Θέματα και απόψειςαποτελεσµατικότητας και στον ρόλο του εκπαιδευτικούστη διαµόρφωσή τους.Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, µία σειράαπό εργασίες στόχευαν να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούςνα αναπτύξουν το περιβάλλον της τάξης (Fraserand Deer, 1983; Fraser et al., 1982; Fraser and O’ Brien,1985). Οι εργασίες αυτές δείχνουν πώς η ανατροφοδότησητων αντιλήψεων εκπαιδευτικών και µαθητών για τοµαθησιακό κλίµα εφοδιάζει µε ξεκάθαρη και απλή γνώσητων χαρακτηριστικών της τάξης και βοηθά στη βελτιστοποίησήτου. Άλλες εργασίες στόχευαν στη γνώσητης σχέσης µεταξύ του µαθησιακού περιβάλλοντος τηςτάξης και την αποτελεσµατική µάθηση και τη νοητικήανάπτυξη των µαθητών (Haertel et al.,1981; Fraser etal., 1987). Σύµφωνα µε τους Fraser και Fisher (1983), ηεπίδοση των µαθητών και οι στάσεις τους δείχνουν ναβελτιώνονται, όταν το πραγµατικό περιβάλλον της τάξηςσυµπίπτει µε αυτό που οι µαθητές προτιµούν.Στη συνέχεια, η έρευνα ακολούθησε ψυχολογική κατεύθυνσηγια τη µελέτη του περιβάλλοντος της τάξηςκαι ασχολήθηκε µε την ανάπτυξη εργαλείων για τη µέτρησητων απόψεων των µαθητών για το κλίµα της τάξης(Fraser,1991). Τα ευρήµατα των µελετών που συνέδεσαντις απόψεις των µαθητών για το κλίµα της τάξηςµε τα γνωστικά και συναισθηµατικά τους αποτελέσµαταδείχνουν ότι η σχέση είναι θετική.Παράγοντες του κλίµατος, όπως η συµπεριφορά τουεκπαιδευτικού προς τους µαθητές και τα αποτελέσµατάτης, µελετήθηκαν είτε ως µεµονωµένες κατασκευές(Johnson and Johnson, 1993) είτε σε συνάρτηση µετην αποτελεσµατική διδασκαλία, δηλαδή τη διδασκαλίαπου προσανατολίζεται σε υψηλά γνωστικά αποτελέσµατα,καθώς και µε τις µεθόδους για την αλληλεπίδρασηστην τάξη, δηλαδή τη συµπεριφορά του εκπαιδευτικούπρος τους µαθητές που στοχεύει στο να αισθάνονται καλά(well being). Άλλες έρευνες εξέτασαν τις απόψειςτων µαθητών για τις σχέσεις τους µε τους εκπαιδευτικούςκαι για το αν αισθάνονται ότι ανήκουν στο σχολείο(belongingness/connectedness).Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι, όταν οι µαθητές χαρακτηρίζουντους εκπαιδευτικούς ζεστούς απέναντί τουςκαι διατεθειµένους να τους υποστηρίξουν, τότε παρουσιάζουνυψηλά επίπεδα ενδιαφέροντος για τις σχολικέςδραστηριότητες, συµπεριλαµβανοµένων και των ακαδηµαϊκώνδραστηριοτήτων (Booker, 2004).Οι Furrer και Skinner (2003) ερευνώντας τις απόψειςτων µαθητών για το αν αισθάνονται ότι ανήκουνστο σχολικό περιβάλλον, βρήκαν ότι οι µαθητές που αισθάνονταισυνδεδεµένοι µε τους άλλους στο σχολικόπεριβάλλον έχουν αυτοπεποίθηση όσον αφορά την επιτυχίατους στο σχολείο και περισσότερες πιθανότητεςνα έχουν µακρόχρονα καλή επίδοση. Επίσης, οι McNeelyet al. (2002) και Whitlock (2006) βρήκαν ότι η σύνδεσητων µαθητών µε το σχολείο (connectedness) επιδράθετικά στα µαθησιακά τους αποτελέσµατα.Τέλος, η έρευνα, όσον αφορά αποκλειστικά στις διαπροσωπικέςσχέσεις εκπαιδευτικών και µαθητών, συµπεραίνειότι υπάρχει στενή σχέση ανάµεσα στις θετικέςδιαπροσωπικές σχέσεις και την επιτυχία των µαθητών.Οι θετικές σχέσεις και η υποστήριξη από την πλευράτων εκπαιδευτικών ασκούν ισχυρές και διαρκείς επιδράσειςστη ζωή των µαθητών (Cassidy & Shaver, 1999)και τους δηµιουργούν αίσθηση ασφάλειας σχετικά µετη ζωή τους στο σχολείο (Pianta 1999), ενώ σύµφωναµε τους Birch and Ladd (1997) οι µαθητές που διατηρούνθετικές σχέσεις µε τους εκπαιδευτικούς, έχουνµεγαλύτερη επίδοση συγκριτικά µε εκείνους που έρχονταισε σύγκρουση µε τους εκπαιδευτικούς.Διαπροσωπικές σχέσεις και αυτοεκτίµησηΗ αυτοεκτίµηση (self-esteem) αφορά στον συναισθηµατικότοµέα και αναφέρεται στη σφαιρική άποψηπου έχει κάποιος για την αξία του ως ατόµου (ΜακρήΜπότσαρη, 2001). Η θετική αυτοεκτίµηση συµβάλλειστην ενίσχυση της αυτοεικόνας, στην κατανόηση τωνπροσωπικών αναγκών και βοηθάει το άτοµο να αντιµετωπίζειθετικά τον εαυτό του και τους άλλους, να δέχεταινέες προκλήσεις, να χειρίζεται µε ψυχραιµία τιςαποτυχίες του, να γνωρίζει τις αδυναµίες του και ναπροσπαθεί να τις βελτιώσει.Ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι συµπαραστάτηςτου µαθητή στην απόκτηση θετικής αυτοεκτίµησης καιµέσα από ένα υποστηρικτικό επικοινωνιακό πλαίσιονα ενισχύει την αυτοεκτίµηση των µαθητών του. Σύµφωναµε τον Μπρούζο (2004), αυτό επιτυγχάνεταιόταν η στάση του εκπαιδευτικού απέναντι στους µαθητέςείναι προσωποκεντρική και έχει τα εξής στοιχεία:(1) ενσυναίσθηση, δηλαδή διείσδυση στον εσωτερικόκόσµο του µαθητή για να κατανοήσει τα συναισθήµατα,τα βιώµατα και τα προβλήµατά του,(2) την αποδοχή άνευ όρων, δηλαδή αποδοχή των34
ΣΧΟΛΗ Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥΘέματα και απόψειςσκέψεων, των αντιλήψεων και των στάσεων του µαθητήχωρίς κρίσεις, επαίνους ή νουθεσίες, µε αποτέλεσµα νααισθάνεται αναγνώριση και αποδοχή από τους άλλους,και(3) γνησιότητα, δηλαδή ειλικρινή στάση και συναισθήµατα.Η διεθνής έρευνα υποστηρίζει ότι οι µαθητές πουαντιµετωπίζονται από τους εκπαιδευτικούς µε σεβασµό,αποδοχή, ενσυναίσθηση και γνησιότητα παρουσιάζουνπροσωπική ικανοποίηση, εµπιστοσύνη, ευνοϊκότερηκοινωνική συµπεριφορά, υψηλότερες γνωστικέςεπιδόσεις και υψηλότερο επίπεδο διανοητικών διεργασιών( Wittern & Tausch 1983, Tausch & Tausch 1991).Διαπροσωπικές σχέσεις και διδασκαλίαΤα σύγχρονα διδακτικά και µαθησιακά µοντέλα στηρίζονταιστο πλαίσιο κατασκευής της γνώσης σύµφωναµε το οποίο «η µάθηση δεν είναι µια παθητική αποδοχήέτοιµης γνώσης αλλά µια διαδικασία κατασκευήςστην οποία οι ίδιοι οι µαθητές πρέπει να είναι οι βασικοίπρωταγωνιστές» (Clasersfeld, 1985). Οι κατασκευαστικέςδιδακτικές θεωρίες κινούνται στο πλαίσιο τωνψυχογνωστικών θεωριών δόµησης της γνώσης. Ανατρέπουντο µοντέλο της παραδοσιακής διδασκαλίας καιφέρνουν στο προσκήνιο τις αρχές της ενεργητικής µάθησης.Επιδιώκουν την αντικατάσταση κάθε κλειστής καιστατικής µάθησης, από μία ανοιχτή και δυναµική γνώση(Bachelard, 1977).Ο ρόλος της επικοινωνίας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασηςθεωρείται καθοριστικής σηµασίας για τηµάθηση. Οι µαθητές παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στηνεκπαιδευτική διαδικασία, ενώ ο εκπαιδευτικός καλείταινα παρουσιάσει τη νέα γνώση µέσα από την επίλυσηπροβληµάτων. Η κατανόηση δεν εδραιώνεται µέσα απότην επαναλαµβανόµενη εξάσκηση, αλλά µέσα από τηνπαραπέρα επεξεργασία και κριτική των ιδεών που εκφράζουνοι µαθητές.Στο πνεύµα αυτό είναι και τα νέα ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣτου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου πάνω στα οποία γράφτηκανκαι τα νέα βιβλία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.Αν θέλουµε λοιπόν να είµαστε αποτελεσµατικοί και ναδιδάσκουµε σύµφωνα µε τα νέα µοντέλα µάθησης καιδιδασκαλίας, πρέπει να υιοθετήσουµε ένα µαθησιακόπεριβάλλον µέσα στο οποίο οι µαθητές θα αισθάνονται«ασφαλείς» να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις τους καιαυτό δεν µπορεί παρά να προκύψει µέσα από την ανάπτυξηκαι διατήρηση καλών διαπροσωπικών σχέσεωντων εκπαιδευτικών µε τους µαθητές.Σύµφωνα µε τους Edwards & Mercer (1987), η µάθησηείναι κυρίως συνεργασία που λειτουργεί στη διαδικασίαδραστηριοτήτων και ανταλλαγής απόψεων. ΟιDunne & Bennet (1990) υποστηρίζουν ότι η ακαδηµαϊκήµάθηση και οι διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύονταιουσιαστικά µέσα από την οµαδοκεντρική διδασκαλία, ηοποία λειτουργεί σε μία συνεργατική δοµή της τάξης.Ο όρος «οµαδοκεντρική» διδασκαλία σηµαίνει τησκόπιµη οργάνωση των µαθητών μίας τάξης σε οµάδεςσχολικής εργασίας για την πραγµατοποίηση καθορισµένωνπαιδαγωγικών σκοπών και διδακτικών στόχων.Σε αυτό το πλαίσιο ο εκπαιδευτικός οικοδοµεί τη διδασκαλίατου µε βάση την οργανωµένη µαθητική οµάδα,τα µέλη της οποίας συνεργάζονται και αλληλεπιδρούνπροκειµένου να διεκπεραιώσουν τις µαθησιακές δραστηριότητες.Στο πλαίσιο της παραπάνω θεώρησης της διδασκαλίας,ο εκπαιδευτικός αναλαµβάνει τον ρόλο του καθοδηγητήκαι του εµψυχωτή (Πασιαρδή, 2001). Προκειµένουνα ανταποκριθεί στον ρόλο αυτό πρέπει να γνωρίζειτον κάθε µαθητή, δηλαδή να γνωρίζει τις ανάγκες καιτις ικανότητές του, να προγραµµατίζει τη µάθηση, ναοργανώνει το µαθησιακό περιβάλλον, να οργανώνει τιςοµάδες, να παρακολουθεί τη µάθηση, να καθοδηγεί, ναενισχύει και να ανατροφοδοτεί και να αξιολογεί και νααυτοαξιολογείται (Χαραλάµπους, 2000).35