02.02.2022 Views

Η ΘΗΡΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ- ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

του Ανδρέα Αγγελόπουλου Υποστράτηγου ε.α. - Διπλ. Πολιτικού Μηχανικού Μέλους Κυνηγετικού Συλλόγου Ξάνθης

του Ανδρέα Αγγελόπουλου
Υποστράτηγου ε.α. - Διπλ. Πολιτικού Μηχανικού
Μέλους Κυνηγετικού Συλλόγου Ξάνθης

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Η ΘΗΡΕΤΣΙΚΗ ΣΕΧΝΗ- ΚΤΝΗΓΕΣΙΚΗ

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΤΝΗΓΕΙΑ

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

«ὑγίειάμ τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ

ὁρᾶμ καὶ ἀκούειμ μᾶλλομ, γηράσκειμ δὲ ἧττομ, τὰ

δὲ πρὸς τὸμ πόλεμομ μάλιστα παιδεύει»

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ανδρέα Αγγελόποσλοσ

Υποζηραηήγοσ ε.α. –Διπλ Πολιηικού Μητανικού.

Μέλοσς Κσνηγεηικού Σσλλόγοσ Ξάνθης.



-Αφιέρωση

Στον ηρωϊκό κυνηγό Γιάννη Γούναρη- Μεσολόγγι 1822

Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον

τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην

Άρτα. Ο Γούναρης γνώριζε για την αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση, που

ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να κάνουν τη νύχτα των

Χριστουγέννων του 1822 για κατάληψη του Μεσολογγίου, αν τολμούσε

να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη

γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το

τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε

τους πολιορκημένους. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των

Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από

την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν,

λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε

όσους δεν πολεμούσαν να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για

να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε. Οχτακόσιοι

Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και

βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν

ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο

κυνηγός πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωϊκός Γιάννης

Γούναρης, δεν σώθηκε. Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα

παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του. Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο

Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:

«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού, μέρα που άνθισαν οι

λόγγοι για το τέκνο του Θεού»...

[1]


1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (σελ 3-6)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Ιστορική Αναδρομή. (σελ 7-13)

3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ – ΘΗΡΕΥΤΙΚΗ

ΤΕΧΝΗ - Ελληνική θηρευτική πανίδα (ενδημικά–αποδημητικά).

(σελ 13-61)

4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ - Κυνηγετικοί Σκύλοι, Φυλές–

Τρόποι Εργασίας –Εκπαίδευση. (σελ 61-91)

5. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΙΑ - Βιότοποι θηλαστικών και

υδροβίων. (σελ 91-111)

6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ - Σύγχρονη

κυνηγετική – θηρευτική Διαγωγή και Συμπεριφορά.

Κυνηγετικοί Σύλλογοι - Θηροφύλαξη. (σελ 111-120)

7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ - ΘΗΡΕΥΤΙΚΑ

ΣΥΝΕΡΓΑ - ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΟΠΛΑ – ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (σελ

120-137)

8. ΕΠΙΛΟΓΟΣ (σελ 137-139)

9. ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ – ΑΓΡΑΦΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΥΝΗΓΙΟΥ (σελ 139-142)

10.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (σελ 142)

[2]


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έχοντας σήμερα, με την εύνοια της τύχης, ακολουθήσει επί σαράντα και

πλέον έτη την πορεία της Θεάς Αρτέμιδος, θηρεύοντας και κυνηγώντας στους

ελληνικούς και αλλοδαπούς κάμπους, βουνά και βάλτους, αποκομίζοντας τις

μοναδικές συγκινήσεις που η φύση προσφέρει στον άνθρωπο. Έτσι

αποφάσισα μέσω των σελίδων του ανά χείρας αναγνώσματος, να γράψω την

πραγματεία μου, σαν ευχαριστήρια σπονδή, περιγράφοντας τη συναρπαστική

αυτή έμφυτη αρχέγονη, πρώτη ανθρώπινη δραστηριότητα, μεταφέροντας στο

χαρτί τις δικές μου κτηθείσες εμπειρίες, απόψεις και βιώματα, όντας σήμερα

στην ηλικίαν πρεσβύτης και την γνώσιν σοφότερος. Ένθερμος οπαδός της

ταχύποδης Αρτέμιδος ευτύχησα να εξερευνήσω, κατανοήσω και υμνήσω την

τελειότητα και σοφία της φύσης, τους θαυμαστούς κανόνες, νόμους και

μηχανισμούς που τη διέπουν, πολλάκις κατάπληκτος αναπέμποντας τον

ψαλμό «ως εμαγαλύνθητε τα έργα σου Κύριε πάντα εν σοφία εποίησας.»

Ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου το πρωινό ξύπνημα της φύσης που ο κυνηγός

φυσιολάτρης με ευλάβεια και σεβασμό αισθάνεται και απολαμβάνει με τις

αισθήσεις του, μελετώντας και παρατηρώντας το ζωϊκό και φυτικό βασίλειο

που την αποτελούν, αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος-προστάτης και

αναπόσπαστο μέρος της, ο ίδιος. Στην καταγεγραμμένη ανθρώπινη διαδρομή

πολλοί επιφανείς συγγραφείς ένοιωσαν την ανάγκη να καταγράψουν και

εξυμνήσουν το μεγαλείο της φύσης και της θηρευτικής δραστηριότητας, ως

αέναη βιοτική και εξισορροπητική αναγκαιότητα των ειδών του ζωϊκού

βασιλείου, με πρώτο τον νοήμονα κυρίαρχο άνθρωπο. Πρώτες καταγραφές

απαντάμε στον Όμηρο, στα έπη του οποίου γίνεται συχνή αναφορά σε

σκηνές μάχης, χρησιμοποιώντας περιγραφές από κυνηγετικές παρομοιώσεις,

ο δε Πίνδαρος προβάλει τον επιφανέστερο ήρωά του Αχιλλέα, σε ενασχόληση

του με το κυνήγι από την παιδική ηλικία. Ο Πλάτωνας στο έργο του Νόμοι

αναφέρει το έφιππο κυνήγι και μάλιστα το συγκαταλέγει στα πιο αξιέπαινα

είδη κυνηγίου. Ως κύριο και ακόμη επίκαιρο, αναφέρουμε τον αθηναίο

ιστορικό, συγγραφέα και σωκρατικό φιλόσοφο Ξενοφώντα με τον περίφημο

«κυνηγετικό» από τον οποίο θα παραθέσουμε χρήσιμα στοιχεία για την

κυνηγετική τέχνη στα κεφάλαια του πονήματος. Ο Οππιανός, αρχαίος

Έλληνας ποιητής από την Ανάζαρβο της Κιλικίας, που έζησε τον 2ο αιώνα

μ.Χ. συνέγραψε στα τέλη της βασιλείας του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου

το ποίημα «Αλιευτικά» σε 5 βιβλία, που σώζεται ακόμα και το αφιέρωσε στον

Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος ενθουσιάστηκε. Συνέγραψε και ένα άλλο ποίημα,

τιτλοφορούμενο «Κυνηγετικά», αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Καρακάλλα,

που είναι κατώτερο σε αξία από τα «Αλιευτικά». Στο Ονομαστικό λεξικό του ο

Πολυδεύκης, ο λεξικογράφος της ρωμαϊκής εποχής και συγκεκριμένα της

εποχής του Κόμοδου, (βλ 5. 26-32, 35-36 και 5. 32-34) αναφέρεται στο

κυνήγι, όπως αυτό διεξαγόταν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Αρριανός

ένθερμος οπαδός του Ξενοφώντα συνέγραψε τον δικό του «Κυνηγετικό» το 2 ο

αιωνα μ.χ.

Τέλος άξιες μνείας είναι οι εξαίσιες γλυπτές τοιχογραφίες και μελανόμορφες

παραστάσεις κυνηγών και κυνηγετικών δραστηριοτήτων στην ελληνική τέχνη

που κοσμούν επιφανή έργα (Αξιέπαινη είναι η προσπάθεια της κ. Σαατσόγλου –

Παλιαδέλη, καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας της

Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μαθήτρια του Μανόλη

Ανδρόνικου, το 2004, να αναγνωρίσει τις φυλές των εικονιζόμενων σκύλων στην τοιχογραφία

του Κυνηγιού που κοσμεί την πρόσοψη του Τάφου του Φιλίππου.)

[3]


Η σκηνή του κυνηγιού που

κοσμεί την πρόσοψη του τάφου του Φιλίππου Β´ στη Βεργίνα.

και έφθασαν ως τις μέρες μας, σε ένδειξη επιβεβαίωσης της επίγειας υψίστης

ψυχικής ευχαρίστησης και ευφορίας που «οι επιθυμήσαντες τούτου του εργου,

δι’ αυτών των πράξεων των εν τοις κυνηγεσίοις ωφελήθησαν» ως είρηται κατά

Ξενοφώντα.

Στο σύγγραμμα χρησιμοποιείται το ρήμα «θηρεύω» = αποκτώ, καρπώνομαι

το θήραμα, και «κυνηγώ» (κυνός άγω) = οδηγώ σκύλο, καρπώνομαι το

θήραμα με την χρήση σκύλου, κυνηγός = αυτός που οδηγεί σκύλο για

εξεύρεση θηράματος και θήρευση. Γίνεται ως εκ τούτου κατανοητός ο

διαχωρισμός της έννοιας «θηρεύοντας και κυνηγώντας » που χρησιμοποίησα

παραπάνω. Όταν χρησιμοποιώ κυνηγετικό σκύλο τότε κυνηγάω, όταν δεν

χρησιμοποιώ, τότε θηρεύω, (πολλά πτερωτά θηράματα δεν απαιτούν τη

χρήση σκύλου). Ο Ξενοφών στον «κυνηγετικό» κατέγραψε την κυνηγετική

δραστηριότητα και περιέγραψε την ανίχνευση, ιχνηλάτηση και δίωξη τριχωτών

θηραμάτων με τη χρήση σκύλων, των Καστορίδων και Αλωπεκίδων, φυλές

που προήλθαν από τη διασταύρωση με αλεπούδες. Αναφέρει τις φυλές των

Κρητικών, Λοκρικών και Λακωνικών σκύλων που χρησιμοποιούσαν και

πιθανόν ο Λακωνικός να ήταν πρόγονος του σημερινού Ελληνικού ιχνηλάτη

που έχει σήμερα η πατρίδα μας κατοχυρωμένη μέσω της Διεθνούς

Κυνολογικής Ομοσπονδίας από το 1959 ως Ελληνική φυλή.

Ο άνθρωπος προικισμένος από τον δημιουργό του με νόηση και έμφυτη τάση

κυριαρχίας του ζωϊκού βασιλείου, ανέπτυξε τρόπους και μεθόδους θήρευσης

βρώσιμων θηλαστικών και πτερωτών. Κατά την περίοδο των χιλιετιών της

τροφοσυλλεκτικής περιόδου τα είδη αυτά του ζωϊκού βασιλείου μέσω της

θήρευσης, του παρείχαν τις αναγκαίες διατροφικές πρωτεΐνες, λίπη και

λευκώματα, συνοδεύοντας τα με τα φρούτα, βολβούς και λοιπούς καρπούς

της χλωρίδας. Όπως μαρτυρούν ευρήματα παλαιοντολόγων, ίσως η οδοντική

του κατασκευή με τους κυνόδοντες, μαρτυρεί τη σαρκοφαγική του πρώτη

διατροφή που τον οδήγησε στην ανάπτυξη θηρευτικής δεξιότητας.

Χρησιμοποιώντας τη νόηση κατά τη λίθινη εποχή κατασκεύασε αιχμηρά

εργαλεία (ακόντια, μαχαίρια, πελέκεις) λειαίνοντας πέτρες, για την καταβολή

των θηραμάτων και άμυνα έναντι άλλων θηρευτών, ο ίδιος θήραμα στο

φυσικό κύκλο, αλλά και την κατάτμηση, επεξεργασία τόσο του κρέατος, των

δερμάτων για ένδυση - υπόδηση, των νεύρων για ραφές και των οστών για

πολλαπλές χρήσεις. Η χρήση του τόξου, που κυρίως προήρχετο από τα

θηράματά του, (χορδή για εκτόξευση σαϊτών από νεύρα ζώων, βέλη με

διατρητικές ακμές από οστά) του έδωσε σημαντικό πλεονέκτημα στην κάλυψη

της υπέρτερης ταχυκινησίας των θηραμάτων (ταχυκίνητα θηλαστικά,

[4]


πτερωτά) που τα αγχέμαχα όπλα του (μαχαίρια, δόρατα, δίχτυα) ήθελαν την

εκ του σύνεγγυς εμπλοκή με το θήραμα. Στα σπήλαια οπού αρχικά

κατοικούσε, θέλοντας να εκφράσει τη ψυχική του ευχαρίστηση και

ευγνωμοσύνη για τη ζωηφόρο θήρευση, άρχισε να χαράσσει και απεικονίζει

στους τοίχους των σπηλαίων σε παραστάσεις τις σκηνές της αναμέτρησης με

τα θηρευόμενα ζώα και πτηνά (βραχογραφίες), αρχίζοντας με τον τρόπο αυτό

την πρώτη έντεχνη καταγραφή ανθρώπινης δραστηριότητας που ήταν οι

θηρευτικές – κυνηγετικές εξορμήσεις του. Φαίνεται ότι κατά τη λίθινη εκείνη

προϊστορική εποχή συνεργάστηκε στην τροφοσυλλεκτική του θήρευση με

έναν άλλο θηρευτή, τον σκύλο, στον οποίο διεπίστωσε συμπληρωματικές

υπέρτερες δεξιότητες από τις δικές του (όσφρηση, αντοχή δίωξης κλπ) και

έτσι τον πήρε μαζί του στις κυνηγετικές του πλέον εξορμήσεις, μοιραζόμενος

την τροφή από τα θηράματα με τον νέο του σύντροφο - συνεργάτη. Οστά

σκύλου και αρχέγονες ζωγραφικές παραστάσεις όπου εμφανίζεται ο σκύλος,

βρήκαν οι παλαιοντολόγοι σε σπήλαια από την παλαιολιθική εποχή που

καταδεικνύουν την μακρόχρονη συνεργασία των δυο θηρευτών. Οι αρχαίοι

Έλληνες αλλά και άλλοι προγενέστεροι λαοί, αναγνωρίζοντας τη σημασία της

θηρευτικής συνεισφοράς στην ανθρώπινη εξέλιξη, εξύμνησαν με την

απαράμιλλη μυθολογία τους κυνηγετικούς άθλους, και επέλεξαν την

σεμνότερη θεά την Άρτεμη, ως λατρευτική αντιπρόσωπο και προστάτιδα της

φύσης, των θηραμάτων και των ανθρώπων θηρευτών - κυνηγών.

Η εποχή του χαλκού και του σιδήρου έδωσε νέα ανθεκτικότερα θηρευτικά

εργαλεία στον άνθρωπο, η δε ανάπτυξη της γεωργίας, έδωσε τη λύση στις

αυξημένες διατροφικές του ανάγκες που απαιτούσε η αύξηση του πληθυσμού

του, εξισορροπώντας έτσι τη συνεισφορά του ζωϊκού βασιλείου στην

ανθρώπινη διατροφή που αδυνατούσαν να προσφέρουν πλέον τα θηράματα.

Επιπρόσθετα, κατέφυγε στη συμπληρωματική ικανοποίηση των αναγκών

ζωϊκών προϊόντων, με την εξημέρωση παραγωγικών ζωϊκών ειδών και την

ανάπτυξη κατοικίδιων πληθυσμών από τον ίδιο (ιδιωτική κτηνοτροφία,

επαγγελματική κλπ).

Η ανακάλυψη της πυρίτιδας κατά τον 14 ο αιώνα άλλαξε άρδην τα θηρευτικά

ανθρώπινα σύνεργα και μεθόδους, όπως αναγράφεται στο αντίστοιχο

κεφάλαιο που παρουσιάζεται η εξέλιξη των θηρευτικών εργαλείων και όπλων,

επιφέροντας συντριπτικό πλεονέκτημα στον άνθρωπο θηρευτή έναντι των

θηραμάτων. Έτσι η ανθρώπινη πληθυσμιακή αύξηση με τις οικιστικές

απαιτήσεις και η ανάπτυξη της γεωργίας για κάλυψη των διατροφικών

αναγκών του, επέδρασαν αρνητικά σε βάρος του ισοζυγίου των φυσικών

βιοτόπων και οικοσυστημάτων των θηραμάτων. Η αλλαγή των

κλιματολογικών συνθηκών οφειλομένη κυρίως σε ανθρώπινη δραστηριότητα,

επιβάρυνε σε κρίσιμο βαθμό τα θηρευόμενα είδη οδηγώντας αφενός σε

αυστηρή ρυθμιστική περιοριστική νομοθεσία που διέπει τη σύγχρονη

κυνηγετική δραστηριότητα στον πλανήτη και αφετέρου σε τεχνική

αναπαραγωγή για αναπλήρωση των διαρκώς πιεζομένων θηρευτικών ειδών

από τις σύγχρονες κοινωνίες και κυνηγετικές οργανώσεις, που λιγοστά όμως

απέδωσε, ειδικά στη χώρα μας.

Σήμερα που ο άνθρωπος επέλυσε τη διατροφική του ανάγκη σε ζωϊκά και

φυτικά προϊόντα, το έμφυτο αρχέγονο θηρευτικό του ένστικτο διατηρείται, αν

και αμβλυμμένο, λαμβάνοντας μορφή αθλήματος πλέον και ψυχαγωγίας που

παρέχεται μέσω της περιορισμένης κυνηγετικής - θηρευτικής δραστηριότητας.

Η σωστή κυνηγετική παιδεία με επίκεντρο τη φυσιογνωσία και φυσιολατρεία, η

[5]


αναγκαία πρόνοια προστασίας των οικοσυστημάτων και σωστής διαχείρισης

των θηραμάτων και βιοτόπων με επιστημονικές μελέτες, ο διαρκής έλεγχος

της πολιτείας στην εφαρμογή των νομοθετημένων κανόνων διεξαγωγής της

κυνηγετικής δραστηριότητας, η καλλιέργεια αθλητικού κυνηγετικού πνεύματος,

σύγχρονης κυνηγετικής συνείδησης με πάταξη και αφορισμό της

λαθροθηρίας, καθώς και περιορισμού διασποράς των χημικών τοξικών

προϊόντων στη φύση, είναι σήμερα αναγκαία και επιβεβλημένα. Ιερή

υποχρέωση όλων μας, ώστε οι μελλοντικές γεννιές να δυνηθούν να

συνεχίσουν την παραδοσιακή έμφυτη ψυχική ευφροσύνη της κυνηγετικής

ενασχόλησης και φυσιολατρείας, είναι η μύησή όλων των εμπλεκομένων

στην ενσυνείδητη διαφύλαξη και σωστή διαχείριση των απειλούμενων

φυσικών πόρων και θηρευτικού πλούτου της χώρας.

Στις σελίδες του ανά χείρας κυνηγετικού οδοιπορικού, περιγράφονται

ακροθιγώς οι τεχνικές θήρευσης, τα θηράματα και τα φυσικά χαρακτηριστικά

τους, οι φυλές των κυνηγετικών σκύλων, οι ελληνικοί βιότοποι της θηρευτικής

πανίδας και πτηνοπανίδας, τα χρησιμοποιούμενα κυνηγετικά όπλα της

σημερινής εποχής και η ιστορική εξέλιξή τους. Προσωπικές εμπειρίες,

απόψεις και σχόλια του γράφοντα, αναφέρονται κυρίως σε τεχνικές θήρευσης,

κυνηγετικής διαπαιδαγώγησης, ηθικής συμπεριφοράς και σεβασμού της

φύσης, καθώς και επιλογής-εκπαίδευσης κυνηγετικών σκύλων, με σκοπό την

ενημέρωση-προπαίδευση μελλοντικών συναδέλφων αλλά και αναβάθμισηςβελτίωσης

παλαιοτέρων φίλων κυνηγών-θηρευτών αναγνωστών, χωρίς επ’

ουδενί να διεκδικώ την αναγνώριση του ειδήμονα ή παντογνώστου.

Ξάνθη 05 Μαρ. 2015

Ανδρέας Αγγελόπουλος

[6]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός Συγγραφής

Στόχος του Ξενοφώντα με το έργο «Κυνηγετικός» ήταν η μύηση του τότε

αναγνώστη στην κυνηγετική τέχνη, καταγράφοντας τα ωφελήματα τούτου του

έργου, «περὶ μὲν αὐτῶν τῶν πράξεων τῶν ἐν τοῖς κυνηγεσίοις εἴρηται. ὠφελήσονται δ᾽

οἱ ἐπιθυμήσαντες τούτου τοῦ ἔργου πολλά: ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει

καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον, τὰ δὲ πρὸς τὸν πόλεμον μάλιστα

παιδεύει. πρῶτον μὲν γὰρ τὰ ὅπλα ὅταν ἔχοντες πορεύωνται ὁδοὺς χαλεπάς, οὐκ

ἀπεροῦσιν: ἀνέξονται γὰρ τοὺς πόνους διὰ τὸ εἰθίσθαι μετὰ τούτων αἱρεῖν τὰ θηρία…..»

Παρόμοιος ο αντικειμενικός σκοπός του παρόντος συγγράμματος για το

σύγχρονο αναγνώστη και καλοπροαίρετο συνάδελφο κυνηγό, των

ωφελημάτων από την κυνηγετική ενασχόληση παραμενόντων διαχρονικών,

αναδεικνύοντας και σήμερα τη διδακτική αξία της θήρας στην εκπαίδευση των

νέων, όπως εύστοχα ο Ξενοφών υποστηρίζει. Τα λόγια του σήμερα, δυόμισι

χιλιάδες χρόνια μετά, μοιάζουν να ηχούν σαν προειδοποίηση στην ελληνική

κοινωνία από τον εφιάλτη της αστικοποίησης, της υπερκατανάλωσης και της

ηθικής διάβρωσης. Η παρουσίαση τεκμηριωμένης σύγχρονης άποψης, της

δυνατότητας άσκησης κυνηγετικής δραστηριότητας στη φύση του 21ου αιώνα,

χωρίς επιζήμιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, έχοντας σήμερα διαβληθεί και

εσκεμμένα διαστρεβλωθεί από πολέμιες όψιμες ανεπαρκείς οικολογικές και

φιλοζωικές οργανώσεις, αποτελεί ίσως τον δευτερεύοντα στόχο του.

Ιστορική Αναδρομή της θηρευτικής - κυνηγετικής δραστηριότητας στην

Ελλάδα.

Οι πρώτες απεικονίσεις θηρευτικής ανθρώπινης δραστηριότητας βρίσκονται

στις βραχογραφίες των σπηλαίων της Αλταμίρα στην Ισπανία και του Λασκό

στη Γαλλία, με τις γεμάτες εκφραστικότητα εικόνες των ζώων, αλλά και στα

βράχια της Σαχάρας, και ξεπερνούν σε ηλικία τα 15.000 χρόνια.

Οι προϊστορικοί άνθρωποι συνήθως ζωγράφιζαν με κάρβουνο και

κοκκινόχωμα ζώα, σκηνές κυνηγιού, καβαλάρηδες με τόξα και ακόντια. Την

τελευταία δεκαετία ανακαλύφθηκαν στο Κουσάκ της Γαλλίας εκατοντάδες

βραχογραφίες και νωπογραφίες που αναπαριστούν ζωϊκά είδη

χαρακτηριστικά της προϊστορικής εποχής – μαμούθ, ρινόκερους, ελάφια,

τράγους, βίσωνες, άλογα, παράξενα πτηνά και άλλα άγνωστα πλάσματα.

Πριν από 8.000 χρόνια, στο δάπεδο ενός σπηλαίου κάποιοι άνθρωποι

[7]


λαξεύσανε τις πρώτες γνωστές βραχογραφίες της Κρήτης, αλλά το ίδιο έκαναν

και στη βόρεια Ελλάδα πάνω σε επιφάνειες βράχων στο όρος Παγγαίο.

Λίγους αιώνες αργότερα γίνεται το ίδιο και στην Άνδρο, όπως αποδεικνύεται

από τις ανασκαφές στον οικισμό του Στρόφιλα, όπου βρέθηκαν χαραγμένα

στους βράχους σχέδια ζώων, αλλά και στη Σύρο όπως διαπιστώνουμε από

τις κεραμικές αναπαραστάσεις ζώων θηραμάτων που βρέθηκαν στο Καστρί

και στη Χαλανδριανή. Στη Νάξο επίσης, στην Κορφή τ’ Αρωνιού,

ανακαλύφθηκαν πλάκες που απεικονίζουν, με επίκρουστη τεχνική,

ανθρώπους, ζώα και πλοία σε σκηνές της καθημερινής ζωής. (Μουσείο

Απειράνθου Νάξου).

Από τις εικόνες αυτές αλλά και από κάποιες πετρωμένες τροφές, αποκτούμε

άποψη για τα είδη των θηραμάτων αλλά και για τις γαστριμαργικές συνήθειες

εκείνων των προϊστορικών ανθρώπων.

Αργότερα οι άνθρωποι εξημερώνουν και χρησιμοποιούν τους ιχνηλάτες

σκύλους και τα γεράκια για να ξετρυπώνουν το θήραμα. Η πρώτη γνωστή

χρήση γερακιών για το κυνήγι εντοπίζεται στην Ασσυρία (πριν από το 700

π.Χ.), διαδόθηκε δε και στην Ανατολή, στην Ινδία και την Κίνα από τα πολύ

παλιά χρόνια.

Πολλές αναφορές στη Βίβλο υπαινίσσονται ότι το κυνήγι ήταν άφθονο και

έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Εβραίους την εποχή της Παλαιάς

Διαθήκης, (πιθανόν οι Ισραηλίτες φεύγοντας από την Αίγυπτο με τον Μωυσή

ετράφησαν με πέρασμα ορτυκιών που μετανάστευε ..)

Επιγραμματικά το ενδιαφέρον των Ελλήνων για το κυνήγι στα αρχαία χρόνια

αναφέρθηκε στον πρόλογο, με κύριο εκφραστή τον Ξενοφώντα που με

εξαιρετικό τρόπο στο έργο του Κυνηγετικός, εκτίθενται οι αρχές του κυνηγιού

και εμπεριέχονται οι εμπειρίες του συγγραφέα από την αγαπημένη του

ενασχόληση. Η πραγματεία του αναφέρεται κυρίως στη σύλληψη του λαγού,

περιγράφει όμως και κυνήγι αγριόχοιρων και ελαφιών. Αναφέρεται ακόμη στο

κυνήγι λιονταριού, λεοπάρδαλης, λύγκα, πάνθηρα και αρκούδας, τα οποία ή

συλλαμβάνονταν σε λάκκους ή λογχίζονταν από ιππείς. Ο Ξενοφώντας με το

έργο του μπορεί ακόμη και σήμερα να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, από τον

απλό κυνηγό μέχρι τον ερευνητή θηραματολόγο και κοινωνιολόγο.

Είναι γνωστό από πολλές πηγές το πάθος των Βυζαντινών για το κυνήγι. Το

παράδειγμα έδιναν πρώτοι οι αυτοκράτορες, κυρίως από την εποχή των

Κομνηνών. Τα παλάτια στολίζονταν με ψηφιδωτά που παρίσταναν

κυνηγετικές σκηνές. Ο Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει τις τοιχογραφίες των

ανακτόρων του Ανδρόνικου: «Και ην κυνηγέσια ζωγραφούμενα, κλωγμός πτηνών,

θωϋσμός κυνών, ελαφηβολίαι και λαγού θηρεύσεις και χαυλιόδους συς διακοντιζόμενος και

ζούμπρος διελαυνόμενος δόρατι και βίος αγροτικός και σκηνίτης και εστίασις εκ των

θηρευομένων σχέδιος και αυτός Ανδρόνικος μυστίλλων αυτοχειρί κρέας ελάφιον ή κάπρου

μονάζοντος και οπτών περιφραδέως πυρί και τοιαύθ’ έτερα.»

Το κυνήγι ήταν «επιστήμη και εκστρατεία», όπως αποκαλύπτουν τα διάφορα

«ιερακοσόφια και κυνοσόφια» και ο μέγας αριθμός των ειδικευμένων

προσώπων που έπαιρναν μέρος, δούλων και ελευθέρων. Ήταν οι

[8]


«κοιτασταί», οι «σκοπείς», οι «παγανευταί», οι «ιερακάριοι», οι «πετρινάριοι»,

οι «σκυλογάγγοι». Ο Ανδρόνικος ο Νέος έτρεφε 1400 λαγωνικά (ζαγάρια,

ιχνεύτορες και χονδρόσκυλους) και χίλια γεράκια (πετρίτες της Ζαγοράς,

«φαλκώνια» της Θεσσαλονίκης, «συγκούρια» της Μυτιλήνης, «οξυπτέρια» του

Διδυμοτείχου). Τις κυνηγετικές συνήθειες των Βυζαντινών υιοθέτησαν οι

Τούρκοι μετά την άλωση.

Κατά τους νεότερους χρόνους, υπάρχουν πάμπολλες περιγραφές

περιηγητών στις ελλαδικές περιοχές σχετικές με τις κυνηγετικές συνήθειες των

Ελλήνων. Την άνοιξη του 1436 ο Cyriaco de Pizicolli περιγράφει μια

κυνηγετική εκδρομή στο ΄Ακτιο: «Η άλλη μέρα ήταν της Αρτέμιδος με τις

φαρέτρες. Ολοκάθαρος ουρανός. Συναντηθήκαμε στα δάση του Ακτίου με τον

έπαρχο της Λευκάδος Ιάκωβο Ρούφο, πολύπειρο κυνηγό. Εφοδιασμένοι με

πολλά βέλη και άλλα κυνηγετικά όπλα, με γοργοπόδαρα και νευρώδη

λαγωνικά και γρήγορα άλογα εξασκημένα στο κυνήγι εψάλαμε αυτή την

προσευχή στην Αρτέμιδα: Άκουσε, βασίλισσα, του Δία κόρη, με τα πολλά

ονόματα, ταχύποδη, εσύ που χαίρεσαι τις σαΐτες και περπατάς τη νύχτα, δός

μας…»

Και ο Ισπανός ευγενής Pedro Tafur στην Τραπεζούντα κατά το 1460

σημειώνει: «Οι Έλληνες είναι μεγάλοι κυνηγοί. Χρησιμοποιούν λαγωνικά και

γεράκια.» To 1546 ο Γάλλος περιηγητής Jean Chesneau ευρισκόμενος στη

Χίο σημειώνει για τις ήμερες πέρδικες ότι αποτελούν μαζί με τα μαστιχόδεντρα

τα αξιοπερίεργα του νησιού και προκαλούν εντύπωση σ’ όλους τους ξένους:

«Στην Ελλάδα οι πέρδικες είναι εξημερωμένες όπως σε μας οι όρνιθες.

Υπάρχουν δύο είδη: με κατακόκκινο ράμφος και με μαύρο. Υπάρχουν και

μπεκάτσες που οι Χιώτες αποκαλούν ορνιθοσκαλίδες. Τις πέρδικες τις

πιάνουν μικρές και τις τρέφουν όλο το χειμώνα. Όταν μεγαλώσουν τις

αφήνουν ελεύθερες στα βουνά να βοσκήσουν συντροφιά με τις άγριες. Το

βράδυ έχουν σμίξει άγριες και ήμερες. Οι δούλοι τις βλέπουν από μακριά και

κράζουν τις ήμερες «έλα δω, έλα δω, καρδούλα μου». Και τότε κάθε μια τρέχει

στο σπίτι του αφεντικού της, ενώ οι άγριες πετούν στα βουνά τους.»

Και λίγα χρόνια αργότερα το 1551 ο επίσης Γάλλος Nikolas Nikolay

περνώντας από τη Χίο επανέρχεται στο ίδιο θέμα γράφοντας στο βιβλίο που

θα εκδοθεί το 1557. «Το πιο αξιοπερίεργο του νησιού είναι οι εξημερωμένες

πέρδικες. Αναρίθμητες μεγάλες κόκκινες πέρδικες που περιφέρονται σε

μερικά χωριά του νησιού ήμερες όπως οι δικές μας οι όρνιθες. Οι χωρικοί τις

στέλνουν την ημέρα να βοσκήσουν στα βουνά και το βράδυ, τα παιδιά που τις

φυλάνε, τις ξαναφέρνουν στα σπίτια τους με σφυρίγματα και τραγούδια. Κι

επειδή αυτές οι πέρδικες συνήθισαν (κάθε κοπάδι αποτελείται από 300 πάνω

κάτω) ακολουθούν τον οδηγό τους κι εκείνος τις ξαναφέρνει στο χωριό. Αν

όμως τις μεταφέρεις έξω από το νησί αγριεύουν.»

Γύρω στα μέσα του 17ου αι. ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard που έζησε

πολλά χρόνια στη Σαντορίνη και ταξίδεψε σε πάρα πολλά νησιά, περιγράφει:

«Στη Σαντορίνη τα πουλιά είναι σπάνια. Παρόλα αυτά βλέπει κανείς πού και

πού περιστέρια, κοτσύφια και πέρδικες. Οι κάτοικοι κάθε φθινόπωρο

σκοτώνουν μυριάδες τρυγόνια και πιάνουν στα δίχτυα αναρίθμητα ορτύκια

που σταματούν εδώ κατά την αποδημία τους. Τα πουλάνε ένα σόλδι το

ζευγάρι. Θα ‘λεγε κανείς ότι η θεία πρόνοια έχει προβλέψη να γίνει πέρασμα

των πουλιών το νησί για να εξασφαλίσει στους φτωχούς πειναλέους κατοίκους

αυτές τις πεντανόστιμες λιχουδιές.»

[9]


Κατά το έτος 1669, ο Καπουκίνος Robert de Dreux, που συνοδεύει το Γάλλο

Πρέσβη ως πνευματικός του, περνώντας από τα Τέμπη μαζί με τη

διπλωματική ακολουθία περιγράφει πως βρέθηκαν εν μέσω πολεμικής

ατμόσφαιρας. Ετοιμάζονταν οι παγάνες για το κυνήγι του σουλτάνου, που

αποτελούσε πραγματική εκστρατεία και φοβερή μάστιγα για τους Έλληνες της

περιοχής. Για τις παγάνες έπρεπε να κινητοποιηθούν δεκάδες χιλιάδες

ραγιάδων και ο φόνος των εγκλωβισμένων θηραμάτων έπαιρνε μορφή

θεατρικής επιδείξεως. Ο πρεσβευτής σταμάτησε με τη συνοδεία του στο

χωριό Μπαμπά και μαθαίνοντας τις προετοιμασίες έστειλε στη Λάρισα μήνυμα

παρακαλώντας τον σουλτάνο να τον δεχθεί πριν ξεκινήσει για το κυνήγι.

Περιμένοντας την απάντηση η διπλωματική αντιπροσωπία παρακολούθησε

τα συμβαίνοντα στα ριζά του κάμπου: «Μέτρησα διακόσιους άντρες που

οδηγούσαν καθένας από δυο πανέμορφα λαγωνικά. Τα περισσότερα είχαν

μακριά, πεσμένα αυτιά και ήταν σημαδεμένα με διάφορα χρώματα, όπως

γαλάζιο, κόκκινο και πράσινο. Είναι τόσο ρωμαλέα, που ένας άντρας μόλις και

μετά βίας μπορεί να χειραγωγήσει δύο, κρατώντας τα με αλυσίδες περασμένες

στο χαλκά του λαιμού. Είδα να περνούν κάπου τέσσερις χιλιάδες χωρικοί,

βαδίζοντας σε τετράδες ενώ ηχούσαν ζουρνάδες και τουμπελέκια. Ήταν

οπλισμένοι μονάχα μ’ ένα μεγάλο κοντάρι. Μερικοί όμως είχαν στο ζουνάρι

τους κι ένα μικρό τσεκούρι.»

Στο Μπαμπά ο Καπουκίνος γνώρισε ένα χωρικό που τον είχαν αρπάξει

μικρόν οι Οθωμανοί και τον ανάγκασαν να τουρκέψει. Μιλούσε ιταλικά κι έτσι

ο Γάλλος κληρικός είχε την ευκαιρία να μάθει όλες τις λεπτομέρειες του

σουλτανικού κυνηγιού. «Ο σουλτάνος υποχρέωνε τις γύρω περιοχές να του

στείλουν για το κυνήγι του είκοσι χιλιάδες άντρες. Η στρατολογία γίνεται

ανάλογα με τον πληθυσμό του χωριού. Φθάνοντας αυτό το πλήθος στο

προκαθορισμένο σημείο αρχίζει την παγάνα, περικυκλώνει τα δάση, όπου

κρύβονται τα αγρίμια και αφήνει μόνο ένα άνοιγμα ελεύθερο ώστε ν’

αναγκασθούν να ξεχυθούν απ’ αυτό το πέρασμα στον κάμπο. Εκεί είχε στηθεί

ένα είδος θεάτρου με ψηλούς φράχτες για να εμποδίζεται η είσοδος των

θηρίων. Ο σουλτάνος ανεβασμένος σε μια εξέδρα παρακολουθεί με τη

συντροφιά του να περνούν και να ξαναπερνούν μπροστά του κυνηγημένα τα

θηράματα. Κι ο κλοιός όλο στενεύει στον κάμπο καθώς προχωρούν οι άντρες

της παγάνας, πολλές φορές σε τριπλές γραμμές. Ο σουλτάνος απολαμβάνει

από το θεωρείο του τη μάχη των λαγωνικών με τ’ αγρίμια που σε κατάσταση

απελπισίας ορμούν εναντίον των ανδρών της παγάνας σκοτώνοντας και

πληγώνοντας πλήθος. Έμαθα ότι λίγο πριν την άφιξή μας στη Λάρισα είχε

οργανωθεί ένα τέτοιο σουλτανικό κυνήγι με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή

τους τετρακόσιοι ως πεντακόσιοι Θεσσαλοί. Ο καϊμακάμης που ήταν γνωστός

για την ανθρωπιά του αναστατώθηκε από εκείνη τη σφαγή και πρόσταξε να

σκορπίσουν τα πτώματα πλάι στο δρόμο από όπου θα περνούσε ο σουλτάνος

για να ιδεί τα φονικά αποτελέσματα αυτού του κυνηγιού που αποδεκατίζει το

λαό και να μη το επαναλάβει. Αλλά ο σουλτάνος έμεινε ασυγκίνητος. Κι όταν

έμαθε από τον καϊμακάμη ότι εκτός από αυτούς τους νεκρούς που είδε

υπήρχαν και άλλοι πολλοί του είπε: -Δεν πειράζει! Θα πέθαιναν που θα

πέθαιναν! Τι εδώ, τι αλλού!»

Από τους περιηγητές έχουμε επίσης μαρτυρίες για τη χρησιμοποίηση των

γερακιών στο κυνήγι. Το 1764 ο Richard Chandler, στο βιβλίο του Travels in

Asia Minor περιγράφει μιαν εκδρομή που οργανώθηκε στον Υμηττό, όπου

έγινε κυνήγι με γεράκια. Ενώ το 1777, ο Sonnini de Manoncourt βεβαιώνει ότι

[10]


υπήρχαν και γύπες στην Ελλάδα. “Τα αρπακτικά αυτά πουλιά τα λένε σκάνια.

Το λίπος τους είναι πολύτιμο για τους ρευματισμούς.’’ Οι Τούρκοι της

Μακεδονίας κυνηγούν τους φασιανούς με γεράκια. Μόλις δουν φασιανό στο

φτερό αφήνουν να πετάξει το γεράκι κι εκείνο αναγκάζει το θήραμά του να

κουρνιάσει σε ένα κλαδί. Κουρνιάζει και το γεράκι πλάι του. Αλλά είναι τόσο

τρομοκρατημένος ο φασιανός που παθαίνει παράλυση και δεν έχει δύναμη να

πετάξει. Έτσι ζυγώνουν οι κυνηγοί και τον πιάνουν με τα χέρια τους.

Η Θεά του κυνηγίου Άρτεμις

Η Άρτεμις με τις Νύμφες της σε κυνήγι ελαφιού.

H Άρτεμις (λατινικά Diana) είναι μια από τις παλαιότερες, πιο περίπλοκες

αλλά και πιο ενδιαφέρουσες μορφές του ελληνικού πανθέου. Κόρη του Δία και

της Λητούς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των

δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων.

Αντίστοιχη της Αρτέμιδος στη ρωμαϊκή μυθολογία είναι η Ντιάνα, ενώ στην

ετρουσκική μυθολογία η θεότητα Αρτούμες. Η Άρτεμις ήταν μια από τις

ομορφότερες και κομψότερες θεές του Ολύμπου. Οι αρχαίοι Έλληνες

πραγματικά τη θαύμαζαν. Τη φαντάζονταν ψηλή, με ευγενική ομορφιά,

αγέρωχη κορμοστασιά και περήφανο περπάτημα.

Μια από τις πιο αγαπημένες ενασχολήσεις της Αρτέμιδος ήταν το κυνήγι.

Γυναίκα δραστήρια, ορμητική και ευκίνητη, η ελεύθερη και αεικίνητη θεά

διοχέτευε το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητάς της στην αναζήτηση και

καταδίωξη θηραμάτων στα βουνά. Συνοδευόμενη από δροσερές και όμορφες

νύμφες και περιστοιχισμένη από άγρια κυνηγόσκυλα, με ακόλουθο τον

σκορπιό, έτρεχε γύρω από λίμνες, ποτάμια, λιβάδια και βουνά προκειμένου

να απαντηθεί με άγρια κυρίως ζώα. Ντυμένη με λιτό ελαφρύ ρούχο και

εφοδιασμένη με τον κατάλληλο για την περίσταση εξοπλισμό ριχνόταν με

ενθουσιασμό και μανία σ' αυτό που κυρίως την ενδιέφερε. Αδάμαστη, σκληρή

κι αγέρωχη, δεινή γνώστρια της τοξευτικής τέχνης και πολύ ικανή δρομέας και

κυνηγός, επιδιδόταν με πάθος στο κυνήγι. Ένα από τα βασικότερα

γνωρίσματα της ήταν η καθολική της Αρτέμιδος κυριαρχία στη φύση. Ήμερα

και άγρια ζώα, ψάρια στα νερά και πουλιά στον αέρα ήταν όλα τους κάτω από

την προστασία της. Ως θεά και προστάτιδα της φύσης η Άρτεμις θεωρείτο

υπεύθυνη τόσο για τη γεωργία όσο και για την κτηνοτροφία.

[11]


Ο Άγιος Ευστάθιος ο προστάτης των κυνηγών.

Διήγησης περί του Αγίου από τον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Μετά την ένσαρκον

οικονομίαν του Χριστού εις ενενήντα χρόνους, ήτον τις βασιλεύς Ρωμαίος

ονόματι Τραϊανός, ο οποίος εβασίλευε εις την μεγαλόπολιν Ρώμην· αυτός είχε

στρατηλάτην εις το φουσάτον του τον άγιον Ευστάθιον, ο οποίος εκαλείτο εις

την αρχήν, όταν ήτον Ελληνας, Πλακίδας. Ηταν δε και από γένος ευγενικόν·

αλλά και βίον είχε περισσόν· ου μόνον δε εις τους εχθρούς του βασιλέως ήτον

φοβερός, αλλά πολύ περισσότερον και εις τους στρατιώτας. Και αυτοί οι φίλοι

του βασιλέως τον εφοβούντο ως ανδρειωμένον και συστατικόν την γνώσιν.

Οταν μεν γουν ήθελεν ήσται καιρός πολέμου έτοιμος ήτον να κινήση· όταν δε

ήταν ειρήνη και ομόνοια, και όχι πόλεμος, δεν εσκόρπα τους στρατιώτας του,

αλλά έπαιρνέ τους και υπήγεναν εις τα κυνήγια των ζώων. Μίαν γουν των

ημερών επήρε τους στρατιώτας του και υπήγεν εις κυνήγιον· και τους μεν

στρατιώτας εδιέταξε πώς να κυνηγή ο καθ' εις και πόθεν να ζητούσι τα ζώα,

αυτός δε διήρχετο τον λόγγον εκείνον, γυρεύοντας να εύρη τίποτε κυνήγιον·

και μόνον βλέπει έμπροσθέν του μίαν έλαφον μεγάλην και εις το κορμί και εις

τα κέρατα, η οποία εγύριζεν συχνάκις και τον εκοίταζεν εις τα μάτια· και ωσάν

την είδεν ο άγιος, παρευθύς άφησε τους στρατιώτας εκεί να κυνηγούσι και

αυτός έδραμε καβαλλάρης να την φθάση. Ετρεχε γουν όσον ήτον η δύναμις

του αλόγου του, και πλέον δεν ηδύνατο να την φθάση· οι δε στρατιώται ως

είδαν, ότι πλέον δεν δύναται να την φθάση, έδραμαν και απ' αυτούς μερικοί.

Τρέχοντες γουν οι στρατιώται και ο Αγιος, απόστασαν τα άλογα των

στρατιωτών· αλλά και οι στρατιώται εβαρέθηκαν διώκοντες· ο δε άγιος

Ευστάθιος, πλέον δεν αγανάκτησε, μόνον έτρεχε όσον ίδρωσε και αυτός και

το άλογον του, τρέχοντας η Ελαφος και ο Αγιος μοναχοί, κατήντησαν εις

τόπον όπου ήτον χάσμα μέγα της γης· και η μεν έλαφος πήδησε το χάσμα

εκείνο, το δε άλογον του Αγίου, επειδή πολύς ήτον ο τόπος, δεν ηδυνήθη να

το πηδήση, μόνον εστάθη αντίπερα της ελάφου εκείνης. Στοχαζόμενος γουν ο

Αγιος τον τόπον, να ιδή πόθεν βολεί να απεράση, βλέπει και είναι Σταυρός

φωτεινός ανάμεσα των δύο κεράτων της ελάφου, και τοσούτον έλαμπεν, ότι

ενίκα την λαμπρότητα του ηλίου· εις δε τον Σταυρόν εκείνον ήτον

εσταυρωμένος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και φωνή ηκούσθη εκείθεν

όπου έλεγεν: «ω Πλακίδα, διατί με διώχνεις; ιδού δι' εσένα εφάνηκα εις τούτο

το ζώον· εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον δεν ηξεύρεις κ.τ.λ.».Ο Πλακίδας

εγονυπέτησε, καθώς διηγείται ο Δαμασκηνός, και επροσκύνησε τον

εσταυρωμένο, την επομένη δε αμέσως ωδήγησε τη γυναίκα του και τα παιδιά

[12]


του στον αρχιερέα των χριστιανών, από τον οποίον εδέχθησαν το βάπτισμα

και ο μεν Πλακίδας ονομάσθη Ευστάθιος, η σύζυγός του Θεοπίστη και τα

παιδιά του Αγάπιος και Θεόπιστος. Μετά τούτο, θέλοντας ο Θεός να δοκιμάση

την πίστιν του Ευσταθίου, του έστειλε τις μεγαλείτερες δυστυχίες, σε σημείο,

ώστε να καταντήση ζητιάνος. Τέλος όμως τον αμοίβει διά την υπομονή του και

του αποδίδει αξιώματα και πλούτη. Μετά το θάνατο του Τραϊανού, ο

αυτοκράτωρ Αδριανός απήτησε από το στρατηγό Ευστάθιο να αλλάξη

θρήσκευμα και, επειδή δεν υπήκουσε, τον έκλεισε μαζύ με τη γυναίκα του και

τα παιδιά του μέσα στην κοιλιά πυρακτωμένου χάλκινου βωδιού. Εκεί ο

Ευστάθιος εμαρτύρησε και αργότερα εθεωρήθη ως ένας απ' τους

σημαντικούς αγίους της θρησκείας μας και προστάτης του κυνηγίου και των

κυνηγών. Η μνήμη του «γιορτάζεται» στις 20 Σεπτεμβρίου.

απολυτικιο αγιου ευσταθιου

Ἀγρευθεῖς οὐρανοθεν πρὸς εὐσεβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθεντος δυναμει, δι’ ἐλαφου

εὐσταθιε, ποικιλους καθυπεστης πειρασμους, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροις, σὺν τὴ

θεια σου συμβιω καὶ τοὶς υἱοις, φαιδρυνων τοὺς βοωντας σοι. δοξα τῷ σὲ δοξασαντι

χριστῷ, δοξα τῷ σὲ στεφανωσαντι, δοξα τῷ δειξαντι σὲ ἐν παντι, Ἰὼβ παμμακαρ

δευτερον. .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ – ΘΗΡΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Ελληνική θηρευτική πανίδα (ενδημικά – αποδημητικά).

Μεγάλο ενδιαφέρον στον Κυνηγετικό του Ξενοφώντα έχουν οι πληροφορίες

που παρατίθενται σχετικά με τα πιθανά θηράματα των Ελλήνων κυνηγών, τα

οποία, προφανώς, αντιστοιχούν στην αρχαία ελληνική πανίδα, αλλά και

σχετικά με τον τρόπο κυνηγιού που ο Ξενοφώντας κάθε φορά υποδεικνύει με

βάση το εκάστοτε θήραμα. Κατ’αρχάς πληροφορούμαστε ότι τα θηράματα των

Ελλήνων κυνηγών το 4 ο με 5 ο π.χ αιώνα ήταν οι λαγοί, τα ελάφια, οι κάπροι,

ενώ γνωστό ήταν και το κυνήγι λιονταριών, λεοπαρδάλεων, λυγκών,

πανθήρων και αρκούδων. Λαμβάνοντας υπόψη την έκταση που καταλαμβάνει

στον Κυνηγετικό η περιγραφή του κυνηγιού του λαγού, θα μπορούσε να

ισχυριστεί κάποιος ότι τουλάχιστον κατά την εποχή που ο Ξενοφώντας

έγραψε το έργο του το κυνήγι του λαγού ήταν το πιο διαδεδομένο στον

ελληνικό κόσμο.

Περιγραφή της ελληνικής πανίδας του 19 ου – αρχές εικοστού αιώνα, μας δίνει

ο Φώτης Κόντογλου, από το βιβλίο του «Το Αϊβαλή η πατρίδα μου»:

«Άγρια πολλά, λαγούς πλήθος, πέρδικες, αγριοπερίστερα, αγριόχηνες,

αγριόπαπιες μπεκάτσες, καραμπλάκες, πελεκάνους, αετούς, αγιούπες,

γεράκια, καθώς και άλλα μεγάλα αγρίμια, αλεπούδες, αγριόγατες, τσακάλια,

λύκους, αγριογούρουνα, κουνάβια, μπρουσούκηδες, ως και ούγαινες….»

Σήμερα η θηρευτική πανίδα στην Ελληνική επικράτεια περιλαμβάνει τα

παρακάτω ενδημικά τριχωτά και πτερωτά θηράματα (εδαφόβια, δενδρόβια)

πλην Πεδινής πέρδικας και Αγριόκουρκου που αναφέρονται για

ενημερωτικούς λόγους μόνο:

[13]


Αγριόχοιρος

Λαγός

Αγριοκούνελο

Πετροπέρδικα

Νησιώτικη πέρδικα ή τσούκαρ

Πεδινή πέρδικα

Φασιανός

Αγριοπερίστερο

Κότσυφας

Αγριόκουρκος

Σχεδόν η πληθώρα των υδροβίων – παραδύτιων που αναγράφονται

παρακάτω, ενδημούν σε μικρούς αριθμούς ανάλογα των επικρατουσών

κλιματολογικών συνθηκών σε υγροβιότοπους της Βόρειας και κεντρικής

Ελλάδας (Αινίσιο δέλτα Έβρου ποτ., Λίμνη Βιστωνίδα, Λίμνες μικρά και

μεγάλη Βόλβη και σε άλλους μικρότερους υγροβιότοπους) και τους

χειμερινούς μήνες υποδέχονται μεταναστευτικούς πληθυσμούς από Βόρεια

Ευρώπη και Ρωσία για διαχείμαση.

Όσον αφορά τα αποδημητικά θηράματα που επισκέπτονται τη χώρα μας και

διαβιούν για ορισμένο χρονικό διάστημα, κατ’ αποκλειστικότητα πτερωτά

είναι:

Μπεκάτσα ή σκόλοψ (Οκτ.- Μάρτιος)

Φάσσα (Οκτ. – Μάρτιος)

Τσίχλα (όλα τα είδη) (Οκτ. – Μάρτιος)

Ορτύκι (Απρίλιος- Τέλη Οκτ.)- Φωλεοποίηση

Τρυγόνι (Απρίλιος – Αρχές Οκτ.) - Φωλεοποίηση

Από τα υδρόβια – παραδύτια αποδημούν στη χώρα μας όλα τα

αναγραφόμενα παρακάτω είδη καθώς και η ασπρομέτωπη χήνα από τα

θηρεύσιμα χηνόμορφα είδη.

ΘΗΡΑΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΘΗΡΕΥΣΗΣ.

ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ

1. Αγριόχοιρος (Sus scrofa)

[14]


Κυνήγι αγριόχοιρου, εικόνα από ένα μεσαιωνικό εγχειρίδιο υγείας και καλοζωίας του 14ου αιώνα.

Το αρσενικό φτάνει το βάρος των 170 κιλών, ύψος ενός μέτρου στο ακρώμιο

και μήκος έως και 180 εκατ. Ο άγριος θηλυκός χοίρος είναι μικρότερος από

τον αρσενικό. Έχει μεγάλο κεφάλι, και μακρύ ρύγχος που τελειώνει σε

μουσούδα, η ουρά που τελειώνει με μια τούφα από τρίχες, τα ενήλικα

αρσενικά έχουν κυνοειδείς χαυλιόδοντες που προεξέχουν και από τις δύο

πλευρές του στόματος. Χαυλιόδοντες (πιο μικρούς των αρσενικών) μπορούν

να έχουν και τα μεγάλα σε ηλικία θηλυκά. Το τρίχωμα είναι σκληρό,

δύσκαμπτο, από σκούρο καφέ έως μαύρο. Τα μικρά αγριογούρουνα έχουν

ανοιχτόχρωμες καφέ ρίγες κατά μήκος, κατόπιν αποκτούν ένα ομοιόμορφο

σκούρο καφέ χρώμα μέχρι την ηλικία ενός έτους. Ο αγριόχοιρος είναι κυρίως

χορτοφάγος, τρώει βελανίδια, ρίζες, βολβούς που μπορεί να ξεθάψει.

Επιτίθεται εύκολα στις καλλιέργειες κοντά το δάσος. Ο αραβόσιτος στο

γαλακτώδες στάδιο είναι από τις πιο αγαπημένες του τροφές. Τρέφεται επίσης

με έντομα, γαιοσκώληκες, σαλιγκάρια που βρίσκει σκάβοντας. Ζει στις πυκνές

καλυμμένες περιοχές στο δάσος, σε μητριαρχικά οργανωμένες αγέλες, σε

αυτές τις οικογενειακές ομάδες αποκλείονται τα μεγάλα αρσενικά.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, παραμένει κρυμμένο στη φωλιά του (κουμάσι -

λότσι) και βγαίνει για τροφή κατά τη διάρκεια της νύχτας. Όταν κυνηγηθεί

αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα, ενώ αν χρειαστεί κολυμπάει πολύ καλά. Σπάνια

ξεπερνά την ηλικία των 15 ετών.

H εποχή αναπαραγωγής αρχίζει τον Οκτώβριο και τελειώνει τον Απρίλιο, η

αρχηγός της αγέλης είναι η πρώτη που επιδεικνύει σημεία οίστρου και αυτό

δρα σαν σινιάλο για τα υπόλοιπα θηλυκά (συγχρονισμός οίστρου). Mετά από

κύηση 115 ημερών, γεννιούνται τα μικρά, συνήθως 3, ενώ κάποτε φτάνουν

μέχρι και 8. Η απογαλάκτιση πραγματοποιείται μετά από 3 μήνες και

ανεξαρτητοποιούνται σε ηλικία 6 μηνών. Το θηλυκό αγριογούρουνο είναι

σεξουαλικά ώριμο όταν φτάσει το 1 έτος, το αρσενικό μετά από 18 μήνες.

Στην Eλλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Eυρώπη, δείχνει μια τάση αύξησης. H

εξάπλωσή του στην Στερεά καλύπτει όλους του νομούς με εξαίρεση την

Aττική. Στην Πελοπόννησο έχει εξαπλωθεί ύστερα από μια αρχική

απελευθέρωση τριάντα ζώων το 1989 των κυνηγετικών οργανώσεων

επανακάμπτοντας θριαμβευτικά μετά από απουσία δεκαετιών

αποδεικνύοντας την επιτυχή στοχευμένη ανθρώπινη παρέμβαση στη

διαχείριση των θηραμάτων.

Τρόποι θήρευσης- Όπλο, πυρομαχικά.

«πρὸς δὲ τὸν ὗν (αγριόχοιρο) τὸν ἄγριον κεκτῆσθαι κύνας Ἰνδικάς, Κρητικάς,

Λοκρίδας, Λακαίνας, ἄρκυς (δίχτυα), ἀκόντια, προβόλια, ποδοστράβας

(πεδίκλες). πρῶτον μὲν οὖν χρὴ εἶναι τὰς κύνας ἑκάστου γένους μὴ τὰς

ἐπιτυχούσας, ἵνα ἕτοιμαι ὦσι πολεμεῖν τῷ θηρίῳ. αἱ δὲ ἄρκυς λίνων μὲν τῶν

αὐτῶν ὧνπερ αἱ τῶν λαγῶν.» Ξενοφών «Κυνηγετικός»

[15]


Στην Ελλάδα ο τρόπος κυνηγίου είναι κατ’ αρχάς η παγάνα, όπου αφού

εντοπισθούν με ιχνηλάτηση τα αγριογούρουνα σε κάποια δασώδη περιοχή,

πιέζονται από ακροβολισμένους κυνηγούς - παγανιστάδες κάνοντας θόρυβο

και ωθώντας τα ζώα προς τα καρτέρια όπου επανδρώνουν κυνηγοί

σκοπευτές. Η μέθοδος αυτή απαιτεί ομάδες 10-15 ατόμων.

Άλλος τρόπος, είναι ο τρόπος που περιγράφει ο Ξενοφών με τη χρήση

κυνηγετικών ιχνηλατών οι οποίοι ανευρίσκουν το θήραμα το διώκουν και το

οδηγούν πάλι σε καρτέρια όπου βρίσκονται οι κυνηγοί σκοπευτές. Σε κάθε

κυνηγετική περίοδο πολλά κυνηγόσκυλα τραυματίζονται ή σκοτώνονται,

κυρίως τα άπειρα, που επιτίθενται στο μεγάλο ζώο, το οποίο αμυνόμενο τα

ξεσχίζει με το πανίσχυρο ρύγχος του. Σπάνια, εφαρμόζεται και το κυνήγι από

μεμονωμένους κυνηγούς ιχνηλάτες που ψάχνουν μόνοι περιοχές όπου

συγκεντρώνονται αγριόχοιροι (νερόλακκοι για τα λασπόλουτρα που

αρέσκονται, καλλιέργειες, χωράφια με βολβοειδείς φυτά που αρέσκονται να

ανασκάπτουν κλπ) στήνοντας καρτέρι σε προετοιμασμένα σημεία. H μέθοδος

τείνει να είναι πιο επιλεκτική, επιτρέποντας στον κυνηγό να επιλέξει πιο

θήραμα θα πάρει. (σ.σ. μεταφέρω αφήγηση φίλου κυνηγού του Νέστορα από

το Διδυμότειχο, ο οποίος μου περιέγραψε την επί τριήμερο ενεδρευτική του

επιμονή σε μεγάλο κάπρο που είχε εντοπίσει σε νερόλακκο μέσα στο δάσος.

«Τον περίμενα πάνω σε ένα κορμό κομμένου δέντρου για τρεις μέρες, όλη τη

νύχτα μέχρι το πρωί…τίποτε…το τρίτο βράδυ κατά τις 02:00 τον άκουσα να

έρχεται..του έριξα τρεις σφαίρες για να μείνει…ήμουν μόνος μέσα στη νύχτα…

τον έδεσα με σχοινί από το κεφάλι..τον έσυρα 500 μέτρα στο ανηφορικό

μονοπάτι..με πήρε το πρωί μέχρι να τον βγάλω στο αυτοκίνητο…όταν τον

γδάραμε στο χωριό..το μαχαίρι δεν έκοβε το χοντρό του δέρμα..με το

αλυσοπρίονο τον γδάραμε..ήταν πάνω από 200 κιλά, στο δέρμα του βρήκαμε

πολλά παλιά δράμια κολλημένα!!! »

Όποια μέθοδος και αν εφαρμόζεται είναι ουσιαστικής σημασίας η αποφυγή

θήρευσης του κυρίαρχου θηλυκού και των άλλων θηλυκών της αγέλης.

Παράλληλα, η αφαίρεση των ανώριμων αρσενικών ωφελεί στην

αναπαραγωγή της αγέλης.

Μακρύκαννα λειόκακαννα όπλα, μήκος κάννης 76-81 εκ. με αυξημένες

πιέσεις είναι κατάλληλα, φυσίγγια με σφαιρίδια (εννίαβολα, δωδεκάβολα) αλλά

και μονόβολα για σχετικά μακρινές τουφεκιές με βαρειές γομώσεις

χρησιμοποιούνται. Η αυστηρή ελληνική νομοθεσία απαγορεύει τη χρήση

ραβδωτών που χρησιμοποιούνται στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες για τα

μεγάλα τριχωτά θηράματα.

ΛΑΓΟΣ (Lepus europaeus)

[16]


Συναντάται σε όλη την Ευρώπη, Μ. Ασία, Αραβία, Βόρεια Αφρική, έχει επίσης

εισαχθεί στην Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία. Λόγω της μεγάλης

εξάπλωσης το είδος παρουσιάζει διαφορές από τόπο σε τόπο π.χ. στη νότια

Ευρώπη είναι μικρότερος με κοντότερο τρίχωμα από ότι στη βόρειο Ευρώπη.

(σ.σ βρέθηκα το 1997 στη Δανία με ομάδα νατοϊκών συναδέλφων οι οποίοι

ήταν φανατικοί παίκτες του γκόλφ και πήγαμε το απόγευμα στα λειβάδια που

ήταν οι πίστες του γκόλφ με πυκνό χορτάρι. Οι άλλοι κοιτούσαν τα μπαστούνια

και τα μπαλάκια του γκόλφ, εγώ όταν βγήκαμε στα ανοιχτά γήπεδα είδα τα

ζώα, στην αρχή μου φάνηκαν για καγκουρώ όπως πηδούσαν, όταν πλησίασα

πιο κοντά είδα ότι ήταν μεγαλόσωμοι λαγοί σε κοπάδια, έβοσκαν αμέριμνοι,

όταν πλησίαζες έφευγαν με πηδήματα σαν καγκουρώ…τους έβλεπα

αποσβολωμένος…θα ήταν βάρους 10 κιλών, όντως ήταν πολύ μεγαλύτεροι απ

τους δικούς μας λαγούς…) Οι μορφολογικές διαφορές οφείλονται στον

βιότοπο. Σε γενική εμφάνιση μοιάζει με το κουνέλι, αλλά είναι μεγαλύτερο

ζώο. Το σώμα του είναι επίμηκες με μήκος 50-60 εκατ. και ύψος 20-30 εκ. και

βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το

κεφάλι του είναι μεγάλο και ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και

εξέχουν προς τα πλάγια του κεφαλιού.

Τα αυτιά είναι μακριά και όρθια, ευκίνητα και πιο μακριά από το κεφάλι, όταν

τοποθετηθούν προς τα εμπρός και έχουν μαύρες άκρες. Το κάτω μέρος του

σώματος λευκό, ουρά κοντή μυτερή 7-10 εκατ. στο πάνω μέρος μαύρο και

στο κάτω λευκό. Αντίθετα, με την επικρατούσα γνώμη, δεν μπορεί να

ζευγαρώσει με το κουνέλι διότι είναι διαφορετικό είδος. Η τροφή του

περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα, χυμώδεις καρπούς, δημητριακά και σε

περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με

νεαρούς βλαστούς, φλοιούς θάμνων, κάστανα, βελανίδια. Το απαραίτητο νερό

το παίρνει με τη τροφή, πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας

και όταν θηλάζει τα νεογνά. Παρουσιάζει το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας.

Aνακυκλώνει τα κόπρανά του απορροφώντας τα θρεπτικά συστατικά που

έχουν απομείνει από την πρώτη πέψη.

Τον συναντάμε σε ποικιλία βιοτόπων εκτός από πολύ μεγάλα υψόμετρα

πάνω από 1500μ. και τις πολύ ψυχρές και υγρές περιοχές. Άριστος βιότοπος

αποτελούν οι αραιοί θαμνότοποι ή τα αραιά δάση κοντά σε γεωργικές

εκτάσεις, περιοχές δηλαδή που μπορεί να βρει άφθονη τροφή και καλούς

κρυψώνες.

Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή

μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό. Γεννά

τέσσερις - πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της

αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος). Τα νεογνά

γεννιούνται κάθε 30-35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες. H θηλυκιά

είναι έτοιμη να ζευγαρώσει ενώ είναι ακόμη έγκυος, γύρω στην 38η μέρα

κύησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με

αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα. Έτσι λοιπόν πριν τον

τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο

θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση. Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες

και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν

σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες. Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8

χρόνια.

Ο Λαγός είναι μοναχικό είδος, ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ. και

δύσκολα την εγκαταλείπει. Κολυμπά καλά όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου.

Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι

[17]


πανσέληνος καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος

μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα. Κατά τις μετακινήσεις του

χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα τα οποία

προέρχονται από αδένες του προσώπου. Ο λαγός τρίβει τα πόδια του στο

πρόσωπο του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του και μεταφέρονται

με το βάδισμά του ( στα πέλματα των ποδιών του δεν υπάρχουν οσμοποιοί

αδένες). Η σήμανση της περιοχής ενδημίας γίνεται και με οσμοποιούς αδένες

που βρίσκονται στη βάση του πρωκτού. Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται

αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου

να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά,

αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5μ. κάθεται στη φωλιά του. Η

συμπεριφορά αυτή μάλλον είναι έμφυτη αφού παρατηρείται και στα νεαρά

άτομα. Ο λαγός σπάνια εγκαταλείπει τον κρυψώνα του ακόμα και όταν ο

κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων, κάνοντας πολλούς να

πιστεύουν ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Μπορεί να αναπτύξει μεγάλες

ταχύτητες αλλά η κατασκευή των ποδιών του δυσκολεύει την κίνηση του στις

κατηφόρες ενώ στην ανηφορική κίνηση είναι πιο γρήγορος. Πολλές φορές

όταν κινδυνεύει χτυπά το έδαφος με τα πόδια του ή τρίβει τα δόντια του,

(συμπεριφορά που παρατηρείται και στα κουνέλια). Έχει πολύ καλή ακοή και

όσφρηση. Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα τον

περιορισμό της όρασης προς τα εμπρός, στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας

γωνίας ορατότητα. Ο αριθμός των εχθρών του είναι πολύ μεγάλος από όλα τα

σαρκοφάγα, λύκος, αλεπού, αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια,

αετοί κ.λ.π. Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες και ακανόνιστες αυξομειώσεις

που μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως η ποσότητα και ποιότητα της

τροφής, οι κλιματικοί παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην

εξεύρεση τροφής. Οι παραπάνω λόγοι έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του

ρυθμού της αναπαραγωγής και την ελάττωση της αντοχής τους σε ασθένειες.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

1. Ιχνηλασία με ιχνηλάτες σκύλους.

(Και τόσο χαριτωμένο είναι το θέαμα, που όποιος δει λαγό την ώρα

που τα σκυλιά ακολουθούν τα ίχνη του, τον βρίσκουν, τον κυνηγούν

και τον πιάνουν, θα ξεχάσει τι επιθυμεί. Ξενοφών «Κυνηγετικός»

μετάφραση κειμένου.)

«τὰ δὲ ἴχνη τοῦ λαγῶ τοῦ μὲν χειμῶνος μακρά ἐστι διὰ τὸ μῆκος τῶν νυκτῶν: τοῦ

δὲ θέρους βραχέα διὰ τὸ ἐναντίον. χειμῶνος μὲν οὖν πρῲ οὐκ ὄζει αὐτῶν, ὅταν

πάχνη ᾖ ἢ παγετός: ἡ μὲν γὰρ πάχνη τῇ αὑτῆς ἰσχύι ἀντισπάσασα τὸ θερμὸν ἔχει

ἐν ἑαυτῇ, ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας. καὶ αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται

αἰσθάνεσθαι ὅταν ᾖ τοιαῦτα, πρὶν ἂν ὁ ἥλιος διαλύσῃ αὐτὰ ἢ προϊοῦσα ἡ ἡμέρα:

τότε δὲ καὶ αἱ κύνες ὀσφραίνονται καὶ αὐτὰ ἐπαναφερόμενα ὄζει. ἀφανίζει δὲ καὶ ἡ

πολλὴ δρόσος καταφέρουσα αὐτά, καὶ οἱ ὄμβροι οἱ γιγνόμενοι διὰ χρόνου ὀσμὰς

ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον, ἕως ἂν ψυχθῇ: χείρω δὲ καὶ τὰ νότια ποιεῖ:

ὑγραίνοντα γὰρ διαχεῖ: τὰ δὲ βόρεια, ἐὰν ᾖ ἄλυτα, συνίστησι καὶ σῴζει…»

(επήρεια των κλιματολογικών συνθηκών επι της ιχνηλασίας του λαγού με

ιχνηλάτες σκύλους) Ξενοφών «κυνηγετικός».

H παραδοσιακή και πιο δημοφιλής μέθοδος κυνηγίου στην Ελλάδα, είναι

με σκυλιά ιχνηλάτες που ακολουθούν τα ίχνη του λαγού στο έδαφος. Η

ιχνηλασία είναι η μέθοδος ανεύρεσης της θέσης όπου βρίσκεται ο λαγός

και διημερεύει από την νυκτερινή του περιπλάνηση για ανεύρεση τροφής,

ή ζευγάρωμα. Η φύση έχει προικίσει το λαγό με μηχανισμό προστασίας

που μέσω των ιχνών, κυρίως αυτών που τον οδηγούν στη φωλιά του

[18]


«κουμάσι», τα περιπλέκει (μπερδεύει) κάνοντας διπλές διαδρομές που οι

άπειροι ιχνηλάτες αδυνατούν να επιλύσουν το γρίφο και πελαγοδρομούν.

Συνήθως στην περιοχή που βόσκησε ή συναντήθηκε με άλλους λαγούς

υπάρχουν πλήθος κοπράνων και οσμές όπου οι νέοι ιχνηλάτες

εντοπίζουν εύκολα και με κυκλωτικές κινήσεις προσπαθούν να

ξεμπερδέψουν το πλήθος των ιχνών περιστρεφόμενοι στο ίδιο μέρος,

χωρίς να δύνανται να εντοπίσουν το «μονό» ίχνος που οδηγεί στην

αποχώρηση του και την πορεία του προς τη θέση που έχει «πιάσει».

Επόμενη έμφυτη δυσκολία που βάζει στους ιχνηλάτες ο λαγός είναι το

άλμα που περιγράφηκε παραπάνω και τα σταυρώματα που έτσι «κόβει»

το ίχνος μέχρι τη θέση του, μόνο η αντίληψη ότι βρίσκεται κοντά του

έμπειρου ιχνηλάτη, ο οποίος αρχίζει να ψάχνει έναν – έναν τους θάμνους

και με επίθεση μέσα στο «κουμάσι του» θα τον αναγκάσει να ξεφωλιαστεί.

Ο έμπειρος λαγοκυνηγός οδηγεί και παροτρύνει τα σκυλιά του εκτιμώντας

την πιθανή θέση του λαγού ο οποίος τις ψυχρές μέρες βρίσκεται σε

υπήνεμο και προσήλιο μέρος (ανάμεσα σε ζεστές πέτρες), ενώ τις θερμές

μέρες βρίσκεται σε δροσερό μέρος. Γενικά προτιμά πάντοτε τα ίδια μέρη

και εκεί που πήραμε λαγό, τον επόμενο χρόνο βρίσκουμε να φωλιάζει

άλλος (οι γνωστές θέσεις ή πιασίματα λαγού στα λαγοτόπια). Ο λαγός σε

ανοικτό θαμνώδες έδαφος, κυρίως πετρώδες (ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις,

πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς. ψαλμός Δαυίδ 103) δεν εγκαταλείπει εύκολα το

γιατάκι του (δεν φεύγει μπροστά) όταν τα σκυλία τον πλησιάσουν και

παραμένει μέχρι να ξεφωλιαστεί με επίθεση, «μουρντάρισμα» του σκύλου.

Αντίθετα σε δασώδες έδαφος όπου νιώθει την προστασία της πυκνής

κάλυψης, ακούγωντας τα κλαφουνίσματα των ιχνηλατών φεύγει

«μπροστά» από τα σκυλία, τα οποία συχνά τον διώκουν εύκολα

εντοπίζοντας το φρέσκο ντορό, κάνοντας διαδρομές στο δασώδες μέρος ή

σε πυκνές καλλιέργειες όπως τα καλαμπόκια και βαμβάκια, χωρίς να

βγαίνει στο ανοικτό. O κυνηγός συνήθως πυροβολεί το λαγό στο

ξεφώλιασμα εάν έχει ιχνηλάτες κοντινούς, πειθαρχημένους που ψάχνουν

γύρω του. Ο καλύτερος τρόπος είναι η συλλογική θήρευση από ομάδα

τριών κυνηγών που είναι η ιδανική σύνθεση (τρίγωνο με τη βάση

εμπρός…όπως επίθεση Ομάδος στο στρατό) οι δύο προηγούνται γύρω

στα 50 μέτρα από το μέρος που γίνεται η ιχνηλασία και τα σκυλιά

επιμένουν κινούμενοι συνεχώς, πιάνοντας θέσεις μπροστά, ελέγχοντας τα

μονοπάτια διαφυγής σε περίπτωση που φύγει «μπροστά» ή ξεφωλιαστεί.

Ο τρίτος κυνηγός οδηγεί τα σκυλιά, έρχεται από πίσω, κάνοντας συνήθως

θόρυβο, (ενώ οι άλλοι κινούνται εντελώς αθόρυβα), παροτρύνοντας τα

σκυλιά, ώστε να κατευθύνει το λαγό στους «τουφεκαδόρους – σκοπευτές»

που προηγούνται. Πολλές φορές ο λαγός αντιλαμβανόμενος τους

μπροστινούς, φεύγει από πίσω προς τα κάτω, οπότε ο τρίτος ελέγχει για

τυχόν ανορθόδοξη διαφυγή του. Άλλος συνήθης τρόπος θήρευσης είναι

με ομάδα σκύλων ιχνηλατών (καρτερόσκυλα, ανοικτής μακρινής έρευνας

και μεγάλης δίωξης) που διώκουν το λαγό σε πυκνό έδαφος και οι κυνηγοί

πιάνουν «καρτέρια» όπου θα διέλθει ο λαγός πιεζόμενος από τα σκυλιά.

Γεγονός παραμένει ότι ο λαγός διωκόμενος από τους ιχνηλάτες

προσπαθεί να ξεφύγει, κινούμενος κυκλικά από τη φωλιά του περί τα 500-

1000 μέτρα γυρίζοντας πάντα στο μέρος που ξεφωλιάστηκε, δίνοντας έτσι

στον έμπειρο κυνηγό που γνωρίζει την τακτική του και τον «περιμένει να

τον γυρίσουν» τα σκυλιά και άλλη ευκαιρία.

[19]


2. Παγίδευση.

Η μέθοδος με τη χρήση παγίδων απαγορεύεται από την Ελληνική

νομοθεσία, αναπτύχθηκε κυρίως στην Ευρώπη την εποχή της

φεουδαρχίας και γινόταν από φτωχούς ακτήμονες που πουλούσαν τα

θηράματα ή συμπλήρωναν το φτωχό τραπέζι τους. Χρησιμοποιούσαν

συρμάτινες θηλιές ή λινά δίχτυα, στα μονοπάτια περάσματα του λαγού, ο

οποίος κινούμενος με άλματα ενεργοποιούσε τη θηλιά ή το δίχτυ.

3. Καρτέρι στη βοσκή τη νύχτα ή «φύλαγμα».

Η μέθοδος αυτή απαγορεύεται από την Ελληνική νομοθεσία,

χρησιμοποιείτο τον 19-20 ο αιώνα σε αγροτικές κυρίως περιοχές, τους

θερινούς μήνες με φεγγαρόφωτο (γεμάτο αυγουστιάτικο φεγγάρι). Ο

θηρευτής εντόπιζε το μέρος της βοσκής του λαγού, κατασκεύαζε φυλάχτρα

κυρίως σε παρακείμενο δένδρο όπου πήγαινε και ενέδρευε όλη τη νύχτα

μέχρι να έλθει ο λαγός που γίνονταν αντιληπτός λόγω του σεληνόφωτος (ο

λαγός πάντα για να αποφύγει τα νυχτερινά αρπακτικά κινείται από

ένστικτο στις σκιές και όχι στο ανοιχτό όπου το σεληνόφως τον κάνει

ορατό.) (σ.σ. μου αφηγείτο γέρος κυνηγός στο καφενείο του ορεινού

χωριού μου, «είχα βρει ένα χωράφι κάτω στο Βουραϊκό ποταμό σπαρμένο

φακές, μέσα οι κακακαράντζες στρώμα, αρσενικοί (μυτερές), θηλυκοί

(στρογγυλές) μικροί, μεγάλοι ότι θέλεις, πήγα από νωρίς να κάνω

φυλάχτρα, είχε μια αχλάδα εκεί κοντά, ετοίμασα το μέρος και ανέβηκα, είχε

ένα φεγγάρι έλαμπε ο τόπος, είχα με άσπρη κιμωλία ασπρίσει το

στόχαστρο του «μπαρουτά» (λειόκαννο εμπροσθογεμές) για να φαίνεται.

Ήρθε κατά τις δέκα ο πρώτος, τον πήρα…έκατσα ακόμη…μετά από μια ώρα

τι να δω; Έφταναν από όλες τις μεριές, οι φακές «σειότανε» από λαγούς…

δίαλεξα τον πιο μεγάλο, «ξιάφ – μπαμ ο μπαρουτάς» (καψύλιο – γόμωση)

πάρτον κάτου…πήγα τον σήκωσα…θα ήταν εφτά οκάδες, δεν είχα ξαναδεί

τέτοιο λαγό…βραχόλαγος κοκκινωπός…γύρισα κατά το πρωί

φορτωμένος..»

4. Ιχνηλασία σε χιονοσκεπές έδαφος.

Η μέθοδος αυτή απαγορεύεται από την Ελληνική νομοθεσία, αναγράφεται

για ιστορικούς λόγους όπως και οι προηγούμενες. Διεξήγετο σε ορεινές

περιοχές από τους κατοίκους οι οποίοι θήρευαν το λαγό με ιχνηλασία στο

χιονοσκεπές έδαφος (κυρίως οι μη έχοντες ιχνηλάτες) ακολουθώντας και

«βουλώνοντας το αχνάρι», πατώντας στα ίχνη του λαγού για να μην

μπερδεύονται, όλη τη διαδρομή του μέχρι το κουμάσι του. (εκεί φαίνονται

σε πλήρη μεγαλοπρέπεια, καθαρά στο φρέσκο χιόνι τα

περιπλεκόμενα ίχνη του, σταυρώματα πρίν το άλμα που κάνει για να

πιάσει, έμφυτος μηχανισμός προστασίας που η φύση τον έχει

προικίσει μαζί με την μοναδικότητα της επικύησης, στη αέναη

πρόνοια και δημιουργική της σοφία για την τήρηση της ισορροπίας

του πολυθηρεύομενου είδους, που εμβρόντητος ο νοήμων

άνθρωπος εκθειάζει αναφωνόντας…παντα εν σοφία εποίησας…..) Ο

λαγός την πρώτη νύχτα της χιονόπτωσης δεν βγαίνει στη βοσκή, μένει στη

θέση του, την επόμενη νύχτα θα βγεί να βοσκήσει και θα αφήσει ίχνη στο

φρέσκο χιόνι. Αισθανόμενος από προστατευτικό μηχανισμό την απειλή,

λόγω των εμφανών ιχνών που αφήνει, βρίσκεται σε εγρήγορση και φεύγει

γρήγορα από το κουμάσι του όταν ακούσει να πλησιάσουν τα βήματα του

θηρευτή, αλλά εάν είναι πυκνό το χιόνι δυσκολεύεται στα άλματα. (σ.σ

έχοντας συμμετάσχει πριν πολλά χρόνια νέος 18 ετών σε κυνήγι λαγού στο

χιόνι με δυό παππούδες ειδήμονες στο λαγοκυνήγι, ευρισκόμενοι λίγο έξω

[20]


από το χωριό και συζητώντας για το που θα πάμε..έφυγε ο λαγός από ένα

πουρνάρι από τις ομιλίες μας ξαφνικά, εγώ έχοντας ένα εξώσφυρο δίκαννο

του έριξα, αλλά άπειρος δεν τον χτύπησα, ευτυχώς τον πήρε ο άλλος που

είχε γεμίσει το δίκαννο, ο τρίτος το είχε άδειο…πρώτη φορά είδα να φεύγει

έτσι ο λαγός από τις ομιλίες..) Έχοντας ακούσει πολυάριθμες ιστορίες στο

καφενείο από βετεράνους χιονοκυνηγούς, η ιχνηλασία δεν ήταν καθόλου

εύκολη, απαιτούσε ταλέντο, κυρίως όταν πολλοί λαγοί διεσταύρωναν τα

ίχνη τους μπερδεύοντας τους κυνηγούς και λιγοστοί στο χωριό το διέθεταν,

μένοντας ονομαστοί μέχρι σήμερα.

5. Ξεφώλιασμα από τον κυνηγό.

Πολλοί έμπειροι κυνηγοί γνωρίζουν τις θέσεις που «κρατούν» λαγό και

κάνοντας θόρυβο ή χτυπώντας τους θάμνους τον ξεφωλιάζουν, μερικές

φορες 3-4 κυνηγοί ακροβολίζονται σε πλαγιές πετρώδεις με χαμηλή

βλάστηση και τον ξεσηκώνουν. (σ.σ. πριν δύο χρόνια συνάντησα ένα

γέροντα κυνηγό 78 ετών από το χωριό Φανάρι Κομοτηνής, ήταν αρχές

Νοέμβρη, μου έκανε εντύπωση που περπατούσε χωρίς σκύλο, πάνω κάτω

σε ένα μεγάλο οργωμένο χωράφι, αυλακιά, αυλακιά…τον πλησίασα και

βλέποντας ότι είχα μαζί μου σκυλιά ιχνηλάτες, μου φώναξε…πίασαμε

κουβέντα και μου εξήγησε ότι ο λαγός αρέσκεται να ¨γιατακάζει¨ Οκτώβρη-

Νοέμβρη στις αυλακιές των οργωμένων χωραφιών όπου ζεσταίνεται και

λιάζεται στο χώμα…κυνηγούσε πάντοτε χωρίς σκύλο στο κάμπο,

γνωρίζοντας τις θέσεις των λαγών, μάλιστα μου είπε ότι είχε θηρεύσει επτά

λαγούς χωρίς σκύλο…Το 2004 ευρισκόμενος στο Νατοϊκό Στρατηγείο των

Σκοπίων είχα την τύχη να κυνηγήσω για ένα χρόνο στην γειτονική χώρα.

Εκεί οι πληθυσμοί του λαγού ήταν μεγάλοι, φαινόταν άμεσα από τις

κακαράντζες που νόμιζες ότι έβοσκαν πρόβατα, μη έχοντας μαζί μου

σκύλο, βλέποντας ένα πετρώδες λοφώδες έδαφος με αγριάδα και

αγριογκοριτσές, στη πόλη Κουμάνοβο όπου κυνήγησα πολλές φορές

τρυγόνια, πεδινές πέρδικες και αγριόχοιρους με παρέα σκοπιανούς,

ανηφόρισα μόνος μου και άρχισα να κόβω βόλτες χτυπώντας με τα πόδια

τα ¨ύποπτα¨ μέρη για κουμάσι λαγού. Ανάμεσα σε δυό μικρές πέτρες έφυγε

μπρος από τα πόδια μου…τον πήρα…πήγα την επόμενη εβδομάδα…

ξεφώλιασα άλλους δύο…ο πρώτος μου έφυγε..με τρείς τουφεκιές (δεν

χρησιμοποιούσα διασποράς…) πήρα τον δεύτερο και τρεις πεδινές

πέρδικες…Ξαναπήγα και ψάχνοντας για φρέσκες μονές κοπριές δεν

πίστευα στα μάτια μου φίλοι αναγνώστες, θηλυκός με διάμετρο

κακαράντζας δύο εκατοστών χωρίς υπερβολές, κατάλαβα ότι επρόκειτο για

λαγό «γίγαντα» ευχόμουν να ήμουν τυχερός να τον ξεφωλιάσω, πλησίασα

σε κάτι βραχάκια προσήλια με χαμηλή βλάστηση…και έφυγε..γύρω στα 10

μέτρα..ήταν μεγαλύτερος από σκύλο..δεν εχω ξαναδεί τέτοιο λαγό..του

έριξα με Νο4 σκάγια τρεις τουφεκιές..πήρε δυο τούμπες, σηκώθηκε και

έφυγε..δεν πίστευα στα μάτια μου…τον πήγα 500 μέτρα ακολουθώντας το

αίμα στα χόρτα..δεν μπόρεσα να τον βρώ…πήγα την άλλη μέρα..ήταν πάλι

εκεί πιο κάτω..έφυγε όταν πλησίασα χωρίς να προλάβω να τουφεκίσω…

εύχομαι να έζησε και δεν τον έφαγαν οι αλεπούδες..Όσους λαγούς

χτύπησα σε εκείνο το μέρος που είχε άφθονη αγριάδα τα νεφρά τους ήταν

γεμάτα λίπος όπως των αρνιών το Πάσχα..δεν το είχα ξαναδεί..»

Όλα τα λειόκαννα κυνηγετικά σύγχρονα όπλα μπορούν να

χρησιμοποιηθούν στο κυνήγι του λαγού, κυρίως με μήκος κάννης 66 έως

76 εκατοστά με σύσφιξη ακροστομίου κάννης 2,3,4*, φυσίγγια 34-38 γρ.

σκάγια Νο 2,3,4, για δίκαννα και γομώσεις 36-50 γρ. για ημιαυτόματα

αδρανείας ή αερίων. Σε περίπτωση κοντινής τουφεκιάς για ξεφωλιαστούς,

[21]


προτιμάτε το πρώτο φυσίγγι να είναι Νο 4 διασποράς και το τελευταίο Νο

2.

Ξάνθη.

Ο γράφων με λαγό και μπεκάτσα μετά από επιτυχή έξοδο στην

ΑΓΡΙΟΛΟΥΝΕΛΟ (Oryctolagus cuniculus)

Το αγριοκούνελο είναι ζώο νυκτόβιο βγαίνει για βοσκή με τη δύση του ηλίου

και επιστρέφει στις φωλιές την αυγή, ζει σε λαγούμια ή σχισμές βράχων. Είναι

μικρότερο του λαγού, μήκος 35-40 εκατ. ύψος 16-18εκατ.,βάρος 1-2 κιλά.

Χρώμα γκριζοκαστανό από πάνω, ανοιχτότερο στο πλάι, κοιλιά λευκωπή.

Ουρά πολύ κοντή 6-7εκατ.με λεπτό μαύρο περίγραμμα. Τα μάτια του είναι στο

πλάι του κεφαλιού χωρίς να προεξέχουν όπως του λαγού και έχει μικρότερα

αυτιά από το λαγό.

Μπορεί να προξενήσει μεγάλες και ξαφνικές ζημιές στις καλλιέργειες αφού

τρέφεται με κάθε είδος φυτικής τροφής. Στην Ελλάδα ζει σε ορισμένα νησιά

του Αιγαίου, σε έδαφος πεδινών και λοφωδών περιοχών, σε χορτολίβαδα ή

θαμνολίβαδα και σπάνια σε υψόμετρο πάνω από 600μ.

H αναπαραγωγική ικανότητα του αγριοκούνελου είναι παροιμιώδης. Γεννάει 5-

6 φορές τον χρόνο από 5 μικρά κάθε φορά ( ο αριθμός αυτός κυμαίνεται και

εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες κάθε φορά) τελικώς όλη τη χρονιά δεν

γεννά περισσότερα από 10-15 μικρά. Τα νεογνά γεννιούνται μακριά από την

φωλιά σε απόσταση 150 μ. και σε ιδικά διαμορφωμένες στοές, αυτό γίνεται

για να προστατευτούν από τα αρσενικά και τα υπόλοιπα αρπακτικά. Ζει 6-7

χρόνια. Είναι είδος κοινωνικό, κατασκευάζει υπόγειες στοές (κονικλώνες) με

πολλές διακλαδώσεις οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους καθώς και με το

περιβάλλον. Οι στοές βρίσκονται σε βάθος 2,5-3μ. και έχουν συνολικό μήκος

γύρω στα 50μ. και κατασκευάζονται με τη βοήθεια των ισχυρών νυχιών που

έχουν στα μπροστινά πόδια. Το ύψος των στοών είναι 15 εκατ. ενώ του

κύριου χώρου διαμονής 30-60εκατ. Σε μια αποικία παρατηρείται πλήρης

[22]


ιεραρχία μεταξύ τους ανάλογα με τη σωματική δύναμη ενώ ο αριθμός της

φθάνει τα 200 άτομα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Στη χώρα μας κυνηγιέται στο καρτέρι το πρωί και το σούρουπο αλλά και με

σκύλους ιχνηλάτες. Επίσης χρησιμοποιούνται και σκυλιά κάθε φυλής που

είναι ικανά να εντοπίσουν και να ξεπετάξουν το κουνέλι από θάμνους. (σ.σ.

Θυμάμαι όταν υπηρετούσα στο Βέλγιο μέσα στη Συμμαχική βάση που μέναμε

υπήρχε πλήθος από αγριοκούνελα και γενικά σε όλη τη χώρα, το χαλαρό

έδαφος και η πυκνή, λόγω συνεχών βροχοπτώσεων βλάστηση, ευνοούσε την

ανάπτυξή τους, είχα ένα σκύλο επανιέλ μπρετόν την Μπρίτα, τη φέραμε από

Ελλάδα με το αεροπλάνο, κάθε απόγευμα που την άφηνα ελεύθερη

τρελαίνονταν, τα ξεφώλιαζε από τους θάμνους και κυνηγώντας τα

κλαφουνούσε κανονικά, όταν τα παγίδευε στο φράκτη τα έπιανε και τα

απορτάριζε φέρνοντάς τα στο σπίτι. Είχα βρεί τον μπελά μου με τα

αγριοκούνελα γιατί οι Βέλγοι έχουν πολύ αυστηρή νομοθεσία στην κυναγωγία

και την όχληση των θηραμάτων, έκανα στην αυλή περίκλειστο φράκτη 30 τετρ

μέτρα όπου γυρνούσε, γιατί το δέσιμο των σκύλων στο Βέλγιο απαγορεύεται).

Όπλο και πυρομαχικά παρόμοια με το λαγό, ίσως το Νο4,5 σκαγιών να είναι

προτιμότερο.

ΔΕΝΔΟΒΙΑ ΚΑΙ ΕΔΑΦΟΒΙΑ ΠΤΕΡΩΤΑ ΘΗΡΑΜΑΤΑ

Αγριοπερίστερο (Columba livia)

Τάξη: Columbiformes, Οικογένεια: Columbidae, Γένος: Columba, Είδος: Livia

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 31-34 cm

Άνοιγμα φτερών: 63-70 cm

Βάρος αρσενικού: 233-370 gr

Βάρος θηλυκού: 235-320 gr

Zει στην Eυρώπη, την Aσία, εκτός Kεντρικής και Bόρειας, και είναι διάσπαρτο

σε όλη τη Bόρεια και Nότια Aφρική και σε ικανοποιητικούς πληθυσμούς. Zει

και αναπαράγεται σε βραχώδεις πλαγιές, σε νησιά και πολύ συχνά το

συναντάμε σε απόκρημνες ακτές. (σ.σ. Για περιστεριώνες της Τήνου η

παλιότερη γραπτή μαρτυρία που υπάρχει χρονολογείται από το 1726. Η γνώση

και εμπειρία της εκτροφής των αγριοπερίστερων σε περιστεριώνες

μεταφέρθηκε από τους Ενετούς στην Τήνο αλλά και σε άλλα κυκλαδονήσια,

όπως η Μύκονος κι η Σίφνος. Οι περιστεριώνες είναι χτισμένοι σε μέρη

ανοιχτά, για να ξανοίγονται τα περιστέρια, με άφθονο νερό και ταυτόχρονα

προστατευμένα από τους ανέμους. Οι Τηνιακοί εκτρέφανε τα περιστέρια για το

κρέας τους, που το πάστωναν σε κιούπια με λάδι ή αλάτι, αλλά και για τα

περιττώματά τους που θεωρούνται εξαιρετικό λίπασμα. Τα παλιά χρόνια

χρησιμοποιούσαν επίσης τα φτερά, το αίμα και την καρδιά τους για να

παρασκευάζουν θεραπευτικές κρέμες, ενώ, όσο κι αν ακούγεται βάρβαρο

[23]


σήμερα, αποτελούσαν κι ένα θαυμάσιο στόχο για όσους επιθυμούσαν να

εξασκηθούν στη σκοποβολή.)

Φωλιάζει κατά αποικίες σε κοιλότητες βράχων. H φωλιά κατασκευάζεται και

από τα δύο φύλα από ξηρή βλάστηση. Γεννάει 5 φορές το χρόνο, 1-2 αβγά τη

φορά, λευκού χρώματος, τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 16-19

μέρες και δεν εκκολάπτονται ταυτόχρονα. Oι νεοσσοί τρέφονται με ένα είδος

ρευστού υγρού, σαν γάλα, που εκκρίνεται από τον πρόλοβο των ενηλίκων και

το οποίο είναι ιδιαίτερα θρεπτικό.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Tο κυνήγι του είναι αρκετά δύσκολο, συνήθως το περιμένουμε στο καρτέρι τις

πρωινές ώρες που βγαίνει στη βοσκή, ή πλησιάζοντας τα κοπάδια όταν

βόσκουν, εάν το έδαφος προσφέρει κάλυψη και απόκρυψη. Πολλές φορές

εμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα (νομός Έβρου, Ροδόπης κλπ) στους ίδιους

βοσκότοπους (κυρίως καλαμποκίστρες ή σταροχώραφα νεοσπαρμένα όπου

του αρέσει το φύτρο του σιταριού) και κρυψώνες – πυκνά όπου κουρνιάζει τη

νύχτα με τη φάσα και το λέμε φασοπερίστερο που ενδεχομένως πρόκειται για

παρεμφερές είδος). Στο χωριό μου στην Πελοπόννησο, διαβιεί σε

απόκρημνες βραχώδεις περιοχές και εμφανίζεται σε κοπάδια για βοσκή

κυρίως σε καλλιεργούμενα χωράφια, αποστέλλοντας όπως όλα τα

περιστεροειδή τους «ανιχνευτές- προπομπούς» για έλεγχο εχθρών στην

περιοχή βοσκής και κάλεσμα του κοπαδιού σε περίπτωση που δεν υπάρχει

κίνδυνος. Έχει γρήγορο πέταγμα παρόμοιο με το τρυγόνι, κυρίως όταν πετά

μόνο του και όχι σε κοπάδι, οπότε είναι δύσκολος στόχος, απαιτώντας ικανή

προσκόπευση.

Κάννες όπλου 66-76 εκατ., συσφίξεις ακροστομίου 3-4*, φυσίγγια 34-38 γρ.

σκάγια Νο 5-6.

Φάσσα (Columba palumbus)

Τάξη: Columbiformes, Οικογένεια: Columbidae, Γένος: Columba, Είδος:

Palumbus

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 40-42 cm

Άνοιγμα φτερών: 75-80 cm

Βάρος αρσενικού: 462-568 gr

Βάρος θηλυκού: 471-566 gr

[24]


Είναι είδος που ζει σε όλη την Eυρώπη και την Aνατολική Aσία και

Bορειοδυτική Aφρική. Διαχειμάζει στη Nότια και Δυτική Eυρώπη, Bορειοδυτική

Aφρική και Nοτιοανατολική Aσία.

Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται βόρεια και ανατολικά μεταναστεύουν

νοτιότερα, ενώ οι πληθυσμοί που αναπαράγονται νότια και δυτικά είναι

μόνιμοι. Αναπαράγεται σε μια μεγάλη ποικιλία βιοτόπων που συνήθως είναι

δασύλλια κοντά σε καλλιεργημένες εκτάσεις. Φωλιάζει σε δέντρα. Γεννάει 1-2

φορές το χρόνο, 1-2 αβγά τη φορά λευκού χρώματος, τα οποία επωάζονται

και από τα δύο φύλα και εκκολάπτονται ταυτόχρονα.

Τρέφεται κυρίως με σπόρους και με βλάστηση που αναζητούν περπατώντας

στο έδαφος. Oι νεοσσοί τρέφονται με ένα είδος ρευστού υγρού, σαν γάλα,

που εκκρίνεται από τον πρόλοβο των ενηλίκων και το οποίο είναι ιδιαίτερα

θρεπτικό.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Τον Οκτώβριο εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλα κοπάδια που συνήθως

μετακινούνται νοτιότερα (μπασίματα). Αν βρουν τροφή και δεν ενοχληθούν,

μπορεί να παραμείνουν για αρκετές μέρες. H φάσσα έχει τη συνήθεια να

κουρνιάζει σε δάση κωνοφόρων ή πυκνά σύνδενδρα (πεύκα, έλατα, λεύκες

κ.λπ.) που βρίσκονται ψηλά και να κατεβαίνει το πρωί (07.30-07.45) για να

τραφεί στις πεδινές καλλιέργειες (καλαμπόκια - σταροχώραφα) και στα

δρυοδάση (όταν έχουν βελανίδια). Στις διαδρομές της αυτές μπορούμε να την

περιμένουμε καλά κρυμμένοι σε καρτέρι γιατί έχει πολύ καλή όραση.

Εμφανίζονται πρώτα μεμονωμένα οι ανιχνευτές – προπομποί που οι έμπειροι

φασοκυνηγοί δεν τους τουφεκάνε περιμένοντας το κοπάδι που θα έλθει

αργότερα με κάλεσμα.

(σ.σ. Ευρισκόμενος επί τριακονταετία στη Θράκη και στο βόρειο Έβρο όπου

κυρίως τους χειμερινούς δύσκολους μήνες μπαίνουν πολλά πουλιά από τις

όμορες χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία) ιδιαίτερα στις πυκνές δενδρώδεις

παραποτάμιες περιοχές όταν ο κάμπος με τις τεράστιες εκτάσεις των

καλαμποκιών δεν έχει καθαριστεί, τότε «μαυρίζει» ο τόπος από φάσσα. Φίλος

μου κυνηγός από Ορεστιάδα, καφετζής στο επάγγελμα, δεινός σκοπευτής και

φασοκυνηγός, πλησίασε το κοπάδι καλυπτόμενος από αρδευτικό κανάλι, με

τρεις πυροβολισμούς πήρε 32 πουλιά, τα οποία μας παρέθεσε σε δείπνο, που

μαγείρεψε στο καφενείο του ο Θόδωρος, φίλος μου, επιδέξιος μάγειρας, στην

κατσαρόλα με πιπεριές, και ομολογώ την εξαίρετη γεύση τους. Εκεί στην

Ορεστιάδα, όταν χιόνισε πήγαμε στο κυνήγι φάσσας με το «κουβά και την

άσπρη μπλούζα» εμπειρία νέα για μένα. Διαλέξαμε μια καλαμποκίστρα

ντυθήκαμε με φόρμες άσπρες ελαιοχρωματιστή με κουκούλα, καθίσαμε πάνω

στους κουβάδες σκυφτοί και ακίνητοι….έρχονταν τα κοπάδια και

προσγειώνονταν δίπλα μας, η αδρεναλίνη στο κόκκινο…Στην πράσινη πόρτα

της Νέας Βύσσας Ορεστιάδος είχα βρει ένα πυκνό σύνδενδρο από λεύκες και

κισσούς, πήγαινα το σούρουπο, μοναδική εμπειρία, έρχονταν να κουρνίασουν,

πάντα μια – μια ή δύο, έμπαιναν στο πυκνό όπως οι βολίδες και έπιαναν στο

δένδρο…συχνά έκαναν καυγάδες μεταξύ τους πλαταγίζοντας τα φτερά τους…

αρμονία ακοής..όταν έπεφτε η τουφεκιά..νόμιζες πως απογειώνονταν κάποιο

τζέτ από αεροδρόμιο…πετάγωντας όλες μαζί έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο.

Στη Ξάνθη πριν τρία χρόνια πήρα κάπου δέκα πουλιά σε ηλιόσπορο αρχές

Σεπτέμβρη περιμένοντας τρυγόνια, κάποιος αριθμός πουλιών διαχειμάζει στο

δέλτα του Νέστου ποταμού που είναι καταφύγιο και δεν μεταναστεύει…

Στην Αγγλία η φάσσα είναι επικηρυγμένη λόγω των μεγάλων πληθυσμών και

των ζημιών που κάνουν στις καλλιέργειες, στο Βέλγιο που βρέθηκα υπήρχαν

επίσης μεγάλοι πληθυσμοί μάλιστα μέσα στη νατοϊκή βάση έβοσκαν

[25]


αμέριμνες. Ένα ζευγάρι έκανε φωλιά σε ένα μικρό κεδράκι στην αυλή του

σπιτιού μου και ο ένας νεοσσός έπεσε στο έδαφος…πρωτη φορά έβλεπα

φωλιά φάσσας και την παρακολουθούσα συνεχώς μέχρι που ανέβασε τα δυο

νέα πουλιά στο παρακείμενο δένδρο και έκαναν το πρώτο πέταγμα…Στη

Γαλλία πιάνουν με δίχτυα ζωντανές φάσσες και τις ανεβάζουν με δεμένα τα

πόδια τους, χρησιμοποιώντας αναβατόρια σε ψηλά δένδρα από όπου

διέρχονται τα κοπάδια, οι δεμένες φάσσες χτυπούν τα φτερά τους και

προσελκύουν τις διερχόμενες, οι κυνηγοί έχοντας κατασκευάσει

παραλλαγμένα καταφύγια τις πυροβολούν.)

Κάννες όπλου 66-76 εκατ., συσφίξεις 3-4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια Νο4. 5.

Η φάσα, το «σιδερένιο πουλί» λόγω πυκνού πτερώματος ιδιαίτερα στο

στήθος δύσκολα πέφτει,’τρώγοντας’ πολλά φυσίγγια που λένε οι

φασοκυνηγοί. Σήμερα εφοδιασμένοι με ακριβά κιάλια και οχήματα 4χ4

παρακολουθούν τα κοπάδια όλη μέρα και τις κυκλώνουν στους χώρους

βοσκής, παρά τις περιμένουν στα καρτέρια και περάσματα όπως κάναμε

εμείς οι παλιότεροι.

Τρυγόνι (Streptopelia turtur)

Τάξη: Columbiformes, Οικογένεια: Columbidae, Γένος: Streptopelia, Είδος:

Turtur

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 26-28 cm

Άνοιγμα φτερών: 47-53 cm

Βάρος αρσενικού: 100-178 gr

Βάρος θηλυκού: 95-138 gr

Το τρυγόνι είναι είδος μεταναστευτικό. Το συναντάμε σε ολόκληρη την

Ευρώπη, εκτός της Σκανδιναβίας, της Βόρειας Aγγλίας και Iρλανδίας, ενώ το

συναντάμε σε μεγάλο τμήμα της Kεντρικής και Aνατολικής Aσίας και της

Kεντρικής και Bόρειας Aφρικής. Aναπαράγεται σε χαμηλά και μέσα υψόμετρα,

αποφεύγοντας περιοχές που μαστίζονται από δυνατούς ανέμους, υγρές και

κρύες συνθήκες. Διαχειμάζει στην Aφρική.

Προτιμάει περιοχές με υψόμετρο κάτω από 350-400 μέτρα, αποφεύγοντας

τους υγρότοπους. Tο θηλυκό χτίζει μια πρόχειρη φωλιά σε ύψος κατά μέσο

όρο 2,5 μέτρα πάνω από το έδαφος. Γεννάει δυο φορές το χρόνο 1-2 αβγά. H

επώαση αρχίζει μετά τη γέννηση του δεύτερου αβγού και διαρκεί 13-14 μέρες.

Oι νεοσσοί είναι έτοιμοι να πετάξουν μετά από 20 ημέρες. Tρέφεται με

σπόρους αγριόχορτων, δημητριακά, βίκο, ενώ δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση

στους ηλιόσπορους. Περιστασιακά καταναλώνει και ζωική τροφή που

αποτελείται κυρίως από σκουλήκια, προνύμφες, έντομα και μικρά σαλιγκάρια.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

[26]


Tο κυνήγι του τρυγονιού στην Ελλάδα είναι παραδοσιακή δραστηριότητα και

είναι συναρπαστικό, απαιτεί δεινούς σκοπευτές για αυτούς που αγαπούν να

αναμετρώνται με το θήραμα και το πυροβολούν διερχόμενο κάνοντας

ταχύτατους ελιγμούς και όχι καθιστό που είναι αντιαθλητικό. Αρχίζει τον

Aύγουστο (ενώ πριν μερικές δεκαετίες επιτρέπονταν και η εαρινή θήρευσή του

πριν τη φωλεοποίηση, διερχόμενο από την αποδημία του σε χώρες της

Αφρικής) και περιορίζεται στους πληθυσμούς που αναπαράγονται στη χώρα

μας και εντοπίζονται κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη όπου αγαπά τα

σταροχώραφα και τους ηλιόσπορους. Αντίσκηνα και διαρκείς αναγνωρίσεις

έβλεπες στην περιοχή του Έβρου κυρίως στα χωριά Πετρωτά, Δίκαια,

Λαγυνά, μια εβδομάδα πριν την έναρξη της θηρευτικής περιόδου, όπου

έφθαναν κυνηγοί από όλη τη χώρα να κυνηγήσουν το τρυγόνι που

συγκεντρώνονταν στα ηλιόσπορα. Η οικονομική κρίση, και η μείωση των

πληθυσμών τα τελευταία χρόνια περιόρισε σημαντικά τους επισκέπτες

κυνηγούς. Tα περάσματα από τις βόρειες χώρες αρχίζουν τον Σεπτέμβριο με

τα νησιά να δέχονται μεγάλους πληθυσμούς. Ο Άγγλος επιστήμονας John

Sibthorp, καθηγητής της Βοτανικής στην Οξφόρδη, το 1794 είδε στη Ζάκυνθο

πώς κυνηγούσαν τα τρυγόνια οι αριστοκράτες του νησιού. «Εδώ το κυνήγι δεν

αποτελεί ανταμοιβή σκληρού μόχθου. Οι Ζακυνθινοί ευγενείς είχαν τις

πολυτέλειές τους. Ένας δούλος μετέφερε τα όπλα τους. Κάθονταν σε μια

πολυθρόνα κάτω από μια ελιά και καρτερούσαν τα τρυγόνια για να τα

τουφεκίσουν». (σ.σ. Τον Αύγουστο του 2004 που ήμουν στα Σκόπια και

γνώριζαν το πάθος μου με το κυνήγι, μου είπαν να ετοιμαστώ θα πηγαίναμε

στο Κουμάνοβο για κυνήγι τρυγονιών. Κατέβηκα Θεσ/κη και πήρα φυσίγγια,

εκεί χρησιμοποιούσαν ακόμη χάρτινα στα παλιά τους Γιουγκοσλαβικά δίκαννα

που είχαν οι ντόπιοι φτωχοί χωρικοί. Μου εξήγησαν με το διερμηνέα, Λοχαγό

Γκόραν που με συνόδευε πάντα στα κυνήγια χωρίς να είναι υποχρεωμένος

εκτός υπηρεσίας, μόνο σε ανταπόδοση αμοιβαίας εκτίμησης και φιλίας, ότι το

μέρος το νοίκιαζε κάποιος πλούσιος βιομήχανος Καβαλιώτης που έρχονταν με

τους φίλους του για το κυνήγι του τρυγονιού και αυτοί είχαν σπείρει 100

στρέμματα ηλιόσπορους με χρηματοδότηση για να μαζεύονται τα πουλιά. Εμείς

θα πηγαίναμε πριν να έλθουν οι «νόμιμοι καρπωτές»…πήραμε στο αυτοκίνητο

δυο ηλικιωμένους χωρικούς από παρακείμενο χωριό και φτάσαμε το

ξημέρωμα στον ηλιόσπορο, μέσα από χωράφια, η αγροτική και δασική

οδοποιϊα ήταν ανύπαρκτη, ευτυχώς που είχαμε όχημα 4χ4. Ήταν μακρόστενα

χωράφια περιτριγυρισμένα με ψηλές Ιτιές και βελανιδιές, το ιδανικό μέρος για

κρυψώνες του τρυγονιού. Με βάλανε σε ένα μέρος και άλλοι δύο χώθηκαν

μέσα στους ηλιόσπορους…περιμέναμε να ξημερώσει…γύρω στις 07:15

άρχισαν να έρχονται τα πρώτα…τι ήταν αυτό; Όπως τα χελιδόνια…να μην

προλαβαίνεις…πήγαιναν και καθόνταν στα κεφάλια των ηλιόσπορων ..όπου οι

σκοπιανοί τα τουφεκούσαν καθιστά μη χαλώντας τα πολύτιμα φυσίγγια τους…

φωνάζω τον Γκόραν…του λέω να δώσει από τρία κουτιά φυσίγγια σε κάθε

σκοπιανό..και να τους πεί να πυροβολούν συνέχεια και να μην αφήνουν τα

πουλιά να κάθονται μέσα στους ηλιόσπορους…έριχναν που και που καμμιά

τουφεκιά φυλάσσοντας τα φυσίγγια, και τότε σηκώνονταν κοπάδια, η Φράνκι

μου πήρε φωτιά…έπαιρνα μονο αυτά που έπεφταν κοντά μου, ευχόμουν να

είχα το επανιέλ μου να τα απορτάρει…πήρα 65 πουλιά και 4 φάσσες που

έρχονταν και αυτές στον ηλιόσπορο, δεν ξέρω πόσα άλλα έμειναν στην

καλλιέργεια. Το Σάββατο, αφού έμαθα το μέρος πήγα μόνος μου…πήρα άλλα

40 …και δυο πέρδικες που έβοσκαν μέσα στον ηλιόσπορο…ήταν κάτι το

αξέχαστο..»

Μήκος κάννης όπλου 66-71 εκατ. συσφίξεις 3-4*, φυσίγγια 32-36 γρ. σκάγια

Νο7,8. (ίσως το πρώτο φυσίγγι διασποράς) Λόγω απίστευτα γρήγορου

[27]


πετάγματος και ελιγμών απαιτεί ικανή προσκόπευση και ταχεία επώμιση

ειδικά όταν φεύγει από πυκνά όπου κρύβεται. Όταν μετά τις 10:00 π.μ.

καταναλώσει ποσότητες κυρίως σιτάρι ή ηλιόσπορους αναζητεί νερό πλησίον

της βοσκής, όπου οι τρυγονοκυνηγοί περιμένουν κυρίως σε ξερά κλαδιά

δένδρων με παρατήρηση, που πρώτα κάθεται για να ερευνήσει την περιοχή

για απειλές, και μετά κατεβαίνει στο νερό, θήρευση αντιαθλητική μη

συνιστώμενη. Τις απογευματινές ώρες μετά τη χώνευση επισκέπτεται και πάλι

τους χώρους βοσκής.

Δενδρότσιχλα (Turdus viscivorus)

Τάξη: Passeriformes, Οικογένεια: Turdidae, Γένος: Turdus, Είδος: Viscivorus

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 27 cm

Άνοιγμα φτερών: 42 - 47,5 cm

Βάρος αρσενικού: 100-167 gr

Βάρος θηλυκού: 100-150 gr

Άλλα ονόματα: Τσάρα, Τσαρτσάρα από τον ήχο που βγάζει «τσαρ….τσαρ…»

Ζει σε όλη την Eυρώπη και τη Bόρεια και Δυτική Aσία. Στη Nότια και Δυτική

Eυρώπη απαντάται όλο το χρόνο, όπως και στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας

μας. Οι βόρειοι πληθυσμοί μεταναστεύουν, ενώ οι νότιοι είναι σχετικά μόνιμοι.

Aναπαράγεται σε δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων σε μεγάλα υψόμετρα,

συχνά στις παρυφές των δασών ή σε διάκενα. Φωλιάζει ψηλά σε δέντρα και

εκδηλώνει έντονη επικράτεια γύρω από τη φωλιά.

H φωλιά αποτελείται από κλαδάκια, πευκοβελόνες, χόρτα και λάσπη.

Kατασκευάζεται από το θηλυκό το οποίο γεννάει 2-3 φορές το χρόνο από 3-5

αβγά χρώματος ελαφρού πρασινογάλαζου με κοκκινοκαφέ κηλίδες, τα οποία

επωάζει για 12-15 ημέρες και τα οποία εκκολάπτονται όλα την ίδια μέρα. Oι

νεοσσοί τρέφονται και από τους δύο γονείς και μπορούν να πετάξουν σε

ηλικία 12-15 ημερών.

Τρέφεται με ασπόνδυλα και έντομα που συλλέγει από την επιφάνεια του

εδάφους, πολλές φορές αναποδογυρίζοντας πέτρες, αλλά και με καρπούς

κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Kυνηγίεται σε διάκενα του δάσους το πρωί και το απόγευμα με καρτέρι.

Mπορούμε να την κυνηγήσουμε κι όλη τη μέρα με καρτέρι στα δέντρα που

ξέρουμε ότι επισκέπτεται για να αναζητήσει την τροφή της. Είναι μεγαλόσωμη

τσίχλα με πυκνά στίγματα στο στήθος και την κοιλιά. Πετάει χαρακτηριστικά,

πότε φτεροκοπώντας και πότε μισοκλείνοντας τα φτερά και γλιστρώντας στον

αέρα. Συναντάται σε μικρά κοπάδια ή μόνη της. (σ.σ Θυμάμαι το 1983 το

χειμώνα νεαρός Αξκος τότε διεχείμασα στο Μέγα Δέρειο της Ροδόπης –

πομακοχώρι όπου ήταν τότε Λόχος προκαλύψεως στα Ελληνο-

[28]


βουλγαρικά σύνορα, το μέρος δασώδες με πυκνή βλάστηση από οξειές

και βελανιδιές, οι δενδρότσιχλες πλήθος, έπαιρνα το ΙΧ αυτοκίνητο και

πήγαινα από το χωριό μέχρι το ύψωμα Άρης, τις τουφεκούσα από το

ανοιχτό παράθυρο και τις έβαζα στο μπροστινό πατάκι του αυτοκινήτου,

μάζευα 15-20 και τις τηγάνιζε το βράδυ ο στρατιώτης μάγειρας,

Πελοποννήσιος και εκείνος γνώστης των μικρών θηραμάτων. Πήρα στο

αυτοκίνητο μια μέρα ένα πομάκο βοσκό που πήγαινε με τα πόδια στη

στάνη του, όταν έκατσε στο κάθισμα είδε τις τσίχλες, κατεβαίνοντας

γύρισε παραξενεμένος και μου είπε ¨εγώ το βράδυ δώσει εσένα μια

κόττα¨, νόμισε βλέποντας να θηρεύω τα σχετικά μικρόσωμα πουλιά, που

οι ντόπιοι δεν χαλούσαν φυσίγγι, έχοντας πληθώρα άλλων κυρίως

τριχωτών, ότι η κόττα θα έλυνε κάπως τη διατροφική μου

προσπάθεια…»

Μήκος κάννης όπλου 66-71 εκατ., συσφίξεις 3-4*, φυσίγγια 32-34 γρ. σκάγια

Νο7, 8, 9.

Γερακότσιχλα (Turdus pilaris)

Τάξη: Passeriformes, Οικογένεια: Passeriformes, Γένος: Passeriformes,Είδος:

Pilaris

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 25,5 cm

Άνοιγμα φτερών: 39-42 cm

Βάρος αρσενικού: 80-120 gr

Βάρος θηλυκού: 76-128 gr

Aναπαράγεται στην Kεντρική και Bόρεια Eυρώπη και Bόρεια Aσία. Eίδος

μεταναστευτικό, αναζητά καλύτερες συνθήκες, το χειμώνα στη Nότια Eυρώπη

και τη Nοτιοδυτική Aσία. Mόνιμα τη συναντάμε στην Kεντρική Eυρώπη.

Oι βόρειοι πληθυσμοί μεταναστεύουν, ενώ οι νότιοι είναι μόνιμοι.

Aναπαράγεται σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, συχνά στις παρυφές

των δασών ή σε διάκενα. Φωλιάζει κατά μικρές αποικίες σε δέντρα. H φωλιά

αποτελείται από κλαδάκια και χόρτα και το εσωτερικό της στρώνεται με

λάσπη. Kατασκευάζεται από το θηλυκό το οποίο γεννάει 1-2 φορές το χρόνο

από 5-6 αβγά χρώματος ελαφρού γαλάζιου με καφέ κηλίδες, τα οποία

επωάζει για 10-13 ημέρες και τα οποία εκκολάπτονται σε διαφορετικές

ημέρες. Oι νεοσσοί τρέφονται και από τους δυο γονείς και είναι ικανοί να

πετάξουν σε ηλικία 11-15 ημερών. Για να ξεχειμωνιάσει μεταναστεύει το

φθινόπωρο νότια και δυτικά από τις περιοχές αναπαραγωγής ως τη Bόρεια

Aφρική. Tη συναντάμε σε αγροτικές καλλιέργειες με φυσικούς φράχτες και σε

θαμνότοπους κοντά σε δάση.

[29]


Tρέφεται με ασπόνδυλα (σκουλήκια, σαλιγκάρια κ.λπ.) και έντομα που

συλλέγει από την επιφάνεια του εδάφους, πολλές φορές αναποδογυρίζοντας

πέτρες, αλλά και με καρπούς κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Eπισκέπτεται τη χώρα μας μετά τον Nοέμβριο. Aυτή την εποχή μεγάλα

κοπάδια κατεβαίνουν χαμηλά για να αναζητήσουν την τροφή τους. Tην

κυνηγάμε το πρωί με καρτέρι ή όλη τη μέρα στη βοσκή.

Μήκος κάννης όπλου 66-71 εκατ., συσφίξεις 3-4*, φυσίγγια 32-34 γρ. σκάγια

Νο 8,9.

Κοκκινότσιχλα (Turdus iliacus)

Τάξη: Passeriformes, Οικογένεια: Turdidae, Γένος: Turdus, Είδος: Iliacus

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 21 cm

Άνοιγμα φτερών: 33-34,5 cm

Βάρος αρσενικού: 47-78 gr

Βάρος θηλυκού: 46-77 gr

Ζει στη Βόρεια Ευρώπη και τη Βόρεια Aσία. Διαχειμάζει στη Nότια και Δυτική

Eυρώπη και την Aνατολική Aσία. Είναι αποδημητικό πτηνό. Αναπαράγεται σε

δασικά οικοσυστήματα σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα. Φωλιάζει σε δέντρα, σε

θάμνους ακόμα και στο έδαφος ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση. H φωλιά

αποτελείται από κλαδάκια και χόρτα και κατασκευάζεται εξολοκλήρου από το

θηλυκό, το οποίο γεννάει δύο φορές το χρόνο από 4-6 αβγά χρώματος

πρασινογάλαζου με μεγάλες κοκκινοκαφέ κηλίδες. Tα αβγά επωάζονται για

12-13 ημέρες και τα οποία εκκολάπτονται όλα μαζί. Oι νεοσσοί τρέφονται και

από τους δύο γονείς και είναι ικανοί να πετάξουν σε ηλικία 8-13 ημερών.Tη

συναντάμε σε αγροτικές καλλιέργειες με φυσικούς φράχτες σε κοπαδάκια μαζί

με άλλες τσίχλες. Τρέφεται με ασπόνδυλα και έντομα που συλλέγει από την

επιφάνεια του εδάφους αλλά και με καρπούς κυρίως το φθινόπωρο και το

χειμώνα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Όπως οι προηγούμενες τσίχλες.

Τσίχλα (Turdus philomelos) ή κελαϊδότσιχλα.

[30]


Τάξη: Passeriformes, Οικογένεια: Turdidae, Γένος: Turdus, Είδος: Philomelos

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 23 cm

Άνοιγμα φτερών: 33-36 cm

Βάρος αρσενικού: 63-84 gr

Βάρος θηλυκού: 60-82 gr

Ζει σε όλη την Eυρώπη και τη Bορειοδυτική Aσία. Το χειμώνα τον περνά στη

Δυτική και Nότια Eυρώπη, Bόρεια Aφρική και Nοτιοδυτική Aσία. Είναι

αποδημητικό. Αναπαράγεται σε μικτά οικοσυστήματα με δέντρα, θάμνους

καλλιέργειες αλλά και πάρκα και κήπους. Φωλιάζει σε δέντρα και θάμνους

συνήθως στο σημείο όπου ενώνεται ο κορμός με τα κλαδιά. H φωλιά

αποτελείται από κλαδάκια και χόρτα και είναι στρωμένη με λάσπη. Την

κατασκευάζει το θηλυκό, το οποίο γεννάει 2-3 φορές το χρόνο από 3-5 αβγά

χρώματος ελαφρού γαλάζιου με μικρές καφέ ή μαύρες κηλίδες, τα οποία

επωάζει για 10-17 ημέρες και τα οποία εκκολάπτονται σύγχρονα. Για να

ξεχειμωνιάσει μεταναστεύει το φθινόπωρο νότια και δυτικά από τις περιοχές

αναπαραγωγής ως τη Bόρεια Aφρική. Tη συναντάμε σε αγροτικές

καλλιέργειες με φυσικούς φράχτες, σε θαμνότοπους και σε ρεματιές. Τρέφεται

με σκουλήκια, σαλιγκάρια και έντομα που συλλέγει από την επιφάνεια του

εδάφους αλλά και με καρπούς κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Την κυνηγάμε με καρτέρι και με ψάξιμο (περπατητό) που συνήθως χρειάζεται

δύο άτομα περπατώντας παράλληλα στις θαμνοσειρές από όπου πετάγιεται

γρήγορα και με ελιγμούς απαιτώντας δεινή σκοπευτική ικανότητα, γρήγορη

«μπηχτή» τουφεκιά και φυσίγγια διασποράς. Στο καρτέρι πετάει ομαλά μέχρι

την πρώτη τουφεκιά, που εάν δεν χτυπηθεί, αναπτύσσει ταχύτητα κάνοντας

ελιγμούς. Το καρτέρι πραγματοποιείται νωρίς το πρωί και το απόγευμα όταν

πηγαίνει και όταν έρχεται από τις περιοχές που κουρνιάζει αντίστοιχα στους

βοσκότοπους, κυρίως ελαιώνες ή θαμνοσκεπείς εκτάσεις. Οι τόποι που

κουρνιάζει είναι προστατευμένοι από τον άνεμο, πλαγιές και βαθιές ρεματιές

με πυκνή θαμνώδη βλάστηση. (σ.σ είχα την τύχη υπηρετώντας επί

πενταετία στην Αλεξανδρούπολη, θηρεύοντας υδρόβια στο φημισμένο

Αινήσιο Δέλτα του ποταμού Έβρου, να ευχαριστηθώ επίσης τη

συγκίνηση που προσφέρει το μικρό αυτό θήραμα που κυνηγούσα σε

καρτέρι εκ νεότητός μου, μαθητής ακόμη γυμνασίου όταν κατάφερα να

αποκτήσω το πρώτο μου φλόμπερ, δίνοντας ότι χαρτζιλίκι είχα στην

αγορά των ακριβών πυρομαχικών του και αφήνοντας για πάντα την

πρωτόγονη σφενδόνα μου, η πυρίτιδα βλέπεις… . Στους ελαιώνες της

[31]


Αλεξανδρούπολης πηγαίναμε με το συμμαθητή μου στη σχολή

Ευελπίδων Αντώνη, παλαιοελλαδίτης και αυτός θιασώτης των μικρών

φτερωτών θηραμάτων, στο καρτέρι της τσίχλας το σούρουπο, 3-5 κουτιά

φυσίγγια δεν ήταν αρκετά, θυμάμαι ο ώμος μου ήταν συνεχώς

μελανιασμένος από το λάκτισμα του όπλου, τρώγοντας ελιές ήταν

τετράπαχες κάνοντας απίστευτης νοστιμιάς μεζέδες στη σχάρα.

Μεγαλύτερος συνάδελφος από την Καλαμάτα, μου διηγιόταν πως εκεί

τις έπιαναν με αγγίστρια δολωμένα με σκουλίκι και πετονιές, τις

τηγάνιζαν και τις έβαζαν σε τενεκέδες με λάδι και τις έτρωγαν όλο το

χρόνο, όπως έκαναν και τα περαστικά ορτύκια, και στα καφενεία τις

σερβίριζαν ως ουζομεζέδες…ακόμη σήμερα κατά τον Ιανουάριο –

Φεβρουάριο πηγαίνω στο περπατητό κυνήγι της, στους λιγοστούς

ελαιώνες της Ξάνθης, όπου μαζεύονται τα πουλιά και ευχαριστιέμαι την

αναμέτρηση μαζί της στο γρήγορο πεταγμά της από τους θάμνους..)

Μήκος κάννης όπλου 60-71 εκατ., συσφίξεις 4*, φυσίγγια 32-34 γρ. σκάγια Νο

8,9.

Κότσυφας (Turdus merula)

Τάξη: Passeriformes, Οικογένεια: Turdidae, Γένος: Turdus, Είδος: Merula

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 24 - 25 cm

Άνοιγμα φτερών: 34-38,5 cm

Βάρος αρσενικού: 78-148 gr

Βάρος θηλυκού: 70-140 gr

Άλλα ονόματα: Κερομύτης

Ζει σε όλη την Eυρώπη και τη Bόρεια και Δυτική Aσία. Διαχειμάζει στη Δυτική

και Nότια Eυρώπη, Bόρεια Aφρική και Nοτιοδυτική Aσία. Είναι από τα πιο

χαρακτηριστικά πτηνά της Ελληνικής φύσης. Ένα τμήμα του πληθυσμού

μεταναστεύει, ενώ ένα άλλο αναπαράγεται και διαχειμάζει στη χώρα μας.

Αναπαράγεται σε ποικιλία οικοσυστημάτων, σε δάση, θαμνότοπους,

καλλιέργειες με φυσικούς φράχτες, ακόμα και στις παρυφές πόλεων και σε

πάρκα. Φωλιάζει σε δέντρα, θάμνους ακόμα και σε παλιά κτίρια.

H φωλιά αποτελείται από κλαδάκια και χόρτα και στρώνεται με λάσπη.

Kατασκευάζεται και από τα δύο φύλα. Γεννάει 2-3 φορές το χρόνο από 3-5

αβγά χρώματος ελαφρού πρασινογαλάζιου με καφεκόκκινες κηλίδες, τα οποία

επωάζει για 10-19 ημέρες και τα οποία εκκολάπτονται ασύγχρονα. Oι νεοσσοί

[32]


τρέφονται και από τους δύο γονείς και μπορούν να πετάξουν σε ηλικία 10-19

ημερών. Τρέφεται με σκουλήκια, σαλιγκάρια κ.λπ. και έντομα που συλλέγει

από την επιφάνεια του εδάφους αλλά και με καρπούς κυρίως το φθινόπωρο

και το χειμώνα. Το αρσενικό είναι κατάμαυρο με κίτρινο ράμφος, ενώ το

θηλυκό και το ανώριμο γενικά σκούρο καφετί με ανοιχτότερο στήθος.

Συνήθως το συναντάμε σε ζεύγη.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Όπως της τσίχλας. (σ.σ. Πολλοί στο ορεινό χωριό μου έπιαναν

κοτσυφάκια νεοσσούς τα οποία μεγάλωναν σε αιχμαλωσία σε κλουβιά

όπως τα ωδικά πτηνά. Ο κότσυφας έχει περίφημο κελάϊδημα ειδικά ο

αρσενικός την άνοιξη. Εμείς μικρά παιδιά εξερευνώντας διαρκώς τη

φύση και το περιβάλλον ψάχναμε πάντοτε για τις λασποφωλιές του

κότσυφα με τα πρασινογάλαζα αυγά του, πολλές φορές ερχόμενοι

αντιμέτωποι κατατρομαγμένοι από την δενδρογαλιά, το λαίμαργο φίδι

θηρευτής, που παραμόνευε να καταπιεί τα αυγά των κοτσυφιών και

μπαίνοντας ακόμη στα κοτέτσια μας για τα αυγά της κόττας…)

Πετροπέρδικα (Alectoris graece)

Τάξη: Galliformes, Οικογένεια: Phasianidae, Γένος: Alectoris,Είδος: Graeca

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 32-35 cm

Άνοιγμα φτερών: 46-53 cm

Βάρος αρσενικού: 520-745 gr

Βάρος θηλυκού: 432-550 gr

Άλλα ονόματα: Βουνήσια πέρδικα, Μπαρταβέλα, Ορεινή.

Zει στην Eλλάδα (εκτός από τα νησιά και τη Θράκη), τη Nότια Bουλγαρία, την

Aλβανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Iταλία και τη Σικελία. Είναι από τα αγαπημένα

πουλιά του Ελληνικού χώρου, η θρυλική βασίλισσα του βουνού, η πιο

πολυτραγουδισμένη από το λαό που την τίμησε με τα τραγούδια του

ζηλεύοντας την ομορφιά της. (Για δες τηνε την πέρδικα που περπατά

λεβέντικα, που ήσουν πέρδικα γραμμένη και ήλθες το πρωί βρεγμένη, ήμουν

[33]


περά στα πλάγια στις δροσίες και στα χορτάρια, έτρωγα το Μάη τριφύλλι και

τον Αύγουστο σταφύλι. Τρικκαλινή μου πέρδικα…κλπ). Ζει σε κοπάδια όλο το

χρόνο, εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής. Aναπαράγεται σε ανοιχτά

βραχώδη εδάφη, που εντοπίζονται μερικές φορές σε πολύ μεγάλα υψόμετρα,

αλλά και κοντά στη θάλασσα. H πετροπέρδικα είναι είδος το οποίο κατά την

περίοδο της αναπαραγωγής καταλαμβάνει μια περιοχή την οποία

υπερασπίζεται με πολύ μεγάλο σθένος από κάθε εισβολέα. Tην υπεράσπιση

της περιοχής αναλαμβάνει το αρσενικό. Φωλιάζει στο έδαφος σε μια

κοιλότητα που κατασκευάζει το θηλυκό. H φωλιά καλύπτεται με ξηρά χόρτα

και πούπουλα.

Συνήθως βρίσκεται ενδιάμεσα ή κάτω από πέτρες ή θάμνους για να

προφυλάσσεται από άρπαγες και άσχημες καιρικές συνθήκες.

Γεννά μία φορά το χρόνο 8-14 αβγά που έχουν χρώμα κρεμ. Eπωάζονται από

το θηλυκό για 23-24 μέρες και εκκολάπτονται ταυτόχρονα.

Τα ενήλικα τρέφονται με σπόρους και βλάστηση, ενώ οι νεοσσοί

καταναλώνουν έντομα τα οποία είναι πλούσια σε πρωτεΐνες που είναι

απαραίτητες για τη σωματική τους ανάπτυξη. Η καλλιέργεια σιτηρών σε

ορεινές περιοχές έδωσε στην πέρδικα τροφή και προστατευτικό βιότοπο

ωοτοκίας στους σιταγρούς. Η εγκατάλειψη των καλλιεργειών σε ορεινές

περιοχές στέρησε υψηλής θρεπτικής αξίας τροφή, που μαζί με πολλούς

άλλους παράγοντες επίδρασης του οικοσυστήματος της πέρδικας, επέφερε τη

δραματική μείωση των πληθυσμών. Η επέμβαση των κυνηγετικών

οργανώσεων με σπορές σιτηρών σε περιοχές όπου ενδημούν πληθυσμοί

πέρδικας και ο έλεγχος των επιβλαβών αρπακτικών που μαστίζουν τα

εδαφόβια πτηνά θα βοηθούσε καλύτερα, παρά η απελευθέρωση εγκλείστων

διατρεφομένων που αδυνατούν να προσαρμοστούν στο φυσικό περιβάλλον,

γενόμενα βορά των θηρευτών, κυριως αλεπούδων και γερακιών.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Tο κυνήγι της απαιτεί γνώση των συνηθειών της και αντοχή. Oι βιότοποί της

είναι συνήθως σε βραχώδη όρη με μεγάλα υψόμετρα και απαιτείται μεγάλη

θέληση για να προσπελαστούν. Στην κυνηγετική οικογένεια υπάρχουν

μανιώδεις περδικοκυνηγοί που αναλώνονται αποκλειστικά στο κυνήγι της. Η

χρήση σκύλου δείκτη (φέρμας) διευκολύνει την ανεύρεσή της κυρίως όταν τα

πουλιά σκορπίζουν μετά το πρώτο σήκωμα, όπου βρίσκονται κοπαδιαστά και

κρυφτούν σε θάμνους ή πυκνά οπότε ο σκύλος μπορεί να τις εντοπίσει. Η

πέρδικα έχοντας βαρειά μυρωδιά εντοπίζεται και από τους ιχνηλάτες και στα

παλιότερα χρόνια που οι σκύλοι δείκτες ήταν ανύπαρκτοι ή πολύ σπάνιοι ως

εισαγώμενοι στην Ελλάδα από άλλες χώρες, οι περδικοκυνηγόι

χρησιμοποιούσαν τον ελληνικό ιχνηλάτη για εντοπισμό τους. Οι διαβιούντες

στην ύπαιθρο κυνηγοί της, γνωρίζουν τις συνήθειες των κοπαδιών, τα μέρη

που διαβιούν, τις ώρες που βγαίνουν για βοσκή και πηγαίνουν για νερό και τις

κυνηγούν και χωρίς σκύλο δείκτη. Στα μέρη που διημερεύει αφήνει άφθονα

ίχνη , κουτσουλιές στις πέτρες, πούπουλα, μικρές λακκούβες στο χώμα όπου

τρίβει το πτέρωμα της για καθαριότητα και αποβολή παρασίτων. Η πέρδικα

αξημέρωτα, ίσως είναι το πρώτο πουλί που θα υμνήσει το δημιουργό με το

χαρακτηριστικό του κελάϊδημα που κάνει τα βράχια να ηχούν. Ο έμπειρος

περδικοκυνηγός περιμένει σε κάποια ραχούλα ωτακουστής,

εκμεταλλευόμενος το τρωτό σημείο της πέρδικας, έτσι εντοπίζει τη θέση του

κοπαδιού για το πρώτο σήκωμα…το κοπάδι «κρώζει» μόνο το πρωί με το

ξημέρωμα με δυνατές φωνές, όταν απαντούν μάλιστα γειτονικά κοπάδια,

[34]


γίνεται συμφωνική ορχήστρα πανδαισίας. Όταν δεν απειλείται, βόσκοντας

επικοινωνεί με μικρές φωνές, που ένα έμπειρο αυτί τις ακούει. Εδαφόβιο

πτηνό αρέσκεται στο «ποδάρωμα» και διανύει γρήγορα μεγάλες αποστάσεις.

Όταν τρομάξει το κοπάδι αρχίζει με πρώτο τον αρσενικό αρχηγό του (κώτσο,

πατριαρχική κυριαρχία) να φτερουγίζει πάντα στην κατηφόρα επιλέγοντας

ασφαλή καταφύγιο, κυρίως βράχια, ακολουθούντων ένα - ένα των υπόλοιπων

μελών δίνοντας ευκαιρία στον κυνηγό για περισσότερες τουφεκιές. Η

πετροπέρδικα φτερουγίζει ταχύτατα όπως οι βολίδες στην κατηφόρα,

απαιτώντας εμπειρία σκόπευσης και κατάλληλα φυσίγγια. Ένα καλό

απορτάρισμα από σκύλο δείκτη που θα μας συνοδεύει στο κυνήγι, μας σώζει

από δυσκολίες ανεύρεσης του θηράματος σε απόκρημνες περιοχές, ιδιαίτερα

όταν είναι τραυματισμένη και κρύβεται ποδαρώνοντας. Οι παλιοί κυνηγοί

αμέσως αφαιρούσαν τα έντερα της θηρευόμενης πέρδικας για να αποφεύγεται

η διάχυση μυρωδιάς στο υπόλοιπο κρέας ιδίως εάν έχει εσωτερικό κοιλιακό

τραύμα. Θα ήθελα να συμβουλεύσω τους νέους κυνηγούς να είναι ιδιαίτερα

προσεκτικοί στα βραχώδη μέρη της πετροπέρδικας, εφοδιασμένοι με

αντιολισθηρά άρβυλα, να σιγουρεύουν το βηματισμό τους, ασφαλίζοντας το

όπλο σε επικίνδυνες περιοχές και πάντα προσέχοντας τυχόν υπάρχοντα συνκυνηγό

τους. Η ριψοκίνδυνη ανεύρεση θηραμάτων με κίνδυνο της σωματικής

μας ακεραιότητας δεν αξίζει.

Μήκος κάννης όπλου 66-71 εκατ. συσφίξεις 3-4*, φυσίγγια 34-38 γρ. σκάγια

Νο 6,7, πιθανόν διασποράς ή μάλλινης τάπας για το πρώτο φυσίγγι.

Ο γράφων μετά από κυνήγι πετροπέρδικας με τη «Μπρίτα» στο χωριό Τοξότες.

Νησιώτικη πέρδικα (Alectoris chukar)

Τάξη: Galliformes, Οικογένεια: Phasianidae, Γένος: Alectoris,Είδος: Chucar

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 32-34 cm

Άνοιγμα φτερών: 47-52 cm

[35]


Βάρος αρσενικού: 504-595 gr (Λήμνος, Λέσβος), 460-562 gr

Βάρος θηλυκού: 460-562 gr (Λήμνος, Λέσβος), 365-520 gr, (Λοιπά Nησιά

Aιγαίου, Θράκη).

Zει στην Aνατολική και Kεντρική Aσία και στα νησιά του Aιγαίου και τη Θράκη,

(μέχρι τη βραχώδη περιοχή των στενών του ποτ. Νέστου, υπάρχουν

πετροπέρδικες, στην περιοχή ορεινής Ροδόπης ενδημεί η τσούκαρ.) Στις

περίφημες πέρδικες της Χίου θα αναφερθεί το έτος 1555 ο βαρώνος du

Busbec στις επιστολές του : «Κάθε αυγή ο δημόσιος βοσκός τις κράζει με

σφύριγμα. Τρέχουν τότε όλες κοπάδια-κοπάδια, μαζεύονται στο δρόμο και τον

ακολουθούν, όπως στον τόπο μας τα πρόβατα, στα χωράφια όπου όλη την

ημέρα λιάζονται και βόσκουν. Και το βράδυ, πάλι μ’ ένα σφύριγμα

ξαναγυρίζουν στο χωριό και κάθε μια βρίσκει την κούρνια της. Και να πώς

αποκτούν αυτή τη συνήθεια: μόλις βγουν από τ’ αυγό, οι χωρικοί βάζουν τα

πουλάκια στον κόρφο τους, τα ζεσταίνουν επί δυο μέρες και τα τρέφουν με

σίελο πλησιάζοντας το στόμα τους στο ράμφος. Έτσι ημερώνουν,

εξοικειώνονται και δαμάζονται, όπως και τα άλλα ζώα που εκδηλώνουν

περισσότερο από τον άνθρωπο την ευγνωμοσύνη τους και δεν λησμονούν

εκείνους που τα έθρεψαν.»

Eίδος ενδημικό. Zει σε κοπάδια όλο το χρόνο, εκτός από την περίοδο της

αναπαραγωγής. Aναπαράγεται σε ανοιχτά βραχώδη ή πετρώδη εδάφη.

Φωλιάζει στο έδαφος σε μια κοιλότητα που κατασκευάζει το θηλυκό και τη

στρώνει με ξερά χόρτα. Συνήθως βρίσκεται ενδιάμεσα ή κάτω από πέτρες για

να προφυλάσσεται από άρπαγες και άσχημες καιρικές συνθήκες. Γεννά μια

φορά το χρόνο 8-15 αβγά που έχουν χρώμα κρέμ με κοκκινοκαφέ κηλίδες.

Eπωάζονται από το θηλυκό για 22-24 μέρες και εκκολάπτονται ταυτόχρονα.

Oι νεοσσοί αμέσως μετά την εκκόλαψη είναι ικανοί να βαδίσουν και

απομακρύνονται από τη φωλιά, ενώ μπορούν να κάνουν μικρές πτήσεις σε

ηλικία 7-10 ημερών. Tη φροντίδα των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό. H

σωματική τους διάπλαση ολοκληρώνεται σε ηλικία 7 εβδομάδων. Aν

καταστραφεί νωρίς η φωλιά, τότε το θηλυκό κατασκευάζει άλλη. Tα ενήλικα

τρέφονται με διάφορους σπόρους είτε από αγριόχορτα είτε από

καλλιεργούμενα φυτά, ενώ οι νεοσσοί χρειάζονται να καταναλώσουν έντομα,

τροφή πλούσια σε πρωτεΐνες που είναι απαραίτητη για τη σωματική τους

ανάπτυξη.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Όπως της πετροπέρδικας.

Η πεδινή πέρδικα (Perdix-perdix)

Είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο και ως πέρδικα του κάμπου

(λιβαδοπέρδικα). Απαντάται σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη. Ζει στην

[36]


Ευρώπη, στη Μικρά Ασία, πέρδικα η κοινή: αναπαράγεται στις χώρες της

Μεσογείου, λευκή πέρδικα, και πέρδικα της Σαρδηνίας. Το πτηνό φθάνει σε

μήκος τα 20-30 εκ. και σε βάρος τα 500 γραμμάρια. Έχουν κοντές και

στρογγυλές φτερούγες, μικρό κεφάλι και κοντό, μυτερό ράμφος. Το βάδισμα

και το πέταγμά της γίνεται με γοργό ρυθμό και με μεγάλη ευκολία.

Χρησιμοποιεί τα φτερά της μόνο σε περίπτωση κινδύνου. Η φωνή της είναι

ιδιόμορφη. Η τροφή τους είναι έντομα, σκουλήκια, σπόρους, φύλλα,

τρυφερούς βλαστούς και θεωρείται γενικά ωφέλιμη για τους γεωργούς παρά

επιζήμια. Το αρσενικό μετά το ζευγάρωμα επιλέγει το πιο προφυλαγμένο

σημείο της περιοχής του και σκάβει τρύπες στη γη. Το θηλυκό διαλέγει μία

από αυτές και γεννά 10-15 αυγά, τα οποία επωάζει για σχεδόν έναν μήνα. Σε

δύο ημέρες τα μικρά πουλιά είναι ικανά να πηγαίνουν μαζί με τη μητέρα τους

σε αναζήτηση τροφής. Είναι χαρακτηριστική η αυτοθυσία αμφότερων των

γονέων για τα μικρά τους. Η οικογένεια μένει ενωμένη ως το φθινόπωρο,

οπότε τα μικρά είναι ικανά να αυτοπροστατεύονται, ενώ την επόμενη άνοιξη

είναι έτοιμα για αναπαραγωγή.

Τη δεκαετία του 1970 οι πληθυσμοί της πεδινής πέρδικας που διαβιούσαν

στη Μακεδονία και Θράκη ήταν μεγάλοι. Μου αφηγείτο ο κ.Γιώργης από το

χωριό Σέλινο Ξάνθης, δεινός κυνηγός φτερωτών θηραμάτων ότι το 1976, ο

κάμπος είχε γεμίσει ποντίκια καταστρέφοντας όλες τις καλλιέργειες ιδίως τα

σιτηρά. Οι γεωργικές ενώσεις εφοδίασαν τους αγρότες με δηλητηριασμένο

κόκκινο σιτάρι που έριξαν με τους τόννους στο κάμπο, το πρώτο θύμα ήταν η

πεδινή πέρδικα που ενδημούσε στους αγρούς, μεγάλη καταστροφή, από τότε

δεν ανέκαμψε στην περιοχή. Τα εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα φάρμακα που

έκαναν την εμφάνιση τους στις καλλιέργειες δημιούργησαν τοξικό θηροκτόνο

περιβάλλον αφανίζοντας τους πληθυσμούς και αναγκάζοντας το αρμόδιο

υπουργείο να επιβάλλει την εύκολη λύση της απαγόρευσης θήρας της

πεδινής πέρδικας στη χώρα, πλην ειδικών ρεζερβών ανατρεφομένων

πληθυσμών, αντί να επέμβει δραστικά για στήριξη της επιβίωσης της.

Παραθέτω αγαπητοί φίλοι μαρτυρία της πρόνοιας επιβίωσης των ειδών και

την ανεξάντλητη προσαρμοστικότητα που η φύση τα έχει προικίσει: ήταν το

2011, υπηρετούσα στη Θεσκη, πήρα εντολή να επαναενεργοποιήσω

εγκαταλελειμένο στρατόπεδο στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου. Κάνοντας

αναγνώριση στο χώρο του στρατοπέδου με τρόμαξαν τέσσερεις πεδινές

πέρδικες που ζούσαν μέσα στο στρατόπεδο, το οποίο βρίσκονταν στο κέντρο

της βιομηχανικής περιοχής, είχαν καταφύγει εκεί έχοντας άριστα

προσαρμοστεί στους θορύβους και την ανθρώπινη παρουσία, μόλυνση και

δραστηριότητα, επιβιώνοντας σε ένα ακραίο αντιοικολογικό περιβάλλον και

νέο οικοσύστημα.

Είχα την τύχη να κυνηγήσω αυτό το εξαίσιο θήραμα στα Σκόπια στην πόλη

Κουμάνοβο, όπου υπήρχαν μεγάλοι πληθυσμοί, δεν είχαμε σκυλιά, μας

έφεραν δυό Αλβανάκια 16 ετών που μας συνόδευαν κυρίως σε

καλαμποκαλλιέργειες και τριφύλλια όπου έμπαιναν μέσα κάνοντας θόρυβο

ξεσηκώνοντας τα πουλιά, μοναδική εμπειρία!!! Χάσαμε πολλά τραυματισμένα

ποδαρώνοντας που μόνο σκύλος θα τα έβρισκε…η παρεα μας πήρε 35

πουλιά και τρεις λαγούς που έφευγαν μέσα από τις καλλιέργειες που

περπατούσαμε…οι Αλβανικής προέλευσης χωρικοί της περιοχής έκοβαν τα

καλαμπόκια με το κλαδευτήρι και τα κουβαλούσαν με γαϊδουράκια σέρνοντας

μικρά κάρρα με ρόδες αυτοκινήτου…εκεί η γεωργία ήταν στο στάδιο του

[37]


περασμένου αιώνα και «καθαρή», έτσι το οικοσύστημα της πεδινής πέρδικας

δεν είχε επηρεαστεί. Πεδινές πέρδικες βρήκα πολλές στο Βέλγιο!!…ναι στο

Βέλγιο που σε μέγεθος είναι σαν την Πελοπόννησο και ήταν απίστευτο τι

θηράματα κρατούσε, (πέρδικες, φασιανούς, κουνέλια, λαγούς, ζαρκάδια,

αγριογούρουνα, φάσσες ) βέβαια όπως θα παραθέσω σε άλλο κεφάλαιο το

κυνήγι ήταν το πιο ακριβό σπόρ γιατί έπρεπε να νοικιάσεις κυνηγότοπο και

επιπλέον δύσκολα έπαιρνες άδεια κυνηγού με αυστηρές γραπτές εξετάσεις

νομοθεσίας, οικοσυστημάτων και πρακτικές κυνηγετικής εφαρμογής με

ποσοστό επιτυχίας ενός επιμελούς υποψηφίου κυνηγού με τρίμηνο

φροντιστήριο 60%. Μου έλεγε φίλος βέλγος, ότι για να επιβιώνουν τα

εδαφόβια πουλιά που κυνηγούσαν, αμέτρητοι φασιανοί και πεδινές πέρδικες,

καθώς και πλήθος λαγών, εξόντωσαν με αμοιβή τις αλεπούδες και τα άλλα

αρπακτικά. Όντως βγάζοντας για εκγύμναση το επανιέλ που αγόρασα στη

Γαλλία, στα βέλγικα χωράφια και δάση πάντοτε αξημέρωτα γιατί

απαγορευόταν, όλα ήταν πριβέ, ιδιωτικά και αυστηρό έλεγχο όχλησης των

θηραμάτων (την προγύμναση των σκύλων αναλάμβαναν έναντι αδράς

αμοιβής επαγγελματίες εκτροφείς που διέθεταν ειδικούς χώρους

εκπαίδευσης), δεν συνάντησα ποτέ αλεπού. Στη χώρα μας υπάρχει τέτοιος

υπερπληθυσμός που χάθηκε η ισορροπία εις βάρος των θηραμάτων, στο

προάστιο που μένω τις βραδινές ώρες τις βλέπεις να πλησιάζουν τους κάδους

σκουπιδιών και να κάνουν εξορμήσεις στα κοτέτσια, πως λοιπόν να επιβιώσει

εδαφόβιο πτερωτό ή ακόμη ο λαγός; Πριν κάμποσα χρόνια οι κυνηγετικοί

σύλλογοι κάνοντας καταγραφή των πληθυσμών της αλεπούς στην περιοχή

τους, έπαιρναν άδεια και μια φορά το χρόνο εξόντωναν με δηλητηριασμένα

δολώματα ορισμένο αριθμό, σώζοντας έτσι μεγάλες απώλειες θηραμάτων,

σήμερα ούτε λόγος να γίνεται από την «τρομοκρατία» των φιλοζωϊκών

οργανώσεων.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά. Απαγορεύται στη χώρα μας.

Όπως και για τα προηγούμενα είδη πέρδικας μόνο σε ρεζέρβες.

Αγριόκουρκος (urogallus Tetrao)

Τάξη Ορνιθόμορφα (Galliformes) Οικογένεια - Τετραονίδαι (Tetraonidae)

Είναι το μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας των ονομαζόμενων αγριόγαλλων .

Το αρσενικό φτάνει τα 75-90 εκατοστά στο μήκος και το θηλυκό 55-65

εκατοστά. Είναι είδος ενδημικό και με συγκεκριμένες περιοχές (βιότοπους) .

[38]


Συναντάτε στην Β Ευρώπη , συνεχίζει στην κεντρική και νότια μέχρι τα βόρεια

σύνορα της πατρίδας μας , φτάνει δε μέχρι και την Ιβηρική χερσόνησο, επίσης

υπάρχει και στην Ασία. Στην πατρίδα μας συναντάτε στα ελληνοβουργαρικά

(Β Μακεδονία Ροδόπη, Θράκη κλπ ) σύνορα και είναι άγνωστο σε τι

κατάσταση βρίσκονται οι εδώ πληθυσμοί. Στην Βουλγαρία , Ρουμανία και τις

άλλες ανατολικές χώρες κυνηγιέται κανονικά, όπως και στην ανατολική

Τουρκία. Το αρσενικό είναι πολύ μεγαλύτερο και ζυγίζει περίπου 4-5 κιλά κατά

μέσον όρο και φτάνει τα 90-95 εκατοστά ο δε χρωματισμός του είναι έντονος.

Τα σωματικά πούπουλα είναι από γκρι σκοτεινό που πηγαίνουν μέχρι σκούρο

καφέ, στα φτερά του και στο στήθος το χρώμα που επικρατεί είναι το σκούρο

μεταλλικό πράσινο που τα κάνει να λάμπουν. Στην κοιλιακή χώρα το χρώμα

ποικίλει ανάλογα το υποείδος από μαύρο στο λευκό. Το θηλυκό είναι πολύ

μικρότερο , ζυγίσει περίπου τα μισά κιλά το σώμα της φτάνει το μήκος 65-70

εκατοστών. Τα φτερά της στο πάνω μέρος είναι καφετιά με περιοχές μαύρου ,

ασημένιου, στο εσωτερικό είναι περισσότερο φωτεινά με έντονες αποχρώσεις

προς το κίτρινο. Αυτό γίνεται γιατί της προσφέρουν σχεδόν απόλυτη κάλυψη

στο έδαφος ή στα φυλλώματα των δέντρων. Και τα δύο φύλλα έχουν ένα

άσπρο σημείο στο τόξο των φτερών. Τα πόδια τους είναι καλυμμένα με

φτερά τα οποία ειδικά τον χειμώνα αυξάνουν πολύ ώστε να τους παρέχουν

την κατάλληλη προστασία στις εκάστοτε δύσκολες συνθήκες. Επίσης στα

πόδια φέρουν μικρά σκληρές προεκτάσεις σαν καρφιά τα οποία στο χιόνι

αφήνουν χαρακτηριστικό ίχνος και δίνουν την δυνατότητα της εύκολης

αναγνώρισης του φύλλου. Υπάρχει επίσης πάνω από κάθε μάτι ένα κόκκινο

φωτεινό σημείο του γυμνού δέρματος. Ο αγριόκουρκος τρέφεται με διάφορα

είδη ζωικά και φυτικά. Τρώει σκουλήκια, πεταλούδες, σαλιγκάρια, σκαθάρια,

ακρίδες, βολβούς, φύλλα φρέσκα, μούρα, διάφορα άλλους άγριους καρπούς,

το δε χειμώνα επιζεί χάρη στις βελόνες των κωνοφόρων.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά. (Η θήρευση του αγριόκουρκου

απαγορεύεται στην Ελλάδα.)

Ορτύκι (Coturnix coturnix)

Τάξη: Galliformes, Οικογένεια: Phasianidae, Γένος: Coturnix, Είδος: Coturnix

[39]


Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 16-18 cm

Άνοιγμα φτερών: 32-35 cm

Βάρος αρσενικού: 73-140 gr

Βάρος θηλυκού: 70-155 gr

Είδος που ζει σε όλη την Eυρώπη, πλην της Σκανδιναβίας και της Bόρειας

Pωσίας, στη Δυτική και Nότια Aσία και τη Nότια Aφρική. Διαχειμάζει στην

Aφρική, τη Nοτιοδυτική Eυρώπη και την Iνδία. Είναι αποδημητικό.

Ξεχειμωνιάζει στη Βόρεια Αφρική και τη Nότια Aσία, όπου μεταναστεύει το

φθινόπωρο κατά κοπάδια ταξιδεύοντας τη νύχτα κάνοντας χρήση των

εναερίων ρευμάτων και των ειδικών φτερών που φέρει στα πλάγια και τα

φουσκώνει σαν αλεξίπτωτο. Αναπαράγεται σε λιβάδια με βλάστηση και

γεωργικές καλλιέργειες, ενώ αποφεύγει υγρές περιοχές. Φωλιάζει στο έδαφος

μέσα σε πυκνή βλάστηση και εκδηλώνει έντονη επικράτεια στην περιοχή

γύρω από τη φωλιά του. Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και

αποτελείται από μια κοιλότητα πρόχειρα στρωμένη με βλάστηση. Γεννάει 1-2

φορές το χρόνο από 8-13 αβγά χρώματος κιτρινωπού με μαύρες καφέ

κηλίδες, τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 17-20 μέρες. H εκκόλαψή

τους είναι σύγχρονη. Oι νεοσσοί τρέφονται από το θηλυκό και είναι ικανοί να

πετάξουν μετά από 11 ημέρες.

Τρέφεται με σπόρους και έντομα τα οποία βρίσκει στο έδαφος.

Είναι δύσκολο να παρατηρηθεί, γιατί καμουφλάρεται τέλεια. Απογειώνεται

ξαφνικά, πετάει χαμηλά και ξανακάθεται πιο πέρα. Το μόνο μεταναστευτικό

ορνιθοειδές, ωστόσο πολλά άτομα μένουν όλο το χρόνο (ντοπιάρικα - πριν

χρόνια σήκωσα ορτύκι στην Ορεστιάδα το Δεκέμβρη μήνα με μισό μέτρο

χιόνι). Την εποχή της αναπαραγωγής συναντάται σε ομάδες, ενώ τον

υπόλοιπο καιρό μοναχικά ή σε ζεύγη. Στη πατρίδα μας εμφανίζεται

επιστρέφοντας από την αποδημία του στη βόρεια Αφρική περί τον Απρίλιο,

ορισμένος αριθμός φωλεοποιεί, κυρίως στη Μακεδονία και Θράκη. Αποτελεί

χάρμα ακοής το πρωινό κελάϊδημα των αρσενικών στους ανθισμένους

λειμώνες, το δε θηλυκό όταν έχει μικρά κάνει απίστευτους παραπλανητικούς

ελιγμούς για να απομακρύνει το θηρευτή από τα μικρά του, μητρικό ένστικτο

της φύσης.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Γύρω στα μέσα του 17ου αι. ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard που έζησε

πολλά χρόνια στη Σαντορίνη και ταξίδεψε σε πάρα πολλά νησιά, περιγράφει

σαν καθημερινή τροφή των νησιωτών το παξιμάδι από κριθαρόψωμο και

προσφάγι τα παστά ορτύκια του φθινοπωρινού κυνηγιού. Τον ίδιο καιρό, στη

Σαντορίνη τα ορτύκια ήταν τόσο πολλά, που πιάνονταν με την απόχη

βεβαιώνει σε αναφορά του ο G. H. Olivier, ανώτερος Γάλλος κρατικός

υπάλληλος. Αυτή η απόχη ήταν ένα στεφάνι με δίχτυ και ένα κοντάρι μακρύ

δυόμιση μέτρα. Ο κυνηγός έριχνε τη απόχη πάνω σε ένα κλήμα ή μια

μπαμπακιά κι ήταν σίγουρος πως θα έπιανε τουλάχιστον ένα πουλί.

Καταγραφές υπάρχουν για το κυνήγι των αποδημητικών ορτυκιών (αρδύκια

στην τοπική διάλεκτο) στη Μάνη Λακωνίας, όπου ήταν το αποκλειστικό κυνήγι

των γυναικών οι οποίες με μεγάλες βέργες τα κυνηγούσαν ακροβολισμένες,

ενώ άλλες σήκωναν δίχτυ στην κατεύθυνση που πετούσαν και τα έπιαναν,

εξασφαλίζοντας έτσι μέρος της διατροφής τους που η πρόνοια έστελνε στην

άκρως άγονη περιοχή τους και τα διατηρούσαν όλο το χρόνο σε τενεκέδες και

λαγύνια στο λάδι. Το κρέας του ορτυκιού είναι το πιο νόστιμο από τα πτερωτά

[40]


θηράματα, τα δε αποδημητικά για να μπορέσουν να ταξιδέψουν έχουν τέτοιο

λίπος για την ανάλωση των απαιτουμένων θερμίδων, που μοιάζουν όπως τα

λεμόνια όταν καθαριστούν.

Tον Aύγουστο το αναζητάμε στις περιοχές αναπαραγωγής, και στις καλαμιές

των σταροχώραφων όπου τρώει το περίσσευμα των θεριστών που πέφτει στο

έδαφος, βρίσκεται κυρίως κοντά σε πυκνότερες καλλιέργειες (καλαμπόκι,

βαμβάκι) όπου ποδαρώνει κρυπτόμενο όταν απειλείται. Έχοντας γεννηθεί

στην περιοχή εκείνη (ντοπιάρικα), γνωρίζει άριστα το μέρος και μόνο έμπειρος

σκύλος μπορεί να το «μπλοκάρει φερμάροντας», σε αντίθεση με τα περαστικά

που κουρασμένα από το ταξίδι και άμαθα σε κινδύνους πολλές φορές τα

πιάνουν τα σκυλιά.

Τα δυό άριστα αγγλικά σέττερ του κ. Γιώργη (Ήρα, Νταϊάνα) και η

Μπρίτα σε συναίνεση φερμάροντας ορτύκι σε καλαμιές.

Προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις στους κυνηγούς με δείκτες όπου χαίρονται

θεαματικές φέρμες και απορταρίσματα. Αποτελεί το κύριο θήραμα

εκγύμνασης σκύλων δεικτών ευρισκόμενο αρκετό χρονικό διάστημα στις

περιοχές της Βόρειας Ελλάδας (Απρ. – Οκτ.), σε πεδινό έδαφος και καλούς

πληθυσμούς. Από τις 20 Σεπτέμβριου μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, γίνονται τα

περάσματα, το ορτύκι αποδημεί από τις βόρειες χώρες στην Αφρική

ταξιδεύοντας το μεγάλο ταξίδι κάνοντας στάσεις για ξεκούραση, ή λόγω

κακών καιρικών συνθηκών. Τα παραθαλάσσια μεσογειακά μέρη (Θράκη,

νότια Πελοπόννησος, νησιά Αιγαίου) δέχονται μεγάλους διερχόμενους

πληθυσμούς, απολαμβάνοντας το μοναδικό αυτό εξαίρετο θήραμα. Τα

τελευταία χρόνια μειώθηκαν αισθητά οι διερχόμενοι πληθυσμοί στη Θράκη

κυρίως λόγω «τεχνητής» προσγείωσης στη γειτονική Βουλγαρία με «κράχτες,

ηχητικά καλέσματα μέσω μαγνητοφωνημένων φωνών» που κατεβάζει

παραπλανώντας τα κοπάδια, διαφημίζοντας κυνηγετικές πληρωμένες

εκδρομές στη χώρα αυτή, που έβγαλε λόγω πενίας στο «σφυρί» τον εθνικό

της πλούτο, δάση με ανεξέλεγκτη ξύλευση, θηράματα κλπ, έχοντας άμεση

επίπτωση στα περάσματα της Θράκης, τα πουλιά κατεβαίνοντας στη

Βουλγαρία δεν ξαναπέφτουν στις ακτές της Θράκης λόγω εγγύτητας. Η

παρανομία των βουλγάρων πέρασε και στη Θράκη και σήμερα ασυνείδητοι

Έλληνες ορτυκοκυνηγοί χρησιμοποιούν κατά κόρο τα μαγνητόφωνα

παίζοντας «κυνηγητό » με τη θηροφυλακή των κυνηγετικών συλλόγων και των

δασαρχείων. Η παράνομη κακή ανθρώπινη παρέμβαση στους

μεταναστευτικούς μηχανισμούς της φύσης έχει ολέθριες συνέπειες.

Βορειοευρωπαίοι και κυρίως Ιταλοί τουρίστες – κυνηγοί, θηρεύουν μεγάλες

ποσότητες σε περιοχές που δεν τους ανήκουν, λόγω των μαγνητοφώνων που

συγκεντρώνουν σε μικρή έκταση χιλιάδες πουλιά που σφαγιάζονται,

επεμβαίνοντας στη φυσιολογική διασπορά του φυσικού περάσματος. Οι ίδιες

επιπτώσεις ισχύουν και για τη Θράκη, όπου οι «λαθροθηρούντες

κασετοφωνάκηδες» στερούν από τους νόμιμους κυνηγούς την δυνατότητα να

βρούν περαστικά πουλιά, συγκεντρώνοντάς τα σε ένα μέρος που οι ίδιοι

γνωρίζουν και με μεγάλες παρέες αποκλείουν από τυχόν άλλους

ευρισκόμενους στην περιοχή. Η αντιαθλητική θηρευτική τακτική των

[41]


περαστικών ορτυκιών κατεβασμένων με την μέθοδο αυτή, όπου η

παραδοσιακή ανεύρεση του θηράματος με το σκύλο δείκτη, το φερμάρισμα, το

απορτάρισμα προσφέρουν τη συγκίνηση του ορτυκοκυνηγιού δεν

επιτυγχάνεται. Βλέπεις σκυλιά να τρέχουν σαν τρελλά από το πλήθος των

πουλιών, μπερδεύονται μεταξύ τους, οι τουφεκιές πέφτουν προς όλες τις

κατευθύνσεις με κίνδυνο ατυχημάτων…φωνές, βρισιές, οχήματα, σκουπίδια,

κάλυκες και χαρτόκουτα φυσιγγίων, μπουκάλια νερού κλπ, εντοπίζει ο

παρατηρητής στο μέρος που το κασετόφωνο κατέβασε τα ορτύκια και οικτίρει

τους «κυνηγούς», για έλλειψη κυνηγετικού ήθους, παιδείας και σεβασμού της

φύσης, που δυστυχώς δεν διαθέτουμε, η πληθώρα των Ελλήνων κυνηγών και

ας μας θλίβει η γυμνή αλήθεια. Αγαπητοί φίλοι κυνηγοί, η σωστή διαχείριση

του θηραματικού μας πλούτου είναι ιερή μας υποχρέωση προς τα παιδιά μας,

τις μελλοντικές γεννιές, να παραδώσουμε τους φυσικούς πόρους, αν όχι

καλύτερους τουλάχιστον όπως εμείς τους παραλάβαμε από τους πατεράδες

μας και να παιδαγωγήσουμε τους νέους συναδέλφούς στο σωστό τρόπο που

μόνο με το παράδειγμα μας αντιλαμβάνονται.

Μήκος κάννης όπλου 66-71 εκατ. συσφίξεις ακροστομίου κάννης 4-5*,

φυσίγγια 32-34 γρ. σκάγια Νο 8,9 διασποράς ή μάλλινης τάπας.

Ορτυκομάνα, κρεξ η γνησία (Crex crex)

Η ορτυκομάνα είναι το μόνο ευρωπαϊκό είδος του γένους Crex το άλλο είδος

είναι το African Crake (Crex Egregiae), που ζεί στην Αφρική νότια της

Σαχάρας. Η ορτυκομάνα είναι λίγο μεγαλύτερη από ένα ορτύκι, έχει κιτρινωπό

έως ανοιχτό καφέ χρώμα στο πάνω μέρος με σκούρες βούλες, το κάτω μέρος

είναι υπόλευκο και η πλευρά κλιμακωτή καφέ χρώματος. Κατά την

αναπαραγωγική περίοδο τα αρσενικά είναι γκριζομπλέ στα πλαϊνά του λαιμού

και του κεφαλιού. Η ορτυκομάνα είναι παμφάγο πτηνό με μεγαλύτερη

προτίμηση στα έντομα όπως ακρίδες, σκαθάρια, κουνούπια, μύγες και

λιβελλούλες, ακόμη μικρά βατράχια, μικρά τρωκτικά και περιστασιακά

γαιοσκώληκες. Επίσης το 20 τοις εκατό της συνολικής διατροφής

περιλαμβάνει τροφές φυτικής προέλευσης, κυρίως πράσινα μέρη φυτών και

σπόρους. Αναπαραγωγή: Είναι πολυγαμικό είδος και ζευγαρώνει με

περισότερα αρσενικά κατά την περίοδο της αναπαραγωγής. Η περίοδος της

αναπαραγωγής αρχίζει από τέλη Απριλίου μέχρι αρχές Αυγούστου. Η φωλιά

γίνετε στο έδαφος σε ένα κοίλωμα με διάμετρο από 12 έως 15 εκατοστά και

επενδύετε με ξερά χόρτα και μερικές φορές με βρύα, εκεί εναποθέτει από 6-19

αυγά τα οποία επωάζονται από το θηλυκό μόνο. Η επώαση διαρκεί από 16

[42]


μέχρι 19 ημέρες και η πλήρης ανεξαρτοποίηση των νεοσσών γίνετε μετά από

34 έως 38 ημέρες. Το ποσοστό θνησιμότητας κατά το πρώτο έτος της ζωής

είναι πολύ υψηλό, σύμφωνα με μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο αγγίζει το 70-

80%. Τα νεαρά άτομα ενηλικιώνονται πλήρως από το 1ο έτος. Βιότοπος: Ως

φυσικοί βιότοποι του είδους θεωρούνται τα παραποτάμια λιβάδια, ενώ πλέον

το είδος είναι στενά συνδεδεμένο με τα αγροτικά οικοσυστήματα και ιδιαίτερα

τα χορτολίβαδα που σπέρνονται για χλωρή χορτονομή και σανό. Το είδος

μεταναστεύει στην Αφρική κατά τους χειμερινούς μήνες και επιστρέφει στην

Ευρώπη για να φωλιάσει από τον Απρίλη έως το Σεπτέμβρη.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά. ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

Η ορτυκομάνα εθεωρείτο από παλιούς κυνηγούς ως οδηγός των κοπαδιών

των μεταναστευτικών ορτυκιών, γεγονός που δεν αληθεύει, απλώς

συνταξιδεύει με τα ορτύκια και πολλές φορές θηρεύεται κατά λάθος πετώντας

μαζί με αυτά. Στη χώρα μας δεν αποτελεί θηρευόμενο είδος σύμφωνα με τον

πίνακα θηρευσίμων της ρυθμιστικής εγκυκλίου θήρας και απειλείται με

εξαφάνιση.

Φασιανός (Phasianus colchicus)

Τάξη: Galliformes, Οικογένεια: Phasianidae, Γένος: Phasianus, Είδος:

Colchicus

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 53-89 cm

Άνοιγμα φτερών: 70-90 cm

Βάρος αρσενικού: 800-1800 gr

Βάρος θηλυκού: 720-1250 gr

Zει στη Δυτική Aσία στις περιοχές που βρίσκονται γύρω από την Kασπία

Θάλασσα. Στη χώρα μας απαντάται στο παραποτάμιο υδροχαρές δάσος του

Nέστου και μαζί με έναν άλλο πληθυσμό στην Aνατολική Bουλγαρία

αποτελούν τους δύο φυσικούς πληθυσμούς της Eυρώπης.

Eίδος ενδημικό. Aναπαράγεται μέσα ή κοντά σε δασικά οικοσυστήματα, σε

κοιλάδες και Δέλτα ποταμών, σε λόφους με πυκνή βλάστηση και νερό, σε

αγροτικές καλλιέργειες με φυσικούς φράχτες κ.τ.λ.

[43]


Tο αρσενικό κατά την περίοδο της αναπαραγωγής δεν ανέχεται την παρουσία

άλλου "ανταγωνιστή" κοντά του, γι' αυτό υπερασπίζεται το "χαρέμι" του, το

οποίο αποτελείται από 2-7 θηλυκά. Φωλιάζει σε μια κοιλότητα στο έδαφος

ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση. Tη φωλιά την κατασκευάζει το θηλυκό και

γεννάει μια φορά το χρόνο 7-17 αβγά χρώματος ελαιοκαφέ ή γκριζοπράσινου,

τα οποία επωάζει για 23-25 ημέρες. Oι νεοσσοί μπορούν να βαδίζουν αμέσως

μετά την εκκόλαψη. Eίναι έτοιμοι να πετάξουν σε ηλικία 12 ημερών και

ανεξαρτοποιούνται μετά από 10-12 εβδομάδες. Τρέφεται με μια μεγάλη

ποικιλία φυτικών ειδών, σπόρους και ασπόνδυλα. Το αρσενικό δε

μπερδεύεται με κανένα άλλο πουλί. Έντονα χρωματισμένο, με τους τόνους

των βασικών χρωμάτων να ποικίλουν. Θηλυκό μικρότερο, γκριζοκαφετί,

μοιάζει με πεδινή πέρδικα, ξεχωρίζει όμως εξαιτίας της μακριάς ουράς του.

Απογειώνεται με θόρυβο κακαρίζοντας χαρακτηριστικά.

Το 1777, ο Sonnini de Manoncourt βεβαιώνει: «Στα νησιά βλέπεις το χειμώνα και

φασιανούς. Έρχονται από τη Θεσσαλία. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης οι χωριάτες τους

παχαίνουν και τους μεταφέρουν στην αγορά. Αφθονούν κυρίως στις Σέρρες. Τα καράβια που

φθάνουν χειμωνιάτικα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης εφοδιάζονται με ζωντανούς φασιανούς σε

κλουβιά. Κατά το ταξίδι τούς τρέφουν με στάρι.» Ο κ. Γιώργης από το παραλίμνιο

χωριό Σέλινο της Βιστωνίδας μου αφηγείτο ότι το 1950 -60 μικρός, μάζευε τα

αυγά των φασιανών που φώλιαζαν σε αγριοτριανταφυλλιές και έκαναν

ομελέτα. Εγγλέζοι Αξιωματικοί της Βρεττανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην

μεταπολεμική τότε Ελλάδα, πήγαιναν στο χωριό του και κυνηγούσαν

φασιανούς, αυτός τους ακολουθούσε με έναν ημίαιμο σκύλο που τους

ξεφώλιαζε. Όταν ήλθαν τα πρώτα τρακτέρ και εκχέρσωσαν το κάμπο

κατέστρεψαν τον βιότοπο του φασιανού που σώθηκε σε μικρούς αριθμούς

στο καταφύγιο του δέλτα του Νέστου ποταμού.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Είχα την τύχη να θαυμάσω το γοργοπόδαρο αυτό πανέμορφο πουλί στο

Βέλγιο, παίρνοντας μέρος σε κυνήγι του ως μπιτερ (από το αγγλικό ρήμα

beat, πιθανόν που σημαίνει χτυπώ). Μη μπορώντας να αποκτήσω άδεια

κυνηγού λόγω αυστηροτάτων εξετάσεων στη Γαλλική και Γερμανική γλώσσα,

(Νομοθεσία, θηραματολογία, θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις κυνηγετικής τεχνικής με

όπλο) και βραχείας παραμονής μου εκεί (τρία έτη θητεία) όπως και αλλού

ανέφερα, παρακολουθούσα τις κυνηγετικές εξορμήσεις του κυνηγετικού

ομίλου των νατοϊκών αξιωματικών του στρατηγείου όπου υπηρετούσα (Σχης

τότε) και στους οποίους επέτρεπαν να κυνηγούν στη φιλοξενούσα χώρα, στα

πλαίσια διπλωματικών συμφωνιών βέλγων και συμμαχίας. Ως παρατηρητής -

μπίτερ λοιπόν, συμμετείχα στο κυνήγι φασιανού, που διεξήγετο με παγάνα

των μπίτερς που εφοδιασμένοι με ένα μακρύ ξύλο ακροβολισμένοι ξεσήκωναν

τους φασιανούς που οι σκοπευτές καρτερούσαν στις άκρες των θαμνότοπων

ή των καλλιεργειών, κυρίως ζαχαροτεύτλων. Οι μπιτερς ήταν κυρίως φτωχοί

φοιτητές, μια φοιτήτρια που μιλούσε αγγλικά με συνόδευε, μπίτερ και αυτή

κατ’ εντολή του προέδρου του ομίλου και μου εξηγούσε την διαδικασία. Από

το πρωί είδα τα ακριβά τετρακίνητα οχήματα πλούσιων Βέλγων κυνηγών που

συμμετείχαν στο κυνήγι, στην ιδιωτική περιοχή των οποίων επέτρεψαν και τη

συμμετοχή κυρίως γερμανών και γάλλων νατοϊκών αξκων με επ’ αμοιβή

συμφωνία. Με εξέπληξε το ντύσιμο τους, καπέλα με φτερό, βελούδινα

σακάκια με γραβάτες, ψηλές δερμάτινες μπότες, καθισματάκια για τα

καρτέρια, πολλές κυρίες με θηραματοφόρα λαμπραντόρ και σκαλιστά

πανάκριβα ωραία δίκαννα. Θηροφύλακας με στολή ανώτερη στρατηγού

ακολουθούσε την ομήγυρη καταγράφοντας τον αριθμό των θηρευομένων

[44]


πουλιών στην περιοχή, προφανώς για την αναπαραγωγή τους. Μου θύμισε

φεουδαρχικά κυνήγια του μεσαίωνα. Το μεσημέρι έγινε διάλειμμα για γεύμα σε

ταβέρνα στο δάσος με πανάκριβα γαλλικά κρασιά και ελαφίσιο κρέας, ήμουν ο

μόνος από τους μπιτερς που πήγα στο τραπέζι των κυνηγών τιμής ένεκεν, οι

φτωχοί μπίτερς έτρωγαν σε άλλο χώρο σάντουιτς που είχαν φέρει μαζί τους,

αφού τα 20 ευρώ που θα έπαιρναν από το ξεφώλιασμα των φασιανών πως

να πληρώσουν γεύμα; Τότε και μια άλλη φορά που συμμετείχα σε κυνήγι

ζαρκαδιών στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας από ξυλόδετη υπερυψωμένη

σκοπιά με ραβδωτά διοπτροφόρα όπλα, δολοφονώντας τα αμέριμνα

βόσκοντα ζώα χωρίς να τους δίνεται έστω ελάχιστη ευκαιρία αναμέτρησης με

τον κυνηγό, κατέκρινα τα κυνηγετικά έθιμα και μεθόδους των δυτικών χωρών.

Σκεφτόμενος μακάρισα την Ελλάδα μας, και τους κυνηγετικούς μας

παραδοσιακούς τρόπους και συνήθειες, με δυνατότητα συμμετοχής όλων των

κατοίκων και κοινωνικών στρωμάτων, στα δημόσια εδάφη που τους ανήκουν,

με ελάχιστο κόστος των 130 ευρώ της κυνηγετικής αδείας, διαπιστώνοντας το

πανάκριβο ταξικό, κερδοφόρο θηροκτόνο «άθλημα» των ευημερούντων

παραπάνω αναφερομένων ευρωπαϊκών χωρών, που είχα την ευκαιρία να

γνώρισω τον τρόπο που «κυνηγούσαν».

Σύμφωνα με τον πίνακα θηρευσίμων της ρυθμιστικής επιτρέπεται το κυνήγι

του φασιανού από 15/9 – 31/12, τετάρτη και σαββατοκύριακο, με

επιτρεπόμενο αριθμό ένα πουλί κατά κυνηγό. Πρίν δυό χρόνια κυνηγώντας

μπεκάτσα σε ένα πυκνό φερμάρισε ο Νορίκ το επανιέλ και γέμισε ο ουρανός

από τον όγκο και το κακάρισμα του αρσενικού φασιανού, το Ν 9 τον έριξε και

ήταν μεγάλη συγκίνηση και για φωτογραφία να τον έχει στο στόμα του απόρτ

το επανιέλ. Κυνηγώντας τριάντα σχεδόν χρόνια στη Θράκη ήταν η πρώτη

φορά που θήρευσα φασιανό. Προφανώς είχε εξέλθει του καταφυγίου

θηραμάτων του δέλτα του Νέστου ποτ. όπου διαβιούν μικροί εναπομείναντες

πληθυσμοί οι οποίοι σπάνια εξέρχονται σε περιοχές του κάμπου της Ξάνθης

όπου μπορούν να εντοπιστούν από τον κυνηγό.

Μήκος κάννης όπλου 66-71 εκατ. συσφίξεις 3-4*, φυσίγγια 34-38 γρ. σκάγια

Νο 6,7.

Μπεκάτσα (Scolopax rusticola)

Τάξη: Charadriiformes,Οικογένεια:

Scolopacidae.Γένος: Scolopax, Είδος: Rusticola

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 33-35 cm

Άνοιγμα φτερών: 56 - 60 cm

Βάρος αρσενικού: 250 - 434 gr

Βάρος θηλυκού: 205 - 420 gr

[45]


Άλλα ονόματα: Μακρομύτα, Σκαλόρνιθα, Τσαπόρνιθα, Ξυλόκοτα, Σουλτάνα,

Κουκουβαγιοκέφαλη, Γαλαζοπόδαρη, Βελουδομάτα.

Ζει στην Κεντρική, Βόρεια και Δυτική Ευρώπη, καθώς και στη Βόρεια και

Ανατολική Ασία, ενώ ξεχειμωνιάζει στη Δυτική και Νότια Ευρώπη και τη Νότια

και Δυτική Ασία. Είναι αποδημητικό πτηνό ενώ παρατηρούνται και πληθυσμοί

που είναι μόνιμοι. Αναπαράγεται σε μεγάλα δάση με έντονα αναπτυγμένη

βλάστηση στον υπόροφο. Φωλιάζει στο έδαφος, σε φωλιά που είναι

στρωμένη με φύλλα και βρίσκεται καλά κρυμμένη ανάμεσα στη βλάστηση. Τη

φωλιά κατασκευάζει το θηλυκό, το οποίο γεννάει μια φορά το χρόνο 3-5 αβγά

χρώματος ανοιχτού καφεκίτρινου με σκοτεινές κηλίδες. Η επώαση γίνεται από

το θηλυκό και διαρκεί 21-24 ημέρες. Οι νεοσσοί τρέφονται από το θηλυκό και

μπορούν να πετάξουν μετά από 15-20 ημέρες. Τρέφεται με σκουλήκια και

έντομα που συλλέγει από την επιφάνεια του εδάφους ή βυθίζοντας το ράμφος

της σε υγρό και μαλακό έδαφος. Στη χώρα μας αποδημεί τον μήνα Οκτώβριο

και εμφανίζονται τα πρώτα πουλιά στα ορεινά δασώδη εδάφη, οι πρώτες

χιονοπτώσεις του Δεκέμβρη τις μετακινεί στα χαμηλώματα, και οι

μπεκατσοκυνηγοί θεωρούν ότι τα Νικολοβάρβαρα εμφανίζονται οι

περισσότερες συγκεντρώσεις. Το μήνα Μάρτιο εμφανίζονται οι επιστρόφιες

που οδεύουν αντίστροφα στους τόπους φωλεοποίησης.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Αποτελεί ένα από τα πιο περιζήτητα θηράματα. Για το κυνήγι της και τις

συνήθειές της έχουν γραφτεί ολόκληρα βιβλία. Είναι η θρυλική βασίλισσα του

δάσους, η δυσθεώρητη ντροπαλή βελουδομάτα. Εμφανίζεται με το σούρουπο

για αναζήτηση τροφής βγαίνοντας από το δάσος όπου διημερεύει

κατευθυνόμενη σε μέρη όπου έχει μαλακό χώμα για αναζήτηση των

σκουληκιών, λαχανόκηποι βαμβακότοποι, παραποτάμιες και παραλίμνιες

περιοχές την φιλοξενούν για βοσκή. Το πρωί με το ξημέρωμα επιστρέφει στην

κρυψώνα της διανύοντας μεγάλες αποστάσεις «την αυτήν οδόν ίη»

διερχόμενη την ίδια ακριβώς ώρα όπως τα τραίνα, γενόμενη λεία των

«τυφεκιοφόρων καρτεριτζίδων» που την περιμένουν. Το συναρπαστικό μέρος

του κυνηγιού της βελουδομάτας είναι η μαγεία που δίνει ο σκύλος δείκτης

εντοπίσοντάς την, η «μπηχτή γρήγορη» τουφεκιά ανάμεσα στα δένδρα, η

παλληκαρίσια αναμέτρηση μαζί της, δίνοντας της ευκαιρίες διαφυγής που

αριστοτεχνικά εκμεταλλεύεται, συνήθως βάζοντας τον ήλιο ανάμεσα στον

κυνηγό και το στόχο πετώντας από φυσικό ένστικτο προς τον ήλιο κλπ…Η

θηροκτόνος απαγορευμένη αντιαθλητική θήρευση της στο καρτέρι γίνεται

μόνο από τυφεκιοφόρους και όχι πραγματικούς κυνηγούς.

Είχα την τύχη να την κυνηγήσω στο όμορφο δρυοδάσος της Όσσας και το

Σιδηροβούνι του Θεσσαλικού κάμπου όπου θυμάμαι ξεφωλιάζοντας μια ο

σκύλος, δεν με αντελήφθει και έκατσε ανάμεσα στα πόδια μου…

απίστευτο..δεν ήξερα τι να κάνω. Αναμετρήθηκα μαζί της βιώνοντας

αξέχαστες συγκινήσεις στη δασώδη περιοχή της Αισύμης και Κοτρωνιάς με

τον θρυλικό σκύλο κούρτσχαρ Όστερ, του φίλου μου Αντώνη, στα παραλίμνια

αρμυρίκια της Βιστωνίδας βλέποντας τις καταπληκτικές φέρμες των σέττερ

του κ. Γιώργη με την κοιλιά, να περιμένουν ακίνητα πιασμένα με τις ώρες…και

το ελατοδάσος του Λειβαδίτη, όπου τέλος Οκτωβρίου εμφανίζονται. Εκεί

άκουσα πρώτη φορά να κρώζει με παράξενη φωνή όπως και άλλοι

συγγραφείς αναγράφουν.

[46]


Η Μπρίτα στις μπεκάτσες.

Φημίζεται για το νόστιμο κρέας της που μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους,

ιδιαίτερα οι Γάλλοι που έχουν πάθος με τη μπεκάτσα, τρώνε μέχρι το έντερο

της που είναι «μονοέντερη» λογω διατροφής..

Μήκος κάννης όπλου 60-71 εκατ., συσφίξεις 4 -5*, φυσίγγια 34-38 γρ. σκάγια

Νο 7,8,9 με μάλλινη τάπα ή διασπορέα. Ο σκύλος δείκτης είναι απαραίτητος.

ΥΔΡΟΒΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΥΤΙΑ

Ασπρομέτωπη Χήνα (Anser albifrons)

Τάξη: Χηνόμορφα (anseriformes),Οικογένεια: Νησσίδαι (Anatidae),

Γένος: Anser, Είδος: Albifrons

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 69-76 cm

Άνοιγμα φτερών: 393-444 cm

Βάρος αρσενικού: 1757-3340 gr

Βάρος θηλυκού: 1430-3120 gr

Η Ασπρομετωπόχηνα (anser albifrons) είναι από τις πιο κοινές χήνες που

επισκέπτονται την Ελλάδα κατά τους χειμερινούς μήνες. Είναι σχετικά μεγάλη

χήνα (69-76 εκατ.), με σκούρες καφέ και γκρι αποχρώσεις, ευδιάκριτα άσπρη

κοιλιά και μαύρες ραβδώσεις στο στήθος. Χαρακτηριστικό άσπρο "μπάλωμα"

στο μέτωπο από το οποίο πήρε το όνομά της. Τα πόδια έχουν πορτοκαλί

χρώμα. Τα νεαρά πουλιά δεν έχουν άσπρο μέτωπο και μαύρες ραβδώσεις

στο κάτω μέρος του στήθους.

Στην Ελλάδα έρχεται από τέλος Δεκέμβρη και πάντα ανάλογα με την καιρικές

συνθήκες που επικρατούν στο βόρεια Ευρασία, οι τούνδρες της οποίας είναι ο

βιότοπός της. Στη χώρα μας τη συναντάμε σε λιβάδια κοντά στα έλη.

Φωλιάζει στην τούνδρα και γεννά 5 ή 6 αυγά χρώματος κρέμ σε φωλιά στο

έδαφος μέσα στα χόρτα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

[47]


Έρχεται σε κοπάδια πετώντας σε καταπληκτικούς σχηματισμούς, βγάζοντας

τη χαρακτηριστική τους κραυγή κυρίως τις βραδινές ώρες που βγαίνει στα

χωράφια για βοσκή. Κατεβαίνει στη βόρεια Ελλάδα και κυρίως στη Θράκη σε

πολύ μεγάλες χιονοπτώσεις στην Ευρώπη και Ρωσία για αυτό κάθε 5-10

χρόνια την βλέπουμε (πρώτη φορά είδα χήνες στα Βρυσικά του Έβρου το

1983, είχε -20 βαθμούς και μισό μέτρο χιόνι, πηγαίναμε με τη μονάδα πορεία

για χειμερινή διαβίωση και βλέπαμε τα κοπάδια να κάθονται μέσα στα

χωράφια κουρασμένα όπως ήταν από την πορεία τους δεν τα ενοχλούσε η

παρουσία μας, και μου έλεγαν ντόπιοι ότι τις έπιαναν και μέσα στα κοτέτσια

όπου ερχόντουσαν ρίχνοντας καλαμπόκι). Κυνηγιέται σε καρτέρι όταν

σηκώνεται το πρωί και το βράδυ από παραλίμνιες περιοχές όπου διημερεύει

για βοσκή, ή πλησιάζοντας τα κοπάδια όταν βόσκουν και το έδαφος

προσφέρεται δίνοντας κάλυψη. Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια είχαν κατέβει

αρκετά κοπάδια στο κάμπο της Ξάνθης, είχε χιονίσει αρκετά,

χρησιμοποιώντας τα κιάλια εντόπισα ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι μέσα σε μια

καλαμποκίστρα, ήταν ένα καναλέτο, σύρθηκα με έρπην και τα πλησίασα

περίπου 50 μέτρα, άρχισαν να θορυβούνται, με κατάλαβαν, κουνούσαν τα

κεφάλια τους έτοιμες να πετάξουν, είχα τρία πενηντόβολα για τα μεγάλα

πυκνού πτερώματος πουλιά, μη έχοντας εμπειρία και εντελώς βιαστικά μην

πετάξουν, έριξα τρεις βολές στα καθιστά πουλιά, φίλοι μου δεν πήρα ούτε ένα,

μεγάλη απογοήτευση. Μετά σκεφτόμουν ότι εάν έκανα ένα σφύριγμα να

πετάξουν και πυροβολούσα την στιγμή που πλαταγίζοντας τα φτερά τους να

σηκωθούν έδιναν τρομερά ευάλωτο στόχο με άνοιγμα φτερών πάνω από 1,5

μέτρο το κάθε πουλί, θα έπαιρνα τουλάχιστον 10 πουλιά. Μια φορά στη Νέα

Βύσσα κυνηγούσα φάσσες, είχε ομίχλη, δεν είχα ορατότητα μόλις και μετά

βίας είδα το σχήμα και άκουσα το «γλι-γλί », έριξα και άρχισε να στροβιλίζεται

πέφτοντας λίγο πιο έξω από την αντιαρματική τάφρο στα σύνορα με την

Τουρκία, το Νο6 που είχα πρώτο φυσίγγι της τσάκισε το φτερό, το φιλότιμο

επανιέλ έτρεξε να την απορτάρει και τότε είδα την τρομερή επίθεση που έκανε

αυτό το τεράστιο πουλί στο σκύλο που έφυγε πανικόβλητος από τις τρομερές

τσιμπιές του…

Μήκος κάννης όπλου 71- 81εκατ., συσφίξεις 2-3*, φυσίγγια 38 50 γρ. σκάγια

Νο 1 ή πενηντόβολα με ισχυρές γομώσεις 3’’.

Χωραφόχηνα (Anser fabalis).

Απαντάται στη χώρα μας σπάνια όταν ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς, σε

μικρούς αριθμούς και κυρίως στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Φωλιάζει στη Σκανδιναυϊα και βόρεια Ρωσία. Στην περιοχή της Μαύρης

θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου εκτιμάται ότι ξεχειμωνιάζουν

[48]


περίπου 4.500 άτομα, αλλά στην Ελλάδα από το 1980 έχουν γίνει μόνο 8

αναφορές ύπαρξης του είδους και κυμαίνονται από 3 μέχρι 69 άτομα

(Jerrentrup & Handrinos 1987). Eίναι εξαιρετικά ντροπαλό και φοβιτσιάρικο

πουλί. Η θηρεύση της απαγορεύται στη χώρα μας.

Νανόχηνα, Lesser White-fronted Goose (Anser erythropus).

Η νανόχηνα είναι τακτικός αλλά σπάνιος και τοπικός χειμερινός επισκέπτης

στην Ελλάδα. Φτάνει στη χώρα μας περί τα τέλη Οκτωβρίου και μέχρι τα μέσα

Μαρτίου διαχειμάζει σε λίγους μεγάλους υγρότοπους της κεντρικής και

ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, ιδιαίτερα δε στο Δέλτα Έβρου και στη Λ.

Κερκίνη και, δευτερευόντως, στη Λ. Ισμαρίδα, στις λιμνοθάλασσες της Θράκης

και στο Δέλτα Νέστου.

Μοιάζει με την ασπρομετωπόχηνα, αλλά είναι μικρότερη σε μέγεθος (από 53

έως 65 εκ.) με τη λευκή λωρίδα να φτάνει μέχρι ψηλά στο κεφάλι και εμφανή

κίτρινο δακτύλιο γύρω από το μάτι. Τα μαύρα σημάδια στην κοιλιά είναι

λιγότερα και πιο άτονα. Παλαιότερα δεδομένα δείχνουν ότι το είδος ήταν πιο

κοινό στην Ελλάδα και με ευρύτερη κατανομή από τη σημερινή (Handrinos &

Goutner 1990, Handrinos 1991, Handrinos & Akriotis 1997). Οι νανόχηνες

που επισκέπτονται τη χώρα μας ανήκουν στο φιννοσκανδικό υποπληθυσμό,

που φωλιάζει στην υποαρκτική ζώνη της βόρειας Σκανδιναβίας και της

χερσονήσου Κόλα της Β.Δ. Ρωσίας. Στοιχεία από δακτυλιώσεις που γίνονται

στη βόρεια Νορβηγία και από δορυφορική παρακολούθηση υποδεικνύουν ότι

το σύνολο.

Η θηρεύση της απαγορεύται στη χώρα μας, προσοχή λόγω της μεγάλης

ομοιότητας της νανόχηνας με την ασπρομέτωπη χήνα,(Anser albifrons).

Σταχτόχηνα, Greylag Goose (Anser anser).

[49]


Η μεγαλύτερη σε μέγεθος αγριόχηνα της Δ. Παλαιαρκτικής, με βάρος 3.400 –

3.700 gr της αρσενικής Σταχτόχηνας ενώ της θηλυκιάς κυμαίνεται από 2.900

έως 3.100 gr Το άνοιγμα των φτερών είναι από 147 –έως 170 cm. Γεννά

μέχρι 6 αυγά. Τα κλωσσά 27-28 ημέρες. Τα μικρά πετούν μετά από 50-60

ημέρες. Ζει 17 χρόνια. Προτιμά υγρότοπους με γλυκό νερό (κυρίως λίμνες,

έλη κ.ά. στο εσωτερικό) με υγρολίβαδα, καλαμιώνες κ.ά., ενώ το χειμώνα

συχνάζει και σε παράκτιους υγρότοπους (δέλτα ποταμών, λιμνοθάλασσες

κ.ά.). Είναι μεγαλύτερη από την ασπρομετωπόχηνα και τη Νανόχηνα. Λείπει η

λευκή κηλίδα ή βάση του ράμφους. Φτέρωμα με ανοιχτότερο χρώμα.

Ροδόχρωμα πόδια. Λείπουν οι σκοτεινές εγκάρσιες ραβδώσεις στο κάτω

μέρος (κοιλιά-στήθος). Είναι η μοναδική γκρίζα χήνα που είναι παρούσα όλο

το χρόνο στη χώρα μας, αφού λίγα ζευγάρια φωλιάζουν στις λίμνες Πρέσπα

και Κερκίνη. Αυτά αποτελούν και τα νοτιότερα σημεία αναπαραγωγής της

στην Ευρώπη. Τον χειμώνα προστίθενται και τα άτομα που επισκέπτονται την

Ελλάδα για να ξεχειμωνιάσουν, πάντα όμως μόνο στη Μακεδονία και τη

Θράκη. Κατά τις βαρυχειμωνιές παρουσιάζονται αρκετές εκατοντάδες στη

χώρα μας. Χωρίς να έχουν μελετηθεί οι τροφικές τους συνήθειες στη χώρα

μας, έχει παρατηρηθεί ότι στη λίμνη Μικρή Πρέσπα τρέφονται με βλαστούς

φασολιών και μπιζελιών, όπου και αρκετές φορές προξενούν καταστροφές.

Στο Δέλτα του Έβρου οι σταχτόχηνες συναντώνται στα χωράφια που έχουν

σπαρθεί με σιτάρι ή δεν έχουν καεί οι καλαμιές. Το κυνήγι της Σταχτόχηνας

απαγορεύεται στην Ελλάδα σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου είναι είδος

‘’επικηρυγμένο’’.

Πρασινοκέφαλη (Anas platyrynchos)

Τάξη: Anseriformes,Οικογένεια: Anatidae, Γένος: Anas, Είδος: Plathyrhynchos

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 50-65 cm

Άνοιγμα φτερών: 81-98 cm

Βάρος αρσενικού: 850-1572 gr

Βάρος θηλυκού: 750-1320 gr

Άλλα ονόματα: Γερμάνι, Αγριόπαπια, Ρώσσα (θηλ.), Καστανή (θηλ.)

Ζει στους περισσότερους υγρότοπους του Βορείου ημισφαιρίου. Είναι

μεταναστευτικό είδος, αλλά υπάρχουν κάποιοι πληθυσμοί που παραμένουν

[50]


στη χώρα μας όλο το χρόνο. Προτιμάει γλυκά νερά με αναπτυγμένη βλάστηση

για κάλυψη. Το θηλυκό φτιάχνει τη φωλιά στο έδαφος, συνήθως κοντά στο

νερό. Στρώνει τη φωλιά με φύλλα, ξερά χόρτα και πούπουλα που βγάζει από

το σώμα του.

Γεννάει μια φορά το χρόνο 9-13 αβγά, χρώματος ανοιχτού κιτρινοπράσινου,

τα οποία επωάζει το θηλυκό για 27-28 ημέρες. Πολλά αβγά στην ίδια φωλιά

δείχνουν ότι τη χρησιμοποιούν δύο θηλυκά.

Διαχειμάζει στη Νότια Ευρώπη και Βόρεια Αφρική. Τρέφεται με μεγάλη

ποικιλία φυτικών ειδών και ασπόνδυλων που αναζητάει στα ρηχά βυθίζοντας

το κεφάλι της κάτω από την επιφάνεια του νερού ή ψάχνοντας στην

επιφάνεια. Τη νύχτα βγαίνει σε υγρά λιβάδια για αναζήτηση βλάστησης και

σπόρων, αφήνοντας ίχνη, φτερά, πούπουλα, κουτσουλιές που ο έμπειρος

κυνηγός εντοπίζει και κάνει καρτέρι το σούρουπο. Το αρσενικό έχει

γυαλιστερό πράσινο κεφάλι, κίτρινο ράμφος, σκούρο καστανό στήθος και

ανοικτό γκρίζο το κάτω μέρος. Το θηλυκό είναι καστανόξανθο αλλά χωρίς

ιδιαίτερα χρώματα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Από τα θηρευόμενα είδη της Αγριόπαπιας αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο

συνηθισμένο είδος, το λεγόμενο από τους «παπιάδες» καθαρό παπί. Διαβιεί

σε όλους τους Ελληνικούς υδροβιότοπους, ποταμούς και λίμνες. Θηρεύεται το

πρωί και το βράδυ σε καρτέρι από και προς τη βοσκή, περιμένοντας σε

φυλάχτρες την απογείωση ή προσγείωση σε λίμνες ή ποταμούς όπου

διημερεύει. Πολλοί σε ξένες κυρίως χώρες, χρησιμοποιούν τα θηραματοφόρα

σκυλιά για ανεύρεση των πουλιών που δύσκολα ο κυνηγός στα παραλίμνια

εδάφη μπορεί να τα πάρει χάνοντας πολλά μακρινά ή τραυματισμένα,

αποτελεί ιδιαίτερο θέαμα η επαναφορά «απορτάρισμα» που ένα λαμπραντόρ

κάνει, κολυμπώντας στο νερό, έχοντας στο στόμα του τη μεγάλη πάπια. Σε

δύσκολες καιρικές συνθήκες, χιονόπτωση, ισχυρούς ανέμους κινείται όλη την

ημέρα. Πολλές φορές κυνηγώντας μπεκάτσες στο κάμπο σε ρεματάκια με

νερόλακκους πετάγονταν τα πρασινοκέφαλα φοβισμένα από τα σκυλιά με το

χαρακτηριστικό τους θόρυβο και κράξιμο.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκατ. συσφίξεις ακροστομίου κάννης 2,3,4*,

φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια Νο 4,5,6.

Σαρσέλα (Anas querquedula)

Τάξη: Anas querquedula, Οικογένεια: Anseriformes, Γένος: Anatidae, Είδος:

Querquedula

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 37-41 cm

Άνοιγμα φτερών: 60-63 cm

Βάρος αρσενικού: 250-600 gr

[51]


Βάρος θηλυκού: 250-550 gr

Άλλα ονόματα: Μαρτίνι, Αυγουστέλι, Κρινέλι, Καρκαρέλι, Καλαμάκι.

Ζει στην Κεντρική και βόρεια Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία. Περνά το

χειμώνα στη Βόρεια και Δυτική Αφρική. Της αρέσουν οι ρηχοί βάλτοι με γλυκό

νερό και οι λίμνες που διαθέτουν αρκετή βλάστηση για κάλυψη. Oι φωλιές

κατασκευάζονται στο έδαφος πάντα σχεδόν κοντά στο νερό μέσα σε πυκνή

βλάστηση. H φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και αποτελείται από

βλάστηση και πούπουλα. Γεννά μια φορά το χρόνο 7-9 αβγά χρώματος

ελαφρού κιτρινοπράσινου, τα οποία επωάζει μόνο το θηλυκό για 21-23 μέρες.

Οι νεοσσοί που φροντίζονται μόνο από το θηλυκό είναι ικανοί να πετάξουν σε

35-40 μέρες οπότε και ανεξαρτητοποιούνται. Τρέφεται με έντομα, ασπόνδυλα

και φυτικά μέρη, τα οποία συλλαμβάνει έχοντας το κεφάλι βυθισμένο ενώ

κολυμπάει. Το αρσενικό είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από τη λευκή ράβδωση

πάνω από το μάτι, ενώ το θηλυκό έχει λευκό πηγούνι. Και στα δύο φύλα

χαρακτηριστικό είναι το γαλαζωπό πάνω μέρος της φτερούγας. Στο μέγεθος

είναι λίγο μεγαλύτερη από το κιρκίρι.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Την αναζητούμε σε όχθες μικρών λιμνών και σε υγρά λιβάδια με μικρά

ποτάμια. Το κυνήγι της χρειάζεται υπομονή και καλή κάλυψη. Εμφανίζεται σε

κοπαδιαστούς σχηματισμούς με γρήγορο πέταγμα. Ευρισκόμενος στη Βέροια

το χειμώνα του 1996 στο χωριό Αγκαθιά στις εκβολές του Αλιάκμονα υπήρχαν

αρκετές εκτάσεις ορυζώνων, πρώτη φορά κυνηγούσα υδρόβια σε ορυζώνες.

Οι ντόπιοι με πήγαν στο μέρος από νωρίς για να κάνουμε φυλάχτρες, ήταν σε

ζευγάρια, σκοπευτής και φωτοδότης, είχαν μαζί τους προβολέα με μπαταριά

αυτοκινήτου, εγώ έχοντας εμπειρίες από το Αινίσιο δέλτα που μου είχε πάρει

χρόνο αρκετό και πλήθος φυσιγγίων να εξασκηθώ στο νυχτερινό εντοπισμό

των διερχομένων πουλιών, τα έχασα. Αυτοί μου είπαν «θα δεις πως εμείς

κυνηγάμε στα ρύζια…». Κάναμε φυλάχτρες στρογγυλές και χαμηλές, σαν

ολμοβολεία, και κάθισαν μέσα σε κουβάδες το ζευγάρι, σκοπευτής,

φωτοδότης. Οι αλωνιστικές μηχανές είχαν θερίσει το ρύζι, σειρές από

καλαμιές και μικρές πλημμυρισμένες εκτάσεις στα χαμηλωμένα χωράφια.

Όταν νύχτωσε άρχισαν από τις εκβολές του ποταμού να έρχονται με χαμηλές

πτήσεις οι σαρσέλες σφυρίζοντας και προσγειώνονταν στις λιμνούλες,

πετούσαν τόσο χαμηλά που δεν μπορούσα να τις δω… ξαφνικά άναψε ο

προβολέας και τις πυροβόλησαν καθιστές και το φως τις ακολουθούσε στο

πέταγμα φυγής μαζί με πυροβολισμούς. Πήγα άλλο βράδυ μόνος μου, χωρίς

προβολέα, κατάφερα με πολύ προσπάθεια να πάρω έξι σαρσέλες μη

γενόμενες ορατές από το χαμηλό τους πέταγμα...πρώτη φορά που είδα τόσο

παχιές πάπιες, προφανώς τρώγοντας ρύζι, τις κάναμε γεμιστές με ρύζι!! στο

φούρνο δεν είχα φάει τόσο νόστιμες πάπιες…Διάφορα μέρη, διαφορετικοί

τρόποι θήρευσης, που βέβαια με την σημερινή νομοθεσία, το τεχνητό φώς της

μπαταρίας απαγορεύεται, όπως και η θήρευση των υδροβίων μισή ώρα μετά

τη δύση του ηλίου, που πρέπει να το έχουμε υπόψη μας, καθώς και η χρήση

νικελένιων ή χάλκινων σκαγιών και όχι μολύβδου στους υδροβιότοπους.

Μήκος κάννης όπλου 66 - 71 εκατ. συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 34-38 γρ. σκάγια

Νο 6,7 με διασπορέα τα πρώτα φυσίγγια.

Κιρκίρι (Anas crecca)

[52]


Τάξη: Anseriformes – Χηνόμορφα, Οικογένεια: Anatidae –Νησσίδες, Γένος:

Anas - Πάπιες (Αφρόπαπιες), Είδος: Crecca

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 34-38 cm

Άνοιγμα φτερών: 58 - 64 cm

Βάρος αρσενικού: 163 - 500 gr

Βάρος θηλυκού: 185 - 450 gr

Άλλα ονόματα: Ζαριόνι, Σορσορόλι, Παπιόνι, Μπέχρο, Γεραντζούλι, Κακανάρι.

Ζει στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και Ασία, είναι είδος μεταναστευτικό,

μετακινείται μετά το τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου νοτιότερα στις

εύκρατες ζώνες της Ευρώπης και Ασίας και στη Βόρεια και Δυτική Αφρική για

να ξεχειμωνιάσει.

Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει από τα τέλη Μαρτίου ως μέσα Μαΐου.

Προτιμά απομονωμένες μικρές λίμνες, λιμνοθάλασσες, ποταμάκια με χαμηλή

ταχύτητα ροής του νερού αλλά και μεγάλα υγροτοπικά συστήματα και

κοιλάδες με δασόβια βλάστηση.

Γεννά 8-11 αβγά τα οποία επωάζει μόνο το θηλυκό για 21-23 μέρες.

Είδος παμφάγο. Χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους για να τραφεί που

εξαρτώνται από το βιότοπο, την εποχή, την ώρα της ημέρας και το φύλο.

Μπορεί να φιλτράρουν τη λάσπη περπατώντας στις όχθες λιμνών ή ποταμών,

να κολυμπούν με το κεφάλι βυθισμένο μέσα στο νερό, να επιλέγουν τροφή

από την επιφάνεια του νερού, ενώ σπάνια να καταδύονται. Είναι η μικρότερη

αγριόπαπια. Έχει χαρακτηριστικό σχήμα στο κεφάλι, τα δευτερεύοντα πτητικά

φτερά (καθρέπτης) στο αρσενικό είναι πράσινα και κάτω απ΄την ουρά είναι

κίτρινα. Το θηλυκό θυμίζει μικρογραφία πρασινοκέφαλης έχει όμως πράσινο

"καθρέπτη" με μαύρο πλαίσιο. Τα κιρκίρια πετούν συχνά σε μεγάλα πυκνα

κοπάδια, και σπάνια σε σχήμα V.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Στο καρτέρι πρωί και απόγευμα, κοντά σε νερόλακκους με χορτάρι και στις

όχθες μικρών λιμνών, όπου ψάχνει για μικροοργανισμούς, την περιμένουμε

καλά κρυμμένοι σε φυλάχτρες, κυρίως κατά τη διάρκεια άσχημων καιρικών

συνθηκών, το κυνήγι της είναι δύσκολο και απαιτείται πολύ καλά

αντανακλαστικά.

Μήκος κάννης όπλου 66 - 71 εκατ., συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια

Νο 5,6.

Κυνηγόπαπια (Aythya ferina)

[53]


Τάξη: Anseriformes, Οικογένεια: Anatidae, Γένος: Aythya, Είδος: Ferina

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 42-49 cm

Άνοιγμα φτερών: 72-82 cm

Βάρος αρσενικού: 725-1300 gr

Βάρος θηλυκού: 630-1120 gr

Άλλα ονόματα: Γκισάρι, Σβουρδούλι, Κοκκινοκέφαλη, Τόπι.

Ζει στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία. Μεταναστεύει

και περνά το χειμώνα στη Νότια και Δυτική Ευρώπη, Βόρεια και Ανατολική

Αφρική και Νότια και Ανατολική Ασία. Φωλιάζει στο έδαφος, κοντά στο νερό,

μέσα σε πυκνή βλάστηση, σε μεγάλες λίμνες με νησάκια. Η φωλιά

κατασκευάζεται από το θηλυκό και στρώνεται με βλάστηση και πούπουλα.

Γεννάει μια φορά το χρόνο 8-10 αβγά χρώματος ανοιχτού πρασινωπού τα

οποία επωάζονται μόνο από το θηλυκό για 25 περίπου μέρες. Οι νεοσσοί

τρέφονται από το θηλυκό και είναι έτοιμοι να πετάξουν σε 50-55 μέρες.

Τρέφεται με υδρόβια φυτά, ασπόνδυλα, βατράχια, γυρίνους και μικρά ψάρια

που αναζητάει κάτω από το νερό, στον πυθμένα των λιμνών κάνοντας

καταδύσεις ή σκαλίζει τη λάσπη αναζητώντας σκουλήκια και άλλα

ασπόνδυλα. Το γυαλιστερο κοκκινωπό κεφάλι και το γκρισοπράσινο σώμα

ξεχωρίζουν τ΄αρσενικά. Τα θηλυκά είναι γκριζοκαφέ από πάνω, πιο καστανά

από κάτω με ασπρουδερό σχήμα στο πρόσωπο.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Τις μέρες με άσχημο καιρό τις περιμένουμε στα καρτέρια, συνήθως κοντά στο

νερό. Επίσης το σούρουπο και το ξημερώματα σε περάσματα από και προς

την τροφή.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκατ., συσφίξεις 2,3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ.

σκάγια Νο 4,5,6.

Σουβλόπαπια (Anas acuta)

Τάξη: Anseriformes, Οικογένεια: Anatidae, Γένος: Anas, Είδος: Acuta

Διαστάσεις

[54]


Μήκος σώματος: 51-66 cm

Άνοιγμα φτερών: 80-95 cm

Βάρος αρσενικού: 550-1300 gr

Βάρος θηλυκού: 450-1050 gr

Άλλα ονόματα: Ψαλίδα, Χελιδονάτη, Σουβλοκώλι, Κιλκιρίκι, Μπίζι,

Ζει στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Ασία. Είναι

μεταναστευτικό είδος. Περνά το χειμώνα στη Nότια Eυρώπη, Bόρεια Aφρική,

Kεντρική και Nότια Aσία.

Αναπαράγεται σε ρηχές λίμνες με γλυκό νερό με καλά αναπτυγμένη βλάστηση

και σε βάλτους. Tο θηλυκό χτίζει τη φωλιά στο έδαφος, συνήθως κοντά στο

νερό και τη στρώνει με φύλλα, ξερά χόρτα και πούπουλα που βγάζει από το

σώμα του. Γεννάει μια φορά το χρόνο 7-9 αβγά, χρώματος ανοιχτού

κιτρινιπράσινου, τα οποία επωάζει το θηλυκό για 22-24 μέρες. Oι νεοσσοί

είναι έτοιμοι να πετάξουν μετά από 40-45 ημέρες.

Τρέφεται με ποικιλία φυτικών ειδών και ασπόνδυλων που αναζητάει στη

λάσπη στα ρηχά βυθίζοντας το κεφάλι της κάτω από την επιφάνεια του νερού.

Τη νύχτα βόσκει σε υγρά λιβάδια και καλλιέργειες. Το αρσενικό με το καφετί

κεφάλι και τη λεπτή μακρυά ουρά ξεχωρίζει εύκολα. Το θηλυκό έχει

κομψότερο, μακρύτερο σχήμα αλλά και λεπτότερη ουρά από τα θηλυκά και

άλλων ειδώ αγριόπαπιας.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Είναι από τις πιο νόστιμες πάπιες. Τις μέρες με άσχημο καιρό τις περιμένουμε

στα καρτέρια, συνήθως κοντά στο νερό. Επίσης το σούρουπο και το

ξημερώματα σε περάσματα από και προς την τροφή.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκατ., συσφίξεις 2,3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ.

σκάγια Νο 4,5,6.

Σφυριχτάρι (Anas penelope)

Τάξη: Anseriformes – Χηνόμορφα, Οικογένεια: Anatidae –Νησίδες, Γένος:

Anas - Πάπιες (Αφρόπαπιες), Είδος: Penelope

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 32-35 cm

Άνοιγμα φτερών: 46 - 53 cm

Βάρος αρσενικού: 520 - 745 gr

Βάρος θηλυκού: 432 - 550 gr

Άλλα ονόματα: Φιστόνι, Μπάλι, Φίος.

Ζει σε λίμνες ή έλη με ρηχά, ανοιχτά, γλυκά ή υφάλμυρα νερά με αρκετή

βλάστηση. Είναι μεταναστευτικό είδος. Κατασκευάζει τη φωλιά στο έδαφος

συχνά κοντά στο νερό και αποτελείται από μια μικρή κοιλότητα στρωμένη με

[55]


λίγη βλάστηση και φτερά που βγάζει από το σώμα του το θηλυκό. Γεννά 8-9

αβγά τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 24-25 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι

ικανοί να πετάξουν σε 40-45 ημέρες και είναι ανεξάρτητοι.

Τρέφεται κυρίως με φυτικά τμήματα τα οποία αναζητά με βάδισμα στην ξηρά

ή κολυμπώντας στην επιφάνεια του νερού. Μπορεί να τρέφεται τη μέρα ή τη

νύχτα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την ενόχληση που δέχεται. Το

αρσενικό αναγνωρίζεται από το καστανόξανθο κεφάλι, το ροδοκόκκινο στήθος

με άσπρη κοιλιά και μαύρη άκρη. Το θηλυκό μοιάζει με την Πρασινοκέφαλη

αλλά έιναι μικρότερο και με άσπρη κοιλιά.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Το κυνήγι του γίνεται με καρτέρι το σούρουπο ή την αυγή όταν μετακινείται

προς ή από τις θέσεις τροφοληψίας. Ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι κρύος,

ψιλοχιονίζει ή φυσάει βοριάς, οπότε δημιουργούνται κύματα, τότε τα πουλιά

μετακινούνται από τη θάλασσα σε εσωτερικούς υγρότοπους ή σε

πλημμυρισμένα λιβάδια.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκατ., συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια

Νο 4,5,6.

Τσικνόπαπια (Aythya fuligula)

Τάξη: Anseriformes, Οικογένεια: Anatidae, Γένος: Aythya, Είδος: Fuligula

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 40-47 cm

Άνοιγμα φτερών: 67-73 cm

Βάρος αρσενικού: 400-1028 gr

Βάρος θηλυκού: 650-925 gr

Άλλα ονόματα: Μαυρόπαπια, Τουμπουρλάκι, Μαυροκέφαλη.

Ζει στην Κεντρική, Βόρεια και Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια και Ανατολική

Ασία. Μεταναστεύει και περνά το χειμώνα στη Νότια και Δυτική Ευρώπη,

Βόρεια και Ανατολική Αφρική και Νότια και Ανατολική Ασία.

Φωλιάζει σε μικρά νησάκια στο έδαφος, κοντά στο νερό, σε ανοιχτές και

βαθιές λίμνες γλυκού νερού, και σε τεχνιτές λίμνες. H φωλιά κατασκευάζεται

από το θηλυκό και στρώνεται με βλάστηση και πούπουλα. Γεννάει μια φορά

το χρόνο 8-11 αβγά χρώματος ανοιχτού πρασινογκρί. Τα αβγά επωάζονται

μόνο από το θηλυκό για 25 περίπου μέρες. Oι νεοσσοί τρέφονται από το

θηλυκό και είναι έτοιμοι να πετάξουν σε 40-45 μέρες. Η μαύρη ράχη και το

λοφίο είναι τα χαρακτηριστικά του αρσενικού. Το θηλυκό έχει πολύ μικρό

λοφίο και άσπρο στη βάση του ράμφους. Τρέφεται με υδρόβια φυτά,

ασπόνδυλα, βατράχια, γυρίνους και μικρά ψάρια που αναζητάει κάτω από το

[56]


νερό, στον πυθμένα των λιμνών, κάνοντας καταδύσεις. Oι νεοσσοί τρέφονται

κυρίως με ασπόνδυλα και έντομα.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Τις μέρες με άσχημο καιρό τις περιμένουμε στα καρτέρια, συνήθως κοντά στο

νερό. Επίσης το σούρουπο και το ξημερώματα σε περάσματα από και προς

την τροφή.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκατ., συσφίξεις 2,3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ.

σκάγια Νο 4,5,6.

Φλυαρόπαπια (Anas strepera)

Τάξη: Anseriformes, Οικογένεια: Anatidae, Γένος: Anas, Είδος: Strepera

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 46-53 cm

Άνοιγμα φτερών: 252-282 cm

Βάρος αρσενικού: 605-1300 gr

Βάρος θηλυκού: 470-1000 gr Άλλα ονόματα: Γαλάνι, Καπακλής

Η φλυαρόπαπια (anas strepera) είναι μια μέσου μεγέθους πάπια (46-53 εκατ.)

Το αρσενικό δεν έχει τα φανταχτερά χρώματα που έχουν συνήθως τα

αρσενικά άτομα των άλλων ειδών πάπιας. Είναι γκριζωπό με το άσπρο

μπάλωμα στην οπίσθια άκρη του φτερού, και μαύρη ουρά. Το θηλυκό έχει

καφετιές αποχρώσεις, με το άσπρο μπάλωμα στην οπίσθια άκρη του φτερού.

Η φωνή είναι αυτή που χαρακτηρίζει την φλυαρόπαπια συνεχείς κραυγές με

φλυαρίες και συριγμούς.

Τη συναντάμε να τρέφεται σε έλη, λίμνες, και ποταμούς αλλά και σε

λιμνοθάλασσες με χαμηλή αλατότητα.

Γεννά 8-12 αυγά, χρώματος λευκού-κρεμ σε φωλιά φτιαγμένη στο έδαφος,

συνήθως κοντά στο νερό καλά κρυμμένη μέσα στα χόρτα.

Πολλές φορές κοιτώντας από απόσταση μπορεί να θυμίζει την

πρασινοκέφαλη. Όμως προσέχοντας καλύτερα και ιδίως όταν η φλυαρόπαπια

πετάει ξεχωρίζει από τα άσπρα σημάδια στα φτερά της.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Τις μέρες με άσχημο καιρό τις περιμένουμε στα καρτέρια, συνήθως κοντά στο

νερό. Επίσης το σούρουπο και το ξημερώματα σε περάσματα από και προς

την τροφή.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκ., συσφίξεις 2,3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια

Νο 4,5,6.

Χουλιαρόπαπια (Anas clypeata)

[57]


Τάξη: Anseriformes, Οικογένεια: Anatidae, Γένος: Anas, Είδος: Clypeata

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 44-52 cm

Άνοιγμα φτερών:70-84 cm

Βάρος αρσενικού: 510-717 gr

Βάρος θηλυκού: 470-800 gr

Άλλα ονόματα: Παπατσούρα, Ντουρντούσα, Κασικτσής.

Ζει στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη και στη Βόρεια Ασία, ενώ περνά το

χειμώνα στη Νότια και Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Νότια Ασία.

Αναπαράγεται σε μικρές ρηχές λίμνες, σε ρηχούς βάλτους και σε υγρολίβαδα

με αρκετή βλάστηση. Το θηλυκό χτίζει τη φωλιά στο έδαφος, συνήθως κοντά

στο νερό και τη στρώνει με βλάστηση και πούπουλα που βγάζει από το σώμα

του. Γεννάει μια φορά το χρόνο 9-13 αβγά, χρώματος ανοιχτού

κιτρινοπράσινου, τα οποία επωάζει για 26-27 μέρες. Οι νεοσσοί μπορούν να

πετάξουν μετά από 40-45 ημέρες.

Τρέφεται με έντομα και ασπόνδυλα καθώς και φυτικά είδη που αναζητάει στα

ρηχά βυθίζοντας το κεφάλι της κάτω από την επιφάνεια του νερού ή

ψάχνοντας στην επιφάνεια.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Την περιμένουμε σε καρτέρια κοντά στο νερό, τις μέρες με αέρα και χιονόνερο

οπότε και μετακινείται όλη μέρα.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκ., συσφίξεις 2,3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια

Νο 4,5,6.

Μπεκατσίνι (Gallinago gallinago)

Τάξη: Charadriiformes, Οικογένεια: Scolopacidae, Γένος: Gallinago, Είδος:

Gallinago

Διαστάσεις

[58]


Μήκος σώματος: 25-27 cm

Άνοιγμα φτερών: 44-47 cm

Βάρος αρσενικού: 89-111 gr

Βάρος θηλυκού: 104-128 gr

Άλλα ονόματα: Μπεκανώτο, Καψοράχη, Σακατζής.

Ζει στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια και Κεντρική Ασία.

Ξεχειμωνιάζει στη Νότια και Δυτική Ευρώπη, στη Νοτιοανατολική Ασία και

Βόρεια και Κεντρική Αφρική.

Είναι μεταναστευτικό είδος, αλλά υπάρχουν κάποιοι πληθυσμοί που είναι

μόνιμοι. Φωλιάζει στο έδαφος σε μια φωλιά που αποτελείται από μια

κοιλότητα στρωμένη με βλάστηση, σε βιότοπους με υψηλή υγρασία στο

έδαφος. Γεννάει μια φορά το χρόνο 3-5 αβγά χρώματος ανοιχτού καφέ ως

ελαιοπράσινου με σκοτεινές καφέ κηλίδες. H επώαση γίνεται από το θηλυκό,

διαρκεί 18-20 ημέρες. Oι νεοσσοί τρέφονται και από τους δύο γονείς, οι οποίοι

χωρίζουν τους νεοσσούς σε δύο ομάδες και ο καθένας αναλαμβάνει τη

φροντίδα μιας ομάδας. Τρέφεται κυρίως με υδρόβια έντομα και ασπόνδυλα τα

οποία συλλαμβάνει βυθίζοντας το ράμφος του στη λάσπη. Έχει πολύ μακρύ

ράμφος, λευκή κοιλιά, ραβδώσεις στη ράχη και ουρά με λευκές άκρες.

Συνήθως υναντάται σε μικρές ομάδες. Απογειώνεται αφήνοντας μια μικρή

κραυγή.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Το κυνήγι του απαιτεί καλή σκοπευτική ικανότητα επειδή πετά με ελιγμούς.

Θα το σηκώσουμε με σκύλο δείκτη ή περπατώντας, σε υγρά λιβάδια, ρηχούς

βάλτους και όχθες λιμνών. Το κυνήγι του στη Γαλλία έχει φανατικούς

οπάδούς, και θεαματικό τρόπο των σκύλων δεικτών που εργάζονται στους

βαλτότοπους. Πετάει χαρακτηριστικά σε κατεύθυνση "ζιγκ-ζαγκ¨ με γρήγορους

ελιγμούς απαιτώντας εξάσκηση και τρομερή σκοπευτική δεξιότητα.

Μήκος κάννης όπλου 66 - 71 εκ., συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 32-36 γρ. σκάγια

Νο 8,9.

Κουφομπεκάτσινο (lymnocryptes minimus)

Το μέγεθος του είναι 17-19 εκατοστά περίπου 30% μικρότερο από το

μπεκατσίνι και το σώμα του δείχνει πιο «συμπαγές», το ράμφος του φτάνει τα

4 εκατοστά. Το πέταγμα του είναι αργό και αδύναμό και απογείωση του

αθόρυβη. Οι ραβδώσεις στην περιοχή του κεφαλιού είναι ανοιχτόχρωμες.

Αναπαράγεται πάνω από τα μεσαία γεωγραφικά πλάτη, σε χαμηλά υψόμετρα.

Προτιμάει ηπειρωτικές περιοχές, αλλά σε ορισμένα μέρη πλησιάζει και τις

ακτές. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής απαντάται σε δάση σημύδας,

ιτιάς και ανοιχτές βαλτώδεις εκτάσεις με βούρλα. Εκτός της αναπαραγωγικής

[59]


περιόδου απαντάται σε ρηχές, ελώδεις περιοχές με αρκετή φυτική κάλυψη

επίσης πλημμυρισμένες και καλλιεργημένες εκτάσεις με αρκετή υγρασία,

δέλτα ποταμών κλπ.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά. (όπως στο μπεκατσίνι)

Διπλομπεκάτσινο, σκολοπακίς η

(Gallinago media)

μεγάλη

Το Διπλομπεκάτσινο είναι ελαφρά μεγαλύτερο από το Μπεκατσίνι και

δύσκολα διακρίνεται από αυτό. Το μήκος του κυμαίνεται από 27 έως 29

εκατοστά, έχει άνοιγμα φτερών 42-46 εκατοστά και βάρος 150 - 260

γραμμάρια. Είναι εμφανώς πιο μεγάλο από το Μπεκατσίνι με πιο ισχυρό,

αλλά μικρότερο ράμφος. Το φτέρωμά του στο πάνω μέρος έχει καφέ στίγματα

ενώ το κάτω είναι ανοιχτότερο, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό εμφανής σκούρα

γραμμή που ξεκινάει από τη βάση του ράμφους και καταλήγει στο μάτι.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.( όπως στο μπεκατσίνι)

Νερόκοτα

Τάξη: Gruiformes, Οικογένεια: Rallidae,Γένος: Gallinula,Είδος: Chloropus

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 32-35 cm

Άνοιγμα φτερών: 50-55 cm

Βάρος αρσενικού: 249-453 gr

Βάρος θηλυκού: 192-375 gr Άλλα ονόματα: Νεροπουλάδα, Πρασινοπόδαρη.

Ζει σε όλη την Eυρώπη, πλην της Σκανδιναβίας και της βόρειας Pωσίας, στην

κεντρική και ανατολική Aσία, την Iνδία και την Aυστραλία. Αναπαράγεται σε

[60]


όλους σχεδόν τους υγρότοπους της χώρας μας, αλλά προτιμά ποτάμια και

λίμνες με πυκνή παρόχθια βλάστηση και απότομες κλίσεις στις όχθες. H

φωλιά χτίζεται και από τα δύο φύλα και αποτελείται από οποιοδήποτε

διαθέσιμο υλικό, ενώ είναι καλά κρυμμένη στο έδαφος, κάτω από πυκνή

βλάστηση, κοντά στο νερό. Tο αρσενικό κουβαλάει τα υλικά και το θηλυκό τη

χτίζει. Γεννάει 1-2 φορές το χρόνο 5-11 αυγά διάστικτα με σκοτεινού καφέ ή

μαύρου χρώματος κηλίδες. H επώαση γίνεται και από τα δύο φύλα και διαρκεί

19-22 ημέρες. Eίναι είδος παμφάγο.

Tρέφεται κυρίως από την επιφάνεια του νερού και του εδάφους ή βυθίζοντας

το κεφάλι της μέσα στο νερό.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Κυνηγιέται περιστασιακά από λίγους και σπάνια καταναλώνεται επειδή το

κρέας της μυρίζει βούρκο. Έχει σκουρόμαυρο χρώμα με λευκή γραμμή στα

πλευρά, όρθια ουρά με άσπρο κάτω μέρος και μεγάλα παράξενα πόδια

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκ., συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια

Νο 5,6.

Φαλαρίδα (Fulica atra)

Τάξη: Gruiformes, Οικογένεια: Rallidae,Γένος: Fulica, Είδος: Atra,

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 36-38 cm

Άνοιγμα φτερών: 70-80 cm

Βάρος αρσενικού: 744-953 gr

Βάρος θηλυκού: 604-751 gr

Άλλα ονόματα: Μπάλιζα, Φόλεγα, Μαυρόκοτα, Λούφα, Καρακούσι.

Ζει σε όλη την Ευρώπη, εκτός αρκτικού κύκλου, στην Κεντρική και Ανατολική

Ασία, την Ινδία και την Αυστραλία. Είναι μεταναστευτικό είδος όπως

υπάρχουν και μόνιμοι πληθυσμοί. Οι περισσότεροι πληθυσμοί που

αναπαράγονται στη χώρα μας είναι μόνιμοι όλο το χρόνο.

Φωλιάζει κυρίως σε καλαμιώνες και υπερασπίζεται έντονα την περιοχή γύρω

από τη φωλιά, σε "ανοιχτούς" υγρότοπους, με πυκνή βλάστηση, στις όχθες

και στα ποτάμια με παρόχθια βλάστηση. Στην κατασκευή της φωλιάς

συμμετέχουν και τα δύο φύλα και αποτελείται από μια μάζα από χόρτα

ανάμεσα σε καλάμια. Γεννάει μια φορά το χρόνο 5-7 αβγά διάστικτα με

σκοτεινού καφέ ή μαύρου χρώματος κηλίδες. H επώαση γίνεται και από τα

δύο φύλα και διαρκεί 21-24 ημέρες. Oι νεοσσοί τρέφονται και από τους δύο

γονείς και είναι ικανοί να πετάξουν μετά από 55-60 ημέρες. Τρέφεται κυρίως

με υδρόβια βλάστηση και λιγότερο με υδρόβια έντομα και ασπόνδυλα.

Αναζητά την τροφή με κατάδυση, και στις όχθες ή από την επιφάνεια του

νερού. Έχει σκούρο γριζόμαυρο χρώμα με γυμνό λευκό μέτωπο και

[61]


χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια. Τα μικρά έχουν πιο ανοιχτό γκρίζο χρώμα

χωρίς άσπρο μέτωπο. Απογειώνεται αφού πρώτα τρέξει πάνω στο νερό

όπως οι βουτόπαπιες.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Στο κυνήγι της χρησιμοποιούνται βάρκες ή καρτέρι στις όχθες των λιμνών

όπου προσεγγίζει για βοσκή.

Μήκος κάννης όπλου 71 - 76 εκ., συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 36-40 γρ. σκάγια

Νο 4,5,6.

Καλημάνα (Vanellus vanellus)

Τάξη: Charadriiformes, Οικογένεια: Charadriidae, Γένος: Vanellus, Είδος:

Vanellus

Διαστάσεις

Μήκος σώματος: 30 cm

Όμορφο, παρυδάτιο πουλί στο μέγεθος του περιστεριού (28-31 εκ.), που

συγγενεύει με τους Xαραδριούς, η Kαλημάνα έχει μακρύ λοφίο και

σκουροπράσινο χρώμα με μεταλλικές ανταύγειες που ιριδίζουν στη ράχη και

χαρακτηριστικά πλατιές φτερούγες.

Tο χειμώνα, μεγάλα κοπάδια από Kαλημάνες καταφθάνουν στη χώρα μας

από την Kεντρική Eυρώπη για να εκμεταλλευθούν το ήπιο κλίμα που

επικρατεί εδώ. Tότε η Kαλημάνα μπορεί να παρατηρηθεί σε ολόκληρη σχεδόν

την Eλλάδα και συναντάται κυρίως στην περιφέρεια των υγροτόπων, στα

υγρολίβαδα, τους λασποτόπους, σε οργωμένα χωράφια και άλλες επίπεδες,

ανοιχτές εκτάσεις. Όμως φωλιάζει μόνο στη Mακεδονία και την Θράκη σε

μικρούς αριθμούς, αρχίζοντας από τα τέλη Mαρτίου.

Tην ώρα που πετά η Kαλημάνα, ξεχωρίζει από μακριά η αντίθεση που κάνει η

μαύρη ταινία στο στήθος με τη λευκή κοιλιά και το λαιμό ενώ μπορεί να

διακρίνει κανείς το περίεργο σχήμα των φτερών της, στενά στη βάση,

αποστρογγυλεμένα και πλατιά στο άκρο. H ουρά, όπως και τα φτερά (από

κάτω) είναι λευκά στη βάση τους και μαύρα στο υπόλοιπο μέρος, ενώ

ασπρόμαυρα σχέδια υπάρχουν και στο κεφάλι της Kαλημάνας. Tο κοντό και

λεπτό ράμφος είναι μαύρο ενώ τα πόδια είναι ψηλά κι έχουν χρώμα ανοιχτό

βυσσινί. Tα μεγάλα, καστανά μάτια της προδίδουν τις εν μέρει νυχτερινές

συνήθειές της! Πολύ χαρακτηριστικός και εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που

πετά η Kαλήμάνα, όταν θέλει να κάνει επίδειξη στο επίδοξο ταίρι της, κατά τη

γαμήλια πτήση. Πραγματική ακροβάτισσα, φτερουγίζει αργά και συχνά

[62]


βουτάει με το κεφάλι προς τα κάτω! Aφήνει, μάλιστα, ένα δυνατό "κι-βιτ" ή ένα

παρατεταμένο "κι-ρ-βι". Tρέφεται με έντομα και σκουλήκια.

H φωλιά της είμαι μια μικρή κοιλότητα στο έδαφος στην οποία γεννάει

συνήθως 4 αβγά, που έχουν χρώμα λαδοπράσινο με πυκνές σκούρες

κηλίδες. H επώαση διαρκεί 26-28 ημέρες και τα μικρά δέχονται τη φροντίδα

των γονιών και κάνουν τα πρώτα τους πετάγματα μετά από 35-40 μέρες.

Τρόποι θήρευσης – Όπλο, πυρομαχικά.

Σε καρτέρι ή με προσέγγιση των κοπαδιών στη βοσκή.

Μήκος κάννης όπλου 66 - 71 εκ., συσφίξεις 3,4*, φυσίγγια 34-38 γρ. σκάγια

Νο 7,8.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ

Κυνηγετικοί Σκύλοι, Φυλές – Τρόποι Εργασίας.

Ιστορικά Στοιχεία

(-κεκτῆσθαι κύνας Ἰνδικάς, Κρητικάς, Λοκρίδας, Λακαίνας) ο Ξενοφών μας

αποκαλύπτει ότι τον 4 ο αιώνα π.χ οι φυλές ιχνηλατών ήταν Ινδική φυλή, ο

κρητικός ιχνηλάτης που έφτασε έως τις μέρες μας, η Λοκρική φυλή, και η

Λακωνική. Φαίνεται λοιπόν ότι στην αρχαία Ελλάδα η Λακωνική δεν ήταν η

μοναδική φυλή σκύλων. Αντίθετα, σε αρχαία κείμενα της ελληνικής και

λατινικής γραμματολογίας αναφέρεται ένα πλήθος από φυλές σκύλων του

αρχαίου ελληνικού κόσμου που έφεραν ονόματα προερχόμενα συνήθως, από

αρχαία ελληνικά τοπωνύμια όπως οι φυλές που αναφέρει ο Ξενοφών. Έχουν

γίνει, μάλιστα, κάποιες προσπάθειες να αναγνωριστούν οι κατά τόπους φυλές

στις παραστάσεις σκύλων που εντοπίζονται σε σωζόμενα έργα ή νομίσματα

προερχόμενα από περιοχές όπου «εκτρέφονταν» οι συγκεκριμένες φυλές

σκύλων.

Αναφορικά με την μορφολογία των ιχνηλατών μας καθοδηγεί ο Ξενοφών, (στο

αρχαίο κείμενο κατανοητο χωρίς μετάφραση, )«πρῶτον μὲν οὖν χρὴ εἶναι μεγάλας, εἶτα

ἐχούσας τὰς κεφαλὰς ἐλαφράς, σιμάς, ἀρθρώδεις, ἰνώδη τὰ κάτωθεν τῶν μετώπων, ὄμματα

μετέωρα, μέλανα, λαμπρά, μέτωπα πλατέα, τὰς διακρίσεις βαθείας, ὦτα μικρά, λεπτά, ψιλὰ

ὄπισθεν, τραχήλους μακρούς, ὑγρούς, περιφερεῖς, στήθη πλατέα, μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων,

τὰς ὠμοπλάτας διεστώσας μικρόν, σκέλη τὰ πρόσθια μικρά, ὀρθά, στρογγύλα, στιφρά,

ὀρθοὺς τοὺς ἀγκῶνας, πλευρὰς μὴ ἐπὶ γῆν βαθείας, ἀλλ᾽ εἰς τὸ πλάγιον παρηκούσας, ὀσφῦς

σαρκώδεις….»

Για την αναπαραγωγή, (ελέυθερη μετάφραση) « ας απαλλάξει τις σκύλες από

τους κόπους τον χειμώνα, ώστε εκείνες, έχοντας ξεκουραστεί, να γεννήσουν

γερά κουτάβια. Γιατί αυτή είναι η καλύτερη εποχή για την αναπαραγωγή των

[63]


σκύλων. Είναι δεκατέσσερις οι μέρες που τα κατέχει η ανάγκη του

ζευγαρώματος. Πρέπει να τις οδηγεί προς το τέλος της περιόδου, για να

συλλάβουν πιο γρήγορα, σε γερά και δυνατά σκυλιά. Και όσο εγκυμονούν ας

μην τις βγάζει συνεχώς για κυνήγι, αλλά μόνο που και που μήπως από

φιλοπονία αποβάλλουν. Κυοφορούν εξήντα ημέρες. Όταν γεννηθούν τα σκυλάκια

πρέπει να τα αφήνει με τη μητέρα τους και να μην τα βάζει κοντά σε άλλη

σκύλα. Γιατί οι ξένες φροντίδες δεν τα βοηθούν να μεγαλώσουν, ενώ το γάλα

της μητέρας τους και η αναπνοή της και οι φροντίδες της τους κάνουν καλό.

Όταν τα σκυλάκια αρχίσουν να περπατούν, πρέπει να τους δίνει γάλα και την

τροφή που θα τρώνε στην υπόλοιπη ζωή τους και τίποτα άλλο. Γιατί η

υπερβολική τροφή στραβώνει τα σκέλη τους, προκαλεί αρρώστιες στα σώματά

τους και βλάπτει τα εσωτερικά τους όργανα.»

ΣΚΥΛΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ

Όλες οι αναγραφόμενες φυλές δεικτών έχουν εισαχθεί στην Ελλάδα από

χώρες κυρίως της Ευρώπης, στον Βαλκανικό χώρο δεν υφίσταται στην διεθνή

κυνολογική ομοσπονδία κατοχυρωμένη φυλή δείκτη. Στοιχεία δίνονται για τις

πιο διαδιδομένες φυλές δεικτών που σήμερα εργάζονται στους κυνηγότοπους

της χώρας μας.

Γαλλικός Δείκτης της Βρετάννης- ΕΠΑΝΙΕΛ ΜΠΡΕΤΟΝ

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Το Σπάνιελ της Βρετάνης (Επανιέλ Μπρετόν) είναι από τα πιο δημοφιλή και

πιο περιζήτητα σκυλιά φέρμας στην Γαλλία. Είναι το αρχέτυπο του

κυνηγετικού σκύλου με τις πολλές ικανότητες, κυνηγώντας όλα τα θηράματα,

σ'όλες τις περιοχές. Μπορεί να κολυμπήσει μέσα στα έλη ή να ακολουθήσει τα

αχνάρια του λαγού και αγριοκούνελου μέσα σε δάση και βουνά, μπορεί να

δείξει τις ανώτερες ικανότητες του στο κυνήγι της μπεκάτσας στις πεδιάδες κι

ιδιαίτερα σε θαμνώδεις με πυκνή βλάστηση περιοχές. Πολύ έξυπνο κι

ευαίσθητο, απαιτεί μεγάλη ανθρώπινη ζεστασιά για την εκπαίδευσή του. Η

μορφολογία του έχει τη χαρακτηριστική ζωτικότητα και την δύναμη. Το κορμί

του μοιάζει τετραγωνισμένο. Έχει παχιά ράχη , είναι γεροδεμένο με μηρούς

[64]


και πλάτες όλο μυς. Τα κοντά και στρογγυλεμένα αυτιά του βρίσκονται ψηλά

στο κεφάλι, που κι αυτό είναι στρογγυλό, με φαρδιά ανασηκωμένη μύτη και

γερές σιαγώνες. Το στήθος του βαθαίνει. Η ουρά του είναι κανονικά κοντή,

ενώ μερικά γεννιούνται άνουρα. Το τρίχωμα του, όχι πολύ λεπτό, απλώνεται

ομοιόμορφα σ' όλο το σώμα ή κάνει ελαφρούς κυματισμούς. Το χρώμα του

μπορεί να είναι λευκό και καφέ, λευκό και πορτοκαλί, λευκό και μαύρο, κάποτε

τρίχρωμο λευκό, μαύρο, καφέ. Το ύψος του κυμαίνεται από 46-50 εκατοστά

και το βάρος 13-17 κιλά. Εκπαιδεύεται εύκολα, είναι υπάκουο με πολύ καλό,

φιλικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Γενικά θηραματοφόρο (απορτάρισμα) στα

θηράματα που κυνηγάει. Το τρίχωμα του ιδιαίτερα των ασπρόμαυρων τους

θερινούς μήνες που κυνηγιέται το ορτύκι, αποτελεί μειονέκτημα μειώνοντας

λόγω ζέστης την απόδοση τους, αντίθετα δουλεύουν ακούραστα τους

φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, στην πέρδικα και στα πυκνά στη

μπεκάτσα όπως και στους βαλτότοπους για τα υδρόβια, κυρίως στο

απορτάρισμα. Ιχνηλατεί το φρέσκο λαγό και τον διώκει με φωνές

«κλαφουνίσματα» όπως ο ιχνηλάτης. Μάλλον κοντινής έρευνας, διατηρώντας

πολύ καλή οπτική επαφή με τον κυνηγό, από τον οποίο αναμένει εντολές

αναζητώντας τον συνεχώς.

Αγγλικός Δείκτης - ΣΕΤΤΕΡ

[Αγγλικό - Ιρλανδικό - Τρίχρωμο - Γκόρτον]

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Το Αγγλικό Σέττερ είναι μία απ'τις παλαιότερες κυνηγετικές φυλές και η

ιστορία του πηγαίνει πίσω έως τον 14ο αιώνα. Προήλθε πριν εκατοντάδες

χρόνια από το Σπάνιελ ( Spaniel) και ήταν γνωστό από τον 15ο αιώνα ως το

«καθιστό Σπάνιελ» (SettingSpaniel). Τότε το είχαν να βρίσκει και να

«καρφώνει» (Setting) τα πουλιά.

Δούλευε ελεύθερα μπροστά απ'τον κυνηγό, ψάχνοντας την γύρω περιοχή.

Όταν έβρισκε πουλιά, έπρεπε να σταθεί ή να κάτσει κάτω (Set), μένοντας

ακίνητο, μπροστά απ'το θήραμα, συχνά σηκώνοντας λίγο την μύτη του, προς

την κατεύθυνσή του. Το στάνταρ του kennel club, περιγράφει το Σέττερ σαν

ένα «πολύ φιλικό» με καλό χαρακτήρα σκύλο. Αυτό είναι και ένα απ'τα

σημαντικότερα χαρακτηριστικά της φυλής. Το τρίχωμα του σέττερ από πίσω

απ'το κεφάλι και σε όλο τον κορμό, είναι μακρύ, μεταξένιας υφής και ποτέ

κατσαρό. Πίσω από τα πόδια (μπροστινά και πισινά) μακρύτερο, φτάνει

σχεδόν στα πέλματα. Στην ουρά, αυξάνεται προοδευτικά έως την μέση της και

είναι κοντύτερο στο τέλος, δίνοντάς της το χαρακτηριστικό σχήμα της

«σπάθας».

[65]


Τα χρώματα του σέττερ είναι άσπρο με μαύρες κηλίδες (bleubelton), άσπροπορτοκαλί,

άσπρο-καφέ-μαύρο (tricolour). Άσπρο-καφέ σκούρο είναι

αποδεκτό αλλά πολύ σπάνιο. Τα χρώματα που δίνουν τις παραπάνω

ονομασίες, είναι τις περισσότερες φορές στο κεφάλι, λαιμό, στήθος και στα

πόδια. Το μέγεθός του όπως στις περισσότερες φυλές, είναι διαφορετικό στα

δύο φύλλα. Τα αρσενικά μεγαλύτερα και στο ύψος και στο βάρος.

Αρσενικά : Τυπικό ύψος στον ώμο είναι: 63-- 68 εκατ., Θηλυκά : Τυπικό

ύψος στον ώμο είναι: 60-- 63 εκατ.

Στον Ελλαδικό χώρο όπως και τα επανιέλ τους ζεστούς μήνες το μακρύ

τρίχωμά του εμποδίζει την απόδοσή του ιδιαίτερα τα Γκόρτον, ενώ τους

φθινοπωρινούς, χειμερινούς στα πετρώδη εδάφη της πέρδικας και τα πυκνά

της μπεκάτσας έχει εξαιρετική απόδοση έχοντας ισχυρή όσφρηση και

θηρευτικό πάθος, κάνοντας ανοιχτή έρευνα και σταθερή φέρμα με το

χαρακτηριστικό του κάθισμα (σέτ –σέττερ), πολλές φορές με την κοιλιά,

περιμένοντας τον κυνηγό να ξεφωλιάσει το θήραμα. Η μακριά ουρά του

τραυματίζεται σε θαμνώδη εδάφη αιμορραγώντας και απαιτώντας συνεχή

φροντίδα. Εκτελεί περιορισμένη θηραματοφορία η οποία με κατάλληλη

εκπαίδευση βελτιώνεται.

Ο Δείκτης Πόιντερ (Pointer)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Πιθανή πατρίδα του θεωρείται η Ισπανία, χωρίς αυτό να είναι τελείως

εξακριβωμένο. Πάντως, η ονομασία Πόιντερ προέρχεται από την ισπανική

λέξη πούντας που σημαίνει "δείχνω". Ο σκύλος της φυλής αυτής είναι,

μεγαλόσωμος, με σώμα που σε πλάγια όψη μπορεί να εγγραφεί σε

τετράγωνο. Η εξωτερική του εμφάνιση γενικά μαρτυρεί δύναμη, αντοχή και

ταχύτητα. Τα αυτιά του είναι μεσαίου μήκους, εκλύονται ψηλά και κρέμονται

στα πλάγια του κεφαλιού. Η ουρά του είναι μακριά, χοντρή στη βάση και πιο

λεπτή στην άκρη, και βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τη σπονδυλική στήλη όταν

ο σκύλος βρίσκεται σε "φέρμα". Το τρίχωμα του είναι κοντό, σκληρό,

γυαλιστερό και έχει χρώμα λευκό με μαύρες, κίτρινες ή καστανοκόκκινες

βούλες, σε συνδυασμό ή όχι με κηλίδες. Ακόμη, υπάρχουν Πόιντερς με

μαύρο, κίτρινο ή καστανοκόκκινο χρωματισμό.

Ο σκύλος Πόιντερ θεωρείται ο καλύτερος σκύλος δείκτης και γι' αυτό άλλωστε

συνετέλεσε στη δημιουργία πολλών άλλων κυνηγετικών φυλών, όπως Βίζλα,

Κούρτσχαρ, Σπάνιελ της Βρετάνης κ.ά. Τα πολύ αναπτυγμένα κυνηγετικά του

χαρακτηριστικά έχουν ως αποτέλεσμα, όταν δεν είναι εκπαιδευμένος να

ενεργεί ακολουθώντας μόνο το ένστικτο του. Έτσι, λόγω υπερβολικού ζήλου,

δείχνει ανυπακοή στον κυνηγό, συχνά απομακρύνεται πολύ από κοντά του

ασυγκράτητος και κατά το ομαδικό κυνήγι ανταγωνίζεται τα άλλα

κυνηγόσκυλα με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή του. Απαιτεί επιμονή

και υπομονή στην εκπαίδευση λόγω ισχυρού χαρακτήρα που τον κάνει

ανυπάκουο και να μην αναπτύσσει επαφή με τον κυναγωγό. Ανοικτής

[66]


έρευνας, αρέσκεται σε πεδινά εδάφη, όπου η ισχυρή του όσφρηση και η

σταθερή του φέρμα τον κάνουν ασυναγώνιστο. Το κοντό του τρίχωμα και ο

άσπρος χρωματισμός του, δεν τον επηρεάζει τους θερινούς μήνες στη χώρα

μας, ενώ τους χειμερινούς νιώθει το κρύο, δεν αγαπά το νερό και αποφεύγει

το "πυκνό". Δείχνει μεγάλο πάθος στο κυνήγι της πέρδικας, που με κατάλληλη

εκπαίδευση αντιλαμβάνεται και το «κακάρισμά τους» ασυγκράτητος να τις

εντοπίσει. Εκτελεί μέτρια θηραματοφορία η οποία βελτιώνεται με κατάλληλη

εκπαιδευση καθώς και το «μαλακό δάγκωμα» που λογω πάθους σφίγγει τα

θηράματα. Όπως και όλα τα μακρύουρα τραυματίζεται στις θαμνώδεις

περιοχές.

Γερμανικός βραχύτριχος δείκτης ή Κούρτσχαρ (German Short - Haired

Pointer ή Kurzhaar)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Η σχετικά νέα αυτή φυλή κατάγεται από τη Γερμανία και για τη δημιουργία της

χρησιμοποιήθηκαν σκύλοι Αγγλικού και Ισπανικού δείκτη, Μπλάντχαουντ (σε

αυτούς οφείλεται η αναπτυγμένη κυνηγετική ικανότητα), Φόξχαουντ (σε

αυτούς οφείλεται η μεγάλη αντοχή) και Πουντλ (σε αυτούς οφείλεται η μεγάλη

εξυπνάδα).

Μπορεί να φαίνεται περίεργη η ανάμειξη τόσο πολλών φυλών, στη Γερμανία

όμως κυνηγούν σε κυνηγετικά "πάρκα", όπου υπάρχουν πολλών ειδών

θηράματα (φτερωτά και τριχωτά) και έτσι είναι δυνατό το κυνήγι του

αγριόχοιρου, του λαγού ή του φασιανού, στον ίδιο χώρο. Η ανάγκη ενός

κυνηγόσκυλου που να μπορεί ταυτόχρονα να "φερμάρει", να βρίσκει και

μεταφέρει το θήραμα ακόμη και μέσα στο νερό, να ιχνηλατεί διάφορα είδη

θηραμάτων και να εκπαιδεύεται εύκολα, οδήγησε στη δημιουργία αυτής της

φυλής. Ο σκύλος της φυλής αυτής είναι μεγαλόσωμος (ύψος 58-63 εκ. τα

αρσενικά και 53-58 εκ. τα θηλυκά και μέσο σωματικό βάρος 25-32 Kg). Το

σκληρό τρίχωμα, του παρέχει προστασία στο «πυκνό» και το νερό. Ο

χρωματισμός του τριχώματος του είναι λευκός με πιτσιλιές και μεγάλες

κηλίδες καστανού χρώματος ή όλος καστανός.

Στη χώρα μας είναι διαδεδομένος και χρησιμοποιείται κυρίως στα φτερωτά

θηράματα εκτελώντας περιορισμένη έρευνα σε επαφή με τον κυναγωγό,

θαραλλέος και σκληροτράχηλος απορτάρει τα θηράματά του, άφοβος

κολυμβυτής. Το σφιχτό του δάγκωμα βελτιώνεται με εκπαίδευση που

περιγράφεται στο κεφάλαιο της εκπαίδευσης των σκύλων δεικτών.

Γερμανικός σκληρότριχος δείκτης ή Ντράτχαρ (German Wire - Haired

Pointer ή Drahthaar)

[67]


Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Πατρίδα του είναι η Γερμανία και προέρχεται από διασταύρωση σκύλων

Γερμανικού και Αγγλικού δείκτη, σκληρότριχου Γκριφφόν, Μπλάντχαουντ και

Ερντέιλ Τερριέ. Η συμμετοχή σκύλων με τόσο διαφορετικό τρίχωμα έχει ως

αποτέλεσμα τη γέννηση στην ίδια τοκετοομάδα ορισμένων κουταβιών, τα

οποία δεν έχουν το τρίχωμα που καθορίζεται από το σταθερό τύπο της φυλής.

Ο σκύλος Ντράτχαρ είναι μεγαλόσωμος (ύψος 60-67 εκ. τα αρσενικά και 56-

62 εκ. τα θηλυκά και μέσο σωματικό βάρος 27-32 Kg). Έχει μεσαίου μεγέθους

αυτιά, που κρέμονται στα πλάγια του κεφαλιού και ρύγχος μακρύ, σχεδόν

τετράγωνο σε πλάγια όψη. Η ουρά του πρέπει να κόβεται, όχι όμως πάρα

πολύ. Το τρίχωμα του είναι πολύ σκληρό, "συρμάτινο" (draht = σύρμα στη

γερμανική), πυκνό, μακρύτερο από εκείνο του Κούρτσχαρ, ελαφρό,

ανορθωμένο (όχι σε επαφή με το σώμα) και κυματιστό. Είναι ιδιαίτερα μακρύ

και σκληρό πάνω από τα μάτια (δασύτριχα φρύδια) και γύρω από το ρύγχος

(γένια και μουστάκια). Ο χρωματισμός του είναι γκρίζος με καστανές πιτσιλιές,

όχι σαφώς διαγραμμένες, ή όλος καστανός (στις διάφορες αποχρώσεις του,

από πολύ ανοικτό ως πολύ σκούρο).

Χρησιμοποιείται ως κυνηγόσκυλο σε πτερωτά και τριχωτά θηράματα. Αφοβος,

τολμηρός, χαίρεται το θαμνώδες πυκνό έδαφος και δύσκολους

υγροβιότοπους, όπου αποδίδει τα μέγιστα. Επίσης, λόγω του ευερέθιστου

χαρακτήρα του χρησιμοποιείται και ως φύλακας, πράγμα σπάνιο για

κυνηγόσκυλο "φέρμας".

Δείκτης της Βεϊμάρης ή Βεϊμαράνερ (Weimaraner)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Η φυλή αυτή έχει πατρίδα τη Γερμανία. Δημιουργήθηκε πριν 160 περίπου

χρόνια από ευγενείς της αυλής της Βεϊμάρης, οι οποίοι ήθελαν να κρατήσουν

τον όμορφο αυτό κυνηγετικό σκύλο μέσα στα γερμανικά σύνορα και στα χέρια

μόνο των Ευγενών. Αν κάποιος άνθρωπος κατώτερος κοινωνικά είχε στην

κατοχή του το σκύλο αυτό τιμωρούνταν. Αργότερα, λίγα χρόνια μετά το 2ο

Παγκόσμιο Πόλεμο, εισήχθηκε στην Αμερική και ήταν ένας σκύλος για λίγους.

Ο κάτοχος του έπρεπε να δηλώσει ένορκα ότι δε θα τον διασταυρώσει με

σκύλο άλλης φυλής. Βέβαια τα πράγματα άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου.

Ο σκύλος της φυλής αυτής είναι ένας μεγαλόσωμος κυνηγετικός σκύλος

[68]


"φέρμας" (ύψος 61-69 εκ. τα αρσενικά και 56-64 εκ. τα θηλυκά σωματικό

βάρος 32-38 Kg τα αρσενικά και 22-30 Kg τα θηλυκά), με μυώδη και

συμμετρική σωματική διάπλαση. Έχει μεσαίου μεγέθους αυτιά, που εκφύονται

αρκετά ψηλά στο κεφάλι και μακρύ ρύγχος. Η ουρά του κόβεται στο 1/3 του

όλου μήκους της. Το τρίχωμα του είναι κοντό και σκληρό, με χρωματισμό γκρι

ασημί ή γκρι ποντικί. Τα μάτια του είναι γκριζογάλανα ή κίτρινα κεχριμπαρένια.

Έχει παρόμοια με το σκύλο Κούρτσχαρ και Ντράτχαρ κυνηγετικά προσόντα

και δύο κοινά με αυτούς μειονεκτήματα: Κρατά υπερβολικά σφιχτά το θήραμα

στο στόμα και δεν αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα στο τρέξιμο, δηλαδή είναι

κάπως βαρύ κυνηγόσκυλο. Σήμερα σπάνια χρησιμοποιείται στην πατρίδα μας

ως σκύλος δείκτης, έχοντας υπερκερασθεί από άλλες φυλές και οι ιδικτήτες

του τον έχουν λόγω της ομορφίας του ως σκύλο συντροφιάς.

Ουγγρικός δείκτης ή Βίζλα (Vizla)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο σκύλος της φυλής Βίζλα είναι το εθνικό κυνηγόσκυλο της Ουγγαρίας. Είναι

μεγαλόσωμος (ύψος 56-64 εκ. τα αρσενικά και 53-59 εκ. τα θηλυκά και μέσο

σωματικό βάρος 22-28 Kg), με μυώδη σωματική διάπλαση. Τα αυτιά του είναι

αρκετά μακριά και κρέμονται στα πλάγια του κεφαλιού. Η ουρά του κόβεται

στο 1/3 του όλου μήκους της. Έχει τρίχωμα κοντό, μέτρια σκληρό, χρώματος

χρυσαφί. Υπάρχει και ο Ουγγρικός δείκτης με πολύ σκληρό τρίχωμα.

Έχει παρόμοια κυνηγετική ικανότητα με το σκύλο Κούρτσχαρ. Χαρακτηρίζεται

από πειθαρχία και αφοσίωση. Στη χώρα μας δεν είναι αρκετά διαδεδομένος,

συγκριτικά με τον παρόμοιο ανταγωνιστή του, το γερμανικό Κούρτσχαρ.

Κόκερ Σπανιέλ

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Το κόκερ σπάνιελ κατάγεται από την Αγγλία, είναι μικρόσωμο, όμορφο με

πολλές κυνηγετικές δυνατότητες.

Οι χρωματισμοί που συναντάμε είναι μονόχρωμο μαύρο ή ξανθοκόκκινο ή

ποικιλόχρωμο (ασπρόμαυρο, ασπροκόκκινο, στικτό).

[69]


Είναι μικρόσωμος σχετικά σκύλος με ύψος μέχρι 40,5 εκ. για τους αρσενικούς

και 38 εκ. για το θηλυκό. Έχει ισορροπημένη κατασκευή. Πολύ ωραίο κεφάλι

με πανέμορφα μάτια και γλυκιά, θέρμη, χαρούμενη έκφραση. Πολύ καλές

γωνιώσεις, σκέλη ίσια με δυνατά αλλά όχι βαριά κόκαλα, κοντή ουρά λίγο πιο

κάτω από την ευθεία της ράχης.

Κίνηση ζωηρή, δυνατή, πολύ εργονομική και αποτελεσματική, καλύπτει πολύ

έδαφος με αισθητική αρμονία και φαινομενική έλλειψη προσπάθειας.

Το Κόκερ είναι ένα χαρισματικό, πολυμήχανο και μεταδοτικά αισιόδοξο σκυλί

που η εντυπωσιακή του εμφάνιση κρύβει μεγάλη δύναμη, ένθερμη και γενναία

καρδιά και ασίγαστο πάθος να βρίσκεται στο πλευρό του ανθρώπου σαν

σύντροφος ή κυνηγόσκυλο με την ίδια αφοσίωση. Χρειάζεται σταθερή αγωγή

και εκπαίδευση με ήπιο τρόπο, έντονη ενθάρρυνση και ανταμοιβή,

καθημερινό χτένισμα και βούρτσισμα γιατί το μακρύ του τρίχωμα τον κάνει

δύστροπο αν μπερδευτεί ή έχει ξένα σώματα. Προσοχή στην ανάπτυξη,

έντονη ανάγκη για άσκηση στο ενήλικο κόκερ, κοινωνική ζωή και

ενδιαφέροντα, συντροφιά γιατί δεν είναι μοναχικός σκύλος ούτε μπορεί να

μένει κλεισμένος κάπου επί ώρες.

Δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα προβλήματα υγείας και ζει πολλά χρόνια.

Στο κυνήγι είναι σταθερός και ακούραστος και στο πέρασμά του δεν θα

αφήσει θήραμα φτερωτό ή μικρό τριχωτό χωρίς να το ξεφωλιάσει. Το κόκερ

δεν φερμάρει όμως «σκουπίζει» το έδαφος, ψάχνει κοντά στον κυνηγό

ιχνηλατώντας και τον πιο ανεπαίσθητο ντορό αφού η όσφρησή του είναι

εξαίρετη. Είναι σκύλος για ομαλά εδάφη και πολύ καλός στην επαναφορά

(απόρτ).

Θηραματοφόρο - Γκόλντεν Ρετρίβερ (Golden Retriever)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Κατάγεται από τη Ρωσία. Αρχικά, ο σκύλος της φυλής αυτής ήταν

βαρύσωμος, μετά όμως από την εισαγωγή του στη Μ. Βρετανία γύρω στα

1900, διασταυρώθηκε κυρίως με Μπλάντχαουντ, με αποτέλεσμα να μειωθεί

αισθητά το μέγεθος του και να βελτιωθεί η οσφρητική του ικανότητα. Τα

εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του σκύλου της φυλής αυτής είναι

παρόμοια με εκείνα του Λάμπραντορ. Διαφέρει κατά την ουρά που είναι πιο

μακριά και το τρίχωμά του που είναι πιο απαλό, ίσιο ή κυματιστό και

χρώματος από χρυσαφί (όπως μαρτυρεί και το όνομα του) ως ανοικτό κρεμ.

Δεν επιτρέπεται καμιά κηλίδα άλλου χρώματος. Είναι κατά κύριο λόγο

θηραματοφόρο, όπως και ο σκύλος Λάμπραντορ, με τη διαφορά ότι είναι

λιγότερο ταχύ και δεν του αρέσει το κρύο νερό, λόγο του λεπτού τριχώματος

του που δεν του παρέχει προστασία.

[70]


Θηραματοφόρο Λαμπραντόρ

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Η γενική εμφάνιση του Λαμπραντoρ είναι ενός μέσου μεγέθους σκυλί, που

κατέχει μια υγιή, αθλητική, ισορροπημένη διαμόρφωση που τους επιτρέπει να

λειτουργήσουν ως σκυλιά επαναφοράς θηραμάτων στο έδαφος ή το νερό, με

μεγάλη αντοχή, κοντό τρίχωμα, ανθεκτικό στον άσχημο καιρό, ουρά ίσια με

ευρύ πίσω κρανίο, ισχυρά σαγόνια και τα "καλά", φιλικά μάτια του, που

εκφράζουν τον χαρακτήρα, την νοημοσύνη και την καλή του ιδιοσυγκρασία.

Τα Λαμπραντoρ είναι θαυμάσια οικογενειακά σκυλιά, είναι πολύ φιλικά με τα

παιδιά, και κοινωνικά με όλους τους ανθρώπους. Είναι προσανατολισμένα

στην δράση και τους ανθρώπους, απο το να επαναφέρει μια πάπια απο την

λίμνη, ή το κοντρόλ της τηλεόρασης σας, τίποτα δεν ευχαριστεί το

Λαμπραντόρ περισσότερο απο το να επαινείται, για αυτό άλλωστε είναι μια

απο τις πιό επιτυχημένες ράτσες σκύλων παγκοσμίως, απο το να οδηγούν

άτομα με αναπηρίες, μέχρι να κάνουν εργασίες ανεύρεσης βομβών και

ναρκωτικών. Γι'αυτό άλλωστε είναι και αγαπημένοι οικογενειακοί σύντροφοι

απο τους ανθρώπους που τα υιοθετούν, ικανοποιούν πολλές διαφορετικές

ανάγκες.

ΣΚΥΛΟΙ ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ

Εκτός από τον Ελληνικό ιχνηλάτη και τον Κρητικό λαγωνικό, οι υπόλοιπες

φυλές ιχνηλατών που σήμερα αναφέρονται παρακάτω, εισάγονται στη χώρα

μας από γειτονικές ή ευρωπαϊκές χώρες που τις έχουν κατοχυρώσει ως

εθνικές φυλές στην Δ.Κ.Ο. Τα τελευταία χρόνια έχουν εισαχθεί πολλές φυλές

ιχνηλατών, αναφέρονται στοιχεία για τους πλέον επικρατέστερους.

Τη μεγίστη δυσκολία που οι ιχνηλάτες αντιμετωπίζουν στο εργασιακό τους

περιβάλλον και αντιπροσωπεύεται στην ιχνηλασία του λαγού, μας περιγράφει

γλαφυρά ο Ξενοφών: «.. τὰ δὲ ἴχνη τοῦ λαγῶ τοῦ μὲν χειμῶνος μακρά ἐστι διὰ τὸ μῆκος

τῶν νυκτῶν: τοῦ δὲ θέρους βραχέα διὰ τὸ ἐναντίον. χειμῶνος μὲν οὖν πρῲ οὐκ ὄζει αὐτῶν,

ὅταν πάχνη ᾖ ἢ παγετός: ἡ μὲν γὰρ πάχνη τῇ αὑτῆς ἰσχύι ἀντισπάσασα τὸ θερμὸν ἔχει ἐν

ἑαυτῇ, ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας. καὶ αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι

ὅταν ᾖ τοιαῦτα, πρὶν ἂν ὁ ἥλιος διαλύσῃ αὐτὰ ἢ προϊοῦσα ἡ ἡμέρα: τότε δὲ καὶ αἱ κύνες

ὀσφραίνονται καὶ αὐτὰ ἐπαναφερόμενα ὄζει. ἀφανίζει δὲ καὶ ἡ πολλὴ δρόσος καταφέρουσα

αὐτά, καὶ οἱ ὄμβροι οἱ γιγνόμενοι διὰ χρόνου ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον,..»

Ελληνικός ιχνηλάτης ή Γκέκας (Greek Hound ή Ellinikos Ichnilatis)

[71]


Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Είναι ο μοναδικός ελληνικός σκύλος σήμερα που θεωρείται ότι ανήκει σε

φυλή. Τα χαρακτηρηστικά του ελληνικού ιχνηλάτη καταγράφτηκαν για πρώτη

φορά στα βιβλία της διεθνούς κυνολογικής ομοσπονδίας (FCI) του Οκτωβρίου

του 1959 Νο 214 από τον μέγα κυνολόγο κτηνίατρο Δρ. Στ. Μπασκουράκο,

προέδρου του Ελληνικού κυνολογικού ομίλου (ΕΚΟ). Η προέλευσή του

χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Είναι μεσαίου μεγέθους σκύλος (μέσο ύψος 47-55 εκ. τα αρσενικά και 45-53

εκ. τα θηλυκά και μέσο σωματικό βάρος 17-20 Kg). Έχει κεφάλι μακρόστενο

και αυτιά που είναι μεσαίου μεγέθους, έχουν στρογγυλεμένες άκρες,

εκφύονται ψηλά και κρέμονται στα πλάγια του κεφαλιού. Ο θώρακάς του είναι

ευρύς και βαθύς, η κοιλιά του είναι κοιλιά λαγωνικού και η ουρά του, μεσαίου

μήκους, είναι ουρά – γιαταγάνι. Έχει τρίχωμα πολύ κοντό, πυκνό, ίσιο και

μέτρια σκληρό, χρώματος μαύρου και πυρρόξανθου (όχι σε σαφώς

διαγραμμένες περιοχές), με μια μικρή λευκή κηλίδα στο στήθος. Είναι

προικισμένος με εξαιρετική όσφρηση ιχνηλάτη, με προτίμηση στο κυνήγι του

λαγού και είναι αρκετά σκληρός και έξυπνος, πράγμα που τον βοηθάει να

αποδίδει το ίδιο καλά και στο κυνήγι του Αγριόχοιρου. Είναι σκληρός,

στοργικός, καλοσυνάτος, επιφυλακτικός, δύσπιστος και καχύποπτος με τους

ξένους ανθρώπους. Στην εκπαίδευση χρειάζεται υπομονή αρκετά μεγάλη, δεν

δέχεται τη σκληρή τιμωρία και αρέσκεται στη περιποίηση. Εργάζεται είτε

μόνος του είτε με άλλα σκυλιά. Δεν φωνάζει στο ντορό, εκείνο που τον

χαρακτηρίζει και τον διακρίνει είναι το μεγάλο του πάθος για το κυνήγι.

Είναι σκληραγωγημένος από αιώνες στα βραχώδη, ακόμα στα άγρια και

δυσδιάβατα βουνά μας, έχει μέγιστη αντοχή ποδιών και καρδιάς, είναι

υπερβολικά έξυπνος με πολύ μυαλό. Είναι δραστήριος με μεγάλα αποθέματα

αντοχής στην καταδίωξη. Είναι ικανός να κυνηγά το θήραμα, για αρκετές

ώρες, όταν το ξετρυπώσει, τόσο που πολλές φορές το κουράζει και το

συλλαμβάνει.

Κρητικός Λαγωνικός

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

[72]


O Kρητικός Λαγωνικός είναι ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της ιθαγενούς

πανίδας της Kρήτης. Bρίσκεται στο νησί για περισσότερα από 4000 χρόνια. H

καταγωγή του βρίσκεται στους αρχαίους λαγωνικούς σκύλους της Aιγύπτου.

Το τρίχωμά του είναι κοντό, χοντρό και τραχύ στην αφή, σε χρωματισμούς

αμιγώς μαύρο, άσπρο, πορτοκαλί, ή άσπρο με μπαλώματα πορτοκαλί. Η

μουσούδα του είναι μεσαίου μεγέθους και το δάγκωμά του είναι επίπεδο. Είναι

πολύ ευκίνητος. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι: Τα όρθια αυτιά του,

χαρακτηριστικό που προδίδει την αρχαία του καταγωγή, και η κουλουροειδής

ουρά του. Κυνηγετικός σκύλος με γερό και ελαφρύ σκελετό, είναι πολύ

γρήγορος στο τρέξιμό του και πολύ αποδοτικός στην κυνηγετική εργασία του.

Το σώμα του είναι λεπτό, δυνατό και μυώδες, με χαρακτηριστική φιγούρα

σκύλου δίωξης, κατάλοιπο της αρχαίας καταγωγής και συγγένειάς του με τα

λαγωνικά σκυλιά δίωξης της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Είναι

προικισμένος με εξαιρετική όσφρηση ιχνηλάτη, πολύ γρήγορος στην

καταδίωξη. Είναι αρκετά σκληρός και έξυπνος, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το

ένστικτο του φύλακα χώρου.

Ιχνηλάτης της Γιούρα (Jura Hound ή Jura Laufhund)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο σκύλος της φυλής αυτής έχει πατρίδα την Ελβετία και συγκεκριμένα την

περιοχή των γαλλοελβετικών συνόρων (όρη Γιούρα), αλλά προέρχεται από

κυνηγόσκυλα της περιοχής του Νείλου ποταμού, που μεταφέρθηκαν στην

Ευρώπη από τους Φοίνικες.

Είναι μεσαίου μεγέθους σκύλος (μέσο ύψος 40 εκ. για το αρσενικό και μέσο

σωματικό βάρος 18-20 Kg). Μοιάζει πολύ με το σκύλο του Αγ. Ουμβέρτου με

τον οποίο, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, έχει στενή σχέση. Έχει

κεφάλι σχετικά ογκώδες και μεγάλα και φαρδιά αυτιά που εκφύονται χαμηλά.

Η ουρά του είναι μέτρια σε μήκος και ίσια ή με ελαφριά καμπύλη. Το τρίχωμά

του είναι πυκνό, κοντό, μέτρια σκληρό, χρώματος καστανού, κίτρινου ή

κοκκινωπού, με ή χωρίς μαύρο στην περιοχή της ράχης και του θώρακα.

Ακόμη, μπορεί να είναι μαύρο, με καστανό σε ορισμένες περιοχές. Μια ή

περισσότερες άσπρες κηλίδες στο στήθος είναι επιτρεπτές.

Έχει πολύ αναπτυγμένα τα κυνηγετικά χαρακτηριστικά του ιχνηλάτη.

Ιταλικός ιχνηλάτης (Italian Hound ή Segugio Italiano)

[73]


Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο σκύλος της φυλής αυτής, όπως μαρτυρεί και η ονομασία της, έχει πατρίδα

την Ιταλία, αλλά προέρχεται από διασταύρωση αιγυπτιακών κυνηγόσκυλων

με ιταλικούς μολοσσούς.

Είναι μεγαλόσωμος σκύλος (μέσο ύψος 52-58 εκ. τα αρσενικά και 48-56 εκ. τα

θηλυκά και μέσο σωματικό βάρος 18-28 Kg), με μακρόστενο ρύγχος, μεγάλα

και φαρδιά αυτιά που εκφύονται χαμηλά και ουρά - γιαταγάνι. Το τρίχωμά του

μπορεί να είναι κοντό, μέτρια σκληρό, πυκνό και γυαλιστερό. Ο χρωματισμός

του τριχώματος του μπορεί να είναι καστανός (σε όλες τις αποχρώσεις) ή

μαύρος με καστανό. Υπάρχει και ο Ιταλικός ιχνηλάτης με σκληρό και αρκετά

μακρύ τρίχωμα, το οποίο όμως δεν πρέπει να ξεπερνάει σε μήκος τα 15 cm.

Είναι ιχνηλάτης με σπάνια κυνηγετικά χαρακτηριστικά.

Τρίχρωμος Γιουγκοσλαβικός Ιχνηλάτης (Jugoslavenski Trobojni Gonic)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Έχει άμεση συγγένεια με τον «Ορεινό Ιχνηλάτη του Μαυροβουνίου», από τον

οποίο προήλθε με διασταύρωση του «Ιχνηλάτη του Ποσάβα» και πιθανώς και

αίματα του «Βαλκανικού Ιχνηλάτη». Οι πιο σημαντικές αναλογίες του σώματος

και του κεφαλιού του Σέρβικου, είναι όμοιες με τις αναλογίες του Ορεινού. Η

διάταξη του άσπρου χρώματος παραπέμπει στο Ποσάβα. Το άσπρο αστέρι

στο κεφάλι και η «φλόγα» που κατεβαίνει κάτω από το ρύγχος, διαμορφώνουν

ένα πλήρες ή ημιτελές περιλαίμιο κάτω και γύρω από το λαιμό. Ένα άσπρο

σημάδι επιτρέπεται στο στήθος και μπορεί να επεκταθεί μέχρι την άκρη του

στέρνου και να φθάνει στην κοιλιά και το εσωτερικό των ποδιών. Επίσης

έχουμε παρόμοιο άσπρο στο τελείωμα των ποδιών.

Το βαθύ κόκκινο και μαύρο είναι καθαρά χρώματα του Ορεινού, ενώ το αχνό

κόκκινο της αλεπούς και το γκρίζο παραπέμπουν στον Βαλκανικό. Πολύ

καλός Ιχνηλάτης, ανθεκτικός, δραστήριος και δυνατός. Κυνηγάει σ’ όλα τα

εδάφη, με επιμονή και μεγάλη καταδίωξη. Κυνηγάει συνήθως μεγάλα

θηράματα (αγριογούρουνο, ζαρκάδι), αλλά και λαγό το ίδιο καλά.

Σέρβικος Ιχνηλάτης ή Βαλκάνιος ( Serbski gonic)

[74]


Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Κατά τους Σέρβους είναι πανάρχαιος και κατάγεται από τα σκυλιά των

φοινίκων. Ο Σέρβικος ιχνηλάτης είναι σκύλος ζωηρός, ενεργητικός, με

πλούσιο ταμπεραμέντο. Πολύ εύκολα προσαρμόζεται στις όποιες κλιματικές

αλλαγές, είναι πολύ ανθεκτικός στις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Δεν είναι

τυχαίο άλλωστε ότι είναι ο πιο διαδομένος σκύλος στη Σερβία και όχι μόνο.

Με μεγάλη επιτυχία χρησιμοποιείται στο κυνήγι χαμηλού θηράματος (λαγού),

όπως επίσης και στα μεγάλα τριχωτά θηράματα (αγριόχοιρου). Ιχνηλατεί με

υψηλού τόνου φωνή, πολλές φορές πολύ βαθιά (βραχνή – μπάσα). Κατά την

ιχνηλασία χρησιμοποιεί αποκλειστικά τη μύτη του. Ψάχνει με «χαμηλή ή

μεσαία» μύτη ή με τον συνδυασμό αυτών. Συναντάμε βέβαια και άτομα που

ψάχνουν με υψηλή μύτη. Δεν γαβγίζει πολύ στον ντορό, ενώ στο σήκωμα και

στη δίωξη του θηράματος έχει πολύ όμορφη και χαρακτηριστική φωνή, η

οποία εναλλάσσεται ανάλογα με τον τρόπο που εξελίσσεται το κυνήγι. Μετά

την δίωξη μόνος του επιστρέφει στον κυνηγό. Κατά τη διάρκεια της ιχνηλασίας

και όχι μόνο έχει άριστη επαφή με το αφεντικό του. Με μεγάλη ευκολία αφήνει

τα νυχτερινά ίχνη και ακολουθεί τα πρωινά που οδηγούν στο θήραμα. Πρέπει

να αναζητά το θήραμα σταθερά και καθαρά χωρίς βιασύνη και επιπολαιότητα.

Ιχνηλάτης Ποσάβατς

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο ιχνηλάτης Πόσαβατς προέρχεται από την Κροατία και έχει διάφορες

ονομασίες ανά τον κόσμο με τις πιο διαδεδομένες να είναι Posavac Hound ή

Posavski Gonic. Η πιστοποίηση του από το FCI έγινε το 1955 και

αναγνωρίστηκε ως μια μοναδική φυλή. Πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό σκυλί

με αρκετή δύναμη, ευελιξία, γρηγοράδα και ικανό να καλύπτει αρκετό έδαφος

χωρίς να κουράζεται προς αναζήτηση του θηράματος. Έχει εξαίρετη μύτη και

για αυτό δουλεύει μεθοδικά την ιχνηλασία του συνδυάζοντας την με βαθιούς

ήχους γαυγίσματος που μας λέει με τον δικό του τρόπο ότι βρίσκεται στον

σωστό δρόμο. Όλα αυτά τον καθιστούν ένα πολύ ικανό κυνηγό στο κυνήγι του

λαγού αλλά και σε πιο μεγάλα θηράματα. Παρά το πάθος και τον δυναμισμό

που τον διακατέχει για το κυνήγι, εντούτοις αναπτύσσει μια άριστη σχέση με

τον κυναγωγό στην οποία είναι προσηλωμένος και πιστός. Στο σπίτι έχει

πολύ ευγενικούς τρόπους και είναι άριστη συντροφιά λόγω του καλού του

[75]


χαρακτήρα παρά το γεγονός ότι είναι λίγο δύσκολος στην εκπαίδευση του.

Πρόκειται για μία υγιή φυλή σκύλων με διάρκεια ζωής περίπου των δώδεκα

χρονών. Το τρίχωμα του είναι εντυπωσιακό σε χρωματισμούς κόκκινο ή

σταρένιο σε όλες τις αποχρώσεις με λευκά σημάδια σε κεφάλι, λαιμό, στήθος

και πέλματα, ενώ είναι μακρύ 2-3 εκατοστά, πυκνό και λείο για να το

προστατεύουν όταν κυνηγά σε χαμηλή και άγρια βλάστηση.

Ορεινός Ιχνηλάτης του Μαυροβουνίου.

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο «Ορεινός Ιχνηλάτης του Μαυροβουνίου», πρώην «Ορεινός Ιχνηλάτης της

Σλοβενίας» ο οποίος ανήκει πλέον στο Μαυροβούνιο μετά την ανεξαρτησία

του, έχει πολύ κοντινή σχέση με τους Ιχνηλάτες της Κεντρικής Ευρώπης, ως

προς το σώμα, το σχήμα του κεφαλιού και ιδιαίτερα το χρώμα. Κύριο

χαρακτηριστικό, οι δυο κόκκινες βούλες πάνω απ’ τα μάτια σε μέγεθος

μπιζελιού ή φουντουκιού, γνωστό σαν «τέσσερα μάτια», που αποτελεί το

σήμα κατατεθέν της φυλής. Πολύ καλός ιχνηλάτης, ανθεκτικός, δραστήριος

και δυνατός. Είναι εξαιρετικός στα ορεινά μέρη, με τις δύσκολες εδαφικές και

κλιματικές συνθήκες. Στη χώρα του κυνηγάει λαγό κυρίως, αλλά και μεγάλα

θηράματα (αγριογούρουνο, ελάφι, ζαρκάδι). Χρησιμοποιείται επίσης ως

«ιχνηλάτης αίματος» για να βρίσκει τα τραυματισμένα θηράματα.

Οι Ιχνηλάτες της ΄Ιστριας (Ο σκληρότριχος - Ο λειότριχος )

..

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο λειότριχος είναι ιχνηλάτης φρέσκου ντορού. Αντίθετα με το σκληρότριχο, η

εμφάνισή του είναι ευγενική και λεπτή. Και οι δυο τύποι κρίνονται με τα ίδια

πρότυπα και χαρακτηριστικά. Το κύριο χαρακτηριστικό και των δυο ιχνηλατών

της Ιστριας είναι το κεφάλι σε σχήμα αχλαδιού που καθορίζει τον τύπο της

φυλής. Το μήκος του κεφαλιού του είναι 20-25 εκ., αρκετά στενό κεφάλι,

ελαφρώς φαρδύτερο στο μέτωπο, με ήρεμη έκφραση και μέτριο τελείωμα. Η

μύτη είναι μαύρη ή τουλάχιστον σκούρο καφέ χρώμα. Αυτιά πλατιά, ελαφρώς

πάνω απ’ τη γραμμή των ματιών, κρέμονται επίπεδα και στρογγυλεύουν στις

άκρες. Το τρίχωμά του είναι κοντό, σφιχτό, λαμπερό και λείο. Το χρώμα του

[76]


είναι άσπρο χιονάτο με πορτοκαλί ή κίτρινα σημάδια κυρίως στ’ αυτιά και λίγα

στο σώμα και στη βάση της ουράς. Το ύψος στο ακρώμιο είναι γύρω στα 44-

56 εκ. Το ιδανικό ύψος είναι 50 εκ. για το αρσενικό και 48 εκ. για το θηλυκό.

Το βάρος γύρω στα 14-20 kg.

Ο ιχνηλάτης Ίστριας, είναι ανθεκτικός, δραστήριος και δυνατός. Κυνηγάει

άνετα στα πιο δύσκολα και πυκνά εδάφη και αντέχει στις βαριές χειμωνιάτικες

καιρικές συνθήκες. Πολύ καλός στο λαγό και στο αγριογούρουνο. Ο

σκληρότριχος έχει μεγάλη ικανότητα και ταλέντο να βρίσκει τα χνάρια των

μεγάλων ζώων, καθώς και τα χνάρια αίματος, έπειτα από τραυματισμό τους.

Έχει πολύ δυνατή και καθαρή φωνή. Είναι σκύλος των 50 λεπτών δίωξης του

λαγού, επανερχόμενος στον κυναγωγό δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για δυό

και τρεις ιχνηλασίες ανά έξοδο, διατηρεί άριστη οπτική επαφή με τον

κυναγωγό, πειθαρχώντας σε εντολές. Ευφυής με καλό χαρακτήρα, ευγενικός

και εύκολος στην εκπαίδευση (οι λειότριχοι των φωτογραφιών ανήκουν στον

γράφοντα και έχουν εισαχθεί 60 ημερών κουταβάκια από την Σερβία).

Κίτρινος Σέρβικος Ιχνηλάτης - Stari srpski žuti gonič

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Πολύ καλός ιχνηλάτης, ανθεκτικός, δραστήριος και δυνατός. Είναι εξαιρετικός

στα ορεινά μέρη, με τις δύσκολες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Στη χώρα

του κυνηγάει λαγό κυρίως, αλλά και μεγάλα θηράματα (αγριογούρουνο, ελάφι,

ζαρκάδι).

Ιχνηλάτης Beegle

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Με την καταγωγή τους από την Αγγλία, που χρονολογείται το 1200 μ.χ, το

λαγωνικό αυτό δημιουργήθηκε για να κυνηγήσει το μικρό θήραμα ( λαγοί και

κουνέλια) από τη μυρωδιά των ιχνών τους. Κυνηγετικός σκύλος με ισχυρότατη

όσφρηση ιχνηλασίας, με αργό μεθοδικό ψάξιμο. Είναι επίμονος, σχολαστικός

και σπάνια θα του ξεφύγει έστω και παλιότερο ίχνος.

Έχει βαθειά λαρυγγώδη φωνή, με έντονες τις διαφορές τόνου κατά την

διάρκεια της ιχνηλασίας ανάλογα με την φάση της, με αποκορύφωμα στην

ανακάλυψη του κρυψώνα και στην καταδίωξη που όμως λόγω μεγέθους του

[77]


σκύλου είναι αργή. Δυσκολεύεται αρκετά σε κυνηγοτόπια με σφικτή

βλάστηση, ιδίως στην καταδίωξη. Τα Beegles δουλεύουν πολύ καλά σε

ζευγάρια ή ομάδα και οι φωνές τους με τον διαφορετικό τόνο είναι μια

απόλαυση στον κυνηγότοπο.

Σκύλος του Αρτουά (Chien D’ Artois)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Ο Σκύλος του Αρτουά είναι ένας ιχνηλάτης μεσαίου τύπου ως προς το

μέγεθος, ο οποίος χρησιμοποιείται για κυνήγι με όπλο. Εχει πολύ καλή

κατασκευή, είναι μυώδης, δίνοντας μια εντύπωση δύναμης και ενέργειας.

Εξαιρετικός κυνηγός για όλα τα τριχωτά θηράματα, τα οποία δύσκολα

μπορούν να τον ξεγελάσουν. Μέσης ταχύτητας σκύλος με μεγάλη αντοχή και

δύναμη, κυνηγάει σ’ όλα τα εδάφη με μεγάλη ευκολία, μόνος ή σε αγέλη. Πολύ

ισορροπημένη συμπεριφορά, στοργικός, αγαπητός και φιλήσυχος.

Λόγω της εξαιρετικά λεπτής όσφρησης που διαθέτει, στις πεδιάδες, στους

λόγγους και στα βουνά, ο λαγός δεν μπορεί να του ξεφύγει, όσα κόλπα και

τεχνάσματα κι αν κάνει. Με την αναμφισβήτητη ενστικτώδη ποιότητα του

κυνηγού, κυνηγάει άνετα στα αραιά ή πυκνά δάση, ένα ελάφι ή ζαρκάδι στη

σωστή κατεύθυνση που εξυπηρετεί τον κυνηγό.

Με το απαράμιλλο θάρρος και την τόλμη που έχει, στα πυκνά και δύσκολα

δάση, είναι ικανός να ξεσηκώσει και το πιο πεισματάρικο αγριογούρουνο.

Εκτός των παραπάνω ο σκύλος του Αρτουά είναι ένα σκληρό και άφοβο

σκυλί, προικισμένο με εξαιρετική φωνή που ακούγεται σε πολύ μεγάλες

αποστάσεις. Για τα κυνηγετικά δεδομένα της Γαλλίας, έξη έως οκτώ Αρτουά

κάνουν μια αγέλη ιχνηλατών, που ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις του

σημερινού Γάλλου κυνηγού, προσφέροντας μεγάλη ευχαρίστηση και

ικανοποίηση.

O Μεγάλος Μπλέ Ιχνηλάτης της Γασκώνης (Grand Bleu de Gascogne)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Πολύ εντυπωσιακός και αρχοντικός ιχνηλάτης, δίνει μια εντύπωση σταθερής

και ήρεμης δύναμης, με ανωτερότητα και ευγένεια. Το ύψος για τα’ αρσενικά

είναι 65-72 εκατ. και για τα θηλυκά 62-68 εκατ. Το κεφάλι είναι το πιο

ενδεικτικό και αντιπροσωπευτικό σημείο του και μάλιστα από τα ωραιότερα

[78]


κεφάλια που βλέπει κανείς σε ιχνηλάτη, που πιστοποιεί την ανώτερη

καταγωγή. Είναι μεγάλο, δυνατό και αποφασιστικό αλλά χωρίς υπερβολές. Το

κρανίο του είναι θολωτό με το ινιακό οστό αρκετά καθορισμένο. Η μουσούδα

είναι ίσια και μερικές φορές ελαφρώς γαμψή. Τα χείλη είναι κρεμαστά. Τα

αυτιά είναι λεπτά, με πτυχές, δένουν πολύ χαμηλά στη γραμμή των ματιών και

πίσω. Τα μάτια είναι σκούρα καφέ με βλέμμα σίγουρο και λίγο μελαγχολικό.

Τρίχα κοντή, αρκετά χοντρή και σφιχτή. Το χρώμα του με μικρές κηλίδες

μαύρες σε φόντο άσπρο και καμιά φορά με μαύρα μπαλώματα, έχει εμφάνιση

μπλε-γκρίζου πολύ χαρακτηριστική. Κόκκινο στα μάγουλα, στα φρύδια σε

σχήμα αμύγδαλου και στα πόδια.

Προικισμένο με άριστη και λεπτή όσφρηση, με πολύ ωραία, εκφραστική και

βαρύγδουπη φωνή είναι ο ιδανικός ιχνηλάτης για μεγάλα ζώα

(αγριογούρουνο, ελάφι, ζαρκάδι). Χρησιμοποιεί στην ιχνηλασία και τον αέρα

στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ντορός στο έδαφος.

Μικρός Μπλέ Ιχνηλάτης της Γασκώνης (Petiti Bleu de Gascogne)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Το Μικρό Μπλε της Γασκώνης είναι η μεσαία ποικιλία (briquet) του Μεγάλου

από την άποψη των αναλογιών. Γερός και δυνατός σκύλος χωρίς μεγάλο

βάρος. Το ύψος για τα αρσενικά είναι 52-58εκατ. και για τα θηλυκά 50-56

εκατ. Το κεφάλι του είναι πιο ραφιναρισμένο απ’ ότι στο Μεγάλο, αρκετά

μακρύ και περισσότερο ελαφρύ. Το κρανίο του είναι θολωτό με το ινιακό οστό

λιγότερο καθορισμένο. Η μουσούδα είναι ελαφρώς γαμψή. Τ’ αυτιά είναι

λεπτά, με πτυχές, δένουν πολύ χαμηλά στη γραμμή των ματιών και πίσω. Τα

μάτια είναι σκούρα καφέ με βλέμμα γλυκό και μελαγχολικό. Τρίχα κοντή,

αρκετά χοντρή και σφιχτή.Το χρώμα του με μικρές κηλίδες μπλε σε φόντο

άσπρο και μαύρα μπαλώματα, έχει εμφάνιση μπλε-γκρίζου πολύ

χαρακτηριστική. Κόκκινο ή κοκκινωπό στα μάγουλα, στα φρύδια σε σχήμα

αμύγδαλου και στα πόδια. Είναι προικισμένος με άριστη όσφρηση, με πολύ

ωραία και βαρύγδουπη φωνή, πολύ εργατικός και υπάκουος σκύλος,

συνεργάζεται άνετα σε αγέλη και είναι ο ιδανικός ιχνηλάτης για το λαγό, αλλά

και για το ζαρκάδι και το αγριογούρουνο.

Ιχνηλάτης Porcelaine

[79]


Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Τα Porcelaine θεωρούνται μια απ’ τις καλύτερες φυλές για το κυνήγι του

λαγού με παλιά καταγωγή απ’ τα φημισμένα “Blancs du Roy”, που ήταν τα

Μεγάλα Άσπρα Σαιντ Υμπερ της Λορένης. Το όνομα “Porcelaine”

(πορσελάνη) χρονολογείται απ΄τον 19ο αιώνα και το έδωσε ο ρομαντικός

κυνόφιλος Marquis de Foudras. Έχει πολύ καλή ταχύτητα με συνέχεια και

διάρκεια στο ρυθμό και θεωρείται ο γρηγορότερος ιχνηλάτης στην κατηγορία

του. Η φωνή του είναι εντυπωσιακή και η όσφρησή του εξαιρετικά λεπτή, δυο

στοιχεία πολύ σημαντικά σ’ ένα ιχνηλάτη, που τον κατατάσσουν σε σκύλο

πρώτης κλάσης. Στη Γαλλία χρησιμοποιείται στο κυνήγι με όπλο και στο

κυνήγι με άλογα. Κυνηγάει μόνος του ή σε ζευγάρι, αλλά και το ίδιο εύκολα με

αγέλη πολλών σκύλων. Δυνατός και γερός με μεγάλο κυνηγετικό πάθος,

ένας σκύλος με μεγάλη ικανότητα και ευκολία στο ξεσήκωμα και στην

καταδίωξη του λαγού σε όλα τα εδάφη και ιδιαίτερα στα απόκρημνα και

βραχώδη. Το άσπρο χρώμα του διευκολύνει πολύ τον κυνηγό να τον

παρακολουθεί και να τον βλέπει από πολύ μακριά στο σκούρο περιβάλλον

των βουνών και των περιοχών που κυνηγάει. Το αγαπημένο κυνήγι του

Porcelaine είναι ο λαγός, αλλά κυνηγάει άριστα το ζαρκάδι και το

αγριογούρουνο, όπου και χρησιμοποιείται απ’ τους Γάλλους κυνηγούς.

Ο Ιχνηλάτης της Αριέγης (ARIEGEOIS)

Ιδιοσυγκρασία - Κυνηγετικά Χαρακτηριστικά

Υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια στην μεσημβρινή Γαλλία και κυρίως στην

περιοχή της Αριέγης προς τα Πυρηναία. Δημιουργήθηκε από διασταύρωση

του Μπλε της Γασκώνης ή του Γασκώνης Σαιντόνζης με ντόπιους σκύλους

που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί της Αριέγης. Διατηρεί τα φυσικά

χαρακτηριστικά των παραπάνω δυο φυλών, αλλά έχει μικρότερο ύψος και

είναι πιο ελαφρύς. Είναι ένας ιχνηλάτης με πολύ καλή κατασκευή για το κυνήγι

του λαγού, δίνοντας μια εντύπωση ελαφράδας, σβελτάδας και κομψότητας.

Τρυφερός και κοινωνικός σκύλος, έξυπνος και εύκολος στην εκπαίδευση

υπακοής και εργασίας. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η βασική εκπαίδευση πρέπει

να ξεκινάει σε ηλικία 10-12 μηνών σε άγριο λαγό χωρίς τη βοήθεια άλλων

έμπειρων ιχνηλατών. Το Αριέγης δεν χρειάζεται δασκάλους. Τα καταφέρνει

[80]


μόνο του σε διάστημα 3-4 μηνών. Το ύψος για τα αρσενικά είναι 52-58 εκατ.

και για τα θηλυκά 50-56 εκατ.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΗ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

Επιλογή κουταβιού.

Αφού έχουμε καταλήξει στη φυλή που μας ταιριάζει σύμφωνα με την εμπειρία

μας, τον τρόπο που κυνηγάμε, την παρέα μας, τα είδη των θηραμάτων στην

περιοχή μας, την ιδιοσυγκρασία της φυλής και τα χαρακτηριστικά της, το

πρώτο στάδιο είναι η επιλογή του κουταβιού. Πολλοί συνάδελφοι για

διαφόρους λόγους καταφεύγουν στην αγορά έτοιμων ενήλικων σκύλων έναντι

αδράς αμοιβής κυρίως ιχνηλάτες από γειτονικές χώρες, οι οποίοι όταν έλθουν

στην ελληνική πραγματικότητα αδυνατούν να προσαρμοστούν ή είναι

μειωμένης απόδοσης, λόγω φτωχού αριθμού θηραμάτων και ελλείψει

κατάλληλης κυναγωγίας και επαφής με τον νέο ιδιοκτήτη. Ο σωστός κυνηγός

που γνωρίζει και χαίρεται την κυνοφιλία και κυνηγεσία εκπαιδεύει μόνος του

το σκύλο του, δένεται μαζί του από την νηπιακή ηλικία, τον προσαρμόζει στο

περιβάλλον που ζει εκείνος και η οικογένεια του, της οποίας γίνεται

αναπόσπαστο μέλος, και τον εκπαιδεύει από μικρό στην περιοχή όπου θα

κυνηγήσει για να γνωρίζει το έδαφος, τις κλιματολογικές συνθήκες και τα είδη

των θηραμάτων. Θυμάμαι στα Σκόπια που βρισκόμουν μου έλεγαν ιστορίες,

καυχώμενοι πως ξεγελούσαν τους Έλληνες κυνηγούς ή μεσάζοντες που

έρχονταν να αγοράσουν ιχνηλάτες. Τους πουλούσαν 1000 Ευρώ το κάθε

ενήλικο ζώο, με μέσο μισθό σκοπιανού υπαλλήλου 300 Ευρώ. Μου έλεγαν

λοιπόν ότι είχαν στα κλουβιά λαγούς εν αιχμαλωσία, από βραδύς άφηναν το

λαγό στους δίπλα λόφους ή χωράφια όπου θα έκαναν τη δοκιμή του σκύλου,

την άλλη μέρα πήγαιναν τον ιχνηλάτη με τον αγοραστή στο μέρος εκείνο που

ο ήμερος λαγός λιγοστά κόλπα είχε κάνει, οπότε εύκολα ακόμη ένας κάτω του

μετρίου σκύλος ξεφώλιαζε, οπότε ο αγοραστής ενθουσιασμένος τον αγόραζε.

Πέραν τούτου, όπως περιέγραψα σε άλλο κεφάλαιο ο πληθυσμός των λαγών

ήταν τέτοιος που εγώ εκεί δεν χρειαζόμουν σκύλο…πως λοιπόν να αποδώσει

σκύλος μαθημένος σε τέτοιο πληθυσμό ερχόμενος στη χώρα μας όπου οι

λαγοί ευρίσκονται ένας σε κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο; Απο την πλευρά μου

δεν συνιστώ την αγορά έτοιμου σκύλου, ούτε δείκτη, ούτε ιχνηλάτη.

Ο κανόνας για την αναπαραγωγή επιτυχημένων απογόνων σε ερασιτεχνική

βάση από τους ίδιους τους κυνηγούς, θα πρέπει οι γεννήτορες ο μεν

αρσενικός να βρίσκεται στην κατηγορία του αρίστου, ο δε θηλυκός του πολύ

καλού. Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα αρκετά κυνοτροφεία που διαθέτουν

καλούς γεννήτορες και παράγουν σε επαγγελματικό επίπεδο, κουτάβια με

πιστοποιητικά κληρονομικότητας και γεννεολογικού δένδρου (pedigree)

σύμφωνα με τα κατοχυρωμένα χαρακτηριστικά της κάθε φυλής. Η

αναπαραγωγή σε προσωπικό επίπεδο με ζευγαρώματα σκύλων κυνηγών

μπορεί να είναι επιτυχημένη εάν διατίθενται καθαρόαιμοι γεννήτορες κατά τον

κανόνα που αναφέρθηκε. Προσοχή μεγάλη στις επιμιξίες, η οποία έχει

παρεξηγηθεί από τους Έλληνες κυνηγούς, βλέπουμε ζευγαρώματα ιχνηλατών

με δείκτες για να αποκτήσουν οι απόγονοι και τα χαρακτηριστικά των δύο

φυλών κατά την εσφαλμένη άποψη τους. Η μοναδική σήμερα ελληνική φυλή

του ιχνηλάτη (Γκέκα) αμφιβάλλω εάν έχει διατηρηθεί καθαρή από τις επιμιξίες

στο διάβα του χρόνου, που έκαναν οι Έλληνες ιδιοκτήτες. Υπάρχει βέβαια και

ο αντίλογος και ο ίδιος έχω γνωρίσει ημίαιμους κυνηγετικούς σκύλους

άριστους, αλλά αυτό κατά την άποψή μου δεν αποτελεί κανόνα και είναι

[81]


σπάνιο γεγονός. Η κληρονομικότητα και η διαμέσου των γονιδίων μεταφορά

των χαρακτηριστικών των γεννητόρων είναι επιστημονικά αποδεδειγμένη και

δεν αμφισβητείται.

Αφού λοιπόν έχουμε κατά νου τα παραπάνω εκτεθέντα, γνωρίζουμε τους

γεννήτορες ή με επίσκεψη στο κυνοτροφείο τους είδαμε μορφολογικά και

εργασιακά, το επόμενο βήμα μας είναι η επιλογή του κουταβιού από τη γέννα.

Η επιλογή του καλύτερου κουταβιού γίνεται εφόσον τα κουτάβια είναι δύο

μηνών κοντά στη μάννα και αν είναι δυνατόν να γίνουν τριών ή και τεσσάρων

μηνών. Ξεχωρίζουμε το πιο ζωηρό, το πιο έξυπνο, αυτό που έχει τόλμη και οι

κινήσεις του είναι γρήγορες, τα μάτια του σπινθηροβόλα χωρίς μαλθακότητα.

Βασικό να έχει έντονα τα χρώματα της φυλής (μαύρο, πύρινο κλπ). Επίσης αν

το τοποθετήσουμε ανάσκελα και το πιέσουμε στην κοιλιά πρέπει να αγωνιστεί

– παλέψει για να σταθεί ξανά στα πόδια του.Το κουτάβι πρέπει να αγωνίζεται

και να παλεύει με τα άλλα για την διεκδίκηση κάθε αντικειμένου, κόκκαλου

κλπ. Εάν τα καλέσουμε κοντά μας, το πρώτο που άφοβα μας πλησιάσει είναι

καθαρό από τυχόν φοβίες που αργότερα εκδηλούμενες δύσκολα

διορθώνονται. Θα πρέπει να ακολουθεί, κυνηγά ότι κινείται στο οπτικό του

πεδίο, επίσης να δαγκώνει στη μυρωδιά θηράματος (λαγοπόδαρο, δέρμα

λαγού, κάλτσα με φτερά ορτυκιού, μπεκάτσας κλπ).

Βασική Εκπαίδευση - Ονομασία

Για την ονομασία μας συμβουλεύει ο Ξενοφών «τὰ δ᾽ ὀνόματα αὐταῖς τίθεσθαι

βραχέα, ἵνα εὐανάκλητα ᾖ. εἶναι δὲ χρὴ τοιάδε: Ψυχή, Θυμός, Πόρπαξ, Στύραξ, Λογχή,

Λόχος, Φρουρά, Φύλαξ, Τάξις, Ξίφων, Φόναξ, Φλέγων, Ἀλκή, Τεύχων, Ὑλεύς, Μήδας,

Πόρθων, Σπέρχων, Ὀργή, Βρέμων, Ὕβρις, Θάλλων, Ῥώμη, Ἀνθεύς, Ἥβα, Γηθεύς, Χαρά,

Λεύσων, Αὐγώ, Πολεύς, Βία, Στίχων, Σπουδή, Βρύας, Οἰνάς, Στέρρος, Κραύγη, Καίνων,

Τύρβας, Σθένων, Αἰθήρ, Ἀκτίς, Αἰχμή, Νόης, Γνώμη, Στίβων, Ὁρμή. ἄγειν δὲ τὰς σκύλακας

ἐπὶ τὸ κυνηγέσιον, τὰς μὲν θηλείας ὀκταμήνους, τοὺς δὲ ἄρρενας δεκαμήνους: πρὸς δὲ τὰ

ἴχνη τὰ εὐναῖα μὴ λύειν, ἀλλ᾽ ἔχοντα ὑφημμένας μακροῖς ἱμᾶσιν ἀκολουθεῖν ταῖς κυσὶν

ἰχνευούσαις, μεταφρ.Πρέπει να τους δίνει ονόματα σύντομα, εύηχα για να μπορεί να τα

φωνάζει εύκολα. Πρέπει να είναι τέτοια όπως Ψυχή, Θυμός, Πόρπαξ, Στύραξ, Λόγχη, Λόχος,

Φρουρά, Φύλαξ, Τάξις, Ξίφων, Φόναξ, Φλέγων, Αλκή, Τεύχων, Υλεύς, Μήδας, Πόρθων,

Σπέρχων, Οργή, Βρέμων, Ύβρις, Θάλλων, Ρώμη, Ανθεύς, Ήβα, Γηθεύς, Χαρά, Λεύσσων,

Αυγώ, Πολύς, Βία, Στίχων, Σπουδή, Βρύας, Οινάς, Στερρός, Κραύγη, Καίνων, Τύρβας,

Σθένων, Αιθήρ, Ακτίς, Αιχμή, Νόης, Γνώμη, Στίβων, Ορμή. Τα νεαρά σκυλιά πρέπει να τα

οδηγεί στο κυνήγι, τα θηλυκά όταν γίνουν οκτώ μηνών και τα αρσενικά όταν γίνουν δέκα…»

Ξενοφών Κυνηγετικός

Μικρά σύντομα ονόματα με πολλά φωνηέντα για να ακούγεται το όνομα

εύκολα λοιπόν. Το κουτάβι μας μέχρι την ηλικία των 6 μηνών πρέπει να έχει

μάθει τρείς εντολές, ΕΛΑ-ΚΑΤΩ-ΜΗ.

Από την ηλικία των τριών μηνών όταν το κουτάβι είναι νηστικό παίζουμε το

κρυφτούλι, δηλαδή καθώς μας ακολουθεί απομακρυνόμαστε και κρυβόμαστε,

όταν μας βρει αφού γονατίσουμε του προσφέρουμε μια λιχουδιά την οποία

πρέπει να πάρει από την παλάμη μας λέγοντας την εντολή ΕΛΑ. Κάθε φορά

που είναι να το ταΐσουμε το φωνάζουμε και αφού πάρει φαγητό από την

παλάμη μας μετά το ταΐζουμε. Πολλές επαναλήψεις πάντα επιβραδύνοντας,

πρώτα με λιχουδιές και μετά μόνο χάδια και γλυκόλογα. Είναι το γνωστό

«κάλεσμα» η βασικότερη εντολή στην κυνηγεσία, σκύλος που τον καλεί ο

ιδιοκτήτης και δεν ανταποκρίνεται είναι αποτυχημένος, όσο καλός και να είναι.

Ίσως να δικαιολογείται ανυπακοή μόνο όταν υπάρχει εμπλοκή με το θήραμα

(δίωξη, φέρμα) οπότε υπερισχύει το πάθος και η μανία του, των δικών μας

εντολών. Άλλη περίπτωση δεν δικαιολογείται. Σφύριγμα, φωνή, όνομα,

σφυρίχτρα κλπ ανάλογα πως έχουμε εφαρμόσει την εντολή καλέσματος

επαναλαμβάνεται και ελέγχεται η επαναφορά του σκύλου μας κοντά μας, εν

[82]


παντί τιμήματι. Την αξία της εντολής αυτής θα την εκτιμήσουμε στην

δυνατότητα ελέγχου του σκύλου μας αργότερα επεμβαίνοντας στον τρόπο

εργασίας του, που κατά βάση πρέπει να μην απομακρύνεται και να διατηρεί

οπτική επαφή μαζί μας.

Μέχρι την ηλικία των 6 μηνών πρέπει να το οδηγούμε βαδίζοντας με τον

«οδηγό–λουρί» δίπλα μας στην τοποθεσία που θέλουμε χωρίς κόπο. Αφού

έχουμε τοποθετήσει περιλαίμιο στο κουτάβι μας και το κρατάμε από τον

οδηγό πιέζουμε τη ράχη του στη θέση της λεκάνης δίνοντας την εντολή ΚΑΤΩ.

Όταν καθίσει το κουτάβι μας το επιβραβεύουμε με λιχουδιά κάνοντας 4-5

επαναλήψεις στη διάρκεια της μέρας.

Έχοντας βρει μέρος όπου θα πηγαίνουμε το κουτάβι μας για βόλτα, συνήθως

άδεια οικόπεδα, χωράφια κλπ το δένουμε με τον οδηγό, τραβώντας το μαλακά

και λέγοντας διαρκώς τη λέξη ΜΑΖΙ – ΜΑΖΙ. Εύκολα θα συνηθίσει το λουρί

χαιρόμενος την έξοδο στην ύπαιθρο. Κατά την πορεία μας κάνουμε

τράνταγμα δυνατό στο λουρί, απαγορευτικό, λέγοντας την εντολή ΜΗ, εάν

πάει να κυνηγήσει κόττα, γάτα κλπ ή να μπει σε μέρος που δεν θέλουμε,

έχοντας πάντα στις εντολές μας άγριο, κοφτό επιτακτικό τρόπο, ενώ το

κοιτάμε απειλητικά στα μάτια. Η χρήση τιμωρίας με ελαφρά χτυπήματα με μια

εφημερίδα τυλιγμένη όταν απειθαρχεί και είναι ανυπάκουο, αλλά ποτέ με το

χέρι, επιβάλλεται. Με τη βόλτα σε ανοικτό έδαφος αφού έχουμε επιτύχει το

κάλεσμα σε περιφραγμένο μέρος, το επαναλαμβάνουμε τώρα στο ύπαιθρο,

όπου οι προκλήσεις, όπως οι εξερευνήσεις του σκύλου και οι αναδιδόμενες

μυρωδιές, είναι πολλές και τον προτρέπουν σε ανυπακοή. (Είναι απίστευτο

πως τα ζώα συνδέουν τους ήχους με το επακόλουθο γεγονός, τους δύο

τελευταίους ιχνηλάτες που εκπαίδευσα τους έβγαζα βόλτα με μεταλλικούς

οδηγούς – αλυσίδες, κάθε φορά χτυπούσα μεταξύ τους τις αλυσίδες να

κάνουν θόρυβο όταν πήγαινα στο περίκλειστο να τους πάρω, μετά από

μερικές εξόδους ακούγοντας από μακριά τον ήχο κουνούσαν τις ώρες

χαρούμενα γρυλλίζοντας και περιμένοντας στην πόρτα. Είναι σε όλους μας

γνωστή η ιστορία των ίππων που ταξίδευαν με τα οπλιταγωγά στο μέτωπο

και δεν τους έδιναν τροφή για να μην κοπρίζουν στο πλοίο, οπότε την

συνηθισμένη ώρα χτυπούσαν τις οπλές τους στο κατάστρωμα ζητώντας

τροφή,.την οποία έπαιρναν από τους ημιονηγούς με σάλπισμα, δόθηκε τότε η

εντολή στους απελπισμένους ημιονηγούς που δεν ήξεραν τι να κάνουν,

«σαλπίσατε τροφή των ίππων», οι οποίοι επαψαν να θορυβούν αναμένοντες την

τροφή και καθ όλη τη διαδρομή δέχονταν μόνο σαλπίσματα αντί τροφής.) Το

ίδιο βέβαια και για το ανέβασμα στο αυτοκίνητο ή το τρέιλερ. Μου πήρε

αρκετό χρόνο και κόπο να εκπαιδεύσω ένα επανιέλ με κροτοφοβία και

ανθρωποφοβία, με το οποίο πήρα το πρώτο βραβείο σε ερασιτεχνικούς

αγώνες στη Ξάνθη. Αγόρασα πιστολάκι με καψύλια, που παίζουν τα παιδιά,

το έβγαζα σε αγορασμένα ορτύκια πυροβολώντας όταν τα έβρισκε, στην αρχή

ακόμη και με τον μικρό θόρυβο μαζεύονταν, έδεσα φτερά μπεκάτσας σε

καλάμι με πετονιά και κάθε μέρα τα φερμάριζε ρίχνωντας πιστολιές με τα

καψύλια, μετά από πολλές επαναλήψεις χρησιμοποίησα πιστόλι θορύβου 120

ντεσιμπέλ, πηγαίνοντας πλέον σε άγριο θήραμα με πολλές

εξόδους..συνδύασε το θόρυβο του όπλου με το θήραμα, όταν άκουγε

τουφεκιές όρθωνε τα αυτιά του να δει που είναι το θήραμα, μόλις έπεφταν

κεραυνοί ή έκανε βολή το πυροβολικό εδώ δίπλα, δεν ήξερε που να κρυφτεί,

λαχάνιαζε από το φόβο του, την κροτοφοβία δεν την απέβαλε, απλώς

συνδύασε το θόρυβο της τουφεκιάς με το θήραμα, κυνήγησα 10 χρόνια με

[83]


αυτό..η επιμονή μου και υπομονή μου τελικά επιβραβεύθηκε, όλα τα ζώα

εκπαιδεύονται το ζήτημα είναι να επιλέγουμε αυτά της «ήσσονος

προσπαθείας».

Η Μπρίτα του γράφοντα με κροτοφοβία και ανθρωποφοβία με το χρυσό βραβείο σε

ερασιτεχνικούς αγώνες.

Η βασική εκπαίδευση απαιτεί κατάλληλη τεχνική, υπομονή, επιμονή, και

διάθεση χρόνου, σκύλος που εύκολα δέχεται τη βασική εκπαίδευση έχει

πολλές πιθανότητες να επιτύχει στην ειδική που θα ακολουθήσει.

1. ΔΕΙΚΤΕΣ

Έχοντας με επιτυχία περάσει τη βασική εκπαίδευση που κυρίως αφορά την

πειθαρχία, το κάλεσμα, την άνοδο στο αυτοκίνητο και την χρήση του οδηγού

για την χειραγώγηση του σκύλου, παράλληλα αρχίζουμε την ειδική

εκπαίδευση η οποία θα αποτελεί μέρος της ημερήσιας εκπαίδευσης του

σκύλου με συνεχείς επαναλήψεις, όχι όμως πάνω από 4-5 φορές.

Ο κυνηγός με δείκτες πάντοτε έχει φυλάξει τα φτερά από μπεκάτσες, τα

πούπουλα ορτυκιών που θήρευσε, κάποιο λαγοπόδαρο από φίλο, δέρμα

λαγού κλπ. Για την κροτοφοβία και τον εθισμό του σκύλου με το όπλο,

διαθέτει μικρό πιστολάκι με καψύλια που είναι πολύ φθηνό. Μερικοί φίλοι

βγάζουν το σκύλο στο χωράφι και πυροβολούν με το όπλο, φυσικό ο σκύλος

να φοβηθεί και να τραπεί σε φυγή, μη γνωρίζοντας τι είναι ο υπόψη θόρυβος.

Πρώτη επαφή με μυρωδιά θηράματος. Αφού το σκυλάκι μας είναι 4 μηνών

και ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση που είπαμε, παίρνουμε ένα καλάμι 1-1,5

μ και χρησιμοποιώντας πετονιά ψαρέματος δένουμε στην άκρη το φτερό μιας

μπεκάτσας, ή ενός περιστεριού εάν έχουμε ή ένα λαγοπόδαρο. Αρχίζουμε να

το σέρνουμε σιγά στο έδαφος κουνώντας το με μικρά πηδηματάκια

προκαλώντας την προσοχή του κουταβιού. Εάν έχει θηρευτικά ένστικτα θα

ορμήσει να το πιάσει, το τραβάμε απότομα και δεν το αφήνουμε. Πάλι το

προσγειώνουμε πιο πέρα και το τραβάμε, το κουτάβι πάλι θα ορμήσει, ίδιο

παιχνίδι..θα αρχίσει να μανιώνετε που δεν μπορεί να πιάσει το φτερό και τότε

από τη φύση του θα αλλάξει τακτική, προσεγγίζοντας τώρα προσεκτικά και

σταματώντας (φερμάροντας) όταν δει ότι εμείς κουνάμε το φτερό έτοιμο να

φύγει. Μερικές φυλές όπως τα σέττερ, πόϊντερ από 3-4 μηνών στήνονται

ακίνητα δείχνοντας το θήραμα, οι ηπειρωτικές φυλές (επανιέλ, κούρτσχαρ)

λίγο αργότερα. Εάν το κουτάβι μας φέρμαρε του λέμε σιγανά και συνεχώς τη

λέξη «φέ-ρμα, φέ-ρμα..» και εάν μπορούμε το χαϊδεύουμε στη πλάτη…κάποια

στιγμή θα σπάσει τη φέρμα και θα ορμήσει στο φτερό..το τραβάμε και δεν το

αφήνουμε να το πιάσει…Κάνουμε την άσκηση αυτή για 1-2 εβδομάδες, μετά

ενώ το σκυλάκι φερμάρει το φτερό, παίρνουμε το πιστολάκι και όταν στήνεται

ρίχνουμε ένα καψύλιο, κάθε φορά που κάνουμε φτερό, πυροβολούμε με το

[84]


πιστολάκι. Σε 1-2 εβδομάδες, εάν πυροβολήσουμε χωρίς το φτερό θα δούμε

το σκυλάκι να αναζητεί με το βλέμμα που είναι το φτερό..έχει συνδυάσει

πλέον το θήραμα με τον ήχο. Παίρνουμε μερικά φθηνά φυσίγγια και βγάζουμε

τα σκάγια, γεμίζοντας τη θέση τους με βαμβάκι ή χαρτί υγείας, εάν διαθέτουμε

δίκαννο ακόμη καλύτερα, βάζουμε δυό τέτοια άσφαιρα, στην καραμπίνα μόνο

ένα τη φορά. Τώρα αντί για το πιστολάκι χρησιμοποιούμε το όπλο που

αυξήθηκε μεν ο θόρυβος αλλά δεν είναι κανονικός, το σκυλάκι μας σε λίγο

όταν θα βλέπει να παίρνουμε το όπλο θα τρέχει να δει που είναι το φτερό.

Έτσι συνδυάζοντας θήραμα και θόρυβο δεν υπάρχει πιθανότητα να

αποτύχουμε, ακόμη και κροτοφοβικό σκυλί που διαθέτει κυνηγετικά γονίδια θα

συνηθίσει υπερτερώντας το πάθος του τον φόβο εάν έχουμε υπομονή, και

μου έτυχε τέτοιο περιστατικό όπως έχω προαναφέρει.

Επαναφορά ή απόρτ – Μαλακό στόμα. Σε ηλικία 5-6 μηνών αφού με τη

φέρμα το εκπαιδεύουμε παίρνουμε μια χοντρή κάλτσα, ένα κομμάτι ακιδωτό

σύρμα περίφραξης το οποίο το κάνουμε μια μπάλα όσο η γροθιά μας

βάζοντάς το μέσα στην κάλτσα την οποία γεμίζουμε με πούπουλα ορτυκιού ή

μπεκάτσας, εάν έχουμε και δύο φτερά τα δένουμε σταθερά πάνω στην

κάλτσα, φτιάχνοντας ένα κανονικό ομοίωμα πουλιού. Το σκυλάκι μας έχοντας

αντιληφθεί τη μυρωδιά του θηράματος από την άσκηση της φέρμας, μόλις το

πετάξουμε λέγοντάς του «απόρτ» θα τρέξει να το πιάσει. Γονατίζουμε κάτω

λέγοντας «φέρτο» ή «εδώ ή έλα», την εντολή του καλέσματος, εάν μας το

φέρει με την πρώτη το χαϊδεύουμε επαινώντας το λέγοντας «μπράβο» …και

το παίρνουμε από το στόμα του λέγοντας «άστο..άστο». Εάν διαθέτουμε

μεγαλύτερο σκυλί που απορτάρει..δένουμε το μικρό να βλέπει τη διαδικασία

που κάνει το μεγάλο και μετά το βάζουμε μόνο του να απορτάρει. Αφού μέσα

στη αυλή φέρνει το ομοίωμα και το αφήνει από το στόμα του (το ακιδωτό

σύρμα έχει κάνει τη δουλεία του, πονώντας το όταν το σφίγγει) αρχίζουμε να

το πετάμε σε πιο δύσκολα μέρη αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας. Εάν έχουμε

δίπλα μας χέρσο χωράφι με θάμνους το πετάμε εκεί…βοηθώντας το εάν δεν

το βρίσκει ..λέγοντας «ΕΔΩ, ΕΔΩ..» εάν το βρει ¨μπράβο..φέρτο κλπ».

Πηγαίνοντας σε σφιχτά μέρη ρίχνουμε το ομοίωμα και μπαίνουμε και εμείς οι

ίδιοι μέσα εάν δειλιάζει να μπεί…έτσι αρχίζουμε την επαφή και τον εθισμό του

με το «σφικτό και θαμνώδες έδαφος», σε κάθε βόλτα μας έχουμε μαζί το

ομοίωμα που του το πετάμε σε όλο πιο δύσκολο μέρος. Με την άσκηση αυτή

δοκιμάζουμε την επαναφορά, το μαλακό στόμα, την ανεύρεση και τον εθισμό

του σε θαμνώδες έδαφος, πολύ σημαντική και το εξασκούμε όσο περισσότερο

γίνεται ακόμη και εάν έχει αρχίσει να βγαίνει στο κυνήγι.

Ζωντανό θήραμα – ανίχνευση. Αγοράζουμε από εκτροφείο 3-4 ορτύκια τα

οποία τα έχουμε στο κλουβί. Όταν είναι περίπου 6 μηνών, κάνουμε ένα

μεγάλο οδηγό ή σχοινί 6-7 μέτρα, παίρνουμε το ορτύκι χωρίς να το αντιληφθεί

το σκυλί στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε σε ανοιχτό χέρσο χωράφι με χορτάρι

αρκετά ψηλό (20-30 εκ). Ενώ ο σκύλος είναι στο τρέιλερ του δίνουμε να

μυρίσει το πουλί χωρίς να το πιάσει. Αφήνουμε το ορτύκι στο έδαφος και με

ένα ξύλο το ωθούμε να περπατήσει όσο γίνεται περισσότερο, εάν έχουμε

κάποιον συνάδελφο παίρνει το όπλο με τα άσφαιρα και κάθεται πιο πέρα. Με

το μακρύ σχοινί κατεβάσουμε το σκύλο και του λέμε « ψάξε, πάρτο» ή ότι

άλλο μας ταιριάζει ως εντολή ιχνηλασίας ή ανεύρεσης. Ο σκύλος αμέσως θα

εντοπίσει τη βαρειά μυρωδιά του ήμερου ορτυκιού και θα αρχίσει ανυπόμονος

να το ψάχνει. Όταν το εντοπίσει τον κρατάμε με το σχοινί να μην το πιάσει

λέγοντας «φέ-ρμα, φέ-ρμα» εάν από μόνος του φερμάρει ακόμη καλύτερα,

[85]


εάν όχι τον κρατούμε με το σχοινί, ο φίλος μας ρίχνει τον πυροβολισμό όταν ο

σκύλος εντοπίσει το πουλί. Την άσκηση με το ήμερο ορτύκι την κάνουμε 4-5

φορές. Από εδώ και πέρα είναι έτοιμος να ανιχνεύσει στην ύπαιθρο. Τον

βγάζουμε 2-3 φορές την εβδομάδα σε ανοιχτό έδαφος εκτελώντας όλες τις

εντολές που μάθαμε, ιδίως το κάλεσμα όταν ανοίγεται, καλό είναι

χρησιμοποιώντας το χέρι μας να τον καθοδηγούμε δείχνοντας το μέρος που

επιθυμούμε να ψάξει λέγοντας «εκεί – εκεί»…Με το πιστολάκι στη τσέπη, εάν

υπάρχουν ορτύκια στην περιοχή αρχίζουμε τις εξορμήσεις πάντα μόνοι μας

και όχι με άλλα σκυλιά. Η πολιτική ότι θα το βγάλω με τα μεγάλα να ξεκινήσει

είναι λάθος…θα περιμένει να ανακαλύψουν τα μεγάλα το θήραμα για να γίνει

αυτός κομπάρσος. Το δίδυμο κυναγωγός – σκύλος και η απόκτηση

εμπιστοσύνης στο αφεντικό που τον εξουσιάζει, του δίνει εντολές και τον

επιβραβεύει, σπάει με την ύπαρξη και άλλων σκύλων. Στη Γαλλία που

βρέθηκα, επισκέφθηκα εκπαιδευτήριο σκύλων δεικτών μεγάλων εκτροφείων,

κυρίως επανιέλ που αποτελεί την εθνική τους φυλή. Είχαν περίκλειστη με

ψηλούς φράκτες θαμνώδη έκταση, με δίχτυ στην οροφή και μέσα βρίσκονταν

φασιανοί και πεδινές πέρδικες. Στην ηλικία των 4 μηνών πήγαιναν τα

κουταβάκια με μακρύ λουρί να έλθουν σε επαφή με το θήραμα και να το

ξεφωλιάζουν κρατώντας τα να μην το πιάνουν. Μετά τα έβγαζαν στο ανοιχτό

έδαφος χρησιμοποιώντας τα ειδικά κλουβιά με τα περιστέρια και το σχοινάκι

απελευθέρωσης, όταν το σκυλί φερμάριζε έδεναν το σκυλί που κάθονταν στη

φέρμα και έριχναν τον πυροβολισμό με το άνοιγμα του καμουφλαρισμένου

κλουβιού με το περιστέρι, απαγορεύοντας έτσι το σκυλί να κυνηγήσει το

απελευθερούμενο θήραμα μαθαίνοντάς το να μην κυνηγά το ξεφωλιασμένο

πουλί. Πολλοί έχουμε δει σε κινηματογραφημένα ντοκιμαντέρ την τεχνική αυτή

και εμείς οι ερασιτέχνες δύσκολα μπορούμε να κάνουμε και κατά την άποψη

μου δεν αξίζει την προσπάθεια, αφήνοντας το πουλί να φύγει αρκετά από το

σκυλί το πυροβολούμε, αποφεύγοντας ενδεχόμενο τραυματισμό του σκύλου.

Βέβαια ήταν επαγγελματική εκπαίδευση που ο σκύλος ακολουθούσε και

αποφοιτούσε με πτυχίο όπως οι μαθητές. Η αγορά «αποφοίτων» σκύλων

επανιέλ ήταν πανάκριβη, 3000-6000 Γαλ. φράγκα, των δε ξεκινημένων

«ντεμπουρέ» 1500 γαλλικά φράγκα που πλήρωσα για να πάρω τον

«ΝΟΡΙΚ», και βέβαια ήταν 8 μηνών και χρειάστηκε περίπου άλλο τόσο

διάστημα εκπαίδευσης βασικής και ειδικής.

Σε γενικές γραμμές φίλοι μου έγραψα την δική μου εμπειρία αναφορικά με την

εκπαίδευση του δείκτη, και που η ευρεσιτεχνία κάθε συναδέλφου προς τη

σωστή κατεύθυνση είναι αποδεκτή. Εάν ο σκύλος έχει καλά γονίδια, εμείς

επιμονή, μεράκι και υπομονή, διαθέτοντας χρόνο και κόπο θα έχουμε

ανταμοιβή των κόπων μας. Να έχουμε κατά νου ότι ο σκύλος είναι όπως ο

ποδοσφαιριστής, εάν δεν πηγαίνει τακτικά στην προπόνηση δεν βελτιώνεται.

Τα ενδημικά θηράματα, όπως η πέρδικα που αφήνει βαρειά μυρωδιά,

εντοπίζοντας πρώτα εμείς τα λημέρια της και δίνοντας στο σκύλο με το χέρι

μας στη μύτη του τις κουτσουλιές λέγοντας «πάρτο, εδώ είναι κλπ» και από

τον Απρίλιο το ορτύκι, είναι το γήπεδο όπου θα προπονείται ο σκύλος.

Θυμάμαι είχα ένα επανιέλ που πηγαίνοντας το πρωί στον κάμπο που

κελαηδούσαν τα ορτύκια, το είχα μάθει με την εντολή «άκου..άκου» να τα

αντιλαμβάνεται με το κελάηδημα, πολλοί περδικοκυνηγοί έχουν μάθει τα

σκυλιά τους να ακούν και να αντιλαμβάνονται τα πρωινά κρωξίματα της

πέρδικας.

2. ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ

[86]


«ἐπειδὰν δὲ περὶ τὸν λαγῶ ὦσι, δῆλον ποιήσουσι τῷ κυνηγέτῃ σὺν ταῖς

οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα συνεπικραδαίνουσαι, πολεμικῶς ἐπιφερόμεναι,

φιλονίκως παραθέουσαι, συντρέχουσαι φιλοπόνως, συνιστάμεναι ταχύ,

διιστάμεναι, πάλιν ἐπιφερόμεναι: τελευτῶσαι δὲ ἀφίξονται πρὸς τὴν εὐνὴν

τοῦ λαγῶ, καὶ ἐπιδραμοῦνται ἐπ᾽ αὐτόν. ὁ δ᾽ ἐξαίφνης ἀνᾴξας [ἐφ᾽ αὑτὸν]

ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγὴν φεύγων. ἐμβοάτω δὲ αὐτῷ

διωκομένῳ Ἰὼ κύνες, ἰώ, καλῶς, σοφῶς γε ὦ κύνες. καὶ κυνοδρομεῖν

περιελίξαντα ὃ ἀμπέχεται περὶ τὴν χεῖρα καὶ τὸ ῥόπαλον ἀναλαβόντα κατὰ

τὸν λαγῶ, καὶ μὴ ὑπαντᾶν: ἄπορον γάρ. ὁ δὲ ὑποχωρῶν ταχὺ ἐκλείπων τὴν

ὄψιν πάλιν περιβάλλει : =

Και όταν φτάσουν κοντά στο λαγό το δείχνουν στον

κυνηγό κουνώντας τις ουρές και ολόκληρο το σώμα τους μαζί, ορμώντας με μένος,

συναγωνιζόμενα στο τρέξιμο το ένα το άλλο, τρέχοντας φιλόπονα όλα μαζί,

πλησιάζοντας το ένα το άλλο γρήγορα και πάλι χωρίζοντας και πάλι ορμώντας

μπροστά. Στο τέλος φτάνουν στη φωλιά του λαγού και ορμούν πάνω του. Εκείνος

ξεκινώντας ξαφνικά θα φύγει προκαλώντας τα γαβγίσματα και τα ουρλιαχτά των

σκύλων. Ο κυνηγός καθώς ο λαγός καταδιώκεται πρέπει να φωνάζει: "Εμπρός,

σκυλιά, πολύ ωραία, πολύ έξυπνα, σκυλιά, πολύ καλά, σκυλιά". Και τυλίγοντας γύρω

από το χέρι του αυτό που φορά και σηκώνοντας το ρόπαλο να τρέχει μαζί με τα σκυλιά

εναντίον του λαγού και να μην προσπαθεί να βγει μπροστά του, γιατί είναι άχρηστη

τέτοια προσπάθεια. Ο λαγός υποχωρώντας χάνεται γρήγορα από τα μάτια τους, αλλά

τις περισσότερες φορές γυρίζει πάλι στο σημείο που βρέθηκε» Ξενοφών κυνηγετικός

Ο Ξενοφών δίνει ορισμένες πληροφορίες για την κυνηγεσία σύμφωνα πάντοτε

με τον τρόπο θήρευσης της εποχής του. Αφιερώνει μεγάλο μέρος του έργου

του στον λαγωνικό ιχνηλάτη και στο κυνήγι του λαγού, που παρουσίαζε από

τις μέρες του τις μεγαλύτερες δυσκολίες και την μεγαλύτερη πρόκληση κάθε

είδους ιχνηλατών.

Έτσι και στο παρόν τμήμα θα αναφερθώ στην εκπαίδευση του ιχνηλάτη

«φρέσκου ντορού», δηλαδή για τα ελληνικά δεδομένα στην ιχνηλασία του

λαγού.

Αφού έχουμε επιλέξει το κουτάβι μας από άριστους γονείς όπως προανέφερα

και έχει ακολουθήσει τη βασική εκπαίδευση στην πειθαρχία, κάλεσμα,

κυναγωγία, κ.λ.π αρχίζουμε την ειδική εκπαίδευση.

Όπως και στους σκύλους δείκτες, ο λαγοκυνηγός έχει τα εκπαιδευτικά του

σύνεργα. Κρατάει τα πόδια, τα αυτιά, και το δέρμα του λαγού που το τεντώνει

με καλαμάκια στον ήλιο γυρίζοντάς το ανάποδα. Επίσης διαθέτει κλούβα με

κουνέλια το δυνατόν πιο άγρια και εάν είναι τυχερός μπορεί να αγοράσει ένα

λαγό, και έτσι αποφύγει τις επισκέψεις σε εκπαιδευτήριο που θα του βγουν

πιο ακριβά.

Σε ηλικία 4 μηνών αρχίζουμε την ειδική εκπαίδευση του ιχνηλάτη μας, εάν

διαθέτουμε περιφραγμένη αυλή, κτήμα, αμπελώνα κλπ είναι το ιδανικό.

Δένουμε το σκυλάκι και παίρνουμε το μικρότερο κουνέλι, βάζοντάς το στη

μύτη του να το μυρίσει και το αφήνουμε πιο πέρα ελεύθερο να περπατήσει

κυνηγώντας το να κρυφτεί. Εάν ο ιχνηλάτης έχει κυνηγετικά ένστικτα και καλά

γονίδια θα τον δούμε να ορθώνει τα αυτιά του, να παρατηρεί το κουνέλι και να

τεντώνεται στην αλυσίδα να απελευθερωθεί να πιάσει το κουνέλι, εάν είναι

αδιάφορος τότε οι πρώτες ενδείξεις μας λένε ότι η επιλογή μας απέτυχε. Μετά

αφήνουμε το σκυλάκι που θα το δούμε να αρχίσει να βάζει τη μύτη του στο

χώμα ιχνηλατώντας το κουνέλι, εάν το βρει και το ξεφωλιάσει τότε θα το

ακούσουμε για πρώτη φορά να κλαφουνάει και να διώκει το κουνέλι. Εάν το

κουνέλι είναι άγριο θα το κυνηγήσει κάμποσο μέσα στην αυλή ή στον κήπο,

εάν δεν είναι, θα το πιάσει…Τρέχουμε και το παίρνουμε από το στόμα του,

χαϊδεύοντας το σκυλάκι και επιβραβεύοντας με κάποια λιχουδιά. Εάν έχει

[87]


πάθος θα το δούμε να σκαρφαλώνει πάνω μας να πηδάει να πιάσει το

κουνέλι. Εάν θέλουμε την ώρα της δίωξης του κουνελιού με το πιστολάκι

ρίχνουμε ώστε να συνδυάσει το θήραμα με το κρότο. Συνήθως οι ιχνηλάτες

δεν έχουν πρόβλημα κροτοφοβίας γιατί οι τουφεκιές στο λαγό είναι σπάνιες

και μακριά από το σκύλο, εν αντιθέσει με τους δείκτες που πέφτουν

πολλαπλοί δίπλα τους. Επαναλαμβάνουμε 3-4 φορές την εβδομάδα την

άσκηση με το κουνέλι αφήνοντας το κουνέλι περισσότερο χρόνο στην αυλή ή

στο κήπο να κάνει ίχνη αλλά να μην το βλέπει ο ιχνηλάτης και το εντοπίζει με

το μάτι. Παράλληλα σαν παιχνίδι αφού γεμίσουμε το δέρμα ενός λαγού με

άχυρο, βαμβάκι ή ξερά χόρτα το ράβουμε με τη σακοράφα κάνοντας ομοίωμα

του λαγού. Δένοντάς το σε ένα ξύλο με σύρμα το σέρνουμε αφήνοντας

ελεύθερο το σκυλί να το κυνηγήσει για να το πιάσει. Εάν έχει πάθος θα

ορμήσει δαγκώνοντας το ομοίωμα και μπορεί να φωνάξει κλαφουνώντας. ( Το

ένα από τα δύο Ίστριας που σήμερα έχω, θηλυκό, τριών μηνών όταν το έφερα

στην αυλή δένοντας ένα λαγοπόδαρο στο καλάμι με το σύρμα και σέρνοντάς

το άρχισε τριών μηνών να το κυνηγάει κλαφουνώντας, δεν είχα δει τέτοιο

πάθος, σήμερα 21/2 ετών περιμένει κάθε απόγευμα το λαγοτόμαρο που

πάντα έχω γεμισμένο να το δαγκώσει κλαφουνώντας…παρότι δάγκωσε και

έφαγε τα αυτιά από κάμποσους λαγούς που μου ξεφώλιασε.)

Σιγά – σιγά οδηγούμε το σκυλί που μας ακολουθει έχοντας το κουνέλι στην

αγκαλιά μας που το πιάσαμε μετά από τη δίωξη που του έκανε, στην κλούβα

που έχουμε τα άλλα και είναι σε μέρος απαγορευμένο από τον εκπαιδευόμενο

ή εκπαιδευόμενους ιχνηλάτες (μέχρι δύο κουτάβια μαζί μπορούμε να

συνεκπαιδεύουμε). Θα πρέπει να ορμάει στο κλουβί γρυλλίζοντας για να τα

πιάσει όσο αυτά θορυβημένα τρέχουν μέσα στο κλουβί. Θα το δούμε να

μυρίζει τις κακαράντζες που βρίσκονται κάτω από το κλουβί και να τρώει

μερικές. Κάθε μέρα που το αφήνουμε ελεύθερο στην αυλή θα πρέπει να

τρέχει στα κουνέλια..να κάθεται εκεί και να τα γαυγίζε.

Περίπου 5-6 μηνών αφού το έχουμε βγάλει στη φύση κάμποσες φορές για

εξερεύνηση και επαφή με το περιβάλλον και τη μορφολογία του εδάφους,

κίνηση με το αυτοκίνητο, επαφή με οικόσιτα ζώα που δεν του επιτρέπουμε να

κυνηγήσει κ.λ.π, εξάσκηση στην εντολή του καλέσματος, παίρνουμε το όπλο,

που μπορεί να το έχουμε συνηθίσει με άσφαιρα στις διώξεις των κουνελιών

στην αυλή, και το πιο άγριο κουνέλι που έχουμε και πάμε σε θαμνώδες

έδαφος χαμηλής βλάστησης. Κατεβάζουμε τον ιχνηλάτη που δένουμε σε ένα

δέντρο με το λουρί, μετά βγάζουμε το κουνέλι και το αφήνουμε να το δει ή εάν

έχουμε το σκυλί στο τρέιλερ το βλέπει από εκεί. Διώχνουμε το κουνέλι να

χαθεί στη βλάστηση όσο γίνεται πιο βαθειά…οπλίζουμε το όπλο και αφήνουμε

τον ιχνηλάτη, θα πρέπει να αρχίσει να ψάχνει ιχνηλατώντας το κουνέλι, το

οποίο εύκολα θα βρει και ξεφωλίασει. Τη στιγμή που θα το σηκώσει,

προπορευόμενο το πυροβολούμε, ο σκύλος το πιάνει στο στόμα, γευόμενος

για πρώτη φορά το αίμα του θηράματος. Τον δένουμε και πάμε στο τρέιλερ,

εκεί μας βλέπει που σηκώνουμε το σκοτωμένο κουνέλι, βγάζουμε με το

μαχαίρι κομμάτια κρέας με δέρμα και του δίνουμε που άμεσα τρώει. Η άσκηση

με το κουνέλι στο δάσος και το τάϊσμα γίνεται 3-4 φορές, ενώ παράλληλα κάθε

απόγευμα παίζει δαγκώνοντας το ομοίωμα του λαγού. Εάν έχουμε άγριο λαγό

φορώντας γάντια γιατί θα μας γρατσουνίσει, τον βάζουμε σε ένα μεγάλο γερό

δίχτυ, απόχη ψαρέματος ή δίχτυ ψαρέματος ώστε να μπορεί να κάνει μερικά

βήματα μέσα στο δίχτυ, δένοντας την πάνω κορυφή με ένα σχοινί 10-15

μέτρων. Αφήνουμε το λαγό σε περιφραγμένο μέρος 5-10 στρέμματα, αρχίζει

[88]


με πηδήματα να φεύγει, όταν κουραστεί τον σέρνουμε με το σχοινί να αφήσει

ίχνη. (η τεχνική του λαγού στο δίχτυ φαίνεται στο ένα από τα τέσσερα μικρά

βίντεο εκπαίδευσης που συνοδεύουν το βιβλίο στην ηλεκτρονική του έκδοση)

Τέλος τον κρύβουμε σε ένα πυκνό μέρος. Φέρνουμε τον ιχνηλάτη, θα δούμε

ότι αμέσως έπιασε τη μυρωδιά του και τον ιχνηλατεί, (το γεμισμένο δέρμα και

τα δαγκώματα καθημερινά του έχουν δώσει τη μυρωδιά του λαγού) τρέχουμε

μαζί του παροτρύνοντας το με τη λέξη «πάρτο, πάρτο» όταν φτάσει κοντά στο

λαγό θα πρέπει να φωνάζει τον ντορό ή και από την αρχή αφού ο ντορός είναι

φρέσκος..ορμώντας στο φυλακισμένο λαγό τον οποίο πιθανόν να δαγκώσει

στο δίχτυ, εάν δεν προλάβουμε έγκαιρα να πιάσουμε την άκρη του σχοινιού

που έχουμε αφήσει σε εμφανές σημείο και να τον σηκώσουμε ψηλά να μην

τον τραυματίσει. (θυμάμαι πριν δυο χρόνια δεν είχα δέσει καλά το δίχτυ και

ξαφνικά ο λαγός έφυγε χτυπώντας πανικόβλητος στα σύρματα, εκπαίδευα

μαζί δυο ιχνηλάτες, όρμησαν να τον πιάσουν τους ξέφυγε, κάπου βρήκε

πέρασμα και έφυγε στο χωριό, τα σκυλιά να τον διώκουν φωνάζοντας, χαμός

σε κάτι κάδους σκουπιδιών τον έπιασαν, ακούγοντας τα σκουξίματα έτρεξα

και τον πήρα από τα σκυλιά, έζησε δεν τον έπνιξαν και τα εκπαίδευσα μαζί

του…). Έχοντας το σκυλί μας πάρει τη μυρωδιά του λαγού είναι πλέον έτοιμο

για το βουνό. Ο πρώτος ιχνηλάτης είναι ο νοήμων κυνηγός και μετά ο σκύλος,

εμείς θα βρούμε με συνεχή αναγνώριση τη βοσκή του λαγού, τις φρέσκες

κακαράντζες στο τριφύλλι που έχουμε εντοπίσει ότι βγαίνει το βράδυ και έχει

αφήσει σε «κουμούλες» τα κόπρανα. Εμείς θα πάρουμε πληροφορίες από

συναδέλφους ή φίλους που έχει λαγό να πάμε το κουτάβι. Έτσι πρωί – πρωί

θα οδηγήσουμε τον ιχνηλάτη στο μέρος που βόσκησε ο λαγός, βάζοντας του

τις κακαράντζες στη μύτη και λέγοντας του «πάρτο»..και αυτός έχοντας μέσα

του τα θηρευτικά του ένστικτα θα αρχίσει την ιχνηλασία. Απο 8-10 μηνών τα

θηλυκά και λίγο αργότερα τα αρσενικά θα πρέπει να εντοπίζουν το φρέσκο

ντορό, να αρχίσουν να κόβουν φεγγάρια ή αλώνια αναζητώντας το μονό ίχνος

της εξόδου του λαγού από την περιοχή που βόσκησε ή έπαιξε. Ο

λαγοκυνηγός βγάζει για εκπαίδευση τα σκυλιά του κυρίως την άνοιξη και τους

θερινούς μήνες που η μικρή διάρκεια της νύκτας δεν επιτρέπει στο λαγό

μεγάλες διαδρομές και οι καιρικές συνθήκες ευνοούν την ιχνηλασία, κυρίως η

πρωϊνή υγρασία. Πολλοί πηγαίνουν τον ιχνηλάτη νύχτα χωρίς κουδούνι στην

περιοχή που βόσκει ο λαγός για να τον δουν και να τον διώξουν, εγώ δεν το

έχω κάνει αυτό, και σύμφωνα με το νόμο απαγορεύεται. Η δίωξη των

κουνελιών είναι αρκετή. Εάν υπάρχει εκπαιδευτήριο λαγόσκυλων στην

περιοχή και θέλουμε μπορεί να το επισκεφτούμε 2-3 φορές όχι παραπάνω,

γιατί η ευκολία ανεύρεσης των έγκλειστων λαγών ουδεμία σχέση έχει με την

πραγματικότητα (εγώ δεν τα πήγα ποτέ σε εκπαιδευτήριο…υπάρχει όμως

δυσκολία στην εκπαίδευση των ιχνηλατών γιατί στους χώρους που

υποδεικνύουν οι σύλλογοι και το δασαρχείο για εκγύμναση σκύλων, δεν

υπάρχουν λαγοί και καλό θα είναι οι κυνηγητικοί σύλλογοι να κάνουν

εκπαιδευτήρια αφού έχουν πυρήνες εκτροφής λαγών και θηροφύλακες την

περίοδο που δεν επιτρέπεται η θήρα να το λειτουργούν ως προγυμναστήριο

ιχνηλατών επ΄αμοιβή, έχοντας από τη λειτουργία τους καλύψει τα έξοδα

περίφραξης και επιπλέον έσοδα που τη στιγμή αυτή παίρνουν ιδιώτες με 20

ευρώ την ώρα)

Ο ιχνηλάτης 12 μηνών θα πρέπει να μας έχει ξεφωλιάσει 2-3 λαγούς τους

οποίους ανάλογα τη φυλή του και τις συνθήκες υγρασίας και την περίοδο του

έτους, να διώξει από 10 έως 30 λεπτά. Η συνεκπαίδευση συνομήλικων

[89]


κουταβιών έχει επιτυχία ενώ η άποψη «θα το ρίξω κοντά στη μάννα..τι θα

κάνει θα μάθει,» δεν αληθεύει, πάντα θα έρχεται δεύτερο χωρίς πρωτοβουλία,

περιμένοντας τη μάννα να το καθοδηγεί χάνοντας την αυτοπεποίθηση στον

εαυτό του.

Προσοχή μεγάλη χρειάζεται στην προφύλαξη του ιχνηλάτη από την συνήθεια

δίωξης της αλεπούς που οι μεγάλοι πληθυσμοί της την φέρνουν πάντα

φρέσκια μπροστά του και από ένστικτο θα την ακολουθήσει. Ο κυναγωγός

που γνωρίζει το σκύλο του, τα μέρη τα βραχώδη, τα πυκνά που φωλιάζει η

αλεπού δεν εκγυμνάζει εκεί το σκύλο του, και εάν αντιληφθεί την ανίχνευση

αλεπούς καταλαβαίνοντας τη γρήγορη και εύκολη ιχνηλασία που δεν

χαρακτηρίζει το λαγό, ακόμη ενδεχομένως και διαφορετικό τόνο στη φωνή του

σκύλου, έχοντας τον πειθαρχημένο κατάλληλα, με κάλεσμα και τη λέξη

«άστο» σταματάει την άσκοπη δίωξη. Πολλοί χρησιμοποιούν κολάρα έλεγχου

ρεύματος τα οποία με την εκκένωση επιφέρουν πόνο και έτσι την αποτροπή

της δίωξης. Χρειάζεται προσοχή στην βεβαιότητα ότι το θήραμα είναι αλεπού

και στη γνώση του χαρακτήρα του σκύλου μας, ο οποίος με τις ηλεκτρικές

εκκενώσεις μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά και να μην θέλει να ιχνηλατήσει

καν…Έχοντας αρχίσει το ξεφώλιασμα και την δίωξη, πάντα σε περίπτωση

που χτυπήσουμε λαγό ανταμείβουμε το σκύλο δίνοντας του ένα κομμάτι από

το συκώτι ή τα αυτιά του λαγού που οι παλιοί λαγοκυνηγοί έκοβαν με ένα

ψαλιδάκι και τα έδιναν στα σκυλιά. Το δέρμα, τα πόδια του λαγού τα κρατάμε

για το δάγκωμα, υπενθύμιση τις μέρες που δεν βγαίνει στο βουνό

εφαρμόζοντας την «δια βίου εκπαίδευση…»

(Επισυνάπτονται σε μικρών λήψεων βιντεο, εκπαίδευση ιχνηλατών Ίστριας από τον γράφοντα,

ο λαγός στο δίχτυ κλπ., για την ηλεκτρονική μορφή του συγγράμματος.)

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΥΓΙΕΙΝΗ – ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΩΝ ΣΚΥΛΩΝ.

Εμβολιασμοί: Τα εμβόλια προστατεύουν το ζώο μας από πολύ σοβαρές

ασθένειες αλλά και εμάς από τη λύσσα και τη λεπτοσπείρωση. Ξεκινούν όταν

ο σκύλος μας γίνει 45 ημερών (1,5 μηνών). Περιλαμβάνουν τις εξής ασθένειες:

Πάρβο-εντερίτιδα (τύφος), Carre (morva), Λεπτοσπείρωση, Λοιμώδης

ηπατίτιδα, Βήχας των κυνοκομείων και Λύσσα.

Ενδο-αποπαρασιτισμοί: Η αντιπαρασιτική αυτή αγωγή αφορά τα παράσιτα

του εντέρου (σκουλήκια εντέρου, εχινόκοκκος). Πάντα χορηγείται ανάλογα με

το σωματικό βάρος που έχει το ζώο μας κάθε φορά. Ξεκινούν όταν το σκυλάκι

γίνει 15 ημερών. Χορηγούνται κάθε 15 ημέρες μέχρι την ηλικία των 3 μηνών

(δηλαδή 6 φορές). Έπειτα χορηγούνται κάθε μήνα μέχρι την ηλικία των 6

μηνών (δηλαδή ακόμη 3 φορές). Για την υπόλοιπη ζωή του ζώου δίνουμε

αντιπαρασιτικά χάπια κάθε 3 μήνες (δηλαδή 4 φορές το χρόνο ).

Εξω-αποπαρασιτισμοί: Η αντιπαρασιτική αυτή αγωγή αφορά τα έξω

παράσιτα όπως τα τσιμπούρια (κρότωνες), τους ψύλλους, τις ψείρες και τις

σκνίπες.

Ψεκασμοί: Προστατεύει από τα τσιμπούρια, τους ψύλλους και τις ψείρες.

Μπορεί να ξεκινήσει από την 2 ημέρα ζωής του ζώου. Οι ψεκασμοί γίνονται

μια φορά τον μήνα. Πρέπει να γίνεται καλός ψεκασμός σε ολόκληρο το σώμα

με τρίψιμο. Το σκυλάκι δεν πρέπει να κάνει μπάνιο 2 ημέρες πριν και 2

ημέρες μετά το ψεκασμό. Φοράμε πάντα γάντια κατά τον ψεκασμό.

Αμπούλα: Είναι η εναλλακτική λύση αντί του spray. Μπορεί να

χρησιμοποιηθεί από την ηλικία των 6 μηνών και άνω. Είναι ανάλογες του

σωματικού βάρους του ζώου. Σπάμε την αμπούλα και το περιεχόμενό της το

ρίχνουμε στην άνω επιφάνεια του τραχήλου του ζώου αφού πρώτα

[90]


διαχωρίσουμε καλά τις τρίχες ώστε να το ρίξουμε στο δέρμα του. Εάν

πρόκειτο για μεγαλόσωμο ζωο ρίχνουμε τη μισή αμπούλα στον τράχηλο και

την άλλη μισή στη ράχη πριν από την ουρά.

Περιλαίμιο: Προστατεύει από τα τσιμπούρια. Χρησιμοποιείται από την ηλικία

των 6 μηνών και άνω. Το τοποθετούμε στο σκυλί του ζεστούς μήνες του

έτους, Μάιο-Οκτώβριο.

Διροφιλαρίωση Σκύλου: Η Διροφιλαρίωση ή όπως είναι πιο διαδεδομένη

"Το σκουλήκι της καρδιάς" μεταδίδεται στον σκύλο μετα από το τσίμπημα

μολυσμένου κουνουπιού. Ο πολλαπλασιασμός του παρασίτου γίνεται στην

πνευμονική αρτηρία και απελευθερώνονται οι μίκροφιλάριες που

ανευρίσκονται στο αίμα του ζώου μετά απο διάστημα 6-9 μηνών. Oι σκύλοι

που έχουν μολυνθεί τις περισσότερες φορές παραμένουν ασυμπτωματικοί,

όσα νοσήσουν όμως θα εμφανίσουν δύσπνοια, παροξυστικό βήχα (ιδαίτερα

μετά από εκγύμναση πχ.κυνήγι), αναιμία, ανορεξία, εύκολη κόπωση,

κατάπτωση, κακή ποιότητα τριχώματος. Οι αλλοιώσεις που προκαλούνται

από τα παράσιτα οδηγούν σε σοβαρές βλάβες στα αγγεία της καρδιάς, των

νεφρών και των πνευμόνων και σταδιακά σε διόγκωση της δεξιάς καρδιάς(cor

pulmonale), υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια και τέλος στο σύνδρομο της

οπίσθιας κοίλης φλέβας και καταστροφή του ήπατος και το θάνατο. Η

διάγνωση μπορεί να γίνει με ένα ειδικό τέστ αίματος στο κτηνιατρείο μέσα σε

10 λεπτά ή σε συνεργασία με κάποιο εργαστήριο απο τις 2 πρώτες εβδομάδες

μετά την μόλυνση. Για την αντιμετώπιση της νόσου χρησιμοποιούμε ένα

συνδιασμό φαρμάκων που στόχο έχουν την θανάτωση των ενηλίκων

παρασίτων (Ενέσεις Μελαρσομίνης με απόσταση 1 μήνα μεταξύ τους) σε

συνδιασμό με αυστηρό περιορισμό του ζώου και χορήγηση ασπιρίνης για

πρόληψη θρομβοεμβολής και σταδιακή εξόντωση των μικροφιλαριών με

ειδικά αντιπαρασιτικά χάπια (Milbemax,Interceptor) σε μηνιαία-διμηνιαια βάση

για πάνω απο δύο χρόνια. Είναι εξαιρετικής σημασίας επομένως να μην

ξεχνάμε το ετήσιο ή εξαμηνιαίο check up του σκύλου μας όπου και θα πρέπει

να απαιτούμε να ελέγχεται και για διροφιλάρια.

Σήμανση: Ο ιδιοκτήτης να μεριμνήσει για τη καταγραφή και τη σήμανση (με

τσίπ) του σκύλου του μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) εβδομάδων από τη

γέννησή του ή αμέσως μετά την αγορά του, εάν δεν είναι ήδη

καταγεγραμμένος και σημασμένος.

Διατροφή: Μέχρι την ηλικία των 2 μηνών το κουταβάκι θηλάζει τη μητέρα του

και μέσω του γάλακτος παίρνει αντισώματα που τον προστατεύουν από

πολλές ασθένειες ως την έναρξη των εμβολιασμών.

Από το τέλος του θηλασμού και ως την ηλικία των 18 μηνών (δηλαδή 1,5

έτους) διατρέφεται με ειδικές τροφές για κουτάβια “puppy” τροφές. Ως αυτήν

την ηλικία καλό είναι να τρώει 3 γεύματα την ημέρα. Η ποσότητα της τροφής

που πρέπει να τρώει την ημέρα αναγράφεται πάνω στη συσκευασία και είναι

ανάλογη του σωματικού του βάρους του και της καθημερινής του

δραστηριότητας.

Από την ηλικία του 1,5 έτους και για το υπόλοιπο της ζωής του διατρέφεται με

ξηρά τροφή για ενήλικες σκύλους. Τα γεύματα μπορούν να μειωθούν σε

2/ημέρα αλλά ποτέ μόνο ένα.

Βασικός κανόνας στη διατροφή του ζώου είναι ο εξής: Η ξηρά τροφή υπερέχει

!!!!! Αν ένας σκύλος τρώει μια καλή ξηρά τροφή δεν χρειάζεται να δίνουμε

τίποτα συμπληρωματικό. Την περίοδο του κυνηγίου δίνουμε στο σκύλο ξηρά

τροφή ενέργειας λόγω κατανάλωσης πολλών θερμίδων. Δεν αλλάζουμε ποτέ

[91]


από τη μια τροφή στην άλλη απότομα αλλά πάντα σταδιακά αυξάνοντας τη

μια και μειώνοντας την άλλη. Νερό καθαρό και άφθονο όλη την ημέρα.

Μπάνιο - Περιποίηση τριχώματος: Ξεκινάμε να κάνουμε μπάνιο το σκυλάκι

μας από 6 μηνών και πάνω. Κάλο είναι να αποφεύγουμε το μπάνιο μαζί με

τους εμβολιασμούς. Δεν κάνουμε μπάνιο το σκυλάκι μας 2 ημέρες πριν και 2

μετά από τον ψεκασμό με το spray ή την αμπούλα για τα έξω παράσιτα. Το

περιλαίμιο για τα τσιμπούρια δεν χρειάζεται να αφαιρείται για το μπάνιο.

Καλύτερα να χρησιμοποιούμε ειδικά shampoo για σκύλους (π.χ. της virbac).

Καλό είναι να αποφεύγουμε το νερό μέσα στα αυτιά του ζώου. Καλό

στέγνωμα μετά το μπάνιο και ειδικά ανάμεσα στα δάκτυλα. Τα μακρύτριχα

ζώα χρειάζονται καλό χτένισμα μια φορά την εβδομάδα ή τις 2 εβδομάδες και

πάντα μετά το μπάνιο.

Στείρωση: Όταν δεν επιθυμούμε να αναπαράγουμε το σκύλο μας καλό είναι

να το στειρώνουμε. Με τη στείρωση προλαμβάνουμε μια σειρά από

παθολογικές καταστάσεις όπως: καρκίνο των μαστών, καρκίνο των ωοθηκών,

καρκίνο της μήτρας, πυομήτρα, μια ανεπιθύμητη σύζευξη και εάν επρόκειτο

για αρσενικό προλαμβάνουμε τον καρκίνο των όρχεων, την υπερτροφία του

προστάτη, τους καβγάδες με αλλά αρσενικά και επιθετική συμπεριφορά.

Στείρωση γίνεται πάντα μετά την εκδήλωση του πρώτου οίστρου στα θηλυκά

ζώα (περίπου 3 μήνες μετά από το πρώτο αίμα). Στα αρσενικά η στείρωση

μπορεί να γίνει μετά την ηλικία των 8 μηνών.

Προληπτικές εξετάσεις: Προτείνεται από τους κτηνιάτρους να γίνονται κάθε 6

μήνες προληπτικές εξετάσεις του ζώου για 2 πολύ σημαντικά νοσήματα πολύ

συχνά εμφανιζόμενα στη χώρα μας, για τη Λεισμανίαση (Καλα-αζαρ) και την

Ερλιχίωση. Οι εξετάσεις αυτές για να γίνουν απαιτούν μια απλή αιμοληψία και

κοστίζουν ελάχιστα σε σχέση με το καλό που προσφέρουν για την υγεία του

ζώου. Οι εξετάσεις αυτές γίνονται μια φορά τον Οκτώβριο και μια φορά τον

Μάιο.

Τέλος όταν το σκυλί μας περάσει την ηλικία των 5 ετών προτείνεται να γίνεται

μιά φορά τον χρόνο check-up για να διαπιστώνεται η καλή υγεία του ζώου.

Δεν είναι υπερβολή να γίνονται αυτές οι εξετάσεις μια φορά τον χρόνο αν

σκεφτείτε πως ένας χρόνος για εμάς αντιστοιχεί σε 7 χρόνια του σκύλου μας.

Για τον κυνηγό που η ανατροφή, εκπαίδευση και συναισθηματική σχέση με το

σύντροφο – συνεργάτη μας είναι ανεκτίμητη, πάντοτε θα πρέπει να έχουμε

στο σακίδιό μας μαζί με το μικρό φαρμακείο για δική μας έκτακτη ανάγκη, δύο

ενέσεις ατροπίνης που άμεσα θα κάνουμε στο μηρό του σκύλου, αν τυχόν

δηλητηριαστεί από «φόλα», βλέποντας να βγάζει αφρούς από το στόμα και

εμετούς, που δυστυχώς συμβαίνει, και έχασα ένα υπέροχο Επανιέλ έτσι,

μέχρι να φθάσουμε στον κτηνίατρο, και δύο ενέσεις κορτιζόνης για επέμβαση

σε περίπτωση τσιμπήματος από φίδι.

Ο κυνηγός οφείλει να έχει μαζί του τα έγγραφα υγείας και κατοχής των

σκύλων του, και να τα επιδεικνύει στα όργανα ελέγχου θήρας.

Συνιστάται στους έχοντες χώρο να μην δένουν τα ζώα με αλυσίδες (στις

Ευρωπαικές χώρες απαγορεύεται δια νόμου και στο Βέλγιο που ήμουν και

είχα δεμένο μέσα στο γκαράζ το επανιέλ που είχα μαζί μου, κατοπιν

καταγγελίας, ήλθε η αστυνομία που με υποχρέωσε να κάνω περίφρακτο 30

τ.μ. όπου ελεύθερος γυρνούσε ο σκύλος) αλλά να είναι ελεύθερα σε

περίφρακτα. Η χρήση άμμου για αλλαγή, λόγω οσμών ούρων και κοπράνων,

καθώς και η τακτική χρήση ασβέστου για απολύμανση του χώρου πέραν των

ψεκασμών των κλουβιών με αντιπαρισικά είναι επιβεβλημένη. Τους

[92]


χειμερινούς μήνες στα λειότριχα που παγώνουν ένα χαλάκι ή η χρήση

τριφυλλιού όχι άχυρο, που ευνοεί την ανάπτυξη ψύλλων, είναι μέσα στις τοσες

φροντίδες του πιστού μας συντρόφου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΙΑ

Βιότοποι θηλαστικών και υδροβίων.

1. Κεντρική Ροδόπη - το σταυροδρόμι της βλάστησης

Η Ροδόπη αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, από οικολογική άποψη,

ορεινά συμπλέγματα της Ελλάδας. Η οροσειρά της Κεντρικής Ροδόπης είναι

το σταυροδρόμι της βλάστησης βορά και νότου. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε

μια μικρή σχετικά έκταση συναντά κανείς όλες τις ζώνες βλάστησης της

Ευρώπης: από τη ζώνη των αείφυλλων και πλατύφυλλων, της μεσογειακής

ζώνης μέχρι τη μεσο-ευρωπαϊκή και σκανδιναβική ζώνη βλάστησης των

ψυχρόβιων κωνοφόρων και πλατύφυλλων, όπως τα δάση σημύδας και

ερυθρελάτης. Το γεγονός ότι η περιοχή της Ροδόπης δεν «πάγωσε» κατά την

περίοδο των παγετώνων (Πλειστόκαινο), την καθιστά ένα βοτανικό παράδεισο

ποικιλότητας ειδών εφόσον πολλά είδη βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή ενώ

όλη η υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρος ήταν κάτω από τους πάγους. Σχεδόν το

60% των ειδών της χλωρίδας της Ευρώπης απαντάται στη Ροδόπη που

αποτελεί καταφύγιο για 211 σπάνια ή απειλούμενα είδη. Δεκαπέντε από αυτά

είναι απομεινάρια της εποχής των παγετώνων και 50 ενδημικά της Ροδόπης.

Η περιοχή της ορεινής Ροδόπης είναι επίσης μια γέφυρα που ενώνει

ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας. Το ορεινό τόξο της

απλώνεται από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μέχρι τον ποταμό Νέστο και

μοιράζεται ανάμεσα στους νομούς Δράμας και Ξάνθης, ενώ το μεγαλύτερο

μέρος της οροσειράς ανήκει στη Βουλγαρία. Η συνολική της έκταση

προσεγγίζει τα 2.000.000 στρ και κατά 84% καλύπτεται από πυκνά δάση.

Το κλίμα, η φυσιογραφία, η γεωλογική σύνθεση, η παρουσία αλλά και η

απουσία του ανθρώπου, διαμόρφωσαν στην Κ. Ροδόπη ένα πολυποίκιλο

μωσαϊκό οικοσυστημάτων.

[93]


Η εγκατάλειψη των οικισμών και της νομαδικής κτηνοτροφίας (πάνω από

180.000 αιγοπρόβατα) στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, άφησε τη φύση

ανεμπόδιστη στο έργο της με αποτέλεσμα μια άνευ προηγουμένου δασική

αναγέννηση. Η ψηλότερη κορυφή της Κ. Ροδόπης στα 1.953μ, βρίσκεται στο

Παρθένο Δάσος του Φρακτού.

Στη Ροδόπη συναντάμε τα πιο σημαντικά δασοπονικά είδη της Ελλάδας. Τα

εκτεταμένα δάση της εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά των ολοκληρωμένων,

υγιών και σταθερών οικοσυστημάτων και φιλοξενούν πλούσια πανίδα και

χλωρίδα. Αυτός ο παράδεισος, όμως, δεν είναι απόλυτα εξασφαλισμένος. Η,

εδώ και δεκαετίες, απομόνωση και αποδιοργάνωση της Δασικής Υπηρεσίας,

σε συνδυασμό με την μονοσήμαντη προσέγγιση του δάσους για παραγωγή

ξυλείας και μόνον, θέτει σε κίνδυνο τους φυσικούς πόρους της περιοχής.

Πανίδα

Το υψομετρικό εύρος από τα 100 ως τα 2.000 μέτρα καθώς επίσης η ύπαρξη

χαραδρών, ορθοπλαγιών αλλά και χορτολοβαδικών εκτάσεων ευνοούν την

επιβίωση πολλών και διαφορετικών μορφών της άγριας ζωής. Στη Ροδόπη,

μπορεί κανείς να συναντήσει όλα τα δασόβια είδη των μεγάλων θηλαστικών

της Ελλάδας (αρκούδα, λύκος, αγριόγιδο, αγριόγατα, ζαρκάδι, ελάφι).

Η καφέ αρκούδα βρίσκει ιδανικό βιότοπο στα δάση της Κ. Ροδόπης.

Υπολογίζεται ότι στην Κ. Ροδόπη υπάρχουν κάπου 25-30 αρκούδες, οι οποίες

χρησιμοποιούν τον βιότοπο και εκατέρωθεν των ελληνοβουλγαρικών

συνόρων, κατά μήκος του ορεινού όγκου της Ροδόπης.

Το αγριόγιδο, είδος αντιλόπης, επιβιώνει στις απόκρημνες ορθοπλαγιές της

Ροδόπης στην περιοχή του Φρακτού. Ο πληθυσμός που έχει απομείνει είναι

πλέον εξαιρετικά μικρός (υπολογίζεται σε 50-60 άτομα) και χρειάζεται η λήψη

αυστηρών μέτρων για την προστασία του. Η κυριότερη απειλή για το

αγριόγιδο είναι η λαθροθηρία.

Συνολικά 139 είδη πουλιών βρίσκουν καταφύγιο στην περιοχή της Κ.

Ροδόπης. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 53% του συνολικού αριθμού

ειδών ορνιθοπανίδας στην Ελλάδα. Αν εξαιρέσουμε τα είδη των πουλιών που

η παρουσία τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με το νερό, τα δασόβια πουλιά

σχεδόν στο σύνολό τους επιλέγουν τη Ροδόπη για να φωλιάσουν και να

αναπαραχθούν. Στη Ροδόπη έχουν καταγραφεί και 8 είδη νυκτόβιων

αρπακτικών πουλιών. Ενδεικτικό για τη σημασία της περιοχής είναι το

γεγονός ότι από τα 139 είδη πουλιών τα 7 είναι καταχωρημένα στο Κόκκινο

Βιβλίο των Απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας, 27 προστατεύονται

από την Κοινοτική Οδηγία 79/409 για τα πουλιά, 70 χαρακτηρίστηκαν είδη

άμεσου κοινοτικού ενδιαφέροντος, 119 προστατεύονται από τη Σύμβαση της

Βέρνης και 42 από τη Συνθήκη της Βόννης.

Η ιδιαιτερότητα της περιοχής για την Ορνιθοπανίδα είναι η ύπαρξη δασών με

κεντροευρωπαϊκό χαρακτήρα και σύνθεση ειδών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα

να αναπαράγονται είδη πτηνοπανίδας τα οποία δεν συναντούνται αλλού στην

[94]


Ελλάδα. Για τα περισσότερα από αυτά η Ροδόπη αποτελεί το νοτιότερο όριο

εξάπλωσής τους στον κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων ειδών είναι

ο αγριόκουρκος ( Tetrao urogalus ). Τα δάση της Ροδόπης από ορνιθολογική

άποψη είναι περισσότερο γνωστά λόγω της ύπαρξης του Αγριόκουρκου.

Ειδικότερα η Ροδόπη είναι το μόνο μέρος στην Ελλάδα όπου φωλιάζει το

είδος αυτό και αποτελεί μετά την χερσόνησο του Άθω το Νοτιότερο άκρο της

κατανομής του στην Ευρώπη. Οι πληθυσμοί του αγριόκουρκου στην Νότια

ζώνη κατανομής του παρουσιάζουν μικρότερες πυκνότητες σε σχέση με τις

Βόρειες πιθανόν λόγω κλιματολογικών διακυμάνσεων αλλά και λόγω της

υπερθήρευσης και υποβάθμισης των δασικών οικοσυστημάτων. Ο

πληθυσμός του αγριόκουρκου στην περιοχή της Ροδόπης έχει εκτιμηθεί γύρω

στα 330-380 άτομα με μία σχετική πυκνότητα 10-16 ατόμων/τετρ.χιλ.

αναλόγως τον βιότοπο (Ποϊραζίδης 1990).

Ο χρυσαετός ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά, φωλιάζει στις απόκρημνες

και βραχώδεις τοποθεσίες της Κ. Ροδόπης. Δεν μεταναστεύει και τρέφεται με

λαγούς, πέρδικες και χελώνες. Ο πληθυσμός του έχει μειωθεί και γι' αυτό

προστατεύεται αυστηρά.

Αγριόγιδο, Ζαρκάδι, Ελάφι.

Αγριόχοιρος, Αγριόγατα, Λύκος.

Χλωρίδα

Στην Κ. Ροδόπη καταμετρήθηκαν 1120 είδη χλωρίδας, όμως, ο συνολικός

αριθμός των ειδών εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού μικρό ποσοστό

της έκτασης έχει ερευνηθεί διεξοδικά. Αρκετά από τα είδη είναι σπάνια και

ενδημικά, δηλαδή απαντώνται μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή. Από τα 1120

είδη της χλωρίδας τα 290 θεωρούνται σημαντικά ενώ τα 59 χαρακτηρίζονται

σπάνια και απειλούμενα και προστατεύονται από την ελληνική και ευρωπαϊκή

νομοθεσία. Συγκεκριμένα, υπάρχουν 7 τοπικά ενδημικά είδη, που

συγκαταλέγονται στον κατάλογο των παγκοσμίως απειλουμένων ειδών, 10

ελληνικά ενδημικά και 80 βαλκανικά ενδημικά. Ο κρίνος της Ροδόπης (lilium

rhodopaeum) είναι χαρακτηριστικό αγριολούλουδο της Κ. Ροδόπης, ενδημικό

τηςπεριοχής και θεωρείται απειλούμενο.

[95]


Ελατιά - «Καρά-ντερέ»

Βρίσκεται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του νομού Δράμας και

χαρακτηρίζεται από τα συμπαγή δάση που την καλύπτουν σε ποσοστό 90%.

Μέσα στα πυκνά δάση, με πεύκα, οξιές, δρύες και ερυθρελάτες, έχουν

καταγραφεί 712 είδη δέντρων και φυτών. Τα δάση ερυθρελάτης (κόκκινο

έλατο με ύψος που σχεδόν φτάνει τα 50 μ.) και το δάσος της σημύδας που

βρίσκονται στην Ελατιά, παραπέμπουν σε μεσευρωπαϊκό αλπικό τοπίο

(πρόκειται για είδη που ενδημούν στα βόρεια κλίματα). Κατά την

αναπαραγωγική περίοδο πολλά είδη πουλιών, της κεντρικής και βόρειας

Ευρώπης βρίσκουν καταφύγιο στην Ελατιά.

Παρθένο Δάσος - Φρακτού

Βρίσκεται στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και έχει έκταση 5.500 στρ.

Παρέμεινε ανέγγιχτο από τον άνθρωπο για περισσότερο από 500 χρόνια.

Θεωρείται από τα πλέον αδιατάρακτα φυσικά δασικά οικοσυστήματα της

Ευρώπης και παρουσιάζει μέγιστο οικολογικό ενδιαφέρον. Έχει κηρυχθεί

Μνημείο της Φύσης -τελεί υπό καθεστώς απόλυτης προστασίας από το 1980-

γιατί συνδυάζει παρθένα φύση, πλούσια και πυκνή βλάστηση, ρέματα,

καταρράκτες και μεγάλη ποικιλία άγριας πανίδας. Αποτελεί το νοτιότερο άκρο

εξάπλωσης δασικών ειδών της Μεσευρώπης, όπως η ερυθρελάτη και η

σημύδα. Φιλοξενεί σημαντικά και απειλούμενα είδη όπως: αρκούδα,

αγριόγιδο, λύκος, αγριόγατα, ζαρκάδι, το ελάφι και περίπου 100 είδη πουλιών.

Μέσα στα όριά του απαγορεύεται κάθε είδους δραστηριότητα, και επιτρέπεται

μόνο η επιστημονική έρευνα. Για να το επισκεφθεί κανείς χρειάζεται ειδική

άδεια από το δασαρχείο της Ελατιάς.

Χαϊντού - Κούλα

Η Χαϊντού είναι το νότιο τμήμα του όρους Κούλα (το βόρειο τμήμα ανήκει στη

Βουλγαρία) και βρίσκεται βόρεια της κοιλάδας του Νέστου. Το Γυφτόκαστρο

(1827 μ.) είναι η ψηλότερη κορυφή της Χαϊντούς, πάνω ακριβώς στη μεθόριο

με τη Βουλγαρία. Το παρθένο δάσος της Χαϊντούς και οι εντυπωσιακοί

καταρράκτες του Λειβαδίτη αποτελούν πόλο έλξης για επισκέπτες και

ερευνητές που μπορούν να παρατηρήσουν σπάνια είδη πανίδας και

χλωρίδας, 102 είδη πουλιών αναπαράγονται στα δασικά οικοσυστήματα της

ευρύτερης περιοχής. Οι χέρσες εκτάσεις αποτελούν σημαντικό βιότοπο για τα

αρπακτικά πουλιά.

Τα δάση Οξιάς που κυριαρχούν στη Χαιντού, αναμειγνύονται με τη Δασική

πεύκη, τη Σημύδα, το Μακεδονίτικο έλατο και άλλα φυλλοβόλα. Σε υψόμετρο

πάνω από 1.000μ, αρχίζουν να κυριαρχούν χορτολιβαδικές εκτάσεις

απομεινάρια των θερινών βοσκότοπων που χρησιμοποιήθηκαν για

εκατοντάδες χρόνια από τους νομάδες κτηνοτρόφους. Με τη μείωση της

κτηνοτροφίας μετά το 1940, παρατηρούμε έντονη φυσική αναγέννηση, κυρίως

της Δασικής πεύκης και της Σημύδας, σε πολλά σημεία του συγκροτήματος.

Ανθρώπινοι οικισμοί στη Ροδόπη.

Σήμερα η εικόνα της εγκατάλειψης στα χωριά του βόρειου τμήματος του ν.

Δράμας, είναι έντονη. Τα ερείπια που διασώζονται, θυμίζουν ότι στο

παρελθόν συμβίωναν Τούρκοι, Βούλγαροι και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία

και την Αν. Θράκη. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το μουσουλμανικό

στοιχείο αποχώρησε. Διοικητικό κέντρο της περιοχής και μια από τις ελάχιστες

ζωντανές κοινότητες στην Κ. Ροδόπη παραμένει η Σταυρούπολη.

Τα Πομακοχώρια του ν. Ξάνθης, αντίθετα με τα ορεινά χωριά της Δράμας,

παραμένουν το πιο ζωντανό κομμάτι της Κ. Ροδόπης. Είναι μια από τις

[96]


ελάχιστες ακριτικές γωνιές της χώρας που δεν επηρεάστηκαν από το μεγάλο

μεταναστευτικό ρεύμα. Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης οι κάτοικοι

ανέπτυξαν ιδιαίτερο πολιτισμό επιδεικνύοντας, όμως, απόλυτο σεβασμό στο

περιβάλλον. Στα πομακοχώρια παράγεται και επεξεργάζεται με παραδοσιακές

μεθόδους ο καλύτερος καπνός του κόσμου, ο «μπασμάς».

Οι Σαρακατσάνοι οργανωμένοι μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα σε

«τσελιγκάτα», εγκαταστάθηκαν στην Ελατιά και έγιναν διαχειριστές του

φυσικού κεφαλαίου και κυριότερος παράγων διαμόρφωσης του τοπίου της

περιοχής και των πλούσιων λιβαδικών οικοσυστημάτων της. Με την χρήση

της φωτιάς, στο τέλος κάθε βλαστικής περιόδου (Οκτώβριος), λίγο πριν την

κάθοδό τους στα χειμαδιά, «συντηρούσαν» τα τότε βοσκοτόπια. Οι

Σαρακατσάνοι, μέσα από το νομαδικό τρόπο ζωής τους και την κοινωνική

τους οργάνωση, ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο πολιτισμό. Το περίφημο

«αντάμωμα», που γίνεται κάθε καλοκαίρι στη γιορτή του Προφήτη Ηλία, στην

Ελατιά, εξακολουθεί να αποτελεί κορυφαίο κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός

για την περιοχή.

Καλλιέργειες

Λόγω του έντονού δασικού χαρακτήρα της Κ. Ροδόπης, οι καλλιεργήσιμες

εκτάσεις στην περιοχή της δεν ξεπερνούν τα 35.000 στρέμματα.

Σημαντικότερη όλων παραμένει η καλλιέργεια του καπνού. Τα καπνοχώραφα

αποτελούν μια εικόνα που επαναλαμβάνεται στη Δράμα και στην Ξάνθη. Εδώ,

παράγονται μερικές από τις καλύτερες ποικιλίες καπνού στον κόσμο. Οι

μικρές ορεινές καλλιέργειες και τα οπωροφόρα δέντρα που διατηρούσαν οι

Σαρακατσαναίοι γύρω από τους καλαμένιους καταυλισμούς τους προσδίδουν

μέχρι σήμερα μια ποικιλομορφία στο δασικό τοπίο, ενώ παράλληλα

αποτελούν σημαντικό τροφικό απόθεμα για την άγρια πανίδα και κυρίως στην

αρκούδα. Κεράσια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, μήλα, αγριόμηλα, γκόρτσα

αχλάδια, φράουλες, βατόμουρα, σμέουρα, φουντούκια, κάστανα, υπάρχουν

σε αφθονία στα δάση της Κ. Ροδόπης. Εντοπίζονται συνήθως σε υψόμετρα

κάτω από τα 1.000 μ. Η ανεπαρκής άρδευση, αναγκάζει εδώ και χρόνια τους

γεωργούς να καταφεύγουν, επίσης, σε καλλιέργειες φυτών που δεν είναι

ιδιαίτερα παραγωγικά (κριθάρι, καλαμπόκι, βρώμη, τριφύλλι κτλ).

Κτηνοτροφία

Η κτηνοτροφία στην περιοχή της Κ. Ροδόπης συνδέθηκε κυρίως με την

παρουσία των Σαρακατσαναίων στην περιοχή, που ανέβαζαν τα κοπάδια

τους στα ορεινά κατά τους θερινούς μήνες. Μέχρι σήμερα η κτηνοτροφία

αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης εισοδήματος αν και έχει μειωθεί

αισθητά σε σχέση με τον περασμένο αιώνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία

Γεωργικής Στατιστικής Υπηρεσίας το σύνολο των ζώων που εκτρέφονται στην

περιοχή προσεγγίζει τις 25.000.

Αρχιτεκτονική

Ο αγρο-ποιμενικός χαρακτήρας της ζωής των κατοίκων αποτυπώνεται στα

πλατυμέτωπα ορθογώνια σπίτια τους, χτισμένα με νότιο προσανατολισμό για

να προφυλάσσονται από τις ακραίες χειμωνιάτικες θερμοκρασίες και στα

οποία ξεχωρίζουν οι πέτρινες στέγες από ντόπιο σχιστόλιθο. Η κατοικία

υπηρετεί και στεγάζει την παραγωγή. Μεγάλοι εξωτερικοί χώροι

χρησιμοποιούνται για τα φυτώρια και τα ξηραντήρια του καπνού,

καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Ο λειτουργικός χώρος

της οικογένειας περιορίζεται συνήθως σε ένα μόνο δωμάτιο.

[97]


Τα γεφύρια και οι νερόμυλοι δείγματα της προηγούμενης προβιομηχανικής

οικονομίας αφέθηκαν στην εγκατάλειψη και τη φθορά του χρόνου, μετά την

ερήμωση των οικισμών. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, πολλοί από τους

μύλους και τις παραδοσιακές βρύσες, καταστράφηκαν από χρυσοθήρες, που

έψαχναν για κρυμμένους θησαυρούς.

2. Αινίσιο Δέλτα ποταμού Έβρου.

Αποτελεί υδροβιότοπο διεθνούς σημασίας, που προστατεύεται από τη

σύμβαση Ramsar. Οι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη

είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυσμένες με νερό, που είναι στάσιμο ή

ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση του Δέλτα σε

σχέση με τους άξονες μετανάστευσης των πουλιών και με το ήπιο κλίμα της

περιοχής, καθώς και η μέχρι πριν από λίγα χρόνια απομόνωση και δυσκολία

προσπέλασης, συντέλεσαν στη μεγάλη βιοποικιλότητα, που σήμερα

παρουσιάζει. Στην περιοχή απαντώνται όλοι οι τυπικοί σχηματισμοί και οι

μονάδες βλάστησης ενός μεσογειακού Δέλτα. Έχουν καταγραφεί τόσο σ’

αυτό, όσο και στη ζώνη κατά μήκος του ποταμού, περισσότερα από 350

φυτικά είδη. Η κατά τόπους βλάστηση εξαρτάται από παράγοντες, όπως η

σύσταση του εδάφους, η υγρασία και η αλατότητα. Αλλά και η πανίδα της

περιοχής είναι εξίσου πλούσια: έχουν βρεθεί 46 είδη ψαριών, 7 είδη αμφιβίων,

21 είδη ερπετών και περισσότερα από 40 είδη θηλαστικών. Αναμφίβολα

όμως, η μεγάλη αξία του Δέλτα συνίσταται κυρίως στην πλούσια

ορνιθοπανίδα του. Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα, έχουν επισημανθεί 304

είδη πουλιών από τα 423 είδη, που απαντούν σε ολόκληρη την Ελλάδα.

[98]


Η λίμνη Δράνα, η γραμμή βολής, η λίμνη των Νυμφών,ο δυτικός βραχίονας, η παλαιά κοίτη του Έβρου,

η θέση της καλύβας του Θόδωρου, η ευθιγράμμιση του ποταμού.

[99]


Νταούλια ψαρέματος, Γουλιανός………… Σαζάνια.

(σ.σ. Αγαπητοί φίλοι είχα την ευτυχία να κυνηγήσω αρκετά χρόνια στο μεγαλύτερο

υγροβιότοπο της χώρας μας, το όνειρο κάθε κυνηγού υδροβίων, στο Αινίσιο Δέλτα ή

στην τουρκική γλώσσα, «γκιαούρ αντά = το νησί του άπιστου». Ίσως είναι βαρετό και

εγωϊστικό, γράφοντας προσωπικές μου εμπειρίες, αλλά μέσω αυτών γίνεται στο

νεαρό συνάδελφο κατανοητό πως διεξάγονταν το κυνήγι, τεχνικές διαβίωσης και

περιοχές – βιότοποι της χώρας μας. Υπηρετώντας επί πενταετία στην Αλεξ/πολη είχα

την ευκαιρία να επισκέπτομαι συχνά το δέλτα, έχοντας φίλους κυνηγούς από

Ορεστιάδα που κατέβαιναν επί δεκαετίες για κυνήγι υδροβίων ομαδικά, ακόμη και με

τα τρακτέρ διανύοντας τα 100 χλμ, διαμένοντες σε καλύβες που είχαν στο δέλτα.

Ένας από αυτούς, ο φίλος μου Θόδωρος είχε καλύβα στο ανάχωμα δίπλα στην

πανέμορφη λίμνη των Νυμφών, (τουρκ.εριγιόλ γκίολ), (ποιος ξέρει ίσως εδώ να

ταξίδεψε ο Ορφέας στον κάτω κόσμο αναζητώντας την Ευρυδίκη, άλλωστε το

παρακείμενο βουνό φέρει το όνομα Ορφέας). Επιτρέψτε μου να κάνω σύντομη

περιγραφή του βιότοπου του Ανισίου Δέλτα, ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλεύεται

το χάρτη στον οποίο έχουν επισημανθεί οι αναγραφόμενες τοποθεσίες, ( η Αίνος,

ελληνικότατη πόλη της Αν. Θράκης ευρισκόμενη στην ανατολική όχθη του Έβρου

ποτ., μετά το 1923 περιήλθε στην Τουρκία, πατρίδα των ναυτικών αγωνιστών της

επανάστασης Βισβίζιδων, έδωσε το όνομα της στο δέλτα). Το δέλτα αποτελούσε

χώρο καταφυγής σε άγρια ζώα, πλήθος υδροβίων πτηνών, κτηνοτροφικά ζώα και

πολυάριθμα είδη ποταμίσιων και θαλασσινών ψαριών, λόγω της υφάλμυρης

σύστασης του νερού, είσοδος με νοτιάδες της θάλασσας. Μια ολόκληρη κοινωνία

ζούσε στο δέλτα, κυρίως από τα παρακείμενα χωριά Φέρες, Πόρο, Δορίσκο κλπ,

βοσκοί, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, κυνηγοί, και στρατιώτες των ακριτικών φυλακίων

Εγνατίας και Πόρου συνευρίσκονταν εκεί. Ο στρατός χορηγούσε άδεια εισόδου από

την ΧΙΙ Μεραρχία ελέγχοντας τους εισερχόμενους. Το δέλτα εκτείνονταν μεταξύ του

παλαιού ρου του Έβρου ποτ, και του δυτικού του βραχίονα, προσπάθεια

ευθυγράμμισης του ποταμού σε συνεννόηση με τους τούρκους τελικά δεν απέδωσε,

παρέμεινε όμως ένα τμήμα ευθυγραμμισμένου ποταμού, η λεγόμενη «ευθυγράμμιση»

που με πλάβες και βάρκες διέσχιζαν οι ψαράδες και οι στρατιώτες να περάσουν

απέναντι μέχρι την παλαιά κοίτη του ποταμού που είναι τα σύνορα. Η πανίδα του

δέλτα που βρήκα τη δεκαετία του 1990 ήταν πλούσια, κατά πολύ φτωχότερη βέβαια

περιγραφών που έχω διαβάσει των αρχών του εικοστού αιώνα. Αγριογούρουνα,

πολλά τσακάλια, λαγοί, αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, ασβοί, χήνες, πάπιες κάθε είδος,

νερόκοτες και πλήθος φαλαρίδων, μπεκάτσες και πληθώρα μπεκατσίνια, πελεκάνοι,

ερωδιοί, κορμοράνοι, όμορφοι κύκνοι που μεγαλόπρεπα έσχιζαν τον αέρα

σφυρίζοντας, γουλιανοί τεράστιοι άνω των 100 κιλών, σαζάνια, κεφάλια, καραβίδες,

πλήθος οστρακοειδών, νεροφίδες, εκατομμύρια βατράχια, νεροχελώνες πλήθος,

αρπακτικά πτηνά και νυκτόβια όλων των ειδών καθώς και σμήνη κουνουπιών. (Στις

15 Σεπ που άρχιζε το κυνήγι της πάπιας, πηγαίναμε από το προηγούμενο βράδυ για

[100]


διανυκτέρευση, δεν μπορώ να περιγράψω τα σύννεφα των κουνουπιών, ήθελες να

λουστείς με κουνουπέλαιο και πάλι σε τσιμπούσαν διαπερνώντας τα ρούχα).

Τετράπαχες αγελάδες έβοσκαν ελεύθερες και σε κοιτούσαν με τα αθώα τους μάτια,

αλόγα έτρεχαν στα αρμυρίκια, γουρούνια και κόττες έβλεπες στο ανάχωμα να

περιμένουν τον κτηνοτρόφο να τα ταΐσει, σε κάθε κανάλι πλήθος «νταούλια» στημένα

από τους ψαράδες να πιάσουν τα σαζάνια, ενώ οι πλάβες στην ευθυγράμμιση και στο

λιμανάκι του δασικού παρατηρητηρίου έκαναν μικρό στόλο. Καλαμιώνες, αρμυρίκια

και πυκνά γιλκίνια και σεούτια κάλυπταν την έκταση με πολλές ανοιχτές

χορταριασμένες εκτάσεις που πλημμύριζαν,όπου τα υδρόβια έβοσκαν την νύχτα. Στο

Αινίσιο δέλτα υπάρχει μέχρι σήμερα το κυνηγετικό περίπτερο των βασιλιάδων της

Ελλάδος που το επισκέπτονταν με υψηλούς προσκεκλημένους για κυνηγετικές

εκδρομές.

Φίλοι μου ήταν για μένα μοναδική εμπειρία, το σούρουπο περιμένοντας τις πάπιες να

ακούς μόνο τους ήχους που οι ζώντες οργανισμοί του μεγάλου βιότοπου έβγαζαν, η

καλύτερη φυσική συμφωνική ορχήστρα, τέρψιν ακοής. Στη «γραμμή βολής» όπως τη

λέγαμε κάναμε τις φυλάχτρες, τους γνωστούς «γκιομέδες», ήταν παρόχθια πλησίον

της εκβολής του ποταμού όπου κάθονταν οι χιλιάδες πάπιες και χήνες την ημέρα,

περιμένοντας με το σούρουπο να σηκωθούν και να διασπαρούν στα ανοιχτά του

δέλτα για βοσκή. Πηγαίνοντας για πρώτη φορά με τον φίλο μου και συνάδελφο

Αντώνη το σούρουπο, με έπιασε απογοήτευση, αυτός έβλεπε τα πουλιά και

πυροβολούσε, εγώ άκουγα το σφύριγμα των πουλιών στο σκοτάδι, αλλά άπειρος στο

νυχτερινό κυνήγι υδροβίων δεν μπορούσα να δω τίποτε, μου πήρε αρκετό καιρό να

μπορέσουν τα μάτια μου να εντοπίσουν τα πουλιά, κοιτώντας κάθετα και

προβάλλοντας τα στον άσπρο φόντο του ουρανού όπου γίνονταν ορατά. Πετώντας

σε όμορφους σχηματισμούς και ψηλά οι πάπιες με το μακρύ λαιμό τους μπροστά και

την κοντή ουρά τους, γρήγορο σφυριχτό πέταγμα, δύσκολα θηρεύονταν από

αρχάριους όπως εγώ, άκουγες το ντουπ, όταν έπεφτε κάποια και έπρεπε να τρέξεις

φορώντας τις ψηλές μπότες μηρού για να την εντοπίσεις με το φακό. Θυμάμαι τις

κραυγές των τσακαλιών που έχοντας συνηθίσει τους κυνηγούς, πλησίαζαν αρκετά,

βλέποντας τα μάτια τους με το φακό για να πάρουν τις τραυματισμένες πάπιες, στη

φύση τίποτε δεν πάει χαμένο. Ο αέρας κυρίως ο νοτιάς ξεσήκωνε τα πουλιά και τα

χαμήλωνε, οπότε παίρναμε και εμείς μερικά. Οι χιονοπτώσεις και το πάγωμα των

νερών έφερνε πολλά από την Ευρασία και τότε ήταν πανηγύρι, θυμάμαι που ένα

βράδυ ο φίλος μου Αντώνης, δεινός σκοπευτής των υδροβίων, μου χτύπησε το

θυροτηλέφωνο να κατέβω να δω..άνοιξε το πορτ μπαγκάζ του ΙΧ και ήταν γεμάτο

πάπιες, οι όμορφες αποχρώσεις τους έδιναν την εντύπωση ζωγραφικού πίνακα, τα

πέτυχε με σφοδρό αέρα που τα ανάγκαζε να πετούν ξυστά στο έδαφος όπως μου

έλεγε…Αξέχαστες στιγμές έζησα στην καλύβα του ορεστιαδίτη φίλου μου Θόδωρου,

όπου μετά τα Χριστούγεννα κατέβαινε εκεί με την παρέα του μένοντας μια – δυο

εβδομάδες για κυνήγι υδροβίων, απολαμβάνοντας τους μεζέδες και τη θαλπωρή που

με -20 βαθμούς έξω η σόμπα και το κοινόβιο της καλύβας προσέφερε, εξιστορώντας

απίθανες κυνηγετικές εμπειρίες που αυτοί έζησαν στη μεγάλη λίμνη Δράνα του Δέλτα,

που είχαν καλύβα τη δεκαετία του 1980, και που απαγορεύτηκε το κυνήγι εκεί. Μετά

τη Δράνα ήλθε η σειρά της απαγόρευσης του κυνηγιού στο μεγαλύτερο μέρος του

Αινισίου Δέλτα μετά το 2000, οι καλύβες των κυνηγών χαρακτηρίστηκαν αυθαίρετα

και κατεδαφίστηκαν, πλήθος τουριστικά λεωφορεία με τουριστικά περίπτερα και

καφετέριες στήθηκαν εκεί που εμείς δίναμε την «μάχη μας με τα υδρόβια», αλλαγή

φρουράς, φύγαμε αξιοπρεπώς και ανεπιστρέπτως. Πήγα πάλι στο δέλτα για δυό

καλοκαίρια, 2001-2003, μένοντας για ένα μήνα στον δυτικό βραχίονα του ποταμού

όπου ήταν το Κέντρο Εκπαίδευσης Πλωτών Μέσων, σαν Διοικητής Μονάδος

Μηχανικού, οργανώνοντας ημερήσια αναγνώριση του χώρου του δέλτα για τους

στρατιώτες μου, που ήταν και είναι στρατιωτικής αξίας για τη χώρα μας και η

διαβίωση και παρουσία τόσων ανθρώπων στην περιοχή είχε αποτρεπτική

σπουδαιότητα, αναπολώντας τις μοναδικές συγκινήσεις που έζησα εκεί. Θα μου δοθεί

η ευκαιρία να γράψω παρακάτω για τον εξοπλισμό, τους κινδύνους και τα μέτρα

[101]


ασφαλείας που αναγκαιούν στον υγροβιότοπο, τις θανάσιμες παγίδες που υπάρχουν

και βίωσα μερικές εξ αυτών στο Αινίσιο δέλτα.

3. Πεδιάδα Ορεστιάδος ( περιοχές Ερυθροπόταμου, Άρδα και Έβρου

ποταμών.)

Οι ποταμοί Έβρος, Άρδας και Ερυθροπόταμος στο ανατολικό άκρο της χώρας

μας, σημείο συνάντησης τριών χωρών, με τον μεγαλειώδη κάμπο της

Ορεστιάδος και την παρέβρια δασώδη περιοχή που οι εύφορες προσχώσεις

των ποταμών τροφοδοτούν. Εκεί την χειμερινή περίοδο κατεβαίνουν και

διαβιούν πλήθος δενδροβίων, υδροβίων και παραδυτίων πτηνών, κάνοντας

περάσματα ακολουθώντας τον μεγάλο ρου του ποταμού Έβρου στον οποίο

εκβάλουν στο τουρκικό έδαφος οι ποταμοί Τούντζας και Εργίνης, προς το

Αινίσιο δέλτα. Οι καλλιέργειες ορυζώνων στην περιοχή της Αδριανούπολης

λόγω του Εργίνη ποταμού παρέχει άριστο βιότοπο και μέρος διατροφής των

υδροβίων, ακούγοντας τη νύχτα τα κρωξίματα του πλήθους των χηνών και

των αγριόπαπιων και τους πυροβολισμούς όλη τη νύχτα των Τούρκων

κυνηγών που τις κυνηγούσαν. Θυμάμαι μια χρονιά που πλημμύρισε ο

ποταμός, μου έλεγε ο φίλος μου Θόδωρος για ένα τούρκικο μεταλλικό κιβώτιο

– φυλάχτρα που ο ποταμός έφερε στο ελληνικό έδαφος, μέσα στο οποίο

υπήρχε ξυλόσομπα, ράντσο και ένα μονόκαννο όπλο λάφυρο των τούρκων

[102]


θηρευτών. Οι Τούρκοι έδεναν από το πόδι με πάσσαλο ζωντανές πάπιες

πλησίον της φυλάχτρας και αυτές καλούσαν φωνάζοντας τα κοπάδια τα οποία

πυροβολούσαν όλη τη νύχτα καθιστά. Τη δεκαετία 1980 -90, οι χιλιάδες χήνες

που κατέβαιναν εκεί, θηρεύονταν από τους Τούρκους τις οποίες πουλούσαν

στην λαϊκή αγορά της Αδριανούπολης και οι Ορεστιαδίτες τις κοιτούσαν ή

πήγαιναν και τις αγόραζαν από τους γείτονες, μέχρι που το δικό μας

Υπουργείο ξύπνησε και επέτρεψε τη θήρευσή της. Οι αμμονησίδες των

ποταμών αποτελούσαν περιζήτητα μέρη για καρτέρια. Στη δασώδη παρέβρια

όχθη με τις ψηλές λεύκες το πρωί περνούσαν εισερχόμενες από τη Τουρκία

χιλιάδες φάσσες αναζητώντας τις καλαμποκίστρες του ορεστιαδίτικου κάμπου,

οι γέροντες στα καφενεία μου εξιστορούσαν ότι τις κουβαλούσαν με τα σακιά.

Μπεκάτσες πλήθος κατέβαινε στα πύκνα μεταξύ των αναχωμάτων του

ποταμού, αλλά και στον Ερυθροπόταμο στην περιοχή του Διδυμοτείχου.

Θυμάμαι το 1983 όταν υπηρετούσα στο χωριό Βρυσικά, νεαρός και άπειρος

κυνηγός, έβγαινα στο διπλανό ρέμα Κατραντζή όπου κατέβαιναν πάπιες,

βρήκα ένα κυνηγό από το χωριό με έναν ημίαιμο ιχνηλάτη Γκέκα. Κυνηγούσε

μπεκάτσες στα πυκνά σύνδενδρα ανάμεσα στα καλλιεργήσιμα χωράφια, μου

είπε να πάω μαζί του (οι κάτοικοι της περιοχής ήταν πολύ φιλικοί και φιλόξενοι

με τους ξένους), τότε είχα ένα ημιαυτόματο 76 εκ τσοκαρισμένο, που να

πάρεις μπεκάτσα,… ήταν τέτοιο το πλήθος των πουλιών που ο Γκέκας

μπαίνοντας στα πυκνά έφευγαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μου είχε κάνει

εντύπωση ότι τις ξεσηκώναμε και μέσα στα τριφύλλια, είχε χτυπήσει 15

πουλιά, μου έδωσε και μένα δύο…έφυγε για το χωριό…όταν τον ρώτησα γιατί

φεύγει με τόσα πουλιά που υπήρχαν, μου απάντησε ότι το πρωί είχε πάρει

άλλα τόσα στο ποτάμι. Σκεφτόμουν μετά από χρόνια που απέκτησα σκυλιά

φέρμας μπεκατσοτούφεκα και εμπειρία, δεν ξαναβρήκα ποτέ τόσα πουλιά αν

και πήγα πάλι στο ίδιο μέρος, μετά από χρόνια.

Τους θερινούς μήνες ο κάμπος του Έβρου ήταν το κοτέτσι των ορτυκιών που

φωλεοποιούσαν στην περιοχή και έτρωγαν το σιτάρι του σιτοβολώνα της

Ελλάδας. Χωρίς σκύλο με τα πόδια έπαιρνα 10-15 πουλιά περπατώντας στα

σταροχώραφα. Τα τρυγόνια αποτελούσαν το δέλεαρ του κυνηγετικού

τουρισμού της περιοχής γεμίζοντας τα ξενοδοχεία της Ορεστιάδας μετά το

Δεκαπενταύγουστο. Ψαράδες με τα καλάμια, τους συναντούσες κατά μήκος

του ποταμού και πλήθος νταούλια ήταν στην ελληνική πλευρά, οι γουλιανοί

ήταν ονομαστοί μεζέδες σε ταβέρνες του Πυθίου. Επισκεπτόμενος πέρυσι την

περιοχή για κυνήγι ορτυκιών πήγα στα αγαπημένα μου μέρη του ποταμού και

το πρωί έπεσα σε ένα ανθρώπινο κοπάδι με γυναίκες και μικρά παιδιά

λαθρομεταναστών που βλέποντάς με πολλοί έτρεξαν να κρυφτούν, οι

γυναίκες με τα μωρά με πλησίασαν και τους έδωσα ότι νερό είχα στο

αυτοκίνητο. Οι όχθες του ποταμου γεμάτες από ρούχα, παπούτσια και

σχισμένες πλαστικές βάρκες που χρησιμοποιούν οι λαθρομετανάστες και οι

τούρκοι δουλέμποροι. Οχήματα της Ευρωπαϊκής FRONTEX τρέχουν στο

περέβριο ανάχωμα μαζεύοντας ή αποτρέποντας τους «εισβολείς» και φράκτες

κονσερτίνας ορθώνονται εκεί που μόνο κυνηγοί, ψαράδες και οι περίπολοι

των φυλακίων συνευρίσκονταν. Αυτός ήταν φίλοι μου ο βιότοπος της

θηρευτικής πτηνοπανίδας του Βορείου Έβρου, ο οποίος σήμερα δέχεται την

πίεση της βιοποριστικής ανθρωπιστικής παγκόσμιας κρίσης και της

αναζήτησης περίσσειας πλούτου και αγαθών των αναπτυγμένων χωρών.

Άξιο μνείας στην περιοχή του βόρειου Έβρου είναι τo Εθνικό Πάρκο του

Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου, μια από τις σημαντικότερες

[103]


προστατευόμενες περιοχές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Είναι

μία από τις πρώτες περιοχές στην Ελλάδα που τέθηκαν σε καθεστώς

προστασίας, καθώς εδώ συμβιώνουν και ευδοκιμούν συγκεντρωμένα πολλά

είδη της χλωρίδας και της πανίδας της Βαλκανικής χερσονήσου, της Ευρώπης

και της Ασίας. Το μωσαϊκό τοπίων που διαμορφώνεται από δάση πεύκης και

δρυός, τα οποία διακόπτονται από ξέφωτα, βοσκοτόπια και καλλιεργούμενες

εκτάσεις αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για τα αρπακτικά πουλιά. Στο Εθνικό

Πάρκο συναντώνται τρία από τα τέσσερα είδη γύπα της Ευρώπης

(Μαυρόγυπας, Όρνιο και Ασπροπάρης), ενώ φιλοξενεί τη μοναδική αποικία

Μαυρόγυπα στα Βαλκάνια.

4. Λίμνη Βιστονίδα και λιμνοθάλασσα Πόρτο Λάγος.

Η λίμνη Βιστονίδα είναι από τους πιο όμορφους υδροβιότοπους της Ελλάδας,

με λιμνοθαλάσσια και λιμναία χαρακτηριστικά. Εκτείνεται στους νομούς

Ξάνθης και Ροδόπης, με έκταση 42.400 στρέμματα και μέσο βάθος 2,5 μέτρα.

Η κυριότητά της ανήκει στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Το όνομα της

λίμνης οφείλεται στους Βίστωνες, αρχαία θρακική φυλή. Η περιοχή ήταν

γνωστή από την αρχαιότητα, με την ακμή των πόλεων Άβδηρα και Δίκαια. Στη

Ρωμαϊκή εποχή περνούσε από εδώ η Εγνατία οδός που ένωνε την Αδριατική

με το Βόσπορο. Μέσα στη λιμνοθάλασσα ανήκει και το γραφικό νησάκι του

Αγίου Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι. Η πρόσβαση γίνεται με μία ξύλινη

στενή γέφυρα, μήκους περίπου 50 μ., που στηρίζεται σε πασσάλους πάνω

από το νερό. Η ιδιαιτερότητα της λίμνης, βρίσκεται στο γεγονός, ότι στο βόρειο

[104]


τμήμα της έχει γλυκό νερό, ενώ στο νότιο αλμυρό ή υφάλμυρο. Αυτό

συνεπάγεται μεγάλη ποικιλία σε είδη χλωρίδας και πανίδας. Από τα θηλαστικά

ξεχωρίζει η παρουσία της βίδρας, αλλά και του τσακαλιού, του λύκου, της

αλεπούς, του λαγού και της αγριόγατας. Τη λίμνη περιβάλλουν αλμυρίκια,

καλαμώνες, καθώς και έλη αλμυρού και γλυκού νερού. Μέχρι σήμερα στη

λίμνη έχουν καταγραφεί 21 είδη ψαριών, που μαζί με αυτά που εισέρχονται

από τη θάλασσα φτάνουν τα 37. Από αυτά που ζουν σε γλυκά νερά, τα πιο

χαρακτηριστικά είναι το γριβάδι, η κοκκινοφτέρα και η θρίτσα, ενώ στα αλμυρά

μπορούμε να συναντήσουμε χέλια, λαβράκια, επτά είδη κεφαλιών κ.ά. Στην

περιοχή έχουν καταμετρηθεί μέχρι σήμερα 326 είδη πουλιών, που χωρίζονται

σε 3 βασικές κατηγορίες. Τα είδη που επισκέπτονται την περιοχή για

αναπαραγωγή, τα μεταναστευτικά και εκείνα που διαχειμάζουν. Ανάμεσα

τους, πορφυροτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες,

αργυροτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, κορμοράνοι, λεπτομύτες, καλαμοκανάδες,

χουλιαρομύτες, κεφαλούδια, κύκνοι, ερωδιοί, πελεκάνοι, οι σπάνιες

σταχτόχηνες και οι νανόχηνες που απειλούνται παγκοσμίως. Τα τελευταία

χρόνια ζει εδώ ένας μεγάλος αριθμός φοινικόπτερων. Μαζί με τη λίμνη

Κερκίνη, είναι ο πιο σημαντικός στην Ευρώπη τόπος διαχείμασης των

αργυροπελεκάνων. Στον υδροβιότοπο συναντάμε και άλλα μεταναστευτικά

πουλιά, όπως ερωδιοί, πελαργοί, χαλκόκοτες, αρπακτικά. Η λιμνοθάλασσα

Πόρτο Λάγος βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Βιστονίδας και ανάμεσα στα χωριά

Λάγος και Φανάρι, στο μέσο περίπου της διαδρομής Ξάνθης-Κομοτηνής. Στα

δυτικά σχηματίζονται οι μικρές λιμνοθάλασσες Λάφρη και Λαφρούδα ενώ στα

ανατολικά οι λιμνοθάλασσες Ξηρολίμνη, Καρατζά, Αλυκή, Πτελέα. Ο

υδροβιότοπος Βιστονίδας - Πόρτο Λάγος είναι παράκτιος, θεωρείται ενιαίος

και εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς χλωρίδας και πανίδας, αλλά

κυρίως για το πλήθος και την ποικιλία των πουλιών που φιλοξενεί. Η

λιμνοθάλασσα του Πόρτο Λάγος έχει κυρίως αλμυρό νερό και σε αυτή

υπάρχει μια έκταση που έχει αναδασωθεί με Pinus maritima. Στον

υδροβιότοπο έχουν καταγραφεί 61 είδη ψαριών με σπουδαιότερα από

εμπορική άποψη τον κέφαλο, τα χέλια και την αθερίνα. Η θρίτσα, ενδημικό

είδος που υπήρχε παλαιότερα, σήμερα έχει εξαφανιστεί λόγω αύξησης της

αλατότητας των νερών της. Υπάρχουν άφθονα πουλιά όλες τις εποχές του

έτους. Μια αποικία ερωδιών έχει εγκατασταθεί μέσα σε μια αναδάσωση με

πεύκα στο Πόρτο Λάγος και μια άλλη, του γένους Nycticorax, βρίσκεται μέσα

στους καλαμώνες. Οι γειτονικοί λόφοι έχουν σημαντικούς πληθυσμούς

αρπακτικών πτηνών. Το ψαρεμα και το κυνήγι στη λίμνη απαγορεύεται, η

ένωση αλιεών εκμεταλλεύεται με μίσθωση την αλιεία κυρίως των

εισερχομένων για ωοτοκία κεφαλιών και λαβρακιών κλείνοντας την είσοδο της

λιμνοθάλασσας και αλιεύοντας την χειμερινή εποχή τόννους αλιευμάτων.

5. Λίμνη Ισμαρίδα και το σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών Θράκης.

[105]


Η λίμνη Ισμαρίδα ή Μητρικού είναι η μοναδική λίμνη γλυκού νερού στη

Θράκη, νότια του νομού Ροδόπης, με έκταση περίπου 2.524 στρέμματα και

μέσο βάθος 1,5 μέτρα. Βρίσκεται σε απόσταση 18 χλμ. από την Κομοτηνή και

3 χλμ. βόρεια του όρμου Ανοικτό, μεταξύ της λίμνης Βιστονίδας και του όρους

Ίσμαρου. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τακτικούς σταθμούς στην

Ελλάδα για διάφορα είδη πτηνών. Μεγάλο μέρος της καλύπτεται από

νούφαρα και στο ΒΑ τμήμα της απλώνονται εκτεταμένοι καλαμώνες. Στα

δυτικά της Ισμαρίδας υπάρχει ένα σύμπλεγμα υδροβιοτόπων, που το

αποτελούν κυρίως οι λιμνοθάλασσες Έλος (ή Καρατζαλή), Πτελέα, Αλυκή (ή

Μέση), Καρατζά (ή Αρωγή) και Ξηρολίμνη (ή Φαναριού). Τα συστήματα αυτά

μαζί με τη λίμνη Βιστονίδα λειτουργούν ως ένα ενιαίο οικοσύστημα ιδιαίτερης

οικολογικής αξίας, που παρουσιάζει πολύ πλούσια χλωρίδα (θαμνώδες

εκτάσεις από αρμυρίκια, παρόχθια βλάστηση, ελόβια, λειμώνες κι επιπλέουσα

βλάστηση) και πανίδα (θηλαστικά, ερπετά), με χαρακτηριστική την παρουσία

σπάνιων πουλιών που απειλούνται με εξαφάνιση, όπως αργυροτσικνιά,

χουλιαρομύτα, χαλκόκοτα και το μουστακογλάρονο. Η οικονομική προσφορά

της λίμνης στην περιοχή είναι αξιόλογη, καθώς έχει αλιευτικό πλούτο και

συνεισφέρει στη γεωργία και κτηνοτροφία.

6. Δέλτα ποταμού Νέστου.

Βρίσκεται στα νότια σύνορα των νομών Καβάλας και Ξάνθης με συνολική

έκταση περίπου 500.000 στρέμματα. Αποτελεί τμήμα του Εθνικού Πάρκου

Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και είναι ένας από τους σημαντικότερους

υδροβιότοπους της χώρας, αλλά και της Ευρώπης, λόγω της έκτασης και της

ποικιλίας των βιοτόπων του. Το Πάρκο περιλαμβάνει τις προστατευόμενες

περιοχές των υδροβιότοπων Δέλτα Νέστου, λίμνης Βιστονίδας, λίμνης

Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, με χερσαία και υδάτινη συνολική

έκταση 726.000 στρέμματα περίπου. Το υδροβιοτοπικό σύμπλεγμα του

Πάρκου είναι ένα από τα πιο σημαντικά της χώρας, λόγω της μεγάλης

έκτασης και της βιολογικής, αισθητικής, γεωμορφολογικής, επιστημονικής και

παιδαγωγικής του αξίας. Οι υδροβιότοποι του Δέλτα Νέστου παρουσιάζουν

μια εξαιρετική ποικιλία και συνθέτουν ένα μωσαϊκό που ευνοεί την άγρια ζωή.

Οι πιο διακριτοί είναι: η λιμνοθάλασσα Ερατεινού, η λιμνοθάλασσα

Αγιάσματος, η λιμνοθάλασσα Κοκάλας, η λιμνοθάλασσα Χαϊδευτού, η

λιμνοθάλασσα Κεραμωτής, η λιμνοθάλασσα Μοναστηριακιού, η

λιμνοθάλασσα Μαγγάνων και το παραποτάμιο Μεγάλο Δάσος (Κοτζά-Ορμάν).

[106]


Στο Δέλτα υπάρχουν 32 κοινότητες. Ο ποταμός Νέστος πηγάζει από το όρος

Ρήλα στη Βουλγαρία και εκβάλλει στο Θρακικό πέλαγος, απέναντι από το νησί

της Θάσου. Το συνολικό μήκος του Νέστου είναι 234 χιλιόμετρα, από τα

οποία τα 140 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Στο Δέλτα του Νέστου γύρω

από το ποτάμι και τις εκβολές του υπάρχουν πολλοί υγροβιότοποι, το

μοναδικό στην Ελλάδα παραποτάμιο δάσος, -γνωστό ως Μεγάλο Δάσος-,

πολυάριθμες λιμνοθάλασσες, αμμοθίνες, οι επτά λίμνες της Χρυσούπολης και

τα πανοραμικά Τέμπη του Νέστου. Το δέλτα του Νέστου είναι ένας από τους

πιο σημαντικούς υγροβιότοπους σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η μεγάλη του

σημασία έχει αναγνωριστεί με σειρά διεθνών αποφάσεων και συνθηκών,

μεταξύ των οποίων και από την ειδική συνθήκη RAMSAR (Συνθήκη για την

προστασία υγροτόπων διεθνούς σημασίας, ιδιαίτερα ως βιοτόπων υδρόβιων

πουλιών).

Η Πανίδα του Δέλτα: Στο Δέλτα υπάρχουν πληθυσμοί βίδρας, τσακαλιού,

(Το χρυσό τσακάλι -Canis aureus- ο συνολικός ελάχιστος αριθμός ομάδων

τσακαλιών που εντοπίσθηκαν στην περιοχή είναι 53. Από αυτές, οι 42

υπάρχουν στην παραποτάμια Δασική περιοχή του δέλτα Νέστου και 11 γύρω

από τις λίμνες Βιστωνίδα και Ισμαρίδα. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος, υγιέστερος

και δυναμικότερος πληθυσμός τσακαλιών στην Ελλάδα) αγριόγατας και

λύκου. Όμως η καφετιά αρκούδα, το ελάφι και το ζαρκάδι έχουν εκλείψει εδώ

[107]


και 50 χρόνια. Υπάρχει επίσης πολύ πλούσια ορνιθοπανίδα. Έως τώρα έχουν

παρατηρηθεί περισσότερα από 310 είδη που είναι μεταναστευτικά και 120

είδη διαχειμάζοντα.

Στη φωλεάζουσα ορνιθοπανίδα συμπεριλαμβάνονται 4-5 ζευγάρια

Κραυγαετού στο παραποτάμιο δάσος, 1 ζευγάρι του Θαλασσαετού, 80% του

Ευρωπαικού πληθυσμού της Αγκαθοκαλημάνας (30-35 ζευγάρια ), αποικίες

Ερωδιών, Σταχτοτσικνιά, Πορφυροτσικνιά, Λευκοτσικνιά, Κρυπτοτσικνιά,

καθώς επίσης αποικίες Ποταμογλάρων και Νανογλάρων, Νεροχελίδονων,

Τουρλίδας, περίπου 90 ζευγάρια Λευκοπελαργού και έως τα 500 ζευγάρια

Μαυροκέφαλου γλάρου.

7. Μικρή και Μεγάλη Βόλβη.

Η λίμνη Βόλβη βρίσκεται στο νομό Θεσσαλονίκης, στη λεκάνη της Μυγδονίας,

στην επαρχία Λαγκαδά, ανατολικά από τη λίμνη Κορώνεια, ενώ από τη βόρεια

πλευρά της περνά η Εγνατία Οδός. Στα ανατολικά της βρίσκονται τα στενά

της Ρεντίνας ή αλλιώς Μακεδονικά Τέμπη. Εκατομμύρια χρόνια πριν, οι δύο

λίμνες και όλη τη λεκάνη της Μυγδονίας αποτελούσαν μία μεγάλη λίμνη. Οι

γειτονικές αυτές λίμνες είναι ό,τι απέμεινε από τότε. Η Βόλβη είναι η δεύτερη

μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας, με έκταση περίπου 68,6 τ.χ. και μέγιστο

βάθος στα 23,50μ. Η περιοχή της λίμνης αποτελεί έναν από τους 10

ελληνικούς υδροβιότοπους με διεθνή σημασία, που προστατεύεται από τη

σύμβαση Ramsar. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής περιλαμβάνει 23 είδη ψαριών,

τρία από τα οποία είναι μοναδικά στον κόσμο (η λιπαριά, η γκελάρτσα, το

λακόψαρο ή τυλινάρι), 19 είδη αμφιβίων κι ερπετών (πιθανολογείται η

παρουσία και άλλων), 34 είδη θηλαστικών (είναι πιθανή η παρουσία και

άλλων 16). Επιπλέον, εδώ βρίσκουν καταφύγιο 200 είδη πουλιών, που

διαχειμάζουν στην περιοχή, όπως βουτηχτάρια, πάπιες, γλάροι και

φαλαρίδες. Έχουν παρατηρηθεί οι μεγαλύτεροι στην Ελλάδα αριθμοί από

σκουφοβουτηχτάρια, κυνηγόπαπιες και τσικνόπαπιες, κραυγαετούς, ερωδιούς

[108]


κ.ά. Τέλος, αποτελεί ένα σπάνιο οικοσύστημα με καλαμιώνες, υγρά λιβάδια,

υδρόφιλα φυτά και δέντρα.

8. Λίμνη Κερκίνη.

Είναι τεχνητή λίμνη και βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του νομού Σερρών. Είναι ένας

από τους ελληνικούς υδροβιότοπους διεθνούς σημασίας που προστατεύεται

από τη σύμβαση Ramsar. Η λίμνη δημιουργήθηκε το 1932, με τη κατασκευή

φράγματος στον ποταμό Στρυμόνα, κοντά στο χωριό Λιθότοπο. Η λίμνη

δημιουργήθηκε για την ανάσχεση και συγκράτηση των πλημμυρών του

Στρυμόνα, τη συγκράτηση των φερτών υλών και την άρδευση της πεδιάδας

των Σερρών. Στη θέση που έγινε, υπήρχε μία μικρή λίμνη και έλη. Μια σειρά

συνθηκών, που άλλες τεχνητές λίμνες δεν εκπληρώνουν, κάνουν τη λίμνη

Κερκίνη ένα τόσο σημαντικό οικοσύστημα. Το μικρό σχετικό βάθος, οι ήπιες

κλίσεις στο βόρειο και ΒΑ τμήμα της, η υψηλή παραγωγικότητα που οφείλεται

στην περιοδική κατάκλυση με νερό και στον εμπλουτισμό της με θρεπτικά

στοιχεία, η θέση της σε σχέση με τους διαδρόμους μετανάστευσης των

πουλιών καθώς και η ύπαρξη παλαιότερα στον ίδιο τόπο μιας μεγάλης

υδροβιοτοπικής έκτασης, είναι από τους παράγοντες που συνέλαβαν στη

διατήρηση αυτού του πλούσιου υδροβιότοπου. Έχουν παρατηρηθεί

τουλάχιστον 300 είδη πουλιών στη λίμνη και στα γύρω βουνά. Συνολικά 10

είδη πουλιών φωλιάζουν σε μικτές αποικίες στο παραποτάμιο δάσος, σε

σημαντικούς αριθμούς. Τα είδη αυτά είναι: ο κορμοράνος, o λευκοτσικνιάς, ο

αργυροτσικνιάς, ο πορφυροτσικνιάς, ο σταχτοτσικιάς, ο κρυπτοτσικνιάς, ο

νυχτοκόρακας, η χουλιαρομύτα, η λαγγόνα και η χαλκόκοτα. Επίσης, το

σκουφοβουτηχτάρι και το νανοβουτηχτάρι κατασκευάζουν επιπλέουσες

φωλιές. Δύο είδη γλαρονιών (μουστακόγλαρο και μαυρογλάρονο)

κατασκευάζουν τις φωλιές τους πάνω στα φύλλα των νούφαρων. Άλλα

σημαντικά είδη είναι: ο μαυροπελαργός, ο λευκοπελεκάνος, ο πετρίτης, ο

φιδαετός, ο κραυγαετός και ο θαλασσαετός.

[109]


9. Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα

Στην περιοχή που εκβάλει ο Αξιός σχηματίζεται ένα Δέλτα με συνολική έκταση

22.000 στρέμματα. Στην ευρύτερη περιοχή εκβάλλουν και οι ποταμοί Λουδίας,

Αλιάκμονας και Γαλλικός και μαζί με τις αλυκές Κίτρους δημιουργούν έναν

υδροβιότοπο μεγάλης έκτασης και σημασίας, που προστατεύεται από τις

συμβάσεις Ramsar και Βέρνης. Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί

πληθυσμοί υδρόβιων πτηνών όπως ερωδιοί, χαλκόκοτες, νεροχελίδονα,

γαλιάντρες κ.α. Μαζί με τα είδη που καταφθάνουν την εποχή της

μετανάστευσης ξεπερνάνε τα 200. Μεταξύ των ειδών αυτών υπάρχουν και

αρπακτικά όπως ο θαλασσαετός, ενώ ορισμένες φορές παρατηρούνται και

διάφορα σπάνια για την περιοχή είδη. Οι όχθες του ποταμού περιβάλλονται

από δάση με λεύκες, οξιές και πλατάνια, ενώ όσο πλησιάζουμε στις εκβολές

κυριαρχούν τα αλμυρίκια και οι θάμνοι. Στο Δέλτα του Αξιού εκτρέφονται

περίπου 60 νεροβούβαλοι και 50 περίπου άλογα ζουν ελεύθερα στην

περιοχή. Τα δάση του φιλοξενούν λύκους, τσακάλια, αγριόγατες, βίδρες κ.α. Ο

υδροβιότοπος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα «επιβίωσης» εξαιτίας της

αλόγιστης ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα βιομηχανικά και αστικά απόβλητα

και τα λιπάσματα που μολύνουν τα ύδατα, η αμμοληψία, η λαθροθηρία και η

υπεράντληση των υδάτων για άρδευση είναι μερικοί από τους κινδύνους που

απειλούν τον υδροβιότοπο. Οι συγκεντρώσεις νιτρικών, νιτρωδών,

αμμωνιακών αλάτων και ολικού φωσφόρου είναι εξαιρετικά υψηλές

10.Λίμνη Μικρή Πρέσπα

[110]


Στο ΒΔ άκρο της Ελλάδας, μέσα σε μια πελώρια βουνίσια αγκαλιά φυλάσσεται

η ομορφιά της Μικρής και Μεγάλης Πρέσπας, δύο λίμνες που χωρίζονται από

μια λωρίδα γης μήκους 4 χλμ. Η Μεγάλη Πρέσπα εκτείνεται ανάμεσα στην

Ελλάδα, τη ΠΓΔΜ και την Αλβανία, είναι η μεγαλύτερη λίμνη των Βαλκανίων,

βρίσκεται σε υψόμετρο 853 μ. και έχει μέγιστο βάθος 50 μ. Καλύπτει έκταση

288 τ.χ., από τα οποία τα 37 ανήκουν στη χώρα μας. Η Μικρή Πρέσπα, ή

Βρυγηίδα, σύμφωνα με την αρχαία ονομασία, με έκταση 44 τ.χ., ανήκει

κυρίως στην Ελλάδα και ένα μικρό της τμήμα στην Αλβανία. Η πλούσια

χλωρίδα και πανίδα του τόπου, η εντυπωσιακή βιοποικιλότητά του είχαν ως

αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί η περιοχή ως Εθνικός Δρυμός από το 1974.

Μάλιστα, τα παραλίμνια χωριά Ψαράδες και Άγιος Γερμανός αποτελούν

προστατευόμενους παραδοσιακούς οικισμούς του Δρυμού. Η Μικρή Πρέσπα

είναι ένας μοναδικός υδροβιότοπος, που προστατεύεται από τη σύμβαση

Ramsar και ένας από τους 11 ελληνικούς υδροβιότοπους διεθνούς σημασίας.

Στο δάσος που την περιβάλλει και στους καλαμώνες του Δρυμού υπολογίζεται

ότι υπάρχουν πάνω από 1.300 είδη φυτών, όπως βελανιδιές, οξιές, σημύδες

αλλά και δέντρα μοναδικά στον ελληνικό χώρο, όπως η κενταύρια Πρέσπα και

το δάσος αρκεύθου, καθώς και μια συστάδα υπεραιωνόβιων

βουνοκυπάρισσων. Υπάρχουν και 15 είδη ψαριών, 11 είδη αμφιβίων, 40

θηλαστικών και 260 είδη πτηνών. Όσον αφορά στην πτηνοπανίδα

σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των πελεκάνων και συγκεκριμένα του

αργυροπελεκάνου, που παγκοσμίως είδος υπό εξαφάνιση (1.000 ζεύγη έχουν

απομείνει σ’ όλο τον κόσμο, από τα οποία 150 ζουν στη περιοχή). Επίσης θα

συναντήσετε ερωδιούς, κορμοράνους, χήνες, αρπακτικά, όπως σταυραετούς,

χρυσαετούς, φιδαετούς, πετρίτες, αρκετά είδη βατράχων και φρύνων. Το νησί

που υπάρχει στο κέντρο της, ο Άγιος Αχίλλειος, με τους περίπου 20

κατοίκους, είναι περισσότερο γνωστό για την υπέροχη βασιλική του 10ου

αιώνα, χτισμένη από τον τσάρο Σαμουήλ. Το νησί ήταν για μικρό χρονικό

διάστημα πρωτεύουσα του Βουλγαρικού Βασιλείου.

11.Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου

[111]


Είναι η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Ελλάδας και αποτελεί ένα άβαθο μέρος

της θάλασσας από τις προσχώσεις του Αχελώου. Πρόκειται για μια

παραθαλάσσια λίμνη, πριν από το Μεσολόγγι, με θαλάσσιο νερό που

εκτείνεται από την Άκρα Μπαμπακούλα, στις εκβολές του Εύηνου, μέχρι τους

πρόποδες του όρους Κατσιλάρη προς το Ιόνιο Πέλαγος και σε βάθος μέχρι

του ιχθυοτροφείου του Αιτωλικού. Χωρίζεται από την ανοικτή θάλασσα του

Πατραϊκού Κόλπου από ένα παράκτιο διάζωμα, ύψους μέχρι 80 εκατοστά,

που δημιούργησαν οι προσχώσεις των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Έχει

μέγιστο μήκος περίπου 27.300 μ. και μέγιστο πλάτος 14.800 μ. Το

μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 5-6 μ., αλλά το μεγαλύτερο μέρος της έχει

βάθος που δεν ξεπερνάει το μισό μέτρο. Κοντά στις ακτές το βάθος φτάνει τα

10 εκ. και γι’ αυτό είναι πρόσφορος τόπος για αλυκές. Περίφημο είναι το

αβγοτάραχό της που βγαίνει από ένα είδος κεφαλόπουλου που λέγεται

μπάφα. Ο Στράβωνας την ονόμαζε Κυνία λίμνη. Το 1930 ξεκίνησαν τα πρώτα

έργα εκβάθυνσης με βυθοκόρους και ανοίχθηκε δίαυλος από την ανοικτή

θάλασσα μεταξύ Τουρλίδας και Βασιλάδι μήκους 6 χλμ., πλάτους 50 μ. και

μέσου βάθους περίπου 4,80 μ. Ο δίαυλος αυτός καταλήγει στη κυρίως λεκάνη

της λιμνοθάλασσας που παρουσιάζει ρομβοειδές σχήμα με μήκος πλευράς

300 μ. και βάθος το αυτό του διαύλου. Μέσα στη λιμνοθάλασσα υπάρχουν

οκτώ ιστορικά νησάκια που τα περισσότερα αναφέρονται στην ιστορία της

πολιορκίας του Μεσολογγίου κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου

αναδείχθηκαν τόποι ηρωϊσμών. Αυτές είναι: το Βασιλάδι, η Θολή, η Κλείσοβα,

το Κόμμα, η Μαρμαρού, η Πλώσταινα, ο Προκοπάνιστος και ο Σχοινιάς. Η

λιμνοθάλασσα προστατεύεται από την γνωστή συνθήκη Ramsar και αποτελεί

περιβαλλοντικό πάρκο και οικοσύστημα. Κοντά στη λιμνοθάλασσα του

Μεσολογγίου βρίσκεται και η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού. Στην περιοχή της

λιμνοθάλασσας έχουν βρεθεί 36 είδη ψαριών, 5 είδη αμφιβίων και 23 είδη

[112]


ερπετών. Tο Mεσολόγγι είναι ο πιο φημισμένος ιχθυοπαραγωγικός τόπος

στην Eλλάδα, και η περιοχή φιλοξενεί πολλά ιχθυοτροφεία.

Όσον αφορά τα πουλιά, η περιοχή φιλοξενεί πάνω από 280 είδη. Στις

αμμοθίνες της Λιμνοθάλασσας φωλιάζουν ο Στρειδοφάγος, ο

Θαλασσοσφυριχτής και ο Kοκκινοσκέλης. Mέσα στις σαλικόρνιες φτιάχνουν

τις φωλιές τους τα Nεροχελίδονα και οι Kαλαμοκανάδες, ενώ στις αλυκές

συναντάμε Aβοκέτες. Tα είδη Aσημόγλαρος, Nανογλάρονο, Ποταμοσφυριχτής

και Πετροτριλίδα φωλιάζουν στις αμμώδεις μεριές της λιμνοθάλασσας και του

Δέλτα, ενώ στη Λιμνοθάλασσα φωλιάζουν επίσης ο Λευκοτσικνιάς, η

Nανομουγκάνα και ο Kρυπτοτσικνιάς. Oι Λευκοτσικνιάδες ζουν στο Mεσολόγγι

όλο το χρόνο, ο Aργυροτσικνιάς εμφανίζεται μόνο το χειμώνα, ενώ οι

Xαλκόκοτες περνούν κατά τη διάρκεια της αποδημίας τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ.

Σύγχρονη κυνηγετική – θηρευτική Διαγωγή και Συμπεριφορά.

Ο κυνηγός – θηρευτής του 21 ου αιώνα, είναι ρεαλιστής, γνώστης του

περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων των θηραμάτων, φυσιολάτρης και

συναισθηματικά δεμένος με τη φύση, με αμέριστο σεβασμό στη σοφία της και

τη σωστή διαχείρισή της. Η απουσία τροφοσυλλεκτικών αναγκών μέσω των

θηραμάτων, μας δίνει την ευχέρεια της διεξαγωγής κυνηγετικής

δραστηριότητας σε αθλητικό και ψυχαγωγικό πλαίσιο, ευχαριστούμενοι τις

αναζωογονητικές εξόδους μας στη φύση και την υπαίθρια αναψυχή, πάντα

επιζητώντας την αναμέτρηση επί ίσοις όροις με τα λιγοστά πλέον θηρεύσιμα

είδη.

Ενσυνείδητος και νομοταγής στην ισχύουσα νομοθεσία, αποφεύγει να δίνει

αφορμές σε κακοπροαίρετες δυσμενείς κριτικές και σχόλια, σε μια κοινωνία με

αυξημένη οικολογική και φιλοζωϊκή ευαισθησία, που με κατάλληλη

χειραγώγηση από επιτήδειους, στρέφεται και ανενημέρωτη καταδικάζει στην

πυρά δικαίους και αδίκους.

Εισέρχεται στον κυνηγότοπο σεβόμενος το χώρο και τα είδη που διαβιούν

εκεί. Θόρυβοι, άσκοποι πυροβολισμοί, φωνές και βρισιές στα ανυπάκουα

σκυλιά μας, κινητά τηλέφωνα με συνομιλίες σε άλλους συναδέλφους, δεν

συνάδουν με το σημερινό πνεύμα του σύγχρονου πολιτισμένου κυνηγού.

Παρατηρεί το περιβάλλον, χαίρεται τη φυσική αρμονία, προστατεύει τη

χλωρίδα ενημερώνοντας τις αρμόδιες αρχές ή τον κυνηγετικό σύλλογο για

παράνομες καταστροφικές υλοτομίες και παραβάσεις του Δασικού Κώδικα,

απορρίψεις σκουπιδιών, σήμερα δεν υπάρχει ρέμα που ασυνείδητοι να μην το

έχουν γεμίσει (κάποτε εμείς οι παλιότεροι πίναμε στα χωριά μας νερό από τα

ρέματα), προσέχει για τυχόν εκδήλωση πυρκαγιάς και συνεργάζεται φιλικά με

άλλα άτομα που χαίρονται την ύπαιθρο και θα συναντήσει στην κυνηγετική

του έξοδο (βοσκούς, ξυλοκόπους, καλλιεργητές, επισκέπτες - περιπατητές

κλπ) έγκαιρα αντιλαμβανόμενος την παρουσία τους και την άμεση λήψη

μέτρων ασφαλείας. (σ.σ Στο Βέλγιο στην περιοχή όπου διεξάγονταν κυνήγι, από την

προηγουμένη πήγαιναν και έβαζαν περιμετρικά στις εισόδους και στους δρόμους, πασάλλους

στο πάνω μέρος των οποίων υπήρχε χάρτινος στόχος ομοκέντρων κύκλων με την ένδειξη

«κυνήγι σε εξέλιξη» για την ενημέρωση των επισκεπτών και την αποφυγή ατυχημάτων.)

Λαθροθήρες τυφεκιοφόροι δεν έχουν θέση στην κυνηγετική οικογένεια και

όταν γίνονται αντιληπτοί θα πρέπει να καταγγέλλονται, επιζητώντας την

[113]


αυστηρή τιμωρία τους. Η φύση έχει σοφούς μηχανισμούς διαχείρισης και

προστασίας των θηραμάτων, ο κυνηγός θα πάρει πάντα το περίσσιο από τη

βιώσιμη χωρητικότητα που επιτρέπει ένα οικοσύστημα, δηλαδή τον

υπερπληθυσμό, το ελάχιστο ζωϊκό κεφάλαιο η φύση το έχει προικίσει με

αμυντικούς μηχανισμούς τέτοιους που πάντα σώζεται από τον «ορθόδοξο»

κυνηγό. Ο νυχτερινός λαθροθήρας με τη δέσμη φωτός, ο παράνομος

κράχτης, οι παγίδες κ.λ.π στρέφουν την υπέρτερη ανθρώπινη τεχνολογία

ενάντια στην φυσική άμυνα των ειδών, απειλώντας τον θηραματικό μας

πλούτο με την παράνομη υπερθήρευση, στον αφανισμό.

Στο συλλογικό κυνήγι εφαρμόζει τους κανόνες και τα απαραίτητα μέτρα

ασφαλείας, πάντοτε γνωρίζοντας που βρίσκονται οι συνάδελφοί του και ποτέ

δεν πυροβολεί εάν δεν έχει αντίληψη και ορατότητα του στόχου, δυστυχώς

κάθε χρόνο θρηνούμε θύματα από κυνηγετικές απροσεξίες.

Σέβεται τους γηραιότερους κυνηγούς, ευγενικά και συγκαταβατικά φερόμενος

ακόμη και σε κουραστικές παραινέσεις, υποδείξεις ή επαναλαμβανόμενες

ιστορίες. Δεν διαπληκτίζεται με άλλους συναδέλφους για τις θέσεις και τα

καρτέρια, γνωρίζοντας τα ήθη και έθιμα του κυνηγίου. Θηρεύοντας τριχωτό

θήραμα που κυνηγετικοί σκύλοι άλλων κυνηγών ξεφώλιασαν οφείλει να το

παραχωρήσει στους ιδιοκτήτες των σκύλων, αποζημιωμένος με τα φυσίγγια

που έριξε. Βλέποντας άλλη παρέα να έχει πιάσει την περιοχή που σχεδίαζε να

κυνηγήσει, πηγαίνει σε άλλο μέρος και δεν αφήνει τα σκυλιά του, ή

προσπερνάει για άλλο μέρος με δεμένα τα σκυλιά του.

Κυνηγώντας στη Φραγκφούρτη ζαρκάδια και ελάφια σε ιδιωτικά δάση -

πάρκα, μου έκανε τρομερή εντύπωση το γεγονός ότι ο γερμανός κυνηγός

κατέβαινε από την υπερυψωμένη φυλάχτρα στο άψυχο θήραμα, έκοβε από το

παρακείμενο δένδρο ένα κλαδάκι το οποίο το έβαζε στο στόμα του ζώου.

Όταν ρώτησα γιατί το κάνουν αυτό, μου απάντησαν για να το τιμήσουν

δίνοντας του για τελευταία φορά γεύμα ή για να εξευμενίσουν τη θεά του

κυνηγιού που τους το πρόσφερε…Στη χώρα μας όλοι έχουμε δει κυνηγετικές

παρέες επιπόλαιων ατόμων, να έχουν φορτώσει τα θηράματά τους στα

οχήματα και να τα περιφέρουν στους δρόμους των χωριών και πόλεων

κορνάροντας. Αγαπητοί συνάδελφοι η αλαζονική τέτοια συμπεριφορά μας

εκθέτει στη κοινωνία και το δημόσιο αίσθημα, προκαλώντας μάλλον θυμηδία

και οργή, παρά επιβράβευση και θαυμασμό των πράξεων. Ο κυνηγός σέβεται

και τιμά τα θηράματά του, δεν είναι αντικείμενα επίδειξης, ούτε προϊόντα

αγοροπωλησίας. Αποτελούν τιμητικό έδεσμα στο τραπέζι του, εάν καταφέρει

να καρπωθεί ορισμένα, τα οποία καταναλώνει με την οικογένεια του ή τους

φίλους του έχοντας υψηλή διατροφική αξία.

Η έλλειψη κυνηγετικής παιδείας είναι στη χώρα μας πασίδηλη, βλέπουμε

περιερχόμενοι τις τοποθεσίες κυνηγίου κατατρυπημένες και στρεβλωμένες

πινακίδες τροχαίας κυκλοφορίας, απαγόρευσης της θήρας, διαφημιστικές και

οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι στόχος, πρότινος περνώντας από ελαιώνα

είδα εμβρόντητος τα πλαστικά δοχεία που ο ιδιοκτήτης χρησιμοποιούσε για

πότισμα χτυπημένα από κοντινές τουφεκιές. Γύρισα πολλές Ευρωπαϊκές και

ανατολικές χώρες, πουθενά φίλοι μου δεν είδα το επαίσχυντο αυτό φαινόμενο.

Έκκληση και παρότρυνση, αποβάλλεται την κακιά αυτή συνήθεια που μας

αμαυρώνει στην κοινωνία. Σε όλες τις περιοχές υπάρχουν πεδία βολής ή

ελεύθεροι χώροι, πάρτε ένα – δύο χαρτοκιβώτια, κάντε στόχους και δοκιμάστε

τα όπλα σας και τα φυσίγγια, να σταματήσει η κάκιστη αυτή συνήθεια.

[114]


Πολλές είναι οι περιπτώσεις που οι οικολογικές οργανώσεις περισυλλέγουν

και περιθάλπουν, με την ανάλογη βέβαια προβολή στα κανάλια των

τηλεοράσεων, χτυπημένα από τους ασυνείδητους κυνηγούς αρπακτικά, μη

θηρεύσιμα είδη υδροβίων κλπ. Ο κυνηγός εξασκεί την προσφιλή του

δραστηριότητα στα θηράματα που επιτρέπεται η θήρευση βάση της

ρυθμιστικής εγκυκλίου και τα οποία καταναλώνει. Ποτέ δεν χρησιμοποιεί το

όπλο του για να σκοτώνει άνευ λόγου, χαιρόμενος την άσκοπη δολοφονία. Οι

νέοι συνάδελφοι οφείλουν να εκπαιδευτούν στην αναγνώριση των

θηρεύσιμων ειδών, ιδίως των υδροβίων μελετώντας σχετική βιβλιογραφία και

ρωτώντας παλαιότερους συναδέλφους. Δεν υπάρχει δικαιολογία δεν το

γνώριζα. Δυστυχώς και σε αυτό τον τομέα παρατηρείται έλλειψη συνείδησης

και ενδιαφέροντος με συνυπεύθυνους τους κυνηγετικούς συλλόγους που

αφενός δεν διεξάγουν ενημερωτικά εποπτικά σεμινάρια των νέων κυνηγών

και αφετέρου θέσπιση αυστηρότατων εξετάσεων λήψης κυνηγετικής αδείας

όπως στις λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες έστω και αν αυτό είναι σε βάρος των

εσόδων. Οι άγραφοι νόμοι και τα ήθη και έθιμα, όπως έχουν περισυλλεγεί και

αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Κ.Σ.Ε, ακολουθούμενοι από τους κυνηγούς

καλύπτουν πλήρως τη σωστή δεοντολογία και συμπεριφορά του

ευσυνείδητου σύγχρονου αθλοπρεπή κυνηγού, και ανταποκρίνονται πλήρως

στην επιζητούμενη διαμόρφωση κυνηγετικής παιδείας. (Παρατίθενται στο

τέλος του συγγράμματος.)

Χρονικοί περίοδοι – Απαγορεύσεις.

«Όταν κυνηγά κανείς στα χωράφια, πρέπει να απέχει από εκείνα που

καρποφορούν λόγω της εποχής και να αφήνει τις πηγές και τα ποταμάκια και

γιατί είναι αισχρό και κακό να αγγίζει τούτα και για να μη στρέφονται ενάντια

στο νόμο όσοι τον δουν. Και τις μέρες που δεν επιτρέπεται το κυνήγι, πρέπει

να διακόπτει όλες τις εργασίες τις σχετικές με το κυνήγι.»-Ελεύθερη

μετάφραση Ξενοφών «κυνηγετικός»

Οι εποχές του έτους επηρεάζουν και καθιστούν τα θηράματα ευάλωτα λόγω

των καιρικών συνθηκών και τα στάδια φωλεοποίησης και αναπαραγωγής.

Έτσι μετά από επιστημονικές μελέτες ειδικών θηραματολόγων, έχοντας

καταγράψει τις αναπαραγωγικές περιόδους και τον απαραίτητο χρόνο

ανάπτυξης των νεογνών, έχουν εισηγηθεί και το αρμόδιο Υπουργείο καθόρισε

την χρονική θηρευτική περίοδο, που είναι γνωστή σε όλους μας. Επίσης για

ορισμένα είδη θηραμάτων επιτρέπεται η θήρευση μόνο τρεις φορές την

εβδομάδα, γεγονός που έκπληκτοι βλέπουμε να αναφέρει και ο Ξενοφών για

την αρχαία Ελλάδα του 4 ου αιώνα π.χ. Αναμφισβήτητα οι παραπάνω

περιορισμοί, όντας νόμοι του κράτους θα πρέπει να τηρούνται από τον

νομοταγή πολίτη κυνηγό, τα δε αρμόδια όργανα να ελέγχουν την πιστή

εφαρμογή τους.

Ο Ξενοφών στο παιδαγωγικό του έργο, μας συμβουλεύει να σεβόμαστε τα

χωράφια και τα οικοσυστήματα, σήμερα που η γεωργία και οι καλλιέργειες

καλύπτουν μέγιστο μέρος του εδάφους, ο ενσυνείδητος κυνηγός αποφεύγει

την είσοδο του στις καλλιέργειες πριν τη συγκομιδή, στα καρποφόρα δένδρα

και σε περιφραγμένες ιδιοκτησίες σεβόμενος το κόπο των συνανθρώπων του.

Στο τελευταίο φύλλο της κυνηγετικής άδειας μας αναγράφονται καθαρά όλες

οι απαγορεύσεις που διέπουν τη θήρα και καλό είναι από καιρού εις καιρόν να

τις διαβάζουμε. Παρατίθενται εδώ για υπενθύμιση των αναγνωστών.

Απαγορευμένοι χώροι και χρόνοι για το κυνήγι

[115]


Απαγορεύεται:

1) Το κυνήγι μέσα στις πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά και συνοικισμούς

καθώς και σε ακτίνα 250 μέτρων από τις παρυφές τους ενώ από μεμονωμένες

οικίες σε ακτίνα 100 μέτρων για τα τριχωτά και σε ακτίνα 150 μέτρων για τα

πουλιά.

2) Το κυνήγι χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, νομέα ή ενοικιαστή,

μέσα στα αμπέλια μέχρι τη λήξη του τρυγητού, μέσα στους αθέριστους

λειμώνες, μέσα στις καλλιεργημένες εκτάσεις ή στους οπωρώνες μέχρι τη

συγκομιδή των καρπών, μέσα σε ιδιόκτητες εκτάσεις, περιφραγμένες με

φράκτες ύψους τουλάχιστον 1,5 μέτρων.

3) Το κυνήγι μέσα στους πυρήνες εθνικών δρυμών, τα καταφύγια

θηραμάτων (καταφύγια άγριας ζωής), τις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές,

τα κυνηγετικά πάρκα, τα εκτροφεία θηραμάτων και σε ζώνη πλάτους 500

μέτρων κατά μήκος της χερσαίας μεθοριακής γραμμής και 300 μέτρων από τις

ακτές μέσα στη θάλασσα.

4) Το κυνήγι με καρτέρι στις πηγές ή με παρακολούθηση των ιχνών του

θηράματος στο χιόνι.

5) Η διέλευση από απαγορευμένη περιοχή (λ.χ. καταφύγιο

θηραμάτων), με όπλο που είναι δεμένο.

6) Το κυνήγι επιτρέπεται μισή ώρα πριν την ανατολή του ηλίου και

μέχρι μισή ώρα μετά τη δύση του ηλίου. Τις υπόλοιπες ώρες απαγορεύεται.

7) Η διάρκεια του κυνηγίου και οι λοιπές λεπτομέρειες καθορίζονται με

απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.

Ειδικές απαγορεύσεις για τη θήρα τριχωτών θηραμάτων (λαγού,

αγριογούρουνου, αγριοκούνελου, αλεπούς, πετροκούκαβου)

Απαγορεύεται :

1) Η χρησιμοποίηση χερσαίων μηχανοκίνητων μέσων (αυτοκινήτων,

γεωργικών ελκυστήρων, μοτοποδηλάτων κλπ) και η μεταφορά μ ́ αυτά

κυνηγετικών όπλων δεμένων και εκτός θήκης, ως και η χρήση προβολέων

και ελκυστικών φώτων.

2) Η αγοραπωλησία και η μεταφορά προς πώληση κάθε είδους

τριχωτού θηράματος κατά τη διάρκεια που απαγορεύεται το κυνήγι.

- Η αγοραπωλησία κατά τη διάρκεια όλου του έτους του λαγού, εκτός των

προερχομένων από τα εκτροφεία και τις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές.

- Η αγοραπωλησία κάθε θηράματος, εφόσον διαπιστωθεί ότι θανατώθηκε παράνομα.

- Η θήρα, κατά το επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα, από τον κυνηγό πλέον του

ενός λαγού σε κάθε επιτρεπόμενη ημερήσια έξοδό του (Τετάρτη, Σάββατο και

Κυριακή).

- Η μεταφορά, η έκθεση σε κοινή θέα και ο βασανισμός με οποιοδήποτε

τρόπο συλληφθέντων τριχωτών θηραμάτων.

- Η θήρα της άρκτου και του λυγκός (ρήσου), χωρίς την έγκριση του

Υπουργού.

3) Η θήρα κάθε είδους άγριας ζωής που δεν υπάγεται στα θηρευόμενα

είδη από την ετήσια ρυθμιστική απόφαση του αρμόδιου Υπουργού.

4) Η τοποθέτηση και η χρήση παγίδων, δηλητηρίων, διχτύων, βρόχων

παντός είδους ελκυστικών φυτών ή οργάνων ή άλλων ανάλογων μέσων, που

έχουν σκοπό την θανάτωση, σύλληψη, νάρκωση των άγριων

θηλαστικών(λαγού, αγριογούρουνου κλπ.),ως και η εμπορία, κατασκευή και

εισαγωγή από το εξωτερικό τέτοιων οργάνων.

[116]


5) Η χρησιμοποίηση γεωργικών φαρμάκων (εντομοκτόνων,

ζιζανιοκτόνων) σε γεωργικές εκτάσεις χωρίς την καθοδήγηση της Διεύθυνσης

Γεωργίας και σε ποσότητες που να αποβαίνουν επικίνδυνες για τα θηράματα.

- Η χρησιμοποίηση των ανωτέρω φαρμάκων μέσα στα δάση χωρίς συνεννόηση

με τη δασική αρχή.

Ειδικές απαγορεύσεις για τη θήρα πτερωτών θηραμάτων

Απαγορεύεται :

1) Η χρησιμοποίηση μηχανοκίνητων πλωτών μέσων (βάρκες,

ταχύπλοα) για την άσκηση κυνηγίου των ειδών της άγριας πτηνοπανίδας σε

λίμνες, ποταμούς, ελώδεις εκτάσεις και λιμνοθάλασσες και σε θαλάσσιες

περιοχές σε ακτίνα 300 μέτρων από τις ακτές, ως επίσης και η χρησιμοποίηση

μηχανοκίνητων πλωτών μέσων, στην ανοικτή θάλασσα, που μπορούν να

αναπτύξουν ταχύτητα μεγαλύτερη των 18 χιλιομέτρων την ώρα.

2) Η χρησιμοποίηση αεροσκαφών για άσκηση κυνηγίου των ειδών της

άγριας πτηνοπανίδας (χήνας, πάπιας, φάσσας, τρυγονιού κλπ) μέσα από

αυτά.

3) Η χρησιμοποίηση για άσκηση κυνηγίου των ειδών της άγριας

πτηνοπανίδας:

- ελαστικής σφενδόνης, θηλειών,

- ηχοπαραγωγών συσκευών με μιμητικές φωνές πουλιών (και η κατοχή),

- ηλεκτρονικών συσκευών προσέλκυσης των πουλιών (και η κατοχή),

- εξαρτημάτων για νυκτερινή σκόπευση και διόπτρες

- φωσφορίζοντος στοχάστρου,

- κάθε είδους προβολέων, καθρεπτών, διχτύων,

- εκρηκτικών, (παράβαση και του άρθρου 14 ν.2168/1993),

- μηχανισμών ηλεκτροπληξίας,

- δολωμάτων με τοξικές ή αναισθητικές ουσίες,

- κάθε είδους παγίδων καθώς και

- ασυρμάτων για συντονισμό δράσης κατά το κυνήγι.

4) Η σύλληψη, η διατήρηση σε αιχμαλωσία, η αγοραπωλησία, η κατοχή

και η μεταφορά κάθε είδους πτερωτού θηράματος, με εξαίρεση εκείνων που

προέρχονται από εκτροφεία και τις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές

(ρεζέρβες) ή το εξωτερικό, εφόσον αποκτήθηκαν νόμιμα.

5) Η ρύπανση των υγροβιοτόπων με δηλητήρια ή απόβλητα

βιομηχανιών και βιοτεχνιών.

6) Η αγοραπωλησία νεκρών πτερωτών θηραμάτων, των οποίων

επιτρέπεται το κυνήγι, με εξαίρεση αυτών που προέρχονται από εκτροφεία και

τις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές (ρεζέρβες) ή το εξωτερικό, εφόσον

αποκτήθηκαν νόμιμα.

7) Η χρησιμοποίηση γεωργικών φαρμάκων που απαγορεύεται η

κυκλοφορία τους,

8) Η διατάραξη με πρόθεση της ησυχίας των πτερωτών θηραμάτων,

ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής ή της εξάρτησης των μικρών,

επίσης η καταστροφή ή η αφαίρεση των φωλιών ως και η κατοχή και

αγοραπωλησία νεοσσών, αυγών και κελύφων.

9) Το κυνήγι της μπεκάτσας στο καρτέρι το πρωί και το βράδυ (ετήσια

υπουργική απόφαση).

10) Από την 6η Σεπτεμβρίου του 2013 απαγορεύεται η χρήση

μολύβδινων σκαγιών στους υγροτόπους (ΚΥΑ 37338/1807/Ε.103/2010 - ΦΕΚ

Β’1495).

[117]


Κυνηγετικοί Σύλλογοι - Θηροφύλαξη.

Με δεδομένο το θεσμικό πλαίσιο, ιδρύθηκαν σταδιακά Κυνηγετικοί Σύλλογοι

σε όλη τη χώρα. Σήμερα λειτουργούν 253 πρωτοβάθμιοι Κυνηγετικοί

Σύλλογοι, οι οποίοι υπάγονται στην δικαιοδοσία των 7 Κυνηγετικών

Ομοσπονδιών (μια για κάθε γεωγραφική περιφέρεια) και αυτές με τη σειρά

τους συγκροτούν την Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος με έδρα την

Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται ένα δίκτυο οργανώσεων που

εποπτεύεται από την πολιτεία, με κοινά καταστατικά λειτουργίας και κοινό

σκοπό: τη διαμόρφωση της κυνηγετικής συνείδησης για νόμιμη άσκηση

θήρας, και τη συμβολή των κυνηγών στην προσπάθεια της πολιτείας για τη

διατήρηση, ανάπτυξη και ορθολογική διαχείριση του θηραματικού πλούτου

της χώρας και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος, όντας το ανώτατο επιτελικό όργανο,

στην κορυφή της ιεραρχίας των Κυνηγετικών Οργανώσεων, έχει την ευθύνη

συνεργασίας με την πολιτεία για την προώθηση όλων των αναγκαίων

ενεργειών που στοχεύουν στη διασφάλιση και ανάπτυξη της κυνηγετικής

δραστηριότητας και στη βελτίωση και αναβάθμιση του φυσικού

περιβάλλοντος. Για να γίνει αυτό, καταρτίζει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για

την αειφόρο ανάπτυξη του θηραματικού πλούτου, ελέγχει και καθοδηγεί τις

κυνηγετικές ομοσπονδίες και τους συλλόγους, φροντίζοντας για την ορθή

εφαρμογή των αποφάσεων και την εναρμόνιση των φιλοθηραματικών

επιδιώξεων με τα πλαίσια των νόμων.

Σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης λειτουργεί ένας κυνηγετικός

σύλλογος. Όπως ήδη αναφέρθηκε υπάρχουν σήμερα (253) εν λειτουργία

σύλλογοι που είναι ενταγμένοι στις 7 κυνηγετικές ομοσπονδίες. Για να γίνει

κάποιος μέλος του συλλόγου σύμφωνα με το καταστατικό: «...οφείλει να

υποβάλει έγγραφον περί τούτου αίτησιν απευθυνόμενη προς το Δ.Σ του

Συλλόγου...... και υποχρεούται εις την καταβολήν των δι’ Αποφάσεως του

Υπουργού Γεωργίας καθοριζομένων δικαιώματος εγγραφής και ετήσιας

συνδρομής, το ήμισυ των οποίων τουλάχιστον διατίθεται υποχρεωτικώς δια

φιλοθηραματικούς σκοπούς.» Σκοπός του κυνηγετικού συλλόγου είναι η

οργάνωση των κυνηγών, η κυνηγετική κατάρτιση για την απόκτηση της

αναγκαίας πειθαρχίας και συνείδησης για την εφαρμογή των διατάξεων περί

θήρας καθώς και η συμβολή τους στην προσπάθεια της Πολιτείας για

προστασία, διατήρηση, ανάπτυξη και λελογισμένη διαχείριση του θηραματικού

πλούτου και παράλληλα στην προστασία εν γένει του φυσικού περιβάλλοντος.

Άδεια Θήρας: Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ.1 του Ν.Δ.86/1969 “περί

Δασικού Κώδικος” το κυνήγι επιτρέπεται μόνο στον κάτοχο άδειας θήρας, που

εκδίδεται από την αρμόδια δασική αρχή του τόπου της μόνιμης κατοικίας του.

Ο κυνηγός, ο οποίος δεν ανανέωσε για την τρέχουσα κυνηγετική περίοδο την

άδεια θήρας του, θεωρείται ότι δεν έχει άδεια θήρας. Η άδεια θήρας είναι

προσωπική και αμεταβίβαστη (δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ούτε

κληρονομείται) και ισχύει μόνο για την κυνηγετική περίοδο και για τον τόπο

που εκδόθηκε. Η άδεια θήρας διακρίνεται σε:

Τοπική, που ισχύει για την περιφέρεια του Νομού.

Περιφερειακή, που ισχύει για μία από τις επτά (7) κυνηγετικές περιφέρειες,

στην οποία εδρεύει και η αντίστοιχη κυνηγετική ομοσπονδία.

Γενική, που ισχύει για ολόκληρη την Επικράτεια.

[118]


Ειδικότερα, άδεια θήρας χορηγείται στον ενδιαφερόμενο εφόσον πληρούνται

οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 262 του Ν.Δ. 86/1969 και

της σχετικής υπουργικής απόφασης, που καθορίζει τις διαδικασίες και τα

δικαιολογητικά για την έκδοση άδειας θήρας.

Θηροφύλαξη

Η θηροφύλαξη αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για την προστασία της

άγριας πανίδας που εντάσσεται στη φυσική μας κληρονομιά και την ανάπτυξη

της βιοποικιλότητας. H διαπιστωθείσα απουσία ουσιαστικής θηροφύλαξης

από το Δημόσιο, μαζί με την ανάγκη εξασφάλισης της προστασίας του

περιβάλλοντος ώθησαν τις Κυνηγετικές Οργανώσεις της χώρας στην

πρόσληψη φυλάκων θήρας.

Με πρωτοβουλία της Κ.Σ.Ε, οι Κυνηγετικές Οργανώσεις για μια ακόμη φορά

βοηθούν με καθόλα νόμιμες ενέργειες το κράτος, αλλά ακόμη πιο σημαντικό

είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες κυνηγοί με αποκλειστικά δικούς τους πόρους

και δαπάνες προστατεύουν το περιβάλλον χρηματοδοτώντας τη λειτουργία

του σώματος της Θηροφυλακής.

Η παρουσία της Θηροφυλακής των Κυνηγετικών Οργανώσεων στην ύπαιθρο

από το 2000 και έπειτα, επιτελεί πέρα από κατασταλτικό και ένα πολύ σοβαρό

προληπτικό έργο κατά της λαθροθηρίας, όπως αποδεικνύεται και από τη

συνεχή μείωση των παραβάσεων στην πορεία των ετών. Το έργο της

Θηροφυλακής είναι πολυδιάστατο, αλλά οι βασικοί του πυλώνες είναι οι εξής:

Προλαμβάνει και καταστέλλει τη λαθροθηρία εφαρμόζοντας τους νόμους που

διέπουν τη θηρευτική δραστηριότητα. Συνδράμει ενεργά στην υλοποίηση των

φιλοθηραματικών έργων και των έργων βελτίωσης βιοτόπων καθώς και στην

υλοποίηση των επιστημονικών προγραμμάτων που εκπονεί η Κυνηγετική

Συνομοσπονδία Ελλάδος και οι Κυνηγετικές Οργανώσεις. Υποστηρίζει

εθελοντικά την πολιτεία κατά την εκδήλωση άσχημων καιρικών φαινομένων,

θεομηνιών, πυρκαγιών, πυροπροστασίας κ.λπ.

Οι Θηροφύλακες λειτουργούν σύμφωνα με το αρθρ. 267 §3 του 86/69 το

οποίο τους δίνει τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες των δασοφυλάκων του

Δημοσίου. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η τελευταία

Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αριθ. Πρωτ. 5128/10 της

3-03-2011, ορίζει με τρόπο σαφή ότι οι θηροφύλακες των Κυνηγετικών

Οργανώσεων «….ασκούν πλήρως όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που

αναφέρονται στο Δασικό Κώδικα και στους μεταγενέστερους

μεταρρυθμιστικούς αυτού νόμους για δασικούς υπαλλήλους και έχουν ως

αντικείμενο την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων περί θήρας,

περιβαλλόμενοι για το σκοπό αυτό με την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού

υπαλλήλου.».

Στα δέκα χρόνια λειτουργίας της Θηροφυλακής έχουν πραγματοποιηθεί

περισσότεροι από 1.000.000 έλεγχοι και έχουν διαπιστωθεί περισσότερες

από 18.000 παραβάσεις του Δασικού Κώδικα, για τις οποίες τηρήθηκαν όλες

οι προβλεπόμενες διαδικασίες (μηνύσεις - κατασχέσεις παρανόμων μέσων

κ.τ.λ.) από το Νόμο. Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται περίτρανα σε όλους ότι

η προστασία του Περιβάλλοντος, με έργα όχι με λόγια, είναι έργο των

κυνηγών μέσω των Κυνηγετικών Οργανώσεων.

Η Θηροφυλακή μας, αποτελεί την αιχμή του δόρατος των Κυνηγετικών

Οργανώσεων και των κυνηγών, που θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους

από κάθε λογής παράνομους οπλοφόρους.

[119]


Η ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΣΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ – ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ

ΒΙΟΤΟΠΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ.

Η συνεχής και διαχρονική αλληλεπίδραση των κυνηγών µε τη φύση και την

άγρια πανίδα καθιστά τους κυνηγούς τους πρώτους χρήστες αυτού του

φυσικού πόρου, οι οποίοι έχουν αντιληφθεί σε βάθος τη σημασία της

διατήρησης της βιοποικιλότητας και της υγείας των οικοσυστημάτων. Κατά

συνέπεια, το γεγονός αυτό αποτελεί για τις Κυνηγετικές Οργανώσεις της

χώρας τόσο το βασικό κίνητρο όσο και υποχρέωση, οι οποίες υλοποιούν

συγκεκριμένες δράσεις για τη διατήρηση και βελτίωση πολλών και

σημαντικών βιοτόπων.

Μία από τις σημαντικότερες απώλειες εξαιτίας της ανθρώπινης

παρεμβατικότητας στη φύση τα τελευταία 50 χρόνια, είναι η μεγάλη

υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων. Αυτό έχει ασφαλώς μεγάλη επίπτωση

και στους βιότοπους των θηραμάτων.

Οι κυριότεροι λόγοι που σχετίζονται άμεσα με την υποβάθμιση των βιοτόπων

και την απώλεια της βιοποικιλότητας, είναι η κατάτμηση των ενδιαιτημάτων, η

μη αειφορική άσκηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, η γεωργία, η

κλιματική αλλαγή, η ρύπανση του εδάφους, νερού και της ατμόσφαιρας, και η

εισβολή χωροκατακτητικών ξενικών ειδών. Ο κυνηγός ως καρπωτής της

φύσης και συνεπώς ως άμεσος διαχειριστής αυτού του φυσικού πόρου, είναι

ο κατ’εξοχήν ενδιαφερόμενος για την αναστροφή αυτού του φαινομένου.

Η βελτίωση βιοτόπων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες δράσεις της ΚΣΕ,

καθώς μαζί με την προστασία των φυσικών οικοτόπων και των ειδών μέσω

του σώματος της Θηροφυλακής αποτελεί τον πυρήνα των δύο

σημαντικότερων Ευρωπαϊκών Οδηγιών, τόσο της Οδηγίας για τα Πτηνά

(79/409) όπως και της Οδηγίας για τους Οικοτόπους (92/43).

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιβαλλοντικές οργανώσεις στη χώρα οι

οποίες παραμένουν στη θεωρία και την απραξία, η Κυνηγετική

Συνομοσπονδία Ελλάδος (Κ.Σ.Ε.) είναι η μοναδική οργάνωση η οποία με

ιδίους πόρους και όχι με κρατική επιχορήγηση, υλοποιεί οργανωμένα από το

2005 πρόγραμμα βελτίωσης βιοτόπων, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.

Με αυτό τον τρόπο, αποδεικνύει έμπρακτα, ότι ο ρόλος των κυνηγετικών

οργανώσεων και των κυνηγών δεν σταματά στο τέλος της κυνηγετικής

περιόδου, αλλά εντείνεται και μετά την λήξη της καθ’ όλη τη διάρκεια του

έτους, με έργα και δράσεις.

Η Κ.Σ.Ε μέσω των Κυνηγετικών Ομοσπονδιών και των Κυνηγετικών

Συλλόγων, υλοποιεί το πρόγραμμα της Βελτίωσης Βιοτόπων,

αναπληρώνοντας έτσι το κενό που υπάρχει από την πλευρά της πολιτείας,

χρηματοδοτώντας έργα και δράσεις που υλοποιούν οι Κυνηγετικές

Ομοσπονδίες σε όλη την επικράτεια. Σκοπός των έργων και των

παρεμβάσεων στους βιότοπους είναι ο εντοπισμός και περιορισμός

παραγόντων (π.χ περιορισμένα διαθέσιμα τροφής, ελάχιστα αποθέματα

νερού κ.α.) που δυσχεραίνουν τη διαβίωση και ανάπτυξη ενός θηραματικού

πληθυσμού σ’ έναν βιότοπο, και η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, σ’

[120]


έναν βιότοπο, έτσι ώστε να μπορέσει να δεχτεί και να συντηρήσει έναν αριθμό

απελευθερωμένων θηραμάτων.

Στην υλοποίηση των ετήσιων δράσεων για τη βελτίωση βιοτόπων

συμμετέχουν Θηροφύλακες των Κυνηγετικών οργανώσεων αλλά και

εθελοντές κυνηγοί. Την καθοδήγηση και εποπτεία των εργασιών στο βιότοπο

αναλαμβάνουν οι εξειδικευμένοι επιστημονικοί συνεργάτες των κυνηγετικών

οργανώσεων.

Οι πιο σημαντικές επεμβάσεις που υλοποιούνται είναι οι εξής:

Σπορές

Εγκατάσταση φυσικών φρακτών

Φύτευση καρποφόρων δέντρων

Αναδασώσεις

Εγκατάσταση ποτίστρων

Καλλιέργεια πηγών

Εκτροφή και απελευθέρωση ενδημικών θηραμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ - ΘΗΡΕΥΤΙΚΑ ΣΥΝΕΡΓΑ - ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ

ΟΠΛΑ – ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ.

Η ενδυμασία, η υπόδηση και ο εξοπλισμός του κυνηγού πρέπει να

προσαρμόζονται ανάλογα με το είδος του κυνηγιού που διεξάγουμε και είναι

απαραίτητα για την ασφαλή και άνετη διεξαγωγή του. Ρούχα και υποδήματα

επιλέγονται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, το είδος, την εποχή και το

χώρο διεξαγωγής του κυνηγιού. Άρβυλα ή ημιάρβυλα που περισφίγγουν τον

αστράγαλο για αποφυγή διαστρεμμάτων τους καλοκαιρινούς και

φθινοπωρινούς μήνες είναι απαραίτητα. Σε υγρό λασπώδες έδαφος, γαλότσες

κνήμης ή μηρού για τα υδρόβια είναι αναγκαίες. Οι μπεκατσοκυνηγοί που το

βροχερό φθινόπωρο μπαίνουν στα πυκνά, αδιάβροχο μπεκατσοπαντέλονο

είναι χρήσιμο. Αδιάβροχο, κάλυμμα κεφαλής ιδίως τους θερινούς αλλά και

τους ψυχρούς μήνες, ζεστές κάλτσες, γάντια με ανοιχτά τα ακροδάχτυλα για

ελεύθερη την αφή μας και πάντα μια αλλαξιά ρούχα στο αυτοκίνητο. Τους

ψυχρούς μήνες ένα μικρό φλασκί κονιάκ να βρίσκεται στο ΙΧ μας για κάποιον

παγωμένο. Το πορτοκαλί φωσφορίζον γιλέκο, η φυσιγγιοθήκη και το

κυνηγητικό μαχαίρι, αναπτήρας (οι παλιοί κυνηγοί κουβαλούσαν στο σακίδιο

τους ένα κομμάτι δαδί για άναμμα φωτιάς, σήμερα υπάρχουν συμπυκνωμένα

κεράκια), κινητό τηλέφωνο και φακός για τους κυνηγούς υδροβίων, αποτελούν

μέρος του κυνηγετικού εξοπλισμού. Το γιλέκο είναι υποχρεωτικό για το κυνήγι

της Μπεκάτσας, του Ορτυκιού, Αγριόχοιρου και Λαγού και προβλέπεται από

την ρυθμιστική απόφαση για τη θήρα που εκδίδεται κάθε χρόνο. Πάντοτε σε

ειδική θήκη στο σακίδιο μας την άδεια θήρας, το βιβλιάριο κατοχής όπλου, τα

έγγραφα του σκύλου, αν χρησιμοποιούμε και ένα μικρό φορητό φαρμακείο.

[121]


ΘΗΡΕΥΤΙΚΑ ΣΥΝΕΡΓΑ – ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΟΠΛΑ

Ιστορική Αναδρομή – εξέλιξη. Η θήρευση ζώων και πτηνών είναι μαζί με τη

συλλογή των πεσμένων καρπών, μια από τις αρχαιότερες ασχολίες του

ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό, ο πρωτόγονος άνθρωπος προσπαθούσε να

εξασφαλίσει την τροφή του. Για το λόγο αυτό, αντικείμενο θήρευσης

αποτελούσαν τα πολύ μικρά ζώα, που μπορούσε να πιάσει με τα χέρια.

Αργότερα άρχισε να χρησιμοποιεί τα πρώτα όπλα, που ήταν πέτρες ή δίκτυα,

για να σκοτώνει τα ζώα από κάποια απόσταση που όμως έμεναν αγχέμαχα

(πελέκεις, μαχαίρια, ρόπαλα).

Το μαχαίρι , πέλεκυς και λεπίδα από χαλκό, δύο δόρατα, τα οποία χρησιμοποιούνται για το κυνήγι και

την αυτοάμυνα και βρέθηκαν στον άνθρωπο των Άλπεων.

[122]


Σχοινί από φλοιό ξύλου - παπούτσι - που αποτελείται από χόρτο, δέρμα ελαφιού και δέρμα αρκούδας -

ο άνθρωπος των Άλπεων 5000 π.χ που βρέθηκε στους πάγους το 1989. Νεολιθική εποχή – εποχή του

χαλκού.

Το κυνήγι γινόταν συνήθως ομαδικά. Χάρη στη φωτιά ανακάλυψε καινούργια

όπλα. Είδε πως τα όπλα που είχε, αν είχαν διατρητική ικανότητα επί των

θηραμάτων, θα ήταν πιο αποτελεσματικά. Έτσι, άρχισε να δένει στην άκρη

ενός μακριού ξύλου μια μυτερή πέτρα ή ένα μυτερό κόκαλο. Τα όπλα αυτά

ήταν πολύ πιο φονικά από τα προηγούμενα, αλλά και πάλι έπρεπε να

πλησιάσει το ζώο από κοντά (αγχέμαχα), πράγμα που ήταν πολύ επικίνδυνο.

Άρχισε λοιπόν να ψάχνει για καινούρια όπλα. Έτσι ανακάλυψε τα εκηβόλα

όπλα (βάλοντα από μακριά). Πρώτα ανακάλυψε τη σφεντόνα, μετά το δόρυ,

ύστερα από πολλά χρόνια ανακάλυψε και το τόξο, που για πολλές χιλιάδες

χρόνια αποτέλεσαν τα πιο τέλεια όπλα που μπορούσε να διαθέσει για

καταβολή των θηραμάτων. Είναι γεγονός ότι η χρήση του μετάλλου για την

κατασκευή όπλων, ακολούθησε την ανακάλυψη της φωτιάς και

χρησιμοποιήθηκε ευρέως στα βασικά αμυντικά, αλλά και επιθετικά όπλα του.

Με την ανακάλυψη της φωτιάς και τη χρησιμοποίησή της για την επεξεργασία

των μεταλλικών όπλων, τα λίθινα όπλα αχρηστεύονται. Η ύπαρξή τους

διαπιστώνεται απ' τα άφθονα όπλα του είδους αυτού, που έχουν ανακαλυφθεί

στα ερείπια πρωτόγονων οικισμών.

[123]


Η ανακάλυψη του σιδήρου απετέλεσε πραγματική επανάσταση στη μέχρι τότε

τέχνη της θήρας. Στην αρχή τα πρώτα μεταλλικά όπλα ήταν από χαλκό που

όμως ήταν μαλακός και δεν διατηρούσε κοφτερές άκρες. Έτσι άρχισε να

χρησιμοποιείται ο κασσίτερος (2.500 π.Χ.) στη παραγωγή του ορείχαλκου. Το

μέταλλο αυτό ήταν σκληρότερο, κάλυπτε τις απαιτούμενες ανάγκες και ήταν

πολύ πιό εύχρηστο. Σημειώνεται πως η εποχή του χαλκού προηγήθηκε της

εποχής του σιδήρου (600 π.Χ.), η δε παραγωγή ορειχάλκινων όπλων

συνέχισε και μετά την εποχή του σιδήρου. Πάντως σήμερα θεωρείται βέβαιο

ότι η κατεργασία του σιδήρου και η παραγωγή όπλων εξ αυτού ήταν γνωστή

στη Μικρά Ασία από την 3η χιλιετία π.Χ.

Τη μεγαλύτερη γνωστή επανάσταση στην ιστορία της εξέλιξης των όπλων και

του οπλισμού, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η ατομική ενέργεια , αποτέλεσε η

εφεύρεση της πυρίτιδας. Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι η πυρίτιδα

εφευρέθηκε από τους Κινέζους περίπου τον 11ο αιώνα. Η άποψη όμως αυτή

σήμερα αμφισβητείται. Τον 12ο αιώνα με αρχές του 13ου αρχίζουν να γίνονται

γνωστές στην Ευρώπη οι δυνατότητές της. Ο Άγγλος φραγκισκανός μοναχός

Ρότζερ Μπέικον, επιστήμονας και ιδιαίτερα μορφωμένος, ήταν ο πρώτος που

κατέγραψε τη "συνταγή" της πυρίτιδας μετά από πολλά σχετικά πειράματα

(1250), έτσι ώστε να μπορεί να παρασκευάζεται με σταθερές αναλογίες. Τα

πρώτα πυροβόλα όπλα ήταν σχετικά ατελή (αρκεβούζια, βομβάρδες κλπ.),

και όχι τόσο αξιόπιστα. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου υπέστησαν

αρκετές βελτιώσεις. Τα όπλα αυτά βασίζονταν στις καταστροφικές ιδιότητες

μεταλλικών (ή και λίθινων) βλημάτων, συμπαγών ή γεμισμένων με εκρηκτική

ύλη εκτινασσόμενων σε μεγάλη απόσταση με μεγάλη ταχύτητα, χάρη στην

[124]


ισχυρή πίεση των αερίων που δημιουργούνται από την ανάφλεξη της

πυρίτιδας. Τα σημερινά κυνηγετικά όπλα είναι στην ουσία απόγονοι του

αρκεβούζιου του 14ου αιώνα μ.Χ. που ήταν εμπροσθογεμές και λειτουργούσε

με φυτίλι. Το φυτίλι άναβε και ενεργοποιούσε την πυρίτιδα μέσω ενός

μηχανισμού σκανδάλης. Τα όπλα αυτά αποτέλεσαν την εποχή εκείνη μια

επανάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα. Ονομάστηκαν διεθνώς Matchlock

και δεν είχαν τη δυνατότητα βολής σε κινητό στόχο λόγω της πολύ αργής

πυροδότησης. Ωστόσο στον ακίνητο στόχο, δηλ. στα μεγάλα θηράματα μετά

από προσεκτική και αθόρυβη προσέγγιση, ήταν αποτελεσματικά.

Ένα όμορφο όπλο match lock

Αρκεβούζια με μηχανισμό πυροδότησης match lock

Γύρω στα 1520 εμφανίστηκε, το όπλο με πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα) στο

οποίο η πυροδότηση γινόταν με περιστροφικό πυρολιθικό μηχανισμό,

στιγμιαία. Το όπλο αυτό ονομάστηκε Wheellock και απόκτησε χιλιάδες

θιασώτες κυνηγούς σ' όλη την Ευρώπη, αφού η στιγμιαία εκπυρσοκρότηση

έδινε την δυνατότητα βολών σε κινητούς στόχους.

[125]


Ο μηχανισμός πυροδότησης Wheellock

Όπλο με πυροδοτικό μηχανισμό Wheellock

Ακολούθησε το όπλο με κατακόρυφο πυρολιθικό μηχανισμό, γνωστό ως

Flintlock. Η επίκρουση του πυριτόλιθου και η έναυση της πυρίτιδας έβγαζε

καπνούς και μαύριζε το πρόσωπο του σκοπευτή, εξ ου και

μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821, τα όπλα των

οποίων λειτουργούσαν με τον παραπάνω μηχανισμό.

Εμπροσθογεμή όπλα με μηχανισμό Flintlock το 1728 - Κυνηγός με όπλο Flintlock

[126]


Όπλο του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου του V, κατασκευασμένο από τον A. Tienza, στη Mαδρίτη

το 1715. Σπαστό, γέμιζε με επαναχρησιμοποιούμενο φυσίγγιο.

Στα τέλη του 18 ου αρχές του 19 ου αιώνα εμφανίστηκε το εμπροσθογεμές όπλο

με καψύλλιο (percussion cap gun), που γύρω στα 1825 αρχίζει να παράγεται

μαζικά. Η επίκρουση της σφύρας στο καψύλιο, το οποίο τοποθετείτο σε ειδικό

πυροσωλήνα προσαρμοσμένο στον πυθμένα της κάννης, όπου ήταν η μαύρη

πυρίτιδα, μετέφερε την φλόγα έναυσης και άρχιζε η πυροδότηση της γέμισης.

Με ειδικούς μετρητές ποσότητας πυρίτιδας, ανάλογα τις πιέσεις του όπλου, τις

καιρικές συνθήκες και το θήραμα, από το εμπρόσθιο μέρος της κάννης

βάζαμε τη μαύρη πυρίτιδα, μετά ειδική μάλλινη στρογγυλή τάπα την οποία με

τον οβελό της κάννης (τουφεκόβεργα) που ήταν πρασαρμοσμένη κάτω από

τις κάννες, ως απαραίτητο εξάρτημα του όπλου, την ωθούσαμε και την

πιέζαμε να σφηνώσει πάνω στην πυρίτιδα. Μετά με τον μετρητή σκαγιών,

επιλέγαμε τα γραμμάρια που η πυρίτιδα που βάλαμε απαιτούσε, τα ρίχναμε

μέσα στη κάννη και κλείναμε τη γέμιση με στρογγυλή χάρτινη τάπα που πάλι

σφηνώναμε με την τουφεκόβεργα, ώστε η γέμιση να μην έχει κενά και να

αποτελεί ένα συμπαγές φυσίγγιο εντός κάννης (βυσμάτωση). Τέλος

τοποθετούσαμε το καψύλιο στον πυροσωλήνα και οπλίζαμε τη σφύρα ή τις

σφύρες για δίκαννο.

Potts & Hunt London - 1853 Enfield 3 - Whitney 1798 δίκαννο εμπροσθογεμές μετασκευασμένο από

μηχανισμό flint σε percussion cap .

[127]


Καψύλια, μετρητές μαύρης πυρίτιδας και σκαγιών για τα εμπροσθογεμή.

Κομψά εμπροσθογεμή δίκαννα, που ακόμη σήμερα βρίσκουν οπαδούς της μαύρης πυρίτιδας.

Γενική περιγραφή του σύγχρονου κυνηγετικού όπλου

Κυνηγετικό όπλο είναι το επωμιζόμενο πυροβόλο τυφέκιο, με μη πτυσσόμενο

κοντάκι, που έχει μήκος κάννης τουλάχιστον πενήντα (50) εκ. και συνολικό

μήκος τουλάχιστον ενός (1) μέτρου και έχει το εσωτερικό της κάννης λείο.

Κυνηγετικά όπλα υπάρχουν και με το εσωτερικό της κάνης ραβδωτό. Η χρήση

τους όμως για κυνήγι δεν επιτρέπεται προς το παρόν από την Ελληνική

νομοθεσία, γι αυτό δεν θα αναφερθούμε σ' αυτά.

Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αποτελεί την περίοδο με την ταχύτερη

εξέλιξη στην τεχνολογία των κυνηγετικών όπλων. Την περίοδο αυτή

κατασκευάζονται δίκαννα πλαγιόκαννα ή αλληλεπίθετα, με μετάβαση από τα

εμπροσθογεμή στα οπισθογεμή, με άρθρωση για εισαγωγή στη θαλάμη

ετοίμων πυρομαχικών, με κάλυκα χάρτινο ή πλαστικό όπου εχουν

ενσωματωθεί η πυρίτιδα ταχείας καύσεως, το εμπύρειο, τα μολύβδινα

σφαιρίδια που συνιστούν το φυσίγγιο, και από τις δαμασκηνές κάννες στις

χαλύβδινες και από τα εξώσφυρα στα εσώσφυρα.

.

Τύποι λειόκανων όπλων

Τα λειόκανα όπλα διακρίνονται, ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης της κάννης

με τη βάση τους, σε δύο κατηγορίες: Τα αρθρωτά και τα συμπαγή

επαναληπτικά αραβίδες, από το ρήμα άραβέω= κρούω, βροντώ και σήμερα

καθιερωμένο τύπο κυνηγετικού όπλου με την ονομασία « καραμπίνες».

[128]


Αρθρωτά είναι εκείνα που η κάννη (ή οι κάννες) συνδέεται με την βάση δια

μέσου ενός πείρου (άρθρωση) και περιστρεφόμενη γύρω απ' αυτόν οπλίζει

τον μηχανισμό πυροδότησης και ταυτόχρονα δίνει την δυνατότητα στον

χρήστη να γεμίσει το όπλο με φυσίγγια τα οποία τοποθετούνται «με το χέρι»

απ' ευθείας στη θαλάμη.

Τα αρθρωτά όπλα διακρίνονται σε:

Μονόκαννα: Είναι αυτά που φέρουν μία κάννη

Δίκαννα: Είναι αυτά που φέρουν δύο κάννες και διακρίνονται σε:

Πλαγιόκαννα: Κάννες τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη

Αλληλεπίθετα: Κάννες τοποθετημένες η μια επάνω στην άλλη. Συνήθως τα

αποκαλούμε με τον αντίστοιχο γαλλικό όρο, ως « Σουπερποζέ».

Καραμπίνες είναι τα όπλα εκείνα που η κάννη τους είναι συνδεδεμένη

συμπαγώς με το κοντάκι, το μηχανισμό οπλίσεως – πυροδοτήσεως και του

μηχανισμού σκανδάλης. Η γέμιση του όπλου γίνεται με εισαγωγή των

φυσιγγίων στην αποθήκη – γεμιστήρα με το χέρι. Με το τράβηγμα του μοχλού

[129]


οπλίσεως μεταφέρεται το πρώτο φυσίγγιο στη θαλάμη με μηχανισμό

προώθησης του γεμιστήρα. Με την επίκρουση το κλείστρο κινείται

οπισθοδρομώντας από την δύναμη των αερίων ή αδρανείας επί της κεφαλής

του ή χειροκίνητα συρόμενο στα επαναληπτικά, μέσω κινητού ουραίου ή του

ξεστού. Ο εξωλκέας τραβώντας από τον πυθμένα το άδειο φυσίγγιο

απορρίπτει μέσω του εξωστήρα τον άδειο κάλυκα και ταυτόχρονα οπλίζει το

σύστημα σφύρας – σχαστηρίας ετοιμάζοντας το όπλο για την επόμενη

πυροδότηση, παραλαμβάνοντας το άλλο φυσίγγιο που ο μηχανισμός

τροφοδοσίας έχει ανεβάσει και το κλείστρο το ωθεί στη θαλάμη. Οι

καραμπίνες διακρίνονται σε:

Επαναληπτικές: Είναι αυτές που μετά από κάθε βολή, ο μηχανισμός

προώθησης του φυσιγγίου από την αποθήκη στη θαλάμη, καθώς και ο

μηχανισμός απόρριψης του κάλυκα και όπλισης του πυροδοτικού μηχανισμού

λειτουργούν με ενέργεια από τον χειριστή. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν:

Οι καραμπίνες με μοχλό οπλίσεως στον ξυστό. Αποκαλούνται και χράπα

χρούπα ή pump action.

Οι καραμπίνες με κινητό ουραίο ή bolt action.

Οι καραμπίνες με μοχλό οπλίσεως τον υποφυλακτήρα της σκανδάλης ή lever action

Ημιαυτόματες ή αυτογεμείς: Είναι αυτές που μετά από κάθε βολή, ο

μηχανισμός προώθησης του φυσιγγίου από την αποθήκη στη θαλάμη και ο

μηχανισμός απόρριψης του κάλυκα και όπλισης του πυροδοτικού μηχανισμού

λειτουργούν αυτόματα, εκμεταλλευόμενοι την ενέργεια που παράγεται από

την καύση της πυρίτιδας (αεριών) ή με αδρανειακό κλείστρο και με κάθε

ενέργεια επι της σκανδάλης πυροδοτούν μόνον ένα φυσίγγιο.

[130]


Διαμετρήματα κυνηγετικών όπλων

Ο όρος "διαμέτρημα" ενός λειόκαννου κυνηγετικού όπλου εκφράζει τον αριθμό

των μολύβδινων σφαιρών που μπορούμε να κατασκευάσουμε για το

διαμέτρημα αυτό από μία λίβρα (=454 γραμμάρια) καθαρό μολύβι.

Ο ορισμός αυτός προέκυψε επειδή τα πρώτα όπλα με λεία κάννη έριχναν

μολυβένιες μπάλες και ήταν πρωταρχικής σημασίας η ποσότητα του

μολύβδου που απαιτούνταν.

Από τον ορισμό προκύπτει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός του

διαμετρήματος τόσο πιό μικρή είναι η διάμετρος της κάννης. Για παράδειγμα,

από μιά λίβρα μολύβδου μπορούμε να φτιάξουμε 12 μπάλες με διάμετρο

18.5χιλ και βάρος 38γραμ. για το διαμέτρημα 12. Ομοίως, από την ίδια

ποσότητα μολύβδου, μπορούμε να φτιάξουμε 20 μπάλες με διάμετρο 15.6χιλ

και βάρος 23γραμ. για το διαμέτρημα 20.

Κριτήρια επιλογής διαμετρήματος κατά την αγορά ενός νέου όπλου

είναι:

Το μέγεθος (όγκος) και λιγότερο το βάρος σε σχέση με το ύψος και το βάρος

του κυνηγού, η ποικιλία των προσφερομένων προς πώληση όπλων, η

ευκολία εύρεσης και η ποικιλία φυσιγγίων καθώς επίσης και το κόστος τους,

το διαμέτρημα του όπλου ή των όπλων που πιθανόν ήδη κατέχουμε,τα είδη

κυνηγίου (θηράματα) και το επιθυμητό βάρος γόμωσης σκαγίων.

Πρακτικά η πρώτη επιλογή είναι το 12. Υπάρχει τεράστια ποικιλία σε όπλα

και φυσίγγια όλων των τύπων. Το κόστος των φυσιγγίων του είναι το

μικρότερο από όλα τα διαμετρήματα (ακόμα και από το φλόμπερ) λόγω της

μεγάλης κατανάλωσης και του ανταγωνισμού. Φυσίγγια 12ga θα βρείτε και

στο τελευταίο χωριό ενώ φυσίγγια άλλων διαμετρημάτων μόνο στα κεντρικά

οπλοπωλεία και συνήθως σε ένα μόνο τύπο. Γομώσεις από 24-36γρ

(κανονικές), 37-43γρ (ημιμάγκνουμ), 44-56γρ (μάγκνουμ) και μέχρι 64γρ

(σούπερμάγκνουμ). Στην αγορά σήμερα υπάρχουν δίκαννα 12ga που

ζυγίζουν λιγότερο από 2.700 γρ. Αν υπάρχει κάποιος λόγος για να φύγει

κάποιος από το 12ga είναι ο μεγάλος όγκος του όπλου σε σχέση με το

μέγεθος του κυνηγού.

Τα μικρότερα διαμετρήματα

Διαμέτρημα 16. Είναι λίγο πιό λεπτό από το 12 και λέγεται ότι ταιριάζει

καλύτερα στις μέσες ανθρώπινες αναλογίες. Το θέμα του βάρους δεν είναι

σημαντικό αφού σήμερα υπάρχουν πολλά 12άρια ελαφρύτερα και από 20άρια

ακόμα. Η κλασική του γόμωση (28γρ) υπερκαλύφθηκε από τα γειτονικά του

(και πιό δημοφιλή) διαμετρήματα και έτσι περιορίστηκε σημαντικά η εξέλιξή

του. Στην δεκαετία του '60 ήταν αρκετά δημοφιλές και στην Ελλάδα. Ετσι,

εμφανίζονται κατά καιρούς στην αγορά εξαιρετικά 16άρια και σε καλές τιμές

λόγω της περιορισμένης ζήτησης. Ελάχιστα είναι τα καινούρια όπλα 16ga

στην αγορά και ομοίως ελάχιστα τα διαθέσιμα φυσίγγια.

[131]


Διαμέτρημα 20. Ανερχόμενο διαμέτρημα (το πιό δημοφιλές μετά το 12). Είναι

αρκετά πιό λεπτό και ελαφρύ από το 12. Είναι κατάλληλο για μικρόσωμους

κυνηγούς και γυναίκες λόγω μεγέθους και βάρους. Εχει αναπτυχθεί αρκετά τα

τελευταία χρόνια και υπάρχει μια σχετική ποικιλία όπλων και φυσιγγίων στην

αγορά. Από πλευράς γομώσεων η κλασική του γόμωση (24 γρ.) υπάρχει

πλέον και σε διαμέτρημα 12 και μάλιστα με χαμηλότερο κόστος. Στη magnum

εκδοχή του ρίχνει μέχρι και 36 γραμμάρια σκάγια υπερκαλύπτοντας τις

κλασικές γομώσεις του 12ga. Πρόσφατα η Cheddite παρουσίασε φυσίγγι

20ga με 40 γραμμάρια σκάγια!. Βέβαια, συγκρίνοντας δύο φυσίγγια 12 και 20

με ίδια γόμωση είναι βέβαιο ότι το 12 θα έχει καλύτερη κατανομή και διάτρηση

από το 20 και επιπλέον θα είναι σημαντικά φθηνότερο. Δεν πρέπει να

αγοράσει κάποιος ένα 20άρι με την προοπτική να ρίχνει φυσίγγια με 36

γραμμάρια σκάγια. Τα φυσίγγια αυτά στο ελαφρύ 20άρι κλωτσάνε

περισσότερο από ότι σε ένα 12άρι, επιταχύνουν τις φθορές του όπλου και

εππλέον είναι και πανάκριβα.

Διαμέτρημα 24 & 32. Ελάχιστα όπλα και φυσίγγια υπάρχουν στην αγορά (για

πόσο ακόμα;) Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα προτιμήσετε.

Διαμέτρημα 28. Το μικρότερο διαμέτρημα με κυνηγετικές αξιώσεις. Η τυπική

γόμωσή του είναι 17 γραμμάρια ενώ η τυπική αμερικάνικη γόμωση είναι 21γρ

(το κόστος των αμερικάνικων φυσιγγίων είναι απαγορευτικό για τα Ελληνικά

δεδομένα). Πρόσφατα η Winchester και λίγες ακόμα εταιρίες παρουσίασαν

φυσίγγια 28ga με 28γρ. σκάγια!! Δίνει μικροκαμωμένα και όμορφα όπλα.

Υποφέρει και αυτό από έλλειψη ποικιλίας όπλων και φυσιγγίων.

Διαμέτρημα 36 (0.410). Λανθασμένα ονομάζεται 36άρι. Το πραγματικό

διαμέτρημα του όπλου είναι "68". Το διαμέτρημα 36, αν υπήρχε, θα ήταν

ανεπαίσθητα μικρότερο από το 32ga. Ο αριθμός 0.410 είναι η διάμετρος της

κάννης σε ίντσες (10.4χιλ). Στην Αμερική είναι πολύ δημοφιλές με γόμωση

μάγκνουμ (19-21γρ). Βέβαια, στην Ελλάδα, τέτοια φυσίγγια κοστίζουν τα

διπλάσια τουλάχιστον χρήματα από τα κοινά 12άρια φυσίγγια.

Φλόμπερ 9χιλ. Το θεωρητικό διαμέτρημα του όπλου είναι "105". Αρκετοί

κυνηγοί ξεκίνησαν τα πρώτα τους κυνηγετικά βήματα στην εφηβική ηλικία με

ένα φλομπεράκι όπως ο γράφων. Τα φυσίγγια του (περιφερειακής

επίκρουσης) δεν ξαναγεμίζονται και στοιχίζουν περισσότερο και από τα

φυσίγγια του 12ga.

Οπως αναφέρθηκε ήδη, στα μικρότερα (του 12) διαμετρήματα υπάρχει

έλλειψη ποικιλίας σε φυσίγγια. Επιπλέον τα φυσίγγια των μικρότερων

διαμετρημάτων είναι υπερτιμημένα και συνήθως κοστίζουν περισσότερο από

τα 12άρια παρότι έχουν πολύ μικρότερες ποσότητες πυρίτιδας και σκαγίων.

Τέλος, οι μικρότεροι κατασκευαστές φυσιγγίων δεν αφιερώνουν τον

απαιτούμενο χρόνο για δοκιμές στα μικρότερα διαμετρήματα με αποτέλεσμα

τα φυσίγγια τους να παρουσιάζουν κατά καιρούς προβλήματα απόδοσης και

σταθερότητας.

Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε φυσίγγια από όλα τα διαμετρήματα

[132]


Πυρομαχικά κυνηγετικών όπλων

Περιγραφή. Το φυσίγγιο του λειόκαννου αποτελείται από:

1. Μία πλαστική ή χάρτινη θήκη.

2. Ένα κυλινδρικό μεταλλικό τμήμα, το «πυθμένιο», το οποίο καταλήγει σε

προέκταση, ώστε να επιτυγχάνεται η εξώλκευση.

[133]


Το πυθμένιο και η θήκη μαζί αποτελούν τον «κάλυκα». Είναι το τμήμα του

φυσιγγίου που απομένει στη θαλάμη του όπλου μετά την βολή. Οι κάλυκες

ανεξαρτήτως του διαμετρήματος έχουν μήκος ανάλογο με την θαλάμη για την

οποία προορίζονται. Ετσι έχουμε κάλυκες μήκους από 65 έως 70 mm για

κάννες με θαλάμη 70 mm (2¾΄΄), 76 mm για κάνες με θαλάμη 76 mm (3΄΄

«magnum») και 89 mm για κάννες με θαλάμη 89 mm (3½΄΄ «souper

magnum»).

Προσοχή: Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε φυσίγγια μικρότερου μήκους σε

μεγαλύτερη θαλάμη. Το αντίθετο απαγορεύεται. Υπάρχει κίνδυνος βλάβης του

όπλου ή ακόμη και ρίξης της κάννης. Για να αποφευχθούν τέτοια λάθη οι

κατασκευαστές αναγράφουν επάνω στην κάνη το διαμέτρημα και το μήκος της

θαλάμης μαζί π.χ. Cal. 12 - 70 ή 12 – 2¾΄΄.

3. Το καψύλι στο κέντρο του πυθμενίου, το οποίο χτυπά ο επικρουστήρας του

όπλου.

4. Το κλείσιμο, το οποίο γίνεται ή με ένα δισκοειδές χαρτονάκι πάχους 1 mm

και γύρισμα των άκρων του κάλυκα (ρέλιασμα) ή με αστεροειδές θερμικό

«δίπλωμα» των χειλών του κάλυκα.

5. Την πυρίτιδα ταχείας καύσεως, η οποία βρίσκεται σ' επαφή με το καψύλι

και αναφλέγεται απ' αυτό σε χρόνο 1/1000 του δευτερολέπτου.

6. Τη βυσμάτωση, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στα σκάγια και την πυρίτιδα.

Είναι αυτή που, ωθούμενη από την πίεση των παραγόμενων αερίων από την

καύση της πυρίτιδας, ωθεί με τη σειρά της τα σκάγια προς το στόμιο της

κάννης και εμποδίζει ταυτόχρονα το πέρασμα αερίων προς τα σκάγια. Τα

βύσματα διακρίνονται στα παραδοσιακά που μπορεί να είναι κατασκευασμένα

από μαλλί (κετσέ) ή πεπιεσμένο χαρτί και στα σύγχρονα που έχουν τη μορφή

κυαθίου (κύπελου) και είναι κατασκευασμένα από πολυαιθυλένιο. Τα

σύγχρονα, οι λεγόμενοι συγκεντρωτήρες, δίνουν καλύτερα βλητικά

αποτελέσματα και ως προς την συγκέντρωση και ως προς την κατανομή.

7. Τα σκάγια, τα οποία βρίσκονται τοποθετημένα στο πάνω μέρος του

φυσιγγίου, μεταξύ του βύσματος και του κλεισίματος, είναι αυτά που θα

φύγουν απ' την κάννη και θα ταξιδέψουν προς το στόχο με σκοπό να τον

πλήξουν. Στις περιπτώσεις που το βύσμα είναι συγκεντρωτήρας, το

μεγαλύτερο μέρος των σκαγιών βρίσκεται μέσα σ' αυτόν και έτσι αποφεύγεται

η τριβή τους με τα εσωτερικά τοιχώματα της κάννης.

8. Τον διασπορέα, ο οποίος είναι μια πλαστική σταυροειδής διάταξη, που

βρίσκεται μέσα στον συγκεντρωτήρα και έχει σκοπό να αυξήσει την διασπορά

των σκαγιών σε κοντινές αποστάσεις, όπως π.χ. στο κυνήγι της μπεκάτσας. Η

αποτελεσματικότητα του διασπορέα είναι μεγαλύτερη στις τσοκαρισμένες

κάνες παρά στις «ανοιχτές».

Λειτουργία.

Με το χτύπημα του επικρουστήρα στο καψύλι, αυτό παράγει ισχυρό

σπινθήρα, ο οποίος κάνει την πυρίτιδα να αναφλεγεί βίαια δηλ. να εκραγεί και

να παράγει μεγάλη ποσότητα αερίων. Τα αέρια αυτά, επειδή βρίσκονται σε

περιορισμένο χώρο (φυσίγγιο), αναπτύσσουν πολύ ισχυρή πίεση. Η πίεση

των αερίων ωθεί το βύσμα και αυτό με τη σειρά του τα σκάγια, τα οποία

ανοίγουν το κλείσιμο του φυσιγγίου και κινούνται προς το στόμιο της κάννης

με μεγάλη ταχύτητα.

ΜΕΤΡΑ ΑΣΑΦΑΛΕΙΑΣ

[134]


Στα πλαίσια της διδακτικότητας του παρόντος συγγράμματος προς τους νέους

συναδέλφους – κυνηγούς για την ασφαλή διεξαγωγή του αθλήματος τούτου

που «υγίειάν τε γαρ τοις σώμασι παρασκευάζει», το βασικό θέμα της

ασφάλειας παρουσιάζεται στο παρόν κεφάλαιο. Έχοντας ο ίδιος βιώσει

επικίνδυνες καταστάσεις της κυνηγετικής δραστηριότητας και επώδυνα

περιστατικά που η αναμέτρηση του ανθρώπου με το θήραμα και η αναζήτησή

του στη φύση περιλαμβάνει, παραθέτω προληπτικά αναγκαία μέτρα και

τακτικές ασφαλείας.

1. Ασφάλεια στους κυνηγότοπους έναντι φυσικών κινδύνων.

Ομίχλη: Βρέθηκα πριν δεκαπενταετία στην ορεινή Ροδόπη, στο υψίπεδο

του χωριού Λειβαδίτης αρχές Νοέμβρη, που στα έλατα έφθαναν οι πρώτες

μπεκάτσες. Ανεβαίνοντας τις στροφές υπήρχε ομίχλη η οποία όσο ανέβαινα

τόσο και πύκνωνε. Σταμάτησα σε ένα μέρος προβληματισμένος τι να κάνω,

είχα μια κακιά εμπειρία όταν ήμουν νεαρός κυνηγός, κυνηγώντας λαγό στο

χωριό μου με ένα θείο μου, πέσαμε σε ομίχλη, χάσαμε τα σκυλιά, αυτός

έμπειρος κυνηγός γνωρίζοντας το έδαφος σαν την παλάμη του, χάθηκε και

άδικα τον περιμέναμε να γυρίσει με τις ώρες, βάζοντάς μας σε δυσάρεστες

σκέψεις, αδειάζοντας τις φυσιγγιοθήκες μας πυροβολώντας για να ακούσει

που είμαστε και να προσανατολιστεί. Τελικά γυρίσαμε στο χωριό όπου μας

είπαν στο καφενείο ότι είχε τηλεφωνήσει από το άλλο διπλανό χωριό που

βρέθηκε χαμένος, να πάμε να τον πάρουμε. Διστακτικός λοιπόν, σκεφτόμενος

τον μακρύ δρόμο που άσκοπα έκανα να ανεβώ στον Λειβαδίτη, ελπίζοντας ότι

ίσως η ομίχλη καθάριζε και με την πρόθεση να μην ανοιχτώ, μένοντας κοντά

στο αυτοκίνητο, μόνο να ξεμουδιάσουν τα σκυλιά, κατέβηκα. Το πώς χάθηκα

σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα στο υψίπεδο δεν μπόρεσα να το καταλάβω,

όταν νομίζοντας ότι πήγαινα στο αυτοκίνητο και αυτοκίνητο δεν έβλεπα, τότε

συνειδητοποίησα ότι είχα χαθεί. Άρχισε να με πιάνει πανικός που μεγάλωνε

με την κούραση που η άσκοπη πορεία μου προσέθετε. Όλα τα μέρη που

μπορούσα να δω σε απόσταση 20-30 μέτρων από την πυκνή ομίχλη μου

φαίνονταν ίδια. Οι κορυφογραμμές, ο κάμπος που θα ήταν σημεία

προσανατολισμού δεν φαίνονταν. Δεν ξέρω πόσες ώρες περπατούσα,

ίδρωσα, είχα τότε ένα από τα πρώτα ογκώδη κινητά τηλέφωνα μαζί μου, το

οποίο έπαιρνα μόνο για το κυνήγι. Ευτυχώς είχε σήμα, κάλεσα το σπίτι

λέγοντας στη γυναίκα μου τι είχε συμβεί, ότι θα περίμενα να φύγει η ομίχλη,

να μην ανησυχεί και σε περίπτωση που δεν μπορούσα να φύγω να

ειδοποιήσει για βοήθεια. Κάθισα κουρασμένος σε μια πέτρα να ηρεμήσω και

να σκεφτώ. Για καλή μου τύχη κοιτώντας το έδαφος υπήρχαν πλήθος ίχνη

από αγελάδες που πυκνά πήγαιναν σε ένα από τα πολλά μονοπάτια, εκεί τα

ίχνη από τα ζώα ήταν συγκεντρωτικά πράγμα που έδειχνε ότι σε σειρά όλο το

κοπάδι πηγαινορχόταν στο υπόψη μονοπάτι. Είχα δει τις αγελάδες που

ελεύθερα έβοσκαν στο υψίπεδο από άλλες φορές που κυνηγούσα εκεί, καθώς

και ένα – δύο μαντριά με πολλά τσοπανόσκυλα. Απελπισμένος αποφάσισα να

ακολουθήσω τα ίχνη που ήταν στο μονοπάτι με την ελπίδα να με οδηγούσαν

στο μαντρί που ίσως ήταν ο βοσκός και όχι προς τους βοσκότοπους. Ήταν η

τελευταία μου ελπίδα, έχοντας πιάσει μεσημέρι και η ομίχλη δεν έλεγε να

σηκωθεί. Μετά από μακρά πορεία άκουσα γαυγίσματα σκύλων και σε λίγο

ανθρώπινη φωνή…αγγαλίαση, άρχισα να φωνάζω, να μαζέψει το κοπάδι τα

τσοπανόσκυλα που ορμούσαν στα βρεγμένα και κουρασμένα δικά μου

σκυλιά. Ο βοσκός ήταν φιλικός, με κάλεσε στη καλύβα του, με φιλοξένησε,

είχε φωτιά όπου ζεστάθηκα πίνοντας τσάι. Ήταν απόμαχος ναυτικός που

[135]


ατυχίες της ζωής τον έκαναν ορεσίβιο βοσκό, με γλαύκωμα σε εξέλιξη που τον

οδηγούσε σε τύφλωση, κυνηγός και αυτός με πολλά λαγόσκυλα,

δυσκολεύονταν να τουφεκίσει… Αφού ξεκουράστηκα, με τις λεπτομερείς

οδηγίες του βοσκού κατάφερα να βρω το δημόσιο δρόμο και ακολουθώντας

την κατωφέρεια βρήκα το αυτοκίνητο. Επέστρεψα μετά από μέρες στην

καλύβα του βοσκού φέρνοντάς του τσιγάρα, κονιάκ και κροκκέτες για τα

σκυλιά του σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.

Φίλοι μου βλέποντας από τότε ομίχλη στον κυνηγότοπο δεν κατεβαίνω από το

αυτοκίνητο όσο και καλά να γνωρίζω το μέρος, το αυτό συνιστώ και σε σας,

άλλωστε με ομίχλη δύσκολα θα πάρετε θήραμα λόγω δυσκολίας όρασης, ενώ

υπάρχει ο κίνδυνος που περιέγραψα. Σήμερα βέβαια τα σύγχρονα κινητά

τηλέφωνα διαθέτουν GPS που για τους γνωρίζοντες, με τη χρήση του

δορυφόρου σε οδηγούν με ασφάλεια στον προορισμό σου.

Ασταθή εδάφη – Βούρκος – Πάγος: Το 1995 βρισκόμουν στην

Αλεξανδρούπολη, Ιανουάριος μήνας, παγωμένα όλα, χιόνιζε και είχε πολύ

αέρα, αποφάσισα να πάω στο χωριό Λουτρός δίπλα στο αεροδρόμιο στις

εκβολές του μικρού ποταμού για πάπιες. Έφτασα εκεί και με τις άσχημες

καιρικές συνθήκες τα πουλιά «έπαιζαν», ιδίως οι σαρσέλες σε κοπαδάκια.

Βλέπω ένα μικρό άσπρο φορτηγάκι που ήλθε πολύ αργότερα, κατέβηκε ένας

νεαρός κυνηγός φορώντας μπότες μηρού και περπατούσε στο ανάχωμα του

ποταμού. Εντόπισε ένα κοπάδι σαρσέλια σε μια μικρή λιμνούλα, τα ζύγωσε,

πυροβόλησε και έπεσαν ένα – δύο. Τον παρακολουθούσα που πήγαινε να τα

πάρει…πλησιάζοντας προς τη λιμνούλα το έδαφος όλο γίνονταν πιο ασταθές

και βούλιαζε, δυσκολευόταν αλλά να αφήσεις το θήραμα; Δεν του άρεσε, έτσι

με δυσκολία προχωρούσε. Σε λίγο κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τα φτάσει

και άρχισε να στρίβει το σώμα του για να γυρίσει πίσω…όμως αδύνατον να

σηκώσει τα πόδια του, όσο προσπαθούσε τόσο βούλιαζε, έφτασε μέχρι τη

μέση μέσα στο βούρκο…πανικός, άφησε το όπλο του στο βούρκο, έβγαλε το

τζάκετ, είχε ιδρώσει από την προσπάθεια, τι να περιγράψω!!!! Να μην τύχει σε

κάποιον τέτοια κατάσταση και να είναι μόνος (στο κυνήγι υδροβίων πάντοτε

με παρέα… όσο και έμπειροι να είμαστε). Άρχισε να ψάχνει βοήθεια, έχοντας

δει το δικό μου αυτοκίνητο όταν ήλθε, αλλά δεν ήξερε που ήμουν, φώναζε,

παρακαλούσε «φίλε σώσε με, σε παρακαλώ κλπ». Κατάλαβα ότι κινδύνευε,

σταμάτησα το κυνήγι και προχώρησα προς το μέρος του, όταν με είδε άρχισε

να φωνάζει πιο πολύ. Γνώριζε και αυτός και εγώ, πόσο πιθανό ήταν να βρεθώ

και εγώ στη θέση του πλησιάζοντας στο βούρκο που είχε ρουφήξει αυτόν.

Βλέποντας το δισταγμό μου νόμισε ότι θα τον εγκατέλειπα και άρχισε πάλι να

παρακαλεί, μέχρι χρήματα μου υπόσχονταν εάν τον έσωζα…του είπα να

ηρεμήσει, να μην κουνιέται, δεν θα τον άφηνα και να με αφήσει να σκεφτώ

τρόπο να τον πλησιάσω. Ερευνώντας την περιοχή, είδα κοντά στην ακτή

πολλά ξύλα που είχε εκβράσει η θάλασσα και πολλές σανίδες από

ψαροκασέλες. Άφησα το όπλο, εξάρτυση και άρχισα να συγκεντρώνω τα

ξύλα, ο μόνος τρόπος να μην βουλιάξω και να τον πλησιάσω ήταν να κάνω

ακτόδρομο, έστρωνα τα ξύλα και τα σανίδια πατώντας ελαφρά και

δοκιμάζοντας την αντοχή τους, πήγαινα πάλι και έφερνα άλλα, ίδρωσα,

κάποια στιγμή έφτασα 2-3 μέτρα μακριά του. Γύρισα πίσω ψάχνοντας για

κανένα μακρύ ξύλο ή κλαδί να του δώσω να πιαστεί να τον τραβήξω. Βρήκα

ένα και ξαναπήγα, ήξερα ότι το πιο δύσκολο ήταν τώρα, με την πίεση της

ανέλκυσης ίσως βούλιαζα και εγώ..τι να κάνω δεν αφήνεις συνάνθρωπο

αβοήθητο. Του είπα να περάσει το όπλο του χιαστί στη πλάτη και να κουνήσει

[136]


τα πόδια του μέσα στις μπότες ώστε όταν τον τραβήξω, να τις αφήσει,

ερχόμενος έξω ξυπόλητος, οι μπότες τόση ώρα είχαν βεντουζώσει στο

βούρκο και δεν υπήρχε πιθανότητα να τον βγάλω. Τραβώντας τον με το ξύλο

του είπα να γύρει με την κοιλία πάνω στο βούρκο λακτίζοντας τα πόδια του.

Κατάφερα με πολύ κόπο και αυτός βοηθώντας να τον ανασύρω μέχρι τον

«ακτόδρομο». Η χαρά του δεν περιγράφεται, είχαν παγώσει τα σαγόνια του

και το σώμα του, δεν μπορούσε να μιλήσει, τον πήγα στο αυτοκίνητο όπου

πάντα έχω ένα μεταλλικό φλασκί με κονιάκ..τι να σας λέω… είχε μπακάλικο

στην Αλεξανδρούπολη με κάλεσε να πάω να τον βρω να με ευχαριστήσει,

λέγοντας ότι δεν θα ξαναπλησίασε το βάλτο.

Μετά από μερικά χρόνια βρέθηκα στο Αινίσιο δέλτα για υδρόβια, είχε κατέβει

ο φίλος μου ο Θόδωρος από την Ορεστιάδα στην καλύβα που είχε στο

ανάχωμα και πήγα και εγώ. Οι καιρικές συνθήκες πολύ κακές, η θερμοκρασία

θα ήταν -20 βαθμούς, πρώτη φορά έβλεπα τη λίμνη των Νυμφών παγωμένη

και όλα τα πουλιά μαζεμένα στο κέντρο όπου τα νερά δεν είχαν παγώσει.

Βγήκαμε στη λίμνη και δοκιμάζοντας τον πάγο στην ακτή μας κρατούσε, έτσι

γυρίζαμε γύρω – γύρω πυροβολώντας τις πάπιες που ξεπετάγονταν σαν

μπεκάτσες από τους καλαμιώνες όπου έβοσκαν, γιατί εκεί λόγω του ριζικού

συστήματος των καλαμιών δεν είχε παγώσει το έδαφος. Πολλά

κατευθυνόμενα προς το κέντρο της λίμνης οπού ήταν απάγωτη, χτυπημένα

έπεφταν μακρύτερα, πλησιάζοντας για να τα πάρουμε ο πάγος έτριζε

επικίνδυνα απειλώντας να σπάσει και να βυθισθούμε στην παγωμένη λίμνη,

απερισκεψίες ριψοκίνδυνων παθιασμένων θηρευτών. Μετά το πρωινό κυνήγι

πήγαμε στην καλύβα να ζεσταθούμε, οι περισσότεροι κουρασμένοι έπεσαν

για ύπνο. Εγώ που να κοιμηθώ, πήρα το όπλο και είπα στους άλλους ότι

ξαναπάω μια βόλτα. Πήγα πάλι στην παγωμένη λίμνη για περπατητό, πήρα

κάμποσα πρασινοκέφαλα, ένα αντί να φύγει προς το κέντρο της λίμνης έφυγε

αντίθετα προς τις καλαμιές, του έριξα και το χτύπησα, έβαλα σημάδι που

έπεσε και αποφάσισα να μπω στα πυκνά καλάμια να το πάρω. Μόλις μπήκα

κατάλαβα ότι το έδαφος μέσα στις καλαμιές ήταν απάγωτο και βούρκος, δεν

θα είχα κάνει 10-15 βήματα και οι μπότες μηρού που φορούσα κόλλησαν,

ούτε μπρός ούτε πίσω δεν μπορούσα να κάνω, κουράστηκα να προσπαθώ

να βγάλω τα πόδια μου από τη λάσπη, ίδρωσα, πανικοβλήθηκα. Να φωνάξω

για βοήθεια, η καλύβα ήταν μακριά, ήμουν μόνος στην παγωμένη λίμνη. Μού

ήλθε η ιδέα από τη στρατιωτική εκπαίδευση του έρπειν με την κοιλιά και τους

αγκώνες. Ξάπλωσα πάνω στο βούρκο και τις ρίζες των καλαμιών, λακτίζοντας

τα πόδια και σπρώχνοντας με τους αγκωνές σαν σαύρα, ξεκόλλησα και βγήκα

στην παγωμένη ακρολιμνιά με την κοιλιά, ξεσκισμένα τα χέρια μου και το

πρόσωπο μου από τα καλάμια, βρεμένος μέχρι τα εσώρουχα. Ευτυχώς πήγα

στην καλύβα όπου στέγνωσα υπό τα περίεργα βλέμματα των συναδέλφων

που με απορία κοιτούσαν το ξεσχισμένο μου πρόσωπο.

Επαναλαμβάνω ξανά, στο κυνήγι υδροβίων ποτέ μόνοι, πάντα με προσοχή,

ασφάλιση των βημάτων μας, ποτέ τη νύχτα σε βαλτώδη μέρη, αναγνώριση

της περιοχής πριν κάτσουμε στο καρτέρι για τυχόν επικίνδυνα μέρη και

παγίδες. Ο βάλτος κρύβει πάμπολλες θανάσιμες παγίδες, πολλά άτομα

βρέθηκαν παγωμένα από άλλους συνκυνηγούς χάνοντας τη ζωή τους στο

δέλτα του Έβρου και στο πυκνό βαλτότοπο της Βιστωνίδας λίμνης.

Χρήση των αισθήσεων (όραση, ακοή, αφή ):Νεαρός κυνηγώντας

πουλιά στο αχανές τρομακτικό δάσος της Ροδόπης στο Μέγα Δέρειο, όπου

βλέποντας μόνο τις αιωνόβιες βελανιδιές σε κατελάμβανε δέος, χειμώνας

[137]


ήταν, με έπιασε χιονόπτωση, φορούσα μάλλινα χοντρά γάντια, το κρύο ήταν

τρομερό. Σκέφθηκα για να μην μπαίνει το χιόνι μες την κάννη έχοντας σε

ανάρτηση την καραμπίνα που είχα, γυρίζοντας προς το αυτοκίνητο να φύγω

αφού η χιονόπτωση ήταν πυκνή, την έπιασα από τη πιστολοειδή λαβή να την

γυρίσω χωρίς να την κατεβάσω από την ανάρτηση του δεξιού ώμου, αλλά να

την γυρίσω στρίβοντας προς τα κάτω την κάννη και ανεβάζοντας το κοντάκι.

Όταν είχε γίνει η περιστροφή και η κάννη βρισκόταν προς το έδαφος άκουσα

τον πυροβολισμό και ένιωσα το γαργάλημα των σκαγιών στο εξωτερικό μέρος

του δεξιού άρβυλου. Έμεινα αποσβολωμένος, δεν καταλάβαινα πως το όπλο

εκπυρσοκρότησε. Ήταν απλό, το χέρι μου έχοντας με τα χοντρά γάντια μου

χάσει την αίσθηση της αφής, πίεσε τη σκανδάλη και αυτό έγινε τη στιγμή που

είχε ολοκληρωθεί η στροφή και η κάννη βρίσκονταν παράλληλα με το δεξί μου

πόδι. Εάν η τουφεκιά ήταν κατά 10 εκατοστά πιο μέσα θα μου διέλυε το δεξί

πέλμα και μέσα στο αχανές δάσος χωρίς κινητά τηλέφωνα την εποχή εκείνη,

θα πέθαινα από αιμορραγία ή το κρύο. Η αφή που χάνεται με τα γάντια είναι

πολύ σημαντική στον κυνηγό, πάντα γάντια με ελεύθερα τα ακροδάχτυλα για

να χειριζόμαστε τη σκανδάλη αλλά και να αισθανόμαστε όλα τα μέρη του

όπλου. Το ίδιο για την όραση και την ακοή που κουκούλες full face, και

καπέλα με αυτιά τις καλύπτουν. Οι αισθήσεις του κυνηγού πάντα βρίσκονται

σε εγρήγορση και δεν καλύπτονται. Πριν μερικά χρόνια σε κυνήγι τρυγονιών

στο βόρειο Έβρο, χτύπησα ένα πουλί το οποίο έπεσε κάμποσα μέτρα μακριά,

το έψαχνα και φώναξα το επανιέλ να πάει εκεί που νόμιζα ότι ήταν, το έδαφος

ήταν αμμώδες και μέσα στο χώμα είχαν κάνει κυψέλη αγριομέλλισες,

πρόλαβα και τις είδα έγκαιρα, (η όραση του κυνηγού που είναι οξεία

αναζητώντας το θήραμα), τι ήταν αυτό, σμήνος, χιλιάδες με κυνηγούσαν!!!!

Επετέθησαν στο σκυλί και γλίτωσα εγώ με μόνο 6-7 τσιμπήματα στο κεφάλι

και στο σβέρκο, τρέχοντας σαν τρελός, ο σκύλος κυλιόταν στο έδαφος αλλά

τον έσωσε το πυκνό τρίχωμα. Είχα αμμωνία στο φαρμακείο στο αυτοκίνητο

και έβαλα, ο πόνος αφόρητος… Άλλη μια φορά στη Ξάνθη, καλοκαίρι είχα

πάει τα σκυλιά εκπαιδευτικό, πάντα στο βουνό εάν δεν κρατάω το όπλο, έχω

το ραβδί μου, μια γερή κρανιά η οποία με στηρίζει στα δύσκολα εδάφη και

είναι και αμυντικό εργαλείο (το ίδιο συμβουλεύω και εσάς..), γύρισα στο

αυτοκίνητο και βλέπω τα σκυλιά να σηκώνουν τα αυτιά τους ανήσυχα, το μάτι

μου πήρε κάτω από το αυτοκίνητο ένα τεράστιο φίδι που σήκωνε το κεφάλι

του με την παρουσία των σκυλιών, γύρισα την κρανιά και το πέτυχα με την

πρώτη…προσοχή στους ιχνηλάτες σε πετρώδεις περιοχές εάν έχει οχιές…

αποφεύγουμε να τους πηγαίνουμε εκεί..πάντα η κορτιζόνη με ένεση στο

σακίδιο μας…

2. Ασφάλεια όπλου και πυρομαχικών

Σπίτι – Παιδιά: Πριν χρόνια στεναχωρήθηκα μαθαίνοντας ότι ο γιος

συναδέλφου Αξιωματικού, 13 ετών σκοτώθηκε στο κυνήγι τρυγονιών στο

Σουφλί. Ο μικρός ήταν με τον πατέρα του στο κυνήγι, όταν κάθισαν να

ξεκουραστούν, αυτός πήρε το όπλο και μαθημένος όπως ήταν με τα όπλα και

μου έλεγαν άλλοι συνάδελφοι (έλυνε το 45ανταρι πιστόλι του πατέρα του στο

σπίτι) άρχισε να σκαλίζει το γεμάτο όπλο, το κακό δεν άργησε να γίνει,

εκπυρσοκρότησε και σκότωσε το παιδάκι. Πολλά τα σφάλματα, το όπλο άδειο

στη θήκη και λυμένο στο σπίτι, σε οπλοθήκη κλειδωμένο εάν έχουμε παιδιά

και μάλιστα άτακτα, κρυμμένα τα πυρομαχικά, δεν ενθαρρύνουμε τα παιδιά να

ασχοληθούν από μικρή ηλικία με τα όπλα, έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους

εάν το θελήσουν. Πάντα τα συμβουλεύουμε και τα επιτηρούμε. Τα μικρά

[138]


παιδιά δεν έχουν θέση στους κυνηγότοπους και στο κυνήγι όσο και εάν

επιμένουν. Δυστυχώς σήμερα με την εγκληματικότητα που υφίσταται, την

χαλαρή νομοθεσία για την απόκτηση κυνηγετικού όπλου, έστω και εάν δεν

είσαι κυνηγός, σε κάθε σπίτι βρίσκεται για προστασία και ένα κυνηγετικό

όπλο, τα περισσότερα αδήλωτα. Απορίας άξιο για την αστυνομία, που δέχεται

τις τουφεκιές των αθιγγάνων στο Ζεφύρι Αττικής ακούγοντας κατ’ επανάληψη

στην τηλεόραση ότι «έβγαλαν τις καραμπίνες οι αθίγγανοι και πυροβόλησαν

την αστυνομία που πήγε για έλεγχο..».. Πως απέκτησαν τα κυνηγετικά όπλα

οι αθίγγανοι; Έχουν άδεια κυνηγού; Τα κατέχουν νόμιμα; Αποτέλεσμα να

υπάρχουν ατυχήματα και εγκληματικές πράξεις με το πλήθος των λειόκαννων

κυνηγετικών όπλων που βρίσκονται νόμιμα ή παράνομα σε κάθε σπίτι.

Ασφάλεια του όπλου στο αυτοκίνητο και σε δύσκολα μέρη Πριν λίγα

χρόνια στην Ορεστιάδα φίλος μου παλιός κυνηγός βρέθηκε νεκρός δίπλα στο

αυτοκίνητο του στο μέρος του συνοδηγού, με ανοιχτή την πόρτα του

συνοδηγού, πυροβολημένος στην κοιλιά και το όπλο μέσα στο αυτοκίνητο. Η

πιθανότερη εκδοχή για μένα, σταμάτησε το ΙΧ κατέβηκε ποιος ξέρει για τι…

κάτι είδε (είχε φάσσες εκείνη την περίοδο) επέστρεψε να πάρει το δίκαννο

που είχε στο κάθισμα του συνοδηγού γεμάτο, άνοιξε την πόρτα του

συνοδηγού, το τράβηξε από τις κάννες, κάπου σκάλωσαν οι σκανδάλες και

εκπυρσοκρότησε χτυπώντας τον στην κοιλιά. Αυτόν που είχε περπατήσει όλο

τον Έβρο και επί δεκαετίες έριξε χιλιάδες φυσίγγια, και όμως…ποτέ γεμάτο το

όπλο στο αυτοκίνητο, στη θήκη και στο πίσω κάθισμα, το πρώτο σφάλμα με

το όπλο μπορεί να είναι και το τελευταίο.

Παππούς μου από το σόι της γιαγιάς μου ήταν κουτσός από τα νιάτα του,

όταν έχοντας σε ανάρτηση με την κάννη κάτω λόγω βροχής το εξώσφυρο

δίκαννο, κάπου πιάστηκαν τα «κοκκόρια» και του σακάτεψε την κνήμη

καθιστώντας τον σακάτη ες αεί…πάντως γυρνούσε όλα τα βουνά

κουτσαίνοντας, με τη μαγκούρα στο αριστερό του χέρι, μανιώδης

λαγοκυνηγός μέχρι βαθέως γήρατος, μη απαρνούμενος λόγω του ατυχήματος

την αγαπημένη του ενασχόληση.

Ασφάλιση του όπλου σε δύσκολα μέρη, ποτέ δεν στρέφουμε τη κάννη σε

συνάδελφο κυνηγό, επιθεώρηση του κοίλου της κάννης για ξένα σώματα που

πιθανόν να έχουν εισέλθει, πέτρες, χώματα τα οποία θα προξενήσουν την

διάρρηξή της. Γνώση των χαρακτηριστικών του όπλου μας, την αντοχή του σε

πιέσεις και αντίστοιχες γομώσεις φυσιγγίων. Αποφυγή χρήσης αυτοσχεδίων

γομώσεων ή ισχυρών φυσιγγίων που το όπλο μας δεν αντέχει να βάλει.

Επιμελής καθαρισμός, συντήρηση και λίπανση των κινουμένων μερών, το

σύστημα διαφυγής αεριών για τα ημιαυτόματα με αέρια, έλεγχος διάβρωσης

και οξείδωσης της κάννης που ενδεχομένως μας δημιουργήσει πρόβλημα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μέσα από τις σελίδες του ανά χείρας συγγράμματος, κατεβλήθη προσπάθεια

από τον γράφοντα να αναδειχθεί και παρουσιασθεί ακροθιγώς, η αρχέγονη

ζωηφόρος ανθρώπινη θηρευτική δραστηριότητα, δίνοντας βάρος στην

προσαρμογή της στο σημερινό περιβάλλον της χώρας μας και τις

επικρατούσες ηθικοκοινωνικές συνθήκες και απόψεις. Σεμνύνομαι να

πιστεύω ότι με τη γραφίδα ξεδίπλωσα με ικανό και κατανοητό τρόπο στο

άψυχο χαρτί, τις εμπειρίες, συγκινήσεις, ψυχική ευφορία, κάθαρση νου και

[139]


σώματος που η φύση μέσω της κυνηγετικής – θηρευτικής μου ενασχόλησης,

εκ νεότητος, μου χάρισε. Επεδίωξα να εκφράσω όχι μόνο τις εμπειρίες μου,

αλλά και προσωπικές σκέψεις και απόψεις, που ίσως συμβάλουν στη

διαπαιδαγώγηση των νέων οπαδών της Αρτέμιδος που ελκόμενοι από τις

αρετές της, ακολουθούν την παραδοσιακή οδό των προτέρων γενεών.

Παροτρύνονται όπως, πιστοί στα καθιερωμένα ήθη και έθιμα, φυσιογνώστες

και φυσιολάτρες, τείνουν ευήκοο ους στο εναγώνιο κάλεσμα που η φύση

εκπέμπει στον σημερινό άνθρωπο κυρίαρχο και προστάτη της, και αναλάβουν

σωστές πρωτοβουλίες και αποφάσεις, ώστε να δυνηθούν να ανταποκριθούν

στις επαυξημένες ευθύνες που οι ακραίες επιβαρυντικές καταστάσεις

συσσωρεύουν. Δυστυχώς η επέκταση των πόλεων και των αστικών

περιοχών, η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, οι προσχώσεις ελών και

αποξήρανση λιμνών, η αποψίλωση των δασών και θαμνότοπων, η

καταστροφή των βιοτόπων από τις επεκτάσεις οικιστικής και γεωργικής γης,

που ο 20ος αιώνας με την εγκατάλειψη της υπαίθρου, λόγω αστυφιλίας,

υπερκαταναλωτισμού και των βιοτικών ανθρωπίνων ευκολιών επισώρευσε,

επηρεάζοντας καθοριστικά και τελεσίδικα το φυσικό περιβάλλον, τα

οικοσυστήματα και τις κλιματολογικές συνθήκες. Η αυξανόμενη ρύπανση από

βιομηχανικά απόβλητα, εντομοκτόνα, διαρροές χημικών και υγρών καυσίμων

στο περιβάλλον, καθώς και άλλων σύνθετων προϊόντων, όπως το πλαστικό

που δεν υπόκεινται σε βιολογική αποδόμηση, μόλυναν τον υδροφόρο

ορίζοντα. Η απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα των

βιομηχανιών κατέστρεψε την προστατευτική ασπίδα του όζοντος, με

καταστροφικές θερμοκρασιακές μεταβολές στην επιφάνεια του πλανήτη που

είχε άμεση επίπτωση στα οικοσυστήματα της βιολογικής αλυσίδας μας. Την

παραπαίουσα αυτή κατάσταση που επέφερε τη δραματική μείωση της ζωικής

πανίδας και πτηνοπανίδας, και που ευτύχησαν οι πρότερες γενιές

θηρεύοντες «ὠφελήσονται δ᾽ οἱ ἐπιθυμήσαντες τούτου τοῦ ἔργου πολλά»

κατά τον Ξενοφώντα και έζησαν «βίος αγροτικός και σκηνίτης και εστίασις

εκ των θηρευομένων» κατά τον Χωνιάτη, καλείται η σημερινή γενιά αλλά και οι

επόμενες με σύνεση και επιστημονικό σχεδιασμό να διαχειριστούν,

διατηρούντες την εύθραυστη ισορροπία των ειδών, ώστε να συνεχιστεί η

αρμονική συμβίωση του ανθρώπου με τους λοιπούς ζώντες φιλοξενούμενους

ενοίκους του πλανήτη.

Με αμέριστη ευαισθησία και γνώση της σημερινής κατάστασης, έχοντας

διατηρήσει την θηρευτική – κυνηγετική δραστηριότητα σε ψυχαγωγική,

αθλητική ενασχόληση και φυσιολατρεία πλέον, αρωγοί και συμπαραστάτες,

διαπνεόμενοι από υψηλή ευθύνη έναντι των θηρευομένων ειδών,

αναπτύσσοντας σύγχρονη κυνηγετική παιδεία, ευελπιστούμε ότι οι

μελλοντικές γεννιές θα δύνανται να ακολουθούν την τοξοβόλο Άρτεμη. Η

παρέκκλιση και τυχόν ανατροπή επί τα χείρω, της σημερινής πληθυσμιακής

καταγραφής των θηρευομένων ειδών, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει την

πολιτεία στην νομοθέτηση διεξαγωγής της κυνηγετικής δραστηριότητας σε

[140]


ελεγχόμενες αναπαραγωγικές ιδιωτικές εκτάσεις, όπως διεξάγεται σήμερα

στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αναγόμενη σε ακριβή ταξική

κερδοσκοπική δραστηριότητα, απαγορευτική λόγω κόστους, των λαϊκών

στρωμάτων και των κατοίκων της υπαίθρου που διαβιούν και μεριμνούν για

την προστασία της φύσης. Κλείνοντας, παροτρύνουμε τους αναγνώστες και

αγαπητούς νέους και παλιότερους συναδέλφους κυνηγούς, να γνωρίζουν,

υπερασπίζονται και εφαρμόζουν τα παραδοσιακά ήθη - έθιμα και άγραφους

νόμους του κυνηγιού στη χώρα μας, όπως αναγράφονται στην ιστοσελίδα της

Γενικής Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας και παρουσιάζουν αξιοσημείωτο

ενδιαφέρον, αφού συμπεριλαμβάνουν εν περιλήψει, όλα τα εκτεθέντα στο

σύγγραμμα.

Ξάνθη 25 Απρ 2015

Αγγελόπουλος Ανδρέας

Υπτγος (ΜΧ) ε.α – Διπλ πολ μηχκος ΔΠΘ

Μέλος κυν. Συλλογου Ξάνθης

ΟΙ ΑΓΡΑΦΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΙΟΥ- ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Το κυνήγι είναι δραστηριότητα αγάπης προς τη φύση και όχι εκτόνωσης.

Ο κυνηγός που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να σέβεται ανάλογα τους

συγκυνηγούς του, καθώς και τους ανθρώπους που εργάζονται ή

απολαμβάνουν με όποιον τρόπο επιλέγουν, τη φύση.

[141]


Το κυνήγι διεξάγεται με νόμους και διατάγματα που έχει θεσπίσει η

πολιτεία. Υπάρχουν όμως και κάποιοι κανόνες που σχετίζονται με το

σεβασμό μεταξύ ανθρώπων, αλλά και την αθλητική δεοντολογία από την

οποία οφείλει να διακατέχεται ο κυνηγός. Ορισμένοι από τους κανόνες

αυτούς που δεν συμπεριλαμβάνονται στη νομοθεσία μας είναι οι πιο κάτω

και είναι γνωστοί ως «άγραφοι νόμοι του κυνηγίου».

Η φύση ανήκει σε όλους και δεν είναι προσωπική μας ιδιοκτησία.

Στη φύση είμαστε φιλοξενούμενοι και πρέπει να της

συμπεριφερόμαστε όπως αξίζει σε κάποιον που μας φιλοξενεί.

Δεν καταστρέφουμε δέντρα, πηγές, διαβάσεις, φυτά, κλπ. χωρίς λόγο.

Δεν ανάβουμε φωτιές από τις οποίες υπάρχει έστω και η παραμικρή

πιθανότητα να επεκταθούν στην ύπαιθρο.

Δεν κυνηγάμε μέσα σε καλλιέργειες στις οποίες ενδέχεται να κάνουμε

ζημιά.

Δεν πλησιάζουμε ποτέ τα αιγοπρόβατα ιδιαίτερα αν έχουμε μαζί μας

κυνηγόσκυλα.

Δεν πυροβολούμε ποτέ κοντά στα κατοικίδια ή τους ανθρώπους που

εργάζονται ή βρίσκονται στην ύπαιθρο.

Δεν πυροβολούμε ποτέ προς τα καταλύματα των ζώων τα οποία

ενδέχεται να τρομάξουν από τον πυροβολισμό ή από τα σκάγια που

πέφτουν στις στέγες.

Δεν πυροβολούμε ποτέ πινακίδες ή οποιαδήποτε επιφάνεια, έστω κι

αν θεωρούμε ότι δεν χρησιμεύουν σε τίποτε.

Δεν παίρνουμε ποτέ καρπούς από τις καλλιέργειες παρά μόνο αν μας

τους προσφέρουν.

Δεν πυροβολούμε για κανένα λόγο είδη της άγριας πανίδας των

οποίων απαγορεύεται το κυνήγι. Είναι υποτιμητικό για κυνηγό να

προφασιστεί «λάθος» στην αναγνώριση θηράματος.

[142]


Έχουμε πάντοτε μαζί μας την άδεια κυνηγιού και την άδεια κατοχής

του όπλου μας και τα επιδεικνύουμε στα όργανα της πολιτείας, ή των

κυνηγετικών οργανώσεων που τυχόν θα μας τα ζητήσουν.

Δεν διστάζουμε ποτέ να καταγγείλουμε το λαθροθήρα.

Συνεργαζόμαστε πρόθυμα με τους Θηροφύλακες και τους δίνουμε

όποιες πληροφορίες μπορούμε.

Δεν πυροβολούμε ποτέ θήραμα που θα πέσει σε μέρος που δεν

μπορούμε να φθάσουμε για να το πάρουμε.

Δεν πυροβολούμε ποτέ θήραμα που θα πέσει μέσα σε καλλιέργειες στις

οποίες θα κάνουμε ζημιά για να το πάρουμε.

Δεν πυροβολούμε ποτέ ακίνητο θήραμα. Πουλιά που κάθονται ή ζώα

που τρέφονται ή πίνουν νερό, είναι χωρίς άμυνα και ο θάνατός τους δεν

είναι αποτέλεσμα θήρας αλλά δολοφονίας.

Δεν κυνηγάμε ποτέ όταν οι καιρικές συνθήκες στερούν από το θήραμα

τη δυνατότητα να αμυνθεί. Αντίθετα πρέπει σε αυτή την περίπτωση να

βοηθήσουμε τα θηράματα να ξεπεράσουν αυτή τη δυσκολία.

Αναζητούμε συστηματικά το πληγωμένο ή νεκρό θήραμα εξαντλώντας

κάθε δυνατότητα εξεύρεσής του.

Δεν συγχέουμε ποτέ την ποσότητα με την ποιότητα του θηράματος.

Καλός κυνηγός δεν είναι όποιος παίρνει πολλά θηράματα, αλλά εκείνος

που δίνει στο θήραμα δυνατότητα άμυνας.

Το θήραμα δεν είναι εμπόρευμα και το κυνήγι δεν είναι επάγγελμα.

Καταγγέλλουμε πάντοτε όποιον εμπορεύεται θηράματα.

Δεν διατηρούμε ποτέ στη ζωή τραυματισμένα θηράματα.

Δεν κακομεταχειριζόμαστε ποτέ το άψυχο σώμα του θηράματος.

Αντίθετα, το διατηρούμε στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.

Δεν επιτρέπουμε ποτέ στα παιδιά και τα σκυλιά να παίζουν με το

άψυχο θήραμα. Η συμπεριφορά μας απέναντί του θα πρέπει να είναι

τιμητική, όπως αξίζει σε έναν άξιο αντίπαλο.

Ειδικευόμαστε στο είδος κυνηγιού που μας αρέσει περισσότερο και

προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε συνεχώς ως ειδικοί σε συγκεκριμένο

είδος.

Τρώμε πάντοτε το κρέας των θηραμάτων. Είναι ντροπή για τον

κυνηγό να φονεύει ένα ζώο, αν δεν έχει τη διάθεση να γευτεί το κρέας

του.

Δεν πυροβολούμε ποτέ σε απόσταση μεγαλύτερη από το βεληνεκές του

όπλου μας.

Το θήραμα ανήκει σ’ αυτόν που πρώτος θα το θηρεύσει.

Το τραυματισμένο θήραμα ανήκει σ’ αυτόν που το τραυμάτισε πρώτος.

[143]


Αν φονεύσουμε τραυματισμένο θήραμα, θα πρέπει να το παραδώσουμε

σ’ αυτόν που το τραυμάτισε.

Τα ανιχνευόμενα θηράματα βρίσκονται πάντοτε στη διάθεση του

ιδιοκτήτη του σκύλου.

Δεν πυροβολούμε ποτέ τον αγριόχοιρο, τον λαγό, την πέρδικα, την

μπεκάτσα ή το ορτύκι που «ξεφώλιασαν» τα σκυλιά κάποιου άλλου.

Ο τόπος κυνηγιού ανήκει σ’ αυτόν που τον οριοθέτησε πρώτος.

Το καρτέρι ή η περιοχή κυνηγιού του λαγού ή του αγριόχοιρου

ανήκουν σ’ αυτούς που βρέθηκαν πρώτοι εκεί και δεν επιτρέπεται να

παρεμβληθούμε.

Δεν επιτρέπεται να εισερχόμαστε σε περιοχές που έχουν «κλείσει»

παρέες που κυνηγούν λαγό ή αγριόχοιρο αν κυνηγάμε πουλιά. Η παρουσία

μας, τα σκυλιά μας και οι πυροβολισμοί θα χαλάσουν το κυνήγι μας

ολόκληρης παρέας.

Δεν κινούμαστε ποτέ κοντά σε κυνηγό που κυνηγά με σκυλιά φέρμας.

Αν βρεθούμε σε καρτέρι που βρίσκεται άλλος κυνηγός αδειάζουμε το

όπλο μας σε ένδειξη σεβασμού.

Δεν ρυπαίνουμε τη φύση με πλαστικά, κάλυκες, μπουκάλια, κλπ, και

δεν αφήνουμε στο πέρασμά μας οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία του

σύγχρονου καταναλωτισμού.

Η σιωπηρή περισυλλογή «αδέσποτων» κυνηγόσκυλων ισοδυναμεί με

κλοπή. Αν δούμε κάποιο κυνηγόσκυλο πρέπει αμέσως να το

γνωστοποιήσουμε στο αστυνομικό τμήμα και τον κυνηγετικό σύλλογο της

περιοχής που το βρήκαμε.

Σεβόμαστε πάντοτε τους υπερήλικες κυνηγούς και τους παραχωρούμε

προτεραιότητα σε τόπο και θήραμα.

Η ευγένεια και η συγκατάβαση πρέπει να είναι αρχή μας, διότι αυτές

χαρακτηρίζουν τον πολιτισμένο άνθρωπο - κυνηγό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Μέγα μέρος των πληροφοριών της μεσαιωνικής ιστορικής αναδρομής

αντλήθηκαν από το σπουδαίο πόνημα του Κυριάκου Σιμόπουλου

“Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα”, από τον ημερήσιο ελληνικό τύπο των

τελευταίων δύο αιώνων και από εξειδικευμένη βιβλιογραφία.

2. Εφημερίς «ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ»,1ηΣεπτεμβρίου 1867

3. Aπογραφή πληθυσμού και διερεύνηση τροφικών συνήθειων τσακαλιών

(Canis aureus) στην Πελοπόννησο και το Δέλτα του Νέστου. Γιώργος

Γιαννάτος

4. «Πουλιά του Αιγαίου», μια έκδοση της Ελληνικής Ορνιθολογικής

Εταιρείας.

[144]


5. Ορνιθολογική Έκθεση, Ποϊραζίδης Κ. 1990

6. Medieval Hunting History

7. Hunting Dogs: Best Dog Breeds for Every Game Animal

by Brian Lynn

8. Συμβουλές από έναν κυνηγό του… 4ου Αιώνα π.χ.

Σώκος Χρήστος Δασολόγος – Θηραματολόγος

[145]

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!