Fotios_Balas “CAVEMAN” Ήταν σκοτεινά. Λάθος, ήταν θεοσκότεινα. Όμως δεν είχα πρόβλημα, είχα συνηθίσει στην έλλειψη φωτός. Η σπηλιά είχε αρκετή υγρασία. Αν και κυκλοφορούσα γυμνός, δεν κρύωνα ιδιαίτερα. Μερικές φορές άναβα καμιά φωτιά για να αλλάξω παραστάσεις. Τότε ήταν που έβλεπα όλες τις ασυνάρτητες τοιχογραφίες που είχα κάνει όσο καιρό έμενα στη σπηλιά, παρατηρώντας τον εσωτερικό της κόσμο. Δηλαδή τον δικό μου κόσμο… Δε θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί, ούτε πόσο καιρό έμεινα, ούτε καν πού ήταν η έξοδος. Όμως ούτε και με ένοιαζε. Παράξενο. Εγώ, ένας τόσο κοινωνικός άνθρωπος, που έβγαινε για έναν καφέ και κατέληγε να ενώνει πέντε τραπέζια στη σειρά για να χωρέσουν όλοι οι καλεσμένοι του, ξαφνικά απομονώθηκα. Εγώ, που πήγαινα σε ένα πάρτι και έφευγα με είκοσι γνωριμίες παραπάνω, ξαφνικά έγινα αγοραφοβικός. Δεν ήμουν πια αυτός που γνώριζαν όλοι και δεν ήξερα ακόμη την αιτία. Βρέθηκα, ξαφνικά, μέσα σε μια σπηλιά. Κι όμως, ένιωθα καλά. Χωρίς κινητό, laptop, δουλειές, φίλους... Δεν ήμουν πλέον εγώ. Η απώλεια της ταυτότητάς μου με ηρεμούσε απίστευτα και όσο ο καιρός περνούσε αφηνόμουν όλο και περισσότερο σε αυτό, προχωρούσα όλο και πιο βαθιά μέσα στη σκοτεινή σπηλιά μου. Συνήθισα να φλερτάρω σε καθημερινή βάση, ασύστολα, με το σκοτάδι… Ένα πρωινό λοιπόν, ξύπνησα απότομα εξαιτίας του ήχου που έκαναν πεντακόσιες επτά νυχτερίδες πάνω από το κεφάλι μου. Πρέπει να έκαναν ομαδικό σεξ, δεν εξηγείται αλλιώς. Καθόμουν και τις χάζευα, ίσως και να ζήλεψα λίγο. «Θεέ μου γιατί με έκανες πιστό και σχεσάκια;!» Το σώμα μου ήταν μέσα στα χώματα. Έτριψα τα μάτια μου και λίγο πριν σηκωθώ, μια νυχτερίδα έπεσε με δύναμη ακριβώς δίπλα στον δεξί μου ώμο. Την έβλεπα να χαροπαλεύει και καθώς έκανα την κίνηση να την ακουμπήσω, είχε ήδη ξεψυχήσει. Πρέπει να την είχαν βιάσει οι υπόλοιπες. Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να πάει αδικοχαμένη. Αυτή η νυχτερίδα θα γίνει το must-have κολιέ της φετινής σεζόν! «Ω ναι!! Θα κάνω θραύση!» Πετάχτηκα όρθιος από την χαρά μου, τη φόρεσα με ένα κορδόνι στο λαιμό, πόζαρα στα στάσιμα νερά ενός λάκκου και άρχισα να εξερευνώ την ατελείωτη σπηλιά… 100 URBANSTYLEMAG Περπατούσα κρατώντας έναν αναμμένο πυρσό και βρέθηκα σε ένα σημείο όπου η σπηλιά ήταν γεμάτη σταλακτίτες. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν φαλλικό σχήμα, σαν να ήθελαν κάτι να μου πουν... Λίγο πιο κάτω, καθώς έστριβα, έπεσα πάνω σε τέσσερις αρκούδες. Αρκετά μεγαλόσωμες, με δερμάτινες στολές, μερικές είχαν και tattoo. Καθόντουσαν γύρω από ένα ξύλινο κυκλικό τραπέζι, άκουγαν μουσική, έπιναν μπύρες. Μάλλον θα τις είχαν διώξει από τον «Αρκτούρο» λόγω έλλειψης προσαρμοστικότητας, σκέφτηκα. «Γειά σας bears! Θέλετε παρέα;;!» ρώτησα, χωρίς να είμαι σίγουρος αν ήθελα να πάω… «Είσαι πολύ skinny και twink για τα γούστα μας, φύγε!!»απάντησαν με ένα στόμα, μια φωνή! «Όρεξη σας είχα, παλιοφώκιες!» απάντησα τσατισμένος και αυτές πετάχτηκαν όρθιες και άρχισαν να με κυνηγάνε! Έτρεχα να γλυτώσω από τα παχύδερμα ενώ ταυτόχρονα με είχε πιάσει νευρικό γέλιο. Ξαφνικά βρέθηκα σε αδιέξοδο. Στην προσπάθειά μου να γλιτώσω, άρχισα να μετακινώ πέτρες και να σκάβω με τα χέρια μου το χώμα. Πάνω στον πανικό μου άκουσα μια κραυγή. «Α ΑΑΑΑ ΑΑΑ!!» Δεν πίστευα στα μάτια μου! Ο Ταρζάν!! Ήταν τόσο σέξι, κρεμασμένος από το σχοινί, να πλησιάζει προς το μέρος μου! Προσγειώθηκε μπροστά μου και μου είπε λαχανιασμένος : «Μην ανησυχείς, θα τους καθυστερήσω εγώ, εσύ κοίτα να φύγεις από εδώ». Μου έδωσε ένα γλωσσόφιλο, πρόσθεσε ένα“Call me!” και έφυγε. Συνέχισα να σκάβω με μανία το χώμα ώσπου έπεσε και με πλάκωσε ολόκληρο. Βρέθηκα θαμμένος μέσα στο σκοτάδι και έσερνα το γυμνό μου κορμί στην προσπάθειά μου να σωθώ. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε ένα τεράστιο τούνελ. Μπροστά μου υπήρχε η σπονδυλική στήλη ενός τυραννόσαυρου. Τι ευτυχία Θεέ μου! Αυτό ήταν τεράστιο δώρο! Με αυτά τα οστά θα έφτιαχνα ολόκληρο σετ με καναπέδες και μια τραπεζαρία, ή ένα γλυπτό που όμοιό του δεν θα είχε ξανακάνει κανείς! Αυτό ήταν! Πλέον ήθελα να φύγω από εδώ... Η σπηλιά είχε αρχίσει να με πνίγει. Άρχισα να φλερτάρω ξανά με την πάρτη μου. Συνέχισα να προχωράω τυφλά προς το φώς. Όσο το φώς μεγάλωνε, τόσα περισσότερα άρχισα να θυμάμαι. Κούκλες Barbie, πούπουλα,ατελείωτα μπάνια στην θάλασσα, χρώματα, έντονα χρώματα, βινύλια, κόλλα, φτερά, κόκκαλα, άγρια φιλιά, ρίσκο, ρίσκο, ρίσκο, ξανά και ξανά..εξπρεσιονισμός, μπαρόκ, γκροτέσκο, σουρεαλισμός , «Να ζήσεις Φώτη και χρόνια πολλά..» Ναι! Με λένε Φώτη..το φώς μεγαλώνει..πλησιάζω στην έξοδο. Ξαφνικά σταμάτησα. Ένιωσα την καρδιά να μου χτυπά τα σωθικά σαν το γάντι του Μοχάμεντ ‘Αλι! Θυμήθηκα το όνομά του, το πρόσωπό του… Ναι, ναι, ναι. Θυμήθηκα. Έπεσα με τα γόνατα στο χώμα. Το όνομά του, το χαμόγελό του, τον τρόπο που φιλάει και όλα όσα θα ήθελα να μοιραστώ μαζί του..Κάθισα αρκετή ώρα κάτω. Και είπα: «Θα βγω! Θα πάω να τον βρω και ότι είναι να γίνει θα γίνει!» . Σηκώθηκα όρθιος και έτρεξα με φόρα στην έξοδο της σπηλιάς, πάνω στο φώς. “No light, no light...” που λέει και η Florence, μόνο που εγώ δε φοβάμαι ούτε το φώς, ούτε το σκοτάδι πια!
fotios balas Title: “No light, no light…” Self-portrait photography by Fotios Balas.2013. Print on paper. 200 cm × 150 cm. USM 101