Το λάθος πάθος | ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ - eBooks4Greeks.gr
Το λάθος πάθος | ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ - eBooks4Greeks.gr
Το λάθος πάθος | ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ - eBooks4Greeks.gr
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
Δεν είναι να υπάρχεις<br />
Δεν είναι ν’ αγαπάς<br />
Είναι να υπάρχεις<br />
και να αγαπάς<br />
Ανώνυμος<br />
Πολλές ήταν οι ανατολές του ήλιου που αντίκρισα μονάχος Ελένη, πάρα πολλές. Καθώς ο<br />
ορίζοντας ροδίζει και η πόλη ξυπνά. καθώς τα στοιχεία της φύσης μου λένε το ένα μετά το άλλο<br />
τη δική τους καλημέρα, δε θέλω να φύγω από δω. Θέλω να μείνω, να σου κρατήσω συντροφιά<br />
όλη μέρα. Και να συνεχίσω να αδειάζω την πονεμένη μου ψυχή, μέχρι που θα σου πω όλα όσα<br />
θέλω να πω. μέχρι να χύσω όλα τα δάκρυα, που κράτησα για σένα μέσα μου… Αλλά, το ξέρω πως,<br />
το φως της ημέρας θα με προδώσει, θα με κουράσει.<br />
Δεν είναι σωστό η φύση να ξυπνά, κι εσύ να κοιμάσαι… για πάντα! Τέτοιες ώρες είναι που<br />
μου έρχονται στο μυαλό οι άσχημες στιγμές που πέρασα. όχι με σένα, αλλά, για σένα. Τότε που<br />
αποφάσισα να σε βγάλω απ’ την ψυχή μου. λες και υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρω…<br />
Είχα κλειστεί, θυμάμαι, πολύ στον εαυτό μου. Αποτραβήχτηκα απ’ όλους και όλα. “Πρέπει<br />
να ξαναανακαλύψω ποιος είμαι”, σας είπα. Εσύ, τα παιδιά, συνηθίσατε πια την τρέλα μου, και δε<br />
φέρατε καμιά αντίρρηση στην απόφασή μου. Αλλά, η Μαρία κατάλαβε. Μόνο εκείνη μπορούσε<br />
να διαβάζει τα σημάδια. Μονάχα εκείνη με ήξερε. Κάθε που γλυκοχάραζε περνούσε απ’ το<br />
σπιτάκι μου και μιλούσαμε. Μιλούσαμε πολύ. Ήξερε πως εκείνη ήταν η ώρα, που η μοναξιά με<br />
πλάκωνε, κι ερχόταν για να απαλύνει τον πόνο. Ω, μεγάλη ψυχή, που να γυρνάς;<br />
Ακόμη θυμάμαι τα λόγια της: Στις όμορφες στιγμές μοιάζουν τ’ άνεμου αυτές οι δύσκολες<br />
στιγμές κι όμοια κι αυτές θα φύγουν.<br />
Μου έδινε κουράγιο με το δικό της τρόπο, αλλά, απ’ την άλλη, μου ζητούσε κιόλας να<br />
παρατήσω το μάταιο - όπως τον αποκαλούσε - αγώνα μου, να βγω απ’ την απομόνωση, να πάψω<br />
να ξιφομαχώ με τη σκιά του εαυτού μου. αφού, το ’ξερα πολύ καλά, πως δε θα τα κατάφερνα<br />
ποτέ, να σβήσω τον έρωτα που πλάστηκε για σένα, στην ψυχή μου.<br />
Αλλά, ο εγωιστής εαυτός μου επέμενε. “Θα τα καταφέρω” σκεφτόμουνα, και μετά<br />
προσπαθούσα να πείσω και μένα ότι όντως θα τα κατάφερνα. Γι’ αυτό, ζήτησα απ’ τη Μαρία να<br />
σταματήσει να με επισκέπτεται. Ήθελα να ζήσω τον πόνο μονάχος. “Εντάξει, ποιητή μου. Ξέρεις<br />
που να με βρεις”, μού είπε και χαμογέλασε.<br />
Σαν έμεινα για πολλές μέρες μόνος, σα βίωσα ως εκεί που μ’ έπαιρνε τον πόνο της<br />
απουσίας σου, σαν ένιωσα πως δεν πήγαινε άλλο, σαν απόκτησα την ψευδαίσθηση ότι τα είχα<br />
καταφέρει, βγήκα από την απομόνωσή μου. απ’ τη φυλακή που έκτισα με τα τούβλα της ντροπής,<br />
όπως θα έλεγε κι ο Ουίλιαμ.<br />
Ένιωθα, λέει, χαρούμενος, επειδή για μια ακόμη φορά κατάφερα να νικήσω τον εαυτό<br />
μου. <strong>Το</strong>υ πρόσφερα ατέλειωτες μέρες φτιαγμένες από πόνο και καταπνιγμένα όνειρα, κι αυτός<br />
κατάφερε να βγει θριαμβευτής… <strong>Το</strong>υλάχιστον, έτσι πίστευα, ο άθλιος!