και στο φαινομενικά απόρθητο «οχυρό» των γραμμάτων προσφέροντας<br />

τόσο νέες δυνατότητες διδακτικής του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σε σχολικό<br />

πάντα επίπεδο, όσο και διευρυμένες μεθόδους ανάγνωσης και κριτικής εξέτασης των κειμένων.<br />

Η παρούσα εργασία εστιάζεται σε ψηφιακά εργαλεία, τα οποία έχουν δημιουργηθεί με γνώμονα<br />

την βελτίωση της μελέτης του κειμένου από τον αναλυτή-ερμηνευτή του. Συγκεκριμένα<br />

αναφέρομαι στα εργαλεία λεξιλογικής αλφαβητικής εύρεσης, ευρύτερα γνωστά με τον ξενικό<br />

τους όρο «concordance tools». Η χρήση αυτών των εργαλείων, τα οποία είναι επικεντρωμένα<br />

στην ανάλυση των κειμένων από γλωσσολογικής και υφολογικής πλευράς, επιλύει ποικίλα<br />

προβλήματα τα οποία σχετίζονται παραδοσιακά με τον χρόνο. Η διεύρυνση της παραδοσιακής<br />

μεθοδολογίας μελέτης των κειμένων, επιτρέπει την επεξεργασία μεγαλύτερου όγκου<br />

δεδομένων σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα και με εγκυρότερα και πιο διαρθρωμένα<br />

συμπεράσματα. Παράλληλα ο αναγνώστης, επωφελείται από τη χρήση των συγκεκριμένων<br />

εργαλείων καθώς του δίνεται η δυνατότητα να καθορίσει ο ίδιος το μονοπάτι της ανάγνωσης<br />

που θα ακολουθήσει, μελετώντας και παράλληλα συγκρίνοντας φράσεις και λέξεις του<br />

ποιήματος προς μελέτη, με έργα άλλων ποιητών. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι ο<br />

αναγνώστης ξεφεύγει από το μονοπάτι που χάραξε ο ποιητής καθώς δημιουργούσε το έργο του<br />

και ακολουθεί τη δική του πορεία για να ερμηνεύσει π.χ., το τί κρύβεται πίσω από την<br />

συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων λέξεων στα ποιήματα προς μελέτη, με ποιά μοτίβα<br />

συνδέονται οι συγκεκριμένες λέξεις, σε ποιά λογοτεχνικά ρεύματα παραπέμπουν και σε ποιούς<br />

άλλους ποιητές συναντάται παρόμοια τακτική.<br />

11


Συμπερασματικά, όσο επεκτείνονται και τελειοποιούνται τα διαθέσιμα ψηφιακά εργαλεία<br />

επεξεργασίας των κειμένων, τόσο περισσότερο διευρύνεται ο διαθέσιμος ορίζοντας έρευνας<br />

και ερμηνείας των νοημάτων του κάθε ποιήματος και κατ’ επέκταση των επιλογών του ποιητή<br />

από τον αναγνώστη.<br />

1.2. Γλωσσολογία και Λογοτεχνία<br />

«Είναι καλύτερα να θεωρήσουμε τον γλωσσολόγο και τον φιλόλογο όχι ως διαφορετικά<br />

πρόσωπα, αλλά ως διαφορετικούς ρόλους που μπορούν να αναληφθούν από το ίδιο πρόσωπο.<br />

Κάθε φιλόλογος που καταφεύγει σε γλωσσολογικά μέσα δρα ως γλωσσολόγος για τον εαυτό του.<br />

Και κάθε γλωσσολόγος που στρέφει την προσοχή του στο ποιητικό κείμενο με δυσκολία μπορεί<br />

να αποφύγει να μην εκφράσει κριτική άποψη γι’ αυτό».<br />

Geoffrey Leech<br />

(A linguistic guide to English Poetry: 1969, 226)<br />

Τα λόγια αυτά αντανακλούν απόλυτα το νόημα και τον σκοπό της συγκεκριμένης εργασίας. Ο<br />

ρόλος ενός φιλολόγου και κατ’ επέκταση ενός γλωσσολόγου είναι πρωταρχικής σημασίας στην<br />

μελέτη της γλώσσας κάθε είδους λογοτεχνικού κειμένου, του χώρου δηλ. στον οποίο η γλώσσα<br />

ξεπερνάει την λειτουργία της ως όργανο λεκτικής επικοινωνίας προκειμένου να γίνει εφικτή,<br />

μέσω των ποικίλλων μηχανισμών της, η μέγιστη επικοινωνία, που δεν είναι άλλη από την<br />

«ποιητική». Ωστόσο ένας φιλόλογος, πέρα από θεματοφύλακας της τεχνικής του λόγου θα<br />

πρέπει να λειτουργεί και ως ερμηνευτής προκειμένου να είναι σε θέση να αποκωδικοποιεί τα<br />

λόγια του τεχνίτη δημιουργού ώστε να αποκαλύψει τα νοήματα που κρύβονται πίσω από αυτά.<br />

Το πεδίο συνάντησης της Γλωσσολογίας και της Επιστήμης της Λογοτεχνίας ήταν η γλώσσα<br />

του λογοτεχνικού κειμένου. Το βασικό σημείο τόσο της γλωσσολογικής όσο και της<br />

φιλολογικής μελέτης του λογοτεχνικού κειμένου είναι η ιδιαιτερότητα της γλωσσικής του<br />

μορφής, με λίγα λόγια το ύφος του. Κάθε προσπάθεια μελέτης του κειμένου ως τέχνης του<br />

λόγου ορίζεται, κατά βάση, ως υφολογική. Συγκεκριμένα, η «Γλωσσοϋφολογία», είναι η κατ’<br />

εξοχήν θεώρηση του κειμένου, η οποία επικεντρώνεται στην ποικιλία και στην διαφοροποίηση<br />

που εμφανίζει η γλώσσα. Η θεώρηση αυτή διαφοροποιείται από την «παραδοσιακή»<br />

12


Γλωσσολογία ως προς το ότι η «παραδοσιακή» Γλωσσολογία μελετά τις κανονικότητες της<br />

γλώσσας στο επίπεδο της πρότασης, ενώ η «Γλωσσοϋφολογία» επικεντρώνεται τόσο στο<br />

προτασιακό όσο και στο κειμενικό επίπεδο, δεδομένου ότι η ποικιλία στην ομιλία μπορεί να<br />

αφορά τόσο στην πρόταση όσο και στο κείμενο, στην μικροδομή δηλ. όσο και στην<br />

μακροδομή. Επομένως στην συγκεκριμένη εργασία, όπως θα φανεί, ακολουθείται μια<br />

προσέγγιση του ποιητικού κειμένου, από την πλευρά της «Γλωσσοϋφολογίας».<br />

Παράλληλα, ιδιαιτέρως σημαντική είναι η προσέγγιση του ποιητικού κειμένου από την πλευρά<br />

τόσο του δημιουργού του όσο και του αναγνώστη.<br />

Ο δημιουργός του κειμένου, ο συντάκτης του είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στη<br />

διαμόρφωση των νοημάτων και των γλωσσικών επιλογών του ποιήματος. Κατά την μελέτη<br />

ωστόσο του ποιήματος από τον φιλόλογο – ερμηνευτή του, χωριστά και ανεξάρτητα από τον<br />

δημιουργό του, συνεπάγεται ότι θα προκύψουν ερμηνείες του ποιητικού έργου, οι οποίες δεν<br />

βρίσκονταν με βεβαιότητα στο μυαλό του δημιουργού του. Αυτές οι ερμηνείες είναι εξίσου<br />

θεμιτές με την «αυθεντική» ερμηνεία που έδωσε ο δημιουργός στο ποίημά του, από την στιγμή<br />

που αυθεντική ερμηνεία δεν υφίσταται. Ο καθένας, καθώς μελετά ένα ποίημα, είναι σε θέση<br />

να ανακαλύψει νοήματα τα οποία δεν είχε σκεφτεί καν ο δημιουργός του, χωρίς ωστόσο να<br />

αποκλείεται η δυνατότητα να υπάρχουν στο έργο, έξω από τις προθέσεις του ποιητή.<br />

Από την άλλη πλευρά, ο αναγνώστης, δηλ. ο δέκτης του κειμένου, προσπελάζει γλωσσολογικά<br />

τα νοήματα που εκφράζει ο ποιητής, με βάση δύο παράγοντες: α) στον κώδικα της γλώσσας<br />

που κατέχει και β) στις γλωσσικές προσδοκίες που του δημιουργεί ο κώδικας αυτός. Αυτοί οι<br />

δύο παράγοντες με λίγα λόγια σημαίνουν ότι ο κάθε αναγνώστης στηρίζεται στη γνώση που<br />

κατέχει επί της κοινής ελληνικής και στην εμπειρία του από πρότερες αναγνώσεις<br />

λογοτεχνικών και ποιητικών έργων προκειμένου να αντιληφθεί τα περιεχόμενα και τα νοήματα<br />

του ποιητικού έργου που μελετά. Όσο περισσότερο η γλώσσα ενός ποιήματος απομακρύνεται<br />

από τις προσδοκίες του αναγνώστη του, τόσο πιο έντονο είναι το γλωσσικό ύφος του κειμένου<br />

και τόσο περισσότερο γίνεται αισθητό ως γλωσσικά «ποιητικό» (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />

1.2.1 Η μοναδικότητα του ποιητικού γλωσσικού σημείου<br />

Η ποιητική λέξη περιβάλλεται από ένα πολύπλευρο πλέγμα σχέσεων κάτι το οποίο της δίνει το<br />

χαρακτήρα ενός ανεπανάληπτου και μοναδικού για την κάθε γλώσσα στοιχείου. Το γλωσσικό<br />

αυτό όμως σημείο αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ποιητή για καθολική<br />

13


εφαρμογή σε όλους τους αναγνώστες, καθώς όσο πιο βαθύς και συγκινησιακός είναι ο<br />

χαρακτήρας του γλωσσικού μηνύματος, τόσο πιο δυσπρόσιτο γίνεται στον μη έμπειρο δέκτη<br />

του. Η κάθε λέξη, είναι το υλικό που χρησιμοποιείται από τον ποιητή για να εκφράσει την<br />

προσωπικότητα της ποιητικής του δημιουργίας. Η δυναμικότητα αυτή της λέξης έγκειται<br />

ακριβώς στην σημασιολογική της ευκαμψία, στην δυνατότητά της δηλ. να προσαρμόζεται κάθε<br />

φορά στο συγκινησιακό επίπεδο έκφρασης του ποιητή. Ως εκ τούτου, η μοναδικότητα της<br />

λέξης και η λειτουργία της ως αναντικατάστατου συμβόλου του ποιητικού λόγου τονίζονται<br />

ιδιαίτερα στην ποιητική λειτουργία της γλώσσας. (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />

1.2.2. Η ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού ύφους<br />

Με τον όρο «λογοτεχνικό ύφος» σε αντιδιαστολή με τον όρο «ατομικό ύφος» ορίζεται η<br />

ιδιαίτερη και χαρακτηριστική για κάθε δημιουργό μορφή γραπτής πραγματώσεως του λόγου<br />

του, ώστε να εκφράσει εναργέστερα τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα από το ποίημά<br />

του. Ο Μπαμπινιώτης (1984:106) ορίζει το ύφος ως: «τη συνειδητή επιλογή ορισμένων<br />

επαναλαμβανόμενων, κατά κανόνα, δομικών σχημάτων, που απαρτίζουν ένα ιδιαίτερο γλωσσικό<br />

σύστημα, μια «ποιητική γραμματική». Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται κυρίως από έμφαση στην<br />

μορφή έναντι του περιεχομένου και στην συγκινησιακή / βιωματική πλευρά της γλώσσας έναντι<br />

της λογικής της έκφανσης. Η όλη οργάνωση του ύφους υπηρετεί συγκεκριμένες προθέσεις». Η<br />

ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού ύφους εδράζεται στην πάλη του ποιητή να δαμάσει το<br />

γλωσσικό του μήνυμα και να επιλέξει την μορφή του γλωσσικού του μηνύματος η οποία θα<br />

εξυπηρετήσει καλύτερα τη δήλωσή του. Αυτές ακριβώς οι επιλογές, που κάνει ο δημιουργός,<br />

συνιστούν την «ποιητική του γραμματική». Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι οι προθέσεις<br />

του δημιουργού ως προς τη σχέση μορφής περιεχομένου, ρυθμίζονται σε μεγάλο βαθμό από<br />

παραμέτρους που οφείλουν να λαμβάνονται υπόψιν στην έρευνα της δομής του ποιητικού<br />

έργου, όπως π.χ. η συγκεκριμένη Σχολή ή ρεύμα την οποία υπηρετεί ο ποιητής – δημιουργός.<br />

(Μπαμπινιώτης, 1984).<br />

1.2.3. Η συγκινησιακή / βιωματική λειτουργία της γλώσσας<br />

Το γνωστικό και βιωματικό υπόβαθρο του ποιητή, η στάση που τηρεί απέναντι στον κόσμο και<br />

στην τέχνη προσδίδουν μια ιδιαίτερη μορφή στο γλωσσικό του μήνυμα. Η γλώσσα του καθενός<br />

και πολύ περισσότερο του ποιητή – δημιουργού, διαμορφώνεται σύμφωνα με τα βιώματά του<br />

και τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει από το περιβάλλον του. Η βιωματική λειτουργία συνιστά<br />

14


βασικό παράγοντα της γλωσσικής επικοινωνίας, καθότι αποτελεί την προσωπική πλευρά του<br />

μηνύματος, την στάση που κρατά ο δημιουργός απέναντι στο γλωσσικό του μήνυμα. Ο κάθε<br />

είδους χρωματισμός της γλώσσας του ποιητή – δημιουργού από τον ίδιο εξαρτάται από την<br />

χρήση της βιωματικής / συγκινησιακής πλευράς της γλώσσας. Εν τέλει ο παράγοντας ο οποίος<br />

θα διαμορφώσει καθοριστικά το ύφος ενός λογοτεχνικού έργου είναι η σωστή αξιοποίηση της<br />

βιωματικής πλευράς της γλώσσας. (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />

1.2.4. Η λειτουργία της στίξης στο ποιητικό κείμενο<br />

Η στίξη αποτελεί ένα ιδιαίτερο σημειακό σύστημα το οποίο συμπληρώνει το σύστημα της<br />

γραφής των γραφημάτων, με το οποίο απεικονίζεται ο προφορικός λόγος. Ως σημειακό<br />

σύστημα η στίξη έχει ένα καθαρά συμβατικό χαρακτήρα όπως και η γραφή. Ως<br />

προκαθορισμένο συμβατικό σύστημα, ωστόσο, η στίξη καθοδηγεί και ως εκ τούτου «δεσμεύει»<br />

την γραπτή έκφραση, καθώς της επιβάλλει συγκεκριμένες γλωσσικές συμβάσεις. Η εκτενής<br />

παρουσία της στίξης σε ένα ποίημα καθοδηγεί τον αναγνώστη ως προς τον τρόπο με τον οποίο<br />

θα ερμηνεύσει τα νοήματα που αναπαριστά με τη γραφή του ο ποιητής – δημιουργός. Από την<br />

άλλη, η απουσία της στίξης καταργεί τις συμβατικές μορφές ερμηνείας και σχολιασμού<br />

επιτρέποντας στον αναγνώστη να πραγματοποιήσει πολλαπλές και ποικίλες συνδέσεις των<br />

νοηματικών σχέσεων που συναντά στο ποίημα. Η αποφυγή στίξεως του κειμένου είναι το μέσο<br />

προκειμένου ο δημιουργός να απαλλάξει τον αναγνώστη του από τη μια και προκαθορισμένη<br />

ανάγνωση των νοημάτων του κειμένου του, συνιστώντας ουσιαστικά μια πρόσκληση για<br />

«ελεύθερη ανάγνωση» του ποιήματος. (Μπαμπινιώτης, 1984).<br />

1.3. Το Ρομαντικό ρεύμα στην ποίηση<br />

Ο Ρομαντισμός είναι ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα.<br />

Επιβλήθηκε στην λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση με κυρίαρχο στοιχείο την εμμονή στην<br />

χρήση της καθαρεύουσας.<br />

Όσον αφορά τα θεματικά μοτίβα του ρομαντισμού τα ποιήματα με ιστορικό/πατριωτικό θέμα<br />

κυριαρχούν στην παραγωγή, καθώς βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η σπουδαιότητα του<br />

15


ηρωικού παρελθόντος αλλά και η συναισθηματική φόρτιση από τους αλλεπάλληλους<br />

απελευθερωτικούς αγώνες του παρόντος είναι έντονα.<br />

Το θέμα της φύσης επίσης κυριαρχεί ως μοτίβο στον ρομαντισμό. Οι Ρομαντικοί ποιητές<br />

πιστεύουν στην ενότητα του πνευματικού και του υλικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτούς, το<br />

πνεύμα και η ψυχή του ανθρώπου θα πρέπει να βρίσκονται σε άρρηκτη σύνδεση με τις ποικίλες<br />

εκδηλώσεις της φύσης. (Γεωργαντά, 2001). Μέσα από αυτή τη θεώρηση δικαιολογείται το<br />

μοτίβο του δέους μπροστά στη φύση και τα φαινόμενά της, οι σταθερές ανταποκρίσεις ανάμεσα<br />

στις ψυχικές και άλλες αντιδράσεις των ηρώων και στις αντιδράσεις της φύσης, τα μοτίβα της<br />

καταιγίδας, του θυελλώδους ανέμου κ.ά.<br />

Ένα ακόμη σύνηθες μοτίβο του ρομαντισμού είναι αυτό της περιπλάνησης του πρωταγωνιστή.<br />

Η περιπλάνηση αυτή έρχεται συχνά ως θεραπευτική διέξοδος στα προβλήματα (συνήθως<br />

αισθηματικά αλλά και υπαρξιακά) των πρωταγωνιστών. Σε πολλές περιπτώσεις η Λεοντιάς,<br />

καταφεύγει στη φύση για να μπορέσει να απαλλαγεί από το βάρος και την αποπληξία του<br />

αστικού περιβάλλοντος.<br />

Άλλο γνώριμο θεματικό χαρακτηριστικό της ρομαντικής ποίησης είναι η σταθερή παρουσία<br />

του χριστιανικού στοιχείου. Πολύ συχνές είναι οι επισκέψεις του πρωταγωνιστή σε εκκλησίες<br />

και εξωκλήσια, οι ύμνοι και οι επικλήσεις προς τον Θεό<br />

Η θεματική ποικιλία ωστόσο είναι αρκετά μεγάλη. Συναντά κανείς ποιήματα επικαιρικά,<br />

αφιερωμένα δηλαδή σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία ενός έτους, ποιήματα αφιερωμένα<br />

σε εποχές και μήνες του ημερολογιακού έτους, ποιήματα – ύμνους στο έργο και στη προσφορά<br />

λογοτεχνικών προγόνων κ.ά.<br />

1.4. Το γλωσσικό ζήτημα στην ποίηση και στη λογοτεχνία και η επίδραση<br />

του Ρομαντικού κινήματος<br />

Τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση, το νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο αντιμετώπιζε<br />

πολλά προβλήματα τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ένα στοιχείο όμως είναι φανερό εκείνη<br />

την εποχή, και αυτό είναι η οπισθοδρομική του στάση απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα.<br />

Ουσιαστικά ως επίσημη γλώσσα αναγνωριζόταν η αρχαΐζουσα. Εξάλλου δεν πρέπει κανείς να<br />

16


ξεχνά ότι εκείνη την εποχή στην Ευρώπη μελετούσαν και λάτρευαν την αρχαία ελληνική<br />

γλώσσα, με τον ρομαντισμό να κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της λογοτεχνίας και των<br />

τεχνών. Η πνευματική κίνηση της Ευρώπης, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την Ελληνική<br />

κοινωνία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια διαρκώς αυξανόμενη απαίτηση για επιστροφή στη<br />

γλώσσα των προγόνων, την αρχαία Ελληνική. Ο αττικισμός κάτω από την επίδραση του<br />

Ρομαντισμού, της σχολής του Κοραή αλλά και του πολύκροτου έργου του Φαλμεράγιερ<br />

«Ἰστορία τῆς χερσοννήσου τοῦ Μοριᾶ», μέρα με τη μέρα δυναμώνει.<br />

Την ίδια περίοδο, η ποίηση αναπτύχθηκε σε δύο πόλους, τα Επτάνησα και την Αθήνα. Στην<br />

Αθήνα η γλώσσα της ποίησης αποκτά πολλά περισσότερα αρχαϊκά στοιχεία, λόγω της έντονης<br />

επιθυμίας να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων. Δεν πρέπει<br />

κανείς παράλληλα να ξεχνά ότι η καθαρεύουσα επιβαλλόταν και από τους Ποιητικούς<br />

Διαγωνισμούς.<br />

Η καθιέρωση ή τουλάχιστον η προσπάθεια παγίωσης της καθαρεύουσας ως εθνικής γλώσσας<br />

και η ισχυροποίηση της ιδεολογικής της νομιμότητας τοποθετούνται πενήντα (50) χρόνια μετά<br />

την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Την ίδια περίοδο η γλωσσική μεταρρύθμιση θεωρείται<br />

πριν απ’ όλα υπόθεση αποκλειστικά των εγγράμματων, ενώ το κράτος παρεμβαίνει ελάχιστα,<br />

αποδεχόμενο την κατανομή των αρμοδιοτήτων της γλωσσικής μεταρρύθμισης ανάμεσα στο<br />

ίδιο και τα εγγράμματα ελιτίστικα στρώματα της κοινωνίας. Οι λόγιοι, από τη μεριά της,<br />

θεωρούν ότι στο τέλος αυτής της μακροπρόθεσμης διαδικασίας της γλωσσικής μεταρρύθμισης,<br />

θα έχει επιτευχθεί η αποκρυστάλλωση της νέας εθνικής γλώσσας με φυσικό πάντα τρόπο.<br />

Παρόλα αυτά η γλωσσική μεταρρύθμιση περιορίζεται άσκοπα σε μια προσπάθεια προσέγγισης<br />

προς τους αρχαίους τύπους, μια προσπάθεια η οποία αρχίζει σιγά σιγά να θεωρείται ως κάτι το<br />

φυσιολογικό και αποδεκτό από το μεγαλύτερο μέρος των λογίων της εποχής. Από την άλλη<br />

όλες οι απόπειρες μεταρρύθμισης της νέας ελληνικής γλώσσας με γνώμονα την προφορική<br />

κοινή είναι ιδιαίτερα περιορισμένες μέχρι, τουλάχιστον, το 1888. Δεδομένου αυτού,<br />

εξηγούνται απόλυτα οι συστηματικές και έντονες απόπειρες εξαρχαϊσμού της καθαρεύουσας<br />

όπως και η προσπάθεια αποκλειστικής διδασκαλίας της στον εκπαιδευτικό τομέα.<br />

Η αλλαγή αρχίζει να εμφανίζεται κατά την διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας του 19 ου αιώνα,<br />

όταν και η κυρίαρχη αντίληψη που προαναφέρθηκε για τη γλωσσική μεταρρύθμιση αρχίζει να<br />

χάνει τα ιδεολογικά και πολιτικά της ερείσματα. Με αφορμή τις μεταρρυθμίσεις του Χαριλάου<br />

17


Τρικούπη, ένας μεγάλο μέρος των νέων αστικών στρωμάτων θα ζητήσει ριζικές αλλαγές στον<br />

τομέα της γλώσσας, θέτοντας την γλωσσική μεταρρύθμιση ως ένα βασικό εθνικό στόχο. Το<br />

1888 ο Γιάννης Ψυχάρης δημοσιεύει το «Ταξίδι» του επιφέροντας μια πολυεπίπεδη ρήξη στον<br />

τομέα των γλωσσικών αντιλήψεων, απαιτώντας τον σταδιακό αλλά συνάμα ολοκληρωτικό<br />

αποκλεισμό της καθαρεύουσας από όλα τα επικοινωνιακά πεδία. Από την άλλη, ο ίδιος θεωρεί<br />

την εισαγωγή της δημοτικής στη θέση της καθαρεύουσας ως βασικό μέσο για την επίτευξη των<br />

εθνικών στόχων. Τις αντιλήψεις αυτές του Ψυχάρη, θα τις εκφράσει και ο Ε. Ροΐδης λίγα χρόνια<br />

αργότερα, γράφοντας μέσα από το βιβλίο του «Είδωλα» ένα κατηγορώ κατά της<br />

καθαρεύουσας, χρησιμοποιώντας περισσότερα επιστημονικά επιχειρήματα και όχι τόσο<br />

ιδεολογικά.<br />

Παράλληλα, μια ακόμη αλλαγή παρατηρείται στο τελευταίο τέταρτο του 19 ου αιώνα και αυτή<br />

δεν είναι άλλη από την αλλαγή στάσης απέναντι στη «δημώδη γλώσσα». Η ολοένα και<br />

αυξανόμενη επαφή με τις διαλέκτους, η συλλογική διαλεκτικών λεξιλογικών στοιχείων και οι<br />

έρευνες και τα συμπεράσματα της ιστορικής γλωσσολογίας αίρουν πολλές από τις<br />

προκαταλήψεις του προηγούμενου αιώνα ως προς τη χρήση της δημώδης γλώσσας. Αυτό έχει<br />

ως αποτέλεσμα, η καθαρεύουσα να απωλέσει πολλά από τα ιδεολογικά της στηρίγματα του<br />

παρελθόντος.<br />

Η δημιουργία της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (1880) επιφέρει την σημαντικότερη αλλαγή στον<br />

τομέα της γλώσσας, καθιερώνοντας πλέον ολοκληρωτικά την χρήση της δημοτικής στην<br />

ποίηση.<br />

2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ<br />

18


«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος»<br />

Όπως και το αμέσως προηγούμενο ποίημα που μελετήσαμε, έτσι και αυτό εδώ μεταχειρίζεται<br />

την ίδια θεματική, αυτή της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, ωστόσο επικεντρώνεται<br />

περισσότερο στην Νίκη του Ιησού Χριστού απέναντι στις δυνάμεις του Κακού και του<br />

Διαβόλου, τις οποίες εξουδετερώνει με το θαύμα της έγερσής Του από τους νεκρούς, σε<br />

αντίθεση με το προηγούμενο ποίημα το οποίο επικεντρωνόταν περισσότερο στις συνέπειες της<br />

Ανάστασης για τους ανθρώπους. Ωστόσο και σε αυτό το ποίημα η Σαπφώ περιγράφει στους<br />

αναγνώστες, τους ανθρώπους να βρίσκουν το δώρο της Αθανασίας κοντά στον τάφο του Ιησού,<br />

μιας που ο Θάνατος έχει πλέον εκβαραθρωθεί, να εκπλήττονται για την απίστευτα μεγάλη<br />

φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού και να γιορτάζουν με ανείπωτη χαρά «τήν κακὴν πλάσιν»<br />

τους. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται με παρόμοιο σκοπό με την λέξη «επιδημία» που<br />

συναντήσαμε στο προηγούμενο ποίημα. Η Σαπφώ δηλ. θέλει να καταστήσει σαφές στον<br />

αναγνώστη ότι θεωρεί τον άνθρωπο λόγω των ελαττωμάτων του και του ασεβούς του απέναντι<br />

στο Θεό, που τον δημιούργησε, τρόπου ζωής του ένα ελαττωματικό δημιούργημα,<br />

εκφράζοντας παράλληλα την θλίψη και την απογοήτευσή της.<br />

Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μόνο η σύνταξη του ρήματος<br />

«θαυμάζω» με γενική για να εκφράσει την έκπληξη, «Καὶ τῆς φιλανθρωπίας σου, Θεὲ,<br />

ὑπερθαυμάζει» συντακτική δομή που συναντάται στην Αρχαία Ελληνική. Σε κάθε άλλη<br />

περίπτωση η αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα της Σαπφούς δεν είναι δύσκολη στην κατανόηση και<br />

δεν εμφανίζει κάποια άλλη ιδιαιτερότητα.<br />

Τέλος, στο ποίημα συναντάται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὸν εθνικὸν ποιητὴν Ἀλέξανδρον Σοῦτσον»<br />

Η Σαπφώ συνθέτει μια ακόμη Ωδή, ένα θρήνο, με το συγκεκριμένο ποίημά της αφιερωμένη<br />

στο θάνατο του εθνικού ποιητή Αλέξανδρου Κ. Σούτσου. Η ποιήτρια περιγράφει στον<br />

αναγνώστη την σκηνή κατά την οποία ο Σούτσος καταφθάνει στην Σμύρνη, «τὴν γραῖαν<br />

Ἰωνίαν» όπως την χαρακτηρίζει, η οποία έμελλε να είναι και ο τόπος που θα αποχαιρέτιζε τις<br />

19


Μούσες και θα ακολουθούσε τον βιοθήρα Θάνατο που τόσα χρόνια τον ακολουθούσε στενά<br />

σε όλα τα ταξίδια του. Σε πολλά ποιήματά της η Σαπφώ μιλάει με αρνητικό τόνο και χροιά για<br />

τον Θάνατο, εμμένοντας στην καταστροφική του δύναμη πάνω στην ομορφιά της ζωής. Ας μην<br />

ξεχνάμε τον πόνο που βίωσε και η ίδια λίγα χρόνια πριν, κατά τον θάνατο της κόρης της, ένα<br />

γεγονός που άλλαξε ριζικά την ψυχολογία της και τον τρόπο γραφής της. Στη συνέχεια η<br />

Σαπφώ επιλέγει μιας καταπληκτικής ομορφιάς εικόνα, παρομοιάζοντας τον Σούτσο με κύκνο,<br />

όπου όπως το πανέμορφο αυτό πουλί έρχεται στις όχθες του ποταμού για να αφήσει την<br />

τελευταία του πνοή έτσι λοιπόν και ο «καλλικέλαδος» Σούτσος, επιλέγει να έρθει στη Σμύρνη<br />

για να αποχαιρετήσει τα εγκόσμια. «Ὁ μελόφωνος ὁπόταν κύκνος μέλλη νὰ ἐκπνεύση, § >>Εἰς<br />

τὰς ὄχθας,ὅπου μέλη γλυκερὰ ἤχησαν,φθάνει. § >>Πρὸς τοῦ Μέλητος τὰς ὄχθας τὰς μουσοφιλεῖς<br />

νὰ ῥεύσῃ. § Κ’ ἡ ζωὴ τοῦ ποιητοῦ! §»<br />

Παράλληλα η Σαπφώ δράττει της ευκαιρίας να εγκωμιάσει για ακόμη μια φορά την περιοχή<br />

της Σμύρνης, αναφέροντας στον αναγνώστη ότι αποτέλεσε τον χρυσό τόπο γέννησης του<br />

σπουδαιότερου ποιητή της Ελλάδος, του Ομήρου, χαρίζοντας στιγμές δόξας και μεγαλείου σε<br />

όλο τον Ελληνισμό. Αναρωτιέται μάλιστα αν στο μέλλον θα βρεθεί και πάλι κάποιος ποιητής<br />

ανάλογου επιπέδου γεννημένος στη Σμύρνη, που θα δοξάσει με το έργο του την πατρίδα του.<br />

Σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται και πάλι η Σμύρνη με μητέρα, της δίνονται δηλαδή<br />

ιδιότητες φυσικού προσώπου, μια τακτική που έχει ακολουθήσει και σε άλλα ποιήματά της η<br />

Σαπφώ, συγκεκριμένα όταν δίνει ιδιότητες φυσικού προσώπου στην μητέρα του Χρόνου και<br />

στον Χρόνο ιδιότητες χαριτωμένου μωρού. («Ὧ ὡραία Σμύρνη !δόξα ζηλωτὴ εἰς σὲ ὁποία, §<br />

Πρὸς τῶν τέκνων σου τὰς τόσας ἀρετὰς ἀνακλωμένη! § Ἀοιδοῦ μας τοῦ ἀρχαίου μήτηρ ἦσο<br />

σεβασμία. §») Τέλος, καθώς η ψυχή του Σούτσου ανεβαίνει στα ουράνια η Σαπφώ του ζητάει<br />

να εγκωμιάσει στον Άγγελο που θα τη συνοδεύει, τη Γη που φέρει δαφνοστεφανωμένο το κορμί<br />

του και τους ανθρώπους όλους ώστε Εκείνος να τους προσφέρει υγεία και ευδαιμονία, «Σὺ<br />

ψυχὴ τοῦ Σούτσου ἥδη ἀναβαίνουσα τὰ ὕψη, § Ἄγγελον ἂν ὁδηγοῦντα πνεῦμα ἔνθουν ἀπαντήσῃς,<br />

§ Ὑμνησέ τῳ τὴν γῆν,ἥτις σοῦ προώριστο νὰ κρύψῃ §».<br />

Από λεξιλογικής πλευράς, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύπος «καλλικελάδου», ο οποίος είναι<br />

γενική πτώση του επιθέτου « καλλικέλαδος < ελληνιστική κοινή καλλικέλαδος < αρχαία<br />

ελληνική καλλι- (< καλός) + κέλαδος, 1. (λόγιο) (για πτηνά) που κελαηδάει ωραία, 2.(λόγιο)<br />

(κατ’ επέκταση) που ηχεί ωραία, 3. (λόγιο) (μεταφορικά) (για ανθρώπους) καλλίφωνος.<br />

20


Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι και σε αυτό το ποίημα αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα,<br />

με συντακτικές δομές της αρχαίας Ελληνικής, όπως για παράδειγμα η χρήση της υποτακτικής<br />

έγκλισης πολλών ρημάτων και η χρήση της δοτικής για να δηλώσει το έμμεσο αντικείμενο στη<br />

φράση «Ὑμνησέ τῳ τὴν γῆν».<br />

«Ἐλεγεὶον Τῷ φιλελλήνι Θωμᾷ Κοχρᾶν»<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένα ακόμη ελεγείο, ένας θρήνος, χαρακτηριστικό στοιχείο<br />

του ρομαντικού ρεύματος, προς το πρόσωπο του Τόμας Κοχράν. Ο Τόμας Τόμας Αλεξάντερ<br />

Κόχραν θεωρείται ένας από τους φιλέλληνες της ελληνικής επανάστασης του 1821. Η<br />

καταγωγή του ήταν από την Μεγάλη Βρετανία. Αποτέλεσε αρχηγό του ελληνικού στόλου στη<br />

θέση του Ανδρέα Μιαούλη, καθώς του ζητήθηκε από τους Έλληνες να βοηθήσει στην<br />

εκστρατεία τους, λόγω της καλής του φήμης στα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο συγκεκριμένο της ποίημα είναι μια αρκετά δυσνόητη<br />

αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, με πλήθος ποιητικών και ομηρικών λέξεων. Από λεξιλογικής<br />

πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «τηλεκλυτῆς» (Τηλεκλυτός -ή, -<br />

όν και τηλεκλειτός. (Επίθετο ομηρικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + κλυτός<br />

«ένδοξος» (< κλύω)]), β) «πτόρθος» (ουσιαστ. πτόρθος και πόρθος, ὁ, 1. νέος, τρυφερός κλάδος<br />

φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.) 2. η<br />

βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ' ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.) [Άγνωστης<br />

ετυμολογικής προέλευσης. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν<br />

ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λέξης με τους τύπους «πόρτις» και «παρθένος»]), γ)<br />

«δήϊον» ( επιθ. δήϊος, -η, -ον (Α) [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη<br />

σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με<br />

ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη ενός επιθέτου δάϊος<br />

«καυστικός, πύρινος» (διάφορο τού δήϊος «εχθρικός, ολέθριος») < *δăFıoς < *δαFίω. Τέλος,<br />

προς συμβιβασμό των δύο αυτών απόψεων υπετέθη ότι το δήϊος σήμαινε αρχικά «εχθρικός»<br />

και υστερογενώς συνδέθηκε με το δαίω «καίω». Δηλαδή θα πρέπει να είναι παράγωγο τού δαΐ,<br />

επική δοτική τού δαΐς*], δ) «κυδαλίμοιο» ( επιθ. κυδάλιμος, κυδάλιμος, -ον, θηλ. και –ίμη, 1.<br />

ένδοξος, φημισμένος («δύο δ' oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.) 2. φρ.<br />

«κυδάλιμον κῆρ» — ευγενής καρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα -άλιμος (βλ. κατάλ. -<br />

21


ιμος)], ε) «θεοῖο» (ποιητικός τύπος του ουσιαστ. «θεός»), στ) «αὐτάρ» (ομηρικός σύνδ.<br />

Συναντάται πάντα στην αρχή της πρότασης.= ἀλλά, ὅμως, ἐν πάσῃ περιπτώσει, πάντως,<br />

ὁπωσδήποτε, πρὸς τούτοις, ἐξ ἄλλου, 2. Το ἀτάρ ενίοτε απαντά στὸ μέν, ως εμφαντικότερο του<br />

δέ.), ζ) «Οὐδῷ» (ουσιαστ. «οὐδός» θηλυκός επικός τύπος του «ὁδός»), η) «φθὰς» (ποιητικός<br />

τύπος, μετοχή αορίστου β' του ρ. «φθάνω»), θ) «ἐρίηρ’» (επίθετο ερίηρος, ἐρίηρος, -ον, με<br />

ετερόκλιτο πληθυντικό ερίηρες) (συνώνυμο ως επίθ. τού εταίρος) = στενά συνδεδεμένος,<br />

προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» — πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<br />

< ερι- (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα ανθρωπωνύμιο<br />

eriwero. Ο τύπος «ερίηρος» είναι υστερογενής, ενώ ο τύπος «ερίηρες» μαρτυρείται από τον<br />

‘Ομηρο και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επίθ. τού εταίροι]), ι) «ἑεῖο» (και εἷο, ποιητικός<br />

τύπος της αντωνυμίας «οὗ»), ια) «Τῆνος» (μορφολογικό χαρακτητιστικό της δωρικής<br />

διαλέκτου είναι η χρήση της δεικτικής αντωνυμίας «τῆνος» αντί του Αττικού «(ἐ)κεῖνος», ιβ)<br />

«κάββαλεν» (


§». Κλείνοντας το ποίημα, η Σαπφώ ζητάει από τον Ιησού Χριστό, να βρίσκεται για πάντα μέσα<br />

στην καρδιά και την ψυχή του κάθε ανθρώπου, να βρίσκεται για πάντα στο πλευρό τους,<br />

προτρέποντας παράλληλα και τον ίδιο τον αναγνώστη και όλους τους ανθρώπους<br />

συνεπακόλουθα να έχουν τον Ιησού Χριστό ως την αρχή και το τέλος της ζωής τους, ως το<br />

Άλφα και το Ωμέγα, «Νὰ ἔχῃ κάμ’ ἡ ἐπὶ γῆς ἡμῶν ἐπιδημία § ἀρχήν της Σὲ καὶ τέλος». Επιλέγει<br />

ωστόσο να χρησιμοποιήσει τον όρο επιδημία, αναφερόμενη στην ύπαρξη των ανθρώπων πάνω<br />

στη Γη, μια λέξη η οποία συνοδεύεται από μια αρνητική χροιά. Με αυτό τον τρόπο επιλέγει να<br />

εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για το πώς έχει εξελιχθεί η παρουσία των ανθρώπων πάνω στη<br />

Γη, για το πώς έχουν αλλοιώσει και ουσιαστικά καταστρέψει τον πλανήτη που κάποτε ήταν το<br />

κόσμημα της δημιουργίας του Θεού. Την άποψή της αυτή την συναντάμε και σε άλλα ποιήματά<br />

της, καθώς πολύ συχνά, αποστρέφεται την πόλη και τους ανθρώπους και επιλέγει να στραφεί<br />

τόσο στο Θείο όσο και στη Φύση για παρηγοριά.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στο συγκεκριμένο ποίημα είναι μια ιδιαιτέρως κατανοητή<br />

αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, χωρίς δυσκολίες στην κατανόηση. Από λεξιλογικής πλευράς δεν<br />

συναντάται κάποια ιδιαιτερότητα.<br />

«Τὸ 1860 καὶ τὸ 1861»<br />

Το ποίημα αυτό αναφέρεται στην «γέννηση» και στον ερχομό του έτους 1861. Η Σαπφώ όντας<br />

και η ίδια στοργική μητέρα, επιλέγει να προσωποποιήσει το νέο έτος με μωρό το οποίο<br />

βρίσκεται στην αγκαλιά και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας του, της Αλήθειας, στην<br />

οποία πάλι δίνονται ιδιότητες φυσικού προσώπου. Λειτουργώντας λοιπόν όπως οποιαδήποτε<br />

άλλη μητέρα απέναντι στο μωρό παιδί της, φροντίζει απόλυτα για την αγωγή και την<br />

κοινωνικοποίησή του. Είναι ο πρωταρχικός φορέας για να αναπτυχθεί, να ολοκληρωθεί ως<br />

προσωπικότητα και κατά συνέπεια να προσαρμοστεί στην κοινωνία. Δέχεται την επίδρασή της,<br />

δημιουργεί την εικόνα κάποιας συμπεριφοράς κι ανάλογα ενεργεί στην μετέπειτα ζωή του.<br />

Συγκεκριμένα το κρατάει στην αγκαλιά της περιμένοντας τις εντολές ή καλύτερα τις συμβουλές<br />

και τις οδηγίες του Θεού προς αυτό σχετικά με το πώς θα διάγει την ζωή του και τί πρέπει να<br />

διδάξει στους ανθρώπους καθ’ όλη τη διάρκεια της «ζωής» του. Σε αυτό το σημείο<br />

παρουσιάζονται από την Σαπφώ οι νουθεσίες του Θεού προς το νέο Έτος, οι οποίες είναι<br />

23


συμβουλές γεμάτες από πνευματική σοφία με σκοπό να βελτιώσουν και να εξυψώσουν την<br />

ηθική ζωή των ανθρώπων ώστε να παραμένουν στο δρόμο του Θεού. Συγκεκριμένα ο Θεός<br />

ζητά από το Νέο Έτος να δώσει ευτυχία και ευδαιμονία σε όλους τους ανθρώπους στη Γη. Του<br />

ζητάει να τους μεταφέρει το μήνυμα ότι η υγεία της ψυχής τους είναι μεγαλύτερης αξίας και<br />

σημασίας από τα υλικά αγαθά και τις βιοτικές τους ανάγκες. Του ζητάει επίσης να υπενθυμίσει<br />

στον καθένα, ποιες είναι οι υποχρεώσεις του τόσο απέναντι στον συνάνθρωπό του όσο και<br />

απέναντι στην κοινωνία, οι οποίες απορρέουν από το ρόλο και τη θέση του ατόμου μέσα στην<br />

κοινωνία, είτε στρατιωτικός, γιατρός ή δικαστής «Λοιπόν νὰ μάθῃ κάλλιον φρόντισον τὶ ὀφείλει<br />

»Πρός τὸν υἱόν του ὁ πατήρ, καί αἱ μητέρες πᾶσαι »Τί χρεωστοῦν νὰ λέγωσι μὲ τὰ μητρῷα<br />

χείλη »Σ’τὰς φίλας θυγατέρας των. Τὶ πρός τὸν μαθητήν του »Ὀφείλει ὁ διδάσκαλος∙ πρὸς τὴν<br />

Χριστιανήν του »Τὶ ἐκκλησίαν χρεωστεῖ ὁ τοῦ Ὑψίστου μύστης, »Αὐτός δεικνύς τῆς ἀρετῆς τόν<br />

δρόμον τῆς καλλίστης∙ »Ὁ ἰατρός ὁποίαν »Σ’στόν ἀσθενῆ του χρεωστεῖ νά φέρῃ θεραπείαν.<br />

»Τὶ χρεωστεῖ ὁ δικαστὴς πρός τὴν νομοθεσίαν, »Ὁ λάτρις τῶν ἐπιστημῶν τὶ ἔχει, λέγε, χρέος∙<br />

»Καὶ ὁ κρατῶν πολιτικόν πηδάλιον ὁποίαν »Ἔχει μεγάλην ὀφειλήν σκεπτόμενος τὸ κλὲος<br />

»Τῆς πόλεως, ἥν κυβερνᾷ∙ τὶ δὲ ὁ στρατιώτης »Κ’ὁ στρατηγός ὀφείλουσι, καὶ τὶ ὁ πατριώτης<br />

»Πρός τῆς Πατρίδος τό γλυκύ πεφιλημένον στῆθος. »Ποῖον μεγίστων ὀφειλῶν περικυκλόνει<br />

πλῆθος, »Λέγε, τὸν βασιλέα, »Κ’ἐκ τούτου ποῖα ὁ λαός ἔργ’ ἀπαιτεῖ ὡραῖα…». Μετά το<br />

τέλος της υπενθύμισης όλων των υποχρεώσεων που πρέπει να επιτελέσει το Νέο Έτος καθ’<br />

όλη τη διάρκεια της ζωής του στη Γη, ο Θεός το στέλνει στους ανθρώπους οι οποίοι το<br />

υποδέχονται με στοργή και αγαλλίαση.<br />

Προσωπικά το συγκεκριμένο ποίημα το κατατάσσω στην κατηγορία των συμβουλευτικών<br />

ποιημάτων της Σαπφούς, στα οποία η ίδια έχει ως στόχο να μεταφέρει ηθικές και πνευματικές<br />

διδαχές στους ανθρώπους, ώστε να απεκδύσουν τον μανδύα της αμαρτίας και του υλικού που<br />

τους έχει σκεπάσει και να επιστρέψουν και πάλι στο δρόμο του Θεού. Διαβάζοντας τους<br />

στίχους όπου ο Θεός απαγγέλει στο νέο έτος τις υποχρεώσεις του είναι σαν να ακούμε την<br />

Σαπφώ να μιλάει στον καθένα από μας σαν μητέρα προς το παιδί της, δίνοντας μας συμβουλές<br />

για το πως θα διάγουμε την ζωή μας με τρόπο ενάρετο και ηθικά σωστό.<br />

24


«Τὸ πρῶτον ἄνθος τῆς ἀμυγδαλῆς»<br />

Ολόκληρο το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι αφιερωμένο στην ομορφιά του δέντρου της<br />

αμυγδαλιάς. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ποιήτρια αφιερώνει ένα ποίημα της σε ένα δέντρο,<br />

γράφοντάς το παράλληλα με ένα τρόπο που δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι<br />

συνδιαλέγεται με το δέντρο. Εξάλλου είναι γνωστή η αγάπη που έτρεφε προς την Φύση, στην<br />

οποία αρκετά συχνά κατέφευγε προκειμένου να βρει αγαλλίαση και ηρεμία.<br />

Η αμυγδαλιά είναι γνωστό ότι είναι το πρώτο δέντρο που ανθίζει στις αρχές της κάθε νέας<br />

χρονιάς. Με τα άνθη της συνιστά μια υπέροχη ζωγραφιά μέσα στο χειμώνα, ευλογώντας με το<br />

νέκταρ και τη γύρη της τις μέλισσες και με τους πολύτιμους θρεπτικούς της καρπούς τους<br />

ανθρώπους. Είναι ένα πραγματικό στολίδι της φύσης. Ωστόσο είναι και ιδιαιτέρως εύθραυστη.<br />

Δεδομένου του ότι ανθίζει την εποχή που η φύση εκδηλώνει το άγριο πρόσωπό της, κινδυνεύει<br />

ανά πάση στιγμή να χάσει τα άνθη της, από μια ριπή ενός δυνατού αέρα. Σε αυτό τον κίνδυνο<br />

αναφέρεται και η Σαπφώ στο ποίημά της αυτό, εκφράζοντας την επιθυμία της να πάρει την<br />

αμυγδαλιά από το σημείο που άνθισε και να την μεταφέρει κάπου άλλου ώστε να την<br />

προστατέψει. Σε αυτό όμως το σημείο του ποιήματος, έρχεται και πάλι να εκφράσει την λύπη<br />

της για το ανθρώπινο είδος, καθώς είναι σίγουρη ότι η αμυγδαλιά θα καταλήξει «δέσμια» στην<br />

κορυφή κάποιας ταράτσας όπου παραμελημένη θα μαραθεί. Ο άνθρωπος είναι το εχθρικό<br />

στοιχείο, το οποίο θα καταστρέψει το δέντρο και όχι τόσο η φύση. Επιλέγει λοιπόν να την<br />

αφήσει στη φυσική της θέση, προτιμώντας να την αφήσει να «πεθάνει» ελεύθερη κοιτώντας<br />

τον ουρανό, παρά φυλακισμένη μέσα στην πόλη. «Νά σ’ ἀποσπάσω ἤθελα τοῦ κόλπου τῆς<br />

μητρός σου, § Ἀφοῦ αὐτὴ ἀδύνατος ἐπλάσθη ἀρωγός σου, § Καί εἰς καλὸν κρατῆρα § Ἐν μέσῳ<br />

φύλλων καί ἀνθῶν εὐχρόων νὰ σὲ στήσω, § Ἀειθαλὲς τὸ κάλλος σου ἴσως διατηρήσω. § - Ἀλλ’<br />

οἴμοι! μαύρη μοῖρα § Σὲ περιμένει καὶ ἐκεῖ ἐντός ὀλίγου χρόνου! § Αὔτ’ ἡ λευκή σου ἡ μορφὴ θὰ<br />

λὰβῃ μετὰ πόνου § Ὠχρίαν φθισικοῦ! § Κ’ αἰχμάλωτον ὑπ’ ὀροφὴν οἰκίας θ’ ἀποθάνῃς. §- Ὤ!<br />

Κάλλιον ὑπ’ οὐρανὸν ἐλεύθερον τυγχάνεις § Θανάτου φυσικοῦ.§»<br />

Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «ὀργίλη» (επιθ.<br />

ὀργίλος < αρχ. ὀργή "ιδιοσυγκρασία, διάθεση" + κατάληξη –ίλος, 1. Ευέξαπτος, οξύθυμος β)<br />

«στόνων» (


βαθμίδα στον- τού στένω* (πρβλ. λέγω: λόγος)]. γ) «ἱκμάδα» (λόγ. < αρχ. ἰκμάς, αιτ. –άδα /<br />

ικμάδα (η) = 1. η υγρασία της γης που τρέφει τα φυτά, 2. στοιχείο ζωτικότητας)<br />

Οι συμβολισμοί και οι μύθοι γύρω από το δέντρο της αμυγδαλιάς ποικίλλουν. Η ελληνική<br />

μυθολογία μας μιλά για μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Φυλλίς, και που ήταν<br />

θυγατέρα ενός βασιλιά της Θράκης, η οποία ερωτεύτηκε τον γιο του Θησέα τον Δημοφώντα.<br />

Όπως αναφέρεται στη Βίβλο, εξαιτίας της απρόσμενης ανθοφορίας της, οι Εβραίοι τη<br />

θεωρούσαν σύμβολο βιασύνης. Από την άλλη οι μουσουλμάνοι συνδέουν την ανθοφορία της<br />

αμυγδαλιάς με την αναθέρμανση της ελπίδας. Στην αρχαιότητα η αμυγδαλιά θεωρούνταν ως<br />

σύμβολο παρθενικότητας, με τα άνθη της ωστόσο να προσφέρονται και ως πρόσφορο<br />

γονιμότητας. Τέλος στη νεότερη εποχή, οι Έλληνες την βλέπουμε ως σύμβολο τύχης και<br />

μακροζωίας, γι’ αυτό και προσφέρουμε τα άνθη της στους γάμους.<br />

Η αμυγδαλιά έχει καταγραφεί ως σύμβολο ελπίδας, αγνότητας καρτερίας, μαρτυρίου και<br />

γονιμότητας. Τη λάτρεψαν ως αγία, ως μάνα, ως εύθραυστη, αέρινη και ευάλωτη γυναίκα που<br />

στο πρώτο σκίρτημα του αέρα όλη αυτή η απαράμιλλη ομορφιά της χάνεται. Γι’ αυτό και ο<br />

μύθος την παρουσιάζει ως πανέμορφη κόρη πάντα θλιμμένη.<br />

«Εἰς τὰς Ἀθήνας»<br />

(1853)<br />

Το έργο αυτό της Λεοντιάδος ανήκει στα ποιήματά της με πατριωτικό περιεχόμενο,<br />

συνιστώντας έναν ύμνο προς την πόλη των Αθηνών, την οποία θαύμαζε και εκτιμούσε η<br />

ποιήτρια. Το ποίημα ξεκινά με την Σαπφώ να χαιρετά την πόλη των Αθηνών, εκφράζοντας ήδη<br />

από τον πρώτο στίχο τα συναισθήματα σεβασμού και αγάπης προς το πρόσωπο της πόλης,<br />

καθώς την παρομοιάζει με την βασίλισσα ολόκληρης της Ελλάδας, τονίζοντας παράλληλα την<br />

υπεροχή της έναντι των υπολοίπων Ελληνικών πόλεων. Σε αυτό το σημείο ο αναγνώστης<br />

διαβάζει και την αναφορά της ποιήτριας στον Κέκροπα, βασιλιά της αρχαίας Αθήνας, ένα<br />

πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της αρχαίας Αθήνας,<br />

ένα στοιχείο το οποίο μαρτυρά την βαθύτατη ιστορική γνώση και μόρφωση της Λεοντιάδος,<br />

«Κέκροπος Θυγάτηρ ἀγλαομόρφη». Η ποιήτρια συνεχίζει με το να παρουσιάζει στον<br />

αναγνώστη, με αναλυτικό τρόπο, την προσφορά της Αθήνας στην ανάπτυξη του Ελληνικού<br />

26


πολιτισμού, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι συνέβαλε στην ανάπτυξη των Τεχνών, των<br />

Επιστημών, της Αλήθειας και της Αρετής, προσφέροντάς τα στον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο<br />

προκειμένου να ανθίσει και να αναπτυχθεί. «Χαῖρε μοι Ἄνασσα Ἑλλάδος δῖα, Κέκροπος<br />

Θυγάτηρ ἀγλαομόρφη. Δαφνεοκρήδεμνε πόλις Ἀθάνας, Χρυσεοδίφρου. Χαῖρε, ἔξοχε πασέων<br />

πολίων...»<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο συγκεκριμένο ποίημα, είναι μια ιδιαιτέρως<br />

αρχαιοπρεπής μορφή της καθαρεύουσας, με πλήθος από ομηρικές και ποιητικές λέξεις, καθώς<br />

και πολλά διαλεκτικά στοιχεία, όπως θα δούμε στη συνέχεια.<br />

Από γλωσσολογικής πλευράς, λοιπόν, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «Ἄνασσα»<br />

(< αρχαία ελληνική Ἄνασσα, θηλυκό γένος του τύπου Ἄναξ, η βασίλισσα), β) «δῖα» [επιθ. δῖος,<br />

δῖα, δίον, (θηλ. δῖος και δία στον Ευριπίδη), με σημασία θεϊκός, θείος, θεσπέσιος, ιερός. Ο<br />

τύπος αυτός συναντάται και στην Οδύσσεια του Ομήρου, με σημασία «ο πιο σεβαστός» («δῖα<br />

γυναικῶν» = η πιο σεβαστή από τις γυναίκες). Στον Αισχύλο ο τύπος αυτός συναντάται με<br />

κυριολεκτική σημασία «αυτός που προέρχεται από τον Δία»], γ) «Κέκροπος» (Ο Κέκροπας ,<br />

ήταν γιος της Μητέρας Γης και του Ουρανού και ήταν ο μυθικός ιδρυτής της πρώτης πόλης<br />

των Αθηνών στην Ακρόπολη, η οποία έφερε το όνομα Κεκροπία εκείνη την εποχή. Ο Κέκροπας<br />

παρουσιαζόταν ως μια διφυής οντότητα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και<br />

κάτω φίδι. Ο ίδιος θεωρείται γενάρχης των Αθηναίων, ενώ το πρόσωπό του έχει συνδεθεί και<br />

με τη θέσπιση πολλών νόμων, όπως αυτών της ταφής των νεκρών, της κατάργησης των<br />

ανθρωποθυσιών, της εφεύρεσης της γραφής και άλλων), δ) «Ἀθάνας» (


ομαι* «κυβερνώ, προνοώ, φροντίζω». Πρόκειται μάλλον για τη βραχύφωνη Ινδοευρωπαϊκή<br />

ρίζα *med- «μετρώ, κρίνω, σταθμίζω», της οποίας εκτεταμένη βαθμίδα είναι το μηδ- τού<br />

μήδομαι. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μακρόφωνη ρίζα *mēd-, παρεκτεταμένη μορφή τής<br />

ΙΕ ρίζας *mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (πχ. μέτρο, μῆτις), τής οποίας η απαθής βαθμίδα<br />

εμφανίζεται στο ρ. μήδομαι, ενώ η συνεσταλμένη mә1- εμφανίζεται στο ρ. μέδω), ιβ)<br />

«μάκαιρα» (μάκαρ (ὁ), θηλ. μάκαρ καὶ μάκαιρα = μακάριος, ευλογημένος, ευτυχής, ευδαίμων.<br />

Το ουδέτερου γένους ουσιαστικό «μάκαρ» συναντάται και στον Όμηρο με σημασία «ευτυχία»,<br />

ιγ) «Πτόλι» (πτόλις (ἡ), ομηρική ποιητική λέξη αντί του ουσιαστικού πόλις», ιδ) «Ἀνέρας»<br />

(


προσφέρω, χαρίζω, παραχωρῶ 3. παθ. πρκ. πέπρωμαι=είμαι δεδομένος (προορισμένος από την<br />

μοίρα ή από την τύχη), μτχ. πεπρωμένος,η,ον = ορισμένος, προορισμένος από την μοίρα.).<br />

Γίνεται λοιπόν φανερό μετά από αυτή την λεξιλογική προσέγγιση των γλωσσικών<br />

ιδιαιτεροτήτων ότι η ποιήτρια επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα έργα του Ομήρου,<br />

χρησιμοποιώντας πολλές ομηρικές λέξεις και στα δικά της ποιήματα. Σε ένα βαθμό αυτό<br />

εξηγείται τόσο λόγω της ιδιαιτερότητας των Ομηρικών έργων, καθώς θεωρούνται ως έργα<br />

τεχνητής καλλιτεχνικής δημιουργίας, κυρίως λόγω της πληθώρας ποικίλλων διαλέκτων που<br />

μπορεί να συναντήσει κανείς μέσα σε αυτά, όσο και από τον θαυμασμό που έτρεφε η ποιήτρια<br />

προς το πρόσωπο του Ομήρου και κατ’ επέκταση προς το πνευματικό μεγαλείο των έργων του.<br />

Παράλληλα η ίδια επιλέγει τόσο σε αυτό της ποίημα όσο και σε επόμενα ποιήματα που θα<br />

αναλυθούν καθ’ όλη την έκταση της παρούσας εργασίας να χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό<br />

διαλεκτικά στοιχεία, θέλοντας με αυτό τον τρόπο, να δώσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον<br />

«ποιητικό της λόγο» διαφοροποιώντας τον από τον καθημερινό της λόγο. Αυτό είναι ένα από<br />

τα βασικά χαρακτηριστικά που προσφέρουν τα διαλεκτικά στοιχεία στον ποιητικό λόγο, η<br />

χρήση των οποίων, πρέπει να αναφερθεί, είναι εντελώς προαιρετική και επαφίεται κάθε φορά<br />

στην ευχέρεια και στις προτιμήσεις του εκάστοτε ποιητή.<br />

«Ἐλεγεῖον Ή Ὁ ἀτυχής φιλελεύθερος»<br />

(1856)<br />

Βασικός πρωταγωνιστής σε αυτό το ποίημα της Σαπφούς είναι ένας νεαρός, τον οποίο η ίδια<br />

χαρακτηρίζει από τον τίτλο ως «ατυχή φιλελεύθερο», χαρακτηρισμός ο οποίος δικαιολογείται<br />

από το γεγονός ότι έχει χάσει την πολυαγαπημένη σύντροφό του, με την οποία όπως τονίζει<br />

ήταν γραφτό από την μοίρα να συνυπάρχουν, «Ὡς ἤνοιξα τ’ ὄμμα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου § Εὐθύς<br />

τ΄ ὄνομά Σου μὲ εἶχε δοθῆ, § Κ΄ ἀκόμ’ εἶχ’ ἀκούσει ἐκ κοίτης νηπίου § Μ’ ἐμέ ἡ ζωή Σου πῶς<br />

θέλει δεθῇ! §» το οποίο γεγονός και συνιστά την βασική πλοκή του ποιήματος. Σε ό,τι αφορά<br />

στον χαρακτηρισμό «φιλελεύθερος», από τη στιγμή που ως πολιτικός χαρακτηρισμός δεν είχε<br />

εμφανιστεί ακόμη στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, δεδομένου το ότι μιλάμε για το έτος 1856<br />

όταν ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας ανήκει ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ποιήτρια<br />

29


θα αναφέρεται λογικά σε κάποιον ήρωα, πολεμιστή, άποψη η οποία ενισχύεται από την<br />

αναφορά στους εχθρούς που με ηρωισμό πάει να πολεμήσει. Την δεδομένη χρονική περίοδο<br />

στην Ελλάδα έχουν ξεσπάσει πολλά επαναστατικά κινήματα εναντίων των Οθωμανών, τα<br />

οποία ενισχύονται ακόμη περισσότερο από την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον<br />

Κριμαϊκό Πόλεμο (1894-1896). Ο ήρωας μας λοιπόν πρέπει να είναι ένας τέτοιος αγωνιστής,<br />

ο οποίος «χάνει» την σύντροφό του από τα χέρια των εχθρών του.<br />

Πιο συγκεκριμένα, το ποίημα είναι ένας θρήνος, στον οποίο ο νεαρός εκφράζει την ανείπωτη<br />

θλίψη και την οδύνη του που έχασε την αγαπημένη του. Στους πρώτους στίχος, ο ίδιος<br />

αναρωτιέται πώς έχασε την σύντροφό του, αρνούμενος σε ένα βαθμό να αποδεχτεί ότι είναι<br />

νεκρή, καθώς αναφέρει ότι την ψάχνει αλάφρων στην θάλασσα και στα βουνά. Στο τέλος<br />

ωστόσο επανέρχεται στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώντας ότι τελικά έχει χάσει την<br />

σύντροφό του για πάντα και πως δεν του μένει πλέον καμία ελπίδα να την ξαναδεί ζωντανή.<br />

Εύχεται λοιπόν να καταφέρει να πάρει εκδίκηση για τον θάνατό της, προτού πεθάνει. Σε αυτό<br />

εδώ το σημείο μπορεί να ειπωθεί ότι η Σαπφώ παίζει με τον τονισμό του επιρρήματος «πότε»,<br />

ώστε ο αναγνώστης με βάση τα όσα έχει διαβάσει από πριν να θεωρήσει ότι ο νεαρός<br />

αναρωτιέται για το πότε θα πεθάνει και ο ίδιος για να ανταμώσει την σύντροφό του, ενώ στην<br />

πραγματικότητα ο ίδιος γράφει «ποτέ» μην θέλοντας να πεθάνει προτού τουλάχιστον<br />

καταφέρει να πάρει εκδίκηση για το θάνατό της. «Τὸ πᾶν μ’ εἶναι μαῦρον! Τὸ πᾶν φέρει πόνον<br />

§ Νὰ ‘ Σ’ ἴδω καὶ πάλιν δὲν μένει ἐλπίς! § Ποτέ . . .ν’ ἀποθάνω!-Ἐκδίκησιν μόνον § Ἐνόσῳ μοί<br />

μένει ἐσχάτη ῤανίς!... §»<br />

Με μια πρώτη ματιά, μπορεί κανείς να δει ότι στο ποίημα υπερέχει το σημείο στίξης του<br />

θαυμαστικού έναντι των υπολοίπων. Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό της τραγουδιστικής<br />

ποίησης, στην οποία κυριαρχεί το θαυμαστικό. Αυτό λειτουργεί και παύση για να επιτείνει τη<br />

δύναμη του νοήματος, δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να συλλογιστεί αυτό που<br />

διάβασα. Λειτουργεί παράλληλα και ως σιωπή στο λόγο προσδίδοντάς του επίσης και την<br />

απαραίτητη δραματικότητα. Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την δραματικότητα του<br />

ποιήματος είναι η συχνή επανάληψη της λέξης «οἴμοι», η οποία είναι επιφώνημα έκφρασης<br />

πόνου, συμφοράς και θλίψης.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της το έργο η Σαπφώ είναι αρχαιοπρεπής<br />

καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής. Από λεξιλογικής πλευράς<br />

30


ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους εξής τύπους: α) «ᾄδεν» (αντί «άδην», κάτι το οποίο<br />

εξηγείται πιθανότατα μέσω του φωνολογικού φαινομένου της βράχυνσης, κατά το οποίο<br />

εμφανίζεται μεταβολή μακρόχρονου φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύχρονο και β) «ἦσαι» (η<br />

ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία εξηγείται λόγω της χρήσης της καθαρεύουσας).<br />

Τέλος στο ποίημα συναντάται πλεκτή ομοιοκαταληξία (φθάνω - ἐπάνω / θρηνῶ - κινῶ).<br />

«Οἱ φωλεοκλέπται»<br />

(1858)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς ανήκει στη διδακτική ποίηση, έχοντας ως σκοπό να διδάξει στον<br />

άνθρωπο της αξία της εντιμότητας και την αμαρτία της πράξης της κλοπής. Η απαγόρευση της<br />

κλοπής είναι μια εκ των 10 Εντολών και θεωρείται μεγάλη αμαρτία. Ως εκ τούτου η<br />

θεοσεβούμενη και ιδιαίτερα θρησκευόμενη Σαπφώ, όπως έχει κάνει και σε άλλα ποιήματά της,<br />

θέλει να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να πράξουν αυτή την μέγιστη αμαρτία επιφέροντας<br />

το χάσμα και την απομάκρυνσή τους από το δρόμο του Θεού.<br />

Η Σαπφώ για να μπορέσει να κάνει πιο κατανοητό το μήνυμά της και τις συνέπειες της πράξης<br />

της κλοπής, επιλέγει να φτιάξει μια μικρή ιστορία, η οποία έχει ως πρωταγωνιστή της τον<br />

Ιωάννη, ο οποίος ένα πρωί ανεβαίνει σε ένα δέντρο και κλέβει τους νεογνούς από τη φωλιά<br />

ενός πουλιού. Η πράξη του όμως αυτή και πιο συγκεκριμένα η επανάληψή της, οδηγεί στην<br />

τύφλωσή του από την μητέρα των νεογνών. Σε αυτό εδώ το σημείο έρχεται η Σαπφώ να τονίσει<br />

το μήνυμα που θέλει να περάσει, επαναλαμβάνοντας τους πρώτους τρεις στίχους του<br />

ποιήματος, ότι δηλαδή ακόμη και η πιο ασήμαντη και μικρή κλοπή, δεν παύει να είναι αμαρτία.<br />

Η μορφή του ποιήματος μπορεί εύκολα να θυμίσει στον αναγνώστη τους Μύθους του Αισώπου,<br />

καθώς και εκείνοι μεταχειρίζονται το ίδιο μέσο με σκοπό την ηθική διαπαιδαγώγηση του<br />

αναγνωστικού τους κοινού.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα με συντακτικές<br />

δομές της αρχαίας Ελληνικής, όπως φαίνεται από τη συνεχή χρήση της υποτακτικής έγκλισης<br />

π.χ. «Μή κλέψῃς», «ἀναβαίνῃ». Τέλος και σε αυτό το ποίημα εμφανίζεται διασκελισμός στους<br />

31


στίχους: «Καί τέλος φθάνει καί ἀπλώνει § Τήν χεῖρα πρός τά νεογνά § Ἐν ᾧ φωνάζουν ἐλεεινά<br />

§»<br />

«Τὸ ἔτος 1858-1859»<br />

(1858)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένας αποχαιρετιστήριος λόγος προς το έτος 1858. Η Σαπφώ<br />

περιγράφει στους αναγνώστες το σύντομα απελθών έτος 1858 να βρίσκεται στο νεκρικό του<br />

κρεβάτι, με τους ανθρώπους να έχουν συγκεντρωθεί για να το αποχαιρετίσουν. Αυτοί όμως<br />

πράττουν μια μεγάλη αμαρτία, καθώς αρχίζουν να το κρίνουν δυσμενώς για τις πράξεις και τις<br />

ενέργειές του, κατηγορώντας το ότι δεν τους προσέφερε τίποτα καλό και αισιόδοξο, παρά μόνο<br />

πόνο και ατυχία, «Τὰς πράξεις Του ἐξήταζον. Κ’ ἐκείνας τελεσθείσας § Κακίστως ἀπεδείκνυον,<br />

κ’αὐτὰς σχεδιασθείσας § Ὑφ’ ὅρους πονηρούς. § Κ’ ἐμπίκρως τὸν ἐμέμφοντο, διότι τὰς<br />

φροντίδας, § Καί τὰς ἐπιθυμίας των, καί τὰς χρυσᾶς ἐλπίδας § Δέν ἔστρεψε μὲ ἄνθη §»,<br />

αγνοώντας ωστόσο παντελώς ότι όλες αυτές οι συμφορές για τις οποίες αλόγως κατηγορούν<br />

τον Χρόνο, είναι απόρροια των δικών τους λανθασμένων πράξεων και άλογου τρόπου σκέψης.<br />

Στρέφονται λοιπόν να χαιρετήσουν τον ερχομό του Νέου Έτους, ζητώντας παράλληλα από το<br />

Θεό, να τους δώσει όλα όσα ποθούν. Σε αυτό το σημείο, η ποιήτρια μεταφέρει το λόγο στον<br />

εαυτό της, παρουσιάζοντας στον αναγνώστη τις προσωπικές τις σκέψεις επί του θέματος.<br />

Επιλέγει σε αυτό το σημείο να χρησιμοποιήσει το πρώτο ενικό ρηματικό πρόσωπο,<br />

προκειμένου να δώσει στο λόγο της πέραν από αμεσότητα, ζωντάνια, ζωηρότητα και τον<br />

απαραίτητο συγκινησιακό τόνο, κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα του αναγνώστη, ο οποίος<br />

αρχίζει να διαβάζει τις προσωπικές σκέψεις της ποιήτριας και να βιώνει τα γεγονότα μέσα από<br />

το δικό της προσωπικό φίλτρο. Συγκεκριμένα παρουσιάζεται να συνομιλεί με το Παλαιό Έτος,<br />

το οποίο της εκμυστηρεύεται ότι οι λανθασμένες και χωρίς λογική ενέργειες των ανθρώπων,<br />

τους έχουν αιχμαλωτίσει και υποδουλώσει, τους έχουν στερήσει την ελευθερία τους και τους<br />

έχουν κάνει δούλους των παθών τους. Η ψυχή τους ασθενεί, δεν αισθάνονται τα πνευματικά<br />

τους χαρίσματα ούτε μπορούν να τα επιθυμήσουν. Ως εκ τούτου πλανώνται σε σκοτεινά<br />

μονοπάτια, άβουλα όντα, δίχως την ικανότητα να ξεχωρίσουν το σωστό από το λάθος.<br />

Παρασυρμένοι από τα πάθη τους, κατηγορούν άδικα τον Χρόνο για τις κακοτυχίες τους<br />

αγνοώντας ότι εκείνος είχε σαν μοναδικό του σκοπό να δείξει στους ίδιους τον δρόμο της<br />

32


Αλήθειας. «Πλὴν ἀπὸ τὰς πολυειδεῖς βαρέως ἐπληττόμην § « Ἀνοίας τῶν ἀνθρώπων, § »Κ’ ἐνὦ<br />

τὸ παραπέτασμα ἀνέπτυσσον τὸ σκέπον § «Τὴν Ἱεράν ἀλήθειαν, καί ηὐφραινόμην βλέπων § «Τὸν<br />

φωτεινόν Της τὸπον, § «Ἐκεῖνοι τὸν τοιοῦτόν μου ἀγῶνα κατεχρῶντο, § «Καί ὡσὰν εἰς<br />

λαβύρινθον σκοτώδη ἐπλανῶντο, § «Κ’εἰς ἔργα σφαλερὰ § «Τερπόμενοι τὸν βὶον μου ἐνέπλησαν<br />

κηλίδων § «Καὶ διὰ τοῦτο τελευτῶν ἐστράφη καί τοὺς εἶδον § «Μ’ ὄμματα θλιβερά.» §»<br />

Ακούγοντας αυτά τα λόγια του Χρόνου, η Σαπφώ θλίβεται για όλα τα σφάλματα, τα οποία με<br />

τόση ευκολία λησμόνησαν οι συνάνθρωποι της. Εύχεται λοιπόν, στο τέλος του ποιήματος, με<br />

τον ερχομό του Νέου Έτους οι άνθρωποι να καταφέρουν να βρουν διέξοδο διαφυγής από τον<br />

σκοτεινό λαβύρινθο των παθών τους.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ σε αυτό της το ποίημα είναι μια αρχαιοπρεπής<br />

καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, π.χ. η χρήση της γενικής κτητικής<br />

αντί της αιτιατικής στη φράση «Τοῦ τεθνεῶτος φίλου των».<br />

Τέλος, από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «Τέκος»<br />

(ουσιαστ. τέκος τὸ, 1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.), 2. (νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο»,<br />

Ομ. Ιλ.) 3.. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ.<br />

< θ. τεκ- τού τίκτω* (πρβλ. αόρ. β' ἔ-τεκ-ον) + κατάλ. -ος των σιγμόληκτων ουδ.]. β) «μῶμον»<br />

(αρχ. μῶμος, 1. Κατηγορία, δυσφήμιση. 2. Μώμος είναι το όνομα αρχαίου, ίσως ασήμαντου,<br />

θεού της Ελληνικής μυθολογίας, που εκδιώχθηκε από τον Όλυμπο επειδή αμφισβήτησε τον<br />

Δία. Είναι ο θεός της χλεύης και του σκώμματος, της ειρωνείας και του σαρκασμού,<br />

προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας. Τον παρίσταναν να κρατά ένα ραβδί<br />

που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας, γ) «Οὐδέλως» (η ιδιαίτερη ορθογραφία<br />

του τύπου, αντί του «Οὐδόλως» λογικά εξηγείται μέσω του φωνηεντικού πάθους της ποιοτικής<br />

μεταβολής ή τροπής, κατά το οποίο ένα φωνήεν μεταβάλλεται σε ένα άλλο φωνήεν του ιδίου<br />

χρόνου, π.χ. ένα βραχύχρονο σε ένα άλλο βραχύχρονο ή ένα μακρόχρονο σε ένα άλλο επίσης<br />

μακρόχρονο, δ) «κατεχρῶντο» (γ’ πληθυντικό πρόσωπο Παρατατικού του ρ. Καταχράομαι -<br />

καταχρῶμαι. Λόγιος τύπος. Εύχρηστο μόνο το γ’ ενικό και γ’ πληθυντικό πρόσωπο του<br />

ρήματος στον εν λόγω χρόνο) και ε) «ἐταστικὸν» (επιθ. εταστικός-η-ον, ρίζα: ἐτεός < αρχ.<br />

"πραγματικός" *ἐτεF-ός < πιθ. ομόρριζο με εἰμί).<br />

33


«Ἐλεγεῖον. Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!»<br />

(1859)<br />

Βαθύτατα θρησκευτικό και πολύ έντονα συγκινησιακό είναι το ποίημά της με τίτλο « Ἐλεγεῖον.<br />

Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!» (1859). Ο τρόπος γραφής της ποιήτριας<br />

και οι ιδέες της αντανακλούν ένα πολύ έντονο θρησκευτικό συναίσθημα με αναφορές στην<br />

πλάση του ανθρώπου από τον Θεό και τον «πανευκταίο» προορισμό που όχι μόνο η κόρη της<br />

αλλά και κάθε άνθρωπος έχει στη ζωή του. Η ποιήτρια, γράφει σε πρώτο πρόσωπο,<br />

απευθύνοντας το θρησκευτικό άσμα προς το πρόσωπο της αποθανούσας κόρης της. Κάτι που<br />

πολύ εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς διαβάζοντας το ποίημα είναι η χρήση κεφαλαίου<br />

συμφώνου [σ] όταν η ποιήτρια αναφέρεται στο πρόσωπο της κόρης της. Αυτός ίσως είναι ένας<br />

τρόπος με τον οποίο δείχνει την υπέρμετρη αγάπη και τον σεβασμό προς το πρόσωπο του<br />

παιδιού της, σε βαθμό που να την προσομοιώνει με κάτι το Θείο. Μέσα από τη χρήση ιδιαίτερα<br />

παραστατικών παρομοιώσεων και μεταφορών καταφέρνει να εξιδανικεύσει το πρόσωπο της<br />

κόρης της στα μάτια του αναγνώστη π.χ. «Τῶν θείων Κήπων νά περιτρέχῃ § »Ὥς τὶς κατάλευκος<br />

Χρυσαλίς». Ταυτόχρονα με τη χρήση πολλών αναλογιών διευκολύνει τον αναγνώστη του<br />

ποιήματος να κατανοήσει το φαινόμενο το οποίο περιγράφει καθώς δίνει ομοιότητες αυτού με<br />

κάποιο άλλο. Παράλληλα μπορεί κανείς να παρατηρήσει και την τάση της ποιήτριας να<br />

χρησιμοποιεί περισσότερο επίθετα στο λόγο της, μέσω των οποίων αναδεικνύει το ψυχικό και<br />

σωματικό κάλλος της κόρης της, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη χρήση ρηματικών τύπων. Ο<br />

τόνος του ποιήματος είναι ιδιαίτερα δραματικός και πολύ έντονα συγκινησιακός καθώς η<br />

ποιήτρια εκφράζει με ιδιαίτερα λυρικό και παραστατικό τρόπο τον πόνο που αισθάνεται μια<br />

μάνα για την απώλεια του παιδιού της.<br />

Στο συγκεκριμένο ποίημα μπορεί να συναντήσει κανείς ορισμένες γλωσσικές ιδιομορφίες οι<br />

οποίες οφείλονται σε διαλεκτικές επιρροές όπως είναι οι εξής: α) «ἦμαι» [ τύπος της<br />

καθαρεύουσας] β) «προὐτίμησε» [[


του τόπου, δηλώνοντας την δια τόπου κίνηση της ενέργειας του ρήματος] και της υποτακτικής<br />

για να δηλώσει το προσδοκώμενο π.χ. «Τῶν θείων Κήπων νά περιτρέχῃ § » Ὥς τὶς κατάλευκος<br />

Χρυσαλίς». Οι προτάσεις που χρησιμοποιεί δεν είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς, κάτι το οποίο<br />

βοηθά τον αναγνώστη ώστε να μην κουράζεται αλλά και του επιτρέπει να διακρίνει καλύτερα<br />

τα νοήματα τα οποία η ποιήτρια προσπαθεί να περάσει μέσα από το λόγο της. Εμφανίζεται δε<br />

μια τάση της ποιήτριας να χρησιμοποιεί σε πολλές περιπτώσεις ως σημείο στίξης, αντί της<br />

τελείας «.», αυτό του θαυμαστικού «!» θέλοντας με αυτό τον τρόπο να κάνει εμφανή στον<br />

αναγνώστη την ένταση στο λόγο της, τα συναισθήματα που ένιωθε εκφράζοντας αυτές τις<br />

σκέψεις τις οποίες αποτυπώνει γραπτώς μέσα στο ποίημά της. Γενικά όμως η χρήση σημείων<br />

στίξης μέσα στο ποίημα δεν είναι ιδιαίτερα εκτενής, κάτι το οποίο είναι ένα νεωτερικό στοιχείο<br />

ποίησης, το οποίο επιτρέπει στο ποίημα να ακολουθεί μια ελεύθερη ροή και στα νοήματα να<br />

διαχέονται απρόσκοπτα στον αναγνώστη. Όπως όμως θα δούμε και σε επόμενο ποίημά της,<br />

μεταγενέστερο χρονολογικά από το ελέγειον, η ποιήτρια κάνει μια εκτενή χρήση σημείων<br />

στίξης, ακολουθώντας πιστά τους κανόνες του συντακτικού, προσαρμοζόμενη στο ύφος και<br />

στην περίσταση της γραφής. Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει εμφανέστατα την ικανότητα της<br />

Σαπφούς να μεταλλάσσει την γραφή της, συντακτικά και γλωσσικά, ανάλογα με την<br />

περίσταση. Επίσης από συντακτικής πλευράς παρατηρείται και το φαινόμενο της δεοντικής<br />

τροπικότητας, μέσα από τη χρήση του απρόσωπου ρήματος «πρέπει» στην πρόταση «Ὅτι Σοί<br />

πρέπει μακρά ζωή!», μέσω του οποίου η ποιήτρια εκφράζει την πίκρα της που αποχωρίζεται<br />

άδικα και πρόωρα το παιδί της, μιας και δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο που<br />

νιώθει ο γονιός όταν κηδεύει το παιδί του. Τέλος ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην<br />

επιλογή των χρόνων των ρημάτων από την ποιήτρια, καθώς ενώ ξεκινάει να αναφέρεται στην<br />

κόρη της σε παρελθόντα χρόνο, παρουσιάζοντας έτσι με πιο τραγικό τρόπο την ένταση των<br />

συναισθημάτων της, μιας και παρόλο που εκείνη συνεχίζει να βιώνει τον αντίκτυπο της αγάπης<br />

αυτής, στην πραγματικότητα δε ζει παρά μια κατάσταση που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Όταν<br />

από την άλλη, αρχίζει να περιγράφει τις προσδοκίες της για τη ζωή της κόρη της στον<br />

Παράδεισο, επιλέγει να χρησιμοποιήσει Ενεστώτα π.χ. «Τῶν θείων Κήπων νά περιτρέχῃ» και<br />

«Κ’ ἐκεῖ νά πλέκῃ ἐπιδεξίως». Με αυτή της την επιλογή η ποιήτρια εκδηλώνει ακόμη μια φορά<br />

την ελπίδα της σαν μάνα πλέον, θέλοντας να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας στη ζωή της που<br />

αμαυρώθηκε μετά τον χαμό της κόρης της εκδηλώνοντας παράλληλα το βαθύ θρησκευτικό της<br />

συναίσθημα, καθώς πιστεύει ότι η ζωή της κόρης της δεν τελείωσε, δεν έσβησε, αλλά θα<br />

35


συνεχίσει να ομορφαίνει τον Παράδεισο με την παρουσία της, όπως ομόρφαινε και τη ζωή της<br />

μητέρας της όταν την είχε κοντά της.<br />

Ενώ στο ποίημα κάθε τί που αφορούσε στη ζωή της κόρης της αναφέρεται στο παρελθόν, η<br />

ποιήτρια επιλέγει να μας τοποθετήσει σε δύο παράλληλα χρονικά επίπεδα, όπου στο ένα<br />

παρακολουθούμε τα όσα έγιναν κάποτε και στο άλλο βιώνουμε μαζί με την ποιήτρια την<br />

ακατανίκητη δύναμη της αγάπης, η οποία την ωθεί να αλλάζει χρονικό επίπεδο και να<br />

αναφέρεται με παροντικούς χρόνους στις προσδοκίες της για την ζωή της κόρης της στον<br />

Παράδεισο.<br />

Η ποιήτρια επιλέγει το ρηματικό πρόσωπο του α’ ενικού, καθώς απευθύνεται προς το πρόσωπο<br />

της κόρης της. Με την επιλογή του συγκεκριμένου ρηματικού προσώπου δίνει οικειότητα και<br />

αμεσότητα στο ύφος του ποιήματος, ενώ οι σκέψεις της αντανακλώνται εναργέστερα στον<br />

αναγνώστη. Παράλληλα σε αρκετά σημεία η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει ευθύ λόγο<br />

π.χ. «Πῶς; Κ’ ἐγώ, ἥτις τό τῆς ἁγνεῖας § Φέρω τό ὄνομα τό ἁγνόν § Αὐτῆς τῆς θείας εὐδαιμονίας<br />

§ Μακράν νά ἦμαι ὑπ’ οὐρανόν;» θέτοντας ταυτόχρονα και ερωτήματα στο εσωτερικό του<br />

λόγου της. Με αυτές τις δύο επιλογές της προσδίδει ζωντάνια αμεσότητα και παραστατικότητα<br />

στο κείμενο, διεγείρει τον προβληματισμό του αναγνώστη μέσω των ερωτημάτων που του<br />

θέμα, δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας μαζί του και τον βοηθάει να βιώσει άμεσα τις απόψεις<br />

που μεταφέρονται. Σπάει η μονοτονία του λόγου με αποτέλεσμα να ελκύεται το ενδιαφέρον<br />

του αναγνώστη.<br />

Η ομοιοκαταληξία του ποιήματος είναι πλεκτή δηλ. μέσα σ’ ένα τετράστιχο, ο πρώτος στίχος<br />

ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο.<br />

«Ἡ Ἑλληνίς Χριστιανή»<br />

(3 10βρίου 1859)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένας ύμνος προς το πρόσωπο της Παναγίας, δεδομένης της<br />

έντονης θρησκευτικότητας που χαρακτήριζε την ποιήτρια. Μέσα από εξαίσιες και γλαφυρές<br />

περιγραφές, η Σαπφώ περιγράφει τα χαρακτηριστικά της Παναγίας, τονίζοντας σε πολλά<br />

σημεία την μη Θεϊκή της ιδιότητα – κάτι που της δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία και σεβασμό -<br />

36


, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το ήθος της και το μεγαλείο της είναι μεγαλύτερο ακόμη<br />

και από εκείνο βασίλισσας γεννημένης σε ανάκτορα «Βασιλίς ὑψηλόφρων, εὐτυχῶς γεννημένη<br />

Εἰς ἀνάκτορον.... Ἤθους δέν ἔχει τόσον ὑψηλόν μεγαλεῖον » και ότι ως προς την ομορφιά της<br />

ξεπερνά ακόμη και τον κατάλευκο κρίνο και το ομορφότερο τριαντάφυλλο, χρησιμοποιώντας<br />

και πάλι εικόνες από τη Φύση. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι η Παναγία έχει όλα αυτά τα<br />

προτερήματα όχι επειδή γεννήθηκε στον Παράδεισο, αλλά επειδή η Χάρη και η Μεγαλοκαρδία<br />

του Θεού, όταν την δημιουργούσε έχοντας το βλέμμα του στραμμένο στο Όρος του Λιβάνου*<br />

την απάλλαξαν από όλες τις αμαρτίες και τα ελαττώματά της, στέλνοντας την ο ίδιος να<br />

κατοικήσει στην Ελλάδα προκειμένου να οδηγεί τους ανθρώπους προς τον δρόμο του Θεού<br />

«Χαῖρε Κόρη, Τοῦ ἐν γῇ σου σταδίου ἰδού τίνες οἱ ὅροι─ Μάνθανε πῶς θά ζήσῇς ἐπί γῆν<br />

Ἑλληνίδα, Τί ὀφείλεις νά πράττῃς πρός τοιαύτην Πατρίδα∙ Χρυσοστόμου καί ἄλλων τούς<br />

ἁγίους αἰῶνας Μέ τό κάλλος νά μίξῃς ἐποχῆς Περικλείου. Εἰς καρδίας Ἑλλήνων τούς<br />

καλλίστους ἀνθῶνας Νά φυτεύσῃς ἐκείνους, οὕς ἐγώ μέ τ’ ἁγίου Αἴματος τοῦ υἱοῦ μου τό<br />

σωτήριον ῥεῦμα Ἔῥῤανα φιλανθρώπως ∙ ’ς τό ὑψίβατον πνεῦμα Τῶν Ἑλλήνων τό πνεῦμα<br />

τοῦ Χριστοῦ νά φυσᾷς. » Γίνεται εύκολα κατανοητό σε αυτό το σημείο ότι το ποίημα είναι<br />

στην πραγματικότητα ένας ύμνος προς τον Ελληνικό λαό αλλά και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση<br />

προς τους Έλληνες για τις υποχρεώσεις που τους προκύπτουν μετά την πράξη του Θεού να<br />

επιλέξει εκείνους ως τον εκλεκτό του λαό. Με αυτό της το έργο η Σαπφώ εμμέσως παραινεί<br />

αλλά στην ουσία ζητά από όλους τους Έλληνες να διάγουν έναν σεμνό και ενάρετο βίο όπως<br />

θα επιθυμούσε ο Θεός.<br />

Από λεξιλογικής πλευράς το ποίημα δεν εμφανίζει κάποια ιδιαιτερότητα. Η αρχαΐζουσα<br />

καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι ιδιαιτέρως κατανοητή.<br />

Τέλος στο ποίημα συναντάται ένας συνδυασμός ζευγαρωτής και πλεκτής ομοιοκαταληξίας, οι<br />

οποίες εναλλάσσονται από στροφή σε στροφή, με ορισμένα ωστόσο σημεία να μην εμφανίζουν<br />

ομοιοκαταληξία.<br />

* (Οι δύο οροσειρές του Λιβάνου, ο Λίβανος και ο Αντιλίβανος, αποτέλεσαν το βόριο σύνορο<br />

της γης της Επαγγελίας. Οι Ευαίοι, που κατοικούσαν στα βουνά του Λιβάνου, από το όρος<br />

Αερμών έως τη Λαβωεμάθ, ήταν ένας από τους λαούς, που άφησε ο Κύριος, για να δοκιμάζει<br />

την πίστη των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίτες μετά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν και το<br />

θάνατο του Ιησού του Ναυή, άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο. Πήραν<br />

37


τις κόρες τους για γυναίκες τους, και έδωσαν τις δικές τους κόρες στους γιους εκείνων και<br />

λάτρεψαν άλλους θεούς, όπως ο Βάαλ και η Αστάρτη. Η αναφορά λοιπόν της ποιήτριας στο<br />

βλέμμα του Θεού και η επιλογή της Ελλάδας, ως τη Γη της Επαγγελίας, εξηγείται από την<br />

ασέβεια των Ευαίων).<br />

«Τῷ φιλοκάλῳ»<br />

(Σμύρνη 3 10βρίου 1859)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα έκφρασης της<br />

ταπεινοφροσύνης και μετριοφροσύνης που την διέπουν ως άτομο, δύο προτερήματα τα οποία<br />

σχετίζονται άμεσα με το πνευματικό της επίπεδο, την βαθιά μόρφωση που έλαβε καθώς και με<br />

την ίδια την ποιότητα της προσωπικότητάς της. Σε αυτό το έργο η Σαπφώ απευθυνόμενη προς<br />

τον «Υιό της Ιωνίας», εννοώντας κατά πάσα πιθανότητα τον λαό της περιοχής της Μ. Ασίας,<br />

την περιοχή στην οποία έζησε και μεγαλούργησε, θέτει ρητορικά ερωτήματα τα οποία<br />

σχετίζονται με την αναγνώριση που δέχτηκε ως ποιήτρια και ως παιδαγωγός. Αναρωτιέται πώς<br />

είναι δυνατόν μια προσωπικότητα σαν εκείνη να εξισώνεται με τους μεγάλους ποιητές που<br />

γέννησε η περιοχή της Μικράς Ασίας, τον Όμηρο και τον Θαλή. Φτάνει μάλιστα στο σημείο<br />

να χαρακτηρίσει την δική της πορεία με την έκφραση «ἄχαριν βραδύτητα» συγκρινόμενη με<br />

την πορεία και το επίπεδο των δύο αυτών ποιητών. Τέλος ζητάει με ταπεινότητα από τον «Υιό»<br />

της Ιωνίας να της δώσει την ευκαιρία να γράψει τις σκέψεις της πάνω στην Ελληνίδα<br />

Χριστιανή, το οποίο είναι και ο τίτλος του επόμενου ποιήματός της, το οποίο θα μελετήσουμε.<br />

Στο συγκεκριμένο της έργο η Σαπφώ απευθύνεται προς τον «Υιό της Ιωνίας», εννοώντας κατά<br />

πάσα πιθανότητα τον λαό της περιοχής της Μ. Ασίας, χρησιμοποιώντας το δεύτερο ενικό<br />

ρηματικό πρόσωπο, το οποίο είναι το πρόσωπο του διαλόγου, επιτυγχάνοντας μέσω αυτού να<br />

προσδώσει παραστατικότητα, αμεσότητα και ζωντάνια στο λόγο της.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, ιδιαιτέρως κατανοητή,<br />

στην οποία συναντώνται συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, π.χ. η δοτική αντικειμενική<br />

«μοί διήγειρε».<br />

38


Τέλος, από μορφολογικής πλευράς, στο συγκεκριμένο έργο συναντάται το φαινόμενο του<br />

διασκελισμού στους στίχους: α) «Καί τά ἀειθαλῆ Μακρόθεν μόνον ἄνθη του μέ πόθον<br />

ἀτενίζω» β) «Καί ἀπό τῶν Ὡρῶν Τούς κήπους νά ἀθροίσωσι ῥοδόκρινον σωρόν», γ) «Μίαν<br />

σελίδα δέχθητι ’ς τούς κάτω νά χαρίσῃς Αὐτούς μου στοχασμούς».<br />

«Εἰς τόν ἐκπνέοντα χρόνον τοῦ 1859»<br />

(Σμύρνῃ, Τῇ 31 10βρίου 1859)<br />

Το έργο αυτό της Σαπφούς παρουσιάζει με την πρώτη ματιά, μια ιδιαιτερότητα. Το πρώτο του<br />

κομμάτι, δεν είναι ποίημα, αλλά διήγημα, μια ιστορία στην οποία η Σαπφώ με έναν εξόχως<br />

περίτεχνο τρόπο, περιγράφει το τέλος του έτους 1859. Η ποιήτρια βάζει την δημιουργική της<br />

φαντασία να δουλέψει και φαντάζεται την Αλήθεια, να αποχαιρετά το έτος 1859, το οποίο<br />

ετοιμάζεται να «παραδώσῃ τὸ τληπαθὲς καὶ πολύφροντι πνεῦμά του», επιπλήττοντας το, καθώς<br />

δεν προσέφερε τίποτα το δημιουργικό στην ανθρωπότητα και στις δύο κόρες της, την Επιστήμη<br />

και την Αρετή. Η πικρία την οποία εκφράζει η ποιήτρια για το έτος 1859, εκκινεί φυσικά από<br />

το γεγονός ότι αυτή είναι και η χρονιά κατά την οποία απεβίωσε η πολυαγαπημένη της κόρη.<br />

Αυτή της την πικρία, την παρουσιάζει εμφανέστερα στο δεύτερο κομμάτι του έργου αυτού, το<br />

οποίο και αποκτά την μορφή ποιήματος. Συγκεκριμένα, με ιδιαίτερα παραστατικές περιγραφές,<br />

η Σαπφώ ενημερώνει τον αναγνώστη για την «κατάπτυστη» συμπεριφορά του Χρόνου 1859, ο<br />

οποίος και επέτρεψε στον Θάνατο, «να φυσήξει την μαραμένη του πνοή στο άνθος της», δηλ.<br />

στο παιδί της και να το πάρει από κοντά της. Η παραστατική περιγραφή της Σαπφούς μέσω της<br />

χρήσης μιας ακόμη εικόνας από τη Φύση, «Ὁ βιοθήρας θάνατος τὴν φθαρτικὴν πνοήν του Νὰ<br />

πνεύσ΄ἐπὶ τοῦ ἄνθους μου, καὶ τὴν ἁβρὰν ζωήν του Ἀώρως νὰ μαράνῃ !», δίνει τη δυνατότητα<br />

στον αναγνώστη να βιώσει την σκηνή αυτή σαν να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Στο<br />

τέλος του ποιήματος, η Σαπφώ ζητάει από τον Χρόνο, όταν ανταμώσει με την κόρη της, να την<br />

φιλήσει και να της ζητήσει με τη βοήθεια του Θεού να γλυκάνει τις πικρές της σκέψεις,<br />

εκφράζοντας για μια ακόμη φορά τόσο την ατέρμονη μητρική αγάπη προς το παιδί της όσο και<br />

την θρησκευτικότητα που την διέπει.<br />

Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «τληπαθὲς»<br />

(επιθ. τληπαθής και κατά τον Ησύχιο τλατπαθής, -ές, αυτός που υφίσταται ή έχει υποστεί πολλά<br />

39


δεινά, ταλαίπωρος) β) «σιγηρῶς» (< επιθ. σιγηρός, -ά, -όν, το οποίο είναι μεταγενέστερη μορφή<br />

του επιθ. σιγηλός) γ) «Ἀώρως» (< επιθ. άωρος -άωρη -άωρο [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ στερ. α +<br />

ώρα]. Το επίθετο χρησιμοποιείται εδώ μεταφορικά για να εκφράσει τον πολύ νέο άνθρωπο,<br />

μικρής ηλικίας. Άλλη μεταφορική σημασία του, η οποία όμως δεν αντιστοιχεί με τα<br />

συμφραζόμενα του ποιήματος που μελετάμε, αναφέρεται στον επιπόλαιο, στον μη επαρκώς<br />

μελετημένο).<br />

Η Σαπφώ χρησιμοποιεί μια απλή και κατανοητή αρχαΐζουσα καθαρεύουσα με συντακτικές<br />

δομές της αρχαίας ελληνικής όπως για παράδειγμα η υποτακτική «ἐνθυμῆται» για να δηλώσει<br />

το προσδοκώμενο. Τέλος, επιλέγει να κάνει χρήση του δεύτερου ενικού ρηματικού προσώπου,<br />

προκειμένου να κάνει τον λόγο της πιο πειστικό και παράλληλα να του προσδώσει αμεσότητα.<br />

Τέλος στο ποίημα αυτό, από μορφολογικής πλευράς, εντοπίζεται το φαινόμενο του<br />

διασκελισμού, κατά το οποίο η ροή και το νόημα ενός στίχου συνεχίζονται στον επόμενο.<br />

Ενδεικτικό παράδειγμα ο τρίτος στίχος που ακολουθεί: «Ὦ Χρόνε! καὶ ἡ γλῶσσά μου συγγνώμην<br />

Σοὶ δωρεῖται Δὲν θέλει πλὴν οὐδέποτε παύσει νὰ ἐνθυμῆται Περίλυπος ὁ νοῦς μου»<br />

«Τῇ φιλελλὴνι καρδίᾳ: Καρόλου τοῦ Λενορμάν»<br />

(1859)<br />

Βρισκόμαστε στο έτος 1859 και μελετάμε το ποίημα της Σαπφούς με τίτλο «Τῇ φιλελλὴνι<br />

καρδίᾳ: Καρόλου τοῦ Λενορμάν», αφιερωμένο όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του στον<br />

φιλέλληνα και μεταξύ άλλων αρχαιολόγο, νομισματολόγο και αιγυπτιολόγο Σαρλ Λενορμάν.<br />

Το ποίημα ξεκινάει με την παράθεση ενός κομματιού και συγκεκριμένα τους στίχους 91-93<br />

από τον «Πυθιόνικο» του Πινδάρου. Το ποίημα μολονότι γραμμένο χρονολογικά την ίδια<br />

περίοδο με το ποίημα « Ἐλεγεῖον. Εἰς τὴν Ἁγνώ τήν φιλτάτην μου Κόρην ἀποθανούσαν!» , έχει<br />

σαν βασικό χαρακτηριστικό του τη χρήση μιας αρκετά έντονης και ίσως και δυσνόητης<br />

αρχαΐζουσας καθαρεύουσας με τη συντακτική δομή του λόγου της να ακολουθεί σχεδόν πιστά<br />

τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής. Μέσα σε αυτό το ποίημα δεδομένης και της<br />

αρχαιοπρέπειας στον τρόπο έκφρασης της ποιήτριας σε σημασιολογικό και συντακτικό<br />

επίπεδο, συναντώνται αρκετές ομηρικές λέξεις, όπως για παράδειγμα οι εξής: α) αἰολόφωνον<br />

β) Κλῦθί (προστακτική αορίστου β’ προσώπου του ομηρικού ρήματος κλύω = ακούω) γ) κλέος<br />

40


(=φήμη, δόξα) δ) Ἦτορ ((τό), ἐν χρήσει κατ᾿ ὀνομ. καὶ αἰτ. μόνο' ἡ καρδιά, ὡς μέρος τοῦ<br />

σώματος | ἡ ἔδρα τῆς ζωῆς, ζωή) ε) ἰθύφρων [Ετυμολ. < ἰθύς (Ι) + -φρων (< φρην, φρενός, η),<br />

στ) ὠλέναις (αρχ. Ελληνική ὠλένη και στον Όμηρο συναντάται η σύνθετη λέξη «λευκώλενος»<br />

με τη σημασία «αυτός που έχει λευκούς βραχίονες) ζ) ὄμμα [(το) αρχ. Ελληνική λέξη,<br />

συναντάται και στον Όμηρο = μάτι] η) Ὦρσεν (επικός ποιητικός αόριστος του αρχαίου ρήματος<br />

ὄρνυμι) θ) θαλειρὸν [(< αρχαία ελληνική θαλερός < θάλλω = ακμαίος, σφριγηλός) , ταυτόχρονα<br />

είναι και ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γλωσσικής ιδιομορφίας του ποιητικού λόγου της<br />

Σαπφούς το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ετυμολογικά ή με φωνολογικούς κανόνες, παρά<br />

μόνο με τον όρο «ποιητική άδεια»] ι) κύδιστος (ομηρικό επίθετο, υπερθετικός βαθμός του<br />

επιθέτου κυδρός, σχηματισθέν από τη λέξη «κῦδος».<br />

Οι προτάσεις που χρησιμοποιεί σε αρκετά σημεία είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς χωρίς ωστόσο<br />

να δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα στην ομαλή κατανόηση των νοημάτων. Εύκολα μπορεί<br />

κανείς να παρατηρήσει την λυρικότητα και την μουσικότητα στην αποτύπωση των νοημάτων<br />

της ποιήτριας όπως για παράδειγμα στη φράση «Χειρὶ Σὴν λάβ’ αἰολόφωνον χέλυν». Το ποίημα<br />

αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της ικανότητας που είχε η Σαπφώ Λεοντιάς να<br />

παραλλάσσει το ύφος της και τον τρόπο γραφής της ανάλογα με την επικοινωνιακή περίσταση,<br />

άλλοτε γράφοντας σε μια επίσημη αλλά βαριά αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και άλλοτε<br />

παραλλάσσοντάς την έτσι ώστε τα νοήματα να είναι πιο εύκολα στην κατανόηση για τον<br />

αναγνώστη. Και σε αυτό το ποίημα μπορεί κανείς να διακρίνει γλωσσικές διαλεκτικές<br />

ιδιομορφίες όπως π.χ. τη χρήση του όρου «πουλυύμνατον» (στην ορθογραφία της λέξης<br />

παρατηρείται η στένωση του [ο] σε [u]).<br />

Η ποιήτρια δεν διακρίνεται να ακολουθεί κάποιο μοτίβο ομοιοκαταληξίας στο συγκεκριμένο<br />

έργο της. Τέλος η χρήση των σημείων στίξης στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την<br />

ποιήτρια να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης για να παράγει γραμματικά και συντακτικά<br />

ορθές προτάσεις. Παρατηρείται και μια τάση της ποιήτριας να χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το<br />

σημείο στίξης της άνω τελείας για να προσδώσει μια στοχαστική ατμόσφαιρα στο ποίημα,<br />

αφήνοντας περιθώρια στον αναγνώστη να προβληματιστεί, χωρίς να διακόπτει απότομα τη<br />

νοηματική ροή στο συγκεκριμένο σημείο, μέσω της χρήσης τελείας. «.»<br />

41


«Εἰς τό νέον ἔτος 1860»<br />

(Σμύρνῃ, 1ῃ τοῦ 1860)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς αποτελεί μια νοηματική συνέχεια του προηγούμενου έργου της<br />

που αναλύσαμε με τίτλο «Εἰς τόν ἐκπνέοντα χρόνον τοῦ 1859». Είναι ένας χαιρετισμός προς<br />

το Νέο Έτος, μέσω της χρήσης λυρικότατων περιγραφών και εικόνων από τη Φύση,<br />

χαρακτηριστικό στοιχείο του Ρομαντικού κινήματος. Με την πρώτη ματιά ο αναγνώστης<br />

παρατηρεί ότι το σημείο του λόγου που κυριαρχεί στο εν λόγω ποίημα είναι αυτό της ερώτησης.<br />

Η Σαπφώ χρησιμοποιεί συνολικά πέντε ερωτήσεις από τις οποίες η μια είναι ρητορική και<br />

καταλαμβάνει τους πρώτους τρεις στίχους του ποιήματος, «Τίς ἦχος ἐναρμόνιος πληροῖ τήν<br />

ἀτμοσφαῖραν Καί διά μελωδήματος γλυκέος τήν ἡμέραν Σήμερον συνοδεύει;» και οι<br />

υπόλοιπες τέσσερις είναι ερωτήσεις κλειστού τύπου και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρους<br />

του κορμού του ποιήματος. Οι ερωτήσεις αυτές τίθενται από τη Σαπφώ προς τον αναγνώστη,<br />

αναφέρονται σε εικόνες από τη Φύση και έχουν ως στόχο να ενισχύσουν το ενδιαφέρον του<br />

και τον προβληματισμό του καθώς διαβάζει το ποίημα σχετικά με το τί είδους είναι αυτός ο<br />

ήχος που «πληροῖ (=γεμίζει) τήν ἀτμοσφαῖραν Καί διά μελωδήματος γλυκέος τήν ἡμέραν<br />

Σήμερον συνοδεύει; ». Έτσι ο αναγνώστης αγωνιά να φτάσει προς το τέλος του ποιήματος,<br />

προκειμένου να φτάσει και στη λύση της απορίας του.<br />

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των ερωτήσεων αυτών είναι το ότι όλες αποτελούν<br />

περιγραφές της Αυγής «ῥοδόκολπος Ἠώς». Η Σαπφώ εκμεταλλεύεται στο έπακρον την<br />

δημιουργική της φαντασία και σκέψη και παρομοιάζει την Αυγή με μια ποικιλία όντων και<br />

στοιχείων, όπως με μελωδική φωνή γεμάτη με συναισθήματα αγάπης, με πουλί που υμνεί με<br />

το τραγούδι του τον Θεό και με παιδί των Μουσών («Πιερίδων»). Με τη χρήση όλων αυτών<br />

των εντυπωσιακών αναλογιών, η Σαπφώ δημιουργεί έναν θησαυρό για την συνείδηση του<br />

αναγνώστη, προσφέροντάς του το δώρο να βιώσει μια ποικιλία συναισθημάτων πέραν των<br />

αισθητηριακών δεδομένων εξασφαλίζοντάς του παράλληλα και μια διέξοδο από την<br />

μονοσήμαντη και μονόπλευρη εξωτερική πραγματικότητα, εξάπτοντας την φαντασία και τη<br />

δημιουργική του σκέψη.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, με συντακτικές<br />

δομές της αρχαίας Ελληνικής, όπως η χρήση της υποτακτικής έγκλισης σε αρκετά σημεία του<br />

ποιήματος π.χ. «νά τονίσῃ», «νά ὁδηγήσῃ», «νά ἀνορμήσῃ». Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο<br />

42


ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής λέξεις: α) «δέῥῤιν» (δέρρις , εως, ἡ, αττική μορφή του<br />

ουσιαστ. Δέρσις με σημασία δέρμα), β) «πληθύν» (πληθῡ́ς-ύος, ιωνικός τύπος του ουσιαστ.<br />

πλῆθος), γ) «Νασμούς» (νασμός, ὁ, με σημασία ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. <<br />

*ναF-εσμός < νάω «ρέω»], δ) «ἀγλαϊῶν» (μυθολογική αναφορά στην Αγλαΐα, η οποία λέγεται<br />

ότι ήταν η νεότερη από τις Τρεις Χάριτες, οι οποίες προσωποποιούσαν τη γοητεία, την<br />

ομορφιά, τη φύση, τη γονιμότητα και τη δημιουργικότητα στην Ελληνική Μυθολογία. Το<br />

όνομα «Αγλαΐα» εξάλλου σημαίνει λαμπερή και ωραία), ε) «νήσῃ» (< ρ. νέω < αρχ. < ΙΕ *sneμε<br />

σημασία «γνέθω»), στ) «βαθυλήϊον» (επιθ. βαθυλήϊος, -ον με σημασία «με πυκνά σπαρτά,<br />

εύφορος». [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + λήϊον «αθέριστοι καρποί»]) και ζ) «ἀνάσσῃ» (ομηρικό<br />

ποιητικό ρήμα «ἀνάσσω», το οποίο κατά το πλείστον συναντάται στον Ενεστώτα, με σημασία<br />

«είμαι κύριος, δεσπότης, κυρίαρχος, κυβερνώ»).<br />

Τέλος στο ποίημα συναντάται το φαινόμενο του διασκελισμού, κατά το οποίο το νόημα και η<br />

ροή του στίχου συνεχίζονται στον επόμενο π.χ. «Καί τόνους ἐκ τοῦ στήθους του ἐκπέμπει<br />

αἰνεσίμους Πρός τόν Δημιουργόν; » και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Τὸ πτηνόν τῆς αὐγῆς»<br />

(1860)<br />

Το συγκεκριμένο ποίημα συνιστά έναν ύμνο της ποιήτριας προς το θαύμα της ζωής.<br />

Συγκεκριμένα η Σαπφώ απευθύνεται σε όλη την κτίση, ζητώντας της να εξυμνήσει με<br />

ευγνωμοσύνη τον Θεό, ο οποίος σε μια στιγμή της προσέφερε την δυνατότητα ύπαρξης με τον<br />

Θείο λόγο του. «Κ΄ἐνθυμήθητ’ εὐγνομόνως Τὴν στιγμήν τὴν θαυμαστήν, Ὅτ’ εἷς θεῖος λόγος<br />

μόνος Σας ἐγέννησ’ εἰς αὐτήν.». Ωστόσο, τη μεγαλύτερη έκταση του ποιήματος<br />

καταλαμβάνει η προτροπή της ποιήτριας προς τον άνθρωπο να δοξάζει τον Θεό για το δώρο<br />

της Ζωής. Η Σαπφώ αναφέρεται σε δύο σημεία στην πλάση του ανθρώπου από τον Θεό κατ’<br />

εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, όπως χαρακτηρίζει γράφει η Γένεση. Ο άνθρωπος, ωστόσο λόγω<br />

των αμαρτημάτων του αμαύρωσε την εικόνα του Θεού και έχασε το καθ’ ομοίωση. Αυτό που<br />

μπορεί να πράξει τώρα είναι μέσα από την καθημερινή προσευχή να καθαρίσει όσο μπορεί την<br />

εικόνα του Θεού μέσα του, ώστε το Έλεος του Θεού να τον επαναφέρει στο καθ’ ομοίωση κατά<br />

την μετάστασή του στην αιώνια ζωή. Γι’ αυτό το λόγο και η Σαπφώ τονίζει: «Ὤ!θνητοί!δοθῆτε<br />

43


ὄλοι Είς έωθινήν ώδήν, Τείνατε πρὸς ὔμνον πᾶσαν Τῆς καρδίας σας χορδήν. Τοῦ ἡλίου<br />

μὴ σας φθάσῃ Εἰς τὴν κλίνην ἡ ἀκτίς, Στοῦ Θεοῦ τὴν λαμπηδόνα Σεῖς στραφῆτε πρὸ αὑτῆς,<br />

Σεῖς ὀφείλετε τὸν πλάστην Νὰ δοξάζητε μὲ νοῦν, Ἐπειδή τόσαι μ’ ἐκεῖνον Στεναῖ σχέσεις<br />

σᾶς ἑνοῦν.» Το ποίημα κλείνει με μια νουθεσία, μια παραίνεση της Σαπφούς προς όλους τους<br />

αναγνώστες να διατελούν ευσεβή βίο, προσαρμοσμένο στο Θείο Λόγο.<br />

Και σε αυτό το ποίημα η Σαπφώ χρησιμοποιεί εικόνες από τη φύση, ντυμένες με γλαφυρά<br />

επίθετα, προκειμένου να περιγράψει το θαύμα της Δημιουργίας, σύμφωνα με τις επιταγές του<br />

Ρομαντικού κινήματος, π.χ. «Τὴν ἀπέραντον ἀψίδα Ἴδετε τοῦ Οὐρανοῦ, Ἐνδυμένου μὲ<br />

χλαμύδα Ἀστροκόσμου κυανοῦ.»<br />

Η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η ποιήτρια, είναι μια απλής μορφής, ιδιαιτέρως κατανοητή<br />

καθαρεύουσα, με ορισμένες συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής. Από λεξιλογικής<br />

πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «έωθινήν» (εωθινός < από το<br />

αρχαίο «έως» που σημαίνει αυγή. Ο τύπος δεν χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη τόσο<br />

συχνά, αλλά συναντάται κυρίως σε αποσπάσματα ποιημάτων και στον καλλιτεχνικό λόγο) και<br />

β) «ἑνοῦν» (ποιητικό ρήμα «ἑνόω» = ενώνω, κάνω ένα).<br />

Στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει το δεύτερο<br />

ρηματικό πρόσωπο, απευθυνόμενη προς την Κτίση, προσδίδοντας ζωντάνια στο λόγο της ενώ<br />

παράλληλα εισάγει μια συναισθηματική προσέγγιση επί των όσων λέει. Στο τέλος του<br />

ποιήματος και πιο συγκεκριμένα στις δύο τελευταίες στροφές, η Σαπφώ αλλάζει το ρηματικό<br />

της πρόσωπο στο πρώτο ενικό προσδίδοντας στα λεγόμενά της εξομολογητικό τόνο,<br />

εκφράζοντας τις προσωπικές της σκέψεις εναργέστερα προς τον αναγνώστη.<br />

Στο ποίημα συναντάται πλεκτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Ἐλεγεῖον. Εἰς τήν Μνήμην Της»<br />

(9 Ἀπριλίου 1860)<br />

Το έργο αυτό είναι ένα ακόμη ελεγείο της ποιήτριας αφιερωμένο στην κόρη της η οποία βρήκε<br />

πρόωρο θάνατο. Το ποίημα, όπως αναφέρει η Σαπφώ, τοποθετείται χρονολογικά ένα χρόνο<br />

μετά τον θάνατο της κόρης της. Μέσα σε αυτό περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό και λυρικό<br />

44


τρόπο τον ανείπωτο πόνο και θλίψη που βιώνει να ζει μόνη της έχοντας «αποχωριστεί» το ίδιο<br />

της το παιδί.<br />

Από μορφολογικής πλευράς η Σαπφώ χρησιμοποιεί μια ποικιλία εικόνων και λέξεων της φύσης<br />

για να περιγράψει τα συναισθήματα που βιώνει. Έτσι συναντάμε αναφορές στην σκοτεινή και<br />

μαύρη εικόνα του ουρανού «Κ’ ἔγειν’ ἡ ὄψις τῆς γῆς ἐμπρός μου Ἄχαρις ὅλη, καί σκοτεινή!»,<br />

μια εικόνα που θυμίζει πολύ την στιγμή της Σταύρωσης του Ιησού, όταν εκείνος παραδίδει το<br />

πνεύμα του στα χέρια του Πατέρα του, στην μανιασμένη και άγρια φύση «Ὡς κῦμα’ ἀπ’ ἄνεμον<br />

ἰσχυρόν Αὕτη ἡ λύπη ἐκορυφώθη» αλλά συνάμα και εικόνες της γαλήνιας, ζωογόνου και<br />

φωτοδόχου φύσεως όταν η ποιήτρια αναφέρεται στην περίοδο που η κόρη της ζούσε ακόμη,<br />

χαρίζοντας το φως στη ζωή της μητέρας της: «Ἐμπρός Σε βλέπω τῶν ὀφθαλμῶν μου Ὡς<br />

χρυσαλίδα ἐαρινήν,Να περιτρέχῃς τον θάλαμόν μου Καί νά ἐκχέῃς στο μητρικόν μου Στῆθος<br />

οὐράνιον ἡδονήν!». Σε επόμενο σημείο ο πόνος του χαμού του παιδιού της, οδηγεί την Σαπφώ<br />

να θέσει στον εαυτό της και συνάμα και στον αναγνώστη ένα υπαρξιακό ερώτημα,<br />

διερωτώμενη τον αρχικό σκοπό γέννησης της κόρης της, από τη στιγμή που θα αρρώσταινε και<br />

θα «ξεκουραζόταν» σε τόσο μικρή ηλικία. Έρχεται όμως η ίδια να απαντήσει σε αυτό το<br />

ερώτημά της στον αμέσως επόμενο στίχο, λέγοντας πως κανείς άνθρωπος αν δεν γεννηθεί, αν<br />

δεν ζήσει σαν άνθρωπος με τις επιλογές του και τις πράξεις του, δεν μπορεί να «ἀντικρύσῃ Στόν<br />

τῆς ἀπείρου ζωῆς φανόν». Έπειτα η Σαπφώ, χρησιμοποιώντας και πάλι εικόνες από τη φύση,<br />

περιγράφει τις πράξεις και την μεθοδολογία με την οποία λειτουργεί ο Θάνατος, αναφέροντας<br />

τον τρόπο με τον οποίο αλλοιώνει την εικόνα της Φύσης και ανελέητα καταστρέφει τη ζωή των<br />

ανθρώπων, επικεντρώνοντας την ζημιογόνο και επιβλαβή δύναμή του μόνο στα όμορφα<br />

προϊόντα της Φύσης όπως τα τριαντάφυλλα, αγνοώντας ό,τι το ήδη γερασμένο και<br />

κατεστραμμένο: «─Οὐδέν σκληρότερον τοῦ θανάτου Ἀκρίτως ῥίπτει τά θέριστρά του Εἰς τά<br />

πεδία τῆς γῆς ἐδῶ! Κορμούς δέν βλέπει γεγηρακότας Ἐν δυσμοιρίᾳ καί συμφορᾷ! Βάσκανον<br />

βλέμμα στα ῥόδα τείνει, Καί μόλις μίαν αὐγήν τ’ἀφίνει, Καί τά θερίζει ὀδυνηρά! »<br />

Σε αυτό το σημείο όμως, η Σαπφώ συνειδητοποιεί ότι με το θρήνο και την οδύνη, βαραίνει την<br />

ψυχή της κόρης της και συνειδητά επιλέγει να σταματήσει και να αναγνωρίσει ότι η ψυχή του<br />

παιδιού της ζει με αγαλλίαση στον Παράδεισο ζητώντας της όμως παράλληλα, να μην ξεχάσει<br />

και την ψυχή της ίδιας μολονότι δεν μπορεί να συγκριθεί, όπως αναφέρει, με την<br />

μεγαλοπρέπεια της ψυχής της κόρης της. Αυτό είναι ένα σημείο που συναντάται και σε άλλα<br />

ποιήματα της Σαπφούς, και το οποίο είναι το στοιχείο της ταπεινοφροσύνης που την διακρίνει.<br />

45


Από λεξιλογικής πλευράς στο ποίημα κυριαρχούν τα επίθετα, τα οποία είναι προσεκτικά<br />

επιλεγμένα ώστε να ταιριάζουν στο ύφος του ποιήματος και στο σκοπό συγγραφής του. Η<br />

συσσώρευση επιθέτων στο συγκεκριμένο έργο, είναι ένα κατάλληλο μέσο προκειμένου η<br />

Σαπφώ να καταστήσει γνωστή στον αναγνώστη, την αγάπη και την λατρεία που έτρεφε για το<br />

παιδί της.<br />

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης από λεξιλογικής πλευράς, εμφανίζουν οι εξής τύποι: α) ἦσε (τύπος<br />

της καθαρεύουσας) και β) ἔγεινεν (ορθογραφία που συναντάται στην Αγία Γραφή).<br />

Στο στίχο του ποιήματος «Οἴμοι!ἕν στέναγμα φλογερόν» παρατηρεί κανείς ότι το επίθετο<br />

τοποθετείται μετά το ουσιαστικό, κάτι το οποίο είναι δυνατό, για λόγους έμφασης ή<br />

αποσαφήνισης ή και για λόγους διαμόρφωσης ιδιαίτερου ύφους, ιδίως αν δεν υπάρχει άρθρο ή<br />

αν χρησιμοποιείται αόριστο άρθρο. Η γλώσσα της είναι καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές<br />

της αρχαίας ελληνικής (π.χ. ο τύπος της υποτακτικής «θαμβώσῃ»), ωστόσο είναι ιδιαίτερα<br />

κατανοητή.<br />

Τέλος, η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει το πρώτο ρηματικό πρόσωπο προσδίδοντας στο<br />

κείμενο έναν προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, εκφράζοντας τις προσωπικές της σκέψεις ενώ<br />

το ύφος του ποιήματος αποκτά αμεσότητα και οικειότητα. Ως εκ τούτου τα νοήματα και οι<br />

σκέψεις της προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη.<br />

«Εἰς τὴν Σῦρον»<br />

(28 Ἰουλίου 1860)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι ένας ύμνος προς το νησί της Σύρου με αναφορές από την<br />

ιστορία και συγκεκριμένα στον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε το νησί κατά την Ελληνική<br />

Επανάσταση. Αφορμή, όπως φαίνεται, για την συγγραφή του εν λόγω έργου αποτέλεσε η<br />

επίσκεψη της ποιήτριας στο νησί για το οποίο τόσα πολλά είχε ακούσει και γνώριζε αλλά δεν<br />

είχε τύχει να επισκεφθεί αυτοπροσώπως «…Ἐγὼ πλήν, Σῦρος, δὲν σ’ ἐγνώρισα ποτέ Καὶ ἤδη<br />

πρῶτον Σὲ γνωρίζω εὐτυχῶς. Κ’ἀναχωροῦσα φέρω στὴν καρδίαν μου Τὴν εὔμορφον<br />

ἐρατεινήν εἰκόνα Σου...»<br />

46


Η Σαπφώ ξεκινά το ποίημά της με την εικόνα της φυγής των ηρώων της Ελληνικής<br />

Επανάστασης στο νησί της Σύρου, το οποίο δημιουργήθηκε από το Θεό για να λειτουργήσει<br />

ως το καταφύγιό τους από τους διωγμούς στο πρόσωπό τους, «…Ὅταν τὰ τόσον<br />

καταδιωκόμενα Ὑπό χειρός τυράννου αἰματοχαροῦς Μέλη ἐκείνων τῶν ἀνδρείων γενεῶν <br />

Αἱ περ ἐνδόξως τὸν ἀγῶνα ἤθλησαν Τὸν ἰερόν ἐν Χίῳ, Σμύρνη, καὶ Ψαροῖς Καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις<br />

τόποις τῆς Ἀνατολῆς Τοῖς ἀθλοφόροις, ὄταν λέγω στήνοντα Τὴν φὶλην τῶν ἐλευθερίαν<br />

‘κύκλωσαν Καὶ φεύγοντα ἐζήτουν καταφύγιον, Τὸτ’ὁ Θεός τὸν μέγαν τείνας δάκτυλον <br />

Ἔδειξε τούτοις μετ’εὐνοίας Πατρικῆς Σέ, Σῦρος, οὖσαν βράχον ἀπροσπέλαστον…».<br />

Συγκεκριμένα τα βιβλία της ιστορίας γράφουν ότι με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης<br />

το 1821, οι Συριανοί επέλεξαν να διατηρήσουν ουδέτερη στάση. Η καταστροφή όμως της Χίου<br />

το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), τη<br />

Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Οι<br />

πρόσφυγες βρήκαν στο νησί σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που του είχε παραχωρήσει<br />

η Πύλη αλλά και των φυσικών χαρισμάτων του όπως το μεγάλο, ασφαλές από τους ανέμους<br />

λιμάνι.<br />

Στη συνέχεια η Σαπφώ αναφέρεται στην μυθολογική ιστορία του νησιού της Σύρου. Θα μου<br />

επιτραπεί να σχολιάσω σε αυτό το σημείο ότι η Σαπφώ γράφει ότι η Σύρος δημιουργήθηκε από<br />

τον Δία για να προστατέψει την Λητώ. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι ανακριβές σχετικά με την<br />

Σύρο, δεδομένου ότι το νησί της Δήλου, είναι αυτό που δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο<br />

που περιγράφει η Σαπφώ. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει ο σχετικός μύθος, η Δήλος ήταν αρχικά<br />

ένα μικρό πλεούμενο νησί που έπλεε άσκοπα στο πέλαγος. Όταν η Λητώ, κόρη του Τιτάνα<br />

Κόιου, έμεινε έγκυος από το Δία, προκάλεσε την οργή της Ήρας, η οποία την καταδίωκε με<br />

μανία. Τότε ο Δίας παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να της προσφέρει καταφύγιο και ο Ποσειδώνας<br />

ακινητοποίησε το πλεούμενο νησί με αποτέλεσμα να σχηματιστεί η Δήλος. Στη Δήλο βρήκε<br />

καταφύγιο η Λητώ και γέννησε τους δύο δίδυμους θεούς, Απόλλωνα και Άρτεμη, «Σέ, Σῦρος…<br />

Τοιοῦτον, εἶπον, ὄμως μυθολογικῶς Οἱ πρόγονοί μας ‘κεῖτοι οἱ εὐφάνταστοι, Ὅτι ὁ Ζεύς ὁ<br />

ὑψιμέδων τῶν θεός Ἐποίησε πρός τήν φιλτάτην τοῦ Λητώ Διωκομένην ἀπό τήν ἀγέρωχον <br />

Ἥραν, διότι νᾶ γεννήσῃ ἔμελλε Τὸν τῆς σοφίας τῶν Ἑλλήνων ἀρχηγόν Καί παρθενίας τὴν<br />

προστάτιδα θεάν. ».<br />

Εν συνεχεία, με ακρίβεια αυτή τη φορά προς τον μύθο παρουσιάζει η Σαπφώ την εικόνα της<br />

προσωποποιημένης Δήλου, καθώς της δίνει την δυνατότητα σκέψεων και συναισθημάτων, να<br />

47


θλίβεται για τα περασμένα μεγαλεία της, ενώ καλύπτεται από μαύρα σύννεφα, προάγγελο της<br />

οργής της Ήρας προς τον Δία. Πρέπει σε αυτό το σημείο να πούμε ότι τα περασμένα μεγαλεία<br />

της Δήλου και η υποβιβασμένη σπουδαιότητά της σε σύγκριση με την Σύρο, σχετίζονται με το<br />

γεγονός ότι η Δήλος θεωρούνταν ιερό νησί κατά την αρχαιότητα, ενώ απέκτησε μεγάλη αξία<br />

και ως ελεύθερο εμπορικό λιμάνι κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Περίοδο. Ωστόσο το<br />

βάρος της ανοικοδόμησης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τα δεσμά του<br />

τουρκικού ζυγού έπεσε στη Σύρο. Το συριανό ναυπηγείο πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση<br />

του ελληνικού εμπορικού στόλου, που είχε καταστραφεί κατά τον πόλεμο, ενώ το 1860 η Σύρος<br />

ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Ερμούπολης<br />

χάρισαν στην πόλη τους μια πνευματική ανάπτυξη, πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής.<br />

Ως εκ τούτων σε ένα βαθμό η Δήλος παρουσιάζεται από την Σαπφώ να «ζηλεύει» τα μεγαλεία<br />

και την σπουδαιότητα της Σύρου.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο ποίημά της είναι μια αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα,<br />

με συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, χωρίς ωστόσο δυσκολία στην κατανόηση των<br />

νοημάτων από τον αναγνώστη. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν<br />

οι λέξεις: α) «ἀγυιάς» (< θηλυκό ουσιαστ. ἀγυιά (καθαρεύουσα) στενός δρόμος, δρομάκι,<br />

σοκάκι), β) «προῢτίμησεν» (


μαζί του, προσδίδοντας διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο της, ο τόνος του ποιήματος γίνεται<br />

συνομιλητικός ενώ το ύφος και ο λόγος αποκτούν θεατρικότητα και παραστατικότητα.<br />

«Ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις»<br />

(1860)<br />

Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, η Σαπφώ δέχτηκε σημαντικές επιρροές από τον<br />

Φαναριώτικο Ρομαντισμό, όσον αφορά στα θέματα που χρησιμοποιούσε και στα νοήματα που<br />

αποτύπωνε μέσα στην ποίησή της. Βασικό χαρακτηριστικό του Φαναριώτικου ρομαντισμού,<br />

είναι η χρήση πατριωτικών θεμάτων, κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο<br />

ποίημα της Σαπφούς με τίτλο «Ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις» (1860). Μέσα σε αυτό της έργο εκφράζει<br />

με έναν ιδιαίτερα έκδηλο τρόπο το δέος της προς την μεγαλοπρέπεια της πόλεως των Αθηνών<br />

καθώς σε κάθε προσφώνηση της προς την πόλη χρησιμοποιεί κεφαλαίο γράμμα στην αρχή της<br />

προσωπικής αντωνυμίας π.χ. «πρὸς Σὲ ἡδυφλέγοντος ἔρωτος φλόγα». Ο θαυμασμός της γίνεται<br />

φανερός στον αναγνώστη του ποιήματος ήδη από τον τίτλο του, καθώς η ποιήτρια επιλέγει να<br />

χρησιμοποιήσει τον πολυλεκτικό όρο «το κλεινόν άστυ» [


Φαιναρέτης», αντιλαμβάνεται ότι η ποιήτρια αναφέρεται στον Σωκράτη, γιό της Φαιναρέτης<br />

και του Σωφρονίσκου.<br />

Μέσα στο ποίημα αυτό, η Σαπφώ εκτός από τον θαυμασμό και την αγάπη της προς την πόλη<br />

των Αθηνών, εκφράζει και την ανησυχία της, η οποία όπως αναφέρει με ιδιαίτερο γλαφυρό<br />

τρόπο την «σκιάζει» «ὡς νέφος Κονιορτοῦ μελανὸν», η οποία ανησυχία όπως εξηγεί στους<br />

επόμενους στίχους οφείλεται στην αυταρέσκεια και την αλαζονεία των Αθηναίων πολιτών, που<br />

εγωιστικά ενδιαφέρονται για τα αξιώματα που θα αποκτήσουν και για την προσωπική τους<br />

υστεροφημία, αδιαφορώντας για την ένδοξη πόλη στην οποία κατοικούν. Τους προτρέπει<br />

λοιπόν, να ανεβούν στον λόφο του Λυκαβητού και να δουν τα πράγματα υπό μια νέα οπτική<br />

γωνία, επαναπροσδιορίζοντας τους στόχους που θέτουν στη ζωή τους.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ και σε αυτό της το ποίημα είναι αρχαΐζουσα<br />

καθαρεύουσα, με πολλές λέξεις της αρχαίας ελληνικής όπως ενδεικτικά τις εξής: α) «εὔχαρις»<br />

[< εὖ + χάρις = ο χαριτωμένος, ο γεμάτος χάρες], β) «θάμβους» [


προς τον αναγνώστη χωρίς την επιβραδυντική και μερικές φορές κατασταλτική επίδραση των<br />

σημείων στίξης.<br />

Το ποίημα, το οποίο δεν φέρει μετρικά κάποιας μορφής ομοιοκαταληξία κλείνει με έναν<br />

αποχαιρετισμό της ποιήτριας προς την αγαπημένη της πόλη, λέγοντας ότι φεύγει για την Ιωνία<br />

προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τις νέες κορασίδες και να τους μεταλαμπαδεύσει τα<br />

προσφιλή της συναισθήματα για την πόλη των Αθηνών «Ἀπερχομένη πρὸς Ἕω, πρὸς τὴν<br />

προσφιλῆ Σ᾿ Ἰωνίαν § Ὅπως ἐξάπτω ἐκεῖ εἰς καρδίας Κορῶν ἁβροχείλων § Τὴν ἱερὰν τοῦ πρὸς<br />

Σὲ ἡδυφλέγοντος ἔρωτος φλόγα §»<br />

«Τὸ πᾶν καὶ ὁ ἄνθρωπος»<br />

(Ἐν Σάμῳ. 12. Σεπτεμβρίου 1861)<br />

Από τον πρώτο κιόλας στίχο του ποιήματος αυτού, η Σαπφώ εκφράζει το θαυμασμό της για το<br />

μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης, η οποία είναι το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός<br />

στον άνθρωπο. Ολόκληρο το ποίημα κατακλύζεται από συγκλονιστικές εικόνες περιγραφής<br />

της απαράμιλλης ομορφιάς του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο όταν αυτό είναι γαλήνιο και<br />

ήρεμο προσφέροντας με τα χρώματα και τις μελωδίες του μια διέξοδο διαφυγής από την<br />

σαθρότητα και το γκρίζο του αστικού περιβάλλοντος όσο και όταν η οργή του ξεχειλίζει<br />

προκαλώντας το φόβο και τη φυγή σε όλα τα πλάσματα. Ακόμη και εκείνα τα πλάσματα τα<br />

οποία υπερέχουν έναντι των υπολοίπων είτε μέσω του μεγέθους τους στην περίπτωση του<br />

ελέφαντα, είτε μέσω των ικανοτήτων τους όπως π.χ. τη δυνατότητα πτήσης στην περίπτωση<br />

του αετού, τρέμουν μπροστά στη δύναμη και την μανία της φύσης. Υπάρχει ωστόσο, όπως<br />

αναφέρει η Σαπφώ, ένα πλάσμα το οποίο αν και στερείται την ικανότητα δεινής κολύμβησης<br />

και την ικανότητα να πετάει στους αιθέρες, δεν φοβάται μπροστά στην επίδειξη δύναμης της<br />

φύσης. Αυτό το πλάσμα δεν είναι άλλο από τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον<br />

Θεό και του δόθηκε η δύναμη από Αυτόν ώστε να κυριαρχεί απέναντι στη φύση και απέναντι<br />

σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο, «Ὤ! πᾶσ’ ἀγνοεῖ ἡ θεσπέσιος φύσις Ἐμπρὸς τοῦ βροτοῦ τὴν<br />

ἰδίαν ἰσχὺν, Τὸν τρέμει, διότι ἐπίσημον φέρει Σφραγῖδα Θεοῦ. Λογικὴ τὸν ἐξεύρει Ψυχὴ εἰς<br />

κρατίστου βαθμοῦ ἐξοχήν » και «Καὶ ἔσῃ, ὦ Ἄνθρωπ’, ἀήττητος ἄναξ »Τοῦ κόσμου ἐφ’ οὗ σὲ<br />

διώρισ’ Ἐγώ∙ ...»Κι’ αὐτὴ ἡ βροντὴ τ’ ἀχανοῦς οὐρανοῦ μου »Θὰ λέγῃ, «ἐμπρὸς τοῦ<br />

51


ἀνθρώπου σιγῶ. ». Η εξουσία του ανθρώπου πάνω στη φύση άρχισε ήδη από τον Κήπο της<br />

Εδέμ, ενώ η εξουσία του πάνω στα ζώα πραγματοποιείται μέσω της ανάπτυξης προσωπικών<br />

σχέσεων με αυτά. Ο άνθρωπος ωστόσο, έλαβε αυτή την εξουσία, αυτή την δύναμη πάνω στα<br />

άλογα όντα μαζί με κάποιες εντολές, τις οποίες παρουσιάζει σε αυτό το ποίημα η Σαπφώ, ως<br />

τα δύο δώρα που χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο κατά τη στιγμή που τον στέλνει στη Γη.<br />

Συγκεκριμένα ο Θεός συμβουλεύει τον άνθρωπο, η εξουσία του να διέπεται από αγάπη,<br />

σεβασμό και δικαιοσύνη απέναντι στο κάλλος της δημιουργίας, δηλ. να είναι μια μορφής<br />

υπηρεσία εκ μέρους του ανωτέρου προς τον κατώτερο, «Ἀγάπην θερμὴν πρὸς τὸ κάλλος τῆς<br />

θείας Σεμνῆς Ἀρετῆς... » καθώς επίσης και να παραμένει πιστός ακόλουθος του δρόμου που<br />

έχει χαράξει ο Θεός, χωρίς ποτέ να παρασυρθεί από τα πάθη του ή από την έμφυτη δύναμή<br />

του, ξεστρατίζοντας ως εκ τούτου απ’ αυτόν, «καὶ ῥοπὴν στοὺς εὐθεῖς Τοῦ νόμου Του δρόμους,<br />

εἰς οὓς βασιλεύει Ἡ τῆς Ἀληθείας αἰγλήεσσ’ αὐγὴ ».<br />

Η ιδιαίτερα έντονη θρησκευτικότητα που διακατείχε την Σαπφώ γίνεται εύκολα αντιληπτή<br />

μέσα σε αυτό το ποίημα ύμνο στην σοφία των Θεϊκών πράξεων, που δημιούργησαν τον<br />

άνθρωπο ως όν και του χάρισαν το στολίδι του φυσικού περιβάλλοντος.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο συγκεκριμένο ποίημα είναι μια απλής μορφής<br />

αρχαιοπρεπής καθαρεύουσα, ιδιαίτερα εύκολη στην κατανόηση, στην οποία συναντώνται<br />

ποικίλες συντακτικές μορφές της αρχαίας ελληνικής. Από λεξιλογικής πλευράς, δεν<br />

συναντάται κάποια ιδιαιτερότητα. Τέλος, στο ποίημα, συναντάται σταυρωτής μορφής<br />

ομοιοκαταληξία, δηλ. ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και ο δεύτερος με τον<br />

τρίτο.<br />

«Ὁ νεκρὸς 1862, καὶ τὸ Νεογνὸν 1863»<br />

(Τὴν Α΄ην τοῦ 1863)<br />

Ο Χρόνος παρουσιάζεται πρωταγωνιστής σε ένα ακόμη ποίημα της Λεοντιάδος. Σε αυτό της<br />

το έργο η ποιήτρια, φτιάχνει μια μικρή ιστορία, στην οποία παρομοιάζει το έτος που αναχωρεί<br />

με ένα μικρό παιδί, το οποίο έζησε μόλις ένα χρόνο στη γη και τώρα παραδίδεται στα χέρια<br />

του Θεού. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι συνήθως η ποιήτρια χρησιμοποιεί την<br />

εικόνα ενός γερασμένου ατόμου για να παρομοιάσει το απελθέν έτος κι όμως σε αυτό της το<br />

52


ποίημα είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί την εικόνα ενός μικρού παιδιού για την<br />

προαναφερθείσα παρομοίωση. Πολλά από τα έργα της ποιήτριας χρησιμοποιούν το θεματικό<br />

μοτίβο του απερχόντος έτους και του καινούριου έτους, συνήθως με όχι και τόσο χαρμόσυνη<br />

διάθεση καθώς η ίδια είτε θλίβεται για το τέλος ενός χαρμόσυνου έτους για όλους τους<br />

ανθρώπους είτε αφορμάται από ένα θλιβερό και γεμάτο δυστυχία έτος που φεύγει προκειμένου<br />

να γράψει το ποίημά της.<br />

Από γλωσσικής πλευράς, μολονότι το συγκεκριμένο ποίημα είναι γραμμένο το 1863, η Σαπφώ<br />

επιλέγει να χρησιμοποιήσει μια πιο απλή μορφή της καθαρεύουσας, χωρίς το πλήθος των<br />

αρχαϊσμών και των ποιητικών λέξεων, που μπορεί κανείς να συναντήσει σε άλλα ποιήματα της<br />

ίδιας εποχής. Από αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, προσωπικά αποδίδω έναν δυναμικό<br />

χαρακτήρα στη γλώσσα και το ύφος της Λεοντιάδος, δεδομένου ότι ακόμη και στην ίδια<br />

χρονική περίοδο, στην συγκεκριμένη περίπτωση στα «παιδικά» της ποιήματα, προσαρμόζει τα<br />

χαρακτηριστικά της γλώσσας της ανάλογα με την περίσταση και το σημασιολογικό υπόβαθρο<br />

του εκάστοτε ποιήματος. Ενώ θα περίμενε κανείς η επιρροή της από την ιδιαιτέρως αρχαϊκή<br />

μορφή της καθαρεύουσας που προωθούνταν εκείνη την εποχή μεταξύ άλλων και από το<br />

Ρομαντικό κίνημα, να είναι αδιάλειπτη, παρατηρούνται αυτές οι διακυμάνσεις ως προς το<br />

επίπεδο του αρχαϊσμού της γλώσσας.<br />

Παράλληλα στο συγκεκριμένο ποίημα η Σαπφώ χρησιμοποιεί και μια πληθώρα ιδιωματικών<br />

και διαλεκτικών τύπων, τους οποίους θα δούμε αμέσως τώρα. Έτσι λοιπόν, από λεξιλογικής<br />

πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «ἂφινε» (η ορθογραφία του<br />

ρήματος εξηγείται λογικά από την επιρροή του αρχ. ελληνικού ρήματος ἀφίημι) β) «ἀγάπαε»<br />

και «ἐτραγούδαε» (χαρακτηριστικό της Πελοποννησιακής διαλέκτου, είναι να χάνεται το γ,<br />

όταν βρισκόταν ανάμεσα σε φωνήεντα, εξ’ου και η ορθογραφία των δύο ρημάτων), γ) «ἒτζι»<br />

(πρόκειται μάλλον για ορθογραφική παρά για φθογγική ιδιοτυπία της εποχής, καθώς ο παλιός<br />

κανόνας «οδοντικό προ του σ αποβάλλεται» τους εμπόδιζε να γράψουν τσ), δ) «παιδοῦδι» (το<br />

επίθημα –ούδι είναι 1. Υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων μετουσιαστικών ουσιαστικών π.χ.<br />

άγγελος > αγγελούδι και 2. Υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων μεταρηματικών ουσιαστικών<br />

π.χ. πελεκώ > πελεκούδι. Ετυμολογία = -ούδι < μεσαιωνική ελληνική –ούδιν < ελληνιστική<br />

κοινή –ούδιον < αρχαία ελληνική –διον), ε) «πλιὸ» (ιδιωματική έτερη μορφή του «πιο».<br />

Ετυμολογία = πλιο < μεσαιωνική ελληνική πλιό < αρχαία ελληνική πλέον), στ) «παλῃοὺς»<br />

(


ορθογραφικό λάθος, καθότι στην αρχαία ελληνική είχαμε το επίθετο παλαιός το οποίο<br />

φωνητικά με συμπροφορά («συνίζηση») τού -αι- και τού -ο- σε έναν φθόγγο (paleós > paljós)<br />

προέκυψε σε νεότερα χρόνια ένας ημιφωνικός φθόγγος, κάτι σαν [ i ] που πρέπει να<br />

απλογραφηθεί με -ι- και όχι με -η- (το οποίο είναι σαν να αποδίδει το μακρό αι, που όμως ήταν<br />

ένα απλό e, όταν έγινε η συνίζηση !), ζ) «πρωτήτερα» (μεσαιωνική ορθογραφία), η) « ‘κειὸ»<br />

(ιδιωματικός τύπος), θ) «μικρούτζικ’» (η ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία εξηγείται καθώς ο<br />

συνδυασμός τζ χρησιμοποιούνταν στα παλαιότερα χρόνια με διπλό τρόπο, τόσο για να δηλωθεί<br />

ο φθόγος /dz/ (τζ) όσο και ο φθόγγος /ts/ (τσ), η) «καϋμένο» (η ιδιαίτερη ορθογραφία της<br />

μετοχής εξηγείται πιθανότατα από την προέλευση της μετοχής από το ρήμα καίω, καθώς<br />

καημένος < παθητική μετοχή του ρήματος καίω), θ) «ἀρχηνίσω» (ἀρχίζω και ἀρχινώ και<br />

ἀρχινίζω. Ο τύπος ἀρχινώ προήλθε είτε από παρετυμολογικό συμφυρμό των αρχίζω + χερνώ<br />

(< εγχειρνώ, < εγχειρώ ή εγχειρίζω) είτε, κατ' άλλη άποψη, από τα άρχω, αρχίζω + (κατάλ.) -<br />

ινώ, αναλογικά προς τα κινώ, ξεκινώ και ι) «ἐφετά» (< επιθ. ἐφετός, -ή, -όν < αρχ. ελληνική<br />

ἐφίημι = αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός).<br />

Στο ποίημα δεν συναντάται κάποιας μορφής ομοιοκαταληξία.<br />

«Σμυρναϊκά»<br />

(1863)<br />

Περνάμε σε ένα επόμενο ποίημα της Σαπφούς Λεοντιάδος με τίτλο «Σμυρναϊκά» (1863), το<br />

οποίο όπως πληροφορείται ο αναγνώστης από τον πρόλογο του περιοδικού στο οποίο<br />

δημοσιεύθηκε, πρόκειται για ένα ποίημα/έναν ύμνο προσωπικής σύνθεσης της Σαπφούς<br />

Λεοντιάδος, κατά την περίοδο που διετέλεσε Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Σμύρνης.<br />

Το ποίημα αυτό είναι ένας ύμνος, μια παράκληση προς το πρόσωπο της Παναγίας από τις<br />

μαθήτριες του Παρθεναγωγείου. Παρατηρείται μια ποικιλία στη ρίμα των στίχων, καθώς<br />

συναντάται μια εναλλαγή ανάμεσα στην ζευγαρωτή («Καὶ εὐχῆς μας ταπεινῆς § Ἄκουσον<br />

πανευμενὴς §») και στην πλεκτή («Χύνε φῶς στὴν κεφαλήν μας § Ἀπ’ τὸν ἅγιόν Σου θρόνον §<br />

Καὶ μὲ τ’ ἄνθη στόλιζέ μας § Τῶν ἐνδόξων μας προγόνων!§» ) ομοιοκαταληξία. Μπορεί κανείς<br />

να παρατηρήσει πολύ εύκολα και το φαινόμενο του νοηματικού διασκελισμού όπως για<br />

παράδειγμα στους στίχους «Ἡ στοργή των ἡ ἁβρὰ § Χρεωστεῖ στὰ τρυφερὰ § Χείλη μας.» , το<br />

54


οποίο είναι χαρακτηριστικό της μοντέρνας ποίησης, δίνοντας την δυνατότητα της δημιουργίας<br />

ενός πιο ελεύθερου στίχου και βοηθώντας ως εκ τούτου στο να εκφραστεί πληρέστερα η<br />

ποιητική έμπνευση. Το γεγονός ότι συναντάμε ένα τέτοιο «προοδευτικό» και μοντέρνο<br />

χαρακτηριστικό στην ποίηση του 19ου αιώνα, είναι ακόμη μια απόδειξη του πόσο πρωτοπόρα<br />

ήταν η Σαπφώ Λεοντιάς στην ποιητική της δημιουργία.<br />

Το πρόσωπο με το οποίο επιλέγει η ποιήτρια να εκφραστεί είναι το πρώτο πληθυντικό, το οποίο<br />

χαρίζει έναν οικείο τόνο στο λόγο, τον κάνει πιο άμεσο, πιο οικείο και πιο παραστατικό. Μέσω<br />

της χρήσης του συγκεκριμένου προσώπου η ποιήτρια συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό της στο<br />

εσωτερικό των νοημάτων, ενώ ταυτόχρονα καθιστά τον αναγνώστη πιο δεκτικό και ο λόγος<br />

της γίνεται πολύ πιο πειστικός. Έτσι διαβάζοντας ο αναγνώστης το συγκεκριμένο ποίημα<br />

νιώθει σαν να βρίσκεται ο ίδιος εκείνη τη στιγμή παρών στην προσευχή, σαν να συμμετέχει<br />

και ο ίδιος σε αυτή την παράκληση.<br />

Από συντακτικής και μορφολογικής πλευράς συναντά κανείς χαρακτηριστικά της αρχαίας<br />

Ελληνικής στο ποίημα, όπως για παράδειγμα τη χρήση των καταλήξεων της αρχαίας ελληνικής<br />

για το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού π.χ. «στολίζουσι».<br />

«Εἰς τό ἔτος 1863»<br />

(Ἐν Σμύρνῃ, 30 10βρίου 1863)<br />

Στο ακριβώς προηγούμενο ποίημα της Σαπφούς με τίτλο «Ὁ νεκρὸς 1862, καὶ τὸ Νεογνὸν<br />

1863» εκφραζόντουσαν οι ελπίδες της ίδιας της ποιήτριας καθώς και ολόκληρου του κόσμου<br />

για ένα ευτυχισμένο έτος 1863, το οποίο θα τους προσέφερε την υγεία και την ευτυχία και όλα<br />

εκείνα τα αγαθά τα οποία τους είχε στερήσει ο προκάτοχός του, το έτος 1862. Απ’ ότι φαίνεται<br />

όμως από αυτό εδώ το ποίημα, οι προσδοκίες και οι ελπίδες αυτές του κόσμου διαψεύστηκαν<br />

δεδομένου ότι το 1863 πέρασε, χωρίς να προσφέρει τίποτα το χαρμόσυνο στη ζωή των<br />

ανθρώπων. Ως εκ τούτου η Σαπφώ γράφει αυτό εδώ το ποίημα, για να αποχαιρετήσει από τη<br />

μια πλευρά το έτος 1863, αισθανόμενη ανακούφιση που φεύγει επιτέλους, αλλά και για να<br />

εκφράσει από την άλλη τα συναισθήματα της απογοήτευσης απέναντι στο «πρόσωπό» του για<br />

την κακοδαιμονία και την λύπη που έφερε στους ανθρώπους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει,<br />

αφήνει στα χέρια του Θεού, την κρίση για το έργο και την προσφορά του Έτους, ζητώντας του<br />

55


ωστόσο παράλληλα να τείνει Χείρα βοηθείας στη διευθέτηση σημαντικών ζητημάτων και να<br />

χαρίσει το δώρο της αγαλλίασης, της σοφίας και της ευτυχίας, στις καρδιές και στις ζωές όλων<br />

των ανθρώπων, «Ζητήματα περίπλοκα εἰς ῥοῦν εὐθύν νά τρέψη. § Αἴγλας ἐπὶ τοῦ βίου μας νά χέῃ<br />

τῆς σοφίας! § Μέ μύρα χριστιανικῆς ἀγάπης τὰς καρδίας».<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της έργο η Σαπφώ είναι η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα,<br />

χωρίς ωστόσο δυσκολίες στην κατανόηση και λεξιλογικές επιλογές που τείνουν ιδιαίτερης<br />

προσοχής.<br />

«Ἐλεγεῖον εἰς τόν ἀοίδιμον ἱεράρχην Ῥόδου Δωρόθεον»<br />

(1865)<br />

Ποίημα με ιδιαίτερα έκδηλο το θρησκευτικό συναίσθημα της Σαπφούς είναι και το έργο της με<br />

τίτλο «Ἐλεγεῖον είς τόν ἀοίδιμον ἱεράρχην Ῥόδου Δωρόθεον» (1865), το οποίο όπως φαίνεται<br />

ήδη και από τον τίτλο του είναι ένα θρησκευτικό άσμα με τη μορφή ποιήματος, το οποίο έγραψε<br />

η ποιήτρια και αφιερώνει στο πρόσωπο του εκλιπόντος ιεράρχη Ρόδου Δωρόθεου. Διαβάζοντας<br />

κανείς το συγκεκριμένο ποίημα, μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστώσει το σεβασμό, τη βαθιά<br />

εκτίμηση, την προσήλωση και τον θαυμασμό της ποιήτριας, μια αναγνώριση συμπεριφοράς η<br />

οποία αρμόζει στην ανωτερότητα και στην αξία του προσώπου του ιεράρχη, εξυμνούσα το<br />

θεάρεστο έργο του σε πολλά σημεία με ιδιαίτερα λυρικό και παραστατικό τρόπο. Ενδεικτικά<br />

παραθέτω ένα συγκεκριμένο χωρίο: «Δόγματ᾿ ἀληθείας δ᾿ αὐδῇ μελιρύτῳ φράζων §<br />

Πνευματικοῖς ἕο παισὶ θεοῦ ἐντάλματ᾿ ἐδείκνυ...§» Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι μια πολύ<br />

επίσημη αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, με ύφος ανάλογο του χαρακτήρα του άσματος και του<br />

προσώπου στο οποίο αναφέρεται. Μορφολογικά το ποίημα αποτελείται από ιδιαίτερες λέξεις<br />

και φράσεις, κυρίως της αρχαίας ελληνικής και από τις οποίες αρκετές δεν συναντώνται τόσο<br />

στον καθημερινό λόγο αλλά σε ποιητικά κείμενα. Χαρακτηριστικά αναφέρω τις εξής: α)<br />

«Θεοῖο» (τύπος πτώσεως γενικής – θεοῦ, ετυμολογικά πρέπει να προέρχεται από το ποιητικό<br />

ρήμα «θείω» που σημαίνει [τρέχω] και του οποίου η ρίζα προέρχεται από το<br />

πρωτοινδοευρωπαϊκό *dʰew-) β) «πατρώων» (Ετυμολογία: [


στ) «ἔσβεσεν» (


«Εἰς μίαν πεύκην»<br />

(1866)<br />

Εκτός από το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, η Σαπφώ Λεοντιάς διακρίνεται και για την<br />

φυσιολατρία της, την οποία αποτύπωνε γλαφυρά και στο ποιητικό της έργο. Ένα<br />

χαρακτηριστικό δείγμα όπου είναι ιδιαίτερα έντονος αυτός ο φυσιολατρισμός είναι το ποίημά<br />

της με τίτλο «Εἰς μίαν πεύκην» (1866). Σε αυτό της το έργο η ποιήτρια απευθύνει τις σκέψεις<br />

της σε ένα δέντρο πεύκης, το οποίο όπως αναφέρει είχε συναντήσει παλαιότερα στην εξοχή<br />

αλλά τώρα το συναντά μέσα στην πόλη («Ἀλλὰ σὺ τώρα διατὶ ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων;§ Πῶς<br />

τὴν ἀγρίαν τῶν δασῶν ἀφῆκες ἠρεμίαν; § Χεὶρ τὶς σὲ μετεφύτευσεν εἰς θορυβώδη τόπου;»). Ο<br />

προβληματισμός της ποιήτριας περιστρέφεται τόσο γύρω από το πώς άλλαξε η ζωή της από το<br />

παρελθόν μέχρι σήμερα, όσο και γύρω από την παρουσία του δέντρου μέσα στην πόλη, μακριά<br />

από την εξοχή. Υποδηλώνεται έτσι μια πικρία της ποιήτριας για το αστικό περιβάλλον, καθώς<br />

υπερτονίζει σε αρκετά σημεία του έργου της, το πόσο καθαρτική είναι η παρουσία του δέντρου<br />

μέσα στην πολύβουη πόλη. Ένας πολύ έντονος, λυρικός και άκρως αναπαραστατικός λόγος,<br />

που δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να φαντάζεται τις σκηνές που περιγράφει η ποιήτρια<br />

και να τις βιώνει σαν να ήταν παρών. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ικανότατης γραφής<br />

της Σαπφούς Λεοντιάδος.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό το ποίημα είναι αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, αλλά σε<br />

μια πολύ απαλή και κατανοητή μορφή της, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι αρχαιοελληνικές<br />

δομές στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μορφολογία του έργου. Έτσι συναντάμε δομές όπως<br />

η χρήση του τύπου «ἔχεε» (ο οποίος είναι παρελθοντικός χρόνος του ρήματος της αρχαίας<br />

ελληνικής χέω), ο τύπος «διατί» (


Τέλος στο συγκεκριμένο ποίημα, η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως ρηματικό πρόσωπο<br />

αυτό του πρώτου ενικού. Με αυτή της την επιλογή προσδίδει στο κείμενο έναν προσωπικό,<br />

εξομολογητικό τόνο, εκφράζει προσωπικές σκέψεις και εκτιμήσεις της, ενώ το ύφος του<br />

ποιήματος αποκτά αμεσότητα και οικειότητα. Τα νοήματα και οι σκέψεις της προβάλλονται<br />

εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη. H ομοιοκαταληξία που συναντάται στο ποίημα<br />

είναι πλεκτής μορφής.<br />

«Ἐλεγεῖον τῇ γλυκεῖα μοι μητρὶ Σοφία Λ. Κληρίδου,<br />

ἀποθανούσῃ τὴν 4 Ἰουνίου 1866»<br />

(Ἐν Σμύρνη, 22 Ἰουνίου 1866)<br />

Η Σαπφώ γράφει ένα ακόμη ελεγείο, το οποίο λειτουργεί ως δίαυλος για να διοχετεύσει και να<br />

εξωτερικεύσει την μελαγχολική της διάθεση για τον θάνατο της αγαπημένης της μητέρας. Ή<br />

θρησκευτικότητα της ποιήτριας εκδηλώνεται στον αναγνώστη από τους πρώτους κιόλας<br />

στίχους, όταν αναφέρει ότι ο Θεός κάλεσε τον προστάτη άγγελο της ψυχής της μητέρας της<br />

κοντά Του. Μια σκηνή μέσω της οποίας η Σαπφώ εκφράζει την πίστη της για την συνέχεια της<br />

«ζωής» της ψυχής μετά το θάνατο. Στη συνέχεια, το θεματικό βάρος του ποιήματος<br />

μεταφέρεται στην στιγμή που ή μητέρα της Σαπφούς, ενώ κείτεται στο κρεβάτι της, στρέφει το<br />

βλέμμα της αναζητώντας την παρηγοριά της παρουσίας της κόρης της για να την αποχαιρετήσει<br />

και να της δώσει την ευχή της. Μέσα από μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων, ή Σαπφώ<br />

χαρακτηρίζει απαραίτητη την παρουσία της στο πλευρό της μητέρας της, καθώς τίποτα δεν θα<br />

μπορούσε να την κρατήσει μακριά. Σχολιάζει ότι η παρουσία της θα μπορέσει να κατευνάσει<br />

κάπως τον πόνο που λογικά βιώνει η μητέρα της, ότι θα είναι παρηγοριά και συνοδοιπόρος στο<br />

δρόμο του πόνου του πατέρα της και της αδελφή της, οι οποίοι επί οκτώ μέρες θρηνούν, ότι<br />

όντας παρούσα θα μπορέσει να συνοδεύσει την μητέρα της στην τελευταία της κατοικία και να<br />

της αφήσει ένα λουλούδι, ως σύμβολο της αγάπης της προς το πρόσωπο της, σύντροφος της<br />

στην «μοναξιά» του θανάτου και σύμβολο του αγώνα της και της νίκης της επί του θανάτου.<br />

Τέλος η Σαπφώ σχολιάζει ότι η παρουσία της στον τάφο της μητέρας της αναπόφευκτα θα της<br />

φέρει δάκρυα λύπης για τον αποχωρισμό τους αλλά την παρακαλεί τα δάκρυα της αυτά να μην<br />

της βαρύνουν την ψυχή της, να μην της αφαιρέσουν το χαμόγελο από το όμορφο πρόσωπο της<br />

59


καθώς θα περνάει τις πύλες του Παραδείσου, όπου θα την περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες δύο<br />

γνώριμα πρόσωπα της, ο γιος της και ή εγγονή, την οποία μπορεί να μην πρόλαβε να τη χαρεί<br />

στην επίγεια ζωή της, περνώντας τα γηραιά της χρόνια μαζί της αλλά θα της κρατάει πλέον<br />

συντροφιά στην Αιωνιότητα, «Πλὴν μὴ εἰσέλθῃς κατηφὴς εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ δῶμα ἰδὲ ἐκεῖ πρὸ<br />

τῶν θυρῶν μὲ χάριεν τὸ ὄμμα μ’ ἀγκάλας ἀνοικτὰς σὲ καρτεροῦσι προσφιλεῖς ψυχαῖ, ὦ μῆτερ,<br />

δύο: Ἠ μία τοῦ φιλτάτου σου υἱοῦ!.. Κἄν ἐν τῷ βίῳ ἐδῶ δὲν ἠξιώθης μετὰ τοῦ παμφιλτάτου<br />

σου μικροῦ μου θυγατρίου τερπνῶς τὰς ὥρας νὰ περνᾷς τοῦ γηραιοῦ σου βίου, καθὼς<br />

περιεπόθεις! Τὸ ἄλλο μου θυγάτριον ἐκεῖ σὲ περιμένει!».<br />

Το ποίημα κλείνει με μια ευχή της Σαπφούς, η αγάπη της μητέρας της μαζί με την φροντίδα<br />

του Θεού να προστατεύουν όλους τους Ανθρώπους στην Γη, «Κ’ ἐνῷ περιηγῆσαι εἰς τ’ ἄλση<br />

τὰ ἀκήρατα, καὶ τρισευδαίμων ἧσαι, βλέμματα μεριμνῶντα ἡ μητρικὴ ἀγάπη σου στὴν γῆν μας<br />

θε νὰ τρέπῃ, καὶ τοῦ Θεοῦ θὰ δέηται τὰ ἐπ’ αὐτῆς νὰ σκέπῃ ἀγαπητά σου ὄντα.»<br />

«Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν»<br />

(1869)<br />

Έντονη έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος της Λεοντιάδος συναντάμε και στο ποίημά<br />

της με τίτλο «Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν» (1869). Σε αυτό της το ποίημα, παρατηρείται μια αλλαγή<br />

στη μορφή της γλώσσας της και του τρόπου έκφρασής της. Η γλώσσα της μολονότι ακόμη<br />

διατηρεί τα χαρακτηριστικά της καθαρεύουσας και συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής,<br />

δεν είναι πλέον αρχαιοπρεπής, σε βαθμό που μοιάζει, αρκετά θα μπορούσε να πει κανείς, με<br />

την δημοτική. Αυτό οφείλεται στο πέρασμα κάποιων ετών από τη συγγραφή του ενός<br />

ποιήματος και του άλλου τα οποία επέδρασαν σημαντικά στον τρόπο έκφρασης της Σαπφούς.<br />

Η ποιήτρια στο συγκεκριμένο έργο της μιλάει αρχικά σε τρίτο ενικό πρόσωπο, παίρνοντας τον<br />

ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, και στη συνέχεια δίνει το λόγο στο μικρό παιδί, τον<br />

πρωταγωνιστή της ιστορίας, το οποίο περιγράφει το τί έχει προηγηθεί στη ζωή του και το τί<br />

πρόκειται να επακολουθήσει κατά την περιπλάνησή του από σπίτι σε σπίτι, απευθυνόμενο σε<br />

ένα υποθετικό ακροατήριο «δέτε ταις» Κ’ ἔτζι δ’ αὐτοὶ χαρούμενοι τὴν πόρτα νὰ μ’ ἀνοίγουν, §<br />

νὰ μὲ καλοκυτάζουνε καὶ νὰ μὲ ἀγκαλιάζουν». Με αυτή της την επιλογή προσδίδει στο κείμενο<br />

έναν προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, εκφράζει προσωπικές σκέψεις και εκτιμήσεις της, ενώ<br />

60


το ύφος του ποιήματος αποκτά αμεσότητα και οικειότητα. Τα νοήματα και οι σκέψεις που<br />

εκφράζει το μικρό παιδί, τα οποία είναι φυσικά οι σκέψεις της ίδιας της ποιήτριας,<br />

προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη.<br />

Ο τόνος του ποιήματος είναι έντονα συγκινησιακός, καθώς η ποιήτρια με εργαλείο της τον<br />

ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο έκφρασής της δημιουργεί στον αναγνώστη ανάμεικτα<br />

συναισθήματα για την τύχη του μικρού παιδιού, το οποίο είναι και ο πρωταγωνιστής του<br />

ποιήματος. Διαβάζοντας την αρχή του ποιήματος ο αναγνώστης αισθάνεται θλίψη για την<br />

μοίρα του μικρού παιδιού, το οποίο μόνο του κυκλοφορεί στους κρύους δρόμους, ενώ το τέλος<br />

του αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, καθώς συνειδητοποιεί το μεγαλείο της ψυχής του μικρού<br />

παιδιού μην γνωρίζοντας, ωστόσο τί του επιφυλάσσει ακόμη η μοίρα.<br />

Και σε αυτό το ποίημα συναντάμε γλωσσικές ιδιομορφίες όπως τις εξής: α) τη χρήση του<br />

τροπικού επιρρήματος με τη μορφή «ἔτζι» όπου και γίνεται χρήση του διπλού συμφώνου [τζ]<br />

αντί του [τς], ένα χαρακτηριστικό της κυπριακής διαλέκτου, β) τη χρήση του ρήματος<br />

«κυτ(τ)άζω» στα «καλοκυτάζουνε» και «κυττάζῃ», μια ομολογουμένως ιδιαίτερη ορθογραφία<br />

η οποία έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που προσπάθησαν να<br />

ετυμολογήσουν την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν. Ημέρα 1885, -<br />

Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογούν το ρήμα από το «κοίτη»<br />

(χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο στρατιώτης,<br />

φρουρός ή φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η δεύτερη σχολή,<br />

την οποία ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα από το «κυπτάζω» (βλ.<br />

Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπτάζω =κύπτω, ερευνώ)<br />

(βλ. Σταματάκο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560] Κυπτάζω, μέλ. -άσω. Θαμιστικόν του<br />

κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς γύρω από<br />

τι. πρβλ. κυττάζω), γ) τη χρήση του όρου «σπήτια» και πάλι με μια ιδιαίτερη ορθογραφία κατ’<br />

αναλογία με τον όρο της καθαρεύουσας «οσπήτιον», υποδηλώνοντας μια προσπάθεια της<br />

ποιήτριας να εκλαϊκεύσει τον όρο της καθαρεύουσας προσαρμόζοντάς τον στα δεδομένα της<br />

δημοτικής, δ) τη χρήση της φράσης «π’ ὅχω» στην οποία η ποιήτρια κάνει χρήση του<br />

υπερωικού [ο] αντί του ουρανικού [ε] κατ' αναλογία με το υπερωικό [u] που εκθλίβεται, δ) τη<br />

χρήση της φράσης «ν’ ἄχουνε», στην οποία και πάλι η ποιήτρια χρησιμοποιεί το ανοικτό<br />

φώνημα [α] αντί του πιο κλειστού ουρανικού [ε] για λόγους ευφωνίας, κατ’ αναλογία με το<br />

ανοικτό φώνημα [α] που εκθλίβεται, δ) τη χρήση του φράσης «ὁ παπᾶς μου» για να δηλώσει<br />

61


τον πατέρα, πιθανότατα κατ’ αναλογία με το λατινικό «papa = πατέρας», όρος που<br />

χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για να δηλώσει τους υψηλόβαθμους πνευματικούς ηγέτες<br />

της Καθολικής Εκκλησίας (βλ. Πάπας).<br />

Οι συντακτικές δομές του συγκεκριμένου ποιήματος ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τους<br />

κανόνες της Κοινής Ελληνικής, της δημοτικής, μολονότι κανείς μπορεί να παρατηρήσει<br />

ορισμένα στοιχεία από την καθαρεύουσα μέσα στο κείμενο όπως για παράδειγμα την χρήση<br />

τύπων της δοτικής π.χ. «δέτε ταις». Το ίδιο χωρίο, είναι και μια δήλωση δεοντικής τροπικότητας<br />

μέσα από τη χρήση της προστακτικής. Οι προτάσεις που χρησιμοποιεί η ποιήτρια είναι σε ένα<br />

βαθμό αρκετά μακροσκελείς, με πολύ συχνή τη χρήση ασύνδετων σχημάτων, χωρίς ωστόσο<br />

να κουράζουν ή να δημιουργούν σύγχυση στον αναγνώστη. Τέλος η χρήση των σημείων στίξης<br />

στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την ποιήτρια να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης<br />

για να παράγει γραμματικά και συντακτικά ορθές προτάσεις.<br />

«Ἡ γέννησις τοῦ ποιητοῦ»<br />

(1871)<br />

Στο ποίημά της αυτό η Σαπφώ περιγράφει στον αναγνώστη τη γέννηση του Ομήρου, με ένα<br />

λυρικότατο και άκρως γλαφυρό τρόπο, μεταχειριζόμενη και πάλι μια εικόνα από τη Φύση.<br />

Συγκεκριμένα αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο ένα πανέμορφο αηδόνι, Τίς ἀηδών<br />

λιγυρὸφωνος φίλη τοῦ Κάλλους» που στην πραγματικότητα είναι ένας Άγγελος απεσταλμένος<br />

από τον Θεό «Ἦν ἄγγελος τὶς θεσπεσία, § Ἑξ οὐρανοῦ πεμπομένη» εμφανίζεται στον ουρανό<br />

κρατώντας μια πανέμορφη γραφίδα και ένα βιβλίο διακοσμημένο με χρυσές λεπτομέρειες,<br />

αναγγέλλοντας σε ολόκληρη την Πλάση την γέννηση του αιώνιου και αθάνατου Ομήρου, ο<br />

οποίος με το έργο του θα εξυμνεί την ομορφιά και την γοητεία της Φύσης, «Τῶν καλλονῶν Σου<br />

νὰ ψάλλῃ τά θέλγητρα, καί τά μεγέθη» εξυψώνοντας την σε ουράνεια μεγαλεία «Τῆς πλάσεώς<br />

Σου αὐτῆς εἰς αἰθέρια ὕψη Ὀλύμπου § Νά ἀναγάγῃ». Της ζητάει λοιπόν, μέσω της μελωδικής<br />

της φωνής, η οποία θα συγκινούσε ακόμη και την πιο λυπημένη ψυχή, να γιορτάσει αυτό το<br />

χαρμόσυνο νέο, το οποίο ουσιαστικά παρουσιάζεται από την ποιήτρια ως Θεϊκό δώρο προς<br />

ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Στη συνέχεια η Σαπφώ, χρησιμοποιεί ποικίλες αναφορές από την<br />

Αρχαία Ελληνική Μυθολογία, για να περιγράψει την πομπή των Θεών που έρχεται να<br />

62


χαιρετήσει την γέννηση του βρέφους και να του παραδώσει τα δώρα της. Σε αυτό το σημείο<br />

μπορεί κανείς να διακρίνει μια ομοιότητα με την Γέννηση του Ιησού και τους τρείς Μάγους<br />

που έρχονται από μακριά για να Τον τιμήσουν με τα δώρα τους, ένα στοιχείο το οποίο<br />

αναδεικνύει για ακόμη μια φορά τόσο το ταλέντο και τη δημιουργική σκέψη της Σαπφούς όσο<br />

και την έντονη θρησκευτικότητά της.<br />

Η όλη αυτή όμως χαρμόσυνη και εορταστική ατμόσφαιρα μεταβάλλεται στο τέλος του<br />

ποιήματος, όταν η Σαπφώ μας μεταφέρει χρονολογικά στο παρόν και μας περιγράφει τη σκηνή<br />

όπου η ίδια πήγε σε εκείνο τον τόπο που μας περιέγραψε για να δει και από μόνη της τον τόπο<br />

γέννησης του μεγάλου εκείνου ποιητή. Σε αυτό εδώ το σημείο πρέπει να αναφερθεί η τάση της<br />

Σαπφούς να καταφεύγει συχνά στη Φύση, η οποία την ηρεμεί και την γαληνεύει, προκειμένου<br />

να μπορέσει να ξεφύγει από την «καταχνιά» της ανθρώπινης κοινωνίας και της πόλης. Αντί<br />

ωστόσο να εξυμνήσει τη Φύση, όπως επιβάλλει ο Ρομαντισμός, την κατηγορεί ότι δεν άφησε<br />

κανένα σημάδι για τους μεταγενέστερους ώστε να γνωρίζουν πού γεννήθηκε ο Όμηρος.<br />

Δράττεται μάλιστα της ευκαιρίας για να επιπλήξει και τους ανθρώπους για την ματαιοδοξία<br />

τους και τον λανθασμένο τρόπο σκέψης τους, καθώς όπως αναφέρει δεν έστησαν κανένα<br />

μνημείο για τον Όμηρο, που τόσα πολλά προσέφερε μέσω του έργου του για την ανθρωπότητα,<br />

παρά μόνο φροντίζουν για αφήνουν μνημεία για όσους έκαναν κατακτητικούς πολέμους<br />

επιφέροντας τον πόνο και την καταστροφή, «Οἵμοι! ἀνθρώπιναι χεῖρες οὐδέν πρός τιμήν τοῦ<br />

μνημεῖον § Κᾶν ἀπό πέτρας γυμνῆς δέν ἀνείγηραν ---Στήλας ἐνδόξους § Ἐνῷ ἐκ μαρμάρου<br />

λευκοῦ γλαφυρῶ, λαξευμένας ἐγείρουν § Ὑπέρ ἀνθρώπων οὐδέν εὐπραξάντων, ἤ μόνον διότι §<br />

Ἀπ’ ἄκρον γῆς ἔως ἄκρου ὁρμώμενοι χώρας κατέκτων. § Οὔτε ἡ γῆ δὲ αὐτὴ δι’υἱόν καυχωμένη<br />

τοιοῦτον § Φιλοτιμίαν δέν ἔσχε τὶ δένδρον καλόν ν’ἀναδώσῃ § Ὅπως αὐτοῦ τ’ ᾀειθάλλοντα<br />

φύλλα ὁ ἄνεμος σείων...§»<br />

Το ποίημα είναι γεμάτο από οπτικές και ακουστικές εικόνες μέσα στις οποίες υπερτερούν ως<br />

μέρος του λόγου τα επίθετα, δημιουργώντας έναν ιδιαιτέρως περίτεχνο λόγο.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ σε αυτό της το ποίημα είναι μια αρχαιοπρεπής<br />

καθαρεύουσα, με συντακτικές δομές της Αρχαίας Ελληνικής. Από λεξιλογικής πλευράς<br />

ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «πυρφόρος» (επιθ. πυρφόρος και<br />

πυροφόρος, -ο / πυρφόρος και πυροφόρος, -ον, θηλ. και –α. 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή)<br />

αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά 3.<br />

63


προσωνυμία πολλών θεών, όπως τού Διός, τής Δήμητρος, τής Περσεφόνης, τής Αρτέμιδος, τού<br />

Έρωτος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός (για τις μορφές πυρ- και πυρι-) + -φόρος*]), β) «νᾶμα»<br />

(αρχ. νᾶμα, νάμα το = καθαρό νερό πηγής, «τρεχούμενο νερό». Η λέξη συνηθίζεται στις ΦΡ<br />

νάματα σοφίας / παιδείας / αρετής κτλ., αληθινά διδάγματα σοφίας, παιδείας, αρετής κτλ.), γ)<br />

«Φόρμιγκος» (Η Φόρμιγξ ήταν έγχορδο μουσικό όργανο της ελληνικής αρχαιότητας, και<br />

συγκεκριμένα της εποχής του Ομήρου. Το συναντάμε από τον 9ο μέχρι τον 6ο αι. π.Χ..<br />

Αργότερα παραχώρησε την θέση της στην κιθάρα και την λύρα. Ο Όμηρος αναφέρει στην<br />

Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ότι ήταν καλυμμένη χρυσάφι και ελεφαντόδοντο και οι ήχοι της<br />

συνόδευαν τον ποιητή κατά την απαγγελία του έπους), δ) «ἐπέκλωσ’» ( < επικλώθω. 1. κλώθω,<br />

γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω,<br />

προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για<br />

θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῡτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον», Ομ. Οδ.) 4.<br />

υφαίνω, πλέκω, δημιουργώ («ᾧ στέμματα ξήνασ’ ἐπέκλωσεν θεὰ ἔριν», Ευρ.)), ε) «μήστωρ»<br />

(μήστωρ, -ορος και -ωρος, ὁ 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει<br />

(«Ζῆν' ὕπατον μήστωρ' ούδ' εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός<br />

που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του 3. αυτός που είναι<br />

έμπειρος σε κάτι και ιδίως στη μάχη, ο εμπειροπόλεμος 4. αυτός που είναι άξιος να μηχανεύεται<br />

ή να σοφίζεται κάτι) [ΕΤΥΜΟΛ. < *μήδ-τωρ < θ. μηδ- τού μήδομαι «έχω στον νου μου,<br />

τεχνάζομαι» με συριστικοποίηση τού -δ- προ τού -τ- (πρβλ. πιστός < *πιθ-τός). Ο τ.<br />

εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε –μήστωρ καθώς και σε θηλ. σε –μήστρα]<br />

και στ) «ἔγεινεν» (Η ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία συναντάται στην Αγία Γραφή).<br />

Τέλος, η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει το πρώτο ρηματικό πρόσωπο, όταν περιγράφει<br />

τον ερχομό της στο σημείο της γέννησης του Ομήρου προκειμένου να δώσει προσωπικό τόνο<br />

και αμεσότητα στο λόγο της.<br />

64


«Ἐλεγεῖον εἰς τὸν ἀείμνηστον Διδάσκαλον τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων<br />

Κωνσταντῖνον Ἀσώπιον»<br />

(1872)<br />

Το ποίημά της αυτό, είναι μια ακόμη ωδή από τις πολλές που έγραψε, αφιερωμένη στο<br />

πρόσωπο του αείμνηστου Κωνσταντίνου Ασώπιου. Η Σαπφώ ξεκινάει το ποίημά της<br />

απευθυνόμενη προς τους Ελληνόγλωσσους ανθρώπους των γραμμάτων, ζητώντας τους να μην<br />

θρηνούν για το θάνατο του Διδασκάλου τους. Μέσα στο έργο της, εξυμνεί το έργο και τη σοφία<br />

του Κωνσταντίνου Ασώπιου, λέγοντάς μάλιστα ότι εκείνος δεν πέθανε ποτέ, αλλά συνεχίζει να<br />

ζει μέσα από τα έργα του και μέσα από τις γενιές που μαθήτευσαν στο πλευρό του. Εν συγκρίσει<br />

με το προηγούμενο ποίημα που μελετήσαμε, το οποίο χρονολογικά ανήκει στο ίδιο έτος με το<br />

παρόν, παρατηρείται ότι η γλώσσα της Σαπφούς απομακρύνεται και πάλι σε μικρό βαθμό<br />

βέβαια από την απλή λόγια μορφή και αποκτά ένα πιο σοβαρό, αρχαιοπρεπές ύφος, με αρκετά<br />

στοιχεία καθαρεύουσας. Φυσικά όπως έχουμε πει και άλλες φορές μέσα στην εργασία, η<br />

Σαπφώ είχε την ικανότητα να προσαρμόζει την τυπολογία της γλωσσικής της έκφρασης<br />

ανάλογα με την περίσταση για την οποία γραφόταν το κάθε ποίημά της. Έτσι και εδώ, η<br />

γλώσσα της «σοβαρεύει» όπως η περίσταση το απαιτεί.<br />

Από μορφολογικής πλευράς και σε αυτό το έργο συναντάμε ορισμένους αξιοπρόσεκτους<br />

τύπους όπως τους εξής: α) «γεραρὸς» (λόγιο επίθετο < αρχαία ελληνική γεραρός < γεραίρω <<br />

γέρας =αξιοσέβαστος β) «κεδνόφτων» (


Το ποίημα δεν ακολουθεί κάποια μορφή ομοιοκαταληξίας.<br />

«Τὸ ὀρφανό»<br />

(1872)<br />

Το μοτίβο του εγκαταλελειμένου ορφανού παιδιού, το οποίο συναντήσαμε ξανά στο ποίημα<br />

«Διὰ τὴν Πρωτοχρονιάν» (1869), κυριαρχεί και στο ποίημα με τίτλο «Το ορφανό». Η ποιήτρια<br />

χρησιμοποιώντας το ρηματικό πρόσωπο του πρώτου ενικού, μας μιλάει μέσα από φωνή του<br />

μικρού πρωταγωνιστή του ποιήματός της, δίνοντας έτσι έναν τόνο οικειότητας και αμεσότητας<br />

στο ποίημα επιτρέποντας παράλληλα στα νοήματα του λόγου της να περνούν πιο ξεκάθαρα<br />

στον αναγνώστη. Το μικρό παιδί λοιπόν περιγράφει στον αναγνώστη την μοναξιά του, τις<br />

κακουχίες του, την πίκρα του για την κατάσταση της ζωής του και τις προσευχές του προς τον<br />

Θεό ώστε να βελτιωθεί η ζωή του, τόσο ώστε να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς όπως και τα<br />

υπόλοιπα παιδιά του Θεού («Ἐλέησέ με,ὦ Θεέ!ἄκουσε την εὐχή μου! § Δὲν εἶμαι πλάσμα Σου κ’<br />

ἐγώ,δὲν ἔχω την ψυχή μου § Παρμένην ἀπὸ Σέ;»). Ο ποιητικός λόγος της Σαπφούς σε αυτό της<br />

έργο, από λεξιλογικής πλευράς έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να<br />

αναφερθούν. Έτσι συναντάμε τους εξής τύπους: α) «ἕγειναν» (ιδιαίτερη ορθογραφία του<br />

ρήματος, την οποία συναντάμε και σε απόσπασμα από την Αγία Γραφή «και έγειναν αι ημέραι<br />

του Αδάμ...») β) «ἐμπορῶ» (μεσαιωνική ελληνική εμπορώ και ημπορώ < αρχαία ελληνική<br />

εὐπορῶ) γ) «Μὲ εἶναι φοβερό!» (Η ποιήτρια σε αυτό το σημείο, χρησιμοποιεί τον τύπο της<br />

αιτιατικής της προσωπικής αντωνυμίας, αντί για την γενική, το οποίο είναι χαρακτηριστικό των<br />

Βορείων Διαλέκτων οι οποίες μιλιούνταν σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας, μέχρι και<br />

την Μικρασιατική Καταστροφή) δ) «Ν’ἅψη» (αποκοπή του τελικού φωνήεντος του μορίου) –<br />

(ἅψη = μέλλοντας, του ρήματος ἅπτω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ap- (αγγίζω), ο οποίος μέλλοντας<br />

κανονικά δεν εμφανίζεται μόνος του αλλά μέσα σε σύνθετα), ε) «Ἵλεως» (επιθ. Ίλεως-ως-ων,<br />

ο αττικός τύπος του ἵλαος = ευμενής, ευνοϊκός) στ) «ὤσάν» (λόγιο επίρρημα σε θέση πρόθεσης<br />

που δηλώνει παρομοίωση [λόγ. ὡσάν < αρχαία φράση ὡς ἄν `έτσι που, για να΄ (σύγκρ. σαν)],<br />

ζ) «΄πάγουν» (αρχ. Ρήμα ἐπάγω, το οποίο δηλώνει την κίνηση προς ένα μέρος) η) «πιοτά»<br />

(όψιμο μσν. Πιοτόν < αρχ. Ποτόν, με επίδραση του (να ) πιω) ι) «καϋμένα» (ιδιαίτερη<br />

ορθογραφία της μετοχής, η οποία μάλλον εξηγείται από την προέλευση της μετοχής από το<br />

ρήμα καίω, καθώς καημένος


αυτή την ορθογραφία για να τονίσει με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, την άσχημη κατάσταση<br />

στην οποία βρίσκονται τα ορφανά παιδιά) ια) «καλοκυτάζουν» (ιδιαίτερη ορθογραφία η οποία<br />

έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που προσπάθησαν να ετυμολογήσουν<br />

την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν. Ημέρα 1885, - Φιλήντας<br />

Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογούν το ρήμα από το «κοίτη» (χώρος ή<br />

έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο στρατιώτης, φρουρός ή<br />

φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η δεύτερη σχολή, την οποία<br />

ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα από το «κυπτάζω» (βλ. Πατάκη-<br />

Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπτάζω =κύπτω, ερευνώ) (βλ.<br />

Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ. 560] Κυπτάζω, μέλ. -άσω. Θαμιστικόν του<br />

κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς γύρω από<br />

τι. πρβλ. κυττάζω), ιβ) «φοβεῖται» (


τα οποία μαρτυρούν το λόγιο ύφος στη γλώσσα της, είναι οι τύποι που αναφέρθηκαν<br />

προηγουμένως καθώς και η χρήση της έγκλισης της υποτακτικής π.χ. «Δὲν ἔχω τὴν μητέρα μου<br />

ψωμί νὰ μοῦ φροντίσῃ».<br />

«Εὐχὴ πρὸς τὴν Ἑλλάδα»<br />

(1877)<br />

Πρωταγωνιστές σε αυτό το σύντομο ποίημα της Σαπφούς είναι οι μαθήτριες πιθανότατα ενός<br />

Παρθεναγωγείου, ένα θεματικό μοτίβο ιδιαιτέρως γνωστό για την Σαπφώ, το οποίο το<br />

συναντήσαμε και στο ποίημά της με τίτλο «Σμυρναϊκά» (1863)» και το οποίο αναλύσαμε σε<br />

προηγούμενο σημείο της εργασίας. Το ποίημά το οποίο διαπραγματευόμαστε είναι ένας ύμνος,<br />

μια ευχή, όπως δηλώνει και ο τίτλος, των δεσποινίδων προς την πατρίδα τους την Ελλάδα. Η<br />

ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ρηματικό πρόσωπο του πρώτου πληθυντικού,<br />

προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο μια αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο της, τοποθετεί και<br />

τον ίδιο της τον εαυτό ως συμμέτοχο στο έργο, στην συγκεκριμένη περίπτωση στην προσευχή<br />

των κοριτσιών, ενώ τέλος καθιστά και τον αναγνώστη του ποιήματος ενεργό, ζωντανό<br />

παρατηρητή των όσων εξελίσσονται. Μέσα στο συγκεκριμένο ποίημα είναι έκδηλη η αγάπη<br />

που έτρεφε η Σαπφώ για την πατρίδα της, την Ελλάδα, στην οποία οι δεσποινίδες (και η ίδια<br />

φυσικά) απευθύνονται χρησιμοποιώντας κεφαλαίο γράμμα στην αντωνυμία π.χ. «Προσφιλεῖς<br />

Σου θυγατέρες § εἴμεθα, Ἑλλὰς κλεινή». Αυτό το χαρακτηριστικό το συναντήσαμε και σε άλλα<br />

ποιήματα της Σαπφούς, στα οποία απευθυνόταν προς την αποθανούσα κόρη της και προς την<br />

αγαπημένη πόλη της την Αθήνα. Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη της για αυτά τα δύο στοιχεία, την<br />

θρησκεία και την πατρίδα, που σε ένα βαθμό τα εξισώνει στα μάτια της.<br />

Από μορφολογικής πλευράς και σε αυτό το ποίημα συναντάται διασκελισμός, στοιχείο της<br />

νεωτερικής ποίησης, το μόνο στοιχείο νεωτερικότητας σε αυτό το ποίημα το οποίο κατά τα<br />

άλλα ακολουθεί μια λόγια συντακτική δομή. Ενδεικτικά «Προσφιλεῖς Σου θυγατέρες § εἴμεθα,<br />

Ἑλλὰς κλεινή».<br />

Από συντακτικής πλευράς, η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης, οι περίοδοι είναι<br />

σύντομες ενώ παρατηρείται και χρήση γενικής κτητικής π.χ. «Καὶ μὲ τ’ ἄδυτά των φῶτα» , που<br />

προσδίδει ένα λόγιο χαρακτήρα στο ύφος του ποιήματος.<br />

68


Η ομοιοκαταληξία στο ποίημα είναι κατά βάση πλεκτή, με μια χαλαρή δομή όμως καθώς σε<br />

ορισμένους στίχους δεν υπάρχει μοτίβο ομοιοκαταληξίας.<br />

«Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου»<br />

(1877)<br />

Σε αυτό το σύντομης έκτασης ποίημα της Σαπφούς εκδηλώνεται για μια ακόμη φορά ο έντονος<br />

θρησκευτικός χαρακτήρας της. Η ποιήτρια αφιερώνει ένα ακόμη έργο της στον Υιό του<br />

Θεανθρώπου με θεματικό επίκεντρο του, την νίκη του Χριστού απέναντι στο Θάνατο και τα<br />

«δώρα» που χάρισε μέσα από αυτή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ στο έργο της αυτό, διατηρεί την μορφή της<br />

καθαρεύουσας έχοντας αποβάλλει όλους εκείνους τους αρχαϊσμούς και τα ποιητικά στοιχεία<br />

των προηγούμενων ετών, τα οποία προσέδιδαν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον ποιητικό της<br />

λόγο. Στο λόγο της έχει παραμείνει ένας μικρός αριθμός συντακτικών δομών της αρχαίας<br />

ελληνικής όπως η χρήση της υποτακτικής έγκλισης («αὐτοῦ τὰ σκῆπτρα κατέβης γιὰ νὰ φθείρης,<br />

κ’ ἐκεῖ τοὺς σπόρους τῆς ἀφθαρσίας σπείρης) και η χρήση του τύπου της προστακτικής «δούς».<br />

Η γλωσσική εξέλιξη των ποιημάτων της Σαπφούς από την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, σε μια<br />

απλής μορφής καθαρεύουσα είναι ιδιαίτερα έντονη τη χρονική περίοδο από το 1870 και μετά<br />

με ορισμένες εξαιρέσεις σε προγενέστερα έτη, οι οποίες δικαιολογούνται από τον καινοτόμο<br />

τρόπο χρήσης της γλώσσας από την Σαπφώ.<br />

«Ὕμνος εἰς τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν 25 Μαρτίου»<br />

(1877)<br />

Το έργο αυτό της Λεοντιάδος, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του είναι ένας ακόμη ύμνος με<br />

θρησκευτικό περιεχόμενο, αφιερωμένος στην μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,<br />

την 25 η Μαρτίου. Η ποιήτρια εκφράζει τα συναισθήματα αγάπης προς το πρόσωπο της<br />

Παναγίας Θεοτόκου, περιγράφοντας αναλυτικά την καθημερινή προσφορά και στήριξη της<br />

Παναγίας προς όλους τους ανθρώπους.<br />

69


Η γλώσσα και σε αυτό το ποίημα της Λεοντιάδος είναι μια απλής μορφής και ιδιαιτέρως<br />

κατανοητή καθαρεύουσα. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι<br />

εξής τύποι: α) «ἔγεινες» (η ιδιαίτερη ορθογραφία του τύπου του ρήματος «γίνομαι»» λογικά<br />

εξηγείται ως αναλογικός τύπος με το μένω < έμεινα σαν να υπήρχε ένα μη αποθετικό ρήμα<br />

γένω. Η χρονολογία του γίνομαι ή γείνομαι, είναι μικτή καθώς λαμβάνει μέρος των χρόνων<br />

από το γίνομαι ή γείνομαι και μέρος από το γείνω ή γίνω, κατά τον τύπον του κτείνω, ή γένω<br />

κατά τον τύπο του μένω), β) «ἑσμόν» (εσμός < αρχαία ελληνική ἑσμός < ἕζομαι. Λόγιο<br />

ουσιαστικό με σημασία 1. μεγάλη συγκέντρωση ή πλήθος ατόμων του ιδίου είδους).<br />

Στο ποίημα εμφανίζεται πλήρη στίξη, με κυρίαρχο το σημείο στίξης του θαυμαστικού,<br />

προσδίδοντας έναν τραγουδιστικό χαρακτήρα στο έργο. Τέλος, στο έργο εμφανίζεται<br />

ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Τὸ Ἆσμα τῶν Παιδιῶν»<br />

(1879)<br />

Το ποίημα αυτό της Σαπφούς είναι αφιερωμένο στην ομορφιά της παιδικής ηλικίας. Σε αυτό<br />

της το έργο πρωταγωνιστές είναι τα μικρά παιδιά, τα οποία μέσα από το τραγούδι τους αυτό<br />

προβάλλουν την ομορφιά και τα χαρακτηριστικά της ηλικίας τους προς τον αναγνώστη. Έτσι<br />

λοιπόν περιγράφουν τα συναισθήματα χαράς και ευτυχίας που τα διέπουν, την θρησκευτική<br />

τους ευλάβεια προς το πρόσωπο του Θεού και την αγάπη για μάθηση που τους προσφέρει το<br />

σχολικό περιβάλλον. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε αυτό το τελευταίο στοιχείο, αυτό της<br />

μόρφωσης, το οποίο θα αποτελέσει θεμέλιο για την μετέπειτα ζωή τους. Έτσι λοιπόν ο<br />

αναγνώστης εύκολα διακρίνει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του λόγου της Σαπφούς, τα οποία<br />

είναι η θρησκευτικότητά της, μέσα από τις συνεχείς αναφορές στο πρόσωπο του Θεού και η<br />

αγάπη της για μάθηση, έναν τομέα στον οποίο είχε αφιερώσει ολόκληρή της την ζωή.<br />

Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της το έργο η Σαπφώ,<br />

σύμφωνη με τον γλωσσικό χαρακτήρα των μεταγενέστερων χρονικά έργων της, είναι η<br />

καθαρεύουσα σε μια πολύ απλή και κατανοητή μορφή της, δίχως αρχαϊσμούς και διαλεκτικά<br />

στοιχεία.<br />

70


Η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, μέσα από το τραγούδι<br />

των παιδιών, προσδίδοντας συλλογικότητα και αμεσότητα στο λόγο της, κάνοντας και την ίδια<br />

συμμέτοχο στο νοηματικό περιεχόμενο του τραγουδιού των παιδιών και δημιουργώντας μια<br />

πιο «ζεστή» σχέση ανάμεσα στην ίδια και στον αναγνώστη.<br />

Τέλος, το φαινόμενο του διασκελισμού σε πολλούς στίχους του ποιήματος, κατά το οποίο το<br />

νόημα διακόπτεται για να συνεχιστεί στον επόμενο στίχο, (π.χ. «Καί χαίρομεν καὶ μὲ γλυκεῖαν §<br />

μᾶς βλέπει ἀγάπην ὁ Θεός») σε συνδυασμό με την απουσία της έντονης στίξης σε βαθμό<br />

αστιξίας, προσδίδουν έναν νεωτερικό και μοντέρνο χαρακτήρα στο ποίημα.<br />

«Ταῶς καὶ Κολοιός»<br />

(1881)<br />

Το συγκεκριμένο ποίημα της Σαπφούς ανήκει στην κατηγορία των ηθικοδιδακτικών<br />

ποιημάτων της, με πρωταγωνιστές ως επί το πλείστον ζώα και με ιδιαίτερα έντονη τη χρήση<br />

του αλληγορικού στοιχείου. Αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται και στους Μύθους του<br />

Αισώπου, οι οποίοι πρέπει να επηρέασαν την Σαπφώ οδηγώντας την να γράψει και εκείνη<br />

παρόμοια ποιήματα. Ωστόσο οι Μύθοι του Αισώπου εν αντιθέσει με τα ποιήματα της Σαπφούς<br />

εμφανίζουν μια μορφή ανάμεσα στην αφήγηση και την παραβολή, έχοντας όμως και αυτοί ως<br />

σκοπό να οδηγήσουν στην βελτίωση της κοινωνικής διαπαιδαγώγησης, αναλύοντας τα<br />

ανθρώπινα κίνητρα και την ψυχολογία του ατόμου.<br />

Η Σαπφώ στο έργο της αυτό αναφέρεται ήδη από τον τίτλο σε δύο βασικούς πρωταγωνιστές,<br />

ωστόσο, διαβάζοντας κανείς το ποίημά της συνειδητοποιεί την ενεργό συμμετοχή του ενός<br />

μόνο, του παγωνιού. Η επιλογή των συγκεκριμένων ζώων σε καμία περίπτωση δεν είναι τυχαία<br />

αλλά σχετίζεται με την ταύτιση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των ζώων με τον<br />

ψυχισμό των ανθρώπων. Απώτερος σκοπός της ποιήτριας, μέσα από το διάλογο των ζώων στο<br />

συγκεκριμένο ποίημα, είναι να μεταδώσει το μήνυμα των σωστών χαρακτηριστικών που πρέπει<br />

να διέπουν έναν βασιλιά, ένα μήνυμα το οποίο και παραθέτει στο τέλος του ποιήματος,<br />

συνοψίζοντας αυτά που διάβασε ο αναγνώστης. Συγκεκριμένα γράφει ότι αν θέλει κάποιος να<br />

γίνει βασιλιάς δεν αρκεί μόνο να είναι ωραίος και ελκυστικός στην εμφάνιση, όπως το παγώνι,<br />

αλλά πρέπει ταυτόχρονα να διέπεται και από σωφροσύνη, δηλαδή να είναι συνετός και<br />

71


προνοητικός στον τρόπο που θα ασκεί την πολιτική του εξουσία αλλά και ρωμαλεότητα ώστε<br />

να μπορεί να υπερασπίζεται αυτούς που εξουσιάζει έναντι κάθε μορφής εξωτερικού κινδύνου,<br />

«Ὅστις ἄλλων θέλει ν᾿ ἄρχῃ δὲν ἀρκεῖ νὰ ἦν᾿ ὡραῖος, Φρόνιμος νὰ ἦν᾿ ἀνάγκη καὶ σοφὸς καὶ<br />

ῥωμαλέος».<br />

Η Σαπφώ, τόσο στο συγκεκριμένο ποίημα όσο και στα υπόλοιπα ποιήματα του ιδίου είδους,<br />

επιλέγει να παραμείνει στην αφάνεια και να μην συμμετέχει ενεργά στην πλοκή του μύθου της,<br />

προσδίδοντας με αυτό τον τρόπο στα γραφόμενά της την απαραίτητη νοηματική υπεροχή,<br />

καταστώντας παράλληλα σαφές προς τον αναγνώστη το ηθικό της μήνυμα.<br />

Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα της ποιήτριας έχει εμφανώς αποβάλλει τα δυσνόητα<br />

αρχαϊκά στοιχεία των προηγούμενων ετών διατηρώντας όμως την μορφή της καθαρεύουσας.<br />

Αυτό το χαρακτηριστικό σχετίζεται τόσο με την μεταγενέστερη χρονικά περίοδο γραφής του<br />

ποιήματος – βρισκόμαστε στο έτος 1881 – όσο και με τον χαρακτήρα του ποιήματος καθώς η<br />

ποιήτρια στοχεύει στο να το κάνει προσιτό σε όλο το εύρος του πληθυσμού δίνοντας του μια<br />

σχετικά εύκολη γλωσσική νοηματική προσέγγιση. Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο<br />

ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη «στωμύλα» [(< επιθ. στωμύλος, -η, -ο/στωμύλος, -ον 1.<br />

Ομιλητικός, εύγλωττος. Ετυμολογία αβέβαια. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθετο έχει<br />

σχηματιστεί από την εκτεταμένη βαθμίδα στωμ- της λέξης στόμα (απ' όπου και οι γραφές του<br />

τύπου με φωνηεντισμό -ο-) και εμφανίζει επίθημα -ύλος, αν και η άποψη αυτή προσκρούει σε<br />

σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι η έννοια τού φλύαρου δεν ανάγεται άμεσα στη λ.<br />

στόμα (ωστόσο στομο-δόκος «φλύαρος»)].<br />

«Σκώληξ καὶ Ἀλώπηξ»<br />

(1881)<br />

Και αυτό το ποίημα της Σαπφούς ανήκει στην κατηγορία των ηθικοδιδακτικών ποιημάτων της,<br />

με θεματικό επίκεντρο τον διάλογο ανάμεσα σε δύο ζώα, τα οποία συνιστούν και τους<br />

μοναδικούς πρωταγωνιστές του και με ιδιαίτερα έντονη τη χρήση του αλληγορικού στοιχείου.<br />

Το ηθικό μήνυμα, το οποίο θέλει να μεταδώσει η ποιήτρια μέσα από το έργο της αυτό,<br />

σχετίζεται με την εγκυρότητα των λεγομένων ενός ατόμου προς τους άλλους, η οποία<br />

72


επιβεβαιώνεται μόνο από το αν το ίδιο το άτομο εφαρμόζει στη ζωή του τις οδηγίες και τις<br />

συμβουλές που προτρέπει τους άλλους να ακολουθήσουν. Στην περίπτωση που τα λόγια του<br />

και οι πράξεις του εμφανίζουν ανακολουθία, τότε και ο ίδιος, αναπόφευκτα, θα χάσει την<br />

αξιοπιστία του και σύμφωνα με την Σαπφώ θα παρουσιάζει την εικόνα του απατεώνα, του<br />

αγύρτη, «ὅστις θέλει Ἄλλους νὰ συμβουλεύῃ, Καὶ νὰ τοὺς ἐκπαιδεύῃ. Νὰ ἐπιτύχῃ μέλλει, Ἄν<br />

ἐκτελῇ πρῶτος αὐτὸς μετὰ φιλοτιμίας Τὰς συμβουλάς του, εἰδεμὴ θὰ ὄζῃ ἀγυρτείας!»<br />

Η εμψυχωτική λειτουργία του λόγου της Σαπφούς, καθώς τα ζώα ζωντανεύουν και<br />

προσωποποιούνται αποκτώντας ανθρώπινες λειτουργίες και χαρακτηριστικά, καθώς και η<br />

ιδιαίτερα εκτεταμένη χρήση του άμεσου λόγου, βοηθούν στο σπάσιμο της μονοτονίας και στην<br />

ενίσχυση της παραστατικότητας, στοιχεία που εν τέλει συντελούν στην εναργέστερη<br />

πρόσληψη του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος από τον αναγνώστη.<br />

Τέλος, από γλωσσικής πλευράς, όπως έχουμε ήδη αναφέρει και σε προηγούμενα σημεία, η<br />

γλώσσα της Σαπφούς είναι μια απλή και ιδιαιτέρως κατανοητή καθαρεύουσα, με μικρό αριθμό<br />

συντακτικών δομών της αρχαίας ελληνικής, όπως οι εξής: α) η χρήση της αναφορικής<br />

αντωνυμίας «ὁπόση» [(ὁπόσος-η-ο, 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα,<br />

μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς, τόσο μεγάλος. Ετυμολογία = Η<br />

αναφ. αντων. ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θ. *yο-τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ και την<br />

ερωτ. αντων. πόσος*)], β) η ιδιαίτερη ορθογραφία των ρημάτων «διορθόνω» και<br />

«μεταμορφόνω», η οποία εξηγείται ως επιρροή από τους ασυναίρετους τύπους των ρημάτων<br />

στην αρχαία ελληνική, διορθόω και μεταμορφόω, γ) η χρήση της δοτικής χαριστικής «μοι<br />

λύσῃς» και δ) το ρήμα «ὄζῃ» (όζω < αρχ. ὄζω < ΙΕ *οd- "μυρίζω, αναδίδω οσμή "μυρίζω<br />

άσχημα").<br />

Τέλος η χρήση των σημείων στίξης στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την ποιήτρια<br />

να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης για να παράγει γραμματικά και συντακτικά ορθές<br />

προτάσεις. Στο ποίημα, επίσης, εμφανίζεται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

73


«Χρυσαλλίς καὶ μέλισσα»<br />

(1881)<br />

Το συγκεκριμένο ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα ποίημα της Λεοντιάδος αναφέρεται στην αξία<br />

της εργατικότητας έναντι της οκνηρίας. Ως προς αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να ειπωθεί ότι<br />

εμφανίζει πολλές ομοιότητες με τον πολύ γνωστό μύθο του Αισώπου, με πρωταγωνιστές το<br />

τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ωστόσο η ειδοποιός διαφορά των δύο «μύθων» είναι ότι η Λεοντιάς<br />

προβάλει μέσα από το ποίημά της και την χωλότητα ενός ανθρώπου που δίνει υπερβολική<br />

έμφαση στην εξωτερική του εμφάνιση, στην ομορφιά του και παραμελεί ως εκ τούτου την<br />

εργασία του. Πέραν δηλ. της οκνηρίας η Σαπφώ καταδικάζει και τον εγωϊσμό και τον<br />

ναρκισσισμό.<br />

Από γλωσσικής πλευράς η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Λεοντιάς και σε αυτό το έργο της είναι<br />

μια απλής μορφής και ιδιαιτέρως κατανοητή καθαρεύουσα, δίχως αρχαϊσμούς και άλλα<br />

ποιητικά ή διαλεκτικά στοιχεία. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν<br />

οι εξής τύποι: α) «ἐκαμάρονε» (η ιδιαίτερη ορθογραφία του συγκεκριμένου τύπου είναι λογικά<br />

επιρροή από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής καμαρόω-ῶ), β) «ἐμπορεῖ» (μπορώ < μεσαιωνική<br />

ελληνική ημπορώ < ἐμπορώ < αρχαία ελληνική εὐπορῶ), γ) «εἶνε» (η ιδιαίτερη ορθογραφία<br />

του ρήματος είναι χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας) και δ) «κύτταξε» [(μια ομολογουμένως<br />

ιδιαίτερη ορθογραφία η οποία έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που<br />

προσπάθησαν να ετυμολογήσουν την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν.<br />

Ημέρα 1885, - Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογεί το ρήμα από<br />

το «κοίτη» (χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο<br />

στρατιώτης, φρουρός ή φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η<br />

δεύτερη σχολή, την οποία ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα απο το<br />

«κυπτάζω» (βλ. Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπταζω<br />

=κύπτω, ερευνώ) (βλ. Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560] Κυπτάζω, μέλ. -<br />

άσω. Θαμιστικόν του κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ<br />

λεπτομερώς γύρω από τι. πρβλ. Κυττάζω)].<br />

Παράλληλα στο ποίημα η χρήση των σημείων στίξης από την Λεοντιάς είναι πλήρης με<br />

παραγόμενες γραμματικά και συντακτικά ορθές προτάσεις.<br />

74


Τέλος στο ποίημα, εμφανίζεται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Λύκος καὶ Γραῦς»<br />

(1881)<br />

Το συγκεκριμένο έργο της Λεοντιάδος είναι ένα ακόμη ηθικοδιδακτικό ποίημα με έναν όμως<br />

διαφορετικό χαρακτήρα από τα υπόλοιπα καθώς σε αυτό της το ποίημα το μήνυμα που θέλει<br />

να περάσει η Σαπφώ εμπεριέχει πολιτικό χαρακτήρα, μια θα μπορούσε να πει κανείς κριτική<br />

ματιά προς τον χαρακτήρα αυτών που ασκούν την εξουσία. Συγκεκριμένα και εδώ<br />

πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι δύο ζώα, τα οποία συνδιαλέγονται και στο τέλος του<br />

διαλόγου των οποίων η ποιήτρια τοποθετεί το μήνυμα που θέλει να περάσει στον αναγνώστη,<br />

αυτή τη φορά βάζοντας το ένα από τα ζώα να το αναγγέλλει, εν αντιθέσει με τα προηγούμενα<br />

ποιήματα του ιδίου είδους στα οποία η ποιήτρια προσέθετε το μήνυμά της έξω από το διάλογο<br />

των ζώων – πρωταγωνιστών ως λύση του αινίγματος προς διευκόλυνση του αναγνώστη. Το<br />

μήνυμα της ποιήτριας σχετίζεται με την «διπλή γλώσσα» των εχόντων την εξουσία, η οποία<br />

διαστρεβλώνει την ορθή σημασία των πραγμάτων, οδηγώντας συχνά σε επικοινωνιακή<br />

σύγχυση. Οι κυβερνητικοί φορείς, όπως υπαινίσσεται η ποιήτρια, χρησιμοποιούν αυτού του<br />

είδους τη «νεφελώδη» γλώσσα για να παραπληροφορήσουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται.<br />

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και σε αυτό της το έργο η Σαπφώ είναι η καθαρεύουσα, χωρίς<br />

αρχαϊσμούς και άλλα διαλεκτικά στοιχεία. Από λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />

παρουσιάζουν οι τύποι: α) «ἐμβῆκεν» (μεσαιωνικός αόριστος του ρήματος ἐμβαίνω) και β)<br />

«γραϊδίου» (γραῒδιο (ν) και γρᾴδιον < γραῦς + ιδιον (κατάληξη υποκοριστικού). Ο<br />

συγκεκριμένο τύπος σήμερα χρησιμοποιείται σπανιότατα και σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις<br />

που συναντάται, συνοδεύεται από κυρίως υποτιμητική χροιά).<br />

Τέλος στο ποίημα εμφανίζεται πλεκτή ομοιοκαταληξία.<br />

75


«Κόραξ καὶ Ἀλώπηξ»<br />

(1881)<br />

Και σε αυτό της το ποίημα η Λεοντιάς χρησιμοποιεί ως βασικούς πρωταγωνιστές δύο ζώα, με<br />

βασικό στοιχείο τον διάλογο μεταξύ τους, θέλοντας να μεταδώσει στον αναγνώστη ένα μήνυμα<br />

ηθικοπλαστικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα το μήνυμα που θέλει να περάσει στον αναγνώστη<br />

αναφέρεται στον μέσο νου, ο οποίος διέπεται από υπερβολική ευπιστία και ο οποίος πέφτει<br />

θύμα των πονηρών και ελισσόμενων ανθρώπων, οι οποίοι χρησιμοποιούν την κολακεία για να<br />

τον εκμεταλλευτούν. Και σε αυτό της το έργο τα ζώα προσωποποιούνται και υιοθετούν<br />

χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανθρώπων προκειμένου να διευκολύνουν την ταύτιση του<br />

αναγνώστη με αυτά.<br />

Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα της Λεοντιάδος είναι η καθαρεύουσα, ιδιαιτέρως απλή και<br />

κατανοητή ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «ῥώθωνας» (< αρχ.<br />

ελληνική ῥώθων και καθαρεύουσα ρώθων = το ρουθούνι) και β) «ἐβγάζει» (


έμφυλο χαρακτήρα του λόγου της να ανασυγκροτήσει και να στηρίξει με γερά θεμέλια την<br />

θήλεια εκπαίδευση.<br />

Σε αυτό της το έργο τονίζει την σπουδαιότητα της μόρφωσης για μια γυναίκα περιγράφοντας<br />

τον τρόπο με τον οποίο εξυψώνει πέρα από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της και<br />

ολόκληρή της την ύπαρξη.<br />

Ο σεβασμός που έτρεφε απέναντι στο γυναικείο φύλο, γίνεται φανερός ήδη από τους πρώτους<br />

στίχους, μέσα από τη χρήση του ουσιαστικού «γυνή» στην κλητική του πτώση «γύναι». Η λέξις<br />

«γύναι» ισοδυναμεί με την σημερινή λέξη «Κυρία» και μάλιστα με την φράση «αξιότιμος<br />

κυρία».<br />

Από γλωσσικής πλευράς, η Σαπφώ κάνει χρήση της καθαρεύουσας χωρίς αρχαϊκά και άλλα<br />

ποιητικά ή διαλεκτικά στοιχεία, σε μια πολύ εύκολη στην νοηματική της προσέγγιση μορφής.<br />

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ορθογραφία του ρήματος «εἰμί» ως «εἶνε», η οποία είναι<br />

χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας και η ορθογραφία της μετοχής «ἀφίνουσα» πιθανότατα<br />

λόγω επιρροής από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «ἀφίημι».<br />

Τέλος η χρήση των σημείων στίξης στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πλήρης, με την ποιήτρια<br />

να χρησιμοποιεί όλα τα σημεία στίξης για να παράγει γραμματικά και συντακτικά ορθές<br />

προτάσεις. Παρατηρείται και μια τάση της ποιήτριας να χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το σημείο<br />

στίξης της άνω τελείας για να προσδώσει μια στοχαστική ατμόσφαιρα στο ποίημα, αφήνοντας<br />

περιθώρια στον αναγνώστη να προβληματιστεί, χωρίς να διακόπτει απότομα τη νοηματική ροή<br />

στο συγκεκριμένο σημείο, μέσω της χρήσης τελείας. «.»<br />

«Ὁ Ἐρημίτης τῆς Χάλκης»<br />

(1882)<br />

Η έντονη θρησκευτικότητα της Σαπφούς είναι έκδηλη και σε αυτό το ποίημά της. Στο έργο της<br />

αυτό απευθύνεται σε έναν ερημίτη μοναχό στην περιοχή της Χάλκης, εκφράζοντας τον<br />

θαυμασμό της για το θεάρεστο έργο του καθώς όπως αναφέρει στο τέλος του ποιήματος εκτελεί<br />

τη μεγαλύτερη ευεργεσία με το να δέχεται πιστούς στον μικρό του ναού και μέσα από τα λόγια<br />

του και το πράο βλέμμα του να τους απαλλάσσει από τις αμαρτίες τους, φέρνοντας τις ψυχές<br />

77


τους πιο κοντά στο Θεό. Παράλληλα θαυμάζει και την επιλογή του να ζει μόνος του, πάνω σε<br />

ένα λόφο, μακριά από τη φασαρία και από όλα τα κακά και άσχημα που, όπως αναφέρει η<br />

ποιήτρια, έχουν κατακλύσει τη ζωή μας. Σε ένα προηγούμενο ποίημα το οποίο αναλύσαμε στην<br />

εργασία αυτή με τίτλο «Εἰς μίαν πεύκην», η ποιήτρια είχε μιλήσει ξανά για την ομορφιά της<br />

φύσης, για τη γαλήνη που βιώνει κανείς ζώντας μακριά από τις καταθλιπτικές πόλεις.<br />

Πολύ παραστατικές και ιδιαίτερα ζωντανές είναι οι παρομοιώσεις και οι εικόνες που<br />

χρησιμοποιεί η ποιήτρια στο λόγο της, καθώς παρομοιάζει τον ερημίτη με αετόπουλο το οποίο<br />

από τη φωλιά του παρατηρεί τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς τίποτα να μπορεί να το αγγίξει. Ακόμη<br />

και το κύμα, όπως περιγράφει η ποιήτρια, είναι αφρισμένο και μανιασμένο καθώς δεν μπορεί<br />

να φτάσει και να ακουμπήσει το σπίτι του ερημίτη – αετόπουλου. Σε αυτό το σημείο, η ποιήτρια<br />

χρησιμοποιεί μια φράση στην οποία αξίζει να σταθούμε. Συγκεκριμένα γράφει «πρὸς τὸν<br />

οἴνοπα τείνων πόντον» [το επίθετο, «οἴνοψ» σημαίνει κατά λέξη ο κοκκινωπός, αυτός ο οποίος<br />

έχει εμφάνιση σε χρώμα παρόμοιο με αυτό του κρασιού. Την ίδια ακριβώς φράση, συναντάμε<br />

και στην Οδύσσεια του Ομήρου («Κρήτη τις γαῖ’ ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, καλὴ καὶ πίειρα,<br />

περίῤῥυτος.») Ωστόσο, η σημασία αυτή του επιθέτου φαίνεται αταίριαστη για τη θάλασσα. Άρα<br />

λογικά, μέσω της χρήσης του συγκεκριμένου επιθέτου, η ποιήτρια, όπως και ο Όμηρος, θα<br />

πρέπει να αναφέρεται στο σκούρο ερυθρό χρώμα που αποκτά η θάλασσα κατά την ανατολή ή<br />

τη δύση του ηλίου. Μια παρόμοια φράση που συναντάται και πάλι στον Όμηρο είναι η εξής:<br />

«ιοειδής πόντος» όπου γίνεται αναφορά στο χρώμα του ιοδίου, δηλ. το μωβ. Η εικόνα λοιπόν<br />

της θάλασσας αποδίδεται ιδιαίτερα παραστατικά από την Σαπφώ, επηρεασμένη λογικά από την<br />

ταυτόσημη Ομηρική τεχνική, μέσω της χρήσης αυτών των περίεργων επιθέτων. Δεν είναι<br />

μάλιστα και η πρώτη φορά που η Σαπφώ δείχνει επιρροές από τον Όμηρο καθώς και σε<br />

προηγούμενο ποίημά της το οποίο αναλύσαμε σε προγενέστερο σημείο της εργασίας,<br />

εντοπίζεται μια πληθώρα καθαρά Ομηρικών λέξεων]. Σε επόμενο σημείο του ποιήματος η<br />

Σαπφώ εκμεταλλευόμενη την παρομοίωση του ερημίτη με αετόπουλο, αναφέρει ότι αυτός είναι<br />

το απομεινάρι του μοναχικού πνεύματος των Βυζαντινών – το σύμβολο του δικέφαλου αετού<br />

συνδέεται άμεσα με τη βυζαντινή οικοσημολογία. Ο σταυρός και η σφαίρα στα νύχια του αετού<br />

αντιπροσωπεύουν τη διπλή εξουσία του αυτοκράτορα (κοσμική και πνευματική) και ο<br />

δικέφαλος αετός την κυριαρχία των βυζαντινών αυτοκρατόρων από την ανατολή έως τη δύση<br />

– Στο ίδιο σημείο χρησιμοποιεί και τη φράση «βασιλείους πορφύρας», όπου το χρώμα της<br />

πορφύρας ήταν αντιπροσωπευτικό της αριστοκρατείας και στο Βυζάντιο, καθώς ήταν<br />

78


ιδιαιτέρως ακριβό και το χρησιμοποιούσαν στην επεξεργασία των ρούχων της Αυτοκρατορικής<br />

οικογένειας. Παράλληλα το βυσσινί ήταν το επίσημο χρώμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,<br />

με τις πρώτες σημαίες των Βυζαντινών πριν την εμφάνιση του δικέφαλου αετού να είναι<br />

αποκλειστικά σε χρώμα βυσσινί. Μέσω αυτών των παραθέσεων η Σαπφώ δείχνει την μόρφωσή<br />

της και την μεγάλη ιστορική γνώση που κατέχει.<br />

Από μορφολογικής πλευράς συναντώνται στον ποιητικό λόγο της ορισμένοι αξιοπρόσεκτοι<br />

τύποι όπως οι εξής: α) «τύρβης» (


Χριστιανική ζωή και πάνω από όλα ηθική ζωή. Η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης τα<br />

οποία ωστόσο δεν εμποδίζουν την ομαλή ροή των νοημάτων προς τον αναγνώστη.<br />

Από άποψη μέτρου, στο ποίημα συναντάμε μια ιδιομορφία κατά την οποία η ποιήτρια επιλέγει<br />

να τοποθετήσει στον επόμενο στίχο ένα κομμάτι από τον στίχο που προηγήθηκε, έχοντας ως<br />

σκοπό την μετρική αρμονία. Έχουμε λοιπόν μια ιδιαίτερη στροφή στο ποιήμά της, την οποία<br />

αποτελούσαν τέσσερις στίχοι. Οι τρεις πρώτοι ήταν ενδεκασύλλαβοι και ο τέταρτος αδώνειος.<br />

Π.χ. «ἥν περ καί γυνή τίς παρά τούς πόδας § τοῦ Θεανθρώπου». Το ίδιο μοτίβο συναντάμε και<br />

στα ποιήματα της Σαπφούς της Λεσβίας, η γνωστή σε όλους «σαπφική στροφή» και<br />

μεταγενέστερα στα ποιήματα του Κάλβου.<br />

Τέλος, στο ποίημα δεν παρατηρείται κάποιο μοτίβο ομοιοκαταληξίας.<br />

«Τοῖς ἀξίοις ἀπογόνοις τῶν ἡρώων τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος<br />

Εἰς τὴν ἑλληνικήν σημαίαν»<br />

(1883)<br />

Το μικρής έκτασης αυτό ποίημα της Σαπφούς Λεοντιάδος, είναι ένα ακόμη έργο της στο οποίο<br />

διαπιστώνεται έντονα η θρησκευτικότητά της και η αγάπη για την πατρίδα της. Το ποίημά της<br />

αυτό, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του είναι αφιερωμένο στους απογόνους των ηρώων<br />

αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Η ποιήτρια απευθύνεται προς το σύμβολο της<br />

ελληνικής σημαίας προς το οποίο εκφράζει με πολύ λυρικό και ιδιαίτερα αναπαραστατικό<br />

τρόπο τα συναισθήματα αγάπης και δέους που αισθάνεται. Π.χ. στον πρώτο στίχο διαβάζουμε:<br />

«Σὲ βλέπω, κι’ ἡ καρδία μου πετᾷ ’ς τὸν οὐρανὸν, § Πετᾷ εἰς τὸν ἀπέραντον, βαθὺν ὠκεανόν.»<br />

Φυσικά η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων «ουρανός» και «ωκεανός» δεν είναι τυχαία αλλά<br />

αναφέρεται στα 2 σύμβολα που έδωσαν το χρώμα τους στην ελληνική σημαία, δηλ. το άσπρο<br />

του ουρανού και το γαλάζιο της θάλασσας. Στον επόμενο στίχο, η ποιήτρια κάνει άμεση<br />

αναφορά στην δόξα του ελληνικού πνεύματος, το οποίο είναι γνωστό παγκοσμίως. Όλος ο<br />

κόσμος γνωρίζει για το μεγαλείο και για τα επιτεύγματα των Ελλήνων και φυσικά η ποιήτρια<br />

είναι περήφανη για αυτό και το τονίζει μέσα στο έργο της. Στη συνέχεια απευθύνεται και πάλι<br />

στην Ελληνική σημαία, η οποία όπως περιγράφει είναι ποτισμένη από το αίμα των πεσόντων,<br />

80


για την ελευθερία της πατρίδας τους αγωνιστών, και τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο<br />

σημείο που κυριαρχεί («ἀνάσσει» < αρχ. Ελληνικά ρ. ἀνάσσω = βασιλεύω [παρωχημένο]) το<br />

σύμβολο του Σταυρού, το σύμβολο της Χριστιανοσύνης και της ζητάει να συνεχίσει να<br />

κυματίζει στον αέρα σαν αγέρωχο πτηνό, το οποίο θα το χαιρετά το φώς του ήλιου ο οποίος<br />

δεν θα δύσει ποτέ.<br />

Η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ρηματικό πρόσωπο του δεύτερου ενικού,<br />

δημιουργώντας έτσι έναν αγωγό επικοινωνίας και συνομιλίας με τους αναγνώστες του<br />

ποιήματος καθώς δίνει την αίσθηση ότι συνομιλεί μαζί τους καθώς απευθύνεται προς την<br />

Ελληνική σημαία, καθιστώντας τους έτσι συμμέτοχους στην προβληματική της και περνώντας<br />

πολύ πιο άμεσα τα μηνύματα της. Παράλληλα δίνοντας ένα διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο<br />

της, το ύφος του ποιήματος αποκτά θεατρικότητα, παραστατικότητα και ενδεχομένως και<br />

δραματικότητα.<br />

Από συντακτικής πλευράς, η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι λόγια, με δομές της αρχαίας<br />

ελληνικής όπως για παράδειγμα η χρήση της δοτικής πτώσης στον τίτλο, όπως αναφέραμε στην<br />

αρχή της ανάλυσης του συγκεκριμένου ποιήματος και η χρήση της υποτακτικής έγκλισης για<br />

να δηλώσει το προσδοκώμενο, «χαιρετᾷ». Η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης με<br />

περιόδους όχι ιδιαίτερα μακροσκελείς.<br />

Τέλος το ποίημα έχει ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία σε όλους τους στίχους.<br />

«Ἐλεγεῖον εἰς Νικόλαον Μίχον Πρόξενον ἐν Σμύρνῃ»<br />

(1887)<br />

Η Λεοντιάς συνθέτει ένα ακόμη ελεγείο λύπης, αφιερωμένο όπως φαίνεται και από τον τίτλο<br />

του στο πρόσωπο του αποβιώσαντα Προξένου στην Σμύρνη, Νικόλαου Μίχου. Μέσα στο έργο<br />

της εξυμνεί τα προτερήματα του χαρακτήρα του Προξένου καθώς και τον υποδειγματικό τρόπο<br />

εργασίας του ως λειτουργός του κράτους, τονίζοντας ότι πάντα είχε γνώμονα σε ό,τι έκανε την<br />

Δικαιοσύνη και την Αλήθεια, στρέφοντας παράλληλα τα βέλη της προς το παγερό και ανηλεές<br />

«πρόσωπο» του Θανάτου, ο οποίος βάρυνε τη ψυχή τόσο της οικογένειας του αποβιώσαντος<br />

όσο και της ιδίας και πολλών Ελλήνων με τον χαμό του αγαπημένου τους προσώπου.<br />

81


Από γλωσσικής πλευράς, η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι ιδιαιτέρως<br />

κατανοητή χωρίς περίεργους και ξεχωριστούς λεξιλογικούς τύπους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />

παρουσιάζουν μόνο, η χρήση του αττικού τύπου «γλῶτταν» της λέξης «γλώσσας», ένα<br />

διαλεκτικό στοιχείο το οποίο έχει ως σκοπό να δώσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον ποιητικό<br />

λόγο της ποιήτριας, καθώς και η χρήση του θαυμαστικού επιφωνήματος της αρχαίας ελληνικής<br />

«βαβαί».<br />

«Τὰ πρῶτα βήματα τοῦ παιδιοῦ»<br />

(1889)<br />

Η άδολη, βαθιά και αδιαπραγμάτευτη μητρική αγάπη της Λεοντιάδος, σε συνδυασμό με την<br />

θρησκευτική της ευλάβεια, προβάλλονται μέσα από ένα ακόμη έργο της. Στο συγκεκριμένο<br />

ποίημα η Λεοντιάς συνθέτει έναν ύμνο προς το πρόσωπο της μητέρας αναφορικά με το πρώτο<br />

μεγάλο κατόρθωμα της κάθε παιδικής ηλικίας, τα πρώτα βήματα. Στο έργο της περιγράφει την<br />

ευτυχία και χαρά της μητέρας βλέποντας το παιδί της να κάνει διστακτικά τα πρώτα του μικρά<br />

βηματάκια παραθέτοντας παράλληλα όλες τις ευχές της μάνας προς το πρόσωπο του Θεού για<br />

ευημερία και καλοτυχία του παιδιού της.<br />

Από γλωσσικής πλευράς, η γλώσσα του ποιήματος είναι η καθαρεύουσα χωρίς αρχαϊσμούς και<br />

άλλα διαλεκτικά στοιχεία τα οποία να επιβαρύνουν την ευκολία στην κατανόηση της. Από<br />

λεξιλογικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «κυττάζει» (η<br />

ιδιαίτερη αυτή ορθογραφία έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που<br />

προσπάθησαν να ετυμολογήσουν την λέξη. Συγκεκριμένα η πρώτη σχολή {Βερναρδάκης [Ν.<br />

Ημέρα 1885, - Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης – Κουκουλές} ετυμολογεί το ρήμα από<br />

το «κοίτη» (χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο<br />

στρατιώτης, φρουρός ή φύλακας, απ’ όπου έχουμε και την γνωστή ορθογραφία με [οι]. Η<br />

δεύτερη σχολή, την οποία ακολουθεί και η Σαπφώ Λεοντιάς ετυμολογεί το ρήμα απο το<br />

«κυπτάζω» (βλ. Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπταζω<br />

=κύπτω, ερευνώ) (βλ. Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560] Κυπτάζω, μέλ. -<br />

άσω. Θαμιστικόν του κύπτω= Κύ¬πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ<br />

λεπτομερώς γύρω από τι. πρβλ. Κυττάζω)], β) «ταξείδι» (το ουσιαστικό ταξίδι ανάγεται στο<br />

82


ελληνιστικό ταξίδιον (= εκστρατεία). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λέξη απέκτησε τη<br />

σημασία που έχει έως σήμερα. Είναι υποκοριστικό του αρχαίου τάξις (+ επίθημα -ίδιον). Η<br />

γραφή * οφείλεται στη γενική τάξεως της λέξης τάξις.<br />

Τέλος στο ποίημα εμφανίζεται το μοτίβο της ζευγαροπλεχτής ομοιοκαταληξίας καθώς μέσα σ’<br />

ένα εξάστιχο, ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με το δεύτερο, ο τέταρτος με τον πέμπτο και<br />

ο τρίτος με τον έκτο.<br />

«Ἡ δύναμις τῆς Ἐλπίδος»<br />

(1893)<br />

Στο συγκεκριμένο ποίημα η Σαπφώ επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τις θρησκευτικές της<br />

πεποιθήσεις και απόψεις καθώς και την διδακτική αξία του λόγου της, καθώς και σε αυτό της<br />

το ποίημα έχει ως στόχο να διδάξει την δύναμη της Ελπίδας και τις ευεργετικές διαστάσεις της<br />

στην ανθρώπινη ζωή. Συγκεκριμένα αναφέροντας πέντε διαφορετικά μεταξύ τους<br />

παραδείγματα, αλλά όλα με έναν κοινό παρονομαστή, αυτόν της Ελπίδας, διδάσκει την αξία<br />

της προσμονής, της αξιοπρέπειας και της προοπτικής στον ανθρώπινο... και μη βίο. Το πρώτο<br />

της παράδειγμα αφορά στη φύση και συγκεκριμένα σε κάποια ψάρια τα οποία έχοντας ελπίδα<br />

ότι θα γλυτώσουν από την θεομηνία καταφέρνουν να βρουν ένα ασφαλές καταφύγιο, ένα<br />

απάγκιο από την καταιγίδα. Το δεύτερο της παράδειγμα αναφέρεται σε ένα ψαρά, ο οποίος<br />

παρόλη την τρικυμία και την θαλασσοταραχή, με όπλο του την ελπίδα, βγαίνει στην θάλασσα<br />

ξανά για να δουλέψει. Και η ελπίδα στέκεται πλάι του και τον βοηθά ανοίγοντας του δρόμο<br />

μέσα στη θαλασσοταραχή και σκορπίζοντας τα μαύρα σύννεφα από τον ουρανό για να<br />

αποκαλύψει το φως του ήλιου και τον καθάριο ουρανό που θα τον συνοδεύει στο ταξίδι του.<br />

Το τρίτο της παράδειγμα έχει ως πρωταγωνιστή μια γυναίκα η οποία θρηνεί για τα χαμένα της<br />

νιάτα, για το άνθος της ζωής της που κύλησε και έφυγε γρήγορα. Με την δύναμη όμως της<br />

ελπίδας και πάνω απ’ όλα με την πίστη της προς τον Θεό, καταφέρνει να βγει από το αδιέξοδο<br />

της δυστυχίας και του θρήνου της. Το τέταρτο της παράδειγμα αφορά στην μοναξιά ενός<br />

κοριτσιού, το οποίο έχει ορφανέψει και έχει χάσει την φροντίδα και τη σύνεση των γονιών της.<br />

Με όπλο της όμως και αυτή την ελπίδα και την πίστη της προς τον Θεό, αναθαρρεί καθώς αντί<br />

της γονικής αγάπης, κοντά της για να τη φροντίζει θα έχει την αγάπη του Θεού. Και το πέμπτο<br />

83


και τελευταίο της παράδειγμα αναφέρεται σε έναν πτωχό, τον οποίο όμως η Ελπίδα και η Θεϊκή<br />

φροντίδα επικουρούν και του δίνουν τη δυνατότητα να προσμένει τα μελλούμενα με χαμόγελο.<br />

Από μορφολογικής πλευράς αξιοσημείωτοι είναι οι εξής όροι: α) «αὐδήεντα» (επιθ. αὐδήεις<br />

ομηρικό επίθετο, το οποίο το συναντάμε στην Οδύσσεια με αναφορά στην Καλυψώ και<br />

σημαίνει αυτός που μιλά με ανθρώπινη φωνή) β) «χειμασθὲν» (ρ. χειμαίνω < χεῖμα 1. προκαλώ<br />

τρικυμία, είμαι τρικυμιώδης, 2. (Μεταφορικά) ταράζω, φέρνω δυστυχία. Συνώνυμα χειμάζω)<br />

γ) «θυμηδίᾳ» (θυμηδία < αρχαία ελληνική θυμηδία < θυμός + ἦδος = (λόγιο) διάθεση για γέλιο,<br />

σκωπτική και ειρωνική διάθεση δ) «δύστηνος» (δύστηνος -δύστηνη -δύστηνο (επίθετο) [<br />

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ αμφίβολης ετυμολογίας] ο δυστυχισμένος, ο ταλαίπωρος, ο άθλιος, ο<br />

ελεεινός, ο κακόμοιρος, ο αξιολύπητος).<br />

Από συντακτικής πλευράς και σε αυτό το ποίημα συναντάμε δομές της αρχαίας ελληνικής όπως<br />

για παράδειγμα την χρήση της αιτιολογικής μετοχής «στερουμένη» και την χρήση της<br />

υποτακτικής έγκλισης σε πολλά σημεία του ποιήματος π.χ. «ἀκτινοβολῇ». Οι περίοδοι δεν είναι<br />

ιδιαίτερα μακροσκελείς ενώ η χρήση των σημείων στίξης είναι πλήρης με το σημείο του<br />

«θαυμαστικού» να κυριαρχεί αποδίδοντας κατάλληλα τον επιφορτισμένο συναισθηματικά<br />

τόνο της ποιήτριας.<br />

Από άποψη μετρικής, στο ποίημα συναντάμε μια ιδιομορφία κατά την οποία η ποιήτρια<br />

επιλέγει να τοποθετήσει στον επόμενο στίχο ένα κομμάτι από τον στίχο που προηγήθηκε,<br />

έχοντας ως σκοπό την μετρική αρμονία «κι’ εὐδαίμονα τὸν βίον της ἐμπρός της ζωγραφίζει §<br />

ἡ ἱερὰ Ἐ λ π ί ς».<br />

Η Σαπφώ σε αυτό της έργο επιλέγει να χρησιμοποιεί το τρίτο ενικό πρόσωπο, καθιστώντας την<br />

έναν αντικειμενικό παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος μας περιγράφει διάφορες καταστάσεις από<br />

την ανθρώπινη ζωή. Με αυτό τον τρόπο οι επισημάνσεις και οι παρατηρήσεις που κάνει<br />

παρουσιάζονται ως αναμφισβήτητες και γενικώς αποδεκτές.<br />

Από μετρικής πλευράς, συναντάται και σε αυτό το ποίημα μια παρόμοια μέθοδος με την<br />

Σαπφική στροφή, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο σημείο της εργασίας, αυτή τη φορά<br />

όμως με κάποιες παραλλαγές, δεδομένου ότι αντί για τους τέσσερις στίχους που αποτελούν την<br />

σαπφική στροφή, εδώ συναντάμε τρείς. Π.χ. «Αὐτή τὸν ἄθλιον πτωχὸν ὁμοίως δὲν ἀφίνει §<br />

στῆς ἀπωλείας τοὺς κρημνοὺς τοὺς ἀφεγγεῖς νὰ κλίνῃ § ἡ θεία της ἀκτίς.»<br />

84


Τέλος, στο ποίημα συναντάται μοτίβο ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας.<br />

«Γαμήλιον Τοῖς αγαπητοῖς νεονύμφοις Εὐγενίῳ καί Μαρίᾳ Ζαλοκώστα»<br />

(Εν Αθήναις, 15.01.1895)<br />

Το σύντομης έκτασης ποίημα αυτό της Λεοντιάδος είναι ένα επιθαλάμιο, δηλ. ένας γαμήλιος<br />

ύμνος, μια άδηλη ευχή της ποιήτριας προς την ευτυχία ενός νιόπαντρου ζευγαριού. Στην<br />

κατηγορία των επιθαλάμιων ποιημάτων είχε ξεχωρίσει η Σαπφώ από τη Λέσβο, για την<br />

απλότητα των νοημάτων τους και συνάμα το κάλλος τους. Ακολουθώντας και η Λεοντιάς το<br />

ίδιο παράδειγμα, μεταχειρίζεται τις πιο όμορφες εικόνες από τη φύση για να εκφράζει αρχικά<br />

τον θαυμασμό της για την πόλη της Αθήνας, όπως κάνει και σε άλλα ποιήματά της,<br />

χαρακτηρίζοντάς την ως Βασίλισσα όλων των πόλεων, «ἡ Βασιλίς τῶν πὀλεων» και να<br />

εξυμνήσει την ομορφιά, την αρετή και την αγνότητα της νύφης, της Μαρίας, παρομοιάζοντάς<br />

την με τριαντάφυλλο, «μ΄ἕνα ρόδο της ταιριάζει.... το κάλλος τῆς αγνότητος στούς ὀφθαλμούς<br />

της φέρει § καὶ εἶναι ὅλη ἀρετὴ ἡ εὐγενὴς Μαρία.» Μεγάλη ωστόσο νοηματική βαρύτητα φέρει<br />

η επίκληση της προς τον Ιησού Χριστό, να φωτίζει αυτό το ζευγάρι σε κάθε του βήμα στη ζωή,<br />

να του προσφέρει ευδαιμονία και αστείρευτη ευτυχία, βοηθώντας την αγάπη τους να<br />

καρποφορεί για πάντα. Και σε αυτό το σημείο η Σαπφώ χρησιμοποιεί μια γλαφυρότατη εικόνα<br />

από τη φύση, ευχόμενη το σπίτι του νέου ζευγαριού, με την ευχή του Ιησού, να μετατραπεί σε<br />

ένα όμορφο περιβόλι αγάπης, «Χριστέ μου ! κι΄ἡ οἰκία των νά γείνῃ περιβόλι, § ἀπό φυτά<br />

καλλίφυλλα καὶ ἄνθη στολισμένο, § ἀκτῖνες νὰ τὸ λούωσι πάντοτε φωτοβόλοι, § κι΄εἰς τῆς ἀγάπης<br />

τοὺς καρποὺς νὰ ἦναι φημισμένο. §»<br />

Από λεξιλογικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής τύποι: α) «καταιβάζῃς»<br />

( καθίημι) β)<br />

«στειρεύσῃ» (< στειρεύω, βυζαντινός τύπος με σημασία «είμαι στείρος», «άγονος» γ) «κάμε»<br />

(προστακτική αορίστου β’ του ρ. Κάμνω < κομώ < αρχ. κομῶ "φροντίζω" δ) «γείνῃ»<br />

(υποτακτική ενεστώτα, μέσης φωνής, του ρ. γείνομαι < γίγνομαι < αρχ., ρίζα γεν-) ε) «ἦναι» (η<br />

ιδιαίτερη ορθογραφία του ρ. εἰμί, αποδίδεται στην χρήση του τύπου της καθαρεύουσας).<br />

85


«Ὁ πελαργός. Εἰς τήν κορυφήν ὑψηλής πλατάνου ἐν Βεβεκίῳ»<br />

(1895)<br />

Το έργο αυτό της Σαπφούς, πέραν του ότι επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά την έντονη<br />

φυσιολατρία που χαρακτήριζε την Σαπφώ, έχει και εξαιρετική διδακτική αξία, λόγω των<br />

μηνυμάτων που περνάει η Σαπφώ μέσω αυτού, μηνυμάτων για καλή και ηθική ζωή.<br />

Η ποιήτρια ξεκινάει το έργο της, εξυμνώντας έναν πελαργό, ο οποίος έχει χτίσει τη φωλιά του<br />

πάνω στο ψηλό κορμό ενός πλατάνου. Για να δώσει μάλιστα περισσότερη έμφαση στο<br />

μεγαλοπρεπές δημιούργημα της φύσης και στο δέος που αισθάνεται κανείς βλέποντάς το,<br />

χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο όρο, τη λέξη «άϊφελ». Η λέξη φυσικά αυτή είναι ξενόφερτη, με<br />

σαφή αναφορά στον Πύργο του Άιφελ. Σε αυτό το σημείο φαίνεται με ακόμη πιο<br />

χαρακτηριστικό τρόπο η στροφή του ποιητικού λόγου της Σαπφούς προς την νεωτερικότητα,<br />

καθώς μέσα σε αυτόν πλέον βρίσκουν τη θέση τους και ξενόφερτες λέξεις που ζωντανεύουν με<br />

τη σημασία τους τις εικόνες που περιγράφει η ποιήτρια. Κάτι το οποίο δεν συναντούσαμε στα<br />

πρώιμα έργα της, στα οποία κυριαρχούσαν αποκλειστικά και μόνο λέξεις της αρχαίας<br />

ελληνικής.<br />

Η Σαπφώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει και σε αυτό της το ποίημα το ρηματικό πρόσωπο του<br />

δεύτερου ενικού, συνδιαλεγόμενη απευθείας με τον πελαργό, δίνοντας έτσι την απαραίτητη<br />

δραματικότητα και αμεσότητα στον λόγο της, μέσα από την διαλογική υφή του ύφους της.<br />

Από μορφολογικής πλευράς ωστόσο συναντάμε και αρχαιοπρεπείς αξιοπρόσεκτους όρους<br />

όπως οι εξής: α) «εἰμπορεῖ» (μεσαιωνική ελληνική ρ. εμπορώ και ημπορώ ενώ υπήρχε και<br />

ορθογραφία του ως εἰμπορῶ < αρχαία ελληνική ρ. εὐπορῶ) β) «κλόνον μάχης γιγάντων» (η<br />

λέξη «κλόνος» είναι ομηρική και σημαινει η μάχη, η ταραχή. Την έκφραση «κλόνον γιγάντων»<br />

την συναντάμε και στον Ίονα του Ευρυπίδη) γ) «Ὁπόσον» (αντων. Ὁποσος/η/ον και γρφ.<br />

ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, -η, -ον.<br />

Ετυμολογία= Η αναφορική αντωνυμία ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θέμα *yο-της<br />

αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ και την ερωτ. αντων. πόσος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως <<br />

πῶς κ.λπ.) δ) «ὁμοῦ» (επίρρημα που σημαίνει «μαζί» και ετυμολογικά προέρχεται από την<br />

γενική του ουδετέρου του επιθέτου «ομός») ε) «δείλαιοι» (επιθ. Δείλαιος/α/ον και /ος/ον, το<br />

οποίο είναι επιμηκυμένη μορφή του επιθέτου δειλός, με σημασία «τιποτένιος»,<br />

86


«αξιοθρήνητος» και συναντάται όχι τόσο στον Όμηρο αλλά πιο συχνά στις τραγωδίες ως<br />

αρνητικό χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου), στ) «φωληὰν» & «φωλεὰν» (αρχ. Ελληνική<br />

φωλεά-ας και στην Κοινή φωληά. Σε αυτό το σημείο παρατηρείται ο τρόπος με τον οποίο ο<br />

ποιητικός λόγος της Σαπφούς ισορροπεί ανάμεσα στην Κοινή Ελληνική και σε λέξεις της<br />

Αρχαίας Ελληνικής, δείγμα της εξέλιξης και της μεταστροφής που παρατηρείται σε αυτόν με<br />

το πέρασμα των ετών όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλα σημεία της εργασίας) ζ) «ὁπόταν»<br />

(μια διαφορετική μορφή του χρονικού και συμπερασματικού συνδέσμου ὁπότε της αρχαίας<br />

ελληνικής) η) «ἐμφορούμενοι» (αρχαία ελληνική ρ. ἐμφορέω-ῶ < ἐν + φορέω-ῶ =αυτός που<br />

κυριαρχείται από κάποιο συναίσθημα ή κάποια ιδέα) και θ) «κοῦφοι» (επίθετο κοῦφος της<br />

αρχαίας ελληνικής με σημασία «ο ανόητος», «ο άνθρωπος χωρίς σοβαρότητα)<br />

Από συντακτικής πλευράς η ποιήτρια και σε αυτό της το έργο κάνει χρήση συντακτικών δομών<br />

της αρχαίας ελληνικής όπως η χρήση της υποτακτικής έγκλισης σε πολλά σημεία του<br />

ποιήματος π.χ. «φανῇ» και συντακτικές δομές της γενικής πτώσης π.χ. «Τὶς..... ἐκ τῶν<br />

ἀνθρώπων....» (γενική διαιρετική). Οι περίοδοι δεν είναι ιδιαίτερα μακροσκελείς ενώ η χρήση<br />

των σημείων στίξης είναι πλήρης.<br />

Το ποίημα ακολουθεί μοτίβο πλεκτής ομοιοκαταληξίας.<br />

Σαπφώ Λεοντιάς, «Ὁ πελαργός. Εἰς τήν κορυφήν ὑψηλής πλατάνου ἐν Βεβεκίω», Ἐφημερίς τῶν<br />

Κυριῶν, ἀρ. 421, ἒτος Θ΄, Αθήναι, (03.12.1895), 4<br />

«Ὁ πόθος τῆς πατρίδος. Στήν ξενητείαν.»<br />

(1896)<br />

Τα μοτίβα της ξενιτειάς και της φιλοπατρίας είναι αυτά που κυριαρχούν στο συγκεκριμένο<br />

έργο της Σαπφούς. Ο πόνος και η στεναχώρια που βρίσκεται στα ξένα, καθώς και η νοσταλγία<br />

ότι κάποια στιγμή ακόμη και στο τέλος της ζωής της θα καταφέρει να γυρίσει πίσω στην<br />

πατρίδα της, δίνουν την αφορμή στην ποιήτρια να εκφράσει τα συναισθήματά της αυτά μέσα<br />

από αυτό το ποίημα. Στο τίτλο του ποιήματος παρατηρεί κανείς τη λέξη «ξενητείαν», με αυτή<br />

την ιδιαίτερη ορθογραφία και τον ιδιαίτερο τονισμό στην προπαραλήγουσα αντί της λήγουσας.<br />

Τον ίδιο ακριβώς όρο με την ίδια ορθογραφία και τον ίδιο τονισμό συναντάμε στην Ποντιακή<br />

87


διάλεκτο και συγκεκριμένα στα Ποντιακά ποιήματα με θέμα τους την ξενιτειά. Οι Πόντιοι<br />

αναγκάζονταν πολύ συχνά να φεύγουν μακριά από την πατρίδα τους και τους αγαπημένους<br />

τους για βιοποριστικούς λόγους με αποτέλεσμα οι συγγενείς τους να εκφράζουν τα<br />

συναισθήματα λύπης για τον αποχωρισμό των αγαπημένων τους προσώπων μέσα από την<br />

ποίηση. Η χρήση του συγκεκριμένου όρου από την Σαπφώ δείχνει τις επιρροές που δέχτηκε<br />

από διάφορες κουλτούρες και διαλέκτους όσο ζούσε στην Μ. Ασία, καθώς πέρα από την<br />

Τσακωνική διάλεκτο που την έχει χρησιμοποιήσει σε αρκετά ποιήματά της, χρησιμοποιεί εδώ<br />

και όρο της Ποντιακής διαλέκτου.<br />

Καθ’ όλη την έκταση του ποιήματος, η Σαπφώ, μιλώντας σε β’ πρόσωπο, απευθύνεται προς<br />

την αγαπημένη της πατρίδα, στην οποία εκφράζει τον καημό της που εκείνη και άλλοι πολλοί<br />

συμπατριώτες της βρίσκονται στα ξένα. Η χρήση του δεύτερου ρηματικού προσώπου είναι ο<br />

καλύτερος τρόπος να περάσει τα συναισθήματά της, τις σκέψεις της και τα μηνύματα του<br />

συγκεκριμένου ποιήματος, με πιο άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο στον αναγνώστη.<br />

Καταφέρνει λοιπόν να δώσει την απαραίτητη δραματικότητα στο ύφος της, μέσα από την<br />

διαλογική υφή που αποκτά ο λόγος της. Ο αναγνώστης λοιπόν διαβάζοντας το ποίημα γίνεται<br />

συμμέτοχος στην προβληματική της ποιήτριας, καθώς τα λόγια της τον παρακινούν, τον<br />

προβληματίζουν και τον ευαισθητοποιούν επί του θέματος.<br />

Από μορφολογικής πλευράς συναντάμε και κάποιους άλλους αξιοπρόσεκτους τύπους όπως<br />

τους εξής: α) «ταξειδεύουν» (παλαιά ορθογραφία του ρ. Ταξιδεύω, εξ ου και ταξείδιον) β)<br />

«λιγεύουν» (


Όσον αφορά τη χρήση των σημείων στίξης στις μακροσκελείς περιόδους του ποιήματος, αυτή<br />

είναι αρκετά πλήρης, με τα θαυμαστικά να κυριαρχούν, προσδίδοντας την απαραίτητη ένταση<br />

και τόνο στα επιφορτισμένα συναισθηματικά λόγια της Σαπφούς.<br />

Στο ποίημα συναντάμε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Τὸ ἄνθος τῆς ὑπομονῆς»<br />

(1899 ?)<br />

Σκοπός αυτού του έργου της Σαπφούς είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων που<br />

πηγάζει από το σεβασμό της προς τον νόμο του Θεού και το ανυπόκριτο ενδιαφέρον της για<br />

τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα διδάσκει ότι μέσω της υπομονής και της θεοσέβειας ο άνθρωπος<br />

βρίσκει σωτηρία και αγαλλίαση στη ψυχή του, ερχόμενος ταυτόχρονα πιο κοντά στον Θεό του.<br />

Για να τεκμηριώσει τη θέση της αυτή αξιοποιεί το παράδειγμα του αμαρτήματος των<br />

πρωτοπλάστων, περιγράφοντας μέσα στο έργο της την Εύα η οποία παρόλο της το φοβερό<br />

αμάρτημα βρήκε σωτηρία έχοντας υπομονή μέσα στην ψυχή της, ενώ ο Αδάμ λόγω της<br />

καχυποψίας του απέναντι στην Εύα, δεν κατάφερε να έρθει πιο κοντά στο Θεό. Αυτό της το<br />

παράδειγμα η Σαπφώ το γενικεύει και το εφαρμόζει σε επίπεδο φύλου, λέγοντας ότι οι γυναίκες<br />

είναι φτιαγμένες για να αντέχουν τις δυσκολίες της ζωής, ενώ οι άνδρες δεν έχουν αυτή τη<br />

δυνατότητα με αποτέλεσμα να καταβάλλονται άμεσα και σε μεγάλο βαθμό αν τύχει να<br />

συναντήσουν βάσανα μπροστά τους. Αυτό το ποίημα είναι ένα πολύ ενδεικτικό στοιχείο που<br />

επιβεβαιώνει την υπεραξία που έδινε η Σαπφώ στο γυναικείο φύλο έναντι του αντρικού.<br />

Από μορφολογικής πλευράς, δεν συναντάται κάτι το αξιοπρόσεκτο πέραν 2 στοιχείων: α) ο<br />

όρος «διῇς» (= β’ πρόσωπο, αορίστου β’, ενεργητικής φωνής, έγκλισης υποτακτικής του<br />

ρήματος της αρχ. Ελληνικής διίημι = 1. Οδηγώ ή ωθώ κάτι μέσω ενός άλλου πράγματος 2.<br />

Διαλύω, αποσυνθέτω) και β) η ιδιαίτερη ορθογραφία της φράσης «ᾑ πίκραις νὰ περνοῦνε»<br />

Από συντακτικής πλευράς, η γλώσσα του ποιήματος είναι πολύ κατανοητή, χωρίς αρχαϊσμούς<br />

και ιδιότυπες λέξεις της καθαρεύουσας. Αντιθέτως εμφανίζει μια μορφή πολύ κοντά στην<br />

Δημοτική. Οι περίοδοι είναι αρκετά μακροσκελείς, ενώ η χρήση των σημείων στίξης είναι<br />

πλήρης.<br />

89


Τέλος η ποιήτρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το τρίτο ενικό πρόσωπο, παίρνοντας τον ρόλο<br />

του αντικειμενικού αφηγητή, καθιστώντας παράλληλα τα λεγόμενα και τις παρατηρήσεις της<br />

αναμφισβήτητα και γενικώς αποδεκτά.<br />

Στο ποίημα δεν συναντάται κάποιο σταθερό μοτίβο ομοιοκαταληξίας. Σε κάποιους στίχους<br />

χωρίς σταθερή εφαρμογή βρίσκουμε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.<br />

«Εἰς τὸν Σταυρὸν»<br />

(1899)<br />

Σε αυτό της το ποίημα η Σαπφώ για ακόμη μια φορά φανερώνει τον απόλυτο σεβασμό της και<br />

την πίστη της στον Αληθινό Θεό. Θεματικό επίκεντρο του συγκεκριμένου ποιήματος είναι το<br />

αμάρτημα των πρωτόπλαστων και η σταύρωση του Ιησού Χριστού χάριν στην οποία νικήθηκε<br />

ο διάβολος και χαρίστηκε σωτηρία από τα αμαρτήματα των πρωτοπλάστων σε όλους τους<br />

ανθρώπους, μέσω της βάπτισης. Αυτά τα δύο θεματικά μοτίβα περιγράφονται με ιδιαίτερη<br />

λεπτομέρεια και λυρικότητα από την ποιήτρια. Για να περιγράψει το ιερό μυστήριο της<br />

βαπτίσεως η Σαπφώ, χρησιμοποιεί την εικόνα του ρεύματος νερού, που με την ορμή του<br />

ξεχύθηκε από τον Σταυρό του Ιησού Χριστού και καθαιρεί και εξαγνίζει όλα τα αμαρτήματα<br />

των ανθρώπων όταν μπουν μέσα σε αυτό.<br />

Καθότι βρισκόμαστε στα τελευταία χρονολογικά έργα της Σαπφούς, παρατηρεί κανείς την<br />

τεράστια μεταβολή που έχει υποστεί η τυπολογία της γλωσσικής της έκφρασης. Η γλώσσα της<br />

διατηρεί μεν κάποια λόγια στοιχεία, ωστόσο είναι πολύ κατανοητή χωρίς ιδιαίτερη<br />

προσπάθεια, έχοντας αποκτήσει μια μορφή που πλησιάζει αρκετά στην δημοτική. Οι<br />

εξειδικευμένοι αρχαϊσμοί και οι ποιητικές λέξεις έχουν δώσει την θέση τους σε λέξεις και<br />

φράσεις της καθομιλουμένης δημοτικής, σηματοδοτώντας το τελευταίο στάδιο γλωσσικής<br />

εξέλιξης του ύφους της Σαπφούς.<br />

Η ποιήτρια σε δεύτερο πρόσωπο απευθύνει μια έκκληση προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού,<br />

ζητώντας του να συνεχίζει να βρίσκεται στο πλευρό των ανθρώπων δίνοντάς τους δύναμη και<br />

κουράγιο. Η χρήση του δεύτερου ρηματικού προσώπου από την ποιήτρια, όπως αναφέραμε<br />

ξανά, επιτυγχάνει στο να δώσει την απαραίτητη δραματικότητα και παραστατικότητα στο ύφος<br />

90


της, κάνοντας έτσι συμμέτοχους στα συναισθήματά της και στην αληθινή δύναμη της πίστης<br />

της και όλους τους αναγνώστες, που νιώθουν σαν να προσκυνούν τον Μεγαλοδύναμο μαζί με<br />

την ποιήτρια.<br />

Στο ποίημά της αυτό από μορφολογικής πλευράς συναντάμε κάποιους αξιοπρόσεκτους τύπους:<br />

α) «φεῖδι» (παλαιά ορθογραφία της λέξεως «φίδι» η οποία πλέον δεν χρησιμοποιείται) β)<br />

«Σατὰν» (άκλιτη μορφή του ουσιαστικού Σατανάς, με προέλευση από το εβραϊκό ןָׂ‏ טָׂ‏ ש (Śāṭān,<br />

“αντίπαλος”) γ) «ἐχούγιασε» (λαϊκότροπο ρήμα χουγιάζω < σλαβική hujati + -άζω = 1.<br />

Φωνάζω δυνατά από απόσταση 2. Μαλώνω μεγαλόφωνα. Παράγωγες λέξεις «χούγιασμα»,<br />

«χουγιαχτό») δ) οἴησι (


3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

3.1 Γλωσσικά και Διαλεκτικά Χαρακτηριστικά ποιημάτων<br />

Η γλώσσα των ποιημάτων της Λεοντιάδος, μολονότι εύπλαστη και ευπροσάρμοστη στο<br />

σημασιολογικό υπόβαθρο και στην περίσταση γραφής του εκάστοτε ποιήματος, διατηρεί ένα<br />

βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η χρήση της καθαρεύουσας γλώσσας, άλλοτε με<br />

περισσότερους και άλλοτε με λιγότερους αρχαϊσμούς. Η συχνότητα εμφάνισης των αρχαϊκών,<br />

διαλεκτικών και άλλων ποιητικών στοιχείων, τα οποία προσέδιδαν μια ιδιαιτερότητα στον<br />

ποιητικό της λόγο, διαφοροποιώντας τον από την καθημερινή της ομιλία, εξαρτιόταν τόσο από<br />

την περίσταση της γραφής όσο και από την χρονολογία γραφής του εκάστοτε ποιήματος.<br />

Η χρήση της αρχαιοπρεπούς καθαρεύουσας στα πρώιμα έργα της είναι ένα στοιχείο άμεσα<br />

συνδεδεμένο με την εποχή στην οποία έζησε και μεγάλωσε η ποιήτρια. Οι περιορισμοί ως προς<br />

τον τρόπο έκφρασης, εκείνα τα χρόνια, ήταν πολύ αυστηροί καθώς τα κείμενα όφειλαν να<br />

ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες έκφρασης και γραμματικοσυντακτικής δομής.<br />

Παράλληλα το ρεύμα του Ρομαντισμού, το οποίο όπως έχει ήδη αναφερθεί πολλάκις επηρέασε<br />

την γραφή της Λεοντιάδος, έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην χρήση μιας όσο το δυνατόν<br />

περισσότερο εξαρχαϊσμένης καθαρεύουσας. Φυσικά δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνά και τα<br />

κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της τότε εποχής στην οποία έζησε και μεγαλούργησε η Σαπφώ,<br />

τα οποία δεν επέτρεπαν στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να αποκτήσει ολοκληρωμένη<br />

μόρφωση. Αυτό φυσικά μεταφράζεται στο ότι τα ποιήματά της απευθύνονταν σε ένα<br />

περιορισμένο αλλά εκλεπτυσμένο κοινό το οποίο θα μπορούσε φυσικά να κατανοήσει την<br />

αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και να διακρίνει τα λεπτεπίλεπτα συναισθήματα και νοήματα που<br />

έκρυβε η ποιήτρια πίσω από τους στίχους της.<br />

Όσο όμως περνούν τα χρόνια και περνάμε στις μεταγενέστερες γραφές της – από τη δεκαετία<br />

του 1870 και μετά – η Λεοντιάς εκλαϊκεύει τον λόγο της, κάνοντάς τον πιο προσιτό στην<br />

καθημερινή έκφραση. Αυτό το στοιχείο αποδεικνύει ότι η ποιήτρια δεν ήταν μόνο πρωτοπόρος<br />

στο κομμάτι της παιδαγωγικής αλλά και στο κομμάτι της δημιουργικής ποιητικής έκφρασης.<br />

92


Ένα ακόμη στοιχείο της γλωσσικής της έκφρασης, το οποίο αποδεικνύει με τον πιο έντονο<br />

τρόπο την γλωσσική της πρωτοπορία, είναι το εξής. Η εξέλιξη της γλώσσας της, με το πέρασμα<br />

των χρόνων, από την μορφή της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας σε μια μορφή, η οποία σε κάθε<br />

περίπτωση συνεχίζει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της καθαρεύουσας, έχοντας αποβάλλει<br />

ωστόσο την πλειοψηφία των αρχαϊσμών και των διαλεκτικών στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί<br />

ως φυσιολογική και σε ένα βαθμό αναμενόμενη λόγω και των εξελίξεων στο κομμάτι της<br />

γλώσσας την περίοδο από το 1880 και μετά, το γνωστό Γλωσσικό ζήτημα. Η Λεοντιάς όμως<br />

έρχεται να πρωτοπορήσει καθώς η μελέτη των ποιημάτων της έδειξε ότι ακόμη και πριν το<br />

1860, στα πρώιμα δηλ. έργα της εμφανίζεται να εκλαϊκεύει και να απλοποιεί την καθαρεύουσα<br />

της, αποφεύγοντας να κάνει χρήση αρχαϊκών στοιχείων. Αυτό το χαρακτηριστικό αποδίδεται<br />

στην προσπάθεια της Λεοντιάδος να προσαρμόσει απόλυτα από κάθε πλευρά το ποίημά της<br />

στο σημασιολογικό υπόβαθρο και στην περίσταση για την οποία το γράφει. Αυτό σημαίνει ότι<br />

τα Ελεγεία της αφιερωμένα σε ένα σημαντικό πρόσωπο είτε από τον θρησκευτικό χώρο είτε<br />

από τον πολιτικό χώρο είτε από το χώρο των γραμμάτων διατηρούν τον επίσημο χαρακτήρα<br />

τους και την μοναδικότητά τους μέσω της χρήσης πολλών αρχαϊσμών και ποιητικών λέξεων.<br />

Από την άλλη τα ηθικοδιδακτικά ποίημά της, τα επιθαλάμια της και τα ποιήματα της στα οποία<br />

η ποιήτρια είτε αναφέρεται απλώς στη φύση είτε συνδιαλέγεται με αυτή παρουσιάζουν μια<br />

απλοποιημένη γλωσσική έκφραση δίχως δυσνόητα αρχαϊκά στοιχεία, ένα στοιχείο το οποίο<br />

ενίσχυε την ευκολία στη νοηματική τους πρόσληψη από ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού<br />

κοινού, το οποίο πιθανότατα να αντιμετώπιζε δυσκολίες κατανόησης των συντακτικών δομών<br />

της αρχαίας ελληνικής και των ομηρικών ποιητικών λέξεων που εμφανίζονται σε άλλα έργα<br />

της.<br />

Τέλος πρέπει να γίνει αναφορά και στις διαλέκτους εκείνες οι οποίες εμφανίζονται στα έργα<br />

της Λεοντιάδος. Τα ποιήματά της παρουσιάζουν διαλεκτικές επιρροές από δύο διαλέκτους, την<br />

Δωρική και την Τσακωνική διάλεκτο.<br />

Η Δωρική διάλεκτος, είναι διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής, η οποία ομιλούνταν κατά τους<br />

κλασικούς χρόνους σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, στην Κρήτη, στη Ρόδο και σε<br />

περιοχές της Μικράς Ασίας. Τα πολυάριθμα εκείνα στοιχεία που εκπροσωπούν την<br />

συγκεκριμένη διάλεκτο μέσα στο ποιητικό έργο της Λεοντιάδος, έχουν αναφερθεί εκτενώς<br />

μέσα στην σχετική ενότητα της ανάλυσης των ποιημάτων.<br />

93


Τέλος, η Τσακωνική διάλεκτος είναι μια από τις πιο αρχαιοπρεπείς και αρχαιότερες γλώσσες<br />

του κόσμου. Κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας και όχι από την<br />

ελληνιστική κοινή. Στο έργο της Λεοντιάδος, εντοπίζεται κυρίως μορφολογικά μέσα από τις<br />

πολυάριθμες αποβολές φωνηέντων.<br />

3.2 Η συμβολή των Ψηφιακών Εργαλείων Concordancia, Antconc<br />

και Tagxedo<br />

Μια από τις βασικές επιδιώξεις αυτής της εργασίας ήταν η αξιοποίηση των Νέων Τεχνολογιών<br />

για την μελέτη του ποιητικού κλάδου, ο οποίος παραδοσιακά αντιστεκόταν στην πρόκληση<br />

των Νέων Τεχνολογιών και στα νέα δεδομένα που αυτές έφεραν με τη σειρά τους στην<br />

παραγωγή και την επεξεργασία των λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων.<br />

Σε αυτή την εργασία οι Νέες Τεχνολογίες εκπροσωπούνται από τα Ψηφιακά Συμφραστικά<br />

Εργαλεία Concordancia και Antconc καθώς και από την μικροεφαρμογή περιβάλλοντος Web<br />

2.0 Tagxedo.<br />

Τα δύο συμφραστικά εργαλεία που προαναφέρθηκαν αξιοποιήθηκαν για την επεξεργασία του<br />

μεγάλου όγκου των ποιημάτων προς μελέτη ώστε ταχύτερα και με μεγαλύτερα ακρίβεια να<br />

εξαχθούν συμπεράσματα τόσο σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων λέξεων στο<br />

ποιητικό έργο της Λεοντιάδος όσο και με τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των ποιημάτων της σε<br />

ένα μικρότερο βαθμό. Εντοπίζοντας τις λέξεις εκείνες που εμφάνισαν την μεγαλύτερη<br />

συχνότητα χρήσης από την ποιήτρια επιβεβαιώθηκε η επιρροή της από το ρεύμα του<br />

Ρομαντισμού καθώς η θεματική κατηγοριοποίηση των λέξεων στα έργα της απέδειξε ότι<br />

ταυτίζεται με τα θεματικά μοτίβα του Ρομαντικού κινήματος, τα οποία σχετίζονται με τη φύση,<br />

την πατρίδα και την θρησκεία. Ο πίνακας της συχνότητας εμφάνισης των συγκεκριμένων<br />

λέξεων ανά θεματική κατηγορία βρίσκεται στο Παράρτημα Γ’ στο τέλος της εργασίας.<br />

Με τη σειρά της η μικροεφαρμογή Tagxedo αξιοποιήθηκε για τη δημιουργία συννεφόλεξων<br />

ανά θεματική ενότητα (βλ. Παράρτημα Δ’), το οποίο βοήθησε στην οπτικοποίηση με έναν πολύ<br />

εύκολο τρόπο των λέξεων που εντοπίστηκαν στο ποιητικό έργο της Λεοντιάδος και στην<br />

κατηγοριοποίηση τους ανά θεματική ενότητα, ευνοώντας την ευκολία κατανόησης των<br />

θεματικών μοτίβων που εμφανίζονται στο έργο της ποιήτριας.<br />

94


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

ΞΕΝΗ<br />

1. Christodoulidou, L. (2015). «Sappho Leondias (1832-1900): “Figure citoyenne<br />

majeure de la Nation”. Στο Les élites grecques modernes, XVIIIe - XXe siècles:<br />

Identités, modes d’action, représentations. (σσ. 175-188). Paris: Publications Langues<br />

O’<br />

2. Hoffmann, J. B. (1974). Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, εξελληνισθέν<br />

υπό Αντωνίου Δ. Παπανικολάου Μονίμου Επικουρικού Καθηγητού της Αρχαίας<br />

Ελληνικής Φιλολογίας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών. Αθήνα<br />

3. Liddell, G. H. & Scott R. (2007). Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής<br />

Γλώσσης. Πελεκάνος<br />

ΕΛΛΗΝΙΚΗ<br />

1. (2001). Το γλωσσικό ζήτημα. Στο A. Φ. Xριστίδης (επιμ.) Εγκυκλοπαιδικός οδηγός<br />

για τη γλώσσα, (σσ. 155-159). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.<br />

2. Βελουδής, Γ. (1997). Γραμματολογία: Θεωρία Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη<br />

3. Συλλογικό έργο. (2001). Ο ρομαντισμός στην Ελλάδα : Επιστημονικό συμπόσιο,<br />

Αθήνα: Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής<br />

Παιδείας.<br />

4. Δημαράς, Κ. Θ. (2000). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς<br />

την εποχή μας. Ένατη έκδοση. Αθήνα: Γνώση<br />

5. "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.58 ος<br />

6. Ζαχαριάδης, Ν. (2014). Λεξικό του Κωνσταντινουπολίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος.<br />

Αθήνα: Γαβριηλίδης<br />

7. Κορδάτος, Γ. (1974). Δημοτικισμός και λογιωτατισμός: κοινωνιολογική μελέτη του<br />

γλωσσικού ζητήματος. Τέταρτη έκδοση. Αθήνα: Μπουκουμάνης<br />

8. Κοντοσόπουλος, Νικόλαος Γ. (2001). Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 3η<br />

έκδοση. Αθήνα: Γρηγόρης<br />

9. Μπαμπινιώτης, Γ. (1984). Γλωσσολογία και Λογοτεχνία: Από την τεχνική στην τέχνη<br />

του λόγου. Αθήνα.<br />

95


10. Πατάκης, Α. Στεφ., Τζιράκης, Νικ. Ε. (2011). Λεξικό Ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής<br />

Ομαλών και Ανωμάλων. Αθήνα: Πατάκης<br />

11. Τζιτζιλής, Χ. (2000). Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία. Στο<br />

Α.Φ. Χριστίδης et al. (επιμ.) Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, (σσ. 15-22).<br />

Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας<br />

12. Χαραλαμπάκης, Χρ. (1992). Νεοελληνικός Λόγος: Μελέτες για τη γλώσσα τη<br />

λογοτεχνία και το ύφος, (σσ. 145-152). Αθήνα: Νεφέλη.<br />

13. Χριστοδουλίδου, Λ. (2013). Γύρω από την ίδρυση του Αναγνωστηρίου “Η Αίγλη”<br />

στη Σύμη: Ένα ποίημα και μια επιστολή της Σαπφούς Λεοντιάδος. Μικροφιλολογικά,<br />

33, 3-8<br />

96


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’<br />

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΧΡΗΣΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ANTCONC<br />

97


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’<br />

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΧΡΗΣΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ CONCORDANCE<br />

98


ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ<br />

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’<br />

ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ 2<br />

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ<br />

# ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΝ 1 ΦΥΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ<br />

84 Γῆ ΟΝΟΜ<br />

74 Θεῖος ΟΝΟΜ<br />

51 Θεός ΟΝΟΜ<br />

47 Οὐρανός ΟΝΟΜ<br />

43 Ζωή ΟΝΟΜ<br />

32 βίος ΟΝΟΜ<br />

30 Ψυχή ΟΝΟΜ<br />

25 Ἑλλάς<br />

24 Πνεῦμα<br />

22 ἃγιος ΟΝΟΜ<br />

17 ἂγγελος ΟΝΟΜ<br />

17 Θάνατος ΟΝΟΜ<br />

16 ἱερός ΟΝΟΜ<br />

11 ἀρετῆς<br />

11 ἑλλήνων<br />

10 Φύσις ΟΝΟΜ<br />

9 Θάλασσα ΟΝΟΜ<br />

9 Πλάστης<br />

9 Χριστοῦ<br />

8 θρόνον<br />

8 ἂνθος<br />

8 ἣλιος<br />

8 πτηνό ΟΝΟΜ<br />

7 Κῦμα<br />

7 Ἀδάμ<br />

6 παιδείας<br />

5 λύκος<br />

4 βασιλέα<br />

4 ἑλληνίδος<br />

4 πατρίδος<br />

4 ἀνθάκι<br />

4 ἀστήρ<br />

1 (Υπολογίστηκε ο αριθμός εμφανίσεων των λέξεων σε όλες τους τις μορφές (π.χ. γᾶς/γῆς) και σε<br />

όλες τους τις πτώσεις)<br />

2<br />

(Χάριν ελλείψεως χώρου και διευκόλυνσης κατανόησης τέθηκε ως ελάχιστο όριο εμφάνισης<br />

λέξης οι 4 φορές)<br />

ΟΝΟΜ<br />

(Η λέξη βρίσκεται σε πτώση Ονομαστική λόγω εμφανίσεων σε πολλαπλές μορφές/πτώσεις)<br />

99


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ’<br />

ΣΥΝΝΕΦΟΛΕΞΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΤΙΒΟΥ ΦΥΣΗΣ<br />

100


ΣΥΝΝΕΦΟΛΕΞΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΤΙΒΟΥ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ<br />

101


ΣΥΝΝΕΦΟΛΕΞΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΤΙΒΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑΣ<br />

102


103

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!