ÎαÏÎµÏ Î¸ÏνÏÎµÎ¹Ï Î ÏÎ¿Î¿Î´ÎµÏ ÏÎ¹ÎºÎ®Ï ÎÎ¹Î±ÎºÏ Î²ÎÏνηÏÎ·Ï - Science Stage
ÎαÏÎµÏ Î¸ÏνÏÎµÎ¹Ï Î ÏÎ¿Î¿Î´ÎµÏ ÏÎ¹ÎºÎ®Ï ÎÎ¹Î±ÎºÏ Î²ÎÏνηÏÎ·Ï - Science Stage
ÎαÏÎµÏ Î¸ÏνÏÎµÎ¹Ï Î ÏÎ¿Î¿Î´ÎµÏ ÏÎ¹ÎºÎ®Ï ÎÎ¹Î±ÎºÏ Î²ÎÏνηÏÎ·Ï - Science Stage
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
exofilo_olokliro.qxd 3/4/2009 12:53 Page 1<br />
cyan magenta yellow black<br />
Ç Ýêäïóç ôïõ ðáñüíôïò ôüìïõ âñßóêåé ôçí ÅëëÜäá áíôéìÝôùðç ìå ôåñÜóôéåò<br />
ïéêïíïìéêÝò, êïéíùíéêÝò ðñïêëÞóåéò, êñßóéìåò áíáðôõîéáêÝò<br />
êáé ðáñáãùãéêÝò õóôåñÞóåéò, óïâáñÝò áíåðÜñêåéåò óôç äçìüóéá<br />
óöáßñá êáé óôéò åîùôåñéêÝò ôçò äéáäñÜóåéò. Äéá÷ñïíéêÝò ðñïêëÞóåéò,<br />
üðùò ç ïéêïäüìçóç ìéáò áíôáãùíéóôéêÞò ïéêïíïìßáò, ïé äéáñèñùôéêÝò<br />
áëëáãÝò êáé ï áíáó÷åäéáóìüò ôùí ëåéôïõñãéþí ôïõ êñÜôïõò, áëëÜ êáé íÝåò,<br />
üðùò, ç õðÝñâáóç ôçò êëéìáêïýìåíçò ïéêïíïìéêÞò êñßóçò, ç «ðñÜóéíç<br />
áíÜðôõîç» êáé ï ôñüðïò ìå ôïí ïðïßï ç ÅëëÜäá áíôáðïêñßíåôáé óôéò<br />
äéåèíåßò ìåôáâïëÝò, êáôáäåéêíýïõí ôçí áíÜãêç ãéá óõãêñïôçìÝíåò ðïëéôéêÝò<br />
áëëáãÞò. Óôéò èåìáôéêÝò ôçò áíÜ ÷åßñáò ìåëÝôçò åíôïðßæïíôáé ôá<br />
åèíéêÜ åëëåßììáôá êáé áíáæçôïýíôáé ñåáëéóôéêÝò ëýóåéò óå ðñïïäåõôéêÝò<br />
êáôåõèýíóåéò. Ôá ðåäßá ìåôáññýèìéóçò ðïõ ðñïóåããßæïíôáé - áðü<br />
ôçí åëëçíéêÞ ïéêïíïìßá êáé ôçí ðáãêüóìéá êñßóç óôéò áðáñáßôçôåò ðñïóáñìïãÝò<br />
êáé ìåôáññõèìßóåéò ôïõ ðáñáãùãéêïý óõóôÞìáôïò, áðü ôçí<br />
êëéìáôéêÞ áëëáãÞ óôéò ðñïûðïèÝóåéò ôçò «ðñÜóéíçò» áíÜðôõîçò êáé áðü<br />
ôéò ðïëéôéêÝò áëëáãÞò óôç äçìüóéá óöáßñá óôçí áíáèåþñçóç ôçò åîùôåñéêÞò<br />
ðïëéôéêÞò êáé ôçò åèíéêÞò áóöÜëåéáò – äßíïõí óôç ìåëÝôç ôï ðñßóìá<br />
ìéáò óõíïëéêÞò ðáñÝìâáóçò ãéá íá áíôáðïêñéèïýìå óôéò áðáéôÞóåéò<br />
ôïõ áýñéï, ùò ÷þñá, ùò êïéíùíßá êáé ùò ðïëßôåò.<br />
ÄÇÌÇÔÑÇÓ Ê. ÎÅÍÁÊÇÓ<br />
ÅðéìÝëåéá - ÅéóáãùãÞ<br />
ÄÇÌÇÔÑÇÓ Ê. ÎÅÍÁÊÇÓ<br />
ÅðéìÝëåéá - ÅéóáãùãÞ<br />
Ì. ÁëìðÜíç, Ã.Â. Áõãåñéíüò, Ð. Êïñëßñáò,<br />
Ê.Ã. Êïýãéáò, ×. ÊïõôáëÜêçò, Ê.Á. ËÜâäáò,<br />
Ä. Ëáãüò, Ó. ËáäÞ, È. Ëáæáñßäçò, Í. ÌáñáâÝãéáò,<br />
Ì. Ìçôóüðïõëïò, Ä. Íåæåñßôçò, Ã. Íåïöþôéóôïò,<br />
È.Ð. Íôüêïò, Ä.Ê. ÎåíÜêçò, Í.Å. ÐáðáäÜêçò,<br />
Ã. Ðáðáíôùíßïõ, ×.É. Ðáñáóêåõüðïõëïò,<br />
È. Ðåëáãßäçò, Å. ÐåôñÜêçò, Â. ÑÜðáíïò,<br />
Ã. ÓôïõñíÜñáò, Ð.É. ÔóÜêùíáò, Ì.I. ÔóéíéóéæÝëçò,<br />
×.K. Ôóïýêáò, Ê. ×áôæçìðßñïò, Ä.Í. ×ñõóï÷üïõ<br />
http://www.papazisi.gr<br />
ÅÊÄÏÓÅÉÓ ÐÁÐÁÆÇÓÇ
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 1
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 2
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 3<br />
Κατευθύνσεις Προοδευτικής Διακυβέρνησης
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 4<br />
Áðáãïñåýåôáé ç ìåñéêÞ Þ ïëéêÞ áíáäçìïóßåõóç ôïõ Ýñãïõ áõôïý,<br />
êáèþò êáé ç áíáðáñáãùãÞ ôïõ ìå ïðïéïäÞðïôå ìÝóï<br />
÷ùñßò ó÷åôéêÞ Üäåéá ôïõ Åêäüôç.<br />
ISBN: 978-960-02-2304-0<br />
Copyright © 2009 Δ.Κ. ΞΕΝΑΚΗΣ για το Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής<br />
και<br />
Eêäüóåéò ÐÁÐÁÆÇÓÇ ÁÅÂÅ<br />
ÍéêçôáñÜ 2 & Åìì. ÌðåíÜêç, 106 78 ÁèÞíá<br />
Ôçë.: 210-3822.496, 210-3838.020, Fax: 210-3809.150<br />
www.papazisi.gr e-mail: papazisi@otenet.gr<br />
ÕðïêáôÜóôçìá:<br />
Âéâëéïðùëåßï 11 - ÓôïÜ Áñóáêåßïõ<br />
Ðåóìáæüãëïõ 5, 105 64 ÁèÞíá<br />
Ôçë.: 210-3816.148, Fax: 210-3313.074<br />
Öùôïóôïé÷åéïèåóßá: ÌðáêïãéÜííç Αθ. Áóðáóßá<br />
NéêçôáñÜ 3, 106 78 ÁèÞíá, Ôçë.: 210-38 26 502<br />
e-mail: aspampako@yahoo.gr
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 5<br />
Κατευθύνσεις Προοδευτικής<br />
Διακυβέρνησης<br />
Γράφουν οι:<br />
Μ. Αλμπάνη,<br />
Γ.Β. Αυγερινός,<br />
Π. Κορλίρας,<br />
Κ.Γ. Κούγιας,<br />
Χ. Κουταλάκης,<br />
Κ.Α. Λάβδας,<br />
Δ. Λαγός,<br />
Σ. Λαδή,<br />
Θ. Λαζαρίδης,<br />
Ν. Μαραβέγιας,<br />
Μ. Μητσόπουλος,<br />
Δ. Νεζερίτης,<br />
Γ. Νεοφώτιστος,<br />
Θ.Π. Ντόκος,<br />
Δ.Κ. Ξενάκης,<br />
Ν.Ε. Παπαδάκης,<br />
Γ. Παπαντωνίου,<br />
Χ.Ι. Παρασκευόπουλος,<br />
Θ. Πελαγίδης,<br />
Ε. Πετράκης,<br />
Β. Ράπανος,<br />
Γ. Στουρνάρας,<br />
Π.Ι. Τσάκωνας,<br />
Μ.I. Τσινισιζέλης,<br />
Χ.K. Τσούκας,<br />
Κ. Χατζημπίρος,<br />
Δ.Ν. Χρυσοχόου<br />
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ . ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Εισαγωγή – Επιμέλεια<br />
ÅÊÄÏÓÅÉÓ ÐÁÐÁÆÇÓÇ<br />
ÁÈÇÍÁ 2009
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 6
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 7<br />
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
Εισαγωγή .......................................................................................................... 11<br />
Δ. Ξενάκης<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ Ι<br />
Οικονομία:<br />
Προβλήματα και Προσαρμογή – Κρίση και Μεταρρύθμιση<br />
Διεθνές οικονομικό περιβάλλον και η θέση της ελληνικής οικονομίας .... 53<br />
Β. Ράπανος<br />
Προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και προτάσεις<br />
για την επίλυσή τους ........................................................................................ 77<br />
Μ. Αλμπάνη και Γ. Στουρνάρας<br />
Ανατομία της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης με αναφορά<br />
στην ελληνική οικονομία ................................................................................ 93<br />
Θ. Πελαγίδης<br />
Η οικονομική κρίση και η «σύγκρουση ιδεών» ............................................ 111<br />
Π.Γ. Κορλίρας<br />
Ο «μαύρος κύκνος» και η μεταρρύθμιση της διεθνούς<br />
χρηματοπιστωτικής εποπτείας........................................................................ 117<br />
Γ.Β. Αυγερινός<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ IΙ<br />
Κλιματική Αλλαγή και Βιώσιμη Ανάπτυξη<br />
Κλιματικές αλλαγές και επιπτώσεις στην οικονομία .................................. 143<br />
Μ. Πετράκης και Γ. Νεοφώτιστος<br />
Πράσινη ανάπτυξη .......................................................................................... 157<br />
Κ. Χατζημπίρος
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 8<br />
8 ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ<br />
Από τον αγροτικό χώρο στην ύπαιθρο: νέα δεδομένα και προσεγγίσεις<br />
για την ανάπτυξη.............................................................................................. 177<br />
Ν. Μαραβέγιας<br />
Η ελληνική τουριστική πολιτική μπροστά στις νέες εξελίξεις .................... 191<br />
Δ. Λαγός<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ IΙΙ<br />
Δημόσια Σφαίρα, Πολιτικές και Μεταρρυθμίσεις<br />
Αλληλεξάρτηση, ρευστότητα και δημιουργική προσαρμοστικότητα: Η<br />
πρό(σ)κληση της παγκοσμιοποίησης ............................................................ 205<br />
Χ.Κ. Τσούκας<br />
Πολιτική κουλτούρα, νόρμες και το έλλειμμα πραγματισμού .................... 213<br />
Κ. Α. Λάβδας<br />
Ευρωπακή πολιτική συνοχής και εσωτερική αλλαγή στην Ελλάδα .......... 241<br />
Χ. Ι. Παρασκευόπουλος<br />
Το Σύνταγμα ως βασικός ρυθμιστής της διαφθοράς.................................... 259<br />
Μ. Μητσόπουλος<br />
Το αίτημα για ισχυρό κράτος: επιστροφή στην ιεραρχία; .......................... 281<br />
Χ. Κουταλάκης<br />
Δημόσια διαβούλευση, συμμετοχικότητα και διοικητική μεταρρύθμιση .. 293<br />
Σ. Λαδή<br />
Δημόσια πολιτική και «οιονεί αγορές» ........................................................ 307<br />
Χ.Ι. Παρασκευόπουλος<br />
Αντιμετωπίζοντας την κρίση στο ελληνικό Πανεπιστήμιο .......................... 315<br />
Μ. Μητσόπουλος, Θ. Πελαγίδης<br />
Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης .............. 329<br />
Θ. Λαζαρίδης<br />
«Πρόθυμη εκχώρηση» για μια αβέβαιη επιβίωση; Κοινωνία της γνώσης,<br />
γνωσιοκεντρική οικονομία, εκπαιδευτική πολιτική και μάθηση<br />
βασισμένη στις ικανότητες.............................................................................. 345<br />
Ν.Ε. Παπαδάκης<br />
Τα όρια της ευρωπακής συνδιάθεσης .......................................................... 359<br />
Μ.Ι. Τσινισιζέλης, Κ.Γ. Κούγιας και Δ.Ν. Χρυσοχόου
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 9<br />
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 9<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ IV<br />
Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια<br />
Η εξωτερική πολιτική, τα εθνικά θέματα και η διεθνής θέση της Ελλάδας:<br />
Μια κριτική αποτίμηση.................................................................................... 381<br />
Δ. Νεζερίτης<br />
Στρατηγικές αναβάθμισης του ελληνικού παράγοντα στη Μεσόγειο<br />
και τη νότια Ευρώπη........................................................................................ 399<br />
Δ. Κ. Ξενάκης<br />
Μεταρρυθμίζοντας το μηχανισμό εθνικής ασφάλειας ................................ 423<br />
Π.Ι. Τσάκωνας και Θ. Π. Ντόκος<br />
Αντί επιλόγου .................................................................................................. 455<br />
Γ. Παπαντωνίου
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 10
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 11<br />
Εισαγωγή 1<br />
Δημήτρης Κ. Ξενάκης<br />
Προλεγόμενα<br />
Η έκδοση του παρόντος τόμου βρίσκει τη διεθνή κοινότητα στη σκιά μιας<br />
οικονομικής κρίσης –που όμοια της έχει να βιώσει από την περίοδο του Μεσοπολέμου–<br />
και την Ελλάδα αντιμέτωπη με τις τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές<br />
και γεωπολιτικές προκλήσεις που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση, κρίσιμες αναπτυξιακές<br />
και παραγωγικές υστερήσεις, σοβαρές ανεπάρκειες στη δημόσια<br />
σφαίρα και σημαντικές αδυναμίες στις εξωτερικές της υποχρεώσεις. Παλαιές<br />
προκλήσεις, όπως η οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, οι διαρθρωτικές<br />
αλλαγές και ο ανασχεδιασμός του κράτους και των λειτουργιών του, αλλά<br />
και νέες, όπως, η υπέρβαση της κλιμακούμενης οικονομικής κρίσης, η «πράσινη<br />
ανάπτυξη» και ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα ανταποκρίνεται στις μεταβολές<br />
της παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς οργάνωσης, καλούν την ελληνική<br />
προοδευτική σκέψη να αναμετρηθεί μαζί τους καταθέτοντας προτάσεις<br />
πολιτικής αλλαγής. Ανταποκρινόμενος σε αυτήν την πρόσκληση, ο ανά χείρας<br />
τόμος φιλοδοξεί να συμβάλει στην ανανέωση του διαλόγου για την αντιμετώπιση<br />
των κρίσιμων αυτών προκλήσεων, καταδεικνύοντας κατευθύνσεις προο-<br />
1 Ως επιμελητής της έκδοσης θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους εκλεκτούς συναδέλφους<br />
για τα εξαιρετικά κείμενα που συνθέτουν το συλλογικό πόνημα. Ευχαριστώ<br />
ιδιαίτερα τους Σπύρο Τραυλό, Θοδωρή Πελαγίδη και Χαρίδημο Τσούκα για την πολύπλευρη<br />
βοήθεια που μου παρείχαν στην οργάνωση, επιμέλεια και τελική παρουσίαση<br />
του έργου. Ομοίως οφείλω πολλά στις συζητήσεις που είχα με τους Γιάννο Παπαντωνίου,<br />
Γιάννη Μεταξά, Γεώργο Κριμπά, Μιχάλη Τσινισιζέλη και Δημήτρη Χρυσοχόου.<br />
Τέλος, ευχαριστώ τον Στέφανο Βλάχο και τον εκδότη Αλέξανδρο Παπαζήση για την<br />
προσοχή και τη μεθοδικότητα που επέδειξαν στο τεχνικό κομμάτι της έκδοσης.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 12<br />
12 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
δευτικής διακυβέρνησης σε μια περίοδο εξαιρετικής αβεβαιότητας και ραγδαίων<br />
εξελίξεων παγκόσμιας κλίμακας.<br />
Πάνω από τριάντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ο κύκλος<br />
της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα φαίνεται να έχει οριστικά κλείσει. 2 Στην<br />
περίοδο αυτή το ελληνικό πολιτικό σύστημα γνώρισε σημαντικές αλλαγές. 3 Οι<br />
πιέσεις που ασκήθηκαν από τη διαδικασία του εξευρωπασμού, φυσική συνέπεια<br />
της ελληνικής ένταξης στο ευρωπακό ενοποιητικό εγχείρημα, όξυναν τις<br />
πολιτικές αντιπαραθέσεις και διαμόρφωσαν τις προποθέσεις για το εκσυγχρονιστικό<br />
πρόγραμμα, το οποίο συγκρούστηκε με παραδοσιακές πρακτικές<br />
και μεθόδους. 4 Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η «σύγκλιση» με το κοινοτικό<br />
κεκτημένο και η «ένταξη» στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση<br />
(ΟΝΕ) συμβόλισαν την πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί, για να αντιμετωπιστούν<br />
οι προκλήσεις του νέου περιβάλλοντος, υπό συνθήκες αντίστοιχες με<br />
εκείνες που ισχύουν στον ανεπτυγμένο πυρήνα της Ευρωπακής Ένωσης (ΕΕ).<br />
Ωστόσο, μετά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, απουσιάζει μια<br />
συγκεκριμένη στοχοθεσία, ένα νέο στίγμα πορείας ή έστω ένα γενικό όραμα,<br />
προκειμένου να επιτευχθεί το επόμενο βήμα, από τον ημιτελή ευρωπακό εκσυγχρονισμό<br />
στον ανταγωνισμό της παγκόσμιας αρένας. Η πολυπόθητη «μεταρρύθμιση»,<br />
η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα σελίδα θεσμικού εκσυγχρονισμού,<br />
σύγκλισης με τον ανεπτυγμένο πυρήνα της Ευρώπης και ενίσχυσης<br />
της εθνικής ικανότητας ανταπόκρισης στις νέες προκλήσεις, ταλαιπωρή-<br />
2 Όπως παρατηρεί ο Γ. Βούλγαρης από «[τ]ο 1985 αναγγέλλεται το “τέλος της Μεταπολίτευσης”<br />
και, από τότε, η αναγγελία επαναλαμβάνεται τακτικά, διαψεύδοντας τις<br />
προηγούμενες. Και όμως, πράγματι, η “Ελλάδα της Μεταπολίτευσης” έχει τελειώσει<br />
αρκετές φορές από τότε», στο Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση,<br />
εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2008.<br />
3 Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα βλέπε αναλυτικά στο Γ. Κοντογιώργης κ.α.<br />
(επιμ.), Τριάντα Χρόνια Δημοκρατία: Το Πολιτικό Σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας<br />
1974-2004, Τόμοι Α & Β, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτηςεκδόσεις<br />
Κριτική, Αθήνα, 2004.<br />
4 Για τις προκλήσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη πολιτική δυναμική της Ελλάδας,<br />
όπως ο βαθμός διείσδυσης της πολιτικής του εκσυγχρονισμού στην ελληνική κοινωνία,<br />
οι αλλαγές στο πολιτικό και κομματικό σύστημα, η διαμόρφωση μιας πολυπολιτισμικής<br />
κοινωνίας, η άμβλυνση των παλαιών πολιτικών ρήξεων και διχασμών, η εξωτερική<br />
πολιτική και οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ, το ασφαλιστικό σύστημα, τα συνταγματικά<br />
δικαιώματα και το σύστημα υγείας, βλέπε αναλυτικότερα στο K. Feather -<br />
stone (επιμ.), Πολιτική στην Ελλάδα: Η Πρόκληση του Εκσυγχρονισμού, μετάφραση εκδόσεις,<br />
Οκτώ, Αθήνα, 2007.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 13<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 13<br />
θηκε ιδεολογικά και εννοιολογικά, και τελικά εκφυλίστηκε σε άνευ αποτελέσματος<br />
επιφανειακές αλλαγές. 5<br />
Η πρόοδος που πραγματοποιήθηκε την περασμένη δεκαετία και η συνεχής<br />
σύγκριση με τα δεδομένα στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο έχουν οδηγήσει<br />
δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας να αναζητούν τον διαρκή εκσυγχρονισμό<br />
και τις συνακόλουθες μεταρρυθμίσεις, όχι πλέον ως γενική ιδέα<br />
και προβληματική, ούτε ως ένα ακόμη ιδεολογικό σύστημα, αλλά ως ένα συγκροτημένο<br />
πλαίσιο αξιών και εξειδικευμένων προοδευτικών πολιτικών. Το<br />
Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής, από την ίδρυση του το 2006, αποτελεί<br />
πόλο έλξης των ενεργών δυνάμεων της χώρας που μπορούν να συνεισφέρουν<br />
στην παραγωγή προοδευτικών ιδεών και πολιτικών παρέμβασης για την<br />
αντιμετώπιση των προβλημάτων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη<br />
Ελλάδα. Μετά την πρώτη μελέτη που εξέδωσε σε επιμέλεια του Χαρίδημου<br />
Τσούκα και τίτλο Για μια Προοδευτική Πολιτική, η ανά χείρας συλλογική<br />
μελέτη συγκεντρώνει τις σκέψεις και τις προτάσεις έγκριτων συγγραφέων με<br />
στόχο τη διαμόρφωση ενός κρίσιμου επιστημονικού υποβάθρου για την αποκρυστάλλωση<br />
των αναγκαίων αλλαγών.<br />
Ως πρόδρομος καίριων πολιτικών επιλογών για την Ελλάδα του αύριο,<br />
εντοπίζονται τα ελλείμματα και αναζητούνται λύσεις για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά<br />
η Ελλάδα στις επιταγές του «μεταεθνικού αστερισμού» 6 που συνκαθορίζουν<br />
η παγκοσμιοποίηση και η υπερεθνική συνεργασία. Σήμερα για την<br />
αποτελεσματική διαχείριση του κράτους απαιτείται η υπερεθνική συνεργασία,<br />
καθώς η διαβρωτική επίδραση της παγκοσμοποίησης δε μπορεί να ελεγχθεί σε<br />
εθνικό επίπεδο. Άλλωστε σε διεθνές επίπεδο μπορεί να κριθούν καλύτερα οι<br />
επιδόσεις μιας χώρας και η ανταγωνιστικότητά της, αλλά και η ικανότητα της<br />
να υπερβαίνει εξωγενή εμπόδια και ανατροπές, όπως η σημερινή οικονομική<br />
κρίση. Υπό το πρίσμα αυτό, η βαθύτερη κατανόηση της κατεύθυνσης των κοινωνικο-οικονομικών,<br />
τεχνολογικών και πολιτιστικών αλλαγών, οι οποίες δημιουργούν<br />
νέες εστίες οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικής εξουσίας, τεχνολογικής<br />
γνώσης και ικανότητας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, καταδεικνύει την<br />
ανάγκη η Ελλάδα να προχωρήσει σε νέες κατευθύνσεις. Αποφεύγοντας τη συνήθη<br />
πρακτική των μονοδιάστατων προσεγγίσεων, ήταν απαραίτητη η διεύρυνση<br />
των πεδίων που προσεγγίζονται – από την ελληνική οικονομία και την<br />
παγκόσμια κρίση στις απαραίτητες προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις του πα-<br />
5 Βλέπε στο Θ. Πελαγίδης (επιμ.), Η εμπλοκή των Μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα,<br />
εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2005<br />
6 J. Habermas, Ο Μεταεθνικός Αστερισμός, μετάφραση εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, σελ.<br />
69-156.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 14<br />
14 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
ραγωγικού συστήματος, από την κλιματική αλλαγή στις προποθέσεις της<br />
«πράσινης» ανάπτυξης και στις πολιτικές συνοχής, από τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης<br />
στις πολιτικές αλλαγής στη δημόσια σφαίρα και τέλος, από την<br />
αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας στη στρατηγική<br />
αναβάθμιση του ελληνικού παράγοντα στο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον<br />
– ώστε να αποκτήσει η μελέτη το πρίσμα μιας συνολικής παρέμβασης.<br />
Οι προτάσεις πολιτικής που καταγράφονται στον ανά χείρας τόμο δεν είναι εύκολες,<br />
ούτε, σε πολλές περιπτώσεις, ευχάριστες. Αντανακλούν όμως τις ανεπάρκειες<br />
της σύγχρονης Ελλάδας και καταδεικνύουν μερικές από τις προοδευτικές<br />
επιλογές για να ανταποκριθούμε (καλύτερα) στις απαιτήσεις του αύριο,<br />
ως χώρα, ως κοινωνία και ως πολίτες.<br />
Ελληνική οικονομία: προβλήματα και προσαρμογή<br />
Μετά από μια μακρά περίοδο συνεχούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας,<br />
η αποτυχία της αγοράς ξεπέρασε τα όρια της στεγαστικής πίστης στις<br />
ΗΠΑ, επεκτεινόμενη στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος δημιουργώντας<br />
τις συνθήκες μιας γενικευμένης οικονομικής ύφεσης σε παγκόσμια κλίμακα.<br />
Έχοντας εισέλθει πρώτες σε τροχιά ύφεσης, οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων<br />
οικονομιών έχουν ήδη αναλάβει πρωτοβουλίες ισχυρής αντίδρασης,<br />
ενώ οι οικονομίες των ασθενέστερων χωρών, όπως η Ελλάδα, πιέζονται ακόμη<br />
περισσότερο. Αν και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν φαίνεται ιδιαίτερα<br />
εκτεθειμένο στην παρούσα κρίση, εντούτοις, η ελληνική οικονομία<br />
απειλείται περισσότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες λόγω των διαρθρωτικών<br />
προβλημάτων τα οποία τείνουν να επιδεινώνονται. Μακροχρόνιες υστερήσεις,<br />
στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας και στην οργάνωση του δημόσιου<br />
τομέα μειώνουν την ικανότητα αντίδρασης, ενώ οι κατασκευαστικές δραστηριότητες<br />
και ο τουρισμός είναι τομείς εξαιρετικά ευπρόσβλητοι στη διεθνή<br />
οικονομική αναταραχή και στην ύφεση. 7<br />
7 Η φυγή ξένων κεφαλαίων από το χρηματιστήριο προκαλείται από το διεθνές<br />
κλίμα κι όχι από κάποια αρνητική επίδοση των ελληνικών επιχειρήσεων, Στον τομέα<br />
των εξαγωγών, εάν η διεθνής κρίση χειροτερέψει, τότε ο ρυθμός αύξησης δεν θα παραμείνει<br />
τόσο υψηλός, παρά την υποτίμηση του ευρώ. Σημαντική επιφύλαξη εδράζεται<br />
στον τομέα των υπηρεσιών. Η εισροή κεφαλαίων για αγορά ακινήτων έχει μειωθεί περίπου<br />
στο μισό, εξαιτίας της στασιμότητας των εισοδημάτων των αλλοδαπών, που τα<br />
προηγούμενα χρόνια προχώρησαν σε εκτεταμένες αγορές στην κτηματαγορά, με αποτέλεσμα<br />
η διάχυση της δαπάνης αυτής να επεκτείνεται στην υπόλοιπη οικονομία και να<br />
ενισχύει την απασχόληση, τα εισοδήματα, την κατανάλωση (και την παραοικονομία).
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 15<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 15<br />
Οι ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις φέρνουν την ελληνική οικονομία αντιμέτωπη<br />
με την επερχόμενη οικονομική ύφεση με ιδιαίτερα αρνητικούς όρους. Το<br />
υψηλό δημόσιο χρέος, η ενεργειακή εξάρτηση, η χαμηλή παραγωγικότητα, το<br />
περιορισμένο τεχνολογικό δυναμικό και η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης<br />
αποτελούν στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε δυσμενέστερες κοινωνικο-οικονομικές<br />
συνθήκες. Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι οι εξελίξεις στο υπέρογκο<br />
δημόσιο χρέος, το οποίο από 170 δισ. ευρώ στο τέλος του 2003 έφτασε τα 260<br />
δισ. ευρώ το 2008, για την εξυπηρέτηση του οποίου η χώρα δανείζεται κάθε<br />
χρόνο άνω των 40 δις. ευρώ. Από τον Οκτώβριο του 2008, ο δανεισμός γίνεται<br />
πιο δυσβάστακτος λόγω της αύξησης στο επιτόκιο που επιβάλλεται να καταβάλει<br />
η χώρα μας για να βρει αγοραστές για τα ελληνικά ομόλογα, αντανακλώντας<br />
την αυξανόμενη αφερεγγυότητα της χώρας, που πλέον κατατάσσεται στις<br />
χώρες υψηλού κινδύνου χρεοκοπίας. 8 Εκτός από τη δυσκολία που δημιουργεί<br />
στην ενίσχυση της οικονομίας με παροχές και δημόσιες επενδύσεις, σύντομα,<br />
«όταν η κυβέρνηση θα στραφεί ξανά στις αγορές αναζητώντας χρηματοδοτικούς<br />
πόρους για το 2009, που υπολογίζεται να ξεπεράσουν τα 45 δισ. Ευρώ,<br />
τότε θα φανεί ίσως το εφιαλτικό βάθος του προβλήματος». 9<br />
Εξίσου ανησυχητικά φαινόμενα αποτελούν η αύξηση των ελλειμμάτων του<br />
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, – ο σημαντικότερος δείκτης για τη θέση μιας<br />
χώρας στη διεθνή οικονομία. Όπως εξηγεί ο Βασίλης Ράπανος στην ανάλυση του<br />
για τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, από το 1981 και<br />
παρά την κατάρρευση των προστατευτικών τειχών, το εμπόριο ως ποσοστό του<br />
ΑΕΠ δεν έχει ουσιαστικά αυξηθεί, οι εξαγωγικές επιδόσεις μειώθηκαν και η εισαγωγική<br />
διείσδυση δεν αυξήθηκε τελικά σημαντικά. Αν στη σημερινή κρίση δεν<br />
είχε υιοθετηθεί το ευρώ, προκειμένου να τονωθούν οι εξαγωγές θα ήταν επιβεβλημένη<br />
η υποτίμηση της δραχμής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διάβρωση της<br />
ανταγωνιστικότητας των προόντων και υπηρεσιών έχει εξαλειφθεί. Αντιθέτως,<br />
εκδηλώνεται με άλλους τρόπους και οι συνέπειές της στην πραγματική οικονομία<br />
θα εμφανιστούν υπό την μορφή αύξησης της ανεργίας, μείωσης των εισοδημάτων,<br />
επιβράδυνσης της σύγκλισης με τις άλλες χώρες της ΕΕ και περαιτέρω μεγέθυνσης<br />
του δημόσιου χρέους. Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας είναι διαρ-<br />
Συγκράτηση στα εισοδήματα από τον τουρισμό πρέπει να αναμένεται, όπως και από τη<br />
ναυτιλία, καθώς τα ναύλα «προσαρμόζονται» στη διεθνή κρίση. Βλέπε αναλυτικά στο<br />
κεφάλαιο του Θοδωρή Πελαγίδη στον παρόντα τόμο.<br />
8 J. Perry & L. Rappaport, «Investors Raise Their Bets on Defaults in EU Countries»,<br />
The Wall Street Journal, 31/10/2008.<br />
9 Γ. Παγουλάτος και Π. Τσακλόγλου, «Οι παροχές είναι για τους ενάρετους», Καθημερινή,<br />
23/11/2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 16<br />
16 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
θρωτικό και γι’ αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μακροοικονομικά εργαλεία,<br />
αλλά με μέτρα πολιτικής στη διάρθρωση και τις κλαδικές επιδόσεις της<br />
οικονομίας. 10 Μικρές ανοιχτές οικονομίες, όπως η ελληνική, εφόσον επιθυμούν<br />
βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη πρέπει να δώσουν έμφαση στην αύξηση των εξαγωγών<br />
τους, βελτιώνοντας παράλληλα το τεχνολογικό και ποιοτικό περιεχόμενό<br />
τους. Χωρίς αναδιαρθρώσεις στον παραγωγικό ιστό και τη δημιουργία ανταγωνιστικών<br />
επιχειρήσεων δεν φαίνεται πιθανό να μπορέσει η ελληνική οικονομία<br />
να βελτιώσει τη διεθνή της θέση. Οι αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν από τις<br />
επιδόσεις του δημόσιου τομέα, όχι μόνο σε θέματα νομοθεσίας, αλλά και βαθύτερα<br />
στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στο πως δαπανώνται οι δημόσιοι πόροι<br />
11 , στη λογική και λειτουργία του φορολογικού συστήματος, στον εκσυγχρονισμό<br />
του εκπαιδευτικού συστήματος και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας.<br />
12<br />
Από την πλευρά της ζήτησης, η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που αντιμετωπίζει<br />
η Ελλάδα σήμερα, όπως και πολλές ανεπτυγμένες κοινωνίες και οικονομίες,<br />
είναι το ασφαλιστικό. Όπως εξηγούν στη μελέτη τους η Μαρία Αλμπάνη<br />
και ο Γιάννης Στουρνάρας, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες εκείνες όπου το συνταξιοδοτικό<br />
πρόβλημα τίθεται με οξύτητα και προκαλεί ερωτηματικά για τις μακροπρόθεσμες<br />
δημοσιονομικές εξελίξεις. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, το<br />
ασφαλιστικό πρόβλημα είναι αποτέλεσμα του αυξημένου προσδόκιμου ζωής,<br />
10 Η Ελλάδα είναι χώρα πλέον υψηλού κατά κεφαλήν ΑΕΠ και σχετικά υψηλού κόστους<br />
εργασίας, εξακολουθεί να παράγει κυρίως προόντα που απαιτούν εργασία χαμηλής<br />
εξειδίκευσης και απλή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, δίνοντας μια «άνιση μάχη»<br />
απέναντι στις ανατρεπτικές εξελίξεις της τεχνολογικής επανάστασης και του απελευθερωμένου<br />
οικονομικού συστήματος. Η εξειδίκευση σε προόντα που για την παραγωγή<br />
τους απαιτείται εργασία χαμηλών δεξιοτήτων ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι η ανεργία<br />
των νέων στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλη, συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά και<br />
το ότι έχει απορροφηθεί με επιτυχία μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων μεταναστών.<br />
11 Μια ενδιαφέρουσα σχετικά πρόσφατη συλλογική μελέτη αποτελεί το Θ. Πελαγίδης<br />
(επιμ.), Πόροι για την Ανάπτυξη και την Κοινωνική Συνοχή, εκδόσεις Παπαζήσης,<br />
Αθήνα 2007. Τα ερωτήματα αφορούν το που βρίσκονται οι αναξιοποίητοι πόροι, πως<br />
μπορούμε να τους κινητοποιήσουμε, προς τα πού πρέπει και να κατευθύνουμε τους διαθέσιμους<br />
πόρους, εάν πρέπει να επενδύσουμε γενικά στους παραγωγικούς συντελεστές<br />
ή στα συγκριτικά σχετικά μας πλεονεκτήματα, ή μήπως πρέπει να στοχεύσουμε σε<br />
στρατηγικούς τομείς και «εθνικούς πρωταθλητές».<br />
12 Βλέπε αναλυτικά στο Σ. Τραυλός, «Διαρθρωτικές Αλλαγές και Ενίσχυση της<br />
Ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας», σε Γ. Στουρνάρας (επιμ.), Ελλάδα: Η<br />
Ένταξη στην ΟΝΕ και οι προκλήσεις του μέλλοντος, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα,<br />
2004, σελ. 137-158.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 17<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17<br />
της μείωσης του ποσοστού γονιμότητας, της επερχόμενης συνταξιοδότησης της<br />
γενιάς των λεγόμενων «baby boomers», των συνεχών παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό<br />
σύστημα «κοινωνικού» χαρακτήρα που χαλαρώνουν τα ασφαλιστικά<br />
κίνητρα, και των οργανωτικών δυσλειτουργιών που οδηγούν σε εισφοροδιαφυγή.<br />
Όμως, προβλήματα εντοπίζονται και στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών,<br />
καθώς η Ελλάδα είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα εμπόδια εισόδου στον<br />
ανταγωνισμό στις αγορές μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, τα οποία αντανακλώνται<br />
κυρίως στα σχετικά υψηλά ποσοστά κέρδους των επιχειρήσεων σε βασικούς<br />
κλάδους της οικονομίας. Κλειστά επαγγέλματα, 13 ρυθμίσεις που στρεβλώνουν<br />
τον ανταγωνισμό, χρονοβόρες διαδικασίες έναρξης νέων επιχειρήσεων,<br />
χαμηλό ποσοστό ξένων επενδύσεων, αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα,<br />
συνθέτουν τις κύριες αιτίες της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της χώρας<br />
μας και των σχετικά υψηλών τιμών. Από την πλευρά της προσφοράς, η σημαντικότερη<br />
ίσως πρόκληση για την ελληνική οικονομία έγκειται στο γεγονός ότι τα<br />
πεδία της εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογίας παρουσιάζουν εξαιρετικά<br />
χαμηλές επιδόσεις.<br />
Η επιδίωξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης στηρίζεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας<br />
σε σταθερή βάση. Οι ετήσιες εκθέσεις του Διοικητή της Τράπεζας<br />
της Ελλά δος, η Ευρωπακή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και<br />
ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) έχουν υποδείξει<br />
επανειλημμένα τις υστερήσεις σε ζητήματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων<br />
και έχουν προτείνει –άλλοτε περισσότερο ή λιγότερο λεπτομερείς– αλλαγές και<br />
μεταρρυθμίσεις. 14 Σε όλες τις προτάσεις, η με γάλη πρόκληση συνίσταται στο να<br />
βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα και τη συνο χή. Ανάμεσα<br />
13 Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών,<br />
τα περίπου 70 κλειστά επαγγέλματα και αγορές επιβαρύνουν το κόστος των εγχώριων<br />
υπηρεσιών πάνω από 10%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε ετήσια επιβάρυνση περίπου<br />
1000 ευρώ για κάθε ελληνικό νοικοκυριό.<br />
14<br />
Ενδεικτικά μόνον ο πλέον πρόσφα τος κατάλογος της Τράπεζας της Ελλάδος, περιλαμβάνει:<br />
τη δημοσιονομική προσαρμογή με την ιεράρχηση και τον αυστηρό έλεγχο<br />
των τρεχουσών δαπανών, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τον περιορισμό της<br />
φοροδιαφυγής, τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφά λισης για να αντιμετωπισθούν<br />
οι σημερινές και οι προβλεπόμενες πιέσεις λόγω γή ρανσης του πληθυσμού<br />
και για να μη ανατραπεί η δημοσιονομική ισορροπία στο μέλλον, την ενίσχυση του<br />
ανταγωνισμού στις αγορές προόντων, τη μείωση των δυσκαμψιών στις αγορές εργασίας,<br />
την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου με την αναδιάρθρωση του<br />
εκπαιδευτι κού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες και τη – βελτίωση της αποτελεσματικότητας<br />
της δημόσιας διοίκησης. Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση του Διοικητή για το έτος<br />
2006, Αθήνα, 2007, σελ. 87-89.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 18<br />
18 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
στις επιλογές προσαρμογής διακρίνονται πολλοί τρόποι, επιθυμητοί και ανεπιθύμητοι.<br />
Επιθυμητοί είναι από την πλευρά της ζήτησης η αύξηση της ιδιωτικής και<br />
δημόσιας αποταμίευσης και συνεπώς η μείωση της κατανάλωσης, η αύξηση των<br />
εξαγωγών και η μείωση των εισαγωγών, και από την πλευρά της προσφοράς, περισσότερο<br />
ανταγωνιστικά προόντα και υπηρεσίες. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας<br />
όμως είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα, καθώς απαιτείται ένα νέο<br />
αναπτυξιακό υπόδειγμα, βασισμένο σε αποτελεσματική και ανταγωνιστική δημόσια<br />
παιδεία, απελευθερωμένες αγορές, επιτελικό κοινωνικό και εποπτικό κράτος,<br />
δίκαιο και διαφανές φορολογικό σύστημα.<br />
Διεθνής οικονομία: κρίση και μεταρρύθμιση<br />
Το 1929, όταν το κραχ της Wall Street συγκλόνιζε τον κόσμο, πολλοί οικονομολόγοι,<br />
μεταξύ άλλων και ο Ξενοφών Ζολώτας, αναρωτιούνταν αν υπήρχε οικονομική<br />
κρίση στην Ελλάδα. Αργότερα, με την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού<br />
από τη Βρετανία το 1932, ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Εμμανουήλ<br />
Τσουδερός, δήλωνε ότι η κρίση είχε εισέλθει σε μια νέα, «δυσοίωνη»<br />
φάση. Παρότι οι παρατηρητές της εποχής αντιλαμβάνονταν πως η κρίση του<br />
Μεσοπολέμου αποτελούσε καμπή για την οικονομία και το ρόλο του κράτους,<br />
ο Μάρκ Μαζάουερ, τους διέψευσε, καταδεικνύοντας πώς η οικονομική κρίση<br />
του 1929-1932 δημιούργησε παράλληλα ευκαιρίες για αυτάρκη οικονομική<br />
ανάπτυξη στην Ελλάδα. 15 Αν και η ιστορία σπάνια δεν επαναλαμβάνεται,<br />
ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν η παρούσα κρίση μπορεί να αποτελέσει σημείο<br />
μιας νέας εκκίνησης, μετά τις άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένες<br />
προσπάθειες, εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας.<br />
Η σημερινή όμως οικονομική κρίση δεν είναι όμοια με εκείνη του Μεσοπολέμου.<br />
Δεν αναμένεται να είναι τόσο βαθιά και τόσο καταστρεπτική όσο<br />
εκείνη του 1929-1932, διότι το κράτος σήμερα, σε σχέση με το προπολεμικό, είναι<br />
γιγαντιαίο, όπως και οι πόροι που αποσπά από την κοινωνία, ενώ οι γνώσεις<br />
για τον τρόπο χειρισμού της κρίσης είναι μεγαλύτερες και λόγω της ψη-<br />
15 Ως τότε η ελληνική οικονομία ήταν κυρίως προσανατολισμένη στο εξαγωγικό<br />
εμπόριο σταφίδας, καπνού και κάποιων αγροτικών προόντων. Λόγω της κρίσης αναγκάστηκε<br />
να πάψει πλέον να στηρίζεται στις αγροτικές εξαγωγές, τα εμβάσματα και τα<br />
δάνεια και να στραφεί προς μια πολιτική αυτάρκους ανάπτυξης. Η κατάρρευση της<br />
ανοιχτής διεθνούς οικονομίας την έφερε σε θέση μικρότερης οικονομικής εξάρτησης.<br />
Βλέπε στο Μ. Μαζάουερ, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, μετάφραση<br />
εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 19<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19<br />
φιακής επανάστασης η επικοινωνία μεταξύ των κυβερνήσεων είναι αστραπιαία.<br />
16 Προχωρώντας στη σύγκριση των δύο κρίσεων και των αντιδράσεων για<br />
την αντιμετώπισή της με αναφορά στην ελληνική οικονομία, ο Θοδωρής Πελαγίδης<br />
καταλήγει στο ότι όταν εκδηλώνεται μία οικονομική κρίση σε παγκόσμια<br />
έκταση, όπως η σημερινή, αλλά και βάθους που ίσως να ξεπεράσει αυτή του<br />
1929, για την αντιμετώπισή της χρειάζονται ενέσεις «αξιοπιστίας» και στήριξης<br />
του συστήματος. 17 Η αρχή που έγινε είναι εναρμονισμένη με την ευρωπακή<br />
πρακτική, όμως ο ελληνικός προπολογισμός πρέπει να ενισχύσει τη ζήτηση<br />
για επενδύσεις, με έμφαση τόσο σε σκληρές και ήπιες υποδομές, όσο και στις<br />
εναλλακτικές επενδύσεις της «πράσινης οικονομίας» (βλέπε στην επόμενη ενότητα).<br />
Η συζήτηση για την οικονομική κρίση, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα,<br />
έχει εξελιχθεί σε μία νέα συζήτηση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών,<br />
φιλελεύθερων και σοσιαλιστών, για το τέλος ή όχι του καπιταλισμού και για τη<br />
σκοπιμότητα και τα όρια της παρέμβασης του κράτους στις απελευθερωμένες<br />
αγορές του πλανήτη, στην οικονομία και στην κοινωνία. Υπάρχει μια κυρίαρχη<br />
μερίδα αναλυτών που υποστηρίζει ότι ενδεχομένως, η οικονομική κρίση πρέπει<br />
να οδηγήσει σε αλλαγή του παγκόσμιου συστήματος προς μια πιο παρεμβατική<br />
κατεύθυνση, σε ένα πιο αυστηρά ρυθμιζόμενο, πιο δίκαιο κοινωνικά και πιο οικολογικά<br />
υπεύθυνο καπιταλιστικό σύστημα. 18 Υπάρχουν όμως και κάποιοι που<br />
υπενθυμίζουν ότι στην ενδιάμεση κρίση της δεκαετίας του 1970, όταν οι δύο<br />
υποτιμήσεις του δολαρίου και η οριστική αποσύνδεσή του από το χρυσό οδήγησαν<br />
σε πλήρη αναταραχή στις ισοτιμίες των νομισμάτων, σε διψήφια νούμερα<br />
πληθωρισμού και ανεργίας και σε τεράστια ανοίγματα στα κρατικά ταμεία για<br />
σχεδόν δέκα χρόνια, ήταν η οικονομία της αγοράς που έδωσε τελικά τη λύση.<br />
Ενώ η συντηρητική διανόηση τηρεί, προς το παρόν, μία σχετική σιωπή, απεναντίας<br />
η αριστερή διανόηση σπεύδει να αναγγείλει (για πολλοστή φορά) την κατάρρευση<br />
του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας, θέτοντας ερωτήματα για<br />
το αν θα υπάρξει μια ακόμη ιστορική αλλαγή σκυτάλης ανάμεσα στους ηγεμονικούς<br />
πόλους του καπιταλισμού ή αν βαδίζουμε σταδιακά σε μια «Τρίτη<br />
Εποχή της Παγκοσμιοποίησης» δίχως πόλους; 19<br />
16 Ν. Μουζέλης, «Ο κόσμος μετά την κρίση», Νέες Εποχές-Το Βήμα, 16/11/2008, σελ.<br />
Β20.<br />
17 G. Soros, «How to Capitalise the Banks and Save Finance», Financial Times,<br />
12/10/2008.<br />
18 Ν. Μουζέλης, «Έχουν Μέλλον οι Αγορές; Η Ευκαιρία της Σοσιαλδημοκρατίας»,<br />
Νέες Εποχές-Το Βήμα, 5/10/2008, Β18.<br />
19 Όπως παρατηρεί ο Μίμης Ανδρουλάκης σε πρόσφατο βιβλίο του, «οι «θεολόγοι»
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 20<br />
20 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Η τρέχουσα κρίση αποτελεί αφορμή για μια κριτική προσέγγιση του θεωρητικού<br />
πλαισίου, εντός του οποίου διαμορφώθηκε το πλέγμα οικονομικής πολιτικής<br />
που οδήγησε στην κρίση. Στο κεφάλαιο για την «σύγκρουση ιδεών» γύρω από την<br />
οικονομική κρίση, ο Παναγιώτης Κορλίρας καταδεικνύει ότι η σημερινή υποχώρηση<br />
του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης της οικονομίας επαναφέρει στο<br />
προσκήνιο την αναγκαιότητα μεγαλύτερου παρεμβατικού και ρυθμιστικού ρόλου<br />
του κράτους, και προκαλεί αναφορές σε ένα νεο-κενσιανό θεωρητικό πλαίσιο.<br />
Στο παραδοσιακό δίπολο αγοράς-κράτους, η διαλεκτική σχέση θεωρίας και πολιτικής<br />
σηματοδοτεί μια «σύγκρουση ιδεών», σε αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας<br />
στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Ένα νέο σύστημα «ιδεών» βρίσκεται<br />
υπό διαμόρφωση, και ενδεχομένως θα έχουμε, κάποια στιγμή, και το νέο<br />
«επιστημονικό παράδειγμα» ως κατευθυντήρια γραμμή, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης<br />
πολιτικής οικονομίας.<br />
Η οικονομική κρίση η οποία δεν γνωρίζουμε όχι μόνον πότε θα τελειώσει<br />
αλλά και που θα μας εκβάλλει θέτει επιτακτικά ερωτήματα για τα πραγματικά<br />
αίτιά της, αλλά και για το πως μπορεί να αντιμετωπιστεί. Σε όσους ασχολούνται<br />
με προβλήματα διεθνούς πολιτικής και οικονομίας έχει εμπεδωθεί η αντίληψη<br />
ότι δεν ήταν τα κρατικά «πακέτα διάσωσης» αυτά που οδήγησαν στην<br />
κρίση, αλλά ένας συνδυασμός επισφαλών δανείων (με την ενθάρρυνση του<br />
κράτους), πτώσης τιμών των ακινήτων, έλλειψης ρυθμιστικών ελέγχων, συσσωρευμένων<br />
χρεών, και διεφθαρμένων πρακτικών στο χρηματοοικονομικό τομέα.<br />
Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι για τη σημερινή κατάρρευση βασική αιτία<br />
ήταν η παρεμβατικότητα της απελθούσας κυβέρνησης των ΗΠΑ, η οποία μετά<br />
το σκάνδαλο της ENRON σταμάτησε τις προτάσεις για διαφάνεια και έλεγχο<br />
του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλάζοντας την ατζέντα με τον πόλεμο<br />
του Ιράκ. Η διεφθαρμένη απορρύθμιση ακόμη και των ημι-κρατικών αμερικάνικων<br />
στεγαστικών ταμείων που λειτούργησαν όπως οι ιδιωτικές επενδυτικές<br />
τράπεζες, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι<br />
λειτουργίες των αγορών πρέπει να αντικατασταθούν με κάτι άλλο. Η ρύθμιση<br />
και οι φονταμενταλιστές των νεοκλασικών και των νεοκενσιανών αντιλήψεων αιφνιδιάζονται<br />
όταν οι μεταβαλλόμενες ανάγκες του καπιταλισμού εν μέσω της κρίσης τον<br />
υποχρεώνουν να «εγκαταλείψει» το ένα κυρίαρχο δόγμα για να υιοθετήσει το αντίθετό<br />
του. Ο πολιτικός και ιδεολογικός κύκλος ξεπερνά τις εναλλαγές των κομμάτων στην<br />
εξουσία και παρακολουθεί τους μεγάλους κύκλους του καπιταλισμού. Τουλάχιστον<br />
στην Αμερική κάθε είκοσι πέντε-τριάντα χρόνια έχουμε αλλαγή σκυτάλης ανάμεσα στη<br />
νεοκλασική και νέο-συντηρητική σχολή σκέψης και στην κενσιανή, προοδευτική ή δεξιά».<br />
Μ. Ανδρουλάκης, Λευκό Κοτσύφι, blue tree, Μαύρο Καράβι: Το κραχ και οι σεισμικές<br />
μετατοπίσεις στον νέο παγκόσμιο καπιταλισμό, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα,<br />
2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 21<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21<br />
συγκροτεί τις αγορές, οι οποίες είναι εύρυθμες όταν οι συμβαλλόμενοι είναι<br />
προστατευμένοι με αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο αλλά και, κυρίως, καλά πληροφορημένοι.<br />
Αυτό που συμβαίνει σήμερα δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρχουν<br />
αγορές-ζούγκλες 20 χωρίς εκλεπτυσμένες ρυθμίσεις και συμβόλαια, ενώ ταυτόχρονα<br />
αναδεικνύει τις ευθύνες των νομοθετών και των κυβερνήσεων για τη δημιουργία<br />
και εποπτεία πραγματικά λειτουργικών αγορών.<br />
Μέχρι σήμερα το πρόβλημα που εμφανίστηκε στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό<br />
σύστημα αποδίδεται στην έλλειψη επαρκών ρυθμίσεων που θα εκλογίκευαν<br />
τη φρενίτιδα στις διεθνείς χρηματαγορές και στην ατροφική πολιτική<br />
διάσταση της παγκοσμιοποίησης. Παρά την αποδυνάμωσή τους, τα έθνη-κράτη<br />
εξακολουθούν να παραμένουν οι σημαντικότεροι δρώντες στο παγκόσμιο σύστημα,<br />
ελέγχοντας τον εθνικό τους χώρο και διαμορφώνοντας σε μεγάλο<br />
βαθμό το νομικό-θεσμικό τους πλαίσιο. Κάποιοι πιστεύουν ότι το κράτος είναι<br />
η απάντηση στη σημερινή κρίση, συγχέοντας την έννοια της πολιτικής παρέμβασης<br />
με ρυθμιστικό πλαίσιο, με τις ατελέσφορες εθνικές πολιτικές. Εξαιτίας<br />
της ασυμμετρίας μεταξύ οικονομικής και πολιτικής παγκοσμιοποίησης, οι εθνικές<br />
κυβερνήσεις διαθέτουν ανεπαρκή εργαλεία, καθώς κάθε φορά που κάποια<br />
ρυθμίζει την αγορά της, το κεφάλαιο μεταναστεύει σε άλλους «αρύθμιστους<br />
παραδείσους». Γι’ αυτόν το λόγο τονίζεται η ανάγκη εγκαθίδρυσης, μιας παγκόσμιας<br />
εποπτικής αρχής που θα προσφέρει ενεργή αρωγή στη ροή πληροφοριών<br />
μεταξύ των εθνικών αρχών και εργαλεία συντονισμένης δράσης για την<br />
αντιμετώπιση των κρίσεων. Όπως εξηγεί στη μελέτη του ο Γιάννης Αυγερινός,<br />
ο πρόσφατος «μαύρος κύκνος» της χρηματοπιστωτικής κρίσης σηματοδοτεί το<br />
τέλος του μοντέλου της απορύθμισης και του κατακερματισμού της εποπτείας.<br />
Καλύτερες και αποτελεσματικότερες ρυθμιστικές και θεσμικές υποδομές πρέπει<br />
να εξασφαλίσουν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές λειτουργούν με βάση<br />
τον καταμερισμό της αποτελεσματικότητας και του κινδύνου, και όχι ως φορείς<br />
νομιμοποίησης της κερδοσκοπίας και υποτίμησης του κινδύνου, με αποτέλεσμα<br />
την αποσταθεροποίηση των εθνικών οικονομιών. Όπως προτείνει ο συγγραφέας<br />
ένας παγκόσμιος επόπτης θα μπορούσε να αναλάβει κάποιες ή όλες τις<br />
αρμοδιότητες που είναι κατακερματισμένες μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών,<br />
διεθνών οργανισμών και άλλων φορέων παραγωγής διεθνών κανόνων και προ-<br />
20 Όπως αναφέρει ο Τσούκας, «οι αγορές δεν είναι φυσικά, αλλά ανεξαλείπτως<br />
κοινωνικά φαινόμενα: από μόνες τους δεν λειτουργούν πάντοτε ορθολογικά, αφού<br />
αφενός μεν υπάρχει πληροφοριακή ασυμμετρία, αφετέρου δε ανθρώπινες συμπεριφορές<br />
που στομώνουν την ορθολογική κρίση, όπως η απληστία, η ομαδοσκέψη, και η κοπαδική<br />
συμπεριφορά, διαπερνούν ενίοτε τη λειτουργία των οικονομικών δρώντων». Χ.<br />
Κ. Τσούκας, «Dogma über alles! Νεοφιλελεύθερες και παλαιοαριστερές ιδεοληψίες»,<br />
Το Κέρδος, 11/11/2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 22<br />
22 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
τύπων. Αντίστοιχες κινήσεις δημιουργίας ενός υπερεθνικού οργάνου εποπτείας<br />
είναι απαραίτητες και σε ευρωπακό επίπεδο, κυρίως εξαιτίας της σύγχυσης<br />
που επικρατεί στο διαχωρισμό των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αλλά<br />
και της δημιουργίας της ενιαίας ευρωπακής χρηματοπιστωτικής αγοράς, η<br />
οποία ήδη αποτελεί πραγματικότητα. Σε χώρες, όπως η Ελλάδα, που έχουν παραμείνει<br />
πίσω από τις παραπάνω εξελίξεις και δεν έχουν επιλέξει την ενοποίηση<br />
της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, το μοντέλο των δύο ή των τριών εποπτών<br />
δε μπορεί πια να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η καθιέρωση ενιαίας<br />
ρύθμισης και εποπτείας σε εθνικό επίπεδο είναι επιτακτική προπόθεση για<br />
την ομαλότερη μετάβαση στις υπερεθνικές λύσεις.<br />
Κλιματική αλλαγή και βιώσιμη ανάπτυξη<br />
Παρά τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει πλέον η διεθνής κοινότητα,<br />
εντούτοις, αδυνατεί να αντιμετωπίσει ορθολογικά και δίκαια την πρόκληση της<br />
κλιματικής αλλαγής που απειλεί να στερήσει από την ανθρωπότητα σημαντικούς<br />
πόρους, οδηγώντας στην απερήμωση πολλές περιοχές του πλανήτη και μεγάλο<br />
μέρος της χώρας μας. Οι νέες κλιματολογικές συνθήκες που δημιουργεί<br />
το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οι επιπτώσεις του σε όλες τις οικονομίες<br />
και τις κοινωνίες του πλανήτη αποτελούν μια από τις κεντρικές ανησυχίες του<br />
21 ου αιώνα. 21 Αν και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και η αντιμετώπιση<br />
του ξεπερνούν τα εθνικά όρια, σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες η οικονομική<br />
μεγέθυνση συνοδεύεται από συστηματική μέριμνα της κοινωνίας για το<br />
περιβάλλον, η οποία εκφράζεται με την εφαρμογή συγκροτημένης περιβαλλοντικής<br />
πολιτικής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ακολουθία αυτή δεν έχει<br />
ισχύσει. Ενδεικτικά του συνολικού περιβαλλοντικού ελλείμματος είναι ότι ο<br />
ίδιος ο όρος «περιβάλλον» αναγράφεται μόνο μία φορά στο ελληνικό Σύνταγμα,<br />
δεν έχει συσταθεί ακόμη Υπουργείο Περιβάλλοντος ή σχετική ανεξάρτητη<br />
υπηρεσία, ενώ συνεχίζουμε να μην επενδύουμε στις εναλλακτικές μορφές<br />
ενέργειας.<br />
Πέραν της ανεπαρκούς συμβολής της Ελλάδας στην παγκόσμια προσπάθεια<br />
αντιστροφής της περιβαλλοντικής απειλής, είναι εξίσου σημαντικό να<br />
21 Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλ Γκορ, «[η] ανθρωπότητα κάθεται πάνω σε μια<br />
ωρολογιακή βόμβα, (και)…αυτό που μας περιμένει στην άλλη πλευρά του δρόμου είναι<br />
μια απίστευτη σειρά επικών καταστροφών πέρα από κάθε ανθρώπινη εμπειρία…». Α.<br />
Γκορ, Μια ενοχλητική αλήθεια, μετάφραση εκδόσεις Η Καθημερινή, Αθήνα, 2007.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 23<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23<br />
αναδειχθεί η διασύνδεση της οικονομίας και της ανάπτυξης με το εν λόγω πρόβλημα.<br />
Άλλωστε οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών δεν είναι ομοιόμορφες<br />
στο χώρο και το χρόνο – δημιουργούν «κερδισμένους» και «χαμένους», τόσο<br />
σε παγκόσμιο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Ο Μανώλης Πετράκης και ο<br />
Γιώργος Νεοφώτιστος αναλύουν τις οικονομικές επιπτώσεις των κλιματικών<br />
αλλαγών και στα δύο επίπεδα και αναδεικνύουν διαστάσεις των προβλημάτων<br />
που θα πρέπει ένα σύγχρονο προοδευτικό κράτος να λάβει υπόψη. Τονίζουν<br />
ότι στο πλαίσιο των εξελισσόμενων κλιματικών αλλαγών και για την αντιμετώπιση<br />
των αρνητικών εξωτερικοτήτων, είναι αναγκαίος ένας κρατικός παρεμβατισμός<br />
που δεν θα υπερασπίζεται το κεκτημένο παρελθόν, αλλά θα φροντίζει<br />
κυρίως για ένα βιώσιμο μέλλον, με κοινωνική συνοχή και χωρίς επικίνδυνες<br />
περιθωριοποιήσεις, παρέχοντας υψηλής ποιότητας κοινωνικά αγαθά και προωθώντας<br />
ενέργειες που συμβάλλουν στην οικονομική ευημερία και στην ποιότητα<br />
ζωής. Ωστόσο θα πρέπει να δοθεί προσοχή και στις αρνητικές εξωτερικότητες<br />
που είναι πιθανόν να δημιουργήσει ο κρατικός παρεμβατισμός, καθώς<br />
πολιτικές επιδοτήσεων συγκεκριμένων τεχνολογιών ή κλάδων είναι πολύ πιθανόν<br />
να δημιουργήσουν στρεβλώσεις (π.χ. βιοκαύσιμα). Η ενδεδειγμένη κρατική<br />
στάση και πολιτική δεν πρέπει να είναι η αναζήτηση της «άριστης» λύσης<br />
αλλά η δημιουργία ενός οικονομικού περιβάλλοντος που να υποστηρίζει την<br />
καινοτομία και την επιχειρηματικότητα και που θα προσφέρει ένα «ανοικτό»<br />
και «δίκαιο» χώρο για τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των προτεινόμενων τεχνολογικών<br />
λύσεων, ώστε να αναδειχθεί η αποτελεσματικότερη, χωρίς τις στρεβλώσεις<br />
που προκαλούν οι επιλεκτικές επιδοτήσεις και οι θεσμικές παρεμβάσεις.<br />
Η περιβαλλοντική κατάσταση της Ελλάδας, παρά την απουσία βαριάς (βιομηχανικής)<br />
ρύπανσης, διεκδικεί μια από τις τελευταίες θέσεις στη σχετική κατάταξη<br />
της ΕΕ, με κυριότερη εξαίρεση την καταλληλότητα των θαλασσών για<br />
κολύμβηση. Συχνά αυτό παραβλέπεται, αφού γενικά το ελληνικό περιβάλλον<br />
μοιάζει να είναι σε καλή κατάσταση, με περιορισμένη ρύπανση και εκτεταμένες<br />
φυσικές περιοχές, γεγονός όμως που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην<br />
περιορισμένη βιομηχανία που διαθέτουμε. 22 Η οικονομική μεγέθυνση είναι,<br />
πολλές φορές, αναμενόμενο να συμβαδίζει με αύξηση της επιβάρυνσης στο περιβάλλον.<br />
Οι επιπλέον δραστηριότητες στις μεταφορές, τον τουρισμό κ.λπ. αυξάνουν<br />
μεν το ΑΕΠ, γενικώς όμως υποβαθμίζουν το περιβάλλον. Το εθνικό περιβαλλοντικό<br />
έλλειμμα ωστόσο δε δικαιολογείται από το μέγεθος των παραγω-<br />
22 Βλέπε αναλυτικότερα στο Κ. Χατζημπίρος, «Περιβαλλοντικό Έλλειμμα και Μεταρρυθμιστικό<br />
Αίτημα», στο Χ. Τσούκας (επιμ.) Για μια Προοδευτική Πολιτική, Κέντρο<br />
Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής - εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2007, σελ. 93-115.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 24<br />
24 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
γικών δραστηριοτήτων και η ποιότητα του περιβάλλοντος θα μπορούσε να είναι<br />
πολύ ανώτερη χωρίς μεγάλο οικονομικό κόστος, αν ήταν μικρότερο το έλλειμμα<br />
πολιτικής στο πεδίο αυτό. 23 Από την άλλη πλευρά, η αμφισβήτηση της<br />
οικονομικής ανάπτυξης λόγω περιβαλλοντικών προβλημάτων συνοδεύεται από<br />
τη σχετική με την αειφορία, περιβαλλοντική πολιτική, την επονομαζόμενη<br />
«πράσινη ανάπτυξη». Αν και η τελευταία δεν έχει ακόμα αποκτήσει διεθνώς<br />
μια σαφώς καθορισμένη σημασία, όπως εξηγεί ο Κίμων Χατζημπίρος, χαρακτηρίζεται<br />
από κάποιες αναγκαίες και αλληλένδετες προποθέσεις, όπως είναι<br />
η αποσύνδεση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης από την οικονομική μεγέθυνση,<br />
η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, η εξοικονόμηση ενέργειας, η δημιουργία<br />
απασχόλησης και η δημόσια παρέμβαση. Είναι αναγκαίο το «πρασίνισμα»<br />
της ανάπτυξης στην Ελλάδα με την επίτευξη μείωσης στην υπερκατανάλωση<br />
φυσικών πόρων, τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και τη<br />
σταδιακή κυριαρχία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. 24 Ο συγγραφέας αναλύει<br />
τον στόχο της «μηδενικής περιβαλλοντικής επιβάρυνσης», ο οποίος έστω<br />
και στο πλαίσιο ενός μόνο περιβαλλοντικού τομέα, έχει μεγάλη σημασία. Σε<br />
χώρες με δυνητικά υψηλή ποιότητα περιβάλλοντος, όπως η Ελλάδα, δημιουργούνται<br />
ιδιαίτερα ευνοκές προοπτικές για την ανταγωνιστικότητα σημαντικών<br />
παραγωγικών τομέων, π.χ. του τουρισμού. Η ανάπτυξη με μηδενική περιβαλλοντική<br />
επιβάρυνση είναι βεβαίως ακριβότερη, αλλά το επιπλέον κόστος μειώνεται<br />
με την μαζική παραγωγή των καινοτόμων τεχνικών, αλλά και λόγω του οφέλους<br />
από την αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Τέλος, εξετάζονται άλλες όψεις<br />
23 Οπ.π., σελ. 114.<br />
24 Το ζήτημα αυτό συνδέεται πρωτίστως με την προστασία του περιβάλλοντος και<br />
τις προποθέσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και την ενεργειακή ασφάλεια και την<br />
εξωτερική πολιτική. Oι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσαν να μειώσουν την<br />
εξάρτηση από τις εισαγωγές, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπονται οι πιθανές επιπτώσεις<br />
από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για τον έλεγχο των πηγών<br />
προμήθειας και των οδών μεταφοράς των ενεργειακών πρώτων υλών, στα ενεργειακά<br />
δεδομένα της Ελλάδας. Στο θέμα αυτό προτείνεται να συνεχιστεί η έντονη δραστηριοποίηση<br />
και προς άλλες χώρες πλούσιες σε υδρογονάνθρακες με τις οποίες η εξεύρεση<br />
κοινού παρονομαστή δεν αποτελεί απαγορευτικό στόχο. Σε ημερίδα για την ενέργεια<br />
και την εξωτερική πολιτική του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης<br />
(10/11/2008), τονίστηκε η προοπτική απευθείας συνεννόησης-χωρίς μεσολαβητές-με<br />
κράτη που δυνητικά μπορούν να ευνοήσουν το σκοπό της ενεργειακής διαφοροποίησης<br />
της χώρας μας, αλλά και η επιδίωξη μεγαλύτερων εισαγωγών φυσικού αερίου από το<br />
Αζερμπατζάν και υγροποιημένου αερίου από την Αλγερία, μειώνοντας την εξάρτηση<br />
της Ελλάδας από τη Ρωσία, η οποία καλύπτει σήμερα το 77% των ενεργειακών της αναγκών.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 25<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25<br />
της πράσινης ανάπτυξης που αφορούν την γεωργία, την αλιεία, τα δάση, τις<br />
ακτές και τα τοπία της χώρας.<br />
Είναι γεγονός ότι η φύση ήταν μεν ιδιαίτερα γενναιόδωρη με την Ελλάδα,<br />
αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται εμείς «πριονίζουμε το κλαδί πάνω στο<br />
οποίο μακαρίως καθόμαστε» 25 . Στη μελέτη του για την έννοια της «υπαίθρου»<br />
ο Ναπολέων Μαραβέγιας καταγράφει τα νέα δεδομένα που αλλάζουν ριζικά<br />
την παραδοσιακή εικόνα και αναδεικνύουν την ανάγκη ενός νέου στρατηγικού<br />
σχεδίου ανάπτυξής της. Η «ύπαιθρος» δεν είναι πλέον γεωργική, αλλά ένας γεωγραφικός<br />
χώρος, όπου συνυπάρχουν φυσικοί πόροι που χρειάζονται προστασία<br />
και πολίτες με συγκεκριμένες ανάγκες και διεκδικήσεις. Στο χώρο αυτό<br />
δεν υπάρχουν «χωρικοί» αλλά αγρότες και παραγωγοί, καθώς και πολλοί μισθωτοί<br />
του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και βέβαια ελεύθεροι επαγγελματίες<br />
και επιχειρηματίες. Η «αποαγροτοποίηση» προχωρά σε βαθμό που<br />
ακόμη και στις παραδοσιακά αγροτικές χώρες η απασχόληση στη Γεωργία έχει<br />
μειωθεί τόσο που δεν κυριαρχεί πλέον στην ύπαιθρο. Μέσα στις νέες διαφοροποιήσεις<br />
των δεδομένων της αναπτυξιακής διαδικασίας χρειάζεται να αναπτυχθεί<br />
μια νέα στρατηγική με χωρικό-γεωγραφικό χαρακτήρα, η οποία αποσυνδεδεμένη<br />
από τα κλαδικά χαρακτηριστικά της αγροτικής πολιτικής θα αντιμετωπίζει<br />
την ύπαιθρο ως χώρο ανάπτυξης νέων οικονομικών δραστηριοτήτων,<br />
όπως, κατασκευής κατοικίας και τουριστικών υποδομών, τουριστικής δραστηριότητας,<br />
διαχείρισης φυσικού πλούτου και αγροτικής ή/και βιομηχανικής/βιοτεχνικής<br />
δραστηριότητας, δημιουργώντας νέα επαγγέλματα και νέα μεσαία<br />
στρώματα που θα συντηρούν το επίπεδο ανάπτυξης, παρά την υποχώρηση της<br />
παραδοσιακής αγροτικής δραστηριότητας. Δεδομένης της πολυπαραμετρικότητας<br />
του ζητήματος οι παραδοσιακές πολιτικές ανάπτυξης γενικού οριζόντιου<br />
χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να έχουν καμιά ουσιαστική συμβολή.<br />
Δεν αρκεί μόνο να συνεργάζονται τα επιμέρους αρμόδια Υπουργεία, ώστε να<br />
συντονίζονται οι πολιτικές τους στην Ύπαιθρο, πρέπει να υπάρξει μεγάλος<br />
βαθμός αποκέντρωσης στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση ολοκληρωμένων<br />
σχεδίων βιώσιμης ανάπτυξης και όχι απλή εφαρμογή αποσπασματικών μέτρων.<br />
Αν και ο τουρισμός έχει υποκαταστήσει τη (βαριά) βιομηχανία ως πυλώνας<br />
της ανάπτυξης και έχει ανάγκη από ποιοτικό περιβάλλον για να γίνει αποδοτικότερος,<br />
ελάχιστες είναι οι περιβαλλοντικές επενδύσεις, όπως για διαχείριση<br />
τοπίου και φύσης ή για αναβάθμιση δημόσιων χώρων. Ο τουρισμός αποτελεί τη<br />
δυναμικότερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομική δραστηριότητα της<br />
25 Ν. Μαραβέγιας, «Ποιος Φταίει για την υποβάθμιση του Περιβάλλοντος;», Ένθετο<br />
«Ανάπτυξη και Περιβάλλον», Ημερησία, 14/8/2008 2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 26<br />
26 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
χώρας. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, το θέμα που απασχολεί<br />
όλους τους εμπλεκόμενους φορείς είναι οι δυνατότητες και οι περαιτέρω προοπτικές<br />
ανάπτυξής του τουρισμού. Στη μελέτη του Δημήτρη Λαγού αναδεικνύονται<br />
τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα και οι περιοριστικοί παράγοντες,<br />
στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας.<br />
Η τουριστική ανάπτυξη πρέπει να επανεκτιμηθεί σε νέα βάση, με νέα κριτήρια<br />
διαχείρισης, αναβαθμιζόμενη στην εθνική κλίμακα προτεραιοτήτων. Στο<br />
πλαίσιο της ολοκληρωμένης ενδογενούς τουριστικής ανάπτυξης που είναι σκόπιμο<br />
να προωθηθεί με συστηματικότητα, οι στρατηγικοί στόχοι πρέπει να<br />
εστιάσουν στον εμπλουτισμό της τουριστικής προσφοράς, στη διαφοροποίηση<br />
του τουριστικού προόντος, στην προώθηση των ειδικών και εναλλακτικών<br />
μορφών τουρισμού, στην προστασία του περιβάλλοντος, στη βελτίωση της ποιότητας<br />
των τουριστικών υπηρεσιών, στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της<br />
τοπικής οικονομίας, στην ισόρροπη τουριστική ανάπτυξη και στην εξυπηρέτηση<br />
του στόχου της ανταγωνιστικότητας μέσω της αύξησης της επιχειρηματικότητας.<br />
Οι στόχοι αυτοί πρέπει να εξειδικευθούν και να ιεραρχηθούν, ώστε<br />
να συγκροτήσουν επιμέρους διακριτές πολιτικές εντασσόμενες σε ένα ολοκληρωμένο<br />
μακροχρόνιο πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, που θα οριοθετεί το<br />
ρόλο και την έκταση του τουρισμού στη χώρα μας. Η κατάρτιση ενός τέτοιου<br />
προγράμματος ανάπτυξης το οποίο θα είναι ρεαλιστικό, υλοποιήσιμο και εναρμονισμένο<br />
με τους στόχους της ΕΕ θα πρέπει να κινείται στη λογική της αειφόρου<br />
τουριστικής ανάπτυξης, να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που επιβάλλει<br />
ο διεθνής ανταγωνισμός, να βασίζεται σε μια στρατηγική για όλους τους τομείς<br />
της τουριστικής δραστηριότητας και να διέπεται από την περιφερειακή πολιτική<br />
του κεντρικού κράτους, η οποία ρυθμίζει την παραγωγή και διάθεση της<br />
τουριστικής κατανάλωσης.<br />
Δημόσια σφαίρα, πολιτικές και μεταρρυθμίσεις<br />
Η απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών, η διευκόλυνση των μετακινήσεων<br />
και η επανάσταση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών έχουν φέρει τους<br />
πολίτες της υφηλίου πιο κοντά. Δεδομένων των επιπτώσεων ντόμινο της κρίσης<br />
του χρηματοπιστωτικού τομέα και της αγοράς, που δεν γνωρίζουν πλέον σύνορα,<br />
αναμφισβήτητα η παγκοσμιοποίηση αποτελεί, πλέον, μια «βιωμένη<br />
εμπειρία» – γεγονός που σύμφωνα με τον Χαρίδημο Τσούκα την καθιστά ποιοτικά<br />
διαφορετική από προηγούμενες διαδικασίες διεθνοποίησης του παγκόσμιου<br />
οικονομικού συστήματος. Ποτέ οι οικονομίες δεν ήταν τόσο στενά διασυνδεδεμένες<br />
όσο σήμερα και ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν ήταν τόσο αλληλεξαρτώμενη,<br />
ούτε είχε τέτοια επίγνωση της αλληλεξάρτησής της. Ποτέ άλ-
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 27<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27<br />
λοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχαμε μια τέτοια συμπύκνωση του<br />
χρόνου και του χώρου. Η πρό(σ)κληση της παγκοσμιοποίησης είναι πρωτίστως<br />
πολιτισμική, καθώς οι εθνικές ταυτότητες τείνουν να υβριδοποιούνται και να<br />
καθορίζονται όλο και περισσότερο «διαλογικά». Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης<br />
συνειδητοποιούμε ότι η διευρυνόμενη και αναστοχαστική εμπειρία είναι ο<br />
αποφασιστικότερος παράγοντας για τη συγκρότηση της εθνικής συλλογικότητας.<br />
Σε έναν ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενο κόσμο κανείς δεν έχει πλεονέκτημα<br />
για πάντα, κανείς δεν μπορεί να εφησυχάζει, κανείς δεν πρέπει να θεωρεί<br />
την ταυτότητά του δεδομένη. Η δημιουργική προσαρμοστικότητα των θεσμών,<br />
δηλαδή να αποδέχονται και να δημιουργούν την αλλαγή καθώς και να<br />
ενσωματώνουν την αναθεωρησιμότητα προσφιλών ιδεών και συνηθειών σε όλα<br />
τα επίπεδα, αποτελούν το μοναδικό ασφαλή οδηγό στο λαβύρινθο της παγκοσμιοποίησης.<br />
Πρέπει να τονιστεί ότι η διεθνής κατάταξη της Ελλάδας αντιμετωπίζει δυσκολίες,<br />
τόσο λόγω της γεωγραφικής θέσης, όσο και λόγω κάποιων στερεοτυπικών<br />
προσδιορισμών οι οποίοι γεννούν διλήμματα σχετικά με τη σύγχρονη<br />
ταυτότητά της. Ο χαρακτηρισμός της Ελλάδας ως βαλκανική χώρα δημιουργεί<br />
κινδύνους εξίσωσης με κράτη που χαρακτηρίζονται από πολιτική αστάθεια,<br />
εσωστρέφεια και τραχύτητα στις εξωτερικές τους διαδράσεις. 26 Από την άλλη<br />
πλευρά, το ελληνοτουρκικό δίπολο και η προβολή του μεσογειακού χαρακτήρα<br />
της εμφανίζει αβέβαιη έκβαση, στο βαθμό που ο συσχετισμός με την ανεπτυγμένη<br />
Νότια Ευρώπη και όχι με τον υπανάπτυκτο Μεσογειακό Νότο, δεν μπορεί<br />
να διασφαλιστεί (υπενθυμίζεται ο πολλές φορές «τριτοκοσμικός» φιλοαραβισμός<br />
που έχει επιδείξει). Ταυτόχρονα, η νεοελληνική συνείδηση μοιάζει ακόμη<br />
να αμφιταλαντεύεται «μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Διόνυσου και Απόλλωνα,<br />
μεσογειακού κλασικισμού και βυζαντινίζουσας Ορθοδοξίας, ή σε ένα πιο απτό<br />
και ιστορικά νωπό σχήμα μεταξύ Ευρώπης και Βαλκανίων». 27 Το γνωστό δίπολο<br />
«Έλληνας-Ρωμιός» και οι διάφορες παραλλαγές που συνδέονται άμεσα<br />
μαζί του (π.χ. Δύση-Ανατολή, Ευρώπη-Βαλκάνια κ.λπ.) έχουν επηρεάσει σημαντικά<br />
τη λειτουργία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού της<br />
συστήματος. Ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισε το δίπολο μεταρρυθμιστικής-παρω-<br />
26 Διάφοροι αναλυτές θεωρούσαν ότι η δεκαετία του 1990 θα σημάνει, για την Ελλάδα<br />
κατά πάσα πιθανότητα, την εκ νέου ανακάλυψη της ταυτότητάς της ως βαλκανικής<br />
χώρας και τη διαδικασία της μεγαλύτερης αποστασιοποίησής της από τη Βόρεια Ευρώπη.<br />
Βλέπε π.χ. J. Pettifer, The Greeks - Land and People Since the War, 1933, μετάφραση<br />
εκδόσεις Μαραθιάς, Αθήνα 1995.<br />
27 Δημήτρης Τζιόβας, «Πώς διαμορφώνεται η διεθνής εικόνα της χώρας», Το Βήμα-<br />
Νέες Εποχές, 04/04/1999.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 28<br />
28 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
χημένης πολιτιστικής κουλτούρας και του υπόβαθρου που το στηρίζει, δηλαδή<br />
«την αντιδιαστολή της πολιτιστικής παράδοσης που έχει τις ρίζες της στην Αναγέννηση,<br />
τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση, την Επιστημονική Επανάσταση<br />
και τον Διαφωτισμό με εκείνη που εδράζεται στις ιστορικές εμπειρίες<br />
του Βυζαντίου, της Ορθοδοξίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της<br />
Τουρκοκρατίας» 28 . Η έλλειψη ουσιαστικής πρόσδεσης σε ένα συγκεκριμένο<br />
όχημα σκέψης, με εξαίρεση την περίοδο του εξευρωπασμού/εκσυγχρονισμού<br />
και της σύγκλισης (1996-2003), δυσχεραίνει την υιοθέτηση μιας «ταυτότητας»<br />
στο εσωτερικό και την αποτελεσματική προβολή της στο εξωτερικό.<br />
Πολύ συχνά στον δημόσιο διάλογο, από τις υποθέσεις για τις πολιτισμικές<br />
επιπτώσεις της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τη συζήτηση για τον πολιτικό<br />
ρόλο της σύγχρονης διαφθοράς, η περίπτωση της Ελλάδας παρουσιάζεται ως<br />
ιδιαίτερη. Κάποιοι ερευνητές προσεγγίζουν την Ελλάδα ως «ένα έθνος τοποθετημένο<br />
για πάντα στη τομή μεταξύ Ανατολής-Δύσης και ιδεολογικά κατασκευασμένο<br />
από την αποικιοκρατική Ευρώπη χωρίς να έχει, ποτέ αποικιοποιηθεί,<br />
με τη στενή έννοια του όρου. Έτσι, αυτό που εκλαμβάνεται ως αποτυχία του<br />
εκσυγχρονισμού, αντανακλά την αδυναμία της χώρας να συν-πορευτεί με το<br />
πολιτισμικό πρότυπο που έχει διαμορφώσει, καθώς, «[η] σύγχρονη Ελλάδα βαρύνεται,<br />
ιδιαίτερα από τις συμβολικές απαιτήσεις του μετα-διαφωτιστικού πολιτισμού,<br />
ακόμα και πέραν του υποτιθέμενου τεχνοοικονομικού μειονεκτήματός<br />
της […]. Προτού ακόμα υπάρξει ως έθνος, η Ελλάδα θεωρήθηκε ως η έκφραση<br />
του πολιτισμού σε μια προκαθορισμένη σύγκρουση με την [οθωμανική]<br />
βαρβαρότητα». 29 Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου τα εργαλεία και<br />
οι κατηγορίες ανάλυσης του παρελθόντος αποτελούν περισσότερο ανάχωμα<br />
κάθε προσπάθειας πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού παρά συγκριτικό<br />
πλεονέκτημα για την Ελλάδα, η (αυτό)κριτική σκέψη μπορεί να συμβάλει<br />
στη διαμόρφωση μιας πραγματικά ανοιχτής και πλουραλιστικής ταυτότητας.<br />
Μέχρι σήμερα, οι απόπειρες επιστημονικής ανάλυσης της πολιτικής κουλτούρας<br />
στην Ελλάδα έχουν αντλήσει ερωτήματα, τόσο από τον πυρήνα της πολιτικής<br />
επιστήμης, όσο και από τα δημόσια ερεθίσματα, παρότι οι ειδικές<br />
εμπειρικές έρευνες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είναι ελάχιστες. Στη<br />
μελέτη του ο Κώστας Λάβδας εστιάζει σε δυο διαφορετικές πηγές ερεθισμάτων<br />
που συμβάλλουν στην μετεξέλιξη της πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα:<br />
τις βασικές ευρωπακές παραμέτρους και ορισμένα διλήμματα που τίθενται<br />
28 Ν. Διαμαντούρος, Πολιτισμικός Δυσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της<br />
Μεταπολίτευσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994.<br />
29 Σ. Γουργουρής, Έθνος-όνειρο- Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας,<br />
εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2007, σελ. 105.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 29<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 29<br />
στους θεσμούς πολιτικής διαμεσολάβησης. Στρεφόμενος στην ανάλυση παραγόντων<br />
βαθύτερης αιτιότητας, διερευνά τις παραμέτρους που επηρεάζουν, διαμορφώνουν<br />
και εξελίσσουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο τις πολιτικές και κοινωνικές<br />
νόρμες και εξετάζει μέσα από διαφορετικά επίπεδα αιτιότητας, συνθηκών<br />
και κατάδειξης το βασικό, ίσως, πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας<br />
στην Ελλάδα: το έλλειμμα σε νόρμες κοινωνικής αυτοσυγκράτησης, εμπιστοσύνης<br />
στους θεσμούς και σε πρακτικές «διάχυτης αμοιβαιότητας», έλλειμμα<br />
τα οποία καταγράφονται στις καθημερινές διαστάσεις της πολιτικής διαδικασίας<br />
και των δημόσιων πολιτικών. Αν και η συμμετοχή στην ευρωπακή ενοποιητική<br />
διαδικασία αποτέλεσε το θετικότερο βήμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος<br />
κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι διαδικασίες εξευρωπασμού<br />
δεν κατόρθωσαν μέχρι σήμερα να διασπάσουν προηγούμενους κανονιστικούς<br />
πυρήνες και να προβάλλουν με επιτυχία νέες πολιτικές και ηθικές νόρμες.<br />
Παραμένει, βεβαίως, η καταλυτική επίδραση των κάθε είδους διαστάσεων<br />
της ΟΝΕ και η συνακόλουθη μετεξέλιξη των όρων της πολιτικής και κοινωνικής<br />
αναπαραγωγής. Επιφυλακτικό απέναντι στους θεσμούς και τη λειτουργία<br />
τους, εμποτισμένο με μια μετά-ριζοσπαστική και νέο-λακιστική πολιτική και<br />
πολιτισμική ιδεολογία, το τυπικό υποκείμενο της σημερινής ελληνικής πολιτικής<br />
κουλτούρας εντάσσεται, εντούτοις, στον πυρήνα της ύστερης νεωτερικότητας<br />
χάρη σε μια παράμετρο που κατεξοχήν το κάνει να δυσφορεί: την εξευρωπασμένη<br />
και –παρά τα προβλήματα της– εντυπωσιακά διεθνοποιημένη οικονομία.<br />
Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπακό ενοποιητικό εγχείρημα σήμανε την<br />
έναρξη μιας μακράς διαδικασίας μετάλλαξης και προσαρμογής, ιδιαίτερα των<br />
δημόσιων πολιτικών και των πολιτικών συνοχής που εκτέθηκαν εντονότερα<br />
στις πιέσεις του εξευρωπασμού. Το γεγονός αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις,<br />
τόσο στην θεσμική υποδομή, όσο και στις δομές διαμόρφωσης πολιτικής, θέτοντας<br />
υπό αμφισβήτηση ιδιαίτερα την παραδοσιακά συγκεντρωτική διοικητική<br />
δομή της χώρας. Παρότι η διαδικασία εξευρωπασμού παίζει καίριο ρόλο στο<br />
μετασχηματισμό των συστημάτων εσωτερικής διακυβέρνησης γενικότερα και<br />
των δομών διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής ειδικότερα, οι εσωτερικοί θεσμοί<br />
παραμένουν σημαντικοί παράγοντες μεταξύ του εξευρωπασμού και της αλλαγής<br />
εσωτερικής πολιτικής. 30 Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Χρήστος Παρασκεύοπουλος<br />
εξετάζει την εξέλιξη των θεσμικών δομών, καθώς και του πλαισίου διαμόρφωσης<br />
πολιτικής στην περιφερειακή/διαρθρωτική πολιτική στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα<br />
της διαδικασίας εσωτερικών αλλαγών που έχουν αναδειχθεί από τον<br />
30 M. Green Cowles, J. Caporaso and T. Risse (επιμ.), Transforming Europe:<br />
Europeanization and Domestic Change, Cornell University Press, Ithaca NY, 2001.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 30<br />
30 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
εξευρωπασμό. Εξετάζοντας κριτικά τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη διαμόρφωση<br />
πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης στην πρώτη, τη δεύτερη και την<br />
τρίτη περίοδο του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ), επικεντρώνεται στις<br />
επιπτώσεις της αποκαλούμενης «Λισαβονοποίησης» της πολιτικής Συνοχής<br />
κατά την τέταρτη περίοδο ως προς τις διαδικασίες σχεδιασμού του Εθνικού<br />
Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς και τον αναπροσανατολισμό στα τομεακά<br />
και περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα. Η «Λισαβονοποίηση» επέφερε<br />
σημαντικές αλλαγές ως προς τις διαδικασίες προγραμματισμού για την<br />
κατάρτιση του ΕΣΠΑ 2007-2013, οι οποίες αντανακλώνται κυρίως στα τομεακά<br />
επιχειρησιακά προγράμματα και στην αναδιάρθρωση του περιφερειακού σκέλους.<br />
Μ’ αυτή την έννοια, η σχετική μείωση των πόρων εξαιτίας της διεύρυνσης<br />
δεν αποτελεί την κύρια επίπτωση. Αντίθετα, η διαδικασία οικοδόμησης θεσμών,<br />
η κρίσιμη παράμετρος για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής<br />
συνοχής στην Ελλάδα στα προηγούμενα ΚΠΣ, αναμένεται να αποτελέσει την<br />
κρίσιμη πρόκληση και για την τρέχουσα περίοδο.<br />
Ενώ η ανάπτυξη των υποδομών αναμφίβολα αποτελεί επιτυχία της διαδικασίας<br />
εκσυγχρονισμού, η διαδικασία της οικοδόμησης θεσμών και η σημαντική<br />
μεταρρύθμιση των δομών της δημόσιας πολιτικής αποδείχθηκε πολύ δυσχερέστερη.<br />
Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, παρά τις σοβαρές προσπάθειες καταπολέμησης<br />
πελατειακών πρακτικών και οικοδόμησης εμπιστοσύνης στους πολιτικούς<br />
θεσμούς, ο κρατισμός ή, πιο συγκεκριμένα, η συγκεντρωτική και ταυτόχρονα<br />
αδύναμη διοικητική δομή μαζί με την επικυριαρχία των πολιτικών πελατειακών<br />
σχέσεων εξακολουθούν να παραμένουν τα κύρια χαρακτηριστικά<br />
της θεσμικής υποδομής στη διαμόρφωση δημόσιας πολιτικής στην Ελλάδα. Η<br />
περιορισμένη επιτυχία στην οικοδόμηση θεσμών και στη μεταρρύθμιση των δομών<br />
διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής μπορεί σαφώς να ερμηνευτεί από το<br />
«βάρος» των βαθιά ριζωμένων προτύπων συμπεριφοράς και πρακτικών που<br />
έχουν κληροδοτήσει οι παρελθούσες δεκαετίες κρατισμού, πελατειακών σχέσεων<br />
και λακισμού με τις οποίες συγκρούστηκε η διαδικασία του εκσυγχρονισμού.<br />
Αποτελεί γενικότερη διαπίστωση ότι ο περιορισμός των υστερήσεων και<br />
των ελλειμμάτων απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με χαρακτηριστικό<br />
παράδειγμα την αναδιάρθρωση του διοικητικού συστήματος της χώρας, όπου ο<br />
κατακερματισμός των δήμων, ο πολλαπλασιασμός των νομαρχιών και των περιφερειών<br />
ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά. Υπό το βάρος των<br />
χρόνιων και οξυμένων προβλημάτων οι δημόσιες υπηρεσίες (Κεντρική και Περιφερειακή<br />
Διοίκηση, Νομαρχιακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση, Υγεία, Παιδεία<br />
κ.λπ.) αδυνατούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας,<br />
αλλά και να ικανοποιήσουν με τη λειτουργία τους τις ανάγκες των πολιτών. Ο<br />
συγκεντρωτισμός, οι πελατειακές σχέσεις, οι παρεμβάσεις της εκτελεστικής
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 31<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 31<br />
εξουσίας και η έλλειψη υποδομών επιδρούν αρνητικά στη λειτουργία τους. Στο<br />
ζήτημα της ποιότητας των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, προτεραιότητες<br />
αποτελούν, αφενός η διαμόρφωση ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου οργάνωσης<br />
και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης πέρα από την πολυνομία και τη<br />
δαιδαλώδη οργάνωση, 31 και αφετέρου, η αξιοκρατική και επαρκής στελέχωση<br />
των ηγετικών βαθμίδων της. Στο ζήτημα της διαφθοράς σημαντικό ρόλο διαδραματίζει<br />
το ελληνικό Σύνταγμα, στο οποίο προκύπτει μια ασυνήθιστα μεγάλη,<br />
συγκριτικά με άλλες χώρες, ταύτιση της νομοθετικής και εκτελεστικής<br />
εξουσίας. Οι κυβερνήσεις που προκύπτουν με τις επιταγές αυτού του Συντάγματος,<br />
όπως παρατηρεί ο Μιχάλης Μητσόπουλος, –ανταποκρινόμενες ορθολογικά<br />
στο πλέγμα κινήτρων-αντικινήτρων που δημιουργεί η διασταύρωση της<br />
νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας– είναι ορθολογικά αυταρχικές και<br />
επιρρεπείς στη διαφθορά. Τα χαρακτηριστικά ενός Συντάγματος που ενθαρρύνει<br />
τη λήψη αποφάσεων χωρίς επαρκή στάθμιση των προτιμήσεων της πλειοψηφίας<br />
αυξάνουν τα κίνητρα αναζήτησης εξωθεσμικής διακριτής μεταχείρισης<br />
και την ίδια στιγμή οδηγούν στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αποτρέψει<br />
και να καταστείλει τη διαφθορά. Ο σχεδιασμός ενός συστήματος που θα<br />
μπορεί ταυτόχρονα να προκρίνει τις επιλογές της πλειοψηφίας, να προστατεύει<br />
επαρκώς τις μειοψηφίες και τελικά να είναι σε θέση να κυβερνήσει απαιτεί μια<br />
αναθεώρηση με στόχο να εισαχθούν ικανές «ισορροπίες και αντίβαρα» και χωριστές<br />
εντολές για την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Η ισχύς της εκτελεστικής<br />
εξουσίας θα πρέπει να εξασφαλίζεται από την υιοθέτηση ενός εκλογικού<br />
μηχανισμού που προκρίνει πάντα ένα νικητή στις εκλογές, ενώ η εκπροσώπηση<br />
των μειοψηφιών θα εξασφαλίζεται μέσω της αναλογικής σύνθεσης του<br />
νομοθετικού σώματος. Το σύστημα αυτό για να καταστεί αποτελεσματικό θα<br />
πρέπει να εξασφαλίζει και τη λήψη αποφάσεων στην παραγωγή νομοθετικού<br />
έργου, η οποία λόγω της αναλογικότητας της εκπροσώπησης των διάφορων<br />
κομμάτων θα είναι περισσότερο επιρρεπής σε εκβιασμούς από μικρές μειοψηφίες.<br />
Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι προπόθεση για να εξασφαλιστεί<br />
η ικανότητα του συστήματος να κυβερνά. 32<br />
31 Α. Μακρυδημήτρης, «Προτάσεις για την ανόρθωση των θεσμών», Βήμα Ιδεών, Τ.<br />
19, Νοέμβριος 2008, σελ. 19, και αναλυτικότερα στο Π. Καρκατσούλης, Το Κράτος σε<br />
Μετάβαση. Από τη «διοικητική μεταρρύθμιση» και το «νέο δημόσιο μάνατζμέντ» στη<br />
«διακυβέρνηση», εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2004.<br />
32 Ο σχεδιασμός του νέου συντάγματος πρέπει σε κάθε περίπτωση να αντικαθιστά<br />
την απαίτηση της κυβέρνησης να αποκτά τη ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής με την ικανότητα<br />
του νομοθετικού σώματος να αποπέμπει, με πλειοψηφία τουλάχιστον 2/3, μέλη<br />
της εκτελεστικής εξουσίας και να εισάγει την ικανότητα της εκτελεστικής εξουσίας να<br />
αναπέμπει νομοσχέδια. Στην περίπτωση αυτή είναι σημαντικό το νομοθετικό σώμα να
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 32<br />
32 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Εκτός από τις συνταγματικές τους ρίζες, οι διαχρονικές αιτίες της διαφθοράς<br />
του κομματικού-πελατειακού συστήματος που διατηρεί ζωντανή την οθωμανική<br />
παράδοση στο νεοελληνικό βίο σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το οικονομικό<br />
κόστος της εκλογής, για κόμματα και υποψηφίους, την υποταγή στις<br />
σκοπιμότητες της επανεκλογής και την έλλειψη επαρκών εγγυήσεων αξιολόγησης,<br />
ελέγχου και λογοδοσίας. 33 Είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθούν λύσεις<br />
που μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερη διακυβέρνηση, μειωμένες πολιτικές<br />
εξαρτήσεις, και ταυτόχρονα ένα Κοινοβούλιο με ουσιαστικό ελεγκτικό ρόλο.<br />
Στις παραπάνω προτάσεις προστίθεται και η συστηματική αξιολόγηση της κυβερνητικής<br />
αποτελεσματικότητας βάσει συγκεκριμένων δεικτών από ανεξάρτητη<br />
εθνική στατιστική υπηρεσία και τέλος, όπως έχει προταθεί, γερμανικό<br />
εκλογικό σύστημα, που περιορίζει αντικειμενικά τις δαπάνες και τις πελατειακές<br />
σχέσεις, με μικρές μονοεδρικές περιφέρειες και εκτεταμένη λίστα επικρατείας.<br />
34<br />
Καθώς η κλιμακούμενη χρηματοπιστωτική κρίση μετατρέπεται σε οικονομική,<br />
η ενδυνάμωση της ρυθμιστικής ικανότητας του κράτους εμφανίζεται ως το<br />
κυρίαρχο αίτημα της κοινωνίας, με ορατό πλέον τον κίνδυνο για την αναβίωση<br />
κρατικιστικών λογικών. Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον απαιτείται<br />
η δημιουργία σταθερών σχέσεων συνεργασίας του κράτους με μη κρατικούς<br />
φορείς που διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για την αποτελεσματική<br />
ρύθμιση των δημόσιων προβλημάτων. Άλλωστε το κράτος μεταβιβάζει σημαντικές<br />
ρυθμιστικές λειτουργίες σε μη κρατικούς φορείς όχι ως ιδεολογική επιλογή,<br />
αλλά ως στρατηγική ενδυνάμωσης της ρυθμιστικής του ικανότητας, ιδιαίτερα<br />
σε τομείς πολιτικής που χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα.<br />
Η λειτουργία αυτή απαιτεί διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά<br />
προσδίδει στο κράτος μια ιδιαίτερη μορφή ισχύος, δίνοντας του τη δυνατότητα<br />
να διεισδύσει στην κοινωνία, να επεξεργαστεί συναινετικές λύσεις σε συγκρουσιακά<br />
προβλήματα και να προωθήσει θεσμούς συνεργασίας και εμπιστοσύνης<br />
στις σχέσεις του με την κοινωνία. Οι «μη ιεραρχικές» μορφές ρύθμισης<br />
αποτελούν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραγνωρισθεί, ούτε να<br />
αντιμετωπισθεί αφοριστικά, όπως συμβαίνει τελευταία. Ωστόσο, τόσο το εύρος<br />
μπορεί να επιβάλλει το νομοσχέδιο μετά την άρνηση αυτή, αλλά μόνο με μια αυξημένη<br />
πλειοψηφία.<br />
33 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χ. Τσούκας, «[τ]ο «μίζων» είναι να εκλεγεί<br />
βουλευτής, να γίνει υπουργός και να χειρισθεί με ευσυνειδησία τις μεγάλες υποθέσεις<br />
του κράτους, προκειμένου να υπηρετήσει –τι άλλο;– το δημόσιο συμφέρον». Χ. Τσούκας,<br />
«Η Κρίση ως Ευκαιρία», Καθημερινή, 20/7/2008. Βλέπε επίσης Ν. Μουζέλης,<br />
«Αποκλειστικός «χορηγός» το κράτος», Νέες Εποχές -Το Βήμα, 13/7/2008.<br />
34 Γ. Παγουλάτος, «Ο Οδυσσέας και το κατάρτι», Καθημερινή, 4/8/2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 33<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 33<br />
της ρυθμιστικής ύλης που μεταβιβάζεται από το κράτος σε μη κρατικούς φορείς<br />
όσο και οι μηχανισμοί ελέγχου της αυτορρυθμιστικής λειτουργίας των ιδιωτικών<br />
φορέων αποτελούν βασικές θεσμικές επιλογές και προκλήσεις για μια<br />
σύγχρονη προοδευτική διακυβέρνηση. Στη μελέτη του ο Χαράλαμπος Κουταλάκης<br />
θέτει το ερώτημα «επιστροφής στην ιεραρχία» εξετάζοντας ποιες θεσμικές<br />
εγγυήσεις μπορούν να εξασφαλίσουν τη σύνδεση των αποτελεσμάτων της<br />
αυτορρυθμιστικής λειτουργίας ιδιωτικών φορέων με τις δημοκρατικές προτιμήσεις<br />
των πολιτών, τη λογοδοσία και το δημόσιο έλεγχο.<br />
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην αποτελεσματικότητα<br />
των κυβερνήσεων έχει σημάνει την αναζήτηση ενός νέου συμβολαίου<br />
μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνωμένων με την ενδυνάμωση της κοινωνίας<br />
των πολιτών και την αύξηση της πολιτικής συμμετοχής. Στην Ελλάδα, η συμμετοχή<br />
των πολιτών στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής είναι<br />
περιορισμένη και συνάδει με τη γενικότερη εικόνα μιας ατροφικής κοινωνίας<br />
πολιτών, ενός υπερδιογκωμένου κράτους και της κυριαρχίας των πολιτικών<br />
κομμάτων. 35 Η συζήτηση περί διαβούλευσης έχει αρχίσει να εντείνεται, αλλά οι<br />
πρακτικές είναι ακόμα περιορισμένες, παρά τη σημαντική ευκαιρία εδραίωσης<br />
που παρουσιάζεται στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Διοικητικής Μεταρρύθμισης,<br />
το οποίο προβλέπει «τη διοικητική και επιχειρησιακή ενίσχυση των δομών<br />
κοινωνικής διαβούλευσης». 36 Η Στέλλα Λαδή παρουσιάζει παραδείγματα κατοχύρωσης<br />
της δημόσιας επικοινωνίας και προώθησης του θεσμού στην Ελλάδα,<br />
καταλήγοντας σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για το ρυθμιστικό πλαίσιο<br />
για τη διάχυση της δημόσιας πληροφορίας. Προτείνεται ο σχεδιασμός μιας πιο<br />
ολοκληρωμένης στρατηγικής, καθώς η σποραδική χρήση δεν είναι πιθανό να<br />
αποδώσει, τόσο στην επίτευξη του στόχου της καλής νομοθέτησης, όσο και για<br />
την πληρέστερη και ποιοτικότερη εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών και αποφάσεων.<br />
Η διαβούλευση θα μπορούσε να εντατικοποιηθεί πιλοτικά εκεί όπου η<br />
νομοθεσία είναι ήδη προωθημένη (π.χ. Δήμους και Κοινότητες), έτσι ώστε να<br />
δημιουργηθούν οι συνθήκες για τη χρήση της και σε άλλα επίπεδα ή πολιτικές.<br />
Είναι εντούτοις σημαντικό η χρήση του θεσμού να είναι ειλικρινής και τα αποτελέσματα<br />
των διαβουλεύσεων να δημοσιοποιούνται και να λαμβάνονται υπόψη<br />
στις αποφάσεις της δημόσιας πολιτικής, έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή<br />
και να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Απαραίτητη, είναι<br />
η πολιτική βούληση για την ενίσχυση των πρωτοβουλιών των φορέων που επι-<br />
35 Ν. Μουζέλης και Γ. Παγουλάτος, «Κοινωνία Πολιτών και Ιδιότητα του Πολίτη<br />
στην Μεταπολεμική Ελλάδα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Νο. 22,<br />
2003, σελ. 5-29.<br />
36 http://www.gspa.gr/
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 34<br />
34 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
χειρούν τη δημόσια διαβούλευση, γιατί αποτελούν καινοτόμες πρακτικές σε μια<br />
παραδοσιακά συγκρουσιακή κοινωνία.<br />
Όλα τα σύγχρονα ευρωπακά μοντέλα άσκησης δημόσιας πολιτικής συνοδεύονται<br />
από κατάλληλες πολιτικές με στόχο την αναδιανομή και την ισότητα<br />
για την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Τα θέματα που σχετίζονται με την<br />
παροχή δημόσιων ή οιονεί δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως π.χ. υγεία,<br />
εκπαίδευση κτλ., βρίσκονται σχεδόν καθημερινά στην επικαιρότητα, είναι<br />
εξαιρετικά περίπλοκα και δυσεπίλυτα, ενώ δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις,<br />
ούτε θεωρητικές, ούτε και πρακτικές. Αν και η ελληνική περίπτωση με τις γνωστές<br />
παθογένειες και ιδιαιτερότητες που έχουν σημαντικές συνέπειες στην παροχή<br />
οιονεί δημόσιων αγαθών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική<br />
μιας ώριμης και σύγχρονης δημοκρατίας, είναι, ωστόσο, ενδεικτική των προβλημάτων<br />
που αντιμετωπίζουν και πολλές άλλες χώρες με διαφορετική, ίσως,<br />
ένταση. Δεδομένου του ρόλου της μεταφοράς ή υιοθέτησης παραδειγμάτων<br />
από άλλες χώρες στη δημόσια πολιτική, είναι χρήσιμη η μελέτη της εμπειρίας<br />
των προηγμένων χωρών και κυρίως των χωρών της βορειο-δυτικής Ευρώπης<br />
στην παροχή των οιονεί δημόσιων αγαθών. Ο Χρήστος Παρασκευόπουλος μελετά<br />
το παράδειγμα των «οιονεί αγορών», σε σύγκριση με τα τρία πιο κλασσικά<br />
μοντέλα στην παροχή δημοσίων υπηρεσιών, δηλαδή το «ιεραρχικό» ή<br />
«εντολών και ελέγχου», αυτό της «εμπιστοσύνης» ή «δικτύων» και αυτό της<br />
«φωνής». Παρά τα εγγενή προβλήματα που συνδέονται με την εφαρμογή του,<br />
το παράδειγμα επιλογής και ανταγωνισμού και «οιονεί αγορών» γενικά μπορεί<br />
πράγματι να προσφέρει καλύτερο συνδυασμό κινήτρων από την πλευρά των<br />
παρόχων με όρους ποιότητας, αποτελεσματικότητας, ανταπόκρισης/λογοδοσίας<br />
και κοινωνικής δικαιοσύνης σε κρίσιμους τομείς ημι-δημόσιων αγαθών.<br />
Μ’ αυτή την έννοια, μπορεί και πρέπει να αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της δημόσιας<br />
πολιτικής γενικά, ιδιαίτερα στους τομείς οιονεί δημόσιων αγαθών και<br />
υπηρεσιών. Αυτό, ωστόσο, πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με τα άλλα παραδείγματα/μοντέλα,<br />
και ιδιαίτερα με αυτό των «εντολών και ελέγχου», δεδομένων<br />
των προβλημάτων που υπάρχουν σχετικά με κρίσιμα ζητήματα, όπως π.χ.<br />
το θέμα της επαρκούς πληροφόρησης και γνώσης από την πλευρά των χρηστών<br />
ή της επιλογής των καλύτερων χρηστών από την πλευρά των παρόχων.<br />
Αν και η παιδεία είναι ένα κατ’ εξοχήν δημόσιο αγαθό, το οποίο πρέπει να<br />
συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικών αξιών και ίσων ευκαιριών, εντούτοι, η<br />
λεγόμενη «δωρεάν παιδεία», όταν δεν συνοδεύεται από συμπληρωματικά κοινωνικά<br />
μέτρα, εντείνει αντί να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. 37 Το θέμα<br />
37 Οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, και κυρίως οι χαμηλόμισθοι, από τη μια μεριά<br />
έχουν λιγότερες πιθανότητες να στείλουν τα παιδιά τους στο Πανεπιστήμιο ενώ από
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 35<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 35<br />
της μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος και ειδικότερα της τριτοβάθμιας<br />
εκπαίδευσης αποτελεί ένα από τα πλέον επιτακτικά και ταυτόχρονα<br />
συγκρουσιακά ζητήματα, με επίκεντρο την αναθεώρηση του «άρθρου 16» του<br />
Συντάγματος. 38 Παράλληλα μεγάλος αριθμός οικονομολόγων τονίζουν το ρόλο<br />
της εκπαίδευσης στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, ιδίως στις περιπτώσεις<br />
χωρών με σχετικά χαμηλό ή μέτριο επίπεδο ανάπτυξης, κυρίως γιατί το<br />
μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων δεν επιτρέπει υψηλές παραγωγικότητες.<br />
Εάν η Ελλάδα επιθυμεί να γίνει χώρα υποδοχής ξένων επενδύσεων, θα πρέπει<br />
να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες υψηλής αποδοτικότητας του κεφαλαίου<br />
και η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στην αποδοτική επένδυση<br />
στον ανθρώπινο παράγοντα. Βέβαια, το ζήτημα δεν αφορά μόνον την<br />
προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Η ποιότητα του παραγωγικού συντελεστή εργασία<br />
εξαρτάται σχεδόν απολύτως από την εκπαίδευση που έχει λάβει. Στον δε<br />
σύγχρονο, διεθνοποιημένο κόσμο, καθοριστική είναι και η δυνατότητα κινητικότητας<br />
των εργαζομένων, γεγονός που εξαρτάται ειδικότερα από το κατά<br />
πόσο έχουν λάβει «κομβική» και «ολοκληρωμένη» εκπαίδευση. Η ανάλυση των<br />
Μιχάλη Μητσόπουλου και Θοδωρή Πελαγίδη καταδεικνύει ότι η αποκλειστικά<br />
κρατική χρηματοδότηση, η επιλογή και κατανομή των φοιτητών από το κράτος<br />
και η μισθοδοσία και εξέλιξη των καθηγητών σύμφωνα με τις επιταγές του<br />
κράτους, αντί για την επιλογή φοιτητών και διδακτικού προσωπικού (διορισμός)<br />
από τα ίδια τα πανεπιστήμια και την μισθοδοσία των Καθηγητών από<br />
αυτά, συνιστούν εξαιρετικά αρνητικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πανεπιστημίου.<br />
Ως αποτέλεσμα, το σημερινό σύστημα παράγει άνεργους απόφοιτους<br />
με υψηλό κόστος, το οποίο προστίθεται βέβαια στο σημαντικό κόστος που συνεπάγεται<br />
η παρουσία άνω του 10% του φοιτητικού πληθυσμού σε ξένα πανεπιστήμια.<br />
Τη βαθιά θεσμική και ηθική κρίση που διέρχεται το ελληνικό πανεπιστήμιο<br />
εξετάζει ο Θέμης Λαζαρίδης καθώς και τα «δομικά» προβλήματα, όπως τα πελατειακά<br />
δίκτυα, η συναλλαγή, και η ευνοιοκρατία, συγκρίνοντας το θεσμικό<br />
πλαίσιο των ελληνικών πανεπιστημίων με αυτό πανεπιστημίων του εξωτερικού.<br />
την άλλη σηκώνουν αναλογικά μεγαλύτερα φορολογικά βάρη σε σχέση με τις εύπορες<br />
τάξεις που φοροδιαφεύγουν κατά συστηματικό τρόπο. Έχουμε ένα πανεπιστημιακό<br />
σύστημα όπου όλο και περισσότερο οι χαμηλόμισθοι –μέσω ενός εξοργιστικά άδικου<br />
φορολογικού συστήματος– χρηματοδοτούν τις σπουδές των παιδιών των μεγαλογιατρών,<br />
δικηγόρων, αρχιτεκτόνων κ.λπ. Ν. Μουζέλης, «Οι χαμηλόμισθοι χρηματοδοτούν<br />
τα παιδιά των εύπορων οικογενειών», Ελευθεροτυπία, 15/11/2008.<br />
38 Βλέπε π.χ. Ε. Βενιζέλος, Ατζέντα 16. Για το Ελληνικό Πανεπιστήμιο του 21 ου Αιώνα,<br />
εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2007.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 36<br />
36 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Ο συγγραφέας καταθέτει μια δέσμη προτάσεων για θεσμική μεταρρύθμιση που<br />
περιλαμβάνει την αλλαγή του διοικητικού μοντέλου, τη ριζική αναθεώρηση του<br />
«άρθρου 16», τη δημιουργία θεσμών που προάγουν την αξιοκρατία στις προσλήψεις,<br />
την αξιολόγηση, την υιοθέτηση πολιτικών που να προάγουν την αριστεία,<br />
την εγκαθίδρυση ανεξάρτητης αρχής για τα πανεπιστήμια και αξιόπιστων<br />
μηχανισμών κρίσης και διαχείρισης ερευνητικών προγραμμάτων, τη δραστική<br />
αντιμετώπιση των παρωχημένων ρυθμίσεων για το άσυλο, τα συγγράμματα<br />
τους φοιτητικούς συλλόγους και τον τρόπο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο,<br />
την οργάνωση και αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της διασποράς και<br />
φυσικά την αναγκαία αλλαγή κουλτούρας. Ανεξάρτητα από το πόσο είναι εφικτές<br />
όλες ή κάποιες από τις παραπάνω προτάσεις, η μεταρρύθμιση που απαιτείται<br />
δεν νοείται χωρίς το άνοιγμα της πα νεπιστημιακής αγοράς και ένα ρυθμιστικό<br />
σύστημα που να διασφαλίζει την αξι ολόγηση και συνεπώς την ποιότητα<br />
και αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών.<br />
Αποτελεί προπόθεση για την ποιοτική αναβάθμιση, κατά το πρότυπο της<br />
διεθνούς πρακτικής, η άμεση και ουσιαστική συγκριτική αξιολόγηση, και η συγκέντρωση<br />
πόρων στην έρευνα. 39 Εκτός από μοχλό υγιούς οικονομικής ανάπτυξης,<br />
η έρευνα αποτελεί προπόθεση προστασίας του περιβάλλοντος, αναγκαίο<br />
όρο για παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας, βάση για ανάπτυξη<br />
αμυντικής τεχνολογίας και απαραίτητο στοιχείο ουσιαστικής πανεπιστημιακής<br />
εκπαίδευσης και πολιτισμού. Ο ρόλος που διαδραματίζει στις νέες συνθήκες<br />
του παγκόσμιου ανταγωνισμού έχει γίνει τόσο σημαντικός, ώστε η ευημερία ή η<br />
περιθωριοποίηση μιας χώρας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά<br />
της να παράγει νέα γνώση, να αναπτύσσει τεχνολογία και να καινοτομεί. 40<br />
39 Κυριότερες αιτίες του ερευνητικού ελλείμματος της χώρας αποτελούν η ανεπαρκής<br />
συνειδητοποίηση της ανάγκης για βασική και εφαρμοσμένη έρευνα στη σημερινή<br />
κοινωνία της γνώσης, η εξαιρετικά χαμηλή κρατική και ιδιωτική χρηματοδότηση, η ελλιπής<br />
παράδοση αξιοκρατίας και αξιολόγησης στηριζόμενης σε διεθνώς αποδεκτά κριτήρια,<br />
η προβληματική λειτουργία των πανεπιστημίων, η κρατική μικροδιαχείριση και η<br />
συνακόλουθη γραφειοκρατία, η μετανάστευση σημαντικού ερευνητικού δυναμικού χωρίς<br />
προοπτική επαναπατρισμού (brain drain) και η μη προσέλκυση στην Ελλάδα ξένων<br />
ερευνητών. Για να προσεγγισθεί το 2013 στόχος του 1,5% του ΑΕΠ ως συνολική δαπάνη<br />
για την έρευνα, η κρατική συμμετοχή πρέπει να αυξάνεται κάθε χρόνο τουλάχιστον<br />
κατά ένα χιλιοστό του ΑΕΠ, ώστε να φθάσει τον ελάχιστο στόχο του 0,8% ως το<br />
2013. Παράλληλα χρειάζεται να δοθούν φορολογικά και άλλα κίνητρα, ώστε να αυξηθεί<br />
δραστικά η δαπάνη των επιχειρήσεων για Ερευνά και Ανάπτυξη. Βλέπε στο 22 Πανεπιστημιακοί,<br />
«SOS για την έρευνα», Το Βήμα, 6/6/2008.<br />
40 National Intelligence Council, Disruptive Civil Technologies: Six Technologies with<br />
Potential Impacts on US Interests out to 2025, Conference Report, Απρίλιος 2008.<br />
http://www.dni.gov/nic/confreports_disruptive_tech.html.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 37<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 37<br />
Στο περιβάλλον που διαμορφώνεται οι νέοι πολίτες απαιτείται να εξοπλιστούν<br />
με γνώσεις και ικανότητες για να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες και δυσκολότερες<br />
προκλήσεις από εκείνες κάθε προηγούμενης γενιάς. Το ίδιο ισχύει<br />
και για την ελληνική οικονομία, η οποία μέσα στα επόμενα χρόνια πρέπει να<br />
μετασχηματιστεί αναπτυξιακά σε μια οικονομία που στηρίζεται σε ένα καλά<br />
καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, στην ευρεία διάχυση των νέων τεχνολογιών<br />
σε όλο τον παραγωγικό ιστό και στην παροχή σύγχρονων προόντων και<br />
υπηρεσιών έντασης γνώσης. 41 Πρέπει να τονιστεί ότι ήδη πολλές ευρωπακές<br />
χώρες έχουν στραφεί προς την οικονομία της γνώσης. Για παράδειγμα η Γαλλία,<br />
σε μια προσπάθεια αναγέννησης της ικανότητάς της για καινοτομίες διπλασίασε<br />
την χρηματοδότηση του Κέντρου για Βιομηχανική Καινοτομία κι αύξησε<br />
τα ποσά που επενδύει σε έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη περίπου 2%<br />
του ΑΕΠ - πολύ λιγότερα βέβαια από την Γερμανία και τις ΗΠΑ και θεαματικά<br />
λιγότερα από χώρες της Σκανδιναβίας. Από τα ποσά αυτά η συμμετοχή<br />
του ιδιωτικού τομέα είναι ελάχιστη, ενώ το ποσοστό ξεπερνά το 65% σε χώρες<br />
όπως η Ιαπωνία, η Σουηδία, και η Φινλανδία. 42 Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία,<br />
μέσα σε μια δεκαετία, έχει καταστεί πρωτοπόρος στους τομείς των<br />
νέων τεχνολογιών αναπτύσσοντας μια δραστική δημόσια πολιτική καινοτομιών<br />
που στηρίχθηκε σε υψηλό ρυθμό επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη (3,2%<br />
του ΑΕΠ) και σημαντική αύξηση της επένδυσης του ιδιωτικού τομέα υπό την<br />
καθοδήγηση ενός ανεξάρτητου Συμβουλίου. Επιπλέον δημιουργήθηκαν πανεπιστημιακά<br />
ιδρύματα με υψηλές προδιαγραφές, αυστηρές προποθέσεις εισαγωγής<br />
και δωρεάν φοίτηση για τα χαμηλά εισοδήματα. Το σύστημα δυστυχώς<br />
δεν αποδίδει με την υιοθέτηση ενός μόνο μέρους των παραπάνω επιλογών.<br />
Στην Φινλανδία υπήρξε μια συνολική προώθηση των παραπάνω αντιλήψεων<br />
και κινήσεων, με συνέπεια, επιμονή και σταθερότητα. 43 Στον αυξανόμενο παγκόσμιο<br />
οικονομικό ανταγωνισμό, και ακόμη περισσότερο στη σημερινή κρίσιμη<br />
οικονομική συγκυρία, εκτός από την απαιτούμενη στροφή του ελληνικού<br />
εκπαιδευτικού συστήματος σε μια περισσότερο αναπτυξιακή κατεύθυνση,<br />
χρειάζεται ο συνολικός προσανατολισμός της ελληνικής κοινωνίας στον κεντρικό<br />
στόχο μετάβασης σε μια ανταγωνιστική «οικονομία της γνώσης» και η<br />
41 Βλέπε αναλυτικότερα στο Τ. Γιαννίτσης (επιμ.), Σε Αναζήτηση Ελληνικού Μοντέλου<br />
Ανάπτυξης, Ινστιτούτο Μεσογειακών Μελετών, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 2008.<br />
42 Στον τομέα της έρευνας στην Ελλάδα η συνολική (κρατική, ιδιωτική και κοινοτική)<br />
δαπάνη για την έρευνα φτάνει μόλις το 0,61% του ΑΕΠ, με κρατική συμμετοχή<br />
που δεν ξεπερνά το 0,3%, έναντι του 1,84% που είναι ο ευρωπακός μέσος όρος.<br />
43 Α. Ανδριανόπουλος, «Πολιτικές Έρευνας και Καινοτομίας», http://www.<br />
andrianopoulos.gr/0010000197 .
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 38<br />
38 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
δημιουργία μιας βιώσιμης μελλοντικής δυναμικής. Η ιστορική συγκυρία που<br />
διαμορφώνεται από την παγκόσμια τεχνολογική επανάσταση και την επένδυση<br />
στη γνώση, δεν πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη. Αυτή άλλωστε είναι και η<br />
Στρατηγική της Λισσαβόνας, η οποία δεν αποτελεί ένα στατικό θεωρητικό κείμενο<br />
αλλά μία ουσιαστική προσέγγιση του κοινού ευρωπακού μέλλοντος με<br />
δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία, βασισμένη στη γνώση, στην έρευνα<br />
και την καινοτομία. Όπως παρατηρεί ο Νίκος Παπαδάκης, η Στρατηγική της<br />
Λισσαβόνας εδράστηκε ρητορικά σε μια τελολογική θεώρηση της παιδείας,<br />
ενόσω είχε μια σαφή επιχειρησιακή διάσταση: η «έξοδος από την κρίση», η<br />
αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων μεταξύ αγοράς<br />
εργασίας και εκπαίδευσης και της ανελαστικότητας των παραδοσιακών συστημάτων<br />
μάθησης που «βάρυναν» τις ευρωπακές οικονομίες, χρειάζονταν ένα<br />
νέο υπόδειγμα παραγωγής πολιτικής. Ο συγγραφέας θέτει σημαντικά ερωτήματα<br />
όπως, τι απηχεί η εντεινόμενη αξιοποίηση ποσοτικών δεικτών σύγκρισης<br />
και προόδου σε σχέση με την προπάρχουσα κατάσταση; Πόσο η επικυριαρχία<br />
των ποσοτικών δεικτών απονευρώνει το «πολιτικό περιεχόμενο» της διαδικασίας<br />
λήψης αποφάσεων; Η είσοδος σε μια πολυεπίπεδη, οικονομική, κοινωνική<br />
και τελικά πολιτική κρίση, επιβάλλει την ψύχραιμη εκκίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας,<br />
αλλά και την ψύχραιμη αποτίμηση των συνεπειών ενός επίμονου μετεωρισμού<br />
του κράτους μεταξύ μιας θεσμικής αμηχανίας και μια (δίκαιας) επιθυμίας<br />
για επιβίωση 44 στην οριστικά αναδιατασσόμενη διεθνή οικονομική<br />
αρένα, αλλά και της αγωνίας της ΕΕ για μια ολοκλήρωση που πλέον δείχνει να<br />
αποτελεί μάλλον μονόδρομο παρά επιλογή.<br />
Αναμφίβολα οι μεταβολές στην ευρωπακή οργάνωση και τα όρια του ενοποιητικού<br />
εγχειρήματος αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την Ελλάδα.<br />
Όπως εξηγούν οι Μιχάλης Τσινισιζέλης, Κώστας Κούγιας και Δημήτρης Χρυσοχόου<br />
το ατελέσφορο συνταγματικό εγχείρημα της Ευρώπης, σε συνδυασμό<br />
με το απορριπτικό δημοψήφισμα των Ιρλανδών, ανέδειξαν με τρόπο σαφή τα<br />
ίδια τα όρια της ενοποίησης. Αν και τα δύο αυτά γεγονότα αποτέλεσαν αφορμή<br />
για έναν γόνιμο δημόσιο προβληματισμό γύρω από τις προποθέσεις της κοινωνικής<br />
νομιμοποίησης της Ευρώπης, η «διάσωση» ενός μεγάλου αριθμού μεταρρυθμίσεων<br />
από τη Συνταγματική Συνθήκη στη Συνθήκη της Λισαβόνας<br />
προβάλλει, για πρώτη ίσως φορά, την εικόνα ενός πιθανού τελικού προόντος,<br />
με το γενικό σύστημα να κλείνει έναν μεγάλο κύκλο συστημικών μεταβολών.<br />
Πέραν των λόγων που οδήγησαν τα κράτη σε μια στρατηγική αναδίπλωσης, και<br />
44 Βλ. αναλυτικά N. Παπαδάκης, M. Murphy & Δ. Ροζάκη, «Πολιτικές Ανώτατης<br />
Εκπαίδευσης και Εκπαίδευση Ενηλίκων: Η περίπτωση του Βελγίου και της Ιρλανδίας»,<br />
Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, Τ. 2, 2004, σ. 48.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 39<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 39<br />
δεδομένης της έντονης πολιτικοποίησης της ενοποίησης την τελευταία δεκαετία<br />
και τη μεταβολή της άλλοτε επαρκούς «συγκαταβατικής συναίνεσης» των<br />
πολιτών σε νέες μορφές διεκδίκησης, το όραμα για μια συμμετοχική δημόσια<br />
σφαίρα αναδεικνύεται ως η πλέον κρίσιμη επιλογή για το μέλλον της ΕΕ. Είναι<br />
σαφές, ότι η ΕΕ θα πρέπει να αρχίσει να διαλέγεται, μετατρέποντας τη συμμετοχή<br />
των πολιτών σε πεδίο δημοκρατικής αμφισβήτησης και διεκδίκησης, προβάλλοντας<br />
έτσι το μετασχηματισμό της ΕΕ από μια συμπολιτειακής έμπνευσης<br />
νομικοπολιτική τάξη σε μια συντεταγμένη και αυτοδύναμη πολιτειακή συγκρότηση.<br />
Εξωτερική πολιτική και ασφάλεια<br />
Η κρίσιμη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας οδήγησε στην εξαιρετικά γρήγορη<br />
ένταξη στο ευρωπακό ενοποιητικό εγχείρημα στο ξεκίνημα της δεκαετίας<br />
του 1980. Έκτοτε, η εξέλιξη των υπερεθνικών δομών επέδρασε δραστικά<br />
στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας, γεγονός που θα περίμενε<br />
κάποιος να συμβεί και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Εντούτοις, οι ελληνικές<br />
επιδιώξεις έχουν χαρακτηριστεί ως «μη ορθολογικές», «στενές», «ακατανόητες»,<br />
«επιθετικές» ακόμη και «παράλογες». Ομοίως, και η ακαδημακή κοινότητα<br />
ομόθυμα καταδίκαζε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 την ελληνική<br />
εξωτερική πολιτική ως «αναποτελεσματική», «ασταθή» και «σπασμωδική». 45<br />
Με καθυστέρηση περίπου μίας δεκαετίας, από την «κρίση Οτσαλάν» το Φεβρουάριο<br />
του 1999, μέχρι το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη το<br />
Δεκέμβριο του 2002, η ελληνική εξωτερική πολιτική γνώρισε τη δική της επανάσταση.<br />
46 Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε στην ιδιαίτερα εποικοδομητική Ελληνική<br />
Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, 47 κατά τη διάρκεια της οποίας εκτός<br />
του ότι οριστικοποιήθηκε η διεύρυνση και κατέστη λειτουργική η Ευρωπακή<br />
Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, αναδείχθηκαν και καίρια θέματα των περι-<br />
45 Βλέπε στο Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Το Μοντέλο Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής<br />
στην Ελλάδα: Πρόσωπα έναντι Θεσμών», στο Π. Τσάκωνας, Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική<br />
Πολιτική. Μια Συνολική Προσέγγιση, Τόμος Β’, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα,<br />
2003, σελ. 91-92.<br />
46 Δ. Καιρίδης, «Η Εξωτερική Πολιτική του Εκσυγχρονισμού», σε Τσάκωνας<br />
(επιμ.), οπ. π., 2003, σελ. 298.<br />
47 Βλέπε αναλυτικά στο Γιώργος Παγουλάτος και Σπύρος Μπλαβούκος, Η Τελευταία<br />
Ελληνική Προεδρία. Η Ελλάδα στην Ευρωπακή Ολοκλήρωση και οι Τέσσερις Ελληνικές<br />
Προεδρίες της ΕΕ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 40<br />
40 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
φερειακών σχέσεών της και διευθετήθηκε επιδέξια η κρίση στο Ιράκ, ενισχύοντας<br />
σημαντικά τη διεθνή προβολή της χώρας. Σήμερα η ραγδαία εξελισσόμενη<br />
διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θέτει υπό το πρίσμα συνολικής επανεξέτασης<br />
ολόκληρο το φάσμα της αναπτυξιακής πολιτικής, του στρατηγικού σχεδιασμού<br />
και των διεθνών σχέσεων κάθε χώρας. Στο πλαίσιο των αλλαγών που<br />
έχουν δρομολογηθεί σε διεθνές επίπεδο μετά το 1989, το τέταρτο μέρος του<br />
ανά χείρας τόμου εξετάζει ζητήματα σχετικά με την εξωτερική πολιτική και τις<br />
στρατηγικές επιλογές στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, τη θέση και το ρόλο της<br />
στην εξελισσόμενη ΕΕ και το μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα.<br />
Είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα επονομαζόμενα<br />
«εθνικά θέματα» τείνουν να εκλείψουν με τη βαθμιαία διευθέτηση διαφόρων<br />
διεθνών εκκρεμοτήτων, διμερών ή πολυμερών, επιτρέποντας έτσι στα κράτη να<br />
ασκούν εξωτερική πολιτική όχι αυτοτελώς, αλλά ως ένα παρακλάδι της γενικής<br />
εθνικής πολιτικής τους, κυρίως για να προωθήσουν οικονομικά συμφέροντα,<br />
αξίες όπως η δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να<br />
ενισχύσουν την πολιτιστική τους παρουσία σε τρίτες χώρες ή για να πάρουν<br />
θέση επί διαφόρων διεθνών προβλημάτων. Επειδή όμως η Ελλάδα, έχει αρκετά<br />
τέτοια θέματα εν εξελίξει (Τουρκία-Κυπριακό και Βαλκάνια), η χρήση<br />
της εξωτερικής πολιτικής για τους παραπάνω λόγους αποτελεί πολυτέλεια.<br />
Προχωρώντας σε μια κριτική αξιολόγηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής<br />
και του διαχρονικού χειρισμού των επονομαζόμενων «εθνικών θεμάτων» ο Δημήτρης<br />
Νεζερίτης τονίζει ότι, η ενασχόληση με τα θέματα αυτά έχει περιορίσει<br />
τις δυνατότητες της Ελλάδας να δραστηριοποιηθεί σε άλλα πεδία και θέματα<br />
της διεθνούς πολιτικής ώστε να ενισχύσει το κύρος της διεθνώς. Τονίζει ότι η<br />
επιτυχής εξωτερική πολιτική δεν ασκείται απλώς και μόνο με την προβολή επιχειρημάτων<br />
περί της ορθότητος των θέσεων.<br />
Η Ελλάδα έχει την ατυχία να βρίσκεται σε μια «δύσκολη» γεωγραφική περιοχή,<br />
που χαρακτηρίζεται από αστάθεια και ρευστότητα, ενώ αρκετοί γείτονές<br />
της βρίσκονται σε φάση μετάβασης, όσον αφορά στο πολιτικό, οικονομικό<br />
και κοινωνικό τους σύστημα. Συνορεύει δε με μια χώρα η οποία έχει θέσει μια<br />
σειρά από διεκδικήσεις, και η οποία θεωρεί τη στρατιωτική ισχύ ως αποδεκτό<br />
εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής με αποτέλεσμα να αποτελεί εδώ και<br />
δεκαετίες το κυρίαρχο εθνικό θέμα, με σημαντικές επιπτώσεις στην αποδυνάμωση<br />
του αισθήματος ασφαλείας που θα έπρεπε να υφίσταται στην Ελλάδα<br />
λόγω της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Το γεγονός ότι η πολιτική απέναντι στην<br />
Τουρκία μετεβλήθη από σχεδόν όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, έναντι της<br />
σταθερής συμπεριφοράς της άλλης πλευράς, δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τη<br />
διαπραγματευτική μας θέση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το 2004 - έτος κατά<br />
το οποίο η Ελλάδα πέτυχε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεταβάλλοντας<br />
την ισορροπία δυνάμεων υπέρ των Ελληνοκυπρίων, συνοδεύτηκε από την
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 41<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 41<br />
απαξίωση της πάγιας πολιτικής των ελληνικών και κυπριακών κυβερνήσεων<br />
«διεθνοποίησης» του Κυπριακού. Οι προσπάθειες του Γ.Γ. του ΟΗΕ Κ. Ανάν<br />
για επίλυση του προβλήματος πριν την ένταξη στην ΕΕ, απέτυχαν όταν στα<br />
σχετικά δημοψηφίσματα, η ελληνοκυπριακή πλευρά τάχθηκε εναντίον του σχεδίου.<br />
Παράλληλα, το γεγονός ότι η Ελλάδα ουσιαστικά παραιτήθηκε από τα<br />
διαπραγματευτικά περιθώρια που της προσέφερε το Ελσίνκι για την έναρξη<br />
της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας, καταδεικνύει ότι οι βασικές συνισταμένες<br />
αυτής της τάσης έχουν ανατραπεί. 48<br />
Από την άλλη πλευρά, στο «βαλκανικό μέτωπο», το θέμα της ΠΓΔΜ είναι<br />
μεν πρωταρχικής σημασίας, αλλά σοβαρές επιπτώσεις έχει και η υπόθεση του<br />
Κοσσυφοπεδίου, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του οποίου και η αναγνώρισή<br />
του από αρκετές χώρες αποτελεί ένα δυνάμει επικίνδυνο προηγούμενο. Το σύμπλεγμα<br />
των θεμάτων που ανέκυψαν στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια, αντιμετωπίστηκε<br />
κατά τρόπο ανεπαρκή. Αρχικά η άκριτη στήριξη στη Σερβία με<br />
την «ανακάλυψη» της θρησκευτικής συγγένειας και η παραγνώριση των αγριοτήτων,<br />
προκάλεσαν τεράστια ζημιά στο διεθνές προφίλ της χώρας, αλλά και<br />
όταν επετεύχθη η «ενδιάμεσος συμφωνία», επικράτησε ένας εφησυχασμός<br />
απέναντι στις στείρες συνομιλίες περί του ονόματος. 49 Όμως και η (επανα)-<br />
«σκοπιανοποίηση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 2004, δεν απέτρεψε<br />
την αναγνώριση της ΠΓΔΜ από τις ΗΠΑ με τη συνταγματική τους ονομασία<br />
και την επιδείνωση της ελληνικής διαπραγματευτικής θέσης, με αποκορύφωμα<br />
τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι.<br />
Εκτός από την αυτονόητη «συνέχεια», προκειμένου να καταστεί επιτυχής,<br />
είναι απαραίτητο η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής να συνοδεύεται και από<br />
άλλους παράγοντες οι οποίοι θα ενισχύουν και προσδίδουν βαρύτητα στις ελ-<br />
48 Δ. Κώνστας, «Πρόλογος», σε Αρβανιτόπουλος & Κοππά οπ.π., 2005, σελ. 2 και P.<br />
J. Tsakonas, The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations: Grasping Greece’s<br />
Socialization Strategy, Palgrave-MacMillan, New York, υπό έκδοση.<br />
49 Στην πολύχρονη διελκυστίνδα γύρω από την ονομασία της ΠΓΔΜ, η επιχειρηματολογία<br />
της ελληνικής διπλωματίας αρθρώνεται (και πάλι) πάνω στα ιστορικά «δίκαια»<br />
μας και λιγότερο γύρω από ζητήματα κρατικής και εδαφικής κυριαρχίας, όπως συνήθως<br />
πράττουν οι ορθολογικοί δρώντες στις διεθνείς σχέσεις. Η εξωτερική μας πολιτική<br />
δαπανά σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για να κατανοήσει η διεθνής κοινότητα την<br />
ιδιαίτερη σημασία που έχει (για εμάς) ο όρος Μακεδονία. Πρόκειται για εγχείρημα<br />
μάλλον ανέφικτο καθώς, όσοι βρίσκονται πέρα από τον εθνοτικό εθνικισμό και την<br />
«εθνογραφική νόσο» των Βαλκανίων, αδυνατούν να αντιληφθούν τις υπόρρητες συνδηλώσεις<br />
της λέξης «Μακεδονία» για τους Έλληνες. Βλέπε R. Shannan Peckham, Εθνικές<br />
Ιστορίες, Φυσικά Κράτη- Εθνικισμός και Πολιτική του Τόπου στην Ελλάδα, εκδόσεις<br />
Ενάλιος, Αθήνα, 2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 42<br />
42 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
ληνικές θέσεις. Στη σύγχρονη διάταξη των διεθνών σχέσεων για χώρες όπως η<br />
Ελλάδα δεν αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη στρατιωτική ισχύ, αλλά στην<br />
απόκτηση οικονομικής ισχύος και αξιοπιστίας. Πολύ συχνά τονίζεται ότι η<br />
ιδιότητα-μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προσδίδει στην Ελλάδα ιδιαίτερες δυνατότητες<br />
στις περιφερειακές εξελίξεις στα Βαλκάνια και την ευρύτερη Μεσόγειο.<br />
50 Εντούτοις, ελάχιστα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την συμμετοχή<br />
μας στο ΝΑΤΟ σαν μέσο προώθησης των πολιτικών μας στόχων. Αναμφισβήτητα<br />
υπάρχουν και αντικειμενικές δυσχέρειες όπως η ανάγκη διατήρησης υψηλού<br />
επιπέδου άμυνας έναντι της Τουρκίας, η οποία περιορίζει τις δυνατότητές<br />
μας συμμετοχής –αν, βεβαίως, κάτι τέτοιο ήταν επιθυμητό– στις δυνάμεις του<br />
ΝΑΤΟ π.χ. στο Αφγανιστάν, ή στην διάθεση οπλικών συστημάτων τα οποία<br />
χρειάζονται εκεί οι συμμαχικές δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, παρά τις αδυναμίες<br />
της, η Ελλάδα έχει γίνει αποδεκτή ως ισότιμος εταίρος από τον σκληρό<br />
ηγετικό της πυρήνα, επίσημο ή ανεπίσημο, γεγονός που της προσδίδει ένα σημαντικό<br />
πλεονέκτημα στις εξωτερικές της διαδράσεις. 51<br />
Αποτελεί κοινή πεποίθηση, ότι η διεθνής θέση της Ελλάδος θα μπορούσε να<br />
είναι καλύτερη από αυτήν που αποτυπώνεται σήμερα στις εξωτερικές της σχέσεις.<br />
Αυτό όμως δεν είναι ένα θέμα που εξαρτάται αποκλειστικά από την επιτυχή<br />
άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Για την ακρίβεια, η τελευταία, αποτελεί την<br />
κορωνίδα μιας σειράς παραγόντων που αναφέρονται στη λειτουργία του κρά-<br />
50 Η αυτοαπονομή επαίνων και στρατηγικής σημασίας στο ρόλο που διαδραματίζει η<br />
Ελλάδα (π.χ. στη σταθεροποίηση και την ένταξη στην ΕΕ των Βαλκανίων), δεν έχουν την<br />
παραμικρή σημασία, αν οι ΗΠΑ, ή οι ευρωπαίοι δεν μας προσδίδουν τον χαρακτηρισμό<br />
αυτό και κυρίως, αν οι άλλες βαλκανικές και μεσογειακές χώρες δεν το αποδέχονται.<br />
51 Υπήρξε βεβαίως μία περίοδος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, κατά την οποία<br />
η Ελλάδα ήταν το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης. Το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια<br />
μετά την ένταξή της, η Ελλάδα δεν είχε κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ιδιότητά-μέλους<br />
για να βελτιώσει τη θέση της σε σχέση με τα υπόλοιπα εννέα κράτη-μέλη, οφείλεται<br />
σε μεγάλο βαθμό στο ότι από τη δεκαετία του 1980 κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ<br />
των ανεπτυγμένων χωρών με το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ που καταναλώνεται σε<br />
αμυντικές δαπάνες και εξοπλιστικά προγράμματα. Βλέπε μεταξύ άλλων σε J. P.<br />
Agarwal, U. Hiemenz, R. Langham mer & P. Nunnenkamp, «EC Economic Integration<br />
and its Impact on Foreign Direct Investment and Developing Countries», στο K. Ohno<br />
& Y. Okamoto (επιμ.), Regional Integration and Foreign Direct Investment For Developing<br />
Countries, Institute of Developing Economies, Tokyo, 1994, σελ. 346-358 και P. Hocke -<br />
nos, «Arms Bizarre», In These Times, No 18, 1994, σελ. 22. Η εικόνα αυτή άλλαξε από τα<br />
μέσα της δεκαετίας του 1990 με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής για την<br />
ένταξη στην Ευρωζώνη και από το 2001 με μια σημαντική μείωση και εξορθολογισμό<br />
των αμυντικών δαπανών. Βλέπε Θ. Ντόκος (επιμ.), Ελληνική Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας<br />
στον 21 ο Αιώνα, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, 2007, σελ. 2.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 43<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 43<br />
τους, στην αξιοπιστία του και στις δυνατότητές που διαθέτει στον παγκόσμιο<br />
ανταγωνισμό. Εδώ εγείρονται σημαντικά ζητήματα για την Ελλάδα και το εθνικό<br />
«brand name» 52 , το οποίο, μετά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004<br />
κυριαρχεί ο φόβος κατακρήμνισης του. 53 Γεγονότα, όπως οι πυρκαγιές του Αυγούστου<br />
2007 και τα επεισόδια που έλαβαν χώρα το Δεκέμβριο του 2008 στην<br />
Αθήνα, αναμένεται όχι μόνο να επηρεάσουν προσωρινά την παγκόσμια κοινή<br />
γνώμη, αλλά και να σκιάσουν σε μόνιμη βάση το «brand Ελλάδα», καθιστώντας<br />
την ανικανότητα αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων σε κεντρικό χαρακτηριστικό<br />
της χώρας. Από τη σκοπιά της διεθνούς επικοινωνίας τα γεγονότα του περασμένου<br />
Δεκεμβρίου εντάσσουν την Ελλάδα σε μια κατηγορία ανεπτυγμένων<br />
χωρών με σοβαρά προβλήματα ανισοτήτων και ανοικτά ζητήματα διακυβέρνησης<br />
καθώς (για μια ακόμη φορά) τα περισσότερα διεθνή ΜΜΕ αναφέρονται με<br />
έμφαση στην ελληνική ιδιορρυθμία και την «ανικανότητα» των πολιτικών της φορέων<br />
να διατυπώσουν σαφή οράματα και πολιτικές. 54<br />
Υπό το πρίσμα αυτό, προτεραιότητα πρέπει να αποτελέσει η διόρθωση της<br />
«προβληματικής» και «αναξιόπιστης» ελληνικής οικονομίας στη νέα ευρωπακή<br />
πραγματικότητα. Πρέπει να τονιστεί ότι ένας σημαντικός κίνδυνος που<br />
ελλοχεύει μέσα από τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση στο ευρωπακό οικοδόμημα,<br />
είναι πως η ΟΝΕ, έγινε νομισματική ένωση και όχι οικονομική. 55 Η<br />
52 Η προσέγγιση του «nation branding» συνίσταται στην απόδοση ανταγωνιστικής<br />
εμπορικής ταυτότητας στα κράτη και εδράζεται τόσο στην ευρεία διάχυση ήπιας<br />
ισχύος, όσο και στην αποτελεσματική άσκηση δημόσιας διπλωματίας. Μέσω της συνεκτικής<br />
και διαρκούς απεικόνισης των βασικών αξιών των χωρών στην εξωτερική τους<br />
επικοινωνία, καθώς και διά της εφαρμογής ολοκληρωμένων προγραμμάτων μάρκετινγκ<br />
και διεθνών δημοσίων σχέσεων, αποσκοπεί στη διαμόρφωση θετικής εθνικής εικόνας<br />
και επωφελούς παγκόσμιας φήμης. Βλέπε μεταξύ άλλων Ε. Παπαθάνου, «Η Ελλάδα<br />
ως “brand”: Η διαμόρφωση της εθνικής εμπορικής ταυτότητας», Τμήμα Στελεχών<br />
Επικοινωνίας, ΕΣΔΔ, Αθήνα, 2008, σελ. 2.<br />
53 Στο εισαγωγικό σημείωμα της Athens News υπογραμμίζεται ότι η κυριότερη αιτία<br />
της ανυπαρξίας της Ελλάδας στα ξένα ΜΜΕ εντοπίζεται στο γεγονός ότι μετά από τους<br />
Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 «η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει κάποιο στόχο», o<br />
οποίος θα μπορούσε να προσελκύσει με θετικό τρόπο την προσοχή τους, ενώ η καθυστέρηση<br />
απαραίτητων μεταρρυθμίσεων οδηγεί τα ΜΜΕ να αναφέρονται στη χώρα μόνον<br />
με την ευκαιρία εγκλημάτων ή καταστροφών. J. Psaropoulos, «Editorial: Greece’s<br />
Image in the World», Athens News, 8/8/2008, σελ. Α99.<br />
54 Μ. Μητσός, «Πρόδρομος εξελίξεων», Tα Νέα, 11/12/2008 και Ν. Νενεδάκης, «Η<br />
Ελληνική Κοινωνία και η Διεθνής Εικόνα της» (11/12/2008), Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής<br />
Πολιτικής, http://icp-forum.gr/.<br />
55 Όπως παρατηρεί ο Γ. Παγουλάτος, Η Ζώνη του Ευρώ φτιάχτηκε για την καταπολέμηση<br />
του πληθωρισμού, όχι για την αντιμετώπιση χρηματοοικονομικών κρίσεων. Έχει
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 44<br />
44 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Στρατηγική της Λισσαβόνας που χαράχτηκε μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ<br />
έμεινε ημιτελής, καθώς πολλές και μεγάλες χώρες υπονόμευσαν τους στόχους<br />
της για να προωθήσουν τις εθνικές τους προτεραιότητες. Σήμερα, σε συνθήκες<br />
οικονομικής επιβράδυνσης εντείνονται οι διαμαρτυρίες του πλούσιου Βορρά<br />
για το κόστος στήριξης των χωρών του φτωχού Νότου και ενισχύονται οι φυγόκεντρες<br />
δυνάμεις στο εσωτερικό της ΕΕ, επαναφέροντας τα σενάρια θεσμοθέτησης<br />
δύο ή και περισσοτέρων ταχυτήτων. Με αυτή την τάση η θέση της Ελλάδας<br />
στην ΕΕ καθίσταται επισφαλής, διότι είναι αμφίβολο εάν θα πληροί τις<br />
προποθέσεις τις οποίες θα τεθούν για να ενταχθεί στα ενοποιητικά εγχειρήματα<br />
του πυρήνα της ΕΕ. 56 Αν η Ελλάδα δεν συγκλίνει με ταχύτερο ρυθμό,<br />
διορθώνοντας τις ανισορροπίες της οικονομίας της, οι διαφοροποιημένες ταχύτητες<br />
στην ΕΕ μπορεί να αποτελέσουν ιδιαιτέρως αρνητική εξέλιξη ενδεχομένως<br />
ακυρώνοντας τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύγκλιση στο δεύτερο<br />
μισό της δεκαετίας του 1990. Άλλωστε δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν<br />
ότι η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά εκτός ΟΝΕ, καθώς το ελληνικό<br />
Δημόσιο, τους τελευταίους μήνες έχει δει τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται<br />
να εκτοξεύονται σε πρωτοφανή επίπεδα. 57<br />
Με αφορμή την κλιμακούμενη οικονομική κρίση έχει υποστηριχθεί από<br />
πολλούς ότι αν οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να αλλάξουν τη δομή του άναρχου<br />
καπιταλισμού που κυριαρχεί σήμερα παγκοσμίως, η αλλαγή μπορεί να έρθει<br />
από τις αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας<br />
και της Βραζιλίας, οι οποίες ενισχύουν, με διαφορετικά μέσα, τη διεθνή<br />
τους παρουσία. 58 Η κάμψη της αμερικανικής ισχύος, και οι αποτυχίες που τη<br />
ένα νόμισμα, αλλά όχι και ενιαία πολιτική ηγεσία. Η Ευρώπη έχει μια αγορά χρηματοπιστωτικών<br />
υπηρεσιών, πολλούς πανευρωπακούς τραπεζικούς ομίλους και δεκάδες<br />
διαφορετικές εποπτικές αρχές. Γ. Παγουλάτος, «Η Ειρωνεία της Διεθνούς Κρίσης»,<br />
Καθημερινή, 26/20/2008.<br />
56 Κ. Σημίτης, Η Κρίση, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2008.<br />
57 Αύξηση 1.040% μέσα σε ένα μόνο χρόνο καταγράφει η διαφορά απόδοσης<br />
(spread) του ελληνικού 10ετούς ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό Bund. Στις αρχές<br />
του 2008 το spread ήταν στις 20 μονάδες βάσης και στο τέλος του έτους διαμορφώνεται<br />
στις 228 μονάδες βάσης, καταγράφοντας νέο αρνητικό ρεκόρ εννέα χρόνων. Πλέον, οι<br />
επενδυτές αξιολογούν την Eλλάδα ολοένα και χαμηλότερα κάθε ημέρα που περνάει,<br />
ενώ κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας,<br />
σε περίπτωση που δεν αναστραφεί η κατάσταση. Βλέπε «Διπλάσια η αύξηση<br />
του spread στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε.», Καθημερινή, 17/12/2002, http://news.<br />
kathimerini.gr/ 4dcgi/_w_articles_economy_1_ 17/12/2008_296296<br />
58 Βλέπε μεταξύ άλλων σε National Intelligence Council, Global Trends 2025: A<br />
Transformed World, US Government Printing Office, Washington DC, 2008 και D.<br />
Drezner, «The New New World Order», Foreign Affairs, Vol. 68, No. 2, 2007, σελ. 34-57.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 45<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 45<br />
συνοδεύουν, σε συνδυασμό με την αδυναμία κάλυψης του κενού από τις ανερχόμενες<br />
δυνάμεις, θέτουν εκ νέου το ερώτημα για το ρόλο της Ευρώπης στον<br />
κόσμο. Μπορεί, ή θέλει, η ΕΕ να συμμετάσχει αποφασιστικότερα στην οικοδόμηση<br />
μιας νέας παγκόσμιας τάξης που θα αντανακλά τους σύγχρονους συσχετισμούς;<br />
59 Μετά όμως την αποτυχία επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης το<br />
2005 και την κατάσταση που έχει οδηγήσει το Ιρλανδικό δημοψήφισμα, η ΕΕ<br />
βρίσκεται σε κομβικό σημείο, σχετικά, τόσο με την πολιτειακή/θεσμική της<br />
δομή, όσο και με τα γεωγραφικά της όρια και τον παγκόσμιο ρόλο της.<br />
Μολονότι, η συμμετοχή στα όργανα της ΕΕ και η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων<br />
με τους ευρωπαίους εταίρους, τις ΗΠΑ και τους σημαντικούς διεθνείς παράγοντες<br />
αποτελούν θεμελιώδεις προτεραιότητες για τη διαχείριση των παραδοσιακών<br />
θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται<br />
οι προκλήσεις και οι περιφερειακές εξελίξεις στο ζωτικό χώρο της<br />
Μεσογείου. Μια διόλου απίθανη αναζωπύρωση της διαμάχης στη Μέση Ανατολή<br />
θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των φαινόμενων βίας και τρομοκρατίας<br />
στην περιοχή, επηρεάζοντας την τουριστική βιομηχανία, την ασφάλεια των<br />
θαλάσσιων μεταφορών και άλλες κρίσιμες οικονομικές δραστηριότητες. Ταυτόχρονα<br />
πρέπει να εκμεταλλευθεί καλύτερα το γεγονός ότι αποτελεί κεντρικό ναυτιλιακό<br />
δίαυλο της Μεσογείου για τη μεταφορά ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη,<br />
αφού βρίσκεται σε μικρή θαλάσσια απόσταση από τις ασταθείς μεν αλλά<br />
και πλούσιες σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο περιοχές της Βορείου Αφρικής, της<br />
Μέσης Ανατολής και της Μαύρης Θάλασσας. Η θέση της στο νοτιο-ανατολικό<br />
άκρο του ευρωπακού χώρου σταθερότητας και ανάπτυξης ταυτοποιεί τα συμφέροντα<br />
της με εκείνα των υπόλοιπων νότιων ευρωπακών χωρών και των πρωτοβουλιών<br />
συνεργασίας για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη που προωθούνται<br />
στην περιοχή, μετά την κατάρρευση των διπολικών περιορισμών. Πιο πρόσφατα,<br />
η αμέριστη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στη μεσογειακή πρωτοβουλία του<br />
Γάλλου Προέδρου Σαρκοζί, 60 εκτός από τη βοήθεια που παρείχε στο ζήτημα των<br />
Σκοπίων, αποτελεί και μια νέα ευκαιρία για την αναβάθμιση του ελληνικού παράγοντα<br />
στην περιοχή.<br />
Η πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου για τη Μεσόγειο έχει μεν πολιτικούς<br />
στόχους, ακολουθεί όμως κυρίως την οικονομία και το γεγονός ότι εδώ και αρ-<br />
59 Δ. Κ. Ξενάκης & Μ. Ι. Τσινισιζέλης (επιμ.), Παγκόσμια Ευρώπη? Οι Διεθνείς Διαστάσεις<br />
της Ευρωπακής Ένωσης, Ελληνική Πανεπιστημιακή Ένωση Ευρωπακών<br />
Σπουδών - εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2006.<br />
60 St. C. Calleya & D. Κ. Xenakis, «France’s New Mediterranean Initiative: Lessons<br />
from Post-Cold War Regional Cooperation», Karamanlis Working Papers in Hellenic and<br />
European Studies, No. 4, Fletcher School of Law and Diplomacy, Tufts University, 2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 46<br />
46 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
κετά χρόνια οι ευρωπακές επιχειρήσεις επενδύουν μαζικά στις νότιες ευρωπακές<br />
χώρες της Μεσογείου στις οποίες κατασκευάζονται σύγχρονα λιμάνια.<br />
Ενώ όλοι προσπαθούν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο στις θαλάσσιες<br />
μεταφορές της Μεσογείου που αυξάνονται συνεχώς, στην Ελλάδα η κλίμακα<br />
των αντίστοιχων σχεδιασμών δεν ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες για ενίσχυση<br />
του διαμετακομιστικού ρόλου της χώρας. Εξετάζοντας την μεσογειακή προσέγγιση<br />
της Ελλάδας, ο συγγραφέας του παρόντος κειμένου, καταλήγει ότι για να<br />
αξιοποιηθεί η ξεχωριστή γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ως συνδετικός κρίκος<br />
της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρική και να αναβαθμιστεί ο ελληνικός παράγοντας<br />
στην περιοχή απαιτείται η ανάπτυξη της μεσογειακής διάστασης<br />
στην ελληνική εξωτερική πολιτική, με παράλληλη δέσμευση των απαραίτητων<br />
πόρων και αναβάθμιση των σχετικών υπηρεσιών, δεξαμενών σκέψης, ερευνητικών<br />
και πανεπιστημιακών τμημάτων κ.λπ. Κρίσιμη είναι και η ανάληψη πρωτοβουλιών<br />
για το συντονισμό και την ενίσχυση των νοτιο-ευρωπακών προσπαθειών<br />
εξισορρόπησης στην υπερ-διευρυμένη ΕΕ, αλλά και η αναζήτηση νέων<br />
στρατηγικών εταίρων, μέσω των προγραμμάτων ενισχυμένης συνεργασίας που<br />
θα λάβουν χώρα στο πλαίσιο της ευρύτερης «Διαδικασίας της Βαρκελώνης:<br />
Ένωση για τη Μεσόγειο», όπως διαμορφώθηκε μετά την ιδρυτική Σύνοδο στο<br />
Παρίσι και την υπουργική διάσκεψη στη Μασσαλία. Στο πλαίσιο αυτό, οι προτάσεις<br />
για μια Ευρω-Μεσογειακή Ακτοφυλακή και για ένα ολοκληρωμένο δίκτυο<br />
για την πρόληψη των συγκρούσεων στη Μεσόγειο, 61 αποτελούν πεδία των<br />
περιφερειακών σχέσεων στα οποία ο ελληνικός παράγοντας θα μπορούσε να<br />
αναβαθμιστεί σημαντικά οικοδομώντας νέες στρατηγικές σχέσεις με τις χώρες<br />
της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ενισχύοντας και επεκτείνοντας, παράλληλα,<br />
τα πεδία συνεργασίας με τις νότιες ευρωπακές χώρες.<br />
Μέσα στο ασταθές περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων,<br />
και δεδομένης της ευρωπακής αμφισημίας για το μέλλον της Τουρκίας<br />
θα πρέπει να αναμορφωθεί ο μηχανισμός εθνικής ασφάλειας σε μια πιο αποτελεσματική<br />
και σύγχρονη κατεύθυνση, θέμα το οποίο εξετάζουν οι Παναγιώτης<br />
Τσάκωνας και Θάνος Ντόκος. Στηριζόμενη σε μια ψύχραιμη θεώρηση και εκτίμηση<br />
του στρατηγικού περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή, η ελληνική απάντηση<br />
στις όποιες τουρκικές προκλήσεις θα πρέπει να συνίσταται σε προετοιμασία<br />
προσεκτικής διαχείρισης των «κραδασμών» από μελλοντικές κρίσεις –<br />
όπερ σημαίνει ουσιαστική αναβάθμιση του εθνικού συστήματος χειρισμού κρίσεων,<br />
το οποίο από θεσμικής και επιχειρησιακής πλευράς βρίσκεται σε επί-<br />
61 St. C. Calleya & Δ. Κ. Ξενάκης, «Ασφάλεια και Στρατηγική Συνεργασία στη Μεσόγειο:<br />
Οικοδόμηση Εμπιστοσύνης και Πρόληψη Συγκρούσεων», Κείμενα Πολιτικής,<br />
No. 11, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, 2008.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 47<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 47<br />
πεδα «Ιμίων 1996»–, συνέχιση (αν και με μάλλον περιορισμένες προοπτικές<br />
επιτυχίας) της προσπάθειας «εξευρωπασμού» των ελληνοτουρκικών σχέσεων,<br />
συνεχή αξιολόγηση των διμερών σχέσεων και πιο ενεργητική και «τολμηρή»<br />
πολιτική στην κατεύθυνση της επίλυσης διμερών διαφορών, ενίσχυση του διεθνούς<br />
προφίλ της χώρας (τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, όσο και σε<br />
περιφερειακό επίπεδο), αποφυγή εμπλοκής σε ανταγωνισμό εξοπλισμών, αλλά<br />
παράλληλα και διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας (με επιλεκτικές, καλά<br />
σχεδιασμένες αγορές των αναγκαίων οπλικών συστημάτων με έμφαση σε νέες<br />
τεχνολογίες και πολλαπλασιαστές ισχύος) σε αυτήν την εξαιρετικά ρευστή μεταβατική<br />
περίοδο.<br />
Το νέο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας και η ανάγκη στενού<br />
συντονισμού και συνεργασίας επιβάλλει τη θεσμική μεταρρύθμιση και δομική<br />
αλλαγή του μηχανισμού εθνικής ασφαλείας (κατάργηση των τεχνητών διαχωριστικών<br />
γραμμών μεταξύ υπουργείων και υπηρεσιών, οργανωτικά σχήματα<br />
που θα διευκολύνουν τη συνεργασία, θεσμοθέτηση μικτών οργάνων). Ξεκάθαρες<br />
και συγκεκριμένες απαντήσεις («έτοιμες συνταγές») στις προκλήσεις αυτές<br />
δεν υπάρχουν, αφού είναι αρκετές οι άγνωστες μεταβλητές στην εξίσωση της<br />
εθνικής ασφαλείας (και αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα). Δεν χρειάζεται,<br />
βεβαίως, να εφεύρουμε ξανά τον τροχό. Όπως εξηγούν οι συγγραφείς μπορούμε<br />
να προσαρμόσουμε τα (επιτυχημένα) μοντέλα άλλων χωρών στις δικές<br />
μας ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Ιδέες και λύσεις υπάρχουν, εφόσον αποφασίσουμε<br />
να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα με την απαραίτητη σοβαρότητα. 62 Χρειάζεται<br />
όμως επειγόντως αλλαγή νοοτροπίας από όλους τους εμπλεκόμενους.<br />
Κατευθύνσεις Προοδευτικής Διακυβέρνησης<br />
Η σημερινή οικονομική κρίση καταδεικνύει τα αδιέξοδα μιας παγκοσμιοποιημένης<br />
αγοράς που λειτουργεί χωρίς εποπτεία, ενώ παράλληλα αποδεικνύει<br />
την ανάγκη για διορθωτικές ρυθμίσεις που πρέπει να αναλάβει το κράτος,<br />
υπηρετώντας αποτελεσματικά το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική συνοχή.<br />
Ταυτόχρονα η κρίση αναμένεται να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της νεοφιλελεύθερης<br />
ιδεολογίας και στην πιο συστηματική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης<br />
και ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα «μια νεοσοσιαλδημοκρατική<br />
διακυβέρνηση σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο του κράτουςέθνους,<br />
η οποία θα στοχεύει σε έναν λιγότερο βάρβαρο, πιο ανθρώπινο καπι-<br />
62 Θ. Ντόκος και Π. Τσάκωνας, Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας. Οικοδομώντας το<br />
Ελληνικό Μοντέλο στον Εικοστό Πρώτο Αιώνα, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2005.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 48<br />
48 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
ταλισμό». 63 Η πρόκληση για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που φαίνεται να<br />
επανέρχεται, ανανεωμένη είναι να καταθέσει μια αξιόπιστη πρόταση προοδευτικής<br />
διακυβέρνησης, προσανατολισμένη στην αντιμετώπιση των ανασφαλειών<br />
που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή.<br />
Όπως εξειδικεύει ο Γιάννος Παπαντωνίου, οι κατευθύνσεις προοδευτικής<br />
διακυβέρνησης για την Ελλάδα του αύριο αφορούν στο να μετατραπούν τα<br />
διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας σε ευκαιρίες ανάπτυξης, να αποκατασταθεί<br />
η δημοσιονομική σταθερότητα, να ισορροπήσει το σύστημα κοινωνικής<br />
ασφάλισης, να αρθούν τα εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργηθεί<br />
ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύει την παιδεία, το κοινωνικό<br />
κράτος και τον ανταγωνισμό. Χρειάζονται σαφείς, κατανοητές και ελέγξιμες<br />
κατά την εφαρμογή τους μεταρρυθμίσεις, αποφεύγοντας την παγίδα μιας<br />
γενικευμένης θεώρησης που εγκαταλείπει τις αλλαγές στο «έλεος» της αγοράς.<br />
64 Είναι ιδιαίτερα σημαντική η διαμόρφωση ενός προοδευτικού κοινωνικού<br />
κράτους που δεν θα αντιλαμβάνεται τις δημόσιες πολιτικές ως πολιτικά<br />
εμπορεύσιμες παροχές προς τους πολίτες. Η οικοδόμηση του προποθέτει<br />
ανταγωνιστική οικονομική ανάπτυξη, συγκροτημένες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές<br />
ώστε να εξασφαλίζονται ποιοτικές κοινωνικές παροχές. Η ισχυρή<br />
δημόσια παρουσία σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, η αντιμονοπωλιακή<br />
νομοθεσία, η αναβάθμιση των μηχανισμών εποπτείας των αγορών, η προστασία<br />
των εργασιακών δικαιωμάτων, η κατοχύρωση κατώτατου μισθού και ελάχιστου<br />
εισοδήματος καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος, συνθέτουν ένα<br />
πλέγμα παρεμβάσεων για τον προοδευτικό συνδυασμό οικονομικής αποτελεσματικότητας<br />
και κοινωνικής δικαιοσύνης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.<br />
Σε μια εποχή ραγδαίων μεταβολών στην παγκόσμια οικονομία, η επανάπαυση<br />
είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Μέχρι σήμερα η ελληνική οικονομία είχε<br />
τις δυνατότητες να εξακολουθεί να κινείται με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης<br />
σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρώπης. Αναμφισβήτητα, η επίτευξη των<br />
κριτηρίων σύγκλισης και η υιοθέτηση του ευρώ έδωσαν αναπτυξιακή δυναμική<br />
σε μια οικονομία, η οποία υπέφερε από νομισματικές και συναλλαγματικές<br />
63 Ν. Μουζέλης, «Ο Κόσμος μετά την Κρίση», Νέες Εποχές-Το Βήμα, 16/11/2008,<br />
σελ. Β20.<br />
64 Αν και η οικονομία της αγοράς έχει αποδειχθεί, ιστορικά, ως το αποτελεσματικότερο<br />
πλαίσιο ανάπτυξης –δεν είναι σύμπτωση ότι χώρες με εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό<br />
επίπεδο, ξέφυγαν από την υπανάπτυξη χάρη στο άνοιγμα των αγορών που συνδέθηκε<br />
με την παγκοσμιοποίηση–, εντούτοις, όταν λειτουργεί ανεξέλεγκτα χωρίς την δημόσια<br />
παρέμβαση, παράγει αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα στην κατανομή του εισοδήματος,<br />
της οικονομικής εξουσίας, των εργασιακών δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 49<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 49<br />
διαταραχές. Την περασμένη δεκαετία, η ανάπτυξη στηρίχτηκε, τόσο στην κατανάλωση,<br />
όσο και στις επενδύσεις, που ενισχύθηκαν από τη μείωση των επιτοκίων<br />
λόγω σύγκλισης, την επέκταση του τραπεζικού δανεισμού, τη νομισματική<br />
και συναλλαγματική σταθερότητα που έφερε το κοινό νόμισμα, την αναδιάρθρωση<br />
και ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και ορισμένων δημοσίων<br />
επιχειρήσεων, και την εισροή κοινοτικών πόρων. 65 Όμως αυτό το αναπτυξιακό<br />
πρότυπο έχει εξαντληθεί και η ελληνική οικονομία πρέπει να κινηθεί στη<br />
βάση ενός διαφορετικού υποδείγματος, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο<br />
μείγμα συνολικής ζήτησης και συνολικής προσφοράς. 66 Καθίσταται σαφές, ότι<br />
χρειάζονται σημαντικές δημόσιες επενδύσεις που θα δώσουν νέα αναπτυξιακή<br />
ώθηση στην οικονομία και μια αναθεώρηση του ρόλου του κράτους και της<br />
σχέσης του με την αγορά και τους πολίτες. Χρειάζεται ένα αποτελεσματικό<br />
«ανθρωποκεντρικό» κράτος που θα συνδυάζει τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης<br />
με τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και δημοκρατικές αξίες.<br />
65 Για το αναπτυξιακό πρότυπο της σύγκλισης και της ένταξης στην ΟΝΕ βλέπε στο<br />
Γ. Παπαντωνίου, «Η ένταξη στην ΟΝΕ και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας,<br />
1994-2001» σε Στουρνάρας (επιμ.) οπ. π., σελ. 19-37.<br />
66 Γ. Παπαντωνίου, Το επόμενο βήμα, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2006.
kef00:kef00 06/03/2009 13:58 Page 50
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 51<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ Ι<br />
Οικονομία:<br />
Προβλήματα και Προσαρμογή –<br />
Κρίση και Μεταρρύθμιση
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 52
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 53<br />
1<br />
Διεθνές οικονομικό περιβάλλον<br />
και η θέση της ελληνικής οικονομίας<br />
Βασίλης Θ. Ράπανος<br />
Εισαγωγή<br />
Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες ζούμε μια νέα εποχή παγκοσμιοποίησης,<br />
που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής,<br />
την απελευθέρωση των αγορών και των διεθνών συναλλαγών και την ανάδυση<br />
νέων σημαντικών πρωταγωνιστών στη διεθνή οικονομική σκηνή, όπως<br />
Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, κ.ά. Επιπλέον, η κατάρρευση του συστήματος του λεγόμενου<br />
«υπαρκτού σοσιαλισμού», έχει οδηγήσει όχι μόνο στην είσοδο στην παγκόσμια<br />
αγορά οικονομιών που, μέχρι το 1990, ήταν σχεδόν αποκλεισμένες<br />
από το διεθνές γίγνεσθαι, αλλά και στο να επικρατήσει πλέον, χωρίς αμφισβήτηση,<br />
το καπιταλιστικό σύστημα της αγοράς.<br />
Οι εξελίξεις αυτές έχουν αλλάξει το τοπίο μέσα στο οποίο λειτουργούσαν<br />
όλες οι οικονομίες και φυσικά η ελληνική. Μετά από μια δεκαετία σημαντικών<br />
αλλαγών, όπου η χώρα μας μπόρεσε να γίνει μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής<br />
Ένωσης (ΟΝΕ), το ερώτημα που τίθεται είναι ποια είναι η θέση της<br />
Ελλάδας στη διεθνή οικονομική σκηνή. Ο καλύτερος δείκτης για την κατάταξη<br />
μιας χώρας στη διεθνή σκηνή είναι το ισοζύγιο πληρωμών και ειδικότερα το<br />
Ισοζυγίο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), το οποίο αντανακλά τις μεταβολές<br />
στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας, όπως αυτές αποτυπώνονται στις εισαγωγές<br />
και εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και τις ξένες επενδύσεις προς<br />
τη χώρα και τις επενδύσεις της χώρας στο εξωτερικό.<br />
Η επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών, η διατήρηση δηλαδή ελλειμμάτων<br />
για μακρό χρονικό διάστημα, αντανακλά συνήθως μείωση της ανταγωνιστικό-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 54<br />
54 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
τητας των προόντων και υπηρεσιών μιας χώρας. Η διόρθωση της μειωμένης<br />
ανταγωνιστικότητας γίνεται συνήθως με υποτίμηση της ισοτιμίας του εθνικού<br />
νομίσματος σε σχέση με τα άλλα νομίσματα. Η υποτίμηση όμως είναι μέτρο που<br />
μπορεί να διορθώσει βραχυχρόνια κάποιες ανισορροπίες, αλλά δεν αντιμετωπίζει<br />
τις γενεσιουργές αιτίες της μειωμένης ανταγωνιστικότητας. Το γεγονός<br />
ότι μια χώρα, όπως η Ελλάδα, ανήκει στην ΟΝE και επομένως δεν υφίσταται<br />
πιέσεις για υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος της δεν<br />
σημαίνει ότι δεν μεταβάλλεται και η ανταγωνιστικότητα των προόντων και<br />
υπηρεσιών της. Το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών εξακολουθεί<br />
να είναι ένας δείκτης μειωμένης ανταγωνιστικότητας, απλά η διόρθωση του<br />
δεν γίνεται με υποτίμηση. Αν το έλλειμμα δεν είναι προσωρινό, τότε η διόρθωση<br />
θα πρέπει να στραφεί προς τα γενεσιουργά αίτια του ελλείμματος και<br />
αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τις δομές και τη διάρθρωση της οικονομικής<br />
δραστηριότητας.<br />
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται αρχικά οι εξελίξεις στο ισοζύγιο τρεχουσών<br />
συναλλαγών της Ελλάδας, καθώς και μια σειρά από διαρθρωτικά χαρακτηριστικά<br />
της ελληνικής οικονομίας και πως αυτά έχουν μεταβληθεί τα τελευταία<br />
χρόνια. Τέλος καταδεικνύονται άξονες δράσης για την οικονομική πολιτική.<br />
Εξελίξεις στο ΙΤΣ<br />
Είναι γνωστό σε όλους ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει<br />
η Ελληνική Οικονομία είναι η συνεχιζόμενη διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών<br />
συναλλαγών. Το πρόβλημα έχει αναλυθεί από πολλούς διεθνείς οργανισμούς<br />
στις εκθέσεις τους για την ελληνική οικονομία, αλλά και από την Τράπεζα<br />
της Ελλάδος, κ.ά. 1 Όλοι συμφωνούν στο ότι το ισοζύγιο πληρωμών αντανακλά<br />
τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας που έχουν τα ελληνικά προόντα<br />
στις διεθνείς αγορές. Δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο ότι η Ελλάδα, το<br />
2007, είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών από όλες τις χώρες<br />
της Ευρωζώνης (πίνακας 1), αλλά και από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, με<br />
εξαίρεση την Ισλανδία. Το ανησυχητικό δεν είναι μόνο ότι το έλλειμμα επιδει-<br />
1 Βλέπε για παράδειγμα Τ. Αναστασάτος, «Η Επιδείνωση του Ελληνικού Ισοζυγίου<br />
Τρεχουσών Συναλλαγών: Αίτια, Επιπτώσεις και Σενάρια Προσαρμογής», Eurobank<br />
Research, Οικονομία & Αγορές, Τόμος ΙΙΙ, Τεύχος 6, Ιούνιος, 2008, IMF, Greece,<br />
Selected issues, Μάιος 2008 και Τράπεζα της Ελλάδος, Νομισματική Πολιτική, Ενδιάμεση<br />
Έκθεση, 2007.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 55<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 55<br />
Πίνακας 1. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην Ευρωζώνη (%ΑΕΠ)<br />
2000 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2013<br />
Ευρωζώνη –0.6 1.1 0.2 –0.1 –0.2 –0.7 –0.9 –1.0<br />
Γερμανία –1.7 4.3 4.6 5.0 5.6 5.2 4.9 3.7<br />
Γαλλία 1.6 0.5 –0.9 –1.3 –1.3 –2.4 –2.5 –2.0<br />
Ιταλία –0.5 –0.9 –1.6 –2.6 –2.2 –2.4 –2.3 –2.0<br />
Ισπανία 4.0 –5.3 –7.4 –8.6 –10.1 –10.5 –10.3 –9.2<br />
Ολλανδία –1.9 7.5 7.2 8.3 6.6 5.9 5.6 5.1<br />
Βέλγιο 4.0 3.5 2.6 2.7 3.2 2.9 2.8 1.6<br />
Αυστρία –0.7 2.1 2.0 2.4 2.7 2.9 2.9 1.8<br />
Φιλανδία 8.1 6.5 3.6 4.6 4.6 3.8 3.9 3.5<br />
Ελλάδα –7.8 –5.8 –7.4 –11.0 –13.9 –13.9 –14.1 –12.4<br />
Πορτογαλία –10.2 –7.7 –9.7 –9.4 –9.4 –9.5 –9.5 –8.3<br />
Ιρλανδία –0.4 –0.6 –3.5 –4.2 –4.5 –3.2 –2.9 –2.0<br />
Λουξεμβούργο 13.2 11.6 10.9 10.3 9.5 8.2 7.3 5.8<br />
Σλοβενία –2.7 –2.7 –2.0 –2.8 –4.8 –4.8 –4.9 –4.1<br />
Κύπρος –5.3 –5.0 –5.6 –5.9 –7.1 –7.7 –7.1 –4.8<br />
Μάλτα –13.1 –6.0 –8.7 –6.7 –6.2 –6.1 –5.8 –4.1<br />
Πηγή: ΔΝΤ, World Economic Outlook, Απρίλιος 2008<br />
νώθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια, αλλά και το ότι δεν προβλέπεται να μειωθεί<br />
τα επόμενα χρόνια. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην τελευταία<br />
του έκθεση για την παγκόσμια οικονομία προβλέπει ότι και το 2013, το έλλειμμα<br />
θα παραμείνει σε επίπεδα πάνω από 12% του ΑΕΠ.<br />
Οι υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται οι προβολές του ΔΝΤ, έχουν<br />
αλλάξει σημαντικά, μετά την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κρίσης στις<br />
ΗΠΑ και η οποία επεκτείνεται και στην Ευρώπη. Η διαβλεπόμενη επιβράδυνση<br />
της διεθνούς αλλά και της ελληνικής οικονομίας, θα επηρεάσει σίγουρα<br />
τις εξελίξεις τόσο στις εξαγωγές μας όσο και τις εισαγωγές μας και ίσως το έλλειμμα<br />
του ΙΤΣ να μειωθεί. τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό όμως δεν θα σημάνει<br />
και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των προόντων και των υπηρεσιών μας.<br />
Ας δούμε όμως τις εξελίξεις του ΙΤΣ τα τελευταία πέντε χρόνια. Από τα<br />
στοιχεία του Πίνακα 2, είναι σαφές ότι το έλλειμμα από το 2003 στο 2007 αυξήθηκε<br />
κατά 192%. Μια πιο συστηματική ανάλυση όμως δεν θα έπρεπε να λάβει<br />
υπόψη της παράγοντες που είναι είτε συγκυριακοί είτε δεν εξαρτώνται από τις<br />
επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό και θα εξετάσουμε τα επιμέρους
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 56<br />
56 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Πίνακας 2. Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών Της Ελλάδας ( εκατ. ευρώ)<br />
2003 2007<br />
%Μεταβολή<br />
(2007-2003)<br />
I<br />
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΡΕΧΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑ-<br />
ΓΩΝ (Ι.Α +Ι .Β+ Ι.Γ + Ι.Δ)<br />
-11.044,1 -32.261,2 192%<br />
Ι,A ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ( I,Α,1 – I,Α,2) -22.643,5 -41.499,2 83%<br />
ΙΣΟΖΥΓΙΟ καυσίμων -4.035.8 -9.219,6 128%<br />
ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ χωρίς καύσιμα -18.607.7 -32.279,6 73%<br />
ΙΣΟΖΥΓΙΟ πλοίων 136,3 -5.520,3 -4150%<br />
ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ χωρίς καύσιμα<br />
και πλοία<br />
-18.744,0 -26.759,3 43%<br />
I,A,1 Εξαγωγές αγαθών 11.113,6 17.445,5 57%<br />
Καύσιμα 1.280,7 3.037,3 137%<br />
Πλοία (εισπράξεις) 260,5 2.275,4 773%<br />
Λοιπά αγαθά 9.572,4 12.132,8 27%<br />
I,A,2 Εισαγωγές αγαθών 33.757,1 58.944,8 75%<br />
Καύσιμα 5.316,5 12.256,9 131%<br />
Πλοία (πληρωμές) 124,2 7.795,7 6177%<br />
Λοιπά αγαθά 28.316,4 38.892,2 37%<br />
Ι,Β ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ( I,Β,1 - I,Β,2) 11.506,5 16.723,9 45%<br />
I,B,1 Εισπράξεις 21.430,3 31.425,3 47%<br />
Ταξιδιωτικό 9.495,3 11.407,2 20%<br />
Μεταφορές 9.569,8 16.939,3 77%<br />
Λοιπές υπηρεσίες 2.365,3 3.078,9 30%<br />
I,B,2 Πληρωμές 9.923,9 14.701,4 48%<br />
Ταξιδιωτικό 2.136,0 2.441,5 14%<br />
Μεταφορές 4.923,6 7.771,3 58%<br />
Λοιπές υπηρεσίες 2.864,3 4.488,6 57%<br />
Ι,Γ<br />
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ (I,Γ,1 -<br />
I,Γ,2)<br />
-3.755,8 -9.077,0 142%<br />
I,Γ,1 Εισπράξεις 2.256,8 4.625,7 105%<br />
Αμοιβές, μισθοί 337,2 366,9 9%<br />
Τόκοι, μερίσματα, κέρδη 1.919,6 4.258,9 122%<br />
I,Γ,2 Πληρωμές 6.012,6 13.702,7 128%<br />
Αμοιβές, μισθοί 169,9 332,6 96%<br />
Τόκοι, μερίσματα, κέρδη 5.842,7 13.370,1 129%<br />
Ι,Δ<br />
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΡΕΧΟΥΣΩΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑ-<br />
ΣΕΩΝ (I,Δ,1 – I,Δ,2)<br />
3.848,7 1.591,1 -59%
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 57<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 57<br />
Πίνακας 2. Συνέχεια<br />
2003 2007<br />
%Μεταβολή<br />
(2007-2003)<br />
I,Δ,1 Εισπράξεις 6.424,9 6.608,1 3%<br />
Γενική Κυβέρνηση (μεταβιβάσεις από ΕΕ) 4.147,6 4.361,2 5%<br />
Λοιποί τομείς (μεταναστευτικά εμβάσματα,<br />
κ.λπ.)<br />
2.277,3 2.246,9 -1%<br />
I,Δ,2 Πληρωμές 2.576,2 5.017,0 95%<br />
Γενική Κυβέρνηση (κυρίως πληρωμές προς<br />
ΕΕ)<br />
2.153,8 3.825,4 78%<br />
Λοιποί τομείς 422,4 1.191,6 182%<br />
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος<br />
στοιχεία, χωρίς να λάβουμε υπόψη τα καύσιμα, οι τιμές των οποίων προσδιορίζονται<br />
εξωγενώς και αφορούν όλες τις χώρες και τα πλοία, τα οποία αφορούν<br />
δραστηριότητες που ασκούνται κατά βάση εκτός χώρας και προσδιορίζονται<br />
από κριτήρια που συνήθως δεν έχουν σχέση με την ασκούμενη οικονομική πολιτική.<br />
Ας δούμε επομένως πιο αναλυτικά τις εξελίξεις.<br />
Ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών<br />
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, χωρίς καύσιμα και πλοία, αυξήθηκε<br />
μεταξύ 2003 και 2007 κατά 43% και από e18744 εκατ. το 2003 έφτασε τα<br />
e26.759,3 εκατ. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 27%, αλλά οι εισαγωγές κατά<br />
37% και με δεδομένη τη διαφορά βάσης, το έλλειμμα διευρύνθηκε κατά<br />
e8015,3 εκατ. Επομένως, το πρόβλημα του Ισοζυγίου Εξωτερικών Συναλλαγών<br />
επιδεινώθηκε ανεξάρτητα από συγκυριακούς παράγοντες.<br />
Αυτό εξηγείται εύκολα από το γεγονός ότι οι εξαγωγές καλύπτουν, χονδρικά,<br />
το 30% των εξαγωγών. Με βάση τα στοιχεία του πίνακα 3, παρατηρούμε<br />
ότι ακόμη και στα αγροτικά προόντα οι εξαγωγές μας καλύπτουν περί το 55%<br />
των εισαγωγών και μόνο στις ακατέργαστες ύλες η κάλυψη πλησιάζει το 75%-<br />
100%. Σε όλες τις άλλες κατηγορίες αγαθών η κάλυψη των εισαγωγών από τις<br />
εξαγωγές μόλις και καλύπτει το 40%-45%. Είναι απόλυτα φυσιολογικό μια<br />
χώρα να εξειδικεύεται σε κάποια αγαθά και να εισάγει άλλα. Η Ελλάδα όμως<br />
φαίνεται να είναι ελλειμματική σε όλα και να έχει κάλυψη εισαγωγών από εξαγωγές<br />
μόνο σε ακατέργαστες ύλες, χαρακτηριστικό των υπανάπτυκτων χωρών.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 58<br />
58 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει μπορέσει να αναπτύξει προόντα<br />
που να έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα<br />
να οδηγείται σε αυξημένες εισαγωγές για να καλύψει τις καταναλωτικές<br />
και επενδυτικές της ανάγκες. Πέρα όμως από το εμπορικό ισοζύγιο, τι συμβαίνει<br />
στο ισοζύγιο υπηρεσιών;<br />
Πίνακας 3. Ποσοστό κάλυψης εισαγωγών από εξαγωγές<br />
2002 2003 2004 2005 2006<br />
Σύνολο Αγαθών 0,33 0,30 0,29 0,32 0,33<br />
Αγροτικά προόντα 0,57 0,54 0,49 0,56 0,55<br />
Ακατέργαστες ύλες 0,75 0,92 0,71 0,82 1,02<br />
Ενέργεια 0,20 0,14 0,16 0,17 0,22<br />
Χημικά 0,29 0,29 0,29 0,32 0,32<br />
Μηχανές και μεταφορικά 0,13 0,11 0,11 0,14 0,15<br />
Λοιπά βιομηχανικά προόντα 0,48 0,47 0,43 0,44 0,42<br />
Πηγή: Eurostat<br />
Ισοζύγιο υπηρεσιών, εισοδημάτων και τρεχουσών μεταβιβάσεων<br />
Παραδοσιακά, το ισοζύγιο υπηρεσιών είναι πλεονασματικό και το πλεόνασμα<br />
αυτό αυξήθηκε κατά 45%, την περίοδο 2003-2007. Η αύξηση όμως αυτή<br />
δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα. Από την άλλη<br />
πλευρά το ισοζύγιο εισοδημάτων, που το 2003 ήταν αρνητικό, επιδεινώθηκε<br />
από τις e-3.755,8 στα e9.077, κυρίως λόγω των τόκων, αφού ολοένα και μεγαλύτερο<br />
μέρος του δημόσιου χρέους της χώρας διακρατείται από κατοίκους του<br />
εξωτερικού και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων. Τέλος, το ισοζύγιο τρεχουσών<br />
μεταβιβάσεων παραμένει περίπου σταθερό και η μείωση το 2007 μπορεί<br />
να είναι συγκυριακή, αφού το μεγαλύτερο μέρος των μεταβιβάσεων αφορά<br />
πόρους από την Ευρωπακή Ένωση (ΕΕ). Με την επιδεινούμενη όμως διεθνή<br />
χρηματοοικονομική κρίση και τη διαφαινόμενη επιβράδυνση της οικονομικής<br />
δραστηριότητας στις ΗΠΑ και γενικότερα, αυτό αναμένεται να επιδεινώσει<br />
και τις εισπράξεις από τη δραστηριότητα της ναυτιλίας<br />
Για να αφαιρέσουμε από την ανάλυση μας τους, κυρίως, εξωγενείς παράγοντες<br />
θα περιοριστούμε στην εξέταση μιας σειράς παραγόντων, που εξαρτώνται<br />
από τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κυρίως από την<br />
οικονομική πολιτική.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 59<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 59<br />
Προβλήματα εμπορικού ισοζυγίου και ανταγωνιστικότητα<br />
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το μεγάλο πρόβλημα του ΙΤΣ είναι το<br />
εμπορικό ισοζύγιο. Η συνεχής διεύρυνση του δείχνει ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι<br />
συγκυριακή, που οφείλεται σε μερικούς παράγοντες προσωρινού χαρακτήρα,<br />
αλλά μάλλον δομικού χαρακτήρα. Στη δεκαετία του 1970 και 1980 η<br />
αντιμετώπιση των προβλημάτων του ισοζυγίου ήταν μέσα από την υποτίμηση<br />
της δραχμής έναντι των άλλων νομισμάτων. Μετά την ένταξη της χώρας μας<br />
όμως στην ΟΝΕ, αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει και φαίνεται ότι η αυξημένη<br />
παραγωγικότητα, εργασίας και κεφαλαίου, κατά την τελευταία δεκαετία δεν<br />
ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει την αύξηση του κόστους των ελληνικών προόντων.<br />
Τα στοιχεία του πίνακα 4 δείχνουν με σαφήνεια ότι με όλους τους δείκτες<br />
που χρησιμοποιούνται για την ανταγωνιστικότητα των τιμών των ελληνικών<br />
προόντων, η θέση της χώρας έχει επιδεινωθεί. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς<br />
ότι, μετά την καθιέρωση του ευρώ, και άλλες χώρες είχαν παρόμοια προβλήματα<br />
με την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά οι χώρες που είχαν μεγάλη επιδείνωση<br />
Πίνακας 4. Δείκτες ονομαστικής και πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής<br />
ισοτιμίας (ΣΣΙ)<br />
Πραγματική ΣΣΙ, με βάση<br />
Ονομαστική<br />
ΣΣΙ<br />
Σχετικές τιμές<br />
καταναλωτή<br />
Σχετικό κόστος<br />
εργασίας ανά<br />
μονάδα προόντος<br />
στη μεταποίηση<br />
Σχετικό κόστος<br />
εργασίας ανά μονάδα<br />
προόντος<br />
στο σύνολο της<br />
οικονομίας<br />
2001 1,1 1,0 3,4 0,6<br />
2002 1,9 2,8 4,5 3,7<br />
2003 4,5 5,3 7,9 4,9<br />
2004 1,4 1,9 6,0 4,2<br />
2005 –0,7 0,3 4,9 –0,5<br />
2006 0,1 1,0 4,3 2,1<br />
2007 1,4 1,9 4,4 2,8<br />
Σωρευτική εκατοστιαία<br />
μεταβολή περιόδου<br />
2001-2007<br />
9,9 15,0 41,1 19,2<br />
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 60<br />
60 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν οι χώρες του ευρωπακού Νότου,<br />
κυρίως Ισπανία, Πορτογαλία, με πρώτη την Ελλάδα. 2<br />
Στο παρελθόν η διόρθωση γινόταν μέσα από υποτίμηση, είτε εφ’ άπαξ είτε<br />
με τη μορφή διολίσθησης. Με το ενιαίο νόμισμα όμως αυτή η δυνατότητα έχει<br />
αποκλειστεί και γι’ αυτό η κάθε χώρα πρέπει να αναζητήσει άλλους τρόπους<br />
διόρθωσης της ανταγωνιστικότητας. Μια πρώτη προσέγγιση θα μπορούσε να<br />
είναι η μείωση του κόστους ανά μονάδα προόντος. Κάτι τέτοιο, ακόμη και αν<br />
ήταν πολιτικά εφικτό θα απαιτούσε πολύ χρόνο, αφού μια διόρθωση της τάξης<br />
του 19 % στο σύνολο της οικονομίας δεν μπορεί να γίνει σε ένα ή δύο χρόνια.<br />
Αλλά και αν γινόταν κάτι τέτοιο πάλι δεν θα ήταν λύση παρά προσωρινή, αφού<br />
και στο παρελθόν η πολιτική δεν απέδωσε. 3 Με απλά λόγια οι πιο πάνω δείκτες<br />
του πίνακα 4 που εκφράζουν τις συνέπειες των αδυναμιών της οικονομίας<br />
μας και όχι το αίτιο της χαμηλής ανταγωνιστικότητας των προόντων και υπηρεσιών.<br />
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να είναι δομικό, πράγμα<br />
που σημαίνει ότι και οι όποιες πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος δεν<br />
μπορεί παρά να αποβλέπουν στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών<br />
του παραγωγικού ιστού της οικονομίας. Επειδή το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό,<br />
γι’ αυτό και υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις στο θέμα και πολλοί αναλυτές<br />
και διεθνείς οργανισμοί έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό<br />
ότι οι περισσότεροι δείκτες διεθνούς ανταγωνιστικότητας που<br />
συντάσσονται από φορείς όπως το π.χ. το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ,<br />
αναφέρονται σε δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Είναι χαρακτηριστικό<br />
ότι με βάση τους δείκτες που συντάσσει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ,<br />
αλλά και άλλοι φορείς, η θέση της Ελλάδας είναι αρκετά χαμηλή. Με<br />
βάση τα στοιχεία του πίνακα 5, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 65η θέση από τις<br />
131 χώρες που περιλαμβάνει το δείγμα της έρευνας. Είναι φανερό ότι και σε<br />
μια σειρά από υποδείκτες η χώρα μας υστερεί σημαντικά με κυριότερες υστερήσεις<br />
στη μακροοικονομική σταθερότητα και στην αγορά εργασίας.<br />
Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε δύο επισημάνσεις. Είναι αξιοπερίεργο<br />
η Ελλάδα, χώρα της Ευρωζώνης, να κατατάσσεται 106η από άποψη μακροοικονομικής<br />
σταθερότητας. Αυτό μάλλον οφείλεται στο υψηλό δημόσιο χρέος της<br />
χώρας μας, αλλά το να λαμβάνεται υπόψη μόνο το ύψος του χρέους και να<br />
2 Για μια ανάλυση των επιπτώσεων που είχε η υιοθέτηση του ευρώ στις χώρες του<br />
Ευρωπακού Νότου βλέπε, μεταξύ άλλων στο O. Blanchard και F. Giavazzi, «Current<br />
Account Deficits in the Euro Area: The end of the Feldstein-Horioka Puzzle», Brookings<br />
Papers on Economic Activity, Νο. 2, 2002, σελ. 147-186.<br />
3 Βλέπε Αναστασάτος, οπ.π., 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 61<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 61<br />
Πίνακας 5. Δείκτης παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας (2007-2008)<br />
Ταξινόμηση<br />
(από δείγμα<br />
131 χωρών)<br />
Σκορ<br />
(με άριστα<br />
το 7)<br />
Δείκτης παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας 65 4,08<br />
Υποδείκτης Α: Βασικές προποθέσεις 48 4,7<br />
1ος πυλώνας: Θεσμοί 49 4,31<br />
2ος πυλώνας: Υποδομές 35 4,38<br />
3ος πυλώνας: Μακροοικονομική σταθερότητα 106 4,29<br />
4ος πυλώνας: Υγεία και πρωτοβάθμια εκπαίδευση 42 5,83<br />
Υποδείκτης B: Μεγεθυντές αποτελεσματικότητας 57 4,07<br />
5ος πυλώνας: Ανώτερη εκπαίδευση και κατάρτιση 39 4,44<br />
6ος πυλώνας: Αποτελεσματικότητα στην αγορά αγαθών 60 4,24<br />
7ος πυλώνας: Αποτελεσματικότητα στην αγορά εργασίας 120 3,69<br />
8ος πυλώνας: Βαθμός εξέλιξης χρηματοοικονομικών αγορών 60 4,41<br />
9ος πυλώνας: Τεχνολογική ετοιμότητα 58 3,29<br />
10ος πυλώνας: Μέγεθος αγοράς 39 4,33<br />
Υποδείκτης Γ: Παράγοντες καινοτομίας και εξέλιξης 59 3,68<br />
11ος πυλώνας: Τεχνολογική εξέλιξη επιχειρήσεων 62 4,13<br />
12ος πυλώνας: καινοτομία 63 3,23<br />
Πηγή: World Economic Forum, The Global Competitiveness Report 2007-2008, 2008<br />
αγνοείται το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκει στις ανεπτυγμένες χώρες και στην<br />
Ευρωζώνη είναι μάλλον απλοκό. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό επίσης το<br />
πως η Ελλάδα κατατάσσεται 120η από 131 χώρες από άποψη αποτελεσματικότητας<br />
στην αγορά εργασίας και βρίσκεται πίσω από πολλές χώρες, όπως Νιγηρία,<br />
Κολομβία, κ.α. όπου δύσκολα λειτουργούν στοιχειώδεις θεσμοί αγοράς<br />
και κράτους δικαίου. Εν πάση περιπτώσει οι δείκτες αυτοί αν και καθαρά μηχανιστικοί,<br />
παίρνουν ευρεία δημοσιότητα και παρακολουθούνται απ’ όλους<br />
τους επενδυτές και αναλυτές.<br />
Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση των αδυναμιών που της οικονομίας<br />
μας που αφορούν τη διάρθρωση της παραγωγής και την αποτελεσματική<br />
χρήση των συντελεστών παραγωγής, είναι σημαντικό να δούμε τους βασικούς<br />
μακροοικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών<br />
μιας χώρας.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 62<br />
62 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Αποταμίευση και ΙΤΣ<br />
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει τους αναλυτές και διεθνείς οργανισμούς<br />
είναι η σύνδεση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με το έλλειμμα του ισοζυγίου<br />
τρεχουσών συναλλαγών. Στην πρόσφατη μάλιστα αξιολόγηση που κάνει η<br />
Ευρωπακή Επιτροπή για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 4 τονίζεται<br />
ότι τα προβλήματα με το ΙΤΣ επηρεάζονται αρνητικά από τη δημοσιονομική<br />
πολιτική. Για το θέμα αυτό που είναι γνωστό στην οικονομική ανάλυση ως<br />
πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων, η Επιτροπή αναφέρει:<br />
«Πίσω από το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται<br />
σε μεγάλο βαθμό το έλλειμμα του δημόσιου τομέα. Η Ελλάδα παρουσίαζε<br />
παραδοσιακά δημοσιονομικά ελλείμματα πάνω από το 3% του ΑΕΠ. Είναι<br />
μια χώρα υψηλού δημόσιου χρέους που αντιμετωπίζει και τους κινδύνους<br />
γήρανσης του πληθυσμού, μέσα από το αυξημένο κόστος συντάξεων και του<br />
συστήματος δημόσιας υγείας. Αυτό το πρότυπο δημόσιων δαπανών δημιουργεί<br />
ανησυχίες όχι μόνο επειδή ο εξωτερικός δανεισμός δεν διοχετεύεται<br />
σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και επειδή ο εξωτερικός δανεισμός<br />
εξαρτάται από την αξιοπιστία και τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών.»<br />
Το θέμα των δίδυμων ελλειμμάτων έχει απασχολήσει αρκετά τους οικονομολόγους,<br />
με αφορμή κυρίως τις ΗΠΑ και τα ελλείμματα που έχουν τόσο στον Προ-<br />
πολογισμό όσο και στο ΙΤΣ. Η σύνδεση του δημοσιονομικού ελλείμματος με το<br />
έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών γίνεται μέσα από τη σχέση αποταμίευσηςεπενδύσεων<br />
και εισαγωγών-εξαγωγών. Πολύ απλά η σχέση αυτή μπορεί να συναχθεί<br />
από την ταυτότητα του εθνικού εισοδήματος σε μια ανοιχτή οικονομία. Η<br />
βασική σχέση για το τι παράγει μια οικονομία μπορεί να αποτυπωθεί ως εξής:<br />
Y = C + I + G + X<br />
όπου Y είναι το εθνικό εισόδημα ή το ΑΕΠ, C είναι η εγχώρια κατανάλωση, I<br />
είναι η επένδυση, G είναι οι κρατικές δαπάνες και X είναι οι εξαγωγές. Η<br />
σχέση αυτή μας λέει απλά ότι το παραγόμενο ΑΕΠ (το αριστερό σκέλος της<br />
εξίσωσης) αποτελείται από παραγωγή για εγχώρια κατανάλωση, εγχώρια<br />
επένδυση, για κρατικές υπηρεσίες και το υπόλοιπο για εξαγωγές. Μια άλλη<br />
4 Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε, «Greece: Macro Fiscal Assessment: An<br />
Analysis οf τhe December 2007 Update οf τhe Stability Programme», ECFIN/50384/08-<br />
EN, Brussels, 04.03.2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 63<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 63<br />
εξίσωση που ορίζει το ΑΕΠ με εναλλακτικό τρόπο, δηλαδή το πως δαπανάται<br />
το παραγόμενο ΑΕΠ είναι η ακόλουθη<br />
Y = C + S + T+Μ<br />
όπου Y είναι το ΑΕΠ και η οποία μας λέει ότι το εισόδημα της οικονομίας που<br />
είναι ίσο με το ΑΕΠ, δαπανάται για κατανάλωση (C), για πληρωμή φόρων (T)<br />
για αποταμίευση (S). και εισαγωγές (Μ). Από τις δύο αυτές σχέσεις, που είναι<br />
ίσες, έχουμε ότι,<br />
C + I + G + X = C + S + T+Μ<br />
Η οποία απλοποιείται στη σχέση<br />
G − T = (S − I) −(Χ-Μ),<br />
ή<br />
G − T = (S − I) − (X − M)<br />
ή<br />
(S − I) - (G − T) = (X-M)<br />
όπου G-T είναι το έλλειμμα του κρατικού προπολογισμού (κρατικές δαπάνες<br />
μείον κρατικά έσοδα). Η διαφορά αυτή μπορεί να καλυφθεί με δύο τρόπους.<br />
Το κράτος δανείζεται τις αποταμιεύσεις, οι οποίες, σε διαφορετική περίπτωση,<br />
θα ήταν διαθέσιμες για επενδύσεις. Κάτι τέτοιο έχει ως συνέπεια την «εκτόπιση»<br />
των ιδιωτικών επενδύσεων από τις δημόσιες δαπάνες, αφού τα διαθέσιμα<br />
κεφάλαια για ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται. Ο άλλος τρόπος για να<br />
διατηρηθεί η σχέση αυτή, με δεδομένο το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι να μειωθούν<br />
οι καθαρές εξαγωγές, να επιδεινωθεί δηλαδή το ισοζύγιο.<br />
Με δεδομένο ότι οι αποταμιεύσεις των ιδιωτών στη χώρα μας έχουν μειωθεί<br />
σημαντικά τα τελευταία χρόνια, το Δημόσιο συνεχίζει να έχει ελλείμματα και<br />
υπήρξε αύξηση των επενδύσεων αυτό μεταφράζεται σε μεγαλύτερο έλλειμμα<br />
στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο Διάγραμμα 1, γίνεται μια προσπάθεια<br />
απεικόνισης των εξελίξεων στη σχέση αποταμίευσης-επενδύσεων, στο δημοσιονομικό<br />
έλλειμμα και στο ΙΤΣ, ως ποσοστά του ΑΕΠ. Από το διάγραμμα<br />
είναι σαφές ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της διαφοράς επενδύσεωναποταμίευσης<br />
και του ελλείμματος ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η διασύνδεση<br />
μεταξύ δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ΙΤΣ δεν είναι σαφής και<br />
επομένως η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι η θεωρία των δίδυμων ελλειμμάτων<br />
δεν επιβεβαιώνεται. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί όμως είναι<br />
ότι στον ορισμό της εθνικής αποταμίευσης περιλαμβάνεται και η αποταμίευση<br />
του Δημοσίου και γι΄ αυτό στη σχέση επενδύσεων-αποταμίευσης θα έπρεπε να<br />
πάρουμε μόνο τις ιδιωτικές επενδύσεις και την καθαρή αποταμίευση των νοι-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 64<br />
64 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Διάγραμμα 1. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αποταμίευση-επενδύσεις<br />
κοκυριών. Ενώ έχουμε στοιχεία για τις ιδιωτικές επενδύσεις για τις καθαρές<br />
αποταμιεύσεις των νοικοκυριών έχουμε στοιχεία μόνο για τα τελευταία χρόνια,<br />
με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να κάνουμε συγκρίσεις.<br />
Στην περίπτωση της Ελλάδας η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων<br />
έγινε σε μια περίοδο που η χώρα ετοιμαζόταν να γίνει μέλος της ΟΝΕ, με παράλληλη<br />
απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος. Την ίδια περίοδο είχαμε<br />
σημαντική ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και αύξηση των εισοδημάτων,<br />
με παράλληλη σημαντική μείωση των επιτοκίων. Όλα αυτά σε συνδυασμό<br />
και με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος οδήγησαν σε σημαντική<br />
αύξηση της κατανάλωσης και κατά συνέπεια των εισαγωγών. Αξίζει να<br />
αναφερθεί ότι όλη την περασμένη δεκαετία ο δανεισμός των νοικοκυριών αυξήθηκε<br />
δραματικά, με αποτέλεσμα οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών να μειωθούν<br />
και όπως δείχνουν κάποια πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ (πίνακας 6), η<br />
καθαρή αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών είναι αρνητική και είναι μάλιστα<br />
η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα από τις 19 της ΕΕ που είναι και μέλος του<br />
ΟΟΣΑ, με αρνητική καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών.<br />
Αν αυτά τα στοιχεία είναι σωστά, τότε η προσαρμογή στα επόμενα χρόνια<br />
πρέπει να εκφραστεί είτε με αύξηση της αποταμίευσης του Δημοσίου, της μείωσης<br />
δηλαδή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, είτε/και με αύξηση της αποταμίευσης<br />
των νοικοκυριών. Η σημερινή κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεση<br />
της να μηδενίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα τα επόμενα χρόνια. Η μείωση<br />
αυτή όμως δεν φαίνεται να είναι ποσοτικά επαρκής για την αποκατάσταση της
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 65<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 65<br />
Πίνακας 6. Καθαρή αποταμίευση νοικοκυριών ως % του διαθέσιμου εισοδήματος<br />
τους<br />
1999 2001 2002 2003 2004 2005 2006<br />
Αυστρία 8,8 7,5 7,6 8,8 8,9 9,4 9,7<br />
Βέλγιο 12,8 12 11,2 9,7 8,3 7,1 7,6<br />
Τσεχία 3,4 2,2 3 2,4 -0,5 0,6 -<br />
Δανία -3,6 4,1 4,6 4,7 1,2 -2,7 »<br />
Φιλανδία 2,1 0,1 0,6 1,4 2,5 0,6 -2<br />
Γαλλία 11,9 12,5 13,7 12,5 12,4 11,8 12<br />
Γερμανία 9,5 9,5 10,1 10,4 10,5 10,7 10,6<br />
Ελλάδα » -7,5 -8 -7,3 -7,2 -8 -7,3<br />
Ουγγαρία » » » » 7 6,7 »<br />
Ιταλία 10,4 10,6 11,4 10,4 10,5 10,1 8,8<br />
Ολλανδία 9,9 10,5 9,4 8,4 8,1 6,9 7<br />
Πολωνία 10,6 9,9 6 5,2 4,7 4,7 »<br />
Πορτογαλία » 4,5 4 4,4 4 2,5 »<br />
Σλοβακία 6,3 3,9 3,6 1,4 0,7 1,8 1,2<br />
Ισπανία » 5,6 5,6 5,9 5 3,8 3,1<br />
Ην. Βασίλειο 0,5 2 0,5 0,7 -0,7 -0,1 »<br />
ΗΠΑ 2,5 1,8 2,5 2,4 2 0,6 0,5<br />
Σλοβενία » 9,4 10,7 7,8 8,6 8,7 »<br />
Ευρωζώνη 9,3 9,6 10 9,6 9,6 9,3 »<br />
Πηγή: ΟΟΣΑ<br />
ισορροπίας. Με δεδομένη την αρνητική καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών,<br />
η προσαρμογή θα επέλθει με μείωση της εγχώριας κατανάλωσης, αύξησης<br />
δηλαδή των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών. Μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει<br />
φυσικά τις εισαγωγές, άρα θα βοηθήσει στη μείωση του ΙΤΣ, όπως θα<br />
βοηθήσει και μια μείωση των επενδύσεων. Μια μείωση όμως της κατανάλωσης<br />
και των επενδύσεων θα επηρεάσουν και την οικονομική δραστηριότητα στη<br />
χώρα, εκτός και αν η μείωση αυτή υποκατασταθεί με αύξηση των εξαγωγών. Οι<br />
εξαγωγικές μας επιδόσεις όμως, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι ικανοποιητικές<br />
και όλα τα στοιχεία για την ανταγωνιστικότητα των προόντων μας δεν είναι<br />
ιδιαίτερα αισιόδοξα. Ίσως σε αυτό στηρίζονται και οι δυσμενείς προβλέψεις<br />
των διεθνών οργανισμών και της Ευρωπακής Επιτροπής για την εξέλιξη των<br />
μεγεθών του ΙΤΣ.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 66<br />
66 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας και εξαγωγικές επιδόσεις<br />
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η χρόνια ελλειμματικότητα του ΙΤΣ αντανακλά<br />
τη μείωση ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προόντων και υπηρεσιών.<br />
Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα<br />
είναι μέλος της ΕΕ εδώ και 27 χρόνια, η οικονομία μας είναι η πιο κλειστή<br />
στην ΕΕ (Διάγραμμα 2).<br />
Διάγραμμα 2. Διεθνές εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ (2006)<br />
Ας σημειωθεί ότι ο ορισμός για το πόσο ανοιχτή είναι μια οικονομία είναι<br />
το άθροισμα των εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών διαιρεμένων<br />
από το ΑΕΠ. Αν και μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η Ελλάδα είναι πολύ<br />
πιο ανοικτή σήμερα απ’ ότι πριν τριάντα ή είκοσι χρόνια σε θέματα κίνησης κεφαλαίων<br />
και ότι το διεθνές εμπόριο σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο από το παρελθόν,<br />
αυτό δεν είναι ασύμβατο με το δείκτη αυτό. Ο δείκτης μας λέει απλά<br />
ότι ανάλογα με το διεθνές εμπόριο αυξήθηκε και το ΑΕΠ και ο λόγος εισαγωγών<br />
και εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ παρέμεινε σταθερός.<br />
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι από το 1981 που η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΕ<br />
και παρά την κατάρρευση των προστατευτικών τειχών, το εμπόριο ως ποσοστό<br />
του ΑΕΠ δεν έχει ουσιαστικά αυξηθεί (Διάγραμμα 3). Επιπλέον όλα αυτά τα<br />
χρόνια οι εξαγωγικές μας επιδόσεις μειώνονται (Διάγραμμα 4) και η εισαγωγική<br />
διείσδυση δεν έχει αυξηθεί τόσο πολύ, όπως φαίνεται να θεωρεί πολύς κό-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 67<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 67<br />
Διάγραμμα 3. Διεθνές εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ, 2006<br />
Διάγραμμα 4. Εξαγωγική επίδοση
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 68<br />
68 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
σμος (Διάγραμμα 5). Διευκρινιστικά σημειώνεται ότι ο δείκτης εξαγωγικών<br />
επιδόσεων υπολογίζεται ως εξής. Ο ρυθμός αύξησης των συνολικών εξαγωγών<br />
μιας συγκεκριμένης χώρας αφαιρείται από το ρυθμό αύξησης των εισαγωγών<br />
όλων των υπόλοιπων χωρών. Αν ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών της χώρας είναι<br />
μεγαλύτερος από το ρυθμό αύξησης των εισαγωγών των υπόλοιπων χωρών,<br />
τότε η εξαγωγική επίδοση της χώρας είναι μεγαλύτερη από τη μονάδα (1). Ο<br />
δείκτης εισαγωγικής διείσδυσης υπολογίζεται με τον τύπο M/D=M/(Y-X+M),<br />
όπου Μ = εισαγωγές, Χ = εξαγωγές D = εγχώρια ζήτηση και Υ =ΑΕΠ.<br />
Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν όσα αναφέραμε πιο πριν για τη χαμηλή<br />
θέση που έχει η ελληνική οικονομία σε όλες τις κατατάξεις διεθνούς ανταγωνιστικότητας.<br />
Η θέση αυτή φαίνεται να επιδεινώνεται σταδιακά εδώ και πολλά<br />
χρόνια, αλλά τα τελευταία το ΙΤΣ έχει πλέον προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις.<br />
Σύνθεση παραγωγής και διαρθρωτικές αδυναμίες<br />
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών<br />
δεν είναι συγκυριακό, αλλά διαρθρωτικό και γι’ αυτό δεν μπορεί να αντι-<br />
Διάγραμμα 5. Εισαγωγική διείσδυση
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 69<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 69<br />
μετωπιστεί με μακροοικονομικά εργαλεία, αλλά με μέτρα πολιτικής που θα<br />
επηρεάσουν τη διάρθρωση και τις κλαδικές επιδόσεις της οικονομίας μας. Αν<br />
και δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, εντούτοις, με βάση κάποιους δείκτες,<br />
μπορούμε να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα. Σε μια εποχή έντονης διεθνοποίησης<br />
των αγορών και της εισόδου πολλών νέων χωρών που ανταγωνίζονται<br />
στο διεθνή στίβο, η Ελλάδα είναι χώρα πλέον υψηλού κατά κεφαλή ΑΕΠ<br />
και σχετικά υψηλού κόστους εργασίας, εξακολουθεί να εξειδικεύεται σε προόντα<br />
που απαιτούν εργασία χαμηλής εξειδίκευσης.<br />
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία του πίνακα 7, όπου φαίνεται η χώρα μας<br />
να έχει τη μεγαλύτερη εξειδίκευση σε προόντα με χαμηλές εργασιακές δεξιότητες<br />
και μάλιστα ο δείκτης αυτός είναι ο υψηλότερος σε όλη την ΕΕ των 24 (25<br />
εκτός Κύπρου). Από την άλλη πλευρά η κατάταξη της Ελλάδας με βάση την<br />
εξειδίκευση σε προόντα υψηλής τεχνολογίας είναι 17η και σε προόντα υψηλής-ενδιάμεσης<br />
τεχνολογίας είναι 23 η , στο ίδιο επίπεδο με την Πολωνία. Παρατηρούμε<br />
δηλαδή ότι η χώρα μας έχει μια διάρθρωση παραγωγής μάλλον ξεπερασμένη<br />
και μάλιστα σε μια περίοδο που η ανάδυση πολλών οικονομιών χαμηλού<br />
εργατικού κόστους εντείνει τον ανταγωνισμό στα προόντα που παράγουμε.<br />
Η εξειδίκευση σε προόντα που για την παραγωγή τους απαιτείται εργασίας<br />
χαμηλών δεξιοτήτων ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι η ανεργία των νέων<br />
στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλη, συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά και<br />
το ότι έχει απορροφήσει με επιτυχία μεγάλο αριθμό μεταναστών, οι οποίοι<br />
απασχολούνται ακριβώς σε τομείς χαμηλής τεχνολογίας.<br />
Το ζήτημα γιατί η χώρα μας δεν μπόρεσε να προσαρμόσει την παραγωγή<br />
της στις νέες απαιτήσεις της τεχνολογίας και των τεχνολογικών αλλαγών απαιτεί<br />
συστηματική μελέτη και ανάλυση. Αν και στην περίοδο 1995-2005 έγιναν<br />
σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία μας, κυρίως στο χρηματοοικονομικό<br />
τομέα και σε κάποιους τομείς του Δημοσίου, αλλά δεν φαίνεται να<br />
έγιναν σημαντικές αλλαγές που να αλλάζουν τη διάρθρωση σε τομείς του πρωτογενούς<br />
και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας μας. Αποτέλεσμα είναι η<br />
Ελλάδα να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι των εταίρων της να αντιμετωπίσει<br />
τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. 5<br />
Προχωρώντας στην περαιτέρω εξέταση της διάρθρωσης της παραγωγής θα<br />
δούμε ότι το 70% περίπου της παραγωγής μας προέρχεται από το χώρο των μικρομεσαίων<br />
επιχειρήσεων, ποσοστό που είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ (πίνακας<br />
8). Ακόμη το 82% των απασχολουμένων είναι στο χώρο αυτό. Έχει ση-<br />
5 Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση βλέπε D. Rae & M. Sollie, «Globalisation and the<br />
European Union: Which Countries are Best Placed to Cope?», Economics Department<br />
Working Paper, No. 586, OECD, 2007.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 70<br />
70 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Πίνακας 7. Δείκτης τομεακής εξειδίκευσης με βάση τις εργασιακές δεξιότητες<br />
Χώρα<br />
Υψηλή<br />
Υψηλή<br />
ενδιάμεση<br />
Χαμηλή<br />
ενδιάμεση<br />
Χαμηλή<br />
Αυστρία 0,87 0,89 1,22 1,07<br />
Βέλγιο 1,12 1,04 0,96 0,76<br />
Γαλλία 1,12 1,06 0,88 0,86<br />
Γερμανία 1,03 0,99 0,99 0,95<br />
Δανία 0,93 1,19 1,04 0,92<br />
Ελλάδα 0,86 0,79 1,06 1,41<br />
Εσθονία 0,81 1,12 1,13 1,13<br />
Ην. Βασίλειο 1,02 1,07 0,94 0,97<br />
Ιρλανδία 1,13 0,92 0,96 0,85<br />
Ισπανία 0,83 0,83 1,10 1,39<br />
Ιταλία 0,99 0,84 1,04 1,11<br />
Λετονία 0,80 1,13 1,26 0,94<br />
Λιθουανία 0,68 1,13 1,21 1,27<br />
Λουξεμβούργο 1,28 0,94 0,84 0,68<br />
Μάλτα 0,90 1,21 0,79 1,35<br />
Ολλανδία 1,02 1,05 1,00 0,91<br />
Ουγγαρία 1,00 0,93 0,99 1,08<br />
Πολωνία 0,77 0,79 1,33 1,20<br />
Πορτογαλία 0,90 1,01 1,03 1,16<br />
Σλοβακία 0,81 1,00 1,15 1,21<br />
Σλοβενία 0,91 0,84 1,15 1,12<br />
Σουηδία 0,95 1,30 1,03 0,81<br />
Τσεχία 0,73 1,00 1,24 1,25<br />
Φιλανδία 0,90 1,13 1,22 0,80<br />
Πηγή: Eurostat, EU industrial structure 2007, Challenges and opportunities, 2008<br />
μασία επομένως να εξετάσουμε σε πιο λεπτομερειακό επίπεδο τη σύνθεση των<br />
μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χώρα μας. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι<br />
ότι στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό της απασχόλησης είναι στο χώρο των<br />
πολύ μικρών επιχειρήσεων, εκείνων δηλαδή που απασχολούν από 1-9 εργαζόμενους<br />
και το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ (Διάγραμμα 6). από<br />
την άλλη πλευρά αν πάρουμε την απασχόληση στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις<br />
(απασχόληση από 50 έως 250), παρατηρούμε ότι στην Ελλάδα, η κατηγο-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 71<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 71<br />
Πίνακας 8. Βασικοί δείκτες για μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο μη χρηματοοικονομικό<br />
τομέα, 2005<br />
(% ΜΜΕ στο εθνικό σύνολο)<br />
Αριθμός<br />
επιχειρήσεων<br />
(χιλιάδες)<br />
Αριθμός<br />
απασχολουμένων<br />
(χιλιάδες)<br />
Προστιθέμενη<br />
αξία<br />
(e εκατ.)<br />
Αριθμός<br />
επιχειρήσεων<br />
Αριθμός<br />
απασχολουμένων<br />
Προστιθέμενη<br />
αξία<br />
EΕ-27 19.602 85.000 3.090 99,8 67,1 57,6<br />
Αυστρία 272 1.589 76 99,7 67,4 60,0<br />
Βέλγιο 395 1.602 83 99,8 66,6 57,8<br />
Βουλγαρία 240 1.318 5 99,7 72,6 53,2<br />
Γαλλία 2.274 8.834 412 99,8 61,4 54,2<br />
Γερμανία 1.654 12.357 553 99,5 60,6 53,2<br />
Δανία 202 1.129 67 99,7 66,0 64,8<br />
Ελλάδα 820 2.031 44 99,9 81,9 69,6<br />
Εσθονία 38 305 4 99,6 78,1 75,1<br />
Ην. Βασίλειο 1.535 9.636 501 99,6 54,0 51,0<br />
Ιρλανδία 85 654 53 99,5 67,5 58,2<br />
Ισπανία 2.542 10.538 339 99,9 78,7 68,5<br />
Ιταλία 3.819 12.182 420 99,9 81,3 70,9<br />
Κύπρος 43 174 5 99,9 84,3 80,0<br />
Λετονία 62 469 5 99,7 75,6 71,1<br />
Λιθουανία 93 619 5 99,7 72,9 58,5<br />
Λουξ/ργο 21 120 7 99,6 70,8 58,5<br />
Μάλτα : : : : : :<br />
Ολλανδία 492 3.146 146 99,7 67,6 61,5<br />
Ουγγαρία 556 1.783 20 99,8 70,9 50,2<br />
Πολωνία 1.405 5.289 59 99,8 69,8 48,4<br />
Πορτογαλία 848 2.676 47 99,9 82,0 67,8<br />
Ρουμανία 410 2.463 13 99,5 60,8 48,4<br />
Σλοβακία 42 501 7 98,8 54,0 44,5<br />
Σλοβενία 88 371 8 99,7 66,4 60,6<br />
Σουηδία 523 1.667 83 99,8 63,2 55,6<br />
Τσεχία 878 2.461 30 99,8 68,9 56,7<br />
Φιλανδία 187 717 40 99,7 58,5 53,9<br />
Πηγή: Eurostat (SBS size class)
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 72<br />
72 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Διάγραμμα 6. Απασχόληση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, 2005<br />
ρία αυτή απασχολεί μόλις και μετά βίας το 10% των απασχολουμένων, ποσοστό<br />
που είναι το μικρότερο στην ΕΕ. Το ίδιο παρατηρείται και στις μικρές επιχειρήσεις<br />
(απασχόληση από 10-49 εργαζόμενοι). Με απλά λόγια αν οι μικρομεσαίες<br />
επιχειρήσεις απασχολούν το 82% περίπου του εργατικού δυναμικού,<br />
το 57% περίπου απασχολείται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις.<br />
Η διάρθρωση αυτή δείχνει κάτι που είναι και κοινή πεποίθηση, ότι ο αριθμός<br />
των αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλός, συγκριτικά<br />
με άλλες χώρες της ΕΕ (πίνακας 9). Αν και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων<br />
μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία 15 χρόνια, αυτό εξακολουθεί να<br />
είναι υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της ΕΕ-15 και του ΟΟΣΑ. Η αυτοαπασχόληση<br />
μπορεί από τη μια πλευρά να διευκολύνει την εξεύρεση εργασίας σε<br />
πολλά άτομα και να μειώνει την ανεργία, από την άλλη πλευρά όμως δεν επιτρέπει<br />
την εξειδίκευση και την απόκτηση δεξιοτήτων, οι οποίες εκδηλώνονται<br />
με την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών<br />
και την επίτευξη αυξημένης παραγωγικότητας μέσα στην επιχείρηση.<br />
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι πολλοί Έλληνες βρίσκουν καταφύγιο για<br />
απασχόληση στη δημιουργία πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες στη μεγάλη<br />
τους πλειοψηφία είναι οικογενειακές. Ίσως αυτή η διάρθρωση να εξηγεί σε μεγάλο<br />
βαθμό και το γεγονός ότι η παραγωγή μας είναι σε προόντα και υπηρεσίες<br />
που απαιτούν χαμηλές δεξιότητες στο εργατικό δυναμικό. Αποτέλεσμα αυτών<br />
των χαρακτηριστικών είναι και η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στη<br />
χώρα μας. Αυτό είναι φανερό και από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα του<br />
Έλληνα εργαζόμενου, ανά ώρα εργασίας, εξακολουθεί να είναι η μικρότερη,
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 73<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 73<br />
Πίνακας 9. Αυτοαπασχολούμενοι ως % εργατικού δυναμικού<br />
1990 1995 2000 2005 2006<br />
Αυστρία 14,2 14,4 13,1 13,3 13,6<br />
Βέλγιο 18,1 18,8 14,8 14,7 14,7<br />
Γαλλία 13,2 10,8 9,2 9,0 9,0<br />
Γερμανία 10,9 10,7 11,0 12,4 12,2<br />
Δανία 11,7 9,6 8,7 8,7 8,9<br />
Ελλάδα 47,7 46,1 41,9 36,4 36,3<br />
Ην. Βασίλειο 15,1 15,6 12,8 13 13,2<br />
Ιρλανδία 24,9 22,2 18,9 17,4 16,5<br />
Ισπανία 25,9 25,2 20,2 18,2 17,9<br />
Ιταλία 28,7 29,3 28,5 27 26,7<br />
Λουξεμβούργο 9,1 8,4 7,4 6,6 6,4<br />
Ολλανδία 11,6 12,4 12,0 11 11,0<br />
Ουγγαρία .. 18,0 15,2 13,8 12,8<br />
Πολωνία 27,2 29,7 27,4 25,8 24,4<br />
Πορτογαλία 29,4 27,9 26,1 25,1 24,1<br />
Σλοβακία .. 6,5 7,9 12,6 12,6<br />
Σουηδία 9,2 11,2 10,3 9,8 10,0<br />
Τσεχία .. 12 15,2 16,1 16,2<br />
Φιλανδία 15,6 15,6 13,7 12,7 12,9<br />
Ε.Ε. (15) 18,0 17,2 15,8 15,6 14,2<br />
ΟΟΣΑ 19,4 19,4 17,6 16,9 16,0<br />
Πηγή: ΟΟΣΑ<br />
με εξαίρεση την Πορτογαλία, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-15 (Διάγραμμα<br />
7). Αν και η ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας, σε όλη την<br />
περίοδο 1995-2005, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ-15, αυτή οφείλεται και<br />
στο γεγονός ότι ο μέσος Έλληνας εργάζεται περισσότερο από το μέσο Ευρωπαίο.<br />
Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η ανά ώρα εργασίας παραγωγικότητα<br />
στην Ελλάδα είναι η μικρότερη στην ΕΕ-15, με εξαίρεση την Πορτογαλία<br />
και υστερεί πολύ σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως π.χ. η Ισπανία και η Ιταλία.<br />
Με βάση άλλα στοιχεία της Eurostat (Europe in figures 2008), ο μέσος όρος,<br />
ωρών εργασίας εβδομαδιαία, στην Ελλάδα το 2005 ήταν ο μεγαλύτερος στην<br />
ΕΕ-27. Το ίδιο φαίνεται να επιβεβαιώνουν και στοιχεία του ΟΟΣΑ με βάση τα<br />
οποία, στην Ελλάδα αν ο μέσος εργασίας ετησίως είναι 100 ώρες, ο αντίστοι-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 74<br />
74 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ<br />
Διάγραμμα 7. Παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας (2006)<br />
χος μέσος όρος ωρών εργασίας στις 19 χώρες της ΕΕ που είναι και χώρες-μέλη<br />
του ΟΟΣΑ είναι 84 ώρες. Αν και η παραγωγικότητα της εργασίας βελτιώθηκε,<br />
εντούτοις η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να<br />
είναι, μετά την Πορτογαλία, η μικρότερη στην ΕΕ-15 (Διάγραμμα 7).<br />
Τέλος ίσως έχει σημασία να αναφέρουμε και το γνωστό πλέον δείκτη της<br />
Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητα<br />
στις διάφορες χώρες. Με βάση τα στοιχεία που αφορούν το 2007 Ελλάδα<br />
κατέχει την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, κάτι που συνέβαινε<br />
και τα προηγούμενα χρόνια (πίνακας 8).<br />
Διαπιστώσεις και συμπεράσματα<br />
Από την πιο πάνω αποσπασματική παρουσίαση κάποιων δεικτών γίνεται<br />
σαφές ότι το πρόβλημα του ΙΤΣ της χώρας μας είναι βαθιά διαρθρωτικό και ο<br />
μόνος τρόπος αντιμετώπισης του είναι οι μεθοδευμένες διαρθρωτικές αλλαγές.<br />
Χωρίς αναδιαρθρώσεις στον παραγωγικό ιστό, χωρίς τη δημιουργία ανταγωνιστικών<br />
επιχειρήσεων δεν φαίνεται πιθανό να μπορέσει η Ελλάδα να βελτιώσει<br />
τις επιδόσεις της στις διεθνείς αγορές και να μειώσει το έλλειμμα του ΙΤΣ. Μέχρι<br />
πριν λίγα χρόνια, το εργαλείο που συνήθιζε να χρησιμοποιεί η χώρα μας<br />
ήταν η υποτίμηση της ισοτιμίας της δραχμής και η περιοριστική δημοσιονομική<br />
και νομισματική πολιτική. Σήμερα, με το ευρώ ως νόμισμα δεν υπάρχει η δυνα-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 75<br />
ΔΙΕΘΝEΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 75<br />
τότητα υποτίμησης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας<br />
των προόντων και υπηρεσιών έχει εξαλειφθεί. Απλά αυτή εκδηλώνεται<br />
με άλλους τρόπους και οι συνέπειες της στην πραγματική οικονομία θα αρχίσουν<br />
να εκδηλώνονται με αυξημένη ανεργία, μείωση εισοδημάτων και επιβράδυνση<br />
της σύγκλισης με τις άλλες χώρες της ΕΕ.<br />
Γι’ αυτό και η ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές γίνεται όλο και πιο επιτακτική.<br />
Οι αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν από το να βελτιωθούν οι επιδόσεις του<br />
δημόσιου τομέα, γιατί όλοι οι δείκτες ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας<br />
δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα των κρατικών υπηρεσιών είναι πολύ<br />
χαμηλή. Αν αυτό δεν γίνει σχετικά σύντομα, τότε οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ<br />
θα μειωθούν και θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο η ανεργία. Οι αλλαγές που<br />
απαιτούνται δεν αφορούν μόνο θέματα νομοθεσίας, αλλά και βαθύτερες αλλαγές<br />
στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στο πως δαπανώνται οι πόροι του Δημοσίου,<br />
στο πως λειτουργεί το φορολογικό μας, στο πως μπορεί να εκσυγχρονιστεί<br />
το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε όλες του τις βαθμίδες και να βελτιωθεί η<br />
λειτουργία της αγοράς εργασίας.<br />
Η βελτίωση της λειτουργίας του κράτους και η θεσμοθέτηση απλών και<br />
αποτελεσματικά εφαρμοζόμενων κανόνων θα βοηθήσει και τις επιχειρήσεις να<br />
αξιοποιήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και να αναπτύξουν νέα, κάτι<br />
που χρειάζεται η χώρα μας στο νέο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.<br />
Σε μια εποχή που οι αλλαγές είναι συνεχείς και η ανάδυση νέων οικονομικών<br />
δυνάμεων στη διεθνή οικονομική σκηνή, η επανάπαυση είναι ο χειρότερος<br />
σύμβουλος. Η πείρα έχει δείξει ότι οι επιτυχημένες αλλαγές είναι εκείνες που<br />
γίνονται μεθοδικά και με κοινωνικές συναινέσεις. Σε όλες τις αλλαγές υπάρχουν<br />
ωφελημένοι και χαμένοι. Γι’ αυτό και χρέος της πολιτείας είναι να αντιμετωπίσει<br />
με αποτελεσματικότητα και ευαισθησία τις ευπαθείς ομάδες σε αυτές<br />
τις αλλαγές. Η εμπειρία άλλων χωρών είναι πολύτιμη και με βάση αυτή θα πρέπει<br />
η πολιτική μας ηγεσία να βρει τρόπο να προχωρήσει μεθοδικά και συστηματικά<br />
στις αλλαγές εκείνες που έχει ανάγκη η χώρα.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 76
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 77<br />
2<br />
Προβλήματα της ελληνικής οικονομίας<br />
και προτάσεις για την επίλυσή τους<br />
Μαρία Αλμπάνη και Γιάννης Στουρνάρας<br />
Εισαγωγή<br />
Η επίδοση της ελληνικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως<br />
σήμερα, δηλαδή την περίοδο που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια επίτευξης<br />
των κριτηρίων σύγκλισης και από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη, είναι ανώτερη<br />
από αυτή των δύο προηγούμενων δεκαετιών (1974-1994): Η οικονομική ανάπτυξη<br />
είναι υψηλότερη (4% κατά μέσο ετήσιο όρο), ο πληθωρισμός χαμηλότερος,<br />
ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής<br />
δύναμης έχει φτάσει στο 90% του αντίστοιχου εισοδήματος της Ευρωζώνης<br />
και στο 100% του εισοδήματος της Ευρωπακής Ένωσης (ΕΕ) των 27.<br />
Αναμφισβήτητα, η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης και η υιοθέτηση του<br />
ευρώ έδωσαν αναπτυξιακή δυναμική σε μια οικονομία η οποία υπέφερε από νομισματικές<br />
και συναλλαγματικές διαταραχές από την εποχή της εθνικής ανεξαρτησίας<br />
(το 1830) μέχρι το 2000. Πράγματι, η ανάπτυξη στηρίζεται τόσο στην κατανάλωση<br />
(ιδιωτική και δημόσια) όσο και στις επενδύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες)<br />
που ενισχύθηκαν από τη μείωση των επιτοκίων λόγω σύγκλισης και την επέκταση<br />
του τραπεζικού δανεισμού, τη νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα που<br />
έφερε το ευρώ, την αναδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος<br />
και ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων, και την εισροή κοινοτικών πόρων.<br />
Αυτό όμως το αναπτυξιακό πρότυπο, που λειτούργησε θετικά όλα αυτά τα<br />
χρόνια, εξάντλησε τη δυναμική του. 1 Μία σαφή ένδειξη αποτελεί το ισοζύγιο<br />
τρεχουσών συναλλαγών. Η Ελλάδα έχει χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχου-<br />
1 Γ. Στουρνάρας και Μ. Αλμπάνη, Η Ελληνική Οικονομία μετά την Κρίση: Αναζητώντας<br />
ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, ΙΟΒΕ, Αθήνα, 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 78<br />
78 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
σών συναλλαγών της. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως τη δεκαετία του<br />
’90 το μέσο έλλειμμα ήταν της τάξης του 3% του ΑΕΠ ετησίως. Από τα μέσα της<br />
δεκαετίας του 90 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε<br />
ακόμα περισσότερο, και το 2007 ξεπέρασε το 14% του ΑΕΠ.<br />
Το πρόβλημα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών<br />
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται, μεταξύ άλλων,<br />
στη χρόνια υστέρηση μεταξύ των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων.<br />
Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα στοιχεία από τους εθνικούς λογαριασμούς,<br />
το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2007 προέκυψε ως η διαφορά<br />
μεταξύ των συνολικών επενδύσεων της τάξης του 25% του ΑΕΠ (οι<br />
οποίες είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ) και των συνολικών αποταμιεύσεων,<br />
που κυμάνθηκαν στο 11% του ΑΕΠ (και οι οποίες είναι από τις χαμηλότερες<br />
στην ΕΕ).<br />
Το έλλειμμα αυτό ήταν το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ<br />
(με εξαίρεση την Ισλανδία), ενώ άλλες δύο χώρες του ευρωπακού Νότου, η<br />
Πορτογαλία και (δευτερευόντως) η Ισπανία διακρίνονται και αυτές από πολύ<br />
υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους. Παράλληλα, παρατηρείται<br />
αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου στις χώρες του ευρωπακού<br />
Βορρά κατά την ίδια περίοδο (από τα μέσα της δεκαετίας του 90), φαινόμενο<br />
που ερμηνεύεται από τη διαδικασία της οικονομικής σύγκλισης.<br />
Οι χαμηλές εθνικές αποταμιεύσεις αντανακλούν τα υψηλά ελλείμματα του<br />
δημόσιου τομέα (αρνητική αποταμίευση) και την υψηλή ροπή προς κατανάλωση<br />
του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, η μείωση των επιτοκίων (των ασφαλίστρων<br />
κινδύνου), αποτέλεσμα της επιτυχούς οικονομικής σύγκλισης, οδήγησε<br />
σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και σε μείωση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων,<br />
ενώ οι επενδύσεις και οι αποταμιεύσεις του δημόσιου τομέα δεν κινήθηκαν<br />
επαρκώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών<br />
συναλλαγών αντανακλά επίσης τη χρόνια υστέρηση ανταγωνιστικότητας<br />
αλλά και το εσωστρεφές πρότυπο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ιδιαίτερα<br />
εάν συγκριθεί με τις άλλες μικρές ανοιχτές οικονομίες στην Ευρωζώνη<br />
(π.χ. Ιρλανδία και Αυστρία). Οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι οι χαμηλότερες<br />
στην Ευρωζώνη (20% του ΑΕΠ- στην Ευρωζώνη οι εξαγωγές κυμαίνονται<br />
από 30% στην Πορτογαλία ως 90% στην Ιρλανδία), αντανακλώντας κυρίως<br />
τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προόντων και υπηρεσιών. 2<br />
2<br />
T. Papadogonas και Y. Stournaras, «Financial Integration, National Savings and<br />
National Investment in the EU Member-States», Applied Economic Letters, 2006 και των
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 79<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 79<br />
Ελλείμματα αυτών των διαστάσεων, εφόσον συνεχίζονται, συνεπάγονται τη<br />
χειροτέρευση της «διεθνούς καθαρής επενδυτικής θέσης της χώρας», ενός μεγέθους<br />
που σχετίζεται, αλλά δεν ταυτίζεται, με το καθαρό εξωτερικό χρέος.<br />
Εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης, η πιθανότερη συνέπεια ενός ελλείμματος<br />
του ισοζυγίου αυτών των διαστάσεων, θα ήταν η σημαντική υποτίμηση<br />
της δραχμής, η αύξηση του πληθωρισμού, η μείωση των πραγματικών μισθών<br />
και της ιδιωτικής κατανάλωσης, η μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης,<br />
η ενδεχόμενη μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών. Η<br />
προσαρμογή σε χαμηλότερο έλλειμμα του ισοζυγίου θα ήταν βίαιη και τυφλή.<br />
Αυτό έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν, πριν η Ελλάδα υιοθετήσει το<br />
ευρώ. Παρόλα αυτά και παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή στο ευρώ έχει εξαλείψει<br />
το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα,<br />
ελλείμματα του ισοζυγίου της τάξης του 14% του ΑΕΠ δημιουργούν προβλήματα<br />
που δεν μπορεί να αγνοηθούν.<br />
Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι απαιτείται προσαρμογή. Η συμμετοχή της<br />
Ελλάδας στην Ευρωζώνη, όπως ήδη ελέχθη, μετριάζει την επιτακτική και<br />
άμεση ανάγκη για την προσαρμογή αυτή και δίνει την πολυτέλεια του τρόπου<br />
και του χρόνου. Η προσαρμογή αυτή κρίνεται απαραίτητη για τους ακόλουθους<br />
λόγους: Πρώτον, διότι ακόμα και κάτω από την «ομπρέλα προστασίας» του<br />
ευρώ, το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου συνεπάγεται εκροή εισοδήματος στο<br />
εξωτερικό (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια κ.λπ.) που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί<br />
επ’ άπειρον από την υψηλότερη ανάπτυξη που ο εξωτερικός δανεισμός μπορεί<br />
να εξασφαλίζει. Δεύτερον, διότι το έλλειμμα του ισοζυγίου αφενός οφείλεται<br />
και στην αρνητική καθαρή αποταμίευση του δημόσιου τομέα (δηλαδή στο τρέχον<br />
έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, περίπου 2% του ΑΕΠ) και αφετέρου<br />
στην πολύ μικρή ιδιωτική αποταμίευση (περίπου 13% του ΑΕΠ), τόσο συγκριτικά<br />
με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης όσο και, κυρίως, σε σχέση με τις μελλοντικές<br />
ανάγκες που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού. Τρίτον, διότι η τρέχουσα<br />
διεθνής κρίση έχει προκαλέσει τη διεύρυνση των επιτοκιακών περιθωρίων<br />
δανεισμού του δημοσίου, των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών,<br />
που επιβαρύνουν την εθνική ευημερία, αφού η Ελλάδα έχει σχετικά<br />
μεγάλο καθαρό εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τέταρτον, διότι η ΕΕ<br />
είναι μια πλήρης νομισματική ένωση, αλλά δεν είναι μία πλήρης οικονομική<br />
ένωση και στερείται επαρκών μέσων (διαθέτει μόνο τα αναγκαία) εξάλειψης<br />
των περιφερειακών ανισορροπιών αν παραστεί μείζων ανάγκη.<br />
ιδίων «Twin deficits and financial Integration in EU Member-States», Journal of Policy<br />
Modeling, 2006.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 80<br />
80 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
Γήρανση του πληθυσμού και κοινωνική ασφάλιση<br />
Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα, καθώς<br />
επίσης και οι περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες και οικονομίες, από την<br />
πλευρά της ζήτησης είναι το ασφαλιστικό. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες εκείνες<br />
όπου το συνταξιοδοτικό πρόβλημα τίθεται με οξύτητα και προκαλεί ερωτηματικά<br />
για τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές εξελίξεις.<br />
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία<br />
χρόνια. Από το 1960 μέχρι το 2005 αυξήθηκε κατά μέσο όρο 10 περίπου χρόνια<br />
στις χώρες του ΟΟΣΑ, φθάνοντας τα 78.6 χρόνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι από<br />
το 2003 μέχρι το 2005 αυξήθηκε κατά ένα χρόνο περίπου (από το 77.8 σε 78.6<br />
χρόνια). Στην Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ήταν 69.9 χρόνια<br />
το 1960, 78.1 χρόνια το 2003 και 79.3 χρόνια το 2005 (Πίνακας 1). Η αύξηση του<br />
προσδόκιμου ζωής αντανακλά τη μεγάλη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας<br />
σε όλες τις ηλικίες, η οποία ερμηνεύεται από τη βελτίωση του επιπέδου ευημερίας,<br />
των συνθηκών υγείας, διατροφής, υγιεινής κ.λπ.<br />
Υπάρχει θετική και ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος<br />
και του αυξημένου προσδόκιμου ζωής, όπως και μεταξύ της κατά κεφαλήν<br />
δαπάνης υγείας και του αυξημένου προσδόκιμου ζωής στις χώρες του ΟΟΣΑ.<br />
Η Ελλάδα βρίσκεται επάνω από τη σχετική γραμμή παλινδρόμησης (Γράφημα<br />
1), που σημαίνει ότι έχει προσδόκιμο ζωής υψηλότερο από αυτό που «προβλέπεται»<br />
από το κατά κεφαλήν εισόδημα.<br />
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής είναι αναμφισβήτητα μια θετική εξέλιξη.<br />
Έχει όμως μια ανεπιθύμητη παρενέργεια που αφορά τα συστήματα κοινωνικής<br />
ασφάλισης διανεμητικού χαρακτήρα (pay-as-you go). Η παρενέργεια αυτή<br />
Πίνακας 1. Προσδόκιμο ζωής, 1960-2005<br />
Προσδόκιμο Ζωής 1960 2003 2005<br />
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 69.6 78.4 79<br />
ΕΛΛΑΔΑ 69.9 78.1 79.3<br />
ΙΣΠΑΝΙΑ 69.8 80.5 80.7<br />
ΓΑΛΛΙΑ 70.3 79.4 80.3<br />
ΙΡΛΑΝΔΙΑ 70 77.8 79.5<br />
ΙΤΑΛΙΑ 69.8 79.9 80.4<br />
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 64 77.3 78.2<br />
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 69 78.5 78.9<br />
ΠΟΛΩΝΙΑ 67.8 74.7 75.1<br />
ΟΟΣΑ 68.5 77.8 78.6<br />
Πηγή: OΟΣΑ, Health Statistics 2007
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 81<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 81<br />
Γράφημα 1. Προσδόκιμο ζωής στη γέννηση και κατά κεφαλήν εισόδημα<br />
81<br />
80<br />
R 2 = 0,4168<br />
79<br />
78<br />
77<br />
76<br />
75<br />
74<br />
10000 15000 20000 25000 30000 35000<br />
Πηγή: Πίνακας 1 και OECD National Accounts<br />
οφείλεται στο γεγονός ότι τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση καθορίστηκαν<br />
όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν πολύ χαμηλότερο από ότι είναι σήμερα. Δηλαδή,<br />
ο αριθμός των ετών που ζει κάποιος ως συνταξιούχος έχει αυξηθεί, ενώ η<br />
χρονική περίοδος του εργασιακού βίου έχει παραμείνει περίπου η ίδια. Αυτό<br />
έχει συμβάλει στη δημιουργία ενός «ανοίγματος» μεταξύ των ροών εσόδων και<br />
των ροών δαπανών στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο προβλέπεται<br />
να διευρυνθεί τα επόμενα χρόνια.<br />
Εξειδικεύοντας περισσότερο, μπορεί να λεχθεί ότι το ασφαλιστικό «πρόβλημα»<br />
είναι αποτέλεσμα πέντε κυρίως εξελίξεων: (α) του αυξημένου προσδόκιμου<br />
ζωής, (β) της μείωσης του ποσοστού γονιμότητας, (γ) της επερχόμενης συνταξιοδότησης<br />
της γενιάς που γεννήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο, δηλαδή των<br />
λεγόμενων «baby boomers», (δ) των συνεχών παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό<br />
σύστημα «κοινωνικού» χαρακτήρα που χαλαρώνουν τα ασφαλιστικά κίνητρα,<br />
και (ε) των οργανωτικών δυσλειτουργιών που οδηγούν σε εισφοροδιαφυγή.<br />
Από τις εξελίξεις αυτές, οι τρεις πρώτες είναι κοινές στις περισσότερες χώρες<br />
του ΟΟΣΑ και της ΕΕ και οδηγούν σε αύξηση του ποσοστού εξάρτησης,<br />
δηλαδή, του λόγου των ηλικιωμένων (65+) προς τους οικονομικά ενεργούς πολίτες<br />
(15-65) (Πίνακας 2). Με τη σειρά της, η αύξηση του ποσοστού εξάρτησης<br />
οδηγεί, αν δεν υπάρξουν αντίρροπες τάσεις σε άλλες παραμέτρους του διανεμητικού<br />
συστήματος, σε διάσταση μεταξύ των εσόδων από εισφορές και των
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 82<br />
82 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
Πίνακας 2. Ποσοστό εξάρτησης των ηλικιωμένων από τον ενεργό πληθυσμό και<br />
δημόσιες δαπάνες σχετιζόμενες με τη γήρανση του πληθυσμού.<br />
Χώρα<br />
Ποσοστό<br />
γονιμότητας 1<br />
Ποσοστό<br />
εξάρτησης 2<br />
Συντάξεις<br />
(% ΑΕΠ)<br />
Δημόσιες Δαπάνες<br />
Υγείας (% ΑΕΠ)<br />
2004 2050 2004 2050 2004 2050 2004 2050<br />
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1.4 1.5 26.8 51.7 11.4 13.1 6 7.2<br />
ΕΛΛΑΔΑ* 1.3 1.5 26.4 60.4 12 24 5.1 6.8<br />
ΙΣΠΑΝΙΑ 1.3 1.4 24.6 65.6 8.6 15.7 6.1 8.3<br />
ΓΑΛΛΙΑ 1.9 1.9 25.2 46.4 12.8 14.8 7.7 9.5<br />
ΙΡΛΑΝΔΙΑ 2 1.8 16.4 45.2 4.71 1.1 5.3 7.3<br />
ΙΤΑΛΙΑ 1.3 1.4 28.9 62.2 14.2 14.7 5.8 7.1<br />
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 1.5 1.6 24.9 58.5 11.1 20.8 6.7 7.2<br />
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 1.8 1.8 23.3 46.7 10.7 13.7 5.6 7<br />
ΚΥΠΡΟΣ 1.5 1.5 17.5 43.2 6.9 19.8 2.9 4<br />
ΠΟΛΩΝΙΑ 1.2 1.6 18.6 51 13.9 8 4.1 5.5<br />
ΕΕ-25 1.5 1.6 24.5 51.4 10.6 12.8 6.4 7.9<br />
ΖΩΝΗ ΕΥΡΩ 1.5 1.6 25.9 53.6 11.5 14.1 6.3 7.8<br />
1 Το ποσοστό γονιμότητας είναι ο αριθμός των παιδιών ανά γυναίκα γόνιμης ηλικίας<br />
2 Το ποσοστό εξάρτησης είναι ο λόγος του αριθμού των πολιτών ηλικίας 65 και άνω προς<br />
τον αριθμό των πολιτών στην ηλικιακή κατηγορία 15 – 64<br />
* Για την Ελλάδα τα στοιχεία για τις συντάξεις δεν είναι επικαιροποιημένα (δηλαδή του<br />
2005) αλλά προγενέστερα, από προβολές της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής (EPC)<br />
Πηγή: R. Beetsma και H. Oksanen, «Pension Systems, Ageing and the Stability and Growth<br />
Pact», European Economy, Special Report, European Commission, 2007<br />
δαπανών για συντάξεις, σε αύξηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης<br />
και τελικά του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΕ, η αύξηση του<br />
δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα θα είναι τόσο μεγάλη αν<br />
δεν ληφθούν μέτρα, ώστε το 2050 ο λόγος αυτός θα πλησιάσει το 400% και θα<br />
είναι ο μεγαλύτερος στη ΕΕ (Πίνακας 3).<br />
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό ενώ η εξέλιξη του ποσοστού εξάρτησης είναι<br />
σχεδόν η ίδια με τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ; Συμβαίνει διότι: Πρώτον οι άλλες<br />
χώρες-μέλη έχουν λάβει σημαντικά μέτρα εξισορρόπησης του συστήματος<br />
ενώ εμείς όχι (αν και δεν έχουν δοθεί μέχρι σήμερα αναλυτικά στοιχεία, από<br />
πρόχειρους υπολογισμούς που έχουμε κάνει, η πλήρης εφαρμογή του νόμου<br />
3655/2008 για το ασφαλιστικό βελτιώνει τα παραπάνω μεγέθη μόνο κατά 10%
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 83<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 83<br />
Πίνακας 3. Προβολή του Δημόσιου Χρέους ως % του ΑΕΠ έως το 2050<br />
Πηγή: Public Finances in EMU, European Commission, 2005<br />
Σενάριο βάσης 1<br />
2004 2010 2030 2050<br />
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 65.5 62.2 39.6 23<br />
ΕΛΛΑΔA 110.5 94.7 139.5 403.3<br />
ΙΣΠΑΝΙΑ* 49 35.1 4.3 55.9<br />
ΓΑΛΛΙΑ 64.8 59 89.5 219.3<br />
ΙΡΛΑΝΔΙΑ* 21.7 12 12 62.6<br />
ΙΤΑΛΙΑ 106 90.7 31.2 -5.7<br />
ΚΥΠΡΟΣ* 73.8 46.9 36.6 83.2<br />
ΠΟΛΩΝΙΑ 45.9 44.9 -8.3 -68.8<br />
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ* 6.4 -4.5 -30.5 -13.7<br />
1 Το σενάριο βάσης στηρίζεται σε προβολές που έγιναν από τις υπηρεσίες της Ευρωπακής<br />
Επιτροπής λαμβάνοντας ως βάση τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα<br />
και στοιχεία του έτους 2008, τα οποία περιέχονται στα Προγράμματα Σταθερότητας και<br />
Ανάπτυξης των χωρών – μελών.<br />
* Προσαρμοσμένο Ακαθάριστο Χρέος<br />
περίπου), δεύτερον ουδείς έχει εντρυφήσει στις υποθέσεις πίσω από τις εκτιμήσεις<br />
της ΕΕ οι οποίες αδικούν, είναι αλήθεια, την Ελλάδα και ευνοούν χώρες<br />
με παρόμοια ποσοστά εξάρτησης, όπως π.χ. η Ιταλία (το δημόσιο χρέος της ως<br />
ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζεται να μηδενίζεται (!) το 2050), τρίτον το ποσοστό<br />
αναπλήρωσης στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ (το σύστημα θεωρείται<br />
γενναιόδωρο, όχι σε απόλυτους όρους αλλά σχετικά με τους μέσους μισθούς<br />
που επικρατούν).<br />
Τίθεται ένα βασικό ερώτημα, η απάντηση στο οποίο έχει καταλυτική σημασία:<br />
Το ασφαλιστικό πρόβλημα όπως περιγράφτηκε, είναι μόνο δημοσιονομικό<br />
πρόβλημα ή και πρόβλημα που προκαλεί αδιαμφισβήτητη μείωση των ρυθμών<br />
οικονομικής ανάπτυξης και άρα της οικονομικής ευημερίας μιας χώρας;<br />
Καταρχάς πρέπει να εντοπίσουμε ποιες από τις πέντε εξελίξεις που αναφέρθηκαν<br />
πριν δημιουργούν μόνιμο και ποιες παροδικό πρόβλημα στο σύστημα<br />
κοινωνικής ασφάλισης. Σε όρους επιβάρυνσης, οι σημαντικότερες είναι<br />
δύο: Η συνταξιοδότηση των λεγόμενων baby-boomers από το 2015 και μετά και<br />
το αυξημένο προσδόκιμο ζωής. Οι λοιπές αιτίες είτε δεν επιβαρύνουν υπέρμετρα<br />
το σύστημα είτε είναι αντιμετωπίσιμες με οργανωτικά μέτρα και για χάριν
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 84<br />
84 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
συντόμευσης μπορούμε εδώ να επικεντρωθούμε στις πρώτες δύο.<br />
Το πρόβλημα των λεγόμενων baby-boomers είναι σημαντικό μεν αλλά παροδικό,<br />
δηλαδή επιβαρύνει το σύστημα για έναν αριθμό ετών και μετά εξαλείφεται.<br />
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το ασφαλιστικό σύστημα ωφελήθηκε<br />
από τους baby-boomers την περίοδο της εργασιακής ακμής τους, δηλαδή την<br />
περίοδο 1960-1995.<br />
Η αύξηση όμως του προσδόκιμου ζωής είναι μόνιμο φαινόμενο σύμφωνα με<br />
την ιατρική επιστήμη και τη βιολογία. Στο φιλοσοφικό ερώτημα εάν επιθυμούμε<br />
αυτή την κατάσταση, αν δηλαδή επιθυμούμε να ζούμε περισσότερο ή<br />
όχι, η απάντηση είναι θετική, αρκεί βέβαια να είμαστε υγιείς. Επομένως το αυξημένο<br />
προσδόκιμο ζωής είναι μια θετική εξέλιξη, όχι αρνητική. Το δημοσιονομικό<br />
πρόβλημα που δημιουργεί δεν φαίνεται να είναι, και δεν έχει αποδειχθεί<br />
ότι είναι, και πρόβλημα οικονομικής ευημερίας, επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε,<br />
το αυξημένο προσδόκιμο ζωής συσχετίζεται ισχυρά και θετικά με μεγαλύτερη<br />
παραγωγικότητα και κατά κεφαλήν εισόδημα. Αυτό σημαίνει ότι οι<br />
οικονομίες δημιουργούν πρόσθετους πόρους, όχι λιγότερους, αλλά και μεγαλύτερη<br />
ευημερία.<br />
Επομένως το πρόβλημα είναι καταρχήν αντιμετωπίσιμο και έχει να κάνει<br />
με την διατήρηση της ισορροπίας στο διανεμητικό σύστημα, δηλαδή μεταξύ συνόλου<br />
εισφορών και δαπάνης συντάξεων. Επειδή το σύνολο των εισφορών είναι<br />
άμεση συνάρτηση της δαπάνης μισθοδοσίας, (προκύπτει ως το γινόμενο του<br />
ποσοστού της εισφοράς εργαζόμενου και εργοδότη με την δαπάνη μισθοδοσίας)<br />
το πρόβλημα απλουστεύεται και η λύση του γίνεται ηπιότερη (δηλαδή οι<br />
απαιτούμενες «παραμετρικές» αλλαγές είναι οι μικρότερες δυνατές) εάν: (α) η<br />
αύξηση της παραγωγικότητας είναι τέτοια που μπορεί να στηρίζει βιώσιμες αυξήσεις<br />
του μέσου μισθού (δηλαδή αυξήσεις που δεν θίγουν την ανταγωνιστικότητα),<br />
(β) επιτυγχάνεται αύξηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η<br />
Ελλάδα, όπου αφενός το ποσοστό ανεργίας είναι αρκετά υψηλό (8.3% το 2007)<br />
και αφετέρου το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του ενεργού<br />
πληθυσμού είναι μόνο 60%.<br />
Ο ακόλουθος συλλογισμός θέτει τα όρια και σκιαγραφεί τις λύσεις του προβλήματος:<br />
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μέση ετήσια επιδείνωση μέχρι το<br />
2050 του ποσοστού εξάρτησης (των ηλικιωμένων πολιτών από τους οικονομικά<br />
ενεργούς) είναι 1.9%. Αν δεν μεταβληθεί κάποια άλλη παράμετρος στο σύστημα,<br />
και αν επιπλέον δεν αυξηθεί το ποσοστό της ασφαλιστικής εισφοράς,<br />
τότε η διατήρηση της ισορροπίας στο διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα απαιτεί<br />
το ποσοστό αναπλήρωσης να μειώνεται κατά το ίδιο ποσοστό. Δηλαδή, ο<br />
μέσος μισθός να αυξάνεται κατά 1.9% περισσότερο από τη μέση σύνταξη. Η<br />
αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική οικονομία, τόσο από<br />
το 1960 μέχρι σήμερα, (περίπου 3.5%) αλλά και τα τελευταία δέκα χρόνια που
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 85<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 85<br />
είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικά (περίπου 3%), δείχνει ότι το πρόβλημα<br />
δεν είναι δυσεπίλυτο, ιδιαίτερα αν επιτευχθεί περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας.<br />
Αυτή βέβαια είναι μια παραμετρική λύση και ακολουθεί τη λογική του συστήματος.<br />
Δεν λέει ότι πρέπει να μειωθεί η μέση σύνταξη, αλλά ότι πρέπει να<br />
μειωθεί σε σχέση με το μέσο μισθό. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες εναλλακτικές<br />
λύσεις, οι οποίες, εάν αποδώσουν, καθιστούν τις αναγκαίες «παραμετρικές»<br />
αλλαγές ακόμα ηπιότερες. Ποιες μπορεί να είναι οι λύσεις αυτές;<br />
Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης: Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην Ελλάδα<br />
εργάζεται μόνο το 60% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού. Και αυτό<br />
συμβαίνει όχι μόνο επειδή η ανεργία είναι σχετικά υψηλή, αλλά και επειδή ένα<br />
μέρος του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού είναι εκτός προσφοράς εργασίας,<br />
ιδιαίτερα γυναίκες. Επομένως απαιτείται η εφαρμογή μιας στρατηγικής για<br />
πλήρη απασχόληση.<br />
Η μείωση της εισφοροδιαφυγής: με καλύτερη οργάνωση, με τη θέσπιση<br />
ασφαλιστικού μητρώου, με την ενσωμάτωση των μεταναστών.<br />
Η περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας: Ο στόχος αυτός θέτει επί τάπητος<br />
την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης<br />
(μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, τη μείωση<br />
της εθνικής κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ και τη συνακόλουθη αύξηση<br />
της εθνικής αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ), όσο και από την πλευρά της<br />
προσφοράς (μεταρρυθμίσεις με έμφαση στην παιδεία, τον ανταγωνισμό και<br />
τους θεσμούς).<br />
Η εισαγωγή πυλώνων κεφαλοποιητικού χαρακτήρα: ως συμπλήρωμα (αλλά<br />
όχι ως λύση, αφού αυτό δεν είναι εφικτό) του υπάρχοντος διανεμητικού συστήματος.<br />
Η ενίσχυση του κεφαλοποιητικού πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος: με<br />
ένα ποσοστό των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις.<br />
Η αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση: Αφού το προσδόκιμο ζωής<br />
έχει αυξηθεί κατά 10 περίπου χρόνια από το 1960 έως σήμερα θα μπορούσαν<br />
τα όρια της ηλικίας να απορροφήσουν μέρος της «πίεσης» για εξισορρόπηση.<br />
Δεν είναι όμως ούτε κοινωνικά επιθυμητό ούτε εφικτό, αλλά και ούτε αναγκαίο<br />
τα όρια ηλικίας να αυξηθούν όσο και το προσδόκιμο ζωής, αφού η αύξηση της<br />
παραγωγικότητας μπορεί να χρηματοδοτήσει μέρος της αύξησης του προσδόκιμου<br />
ζωής.<br />
Αυτή είναι μια πρόχειρη καταγραφή προτεινόμενων λύσεων και κατατίθεται<br />
μόνο για να δείξει ότι το πρόβλημα δεν είναι δυσεπίλυτο. Είναι όμως σοβαρό<br />
και αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά μπορεί να δημιουργήσει<br />
δημοσιονομική κρίση, όπως φαίνεται στην εξέλιξη του δημοσίου χρέους<br />
(Πίνακας 3).
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 86<br />
86 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
Προβλήματα προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών<br />
Ο ΟΟΣΑ θεωρεί την Ελλάδα ως τη χώρα με τα μεγαλύτερα εμπόδια στον<br />
ανταγωνισμό στις αγορές, τα οποία αντανακλώνται κυρίως στα σχετικά υψηλά<br />
ποσοστά κέρδους των επιχειρήσεων σε βασικούς κλάδους της οικονομίας.<br />
Κλειστά επαγγέλματα, ρυθμίσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές,<br />
χρονοβόρες διαδικασίες έναρξης νέων επιχειρήσεων, χαμηλές ξένες επενδύσεις,<br />
αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, συνθέτουν τις κύριες αιτίες<br />
της χαμηλής έντασης του ανταγωνισμού στη χώρα και των σχετικά υψηλών τιμών.<br />
Στην αγορά εργασίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προηγούμενη ενότητα,<br />
το ποσοστό ανεργίας είναι αρκετά υψηλό (8.3% το 2007). Στην Ελλάδα το<br />
2006 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών δεν υπερβαίνει το 50%, όταν ο<br />
αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ-15 αγγίζει το 59%, 3 ενώ το ποσοστό συμμετοχής<br />
των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ. Είναι<br />
σχήμα οξύμωρο, στη χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρό ασφαλιστικό πρόβλημα<br />
να παρατηρείται παράλληλα και τόσο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά<br />
εργασίας.<br />
Παιδεία, έρευνα και τεχνολογία<br />
Από την πλευρά της προσφοράς η σημαντικότερη ίσως πρόκληση για την<br />
Ελλάδα είναι η παιδεία. Η εκπαίδευση, η έρευνα και η τεχνολογία, τομείς που<br />
αποτελούν καταλύτη για την ανάπτυξη της χώρας, παρουσιάζουν επιδόσεις που<br />
κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις του ΟΟΣΑ.<br />
Οι βασικοί στόχοι της παιδείας είναι τρεις: Πρώτον, η διαμόρφωση ελεύθερων<br />
και δημοκρατικών πολιτών. Δεύτερον, ο εφοδιασμός όλων ανεξαιρέτως<br />
των νέων με τις απαραίτητες δεξιότητες που θα τους βοηθήσει να κινηθούν<br />
αποτελεσματικά στην αγορά εργασίας και στο στίβο της ζωής. Τρίτον, η βελτίωση<br />
των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και η προσαρμογή της<br />
στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.<br />
Σε προσωπικό επίπεδο, ή σε μικροοικονομικούς όρους, η παιδεία και η εκπαίδευση,<br />
από ένα σημείο και μετά, είναι απόφαση επένδυσης σε ανθρώπινο<br />
κεφάλαιο, η οποία οδηγεί σε καλύτερες θέσεις εργασίας και άρα σε μεγαλύτερες<br />
αμοιβές για το υπόλοιπο του εργασιακού βίου. Η παιδεία υπό την ευρύτερη<br />
3 M. Albani, E. Papapetrou και Y. Stournaras, «Education Level and Gender Wage<br />
Differentials in Greece», mimeo, University of Athens, 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 87<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 87<br />
έννοια οδηγεί, επιπλέον, σε αναβάθμιση το σύστημα των αξιών μιας κοινωνίας,<br />
μειώνει το επίπεδο διαφθοράς, βοηθά τους πολίτες να αντιλαμβάνονται καλύτερα<br />
τα όρια μεταξύ ατομικού οφέλους και κοινού συμφέροντος και ενισχύουν<br />
το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης και αλληλεξάρτησης. Οι αναπτυξιακές επιδόσεις<br />
χωρών όπου επικρατούν παρόμοιες αρχές είναι γενικά πολύ ικανοποιητικές,<br />
με τις Σκανδιναβικές χώρες να διεκδικούν σήμερα τα πρωτεία σε οικονομική<br />
ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα αλλά και κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς<br />
και κοινωνική κινητικότητα. Επίσης, η παιδεία αντιστρατεύεται τον καταναλωτισμό<br />
και ενισχύει έτσι την αποταμίευση και τη συσσώρευση κεφαλαίου.<br />
Η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι η συμβολή της παιδείας στην οικονομική<br />
ανάπτυξη είναι εξίσου σημαντική με τη συμβολή του κεφαλαίου. Σύμφωνα με<br />
τα σύγχρονα οικονομικά υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης, η συμβολή της<br />
παιδείας στην οικονομική ανάπτυξη αξιολογείται ως πολύ πιο σημαντική απ’<br />
ότι στο παρελθόν. Το συνολικό όφελος της παιδείας για την οικονομία και την<br />
κοινωνία είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα του ατομικού οφέλους του καθενός<br />
χωριστά. Η παιδεία δηλαδή είναι κατ’ εξοχήν δημόσιο αγαθό. Οι περισσότεροι<br />
οικονομολόγοι, ανεξαρτήτως σχολής σκέψης, δέχονται σήμερα ότι η παιδεία<br />
και η γνώση είναι δημόσια αγαθά που η ελεύθερη ιδιωτική αγορά δεν δύναται<br />
να παράγει στην ποσότητα και ποιότητα που η κοινωνία απαιτεί. 4 Είναι<br />
δημόσια αγαθά διότι: Πρώτον, συμβάλλουν στη δημιουργία κοινωνικών αξιών,<br />
και σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών. Δεύτερον, η έρευνα και η τεχνολογία οδηγούν<br />
σε καινοτομίες και ανακαλύψεις, που, με τη σειρά τους, οδηγούν σε νέες<br />
καινοτομίες και νέες ανακαλύψεις προς όφελος είτε του τελικού καταναλωτή<br />
είτε του παραγωγού. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της γνώσης δημιουργεί θετικές συνέργειες<br />
(μια πυραμίδα που όλο και μεγαλώνει) που οδηγεί σε σωρευτική βελτίωση<br />
της παραγωγικότητας και επομένως σε υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη.<br />
Στην εποχή της γνώσης και της πληροφορίας, οι σχέσεις αυτές είναι ακόμα<br />
πιο ισχυρές. Στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού και μεταξύ αναπτυγμένων<br />
χωρών, κερδισμένες θα είναι οι χώρες που επενδύουν στον ανθρώπινο παράγοντα<br />
και παράγουν προόντα και υπηρεσίες που ενσωματώνουν τεχνογνωσία.<br />
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μικρές ανοιχτές οικονομίες, όπως η Ελλάδα,<br />
πρέπει να δώσουν έμφαση στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών<br />
τους, βελτιώνοντας το τεχνολογικό και ποιοτικό περιεχόμενό τους, εφόσον<br />
επιθυμούν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Διότι απλά δεν μπορούν πλέον<br />
να ανταγωνιστούν χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό όπως η Κίνα. Πρέπει να<br />
κινηθούν ανοδικά στην κλίμακα των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και να ειδι-<br />
4 Δες, μεταξύ άλλων στο R. Barro και X. Sala-i-Martin, Economic Growth, MIT<br />
Press, 1999.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 88<br />
88 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
κευθούν σε προόντα και υπηρεσίες τεχνολογικά και ποιοτικά αναβαθμισμένα.<br />
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας πρέπει να αποκτήσει εξωστρεφή χαρακτηριστικά.<br />
Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα<br />
των προόντων και υπηρεσιών της, μέσω της αναβάθμισης της ποιότητάς τους,<br />
κυρίως όμως μέσω της ανοδικής κίνησης στην κλίμακα των συγκριτικών πλεονεκτημάτων.<br />
Μεταβαίνοντας τώρα από τη θεωρία στην εφαρμογή, είναι γνωστό ότι η<br />
εκτίμηση της λεγόμενης θεμελιώδους εξίσωσης οικονομικής ανάπτυξης που<br />
προκύπτει από μια συνάρτηση παραγωγής δείχνει ότι, σε γενικές γραμμές, η<br />
μεταβολή του εθνικού προόντος κατά κεφαλή ή αλλιώς η οικονομική ανάπτυξη,<br />
«εξηγείται» από τη μεταβολή του κεφαλαίου ανά μονάδα εργασίας, δηλαδή<br />
τις επενδύσεις, καθώς και από τη μεταβολή της λεγόμενης ολικής παραγωγικότητας<br />
(total factor productivity), αλλιώς γνωστής ως «υπόλοιπο του<br />
Solow» (Solow residual). Μία χώρα που αποταμιεύει και επενδύει, έχει, σε γενικές<br />
γραμμές, υψηλή ανάπτυξη. Εδώ μπορεί να λεχθούν πολλά, ιδιαίτερα για<br />
το πώς καθορίζονται οι αποταμιεύσεις ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης της<br />
κάθε χώρας, τη δημοσιονομική και νομισματική της σταθερότητα, τη σταθερότητα<br />
των θεσμών, τη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου, τις εισροές κεφαλαίου<br />
από το εξωτερικό, κ.λπ. 5<br />
Εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι η μεταβολή του κεφαλαίου ανά μονάδα εργασίας<br />
(δηλαδή οι επενδύσεις και το εργατικό δυναμικό) μπορούν να ερμηνεύσουν<br />
μόνο το μισό, περίπου, της οικονομικής ανάπτυξης. Το άλλο μισό αποδίδεται<br />
στη μεταβολή της ολικής παραγωγικότητας, η οποία αντανακλά ουσιαστικά<br />
την τεχνολογία και τον τρόπο με τον οποίο οι συντελεστές της παραγωγής<br />
συνδυάζονται στην παραγωγική διαδικασία. Η ολική παραγωγικότητα<br />
εξαρτάται από πλήθος παράγοντες, μακροοικονομικούς, μικροοικονομικούς,<br />
κοινωνικούς, θεσμικούς, μεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζουν<br />
η εκπαίδευση, η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία.<br />
Πιο συγκεκριμένα, πιθανές ερμηνείες για τη συνολική παραγωγικότητα είναι<br />
οι εξής:<br />
• Το επίπεδο της παιδείας, της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής επιμόρφωσης,<br />
και της τεχνολογίας.<br />
• Η αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος.<br />
• Το επίπεδο των εργασιακών σχέσεων και ο τρόπος συμβιβασμού των διαφορών.<br />
• Η εξωστρεφής και καινοτόμος επιχειρηματική δραστηριότητα.<br />
5 Βλέπε μεταξύ άλλων στο Π. Καλατζιδάκης και Σ. Καλυβίτης, Οικονομική Μεγέθυνση:<br />
Θεωρία και Πολιτική, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2003.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 89<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 89<br />
• Η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και το πλαίσιο εποπτείας<br />
των αγορών.<br />
• Το επίπεδο του ανταγωνισμού που επικρατεί στις αγορές και τα ενδεχόμενα<br />
εμπόδια ή τα κίνητρα στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας.<br />
• Η σταθερότητα και η επάρκεια των θεσμών.<br />
• Ο πολιτισμός και η θρησκεία (βλ. π.χ. τον αντίθετο ρόλο του προτεσταντισμού<br />
και του καθολικισμού στην επιστήμη, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα,<br />
ή ακόμα περισσότερο, τη διαφορά του μουσουλμανικού και του<br />
χριστιανικού δόγματος στα θέματα αυτά ανά τους αιώνες).<br />
Ο οικονομικός ιστορικός Landes 6 αναλύει και παραθέτει πλήθος στοιχείων<br />
για την επίπτωση αυτών των παραγόντων στην οικονομική ανάπτυξη δια μέσου<br />
των αιώνων. Ιδιαίτερα τονίζει ότι τα έθνη εκείνα που απαρτίζονται από «ανοιχτές»<br />
κοινωνίες, χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και, κυρίως, επενδύουν<br />
στον ανθρώπινο παράγοντα και φροντίζουν για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων<br />
του ανθρώπινου δυναμικού είναι εκείνα που, ceteris paribus, παρουσιάζουν<br />
διαχρονικά τις υψηλότερες αναπτυξιακές επιδόσεις 7 .<br />
Η εκπαίδευση έχει άμεση επίδραση στην ανάπτυξη, αφενός μέσω της ποιότητας<br />
του συντελεστή εργασία και αφετέρου μέσω του τρόπου με τον οποίο<br />
συνδυάζονται οι συντελεστές της παραγωγής προκειμένου να παραχθεί αξία.<br />
Η ποιότητα της προσφερόμενης εργασίας εξαρτάται από τις δεξιότητες του<br />
ανθρώπινου δυναμικού. Πρόσφατες μελέτες του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι σημασία<br />
για την ανάπτυξη δεν έχει μόνο η ποιότητα της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας<br />
και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και η επαγγελματική κατάρτιση και η δια<br />
βίου μάθηση.<br />
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας αναπτύσσονται<br />
και φθίνουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι στο παρελθόν.<br />
Το συγκριτικό πλεονέκτημα αλλάζει, είτε λόγω των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης,<br />
είτε λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας, είτε, τέλος λόγω των αλλαγών<br />
στις καταναλωτικές προτιμήσεις. Μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο<br />
περιβάλλον απαιτείται οι εργαζόμενοι να αποκτούν συνεχώς νέες δεξιότητες<br />
και τα εκπαιδευτικά προγράμματα να αναπροσαρμόζονται διαρκώς προκειμένου<br />
να διευκολύνεται η μετακίνηση του εργατικού δυναμικού μεταξύ κλάδων<br />
και να αποφεύγεται έτσι η διαρθωτική ανεργία και η μείωση του ρυθμού<br />
οικονομικής ανάπτυξης.<br />
6 D. Landes, The Wealth and Poverty of Nations, Abacus, 1998.<br />
7 Δες επίσης, από την πλευρά των οικονομικών της ανάπτυξης A.P. Thirlwall,<br />
Growth and Development, MacMillan, 1999.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 90<br />
90 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
Ο δεύτερος σημαντικός άμεσος τρόπος με τον οποίο η εκπαίδευση μπορεί<br />
να επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη είναι μέσω της επιχειρηματικότητας,<br />
δηλαδή του τρόπου με τον οποίο συνδυάζονται οι συντελεστές της παραγωγής<br />
μαζί με τη διαθέσιμη γνώση και πληροφορία προκειμένου να παραχθούν νέες<br />
οικονομικές αξίες.<br />
Η εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με την επιχειρηματικότητα διότι επηρεάζει<br />
τον τρόπο που λαμβάνονται οι επιχειρηματικές αποφάσεις και δημιουργεί<br />
την υποδομή για καινοτομίες, δηλαδή για εφαρμογές της γνώσης σε συγκεκριμένους<br />
τομείς προκειμένου είτε να παραχθούν καινούργια προόντα και υπηρεσίες<br />
είτε να εφαρμοστούν διαδικασίες που οδηγούν σε μείωση του κόστους<br />
παραγωγής. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι όλες<br />
οι χώρες που διακρίνονται για τις επιδόσεις τους στη βασική επιστημονική<br />
έρευνα έχουν και υψηλή οικονομική ανάπτυξη. Διότι η εφαρμογή της επιστήμης<br />
στην οικονομία συναρτάται, μεταξύ άλλων, με ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ<br />
επιστημονικής έρευνας και επιχειρήσεων, όπου καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει<br />
η επιχειρηματικότητα, η εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού στις νέες τεχνολογίες,<br />
καθώς και η οργάνωση και διοίκηση. Αυτή η παρατήρηση εξηγεί<br />
επίσης και τη χρονική υστέρηση που συνήθως υπάρχει μεταξύ της εφαρμογής<br />
μιας καινοτομίας (π.χ. ενός νέου λογισμικού) και της μέτρησης της επίπτωσής<br />
της στην παραγωγικότητα, ιδιαίτερα σε μακροοικονομικό επίπεδο.<br />
Η ποιότητα της παιδείας δεν είναι μόνο θέμα χρηματοδότησης και πόρων,<br />
αλλά και οργάνωσης και διαχείρισης του συστήματος. Όπως έχουν δείξει τα<br />
αποτελέσματα συγκριτικών επιδόσεων των μαθητών σε διάφορες χώρες, στην<br />
Αμερική, π.χ., που δαπανά σχετικά μεγάλο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος<br />
για την παιδεία, οι μέσες επιδόσεις των μαθητών της είναι χαμηλότερες σε σύγκριση<br />
με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, και ιδιαίτερα τις Σκανδιναβικές.<br />
Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής<br />
Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται προσαρμογή. Είναι επίσης<br />
σαφές ότι η προσαρμογή αυτή απαιτεί ένα διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο<br />
από το σημερινό, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο μείγμα συνολικής<br />
ζήτησης και συνολικής προσφοράς.<br />
Με βάση τα όσα προαναφερθήκαν, η προσαρμογή που απαιτείται μπορεί<br />
να γίνει με πολλούς τρόπους, επιθυμητούς ή ανεπιθύμητους. Για παράδειγμα,<br />
μη επιθυμητοί τρόποι για τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών<br />
συναλλαγών είναι η οικονομική ύφεση ή η μείωση των ρυθμών οικονομικής<br />
ανάπτυξης σε σχέση με τα λοιπά κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιθυμητοί τρόποι είναι:<br />
α) από την πλευρά της ζήτησης η αύξηση της ιδιωτικής και δημόσιας αποταμί-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 91<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 91<br />
ευσης (που ούτως ή άλλως απαιτείται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού), και<br />
συνεπώς η μείωση του ποσοστού κατανάλωσης, η αύξηση των εξαγωγών και η<br />
μείωση των εισαγωγών, β) από την πλευρά της προσφοράς περισσότερο ανταγωνιστικά<br />
προόντα και υπηρεσίες.<br />
Τα κύρια μέσα για την επίτευξη της προσαρμογής είναι οι δημόσιες δαπάνες<br />
και τα δημόσια έσοδα για την αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης, τα φορολογικά<br />
και τα ασφαλιστικά κίνητρα για την αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης<br />
και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας για την αύξηση των εξαγωγών και<br />
τη μείωση των εισαγωγών. Τα επιτόκια καθορίζονται από την Ευρωπακή Κεντρική<br />
Τράπεζα και τις διεθνείς αγορές και επομένως δεν αποτελούν εσωτερικό<br />
μέσο προσαρμογής.<br />
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι καταλυτικό μέσο προσαρμογής<br />
και αποτελεί σύνθετο εγχείρημα. Ορισμένοι θεωρούν ότι αυτό θα γίνει μέσω<br />
της συμπίεσης των μισθών. Αυτή όμως είναι μια λανθασμένη και ξεπερασμένη<br />
άποψη και ως πρόταση πολιτικής είναι ανέφικτη και ανεπιθύμητη. Η ανταγωνιστικότητα<br />
είναι έννοια πολύ ευρύτερη από το σχετικό κόστος εργασίας, που<br />
ορισμένες φορές υπερτονίζεται, αν και εμπειρικά έχει αποδειχθεί ότι ο περιορισμός<br />
του δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής συνθήκη για τη βελτίωση του<br />
ισοζυγίου. Το πλέον κραυγαλέο παράδειγμα αποτελούν οι ΗΠΑ, που από το<br />
2000 μέχρι σήμερα το σχετικό κόστος εργασίας έχει μειωθεί κατά 30% και το<br />
έλλειμμα του ισοζυγίου έχει αυξηθεί κατά 2% του ΑΕΠ.<br />
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα<br />
για την Ελλάδα που θα αναδεικνύει τα δυναμικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα,<br />
εξωστρεφές, ευέλικτο, με έμφαση στην αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας<br />
σε όλες τις βαθμίδες της, την έρευνα και την καινοτομία, τη συνεχή επιμόρφωση<br />
του εργατικού δυναμικού, το αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, την<br />
κατάργηση των αναχρονιστικών και πελατειακών περιορισμών στη λειτουργία<br />
του ανταγωνισμού των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, το άνοιγμα των κλειστών<br />
επαγγελμάτων, την κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων στην<br />
άσκηση επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, και την<br />
αποτελεσματική λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους. Το κράτος αυτό δεν θα<br />
είναι επιχειρηματίας, αλλά θα παρέχει υψηλής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες<br />
παιδείας, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, πολιτισμού και περιβάλλοντος,<br />
προσβάσιμες σε όλους, εξασφαλίζοντας ίσες ευκαιρίες. Θα κατασκευάζει και<br />
θα συντηρεί υποδομές σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, θα εποπτεύει τις<br />
αγορές, θα επιβάλλει κανόνες ανταγωνισμού και χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης,<br />
θα σχεδιάσει και θα εφαρμόσει ένα αποτελεσματικό και δίκαιο φορολογικό<br />
σύστημα, κυρίως όμως θα θέτει μακροχρόνιους αναπτυξιακούς και κοινωνικούς<br />
στόχους και θα εξασφαλίζει τα μέσα επίτευξής τους.<br />
Αποτελεσματική και ανταγωνιστική δημόσια παιδεία, απελευθερωμένες
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 92<br />
92 ΜΑΡIΑ ΑΛΜΠAΝΗ – ΓΙAΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝAΡΑΣ<br />
αγορές, αποτελεσματικό κοινωνικό και εποπτικό κράτος, δίκαιο και αποτελεσματικό<br />
φορολογικό σύστημα είναι οι τέσσερις βασικές κατευθύνσεις με στόχους<br />
τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την εξασφάλιση της συνέχισης υψηλών<br />
ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, την προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών<br />
συναλλαγών και τη δίκαιη διανομή των καρπών της οικονομικής ανάπτυξης.<br />
Η Ελλάδα, με μια μοναδική πολιτιστική κληρονομιά, έχει τη δυνατότητα να<br />
διαπρέψει στο κόσμο της παγκοσμιοποίησης. Η γεωγραφική της θέση είναι<br />
εξαιρετική και διαθέτει δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα στον τουρισμό, τη<br />
ναυτιλία και τις υπηρεσίες. Το εργατικό δυναμικό της είναι αρκετά καταρτισμένο<br />
ενώ η χώρα δεν στερείται κεφαλαίου και επιχειρηματικότητας. Επιπλέον,<br />
γειτνιάζει με χώρες με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης, που έχουν ήδη<br />
γίνει ή θα γίνουν μέλη της ΕΕ. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει ενεργειακός κόμβος<br />
και επιχειρηματικό κέντρο για τη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, ή και να χρησιμοποιηθεί<br />
ως βάση από πολυεθνικές εταιρίες που στοχεύουν στην εξάπλωση τους<br />
στην ευρύτερη περιοχή. Μπορεί επίσης να αποτελέσει τόπο διαμονής μετά τη<br />
συνταξιοδότηση για τους λεγόμενους baby boomers, δηλαδή της γενιάς που<br />
γεννήθηκε αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.<br />
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι να μετατρέψει<br />
τα προβλήματα που εντοπίστηκαν και αναλύθηκαν στις προηγούμενες ενότητες<br />
σε ευκαιρίες ανάπτυξης με βάση το αναπτυξιακό πρότυπο που, σε γενικές<br />
γραμμές, περιγράφτηκε. Η πρόκληση για το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι<br />
να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα, να επιτύχει την ισορροπία<br />
στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, να άρει τα εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη<br />
και να δημιουργήσει ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύει την<br />
παιδεία, το κοινωνικό κράτος και τον ανταγωνισμό.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 93<br />
3<br />
Ανατομία της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης<br />
με αναφορά στην ελληνική Οικονομία<br />
Θοδωρής Πελαγίδης<br />
Η κρίση του ’29<br />
Στο χρηματιστήριο υπήρχε πάρτι. Οι τιμές χτυπούσαν οροφή. Ακόμη και οι<br />
εμπορικές τράπεζες δανειζόντουσαν με σκοπό να …αγοράσουν μετοχές.<br />
Εκείνη την Πέμπτη όμως, 24 Οκτωβρίου του ’29, επικρατούσε πανικός πωλήσεων.<br />
Οι μετοχές ξαφνικά και απροειδοποίητα είχαν πάρει την κατρακύλα. Το<br />
βράδυ της ίδιας μέρας, θορυβημένοι οι τραπεζίτες, συσκεπτόντουσαν να<br />
βρούνε λύση. Την επομένη, συμφωνήθηκε ν’ αγοραστούν μετοχές από τον ισχυρότερο<br />
εξ αυτών, τον τραπεζίτη Morgan, σε τιμή που υπερέβαινε εκείνην της<br />
αγοράς ώστε να ενισχύσουν τη ζήτηση. Όμως, το σύστημα ήθελε… «συστημική»<br />
αντί για «ατομική» λύση. Η Δευτέρα και η Τρίτη ήταν «μαύρες». Η<br />
πτώση συνεχίστηκε όπως ακριβώς έπεφταν αυτοί που έχαναν τα λεφτά τους<br />
από τις κορυφές των ουρανοξυστών. Όμως, λίγοι θυμούνται ότι μέχρι το τέλος<br />
του έτους η κατάσταση είχε μάλλον ομαλοποιηθεί και το χρηματιστήριο προσέγγιζε<br />
ξανά τις 300 μονάδες, από τις 385 που ήταν στο πικ. Τον Δεκέμβριο του<br />
1930, χρεοκοπεί ξαφνικά η «Τράπεζα της Αμερικής», μια ιδιωτική τράπεζα με<br />
την ατυχία όμως να έχει «δημόσιο» όνομα. Οι μικροκαταθέτες πανικόβλητοι<br />
έσπευσαν τότε να «σηκώσουν» τις καταθέσεις τους, η ρευστότητα περιορίστηκε<br />
δραστικά και η φυγή από το δολάριο έγινε μαζική. Η επιδημία εξαπλώθηκε και<br />
μια σειρά γεγονότων-ντόμινο οδήγησαν το χρηματιστήριο της Wall να χάσει<br />
89% (!) της αξίας του, καταλήγοντας περίπου στα τέλη του ’32, γύρω στις 41 μονάδες…<br />
Χρηματοοικονομική και πραγματική οικονομία χέρι-χέρι πήγαν στον<br />
πάτο του βαρελιού. Η καταβαράθρωση των μετοχών και η ανεργία είχαν συντρίψει<br />
τη δαπάνη των νοικοκυριών και οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 94<br />
94 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
την άλλη από την πιστωτική ασφυξία και την συνεχώς μειούμενη καταναλωτική<br />
ζήτηση.<br />
Την περίοδο αυτή, συντελέστηκαν τα δύο μεγάλα «λάθη οικονομικού εγχειριδίου»<br />
της κυβέρνησης. Για να αντιμετωπιστεί η φυγή από το δολάριο, η Κεντρική<br />
Τράπεζα σήκωσε τα επιτόκια με την ελπίδα της αποτροπής της τάσης<br />
αυτής, και το χρήμα έγινε πιο ακριβό περιορίζοντας περαιτέρω τη ρευστότητα,<br />
τη στιγμή ακριβώς που το σύστημα χρειαζόταν χρήμα. Σα να μην έφτανε αυτό,<br />
ο Πρόεδρος Hoover προσπάθησε να …εξισορροπήσει τον προπολογισμό και<br />
να περιορίσει τις δαπάνες με αποτέλεσμα η διόρθωση στην πραγματική οικονομία<br />
να γίνει βίαιη, βαθιά και μακροχρόνια. Αυτός ο προάγγελος των …κανόνων<br />
της Ευρωπακής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της «Συνθήκης του Μάαστριχτ»<br />
οδήγησε την κατάσταση στα άκρα. Η οικονομία υπέστη και δεύτερο<br />
σοκ πέντε χρόνια μετά, με δεύτερη, ή μάλλον τρίτη χρηματιστηριακή κατάρρευση<br />
και επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας και δεν ανέκαμψε παρά<br />
μόνο με τις ρυθμίσεις του F. Roosevelt και του New Deal στο διεθνές εμπόριο<br />
και τη χρηματοοικονομία κυρίως.<br />
Η κατάρρευση συνολικά της αγοράς τότε, δεν είναι μακριά από τη σημερινή<br />
κατάσταση, με τη διαφορά ότι η πιστωτική φούσκα (credit bubble) εκδηλώθηκε<br />
με την «υπερβολή» σε μια επιμέρους αγορά, την αμερικάνικη κτηματαγορά και<br />
κατέληξε σ’ αυτό που βιώνουμε σήμερα. Μια συνολική κρίση στην οποία η υποχώρηση<br />
των χρηματιστηρίων απλώς προεξοφλεί μια τουλάχιστον δυνατή ύφεση<br />
σε βραχυπρόθεσμο και μάλλον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Τι έλλειπε τότε, και τι<br />
θα μπορούσε να γίνει για να αποφευχθεί η τραγωδία αυτή; Είναι ένα ερώτημα<br />
με εντελώς όμως επίκαιρη απάντηση, όσον αφορά την προσπάθεια που κάνουν<br />
σήμερα οι κυβερνήσεις να στηρίξουν τις αγορές για να ξεπεραστεί με το μικρότερο<br />
κόστος η σημερινή κρίση.<br />
Δεν υπήρχε κατ’ αρχάς ο συστημικός «δανειστής εσχάτης ανάγκης», που θα<br />
μπορούσε να στηρίξει τη ρευστότητα και να καταπολεμήσει την πιστωτική<br />
ασφυξία από τον πανικό. Τα δε επιτόκια, αντί να σηματοδοτήσουν μια διευκολυντική<br />
πολιτική φτηνού χρήματος, προσπάθησαν να αποτρέψουν τη φυγή από<br />
το δολάριο. Θα εξηγήσουμε παρακάτω πως τα διδάγματα αυτά από τα λάθη<br />
της πολιτικής του ’29 μπορούν να κατευθύνουν τις πολιτικές σήμερα.<br />
Η σημερινή κρίση<br />
Σήμερα, οι αμερικάνοι πολίτες, ή μάλλον οι φορολογούμενοι βρίσκονται<br />
ήδη, πολλοί από αυτούς ιδίως, στη δυσάρεστη θέση είτε να έχουν χάσει το σπίτι<br />
τους είτε οι περισσότεροι να δυσκολεύονται να πληρώσουν τις δόσεις του στεγαστικού<br />
τους αφού πληρώνουν υψηλά επιτόκια, ενώ αντιθέτως η αξία του σπι-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 95<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 95<br />
τιού τους υποχωρεί συνεχώς. Τώρα, καλούνται να υπομένουν μελλοντικούς<br />
υψηλότερους φόρους εξαιτίας τόσο της κλεπτοκρατικής συμπεριφοράς ανωτάτων<br />
στελεχών (επενδυτικών) τραπεζών, όσο και της κυβερνητικής απραξίας<br />
και αδράνειας σχετικά με την επιβολή απαραίτητων ρυθμίσεων που θα προστάτευαν<br />
τον απληροφόρητο φορολογούμενο/δανειολήπτη.<br />
Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα ξεκίνησε από έναν σπινθήρα στο κρίσιμο<br />
κομμάτι της πραγματικής οικονομίας, τη στεγαστική πίστη και την κτηματαγορά<br />
κυρίως. Tο χρηματοοικονομικό σύστημα με τα χαμηλά επιτόκια και την<br />
τεράστια ρευστότητα διεθνώς, έδωσε ταυτοχρόνως την ευκαιρία της στεγαστικής<br />
φούσκας αφού παρείχε τη δυνατότητα της «τιτλοποίησης» και της πώλησης<br />
στη συνέχεια των πακέτων στεγαστικών δανείων στις αγορές. Μάλιστα, για να<br />
χρηματοδοτήσουν τις αγορές αυτές, εσύναπταν και οι ίδιες οι επενδυτικές αυτές<br />
τράπεζες δάνεια, ώστε να χρηματοδοτήσουν τις αγορές πακέτων «τιτλοποιημένων<br />
δανείων/ομολόγων» (securitized bonds).<br />
Η μία διαδικασία ενέτεινε την άλλη μέχρι που η απόσταση από τα «πραγματικά<br />
μεγέθη» ήταν τέτοια που η κατάσταση έφτασε στα όρια της. Η συνειδητοποίησή<br />
της έστειλε τις τιμές των μετοχών στα τάρταρα. Τώρα, η κατάσταση<br />
απειλεί με τα απόνερά της περαιτέρω την πραγματική οικονομία, σε μεγαλύτερο<br />
μάλιστα εύρος. Εάν η πιστωτική βιομηχανία σταματήσει να δανείζει τους<br />
καταναλωτές, τότε η υποχώρηση της εθνικής δαπάνης θα χειροτερέψει άμεσα<br />
την κατάσταση. Ήδη, με τα σημερινά δεδομένα, στην Αμερική η ανεργία τον<br />
Σεπτέμβριο ανέβηκε στο 6.3% και η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε -2.8%<br />
σε μηνιαία βάση. Ομοίως, ο αριθμός κατοικιών που εισήλθαν στο στάδιο της<br />
κατασκευής σημείωσε νέα πτώση κατά -6.3%, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη<br />
κατρακύλησε στο 57.5% τον Οκτώβριο του 2008, σύμφωνα με τον σχετικό<br />
δείκτη Michigan. 1 Συνεπώς, οι εξαγωγές του υπόλοιπου κόσμου προς τις ΗΠΑ<br />
θα υποχωρήσουν δραστικά με αρνητικές επιπτώσεις και στην ανάπτυξη διεθνώς.<br />
Ήδη στην Ευρώπη, οι ατμομηχανές της Μ. Βρετανία, Ιταλία, Γαλλία,<br />
Γερμανία, Ισπανία, έχουν μπει σε ύφεση, με μηδενικά και αρνητικά πρόσημα<br />
ανάπτυξης στο προηγούμενο και στο τρέχον τελευταίο τρίμηνο του 2008.<br />
Το άγος της ανεξέλεγκτης δανειοδότησης με φτηνά επιτόκια σε καταναλωτές<br />
με σκοπό την απόκτηση κατοικίας αναφέρουν και αναλυτές όπως ο W.<br />
Fleckenstein 2 και κατηγορούν ευθέως τον πρώην διοικητή της αμερικάνικης<br />
FED για απανωτά λάθη στην επιτοκιακή πολιτική, αλλά και σοβαρές ελλείψεις<br />
στη ρυθμιστική πολιτική απέναντι στις επενδυτικές τράπεζες, γεγονός που με-<br />
1 Alpha Bank, Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, 22/10/2008.<br />
2 W. Fleckenstein, Greenspan bubble’s, McGraw Hill, 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 96<br />
96 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
ρικώς αποδέχθηκε και ο ίδιος. 3 Πολύ χαμηλά όταν δεν έπρεπε, και μετά γρήγορα<br />
υψηλότερα μήπως και προλάβει τη φούσκα των ακινήτων, την οποία ο<br />
ίδιος –αλλά και η κυβέρνηση G.W. Bush με την ανεπαρκείς ρυθμιστικούς μηχανισμούς–<br />
δημιούργησε με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στη σημερινή κατάσταση.<br />
Η προεξόφληση από τις αγορές ότι οι δανειοδοτηθέντες θα συνέχιζαν<br />
ακάθεκτοι για δεκαετίες να αποπληρώνουν τα δάνεια που είχαν συνάψει χωρίς,<br />
όμως, επαρκείς ενυπόθηκες προποθέσεις, ήταν φανερό ότι από κάποιο<br />
σημείο και μετά δεν είχε βάση.<br />
Εν τω μεταξύ, το φθηνό χρήμα τροφοδοτούσε οικονομική υπερδραστηριότητα<br />
που όμως η εγχώρια οικονομία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα<br />
τα ελλείμματα στην εξωτερική οικονομική θέση των ΗΠΑ να χειροτερεύουν,<br />
ενώ τα δημοσιονομικά ελλείμματα της κυβέρνησης G. W. Bush ενέτειναν<br />
παράλληλα το φρενήρη ρυθμό δαπάνης («the sugar shock»). Πλέον, η μόνη<br />
εφικτή πορεία ήταν η συνεχής επέκταση της δαπάνης που, όμως, δημιουργούσε<br />
πια πληθωρισμό και ελλείμματα, με αποτέλεσμα την τελική εξασθένιση του δολαρίου.<br />
Η φυγή κεφαλαίων που ακολούθησε κατά συνέπεια δημιουργούσε<br />
σιγά-σιγά, μαζί με τις αυξημένες δαπάνες για πετρέλαιο (για τους γνωστούς κινέζικους<br />
λόγους…) πιστωτική ασφυξία, μαζί με επιβράδυνση της οικονομίας.<br />
Έτσι, άρχισαν να δυσκολεύονται οι καταναλωτές να αποπληρώσουν τα δάνεια<br />
που είχαν αφειδώς συνάψει καθώς μισθοί και θέσεις εργασίας «καθυστερούσαν»,<br />
ενώ η έλλειψη κεφαλαίων γινόταν όλο και χειρότερη. Οι δανειοδοτούμενοι<br />
άρχισαν να «βαράνε κανόνι», αλλά και τράπεζες και επενδυτικοί οίκοι, όλο<br />
και περισσότερο δυσκολεύονταν να βρούνε νέα κεφάλαια για να συνεχίσουν,<br />
είτε την αποπληρωμή των δανείων τους, είτε να καλύψουν τις ζημιές από τους<br />
δανειολήπτες που …κατέρρεαν.<br />
Και τώρα, τι έπεται; Το ντόμινο αναμένεται να συνεχιστεί και να «περνάει»<br />
όλο και περισσότερο στην πραγματική οικονομία. Το γεγονός αυτό, δηλαδή το<br />
χάσιμο θέσεων εργασίας και ο περιορισμός του εισοδήματος και της δαπάνης<br />
των «μέσων νοικοκυριών» θα συνεχίσει να επιδεινώνει τα κέρδη των εταιριών<br />
και θα δυσκολεύει περαιτέρω την αποπληρωμή δανείων, μέχρι…που να καταγραφεί<br />
και το τελευταίο επισφαλές δάνειο… Γι’ αυτό και ο Α. Greenspan έχει<br />
δηλώσει ότι προπόθεση εξόδου από την κρίση είναι να «σταθεροποιηθεί» η<br />
αγορά κατοικίας…<br />
Επιπρόσθετα, οι καταναλωτές βλέπουν μέσα στις εξελίξεις αυτές να περιορίζεται<br />
και το πιστωτικό όριο των καρτών, αλλά και να σφίγγουν, εξαιτίας της<br />
ανεπάρκειας στις αγορές διαθεσίμων κεφαλαίων, οι όροι δανειοδότησης αυ-<br />
3 Alan Beattie and James Politi, «‘I Made a Mistake’, admits Greenspan», Washin -<br />
gton Post, 13/10/2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 97<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 97<br />
τών που δυσκολεύονται. Εν τω μεταξύ, τα σπίτια που αγόρασαν κάποιοι χρυσά,<br />
και για τα οποία πληρώνουν χρυσά επιτόκια, έχουν ήδη τη μισή ή και λιγότερη<br />
αξία…<br />
Απληστία και ασύμμετρη πληροφόρηση<br />
Το πρόβλημα της «ασύμμετρης πληροφόρησης» βρέθηκε στην καρδιά της<br />
αρχικής «λύσης H. Polson», με την έννοια ότι η κυβέρνηση-αγοραστής κινδυνεύει<br />
ν’ αγοράσει χαρτιά σε μια τιμή που μπορεί να μην είναι και η καλύτερη<br />
για τους φορολογούμενους. Αυτό βέβαια, είναι ένα γενικότερο πρόβλημα με τα<br />
δομημένα-τοξικά ομόλογα. Για τα προόντα αυτά δεν υπάρχει «λάκος αγοράς»<br />
που να πέφτουν όλα τα χαρτιά μέσα και να αξιολογούνται μέσω μιας διαδικασίας,<br />
ας πούμε, δημοπρατηρίου. Η κατ’ ουσία έλλειψη μιας λακής αγοράς που<br />
να είναι «mark to market» για την πιστωτική βιομηχανία, αποτρέπει τη δυνατότητα<br />
της αξιολόγησης του περιεχομένου των «securitised bonds» και κυρίως τη<br />
διαχείριση τους όταν οι απαιτήσεις καταπέσουν. Το παράδοξο είναι ότι ενώ<br />
αυτό αποτέλεσε πλεονέκτημα για τις επενδυτικές τράπεζες, με την έννοια ότι<br />
διατήρησε τα spreads και τα κέρδη τους υψηλά στους καλούς καιρούς, σήμερα<br />
αποτελεί την κορωνίδα της αναξιοπιστίας στην οποία έχουν περιπέσει.<br />
Μέχρι σήμερα, στην πράξη, οι συναλλαγές αυτές γίνονταν περίπου από<br />
χρηματιστή σε χρηματιστή, καταρρακώνοντας όχι μόνο κάθε έννοια ελεύθερης<br />
αγοράς αλλά και το υποτιθέμενο «κινέζικο τοίχος» που στην αγορά σημαίνει<br />
ότι είναι αθέμιτο να υπάρχει συνεννόηση αγοραστών-πωλητών. Πολλά τιτλοποιημένα<br />
χαρτιά σπρώχνονταν στα χαρτοφυλάκια σίγουρων και ανυποψίαστων<br />
πελάτων όπως τα ασφαλιστικά ταμεία, όπου οι επενδυτικές τράπεζες<br />
ήταν και σύμβουλοι (τους) αγοράς τίτλων, αλλά και …πωλητές των χαρτιών αυτών.<br />
Είχαν κάθε συμφέρον να σπρώξουν στα ταμεία, με αδιαφάνεια φυσικά,<br />
ότι χειρότερο χαρτί έπεφτε στα χέρια τους. Αυτό είναι και ασύμμετρη πληροφόρηση,<br />
και συμπαιγνία (collusion) και τελικά διαφθορά.<br />
Η αγορά, σήμερα από την κυβέρνηση, με μια διαδικασία «reverse auction»,<br />
των ομολόγων που περιέχουν τα γνωστά… στεγαστικά δάνεια, είναι, ήταν καταδικασμένη<br />
να περιπέσει σε μια διαδικασία «ηθικού κινδύνου», λόγω και της<br />
προφανούς ασύμμετρης πληροφόρησης ανάμεσα σε πωλητή (που τώρα ξέρει<br />
το πρόβλημα των χαρτιών που έχει) και αγοραστή, δηλαδή της κυβέρνησης.<br />
Πράγματι, ποια χαρτιά και σε τι τιμές θα αγοραστούν; Και οι μέτοχοι θα συνεχίσουν<br />
απρόσκοπτα να παίρνουν τα μερίσματά τους ανενόχλητοι χρησιμοποιώντας<br />
απλώς τα έσοδα από το ξεφόρτωμα των τοξικών χαρτιών, χρησιμοποιώντας<br />
τα κυβερνητικά λεφτά απλώς για να «κλείσουν» τις χρήσεις με ζημιές και<br />
να καθαρίσουν τα «balance sheets» τους;
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 98<br />
98 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
Βέβαια, η απόρριψη του πρώτου σχεδίου Η. Polson από το Κογκρέσο, δεν<br />
έγινε στη βάση τέτοιου τύπου τεχνικών λεπτομερειών, όμως ήρθε η ώρα φαίνεται<br />
η μεσαία τάξη που δυσκολεύεται, να ξεσπάσει, και να ξεσπάσει μάλλον ευθύβολα<br />
πάνω στους πραγματικούς υπεύθυνους: στη Wall Street αλλά και στους<br />
ίδιους τους νομοθέτες που θέλησαν για ακόμη μια φορά να τους ρίξουν περαιτέρω<br />
φορολογικά βάρη, ενώ θα έπρεπε από την αρχή να «ρυθμίσουν» την κατάσταση<br />
περισσότερο υπέρ των συμφερόντων των φορολογουμένων. Πραγματικά<br />
είναι εκπληκτικές οι εικόνες διαδηλωτών έξω από τη Wall Street να δηλώνουν:<br />
«Αυτόν τον καπιταλισμό θέλουν, ας πληρώσουν αυτοί το τίμημα». Απαιτούν,<br />
τουλάχιστον, να πληρώσουν τα σπασμένα οι μέτοχοι και οι «χρυσοί διευθυντές».<br />
Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση Η. Polson ήταν top-down, κι αυτό, ανεξαρτήτως<br />
εάν είναι σωστό ή λάθος, έχει εξοργίσει ιδίως τους παραδοσιακούς<br />
ψηφοφόρους της τυπικής, μικρής αμερικάνικης πόλης. Βοηθά το σύστημα με<br />
ενέσεις αξιοπιστίας στην κορυφή του, αλλά δεν περιλαμβάνει καμία πρόνοια<br />
για τους χρεωμένους δανειολήπτες, οι οποίοι μάλιστα βλέπουν την αξία των<br />
σπιτιών τους να πέφτουν. Ως αποτέλεσμα, είναι σαν να τους λέει ότι «εσείς οι<br />
φορολογούμενοι φταίξατε»! Όμως, προηγουμένως οι regulators (νομοθέτες) είχαν<br />
επιτρέψει, με την –τραγικά απορυθμιστική– αδράνειά τους, στις επενδυτικές<br />
τράπεζες να αλωνίσουν χωρίς όρια. Τι μπορεί να ξέρει η νοικοκυρά όταν<br />
της δίνεις ένα επικίνδυνο δάνειο ή κυρίως όταν της πουλάς ένα προόν στο<br />
οποίο έχεις πετάξει μέσα τα «δομημένα» ή και κομμάτι αυτών; Στην περίπτωση<br />
αυτή έχουμε μια κραυγαλέα περίπτωση όπου ο πωλητής έχει την πληροφόρηση<br />
και ο αγοραστής έχει απλώς λεφτά για πέταμα και μάλιστα σε υψηλές τιμές. Σε<br />
περιπτώσεις μάλιστα όπου ο αγοραστής είναι μεγάλα, για παράδειγμα, ασφαλιστικά<br />
ταμεία τότε η κατάσταση μπορεί να θυμίζει τη δική μας υπόθεση των<br />
«κουμπάρων των δομημένων ομολόγων».<br />
Επομένως, το σχέδιο θα μπορούσε ίσως να συμπληρωθεί με κάποιου είδους<br />
διευκολύνσεις σε αυτούς που αρχικά έχουν το πρόβλημα, δηλαδή τους δανειολήπτες.<br />
Ύστερα, αναλυτές όπως ο G. Soros 4 υποστηρίζουν, θα μπορούσε, αντί<br />
για αγορά των τοξικών ομολόγων, να προκριθεί η αγορά από την κυβέρνηση<br />
καινούργιων μετατρέψιμων δανειακών ομολόγων «με πρώτη προτίμηση»<br />
(preferred convertible bonds) που θα ενίσχυαν την κεφαλαιοποίηση των «προβληματικών<br />
τραπεζών και ενδεχομένως να λειτουργούσαν και ως κίνητρο για<br />
την προσέλκυση και ιδιωτικών κεφαλαίων ενισχύοντας περαιτέρω την κεφαλαιοποίηση<br />
(recapitalization) των τραπεζών. Στην περίπτωση αυτή, η FED θα<br />
έλεγχε αυστηρά τα προόντα, οι μέτοχοι των προβληματικών θα «έπαιρναν» το<br />
4 Βλέπε στο http://www.pbs.org/moyers/journal/10102008/watch.html
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 99<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 99<br />
κόστος, ενώ οι φορολογούμενοι θα εξασφαλίζονταν περισσότερο αφού η κυβέρνηση<br />
θα ήταν «πρώτη στη σειρά» να πάρει πίσω τα λεφτά των φορολογούμενων<br />
από την πιθανή, ενδεχόμενη ανόρθωση των τιμών των προόντων αυτών,<br />
κάτι που σημειώνεται πως έχει γίνει με την στεγαστική πίστη από τον F.<br />
Rousvelt στις αρχές του ’30. Τελικώς, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στις χώρες της<br />
ευρωζώνης, επιλέχθηκε η λύση αυτή, αφού πολιτικά προωθήθηκε από τον σοβαρότερο<br />
ηγέτη που διαθέτει η ΕΕ σήμερα, τον Βρετανό G. Brown.<br />
Πέρα από τη φυγή κεφαλαίων από το χρηματιστήριο της Wall Street και την<br />
ανάλογη επιδείνωση της κατάστασης, υπάρχουν φόβοι και για φυγή από το<br />
ίδιο το δολάριο. Στο μεταξύ, οι τιμές της στέγης θα συνεχίζουν την πτώση τους,<br />
η ανεργία θα αυξάνει, δάνεια θα συνεχίσουν να καταπίπτουν με αποτέλεσμα<br />
να αυξάνουν οι μαύρες τρύπες στα βιβλία αυτών που κατέχουν τα τοξικά ομόλογα<br />
και/ή έστω κομμάτια δανείων από αυτά (collateralized debt obligations),<br />
ενώ η πίστωση θα γίνεται όλο και πιο ακριβή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. 5<br />
Και ένας κίνδυνος ακόμη: εκεί έξω υπάρχουν $62 τρις «δανείων μεταπώλησης»<br />
(credit default swaps) σε σχέση με το μόνο $1 τρις προβληματικών/επικίνδυνων<br />
στεγαστικών δανείων...<br />
Η Ευρώπη<br />
Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, η τράπεζα της Αγγλίας ζήτησε από τα<br />
τραπεζικά ιδρύματα να μάθει πόσο είναι εκτεθειμένες στη Lehman. Ήδη κατρακυλούν<br />
οι μετοχές της ΗΒΟ, επενδυτικής τράπεζας που κατέχει τον μεγαλύτερο<br />
δανειστή Halifax στεγαστικών στην Μ. Βρετανία. O αρνητικός κύκλος –οι<br />
καταναλωτές σταματούν να αγοράζουν, οι τράπεζες να δανείζουν, οι επιχειρήσεις<br />
περιορίζουν παραγωγή και θέσεις εργασίας και αυτό οδηγεί σε δάνεια<br />
που καταπίπτουν, σε τράπεζες και επενδυτικά ιδρύματα που φτάνουν να χρεοκοπούν<br />
κ.ο.κ.– θα συνεχιστεί μέχρι να καταγραφούν και οι τελευταίες ζημιές.<br />
Κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει αυτό.<br />
Στην Ευρώπη των διαφορετικών εθνικών νομικών συστημάτων, οι αγορές<br />
στεγαστικών δανείων λειτουργούν ακόμη με διαφορετικό τρόπο. Τα προόντα<br />
είναι διαφορετικά, με διαφορετικό βαθμό κινδύνου, με διαφορετικά ποσοστά<br />
5 Βλέπε Goldman Sachs Economic Website, US Daily Financial Market Comment,<br />
30/9/2008 για τα αναμενόμενα ποσοστά ανεργίας, η οποία υπολογίζεται ότι θα φτάσει<br />
το 7% στα τέλη του 2009. Οικονομικοί αναλυτές όπως ο St. Roach της Morgan Stanley<br />
στη στήλη της ιστοσελίδας της εν λόγω τράπεζας World Economic Forum, υπολογίζουν<br />
την ανεργία ακόμη υψηλότερα στο 8%.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 100<br />
100 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
κάλυψης των δανείων, διαφορετικές τραπεζικές πολιτικές αναπροσαρμογής<br />
των επιτοκίων. Επομένως, ο βαθμός δυσκολίας «πακεταρίσματος» των δανείων<br />
και αγοραπωλησιών τους στην ευρωπακή αγορά είναι αισθητά μεγαλύτερος<br />
από εκείνον στις ΗΠΑ και γι’ αυτό, δύσκολα η όποια δυσμενής οικονομική<br />
εξέλιξη να πάρει τον χαρακτήρα της αμερικανικής χιονοστιβάδας στην<br />
ευρωζώνη. Έτσι, μόνον 8% για το πρώτο εξάμηνο του 2008 φαίνεται να είναι<br />
το ποσοστό κεφαλαίου των ευρωπακών τραπεζών που υπόκειται σε αυξημένο<br />
ρίσκο. Ωστόσο, τα έστω σχετικά μεμονωμένα περιστατικά αδυναμίας «τραπεζών»<br />
να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες περιστάσεις υπάρχουν και είναι λίγοπολύ<br />
γνωστά αναγκάζοντας ακόμη και την Γερμανίδα Καγκελάριο A. Merkel<br />
να παρέμβει δραστικά τουλάχιστον δύο φορές. Αναλυτές περιμένουν μάλιστα<br />
να δουν το φως της δημοσιότητας κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις στη Γερμανία<br />
μετά τη δεύτερη σε μέγεθος στεγαστική τράπεζα Hypo να ζητά 100 δις ευρώ<br />
για διάσωση, και ιδίως στη Γαλλία όπου υπολογίζεται να καταγραφούν επιπλέον<br />
ζημιές περίπου 20 δις ευρώ, πέρα από τα 7 δις ευρώ που ήδη έλαβε η<br />
Dexia. Πάντως, να μην ξεχνάμε, ότι τα περισσότερα ευρωπακά νοικοκυριά<br />
δεν έχουν και τόση μεγάλη εμμονή με την ιδιόκτητη κατοικία (π.χ. μόνο 40%<br />
των Γερμανών), απ’ όπου έχει ξεκινήσει και το πρόβλημα στην Αμερική.<br />
Αλλά και για τις ευρωπακές επιχειρήσεις τα πράγματα είναι προς το παρόν<br />
κάπως καλύτερα στην παρούσα συγκυρία απ’ ότι στην Αμερική. Εδώ οι επιχειρήσεις<br />
χρηματοδοτούνται κυρίως από το βαρύ τραπεζικό σύστημα κι όχι τόσο<br />
από την αύξηση του εταιρικού μετοχικού κεφαλαίου και την έκδοση εταιρικών<br />
ομολόγων, τα οποία αυτή την εποχή δεν περνάνε και τις καλύτερες μέρες. Από<br />
την άλλη, πέραν της διεθνούς πιστωτικής ασφυξίας, η αυξομείωση των ευρωπακών<br />
επιτοκίων επηρεάζει περισσότερο τις δανειοδοτούμενες από τις τράπεζες<br />
ευρωπακές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις αμερικάνικες που έχουν περισσότερες<br />
δυνατότητες για προσφυγή στις βαθιές και καλά αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές.<br />
Δηλαδή οι κίνδυνοι για τις ευρωπακές επιχειρήσεις έρχονται<br />
περισσότερο από την –απαράδεκτη στις συνθήκες αυτές– επιτοκιακή πολιτική<br />
της Ευρωπακής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Και δεν είναι δικαιολογία σε καμιά<br />
περίπτωση η εντολή που έχει η ΕΚΤ για πληθωρισμό κάτω του 2%. Οι περιστάσεις<br />
είναι ιστορικές και απειλούν το ίδιο το σύστημα, εκεί στην ΕΚΤ ενοχλούνται<br />
με λίγα δέκατα πληθωρισμού; Ως που θα φτάσει ο παραλογισμός του<br />
4.25%; Η μονεταριστική πολιτική της ΕΚΤ, με τα υψηλά επιτόκια σε περίοδο<br />
πραγματικής ύφεσης για Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία και Ισπανία, επιδεινώνει<br />
περαιτέρω δραματικά την ευρωπακή οικονομία.<br />
Τα προβλήματα για την Ευρώπη έρχονται λοιπόν από μια διαφορετική κατεύθυνση.<br />
Η πραγματική οικονομία η οποία ανέκαμψε τα προηγούμενα χρόνια<br />
μέσω εξαγωγών, τώρα εισέρχεται σε πραγματική ύφεση, την ίδια στιγμή που η<br />
αμερικανική και κατ’ επέκταση διεθνής κρίση, μειώνει δραματικά τη ζήτηση
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 101<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 101<br />
για τις ευρωπακές εξαγωγές. Στη Γαλλία υπάρχουν στοιχεία μείωσης της κατανάλωσης<br />
και μικρής υποχώρησης στις τιμές στη κτηματαγορά, όπως και στην<br />
Ισπανία. Στην Ιταλία, η μάλλον αναχρονιστική κατάσταση του τραπεζικού συστήματος<br />
που παραμένει προσανατολισμένη στο retail banking και στη δανειοδότηση<br />
της μεταποίησης, έχει παραδόξως σώσει την κατάσταση, αλλά κι εδώ ο<br />
εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας αναμένεται να οδηγήσει σε καθήλωση<br />
ακόμη και κάτω του 0% το ΑΕΠ με δεδομένο τον περιορισμό της διεθνούς<br />
ζήτησης. Η κατάσταση στην πραγματική οικονομία στις μεγάλες ευρωπακές<br />
χώρες μπορεί να χειροτερέψει περαιτέρω εάν οι πρόσφατες εξελίξεις<br />
στην Αμερική οδηγήσουν το δολάριο πιο χαμηλά και ανατιμήσουν έτσι το<br />
ευρώ. Τότε, μια περαιτέρω εξαγωγική καθήλωση θα πλήξει ακόμη περισσότερο<br />
τους μεγάλους εξαγωγείς Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία, με αποτέλεσμα<br />
και αυτοί να μειώσουν τις δικές τους εισαγωγές και από άλλες χώρες, μεταξύ<br />
των οποίων και η Ελλάδα.<br />
Σε όλα αυτά, μπορεί κανείς να προσθέσει την ακριβή και σπάνια πίστωση<br />
που πλέον αποτελεί και γενικευμένο ευρωπακό φαινόμενο, ενώ το σχέδιο του<br />
Γάλλου Προέδρου N. Sarkozy για τη δημιουργία εγγυητικού αποθεματικού κεφαλαίου<br />
300 δις που θα βοηθούσε στην αποκατάσταση αξιοπιστίας στη διατραπεζική<br />
αγορά απορρίφθηκε. Προσθέστε και την, για ακόμη μια φορά, άρνηση<br />
του Διοικητή της ΕΚΤ να ρίξει επιτέλους λίγο τα επιτόκια και έρχετε ένα εξαιρετικά<br />
δυσμενές 2009 για την Ευρώπη.<br />
Τέλος, σημαντικό παράγοντα κινδύνου αποτελεί και η εγγενής ακαμψία<br />
των επιμέρους αγορών στην ευρωζώνη. Μια ενδεχόμενη ύφεση θα κρατήσει<br />
πολύ περισσότερο καιρό απ΄ ότι σε μια οικονομία με περισσότερο ευέλικτες<br />
αγορές προόντος και εργασίας. Το δε αρχακό Σύμφωνο Σταθερότητας με το<br />
απαγορευτικό όριο του 3% ελλείμματος στη δημοσιονομική πολιτική και τη<br />
συμφωνία για «μη-εξαγορά» (no-bail-out) χρέους ανάμεσα σε χώρες-μέλη (!),<br />
μπορούν ενδεχομένως σε μια δύσκολη στιγμή, στις παρούσες συνθήκες, να<br />
οδηγήσουν στην εγκαθίδρυση για πολύ καιρό συνθηκών ευρωπακής ύφεσης<br />
και οικονομικής στασιμότητας. 6<br />
Η «αποδανειοποίηση» και η αναδυόμενη Ευρώπη<br />
Η κρίση και ειδικότερα η καχυποψία μεταξύ των τραπεζών που παγώνει τη<br />
δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας έχει ήδη «μεταφερθεί» σε επίπεδο<br />
6 Βλέπε επίσης G. Soros, στο http://www.bloomberg.com/avp/avp.htm?N=av&T=<br />
Soros%20Calls%20Europe%20Plan%20to%20Support%20Banks%20%60Positive'%2<br />
0Step&clipSRC=mms://media2.bloomberg.com/cache/vqY9JXqRhatc.asf
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 102<br />
102 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
χωρών. Τον τελευταίο καιρό βιώνουμε ένα καθαρό deleveraging, μια έντονη,<br />
«αποδανειοποίηση» της διεθνούς οικονομίας. Σπάει για τα καλά η πιστωτική<br />
φούσκα. Αν ο σπινθήρας δόθηκε από την στεγαστική αγορά και τις φοβερές<br />
υπερβολές της, τώρα περνάμε στο ψητό. Η ιστορία των «τραπεζών στο χείλος<br />
του γκρεμού», έχει γίνει ιστορία «χωρών στο χείλος του γκρεμού». Η μια μετά<br />
την άλλη χώρες προηγουμένως πλημμυρισμένες με συνάλλαγμα, βλέπουν τους<br />
διαχειριστές των κεφαλαίων «αντισταθμιζόμενου ρίσκου» 7 (hedge funds) να<br />
πουλάνε απότομα (fire sales) τα χαρτιά των αναδυομένων που αγόρασαν οι<br />
ίδιοι με δανεικά και «yen carry trade», και γυρνάνε τα δανεικά προχωρώντας<br />
σε «αποδανειοποίηση». Οι δε επενδυτές που τους είχαν εμπιστευθεί για υψηλές<br />
αποδόσεις στις αγορές αυτές, έχουν ήδη αποσύρει μόνο μέσα στον Σεπτέμβριο<br />
43 δις $, ενώ το ποσό αυτό αναμένεται να έχει εκτιναχθεί σε τριψήφιο<br />
νούμερο μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου. Το πανηγύρι να παίρνουν 10, να δανείζονται<br />
άλλα 100 φτηνά (π.χ. γιεν), και να τα στέλνουν στις αναδυόμενες για μεγάλα<br />
κέρδη τελείωσε άδοξα. Η πλημμυρίδα των πιστώσεων φούσκωσε και τις<br />
προσδοκίες για τις επιδόσεις των χωρών αυτών που τώρα εμφανίζουν διορθώσεις<br />
και χρεοκοπίες. Τώρα το ξεφούσκωμα της πιστωτικής φούσκας αγκαλιάζει<br />
τους πάντες. Το λέμε αυτό γιατί υπήρχε η θεωρία του decoupling, δηλαδή ότι<br />
ακόμη κι αν έχουμε κάποια σκασίματα φούσκας επιμέρους αγορών στις ανεπτυγμένες<br />
χώρες, αυτά δεν θα αγγίξουν τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Δυστυχώς,<br />
ούτε αυτό ισχύει. Χώρες της Ν.Α. Ασίας, και ιδίως της Βαλτικής και<br />
της Ανατολής Ευρώπης αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρότητα προβλήματα cash<br />
flow, με αποτέλεσμα ο φαύλος κύκλος από τις υποχρεώσεις τους που καταπίπτουν<br />
σαν τα πέπλα της Σαλώμης, να επιστρέφει πίσω και να περιλαμβάνει και<br />
τις ανεπτυγμένες.<br />
Έτσι λοιπόν, άνθρακας και ο θησαυρός των «αναδυομένων οικονομιών»;<br />
Τον τελευταίο καιρό εντείνονται οι ανησυχίες για τις δευτερογενείς ντόμινοεπιπτώσεις<br />
που μπορεί να έχει μια πιθανή χρεοκοπία των οικονομιών των χωρών<br />
της Ανατ. Ευρώπης κυρίως, στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η ανησυχία είναι<br />
ότι η χρεοκοπία της μικρής Ισλανδίας δείχνει τον δρόμο…και ότι ακολουθούν<br />
χώρες όπως η Ουγγαρία, ή οι βαλκανικές Ρουμανία και Βουλγαρία, αλλά και<br />
άλλες παραδίπλα όπως η Τουρκία, η Ουκρανία και οι χώρες της Βαλτικής.<br />
Τι έγινε στην Ισλανδία που μπορεί (;) να συμβεί και αλλού; Η κυβέρνηση<br />
της χώρας εκεί λειτούργησε ως κεφάλαιο αντισταθμιζόμενου κινδύνου (hedge<br />
7 Για μια ακριβή έννοια των επενδυτών «κεφαλαίων αντισταθμιζόμενου ρίσκου»<br />
και τη διαφορά της λειτουργίας των επενδυτικών αυτών κεφαλαίων από τους παραδοσιακούς<br />
«εμπόρους τίτλων» (όπως οι τράπεζες), βλέπε τη συνέντευξη του Γ. Μουταφίδη<br />
στην Κ.Ε. 9/12/04 http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=%CC%EF%F5%F4%<br />
E1%F6%DF%E4%E7%F2&a=&id=75871084
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 103<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 103<br />
fund), αφού δανείστηκε μαζικά σε συνάλλαγμα στις διεθνείς αγορές και μετά<br />
δάνεισε με 15-16% (!) τους πολίτες της χώρας ενισχύοντας τεχνητά τη δαπάνη<br />
της οικονομίας. Η τελευταία έστειλε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών<br />
(εμπορικό συν μεταβιβάσεις) στο -15% του ΑΕΠ. Όταν οι επενδυτές άρχισαν<br />
να αποσύρουν τα λεφτά τους πίσω για πιο ασφαλή λιμάνια, η κυβέρνηση έμεινε<br />
από συνάλλαγμα. Το πρόβλημα με την ιδιαίτερη, είναι αλήθεια, χώρα αυτή είναι<br />
ότι διαθέτει μια εξαιρετικά ρηχή εγχώρια οικονομική βάση, αφού 70% του<br />
εισοδήματος τροφοδοτείται από την αλιευτική οικονομία και δεν υπάρχει επομένως<br />
ευρύτερη εγχώρια οικονομική δραστηριότητα να «απορροφήσει» το συναλλαγματικό<br />
πρόβλημα του εξωτερικού τομέα της οικονομίας. Στο πλαίσιο<br />
αυτό η οικονομία δέχθηκε πρόσφατα διετή ένεση $ 2.1 δις. από το ΔΝΤ ($833<br />
εκατ. άμεσα) για να ανταπεξέλθει στις διεθνείς υποχρεώσεις της, αφού δεν<br />
διαθέτει συναλλαγματικά διαθέσιμα, και σήκωσε 6% επάνω, στο 18% τα επιτόκια<br />
της Κρόνα ώστε να προσελκύσει κάποια κεφάλαια και να περιορίσει τον<br />
πληθωρισμό που έφτασε στο 20% (!). Αυτό φυσικά θα τσακίσει την εσωτερική<br />
ζήτηση και η «λιτότητα» θα είναι βαριά και μακρόχρονη.<br />
Η κατάσταση των υπολοίπων χωρών δεν είναι προς το παρόν και τόσο<br />
απελπιστική, όμως παραμένει κρίσιμη για κάποιες από αυτές. Η Ουκρανία είναι<br />
η χώρα με τη χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα, αφού το «κόστος των<br />
δανείων μεταπώλησης» (credit default swaps), δηλαδή το κόστος προστασίας<br />
των bondholders είναι ψηλά. Αντιμετωπίζει επίσης μεγάλο πρόβλημα στο εξωτερικό<br />
ισοζύγιο (έπεσε η διεθνής ζήτηση για τις εξαγωγές της) και το ΔΝΤ<br />
αποφάσισε την προηγούμενη εβδομάδα να της δώσει $ 16.5 δις για να καλύψει<br />
τις διεθνείς υποχρεώσεις της.<br />
$ 26.5 δις. είναι περίπου το δάνειο που έλαβε η Ουγγαρία συνολικά από<br />
ΔΝΤ (17.1), ΕΕ (8.1), Παγκόσμια Τράπεζα (1.3) για να αντιμετωπίσει κυρίως<br />
το πρόβλημα έλλειψης ρευστότητας που παρουσιάζουν κυρίως οι ξένες τράπεζες<br />
(80% της συνολικής εγχώριας τραπεζικής αγοράς). Η οικονομία πάντως<br />
βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση αφού το εξωτερικό έλλειμμα είναι 5-6% του<br />
ΑΕΠ και, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κεντρικού τραπεζίτη, τα συναλλαγματικά<br />
διαθέσιμα είναι γύρω στα $17 δις. Το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο<br />
σε εκείνες τις ομάδες του πληθυσμού που έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε συνάλλαγμα,<br />
και τώρα, μετά την αποχώρηση των κεφαλαίων, πρέπει να πληρώσουν<br />
εξαιρετικά υψηλό κόστος εξυπηρέτησης, και μάλιστα σε γερμανικές, αυστριακές<br />
και ιταλικές τράπεζες που δάνεισαν σε ευρώ και ελβετικά φράγκα τους<br />
Ούγγρους.<br />
Από τις χώρες της Βαλτικής με τα παραδοσιακά υψηλά εξωτερικά ελλείμματα,<br />
η Λετονία φαίνεται να αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το ΑΕΠ<br />
αναμένεται να συρρικνωθεί κατά -5%, ενώ οι δύο νορβηγικές τράπεζες που<br />
κυριαρχούν στο τραπεζικό σύστημα της χώρας μπορεί να κινδυνέψουν να
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 104<br />
104 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
«γράψουν απώλειες» εφόσον επιβεβαιωθεί η μεγάλη συρρίκνωση του διαθέσιμου<br />
εισοδήματος των Λετονών.<br />
Παρόμοια πρόβλημα με την κτηματαγορά, όπως και η Ουγγαρία, φαίνεται<br />
να αντιμετωπίζει και η γειτονική μας Βουλγαρία, με το κολοσσιαίο 24% του<br />
ΑΕΠ εξωτερικό έλλειμμα, το οποίο μέχρι σήμερα καλυπτόταν με εισροές κεφαλαίων<br />
από τις οποίες το 1/3 περίπου διοχετευόταν στην κτηματαγορά. Το<br />
ακριβό συνάλλαγμα πλέον αναγκάζει τους βούλγαρους να κινδυνεύουν να μην<br />
αποπληρώσουν τα δάνειά τους.<br />
Στη Ρουμανία, αν και η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποβαθμίστηκε<br />
από την S&P, ο ρυθμός ανάπτυξης κοντά στο 5% βοηθά να συντηρείται η εγχώρια<br />
κατανάλωση στο +7%, αν και βρισκόταν σε διπλάσιο ποσοστό πριν. Είναι<br />
γεγονός, όσο πιο καθυστερημένη ήταν μια οικονομία (η Ρουμανία είναι η φτωχότερη<br />
στην ΕΕ), τόσο περισσότερο «προστατεύθηκε».<br />
Όσο για το θαύμα της Ιρλανδίας: Τα φώτα των Χριστουγέννων στο Δουβλίνο<br />
έχουν ήδη ανάψει, 3 βδομάδες νωρίτερα, για να τονώσουν τη ζήτηση που<br />
υστερεί όλο και περισσότερο, ενώ η κτηματαγορά έχει πάρει τον κατήφορο,<br />
όπως φαίνεται από το σχήμα. Καθώς οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν τη ραγδαία<br />
επιδείνωση αυτή, μειώνουν τις δαπάνες τους και η ανεργία ανεβαίνει<br />
τόσο γρήγορα όσο κατεβαίνουν οι τιμές των σπιτιών. Η πτώση των τελευταίων<br />
προκαλεί περαιτέρω μειώσεις και στο λιανεμπόριο, κυρίως των κλάδων που<br />
σχετίζονται, όπως τα έπιπλα και οι ηλεκτρονικές συσκευές. -1% η πτώση φέτος<br />
η κατανάλωση, αντί για 6% ανόδου τα προηγούμενα 2 έτη σύμφωνα με το<br />
Bloomberg.<br />
Ιρλανδία: τιμές κτηματαγοράς<br />
Η απορία για την ισχύ του Δολαρίου<br />
Στην πραγματικότητα, όπως άλλωστε είδαμε και παραπάνω, βιώνουμε σήμερα<br />
ένα ξεφούσκωμα της υπερβολικής πίστωσης και των υπερβολικών προσδοκιών,<br />
που μαζί, χέρι-χέρι, χρηματική και πραγματική οικονομία έχουν δημι-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 105<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 105<br />
ουργήσει. Ναι, η αγορά έχει «διαθέσεις» όπως αναφέρει και ο G. Soros, που<br />
μπορεί να οδηγήσουν σε υπερβολές προς τα πάνω και προς τα κάτω.<br />
Οι φοβισμένοι και οι αποστρεφόμενοι το ρίσκο τώρα επενδυτές γυρνάνε<br />
στο γιεν και το δολάριο, αγοράζοντας ποιότητα (flight to quality), δηλαδή επενδύοντας<br />
σε αμερικάνικα και ιαπωνικά ομόλογα και νομίσματα, ενώ ρευστοποιούν<br />
και κλείνουν τις θέσεις τους στις αναδυόμενες αγορές. Γιατί;<br />
Μα είπαμε, «πάμε στα σίγουρα». «Αλλά, η αμερικανική οικονομία έχει<br />
προβλήματα…ενώ στην Ιαπωνία δεν γίνεται και τίποτα το συγκλονιστικό», θα<br />
αντιτείνει κανείς. Κι όμως, οι επενδυτές πιστεύουν ότι οι αμερικανικές αρχές,<br />
που δημιούργησαν και το πρόβλημα, θα βγουν μπροστά πιο γρήγορα καθώς<br />
διαθέτουν δυναμικό Treasury, διατεθειμένο να επιτεθεί πιο δυνατά στο πρόβλημα,<br />
να ρίξει τα επιτόκια ακόμη και κάτω του 1% και να σχεδιάσει μια<br />
άμεση και μαζική δημοσιονομική επέκταση στους κατάλληλους τομείς, αλλά<br />
και προς φορολογούμενους που θα δαπανήσουν άμεσα, θα διατηρήσουν τη ζήτηση,<br />
και θα επαναφέρουν τον ασθενή. Από την άλλη, η Ιαπωνία, δεν αντιμετωπίζει<br />
σοβαρά προβλήματα στον τραπεζικό τομέα. Αυτόν τον καιρό της επιστρέφονται<br />
τα δανεικά από το «yen carry trade» και ενισχύουν την ισοτιμία του. Παραμένει<br />
δε πάντα μια ισχυρή οικονομία που γειτονεύει με Κίνα και Ινδία, οι<br />
οποίες αναμένεται να οδηγήσουν και πάλι την ανάπτυξη. Πότε; Όταν κάποτε<br />
θα κοιτάμε από μακριά την εκπληκτική αυτή ιστορία και, πιθανώς, θα λέμε:<br />
«μα πως δεν μπήκαμε τότε που ήταν τόσο χαμηλά»;<br />
Η διέξοδος και οι ευθύνες<br />
Οι μέχρι σήμερα κατευθύνσεις πολιτικής είναι προς τη σωστή κατεύθυνση<br />
αν και θα έπρεπε ίσως να είναι πιο επιθετικές και ίσως πιο εκλεπτυσμένες. Η<br />
πτώση των επιτοκίων πρέπει να συνεχιστεί, να είναι συντονισμένη αλλά και πιο<br />
επιθετική, ενώ ορθή είναι η αγορά προνομιούχων μετοχών και η ενίσχυση της<br />
κεφαλαιοποίησης των τραπεζών σε κίνδυνο (κι όχι η αγορά των «τοξικών ομολόγων»),<br />
όπως αποφάσισαν και οι ευρωπαίοι ηγέτες. 8 Ορθή είναι και η απόφαση<br />
για 5ετή εγγύηση των δανείων της διατραπεζικής αγοράς αλλά και για το<br />
Ταμείο Διάσωσης εφόσον συσταθεί τελικά και εφόσον τα χρήματα διοχετευθούν<br />
από τις χώρες της ευρωζώνης 9 . Παράλληλα, όμως, είναι ανάγκη να εκπο-<br />
8 G. Soros, «How to Capitalise the Banks and Save Finance», Financial Times,<br />
12/10/2008.<br />
9 Ενώ εκπνέει το 2008, οι χώρες της ευρωζώνης αποφάσισαν να διαθέσουν να διοχετεύσουν<br />
τα απαιτούμενα ποσά ενίσχυσης των οικονομιών τους, αναλόγως φυσικά με<br />
τη δημοσιονομική κατάσταση της κάθε επιμέρους .οικονομίας.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 106<br />
106 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
νηθεί ένα ισχυρό κενσιανό σχέδιο τόνωσης της ζήτησης για επενδύσεις με έμφαση<br />
τόσο σε σκληρές και ήπιες υποδομές όσο και στις λεγόμενες «εναλλακτικές<br />
επενδύσεις» που θα βάλλουν μπρος την «πράσινη οικονομία». Είναι προτιμότερο<br />
κάτι τέτοιο στην ΕΕ από μια πρόσκαιρη ενίσχυση των νοικοκυριών, τα<br />
οποία, ευρισκόμενα σε κράτος πανικού, είναι αμφίβολο, όσα τουλάχιστον δεν<br />
έχουν άμεση ανάγκη, να ξοδέψουν ατομικά τα κρατικά χρήματα…<br />
Παράλληλα με όλα αυτά, αναπτύσσεται ένας διάλογος διεθνώς σχετικά με<br />
το μέλλον του καπιταλισμού και το ρόλο του κράτους. 10 Θα ήταν τραγικό λάθος<br />
να πιστέψει κανείς ότι έφταιξε η παρεμβατικότητα της κυβέρνησης για την κατάσταση<br />
που βρέθηκε η αμερικάνικη οικονομία. Η διεφθαρμένη απορρύθμιση<br />
ακόμη και των ημι-κρατικών αμερικάνικων στεγαστικών ταμείων τα οποία<br />
ωθήθηκαν να λειτουργήσουν όπως οι ιδιωτικές επενδυτικές τράπεζες, αποδεικνύουν<br />
του λόγου το αληθές. Ούτε σκέψη όμως ότι οι λειτουργίες των αγορών<br />
πρέπει να αντικατασταθούν με κάτι άλλο. Η ρύθμιση, δηλαδή οι θεσμοί οικονομικής<br />
οργάνωσης που ψηφίζουν οι νομοθέτες, συγκροτεί τις αγορές, οι<br />
οποίες είναι εύρυθμες όταν οι συμβαλλόμενοι είναι προστατευμένοι με καλό<br />
θεσμικό πλαίσιο αλλά και, κυρίως, καλά πληροφορημένοι. Όχι να μπαίνει ο<br />
ντοπαρισμένος πλασιέ στο σπίτι του καθένα και να πουλά δάνεια χωρίς υποθήκες<br />
στον κάθε φτωχό και ανίδεο. Ή ο επενδυτικός σύμβουλος τού κάθε ασφαλιστικού<br />
ταμείου να είναι και ο …εκδότης-πωλητής μετοχών και ομολόγων.<br />
Αυτό είναι συμπαιγνία, δεν είναι αγορά. Καλή ρύθμιση σημαίνει και καλορυθμισμένη<br />
αγορά. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρχουν<br />
αγορές-ζούγκλες χωρίς εκλεπτυσμένες ρυθμίσεις και συμβόλαια, ενώ<br />
ταυτόχρονα αναδεικνύει τις ευθύνες των νομοθετών και της κυβέρνησης που<br />
άφησαν με τη διαφθορά στα σπλάχνα τους να αναπτυχθεί ένα τέρας συμφερόντων<br />
αντί πραγματικές, λειτουργικές αγορές. Επίσης, σε καμιά περίπτωση δεν<br />
πρέπει να ενοχοποιηθούν χρηματοοικονομικά εργαλεία που διαχέουν τα ρίσκα<br />
και χρηματοδοτούν το σύστημα εξαιτίας της κακής τους χρήσης.<br />
Η δημοσιονομική επέκταση ως ειδική διέξοδος<br />
Ενώ οι χρηματαγορές διεθνώς συνεχίζουν τις απότομες διακυμάνσεις, το<br />
ενδιαφέρον στρέφεται όλο και περισσότερο στον τρόπο συνέχισης της στήριξης<br />
της αμερικάνικης οικονομίας ώστε να συγκρατηθεί η πτώση, να σταθεροποιηθεί<br />
η κατάσταση και να περιοριστούν όσο γίνεται, οι επιπτώσεις στη λεγό-<br />
10 M. Hannam, «An Interview with G. Soros, M. Wolf, A. Kaletsky, J. Ford, J. Gieve,<br />
οn How to Stop the Next Bubble», Prospect Magazine, Νο. 148, Ιούλιος 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 107<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 107<br />
μενη πραγματική οικονομία. Εκτός από την δεδηλωμένη ανάγκη για κατάλληλη<br />
και εκλεπτυσμένη ρύθμιση, εάν είναι δυνατόν σε διεθνές επίπεδο, η δημοσιονομική<br />
επέκταση δείχνει σήμερα η βασική, εάν όχι η μόνο, διέξοδος αντιμετώπισης<br />
της κρίσης που διαθέτουν οι κυβερνήσεις.<br />
Ο αμερικανός Τreasurer H. Paulson, πραγματοποιώντας θεαματική στροφή<br />
από τις πρώτες του εισηγήσεις, ανακοίνωσε, και ανέλυσε σε συνέντευξή του<br />
στο CNBC, τους λόγους απόρριψης αγοράς subprime «τοξικών, δομημένων<br />
ομολόγων» και, αντιθέτως, κατεύθυνσης μεγάλου μέρους του δεύτερου μέρους<br />
του πακέτου των $ 700 δις. σε αγορά «προνομιούχων μετοχών» από τραπεζικά<br />
και μη ιδρύματα. Ο λόγος που ο Η. Paulson μετακινήθηκε από την αρχική του<br />
θέση είναι ότι διαπίστωσε…εκ των υστέρων, ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην<br />
γενικότερη πιστωτική φούσκα και ότι εξαιτίας της έχει παγώσει η διατραπεζική<br />
αγορά συναλλαγματικών (commercial paper market) και ότι εξαιτίας του<br />
παγώματος αυτού κινδυνεύουν υγιείς επιχειρήσεις με κατάρρευση. Έτσι, χρησιμοποιώντας<br />
το Troubled Asset Relief Program, έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει<br />
ενέσεις ρευστότητας στα τραπεζικά ιδρύματα, με σκοπό επίσης να βοηθήσει τις<br />
τιτλοποιήσεις καταναλωτικών και φοιτητικών δανείων, αλλά και δανείων αυτοκινήτων<br />
και πιστωτικών καρτών, ώστε να συνεχιστεί η δανειοδότηση προς την<br />
πραγματική οικονομία. Η προσέγγιση τώρα μοιάζει πιο ολοκληρωμένη, αλλά<br />
το κύρος του Η. Paulson έχει τρωθεί…<br />
Εν τω μεταξύ, οι πιο αδύναμοι κρίκοι στην πραγματική οικονομία έχουν αρχίσει<br />
να σπάνε. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες του Ντιτρόιτ κινδυνεύουν αλλά το<br />
κυριότερο είναι ότι κινδυνεύουν οι χιλιάδες υπεργολάβοι τους. Αυτή τη στιγμή,<br />
κάθε θέση εργασίας που χάνεται είναι πλήγμα στη ζήτηση που πολλαπλασιάζεται<br />
και θίγει αρνητικά κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα αφού περιορίζει<br />
την καταναλωτική δαπάνη!<br />
Oι φορολογικές ελαφρύνσεις της άνοιξης ($ 168 δις.) δεν φαίνεται να δούλεψαν<br />
καθώς οι δικαιούχοι φαίνεται να «χρησιμοποίησαν» τα χρήματα είτε<br />
πληρώνοντας την ακριβή βενζίνη, είτε φυλάσσοντάς τα για δυσκολότερους καιρούς!<br />
Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν ότι εκείνη την περίοδο διπλασιάστηκαν<br />
οι αποταμιεύσεις…<br />
Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένες τις απανωτές δυσμενείς ειδήσεις που<br />
αφορούν την είσοδο των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Μ. Βρετανίας, της Ιταλίας<br />
και της Γερμανίας σε ύφεση (μείωση του ΑΕΠ για δύο συνεχή τρίμηνα), ακόμη<br />
και οι…Ρηγκανικοί υπερ-φιλελεύθεροι, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου<br />
του Χάρβαρντ M. Feldstein, προσχωρούν στην ιδέα της άμεσης δημοσιονομικής<br />
ένεσης, αντί μάλιστα για νέες φορολογικές απαλλαγές.<br />
Το ποσό και οι εκτιμήσεις ποικίλουν. Οι περισσότεροι μιλούν για ένα ποσό<br />
της τάξης των $ 300-400 δις., ενώ ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλε.<br />
B. Eichengreen, τονίζει ότι καθώς οι εκτιμήσεις μπορεί να στείλουν την
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 108<br />
108 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
ανεργία από το 6.5% σήμερα, στο 9.5% στο τέλος του έτους 2009, το ποσό που<br />
θα χρειαστεί μπορεί να είναι ακόμη και $ 500 δις.<br />
Ανεργία, ΗΠΑ, %<br />
Αν σημειώσουμε ότι οι εκτιμώμενες απώλειες των αμερικάνικων νοικοκυριών<br />
για φέτος από την υποχώρηση των τιμών της κτηματαγοράς και την πτώση<br />
των τιμών μετοχών φτάνουν φθάνουν τα $7 τρις, γεγονός που μειώνει δραστικά<br />
τις καταναλωτικές δαπάνες και ωθεί τις επιχειρήσεις σε παραγωγική συρρίκνωση,<br />
τότε μια άμεση δημοσιονομική ενίσχυση είναι πράγματι απαραίτητη.<br />
Μάλιστα, εκτιμάται από παράγοντες της αγοράς ότι ήδη οι λιανικές πωλήσεις<br />
βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο τους εδώ και τέσσερεις δεκαετίες και ότι οι<br />
εκτιμήσεις για αρνητική ανάπτυξη μπορούν να φθάσουν και το -2% (2009).<br />
Είναι ακριβώς γι αυτό που ο καθηγητής στο Μπέρκλε και στενός σύμβουλος<br />
του εκλεγμένου αμερικανού Προέδρου, R. Reich, αναφέρει ότι χρειάζεται<br />
ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και φυσικά συνηγορεί<br />
στη δήλωση του νεοεκλεγμένου Προέδρου Β. Obama για δημοσιονομική επέκταση<br />
που θα δημιουργήσει 2,5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας μέσα στα<br />
δύο επόμενα έτη. Αυτό, πέραν των $175 δις. που υποσχέθηκε τον Οκτώβριο ο<br />
Β. Obama να ρίξει στην οικονομία και για τα $3.000 φορολογικής απαλλαγής<br />
για την μικρομεσαία επιχείρηση που θα προσλάβει εργαζόμενο. Το ελάχιστο<br />
επιπρόσθετο ποσό υπολογίζεται τώρα στα $300 δις., ποσό που οι συνασπισμένοι<br />
ρεπουμπλικάνοι και ο G.W. Bush αρνούνται πεισματικά να δεχθούν, επιχειρώντας<br />
να «περάσουν» στον Β. Obama μια οικονομία στο χείλος τη καταστροφής<br />
που δεν θα ανακάμπτει με τίποτα. Όλα αυτά λοιπόν, με την ελπίδα ότι<br />
η δημοσιονομική επέκταση κενσιανού τύπου τελικά θα βοηθήσει στο να γίνει<br />
η προσγείωση …πιο ομαλή και να αποφευχθούν μεγάλης κλίμακας καταστροφές<br />
στην παραγωγική μηχανή. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είμαστε εντελώς<br />
άοπλοι απέναντι στη διορθωτική μανία.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 109<br />
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 109<br />
H ελληνική οικονομία<br />
Όλο αυτό το χρηματο-οικονομικό υφεσιακό σκηνικό σε Αμερική και Ευρώπη,<br />
δημιουργεί ένα επίσης δυσμενές οικονομικό κλίμα και στη χώρα μας. Η<br />
φυγή των ξένων κεφαλαίων από το χρηματιστήριο, αν και προκαλείται από τη<br />
διεθνή χρηματοπιστωτική ασφυξία κι όχι από κάποια συνολική αρνητική επίδοση<br />
των ελληνικών επιχειρήσεων, θα δημιουργήσει προβλήματα χρηματοδότησης<br />
των επενδύσεων στο άμεσο μέλλον. Στον τομέα των εξαγωγών που στηρίζει<br />
τη φετινή ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 3.5% (όπως τα μέχρι στιγμής στοιχεία<br />
δείχνουν), παρά την καλή επίδοση μέχρι σήμερα με +4% περίπου από πέρσι,<br />
δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι, εάν τα πράγματα διεθνώς χειροτερέψουν σε<br />
Αμερική και συνεπώς και στην ΕΕ, οι ρυθμοί αύξησης συνεχίσουν να είναι θετικοί<br />
ή έστω τόσο υψηλοί, αν και η υποτίμηση του Ευρώ έχει βοηθήσει τα μέγιστα<br />
μέχρι τώρα.<br />
Όμως, ίσως η πιο σημαντική επιφύλαξη να εδράζεται στον τομέα των υπηρεσιών,<br />
οι οποίες όχι μόνο καλύπτουν τα εμπορικά εξωτερικά μας ελλείμματα,<br />
αλλά κυρίως συμβάλουν κατά 73.3% στο ετήσιο ΑΕΠ. Η εισροή κεφαλαίων για<br />
αγορά γης και κατοικιών έχει πέσει στο μισό (από 168 εκ. ευρώ, α εξάμ. 2007,<br />
σε 76 εκ. το α εξάμ. 2008), 11 εξαιτίας της στασιμότητας των εισοδημάτων των<br />
αλλοδαπών, κυρίως των Ευρωπαίων που τα προηγούμενα χρόνια προχώρησαν<br />
σε εκτεταμένες αγορές στην κτηματαγορά, με αποτέλεσμα η διάχυση της δαπάνης<br />
αυτής να επεκτείνεται στην υπόλοιπη οικονομία και να ενισχύει την απασχόληση,<br />
τα εισοδήματα, την κατανάλωση (και την παραοικονομία).<br />
Συγκράτηση στα εισοδήματα από τον τουρισμό πρέπει κανονικά να αναμένονται<br />
αλλά και στα έσοδα από τη ναυτιλία, καθώς τα ναύλα «προσαρμόζονται»<br />
στη διεθνή κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση, αναλόγως και των διεθνών<br />
εξελίξεων και της πορείας της κρίσης βέβαια, πρέπει να είναι έτοιμη για<br />
ενέσεις «αξιοπιστίας» και στήριξης του συστήματος. Η αρχή που έγινε είναι<br />
συντονισμένη με την ευρωπακή πρακτική, όμως ο ελληνικός προπολογισμός<br />
πρέπει να περιλάβει περισσότερα χρήματα για την ενίσχυση της ζήτησης για<br />
επενδύσεις. Επίσης, θα πρέπει σταθερά να ζητά μείωση των επιτοκίων του<br />
Ευρώ από την ΕΚΤ, αλλά να είναι έτοιμη να τονώσει την κατανάλωση των εισοδημάτων<br />
με υψηλή ροπή για κατανάλωση, είτε με κίνητρα δαπανών είτε με<br />
μείωση του ΦΠΑ στα αγαθά πρώτης ανάγκης, ώστε η αύξηση της κατανάλωσης<br />
να γίνει άμεσα και γρήγορα αισθητή στην οικονομία. Όσον αφορά τη ζήτηση<br />
για επενδύσεις, ένας γρήγορος επανασχεδιασμούς τους θα πρέπει να δώσει<br />
ισχυρά κίνητρα για ένα μοντέλο «πράσινης ανάπτυξης».<br />
11 Alpha Bank, Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, 17/9/2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 110<br />
110 ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
Ίσως μερικοί δυσανασχετούν με την κυβέρνηση να μπαίνει στα πόδια της<br />
αγοράς τόσο πολύ. Είτε μας αρέσει είτε όχι, μόνον ένας δανειστής εσχάτης<br />
ανάγκης που βαθμολογείται με ΑΑΑ μπορεί να βοηθήσει τούτη την ώρα: η κυβέρνηση.<br />
Το δυστύχημα είναι βέβαια, πως τούτη την κρίσιμη στιγμή, η χώρα<br />
βρίσκεται στο μέσο μιας πολιτικής δίνης που επιτείνει την αναξιοπιστία της πολιτικής<br />
ελίτ και του πολιτικού συστήματος, τη στιγμή μάλιστα που η αγορά χρειάζεται<br />
επειγόντως ενέσεις αξιοπιστίας από τις κυβερνητικές πολιτικές.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 111<br />
4<br />
Η οικονομική κρίση και η «Σύγκρουση Ιδεών»<br />
Παναγιώτης Γ. Κορλίρας<br />
Όπως μας διδάσκει η οικονομική ιστορία, αλλά και η ιστορία των οικονομικών<br />
ιδεών που είναι συνυφασμένη μαζί της, όλες οι περίοδοι σοβαρών κρίσεων<br />
σημαδεύονται και από κάποια αναδιάταξη των αντιλήψεων για τον τρόπο διαχείρισης<br />
της οικονομίας. Πρόκειται για μια διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικής<br />
και ιδεών, μεταξύ πρακτικής και θεωρίας, της οποίας ο εξελικτικός χαρακτήρας<br />
πυροδοτείται από φαινόμενα έξαρσης ή κρίσης, όταν διαπιστώνεται ότι η<br />
πολιτική-πρακτική που ακολουθείται, βασισμένη σ’ ένα συγκεκριμένο πλέγμα<br />
ιδεών-θεωρίας, δεν ανταποκρίνεται στα καίρια ζητήματα της κάθε εποχής.<br />
Τότε εμφανίζεται ένα νέο κυρίαρχο ρεύμα αντιλήψεων, ένα νέο πλέγμα ιδεώνθεωρίας,<br />
το οποίο εγκαθίσταται ως το νέο επικρατούν «παράδειγμα»<br />
(paradigm, με την έννοια του Th. S. Kuhn). Το πιο γνωστό τέτοιο επεισόδιο<br />
στον 20 ο αιώνα ήταν η εμφάνιση της γνωστής ως «κενσιανής επανάστασης»,<br />
όταν ο J. M. Keynes με τη «Γενική Θεωρία» του το 1936, πρόσφερε στους οικονομολόγους<br />
και τους πολιτικούς ένα ιδεολογικό και θεωρητικό πλαίσιο που<br />
ανταποκρίνονταν καλύτερα στα ζητήματα και στα προβλήματα που προκάλεσε<br />
η έντονη και παρατεταμένη οικονομική κρίση του 1929-1930, αλλά και στα θέματα<br />
της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης των δυτικών χωρών. Έτσι, μέχρι τα<br />
τέλη της δεκαετίας του 1960, κυριάρχησε ένα είδος «κενσιανισμού» στις δύο<br />
όχθες του βόρειου Ατλαντικού, με επιλεκτική παρεμβατική και σταθεροποιητική<br />
μακροοικονομική πολιτική στις ΗΠΑ, και ενεργότερη κρατική παρέμβαση<br />
και έμφαση στις συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων στη Δυτική Ευρώπη. Η<br />
συνεχής οικονομική άνοδος έδινε την πεποίθηση στους πολιτικούς (και την αυτοπεποίθηση<br />
στους οικονομολόγους), ότι είχαν πλέον στη διάθεσή τους την κατάλληλη<br />
θεωρία και τα κατάλληλα μέσα παρέμβασης ώστε να εξασφαλίζουν το<br />
επιθυμητό επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης, και ταυτόχρονα τους μηχανισμούς<br />
ελέγχου τιμών και μισθών (τη λεγόμενη εισοδηματική πολιτική) ώστε τα
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 112<br />
112 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΡΛΙΛΑΣ<br />
υψηλά επίπεδα απασχόλησης να μην συνδυάζονται με πληθωριστικές πιέσεις.<br />
Παραδόξως, το κύκνειο άσμα αυτής της περιόδου αισιοδοξίας είναι η ρήση του<br />
(συντηρητικού) Προέδρου Richard Nixon το 1971 «we are all keynesians now»,<br />
όταν ανήγγειλε το πρόγραμμα ελέγχου τιμών και μισθών για να προλάβει μια<br />
πληθωριστική έκρηξη.<br />
Η δεκαετία του 1970 ήταν η περίοδος των δύο «ενεργειακών κρίσεων», και<br />
του συνεπακόλουθου φαινόμενου του «στασιμοπληθωρισμού». Το μέχρι τότε<br />
επικρατούν «κενσιανό παράδειγμα» δεν ήταν ικανό να αντιμετωπίσει το νέο<br />
φαινόμενο, και όφειλε να προσαρμοστεί ή να αντικατασταθεί από άλλο «παράδειγμα»,<br />
πιο πρόσφορο για τα νέα δεδομένα. Είχαμε, συνεπώς, από τη δεκαετία<br />
του 1980 και μέχρι πρότινος, την κυριαρχία μιας άλλης θεώρησης του τρόπου<br />
διαχείρισης της οικονομίας, με έμφαση στην παντοδυναμία της απρόσκοπτης<br />
αυτορυθμιστικής λειτουργίας των αγορών, τον μειωμένο ρόλο του κράτους,<br />
και τον περιορισμό της οικονομικής πολιτικής στον (θεωρούμενο ως τον<br />
μόνο εφικτό) στόχο του ελέγχου του πληθωρισμού. Είναι η περίοδος του μονεταρισμού<br />
και του διαδόχου του νεοφιλελευθερισμού, και της επικράτησης του<br />
νέου «παραδείγματος» τόσο στο επίπεδο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής<br />
όσο και στο επίπεδο της ακαδημακά αποδεκτής θεωρίας. Σήμερα, η<br />
ένταση και το εύρος της οικονομικής κρίσης φέρνει στο προσκήνιο οιονεί διλημματικές<br />
επιλογές, διανθισμένες με ιδεολογικά ή και ιδεοληπτικά στοιχεία<br />
στον άξονα αγορά-κράτος, ενίοτε υπό τον μανδύα της θεωρητικής και πρακτικής<br />
διαπάλης μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και κενσιανισμού. Τα πράγματα,<br />
βέβαια, δεν είναι τόσο απλά, στο μέτρο που η εμπειρική αποτύπωση των αιτίων<br />
που οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα, ελέγχει τόσο την καθαρά θεωρητική ή<br />
ιδεοληπτική θεμελίωση των πολιτικών που εφαρμόστηκαν, όσο και τις συγκεκριμένες<br />
πρακτικές που εδράζονται στην κάθε ιδεολογική θέση.<br />
Η τωρινή κρίση προσφέρεται για σοβαρές επισημάνσεις. Βασική αιτία της<br />
κρίσης είναι οι «φούσκες» που έσκασαν στις ΗΠΑ, και οι οποίες, λόγω παγκοσμιοποίησης,<br />
διαχέουν τις επιπτώσεις τους σε ολόκληρο τον κόσμο: είναι η<br />
χρηματιστηριακή φούσκα (stock bubble) στην αρχή της δεκαετίας του 1990, και<br />
η στεγαστική φούσκα (real estate bubble) στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Οι<br />
δύο αυτές φούσκες συνδέονται μεταξύ τους διότι αφέθηκαν να δημιουργηθούν<br />
λόγω των αντιλήψεων που επικρατούσαν στην κυβέρνηση και στην κεντρική<br />
τράπεζα (Fed) των ΗΠΑ. Είναι εντελώς ενδεικτικά όσα αναφέρει ο Alan<br />
Greenspan, Πρόεδρος της Federal Reserve από το 1987 έως το 2006, όταν ανέλαβε<br />
αυτή τη θέση: «Η ανάληψη της θέσης συνοδεύτηκε από μια ευχάριστη έκπληξη.<br />
Ήξερα από τις επαφές μου με τα στελέχη της Fed, ιδίως την περίοδο<br />
προεδρίας Ford, ότι είχαν εξαιρετικά προσόντα. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι<br />
τα στελέχη είχαν ένα προσανατολισμό προς τις ελεύθερες αγορές, ο οποίος,<br />
τότε ανακάλυψα, ίσχυε ακόμα και για τη Διεύθυνση Τραπεζικής Εποπτείας και
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 113<br />
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η «ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΙΔΕΩΝ» 113<br />
Ρύθμισης…Έτσι, ενώ οι συστάσεις της κεντρικής τράπεζας είχαν ως κατεύθυνση<br />
την εφαρμογή των εντολών του Κογκρέσου, ήταν πάντοτε διατυπωμένες<br />
έτσι ώστε να προωθούν τον ανταγωνισμό και να αφήνουν τις αγορές να κάνουν<br />
τη δουλειά τους» 1 . Κοινός παρανομαστής αυτών των αντιλήψεων ήταν η<br />
άκρατη αισιοδοξία για την αυτορυθμιστική ικανότητα των αγορών, με ό,τι αυτό<br />
συνεπάγεται όχι μόνο στην μακροοικονομική διαχείριση αλλά και στην ελλιπή<br />
προληπτική εποπτεία του χρηματο-πιστωτικού συστήματος. Το βασικό εργαλείο<br />
της νομισματικής πολιτικής, τα επιτόκια, χρησιμοποιήθηκε με τον λάθος<br />
τρόπο στον λάθος χρόνο, χωρίς πρόνοιες για την «πιστωτική φούσκα» (credit<br />
bubble) που είναι η αιτία της κρίσης που βιώνουμε. 2 Τι συνέβη λοιπόν, ήταν η<br />
λανθασμένη εφαρμογή μιας σωστής θεωρίας, ή ήταν μια λάθος θεωρία που<br />
οδήγησε σε λάθη εφαρμογής της;<br />
Η χρηματοπιστωτική κρίση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τεράστια πιστωτική<br />
επέκταση που αφέθηκε να δημιουργηθεί στις ΗΠΑ, και στην «πιστωτική<br />
φούσκα» που «έσκασε». Με τα περίπλοκα παράγωγα προόντα που εδράζονταν<br />
σε τιτλοποιήσεις επισφαλών απαιτήσεων, κυρίως των subprime στεγαστικών<br />
δανείων, και λόγω της έλλειψης εποπτείας επί των δραστηριοτήτων των<br />
επενδυτικών τραπεζών, τα αρχικά προβληματικά δάνεια μετατράπηκαν σε μία<br />
πολλαπλάσια απειλή για τη φερεγγυότητα των τραπεζών και την ασφάλεια των<br />
καταθετών τους. Λόγω της διασύνδεσης των παγκοσμιοποιημένων κεφαλαιαγορών,<br />
το πρόβλημα ενέσκηψε όχι μόνο στις αμερικανικές τράπεζες, αλλά και<br />
τον υπόλοιπο κόσμο. Αν όμως η κρίση μπορεί να χαρακτηριστεί αναμενόμενη,<br />
το εύρος και το βάθος της αποδείχτηκαν απρόσμενα μεγάλα, και οι επιπτώσεις<br />
τους προκάλεσαν όχι μόνο τις γνωστές ζημιές από τις υποαξίες κάποιων στοιχείων<br />
του ενεργητικού των τραπεζών (τα γνωστά «τοξικά στοιχεία»), αλλά, και<br />
το σοβαρότερο, την κρίση εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, όπως και<br />
μεταξύ των τραπεζών. Έτσι προέκυψε η πιστωτική ασφυξία και ο περιορισμός<br />
της ρευστότητας, ως μια πρωτοφανής για τα σύγχρονα δεδομένα απειλή για τη<br />
σταθερότητα του ίδιου του οικονομικού συστήματος. Η χρηματοπιστωτική<br />
κρίση μετατρέπεται σε κρίση της πραγματικής οικονομίας, γεγονός που αποτυπώνεται<br />
στα φαινόμενα επιβράδυνσης, στασιμότητας, αλλά και ύφεσης στις περισσότερες<br />
χώρες του κόσμου, με συνέπεια τη μείωση της απασχόλησης και<br />
των εισοδημάτων. Η έκρυθμη κατάσταση στις κεφαλαιαγορές δεν αναμένεται<br />
να εκτονωθεί σύντομα, ενώ ο καθοδικός κύκλος των οικονομιών εκτιμάται ότι<br />
θα διαρκέσει ολόκληρο το 2009.<br />
1 Alan Greenspan: The Age of Turbulence, Allen Lane, London, 2007, σελ. 373.<br />
2 Βλέπε το βιβλίο του William Fleckenstein, Greenspan’s Bubbles, McGraw Hill, NY,<br />
2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 114<br />
114 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΡΛΙΛΑΣ<br />
Οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στην Αμερική και στην Ευρώπη,<br />
με τις μειώσεις των επιτοκίων και την παροχή ρευστότητας, δεν είχαν μέχρι<br />
στιγμής τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς η παρεχόμενη ρευστότητα<br />
διακρατείται από τις τράπεζες για δική τους πρόνοια και δεν διαχέεται μέσω<br />
της διατραπεζικής αγοράς σε ολόκληρο το σύστημα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης<br />
μεταξύ των τραπεζών και ο φόβος ενός πανικού των καταθετών λειτουργούν<br />
ανασταλτικά. Η χρεοκοπία της Lehman Brothers, την οποία απερίσκεπτα<br />
άφησε η αμερικανική κυβέρνηση να συμβεί, είχε μεγάλο ψυχολογικό αντίκτυπο,<br />
ενώ οι μερικές κρατικοποιήσεις και οι κεφαλαιακές ενισχύσεις πολλών<br />
τραπεζών που έγιναν και γίνονται είναι μάλλον αμυντικές κινήσεις,<br />
παρά κινήσεις που οδηγούν σε γρήγορο ξεπέρασμα της χρηματοπιστωτικής<br />
κρίσης. Με τις συνεχιζόμενες μειώσεις των παρεμβατικών επιτοκίων από τις<br />
κεντρικές τράπεζες και τη συνεχιζόμενη διακράτηση ρευστότητας, η κατάσταση<br />
έχει ομοιότητες με τη λεγόμενη «παγίδα ρευστότητας», κατάσταση<br />
κατά την οποία η νομισματική πολιτική δεν είναι αποτελεσματική για να προλάβει<br />
τα φαινόμενα οικονομικής ύφεσης. Είναι γνωστό στους οικονομολόγους<br />
το φαινόμενο της «ασυμμετρίας» ανάμεσα στην περίπτωση της αύξησης<br />
και στην περίπτωση της μείωσης της προσφοράς χρήματος ή ρευστότητας. Η<br />
μείωση της προσφοράς χρήματος οδηγεί σε ένα «αποτέλεσμα πίεσης ρευστότητας»<br />
(liquidity pressure effect), με συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων και<br />
τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας. Αντίθετα, η αύξηση της<br />
προσφοράς χρήματος ενδέχεται να απορροφηθεί στα χαρτοφυλάκια των<br />
ιδιωτών και στα αποθεματικά των τραπεζών, ως επενδυτική επιλογή ή επιλογή<br />
πρόνοιας, και να μην έχει το αναμενόμενο επεκτατικό αποτέλεσμα στην<br />
οικονομική δραστηριότητα. Εύλογα λοιπόν, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις προσφεύγουν<br />
στον πυλώνα της δημοσιονομικής πολιτικής για να δοθεί μια επεκτατική<br />
ώθηση στις οικονομίες, με κύριο στόχο την ενίσχυση της ενεργού ζήτησης<br />
σε συνδυασμό, όπως φαίνεται και στο εξαγγελθέν οικονομικό πρόγραμμα<br />
του B. Obama, με εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής<br />
αλλά και κεφαλαιακής στήριξης βιομηχανιών. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα<br />
η ευρύτατη αποδοχή ενός «κευνσιανού» μοντέλου οικονομικής πολιτικής,<br />
η επιβολή του οποίου κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθούν φαινόμενα<br />
παρατεταμένης και έντονης οικονομικής ύφεσης, αφήνοντας λόγω περιστάσεων<br />
στο περιθώριο τη νεοφιλελεύθερη συνταγή περί αυτορυθμιζόμενων<br />
αγορών.<br />
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης της οικονομίας βρίσκεται σήμερα<br />
σε υποχώρηση, και οι λύσεις που προτείνουν και εφαρμόζουν οι μεγάλες δυτικές<br />
χώρες για την αντιμετώπιση της κρίσης σηματοδοτούν μία επιστροφή στο<br />
πιο παρεμβατικό κράτος. Δεν είναι ασύνδετες με αυτή την εξέλιξη οι πολλαπλές<br />
αναφορές στην αναγκαιότητα άσκησης «κενσιανής» οικονομικής πολιτι-
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 115<br />
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η «ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΙΔΕΩΝ» 115<br />
κής του συντηρητικού πλην έγκυρου περιοδικού The Economist, 3 ούτε και η<br />
απονομή φέτος του βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά στον P. Krugman, πολέμιο<br />
του G. W. Bush και του νεοφιλελευθερισμού. Η συντηρητική διανόηση τηρεί,<br />
προς το παρόν, μία εύγλωττη σιωπή, ενώ η αριστερή διανόηση σπεύδει να<br />
αναγγείλει (για πολλοστή φορά) την κατάρρευση του συστήματος της ελεύθερης<br />
οικονομίας. Η επικρατούσα σήμερα άποψη για τη διαχείριση του οικονομικού<br />
συστήματος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας «νεο-κενσιανισμός», που<br />
ενέχει στοιχεία από τη θεωρία και τη σκέψη του μεγάλου διανοητή, καθώς και<br />
κάποια επιστροφή σε παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές,<br />
πλην όμως βρισκόμαστε σ’ ένα οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που<br />
διαφέρει ουσιωδώς από την ταραγμένη δεκαετία του 1930. Η χρεοκοπία του<br />
«υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» δεν οδηγεί αυτομάτως στον οικονομικό κρατισμό<br />
(κάτι τέτοιο ούτε ο Keynes θα το ήθελε!), αλλά σε μία πραγματιστική θεώρηση<br />
της ανάγκης να παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία, με κεφαλαιακές<br />
ενισχύσεις, μερικές κρατικοποιήσεις, και κυρίως με αυξημένο ρυθμιστικό και<br />
εποπτικό ρόλο, μπροστά στην αναγκαιότητα να αποτραπεί το φαινόμενο του<br />
1930 με τις οδυνηρές οικονομικές και πολιτικές (Χίτλερ κ.ά.) συνέπειές του.<br />
Αυτό κάνουν όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις των δυτικών χωρών, με διαφορές που<br />
οφείλονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προβλήματα της κάθε χώρας.<br />
Το σημερινό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα διαφέρει ουσιωδώς απ’ ό,τι<br />
ίσχυε στο παρελθόν, και τα αντανακλαστικά των διαφόρων κυβερνήσεων δεν<br />
έχουν καμία σχέση με τις αμήχανες και αμυντικές τακτικές του προηγούμενου<br />
αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί συντονισμό και συγχρονισμό κινήσεων,<br />
πράγμα που βρίσκεται στην κορυφή της agenda στα διεθνή fora (π.χ. ΕΕ και<br />
G20). Οι μηχανισμοί, όμως, που έθρεψαν τις αιτίες της σημερινής κρίσης εξακολουθούν<br />
να υφίστανται, έστω με λανθάνουσα δραστηριότητα, έτσι ώστε πέραν<br />
των γνωστών παρεμβάσεων, να απομένει η διευκρίνηση των νέων «κανόνων<br />
του παιχνιδιού», δηλαδή το νέο θεσμικό και εποπτικό πλαίσιο. Αυτό είναι<br />
ένα μείζον ζήτημα, διότι στη συζήτηση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, στον<br />
πραγματισμό θα αντιπροταθούν ιδεοληψίες υπέρ ή κατά της ελεύθερης οικονομίας,<br />
υπέρ ή κατά ενός συστήματος κρατισμού. Άλλοι επιτιθέμενοι και άλλοι<br />
αμυνόμενοι, θα επιδοθούν σε μια «σύγκρουση ιδεών» (clash of ideas, για να παραφράσουμε<br />
τον Huntington), αναμένοντας την εμπέδωση ενός νέου «παραδείγματος».<br />
Όπως είχε πει ο Keynes κλείνοντας τη «Γενική Θεωρία» του,<br />
«πέρα από αυτή τη σύγχρονη διάθεση, οι ιδέες των οικονομολόγων και των πολιτικών<br />
φιλοσόφων, τόσο όταν είναι ορθές όσο και όταν είναι εσφαλμένες,<br />
ασκούν ισχυρότερη επίδραση από ό,τι συνήθως πιστεύεται. Πραγματικά, ο κό-<br />
3 Βλέπε το κύριο άρθρο του τεύχους της 29ης Νοεμβρίου 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 116<br />
116 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΡΛΙΛΑΣ<br />
σμος κυβερνάται από αυτές». Αυτή η ρήση δεν ίσχυε μόνον το 1936, αλλά<br />
ίσχυσε και μέχρι σήμερα, στο μέτρο που κάποιες κακές πολιτικές ή η έλλειψη<br />
πολιτικής, στο όνομα μιας νεοφιλελεύθερης «ιδέας», οδήγησαν στη σημερινή<br />
κρίση. Επειδή, όμως, η ρήση του Keynes μπορεί να ισχύει και αύριο, οι νέες<br />
ρυθμίσεις που επεξεργάζονται τα διεθνή think-tanks θα πρέπει να είναι ανάλογες<br />
με την τωρινή πραγματικότητα. Ο κόσμος έχει και άλλα σοβαρά προβλήματα<br />
(περιβάλλον, φτώχεια, τρομοκρατία, κλπ) ώστε να απαιτεί από τις κυβερνήσεις<br />
και τους οικονομικούς συμβούλους τους μια ισορροπημένη τοποθέτηση<br />
στο δίπολο αγορά-κράτος, και όχι μια επιστροφή σε αντιλήψεις και πρακτικές<br />
που ανήκουν σε άλλες εποχές. Ένα νέο σύστημα «ιδεών» βρίσκεται υπό διαμόρφωση,<br />
και ενδεχομένως θα έχουμε, κάποια στιγμή, και το νέο «επιστημονικό<br />
παράδειγμα» ως κατευθυντήρια γραμμή, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης πολιτικής<br />
οικονομίας.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 117<br />
5<br />
Ο «μαύρος κύκνος» και η μεταρρύθμιση της διεθνούς<br />
χρηματοπιστωτικής εποπτείας<br />
Γιάννης Β. Αυγερινός*<br />
Εισαγωγή<br />
Πριν την ανακάλυψη της Αυστραλίας, όλοι πίστευαν ότι οι κύκνοι είναι λευκοί,<br />
μία πίστη η οποία επιβεβαιωνόταν πλήρως από την έως τότε εμπειρική<br />
απόδειξη του λεγόμενου «παλαιού κόσμου». Η ανακάλυψη του πρώτου μαύρου<br />
κύκνου, πέρα από έκπληξη για ορισμένους ορνιθολόγους, αποτέλεσε και μια<br />
απεικόνιση των ορίων της μάθησης από παρατηρήσεις ή από την εμπειρία αλλά<br />
και της αδυναμίας της ίδιας της γνώσης μας. Στο βιβλίο του «Μαύρος Κύκνος»,<br />
1 ο Nassim Taleb παρομοιάζει το μαύρο κύκνο με ένα γεγονός το οποίο<br />
ενέχει τρία χαρακτηριστικά: πρώτον, είναι απρόβλεπτο, δηλαδή βρίσκεται έξω<br />
από τη σφαίρα του αναμενόμενου διότι τίποτα στο παρελθόν δε μπορεί να οδηγήσει<br />
στην πιθανολόγησή του. Δεύτερον, προκαλεί τεράστιο αντίκτυπο στο κοινωνικό<br />
σύνολο, και τρίτον, παρά του απροσδόκητου χαρακτήρα του, έχει μία<br />
ετεροχρονισμένη προβλεψιμότητα, δηλαδή η ανθρώπινη φύση έχει μία τάση να<br />
εξηγεί την εμφάνισή του, μετά όμως από αυτή.<br />
H πρόσφατη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση εμπίπτει στο παράδειγμα του<br />
«μαύρου κύκνου» - ένα ιδιαίτερο συμβάν που δεν μπορεί να εξηγηθεί βάσει<br />
* Ο συγγραφέας επιθυμεί να ευχαριστήσει τον Σπύρο Τραυλό για τις πολύ χρήσιμες<br />
παρατηρήσεις του.<br />
1 N. N. Taleb, Black Swan: The impact of the highly improbable, Allen Lane, London,<br />
2007.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 118<br />
118 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
ιστορικών δεδομένων, και συνεπώς μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις<br />
στις αγορές. Ο συνδυασμός της μικρής προβλεψιμότητας με τον τεράστιο<br />
αντίκτυπο καθιστούν το μαύρο κύκνο ένα μυστήριο. Εάν προσθέσουμε και το<br />
φαινόμενο ότι όλοι (πολιτικοί, επιστήμονες, διοικητικές αρχές) συμπεριφερόμαστε<br />
σαν να μην υπάρχει ή σαν να μην επρόκειτο να εμφανιστεί ποτέ, τότε<br />
βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα: πώς μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε<br />
εάν και εφόσον τελικά εμφανιστεί, όταν είμαστε ανίκανοι να τον<br />
προβλέψουμε, πόσο μάλλον όταν δεν (ανα)γνωρίζουμε την ανικανότητά μας<br />
αυτή;<br />
Ο «μαύρος κύκνος» 2008 - ...<br />
Το Σεπτέμβριο του 2008 συνέβησαν κοσμοστορικά γεγονότα στο παγκόσμιο<br />
χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μέσα σε μια νύχτα, η αμερικανική επενδυτική<br />
τράπεζα Lehman Brothers, με ιστορία 158 ετών, η οποία είχε επιβιώσει στο<br />
κραχ του 1929 και στη μεγάλη ύφεση που ακολούθησε, κατέθεσε αίτηση υπαγωγής<br />
στο πτωχευτικό δίκαιο. Την ίδια εβδομάδα η μεγάλη αμερικανική επενδυτική<br />
τράπεζα Merrill Lynch εξαγοράστηκε από την Bank of America για να<br />
διασωθεί, ενώ η κορυφαία ασφαλιστική εταιρεία στον κόσμο, η αμερικανική<br />
AIG, στην οποία έχουν εναποθέσει τις αποταμιεύσεις και τις ελπίδες τους για<br />
μια αξιοπρεπή συνταξιοδότηση εκατομμύρια Αμερικανοί, βρέθηκε ένα βήμα<br />
πριν από τη χρεοκοπία. αλλά σώθηκε χάρη σε παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας<br />
των ΗΠΑ (Fed), η οποία στην ουσία την κρατικοποίησε. 2 Ο αντίκτυπος αυτού<br />
του μαύρου κύκνου είναι τεράστιος, η επίδρασή του βρίσκεται σε εξέλιξη<br />
και η ζημία του είναι ανυπολόγιστη.<br />
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ζει εποχές<br />
μαύρων κύκνων. Η πρόσφατη κρίση φαίνεται να είναι η χειρότερη έως<br />
τώρα. Η κρίση εκπορεύθηκε από τον τομέα της κατοικίας, έναν τομέα με διασυνδέσεις<br />
τόσο στους παραγωγικούς ιστούς όσο και στο εισόδημα και στην<br />
αποταμίευση εκατομμυρίων νοικοκυριών. Η κρίση επικεντρώθηκε σε μεγάλες<br />
επενδυτικές τράπεζες παγκόσμιου βεληνεκούς που ως τώρα, σε όλες τις προηγούμενες<br />
κρίσεις, φάνταζαν ως ακλόνητοι και υπερήφανοι πυλώνες των αγο-<br />
2 Την ίδια στιγμή αμφίβολο είναι το μέλλον άλλων δύο μεγάλων επενδυτικών τραπεζών,<br />
της Morgan Stanley και της Goldman Sachs, οι οποίες αποδέχθηκαν τη μετατροπή<br />
τους σε εμπορικές τράπεζες. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μεγάλες στεγαστικές<br />
τράπεζες της Μ. Βρετανίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, χρεοκόπησαν ή εξαγοράστηκαν<br />
αντί πινακίου φακής.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 119<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 119<br />
ρών κεφαλαίου. Τελικά η κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία<br />
του κόσμου, διαχύθηκε τόσο στον χρηματοπιστωτικό όσο και στον λεγόμενο<br />
«πραγματικό» τομέα της διεθνούς οικονομίας.<br />
Όλες οι πρόσφατες κρίσεις (από αυτή του δημοσίου χρέους (sovereign debt)<br />
της δεκαετίας του 1980 και το κραχ του 1987, την πτώχευση της BCCI το 1991 3<br />
και της Barings το 1995 4 έως την οικονομική κρίση της Ασίας του 1998 και την<br />
κατάρρευση των κεφαλαιαγορών το 1999-2003) μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά<br />
και αίτια. Πριν από κάθε κρίση εμφανιζόταν στις κεφαλαιαγορές μια<br />
άπληστη αισιοδοξία που συνδυαζόταν με μεγάλη υποτίμηση των κινδύνων.<br />
Πριν από κάθε κρίση οι υπερβολικοί κίνδυνοι καλύπτονταν εντέχνως από το<br />
πλέγμα των χρηματοπιστωτικών καινοτομιών, των νέων προόντων, και των<br />
νέων ιδεών που υπόσχονταν συνεχή άνοδο. Κάθε φορά η άνοδος έγινε τελικά<br />
ένας προθάλαμος της πτώσης. Κάθε φορά η πτώση δεν ήταν απλώς μια πτώση<br />
τιμών, αλλά έθετε σε κίνδυνο το οικονομικό οικοδόμημα με πτωχεύσεις επιχειρήσεων,<br />
απολύσεις και εξαθλίωση της κοινωνικής μάζας. Κάθε φορά ο μαύρος<br />
κύκνος μας προειδοποιούσε ότι θα υπάρξουν και άλλοι μαύροι κύκνοι στο μέλλον.<br />
Κάθε φορά όμως οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές κώφευαν στις σειρήνες<br />
του κινδύνου, έδειχναν αδιαφορία και άγνοια, στέκονταν κάτω από το<br />
ύψος των περιστάσεων.<br />
Ο αντίκτυπος όλων των χρηματοπιστωτικών κρίσεων δεν ήταν και δε θα<br />
μπορούσε να είναι περιορισμένος σε μία αγορά ή σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική<br />
περιοχή. Έτσι και στην παρούσα κρίση, περισσότερο από τις προηγούμενες<br />
φορές, ο κίνδυνος στο χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα φαίνεται να<br />
ξεπερνά τις αγορές και τα σύνορα των κρατών, γεγονός το οποίο η παγκόσμια<br />
οικονομική ηγεσία δείχνει τώρα να αντιλαμβάνεται. Γι' αυτό και η συζήτηση<br />
και η ακολουθούμενη πολλές φορές παρέμβαση λαμβάνει χώρα σήμερα σε<br />
ιστορικά πρωτοφανή κλίμακα.<br />
3 Η Bank of Credit and Commerce International (BCCI), κάποτε ταχύτερα αναπτυσσόμενη<br />
τράπεζα στον κόσμο, υπήρξε θύμα μιας τεράστιας απάτης. Η λειτουργία της<br />
ενείχε σημαντικά ρυθμιστικά και εποπτικά προβλήματα, εφόσον οι δύο εταιρίες, μέσω<br />
των οποίων παρείχε διασυνοριακές τραπεζικές υπηρεσίες, ήταν εγκατεστημένες στο<br />
Λουξεμβούργο και στα Νησιά Κέιμαν, ενώ η κύρια δραστηριότητά της ήταν στο Abu<br />
Dhabi και η διοίκησή της στο Λονδίνο.<br />
4 Η κατάρρευση της τράπεζας Barings προήλθε από τις ριψοκίνδυνες συναλλαγές<br />
παραγώγων ενός μέλους του υποκαταστήματός της στη Σιγκαπούρη, σε συνάρτηση με<br />
την αποτυχία εποπτείας και συμμόρφωσης στους κανόνες σε κάθε επίπεδο της οργάνωσής<br />
της. Παρόλο που η εποπτεία της τράπεζας είχε ανατεθεί στην κεντρική Τράπεζα<br />
της Αγγλίας, η τελευταία φάνηκε ανίκανη να συνεργαστεί και να συντονιστεί με τις αλλοδαπές<br />
εποπτικές αρχές.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 120<br />
120 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
Η συζήτηση και τα αίτια<br />
Η συζήτηση για τη χρηματοπιστωτική κρίση, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού,<br />
έχει εξελιχθεί σε μία διαμάχη συντηρητικών και προοδευτικών, φιλελεύθερων<br />
και σοσιαλιστών, για το τέλος ή όχι του καπιταλισμού και για τη σκοπιμότητα<br />
και τα όρια της παρέμβασης του κράτους στις απελευθερωμένες αγορές<br />
του πλανήτη, στην οικονομία και στην κοινωνία. Συγκρίσεις γίνονται με το μεγάλο<br />
κραχ του 1929, το οποίο αποσάρθρωσε το ατελές, ούτως ή άλλως, θεσμικό<br />
και άτυπο σύστημα πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών που διαμορφώθηκαν<br />
μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.<br />
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κράτος παρέμεινε ο μοναδικός<br />
διαθέσιμος μοχλός για την υπαγωγή κάθε οικονομικής και κοινωνικής δράσης<br />
κάτω από τον κεντρικό σχεδιασμό του. Με παράδειγμα κυρίως τη Βρετανία,<br />
η κρατική αυτή παρέμβαση αποδείχθηκε πετυχημένη και, το κυριότερο,<br />
αποτελεσματική. Μετά όμως την ίδρυση των διεθνών οικονομικών οργανισμών<br />
του Bretton Woods, οι δυτικές κυβερνήσεις βρέθηκαν σε αναζήτηση νέων μοντέλων<br />
υπέρβασης του προτασσόμενου τότε αντιδημοκρατικού εξισωτισμού,<br />
δηλαδή της πολιτικής παρέμβασης που είχε ως σκοπό την εξασφάλιση της οικονομικής<br />
ισότητας. 5 Παρόλα αυτά, για δεκαετίες το μεγάλο κράτος συνέχισε να<br />
μονοπωλεί τη δημόσια πολιτική και οικονομία ολόκληρου σχεδόν του δυτικού<br />
λεγόμενου κόσμου. Η ευημερία και η σχετική κοινωνική ειρήνη της Δύσης χτίστηκε<br />
πάνω σε πολιτικές σημαντικού κρατικού παρεμβατισμού.<br />
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το μοντέλο του κρατικού παρεμβατισμού<br />
έδειξε να κλονίζεται. Ο μαύρος κύκνος του στασιμοπληθωρισμού χτύπησε<br />
τις οικονομίες της Δύσης προκαλώντας φαινόμενα, που ακόμα και οι οπαδοί<br />
του Keyns θεωρούσαν αδύνατον να συμβούν. Ο δημόσιος τομέας άρχισε να<br />
φαίνεται ως μέρος του προβλήματος αντί για μηχανισμός της λύσης, ενώ εμφανίστηκαν<br />
και τα πρώτα σημάδια σύγκλισης στη ρύθμιση του διεθνούς τραπεζικού<br />
συστήματος. 6 Οι ιδέες των νέων συντηρητικών ηγετών της Μ. Βρετανίας<br />
5 Για τις διαφορές εξισωτισμού και ισότητας, βλέπε στο Δ. Δημητράκος, «Ισότητα<br />
και εξισωτισμός», Τo Βήμα, 20/5/2001, σελ. Β60.<br />
6 Το 1975 θεωρείται έτος ορόσημο για τη δημιουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού<br />
δικαίου. Μετά την κατάρευση της γερμανικής τράπεζας Bankhaus Herstatt, οι 10<br />
πλουσιότερες χώρες του κόσμου αποφάσισαν την ίδρυση της Επιτροπής για την Εποπτεία<br />
των Τραπεζών (Επιτροπή της Βασιλείας), η οποία στη συνέχεια εξέδωσε μία<br />
σειρά διεθνών ρυθμιστικών κανόνων για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Σήμερα,<br />
η Επιτροπή της Βασιλείας έχει καθιερωθεί ως ο σημαντικότερος φορέας δημιουργίας<br />
διεθνών κανόνων και προτύπων χρηματοπιστωτικής ρύθμισης και εποπτείας, ιδιαίτερα<br />
μετά την υιοθέτηση της νέας σειράς αρχών κάτω από την ονομασία «Βασιλεία ΙΙ».
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 121<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 121<br />
και των ΗΠΑ (νομισματικός έλεγχος, μείωση των δημοσίων δαπανών και της<br />
φορολογίας, ιδιωτικοποιήσεις, πρωτοβουλίες απελευθέρωσης και απορρύθμισης<br />
των αγορών, περικοπές στις οικονομικές και κοινωνικές παρεμβάσεις του<br />
δημόσιου τομέα) άλλαξαν το τοπίο οδηγώντας τις αγγλοσαξονικές κυρίως χώρες<br />
σε επίπεδα ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης. Μαζί με τις αλματώδεις εξελίξεις<br />
στην τεχνολογία των επικοινωνιών και της πληροφορικής, τα οικονομικά<br />
σύνορα κατέρρευσαν και οι αγορές όλου του κόσμου βρέθηκαν ασφυκτικά κοντά<br />
η μία στην άλλη. Η παγκοσμιοποίηση είχε θεαματικά οικονομικά αποτελέσματα,<br />
φέρνοντας στο προσκήνιο περιφερειακές οικονομίες και πλουτίζοντας<br />
πληθυσμούς εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που ως τότε ζούσαν συντροφιά<br />
με την πείνα και την ανέχεια. 7<br />
Με την ευημερία όμως ήρθαν και οι χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι. Ο πρόσφατος<br />
μαύρος κύκνος μπορεί να μην είναι ο τελευταίος, ούτε αυτός που θα<br />
φέρει τη συντέλεια του κόσμου. Μας φέρνει όμως στη μνήμη την κατάρρευση<br />
πολλών επιχειρηματικών γιγάντων στο εγγύτερο παρελθόν (Enron, WorldCom,<br />
Digital Equipment Corp, Data General), οι οποίοι χρεοκόπησαν, ανασυντάχθηκαν<br />
ή εξαφανίστηκαν. Ο αυτορυθμιζόμενος σε πολλές περιπτώσεις καπιταλισμός<br />
μπορεί και επιλύει προβλήματα και στρεβλώσεις της αγοράς αφανίζοντας<br />
τις αδιέξοδες επιχειρήσεις και ανοίγοντας τον δρόμο για καινούριες που θα<br />
ικανοποιήσουν τις ανάγκες της αγοράς με νέες μεθόδους, τεχνολογίες και αντιλήψεις.<br />
8 Εντούτοις, όταν η κρίση αγγίξει το χρηματοπιστωτικό τομέα, τότε η<br />
κατάσταση μπορεί να καταστεί ανεξέλεγκτη, ακόμη και να αποβεί μοιραία για<br />
τις οικονομίες των κρατών.<br />
Ο πρόσφατος μαύρος κύκνος έχει δύο πολύ χαρακτηριστικά αίτια. Το<br />
πρώτο έχει ήδη αναλυθεί διεξοδικά. 9 Πρόκειται για την πολιτική φθηνού χρή-<br />
7 Για μια συστηματική ανάλυση των αιτίων της κρίσης, βλ. H. Minsky, «The financial<br />
instability hypothesis», The Jerome Levy Economics Institute Working Papers, No. 74, May<br />
1992.<br />
8 Αυτό είναι το νόημα της «δημιουργικής καταστροφής» (creative destruction) που,<br />
σύμφωνα με τον αυστριακό οικονομολόγο Joseph Schumpeter, Capitalism, Socialism<br />
and Democracy, Harper & Row, New York, 1942, σελ. 84, χαρακτηρίζει τη δυναμική καπιταλιστική<br />
εξέλιξη.<br />
9 Βλέπε για παράδειγμα, C. Borio, «The financial turmoil of 2007-?: a preliminary<br />
assessment and some policy considerations», Working Paper, No. 251, Bank for<br />
Internatio nal Settlements, March 2008, C. Calomiris, «The subprime turmoil: What’s<br />
old, what’s new, and what’s next», στο Maintaining stability in a changing financial system,<br />
Jackson Hole Symposium, Federal Reserve Bank of Kansas City, August 2008, R. Wade,<br />
The first-world debt crisis of 2007-2010 in global perspective, Challenge, Νο. 4, 2008, σελ.<br />
23-54. Βλέπε επίσης τη μελέτη του Θ. Πελαγίδη στον παρόντα τόμο, «Ανατομία της διεθνούς<br />
χρηματοοικονομικής κρίσης με αναφορά στην Ελληνική οικονομία».
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 122<br />
122 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
ματος, που ενθάρρυνε τη συνεχή μόχλευση (leverage) των αξιών με εύκολο δανεισμό.<br />
Έτσι, η εξάπλωση των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου<br />
(subprime), 10 με τις ευλογίες της αμερικανικής κυβέρνησης και των εποπτικών<br />
αρχών, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μεταφοράς κινδύνου από τους ισολογισμούς<br />
των τραπεζών σε τρίτους επενδυτές μέσω της τιτλοποίησης και την αλόγιστη<br />
προώθηση των δομημένων ομολόγων υψηλού κινδύνου, επέφερε τη γιγάντωση<br />
της κρίσης. 11 Όταν όμως κατέρρευσαν οι τιμές των κατοικιών, όταν άρχισε<br />
να ανεβαίνει το κόστος δανεισμού με τις αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων<br />
και όταν οι επενδυτές κατάλαβαν ότι όλα αυτά τα επενδυτικά προόντα<br />
δεν παρείχαν καμία ασφάλεια, η ρευστότητα των προόντων αυτών σημείωσε<br />
κατακόρυφη κάμψη. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά<br />
ιδρύματα βρέθηκαν γεμάτα από τα λεγόμενα «τοξικά» χρεόγραφα και οδηγήθηκαν<br />
στην καταστροφή.<br />
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, που λίγοι αναγνωρίζουν, είναι ο κατακερματισμός<br />
της χρηματοπιστωτικής εποπτείας μεταξύ των διαφόρων εποπτικών αρχών,<br />
τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, ανάλογα με το είδος των<br />
εποπτευόμενων υπηρεσιών (τραπεζικές, επενδυτικές ή ασφαλιστικές), ανάλογα<br />
με τον τόπο στον οποίο εδρεύει το εποπτευόμενο χρηματοπιστωτικό<br />
ίδρυμα, ή ακόμη και ανάλογα με τους στόχους που θέτει η εκάστοτε αρχή. Η<br />
κρίση δεν ξέσπασε σε μη εποπτευόμενη περιοχή, 12 όπως θέλουν κάποιοι να πιστεύουν,<br />
παρόλο που μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1999-2003 οι αρχές<br />
ανέχθηκαν τη δράση φορέων που δρούσαν στα όρια του εποπτικού ελέγχου<br />
(hedge funds, private equity funds, offshore μεσολαβητών κ.λπ). Η νέα όμως νομοθεσία<br />
των ΗΠΑ για τον αυστηρότερο έλεγχο των ενυπόθηκων δανείων του<br />
2008 13 προσέθεσε και την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) στη λίστα των ελε-<br />
10 Για την εξάπλωση των subprime δανείων, βλέπε στο Κ. Gerardi, A. Lehnert, S.<br />
Sherlund & P. Willen, «Making sense of the subprime crisis», Brooking Papers on<br />
Economic Activity, Autumn 2008.<br />
11 Τραπεζίτες και άλλοι παίκτες της αγοράς, εκμεταλλευόμενοι τον δανειστικό πυρετό<br />
που σάρωνε την αγορά κατοικίας των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο χορήγησαν<br />
τα ριψοκίνδυνα subprime δάνεια, αλλά εξέδωσαν δομημένα ομόλογα πάνω σε<br />
αυτά, τα οποία υπόσχονταν υψηλές αποδόσεις με μηδενικό ρίσκο.<br />
12 Οι οργανισμοί των ενυπόθηκων δανείων Fannie Mae (Federal National Mortgage<br />
Association) και Freddie Mac (Federal Home Loan Mortgage Corporation) λειτουργούσαν<br />
κάτω από ειδικό ρυθμιστικό καθεστώς και με έλεγχο της δράσης τους από εξειδικευμένο<br />
κρατικό οργανισμό, το Office of Federal Housing Enterprise Oversight (OFHFEO),<br />
καθώς και από το αμερικανικό Υπουργείο Στέγασης και Αγροτικής Ανάπτυξης (HUD).<br />
13 Ο νέος νόμος, Home Ownership and Equity Protection Act (15 U.S.C. § 1639), τέθηκε<br />
σε ισχύ τον Ιούλιο του 2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 123<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 123<br />
γκτικών αρχών, δυσχεραίνοντας με τον τρόπο αυτό το συντονισμό των εποπτικών<br />
αρχών σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο. 14<br />
Όπως προαναφέρθηκε, η εμφάνιση των μαύρων κύκνων είναι απρόβλεπτη<br />
αλλά και αναπόφευκτη. Παρόλο που οι οικονομολόγοι τις περιμένουν, εντούτοις<br />
δεν μπορούν να τις προβλέψουν, πόσο μάλλον να τις αντιμετωπίσουν. Το<br />
ίδιο ισχύει και για τις κυβερνήσεις και τις εποπτικές αρχές. Εντούτοις, τίθεται<br />
το ερώτημα: μήπως μπορούν να τις προλάβουν ή τουλάχιστο να τις περιορίσουν;<br />
Πριν από μερικά χρόνια, ανώτατοι αξιωματούχοι της Τράπεζας Διεθνών<br />
Διακανονισμών (BIS) 15 είχαν αρχίσει να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου<br />
για το μέγεθος της μόχλευσης (leverage) που είχε αρχίσει να κυριαρχεί στο χρηματοπιστωτικό<br />
σύστημα. 16 Αντίστοιχες προειδοποιήσεις υπήρξαν για τη χαλιναγώγηση<br />
της ιλιγγιώδους ρευστότητας και του υπερδανεισμού, για τον κίνδυνο<br />
των «εκτός ισολογισμών» συναλλαγών και για την αποσταθεροποίηση του<br />
συστήματος από τη χαλάρωση των κανόνων στις επενδυτικές τράπεζες και τα<br />
κενά εποπτείας. 17 Κανείς όμως δεν έδινε σημασία στις προειδοποιήσεις αυτές.<br />
Αντίθετα, οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, παρασυρμένες από την ευφορία<br />
της ανόδου των κεφαλαιαγορών και του φθηνού χρήματος, επέτρεψαν στους<br />
φορείς παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στους επενδυτές την ανάληψη<br />
όλο και μεγαλύτερων κινδύνων. Μόλις όμως η ευφορία και η εμπιστοσύνη,<br />
πάνω στην οποία είχε κτιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, άρχισαν να<br />
καταρρέουν, τότε οι κεντρικές τράπεζες δε δίστασαν να παρέμβουν σκορπώντας<br />
τεράστια ποσά για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες των χρηματοπιστωτικών<br />
ισολογισμών. Για άλλη μια φορά.<br />
Είναι αναγκαίο να παραδεχθούμε ότι η σημερινή κρίση είναι προόν αυτών<br />
των παρεμβάσεων διάσωσης των τελευταίων δύο δεκαετιών. Με τις μειώσεις<br />
επιτοκίων, τις πιστωτικές ενέσεις των κυβερνήσεων και τις κρατικοποιήσεις, η<br />
κρίση μπορεί να αποτρέπεται προσωρινά, όμως η αγορά στρεβλώνει περισσότερο,<br />
με συνέπεια η επόμενη κρίση να είναι μεγαλύτερη. Δυστυχώς η παρέμβαση,<br />
ιδιαίτερα αν συνεχισθεί, θα μεγαλώσει αντί να ελέγξει την κρίση. Αυτό<br />
14 Είχε προηγηθεί η νομοθετική παρέμβαση του Office of the Comptroller of the<br />
Currency (OCC) το 2004, μιας άλλης εποπτικής αρχής των τραπεζών που υπάγεται στο<br />
Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται<br />
σε ομοσπονδιακό επίπεδο, εξαιρούνται από την υποχρέωση υπαγωγής τους στη νομοθεσία<br />
των πολιτειών ΗΠΑ, που σε πολλές περιπτώσεις είναι αυστηρότερη.<br />
15 Βλέπε στο Bank for International Settlements (BIS), 75 η Ετήσια Έκθεση Ιούνιος<br />
2005, 76 η Ετήσια Έκθεση, Ιούνιος 2006 και 77 η Ετήσια Έκθεση, Αύγουστος 2007.<br />
16 G. Tett, «Era of leverage is over but recapitalising will take time», Financial Times,<br />
23/9/2008.<br />
17 Γ. Παγουλάτος, «Οι ζωές των άλλων», Η Καθημερινή, 12/10/2008.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 124<br />
124 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
όμως που συμβαίνει σήμερα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές δεν είναι απλώς μια<br />
χρηματιστηριακή κρίση ή μια «φούσκα», όπως ήταν οι περισσότερες κρίσεις των<br />
τελευταίων δεκαετιών. Είναι μια δομική κρίση η οποία αποδεικνύει με μεγάλη<br />
σαφήνεια ότι το «καπιταλιστικό» σύστημα ή, όπως έχει επικρατήσει, το σύστημα<br />
της «ελεύθερης αγοράς» δεν λειτουργεί αποτελεσματικά σε περιόδους κρίσης.<br />
Η αντιμετώπιση<br />
Ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του πρόσφατου μαύρου κύκνου είναι<br />
ότι οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται και τα προβλήματά τους δεν αυτοδιορθώνονται.<br />
Η προσδοκία ότι η αγορά θα ισορροπήσει από μόνη της εξανεμίστηκε.<br />
Όλοι προσδοκούν και προσκαλούν τη δημόσια παρέμβαση. Έτσι, με αφορμή<br />
την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, διάφορες κυβερνήσεις –μεταξύ των<br />
οποίων και η ελληνική– βρήκαν την ευκαιρία να νοσταλγήσουν συνταγές του<br />
παρελθόντος και να προτείνουν, κατά έναν άδικο κατά τη γνώμη μου τρόπο, να<br />
επωμιστεί το σύνολο του φορολογούμενου κοινωνικού συνόλου το κόστος της<br />
ατομικής και εταιρικής ευθύνης (ή ανευθυνότητας).<br />
Το αμερικανικό κράτος, για παράδειγμα, με κινήσεις της κεντρικής τράπεζας<br />
και δράσεις του υπουργείου Οικονομικών, παραμερίζοντας κάθε ιδεολογική<br />
αναστολή, ενεργεί παρεμβάσεις της τάξεως του ενός τρισεκατομμυρίου<br />
δολαρίων, δημιουργώντας πιστωτικές διευκολύνσεις και σώζοντας χρηματοπιστωτικούς<br />
ομίλους που καταρρέουν. Έτσι, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός<br />
γιγαντιαίου κρατικού επενδυτικού οχήματος, το οποίο θα αναλάβει όλα τα «τοξικά»<br />
επενδυτικά χρεόγραφα και τα άλλα επισφαλή δάνεια, τα οποία βαρύνουν<br />
τις οικονομικές καταστάσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και<br />
έχουν παρασύρει στην καταστροφή επενδυτικές τράπεζες-κολοσσούς και στεγαστικούς<br />
γίγαντες. 18<br />
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ανάλογες κινήσεις συγκέντρωσης ρευστότητας<br />
πραγματοποιήθηκαν από τις ευρωπακές κυβερνήσεις και τις κεντρικές<br />
τράπεζες, χωρίς όμως την ύπαρξη ενός κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της<br />
18 Το σχέδιο που εκπόνησαν ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον και ο<br />
πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι, ξεκίνησε με προ-<br />
πολογισμό ύψους 700 δισ. δολαρίων και ήδη αποτελεί τη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση<br />
μετά το κραχ του 1929. Το σχέδιο αυτό αποτελεί ελάχιστο μέρος του Resolution<br />
Trust Corporation, του σχεδίου που δημιουργήθηκε το 1989 από τον πρώην πρόεδρο της<br />
Fed Αλαν Γκρίνσπαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση των στεγαστικών τραπεζών<br />
(Savings and Loans). Και τότε, όπως και τώρα, η κρίση στην αγορά κατοικίας των<br />
ΗΠΑ είχε προκαλέσει την κατάρρευση περίπου 1.000 στεγαστικών τραπεζών.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 125<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 125<br />
κρίσης. 19 Αντίστοιχα, κάποιες εποπτικές αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν<br />
τους κερδοσκόπους απαγορεύοντας το «γυμνό σορτάρισμα» (naked short<br />
selling) των μετοχών σε τράπεζες και εταιρίες, 20 οι οποίες θεωρούνται καίριας<br />
σημασίας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των εθνικών αγορών τους. Όσον<br />
αφορά τις νομοθετικές πρωτοβουλίες για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού<br />
τομέα, το Ευρωπακό Κοινοβούλιο ζήτησε εγκαίρως (Σεπτέμβριο του 2008)<br />
από την Επιτροπή να υποβάλει έως το τέλος του 2008 νομοθετική πρόταση, που<br />
να καλύπτει όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες και συμμετέχοντες στη<br />
χρηματοπιστωτική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των κερδοσκοπικών κεφαλαίων<br />
και των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. 21 Ταυτόχρονα, η Επιτροπή<br />
των Ευρωπακών Τραπεζικών Αρχών (CEBS) ανακοίνωσε ότι έχουν ενταθεί οι<br />
προσπάθειες συντονισμού για την καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης και ότι<br />
παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις προτάσεις των αμερικανικών αρχών για τη<br />
ρύθμιση και εποπτεία των τραπεζών, ενώ κάλεσε τις ευρωπακές τράπεζες να<br />
επιδείξουν μεγαλύτερη διαφάνεια. Στις αρχές Οκτωβρίου 2008, οι ηγέτες των<br />
τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης (Γαλλία, Μ. Βρετανία, Γερμανία,<br />
Ιταλία) συναντήθηκαν στο Παρίσι αναζητώντας τρόπους για την θωράκιση<br />
της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μια προσπάθεια<br />
να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις, που προέρχονται από την άλλη<br />
άκρη του Ατλαντικού. 22 Στο ίδιο μήκος κύματος, το Ευρωπακό Συμβούλιο της<br />
19 Στην Ελλάδα για παράδειγμα, ανακοινώθηκε ότι το ύψος του σχεδίου στήριξης<br />
του τραπεζικού συστήματος ανέρχεται στα 28 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή ο μισός Ελληνικός<br />
προπολογισμός. Τα 15 δισ. αφορούν εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη<br />
αναγκών ρευστότητας, 8 δισ. ευρώ για την έκδοση ειδικών ομολόγων και 5 δισ. θα<br />
διατεθούν για την αγορά προνομιούχων μετοχών που θα εκδώσουν οι τράπεζες υπέρ<br />
του Δημοσίου<br />
20 Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές θα πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν δανειστεί τις<br />
μετοχές, τις οποίες θα σορτάρουν πριν από την έναρξη των συναλλαγών. Στόχος να γίνει<br />
βραδύτερο και περισσότερο ακριβό το κόστος της διεξαγωγής του short selling και<br />
έτσι να μειωθούν οι ανεξέλεγκτοι ρυθμοί του.<br />
21 Οι ευρωβουλευτές επεσήμαναν ότι για να επιτευχθεί καλύτερη ευθυγράμμιση<br />
συμφερόντων ανάμεσα στους επενδυτές και τις μεταβιβάζουσες οντότητες, οι τελευταίες<br />
πρέπει κατά κανόνα να διατηρούν μια έκθεση στον κίνδυνο των τιτλοποιημένων<br />
προόντων τους διακρατώντας μια αντιπροσωπευτική συμμετοχή σε αυτά. Επιπλέον, το<br />
επίπεδο των συμμετοχών που διατηρούνται από τις μεταβιβάζουσες οντότητες στα δανειακά<br />
προόντα πρέπει να γνωστοποιείται.<br />
22 Οι ηγέτες συζήτησαν μια σειρά μέτρων που περιλαμβάνει (α) ενιαίους κανόνες<br />
για τις εγγυήσεις των τραπεζικών καταθέσεων, (β) τροποποίηση των λογιστικών προτύπων,<br />
ώστε η τράπεζες να μην υποχρεούνται να δηλώνουν το σύνολο των ζημιών τους,
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 126<br />
126 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
15-16 Οκτωβρίου 2008 εξέφρασε τη βούλησή του να αναλάβει συντονισμένη<br />
και ολοκληρωμένη δράση για την αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας του<br />
χρηματοπιστωτικού συστήματος, την κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλιση της<br />
ομαλής και αποτελεσματικής χρηματοδότησης της οικονομίας και την επάνοδο<br />
στην ανάπτυξη και την απασχόληση, χωρίς εντούτοις να ανασταλούν οι θεσμοθετημένοι<br />
κανόνες για τον ανταγωνισμό και την ενιαία αγορά. 23 Προχωρώντας<br />
ένα βήμα παραπέρα, κάποιοι ηγέτες εξέφρασαν την ελπίδα για ένα «νέο σύνταγμα<br />
για το χρηματοοικονομικό κλάδο», για ένα «νέο καπιταλισμό» ή ακόμη<br />
και ένα «νέο Bretton Woods». Κάνοντας όμως και ένα βήμα παραπίσω, τα<br />
κράτη μέλη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ως προς τις θεσμικές και ρυθμιστικές<br />
μεταβολές που κρίνονται απαραίτητες σε πανευρωπακό και παγκόσμιο<br />
επίπεδο για τη δημιουργία ελεγκτικών μηχανισμών του χρηματοπιστωτικού συστήματος<br />
ή μίας δομής διαχείρισης οικονομικών κρίσεων.<br />
Πολλοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν για την ενότητα και αποφασιστικότητα<br />
της άλλοτε «πολυδιασπασμένης» και «αργοκίνητης» Ευρώπης στην αντιμετώπιση<br />
της κρίσης. Όμως, όλα τα παραπάνω μέτρα καταδεικνύουν για μία ακόμη<br />
φορά ότι οι εποπτικές αρχές και οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται περισσότερο<br />
για τη διάσωση παρά για την πρόληψη των χρηματοπιστωτικών κρίσεων.<br />
Ακόμη και η ίδια όμως η διάσωση που επιχειρείται παγκοσμίως δεν αποτελεί<br />
το φάρμακο της χρόνιας χρηματοπιστωτικής ασθένειας. Τα ευχολόγια περί<br />
«καλύτερου συντονισμού των εποπτικών αρχών» ή περί περισσότερης διαφά-<br />
(γ) αναστολή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, (δ) ενίσχυση της διασυνοριακής<br />
συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών, (ε) περιορισμό στο 3% του ΑΕΠ της κρατικής<br />
παρέμβασης για τη διάσωση των κρατικών τραπεζών, και (στ) υποχρεωτική εποπτεία<br />
των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης.<br />
23 Ευρωπακό Συμβούλιο, Συμπεράσματα της Προεδρίας (14368/08, 16 Οκτωβρίου<br />
2008). Στην ουσία, το Ευρωπακό Συμβούλιο επανέλαβε παλαιότερη δέσμευσή του ότι<br />
θα ληφθούν όλα τα μέτρα που χρειάζονται προκειμένου να διασφαλισθεί η σταθερότητα<br />
του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να υποστηριχθούν τα σημαντικά χρηματοπιστωτικά<br />
ιδρύματα, να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις και να εξασφαλισθεί η προστασία<br />
των καταθέσεων των αποταμιευτών. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούν κυρίως, σε συνεργασία<br />
με τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές, να εξασφαλίσουν επαρκή ρευστότητα<br />
στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να διευκολύνουν τη χρηματοδότησή τους και<br />
να τους εξασφαλίσουν τη διάθεση κεφαλαίων προκειμένου να συνεχίσουν την κατάλληλη<br />
χρηματοδότηση της οικονομίας. Επίσης, τα μέτρα στήριξης των χρηματοπιστωτικών<br />
ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα<br />
τα οποία εξασφαλίζουν την προστασία των φορολογούμενων, την υπευθυνότητα των διευθυντικών<br />
στελεχών και των μετόχων και την προστασία των έννομων συμφερόντων<br />
των λοιπών φορέων της αγοράς.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 127<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 127<br />
νειας και ανάληψης μικρότερου κινδύνου δεν αγγίζουν καν το πρόβλημα. Η<br />
παρέμβαση του κράτους για τη διάσωση ειδικά των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών<br />
εταιριών ίσως να εμποδίζει τη μετάγγιση της κρίσης στην πραγματική<br />
οικονομία, δε συμβάλει όμως στην επίλυση προβλημάτων. Αντίθετα, δημιουργεί<br />
προβλήματα «ηθικού κινδύνου» (moral hazard) αφού όχι μόνο δεν τιμωρεί<br />
τους υπαίτιους, αλλά τους αποζημιώνει με υψηλά bonus. Ως εκ τούτου, τα<br />
ατιμώρητα, ασύδοτα και φιλάργυρα διοικητικά στελέχη των χρηματοπιστωτικών<br />
επιχειρήσεων δεν έχουν κανένα κίνητρο να αλλάξουν συμπεριφορά στο<br />
μέλλον. Έχουν όμως πολλά κίνητρα για να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο στο<br />
μέλλον.<br />
Η αναγκαία μεταρρύθμιση<br />
Υπάρχουν δύο τρόποι για να προσεγγίζει και να αντιμετωπίζει κανείς τα<br />
φαινόμενα. Ο πρώτος είναι να αποκλείει αυτά που φαντάζουν απίθανα και να<br />
επικεντρώνεται στο φυσιολογικό, στο προβλεπόμενο. Έτσι, ο μελετητής αφήνει<br />
έξω από την έρευνά του οτιδήποτε απίθανο συνέβη στο παρελθόν και μελετά<br />
συνηθισμένες περιπτώσεις. Η δεύτερη προσέγγιση είναι να αναλογιστεί<br />
κανείς ότι για να κατανοήσει ένα φαινόμενο, πρέπει πρώτα να μελετήσει τα<br />
ακραία παραδείγματα, ειδικά εάν, όπως ο μαύρος κύκνος, έχουν προκαλέσει<br />
ένα τεράστιο αντίκτυπο στην κοινωνία. Η μέχρι σήμερα αποσπασματική προσέγγιση<br />
και αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων από τη διεθνή κοινότητα<br />
ακολούθησε τον πρώτο, τον εύκολο τρόπο. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι η<br />
προσέγγιση αυτή ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του Διεθνούς Νομισματικού<br />
Ταμείου (ΔΝΤ), το οποίο ήδη από το 1998 δήλωνε ότι οι κρίσεις αυτές<br />
«αφήνουν ανοικτό το ερώτημα εάν τα επίσημα δίκτυα ασφαλείας και συστήματα<br />
εποπτείας έχουν προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο νέο χρηματοπιστωτικό<br />
περιβάλλον». 24<br />
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές πάντοτε βρίσκονται ένα ή δύο βήματα πιο<br />
μπροστά από τους ρυθμιστές τους. Οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες δημιουργούνται<br />
εν μέρει για την παράκαμψη των περιοριστικών ρυθμίσεων, 25 οι<br />
οποίες πολύ σύντομα καθίστανται αναχρονιστικές και αναποτελεσματικές.<br />
Ταυτόχρονα, η συστημική αστάθεια εξελίσσεται με αποτέλεσμα η επόμενη<br />
24 ΔΝΤ, International capital markets: developments, prospects and key policy issues,<br />
Washington, 1999.<br />
25 W. Silber, «The process of financial innovation», American Economic Review, Νο<br />
1, 1983, σελ. 89.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 128<br />
128 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
κρίση να έχει διαφορετικές αιτίες από τη τρέχουσα. Ως εκ τούτου, η απάντηση<br />
στην κρίση και η αναγκαία μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος<br />
δε μπορεί να είναι αποσπασματική. Λύσεις σε εθνικό επίπεδο δεν είναι ποτέ<br />
αρκετές. Επίσης, η παρέμβαση που γίνεται την ώρα της κρίσης δε μπορεί να είναι<br />
επαρκής. Η διασφάλιση της σταθερότητας δε μπορεί να πραγματοποιηθεί<br />
μόνο με μέτρα έσχατης σωτηρίας, ενώ δεν τίθεται και θέμα διαφοροποιημένης<br />
αντιμετώπισης σύμφωνα με κριτήρια «ηθικού κινδύνου», δηλαδή του φόβου ότι<br />
δεν υφίσταται πλέον η έννοια της κύρωσης, απαραίτητη για τη λειτουργία των<br />
αγορών. 26<br />
Της οποιασδήποτε παρέμβασης πρέπει να προηγείται η ενδελεχής μελέτη<br />
του ακραίου, του ασυνήθιστου φαινομένου, όπως αυτού που βιώνουμε σήμερα.<br />
Στη συνέχεια, η μελέτη αυτή θα πρέπει να οδηγήσει στην κατάρτιση ενός γενικού,<br />
ενός παγκοσμίου σχεδίου «μελλοντικής διάσωσης», πρόληψης και εξυγίανσης<br />
του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το σχέδιο αυτό δε θα πρέπει να<br />
περιορίζεται, αλλά να κινείται πέρα από τις δεσμεύσεις των κυβερνήσεων για<br />
την προστασία των καταθετών και τη διάσωση των χρηματοπιστωτικών εταιριών<br />
που αντιμετωπίζουν κίνδυνο χρεοκοπίας. Πέρα από την επιστροφή του<br />
κέντρου βάρους των δραστηριοτήτων της αποταμίευσης και επένδυσης σε οργανωμένες<br />
δημόσιες και διαφανείς αγορές κεφαλαίου, ζητούμενη είναι επίσης<br />
και η αποκατάσταση των εποπτικών παρεμβάσεων σε εθνικό, κοινοτικό και<br />
διεθνές επίπεδο. Βασικά στοιχεία αυτής της πολιτικής θα πρέπει να είναι η<br />
επανεξέταση, επανολοκλήρωση και ενοποίηση του εποπτικού χώρου και η<br />
αναζήτηση δυνατοτήτων και μορφών μακροοικονομικού ελέγχου σε ολόκληρο<br />
το χρηματοπιστωτικό σύστημα.<br />
Όπως αποδείχθηκε, το υπάρχον σύστημα της ελεύθερης οικονομίας δε μπορεί<br />
να επιβιώσει χωρίς αυστηρούς κανονισμούς, χωρίς περιορισμούς και χωρίς<br />
κρατική παρέμβαση. Σήμερα, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση οι προτάσεις<br />
για τη μεταρρύθμιση των συστημάτων εγγύησης καταθετών ή επενδυτών,<br />
για τη ρύθμιση και εποπτεία των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης (credit<br />
rating agencies) ή την υιοθέτηση νέων κανόνων επάρκειας κεφαλαίων για τις<br />
τράπεζες και τις επενδυτικές εταιρίες πέρα από τη «Βασιλεία ΙΙ». 27 Σημαντικές<br />
είναι επίσης οι αποφάσεις για την υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων ρύθμισης<br />
και εποπτείας φορέων που λειτουργούσαν έως τώρα στο λιγότερο διαφανές<br />
και οργανωμένο σύστημα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανο-<br />
26 Βλέπε Γ. Παπαντωνίου, «Προσωρινή απόκλιση από τα δημοσιονομικά όρια του<br />
Μάαστριχτ», Ημερησία, 4/10/2008, σελ. 7.<br />
27 Βλέπε Γ. Ζαββό, «Στρατηγική ενίσχυσης και μεταρρύθμισης του ευρωπακού<br />
χρηματοπιστωτικού τομέα», Το Βήμα, 5/10/2008, σελ. Β7.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 129<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 129<br />
μένων των κερδοσκοπικών κεφαλαίων (hedge funds) και των ιδιωτικών επενδυτικών<br />
κεφαλαίων (private equity funds). Πράγματι, το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό<br />
σύστημα των οικονομικά ανεπτυγμένων και μη κρατών, αν και απελευθερωμένο<br />
σε όρους παραδοσιακής κρατικής παρέμβασης, μπορεί να υπαχθεί σε<br />
μία νέα ρυθμιστική παρέμβαση, η οποία θα έχει ως στόχο τη διασφάλιση κυρίως<br />
της διαφάνειας και της προστασίας αποταμιευτών και επενδυτών τόσο σε<br />
περιόδους ομαλότητας όσο και σε περιόδους κρίσης. 28 Όμως, η πρόσφατη<br />
κρίση και αναταραχή ανέδειξε και την ύπαρξη κενών στο υφιστάμενο εποπτικό<br />
πλαίσιο, στη σταθερότητα και την αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού<br />
συστήματος, ιδίως σε επίπεδο πρόληψης, συντονισμού και συνεργασίας, γεγονός<br />
που έθεσε εύλογα σε αμφισβήτηση το μέγεθος της αποτελεσματικότητάς<br />
του και κατέστησε επιβεβλημένη την ανάγκη αναθεώρησής του.<br />
Όπως γράφει και ο Stephen Haggard, οι χειρότερες εποχές προσφέρουν τις<br />
καλύτερες ευκαιρίες σε αυτούς που αντιλαμβάνονται την ανάγκη για θεμελιώδεις<br />
οικονομικές αλλαγές. 29 Η παρούσα κρίση μας προσφέρει μία σημαντική<br />
ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τις απόψεις μας για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού<br />
συστήματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπακό και διεθνές<br />
επίπεδο, παραμερίζοντας τις ξεπερασμένες πια πολιτικές προστατευτισμού και<br />
εθνικής υπερηφάνειας.<br />
Σε εθνικό επίπεδο, ήδη πολλά κράτη έχουν επιλέξει την ενοποίηση των εποπτικών<br />
χρηματοπιστωτικών αρχών, ως λογική απάντηση στη σύγχυση που επικρατεί<br />
ως προς τον προσδιορισμό και τη διάκριση των χρηματοπιστωτικών<br />
υπηρεσιών. 30 Ιδιαίτερα μετά την επικράτηση των ισχυρών επενδυτικών τραπεζών<br />
και τη διείσδυση των τραπεζοασφαλιστικών προόντων σε ένα και ολοένα<br />
αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού, ο παραδοσιακός διαχωρισμός των χρηματοπιστωτικών<br />
φορέων και υπηρεσιών σε τραπεζικές, επενδυτικές και ασφαλιστικές<br />
έχει πια εκλείψει. Αντίστοιχες συγχωνεύσεις πραγματοποιήθηκαν και<br />
28 Χρ. Γκόρτσος, «Το μέτρο της παρέμβασης για την κρίση», Το Βήμα, 5/10/2008,<br />
σελ. Β6.<br />
29 J. Williamson (επιμ.), The political economy of policy reforms, Institute for<br />
International Economics, Washington, 1994.<br />
30 Για παράδειγμα, στη Μ. Βρετανία λειτουργεί η Financial Services Authority (FSA),<br />
στην Αυστρία η Finanzmarktaufsicht, στο Βέλγιο η Commission Bancaire, Financiere et<br />
des Assurances, στη Γερμανία η Bundesanstalt fur Finanzdienstleistungsaufsicht, στη Δανία<br />
η Finanstilsynet, στη Φινλανδία η Rahoitustarkastus, στην Ουγγαρία η Pénzügyi<br />
Szervezetek Állami Felügyelete, στην Ιρλανδία η Financial Regulator, στην Λετονία η<br />
Finansu un kapitala tirgus komisija, στο Λουξεμβρούργο η Commission Surveillance du<br />
Secteur Financier, στη Μάλτα η Malta Financial Services Authority, στη Σουηδία η<br />
Finansinspektionen και στην Εσθονία η Finantsinsektioon.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 130<br />
130 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
σε επίπεδο φορέων παροχής υπηρεσιών. Η σύγκλιση αυτή, πέρα από οικονομίες<br />
κλίμακας δημιουργεί και τεράστια προβλήματα συνεργασίας και συντονισμού<br />
μεταξύ των εκάστοτε αρμοδίων εποπτικών αρχών. 31 Στην Ελλάδα, για<br />
παράδειγμα, η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών παραμένει τριχοτομημένη.<br />
Το 2000 ο τότε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου<br />
είχε προτείνει την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών εποπτικών<br />
αρχών στην Ελλάδα (Τράπεζα της Ελλάδος, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αρμόδια<br />
υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών). 32 Η πρόταση αυτή δεν κατάφερε<br />
να ξεπεράσει τη δύσκολη τότε πολιτική συγκυρία αλλά και τις αγκυλώσεις<br />
των ίδιων των εποπτικών αρχών, οι οποίες δε βρήκαν κανένα λόγο να παραιτηθούν<br />
των αρμοδιοτήτων και εξουσιών τους, ιδιαίτερα σε μία περίοδο μη<br />
κρίσης. Το θέμα ξεχάστηκε, αλλά τα προβλήματα συντονισμού μεταξύ των ελληνικών<br />
εποπτικών αρχών παραμένουν και περιμένουν μία νέα χρηματοπιστωτική<br />
κρίση για να επανατεθούν στην ατζέντα του διαλόγου.<br />
Σε ευρωπακό επίπεδο, η συνεχιζόμενη ραγδαία τεχνολογική πρόοδος στον<br />
τομέα της πληροφορικής, η διεθνοποίηση των οικονομικών συναλλαγών και η<br />
εναρμόνιση ή ακόμη και ενοποίηση του κοινοτικού χρηματοπιστωτικού δικαίου<br />
οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερη διασύνδεση των εθνικών χρηματοπιστωτικών<br />
αγορών. Η διασύνδεση αυτή αυξάνεται, πρώτον καθώς αναπτύσσεται η<br />
διασυνοριακή παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, δεύτερον καθώς οι τράπεζες<br />
επεκτείνονται εκτός συνόρων είτε με την εξαγορά υφιστάμενων τραπεζών<br />
σε άλλα κράτη μέλη είτε με την ίδρυση εκεί θυγατρικών ή υποκαταστημάτων<br />
και τρίτον καθώς ήδη οι ευρωπακές κεφαλαιαγορές χρησιμοποιούν κοινές<br />
πλατφόρμες ή έχουν συγχωνευθεί δημιουργώντας στην ουσία μία ενιαία<br />
ευρωπακή αγορά. Η συνεχής προσαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ<br />
με στόχο την άρση εμποδίων και αντικινήτρων έχει προωθήσει σημαντικά τη<br />
δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπακής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.<br />
Σε μια διεθνοποιημένη τραπεζική αγορά είναι, συνεπώς, φανερό ότι η ύπαρξη<br />
αποτελεσματικών μηχανισμών για την ανταλλαγή πληροφοριών και, γενικότερα,<br />
για τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών είναι περισσότερο<br />
από αναγκαία για την έγκαιρη αναγνώριση και την επιτυχή αντιμετώπιση<br />
προβλημάτων με πανευρωπακές επιπτώσεις.<br />
31 Στα κράτη για παράδειγμα, που δεν έχουν επιλέξει τη λύση του ενιαίου επόπτη<br />
(single regulator), μία τράπεζα είναι δυνατό να εποπτεύεται από δύο τουλάχιστο διαφορετικές<br />
εποπτικές αρχές, άλλη για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών και άλλη για την<br />
παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.<br />
32 Υπενθυμίζεται ότι τότε δεν είχε ακόμη συσταθεί η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής<br />
Ασφάλισης (ΕΕΙΑ), η εποπτική αρχή των ασφαλιστικών υπηρεσιών, η οποία αποτέλεσε<br />
καινοτομία του ν. 3229/2004.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 131<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 131<br />
Η αποσπασματική προσέγγιση των ευρωπακών κυβερνήσεων στην χρηματοπιστωτική<br />
κρίση υπογραμμίζει την έλλειψη κοινού πεδίου δράσης στην ΕΕ,<br />
από την εγγύηση καταθέσεων όσο και την εμφανή αδυναμία των κρατών μελών<br />
να συνεργαστούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού την κρίση στο<br />
χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ΕΕ δε διαθέτει ενιαία οικονομική πολιτική και<br />
στην τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση φαίνεται ότι αδυνατεί –ή ότι δεν επιθυμεί–<br />
να διατυπώσει μία κοινή θέση. Το ερώτημα είναι εάν θα έπρεπε, δεδομένης<br />
της εξάπλωσης της κρίσης πέραν του Ατλαντικού. Κι όμως, με τη επιφαινόμενη<br />
συρρίκνωση της αμερικανικής ισχύος στο οικονομικό πεδίο, η ΕΕ καλείται<br />
να παραμερίσει το εκάστοτε δυνητικό εθνικό «συμφέρον» και να επικεντρωθεί<br />
στο κοινοτικό όφελος προκειμένου να ανταποκριθεί με ενιαίες και<br />
ισχυρές θέσεις στον ηγετικό ρόλο που μπορεί και πρέπει να παίξει στη διεθνή<br />
οικονομική και πολιτική σκηνή.<br />
Ήδη από το 2003, είχαμε προτείνει και αναλύσει τους λόγους για τη δημιουργία<br />
μίας ενιαίας ευρωπακής εποπτικής αρχής, τόσο για τις επενδυτικές<br />
υπηρεσίες όσο και για το σύνολο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τους<br />
φορείς παροχής τους. 33 Οι λόγοι τότε, όπως και σήμερα, πολλοί, σύνθετοι αλλά<br />
και αυταπόδεικτοι. Είναι πια φανερό ότι η Ευρώπη χρειάζεται ένα σύστημα<br />
εποπτείας και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που θα έχει ως κύριο στόχο<br />
την πρόβλεψη, την αποφυγή, τη διαχείριση και την επίλυση των συστημικών<br />
κρίσεων. 34 Μία εθνική εποπτική αρχή, ανεξαρτήτως του μεγέθους του κράτους<br />
που τη φιλοξενεί, δε θα είναι πάντα σε θέσει να προλάβει την κρίση και να διασώσει<br />
έναν πανευρωπακό χρηματοπιστωτικό όμιλο, ο οποίος διαθέτει θυγατρικές<br />
σε διαφορετικά κράτη-μέλη. Έτσι, η πανευρωπακή αυτή εποπτική<br />
ομπρέλα θα μπορούσε να προστατεύει, στην αρχή τουλάχιστον, μόνο σημαντικούς<br />
χρηματοπιστωτικούς ομίλους που παρέχουν υπηρεσίες σε περισσότερα<br />
από ένα κράτη μέλη. 35 Αντίστοιχα, οι εθνικές αρχές, σε πολλές από τις οποίες<br />
έχει ήδη αφαιρεθεί η νομισματική πολιτική, θα εποπτεύουν τις μικρομεσαίες<br />
τράπεζες και τους άλλους ανεξάρτητους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, οι<br />
33 Y. Avgerinos, Regulating and supervising investment services in the European Union,<br />
Palgrave Macmillan, Basingstoke, 2003. Ανάλογες ιδέες έχουν εκφράσει και άλλοι συγγραφείς·<br />
βλέπε για παράδειγμα, E. Pan, «The case for a Single European Securities<br />
Regulator» στο M. Andenas & Y. Avgerinos, Financial Market Supervision in Europe:<br />
Towards a Single Regulator?, Kluwer, London, 2003, G. Thieffry, «Towards a European<br />
Securities Commission», International Financial Law Review 14, 10C, 1999, και<br />
Kellermann, Europe’s leverage in financial market regulation, Friedrich Ebert Stiftung,<br />
Bonn, September 2008.<br />
34 Γ. Ζαββός, ό.π.<br />
35 Ό.π.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 132<br />
132 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
οποίοι είναι μικρότερης εμβέλειας που συνήθως δεν ξεπερνά τα σύνορα του<br />
κράτους όπου εδρεύουν.<br />
Το πανευρωπακό σύστημα εποπτείας θα μπορούσε να θεσπιστεί είτε με τη<br />
μεταφορά αρμοδιοτήτων στην Ευρωπακή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), είτε με τη<br />
δημιουργία μιας νέας αρχής η οποία θα βρίσκεται σε άμεση θεσμική και λειτουργική<br />
συνεργασία με αυτήν. Το «καλούπι» για τη νέα αρχή μπορεί να βρεθεί<br />
στους ήδη υπάρχοντες φορείς διασυνοριακής συνεργασίας, όπως είναι η Επιτροπή<br />
Ευρωπακών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS) 36 ή η Ευρωπακή<br />
Επιτροπή των Ευρωπακών Εποπτικών Αρχών Κεφαλαιαγοράς (CESR). 37<br />
Η πρώτη λύση είναι ρυθμιστικά ευκολότερη και λιγότερο «επώδυνη» εφόσον<br />
δε θα απαιτήσει την τροποποίηση της υπάρχουσας Συνθήκης (Νίκαια), ακόμη<br />
και της νέας Συνθήκης της Λισαβόνας. Η νομική της βάση βρίσκεται στο άρθρο<br />
105 παρ. 6 ΣυνθΕΚ, το οποίο επιτρέπει τη μεταφορά εποπτικών αρμοδιοτήτων<br />
τραπεζικών και επενδυτικών (αλλά όχι ασφαλιστικών) υπηρεσιών στην ΕΚΤ. 38<br />
36 H CEBS ιδρύθηκε με την Απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2003 της Ευρωπακής Επιτροπής<br />
(2004/5/ΕC, ΕΕ L 3/28 της 07.01.2004) και αποτελείται από υψηλόβαθμους εκπροσώπους<br />
των τραπεζικών αρχών εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των κεντρικών<br />
τραπεζών των χωρών της ΕΕ. Τα κύρια καθήκοντά της είναι να συμβουλεύει<br />
την Ευρωπακή Επιτροπή σε θέματα που αφορούν τις τραπεζικές δραστηριότητες, να<br />
συνεισφέρει στην συνεπή εφαρμογή των Κοινοτικών οδηγιών και στην εναρμόνιση των<br />
εποπτικών πρακτικών και να ενισχύει την εποπτική συνεργασία.<br />
37 Η CESR ιδρύθηκε με την Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2001 της Ευρωπακής Επιτροπής<br />
(2001/1501/ΕC, ΕΕ L 191 της 13.07.2001) και ο ρόλος της είναι (α) η βελτίωση του<br />
συντονισμού μεταξύ των Ευρωπακών Εποπτικών Αρχών Κεφαλαιαγοράς, (β) η δράση<br />
της ως συμβουλευτική ομάδα με σκοπό την επιβοήθηση της Ευρωπακής Επιτροπής, ιδιαίτερα<br />
στην προετοιμασία σχεδίων μέτρων υλοποίησης που αφορούν στον τομέα των<br />
κινητών αξιών, και (γ) η εργασία της για τη διασφάλιση της συνεπέστερης και έγκαιρης<br />
εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας στα κράτη-μέλη.<br />
38 Σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ. 6 ΣυνθΕΚ, «Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα<br />
προτάσει της Επιτροπής, μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ και αφού λάβει τη<br />
σύμφωνη γνώμη του Ευρωπακού Κοινοβουλίου, μπορεί να αναθέσει στην ΕΚΤ ειδικά<br />
καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών<br />
ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εξαιρέσει των ασφαλιστικών<br />
επιχειρήσεων». Με τη νέα Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 127 παρ. 6) υιοθετήθηκαν<br />
ελάχιστες τροποποιήσεις που σχετίζονται με την αναβάθμιση του ρόλου του<br />
Κοινοβουλίου: «Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως, μέσω κανονισμών σύμφωνα<br />
με ειδική νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπακό Κοινοβούλιο<br />
και την Ευρωπακή Κεντρική Τράπεζα, μπορεί να αναθέσει στην Ευρωπακή<br />
Κεντρική Τράπεζα ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική<br />
εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,<br />
εξαιρέσει των ασφαλιστικών επιχειρήσεων».
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 133<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 133<br />
Η αιτιολογική της βάση έχει ήδη αναλυθεί διεξοδικά. 39 Ειδικότερα, το υπάρχον<br />
θεσμικό πλαίσιο δεν προσδιορίζει ποιός λειτουργεί στην ΕΕ ως δανειστής<br />
εσχάτης προσφυγής (lender of last resort). 40 Ο ρόλος αυτός δεν έχει ανατεθεί<br />
στην ΕΚΤ. Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν έχει αρμοδιότητες προληπτικής εποπτείας<br />
ούτε επαρκή πληροφόρηση για την κατάσταση στον ευρωπακό χρηματοπιστωτικό<br />
τομέα, γεγονός που δυσκολεύει το έργο της. Από την άλλη όμως, έχουν πια<br />
βάση τα επιχειρήματα ότι η ΕΚΤ δε μπορεί να λειτουργεί ως ένας τεχνοκρατικός<br />
οργανισμός, απαθής μπροστά στα μεγάλα προβλήματα της Ευρώπης. Ίσως<br />
έχει έρθει η ώρα να αναλάβει τις ευθύνες της.<br />
Η δεύτερη λύση της δημιουργίας ανεξάρτητης αρχής θα μπορούσε να βασιστεί<br />
στο μοντέλο του Ευρωπακού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) ή<br />
ακόμη και σε αυτό της ομοσπονδιακής αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς<br />
(SEC). 41 Η υποδομή του δικτύου των χρηματοπιστωτικών αρχών υπάρχει<br />
και λειτουργεί ικανοποιητικά τα τελευταία πέντε χρόνια, τόσο στον επικουρικό<br />
νομοθετικό του ρόλο όσο και σε θέματα συντονισμού και ομοιόμορφης εφαρμογής<br />
των κοινοτικών κανόνων στη δικαιοδοσία των 27 κρατών μελών. Αντίστοιχα,<br />
το υπάρχον κοινοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο είναι εξαιρετικά εναρμονισμένο<br />
στα κράτη μέλη και θα μπορούσε να υποστηρίξει (νομικά) την πανευρωπακή<br />
αρχή. 42 Μία ενιαία χρηματοπιστωτική εποπτική αρχή όμως θα πρέπει να<br />
έχει ισχυρές εκχωρημένες εξουσίες λήψης αποφάσεων, ιδιαίτερα σε περιόδους<br />
κρίσεων, καθώς και τη δύναμη να επιβάλει τους κανόνες της στους φορείς παροχής<br />
υπηρεσιών και στις ευρωπακές χρηματοπιστωτικές αγορές. Θα πρέπει<br />
να έχει μία ενιαία φωνή απέναντι στους ομολόγους της τρίτων χωρών έτσι ώστε<br />
να μπορεί να διαπραγματεύεται καλύτερα τη θέσπιση διεθνών κανόνων και<br />
προτύπων. Η ενιαία αυτή αρχή θα προσφέρει τεράστια οφέλη και οικονομίες<br />
39 Y. Avgerinos, ό.π. σελ. 196 επ.<br />
40 Γ. Στουρνάρας, «Εποπτική αρχή παγκόσμιας εμβέλειας», Ημερησία, 4/10/2008,<br />
σελ. 12.<br />
41 Y. Avgerinos, ό.π. σελ. 197 επ.<br />
42 Με το Σχέδιο Δράσης του 1999 (Financial Services: Implementing the Framework<br />
for Financial Markets: Action Plan (FSAP), COM(1999), 232 τελικό), η Ευρωπακή Επιτροπή<br />
πρότεινε και πέτυχε την υιοθέτηση από τα κράτη μέλη τουλάχιστον 42 νομοθετικών<br />
πρωτοβουλιών που αφορούσαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εκμεταλλευόμενη<br />
τις ευκαιρίες που πρόσφεραν η ενιαία χρηματαγορά και το ενιαίο ευρωπακό νόμισμα.<br />
Για τους στόχους του προγράμματος, βλέπε M. Merlin, «Le Plan d’ action sur les<br />
services financiers», Revue trimestrielle de droit européen, 2, 2003. 236, M. Balling,<br />
«Objectives and theoretical foundations of the European Commission’s 1999 action plan<br />
concerning the framework for financial markets», Journal of International Banking<br />
Regulation, 3, 2004, 256.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 134<br />
134 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
κλίμακας τόσο στα κράτη μέλη 43 όσο και στους εποπτευόμενους φορείς, εφόσον<br />
οι τελευταίοι δε θα είναι αναγκασμένοι να «πληρώνουν» τις εκάστοτε απαιτήσεις<br />
των διαφορετικών διοικητικών αρχών των κρατών μελών. 44 Σημαντικό κέρδος,<br />
τέλος, θα υπάρξει με τη μείωση του «νομικού κινδύνου», εφόσον θα είναι<br />
πια ξεκάθαρο στους εποπτευόμενους φορείς το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο<br />
εποπτείας τους, η πληροφόρηση τους θα είναι ταχύτερη και φθηνότερη και το<br />
διοικητικό τους κόστος μικρότερο, ενώ μία ισχυρή κεντρική εποπτεία σε πανευρωπακό<br />
επίπεδο θα προσφέρει οφέλη και στη μείωση του «ηθικού κινδύνου».<br />
Μία νέα αρχιτεκτονική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι<br />
αναγκαία και σε παγκόσμια κλίμακα. Μονομερείς και αποσπασματικές πολιτικές,<br />
όπως υπήρξε η αντικατάσταση του αμερικανικού νόμου Glass-Steagall, που<br />
υπήρχε από την περίοδο της κρίσης του 1929, από το νόμο Gramm-Leach-<br />
Bliley 45 είναι ικανές να ταράξουν τη σταθερότητα του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού<br />
συστήματος και να αποτελέσουν αιτίες κρίσεων. Πράγματι, η διεθνής<br />
κοινότητα ανέλαβε μία σειρά πρωτοβουλιών για θεσμικές αλλαγές, ιδίως μετά<br />
την ασιατική κρίση του 1998. 46 Όλες όμως περιορίστηκαν στο συντονισμό της<br />
43 Με την ύπαρξη πολλαπλών εποπτικών αρχών, οι αρμοδιότητες των οποίων σε<br />
πολλές περιπτώσεις συγχέονται, δημιουργείται «θεσμικό κόστος» από τη μία αρχή στην<br />
άλλη, το οποίο δε μπορεί να υπολογιστεί σε αριθμούς· βλέπε Y. Avgerinos, ό.π. σελ. 158<br />
επ., F. Scharph, «The joint decision trap: lessons from German federalism and European<br />
integration», Public Administration, No 66, 1988.<br />
44 D. Schmidtchen & R. Cooter (επιμ.), Constitutional law and economics of the<br />
European Union, Edward Elgar, Cheltenham, 1999, σελ. 160.<br />
45 Μετά την υιοθέτηση του νόμου Gramm-Leach-Bliley το 1999, ο οποίος νομιμοποίησε<br />
την παροχή τραπεζικών και επενδυτικών υπηρεσιών από τον ίδιο χρηματοπιστωτικό<br />
φορέα, η εποπτεία των τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών εταιριών, που<br />
παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, μεταφέρθηκαν από την κεντρική τράπεζα στην αμερικανική<br />
επιτροπή κεφαλαιαγοράς (SEC). Για μία εκτενή ανάλυση του νόμου, βλέπε<br />
M. Malloy, «Banking in the twenty-first century», The Journal of Corporation Law, Νο.<br />
25, 2000, σελ. 789.<br />
46 Η ομάδα των ισχυρών κρατών G7 για παράδειγμα ίδρυσε τον Απρίλιο του 1999<br />
το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Forum), το οποίο συγκέντρωσε<br />
τις εθνικές εποπτικές αρχές, τις κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία οικονομικών<br />
των κρατών μελών του για την αντιμετώπιση των διεθνών χρηματοπιστωτικών<br />
προβλημάτων σε μία συντονιστική βάση. Επίσης, το Μάιο του 1999 η Παγκόσμια Τράπεζα<br />
και το ΔΝΤ δημιούργησαν από κοινού ένα νέο Πρόγραμμα Αξιολόγησης του<br />
Χρηματοπιστωτικού Τομέα (Financial Sector Assessment Program - FSAP), το οποίο για<br />
πρώτη φορά έθετε τις βάσεις για την μικροοικονομική εκτίμηση και αξιολόγηση των<br />
χρηματοπιστωτικών αγορών και των εποπτευομένων φορέων σε επιλεγμένα κράτη από<br />
τους διεθνής αυτούς οργανισμούς.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 135<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 135<br />
πολιτικής των ισχυρών οικονομιών του πλανήτη και βασίστηκαν στην καλή θέληση<br />
συνεργασίας των κυβερνήσεων που συμμετείχαν σε αυτές.<br />
Μετά και την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, αποτελεί ultimum refugium<br />
η δημιουργία μιας εποπτικής αρχής με παγκόσμια εμβέλεια, που θα προσφέρει<br />
ενεργή αρωγή στη ροή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών αρχών και θα προσφέρει<br />
«εργαλεία» συντονισμένης δράσης σε περιόδους διεθνών κρίσεων. Ήδη από<br />
το 1998, οι Eatwell και Taylor υπερθεμάτιζαν της προοπτικής δημιουργίας ενός<br />
παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού επόπτη (World Financial Regulator). 47 Ο παγκόσμιος<br />
επόπτης θα μπορούσε να αναλάβει κάποιες ή όλες τις αρμοδιότητες<br />
που είναι κατακερματισμένες μεταξύ εθνικών εποπτικών, διεθνών οργανισμών<br />
και άλλων φορέων παραγωγής διεθνών κανόνων και προτύπων. Για παράδειγμα,<br />
η παροχή άδειας λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών εταιριών αποτελεί<br />
αυτή τη στιγμή αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, ενώ η πρόσβασή τους σε αλλοδαπές<br />
αγορές εξαρτάται από τις τυχόν συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης με<br />
ξένα κράτη. 48 H παροχή και ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται από τις<br />
εθνικές αρχές με την αρωγή διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως είναι<br />
η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) και η Διεθνής Επιτροπή Λογιστικών<br />
Προτύπων (International Accounting Standards Committee – IASC). Η εποπτεία,<br />
τέλος, και η εφαρμογή των κανόνων αποτελεί αρμοδιότητα των εθνικών<br />
αρχών, και συμπληρωματικά της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, μέσω του<br />
προγράμματος FSAP, ενώ η γενική πολιτική ασκείται από τις επιτροπές της Τράπεζας<br />
Διεθνών Διακανονισμών (Επιτροπή Βασιλείας κ.λπ.), τον Διεθνή Οργανισμό<br />
Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (Interna tio nal Organization of Securities<br />
Commissions – IOSCO), τη Διεθνή Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτικών Αρχών<br />
(International Association of Insurance Supervisors – IAIS), το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής<br />
Σταθερότητας, το ΔΝΤ και τις εθνικές αρχές.<br />
Ως βάση ή μοντέλο μίας διεθνούς χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής θα<br />
μπορούσε να χρησιμεύσει το ΔΝΤ ή το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,<br />
αν και το ΔΝΤ έχει το πλεονέκτημα της πολυμερούς συμμετοχής (185<br />
κράτη μέλη) και της μεγαλύτερης εμπειρίας στην οικονομική διπλωματία. Το<br />
άρθρο IV του καταστατικού του ΔΝΤ, για παράδειγμα, δίνει τη δυνατότητα στο<br />
Ταμείο να «εποπτεύει το διεθνές νομισματικό σύστημα έτσι ώστε να διασφαλί-<br />
47 J. Eatwell & L. Taylor, International capital markets and the future of economic<br />
policy, Center for Economic Policy Analysis, New York, 1998. Βλέπε επίσης στο J.<br />
Eatwell & L. Taylor, Global Finance at Risk: the case for International Regulation, Policy<br />
Press, New York, 2000.<br />
48 Για την έννοια και τη λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης (mutual recognition)<br />
των χρηματοπιστωτικών κανόνων από αλλοδαπές δικαιοδοσίες, βλ. Y. Avgerinos (επ.)<br />
ό.π., σελ. 36.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 136<br />
136 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
ζει την αποτελεσματική λειτουργία του». Με την έννοια αυτή, η διάταξη ότι «το<br />
Ταμείο μπορεί να ασκεί εταιρική εποπτεία πάνω στις συναλλαγματικές πολιτικές<br />
των μελών» έχει ερμηνευτεί ότι καλύπτει τη γενική μακροοικονομική εποπτεία,<br />
ενώ και το νέο πρόγραμμα FSAP καλύπτει και τη μικροοικονομική εποπτεία<br />
της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα των κρατών μελών. Ο νέος<br />
αυτός ρόλος εποπτείας τέθηκε σε νέο θεσμικό πλαίσιο το 2001, όταν το ΔΝΤ<br />
ανακοίνωσε την ίδρυση της Διεύθυνσης Διεθνών Κεφαλαιαγορών, η αποστολή<br />
της οποίας είναι «η βελτίωση (…) των δραστηριοτήτων επίβλεψης, πρόληψης<br />
των κρίσεων και διαχείρισης κινδύνου», 49 ενώ το 2007 αναβαθμίστηκε περαιτέρω<br />
ο εποπτικός ρόλος του Ταμείου με την «Απόφαση για τη διμερή επίβλεψη<br />
της πολιτικής των μελών». 50 Από την άλλη, το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής<br />
Σταθερότητας, το οποίο δεν αποτελεί διεθνή οργανισμό, έχει λάβει την εντολή<br />
να (α) εντοπίζει και να εκτιμά τις αδυναμίες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού<br />
συστήματος και να επιβλέπει τις δράσεις για την αντιμετώπισή τους, και (β) να<br />
βελτιώνει το συντονισμό και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων<br />
αρχών, που είναι αρμόδιες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.<br />
Όποια και αν είναι η επιλογή της θεσμικής μορφής του (εθνικού ή υπερεθνικού)<br />
επόπτη, η μεταρρύθμιση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής εποπτείας<br />
έχει δύο σημαντικές προποθέσεις: (α) ο επόπτης θα πρέπει να εξοπλισθεί με<br />
ισχύ αντίστοιχη του έργου που θα αναλάβει, και (β) θα πρέπει να υπάρξει συλλογική<br />
πολιτική βούληση για θεσμοθέτηση νέων διεθνών κανόνων και μεταφορά<br />
αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικό επίπεδο. Δυστυχώς η μέχρι τώρα σύγκρουση<br />
μεταξύ των υποστηρικτών της παραδοσιακής ρύθμισης και αυτών της<br />
αυτορύθμισης, σε συνδυασμό με τον άκρατο προστατευτισμό του «εθνικού»<br />
συμφέροντος, δεν έχει επιτρέψει μία τέτοια προοπτική. Το εύρος όμως της σημερινής<br />
κρίσης δεν αφήνει άλλα περιθώρια για κοντόφθαλμες πολιτικές. Ήδη<br />
το θέμα έχει τεθεί στην ατζέντα πολλών, ανεπτυγμένων κυρίως, κρατών και η<br />
συγκυρία φαίνεται μοναδική για να σκεφτούμε τη δυνατότητα συγκρότησης<br />
ενός consensus σε διεθνές ρυθμιστικό και θεσμικό επίπεδο. 51 Για λόγους νομιμότητας,<br />
αλλά και αποτελεσματικότητας, το consensus αυτό δε θα πρέπει να πε-<br />
49 ΔΝΤ, «IMF Establishing International Capital Markets Department», News Brief,<br />
No. 01/24, 2001.<br />
50 ΔΝΤ, «Decision on Bilateral Surveillance over Members’ Policies», 15/06/2007.<br />
Με την απόφαση ξεκαθαρίστηκε ο τρόπος επίβλεψης του ΔΝΤ, κυρίως όσον αφορά<br />
στην προώθηση της σταθερότητας, ενώ δόθηκαν και κάποιες κατευθυντήριες γραμμές<br />
για συντονισμένη, δίκαιη και ειλικρινή εποπτεία.<br />
51 Βλ. την ομιλία του Γενικού Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου<br />
Pascal Lamy στο Τρίτο Συνέδριο του Παγκόσμιου Δικτύου Πολιτικής, Πεκίνο,<br />
20/10/2008, ο οποίος, μεταξύ άλλων, χαιρετίζει τη δημιουργία ενός νέου Bretton Woods.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 137<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 137<br />
ριοριστεί στις επτά ή οκτώ ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, αλλά θα πρέπει<br />
να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες<br />
(τουλάχιστον το G20 αντί για το G7 ή το G8). 52 Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επιδιωχθεί<br />
η συμμετοχή των φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των<br />
κεντρικών τραπεζών και των άλλων εποπτικών αρχών στο διάλογο, ο οποίος<br />
θα είναι μακρύς και επίπονος. Με την κατάλληλη όμως θέληση και συνεργασία<br />
όλων των εμπλεκομένων φορέων, η δημιουργία του ενιαίου επόπτη και ενός<br />
πλέγματος ισχυρών διεθνών χρηματοπιστωτικών κανόνων, που θα τον στηρίζουν,<br />
μπορεί να γίνει πραγματικότητα, για ένα πιο ασφαλές και πιο αποτελεσματικό<br />
παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.<br />
Συμπερασματικές παρατηρήσεις<br />
Ο πρόσφατος μαύρος κύκνος της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν είναι ούτε<br />
ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Η εμφάνισή του όμως και ο αντίκτυπός του στο παγκόσμιο<br />
χρηματοπιστωτικό σύστημα σηματοδοτεί το τέλος του μοντέλου της<br />
αυτορύθμισης ή της απορύθμισης και του κατακερματισμού της εποπτείας. Παράλληλα,<br />
μας διδάσκει ότι πρέπει να συνηθίσουμε να μαθαίνουμε από τα ιστορικά<br />
λάθη του παρελθόντος και να πράττουμε αναλόγως.<br />
Είναι φανερό ότι η ενιαία ρύθμιση και εποπτεία των χρηματοπιστωτικών<br />
αγορών αποτελεί την πλέον πιεστική προτεραιότητα για την παγκόσμια οικονομία<br />
και την πρόληψη χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Η απορύθμιση δεν είναι<br />
συνώνυμο της ελευθερίας. Η ελευθερία εμπορίου σε παγκόσμιο επίπεδο δεν<br />
αντίκειται στην ύπαρξη αποτελεσματικών ρυθμίσεων και ενιαίας εποπτείας<br />
αλλά μάλλον τις προποθέτει. Όλοι παραδεχόμαστε ότι η πρόληψη είναι περισσότερο<br />
χρήσιμη από την θεραπεία ή τη διάσωση, όμως λίγοι αναγνωρίζουν<br />
και επιδοκιμάζουν τις αποφάσεις ή τις πράξεις πρόληψης. Αυτό συμβαίνει<br />
διότι η πρόληψη δε συνοδεύεται από εντυπωσιακές διακηρύξεις και τυμπανοκρουσίες,<br />
απαραίτητες στους πολιτικούς για το κέρδος του βραχυπρόθεσμου<br />
πολιτικού «οφέλους», όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν μία κυβέρνηση<br />
«σώζει» από την καταστροφή μια μεγάλη τράπεζα με τη χορήγηση δισεκατομμυρίων.<br />
Αντίθετα, η πρόληψη αποτελεί μία μακρά και επώδυνη διαδικασία συ-<br />
52 Ο άτυπος φορέας G20 δημιουργήθηκε το 1999 μετά την ασιατική κρίση και περιλαμβάνει<br />
τις οκτώ ισχυρές χώρες του κόσμου (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Μ. Βρετανία, Γερμανία,<br />
Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία και Καναδά) μαζί με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία,<br />
Βραζιλία, Αργεντινή, Μεξικό, Αυστραλία, Νότια Αφρική, Νότια Κορέα, Ινδονησία,<br />
Σαουδική Αραβία, Τουρκία) και την ΕΕ.
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 138<br />
138 ΓΙAΝΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝOΣ<br />
ντονισμού, διαλόγου και δύσκολων πολιτικών αποφάσεων, τα αποτελέσματα<br />
της οποίας δεν είναι σίγουρο ότι θα κεφαλαιοποιηθούν στα θετικά μιας κυβερνητικής<br />
πολιτικής.<br />
Εντούτοις, αποτελεί πια κοινή διαπίστωση ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο<br />
κρίνεται μη επαρκές για να αντιμετωπίσει το βαθμό της παγκοσμιοποίησης και<br />
αλληλεξάρτησης των αγορών αλλά και το μέγεθος και τη σημασία του διεθνούς<br />
χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στο μέλλον, καλύτερες και αποτελεσματικότερες<br />
ρυθμιστικές και θεσμικές υποδομές πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι χρηματοπιστωτικές<br />
αγορές λειτουργούν με βάση τους στόχους τους, δηλαδή του<br />
καταμερισμού της αποτελεσματικότητας και του κινδύνου, και όχι ως φορείς<br />
νομιμοποίησης της κερδοσκοπίας και υποτίμησης του κινδύνου, το οποίο οδηγεί<br />
με μαθηματική ακρίβεια στην αποσταθεροποίηση ή ακόμη και την κατάρρευση<br />
των εθνικών οικονομιών.<br />
Για ασφαλή και αποτελεσματική ρύθμιση και εποπτεία των χρηματοπιστωτικών<br />
αγορών, είναι απαραίτητο η σφαίρα αρμοδιοτήτων και επιρροής του<br />
επόπτη να συμπίπτει με αυτή των φορέων και των αγορών που επιβλέπει (δίπτυχο<br />
εθνική αγορά – εθνικός επόπτης, διεθνής αγορά – διεθνής επόπτης). Καμία<br />
από τις συνήθεις αρμοδιότητες μιας χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής –<br />
αδειοδότηση χρηματοπιστωτικών εταιριών, παροχή πληροφοριών, εποπτεία,<br />
εφαρμογή κανόνων και χάραξη πολιτικής– δεν ασκείται αυτή τη στιγμή με συνεκτικό<br />
τρόπο σε εθνικό, ευρωπακό ή διεθνές επίπεδο. Σε κάποιες περιπτώσεις<br />
μπορεί να μην ασκούνται καθόλου. Εξαιτίας της έλλειψης ενός ενιαίου<br />
επόπτη σε υπερεθνικό επίπεδο, η απελευθέρωση των διεθνών αγορών έχει<br />
οδηγήσει σε μία σημαντική αύξηση του συστημικού κινδύνου. Ακόμα και εάν<br />
δε δημιουργηθεί ποτέ ένας παγκόσμιος φορέας χρηματοπιστωτικής εποπτείας,<br />
οι παραπάνω αρμοδιότητες πρέπει να εκχωρηθούν και να ενοποιηθούν, προκειμένου<br />
να μην ξαναεμφανιστούν στο μέλλον οι καταστροφικοί μαύροι κύκνοι<br />
του παρελθόντος.<br />
«Σε μια κρίση σαν τη σημερινή, εθνική δράση δεν νοείται», δήλωσε πρόσφατα<br />
ο Γάλλος γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Dominique Strauss-Kahn, προτείνοντας<br />
τη ριζική αναβάθμιση του ρόλου που διαδραματίζει ο οργανισμός του<br />
οποίου ηγείται. 53 Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος της Παγκόσμιας<br />
Τράπεζας, Robert Zoellick, έκανε ένα βήμα παραπέρα: Εκτιμώντας ότι<br />
«το G7 δεν λειτουργεί», ζητούσε την αντικατάστασή του από ένα «νέο πολυμερές<br />
δίκτυο, που θα ταιριάζει στην εποχή μας», με την προσθήκη εκπροσώπων<br />
53 Δήλωση κατά την Ετήσια Συνάντηση ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας,<br />
Washington, 13/10/2008 (www.imf.org).
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 139<br />
Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 139<br />
των ανερχόμενων δυνάμεων (G20). 54 Το νέο αυτό δίκτυο ή ο νέος επόπτης χρηματοπιστωτικής<br />
ρύθμισης και εποπτείας είναι δυνατό να θεμελιωθεί θεσμικά<br />
πάνω σε κάποιον από τους υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς ή fora. Ήδη σημαντικές<br />
αρμοδιότητες έχουν εκχωρηθεί σε διάφορους φορείς δημιουργίας<br />
διεθνών προτύπων και κανόνων, ακόμη και από κράτη που παραδοσιακά αντιδρούσαν<br />
σε μια τέτοια προοπτική (π.χ. ΗΠΑ). Αυτό που χρειάζεται είναι να γίνει<br />
ένα ακόμη βήμα προκειμένου οι φορείς αυτοί να αποκτήσουν θεσμική οντότητα<br />
και περισσότερη ισχύ έτσι ώστε να είναι σε θέση να ρυθμίζουν και να εποπτεύουν<br />
το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και να προλαμβάνουν καταστάσεις<br />
κρίσεων. Αντίστοιχες κινήσεις δημιουργίας ενός υπερεθνικού οργάνου<br />
εποπτείας είναι απαραίτητες και σε ευρωπακό επίπεδο, κυρίως εξαιτίας<br />
της σύγχυσης που επικρατεί στο διαχωρισμό των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών<br />
αλλά και της δημιουργίας της ενιαίας ευρωπακής χρηματοπιστωτικής<br />
αγοράς, η οποία ήδη αποτελεί πραγματικότητα. Στις χώρες, τέλος, όπως η Ελλάδα,<br />
που έχουν παραμείνει πίσω από τις παραπάνω εξελίξεις και δεν έχουν<br />
επιλέξει την ενοποίηση της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, το μοντέλο των δύο<br />
ή των τριών εποπτών δε μπορεί πια να λειτουργήσει. Η καθιέρωση ενιαίας<br />
ρύθμισης και εποπτείας σε εθνικό επίπεδο είναι όχι απλώς επιτακτική αλλά<br />
αποτελεί ενδεχομένως και προπόθεση για την ομαλότερη μετάβαση στις παραπάνω<br />
υπερεθνικές λύσεις.<br />
54 Σύμφωνα με τον Zoellick, το δίκτυο αυτό δε θα πρέπει να έχει μόνιμα μέλη, αλλά<br />
να είναι ελαστικό, να έχει συχνές συναντήσεις ακόμη και με τηλεδιάσκεψη, να γίνει το<br />
«facebook για την πολυμερή οικονομική διπλωματία», Washington, 6/10/2008, (www.<br />
worldbank.org).
kef01:kef01 06/03/2009 13:58 Page 140
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 141<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙI<br />
Κλιματική Αλλαγή και Βιώσιμη Ανάπτυξη
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 142
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 143<br />
6<br />
Κλιματικές αλλαγές και επιπτώσεις<br />
στην οικονομία<br />
Εμμανουήλ Πετράκης και Γιώργος Νεοφώτιστος<br />
Εισαγωγή<br />
Στο πρώτο εξάμηνο του 2007, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική<br />
Αλλαγή (Intergovernmental Panel for Climate Change - IPCC) παρουσίασε<br />
τα αποτελέσματα της 4ης Έκθεσης Εκτίμησης της Αλλαγής του Κλίματος<br />
(4th Assessment Report – AR4), όπου καταγράφονται οι ήδη παρατηρηθείσες<br />
επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και οι αναμενόμενες επιπτώσεις. 1 Η<br />
σύγκριση των συμπερασμάτων της 4ης Έκθεσης με τα αντίστοιχα της προηγούμενης<br />
3ης Έκθεσης της IPCC (που δημοσιεύθηκε το 2001), αναδεικνύει μια πιο<br />
απαισιόδοξη εκτίμηση των επιπτώσεων. Τα αναπτυσσόμενα και λιγότερο ανεπτυγμένα<br />
κράτη, όπως και οι κλιματικά ευαίσθητες περιοχές, θα είναι εκείνα<br />
που θα υποστούν τις σφοδρότερες και πρώτες συνέπειες – π.χ. έλλειψη νερού,<br />
μείωση της γεωργικής παραγωγής, καταστροφές από ακραία καιρικά φαινόμενα<br />
(κυρίως πλημμύρες), τήξη πάγων/χιονιού, και μετακίνηση πληθυσμών.<br />
Επιπρόσθετα, αν η αναμενόμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη<br />
ξεπεράσει τους 2 ο C, οι κίνδυνοι σε μοναδικά ή ευαίσθητα οικοσυστή-<br />
1 Η Έκθεση περιλαμβάνει τα πορίσματα τριών ομάδων εργασίας καθώς επίσης και<br />
την συνοπτική αναφορά που συνθέτει τα συμπεράσματα των πορισμάτων αυτών.<br />
Intergovernmental Panel on Climate Change. IPCC Fourth Assessment Report, Working<br />
Groups I, II, and III (http://www.ipcc.ch/), 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 144<br />
144 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΣ<br />
ματα, οι κίνδυνοι από ακραία καιρικά φαινόμενα, η διαφοροποίηση μεταξύ περιοχών<br />
τόσο στην εμφάνιση και ένταση των κινδύνων όσο και στις συνακόλουθες<br />
οικονομικές επιπτώσεις, και η εμφάνιση μη-αναστρέψιμων, απότομων καταστροφικών<br />
κλιματικών αλλαγών, είναι πολύ δύσκολο και οικονομικά ειδεχθές<br />
να αντιμετωπισθούν.<br />
Η αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών μπορεί να επιτευχθεί με πολιτικές<br />
αφενός «μετριασμού» (mitigation) - που θα δράσουν κυρίως μακροπρόθεσμα<br />
και σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω της φύσεως του προβλήματος - και αφ’ ετέρου<br />
«προσαρμογής» (adaptation) - που δρουν βραχυπρόθεσμα και σε τοπικό/περιφερειακό/εθνικό<br />
επίπεδο. Στην ανάλυση που ακολουθεί, παρουσιάζονται οι οικονομικές<br />
επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο<br />
όσο και σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο και αναδεικνύονται διαστάσεις των<br />
προβλημάτων που θα πρέπει ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας, με προοδευτική<br />
οικονομική πολιτική και πολιτικές αλλαγής να λάβει υπόψη.<br />
Οικονομικές επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών σε παγκόσμιο<br />
επίπεδο<br />
Η μελέτη του οικονομικού αντίκτυπου των κλιματικών αλλαγών εστιάζει κυρίως<br />
στις επιπτώσεις στην γεωργική παραγωγή και κτηνοτροφία, αλλά και στην<br />
μετανάστευση, στον τουρισμό, στους υδατικούς πόρους, στην αλιεία, στην<br />
ένταση και στη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων. 2<br />
Οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών δεν είναι γεωγραφικά ομοιόμορφες<br />
και δεν επηρεάζουν όλες τις χώρες με τον ίδιο τρόπο. Η αγροτική παρα-<br />
2 Βλέπε στα O. Deschenes και M. Greenstone, «The Economic Impacts of Climate<br />
Change: Evidence from Agricultural Output and Random Fluctuations in Weather»,<br />
American Economic Review, Vol. 97, 2007, σσ. 354-385; D. J. Davidson T. Williamson και<br />
J. R. Perkins, «Understanding Climate Change Risk and Vulnerability in Northern Forest-<br />
Based Communities», Canadian Journal for Forest Research, Vol. 33, 2003, σσ. 2252-2261;<br />
K. L.Frank, T. L. Mader, J. A. Harrington Jr., G. L. Hahn, «Potential Climate Change<br />
Effects on Warm-Season Livestock Production in the Great Plains», Journal Series, Νo<br />
14462, Agricultural Research Division, University of Nebraska, 2004; H. Steinfeld, P.<br />
Gerber, T. Wassenaar, V. Castel, M. Rosales και C. de Haan, «Livestock’s Long Shadow -<br />
Environmental Issues and Options», Food and Agriculture Organization of the United<br />
Nations. In-depth Assessment Report, building on the work of the Livestock, Environment<br />
and Development (LEAD) Initiative, FAO’s Animal Production and Health Division,<br />
2006; και M. Tsigas, G. B. Frisvold και B. Kuhn, «Global Climate Change and<br />
Agriculture» σε Global Trade Analysis: Modeling and Applications, Cambridge University<br />
Press, Cambridge, 1997.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 145<br />
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 145<br />
γωγή εκτιμάται πως θα αυξηθεί σε περιοχές που βρίσκονται σε βορειότερα γεωγραφικά<br />
πλάτη ενώ θα μειωθεί σε περιοχές που βρίσκονται νοτιότερα. Επίσης,<br />
το επίπεδο ανάπτυξης των χωρών αυξάνει την ικανότητα προσαρμογής<br />
τους στις κλιματικές αλλαγές.<br />
Πρόσφατη μελέτη 3 που διερευνά τις κλιματικές επιπτώσεις στην οικονομική<br />
ανάπτυξη 136 χωρών (αναλύοντας δεδομένα χρονοσειρών θερμοκρασίας, βροχοπτώσεων<br />
και οικονομικής ανάπτυξης από το 1950 μέχρι και το 2003) αναδεικνύει<br />
μεγάλου μεγέθους αρνητικές επιπτώσεις των υψηλών θερμοκρασιών<br />
στην οικονομική ανάπτυξη των πτωχών χωρών στις οποίες 1 ο C άνοδος της θερμοκρασίας<br />
μειώνει την οικονομική ανάπτυξη κατά 1,1%. Αντίθετα, στις αναπτυγμένες<br />
χώρες οι μεταβολές της θερμοκρασίας δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις<br />
στην οικονομική ανάπτυξη, ενώ μεταβολές στην βροχόπτωση δεν επηρεάζουν<br />
την οικονομική ανάπτυξη ούτε στις αναπτυγμένες αλλά ούτε και στις<br />
αναπτυσσόμενες χώρες.<br />
Οι μελέτες που βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα προσδιορίζουν σημαντικές<br />
διαστάσεις του προβλήματος όμως τα συμπεράσματά τους δεν θεωρούνται<br />
στατιστικά ασφαλή για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γραμμικοί εκτιμητές<br />
πρόβλεψης του μέλλοντος. Η αύξηση των συγκεντρώσεων των αερίων του<br />
θερμοκηπίου από τις ανθρωπογενείς εκπομπές ρύπων έχει μη αμελητέα πιθανότητα<br />
να αλλάξει μη-γραμμικά το παγκόσμιο κλιματικό σύστημα με σημαντικά<br />
αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Για τον λόγο αυτό πρέπει να συγκρατηθούν<br />
οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, κυρίως του διοξειδίου του<br />
άνθρακα (CO2).<br />
Η συγκράτηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου επηρεάζει όμως<br />
την οικονομική ανάπτυξη, για το λόγο αυτό και είναι πολύ δύσκολη η επίτευξη<br />
μιας παγκόσμιας συμφωνίας με συμμετοχή όλων των χωρών. Πολιτικές και<br />
προτάσεις δράσης για την συγκράτηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου<br />
- που όμως απαιτούν άμεσα μεγάλες μειώσεις εκπομπών άρα και μείωση<br />
της οικονομικής ανάπτυξης- συναντούν σημαντική αντίδραση. Επιπλέον,<br />
το γεγονός πως τα «αρνητικά» αποτελέσματα των κλιματικών αλλαγών θα γίνουν<br />
αισθητά μετά από πολλές δεκαετίες θέτει το θέμα των οικονομικών «θυσιών»<br />
που πρέπει να κάνει η παρούσα γενεά για την βελτίωση του επιπέδου<br />
ζωής μελλοντικών γενεών: να κάνουμε σήμερα πολλά ή να κάνουμε λίγα;<br />
Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι να μην κάνουμε τίποτα (no controls<br />
policy, πολιτική μηδαμινών ελέγχων) σήμερα –και για τα επόμενα 250 χρόνια–<br />
σε επίπεδο κυβερνητικών ή διακυβερνητικών πολιτικών. Μπορούν όμως να γί-<br />
3 M. Dell, B. F. Jones και B. A. Olken, «Climate Change and Economic Growth: Evi -<br />
de nce from the Last Half Century», Working Papers, Νο. 14132, NBER, 2008.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 146<br />
146 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΣ<br />
νονται ενέργειες αντιμετώπισης των κλιματικών επιπτώσεων, όπως π.χ. ενέργειες<br />
«προσαρμογής», από φορείς, επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα. Πρόσφατη<br />
οικονομική μελέτη, 4 με χρήση του μοντέλου DICE-2007 προσδιορίζει τις<br />
επιπτώσεις της πολιτικής αυτής. Μετά από 250 έτη η σημερινή αξία των ζημιών<br />
από τις ανεξέλεγκτες κλιματικές αλλαγές θα ανέλθουν σε 22,5 τρισεκατομμύρια<br />
δολάρια με τη μέση ετήσια θερμοκρασία το 2100 να έχει αυξηθεί κατά 3,1<br />
ο C (το 2200 κατά 5,3 ο C) ως προς τα επίπεδα θερμοκρασίας του 1900. Αν μειωθεί<br />
ο χρονικός ορίζοντας της μη-πολιτικής αυτής σε 50 έτη, οι ζημιές θα ανέλθουν<br />
σε 17,3 τρις δολάρια και η θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 2,7 ο C το 2100<br />
(3,5 ο C το 2200) σε σχέση με τα επίπεδα του 1900.<br />
Αντιθέτως, η μείωση που προβλέπει το Πρωτόκολλο του Κότο είναι 4,2%<br />
για την 5-ετία 2008-2012 (με επίπεδο μειώσεων μετά το 2012 που βρίσκεται<br />
τώρα υπό διαπραγμάτευση) για τις χώρες που συμμετέχουν στην σύμβαση<br />
αυτή. Οι κλιματικές ζημιές με την πολιτική αυτή (χωρίς συμμετοχή των ΗΠΑ)<br />
μειώνονται σε 21,4 τρις δολάρια, ενώ η θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 2,9 ο C<br />
το 2100 (5,2 ο C το 2200) σε σχέση με τα επίπεδα του 1900.<br />
Προτάσεις δράσης όπως αυτή που περιγράφεται στην πρόσφατα δημοσιευμένη<br />
Έκθεση Stern 5 ή αυτή που προτάθηκε από τον πρώην αντιπρόεδρο των<br />
ΗΠΑ Αλ Γκορ, απαιτούν βραχυπρόθεσμα μεγάλες μειώσεις των εκπομπών<br />
CO2 με επακόλουθη μείωση της οικονομικής ανάπτυξης. Το κόστος αυτό ανέρχεται<br />
σε 27,7 και 33,9 τρις δολάρια (παρούσα αξία), αντίστοιχα για την κάθε<br />
πρόταση, ενώ το κόστος των κλιματικών ζημιών –από την εφαρμογή αυτών των<br />
προτάσεων– ανέρχεται σε 9 και 10 τρις δολάρια, αντίστοιχα. Η θερμοκρασία<br />
θα μεταβληθεί κατά 1,5 ο C το 2100 (και για τις δύο προτάσεις) και κατά 1,3 και<br />
1,6 κατά το 2200, αντίστοιχα. Συνολικά, το κόστος για κάθε πρόταση (κλιματικές<br />
ζημίες + κόστος εφαρμογής) είναι 36,8 και 44 τρις δολάρια, αντίστοιχα.<br />
Εκτός από τις πολιτικές και τις προτάσεις μείωσης των εκπομπών CO2 στην<br />
ατμόσφαιρα, υπάρχει η πρόταση για εντατική έρευνα και ανάπτυξη (R&D) με<br />
στόχο τεχνολογικές λύσεις για να αντιμετωπισθούν οι κλιματικές αλλαγές (low<br />
cost backstop technology). Παράδειγμα τεχνολογικών λύσεων αποτελεί η αποτελεσματική<br />
και σε μεγάλη κλίμακα παραγωγή ενέργειας από εναλλακτικές<br />
πηγές ενέργειας (πλην δηλαδή της καύσης ορυκτών καυσίμων), η έκλυση διοξειδίου<br />
του θείου (SO2) στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας (για την ανάκλαση<br />
της ηλιακής ακτινοβολίας), η συγκέντρωση CO2 από τους σταθμούς πα-<br />
4 W. Nordhaus, A Question of Balance: Weighing the Options on Global Warming<br />
Policies, Yale University Press, Yale, 2008<br />
5 N. Stern, The Economics of Climate Change: The Stern Review, Cambridge Unive -<br />
rsity Press, 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 147<br />
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 147<br />
ραγωγής ενέργειας (μη-έκκληση του στην ατμόσφαιρα) και η υπόγεια αποθήκευσή<br />
του, τα γενετικά τροποποιημένα φυτά ή το πλαγκτόν που θα απορροφούν<br />
CO2 και θα το αποθηκεύουν, κ.ά.<br />
Όμως, η σημερινή αποτελεσματικότητα των μεθόδων αυτών υπολείπεται<br />
κατά μια τάξη μεγέθους της αποτελεσματικότητας που απαιτείται για την αντιμετώπιση<br />
των κλιματικών αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, υπάρχει<br />
ο κίνδυνος η εφαρμογή τεχνολογικών λύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, που δεν<br />
έχει συμβεί ξανά σε τέτοια έκταση, να επιδράσει στο κλίμα με τρόπο που να<br />
μην είναι δυνατόν να προβλεφθεί επακριβώς. Επιπρόσθετα, υπάρχει ο κίνδυνος<br />
δημιουργίας αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων (negative externalities)<br />
από την προσπάθεια να επιδοτηθούν συγκεκριμένες λύσεις όπως αυτή της καλλιέργειας<br />
βιοκαυσίμων που οδήγησαν στην εκτόπιση των καλλιεργειών για<br />
βρώση με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των τροφίμων.<br />
Η πολιτική όμως αυτή, των τεχνολογικών λύσεων, αποτελεί την πλέον «οικονομική»<br />
λύση. Οι κλιματικές ζημιές ανέρχονται μόνο σε 4,9 τρις δολάρια (με<br />
κόστος εφαρμογής 0,5 τρις), ενώ η θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 0,9 ο Cτο<br />
2100 (0,8 ο C το 2200) σε σχέση με τα επίπεδα του 1900.<br />
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται –συγκεντρωτικά και συγκριτικά– τα αποτελέσματα<br />
της οικονομικής ανάλυσης των πολιτικών αντιμετώπισης των κλιματικών<br />
αλλαγών, σύμφωνα με το μοντέλο DICE-2007. Εξετάζονται οι ακόλουθες<br />
πολιτικές:<br />
1. Πολιτική Μηδαμινών Ελέγχων (No controls [“Baseline”] policy). Πολιτική<br />
κατά την οποία δεν λαμβάνονται κυβερνητικά ή διακυβερνητικά μέτρα για<br />
μειώσεις ρύπων για τα επόμενα 250 έτη (ή για τα επόμενα 50 έτη).<br />
2. Βέλτιστη Πολιτική (“Optimal” policy). Οι μειώσεις ρύπων και οι τιμές CO2<br />
μεταβάλλονται ώστε να απεικονίζουν (και να αντιμετωπίζουν) το κοινωνικό<br />
τους κόστος.<br />
3. Πολιτική Περιορισμών στις συγκεντρώσεις CO2 (Climatic constraints with<br />
CO2-concentration constraints). Πολιτική παρόμοια με την Βέλτιστη Πολιτική,<br />
όμως με ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις CO2 μικρότερες από τις ακόλουθες<br />
ανώτερες τιμές:<br />
Α. Συγκεντρώσεις CO2 < 1,5 x προβιομηχανικών συγκεντρώσεων CO2<br />
(420 ppm)<br />
Β. Συγκεντρώσεις CO2 < 2 x προβιομηχανικών συγκεντρώσεων CO2 (560<br />
ppm)<br />
Γ. Συγκεντρώσεις CO2 < 2,5 x προβιομηχανικών συγκεντρώσεων CO2 (700<br />
ppm)<br />
4. Πολιτική Περιορισμών στις τιμές των Θερμοκρασιών (Climatic constraints<br />
with temperature constraints). Πολιτική παρόμοια με την Βέλτιστη Πολιτική,<br />
όμως με μεταβολές των θερμοκρασιών –σε σχέση με την μέση τιμή της θερ-
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 148<br />
148 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΣ<br />
μοκρασίας το 1990- μικρότερες από τις ακόλουθες ανώτερες τιμές:<br />
Α. Μεταβολή Θερμοκρασίας < 1½ °C<br />
Β. Μεταβολή Θερμοκρασίας < 2 °C<br />
Γ. Μεταβολή Θερμοκρασίας < 2½ °C<br />
Δ. Μεταβολή Θερμοκρασίας < 3 °C<br />
5. Πολιτική Εφαρμογής Πρωτοκόλλου Κότο (Kyoto protocol).<br />
Α. Αρχική Σύμβαση Πρωτοκόλλου Κυότο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.<br />
Εφαρμογή των μειώσεων ρύπων σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κυότο<br />
για το χρονικό διάστημα 2008-2012, συμπεριλαμβανομένων όμως των<br />
ΗΠΑ.<br />
Β. Αρχική Σύμβαση Πρωτοκόλλου Κότο, χωρίς συμμετοχή των ΗΠΑ.<br />
Εφαρμογή των μειώσεων ρύπων σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κυότο<br />
για το χρονικό διάστημα 2008-2012, χωρίς τις ΗΠΑ.<br />
Γ. «Ενισχυμένη» Σύμβαση Πρωτοκόλλου Κότο (μεγαλύτερη συμμετοχή χωρών,<br />
10% αρχική μείωση εκπομπών, πλέον 10% μείωση κάθε 25 έτη)<br />
6. Stern Review. Βραχυπρόθεσμες μεγάλες μειώσεις εκπομπών και χαμηλή τιμή<br />
συντελεστή προεξόφλησης (discount rate).<br />
7. Gore proposal. Πρόταση για μείωση των εκπομπών στις ΗΠΑ και στις αναπτυγμένες<br />
χώρες κατά 90% μέχρι το 2050 (και κατά 50% συνολικά, σε παγκόσμιο<br />
επίπεδο).<br />
8. Πολιτική για εφαρμογή τεχνολογικών λύσεων (Low-cost backstop techno -<br />
logy). Εντατική έρευνα και ανάπτυξη (R&D) με στόχο τεχνολογικές λύσεις<br />
για να αντιμετωπισθούν οι κλιματικές αλλαγές.<br />
Πιο συγκεκριμένα, στον Πίνακα 1, παρουσιάζονται για κάθε επιμέρους πολιτική:<br />
α) η παρούσα αξία των οικονομικών απωλειών λόγω των κλιματικών<br />
αλλαγών, β) η παρούσα αξία του κόστους εφαρμογής/δαπανών της κάθε πολιτικής,<br />
γ) το άθροισμα των οικονομικών απωλειών και του κόστους εφαρμογής<br />
της κάθε πολιτικής, δ) την μεταβολή της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας για<br />
το έτος 2100 και για το έτος 2200 (ως προς τα επίπεδα θερμοκρασίας το 1900).<br />
Οι προαναφερθείσες πολιτικές και προτάσεις για δράση εστιάζουν στον<br />
«μετριασμό» των επιπτώσεων των κλιματικών αλλαγών σε χρονικό ορίζοντα<br />
πολλών δεκαετιών, οπότε και αναμένονται να γίνουν παγκοσμίως αισθητές.<br />
Όμως, σε τοπικό επίπεδο, οι κλιματικές αλλαγές έχουν ήδη αρχίσει να αλλάζουν<br />
το περιβάλλον, όπως στην περίπτωση της τήξης των πάγων της Αρκτικής<br />
(σε βαθμό που να καθιστά εφικτή τη ναυσιπλοα από τον Ατλαντικό προς τον<br />
Ειρηνικό, βόρεια του Καναδά και της Αλάσκας) αλλά και της αύξησης της θερμοκρασίας<br />
που επηρεάζει την χιονοκάλυψη στους ορεινούς όγκους των Ευρωπακών<br />
Άλπεων, ενός συστήματος με μεγάλη οικονομική σημασία (χειμερινός<br />
τουρισμός, διαχείριση φυσικών καταστροφών) για τις χώρες στις οποίες εκτείνεται<br />
το σύστημα αυτό. Στην ενότητα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι κλιμα-
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 149<br />
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 149<br />
Πίνακας 1. Αποτελέσματα εφαρμογής του μοντέλου DICE-2007 για τις οικονομικές<br />
και κλιματικές επιπτώσεις εναλλακτικών πολιτικών αντιμετώπισης των κλιματικών<br />
αλλαγών.<br />
Πολιτική<br />
Παρούσα<br />
Αξία των<br />
Οικονομικών<br />
Απωλειών<br />
λόγω Κλιματικών<br />
Αλλαγών<br />
Παρούσα<br />
Αξία Δαπανών<br />
για την<br />
Αντιμετώπιση<br />
των Κλιματικών<br />
Αλλαγών<br />
Καθαρή Παρούσα<br />
Αξία<br />
Απωλειών<br />
και<br />
Δαπανών<br />
Μεταβολή<br />
Μέσης Παγκόσμιας<br />
Θερμοκρασίας<br />
το 2100<br />
Μεταβολή<br />
Μέσης<br />
Παγκόσμιας<br />
Θερμοκρασίας<br />
το 2200<br />
(σε τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ 2005) (ως προς τα επίπεδα του 1900)<br />
Μηδαμινών<br />
Ελέγχων:<br />
για 250 έτη 22,55 0,04 22,59 3,06 5,30<br />
για 50 έτη 18,85 1,60 20,45 2,72 3,52<br />
Βέλτιστη 17,31 2,20 19,52 2,61 3,45<br />
Περιορισμού<br />
συγκεντρώσεων<br />
CO2:<br />
< 1,5 × CO2 9,95 27,24 37,10 1,61 1,78<br />
< 2 × CO2 15,97 3,95 19,92 2,48 2,84<br />
< 2,5 × CO2 17,31 2,20 19,51 2,61 3,45<br />
Περιορισμού<br />
αύξησης θερμοκρασίας:<br />
< 1,5 ο C 9,95 27,08 37,03 1,50 1,50<br />
< 2 ο C 13,09 11,30 24,39 2,00 2,00<br />
< 2,5 ο C 15,32 5,28 20,60 2,41 2,50<br />
< 3 ο C 16,67 2,90 19,57 2,57 2,99<br />
Εφαρμογή<br />
Πρωτοκόλλου<br />
Κότο:<br />
Με ΗΠΑ 21,38 0,58 21,96 2,94 5,23<br />
Χωρίς ΗΠΑ 22,43 0,07 22,49 3,05 5,29<br />
«Ενισχυμένο» 16,01 5,87 21,88 2,39 3,26<br />
Stern 9,02 27,74 36,77 1,52 1,27<br />
Gore 10,05 33,90 43,96 1,49 1,58<br />
Τεχνολογικών<br />
λύσεων<br />
4,92 0,48 5,40 0,90 0,83<br />
Πηγή: W. Nordhaus, A Question of Balance: Weighing the Options on Global Warming<br />
Policies, Yale University Press, Yale, 2008
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 150<br />
150 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΣ<br />
τικές αλλαγές και οι οικονομικές επιπτώσεις τους στο ευαίσθητο κλιματικά γεωγραφικό<br />
σύστημα των Ευρωπακών Άλπεων.<br />
Οικονομικές επιπτώσεις σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο:<br />
H περίπτωση του κλιματικά ευαίσθητου συστήματος των<br />
Ευρωπακών Άλπεων<br />
Σύμφωνα με τα πορίσματα της δεύτερης ομάδας εργασίας της AR4-IPCC<br />
(4ης Έκθεσης Εκτίμησης της Αλλαγής του Κλίματος), η αλλαγή του κλίματος<br />
έχει ήδη ισχυρές επιδράσεις στα ευαίσθητα κλιματικά γεωγραφικά συστήματα:<br />
στα οικοσυστήματα, στους υδατικούς πόρους και στις παράκτιες περιοχές. Η<br />
περίπτωση του κλιματικά ευαίσθητου συστήματος των Ευρωπακών Άλπεων<br />
αποτελεί υπόδειγμα καταγραφής και αποτίμησης τόσο των οικονομικών επιπτώσεων<br />
των κλιματικών αλλαγών όσο και των πρωτοβουλιών προσαρμογής<br />
στις τελευταίες (στο πεδίο του χειμερινού τουρισμού και στο πεδίο της διαχείρισης<br />
φυσικών κινδύνων). 6 Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη<br />
του συγκεκριμένου γεωγραφικού συστήματος αναδεικνύουν τις διαστάσεις<br />
στις οποίες πρέπει να δοθεί βάρος στα κλιματικά ευαίσθητα συστήματα που<br />
βρίσκονται σε άλλα γεωγραφικά σημεία στον πλανήτη.<br />
Οι Άλπεις αποτελούν γεωγραφικό σύστημα ιδιαίτερα ευαίσθητο στις κλιματικές<br />
αλλαγές και ο βαθμός υπερθέρμανσης τους είναι περί τις τρεις φορές μεγαλύτερος<br />
από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Τα έτη 1994, 2000, 2002 και 2003 απετέλεσαν<br />
τα πιο θερμά έτη στη διάρκεια των τελευταίων 500 ετών. Οι Άλπεις<br />
εκτείνονται σε πέντε χώρες του ΟΟΣΑ (Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία, Αυστρία,<br />
Γερμανία) καθώς και στο Μονακό, το Λίχνενσταν και τη Σλοβενία. Τα κλιματικά<br />
μοντέλα προβλέπουν μεγάλες μεταβολές κατά τις επόμενες δεκαετίες<br />
όπως μείωση της ποσότητας του χιονιού στα χαμηλά υψόμετρα, μείωση παγετώνων<br />
και αλλαγές στη θερμοκρασία και τη βροχόπτωση. Οι αλλαγές αυτές θα<br />
επηρεάσουν αρνητικά ένα σύστημα που δεν έχει μόνο οικονομική και οικολογική<br />
αξία (αποτελεί την Ευρωπακή δεξαμενή νερού ενώ η βιοποικιλότητά του<br />
περιλαμβάνει 30.000 είδη ζώων και 13.000 είδη φυτών) αλλά είναι ευάλωτο σε<br />
πληθώρα φυσικών κινδύνων και σε δημογραφικές και περιβαλλοντικές πιέσεις.<br />
Το γεωγραφικό σύστημα των Άλπεων έχει έκταση 190.000 τετραγωνικά<br />
χιλιόμετρα και 15.000.000 κατοίκους, ενώ 60-80.000.000 άτομα επισκέπτονται<br />
τις Άλπεις για τουρισμό, κάθε χρόνο. Οι τουριστικές δραστηριότητες (600 χιο-<br />
6 S. Agrawala (επιμ.), Climate Change in the European Alps – Adapting Winter<br />
Tourism and Natural Hazards Management, OECD, 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 151<br />
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 151<br />
νοδρομικά συγκροτήματα και 10.000 χιονοδρομικές εγκαταστάσεις) παράγουν<br />
πλούτο περί τα 50 δις Ευρώ κάθε χρόνο και περιλαμβάνουν το 12% των θέσεων<br />
εργασίας στην περιοχή, αριθμοί που κατατάσσουν τον χειμερινό τουρισμό<br />
στην πιο σημαντική πηγή εισοδήματος στην περιοχή καθώς και στον πιο<br />
σημαντικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης των ορεινών περιοχών (μόνο<br />
στην Αυστρία, ο χειμερινός τουρισμός αποτελεί το 4,5% του ΑΕΠ της χώρας<br />
καθώς και το ήμισυ των συνολικών εσόδων από τον τουρισμό). 7<br />
Η κλιματική αλλαγή στην περίπτωση των Ευρωπακών Άλπεων μεταβάλλει<br />
το υψόμετρο εμφάνισης του χιονιού (snowline), την ποιότητα και ποσότητα του<br />
(πάχος 30 cm θεωρείται ως ικανοποιητικό, 50 cm ως αρκετά καλό, 75 cm ως<br />
εξαιρετικό) καθώς και την διάρκειά του (τουλάχιστον 100+ μέρες τον χρόνο)<br />
για χειμερινό τουρισμό (κυρίως σκι). Πιο συγκεκριμένα, για περιοχές με υψόμετρο<br />
εμφάνισης χιονιού τα 1050 m, αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 ο C, 2 ο C,<br />
3 ο C, ανεβάζουν το υψόμετρο εμφάνισης χιονιού σε 1200 m, 1350 m, 1650 m,<br />
αντίστοιχα. 8<br />
Όπως παρουσιάζονται στον Πίνακα 2, με τις παρούσες κλιματικές συνθήκες,<br />
μόνο το 91% των χιονοδρομικών περιοχών (δηλαδή 609 από σύνολο 666)<br />
στις Άλπεις θεωρούνται «σταθερές» ως προς την ποιότητα και ποσότητα του<br />
χιονιού (snow-reliable). Το υπόλοιπο 9% λειτουργεί σε οριακές φυσικές συνθήκες.<br />
Αν η θερμοκρασία ανέβει μέχρι +1 ο C, οι χιονοδρομικές περιοχές θα<br />
περιορισθούν σε 500, αν ανέβει μέχρι 2 ο C ο αριθμός τους θα μειωθεί σε 404,<br />
αν ανέβει μέχρι 4 ο C ο αριθμός τους θα περιορισθεί σε 202. 9<br />
Οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών δεν είναι ομοιόμορφες, δεν έχουν<br />
δηλαδή τις ίδιες επιπτώσεις για κάθε χώρα. Η Γερμανία είναι η χώρα με την<br />
μεγαλύτερη επίπτωση: +1 ο C μεταβολή της θερμοκρασίας θα οδηγήσει σε μείωση<br />
κατά 60% του αριθμού των χιονοδρομικών περιοχών, ενώ η Ελβετία είναι<br />
η χώρα με την μικρότερη επίπτωση.<br />
Με τις κλιματικές αλλαγές να μεταβάλλουν τα δεδομένα της ποιότητας και<br />
ποσότητας χιονιού, οι τουριστικοί φορείς των Ευρωπακών Άλπεων αναζητούν<br />
λύσεις. Η εφαρμογή τεχνολογικών λύσεων αποτελεί την κύρια πολιτική προσαρμογής<br />
(adaptation) στις νέες συνθήκες – τεχνητή δημιουργία χιονιού, βελτιστοποίηση<br />
χιονοδρομικών πιστών (π.χ. με την αφαίρεση βράχων), μετακίνηση<br />
σε υψηλότερα υψόμετρα και βόρειες πλαγιές, και σκι στους παγετώνες. 10<br />
7 οπ.π.<br />
8 οπ.π.<br />
9 οπ.π.<br />
10 οπ.π.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 152<br />
152 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΣ<br />
Πίνακας 2. Αριθμός «σταθερών» χιονοδρομικών περιοχών (snow reliable) ανά<br />
χώρα, τόσο στις παρούσες όσο και σε μελλοντικές κλιματικές συνθήκες.<br />
Χώρα<br />
Αριθμός<br />
χιονοδρομικών<br />
περιοχών (ski<br />
areas), σήμερα<br />
Αριθμός «σταθερών»<br />
χιονοδρομικών<br />
περιοχών (snow<br />
reliable), στις παρούσες<br />
κλιματικές συνθήκες<br />
Αριθμός «σταθερών»<br />
χιονοδρομικών περιοχών αν η<br />
θερμοκρασία μεταβληθεί κατά:<br />
+1 ο C +2 ο C +3 ο C<br />
Αυστρία 228 199 153 115 47<br />
Ελβετία 164 159 142 129 78<br />
Γερμανία 39 27 11 5 1<br />
Γαλλία 148 143 123 96 55<br />
Ιταλία 87 81 71 59 21<br />
ΣΥΝΟΛΟ 666 609 500 404 202<br />
Πηγή: Climate Change in the European Alps, OECD 2007<br />
Προοδευτικές πολιτικές για την αντιμετώπιση των κλιματικών<br />
αλλαγών<br />
Οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών δεν είναι ομοιόμορφες στο χώρο<br />
και το χρόνο - δημιουργούν «κερδισμένους» και «χαμένους», τόσο σε παγκόσμιο<br />
όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Με δεδομένο ότι οι αναμενόμενες κλιματικές<br />
αλλαγές αναμένεται να συμβούν όχι άμεσα αλλά σε σχετικά μακρινό<br />
χρονικό ορίζοντα, η αντιμετώπισή τους από τους κοινωνικούς φορείς συνήθως<br />
δεν θεωρείται επείγουσα, χρήζουσα δηλαδή άμεσων, δραστικών δομικών αλλαγών.<br />
Στις περιπτώσεις που οι κλιματικές επιπτώσεις επηρεάζουν άμεσα το<br />
περιβάλλον, λαμβάνουν χώρα «ατομικές» δραστηριότητες προσαρμογής από<br />
δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς δημιουργώντας αρνητικές εξωτερικότητες. Σε<br />
παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να επιτευχθούν διεθνείς συμφωνίες και να επιλεχθούν<br />
κατάλληλες πολιτικές για την «αποφυγή» των χειρότερων εξελίξεων<br />
των κλιματικών αλλαγών.<br />
Από την θετική όμως πλευρά, οι κλιματικές αλλαγές θεωρούνται ως ο καταλύτης<br />
που θα υποστηρίξει δομικές αλλαγές σε οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες<br />
11 αναδεικνύοντας ευκαιρίες και κινδύνους στην παρούσα αλλά<br />
11 T. L. Friedman, Hot, Flat and Crowded – Why the World Needs a Green Revolution<br />
and How We Can Renew Our Global Future, Penguin Books, 2008 και «Climate Business<br />
/ Business Climate», Special Report, Harvard Business Review, Oct. 2007, σσ. 22-44.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 153<br />
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 153<br />
και στην μελλοντική αναπτυξιακή προοπτική: θα είναι, εν τέλει, η ικανότητα<br />
προσαρμογής (και όχι οι κλιματικές αλλαγές καθαυτές) που θα καθορίσει το<br />
μέλλον της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας στις εξελισσόμενες<br />
κλιματικές συνθήκες. 12<br />
Οι συνθήκες αυτές δημιουργούν τρεις σημαντικές διαστάσεις για την παρέμβαση<br />
του κράτους, της οργανωμένης δηλαδή πολιτείας που διαθέτει παρεμβατικούς<br />
μηχανισμούς και τη δυνατότητα θεσμικών ρυθμίσεων. 13<br />
Η πρώτη διάσταση σχετίζεται με την έρευνα, την εκπαίδευση, την ενημέρωση<br />
και την καλλιέργεια πνεύματος αλλαγής σε θέματα περιβαλλοντικών<br />
στάσεων σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, σε νομικά και φυσικά πρόσωπα.<br />
14 Ειδικότερα έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε πρωτοβουλίες, όπως η καταγραφή<br />
των κλιματικών κινδύνων ανά περιοχή, η επιστημονική έρευνα, η καταγραφή<br />
της ικανότητας προσαρμογής των κοινωνιών και κοινοτήτων σε περιοχές<br />
που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις κλιματικές αλλαγές (π.χ. ορεινές και<br />
παράκτιες κοινότητες), προγράμματα πρόληψης κινδύνων, η εισαγωγή μαθημάτων<br />
για το περιβάλλον και τις κλιματικές αλλαγές, η εκπαίδευση και επιμόρφωση<br />
σε θέματα διαχείρισης αλλαγών, και η εισαγωγή συστημάτων περιβαλλοντικής<br />
διαχείρισης στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.<br />
Η δεύτερη διάσταση σχετίζεται με την κρατική εποπτεία και παρέμβαση<br />
που απαιτείται σε ένα περιβάλλον που σε μεγάλο βαθμό λαμβάνουν χώρα<br />
«ατομικές» δραστηριότητες προσαρμογής από δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς<br />
και οι οποίες δημιουργούν αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις. Στην περίπτωση<br />
του κλιματικά ευαίσθητου συστήματος των Ευρωπακών Άλπεων αρνητικές<br />
εξωτερικότητες μπορούν να προκύψουν από την έντονη χρήση μηχανημάτων<br />
δημιουργίας τεχνητού χιονιού που απαιτεί μεγάλη κατανάλωση νερού και<br />
ενέργειας, τον σχεδιασμό χιονοδρομικών πιστών σε βάρος του τοπίου και της<br />
χλωρίδας, την δημιουργία χιονοδρομικών κέντρων σε μεγαλύτερα υψόμετρα<br />
που θα απειλήσουν ευαίσθητα οικοσυστήματα. Στις περιπτώσεις αυτές είναι<br />
πολύ πιθανόν η ελεύθερη αγορά να μην μπορεί από μόνη της να αντιμετωπίσει<br />
τέτοιες αρνητικές εξωτερικότητες (με τον υπολογισμό του συνολικού κοινωνικού<br />
κόστους ή της κοινωνικής ωφέλειας να μην αποτυπώνεται στις αμιγώς<br />
12 T. R. Carter (επιμ.), Assessing the Adaptive Capacity of the Finnish Environment and<br />
Society under a Climate Change, FINADAPT: Summary for Policy Makers, Finnish<br />
Environment Institute, 2007.<br />
13 Π. Κορλίρας, «Για μια προοδευτική οικονομική πολιτική» σε Χ. Τσούκας (επιμ.),<br />
Για μια Προοδευτική Πολιτική, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007.<br />
14 K. Χατζημπίρος, «Περιβαλλοντικό έλλειμμα και μεταρρυθμιστικό αίτημα» σε<br />
Τσούκας (επιμ.), οπ.π., 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 154<br />
154 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΣ<br />
ιδιωτικο-οικονομικές αποφάσεις), με αποτέλεσμα το τελικό οικονομικό και<br />
κοινωνικό προόν να μην ανταποκρίνεται στην «άριστη» κατάσταση. Η κρατική<br />
εποπτεία και παρέμβαση θα κληθεί να αντιμετωπίσει, με τη θεσμοθέτηση κατάλληλων<br />
πλαισίων και μέτρων, τις αρνητικές εξωτερικότητες των επιμέρους<br />
«ατομικών» πρωτοβουλιών προσαρμογής στα εξελισσόμενα κλιματικά δεδομένα.<br />
Η τρίτη διάσταση σχετίζεται με πολιτικές που θα παρέχουν ένα επαρκές δίχτυ<br />
προστασίας στα «θύματα» των κλιματικών αλλαγών και των δραστηριοτήτων<br />
προσαρμογής. Στην περίπτωση του συστήματος των Ευρωπακών Άλπεων,<br />
τα μικρότερου μεγέθους χιονοδρομικά κέντρα βρίσκονται στα χαμηλότερα<br />
υψόμετρα και είναι περισσότερο ευάλωτα στις κλιματικές αλλαγές και χωρίς<br />
την οικονομική δυνατότητα να υιοθετήσουν υψηλού κόστους τεχνολογικές λύσεις.<br />
Τα μεγαλύτερα χιονοδρομικά κέντρα –πολλά από τα οποία λειτουργούν<br />
ως αλυσίδες εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη διασπορά του κλιματικού κινδύνουέχουν<br />
περισσότερους οικονομικούς πόρους, εξασφαλίζουν καλύτερες τεχνολογικές<br />
λύσεις, και ανταπεξέρχονται πιο αποτελεσματικά τις αντιξοότητες αυξάνοντας<br />
το μερίδιό τους στην αγορά (αφού οι μικρότεροι ανταγωνιστές τους δεν<br />
καταφέρνουν να επιζήσουν). Θα πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε τα μέτρα παρέμβασης<br />
να μην προσπαθήσουν να διατηρήσουν για όσο το δυνατόν περισσότερο<br />
την υπάρχουσα κατάσταση (status quo) αλλά να κινηθούν προς την κατεύθυνση<br />
υιοθέτησης αλλαγών που να είναι συμβατές με τις νέες πραγματικότητες<br />
του εξελισσόμενου κλίματος.<br />
Στο πλαίσιο των εξελισσόμενων κλιματικών αλλαγών και για την αντιμετώπιση<br />
των αρνητικών εξωτερικοτήτων, είναι αναγκαίος ένας κρατικός παρεμβατισμός<br />
που δεν υπερασπίζεται το κεκτημένο παρελθόν, αλλά φροντίζει κυρίως<br />
για ένα βιώσιμο μέλλον, με κοινωνική συνοχή και χωρίς επικίνδυνες περιθωριοποιήσεις,<br />
παρέχοντας υψηλής ποιότητας κοινωνικά αγαθά σε όλους τους<br />
πολίτες, και προωθώντας ενέργειες που συμβάλλουν στο καλύτερο μέλλον, είτε<br />
αυτό αναφέρεται στην οικονομική ευημερία είτε αφορά την ποιότητα ζωής σε<br />
βιώσιμες στη γη συνθήκες. 15<br />
Όμως είναι σημαντικό να δοθεί προσοχή και στις αρνητικές εξωτερικότητες<br />
που είναι πιθανόν να δημιουργήσει ένας «αγαθών» προθέσεων και πρωτοβουλιών<br />
κρατικός παρεμβατισμός. Πολιτικές επιδοτήσεων συγκεκριμένων τεχνολογιών<br />
ή κλάδων είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν αρνητικές εξωτερικότητες<br />
(όπως η καλλιέργεια βιοκαυσίμων που οδήγησαν στην εκτόπιση των<br />
καλλιεργειών για βρώση με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των τροφίμων). 16<br />
15 Carter, οπ.π, 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 155<br />
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 155<br />
Η ενδεδειγμένη κρατική στάση και πολιτική δεν πρέπει να είναι η αναζήτηση<br />
της «άριστης» λύσης (δηλαδή ενός «Manhattan Project» για συγκεκριμένες τεχνολογικές<br />
λύσεις) αλλά η δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος που να υποστηρίζει<br />
την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα και που θα προσφέρει ένα<br />
«ανοικτό» και «δίκαιο» χώρο για τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των προτεινόμενων<br />
τεχνολογικών λύσεων, χωρίς τις στρεβλώσεις ιδιαίτερων επιδοτήσεων<br />
και θεσμικών παρεμβάσεων, ώστε να αναδειχθεί η αποτελεσματικότερη<br />
λύση. 17<br />
16 N. Stern, «Markets and Climate Change», Letters Section of The Economist,<br />
November 22, 2008 και «Climate Change: Green, Easy and Wrong’, editorial. The<br />
Economist, November 8, 2008.<br />
xv W. Nordhaus, «The Question of Global Warming: An Exchange», The New York<br />
Review of Books. Vol. LV, No. 14, 25/9/2008.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 156
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 157<br />
7<br />
Πράσινη Ανάπτυξη<br />
Κίμων Χατζημπίρος<br />
Προσδοκία προόδου<br />
Η πρόοδος είναι ιδέα που καλλιεργήθηκε από την φιλοσοφία του Διαφωτισμού.<br />
Διανοούμενοι της ανερχόμενης αστικής τάξης τον 17 ο και 18 ο αιώνα<br />
ονειρεύτηκαν την χειραφέτηση του ανθρώπου, ενώ ήδη από την Αναγέννηση η<br />
επιστήμη αναδύεται σταδιακά ως καθοριστικός παράγων της κοινωνικής εξέλιξης.<br />
Από τον 16 ο αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες θεωρητικές εκτιμήσεις ότι ο<br />
άνθρωπος προοδεύει, παράλληλα με την επιβεβαίωση των ικανοτήτων του να<br />
τροποποιεί σε μεγάλη κλίμακα το περιβάλλον του, αλλά και να καταγράφει και<br />
να διαδίδει τους μηχανισμούς της προόδου, μέσω της τυπογραφίας.<br />
Η πρόοδος συνδέθηκε σταδιακά με την έννοια της καινοτομίας. Οι προβιομηχανικές<br />
τεχνικές βασίζονταν στις ενεργειακές δυνάμεις του ανέμου, των<br />
ζώων, του νερού και του ξύλου, οι δε χειριστές τους δεν αντιλαμβάνονταν την<br />
δυνητική πρόοδο της τεχνολογίας ως σημαντικό παράγοντα. Η πρόοδος ως έννοια<br />
οικονομική και επιστημονική συνδέεται κυρίως με την εμφάνιση της ενεργειακής<br />
δύναμης του κάρβουνου και του ατμού και την επεξεργασία του σιδήρου,<br />
κατά την πρώτη εκβιομηχάνιση. Με την ενεργειακή δύναμη του πετρελαίου<br />
και του ηλεκτρισμού, σε συνδυασμό με την μεταλλουργία των κραμάτων<br />
κατά την δεύτερη περίοδο εκβιομηχάνισης, επικυρώνεται η ταύτιση της προόδου<br />
με την δυνατότητα καινοτομίας. Στη σύγχρονη εποχή, η πρόοδος συνδέεται<br />
με την αλματώδη ανάπτυξη των παντοειδών υπηρεσιών κυρίως στον ανεπτυγμένο<br />
κόσμο και την επιταχυνόμενη εκβιομηχάνιση των αναπτυσσόμενων χωρών.<br />
Η έννοια της προόδου θεωρείται περίπου φυσική από τον 19 ο αιώνα.<br />
Ωστόσο, παράλληλα με τις εντυπωσιακές επιστημονικές και τεχνολογικές επιτυχίες,<br />
η μονοδιάστατη φύση της προκαλεί αμφισβητήσεις. Ισχυρές πεσιμιστι-
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 158<br />
158 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
κές στάσεις συνδέονται με τις μεγάλες απογοητεύσεις του δεύτερου μισού του<br />
20 ου αιώνα. Η τυφλή πίστη στα οράματα της επιστήμης, της προόδου ή της κοινωνικής<br />
δικαιοσύνης διαψεύδεται από τον τρόμο της Χιροσίμα, την περιβαλλοντική<br />
υποβάθμιση του πλανήτη και την τραγωδία του υπαρκτού σοσιαλισμού.<br />
Συνακόλουθα εμφανίζεται μια τάση καταγγελίας της προόδου, κυρίως στις χώρες<br />
της Δύσης, όπου κατ’ εξοχήν έχει ενοποιήσει και δομήσει την σημερινή κατάσταση<br />
των κοινωνιών.<br />
Μια κλασσική προσπάθεια υπεράσπισης της προόδου διατυπώνεται στην<br />
«Έκκληση της Χαδελβέργης» που δημοσιεύτηκε το 1992 με αφορμή την Διάσκεψη<br />
της Γης στο Ρίο ντε Τζανέρο. 1 Την έχουν υπογράψει περισσότεροι από<br />
4000 επιστήμονες και άλλοι διανοούμενοι από 106 χώρες, ανάμεσά τους 72 με<br />
βραβείο Νόμπελ. Εκφράζουν ανησυχία «διότι, στην αυγή του 21 ου αιώνα, αναδύεται<br />
μια ανορθολογική ιδεολογία που αντιτίθεται στην επιστημονική και βιομηχανική<br />
πρόοδο και εμποδίζει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη».<br />
Υπενθυμίζουν ότι «η ανθρωπότητα πάντοτε προόδευσε θέτοντας όλο και περισσότερο<br />
την φύση στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών και όχι το αντίστροφο».<br />
Προβάλλοντας την ύψιστη αναγκαιότητα του ορθολογισμού, υποστηρίζουν<br />
ότι η βλάβη στο περιβάλλον που προκαλείται από την επιστήμη «μπορεί<br />
να θεραπευτεί με περισσότερη και όχι με λιγότερη επιστήμη. Τα μεγαλύτερα<br />
δεινά που απειλούν την Γη είναι η άγνοια και η καταπίεση, όχι η επιστήμη, η<br />
τεχνολογία ή η βιομηχανία, οι δυνατότητες των οποίων, όταν χρησιμοποιούνται<br />
κατάλληλα, είναι απαραίτητα εργαλεία για να ξεπεραστούν τα μεγάλα προβλήματα,<br />
όπως ο υπερπληθυσμός, η πείνα και οι παγκόσμιες ασθένειες». Εκφράζουν<br />
την πεποίθηση ότι «η σύγχρονη κοινωνία είναι η καλύτερα εξοπλισμένη<br />
στην ιστορία για να αντιμετωπίσει τα δεινά του κόσμου, υπό τον όρο ότι<br />
δεν θα θυσιάζεται η επιστήμη, η πνευματική εντιμότητα και η κοινή λογική στον<br />
βωμό ανορθολογικών φόβων ή πολιτικού καιροσκοπισμού». Κατά τους<br />
εμπνευστές της, 2 η «Έκκληση της Χαδελβέργης» αποτελεί μια ήπια επίκληση<br />
της λογικής, με στόχο την αναγνώριση της επιστημονικής προόδου ως λύση και<br />
όχι αιτία των προβλημάτων υγείας και περιβάλλοντος που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.<br />
Η δημοσιοποίηση όμως του κειμένου ξεσήκωσε ζωηρή συζήτηση<br />
και μεγάλες αντιδράσεις. Παρά την σημαντική υποστήριξη από την διεθνή επιστημονική<br />
κοινότητα, τα μέσα ενημέρωσης δεν έδωσαν ιδιαίτερη δημοσιότητα<br />
και σήμερα έχει ουσιαστικά ξεχαστεί.<br />
1 www.sepp.org/policy%20declarations/heidelberg_appeal.html<br />
2 R. Kaufman, «Rio Document Spurs Debate», The Scientist, Νο. 6, 1992, σελ. 15.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 159<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 159<br />
Η ανάπτυξη και τα όρια της<br />
Το φαινόμενο της ανάπτυξης μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεκίνησε όταν για<br />
πρώτη φορά ο άνθρωπος τροποποίησε το φυσικό περιβάλλον του. 3 Η εκτεταμένη<br />
αποδάσωση κατά τους προστορικούς χρόνους αποτελεί αναμφισβήτητη<br />
συνέπεια μιας αναπτυξιακής διαδικασίας. Η σύγχρονη ιδέα της ανάπτυξης διατυπώνεται<br />
στον λόγο του Προέδρου Τρούμαν για την κατάσταση της Ένωσης, 4<br />
την 20 η Ιανουαρίου 1949: «Πρέπει να ξεκινήσουμε ένα νέο τολμηρό πρόγραμμα<br />
που θα θέτει τα πλεονεκτήματα της επιστημονικής μας πρωτοπορίας<br />
και βιομηχανικής μας προόδου στην υπηρεσία της αναβάθμισης και οικονομικής<br />
μεγέθυνσης των υπανάπτυκτων περιοχών. Περισσότεροι από τους μισούς<br />
ανθρώπους του κόσμου ζουν στη μιζέρια. Η τροφή τους είναι ανεπαρκής, υποφέρουν<br />
από ασθένειες, η οικονομική τους ζωή είναι πρωτόγονη και στάσιμη. Η<br />
φτώχεια τους αποτελεί μειονέκτημα και απειλή, τόσο γι’ αυτούς όσο και για τις<br />
πιο ευημερούσες περιοχές. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η ανθρωπότητα διαθέτει<br />
τις τεχνικές και πρακτικές γνώσεις που είναι ικανές να ανακουφίσουν την<br />
οδύνη αυτών των ανθρώπων».<br />
Η οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται στο σύνολο των θετικών αλλαγών που<br />
επέρχονται σε ένα γεωγραφικό χώρο. Δεν ταυτίζεται με την οικονομική μεγέθυνση,<br />
η οποία όμως αποτελεί κυρίαρχη διάστασή της. Συνδέεται γενικά με την<br />
έννοια της προόδου, εφ’ όσον προκαλεί άνοδο του επιπέδου ζωής των ανθρώπων,<br />
δηλαδή βελτίωση, με την οικονομική έννοια, της κοινωνικής ευημερίας. Ο<br />
τεχνοκρατικός οπτιμισμός προβάλλει ότι τα πάντα είναι δυνατά, αν διατίθενται<br />
«αρκετή ενέργεια και τεχνολογία».<br />
Η πρόοδος είναι μια ιδέα που συνιστά πρόταση για κοινωνική αλλαγή.<br />
Προποθέτει αποδοχή καινοτομιών που γενικά είναι ασύμβατες με προπάρχουσες<br />
ισορροπίες. Η ανάπτυξη έχει επίσης ιδεολογικοποιηθεί, 5 με ασύμμετρα<br />
τονισμένη την οικονομική της διάσταση. Η οικονομική ανάπτυξη ανατρέπει<br />
κοινωνικές και οικολογικές ισορροπίες, ενώ οι αρνητικές περιβαλλοντικές ή<br />
άλλες κοινωνικές επιπτώσεις της δύσκολα αποτιμώνται.<br />
Ισχυρός κλονισμός στην αναπτυξιακή ιδεολογία επήλθε το 1972 με την μελέτη<br />
της Λέσχης της Ρώμης και «Τα όρια της ανάπτυξης». 6 Στο προσκήνιο της<br />
3 Κ. Χατζημπίρος, Οικολογία. Οικοσυστήματα και Προστασία του Περιβάλλοντος,<br />
Γ΄ Έκδοση, εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα, 2007.<br />
4 http://fr.wikipedia.org/wiki/<br />
5 Βλέπε στα A. Gorz, Adieux au proletariat, Galilee, Paris 1980 και Μ. Μοδινός, «Κρίση<br />
του καπιταλισμού ή κρίση της ανάπτυξης;», Νέα Οικολογία, Ν. 28, 1987, σελ. 20-26.<br />
6 D., J. Meadows Randers και W. Behrens, The Limits to Growth. Report of the Club<br />
of Rome, Universe Books, New York, 1972.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 160<br />
160 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
διεθνούς κοινής γνώμης ήλθε το ερώτημα αν είναι δυνατή η συνεχής οικονομική<br />
μεγέθυνση σε έναν κόσμο, όπου οι φυσικοί πόροι είναι περιορισμένοι.<br />
Μεταξύ άλλων, έθετε εν αμφιβόλω τον βασικό στόχο της Ευρωπακής Κοινότητας<br />
για συνεχή μεγέθυνση της οικονομίας ως προπόθεση βελτίωσης της ευημερίας.<br />
Είναι βέβαια φανερό ότι το ερώτημα αποτελεί μια μοντέρνα έκδοση<br />
της κλασσικής μαλθουσιανής ιδέας ότι η αύξηση της ανθρωπότητας αναγκαστικά<br />
περιορίζεται από τους πόρους της φύσης. Η αντίληψη αυτή δεν λαμβάνει<br />
υπ’ όψη τις δυνατότητες της τεχνολογίας να διευρύνει το όρια των φυσικών συστημάτων,<br />
ούτε την προσαρμογή της αναπτυξιακής διαδικασίας στην αρνητική<br />
ανάδραση που προκαλείται από τις μαλθουσιανές ανησυχίες.<br />
Οι αστάθμητοι κίνδυνοι από τις παρενέργειες της τεχνολογίας εγείρουν<br />
επίσης το ζήτημα των ορίων της ανάπτυξης. Μία ολοκληρωμένη προσέγγισή<br />
τους συναρτάται και με την ανίχνευση των ορίων του ίδιου του ανθρώπου, ως<br />
ψυχολογική προσωπικότητα και ως κοινωνικό ον. Σήμερα, στον ανεπτυγμένο<br />
κόσμο εμφανίζονται ποικίλες επιθυμίες επιστροφής στο παρελθόν, αλλά η νοσταλγία<br />
προκαπιταλιστικών τρόπων ζωής και η απόρριψη της ανάπτυξης συνιστούν<br />
φονταμενταλιστικές θέσεις που δεν αγγίζουν μεγάλες πλειοψηφίες στον<br />
πλανήτη.<br />
Θεωρητική προσέγγιση της επιβάρυνσης από την ανάπτυξη δίνεται από την<br />
επιστημονική ανάλυση του εξωτερικού κόστους. Στο στενά οικονομικό κόστος<br />
προστίθεται μια ποσότητα που αντιστοιχεί σε δυσμενείς συνέπειες της ανάπτυξης,<br />
τώρα ή στο μέλλον, στο τοπικό ή στο παγκόσμιο περιβάλλον, σε κάποιες<br />
κοινωνικές ομάδες ή στο κοινωνικό σύνολο. Αν λοιπόν το εξωτερικό κόστος<br />
ενσωματωθεί στην αναπτυξιακή διαδικασία και στις τιμές, τότε δημιουργούνται<br />
οικονομικές προποθέσεις αντιμετώπισης των δυσμενών συνεπειών. Η<br />
ανάπτυξη γίνεται έτσι πιο ακριβή, αλλά και πιο δίκαιη. Ωστόσο, οι προωθητές<br />
της ανάπτυξης δεν είναι κατά κανόνα διατεθειμένοι να δεχτούν οικονομική<br />
επιβάρυνση από το εξωτερικό κόστος, ενώ οι αρνητές της ανάπτυξης δεν ικανοποιούνται<br />
με συμβιβασμούς που δίνουν πράσινο φως στην, έστω ακριβότερη,<br />
μεγέθυνση. 7 Και από τις δύο πλευρές προβάλλεται η ένσταση ότι οι εξωτερικές<br />
επιβαρύνσεις είναι πρακτικά αδύνατο να αποτιμηθούν. Έτσι, οι αναμφισβήτητες<br />
δυσκολίες για μια αξιόπιστη εκτίμηση του εξωτερικού κόστους χρησιμοποιούνται<br />
συνήθως ως επιχείρημα για την παράκαμψή του.<br />
7 N. Adger, «Environmental and ecological economics» σε Τ. O’Riordan, (επιμ.)<br />
Environmental <strong>Science</strong> for Environmental Management, Pearson, Prentice Hall, 2000, σσ.<br />
93-118 και Μ. Μοδινός, Η αρχαιολογία της ανάπτυξης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις<br />
Κρήτης, 1996.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 161<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 161<br />
Η αντιπαράθεση «ανάπτυξη ή περιβάλλον», μολονότι σχετική, αποτελεί τον<br />
σκληρό πυρήνα της αναπτυξιακής ιδεολογίας που επικρατεί στα στελέχη των<br />
επιχειρήσεων, στα μεγάλα Ευρωπακά Ταμεία και στις περισσότερες κυβερνήσεις<br />
του πλανήτη. Οι αντιλήψεις π.χ. για την περιφερειακή ανάπτυξη και τη<br />
μείωση των ανισοτήτων σπάνια είναι συμβατές με τις αρχές της περιβαλλοντικής<br />
πολιτικής. 8 Σύμφωνα με τις οικονομικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν μέχρι<br />
την δεκαετία του ’80, η εφαρμογή προχωρημένων περιβαλλοντικών μέτρων<br />
διογκώνει υπερβολικά το κόστος και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Τα<br />
τελευταία 20 χρόνια, ιδιαίτερα στον ευρωπακό χώρο, νέες προσεγγίσεις εκτιμούν<br />
ότι τα αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα δημιουργούν κίνητρα για την<br />
επιχειρηματικότητα, επομένως η προστασία του περιβάλλοντος βελτιώνει την<br />
ανταγωνιστικότητα των δυναμικών τομέων της οικονομίας. Η αντιπαράθεση<br />
ανάμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη παραμένει<br />
ενεργή, αλλάζοντας όμως μορφή. Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα<br />
μιας περιβαλλοντικής πολιτικής, αν ενσωματώνεται όχι μόνο οικολογικός,<br />
αλλά και οικονομικός και κοινωνικός προβληματισμός. Έχει αναπτυχθεί μια<br />
ευρύτερη συζήτηση γύρω από ιδέες για λιγότερο κράτος, περισσότερη αγορά<br />
και κοινωνική συμμετοχή. Η πιο σύγχρονη κριτική προς την περιβαλλοντική<br />
πολιτική εστιάζεται στην περιορισμένη αποτελεσματικότητα των νομοθετικών<br />
παρεμβάσεων, στη μειωμένη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και του κοινού<br />
στην λήψη των αποφάσεων και στην άνιση επιβάρυνση του κόστους από την<br />
ομοιόμορφη εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας σε ανομοιόμορφες οικονομίες.<br />
Σε επίπεδο ιδεολογίας και πολιτικής, η αειφορία ή βιωσιμότητα (sustaina -<br />
bility) αποτελεί τη σύγχρονη απάντηση στις ενστάσεις για υπερβολική ή ανεπαρκή<br />
προστασία του περιβάλλοντος. 9 Πρακτικά ο όρος σημαίνει την εξισορρόπηση<br />
οικονομικής μεγέθυνσης και διατήρησης του περιβάλλοντος. Η ανάπτυξη,<br />
για να συνεχισθεί απρόσκοπτα, θα πρέπει να χρησιμοποιεί ορθολογικά<br />
τους φυσικούς πόρους. Η αειφορία έχει σημαντική κοινωνική διάσταση που<br />
βασίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των σημερινών ανθρώπων αλλά και μεταξύ<br />
των γενεών. Η αειφόρος ανάπτυξη της Ευρώπης, στο πλαίσιο της στρατηγικής<br />
της Λισαβόνας ορίζεται κυρίως με οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, με<br />
8 Δ. Τσαντίλης. και Κ. Χατζημπίρος, «Η Περιβαλλοντική Πολιτική» σε Ν. Μαραβέγιας<br />
και Μ. Τσινισιζέλης (επιμ.), Νέα Ευρωπακή Ένωση. Οργάνωση και Πολιτικές. 50<br />
χρόνια, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2007.<br />
9 T. O’Riordan, «The sustainability debate» σε O’Riordan (επιμ.) οπ.π., 2000, σσ. 29-<br />
62 και World Commission on Environment and Development, Our Common Future,<br />
Oxford University Press, Oxford, 1987.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 162<br />
162 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
βάση την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί προπόθεση<br />
για τη μείωση της ανεργίας, των κοινωνικών ανισοτήτων και των περιβαλλοντικών<br />
πιέσεων. Πάντως, υπάρχει κάποια απόσταση μεταξύ αειφορίας και<br />
πράσινης ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα της ενεργειακής στρατηγικής.<br />
Η αειφόρος ανάπτυξη θεωρείται συμβατή με κάθε πηγή ενέργειας που<br />
εξασφαλίζει περιβαλλοντική προστασία, όπως π.χ. η χρήση ορυκτών καυσίμων<br />
με αποθήκευση του παραγόμενου διοξειδίου του άνθρακα ή, ακόμα και η παραγωγή<br />
ηλεκτρισμού από πυρηνικά εργοστάσια αν είναι επαρκή τα μέτρα<br />
ασφαλείας. Αντίθετα, η πράσινη ανάπτυξη προωθεί κυρίως την παραγωγή από<br />
ανανεώσιμες πηγές και την εξοικονόμηση ενέργειας.<br />
Κύρια χαρακτηριστικά μιας πράσινης ανάπτυξης<br />
Η έννοια της πράσινης ανάπτυξης δεν έχει ακόμα αποκτήσει διεθνώς μια<br />
σαφώς καθορισμένη σημασία. Οπωσδήποτε όμως χαρακτηρίζεται από κάποιες<br />
αναγκαίες και αλληλένδετες προποθέσεις, όπως είναι η αποσύνδεση, η εξοικονόμηση,<br />
η αξιοποίηση της τεχνολογίας, η δημιουργία απασχόλησης και ο παρεμβατισμός.<br />
Αποσύνδεση<br />
Βασική επιδίωξη είναι η επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς επιδείνωση<br />
περιβαλλοντικών προβλημάτων. Αποσύνδεση (decoupling) επιτυγχάνεται<br />
όταν η ανάπτυξη απεξαρτάται από τις εισροές ενέργειας και πρώτων<br />
υλών. 10 Η αποσύνδεση θεωρείται ισχυρή όταν δεν επέρχεται καθόλου αύξηση<br />
της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, πράγμα που έχει παρατηρηθεί σε χώρες του<br />
ΟΟΣΑ στις περιπτώσεις εκπομπών πολλών αέριων ρύπων. Η ασθενής αποσύνδεση<br />
είναι πιο συνήθης. Στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ η περιβαλλοντική<br />
υποβάθμιση συνεχίζεται μεν αλλά, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει μερικά αποσυνδεθεί<br />
ο ρυθμός αύξησης της περιβαλλοντικής υποβάθμισης για την ενέργεια,<br />
το νερό και τους φυσικούς πόρους, από τον ρυθμό ανάπτυξης. Π.χ., η<br />
ολική τελική ενέργεια στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 17% μεταξύ 1980<br />
και 1998, αλλά ο λόγος της ολικής πρωτογενούς ενέργειας προς το ΑΕΠ μειώθηκε<br />
κατά 16% στην ίδια περίοδο. Όμως, για την παραγωγή στερεών αστικών<br />
αποβλήτων ή την χρήση αυτοκινήτων δεν έχει εμφανιστεί ακόμα ούτε ασθενής<br />
10 www.oecdobserver.org/news/fullstory.php/aid/453/Decoupling_environment_from<br />
_economic_growth .html
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 163<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 163<br />
αποσύνδεση στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ.<br />
Η αποσύνδεση προωθείται με την θέσπιση υποχρεώσεων για τους χρήστες<br />
ώστε να κάνουν λογική χρήση των πόρων, π.χ. πληρωμή του πλήρους κόστους<br />
για τη χρήση κάθε φυσικού πόρου, με αφαίρεση περιβαλλοντικά επιβλαβών<br />
επιδοτήσεων. Προωθείται επίσης με την καινοτομία που οδηγεί σε καθαρότερες<br />
τεχνολογίες παραγωγής. Η ανάγκη αντιμετώπισης της παγκόσμιας φτώχειας<br />
δεν επιτρέπει πάντοτε τη μείωση της κατανάλωσης αγαθών. Μπορούν<br />
όμως να βρεθούν τρόποι ώστε να μειωθεί η περιβαλλοντική βλάβη από την κατανάλωση,<br />
π.χ. με την υποκατάσταση των πιο βλαβερών προόντων.<br />
Η κατάλληλη περιβαλλοντική πολιτική μπορεί να φέρει αποσύνδεση. Προποθέτει<br />
αποτελεσματική κρατική παρέμβαση, κοινωνική συμμετοχή στις αποφάσεις,<br />
εταιρική κοινωνική ευθύνη, δραστηριοποίηση μη κυβερνητικών οργανώσεων,<br />
εθελοντισμό. Χρειάζεται να αξιοποιούνται εργαλεία όπως οι ήπιες τεχνολογίες,<br />
η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η ανάλυση κύκλου ζωής,<br />
οι πιστοποιήσεις. Πολλά μέτρα βασίζονται στην λειτουργία της αγοράς, όπως η<br />
διόρθωση των τιμών με την επιβολή φορολογίας ή με εμπορεύσιμες άδειες,<br />
ώστε να ενσωματώνεται το εξωτερικό κόστος.<br />
Εξοικονόμηση<br />
Επιδίωξη αποτελεί η αλλαγή του σπάταλου τρόπου ζωής, με συγκράτηση<br />
της υπερβολικής κατανάλωσης πόρων. Είναι π.χ. απαραίτητη η μείωση της<br />
σπατάλης νερού και ενέργειας ή της αλόγιστης χρήσης του ιδιωτικού αυτοκινήτου.<br />
Αυτό απαιτεί ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των πολιτών, ώστε να αναπτύξουν<br />
περιβαλλοντική συνείδηση και να συμπεριφέρονται πιο ορθολογικά.<br />
Παρουσιάζονται όμως μεγάλες δυσκολίες και αντιστάσεις, ιδίως σε ομάδες με<br />
χαμηλό οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο και μη ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση.<br />
Σε περιπτώσεις που οι άνθρωποι είχαν να επιλέξουν μεταξύ του προσωπικού<br />
οφέλους από την οικονομική αύξηση και της αποφυγής υποβάθμισης των<br />
φυσικών πόρων, συχνά προτίμησαν την λιγότερο βιώσιμη επιλογή. 11<br />
Πολύ αποτελεσματική εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με τεχνολογικές<br />
βελτιώσεις και καινοτομίες. Στον αγροτικό τομέα, η άρδευση με κατάλληλα συστήματα<br />
μπορεί να μειώσει την σπατάλη νερού. Στα κτίρια, μεγάλη μείωση της<br />
ενεργειακής σπατάλης για θέρμανση και κλιματισμό επιτυγχάνεται με την<br />
εφαρμογή νέων τεχνολογιών. Παρόμοιες δυνατότητες υπάρχουν στον τομέα<br />
των μεταφορών, σε προόντα που γρήγορα μετατρέπονται σε απορρίμματα<br />
κ.λπ.<br />
11 EEA. The European Environment. State and Outlook, 2005. www.eea.europa.eu
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 164<br />
164 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
Στις ΗΠΑ υπήρξε μεγάλη επιτυχία στο να ενθαρρυνθούν οι πολίτες να ανακυκλώνουν<br />
τα απορρίμματα, αλλά αποτυχία στο να μειώσουν την οδήγηση αυτοκινήτου.<br />
Έρευνες έδειξαν ότι το πιο επίμονο ποσοστό πληθυσμού που οδηγεί<br />
αυτοκίνητο αποτελείται από εργαζόμενες γυναίκες που έχουν ανάγκη τα<br />
οχήματά τους για να προλαβαίνουν τις υποχρεώσεις σχετικά με την εργασία, τη<br />
φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών. Η λύση βέβαια είναι να βρεθούν τρόποι<br />
για να διευκολυνθεί η κινητικότητά τους με χαμηλότερη κατανάλωση φυσικών<br />
πόρων. 12<br />
Αξιοποίηση της τεχνολογίας<br />
Η τεχνολογία μπορεί να μετατραπεί από σημαντικό μέρος του προβλήματος<br />
σε καθοριστικό στοιχείο της λύσης. 13 Η πράσινη ανάπτυξη δεν χρειάζεται λιγότερη<br />
ή πιο πρωτόγονη τεχνολογία. Οι περισσότερες από τις παλιές τεχνολογίες<br />
δεν είναι περιβαλλοντικά φιλικές, αφού υστερούν στην εξοικονόμηση πόρων<br />
και στην αποσύνδεση. Είναι αναγκαία σήμερα η άμεση τεχνολογική αντιμετώπιση<br />
παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων όπως η κλιματική αλλαγή, η<br />
ατμοσφαιρική ρύπανση, η οξίνιση και διάβρωση των εδαφών, η εξάντληση και<br />
ρύπανση των υδατικών πόρων, η αύξηση της ποσότητας και επικινδυνότητας<br />
των αποβλήτων. Χάρη στην χρήση βελτιωμένων και αποδοτικότερων τεχνολογιών<br />
μπορούν να επιτευχθούν χαμηλότερες εισροές υλικών και ενέργειας και<br />
χαμηλότερες εκροές ρύπων.<br />
Γενικά, ο τρόπος εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων συνδέεται άμεσα με<br />
το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας. Ήπιες τεχνολογίες είναι όσες<br />
εξασφαλίζουν ανανεωσιμότητα των πόρων και προστασία του περιβάλλοντος,<br />
ενώ δεν δημιουργούν κοινωνικούς κινδύνους, όπως π.χ. καταστροφικά ατυχήματα.<br />
14 Το τελευταίο χαρακτηριστικό επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, π.χ.<br />
η πλειοψηφία των οικολογικών κινημάτων θεωρεί ότι η υπερβολική συγκέντρωση<br />
εξουσίας από τους τεχνοκράτες αποτελεί κοινωνικό κίνδυνο. Η ορθολογική<br />
χρήση των φυσικών πόρων και η χρησιμοποίηση ηπιότερων τεχνολογιών<br />
είναι σε ένα βαθμό ζήτημα οικονομικό, διότι αυξάνεται σημαντικά το κό-<br />
12 www.oecdobserver.org/news/fullstory.php/aid/453/Decoupling_environment_from<br />
_econo micgrowth .html<br />
13 Κ. Χατζημπίρος, «Προοπτικές συμβολής νέων τεχνολογιών στη μείωση της περιβαλλοντικής<br />
υποβάθμισης» σε Δ. Ρόκος (επιμ.), Επιστήμες και περιβάλλον στα τέλη του<br />
αιώνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1994.<br />
14 Χατζημπίρος, Οικολογία. Οικοσυστήματα και Προστασία του Περιβάλλοντος,<br />
οπ.π., 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 165<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 165<br />
στος εκμετάλλευσης, άρα και το κόστος του τελικού προόντος, καθιστώντας<br />
την ανάπτυξη πιο ακριβή. Η υλική βάση μιας τέτοιας εξέλιξης προκύπτει με<br />
επιταχυνόμενο ρυθμό, μέσω νέων προόντων που επιτρέπουν παραγωγή φιλικότερη<br />
προς το περιβάλλον. Παραδείγματα αποτελούν οι καθαρότερες τεχνολογίες<br />
παραγωγής ενέργειας, βιομηχανικών και αγροτικών προόντων, οι διάφορες<br />
αντιρρυπαντικές τεχνολογίες, η ανακύκλωση στερεών, υγρών και αέριων<br />
αποβλήτων, η εξοικονόμηση ενέργειας, νερού και άλλων φυσικών πόρων,<br />
η υποκατάσταση επικίνδυνων ή τοξικών προόντων, η υποκατάσταση μη αναγκαίων<br />
μεταφορών μέσω πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. Τεχνολογίες<br />
αιχμής, όπως η βιοτεχνολογία ή τα νέα υλικά μπορούν, με κατάλληλη πολιτική,<br />
να εξυπηρετήσουν το τρίπτυχο αειφορία-ανταγωνιστικότητα- απασχόληση. Σημαντικές<br />
περιβαλλοντικές βελτιώσεις των τελευταίων ετών προέκυψαν από τεχνικές<br />
λύσεις, όπως η υποκατάσταση ουσιών που καταστρέφουν το στρατοσφαιρικό<br />
όζον, η αμόλυβδη βενζίνη, οι καταλυτικοί μετατροπείς, η μετάβαση<br />
από κάρβουνο και πετρέλαιο σε φυσικό αέριο, χωρίς να επηρεαστούν αρνητικά<br />
τα επίπεδα ζωής.<br />
Δημιουργία απασχόλησης<br />
Πολλές δυνατότητες έχει η χρήση οικονομικών εργαλείων για την ταυτόχρονη<br />
επίτευξη περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων. Ορόσημο αυτού του<br />
προβληματισμού ήταν το Λευκό Βιβλίο, που συντάχθηκε με πρωτοβουλία του<br />
προέδρου της Ευρωπακής Επιτροπής J. Delors, χωρίς τελικά να υιοθετηθεί.<br />
Κεντρική διαπίστωσή του ότι το αναπτυξιακό μοντέλο βασίζεται σε μη βέλτιστη<br />
χρήση των βασικότερων οικονομικών συντελεστών, δηλαδή της εργασίας και<br />
των φυσικών πόρων, με αποτέλεσμα αυξημένη ανεργία και υποβάθμιση του περιβάλλοντος.<br />
Η πρόκληση ήταν να αυξηθεί η απασχόληση και να μειωθεί η<br />
χρήση ενέργειας και άλλων φυσικών πόρων. Κύριο μέσο για την επίτευξη του<br />
διπλού στόχου θα ήταν μια πράσινη φορολογική μεταρρύθμιση που θα διόρθωνε<br />
τις τιμές, ώστε να εσωτερικευθεί το εξωτερικό οικολογικό και κοινωνικό<br />
κόστος, με μετάθεση της φορολογικής επιβάρυνσης από την εργασία στην κατανάλωση<br />
φυσικών πόρων. Οι διορθωμένες τιμές θα αποτελούσαν μόνιμο κίνητρο<br />
για να ανακοπεί η υποκατάσταση της εργασίας από ενεργοβόρα και σπάταλη<br />
τεχνολογία, θα προωθούσαν, δηλαδή, την απασχόληση και θα μείωναν<br />
την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. 15<br />
15 Λ. Λουλούδης και Ν. Μπεόπουλος, «Η Περιβαλλοντική Πολιτική» σε Ν. Μαραβέγιας<br />
και Μ. Τσινισιζέλης (επιμ.), Η Ολοκλήρωση της Ευρωπακής Ένωσης, Θεμέλιο,<br />
Αθήνα, 1995, σσ. 616-644
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 166<br />
166 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
Οι δραστηριότητες προστασίας του περιβάλλοντος, όπως η εξοικονόμηση<br />
ενέργειας και άλλων πόρων, η αντιρρυπαντική τεχνολογία, η υποκατάσταση<br />
τοξικών υλικών, η ανακύκλωση αποβλήτων, η εφαρμογή νέων μεθόδων καθαρότερης<br />
παραγωγής, η οργάνωση και αξιοποίηση της προστασίας της φύσης<br />
κ.λπ. δημιουργούν πολλές θέσεις εργασίας. 16 Η αυξημένη απασχόληση δεν<br />
αποτελεί βέβαια αυτόματη συνέπεια όλων των περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων<br />
και απαιτείται μια ενεργός στρατηγική προσανατολισμού των δαπανών<br />
προς επενδύσεις με υψηλή ένταση εργασίας. Ωστόσο, η πράσινη φορολογική<br />
πολιτική συναντά πολλές αντιδράσεις, διότι εκφράζονται φόβοι ότι θα αύξηθεί<br />
το κόστος και θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα, εφ’όσον δεν πραγματοποιηθούν<br />
παρόμοια βήματα από όλους τους ανταγωνιστές στο διεθνή χώρο.<br />
Παρεμβατισμός<br />
Η προώθηση της προστασίας του περιβάλλοντος με «πιλότο» τους μηχανισμούς<br />
της αγοράς είναι ουτοπία. Η διαμορφούμενη παγκοσμιοποιημένη αγορά<br />
παρουσιάζει διάφορες ανεπάρκειες και, ειδικότερα, αδυναμία να εξασφαλίσει<br />
ταυτόχρονα οικονομική ανάπτυξη, πλήρη απασχόληση και περιβαλλοντική<br />
προστασία. 17 Χρειάζονται λοιπόν διορθωτικές παρεμβάσεις, με δράσεις του<br />
δημόσιου τομέα. Η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική πολιτική, με νομοθετική, διοικητική,<br />
επιστημονική/τεχνολογική, οικονομική και ιδεολογική διάσταση,<br />
απαιτεί δημόσια παρέμβαση, από το κράτος ή διακρατικούς οργανισμούς αλλά<br />
και από την κοινωνία των πολιτών. 18<br />
Ορισμένα περιβαλλοντικά προβλήματα χρειάζονται οργανωμένη διαχείριση<br />
του χώρου από την πολιτεία. Εργαλεία όπως το κτηματολόγιο, ο καθορισμός<br />
χρήσεων γης, ο σχεδιασμός των αστικών κέντρων προωθούν αποτελεσματικά<br />
την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικά η θέσπιση κανόνων για τις χρήσεις<br />
γης συμβάλλει στην βιωσιμότητα, αφού μειώνει την απώλεια πολύτιμων<br />
φυσικών και πολιτιστικών πόρων, όπως τα δάση, οι ακτές και τα τοπία, αποτρέποντας<br />
συγκρούσεις μεταξύ μη συμβατών χρήσεων.<br />
16 Βλέπε σε OECD, Environment and Employment: an Assessment, 2004, ENV/<br />
EPOC/WPNEP(2003)11/FIN και Δ. Τσαντίλης, Περιβάλλον και Απασχόληση, εκδόσεις<br />
Νεφέλη, Αθήνα, 1997.<br />
17 Η. Ευθυμιόπουλος και Μ. Μοδινός (επιμ.), Οι δρόμοι της αειφορίας, Διεπιστημονικό<br />
Iνστιτούτο Περιβαλλοντικών Eρευνών, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,<br />
2003.<br />
18 Κ. Χατζημπίρος, «Περιβαλλοντικό έλλειμμα και μεταρρυθμιστικό αίτημα» σε Χ.<br />
Τσούκας (επιμ.) Για μια Προοδευτική Πολιτική, ΚΕΠΠ, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα,<br />
2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 167<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 167<br />
Τα οικονομικά εργαλεία αποτελούν σημαντικό τρόπο παρέμβασης για την<br />
προώθηση της πράσινης ανάπτυξης αλλά και της απασχόλησης. Οι φόροι, οι<br />
επιδοτήσεις, τα δικαιώματα εκπομπών κ.λπ. είναι μερικές φορές αποτελεσματικότερα<br />
εργαλεία από τις παραδοσιακές νομικές ρυθμίσεις και την καταστολή.<br />
Ωστόσο έχουν εφαρμοσθεί μόνο σε ορισμένους τομείς (π.χ. γεωργία,<br />
ενέργεια, μεταφορές) και μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί προς μια οικολογική<br />
αναθεώρηση των φόρων. Μια πιο ευέλικτη, αποκεντρωμένη, ανοικτή και συμμετοχική<br />
προσέγγιση προβάλλεται τα τελευταία χρόνια, θέτοντας ευρείς στόχους<br />
που μπορούν να επιτευχθούν με εθελοντικές ρυθμίσεις ή με μέτρα βασιζόμενα<br />
στους νόμους της αγοράς. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν μετά την Σύνοδο<br />
στο Γιοχάνεσμπουργκ 19 το 2002, όπου αμφισβητήθηκε, κυρίως από τις ΗΠΑ<br />
και τις αναπτυσσόμενες χώρες, η νομοθετική προσέγγιση των περιβαλλοντικών<br />
προβλημάτων, προς όφελος εργαλείων φιλελεύθερης λογικής, όπως είναι οι<br />
εθελοντικοί περιβαλλοντικοί έλεγχοι, η περιβαλλοντική σήμανση των προόντων<br />
και τα εμπορεύσιμα δικαιώματα εκπομπών. Απαραίτητη είναι βέβαια η<br />
ενσωμάτωση των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής πολιτικής σε όλες τις άλλες<br />
αναπτυξιακές πολιτικές 20 και, παράλληλα, η ανάπτυξη κοινής ευθύνης με συναίνεση<br />
εμπλεκομένων κυβερνήσεων, βιομηχανίας και ευρύτερου κοινού γύρω<br />
από τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Προφανώς, η επιτυχία συναρτάται τόσο<br />
με τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας, όσο και με την ανάπτυξη της κοινωνικής<br />
συνείδησης και του γενικού μορφωτικού επιπέδου.<br />
Ο στόχος μηδενικής περιβαλλοντικής επιβάρυνσης<br />
Επιχειρηματίες, κρατικά στελέχη, μηχανικοί και γενικά οι παράγοντες που<br />
προωθούν την αναπτυξιακή διαδικασία πιστεύουν ότι κάθε ανθρώπινη αναπτυξιακή<br />
δραστηριότητα αναπόφευκτα έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πρόκειται<br />
για μια άποψη που έχει μεν ορθή επιστημονική βάση, αλλά εξελίσσεται σε ιδεολογία<br />
και τελικά οδηγεί σε ανοχή των επιπτώσεων της ανάπτυξης που δεν είναι<br />
αναπόφευκτες. Η διαπραγμάτευση της αναπτυξιακής διαδικασίας και η λήψη<br />
αποφάσεων σε συνάρτηση με τα συμφέροντα που συγκρούονται θέτουν κατά<br />
κανόνα την πλευρά της περιβαλλοντικής προστασίας σε αμυντική θέση. Ο οικολογικός<br />
χώρος αντιδρά με σφοδρότητα, υιοθετώντας συχνά ακραίες φονταμενταλιστικές<br />
θέσεις που στην ουσία τους υπονομεύουν την πράσινη ανάπτυξη. 21<br />
19 Ευθυμιόπουλος και Μοδινός (επιμ.), οπ.π., 2003.<br />
20 Τσαντίλης και Χατζημπίρος, οπ.π., 2007.<br />
21 Χατζημπίρος, «Περιβαλλοντικό έλλειμμα και μεταρρυθμιστικό αίτημα», οπ.π.,<br />
2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 168<br />
168 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
Χαρακτηριστικά δείγματα η αντίθεση στην εγκατάσταση αιολικών πάρκων ή η<br />
άρνηση κάθε συζήτησης για την γενετική τροποποίηση οργανισμών. Ωστόσο, η<br />
σημερινή και, ακόμα περισσότερο, η μελλοντική τεχνολογία, δημιουργούν προοπτικές<br />
για οικονομικές δραστηριότητες με περιβαλλοντική επιβάρυνση που θα<br />
τείνει προς το μηδέν. Βέβαια, η ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης σε ένα περιβαλλοντικό<br />
τομέα, π.χ. στα αστικά απόβλητα, δεν σημαίνει ότι η συνολική επίπτωση<br />
στο παγκόσμιο περιβάλλον τείνει προς το μηδέν. Η πλήρης εκτίμηση της<br />
περιβαλλοντικής επιβάρυνσης με ανάλυση κύκλου ζωής της δραστηριότητας<br />
αποκαλύπτει ενδεχομένως πρόσθετες επιπτώσεις. Όταν π.χ. μια πόλη καταφέρνει<br />
να ανακυκλώσει όλα τα αστικά απόβλητα ή μια τουριστική δραστηριότητα<br />
καταφέρνει να ελαχιστοποιήσει την κατανάλωση νερού, οι περιβαλλοντικές<br />
επιπτώσεις από την ενέργεια που δαπανήθηκε για την ανακύκλωση ή για τις τεχνικές<br />
εξοικονόμησης παραμένουν. Εν πάσει περιπτώσει όμως, ανατρέπεται η<br />
ιδεολογική παραδοχή περί του αναπόφευκτου των περιβαλλοντικών επιπτώσεων<br />
και αυτό δημιουργεί πολύ ευνοκότερες προποθέσεις για την προώθηση<br />
πράσινης ανάπτυξης.<br />
Έστω και στο πλαίσιο ενός μόνο περιβαλλοντικού τομέα, η μηδενική επιβάρυνση<br />
έχει μεγάλη σημασία, διότι αποτελεί ένα αποδοτικό επί μέρους στόχο.<br />
Αναφέρονται κατωτέρω χαρακτηριστικές περιπτώσεις μεγάλων διεθνών ζητημάτων<br />
για τα οποία ο στόχος μηδενικής περιβαλλοντικής επιβάρυνσης είναι ενδιαφέρων.<br />
Σε χώρες με δυνητικά υψηλή ποιότητα περιβάλλοντος όπως η Ελλάδα,<br />
δημιουργούνται ιδιαίτερα ευνοκές προοπτικές για την ανταγωνιστικότητα<br />
σημαντικών παραγωγικών τομέων, π.χ. του τουρισμού. Η πράσινη ανάπτυξη<br />
με μηδενική περιβαλλοντική επιβάρυνση είναι βεβαίως ακριβότερη,<br />
αλλά το επιπλέον κόστος μειώνεται με την μαζική παραγωγή των καινοτόμων<br />
τεχνικών, αλλά και λόγω του οφέλους από την αυξημένη ανταγωνιστικότητα.<br />
Μηδενική επιβάρυνση από απόβλητα<br />
Η βιώσιμη διαχείριση των αστικών υγρών και στερεών αποβλήτων αποτελεί<br />
αναγκαιότητα για το περιβάλλον και, παράλληλα, οικονομικό τομέα που δημιουργεί<br />
απασχόληση. Οι δυνατότητες επιχειρηματικής, δημόσιας ή ιδιωτικής,<br />
δραστηριότητας είναι σημαντικές. Η τεχνολογία κάνει σήμερα εφικτή την ελαχιστοποίηση<br />
στερεών και υγρών αποβλήτων, με μακροπρόθεσμο στόχο μηδενικά<br />
απόβλητα (zero-waste) από τις πόλεις, τις τουριστικές εγκαταστάσεις κ.λπ.<br />
Στην περίπτωση των υγρών αποβλήτων, ο στόχος απαιτεί εξοικονόμηση στην<br />
κατανάλωση νερού, πλήρη επεξεργασία των λυμάτων και επαναχρησιμοποίησή<br />
τους ως αρδευτικό νερό. Για παράδειγμα, τουριστικές εγκαταστάσεις<br />
γκολφ σε άνυδρες περιοχές μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς κατανάλωση τοπικών<br />
υδατικών πόρων.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 169<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 169<br />
Στην περίπτωση των αστικών στερεών αποβλήτων, απώτερος στόχος είναι η<br />
αξιοποίησή τους, με κατάργηση της ταφής. Χρειάζεται μείωση των παραγόμενων<br />
άχρηστων στερεών, με περιορισμούς της μη αναγκαίας κατανάλωσης και<br />
με επαναχρησιμοποίηση ορισμένων αποβλήτων. Κύρια προσπάθεια είναι η<br />
πλήρης ανακύκλωση των πλαστικών, γυαλιών, χαρτιού, αλουμινίου και λοιπών<br />
μετάλλων, την οποία οι σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες έχουν κάνει εφικτή.<br />
Τα υλικά πρέπει να διαχωρίζονται στην πηγή από τον καταναλωτή. Παράλληλα,<br />
είναι αναγκαία η ανακύκλωση των υλικών εκσκαφών, κατασκευών,<br />
κατεδαφίσεων, επισκευών κ.λπ. Οι δραστηριότητες διαλογής στην πηγή και<br />
ανακύκλωσης συνδυάζονται άριστα με συστήματα κομποστοποίησης και πλήρους<br />
αξιοποίησης των οργανικών στερεών αποβλήτων, που προέρχονται από<br />
υπολείμματα τροφής, κήπων και καλλιεργειών. Τέτοια συστήματα μπορούν να<br />
λειτουργούν είτε κεντρικά, ως εγκαταστάσεις επεξεργασίας είτε αποκεντρωμένα,<br />
με κάδους κομποστοποίησης στους κήπους των σπιτιών. Αντίθετα, αδιέξοδες<br />
και δαπανηρές τεχνικές, όπως η μηχανική επεξεργασία των απορριμμάτων<br />
πρέπει να αποφεύγονται. 22<br />
Στην περίπτωση ειδικών στερεών αποβλήτων, όπως αυτοκίνητα, ηλεκτρικές<br />
συσκευές, μπαταρίες, ορυκτέλαια, ελαστικά αυτοκινήτων, λαμπτήρες κ.λπ., οι<br />
τεχνολογικές δυνατότητες επίσης επιτρέπουν την ανακύκλωση των υλικών<br />
τους. Ορισμένα μολυσματικά ή τοξικά στερεά απόβλητα χρειάζεται να αποτεφρώνονται.<br />
Μηδενική επιβάρυνση υδατικών πόρων<br />
Η εξοικονόμηση, σε συνδυασμό με την ανακύκλωση του χρησιμοποιημένου<br />
νερού, μπορούν να μειώσουν σημαντικά την κατανάλωση υδατικών πόρων.<br />
Στόχος η μηδενική κατανάλωση όχι μόνο μη ανανεώσιμων αλλά και ανανεώσιμων<br />
υδατικών πόρων (zero-water). Ο φιλόδοξος αυτός στόχος δεν είναι ανέφικτος.<br />
Η εξοικονόμηση του νερού που καταναλώνεται για την βιομηχανία, την<br />
γεωργία, τον τουρισμό, τις πόλεις πρέπει να συνδυάζεται με παραγωγή του στο<br />
μέγιστο δυνατό ποσοστό, ώστε να ελαχιστοποιείται η απόληψη από υδατικούς<br />
πόρους. Παραγωγή νερού με υπάρχουσα τεχνολογία και αποδεκτό κόστος είναι<br />
σήμερα δυνατή μέσω της αφαλάτωσης θαλάσσιου ή υφάλμυρου νερού,<br />
κατά προτίμηση με ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Συμπληρωματικά, μπορεί<br />
να είναι σκόπιμη η κατασκευή ταμιευτήρων για την δέσμευση ορισμένων<br />
υδάτινων απορροών. Εξ άλλου, μια συνετή διαχείριση του νερού πρέπει πλέον<br />
22 Χατζημπίρος, Οικολογία. Οικοσυστήματα και Προστασία του Περιβάλλοντος,<br />
οπ.π., 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 170<br />
170 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
να τίθεται στο πλαίσιο πιθανής κλιματικής αλλαγής, η οποία μπορεί να επιφέρει<br />
δραστική μείωση των υπαρχόντων υδατικών πόρων κατά τις επόμενες δεκαετίες.<br />
Το νερό απαιτεί μια ιδιαίτερη μεταχείριση, 23 ακόμη και αν αυτό αντιβαίνει<br />
στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, επειδή έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα<br />
που οφείλεται στην σημασία του για τον άνθρωπο και για το σύνολο των έμβιων<br />
οργανισμών, στην ανισότητα της κατανομής και στην εξάρτηση της ποιότητας,<br />
δηλαδή των συγκεντρώσεων ρύπων από την ποσότητα των υδατικών πόρων.<br />
Είναι απαραίτητη η εφαρμογή των προδιαγραφών και απαιτήσεων της<br />
σημαντικής Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60 για μείωση της υδατικής ρύπανσης, παρακολούθηση<br />
και αναβάθμιση της ποιότητας των υδάτινων σωμάτων, ολοκλήρωση<br />
και υποστήριξη των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων και ιλύων,<br />
επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων λυμάτων στη γεωργία ή για τον<br />
εμπλουτισμό υδροφορέων.<br />
Μηδενική επιβάρυνση φαινομένου θερμοκηπίου<br />
Η συμφωνία του Κότο αντιπροσωπεύει μόνο ένα μέρος από τις συνολικές<br />
ανάγκες μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. 24 Η βελτίωση του ισοζυγίου<br />
εκπομπής και δέσμευσης πρέπει, μακροπρόθεσμα, να καταλήξει σε μηδενική<br />
εκπομπή ανθρακούχων αερίων (zero-carbon), τόσο από παραγωγικές<br />
δραστηριότητες όσο και από πόλεις ή περιοχές. Ο στόχος αυτός απαιτεί τον μηδενισμό<br />
των εκπομπών μεθανίου, μέσω σωστής διαχείρισης του φυσικού αερίου<br />
και αποφυγής της ταφής απορριμμάτων, δεδομένου ότι οι κάθε είδους χωματερές<br />
εκπέμπουν μεθάνιο. Απαιτείται επίσης αυστηρή εφαρμογή των απαγορεύσεων<br />
εκπομπής χλωροφθορανθράκων. Το δυσκολότερο μέρος της προσπάθειας<br />
είναι ο περιορισμός των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, που<br />
προέρχονται από τις καύσεις. Η μείωση επιτυγχάνεται με καθαρές πηγές και<br />
με εξοικονόμηση ενέργειας. Ο περιορισμός της ενεργειακής κατανάλωσης από<br />
μεταφορές και βιομηχανίες πρέπει να συνδυαστεί με εξοικονόμηση ενέργειας<br />
στα κτήρια, με χρήση συστημάτων βιοκλιματικού σχεδιασμού και άλλων παθητικών<br />
και ενεργητικών συστημάτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία.<br />
Μεγάλο ποσοστό της παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα οφείλεται στις μεταφορές,<br />
κυρίως στις ανεπτυγμένες αλλά και στις άλλες χώρες του κόσμου που<br />
23 Κ. Hadjibiros, «Some important ecological aspects of the Directive 2000/60»,<br />
Global NEST Int. J., Vol. 7 No. 3, 2005.<br />
24 H. Ευθυμιόπουλος και Μ. Μοδινός (επιμ.), Από τον Προμηθέα στα Negawatts,<br />
Διεπιστημονικό Iνστιτούτο Περιβαλλοντικών Eρευνών, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,<br />
Αθήνα, 2006.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 171<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 171<br />
τείνουν να ακολουθήσουν τα ίδια βήματα. Παρά τους φόρους, το κόστος των<br />
καυσίμων παραμένει χαμηλό και οι ευρωπακές προσπάθειες να επιβαρύνει<br />
την κοινωνία το εξωτερικό κόστος δεν έχουν φέρει σημαντικό αποτέλεσμα.<br />
Ένα ισορροπημένο ισοζύγιο αερίων θερμοκηπίου απαιτεί την παραγωγή ηλεκτρισμού<br />
από ανανεώσιμες πηγές, κυρίως ανεμογεννήτριες, αλλά επίσης φωτοβολτακά,<br />
γεωθερμία, βιοκαύσιμα από γεωργικά απόβλητα κ.λπ. Χρειάζεται<br />
επομένως αποφασιστική προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ειδικά<br />
των αιολικών πάρκων, με άρση των ποικίλων εμποδίων που δεν επιτρέπουν την<br />
ταχεία εγκατάστασή τους. Συμπληρωματικά, οι αναδασώσεις ή άλλες φυτεύσεις<br />
αυξάνουν την φυτική βιομάζα, συμβάλλουν στην απορρόφηση διοξειδίου<br />
του άνθρακα και συντελούν επομένως στη μείωση του φαινομένου θερμοκηπίου.<br />
Άλλες όψεις μιας πράσινης ανάπτυξης<br />
Γεωργία-Αλιεία- Δάση-Ακτές-Τοπία<br />
Οι δραστηριότητες της πρωτογενούς παραγωγής 25 δεν είναι άμοιρες αρνητικών<br />
επιπτώσεων στο περιβάλλον. Ιδιαίτερα οι εντατικές τους μορφές, με<br />
αποκορύφωμα την σύγχρονη εντατική γεωργία, επιφέρουν μεγάλη περιβαλλοντική<br />
επιβάρυνση. Η πράσινη ανάπτυξη είναι δυνατή στην ύπαιθρο, ειδικότερα<br />
σε τμήματα του χώρου όπου επιβάλλονται μέτρα προστασίας για την διατήρηση<br />
διαφόρων αξιόλογων φυσικών ή και πολιτιστικών στοιχείων του περιβάλλοντος.<br />
Σε πολλές περιπτώσεις, η ανάπτυξη αυτή μπορεί να έχει και σημαντική<br />
κοινωνική διάσταση, στηρίζοντας την παραμονή των κατοίκων στον τόπο τους,<br />
δημιουργώντας θέσεις εργασίας, αναβιώνοντας αξιόλογα στοιχεία της τοπικής<br />
παράδοσης. Σε συνεργασία με τους τοπικούς πληθυσμούς είναι δυνατόν να<br />
αναδεικνύονται και να αξιοποιούνται τα προστατευτέα περιβαλλοντικά και<br />
πολιτιστικά αντικείμενα, αποτελώντας συγκριτικά πλεονεκτήματα και συμβάλλοντας<br />
σε παραγωγή με πιστοποιημένη ποιότητα.<br />
Ο μετασχηματισμός των αγροτικών κοινωνιών από προστατευόμενες σε<br />
ανταγωνιστικές είναι δύσκολο να γίνει με ταυτόχρονη ικανοποιητική προστασία<br />
του φυσικού περιβάλλοντος. Η εντατική γεωργία των μεγάλων εισροών νερού,<br />
χημικών ουσιών και ενέργειας είναι αποδοτική, αφού μάλιστα επιδοτείται,<br />
αλλά ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για το περιβάλλον. H τή-<br />
25 Χατζημπίρος, Οικολογία. Οικοσυστήματα και Προστασία του Περιβάλλοντος,<br />
οπ.π., 2007.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 172<br />
172 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
ρηση περιβαλλοντικών όρων από την αγροτική παραγωγή, όπως η χρήση περιβαλλοντικά<br />
συμβατών μεθόδων καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, η μείωση των<br />
εισροών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, η αγρανάπαυση, η βιολογική καταπολέμηση,<br />
η αποκατάσταση του τοπίου, αποτελεί μέρος της νέας κοινοτικής<br />
αγροτικής πολιτικής.<br />
Η εντατική αλιεία και ο εκσυγχρονισμός των μεθόδων της έχουν μειώσει<br />
σοβαρά τους ιχθυοπληθυσμούς και σε πολλές περιοχές έχουν ξεπεραστεί τα<br />
βιολογικά όρια ασφαλείας. Υπάρχει άμεση ανάγκη για διοικητικούς περιορισμούς,<br />
για χρήση οικονομικών εργαλείων και για κίνητρα εξόδου από την αλιευτική<br />
βιομηχανία, προκειμένου να μειωθούν οι οικολογικές και κοινωνικές<br />
επιπτώσεις. Παράλληλα οι ιχθυοκαλλιέργειες έχουν εντυπωσιακά αυξηθεί.<br />
Απαιτείται διαχείριση τόσο σε επίπεδο μονάδας όσο και σε επίπεδο τομέα για<br />
κάθε περιοχή, ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις στο θρεπτικό καθεστώς των<br />
γλυκών και θαλάσσιων νερών και στους φυσικούς πληθυσμούς.<br />
Τα δάση αυξάνονται συνολικά στην Ευρώπη, κυρίως λόγω εγκατάλειψης<br />
περιθωριακών καλλιεργειών. Αυτό δημιουργεί ευκαιρίες για ανακατανομή<br />
των λειτουργιών των δασών, με καλύτερη ισορροπία μεταξύ των περιβαλλοντικών<br />
και των κοινωνικοοικονομικών στόχων. Ετσι τα μεν μεγάλα δάση εξυπηρετούν<br />
κυρίως σκοπούς όπως η προστασία της βιοποικιλότητας και η συγκράτηση<br />
του νερού και του εδάφους, ενώ στα μικρότερα δάση δημιουργούνται ευκαιρίες<br />
για κοινωφελείς υπηρεσίες όπως αναψυχή και ανάπτυξη περιφερειακών<br />
ζωνών στις κατοικημένες περιοχές. Η ύπαρξη μιας ισχυρής και οργανωμένης<br />
δασικής υπηρεσίας είναι αναγκαία για την προστασία και διαχείριση των<br />
δασών.<br />
Η ευρωπακή πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών<br />
απέχει πολύ από το επίπεδο εφαρμογής που χρειάζεται για την αποτροπή των<br />
ισχυρών πιέσεων, ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πέρα από την μεγάλη<br />
επιβάρυνση των ακτών λόγω τουρισμού και παραθεριστικής κατοικίας, ο<br />
κανόνας της ελεύθερης χρήσης παραβιάζεται στην ουσία του και από όσους<br />
δεν σέβονται το ευαίσθητο παράκτιο περιβάλλον, π.χ. αφήνοντας σκουπίδια,<br />
προκαλώντας υπερβολικό θόρυβο, κυκλοφορώντας πάνω στην άμμο με τζιπ ή<br />
μοτοσυκλέτες. Η πράσινη ανάπτυξη εμπεριέχει τον στόχο της ελεύθερης και<br />
δωρεάν απόλαυσης του δημόσιου αγαθού από τον χρήστη, αλλά με την υποχρέωση<br />
σεβασμού των αυστηρών κανόνων που είναι απαραίτητοι για την διατήρησή<br />
του.<br />
Η προστασία και σωστή διαχείριση των βιοτόπων, όπως του δικτύου Natura<br />
2000 και άλλων προστατευτέων περιοχών αποτελεί προτεραιότητα της πράσινης<br />
ανάπτυξης. Η οικονομική στήριξη, η οργάνωση και η εφαρμογή των κανόνων<br />
προστασίας παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες που συνδέονται στενά με<br />
την ευρύτερη συζήτηση γύρω από την αναλογία κρατικής παρέμβασης, αγοράς
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 173<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 173<br />
και κοινωνικής συμμετοχής. Σχετικό με το πρόβλημα αυτό είναι το πείραμα των<br />
φορέων διαχείρισης προστατευομένων περιοχών, όπου έχει επιχειρηθεί η μεταφορά<br />
αρμοδιοτήτων διαχείρισης σε επίπεδο ενδιάμεσο μεταξύ της κεντρικής<br />
και της τοπικής διοίκησης. Βασικό κριτήριο ωστόσο για την προοπτική της πράσινης<br />
ανάπτυξης αποτελεί η αποτελεσματικότητα της προστασίας, η οποία δεν<br />
φαίνεται να επιτυγχάνεται στην περίπτωση των φορέων διαχείρισης.<br />
Τα πλεονεκτήματα της πράσινης ανάπτυξης είναι πολύ ελκυστικά για μικρούς<br />
και απομονωμένους τόπους, όπως τα νησιά και οι ορεινές περιοχές. Ο<br />
τουρισμός π.χ. είναι μια δραστηριότητα που οι προοπτικές της στηρίζονται<br />
κατά μεγάλο μέρος στην καλή κατάσταση του περιβάλλοντος. Ο ποιοτικός τουρισμός<br />
συνδέεται με το αξιόλογο τοπίο, το καθαρό περιβάλλον, η επαφή με τη<br />
φύση, η πεζοπορία ή άλλα εναλλακτικά αθλήματα. Μπορεί επίσης να συνδεθεί<br />
με τη Μεσογειακή διατροφή, καθώς και με διάφορες μορφές αειφορικής παραγωγής<br />
στον πρωτογενή τομέα, όπως η βιολογική γεωργία που έχει τη δυνατότητα<br />
να είναι ταυτόχρονα φιλική προς το περιβάλλον και ανταγωνιστική, παράγοντας<br />
προόντα καινοτομικά και υψηλής προστιθέμενης αξίας.<br />
Η διατήρηση του γενικότερου φυσικού και πολιτιστικού τοπίου και η αυστηρή<br />
προστασία των οικολογικά ευαίσθητων περιοχών και των τοπίων ιδιαιτέρου<br />
κάλλους δεν εμποδίζει την ανάπτυξη, αλλά αντίθετα ευνοεί τις πιο ποιοτικές<br />
διαστάσεις της. Χρειάζεται συγκροτημένη οικιστική πολιτική για την παραθεριστική<br />
κατοικία, η διασπορά της οποίας υποβαθμίζει το τοπίο. Η αναβάθμιση<br />
της οικολογικής ποιότητας υδατικών και γενικότερα φυσικών οικολογικών<br />
συστημάτων απαιτεί ολοκληρωμένη διαχείριση. Αυτή είναι προτιμότερο<br />
να γίνεται σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης, το οποίο συχνά είναι ασύμβατο με<br />
την σημερινή διοικητική διάρθρωση. Η ολοκληρωμένη διαχείριση συναρτάται<br />
με διαδικασίες διαβούλευσης που προποθέτουν την ανάπτυξη συστημάτων<br />
πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες για την διαχείριση και κοστολόγηση<br />
των υδατικών και άλλων φυσικών πόρων. Απαιτείται μια ανεπτυγμένη κοινωνία<br />
πολιτών, ικανή να πειραματίζεται με νέους θεσμούς, όπως η συμμετοχή των<br />
ενδιαφερομένων και του κοινού στις αποφάσεις. 26<br />
Ποιότητα ζωής στην πόλη-Υγεία-Κίνδυνοι<br />
Τα προβλήματα του αστικού περιβάλλοντος είναι σύνθετα και οξυμένα. 27<br />
Σημαντική διάσταση της πράσινης ανάπτυξης αποτελεί η προστασία της σωμα-<br />
26 Department of the Environment, Transport and the Regions, Public Participation<br />
in Making Local Environmental Decisions, London, 2000.<br />
27 M. Μοδινός και Η. Ευθυμιόπουλος (επιμ.), Η βιώσιμη πόλη, Διεπιστημονικό<br />
Iνστιτούτο Περιβαλλοντικών Eρευνών, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα, 2000.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 174<br />
174 ΚΙΜΩΝ ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ<br />
τικής και ψυχικής υγείας και η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων<br />
των πόλεων. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη μείωση περιβαλλοντικών<br />
απειλών, ειδικότερα στην χημική, ηχητική και θερμική ρύπανση. Το ζήτημα<br />
αυτό συνδέεται στενά και με την ενεργειακή στρατηγική.<br />
Κεντρικός στόχος είναι η μείωση της χρήσης του αυτοκινήτου. Με την<br />
χρήση οικονομικών εργαλείων, όπως υψηλά τέλη στάθμευσης ή διόδια, μπορεί<br />
να αντισταθμίζεται το πλήρες κόστος της μετακίνησης, που περιλαμβάνει και<br />
το εξωτερικό κόστος, π.χ. του θορύβου, της χημικής ρύπανσης, της συμβολής<br />
στην κλιματική αλλαγή, της αλλοίωσης του τοπίου, της κοινωνικής επιβάρυνσης<br />
από τα οδικά ατυχήματα. Χρειάζονται προγράμματα για την κατάργηση της<br />
χρήσης του ΙΧ στις καθημερινές αστικές μετακινήσεις, καθώς και επενδύσεις<br />
υποδομής για ένα πολύμορφο δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς, όπου ο αστικός<br />
και υπεραστικός σιδηρόδρομος θα κατέχουν ένα υψηλό ποσοστό. Συμπληρωματικά,<br />
μείωση της ρύπανσης μπορεί να επιτευχθεί με βελτιώσεις στους κινητήρες,<br />
καθώς και με προγράμματα αποφυγής των μη αναγκαίων μετακινήσεων.<br />
Η παροχή καλής συγκοινωνίας ικανοποιεί πρωταρχικές κοινωνικές ανάγκες<br />
και συνιστά κοινή ωφέλεια υψηλής προτεραιότητας. Η δυνατότητα ταχείας,<br />
ασφαλούς και περιβαλλοντικά αποδεκτής μετακίνησης συνεισφέρει καθοριστικά<br />
στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης. Η<br />
πράσινη ανάπτυξη περιλαμβάνει μέσα σταθερής τροχιάς στις μεγάλες πόλεις<br />
και ελαφρές συγκοινωνίες στις μικρότερες, καθώς και εκτεταμένες πεζοδρομήσεις,<br />
αστικά πάρκα, ποδηλατοδρόμους, πλήρη έλεγχο της στάθμευσης. Είτε<br />
δημόσιες είτε ιδιωτικές, οι υπηρεσίες συγκοινωνίας επιβάλλεται να επιδοτούνται,<br />
με κριτήριο την βέλτιστη λειτουργικότητα του έργου τους. Η δημόσια<br />
επένδυση σ’ αυτόν τον τομέα είναι αποδοτική και κοινωνικά δίκαιη.<br />
Ένα σημαντικό ποσοστό από τα προβλήματα υγείας αποδίδονται στο περιβάλλον.<br />
28 Η συσχέτισή τους με την κακή ποιότητα του αέρα και του νερού είναι<br />
καλύτερα τεκμηριωμένη απ’ ό,τι με το μικροκλίμα, την κλιματική αλλαγή ή τις<br />
χημικές ουσίες. Οι μεταφορές ευθύνονται σε μεγάλο ποσοστό για προβλήματα<br />
υγείας, λόγω χημικής ρύπανσης, ηχορρύπανσης, θερμικής ρύπανσης και ατυχημάτων.<br />
Έχει σημειωθεί κάποια μείωση στις εκπομπές βαριών μετάλλων, αλλά<br />
ανησυχίες υπάρχουν για διάφορες καρκινογόνες και άλλες οργανικές ουσίες.<br />
Λόγω έλλειψης επαρκούς γνώσης έχει αρχίσει να υιοθετείται η προσέγγιση της<br />
προφύλαξης, η οποία γενικά αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της πράσινης<br />
ανάπτυξης. Η εφαρμογή της όμως χωρίς μέτρο, δηλαδή η αποφυγή κάθε δράσης<br />
μέχρις ότου υπάρξει πλήρης βεβαιότητα ότι δεν θα προκληθεί βλάβη, μπο-<br />
28 EEA, The European Environment. State and Outlook, 2005 www.eea.europa.eu/
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 175<br />
ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 175<br />
ρεί να οδηγήσει σε παράλυση και στασιμότητα.. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί<br />
ζωή με πλήρη ασφάλεια. Η συμβολή πάντως της τεχνολογίας είναι σημαντική,<br />
αφού π.χ. με την ευρωπακή βάση δεδομένων REACH εκτιμάται ότι έως το<br />
2020 θα έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο οι ανασφαλείς μέθοδοι για παραγωγή<br />
και χρήση χημικών ουσιών.<br />
Η κοινωνική ένταξη όλων των κοινωνικών ομάδων και η ικανοποιητική διαχείριση<br />
της μετανάστευσης αποτελούν σημαντικές διαστάσεις της πράσινης<br />
ανάπτυξης. Οι κατάλληλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων<br />
τα προγράμματα εκπαίδευσης σε θέματα περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς,<br />
συντελούν στην μέριμνα όλων για το περιβάλλον και ταυτόχρονα<br />
αποτελούν αξιόλογα εργαλεία για μια ουσιαστικότερη κοινωνική ένταξη των<br />
αλλοδαπών μεταναστών και των οικογενειών τους. Επίσης, προγράμματα περιβαλλοντικής<br />
ενημέρωσης, εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης, μαζί με συστηματικό<br />
διάλογο και συμμετοχικές διαδικασίες, μπορούν να αμβλύνουν τα προβλήματα<br />
αποδοχής που αντιμετωπίζουν πολλές αναπτυξιακές προτάσεις, αλλά<br />
και να συντελέσουν στην κοινωνική συνοχή, περιορίζοντας τις αντιπεριβαλλοντικές<br />
ή αντικοινωνικές συμπεριφορές διαφόρων ομάδων.<br />
Επίλογος<br />
Η πράσινη ανάπτυξη αποτελεί σήμερα ένα πρόταγμα με σημαντικές προοπτικές<br />
στον ανεπτυγμένο κόσμο και όχι μόνο. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται έλλειμμα<br />
περιβαλλοντικής πολιτικής σε σχέση με ευρωπακές ή άλλες χώρες που<br />
έχουν παρόμοιο ή, μερικές φορές, και μικρότερο ΑΕΠ. Η καχεξία της κοινωνίας<br />
των πολιτών καθηλώνει το ενδιαφέρον για την περιβαλλοντική προστασία.<br />
Το περιβάλλον δεν συνιστούσε σημαντική διάσταση του σχεδίου του εκσυγχρονισμού<br />
ούτε, φυσικά, απασχολεί κυβερνήσεις απραξίας. Εξ άλλου, το ελληνικό<br />
οικολογικό κίνημα συχνά υιοθετεί μηδενιστικές θέσεις και δεν έχει αποκτήσει<br />
αξιόλογες κοινωνικές βάσεις. Η πολιτική παρουσία του και οι προοπτικές ανάπτυξης<br />
Πράσινων κομμάτων παραμένουν ισχνές, μετά από προσπάθειες άνω<br />
των δύο δεκαετιών. Τοιουτοτρόπως, ενώ οι οικονομικές προποθέσεις για<br />
πράσινη ανάπτυξη υπάρχουν ήδη, ορισμένες αποκλίσεις πολιτιστικού χαρακτήρα<br />
παράγουν σοβαρά εμπόδια σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 176
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 177<br />
8<br />
Από τον αγροτικό χώρο στην ύπαιθρο:<br />
Νέα δεδομένα και προσεγγίσεις για την ανάπτυξη<br />
Ναπολέων Μαραβέγιας<br />
Εισαγωγή<br />
Η παραδοσιακή εικόνα της Υπαίθρου στον Ευρωπακή Ένωση (ΕΕ) ως κατεξοχήν<br />
αγροτικού χώρου δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα. Η<br />
Ύπαιθρος αποτελεί σήμερα γεωγραφικό χώρο, όπου υπάρχουν πολύτιμοι φυσικοί<br />
πόροι που χρειάζονται προστασία, όπου κατοικούν πολίτες με συγκεκριμένες<br />
ανάγκες και διεκδικήσεις, όπου δεν υπάρχουν «χωρικοί» αλλά αγρότες<br />
καθώς και μισθωτοί του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και βέβαια ελεύθεροι<br />
επαγγελματίες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες κ.ά.<br />
Για τους περισσότερους κατοίκους της η παραμονή στην Ύπαιθρο αποτελεί<br />
επιλογή και όχι καταναγκασμό όπως στο παρελθόν. Στην Ύπαιθρο εκτός από<br />
την αγροτική δραστηριότητα υπάρχουν ή συνυπάρχουν πολλές άλλες δραστηριότητες<br />
κυρίως κατασκευαστικές τουριστικές και βιομηχανικές/βιοτεχνικές<br />
αλλά και σύγχρονες υπηρεσίες. Σήμερα δηλαδή η Ύπαιθρος έχει αλλάξει<br />
μορφή, έχει αλλάξει λειτουργία. Συνεπώς πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος που<br />
σκεφτόμαστε την Ύπαιθρο και την ανάπτυξή της, πρέπει να αλλάξει η πολιτική<br />
για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν στις σχέσεις μεταξύ<br />
των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στην Ύπαιθρο και των προβλημάτων<br />
που δημιουργούνται στις σχέσεις μεταξύ Υπαίθρου και Πόλης, πρέπει να αφεθεί<br />
μεγαλύτερο περιθώριο για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στους ίδιους τους<br />
κατοίκους της Υπαίθρου.<br />
Στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει προσπάθεια να εξεταστεί η ευρωπακή και βεβαίως<br />
η ελληνική Ύπαιθρος με μια νέα οπτική, προκειμένου να αναζητηθούν<br />
στοιχεία για μια διαφορετική πιο αποτελεσματική στρατηγική ανάπτυξης. Για
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 178<br />
178 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ<br />
το σκοπό αυτό θα γίνει κατ’ αρχήν μια καταγραφή της παραδοσιακής εικόνας<br />
και στρατηγικής ανάπτυξης της Υπαίθρου, στη συνέχεια θα εντοπιστούν τα νέα<br />
δεδομένα που αλλάζουν ριζικά την παραδοσιακή αυτή εικόνα της και αναδεικνύουν<br />
την ανάγκη μιας διαφορετικής στρατηγικής ανάπτυξης. 1 Τέλος θα γίνει<br />
προσπάθεια να διατυπωθούν ορισμένες βασικές κατευθύνσεις για την επεξεργασία<br />
ενός διαφορετικού στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης της Υπαίθρου.<br />
Η παραδοσιακή εικόνα της Υπαίθρου και η αντίστοιχη αναπτυξιακή<br />
στρατηγική<br />
Η Ύπαιθρος ανεξάρτητα από τον τρόπο ορισμού της 2 δημιουργεί στο μέσο<br />
πολίτη που κατοικεί και εργάζεται στον αστικό χώρο, ανάμικτα συναισθήματα<br />
και εικόνες. Από τη μια πλευρά θεωρείται μια αχανής γεωγραφική έκταση<br />
όπου υπάρχουν κυρίως αγροτικές δραστηριότητες και φυσικοί πόροι από την<br />
οποία οι πόλεις εξασφαλίζουν τρόφιμα και φυσικούς πόρους (νερό και ορυκτά)<br />
προκειμένου να λειτουργήσουν και να αναπτυχθούν. Από την άλλη<br />
πλευρά, συλλαμβάνεται ως ένας χώρος, όπου διατηρείται η πολιτιστική παράδοση,<br />
όπου οι σχέσεις των ανθρώπων παραμένουν κοινοτικές και όπου υπάρχει<br />
μια καλλίτερη ποιότητα της ζωής με ηρεμία, χωρίς άγχος και ρύπανση.<br />
Οι δύο εικόνες αντιστοιχούν σε μια πραγματικότητα ομοιογενή και προφανώς<br />
περιέχουν στοιχεία αλήθειας. Όμως η Ύπαιθρος πάνω απ’ όλα ενώ μοιάζει<br />
ομοιογενής δεν είναι πλέον. Οι εικόνες αυτές αντιστοιχούσαν σε παλαιότερες<br />
εποχές, ενώ σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Όπως θα δούμε στη<br />
συνέχεια οι αναπαραστάσεις της πραγματικότητας της Υπαίθρου ακόμη και<br />
στους ειδικούς είναι δύσκολο να αλλάξουν. Η Ύπαιθρος ταυτίζεται με τις<br />
αγροτικές δραστηριότητες και συχνά η ταύτιση φθάνει μέχρι την απλούστευση,<br />
όπου η Ύπαιθρος εξομοιώνεται με τον Αγροτικό Τομέα. 3<br />
1 Η καταγραφή των εξελίξεων στην Ελληνική Ύπαιθρο δεν μπορεί να τεκμηριωθεί<br />
εμπειρικά λόγω έλλειψης στατιστικών στοιχείων στη χώρα μας σε επίπεδο επαρχίας.<br />
Υπάρχουν βέβαια ορισμένα στοιχεία σε επίπεδο νομού αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν,<br />
επειδή περιλαμβάνουν και τις πρωτεύουσες των νομών που είναι αστικά κέντρα.<br />
2 Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ κριτήριο κατάταξης μιας γεωγραφικής περιοχής ως Υπαίθρου<br />
είναι χαμηλή η πυκνότητα του πληθυσμού της.(150 κάτοικοι /km²).<br />
3 Ν. Μαραβέγιας (επιμ.), Στρατηγική για την Αγροτική Ανάπτυξη της Ελλάδας.<br />
Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 179<br />
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ 179<br />
Από αυτή την ταυτότητα προκύπτει και αντίστοιχη στρατηγική ανάπτυξης.<br />
Η ανάπτυξη δηλ. του αγροτικού τομέα ταυτίζεται με την ανάπτυξη της Υπαίθρου.<br />
Έτσι, μια τομεακή-κλαδική πολιτική, όπως είναι η αγροτική πολιτική<br />
υποκαθιστά μια οριζόντια ολοκληρωμένη χωρικά πολιτική όπως θα έπρεπε να<br />
είναι μια στρατηγική ανάπτυξης της Υπαίθρου. Ακόμη, κι όταν η αγροτική πολιτική<br />
μετονομάζεται σε πολιτική «Αγροτικής Ανάπτυξης» όπως π.χ. έγινε στην<br />
Ελλάδα με το Επιχειρησιακό Σχέδιο «Αγροτική Ανάπτυξη» του Γ΄ Κοινοτικού<br />
Πλαισίου Στήριξης η ουσία δεν αλλάζει. Τα μέτρα πολιτικής που περιλαμβάνονται<br />
σ’ αυτό το Σχέδιο είναι κατά 90% και πλέον μέτρα αγροτικής πολιτικής<br />
και όχι μέτρα ανάπτυξης της Υπαίθρου. 4<br />
Ο εκσυγχρονισμός των εκμεταλλεύσεων (σχέδια βελτίωσης των αγροτικών<br />
εκμεταλλεύσεων), η πρόωρη συνταξιοδότηση, η εξισωτική αποζημίωση κ.λπ.<br />
είναι μέτρα για την βελτίωση των δομών του αγροτικού τομέα ή την εισοδηματική<br />
στήριξη των αγροτών σε ορεινές περιοχές. Μόνο, η ενίσχυση του αγροτουρισμού<br />
και των βιομηχανιών επεξεργασίας αγροτικών προόντων θα μπορούσαν<br />
να θεωρηθούν μέτρα ευρύτερου χαρακτήρα που δεν αφορούν αποκλειστικά<br />
την πρωτογενή αγροτική δραστηριότητα. 5<br />
Βεβαίως, η αντίληψη αυτή που ταυτίζει την αγροτική δραστηριότητα με την<br />
Ύπαιθρο έχει μια σοβαρή βάση. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80, η αγροτική<br />
δραστηριότητα εκτός ορισμένων εξαιρέσεων κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη την Ελληνική<br />
Ύπαιθρο. 6 Ο βαθμός ομοιογένειας της ελληνικής Υπαίθρου ήταν αρκετά<br />
υψηλός με την έννοια ότι αν εξαιρούσε κανείς ελάχιστες έντονα τουριστικές<br />
περιοχές και ορισμένες περιαστικές αγροτικές ζώνες, στην υπόλοιπη<br />
Ύπαιθρο κυριαρχούσε η αγροτική δραστηριότητα ανεξαρτήτως από την διαμόρφωση<br />
του εδάφους (ορεινή-ημιορεινή-πεδινή). 7<br />
4 Η κοινοτική πρωτοβουλία Leader μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεπερνά τα όρια της<br />
αγροτικής πολιτικής και αφορά την ενίσχυση μέτρων ανάπτυξης της Υπαίθρου αλλά οι<br />
πόροι που διαθέτει είναι περιορισμένοι. C. Ray, «The EU Leader Programme: Rural<br />
Development Laboratory», Sociologia Ruralis, Vol. 40 No. 2, 2000, σελ. 163-171.<br />
5 Ν. Μαραβέγιας, Δ. Κιούκιας, «Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη του Αγροτικού Χώρου»,<br />
Έκθεση για την Προετοιμασία Γνώμης, Ο.Κ.Ε., Αθήνα, 1999.<br />
6 Θ. Ανθοπούλου, «Από τα Γεωργικά Συστήματα στις Νέες Λειτουργίες του Αγροτικού<br />
Χώρου. Τάσεις και Σύγχρονες Προσεγγίσεις της Αγροτικής Γεωγραφίας», στην<br />
ημερίδα Διαστάσεις της Σύγχρονης Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη,<br />
2000.<br />
7 Δ. Γούσιος, «Χωρική Προσέγγιση της Οργάνωσης και Ανάπτυξης της Υπαίθρου.<br />
Χωρικά Συστήματα Μικρών Πόλεων», στην Ημερίδα Από τον Αγροτικό Χώρο στην<br />
Ύπαιθρο Χώρα. Μετασχηματισμοί και Σύγχρονα Δεδομένα του Αγροτικού Κόσμου στην<br />
Ελλάδα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2000.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 180<br />
180 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ<br />
Εξάλλου και στο επίπεδο της ΕΕ δεν υπήρχε ουσιαστική διάκριση μεταξύ<br />
ανάπτυξης του Αγροτικού Τομέα και ανάπτυξης της Υπαίθρου. Η σημασία της<br />
Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) ήταν, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του<br />
’80, τόσο καταλυτική που δεν υπήρχαν περιθώρια για ανάπτυξη μιας διαφορετικής<br />
πολιτικής για την ανάπτυξη της Υπαίθρου. 8<br />
Ωστόσο, πολλές χώρες της ΕΕ είχαν ήδη από τότε αναπτύξει σημαντικές<br />
εθνικές πολιτικές για την ανάπτυξη της Υπαίθρου διαφορετικές από αυτές της<br />
ανάπτυξης του Αγροτικού Τομέα. 9 Στη χώρα μας τέτοια διαφοροποίηση δεν<br />
υπήρξε μέχρι και σήμερα, παρά τις σημαντικές αλλαγές στην εικόνα και στη<br />
φυσιογνωμία της ελληνικής Υπαίθρου τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια,<br />
όπως θα δούμε στη συνέχεια. 10<br />
Η νέα φυσιογνωμία της Υπαίθρου<br />
Σ’ ολόκληρη την ΕΕ, με σημαντικές διαφοροποιήσεις, η Ύπαιθρος από τη<br />
δεκαετία του ’80 τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχει εισέλθει σε μια διαδικασία<br />
σημαντικών αλλαγών στη φυσιογνωμία της. Βεβαίως, στις βορειότερες χώρες<br />
οι αλλαγές που θα εντοπίσουμε έχουν αρχίσει πολύ νωρίτερα. Ωστόσο, παρόμοιες<br />
εξελίξεις σημειώνονται και στις νοτιότερες χώρες και περιοχές της ΕΕ<br />
και προφανώς και στη χώρα μας με κάποια χρονική υστέρηση και υπό την<br />
πίεση εξωγενών κυρίως παραγόντων. Είναι γεγονός, κατ’ αρχήν, ότι από τις<br />
αρχές της δεκαετίας του ’90 και συγκεκριμένα από το 1992-93 άρχισαν οι σημαντικές<br />
αλλαγές στην ΚΑΠ. Η γενναιοδωρία της έπαψε να υπάρχει, άρχισαν<br />
να εφαρμόζονται περιορισμοί στις ποσότητες παραγωγής με εγγυημένη τιμή σε<br />
αρκετά προόντα. 11<br />
Ταυτόχρονα, η υπογραφή της Συνθήκης για την ΕΕ στο Maastricht το 1992,<br />
δημιούργησε σε χώρες με ασθενές νόμισμα (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιταλία,<br />
8 Λ. Λουλούδης, «Η Κ.Α.Π. «Ανακαλύπτει» την Ύπαιθρο. Ερμηνεία και Συμπεράσματα<br />
για την Ελληνική Γεωργία», Επιθεώρηση των Ευρωπακών Κοινοτήτων, 10-11,<br />
1991, σελ. 51-73.<br />
9 DATAR, Une Nouvelle Politique de Développement des Territoires pour la France,<br />
Paris, 2002.<br />
10 Σ. Ευστράτογλου, «Μελέτη – Έρευνα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του Αγροτικού<br />
Χώρου», Τελική Έκθεση, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Περιβάλλον, ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα,<br />
1998.<br />
11 Ν. Μαραβέγιας, Γ. Μέρμηγκας, «Ευρωπακή Ολοκλήρωση της Ελληνικής Γεωργίας<br />
με Ορίζοντα το 2010», στο Ν. Μαραβέγιας (επιμ.), Η Ελληνική Γεωργία προς το<br />
2010, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1999.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 181<br />
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ 181<br />
Ισπανία, Γαλλία) νέα δεδομένα. Οι χώρες αυτές και κυρίως η Ελλάδα, πριν την<br />
υπογραφή της Συνθήκης είχαν την δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματός τους<br />
σε σχέση με ισχυρότερα νομίσματα κυρίως της Γερμανίας και Ολλανδίας με<br />
αποτέλεσμα να εισπράττουν μεγάλες ετήσιες αυξήσεις στις αγροτικές τιμές στα<br />
εθνικά νομίσματά τους, αν και σε ECU οι τιμές των αγροτικών προόντων παρέμεναν<br />
σχεδόν σταθερές. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης, η δυνατότητα<br />
υποτίμησης περιορίσθηκε μέχρι εξαφάνισης και συνεπώς οι αγροτικές τιμές σε<br />
εθνικό νόμισμα αυξάνονταν ελάχιστα έως καθόλου, εφόσον ίσχυαν οι μηδαμινές<br />
αυξήσεις σε ECU και σ’ αυτές τις χώρες. 12<br />
Από το λόγο αυτό και μόνο οι αγρότες έχασαν το πλεονέκτημα των ετήσιων<br />
αυξήσεων των αγροτικών τιμών και συνεπώς και ένα μέρος της αύξησης του εισοδήματός<br />
τους. Αυτή η εξέλιξη προφανώς ώθησε ένα σημαντικό αριθμό οριακών<br />
(από πλευράς μεγέθους εκμετάλλευσης και ηλικίας του αρχηγού) να εγκαταλείψουν<br />
την αγροτική δραστηριότητα. Έτσι, τα τελευταία 15 χρόνια άρχισε<br />
να μειώνεται ταχύτατα το ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία στις χώρες<br />
αυτές. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού<br />
που απασχολείται με τη γεωργία από 20% το 1991, σήμερα δεν ξεπερνά<br />
σε επίπεδο χώρας το 10-12%. Στις ίδιες τις αγροτικές περιοχές δηλ. στην ελληνική<br />
Ύπαιθρο ο ενεργός πληθυσμός που ασχολείται με την αγροτική δραστηριότητα<br />
δεν ξεπερνά το 30% όταν πριν από 20 χρόνια έφθανε το 60%. 13<br />
Βεβαίως, η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται μόνο στην απώλεια της δυνατότητας<br />
υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων και στους περιορισμούς της ΚΑΠ μετά το<br />
1992. Οφείλεται επίσης στους νέους περιορισμούς στις αγροτικές τιμές μετά το<br />
2000 λόγω της Συμφωνίας του Γύρου της Ουρουγουάης στον Παγκόσμιο Οργανισμό<br />
Εμπορίου. 14 Η μείωση της προστασίας προφανώς οδήγησε σε μείωση<br />
των εγχώριων αγροτικών τιμών λόγω της έντασης του ανταγωνισμού από Τρίτες<br />
Χώρες. Η μείωση του αγροτικού πληθυσμού οφείλεται επίσης και στην μεγάλη<br />
ηλικία των αγροτών στην Ελλάδα αλλά και σ’ άλλες Μεσογειακές χώρες<br />
της ΕΕ όπου η συνταξιοδότηση ή ανικανότητα ή ο θάνατος του αρχηγού της εκ-<br />
12 Ibit.<br />
13 Σύμφωνα με εκτιμήσεις του συγγραφέα με βάση τις απογραφές του 1991, 2001<br />
και τις ετήσιες έρευνες του εργατικού δυναμικού. Τα ποσοστά του ενεργού αγροτικού<br />
πληθυσμού στο σύνολο της Χώρας είναι πολύ μικρότερα από τα αντίστοιχα στην Ύπαιθρο,<br />
διότι στο σύνολο της Χώρας περιλαμβάνονται όλες οι πόλεις, όπου τα ποσοστά του<br />
ενεργού αγροτικού πληθυσμού είναι πολύ μικρότερα.<br />
14 Ν. Μαραβέγιας, Δ. Μουτσάτσος, Μ. Ντυκέν, Η Συμφωνία της GATT και οι Επιπτώσεις<br />
της στην Ελληνική Γεωργία, ΕΚΕΜ, εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 1998.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 182<br />
182 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ<br />
μετάλλευσης σημαίνει και εγκατάλειψη λόγω έλλειψης διαδόχου σε 2 στις 3 εκμεταλλεύσεις.<br />
15<br />
Η μείωση του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στην Ύπαιθρο δεν έγινε με<br />
τον ίδιο τρόπο σ’ όλες τις περιοχές. Προφανώς, η μείωση συνδέεται και με τις<br />
δυνατότητες εναλλακτικής απασχόλησης στον ίδιο χώρο ή την τοπική παράδοση<br />
μετανάστευσης των νέων και βέβαια με την διαφορετικής έντασης επίπτωση<br />
των περιορισμών της ΚΑΠ ανάλογα με τις περιοχές και τα αγροτικά<br />
προόντα. Ξέρουμε ότι η ΚΑΠ δεν είχε την ίδια σημασία σ’ όλες τις περιοχές<br />
λόγω της διαφορετικής παραγωγικής κατεύθυνσής τους, δεδομένου ότι τα διάφορα<br />
αγροτικά προόντα δεν είχαν τον ίδιο βαθμό στήριξης και προστασίας. 16<br />
Έτσι, ορισμένες περιοχές υπέστησαν εντονότερα πιέσεις από τις αλλαγές στην<br />
ΚΑΠ.<br />
Όπως και να έχουν τα πράγματα η μείωση του αριθμού των απασχολουμένων<br />
στον αγροτικό τομέα αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία αλλάζει το χαρακτήρα<br />
της Υπαίθρου ενώ η διαφοροποίηση της μείωσης ανάλογα με τις περιοχές<br />
δημιουργεί μια νέα κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί πλέον<br />
και στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη περιοχές όπου η γεωργία<br />
κυριαρχεί δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο της «αποαγροτοποίησης» της<br />
Υπαίθρου δεν παρατηρείται και στην Ελλάδα. 17 Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν είναι<br />
μοναδική. Συνυπάρχει με άλλες εξελίξεις εξίσου σημαντικές όπως:<br />
α) Ραγδαία αύξηση του αριθμού των νέων κατοικιών, όπου διαμένουν μόνιμα<br />
η ευκαιριακά κάτοικοι των πόλεων. Οι ανακαινίσεις αλλά κυρίως οι κατασκευές<br />
κατοικιών στην ελληνική Ύπαιθρο έχουν διαστάσεις ανάλογες μ’ αυτές<br />
σ’ άλλες ευρωπακές χώρες. 18 Βεβαίως, σ’ ορισμένες περιοχές το φαινόμενο είναι<br />
εντονότερο, κυρίως γύρω από τις πόλεις σε μια προσπάθεια των αστικών<br />
στρωμάτων για βελτίωση τρόπου ζωής τους διαμένοντας στην Ύπαιθρο έστω<br />
για μερικούς μήνες το χρόνο ή τα Σαββατοκύριακα ή αν είναι δυνατόν ολόκληρο<br />
το χρόνο. Το φαινόμενο αυτό έχει ενταθεί όχι μόνο λόγω της βελτίωσης<br />
της θέσης των μεσαίων στρωμάτων των πόλεων αλλά και λόγω της ανάγκης διε-<br />
15 Α. Μωυσίδης, «Μορφολογία της Απασχόλησης και της Πολυαπασχόλησης στον<br />
Αγροτικό Τομέα», Τετράδια του ΙΝΕ, Τ. 3, 1995.<br />
16 Ν. Μαραβέγιας, Η Διαδικασία της Ευρωπακής Ολοκλήρωσης και η Ελληνική Γεωργία<br />
στη Δεκαετία του ’90, ΕΚΕΜ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1992.<br />
17 Δ. Γούσιος, «Ύπαιθρος, Αγροτικός Χώρος και Μικρή Πόλη: Από τη Γεωργοποίηση<br />
στην Τοπική Ανάπτυξη», στο Δ. Οικονόμου, Γ. Πετράκος (επιμ.), Η Ανάπτυξη των<br />
Ελληνικών Πόλεων: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στην Αστική και Πολιτική, εκδόσεις<br />
Gutenberg, Αθήνα, 1999.<br />
18 DATAR, Quelle France Rurale pour 2020? Contribution a une Nouvelle Politique de<br />
Développement Rural Durable, Paris, 2003.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 183<br />
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ 183<br />
ξόδου από τον τρόπο ζωής της Πόλης. Η εξέλιξη αυτή «διευκολύνεται» στην<br />
Ελλάδα λόγω της ανυπαρξίας ενός πλαισίου χρήσεων γης με αποτέλεσμα ολόκληρες<br />
αγροτικές περιοχές να είναι διάσπαρτες από νέες κατοικίες όπου διαμένουν<br />
μόνιμα ή λιγότερο μόνιμα κάτοικοι αστικών κέντρων. 19<br />
β) Αύξηση με αλματώδη ρυθμό του αριθμού των τουριστών στην ελληνική<br />
Ύπαιθρο και συνεπώς του αριθμού των τουριστικών καταλυμάτων (μικρών ή<br />
μεγάλων ξενοδοχείων, ενοικιαζόμενων δωματίων κ.λπ). Οι τουρίστες αυτοί είναι<br />
«καταναλωτές» του αγροτικού τοπίου και του αγροτικού πολιτισμού. Προέρχονται<br />
από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου κυρίως όπως από Μ. Βρετανία,<br />
Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία και συχνά επανέρχονται κάθε χρόνο ενώ μερικοί<br />
αγοράζουν κατοικίες για μονιμότερη διαβίωση. Προφανώς τέτοιες περιοχές<br />
της Υπαίθρου είναι κυρίως νησιωτικές, παράκτιες, ή ακόμη ορεινές και<br />
παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυσικό ή πολιτιστικό πλούτο. 20<br />
γ) Αυξανόμενη ανάγκη διαχείρισης του φυσικού πλούτου επειδή την ελληνική<br />
Ύπαιθρο υπάρχουν πολλές περιοχές με ιδιαίτερο πλούτο φυσικών πόρων<br />
(δασών, υγροτόπων, λιμνών ποταμών, κ.λπ). Στις περιοχές αυτές, που τα τελευταία<br />
χρόνια προστατεύονται, δημιουργούνται νέα δεδομένα μεταξύ της γεωργικής<br />
χρήσης της γης και των αναγκών διαχείρισης του φυσικού πλούτου, γεγονός<br />
που προκαλεί συχνά σημαντικές τριβές. Ταυτόχρονα οι περιοχές αυτές<br />
αποτελούν πόλους τοπικής ανάπτυξης. 21<br />
Βεβαίως, όλες αυτές οι αλλαγές στην ύπαιθρο διαδραματίζονται «εις βάρος»<br />
της αγροτικής δραστηριότητας και δημιουργούν νέα δεδομένα. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις<br />
υπάρχουν και παραδοσιακές βιομηχανικές/βιοτεχνικές δραστηριότητες,<br />
οι οποίες αφενός εξασφαλίζουν εργασία σε κατοίκους της Υπαίθρου, αφετέρου<br />
όμως δημιουργούν «οχλήσεις» στην οικιστική «ευδαιμονία» των κατοίκων<br />
των πόλεων που κατοικούν στην Ύπαιθρο, στην τουριστική δραστηριότητα<br />
αλλά και στην διαχείριση των περιοχών ιδιαίτερου φυσικού πλούτου.<br />
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην ελληνική Ύπαιθρο είναι ότι η «δεύτερη»<br />
κατοικία, η τουριστική δραστηριότητα, η βιομηχανική/ βιοτεχνική και η<br />
αγροτική παραγωγή συνυπάρχουν σε όλες σχεδόν τις πεδινές παράκτιες ζώνες<br />
19 Μαραβέγιας, οπ.π., 2004.<br />
20 Ο. Ιακωβίδου, Μ. Εμμανουηλίδου, Θ. Σταύρακας, Π. Συμεωνίδου, Δ. Χρυσοστομίδης,<br />
«Χαρακτηριστικά Ζήτησης των εν Δυνάμει Περιηγητών Αγροτουριστικών Προορισμών»<br />
στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Τουρισμός σε Νησιωτικές Περιοχές και<br />
Ειδικούς Προορισμούς, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Χίος, 2000.<br />
21 Λ. Λουλούδης, Ν. Μπεόπουλος, «Κριτικές Προσεγγίσεις της Ανάπτυξης και της<br />
Προστασίας του Περιβάλλοντος της Υπαίθρου», Στοχαστής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο<br />
Αθηνών, Αθήνα, 1999.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 184<br />
184 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ<br />
της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και των νησιών και προφανώς προκαλούν αμοιβαίες<br />
τριβές που συχνά παίρνουν χαρακτήρα «ρήξεων» σε πολλές περιοχές. Η<br />
ανυπαρξία ρύθμισης από τις δημόσιες αρχές κρατικές, νομαρχιακές, δημοτικές<br />
όλων αυτών των δραστηριοτήτων στα πλαίσια ενός εθνικού χωροταξικού σχεδίου<br />
επιδεινώνει τα προβλήματα. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις ο χώρος<br />
της Υπαίθρου μπορεί να αναγνωρισθεί λειτουργικά ταυτόχρονα:<br />
• ως χώρος κατοικίας αστικών στρωμάτων<br />
• ως χώρος αναψυχής – τουρισμού – πολιτισμού<br />
• ως χώρος φυσικού πλούτου<br />
• ως χώρος παραγωγής (Γεωργία – Βιοτεχνία/Βιομηχανία)<br />
Η σημασία των τρίτων πρώτων χώρων – λειτουργιών ολοένα αυξάνεται καθώς<br />
αναπτύσσεται μια χώρα «εις βάρος» του τέταρτου, του χώρου δηλαδή της<br />
παραδοσιακής παραγωγής (Γεωργία – Βιομηχανία) ο οποίος ήταν παλαιότερα<br />
κυρίαρχος. 22 Οι εξελίξεις αυτές τείνουν να κυριαρχήσουν στη χώρα μας, ίσως<br />
μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση επειδή ο χώρος της παραδοσιακής παραγωγής<br />
της Υπαίθρου δηλ. της Γεωργίας και δευτερευόντως της Βιοτεχνίας/Βιομηχανίας<br />
βρίσκεται σε κρίση εξαιτίας της εγγενούς αδυναμίας του να παράγει διεθνώς<br />
ανταγωνιστικά προόντα. 23<br />
Πόσο όμως οι άλλες λειτουργίες της Υπαίθρου που αναπτύσσονται ραγδαία<br />
(κατοικία, τουρισμός, διαχείριση φυσικών πόρων) μπορούν να δώσουν διέξοδο<br />
στην απασχόληση αλλά και γενικότερα στην τοπική ανάπτυξη είναι ένα ζήτημα<br />
προς διερεύνηση. Προφανώς εξαρτάται από την ένταση της ανάπτυξης των άλλων<br />
δραστηριοτήτων, η οποία εξαρτάται με τη σειρά της από την φυσική διαμόρφωση<br />
του εδάφους, τη γεωγραφική θέση, την απόσταση από τα αστικά κέντρα<br />
και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία των διαφόρων περιοχών της χώρας μας.<br />
Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις κατηγορίες περιοχών<br />
στην ελληνική Ύπαιθρο με διαφορετική ένταση ανάπτυξης των νέων δραστηριοτήτων<br />
– λειτουργιών:<br />
α) Αγροτικές περιοχές κυρίως πεδινές σχετικά απομακρυσμένες από την θάλασσα<br />
αλλά και ορεινές, χωρίς ιδιαίτερο φυσικό κάλος ή πλούτο, όπου κυριαρχεί<br />
η αγροτική παραγωγή.<br />
β) Περιαστικές περιοχές, κυρίως γύρω από μεγάλα ή μεσαία αστικά κέντρα<br />
όπου υπάρχει έντονη ανάπτυξη της δεύτερης κατοικίας, αλλά και βιοτεχνική<br />
/αγροτική παραγωγή.<br />
γ) Παράκτιες, μικρονησιωτικές και ορεινές περιοχές με ιδιαίτερο φυσικό κάλος<br />
ή πλούτο, όπου παρατηρείται έντονη ανάπτυξη και της δεύτερης κατοι-<br />
22 Μαραβέγιας οπ.π., 2004.<br />
23 Μαραβέγιας και Μέρμηγκας, οπ.π., 1999.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 185<br />
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ 185<br />
κίας και του τουρισμού.<br />
Είναι προφανές ότι σ’ ορισμένες περιοχές μπορεί να συνυπάρχουν χαρακτηριστικά<br />
από όλες τις πιο πάνω κατηγορίες. Ωστόσο η κατηγοριοποίηση<br />
αυτή είναι χρήσιμη για την χάραξη και εφαρμογή μιας κατάλληλης αναπτυξιακής<br />
στρατηγικής.<br />
Στοιχεία για μια νέα στρατηγική ανάπτυξης<br />
Όπως ήδη αναφέραμε, η κυρίαρχη αντίληψη ότι η Ύπαιθρος ταυτίζεται με<br />
τον αγροτικό τομέα οδηγούσε στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής ανάπτυξης με<br />
τομεακό – κλαδικό χαρακτήρα και αντικειμενικό στόχο την ανάπτυξη της Γεωργίας.<br />
Τόσο στον ΟΟΣΑ όσο και στην ΕΕ η αγροτική πολιτική με στόχο την<br />
βελτίωση των επιδόσεων του αγροτικού τομέα και την ευημερία των αγροτών<br />
ήταν αν όχι η μοναδική τουλάχιστον η βασική πολιτική που αντιμετώπιζε τα<br />
προβλήματα ανάπτυξης της Υπαίθρου καθώς και της βελτίωσης των όρων διαβίωσης<br />
των κατοίκων της οι οποίοι σχεδόν ταυτίζονταν με τους αγρότες.<br />
Τα τελευταία 10-15 χρόνια έχει αναπτυχθεί αρκετά σημαντική βιβλιογραφία<br />
που αντιμετωπίζει τη γεωργία ως μια μόνο συνιστώσα (κυρίαρχη ή όχι αναλόγως<br />
των περιπτώσεων) της Υπαίθρου. Η αντίληψη που διαπερνά τη βιβλιογραφία<br />
αυτή είναι ότι η αγροτική πολιτική δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει<br />
τα προβλήματα ανάπτυξης της Υπαίθρου, επειδή η Ύπαιθρος έχει αλλάξει<br />
σημαντικά. 24 Τα φαινόμενα που ήδη αναλύθηκαν στην ελληνική αλλά και γενικότερα<br />
στην ευρωπακή Ύπαιθρο όπως η ανάπτυξη της δεύτερης κατοικίας, η<br />
τουριστική δραστηριότητα και η διαχείριση των φυσικών πόρων σε περιοχές με<br />
ιδιαίτερο φυσικό πλούτο, είναι τόσο σημαντικά που αλλάζουν τα δεδομένα. Η<br />
«αποαγροτοποίηση» προχωρά σε βαθμό που ακόμη και στις μεσογειακές παραδοσιακά<br />
αγροτικές χώρες, όπως η Ελλάδα, η απασχόληση στη Γεωργία να<br />
έχει μειωθεί τόσο που δεν κυριαρχεί πλέον στην Ύπαιθρο. 25<br />
Χρειάζεται συνεπώς, μια νέα πολιτική ή καλύτερα μια νέα δέσμη πολιτικών,<br />
μια νέα στρατηγική για την ανάπτυξη της Υπαίθρου που να αντιστοιχεί στα νέα<br />
δεδομένα που προαναφέρθηκαν. Προφανώς αυτή η στρατηγική θα είναι προσαρμοσμένη<br />
στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλες<br />
διαφοροποιήσεις, όπως είναι η Ελλάδα. Στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής<br />
24 OECD, «OECD Rural Policy Reviews: The New Rural Paradigm: Policies and<br />
Governance», OECD Observer, Paris, 2006.<br />
25 K. Thompson, D. Psaltopoulos, «“Integrated” Rural Development Policy in the<br />
EU: A Term too Far?», Eurochoices, Vol. 3, σελ. 40-45.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 186<br />
186 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ<br />
έχουν ήδη διατυπωθεί σε διάφορα κείμενα διεθνών οργανισμών όπως πχ ο<br />
ΟΟΣΑ. 26 Ταυτόχρονα στο επίπεδο της ΕΕ καταβάλλεται προσπάθεια να μεταστραφεί<br />
η ΚΑΠ σε μια πολιτική ανάπτυξης της Υπαίθρου με βάση τη Γεωργία<br />
και την προστασία του περιβάλλοντος. 27<br />
Όμως, το ζήτημα είναι να «ξεφύγουμε» από την αντίληψη ότι διευρύνοντας<br />
τα μέτρα πολιτικής και πέραν της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής η<br />
εμπλουτίζοντας την με μέτρα για την προστασία των φυσικών πόρων, μπορεί<br />
αυτόματα να προκύψει μια νέα πολιτική για την ανάπτυξη της Υπαίθρου. Θα<br />
ήταν προτιμότερο να αναπτυχθεί μια εξαρχής νέα στρατηγική με χωρικό – γεωγραφικό<br />
χαρακτήρα που θα αποσυνδεόταν από τα κλαδικά χαρακτηριστικά<br />
της αγροτικής πολιτικής και θα αντιμετώπιζε την Ύπαιθρο ως χώρο ανάπτυξης<br />
πολλών δραστηριοτήτων δηλ. κατασκευής κατοικίας και τουριστικών υποδομών,<br />
τουριστικής δραστηριότητας, διαχείρισης φυσικού πλούτου και βεβαίως<br />
αγροτικής ή/και βιομηχανικής/βιοτεχνικής δραστηριότητας. 28<br />
Η ανάπτυξη πολλών παράλληλων δραστηριοτήτων στην Ύπαιθρο δημιουργεί<br />
νέα δεδομένα για την απασχόληση των κατοίκων της, νέα επαγγέλματα και<br />
νέα μεσαία στρώματα που συντηρούν το επίπεδο ανάπτυξης παρά την υποχώρηση<br />
της παραδοσιακής αγροτικής δραστηριότητας. Προφανώς, αυτές οι νέες<br />
πηγές εισοδημάτων συμπληρώνονται και από τις μεταβιβάσεις που προκύπτουν<br />
από την εγκατάσταση συνταξιούχων Ελλήνων και ξένων στην Ύπαιθρο<br />
αλλά και από την ευκαιριακή διαμονή κατοίκων των πόλεων οι οποίοι δεν εργάζονται<br />
στην Ύπαιθρο. 29<br />
Παράλληλα η εισροή κεφαλαίων για κατασκευή κατοικιών και τουριστικών<br />
υποδομών, η οποία προέρχεται από τα αστικά κέντρα ή το εξωτερικό, οι εισροές<br />
πόρων από την ΕΕ για αγροτικές επιδοτήσεις (αν και σχετικά μειωμένες<br />
και άνισα κατανεμημένες γεωγραφικά) και βεβαίως οι κατασκευές έργων υποδομής<br />
στο πλαίσιο των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης συμβάλλουν στην ανάπτυξη<br />
πολλών περιοχών της ελληνικής Υπαίθρου. 30 Ο ρυθμός της ανάπτυξης<br />
26 OECD, «Reinventing Rural Policy», OECD Observer, Paris, 2007.<br />
27 Ευρωπακό Συμβούλιο, «Απόφαση για τις Κοινοτικές Στρατηγικές Κατευθυντήριες<br />
Γραμμές για την Αγροτική Ανάπτυξη», L055, 25/2/2006.<br />
28 D. Van der Ploeg, H. Renting, G. Brunori, M. Knickel, J. Mannion, T. Marsden, K.<br />
de Roest, E. Seville-Guzman, F. Ventura, «Rural Development: From Practices and<br />
Policies Toward Theory», Sociologia Ruralis, Vol. 40 No. 2, 2000, σελ. 391-408.<br />
29 Είναι φανερό ότι χρειάζονται ειδικές επιτόπιες έρευνες για την ανάλυση της αναπτυξιακής<br />
δυναμικής στις διάφορες περιοχές της Ελληνικής Υπαίθρου.<br />
30 D. Psaltopoulos, E. Balamou, K. Thomson, «Rural – Urban Impacts of CAP<br />
Measures in Greece: An Inter-regional SAM Approach», Journal of Agricultural<br />
Economics, Vol. 57 No. 3, 2006, σελ. 441-458.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 187<br />
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ 187<br />
των διαφόρων περιοχών εξαρτάται από το βαθμό που οι νέες δραστηριότητες<br />
έχουν αναπτυχθεί εφόσον όπως ήδη αναφέρθηκε υπάρχουν τουλάχιστον τρεις<br />
διαφορετικοί τύποι Υπαίθρου με διαφορετικά χαρακτηριστικά.<br />
Στις αγροτικές περιοχές οι νέες δραστηριότητες έχουν σχετικά μικρή ανάπτυξη<br />
και η υποχώρηση της αγροτικής δραστηριότητας δημιουργεί σοβαρά<br />
προβλήματα (πεδινές, κυρίως αλλά και ορεινές χωρίς ιδιαίτερο φυσικό πλούτο<br />
ή κάλος). Στις περιαστικές περιοχές αναπτύσσεται κυρίως η δεύτερη κανονικά<br />
και οι συναφείς δραστηριότητες, ενώ η αγροτική δραστηριότητα επωφελείται<br />
από τη γειτνίαση με τα αστικά κέντρα. Στις παράκτιες, μικρονησιωτικές και<br />
ορεινές περιοχές εξαιρετικού φυσικού πλούτου ή κάλους αναπτύσσεται ραγδαία<br />
η τουριστική δραστηριότητα και οι κατασκευές δεύτερης κατοικίας τουριστικών<br />
υποδομών εγκαταλείπεται συχνά η αγροτική δραστηριότητα ως λιγότερο<br />
προσοδοφόρα.<br />
Ας σημειωθεί επίσης ότι οι τρεις κατηγορίες περιοχών που αναφέραμε δεν<br />
παρουσιάζουν ομοιογένεια στα χαρακτηριστικά τους δηλαδή πολύ συχνά στο<br />
εσωτερικό περιοχών ενός συγκεκριμένου τύπου συναντώνται ζώνες με χαρακτηριστικά<br />
άλλου τύπου παραδείγματος χάρη στην ευρύτερη πεδινή περιοχή<br />
της Θεσσαλίας συναντώνται μικρότερες ζώνες μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης,<br />
όπως η ζώνη της λίμνης Πλαστήρα. Αυτή η πολυμορφία των περιοχών της<br />
Υπαίθρου δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Είναι όπως πολύ συχνότερο<br />
στη χώρα μας λόγω της γεωμορφολογίας του γεωγραφικού της χώρου<br />
και των τοπικών κλιματικών συνθηκών.<br />
Μέσα στις νέες αυτές εξελίξεις τις διαφοροποιήσεις και τις συνεχείς μεταβολές<br />
των δεδομένων της αναπτυξιακής διαδικασίας, οι παραδοσιακές πολιτικές<br />
ανάπτυξης γενικού οριζόντιου χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να<br />
έχουν καμιά ουσιαστική συμβολή. Δεν αρκεί μόνο να συνεργάζονται τα επιμέρους<br />
αρμόδια Υπουργεία ώστε να συντονίζονται οι πολιτικές τους στην Ύπαιθρο,<br />
πρέπει να υπάρξει μεγάλος βαθμός αποκέντρωσης στο σχεδιασμό και<br />
στην υλοποίηση ολοκληρωμένων σχεδίων βιώσιμης ανάπτυξης και όχι απλή<br />
εφαρμογή μεμονωμένων αναπτυξιακών μέτρων. 31<br />
Μια πρώτη προσπάθεια συντονισμού των διαφόρων Υπουργείων για τον<br />
συντονισμό της πολιτικής τους στην Ύπαιθρο έμεινε στις προθέσεις πριν από<br />
μερικά χρόνια με τη σύσταση της «Διυπουργικής Επιτροπής για την Ανάπτυξη<br />
της Υπαίθρου». 32 Μια τέτοια επιτροπή θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε Γενική<br />
31 M. Pezzini, «Le Développement Rural Dans Les Pays de l’OECD», Options<br />
Méditerranéennes, 2006.<br />
32 Μαραβέγιας, οπ.π., 2004.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 188<br />
188 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ<br />
Γραμματεία Ανάπτυξης της Υπαίθρου υπό την εποπτεία του Πρωθυπουργού<br />
της χώρας. Βασικός στόχος μιας τέτοιας Γραμματείας θα ήταν ο συντονισμός<br />
πολλών Υπουργείων σε κεντρικό επίπεδο προκειμένου να διευκολυνθεί η τοπική<br />
αυτοδιοίκηση να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τα απαραίτητα σχέδια ανάπτυξης<br />
για κάθε περιοχή, πράγμα που προποθέτει την δημιουργία μιας στατιστικής<br />
βάσης δεδομένων για την ελληνική Ύπαιθρο που σήμερα δεν υπάρχει.<br />
Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη πολλών δραστηριοτήτων στην Ύπαιθρο πέραν<br />
της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής περιπλέκει τα πράγματα καθώς<br />
εμπλέκει πολλούς φορείς στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Δημιουργεί νέες<br />
υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις εύλογες διεκδικήσεις των κατοίκων της<br />
Υπαίθρου (που δεν είναι μόνο αγρότες) αλλά και από τις συγκρούσεις συμφερόντων<br />
μεταξύ των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στην ύπαιθρο. Είναι<br />
φανερό ότι τα συμφέροντα των αγροτών δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη με τα<br />
συμφέροντα των άλλων επαγγελμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ύπαιθρο.<br />
33<br />
Η ρύθμιση των επιμέρους δραστηριοτήτων και κυρίως η επιβολή κανόνων<br />
στο επίπεδο των χρήσεων γης αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα<br />
που απαιτούν αντιμετώπιση στην ελληνική Ύπαιθρο. Από το 1976 γίνονται<br />
προσπάθειες θεσμοθέτησης ενός εθνικού χωροταξικού πλαισίου χωρίς αποτέλεσμα<br />
λόγω των αντιστάσεων των επιμέρους συμφερόντων κυρίως κατόχων<br />
γης. Η διαχείριση των φυσικών πόρων όπως του νερού των βοσκοτόπων και<br />
των σπάνιων υγροτόπων και η προστασία τους με τρόπο που δεν αντιστρατεύεται<br />
αλλά ενισχύει την βιώσιμη ανάπτυξη είναι επίσης ένα κρίσιμο ζήτημα. Η<br />
στελέχωση των σχολικών μονάδων και των μονάδων υγείας και των άλλων δημόσιων<br />
υπηρεσιών αποτελεί ένα από τα χρόνια προβλήματα, μεγαλύτερο και<br />
από την κατασκευή τέτοιων κοινωνικών υποδομών. Η συμβουλευτική στήριξη<br />
και η ενθάρρυνση των τοπικών αναπτυξιακών ατομικών η/και συνεταιριστικών<br />
επιχειρηματικών πρωτοβουλιών παραμένει ακόμη ένα από τα ζητούμενα στην<br />
ελληνική Ύπαιθρο. Η κατασκευή δικτύων επικοινωνίας και τηλεπικοινωνίας<br />
ώστε να εξασφαλισθεί η προσβασιμότητα ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες<br />
περιοχές και στα νησιά είναι επιτακτική ανάγκη.<br />
Αυτή η επιλεκτική αναφορά σε κρίσιμα ζητήματα ρύθμισης, σχεδιασμού και<br />
εφαρμογής δείχνει ότι χρειάζεται μια πολύ διαφορετική σύλληψη για την<br />
άσκηση πολιτικής στην Ύπαιθρο από την παραδοσιακή αγροτική πολιτική για<br />
την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Όμως και η ίδια η αγροτική πολιτική χρειάζεται<br />
να αποκτήσει νέο περιεχόμενο προσαρμοσμένο στη νέα φυσιογνωμία<br />
33 T. Marsden, «New Rural Territories: Regulating the Differentiated Rural<br />
Spaces», Journal of Rural Studies, Vol. 14, 1998, σελ. 107-117.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 189<br />
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ 189<br />
της Υπαίθρου. Πρέπει να σχεδιάζεται και να ασκείται αποκεντρωμένα ώστε<br />
να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.<br />
Η ενδυνάμωση των εξουσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι αναγκαία αλλά<br />
όχι επαρκής προπόθεση για την επιτυχία κάθε αναπτυξιακού σχεδίου στην<br />
Ύπαιθρο. Χρειάζονται περισσότεροι πόροι αλλά και φαντασία και γνώση των<br />
στελεχών της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης ώστε η<br />
Ύπαιθρος σε όλες τις περιοχές της Χώρας μας να είναι ελκυστικός τόπος για<br />
οικονομικές δραστηριότητες και για ανθρώπους που αναζητούν καλύτερη ποιότητα<br />
ζωής. Τα παραδείγματα άλλων ευρωπακών χωρών μπορεί να φανούν<br />
ιδιαίτερα χρήσιμα. 34<br />
34 B. Hervieu, «Quelle Stratégie Nationale de Développement Rural Pour un Pays de<br />
l’ Union Européenne», Options Mediterraneennes, Νο. 54, 2006 και A. Arzeni, R. Esposti,<br />
F. Sotte, (eds.), European Policy Experiences with Rural Development, Vauk, Kiel, 2002.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 190
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 191<br />
9<br />
Η ελληνική τουριστική πολιτική μπροστά<br />
στις νέες εξελίξεις<br />
Δημήτρης Λαγός<br />
Εισαγωγή<br />
Είναι γνωστό ότι η μεταπολεμική φιλελεύθερη αντίληψη για την οικονομική<br />
ανάπτυξη των εξαρτημένων χωρών ήταν η πολιτική τους εξάρτηση μέσα από το<br />
κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού, με σκοπό να αναπροσανατολίσει<br />
τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας σε δραστηριότητες και μορφές<br />
που θα εξυπηρετούσαν το καπιταλιστικό σύστημα και θα επέτειναν την ιμπεριαλιστική<br />
εξάρτηση. Στη βάση της κυρίαρχης αυτής αναπτυξιακής αντίληψης,<br />
η εκβιομηχάνιση των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών εξυπηρετούσε τις ανάγκες<br />
συσσώρευσης του κεφαλαίου σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Ετσι, για τις<br />
αναπτυγμένες χώρες, η προσπάθεια δημιουργίας ή διατήρησης μιας βαριάς<br />
βιομηχανίας κατέστησε αναγκαία την ανάπτυξη εξειδικευμένων τομέων της<br />
μεταποίησης και των υπηρεσιών, 1 ενώ για τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, η<br />
προσπάθεια αξιοποίησης των φυσικών και πολιτιστικών πόρων, στη βάση του<br />
συγκριτικού τους πλεονεκτήματος, ήταν μια αναπτυξιακή πολιτική «έξωθεν<br />
επιβαλλόμενη» που υιοθετήθηκε σταδιακά και χρηματοδοτήθηκε, κατά περίπτωση<br />
από τις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλιστικού συστήματος. 2 Σ’ αυτή<br />
την αναπτυξιακή λογική, η δραστηριότητα του τουρισμού, στο διεθνή καταμερισμό<br />
της εργασίας, ήταν σε δεύτερη προτεραιότητα, παρά τις προτροπές της<br />
1 Γ. Μηλιός, Ο Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός: Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική<br />
ανάπτυξη, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1988, σελ. 333-335.<br />
2 Δ. Λαγός, Θεωρίες περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης, εκδόσεις Κριτική,<br />
Αθήνα, 2007, σελ. 224.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 192<br />
192 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ<br />
Παγκόσμιας Τράπεζας και κυρίως του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού<br />
(UNWTO) που δημιουργήθηκε για την συστηματική προώθησή του. 3<br />
Η μεταπολεμική εξέλιξη τόσο του τουρισμού όσο και των άλλων οικονομικών<br />
δραστηριοτήτων στην Ελλάδα έγινε κατά τρόπο αυθόρμητο και απρογραμμάτιστο.<br />
4 Σήμερα, ο τουρισμός στην Ελλάδα αποτελεί μια σημαντική οικονομική<br />
δραστηριότητα που καλύπτει περίπου το 29,29% των αδήλων πόρων σε<br />
συνάλλαγμα και το 32,26% του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου (στατιστικά<br />
δεδομένα του 2006). Προσφέρει 850.000 περίπου θέσεις εργασίας,<br />
άμεσα ή έμμεσα, και ενισχύει όλους τους κλάδους της οικονομίας. Συνεισφέρει<br />
το 18% του ΑΕΠ, με τη χρήση του 0,007% του τακτικού προπολογισμού και<br />
του 0,93% του Προπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων. Τα έσοδα από τον<br />
τουρισμό για την Ελλάδα ανέρχονται σε 11,5 δις. ευρώ το χρόνο. Οι αφίξεις ξένων<br />
τουριστών αυξήθηκαν κατά 9,64% το 2005, κατά 8,73% το 2006 και κατά<br />
5,49% το 2007. Η δυναμικότητα των ξενοδοχείων το 2006 ήταν 693.252 κλίνες.<br />
Η δε δαπάνη ανά διανυκτέρευση ήταν 332 $. Επίσης, η Ελλάδα κατατάσσεται<br />
στην 24 η θέση μεταξύ 124 χωρών ως προς την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού<br />
τομέα, σύμφωνα με το νέο δείκτη Ταξιδιωτικής και Τουριστικής Ανταγωνιστικότητας.<br />
5<br />
Οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη παραμένουν αισιόδοξες.<br />
Ειδικότερα και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Παγκόσμιου Οργανισμού<br />
Τουρισμού, ο τουρισμός στην Ευρώπη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με<br />
μικρότερους ρυθμούς από ότι αναπτύσσεται μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να<br />
ενταθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε διάφορους προορισμούς. Αν οι εκτιμήσεις<br />
που γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο 6 επαληθευτούν και με δεδομένη την<br />
αύξηση των ταξιδιών από ευρωπαίους πολίτες (μεταβολή 2,8%), οι οποίοι αποτελούν<br />
την συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών που επισκέπτεται την Ελλάδα,<br />
προβλέπεται (ΕΣΥΕ, ΕΟΤ) ότι μέχρι το 2014 ο ρυθμός αύξησης των αφίξεων<br />
των αλλοδαπών τουριστών θα είναι της τάξης του 5%.<br />
3 A. Holden, Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στον τουρισμό, μετάφραση επιμέλεια: Θ.<br />
Μαυροδόντης, Εκδόσεις Παπαζήση, 2008, σελ. 195.<br />
4 Δ. Σακκάς, «Το διαρθρωτικό πρόβλημα και ο οικονομικός προγραμματισμός στην<br />
μεταπολεμική Ελλάδα», Μελέτες Νο. 45, ΚΕΠΕ, Αθήνα, 1996, σελ. 23 και Π. Τσάρτας<br />
και Δ. Λαγός, «Η πολιτική του ελληνικού τουρισμού μέσα από τα αναπτυξιακά προγράμματα»,<br />
στο Β. Αγγελής και Λ. Μαρούδας (επιμ.), Οικονομικά συστήματα, αναπτυξιακές<br />
πολιτικές και στρατηγικές των επιχειρήσεων στην εποχή της παγκοσμιοποίησης,<br />
συλλογικός τόμος προς τιμήν του καθηγητή Στέργιου Μπαμπανάση, Τμήμα Διοίκησης<br />
Επιχειρήσεων Πανεπιστήμιο Αιγαίου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2006, σελ.736.<br />
5 Τράπεζα Ελλάδος, Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2006, Αθήνα, 2007, σελ.128.<br />
6 World Tourism Organization, Tourism Vision 2020, Vol. 1- 6, Madrid, 2000.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 193<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 193<br />
Παρά τη γενικά ικανοποιητική στατιστική εικόνα που παρουσιάζει διαχρονικά<br />
ο ελληνικός τουρισμός, με βάση τις τουριστικές αφίξεις και διανυκτερεύσεις,<br />
αλλά και τη διαχρονική εξέλιξη της κατά κεφαλήν δαπάνης, σε σύγκριση<br />
με τα διεθνή δεδομένα, σήμερα η τουριστική βιομηχανία εμφανίζει συμπτώματα<br />
κόπωσης. Η Ελλάδα θεωρείται χώρα φιλοξενίας αλλοδαπών τουριστών<br />
χαμηλής και μεσαίας εισοδηματικής στάθμης. Το τουριστικό της προόν είναι<br />
μέτριας ποιότητας και έχει υψηλό συγκριτικό κόστος. Η τιμή του τουριστικού<br />
προόντος, που αποτελεί το κυριότερο στοιχείο προσέλκυσης αλλοδαπών τουριστών,<br />
λόγω σταθερότητας του ευρώ, αλλά και πληθωριστικών πιέσεων, αδυνατεί<br />
να προσαρμοστεί στα πλαίσια που θέτει ο διεθνής τουριστικός ανταγωνισμός.<br />
Εξάλλου, οι τουριστικές της υποδομές και ανωδομές δεν έχουν ποιοτικά<br />
χαρακτηριστικά, οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί,<br />
η τουριστική εποχικότητα εξακολουθεί να είναι αιτία δυσμενών εξελίξεων στη<br />
λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου, ενώ η προώθηση των ειδικών και εναλλακτικών<br />
μορφών τουρισμού δεν πραγματοποιείται συγκροτημένα και δεν<br />
εντάσσεται (πλην λίγων περιπτώσεων) σε προγράμματα ή δράσεις που να ενισχύονται<br />
από δημόσιους πόρους. Το σύστημα κινήτρων προς τον τουρισμό δεν<br />
έχει αποδώσει ικανοποιητικά και δεν ενισχύει την ισόρροπη περιφερειακή<br />
ανάπτυξη. Η εκπαίδευση και η κατάρτιση δεν ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις<br />
της τουριστικής αγοράς. Παρότι, η χώρα μας είναι διεθνής τουριστικός<br />
προορισμός, μόλις πρόσφατα, ανακοινώθηκε η ίδρυση του πρώτου πανεπιστημιακού<br />
τμήματος «Οικονομίας και Διοίκησης του Τουρισμού», στο Πανεπιστήμιο<br />
Αιγαίου.<br />
Στο κεφάλαιο αυτό, επιχειρήται η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα<br />
ακολουθούμενης αναπτυξιακής πορείας του τουρισμού, και του περιεχομένου<br />
της αναπτυξιακής ελληνικής τουριστικής στρατηγικής και πολιτικής, με σκοπό<br />
να εντοπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και να αναδειχθούν οι δυνατότητες<br />
του ελληνικού τουρισμού. Στη βάση των συμπερασμάτων που προκύπτουν<br />
προτείνεται ένα πλαίσιο τουριστικής στρατηγικής και πολιτικής που<br />
απαντά σε βασικά θέματα που κατατρύχουν τον ελληνικό τουρισμό, λαμβάνοντας<br />
υπόψη τις νέες εξελίξεις της διεθνούς οικονομικής και κοινωνικής συγκυρίας.<br />
Διαχρονική ανάλυση της ελληνικής τουριστικής πολιτικής<br />
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο τουρισμός μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια δραστηριότητα<br />
η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην τοπική και περιφερειακή<br />
ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η σημασία του τουρισμού για την υποστήριξη των<br />
λιγότερων ανεπτυγμένων ή μειονεκτικών περιοχών ήταν και παραμένει αξιό-
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 194<br />
194 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ<br />
λογη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές περιοχές της Ελλάδας μεταπολεμικά<br />
κατάφεραν μέσα από την τουριστική τους ανάπτυξη όχι μόνο να διατηρήσουν,<br />
αλλά και να αυξήσουν τον ενεργό πληθυσμό τους, βελτιώνοντας σημαντικά και<br />
τις συνθήκες διαβίωσής του. Παράλληλα, σε μερικές περιοχές όπου ο τουρισμός<br />
εξελίχθηκε, λανθασμένα, σε «μονοκαλλιέργεια», συνέβη να εξαρτάται<br />
από αυτόν ολόκληρη η οικονομική, παραγωγική και κοινωνική δομή των περιοχών<br />
αυτών. 7 Ωστόσο, η κατάσταση αυτή, σε περιόδους κρίσεις, δημιούργησε<br />
προβλήματα στην τουριστική βιομηχανία των περιοχών αυτών. Σήμερα, ο τουρισμός<br />
στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, τα<br />
οποία επιτείνονται λόγω της υφιστάμενης διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.<br />
Προκειμένου να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της υπάρχουσας<br />
κατάστασης της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, είναι αναγκαία μια σύντομη<br />
ανασκόπηση της μεταπολεμικής πολιτικής προς εντοπισμό των διαρθρωτικών<br />
του προβλημάτων του τουρισμού, αλλά και των δυνατοτήτων ή των ευκαιριών<br />
που υπάρχουν, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν κατάλληλα, ενόψει<br />
της νέας προγραμματικής περιόδου. 8<br />
Η σύντομη ανασκόπηση της λογικής και του περιεχομένου της ελληνικής<br />
τουριστικής πολιτικής γίνεται στο πλαίσιο τριών χρονικών περιόδων: 9<br />
• του βιοτεχνικού τουρισμού (1950-1966).<br />
• του περάσματος στο βιομηχανικό τουρισμό (1967-1991)<br />
• της πολιτικής αναζήτησης για έξοδο από την κρίση (1991-σήμερα).<br />
Στην πρώτη χρονική περίοδο, από το περιεχόμενο των προγραμμάτων<br />
(1948-1966) διαπιστώνεται ότι αυτά είχαν ευκαιριακό χαρακτήρα και αποσκοπούσαν<br />
στην εξασφάλιση όσο το δυνατόν, μεγαλύτερων ποσών συναλλαγματικών<br />
πόρων υπό τη μορφή οικονομικής και τεχνικής βοήθειας 10 και όχι υπό τη<br />
μορφή ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο<br />
αυτό, οι επιδιώξεις της τουριστικής πολιτικής ήταν γενικόλογες αναφορές,<br />
δεν συνοδεύονταν δηλαδή από συγκεκριμένα μέτρα, που η υλοποίησή τους θα<br />
προωθούσε την τουριστική ανάπτυξη σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Η<br />
δομή της τουριστικής δραστηριότητας αυτής της περιόδου μπορεί να χαρακτηριστεί<br />
ως βιοτεχνική, λόγω του μεγάλου αριθμού και του μεγέθους των τουρι-<br />
7 Δ. Λαγός, «Ο Τουρισμός ως Παράγοντας Προώθησης της Περιφερειακής Ανάπτυξης»,<br />
Επιθεώρηση Αστικών και Περιφερειακών Μελετών ΤΟΠΟΣ., Νο. 14, 1998.<br />
σελ. 53.<br />
8 ΕΣΠΑ 2007-2013.<br />
9 Τσάρτας και Λαγός, οπ. π., 2006, σελ. 750-756.<br />
10 Σακκάς, οπ. π., 1996, σελ. 72.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 195<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 195<br />
στικών επιχειρήσεων και λόγω της μη καλής οργάνωσης της τουριστικής δραστηριότητας<br />
(μικρός αριθμός ανοργάνωτων ταξιδιωτών, απουσία προσόντων<br />
των εργαζόμενων, απουσία μεθόδων διοίκησης και προώθησης του προόντος).<br />
Στην δεύτερη χρονική περίοδο, διαπιστώνεται ότι ενώ στα αρχικά προγράμματα<br />
(1967–1970), επικρατούσε η ίδια αναπτυξιακή φιλοσοφία με αυτή της<br />
πρώτης χρονικής περιόδου, όμως η λογική τους στηριζόταν στην προώθηση του<br />
μαζικού οργανωμένου τουρισμού και την αξιοποίηση των φυσικών και πολιτιστικών<br />
πόρων της χώρας με συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής που είχαν σαφείς<br />
στόχους και επιδιώξεις. Στα μετέπειτα προγράμματα, η τουριστική πολιτική<br />
που εφαρμόστηκε είχε καθοριστικό ρόλο στην έκταση και τον τρόπο ανάπτυξης<br />
της τουριστικής βιομηχανίας. Μέχρι το 1973, η τουριστική πολιτική απέβλεπε<br />
στην ταχεία τουριστική ανάπτυξη με στόχο τη μεγιστοποίηση των συναλλαγματικών<br />
εσόδων προς κάλυψη του εμπορικού ελλείμματος του ισοζυγίου<br />
τρεχουσών συναλλαγών. Γι’ αυτό και υπήρχε ευνοκότερη χρηματοδοτική πολιτική,<br />
χωρίς τραπεζικά κριτήρια, που επηρέασε την χωρική κατανομή των ξενοδοχειακών<br />
καταλυμάτων και την ανάπτυξη νέων τουριστικών προορισμών (π.χ.<br />
Χαλκιδική), όπου στον ξενοδοχειακό κλάδο εισήλθαν άτομα άσχετα με την<br />
τουριστική δραστηριότητα. 11<br />
Μέχρι το 1980, επιχειρήθηκε ορθολογική ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας<br />
μέσα από τους αναπτυξιακούς νόμους (Ν. 1313/72 και 1378/73) σε<br />
συνδυασμό με την επίτευξη στόχων περιφερειακής πολιτικής (Ν. 289/76) και<br />
την ενίσχυση των προβληματικών περιοχών (Ν. 849/780). Στα αναπτυξιακά<br />
προγράμματα της 10ετίας του 1980 υπάρχει η θέσπιση ενός συστήματος κινήτρων<br />
(Ν. 1116/81, Ν. 1262/82) που απέβλεπε στην αποκέντρωση και τη δημιουργία<br />
νέων μικρών ξενοδοχειακών μονάδων. Όμως, το επενδυτικό ενδιαφέρον<br />
επικεντρώθηκε και πάλι σε λιγοστές τουριστικά αναπτυγμένες περιοχές με<br />
αποτέλεσμα την υπερπροσφορά κλινών. Στις υπόλοιπες περιοχές δεν υπήρχε η<br />
κατάλληλη κοινωνικοοικονομική υποδομή και ανωδομή, λόγω της ανεπάρκειας<br />
διάθεσης των χρηματικών πόρων από το Πρόγραμμα Δημοσίων επενδύσεων<br />
(Π.Δ.Ε.). Έτσι, το ενδιαφέρον της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στράφηκε<br />
προς την «παραξενοδοχεία». Η πολιτική των κίνητρων στις επενδύσεις συνεχίζεται<br />
με την ίδια ένταση μέχρι το 1990. Ο ρυθμός αύξησης του αριθμού των κλινών<br />
παραμένει ο ίδιος και η συγκέντρωση πολύ περιορισμένη παρόλη τη δια-<br />
11 Α. Μυλωνάς, «Ο Τουρισμός ως κινητήρια δύναμη της χώρας», πρακτικά συνεδρίου<br />
του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: «Το Παρόν και το μέλλον της<br />
Ελληνικής Οικονομίας», Τόμος Α, έκδοση Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα,<br />
1997, σελ. 12.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 196<br />
196 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ<br />
φοροποίηση των ποσοστών των επενδύσεων και των κατασκευαστικών προγραμμάτων<br />
προς όφελος των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών. Παράλληλα, η<br />
αυξημένη ζήτηση καταλυμάτων σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη<br />
τάση για κερδοσκοπία, συνέτειναν στην ραγδαία άνοδο των αυθαίρετων κατοικιών.<br />
Στην τρίτη χρονική περίοδο, οι στόχοι της τουριστικής πολιτικής που εκφράζονται<br />
μπορούν να συνοψιστούν στον εμπλουτισμό και τη διαφοροποίηση του<br />
τουριστικού προόντος, την ανάπτυξη νέων μορφών τουρισμού, τη βελτίωση της<br />
ποιότητας του προσφερομένου προόντος, το άνοιγμα προς νέες αγορές και την<br />
προώθηση της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης.<br />
Τα αναπτυξιακά προγράμματα της 10ετίας του 1990 [κυρίως τα Α΄ και Β΄<br />
Κοινοτικά Πλαίσια Στήρισκης (ΚΠΣ)], αντιμετώπισαν τον τουρισμό επιφανειακά,<br />
με αποτέλεσμα την έλλειψη ελκυστικών κινήτρων, αλλά και την ύπαρξη<br />
μιας σειράς αντικινήτρων για τη προσέλκυση επενδυτών. Επίσης, η εσφαλμένη<br />
κατανομή των χρηματικών πόρων από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα<br />
(ΜΟΠ) και το Α΄ ΚΠΣ, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγέθυνση της παραοικονομίας<br />
και τη συσσώρευση προβλημάτων που περιόρισαν την τουριστική<br />
ανάπτυξη της χώρας. Ο αναπτυξιακός νόμος (1892/90), αν και βελτιώθηκε σημαντικά<br />
ως προς τα κίνητρα του προηγούμενου, δεν μπόρεσε από μόνος του να<br />
επηρεάσει την τουριστική ανάπτυξη, χωρίς το συνδυασμό μιας γενικότερης πολιτικής.<br />
Ο αναπτυξιακός νόμος 2234/94 που τροποποίησε και συμπλήρωσε άρθρα<br />
του 1892/90, υιοθέτησε μια πιο ρεαλιστική πολιτική κινήτρων για ελεγχόμενη<br />
και επιθυμητή ανάπτυξη.<br />
Στα αναπτυξιακά προγράμματα της 10ετίας του 2000 (Γ΄ ΚΠΣ 2000-2006),<br />
εξαιτίας της ευρωπακής ολοκλήρωσης, η τουριστική πολιτική της χώρας διαμορφώνεται<br />
σε νέα βάση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις<br />
της παγκοσμιοποίησης, να αξιοποιηθούν τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και<br />
να βελτιωθεί η υποδομή της για την προσέλκυση τουριστών με υψηλότερο εισόδημα.<br />
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πολιτεία μέσω της εταιρείας «Ελληνικά<br />
Τουριστικά Ακίνητα» (ΕΤΑ) αποδεσμεύεται από το ρόλο του παραγωγού,<br />
πουλώντας ή παραχωρώντας με συμβόλαια μεγάλης διάρκειας τις εγκαταστάσεις<br />
που είχε κατασκευάσει κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της ανάπτυξης<br />
του τουρισμού. Χαρακτηριστικό αυτής της λογικής είναι και η προώθηση,<br />
μέσω του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου για τον τουρισμό, της νέας λειτουργικής<br />
μορφής της «τουριστικής κατοικίας» που ωστόσο εκτιμάται ότι θα<br />
ευνοήσει σε πρώτη φάση ελάχιστους τουριστικούς επιχειρηματίες, που εν προκειμένω<br />
θα λειτουργήσουν απλά ως «οικοπεδούχοι», καθώς και ορισμένες μεγάλες<br />
κατασκευαστικές εταιρείες (developers) και τράπεζες ελληνικών και ξένων<br />
συμφερόντων που διαθέτουν θυγατρικές εταιρείες αγοροπωλησιών ακινή-
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 197<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 197<br />
των (real estate) και ενδιαφέρονται να προσφέρουν στην αγορά νέα δανειακά<br />
προόντα για την ανάπτυξη νέων πεδίων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων<br />
μέσω τουρισμού.<br />
Κριτική αξιολόγηση<br />
Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η φιλοσοφία των πρώτων αναπτυξιακών<br />
προγραμμάτων ήταν η συστηματική παρέμβαση του κράτους στο μηχανισμό<br />
της αγοράς, με στόχο τη δημιουργία και επέκταση της βασικής υποδομής<br />
για να διευκολύνει τη διαδικασία ένταξης της εγχώριας παραγωγής στο διεθνή<br />
καταμερισμό εργασίας. Ο διεθνής τουρισμός, στο πλαίσιο αυτό, δεν ήταν στο<br />
επίκεντρο των αναπτυξιακών επιλογών της μεταπολεμικής οικονομικής πολιτικής.<br />
Όμως, η κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες<br />
ανέδειξε την προστιθέμενη αξία αυτής της δραστηριότητας.<br />
Στη χώρα μας, ο τουρισμός ως αναπτυξιακή παράμετρος, εκτιμάται θετικά,<br />
καθότι συνέβαλε ουσιαστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση ορισμένων περιοχών<br />
της και στη διαμόρφωση αναπτυξιακών συνθηκών. Όμως, αποτελεί<br />
ακόμα μέχρι και σήμερα μια οικονομική δραστηριότητα που ναι μεν προσφέρει<br />
στο ΑΕΠ, πάσχει όμως από έλλειψη συγκροτημένης στρατηγικής και μακροχρόνιου<br />
προγράμματος δράσης. Τα όποια θετικά οφέλη των Ολυμπιακών Αγώνων<br />
δεν έχουν ακόμα κεφαλαιοποιηθεί και με την υπάρχουσα αρνητική διεθνή<br />
οικονομική συγκυρία δεν προοιωνίζεται αίσια μελλοντική πορεία ανάπτυξης.<br />
Άλλωστε, όπως επισημαίνει στην τελευταία έκθεσή του και ο Διοικητής της<br />
Τράπεζας της Ελλάδας, σε καμιά χώρα όπου πραγματοποιήθηκαν Ολυμπιακοί<br />
Αγώνες δεν υπήρξε επιτάχυνση στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Ο τουρισμός<br />
μας βαίνει μειούμενος από το 2004 με βάση την κατά κεφαλήν δαπάνη<br />
(από 854 ευρώ το 2004, μειώθηκε σε 808 ευρώ το 2005, δηλ. κατά 5,43%, σε 786<br />
ευρώ το 2006, δηλ. κατά 2,65% και κατά 4,78% το 2007). Η μείωση αυτή οφείλεται<br />
στη μικρότερη μέση διάρκεια παραμονής σε συνδυασμό με την πραγματικά<br />
μικρότερη δαπάνη των τουριστών. Ο προβληματισμός για την κατεύθυνση<br />
του τουρισμού μας και το ρόλο του στην ελληνική οικονομία βρίσκεται ήδη στο<br />
επίκεντρο των συζητήσεων από τους εμπλεκόμενους φορείς στο τουριστικό κύκλωμα,<br />
ενόψει μάλιστα της τελευταίας πετρελακής κρίσης που διαμορφώνει<br />
ένα κλίμα ανησυχίας και ανασφάλειας, η οποία καθηλώνει ακόμα περαιτέρω<br />
την τουριστική μας ανταγωνιστικότητα.<br />
Εξετάζοντας τη διαχρονική πορεία εξέλιξης του ελληνικού τουρισμού, καθίσταται<br />
εμφανές ότι υπάρχει αδυναμία συγκρότησης μιας σταθερής και μακροπρόθεσμης<br />
τουριστικής πολιτικής. Αυτό είναι φανερό και από τις ανολοκλήρωτες<br />
προσπάθειες σε ειδικότερα πεδία της τουριστικής ανάπτυξης, όπως
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 198<br />
198 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ<br />
χωροταξία, περιβάλλον, αποκέντρωση, περιφερειακή ανάπτυξη, νομοθεσία κινήτρων,<br />
διαφήμιση κ.λπ. στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης<br />
της πρώτης και δεύτερης χρονικής περιόδου. 12 Αντίθετα, τα ΚΠΣ, 13<br />
υλοποιήθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό, ανεξάρτητα της κριτικής που δέχθηκαν<br />
για την ορθολογική ή μη κατανομή των διαθέσιμων χρηματικών πόρων και της<br />
ανικανότητάς τους να διαφοροποιήσουν την τουριστική προφορά, ώστε να<br />
αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το τουριστικό μας προόν. Η τουριστική<br />
πολιτική και στρατηγική εξακολουθεί να είναι ο απλοκός εμπειρισμός,<br />
με αποτέλεσμα η τουριστική μας ανάπτυξη να ακολουθεί ακόμα τον στρεβλό<br />
χωροταξικό και οικονομικό σχεδιασμό και να οδηγεί ακόμα περαιτέρω στην<br />
υπερσυγκέντρωση της τουριστικής προσφοράς σε ορισμένες περιοχές, στην<br />
αλόγιστη επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος, στον κορεσμό και την υποβάθμιση<br />
ορισμένων περιοχών. Αυτό επιτείνει τα υφιστάμενα διαρθρωτικά<br />
προβλήματα της τουριστικής μας δραστηριότητας και δυσχεραίνει ακόμα περαιτέρω<br />
την αποτελεσματικότητα των μέτρων της τουριστικής πολιτικής.<br />
Το Σχέδιο του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου (ΕΧΠ) για τον τουρισμό,<br />
δεν έχει ακόμα προωθηθεί για ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων και σύμφωνα<br />
με τις πρώτες εκτιμήσεις δεν καλύπτει τις αναπτυξιακές ανάγκες της τουριστικής<br />
δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, η ενασχόλησή του με την οργάνωση του<br />
χώρου είναι πιο περιορισμένη, γενική και ασαφής. Εξάλλου, παρατηρείται ότι<br />
σε εθνικό επίπεδο απουσιάζουν βασικοί κατευθυντήριοι άξονες ως προς τη<br />
σύλληψη του χωρικού προτύπου, τη μίξη των μορφών τουρισμού και την ένταση<br />
της επιθυμητής τουριστικής ανάπτυξης στο χώρο και στο χρόνο, καθώς επίσης<br />
και συγκεκριμένα κριτήρια για κάθε προτεινόμενη τουριστική κατηγορία. Επίσης,<br />
σε περιφερειακό επίπεδο το υπόψη ΕΧΠ δεν κάνει αναφορά σε θέματα<br />
συμπληρωματικότητας με τους άλλους τομείς και κλάδους της οικονομίας, σε<br />
θέματα φέρουσας τουριστικής ικανότητας και συμβολής του τουρισμού στη<br />
διατομεακή ισόρροπη ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, το συνολικό περιεχόμενο του<br />
ΕΧΠ είναι αποσπασματικό, ασαφές και χωρίς προτεραιότητες και δεν πείθει<br />
ότι καταρτίστηκε για τον εμπλουτισμό και τη διαφοροποίηση του τουριστικού<br />
προόντος και για να διαδραματίσει τον αναπτυξιακό του ρόλο στο τουριστικό<br />
12 Π. Τσάρτας, «Κριτική αποτίμηση των παραμέτρων συγκρότησης των χαρακτηριστικών<br />
της μεταπολεμικής τουριστικής ανάπτυξης» στο Σ. Αυγερινού – Κολώνια, Γ. Ζαχαράτος<br />
Γερ. κ.ά. (επιμ. Π. Τσάρτα), Τουριστική ανάπτυξη: Πολυεπιστημονικές προσεγγίσεις,<br />
εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 2000, σελ. 197.<br />
13 Ι. Ψυχάρης, Τα περιφερειακά προγράμματα των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης,<br />
Επιστημονικές Μελέτες προς τιμή του καθηγητή Ν. Κόνσολα, Πάντειον Πανεπιστήμιο<br />
Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα, 2005, σελ. 467-469.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 199<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 199<br />
γίγνεσθαι της χώρας. Αντίθετα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές κατευθύνσεις<br />
που δίνονται σε κάθε κατηγορία τουριστικών περιοχών, είναι ασαφείς<br />
και αόριστες, χωρίς χρονοδιάγραμμα και δεν εκφράζουν στο σύνολό τους τη<br />
λογική της ενδογενούς ολοκληρωμένης τουριστικής ανάπτυξης, στη βάση των<br />
αρχών της αειφορίας και των κοινοτικών ρυθμίσεων για το περιβάλλον. Επίσης,<br />
εκτιμάται ότι η «τουριστική κατοικία» θα βλάψει την παραδοσιακή τουριστική<br />
προσφορά (ξενοδοχεία και άλλες μορφές καταλυμάτων) και τους μικρομεσαίους<br />
τουριστικούς επιχειρηματίες, διότι, εάν ο «θεσμός της τουριστικής<br />
κατοικίας» επιτύχει, τότε θα μειώσει σημαντικά την τουριστική ζήτηση, και το<br />
κυριότερο, θα βλάψει σημαντικά το περιβάλλον των τουριστικών περιοχών,<br />
που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θετικής εικόνας των τουριστών για το<br />
ελληνικό τουριστικό προόν.<br />
Επιπλέον, η μακροχρόνια έλλειψη στρατηγικής του παρελθόντος, οδήγησε<br />
τον ελληνικό τουρισμό σε μία παρατεταμένη κρίση και σε μία πτωτική πορεία<br />
όλων των τουριστικών προορισμών της χώρας με ακόμη μεγαλύτερη πτώση των<br />
τουριστικών εσόδων. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική τουριστική<br />
αγορά, τόσο σε ευρωπακό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι η διατήρηση<br />
της ανταγωνιστικότητας της που βελτιώνεται όταν η ποιότητα των παρεχόμενων<br />
υπηρεσιών αυξάνεται περισσότερο από το κόστος (value for money). Η<br />
βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών παίζει σημαντικό ρόλο<br />
στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Η ποιοτική αναβάθμιση<br />
και η διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού προόντος είναι πλέον επιτακτική<br />
ανάγκη και αποτελεί την μόνιμη επιδίωξη όλων όσων εμπλέκονται στο<br />
τουριστικό κύκλωμα.<br />
Η παραπάνω σύντομη ανασκόπηση των επιδιώξεων και στόχων της ελληνικής<br />
τουριστικής πολιτικής, ναι μεν τόνισε για άλλη μια φορά τη φιλοσοφία της<br />
αναπτυξιακής τουριστικής πολιτικής, ωστόσο κατέδειξε τις αστοχίες και τις ουσιαστικές<br />
ελλείψεις της πολιτικής αυτής. Αναμφισβήτητα, ο τουρισμός είναι<br />
μια σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή που είχε, έχει και θα έχει θετικές συμβολές<br />
στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της χώρας. Και αυτό λόγω των ιδιαίτερων<br />
ιστορικών, πολιτιστικών και φυσικών στοιχείων που διαθέτει η χώρα<br />
μας, τα οποία της προσδίνουν συγκριτικό πλεονέκτημα και της δημιουργούν<br />
μια καλή τουριστική εικόνα στις διεθνείς τουριστικές αγορές. Η αναπτυξιακή<br />
αυτή φιλοσοφία παραμένει διαχρονικά αμετάβλητη, καθότι η συνεχώς αυξανόμενη<br />
τουριστική ζήτηση των αλλοδαπών επιβεβαιώνεται στην πράξη με τις μέχρι<br />
σήμερα τουριστικές αφίξεις. Ωστόσο, η αναπτυξιακή αυτή φιλοσοφία στηρίζεται<br />
στο κυρίαρχο πρότυπο του μαζικού-οργανωμένου τουρισμού και<br />
αγνοεί τη μεγάλη συμβολή του εσωτερικού τουρισμού και τις νέες τάσεις (προώθηση<br />
ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, παγκοσμιοποίηση τουριστικής<br />
αγοράς, τα συνδυασμένα τουριστικά κίνητρα, τις νέες τεχνολογίες στον
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 200<br />
200 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ<br />
τουρισμό κ.λπ.) που διαμορφώνουν το νέο πρότυπο ανάπτυξης του τουρισμού.<br />
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες αρκούνται στο να υπογραμμίζουν<br />
το σημαντικό ρόλο του τουρισμού στην εθνική και περιφερειακή οικονομία,<br />
χωρίς να διαθέτουν μια ολοκληρωμένη τουριστική πολιτική με μακροχρόνια<br />
προοπτική που να είναι αρμονικά συνδεδεμένη με τους άλλους τομείς της<br />
οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας και να αντιμετωπίζει ουσιαστικά<br />
τις διαρθρωτικές αδυναμίες της τουριστικής μας δραστηριότητας. 14<br />
Εξάλλου, οι στόχοι και οι επιδιώξεις των διαφόρων προγραμμάτων βασίζονται<br />
περισσότερο στην ιδιωτική πρωτοβουλία για τη προσαρμογή των επιχειρήσεων<br />
στις ανάγκες της αγοράς, για εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού τους, για<br />
την εφαρμογή μεθόδων παραγωγής που θα εξασφαλίσουν την ποιότητα του<br />
προόντος και του περιβάλλοντος, για τη δημιουργία ειδικών εγκαταστάσεων<br />
(όπως μαρίνες, συνεδριακά κέντρα, γκολφ, κέντρα θαλασσοθεραπείας κ.λπ.),<br />
παρά στη συνολική και κοινή δράση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της<br />
τουριστικής βιομηχανίας, προκειμένου να δημιουργήσουν διαφοροποιημένα<br />
και καλύτερης ποιότητας προόντα.<br />
Τέλος, η ανάπτυξη των ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, που<br />
αποτελούν το νέο πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης, τον αντίποδα του οργανωμένου<br />
μαζικού τουρισμού, δηλαδή του κυρίαρχου αναπτυξιακού προτύπου της<br />
μεταπολεμικής εποχής, έχει άτυπα ανατεθεί στους ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι<br />
προωθούν τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, χωρίς ωστόσο, τον απαραίτητο<br />
κρατικό συντονισμό και κατά συνέπεια χωρίς τον έλεγχο της ασφάλειας των<br />
τουριστών.<br />
Προτάσεις τουριστικής πολιτικής<br />
Η κριτική αξιολόγηση της τουριστικής πολιτικής, όπως αυτή διατυπώνεται<br />
μέσα από το περιεχόμενο των διαφόρων αναπτυξιακών προγραμμάτων, οδηγεί<br />
σε έναν γενικότερο προβληματισμό για την αποτελεσματικότητα των επιδιώξεων<br />
και στόχων, οι οποίοι έχουν σχέση και με την υλοποίηση των σχετικών<br />
τουριστικών προγραμμάτων, αλλά και με τη δυνατότητα της ιδιωτικής τουριστι-<br />
14 Β. Πατσουράτης, Η ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού τουριστικού τομέα, ΙΤΕΠ,<br />
Αθήνα., 2002, σελ. 115, Π. Κούρτης, Στρατηγική και ανταγωνιστικότητα στον τουρισμό<br />
στο πλαίσιο της περιφερειακής ανάπτυξης, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Χαροκόπειο<br />
Πανεπιστήμιο Αθήνα, 2004, Δ. Λαγός, Τουριστική Οικονομική, εκδόσεις Κριτική,<br />
Αθήνα, 2005, σελ. 101 και Λ. Αθανασίου, Τουριστική ανάπτυξη και περιβαλλοντική<br />
προστασία, ΙΤΕΠ, Μελέτες, Νο. 21, Αθήνα, 2007, σελ. 142-145.
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 201<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 201<br />
κής επιχειρηματικότητας να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της για την ποιοτική<br />
βελτίωση της τουριστικής βιομηχανίας.<br />
Στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης ενδογενούς τουριστικής ανάπτυξης που<br />
προωθείται μέσω των ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, οι στρατηγικοί<br />
στόχοι της ελληνικής τουριστικής πολιτικής θα πρέπει να εστιάζονται στον<br />
εμπλουτισμό της τουριστικής προσφοράς, στη διαφοροποίηση του τουριστικού<br />
προόντος, στην ενίσχυση των ΜΜΕ του τουρισμού, στην προώθηση των ειδικών<br />
και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, στην προστασία του περιβάλλοντος,<br />
στην ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού, στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων<br />
τουριστικών υπηρεσιών, στην άμβλυνση της εποχικότητας, στην ενίσχυση<br />
της παραγωγικής βάσης της τοπικής οικονομίας, στην ισόρροπη τουριστική<br />
ανάπτυξη, στην απεξάρτηση από τα μεγάλα ταξιδιωτικά γραφεία, στην υιοθέτηση<br />
των αρχών της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης, στην αναβάθμιση και<br />
δημιουργία νέων ειδικών τουριστικών υποδομών, στην εξυπηρέτηση του στόχου<br />
της ανταγωνιστικότητας μέσω της αύξησης της επιχειρηματικότητας κ.λπ.<br />
Οι παραπάνω στόχοι για να είναι εφικτοί και ρεαλιστικοί πρέπει να εξειδικευθούν,<br />
να ιεραρχηθούν, ώστε να συγκροτήσουν επιμέρους διακριτές πολιτικές<br />
(π.χ. τουριστικής έρευνας και σχεδιασμού, θεσμικών ρυθμίσεων, τιμών,<br />
επενδύσεων, εκπαίδευσης, διαφήμισης και προώθησης, μεταφορών, συγχώνευσης<br />
τουριστικών επιχειρήσεων, διεύρυνσης τουριστικής προσφοράς) συνδεόμενες<br />
με όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας και να ενταχθούν<br />
σε ένα ολοκληρωμένο μακροχρόνιο πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, που θα<br />
οριοθετεί το ρόλο και έκταση του τουρισμού, με στόχο την επίτευξη του μέγιστου<br />
δυνατού αποτελέσματος από τις δραστηριότητες των επιμέρους κλάδων<br />
που συσχετίζεται. Συνεπώς, το προτεινόμενο πλαίσιο μιας εθνικής τουριστικής<br />
πολιτικής για τη χώρα μας είναι η κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος<br />
τουριστικής ανάπτυξης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, το οποίο να είναι<br />
ρεαλιστικό, υλοποιήσιμο και εναρμονισμένο με τους στόχους της ΕΕ, προκειμένου<br />
να λειτουργήσει η τουριστική μας βιομηχανία αποδοτικά και αποτελεσματικά<br />
στο πλαίσιο της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης και να ανταποκριθεί<br />
στην υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να βασίζεται<br />
σε μια στρατηγική για τον τουρισμό, η οποία θα καλύπτει όλους τους τομείς<br />
της τουριστικής δραστηριότητας και θα διέπεται από την περιφερειακή πολιτική<br />
του κεντρικού κράτους, η οποία αναντίρρητα ρυθμίζει την παραγωγή και<br />
διάθεση της τουριστικής κατανάλωσης. 15<br />
15 Θ. Αποστολόπουλος, «Μια νέα στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης», Τουρισμός<br />
και Οικονομία, Νο. 144, 1990, Π. Κορλίρας, «Σκέψεις για μια μακροπρόθεσμη πολιτική<br />
στον τουρισμό», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 9/3/1998, σελ. 18-19, Γ. Ζαχαράτος, «Το
kef02:kef02 06/03/2009 13:58 Page 202<br />
202 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΟΣ<br />
Βασικό εργαλείο του υπόψη προγράμματος αποτελεί το ΕΧΣ για τον τουρισμό<br />
που, αν διαμορφωθεί κατάλληλα, μπορεί να αποτελέσει ένα πλαίσιο ισόρροπης<br />
τουριστικής ανάπτυξης και προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς<br />
περιβάλλοντος. Ακόμα, μπορούν να αξιοποιηθούν και τα σχετικά εργαλεία,<br />
όπως της Τουριστική Φέρουσα Ικανότητα, τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών,<br />
το Κοινοτικό Σύστημα Οικολογικής Διαχείρισης και Ελέγχου<br />
(EMAS), η Agenta 21, κ.λπ. που υποστηρίζουν αποτελεσματικά το έργο της<br />
τουριστικής ανάπτυξης.<br />
Τέλος, το υπόψη πρόγραμμα, για να είναι ρεαλιστικό και κοινωνικά αποδεκτό,<br />
θα πρέπει να έχει προκύψει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής δημοκρατικών<br />
διαδικασιών και συνεργατικού πνεύματος και να καλύπτει όλο το φάσμα των<br />
εμπλεκόμενων φορέων της τουριστικής βιομηχανίας.<br />
αναγκαίο σχήμα και θεωρητικό πλαίσιο άσκησης της τουριστικής πολιτικής στην Ελλάδα<br />
σήμερα» στο Σ. Αυγερινού – Κολώνια, Γ. Ζαχαράτος, κ.ά. (επιμ. Π. Τσάρτας),<br />
Τουριστική ανάπτυξη: Πολυεπιστημονικές προσεγγίσεις, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα,<br />
2000, σελ. 41-42 και του ιδίου «Ας δούμε επιτέλους τον τουρισμό ως βιομηχανία», Οικονομικός<br />
Ταχυδρόμος, 5/1/2002.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 203<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙII<br />
Δημόσια Σφαίρα,<br />
Πολιτικές και Μεταρρυθμίσεις
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 204
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 205<br />
10<br />
Αλληλεξάρτηση, ρευστότητα και δημιουργική<br />
προσαρμοστικότητα<br />
Η πρό(σ)κληση της παγκοσμιοποίησης<br />
Χαρίδημος Κ. Τσούκας<br />
Πριν από δεκαπέντε χρόνια, ελάχιστοι μιλούσαν για την «παγκοσμιοποίηση».<br />
Ο όρος χρησιμοποιούνταν κυρίως από μερικούς κοινωνικούς επιστήμονες<br />
και από δεξαμενές σκέψης. Σήμερα δεν υπάρχει πολιτικός, επιχειρηματίας<br />
ή συνδικαλιστής που να μην τον χρησιμοποιεί, κοινωνικό κίνημα που να μην<br />
τον επικαλείται. Ο όρος παγκοσμιοποίηση, παγκοσμιοποιήθηκε! Δεν πρόκειται<br />
πλέον για την ουτοπία κάποιου φιλόσοφου, ούτε για την κινητοποιό αρχή<br />
κάποιου ακτιβιστή, αλλά για απτή πραγματικότητα. Όπως έδειξε η πρωτοφανής<br />
οικονομική κρίση στο δεύτερο ήμισυ του 2008, η παγκοσμιοποίηση είναι,<br />
πλέον, μια βιωμένη εμπειρία και αυτό την καθιστά ένα ποιοτικώς διαφορετικό<br />
γεγονός από παρόμοιες διαδικασίες διεθνοποίησης του παγκόσμιου οικονομικού<br />
συστήματος, όπως λ.χ. στα τέλη του 19 ου αιώνα.<br />
Σήμερα, η παγκοσμιοποίηση είναι στο καθιστικό του σπιτιού μας, στην κουζίνα<br />
μας, στη δουλειά μας, στην ενημέρωσή μας, στη διασκέδασή μας – με δυο<br />
λόγια, στη ζωή μας. Σε μια βόλτα στο τοπικό σούπερ μάρκετ ή στη λακή αγορά<br />
της γειτονιάς θα βρείτε μήλα από τη Χιλή, μπανάνες Fair Trade από τον Ισημερινό,<br />
μπλουζάκια από την Κίνα. Κάθε μέρα πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά<br />
συναλλαγές ύψους άνω των 1 τρις δολαρίων στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.<br />
Στη δεκαετία του 1990, στην εποχή ακόμη της δραχμής, διακινούνταν κάθε<br />
μέρα στην Ελλάδα 2.5 δις δολάρια, ποσό που αντιστοιχούσε στο 14% του συνολικού<br />
τραπεζικού αποθέματος της χώρας. Σήμερα τα μεγέθη έχουν αυξηθεί. Το<br />
ηλεκτρικό ρεύμα που μας παρέχει η ΔΕΗ χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό<br />
από διεθνείς θεσμικούς επενδυτές, όπως επίσης και οι τραπεζικές μας συναλ-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 206<br />
206 ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΤΣΟΥΚΑΣ<br />
λαγές με την Εθνική Τράπεζα. Το ατύχημα του Τσερνομπίλ πριν από είκοσι<br />
χρόνια είχε αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των Ελλήνων (και όχι μόνον) πολιτών,<br />
παρά την τεράστια γεωγραφική απόσταση. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου<br />
επηρεάζει την καθημερινότητά μας με τις κλιματικές αλλαγές που επιφέρει<br />
(μία απο τις οποίες είναι η υψηλή ξηρασία που αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα<br />
δασικών πυρκαγιών), αν και οι κύριοι συντελεστές που το παράγουν<br />
είναι οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες, κυρίως οι ΗΠΑ και η Κίνα.<br />
Με την τηλεόραση ο υπόλοιπος κόσμος είναι μέσα στα σπίτια μας, συχνά σε<br />
πραγματικό χρόνο. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέρρευσαν το 1989, το ένα<br />
μετά το άλλο, χάρις, σε μεγάλο βαθμό, στην τηλεοπτική κάλυψη και την παγκόσμια<br />
μετάδοση των εξεγέρσεων. Τη συντριβή του δεύτερου αεροπλάνου στο<br />
νότιο πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001,<br />
εκτιμάται ότι την παρακολούθησαν ζωντανά 1 δις άνθρωποι στον κόσμο! Με το<br />
κινητό τηλέφωνο, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τις τεχνολογίες κοινωνικής δικτύωσης<br />
(π.χ. Facebook, MySpace, κ.λπ.) και το Διαδίκτυο ο κόσμος έχει δραματικά<br />
συρρικνωθεί. Το θάνατο της πριγκίπισσας Νταάνα, τον Αύγουστο<br />
1997, τον θρήνησαν άνθρωποι σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης – η πρώτη μαζική<br />
εκδήλωση βιρτουαλικού πένθους! Τον εκλογικό θρίαμβο του B. Obama<br />
στην Αμερική γιόρτασαν, σε πραγματικό χρόνο, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο<br />
τον πλανήτη.<br />
Κι αν, παρ’ όλα αυτά, χρειαζόταν ένα ακόμα δείγμα της παγκοσμιοποίησης,<br />
η κολοσσιαία χρηματοπιστωτική και, στη συνέχεια, οικονομική κρίση του 2008<br />
ήταν αρκετή. Με οδυνηρό τρόπο, οι κάτοικοι του πλανήτη είδαν τις εθνικές οικονομίες<br />
τους να κλονίζονται, εξατίας σειράς αποτυχιών αμερικανικών τραπεζών<br />
και ασφαλιστικών οργανισμών. Ενα φτάρνισμα της AIG και της Lehman<br />
Brothers, μεταξύ άλλων, ήταν αρκετό για να κρυολογήσει μέχρι πνευμονίας ο<br />
υπόλοιπος κόσμος! Ποτέ οι οικονομίες δεν ήταν τόσο στενά διασυνδεδεμένες<br />
όσο σήμερα.<br />
Τέλος, ακόμη και οι αντίπαλοι της παγκοσμιοποίησης την αντιμάχονται σε<br />
παγκόσμια κλίμακα – δίχως παγκοσμιοποιημένους τρόπους δράσης η παγκοσμιοποίηση<br />
δεν αντιμετωπίζεται! Οι διαδηλωτές του Κοινωνικού Φόρουμ το<br />
ξέρουν καλά.<br />
Ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν ήταν τόσο αλληλεξαρτώμενη, ούτε είχε τέτοια<br />
επίγνωση της αλληλεξάρτησης. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας<br />
δεν είχαμε έναν τέτοιο κολοσσιαίο μετασχηματισμό του χρόνου και του χώρου.<br />
Ποτέ άλλοτε η καθημερινή μας εμπειρία δεν διαμορφώνονταν σε τόσο μεγάλο<br />
βαθμό από χωρο-χρονικά αποστασιοποιημένες εξελίξεις. Το «εδώ και<br />
τώρα» αποκτά μια άλλη έννοια στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία – δυνητικά<br />
όλα είναι εδώ, εν δυνάμει όλα γίνονται τώρα.<br />
Ο μεγάλος θαυμαστής του καπιταλισμού, ο Κάρλ Μαρξ, είχε συλλάβει την
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 207<br />
ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ, ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 207<br />
εγγενή τάση του καπιταλισμού για παγκόσμια εξάπλωση ήδη από το 1848. Στο<br />
Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ εκθείασε την παγκοσμιοποιητική τάση του<br />
καπιταλισμού και το ελεύθερο εμπόριο, την τεχνολογικοποίηση της παραγωγής,<br />
την απίσχνανση του κράτους-έθνους. Για τον καπιταλιστή όλος ο κόσμος<br />
είναι μια εν δυνάμει αγορά για τα προόντα του – η παγκόσμια εξάπλωση είναι<br />
στο DΝΑ της αγοράς. Ο καπιταλισμός παραπέμπει, αναπόφευκτα, σε κάποια<br />
μορφή κοσμοπολιτισμού.<br />
Αν, όμως, χωρίς την οικονομία της αγοράς δεν υπάρχει το διαρκές κίνητρο<br />
της πλανητικής οικονομικής ενοποίησης, δίχως τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας<br />
και μεταφορών, η παγκοσμιοποίηση θα ήταν ανέφικτη. Χάρις στους τηλεπικοινωνιακούς<br />
δορυφόρους, τα διηπειρωτικά καλώδια, την τηλεόραση και το<br />
Διαδίκτυο (και τους ποικίλους και διαρκώς εξελισσόμενους μηχανισμούς επικοινωνίας<br />
που αναπτύσσονται χάρι σ’ αυτό) ο κόσμος ενοποιείται, τα σύνορα<br />
διαβρώνονται, και –πράγμα εξόχως σημαντικό– ο κόσμος αποκτά συνείδηση<br />
της αλληλεξάρτησής του.<br />
Σε έναν κόσμο που έχει αυξανόμενη επίγνωση των οικονομικών ευκαιριών<br />
που παρέχουν οι πλούσιες οικονομίες της αγοράς, της προστασίας των ανθρωπίνων<br />
δικαιωμάτων που θεσμοποιούν οι δημοκρατίες, και καθιστά πιο εύκολη<br />
τη μετακίνηση των ατόμων, είναι λογικό οι λιγότερο προνομιούχοι άνθρωποι<br />
να επιδιώκουν να μετακινηθούν σε πιο προνομιούχες περιοχές του πλανήτη. Η<br />
μετανάστευση, είτε στη νόμιμη είτε, κυρίως, στη λαθραία της μορφή, όχι μόνον<br />
δεν θα κοπάσει αλλά θα ενταθεί. Οι πλούσιες δημοκρατίες μεταβάλλονται<br />
βαθμιαία σε πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες – δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών,<br />
σε μικρογραφίες του κόσμου.<br />
Η αλληλεξάρτηση που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση δεν απαντά μόνο «εκεί<br />
έξω», αλλά «εδώ μέσα». Άλλωστε οι ίδιες οι έννοιες του τι είναι «έξω» και τι<br />
είναι «μέσα» είναι περισσότερο ρευστές από ποτέ, κι αυτή συνιστά την κυριότερη<br />
ίσως ειδοποιό διαφορά της τωρινής παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας σε<br />
σχέση με αυτή των αρχών του 20ου αιώνα. Η εμπειρία της παγκοσμιοποίησης<br />
σήμερα δεν είναι μια αφηρημένη επίγνωση της αλληλεξάρτησης αλλά ένα συγκεκριμένο<br />
βίωμα· δεν αφορά τις ελίτ αλλά τις μάζες. Ο «Άλλος» (other) είναι<br />
ήδη «εδώ» και μας ωθεί να αναστοχαστούμε την ίδια μας την ταυτότητα. Η διαχείριση<br />
της αλληλεξάρτησης με τον «Άλλο», τόσο στον μικρόκοσμο της προσωπικής<br />
εμπειρίας όσο και στον μακρόκοσμο της υψηλής πολιτικής, συνιστά μια<br />
από τις κρισιμότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα.<br />
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο κόσμος έγινε «επίπεδος», όπως ισχυρίζεται<br />
ο Τ. Freadman, ότι δηλαδή τα κράτη και οι επιχειρήσεις λειτουργούν και<br />
ανταγωνίζονται σε ένα επίπεδο έδαφος επί ισοις όροις. Όσο αφελής είναι η<br />
αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση, άλλο τόσο αφελής είναι η πεποίθηση ότι η<br />
παγκοσμιοποίηση συνιστά ένα φυσικό φαινόμενο που εξαλείφει τις διαφορές.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 208<br />
208 ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΤΣΟΥΚΑΣ<br />
Αντιθέτως, η παγκοσμιοποίηση καθιστά τις πολιτισμικές και θεσμικές διαφορές<br />
μεταξύ χωρών και περιοχών πιο ορατές από ποτέ, και συχνά διευκολύνει<br />
την έκφραση των ιδιαιτεροτήτων. Περισσότερο απο ποτέ άλλοτε γνωρίζουμε<br />
σήμερα τις πολιτισμικές και θεσμικές ιδιομορφίες «απόμακρων» κατά τα άλλα<br />
χωρών. Δεν χρειάζεται π.χ. να έχεις επισκεφθεί τη Σαουδική Αραβία για να<br />
ξέρεις πως αντιμετωπίζονται οι γυναίκες εκεί· το βλέπεις στο CNN. Η τάση για<br />
παγκοσμιοποίηση αποδυναμώνει το έθνος-κράτος και ενθαρρύνει την ανάπτυξη<br />
τοπικών ταυτοτήτων. Η μεταφορά ισχύος και εθνικής κυριαρχίας σε<br />
υπερεθνικές οντότητες όπως η ΕΕ, π.χ., ενθαρρύνει την περιφερειακή συγκρότηση<br />
μιας χώρας, αφού, για μερικά θέματα, το κέντρο ισχύος μεταφέρεται από<br />
την εθνική σε μια υπερεθνική πρωτεύουσα.<br />
Η παγκοσμιοποίηση είναι η λογική απόληξη ενός πλέγματος αλληλεπιδρώντων<br />
παραγόντων, όπως είναι η θεαματική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας,<br />
η οικονομία της αγοράς, και οι επικοινωνίες. Η ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης<br />
θα σήμαινε την ανάσχεση της ανάπτυξης αυτών των παραγόντων,<br />
πράγμα ανέφικτο και, για μένα τουλάχιστον, ανεπιθύμητο. Δίχως το<br />
άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη,<br />
οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας θα ήταν ακόμα φτωχές, ο αριθμός των<br />
φτωχών στις αναπτυσσόμενες χώρες που ζουν με $1 την ημέρα θα ήταν διπλάσιος<br />
απ΄ ότι πριν από 20 χρόνια, και το προσδόκιμο ζωής θα ήταν το μισό αυτού<br />
πριν από ένα αιώνα. Η εκκολαπτόμενη οικουμενική συνείδηση, όπως φαίνεται<br />
μέσα από την αυξανόμενη δράση της παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών και τη δημιουργία<br />
πλανητικών θεσμών (π.χ. Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η Διεθνής<br />
Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, το Διεθνές Πάνελ για τις Κλιματικές Αλλαγές,<br />
κ.λπ.), είναι όχι μόνο μη-αναστρέψιμη αλλά και ευπρόσδεκτη, στο μέτρο που<br />
δημιουργεί προποθέσεις για παγκόσμια δράση προκειμένου να αντιμετωπισθούν<br />
πλανητικές απειλές, όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές, οι επιδημίες, η<br />
τρομοκρατία, και η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.<br />
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ξέρουμε πολύ καλά ότι οι αγορές, εθνικές<br />
και μη, λειτουργούν με κανόνες και θεσμούς οι οποίοι είναι, αυστηρά μιλώντας,<br />
μη οικονομικής φύσεως. Το πώς θα ρυθμισθούν οι παγκόσμιες οικονομικές<br />
συναλλαγές και πως θα αντιμετωπιστούν τα ποικίλα, πλανητικής εκτάσεως,<br />
προβλήματα εξαρτάται από τη πολιτική μας σκέψη και δράση, σε εθνική και<br />
παγκόσμια κλίμακα. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 προήλθε, εν μέρει<br />
τουλάχιστον, από τον τρόπο ρύθμισης (ακριβέστερα: μη ρύθμισης) των αγορών<br />
σύνθετων χρηματοοικονομικών προόντων στις ΗΠΑ (βλ. την ομολογία του<br />
πρών προέδρου της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας στο Κογκρέσο<br />
τον Οκτώβριο 2008). Η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία για τη δήθεν αυτορρύθμιση<br />
των αγορών συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία της κρίσης.<br />
Παρά την αποδυνάμωσή τους, τα έθνη-κράτη εξακολουθούν να είναι οι σο-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 209<br />
ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ, ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 209<br />
βαρότεροι παίκτες στην παγκόσμια σκηνή και τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό θα<br />
αλλάξει στο προβλεπτό μέλλον: ελέγχουν τον εθνικό χώρο, διαμορφώνουν σε<br />
μεγάλο βαθμό το νομικό-θεσμικό πλαίσιο, και διαθέτουν την πιο ισχυρή στρατιωτική<br />
ισχύ. Συγχρόνως, ο αυξανόμενος ρόλος των διεθνών οργανισμών μεταφέρει<br />
εν μέρει το πολιτικό παιχνίδι σε πλανητικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση,<br />
μπορεί η παγκοσμιοποίηση να είναι μια μη-αναστρέψιμη διαδικασία, η μορφή<br />
όμως που θα πάρει εξαρτάται ουσιωδώς από πολιτικές αποφάσεις, σε εθνικό<br />
και πλανητικό επίπεδο.<br />
Για ένα πράγμα, ωστόσο, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: η ριζική αλληλεξάρτηση<br />
που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση σημαίνει ότι άτομα, επιχειρήσεις,<br />
και έθνη-κράτη είμαστε όλο και περισσότερο εκτεθειμένοι σε συχνότερες και<br />
εντονότερες αλλαγές και αναθεωρήσεις. Το αν θα έχουν δουλειά οι κλωστοφαντουργοί<br />
της Νάουσας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς εξελίξεις<br />
της κλωστοφαντουργίας που διαμορφώνουν τους όρους της ανταγωνιστικότητας<br />
του κλάδου. Η εξέλιξη των τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών εξαρτάται<br />
ουσιωδώς από τις παρεμβάσεις των διεθνών θεσμικών επενδυτών, οι<br />
οποίες, με τη σειρά τους, εξαρτώνται από το πώς αντιλαμβάνονται την εθνική<br />
μας οικονομία διεθνείς οικονομικοί παράγοντες. Η τιμή του πετρελαίου εξαρτάται<br />
από τις πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τις ενεργειακές ανάγκες<br />
των αναπτυσσόμενων χωρών, ιδιαίτερα της Κίνας και της Ινδίας. Οι δόσεις<br />
του στεγαστικού μας δανείου επηρεάζονται ουσιωδώς από τις διεθνείς<br />
χρηματοπιστωτικές εξελίξεις.<br />
Σε ένα περιβάλλον έντονης αλληλεξάρτησης, οι εθνικές ταυτότητες τείνουν<br />
να υβριδοποιούνται. Η εθνική ταυτότητα σήμερα καθορίζεται όλο και περισσότερο<br />
διαλογικά: αλλιώς αυτοκατανοείσαι ως Έλληνας σε μια μονο-πολιτισμική<br />
κοινωνία (όπως, εν πολλοίς, ήταν η Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του<br />
1980) και αλλιώς σε μια πολυ-πολιτισμική (όπως, εν πολλοίς, είναι σήμερα). Σε<br />
συνθήκες παγκοσμιοποίησης συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχουν αναλλοίωτες<br />
ουσίες – η διευρυνόμενη και αναστοχαζόμενη εμπειρία είναι ο αποφασιστικότερος<br />
παράγοντας για τη συγκρότηση της εθνικής συλλογικότητας. Ο άνθρωπος<br />
που διευρύνει τις γνώσεις και εμπειρίες του στην κοινωνία της παγκοσμιοποιημένης,<br />
διαμεσολαβημένης ενημέρωσης δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που<br />
αντλεί ενημέρωση και εμπειρία κυρίως από τις αδιαμεσολάβητες αισθήσεις<br />
του. Ο άνθρωπος που έχει ευκαιρίες να αναστοχάζεται την εμπειρία του (εν<br />
μέρει εξαιτίας του διευρυμένου χαρακτήρα της εμπειρίας που του δίνει τη δυνατότητα<br />
να συγκρίνει), είναι ένας αρκετά διαφορετικός άνθρωπος από τον<br />
άνθρωπο της παραδοσιακής, «κλειστής» κοινωνίας. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης,<br />
η ταυτότητα είναι πρόταγμα, όχι ουσία.<br />
Σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο κανείς δεν έχει πλεονέκτημα για πάντα,<br />
κανείς δεν μπορεί να εφησυχάζει, κανείς δεν πρέπει να θεωρεί την ταυτότητά
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 210<br />
210 ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΤΣΟΥΚΑΣ<br />
του δεδομένη. Ο οικονομικός ανταγωνισμός διευρύνεται και εκλεπτύνεται,<br />
αφού νέοι παίκτες, με νέες στρατηγικές, κάνουν την εμφάνισή τους στις διεθνείς<br />
αγορές. Η αβεβαιότητα εντείνεται, αφού σε ένα δικτυακό σύστημα έντονης<br />
αλληλεξάρτησης οι μεταβολές ενός παράγοντα ταχύτατα επιφέρουν αλυσιδωτές<br />
επιπτώσεις σε όλους τους άλλους. Σε τέτοιες συνθήκες, η πηγή για την<br />
εξασφάλιση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μετατοπίζεται, για τις ανεπτυγμένες<br />
οικονομίες τουλάχιστον, στην προσαρμοστικότητα και την καινοτομικότητα.<br />
Οι δύο αυτοί παράγοντες είναι πιθανότερο να διασφαλισθούν επί μακρόν<br />
σε συνθήκες που προάγουν την κοινωνική εμπιστοσύνη και συνοχή. Η παγκοσμιοποίηση<br />
καθιστά περισσότερο ορατές τόσο την ανθρωπολογική βάση<br />
της οικονομίας, όσο και τις θεσμικές συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται και<br />
διανέμεται ο πλούτος. Κοινωνίες με χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς και<br />
μειωμένη κοινωνική συνοχή αντιμετωπίζουν τις αλλαγές φοβικά – κυριαρχεί ο<br />
φόβος της απώλειας των «κεκτημένων», έστω κι αν αυτά είναι ψίχουλα. Το κόστος<br />
της ανάληψης κινδύνων που κάθε αλλαγή επιφέρει υπερτερεί του κόστους<br />
διατήρησης του αποδεδειγμένα μη διατηρήσιμου στάτους κβό.<br />
Επιπλέον, γνωρίζουμε καλά σήμερα ότι απαραίτητη προπόθεση της οικονομικής<br />
ανταγωνιστικότητας είναι το στρατηγικά σκεπτόμενο, ευέλικτο και<br />
αποτελεσματικό κράτος. Εδώ ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο: πως οι δημόσιες<br />
πολιτικές, και το πολιτικό σύστημα γενικότερα, θα προάγουν την προσαρμοστικότητα,<br />
την καινοτομικότητα, και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Η<br />
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας βελτιώνεται στο μέτρο που το πολιτικό σύστημα<br />
είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται εγκαίρως την ανάγκη για θεσμικές αλλαγές<br />
και έχει την ικανότητα να τις υλοποιεί με τρόπο που μεγιστοποιεί το<br />
κοινό καλό. Αυτό καθίσταται περισσότερο σημαντικό στην οικονομία του<br />
Ευρώ, αφού οι κυβερνήσεις είναι πλέον υπεύθυνες κυρίως για μικρο-οικονομικές<br />
πολιτικές. Το ασφαλιστικό και, γενικότερα, η μεταρρύθμιση του κράτουςπρόνοιας,<br />
π.χ., είναι σημαντικό πρόβλημα σε όλη την Ευρώπη, όπως επίσης σημαντικό<br />
είναι η μεταρρύθμιση της παιδείας για τη διαμόρφωση πολιτών με<br />
γνώσεις, δημιουργικότητα και δεξιότητες που ζητά η αγορά. Στην Ελλάδα τα<br />
συστήματα που χρήζουν μεταρρύθμισης είναι κι άλλα πολλά, δεδομένων των<br />
ιστορικά διαμορφωμένων αγκυλώσεων και δυσλειτουργιών της δημόσιας διοίκησης<br />
(π.χ. κομματικοποίηση, διαφθορά, έλλειψη νοοτροπίας και συστημάτων<br />
σύγχρονου μάνατζμεντ, κ.λπ.).<br />
Η μεταρρύθμιση, βέβαια, εύκολα εξαγγέλλεται και δύσκολα υλοποιείται.<br />
Οι μεταρρυθμιστές απαιτείται να έχουν όραμα, στρατηγική, συνοχή, και επιμονή<br />
– δύσκολα πράγματα για κόμματα εξουσίας εθισμένα στη λαφυραγωγία<br />
του κράτους, και πολιτικούς με χρονικό ορίζοντα αναφοράς τις επόμενες εκλογές<br />
ή, ακόμη χειρότερα, την επόμενη δημοσκόπηση. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ<br />
σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης οι μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτικές, καθίστα-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 211<br />
ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ, ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 211<br />
νται πιο δύσκολες. Τέσσερις λόγοι συνηγορούν σε αυτό, κι έχουν να κάνουν<br />
κυρίως με τις σύγχρονες τεχνολογίες άμεσης επικοινωνίας – τη σπονδυλική<br />
στήλη της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας.<br />
Πρώτον, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης<br />
εντείνεται η αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται φαινόμενα γενικευμένης<br />
ανασφάλειας, τα οποία οδηγούν τους πολίτες σε φοβικές αντιδράσεις, οι<br />
οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν το πλαίσιο διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής.<br />
Δεύτερον, στο μέτρο που η πολιτική ασκείται όλο και περισσότερο σε πραγματικό<br />
χρόνο, συντμείται ο πολιτικός ορίζοντας και οι διαμορφωτές πολιτικής<br />
ωθούνται να σκέπτονται και να δρουν βραχυπρόθεσμα, υπό το άγχος της ικανοποίησης<br />
των απαιτήσεων της δημοσιότητας. Σε χώρες με χαμηλής ποιότητας<br />
κρατική γραφειοκρατία και ευτελών ΜΜΕ, αυτό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό<br />
πρόβλημα, γιατί οι δράσεις της δημόσιας διοίκησης είναι περισσότερο<br />
(επικοινωνιακές) αντι-δράσεις και λιγότερο χάραξη μακροπρόθεσμων πολιτικών.<br />
Τρίτον, οι σύγχρονες τεχνολογίες δημοσκοπήσεων τείνουν να μετατρέπουν<br />
τους πολιτικούς περισσότερο σε ουραγούς και λιγότερο σε ηγέτες, αφού οι πολιτικοί<br />
τίνουν να χαράζουν τις πολιτικές τους με βάση αυτά που «θέλει ο λαός»<br />
κι όχι με βάση τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Σε χώρες με λακιστική<br />
πολιτική κουλτούρα, αυτό σημαίνει ότι οι ηγέτες έχουν κίνητρα να πλειοδοτούν<br />
σε υποσχέσεις για την ικανοποίηση «λακών αιτημάτων» παρά να ασκούν την<br />
παιδαγωγική λειτουργία που εκ του ρόλου τους οφείλουν να ασκούν ως ηγέτες.<br />
Τέταρτον, οι τεχνολογίες άμεσης επικοινωνίας διευκολύνουν την κινητοποίηση<br />
επιμέρους ομάδων για την αποτροπή μεταρρυθμίσεων που θίγουν τα συμφέροντά<br />
τους και, κατά συνέπεια, ανεβάζουν το πολιτικό κόστος που πρέπει να<br />
καταβάλλει ο μεταρρυθμιστής σε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σύστημα. Το πιο<br />
αναποτελεσματικό πολιτικό σύστημα είναι εκείνο στο οποίο η ανάγκη για δημιουργική<br />
προσαρμοστικότητα της οικονομίας, των θεσμών και αξιών αναβάλλεται<br />
στο διηνεκές ή προωθείται με λακιστικά κριτήρια.<br />
Εν κατακλείδι, η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης είναι πρωτίστως πολιτισμική.<br />
Παγκοσμιοποίηση σημαίνει αλληλεξάρτηση, διαρκής αλλαγή, ρευστές<br />
ταυτότητες. Η παγκοσμιοποίηση προποθέτει και δημιουργεί έναν τύπο ανθρώπου<br />
που ο Ε. Gelner προσφυώς ονόμασε «σύνθετο άνθρωπο» (modular<br />
man) – έναν άνθρωπο που δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ουσιοκρατικά,<br />
αλλά έχει την ικανότητα να αλλάζει, να αναθεωρεί και να προσαρμόζεται. Αν,<br />
όπως τόνιζε ο Κ. Καστοριάδης, πολιτική είναι η έλλογη διαχείριση της συλλογικής<br />
αβεβαιότητας, η πολυσύνθετη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης χρειάζεται<br />
κατ’ εξοχήν πολιτική αντιμετώπιση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να οργανώσουμε<br />
τους θεσμούς μας έτσι ώστε να αποδέχονται και να δημιουργούν την αλ-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 212<br />
212 ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ ΤΣΟΥΚΑΣ<br />
λαγή, και να ενσωματώνουν την αναθεωρησιμότητα προσφιλών ιδεών και συνηθειών<br />
σε όλα τα επίπεδα. Η δημιουργική προσαρμοστικότητα για το κοινό<br />
καλό είναι ο καλύτερος τρόπος να «σερφάρουμε» στο κύμα της παγκοσμιοποίησης.<br />
Γι αυτό το σκοπό απαιτούνται αδιάφθορες και εμπνευσμένες ηγεσίες που<br />
βλέπουν μακριά και ένα ορθολογικό πολιτικό σύστημα που έχει την εμπιστοσύνη<br />
των πολιτών και είναι σε θέση να αναλάβει αποτελεσματική στρατηγική<br />
δράση. Δεν είμαι βέβαιος ότι διαθέτουμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 213<br />
11<br />
Πολιτική κουλτούρα, νόρμες και το έλλειμμα<br />
πραγματισμού<br />
Κώστας Α. Λάβδας<br />
Στη μνήμη του δασκάλου μου<br />
Lucian W. Pye<br />
1921-2008<br />
Εισαγωγή<br />
Παρά τις εντυπώσεις που κάποτε δημιουργούνται, η συζήτηση περί πολιτικής<br />
κουλτούρας περιστρέφεται, τελικά, γύρω από συγκεκριμένα και αρκετά<br />
εστιασμένα ερωτήματα. 1 Ποιες είναι οι αντιλήψεις και οι στάσεις των ατόμων<br />
απέναντι στα πολιτικά αντικείμενα; Πώς επηρεάζουν οι αξίες αλλά και οι νόρ-<br />
1 Για σημαντικές αναλύσεις που καθόρισαν το πεδίο διεθνώς βλ. L. W. Pye Politics,<br />
Personality, and Nation Building, Yale University Press, New Haven, 1962, G. Almond &<br />
S. Verba, The Civic Culture, Princeton University Press, Princeton, 1963, L. W. Pye & S.<br />
Verba, επιμ., Political Culture and Political Development, Princeton University Press,<br />
Princeton, 1965, L. W. Pye, Asian Power and Politics: The Cultural Dimensions of<br />
Authority, Harvard University Press, Cambridge, MA, 1985. Για μια εισαγωγή στην έννοια<br />
και τα εργαλεία της πολιτικής κουλτούρας βλ. A. Ball & B. G. Peters, Σύγχρονη<br />
Πολιτική και Διακυβέρνηση, εισαγωγή-επιμέλεια Κ. Α. Λάβδας, εκδόσεις Παπαζήση,<br />
Αθήνα, 2001, σελ. 121-152. Ειδικότερα για το ρόλο των συναισθημάτων (emotions) βλ.<br />
την μελέτη του P. Hoggett, Emotional Life and the Politics of Welfare, Palgrave<br />
Macmillan, London, 2000, η οποία συνδυάζει ερευνητικούς προβληματισμούς από τα<br />
πεδία της πολιτικής φιλοσοφίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνικής ψυχολογίας<br />
και της κοινωνικής πολιτικής.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 214<br />
214 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
μες τις πολιτικές προσλήψεις και την πολιτική συμπεριφορά; 2 Πόσο σημαντικός<br />
είναι ο ρόλος των ορθολογικών κρίσεων, των προδεάσεων, της συνειρμικής<br />
λογικής, αλλά και των συναισθημάτων (emotions) στη διαμόρφωση των πολιτικών<br />
υποκειμένων και των σχέσεων τόσο μεταξύ τους όσο και με τους πολιτικούς<br />
και κοινωνικούς θεσμούς. Από τεχνική άποψη, οι κύριες πηγές για τη<br />
μελέτη κάθε πολιτικής κουλτούρας εντοπίζονται σε δυο πεδία. Αφενός τα<br />
εμπειρικά δεδομένα, τα οποία συλλέγονται συνήθως με την μορφή των λεγόμενων<br />
ερευνών «κοινής γνώμης» και στη συνέχεια τυγχάνουν επεξεργασίας. 3<br />
Αφετέρου η διερεύνηση πολιτικών εννοιών, τόσο στην ιστορική τους διαμόρφωση<br />
όσο και στο συγκεκριμένο συγκείμενο (context), στο πλαίσιο μιας προσέγγισης<br />
που έλκει την καταγωγή τόσο από την πολιτική επιστήμη όσο και από<br />
την «συγκειμενική» (contextualist) σχολή της ιστορίας των πολιτικών ιδεών. 4<br />
Πράγματι, το «εννοιολογικό» ρεύμα στην ανάλυση πολιτικής κουλτούρας κερδίζει,<br />
τελευταία, έδαφος διεθνώς ως παράλληλη και εν πολλοίς συμπληρωματική<br />
προσέγγιση.<br />
Αλλά το βασικό ζήτημα είναι, τι είδους ερωτήματα θέτει ο ερευνητής. Και η<br />
συνακόλουθη απορία, πώς διαμορφώνονται τα ερωτήματα αυτά; Συνήθως η<br />
απάντηση κινείται σε έναν ενδιάμεσο χώρο, αναγνωρίζοντας ότι τα ερευνητικά<br />
ερωτήματα πηγάζουν τόσο από το corpus της πολιτικής επιστήμης (με τις θεωρίες,<br />
τις επιστημονικές και διεπιστημονικές υποθέσεις και τα όποια συμπεράσματα<br />
της) όσο και από τα ερεθίσματα της δημοσιότητας. Στην περίπτωση της<br />
Ελλάδας, οι απόπειρες επιστημονικής ανάλυσης της πολιτικής κουλτούρας<br />
2 Για τις νόρμες ως στοιχεία που συμβάλουν στον προσανατολισμό και τη ρύθμιση<br />
της ανθρώπινης συμπεριφοράς βλ., μεταξύ άλλων, D. Grimm, «Norm(en)», σε D.<br />
Nohlen & R.-O. Schultze, επιμ., Pipers Woerterbuch zur Politik, I: Politikwissenschaft, Piper<br />
Verlag, Muenchen, 1985, σελ. 607-609. Οι νόρμες αποτελούν στοιχεία που μπορεί να<br />
αναφέρονται σε πολλά και διάφορα πεδία της ανθρώπινης εμπειρίας (ηθικά, αισθητικά,<br />
τεχνικά, κοινωνικά, οικονομικά, κ.ά.). Έχουν, όμως, παράλληλα, ένα σημαντικό κοινό<br />
χαρακτηριστικό: την δυνατότητα να ρυθμίζουν τη δράση, προσανατολίζοντας τη σε γενικά<br />
ή ειδικά πρότυπα. Ιδιαίτερα σημαντική για τις κοινωνικές επιστήμες είναι η σχέση<br />
που αναπτύσσεται ανάμεσα στις νομικές και τις άλλες νόρμες, οι αλληλεπιδράσεις και οι<br />
μεταξύ τους οριοθετήσεις. Ωστόσο νόρμες και αξίες δεν ταυτίζονται: βλ. πιο κάτω.<br />
3 Βλ. π.χ. G. Almond & S. Verba, The Civic Culture Revisited, Sage, Los Angeles, 1989<br />
και H.-D. Klingemann & D. Fuchs, Citizens and the State, Oxford University Press,<br />
Oxford, 1995.<br />
4 Βλ. π.χ. M. Richter, The History of Political and Social Concepts: A Critical Intro -<br />
duction, Oxford University Press, Oxford, 1995 και K. Palonen, «The History of<br />
Concepts as a Style of Political Theorizing», European Journal of Political Theory, Vol. 1<br />
No 1, 2002, σελ. 91-106.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 215<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 215<br />
έχουν αντλήσει ερωτήματα και από τις δυο πηγές, παρότι οι ειδικές εμπειρικές<br />
έρευνες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είναι ελάχιστες (υπάρχουν, βέβαια,<br />
τα αξιοποιήσιμα στοιχεία που μας παρέχουν αφενός το Ευρωβαρόμετρο<br />
και αφετέρου ορισμένες από τις πολλές και ποιοτικά άνισες μετρήσεις «κοινής<br />
γνώμης»). Οι ελλείψεις αυτές δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη μιας σχετικά περιορισμένης<br />
αλλά σίγουρα υπαρκτής ελληνικής βιβλιογραφίας περί πολιτικής<br />
κουλτούρας. 5<br />
Στις σελίδες που ακολουθούν θα εστιαστούμε σε δυο εντελώς διαφορετικές<br />
πηγές ερεθισμάτων που συμβάλλουν στην μετεξέλιξη της πολιτικής κουλτούρας.<br />
Θα εξετάσουμε αρχικά τις βασικές ευρωπακές παραμέτρους που επηρεάζουν<br />
την ελληνική πολιτική κουλτούρα (ενότητα 2) καθώς επίσης και ορισμένα διλήμματα<br />
που τίθενται στους θεσμούς πολιτικής διαμεσολάβησης (ενότητα 3). Στη<br />
συνέχεια, στρεφόμενοι στην ανάλυση παραγόντων βαθύτερης αιτιότητας, θα<br />
διερευνήσουμε ορισμένες κοινωνιο-βιολογικές παραμέτρους που επηρεάζουν,<br />
διαμορφώνουν και εξελίσσουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο τις πολιτικές και κοινωνικές<br />
νόρμες (ενότητα 4). Στο πλαίσιο αυτό, θα συζητήσουμε τέλος (στην ενότητα<br />
5) το βασικό, ίσως, πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας στην<br />
Ελλάδα: την έλλειψη εμπιστοσύνης σε θεσμούς και θεσμικές διαδικασίες και το<br />
συνδεόμενο με αυτήν έλλειμμα αυτοσυγκράτησης στην κοινωνική δράση. Με<br />
άλλα λόγια, το παρόν κείμενο αποτελεί μια προσέγγιση στην πολιτική κουλτούρα<br />
και τους παράγοντες που την καθορίζουν, μια προσέγγιση, όμως, που<br />
διατρέχει διαφορετικά επίπεδα αιτιότητας, συνθηκών και κατάδειξης.<br />
Εξευρωπασμός και πολιτική κουλτούρα<br />
Οι διαδικασίες εξευρωπασμού αποτελούν σημαντικές παραμέτρους για<br />
μια εξηγητική προσέγγιση στη διαμόρφωση και την εξέλιξη συστημάτων από<br />
κανόνες και νόρμες. Πρέπει καταρχήν να καταστεί σαφές ότι η έννοια και η<br />
προσέγγιση του «εξευρωπασμού» έχουν αξία, εφόσον τοποθετηθούν σε κατάλληλα<br />
μεθοδολογικά πλαίσια. Ας δούμε συνοπτικά τρία μεθοδολογικά ζητή-<br />
5 Για μια επισκόπηση της ελληνικής βιβλιογραφίας βλ. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα<br />
από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2008, σελ. 326-<br />
364. Για μια διαφορετική προσέγγιση στις βασικές παραδοχές για τις πηγές, την υφή<br />
και τις επιπτώσεις της πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα βλ. G. Contogeorgis,<br />
«Political <strong>Science</strong> in Greece», στον τόμο H.-D. Klingemann, επιμ., The State of Political<br />
<strong>Science</strong> in Western Europe, Budrich, Opladen, 2007, σελ. 187-229 και Γ. Κοντογιώργη,<br />
Πολίτης και Πόλις: Έννοια και Τυπολογία της Πολιτειότητας, εκδόσεις Παπαζήσης,<br />
Αθήνα, 2003.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 216<br />
216 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
ματα. Το πρώτο αφορά την ίδια την έννοια του εξευρωπασμού (Europeani -<br />
zation). Πρόκειται για μια έννοια την οποία όλο και περισσότεροι την χρησιμοποιούν<br />
(ειδικά κατά την τελευταία δεκαετία) αλλά λίγοι την εξειδικεύουν και<br />
ακόμη λιγότεροι την υποστηρίζουν συστηματικά. 6 Στην ελληνική, μάλιστα,<br />
χρήση του όρου έχει προκύψει μια ενδιαφέρουσα σύγχυση. Πώς μπορεί να<br />
«εξευρωπαστεί», διαμαρτύρονται κάποιοι, κάτι που είναι ήδη «ευρωπακό»;<br />
Πρόκειται για μια σύγχυση που πηγάζει κυρίως από την έλλειψη διάκρισης μεταξύ<br />
επιπέδων ανάλυσης: μεταξύ του επιπέδου ανάλυσης των «ειδικών γλωσσών»<br />
και του επιπέδου της «κοινής γλώσσας». Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε την<br />
καταρχήν διάκριση μεταξύ χρήσης ορισμένων εννοιών στην κοινή γλώσσα<br />
αφενός και στις ειδικές γλώσσες αφετέρου. Τέτοιες ειδικές γλώσσες αποτελούν<br />
τους κορμούς των επιμέρους επιστημονικών πεδίων, των «λόγιων πειθαρχιών»<br />
(scholarly disciplines) και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αναφερόμαστε<br />
σε αντικείμενα μελέτης στο εσωτερικό της «Πολιτικής Επιστήμης», της<br />
«Κοινωνιολογίας», της «Οικονομικής», κ.λπ. Αναφερόμενος, κατά συνέπεια,<br />
σε αυτές τις ειδικές γλώσσες και όχι στην κοινή γλώσσα, θα έλεγα ότι προφανώς<br />
ο «εξευρωπασμός» είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη έννοια γι' αυτό άλλωστε<br />
και χρησιμοποιείται διεθνώς, εφόσον θεωρούμε ότι σημαίνει αυτό και μόνο<br />
που στη συζήτηση στις ειδικές γλώσσες σηματοδοτεί.<br />
Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη σχέση μεταξύ του κανονιστικού (normative)<br />
επιπέδου αφενός και του αναλυτικού (analytical) επιπέδου αφετέρου. Εδώ πια<br />
επιτείνεται η σύγχυση αναφορικά με την έννοια του εξευρωπασμού. Το κανονιστικό<br />
επίπεδο, με την έννοια του δέον γενέσθαι, συνδέει στην Ελλάδα την έννοια<br />
του εξευρωπασμού με την έννοια του εκσυγχρονισμού. Η σύνδεση είναι<br />
ευεξήγητη, καθότι η έννοια του εκσυγχρονισμού τουλάχιστον στο ελληνικό πεδίο<br />
έχει εισαχθεί στα πλαίσια μιας ευρωπακής πολιτικής στρατηγικής, μιας<br />
στρατηγικής μάλιστα που υπήρξε σε ένα βαθμό αποτελεσματική. Και κατά συνέπεια<br />
σκεφτόμαστε πάντα αλληθωρίζοντας προς τις ειδικές γλώσσες αφ’ ενός<br />
και προς την δημόσια πολιτική συζήτηση αφ’ ετέρου. Υπάρχουν, άλλωστε, οι<br />
«κοινωνικοποιητικές» διαστάσεις του εξευρωπασμού. Ίσως εδώ πρέπει κανείς<br />
να είναι κάπως σκεπτικιστής, διότι ναι μεν στο επίπεδο των ελίτ πραγματοποιείται<br />
μια συνεχής διαδικασία κοινωνικοποίησης, όμως στα άλλα επίπεδα<br />
6 Για έγκυρες απόπειρες ορισμού στη διεθνή βιβλιογραφία βλ. R. Ladrech,<br />
«Europeanization of Domestic Politics and Institutions: The Case of France», Journal of<br />
Common Market Studies, Vol. 32, 1994, Κ. Α. Lavdas, The Europeanization of Greece:<br />
Interest Politics and the Crises of Integration, Macmillan, London, 1997, L. Cram,<br />
«Governance to Go: Domestic Actors, Institutions and the Boundaries of the Possible»,<br />
Journal of Common Market Studies, Vol. 39, 2001 και K. Featherstone & C. Radaelli<br />
(επιμ.), The Politics of Europeanization, Oxford University Press, Oxford, 2003.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 217<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 217<br />
ενδεχομένως η έννοια αυτή μπορεί να δημιουργήσει συγχύσεις με άλλες μορφές<br />
πολιτικής κοινωνικοποίησης στα δυτικά πρότυπα με την ευρεία έννοια. Ας<br />
μην ξεχνάμε ότι υπάρχει η έννοια της Westernization, μια διαφορετική έννοια<br />
με ένα ορισμένο ιστορικό βάθος. Στην ελληνική περίπτωση ξεκινάει στο 19ο<br />
αιώνα: ορισμένοι θύλακοι είχαν πολύ εμφανείς δυτικές και δυτικότροπες τάσεις,<br />
στη συνέχεια περνούν στην αφάνεια, αργότερα αναδύονται πάλι, κ.ο.κ.<br />
Πρόκειται για μια πορεία γεμάτη διακυμάνσεις, διακεκομμένη, σίγουρα όχι<br />
γραμμική. Όμως η Westernization και τα αποτελέσματα της είναι διαφορετικά<br />
από τη συγκεκριμένη έννοια του «εξευρωπασμού» την οποία χρησιμοποιούμε<br />
σε αυτή την ειδική γλώσσα της Πολιτικής Επιστήμης και η οποία, όπως θα διαπιστώσουμε,<br />
σημαίνει την επίδραση της ευρωπακής ενοποίησης αλλά και την<br />
αλληλεπίδραση με τους ευρωπακούς θεσμούς και δρώντες και τον διαδραστικό<br />
τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η ενοποιητική διαδικασία. Κατά συνέπεια,<br />
εάν επιθυμούμε να κρατήσουμε διακριτή την Westernization, θα πρέπει να<br />
θυμηθούμε ότι αναφορικά με τον εξευρωπασμό / Europeanization, ενώ στο επίπεδο<br />
των ελίτ υπάρχει μια προφανής προστιθέμενη αξία από τη χρήση αυτής<br />
της έννοιας, στα άλλα επίπεδα ενδέχεται στην ανάλυση της πολιτικής κουλτούρας<br />
να συγχέουμε τα αποτελέσματα εξευρωπασμού (με τη στενή αυτή έννοια<br />
που μόλις αναφέρθηκε) με ευρύτερα αποτελέσματα έκθεσης στην κουλτούρα<br />
της παγκοσμιοποίησης (Globalization), του εξαμερικανισμού (Americaniza -<br />
tion), κ.ο.κ.<br />
Το τρίτο και τελευταίο μεθοδολογικό ζήτημα αφορά τις σχέσεις μεταξύ<br />
εξευρωπασμού, εκσυγχρονισμού και παγκοσμιοποίησης. Είναι εδώ σκόπιμη<br />
μια διευκρινιστική παράθεση. Είναι προφανές ότι η ευρωπακή θεσμική κατασκευή<br />
δεν παίζει το ρόλο απλώς και μόνο της διαμεσολάβησης της παγκοσμιοποίησης.<br />
Αυτό προκύπτει εάν εξετάσουμε συγκεκριμένα πεδία πολιτικών και<br />
μπορούμε εκεί να δούμε διαφοροποιήσεις. Αλλά ακόμη και εκεί που ενδεχομένως<br />
παίζει το ρόλο διαμεσολάβησης της παγκοσμιοποίησης, το ζητούμενο είναι<br />
να δούμε από συγκριτική άποψη μεθοδολογικά πώς μπορούμε να διαφοροποιήσουμε<br />
τις επιπτώσεις του εξευρωπασμού από αυτές της παγκοσμιοποίησης.<br />
Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει διαφορά σε σχέση με χώρες οι οποίες υφίστανται<br />
τις μεν διαδικασίες (παγκοσμιοποίησης) αλλά όχι τις δε (εξευρωπασμού),<br />
έχοντας ξεκινήσει από το ίδιο περίπου σημείο εκκίνησης.<br />
Ας στραφούμε τώρα στην πρώτη από τις δυο βασικές απόπειρες ορισμού<br />
του εξευρωπασμού. Πράγματι, όταν αναφερόμαστε σε εξευρωπασμό, αναφερόμαστε<br />
σε δύο βασικές εκδοχές, η πρώτη εκ των οποίων φαίνεται απλούστερη.<br />
Η εκδοχή αυτή αφορά τις επιπτώσεις (impact) των διαδικασιών ευρωπακής<br />
ενοποίησης στο εθνικό επίπεδο. Οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να πάρουν<br />
πολλές μορφές και αφορούν (α) τις διαδικασίες, (β) τους δρώντες, (γ) τους θεσμούς<br />
και (δ) την πολιτική κουλτούρα. Παρότι για αναλυτικούς λόγους οι επι-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 218<br />
218 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
πτώσεις στην πολιτική κουλτούρα εξετάζονται χωριστά, δεν πρέπει να ξεχνάμε<br />
ότι πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο καταγράφονται και όλες οι άλλες διεργασίες<br />
και επιδράσεις. Σε ό,τι αφορά τους δρώντες, αυτοί μπορεί να είναι διαφόρων<br />
ειδών. Μπορεί να είναι τα οργανωμένα συμφέροντα, τα πολιτικά κόμματα,<br />
οι μη-κυβερνητικές οργανώσεις, μπορεί βεβαίως να είναι θεσμικοί δρώντες<br />
στο εσωτερικό του συστήματος διακυβέρνησης. Οι επιπτώσεις ενδέχεται<br />
να αφορούν και μία σειρά από διεθνικούς (transnational) δρώντες (π.χ., πολυεθνικές<br />
επιχειρήσεις) οι οποίοι δραστηριοποιούνται και στο ελληνικό σύστημα.<br />
Όσον αφορά τις επιπτώσεις στις διαδικασίες, το πράγμα αρχίζει και γίνεται<br />
κάπως πιο σύνθετο. Διότι όταν αναφερόμαστε σε επιπτώσεις στις διαδικασίες,<br />
ουσιαστικά αναφερόμαστε σε επιπτώσεις σε σχέσεις. Με άλλα λόγια, οι διαδικασίες<br />
δεν είναι «αντικειμενικοποιημένες», αλλά κατασκευάζονται, αναδιαμορφώνονται<br />
συνεχώς και αναπαράγονται μέσω σχεσιακών διαστάσεων,<br />
έχουν δηλαδή να κάνουν με σχέσεις μεταξύ δρώντων. Αναφερόμαστε λοιπόν<br />
σε μία σειρά από μεταβλητές, οι οποίες έχουν επίδραση σε εν εξελίξει σχέσεις.<br />
Αυτή η συνθετότητα του ερευνητικού αντικειμένου πρέπει στις αναλύσεις μας<br />
πρέπει να φαίνεται με σαφήνεια και αυτό ενδεχομένως καθιστά και τη διάσταση<br />
αυτή περισσότερο ενδιαφέρουσα. 7<br />
Η τρίτη και τέταρτη διαστάσεις αφορούν τους θεσμούς και την πολιτική<br />
κουλτούρα. Αναφέρονται στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ευρωπακών και εσωτερικών<br />
προτύπων, κανόνων και πλεγμάτων από νόρμες. Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει<br />
τις ποικίλες δυνατότητες επιπτώσεων (η πρώτη εκδοχή στην οποία αναφερόμαστε<br />
τώρα) αλλά και τις αντίστοιχες δυνατότητες διαδράσεων / αλληλεπιδράσεων<br />
(στις οποίες θα εστιαστούμε πιο κάτω), ανάλογα με τις διαστάσεις<br />
του εξευρωπασμού τις οποίες μελετάμε. Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε τέσσερις<br />
βασικές διαστάσεις ως προς τις οποίες ανιχνεύομε φαινόμενα εξευρωπασμού:<br />
(α) δημόσιες πολιτικές (και εργαλεία πολιτικών), (β) δημόσιοι θεσμοί,<br />
(γ) πολιτικά κόμματα και ομάδες συμφερόντων, (δ) πολιτική κουλτούρα. 8<br />
Επισήμανα ήδη ότι οι βασικές διαστάσεις (θεσμοί, δρώντες, διαδικασίες,<br />
κουλτούρα) αφορούν την πρώτη εκδοχή του εξευρωπασμού, την οποία χαρακτήρισα<br />
κάπως απλούστερη. Αφορούν δηλαδή την επίπτωση (impact) της ευρωπακής<br />
ενοποίησης στα εσωτερικά πολιτικά και κοινωνικά πεδία. Αλλά πρέπει να<br />
σημειωθεί ότι η επίπτωση αυτή ξεκινά πριν την τυπική ένταξη. Με άλλα λόγια, θα<br />
ήταν πολύ απλουστευτικό να υποστηρίξουμε ότι η διαδικασία εξευρωπασμού,<br />
αφορά μόνο τα πλήρη μέλη και εστιάζεται στην περίοδο μετά την ένταξη.<br />
7 Βλ. K. A. Lavdas, The Europeanization of Greece, οπ. παρ.<br />
8 Βλ. Κ. Α. Λάβδας, Συμφέρονται και Πολιτική: Οργάνωση Συμφερόντων και Πρότυπα<br />
Διακυβέρνησης, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004, σελ. 239-270.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 219<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 219<br />
Πίνακας 1. Οι Διαστάσεις των Διαδικασιών Εξευρωπασμού.<br />
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΑΔΡΑΣΗ<br />
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ<br />
ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙ-<br />
ΚΗΣ<br />
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΘΕΣΜΟΙ<br />
ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΜΑΔΕΣ<br />
ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ<br />
Α. Προσαρμογή ή/και αλλαγή<br />
περιεχομένων, στόχων<br />
και εργαλείων πολιτικής<br />
Β. Νομιμοποίηση πολιτικών<br />
Γ. Εισαγωγή και νέων πολιτικών<br />
/εργαλείων<br />
Α. Νέο πεδίο νομιμοποίησης<br />
Β. Ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις<br />
(two-level games)<br />
Γ. Περιορισμός της εμβέλειας<br />
/ δυνατοτήτων<br />
Δ. Ενδυνάμωση στο διεθνές<br />
πεδίο<br />
Α. Παγίωση πρόσθετου Επιπέδου<br />
Εξουσίας<br />
Β. Διαμόρφωση υπερ-εθνικών<br />
Συμμαχιών<br />
Γ. Πίεση στο εθνικό ή το<br />
υπερεθνικό επίπεδο<br />
Δ. Περιορισμός της εμβέλειας<br />
κομμάτων<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ Α. Τροποποιήσεις στους κανόνες<br />
Β. Αλλαγές στις νόρμες<br />
Γ. Επιλεκτική ανα-διατύπωση<br />
παραδόσεων<br />
Δ. Αναπροσδιορισμός της<br />
πρόσληψης των ορίων του<br />
Πολιτικού<br />
Α. Χρήση ορισμένων εθνικών<br />
μοντέλων πολιτικής<br />
Β. Αποδοχή πλουραλισμού<br />
τρόπων (μέσω της «αμοιβαίας<br />
αναγνώρισης»)<br />
Γ. Ασύμμετρες επιδράσεις<br />
στο «Μοντέλο ΕΕ»<br />
Α. Συνύπαρξη διαφόρων μοντέλων<br />
Β. Τάσεις επικράτησης βασικών<br />
Κοινών Κριτηρίων<br />
Αξιολόγησης<br />
Γ. Τάσεις επικράτησης Βασικών<br />
Κοινών Αντιλήψεων<br />
περί Ορίων Δημόσιου-<br />
Ιδιωτικού<br />
Α. Διαμόρφωση Ευρωπακού<br />
Κομματικού Συστήματος<br />
Β. Αλληλεπιδράσεις στο σχεδιασμό<br />
κοινών στρατηγικών<br />
των συμφερόντων<br />
Α. Εξελικτική διαμόρφωση<br />
κοινών πλεγμάτων από<br />
νόρμες<br />
Β. Ενθάρρυνση αναστοχασμού<br />
περί τις αξίες<br />
Γ. Διαμόρφωση προτύπων<br />
«Μη-Ευρωπαίων»<br />
Δ. Νέες μορφές πολυφωνίας<br />
Αντίθετα, οι διαδικασίες εξευρωπασμού για τα κράτη-μέλη πέραν των<br />
πρώτων έξι (1957), αφορούν τόσο την προετοιμασία και τις περιόδους διαπραγματεύσεων<br />
όσο και την περίοδο ως πλήρες μέλος. Η διαδικασία εξευρωπασμού<br />
στην περίπτωση της Ελλάδος με τη συγκεκριμένη έννοια που τη χρησιμοποιούμε<br />
εδώ, ξεκινά τουλάχιστον απ’ τη συμφωνία σύνδεσης στις αρχές της
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 220<br />
220 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
δεκαετίας του 1960. Είναι προφανές ότι υπάρχει μία παρένθεση μεταξύ 1967-<br />
1974 και μετά συνεχίζει και βεβαίως κορυφώνεται στο πρώτο της στάδιο με την<br />
πλήρη ένταξη. Αυτό το βλέπουμε νομίζω καθαρά, αν σκεφτούμε τι γίνεται με<br />
τις νέες χώρες και με τον τρόπο με τον οποίο σταδιακά τα πολιτικά τους συστήματα<br />
και τα οικονομικά τους συστήματα έγινε προσπάθεια να ευθυγραμμιστούν<br />
με το ευρωπακό κεκτημένο και βεβαίως με το ευρωπακό (εν εξελίξει<br />
ευρισκόμενο) πολιτικό σύστημα. Π. χ. η Βουλγαρία και η Ρουμανία πριν καταστούν<br />
πλήρη μέλη το 2007, ή η Τουρκία σήμερα.<br />
Η δεύτερη εκδοχή του εξευρωπασμού είναι πιο σύνθετη, καθώς δεν έχει να<br />
κάνει μόνο με την επίπτωση. Εδώ ο εξευρωπασμός νοείται ως μία διαδραστική<br />
(interactive) διαδικασία (βλ. Πίνακα 1). Με άλλα λόγια, στη δεύτερη αυτή εκδοχή,<br />
η διαδικασία εξευρωπασμού δεν είναι απλώς η επίπτωση (impact) του<br />
ευρωπακού στο εθνικό ή του ευρωπακού στο εσωτερικό, ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται.<br />
Εξηγήσαμε άλλωστε ότι πρόκειται για ένα πολυσχιδές αντικείμενο<br />
για ανάλυση. Εξευρωπασμός εδώ είναι επίσης και η συνεχής διάδραση<br />
(interaction) μεταξύ του ευρωπακού και του εθνικού/εσωτερικού, σε βαθμό<br />
στον οποίο πλέον αρχίζουμε και παρατηρούμε μια θεσμική διάχυση (institutio -<br />
nal fusion) και μία σύγχυση των ορίων μεταξύ ευρωπακού και εσωτερικού.<br />
Αυτή η θεσμική διάχυση και η σύγχυση των ορίων αποτελούν βασικές ενδείξεις<br />
εμβάθυνσης του εξευρωπασμού και, εν τέλει, της ευρωπακής ενοποίησης.<br />
Αλλά σε ορισμένες εθνικές περιπτώσεις αυτή η διάδραση και η αλληλεπίδραση<br />
είναι πιο προφανής από ό,τι σε άλλες. Αν εξετάσουμε διάφορα πεδία<br />
πολιτικής και προσπαθήσουμε να τα αναλύσουμε ένα προς ένα, θα διαπιστώσουμε<br />
ότι, σε χώρες όπως η Ελλάδα ή και χώρες όπως η Ιρλανδία στις αρχές<br />
της δεκαετίας του 1970 ή λίγο αργότερα η Ισπανία και η Πορτογαλία, σε μερικά<br />
απ’ αυτά τα πεδία πολιτικής η εισαγωγή θεσμών και προτύπων είναι προφανής<br />
και είναι πάρα πολύ έκδηλη, πολύ σημαντική. Άρα η επίπτωση είναι καταρχήν<br />
το κύριο στοιχείο και όχι τόσο η διάδραση. Με άλλα λόγια, εισάγονται<br />
πρότυπα απ’ το ευρωπακό κεκτημένο το οποίο βεβαίως δεν παύει να εξελίσσεται,<br />
στο εθνικό επίπεδο. Σε άλλες όμως περιπτώσεις, βλέπουμε ότι η διάδραση<br />
είναι εξαιρετικά σημαντική και οι επιρροές κινούνται αμφίδρομα, σε διπλή<br />
κατεύθυνση. Σε βαθμό που το ευρωπακό επίπεδο να ενστερνίζεται και να<br />
ενσωματώνει πρότυπα εθνικά. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, την πολιτική<br />
ανταγωνισμού, ως προς την οποία ισχύει πως σε πολλές πτυχές της, το ευρωπακό<br />
επίπεδο έχει ενστερνιστεί σε άλλες περιπτώσεις γερμανικά πρότυπα,<br />
σε σχέση π.χ. με το ομοσπονδιακό Kartelamt στο Βερολίνο το οποίο σε μεγάλο<br />
βαθμό αποτέλεσε πρότυπο για την ευρωπακή πολιτική ανταγωνισμού και την<br />
ευρωπακή νομοθεσία για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων και των καρτέλ. Σε<br />
άλλες πάλι περιπτώσεις, πρότυπα εισαχθέντα από τις ΗΠΑ οδήγησαν στη διαμόρφωση<br />
των ευρωπακών κανόνων.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 221<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 221<br />
Κατά συνέπεια, σε αρκετές περιπτώσεις η διαδικασία εξευρωπασμού είναι<br />
τόσο διαδραστική, ώστε να καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι το ευρωπακό επίπεδο<br />
ενστερνίζεται προπάρχοντα εθνικά πρότυπα, τα ενσωματώνει τροποποιώντας<br />
τα και τα καθιστά ευρωπακά. Στη συνέχεια προφανώς τα πρότυπα αυτά<br />
εισάγονται σε άλλα κράτη-μέλη ή αν θέλετε σε νέα κράτη-μέλη και εκεί η διαδικασία<br />
παίρνει κυρίως την μορφή της πρώτης εκδοχής του εξευρωπασμού,<br />
της επίπτωσης δηλαδή του ευρωπακού επιπέδου στο εθνικό επίπεδο.<br />
Η δεύτερη αυτή εκδοχή εξευρωπασμού είναι αρκετά σύνθετη και στην περίπτωση<br />
της Ελλάδος, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στην αυτούσια ανταλλαγή<br />
προτύπων, όπου συνήθως το εθνικό επίπεδο είναι αυτό που έχει το «έλλειμμα»<br />
(εισάγει περισσότερα απ’ ότι εξάγει), αλλά εξελίσσεται καθημερινά μέσω της<br />
διάχυσης που προαναφέρθηκε και, τελικά, της σύγχυσης των ορίων. 9 Κάτι που<br />
παρατηρούμε πολύ χαρακτηριστικά όταν πρόκειται για εθνικές γραφειοκρατίες<br />
και τη σχέση τους με το επίπεδο των Βρυξελλών, όταν πρόκειται για διαδικασίες<br />
εφαρμογής πολιτικών, κάτι που είναι βέβαια από μόνο του ένα τεράστιο<br />
θέμα. Όταν, τέλος, βλέπουμε διαδικασίες σταδιακής αλλαγής και ανατοποθέτησης<br />
των στόχων της εξωτερικής πολιτικής. Για να μην μακρηγορήσουμε, θα<br />
ήθελα να προτείνω τρεις τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να προσπαθήσει<br />
να εννοιολογήσει και στην περίπτωση της Ελλάδος αυτές τις σύνθετες διαδικασίες<br />
εξευρωπασμού.<br />
Ο πρώτος τρόπος είναι να προσεγγίσουμε τις διαδικασίες εξευρωπασμού<br />
ως μηχανισμούς αυτοπεριορισμού και αυτοδέσμευσης. Ας θυμηθούμε τον ομηρικό<br />
Οδυσσέα και τις Σειρήνες. Τι συμβαίνει εκεί; Ζητά ο ίδιος ο δρών από κάποιους<br />
με τους οποίους συνεργάζεται να τον περιορίσουν. Διότι ξέρει ότι εάν<br />
δεν τον περιορίσουν, τότε η πιθανή ανταπόκρισή του σε κάποιες προκλήσεις,<br />
ερεθίσματα, που θα ακολουθήσουν, θα είναι τέτοια που ο ίδιος δεν θα την ενέκρινε<br />
πριν εκτεθεί στις προκλήσεις και τα ερεθίσματα. 10 Με άλλα λόγια, είναι<br />
μια διαδικασία η οποία οδηγεί σε στρατηγικές επιλογές για τον αυτοπεριορισμό<br />
του πολιτικού και του οικονομικού συστήματος με κάποιο απώτερο, μελλο-<br />
9 Για μια συνολική επισκόπηση της ελληνικής περίπτωσης που αποτυπώνει τις οπτικές<br />
γωνίες πολλών ειδικών, βλ. τον σημαντικό συλλογικό τόμο K. Featherstone (επιμ.),<br />
The Challenge of Modernization: Politics and Policy in Greece, Routledge, London 2005<br />
και ελληνική μετάφραση: Πολιτική στην Ελλάδα: Η Πρόκληση του Εκσυγχρονισμού, εκδόσεις<br />
Οκτώ, Αθήνα, 2007.<br />
10 Ο σημερινός Οδυσσέας επιχειρεί να χειραγωγήσει τον αυριανό εαυτό του με<br />
σκοπό να μην επιτρέψει στον αυριανό εαυτό του να χειραγωγήσει τον μεθαυριανό<br />
Οδυσσέα και τον απώτερο στόχο του (την Ιθάκη). Για μια επεξεργασία του θέματος<br />
από τη σκοπιά της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής βλ. J. Elster, Ulysses and the<br />
Sirens, Cambridge University Press, Cambridge 1979.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 222<br />
222 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
ντικό στόχο που η ενδιάμεση «ελευθερία επιλογών» δεν θα επέτρεπε την επίτευξη<br />
του. Εδώ οι ευρωπακοί θεσμοί παίζουν τον ρόλο αυτών που δένουν τον<br />
Οδυσσέα, ώστε όταν εκτεθεί σε ερεθίσματα που μπορεί να πάρουν την μορφή<br />
πιέσεων συμφερόντων, πιέσεων των διεθνικών παραγόντων, πιέσεων λακών<br />
απαιτήσεων, πιέσεων ποικίλων, κ.λπ., να μην αναγκαστεί να ενδώσει. Συχνά το<br />
στοιχείο αυτό χρησιμοποιείται απ’ τις εθνικές κυβερνήσεις με το πολύ γνώριμο<br />
σε όλους μας μοτίβο της Ευρωπακής Ένωσης ως «αποδιοπομπαίου τράγου».<br />
Γι’ αυτό φταίει η Ευρώπη, για εκείνο φταίει η Ευρώπη, για την εισοδηματική<br />
πολιτική φταίει η Ευρώπη, κ.ο.κ. Στη πραγματικότητα όμως, ανεξάρτητα του<br />
τρόπου νομιμοποίησης κάποιων πολιτικών, πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία<br />
αυτοπεριορισμού, μια εκδοχή του Οδυσσέα και των Σειρήνων.<br />
Ο δεύτερος τρόπος είναι να δούμε τον εξευρωπασμό ως παράθυρο ευκαιρίας.<br />
Μάλιστα θα έλεγα ως παράθυρο ευκαιρίας το οποίο από ένα σημείο και<br />
μετά είναι διαρκώς ανοιχτό. Δεν ανοίγει κάποια στιγμή και λέμε ότι βρήκαμε<br />
μια ευκαιρία για να κάνουμε κάποια αναδόμηση συμμαχιών ή ανασύνταξη δυνάμεων,<br />
αλλά παραμένει συνεχώς ανοιχτό. Είναι προφανές ότι οι διαδικασίες<br />
εξευρωπασμού ευνοούν την ενίσχυση τεχνοκρατικών λύσεων και των αντίστοιχων<br />
συμμαχιών δρώντων που τις προτείνουν και τις υποστηρίζουν. Είναι επίσης<br />
προφανές ότι οι διαδικασίες εξευρωπασμού ευνοούν την επίδραση αυτών που<br />
ονομάζουμε ιδέες πολιτικής, policy ideas: αναφέρομαι εδώ στο έργο αναλυτών<br />
που έχουν δείξει πώς οι ιδέες περί δημόσιων πολιτικών ενισχύονται όσο αυξάνει<br />
το τεχνοκρατικό στοιχείο στο μείγμα πολιτικής και αποφεύγονται οι λύσεις<br />
που είχαν την μορφή παιγνίων μηδενικού αθροίσματος. 11 Οι ευκαιρίες που δίνονται<br />
πηγαίνουν πολύ πέραν αυτών που είναι προφανή. Ισχύουν απολύτως και<br />
τα τετριμμένα, ότι βεβαίως και στην περίπτωση της Ελλάδος ο εξευρωπασμός<br />
έχει προσφέρει σταθερότητα, ειρήνη, προβλεψιμότητα, μια σειρά διαστάσεις<br />
που όντως ισχύουν και συγκαθορίζουν το παρόν και τις προοπτικές της χώρας.<br />
Πρέπει όμως να δούμε και το θέμα των ευκαιριών σε σχέση με διαφορετικούς<br />
κοινωνικούς και πολιτικούς δρώντες και τις στρατηγικές τους.<br />
Ο τρίτος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να δούμε τον εξευρωπασμό είναι<br />
σε ένα επίπεδο δομικά επιβεβλημένων περιορισμών που δεν έχουν απαραιτήτως<br />
την έννοια των αυτοπεριορισμών. Εδώ αναφερόμαστε σε δομικούς περιορισμούς<br />
και περιχαρακώσεις που, επισημαίνουμε, δεν έχουν την έννοια των<br />
αυτοπεριορισμών. Εδώ εντάσσεται και η τεράστια συζήτηση για το ρόλο των<br />
κεντρικών τραπεζών, τη σταδιακή ιστορική μετατόπιση προς την αυξημένη αυτονομία<br />
των κεντρικών τραπεζών, ακόμη και σε χώρες όπως η Βρετανία, που<br />
11 Για μια επισκόπηση βλ. Κ. Α. Λάβδας, Συμφέροντα και Πολιτική, οπ. παρ., σελ.<br />
152-156 .
στην πραγματικότητα δεν ήταν παραδοσιακά τόσο αυτόνομη η Κεντρική Τράπεζα.<br />
Και την εξέλιξη προς ένα μοντέλο ευρωπακό Κεντρικής Τράπεζας στο<br />
οποίο απ’ τη σκοπιά των εθνικών κυβερνήσεων και τη σκοπιά των εθνικών συμφερόντων<br />
και των ποικίλων ομάδων συμφερόντων, δεν είναι καθόλου προφανές<br />
ότι πρόκειται μόνο για αυτοπεριορισμούς, αλλά ίσως και για γνήσιους περιορισμούς<br />
στις επιλογές και στην άσκηση πολιτικής. Ως γνωστόν, ένας απ’<br />
τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να προσπαθήσει να προσεγγίσει<br />
τις πηγές των πολιτικών συγκρούσεων ή και των δυνάμει πολιτικών συγκρούσεων,<br />
είναι μέσα απ’ τις θεωρίες των λεγόμενων διαιρετικών τομών, των κοινωνικών<br />
σχισμάτων (social cleavages). 12 Σε κράτη-μέλη όπως η Βρετανία, η συζήτηση<br />
είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σε σχέση με το ερώτημα κατά πόσον<br />
αρχίζει και δημιουργείται μία προ- και αντί- ευρωπακή διαιρετική τομή στο<br />
πολιτικό σύστημα, ένα σχίσμα εστιαζόμενο σε διαφορές και συγκρούσεις σε<br />
ζητήματα ενοποίησης. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν φαίνεται να προκύπτει<br />
κάτι τέτοιο, με δεδομένο ότι –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– οι διαφορές για τα<br />
ευρωπακά ζητήματα δεν διαμόρφωσαν ένα ευρωπακό σχίσμα ενσωματώνοντας<br />
σε αυτό άλλες διαφορές ως επιμέρους. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στην<br />
Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά ισχυρή μακροπρόθεσμα η βασική ταύτιση με το<br />
εθνικό κράτος. 13 Οφείλουμε σε κάθε περίπτωση να εξετάζουμε συνεχώς κατά<br />
πόσον οι ποιοτικές και ποσοτικές ενδείξεις που έχουμε ευνοούν το συμπέρασμα<br />
ότι δεν προκύπτει πράγματι ένδειξη δημιουργίας μιας ευρωπακής διαιρετικής<br />
τομής στην ελληνική πολιτική.<br />
Ας στραφούμε τώρα στο ζήτημα της ευρωπακής στρατηγικής, η οποία συνκαθορίζει<br />
την πορεία των διαδικασιών εξευρωπασμού. Μπορεί κανείς να προσεγγίσει<br />
τις ευρωπακές επιλογές μέσα από την έννοια μιας ευρείας κοινωνικής<br />
στρατηγικής, η οποία κατασκευάζει και διαμορφώνει ένα πεδίο πολιτικού λόγου.<br />
Στην Ελλάδα, η στρατηγική αυτή είχε επί δεκαετίες ως κεντρικό άξονα αναφοράς<br />
μία ιδιαίτερη μίξη των εννοιών του εξευρωπασμού και του εκσυγχρονισμού,<br />
σε βαθμό μάλιστα που όπως σωστά έχει επισημανθεί, στην ελληνική περίπτωση<br />
να υπάρχει και στους αναλυτές ακόμα σύγχυση των ορίων μεταξύ αφενός της<br />
αναλυτικής έννοιας του εξευρωπασμού και αφετέρου της περισσότερο πολιτικοποιημένης<br />
στην Ελλάδα έννοιας του εκσυγχρονισμού. Σε κάθε περίπτωση, διαkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 223<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 223<br />
12 Βασικές διαιρετικές τομές έχουν θεωρηθεί η οικονομική-ταξική, η χωρική-περιφερειακή<br />
(Βορράς-Νότος), η θρησκευτική, κ.α. Για μια καλή διαπραγμάτευση αυτής<br />
της κλασικής προσέγγισης βλ. H. Kriesi, «The Transformation of Cleavage Politics»,<br />
European Journal of Political Research, Vol. 33, 1998, σελ. 165-185.<br />
13 Βλ. L. McLaren, Identity, Interests and Attitudes to European Integration, Palgrave<br />
Macmillan, London, 2006, σελ. 76-77.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 224<br />
224 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
μορφώθηκε μία ευρωπακή στρατηγική που έπαιξε ρόλο στην άρθρωση διαφορετικών<br />
πολιτικών λόγων, προσεγγίσεων, και συμφερόντων, σε ένα ευρύ πεδίο<br />
πολιτικού λόγου, το οποίο νοηματοδοτούσε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνολική<br />
κατεύθυνση. 14 Η οποία κατεύθυνση αντανακλούσε την προσπάθεια ενσωμάτωσης<br />
του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος στην εξελισσόμενη ευρωπακή<br />
διαδικασία ενοποίησης την οποία ήδη χαρακτηρίσαμε βεβαίως κινούμενο<br />
στόχο. Στην Ελλάδα, οι αντιστάσεις στις διαδικασίες εξευρωπασμού καθόρισαν<br />
μια σειρά ενδιάμεσων λύσεων και αμφίρροπων εκβάσεων στα πεδία των<br />
δημόσιων πολιτικών, 15 ενώ παράλληλα δεν κατόρθωσαν –όπως θα επισημάνουμε<br />
και στη συνέχεια– να διαμορφώσουν τις συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν<br />
ουσιαστικούς μετασχηματισμούς στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας.<br />
Άλλωστε γενικότερα, ο εξευρωπασμός των εθνικών δομών, πεδίων πολιτικής,<br />
πρακτικών και δρώντων δεν είναι, τελικά, παρά μια σειρά αμφίδρομων διαδικασιών<br />
επανακαθορισμού των σχέσεων εθνικού και ευρωπακού, διαδικασιών<br />
οι οποίες εν πολλοίς οριοθετούνται από τις διαμεσολαβήσεις συγκεκριμένων<br />
θεσμικών αποκρυσταλλώσεων, μορφών οργάνωσης και διαπλοκής συμφερόντων<br />
και θεσμοποιημένων πρακτικών στο εθνικό επίπεδο. Το γεγονός ότι οι<br />
διαφορετικές διαδικασίες εξευρωπασμού σε γενικές γραμμές επεκτείνονται<br />
και βαθαίνουν –αν και με ασύμμετρους τρόπους– οφείλεται αφενός σε μακρόχρονες<br />
μεταβλητές και αφετέρου σε συγκεκριμένα, κρίσιμα σταυροδρόμια διακυβερνητικών<br />
αποφάσεων σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Έτσι ώστε<br />
να μπορούμε να φανταστούμε μία πραγματικότητα στην οποία η εισαγωγή και<br />
εξαγωγή προτύπων πολιτικής στην πορεία του εξευρωπασμού αρχίζει και χάνει<br />
την ελλειμματική μορφή που ενδεχομένως έχει για τις νέες χώρες. Καθίσταται,<br />
με άλλα λόγια, πραγματικά διαδραστική, αναδεικνύοντας τη δυνατότητα<br />
ενός ευρωπακού μέλλοντος που διαμορφώνεται πραγματικά από κοινού.<br />
Διλήμματα και μετασχηματισμοί στους θεσμούς<br />
διαμεσολάβησης<br />
Τόσο ο εκσυγχρονισμός όσο και, ειδικότερα, οι διαδικασίες εξευρωπασμού<br />
οδηγούν σε νέες προκλήσεις και προβλήματα αλλά προσφέρουν και νέες<br />
δυνατότητες για την εσωτερική πολιτική ζωή και διαδικασία. Σε σχέση με τους<br />
14 Βλ. K. A. Lavdas, The Europeanization of Greece, οπ. παρ.<br />
15 Βλ. ενδεικτικά την πρόσφατη μελέτη των K. Featherstone & D. Papadimitriou,<br />
The Limits of Europeanization: Reform Capacity and Policy Conflict in Greece, Palgrave<br />
Macmillan, London, 2008.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 225<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 225<br />
θεσμούς πολιτικής διαμεσολάβησης, βλέπουμε ότι παρατηρούνται ορισμένες<br />
προφανείς αλλαγές στο ρόλο των πολιτικών κομμάτων. Αφενός ανοίγονται νέα<br />
πεδία πολιτικής και πολιτικής διαβούλευσης (Ευρωπακό Κοινοβούλιο, ευρωπακή<br />
δημοσιότητα). Αφετέρου παρατηρούνται και αλλαγές που εγείρουν ερωτήματα<br />
για το μέλλον βασικών παραμέτρων της πολιτικής συμμετοχής και της<br />
πολιτικής νομιμοποίησης. Αρχίζουν μήπως να διαφαίνονται οι πιθανότητες<br />
διαμόρφωσης συστημάτων φιλελεύθερης διακυβέρνησης που λειτουργούν ουσιαστικά<br />
χωρίς κόμματα; 16 Μια σχετική προσέγγιση αναλύει τα πολιτικά κόμματα<br />
ως οργανισμούς οι οποίοι αφενός «κρατικοποιούνται» σε αυξανόμενο<br />
βαθμό και αφετέρου κλείνουν την πολιτική αγορά, επιβάλλοντας συνθήκες πολιτικού<br />
ολιγοπωλίου (θεωρία των «κομμάτων – καρτέλ»). 17 Ωστόσο κάθε μείωση<br />
του πολιτικού ανταγωνισμού εξασθενεί και τα ίδια τα κόμματα, καθώς (α)<br />
«το πολιτικό κόμμα είναι σύμφυτο φαινόμενο με τον πολιτικό ανταγωνισμό και<br />
κάθε μείωση του τελευταίου θέτει σε αμφισβήτηση το μέλλον των κομμάτων»<br />
και (β) ένα τέτοιο κόμμα πιθανότατα θα δεχτεί έντονη αμφισβήτηση από εναλλακτικές<br />
μορφές δράσης, όπως τα κοινωνικά κινήματα, ή και από παλαιότερες<br />
οργανώσεις (όπως τα συνδικάτα) που «επαναδραστηριοποιούνται πολιτικά σε<br />
πεδία που κατά παράδοση ανήκουν στα πολιτικά κόμματα». 18 Ίσως οι μετατοπίσεις<br />
και η υιοθέτηση ενός οργανωτικού εκλεκτικισμού να υποδηλώνουν, σε<br />
ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νέου<br />
16 Βλ. μεταξύ άλλων, την ανάλυση του P. Mair, «Partyless democracy: solving the<br />
paradox of New Labour?», New Left Review, Vol. 2, 2000, σελ. 21-37. Σύμφωνα με τον<br />
Peter Mair, η ενδυνάμωση των αντι-κομματικών τάσεων στην πολιτική κουλτούρα ενδέχεται<br />
να οδηγήσει σε ένα ιδιότυπο δημοψηφισματικό καθεστώς, στο οποίο οι πολίτες<br />
καλούνται απλώς να εγκρίνουν ή να απορρίψουν τα σχέδια και τις προτάσεις των πολιτικών<br />
ηγετών. Το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με τον Mair και άλλους, δεν είναι απαραίτητα<br />
αντίθετο προς τη δημοκρατία, αλλά δεν παύει να είναι αδιάφορο προς τις αξίες<br />
της πολιτικής συμμετοχής.<br />
17 Βλ. Katz & P. Mair, «Changing models of party organization and party democracy:<br />
the emergence of the Cartel Party», Party Politics, No 1, 1995, σελ. 5-28. Η προσέγγιση<br />
αυτή δίνει έμφαση σε στοιχεία όπως: επικράτηση διαχειριστικών λογικών, ενσωμάτωση<br />
στο σύστημα κρατικής εξουσίας, κρατική χρηματοδότηση, συρρίκνωση του πεδίου<br />
εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων, σχεδόν απόλυτη προβλεψιμότητα στη νομοθετική<br />
λειτουργία του κοινοβουλίου ιδιαίτερα σε συστήματα με αυξημένη κομματική πειθαρχία,<br />
παγίωση ομάδων επαγγελματιών της πολιτικής, ενδυνάμωση των αυταρχικών τάσεων<br />
στο εσωτερικό των κομμάτων.<br />
18 Μ. Σπουρδαλάκης, «Το κομματικό φαινόμενο: Εξέλιξη και συγκυρία», σε Δ. Θ.<br />
Τσάτσος & Ξ. Ι. Κοντιάδης (επιμ.), Το Μέλλον των Πολιτικών Κομμάτων, εκδόσεις Παπαζήσης,<br />
Αθήνα, 2003, σελ. 63.
τύπου ανοιχτού και εξωστρεφούς κόμματος. 19 Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότερες<br />
προσεγγίσεις, ενώ συμφωνούν με ορισμένα από τα σημεία της διάγνωσης<br />
για τις σημαντικές μεταβολές στο ρόλο των κομμάτων, θεωρούν ότι, στη βάση<br />
των σημερινών δεδομένων, όλα δείχνουν ότι τα κόμματα –με διάφορες μορφές–<br />
θα παραμείνουν στο προβλεπτό μέλλον θεσμοί-κλειδιά στα δημοκρατικά<br />
συστήματα διακυβέρνησης. 20<br />
Μεγάλο μέρος του προβλήματος σχετίζεται με τις συνθήκες περιορισμού<br />
αλλά και αυτοπεριορισμού στις ίδιες τις νόρμες που κυριαρχούν στο εσωτερικό<br />
των κομμάτων, ειδικά αναφορικά με το εύρος αναζήτησης διαφορετικών πολιτικών<br />
επιλογών. Σε ένα βαθμό αυτό αποτελεί συνέπεια της διεθνοποίησης των<br />
οικονομικών σχέσεων και της συνακόλουθης καχεξίας των δυνατοτήτων του<br />
πολιτικού συστήματος ως προς τις παραμέτρους επηρεασμού της οικονομικής<br />
διαχείρισης. Ωστόσο κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, σε αυτή τη διάσταση<br />
προστέθηκαν μια σειρά αυτοπεριορισμών που έτειναν, αθροιστικά, στην<br />
εμπέδωση ενός κλίματος αποδοχής ιδιαίτερα στενών ορίων για το πολιτικό πεδίο.<br />
Πιεζόμενες από την ανάγκη συμμόρφωσης στις προτιμήσεις των οικονομικά<br />
ισχυρών, παρασυρόμενες από την γοητεία των κάθε είδους σταρ και την<br />
ευγλωττία των trend-setters, οι ηγεσίες των εργατικών και σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών<br />
κομμάτων, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενες, έκαναν σαφή<br />
βήματα προς την υιοθέτηση μιας επικοινωνιακής πολιτικής που αφαιρεί από<br />
την έννοια της πολιτικής στοιχεία που, στην πραγματικότητα, αναφέρονται<br />
στον πυρήνα της: την προσδοκία επίτευξης, μέσα από την ίδια, σημαντικών αλλαγών<br />
σε άλλα πεδία της συλλογικής ζωής.<br />
Με την υιοθέτηση αυτής της προοπτικής, απλοποιούνται και τα ερωτήματα<br />
που τίθενται διεθνώς αναφορικά με τις σχέσεις πολιτικής εξουσίας, οικονομικής<br />
ισχύος (συμφέροντα οργανωμένα ή και μεμονωμένων επιχειρήσεων) και<br />
επικοινωνιακής ισχύος (ΜΜΕ, ιδιοκτήτες, δημοσιογράφοι). Οι σχέσεις απλοποιούνται<br />
στο μέτρο που η πολιτική εξουσία απεκδύεται της ιδιαιτερότητας της<br />
σε σχέση με άλλες μορφές ισχύος: παύει να αποτελεί κομβικό σημείο αναφοράς<br />
των συλλογικών σκοποθεσιών. Οι σχέσεις μεταξύ της πολιτικής εξουσίας<br />
και των άλλων μορφών ισχύος ανάγονται, τότε, σε ζητήματα όσμωσης, επαφών,<br />
διασυνδέσεων και ανταλλαγών μεταξύ των μελών του πολιτικού προσωπικού<br />
και του προσωπικού που στελεχώνει τις άλλες θέσεις ισχύος. Η υιοθέτηση αυkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 226<br />
226 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
19 Ε. Βενιζέλος, «Το «ανοιχτό κόμμα» ως απάντηση στην κρίση του κομματικού φαινομένου»<br />
σε Δ.Θ. Τσάτσος & Ξ. Ι. Κοντιάδης (επιμ.), Το Μέλλον των Πολιτικών Κομμάτων,<br />
εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2003, σελ. 15-38.<br />
20 Βλ. H. Kitschelt, «Citizens, Politicians, and Party Cartellization», European Journal<br />
of Political Research, Vol. 37, 2000, σελ. 149-179.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 227<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 227<br />
τής της κατεύθυνσης στην επικοινωνιακή πολιτική, τη διαχείριση του πολιτικού<br />
λόγου, αλλά και γενικότερα τις σχέσεις μεταξύ της πολιτικής εξουσίας, των οικονομικο-κοινωνικών<br />
συμφερόντων και της επικοινωνιακής ισχύος μοιάζει,<br />
καταρχήν, να δικαιώνει το μοντέλο πολιτικής ανάλυσης που βασίζεται εν πολλοίς<br />
στη θεωρία των ελίτ.<br />
Μια διαφορετική διάσταση του προβλήματος αφορά τη λειτουργία του κοινοβουλίου<br />
και την υποβάθμιση του ρόλου των μελών των νομοθετικών σωμάτων.<br />
Έχουμε ήδη συνομολογήσει ότι, σε ένα βαθμό, η έννοια της κρίσης του<br />
κοινοβουλίου είναι υπερβολική και βασίζεται σε συγκρίσεις με μια διαστρεβλωμένη<br />
εικόνα του δήθεν πανίσχυρου κοινοβουλίου της περιόδου ακμής του<br />
αστικού φιλελευθερισμού. 21 Ενδέχεται, επίσης, η έννοια αυτή να υποκρύπτει<br />
και μια διάσταση συντηρητικής – ελιτιστικής κριτικής στην ανανέωση των λειτουργιών<br />
των πολιτικών θεσμών και στην διαφοροποίηση των μεταξύ τους σχέσεων.<br />
Όμως αυτές οι διαστάσεις μόνον εν μέρει μπορούν να εξηγήσουν τις<br />
εξελίξεις. Αναφέρονται περισσότερο στις μετατοπίσεις στη δομική θέση των<br />
κοινοβουλίων και λιγότερο στα κριτήρια επιλογής και ανάδειξης του πολιτικού<br />
προσωπικού. Δεν εξηγούν, από μόνες τους, την εμφανή στροφή των διαδικασιών<br />
επιλογής μελών του κοινοβουλίου προς πρότυπα επιλογής που αντανακλούν<br />
τον κόσμο και τα κριτήρια των ΜΜΕ: τα άτομα που επιλέγονται ως υποψήφια<br />
μέλη των κοινοβουλίων τείνουν να είναι νεότερα, περισσότερο εμφανίσιμα,<br />
λιγότερο δοκιμασμένα σε τομείς σχετικούς με την πολιτική και τη συλλογική<br />
δράση και λιγότερο αναγνωρίσιμα από το όποιο πολιτικό τους στίγμα. Στο<br />
μέτρο που επεκταθεί, και δεν αντισταθμιστεί από ουσιαστική ισχυροποίηση<br />
του ρόλου των κοινοβουλευτικών επιτροπών, αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται<br />
πραγματικά ανησυχητική. Καθώς ενδέχεται να σηματοδοτεί την έκλειψη<br />
του διαβουλευτικού προτάγματος της κοινοβουλευτικής λειτουργίας και την<br />
παγίωση μιας συντριπτικής ασυμμετρίας στις σχέσεις μεταξύ κοινοβουλίων,<br />
εκτελεστικών θεσμών και οργανωμένων συμφερόντων που, όπως έχουμε διαπιστώσει,<br />
ισχυροποιούνται και με την έννοια της επαγγελματοποίησης των<br />
υποστηρικτικών/γραμματειακών μηχανισμών τους. Στη λογική του απόληξη, σε<br />
ένα τέτοιο πρότυπο κοινοβουλευτικής λειτουργίας θα αρκούσε μια προσομοίωση<br />
«κοινοβουλίου», μια εντελώς συμβολική θεσμική κατασκευή στην οποία<br />
θα επιβίωνε μόνον ο όρος «κοινοβούλιο» ως ένδειξη αναγνώρισης και τιμής<br />
για την παραδοσιακή λειτουργία του. Τι στρατηγικές θα ακολουθούσαν και τι<br />
ρόλους θα έπαιζαν τα συμφέροντα σε μια τέτοια πολιτική κατασκευή; Θα<br />
εστιαζόταν αφενός στους μηχανισμούς της εκτελεστικής εξουσίας και αφετέρου<br />
στις κομματικές ηγεσίες ή/και (ανάλογα με τον τύπο και την εξέλιξη του<br />
21 Βλ. Κ. Α. Λάβδας, Συμφέρονται και Πολιτική, οπ. παρ.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 228<br />
228 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
κάθε κόμματος) στους κομματικούς μηχανισμούς. Θα αποτελούσαν κύριο (αν<br />
όχι τον κύριο) παράγοντα διαμεσολάβησης προτιμήσεων και κομβικό σημείο<br />
σύμπηξης και μορφοποίησης πολιτικών στρατηγικών. Η σημερινή εμπειρική<br />
πραγματικότητα προσεγγίζει, σε ορισμένα πεδία πολιτικής, την εικόνα αυτή,<br />
χωρίς αυτή τη στιγμή να ταυτίζεται μαζί της σε ότι αφορά το σύνολο του πολιτικού<br />
συστήματος.<br />
Μήπως η αρκετά συντονισμένη διεθνής απάντηση στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική<br />
κρίση (Οκτώβριος 2008) αλλά και η υπερίσχυση των Δημοκρατικών<br />
του Obama στις ΗΠΑ (Νοέμβριος 2008) υποδεικνύουν την αναβίωση της πολιτικής<br />
ως υποσυστήματος πλοήγησης; Όχι απαραίτητα. Παρά την προφανή σημασία<br />
των προσπαθειών για έναν πολιτικό συντονισμό σε μια νέα βάση, το είδος<br />
των παρεμβάσεων εκφράζει κυρίως μια τεχνοκρατική και πραγματιστική<br />
αντίληψη περί δημόσιας πολιτικής, απαλλαγμένης τόσο από σοσιαλ-λακιστικές<br />
προδεάσεις περί Κράτους όσο και από την άλογη λατρεία του μύθου της<br />
Αγοράς. Πρόκειται για ένα «νέο πραγματισμό», 22 ο οποίος αναγνωρίζει ότι<br />
αξίες και νόρμες δεν ταυτίζονται και επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία ενός<br />
νέου πλαισίου πολιτικής διαχείρισης και (υπό προποθέσεις) πολιτικής διαβούλευσης.<br />
Ο πραγματισμός αυτός επιβεβαιώθηκε με τις τολμηρές πρωτοβουλίες<br />
της κυβέρνησης του Gordon Brown τον Οκτώβριο του 2008. Σηματοδοτεί<br />
γενικότερα μια σημαντική εξέλιξη στο πλαίσιο της ευρω-ατλαντικής πολιτικής<br />
αναζήτησης, επισημαίνει την σχετική ενίσχυση ενός πλέγματος από πραγματιστικές<br />
νόρμες, αλλά δεν υποδηλώνει απαραίτητα μια επιστροφή του Πολιτικού<br />
ως επικυρίαρχου στοιχείου. Στην Ελλάδα, εν τω μεταξύ, το έλλειμμα σε πραγματιστικές<br />
νόρμες παραμένει σημαντικό και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σχετίζεται<br />
με τις ασθενείς επιδράσεις των διαδικασιών εξευρωπασμού στο επίπεδο<br />
της πολιτικής κουλτούρας. Την ίδια στιγμή που, μέσα στην εντεινόμενη<br />
απαξίωση του πολιτικού προσωπικού, ενισχύονται οι τάσεις ωραιοποίησης της<br />
αναλογικής εκπροσώπησης και της με αυτή συνδεόμενης ενίσχυσης των μικρών<br />
κομμάτων. Και όμως, η πλειοψηφική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού (με ισχυρές<br />
κυβερνήσεις ενός κόμματος) υπερτερεί σε δυο κρίσιμα μέτωπα. Υπερτερεί,<br />
καταρχήν, από πλευράς εκλογικής λογοδοσίας της πολιτικής εξουσίας απέναντι<br />
στην κοινωνία, διάσταση που καθίσταται προβληματική με τη διάχυση ευθύνης<br />
που συνεπάγονται οι πολυκομματικές κυβερνήσεις. Υπερτερεί, κατά δεύτερο<br />
λόγο, και από πλευράς δυνατοτήτων αποτελεσματικής εφαρμογής των<br />
ρυθμιστικών κανόνων και απαίτησης σεβασμού σε νόρμες. Τόσο τα μικρά κόμ-<br />
22 Κ. Α. Λάβδας, «Ο Νέος Πραγματισμός και το Κοινωνικό Κέντρο», Κοινωνικό Κέντρο,<br />
No 1, 2007. σελ. 33-47 και Κ. Α. Λάβδας, «Ο «νέος πραγματισμός» στην Ευρωπακή<br />
Ένωση», Ο Κόσμος του Επενδυτή, 20-21/08/2005, σελ. 22.
Στην αρχή του κειμένου διατυπώσαμε την άποψη, ότι το βασικότερο ίσως<br />
ζήτημα στην ανάλυση της πολιτικής κουλτούρας αφορά τα ερωτήματα που θέτει<br />
ο ερευνητής και από πού αυτά πηγάζουν. Μπορούμε στο σημείο αυτό να<br />
στραφούμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο διαμόρφωσης και άρθρωσης ερωτημάτων<br />
περί πολιτικής κουλτούρας. Πράγματι, κατά την τελευταία δεκαετία έχει αναζωπυρωθεί<br />
η συζήτηση για τις βιολογικές διαστάσεις των πολιτικών και κοινωνικών<br />
φαινομένων. Τόσο των μίκρο-παραμέτρων εκείνων που εξηγούν τις επιλογές<br />
των κοινωνικών δρώντων όσο και των μάκρο-εξελικτικών τάσεων των<br />
κοινωνικών συστημάτων. Εμφανίζονται σημαντικές μελέτες που βρίσκονται<br />
στο μεταίχμιο μεταξύ πολιτολογικών και βιολογικών παραμέτρων. 23 Οι σχέσεις<br />
μεταξύ των κοινωνικών επιστημών και των ερευνητικών κατευθύνσεων<br />
της βιολογίας και, ειδικότερα, της νευροεπιστήμης, είναι σχέσεις που αφορούν<br />
τόσο ζητήματα μεθόδου όσο και ζητήματα περιεχομένου. Γνωρίζουμε, άλλωστε,<br />
από τις μελέτες της πολιτικής κουλτούρας, ότι η ορθολογική συμπεριφορά<br />
(ορθολογική ως προς τους σκοπούς που κάθε φορά θέτει το υποκείμενο) είναι<br />
ένα μόνον από τα πρότυπα που ανιχνεύονται στην κοινωνική συμπεριφορά των<br />
ανθρώπων. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με ένα ευρύτατο πεδίο παραγόντων,<br />
περιλαμβανομένων των νευρο-ψυχολογικών και βιολογικών διαστάσεων της<br />
συμπεριφοράς αλλά και της διαμόρφωσης κανόνων. Οι κοινωνικές επιστήμες<br />
έχουν σωρεύσει ήδη από το δέκατο ένατο αιώνα δάνεια από τη βιολογία τόσο<br />
μεθοδολογικής όσο και περιεχομενικής υφής. Άλλωστε μέθοδος και περιεχόμενο<br />
(αντίληψη περί του γνωστικού αντικειμένου) δεν μπορούν παρά να συkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 229<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 229<br />
ματα όσο και οι πολυκομματικές κυβερνήσεις είναι, κατά κανόνα, περισσότερο<br />
ευάλωτες απέναντι στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα.<br />
Το (προσωρινό) συμπέρασμα είναι ότι οι τύχες των θεσμών πολιτικής διαμεσολάβησης<br />
βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση με τις εξελίξεις και τους μετασχηματισμούς<br />
στο επίπεδο των κανόνων και των πλεγμάτων από νόρμες. Τα<br />
πλέγματα αυτά γίνονται συχνά αντιληπτά μέσα από τις διακυμάνσεις και τις<br />
κρίσεις, αλλά τόσο η εξελικτική διαμόρφωση τους όσο και οι εκδοχές των γενικών<br />
κανόνων που τείνουν να επικρατήσουν στις συγκεκριμένες, κάθε φορά,<br />
συνθήκες εξαρτώνται από ένα βαθύτερο επίπεδο κοινωνικής αιτιότητας.<br />
Στις πηγές της πολιτικής κουλτούρας: νόρμες, κανόνες και<br />
εξέλιξη<br />
23 Βλ. ενδεικτικά E. Diener & E. Suh (επιμ.), Culture and Subjective Well-Being, MIT<br />
Press, Cambridge, MA, 2000.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 230<br />
230 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
ναρτώνται. Και, για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη, η επιλογή της μεθόδου<br />
εξαρτάται από την υφή του γνωστικού αντικείμενου, όπως άλλωστε από την<br />
επίγνωση του είδους του αντικειμένου εξαρτάται ο βαθμός ακρίβειας που επιζητούμε<br />
στην ερευνητική μας αναζήτηση: «έστι γαρ απαιδευσία το μη γιγνώσκειν<br />
τίνων δεί ζητείν απόδειξιν και τίνων ου δεί». 24<br />
Η διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειας, που φαίνεται να χαρακτηρίζει<br />
κάθε σοβαρή ανθρώπινη ενασχόληση στα πεδία της επιστήμης και της έρευνας,<br />
είναι παρούσα και στην κοινωνιοβιολογική και νευροκοινωνιολογική έρευνα.<br />
Το γεγονός αυτό δημιουργεί ενίοτε την εντύπωση ότι κάποια πετάγματα της<br />
ανθρώπινης διάνοιας είναι πιο πρόσφατα απ’ ότι συμβαίνει στην πραγματικότητα.<br />
Παρόλο που στη δεκαετία του 1990 πήραν μεγάλη δημοσιότητα οι έρευνες<br />
για τις σχέσεις μεταξύ νου, εγκεφάλου και κοινωνίας, η διαμόρφωση διακριτών<br />
ερευνητικών θεματικών στο χώρο της λεγόμενης κοινωνιοβιολογίας<br />
(sociobiology) είναι, βέβαια, πολύ παλαιότερη υπόθεση. Πράγματι, ενώ η διαμόρφωση<br />
της νευροκοινωνιολογίας ως νέου συνθετικού τομέα μεταξύ νευροεπιστήμης<br />
και κοινωνικών επιστημών είναι σχετικά πρόσφατη ιστορία, οι προποθέσεις<br />
για την πολυπαραγοντική προσέγγιση των προτύπων συμπεριφοράς<br />
χτίστηκαν ήδη στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 με την όσμωση ρευμάτων<br />
του συμπεριφορισμού και της κοινωνιοβιολογίας. 25<br />
Το ίδιο –mutatis mutandis– ισχύει για την ίδια τη νευροεπιστήμη. Παρόλο<br />
που στη δεκαετία του 1950 έγιναν κρίσιμα ερευνητικά και πειραματικά ξεκινήματα<br />
σε ότι αφορά στις κλινικές εφαρμογές της, οι απαρχές της σύγχρονης νευροεπιστημονικής<br />
έρευνας τοποθετούνται στο 19ο αιώνα, τόσο στη φυσιολογία<br />
όσο και στη μικροσκοπία. 26 Άλλωστε είναι αυτή η διαλεκτική συνέχειας και<br />
ασυνέχειας, η εναλλαγή εστιασμένων ερευνητικών προσπαθειών και νέων ξεκινημάτων,<br />
που δίνει κάποιες φορές την εντύπωση ότι μια νέα ανακάλυψη γίνεται<br />
«τυχαία». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς υποστηρικτής της θεωρίας των<br />
«επιστημονικών επαναστάσεων» του Kuhn ή της δουλειάς του Lakatos για τα<br />
«ερευνητικά προγράμματα» για να αντιληφθεί ότι ορισμένα άλματα στην επιστημονική<br />
διερεύνηση εντοπίζονται στο μεταίχμιο εκείνο μεταξύ μιας κατεστη-<br />
24 Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Γ 4.<br />
25 Βλ. την κριτική επισκόπηση του M. Ruse, Sociobiology: Sense or Nonsense?,<br />
Martinus Nijhof, Dordrecht, 1979 αλλά και την ήδη κλασική μελέτη του E. O. Wilson,<br />
Sociobiology: The New Synthesis, Harvard University Press, Cambridge MA, 1975.<br />
26 Στη βάση της διαμόρφωσης της κυτταρικής θεωρίας από τον Schwann (1839), κατέστη<br />
δυνατή σταδιακά η χαρτογράφηση του εγκεφάλου από κυτταρικής πλευράς, μια<br />
εργασία που πραγματοποίησε κατά κύριο λόγο ο Cajal στη δεκαετία του 1890 και τα<br />
πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα με εντυπωσιακή ακρίβεια. Βλ. S. R. y Cajal,<br />
Histologie du Système Nerveux de l'Homme et des Vertébrés, Maloine, Paris, 1911.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 231<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 231<br />
μένης και μιας αναδυόμενης συστηματικής θεώρησης του αντικειμένου. Σε<br />
αυτό το interregnum, πολλοί θιασώτες της κατεστημένης επιστήμης δεν αναγνωρίζουν<br />
τις αναδυόμενες έννοιες ή/και τα νέα εργαλεία, ενώ αρκετοί οπαδοί του<br />
νέου δεν έχουν ακόμη κανονικοποιήσει πλήρως τις σχέσεις μεθόδων, εργαλείων<br />
και θεωρητικών εννοιών.<br />
Διατυπώσαμε πιο πάνω την άποψη ότι η σημερινή ενασχόληση με τη νευροκοινωνιολογία<br />
δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή εάν την αντιμετωπίσουμε αποκομμένη<br />
από το ιστορικό υπόβαθρο της. Για να γίνουμε ακριβέστεροι, οι σχέσεις<br />
μεταξύ βιολογίας και νευροεπιστήμης, αφενός, και κοινωνικών επιστημών,<br />
αφετέρου, μπορεί να εξεταστούν αναφορικά με τρία επιμέρους πεδία, στα<br />
οποία διερευνώνται οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ βιολογικών παραμέτρων και<br />
κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης: (α) αναφορικά με τη σημασία της<br />
εξέλιξης και των εξελικτικών προσεγγίσεων, (β) αναφορικά με τη σημασία των<br />
γενετικών χαρακτηριστικών και διαφορών και (γ) αναφορικά με τη σημασία<br />
χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φυσιολογίας, κυρίως αυτής του εγκεφάλου. 27<br />
Το τρίτο αυτό πεδίο, το οποίο επικεντρώνεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ του<br />
εγκεφάλου και της κοινωνικής πραγματικότητας, τείνει να αξιοποιεί στοιχεία<br />
όχι μόνον από τις έρευνες της νευροεπιστήμης αλλά και από το γενικότερο διάλογο<br />
που διεξάγεται με την εξελικτική βιολογία και τη γενετική. 28<br />
Είναι γεγονός ότι όσοι εργάζονται στο interface κοινωνικών επιστημών, εξελικτικής<br />
νευροψυχολογίας και νευροεπιστήμης μας έχουν προσφέρει, κατά τις<br />
τελευταίες δεκαετίες, σημαντικά έργα για την κοινωνική συμπεριφορά και κρίσιμες<br />
πτυχές της όπως οι κοινωνικές συσσωματώσεις, οι συγκρούσεις, τα συναισθήματα<br />
29 και τα στάδια της ηθικής ανάπτυξης των κοινωνικών υποκειμένων.<br />
30 Στο πλαίσιο αυτό έχουν υπάρξει σημαντικές μελέτες και για την εξελι-<br />
27 Βλ. J. Freese, J.-C. Allen Li & L. D. Wade, «The potential relevances of biology to<br />
social inquiry», Annual Review of Sociology, 2003, σελ. 234-235.<br />
28 Βλ. M. Gazzaniga, The Social Brain, Basic Books, New York, 1985.<br />
29 Βλ. D. D. Franks, «The Neuroscience of Emotions», σε J. Stets & J. Turner (επιμ.),<br />
Handbook of the Sociology of Emotions, Springer, New York, 2006. Σημειωτέον ότι ο ρόλος<br />
των συναισθημάτων στην ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων αποτελεί από χρόνια<br />
σημαντικό ερευνητικό πεδίο κοινωνικών επιστημόνων που λαμβάνουν υπόψη την κοινωνιοβιολογική<br />
διάσταση αλλά δεν δεσμεύονται επιστημολογικά από αυτή. Βλ. χαρακτηριστικά<br />
την μελέτη του P. Hoggett, Emotional Life and the Politics of Welfare, οπ. παρ.<br />
30 Θεμελιώδους σημασίας είναι η εξελικτική νευροψυχολογία του Lawrence<br />
Kohlberg για τα στάδια της ηθικής ανάπτυξης. Βλ. π. χ. L. Kohlberg, Collected Papers on<br />
Moral Development and Moral Education, Harvard University Press, Cambridge MA,<br />
1973 καθώς επίσης και Essays on Moral Development, Vol. I: The Philosophy of Moral<br />
Deve lopment, Harper & Row, New York, 1981. Στις εργασίες του Kohlberg βασίζονται
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 232<br />
232 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
κτική διαμόρφωση της κουλτούρας, των κανόνων και των τρόπων ρύθμισης της<br />
συμπεριφοράς με τις νόρμες. 31 Η αναζήτηση της εξελικτικής διάστασης στη<br />
διαμόρφωση κανόνων αποτελεί κρίσιμο πεδίο για τις κοινωνικές επιστήμες γενικά<br />
και ιδιαίτερα για την πολιτική επιστήμη. Οι κανόνες, κυρίως οι εντελώς<br />
βασικοί κανόνες, παίζουν σε κάθε περίπτωση καθοριστικό ρόλο. Αυτό ισχύει<br />
και για κάθε προσέγγιση, αναλυτική ή και κανονιστική, που δουλεύει με ορθολογικούς<br />
δρώντες.<br />
Ποια είναι λοιπόν η βασική σχέση ανάμεσα σε κανόνες, νόρμες και συμπεριφορά;<br />
Ας υποθέσουμε, ακολουθώντας τον Brian Skyrms, ότι δυο δρώντες επιθυμούν<br />
να προβούν –πόσο τετριμμένο!– στο μοίρασμα μιας πίτας. 32 Αντί να<br />
αναλωθούν σε μια αβέβαιη και δυνητικά καταστροφική σύγκρουση, μπορούν<br />
να συμφωνήσουν στο εξής απλό σενάριο ενός παιγνίου με σαφείς βασικούς κανόνες:<br />
ο καθένας εξ αυτών δηλώνει ξεχωριστά (π.χ., σημειώνοντας μυστικά σε<br />
ένα χαρτάκι) προς έναν ουδέτερο διαιτητή την απαίτηση του για το ποσοστό<br />
της πίτας που αξιώνει, γνωρίζοντας όμως εκ των προτέρων ότι, εάν το άθροισμα<br />
των δυο αξιώσεων που κατατέθηκαν ξεχωριστά υπερβαίνει το 100%, κανείς<br />
από τους δυο δεν θα πάρει κομμάτι της πίτας. Εάν, από την άλλη πλευρά,<br />
το άθροισμα είναι μικρότερο του 100%, τότε ο καθένας λαμβάνει αυτό που ζήτησε.<br />
Μπορεί κανείς εύκολα να συμφωνήσει με τον Skyrms ότι, με την επίγνωση<br />
της εφαρμογής αυτού του απλού κανόνα, οι περισσότεροι δρώντες θα<br />
ζητούσαν 50%, το οποίο θα προέκυπτε ως σημείο ισορροπίας. Μπορεί βέβαια<br />
κανείς να συμφωνήσει επίσης, ότι αρκετές άλλες εκδοχές είναι λιγότερο πιθανές<br />
αλλά σίγουρα όχι αδύνατες.<br />
Εάν εισάγουμε την παράμετρο των ομάδων/πληθυσμών στην θέση των δρώντων,<br />
κάποιες από τις δυνατές (αλλά όχι απαραίτητα εξαιρετικά πιθανές) εκδοχές<br />
γίνονται περισσότερο ευδιάκριτες. Είναι, καταρχήν, προφανές ότι η<br />
«άπληστη» ομάδα έχει συμφέρον να έχει απέναντι της μια «μετριοπαθή»<br />
ομάδα (καθώς εάν οι απέναντι υιοθετήσουν και εκείνοι «άπληστη» στρατηγική,<br />
το αποτέλεσμα θα είναι μη διανομή). Το ίδιο δεν ισχύει για τους «μετριοπαθείς»,<br />
καθώς είτε με «άπληστη» απέναντι πλευρά έλθουν αντιμέτωποι είτε<br />
σε μεγάλο βαθμό οι γνωστές αναλύσεις του Jürgen Habermas για την ανάπτυξη της<br />
«μετα-συμβατικής ταυτότητας» στις σύγχρονες κοινωνίες. Βλ. π.χ. J. Habermas, «Kön-<br />
nen komplexe Gesellschaften eine vernünftige Identität ausbilden?», Zur Rekon struktion<br />
des historischen Materialismus, Suhrkamp, Frankfurt, 1976, σελ. 92-126.<br />
31 R. Axelrod, Η Εξέλιξη της Συνεργασίας, μετάφραση Σ. Στασινός, εκδόσεις Καστανιώτης,<br />
Αθήνα, 1998.<br />
32 Βλ. B. Skyrms, Evolution of the Social Contract, Cambridge University Press, New<br />
York, 1996.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 233<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 233<br />
με «μετριοπαθή», το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο για το «μετριοπαθές» κομμάτι<br />
πίτας που θα λάβουν. Η ισορροπία αυτή θα διαταρασσόταν, σε συστημικό<br />
επίπεδο, εάν αυξανόταν οι «άπληστοι», καθώς θα αντιμετώπιζαν ολοένα συχνότερα<br />
ομοίους τους, με τα γνωστά αποτελέσματα (υπέρβαση του 100%, μη<br />
διανομή). Παράλληλα, όπως επισημαίνει ο Skyrms, τυχόν περιπτώσεις μεταλλαγμένων<br />
στρατηγικών «υπερ-άπληστων» θα έτειναν να εξαλειφθούν εξελικτικά,<br />
καθώς οι δικές τους αξιώσεις θα ήταν τέτοιες που και όταν αντιμετώπιζαν<br />
«μετριοπαθείς» το άθροισμα θα οδηγούσε σε υπέρβαση του 100% (π.χ.,<br />
80%-40%), με τα γνωστά αποτελέσματα.<br />
Αλλά, όπως ξεκαθαρίσαμε ήδη, το πραγματικά ενδιαφέρον ζήτημα αφορά<br />
στις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε κανόνες, νόρμες και συμπεριφορές. Σε περίπτωση<br />
που επαναλαμβανόμενα παίγνια καταλήγουν σε αθροίσματα αξιώσεων<br />
που υπερβαίνουν το 100% (οπότε κανείς δεν έχει λαμβάνειν), εξελίσσονται<br />
νόρμες που αναδεικνύουν την αυτοσυγκράτηση ως αναγκαίο λειτουργικό στοιχείο.<br />
Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση που επαναλαμβανόμενα παίγνια<br />
καταλήγουν σε αθροίσματα αξιώσεων μικρότερα του 100% (οπότε η πίτα μοιράζεται<br />
και η κάθε πλευρά λαμβάνει αυτό που ζήτησε), ενώ μια ομάδα είναι<br />
αυτή που με συνέπεια ζητά και παίρνει τα περισσότερα (π.χ., 60%-40%, 50%-<br />
45% ή και 60%-20%, κ.λπ.), τότε εξελίσσονται νόρμες που αποτυπώνουν (και<br />
νομιμοποιούν) αυτή την διαμορφούμενη κατάσταση ως υπόδειγμα διανομής.<br />
Οι «μετριοπαθείς» (που ζητούν λιγότερα πιθανότατα επειδή φοβούνται ότι η<br />
απέναντι πλευρά θα αποδεικνύεται πάντα άπληστη και επιθυμούν να αποφύγουν<br />
τον κίνδυνο της υπέρβασης του 100% και της «μη μοιρασιάς») είτε αποδέχονται<br />
μια «φυσική» ανισοκατανομή είτε (ανάλογα με το πολιτισμικό-ιστορικό<br />
προφίλ της κάθε κοινωνίας) τείνουν να εκλεπτύνουν περαιτέρω τις ιδέες περί<br />
αυτοσυγκράτησης. Οι «άπληστοι» αναπτύσσουν ιδέες περί δίκαιης διανομής<br />
ανάλογα με την φυσική θέση και αξία του καθενός. Είναι ίσως πιθανό ότι ένας<br />
πληθυσμός «μετριοπαθών» που εκτίθεται εξελικτικά σε διευρυμένα πεδία κοινωνικής<br />
διάδρασης και εκπαιδευτικής-μαθησιακής εκλέπτυνσης θα τείνει να<br />
αναγνωρίσει ότι η λύση του 50% προκύπτει, στην πραγματικότητα, ως η μόνη<br />
λογική ενώ παράλληλα είναι και ηθικά περισσότερο υπερασπίσιμη. 33<br />
Εάν οι νόρμες διαμορφώνονται εξελικτικά, οπότε αποτελούν αντικείμενο<br />
μιας εξελικτικής μάκρο-κοινωνιοβιολογίας, παραμένει ζήτημα της νευροκοινωνιολογίας<br />
η περαιτέρω διερεύνηση των μίκρο-παραμέτρων εκείνων που εξηγούν<br />
τις επιλογές. Σε κάθε περίπτωση, είναι τεράστια η σημασία της αλληλεπίδρασης<br />
ανάμεσα στις νόρμες και τις κοινωνικές σχέσεις. Ακόμη και ελαφρές<br />
33 D. Ross, όπως αναφέρεται από τον D. C. Dennett, Freedom Evolves, Viking, New<br />
York, 2003, σελ. 263-264.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 234<br />
234 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
μετατοπίσεις στις νόρμες έχουν επιπτώσεις στους τρόπους με τους οποίους τα<br />
άτομα σκέφτονται και επιλέγουν, ένα στοιχείο που είναι ανάμεσα σε εκείνα<br />
που διακρίνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά από τη συμπεριφορά άλλων<br />
προηγμένων θηλαστικών. 34 Η αλληλεπίδραση αυτή εκτείνεται, αν και με τρόπο<br />
περισσότερο σύνθετο, στα πεδίο των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς οργάνωσης.<br />
35<br />
Για να αντιληφθούμε τη συνθετότητα των σχέσεων μεταξύ κανόνα (όπως<br />
αυτός που προαναφέρθηκε περί διανομής) και νόρμας, πρέπει να λάβουμε<br />
υπόψη μας ότι δεν μπορούμε πάντα να υπολογίζουμε σε ένα ευρέως αποδεκτό<br />
υπόστρωμα αξιών. Οι αξίες προποθέτουν την αναγνώριση ενός αγαθού σύμφωνα<br />
με το οποίο προβαίνω στις επιλογές μου και, γενικότερα, διάγω τον βίο.<br />
Από την άλλη πλευρά, τις νόρμες τις ακολουθώ (ή ευθυγραμμίζομαι μαζί τους)<br />
για διάφορους λόγους. Ένας από τους πολλούς και διαφόρους αυτούς λόγους<br />
ενδέχεται να είναι και η αντίληψη που έχω ότι η νόρμα αυτή εκφράζει κάτι που<br />
αποτελεί αξία για εμένα. Ωστόσο οι νόρμες λαμβάνουν μια «αντικειμενική»<br />
διάσταση με την εφαρμογή ή την απόρριψη τους στο κοινωνικό πεδίο, ενώ οι<br />
αξίες παραμένουν εγγενώς αφαιρετικές και (όπως θα πρόσθετε ο J. S. Mill)<br />
δυνάμει «πολυθεστικές». 36 Με αυτή την έννοια, νόρμα και αξία δεν ταυτίζονται.<br />
Οι νόρμες μπορούν να προσδιοριστούν ως στοιχεία που προσδίδουν μορφή<br />
34 Βλ. A. Gibbard, Wise Choices, Apt Feelings: A Theory of Normative Judgment,<br />
Harvard University Press, Cambridge MA, 1990).<br />
35 Βλ. Κ. Α. Λάβδας, «Νόρμες και διάχυτη αμοιβαιότητα στην πολιτική κουλτούρα<br />
των διεθνών σχέσεων: Μαθήματα από την ευρωπακή πολιτική», σε Δ. Κ. Ξενάκης &<br />
Μ. Ι. Τσινισιζέλης (επιμ.), Παγκόσμια Ευρώπη? Οι Διεθνείς Διαστάσεις της Ευρωπακής<br />
Ένωσης, ΕΠΕΕΣ - εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2006. Για μια εφαρμογή του πλαισίου<br />
του Axelrod στην ανάλυση της διαχρονίας του εξευρωπασμού βλ. K. A. Lavdas,<br />
The Europeanization of Greece, οπ. παρ.<br />
36 Έτσι ο «πολυθεσμός» των αξιών που επισημαίνει ο Max Weber (ακολουθώντας<br />
τον J. S. Mill) δυσχεραίνει την στάθμιση των διαφορετικών προσανατολισμών στη ζωή.<br />
Κύριο έργο της επιστήμης – σε ό,τι αφορά την ενασχόληση της με τις αξίες – καθίσταται<br />
η διερεύνηση των διαφορετικών «κρίσεων περί αξιών» (των διαφορετικών, δηλαδή,<br />
προσπαθειών χρήσης των αξιών για την υποστήριξη ανταγωνιστικών μεταξύ τους προσανατολισμών).<br />
Ίσως η σημαντικότερη απόπειρα του 20ου αιώνα να ξεπεραστεί με<br />
τρόπο αναλυτικό αυτή η αμηχανία οφείλεται στον Rawls, σύμφωνα με τον οποίο το βασικό<br />
ερώτημα είναι, «how is it possible for there to exist over time a just and stable<br />
society of free and equal citizens who still remain profoundly divided by reasonable<br />
religious, philosophical, and moral doctrines?» J. Rawls, Political Liberalism, Columbia<br />
University Press, New York, 1993, σελ. 47.
Από τις υποθέσεις για τις πολιτισμικές επιπτώσεις της Οθωμανικής κυριαρχίας<br />
μέχρι τη συζήτηση για τον πολιτικό ρόλο της σύγχρονης διαφθοράς, συχνά<br />
η περίπτωση της Ελλάδας παρουσιάζεται ως ιδιαίτερη. Αλλά όσοι επικαλούνται<br />
ιδιαιτερότητες και τάσεις που ανάγονται σε κάποια «εθνικά χαρακτηριστικά»<br />
παραβλέπουν τις βαθύτερες και συνάμα γενικότερες αιτίες που ευθύνονται<br />
τόσο για τη διαμόρφωση κανόνων όσο και για τα διαφορετικά πιθανά σενάρια<br />
εφαρμογής τους. Σενάρια τα οποία λαμβάνουν, βέβαια, τις ιδιαίτερες<br />
μορφές και τους ιδιαίτερους συνδυασμούς τους ως αποτέλεσμα της διαμεσολάkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 235<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 235<br />
και περιεχόμενο σε κανονιστικά πλαίσια ή/και σε επιμέρους σημεία αναφοράς<br />
για τον προσανατολισμό και τη ρύθμιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ως τέτοια,<br />
αποτελούν στοιχεία που μπορεί να αναφέρονται σε πολλά και διάφορα<br />
πεδία της ανθρώπινης εμπειρίας (ηθικά, αισθητικά, τεχνικά, κοινωνικά, οικονομικά,<br />
κ.ά.). Έχουν, όμως, παράλληλα, ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό:<br />
την δυνατότητα να ρυθμίζουν τη δράση, προσανατολίζοντας τη σε γενικά ή ειδικά<br />
πρότυπα. Ιδιαίτερα σημαντική για τις κοινωνικές επιστήμες είναι η σχέση<br />
που αναπτύσσεται ανάμεσα στις νομικές και τις άλλες νόρμες, οι αλληλεπιδράσεις<br />
και οι μεταξύ τους οριοθετήσεις. Η αξιακή ποιότητα, το εύρος εφαρμογής<br />
και η δυνατότητα ισχύος πέρα από καταναγκασμούς, είναι στοιχεία ανάλογα<br />
με τα οποία χαρακτηρίζονται οι νόρμες σε μια οργανωμένη συλλογικότητα.<br />
Μια χρηστή πολιτεία βασίζεται, καταρχήν, σε ένα πλέγμα από νόρμες που<br />
ισχύουν ανεξάρτητα από κάθε νομικό καταναγκασμό. 37 Οι νόρμες έχουν<br />
άμεσο αποτέλεσμα, ενώ η πρακτική επίπτωση των αξιών διαμεσολαβείται από<br />
πολλούς, ενδεχομένως αμέτρητους, παράγοντες.<br />
Η σημερινή συγκυρία, αμφίσημη και μετά-πολυθεστική, αναζητά ένα νέο<br />
πραγματισμό, θεσμικά ευαισθητοποιημένο και παράλληλα κοινωνό του ρόλου<br />
που παίζουν οι νόρμες και οι μετασχηματισμοί τους. Έναν πραγματισμό που<br />
προσεγγίζει γνώριμα προβλήματα με νέα ματιά, συνειδητοποιώντας παράλληλα<br />
τα όρια και της δικής του εφαρμογής. Καθώς ενστερνίζεται την άποψη ότι<br />
νόρμες και αξίες δεν ταυτίζονται, ο νέος αυτός πραγματισμός εργάζεται για<br />
την διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου με κανόνες που διευκολύνουν τη συλλογική<br />
ζωή και νόρμες που πείθουν χωρίς να προποθέτουν την καθολική αποδοχή<br />
ενός ισχυρού αξιολογικού προσανατολισμού.<br />
Τα ελλείμματα σε νόρμες και ο δυσεπίτευκτος πραγματισμός<br />
37 P. Pettit, Republicanism: A Theory of Freedom and Government, Oxford University<br />
Press, Oxford, 1997, σελ. 241-242.
βησης συγκεκριμένων, κάθε φορά, συνθηκών.<br />
Τι έχει να μας πει για την ελληνική περίπτωση μια προσέγγιση που εστιάζεται<br />
στις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε κανόνες, νόρμες και συμπεριφορές; Δυο<br />
είναι τα βασικά στοιχεία συμβολής μιας τέτοιας προσέγγισης. Πρώτον, αφορά<br />
την δυσανεξία απέναντι σε νόρμες και θεσμούς που εμφανίζονται επείσακτοι<br />
ή/και ατελώς εσωτερικευμένοι. Και δεύτερον, εστιάζεται στην επισήμανση του<br />
είδους των κανόνων που η παρουσία ή απουσία τους επιδρά σε πολλαπλά επίπεδα<br />
κοινωνικής και πολιτικής αιτιότητας.<br />
Μια πρώτη σειρά πιθανών εξηγητικών μεταβλητών αναφορικά με τη δυσανεξία<br />
που προαναφέρθηκε παρέχουν οι πρώιμες μετα-επαναστατικές θεσμικές<br />
επιλογές. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γεώργιος Κοντογιώργης, το πολιτικό<br />
σύστημα και τα Συντάγματα που υιοθετούν οι εκλεγμένες εθνοσυνελεύσεις<br />
των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, είναι «πολιτειακά»<br />
(republican) αλλά διακρίνονται παράλληλα και για την εξαιρετικά χαλαρή κεντρική<br />
εξουσία. 38 Ανεξάρτητα με το εάν είναι κανείς έτοιμος να αποδεχθεί<br />
στην ολότητα της την προσέγγιση του Κοντογιώργη, σύμφωνα με την οποία το<br />
νέο πολιτικό σύστημα ήταν «θεμελιωδώς συμπολιτειακό, με υπόβαθρο το σύστημα<br />
των “κοινών”», 39 γεγονός παραμένει ότι ο αναδυόμενος συνταγματικός<br />
πολιτισμός και η συνδεόμενη με αυτόν πολιτική κουλτούρα είχαν σημαντικά<br />
στοιχεία μιας χαρακτηριστικής πολιτικότητας, η οποία δεν ανταποκρίνεται<br />
πλήρως στο τελικώς ισχύσαν θεσμικό οικοδόμημα του ελληνικού κράτους. Στο<br />
πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστική (στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα) η καταχρηστική<br />
αξιοποίηση στον πολιτικό λόγο της έννοιας της Δημοκρατίας,<br />
ακόμη και όταν αυτό που καταφανώς σημαίνεται είναι η Πολιτεία (Republic).<br />
Η χρήση αυτή έχει σοβαρές συνέπειες στο επίπεδο τόσο του πολιτικού συμβολισμού<br />
όσο και της πολιτικής διαβούλευσης. 40<br />
Οι εξελίξεις αναφορικά με την πολιτική γεωγραφία του ελληνισμού παρέχουν<br />
μια ακόμη σειρά πιθανών εξηγητικών μεταβλητών αναφορικά με τη δυσανεξία<br />
που προαναφέρθηκε. Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830<br />
πλήττεται το φαντασιακό και εν μέρει και υλικό ενιαίο σώμα του ελληνισμού<br />
(που είχε ως θεμέλιο την Ορθοδοξία) και αναδύονται δυο πόλοι: η Κωνσταντιkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 236<br />
236 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
38 Γ. Κοντογιώργης, Το Αυταρχικό Φαινόμενο: 4 η Αυγούστου – 21 η Απριλίου, Ερμηνευτικές<br />
Προσεγγίσεις, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2003, σελ. 121.<br />
39 Γ. Κοντογιώργης, οπ. παρ., σελ. 122. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Κοντογιώργη,<br />
πηγή των ρυθμίσεων των Συνταγμάτων αυτών ήταν το προγενέστερο κεκτημένο των ελληνικών<br />
κοινωνιών, ιδιαίτερα το σύστημα των «κοινών».<br />
40 Βλ. Κ. Α. Λάβδας, «Ο λόγος της Πολιτείας», Ο Κόσμος του Επενδυτή, 23-<br />
24/09/2006, σελ. 30.
νούπολη βέβαια αλλά τώρα και η Αθήνα. Η τελευταία θα επιχειρήσει, εν μέσω<br />
αλυτρωτικών και άλλων περιπετειών, να προωθήσει την πολιτική του «εθνικού<br />
κέντρου» του ελληνισμού, αντιμετωπίζοντας αργότερα με αμηχανία την δημιουργία<br />
του ανεξάρτητου κράτους της Κύπρου. 41 Η πολιτική του «εθνικού κέντρου»<br />
φτάνει βέβαια στην τραγική της κατάληξη με την κρίση του 1974, αλλά<br />
οι επιπτώσεις για την ελληνική πολιτική κουλτούρα είναι ποικίλες. Καταρχήν<br />
παγιώνεται βαθύτερα μια πρόσθετη διάσταση πολιτικών διαιρετικών τομών,<br />
πέραν αυτών της δεξιάς –αριστεράς και των προοδευτικών– συντηρητικών: η<br />
περισσότερο λανθάνουσα τομή μεταξύ ελλαδιτών και κοσμοπολιτών. Κατά<br />
δεύτερο λόγο, η οριστική απώλεια ενός ευρύτερου νομιμοποιητικού πλαισίου<br />
αναφοράς (οι «τύχες του ελληνισμού») ταυτόχρονα περιορίζει (στο πλαίσιο της<br />
ελλαδικής κρατικής οντότητας) και διευρύνει (ως προς τα πολιτικά, θεσμικά<br />
και ταξικά διακυβεύματα) τους όρους της πολιτικής διαμάχης.<br />
Αλλά η πολιτική διαμάχη αποκτά νέες διαστάσεις και διοχετεύεται μετασχηματιζόμενη<br />
μέσα από νέους αγωγούς κατά την τελευταία περίοδο του εικοστού<br />
αιώνα. Οι δομές των σύγχρονων κοινωνιών, βασισμένες στα μέσα και τα ψηφιακά<br />
δίκτυα, προσανατολίζονται ολοένα και περισσότερο σε μια «οικονομία<br />
της προσοχής», η οποία εστιάζεται στην επεξεργασία και τις μορφές πρόσληψης<br />
πληροφοριών μέσα σε σύνθετα περιβάλλοντα. 42 Στο πλαίσιο αυτό παίζει κατά τις<br />
τελευταίες δεκαετίες σημαντικό ρόλο και στην Ελλάδα η ικανότητα των ΜΜΕ να<br />
επηρεάζουν την πολιτική διαδικασία αυξάνοντας βέβαια το εύρος των πολιτικών<br />
παραστάσεων του κοινού αλλά παράλληλα προσανατολίζοντας ή αποπροσανατολίζοντας<br />
την προσοχή του. 43 Στην γενικής αξίας και εγκυρότητας παρατήρηση<br />
για τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν η αισθητική επιβολή δυσχεραίνει, αντί<br />
να διευκολύνει, την μετακίνηση της προσοχής του κοινού προς τα εξεταζόμενα<br />
αντικείμενα, 44 προστίθεται η ειδική βαρύτητα της γοητείας των ηλεκτρονικών μέσων<br />
που συχνά μεταθέτουν την προσοχή από το περιεχόμενο στην μορφή του μέσου,<br />
ευνοώντας την συνειρμική λογική όταν δεν ενθαρρύνουν, απλά, την μη-λοkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 237<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 237<br />
41 Π. Κιτρομηλίδης, «Το ελληνικό κράτος ως εθνικό κέντρο», σε Δ. Γ. Τσαούση<br />
(επιμ.), Ελληνισμός – Ελληνικότητα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα,<br />
1983, σελ. 143-164.<br />
42 Π. Ζέρη, Ψηφιακά Δίκτυα, Γνώση και Δημόσια Πολιτική, Ι. Σιδέρης, Αθήνα,<br />
2006, σελ. 181-182.<br />
43 Σ. Παπαθανασόπουλος, «Τηλεόραση και Εκλογές στην Ελλάδα τη Δεκαετία<br />
1990-2000», σε Ν. Δεμερτζής, επιμ., Η Πολιτική Επικοινωνία στην Ελλάδα, εκδόσεις<br />
Παπαζήσης, Αθήνα, 2002, σελ. 42-44.<br />
44 Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, Προεισαγωγικά για τον Πολιτικό Λόγο: Δεκατέσσερα Μαθήματα<br />
για το Στυλ, Τρίτη Έκδοση, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2001, σελ. 229-230.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 238<br />
238 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
γική. Στο πεδίο αυτό όπως και σε τόσα άλλα (ελλιπής ανταγωνισμός, λειτουργία<br />
εναρμονισμένων πρακτικών στον καθορισμό τιμών, κ.λπ.) οι επιπτώσεις του<br />
εξευρωπασμού δεν κατόρθωσαν να επεκταθούν στις ρυθμιστικές διαστάσεις<br />
του, με αποτέλεσμα ένα εν πολλοίς άναρχο τοπίο στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ.<br />
Διαπιστώσαμε πιο πάνω ότι η σχετική απαξίωση της πολιτικής και του πολιτικού<br />
προσωπικού συνδυάζεται με μια τάση ωραιοποίησης της αναλογικής εκπροσώπησης<br />
και του ρόλου των μικρών κομμάτων. Κατά πόσο επεκτείνεται η<br />
τάση αυτή στην ανάδειξη και νέων ζητημάτων (issues) και –σε ένα βαθύτερο<br />
επίπεδο– την ανάδυση νέων διαιρετικών τομών (cleavages) στο πολιτικό σύστημα;<br />
Εν όψει των καταλυτικών επιδράσεων του εξευρωπασμού, αρχίζει μήπως<br />
να διαμορφώνεται μία νέα διαιρετική τομή στο πολιτικό σύστημα, μια προκαι<br />
αντί- ευρωπακή διαιρετική τομή, ένα νέο σχίσμα εστιαζόμενο σε διαφορές<br />
και συγκρούσεις σε ζητήματα ενοποίησης. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν<br />
φαίνεται να προκύπτει κάτι τέτοιο, με δεδομένο ότι –τουλάχιστον μέχρι στιγμής–<br />
οι διαφορές για τα ευρωπακά ζητήματα δεν διαμόρφωσαν ένα ευρωπακό<br />
σχίσμα ενσωματώνοντας σε αυτό άλλες διαφορές ως επιμέρους. Και<br />
αυτό παρά το γεγονός ότι, όπως διαπιστώσαμε, στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά<br />
ισχυρή μακροπρόθεσμα η βασική ταύτιση με το εθνικό κράτος.<br />
Η σημασία δεικτών συνέχειας στην πολιτική κουλτούρα μας οδηγεί σε μια<br />
κρίσιμη διαπίστωση: οι διαδικασίες εξευρωπασμού δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν<br />
προηγούμενους κανονιστικούς πυρήνες και να προβάλλουν με επιτυχία<br />
νέες πολιτικές και ηθικές νόρμες. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζεται και το θεμελιώδες<br />
έλλειμμα σε νόρμες κοινωνικής αυτοσυγκράτησης. Είναι χαρακτηριστικό<br />
ότι τον Οκτώβριο 2008, εν μέσω σφοδρότατης χρηματοπιστωτικής κρίσης<br />
αφενός και πραγματιστικών προσπαθειών κυβερνητικής αντιμετώπισής τους<br />
αφετέρου, τα συνδικάτα θεώρησαν ότι μια «γενική απεργία» θα είχε νόημα<br />
(στερώντας από το ΑΕΠ ένα σεβαστό κομμάτι και άρα μειώνοντας ακόμη περισσότερο<br />
τις όποιες δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών της κρίσης). Γενικότερα,<br />
αυτό που θα αναμενόταν να συμβεί ως προς τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα<br />
σε κανόνες, νόρμες και συμπεριφορές, είναι ότι επειδή στην Ελλάδα επαναλαμβανόμενα<br />
παίγνια όντως καταλήγουν σε αθροίσματα αξιώσεων που<br />
υπερβαίνουν το 100%, θα προβλέπαμε να εξελιχθούν σταδιακά νόρμες που να<br />
αναδεικνύουν την αυτοσυγκράτηση ως αναγκαίο λειτουργικό στοιχείο. Ωστόσο<br />
η πρόβλεψη αυτή δεν επαληθεύεται στην ελληνική πραγματικότητα. Ο βασικός<br />
λόγος είναι η έλλειψη κάποιας μορφής κανόνων που θα όριζαν ότι, εφόσον<br />
έχουμε αθροίσματα αξιώσεων που υπερβαίνουν το 100% τότε κανείς δεν έχει<br />
λαμβάνειν. Όλοι θεωρούν ότι δεν υπάρχουν όρια και – δεδομένης της ανυπαρξίας<br />
εσωτερικευμένων κανόνων που να ορίζουν το πλαίσιο που προαναφέρθηκε<br />
– δεν προκύπτει λόγος για την ανάπτυξη πλεγμάτων από νόρμες αυτοσυγκράτησης.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 239<br />
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ 239<br />
Τα ελλείμματα σε νόρμες κοινωνικής αυτοσυγκράτησης, θεσμικής εμπιστοσύνης<br />
και σε πρακτικές «διάχυτης αμοιβαιότητας» 45 καταγράφονται με τη<br />
μορφή ευρημάτων που συχνά αφορούν τις καθημερινές διαστάσεις της πολιτικής<br />
διαδικασίας και των δημόσιων πολιτικών. Γνωρίζουμε από το Ευρωβαρόμετρο<br />
την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε πολιτικούς και κρατικούς θεσμούς<br />
και διαδικασίες. Έτσι π. χ. το 49% των πολιτών δεν εμπιστεύεται τις<br />
εθνικές αρχές για μεταρρυθμίσεις στην πανεπιστημιακή παιδεία (Ευρωβαρόμετρο,<br />
2007), ένα πεδίο που ούτως ή άλλως πάσχει από χαμηλή ανταγωνιστικότητα<br />
και από επικυριαρχία των πολιτικών σχέσεων και προτύπων απέναντι στις<br />
ασθενώς εσωτερικευμένες ακαδημακές νόρμες. Ο συνδυασμός του ελλείμματος<br />
εμπιστοσύνης στους θεσμούς και των ασθενέστατων στοιχείων πραγματισμού,<br />
οδηγεί τελικά σε μια χαμηλή ποιότητα δημοκρατικής λειτουργίας. Ως πολίτης,<br />
ο μέσος έλληνας του σήμερα μετέχει ενός γενικότερου κυνισμού στο επίπεδο<br />
των κοινωνικών αντιλήψεων. Ως φορέας δημόσιων ρόλων, π.χ. στο πλαίσιο<br />
μιας θέσης δημόσιας εξουσίας, ο μέσος έλληνας του σήμερα εκφράζει μια<br />
χαρακτηριστική διστακτικότητα στην εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του, μια<br />
αδιαφορία για τη λήψη μέτρων απέναντι στα πραγματικά ή υποτιθέμενα «κακώς<br />
κείμενα» που αποτελούν βασικό υπόβαθρο του κυνισμού. Και στις δυο εκφάνσεις,<br />
κοινή είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς: αφενός στην ικανότητα<br />
τους να ρυθμίζουν συμπεριφορές, αφετέρου στη δυνατότητα τους να<br />
παράσχουν την απαραίτητη νομιμοποίηση σε πρωτοβουλιακές δράσεις των φορέων<br />
δημόσιας εξουσίας. Το δομικό υπόστρωμα σε αυτή την ελλειμματικά θεσμοποιημένη<br />
κυβερνησιμότητα παρέχει ένα σχετικά διογκωμένο αλλά (σε<br />
πλήρη αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει μια ορισμένη σχολή ανάλυσης της ελληνικής<br />
περίπτωσης) και στρατηγικά ανίσχυρο και ασθενές κράτος, η ιστορική<br />
διαμόρφωση του οποίου οδήγησε σε έναν μηχανισμό πορώδη και διαπερατό<br />
από συμφέροντα. 46<br />
Από τον ημιτελή ευρωπακό εκσυγχρονισμό σε ένα δυσεπίτευκτο νέο πραγματισμό;<br />
Είναι γεγονός ότι η συμμετοχή στην ευρωπακή ενοποιητική διαδικασία<br />
αποτέλεσε μακράν το θετικότερο κοινωνικοποιητικό στοιχείο του ελληνικού<br />
πολιτικού συστήματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Από την άλλη όμως<br />
45 Βλ. Κ. Α. Λάβδας, «Νόρμες και διάχυτη αμοιβαιότητα στην πολιτική κουλτούρα<br />
των διεθνών σχέσεων: Μαθήματα από την ευρωπακή πολιτική», οπ. παρ. και Κ. Α. Λάβδας,<br />
«Η εμπιστοσύνη ως διάχυτη αμοιβαιότητα», Ο Κόσμος του Επενδυτή, 8-9/09/2007,<br />
σελ. 30.<br />
46 Βλ. K. A. Lavdas, The Europeanization of Greece, οπ. παρ. και O. Lanza & K. A.<br />
Lavdas, «The Disentanglement of Interest Politics», European Journal of Political<br />
Research, Vol. 37 No 2, 2000.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 240<br />
240 ΚΏΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ<br />
πλευρά, η μερική μόνον επιτυχία του εκσυγχρονιστικού προτάγματος του εξευρωπασμού<br />
οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην ελλειμματική εσωτερίκευση<br />
κανόνων που θα οδηγούσαν σε νόρμες κοινωνικής αυτοσυγκράτησης αφενός<br />
και θεσμικής εμπιστοσύνης αφετέρου. Παραμένει, βεβαίως, η καταλυτική επίδραση<br />
των κάθε είδους διαστάσεων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης<br />
και η συνακόλουθη μετεξέλιξη των όρων της πολιτικής και κοινωνικής αναπαραγωγής.<br />
Επιφυλακτικό απέναντι στους θεσμούς και τη λειτουργία τους, εμποτισμένο<br />
με μια μετά-ριζοσπαστική και νέο-λακιστική πολιτική και πολιτισμική<br />
ιδεολογία, το τυπικό υποκείμενο της σημερινής ελληνικής πολιτικής κουλτούρας<br />
εντάσσεται εντούτοις στον πυρήνα της ύστερης νεωτερικότητας χάρη σε<br />
μια παράμετρο που κατεξοχήν το κάνει να δυσφορεί: χάρη στην εξευρωπασμένη<br />
και – παρά τα προβλήματα της – εντυπωσιακά διεθνοποιημένη οικονομία.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 241<br />
12<br />
Ευρωπακή πολιτική συνοχής<br />
και εσωτερική αλλαγή στην Ελλάδα<br />
Χρήστος Ι. Παρασκευόπουλος<br />
Εισαγωγή: το εθνικό και το ευρωπακό πλαίσιο<br />
Η ένταξη της Ελλάδος στις Ευρωπακές Κοινότητες (ΕΟΚ)/Ευρωπακή<br />
Ένωση (ΕΕ) το 1981 σήμανε την έναρξη μιας μακράς και περίπλοκης διαδικασίας<br />
μετάλλαξης και προσαρμογής. Η πολιτική συνοχής θεωρείται και είναι,<br />
ίσως, η περιοχή δημόσιας πολιτικής που εκτέθηκε εντονότερα στις πιέσεις της<br />
διαδικασίας εξευρωπασμού, δεδομένου ότι είχε αρχίσει να επηρεάζεται ήδη<br />
από την προ-ενταξιακή περίοδο. Το γεγονός αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις<br />
τόσο για την θεσμική υποδομή όσο και για τις δομές διαμόρφωσης πολιτικής,<br />
θέτοντας υπό αμφισβήτηση ιδιαίτερα την παραδοσιακά συγκεντρωτική διοικητική<br />
δομή της χώρας. Πράγματι, κατά την προ της ένταξης στην ΕΕ περίοδο, η<br />
συγκεντρωτική δομή του ελληνικού κράτους βασιζόταν κυρίως στις νομαρχίες<br />
ως αποκεντρωμένες διοικητικές μονάδες και στους διορισμένους από την κεντρική<br />
διοίκηση νομάρχες. 1 Από την άλλη πλευρά το κομματικο-κεντρικό διοικητικό<br />
σύστημα της χώρας απέτρεπε την ανάπτυξη διαχειριστικών και αποφασιστικών<br />
δυνατοτήτων σε τοπικό επίπεδο κυρίως από τους οργανισμούς τοπικής<br />
διοίκησης και ανάπτυξης. 2 Σε ότι αφορά την περιφερειακή/πολιτική συνοχής,<br />
ιδιαίτερα, κατά την προ-ενταξιακή περίοδο, αυτή βασιζόταν κυρίως σε<br />
1 Κ. Σπανού, Ελληνική Διοίκηση και Ευρωπακή Ολοκλήρωση, εκδόσεις Παπαζήσης,<br />
Αθήνα, 2001.<br />
2 D. Sotiropoulos, «A colossus with feet of clay. The state in post-authoritarian<br />
Greece», σε H. Psomiades και D. Thomadakis (επιμ.), Greece, the New Europe and the<br />
Changing International Order, Pella, New York, 1993.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 242<br />
242 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
πρωτοβουλίες του κεντρικού κράτους με στόχο την αντιμετώπιση των σοβαρών<br />
προβλημάτων διαπεριφερειακών ανισοτήτων, το βασικό χαρακτηριστικό των<br />
οποίων ήταν η υπερσυγκέντρωση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών<br />
δραστηριοτήτων κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και δευτερευόντως<br />
της Θεσσαλονίκης, διαμορφώνοντας έτσι τον αποκαλούμενο «ανατολικό αναπτυξιακό<br />
άξονα» της χώρας. Μ’ αυτή την έννοια, η εξέλιξη της εθνικής περιφερειακής<br />
πολιτικής κατά την μεταπολεμική περίοδο χαρακτηρίστηκε από σειρά<br />
δημοσιονομικών και άλλων κινήτρων για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων<br />
στην περιφέρεια, την παροχή βασικών υποδομών μέσω της δημιουργίας<br />
ενός εκτεταμένου δικτύου Βιομηχανικών Περιοχών, και από τον πειραματισμό,<br />
ιδιαίτερα κατά την πρώτη μετα-δικτατορική περίοδο, με το μοντέλο της<br />
αποκαλούμενης «πολικής» (nodal, «growth-poles») ανάπτυξης/χωρικού σχεδιασμού,<br />
μέ έμφαση, δηλαδή, στη δημιουργία αναπτυξιακών πόλων/κέντρων,<br />
με στόχο τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων μέσω της ανάπτυξης ενός<br />
δικτύου ανταγωνιστικών προς τη Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη πόλεων/κέντρων.<br />
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ένταξη στην ΕΕ και ο σταδιακός εξευρωπασμός της<br />
δημόσιας πολιτικής γενικά και της πολιτικής συνοχής ειδικότερα, με την εισαγωγή<br />
αρχικά των Ολοκληρωμένων Μεσογειακών Προγραμμάτων (ΜΟΠ)<br />
(1985-89) και των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) (1989-2006) στη συνέχεια,<br />
συνέβαλε καθοριστικά στην αναδιάρθρωση τόσο του διοικητικού συστήματος<br />
όσο και των δομών διαμόρφωσης πολιτικής. Έτσι, η διοικητική αναδιάρθρωση<br />
της χώρας περιέλαβε τη δημιουργία 13 διοικητικών περιφερειών<br />
προγραμματισμού υπό την καθοδήγηση διορισμένων από την κεντρική διοίκηση<br />
Γενικών Γραμματέων με αρμοδιότητες κυρίως σχεδιασμού και εφαρμογής<br />
της ευρωπακής πολιτικής Συνοχής, την αναμόρφωση των 54 νομαρχιών με<br />
την καθιέρωση των άμεσα εκλεγμένων νομαρχών το 1994, και την ενίσχυση των<br />
θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης στο επίπεδο των δήμων και κοινοτήτων. Ως<br />
προς τις δομές διαμόρφωσης πολιτικής, ο εξευρωπασμός συνέβαλε καθοριστικά<br />
στην υιοθέτηση του συμμετοχικού και δημοκρατικού προγραμματισμού<br />
σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Ωστόσο, δεδομένης της διατήρησης της ιεραρχικής<br />
και συγκεντρωτικής διοικητικής δομής με στόχο την εξασφάλιση της<br />
συνεκτικότητας και συμπληρωματικότητας των αναπτυξιακών σχεδίων, το κύριο<br />
χαρακτηριστικό του νέου συστήματος σχεδιασμού της αναπτυξιακής πολιτικής<br />
μπορεί να περιγραφεί από την συνύπαρξη διαδικασιών «εκ των κάτω»<br />
προσδιορισμού των προτεραιοτήτων και «εκ των άνω» ελέγχου. 3<br />
3 Ch. J. Paraskevopoulos, «Social Capital, Learning and EU Regional Policy Net -<br />
works: Evidence from Greece», Government and Opposition, Vol. 36 No. 2, 2001α, σελ.<br />
251-275.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 243<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 243<br />
Μ’ αυτή την έννοια, στην περιφερειακή πολιτική πιο συγκεκριμένα –και ιδιαίτερα<br />
στην περίπτωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών Συνοχής γενικά– ο<br />
εξευρωπασμός θεωρείται ανεξάρτητη μεταβλητή η οποία επηρεάζει καίρια<br />
και αμφισβητεί καθιερωμένες δομές εντός των συστημάτων εσωτερικής διακυβέρνησης<br />
και παίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες διοικητικής αναδιάρθρωσης<br />
και εκχώρησης εξουσιών εντός των κρατών-μελών ενισχύοντας τη θεσμική<br />
παραγωγική τους ικανότητα στο υπο-εθνικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα,<br />
η επίπτωσή του στο περιφερειακό και στο τοπικό πεδίο διαμόρφωσης πολιτικής<br />
θεωρείται διττή: άμεση, με την παροχή αυξημένων πόρων μέσω αναδιανομής<br />
και ενός νέου συνόλου κανόνων και διαδικασιών για τη διαμόρφωση και<br />
την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών· και έμμεση, με τη διαμόρφωση διαπεριφερειακής<br />
αλληλεπίδρασης και, κατά συνέπεια, την προώθηση της τοπικής<br />
θεσμικής παραγωγικής ικανότητας μέσω της δημιουργίας ενδο-εθνικών, διεθνικών<br />
και υπερ-εθνικών δικτύων που στηρίζουν τοπικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης.<br />
Με δεδομένη, ωστόσο, την περιπλοκότητα των πολυεπίπεδων δομών διακυβέρνησης<br />
εντός των οποίων σημειώνεται η διαδικασία εναρμόνισης και τον ιδιαίτερο<br />
χαρακτήρα των δομών διαμόρφωσης πολιτικής στο κοινοτικό επίπεδο, 4<br />
ο βαθμός των πιέσεων για εναρμόνιση που αντιμετωπίζουν οι εσωτερικοί θεσμοί<br />
και οι δομές διαμόρφωσης πολιτικής προκειμένου να συμμορφωθούν με<br />
τους ευρωπακούς κανόνες και ρυθμίσεις στη δημόσια πολιτική γενικώς και<br />
στην περιφερειακή πολιτική ειδικότερα είναι ιδιαίτερα υψηλός σε διοικητικά<br />
συγκεντρωτικά κράτη όπως είναι η Ελλάδα. Παρόλα αυτά, η παρουσία ενός<br />
υψηλού βαθμού πίεσης για εναρμόνιση αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή<br />
συνθήκη για εσωτερική θεσμική αλλαγή και αλλαγή πολιτικής. Υπάρχουν<br />
πράγματι ενδείξεις ότι η τελευταία εξαρτάται καίρια από την παρουσία συγκεκριμένων<br />
θεσμικών δομών στο επίπεδο εσωτερικής διακυβέρνησης οι οποίες<br />
μπορούν να διευκολύνουν ή να παρεμποδίσουν τη διαδικασία εναρμόνισης. 5<br />
4 Παρότι η σημαντική ποικιλότητα από τον έναν τομέα πολιτικής στον άλλο θεωρείται<br />
ως το κύριο χαρακτηριστικό των δομών και των πρακτικών διαμόρφωσης πολιτικής της<br />
ΕΕ, έχει υποστηριχθεί ότι η θεσμική δομή της ΕΕ είναι περισσότερο ομοσπονδιακή παρά<br />
συγκεντρωτική και ότι οι κοινοτικές διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής είναι περισσότερο<br />
πλουραλιστικές παρά κρατιστικές. Βλ. V. A. Schmidt, «European Integration and<br />
Democracy: The Differences among Member States», Journal of European Public Policy,<br />
Vol. 4 No. 1, 1997, σελ. 128-145. Από αυτή την άποψη, έχει προβλεφθεί ότι τα περισσότερο<br />
συγκεντρωτικά και διοικητικά ενιαία κράτη-μέλη είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν<br />
ισχυρότερες πιέσεις για εναρμόνιση από ό,τι τα αποκεντρωμένα και ομοσπονδιακά.<br />
5 T. Börzel και Th. Risse, «When Europe Hits Home: Europeanization and<br />
Domestic Change», EUI Working Paper, RSC, No 2000/56, 2000, Ch. J. Paraskevopoulos,
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 244<br />
244 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Με άλλα λόγια, παρότι η διαδικασία εξευρωπασμού παίζει καίριο ρόλο στον<br />
μετασχηματισμό των συστημάτων εσωτερικής διακυβέρνησης γενικώς και των<br />
δομών διαμόρφωσης δημόσιας/περιφερειακής πολιτικής ειδικότερα, οι εσωτερικοί<br />
θεσμοί και ιδιαίτερα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προπάρχουσας<br />
θεσμικής υποδομής σε εθνικό και υπο-εθνικό επίπεδο κυβέρνησης παίζουν<br />
ρόλο στην εναρμόνιση. 6 Επομένως, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εσωτερικής<br />
θεσμικής υποδομής αποτελούν μια καίρια παρεμβαίνουσα μεταβλητή μεταξύ<br />
του εξευρωπασμού και της αλλαγής εσωτερικής πολιτικής και θεσμών η<br />
οποία μπορεί να ερμηνεύει τον ρυθμό της διαδικασίας εξευρωπασμού.<br />
Σ’ αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, το κεφάλαιο αυτό εξετάζει την εξέλιξη των<br />
θεσμικών δομών και δομών διαμόρφωσης πολιτικής στην περιφερειακή πολιτική<br />
στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εσωτερικών αλλαγών που<br />
έχουν επηρεασθεί καθοριστικά από τον εξευρωπασμό και αναδεικνύει όψεις<br />
της διαδικασίας εκμάθησης ως μεταβλητής που μπορεί να εξηγήσει την διαδικασία<br />
αλλαγών. Έτσι, το επόμενο τμήμα εξετάζει κριτικά τις αλλαγές που σημειώθηκαν<br />
στη διαμόρφωση πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης από την<br />
πρώτη (1989-1993) ως τη δεύτερη (1994-1999) και την τρίτη (2000-2006) προγραμματική<br />
περίοδο του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ) της ΕΕ. Το<br />
τρίτο μέρος της ανάλυσης επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της αποκαλούμενης<br />
«Λισαβονοποίησης» (Lisbonization) της πολιτικής Συνοχής κατά την τέταρτη<br />
«Social Capital, Institutional Learning and European Regional Policy: Evidence from<br />
Greece», Regional and Federal Studies, Vol. 8 No. 3, 1998, σελ. 31-64, Paraske vopoulos,<br />
οπ. π., 2001α και Ch. J. Paraskevopoulos,. Interpreting Convergence in the European<br />
Union: Patterns of Collective Action, Social Learning and Europeanization, London,<br />
Palgrave, 2001β.<br />
6 S. O.Garmise, «Economic Development Strategies in Emilia-Romagna» σε M.<br />
Rhodes (επιμ.), The Regions and the New Europe: Patterns in core and Periphery<br />
Development, MUP, Manchester, 1995, A. Lenschow, «Transformation in European<br />
Environmental Governance», EUI Working Papers, RSC No. 97/61, 1997, Ch. Jeffery,<br />
«Sub-national Mobilization and European Integration: Does it Make any Difference?»,<br />
Journal of Common Market Studies, Vol. 38 No. 1, 1-23, 2000, Paraskevopoulos, οπ. π.<br />
1998a, 2001a, 2001b, T. Risse, M. Green Cowles και J. Caporaso, «Europeanization and<br />
Domestic Change: Introduction» σε M. Green Cowles, J. Caporaso and Th. Risse<br />
(επιμ.), Transforming Europe: Europeanization and Domestic Change, Cornell University<br />
Press, Ithaca NY, 2001, T. Börzel, «Europeanization and Territorial Institutional<br />
Change: Toward Cooperative Regionalism?» σε M. Green Cowles, J. Caporaso και Th.<br />
Risse (επιμ.), Transforming Europe: Europeanization and Domestic Change, Cornell<br />
University Press, Ithaca NY, 2001 και M. Keating, J. Loughlin και K. Deschouwer K.<br />
(επιμ.), Culture, Institutions, and Development: A Study of Eight European Regions,<br />
Edward Elgar, Aldershot, 2003.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 245<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 245<br />
προγραμματική περίοδο (2007-2013) ως προς τις διαδικασίες σχεδιασμού του<br />
Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) και εξετάζει κριτικά τον<br />
αναπροσανατολισμό της πολιτικής όπως αυτός εκφράζεται στα τομεακά και<br />
περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα. Στη συνέχεια επιχειρείται μια περιληπτική<br />
αξιολόγηση βασικών ποιοτικών χαρακτηριστικών της μαθησιακής<br />
διαδικασίας, όπως ο ρόλος της προπάρχουσας θεσμικής υποδομής και η συμμετοχή<br />
μη κρατικών φορέων δράσης στις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής,<br />
που μπορεί να εξηγούν τις ιδιαιτερότητες των αλλαγών. Τέλος, παρουσιάζονται<br />
τα βασικά συμπεράσματα και για την εξέλιξη της πολιτικής Συνοχής στην<br />
Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες σαν άσκηση εξαγωγής συμπερασμάτων<br />
ως προς τις επιπτώσεις του εξευρωπασμού στη διαδικασία αλλαγών στο εσωτερικό<br />
των κρατών μελών της ΕΕ.<br />
Από το πρώτο, στο δεύτερο και το τρίτο ΚΠΣ<br />
Το τμήμα αυτό εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο, μετά την ολοκλήρωση του<br />
πρώτου ΚΠΣ το 1993-1994, σημειώθηκε μια σημαντική μεταστροφή στους βασικούς<br />
στόχους και προτεραιότητες της αναπτυξιακής πολιτικής, κυρίως από<br />
τον εκτεταμένο πειραματισμό με τη δημοκρατική συμμετοχή στις διαδικασίες<br />
σχεδιασμού και εφαρμογής των πολιτικών –ιδιαίτερα στο υπο-εθνικό επίπεδο–<br />
προς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ίσως διαφάνεια στη χρήση κοινοτικών<br />
πόρων με την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας και την ανάπτυξη των<br />
υποδομών της χώρας μέσω μεγάλων/εθνικής κλίμακας έργων.<br />
Από τη δημοκρατική συμμετοχή στην αποτελεσματικότητα στη χρήση<br />
κοινοτικών πόρων<br />
Η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ/ ΕΕ το 1981 συνέπεσε με μια σημαντική<br />
αλλαγή στην ελληνική πολιτική σκηνή: την άνοδο στην εξουσία της πρώτης κυβέρνησης<br />
του ΠΑΣΟΚ. Επομένως, η περίοδος ανταπόκρισης της Ελλάδας στην<br />
πρόκληση της προσαρμογής στο νέο ευρωπακό περιβάλλον κατά τη δεκαετία<br />
του 1980 χαρακτηρίστηκε από την παρουσία μιας νέας, σοσιαλιστικής κυβέρνησης<br />
η οποία ανήλθε στην εξουσία με έντονη δέσμευση σε ένα ευρέως δημοσιοποιημένο<br />
πρόγραμμα αποκέντρωσης, εκχώρησης εξουσιών και ενθάρρυνσης<br />
της συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής. Έτσι, η<br />
καθιέρωση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ), 7 στα<br />
7 Υπενθυμίζεται ότι το «μνημόνιο» που υποβλήθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑ-<br />
ΣΟΚ και επικεντρωνόταν στη βελτίωση όψεων της προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΚ/
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 246<br />
246 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
μέσα της δεκαετίας του 1980, η οποία σηματοδότησε την αποστασιοποίηση από<br />
την προσανατολισμένη σε συγκεκριμένα έργα και τομεακή προσέγγιση προς<br />
μια πιο προγραμματική και ολοκληρωμένη προσέγγιση της ανάπτυξης και έτσι<br />
προς την έναρξη διαμόρφωσης μιας συνεκτικής κοινοτικής περιφερειακής πολιτικής,<br />
όχι μόνον συνέπεσε αλλά και έδωσε ώθηση στη μεταρρύθμιση του συστήματος<br />
των σχέσεων κέντρου-περιφέρειας, η οποία αφορούσε –τουλάχιστον<br />
επισήμως– την αποκέντρωση της εξουσίας, την εκτεταμένη οικοδόμηση θεσμών<br />
και τον πειραματισμό με νέες –για την Ελλάδα– μορφές συμμετοχής των<br />
πολιτών στη διαδικασία πολιτικής. 8 Με την εισαγωγή του πρώτου ΚΠΣ το 1989<br />
τα χαρακτηριστικά αυτά της συνεκτικότητας στην περιφερειακή πολιτική ενισχύθηκαν<br />
περαιτέρω με την υιοθέτηση μιας πολυετούς προγραμματικής προσέγγισης<br />
και την εισαγωγή των εννοιών της εταιρικότητας, της προσθετικότητας,<br />
της αναλογικότητας και της επικουρικότητας ως κυρίαρχων αρχών πολιτικής.<br />
9 Παρά την εμπειρία από τα ΜΟΠ, η καθιέρωση των ΚΠΣ δημιούργησε ένα<br />
σχεδόν εξ ολοκλήρου νέο περιβάλλον πολιτικής στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στους<br />
τομείς σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής που καλούνταν οι δρώντες να χειριστούν.<br />
Αυτό το νέο περιβάλλον χαρακτηριζόταν από ένα σύστημα πολυεπίπεδου<br />
σχεδιασμού στο οποίο εμπλέκονταν τομεακά προγράμματα εθνικής κλίμακας<br />
(η εθνική συνιστώσα) και Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα<br />
(ΠΕΠ) για κάθε μία από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας καθώς και από πρωτοποριακούς<br />
–για την Ελλάδα– θεσμούς συμμετοχής των δρώντων στη διαμόρφωση<br />
πολιτικής σε κάθε επίπεδο της κυβέρνησης, όπως οι Επιτροπές Διαχείρισης<br />
των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων. Ωστόσο, παρότι τόσο τα ΜΟΠ όσο<br />
και το πρώτο ΚΠΣ λειτούργησαν αναμφίβολα ως καταλύτες για τη δημιουργία<br />
πληθώρας νέων θεσμών στο υπο-εθνικό επίπεδο, όπως οι αναπτυξιακοί φορείς,<br />
και/ ή για την αναβάθμιση των παλαιότερων, η αδυναμία της θεσμικής<br />
ΕΕ έπαιξε καίριο ρόλο στην καθιέρωση των ΜΟΠ. Είχε συνταχθεί από τον τότε Επίτροπο<br />
Γ. Βάρφη και τον υπεύθυνο του γραφείου του Δρ. Αχ. Μητσό. Ο τελευταίος<br />
έπαιξε σημαντικό ρόλο, σε μεταγενέστερο στάδιο, στη διαμόρφωση της περιφερειακής<br />
πολιτικής της ΕΕ στο DGXXII-συντονισμό Διαρθρωτικών Ταμείων.<br />
8 Στην οικοδόμηση θεσμών περιλαμβανόταν και η δημιουργία των 13 διοικητικών<br />
περιφερειών το 1986 και η εκλεγμένη δεύτερη βαθμίδα υπο-εθνικής κυβέρνησης [τοπικής<br />
αυτοδιοίκησης] σε επίπεδο νομαρχιών το 1994. Βλ. Α. Mitsos,, «The Community’s<br />
Redistributive and Development Role and the Southern European Countries» σε H. D.<br />
Gibson (επιμ.), Economic Transformation, Democratization and integration into the<br />
European Union: Southern Europe in Comparative Perspective, Palgrave, Basingstoke,<br />
2001 και Paraskevopoulos οπ.π., 1998a και 2001b.<br />
9 Βλ. Paraskevopoulos, οπ. π., 2001b.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 247<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 247<br />
υποδομής συνολικά, την οποία χαρακτηρίζει ο ρόλος των πελατειακών σχέσεων<br />
στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής, οδήγησε σε φτωχά αποτελέσματα<br />
πολιτικής. 10<br />
Εν μέσω του μη ευνοκού πολιτικού κλίματος των αρχών της δεκαετίας του<br />
1990, το οποίο συνόδευε η επιδείνωση της μακρο-οικονομικής κατάστασης της<br />
χώρας και η έντονη πίεση για ανταπόκριση στα κριτήρια του Μάαστριχτ προκειμένου<br />
να μπορέσει η χώρα να μετάσχει στην επικείμενη ΟΝΕ, φάνηκε να<br />
κερδίζει έδαφος στον δημόσιο διάλογο αναφορικά με την εσωτερική πολιτική<br />
ένας εντεινόμενος προβληματισμός αναφορικά με τη σημασία της επιτάχυνσης<br />
του ρυθμού ανάπτυξης προκειμένου να προλάβει η χώρα τα άλλα κράτη-μέλη.<br />
Η τάση αυτή υποστηρίχτηκε από επιχειρήματα για τη γενικώς κακή κατάσταση<br />
σχεδόν κάθε τομέα της υλικής υποδομής της χώρας, καθώς και από αναφορές<br />
στο τι είχαν ήδη κάνει ή έκαναν άλλες συγκρίσιμες χώρες Συνοχής, κυρίως δε η<br />
Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Υπήρχε πράγματι μια διαδεδομένη αντίληψη ότι<br />
οι πόροι του πρώτου ΚΠΣ, καθώς είχαν διατεθεί σε αρκετά μικρής κλίμακας<br />
περιφερειακά έργα σε όλη τη χώρα είχαν πολύ μικρότερο αντίκτυπο από εκείνον<br />
που θα είχαν εάν είχαν επικεντρωθεί σε μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής.<br />
Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι τα επιχειρήματα αυτού του διαλόγου στηρίζονταν<br />
μάλλον σε κοινή γνώση παρά σε απόψεις ειδικών. Σε κάθε περίπτωση, με<br />
τον τρόπο αυτό η πολιτική Συνοχής αποτελούσε σημαντικό θέμα στην εσωτερική<br />
δημόσια συζήτηση και στον πολιτικό διάλογο κατά την δεκαετία του 1980<br />
και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Συγκεκριμένα, στην καρδιά του διαλόγου<br />
βρίσκονταν τα θέματα του συμμετοχικού και δημοκρατικού προγραμματισμού<br />
που είχαν αρχικά εισαχθεί από τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ σε αντιδιαστολή<br />
υποτίθεται με τις αρχές αποτελεσματικότητας και διαφάνειας στη<br />
χρήση των πόρων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το βασικό επιχείρημα της κριτικής της<br />
τότε αντιπολίτευσης της ΝΔ ήταν ότι το ουσιαστικό αποτέλεσμα της διαδικασίας<br />
δημοκρατικού προγραμματισμού ήταν η διασπορά των πόρων της ΕΕ σε<br />
μικρής κυρίως κλίμακας έργα με βασικό σκοπό την ικανοποίηση πελατειακών<br />
δικτύων σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που απέβαινε σε βάρος της αποτελεσματικότητας<br />
και διαφάνειας στη διαχείριση των πόρων. Μ’ αυτόν τον τρόπο,<br />
ωστόσο, το θέμα της ανάπτυξης των υποδομών σαν βασική προπόθεση για την<br />
ανάπτυξη των άλλων τομέων της οικονομίας και κοινωνίας ήρθε στην επιφάνεια<br />
και επηρέασε το σχεδιασμό του δεύτερου και του τρίτου ΚΠΣ από τις κυβερνήσεις<br />
του ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του 1990.<br />
Πράγματι, παρότι η ανάπτυξη της βασικής υποδομής, παράλληλα με τους<br />
ανθρώπινους πόρους και το παραγωγικό περιβάλλον, αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό<br />
των τομεακών/ εθνικών συνιστωσών/προγραμμάτων και των τριών<br />
10 οπ.π.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 248<br />
248 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
ΚΠΣ, αντιπροσωπεύουν το –κατά πολύ– μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών<br />
εξόδων τόσο της δεύτερης (1994-1999), όσο και της τρίτης (2000-2006) προγραμματικής<br />
περιόδου των ΚΠΣ (46% και 43,2% αντιστοίχως) 11 και σαφώς μεγαλύτερο<br />
από ό,τι στο πρώτο ΚΠΣ (23,8%). 12 Επιπλέον, πρέπει κανείς να συνυπολογίσει<br />
τον διπλασιασμό των πόρων τόσο στη δεύτερη όσο και στην τρίτη<br />
προγραμματική περίοδο. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η αύξηση στα έξοδα<br />
υποδομής χρηματοδοτείται μέσω της τομεακής συνιστώσας των προγραμμάτων,<br />
αυτό οδήγησε σε σημαντική αύξηση στο μερίδιο της εθνικής συνιστώσας<br />
(Επιχειρησιακά Προγράμματα) έναντι της περιφερειακής (ΠΕΠ) –παρότι η<br />
τελευταία παραμένει σημαντική– στο δεύτερο και το τρίτο ΚΠΣ, όπως φαίνεται<br />
στον Πίνακα 1.<br />
Πίνακας 1. Εθνική και περιφερειακή συνιστώσα των ΚΠΣ (εκατομμύρια ευρώ σε<br />
τρέχουσες τιμές) 13<br />
Εθνική συνιστώσα % Περιφερειακή συνιστώσα %<br />
1 ο ΚΠΣ 7.142 59,6 4.845 40,4<br />
2 ο ΚΠΣ 22.206 74,9 7.427 25,1<br />
3 ο ΚΠΣ 31.093 74,2 10.825 25,8<br />
Ενίσχυση του δυναμικού της κεντρικής διοίκησης<br />
Η μεταστροφή από τη συμμετοχή προς μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα<br />
στη διαχείριση των πόρων συνοδεύτηκε, ωστόσο, από σημαντική<br />
θεσμική δημιουργία προκειμένου να ενισχυθεί το δυναμικό της διοικητικής δομής<br />
του κεντρικού κράτους και ιδιαίτερα του υπουργείου Οικονομίας. Επιπλέον,<br />
αυτή η τάση για βελτίωση του δυναμικού της κεντρικής διοίκησης αντικατόπτριζε<br />
τον εντεινόμενο προβληματισμό της Ευρωπακής Επιτροπής για<br />
τον ρόλο της κεντρικής διοίκησης στη διαχείριση των πόρων, όπως κατέστη σαφές<br />
με τη ρύθμιση των πόρων του 1999. Έτσι, η ανάγκη κατανομής αρμοδιοτήτων<br />
για σχεδιασμό, διαχείριση, πληρωμές και αξιολόγηση οδήγησε στην ενί-<br />
11 CEC, Unity, Solidarity, Diversity for Europe, its People and its Territory: Second<br />
Report an Economic and Social Cohesion, OOPEC, Luxembourg, 2001, σελ. 56.<br />
12 CEC, First CSF 1989-1993, Greece, OOPEC, Luxembourg, 1989.<br />
13 Πηγή: E. Andrikopoulou και G. Kafkalas, «Greek Regional Policy in the Context<br />
of Europeanization: 1961-2000» σε D. Dimitrakopoulos και A. Passas (επιμ.), Greece in<br />
the European Union, Routledge, London, 2003.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 249<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 249<br />
σχυση του ρόλου των σχετικών διοικητικών/πολιτικών θεσμών (κεντρική διοίκηση<br />
του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, γενικός γραμματέας, υπουργός)<br />
καθώς και στη δημιουργία νέων θεσμών, όπως η Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης<br />
του ΚΠΣ (ΜΟΔ), οι Διαχειριστικές Αρχές των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων,<br />
η Αρχή Πληρωμής του ΚΠΣ και η Επιτροπή Δημοσιονομικού<br />
Ελέγχου (ΕΔΕΛ). 14 Η τάση αυτή φαίνεται ότι οδήγησε σε κάποιο είδος απρόθυμης<br />
εμπλοκής τεχνοκρατών (ανεξάρτητοι σύμβουλοι, εμπειρογνώμονες) στη<br />
διαμόρφωση και την εφαρμογή πολιτικής τόσο στο εθνικό όσο και στο υποεθνικό<br />
επίπεδο διοίκησης. Η δημιουργία νέων δήμων μέσω της υποχρεωτικής<br />
συγχώνευσης κοινοτήτων (Σχέδιο Καποδίστριας) το 1997 πρέπει να θεωρηθεί<br />
ως ένα ακόμη βήμα στην ίδια κατεύθυνση, κυρίως για τη βελτίωση των επιπέδων<br />
αποτελεσματικότητας.<br />
Συνολικά, η μεταστροφή στη διαδικασία πολιτικής από την έμφαση στη συμμετοχή<br />
προς το να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι οικονομίες κλίμακας και<br />
επομένως προς μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής οδήγησε αναμφισβήτητα σε<br />
σημαντική βελτίωση της υποδομής σε καίριους τομείς όπου η χώρα υστερούσε.<br />
Φαίνεται, όμως, ότι αυτή η μεταστροφή συνοδεύτηκε από κάποιον εκ νέου συγκεντρωτισμό<br />
στη διαμόρφωση πολιτικής.<br />
Ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα: υποδομή διεθνούς κλάσεως ή οι ΣΔΙΤ<br />
«πέντε αστέρων»<br />
Η έμφαση σε μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής και η επακόλουθη αύξηση<br />
στην τομεακή /εθνική συνιστώσα του δεύτερου και του τρίτου ΚΠΣ, όπως καταδείχτηκε<br />
πιο πάνω, οδήγησε επίσης σε μια συνολική αύξηση στο μερίδιο της<br />
εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα και της συνεισφοράς του στα έργα, ιδιαίτερα σε<br />
εθνικό επίπεδο (βλ. πίνακα 2). Αυτή η εμπλοκή ωστόσο, παρότι αναμφισβήτητα<br />
αποτελεί μέγιστη καινοτομία σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση δημόσιας πολιτικής<br />
στην Ελλάδα, πήρε τη μορφή είτε Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα<br />
(ΣΔΙΤ) είτε συμβάσεων παραχώρησης και επικεντρώθηκε κυρίως στα μεγάλης<br />
κλίμακας και ευρωπακών διαστάσεων έργα, δηλαδή το αεροδρόμιο<br />
Ελευθέριος Βενιζέλος, την Αττική Οδό, το Αττικό Μετρό, τη γέφυρα Ρίου-<br />
Αντιρρίου και την Εγνατία Οδό.<br />
14 P. Getimis και L. Demetropoulou L., «Towards New Forms of Regional Go -<br />
vernance in Greece: The Case of Southern Aegean Islands», Regional and Federal<br />
Studies, special issue, Ch. Paraskevopoulos και R. Leonardi (επιμ.), «Learning from<br />
Abroad (by Comparison): Regionalization and Local Institutional Infrastructure in<br />
Cohesion and CEE Countries», Vol. 14 No. 3, 2004, σελ. 353-376.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 250<br />
250 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Πίνακας 2: Μερίδιο του ιδιωτικού τομέα ως % επί των συνολικών εξόδων (δημοσίων<br />
και ιδιωτικών) και μερίδιο της κοινότητας ως % επί των δημοσίων εξόδων<br />
(κοινοτικών και εθνικών) στις εθνικές και περιφερειακές συνιστώσες των ΚΠΣ 15<br />
Μερίδιο ιδιωτικού τομέα ως %<br />
συνολικών εξόδων<br />
Μερίδιο κοινότητας ως % δημοσίων<br />
εξόδων<br />
εθνική<br />
συνιστώσα<br />
περιφερειακή<br />
συνιστώσα<br />
εθνική<br />
συνιστώσα<br />
περιφερειακή<br />
συνιστώσα<br />
1 ο ΚΠΣ (1989-1993) 9,1 7,1 47,1 62,9<br />
2 ο ΚΠΣ (1994-1999) 32,5 19,7 62,9 75,0<br />
3 ο ΚΠΣ (2000-2006) 28,0 13,6 63,5 75,3<br />
Ο ρόλος των εμπειρογνωμόνων<br />
Η δημιουργία της ΜΟΔ και της Μικτής Επιτροπής Καθοδήγησης είναι οι<br />
κύριες θεσμικές καινοτομίες που σχετίζονται με την εμπλοκή των εμπειρογνωμόνων<br />
στη διαδικασία πολιτικής. Η ΜΟΔ είναι ένας μηχανισμός στήριξης που<br />
λειτουργεί υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας<br />
εκτός όμως της δημοσιοπαλληλικής του δομής. Ο ρόλος της είναι να<br />
υποστηρίζει τη δημόσια διοίκηση καλύπτοντας συγκεκριμένες ανάγκες σε υψηλής<br />
εξειδίκευσης ανθρώπινους πόρους και know-how για την επιτυχή εφαρμογή<br />
των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΚΠΣ, ανάγκες οι οποίες υπερέβαιναν<br />
τις τεχνικές και διοικητικές ικανότητες των αρχών εφαρμογής (οργάνωση<br />
των αρχών διαχείρισης, επιλογή και εκπαίδευση προσωπικού, μεταφορά<br />
τεχνογνωσίας και παροχή οργανωσιακών εργαλείων).<br />
Η Μικτή Επιτροπή Καθοδήγησης ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1995 στο<br />
υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ως υποεπιτροπή της Επιτροπής Παρακολούθησης<br />
του ΚΠΣ με στόχο τη βελτίωση του συστήματος για την παραγωγή δημοσίων<br />
έργων. Τόσο οι ελληνικές αρχές όσο και η Ευρωπακή Επιτροπή θεώρησαν<br />
αυτή τη βελτίωση ως προπόθεση για την αποτελεσματική πραγμάτωση<br />
των έργων υποδομής για το Β΄ ΚΠΣ και το Ταμείο Συνοχής. Η Επιτροπή<br />
εστίασε σε τρεις ευρείς τομείς που συνδέονταν με την παραγωγή δημοσίων έργων:<br />
μελέτες για δημόσια έργα και σχεδιασμός· σύστημα συμβολαίων, συμπεριλαμβανομένων<br />
και των προκηρύξεων· και κατασκευή δημοσίων έργων. Από<br />
15 Πηγή: Andrikopoulou και Kafkalas, οπ.π., 2003.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 251<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 251<br />
αυτή την άποψη, στις εργασίες της επιτροπής ενεπλάκη άμεσα ή έμμεσα ένα<br />
ευρύ φάσμα εμπειρογνωμόνων σχετικών με αυτά τα ζητήματα.<br />
Δύο ήταν τα σημαντικά ζητήματα που σχετίζονταν με το σύστημα παραγωγής<br />
δημοσίων έργων στην Ελλάδα τα οποία η Επιτροπή προσπάθησε να αντιμετωπίσει:<br />
το πρόβλημα των αποκαλούμενων «ασυνήθιστα χαμηλών/αφύσικων<br />
τιμών» των δημοσίων έργων και το πρόβλημα του ελέγχου ποιότητας. Σε ό,τι<br />
αφορά το πρώτο, διενεργήθηκε μια σημαντική συγκριτική μελέτη, που αφορούσε<br />
τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, το Βέλγιο και τη Μ. Βρετανία, σε<br />
μια προσπάθεια να αντληθούν διδάγματα από την ευρωπακή εμπειρία. Μεγάλο<br />
μέρος αυτής της έρευνας επικεντρώθηκε στα υπέρ και στα κατά του περιβόητου<br />
πλέον «μαθηματικού τύπου» για την αντιμετώπιση του ζητήματος των<br />
αφύσικων τιμών. 16 Σε ό,τι αφορά τον έλεγχο ποιότητας, η Επιτροπή επικεντρώθηκε<br />
σε συστάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας του Εξειδικευμένου Συμβούλου<br />
Δειγματοληπτικών Ελέγχων Ποιότητας Έργων Υποδομής (ΕΣΔΕΛ) ο<br />
οποίος συστάθηκε το 1996. Κατά τα λοιπά, η επιτροπή δραστηριοποιήθηκε<br />
εντόνως αναφορικά με συμβάσεις παραχώρησης και τα συμβόλαια στο πλαίσιο<br />
των Πρωτοβουλιών Χρηματοδότησης από τον Ιδιωτικό Τομέα και των ΣΔΙΤ.<br />
Συνολικά, υπήρξαν πράγματι ορισμένες θετικές εξελίξεις αναφορικά με<br />
την εμπλοκή των μη κρατικών δρώντων (του ιδιωτικού τομέα και των εμπειρογνωμόνων)<br />
στη διαδικασία πολιτικής και στη μαθησιακή δυνατότητα του περιβάλλοντος<br />
εσωτερικής πολιτικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο,<br />
με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για εκτεταμένη εμπλοκή του ιδιωτικού<br />
τομέα αλλού στη διαδικασία πολιτικής, δηλαδή στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά<br />
Προγράμματα, 17 αυτή μπορεί να είναι σποραδική και να περιορίζεται<br />
μόνον σε μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής. Από την άλλη πλευρά, όποια και<br />
αν είναι η εμπλοκή των εμπειρογνωμόνων, παρότι σημαντική, δεν είναι της<br />
μορφής των ανεξάρτητων δεξαμενών σκέψης, αλλά μάλλον προσλήψεων στο<br />
πλαίσιο ή υπό την αιγίδα συγκεκριμένων υπουργείων. Επιπροσθέτως, η θεσμική<br />
υποδομή στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλό γενικά επίπεδο κοινωνικού<br />
κεφαλαίου και αδύναμη κοινωνία πολιτών, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα<br />
εμφανές στο χαμηλό βαθμό κοινωνικής εμπιστοσύνης και εμπιστοσύνης<br />
στους θεσμούς. 18 Τα χαρακτηριστικά αυτά συνοδεύονται από περιορισμένα<br />
16 Παρότι η μέθοδος θεωρήθηκε ως σημαντική προσπάθεια για επίλυση του ζητήματος<br />
των αφύσικων τιμών, υπάρχει διαφωνία αναφορικά με την επιστημονική της ποιότητα<br />
(υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, αναφορές στα πρακτικά της Μικτής Επιτροπής<br />
Καθοδήγησης).<br />
17 Βλ. Paraskevopoulos και Leonardi (επιμ.), οπ.π. 2004.<br />
18 Ch. J. Paraskevopoulos, «Social Capital and Public Policy in Greece», GreeSE Pa -<br />
pers No. 9, LSE Hellenic Observatory Papers on Greece and Southeast Europe, 2007.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 252<br />
252 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
και προβληματικά /μη θεσμοποιημένα πλαίσια διαλόγου, χαμηλά επίπεδα συμπράξεων<br />
δημόσιων και ιδιωτικών φορέων δράσης, την κυριαρχία των πολιτικών<br />
κομμάτων και πελατειακών σχέσεων στις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής<br />
και από σχετικά ισχυρή αντίσταση στις αλλαγές που συνδέεται εν μέρει<br />
με το σύστημα διαμεσολάβησης συμφερόντων. Μ’ αυτή την έννοια, ο κρατισμός,<br />
δηλαδή η συγκεντρωτική και αδύναμη διοικητική δομή αποτελεί μάλλον<br />
τυπικό χαρακτηριστικό της συνολικής θεσμικής υποδομής στη δημόσια πολιτική<br />
γενικά και στην πολιτική Συνοχής ειδικότερα με σοβαρές επιπτώσεις για<br />
τη διαδικασία μάθησης. Εντούτοις, κάποιες από τις εξελίξεις που αναλύθηκαν<br />
παραπάνω, και ιδιαίτερα η αυξημένη συμμετοχή τεχνοκρατών στην πολιτική<br />
διαδικασία, έχει ισχυροποιήσει την τεχνοκρατική διάσταση στο σχεδιασμό και<br />
την εφαρμογή της πολιτικής Συνοχής, χαρακτηριστικό που είχε αρχίσει να γίνεται<br />
εμφανές από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η πολιτική Συνοχής<br />
είχε αρχίσει σταδιακά να παραμένει εκτός του κομματικού ανταγωνισμού.<br />
Επιπτώσεις από τη «Λισαβονοποίηση» της πολιτικής συνοχής<br />
Η «Λισαβονοποίηση» της πολιτικής Συνοχής με τον αναπροσανατολισμό<br />
των βασικών στόχων προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω<br />
της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας,<br />
ενθαρρύνοντας έτσι την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη<br />
της οικονομίας της γνώσης η οποία αντανακλάται και στις Κοινοτικές Στρατηγικές<br />
Οδηγίες για την Συνοχή, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες<br />
προγραμματισμού για την κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου Αναπτυξιακής<br />
Στρατηγικής, όπως επίσης και στις προτεραιότητες πολιτικής και την δομή του<br />
ΕΣΠΑ για την Ελλάδα για την τέταρτη προγραμματική περίοδο 2007-2013. Μ’<br />
αυτή την έννοια, η σχετική μείωση των πόρων (e 20,4 δις περίπου) δεν αποτελεί<br />
το βασικό θέμα, δεδομένου ότι προτεραιότητες πολιτικής και χρήση των πόρων<br />
αποτελούσαν την κρίσιμη παράμετρο ως προς την εφαρμογή της πολιτικής Συνοχής<br />
στην Ελλάδα σχεδόν από την αρχική φάση της ευρωπακής περιφερειακής<br />
πολιτικής. Έτσι, παρόλο ότι η αρμοδιότητα για την κατάρτιση του ΕΣΠΑ<br />
ανήκει στο ΥΠΕΘΟ, η συνολική διαδικασία σχεδιασμού περιέλαβε εκτεταμένη<br />
διαβούλευση με κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς. Ο αναπροσανατολισμός<br />
των βασικών αναπτυξιακών στόχων, ωστόσο, επηρεάστηκε καθοριστικά<br />
από τη νέα φάση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα από<br />
την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της στο διεθνές περιβάλλον. Μ’<br />
αυτή την έννοια, οι θεμελιώδεις αναπτυξιακοί στόχοι της πολιτικής Συνοχής είναι<br />
η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών στο πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς, η<br />
οικονομική ολοκλήρωση της χώρας και η αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 253<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 253<br />
της δημόσιας διοίκησης σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Σ’ αυτό το πλαίσιο,<br />
οι Κοινοτικές Στρατηγικές Οδηγίες για την Συνοχή και ιδιαίτερα η Τρίτη Περιοδική<br />
Έκθεση για τη Συνοχή αποτέλεσαν τις βάσεις για τους νέους αναπτυξιακούς<br />
άξονες της εθνικής στρατηγικής, που είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας,<br />
η βελτίωση της προσβασιμότητας για την ανάπτυξη των υπηρεσιών,<br />
η αναβάθμιση και προστασία του περιβάλλοντος, η ανάπτυξη του ανθρώπινου<br />
δυναμικού και η προώθηση της απασχόλησης, η βελτίωση της διαχειριστικής<br />
ικανότητας της δημόσιας διοίκησης και η ενίσχυση της διασυνοριακής και διαπεριφερειακής<br />
συνεργασίας. Έτσι, σ’ αυτή τη βάση, και λαμβάνοντας υπόψη<br />
τις εγχώριες ιδιαιτερότητες και ιδιαίτερα την αδυναμία της Ελλάδας ως προς<br />
συγκεκριμένους δείκτες της στρατηγικής της Λισαβόνας, όπως αυτοί που σχετίζονται<br />
με την οικονομία της γνώσης, 19 τα βασικά χαρακτηριστικά του ΕΣΠΑ<br />
είναι ο αναπροσανατολισμός των στόχων πολιτικής που αντανακλάται κυρίως<br />
στα τομεακά επιχειρησιακά προγράμματα και η θεμελιώδης αναδιάρθρωση<br />
του περιφερειακού σκέλους (ΠΕΠ). Η τελευταία περιλαμβάνει την νέα κατηγοριοποίηση<br />
των περιφερειών, σε οκτώ περιφέρειες Συνοχής (Ανατ. Μακεδονία<br />
& Θράκη, Ήπειρος, Θεσσαλία, Δυτ. Ελλάδα, Ιόνια Νησιά, Πελοπόννησος,<br />
Κρήτη και Βόρειο Αιγαίο), τρεις περιφέρειες «Phasing-out» (Αττική, Κεντρ.<br />
Μακεδονία και Δυτ. Μακεδονία) και δυο «Phasing-in» (Στερεά Ελλάδα και<br />
Νότιο Αιγαίο) (βλέπε χάρτη 1), όπως επίσης και τη δημιουργία νέων μεγάλων<br />
χωρικών μονάδων με την ενοποίηση περιφερειών στο πλαίσιο των βασικών γεωγραφικών<br />
ενοτήτων της χώρας, δηλαδή Βόρεια Ελλάδα, Δυτική Ελλάδα, Νησιωτικές<br />
περιφέρειες κ.ο.κ, πράγμα που οδήγησε σε πέντε αντί για δεκατρία<br />
ΠΕΠ. Η απόφαση αυτή ελήφθη στη βάση γεωγραφικών κριτηρίων και κριτηρίων<br />
μεγέθους. Ωστόσο, με δεδομένη την λανθάνουσα τάση συγκεντροποίησης<br />
19 Η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τους περισσότερους από τους στόχους της Λισαβόνας,<br />
όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας και το επίπεδο απασχόλησης, ιδιαίτερα<br />
για τις γυναίκες και τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους, ο βαθμός επικινδυνότητας<br />
για φτώχια μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, η μακροχρόνια ανεργία, οι εκπομπές<br />
αερίων του θερμοκηπίου και η ενεργειακή ένταση της οικονομίας. Ωστόσο, η πιο<br />
σημαντική υστέρηση, που συνδέεται άλλωστε και με τον βασικό στόχο για την επίτευξη<br />
της οικονομίας της γνώσης, είναι η περίπτωση της εγχώριας δαπάνης για Έρευνα και<br />
Ανάπτυξη, το τρέχον επίπεδο της οποίας είναι 0.57% του ΑΕΠ το 2006 με μέσο όρο για<br />
την ΕΕ27 στο 1.84% και ΕΕ στόχο για το 2010 στο 3%. Είναι απλά ενδεικτικό για την<br />
υστέρηση της Ελλάδας ότι η επίτευξη του στόχου (1.5% του ΑΕΠ) για την δαπάνη σε<br />
Ε&Α μετατέθηκε από το 2010 στο 2015. Βλ. CEC, «Implementing the Renewed Lisbon<br />
Strategy for Growth and Jobs», Communication from the Commission to the Spring<br />
European Council, Δεκ. 2006.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 254<br />
254 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
και την υπάρχουσα σημαντική απόκλιση μεταξύ περιφερειών που έχουν υπαχθεί<br />
στις νέες μεγάλες χωρικές ενότητες, τα υποτιθέμενα οφέλη από άποψη<br />
αποτελεσματικότητας παραμένει να διαπιστωθούν στην πράξη κατά την εφαρμογή<br />
των προγραμμάτων.<br />
Έτσι, το ΕΣΠΑ 2007-2013 περιλαμβάνει 13 Επιχειρησιακά Προγράμματα:<br />
δέκα χρηματοδοτούνται από το Ευρωπακό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης<br />
(ΕΤΠΑ) και το Ταμείο Συνοχής, και τρία από το Ευρωπακό Κοινωνικό Ταμείο<br />
(ΕΚΤ). Συνολικά η Κοινοτική παρέμβαση ανέρχεται σε e 20.3 δις. Τα 10<br />
προγράμματα που υποστηρίζονται από το ΕΤΠΑ και το Ταμείο Συνοχής περιλαμβάνουν<br />
τέσσερα θεματικά/τομεακά προγράμματα, πέντε περιφερειακά και<br />
ένα τεχνικής βοήθειας και αντιπροσωπεύουν πόρους e 15.8 δις της Κοινοτικής<br />
παρέμβασης (πίνακας 3).<br />
Επιπροσθέτως, τα τρία προγράμματα που χρηματοδοτούνται από το ΕΚΤ<br />
(Ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων, Εκπαίδευση και δια βίου μάθηση, Βελτίωση της
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 255<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 255<br />
Πίνακας 3. Επιχειρησιακά προγράμματα 2007-13 (εκατ. e) 20<br />
EU<br />
Contribution<br />
National Public Total<br />
Contribution Public Contribution<br />
1. Ανταγωνιστικότητα & Επιχειρηματικότητα 1,29b 228 1,519b<br />
2. Βελτίωση Προσβασιμότητας 3,7b 1,276b 4,976b<br />
3. Ψηφιακή Σύγκλιση 860 215 1,075b<br />
4. Περιβάλλον & Βιώσιμη Ανάπτυξη 1,8b 450 2,250b<br />
5. Κεντρ. Μακεδονία-Δυτ. Μακεδονία-Ανατ.<br />
Μακεδονία και Θράκη<br />
2,675b 589 3,264b<br />
6. Δυτ. Ελλάδα, Πελοπόννησος και Ιόνια Νησιά<br />
914 229 1,143b<br />
7. Αττική 2,438b 613 3,051b<br />
8. Θεσσαλία – Στερεά Ελλάδα – Ήπειρος 1,105b 368 1,473b<br />
9. Κρήτη & Νησιά Αιγαίου 871 322 1,193b<br />
10. Τεχνική Βοήθεια 192 33 225<br />
διοικητικής αποτελεσματικότητας) χρηματοδοτούνται με e 4.5 δις ευρωπακών<br />
πόρων. Αποσκοπούν στην προώθηση της οικονομίας της γνώσης, στη βελτίωση<br />
της ευελιξίας του εργατικού δυναμικού και στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικής<br />
δημόσιας διοίκησης. Τέλος, προβλέπονται ειδικές δράσεις για την αντιμετώπιση<br />
του προβλήματος της αδήλωτης εργασίας και την καταπολέμηση των<br />
διακρίσεων έναντι ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού.<br />
Θεσμική υποδομή, διαδικασία μάθησης και αλλαγή στην<br />
πολιτική συνοχής<br />
Η έννοια της διαδικασίας μάθησης και ιδιαίτερα «μάθησης από το εξωτερικό»<br />
αναδύθηκε στη δημόσια συζήτηση γύρω από την πολιτική Συνοχής στην<br />
Ελλάδα σε σχέση τόσο με το λεγόμενο «Ιρλανδικό μοντέλο» το οποίο θεωρήθηκε<br />
ένα παράδειγμα που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, όσο και με το Πορτογαλικό,<br />
ιδιαίτερα ως προς τη διαχείριση των πόρων της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η μετά-<br />
20 Πηγή: ΕΣΠΑ 2007-2013.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 256<br />
256 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
βαση από τα έργα μικρής κλίμακας σε σημαντικά μεγάλα έργα υποδομής από τα<br />
μέσα της δεκαετίας του 1990 θεωρήθηκε ότι επηρεάστηκε σημαντικά από τη<br />
διαδικασία «μάθησης από το εξωτερικό» με αναφορά στις περιπτώσεις της Ιρλανδίας<br />
και Πορτογαλίας. Ωστόσο η αδυναμία της θεσμικής υποδομής αναγνωρίζεται<br />
ευρύτερα σαν ένα βασικό εμπόδιο που συντελεί στην επιβράδυνση της<br />
διαδικασίας μάθησης στην Ελλάδα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση<br />
της Ιρλανδίας, η οποία χαρακτηρίζεται από μια σχετικά ισχυρή θεσμική<br />
υποδομή κυρίως στο επίπεδο του κεντρικού κράτους. 21 Παρόλο ότι απέχει από<br />
το να θεωρείται ιδεώδης, αυτή η θεσμική υποδομή πλεονεκτεί σαφώς σε σύγκριση<br />
με την αναποτελεσματική ελληνική δημόσια διοίκηση. 22<br />
Παρεμφερής είναι η εικόνα που αναδύεται από τη σύγκριση με την Πορτογαλία,<br />
παρόλο ότι αυτή θεωρείται αποτελεί μια πιο «συγγενή» περίπτωση προς<br />
την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η δημόσια πολιτική στην Πορτογαλία βασίζεται σε<br />
μια κεντρική διοίκηση προσομοιάζουσα μάλλον προς το Γαλλικό παράδειγμα<br />
που, ωστόσο, έχει αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική σε σύγκριση με την Ελληνική,<br />
ιδιαίτερα σε ότι αφορά στη διαχείριση των πόρων της ΕΕ.<br />
Συνολικά, υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι, ενώ η ανάπτυξη της υλικής<br />
υποδομής μπορεί αναμφίβολα να χαρακτηριστεί ως σημαντική επιτυχία της διαδικασίας<br />
εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, η διαδικασία της οικοδόμησης θεσμών και<br />
η σημαντική μεταρρύθμιση των δομών της δημόσιας πολιτικής αποδείχθηκε πολύ<br />
δυσχερέστερη. Πράγματι, παρά τις σοβαρές προσπάθειες καταπολέμησης πελατειακών<br />
πρακτικών και οικοδόμησης εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς,<br />
όπως η ίδρυση του Ανώτατου Συμβούλιου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), 23 ο<br />
κρατισμός ή, πιο συγκεκριμένα, η συγκεντρωτική και ταυτόχρονα αδύναμη διοικητική<br />
δομή μαζί με την επικυριαρχία των πολιτικών πελατειακών σχέσεων στη διαδικασία<br />
πολιτικής εξακολουθούν να παραμένουν τα κύρια χαρακτηριστικά της θε-<br />
21 N. Rees, B. Quinn και B. Connaughton, «Ireland’s Pragmatic Adaptation to<br />
Regionalization: the Mid West Region», Regional and Federal Studies, special issue,<br />
Paraskevopoulos και. Leonardi (επιμ.), οπ.π., 2004, σελ. 377-402, και Paraskevopoulos<br />
και Leonardi οπ.π, 2004.<br />
22 D. A. Sotiropoulos, «Southern European Public Bureaucracies in Comparative<br />
Perspective», West European Politics, Vol. 27, No. 3, 2004, σελ. 405-422.<br />
23 Το ΑΣΕΠ είναι ειδικό σώμα του δημόσιου τομέα για την πρόσληψη δημοσιοπαλληλικού<br />
προσωπικού μέσω διαγωνισμών. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι τέτοιες<br />
προσπάθειες για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς και, κατά<br />
συνέπεια, τη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου, μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις<br />
στην αποτελεσματικότητα της διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής σε βραχυ- /μεσοπρόθεσμο<br />
ορίζοντα, κυρίως με την αύξηση του συναλλακτικού κόστους (transaction<br />
costs) εντός της διαδικασίας πολιτικής.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 257<br />
ΕΥΡΩΠΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 257<br />
σμικής υποδομής στη διαμόρφωση δημόσιας πολιτικής στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει<br />
ότι παραγνωρίζονται σημαντικά αποτελέσματα/επιτεύγματα της διαδικασίας<br />
εκσυγχρονισμού, ιδιαίτερα στον τομέα διάκρισης των λειτουργιών μεταξύ του<br />
κράτους και των πολιτικών κομμάτων που διευκολύνθηκε σε σημαντικό βαθμό από<br />
τη σχεδόν καθολική τάση προς μείωση του ρόλου των πολιτικών κομμάτων τουλάχιστον<br />
στην καθημερινή εφαρμογή δημόσιων πολιτικών συνολικά. Ωστόσο, στην<br />
ελληνική περίπτωση, αυτό φαίνεται να έχει οδηγήσει σε ένα είδος διακομματικών<br />
πελατειακών σχέσεων, στις αποκαλούμενες πελατειακές «σχέσεις από κάτω» 24<br />
που συνοδεύονται από αυξημένα επίπεδα καθημερινής διαφθοράς (petit cor -<br />
ruption), ιδιαίτερα στο υπο-εθνικό επίπεδο διακυβέρνησης. Εκείνο ωστόσο που<br />
πρέπει να τονιστεί είναι ότι η περιορισμένη επιτυχία στην οικοδόμηση θεσμών και<br />
στη μεταρρύθμιση των δομών διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής μπορεί σαφώς να<br />
ερμηνευτεί από το «φορτίο /βάρος» των βαθιά ριζωμένων προτύπων συμπεριφοράς<br />
και πρακτικών που έχουν κληροδοτήσει οι παρελθούσες δεκαετίες κρατισμού,<br />
πελατειακών σχέσεων και λακισμού –ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980– και τις<br />
οποίες είχε να αντιμετωπίσει η διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Και ακόμη περισσότερο<br />
εφόσον οι εκσυγχρονιστές είχαν να καταπολεμήσουν στάσεις και σχήματα<br />
συμπεριφοράς εντός του ίδιου του πολιτικού τους χώρου.<br />
Συμπεράσματα<br />
Η εξέλιξη της πολιτικής Συνοχής κατά τις τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζεται<br />
από μια σημαντική μεταστροφή στην έμφαση της αναπτυξιακής πολιτικής,<br />
από τη συμμετοχή δρώντων και τις σχετικά μικρής κλίμακας παρεμβάσεις<br />
σε μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής. Παρότι αυτή η τάση διευκολύνθηκε από<br />
τη διαθεσιμότητα αυξημένων οικονομικών πόρων λόγω του διπλασιασμού των<br />
κοινοτικών κονδυλίων τόσο για τη δεύτερη (Β΄ ΚΠΣ, 1994-1999) όσο και για<br />
την τρίτη (Γ΄ ΚΠΣ, 2000-2006) προγραμματική περίοδο, επηρεάστηκε θεμελιωδώς<br />
από τις διαδικασίες εξευρωπασμού και εκσυγχρονισμού και πραγματοποιήθηκε<br />
μέσω των διαδικασιών «μάθησης από προηγούμενες επιτυχίες και<br />
αποτυχίες» και «μάθησης από το εξωτερικό».<br />
Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια εποχή ιδιαίτερων<br />
πιέσεων για την εναρμόνιση της Ελλάδας, η διαδικασία του εκσυγχρονισμού<br />
θεωρήθηκε ευρέως ως προπόθεση για την επιτυχή εναρμόνιση και προσαρμογή<br />
της χώρας στο ευρωπακό περιβάλλον. Έτσι τέθηκε στο προσκήνιο η σημασία<br />
της υποδομής για την ανάπτυξη. Σ’ αυτό το περιβάλλον πολιτικής, αντλή-<br />
24 Bλ. Sotiropoulos, οπ.π., 2004.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 258<br />
258 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
θηκαν μαθήματα από το παρελθόν –στην ουσία από τα πενιχρά αποτελέσματα<br />
του Α΄ ΚΠΣ– καθώς και από το εξωτερικό, με αναφορές στο τι έκαναν άλλες<br />
συγκρίσιμες χώρες, κυρίως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Αυτή η μαθησιακή<br />
διαδικασία, ωστόσο, χαρακτηρίζεται μάλλον από βραδείς ρυθμούς, γεγονός<br />
που οφείλεται στις αδυναμίες της Ελλάδας ως προς την εσωτερική θεσμική<br />
υποδομή και τις δομές διαμόρφωσης πολιτικής, όπως π.χ. κοινωνικές νόρμες<br />
που συμβάλλουν στη συνεργατική κουλτούρα, κυρίως κοινωνικό κεφάλαιο και<br />
δίκτυα πολιτικής, με έμφαση στην εμπλοκή μη κρατικών δρώντων στις διαδικασίες<br />
πολιτικής. Επιπλέον, αυτό φαίνεται να είναι μια καίρια μεταβλητή που<br />
διαφοροποιεί –σε σχετικούς όρους– την Ελλάδα από άλλες χώρες Συνοχής,<br />
όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.<br />
Σε σχέση με την τέταρτη προγραμματική περίοδο, η αποκαλούμενη «Λισαβονοποίηση»<br />
της πολιτικής Συνοχής επέφερε σημαντικές αλλαγές ως προς τις<br />
διαδικασίες προγραμματισμού για την κατάρτιση του ΕΣΠΑ 2007-2013. Επιπροσθέτως,<br />
ένας σημαντικός αναπροσανατολισμός των προτεραιοτήτων της<br />
πολιτικής προς την κατεύθυνση ανάπτυξης της οικονομίας της γνώσης που<br />
αντανακλάται κυρίως στα τομεακά επιχειρησιακά προγράμματα, όπως επίσης<br />
και μια σημαντική αναδιάρθρωση του περιφερειακού σκέλους έχει λάβει<br />
χώρα. Μ’ αυτή την έννοια, η σχετική μείωση των πόρων εξαιτίας της διεύρυνσης<br />
δεν αποτελεί την κύρια επίπτωση. Αντίθετα, η διαδικασία οικοδόμησης θεσμών,<br />
μια κρίσιμη παράμετρος για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής<br />
συνοχής στην Ελλάδα κατά τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους,<br />
αναμένεται να αποτελέσει την κρίσιμη πρόκληση και για την τρέχουσα προγραμματική<br />
περίοδο.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 259<br />
13<br />
Το Σύνταγμα ως βασικός ρυθμιστής<br />
της διαφθοράς 1<br />
Μιχάλης Μητσόπουλος<br />
Ορισμός της διαφθοράς<br />
Η διαφθορά μπορεί να οριστεί με πολλούς τρόπους. 2 Σίγουρα πάντως συστατικό<br />
της στοιχείο είναι ο προσπορισμός ωφελημάτων με άμεσο ή έμμεσο<br />
τρόπο ο οποίος είναι, άμεσα ή έμμεσα, επιβλαβής για το κοινωνικό σύνολο. Η<br />
διαφθορά έχει κοινά στοιχεία με την κλοπή, καθώς και στις δύο περιπτώσεις<br />
κάποια μέλη της κοινωνίας επιβουλεύονται την περιουσία άλλων μελών της<br />
ίδιας κοινωνίας. Και τα δύο φαινόμενα επηρεάζουν το βαθμό στον οποίο τα<br />
μέλη μίας κοινωνίας πιστεύουν ότι η περιουσία τους θα προστατευθεί, ώστε να<br />
επενδύσουν στη διατήρηση και τη βελτίωσή της, 3 αλλά και να την αποδεχτούν<br />
ως αντικείμενο ιδιωτικής συναλλαγής.<br />
Όμως πέρα από την ομοιότητα αυτή, η κλοπή διαφέρει από τη διαφθορά σε<br />
ένα σημαντικό σημείο. Στην περίπτωση της κλοπής η πράξη πραγματοποιείται<br />
από έναν οποιοδήποτε ιδιώτη, ενώ στην περίπτωση της διαφθοράς η πράξη διενεργείται<br />
από άτομα τα οποία είναι εντολοδόχοι της κοινωνίας για την εφαρμογή,<br />
ή διαμόρφωση, ή τήρηση των κανόνων βάσει των οποίων λειτουργεί η κοινωνία.<br />
Αυτή η διαφορά ανάμεσα στην κλοπή και τη διαφθορά σημαίνει ότι η υπο-<br />
1 Ευχαριστώ τους Δημήτρη Μακρή και Θοδωρή Πελαγίδη για τις εποικοδομητικές<br />
παρατηρήσεις τους. Λάθη και παραλήψεις που παραμένουν είναι δικά μου.<br />
2 Σύνταγμα της Αμερικής, εισαγωγή.<br />
3 Adam Smith, Lectures on Jurisprudence. 1762-3.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 260<br />
260 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
νόμευση των κανόνων του παιχνιδιού, και η απώλεια της πίστης της κοινωνίας σε<br />
αυτούς, συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερη έκταση στην περίπτωση της διαφθοράς.<br />
Οι εντολοδόχοι και τα κίνητρα διαφθοράς<br />
Στις σύγχρονες δημοκρατίες οι εντολοδόχοι λαμβάνουν εντολή από τον λαό<br />
να διαμορφώσουν τους κανόνες, να επιβλέψουν την τήρηση τους και να διοικήσουν<br />
τις καθημερινές υποθέσεις της κοινωνίας, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους<br />
και το σύνταγμα. Από τη στιγμή που λαμβάνουν την εντολή του λαού, οι<br />
εντολοδόχοι αποκτούν δυο χωριστές υποστάσεις. Στην ιδιωτική υπόσταση, η<br />
οποία προπάρχει, προστίθεται και η υπόσταση του δημόσιου λειτουργού. Ο<br />
εντολοδόχος, ως ορθολογικό ον, 4 ανταποκρίνεται στο πλέγμα κινήτρων και<br />
αντικινήτρων που διαμορφώνει η διττή πλέον υπόστασή του. 5 Ο προβληματισμός<br />
για τις επιπτώσεις που έχει αυτό το πλέγμα κινήτρων υπάρχει τόσο στις<br />
άμεσες δημοκρατίες, 6 όσο και στις σύγχρονές έμμεσες δημοκρατίες. Τίθεται<br />
4 Η σχετική ανάλυση κινήτρων γίνεται για τους δικαστές από τον Richard A. Posner,<br />
«What Do Judges and Justices Maximize? (The Same Thing Everyone Else Does)»,<br />
Supreme Court Economic Review, Vol. 3, 1993, σσ. 1-41. Επίσης, Josep M. Colomer,<br />
Political Institutions: Democracy and Social Choice, Oxford University Press, Oxford and<br />
New York, 2001, 2 η έκδοση, 2003.<br />
5 James Madison, «Objection That The Number of Members Will Not Be Augme -<br />
nted as the Progress of Population Demands Considered», Federalist paper no 58. The<br />
Independent Journal, February 20, 1788.<br />
6 James Madison, «The Particular Structure of the New Government and the<br />
Distribution of Power Among its Different Parts», Federalist Paper no 47, The<br />
Independent Journal, January 30, 1788. Επίσης Μ. Β. Σακελαρίου, «Σύγκριση Αθηνακής<br />
Δημοκρατίας και νέων Δημοκρατιών», Φιλόλογος, 127 , Μαλλιάρης Παιδεία, Ιανουάριος-Μάρτιος<br />
2007. Ο Μ. Β. Σακελάρίου περιγράφει πώς ίσχυε στην αθηνακή δημοκρατία<br />
η ελευθερία του λόγου και η δυνατότητα του κάθε Αθηναίου να ενεργήσει ως<br />
κατήγορος όταν έκρινε ότι κινδύνευε το δημόσιο συμφέρον ή η νομιμότητα. Επίσης, περιγράφει<br />
πώς παρά την απουσία της διάκρισης των εξουσιών όπως τις αντιλαμβανόμαστε<br />
σήμερα, λειτουργούσαν άλλοι μηχανισμοί που εισάγουν τη λογοδοσία των αρχόντων<br />
στους πολίτες, όπως ο τρόπος επιλογής των αρχόντων με κλήρο, η κρίση, ή «δοκιμασία»,<br />
τους πριν αναλάβουν εξουσία, η λογοδοσία τους σε επιτροπές κατά τη διάρκεια<br />
της θητείας και ο τελικός απολογισμός της διαχείρισης στο τέλος της θητείας. Ο Ε.<br />
Παναγόπουλος, Οι Ελληνικές Ρίζες του Αμερικάνικου Συντάγματος, Εκδόσεις Παπαζήση,<br />
Αθήνα 1996, περιγράφει επίσης πώς στην αρχαιότητα, και ειδικά στη Σπάρτη και<br />
την Αθήνα, λειτουργούσαν πολιτικά συστήματα τα οποία στην πράξη εξασφαλίζανε<br />
αποτελέσματα ισοδύναμα με αυτά που σήμερα επιδιώκει η διάκριση των εξουσιών.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 261<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 261<br />
λοιπόν το ερώτημα πότε οι εντολοδόχοι γίνονται ιδιαίτερα επιρρεπείς στην υιοθέτηση<br />
τέτοιων πρακτικών, οι οποίες συχνά εξασφαλίζουν την προσωπική<br />
προώθηση της ευημερίας τους εις βάρος της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου,<br />
αλλά και –κυρίως– σε βάρος της αξιοπιστίας των κανόνων που διαμορφώνουν<br />
τη δυναμική εξέλιξη της κοινωνίας. Τέτοιες πρακτικές ευνοούνται όταν τα<br />
κίνητρα ενθαρρύνουν τους εντολοδόχους και τους αιτούμενους σε μια ορθολογική<br />
υιοθέτηση τέτοιων πρακτικών, δηλαδή όταν τα οφέλη και για τους δύο από<br />
την υιοθέτηση τέτοιων πρακτικών είναι μεγάλα και το κόστος, ή το ενδεχόμενο<br />
κόστος, μικρό.<br />
Τα κίνητρα του εντολοδόχου διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τη<br />
φύση και έκταση των εξουσιών που αυτός αναλαμβάνει μέσω της εντολής, ενώ<br />
σημαντικό ρόλο έχουν και τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού βάσει του<br />
οποίου αυτός λαμβάνει και διατηρεί την εντολή του. Ακόμα και αν καταγραφούν<br />
άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν το πλέγμα κινήτρων και αντικινήτρων<br />
του εντολοδόχου, αυτοί τελικά μπορούν να αναχθούν, είτε έμμεσα είτε<br />
και άμεσα, σε αυτούς τους δύο παράγοντες. 7 Επίσης, με δεδομένο ότι η παρέκκλιση<br />
από την τήρηση των κανόνων μπορεί να είναι επικερδής για μεγάλο<br />
αριθμό ιδιωτών, πρέπει να θεωρείται δεδομένη η διάθεση κάποιων ιδιωτών να<br />
συμμετάσχουν σε συναλλαγές που εντάσσονται στο πλαίσιο της διαφθοράς ανά<br />
πάσα στιγμή.<br />
Συνεπώς, η έρευνα μας θα κινηθεί προς την ανάλυση των κινήτρων του<br />
εντολοδόχου, τα οποία καθορίζοντας τη στάση του διαμορφώνουν τελικά και<br />
τα κίνητρα του ιδιώτη, και έτσι ταυτίζεται με τον προβληματισμό που έχει ήδη<br />
αναπτυχθεί γύρω από την αναζήτηση λύσης για τη διαμόρφωση του τρόπου με<br />
τον οποίο οι εντολείς αναθέτουν εξουσίες στους εντολοδόχους και τον καθορισμό<br />
των εξουσιών αυτών.<br />
Δημοκρατία: η ισχύς της κυβέρνησης, τα δικαιώματα<br />
μειοψηφίας και ο διαχωρισμός των εξουσιών<br />
Στις σύγχρονες έμμεσες δημοκρατίες η συγκέντρωση της εντολής για την<br />
άσκηση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας σε ένα κοινό σώμα έχει<br />
καταγραφεί ως φαινόμενο ιδιαίτερα επικίνδυνο. 8 Για τον λόγο αυτό και έχει<br />
7 Torsten Persson, Guido Tabellini, Munich Lectures in Economics. The Economic<br />
Effects of Constitutions, MIT Press, Cambridge MA, 2003, κεφ. 2.<br />
8 Charles Louis de Secondat, Baron de Montesquieu. De l' esprit des lois, 1748. Alexis<br />
de Tocqueville. De la Démocratie en Amérique, 1835. James Madison, Federalist Papers.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 262<br />
262 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
υιοθετηθεί ο διαχωρισμός των εξουσιών αυτών σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες,<br />
έστω και θεωρητικά. Δυστυχώς όμως για τους εκάστοτε συντάκτες συνταγμάτων,<br />
ο πλήρης διαχωρισμός των εξουσιών, με την εκτελεστική εξουσία<br />
να μην έχει καμία επιρροή στη διαμόρφωση του νομοθετικού έργου και το αντίθετο,<br />
και τελικά τις δύο αυτές εξουσίες να μην έχουν καμία επιρροή στην<br />
άσκηση της δικαστικής εξουσίας, δεν είναι εφικτός, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά.<br />
Θεωρητικά η, δημοκρατικά ιδανική και πλησιέστερη προς την άμεση δημοκρατία,<br />
απευθείας εκλογή των σωμάτων που αποτελούν την εκτελεστική και<br />
νομοθετική εξουσία από τον λαό, αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες και τα<br />
δύο σώματα να προέρχονται από την ίδια πλειοψηφία, με αποτέλεσμα οι δύο<br />
χωριστοί εντολοδόχοι να εκφράζουν τις ίδιες, αποδεκτές από την πλειοψηφία<br />
της στιγμής εκείνης, θέσεις. Οι θέσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν και την<br />
τυπική σύμπτυξη των δύο εξουσιών σε μια περίοδο κρίσης. Επιπλέον, η αυτόματη<br />
πρόκριση των επιλογών της πλειοψηφίας οδηγεί και στο φαινόμενο που ο<br />
de Tocqueville 9 αποκαλεί την «τυραννία της πλειοψηφίας», και που περιγράφει<br />
τον προβληματισμό κατά πόσο η κυβέρνηση της πλειοψηφίας μπορεί παράλληλα<br />
να προστατεύει αποτελεσματικά τα, πιθανόν δίκαια, συμφέροντα μιας<br />
μειοψηφίας, 10 η οποία αποτελεί μέρος της ίδιας κοινωνίας. Η προσπάθεια επίτευξης<br />
ενός διαχωρισμού των εξουσιών αντιμετωπίζει όμως και ένα άλλο πρακτικό<br />
πρόβλημα, καθώς όσο μειώνεται η αυτόματη πρόκριση των επιλογών της<br />
πλειοψηφίας αυξάνεται ο κίνδυνος οι εντολοδόχοι να καταστούν στην πράξη<br />
ανίκανοι να λάβουν αποφάσεις, όντας έρμαιο των ενστάσεων της κάθε μειοψηφίας,<br />
και έτσι να αποτύχουν να σχηματίσουν μια ισχυρή και λειτουργική κυβέρνηση.<br />
Οι προβληματισμοί αυτοί, αναφέρει ο Madison, 11 έχουν σαφώς επηρεάσει<br />
τον τρόπο με τον οποίο οι ισορροπίες και τα αντίβαρα που έχουν προβλεφθεί<br />
9 Alexis de Tocqueville, De la Démocratie en Amérique, 1835, κεφ. VII. De l'omni -<br />
potence de la majorité.<br />
10 Bill Clinton, June 14, 2004 «We are held together by this grand system of ours that<br />
permits us to debate and struggle and fight for what we believe is right. And because it's<br />
free, because it is a system of majority rule and minority rights, we're still around here<br />
after over 200 years. And most of the time, we get it right».<br />
11 Η έκταση του προβληματισμού για τη συγκεκριμένη περίπτωση σε ότι αφορά ειδικά<br />
το αμερικάνικο σύνταγμα από τον de Tocqueville είναι πιθανόν να προέρχεται<br />
από την άτυχη ακύρωση της επίσκεψης του στο κτήμα του Madison ο οποίος μάλλον θα<br />
ανέλυε περισσότερο μαζί του τους προβληματισμούς που παραθέτει στα ομοσπονδιακά<br />
του κείμενα. Hugh Brogan. Alexis de Tocqueville, βιογραφία, Profile Books,London,<br />
2006. Τονίζεται εδώ ότι ο de Tocqueville αναφέρει στο De la Démocratie en Amérique τα<br />
ομοσπονδιακά κείμενα του Madison, τα οποία συντάχθηκαν σε μια κοινή προσπάθεια
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 263<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 263<br />
ανάμεσα στις τρεις εξουσίες στο αμερικάνικο σύνταγμα προσπαθούν να εξασφαλίσουν<br />
ακριβώς αυτή τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ταυτόχρονη εξασφάλιση<br />
της δημοκρατίας, δηλαδή της επικράτησης της επιθυμίας της πλειοψηφίας<br />
και τη διασφάλιση της δυνατότητας λήψης αποφάσεων, και την αποτελεσματική<br />
προστασία των συμφερόντων επιμέρους μειοψηφιών.<br />
Ενδέχεται η αποτελεσματική εξισορρόπηση των εξουσιών που επιτυγχάνεται<br />
στην αμερικάνικη ομοσπονδιακή δημοκρατία να προέρχεται και από την προσπάθεια<br />
να μην αποδοθούν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπερβολικές εξουσίες,<br />
οι οποίες θα απέβαιναν σε βάρος των πολιτειακών κυβερνήσεων. 12 Σε κάθε<br />
περίπτωση όμως, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η ηθελημένη προσπάθεια των συντακτών<br />
του συντάγματος αυτού να σχεδιάσουν εξαρχής ένα πολιτικό σύστημα<br />
το οποίο θα έχει αφενός ισχυρούς εντολείς, ώστε να καλύπτεται η πρακτική ανάγκη<br />
δημιουργίας μιας αποτελεσματικής κυβέρνησης η οποία «θα μπορεί να πάρει<br />
τελικά μια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είναι τέλεια», όπως χαρακτηριστικά<br />
αναφέρει ο Madison, και παράλληλα θα περιορίζει την εν δυνάμει αυθαιρεσία<br />
των εντολοδόχων μέσω του διαχωρισμού των εξουσιών, και άρα στην<br />
πράξη θα εξασφαλίζει και την προστασία των δικαιωμάτων των μειοψηφιών.<br />
Ο Madison, 13 υιοθετώντας τις συστάσεις του de Montesquieu, 14 τονίζει ότι ο<br />
διαχωρισμός των εξουσιών πρέπει να αποσκοπεί σε μια ενδιάμεση λύση με την<br />
οποία δεν θα επιχειρείται ο πλήρης διαχωρισμός των εξουσιών, αλλά θα αποτρέπεται<br />
η συγκέντρωση σε υπερβολικό βαθμό των διαφορετικών εξουσιών<br />
στα ίδια χέρια. 15 Ο στόχος αυτός, κατά τον Madison, μπορεί να επιτευχθεί με<br />
μαζί με τους Hamilton και Jay για να υποστηρίζουν το νέο σύνταγμα πριν τα δημοψηφίσματα<br />
αποδοχής του στις επιμέρους πολιτείες (Ron Chernow. Alexander Hamilton,<br />
Penguin Books, New York, 2004). Συνεπώς προκύπτει ότι οι προβληματισμοί του παραμένουν<br />
παρόλο που είχε γνώση αυτών, και της αναλυτικής επιχειρηματολογίας τους.<br />
12 James Madison, «General View of the Powers Conferred by the Constitution»,<br />
Federalist Paper no 41, Independent Journal, January 19, 1788. Επίσης, σχετικό είναι το<br />
Federalist Paper 58, που περιγράφει τον μηχανισμό εξισορρόπησης της εκπροσώπησης<br />
των πολιτειών στο Κογκρέσο.<br />
13 James Madison, «The Particular Structure of the New Government and the<br />
Distribution of Power Among its Different Parts», οπ.π..<br />
14 Charles Louis de Secondat, Baron de Montesquieu. De l' esprit des lois, livre XI. 1748.<br />
15 Αναφέρει σαν πρακτικό παράδειγμα το σύνταγμα της Βρετανίας της εποχής εκείνης,<br />
στο οποίο η κάθε μια εξουσία ασκεί το έργο της υπό τον έλεγχο κάποιας άλλης, ή<br />
και των άλλων δύο, εξουσιών, ενώ και εκεί η νομοθετική εξουσία ασκείται από δύο χωριστά<br />
σώματα, εκπροσώπους διαφορετικών συμφερόντων. Αναφερόμενος στην συνέχεια<br />
στα συντάγματα των επιμέρους πολιτειών, καταγράφει ότι σε αρκετές περιπτώσεις<br />
αυτά είτε βάζουν ανέφικτους στόχους διαχωρισμού των εξουσιών είτε δεν καταφέρνουν<br />
να εξασφαλίσουν έναν ικανοποιητικό διαχωρισμό.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 264<br />
264 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
την εισαγωγή ειδικά σχεδιασμένων προστατευτικών μέτρων. Πρακτικά, τα<br />
προστατευτικά αυτά μέτρα δεν μπορεί να υλοποιηθούν 16 μέσω της απόλυτης<br />
εφαρμογής των δύο, σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους αντιφατικών, αρχών του<br />
απόλυτου διαχωρισμού των εξουσιών και της αποτελεσματικής επιβολής της<br />
επιθυμίας της πλειοψηφίας, αλλά απαιτούν την υιοθέτηση μιας ενδιάμεσης και<br />
προσεκτικά ισορροπημένης λύσης, 17 η οποία να συνδυάζει τις αρχές αυτές σε<br />
τέτοιο βαθμό ώστε να εξασφαλίζεται στην πράξη η δημοκρατία, δηλαδή η πρόκριση<br />
των αποφάσεων της πλειοψηφίας, η προστασία των μειοψηφιών, η διαχρονική<br />
διατήρηση ενός ικανοποιητικού βαθμού ανεξαρτησίας των τριών εξουσιών<br />
και ο συνδυασμός όλων των παραπάνω σε μια κυβέρνηση η οποία είναι<br />
ικανή να κυβερνάει.<br />
Ειδικότερα, ο Madison προτείνει 18 τη χορήγηση εντολών οι οποίες θα επιτρέπουν<br />
στους εντολοδόχους της κάθε εξουσίας να λειτουργήσουν αυτόνομα<br />
μέσα σε ένα ευρύ, αλλά όχι απεριόριστο, πλαίσιο αρμοδιοτήτων, και τη δημιουργία<br />
αμυντικών μηχανισμών, οι οποίοι θα επιτρέπουν στους εντολοδόχους<br />
να αντισταθούν στις ισχυρές επεκτατικές επιβουλές μιας άλλης εξουσίας.<br />
Έτσι, αναφέρει, θα πρέπει η κάθε εξουσία να έχει «τη δική της βούληση», και<br />
να μην εξαρτάται στον ορισμό της από τις άλλες εξουσίες. Η κύρια προστασία<br />
16 Ο Madison, στο Federalist Paper 49, έχει πρώτα απορρίψει την δογματική υιοθέτηση<br />
μιας απλοκής και στην πράξη μη εφαρμοστέας αρχής ότι οι κάθε δυο εξουσίες<br />
όταν συμφωνούν μπορούν να υπερισχύσουν της όποιας τρίτης, καθώς ανακύπτει και<br />
πάλι το πρόβλημα ότι οι δυο εξουσίες θα εκφράζουν την ίδιο πλειοψηφία ενώ η διαφορετική<br />
φύση των τριών εξουσιών περιπλέκει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα, και έχει<br />
ήδη απορρίψει ως μη πρακτική την λύση της άμεσης δημοκρατίας μέσω της πραγματοποίησης<br />
συχνών δημοψηφισμάτων, η επιπλέον ενέχει και αυτή σημαντικούς κινδύνους<br />
για τις μειοψηφίες.<br />
17 James Madison, «The Departments Should Not be so Far Separated as to Have<br />
No Constitutional Control Over Each Other», Federalist Paper no 48, The New York<br />
Packet, February 1, 1788.<br />
Επίσης στο Federalist Paper 47 παρατίθεται το παράδειγμα του συντάγματος της<br />
Virginia, συνταγμένο με βάση την αρχή διαχωρισμού των εξουσιών με την επιρροή του<br />
Jefferson, το οποίο όμως δεν ήταν σε θέση να αποδειχθεί λειτουργικό στην πράξη. Τέλος,<br />
ο de Montesquieu στο de l' esprit des lois, livre XI, δίνει παραδείγματα ελληνικών<br />
δημοκρατικών στις οποίες η νομοθετική δύναμη του λαού σε κάθε στιγμή μπορούσε να<br />
ανατρέψει τον, πέρα από την απειλή αυτή, πανίσχυρο στην άσκηση της εκτελεστικής<br />
εξουσίας ηγεμόνα.<br />
18 James Madison, «The Structure of the Government Must Furnish the Proper<br />
Checks and Balances Between the Different Departments», Federalist Paper no 51, The<br />
Independent Journal, February 6, 1788.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 265<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 265<br />
για την κάθε εξουσία θα πρέπει να παρέχεται από τη δυνατότητα της να αμυνθεί<br />
εναντίον της όποιας επιβουλής προέλθει από μια άλλη εξουσία κατά της<br />
αρμοδιότητας της να ασκεί τα καθήκοντα της, και η ισχύς αυτής της άμυνας θα<br />
πρέπει να είναι ανάλογη της ισχύος της επιβουλής. Η ακυβερνησία, τέλος, αποφεύγεται,<br />
καθώς τα καθήκοντα που περιγράφει για την κάθε εξουσία η εντολή<br />
που δίνεται, έχουν ένα ικανοποιητικό εύρος, χωρίς όμως να είναι απεριόριστα.<br />
Ο σχετικός προβληματισμός για την ανάγκη τέτοιων προσεκτικά σχεδιασμένων<br />
προστατευτικών μέτρων, έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση της<br />
νομοθετικής εξουσίας. Για τη νομοθετική εξουσία ο de Tocqueville 19 αναφέρει<br />
ότι εάν υπάρχει πλήρης διαχωρισμός των εξουσιών, και άρα και η πλήρης ανεξαρτησία<br />
τους, θα επέλθει μια παντοδυναμία της νομοθετικής εξουσίας, η<br />
οποία θα οδηγήσει στον έλεγχο όλων των άλλων εξουσιών από αυτήν και στη<br />
συνέχεια αναπόφευκτα στην κατάρρευση της δημοκρατίας. Στην επικινδυνότητα<br />
της εν δυνάμει παντοδυναμίας μιας εντελώς ανεξάρτητης, και άρα ανεξέλεγκτης,<br />
νομοθετικής εξουσίας συμφωνεί και ο Madison, 20 αναφερόμενος καταρχήν<br />
στη λειτουργία ομοσπονδιακών κυβερνήσεων, αν και, όπως σημειώνει<br />
ο de Tocqueville, η γενίκευση των ανησυχιών αυτών ισχύει και για άλλα είδη<br />
κυβερνήσεων.<br />
Προκύπτει συνεπώς η ανάγκη να εισαχθεί η δυνατότητα, προσεκτικά υπολογισμένη<br />
ως προς την ισχύ της, της εκτελεστικής εξουσίας κυρίως, αλλά και<br />
της δικαστικής, να αμυνθεί κατά νομοθετικών πρωτοβουλιών οι οποίες απειλούν<br />
να περιορίσουν τις δικές της αρμοδιότητες, χωρίς βέβαια να ακυρώνεται<br />
η ικανότητα του νομοθετικού σώματος να ασκεί τα καθήκοντα του. Συγκεκριμένα,<br />
για το θέμα αυτό ο de Montesquieu 21 συνιστά η εκτελεστική εξουσία να<br />
μην συμμετέχει στο νομοπαρασκευαστικό έργο, αλλά να διατηρεί το δικαίωμα<br />
μιας πρώτης άρνησης και αναπομπής ακραίων νομοθετικών πρωτοβουλιών.<br />
Μια τέτοια δυνατότητα αναπομπής, προσθέτουμε, έχει πρακτική ισχύ μόνο<br />
όταν απαιτείται στη συνέχεια ενισχυμένη πλειοψηφία του νομοθετικού σώματος<br />
ώστε να επιβληθεί τελικά η νομοθετική πρωτοβουλία. Όταν απαιτείται<br />
ξανά μόνο απλή πλειοψηφία, το μόνο αποτέλεσμα είναι μια μικρή χρονική καθυστέρηση<br />
πριν τη λήψη της οριστικής απόφασης.<br />
19 Alexis de Tocqueville, De la Démocratie en Amérique, 1835. De l'omnipotence de la<br />
majorité. La Tyrannie de la Majorité, κεφ. vii.<br />
20 Madison, «The Structure of the Government Must Furnish the Proper Checks and<br />
Balances Between the Different Departments», οπ.π.<br />
21 Charles Louis de Secondat, Baron de Montesquieu. De l' esprit des lois, livre XI,<br />
1748.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 266<br />
266 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Ο παραπάνω προβληματισμός επικεντρώνεται κυρίως στην περίπτωση της<br />
εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, καθώς στο δικαστικό σώμα, για τη<br />
συμμετοχή στο οποίο συχνά απαιτούνται αυξημένα προσόντα, δεν είναι απαραίτητο<br />
οι εντολοδόχοι να προέρχονται από άμεση εκλογή από τον λαό, υπό<br />
την προπόθεση, κατά τον Madison, ότι υπάρχει ένας μηχανισμός που εξουδετερώνει<br />
σύντομα κάθε αίσθηση εξάρτησης του λειτουργού από την εξουσία<br />
που προβαίνει στον διορισμό.<br />
Η επεξεργασία τέτοιων προστατευτικών μέτρων, τα οποία εξασφαλίζουν<br />
ότι ο κάθε εντολοδόχος έχει συγκεκριμένες και προσεκτικά οριοθετημένες<br />
εξουσίες οι οποίες ελέγχονται για ακραίες παρεκτροπές από άλλους εντολοδόχους,<br />
καθιστά και τις τρεις εξουσίες εξαρτώμενες από έναν ανεξάρτητο κριτή<br />
όχι μόνο κατά τη στιγμή που λαμβάνουν την εντολή, αλλά και κάθε στιγμή κατά<br />
την οποία ασκούν εξουσία. Το γεγονός αυτό στοχεύει στο να περιορίσει την<br />
όποια διάθεση τους να καταχραστούν την εξουσία τους ανατρέποντας με την<br />
κατάχρηση αυτή τις ισορροπίες που εισάγει ο μερικός διαχωρισμός των εξουσιών<br />
και θέτοντας έτσι προ τετελεσμένων γεγονότων το εκλογικό σώμα την<br />
ώρα των επομένων εκλογών. Τετελεσμένων γεγονότων, τα οποία θα δώσουν<br />
στους εντολοδόχους τη δυνατότητα σε βάθος χρόνου να αποκτήσουν δικτατορικές<br />
εξουσίες, οπότε κατά την προσφιλή έκφραση του de Montesquieu «όλα θα<br />
έχουν χαθεί». Τα μέτρα που προστατεύουν το σύστημα από μια τέτοια εξέλιξη<br />
και τα οποία εισάγουν για τις εξουσίες εξαρτήσεις πέρα από τη λακή εντολή,<br />
συνιστούν τον σχεδιασμό μιας κυβέρνησης η οποία, κατά τον Madison, είναι σε<br />
θέση να κυβερνάει όχι μόνο τους κυβερνώμενους, αλλά και τον εαυτό της. Τα<br />
προστατευτικά αυτά μέτρα, αν και παρεμβάλλονται της καθαρής λακής εντολής,<br />
και άρα πρέπει να είναι σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μειώνουν<br />
σε υπερβολικό βαθμό τη δημοκρατικότητα του συστήματος, είναι μια παρέμβαση<br />
στη λακή εντολή η οποία τελικά διασφαλίζει τη μακροχρόνια λειτουργία<br />
ενός δίκαιου και δημοκρατικού συστήματος, υπό την προπόθεση βέβαια<br />
ότι δεν υπεισέρχονται στο έργο της κάθε εξουσίας σε τέτοιο βαθμό ώστε<br />
αυτές να μην είναι σε θέση να κυβερνήσουν.<br />
Οι μειοψηφίες: εν δυνάμει διαφθορείς αλλά και προστάτες της<br />
δημοκρατίας<br />
Εξ ορισμού οι μειοψηφίες σπάνια έχουν ακριβώς τα ίδια συμφέροντα με<br />
την πλειοψηφία, καθώς στον βαθμό που αθροιζόμενες συνθέτουν την πλειοψηφία,<br />
διαφέρουν τελικά μεταξύ τους μόνο στον βαθμό, μικρότερο ή μεγαλύτερο<br />
για κάθε χωριστή μειοψηφία, στον οποία τα συμφέροντα κάθε μίας από αυτές<br />
διαφέρουν από αυτά της πλειοψηφίας. Η ύπαρξη μειοψηφιών είναι συνεπώς
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 267<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 267<br />
δεδομένη σε κάθε κοινωνία 22 και με δεδομένους τους κανόνες που ισχύουν για<br />
το σύνολο της κοινωνίας και την πολιτική που ασκείται, η κάθε τέτοια μειοψηφία<br />
έχει κάθε στιγμή κίνητρο να ζητήσει κάποια ειδική μεταχείριση από τον<br />
εντολοδόχο.<br />
Το κίνητρο να ζητήσουν οι επιμέρους μειοψηφίες διακριτή μεταχείριση αυξάνεται<br />
όταν η απόκλιση των συμφερόντων τους από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας<br />
μεγιστοποιείται, και αυτό συμβαίνει όταν οι πολιτικές επιλογές προκρίνονται<br />
βάση της επιλογής μιας απόλυτης πλειοψηφίας, δηλαδή όταν η πλειοψηφία<br />
προκρίνει εκτελεστικές και, κυρίως, νομοθετικές επιλογές πολιτικής,<br />
οι οποίες δεν είναι προσαρμοσμένες, τουλάχιστον σε κάποιο ικανό βαθμό, στις<br />
ανάγκες αρκετών επιμέρους μειοψηφιών.<br />
Αντίθετα, όταν οι αποφάσεις της πλειοψηφίας λαμβάνονται κατόπιν μιας<br />
στάθμισης των προτιμήσεων αρκετών μειοψηφικών ομάδων, τότε το καταρχήν<br />
κίνητρο πολλών ομάδων να ζητήσουν διακριτή μεταχείριση μειώνεται. Κατά<br />
τον Madison 23 πρέπει η λακή εντολή να κατακερματίζεται σε αρκετές επιμέρους<br />
εντολές, οι οποίες θα εκπροσωπούν η κάθε μια όσο το δυνατόν πιο διαφορετικούς<br />
πλειοψηφικούς συνασπισμούς μειοψηφιών. Με τον τρόπο αυτό, οι<br />
επιμέρους ομάδες που αποκτούν εκπροσώπηση στο σύστημα αυξάνονται, και<br />
στον βαθμό που οι επιμέρους εντολείς έχουν ικανές άμυνες απέναντι στους άλλους<br />
εντολείς, μειώνεται η πιθανότητα να προκριθεί από την πλειοψηφία μια<br />
επιλογή η οποία είναι υπερβολικά άδικη για κάποια μειοψηφία. Επιθυμητό συστατικό<br />
του συστήματος είναι η, στον βαθμό του εφικτού, ανάδειξη των επιμέρους<br />
εντολέων με διαφορετικό τρόπο, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να εκπροσωπούν<br />
την ίδια πλειοψηφία – συνασπισμό των ίδιων συμφερόντων μειοψηφίας.<br />
Ένα τέτοιο σύστημα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τα πιο πιεστικά αιτήματα<br />
των μειοψηφιών μέσω του πολιτικού συστήματος, καθώς οι συνολικές<br />
αποφάσεις της πλειοψηφίας λαμβάνονται σαν χωριστές αποφάσεις επί των μεμονωμένων<br />
διαστάσεων που συνθέτουν τις πολυδιάστατες επιλογές της κοινωνίας,<br />
και δεν αποτελούν απλά τη διάμεσο των προτιμήσεων της κοινωνίας επί<br />
μιας συνολικής πρότασης για όλες τις επιλογές, η οποία σταθμίζει χωριστές<br />
προτάσεις επί πολυδιάστατων επιλογών με ένα τρόπο που είναι αποδεκτός από<br />
την πλειοψηφία σε μια συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση. 24<br />
22 Madison, «The Structure of the Government Must Furnish the Proper Checks and<br />
Balances Between the Different Departments», οπ.π. και Russell Hardin, Liberalism,<br />
Constitutionalism and Democracy. Oxford University Press, Oxford, 2003.<br />
23 Ibit.<br />
24 Για την εκτενή σύγκριση των επιλογών πολιτικής που προκρίνονται στις δύο περιπτώσεις<br />
βλέπε Colomer, οπ.π.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 268<br />
268 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Άρα όχι μόνο μειώνεται το κίνητρό τους να ζητήσουν εξωθεσμικά διακριτή<br />
μεταχείριση, αλλά αυξάνεται και το κίνητρό τους να συμμετάσχουν στην πολιτική<br />
διαδικασία 25 και περιορίζεται το φαινόμενο αποχώρησης τους από το πολιτικό<br />
σύστημα. 26<br />
Αντίθετα, όταν η επιλογή της κοινωνίας στην ανάθεση της εντολής είναι μονοδιάστατη,<br />
τότε προκρίνονται επιλογές της απόλυτης πλειοψηφίας, μιας διάμεσου<br />
των προτιμήσεων της κοινωνίας, οι οποίες όμως δεν ελαχιστοποιούν τις<br />
διαφορές των πολιτικών που προκρίνονται από τις επιλογές που θα προτιμούσαν<br />
οι επιμέρους μειοψηφίες. Έτσι, το κίνητρο των μειοψηφιών αυτών να αναζητήσουν<br />
εξωθεσμική εξυπηρέτηση αυξάνεται. Σημειώνεται ότι η εκπροσώπηση<br />
των μειοψηφικών ομάδων συνδέεται άμεσα και με την προσωπική λογοδοσία<br />
των εντολοδόχων, καθώς, κατά τους Persson, Roland και Tabellini, 27 η<br />
εκλογή κυβερνήσεων βάσει μιας απόλυτης πλειοψηφίας δεν επιτρέπει στους<br />
ψηφοφόρους να διακρίνουν ανάμεσα στα επιμέρους στελέχη της κυβέρνησης,<br />
ενώ όταν οι κυβερνήσεις σχηματίζονται από αναλογική εκπροσώπηση αυτό είναι<br />
δυνατό σε μεγαλύτερο βαθμό.<br />
Τα κίνητρα των ομάδων μειοψηφίας για διακριτή μεταχείριση είναι όμως<br />
μόνο η μια παράμετρος των κινήτρων που καθορίζουν αυτές τις συναλλαγές,<br />
καθώς υπάρχει και η παράμετρος των ελέγχων που ασκούνται κατά αυτών των<br />
συναλλαγών. Όταν οι εξουσίες ελέγχονται αποτελεσματικά από άλλες εξου-<br />
25 Σε ένα τέτοιο σύστημα η, κατά Πελαγίδη, «διαφωνία ή αποχώρηση από το σύστημα»<br />
έχει σημασία σαν μορφή διαμαρτυρίας. Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος,<br />
Ανάλυση της ελληνικής Οικονομίας- Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις,<br />
Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2006, κεφ. 2 «Οι Βίκινγκς στην Ελλάδα».<br />
26 Κατά τον Madison παρατίθεται και πάλι η πρακτική ανάγκη το σύνταγμα της<br />
Αμερικής να δώσει στα ομοσπονδιακά νομοθετικά σώματα την εξουσία να δίνει πρακτικές<br />
λύσεις, ενώ τα συμφέροντα των πολιτειακών κυβερνήσεων εξασφαλίζουν, όπως<br />
χαρακτηριστικά αναφέρει στο Federalist Paper 44, «Restrictions on the Authority of the<br />
Several States», οπ.π., ότι σε περίπτωση κατάχρησης εξουσίας από τα ομοσπονδιακά<br />
σώματα οι πολιτειακές κυβερνήσεις θα εντοπίσουν τη νομοθετική επίβουλη πρωτοβουλία,<br />
και θα σπεύσουν να ενημερώσουν τον λαό για αυτήν, ώστε σύντομα να καταψηφίσει<br />
τους σφετεριστές και να διορθωθεί η εκτροπή. Η επιχειρηματολογία του Madison<br />
έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αναφέρει ρητά το κίνητρο ενημέρωσης του κοινωνικού<br />
συνόλου από τις επιμέρους ομάδες οι οποίες συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική σκηνή,<br />
τις πολιτειακές κυβερνήσεις δηλαδή, για την υιοθέτηση μιας παράβασης, και όχι συγκάλυψης<br />
της ώστε αυτή να παραμείνει αφανής.<br />
27 Torsten Persson, Gérard Roland, Guido Tabellini, «How Do Electoral Rules<br />
Shape Party Structures, Government Coalitions, and Economic Policies?», CESifo<br />
Working Paper Series, No. 1115, 2004.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 269<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 269<br />
σίες, η προσπάθεια της κάθε μιας να συναλλαχθεί με μια μειοψηφία, η οποία<br />
επιζητά τη συναλλαγή αυτή, μπορεί να εντοπιστεί και να αναχαιτιστεί από την<br />
ελέγχουσα εξουσία. Η προθυμία της άλλης εξουσίας να ασκήσει τον έλεγχο<br />
διασφαλίζεται, πέρα φυσικά από την ύπαρξη της, και από το γεγονός ότι οι<br />
εντολείς του εντολοδόχου αυτής της εξουσίας δεν έχουν τα ίδια ακριβώς συμφέροντα<br />
και επιθυμίες με τους εντολείς και εντολοδόχους της εξουσίας που<br />
βρίσκονται στον πειρασμό της διαφθοράς. Αυτό εξασφαλίζεται ακριβώς<br />
επειδή υπάρχουν τα προστατευτικά μέτρα που περιορίζουν την αμεσότητα της<br />
δημοκρατικής εκλογής των εντολοδόχων, και άρα εξασφαλίζουν τη, με τυχαίο<br />
συχνά τρόπο, διαφορετική σύνθεση των πλειοψηφιών που αναθέτουν την<br />
εντολή στους εντολοδόχους των διαφορετικών εξουσιών.<br />
Μοιράζοντας έτσι τη στήριξη των μειοψηφικών ομάδων της κοινωνίας ανάμεσα<br />
σε διαφορετικές αλληλοελεγχόμενες ομάδες εξουσίας, εξασφαλίζεται<br />
όχι μόνο ότι οι πολιτικές επιλογές πού προκρίνονται λαμβάνουν υπόψη τους σε<br />
μεγαλύτερο βαθμό τα συμφέροντα των επιμέρους μειοψηφιών, που απαρτίζουν<br />
άλλωστε την κάθε πλειοψηφία, αλλά και ότι τα διαφορετικά αυτά συμφέροντα,<br />
για χάρη της προστασίας των οποίων περιορίζεται η δημοκρατική αρχή της<br />
άμεσης πρόκρισης των επιθυμιών της πλειοψηφίας, εισάγουν ισορροπίες και<br />
αντίβαρα, που στελεχώνονται από τις επιμέρους μειοψηφίες, με τα οποία διατηρείται<br />
η ουσιαστική ανεξαρτησία των επιμέρους εξουσιών, και τελικά αποτρέπεται<br />
η μετάπτωση της δημοκρατίας σε δικτατορία.<br />
Συνεπώς αυξάνοντας τον αριθμό των ομάδων μειοψηφίας οι οποίες με διαφορετικούς<br />
συνδυασμούς στηρίζουν διαφορετικούς πόλους εξουσίας, και άρα<br />
και αυξάνοντας τους πόλους εξουσίας, μειώνεται στο σύστημα η πιθανότητα<br />
δημιουργίας μιας πλειοψηφίας η οποία να είναι καταχρηστική σε βάρος μιας ή<br />
πολλών μειοψηφιών. Ταυτόχρονα αυξάνεται η πιθανότητα οι αποφάσεις πολιτικής<br />
που λαμβάνονται να μην εκφράζουν απλά την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά<br />
να σταθμίζονται και σε ικανό βαθμό από τις επιθυμίες αρκετών μειοψηφιών. 28<br />
Με βάση το συλλογισμό αυτό, ο Madison συνδέει πλέον οριστικά την εξασφάλιση<br />
της –μειωμένης σε έναν προσεκτικά υπολογισμένο βαθμό από τον έλεγχο<br />
άλλων εξουσιών– ανεξαρτησίας των τριών εξουσιών, με την προστασία των<br />
συμφερόντων των διάφορων ομάδων μειοψηφίας.<br />
Η παραπάνω ανάλυση μας δίνει, τέλος, τη δυνατότητα να προχωρήσουμε<br />
και στην περιγραφική διάκριση των διαφορετικών συστημάτων. Έχουμε λοι-<br />
28 Για μια περιγραφή του διαφορετικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων από την κοινωνία,<br />
και την ικανοποίηση των συμφερόντων των επιμέρους ομάδων στην περίπτωση<br />
που η απόφαση δεν είναι μονοδιάστατη αλλά πολυδιάστατη βλέπε στο Colomer, οπ.π.,<br />
2006.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 270<br />
270 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
πόν από τη μία πλευρά συστήματα που εξασφαλίζουν την αύξηση του αριθμού<br />
των πόλων εξουσίας και που έτσι εξασφαλίζουν την εισαγωγή πιο αποτελεσματικών<br />
ελέγχων, την πρόκριση αποφάσεων πλειοψηφίας οι οποίες είναι σταθμισμένες<br />
για τα συμφέροντα των μειοψηφιών και άρα οδηγούν στην ανάδειξη μικρότερων<br />
διαφορών, και τελικά τη δημιουργία μικρότερων κινήτρων για αναζήτηση<br />
διαφθοράς. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται συστήματα που λειτουργούν<br />
με λίγους πόλους εξουσίας, οι οποίοι αναδεικνύουν στην κοινωνία λίγες<br />
ισχυρές ομάδες με αντίθετες θέσεις και τα οποία προκρίνουν αποφάσεις μιας<br />
απόλυτης πλειοψηφίας χωρίς να σταθμίζουν τα συμφέροντα των επί μέρους<br />
μειοψηφιών. Το κίνητρο για την αναζήτηση εξωθεσμικής, εκ των υστέρων, προσαρμογής<br />
αυξάνεται σημαντικά στην περίπτωση αυτή. Παράλληλα, αυξάνεται<br />
η πιθανότητα, όταν μια τέτοια συναλλαγή εξωθεσμικής προσαρμογής συμβεί,<br />
αυτή να μην έχει ουσιαστικές συνέπειες για τους εμπλεκόμενους, καθώς εκλείπουν<br />
οι διαφορετικοί πόλοι εξουσίας που λόγω των αντικρουόμενων επιδιώξεών<br />
τους θα ασκούσαν τον έλεγχο. Τα τελευταία συστήματα έχουν όμως ένα<br />
σημαντικό πρακτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα πρώτα: λόγω του σχεδιασμού<br />
τους, στο τέλος η λήψη αποφάσεων είναι πολύ πιο εύκολη σε σχέση με τα συστήματα<br />
στα οποία οι αντιρρήσεις μειοψηφιών, και η ενδεχόμενη δυσανάλογη<br />
στρέβλωση των πολιτικών που υιοθετούνται υπέρ τους, μπορεί να θέσουν σε<br />
ομηρία την πλειοψηφία, οδηγώντας την κυβέρνηση σε αδυναμία λήψης αποφάσεων<br />
και ακυρώνοντας έτσι όλα τα άλλα πλεονεκτήματα τους.<br />
Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού αφορά πλέον τις λεπτομέρειες βάσει<br />
των οποίων ρυθμίζεται το σύστημα. Συγκεκριμένα, οι Persson και<br />
Tabellini 29 αναφέρουν διερευνούν τις επιπτώσεις που έχουν οι λεπτομέρειες<br />
σχεδιασμού διαφορετικών εκλογικών συστημάτων.<br />
Στο σημείο αυτό πρέπει να εξειδικευτεί η αναφορά του Madison 30 στο πρόβλημα<br />
που δημιουργείται όταν το νομοθετικό σώμα νομοθετεί χωρίς έλεγχο<br />
υπέρ του ιδίου, καθώς σε ένα σύστημα με ανεπαρκείς ελέγχους είναι εύκολο<br />
να τροποποιηθεί το εκλογικό σύστημα στις λεπτομέρειες αυτές με έναν τρόπο<br />
που θα μειώνει τη λογοδοσία των εντολοδόχων, όπως άλλωστε παρατηρείται<br />
και στην πράξη καθώς συνήθως στις μεγάλες περιφέρειες η επιλογή των υποψηφίων<br />
γίνεται από κομματικές λίστες. Η συνοπτική περιγραφή των δύο εναλλακτικών<br />
συστημάτων είναι συνεπώς, για το πρώτο, «σύστημα κυβέρνησης<br />
πλειοψηφίας, αυξημένης λογοδοσίας και δικαιωμάτων μειοψηφίας με ανάγκη<br />
29 Persson, Tabellini, οπ. π., κεφ. 2 και 7.<br />
30 James Madison, «The Alleged Tendency of the New Plan to Elevate the Few at the<br />
Expense of the Many Considered in Connection with Representation», Federalist Paper<br />
57, The New York Packet, February 19, 1788.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 271<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 271<br />
ειδικού σχεδιασμού στις λεπτομέρειες ώστε να είναι σε θέση να κυβερνά<br />
ισχυρά» και «δεσποτική και διεφθαρμένη, αλλά ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση»<br />
για το δεύτερο.<br />
Παραδείγματα συνταγμάτων και η δημιουργία ισχυρών<br />
κυβερνήσεων στην πράξη<br />
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτουν κάποια βασικά συμπεράσματα<br />
για τη λειτουργία των πολιτικών συστημάτων. Πρώτον, η προσπάθεια ικανού<br />
διαχωρισμού ειδικά της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας είναι απολύτως<br />
απαραίτητη προπόθεση για τη δημιουργία ενός συστήματος που δεν θα<br />
υποφέρει από την «τυραννία της πλειοψηφίας» και που δεν θα λειτουργεί δεσποτικά<br />
εις βάρος των επί μέρους μειοψηφιών. Δεύτερον, ένα σύστημα το<br />
οποίο θα βασίζεται σε περισσότερους πόλους εξουσιών μπορεί να εξασφαλίζει<br />
στην πράξη έναν ικανό διαχωρισμό εξουσιών, αλλά κινδυνεύει σοβαρά να<br />
αναδείξει μια κυβέρνηση χωρίς την ισχύ που χρειάζεται ώστε αυτή να είναι σε<br />
θέση να κυβερνήσει αποτελεσματικά.<br />
Στην πράξη, όλα τα συστήματα που υπάρχουν αυτή την στιγμή προσπαθούν<br />
να συμβιβάσουν τις δύο αυτές αντιφατικές επιταγές, την ανάγκη εξασφάλισης<br />
ενός ικανού διαχωρισμού των εξουσιών από τη μία και την εξασφάλιση αρκετής<br />
ισχύος στην κυβέρνηση ώστε αυτή να μπορεί να κυβερνήσει αποτελεσματικά.<br />
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το Γαλλικό σύστημα. Στην Γαλλία το σύνταγμα<br />
31 θεωρητικά προβλέπει διαχωρισμό των εξουσιών και τρόπους λογοδοσίας<br />
των κυβερνώντων στους πολίτες. Το νομοθετικό σώμα αποτελείται από την<br />
Εθνική Συνέλευση, η οποία έχει τις ουσιαστικές νομοθετικές εξουσίες και η<br />
οποία εκλέγεται απευθείας από το λαό ανά πενταετία, και τη Γερουσία, που<br />
εκλέγεται από εκλεγμένους τοπικούς άρχοντες, και η οποία έχει στην πράξη<br />
πολύ περιορισμένες νομοθετικές εξουσίες. Στη Γερουσία η θητεία είναι εξαετής,<br />
αλλά το ήμισυ του σώματος ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια. Το νομοθετικό<br />
σώμα έχει νομοθετική πρωτοβουλία και επιπλέον έχει τη δυνατότητα να ελέγξει<br />
την εκτελεστική εξουσία μέσω ερωτήσεων και μέσω της σύστασης ερευνητικών<br />
επιτροπών. Στο Γαλλικό σύστημα η εκτελεστική εξουσία μοιράζεται ανάμεσα<br />
στον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό, καθώς ο πρωθυπουργός ορίζεται από τον<br />
πρόεδρο αλλά προέρχεται από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία στην Εθνική<br />
Συνέλευση, από την οποία και λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης. Ο πρόεδρος, ο<br />
οποίος εκλέγεται σε χωριστές εκλογές, διατηρεί τη δυνατότητα να διαλύσει την<br />
31 Γαλλικό σύνταγμα.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 272<br />
272 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Εθνική Συνέλευση και να προκαλέσει εκλογές και μάλιστα χωρίς τη συγκατάθεση<br />
του πρωθυπουργού. Επιπλέον, αν και θεωρητικά δεν μπορεί να παύσει τον<br />
πρωθυπουργό, είθισται αυτός πριν από το διορισμό του να υποβάλλει στον πρόεδρο<br />
επιστολή παραίτησης με ανοιχτή ημερομηνία. Ο πρόεδρος προσυπογράφει<br />
τους νόμους αλλά έχει τη δυνατότητα, με τη σύμφωνη γνώμη του πρωθυπουργού<br />
(τον οποίο ελέγχει μέσω της επιστολής παραίτησης) να αναπέμψει<br />
έναν νόμο για μια δεύτερη επεξεργασία. Ωστόσο, είναι υποχρεωμένος, όταν ο<br />
νόμος του αποσταλεί εκ νέου από το νομοθετικά σώμα για προσυπογραφή, να<br />
τον αποδεχθεί. Ακόμα, ο πρόεδρος επιλέγει και τους υπουργούς, αν και ο πρωθυπουργός<br />
τυπικά προτείνει τη σύνθεση της κυβέρνησης – αλλά ο πρωθυπουργός<br />
όπως προαναφέραμε είναι ελεγχόμενος μέσω της απειλής διάλυσης της<br />
Εθνικής Συνέλευσης και της ανοιχτής επιστολής παραίτησης. Αυτό συμβαίνει<br />
κυρίως όταν το κόμμα στο οποίο ανήκει ο πρόεδρος είναι το ίδιο κόμμα με αυτό<br />
που έχει την πλειοψηφία στην Εθνική Συνέλευση. Τέλος, σημειώνεται ότι στη<br />
Γαλλία οι υπουργοί έχουν νομοθετική πρωτοβουλία, υπό τον όρο της έγκρισης<br />
των νόμων από την πλειοψηφία της Εθνικής Συνέλευσης. Στον βαθμό που η τελευταία<br />
ελέγχεται από το ίδιο κόμμα, η έγκριση αυτή συνήθως αποκτάται.<br />
Παρατηρούμε αμέσως ότι το Γαλλικό σύστημα έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα.<br />
Παρόλο που ο πρόεδρος και το κύριο νομοθετικό σώμα, η Εθνική Συνέλευση,<br />
εκλέγονται από χωριστές εκλογές απευθείας από τον λαό, γεγονός<br />
που δημιουργεί καταρχήν τις προποθέσεις για τον αποτελεσματικό διαχωρισμό<br />
εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, ο παραπέρα σχεδιασμός του συστήματος<br />
ακυρώνει στη συνέχεια το πλεονέκτημα και οδηγεί στη μη επιθυμητή<br />
32 ταύτιση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Αυτό συμβαίνει διότι<br />
αφενός ο πρωθυπουργός υποχρεωτικά προέρχεται από το κόμμα που έχει την<br />
πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα, καθώς υποχρεωτικά η κυβέρνηση λαμβάνει<br />
ψήφο εμπιστοσύνης από το νομοθετικό σώμα, και αφετέρου ο πρωθυπουργός<br />
ηγείται της εκτελεστικής εξουσίας από τη στιγμή που θα λάβει την εντολή του<br />
προέδρου. Έτσι το σύστημα οδηγεί στην ταύτιση της εκτελεστικής και της νομοθετικής<br />
εξουσίας, οι οποίες πλέον αναδεικνύονται υποχρεωτικά από την<br />
ίδια εκλογική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται στην κοινωνία η «τυραννία<br />
της πλειοψηφίας».<br />
Οι «έλεγχοι και ισορροπίες» που ισχύουν ώστε να αποφευχθεί αυτή είναι<br />
ανεπαρκείς. Ειδικότερα, η δυνατότητα του προέδρου, ο οποίος έχει εκλεγεί<br />
από μια διαφορετική πλειοψηφία, ή της Γερουσίας, να αναπέμψουν νομοθετικά<br />
κείμενα στην Εθνική Συνέλευση έχει μικρή πρακτική αξία, καθώς μετά<br />
32 Madison, «The Particular Structure of the New Government and the Distribution<br />
of Power Among its Different Parts», οπ.π.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 273<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 273<br />
την αναπομπή απαιτείται και πάλι μόνο απλή πλειοψηφία, και όχι ενισχυμένη<br />
πλειοψηφία όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, για να τεθεί σε ισχύ το νομοθετικό κείμενο.<br />
Ενώ όμως η αναπομπή από τον πρόεδρο ενός νομοσχεδίου στην Εθνική<br />
Συνέλευση δεν απαιτεί την ψήφισή του με αυξημένη πλειοψηφία, ο πρόεδρος<br />
διατηρεί ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα να διαλύσει την Εθνική Συνέλευση και<br />
να προκηρύξει νέες εκλογές. Με τον τρόπο αυτό προέκυπτε ένα σημαντικό<br />
πρακτικό πρόβλημα στις περιπτώσεις όπου η πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα<br />
δεν άνηκε στο ίδιο κόμμα με αυτό στο οποίο άνηκε ο πρόεδρος. Στην περίπτωση<br />
αυτή, ο πρόεδρος αναγκαστικά όριζε κυβέρνηση από το αντίπαλο<br />
κόμμα, και ενώ δεν είχε τρόπο ουσιαστικής παρέμβασης στις νομοθετικές επιλογές<br />
της κυβέρνησης, διατηρούσε το δικαίωμα να διαλύσει την Εθνική Συνέλευση<br />
και να προκηρύξει νέες εκλογές. Αυτός ο συνδυασμός, όπως φάνηκε<br />
στην πράξη, μείωνε σημαντικά την ισχύ της κυβέρνησης.<br />
Για τη λύση του προβλήματος που προέκυπτε από τη μειωμένη ισχύ της κυβέρνησης<br />
στις περιπτώσεις αυτές, προτιμήθηκε να μειωθεί ο χρόνος θητείας<br />
του προέδρου, από 7 σε 5 χρόνια, και επιπλέον συγχρονίστηκαν οι εκλογές για<br />
τον πρόεδρο και την Εθνική Συνέλευση, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες να<br />
συμβεί αυτή η αποκαλούμενη «συγκατοίκηση». Δηλαδή, τα μέτρα που λήφθηκαν<br />
ενισχύουν την ταύτιση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, καθώς εφόσον<br />
οι εκλογές για τον πρόεδρο και την Εθνική Συνέλευση διεξάγονται σχεδόν<br />
ταυτόχρονα, μειώνεται η πιθανότητα χορήγησης των δύο εντολών από διαφορετικές<br />
πλειοψηφίες.<br />
Η ανάγκη της ταυτόχρονης εξασφάλισης ενός ικανού διαχωρισμού των<br />
εξουσιών και της δημιουργίας μιας ισχυρής κυβέρνησης συμβιβάζεται με διαφορετικό<br />
τρόπο στο αμερικάνικο σύνταγμα. Επισημαίνουμε αρχικά τον διαχωρισμό<br />
της νομοθετικής εξουσίας σε δύο χωριστά σώματα, τα οποία εκλέγονται με<br />
διαφορετικό τρόπο 33 και έχουν διαφορετική αποστολή, και άρα διαφοροποιούνται<br />
σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό μεταξύ τους, παρόλο που λαμβάνουν<br />
εντολή από το ίδιο εκλογικό σώμα. Η νομοθετική εξουσία που θεσπίζει το αμερικάνικο<br />
σύνταγμα στα δύο ομοσπονδιακά νομοθετικά σώματα, τα οποία αποτελούν<br />
το Κογκρέσο, είναι γενική, υπερισχύει των πολιτειακών νομοθεσιών, και<br />
33 Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται απευθείας από τον λαό, και τα μέλη της<br />
Γερουσίας ορίζονται από τις πολιτειακές κυβερνήσεις, οι οποίες με την σειρά τους<br />
εκλέγονται από τον πληθυσμό της κάθε πολιτείας. Έτσι εξασφαλίζεται η ικανοποιητική<br />
διαφοροποίηση των πλειοψηφιών που επικρατούν σε κάθε περίπτωση, ενώ και οι χρόνοι<br />
εκλογής εισάγουν μια παραπέρα διάσταση διαφοροποίησης καθώς η ανανέωση των<br />
σωμάτων αυτών γίνεται με μεγάλη σχετικά ταχύτητα, με τις εκλογές για τη Βουλή των<br />
Αντιπροσώπων να πραγματοποιούνται κάθε δύο χρόνια και το 1/3 της Γερουσίας να<br />
ανανεώνεται κάθε δύο χρόνια.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 274<br />
274 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
αποτέλεσε ένα σημαντικό σημείο τριβής πριν την υιοθέτηση του συντάγματος.<br />
Συγκεκριμένα 34 οι αντίπαλοι του συντάγματος ήγειραν το ερώτημα της συνέπειας<br />
που θα έχει η κατάχρηση μιας τέτοιας γενικής και ισχυρής νομοθετικής<br />
εξουσίας σε βάρος των δικαιωμάτων των επιμέρους πολιτειών, 35 ενώ και ο ίδιος<br />
ο Madison παραδέχεται ότι τελικά μια ανεξέλεγκτη νομοθετική εξουσία μπορεί<br />
εύκολα να απορροφήσει όλες τις άλλες εξουσίες. 36 Στις βάσιμες αυτές επιφυλάξεις,<br />
οι οποίες όμως συχνά προτάσσονταν όχι μόνο σαν εύλογα ερωτήματα αλλά<br />
πολύ περισσότερο λόγω της εύλογης απροθυμίας 37 των πολιτειών να αποδώσουν<br />
σημαντικές εξουσίες σε ένα ομοσπονδιακό σώμα, απαντά αρχικά η<br />
ύπαρξη και ο σχεδιασμός των δύο νομοθετικών σωμάτων. Μέσω του διαχωρισμού<br />
των πολιτειών τόσο με κριτήριο τον αριθμό τους αλλά και, σε χωριστό<br />
σώμα, με βάση τον πληθυσμό, και την ανάγκη συναίνεσης και των δύο αυτών<br />
σωμάτων τα οποία εκλέγονται διαφορετικά, απαιτείται για την λήψη αποφάσεων<br />
η συναίνεση μιας πλειοψηφίας η οποία συντίθεται από μειοψηφούσες<br />
ομάδες που αναδεικνύονται με διαφορετικό τρόπο, στο κάθε ένα από τα δύο<br />
σώματα, και άρα δεν ταυτίζονται αυτόματα ούτε από την πλευρά των πολιτικών<br />
θέσεων και ούτε από την πλευρά των συμφερόντων που εκπροσωπούν. Προκύπτει<br />
λοιπόν ότι η ανάγκη σχεδιασμού ενός συστήματος που να καλύπτει τις ειδικές<br />
ανάγκες ενός ομοσπονδιακού συστήματος οδήγησε στη δημιουργία ενός νομοθετικού<br />
σώματος που εξασφαλίζει την αντιπροσώπευση των μειοψηφιών, που<br />
προέρχονται από διαφορετικές επιλογές της κοινωνίας, με πολλούς δυνατούς<br />
συνδυασμούς, και άρα κατ' αρχήν καλύπτει σε μεγάλο βαθμό την προπόθεση<br />
επιτυχούς ενσωμάτωσης των μειοψηφιών στο πολιτικό σύστημα.<br />
Το πλεονέκτημα ύπαρξης δύο νομοθετικών σωμάτων, που εκλέγονται με<br />
αρκετά διαφορετικό τρόπο και των οποίων η σύνθεση αλλάζει σε διακριτά<br />
χρονικά διαστήματα, πλαισιώνεται από μια εκτελεστική εξουσία η οποία εκλέγεται<br />
με άμεση καθολική ψηφοφορία. Η ψηφοφορία αυτή μπορεί να συμπίπτει<br />
χρονικά με τις εκλογές για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και για το 1/3 της Γερουσίας,<br />
αλλά καθώς η σύνθεση των νομοθετικών αυτών σωμάτων αλλάζει<br />
ξανά στο ήμισυ της θητείας της εκτελεστικής εξουσίας, η ταύτιση παραμένει<br />
σχετικά περιορισμένη. Συνολικά, η ταύτιση της πλειοψηφίας που χορηγεί την<br />
34 Sean Wilentz, The Rise of American Democracy: Jefferson to Lincoln, W. W.<br />
Norton, New York, 2006.<br />
35 James Madison, «Restrictions on the Authority of the Several States», οπ.π..<br />
36 James Madison, «The Departments Should Not be so Far Separated as to Have<br />
No Constitutional Control Over Each Other», Federalist Paper no 48, The New York<br />
Packet, February 1, 1788.<br />
37 Sean Wilentz, The Rise of American Democracy: Jefferson to Lincoln, W. W.<br />
Norton, New York, 2006.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 275<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 275<br />
εντολή στην εκτελεστική εξουσία με την πλειοψηφία που χορηγεί την εντολή<br />
στα δύο νομοθετικά σώματα είναι μικρή, κάτι που οφείλεται και στο γεγονός<br />
ότι η εκτελεστική εξουσία εκλέγεται από μια απόλυτη πλειοψηφία ενώ η χωριστή<br />
νομοθετική εξουσία προκύπτει μέσω μιας πιο αναλογικής εκπροσώπησης.<br />
Στις ΗΠΑ, το σύνταγμα προβλέπει ότι η εκτελεστική εξουσία δεν έχει καμία<br />
νομοθετική πρωτοβουλία, αν και, μέσω του προέδρου, έχει τη δυνατότητα να<br />
αναπέμψει νομοθετικά κείμενα. Όμως ο τελικός λόγος για το νομοθετικό έργο<br />
παραμένει στα νομοθετικά σώματα, που εφόσον εξασφαλίσουν, και τα δύο, μια<br />
ενισχυμένη πλειοψηφία, μπορούν να νομοθετήσουν παρά την πρώτη άρνηση<br />
της εκτελεστικής εξουσίας. Έτσι, σε ακραία περίπτωση, η νομοθετική εξουσία<br />
μπορεί να επιβληθεί της εκτελεστικής εξουσίας σε ότι αφορά το νομοθετικό<br />
έργο. Η σύγκριση με το Γαλλικό παράδειγμα αναδεικνύει τη σημαντική διαφορά<br />
της απαίτησης αυξημένης πλειοψηφίας μετά την αναπομπή του νομοθετήματος<br />
από την εκτελεστική εξουσία, ενώ παράλληλα απουσιάζει η δυνατότητα<br />
της εκτελεστικής εξουσίας να παύσει το νομοθετικό σώμα. Ο σχεδιασμός<br />
του αμερικάνικου συντάγματος στο σημείο αυτό είναι σκόπιμος, καθώς ο<br />
Madison τονίζει ότι μια δυνατότητα οριστικής άρνησης από την εκτελεστική<br />
εξουσία, όπως είναι η δυνατότητα διάλυσης του νομοθετικού σώματος στη Γαλλία,<br />
στο έργο του νομοθετικού σώματος, ακριβώς λόγω της ακραίας φύσης της,<br />
δεν θα λειτουργούσε αποτρεπτικά σε μικρές διαφωνίες, επιτρέποντας την εκκόλαψη<br />
μεγαλυτέρων διαφωνιών, και άρα και μεγάλων κρίσεων, στις οποίες<br />
μπορεί τελικά να μην λειτουργούσε ικανοποιητικά.<br />
Η ανάγκη της ταυτόχρονης εξασφάλισης ενός ικανού διαχωρισμού των<br />
εξουσιών και της δημιουργίας μιας ισχυρής κυβέρνησης η οποία θα μπορεί να<br />
κυβερνήσει αποτελεσματικά, συμπληρώνεται στο αμερικάνικο σύνταγμα με<br />
την ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς ο πρόεδρος ορίζει τα μέλη της κυβέρνησης<br />
χωρίς να απαιτείται ψήφος εμπιστοσύνης και από το νομοθετικό<br />
σώμα, ή άλλου είδους συναίνεση. Η συναίνεση αυτή όμως απαιτείται για τον<br />
ορισμό λοιπών αξιωματούχων, όπως για παράδειγμα οι δικαστών και οι πρεσβευτών.<br />
Επίσης, αν και το νομοθετικό σώμα μπορεί να αποπέμψει τον πρόεδρο,<br />
απαιτείται πρώτα η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων για την πρόταση<br />
αποπομπής και στη συνέχεια η εκδίκαση αυτής από τη Γερουσία, δηλαδή<br />
ένα άλλο σώμα. Ο σχεδιασμός αυτός σημειώνεται έχει υιοθετηθεί και σε ότι<br />
αφορά τη δικαστική εξουσία, καθώς και στην περίπτωση αυτή η αφαίρεση της<br />
ιδιότητας του δικαστή απαιτεί σύμφωνη γνώμη από τα δύο χωριστά νομοθετικά<br />
σώματα 38 τα οποία προκύπτουν από διαφορετικές εκλογές.<br />
38 Alexis de Tocqueville. De la Démocratie en Amérique. 1835. La Tyrannie de la<br />
Majorité, κεφ. viii.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 276<br />
276 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Συνεπώς σκιαγραφείται ένα σύστημα στο οποίο εκλέγονται δημοκρατικά<br />
δύο χωριστά νομοθετικά σώματα και η εκτελεστική εξουσία, όπου η κάθε μια<br />
εξουσία ασκείται χωριστά από την άλλη, αλλά και η κάθε μια έχει ένα μηχανισμό<br />
με τον οποίο μπορεί να επιβληθεί στην άλλη, σε ακραίες περιπτώσεις. Στο<br />
σύστημα αυτό η εκλογή με απόλυτη πλειοψηφία αποδίδει σταθερότητα στην<br />
εκτελεστική εξουσία, ενώ η αναλογική εκπροσώπηση εισάγεται σκόπιμα στον<br />
τρόπο εκλογής του νομοθετικού σώματος επειδή αυτό δεν είναι αρμόδιο για τη<br />
διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων της κοινωνίας, για την οποία η ισχύς<br />
και σταθερότητα είναι τόσο κρίσιμες.<br />
Η ομαλή λειτουργία του συστήματος για πάνω από 200 χρόνια, εν μέσω μάλιστα<br />
και σημαντικών κρίσεων που περιλαμβάνουν έναν εμφύλιο πόλεμο, μπορεί<br />
να στηρίζεται όμως, πέρα από τον προσεκτικό σχεδιασμό, και σε μια λεπτομέρεια<br />
του κανονισμού λειτουργίας του νομοθετικού σώματος. Έτσι, πριν από<br />
την αποστολή του νομοθετικού κειμένου στον πρόεδρο τα κίνητρα συνεργασίας<br />
ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που απαρτίζουν τα δυο νομοθετικά σώματα<br />
ισχυροποιούνται από τον κανονισμό λειτουργίας της Γερουσίας, ο οποίος<br />
δίνει τη δυνατότητα σε ομιλητές να απαιτήσουν τη φυσική παρουσία γερουσιαστών<br />
για αόριστο χρόνο πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, και η συζήτηση<br />
μπορεί να διακοπεί μόνο εφόσον το απαιτήσουν τα 3/5 των γερουσιαστών.<br />
Μέσω αυτής της δυνατότητας εξάντλησης της υπομονής και αντοχής των νομοθετών,<br />
εισάγεται ένα μέσο πίεσης για την αναζήτηση συναινετικής λύσης και<br />
ελαχιστοποιείται η πιθανότητα δημιουργίας αδιεξόδου στην παραγωγή νομοθετικού<br />
έργου, παρά την αναλογική εκπροσώπηση των συμφερόντων στο νομοθετικό<br />
σώμα.<br />
Εξετάζοντας τα συντάγματα και άλλων χωρών, όπως της Αυστρίας, 39 παρατηρούμε<br />
ότι εκεί η ύπαρξη χωριστών εκλογών για τη νομοθετική εξουσία και<br />
την εκτελεστική εξουσία δεν αξιοποιείται και ότι πάλι επέρχεται η ταύτισή<br />
τους λόγω της αδυναμίας της εκτελεστικής εξουσίας να λειτουργήσει όταν δεν<br />
έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας του Εθνικού Συμβουλίου, που είναι στην<br />
πράξη το σώμα που έχει τη νομοθετική εξουσία. Η περίπτωση της, ομοσπονδιακής,<br />
Αυστρίας έχει ομοιότητες με το Γαλλικό σύστημα, η οποία δεν είναι<br />
ομοσπονδιακό κράτος, με την έννοια ότι και τα δύο συστήματα εισάγουν δυο<br />
χωριστές άμεσες εκλογές, αλλά τελικά δεν αξιοποιούν το γεγονός αυτό για τον<br />
αποτελεσματικό διαχωρισμό των εξουσιών, ενώ επιπλέον και οι δύο χώρες<br />
39 Heinrich Neisser, Gerhard Loibelsberger, Helmut Strobel, Δημοκρατία της Αυστρίας.<br />
Πολιτικό Σύστημα- Ευρωπακή Πολιτική. Κοινωνία – Οικονομία, Εκδόσεις Παπαζήση,<br />
Αθήνα, 2006.
έχουν δύο νομοθετικά σώματα, από τα οποία όμως το δεύτερο είναι στην<br />
πράξη ανίσχυρο. 40<br />
Αντίθετα, το Γερμανικό σύστημα μπορεί να αναδεικνύει την εκτελεστική<br />
εξουσία μέσω του κύριου νομοθετικού σώματος, το οποίο προκύπτει από άμεσες<br />
εκλογές, και συνεπώς η εκτελεστική εξουσία να ταυτίζεται με την πλειοψηφία<br />
της Κάτω Βουλής, αλλά αξιοποιώντας την ομοσπονδιακή μορφή του κράτους<br />
και δίνοντας ουσιαστικές νομοθετικές εξουσίες 41 και στην Άνω Βουλή, η<br />
οποία στελεχώνεται μέσω των επιμέρους κρατιδίων, επέρχεται μια ουσιαστική<br />
αποδυνάμωση της ταύτισης της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία. Συγκρίνοντας<br />
την περίπτωση αυτή με την Αυστρία ή τη Γαλλία, παρατηρούμε ότι<br />
ο διαχωρισμός αυτός επιτυγχάνεται χωρίς να απαιτούνται χωριστές εκλογές<br />
για την εκτελεστική εξουσία, η οποία αναδεικνύεται από την Κάτω Βουλή, καθώς<br />
η Άνω Βουλή στελεχώνεται από τις ανεξάρτητες εκλογές του κάθε κρατιδίου.<br />
Και στη Γερμανία υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις που εξασφαλίζουν<br />
τον διορισμό της εκτελεστικής εξουσίας με μεγάλη βεβαιότητα, και μάλιστα<br />
προβλέπεται ότι η απομάκρυνση του καγκελάριου μετά από ψήφο μη εμπιστοσύνης<br />
μπορεί να γίνει μόνο εφόσον έχει οριστεί ο διάδοχος του. 42<br />
Τέλος, στρεφόμαστε στην ανάλυση του ελληνικού συντάγματος. Το ελληνικό<br />
σύνταγμα, σύμφωνα με το άρθρο 26, προβλέπει καταρχήν έναν διαχωρισμό<br />
των εξουσιών και ορίζει ότι την εκτελεστική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση<br />
και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενώ τη νομοθετική εξουσία ασκεί η Βουλή<br />
και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στο άρθρο 82 καθορίζεται το περιεχόμενο<br />
της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, μέσω της κυβέρνησης, καθορίζει και κατευθύνει<br />
τη γενική πολιτική της χώρας σύμφωνα με τους ορισμούς του συντάγματος<br />
και των νόμων. Ο διαχωρισμός των εξουσιών όμως, ακυρώνεται στη συνέχεια<br />
με άλλα άρθρα του ιδίου συντάγματος. Έτσι, στο άρθρο 37 αναφέρεται<br />
ότι ορίζεται υποχρεωτικά ως πρωθυπουργός ο αρχηγός του κόμματος που έχει<br />
την πλειοψηφία στην Βουλή. Επίσης, η κυβέρνηση, κατά το άρθρο 81, ορίζεται<br />
με νόμο από την πλειοψηφία της Βουλής και οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη<br />
της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 84. Η ταύτιση εκτελεστικής και νομοθετικής<br />
εξουσίας είναι λοιπόν πλήρης, και ουσιαστικός ρυθμιστής του συστήματος αναkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 277<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 277<br />
40 Συνεπώς υπάρχουν τα μειονεκτήματα που αναφέρει ο Πάνος Καζάκος, Αναθεώρηση<br />
του Συντάγματος και Οικονομία. Δοκίμια οικονομικής ανάλυσης των συνταγματικών<br />
θεσμών, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2007, κεφ. 6, χωρίς αυτά να αντισταθμίζονται<br />
από κανένα πρακτικό πλεονέκτημα.<br />
41 Για τη ανάλυση της σημασίας που έχουν οι εξουσίες της Άνω Βουλής στη Γερμανία,<br />
βλέπε Colomer, οπ.π.<br />
42 Άρθρο 67 του Grundgesetz.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 278<br />
278 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
δεικνύεται ο πρωθυπουργός, 43 κάτι που επιβεβαιώνεται και τυπικά από το άρθρο<br />
73 που αναφέρει ότι και η κυβέρνηση μπορεί να λάβει νομοθετική πρωτοβουλία,<br />
γεγονός που υπονοεί και την έμμεση αποδοχή της συμμετοχής, στην<br />
πράξη, της εκτελεστικής εξουσίας στο νομοθετικό έργο. Συνεπώς, η σχετική<br />
προειδοποίηση του de Montesquieu, ότι η εκτελεστική εξουσία δεν πρέπει να<br />
συμμετέχει στην επεξεργασία του νομοθετικού έργου φαίνεται να μην έχει ληφθεί<br />
υπόψη. Οι εκτελεστικές και νομοθετικές εξουσίες του προέδρου είναι ουσιαστικά<br />
διαδικαστικές, και εξαντλούνται στην υποχρεωτική χορήγηση εντολής<br />
σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος πλειοψηφίας. Οι νομοθετικές<br />
του εξουσίες, πάλι ουσιαστικά διαδικαστικές, περιορίζονται στην<br />
αναπομπή νομοθετημάτων στη Βουλή, όπου με απλή πλειοψηφία πάλι προκρίνονται<br />
και υποχρεωτικά δημοσιεύονται, και στην, κατά το άρθρο 42, υποχρεωτική<br />
έκδοση διαταγμάτων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων.<br />
Ως πρακτικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης των εξουσιών, ακολουθεί το περιεχόμενο<br />
του άρθρου 86, σύμφωνα με το οποίο μόνο η Βουλή, η πλειοψηφία<br />
της οποίας ταυτίζεται με την κυβέρνηση η οποία ελέγχει και το σχετικό νόμο,<br />
μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά μέλους της κυβέρνησης. Και, κατά το άρθρο 51,<br />
το κόμμα που ελέγχει την πλειοψηφία της Βουλής, και το οποίο ελέγχει και την<br />
εκτελεστική εξουσία, αποφασίζει με απλή πλειοψηφία για τον τρόπο εκλογής<br />
των βουλευτών –και επομένως και της κυβέρνησης– μέσω του εκλογικού νόμου,<br />
γεγονός που έχει οδηγήσει στην αναμενόμενη χρήση της ενισχυμένης αναλογικής,<br />
η οποία μπορεί μεν να εξασφαλίζει στο σύστημα την πολυπόθητη σταθερότητα<br />
αλλά στερείται ουσιαστικά δημοκρατικότητας. Σημειώνεται εδώ ότι ο<br />
Hamilton 44 εξειδικεύει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται στις ΗΠΑ το<br />
προφανές πρόβλημα που προκύπτει όταν το νομοθετικό σώμα κατά απλή πλειοψηφία<br />
αποφασίζει για τον τρόπο εκλογής του, αξιοποιώντας μια ιδιαίτερη δυνατότητα<br />
που παρέχει το ομοσπονδιακό σύστημα. Αντίστοιχα, το Συμβούλιο της<br />
Επικρατείας, το οποίο αποτελεί σήμερα το τελευταίο μεγάλο εμπόδιο απέναντι<br />
στην παντοδυναμία του πρωθυπουργού και της εκτελεστικής εξουσίας δέχεται<br />
τις, αναμενόμενες κατά τους de Tocqueville και de Montesquieu, πιέσεις. 45<br />
Παρατηρούμε λοιπόν στην Ελλάδα μια ασυνήθιστα μεγάλη, συγκριτικά με<br />
άλλες χώρες, 46 ταύτιση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, παρά την<br />
43 Στέφανος Μάνος, «Η Αναθεώρηση του Συντάγματος 04. Ισορροπίες και Αντίβαρα»,<br />
Καθημερινή, 23-5-2006.<br />
44 Alexander Hamilton, «Concerning the Power of Congress to Regulate the<br />
Election of its Members», Federalist Paper no 59, Τhe New York Packet, February 22,<br />
1788.<br />
45 Μάνος, οπ.π.<br />
46 Καζάκος, οπ.π., κεφ. 6.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 279<br />
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ 279<br />
περί του αντιθέτου ισχυρή σύσταση των de Montesquieu, Madison, de Tocque -<br />
ville, και πολλών άλλων πολιτικών επιστημόνων. Οι κυβερνήσεις που προκύπτουν<br />
σύμφωνα με τις επιταγές αυτού του συντάγματος δεν εμφανίζουν τα προβλήματα<br />
αστάθειας που χαρακτήριζαν πολλές κυβερνήσεις της νεότερης ελληνικής<br />
ιστορίας, χάριν της εύκολης υιοθέτησης από το νομοθετικό σώμα της ενισχυμένης<br />
αναλογικής στους εκάστοτε εκλογικούς νόμους. Το τίμημα όμως είναι<br />
ότι προκύπτουν κυβερνήσεις οι οποίες, ανταποκρινόμενες ορθολογικά στο<br />
πλέγμα κινήτρων και αντικινήτρων που δημιουργεί η διασταύρωση της νομοθετικής<br />
και εκτελεστικής εξουσίας, και της πρόκρισης της εκλογής των βουλευτών<br />
από κομματικές λίστες και της διεύρυνσης του αριθμού των βουλευτών επικρατείας,<br />
είναι ορθολογικά αυταρχικές, χωρίς ιδιαίτερη ευαισθησία στις προτιμήσεις<br />
των επιμέρους μειοψηφιών, και μάλλον επιρρεπείς στη διαφθορά. 47<br />
Έχει σημασία ότι η ολοκλήρωση της ταύτισης της νομοθετικής και εκτελεστικής<br />
εξουσίας τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γαλλία, συντελέστηκε όταν<br />
προέκυψαν προβλήματα στη συνεργασία πόλων εξουσίας που στην αρχή ήταν<br />
διαχωρισμένοι σε κάποιο βαθμό, και με πρωτοβουλία του νομοθετικού σώματος<br />
αφαιρέθηκε η δυνατότητα του άλλου πόλου εξουσίας να ελέγχει την, ενοποιημένη<br />
πλέον, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Και στις δύο περιπτώσεις<br />
λοιπόν, οι αρχικές άμυνες του συστήματος ήταν ανεπαρκείς, οι κατά<br />
Madison φιλοδοξίες της μίας εξουσίας δεν βρήκαν απέναντι τους αντίθετες φιλοδοξίες<br />
με ισχύ ικανή να αποκρούσουν την επιβουλή, και η διασταύρωση των<br />
εξουσιών ακολούθησε φυσιολογικά ή, όπως λέει χαρακτηριστικά ο de<br />
Montesquieu, «όλα χάθηκαν».<br />
Συμπέρασμα<br />
Στο κεφάλαιο αυτό υποστηρίχθηκε ότι ο σχεδιασμός του συντάγματος μιας<br />
χώρας δεν επηρεάζει μόνο το βαθμό στον οποίο οι αποφάσεις που λαμβάνονται<br />
σε μια δημοκρατία, κυρίως νομοθετικές, εκτελεστικές αλλά και δικαστικές,<br />
ικανοποιούν τις δίκαιες προτιμήσεις του μεγαλύτερου μέρους των ψηφοφόρων.<br />
Υποστηρίχθηκε επιπλέον ότι τα χαρακτηριστικά ενός συντάγματος που<br />
ενθαρρύνει τη λήψη αποφάσεων που δεν σταθμίζουν επαρκώς τις προτιμήσεις<br />
του μεγαλύτερου μέρους των ψηφοφόρων αυξάνουν τα κίνητρα για τον καθένα<br />
47 Παρά την ισχύ της, οι πολιτικές επιλογές μιας τέτοιας κυβέρνησης απέχουν με βεβαιότητα<br />
από τις βέλτιστες για την κοινωνία επιλογές. Για τη σχετική επιχειρηματολογία<br />
βλέπε Josep M. Colomer, «Policy making in divided government: A pivotal actors<br />
model with party discipline», Public Choice, Vol. 125 Νο 3, 2005.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 280<br />
280 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />
από αυτούς να αναζητήσουν εξωθεσμική διακριτή μεταχείριση, την οποία αποκαλούμε<br />
διαφθορά, και την ίδια στιγμή οδηγούν στην αδυναμία του πολιτικού<br />
συστήματος να αποτρέψει και να καταστείλει αυτές τις συμπεριφορές. Ο σχεδιασμός<br />
τέτοιων συνταγμάτων που ενθαρρύνουν τη διαφθορά είναι με τη σειρά<br />
του αποτέλεσμα της προσπάθειας να σχεδιαστούν συντάγματα τα οποία θα<br />
οδηγούν στην ανάδειξη ισχυρών, αλλά κατά βάση όχι δημοκρατικών, κυβερνήσεων,<br />
καθώς ο σχεδιασμός ενός συστήματος που μπορεί ταυτόχρονα να προκρίνει<br />
τις επιλογές της πλειοψηφίας, να προστατεύει επαρκώς τις μειοψηφίες<br />
και τελικά να είναι σε θέση να κυβερνήσει απαιτεί πιο προσεκτικό σχεδιασμό<br />
τόσο στις βασικές του παραμέτρους όσο και στις λεπτομέρειες.<br />
Η σύγκριση με τα συντάγματα άλλων χωρών αναδεικνύει ότι το ελληνικό<br />
σύνταγμα σήμερα εισάγει μια απόλυτη ταύτιση της εκτελεστικής με τη νομοθετική<br />
εξουσία. Αυτή η ταύτιση έχει περιγραφεί ως επικίνδυνη, ενώ το παρόν κείμενο<br />
τη σχετίζει επιπλέον με την αδυναμία των κυβερνήσεων να εξυπηρετήσουν<br />
με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνία και να αντιμετωπίσουν τη διαδεδομένη<br />
διαφθορά που επικρατεί στη χώρα μας.<br />
Από την ανάλυση προκύπτει ότι μια αναθεώρηση με στόχο να εισάγει στο<br />
ελληνικό σύνταγμα ικανές «ισορροπίες και αντίβαρα» 48 θα πρέπει να βασίζεται<br />
σε χωριστές εντολές για την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Η ισχύς<br />
της εκτελεστικής εξουσίας θα πρέπει να εξασφαλίζεται από την υιοθέτηση<br />
ενός εκλογικού μηχανισμού που προκρίνει πάντα ένα νικητή στις εκλογές, ενώ<br />
η εκπροσώπηση των μειοψηφιών θα εξασφαλίζεται μέσω της αναλογικής σύνθεσης<br />
του νομοθετικού σώματος. Το σύστημα αυτό για να καταστεί αποτελεσματικό<br />
θα πρέπει, πέρα από τη βέβαια ανάδειξη εκτελεστικής εξουσίας, να<br />
εξασφαλίζει και τη λήψη αποφάσεων στην παραγωγή νομοθετικού έργου, η<br />
οποία λόγω της αναλογικότητας της εκπροσώπησης των διάφορων κομμάτων<br />
θα είναι περισσότερο επιρρεπής σε εκβιασμούς από μικρές μειοψηφίες. Η<br />
αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι προπόθεση για να εξασφαλιστεί η<br />
ικανότητα του συστήματος να κυβερνά, και εξαρτάται από τις λεπτομέρειες του<br />
σχεδιασμού του συστήματος. Ο σχεδιασμός του νέου συντάγματος πρέπει σε<br />
κάθε περίπτωση να αντικαθιστά την απαίτηση της κυβέρνησης να αποκτά τη<br />
ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής με την ικανότητα του νομοθετικού σώματος να<br />
αποπέμπει, με πλειοψηφία τουλάχιστον 2/3, μέλη της εκτελεστικής εξουσίας<br />
και να εισάγει την ικανότητα της εκτελεστικής εξουσίας να αναπέμπει νομοσχέδια.<br />
Στην περίπτωση αυτή είναι σημαντικό το νομοθετικό σώμα να πρέπει<br />
να επιβάλλει το νομοσχέδιο μετά την άρνηση αυτή, αλλά μόνο με μια αυξημένη<br />
πλειοψηφία.<br />
48 Μάνος, οπ.π.
Πρόσφατα, οι γνωστές εταιρείες διαδικτυακών υπηρεσιών Google, Yahoo<br />
και Microsoft σε συνεργασία με διεθνείς οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων<br />
δικαιωμάτων ανακοίνωσαν τη συνεργασία τους για την αντιμετώπιση περιπτώσεων<br />
παραβίασης των προσωπικών δεδομένων των χρηστών τους από<br />
κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας. Αντικείμενο της συνεργασίας είναι η διαμόρφωση<br />
ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου που θα δεσμεύει τη λειτουργία τους σε<br />
χώρες που παραβιάζονται συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η συμφωνία<br />
προβλέπει τον περιορισμό των στοιχείων που καλούνται να αποκαλύπτουν<br />
οι εταιρείες σε εθνικές ρυθμιστικές αρχές, καθώς και τη δημιουργία συγκεκριμένων<br />
δομών και διαδικασιών παρακολούθησης και επίβλεψης της συμμόρφωσης<br />
των επιμέρους πρακτικών κάθε εταιρείας με τους παραπάνω στόχους. 1 Η<br />
περίπτωση αυτή είναι ενδεικτική μια νέας πραγματικότητας στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο<br />
περιβάλλον. Ανεξάρτητα από τα επιχειρηματικά κίνητρα<br />
μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, ιδιωτικοί φορείς σε συνεργασία με μη κυβερνητικές<br />
οργανώσεις επιδιώκουν συχνά την ανάληψη δημόσιων λειτουργιών με<br />
σκοπό την αναπλήρωση της αδυναμίας των εθνικών διοικήσεων να διαμορφώσουν<br />
ένα αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο σε διεθνές ή εθνικό επίπεδο. Μη<br />
κυβερνητικές οργανώσεις, επιχειρήσεις και οι αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις<br />
εμφανίζονται πλέον όχι μόνο ως φορείς επηρεασμού των δημόσιων πολιτικών<br />
μέσω παραδοσιακών μορφών άσκησης πίεσης, αλλά ως ισότιμοι εταίkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 281<br />
14<br />
Το αίτημα για ισχυρό κράτος<br />
Eπιστροφή στην ιεραρχία;<br />
Χαράλαμπος Κουταλάκης<br />
Εισαγωγή<br />
1 Βλέπε news. yahoo.com, 20/10/2008.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 282<br />
282 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΤΑΛΑΚΗΣ<br />
ροι του κράτους, είτε μέσω συμμετοχικών διαδικασιών διαβούλευσης και συναπόφασης,<br />
είτε μονομερώς μέσα από αυτορρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Από τη<br />
διεθνή αναπτυξιακή συνεργασία, τη ρύθμιση των αγορών προόντων και υπηρεσιών,<br />
την έρευνα και την τεχνολογία, τις πολιτικές για την οικονομική και<br />
κοινωνική ανάπτυξη και το περιβάλλον, μη κυβερνητικοί φορείς συμμετέχουν<br />
πλέον ακόμη και σε πολιτικές που μέχρι πρόσφατα το κράτος διατηρούσε το<br />
μονοπώλιο παρέμβασης μέσω της δημόσιας διοίκησης ή διακρατικών μορφών<br />
συνεργασίας.<br />
Η ανάληψη οιονεί δημόσιων λειτουργιών από ιδιωτικούς φορείς αντιμετωπίζεται<br />
συνήθως με έντονο σκεπτικισμό. Η αυτορρύθμιση, δηλαδή η διαμόρφωση<br />
από ιδιωτικούς φορείς, χωρίς κρατική παρέμβαση, ενός κανονιστικού<br />
πλαισίου που επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα το δημόσιο συμφέρον, θέτει επιτακτικά<br />
το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης και λογοδοσίας των αποφάσεων.<br />
Στο μέτρο που το αντικείμενο της αυτορρύθμισης υπερβαίνει την παραδοσιακή<br />
της λειτουργία που είναι η διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ ιδιωτικών<br />
φορέων αλλά ρυθμίζει και τις αρνητικές εξωτερικότητες που προκύπτουν από<br />
τη δράση τους (ενδεχόμενη παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, περιβαλλοντική<br />
επιβάρυνση, συνθήκες και όροι εργασίας) οδηγεί στη σχετικοποίηση της<br />
έννοιας του δημόσιου συμφέροντος και της δυνατότητας των κυβερνήσεων να<br />
διαμορφώσουν αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές. Αντιθέτως, η φιλελεύθερη<br />
παράδοση αντιμετωπίζει την αυτορρύθμιση ως έκφραση συνταγματικά<br />
κατοχυρωμένων δικαιωμάτων συλλογικής αυτονομίας και ως πανάκεια στην<br />
εγγενή αδυναμία των υπαρχουσών μορφών περιφερειακής συνεργασίας να<br />
αντιμετωπίσουν παγκόσμιες προκλήσεις που υπερβαίνουν τα όρια ρυθμιστικής<br />
τους επιρροής.<br />
Οι δύο αυτές εκδοχές επισκιάζουν όμως θεμελιώδη ζητήματα για την κατανόηση<br />
της δυναμικής του φαινομένου. Η συστηματική ένταξη μη κυβερνητικών<br />
φορέων στις διαδικασίες διαμόρφωσης δημόσιων πολιτικών δεν αποτελεί νέο<br />
φαινόμενο που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Στη συντριπτική<br />
πλειονότητα των περιπτώσεων δεν αποτελεί, ούτε πρωτοβουλία των συμβαλλόμενων,<br />
ούτε και ιδιαίτερη εκδήλωση της ηγεμονικής τους θέσης σε εθνικό<br />
ή διεθνές επίπεδο. Αντιθέτως, είναι το ίδιο το κράτος που μεταβιβάζει σημαντικές<br />
ρυθμιστικές λειτουργίες σε μη κρατικούς φορείς, όχι ως ιδεολογική επιλογή,<br />
αλλά ως στρατηγική ενδυνάμωσης της ρυθμιστικής του ικανότητας ιδιαίτερα σε<br />
τομείς πολιτικής που χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα. 2<br />
2 R. Mayntz, «Politische Steuerung: Aufstieg, Niedergang und Transformation einer<br />
Theorie», σε K. von Beyme, C. Offe (επίμ.), Politische Theorien in der Ära der<br />
Transformation. PVS Sonderheft 26, Opladen, Westdeutscher Verlag, 1995, σελ. 148-168.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 283<br />
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΟ ΚΡΑΤΟΣ 283<br />
Οι μη ιεραρχικές μορφές ρύθμισης αποτελούν λοιπόν μια σύγχρονη πραγματικότητα<br />
στη λειτουργία των σύγχρονων κρατών που δεν μπορεί ούτε να παραγνωρισθεί,<br />
ούτε να αντιμετωπισθεί αφοριστικά, όπως γίνεται το τελευταίο διάστημα<br />
με αφορμή την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που διανύουμε.<br />
Εντούτοις, τόσο το εύρος της ρυθμιστικής ύλης που μεταβιβάζεται από το κράτος<br />
σε μη κρατικούς φορείς, όσο και οι μηχανισμοί ελέγχου της αυτορρυθμιστικής<br />
λειτουργίας των ιδιωτικών φορέων, αποτελούν βασικές θεσμικές επιλογές<br />
και προκλήσεις για μια σύγχρονη προοδευτική διακυβέρνηση. Ποιες θεσμικές<br />
εγγυήσεις μπορούν να εξασφαλίσουν την σύνδεση των αποτελεσμάτων της αυτορρυθμιστικής<br />
λειτουργίας ιδιωτικών φορέων με τις δημοκρατικές προτιμήσεις<br />
των πολιτών, τη λογοδοσία και το δημόσιο έλεγχο;<br />
Κράτος και νέες μορφές (λειτουργικής) διακυβέρνησης<br />
Η ανάληψη οιονεί δημόσιων λειτουργιών από ιδιωτικούς φορείς δεν αποτελεί<br />
νέο φαινόμενο. Μη κυβερνητικοί φορείς συμμετέχουν ενεργά σε πληθώρα<br />
διαδικασιών συνδιαμόρφωσης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τη δράση<br />
τους, αναλαμβάνοντας την παρακολούθηση της συμμόρφωσης τω μελών τους<br />
μέσω διαδικασιών και πρακτικών που συχνά παραπέμπουν σε κορπορατιστικές<br />
μορφές συντονισμού της κοινωνικής δράσης. 3 Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά<br />
από την κορπορατιστική παράδοση είναι ότι η πρόσβαση κοινωνικών και<br />
οικονομικών φορέων στις διαδικασίες διαμόρφωσης των πολιτικών σε διεθνές<br />
επίπεδο δεν έχει ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά, αλλά είναι έντονα πλουραλιστική.<br />
Είναι δε κατακερματισμένη σε μεγάλο αριθμό τομεακών και υποτομεακών<br />
πολιτικών που διέπονται από διαφορετικές ρυθμιστικές λογικές και μορφές<br />
εκπροσώπησης. Οι μορφές συντονισμού που προκύπτουν δεν παρουσιάζουν<br />
σταθερότητα στο χρόνο αλλά μετασχηματίζονται με τρόπο που αντικατοπτρίζει<br />
τη συγκυριακή κατανομή των αναγκαίων πόρων μεταξύ των συμμετεχόντων.<br />
4 Εμφανίζονται δε συχνά ως εναλλακτικές επιλογές ρύθμισης σε συγκε-<br />
3 W. Streeck, P. Schmitter, «Community, Market, State - and Associations? The<br />
Prospective Contribution of Interest Governance to Social Order», σε W. Streeck, P.<br />
Schmitter (επίμ.), Private Interest Government. Beyond Market and State, London, Sage,<br />
1984, σελ. 1-29, G. Lehmbruch, «Der Beitrag der Korporatismusforschung zur Entwic -<br />
klung der Steuerungstheorie», Politische Vierteljahresschrift, Vol. 37 No 4, 1996, σελ. 735-<br />
51.<br />
4 W. W. Powell, «Neither Market Nor Hierarchy: Network Forms of Organization»,<br />
Research in Organizational Behavior, Vol. 12, 1990, σελ. 295-336.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 284<br />
284 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΤΑΛΑΚΗΣ<br />
κριμένους τομείς πολιτικής που χαρακτηρίζονται από έντονο τεχνοκρατικό χαρακτήρα,<br />
και αβεβαιότητα ως προς την διαχείριση του ρίσκου.<br />
Κλασσικά παραδείγματα τέτοιων ρυθμιστικών πολιτικών είναι ο καθορισμός<br />
προδιαγραφών προόντων, η έγκριση φαρμακευτικών σκευασμάτων ή γενετικά<br />
μεταλλαγμένων προόντων. Στις περιπτώσεις αυτές η εξάρτηση των ρυθμιστικών<br />
αρχών από γνωστικούς, οικονομικούς, τεχνοκρατικούς ή άλλης μορφής<br />
υλικούς ή άυλους πόρους ιδιωτικών φορέων είναι έντονη και καθιστά την<br />
κλασσική ρύθμιση μέσω της νομοθετικής οδού αναποτελεσματική. Η συστηματική<br />
ένταξη των φορέων αυτών στις διαδικασίες διαμόρφωσης των δημόσιων<br />
πολιτικών αποτελεί στρατηγική η οποία ενδυναμώνει τη ρυθμιστική ικανότητα<br />
του κράτους.<br />
Η θεσμοποίηση δομών και διαδικασιών που επιτρέπουν τη συστηματική<br />
ένταξη των ρυθμιζόμενων στη διαδικασία καθορισμού του κανονιστικού πλαισίου<br />
στο οποίο καλούνται να συμμορφωθούν, μειώνει το κόστος της παρακολούθησης<br />
της συμμόρφωσης από το κράτος και αυξάνει την κοινωνική και τεχνοκρατική<br />
αποδοχή των δημόσιων πολιτικών. Όμως, τόσο η ικανότητα όσο<br />
και η θέληση ιδιωτικών φορέων να συνδράμουν πολύτιμους πόρους στην αντιμετώπιση<br />
δημόσιων προβλημάτων δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι δυνατότητες<br />
άμεσου επηρεασμού του περιεχομένου των ρυθμίσεων που παρέχονται<br />
στους ενδιαφερόμενους ιδιωτικούς φορείς αξιολογούνται στη βάση επιχειρηματικών<br />
στρατηγικών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των συνθηκών ανταγωνιστικότητας<br />
κάθε κλάδου της οικονομίας. Πολλές φορές η συμμετοχή στις διαδικασίες<br />
λήψης αποφάσεων αλλά και παρακολούθησης της εφαρμογής τους<br />
επιφέρει σημαντικό κόστος στη λειτουργία μιας επιχείρησης. Η συμμετοχή επιχειρήσεων<br />
σε ρυθμιστικά δίκτυα πολιτικής προποθέτει την ανταλλαγή πληροφοριών<br />
με ανταγωνιστές σχετικά με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε επιχείρησης<br />
ως προς τις διαδικασίες παραγωγής και τις προδιαγραφές των προόντων<br />
τους. Τα αντικίνητρα αυτά είναι σημαντικά στο βαθμό που η συμμετοχή<br />
δεν εξασφαλίζει και ανάλογες δυνατότητες επηρεασμού των πολιτικών, ιδιαίτερα<br />
σε περιπτώσεις που το κράτος διατηρεί το δικαίωμα αρνησικυρίας στις<br />
αποφάσεις.<br />
Η ικανότητα του κράτους να θεσμοθετήσει προτρεπτικά κίνητρα για την<br />
εξασφάλιση της συμμετοχής μη κρατικών φορέων στη διαδικασία λήψης των<br />
αποφάσεων είναι λοιπόν αποφασιστικής σημασίας για την εξασφάλιση των πόρων<br />
που απαιτούνται για την αποτελεσματική ρύθμιση. Το βασικότερο προτρεπτικό<br />
κίνητρο είναι η ίδια η ιεραρχική λειτουργία του κράτους. Ιδιωτικά συμφέροντα<br />
και κοινωνικοί φορείς αναλαμβάνουν όχι μόνο την υλοποίηση των<br />
συμφωνηθέντων αλλά και την παρακολούθηση και επιβολή της συμμόρφωσης<br />
με στόχο την αποφυγή δυσμενέστερων συνεπειών που επιφέρει η μονομερής<br />
προσφυγή του κράτους σε ιεραρχικά (νομικά) μέσα επιβολής τα οποία επιφέ-
ρουν συχνά δυσμενέστερο κόστος στα μέρη (σκιά ιεραρχίας). 5 Η ουδετερότητα<br />
των θεσμών και διαδικασιών λήψης απόφασης από πολιτικές λογικές και η<br />
απεξάρτησή της από τον εκλογικό κύκλο αποτελεί εξίσου ισχυρό προτρεπτικό<br />
κίνητρο και βασική εγγύηση σταθερότητας και συνέχειας στη λήψη ζωτικών<br />
ρυθμιστικών αποφάσεων. 6 Παράλληλα, η εισαγωγή μη πλειοψηφικών διαδικασιών<br />
λήψης των αποφάσεων προτάσσεται ως στρατηγική αποφυγής του παραπάνω<br />
κινδύνου μέσα από διαδικασίες που προωθούν, όχι τη διαπραγμάτευση,<br />
αλλά την πειθώ στη βάση τεκμηριωμένων επιχειρημάτων που οδηγούν στη αναπροσαρμογή<br />
των αρχικών προτιμήσεων των συμμετεχόντων. Η εισαγωγή μη<br />
πλειοψηφικών κανόνων λήψης αποφάσεων οδηγεί στη σταδιακή διαμόρφωση<br />
μιας συνεργατικής αντίληψης που ευνοεί τον επιμερισμό του κόστους υλοποίησης<br />
των πολιτικών και τη δημιουργία προσδοκιών για μελλοντικά κέρδη μεταξύ<br />
των εμπλεκόμενων φορέων. 7<br />
Η συστηματική λοιπόν ένταξη των μη κρατικών φορέων στην πολιτική διαδικασία<br />
προβάλλεται ως αποτέλεσμα δύο βασικών θεσμικών χαρακτηριστικών<br />
του κράτους που εν πολλοίς χαρακτηρίζουν και το βαθμό ισχύος του. Πρώτον,<br />
από την ικανότητα ανάληψης αυτόνομης δράσης από το κράτος μέσω της προσφυγής<br />
σε ιεραρχικά μέσα εξαναγκασμού. Δεύτερον, από την ικανότητα διείσδυσης<br />
του κράτους στην κοινωνία και άντλησης πόρων μέσω της θεσμοποίησης<br />
μη ιεραρχικών συμμετοχικών θεσμών. Το κράτος λοιπόν από primus solus στη<br />
διαδικασία διαμόρφωσης των πολιτικών μεταβάλλεται σε primus inter pares<br />
απεμπολώντας, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο, τη δυνατότητα μονομερούς<br />
προσφυγής σε μέσα εξαναγκασμού, ώστε να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης<br />
και συνεργατικό κλίμα στις σχέσεις του με τους φορείς που διαθέτουν τους<br />
κρίσιμους πόρους εκείνους πόρους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση δημόσιων<br />
προβλημάτων. Το συγκεκριμένο μίγμα προτρεπτικών και αποτρεπτικών<br />
κινήτρων διαφέρουν ανάλογα με το πρόβλημα, αλλά και είδος των πόρων<br />
που απαιτούνται για την αποτελεσματική επίλυση του. Το ίδιο και η μορφολογία<br />
των θεσμών που προκύπτουν.<br />
Η ενδυνάμωση της δημοκρατικής νομιμοποίησης των εισροών και των<br />
εκροών της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ευνοείται μέσω της εισαγωγής θεkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 285<br />
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΟ ΚΡΑΤΟΣ 285<br />
5 A. Heritier, D. Lehmkuhl, «The Shadow of Hierarchy and New Modes of<br />
Governance: Sectoral Governance and Democratic Government», Journal of Public<br />
Policy, Special Issue, Vol. 28, σελ. 1-17.<br />
6 Μεταξύ άλλων βλέπε στο D. Epstein and S. O’Halloran, Delegating Powers: A<br />
Transaction Cost Politics Approach to Policy Making under Separate Powers,<br />
Cambridge University Press, Cambridge, 2000.<br />
7 T. Risse, «Global Governance and Communicative Action», Government and<br />
Opposition, Vol. 39 No 2, 2004, σελ. 288-313.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 286<br />
286 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΤΑΛΑΚΗΣ<br />
σμών διαβούλευσης και δημοψηφισμάτων. Αυτά αποτελούν συγκριτικά τις πιο<br />
ασθενείς μορφές ιδιωτικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων,<br />
ιδιαίτερα όταν τα αποτελέσματά τους δεν είναι δεσμευτικά για τις τελικές<br />
κυβερνητικές επιλογές. Κλασσικά παραδείγματα είναι ο εθνικός διάλογος<br />
για την παιδεία στον οποίο η συμμετοχή κοινωνικών φορέων είναι ευρεία αλλά<br />
δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα για τις κυβερνητικές επιλογές.<br />
Η ισότιμη συμμετοχή κρατικών και μη κρατικών φορέων σε συμμετοχικά δίκτυα<br />
πολιτικής με σκοπό τη λήψη ρυθμιστικών αποφάσεων προσδίδει σαφώς<br />
μεγαλύτερο βαθμό ισχύος σε ιδιωτικούς φορείς. Οι φορείς διαχείρισης προστατευόμενων<br />
περιοχών που εντάσσονται στο δίκτυο «Φύση 2000», όπου έχουν<br />
λειτουργήσει, αποτελούν κλασσικό παράδειγμα συρρύθμισης. Οι δομές αυτές<br />
διαμορφώνουν μέρος του κανονιστικού πλαισίου που διέπουν την προστασία<br />
των περιοχών αυτών μέσω της εξειδίκευσης διαχειριστικών σχεδίων.<br />
Σε περιπτώσεις όπου βασική επιδίωξη του κράτους είναι η ενδυνάμωση των<br />
τεχνοκρατικών εισροών της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων, ο βαθμός αυτονομίας<br />
των ιδιωτικών φορέων αυξάνεται. Η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε<br />
ρυθμιστικές αρχές που διοικούνται από δομές στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα<br />
κρατικοί και μη κρατικοί φορείς είναι η ποιο παγιωμένη πρακτική ρύθμισης.<br />
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ευρωπακός Οργανισμός Τροφίμων ο<br />
οποίος λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις για την διαχείριση του ρίσκου από γενετικά<br />
μεταλλαγμένους οργανισμούς, αλλά και επικίνδυνες διατροφικές ουσίες.<br />
Ο βαθμός αυτονομίας των ιδιωτικών φορέων διευρύνεται ακόμα περισσότερο<br />
μέσω της μεταβίβασης ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων σε ιδιωτικούς οργανισμούς,<br />
χωρίς τη συμμετοχή δημόσιων φορέων στη διοίκησή τους. Κλασσικά παραδείγματα<br />
αποτελούν η πιστοποίηση προδιαγραφών προόντων από ιδιωτικά<br />
συστήματα σήμανσης και ελέγχου ή η αναγνώριση ευρεσιτεχνιών από τον αντίστοιχο<br />
Ευρωπακό Οργανισμό Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patent<br />
Office). Το ίδιο ισχύει και για τις εθελούσιες συμφωνίες οι οποίες προβλέπουν<br />
την αυτοδέσμευση των εταιρειών ενός κλάδου της οικονομίας για την επίτευξη<br />
συγκεκριμένων αποτελεσμάτων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο κρατικής<br />
ρύθμισης. Τα συστήματα ανακύκλωσης απορριμμάτων σε πολλές χώρες της ΕΕ<br />
οργανώνονται στη βάση ιδιωτικών πολυμετοχικών σχημάτων που δεσμεύονται<br />
στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Το βασικό κίνητρο ανάληψης του επιχειρηματικού<br />
αυτού ρίσκου από τον ιδιωτικό τομέα είναι η αποφυγή θεσμοθέτησης<br />
από το κράτος δυσμενέστερων ρυθμίσεων σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν<br />
οι στόχοι αυτοί. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις το κράτος αναλαμβάνει μέρους<br />
του ρίσκου αυτού μέσω της συμβολικής αναγνώρισης με νόμο των αποτελεσμάτων<br />
της αυτορρυθμιστικής λειτουργίας ιδιωτικών φορέων. Η κίνηση αυτή<br />
συμβάλει στη μείωση των κινήτρων παραβατικής συμπεριφοράς των συμμετε-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 287<br />
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΟ ΚΡΑΤΟΣ 287<br />
χόντων. Τέλος η αυτορρύθμιση στην αμιγή της μορφή, χωρίς δηλαδή καμία<br />
μορφή άμεσης ή έμμεσης κρατικής παρέμβασης αφορά κυρίως ρυθμίσεις στο<br />
πλαίσιο της οικονομικής λειτουργίας ιδιωτικών φορέων, οι οποίες καλύπτουν<br />
τις αρνητικές εξωτερικοτήτες της δράσης τους. Η αυτοδέσμευση μεγάλων πολυεθνικών<br />
εταιρειών να ελέγχουν τη συμμόρφωση των προμηθευτών τους με<br />
την περιβαλλοντική νομοθεσία ή τη νομοθεσία για την ασφάλεια και την υγιεινή<br />
στους χώρους εργασίας αποτελούν κλασσικές περιπτώσεις αυτορρύθμισης<br />
που δεν έχει όμως προκύψει ως αποτέλεσμα μεταβίβασης σχετικών ρυθμιστικών<br />
αρμοδιοτήτων από το κράτος.<br />
Τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα αναδεικνύουν, ότι η μεταβίβαση ρυθμιστικών<br />
αρμοδιοτήτων από το κράτος σε μη κρατικούς φορείς προκύπτει κυρίως<br />
ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων λειτουργικών πιέσεων (έλλειψη πόρων) που<br />
αντιμετωπίζει το κράτος. Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής προτείνει ότι<br />
όσο μεγαλύτερη ισχύ έχουν οι λειτουργικές αυτές πιέσεις, τόσο μεγαλύτερο θα<br />
είναι το εύρος της ρυθμιστικής ύλης που μεταβιβάζεται σε μη κρατικούς φορείς.<br />
Η ασυμμετρία βασικών πόρων, όπως η πληροφόρηση και η τεχνογνωσία<br />
που προκύπτει οδηγεί σταδιακά στη διεύρυνση της αυτονομίας του εντολοδόχου<br />
λόγω της ουσιαστικής αδυναμίας του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά<br />
τη δράση του, αλλά και της εγγενούς τάσης του να διευρύνει τον ρυθμιστικό του<br />
ρόλο, ώστε να ισχυροποιήσει την πολιτική και την διοικητική του ισχύ. Μια<br />
μορφή λοιπόν κρατικής αδυναμίας ανάληψης αυτόνομης δράσης είναι αναγκαία<br />
συνθήκη για τη μετάβαση σε μη ιεραρχικές, συμμετοχικές μορφές διακυβέρνησης<br />
σε συγκεκριμένα ρυθμιστικά πεδία. Είναι όμως και ικανή να οδηγήσει<br />
από μόνη της στην σταδιακή απώλεια σημαντικού μέρους των κυριαρχικών<br />
λειτουργιών του κράτους που καθιστούν την αντιμετώπιση δημόσιων προβλημάτων<br />
με κλασσικά νομοθετικά μέσα αναποτελεσματική; Αν ναι είναι αντιστρέψιμη<br />
η κατάσταση στην κατεύθυνση μιας προοδευτικής διακυβέρνησης με<br />
σκοπό την διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος μέσα από θεσμούς δημοκρατικής<br />
λογοδοσίας και ελέγχου;<br />
Το σόφισμα του σωρού και η κρατική ισχύς<br />
Η συγκριτική μελέτη του τρόπου ανταπόκρισης των σύγχρονων κρατών σε<br />
κοινές προκλήσεις από το περιβάλλον τους αναδεικνύει ότι διαφορετικά πολιτικά<br />
συστήματα ανταποκρίνονται με τελείως διαφορετικό τρόπο σε παρόμοιας<br />
ισχύος λειτουργικές πιέσεις. Οι διαφοροποιήσεις αυτές δύσκολα θα μπορούσαν<br />
να ερμηνευτούν μέσω της ποσοτικής και ποιοτικής διαφοροποίησης της<br />
κρατικής ισχύος, δηλαδή, του συνόλου των υλικών και άυλων πόρων που εξασφαλίζουν<br />
την αυτονομία δράσης σε ένα κράτος.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 288<br />
288 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΤΑΛΑΚΗΣ<br />
Η αδυναμία του κράτους να ενεργοποιήσει με αξιοπιστία τα μέσα εξαναγκασμού<br />
που διαθέτει δημιουργεί ισχυρά αντικίνητρα συμμετοχής των μη κρατικών<br />
φορέων στη διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης πολιτικών. Με<br />
άλλα λόγια, ενώ η εξάρτηση του κράτους από πόρους μη κρατικών φορέων είναι<br />
αναγκαία συνθήκη για την θεσμοθέτηση συμμετοχικών δικτύων πολιτικής,<br />
εντούτοις δεν φαίνεται να είναι και ικανή για να τη μετάβαση σε μη ιεραρχικές<br />
μορφές συντονισμού της δράσης. Όπως απωτυπώνεται στο παρακάτω σχήμα,<br />
το κίνητρο συνεργασίας μη κρατικών φορέων με το κράτος αυξάνεται όσο αυξάνεται<br />
και η ικανότητα του κράτους να αναλάβει αυτόνομη δράση.<br />
Σχήμα 1. Κρατική ισχύς και κίνητρα συνεργασίας κρατικών και μη κρατικών φορέων<br />
Ισχυρό κράτος<br />
Κίνητρο<br />
συμμετοχής<br />
Μη κρατικοί<br />
φορείς<br />
Κρατικοί<br />
φορείς<br />
Αδύναμο κράτος<br />
Ισχυρό κράτος<br />
Αν όμως η δυνατότητα αυτή επαρκεί για την αποτελεσματική διαμόρφωση<br />
και υλοποίηση πολιτικών, οι κρατικοί φορείς δεν έχουν κανένα πλέον κίνητρο<br />
για τη θεσμοποίηση μη ιεραρχικών μορφών συντονισμού. Αντιθέτως αν η δυνατότητα<br />
αυτή είναι ανύπαρκτη, το κίνητρο των κρατικών φορέων για συνεργασία<br />
με μη κρατικούς φορείς μειώνεται λόγω της αδυναμίας του κράτους να<br />
ελέγξει τη δράση τους. Ανάλογα μειώνεται και το κίνητρο συμμετοχής των μη<br />
κρατικών φορέων, καθώς οι τελευταίοι δεν αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο δυσμενέστερων<br />
συνεπειών που επιφέρει η μονομερής προσφυγή του κράτους σε<br />
ιεραρχικά (νομικά) μέσα επιβολής. Κράτη που αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις<br />
των αναγκαίων εκείνων πόρων για αποτελεσματική ρύθμιση αποδεικνύονται<br />
συχνά ως τα λιγότερο δεκτικά σε εναλλακτικές μορφές ρύθμισης. Η παραπάνω<br />
σχέση θα μπορούσε να προσομοιαστεί με το γνωστό σόφισμα του σωρού.<br />
Δεν είναι δυνατόν να ορίσει κανείς ένα ανώτατο ή κατώτατο όριο πόρων, πάνω<br />
(ή κάτω) από το οποίο το κράτος θεωρείται ότι αδυνατεί να αναλάβει αυτόνομη<br />
δράση για τη ρύθμιση των δημόσιων προβλημάτων.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 289<br />
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΟ ΚΡΑΤΟΣ 289<br />
Η θεσμοποίηση μη ιεραρχικών μορφών διακυβέρνησης σε διαφορετικούς<br />
τομείς κρατικών ρυθμίσεων στην Ελλάδα αναδεικνύει το εξής παράδοξο: η ελληνική<br />
διοίκηση σπάνια προσφεύγει στην συστηματική συνεργασία με μη κρατικούς<br />
φορείς με σκοπό την αναπλήρωση των ασθενών αυτών πόρων. Οι σποραδικές<br />
μορφές διαβουλευτικών κυρίως πρωτοβουλιών χαρακτηρίζονται από<br />
χαμηλό βαθμό θεσμοποίησης. Πόσο μάλλον η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων υλοποίησης<br />
πολιτικών σε συμμετοχικά δίκτυα πολιτικής, πρακτική παγιωμένη σε<br />
άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, αλλά εν πολλοίς άγνωστη στη χώρα μας. Ωστόσο, η<br />
αδυναμία διαμόρφωσης και υλοποίησης αποτελεσματικών πολιτικών παρεμβάσεων<br />
είναι έκδηλη. Βάση των στατιστικών στοιχείων, η ελληνική διοίκηση κατατάσσεται<br />
μεταξύ των πιο αδύναμων συγκριτικά με τα λοιπά κράτη μέλη της<br />
ΕΕ ως προς το επίπεδο παροχής δημόσιων υπηρεσιών στους πολίτες, την ποιότητα<br />
των ανθρώπινων πόρων και το βαθμό αυτονομίας της διοίκησης από πολιτικές<br />
πιέσεις, την πληρότητα και σαφήνεια του κανονιστικού πλαισίου και το<br />
βαθμό αξιοπιστίας στην υλοποίηση των περιβαλλοντικών πολιτικών. 8<br />
Από την ανάλυση ενός ικανού αριθμού περιπτώσεων αναδεικνύεται ότι οι<br />
βασικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες στην ανάληψη ουσιαστικών θεσμικών<br />
πρωτοβουλιών για τη διεύρυνση των συμμετοχικών δομών, διαδικασιών και<br />
πρακτικών στη χώρα μας σχετίζονται, όχι με την ικανότητα (ή μη) ανάληψης<br />
αυτόνομης δράσης από τη διοίκηση, αλλά κυρίως με παγιωμένες αντιλήψεις,<br />
νοοτροπίες, αξίες και πεποιθήσεις σχετικά με το ρόλο του κράτους και τα όρια<br />
μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Η συμμετοχή μη κυβερνητικών φορέων<br />
σε δημόσιες λειτουργίες αντιμετωπίζεται με μεγάλη δυσπιστία ως προς τα<br />
κίνητρα, αλλά κυρίως ως προς το ενδεχόμενο απώλειας του δημόσιου ελέγχου<br />
υπό το βάρος πελατειακών λογικών.<br />
Το οξύμωρο είναι ότι ενώ οι βασικοί αυτοί θεσμοί άρθρωσης και ολοκλήρωσης<br />
των δημοκρατικών προτιμήσεων και συμφερόντων της κοινωνίας, όπως<br />
τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα φαίνεται ότι αμφισβητούνται έντονα<br />
από τους πολίτες, ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών σε πολιτικούς θεσμούς,<br />
όπως το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, και η τοπική αυτοδιοίκηση διατηρείται σε<br />
υψηλά επίπεδα. Το ίδιο ισχύει και για παραδοσιακά μέσα κρατικής παρέμβασης,<br />
όπως ο νόμος. Ενώ η Ελλάδα συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά ελλειμματικής<br />
εφαρμογής των νόμων από τη διοίκηση, και παρά την πολυνομία που οδηγεί<br />
συχνά σε αναποτελεσματικότητα στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, η<br />
υιοθέτηση αυστηρότερων νομικών ρυθμίσεων αποτελεί για τους πολίτες το<br />
προσφιλέστερο μέσο αντιμετώπισης των δημοσίων προβλημάτων.<br />
8<br />
DEMSTAR, «Conceptualizing State Capacity», Research Report, No 6, 2002,<br />
Aarhus: http://www.demstar.dk/papers/ConceptualizingStateCapacity.pdf.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 290<br />
290 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΤΑΛΑΚΗΣ<br />
Το αίτημα για την ισχυροποίηση του κράτους μέσω της συγκρότησης μιας ορθολογικής,<br />
αποτελεσματικής διοίκησης στην βάση της αρχής της νομιμότητας<br />
παρουσιάζεται, λοιπόν, ως το βασικό αίτημα της κοινωνίας προς τους δημόσιους<br />
φορείς και τα πολιτικά κόμματα. Αιτήματα, όπως η αξιοκρατία, η ισότητα δικαιωμάτων,<br />
υποχρεώσεων και προσδοκιών των πολιτών απέναντι στο κράτος, αλλά<br />
και η αποτελεσματικότητα της διοίκησης έχουν εδώ και δεκαετίες ενταχθεί στη<br />
ρητορική των πολιτικών κομμάτων. Ωστόσο, η πραγμάτωση τους αποτελεί, δυστυχώς<br />
ακόμη, κεντρικό πολιτικό διακύβευμα. Είναι ενδεικτικό, ότι η εισαγωγή<br />
θεσμών που περιβάλλονται από υψηλό βαθμό λειτουργικής ανεξαρτησίας από<br />
κομματικές επιρροές, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, το ΑΣΕΠ, οι πανελλαδικές<br />
εξετάσεις εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, έχουν παγιωθεί σε πολύ<br />
σύντομο χρονικό διάστημα στη συνείδηση των πολιτών ως επιτυχείς μεταρρυθμιστικές<br />
πρωτοβουλίες. Έχουν δε λειτουργήσει λυτρωτικά για τα πολιτικά κόμματα<br />
και τους πολιτευτές τους, μειώνοντας τις πελατειακές πιέσεις από τους ψηφοφόρους,<br />
συντελώντας έτσι στη μεταβολή της παγιωμένης αντίληψης περί<br />
αδιαφάνειας και διαφθοράς στην πολιτική ζωή του τόπου.<br />
Οι παραπάνω διαπιστώσεις θέτουν επιτακτικά τα διλήμματα που αντιμετωπίζει<br />
μια σύγχρονη προοδευτική διακυβέρνηση στη χώρα μας. Ποιες θεσμικές<br />
παρεμβάσεις μπορούν να εμπεδώσουν το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης στη<br />
κοινωνία σχετικά με την αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και δημοκρατική<br />
νομιμοποίηση συμμετοχικών μορφών ρύθμισης που αναπληρώνουν την εγγενή<br />
αδυναμία του κράτους να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες προκλήσεις;<br />
Το ζήτημα αυτό δεν έχει απασχολήσει εκτενώς τη βιβλιογραφία. Η τελευταία<br />
επικεντρώνεται στην αναζήτηση των θεσμικών παραγόντων που εξασφαλίζουν<br />
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα στη διαμόρφωση,<br />
υλοποίηση, παρακολούθηση και έλεγχο των ρυθμιστικών πολιτικών. Είναι ενδεικτικό,<br />
ότι βασικοί θεσμοί άρθρωσης των δημοκρατικών προτιμήσεων, όπως<br />
τα πολιτικά κόμματα, αλλά και το κοινοβούλιο, σπάνια αναφέρονται ως παράγοντες<br />
στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Το «δημοκρατικό έλλειμμα» στη<br />
βιβλιογραφία εμφανίζεται συχνά ως μεθοδολογική επιλογή που σχετίζεται με<br />
την επιλογή περιπτώσεων μελέτης, όπου οι διαδικασίες διαμόρφωσης και υλοποίησης<br />
των πολιτικών χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης<br />
του κράτους από ιδιωτικούς φορείς. Δεν μπορεί, όμως, να αγνοηθεί από καμία<br />
σύγχρονη πρόταση διακυβέρνησης της χώρας με προοδευτική κατεύθυνση.<br />
Η αναζήτηση θεσμικών διεξόδων αναστροφής της εγγενούς τάσης στεγανοποίησης<br />
από το δημόσιο έλεγχο περιοχών πολιτικής με τεχνοκρατικό χαρακτήρα<br />
πρέπει να αναζητηθεί στην ενδυνάμωση της ελεγκτικής λειτουργίας του<br />
κοινοβουλίου. Η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών που προσδιορίζουν<br />
με σαφήνεια τα όρια αυτονομίας των ιδιωτικών φορέων, το εύρος της ρυθμιστικής<br />
ύλης που μεταβιβάζεται και τους μηχανισμούς λογοδοσίας και ελέγχου θα
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 291<br />
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΟ ΚΡΑΤΟΣ 291<br />
αμβλύνουν τις αρνητικές προσλαμβάνουσες της κοινωνίας και θα λειτουργήσουν<br />
ως ισχυρά προτρεπτικά κίνητρα για την ενεργοποίηση νέων μορφών συμμετοχικής<br />
διακυβέρνησης. Συγκεκριμένα:<br />
α) Η ανάληψη οιονεί δημόσιων λειτουργιών από μη κρατικούς φορείς, είτε<br />
στο πλαίσιο αυτορρύθμισης ή συρρύθμισης μέσω συμμετοχικών δικτύων θα<br />
πρέπει να έχει πάντα συγκεκριμένο νομοθετικό έρεισμα ως προς το αντικειμένου<br />
της ρύθμισης και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, καθώς και σαφείς προβλέψεις<br />
ότι σε περιπτώσεις αποτυχίας επίτευξης των στόχων το κράτος έχει<br />
υποχρέωση (όχι διακριτική ευχέρεια) ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας.<br />
β) Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης<br />
του κοινοβουλίου για τις προτάσεις τους. Το δε ρυθμιστικό αποτέλεσμα<br />
θα πρέπει να τίθεται υπό την έγκριση του κοινοβουλίου.<br />
γ) Οι όροι συμμετοχής μη κρατικών φορέων θα πρέπει να ρυθμίζονται με<br />
τρόπο που να εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση συλλογικών<br />
αντιπροσωπευτικών φορέων με σκοπό την αποφυγή της μονομερούς κυριαρχίας<br />
ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων στην διαδικασία. 9<br />
Συμπερασματικές παρατηρήσεις<br />
Η ενδυνάμωση της ρυθμιστικής ικανότητας του κράτους εμφανίζεται ως το<br />
κυρίαρχο αίτημα της κοινωνίας προς τα πολιτικά κόμματα και τη διοίκηση. Το<br />
αίτημα, όμως, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγεί στην εξιδανίκευση ή αναβίωση ξεπερασμένων<br />
πλέον κρατικιστικών λογικών, που οδήγησαν σε προφανείς στρεβλώσεις,<br />
τόσο στην οικονομική ανάπτυξη, όσο και στη λειτουργία των πολιτικών<br />
θεσμών. Στο σύγχρονο παγκοσιοποιημένο περιβάλλον βασικό συστατικό<br />
της ισχύος ενός σύγχρονου κράτους δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικά η δυνατότητα<br />
προσφυγής σε μονομερή μέσα εξαναγκασμού. Η πολυπλοκότητα των<br />
προβλημάτων απαιτούν τη δημιουργία σταθερών σχέσεων συνεργασίας του<br />
κράτους με μη κρατικούς φορείς που διαθέτουν τους απαραίτητους εκείνους<br />
πόρους για την αποτελεσματική ρύθμιση των δημόσιων προβλημάτων. Η λειτουργία<br />
αυτή απαιτεί διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν<br />
στο κράτος μια ιδιαίτερη μορφή ισχύος που είναι δύσκολο να αποτιμηθεί. Του<br />
παρέχει, όμως, τη δυνατότητα να διεισδύσει στην κοινωνία, να επεξεργαστεί<br />
συναινετικές λύσεις σε συγκρουσιακά προβλήματα και να προωθήσει θεσμούς<br />
συνεργασίας και εμπιστοσύνης στη σχέση του με την κοινωνία.<br />
9 Βλέπε επίσης Communication from the Commission, Action Plan «Simplifying and<br />
improving the regulatory environment», COM (2002) 278 τελικό.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 292
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 293<br />
15<br />
Δημόσια διαβούλευση, συμμετοχικότητα<br />
και διοικητική μεταρρύθμιση<br />
Στέλλα Λαδή<br />
Εισαγωγή<br />
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην αποτελεσματικότητα<br />
των κυβερνήσεων έχει σημάνει την αναζήτηση ενός νέου συμβολαίου<br />
μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνωμένων. Η ενδυνάμωση της κοινωνίας<br />
των πολιτών και η αύξηση της συμμετοχικότητας θεωρούνται πλέον μονόδρομος.<br />
Συγκεκριμένα, η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων<br />
και στην εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών μέσω μηχανισμών διαβούλευσης<br />
είναι τουλάχιστον στα σχέδια των περισσότερων αναπτυγμένων κρατών.<br />
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρείται διάχυση των διαδικασιών διαβούλευσης<br />
τόσο στις δυτικές κοινωνίες (π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς),<br />
όσο και στα πλαίσια διακρατικών και διεθνών οργανισμών (π.χ. ΟΟΣΑ, ΕΕ με<br />
COM, 2002/ 704).<br />
Στην Ελλάδα, η συζήτηση περί διαβούλευσης έχει αρχίσει να εντείνεται τα<br />
τελευταία χρόνια, αλλά οι πρακτικές είναι ακόμα περιορισμένες. Την παρούσα<br />
στιγμή, μια σημαντική ευκαιρία εδραίωσης του θεσμού της διαβούλευσης και<br />
στην Ελλάδα αποτελεί το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Διοικητικής Μεταρρύθμισης<br />
του Υπουργείου Εσωτερικών το οποίο προβλέπει «τη διοικητική και επιχειρησιακή<br />
ενίσχυση των δομών κοινωνικής διαβούλευσης». 1 Στην πράξη όμως η<br />
εδραίωση μηχανισμών δημόσιας συμμετοχής αποτελεί μια πρόκληση καθώς το<br />
ελληνικό διοικητικό μοντέλο είναι ιεραρχικό ενώ οι συμμετοχικές διαδικασίες<br />
είναι χαρακτηριστικό διοικητικών μοντέλων που οργανώνονται με βάση τα δί-<br />
1 http://www.gspa.gr/
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 294<br />
294 ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ<br />
κτυα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ουσιαστική καθιέρωση της δημόσιας<br />
συμμετοχής ως αναπόσπαστου στοιχείου του κύκλου της δημόσιας πολιτικής,<br />
στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με αλλαγή παραδείγματος για την Ελλάδα.<br />
Το κεφάλαιο αυτό χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος εισάγονται,<br />
οι έννοιες της χρηστής διακυβέρνησης και της διαβούλευσης έτσι ώστε να<br />
υπογραμμισθούν οι λόγοι για τους οποίους οι κυβερνήσεις στρέφονται προς<br />
την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια πολιτική. Στο δεύτερο<br />
μέρος συγκρίνονται το μοντέλο της ιεραρχίας με αυτό των δικτύων σε σχέση με<br />
τη συμμετοχικότητα. Στο τρίτο μέρος, η δημόσια συμμετοχή, οι τύποι και οι αρχές<br />
της ορίζονται και αναλύονται σε μεγαλύτερο βάθος. Το τέταρτο μέρος παρουσιάζει<br />
μερικά από τα σημαντικότερα παραδείγματα κατοχύρωσης της δημόσιας<br />
επικοινωνίας και της προώθησης του θεσμού της δημόσιας διαβούλευσης<br />
στην Ελλάδα, καταλήγοντας σε κάποια θεωρητικά και εμπειρικά συμπεράσματα<br />
και σε κάποιες προτάσεις πολιτικής.<br />
Διακυβέρνηση, διοικητική μεταρρύθμιση και δημόσια<br />
διαβούλευση<br />
Η έννοια της διακυβέρνησης έχει χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς<br />
τρόπους με αποτέλεσμα να είναι αρκετά ευρεία. Ο Cleveland που είναι ο<br />
πρώτος που χρησιμοποίησε την έννοια της διακυβέρνησης είπε χαρακτηριστικά<br />
για να τη διακρίνει από την κυβέρνηση: «Αυτό που θέλουν οι άνθρωποι<br />
είναι λιγότερη κυβέρνηση και περισσότερη διακυβέρνηση». 2 Οι βασικές παράμετροι<br />
της διακυβέρνησης σύμφωνα με τον Rhodes είναι:<br />
• το «Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ» (New Public Management),<br />
• η «χρηστή διακυβέρνηση» (good governance) (αποδοτικότητα, διαφάνεια,<br />
αξιοκρατία και ισοτιμία),<br />
• η διεθνής και η δια-τμηματική αλληλεξάρτηση,<br />
• η αύξηση της σημασίας των μη – κυβερνητικών μορφών διακυβέρνησης,<br />
• η νέα πολιτική οικονομία, που σπρώχνει το κράτος απλά στο να ρυθμίζει<br />
και όχι να παρέχει υπηρεσίες,<br />
• η ύπαρξη δικτύων πολιτικής. 3<br />
2 H. Cleveland, The Future Executive: A Guide for Tomorrow’s Managers, Harper &<br />
Row, New York, 1972.<br />
3 R. Rhodes, «Governance and Public Administration», σε J. Pierre (επιμ.), Debating<br />
Governance: Authority, Steering and Democracy, Oxford University Press, Oxford, 2000:<br />
54-90)
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 295<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ 295<br />
Όλες οι παραπάνω παράμετροι παραπέμπουν σε ένα πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό<br />
διοικητικό σύστημα που απομακρύνεται από τις αγκυλώσεις της<br />
κλασσικής δημόσιας διοίκησης. Στην πράξη, μεταρρυθμίσεις προς ένα σύστημα<br />
διακυβέρνησης παρατηρούμε καταρχάς στις Μ. Βρετανία, Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία<br />
και ΗΠΑ, όπου έμφαση δίνεται στις δημόσιες αγορές και στον ανταγωνισμό,<br />
στη συμμετοχική διοίκηση, στην ευελιξία και στην απορύθμιση. 4<br />
Όσον αφορά τη χρηστή διακυβέρνηση, η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ένας<br />
από τους οργανισμούς που έχουν ευρύτατα χρησιμοποιήσει την έννοια της χρηστής<br />
διακυβέρνησης. Σε κείμενο της υπογραμμίζει τρεις βασικές παραμέτρους<br />
της διακυβέρνησης: α) τον τύπο του πολιτικού καθεστώτος, β) το δημόσιο μάνατζμεντ<br />
των οικονομικών και κοινωνικών πόρων, και γ) την ικανότητα της κυβέρνησης<br />
να σχεδιάσει, να σχηματοποιήσει και να εφαρμόσει δημόσιες πολιτικές.<br />
5 Ο πρώην Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)<br />
σε ομιλία του περιγράφει τη χρηστή διακυβέρνηση ως μια επιρροή που ενισχύει<br />
το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του νόμου, την ενδυνάμωση<br />
της δημοκρατίας, την προώθηση της διαφάνειας και τη βελτίωση της ικανότητας<br />
της δημόσιας διοίκησης. 6 Τα τελευταία χρόνια η έννοια της χρηστής<br />
διακυβέρνησης έχει επεκταθεί και περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από πολυκομματικές<br />
εκλογές και ανεξάρτητη δικαστική και κοινοβουλευτική εξουσία.<br />
Το ενδιαφέρον έχει επεκταθεί σε περιοχές όπως: «η παγκόσμια προστασία<br />
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νόμοι που αποφεύγουν τις διακρίσεις, αποτελεσματικές,<br />
αμερόληπτες και ταχείες δικαστικές διαδικασίες, διαφάνεια των δημοσίων<br />
φορέων, λογοδοσία για τις πράξεις των στελεχών της δημόσιας διοίκησης,<br />
αποκέντρωση των πόρων και των αποφάσεων από την πρωτεύουσα στην<br />
περιφέρεια και εποικοδομητική συμμετοχή των πολιτών στις συζητήσεις περί<br />
δημοσίων πολιτικών και επιλογών». 7<br />
Η χρηστή διακυβέρνηση έχει επομένως εξελιχθεί σε έναν ελαστικό όρο, ο<br />
οποίος συνοψίζει και μεταφέρει ένα σύνολο μηνυμάτων της ίδιας λογικής. 8 Η<br />
μεγάλη αυτή ποσότητα στόχων που φιλοξενείται υπό τον όρο χρηστή διακυβέρνηση,<br />
οδήγησε στην εισαγωγή του όρου «αρκετά καλή διακυβέρνηση» (good<br />
4 B. Peters, The Future of Governing, University Press of Kansas, Lawrence, 2001.<br />
5 World Bank, Governance. The World Bank’s Experience, The World Bank,<br />
Washington DC, 1994.<br />
6 T. Weiss, «Governance, Good Governance and Global Governance: Conceptual<br />
and Actual Challenges», Third World Quarterly, Vol. 21 No. 5, 2000, σσ. 795-814.<br />
7 Weiss, oπ.π., σελ. 801.<br />
8 M. Doornbos, «“Good Governance”: The Rise and Decline of a Policy Metaphor?»,<br />
Journal of Development Studies, Vol. 37 No. 6, 2001, σελ. 93-108.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 296<br />
296 ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ<br />
enough governance) που θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν όλα<br />
τα κυβερνητικά ελλείμματα ταυτόχρονα και για αυτό πρέπει να τίθενται προτεραιότητες.<br />
Η επίτευξη χρηστής διακυβέρνησης είναι και θέμα χρόνου και επομένως<br />
οι ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας<br />
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. 9<br />
Η ανάμειξη των πολιτών κατά τις διαδικασίες σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών,<br />
όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα συζήτηση, είναι μέρος της χρηστής<br />
διακυβέρνησης και άρα πρέπει να είναι στόχος των κυβερνήσεων. Οι λόγοι<br />
που έχει αυξηθεί η πίεση για διαφάνεια και για συμμετοχή των πολιτών είναι η<br />
μείωση της συμμετοχής στις εκλογές, η μείωση των μελών των πολιτικών κομμάτων<br />
και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους κυβερνητικούς θεσμούς. Σύμφωνα με<br />
τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), καθώς οι<br />
κυβερνήσεις διευκολύνονται στο να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες,<br />
απόψεις και πιθανές λύσεις έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις<br />
προκλήσεις του σχεδιασμού πολιτικής σε συνθήκες αυξανόμενης πολυπλοκότητας,<br />
αλληλεξάρτησης των πολιτικών και χρονικών πιέσεων, η βελτίωση της<br />
ποιότητας των πολιτικών συνίσταται στα:<br />
• αντιμετώπιση των προκλήσεων της κοινωνίας της πληροφορίας,<br />
• ενσωμάτωση των απόψεων των πολιτών κατά τις διαδικασίες σχεδιασμού<br />
δημόσιας πολιτικής,<br />
• επίτευξη των στόχων της διαφάνειας και της λογοδοσίας, και<br />
• ενίσχυση της δημόσιας εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση. 10<br />
Ιεραρχίες, δίκτυα πολιτικής και δημόσια συμμετοχή<br />
Το ιεραρχικό μοντέλο καταρχάς χαρακτηρίζεται από σαφείς και αυστηρούς<br />
κανόνες δικαίου, οι οποίοι ορίζουν τις αρμοδιότητες της γραφειοκρατίας και<br />
τα ακριβή όρια της νομιμότητας του δημοσίου τομέα. Καθορίζεται, δηλαδή,<br />
ποιος είναι υπεύθυνος, σε ποια καθήκοντα και ποιες είναι οι διοικητικές διαδικασίες<br />
που πρέπει να ακολουθηθούν. Διευκρινίζονται τα βήματα των διαδικασιών<br />
και οι χρόνοι μέσα στους οποίους θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί. Ο λόγος<br />
για τον οποίο υπάρχει αυτή η αυστηρότητα είναι για να αποφεύγεται η κατάχρηση<br />
της δημόσιας εξουσίας και να είναι δυνατός ο έλεγχος των πράξεων<br />
9 M. Grindl, «Good Enough Governance Revisited», Development Policy Review Vol.<br />
25 No. 5, 2007, σελ. 553-574.<br />
10 OECD, Citizens as Partners: Information, Consultation and Public Participation in<br />
Policy Making, OECD, Paris, 2001, σελ. 19-26.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 297<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ 297<br />
και των παραλείψεων των δημοσίων λειτουργών. Ένα άλλο χαρακτηριστικό<br />
του μοντέλου αυτού είναι η διαφάνεια η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τις διοικητικές<br />
πράξεις έτσι ώστε ο πολίτης να μπορεί να πληροφορείται για οτιδήποτε<br />
τον απασχολεί και να μπορεί να καταθέτει τα παράπονα του εφόσον δεν είναι<br />
ικανοποιημένος. Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα υπό τη<br />
σκιά του δημοσίου συμφέροντος το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μιας συνεκτικής<br />
κοινωνίας όπου η εργασία στους δημόσιους οργανισμούς είναι λειτούργημα<br />
και ο απώτερος στόχος είναι η ικανοποίηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος.<br />
11<br />
Όσον αφορά στον έλεγχο του δημοσίου τομέα, το ιεραρχικό μοντέλο, δίνει<br />
έμφαση στην επιτήρηση (oversight). Δεδομένου ότι υπάρχει σαφής διάκριση<br />
των αρμοδιοτήτων των δημοσίων λειτουργών και ένα συγκεκριμένο πλαίσιο<br />
κανόνων που πρέπει να ακολουθηθεί, είναι δυνατός ο έλεγχος των πράξεων<br />
τους μέσω της αυστηρής επιτήρησης. Κατά συνέπεια, όταν παρουσιάζονται<br />
προβλήματα κακοδιοίκησης, η απάντηση του ιεραρχικού μοντέλου είναι ότι<br />
χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη διευκρίνιση των κανόνων, των ορίων και των<br />
αρμοδιοτήτων και ότι η επιτήρηση πρέπει να ενταθεί μέσω της δημιουργίας περισσότερων<br />
μορφών παρακολούθησης και ελέγχου, μέσω της ενίσχυσης των<br />
αρμοδιοτήτων των δικαστηρίων ή μέσω της αύξησης των προστίμων για παραβατική<br />
συμπεριφορά. 12<br />
Μια θεωρία που βρίσκεται στον αντίποδα του ιεραρχικού μοντέλου, είναι<br />
αυτή της ισότητας και των δικτύων πολιτικής. Η προσέγγιση των δικτύων πολιτικής<br />
εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ των φορέων πολιτικής, στις άτυπες διαστάσεις<br />
της δημιουργίας και άσκησης δημόσιας πολιτικής και στην εκμάθηση πολιτικής<br />
(policy learning), η οποία αναφέρεται στο πως οι οργανώσεις και τα<br />
κράτη μαθαίνουν το ένα από τις εμπειρίες και τα λάθη του άλλου. 13 Τα δίκτυα<br />
πολιτικής συνδέονται με την έννοια της διακυβέρνησης και της αυξημένης πολυπλοκότητας<br />
των διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης και πολιτικής.<br />
Υποστηρίζεται ότι το μάνατζμεντ των δημοσίων υπηρεσιών έτσι όπως προτείνεται<br />
από το ιεραρχικό μοντέλο, δεν αποτελεί λύση τους προβλήματος αλλά<br />
μέρος του. Η λύση είναι να βρεθούν τρόποι «διοίκησης χωρίς διοικητές»<br />
(managing without managers). Προτεινόμενες κατευθύνσεις είναι ο «κοινοτισμός»<br />
(communitarianism) και η συμμετοχική οργάνωση με τη μορφή αποκε-<br />
11 J. E. Lane, The Public Sector, Sage Publications, London, 2000, σελ. 194-197.<br />
12 Σ. Λαδή και Β. Νταλάκου, Εισαγωγή στη Δημόσια Διοίκηση και Δημόσια Πολιτική,<br />
Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, (υπό έκδοση, 2009)<br />
13 W. Parsons, Public Policy, Edward Elgar, Cheltenham and Lyme, 1995.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 298<br />
298 ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ<br />
ντρωμένων αυτοδιοικούμενων διοικητικών μονάδων. 14 Ο κοινοτισμός εμφανίστηκε<br />
ως αντίδοτο στον ατομικισμό και αντιπροτείνει τις αξίες της συμμετοχής,<br />
της αφοσίωσης στην κοινότητα και της πρόταξης των συλλογικών αγαθών του<br />
πολιτισμού και της παράδοσης της εκάστοτε κοινότητας. 15 Οι ρίζες του ανομοιογενούς<br />
αυτού κινήματος βρίσκονται στην Αθηνακή δημοκρατία, στους ουτοπιστές<br />
σοσιαλιστές όπως ο Robert Owen (1817) και ο Charles Fourier, 16 στη<br />
Μαρξιστική σκέψη, αλλά και στις προτάσεις του οικολογικού και φεμινιστικού<br />
κινήματος.<br />
Μια βασική διάσταση αυτού του παραδείγματος είναι ότι η μέγιστη άμεση<br />
υπευθυνότητα (Maximum Face-to-Face Accountability) σύμφωνα με την οποία<br />
ο έλεγχος που προέρχεται από το εξωτερικό μιας οργάνωσης, όπως για παράδειγμα<br />
ο έλεγχος των πολιτών προς τους δημόσιους λειτουργούς συντελείται<br />
μέσω του όσο πιο άμεσου καταλογισμού ευθυνών. Το εναρκτήριο σημείο είναι<br />
ότι η ευθύνη βρίσκεται σε όλη την κοινότητα και όχι μόνο σε αυτούς που έχουν<br />
εκλεγεί ή διορισθεί για να ασκούν την εξουσία. Κατά συνέπεια όλοι οι δημόσιοι<br />
λειτουργοί βρίσκονται υπό συνεχή έλεγχο από την κοινότητα και μηχανισμοί<br />
ανάκλησης τους μέσω ψηφοφορίας βρίσκονται σε λειτουργία. Ο μεγαλύτερος<br />
δυνατός έλεγχος επιτυγχάνεται μέσω αποκεντρωμένων μονάδων έτσι<br />
ώστε οι πολίτες να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στους δημόσιους λειτουργούς.<br />
17 Πρέπει να τονισθεί ότι οι διαδικασίες διαβούλευσης θεωρούνται<br />
πολύ συχνά σημαντικότερες από τα αποτελέσματα. 18 Άρα όποιες πιθανές χρονικές<br />
καθυστερήσεις λόγω χρονοβόρων συνδιασκέψεων ή άλλων διαδικασιών<br />
είναι προτιμότερες από λιγότερο δημοκρατικές διαδικασίες που θα οδηγούσαν<br />
σε γρηγορότερα αποτελέσματα, που αποξενώνουν τους πολίτες. Το επιχείρημα<br />
είναι υπέρ μιας κοινωνίας, η οποία αποτελείται από ορθολογικούς και υπεύθυνους<br />
πολίτες, που μέσω συμμετοχικών διαδικασιών και διαλόγου λαμβάνουν<br />
τις βέλτιστες αποφάσεις για την κοινότητα τους.<br />
Οι μεταρρυθμίσεις με κατεύθυνση την αύξηση της συμμετοχής δεν είναι<br />
άνευ κριτικής, με κυριότερο επιχείρημα τη μη γνησιότητα της συμμετοχής που<br />
σημαίνει ότι οι πολίτες και οι κατώτεροι υπάλληλοι θεωρούν ότι μπορούν να<br />
14 A. Etzioni, The Spirit of Community, Crown Publishers, New York, 1993.<br />
15 M. J. Sandel, Ο Φιλελευθερισμός και τα Όρια της Δικαιοσύνης, εκδόσεις Πόλις,<br />
Αθήνα, 2003.<br />
16 R. M. Kanter, Commitment and Continuity, Harvard University Press, Cambridge.<br />
Mass., 1972.<br />
17 C. Hood, The Art of the State, Clarendon Press, Oxford, 1998, σελ. 120-144.<br />
18 B. Barber, Ισχυρή Δημοκρατία: Συμμετοχική Πολιτική για μια Νέα Εποχή, εκδόσεις<br />
Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 299<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ 299<br />
διαμορφώσουν πολιτική ενώ αυτό δε συμβαίνει στην πραγματικότητα, καθώς<br />
συνεχίζουν και ισχύουν όλων των τύπων οι σχέσεις εξουσίας. Μια άλλη διάσταση<br />
της κριτικής αφορά στις συγκρούσεις που μπορεί να δημιουργηθούν και<br />
στις καθυστερήσεις που μπορεί να προκληθούν λόγω της συμμετοχής μεγάλου<br />
αριθμού φορέων κατά τις διαδικασίες σχεδιασμού και εφαρμογής των δημόσιων<br />
πολιτικών. 19 Στην επόμενη ενότητα τα χαρακτηριστικά της δημόσιας συμμετοχής<br />
αναλύονται περισσότερο.<br />
Ορισμός, αρχές και τύποι της δημόσιας συμμετοχής<br />
Ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της δημόσιας συμμετοχής υποστηρίζει ότι<br />
πρόκειται για μια πρακτική που στοχεύει στην εμπλοκή των πολιτών κατά τις<br />
δράσεις διαμόρφωσης της ατζέντας, της λήψης αποφάσεων και του σχηματισμού<br />
των πολιτικών, των οργανισμών και των θεσμών που είναι υπεύθυνοι για<br />
την ανάπτυξη δημόσιων πολιτικών. Ανάλογα με τη ροή της πληροφορίας μπορούμε<br />
να διακρίνουμε τρεις τύπους δημόσιας συμμετοχής: τη δημόσια επικοινωνία,<br />
τη δημόσια διαβούλευση και την άμεση δημόσια συμμετοχή: 20<br />
• Δημόσια Επικοινωνία: Η ροή της επικοινωνίας είναι από την κυβέρνηση<br />
προς τους πολίτες και δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή των πολιτών καθώς<br />
η αντίδραση στην πληροφορία δεν είναι το ζητούμενο και άρα δεν έχουν<br />
αναπτυχθεί οι ανάλογοι μηχανισμοί.<br />
• Δημόσια Διαβούλευση: Η ροή της επικοινωνίας είναι από τους πολίτες<br />
προς την κυβέρνηση μέσω της χρήσης μηχανισμών που έχει θέσει σε λειτουργία<br />
η ίδια η κυβέρνηση. Η δυνατότητα πραγματικού διαλόγου μεταξύ<br />
πολιτών και κυβέρνησης είναι περιορισμένη.<br />
• Άμεση Δημόσια Συμμετοχή: Η ροή της επικοινωνίας είναι διττή, δηλαδή<br />
και από την κυβέρνηση προς τους πολίτες, αλλά και από τους πολίτες<br />
προς την κυβέρνηση. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει δυνατότητα κάποιας<br />
μορφής διαλόγου.<br />
Η υιοθέτηση μηχανισμών δημόσιας επικοινωνίας από μια κυβέρνηση είναι<br />
το πιο απλό και σύνηθες και ακολουθεί η εγκαθίδρυση μηχανισμών δημόσιας<br />
διαβούλευσης και δημόσιας άμεσης συμμετοχής. Κάθε προσπάθεια εισαγωγής<br />
του θεσμού της διαβούλευσης σε εθνικό ή διακρατικό επίπεδο ξεκινάει από την<br />
19 Peters, οπ.π., 2001.<br />
20 G. Rowe και L. Frewer, «A Typology of Public Engagement Mechanisms» <strong>Science</strong>,<br />
Technology and Human Values, Vol. 30, No. 2, 2005, σελ. 251-290.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 300<br />
300 ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ<br />
παράθεση των γενικών αρχών που οφείλουν να τη διέπουν. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν:<br />
21<br />
• Συμμετοχή: Η ποιότητα των δημοσίων πολιτικών εξαρτάται από την εξασφάλιση<br />
ευρείας συμμετοχής σε όλα τα στάδια της πολιτικής: από τη χάραξη<br />
έως την εφαρμογή της. Άρα και η διαδικασία της διαβούλευσης<br />
πρέπει να χαρακτηρίζεται από ευρεία συμμετοχή.<br />
• Διαφάνεια και Λογοδοσία: Οι διαδικασίες διαβούλευσης πρέπει να χαρακτηρίζονται<br />
από διαφάνεια τόσο για αυτούς που συμμετέχουν όσο και για<br />
το ευρύ κοινό. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να διευκρινίζονται σαφώς: τα<br />
θέματα που εξετάζονται, οι μηχανισμοί διαβούλευσης που χρησιμοποιούνται,<br />
με ποιόν πραγματοποιείται η διαβούλευση και γιατί, και τέλος, ποιοί<br />
παράγοντες επηρέασαν τις αποφάσεις κατά τη χάραξη της πολιτικής.<br />
Όσον αφορά στη λογοδοσία, οι φορείς που συμμετέχουν θα πρέπει<br />
να καθιστούν σαφές ποιά συμφέροντα εκπροσωπούν και σε ποιο βαθμό<br />
γίνεται η εν λόγω εκπροσώπηση.<br />
• Αποτελεσματικότητα: Η διαβούλευση πρέπει να είναι αποτελεσματική<br />
και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα.<br />
Υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί να διεξαχθεί σε περισσότερα του ενός<br />
σταδίου. Στόχος της πρέπει να είναι η κατανόηση της μιας πλευράς από<br />
την άλλη. Τέλος, για να είναι αποτελεσματική πρέπει να ισχύει η αρχή<br />
της αναλογικότητας, δηλαδή η μέθοδος και το εύρος της πρέπει να είναι<br />
ανάλογα της επίπτωσης που θα έχει η πρόταση που αποτελεί αντικείμενο<br />
της διαβούλευσης.<br />
Στην επόμενη ενότητα ακολουθεί μια συζήτηση περί των προκλήσεων αλλά<br />
και των επιτυχιών της προσπάθειας εφαρμογής των παραπάνω διαδικασιών<br />
και αρχών συμμετοχής στην ελληνική περίπτωση.<br />
Συμμετοχικότητα και διοικητική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα<br />
Η συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της δημόσιας<br />
πολιτικής στην Ελλάδα είναι περιορισμένη και συνάδει με τη γενικότερη εικόνα<br />
μιας ατροφικής κοινωνίας πολιτών, ενός υπερδιογκωμένου κράτους και<br />
της κυριαρχίας των πολιτικών κομμάτων. 22 Επιπροσθέτως, το επικρατές στην<br />
21 Π.χ. COM, 2002/704<br />
22 Π.χ. Ν. Μουζέλης, και Γ. Παγουλάτος, «Κοινωνία Πολιτών και Ιδιότητα του Πολίτη<br />
στην Μεταπολεμική Ελλάδα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, No. 22,<br />
2003, 5-29.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 301<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ 301<br />
Ελλάδα, ιεραρχικό μοντέλο διοίκησης δυσχαιρένει την υιοθέτηση πρακτικών<br />
που αποτελούν μηχανισμό ενός μοντέλου διοίκησης που βασίζεται στα δίκτυα<br />
πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι διεθνείς τάσεις, η συμμετοχή της Ελλάδας<br />
στην Ευρωπακή Ένωση (ΕΕ) και η ανάγκη συμμόρφωσης με τις αρχές<br />
της χρηστής διακυβέρνησης έχουν πλέον ανοίξει τη συζήτηση περί της σημασίας<br />
της συμμετοχικότητας για τη διοικητική μεταρρύθμιση. Από τους τρεις τύπους<br />
δημόσιας συμμετοχής, όπως αναλύεται στη συνέχεια, η δημόσια επικοινωνία<br />
είναι η πιο αναπτυγμένη, η δημόσια διαβούλευση έχει αρχίσει να κερδίζει<br />
έδαφος, ενώ η άμεση δημόσια συμμετοχή δεν έχει ακόμα απασχολήσει ιδιαίτερα,<br />
ούτε το δημόσιο τομέα, ούτε την κοινωνία των πολιτών.<br />
Πριν στραφούμε στην ανάλυση, των προσπαθειών εφαρμογής των πρακτικών<br />
δημόσιας συμμετοχής στην Ελλάδα, θα πρέπει να τονισθεί η σημασία του<br />
κυρίαρχου διοικητικού παραδείγματος, δηλαδή του ιεραρχικού μοντέλου. Υποστηρίζεται,<br />
ότι η αυστηρά ιεραρχική δομή της ελληνικής δημόσιας διοίκησης<br />
εμποδίζει την υιοθέτηση μηχανισμών αύξησης της συμμετοχικότητας, καθώς<br />
αυτοί βρίσκονται σε σύγκρουση με το κεντρικό σύστημα αξιών του ιεραρχικού<br />
μοντέλου. Η επιτυχημένη υιοθέτηση μηχανισμών συμμετοχικότητας θα σήμαινε,<br />
ότι έχει ξεκινήσει η αλλαγή διοικητικού παραδείγματος για την Ελλάδα<br />
και ότι βρισκόμαστε στη διαδικασία μετάβασης από την εποχή της κυβέρνησης<br />
και της ιεραρχίας στην εποχή της διακυβέρνησης και των δικτύων. Κάτι τέτοιο<br />
δε φαίνεται να ισχύει, καθώς η ελληνική δημόσια διοίκηση παραμένει ιεραρχική<br />
και συγκεντρωτική τόσο όσον αφορά την οργάνωση της, αλλά και τους<br />
ισχύοντες μηχανισμούς ελέγχου. Σημαντικό είναι δε να σημειωθεί ότι το ιεραρχικό<br />
αυτό μοντέλο δυσλειτουργεί, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε μετάλλαξη<br />
του να καθίσταται πραγματικά δυσχερής. 23 Παρακάτω, αναλύονται τα βήματα<br />
που έχουν γίνει στον τομέα της δημόσιας επικοινωνίας και της δημόσιας διαβούλευσης<br />
έτσι ώστε να αποτυπωθεί με σαφήνεια η παρούσα κατάσταση.<br />
Δημόσια Επικοινωνία<br />
Η δημόσια επικοινωνία συνίσταται κυρίως στη μετάδοση της πληροφορίας<br />
από την κυβέρνηση και τους δημόσιους οργανισμούς στους πολίτες. Έχει να<br />
κάνει δηλαδή με τη διαφάνεια των κυβερνητικών πράξεων και τη δυνατότητα<br />
πρόσβασης των πολιτών στη πληροφορία και ειδικότερα στα δημόσια έγγραφα.<br />
Αποτελεί χαρακτηριστικό του ιεραρχικού μοντέλου διοίκησης και προ-<br />
23 Π.χ. K. Σπανού, Ελληνική Διοίκηση και Ευρωπακή Ολοκλήρωση, εκδόσεις Παπαζήσης,<br />
Αθήνα, 2001 και Α. Μακρυδημήτρης, Δημόσια Διοίκηση, εκδόσεις Σάκκουλας,<br />
Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 302<br />
302 ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ<br />
πόθεση για τη μετάβαση στη διοίκηση μέσω δικτύων.<br />
Το δικαίωμα στην πληροφορία κατ’ αρχάς προστατεύεται από το άρθρο 5 Α<br />
του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο:<br />
«1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί<br />
στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο<br />
εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής<br />
ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και<br />
συμφερόντων τρίτων.<br />
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας.<br />
Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά,<br />
καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσης τους αποτελεί<br />
υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων<br />
9. 9 Α και 19.»<br />
Ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Ν 2690/1999) είναι ο νόμος που σήμερα<br />
συμπληρώνει τη διάταξη του Συντάγματος και προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι<br />
πολίτες, και όχι μόνο όσοι έχουν συμφέρον, έχουν δικαίωμα πρόσβασης<br />
στα έγγραφα που παράγουν οι δημόσιες υπηρεσίες. Ο έλεγχος της εφαρμογής<br />
των διατάξεων περί πρόσβασης στην πληροφορία γίνεται είτε από τον<br />
Συνήγορο του Πολίτη που λαμβάνει τα παράπονα των πολιτών για άρνηση πρόσβασης,<br />
είτε από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, εφόσον ζητηθεί<br />
η γνωμοδότηση της από δημόσια υπηρεσία ή από τον ενδιαφερόμενο.<br />
Στην πράξη, αν και έχουν γίνει κάποια βήματα για την εύκολη πρόσβαση<br />
στη δημόσια πληροφορία, οι ελλείψεις, οι καθυστερήσεις και τα προβλήματα<br />
είναι συχνά ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Στις θετικές εξελίξεις είναι η λειτουργία<br />
των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) και της αντίστοιχης ιστοσελίδας<br />
τους 24 καθώς και τα διάφορα τηλεφωνικά κέντρα εξυπηρέτησης που<br />
λειτουργούν όλο το 24ώρο. Συνηθισμένη είναι και η επικοινωνία της κυβέρνησης<br />
με τους πολίτες μέσω διαφημίσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά<br />
αυτή αφορά συνήθως μηνύματα που θέλει να μεταδώσει η κυβέρνηση και όχι<br />
λεπτομερή πληροφορία. Σε κάθε περίπτωση, σε συγκριτικό επίπεδο, η Ελλάδα<br />
έχει πλήρες ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά υστερεί στην πρακτική εφαρμογή. 25<br />
24 http://www.kep.gov.gr/portal/<br />
25 D. Banisar, Freedom of Information around the World 2006, Privacy International,<br />
2006.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 303<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ 303<br />
Δημόσια Διαβούλευση<br />
Η χρήση του θεσμού της διαβούλευσης στην Ελλάδα είναι σποραδική και<br />
απαιτείται ενίσχυση του τόσο για την επίτευξη του στόχου της καλής νομοθέτησης<br />
όσο και για την πληρέστερη και ποιοτικότερη εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών<br />
και αποφάσεων. Μέχρι τώρα έχουν γίνει βήματα όπως η ίδρυση της Οικονομικής<br />
και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) με πρότυπο την αντίστοιχη επιτροπή<br />
της Ευρωπακής Ένωσης, η οργάνωση διαβουλεύσεων για επιμέρους<br />
θέματα όπως η Στρατηγική της Λισαβόνας και η επιλεκτική διαβούλευση από<br />
κάποιους δημόσιους οργανισμούς (π.χ. Δήμους, Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών<br />
και Ταχυδρομείων). Μια πιο συντονισμένη στρατηγική ακόμα υπολείπεται.<br />
Η ΟΚΕ ιδρύθηκε το 1994, είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και<br />
αποτελεί μια πλατφόρμα κοινωνικού διαλόγου κυρίως όσον αφορά θέματα οικονομικής<br />
και κοινωνικής πολιτικής. Από το 2001, με την αναθεώρηση του Συντάγματος<br />
αποτελεί και συνταγματικά αναγνωρισμένο θεσμό του ελληνικού<br />
κράτους. Σύμφωνα με τον Νόμο σύστασής της (Ν. 2232/1994), έργο της ΟΚΕ<br />
είναι η διατύπωση αιτιολογημένης γνώμης σε θέματα ιδιαίτερης σπουδαιότητας<br />
που σχετίζονται με τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική ασφάλιση, τα φορολογικά<br />
μέτρα, καθώς και με τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική πολιτική,<br />
ιδίως σε θέματα περιφερειακής ανάπτυξης, επενδύσεων, εξαγωγών, προστασίας<br />
καταναλωτή και ανταγωνισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα θέματα αυτά<br />
δεν περιλαμβάνεται ο προπολογισμός. Η σημασία της ΟΚΕ για την ωρίμανση<br />
του θεσμού της διαβούλευσης στην Ελλάδα γίνεται φανερή από το σκοπό της<br />
που είναι η προώθηση του κοινωνικού διαλόγου και μέσω αυτού η διαμόρφωση<br />
κοινά αποδεκτών θέσεων για θέματα που απασχολούν την κοινωνία<br />
Το 2006 η εγκύκλιος του Πρωθυπουργού σχετικά με την νομοθετική πολιτική<br />
και αξιολόγηση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας των νομοθετικών<br />
και κανονιστικών ρυθμίσεων τόνισε ως βασική προπόθεση για την καλή νομοθέτηση<br />
την κατά το δυνατόν ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και συμμετοχή. Συγκεκριμένα,<br />
υπογραμμίζει ότι για την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής κοινωνικής<br />
συναίνεσης και συμμετοχής, είναι σκόπιμη η έγκαιρη ενημέρωση των<br />
ενδιαφερομένων ομάδων της κοινωνίας των πολιτών και η συμμετοχή των εκπροσώπων<br />
τους σε κοινωνικό διάλογο και διαβούλευση. Προβλέπεται ότι η<br />
διαβούλευση διεξάγεται με τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών που προσκαλούνται<br />
με πρωτοβουλία του προτείνοντος τη ρύθμιση, με την αξιοποίηση<br />
της σύγχρονης τεχνολογίας, καθώς και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, ιδίως με<br />
τη χρήση του διαδίκτυο και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.<br />
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Νέος Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ν.<br />
3463/2006) που δίνει την δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών σε ειδική συνε-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 304<br />
304 ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ<br />
δρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση,<br />
τη διοίκηση του Δήμου και την εφαρμογή του προγράμματος διοικητικής δράσης<br />
(Αρ. 217). Κάθε φορέας δημότης, κάτοικος ή φορολογούμενος από τον<br />
Δήμο έχει δικαίωμα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικές με τον απολογισμό<br />
στην συνεδρίαση αυτή (Αρ. 217§5). Ο νόμος είναι αρκετά πρόσφατος οπότε<br />
δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της πρακτικής του εφαρμογής. Τέλος,<br />
το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση 2007-13<br />
περιλαμβάνει δράσεις προώθησης του θεσμού της διαβούλευσης και ενίσχυσης<br />
της κοινωνίας των πολιτών και εκκρεμεί η υλοποίηση τους.<br />
Πέρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, η εδραίωση του θεσμού της διαβούλευσης<br />
στην Ελλάδα προποθέτει τη συνειδητοποίηση των οφελών της διάχυσης<br />
της πληροφορίας και της κοινωνικής συναίνεσης για την καλύτερη εφαρμογή<br />
των νόμων, αλλά και γενικότερα για την καλύτερη λειτουργία της διοίκησης<br />
στην εποχή της διακυβέρνησης. Απαιτεί επίσης, την πολιτική βούληση έτσι<br />
ώστε να ενισχυθούν οι πρωτοβουλίες των φορέων που επιχειρούν τη δημόσια<br />
διαβούλευση, γιατί αποτελούν καινοτόμες πρακτικές σε μια παραδοσιακά συγκρουσιακή<br />
κοινωνία. Παραδείγματα άμεσης δημόσιας συμμετοχής δεν υπάρχουν,<br />
καθώς αυτά θεωρούνται ακόμα πρώιμα για την Ελληνική κοινωνία.<br />
Συμπεράσματα<br />
Η ανάγκη για αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες της δημόσιας<br />
πολιτικής είναι πλέον αποδεκτή τόσο στο διεθνές περιβάλλον όσο και<br />
στην Ελλάδα. Οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την αποδοχή είναι η<br />
μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση και στα πολιτικά κόμματα,<br />
η ανάγκη βελτίωσης των δημοσίων πολιτικών και επομένως η αύξηση της<br />
δυνατότητας συγκέντρωσης πληροφοριών για τα πραγματικά προβλήματα και<br />
τέλος, η ενσωμάτωση των απόψεων των πολιτών κατά τις διαδικασίες σχεδιασμού<br />
δημοσίων πολιτικών έτσι ώστε να είναι ευκολότερο να επιτευχθεί συναίνεση.<br />
Τα βασικά εργαλεία που βρίσκονται στη διάθεση των κυβερνήσεων για<br />
την επίτευξη των στόχων αυτών είναι η καλύτερη διάχυση της δημόσιας πληροφορίας<br />
και η ενίσχυση του θεσμού της διαβούλευσης.<br />
Στην Ελλάδα, το κυρίαρχο διοικητικό παράδειγμα είναι αυτό της ιεραρχίας<br />
με αποτέλεσμα να ευνοείται η διαφάνεια μέσω μηχανισμών διάχυσης της πληροφορίας,<br />
αλλά να υπολείπεται ο θεσμός της διαβούλευσης, ο οποίος αποτελεί<br />
χαρακτηριστικό του διοικητικού παραδείγματος που βασίζεται στα δίκτυα πολιτικής.<br />
Είναι εμφανές ότι ακόμα και το ιεραρχικό παράδειγμα δυσλειτουργεί,<br />
καθώς ενώ το ρυθμιστικό πλαίσιο όσον αφορά τη διάχυση της δημόσιας πληροφορίας<br />
είναι πλήρες, στην πράξη συχνά παρατηρούνται προβλήματα και καθυ-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 305<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ 305<br />
στερήσεις στην αναζήτηση πληροφορίας. Η χρήση των νέων τεχνολογιών μπορεί<br />
να βοηθήσει τόσο στην καλύτερη αρχειοθέτηση των δημοσίων εγγράφων,<br />
όσο και στην ευκολότερη αναζήτηση και διάχυση της δημόσιας πληροφορίας.<br />
Βασική προπόθεση για την κατοχύρωση του θεσμού της διαβούλευσης είναι<br />
η ευκολία πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία. Μια πιο ολοκληρωμένη<br />
στρατηγική για τη δημόσια διαβούλευση στην Ελλάδα είναι αναγκαία, καθώς η<br />
σποραδική χρήση του εργαλείου αυτού δεν είναι πιθανό να αποδώσει. Η διαβούλευση<br />
θα μπορούσε να εντατικοποιηθεί πιλοτικά εκεί που η νομοθεσία είναι<br />
ήδη προωθημένη (π.χ. Δήμους και Κοινότητες), έτσι ώστε να δημιουργηθούν<br />
οι συνθήκες για την περαιτέρω χρήση της και σε άλλα επίπεδα ή πολιτικές.<br />
Σημασία, πάντως έχει η χρήση του θεσμού να είναι ειλικρινής και τα αποτελέσματα<br />
των διαβουλεύσεων να δημοσιοποιούνται και να λαμβάνονται<br />
υπόψη στις αποφάσεις της δημόσιας πολιτικής, έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί η<br />
συμμετοχικότητα. Κάτι διαφορετικό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη<br />
έλλειψη εμπιστοσύνης και απάθεια.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 306
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 307<br />
16<br />
Δημόσια πολιτική και «οιονεί αγορές»<br />
(quasi-markets)<br />
Χρήστος Ι. Παρασκεύοπουλος<br />
Εισαγωγή<br />
Τα θέματα που σχετίζονται με την παροχή δημόσιων ή οιονεί δημόσιων<br />
αγαθών και υπηρεσιών, όπως π.χ. υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική φροντίδα κτλ.,<br />
βρίσκονται σχεδόν καθημερινά στην επικαιρότητα. Επειδή άπτονται της ποιότητας<br />
ζωής των πολιτών, είναι αντικείμενα ενασχόλησης τόσο για τους πολίτες,<br />
όσο και για τους πολιτικούς ή διαμορφωτές πολιτικής. Για τους τελευταίους,<br />
μάλιστα, αποτελούν κυριολεκτικά «καυτή πατάτα» που διστάζουν να αγγίξουν.<br />
Κι’ αυτό γιατί, αν και δεν ομολογείται πολλές φορές ρητά, τα προβλήματα αυτά<br />
είναι εξαιρετικά περίπλοκα και δυσεπίλυτα, ενώ δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις<br />
ούτε σε θεωρητικό ούτε σε πρακτικό επίπεδο. Αν και η ελληνική περίπτωση<br />
με τις γνωστές παθογένειες και ιδιαιτερότητες (θεσμική υστέρηση, κομματοκρατία,<br />
διαφθορά, προσοδοθηρία κτλ.) που έχουν σημαντικές συνέπειες<br />
στην παροχή οιονεί δημόσιων αγαθών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική<br />
μιας ώριμης και σύγχρονης δημοκρατίας, είναι, ωστόσο, ενδεικτική<br />
των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και πολλές άλλες χώρες με διαφορετική,<br />
ίσως, ένταση. Κατά συνέπεια, δεδομένου του ρόλου της μεταφοράς ή υιοθέτησης<br />
παραδειγμάτων από άλλες χώρες στη δημόσια πολιτική, είναι χρήσιμη<br />
η μελέτη της εμπειρίας των προηγμένων χωρών και κυρίως των χωρών της βορειο-δυτικής<br />
Ευρώπης στην παροχή των οιονεί δημόσιων αγαθών.<br />
Σ’ αυτό το πλαίσιο, σε παλαιότερες δεκαετίες, και ιδιαίτερα κατά την πρώτη<br />
μεταπολεμική περίοδο, τα πράγματα στη δημόσια πολιτική ήταν ξεκάθαρα,<br />
τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Κράτος και αγορά θεωρούνταν<br />
και ήταν στην πράξη τα δύο κυρίαρχα οργανωσιακά μοντέλα κατανομής<br />
και διαχείρισης των πόρων, ενώ ένα από τα αξιώματα του συναινετικού μοντέ-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 308<br />
308 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
λου ρύθμισης ήταν ο ενεργός ρόλος του κράτους στην οικονομία μέσω του λεγόμενου<br />
κρατικού παρεμβατισμού (το γνωστό και ως κενσιανό μοντέλο) και η<br />
αποκλειστικότητά του στην κοινωνική πολιτική. Ήταν η εποχή των ανεξάρτητων<br />
εθνών-κρατών, της σταθερής και μακροχρόνιας απασχόλησης, της περιορισμένης<br />
διεθνούς κινητικότητας των συντελεστών της παραγωγής, της σχετικά<br />
σταθερής και πυρηνικής οικογένειας και των σχεδών ισόβιων δεξιοτήτων και<br />
προσόντων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, και ιδιαίτερα στη δυτική και βόρεια Ευρώπη,<br />
οι λεγόμενοι επαγγελματίες του δημοσίου –γιατροί, δάσκαλοι και καθηγητές<br />
κάθε βαθμίδας της δημόσιας εκπαίδευσης– θεωρούνταν και ήταν εν πολλοίς<br />
«ιππότες», δηλαδή αλτρουιστές δημόσιοι λειτουργοί, προσηλωμένοι στο καθήκον<br />
και στη δεοντολογία του λειτουργήματός τους, με στόχο την εξυπηρέτηση<br />
του δημοσίου συμφέροντος. Ήταν οι ειδήμονες, αυτοί που «ήξεραν καλύτερα».<br />
Κατά συνέπεια, για τους χρήστες των υπηρεσιών, ασθενείς, μαθητές ή φοιτητές<br />
κ.ο.κ., δεν έμενε παρά ο ρόλος του παθητικού αποδέκτη των προσφερόμενων<br />
υπηρεσιών, χωρίς δηλαδή δικαίωμα επιλογής. Μ’αυτή την έννοια, οι χρήστες<br />
των δημόσιων υπηρεσιών θεωρούνταν (και ήταν) άβουλα «πιόνια».<br />
Η ανάδυση του παραδείγματος των «οιονεί αγορών»<br />
Το παράδειγμα των «οιονεί αγορών» (quasi markets) και ιδιαίτερα το μοντέλο<br />
«επιλογής-και-ανταγωνισμού» (choice-and-competition) στη δημόσια<br />
πολιτική αναδύθηκε ουσιαστικά ως συστατικό στοιχείο ενός νέου consensus<br />
μετά την σαρωτική νίκη της Margaret Thatcher το 1979 που τερμάτισε τη μεταπολεμική<br />
συναίνεση στη Βρετανία αμφισβητώντας τα δύο βασικά συστατικά<br />
της, δηλαδή την κενσιανή οικονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Είχαν<br />
προηγηθεί η «αλλαγή παραδείγματος» σε θεωρητικό επίπεδο που εξασφάλισε<br />
την ηγεμονία στις συντηρητικές ιδέες και προετοίμασε το έδαφος για τη<br />
κυριαρχία των συντηρητικών κυβερνήσεων, αλλά και η εγκατάλειψη των αρχικών<br />
σχεδίων για ιδιωτικοποίηση βασικών θεσμών του κοινωνικού κράτους,<br />
όπως το NHS –Βρετανικό ΕΣΥ– και η δημόσια εκπαίδευση. ΄Ετσι, η θεσμοθέτηση<br />
«οιονεί αγορών» στους τομείς της δημόσιας υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης<br />
ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα της αντοχής που επέδειξαν οι θεσμοί<br />
του κοινωνικού κράτους στη Βρετανία απέναντι στα σχέδια της Margaret<br />
Thatcher. Μ’ αυτή την έννοια, το παράδειγμα των «οιονεί αγορών» δεν μπορεί<br />
και δεν πρέπει να συγχέεται με το μοντέλο της αγοράς, όπως άλλωστε γίνεται<br />
εμφανές από τη φιλοσοφία και τα βασικά συστατικά του: καθολικότητα ως<br />
προς τις παροχές, δηλαδή δωρεάν υπηρεσίες για όλους, δημόσια χρηματοδότηση<br />
στους παρόχους των υπηρεσιών, αλλά υπό τον όρο της επιλογής τους από<br />
τους χρήστες, δηλ. τους ασθενείς, τους μαθητές ή/και τους γονείς τους.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 309<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ «ΟΙΟΝΕΙ ΑΓΟΡΕΣ» 309<br />
Η φιλοσοφία του παραδείγματος βασίζεται στην παραδοχή ότι δεν μπορεί ο<br />
πολίτης-χρήστης δημοσίων υπηρεσιών να βασίζεται στον «ιπποτισμό», δηλαδή<br />
τον αλτρουισμό, των δημοσίων υπαλλήλων. Οι τελευταίοι δεν είναι απαραίτητα<br />
ούτε αποκλειστικά «ιππότες» ούτε αποκλειστικά «κατεργάρηδες»-εγωιστές με<br />
τα δικά τους συμφέροντα και τη δική τους ατζέντα που μικρή σχέση μπορεί να<br />
έχει με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών. Αυτό που έχει σημασία,<br />
συνεπώς, είναι η δομή των συγκεκριμένων κινήτρων που μπορούν να επηρεάσουν<br />
καθοριστικά τη συμπεριφορά των υπαλλήλων προς την ενθάρρυνση<br />
της «ιπποτικής» και αποθάρρυνση της εγωιστικής (καιροσκοπικής) συμπεριφοράς.<br />
Μ’ αυτή την έννοια, το παράδειγμα των «οιονεί αγορών» προποθέτει την<br />
κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στους χώρους της υγείας και της εκπαίδευσης,<br />
και την εισαγωγή συνθηκών ανταγωνισμού ως προς τους παρόχους και<br />
επιλογής ως προς τους χρήστες δημοσίων υπηρεσιών και έτσι την μετατροπή<br />
των πολιτών από «πιόνια» σε «βασίλισσες»-χρήστες δημοσίων υπηρεσιών. Με<br />
άλλα λόγια, οι χρηματοδοτικοί πόροι είναι διαθέσιμοι σε όλους, με τη διαφορά<br />
ότι αυτοί ακολουθούν τις επιλογές των χρηστών (money follows choice).<br />
Στη Μ. Βρετανία, οι Νέοι Εργατικοί, μετά την άνοδό τους στην εξουσία το<br />
1997, διατήρησαν αρκετές από τις καινοτομίες της προηγούμενης κυβέρνησης,<br />
κατήργησαν μερικές, αλλά εισήγαγαν και πολλές δικές τους. 1 Παραδείγματα<br />
τέτοιων μεταρρυθμίσεων υπάρχουν από διάφορους τομείς δημόσιων πολιτικών,<br />
όπως το σύστημα υγείας, η σχολική εκπαίδευση με εισαγωγή κουπονιών,<br />
το δημογραφικό επίδομα, η συνεταιρική αποταμίευση και τα «παιδικά ομόλογα»<br />
(baby bonds) που με κρατική χρηματοδότηση εφαρμόζονται ήδη.<br />
«Οιονεί αγορές» και «κλασσικά» μοντέλα στην παροχή<br />
δημοσίων υπηρεσιών<br />
Το παράδειγμα των «οιονεί αγορών», εξεταζόμενο σε σύγκριση με τα τρία<br />
πιο κλασσικά μοντέλα στην παροχή δημοσίων υπηρεσιών, δηλαδή το ιεραρχικό<br />
ή «εντολών και ελέγχου» (command and control), αυτό της «εμπιστοσύνης» ή «δικτύων»<br />
(trust and networks model) και αυτό της «φωνής» (voice), θεωρείται ότι<br />
υπερτερεί σημαντικά ως προς τα κριτήρια/στόχους της δημόσιας πολιτικής.<br />
Υπερέχει, δηλαδή, ως προς την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα, την ανταπόκριση/λογοδοσία<br />
(responsiveness/accountability) και την κοινωνική δικαιο-<br />
1 Βλέπε στο J. Le Grand, Κίνητρα, Δράσεις και Δημόσια Πολιτική: «Ιππότες» και<br />
«Κατεργάρηδες», «Πιόνια» και «Βασίλισσες», ελληνική έκδοση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα,<br />
2007.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 310<br />
310 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
σύνη, κι αυτό, επειδή παρέχει την κατάλληλη δέσμη κινήτρων, κυρίως στους<br />
παρόχους. Γι’ αυτό, άλλωστε, συστατικά του έχουν υιοθετηθεί ήδη και εφαρμόζονται<br />
και σε άλλες χώρες, όπως τις Σκανδιναβικές, την Ολλανδία, το Βέλγιο κτλ.<br />
Δεδομένου ότι στην παροχή δημοσίων αγαθών κατά κανόνα συνδυάζονται ή συνυπάρχουν<br />
δύο ή περισσότερα από τα παραπάνω μοντέλα και το ουσιαστικό<br />
θέμα είναι πού δίνεται κάθε φορά έμφαση και πώς επιτυγχάνεται η σχετική ισορροπία<br />
μεταξύ τους, έχει ιδιαίτερη σημασία η εξέταση των πλεονεκτημάτων και<br />
μειονεκτημάτων καθενός απο τα θεωρούμενα ως «κλασσικά» μοντέλα.<br />
Κατά το μοντέλο «εντολών και ελέγχου», η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών γίνεται<br />
μέσω της διοικητικής ιεραρχίας του κράτους ή άλλου κρατικού φορέα.<br />
Στη Βρετανική εκδοχή του, το μοντέλο αυτό ονομάζεται «διαχείρισης στόχων<br />
και απόδοσης» (targets and performance management). Στα πλαίσια αυτού, τίθενται<br />
συγκεκριμένοι και μετρήσιμοι στόχοι για τους οργανισμούς που εμπλέκονται<br />
στην παροχή δημοσίων αγαθών (σχολεία, νοσοκομεία κ.ο.κ) και αξιολογείται<br />
η απόδοσή τους με βάση το βαθμό εκπλήρωσης των στόχων αυτών.<br />
Παρόλο ότι, όπως έχει δείξει η Βρετανική εμπειρία, το παράδειγμα «εντολών<br />
και ελέγχου» δείχνει να έχει σημαντικά πλεονεκτήματα και αποδίδει, κυρίως<br />
σε βραχυχρόνια βάση, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα σχετιζόμενα με τα κίνητρα.<br />
Συγκεκριμένα, θεωρείται ότι αποθαρρύνει την διαρκή καινοτομία και<br />
βελτίωση μετά την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί, ενώ το σύστημα μπορεί<br />
επίσης να ενθαρρύνει τη «δημιουργική λογιστική» ως προς τα στοιχεία και<br />
συνεπώς την πλασματική επίτευξη των στόχων. Τέλος, ο διαρκής βομβαρδισμός<br />
με οδηγίες και κατευθύνσεις εκ των άνω σχετικά με την επίτευξη των στόχων<br />
θεωρείται ότι έχει αρνητικές επιπτώσεις ως προς τα κίνητρα και το ηθικό<br />
των δημοσίων λειτουργών.<br />
Το μοντέλο της «εμπιστοσύνης» βασίζεται στην υπόθεση ότι οι επαγγελματίες<br />
και άλλοι εργαζόμενοι στις δημόσιες υπηρεσίες απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη<br />
ότι θα παρέχουν υπηρεσίες ποιότητας χωρίς καμμία παρέμβαση από<br />
το κράτος (θεωρούνται δηλαδή «ιππότες»-αλτρουιστές). Παρόλο ότι το μοντέλο<br />
της εμπιστοσύνης θεωρείται ότι έχει σημαντικά πλεονεκτήματα και προτιμάται<br />
γενικά από τους επαγγελματίες του δημοσίου, εντούτοις πάσχει και<br />
αυτό ως προς την παροχή κινήτρων. Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως έχει ήδη<br />
αναφερθεί, οι δημόσιοι λειτουργοί δεν είναι ούτε αποκλειστικά «ιππότες» ούτε<br />
αποκλειστικά «κατεργάρηδες», και άρα αυτό που έχει σημασία είναι η ύπαρξη<br />
συγκεκριμένων κινήτρων. Δεύτερον, συναφώς, δεν υπάρχουν επαρκή κίνητρα<br />
στο σύστημα σε σχέση με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα, ενώ υπάρχουν<br />
δυσκολίες ως προς τις λειτουργίες παρακολούθησης και ελέγχου. Τρίτον,<br />
μπορεί οι επαγγελματίες του χώρου να έχουν τις δικές τους προτεραιότητες ως<br />
προς τους στόχους, οι οποίες είναι πιθανόν να μη συμφωνούν απαραίτητα με<br />
αυτούς που έχουν τεθεί από την κυβέρνηση.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 311<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ «ΟΙΟΝΕΙ ΑΓΟΡΕΣ» 311<br />
Τέλος, το μοντέλο της «φωνής» βασίζεται στην υπόθεση ότι οι χρήστες προσπαθούν<br />
να επιτύχουν καλή ποιότητα υπηρεσιών μέσω της επικοινωνίας των<br />
απόψεων/κριτικής τους, είτε άμεσα προς τους υπεύθυνους επαγγελματίες (π.χ.<br />
δασκάλους, γιατρούς), είτε έμμεσα μέσω υποβολής παραπόνων/διαμαρτυριών<br />
προς εκλεγμένους εκπροσώπους τους, ή προς ανεξάρτητες αρχές, όπως π.χ. ο<br />
Συνήγορος του Πολίτη κ.ο.κ. Παρ’ ότι και το μοντέλο της φωνής έχει σημαντικά<br />
πλεονεκτήματα σχετιζόμενα κυρίως με τη δυνατότητα των πολιτών-χρηστών να<br />
παρεμβαίνουν άμεσα με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών<br />
μέσω ατομικών ή συλλογικών διαμαρτυριών και παραπόνων, εντούτοις θεωρείται<br />
ότι ευνοεί περισσότερο τις μεσαίες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις, δεδομένου<br />
ότι αυτές διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους (χρόνο, χρήμα, μορφωτικό<br />
επίπεδο κτλ.) και άρα είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να ασκήσουν επιρροή<br />
και να «ακουσθούν». Τέλος, το σημαντικότερο είναι ότι το σύστημα πάσχει<br />
ως προς το ότι δεν παρέχει επαρκή κίνητρα για βελτίωση-καινοτομία, δεδομένου<br />
ότι μπορεί κάλλιστα οι επαγγελματίες να αγνοήσουν τις υποδείξεις και τα<br />
παράπονα των χρηστών χωρίς κόστος.<br />
«Οιονεί αγορές» και οι κριτικές τους<br />
Παρότι το μοντέλο της «επιλογής και ανταγωνισμού» και των «οιονεί αγορών»<br />
γενικά φαίνεται να υπερτερεί ή/και να λειτουργεί συμπληρωματικά προς<br />
τα κλασσικά μοντέλα παροχής δημόσιων υπηρεσιών, έχει δεχθεί κριτική τόσο<br />
από τη νέα δεξιά (new right) όσο και από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική<br />
πτέρυγα των Νέων Εργατικών στη Βρετανία, τόσο σε θεωρητικό (βλ. π.χ.<br />
D. Marquand, A. Pollock, D. Harvey, M. Jacques κ.ά), όσο και σε πολιτικό (βλ.<br />
π.χ. R. Hattersley) επίπεδο. Από τη σκοπιά της νέας δεξιάς, η κριτική επικεντρώνεται<br />
γενικά στην άποψη υπέρ της –πλήρους/καθαρής– ιδιωτικοποίησης<br />
στην παροχή των δημοσίων υπηρεσιών. Η κριτική της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας,<br />
από την άλλη πλευρά, επικεντρώνεται σε προβλήματα σχετικά με<br />
τον κίνδυνο υπονόμευσης του ήθους των δημόσιων λειτουργών (public service<br />
ethos) από την εισαγωγή συνθηκών αγοράς και ανταγωνισμού, στο λεγόμενο<br />
παράδοξο της επιλογής (paradox of choice), σε θέματα έλλειψης επαρκούς<br />
πληροφόρησης και γνώσης από την πλευρά των χρηστών, σε θέματα κοινωνικής<br />
δικαιοσύνης (equity) και τέλος στα προβλήματα που σχετίζονται με την επιλογή<br />
των καλλίτερων χρηστών –«αφρόκρεμας» (cream-skimming)– από την<br />
πλευρά των παρόχων.<br />
Το επιχείρημα σχετικά με τον κίνδυνο υπονόμευσης του ήθους των δημόσιων<br />
λειτουργών από την εισαγωγή συνθηκών επιλογής και ανταγωνισμού στην<br />
παροχή δημόσιων υπηρεσιών βασίζεται στον παλαιό, κλασσικό ισχυρισμό ενός
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 312<br />
312 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
από τους μεγάλους θεωρητικούς και θεμελιωτές του κράτους πρόνοιας, του<br />
Richard Titmuss, καθηγητή κοινωνικής πολιτικής στο London School of<br />
Economics, ότι ο δημόσιος τομέας κυριαρχείται σχεδόν αποκλειστικά από λειτουργούς<br />
με «ιπποτική» ή αλτουιστική συμπεριφορά, ενώ αντίθετα ο ιδιωτικός<br />
τομέας από καιροσκόπους-«κατεργάρηδες». Συνεπώς, υπάρχει ο κίνδυνος ότι<br />
η εισαγωγή κανόνων επιλογής και ανταγωνισμού στο δημόσιο τομέα μπορεί να<br />
διαβρώσει τους «ιππότες»-δημόσιους λειτουργούς και να τους μετατρέψει σε<br />
εγωιστές-«κατεργάρηδες». Ωστόσο, αν και τα αλτρουιστικά κίνητρα είναι<br />
υπαρκτά και σημαντικά, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να θεωρούνται αποκλειστικότητα<br />
του δημόσιου τομέα. Στην πραγματικότητα, τόσο στο δημόσιο<br />
τομέα, όσο και στην αγορά απαντώνται και τα δύο, δηλαδή και «ιππότες» και<br />
«κατεργάρηδες», και άρα αυτό που έχει σημασία είναι η ύπαρξη των κατάλληλων<br />
κινήτρων που θα αποθαρρύνουν τους δεύτερους και θα ενθαρρύνουν τους<br />
πρώτους, και το παράδειγμα της επιλογής και ανταγωνισμού παρέχει επαρκή<br />
τέτοια κίνητρα.<br />
Το επιχείρημα του «παράδοξου της επιλογής», που φαίνεται να ενισχύεται<br />
και από πρόσφατη έρευνα του Barry Schwartz, 2 βασίζεται στην υπόθεση ότι η<br />
ύπαρξη ευρείας επιλογής από την πλευρά των χρηστών συνδέεται με το λεγόμενο<br />
κόστος ευκαιρίας (opportunity cost), και έτσι μπορεί να προκαλεί υπερβάλλον<br />
άγχος στους χρήστες σχετικά με το αν τελικά η κάθε επιλογή τους ήταν<br />
όντως η καλλίτερη. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα είναι ότι αυτό που στην<br />
πραγματικότητα επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών-χρηστών δημοσίων υπηρεσιών<br />
δεν είναι η επιλογή καθεαυτή, αλλά μάλλον ένα καλό επίπεδο υπηρεσιών<br />
σε τοπικό επίπεδο (τοπικό σχολείο ή νοσοκομείο). Το επιχείρημα φαίνεται<br />
βάσιμο, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης (π.χ. επείγον και<br />
ξαφνικό πρόβλημα υγείας) ή δυσκολίας μετακίνησης (π.χ. μετακίνηση για πρόσβαση<br />
σε καλύτερες υπηρεσίες εκπαίδευσης). Ωστόσο, με δεδομένες τις αδυναμίες<br />
των άλλων –κλασσικών– μοντέλων δημόσιας πολιτικής, ιδιαίτερα ως<br />
προς την παροχή κατάλληλων κινήτρων, δεν είναι προφανές με ποιο τρόπο είναι<br />
δυνατόν να εξασφαλισθεί επαρκής ποιότητα στους κρίσιμους τομείς<br />
υγείας, εκπαίδευσης κ.ο.κ., σε τοπικό επίπεδο. Αντιθέτως, το παράδειγμα επιλογής<br />
και ανταγωνισμού παρέχει τα κίνητρα αυτά.<br />
Η έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης και γνώσης από την πλευρά των χρηστών<br />
είναι ένα υπαρκτό και πολύ σημαντικό ζήτημα στη δημόσια πολιτική γενικά<br />
που έχει άλλωστε αναδειχθεί από τη σχολή της δημόσιας επιλογής (public<br />
choice theory). Πράγματι, η ελλειπής γνώση και πληροφόρηση μπορεί να κάνει<br />
2 B. Schwartz, The Paradox of Choice: Why More is Less, HarperCollins, New York,<br />
2004.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 313<br />
ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ «ΟΙΟΝΕΙ ΑΓΟΡΕΣ» 313<br />
δύσκολη την επιλογή σχολείου από τους γονείς ή νοσοκομείου/γιατρού από<br />
τους ασθενείς κτλ. Υπάρχει, ωστόσο, εμπειρία από επιτυχημένα παραδείγματα<br />
οργανωμένης πληροφόρησης για τους χρήστες, η οποία μπορεί να αναληφθεί<br />
από φορείς σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, π.χ. από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης,<br />
για την ποιότητα των σχολείων ή από ανεξάρτητες οργανώσεις ειδικών<br />
για τον τομέα της υγείας. Τέτοια παραδείγματα προέρχονται κυρίως από<br />
την Βρετανία ή στις Σκανδιναβικές χώρες, και πείθουν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν<br />
το πρόβλημα σχετικά ικανοποιητικά.<br />
Τα προβλήματα σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα (equality)<br />
σχετίζονται εν πολλοίς με το επιχείρημα ότι επιλογή και ανταγωνισμός είναι<br />
στην πραγματικότητα μια εμμονή των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών<br />
στρωμάτων. Κι αυτό γιατί είναι πιο εύκολο για τις μεσαίες και ανώτερες εισοδηματικά<br />
τάξεις να αλλάζουν π.χ. περιοχή κατοικίας –«ψηφίζοντας με τα πόδια<br />
τους» (voting by their feet) κατά το διάσημο στη βιβλιογραφία της δημόσιας<br />
επιλογής θεώρημα του Tiebout 1956– σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις, με<br />
κριτήριο τις καλλίτερες παροχές εκπαίδευσης και υγείας. 3 Ωστόσο, με δεδομένα<br />
τα βασικά χαρακτηριστικά του μοντέλου των οιονεί αγορών, δηλαδή καθολικότητα<br />
στις παροχές και ελεύθερη πρόσβαση από τη μία και πόροι που<br />
ακολουθούν τις επιλογές των χρηστών από τη άλλη, είναι προφανές ότι το μοντέλο<br />
της «επιλογής και ανταγωνισμού» όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται τον<br />
στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, αλλά μπορεί να τον εξυπηρετεί<br />
πληρέστερα, αφού παρέχει το δικαίωμα επιλογής σε όλους και όχι μόνο<br />
στις ανώτερες κονωνικά τάξεις. Επίσης, ως προς το συναφές επιχείρημα που<br />
τείνει να συνδέει την εισαγωγή του μοντέλου, κυρίως στη Βρετανία, με την<br />
υπαρκτή επιδείνωση κάποιων κοινωνικών ανισοτήτων, αυτό είναι ουσιαστικά<br />
αβάσιμο, δεδομένου ότι η επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων στις αγγλοσαξωνικές<br />
κυρίως χώρες και ιδιαίτερα στη Βρετανία συνδέεται με έλλειψη<br />
αποτελεσματικών πολιτικών αναδιανομής μάλλον, παρά με την εισαγωγή του<br />
μοντέλου των οιονεί αγορών στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών που ουσιαστικά<br />
τείνει μάλλον να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες.<br />
Τέλος, τα προβλήματα που σχετίζονται με την επιλογή των «καλλίτερων<br />
χρηστών» αναφέρονται ουσιαστικά στις επιπτώσεις από τη μετάθεση του δικαιώματος<br />
επιλογής από τους χρήστες στους παρόχους δημόσιων υπηρεσιών,<br />
όπως π.χ. δημοφιλή σχολεία μπορούν ουσιαστικά να επιλέγουν τους καλλίτερους<br />
μαθητές ή φοιτητές στον τομέα της εκπαίδευσης, ή καλά νοσοκομεία να<br />
επιλέγουν ευκολότερες και πιο αποδοτικές περιπτώσεις ασθενών στον τομέα<br />
3 C. Tiebout, «A Pure Theory of Local Expenditure», Journal of Political Economy,<br />
64:5, 1956, σσ. 416-24.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 314<br />
314 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ<br />
της υγείας κ.ο.κ. Αυτό είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα του μοντέλου επιλογής και<br />
ανταγωνισμού που μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις ως προς<br />
την ισότητα και την κοινωνική συνοχή, μέσω του διαχωρισμού και απομόνωσης<br />
(segregation) και συνεπώς υποβάθμισης που προκύπτει για τις μονάδες (π.χ.<br />
σχολεία, νοσοκομεία) που υστερούν ή αποτυγχάνουν σ’ αυτό το επίπεδο.<br />
Ωστόσο, έχουν μελετηθεί και εφαρμοσθεί διάφοροι εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης<br />
με ενεργοποίηση μηχανισμών από τα άλλα μοντέλα δημόσιας πολιτικής<br />
και ιδιαίτερα αυτό των «εντολών και ελέγχου». Έτσι, μπορεί π.χ. στο<br />
χώρο της εκπαίδευσης να περιορισθεί ή και να αφαιρεθεί από τα σχολεία η αρμοδιότητα<br />
για εισαγωγή μαθητών ή να υποχρεωθούν τα πανεπιστήμια σε τήρηση<br />
συγκεκριμένων ποσοστώσεων ως προς την εισαγωγή φοιτητών από κατώτερα<br />
κοινωνικά στρώματα. Στο χώρο της υγείας έχουν μελετηθεί διάφοροι τρόποι,<br />
όπως η αφαίρεση της αρμοδιότητας εισαγωγής ασθενών από τα νοσοκομεία<br />
ή η προσαρμογή των αμοιβών/τιμολογίου, ώστε για δυσκολότερες περιπτώσεις<br />
ασθενών τα νοσοκομεία να δικαιούνται αντίστοιχα υψηλότερες αμοιβές<br />
κ.ο.κ.<br />
Συμπεράσματα<br />
Συμπερασματικά, παρά τα εγγενή προβλήματα που συνδέονται με την<br />
εφαρμογή του, το παράδειγμα «επιλογής και ανταγωνισμού» και «οιονεί αγορών»,<br />
γενικά, μπορεί πράγματι να προσφέρει έναν καλύτερο συνδυασμό κινήτρων<br />
από την πλευρά των παρόχων με όρους ποιότητας, αποτελεσματικότητας,<br />
ανταπόκρισης/λογοδοσίας και κοινωνικής δικαιοσύνης σε κρίσιμους τομείς<br />
ημι-δημόσιων αγαθών. Μ’ αυτή την έννοια, μπορεί και πρέπει να αποτελεί<br />
έναν κρίσιμο πυλώνα στην άσκηση δημόσιας πολιτικής γενικά, και ιδιαίτερα<br />
στους τομείς οιονεί δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως υγεία, εκπαίδευση<br />
κτλ. Αυτό, ωστόσο, πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με τα άλλα παραδείγματα/μοντέλα,<br />
και ιδιαίτερα με αυτό των «εντολών και ελέγχου», δεδομένων<br />
των προβλημάτων που υπάρχουν σχετικά με κρίσιμα ζητήματα, όπως π.χ. το<br />
θέμα της επαρκούς πληροφόρησης και γνώσης από την πλευρά των χρηστών ή<br />
της επιλογής των καλλίτερων χρηστών από την πλευρά των παρόχων. Επίσης,<br />
τα όποια μοντέλα άσκησης δημόσιας πολιτικής είναι απαραίτητο να συνοδεύονται<br />
από κατάλληλες πολιτικές με στόχο την αναδιανομή και την ισότητα. Η τελευταία<br />
άλλωστε αποτελεί κρίσιμη προπόθεση για την εξασφάλιση της κοινωνικής<br />
συνοχής, ενός δηλαδή από τους θεμελιώδεις στόχους όλων των ασκούμενων<br />
δημόσιων πολιτικών.
Ένας μεγάλος αριθμός άρθρων και βιβλίων τονίζουν το ρόλο της εκπαίδευσης<br />
στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, ιδίως στις περιπτώσεις χωρών ευρισκόμενων<br />
σε σχετικά χαμηλό ή μέτριο επίπεδο ανάπτυξης. Ο R. Lucas, κάτοχος<br />
βραβείου Nobel Οικονομίας, επισημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν κινείται τελικώς<br />
προς τις περιοχές του πλανήτη όπου είναι σπάνιο και που θα έπρεπε λογικά<br />
να κινείται, δηλαδή προς τις φτωχές χώρες, ακριβώς γιατί το χαμηλό μορφωτικό<br />
επίπεδο των εργαζομένων δεν επιτρέπει υψηλές παραγωγικότητες. 2<br />
Επομένως, η υψηλής ποιότητας –ιδίως– τριτοβάθμια εκπαίδευση του εργατικού<br />
δυναμικού θα πρέπει να γίνει ο άμεσος στόχος της πολιτικής των χωρών αυτών.<br />
Σύμφωνα με τα παραπάνω, εάν η Ελλάδα επιθυμεί πράγματι να γίνει χώρα<br />
υποδοχής ξένων επενδύσεων, 3 θα πρέπει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνkef03:kef03<br />
06/03/2009 13:59 Page 315<br />
17<br />
Αντιμετωπίζοντας την κρίση<br />
στο ελληνικό πανεπιστήμιο 1<br />
Μιχάλης Μητσόπουλος και Θοδωρής Πελαγίδης<br />
Εισαγωγή: Το ανθρώπινο κεφάλαιο και η χρηματοδότηση στην<br />
πανεπιστημιακή εκπαίδευση<br />
1 Τα στατιστικά στοιχεία με τα διαγράμματα που παρουσιάζονται για τις επιδόσεις<br />
είναι από τη βάση δεδομένων του OECD, Average reading, mathematics, and science<br />
literacy scores. Τα υπόλοιπα από το OECD (2004), Education και employment outlook<br />
2004, και για χρονιές 1999 έως 2001 (δεν είναι πάντα διαθέσιμες όμοιες χρονιές).<br />
2 J. Lucas, «Why Doesn’t Capital Flow from Rich to Poor Countries?», American<br />
Economic Review, Vol 80, No 2, 1980, σελ. 93-96.<br />
3 T. Pelagidis και T. Mastroyiannis, “The Saving - Investment Correlation in Greece<br />
1960-1997: Implications for Capital Mobility», Journal of Policy Modeling, Vol 6, No 7,
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 316<br />
316 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
θήκες υψηλής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και η κυβερνητική πολιτική θα<br />
πρέπει να εστιάσει στην αποδοτική επένδυση στον ανθρώπινο παράγοντα. Βέβαια,<br />
το ζήτημα δεν αφορά μόνον την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Η ποιότητα<br />
του παραγωγικού συντελεστή εργασία εξαρτάται περίπου απολύτως από<br />
την εκπαίδευση που έχει λάβει. Στον δε σύγχρονο, διεθνοποιημένο κόσμο, καθοριστική<br />
είναι και η δυνατότητα κινητικότητας του εργαζομένου, γεγονός που<br />
εξαρτάται ειδικότερα από το κατά πόσο έχει λάβει «κομβική» και «ολοκληρωμένη»<br />
εκπαίδευση.<br />
Οι πανεπιστημιακοί στην Ελλάδα διαμαρτύρονται ότι οι δαπάνες-επενδύσεις<br />
για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι ανεπαρκείς και οι μισθοί τους<br />
πενιχροί. Σίγουρα υπάρχει μια καταρχήν βάση στην θέση αυτή, καθώς η ιδιωτική<br />
δαπάνη για την τριτοβάθμια παιδεία στην Ελλάδα είναι μηδαμινή, σε αντίθεση<br />
με άλλες χώρες, γεγονός που, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, περιορίζει<br />
το άθροισμα της συνολικής δαπάνης. 4 Αλλά παράλληλα τίθεται και το ερώτημα<br />
του πόσο αποδοτική είναι η κατανομή των υφιστάμενων πόρων στην πανεπιστημιακή<br />
εκπαίδευση, ώστε να επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα<br />
κι όχι απλώς να δίνονται αδιακρίτως όλο και περισσότερα χρήματα.<br />
Σε ότι αφορά την αποδοτική χρήση των πόρων, η υπάρχουσα διαμάχη στη<br />
διεθνή βιβλιογραφία αφορά κυρίως το είδος, και τη κατανομή ανά είδος, της<br />
χρηματοδότησης. 5 Μία από τις συνήθεις ερωτήσεις είναι εάν θα πρέπει τα<br />
άτομα-καταναλωτές της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης να μπορούν να δανειστούν<br />
από την αγορά για να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους σταθμίζοντας<br />
το μελλοντικό κόστος και όφελος ή θα πρέπει οι κρατικές επιδοτήσεις να επικρατήσουν.<br />
Οι υποστηρικτές της πολιτικής των δανείων στους υποψήφιους φοιτητές<br />
(και της χρηματοδότησης εν μέρει με αυτό τον τρόπο των πανεπιστημίων)<br />
θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο φτωχοί και πλούσιοι έχουν την ευκαιρία της<br />
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συγκρίνοντας προσωπικό κόστος και όφελος.<br />
Υποστηρίζουν ακόμη ότι, λόγω του ότι η αγορά έχει ατέλειες και δεν θα ήταν<br />
δυνατό να χρηματοδοτηθούν όλοι, και ιδιαιτέρως οι οικονομικά ασθενέστεροι,<br />
το κράτος θα πρέπει να δώσει εγγυήσεις για τα φοιτητικά δάνεια ή να επιδοτήσει<br />
τα επιτόκια των δανείων.<br />
Οι υποστηρικτές της πολιτικής των κρατικών επιχορηγήσεων θεωρούν ότι<br />
οι τελευταίες ευνοούν την κινητικότητα στην εκπαίδευση ενισχύοντας την ισότητα<br />
στην πρόσβαση, ενώ δεν μειώνουν την αποτελεσματικότητα (σύγκριση κό-<br />
2003 σελ. 1-8 και T. Pelagidis, «Capital Mobility in Greece before and after Financial<br />
Liberalization», Journal of Policy Modeling, Vol 30, No 6, 2008, σελ. 999-2003.<br />
4 OECD, Education and employment outlook 2004, OECD, Paris, 2004.<br />
5 J. Stiglitz, Οικονομική του Δημοσίου Τομέα, εκδόσεις Κριτική Αθήνα, 1992.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 317<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 317<br />
στους - οφέλους), καθώς υποστηρίζουν ότι το κόστος της επιχορήγησης είναι<br />
σχετικά χαμηλό. Άλλοι, πάλι υποστηρίζουν ότι και οι δύο πολιτικές, ιδίως μάλιστα<br />
οι κρατικές επιχορηγήσεις στους φοιτητές (και μέσω αυτών στα Πανεπιστήμια),<br />
στην πραγματικότητα ευνοούν τις εύπορες τάξεις αφού η σχολική<br />
διαρροή έχει θέσει ήδη από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εκτός τους λιγότερο<br />
εύπορους και ικανούς. Εναντίον των κρατικών επιχορηγήσεων είναι και εκείνοι<br />
που πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο υπάρχει «υπερβολική κατανάλωση»<br />
δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς αναλογικά πολλοί φοιτητές φοιτούν, οι οποίοι<br />
αλλιώς δεν θα ενδιαφέρονταν να λάβουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πράγμα<br />
που σημαίνει σπατάλη πόρων συνολικά για την κοινωνία Από την άλλη, όμως,<br />
υποστηρίζεται ότι ευνοείται η κοινωνική δικαιοσύνη (ισότητα στην εισροή),<br />
ενώ υπάρχουν και θετικές εξωτερικότητες, αφού σπουδάζοντας όλο και περισσότεροι<br />
φοιτητές, η συνολική ποιότητα του εργατικού δυναμικού μιας χώρας<br />
ανέρχεται.<br />
Σε κάθε περίπτωση πάντως, με οποιαδήποτε πολιτική, κατευθύνονται πόροι<br />
προς τα πανεπιστήμια, τα οποία αναλόγως με τις υποδομές και την ποιότητα<br />
του προσωπικού τους, απολαμβάνουν και υψηλότερη χρηματοδότηση. Ο τρόπος<br />
και το είδος χρηματοδότησης παίζει καθοριστικό ρόλο στη δομή, τη λειτουργία<br />
και την αξία και φήμη του πανεπιστημίου, καθώς και στις απολαβές<br />
των πανεπιστημιακών.<br />
Κράτος και δημόσια αγορά στην εκπαίδευση<br />
Στο ελληνικό πανεπιστήμιο καμιά από τις παραπάνω εναλλακτικές προτάσεις<br />
χρηματοδότησης δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό συνδέεται άρρηκτα με τον<br />
συνδυασμένο αποκλεισμό των πανεπιστημίων από την επιλογή των δύο πιο κρίσιμων<br />
παραμέτρων που καθορίζουν την λειτουργία τους, κάτι που τα καθιστά<br />
στην πράξη πλήρως εξαρτημένα από την κρατική χρηματοδότηση. Οι παράμετροι<br />
αυτοί είναι η επιλογή του διδακτικού προσωπικού και η επιλογή των φοιτητών.<br />
Συγκεκριμένα, οι καθηγητές είναι κρατικοί υπάλληλοι, γεγονός που συνεπάγεται<br />
την μεταφορά των αποφάσεων για την μισθοδοσία των καθηγητών, και<br />
των διοικητικών υπαλλήλων, από το Πανεπιστήμιο προς το Κράτος. Και επειδή<br />
δεν είναι απασχολούμενοι του κάθε πανεπιστημίου, αναλόγως των προσόντων<br />
και της προσφοράς τους, δεν είναι δυνατή η σοβαρή αύξηση των μισθών εκείνων<br />
που πραγματικά προσφέρουν και, κυρίως, εκείνων που έχουν τις δυνατότητες<br />
να προσφέρουν, αναλόγως βέβαια και της ποιότητας του Πανεπιστημίου<br />
που τους απασχολεί. Επίσης, το πανεπιστήμιο δεν είναι σε θέση να επιλέξει το<br />
ίδιο τους φοιτητές που αποδέχεται, αλλά αντιθέτως ο αριθμός των εισακτέων
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 318<br />
318 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
είναι, στην πράξη, προκαθορισμένος από το Υπουργείο και η επιλογή τους γίνεται<br />
βάση κριτηρίων για τα οποία αποφασίζει το κράτος.<br />
Η επιλογή των δύο αυτών παραμέτρων από το κράτος, και όχι το Πανεπιστήμιο,<br />
αποκλείει στην πράξη την δημιουργία μας εσωτερικής δημόσιας αγορά πανεπιστημιακής<br />
εκπαίδευσης. Σε μια τέτοια αγορά οι καταναλωτές-υποψήφιοι φοιτητές<br />
θα διέθεταν επιλογή (choice) ανάμεσα σε καθηγητές και Ιδρύματα με αποτέλεσμα<br />
να ενισχύεται η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των Πανεπιστημίων<br />
από τους φοιτητές, οι οποίοι δεδομένου ότι αποφασίζουν για το μέλλον τους θα είναι<br />
οι πιο αυστηροί κριτές. Με την σειρά τους τα Πανεπιστήμια θα ανταγωνίζονται<br />
μεταξύ τους για προσέλκυση φοιτητών, οι οποίοι θα «φέρνουν» με τις επιλογές<br />
τους την ανάλογη πρόσθετη κρατική επιδότηση στο πανεπιστήμιο, καθώς και<br />
τα χρήματα του (επιδοτούμενου) δανείου που κάποιοι θα έχουν πάρει.<br />
Ο ανταγωνισμός αυτός θα πιέζει το κάθε πανεπιστήμιο να αποδέχεται τις<br />
αιτήσεις των καλύτερων υποψήφιων φοιτητών, καθώς η ελκυστικότητά του για<br />
τους φοιτητές θα καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την φήμη που αυτό<br />
θα έχει αποκτήσει με βάση τις επιδόσεις των αποφοίτων του. Την ίδια στιγμή<br />
θα προσλαμβάνει, και θα αμοίβει ανάλογα με τις επιδόσεις τους, τους καλύτερους<br />
καθηγητές που θα μπορεί να αποκτήσει, προκειμένου να αυξήσει την ελκυστικότητά<br />
του απέναντι στους υποψήφιους φοιτητές. Το μίγμα αποδοχής αιτήσεων<br />
υποψήφιων φοιτητών και διδακτικού προσωπικού θα καθορίσει στην<br />
συνέχεια την πορεία των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, αλλά και την κοινωνία<br />
γενικότερα, και άρα θα διαμορφώσει την φήμη του κάθε Πανεπιστημίου,<br />
καθώς όλοι οι φοιτητές θα προτιμούν ένα Πανεπιστήμιο, του οποίου οι απόφοιτοι,<br />
συνήθως, έχουν μια πετυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία στην συνέχεια,<br />
από ένα άλλο για το οποίο δεν ισχύει αυτό. Έτσι η φήμη αυτή εξασφαλίζει<br />
στο τέλος την ικανότητα του Πανεπιστημίου να προσελκύει πόρους πέρα<br />
από τον Κρατικό Προπολογισμό.<br />
Σήμερα στην Ελλάδα, τόσο οι καθηγητές, όσο και οι φοιτητές αρνούνται τα<br />
παραπάνω και οχυρώνονται πίσω από έναν λανθάνοντα «δημόσιο χαρακτήρα»,<br />
και αυτό γιατί βραχυπρόθεσμα όλοι βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση.<br />
6 Οι φοιτητές, γιατί, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ιδίως στις λε-<br />
6 Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι τα χαρακτηριστικά του δημόσιου αγαθού, δηλαδή<br />
η «αδιαιρετότητα» και η «αδυναμία αποκλεισμού», δεν εφαρμόζουν πλήρως στην<br />
περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μια διερεύνηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης<br />
των φοιτητών στα Πανεπιστήμια δείχνει ότι ο φοιτητικός πληθυσμός προέρχεται<br />
πλέον κατά συντριπτική πλειοψηφία από τη μεσαία τάξη, ενώ περιορίζονται και αποκλείονται<br />
όλο και περισσότερο φοιτητές και φοιτήτριες από τα λακά κοινωνικά στρώματα.<br />
Κατά την έννοια αυτή, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν μπορεί, με αυστηρά οικονομικούς<br />
όρους, να θεωρηθεί «δημόσιο αγαθό».
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 319<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 319<br />
γόμενες «κοινωνικές επιστήμες», χωρίς παρακολουθήσεις και ουσιαστική ενσωμάτωση<br />
στην υποτυπώδη έστω ακαδημακή ζωή, με ήσσονα προσπάθεια<br />
ανταλλάσσουν τα 5-6 πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής τους με ένα πτυχίο που<br />
συνήθως δεν έχει αντίκρισμα ούτε, πλέον, στην κοινωνία, ούτε, πολύ περισσότερο,<br />
στην αγορά εργασίας (ιδίως όσον αφορά στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές<br />
επιστήμες), γεγονός που όμως φαντάζει μακρινό στα φοιτητικά χρόνια<br />
ενός φοιτητή που κατέληξε τυχαία σε ένα τμήμα σπουδών με αντικείμενο που<br />
δεν ήταν της επιλογής του, ενώ και η αγορά εργασίας αδιαφορεί για όλους τους<br />
αποφοίτους και άρα δεν τους δίνει κίνητρο να προσπαθήσουν για κάτι καλύτερο<br />
από το μέτριο. Για την «εξυπηρέτηση» των φοιτητών αυτών, οι θέσεις των<br />
οποίων δημιουργούνται διοικητικά, από το Κράτος, ιδρύονται συνεχώς πανεπιστημιακά<br />
τμήματα μη αποδεδειγμένης χρησιμότητας και με πολύ μεγάλο κόστος,<br />
ενώ οι δυνητικά διακεκριμένοι φοιτητές σε πολλές περιπτώσεις χάνονται<br />
στο κύμα του υπερπληθυσμού και της ισοπέδωσης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.<br />
Πραγματικά αφοσιωμένοι, ενεργητικοί και δραστήριοι φοιτητές,<br />
με ενδιαφέρον πρώτα από όλα για την επιστήμη που σπουδάζουν, σπανίζουν<br />
πλέον ή αναχωρούν μόλις τους δοθεί η ευκαιρία στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι<br />
από αυτούς που μένουν πίσω θέλουν να «τελειώνουν» σύντομα με υψηλό<br />
βαθμό και με τον λιγότερο κόπο. Και έχοντας περίσσεια χρόνου, πολλοί φοιτητές<br />
απολαμβάνουν πλήρως τα προνόμια συνδιοίκησης του Πανεπιστημίου παγκόσμιας<br />
πρωτοτυπίας που έχουν, με αποκορύφωμα την αδικαιολόγητα υψηλή<br />
συμμετοχή τους στην εκλογή των πρυτανικών αρχών.<br />
Οι διοικητικοί, βεβαίως, ως μόνιμοι υπάλληλοι μιας ακόμη «υπηρεσίας» με<br />
εργασία εξασφαλισμένη ανεξάρτητα της προσπάθειας που καταβάλλουν και με<br />
μισθό δεδομένο και χαμηλό, αντιδρούν απολύτως ορθολογικά και μεγιστοποιούν<br />
την χρησιμότητα τους ελαχιστοποιώντας, μέχρι του πλήρους μηδενισμού, την<br />
προσπάθεια. Δεν έχουν λόγο και κίνητρα να αποδώσουν, εκτός από το σπάνιο<br />
πλέον φαινόμενο του φιλότιμου υπαλλήλου, ο οποίος για λόγους συνειδησιακούς<br />
συνήθως, αντιστέκεται. Οι δε καθηγητές αντιμετωπίζουν μια άνευ προηγουμένου<br />
συρρίκνωση, όχι μόνο του μισθού, αλλά και του κύρους τού επαγγέλματός τους.<br />
Όσοι δεν μπορούν να βρουν διέξοδο στην αγορά ή στη δημόσια διοίκηση και<br />
στις ακριβοπληρωμένες «πολιτικές» θέσεις, είναι καταδικασμένοι στη μίζερη –<br />
μόνον κατ’ όνομα πια– ακαδημακή ζωή με τους χαμηλούς ισοπεδωμένους μισθούς<br />
του δημοσίου. Τα όποια οφέλη από μία αλλαγή της κατάστασης φαίνονται<br />
όμως μακρινά, ενώ μετά από κάποια χρόνια στο σημερινό σύστημα το ανύπαρκτο<br />
ερευνητικό και διδακτικό έργο τους σημαίνει ότι εύκολα τους φοβίζει ο ανταγωνισμός<br />
και άρα εύκολα υιοθετούν την άποψη ότι η αξιολόγηση, ο ανταγωνισμός,<br />
το ύψος του μισθού αναλόγως των αντικειμενικών προσόντων κτλ, είναι<br />
«πράγματα» για τις αγορές κι όχι για τη δημόσια εκπαίδευση, η οποία δεν πρέπει<br />
να λογοδοτεί για τα χρήματα που λαμβάνει σε κανέναν και για τίποτα.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 320<br />
320 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
Είναι μια ενδιαφέρουσα ομολογουμένως, άποψη για τον τρόπο λειτουργίας<br />
του Πανεπιστημίου σε ένα δημοκρατικό Πολίτευμα, ιδίως όταν την ίδια ώρα τα<br />
κρατικά πανεπιστήμια που προστατεύουν την εκπαίδευση από τα δεινά των<br />
αγορών, αναπτύσσουν μια αγορά στις μεταπτυχιακές σπουδές, στην οποία<br />
όμως απουσιάζει παντελώς η κρατική επικουρία, τουλάχιστον για τους φοιτητές<br />
ή τους υποψήφιους φοιτητές με χαμηλό εισόδημα! Εδώ πράγματι θα μπορούσε<br />
να αναπτυχθεί η αγορά των δανείων για σπουδές με κρατική εγγύηση,<br />
ώστε να ευνοηθούν οι κατάφωρα αδικούμενοι φοιτητές που αδυνατούν να συνεχίσουν<br />
τις σπουδές τους λόγω χαμηλού εισοδήματος.<br />
Πανεπιστημιακή εκπαίδευση και αγορά εργασίας<br />
Στην Ελλάδα σήμερα το κάθε Πανεπιστήμιο, με δεδομένη χρηματοδότηση<br />
από το Κράτος και τον αποκλεισμό του από τις κρίσιμες για την λειτουργία του<br />
αποφάσεις δεν έχει κίνητρο, αλλά ούτε και είναι σε θέση, να συντονιστεί με την<br />
κοινωνία και να αντιληφθεί τις ανάγκες αυτής, ώστε το μίγμα φοιτητών και καθηγητών<br />
που διαλέγει να αυξάνει τις πιθανότητες μιας καλής επαγγελματικής<br />
σταδιοδρομίας των αποφοίτων του. Προσοχή! Δεν αναφερόμαστε μόνο στις<br />
ανάγκες των επιχειρήσεων, αλλά και στις προτεραιότητες και τις ανάγκες του<br />
κοινωνικού συνόλου, μέρος του οποίου, βεβαίως, είναι και οι ανάγκες του παραγωγικού<br />
συστήματος της χώρας. Και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η επαγγελματική<br />
αποκατάσταση είναι μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους που<br />
καθορίζουν την ψυχική ευημερία του ατόμου και άρα την δυνατότητα του να<br />
λειτουργεί σαν εποικοδομητικό μέλος του κοινωνικού συνόλου. 7<br />
Ο πρωταρχικός στόχος του εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει να είναι η<br />
εξασφάλιση στους αποφοίτους εκείνων των γνώσεων και δεξιοτήτων που θα<br />
τους επιτρέψουν να απορροφηθούν εποικοδομητικά από την κοινωνία, γεγονός<br />
που σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκτήσουν και μια ικανοποιητική έστω<br />
επαγγελματική ζωή. Σίγουρα μια απαραίτητη προπόθεση για την επίτευξη του<br />
στόχου αυτού είναι η απόκτηση εκ μέρους τους δεξιοτήτων, τις οποίες μπορεί<br />
να αξιοποιήσει επικερδώς η αγορά εργασίας, ώστε αυτή να έχει το κίνητρο να<br />
προσφέρει ικανοποιητικές αμοιβές στους απασχολούμενους εργαζόμενους. Η<br />
απόκτηση αξιοποιήσιμων από την αγορά δεξιοτήτων από τον εργαζόμενο εξασφαλίζει<br />
ότι η απασχόληση του εργαζόμενου είναι κερδοφόρα (και άρα επιθυ-<br />
7 L. Winkelmann, «Why are the Unemployed so Unhappy? Evidence from Panel<br />
Data», Economica, 64, 1998, σελ. 1-15 και A. Clark και A. Oswald, «Unhappiness and<br />
Unemployment», The Economic Journal, 104, 1994, σελ. 648-659.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 321<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 321<br />
μητή) για τον εργοδότη. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι και το γεγονός ότι ένας<br />
εργαζόμενος που έχει τέτοιες, επιθυμητές, δεξιότητες είναι σε θέση να διαπραγματευτεί<br />
με τον εργοδότη του μια απολύτως ικανοποιητική αμοιβή για την<br />
εργασία, ακριβώς επειδή οι υπηρεσίες του είναι επιθυμητές.<br />
Ο βαθμός στον οποίο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιτυγχάνει να εξασφαλίσει<br />
τους στόχους αυτούς, δηλαδή να εξοπλίζει τους μελλοντικούς εργαζόμενους<br />
με επιθυμητές από την αγορά εργασίας δεξιότητες, μπορεί να εκτιμηθεί,<br />
προσεγγιστικά, από την καταγραφή ορισμένων πραγματικοτήτων. Έτσι, αρχικά,<br />
αποτυπώνεται τις τελευταίες δεκαετίες η σημαντική βελτίωση της παραγωγής<br />
στις χαμηλότερες βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης. Είναι προφανές ότι η<br />
ύπαρξη μιας ικανοποιητικής εκπαίδευσης στις χαμηλότερες βαθμίδες αποτελεί<br />
την απαραίτητη προπόθεση για την επίτευξη κάθε επόμενου στόχου. Αλλά αποτυπώνεται,<br />
επίσης, η αδύναμη επίδοση της ανώτερης εκπαίδευσης, καθώς και η<br />
αδύναμη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας. Η αδύναμη<br />
επίδοση της ανώτερης εκπαίδευσης είναι απολύτως λογικό να συνδέεται με<br />
την χαλαρότητα που έχουν οι δεσμοί αγοράς εργασίας και εκπαίδευσης.<br />
Αναλυτικότερα, παρατηρούμε τα ακόλουθα:
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 322<br />
322 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
Τα στατιστικά δεδομένα που αναρτώνται από την ΕΣΥΕ για την εκπαίδευση,<br />
σύμφωνα με οδηγίες της EUROSTAT, ώστε να εξασφαλιστεί η συμβατότητα<br />
τους με τα στοιχεία άλλων χωρών, αποτυπώνουν την αδυναμία του συστήματος<br />
να εξασφαλίσει την παραγωγή γνώσης που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή<br />
της έρευνας. Η παραγωγή καινοτόμας γνώσης δεν αποτελεί μόνον<br />
την κορωνίδα ενός συστήματος εκπαίδευσης, αλλά και έναν ικανοποιητικό<br />
εκτιμητή για τον βαθμό στον οποίο οι υπάρχουσες δομές της κοινωνίας και της<br />
οικονομίας έχουν αναπτύξει έναν ομοιογενή και υγιή ιστό παραγωγής και<br />
απορρόφησης της γνώσης. Έτσι και το έτος 2000, η Ελλάδα είχε παραγωγή<br />
γνώσης, όπως αυτή μετριέται από την κατάθεση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας<br />
ανά 1 εκατ. κατοίκους, εξαιρετικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπακής<br />
Ένωσης (ΕΕ). Στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας, η οποία αναπτύσσεται<br />
στην παγκόσμια κοινωνία και στην οποία η αξιοποίηση της συνεχώς εξελισσόμενης<br />
καινοτόμας γνώσης αποτελεί την κύρια πηγή παραγωγής πλούτου, η<br />
διά βίου ενημέρωση και επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού αποτελεί,<br />
για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, αναγκαιότητα. Παρατηρούμε<br />
ότι και εδώ, σύμφωνα με τις τυποποιημένες μεθόδους μέτρησης της EUROSTAT,<br />
τα στοιχεία της ΕΣΥΕ δείχνουν την σημαντική υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση<br />
με τον ευρωπακό μέσο όρο, ενώ και πάλι δεν παρατηρείται καμία τάση βελτίωσης<br />
το έτος 2001.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 323<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 323<br />
Αντίθετα μια εξαρχής θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν<br />
μειώνει τις δημόσιες δαπάνες της για εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ τα τελευταία<br />
χρόνια, παρά το γεγονός ότι αυτό υπολείπεται σαν ποσοστό του ΑΕΠ<br />
των υπόλοιπων χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της<br />
EUROSTAT. Αποτελεί επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η Ελλάδα έχει<br />
πραγματοποιήσει μια πολύ σημαντική πρόοδο στον περιορισμό του αναλφαβητισμού<br />
τα τελευταία 30 χρόνια. Μάλιστα, η βελτίωση των σχετικών δεικτών της<br />
Ελλάδας στο διάστημα αυτό είναι από τις πλέον εμφανείς παγκοσμίως σύμφωνα<br />
με την πρόσφατη έρευνα του OΟΣΑ για την εκπαίδευση στην παγκόσμια<br />
κοινωνία. Έτσι ενώ το 1999 στις ηλικίες 55-64 ετών το 25% είχε ολοκληρώσει<br />
την δευτεροβάθμια εκπαίδευση (με μέσο όρο για τον ΟΟΣΑ 45%) το αντί-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 324<br />
324 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
στοιχο ποσοστό για τις ηλικίες 25-34 ετών είναι πια 71% με τον μέσο όρο του<br />
ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 72%. Επιπλέον στις ηλικίες 12-14 ετών, η Ελλάδα παρέχει<br />
651 ώρες παιδείας σε μαθηματικά και θετικές επιστήμες όταν ο αντίστοιχος<br />
μέσος όρος του ΟΟΣΑ για το 1999 είναι 665 ώρες (και συνεπώς βρίσκεται<br />
στον μέσο όρο). Λίγο χαμηλότερες από τον μέσο όρο είναι οι συνολικές ώρες<br />
που αφιερώνονται ετησίως στην εκπαίδευση στην πρώτη και δεύτερη βαθμίδα.<br />
Διαμορφώνεται, συνεπώς, μια εικόνα κατά την οποία με βάση ποσοτικά κριτήρια<br />
(που όμως δεν είναι ποιοτικά κριτήρια), η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια<br />
εκπαίδευση σήμερα πια δεν υστερεί σημαντικά από τον μέσο όρο του<br />
ΟΟΣΑ, αντίθετα με ότι συνέβαινε πριν από 30 χρόνια.<br />
Από τα στοιχεία του OΟΣΑ προκύπτουν κάποια από τα αίτια για την διττή<br />
αυτή εικόνα- αρκετά ικανοποιητική στην βασική και αρκετά απογοητευτική<br />
στην υψηλότερη εκπαίδευση και στην παραγωγή γνώσης. Έτσι η Ελλάδα έχει<br />
καλή στελέχωση των κατώτερων και μεσαίων βαθμίδων της εκπαίδευσης. Αντίθετα<br />
η στελέχωση είναι πολύ χειρότερη από τον μέσο όρο στις ψηλότερες βαθμίδες<br />
της εκπαίδευσης. Επίσης, ενώ η δαπάνη ανά μαθητή στις δύο πρώτες<br />
βαθμίδες υπολείπεται, σε προσαρμοσμένα για την αγοραστική δύναμη δολάρια,<br />
του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, κατά 40% περίπου, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση<br />
η υστέρηση αυτή φτάνει το 65%.<br />
Η υστέρηση που παρουσιάζει η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br />
και η παραγωγή καινοτόμας γνώσης πιθανότατα δεν σχετίζεται απλά με την<br />
ανεπαρκή στελέχωση και χρηματοδότηση ανά φοιτητή της εκπαίδευσης στις<br />
ανώτερες βαθμίδες της, καθώς η δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ υστερεί σημαντικά<br />
λιγότερο. Αντίθετα η κατάσταση αυτή μάλλον υποδεικνύει ότι δεν έχει<br />
αναπτυχθεί ο προαναφερόμενος ομοιογενής ιστός παραγωγής και απορρόφησης<br />
της γνώσης. Μέρος της ανομοιογένειας αυτής είναι ο υπερβολικά μεγάλος<br />
αριθμός φοιτητών στις πρώτες βαθμίδες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο<br />
χαμηλός αριθμός φοιτητών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που παραμένουν σε<br />
μεγαλύτερες ηλικίες σε πιο προχωρημένα ερευνητικά προγράμματα.<br />
Ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο ενός τέτοιου ομοιογενή ιστού αποτελεί<br />
και η σύνδεση της αγοράς εργασίας με την εκπαίδευση, που εξετάζεται στη συνέχεια<br />
στα πλαίσια της απασχόλησης. Η σχέση αυτή αποτελεί τον προφανή<br />
συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παραγωγή της γνώσης και την παραγωγική<br />
απορρόφησή της από την οικονομία και την κοινωνία.<br />
Κρατική δαπάνη και πρόσβαση στην αγορά εργασίας<br />
Παρόλο που υπάρχουν αυτές οι ενδείξεις για μια σοβαρή οργανική δυσλειτουργία,<br />
νέα κρατικά πανεπιστήμια/Τμήματα και ΤΕΙ ιδρύονται συνεχώς και
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 325<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 325<br />
σχεδόν παντού στις ελληνικές περιφέρειες. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι πολλοί<br />
υποψήφιοι φοιτητές και οι γονείς τους προτιμούν ένα δίπλωμα των παραρτημάτων<br />
ξένων πανεπιστημίων συνήθως σε σπουδές στα πρότυπα της αγοράς εργασίας,<br />
από ότι το κρατικά αναγνωρισμένο πτυχίο πολλών Τμημάτων ΑΕΙ και<br />
ΤΕΙ, ιδίως μάλιστα όταν αυτά βρίσκονται στην επαρχία, μακριά από τον τόπο<br />
διαμονής της οικογένειας. Μάλιστα η επιλογή αυτή υιοθετείται, παρόλο που<br />
στην Ελλάδα ένα ασυνήθιστα ψηλό με δεδομένα τα συγκριτικά στοιχεία του<br />
ΟΟΣΑ ποσοστό των φοιτητών, πάνω από 10% που φοιτητικού πληθυσμού, ήδη<br />
προτιμάει τις σπουδές στο εξωτερικό.<br />
Βέβαια, η ποιότητα σπουδών που παρέχουν τα «παραρτήματα» αυτά δεν<br />
έχει καμία σχέση με τα πρότυπα ποιότητας ενός κανονικού, μέσου πανεπιστημιακού<br />
τίτλου. Όμως, η ζήτηση για αυτά τα προγράμματα αποτελεί και ένα μέτρο<br />
για το πώς αντιλαμβάνονται οι γονείς και οι φοιτητές την ποιότητα πολλών<br />
κρατικών πανεπιστημίων. Η επιλογή τους αποκαλύπτει την εκτίμησή τους ότι<br />
αυτά τα κρατικά προγράμματα είναι, είτε ακόμα πιο χαμηλής ποιότητας, είτε<br />
δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την αγορά εργασίας, και γι’ αυτό ορθολογικά<br />
οι δεκάδες χιλιάδες υποψήφιοι φοιτητές, που δεν μπορούν να μεταβούν<br />
στο εξωτερικό για σπουδές, λόγω του δυσβάσταχτου πλέον οικονομικού κόστους,<br />
απευθύνονται στα «παραρτήματα» αυτά. Στην πραγματικότητα, λοιπόν,<br />
το στρεβλό και κακό σε πολλές περιπτώσεις κρατικό τριτοβάθμιο Τμήμα οδηγεί<br />
στην εμφάνιση των παραρτημάτων αυτών με αποτέλεσμα ο φορολογούμενος<br />
γονέας να πληρώνει και για το κρατικό πανεπιστήμιο που δεν χρησιμοποιεί<br />
και να πληρώνει εκ νέου το παράρτημα αυτό, με αποτέλεσμα την σπατάλη σημαντικών<br />
πόρων.<br />
Η γνώμη των γονέων και των φοιτητών, όπως την αποκαλύπτουν οι επιλογές<br />
τους, φαίνεται ότι δεν είναι αβάσιμη. Πράγματι, μικρό ποσοστό των αποφοίτων<br />
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα βρίσκει εργασία, και μάλιστα το ποσοστό<br />
είναι αρκετά χαμηλό για να βρίσκεται, για την δεδομένη δαπάνη της Ελλάδας<br />
σε τριτοβάθμια παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε μια νοητή καμπύλη<br />
αναποτελεσματικότητας.<br />
Συνεπώς το ελληνικό Πανεπιστήμιο φαίνεται ότι, όχι μόνο δεν επιτελεί τον<br />
βασικό του προορισμό, να δημιουργεί δηλαδή ολοκληρωμένα χρήσιμα μέλη<br />
μιας κοινωνίας που να μπορούν να ζήσουν μια ευπρεπή ζωή, καθώς αδυνατεί να<br />
τους εξασφαλίσει επαγγελματική αποκατάσταση, και άρα στερεί από τους αποφοίτους<br />
την δυνατότητα για βιοπορισμό, αλλά επιπλέον η αποτυχία αυτή δεν ερμηνεύεται<br />
μόνο από το χαμηλό ποσοστό δαπάνης για την τριτοβάθμια παιδεία<br />
ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συνεπώς ακόμα και οι λίγοι, σχετικά πόροι που διατίθενται<br />
για την τριτοβάθμια παιδεία δεν χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά.<br />
Ορισμένοι θα έχουν την αντίρρηση, ότι η αγορά δεν πρέπει να καθορίζει τις<br />
σπουδές, καθώς δεν εγγυάται την παροχή «κομβικής» γνώσης στον φοιτητή,
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 326<br />
326 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ<br />
ώστε να μπορεί ο τελευταίος να λαμβάνει «ολοκληρωμένη» παιδεία και, επιπροσθέτως,<br />
να μπορεί να αλλάζει θέσεις εργασίας και να προσαρμόζεται στις<br />
μεταβαλλόμενες καταστάσεις. Το χαμηλό ποσοστό των εργαζόμενων πτυχιούχων<br />
στη χώρα μας (μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη και αυτούς που έχουν<br />
αποσυρθεί από την αγορά εργασίας και άρα ούτε εργάζονται και ούτε είναι<br />
άνεργοι) είναι ακριβώς η απόδειξη περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή οι φοιτητές<br />
που αποφοιτούν από τα κρατικά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ δεν είναι ικανοί να<br />
προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, ακριβώς επειδή δεν αποκτούν<br />
κομβική, πολύπλευρη γνώση. Την κατάσταση συμπληρώνουν και επιβεβαιώνουν<br />
οι χαμηλές ερευνητικές επιδόσεις (δημοσιεύσεις σε διεθνή ακαδημακά<br />
περιοδικά) των κρατικών ιδρυμάτων, σταθερά στην τελευταία ή προτελευταία<br />
θέση στην ΕΕ. 8<br />
Συμπέρασμα<br />
Η ανάλυσή μας κατέγραψε, ότι η αποκλειστικά κρατική χρηματοδότηση, η<br />
επιλογή και κατανομή των φοιτητών από το κράτος και η μισθοδοσία και εξέλιξη<br />
των καθηγητών σύμφωνα με τις επιταγές του κράτους, σε αντίθεση με την<br />
χρηματοδότηση και από την αγορά, την επιλογή φοιτητών και διδακτικού προσωπικού<br />
από τα πανεπιστήμια και την μισθοδοσία των καθηγητών από αυτά,<br />
είναι χαρακτηριστικά του ελληνικού πανεπιστημίου που είναι άρρηκτα δεμένα<br />
μεταξύ τους. Δεν μπορεί να αλλάξει το ένα χωρίς να αλλάξουν τα άλλα.<br />
Την ίδια ώρα το σημερινό σύστημα καταφέρνει να παράγει άνεργους απόφοιτους,<br />
και άρα δυστυχισμένους και μη χρήσιμους για την κοινωνία, επιβάλλοντας<br />
έτσι ένα τεράστιο κόστος ευημερίας στο πιο νέο ηλικιακά κομμάτι της<br />
κοινωνίας, το οποίο δεν υποστηρίζεται στην προσπάθειά του να δημιουργήσει<br />
το πλαίσιο μιας αξιοπρεπούς ζωής. Το κόστος αυτό προστίθεται, βέβαια, στο<br />
σημαντικό κόστος διδάκτρων, διαβίωσης και μετάβασης που συνεπάγεται η<br />
παρουσία άνω του 10% του φοιτητικού πληθυσμού σε ξένα πανεπιστήμια.<br />
Αλλά ούτε και το διδακτικό προσωπικό είναι ευνοημένο από την παρούσα<br />
κατάσταση. Αν και πράγματι η πλειοψηφία του δεν μπορεί σήμερα να σταθεί<br />
σε μια διεθνή σύγκριση, σε ότι αφορά το ερευνητικό και διδακτικό έργο, η μεγάλη<br />
πλειοψηφία τελικά θα προσαρμοζόταν σε μια διαφορετική κατάσταση<br />
και θα κέρδιζε την πρόσβαση σε ευκαιρίες για πιο αξιοπρεπή αμοιβή και ταυτόχρονα<br />
μια πιο πλούσια ερευνητικά, και άρα πιο ενδιαφέρουσα, σταδιοδρομία.<br />
8 ΓΓΕΤ, Ερευνώντας, Ιούνιος, 2003.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 327<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 327<br />
Σίγουρα υπάρχει σήμερα μια μειοψηφία μέτριων φοιτητών και καθηγητών<br />
που στο υπάρχον σύστημα έχουν καταφέρει, λόγω της μη ύπαρξης μέτρου σύγκρισης,<br />
να επιβληθούν και να εξασφαλίσουν απολαβές, τις οποίες θα έχαναν<br />
σε ένα πιο ελεύθερο σύστημα, και χωρίς να έχουν την δυνατότητα να προσαρμοστούν<br />
σε αυτό, ώστε να αντικαταστήσουν τις απώλειες τους. Ταυτόχρονα, η<br />
αβεβαιότητα της αλλαγής τρομάζει πολύ περισσότερους και τους αποθαρρύνει<br />
από την υποστήριξη των αλλαγών. Όμως το τεράστιο τίμημα που καταβάλλουν,<br />
τόσο οι φοιτητές όσο και η πλειοψηφία του διδακτικού προσωπικού δεν δικαιολογεί<br />
την διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης προς όφελος αυτών των λίγων.<br />
Τίθεται, λοιπόν, ξανά και επιτακτικά το ερώτημα: θα κάνουμε ποτέ κάτι<br />
για όλα αυτά εισάγοντας τον ανταγωνισμό, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την<br />
αξιολόγηση ανάμεσα στα Ιδρύματα, εισάγοντας κίνητρα ερευνητικής αποδοτικότητας<br />
και χρηματοδότησης ή θα υπερασπιζόμαστε υποκριτικά το κατ’ όνομα<br />
«δημόσιο» πανεπιστήμιο παρατηρώντας, χωρίς να το ομολογούμε δημόσια, τη<br />
συνεχή του υποβάθμιση και, αντιστοίχως τον πολλαπλασιασμό των «παραρτημάτων»<br />
των ξένων Πανεπιστημίων και των «κέντρων» που στήνουν ανεξέλεγκτα<br />
διάφοροι επιτήδειοι;
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 328
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 329<br />
18<br />
Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση<br />
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br />
Θέμης Λαζαρίδης<br />
Εισαγωγή<br />
Παρά τις νησίδες αριστείας που αναμφισβήτητα υπάρχουν, το ελληνικό πανεπιστήμιο<br />
διέρχεται μια βαθιά θεσμική και ηθική κρίση. Τα απαράδεκτα φαινόμενα<br />
αυταρχισμού και βίας εκ μέρους μερίδας των φοιτητών δεν είναι παρά<br />
η κορυφή του παγόβουνου. «Δομικά» προβλήματα, όπως τα πελατειακά δίκτυα,<br />
η συναλλαγή, και η ευνοιοκρατία είναι πολύ πιο σοβαρά και δισεπίλυτα.<br />
Σε πρόσφατο βιβλίο του γράφοντος 1 τα προβλήματα αυτά καταγράφονται και<br />
αναλύονται διεξοδικά. Παράλληλα, γίνεται σύγκριση του θεσμικού πλαισίου<br />
των ελληνικών πανεπιστημίων με αυτό πανεπιστημίων του εξωτερικού και κατατίθεται<br />
μια δέσμη προτάσεων για θεσμική μεταρρύθμιση. Το παρόν κεφάλαιο<br />
αποτελεί μια σύνοψη των προτάσεων.<br />
Προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου<br />
1. Απουσία σοβαρής και μακροπρόθεσμης εκπαιδευτικής πολιτικής<br />
Ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας λειτουργεί με ορίζοντα τετραετίας ή λιγότερο,<br />
τοποθετεί στελέχη και συμβούλους αμφισβητούμενων γνώσεων και ικανοτήτων<br />
και λαμβάνει αποφάσεις με κριτήριο τον προσπορισμό ψήφων στο κυ-<br />
1 Θ. Λαζαρίδης, Ο δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού πανεπιστημίου, εκδόσεις<br />
Κριτική, Αθήνα, 2008.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 330<br />
330 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
βερνών κόμμα, αντί για το δημόσιο συμφέρον. Η δημιουργία πανεπιστημίων<br />
διεσπαρμένων σε τρεις ή τέσσερις τοποθεσίες είναι μια παγκόσμια ελληνική<br />
πρωτοτυπία που καταδεικνύει με τον καθαρότερο τρόπο την υποταγή της εκπαιδευτικής<br />
πολιτικής στην ψηφοθηρία. Πολλές φορές νέα τμήματα δημιουργούνται<br />
για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες κομματικά ευνοουμένων διδασκόντων<br />
και όχι τις εκπαιδευτικές ανάγκες της χώρας.<br />
Η ανασύσταση του ΕΣΥΠ (Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας) είναι ένα θετικό<br />
βήμα, αλλά το θεσμικό πλαίσιο, η στελέχωσή του, και ο τρόπος λειτουργίας του<br />
απέχουν αρκετά από το ιδανικό.<br />
2. Αναξιοκρατία, ευνοιοκρατία, νεποτισμός, «ενδογαμία»<br />
Ο νόμος-πλαίσιο του 1982 εμπιστεύεται την εκλογή νέων μελών ΔΕΠ στα<br />
ίδια τα τμήματα. Αυτά όμως έχουν αποδειχθεί ανάξια της εμπιστοσύνης της πολιτείας.<br />
Σε πολλές περιπτώσεις υπερτερεί η ατομική ή οικογενειακή ιδιοτέλεια.<br />
Ένα τεράστιο πρόβλημα στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι η «ενδογαμία»<br />
(inbreeding), δηλαδή η πλήρωση θέσεων ΔΕΠ σε ένα τμήμα από άτομα που<br />
έκαναν το διδακτορικό τους εκεί. Αυτό οδηγεί σε σταδιακή υποβάθμιση του<br />
τμήματος, γιατί το στερεί από «νέο αίμα» και νέες ιδέες.<br />
3. Έλλειψη ακαδημακής δεοντολογίας, συναλλαγή, πελατειακά δίκτυα<br />
Η ευνοιοκρατία είναι μια μορφή αντιακαδημακής συμπεριφοράς. Υπάρχουν<br />
και άλλες. Η συναλλαγή στις ψηφοφορίες είναι συνηθισμένο φαινόμενο.<br />
Η λογοκλοπή σε επιστημονικές εργασίες ανθεί και μας έχει εκθέσει επανειλημμένα<br />
στο εξωτερικό.<br />
4. Αναποτελεσματική διοίκηση, ανομία, ατιμωρησία<br />
Στο ελληνικό πανεπιστήμιο, πρύτανης δεν γίνεται ο καλύτερος, αλλά ο πιο<br />
δικτυωμένος, και ιδίως αυτός που θα δώσει «γη και ύδωρ» στις κομματικές<br />
φοιτητικές παρατάξεις που στην ουσία διοικούν το πανεπιστήμιο. Η ομηρία<br />
των πρυτάνεων στις παρατάξεις τους καθιστά άτολμους και ασπόνδυλους διαχειριστές,<br />
όχι οραματιστές ηγέτες. Στο όνομα μιας κακώς νοούμενης συναδελφικότητας,<br />
οι παρανομίες και οι αντιδεοντολογικές συμπεριφορές συγκαλύπτονται.<br />
Αντίθετα, σε πειθαρχικό συμβούλιο παραπέμπονται αυτοί που αντιστρατεύονται<br />
το «σύστημα». Η εφαρμογή των νόμων του κράτους είναι εθελοντική<br />
στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τα παραδείγματα κακοδιοίκησης είναι<br />
πολλά.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 331<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 331<br />
5. Χαμηλές απαιτήσεις, εσωστρέφεια, ξενοφοβία<br />
Το επιστημονικό επίπεδο μερίδας των μελών ΔΕΠ στα ελληνικά πανεπιστήμια<br />
είναι χαμηλό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι μεταβατικές διατάξεις<br />
του νόμου-πλαισίου του 1982, σύμφωνα με τις οποίες χιλιάδες πρώην βοηθοί<br />
και επιμελητές καθηγητοποιήθηκαν με υποτυπώδεις διαδικασίες. 2 Το χαμηλό<br />
επίπεδο οδηγεί στην εσωστρέφεια και στην ξενοφοβία.<br />
6. Αθέμιτες πολιτικές παρεμβάσεις<br />
Οι κομματικές φοιτητικές παρατάξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στην<br />
εκλογή πρυτάνεων. Βουλευτικά και κομματικά γραφεία ανενδοίαστα τηλεφωνούν<br />
σε καθηγητές πανεπιστημίων με αίτημα να γίνει δεκτός ένας φοιτητής σε<br />
μεταπτυχιακό πρόγραμμα, να περάσει κάποιος φοιτητής ένα μάθημα, ή να υποστηριχθεί<br />
κάποιο υποψήφιο μέλος ΔΕΠ.<br />
7. Χαλαρότητα στις σπουδές<br />
Έλλειψη προαπαιτουμένων μαθημάτων, απεριόριστη δυνατότητα επανεξέτασης,<br />
αιώνια φοίτηση, ανοχή στην αντιγραφή, «δημοκρατικό 5» και άλλες τέτοιες<br />
διευκολύνσεις οδηγούν σε σημαντικό ποσοστό ημιμαθών πτυχιούχων.<br />
8. Ατελείς μηχανισμοί κρίσης και διαχείρισης ερευνητικών προγραμμάτων<br />
Η κατανομή των λιγοστών ερευνητικών κονδυλίων από τη Γενική Γραμματεία<br />
Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) δεν είναι τόσο δίκαιη, αμερόληπτη και<br />
αξιοκρατική όσο θα έπρεπε. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί αποφυγής σύγκρουσης<br />
συμφερόντων. Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων από τη ΓΓΕΤ είναι ατελής<br />
έως κακός, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν οι υπεύθυνοι έχουν την παραμικρή<br />
ιδέα από έρευνα. Πέρα από τα προβλήματα στην κατανομή, υπάρχει<br />
και ελλιπής λογοδοσία. Ούτε η Ελλάδα, ούτε η Ευρωπακή Ένωση (ΕΕ) είναι<br />
επαρκώς αυστηρές στον έλεγχο των αποτελεσμάτων των ερευνητικών προγραμμάτων.<br />
Η διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων γίνεται σε κάθε πανεπιστήμιο<br />
από τους ΕΛΚΕ (Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας).<br />
Ωστόσο, αυτή η διαχείριση δεν φαίνεται να είναι πάντα χρηστή. Ο έλεγχος των<br />
ΕΛΚΕ από ορκωτούς λογιστές δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τη διαφθορά.<br />
2 Γ. Λιάνης, Βήμα, 1/10/1989, Θ. Λουκάκης, Βήμα, 11/2/2007.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 332<br />
332 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
Προτάσεις Μεταρρύθμισης<br />
1. Αλλαγή του διοικητικού μοντέλου<br />
Στην Ελλάδα οι πρυτανικές αρχές εκλέγονται από τα μέλη ΔΕΠ (50%),<br />
τους φοιτητές (40%) και τους διοικητικούς υπαλλήλους (10%). Πολλά έχουν ειπωθεί<br />
για τη συναλλαγή μεταξύ φοιτητικών εκπροσώπων και υποψηφίων πρυτάνεων.<br />
Η πρόσφατη ρύθμιση για καθολική ψηφοφορία των φοιτητών έχει κατ’<br />
αρχήν θετικό πρόσημο, αλλά η διατήρηση του υπερβολικά μεγάλου ποσοστού<br />
βαρύτητας της φοιτητικής ψήφου, ανεξάρτητα από την προσέλευσή τους, ακυρώνει<br />
σε μεγάλο βαθμό την ωφέλεια που κανείς θα προσδοκούσε. Όμως,<br />
ακόμη και να μηδενιζόταν η φοιτητική συμμετοχή, τα προβλήματα δεν θα εξέλλιπαν<br />
εξαιτίας της υπάρχουσας συναλλαγής μεταξύ μελών ΔΕΠ και υποψηφίων<br />
πρυτάνεων. Πολλές φορές οι πρυτανικές αρχές συγκαλύπτουν ατασθαλίες<br />
μελών ΔΕΠ, επειδή ακριβώς εκλέγονται από αυτούς και λογοδοτούν σε<br />
αυτούς, και όχι στην κοινωνία, στην οποία θεωρητικά τα πανεπιστήμια ανήκουν.<br />
Κάθε είδους εξωτερική επιρροή στη διοίκηση του ελληνικού πανεπιστημίου<br />
απουσιάζει.<br />
Στην Αμερική όλα τα πανεπιστήμια, τόσο τα ιδιωτικά-μη κερδοσκοπικά όσο<br />
και τα δημόσια, διοικούνται από Συμβούλιο Επιτρόπων (Board of Trustees).<br />
Στα δημόσια πανεπιστήμια τα μέλη του Συμβουλίου συνήθως διορίζονται από<br />
τον Κυβερνήτη της Πολιτείας. Το Συμβούλιο επιλέγει τον πρόεδρο του πανεπιστημίου<br />
μετά από ανοιχτό διαγωνισμό και με γνωμοδότηση των διδασκόντων.<br />
Ο πρόεδρος διορίζει όλα τα ανώτερα διοικητικά στελέχη (Provost, αντιπροέδρους,<br />
και κοσμήτορες) και έχει τον τελικό λόγο στα περισσότερα ζητήματα.<br />
Οι πρόεδροι των τμημάτων αλλού εκλέγονται από τα μέλη ΔΕΠ και αλλού διορίζονται<br />
από τη διοίκηση. Τα διοικητικά στελέχη είναι ακαδημακοί που σε κάποια<br />
στιγμή της καριέρας τους πήραν το διοικητικό δρόμο (ξεκινά κανείς από<br />
πρόεδρος τμήματος, μετά αν θέλει επιδιώκει θέση κοσμήτορα, και μετά θέση<br />
Provost ή Προέδρου). Τα διοικητικά στελέχη, εφόσον αξιολογούνται θετικά<br />
από τους ανωτέρους τους, έχουν απεριόριστο χρόνο θητείας κι έτσι αποκτούν<br />
την απαιτούμενη πείρα και κρίνονται από το έργο που παράγουν. Η διοίκηση<br />
και τα μέλη ΔΕΠ είναι δύο διακριτές οντότητες, των οποίων η εξουσία εξισορροπείται.<br />
Τα Συμβούλια Επιτρόπων είναι μιά έξυπνη επινόηση για τη μείωση αθέμιτων<br />
πολιτικών παρεμβάσεων στα πανεπιστήμια και την αύξηση της ανεξαρτησίας<br />
του πανεπιστημίου από την πολιτική εξουσία. Συνήθως αποτελούνται από<br />
προσωπικότητες κύρους εκτός του πανεπιστημίου που δεν έχουν σύγκρουση<br />
συμφερόντων και είναι επομένως ανιδιοτελείς. Επειδή το έργο τους δεν είναι<br />
πλήρους απασχόλησης, είναι άμισθοι, και αυτό αποκλείει τη πελατειοκρατική
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 333<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 333<br />
μισθοθηρία που συχνά παρατηρεί κανείς στην Ελλάδα. Αν και οι Επίτροποι<br />
στα δημόσια πανεπιστήμια είναι διορισμένοι, η παρεμβολή τους μεταξύ της πολιτικής<br />
εξουσίας και του πανεπιστημίου μετριάζει και αμβλύνει τον κρατικό<br />
έλεγχο. Ο τρόπος σκέψης ενός επιτρόπου είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν<br />
ενός πολιτικού. Όταν μάλιστα η θητεία του επιτρόπου είναι μακρύτερη από αυτήν<br />
του πολιτικού που τον διορίζει, διασφαλίζεται μιά συνέχεια στην εκπαιδευτική<br />
πολιτική, αποφεύγονται δηλαδή οι απότομες αλλαγές πλεύσης όταν ένα<br />
νέο κόμμα ή άτομο έρχεται στην εξουσία. Όλες οι αποφάσεις (προγράμματα<br />
σπουδών, προσλήψεις, προαγωγές κτλ) σταματούν στο Συμβούλιο. Η μόνη δικαιοδοσία<br />
που μένει στους πολιτικούς είναι να αποφασίσουν για το ύψος της<br />
χρηματοδότησης. Αυτό ενισχύει την ακαδημακή ελευθερία, π.χ. καθιστά πολύ<br />
πιό εύκολο για έναν πανεπιστημιακό να ασκήσει σκληρή κριτική στην πολιτική<br />
εξουσία.<br />
Αλλά και στις ευρωπακές χώρες τα πανεπιστήμια διοικούνται από συμβούλια<br />
στα οποία την πλειοψηφία έχουν τα εξωτερικά μέλη. 3 Π.χ. στη Σουηδία τα<br />
πανεπιστήμια διοικούνται από Συμβούλιο στο οποίο την πλειοψηφία έχουν τα<br />
μέλη που διορίζονται από την κυβέρνηση. Στη Δανία και στην Ιρλανδία ο πρύτανης<br />
εκλέγεται από το Συμβούλιο, στο οποίο την πλειοψηφία έχουν τα εξωτερικά<br />
μέλη. Στην Αυστρία το Συμβούλιο έχει αριθμό μελών 2ν+1, ν μέλη ορίζονται<br />
από την κυβέρνηση, ν από την Σύγκλητο (η οποία είναι αιρετή), και 1 μέλος<br />
είναι κοινής αποδοχής. Τα Βρετανικά πανεπιστήμια δεν έχουν κοινό τρόπο<br />
διοίκησης, αλλά γενικά και εκεί οι πρυτάνεις εκλέγονται από συμβούλιο στο<br />
οποίο την πλειοψηφία έχουν τα εξωτερικά μέλη. 4 Το εξαιρετικό ΕΤΗ της Ζυρίχης<br />
διοικείται από Συμβούλιο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο, δύο αντιπροέδρους,<br />
και τον πρύτανη. Ο πρύτανης εκλέγεται από τα μέλη ΔΕΠ και ασχολείται<br />
με θέματα διδασκαλίας, ενώ ο πρόεδρος επιλέγεται από το ETH Board, τα<br />
μέλη του οποίου διορίζονται για 5 χρόνια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.<br />
Για τους παραπάνω λόγους προτείνεται η προσαρμογή του τρόπου διοίκησης<br />
των ελληνικών πανεπιστημίων σε αυτόν των πανεπιστημίων του εξωτερικού.<br />
Ναι, να αυξηθεί η αυτοδυναμία των πανεπιστημίων και η ανεξαρτησία<br />
τους από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά με τρόπο που να μην οδηγήσει σε περισσότερη<br />
ασυδοσία και ατιμωρησία. Για να γίνει αυτό η διοίκηση του πανεπιστημίου<br />
θα πρέπει να είναι καθαιρέσιμη. Αν βρεθεί τρόπος να ανατεθεί η διοίκηση<br />
των πανεπιστημίων σε ανθρώπους με ικανότητες και πυγμή, αυτοί μετά<br />
θα αναλάβουν και τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για την επίλυση των προβλημάτων<br />
που σχετίζονται με το επίπεδο των σπουδών.<br />
3 Προσχέδιο του πορίσματος της επιτροπής Βερέμη, GUR/paid170406.pdf<br />
4 π.χ. http://www.manchester.ac.uk/aboutus/structure/governance/
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 334<br />
334 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
2. Ριζική αναθεώρηση του άρθρου 16<br />
Η μεταρρύθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου θα διευκολυνόταν από μια ριζική<br />
αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Πέρα από την αδιανόητη<br />
απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, το άρθρο 16 επηρεάζει σημαντικά<br />
και τη λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων. Υπάρχουν διατάξεις στο άρθρο<br />
αυτό που παρεμποδίζουν τις τομές που χρειάζονται για την αναβάθμισή τους.<br />
Π.χ., ο καθορισμός της νομικής υπόστασης των δημοσίων πανεπιστημίων ως Νομικά<br />
Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) είναι υπερβολικά περιοριστικός.<br />
Πολλά δημόσια ερευνητικά κέντρα είναι ΝΠΙΔ και λειτουργούν κατά γενική<br />
ομολογία πιο αποτελεσματικά από τα πανεπιστήμια. Το δημόσιο λογιστικό, το<br />
οποίο διέπει τα ΝΠΔΔ, με τους ξεχωριστούς κωδικούς για κάθε κατηγορία δαπανών,<br />
είναι δύσκαμπτο και οδηγεί σε σπατάλες. Επίσης, προβληματική είναι η<br />
επιταγή ότι η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες. Τα πλεονεκτήματα<br />
της δωρεάν παιδείας είναι γνωστά, όμως υπάρχουν και μειονεκτήματα:<br />
το «τζάμπα» μειώνει την προσωπική υπευθυνότητα και οδηγεί σε καταχρήσεις<br />
και σπατάλες. Ειδικά για τα πανεπιστήμια, το κόστος της εκπαίδευσης μοιράζεται<br />
από κοινού σε όλους, όμως το αγαθό της παιδείας το απολαμβάνει μόνο ένα<br />
μέρος του πληθυσμού. Δεν πρέπει κάποιος να συνεισφέρει οικονομικά στην εκπαίδευσή<br />
του όταν θα έχει ο ίδιος οικονομικό όφελος από την εκπαίδευση που<br />
θα λάβει; Ένα σύστημα διδάκτρων, σε συνδυασμό με υποτροφίες για τους οικονομικά<br />
ασθενέστερους, θα ήταν σημαντικά πιο ευεργετικό για τους τελευταίους.<br />
Σημειωτέον, ότι η επιταγή του Συντάγματος για δωρεάν παιδεία ήδη παραβιάζεται<br />
στην περίπτωση τοο Ανοικτού Πανεπιστημίου, του νεοσύστατου Διεθνούς<br />
Πανεπιστημίου, και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Αν επιζητούμε ένα<br />
σύγχρονο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου καθένας θα σπουδάζει<br />
αυτό που θέλει, σε όποια ηλικία το θέλει, είναι αυτό εφικτό χωρίς κάποια οικονομική<br />
συνεισφορά από τους εκπαιδευόμενους; Μπορεί η Πολιτεία να προσφέρει<br />
υψηλής ποιότητας εκπαίδευση με ένα σύστημα όπου όλα είναι δωρεάν; Τέλος,<br />
η διακήρυξη ότι τα πανεπιστήμια είναι «πλήρως αυτοδιοικούμενα» είναι<br />
ασαφής και μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες αν αποφασιστεί να αλλάξει ο<br />
τρόπος διοίκησης των πανεπιστημίων. Για τους λόγους αυτούς, η ριζική αναθεώρηση<br />
του άρθρου 16 θα βοηθούσε σημαντικά, όχι μόνο στην απελευθέρωση της<br />
ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και στην<br />
αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου.<br />
3. Θεσμοί που προάγουν την αξιοκρατία στις προσλήψεις<br />
Η αξιοκρατία στις προσλήψεις αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την οικοδόμηση<br />
ενός ποιοτικού πανεπιστημίου. Ο καλύτερος τρόπος να προαχθεί η αξιο-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 335<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 335<br />
κρατία είναι έμμεσα, με τη δημιουργία κινήτρων για την πρόσληψη του αξιότερου.<br />
Ένας βασικός τρόπος για τη δημιουργία τέτοιων κινήτρων είναι η (εξωτερική)<br />
αξιολόγηση. Αξιολογικές κατατάξεις ομοειδών τμημάτων, ακόμα κι όταν<br />
δεν συνοδεύονται από οικονομικές επιβραβεύσεις, ασκούν πίεση στα τμήματα<br />
να προσλάβουν τους καλύτερους. Ένας δεύτερος τρόπος είναι η αξιοκρατική<br />
χρηματοδότηση της έρευνας. Στις ΗΠΑ τα πανεπιστήμια έχουν ισχυρό κίνητρο<br />
να προσλαμβάνουν άξιους ερευνητές γιατί μόνο αυτοί έχουν τη δυνατότητα να<br />
φέρουν στο πανεπιστήμιο ερευνητικά προγράμματα, από τα οποία κερδίζει και<br />
το ίδιο το πανεπιστήμιο (μέσω του overhead, της προσαύξησης που πηγαίνει<br />
στο πανεπιστήμιο για τη στήριξη της ερευνητικής υποδομής).<br />
Μαζί με τους έμμεσους τρόπους, καλό είναι να υπάρχουν και άμεσοι μηχανισμοί<br />
ελέγχου. Η λεπτομερής περιγραφή των διαδικασιών στον νόμο Σουφλιά<br />
του 1992 δεν έχει λειτουργήσει. Προτείνεται η επίβλεψη και έγκριση των αποφάσεων<br />
του τμήματος από την κοσμητεία και το πρυτανικό συμβούλιο, όπως<br />
επίσης και από ένα ανεξάρτητο «γραφείο αξιοκρατίας και διαμεσολάβησης».<br />
Αν κάποιος υποψήφιος θεωρήσει ότι αδικήθηκε, δεν θα προσφύγει στο Συμβούλιο<br />
της Επικρατείας, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά στα αρμόδια όργανα<br />
του πανεπιστημίου, δηλαδή στο «γραφείο αξιοκρατίας», ή τον πρύτανη. Αν θεωρήσει<br />
ότι και ο πρύτανης δεν είναι αμερόληπτος, θα μπορεί να προσφύγει και<br />
στο Συμβούλιο Επιτρόπων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας θα πάψει να ασχολείται<br />
με τέτοια ζητήματα. Ένα απλό αλλά σημαντικό μέτρο είναι η απαγόρευση<br />
πρόσληψης σε ένα τμήμα διδακτόρων του ίδιου τμήματος χωρίς κάποιο<br />
διάστημα απασχόλησης τους ως μέλη ΔΕΠ σε άλλο ίδρυμα. Αυτό το μέτρο θα<br />
καταπολεμήσει την ενδογαμία και θα μειώσει δραστικά την αναξιοκρατία,<br />
γιατί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η αναξιοκρατία υπάρχει<br />
λόγω εύνοιας προς τον «εσωτερικό υποψήφιο».<br />
4. Αξιολόγηση παντού<br />
Η εφαρμογή του νόμου 3374/2005 για την αξιολόγηση προχωρεί με πολύ<br />
αργούς ρυθμούς. Είναι επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία<br />
το συντομότερο δυνατό. Ταυτόχρονα πρέπει να εφαρμοστεί συστηματικά και<br />
γενικευμένα η αξιολόγηση της διδακτικής επάρκειας των μελών ΔΕΠ. Στις<br />
ΗΠΑ η αξιολόγηση αυτή γίνεται με δύο τρόπους: α) από συναδέλφους, μέλη<br />
ΔΕΠ ανώτερων βαθμίδων, που μπαίνουν στην τάξη και παρατηρούν τον διδάσκοντα.<br />
Συμπληρώνουν ένα έντυπο με τις παρατηρήσεις τους, ενώ παράλληλα<br />
κάνουν και συστάσεις στον αξιολογούμενο, και β) με ερωτηματολόγια που συμπληρώνονται<br />
από φοιτητές στο τέλος του μαθήματος. Αυτή είναι και η πιο<br />
σκληρή αξιολόγηση. Τα αποτελέσματά της περιλαμβάνονται στον φάκελο του<br />
διδάσκοντα και παίζουν σημαντικό ρόλο στην προαγωγή και μονιμοποίησή
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 336<br />
336 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
του. Δεν είναι πάντως κακή ιδέα να δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα στο<br />
διαδίκτυο. Έτσι θα έπρεπε να εκτιμάται η διδακτική ικανότητα ενός μέλους<br />
ΔΕΠ και όχι μέσω μαρτυριών εκπροσώπων των κομματικών φοιτητικών παρατάξεων<br />
στις γενικές συνελεύσεις, ατόμων που συχνά έχουν αλλότριες σκοπιμότητες<br />
ή και εξαγοράζονται.<br />
Πέρα από τα ερωτηματολόγια των φοιτητών, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού<br />
έργου των πανεπιστημίων θα μπορούσε να γίνει και με πανελλήνιες εξετάσεις<br />
μετά την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο. Οι εξετάσεις αυτές, διαφορετικές<br />
σε κάθε κλάδο, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για διάφορους σκοπούς:<br />
θα μπορούσαν π.χ. να αντικαταστήσουν τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ και να χρησιμοποιηθούν<br />
ως ένα επιπλέον κριτήριο για την αποδοχή σε μεταπτυχιακά προγράμματα.<br />
Στην περίπτωση των επαγγελματικών σχολών (Ιατρική, Πολυτεχνείο,<br />
Νομική) θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την απόκτηση άδειας<br />
άσκησης επαγγέλματος (οι σημερινές εξετάσεις του Τεχνικού Επιμελητήριου<br />
Ελλάδας είναι μια τυπική διαδικασία με υποτυπώδεις προφορικές ερωτήσεις<br />
πάνω στη διπλωματική εργασία). Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων<br />
των εξετάσεων αυτών θα μας επέτρεπε να αποτιμήσουμε και το εκπαιδευτικό<br />
έργο κάθε πανεπιστημιακού τμήματος σε σχέση με την ποιότητα των φοιτητών<br />
που εισήχθησαν. Αυτή η ανάλυση μπορεί να γίνει και σήμερα σε κάποιο<br />
βαθμό με τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Οι συγκεντρωτικές επιδόσεις των αποφοίτων<br />
κάθε ιδρύματος θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση<br />
του εκπαιδευτικού τους έργου. Επίσης, οι επιτροπές εξωτερικής αξιολόγησης<br />
που (υποτίθεται) θα επισκεφτούν σύντομα τα τμήματα και θα εξετάσουν το<br />
πρόγραμμα σπουδών, τα χρησιμοποιούμενα συγγράμματα, το επίπεδο των εργαστηρίων<br />
κ.ά., θα μπορούσαν να ποσοτικοποιήσουν την αξιολόγησή τους, έτσι<br />
ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση και κατάταξη των ομοειδών τμημάτων. Σημειώνεται<br />
ότι ο ΟΟΣΑ προτείνει τη θέσπιση ενός προγράμματος σαν την PISA<br />
για τα πανεπιστήμια: δηλαδή δειγματοληπτικά επιλεγμένοι φοιτητές (ή απόφοιτοι)<br />
πανεπιστημίων θα δίνουν εξετάσεις για να διαπιστωθεί τι έχουν μάθει. 5<br />
5. Εκπαιδευτική πολιτική που να προάγει την αριστεία<br />
Πέρα από τη διάκριση ΑΕΙ-ΤΕΙ, δεν υπάρχει στη χώρα μας έντονη διαβάθμιση<br />
ποιότητας στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όλα τα πανεπιστήμια<br />
είναι λίγο-πολύ παρόμοια. Εξαιρετικοί δάσκαλοι και ερευνητές είναι<br />
διεσπαρμένοι σε διάφορα ιδρύματα. Τα κεντρικά πανεπιστήμια προτιμούνται<br />
από τους φοιτητές για γεωγραφικούς λόγους, αλλά δεν είναι απαραιτήτως κα-<br />
5 Economist, 15/11/2007
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 337<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 337<br />
λύτερα από τα περιφερειακά. Η διαβάθμιση ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση<br />
είναι επιθυμητή, ιδιαίτερα σήμερα που ο αριθμός των φοιτητών έχει αυξηθεί<br />
δραματικά. Μια κοινωνία πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην εκπαίδευση<br />
της μερίδας εκείνης των νέων που έχει υψηλές επιδόσεις (δηλαδή των<br />
μαθητών του 18-20). Τα πλεονεκτήματα της διαβάθμισης ποιότητας είναι αρκετά:<br />
α) Εξαιρετικοί επιστήμονες θέλουν να έχουν εξαιρετικούς συναδέλφους<br />
και εξαιρετικούς φοιτητές. Έτσι δημιουργούνται οι προποθέσεις για συνεργασίες<br />
και μια γενικότερη ατμόσφαιρα αριστείας. β) Η δυνατότητα απόκτησης<br />
ενός πτυχίου με μεγαλύτερη αξία ανταμείβει τους ικανούς μαθητές και δημιουργεί<br />
κίνητρα σε όλους τους μαθητές για καλύτερες επιδόσεις, γ) Δημιουργείται<br />
άμιλλα μεταξύ των πανεπιστημίων για την κατάκτηση του ανώτατου επιπέδου<br />
(elite status).<br />
Κάποια ευρωπακά κράτη προσπαθούν ήδη να ενισχύσουν την υπάρχουσα<br />
διαβάθμιση ποιότητας. Η Γερμανία, για παράδειγμα, θορυβημένη από την<br />
απουσία των πανεπιστημίων της από τις υψηλές θέσεις στη διεθνή κατάταξη,<br />
ξεκίνησε ένα διαγωνισμό μεταξύ των πανεπιστημίων της (Exzellenzinitiativ)<br />
για να ξεχωρίσει και να ανταμείψει μερικά ελίτ ιδρύματα. Τα επιλεχθέντα<br />
ιδρύματα θα εισπράξουν 30 εκ. ευρώ το χρόνο για 5 χρόνια σε μια προσπάθεια<br />
να εξομοιωθούν με τα καλύτερα ιδρύματα της Αμερικής και της Αγγλίας. Στη<br />
Γαλλία ανέκαθεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ των ελίτ ιδρυμάτων (των<br />
Grandes Ecoles) και των απλών πανεπιστημίων.<br />
Για τους ανωτέρω λόγους, η διαβάθμιση ποιότητας στα ελληνικά πανεπιστήμια<br />
φαίνεται να είναι ένας καλός στόχος. Ένας δραστικός τρόπος για να<br />
επιτευχθεί θα ήταν η μετακίνηση διδακτικού προσωπικού από το ένα πανεπιστήμιο<br />
στο άλλο. Μια τέτοια μετακίνηση δεν φαίνεται να έχει νομικό κώλυμα,<br />
αφού όλοι οι διδάσκοντες είναι υπάλληλοι του δημοσίου. Ως πρώτο βήμα θα<br />
μπορούσε να γίνει μια βιβλιομετρική αξιολόγηση όλων των μελών ΔΕΠ για να<br />
εκτιμηθεί η υπάρχουσα κατάσταση. Το επόμενο και πιο δύσκολο βήμα είναι η<br />
λήψη αποφάσεων για την αναδιοργάνωση, που επειδή είναι πολιτικά ευαίσθητη<br />
θα έπρεπε να ανατεθεί σε μια επιτροπή απαρτιζόμενη από τους πιο διακεκριμένους<br />
Έλληνες επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.<br />
Αρχικά θα μπορούσε να επιδιωχθεί η δημιουργία ενός «ελίτ» πανεπιστημίου<br />
με τη συγκέντρωση εκεί των καλύτερων επιστημόνων σε κάθε τομέα. Ένα<br />
ποσοστό των θέσεων θα μπορούσε να διατεθεί για την προσέλκυση και επιστημόνων<br />
από το εξωτερικό. Η συγκέντρωση της ποιότητας δεν θα είναι απλώς<br />
μια ανακατανομή, αλλά η διαβάθμιση ποιότητας θα βοηθήσει μακροπρόθεσμα<br />
στη βελτίωση όλων των πανεπιστημίων. Βέβαια, για να πετύχει αυτό χρειάζονται<br />
προποθέσεις: ένα ελίτ πανεπιστήμιο χρειάζεται περισσότερους πόρους.<br />
Για να προσελκύσει τους καλύτερους επιστήμονες (ιδιαίτερα αν είναι στην<br />
επαρχία) ίσως χρειάζεται να προσφέρει και καλύτερους μισθούς. Θα μπο-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 338<br />
338 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
ρούσε επίσης να υπόκειται σε ένα ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο.<br />
Είναι η διαβάθμιση ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση και η ύπαρξη ελίτ<br />
ιδρυμάτων κοινωνικά άδικη; Εδώ πρέπει να πούμε ότι κοινωνικές ανισότητες<br />
στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αναμφισβήτητα υπάρχουν. 6<br />
Όμως αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν με την παροχή βοήθειας στους οικονομικά<br />
ασθενέστερους και με την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, όχι με την<br />
ισοπέδωση προς τα κάτω, όχι με την εξίσωση του άξιου με τον μέτριο και όχι με<br />
το χαμήλωμα του πήχυ, όπως επιδιώκουν όσοι εναντιώνονται στη βάση του 10.<br />
Η υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου τα τελευταία 20 χρόνια προήλθε περισσότερο<br />
από την έλλειψη αξιολόγησης των διδασκόντων, αλλά και των διοικητικών<br />
στελεχών του εκπαιδευτικού συστήματος παρά από την θρυλική «υποχρηματοδότηση».<br />
Το περίεργο είναι ότι αυτοί που θρηνούν για τις κοινωνικές ανισότητες,<br />
είναι ακριβώς αυτοί που υποστηρίζουν τις συντεχνίες των δασκάλων<br />
και των καθηγητών στην άρνησή τους να αξιολογηθούν. Είναι αυτοί ακριβώς<br />
που υποστηρίζουν τις μαθητικές καταλήψεις, μια μεγάλη πληγή που συντελεί<br />
στην περαιτέρω υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου.<br />
6. Ανεξάρτητη αρχή για τα πανεπιστήμια<br />
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένα θέμα πολύπλοκο, που η διαχείρισή του<br />
απαιτεί προσεκτική μελέτη και ειδικές γνώσεις. Ποιος αποφασίζει για το ποια<br />
τμήματα χρειάζεται να δημιουργηθούν ή να κλείσουν; Ποιος αποφασίζει για το<br />
αν χρειάζονται νέα πανεπιστήμια; Ασφαλώς η πολιτική ηγεσία έχει τον τελικό<br />
λόγο, αλλά χρειάζεται λεπτομερής γνωμοδότηση. Η επεξεργασία αυτών των<br />
θεμάτων δεν μπορεί να γίνει από τον διοικητικό μηχανισμό του ΥΠΕΠΘ. Η<br />
ιδέα μιας ανεξάρτητης αρχής για τα πανεπιστήμια υποστηρίχθηκε από τον<br />
Νίκο Μουζέλη. 7 Υπήρχε στο αρχικό κείμενο της επιτροπής Βερέμη που εξεδόθη<br />
γύρω στα τέλη του 2005 8 αλλά απαλείφθηκε στο τελικό πόρισμα. Eίναι<br />
απαραίτητο να θεσμοθετηθεί ένα ανώτατο όργανο, ίσως με τη νομική μορφή<br />
της ανεξάρτητης αρχής, που να γνωμοδοτεί στο ΥΠΕΠΘ για θέματα εκπαιδευτικής<br />
πολιτικής. Κάτι σαν το ΕΣΥΠ, αλλά με περισσότερες εξουσίες και πληρέστερο<br />
θεσμικό πλαίσιο. Μπορούν να εκλέγονται με αυξημένη πλειοψηφία δύο<br />
τρίτων από τη Βουλή. Τα αμερικανικά Boards of Regents θα μπορούσαν να<br />
6 Βλέπε Ε. Σιάνου-Κύργιου, Εκπαίδευση και κοινωνικές ανισότητες, εκδόσεις Μεταίχμιο,<br />
Αθήνα 2005.<br />
7 Βήμα, 27/11/05<br />
8 GUR/porisma_epitropis_dec05.pdf
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 339<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 339<br />
αποτελέσουν ένα πρότυπο για την αρχή αυτή. 9 Το όργανο πρέπει να είναι ολιγομελές<br />
και όχι διακομματικό, αλλά ακομμάτιστο. Καίριας σημασίας εδώ είναι<br />
η αξιοκρατία. Πρέπει σε αυτό το όργανο να μετέχουν οι διαπρεπέστεροι Έλληνες<br />
επιστήμονες, όχι οι πολιτικά ευνοούμενοι. Η αξιοκρατία στο όργανο<br />
αυτό δεν μπορεί να διασφαλιστεί αποκλειστικά μέσω του θεσμικού πλαισίου.<br />
Σημαντικό ρόλο πρέπει να παίξουν και οι ενεργοί πολίτες μέσω της δημόσιας<br />
κριτικής.<br />
7. Αξιόπιστοι μηχανισμοί κρίσης και διαχείρισης ερευνητικών<br />
προγραμμάτων<br />
Χρειάζεται μια εκ βάθρων αναδιάρθρωση του συστήματος κρίσης και διαχείρισης<br />
ερευνητικών κονδυλίων. Όσον αφορά στην κρίση, έχει πρόσφατα νομοθετηθεί<br />
η σύσταση «Εθνικού Οργανισμού Έρευνας και Τεχνολογίας». Η<br />
αξιοκρατικότητα των κρίσεων που θα κάνει θα εξαρτηθεί από τον εσωτερικό<br />
κανονισμό του. Θα πρέπει να θεσπιστούν διαφανείς μηχανισμοί για την αμερόληπτη<br />
κρίση των ερευνητικών προτάσεων. Επειδή «μικρό χωριό–κακό χωριό»<br />
και για να αποφευχθούν οι «παρεούλες», θα ήταν καλό τα προγράμματα να<br />
γράφονται στα Αγγλικά και να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ξένοι κριτές<br />
(μια μικρή αμοιβή θα είναι επαρκές κίνητρο για να συμμετέχουν).<br />
Προτείνεται η κατάργηση των ΕΛΚΕ και η αντικατάστασή τους από μια κεντρική<br />
υπηρεσία διαχείρισης ερευνητικών κονδυλίων. Όλα τα ερευνητικά κονδύλια<br />
με τους προπολογισμούς τους θα αποδίδονται στην υπηρεσία αυτή. Οι<br />
ερευνητές θα καταθέτουν ηλεκτρονικά αιτήσεις πληρωμών. Η υπηρεσία θα<br />
ελέγχει τη νομιμότητα αυτών των εξόδων και θα εκδίδει τις επιταγές πληρωμής.<br />
Στο τέλος του προγράμματος η υπηρεσία θα καταθέτει σε κάποιο ελεγκτικό<br />
όργανο λεπτομερή αναφορά για τον τρόπο που αναλώθηκε η χορηγία.<br />
Το overhead από τις χορηγίες (δηλαδή το ποσό που προορίζεται για υποστήριξη<br />
της έρευνας από το πανεπιστήμιο) θα αποδίδεται στο πανεπιστήμιο και θα<br />
το χειρίζεται αυτό όπως κρίνει σωστό, μέσα σε λογικά πλαίσια (για υποδομές,<br />
βιβλιοθήκη, κτλ). Το ποσοστό του overhead πρέπει να αυξηθεί σε λογικά επίπεδα<br />
(50% επί του άμεσου κόστους).<br />
8. Θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας<br />
Για τα προβλήματα βίας αυτονόητη λύση είναι η δημιουργία πανεπιστημιακής<br />
αστυνομίας με βάση τα διεθνή πρότυπα, που θα συνεργάζεται με την πολι-<br />
9 Βλέπε http://www.regents.nysed.gov/
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 340<br />
340 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
τική αστυνομία για την τήρηση της τάξης. Τα στελέχη της πανεπιστημιακής<br />
αστυνομίας θα είναι ειδικά εκπαιδευμένα, ένστολα, αλλά άοπλα. Θα διαθέτουν<br />
ασύρματο τηλέφωνο για επικοινωνία μεταξύ τους. Θα επεμβαίνουν σε<br />
κάθε βίαιη πράξη και θα επιβάλουν την τάξη. Π.χ. θα εγγυώνται την πρόσβαση<br />
κάθε μέλους ΔΕΠ στο γραφείο του και κάθε φοιτητή στις αίθουσες διδασκαλίας<br />
(δηλαδή, ναι, θα λύουν τις απαράδεκτες και αντιδημοκρατικές καταλήψεις).<br />
Θα διαφυλάττουν την ελευθερία διακίνησης ιδεών όταν αυτή απειλείται<br />
από αυταρχικές ομάδες. Θα επεμβαίνουν όταν ομάδες φοιτητών εισβάλλουν<br />
παράνομα σε συνεδριάσεις, χτίζουν γραφεία καθηγητών, ή διαπληκτίζονται<br />
μεταξύ τους, κτλ. Θα προστατεύουν τη δημόσια περιουσία από κλοπές και βανδαλισμούς.<br />
Θα περιπολούν για την αποτροπή ποινικών αδικημάτων, όπως είναι<br />
η διακίνηση ναρκωτικών. Σε περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων στους<br />
χώρους του πανεπιστημίου θα καλούν ή θα συνεργάζονται με την αστική αστυνομία<br />
για τη σύλληψη των δραστών.<br />
9. Κατάργηση της δωρεάν διανομής των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων<br />
Ταυτόχρονα, να διατεθούν όλοι οι εξοικονομούμενοι πόροι σε υποτροφίες<br />
για οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές. Να δημιουργηθούν πανεπιστημιακά<br />
βιβλιοπωλεία που να πωλούν νέα και μεταχειρισμένα πανεπιστημιακά συγγράμματα<br />
σε τιμή κόστους. Οι οικονομικά ασθενέστεροι θα πρέπει να ταυτοποιούνται<br />
με βάση όχι μόνο τη φορολογική δήλωση, αλλά και τα συνολικά περουσιακά<br />
στοιχεία μιας οικογένειας (έντυπα Ε2 και Ε9 της εφορίας).<br />
Ταυτόχρονα θα πρέπει να θεσπιστεί μηχανισμός αξιολόγησης όλων των πανεπιστημιακών<br />
συγγραμμάτων. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ποιότητα<br />
των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, ακόμα κυκλοφορούν βιβλία πρόχειρα<br />
και κακογραμμένα, που περιέχουν ακόμα και οφθαλμοφανή λάθη. Χρειάζεται<br />
συστηματική και αντικειμενική αξιολόγηση όλων των συγγραμμάτων.<br />
Κάθε βιβλίο θα μπορούσε να αξιολογηθεί από τριμελή επιτροπή επιστημόνων<br />
του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου που δεν έχουν σύγκρουση συμφερόντων<br />
ή προσωπική σχέση με κανένα συγγραφέα βιβλίου του αντικειμένου αυτού. Η<br />
αξιολόγηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα κείμενο που να περιγράφει τα<br />
προτερήματα και μειονεκτήματα του βιβλίου και βαθμό (π.χ. από το 1 ως το 5).<br />
Όλες οι αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναρτώνται σε κεντρική ιστοσελίδα<br />
και βιβλία για το ίδιο μάθημα θα μπορούσαν να κατατάσσονται αξιολογικά.<br />
Έτσι, θα είναι πιο δύσκολο για έναν διδάσκοντα να υιοθετήσει το δικό του<br />
σύγγραμμα αν είναι πραγματικά υποδεέστερο άλλων. Η αξιολόγηση των συγγραμμάτων<br />
είναι πολύ πιο αποτελεσματική δράση από το δικαίωμα επιλογής<br />
συγγράμματος που θεσπίστηκε στο νόμο 3549/2007. Οι φοιτητές πιθανότατα θα
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 341<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 341<br />
επιλέξουν το σύγγραμμα του διδάσκοντος προσδοκώντας ότι θα τους φανεί πιο<br />
χρήσιμο στις εξετάσεις.<br />
10. Αλλαγές στη λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων<br />
Θεσπίζονται κανόνες για τη λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων. Οι φοιτητές<br />
ενός τμήματος έχουν το δικαίωμα να συγκροτήσουν φοιτητικό σύλλογο.<br />
Μέλη του συλλόγου είναι αυτοδικαίως όλοι οι εγγεγραμμένοι φοιτητές του τμήματος<br />
εξαιρουμένων αυτών που έχουν υπερβεί το κανονικό όριο σπουδών<br />
κατά δύο έτη. Ο σύλλογος διαιρείται σε υποσυλλόγους που αντιστοιχούν σε<br />
κάθε έτος σπουδών. Οι φοιτητές που έχουν υπερβεί το κανονικό όριο σπουδών<br />
κατά λιγότερο από δύο έτη συγκροτούν ξεχωριστό υποσύλλογο (αυτό λύνει το<br />
πρόβλημα των «αιωνίων» φοιτητοσυνδικαλιστών).<br />
Για τη μείωση του κομματισμού και την εξασφάλιση ίσου δικαιώματος του<br />
εκλέγεσθαι μεταξύ κομματικά ενταγμένων και ανένταχτων, προτείνεται οι<br />
εκλογές να γίνονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο. Οι ψηφοφόροι βάζουν σταυρούς και<br />
οι υποψήφιοι με τους περισσότερους σταυρούς αποτελούν το ΔΣ του έτους. Τα<br />
μέλη των ΔΣ των ετών εκλέγουν το προεδρείο του συλλόγου του τμήματος. Οι<br />
αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων θεωρούνται έγκυρες μόνο όταν είναι παρόντα<br />
τουλάχιστον το 50% των μελών τους και οι ψηφοφορίες γίνονται με αδιάβλητο<br />
τρόπο (με έλεγχο ταυτότητας). Εννοείται ότι γενική συνέλευση ενός συλλόγου<br />
με χιλιάδες μέλη δεν είναι εφικτή για πρακτικούς λόγους. Στην περίπτωση<br />
αυτή, μπορούν να αναπτυχθούν διαδικασίες με χρήση του διαδικτύου.<br />
Τα τριμελή προεδρεία όλων των τμημάτων του ιδρύματος αποτελούν τη<br />
Φοιτητική Σύγκλητο, η οποία και εκλέγει το δικό της Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο<br />
και Γραμματέα. Η Φοιτητική Σύγκλητος, επίσης, εκλέγει ένα μέλος της ως εκπρόσωπο<br />
των φοιτητών στο Πρυτανικό Συμβούλιο. Τα προεδρεία των Φοιτητικών<br />
Συγκλήτων όλων των ιδρυμάτων της χώρας συνιστούν την ΕΦΕΕ, η οποία<br />
συνέρχεται μετά τις φοιτητικές εκλογές και εκλέγει το δικό της προεδρείο και<br />
όποια άλλα όργανα επιθυμεί. Ανάλογα όργανα συγκροτούνται και για τους μεταπτυχιακούς<br />
φοιτητές.<br />
11. Αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο<br />
Ο σημερινός τρόπος εισαγωγής στο πανεπιστήμιο έχει αρκετά προβλήματα.<br />
Βέβαια, δεν είναι αυτός υπεύθυνος για όλες τις κακοδαιμονίες της Παιδείας<br />
μας. Π.χ. η παραπαιδεία δεν οφείλεται τόσο στον τρόπο εισαγωγής, όσο στην<br />
υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου λόγω, μεταξύ άλλων, της έλλειψης αξιολόγησης<br />
των εκπαιδευτικών, τον ελλιπή επαγγελματικό προσανατολισμό, και την<br />
υπερπροστατευτική νοοτροπία των ελληνικών οικογενειών. Η «παπαγαλία»
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 342<br />
342 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
φαίνεται να οφείλεται εν μέρει στα αναλυτικά προγράμματα, εν μέρει στην<br />
ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών, εν μέρει στη νοοτροπία των ελληνικών οικογενειών<br />
που έχουν οδηγήσει τα παιδιά να απαιτούν από το σχολείο «μασημένη<br />
τροφή» και ενδεχομένως στα θέματα των πανελληνίων εξετάσεων και στον<br />
τρόπο βαθμολόγησης. Όμως υπάρχουν όντως προβλήματα στον τρόπο εισαγωγής,<br />
όπως η απουσία κινητικότητας μετά την εισαγωγή και η δυσκολία να σπουδάσει<br />
κάποιος σε μεγαλύτερη ηλικία.<br />
Όταν το μόνο που μετράει για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο είναι η επίδοση<br />
ενός μαθητή στις πανελλήνιες εξετάσεις, είναι φυσικό να επικεντρώνει σε αυτές<br />
και να μη δίνει σημασία στο σχολείο. Έτσι το σχολείο υποβαθμίζεται. Σε<br />
όλες τις χώρες οι βαθμοί του Λυκείου αποτελούν βασικό κριτήριο για είσοδο<br />
στο πανεπιστήμιο. Και στην Ελλάδα τη δεκαετία του '80 οι βαθμοί του Λυκείου<br />
συνυπολογίζονταν με αυτούς των πανελληνίων εξετάσεων και το σύστημα λειτουργούσε<br />
ικανοποιητικά. Όμως στη δεκαετία του '90 ο αριθμός των «αριστούχων»<br />
αυξήθηκε δραματικά και οι βαθμοί του Λυκείου έχασαν την αξιοπιστία<br />
τους. Πέρα από την «κοινωνική πίεση», είναι φυσικό οι καθηγητές να έχουν<br />
διαφορετικές προδιαγραφές αυστηρότητας (το 15 του ενός μπορεί να ισοδυναμεί<br />
με το 19 του άλλου). Μία λύση στο πρόβλημα του «πληθωρισμού βαθμών»<br />
είναι να χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό στοιχείο η κατάταξη του<br />
μαθητή στην τάξη. Όμως αυτό αγνοεί διαφορές στο επίπεδο ενός σχολείου σε<br />
σχέση με κάποιο άλλο. Μια πιο συστηματική ιδέα είναι να γίνεται «κανονικοποίηση»<br />
των βαθμών του Λυκείου με βάση τον μέσο όρο της τάξης στις πανελλήνιες<br />
εξετάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μετατραπούν σε εξετάσεις βασικών<br />
γνώσεων και δεξιοτήτων και να αποδεσμευτούν από την ύλη των μαθημάτων<br />
του Λυκείου. Ανάλογες ξένες εξετάσεις (SAT, κτλ) θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν<br />
ως πρότυπα.<br />
Ο αριθμός των εισακτέων θα αποφασίζεται από κάθε τμήμα σε συνεργασία<br />
με τη διοίκηση του πανεπιστημίου. Για να μη μειώσουν όμως υπέρ του δέοντος<br />
τον αριθμό εισακτέων τα τμήματα, θα πρέπει να υπάρχουν κίνητρα. Π.χ. ο αριθμός<br />
μελών ΔΕΠ του τμήματος και η χρηματοδότηση θα πρέπει να είναι συναρτήσεις<br />
του αριθμού των φοιτητών που εισάγονται και που αποφοιτούν από ένα<br />
τμήμα. Για τη διευκόλυνση της φοίτησης σε οποιαδήποτε ηλικία θα μπορούσε να<br />
οριστεί ένα ποσοστό εισακτέων μεγαλύτερης ηλικίας που θα εισάγεται με βάση<br />
μόνο τις πανελλήνιες εξετάσεις δεξιότητας και ίσως την επαγγελματική εμπειρία.<br />
Η δυνατότητα φοίτησης σε κάθε ηλικία θα μειώσει την ψυχολογική πίεση<br />
των μαθητών στο Λύκειο και την ανάγκη για φροντιστήριο. Για την διευκόλυνση<br />
της κινητικότητας και τη μείωση των ανενεργών και αδιάφορων φοιτητών προτείνεται<br />
ένας μαθητής να διατηρεί δια βίου το δικαίωμα να εγγραφεί σε οποιαδήποτε<br />
σχολή που του επιτρέπεται βάσει των μορίων του και των μαθημάτων στα<br />
οποία εξετάσθηκε κατά τη χρονιά που αποφοίτησε από το Λύκειο.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 343<br />
ΠΡΟΤAΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡYΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑIΔΕΥΣΗΣ 343<br />
12. Οργάνωση και αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού<br />
της διασποράς<br />
Οι απόδημοι Έλληνες επιστήμονες είναι μια δυναμική μερίδα του ελληνισμού<br />
που μένει αναξιοποίητη. Χιλιάδες Έλληνες με εξαιρετική μόρφωση και<br />
ικανότητες εργάζονται σε πανεπιστήμια και σε εταιρείες του εξωτερικού. Αυτή<br />
η «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain) είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα<br />
γιατί τη στερεί από το πιο δυναμικό της κομμάτι. Η πολιτεία αερολογεί για την<br />
επιστροφή των επιστημόνων, αλλά στην πράξη δεν κάνει τίποτα. Τα πανεπιστήμια<br />
αποτελούν εχθρικό χώρο για τους επαναπατριζόμενους επιστήμονες (αρκετοί<br />
δοκίμασαν να γυρίσουν και ετράπησαν μετά από λίγο σε φυγή) και βιομηχανία<br />
που θα χρειαζόταν και θα αξιοποιούσε τις γνώσεις τους δεν υπάρχει. Ίσως<br />
μάλιστα να υφίσταται και κάποια ανταγωνιστική διάθεση προς τους επιστήμονες<br />
της διασποράς από την κυρίαρχη εγχώρια επιστημονική και πολιτική μετριότητα.<br />
Πιθανότατα αισθάνονται ότι οι «καρέκλες» τους απειλούνται από ανθρώπους<br />
αξιότερους από τους ίδιους. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί.<br />
Χρειάζεται αυτο-οργάνωση και ενεργοποίηση των επιστημόνων της διασποράς.<br />
Το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού είναι ένα εν πολλοίς διακοσμητικό<br />
όργανο που αναλώνει δημόσιους πόρους παράγοντας ελάχιστο έργο. Ένα<br />
πρώτο βήμα θα ήταν η δημιουργία ενός επίσημου συλλόγου των ελλήνων επιστημόνων<br />
της διασποράς με τους εξής σκοπούς:<br />
α. Την καταγραφή του ανά τον κόσμο ελληνικού επιστημονικού δυναμικού.<br />
Τέτοιες προσπάθειες έχουν γίνει στο παρελθόν από τη ΓΓΕΤ ή τις κατά τόπους<br />
πρεσβείες, αλλά όχι με συστηματικό και συντηρήσιμο τρόπο. Τα στοιχεία, η<br />
επιστημονική ειδίκευση και τα τυχόν ερευνητικά ενδιαφέροντα των μελών του<br />
συλλόγου θα πρέπει να καταγραφούν σε βάση δεδομένων, προσβάσιμη από<br />
όλα τα μέλη μέσω της ιστοσελίδας του φορέα.<br />
β. Την ενίσχυση των επιστημονικών και ερευνητικών συνεργασιών, την<br />
ανάπτυξη αίσθησης κοινότητας, την διασύνδεση και την αλληλοβοήθεια μεταξύ<br />
τους. Η ιστοσελίδα του συλλόγου θα αποτελεί κομβικό σημείο όπου θα αναρτούνται<br />
χρήσιμες πληροφορίες για θέματα που μας αφορούν, προκηρύξεις για<br />
θέσεις εργασίας, κτλ. Για παράδειγμα, όλες οι προκηρύξεις θέσεων σε Ελληνικά<br />
πανεπιστήμια ή ΤΕΙ θα μπορούσαν να αναγράφονται εδώ. Εταιρίες που<br />
χρειάζονται εξειδικευμένα στελέχη θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο, δωρεάν.<br />
Επίσης, θα μπορούσαν να αναρτώνται και ανακοινώσεις σχετικά με την<br />
έρευνα ή την ακαδημακή ζωή, επιτεύγματα Ελλήνων επιστημόνων και οποιαδήποτε<br />
ανακοίνωση που η ελληνική πολιτεία θα ήθελε να απευθύνει στους Έλληνες<br />
επιστήμονες σε παγκόσμια κλίμακα.<br />
γ. Την ενίσχυση της επικοινωνίας και μεταφοράς ιδεών μεταξύ αποδήμων<br />
Ελλήνων επιστημόνων και Ελλάδας με σκοπό την αύξηση της ποιότητας και πο-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 344<br />
344 ΘEΜΗΣ ΛΑΖΑΡIΔΗΣ<br />
σότητας της ελληνικής επιστημονικής παραγωγής. Π.χ., η ΓΓΕΤ θα μπορούσε<br />
να χρησιμοποιήσει τη βάση δεδομένων του φορέα για την εύρεση κριτών ερευνητικών<br />
προγραμμάτων, και η κυβέρνηση ή ο τύπος για την εύρεση εμπειρογνωμόνων.<br />
δ. Την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας σε τομείς έντασης<br />
γνώσης. Για παράδειγμα, ο φορέας θα μπορούσε να διαθέτει συμβουλευτικές<br />
υπηρεσίες και τεχνογνωσία προς επενδυτές και επιχειρηματίες στην Ελλάδα<br />
που θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν στο χώρο της τεχνολογικής ανάπτυξης.<br />
ελληνικές εταιρείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη βάση δεδομένων<br />
του φορέα για στρατολόγηση ειδικευμένων στελεχών.<br />
ε. Την δραστηριοποίηση για την επίτευξη κοινών στόχων, όπως λόγου χάριν<br />
την προώθηση των εθνικών μας θεμάτων σε κυβερνήσεις και ΜΜΕ του εξωτερικού<br />
ή την άσκηση επιρροής στην ελληνική πολιτική ηγεσία για τον εκσυγχρονισμό<br />
της ελληνικής κοινωνίας.<br />
13. Αλλαγές κουλτούρας<br />
Πέρα από τις θεσμικές αλλαγές απαιτούνται αλλαγές και σε πολλές πτυχές<br />
της πανεπιστημιακής, και γενικότερα, κουλτούρας. Ένα σημαντικό πρόβλημα<br />
κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία είναι η απροθυμία δημόσιας κριτικής,<br />
τόσο από τα ΜΜΕ, όσο και από την κοινωνία πολιτών. Η κριτική έχει φυσικά<br />
κόστος, αφού ο κρινόμενος μπορεί να προσπαθήσει να αντεκδικηθεί. Η απουσία<br />
της δημόσιας κριτικής είναι που έχει καταστήσει την Ελλάδα μια χώρα του<br />
«είσαι ό,τι δηλώσεις». Το Μάρτιο του 2006 τριάντα εννιά από τους πιο διακεκριμένους<br />
Ιταλούς επιστήμονες απέστειλαν ανοικτή επιστολή στον διευθυντή<br />
του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας Fabio Pistella διαμαρτυρόμενοι για τη ρηχή<br />
απάντησή του στην κατηγορία ότι στο βιογραφικό του ισχυρίστηκε ότι έχει 150<br />
δημοσιεύσεις ενώ στο Web of <strong>Science</strong> βρέθηκαν μόνο 3. 10 Πόσο συχνά το βλέπουμε<br />
αυτό στην Ελλάδα; Όταν η πολιτεία κάνει αναξιοκρατικές επιλογές και<br />
κανείς δεν αντιδρά, το μισό φταίξιμο είναι δικό μας. Κανένας νόμος και κανένα<br />
θεσμικό μέτρο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δημόσια κριτική. Δεν βελτιωνόμαστε<br />
με την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων, αλλά με την κριτική. Από το<br />
«μην κρίνεις ίνα μην κριθείς» πρέπει να πάμε στο «όλοι κρίνουμε και όλοι κρινόμαστε».<br />
Αλλαγή κουλτούρας στο σημείο αυτό μπορεί να επέλθει αν όλο και<br />
περισσότεροι πανεπιστημιακοί βρουν την τόλμη να εκφράζονται δημόσια, καθώς<br />
και από τη δημιουργία ενός δικτύου υποστήριξης μεταξύ αυτών που θα το<br />
κάνουν. Η ισχύς εν τη ενώσει.<br />
10 Nature, 30/3/06.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 345<br />
19<br />
«Πρόθυμη εκχώρηση» για μια αβέβαιη επιβίωση;<br />
Κοινωνία της γνώσης, γνωσιοκεντρική οικονομία,<br />
εκπαιδευτική πολιτική και μάθηση βασισμένη στις ικανότητες<br />
Νίκος Ε. Παπαδάκης<br />
Ευρωπακή Ολοκλήρωση και Κοινωνία της Γνώσης: η αναγγελία<br />
μιας (διακυβεύσιμης) συναίνεσης<br />
Tο 1995, η Ευρωπακή Επιτροπή ανήγγειλε μια νέα στρατηγική για την<br />
πλοήγηση της Ευρωπακής Ένωσης (ΕΕ) στην Κοινωνία της Γνώσης<br />
(knowledge-based economy), επισημαίνοντας ότι «η διεθνοποίηση του εμπορίου<br />
(και της οικονομίας), το παγκόσμιο περιεχόμενο της τεχνολογίας, και,<br />
πάνω από όλα, η κοινωνία της πληροφορίας, έχουν αυξήσει τις πιθανότητες<br />
προσέγγισης στην πληροφορία και τη γνώση για τους ανθρώπους, αλλά συγχρόνως<br />
σαν συνέπεια έχουν μεταβάλλει την οργάνωση της εργασίας και τις<br />
αναγκαίες «δεξιότητες». 1 Συγχρόνως στο ίδιο, εμβληματικό, κείμενο πολιτικής<br />
ανήγγειλε το «τέλος» της συζήτησης σε επίπεδο αρχών για την πορεία της εκπαίδευσης.<br />
2<br />
1 European Commission, Teaching and learning: Towards the learning society, Office<br />
for Official Publications of the European Communities, Luxembourg, 1995, σ. 23.<br />
2 Πρόκειται για μια κατ’ ουσίαν κανονιστική απόφανση της Ευρωπακής Επιτροπής<br />
αναφορικά με την «verita effettuale della cosa» (με όρους Nicolo Machiaveli), που μέσω<br />
της επίκλησης του «τέλους» έδειχνε να μετατρέπει μια αποσκοπούσα συναίνεση σε μια<br />
διαγνωσμένη πραγματικότητα. Βλέπε στα Ν. Papadakis, «European Educational Policy<br />
and the challenges of the post-industrial society» σε P. Alheit, H. S. Olesen & S. Papaioan -<br />
nou (επιμ.), Education, Modernization and Peripheral Community. RUC, Ro skilde, 1998,<br />
σσ. 11-51 και Ι. Πυργιωτάκης & N. Παπαδάκης, «Η φλεγμαίνουσα συναίνεση. Προ-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 346<br />
346 ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ<br />
H διάγνωση της κρίσης στη μορφή της ανελαστικότητας και δυσκαμψίας<br />
των παραδοσιακών εκπαιδευτικών συστημάτων, τα οποία εθεωρούντο ότι έφεραν<br />
ευθύνες για την υστέρηση της Ευρώπης ως προς την απόκριση στις ανάγκες<br />
της τεχνολογικής επανάστασης και της Κοινωνίας της Πληροφορίας, καθώς<br />
θεωρούνται «δύσκαμπτα», «απομονωμένα» και διακρίνονται από «έλλειψη<br />
ευελιξίας….καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη την πολυποίκιλση των ανθρώπινων<br />
απαιτήσεων» και όχι σπάνια καταγγέλλονται ως «ανίκανα να διασφαλίσουν<br />
την κοινωνική ενσωμάτωση και τις προοπτικές της απασχόλησης» 3 , διευκόλυναν<br />
την προαναφερθείσα συναίνεση. Η κατασκευή της τελευταίας εδράστηκε<br />
σε μια τελολογική- εσχατολογική θεώρηση της παιδείας και της πολιτικής,<br />
ενόσω είχε μια σαφή επιχειρησιακή διάσταση: επιχειρούσε να καταστήσει<br />
το επερχόμενο αναπόφευκτο και ως τέτοιο δυνητικά τετελεσμένο. Η «έξοδος<br />
από την κρίση», η αντιμετώπιση της απώλειας του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος<br />
αλλά και του προβλήματος της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων μεταξύ αγοράς<br />
εργασίας και εκπαίδευσης και της ανελαστικότητας των παραδοσιακών<br />
συστημάτων μάθησης που «βάρυναν» τις ευρωπακές οικονομίες (ζητήματα<br />
που θίγονται αναλυτικά στη «Λευκή Βίβλο» του 1995 και έκτοτε εκ περιτροπής<br />
σε όλα τα θεμελιώδη κοινοτικά κείμενα), χρειάζονταν ένα νέο εργαλείο πολιτικής.<br />
Στην πορεία η συναίνεση αυτή δεν κατέστη εφικτή, παρά μόνο ως ευχή.<br />
Ωστόσο, όσο κι αν οι επιμέρους αντιθέσεις, οι εναλλακτικές προτάσεις, οι ανασχέσεις<br />
και οι παλινωδίες που προκύπτουν από τη θεωρητικοποίηση της αμηχανίας<br />
μπροστά στα (προαναφερθέντα) νέα δεδομένα απονευρώνουν καταστασιακά<br />
την τελολογική απόφανση της Επιτροπής, η πολιτική πραγματικότητα<br />
της Λισαβόνας μάλλον επιβεβαίωσε τους όρους «κατασκευής» μιας, άλλου τύπου,<br />
συναίνεσης.<br />
Ανασυγκροτώντας το μεταρρυθμιστικό corpus της ΕΕ: η νέα<br />
στρατηγική για τη Δια Βίου Μάθηση<br />
Το τέλος της δεκαετίας του ’90, βρίσκει τα κράτη-μέλη<br />
• να έχουν εξέλθει από την δεκαετία της ύφεσης (’80),<br />
γραμματικός Λόγος και Πολιτική της Ευρωπακής Ένωσης για την Εκπαίδευση» σε<br />
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή<br />
Ελλάδα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 2002, σ 209- 243.<br />
3 European Commission, Teaching and learning: οπ.π., 1995, κεφ. IV.B κι ειδικότερα<br />
σελ. 24.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 347<br />
«ΠΡΟΘΥΜΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ» ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; 347<br />
• να έχουν επανεκκινήσει με νέους όρους τη διαδικασία της πολιτικής και<br />
οικονομικής ολοκλήρωσης (Μάαστριχτ και εντεύθεν), και τελικά<br />
• να προετοιμάζουν τους όρους συγκρότησης μιας νέας στρατηγικής ολοκλήρωσης,<br />
μέσω ενός αποτελεσματικότερου συντονισμού πολιτικών (που<br />
θα απολήξει στη Στρατηγική της Λισαβόνας).<br />
Στην πραγματικότητα τα κράτη-μέλη αντιλαμβανόμενα ως αξιόπιστη<br />
απειλή τις πιέσεις στην οικονομική και πολιτική ισχύ της Ένωσης, 4 αναζητούσαν<br />
μια βιώσιμη και αποτελεσματική πολιτική επανάκτησης του ανταγωνιστικού<br />
πλεονεκτήματος και στη δημιουργία βιώσιμων οικονομιών κλίμακος. Μια<br />
κοινή στρατηγική για μια αξιόπιστη κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων, «φιλική»<br />
στις οικονομίες κλίμακος και συγχρόνως «ανοικτή» στις ατζέντες της κοινωνικής<br />
ενσωμάτωσης, φαινόταν παραπάνω από αναγκαία. Η στροφή στη Δια<br />
Βίου Μάθηση έδειχνε πλέον απολύτως αναπόφευκτη. Κι αυτό γιατί η Δια Βίου<br />
Μάθηση θεωρείται, από πολλούς, ότι «μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα διάφορες<br />
λειτουργίες, λειτουργώντας ως εντολέας του κράτους, της αγοράς και<br />
της κοινωνίας των πολιτών» 5 . Εξίσου αναγκαία έδειχνε και η υπερεθνικοποίηση<br />
της σχετικής πολιτικής, σύστοιχη άλλωστε με την διεθνοποίηση της πολιτικής<br />
οικονομίας.<br />
Έχοντας θεμελιωθεί ως έννοια στη βάση μιας αναδιανεμητικής προοπτικής<br />
του δημόσιου αγαθού της παιδείας (έχοντας δηλαδή την παράδοση μιας από<br />
κάτω (bottom up) προσέγγισης στη μαθησιακή διαδικασία), η Διά Βίου Μάθηση<br />
προκρίθηκε για να ανασυγκροτήσει το μεταρρυθμιστικό corpus της ΕΕ<br />
και να λειτουργήσει ως πολιτική και επιχειρησιακή «ομπρέλα» των πολιτικών<br />
εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το πρόταγμα ήταν πλέον μια εκ των άνω (top<br />
down) υπερεθνική στρατηγική, με τη σύστοιχη θεματοποίηση νέων κεντρικών<br />
ζητημάτων όπως η απασχολησιμότητα, η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία<br />
και το «reskilling» μέσω μιας συνεκτικής διαδικασίας εμπράγματης δια βίου<br />
μάθησης, 6 διατυπωμένο μάλιστα με μελιοριστικούς όρους: «Εάν δοθεί μεγαλύ-<br />
4 Βλέπε M. Murphy, «Πετρέλαιο, ύφεση και η αναζήτηση της Ευρωπακής Πρωτοπορίας»<br />
σε Δ. Γράβαρης & Ν. Παπαδάκης (επιμ.), Εκπαίδευση και εκπαιδευτική πολιτική<br />
μεταξύ Κράτους και Αγοράς, Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σσ. 112-134.<br />
5 Οπ.π.. Και ας μην ξεχνάμε ότι ήδη από το 1995, επισημαινόταν στο πλέον σημαντικό<br />
κοινοτικό policy document, ότι η σχέση μάθησης (learning relationship) και το<br />
γνωστικό κεφάλαιο αναμένεται να προσδιορίσει τη «θέση καθενός σε σχέση με τους<br />
συμπολίτες του στο πεδίο της γνώσης, των δεξιοτήτων και της απασχόλησης» στην Ευρώπη<br />
του μέλλοντος. European Commission, οπ.π, 1995, σ. 2.<br />
6 Βλέπε European Commission, European report on education and training in emp loy -<br />
ment policies. Vol. 1: Analysis of the 2000 National Action Plans for Employment, Luxembourg,<br />
2001. www.europa.eu.int/comm/ education/employment/employ_vol1_en.pdf.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 348<br />
348 ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ<br />
τερη έμφαση σε ευρωπακό και εθνικό επίπεδο στην απόκτηση δεξιοτήτων και<br />
στη δια βίου μάθηση, τα άτομα θα μπορούν να ευκολότερα να κινηθούν σε νέες<br />
θέσεις απασχόλησης» 7 .<br />
Η μελιοριστική πρόσληψη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, δεν αποτέλεσε<br />
μονάχα μια διαχρονική συγκροτησιακή συνιστώσα των πολιτικών για την<br />
εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη δια βίου μάθηση, αλλά φάνηκε να συνιστά<br />
και το εστιακό σημείο της σύγχρονης, ταχύτατα υπερεθνικοποιούμενης, σχετικής<br />
πολιτικής στην Ευρώπη. Η διαδικασία της ευρωπακής ολοκλήρωσης έδειχνε,<br />
παρά τις όποιες παλινδρομήσεις, να λαμβάνει υπόψη το δυσβάστακτο κόστος<br />
της «μη-Ευρώπης», ενώ η μάθηση άρχισε να ανα-σημαίνεται ως όρος συγκρότησης<br />
της ευρωπακής ολοκλήρωσης, στρέφοντας ολοένα και περισσότερο<br />
το πολιτικό ενδιαφέρον σε αυτήν και τις εκροές της» 8 . Συγχρόνως η στροφή<br />
στην ποιότητα, στα μετρήσιμα αποτελέσματα και στην συγκρότηση υπολογίσιμων<br />
κανονικοτήτων (στις οποίες «οφείλουν» να εμβαπτιστούν τα εκπαιδευτικά<br />
συστήματα) έδειχνε όχι μόνο αναπόφευκτη, αλλά και απολύτως ευκταία.<br />
Οι δημόσιες πολιτικές εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αυγή<br />
της Λισαβόνας<br />
Η εκκίνηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας αποτέλεσε μια σαφή ένδειξη<br />
του, εν εξελίξει, μετασχηματισμού της στρατηγικής διαβούλευσης και διακυβέρνησης<br />
της ΕΕ σε όλα τα μείζονα πεδία δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης<br />
της πολιτικής για την εκπαίδευση, κατάρτιση, δια βίου μάθηση και<br />
απασχόληση. Η ίδια η Στρατηγική της Λισαβόνας (2000-2010) και η εκκίνηση<br />
του εκπαιδευτικού της βραχίονα (Work Programme: Education & Training<br />
2010) το 2001-2, εδράστηκε ρητορικά σε μια τελολογική θεώρηση της παιδείας,<br />
ενόσω είχε μια σαφή επιχειρησιακή διάσταση. Η «έξοδος από την κρίση», η<br />
αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων μεταξύ αγοράς<br />
εργασίας και εκπαίδευσης και της ανελαστικότητας των παραδοσιακών συστημάτων<br />
μάθησης που «βάρυναν» τις ευρωπακές οικονομίες, χρειάζονταν ένα<br />
νέο υπόδειγμα παραγωγής πολιτικής. Η ένθεση της υπερεθνικότητας σε μια<br />
πολιτική, την οποία κατεξοχήν διέπει η αρχή της επικουρικότητας, έδειχνε δύ-<br />
7 European Commission, Commission Staff Working Document: Annex to the<br />
Communication «Draft 2006 Joint Report on progress on implementing the Education<br />
and Training 2010 Work Programme», E.C. DG EAC, Brussels, 2005b, σ. 10.<br />
8 Μαθησιακά αποτελέσματα - learning outcomes.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 349<br />
«ΠΡΟΘΥΜΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ» ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; 349<br />
σκολη μεν απολύτως αναγκαία ωστόσο.<br />
Η επαναθεμελίωση του αξιακού πλέγματος της Λισαβόνας σε συνδυασμό<br />
με την οριστική αναδιάταξη των όρων της μάθησης, παραγωγής και οργάνωσης<br />
της εργασίας, οδήγησαν την ΕΕ να αναζητήσει νέους τρόπους διατήρησης της<br />
επιρροής και διασφάλισης της προόδου σε ένα εκτεταμένο «reskilling», όπως<br />
ήδη επισημάνθηκε. H ένταση της κινητικότητας του κεφαλαίου και η προούσα<br />
διεθνοποίηση του κράτους εξηγούν άλλωστε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική σύγκλισης<br />
στην Ευρώπη και τελικά την «επακόλουθη επανέναρξη της ευρωπακής<br />
ολοκλήρωσης» 9 και τις εξελίξεις από το 2000 και εντεύθεν. Δε θα ήταν μάλιστα<br />
υπερβολή να επισημάνει κανείς ότι η πολυεπίπεδη ανάπτυξη της κατάρτισης<br />
(VET), η έμφαση στις βασικές ικανότητες και η συσχέτιση δεξιοτήτων<br />
που προκύπτουν από κάθε είδος μάθησης με την ανάπτυξη της απασχολησιμότητας<br />
αποτελούν την ύψιστη πολιτική προτεραιότητα στην ΕΕ σήμερα 10 . Μέσα<br />
σε αυτό το πλαίσιο, προωθείται ειδικά από τη γερμανική Προεδρία και εντεύθεν<br />
(2007-) το «Evidence Based Policy Making», το οποίο αναγγέλλεται ως καταστατική<br />
προπόθεση της επίτευξης όλων των μεγάλων στόχων της ΕΕ. Η αλλαγή<br />
υποδείγματος παραγωγής πολιτικής και οι μετασχηματισμοί του περιεχομένου<br />
της (με δεδομένη την υπερθνικοποίηση της), στην κατεύθυνση της κεντρόφυγης<br />
εντατικότητας της επιδιωκόμενης ευελιξίας, εκβάλλουν στο λειτουργικό<br />
πλέγμα των δημόσιων πολιτικών για το ανθρώπινο δυναμικό. 11<br />
9 O. Holman & K. Van der Pijl, «The capitalist crisis in the EU» σε G. Kourvetaris &<br />
A. Moschonas (επιμ.), The impact of European Integration: Political, sociological and<br />
economic changes, Praeger, Westport, 1996, σ. 58.<br />
10 Καθώς «το εγχείρημα διαμόρφωσης μιας ενιαίας και ομογενοποιημένης αγοράς<br />
εργασίας εντός της ΕΕ δείχνει να δυσχεραίνεται καθοριστικά από τις εθνικές θεσμικές-<br />
κανονιστικές οικονομικές και πολιτικές ασυμμετρίες, τις περιφερειακές και κοινωνικο-<br />
οικονομικές ανισότητες, η εκπαιδευτική πολιτική καλείται να λειάνει τις εν<br />
λόγω ασυμμετρίες και να συμβάλλει έμπρακτα στην ενδυνάμωση της απασχολησιμότητας»,<br />
δρώντας σύμφωνα με την Ευρωπακή Επιτροπή και ως «εργαλείο ενίσχυσης της».<br />
Ν. Παπαδάκης, «Αυτό ήταν λοιπόν….; Ευρωπακή εκπαιδευτική πολιτική, κατάρτιση<br />
και Στρατηγική της Λισαβόνας. Πέρα από την αρχή της επικουρικότητας» σε Μ. Τσινισιζέλης<br />
& Ν. Μαραβέγιας (επιμ.), Νέα Ε.Ε. Οργάνωση και Πολιτικές, Θεμέλιο, Αθήνα,<br />
2007, σ. 761 και European Commission, Education and Training in Europe: diverse<br />
systems, shared goals for 2010, Office for Official Publications of the European<br />
Communities, Luxembourg, 2002b σ. 9.<br />
11 Bλέπε N. Παπαδάκης, «Η πολιτική της ΕΕ για την εκπαίδευση και κατάρτιση<br />
στον αστερισμό μιας επίμονης ανταγωνιστικότητας», Economist (ελληνική έκδοση), T.<br />
53, 28 Ιουλίου 2008β.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 350<br />
350 ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ<br />
Μέσα σε αυτό το πολιτικό τοπίο, απολύτως ενδεικτική του εγχειρήματος<br />
ενιαιοποίησης των υπερεθνικών πλαισίων δράσης στην ΕΕ είναι η πολλαπλώς<br />
εντεινόμενη έμφαση, που δίνει η Επιτροπή, στα ζητήματα της διασφάλισης ποιότητας<br />
και αποτελεσματικότητας. 12 Τη στιγμή που η πορεία των μεταρρυθμίσεων<br />
σε εθνικό επίπεδο υπόκειται στον κανόνα της διεθνούς διαφάνειας και<br />
δημοσιότητας (με τις, ανά διετία, εκθέσεις για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων<br />
και πολιτικών για την εκπαίδευση στα πλαίσια της στρατηγικής της Λισαβόνας<br />
–Εθνικές Εκθέσεις– να κατακυριεύουν την τεχνοκρατική δημοσιότητα),<br />
η έμφαση πλέον αποδίδεται στην ενδυνάμωση της θεσμικής, πολιτικής και επιχειρησιακής<br />
διάστασης της Διά Βίου Μάθησης. Η νέα προσέγγιση στη Διά<br />
Βίου Μάθηση, ως συγκροτησιακής συνιστώσας της «γνωσιοκεντρικής οικονομίας»<br />
και τελικά κινητήριας δύναμης για την ανάπτυξη και διαχείριση ανθρωπίνων<br />
πόρων (HRD) 13 συνδυάστηκε με το πρόταγμα της ανάπτυξης «δεξιοτήτων<br />
για την ανταγωνιστικότητα». 14<br />
Πολιτικές προτεραιότητες και προκλήσεις στην τομή εκπαιδευτικής<br />
πολιτικής και στρατηγικής της ευρωπακής ολοκλήρωσης,<br />
μετά το 2000<br />
Όπως ήδη επιχειρήσαμε να τεκμηριώσουμε, ήταν πολλές εκείνες οι εξελίξεις<br />
και παράμετροι που οδήγησαν τα παλαιά έθνη της Ευρώπης να αναζητήσουν,<br />
ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 τρόπους, προκειμένου «να συνεχίσουν<br />
να απολαμβάνουν οικονομική και κοινωνική πρόοδο και να διατηρήσουν<br />
την επιρροή τους στον κόσμο» 15 . Ο συνδυασμός υπερεθνικότητας (στη μέθοδο)<br />
και ανταγωνιστικότητας –στοχευμένης ανάπτυξης των ανθρώπινων πό-<br />
12 Bλέπε αναλυτικά N. Papadakis & Th. Tsakanika, «Towards the region? The<br />
Higher Education Policy Agenda and the stake of regionalisation: Aspects and Trends»,<br />
European Legacy, Vol. 11 No. 4, 2006 και N. Παπαδάκης, Προς την «Κοινωνία των Δεξιοτήτων»;<br />
Τα όρια της υπερεθνικότητας, το διακύβευμα της απασχολησιμότητας και οι<br />
πολιτικές κατάρτισης, Σάκκουλας & Κέντρο Ευρωπακού & Συνταγματικού Δικαίου,<br />
Αθήνα, 2006.<br />
13 Bλέπε European Council in Brussels 2003, παρ. 40.<br />
14 A. Green, «National policies and the Lisbon Agenda, Investment, LifeLong<br />
Learning. Preparation of the cross-country analysis, based on the national reports» σε<br />
European Commission. DG EAC, Meeting of National Coordinators. Preparation of the<br />
2006 Joint Report. Brussels, 12 September 2005.<br />
15 P. Fontaine, Europe in ten points, Office for the Official Publications of the<br />
European Communities, Luxembourg, 1995, σ. 8.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 351<br />
«ΠΡΟΘΥΜΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ» ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; 351<br />
ρων– 16 , κατέδειξε το μεταβιομηχανικό Αμετάθετο Όλο: τις Δεξιότητες. 17 και<br />
συγχρόνως ανέδειξε τις νέες πολιτικές προτεραιότητες, οι οποίες επένδυσαν<br />
τόσο νομιμοποιητικά όσο και πραγματολογικά τη Στρατηγική της Λισαβόνας.<br />
Κάποιες εξ αυτών και συγκεκριμένα μία ανά πεδίο εκπαίδευσης, αναλύονται<br />
συνοπτικά, παρακάτω:<br />
α) Βασική Εκπαίδευση και Βασικές Ικανότητες (key competences)<br />
Ένα από τα κομβικά σημεία της πολιτικής της ΕΕ για την εκπαίδευση και<br />
κατάρτιση (όπως αυτή κυρίως αποτυπώνεται στα πλαίσια του Work Program -<br />
me: Education & Training 2010) αποτελεί η ανάπτυξη των Βασικών Ικανοτήτων<br />
σε όλο το φάσμα της Δια Βίου Μάθησης, προκειμένου κάθε πολίτης στην<br />
ΕΕ να έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει τις συγκεκριμένες ικανότητες. Πρόκειται<br />
για τις οκτώ μείζονες δέσμες δεξιοτήτων, των οποίων η ανάπτυξη θεωρείται<br />
conditio sine qua non για την εκπαιδευτική πολιτική στην ΕΕ. Με βάση την<br />
Κοινή Σύσταση Ευρωπακού Κοινοβουλίου & Συμβουλίου του Νοεμβρίου 2006<br />
για τις «Βασικές Ικανότητες – Ένα ευρωπακό πλαίσιο αναφοράς» (η οποία<br />
συγκεφαλαιώνει τα Συμπεράσματα του Ευρωπακού Συμβουλίου των Βρυξελλών<br />
του Μαρτίου 2005, αλλά τις σχετικές επισημάνσεις στα πλαίσια των ολοκληρωμένων<br />
κατευθυντήριων τραμμών για την ανάπτυξη και την απασχόληση<br />
2005-8, που εγκρίθηκαν από το Ευρωπακό Συμβούλιο του Ιουνίου του 2005)<br />
συνίσταται στα κράτη-μέλη να εξασφαλίσουν «ότι τα συστήματά τους αρχικής<br />
εκπαίδευσης και κατάρτισης προσφέρουν σε όλους τους νέους τα μέσα για να<br />
αναπτύξουν τις βασικές ικανότητες σε επίπεδο που να τους εξασφαλίζει τα<br />
προσόντα για την ενήλικη ζωή τους και (που) να αποτελεί τη βάση για την περαιτέρω<br />
μάθηση και την επαγγελματική ζωή». Στα πλαίσια αυτής της προτεραιότητας,<br />
αναπτύσσει πρωτοβουλίες το σχετικό Cluster της Ευρωπακής Επιτροπής<br />
18 , ενώ επιχειρείται η παραγωγή εμπειρικά θεμελιωμένης πολιτικής μέσα<br />
16 Βλέπε European Commission, Communication: Mobilizing the brainpower of<br />
Europe, COM (2005) 152 final, Brussels, 2005a.<br />
17 Βλέπε Ν. Παπαδάκης, «Μέλι στο ξυράφι. Σημειώσεις για τη διακυβεύσιμη ατζέντα<br />
των πολιτικών εκπαίδευσης, κατάρτισης και ανθρώπινων πόρων στην Ευρώπη και<br />
τις εστίες μιας ανέκκλητης κρίσης», Κοινωνικό Κέντρο, Τ. 2-3, 2008 α , σ. 175.<br />
18 Τα οκτώ Clusters της European Commission για την πολιτική σε εκπαίδευση, κατάρτιση<br />
και διά βίου μάθηση αντιστοιχούν στα μείζονα πεδία της κοινοτικής πολιτικής<br />
αλλά και των μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο κρατών-μελών, τα οποία πρακτικά αποτυπώνουν<br />
τις πολιτικές προτεραιότητες στην ΕΕ: α. Εκσυγχρονισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης.<br />
β. Εκπαιδευτικοί και επιμορφωτές. γ. Βέλτιστη δυνατή χρήση πόρων. δ. Μαθηματικά,<br />
τεχνολογία και θετικές επιστήμες. ε. Πρόσβαση στη Διά Βίου Μάθηση και
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 352<br />
352 ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ<br />
από τις Αμοιβαίες Μαθησιακές Δραστηριότητες (Peer Learning Activity) οι<br />
οποίες αναπτύσσονται μεταξύ των κρατών-μελών.<br />
β) Ανώτατη Εκπαίδευση και διαμόρφωση του Ενιαίου Ευρωπακού Χώρου<br />
Με στόχο την «ενίσχυση του ρόλου των ΑΕΙ στην Ευρώπη της Γνώσης», η<br />
Διαδικασία της Bologna 19 αποτελεί βασικό εργαλείο πολιτικής της ευρωπακής<br />
ολοκλήρωσης, όντας ένα πολυσυζητημένο όσο και πολυδιάστατο μεταρρυθμιστικό<br />
επεισόδιο. Αν και υπερβαίνει τα πολιτικά και χωροταξικά όρια της ΕΕ<br />
(μετέχουν 46 χώρες), συνδέεται καταστατικά με το ενωσιακό εγχείρημα. 20 Σήμερα,<br />
δέκα και πλέον έτη μετά την εκκίνησή της Διαδικασίας «η έμφαση στα<br />
μαθησιακά αποτελέσματα, η ένθεση βαρύτητας στη σημασία του «workload»<br />
και του «time budgeting» για την οργάνωση και λειτουργία των ευρωπακών<br />
ΑΕΙ, η ανάδειξη καλών πρακτικών και η διάχυσή τους σε όλα τα ευρωπακά<br />
ΑΕΙ (ECTS και Tuning Project) 21 –, η ένταση της συμβολής των ΑΕΙ στην περιφερειακή<br />
ανάπτυξη και αειφορία, 22 οι προτάσεις για όλο και πιο εξελιγμένα<br />
εργαλεία Ελέγχου και Διασφάλισης Ποιότητας (QA), το ζητούμενο της κοινωνικής<br />
διάστασης, 23 αλλά και οι (συχνά έντονες) διαμαρτυρίες και αμφισβητήσεις<br />
για αρκετές από τις διαστάσεις και τα αποτελέσματα της Διαδικασίας της<br />
Bologna, τα προβλήματα εφαρμογής της και οι ίδιες οι ασυμμετρίες των εθνικοινωνική<br />
ενσωμάτωση (μέσω αυτής). στ. Βασικές Ικανότητες (key-competences) και<br />
μεταρρυθμίσεις στα προγράμματα σπουδών (curricular reform). ζ. ICTs. η. Αναγνώριση-πιστοποίηση<br />
των μαθησιακών αποτελεσμάτων σε όλο το φάσμα της Δια Βίου Μάθησης,<br />
σε πλήρη συνέργεια και με την αντίστοιχη διαδικασία της Bologna. Για τα πεδία<br />
αυτά βλ. αναλυτικότερα σε Παπαδάκης, οπ.π. 2007, σ. 755- 780 και Παπαδάκης, οπ.π.<br />
2008, σ. 179- 181.<br />
19 M. Klemencic, The Bologna Process and students expectations, in Bologna<br />
Handbook, Vol. 1, 2006, A.1.1-3, σ. 2 και Standing Group on Indicators and Benchmarks,<br />
The 2007 report progress towards the Lisbon Objectives in Education and Training, EC,<br />
Brussels, 2007, κεφ 4. A-7.<br />
20 Βλέπε P. Zgaga, General Report for the Bologna Seminar on Designing Policies for<br />
Mobile Students, Noordwijk, 10-12 Oct 2004. http://www.bologna-bergen2005.no/en/bolsem/seminars/041010-12<br />
Noordwijk/041010-12_report.pdf<br />
21 Bλέπε TUNING, Tuning Phase IV: Curricular Reform Taking Shape. Learning<br />
Outcomes and Competences in Higher Education. TUNING project, University of<br />
Groningen, 2006.<br />
22 OECD/ Institutional Management in Higher Education, Higher Education: The<br />
keys to sustainability, in IMHE Info, Νo. 2, 2003, σ. 1-2.<br />
23 D. Kladis, «The social dimension of the Bologna Process: principles and concepts»,<br />
Bologna Handbook, Vol. 1, Sept. 2006, B5.1-1, σ. 2.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 353<br />
«ΠΡΟΘΥΜΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ» ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; 353<br />
κών περιβαλλόντων χαρτογραφούν, τόσο τις εξελίξεις, όσο και τις δυνάμει και<br />
ενεργεία ανασχέσεις, υπενθυμίζοντας την διακυβεύσιμη φύση ενός τέτοιου εγχειρήματος<br />
24 .<br />
γ) Κατάρτιση και ενεργήματα ανάπτυξης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης<br />
& Κατάρτισης (VET)<br />
Μια σειρά από μέτρα και μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες, που κυμαίνονται<br />
από την σχετικά πρόσφατη συνεργασία Ευρωπακής Επιτροπής και<br />
ΟΟΣΑ στα πλαίσια του προγράμματος PIAAC για την εμπράγματη ανάπτυξη<br />
και αξιολόγηση των Δεξιοτήτων, 25 την ανάπτυξη νέων πολυπαραμετρικών ποιοτικών<br />
δεικτών (composite indicators) όπως ο δείκτης «Learning to Learn», το<br />
«SurveyLang», το «TALIS» (που θεμελιώνονται πιλοτικά ειδικά μετά το 2006,<br />
προκειμένου να εξακολουθήσουν να λειτουργούν και μετά το 2010), μέχρι την<br />
υιοθέτηση του EQF το 2007 26 αποτελούν τις πρακτικές απολήξεις της σαφούς<br />
έμφασης στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.<br />
Αξίζει να επιμείνει κανείς περισσότερο στην περίπτωση του EQF, το οποίο<br />
συνδέεται καταστατικά με την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ενδυνάμωση της ευελιξίας<br />
και της προσαρμοστικότητας και την απόκτηση αλλά και τη δυνατότητα<br />
διαρκούς πιστοποίησης των επαγγελματικών, επιχειρησιακών και κοινωνικών<br />
ικανοτήτων (competences), που απαιτούνται προκειμένου να καθίσταται ο εργαζόμενος<br />
ικανός να προσαρμόζεται στις εξελίξεις της αγοράς εργασίας. 27<br />
Όπως έχουμε υποστηρίξει σε πρόσφατη μελέτη μας «η ανάπτυξη πλαισίων<br />
αναφοράς και κοινών δεικτών για τα διαφορετικά συστήματα και βαθμίδεςεπίπεδα<br />
εκπαίδευσης και κατάρτισης, με εκείνον τον βαθμό συγκρισιμότητας<br />
24 Παπαδάκης, οπ.π., 2008b, σ. 175-176.<br />
25 European Commission, To assess adult skills: progress in PIAAC project, DG EAC,<br />
Brussels, 10 Nov. 2008, σ. 1-2.<br />
26 Με βάση την αρχική πρόταση της Commission για Κοινοτική Σύσταση του Ευρωπακού<br />
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αναφορικά με την δημιουργία του European<br />
Qualifications Framework- EQF και την επακόλουθη σχετική επεξεργασία τόσο σε επίπεδο<br />
κρατών-μελών όσο και σε επίπεδο κοινοτικών οργάνων (και κυρίως στα πλαίσια<br />
του ETCG) το Ευρωπακό Κοινοβούλιο ψήφισε στις 24/10/2007 την υιοθέτηση του<br />
EQF. Βλ. European Commission, Implementing the Community Lisbon Programme.<br />
Recommendation Of The European Parliament and of the Council on the establishment of<br />
the European Qualifications Framework for lifelong learning, COM (2006) 479 final.<br />
2006/0163 (COD).<br />
27 Επιτροπή των ΕΚ, Για μια Ευρώπη της Γνώσης, ΕΕ COM (1997) 563/12-11-1997,<br />
Βρυξέλλες, σ. 4.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 354<br />
354 ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ<br />
και συμβατότητας που θα καταστήσει εφικτή την επίτευξη ενός ολοκληρωμένου<br />
Ευρωπακού Πλαισίου Προσόντων-Τίτλων Σπουδών (που με τη σειρά του<br />
θα εδράζεται στα αντίστοιχα Εθνικά Πλαίσια Προσόντων (NQFs) - αποτελεί<br />
μια από τις μείζονες πολιτικές προτεραιότητες στην ΕΕ.<br />
Το EQF επιμερίζεται σε οκτώ επίπεδα, έκαστο εκ των οποίων απαρτίζεται<br />
από τρία υπο-επίπεδα. 28 Τα τελευταία, με δεδομένη την τεράστια ποικιλία προσόντων,<br />
τίτλων σπουδών και προγραμμάτων εκπαίδευσης, επαγγελματικής εκπαίδευσης<br />
και κατάρτισης στην Ευρώπη, επιτρέπουν την ποιοτική διάκριση μεταξύ<br />
διαφορετικών προγραμμάτων και των αποτελεσμάτων- εκροών τους. Στην<br />
ουσία κωδικοποιείται η συσχέτιση του πλαισίου των κοινών επιπέδων αναφοράς<br />
με τα επιμέρους χαρακτηριστικά των εθνικών αλλά και τομεακών συστημάτων<br />
εκπαίδευσης, επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και πιο συγκεκριμένα<br />
με τα χαρακτηριστικά εκείνα που αφορούν τις παρεχόμενες γνώσεις<br />
και τις αναπτυσσόμενες δεξιότητες και ικανότητες, ώστε να περιλαμβάνονται<br />
και «συγκεκριμένοι ποιοτικοί δείκτες γνώσης, δεξιοτήτων και ικανοτήτων<br />
που συνδέονται με ευρύτερα επαγγελματικά προφίλ» 29 . Τελικά η συγκρότηση<br />
εθνικών πλαισίων επαγγελματικών προσόντων (national qualifi cation frame -<br />
work), 30 μέσω της ανάπτυξης κοινών στρατηγικών, μεθόδων και εργαλείων πιστοποίησης-<br />
αναγνώρισης δεξιοτήτων, απηχεί την πρόθεση αποτελεσματικής<br />
απόκρισης στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός υπερεθνικού πλαισίου πιστοποίησης.<br />
31 Στην πραγματικότητα, τόσο το EQF όσο και παρόμοια ενεργήματα όπως<br />
το European Credit Transfer System for VET (ECVET 32 ), φέρνουν στο προσκήνιο<br />
μαζί με την πιστοποίηση και τα επαγγελματικά περιγράμματα (που στην<br />
ουσία αποτελούν ένα συνδυασμό προσόντων και δεξιοτήτων- ικανοτήτων) και<br />
μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε μια διακριτική μετατόπιση από τα πλαίσια<br />
προσόντων (qualification framework) στις δέσμες δεξιοτήτων (με ότι αυτό σημαίνει<br />
για τα επαγγελματικά δικαιώματα) 33 . Όλα τα προαναφερθέντα κατα-<br />
28 Βλέπε αναλυτικά Παπαδάκης, οπ.π. 2006, σ. 110-112.<br />
29 Βλέπε Παπαδάκης οπ.π., 2008α, σ. 176- 177.<br />
30 Ας μην ξεχνάμε ότι στόχος του EQF και των NQFs είναι η πλήρης διασαφήνιση<br />
(για κάθε ενδιαφερόμενο) της φύσης και του περιεχομένου ενός τίτλου- αποδεικτικού<br />
σπουδών, το οποίο αντιστοιχεί σε κάποιο από τα 8 επίπεδα αναφοράς, με βάση 3 ενδοσυστημικά<br />
κριτήρια που αναπτύσσονται: δυνατότητα ενός qualification να περιγραφεί<br />
με όρους «μαθησιακών αποτελεσμάτων»/ δυνατότητα του να αξιολογηθεί/ και διασφάλιση<br />
της ποιότητας του (that is quality assured).<br />
31 Βλέπε Παπαδάκης, οπ.π. 2006.<br />
32 Αμφότερα θεωρούνται πλέον και επισήμως «εργαλεία της ευρωπακής ολοκλήρωσης».<br />
Βλέπε Standing Committee on Benchmarks & Indicators, οπ.π. 2007.<br />
33 Τα επαγγελματικά δικαιώματα εμβαπτίζονται στην νεόδμητη πραγματικότητα την<br />
οποία συνιστούν η έμφαση στον έλεγχο ποιότητας, η τάση για διαρκή και αυστηρή πι-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 355<br />
«ΠΡΟΘΥΜΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ» ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; 355<br />
δεικνύουν τόσο την σημασία του μείζονος πολιτικού και τεχνοκρατικού εγχειρήματος,<br />
που συνιστά το EQF, όσο και τις πολιτικές συνδηλώσεις του σε μια<br />
σειρά από ζητήματα που μετεωρίζονται μεταξύ διαχείρισης της μάθησης και<br />
οργάνωσης της εργασίας.<br />
Προς ένα σχεδίασμα κριτικού αναστοχασμού<br />
Όπως ήδη έχει (ελπίζουμε) τεκμηριωθεί η είσοδος στην Στρατηγική της Λισαβόνας<br />
και η συνακόλουθη εκκίνηση του «εκπαιδευτικού» της τμήματος, στη<br />
μορφή του Work Programme: Education & Training 2010, 34 σήμανε και την<br />
εδραίωση ενός νέου υποδείγματος σχεδιασμού και παραγωγής πολιτικής. Πιο<br />
συγκεκριμένα, εξαιτίας του, μια νέα μορφή εταιρικής σχέσης και (στοχευμένης)<br />
δράσης τείνει να αναπτυχθεί αναφορικά με την εκπόνηση και υλοποίηση<br />
πολιτικής για την εκπαίδευση και (κυρίως) την κατάρτιση και την ανάπτυξηαναβάθμιση<br />
δεξιοτήτων. Στo πλαίσιο αυτό, η Ευρωπακή Επιτροπή επιχείρησε<br />
να θεματοποιήσει ορθολογικότερα τα πεδία πολιτικής και κυρίως να αξιοποιήσει<br />
ακόμα αποτελεσματικότερα την ανοικτή μέθοδο συντονισμού (open<br />
coordination method), αφενός<br />
• δομώντας (με τη συνδρομή του ETCG, των Clusters και των αρμόδιων<br />
Task Forces και Επιτροπών –κι ειδικά του ολοένα αναβαθμιζόμενου<br />
Standing Committee on Indicators & Benchmarks–) ένα πλαίσιο ανάδειξης<br />
και αξιοποίησης των «καλών πρακτικών» και αφετέρου,<br />
• αποβλέποντας στον αποτελεσματικότερο συντονισμό της ανταλλαγής και<br />
διάχυσης τεχνογνωσίας στα μείζονα θεματικά πεδία της κοινοτικής εκπαιδευτικής<br />
πολιτικής<br />
Alterum dicum, τόσο η προαναφερθείσα νέα εταιρική σχέση όσο και η αξιοποιούμενη<br />
τεχνοκρατία συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός νέου ισοζυγίου σχέσεων<br />
εξειδικευμένης γνώσης, συμφερόντων και πολιτικής εξουσίας, που αναμένεται<br />
να επιτρέψει την νομιμοποιημένη επίτευξη της επιδιωκόμενης αποτελεσματικότητας.<br />
Η τάση εξορθολογισμού αλλά και από-ιδεολογικοποίησης της<br />
στοποίηση και για μια ευελιξία στη δυνατότητα ανάπτυξης δεξιοτήτων και συνακόλουθα<br />
η μετακύλιση «της ευθύνης προσαρμογής στον δυνάμει ή ενεργεία εργαζόμενο<br />
και τελικά δεν μπορεί παρά να σημαίνει (πιθανόν νομιμοποιημένη) ελαστικότητα». Παπαδάκης,<br />
οπ.π. 2006, σ. 124.<br />
34 Το Work programme αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί από το 2001-2 το νέο<br />
πλαίσιο ανάπτυξης της ευρωπακής πολιτικής για την εκπαίδευση, κατάρτιση, διά βίου<br />
μάθηση και (σε μεγάλο βαθμό) για τη διαχείριση ανθρώπινων πόρων, στα πλαίσια της<br />
Στρατηγικής της Λισαβόνας.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 356<br />
356 ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ<br />
διαδικασίας υλοποίησης των, εδώ εξεταζόμενων, πολιτικών, είναι παραπάνω<br />
από προφανής. «Φαίνεται να δικαιώνεται έτσι το αναλυτικό-ερμηνευτικό πρότυπο<br />
που προτείνει ο Radaelli, 35 o οποίος με τη σειρά του αρδεύεται από την<br />
«τεχνοκρατική» προσέγγιση του G. Majone. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδιάταξης<br />
προτεραιοτήτων και επαναπροσδιορισμού των προτύπων διαβούλευσης,<br />
τα κράτη-μέλη δείχνουν να επιλέγουν τα ‘ενωσιακά’ αναπόφευκτά τους» 36 .<br />
Τι συμβαίνει εδώ? Τι απηχεί η εντεινόμενη αξιοποίηση ποσοτικών δεικτών<br />
σύγκρισης και προόδου σε σχέση με την προπάρχουσα κατάσταση (compa -<br />
rison & improvement benchmarks); Πόσο η επικυριαρχία των ποσοτικών δεικτών<br />
απονευρώνει το «πολιτικό περιεχόμενο» της διαδικασίας λήψης απόφασης;<br />
Το νεόδμητο υπόδειγμα πολιτικής, απηχώντας την επικυρίαρχη τάση υπερεθνικοποίησης<br />
της πολιτικής (συνδυασμένης με την πρόθυμη εκχώρηση -<br />
«willing surrender» –πεδίων κυριαρχίας σε επίπεδο διαβούλευσης και λήψης<br />
αποφάσεων– 37 , νομιμοποιεί μια διαδικαστική δημοκρατία ή αποτελεί μια ουσιαστική<br />
τομή στους όρους συγκρότησης και τις περιεχομενικές συνιστώσες της<br />
πολιτικής για την εκπαίδευση και την κατάρτιση και στη σχέση τους με τις ενεργητικές<br />
πολιτικές απασχόλησης; Και τελικά πόσο, εν τοις πράγμασοι, πολιτικό<br />
είναι το νέο (προτεινόμενο) υπόδειγμα παραγωγής πολιτικής, ήτοι το «Evide -<br />
nce Based Policy Making»;<br />
Τα ερωτήματα αυτά δεν επιδέχονται μονοσήμαντες απαντήσεις. Είναι βαθιά<br />
πολιτικά και ως τέτοια υπόκεινται στη βάσανο μιας μακροσκοπικής ανάλυσης<br />
επιπτώσεων. Η είσοδος σε μια πολυεπίπεδη, οικονομική, κοινωνική και τελικά<br />
πολιτική κρίση, επιβάλλει την ψύχραιμη εκκίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας.<br />
Αλλά και την ψύχραιμη αποτίμηση<br />
35 C. Radaelli, Technocracy in the European Union, Longman, London, 1999, σελ. 11-<br />
24 και 33-37.<br />
36 Παπαδάκης, οπ.π. 2008, σ. 183.<br />
37 Βλέπε D. Held & A. McGrew, «Globalization and the liberal democratic state»<br />
Government and Opposition, Vol. 28 Νo. 2, σ. 272. Πρέπει να τονιστεί ότι η σαφής τάση<br />
υπερεθνικοποίησης δεν συνιστά και την αναγγελία της οριστικής απόσυρσης του Κράτους.<br />
Όπως επισημάναμε σε πρόσφατη μελέτη μας «τίποτα ακόμα δεν τεκμαίρει ότι<br />
αυτό θα συμβεί, τίποτα δεν συνηγορεί στην ακύρωση της κρατικής κυριαρχίας και<br />
οπωσδήποτε τα Κ-Μ είναι πάντα κυρίαρχα και παρόντα, ενόσω το εύρος των ευρωπακών<br />
αρμοδιοτήτων (και στο πεδίο των δημόσιων πολιτικών εκπαίδευσης, κατάρτισης<br />
και δια βίου μάθησης) εξακολουθεί να αποτελεί συνάρτηση της δυνατότητας “των συστατικών<br />
μερών να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο». Κ. Λάβδας & Δ. Χρυσοχόου, «Η<br />
πρόκληση του ρεπουμπλικανισμού» σε Κ. Λάβδας & Δ. Χρυσοχόου (επιμ.), Ευρωπακή<br />
Ενοποίηση και Πολιτική Θεωρία, Σιδέρης, Αθήνα, σ. 13-38. Το Κράτος δεν έχει αποσυρθεί,<br />
χάριν της Ένωσης. Ωστόσο κάποια ατραπός καθηγεμονίας του «υπερεθνικού»<br />
φαίνεται να έχει ανοίξει …». Παπαδάκης, οπ.π. 2008α, σ. 184.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 357<br />
«ΠΡΟΘΥΜΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ» ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; 357<br />
• των συνεπειών ενός επίμονου μετεωρισμού του κράτους μεταξύ μιας θεσμικής<br />
αμηχανίας και μια (δίκαιας) επιθυμίας για επιβίωση 38 στην οριστικά<br />
αναδιατασσόμενη διεθνή οικονομική αρένα, αλλά και<br />
• της αγωνίας της ΕΕ για μια ολοκλήρωση που πλέον δείχνει να αποτελεί<br />
μάλλον μονόδρομο παρά επιλογή.<br />
Μέσα σε ένα πολιτικό «περιβάλλον» επίμονης ρευστότητας, η ψυχραιμία είναι<br />
ότι ακριβώς αξιώνει η επιστροφή στην πραγματική πολιτική. Μια επιστροφή<br />
τόσο, μα τόσο, απαραίτητη…<br />
38 Βλέπε αναλυτικά N. Παπαδάκης, M. Murphy & Δ. Ροζάκη, «Πολιτικές Ανώτατης<br />
Εκπαίδευσης και Εκπαίδευση Ενηλίκων: Η περίπτωση του Βελγίου και της Ιρλανδίας»,<br />
Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, Τ. 2, 2004, σ. 48.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 358
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 359<br />
20<br />
Τα όρια της ευρωπακής συνδιάθεσης<br />
Μιχάλης Ι. Τσινισιζέλης, Δημήτρης Ν. Χρυσοχόου και<br />
Κωνσταντίνος Γ. Κούγιας<br />
Εισαγωγή<br />
Η εστίαση της δημόσιας συζήτησης γύρω από την πολιτική φύση και τη θεσμική<br />
εξέλιξη της Ευρωπακής Ένωσης (ΕΕ) περιλαμβάνει, εκτός από τα παραδοσιακά<br />
ζητήματα γύρω από την ανθεκτικότητα ή την υπέρβαση του εθνικού<br />
κράτους, και όλα εκείνα που απασχολούν την εθνική πολιτική ανάλυση, επιτρέποντας<br />
την πρόσληψη της ΕΕ ως σύνθετης πολιτείας. Αυτά τα ζητήματα αφορούν,<br />
μεταξύ άλλων, την κατανομή αξιών σε πολυεπίπεδα συστήματα, την κοινωνική<br />
συνοχή ως συστημική προκείμενη ενός νέου οργανωμένου όλου, την<br />
οργάνωση συμφερόντων, την ποιότητα ζωής, τη διαχείριση διαιρετικών τομών,<br />
τη μεταεθνική ιδιότητα του πολίτη, την κοινωνική νομιμοποίηση, το συνταγματισμό<br />
και την οικοδόμηση δημόσιας σφαίρας. 1 Μια τόσο διευρυμένη συζήτηση,<br />
η οποία στρέφει το ενδιαφέρον της από τις διεθνείς σχέσεις στη συγκριτική πολιτική<br />
επιστήμη και την κανονιστική πολιτική θεωρία δεν αφορά μόνον τη μελέτη<br />
της κρατικής συμπεριφοράς, αλλά κυρίως το γεγονός ότι ζητήματα πολιτείας<br />
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας νέας ερευνητικής διάταξης.<br />
Πέραν της ανάλυσης των μάλλον διαχειριστικού τύπου θεσμικών μεταβολών<br />
που επέφεραν διαφορετικές αναθεωρήσεις των Συνθηκών στα μέσα και τέλη<br />
της προηγούμενης δεκαετίας, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει ως προς το πώς θα<br />
επικρατήσει μια πιο δημοκεντρική μορφή ένωσης, βασιζόμενη σε μια διαβουλευτική<br />
δημόσια σφαίρα και μια αίσθηση κοινού πολιτικού προορισμού. Με δε-<br />
1 Για μια συνολική εικόνα δες Ν. Μαραβέγιας και Μ. Ι. Τσινισιζέλης (επιμ.), Νέα<br />
Ευρωπακή Ένωση: Οργάνωση και Πολιτικές, Θεμέλιο, 2007.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 360<br />
360 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
δομένη, όμως, την έλλειψη ενός κοινού δημοκρατικού οράματος εκ μέρους τόσο<br />
των ηγεσιών όσο και των πληθυσμών της Ευρώπης, παρατηρούμε διαρκώς την<br />
περαιτέρω ενίσχυση και εμπέδωση του κρατοκεντρικού χαρακτήρα της ενοποίησης,<br />
τάση η οποία συνάδει με την αντιστροφή της ενοποιητικής λογικής του<br />
Mitrany, στη βάση ότι η λειτουργία είναι αυτή που ακολουθεί τη δομή, και όχι το<br />
αντίθετο. Αμφισβητώντας, με άλλα λόγια, ότι η ενοποίηση αποτελεί μια γραμμική<br />
διαδικασία, η σημερινή κατάσταση της ΕΕ αποτυπώνει την ευφάνταστη περιγραφή<br />
του Schmitter για την εδραίωση μιας νέας μορφής συγκυριαρχίας, η<br />
οποία θα βασίζεται σε «πολλαπλές ευέλικτες ισορροπίες». 2 Οι σκέψεις που<br />
ακολουθούν έχουν σκοπό να συμβάλλουν στη διερεύνηση αυτών των τάσεων,<br />
καθώς και σε μια συνολική –πανοραμική– απεικόνιση της σημερινής ΕΕ.<br />
Ένα αβέβαιο θεσμικό κεκτημένο<br />
Εν μέσω της σοβαρότερης μεταπολεμικής κρίσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού<br />
συστήματος, οι 27 ηγέτες της ΕΕ συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες στις<br />
16 Οκτωβρίου του 2008 προκειμένου να αποφασίσουν τους άξονες για μια συντονισμένη<br />
ευρωπακή απάντηση στην πρωτόγνωρη παγκόσμια χρηματοπιστωτική<br />
κρίση. Πέραν, όμως, της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, και ανεξάρτητα<br />
από το αν –και το πώς– το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια<br />
Τράπεζα θα μετεξελιχθούν σε συστατικούς πυλώνες ενός «νέου» Bretton<br />
Woods, η ΕΕ έχει επίσης να ανησυχεί για τη συστημική συνοχή της: το βαθμό<br />
κατά τον οποίο το πολιτικό της σύστημα θα είναι σε θέση να συμφιλιώνει τις<br />
αντίρροπες τάσεις για αυτονομία των μερών (ή αυτοκυβέρνηση) και ενότητα<br />
του όλου (ή συνδιακυβέρνηση). Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις,<br />
καθώς σήμερα δοκιμάζεται συνολικά η ανθεκτικότητα του γενικού συστήματος<br />
συνδιάθεσης: η ικανότητά του να προάγει το κοινό συμφέρον και,<br />
κατ’ επέκταση, να επιφέρει βιώσιμες και δυναμικές εξισορροπήσεις.<br />
Πώς διαγράφεται, λοιπόν, η πορεία της ενοποίησης με αναφορά στη σημερινή<br />
συγκυρία; Ο λόγος εδώ αφορά μια σειρά ζητημάτων που συνδέονται, μεταξύ<br />
άλλων, με το μέλλον του ευρωπακού κοινωνικού προτύπου, την αποφασιστική<br />
ικανότητα της ΕΕ ως συλλογικού συστήματος διακυβέρνησης, τον εκδημοκρατισμό<br />
των δομών της κοινής διακυβέρνησης, τα δικαιώματα (αλλά και τις<br />
2 P. C. Schmitter, «Some alternative futures for the European polity and their<br />
implications for European public policy», στο Y. Mény et al. (επιμ.), Adjusting to Europe:<br />
The impact of the European Union on national institutions and policies, Routledge,<br />
London and New York, 1996, σελ. 31.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 361<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 361<br />
υποχρεώσεις) των πολιτών σε σχέση με την ευρύτερη πολιτεία που κυοφορείται,<br />
τη συνοχή των εξωτερικών δράσεων της ΕΕ (και όχι μόνον του διεθνούς<br />
πολιτικού λόγου της) και, σε όρους θεσμικής πολιτικής, τα ποιοτικά, δηλαδή<br />
ενισχυτικά της εμβάθυνσης, χαρακτηριστικά της Συνθήκης. Η εν λόγω Συνθήκη,<br />
η οποία υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007 στο ιστορικό Μοναστήρι των<br />
Ιερωνυμιτών και αναμενόταν –πριν το Ιρλανδικό δημοψήφισμα– να τεθεί σε<br />
ισχύ τον Ιανουάριο του 2009, δηλαδή πριν από τη νέα σύνθεση της Ευρωπακής<br />
Επιτροπής και του Ευρωπακού Κοινοβουλίου, έχει ως βασική αποστολή της<br />
την εύρυθμη θεσμική λειτουργία της ΕΕ των 27, ενισχύοντας, αν και με μάλλον<br />
φειδωλό τρόπο, τις αρμοδιότητες των κοινών θεσμών. Μια πρώτη γενική διαπίστωση<br />
γύρω από την πολιτική ταυτότητα της νέας Συνθήκης, η οποία τροποποιεί<br />
χωρίς να ενοποιεί τις ιδρυτικές Συνθήκες, και άρα χωρίς να καθιστά το<br />
περιεχόμενό τους περισσότερο εύληπτο, αναγνωρίσιμο ή προσιτό στους πολίτες,<br />
είναι ότι αποφεύγει τους συνταγματικούς συμβολισμούς της απορριφθείσας<br />
Συνταγματικής Συνθήκης, χωρίς όμως ουσιαστικά να μεταβάλλει την υπάρχουσα<br />
ισορροπία μεταξύ των κοινών θεσμών διακυβέρνησης, και μεταξύ της<br />
συλλογικότητας και των μερών.<br />
Στο επίπεδο των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, η Συνθήκη καταργεί το σύστημα<br />
της «κυκλικής» προεδρίας ανά εξάμηνο και θεσμοθετεί τη θέση μονίμου Προέδρου<br />
του Ευρωπακού Συμβουλίου με θητεία 2,5 χρόνια (με δικαίωμα ανανέωσης<br />
άλλης μιας θητείας). Επίσης, εισάγει μια πιο απλουστευμένη –συγκριτικά με<br />
τις διατάξεις του δυσλειτουργικού συστήματος της «τριπλής πλειοψηφίας» που<br />
εισήγαγε η Νίκαια– διαδικασία συγκρότησης ειδικής πλειοψηφίας, η οποία<br />
απαιτεί το 55% των κρατών-μελών (15 από τα 27 κράτη-μέλη) με αντιστοιχία<br />
πληθυσμού στο 65% (αν και το νέο σύστημα ισχύσει πλήρως το 2017). Σχετικά με<br />
τη σύνθεση της Επιτροπής, μετά το 2014, ο αριθμός των Επιτρόπων μειώνεται<br />
στα 2/3 του αριθμού των κρατών (15 από 27), με την αρχή της εναλλαγής να καθορίζει<br />
τη μελλοντική σύνθεση του σώματος. Η Συνθήκη επαναπροσδιορίζει το<br />
ρόλο του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και<br />
Πολιτικής Ασφαλείας, θέση που συγχωνεύεται με αυτή του Επιτρόπου για τις<br />
Εξωτερικές Σχέσεις, αποφεύγοντας την προωθημένη εκδοχή της Συνταγματικής<br />
Συνθήκης περί Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ. Επίσης, καθιερώνει με σαφή<br />
τρόπο ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, ενώ θεσπίζει Υπηρεσία Ευρωπακής Εξωτερικής<br />
Δράσης για την υποστήριξη του Ύπατου Εκπροσώπου.<br />
Καταργείται η αρνησικυρία σε περίπου 40 περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων<br />
των τομέων καταπολέμησης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος<br />
και της παράνομης μετανάστευσης (κρίσιμη εδώ είναι η σχετική επέκταση<br />
της δικαιοδοσίας του Ευρωπακού Δικαστηρίου, με πρόνοια για αναβολή<br />
απόφασης αν ένα κράτος-μέλος θεωρήσει ότι αυτή η απόφαση αντιβαίνει<br />
σε θεμελιώδεις αρχές του δικαστικού του συστήματος (και αυτόματη παραπο-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 362<br />
362 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
μπή στο Ευρωπακό Συμβούλιο). Από αυτό το πλαίσιο εξαιρούνται η Βρετανία<br />
και η Ιρλανδία (μετανάστευση, σύνορα, αστυνομική και ποινική συνεργασία)<br />
μέσω μιας διαδικασίας προεπιλογής, βάσει της οποίας θα επιλέγουν τις πρωτοβουλίες<br />
στις οποίες επιθυμούν να συμμετάσχουν. Επίσης, αν και η Χάρτα των<br />
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αποκτά νομική ισχύ –αναγνωρίζοντας τα θεμελιώδη<br />
δικαιώματα ως μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ– εντούτοις,<br />
δεν συμπεριλαμβάνεται στη Συνθήκη (όπως ορθά, για λόγους δημοκρατικής<br />
τάξης, προέβλεπε η Συνταγματική Συνθήκη), ενώ αναφορικά με την (αναβαθμισμένη<br />
πλέον) τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, τα εθνικά κοινοβούλια<br />
αποκτούν για πρώτη φορά το δικαίωμα να προβάλλουν αντίρρηση σε πρόταση<br />
νομοθετικής πράξης μέσω αιτιολογημένης γνώμης (με απλή πλειοψηφία στο<br />
πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας), αναγκάζοντας την Επιτροπή<br />
να επανεξετάσει το σχετικό σχέδιο νόμου.<br />
Αναφορικά με τη διαδικασία της συναπόφασης, επεκτείνεται η εφαρμογή<br />
της, και μάλιστα σε κρίσιμους τομείς εσωτερικών υποθέσεων και δικαιοσύνης.<br />
Επίσης, η Συνθήκη προβαίνει στην απόδοση νομικής προσωπικότητας στην<br />
ΕΕ, θεσπίζει ρήτρα εξόδου αν ένα κράτος-μέλος επιθυμεί να αποχωρήσει από<br />
την ΕΕ, οργανώνει τις αρμοδιότητες της ΕΕ σε αποκλειστικές, συντρέχουσες<br />
και υποστηρικτικές, και απλοποιεί την ενεργοποίηση των ενισχυμένων συνεργασιών<br />
(στην οποία διατηρείται η ομοφωνία, ενώ σε περίπτωση μόνιμης διαρθρωμένης<br />
συνεργασίας προβλέπεται ειδική πλειοψηφία). Αναφορικά με τη<br />
διαδικασία επικύρωσης, μετά το απορριπτικό Ιρλανδικό δημοψήφισμα επικρατεί<br />
έντονος σκεπτικισμός ως προς τη φύση της πολιτικής ή θεσμικής διευθέτησης<br />
της κρίσης. Καταλυτικό ρόλο εδώ, όπως άλλωστε αναμενόταν, έπαιξαν τα<br />
απορριπτικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία τον Μάιο και τον<br />
Ιούνιο του 2005 αντιστοίχως, παρά το γεγονός ότι 18 κράτη-μέλη είχαν ήδη επικυρώσει<br />
τη Συνταγματική Συνθήκη. Πώς διαμορφώνεται το νέο τοπίο;<br />
Εμπειρικές συνιστώσες και στρατηγικές<br />
Μια από τις πλέον κρίσιμες συνιστώσες που θα επηρεάσουν την εσωτερική<br />
συνοχή της ΕΕ αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσει το ρόλο της ως<br />
διαμορφωτή κοινωνικής πολιτικής και, εν γένει, ως φορέα επαναπροσδιορισμού<br />
όχι μόνον της αποτελεσματικότητας, αλλά και της ίδιας της φύσης του ευρωπακού<br />
προτύπου ανάπτυξης, με στόχο την κοινωνική ειρήνη, την κοινωνική<br />
ενσωμάτωση και, συνολικά, την κοινωνική συνοχή. Με άλλα λόγια, η ιδέα (και<br />
πράξη) του κοινωνικού κράτους, των προνοιακών συστημάτων και των εχεγγύων<br />
διασφάλισης μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, όχι μόνον δεν έχει ξεπεραστεί<br />
από τις διεθνείς εξελίξεις –ή τις επικρατούσες τάσεις των νεοφιλελεύθερων με-
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 363<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 363<br />
ταρρυθμιστικών αποδομήσεων– αλλά απαιτείται εκ μέρους της ΕΕ μια γενναία<br />
ενίσχυση της «κοινωνικής επένδυσης».<br />
Ο μετασχηματισμός της εργασίας και των δομών απασχόλησης, σε συνδυασμό<br />
με τις τεχνολογικές εξελίξεις και την αύξηση της παραγωγικότητας, οδηγεί<br />
όχι μόνον στη διεύρυνση των εξατομικευμένων και ευέλικτων μορφών απασχόλησης,<br />
αλλά και στην ανάγκη αναπροσανατολισμού των στρατηγικών επιλογών<br />
του ευρωπακού πρότυπου ανάπτυξης. Ενός προτύπου, το οποίο καλείται να<br />
προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις (καινοτομία, έρευνα, τεχνολογία), βελτιώνοντας,<br />
όμως, τις κοινωνικές συνθήκες στη βάση της σταθερής και πλήρους<br />
απασχόλησης και της ποιότητας στην εκπαίδευσης και την εργασία. Κεντρική<br />
θέση εδώ αποτελεί η πρόσληψη της κοινωνικής πολιτικής ως παραγωγικού συντελεστή,<br />
εμφορούμενου από τις αρχές της ισότητας και της αποτελεσματικότητας.<br />
Ως έννοια, συνδέεται με την ιδέα ότι όχι μόνον δεν υφίσταται αρνητική συσχέτιση<br />
μεταξύ υψηλού επιπέδου κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής μεγέθυνσης,<br />
αλλά ότι το κόστος ευκαιρίας για την αποφυγή λήψης κοινωνικών μέτρων<br />
είναι ιδιαίτερα υψηλό για τις επιδόσεις της οικονομίας, επαναπροσδιορίζοντας,<br />
έτσι, την έννοια της κοινωνικής ανάπτυξης. 3<br />
Η μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ δεν είναι να αντιγράψει ή να δημιουργήσει<br />
ex nihilo ένα ιδιότυπο, και πάντως υβριδικό, κοινωνικό πρότυπο, πολλώ μάλλον<br />
που η ιδέα του κοινωνικού κράτους δεν είναι καθόλου παρωχημένη. Αυτό που<br />
χρειάζεται είναι η αναδιοργάνωση της ευρωπακής κοινωνικής πολιτικής, γεγονός<br />
που αφενός θα επιτρέψει τη διάχυση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και<br />
προτιμήσεων, ενισχύοντας την ενωσιακή συνοχή, και αφετέρου θα διευκολύνει<br />
την εξεύρεση λύσεων στα κοινά προβλήματα των –δομικά πλέον– αλληλεξαρτούμενων<br />
ευρωπακών κοινωνιών. 4 Η εν λόγω προβληματική επαναπροσδιορίζει<br />
την όλη διαδικασία με πολιτικούς όρους και παραπέμπει σε μια διακριτή<br />
ευρωπακή εκδοχή περί φιλελευθερισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάδυση ενός<br />
συνεκτικού ευρωπακού κοινωνικού και αναπτυξιακού προτύπου θα πρέπει να<br />
αξιολογηθεί υπό το πρίσμα τεσσάρων μεταβλητών: των κοινών προβλημάτων,<br />
3 Βλ. A. Sapir, «Globalization and the Reform of European Social Models», Journal<br />
of Common Market Studies, Vol. 44 Νο. 2, 2006, J. Heckman, «Flexibility, Job Creation<br />
and Globalization: Τhe Case of Italy», ανακοίνωση στο Third Μillennium Colloquia,<br />
Instituto di studi Economici, Venice, 2-3 Δεκεμβρίου 2002, και I. Begg et al. The Costs on<br />
Social Policy, Report for the European Commission, Brussels, 2004.<br />
4 Β Βλ. E. Andersen, D.Gallie, A. Hemmerijck και J. Myles, Why we Νeed a New<br />
Welfare State, Oxford University Press, Oxford, 2002, Α. Giddens, The Third Way: The<br />
Renewal of Social Democracy, Polity Press, Cambridge, 1998, και Μ. Ferrera, A.<br />
Hemerijck και M. Rhodes, The Future of European Welfare States: Recasting Welfare for a<br />
New Century, Oxford University Press, Oxford, 2004.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 364<br />
364 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
των κοινών αξιών, του βαθμού ενοποίησης της ενιαίας αγοράς και της νομισματικής<br />
ένωσης, και του ίδιου του ρυθμού της ευρωπακής ενοποίησης. 5<br />
Ξεκινώντας από τη διαλεκτική σχέση μεταξύ Ευρώπης και παγκοσμιοποίησης,<br />
ως σχέσης ανατροφοδοτούμενης και όχι στατικής ή προκαθορισμένης,<br />
αξίζει να σημειωθεί ότι ο περασμένος αιώνας κληροδότησε δύο έννοιες που<br />
καταλαμβάνουν κεντρική θέση στο διεθνή δημόσιο λόγο. Η πρώτη, αφορά την<br />
παγκοσμιοποίηση, που, αν και αφαιρετικά, ταυτίζεται με την έννοια (και δυναμική)<br />
της «νέας οικονομίας», ενώ προσδιορίζει και προσδιορίζεται από τη δυναμική<br />
νέων και ασύμμετρων οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών. 6 Η<br />
δεύτερη αφορά το κράτος ως θεσμικό εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας, της<br />
κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής του εισοδήματος εντός, όμως,<br />
ενός περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από στοιχεία οικονομικού παρεμβατισμού<br />
προς όφελος της γενικής ευημερίας. 7 Δεν είναι παράδοξο, έτσι, που σήμερα,<br />
στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, η ΕΕ, όπως και πλήθος άλλων<br />
εθνικών και διεθνικών δρώντων, ακροβατεί πάνω σε αυτές τις δύο τάσεις, προσπαθώντας<br />
να συμφιλιώσει αντίρροπες μεταξύ τους δυνάμεις προς όφελος<br />
μιας δυναμικής, αλλά από τη φύση της εν τέλει μεταβλητής, εξισορρόπησης.<br />
Από τη μια πλευρά έχουμε τη διεθνοποίηση των συναλλαγών, την απελευθέρωση<br />
των αγορών, τις ανέλεγκτες επενδυτικές και κεφαλαιακές ροές σε παγκόσμια<br />
κλίμακα, την εξίσου ανέλεγκτη πολυεθνική επιχειρηματικότητα, το<br />
διάτρητο των συνόρων σε συνδυασμό με την εξασθένιση των κρατικών ελέγχων,<br />
ακόμη και την υπέρβαση της κρατικής κυριαρχίας –των φυσικών και νομικών<br />
ορίων του εθνικού κράτους– και της ομοιογενοποίησης που ορίζει μια ιδεολογική<br />
ταυτότητα βάσει μιας «παγκόσμιας κουλτούρας». 8 Από την άλλη<br />
πλευρά, έχουμε τη «διάσωση» –ή προσαρμογή, ως ελεγχόμενη μεταβολή– του<br />
5 Sapir, «Globalization and the Reform of European Social Model», οπ.π. σελ. 375.<br />
Βλέπε επίσης Μ. Ferrera και Α. Hemmerijck, «Recalibrating Europe’s Welfare<br />
Regimes», στο J. Zeitlin και T. Trubek (επιμ.), Governing Work and Welfare in a New<br />
Economy: European and American Experiments, Oxford University Press, Oxford, 2003.<br />
6 P. Genschel, «Globalization and the Welfare State: a Retrospective», Journal of<br />
European Public Policy, Vol. 11 No. 4, 2004, σελ. 616. Βλέπε επίσης στα E. Huber και J.<br />
Stehens, State and Social Policy in Global Capitalism, στο T. Janosky et al. (επιμ.), The<br />
Ηandbook of Political Sociology: States , Civil Societies and Globalization , Cambridge<br />
University Press, Cambridge, 2005, σελ. 606-612.<br />
7 Βλέπε F. W. Scharpf και A. V. Schmidt, Welfare and Work in the Open Economy,<br />
Vols. I-II. Oxford University Press, Oxford, 2000.<br />
8 Ν. Μουζέλης, «Πρόκληση ή απειλή;», Βήμα Ιδεών, Αφιέρωμα Παγκοσμιοποίηση:<br />
Πρόκληση ή απειλή;, 12/3/2000.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 365<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 365<br />
εδαφικού κράτους, τη διαχρονία και ανθεκτικότητα του τοπικού στοιχείου, καθώς<br />
και τα υπαρκτά και άδηλα όρια της διεθνοποίησης. 9<br />
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του εθνικού κράτους δεν περιθωριοποιείται<br />
αλλά μετασχηματίζεται, όπως ακριβώς μεταλλάσσεται και η ίδια του η φύση.<br />
Ρυθμιστικές λειτουργίες που επιτελούσε κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο<br />
εξασθενούν, όπως αυτές της αναδιανομής του πλούτου, της εσωτερικής<br />
επιτήρησης στην κίνηση των κεφαλαίων και του ελέγχου των συνόρων, ενώ<br />
αποκτά νέες, σε διακρατικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό που σταδιακά<br />
εκλείπει δεν είναι το κράτος per se, αλλά ο κρατισμός, η ικανότητα των κρατικών<br />
ηγετικών ομάδων να ελέγχουν εντός των εθνικών συνόρων τις κινήσεις κεφαλαίων,<br />
την εγκληματικότητα, τις αυξανόμενες ανισότητες, κ.λπ. 10 Παράλληλα,<br />
οι διακρατικές σχέσεις μετακινούνται από μια γεωπολιτικού σε μια αναπτυξιακού<br />
τύπου προσέγγιση, όπου τα αναπτυξιακά προσανατολισμένα κράτη<br />
όχι μόνον δεν περιθωριοποιούνται, αλλά γίνονται σοβαροί δρώντες στην παγκόσμια<br />
σφαίρα. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας<br />
της παγκόσμιας οικονομίας δεν επήλθε τυχαία αλλά, όπως γράφει ο Bogdandy,<br />
αποτελεί συνειδητή επιλογή από έναν μικρό αριθμό ισχυρών πολιτικών φορέων.<br />
11 Ως άμεση συνέπεια προβάλλει η αδυναμία του κράτους να καλύψει τις<br />
ανάγκες του κοινωνικού τομέα, ο οποίος υφίσταται σε έντονο βαθμό τις επιπτώσεις<br />
της απελευθέρωσης των αγορών, της εντατικοποίησης της εργασίας,<br />
καθώς και του παγκόσμιου ανταγωνισμού. 12 Το κράτος καλείται να απαντήσει<br />
στο αίτημα για τη μείωση των ανισοτήτων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας,<br />
με κίνδυνο να υποσκάψει το «ευνοκό κλίμα» για την προσέλκυση ξένων<br />
επενδύσεων, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης<br />
και οικονομική επιβράδυνση. 13<br />
Η βασική αντινομία της παγκοσμιοποίησης αφορά την παραγωγή του πλούτου<br />
και το βαθμό δικαιοσύνης στην κατανομή του. Όπως επισημάνθηκε και στη<br />
9 Μ. Ferrera, «European Integration and National Social Citizenship: Changing<br />
Boundaries, New Structuring», Working Paper CIIP-3, University of Pavia, 2003.<br />
10 N. Μουζέλης, Παγκοσμιοποίηση, μύθοι και πραγματικότητες, Το Βήμα,<br />
14/10/2007.<br />
11 Βλέπε A. von Bogdandy, (2004), «Globalization and Europe: How to Square<br />
Democracy, Globalization and International Law», European Journal of International<br />
Law, Vol. 15 No 5, 2004.<br />
12 I. Begg, J. Draxler και J. Mortensen, Is Social Europe Fit for Globalisation? A Study<br />
of the Social Iimpact of Globalisation in the European Union, Report for the European<br />
Commission, 2008.<br />
13 Βλέπε V. Tanzi, «Globalization, Tax Competition and the Future of Tax Systems» στο<br />
G. Krause-Junck (επιμ.), Steuersysteme der Zukunft, Berlin: Dunker and Humboldt, 1998.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 366<br />
366 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
Διακήρυξη της Χιλιετίας του ΟΗΕ, «τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση είναι<br />
άνισα μοιρασμένα, όπως άνισα διανεμημένα είναι και τα κόστη». Η ένταση<br />
των ανισοτήτων και της περιθωριοποίησης βασίζεται εν μέρει στην αυξανόμενη<br />
ανισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το κεφάλαιο κινείται σε<br />
παγκόσμια κλίμακα, ενώ ο πόλος της εργασίας παραμένει ενταγμένος σε κρατικά<br />
θεσμοποιημένους χώρους. Σε αυτή την κατάσταση η ΕΕ προσπαθεί να<br />
βρει το δρόμο της ανάπτυξης με κοινωνική προστασία. Οι νέες προκλήσεις της<br />
ευρωπακής οικονομίας, οι οποίες δημιουργούν συνθήκες κοινωνικής, πολιτικής<br />
και παραγωγικής αβεβαιότητας συνίστανται: 14<br />
• Στη μεταφορά τμημάτων της ευρωπακής παραγωγής στις ασιατικές χώρες<br />
και στις χώρες φθηνού κόστους εργασίας της Κεντρικής και Ανατολικής<br />
Ευρώπης, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα.<br />
• Στην ανεξαρτητοποίηση της αυτοματοποιημένης παραγωγικής διαδικασίας<br />
(τεχνολογική εξέλιξη) από τις κοινωνικές συνιστώσες της, με αποτέλεσμα<br />
τη διεύρυνση εξατομικευμένων και ευέλικτων μορφών απασχόλησης<br />
σε βάρος της πλήρους και σταθερής μισθωτής εργασίας.<br />
• Στη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού και στην ανάγκη για περιοριστικές<br />
δημοσιονομικές πολιτικές σε συνθήκες δημοσιονομικής εξυγίανσης.<br />
Συνολικά, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο επιλογές: Από τη μια πλευρά,<br />
να μετατρέψει την παγκοσμιοποίηση σε ευκαιρία, μεταρρυθμίζοντας τις κοινωνικές<br />
πολιτικές και τις αγορές εργασίας, δίνοντας ώθηση στην ενιαία αγορά<br />
(μέσω της αναδιοργάνωσης των επιχειρήσεων, της ανάδειξης συγκριτικών πλεονεκτημάτων,<br />
της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, κ.ά.), προωθώντας παράλληλα<br />
την έρευνα και την καινοτομία, και αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα<br />
της νομισματικής ένωσης. Από την άλλη, να διατηρήσει τις υπάρχουσες δομές<br />
με αποτέλεσμα η παγκοσμιοποίηση, η ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα να<br />
θεωρούνται ως μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι. 15 Η ένταση αυτής της προβληματικής<br />
αποτυπώθηκε στα απορριπτικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία,<br />
αφού η άρνηση δεν αφορούσε εν τέλει τη φύση της Συνταγματικής Συνθήκης,<br />
αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνέβαλε σε μια φοβική αντίληψη περί<br />
παγκοσμιοποίησης, καθώς και την πολιτική-ηγετική ανεπάρκεια της ΕΕ να δώσει<br />
πειστικές λύσεις σε πιεστικά οικονομικά προβλήματα. Η ευρωπακή κοινή<br />
γνώμη τείνει να εκλαμβάνει την παγκοσμιοποίηση μέσα από τις επιπτώσεις<br />
της: τον αυξημένο ανταγωνισμό, τη μετεγκατάσταση επιχειρήσεων με όρους<br />
φτηνού εργατικού δυναμικού, την ανεπιθύμητη μετανάστευση, την ανασφά-<br />
14 Ινστιτούτο Επιμόρφωσης, Ετήσια Έκθεση, 2007, σελ. 29.<br />
15 Βλ. Sapir, «Globalization and the Reform of European Social Models».
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 367<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 367<br />
λεια, την απώλεια θέσεων εργασίας, κ.ά. 16 Η εγγενής αδυναμία του ιδιωτικού<br />
τομέα να δημιουργήσει νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης στην Ευρώπη από<br />
τα τέλη της δεκαετίας του ’70, σε συνδυασμό με τα 20 εκατομμύρια ανέργων,<br />
αποτελούν πιεστικά προβλήματα που αναζητούν πρακτικές λύσεις. Σε έρευνα<br />
της γερμανικής εταιρείας CfK το 38% των Ιταλών ερωτηθέντων θεώρησαν την<br />
ανεργία ως το πιο πιεστικό κοινωνικό ζήτημα ενώ τα ποσοστά αυξάνονταν σε<br />
Γαλλία και Γερμανία με 58% και 81% αντίστοιχα. 17<br />
Η Ευρωπακή Στρατηγική για την Απασχόληση και η Στρατηγική για την<br />
Ανάπτυξη και την Απασχόληση αποτελούν τις βασικές πολιτικές με τις οποίες η<br />
ΕΕ επιχειρεί να επιλύσει τα προαναφερθέντα προβλήματα και να δώσει την<br />
απαραίτητη δυναμική στην ευρωπακή οικονομία. Ωστόσο, η διαλεκτική σχέση<br />
μεταξύ Ευρώπης και παγκοσμιοποίησης δεν εξαντλείται στην στατική αποτύπωση<br />
των συνεπειών που η δεύτερη επιφέρει στην πρώτη, αλλά έχει ένα δυναμικό<br />
χαρακτήρα, αφού η ίδια η ΕΕ είναι δυνατόν αν εκληφθεί ως μια μορφή<br />
«παγκοσμιοποίησης» σε μικρή κλίμακα. Πράγματι, η διευρυμένη ΕΕ αποτελεί<br />
την πλέον παγκοσμιοποιημένη περιφέρεια στον πλανήτη, αφού εντός της διακινείται<br />
το 18% του παγκόσμιου εμπορίου και το 25% των παγκόσμιου εμπορίου<br />
υπηρεσιών, ενώ παράλληλα διατηρεί πρωτεύουσα θέση στο σύνολο των ξένων<br />
άμεσων επενδύσεων. Οι παραπάνω αριθμοί έρχονται προς επίρρωση αυτού<br />
που αποτυπώνει η γεωγραφία, η ιστορία και η πραγματικότητα στην ευρωπακή<br />
ήπειρο. Το ενοποιητικό εγχείρημα αποτελεί προόν αλλά και συνέχεια<br />
μιας διαδικασίας, την οποία η Wallace εντοπίζει στη διαχείριση των διασυνοριακών<br />
επαφών, 18 καθιστώντας την Ευρώπη ως την πιο ιδιότυπη περιφέρεια.<br />
Αναπτύσσοντας πολυεπίπεδα συστήματα διακυβέρνησης και πολυλογικά σχήματα<br />
θεσμοθετημένης συνδιάθεσης, η ΕΕ αποτελεί μια νέα δομή διαχείρισης<br />
διασυνοριακών σχέσεων. 19<br />
Δεν είναι τυχαίο, έτσι, το γεγονός ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει το ζήτημα της<br />
απασχόλησης με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η «Κοινωνική Ευρώπη» και η οικονομία<br />
της κοινωνικής αγοράς βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα δυτικοευρωπακά<br />
συστήματα τη δεκαετία του ’60, συνδυάζοντας την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα,<br />
την κοινωνική συνοχή και την πολιτική δημοκρατία. Απορρίπτοντας,<br />
κατά συνέπεια, τον κοινωνικό δαρβινισμό, η Ευρώπη δεν μπορεί εύ-<br />
16<br />
J. P. Lehmann, Can Europe Age Gracefully?, Part II, στην ιστοσελίδα<br />
http://www.globalenvision.org/library/8/1523/<br />
17 H. C. Dalle, Challenges Facing Europe in a World of Globalization, στην ιστοσελίδα<br />
http://www.globalenvision.org/library/1/1167/<br />
18 H. Wallace, «Europeanization and Globalization: Complementary or Contra -<br />
dictory Trends?», New Political Economy, Vol. 5 No 3, 2000, σελ. 369.<br />
19 Ibid, σελ. 376.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 368<br />
368 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
κολα να παραδοθεί στις επιταγές των νέων αποδομητικών πρακτικών. Ο<br />
Stiglitz θεωρεί ότι η επιτυχία της οφείλεται στη προώθηση μιας δέσμης αξιών<br />
που ταυτόχρονα είναι και ευρωπακές και παγκόσμιες. Μια από αυτές είναι η<br />
κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να αναπτυχθούν<br />
σε ένα περιβάλλον κοινωνικής ευθύνης και συνοχής. Για να προσδιορίσουμε<br />
το πώς η Ευρώπη θα μπορέσει να συνδυάσει τις απαιτήσεις του νέου οικονομικού<br />
περιβάλλοντος με τις ανάγκες για κοινωνική προστασία θα πρέπει<br />
να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής:<br />
αυτό που καθορίζει την ισορροπία ανάμεσα στο άτομο, την αγορά και το κράτος.<br />
Υπό αυτή την έννοια, είναι ορθότερο να μιλάμε για τη διαμόρφωση μιας<br />
ευρωπακής κοινωνικής ταυτότητας που προσδιορίζεται βάσει συγκεκριμένων<br />
αξιών και αρχών. 20 Βάση της αποτελεί η ύπαρξη ενός «τριγώνου», στις κορυφές<br />
του οποίου τοποθετούνται το κράτος, ο πολίτης και η αγορά. Βασικές αρχές<br />
αυτής της τριαδικής σχέσης είναι η αποδοχή της λειτουργίας της οικονομίας<br />
της αγοράς, η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους για την άμβλυνση των δυσλειτουργιών<br />
της αγοράς, 21 και η επιλογή της διαπραγμάτευσης ως μέσου επίλυσης<br />
των διαφορών. 22 Το «τρίγωνο» εμφορείται από τις αξίες που διέπουν εν<br />
γένει τον ευρωπακό δημόσιο –νομικό και πολιτικό– πολιτισμό, και ιδιαίτερα<br />
αυτές που αντανακλούν την ανθρωποκεντρική του θεώρηση. Οι αρχές και οι<br />
αξίες της ισότητας, της μη διάκρισης, της ενσωμάτωσης, της πλήρους απασχόλησης,<br />
της κοινωνικής προστασίας, των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της<br />
ισότητας ευκαιριών, του πλουραλισμού και του οργανωμένου κοινωνικού διαλόγου<br />
ενσωματώνονται σε ένα κοινό όραμα για μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη<br />
με κοινωνική συνοχή. Είναι ενδεικτικό ότι οι εν λόγω αξίες και αρχές<br />
διατρέχουν τις αποφάσεις της ΕΕ σε επίπεδο δεσμευτικών κειμένων και στρατηγικών<br />
επιλογών. 23<br />
20 G. Esping-Andersen, The Three Worlds of Welfare Capitalism, Princeton University<br />
Press, Princeton, 1990. Βλέπε επίσης F. G. Castles και D. Mitchell, «Worlds of Welfare<br />
and Families of Nations», στο F. G. Castles (επιμ.), Families of Nations: Patterns of Public<br />
Policy in Western Democracies, Dartmouth, Aldershot, 1993 και S. Leibfied, «Towards a<br />
European Welfare State? On Integrating Poverty Regimes into the European<br />
Community» στο Z. Ferge και J. E. Kolberg (επιμ.), Social Policy in a Changing Europe,<br />
Campus Verlag, Frankfurt am Main, 1992.<br />
21 Ν. Barr, The Welfare State as Piggy Bank: Information Risk, Uncertainty and the Role<br />
of the State, Oxford University Press, Oxford, 2001.<br />
22 W. Streeck, «Beneficial Constraints: on the Limits of Rational Voluntarism» στο J.<br />
R. Hollingsworth και R. Boyer (επιμ.), Contemporary Capitalism: The Embeddedness of<br />
Institutions, Cambridge University Press 1997, Cambridge, σελ. 197-219.<br />
23<br />
Βλ. επίσης European Commission, White Paper on «European Social Policy: A<br />
Way Forward for the Union», Luxembourg, 1994.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 369<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 369<br />
Στην λογική αυτού του «τριγώνου», τα ευρωπακά κράτη σχεδίασαν τα δικά<br />
τους διακριτά «τρίγωνα ανάπτυξης», τα οποία και αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές<br />
συνθήκες, προτιμήσεις και παραδόσεις. 24 Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια<br />
αναδύεται η εικόνα μιας ευρωπακής κοινωνικής ταυτότητας, η οποία είναι<br />
μοναδική ως προς: 25<br />
• την ύπαρξη μιας κοινότητας αξιών και αρχών<br />
• τη συσχέτιση οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής συνοχής.<br />
• τον ποιοτικό ρόλο του κράτους, στη βάση ενός δημόσιου τομέα που παρέχει<br />
καθολικές υπηρεσίες κοινής ωφελείας (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική<br />
ασφάλιση), με έμφαση στη μακροοικονομική σταθερότητα και την άμβλυνση<br />
των αρνητικών εξωτερικοτήτων και δυσλειτουργιών της αγοράς.<br />
• τα διευρυμένα εργασιακά δικαιώματα σε συνδυασμό με τα δραστήρια εργατικά<br />
σωματεία.<br />
Η συνοπτική αυτή παρουσίαση κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να αντιληφθούμε<br />
το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σημερινές ευρωπακές<br />
κοινωνίες και οικονομίες σε σχέση με τη νέα πραγματικότητα που επιφέρει η<br />
παγκοσμιοποίηση. Το βασικό δομικό πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι έχει διαταραχθεί<br />
η ισορροπία του «τριγώνου ανάπτυξης», αφού τα νέα οικονομικά δεδομένα<br />
τείνουν αφενός να αποδομήσουν και να αναδιαρθρώσουν τις σχέσεις των<br />
τριών κορυφών του τριγώνου και αφετέρου να υποκαταστήσουν τις αρχές και<br />
τις αξίες που εμφορούνται στις μεταξύ τους σχέσεις. Η «διατάραξη» εντοπίζεται<br />
στα εξής σημεία: 26<br />
• στη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αφού το παγκόσμιο άνοιγμα<br />
των (χρηματιστηριακών κυρίως) αγορών, σε συνδυασμό με τις νέες ηλεκτρονικές<br />
τεχνολογίες, δημιούργησαν ένα πλαίσιο όπου η αρχική ισορροπία<br />
μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας κατά την πρώιμη μεταπολεμική<br />
περίοδο ανατρέπεται σε βάρος της δεύτερης, 27<br />
• στην ισορροπία κράτους και κεφαλαίου, αφού το κράτος χάνει ρυθμιστι-<br />
24 B. Ebbinghaus, «Does a European Social Model Exist and Can it Survive?», στο G.<br />
Huemer, M. Mesch και F. Traxler (επιμ.), The Role of Employer Associations and Labour<br />
Union in the EU, Ashgate, Aldershot, 1999 και G. Esping-Andersen, Social Foundations<br />
of Post-industrial Economies, Oxford University Press, Oxford, 1999.<br />
25 Μ. Ferrera, A. Hemerijck και M. Rhodes, «The Future of European Welfare<br />
States: Recasting Welfare for a New Century», Report for the Portuguese Presidency,<br />
2004, σελ. 14.<br />
26 οπ.π., σελ. 5-14.<br />
27 N. Woods, «International Political Economy in an Age of Globalization», στο J.<br />
Baylis και S. Smith (επιμ.), The Globalization of World Politics, Oxford University Press,<br />
Oxford, 2001, σελ. 291.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 370<br />
370 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
κές λειτουργίες όπως ο έλεγχος κίνησης κεφαλαίων, 28 αλλά και την αποκλειστικότητα<br />
παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας,<br />
• στην ασύμμετρη διασπορά εξουσίας σε εθνικό, τοπικό και υπερεθνικό<br />
επίπεδο, 29<br />
• στις αξίες της κοινωνικής συνοχής/δικαιοσύνης, οι οποίες θυσιάζονται<br />
στο βωμό του άκρατου ανταγωνισμού στην παγκόσμια οικονομία.<br />
Η επιτυχία του ευρωπακού προτύπου ανάπτυξης βασίστηκε επίσης στη διαθεσιμότητα<br />
του εργατικού δυναμικού και στον υψηλό βαθμό παραγωγικότητας.<br />
Οι δημογραφικές, όμως, αλλαγές που συντελούνται σήμερα στην Ευρώπη θέτουν<br />
σε αμφισβήτηση το υφιστάμενο πρότυπο ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή συντελούνται<br />
τρεις σχετικές διεργασίες. Οι δύο πρώτες αφορούν το φθίνοντα ρυθμό των<br />
γεννήσεων και την αύξηση του προσδόκιμου μέσου όρου ζωής, τάσεις που συνεπάγονται<br />
αυξημένες παροχές (συντάξεις και υπηρεσίες υγείας), υποστηριζόμενες<br />
όμως από ένα διαρκώς συρρικνούμενο εργατικό δυναμικό. Όλα αυτά υπονομεύουν<br />
και τους ρυθμούς παραγωγικότητας της Ευρώπης αφού, σύμφωνα με τις<br />
εκτιμήσεις της Ευρωπακής Επιτροπής, αν δεν αντισταθμιστούν οι τάσεις αυτές<br />
με την αύξηση της παραγωγικότητας, θα έχουμε μια πτώση στη δυναμικότητα της<br />
παραγωγής της τάξεως της μιας μονάδας μέχρι το 2040 (έναντι μιας αύξησης 3%<br />
στις ΗΠΑ που υποστηρίζεται από την πληθυσμιακή αύξηση). Η τρίτη σχετική<br />
διεργασία αφορά τη μετανάστευση. Κάθε χρόνο εισρέουν στην Ευρώπη περίπου<br />
800.000 μετανάστες από τους οποίους οι 600.000 βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία.<br />
Στόχος της ΕΕ είναι να αυξήσει τα ποσοστά του εργατικού δυναμικού, γεγονός<br />
που συνεπάγεται αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος μέχρι το 2050. 30 Η<br />
είσοδος των μεταναστών όχι μόνον θα τονώσει τη ζήτηση αλλά, κυρίως μέσω της<br />
φορολογίας, θα υποστηρίξει της παροχές για την κοινωνική πρόνοια. Ωστόσο, θα<br />
πρέπει να τονιστεί η ανάγκη να υιοθετήσει η ΕΕ πολιτικές που θα ευνοούν την<br />
κοινωνική συμπερίληψη των μεταναστών.<br />
Ένας από τους βασικούς λόγους για τη χαμηλή επίδοση της Ευρώπης είναι<br />
ο σχετικά αργός ρυθμός των θεσμικών μεταρρυθμίσεων σε σχέση με την ταχύτητα<br />
των μεταβολών που επιφέρουν η παγκοσμιοποίηση και οι τεχνολογικές<br />
εξελίξεις. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνονται τέσσερις εσωτερικές διεργασίες<br />
που οφείλουν είτε να επιταχυνθούν είτε να μεταρρυθμιστούν. Πρώτον, υπάρχει<br />
28 Ibid.<br />
29 P. Pierson, The New Politics of the Welfare State, Oxford University Press, Oxford,<br />
2001, F. Scharpf, Governing in Europe: Effective and Democratic?, Oxford University<br />
Press, Oxford, 1999, και M. Ferrera, The Boundaries of Welfare European Integration and<br />
the New Spatial Politics of Social Protection, Oxford University Press, Oxford, 2005.<br />
30 Europe’s demographic future: facts and figures, Commission staff working docu -<br />
ment, Brussels, 11.05.2007 SEC(2007) 638.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 371<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 371<br />
η ανάγκη επένδυσης στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας. Η διαδικασία<br />
για την επανεξέταση των δαπανών και των πόρων του προπολογισμού<br />
2008-09 βάσει της Διοργανικής Συμφωνίας του 2006 αποτελεί ευκαιρία για την<br />
ΕΕ α) να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, β) να προσδιορίσει τομείς πολιτικής<br />
στους οποίους δεν κρίνονται πλέον απαραίτητες οι ενωσιακές δαπάνες –<br />
ή στους οποίους η απόδοση είναι περιορισμένη– και γ) να εντοπιστούν νέες και<br />
οριζόντιες προτεραιότητες πολιτικής για τις οποίες απαιτούνται νέοι πόροι.<br />
Δεύτερον, το ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο επιχειρεί αφενός να ελέγξει και<br />
να εξασφαλίσει σταθερές δημοσιονομικές προοπτικές για τα κράτη-μέλη, αφετέρου<br />
όμως θα πρέπει να επιτρέπει έναν ικανό βαθμό απόκλισης αναφορικά<br />
με τις κρατικές δαπάνες στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας αφού<br />
εκεί διαπιστώνεται εθνικό έλλειμμα. 31 Τρίτον, τα κράτη-μέλη καθυστερούν τις<br />
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στον επανασχεδιασμό της<br />
κοινωνικής πολιτικής, με αποτέλεσμα τα πλεονεκτήματα της ενιαίας αγοράς<br />
και του κοινού νομίσματος να μην απελευθερώνουν το σύνολο της δυναμικής<br />
τους. Τέταρτον, η πλήρης ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς θα προσέφερε νέες<br />
ευκαιρίες σε όλους τους συμμετέχοντες, επιτρέποντας παράλληλα στις βιομηχανίες<br />
να αναδιαρθρωθούν σε πανευρωπακή κλίμακα να αναδείξουν τα συγκριτικά<br />
πλεονεκτήματα της Ευρώπης.<br />
Άμεση συνέπεια της μη ανταπόκρισης στις παραπάνω προκλήσεις είναι και<br />
η αστάθεια της νομισματικής ένωσης. Οι μη ευέλικτες αγορές δεν απορροφούν<br />
τις συντελούμενες αλλαγές και τις αναγκαίες μεταφορές πόρων. Αποτέλεσμα<br />
αυτής της ακαμψίας είναι να αναγκάζονται τα κράτη να προωθούν διαρθρωτικά<br />
μέτρα, τα οποία, στην περίπτωση των μελών της ευρωζώνης, και με δεδομένη<br />
την απουσία των συναλλαγματικών μηχανισμών, πρέπει να αναζητούν καταφύγιο<br />
στη δημοσιονομική πολιτική, η οποία όμως περιορίζεται από το Σύμφωνο<br />
Σταθερότητας. 32 Επίσης, αν τελικά η Συνθήκη της Λισσαβώνας τεθεί σε<br />
ισχύ, αναμένεται να δώσει στην ΕΕ την ικανότητα να προχωρήσει στις απαιτούμενες<br />
αλλαγές, προσφέροντας μεγαλύτερη ασφάλεια και ευημερία στους<br />
πολίτες. Αυτή η διατύπωση καταδεικνύει την πρόθεση της ΕΕ να συνδιαμορφώσει<br />
τις εξελίξεις στην παγκόσμια σφαίρα, ενισχύοντας τον «πρωτοβουλιακό»<br />
παρά τον «ανταποδοτικό» χαρακτήρα των ενεργειών της.<br />
Στο ιστορικό των σχέσεων Ευρώπης και παγκοσμιοποίησης, ο διακηρυγμένος<br />
στόχος του Ευρωπακού Συμβουλίου της Λισσαβώνας το 2000 –«η Ένωση<br />
να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την<br />
31 Επισκόπηση των δραστηριοτήτων της ΕΕ, Έρευνα και Καινοτομία, στην ιστοσελίδα<br />
http://ec.europa.eu/invest-in-research/index_en.htm<br />
32 Wallace, «Europeanization and Globalization», σελ. 374-375.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 372<br />
372 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
υφήλιο μέχρι το 2010»– ανεξαρτήτως από τις πιθανότητες υλοποίησής του, κατέδειξε<br />
ότι η ΕΕ έχει αντιληφθεί ότι τα συστατικά οικονομικοκοινωνικά της συστήματα<br />
βρίσκονται σε μετασχηματισμό. Η αναθεωρημένη στρατηγική της<br />
Λισσαβώνας και η εμβάθυνσή της κατά την έναρξη του νέου κύκλου (2008-10)<br />
αποτελεί για τη θεμελιώδη απάντηση της ΕΕ στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης.<br />
Μια απάντηση, η οποία θα επιτρέψει την προώθηση των μεταρρυθμίσεων<br />
και τον εκσυγχρονισμό των συμμετεχόντων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων<br />
με στόχο την ευημερία των πολιτών. Ως ενέργεια συμβολικού μάλλον<br />
χαρακτήρα, οι ευρωπαίοι ηγέτες κατέστησαν σαφές στην άτυπη σύνοδο κορυφής<br />
στο Hampton Court τον Οκτώβριο του 2005 ότι η ΕΕ θα πρέπει να αναζητήσει<br />
λύσεις στα προβλήματα που η παγκοσμιοποίηση θέτει στους τομείς της<br />
καινοτομίας, της ενέργειας, της μετανάστευσης, της εκπαίδευσης, και του δημογραφικού<br />
προβλήματος. 33 Ωστόσο το 2007, η ΕΕ έδειξε την αποφασιστικότητά<br />
της να ηγηθεί στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων. Στην κατεύθυνση<br />
αυτή, και περισσότερο ως «ανταποδοτικό» μέτρο, κινείται η σύσταση<br />
του Ευρωπακού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση την 1η Ιανουαρίου<br />
2007, με στόχο την προσφορά μιας εξατομικευμένης και στοχευμένης<br />
βοήθειας στους εργαζόμενους «που πλήττονται προσωπικά και σοβαρά από τις<br />
απολύσεις που προκύπτουν από τους βαθείς μετασχηματισμούς στις διεθνείς<br />
εμπορικές ανταλλαγές». 34<br />
Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, οι ηγέτες της ΕΕ έδειξαν<br />
να προσανατολίζονται στην ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, συμφωνώντας<br />
στη σύσταση μιας ομάδας προβληματισμού με αντικείμενο το μέλλον<br />
της Ευρώπης. Το 2007-09 η ομάδα αυτή θα εξετάσει, μεταξύ άλλων, ζητήματα<br />
όπως το ευρωπακό οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο, τη βιώσιμη ανάπτυξη,<br />
το κράτος δικαίου, την παγκόσμια ασφάλεια, τη μετανάστευση, το κλίμα, και<br />
την ενέργεια, προκειμένου να συμβάλει στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων<br />
έως το 2030. 35 Τα κράτη-μέλη υπέγραψαν επίσης Δήλωση για την προσαρμογή<br />
της ΕΕ στην παγκοσμιοποίηση, 36 έπειτα από βρετανική κυρίως επιμονή,<br />
37 κίνηση που ερμηνεύεται με διττό τρόπο, αφού, σε συμβολικό επίπεδο, η<br />
ύπαρξη ξεχωριστής Δήλωσης αποτελεί έμμεση αναγνώριση της σπουδαιότητας<br />
33 Commission Communication, «European Values in a Globalized World»,<br />
COM(2005) 525, 20/10/2005.<br />
34 Κανονισμός αριθ. 1927/2006, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπακών Κοινοτήτων<br />
L 406 της 30/12/2006.<br />
35 Συμπεράσματα Ευρωπακού Συμβουλίου 14/12/2007, 16616/07, CONCL 3 σελ. 3-4<br />
36 Ibid. σελ. 26.<br />
37 «Sarkozy and Brown offer starkly different futures for EU», International Herald<br />
Tribune, 14/12/2007.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 373<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 373<br />
του θέματος και της αναγνώρισης της σημασίας του ρόλου της ΕΕ στην όλη διαδικασία,<br />
ενώ σε ουσιαστικό επίπεδο, η ΕΕ διατυπώνει ρητώς την πρόθεσή της<br />
να ηγηθεί των εξελίξεων προκειμένου να καταστεί η παγκοσμιοποίηση προς το<br />
συμφέρον των πολιτών βάσει κοινών αξιών και αρχών. 38<br />
Με βασικό άξονα δράσης τη Στρατηγική της Λισσαβώνας, η ΕΕ θα πρέπει<br />
να αναπτύξει περαιτέρω τις τέσσερις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, ενισχύοντας<br />
με τον τρόπο αυτό την ανταγωνιστικότητα των μελών της. Παράλληλα,<br />
η ΕΕ θα πρέπει<br />
• να ηγηθεί των προσπαθειών σε παγκόσμιο επίπεδο στο φαινόμενο των<br />
κλιματικών αλλαγών και στον τομέα της ενέργειας,<br />
• να ενισχύσει περισσότερο τα πλαίσια για την προληπτική εποπτεία και τη<br />
διαφάνεια των χρηματοοικονομικών αγορών,<br />
• να διατηρήσει τον ηγετικό ρόλο στην προώθηση των ελεύθερων συναλλαγών,<br />
• να μοιραστεί την ευθύνη για την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα,<br />
• να προωθήσει μια συνολική ευρωπακή πολιτική μετανάστευσης σε όφελος<br />
της ιδίας και των τρίτων χωρών.<br />
Οι παραπάνω ενέργειες μπορούν να ιδωθούν και ως προόν μιας θεωρητικής<br />
επεξεργασίας του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης και των επιπτώσεων<br />
του εκ μέρους της Επιτροπής. Η τελευταία έχει συντάξει μια σειρά κειμένων<br />
που αποτελούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο το Ευρωπακό Συμβούλιο θεμελιώνει<br />
τις προτάσεις του. 39 Ανάμεσα στα κείμενα αυτά, το The European<br />
Interest: Succeeding in the Age of Globalization αποτέλεσε τη βάση της Δήλωσης<br />
του Ευρωπακού Συμβουλίου, αλλά και ένα βήμα ιδεών για την εαρινή σύνοδο<br />
κορυφής το 2008. 40 Με κεντρική ιδέα την εμβάθυνση της Στρατηγικής της Λισσαβώνας,<br />
η Επιτροπή επιδιώκει:<br />
• την αποτελεσματική επικοινωνία με τους πολίτες ώστε η ΕΕ να αποτελέσει<br />
το ενδεδειγμένο πεδίο διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης,<br />
• τη συνοχή μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής, αφού το<br />
αλληλένδετο των στόχων επιβάλλει μια σύγχρονη και σφαιρική προο-<br />
38 Συμπεράσματα Ευρωπακού Συμβουλίου 14.12.2007, 16616/07, CONCL 3, σελ.<br />
26-28.<br />
39 Commission Communications, «European Values in a Globalised World»,<br />
COM(2005) 525, 20/10/2005, «Global Europe: competing in the world», COM(2006)<br />
567, 4.10.2006, «Reforming Europe for the 21st Century», COM(2007) 412, 10/7/2007,<br />
και «The European Interest: Succeeding in the age of Globalization», COM(2007) 581,<br />
3/10/2007.<br />
40 Commission Communication, «The European Interest», σελ. 9.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 374<br />
374 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
πτική σχετικά με τους τρόπους αποτελεσματικής προβολής, προώθησης<br />
και προστασίας των συμφερόντων και των αξιών της ΕΕ,<br />
• το συντονισμός των πολιτικών για βέλτιστα κοινωνικά αποτελέσματα.<br />
Στα Συμπεράσματα του Ευρωπακού Συμβουλίου στις 13-14 Μαρτίου 2008<br />
τονίζεται η ανάγκη να συνεχίσει η ΕΕ τις προσπάθειές της να συμμετέχει<br />
ενεργά στη διαμόρφωση των δομών και διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης,<br />
ενισχύοντας όμως την εξωτερική διάσταση της ανανεωμένης Στρατηγικής της<br />
Λισσαβώνας, και καλώντας την Επιτροπή να προσδιορίσει χώρες και τομείς<br />
όπου εξακολουθούν να παρατηρούνται σημαντικοί φραγμοί πρόσβασης στην<br />
αγορά. 41 Η Στρατηγική ενθέτει την αύξηση στο 70% του ποσοστού απασχόλησης<br />
έως το 2010, και την ανάπτυξη νέων δομών διακυβέρνησης για την ενίσχυση<br />
της εταιρικής σχέσης και το σαφέστερο καταμερισμό έργου μεταξύ Επιτροπής<br />
και κρατών-μελών. Συνολικά, η Στρατηγική διαρθρώνεται σε 24 κατευθυντήριες<br />
γραμμές, με έμφαση σε τέσσερις προτεραιότητες όπως προσδιορίσθηκαν στο<br />
Ευρωπακό Συμβούλιο στις 23-24 Μαρτίου του 2006 και επιβεβαιώθηκαν από το<br />
ίδιο όργανο δύο χρόνια αργότερα: α) την επένδυση στη γνώση και στην καινοτομία,<br />
β) την απελευθέρωση του επιχειρηματικού δυναμικού, ιδίως στον τομέα<br />
των ΜΜΕ, και γ) τον εκσυγχρονισμό των αγορών εργασίας και την εστίαση στο<br />
ανθρώπινο δυναμικό, σε θέματα ενέργειας, και στις κλιματικές αλλαγές.<br />
Στο πλαίσιο αυτό, και μέσω της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού, παράλληλα<br />
με τα πιο παραδοσιακά εργαλεία διαμόρφωσης πολιτικής, τα κράτη καλούνται<br />
να συγκροτήσουν μια σφαιρική και συνεκτική πολιτική, η οποία προβλέπει το<br />
ρόλο των επιμέρους ενδιαφερομένων και επαρκείς πόρους για την υλοποίησή<br />
της. Κάθε χώρα δεσμεύεται, από τον Οκτώβριο του 2005, να καταθέτει ένα<br />
Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων για την υλοποίηση των στόχων της Λισσαβώνας<br />
στη βάση ενός τριετούς προγραμματισμού, ενώ προβλέπεται ένας<br />
ενεργός ρόλος της Επιτροπής, η οποία θα παρακολουθεί σε ετήσια βάση την<br />
πρόοδο της διαδικασίας, βασιζόμενη σε συμπεφωνημένους δείκτες σύγκρισης<br />
των επιδόσεων. Με το εαρινό Ευρωπακό Συμβούλιο του 2008 εγκαινιάστηκε ο<br />
δεύτερος τριετής κύκλος προγραμματισμού (2008-10) με στόχο η εν λόγω στρατηγική<br />
να συμβάλει εποικοδομητικά στην εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης με<br />
βάση κοινές ευρωπακές αξίες αλλά και κοινά συμφέροντα.<br />
Αξιακές επιταγές για ένα κοινό μέλλον<br />
Αν και οι μεταρρυθμίσεις της Λισσαβώνας ενισχύουν, αν και δυνητικά, το<br />
ρόλο των εθνικών αντιπροσωπευτικών θεσμών στα ευρωπακά δρώμενα, κα-<br />
41 Συμπεράσματα Ευρωπακού Συμβουλίου 14/03/2008, 7652/08, CONCL 1, σελ. 8.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 375<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 375<br />
θώς επίσης και την αποτελεσματικότητα στη λήψη των αποφάσεων μέσω της –<br />
αν και καθυστερημένης– εφαρμογής του συστήματος της διπλής πλειοψηφίας,<br />
η ΕΕ απέχει πολύ από την άρθρωση ενός αξιόπιστου πολιτικού λόγου γύρω<br />
από τους όρους μετάβασής της «από δημοκρατίες σε δημοκρατία»: από μια θεσμοθετημένη<br />
συνέργεια δημοκρατιών σε μια μετακρατική πολιτεία με το δικό<br />
της πολιτικό υποκείμενο, στη μορφή ενός σύνθετου δήμου. Η συζήτηση συνδέεται<br />
με την ιδέα μιας κοινής ευρωπακής «πολιτικότητας», με τα μέλη του σύνθετου<br />
δήμου να είναι σε θέση να μεταβιβάζουν τα δημοκρατικά τους αιτήματα<br />
προς, και μέσω, των κεντρικών θεσμών. Λόγω του γεγονότος ότι η ΕΕ δεν μπορεί<br />
–και δεν θα πρέπει– να αποκοπεί από τις συστατικές ταυτότητες, η έννοια<br />
του δήμου δεν θα βασίζεται σε μια μορφή εθνοπολιτιστικής ενότητας, αλλά σε<br />
μια πλουραλιστική οντότητα, με στόχο την προσήλωση των μερών στις αρχές<br />
του ευρωπακού δημόσιου πολιτισμού: δημοκρατία, κράτος δικαίου, αλληλεγγύη.<br />
Βασική προπόθεση εδώ είναι η θεσμοθέτηση της ικανότητας των πολιτών,<br />
ως ελεύθερων και ίσων, να έχουν πρόσβαση στο χώρο της πολιτικής επιρροής,<br />
θέτοντας με τον τρόπο αυτό τα θεμέλια για ένα νέο, πολυεπίπεδο «δημοκρατικό<br />
συμβόλαιο».<br />
Για να προκύψει, όμως, μια κοινή ευρωπακή πολιτικότητα είναι επιτακτική<br />
η αποσύνδεση της ευρωπακής ιδιότητας του πολίτη από το εθνικό προαπαιτούμενο<br />
και η εναπόθεσή της σε μια ανεξάρτητη σφαίρα δικαιωμάτων, όπως είναι<br />
η επέκταση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εθνικές<br />
εκλογές για τους πολίτες της ΕΕ που διαμένουν μόνιμα σε ένα κράτος-μέλος<br />
άλλο από το δικό τους, το δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών να διεκδικούν δημόσια<br />
αξιώματα στην ευρωπακή επικράτεια, η γενικευμένη εφαρμογή της<br />
Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και η αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων<br />
σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην ΕΕ. Σε αυτά τα<br />
μέτρα θα μπορούσε να προστεθεί η θέσπιση ενός «βήματος διαλόγου» γύρω<br />
από τα ευρωπακά κοινά, στη μορφή ενδεχομένως μιας Μόνιμης Συνδιάσκεψης<br />
των Πολιτών για την Ευρώπη, ως απάντηση στους υποστηρικτές ενός εσωστρεφούς,<br />
δυσανεκτικού και, εν τέλει, φοβικού, «πατριωτικού συνταγματισμού».<br />
Στόχος εδώ είναι η ανάδυση μιας γνήσια ευρωπακής δημόσιας διαδικασίας,<br />
ενός δημόσιου βήματος έλλογης αντιπαράθεσης βάσει αρχών, το οποίο<br />
θα λειτουργεί ως ένα «δίκτυο πολλαπλών δικτύων». Με άλλα λόγια, ως σύμπραξη<br />
ενεργών πολιτών στη μορφή μιας «δημοκρατίας των ιδεών», 42 ή ως μια<br />
σύγχρονη εκδοχή ενός «Κοινού των Ευρωπαίων», 43 ώστε να αναπτυχτεί μια<br />
42 P. Pettit, «The Many Meanings of “Demos”?», mimeo, University of Crete, June<br />
2005.<br />
43 K. A. Lavdas και D. N. Chryssochoou, «A Republic of Europeans: Civic Unity in Po -<br />
ly cultural Diversity», στο L. Bekemans et al. (επιμ.), Intercultural Dialogue and Citizenship:
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 376<br />
376 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
διαδραστική σχέση μεταξύ ίσων και ελεύθερων πολιτών εντός ενός νέου δημοκρατικού<br />
συνόλου.<br />
Ως φορέας δημόσιου πολιτισμού, η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει στη θετική<br />
πρόσληψη των νέων θεσμικών μεταρρυθμίσεων από την ευρωπακή κοινή<br />
γνώμη. Αν και το σύστημα που θα προκύψει από αυτές τις διεργασίες δεν θα<br />
έχει αποκτήσει έναν αυτοτελή πυρήνα πολιτικής κυριαρχίας, σε σύγκριση έστω<br />
με αυτόν που συγκροτεί τη δημοκρατική ταυτότητα των εθνικών πολιτειών,<br />
οφείλει ωστόσο να συμβάλλει στην προσπάθεια για έναν συμμετοχικό ευρωπακό<br />
δημόσιο χώρο με σεβασμό στη δημοκρατική ετερότητα των μερών. Κι<br />
αυτό γιατί η εν λόγω στόχευση αναδεικνύεται, εν τέλει, σε ένα από τα κορυφαία<br />
ζητήματα ελευθερίας και, άρα, ποιοτικών δημόσιων επιλογών, για όσους<br />
επιθυμούν τη συνέχεια αυτής της μοναδικής, ενίοτε «ανήσυχης», μα αναντίρρητα<br />
συναρπαστικής περιπέτειας στην ιστορία των πολιτικών θεσμών.<br />
Αναφορικά τώρα με την προσπάθεια αποτύπωσης μιας συνολικής εικόνας<br />
του γενικού συστήματος στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, και μάλιστα με<br />
αναφορά στην προοπτική ανάδειξης ενός τελικού ενοποιητικού προόντος, είναι<br />
δυνατόν να υποστηριχτεί ότι, ακόμη και εάν η νέα Συνθήκη τεθεί τελικά σε<br />
ισχύ, η ευρωπακή συγκρότηση θα εξακολουθεί να αποτελεί ένα υβριδικό πολιτικό<br />
μόρφωμα, στη μορφή μιας συμπολιτειακής νομικοπολιτικής τάξης, αποδίδοντας<br />
συγκεκριμένο περιεχόμενο στην ιδέα της οργανωμένης συναρχίας: στη<br />
συγκρότηση, βάσει της αρχής της πολιτικής συνδιάθεσης, μιας ένωσης μεταξύ<br />
συγκυρίαρχων δρώντων. 44 Ειδικότερα, με την ΕΕ να μην εμφορείται –στο<br />
βαθμό έστω που θα όφειλε– από τη λογική της «φυγής προς τα εμπρός», προβάλλει<br />
η ανάγκη για τη διασφάλιση ενός συνεκτικού θεσμικού ιστού με αυξημένες,<br />
όμως, εγγυήσεις δημόσιας πολιτικής συμμετοχής. Αν στόχος μας είναι η<br />
ενεργή και αποφασιστική συμμετοχή των πολιτών στο δημόσιο βίο της ΕΕ, τότε<br />
προκύπτει ξεκάθαρα η ανάγκη για μια συζήτηση in tandem με τους ευρωπακούς<br />
λαούς, προκειμένου να αναδείξει νέες ποιοτικές επιλογές για το μέλλον<br />
της Ευρώπης ως κοινότητας αξιών και ως νέας (μετα)πολιτειολογικής κατηγορίας.<br />
Αυτό το ιδιότυπο πολιτικό σύστημα επιβεβαιώνει την ανανοηματοδότηση<br />
της ενοποίησης –ως διαδικασίας συνένωσης μεταξύ διακριτών οντοτήτων σε<br />
ένα σύνθετο σύστημα συνδιάθεσης– και τη σύνδεσή της με νέες κατηγορίες<br />
«διακυριαρχικής» οργάνωσης (και πολιτικής ορολογίας), γεφυρώνοντας την<br />
απόσταση ανάμεσα σε όσους προκρίνουν την «κρατική αναλογία» για τη με-<br />
Translating Values into Actions, Marsilio, Venice, 2007.<br />
44 Βλέπε D. N. Chryssochoou, Theorizing European Integration, 2 η έκδοση Routledge,<br />
London, 2009.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 377<br />
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΘΕΣΗΣ 377<br />
λέτη της ΕΕ και όσων ευνοούν τη μοναδικότητά της. Συνέπεια αυτής της γεφύρωσης<br />
είναι η διερεύνηση της υβριδικής φύσης της ΕΕ και η εστίαση της έρευνας<br />
στην ανάγκη υπέρβασης των συμβατικών πλαισίων ανάλυσης μέσω της εξέτασης<br />
νέων, ακόμη και μετακρατικών ιδιοτήτων. Η νέα αυτή οπτική αναπροσδιορίζει<br />
τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται μεταξύ τους έννοιες και ερμηνείες<br />
του φαινομένου της διακυβέρνησης, προκειμένου να ανταποκριθούν στις<br />
νέες προκλήσεις γύρω από την κατανόηση, και όχι μόνον ερμηνεία, ενός διευρυμένου<br />
πολιτικού χώρου, ικανού να παράγει διαβούλευση και πολιτική παράλληλα<br />
με το εδαφικό κράτος, και όχι απαραίτητα πέραν αυτού.<br />
Ιδωμένη ως συναρχία, η ευρωπακή πολιτεία δεν συνιστά έναν νέο τύπο<br />
κράτους πέραν ή εις βάρος του εθνικού, ούτε συντείνει σε μια ενιαία, πολλώ<br />
μάλλον υπερκείμενη και ιεραρχικά δομημένη, δημόσια πολιτική εξουσία. Ούτε<br />
ταυτίζεται με μια νέα κυριαρχική συλλογικότητα, κατασκευάζοντας ένα νέο<br />
πολιτικό υποκείμενο αφοσιωμένο σε μια ευρύτερη κανονιστική καθολικότητα.<br />
Η έννοια της συναρχίας θεμελιώνεται σε μια διεθνή συνεργατική κουλτούρα<br />
μεταξύ πολιτειακά διακριτών και ήδη ιστορικά διαμορφωμένων οντοτήτων –<br />
κρατών και δήμων. Αναφέρεται σε μια συμβιωτική σχέση μεταξύ συνεργουσών<br />
πολιτειών με στόχο την ανάδειξη κοινών «τόπων», οι οποίοι θα επιτρέψουν στα<br />
συγκυρίαρχα μέρη να συνασκήσουν την κοινή τους κυριαρχία. Ως μετακρατική<br />
ή ακόμη και μετακυριαρχική εκδοχή, η ΕΕ αποτελεί μια κοινοπραξία κυριαρχιών<br />
ή μια σύμπραξη συγκυρίαρχων, η οποία χαρακτηρίζεται ως μια από τις<br />
πιο ενδιαφέρουσες «στιγμές» της συζήτησης γύρω από το δομικό μετασχηματισμό<br />
του εθνικού κράτους και της σύγχρονης κυριαρχικής κρατικότητας. Κι<br />
αυτό, γιατί η αναδυόμενη «πολιτεία» της ΕΕ έρχεται αντιμέτωπη με το κλασικό<br />
βεστφαλιανό παράδειγμα, αν όχι δόγμα, περί κρατικής κυριαρχίας στην ίδια τη<br />
γενέτειρα του, προτείνοντας μια νέα εκδοχή περί κυριαρχικής συνδιάθεσης. 45<br />
Συνολικά, η απεικόνιση της ΕΕ ως οργανωμένης συναρχίας μπορεί να ιδωθεί<br />
και ως μια νέα καταστατική αποστολή για μια «μετά-το-κράτος» θεώρηση της<br />
πολιτικής.<br />
Συμπερασματικά<br />
Αυτό που απουσιάζει σήμερα από την αισιόδοξη εκδοχή για το μέλλον της<br />
Ευρώπης είναι η κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων με στόχο τον ποιοτικό<br />
μετασχηματισμό της ΕΕ από μια ένωση συγκυρίαρχων κρατών σε μια δημοκρατικά<br />
οργανωμένη –συνεκτική, περιεκτική και πλειοψηφική– πολιτεία, μέσω<br />
45 Δ. Ν. Χρυσοχόου, Η Άδηλος Κυριαρχία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008.
kef03:kef03 06/03/2009 13:59 Page 378<br />
378 ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΓΙΑΣ<br />
της συγκρότησης κοινών δημοκρατικών «τόπων» με επίκεντρο τον πολίτη και<br />
τον προσδοκώμενο ρόλο του στα ευρωπακά κοινά. Ποικίλες ερμηνείες της εν<br />
εξελίξει θεσμικοπολιτικής κρίσης της ΕΕ δεν συνέδεσαν τα δομικά, και όχι μόνον<br />
τα συγκυριακά, αίτια της γενικευμένης δυσαρέσκειας της ευρωπακής κοινής<br />
γνώμης για τους χειρισμούς των ευρωπακών ηγεσιών γύρω από την παραγωγή<br />
εναλλακτικών θέσεων για το μέλλον της Ευρώπης. Παραθέτοντας τη<br />
θέση του Μανιτάκη ότι «ο εθνικός συνταγματισμός αδυνατεί να παράξει συνταγματικό<br />
πατριωτισμό ή ευρωπακή συλλογική ταυτότητα, όταν δεν συνοδεύεται<br />
και από αντίστοιχες πρακτικές, γενεσιουργές μιας δημόσιας ευρωπακής<br />
σφαίρας», 46 είναι σαφές ότι το βαθύτερο μήνυμα της κρίσης είναι ότι η ΕΕ θα<br />
πρέπει να αρχίσει να διαλέγεται, μετατρέποντας τη συμμετοχή των πολιτών σε<br />
πεδίο δημοκρατικής αμφισβήτησης και διεκδίκησης. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε<br />
το μετασχηματισμό της ΕΕ από μια συμπολιτειακής έμπνευσης νομικοπολιτική<br />
τάξη σε μια συντεταγμένη, αυτοδύναμη και πρωτίστως ελεύθερη πολιτειακή<br />
συγκρότηση.<br />
46 Α. Μανιτάκης, «Τα αδιέξοδα της συνταγματοποίησης της ΕΕ και η προοπτική της<br />
μετάβασης από τη “Συγκυριαρχία” των κρατών στη Συναρχία των λαών της Ευρώπης»,<br />
Διεθνής και Ευρωπακή Πολιτική, σελ. 114.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 379<br />
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙV<br />
Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 380
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 381<br />
21<br />
Η εξωτερική πολιτική, τα εθνικά Θέματα<br />
και η διεθνής θέση της Ελλάδας:<br />
Mια κριτική αποτίμηση*<br />
Δημήτριος Νεζερίτης<br />
Η Ελλάδα, καλώς ή κακώς, συμπεριλαμβάνεται στον συνεχώς μειούμενο<br />
αριθμό κρατών που είναι υποχρεωμένα να ασκούν εξωτερική πολιτική υπό την<br />
παραδοσιακή του όρου αυτού έννοια. Αυτό δεν αποτελεί παραδοξολογία αλλά<br />
αντανακλά την πραγματικότητα. Σήμερα, τα πλείστα κράτη ασκούν εξωτερική<br />
πολιτική όχι αυτοτελώς, αλλά ως ένα παρακλάδι της γενικής εθνικής πολιτικής<br />
τους, κυρίως γιά να προωθήσουν οικονομικά συμφέροντα, να επιπλήξουν αφ’<br />
υψηλού άλλους γιά ανεπάρκειες στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να<br />
ενισχύσουν την πολιτιστική τους παρουσία σε τρίτες χώρες ή γιά να πάρουν<br />
θέση επί διαφόρων διεθνών προβλημάτων γιά τα οποία διατηρούν ένα ημιπλατωνικό<br />
ή απλώς πλατωνικό ενδιαφέρον. Πλέον ου, στις πλείστες των περιπτώσεων,<br />
η χρησιμοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και του εκτελεστικού οργάνου<br />
αυτής, της διπλωματικής υπηρεσίας, για την προάσπιση των λεγομένων<br />
«εθνικών θεμάτων», δηλαδή η χρήση της εξωτερικής πολιτικής γιά τον σκοπό<br />
γιά τον οποίο αρχικά έχει προβλεφθή, αποτελεί privilegium odiosum όλο και<br />
ολιγωτέρων κρατών. Κι’ αυτό γιατί αυτά τούτα τα εθνικά θέματα τείνουν να<br />
εκλείψουν με την βαθμιαία διευθέτηση διαφόρων διεθνών εκκρεμοτήτων –δι-<br />
* Ωρισμένα από αυτά που θα ακολουθήσουν μπορεί να φανούν ότι είναι υπερβολικά<br />
απαισιόδοξα και ότι παρουσιάζουν μίαν υπεράγαν μελανή εικόνα της καταστάσεως<br />
σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Δεν βλάπτει. Συνηθίζουμε τόσο πολύ να ωραιοποιούμε<br />
τα πράγματα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ώστε μία δόσις απαισιοδοξίας μάλλον<br />
ωφελεί. Τουλάχιστον εξισορροπεί τις συνήθεις μεγαλοστομίες που ακούγονται.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 382<br />
382 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
μερών ή πολυμερών. Η Ελλάδα, όμως, έχει αρκετά τέτοια θέματα εν εξελίξει.<br />
Γι’ αυτό η εξωτερική πολιτική αποτελεί γιά την χώρα μας παράγοντα πρωταρχικής<br />
σημασίας.<br />
Ιστορικά, η εξωτερική πολιτική υπήρξε, κυρίως προκειμένου περί των μικροτέρων<br />
κρατών, βασικό όργανο προωθήσεως εθνικών επιδιώξεων ή εξασφαλίσεως<br />
προστασίας έναντι επιβουλών τρίτων. Η επιτυχής εφαρμογή μιάς<br />
εξωτερικής πολιτικής προποθέτει ότι το κράτος που την ασκεί έχει στην διάθεσή<br />
του ωρισμένα ισχυρά «χαρτιά». Η πολιτική αυτή δεν ασκείται –και μάλιστα<br />
με προοπτικές επιτυχίας– απλώς και μόνο με την προβολή επιχειρημάτων<br />
περί της ορθότητος των θέσεων εκατέρας των πλευρών. Δεν υπάρχει αντικειμενικός<br />
κριτής ο οποίος θα ακούσει δυο χώρες, δίκην διαδίκων, να ανταλάσσουν<br />
επιχειρήματα, γιά να επιδικάσει στο τέλος το αντικείμενο της διαφοράς στην<br />
μία ή την άλλη πλευρά. Ακόμη λιγώτερο όταν πρόκειται γιά ένα εγχείρημα στο<br />
οποίο η μία πλευρά πρόκειται να πείσει την άλλη υπέρ της ορθότητος των θέσεών<br />
της. Οι βασικές θέσεις δυο χωρών που διαπραγματεύονται γύρω από μία<br />
διαφορά δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση μόνο και μόνο επειδή η ετέρα πλευρά<br />
προέβαλε ένα ισχυρό επιχείρημα. Ακόμη πιό περιωρισμένα περιθώρια επιτυχίας<br />
έχει μία πολιτική η οποία επαφίεται στην πεποίθηση ότι μιά και το «δίκαιο»<br />
είναι με το μέρος εκείνου που το επικαλείται, τούτο αρκεί γιά να συγκινήσει<br />
τους τρίτους και να τους κάνει δεκτικούς στο αίτημα ενός κράτους γιά<br />
υποστήριξη. Πρόκειται γιά την κλασσική διάκριση μεταξύ του ελληνικού και<br />
του τουρκικού τρόπου ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής: Η Ελλάς προσεγγίζει<br />
τους τρίτους την βοήθεια των οποίων θέλει να εξασφαλίσει και επικαλείται, σε<br />
ό,τι αφορά τις διαφορές της με την Τουρκία, ότι το διεθνές δίκαιο είναι με το<br />
μέρος της –επιχειρηματολογία η οποία συνήθως προκαλεί μία ευγενώς παγερά<br />
αντίδραση. Η Τουρκία, αντιθέτως, αφήνει να εννοηθεί ότι είναι προς το συμφέρον<br />
του συνομιλητού της να την υποστηρίξει –άλλως ότι η μη υποστήριξη μπορεί<br />
να επιφέρει αρνητικές συνέπειες στις οικονομικές και άλλες σχέσεις τής<br />
κατά περίπτωσιν χώρας με την Τουρκία. Η αντίδραση της ετέρας πλευράς είναι,<br />
αναπόφευκτα, σαφώς διάφορος και προς όφελος της Τουρκίας.<br />
Γιά τον λόγο αυτό, προκειμένου να είναι επιτυχής, είναι απαραίτητο η<br />
άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να συνοδεύεται και από άλλους<br />
παράγοντες οι οποίοι την ενισχύουν την και προσδίδουν μείζονα βαρύτητα στις<br />
ελληνικές θέσεις. Η στρατιωτική ισχύς είναι, στην σημερινή μας εποχή, δευτερεύον<br />
στοιχείο, προκειμένου περί χωρών όπως η Ελλάς. Αυτά που έχουν ιδιαιτέρα<br />
βαρύτητα είναι η οικονομική ισχύς και η αξιοπιστία του κράτους, αυτό<br />
που μέ λίγα λόγια θα λέγαμε η σοβαρότης του κράτους. Και στην περίπτωση<br />
αυτή η αυτοαπονομή επαίνων και οι κομπασμοί δεν έχουν την παραμικρή σημασία.<br />
Δεν μετράει π.χ. άν εμείς οι ίδιοι λέμε ότι είμαστε παράγων σταθερότητος<br />
στα Βαλκάνια. Μετράει άν οι τρίτοι μας προσδίδουν τον χαρακτηρισμό
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 383<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 383<br />
αυτό και κυρίως άν οι άλλες βαλκανικές χώρες αποδέχονται, έστω και ενδομύχως,<br />
αυτό.<br />
Μια ανάλυση της θέσεως της Ελλάδος στον κόσμο σήμερα δεν είναι δυνατόν<br />
να γίνει χωρίς μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν –το απώτερο αλλά και<br />
το σχετικά πιό εγγύς. Κι’ αυτό γιατί τα πλείστα των προβλημάτων που έχει σήμερα<br />
η Ελλάδα να αντιμετωπίσει, έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν.<br />
Όταν η χώρα απέκτησε την κρατική της υπόσταση το 1830, ήταν, χωρίς αμφιβολία,<br />
από τα ανεξάρτητα κράτη της Ευρώπης, το πιό φτωχό και το πιό καθυστερημένο.<br />
Η επιβίωσή της εξηρτάτο κυριολεκτικά από την φιλική έναντι αυτής<br />
διάθεση τρίτων κρατών. Δεν ήταν λοιπόν αξιοπερίεργο ότι τα πρώτα ελληνικά<br />
κόμματα, με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια, βαπτίσθηκαν με τα ονόματα των<br />
ξένων δυνάμεων πρός τις οποίες έκαστο αυτών προσέκειτο.<br />
Η ύπαρξη κομμάτων με την επωνυμία αγγλικό-γαλλικό-ρωσσικό παρουσιάζεται<br />
συχνά στην Ελλάδα ως σημείο εσχάτου εθνικού ευτελισμού. Δεν νομίζω<br />
ότι η άποψη αυτή, διατυπωμένη εκ του ασφαλούς στο πλαίσιο μιάς Ελλάδος<br />
απείρως ισχυροτέρας εκείνης του πρώτου ημίσεως του δεκάτου ενάτου αιώνος,<br />
είναι δικαιολογημένη. Η Ελλάδα τότε ζούσε από τό επίδομα που της παρείχε ο<br />
πατέρας του Οθωνος, Βασιλεύς Λουδοβίκος της Βαυαρίας –επίδομα που συνέχισε<br />
να καταβάλλει και μετά την αποπομπή του γυιού του. Περιεστοιχίζετο από<br />
μία οθωμανική αυτοκρατορία, πανίσχυρο ακόμη κράτος, η οποία την έβλεπε με<br />
εχθρότητα. Η προσφυγή σε κάποιο τρίτο προστάτη ήταν όχι μόνον αναπόφευκτος<br />
αλλά και επιτακτική. Και βεβαίως, υπό τις συνθήκες αυτές, οι διακρατικές<br />
σχέσεις δεν μπορούσαν να διαμορφωθούν σε επίπεδο ισότητος.<br />
Έτσι, στην πρώτη φάση της ελληνικής παρουσίας στην διεθνή σκηνή, είναι<br />
ένα ελάσσονος σημασίας κράτος, με προσδοκίες όμως και επιδιώξεις επεκτάσεως<br />
στα εδάφη –κυρίως της οθωμανικής αυτοκρατορίας- όπου κατοικούσαν<br />
έλληνες. Η σημασία της διπλωματίας υπό τις συνθήκες αυτές ήταν αυτονόητη: η<br />
Ελλάδα έπρεπε να εξασφαλίσει την υποστήριξη τρίτων, ώστε αφ’ ενός μεν να<br />
μη κινδυνεύσει από την οθωμανική αυτοκρατορία, αφ’ ετέρου δε να μπορεί να<br />
στηρίζεται σ΄αυτούς γιά την προώθηση της δικής της ιρρεδεντιστικής πολιτικής.<br />
Στην πράξη, λόγω διαφορετικών αμέσων προτεραιοτήτων, αλλά και λόγω<br />
της δυναστικής μορφής που είχε τότε εν πολλοίς η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής,<br />
περιωρισμένη σημασία δόθηκε στο βασικό όργανο αυτής, το Υπουργείο<br />
Εξωτερικών. Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής ήταν το κλείσιμο των τριών<br />
βασικών ελληνικών πρεσβειών στο εξωτερικό, ελλείψει χρημάτων, το 1862. Οι<br />
όποιες επιτυχίες είχε η Ελλάδα κατα τον δέκατο ένατο αιώνα, δεν ωφείλοντο<br />
τόσο στις δικές της δραστηριότητες, όσο στο ότι τα συμφέροντα της συνέπιπταν<br />
με τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μεγάλων ευρωπακών δυνάμεων. Η<br />
προσάρτηση των Επτανήσων και στη συνέχεια της Θεσσαλίας ήρθαν ως δώρο.<br />
Η αποτροπή της εφαρμογής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ωφείλετο στη
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 384<br />
384 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
άρνηση της Μεγ. Βρεταννίας να δεί την Ρωσσία, έστω και μέσω παρενθέτου<br />
κράτους, να εξέρχεται στην Μεσόγειο. Η ανώδυνος κατάληξη του καταστρεπτικού<br />
πολέμου του 1896 ωφείλετο και πάλι στην άρνηση των δυτικών να αποδεχθούν<br />
επανεπέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.<br />
Αν θέλει κανείς να θέσει ένα ορόσημο γιά να εντοπίσει την στιγμή κατά την<br />
οποία η Ελλάδα παύει να είναι ένα ασήμαντο προβληματικό κράτος της νοτιοανατολικής<br />
Μεσογείου και εμφανίζεται σαν μία σοβαρή μεσαία Δύναμις, αυτό<br />
πρέπει να είναι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η εποχή αυτή είναι η κρίσιμη στιγμή<br />
κατά την οποία η Ελλάδα αναπτύσσει το πολύπτυχο που απαιτείται γιά την<br />
προώθηση της δικής της πολιτικής, σε αντιδιαστολή με την μοιρολατρική παρακολούθηση<br />
των εξελίξεων: ικανή στρατιωτική ισχύς – έντονη διπλωματική παρουσία<br />
και προώθηση συμμαχιών – πολιτικές προσωπικότητες με κύρος στο<br />
εξωτερικό που μπορούν να προωθήσουν πειστικά τις θέσεις της Ελλάδος. Και<br />
είναι γεγονός ότι η σημασία της παρουσίας και της δραστηριότητος του Ελευθερίου<br />
Βενιζέλου δεν μπορούν να υπερτιμηθούν. Ο Βενιζέλος άσκησε γιά<br />
πρώτη φορά ενεργό εξωτερική πολιτική και απέδωσε και μείζονα σημασία<br />
στην οργάνωση, την στελέχωση και την καλή λειτουργία του Υπουργείου Εξωτερικών.<br />
Είναι η εποχή που η Ελλάδα, γιά πρώτη φορά διαθέτει μία πολιτική προσωπικότητα<br />
με μείζον κύρος στο εξωτερικό. Αυτή η προσωπικότης, ενισχυμένη<br />
από μία καλά λειτουργούσα εξωτερική υπηρεσία, παρέσχε ανεκτίμητη ισχύ<br />
στις ελληνικές θέσεις. Αν συνυπολογίσει κανείς και την πτυχή της δυναστικής<br />
διπλωματίας –η αρχαιότης του Γεωργίου Α΄ μεταξύ των Ευρωπαίων Βασιλέων<br />
και οι εξ αγχιστείας δεσμοί του Διαδόχου Κωνσταντίνου με τον Γερμανό Αυτοκράτορα,<br />
που εξασφάλισαν στη Ελλάδα την Καβάλλα– βλέπουμε ότι η Ελλάδα<br />
την εποχή εκείνη ήταν διπλωματικώς ισχυροτάτη, μία ισχύς που παρέμεινε όχι<br />
μόνον αμείωτος αλλά και συνεχώς αυξανομένη μέχρι την εποχή της θνησιγενούς<br />
Συνθήκης των Σεβρών.<br />
Η Συνθήκη της Λωζάννης σημαίνει το τέλος των εθνικών προτεραιοτήτων<br />
της Ελλάδος όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από της καταβολής του ελληνικού<br />
κράτους. Έκτοτε, οι στόχοι της ελληνικής διπλωματίας μεταβάλλονται και δείχνουν<br />
να ομοιάζουν με εκείνους άλλων χωρών. Η προσέγγιση αυτή είναι όμως<br />
εν πολλοίς φαινομενική. Η Ελλάδα, στο διάστημα μέχρι του δευτέρου Παγκοσμίου<br />
Πολέμου, αντιμετωπίζει πρόβλημα ισορροπίας στις σχέσεις της με τις<br />
επεκτατικές δυνάμεις, Ιταλία και Γερμανία, αφ΄ενός και με τους παραδοσιακούς,<br />
παγίους συμμάχους της, Αγγλία και Γαλλία, αφ’ ετέρου, προσπαθώντας<br />
να μην ενοχλήσει τους μέν, χωρίς όμως και να αποξενωθεί από τους δε. Η ελληνική<br />
εξωτερική πολιτική καλείται επίσης να αντιμετωπίσει τις μεταπολεμικές<br />
ελληνοτουρκικές σχέσεις, με πλήρη συνείδηση του γεγονότος –από ελληνικής<br />
τουλάχιστον πλευράς– ότι ο φάκελλος «ελληνική επέκταση σε πατροπαράδοτα
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 385<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 385<br />
ελληνικά εδάφη» έχει οριστικά κλείσει σε ό,τι αφορά την Τουρκία και ότι αυτό<br />
που προέχει είναι η ειρηνική συμβίωση με ένα γείτονα που αποδεικνύεται με<br />
την πάροδο του χρόνου όλο και ισχυρότερος και με αυξανομένη νοσταλγία γιά<br />
το αυτοκρατορικό του παρελθόν. Η βαθμιαία αναστροφή της διμερούς σχέσεως<br />
–να είναι πλέον δηλαδή η Τουρκία εκείνη που αισθάνεται ότι έχει λαμβάνειν<br />
από την Ελλάδα– μόλις έχει αρχίσει και συνεχίζεται με αύξουσα ένταση<br />
μέχρι και επί των ημερών μας.<br />
Ειπώθηκε στην αρχή ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των χωρών<br />
εκείνων που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, υπό την παραδοσιακή<br />
του όρου έννοια. Θα μπορούσε να προβάλει κανείς ότι ή ένταξη της<br />
στο ΝΑΤΟ έλυσε μεταπολεμικά το πρόβλημα ασφαλείας της χώρας και συνεπώς<br />
δεν είχαμε πλέον να αντιμετωπίσουμε παρά προβλήματα οικονομικής αναπτύξεως<br />
και τα συναφή, έχοντας εξασφαλισμένα τα σύνορά μας. Αυτό βεβαίως<br />
μπορούσε να ισχύσει γιά χώρες όπως η Νορβηγία καί τό Βέλγιο, αλλά με την<br />
Ελλάδα τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Ιστορικοί, γεωγραφικοί και συναισθηματικοί<br />
παράγοντες ωδήγησαν ώστε σήμερα να αντιμετωπίζουμε ένα σύμπλεγμα<br />
τριών εθνικών θεμάτων, άλλα περισσότερο, άλλα λιγώτερο πιεστικά,<br />
όλα όμως των οποίων είναι δυνάμει επικίνδυνα και απασχολούν –ή πρέπει να<br />
απασχολούν– σοβαρά την εξωτερική πολιτική της χώρας.<br />
Η Ελλάδα, λίγα χρόνια μετά την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου<br />
και μετά το τέλος της καταστρεπτικής εσωτερικής διαμάχης και ενώ μόλις άρχιζε<br />
την βραδεία οδό της οικονομικής ανασυγκροτήσεως, βρέθηκε να αντιμετωπίζει<br />
ένα σοβαρώτατο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, το Κυπριακό. Οι συνέπειες<br />
ήταν καταλυτικές. Δεν υπάρχει άλλο πρόβλημα τό οποίο να επηρέασε<br />
την ελληνική πολιτική ζωή και τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας στο βαθμό<br />
στον οποίο τις επηρέασε το Κυπριακό<br />
΄Οπως ειπώθηκε ανωτέρω έχουμε την κακή συνήθεια να αξιολογούμε τα<br />
μείζονα θέματα που αντιμετωπίζουμε υπό το πρίσμα «δίκαιο-άδικο». Έχουμε<br />
δίκιο στο Κυπριακό; Αναμφιβόλως, έχουμε. Κατόπιν αυτού ξεκινούμε τον<br />
αγώνα τόν καλόν και μένουμε κατάπληκτοι όταν στον αγώνα αυτό βρισκόμαστε<br />
μόνοι. Ειδικώτερα γιά το Κυπριακό, κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει το<br />
γεγονός ότι ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αν και στα παρασκήνια των Βερσαλλιών<br />
αγωνίσθηκε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει την Κύπρο, όταν είδε ότι<br />
τούτο ήταν ανέφικτο, εγκατέλειψε την προσπάθεια, θεωρώντας προφανώς ότι<br />
η συγκρουσιακή πολιτική με την αποικιακή δύναμη δεν θά απέδιδε τίποτε. Και<br />
όχι μονο αυτό, αλλά απέτρεψε και την εν συνεχεία έγερση του Κυπριακού θέματος.<br />
Αυτό δεν σημαίνει ότι η συγκρουσιακη πολιτική πρέπει οπωσδήποτε να<br />
αποφεύγεται. Σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε να ξεκινάμε μία επιθετική πολιτική<br />
όταν στερούμεθα σοβαρών συμμάχων. Και στο Κυπριακό, όχι μόνο εστε-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 386<br />
386 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
ρούμεθα συμμάχων, όχι μόνο το θέμα ηγέρθη σε μιά εποχή που η Βρεταννία<br />
ήταν ακόμη ισχυρή και τα αποαποικιοποιηθέντα κράτη ελάχιστα, αλλά και οι<br />
πλείστοι εξ εκείνων που μας «υπεστήριζαν», όπως η Σοβιετική ΄Ενωσις, το έκαναν<br />
γιά τους δικούς τους λόγους και ειδικώτερα για να ενσπείρουν ζιζάνια<br />
στους κόλπους της Δυτικής Συμμαχίας.<br />
Η εξέλιξη του Κυπριακού και, κυρίως, η έλλειψη ενιαίας και σταθερής πανεθνικής<br />
γραμμής επ’ αυτού, είχε πολλαπλές αρνητικές συνέπειες. Διευκόλυνε<br />
την ΄Αγκυρα να επιταχύνει και να ολοκληρώσει τα πάγια σχέδιά της γιά πλήρη<br />
αποπομπή του ελληνισμού από την Τουρκία. Απεξένωσε μεγάλο τμήμα του ελληνικού<br />
λαού από τη Δύση, γιατί καλλιεργήθηκε –καλώς ή κακώς, δεν έχει σημασία–<br />
η εντύπωση ότι η Δύση είναι εναντίον μας και ότι μεταξύ Ελλάδος και<br />
Τουρκίας η Δύση θα επιλέξει πάντοτε την Τουρκία. Έτσι, είχαμε έκτοτε τα<br />
πρώτα σπέρματα του αντιαμερικανισμού τα οποία στη συνέχεια ανδρώθηκαν<br />
μέχρι σημείου ώστε η Ελλάδα να είναι σήμερα εκ των πλέον αντιαμερικανικών<br />
χωρών στην Ευρώπη.<br />
Τα ανωτέρω ίσως να μη είχαν την σημασία που απέκτησαν αν η υπόθεση<br />
της Κύπρου είχε αφεθεί να εξελιχθεί ομαλά και άν είχε δοθεί στις Συμφωνίες<br />
Ζυρίχης-Λονδίνου η ευκαιρία να αποδείξουν αν ήσαν σε θέση να λειτουργήσουν,<br />
παρά τα εγγενή σοβαρά μειονεκτήματά τους. Η μετατροπή όμως ενός μεγίστου<br />
θέματος εξωτερικής πολιτικής σε θέμα ελληνικής εσωτερικής πολιτικής,<br />
η συνεχής μεταβολή της ελληνικής γραμμής επί του Κυπριακού, ανάλογα με την<br />
Κυβέρνηση που ήταν στην εξουσία, η άκαιρος έγερση του θέματος της τροποποιήσεως<br />
του Κυπριακού Συντάγματος και, βεβαίως, οι πάγιες τουρκικές επιδιώξεις,<br />
πάντοτε εις άγραν ευκαιριών, απέτρεψαν τούτο. Παρέλκει να αναφέρει<br />
κανείς το ανεκδιήγητο προδοτικό πραξικόπημα, οι συνέπειες του οποίου<br />
είναι πάντα μαζί μας, το πραξικόπημα το οποίο προκάλεσε την σημερινή κατάσταση,<br />
την οποίαν ο κυπριακός ελληνισμός εξακολουθεί, εις πείσμα πολλών,<br />
να αγωνίζεται να αναστρέψει. ΄Ετσι, πενηνταπέντε χρόνια μετά την αρχική<br />
έγερσή του, το Κυπριακό εξακολουθεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα που απασχολεί<br />
συνεχώς την Ελλάδα.<br />
Οι σχέσεις με την Τουρκία αποτελούν ένα ακόμη θέμα –εθνικό, γιατί αφορά<br />
θέματα εθνικής κυριαρχίας– που από δεκαετίες απασχολεί την Ελλάδα, χωρίς<br />
προοπτική επιλύσεως στο προβλεπτό μέλλον. Είναι ένα σύμπλεγμα προβλημάτων<br />
και τουρκικών αυθαιρέτων επιδιώξεων γιά την δημιουργία των οποίων η<br />
Ελλάς δεν φέρει ευθύνη. Αποτέλεσμα της μεταξύ των δύο χωρών υφισταμένης<br />
εντάσεως είναι ότι η κατάσταση αυτή αποδυνάμωσε το αίσθημα ασφαλείας που<br />
θά έπρεπε να υφίσταται στην Ελλάδα λόγω της εντάξεως στο ΝΑΤΟ.<br />
Το αδύνατό μας σημείο, σε σχέση με την τουρκική τακτική, είναι τό γεγονός<br />
ότι η πολιτική μας έναντι της Τουρκίας μετεβλήθη κατ΄επανάληψιν, αναλόγως<br />
της κυβερνήσεως η οποία ήτο εις την εξουσίαν. Το ευμετάβλητο των ελληνικών
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 387<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 387<br />
θέσεων σε θέματα τακτικής έναντι της γρανιτώδους συμπεριφοράς των τούρκων,<br />
οπωσδήποτε δεν διηυκόλυνε την θέση μας. Για να διαπιστώσει κανείς του<br />
λόγου το αληθές δεν έχει παρά να διατρέξει τις, αναλόγως των εκάστοτε κυβερνήσεων,<br />
ή των εκάστοτε διαθέσεων, μεταβολές της πολιτικής μας έναντι της<br />
Τουρκίας από της αποκατάστασεως της δημοκρατίας και στην συνέχεια. Συγκεκριμένα:<br />
Μέχρι το 1981, ανεπιτυχείς προσπάθειες εξευρέσεως λύσεως στα προβλήματα<br />
μέσω συνομιλιών.<br />
Μεταξύ 1981-1987, καμμία απολύτως επαφή με την Τουρκία, σαν να μην<br />
υπήρχε αυτός ο γείτονας πλά μας.<br />
Την διετία 1987-1989, το Νταβός με προσπάθεια εξευρέσεως κοινών σημείων<br />
και εν συνεχεία το mea culpa.<br />
Μεταξύ 1990-1993, κάποιες διστακτικές επαφές και σχετική ύφεση στην<br />
ένταση.<br />
Στην συνέχεια, 1993-1995, πολύ περιωρισμένο ενδιαφέρον, μιά και η κυρία<br />
ενασχόληση μας ήταν με το Γιουγκοσλαυικό.<br />
Την τετραετία 1995-1999 έχουμε μία εποχή συνεχών κρίσεων και ως επακόλουθο,<br />
απόλυτη ελληνική άρνηση στην προώθηση της ευρωπαικής προοπτικής<br />
της Τουρκίας.<br />
Τέλος, από το 1999 μέχρι σήμερα, ανατροπή της πολιτικής μας, ύφεση και<br />
πλήρη υποστήριξη της ευρωπακής αυτής προοπτικής, μέχρι σημείου να θεωρούμεθα<br />
βασιλικώτεροι του Βασιλέως, με ωρισμένες μάλιστα εκρήξεις αφάτου<br />
φιλοτουρκισμού. Τα συμπεράσματα βγαίνουν από μόνα τους.<br />
Από τουρκικής πλευράς, η στάση της Αγκύρας παρέμεινε πάντα αμετακίνητος.<br />
Σε ωρισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του συνομιλητού,<br />
οι τόνοι ήσαν ηπιώτεροι των συνήθων, αλλά η ουσία παρέμενε η ιδία. Η<br />
ετικέττα στο μπουκάλι μπορεί νά άλλαζε, αλλά το κρασί ήταν πάντοτε το ίδιο.<br />
Δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθή –και είναι αμφίβολο άν χρειάζεται καν–<br />
γιατί και πώς η σταθερά πολιτική αυτή απέφερε σημαντικά διαπραγματευτικά<br />
οφέλη στην Τουρκία.<br />
Το τρίτο ζήτημα το οποίο μας απασχολεί είναι πολύ πιό πρόσφατο και<br />
αφορά την διάλυση της Γιουγκοσλαυίας και τις συνέπειες της. Βεβαίως το θέμα<br />
της ΠΓΔΜ είναι γιά μας πρωταρχικής σημασίας, αλλά σοβαρές επιπτώσεις γιά<br />
μας έχει και ή υπόθεση του Κοσσυφοπεδίου, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας<br />
του οποίου και η αναγνώρισή της από αρκετές –όχι ασήμαντες– χώρες αποτελεί<br />
γιά μάς ένα δυνάμει επικίνδυνο προηγούμενο. Για το σύμπλεγμα των θεμάτων<br />
που ανέκυψαν από την διάλυση της Γιουγκοσλαυίας, αρκεί να πεί κανείς<br />
ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσεως στην Ελλάδα η πολιτική της ηγεσία, ο κλήρος<br />
και ο λαός έκαναν ό,τι μπορούσαν γιά να απομονώσουν διεθνώς την χώρα μας<br />
και να της στερήσουν τις όποιες συμπάθειες θα μπορούσε να αντλήσει. Η τυ-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 388<br />
388 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
φλή και άκριτη υποστήριξή μας προς ο,τιδήποτε το σερβικό, η παραγνώριση<br />
των αγριοτήτων, η παράλογη ταύτισή μας με την πλευρά η οποία διεθνώς είχε<br />
θεωρηθεί υπεύθυνος γιά τις εξελίξεις, η «ανακάλυψη» του ό,τι η θρησκευτική<br />
ταυτότης πρέπει να σημαίνει και αμέριστη από εμάς υποστήριξη, όλα αυτά μας<br />
προκάλεσαν μεγάλη ζημιά στο διεθνές επίπεδο.<br />
Το θέμα που προέκυψε από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της «Δημοκρατίας<br />
της Μακεδονίας» αντιμετωπίσθηκε ευθύς εξ αρχής από εμάς κατά<br />
τρόπο ανεπαρκή. Υπήρξε μία προβολή και εμμονή στην συναισθηματική πτυχή<br />
του θέματος, αντί να συγκεντρωθούν οι προσπάθειές μας στην υπογράμμιση<br />
των επεκτατικών διαθέσεων του γείτονος και στις αποσταθεροποιητικές συνέπειες<br />
που είχε η απ’αυτόν χρήση του όρου «Μακεδονία». Ακόμη και η χρήση<br />
αφειδώς του όρου «αλυτρωτισμός», αντί του ορθού «επεκτατισμός», γιά την πολιτική<br />
των Σκοπίων ήταν –για να μη χρησιμοποιήσω βαρυτέρα έφραση– όλως<br />
εσφαλμένη, γιατί δημιουργούσε την εντύπωση ότι υπήρχε τμήμα του πληθυσμού<br />
της Ελλάδος πρός «απελευθέρωση». ΄Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τις αρνητικές<br />
προδιαθέσεις που είχε προκαλέσει ο άκρατος και άκριτος φιλοσερβισμός<br />
μας, είχαν σαν αποτέλεσμα τα επιχειρήματα μας να πίπτουν εις ώτα μη<br />
ακουόντων. Και όταν επετεύχθη –δεν ξέρω αν αυτός όρος είναι σωστός– η ενδιάμεσος<br />
συμφωνία, επεκράτησε ένας εφησυχασμός, με όλη την προσπάθειά<br />
μας να περιορίζεται στις στείρες συνομιλίες περί του ονόματος, ενώ θά έπρεπε<br />
να συνεχίζονται παράλληλα αμείωτες οι ενέργειες για την αποτροπή των αναγνωρίσεων<br />
«με το συνταγματικό όνομα». Αντιθέτως, οι αρχές των Σκοπίων κυριολεκτικά<br />
«αλώνιζαν» διεθνώς και συνεκέντρωναν αναγνωρίσεις ως «Δημοκρατία<br />
της Μακεδονίας». Έτσι, καταλήξαμε στην σημερινή κατάσταση και<br />
χρειάσθηκε να γίνει χρήση του εσχάτου όπλου της αρνησηκυρίας ώστε να αποτραπούν<br />
τα χείριστα.<br />
Η εξωτερική πολιτική μιας σύγχρονης χώρας πρέπει να είναι ταυτόχρονα και<br />
επιθετική και αμυντική. Τι εννοούμε με τους όρους αυτούς; Επιθετική είναι όταν<br />
δρά και δεν περιορίζεται στο να αντιδρά. Είναι όταν είναι σε θέση να προβάλλει<br />
πρωτοβουλίες, ιδεωδώς γενικωτέρου και όχι στενά εθνικού ενδιαφέροντος. Παραδείγματος<br />
χάριν, μία χώρα-μέλος της Ευρωπακής Ενώσεως (ΕΕ) να προωθεί<br />
στο ευρωπαικό πλαίσιο, μόνη της ή σε συνεργασία με άλλα κράτη-μέλη, πρωτοβουλίες<br />
που αντανακλούν ένα γενικώτερο ενδιαφέρον για τα κοινά. Επιθετική<br />
είναι η εξωτερική πολιτική όταν είναι σε θέση να προτείνει και να συμβάλλει<br />
στην επίλυση διαφόρων διεθνών προβλημάτων. Προσοχή: να συμβάλλει πραγματικά,<br />
όχι απλώς να εκπέμπει πομφόλυγες για λόγους περιστασιακής αυτοπροβολής<br />
και εσωτερικής καταναλώσεως. ΄Οταν ο άλλοτε γερμανός Υπουργός Εξωτερικών<br />
Fischer είχε ερωτηθεί αν η Γερμανία σχεδίαζε να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία<br />
γιά την επίλυση του Μεσανατολικού, είχε απαντήσει με υποδειγματική<br />
ειλικρίνεια ότι κάτι τέτοιο ήταν πέραν των δυνατοτήτων της.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 389<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 389<br />
Αμυντική είναι η εξωτερική πολιτική μιάς χώρας όταν χρειάζεται να αντιμετωπίζει<br />
στο διεθνές επίπεδο προβλήματα στα οποία εμπλέκεται η ίδια και τα<br />
οποία έχουν προκύψει από πρωτοβουλίες άλλων. Είναι δυστυχώς γεγονός ότι η<br />
Ελλάς έχει να αντιμετωπίσει, όπως αναφέρθηκε, πληθώρα τέτοιων προβλημάτων,<br />
με αναπόφευκτη συνέπεια η ενασχόληση με αυτά να περιορίζει τις δυνατότητες<br />
της να δραστηριοποιείται σε άλλα θέματα, η συμβολή μας στην επίλυση<br />
των οποίων θα μπορούσε να αυξήσει το κύρος της χώρας μας διεθνώς.<br />
Η Ελλάδα συχνά τονίζει ότι η ιδιότης της ως μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ<br />
της προσδίδει ιδιαίτερες δυνατότητες γιά να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο<br />
στην περιοχή μας. ΄Αλλοτε εμμέναμε στο ότι είμαστε η μόνη χώρα των Βαλκανίων<br />
με την διπλή αυτή ιδιότητα. Τούτο δεν ισχύει πλέον, μιά και η Βουλγαρία<br />
και η Ρουμανία είναι και αυτές μέλη αμφοτέρων των Οργανισμών. Το ερώτημα<br />
είναι, αφ’ ενός μεν κατα πόσον η ιδιότης αυτή του μέλους μας προσδίδει όντως<br />
αυτές τις μείζονες δυνατότητες στην διαμόρφωση και την προώθηση της πολιτικής<br />
μας και, κατ’ επέκτασιν, του κύρους της χώρας διεθνώς, αφ’ ετέρου δε άν,<br />
σε καταφατική περίπτωση, μπορέσαμε ή μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε.<br />
Σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, νομίζω ότι ελάχιστα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε<br />
την συμμετοχή μας σαν μέσο προωθήσεως πολιτικών μας στόχων. Γιά<br />
πολλά χρόνια η παρουσία μας στην Συμμαχία εθεωρείτο, τουλάχιστον ενδομύχως,<br />
σαν ένα αναγκαίο κακό, δηλαδή ότι πρέπει να συμμετέχουμε, μιά και συμμετέχει<br />
η Τουρκία. Παράλληλα, η Ελλάδα επί σειράν ετών διαφωνούσε ριζικά<br />
–φραστικά τουλάχιστον- με ωρισμένες θέσεις της Συμμαχίας, εκφράζοντας την<br />
διαφωνία αυτή με αστερίσκους και υποσημειώσεις. Οι αστερίσκοι αυτοί καμμία<br />
πρακτική σημασία δεν είχαν σε ότι αφορούσε την ισχύ των αποφασιζομένων.<br />
Δημιουργούσαν όμως στούς τρίτους ασχολουμένους με το ΝΑΤΟ, την εικόνα<br />
μιάς Ελλάδος η οποία δεν συμμεριζόταν βασικούς στόχους της Συμμαχίας.<br />
Εξ ου και το κύρος ή το λέγειν μας εντός αυτής υπήρξε άκρως περιωρισμένο.<br />
Ακόμη και όταν η αρνητική πολιτική αυτή εξεμέτρησε το ζην και η Ελλάς<br />
άρχισε να συνεργάζεται ομαλά στο πλαίσιο της Συμμαχίας, ναι μεν σταμάτησε<br />
η βαθυτάτη ενόχληση έναντι μας, αλλά πάντοτε υπήρχε η ενδόμυχος εντύπωση<br />
ότι η Ελλάδα ήταν ένας σύμμαχος που συνεργαζόταν με μισή καρδιά.<br />
Ένα μέρος των ελληνικών επιφυλάξεων έναντι του ΝΑΤΟ ωφείλετο στην<br />
ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι η Συμμαχία απέκλινε σοβαρά υπέρ των<br />
τουρκικών θέσεων. Παραλλήλως, το αντιδυτικό και κατ’ επέκτασιν το αντιαμερικανικό<br />
πνεύμα καλλιεργήθηκε συστηματικά και με μεγάλη επιτυχία στο εσωτερικό<br />
της χώρας. Όχι μόνον από εκείνους από τους οποίους κανείς ευλόγως<br />
θα ανέμενε μία τέτοια στάση, αλλά και από υποτιθεμένους υπευθύνους, οι<br />
οποίοι είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ηνήχοντο εκδηλώσεις πρωτογόνου και<br />
χυδαίου αντιαμερικανισμού («δίκη» Clinton στο Σύνταγμα και ανοχή στην
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 390<br />
390 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
ανάρτηση πανώ στην Ακρόπολη εναντίον τής εν συνεχεία ματαιωθείσης επισκέψεως<br />
του Powell) είτε ασκούσαν οι ίδιοι βιαιοτάτη αντιαμερικανική κριτική,<br />
με την πρόφαση ότι αυτή ησκείτο υπό την κομματική και όχι την κυβερνητική<br />
τους ιδιότητα.<br />
Η αντινατοκή αυτή τοποθέτηση συνδυάσθηκε, όπως αναφέρθηκε, με την<br />
ευρύτατα διαδεδομένη στην Ελλάδα αντιαμερικανική διάθεση. Η αντίληψη ότι<br />
οι ΗΠΑ είναι ουσιαστικά η πηγή και η αιτία κάθε κακού, καλλιεργήθηκε τόσο<br />
έντεχνα ώστε π.χ. η αναγνώριση από την Ρωσία και την Σερβία της ΠΓΔΜ ως<br />
«Δημοκρατίας της Μακεδονίας» πέρασε χωρίς την παραμικρή αντίδραση ενώ<br />
η αντίστοιχη αναγνώριση από τις ΗΠΑ προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών. Αποτέλεσμα<br />
είναι ότι γιά οποιοδήποτε πρόβλημα, διεκδίκηση κ.λπ., έχουμε την πατροπαράδοτη,<br />
πλέον, πορεία προς την αμερικανική Πρεσβεία, με βαθμιαίως<br />
μειουμένη, ενδεχομένως, συμμετοχή κόσμου αλλά με το πολιτικό αντιαμερικανικό<br />
μήνυμα να διατυπώνεται πάντοτε ηχηρά. Ούτε είναι βάσιμο επιχείρημα το<br />
ότι αυτά δεν έχουν τόση σημασία, μιά και σε διακυβερνητικό επίπεδο οι σχέσεις<br />
εξελίσσονται πολύ καλά. Τούτο μπορεί να ισχύει, αλλά η εντύπωση που<br />
προκαλείται είναι ότι ενδέχεται μεν η οποιαδήποτε Κυβέρνηση να επιθυμεί την<br />
συνεργασία με τις ΗΠΑ, πλήν όμως ο ελληνικός λαός είναι εντόνως αντιαμερικανικός.<br />
Αυτό που δεν συνειδητοποιούμε πολλές φορές είναι η ισχύς των υπαλλήλων<br />
μεσαίου βαθμού, κυρίως προκειμένου περί μεγάλων χωρών, στις οποίες οι<br />
«υψηλά ιστάμενοι» ουδόλως ασχολούνται με λεπτομέρειες όπως η μελέτη των<br />
φακέλλων. Μπορεί σε υπουργικό π.χ. επίπεδο οι διακρατικές σχέσεις να είναι<br />
καλές. Αν όμως ο μέσος υπάλληλος βομβαρδίζει τους προσταμένους του με<br />
αρνητικές εκθέσεις γιά την Ελλάδα, υποκινούμενος, σε μεγάλο βαθμό, από δυσφορία<br />
γιά όσα ακούει καθημερινώς κατά της χώρας του, τότε και οι καλύτερες<br />
σχέσεις σε ανώτερο επίπεδο δεν αρκούν γιά να αντιμετωπίσουν την συστηματική<br />
εκ των κάτω υπονόμευση.<br />
Υπό τις συνθήκες αυτές είναι προφανές ότι η Ελλάδα έχει πολύ περιωρισμένα<br />
περιθώρια να αξιοποιήσει την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ γιά να ενισχύσει<br />
διεθνώς την θέση της. Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι υπάρχουν και αντικειμενικές<br />
δυσχέρειες γιά μιά τέτοια αξιοποίηση. Η ανάγκη διατηρήσεως υψηλού<br />
επιπέδου αμύνης έναντι της Τουρκίας περιορίζει τις δυνατότητές μας συμμετοχής<br />
με μάχιμες μονάδες –αν, βεβαίως, κάτι τέτοιο ήταν επιθυμητό– στις δυνάμεις<br />
του ΝΑΤΟ π.χ. στο Αφγανιστάν, ή στην διάθεση οπλικών συστημάτων<br />
τα οποία χρειάζονται εκεί οι συμμαχικές δυνάμεις. Όλα αυτά περιορίζουν τις<br />
ενδοσυμμαχικές δυνατότητές μας. Και πάντως δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια<br />
αξιοποιήσεως της συμμετοχής μας.<br />
Τα πράγματα σε ότι αφορά την παρουσία μας στην ΕΕ είναι ευτυχώς διαφορετικά.<br />
Και εκεί υπήρξε μία περίοδος στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, κατά
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 391<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 391<br />
την οποία η Ελλάς ήταν κυριολεκτικά το «μαύρο πρόβατο» της τότε ΕΟΚ. Η<br />
διαφοροποίηση των ελληνικών θέσεων από τις κοινοτικές σε μείζονος σημασίας<br />
θέματα που αφορούσαν την διεθνή παγκόσμιο τάξη όπως η κατάρριψη του<br />
κορεατικού αεροπλάνου και η δικτατορία Jaruzelski στην Πολωνία δεν διευκόλυναν<br />
την συνεργασία ούτε προώθησαν την εμπιστοσύνη των Κοινοτικών εταίρων<br />
προς την Ελλάδα. Αντίθετα, καλλιέργησαν την εντύπωση ότι η Ελλάς ήταν,<br />
εν τινι μέτρω, ξένο σώμα που δεν συμμεριζόταν τις αξίες της Ευρώπης –και ως<br />
γνωστόν η ΕΟΚ και η εν συνεχεία ΕΕ είναι πρωτίστως μία κοινωνία αξιών.<br />
Όσοι έλληνες διπλωμάτες είχαν να ασχοληθούν την εποχή αυτή με την διαμόρφωση<br />
κοινών θέσεων στο πλαίσιο της ΕΟΚ θυμούνται καλά το πνεύμα δυσπιστίας<br />
που είχαν να αντιμετωπίσουν.<br />
Ευτυχώς η κατάσταση άλλαξε από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Οι εν συνεχεία<br />
κυβερνήσεις συνεργάσθηκαν σοβαρά με την ΕΕ, όχι υπό την έννοιαν<br />
της παθητικής συμφωνίας με τη γνώμη της πλειοψηφίας, αλλά σαν ομόφρονα<br />
μέλη τα οποία δεν περιώριζαν την συμμετοχή τους στα θέματα ιδιαιτέρου ελληνικού<br />
ενδιαφέροντος –οπότε οι θετικές επιπτώσεις θα ήσαν κατ’ ανάγκην ελάχιστες–<br />
αλλά, αντιθέτως, συνηργάζοντο γιά να προωθήσουν αυτή ταύτη την έννοια<br />
της Ευρώπης. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής της ενεργού συμμετοχής<br />
στα ευρωπακά κοινά, ήταν το μείζον επίτευγμα της εντάξεως της Ελλάδος<br />
στην ΟΝΕ.<br />
Δύο παρατηρήσεις εν προκειμένω: πρώτον, ότι η θέση της Ελλάδος εντός<br />
της ΕΕ θα μπορούσε να είναι πολύ ισχυρότερη αν είχαμε αξιοποιήσει καλύτερα<br />
τους πόρους που εισέρρευσαν στην χώρα μας από τις Βρυξέλλες. Το ότι<br />
γίνονται διάφορα δημόσια έργα –που διαφορετικά πιθανώτατα δεν θα επρόκειτο<br />
να γίνουν ποτέ- με κοινοτική συγχρηματοδότηση, δεν σημαίνει και πολλά<br />
πράγματα. Σημασία θα είχε αν δεν είχαμε κατασπαταλήσει τα πρώτα χρόνια<br />
της εντάξεώς μας τα κοινοτικά κονδύλια, αν είχαμε την δυνατότητα μείζονος<br />
απορροφήσεως των κοινοτικών πόρων και αν είχαμε αξιοποιήσει την συμμετοχή<br />
μας στην ΕΕ για να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες δομικές αλλαγές<br />
στην ελληνική οικονομία που θα μας επέτρεπαν να αποκτήσουμε σημαντικώτερη<br />
θέση εντός της Ενώσεως. Δυστυχώς, γιά λόγους που δεν είναι του παρόντος,<br />
αυτά δεν έγιναν και κατέχουμε το θλιβερό προνόμιο να μας προσπερνούν<br />
διαδοχικά στις επιδόσεις των διαφόρων οικονομικών δεικτών, κράτη τα οποία<br />
εισήλθαν μετά από εμάς, τα οποία έχουν όμως αξιοποιήσει αποτελεσματικά<br />
την βοήθεια των Βρυξελλών. Η κοντόφθαλμη πολιτική που έβλεπε την ΕΟΚ<br />
αποκλειστικά σαν πηγή αντλήσεως πόρων, αντί του ορθού, ότι δίνει δηλαδή το<br />
έναυσμα και τις δυνατότητες γιά να αυξήσουμε τις επιδόσεις μας, υπήρξε εξόχως<br />
βλαπτική γιά την Ελλάδα.<br />
Δεύτερον, ότι η Ελλάδα υπήρξε πολλές φορές υπεράγαν γενναιόδωρος.<br />
Κατά την διάρκεια της μείζονος διευρύνσεως με οκτώ κεντροευρωπακά και
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 392<br />
392 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
ανατολικοευρωπακά κράτη (δεν συζητώ γιά την Κύπρο και την Μάλτα), η Ελλάδα<br />
μοίραζε αφειδώς υποσχέσεις υποστηρίξεως χωρίς, όπως προκύπτει, να<br />
έχει προσπαθήσει να εξασφαλίσει κάτι έναντι. Συγκεκριμένα, χωρίς να υπάρχει<br />
βέβαια ένα ρητό do ut des, δεν φαίνεται να επιδιώξαμε –και πάντως δεν πετύχαμε–<br />
να εξασφαλίσουμε κάποια, αν όχι υποστήριξη, πάντως κατανόηση σε<br />
θέματα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος μας.<br />
Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο θέμα της ΠΓΔΜ και τις συνέπειες του συναφούς<br />
ενδιαφέροντος της Ουάσιγκτων να ενταχθή η χώρα αυτή στο ΝΑΤΟ.<br />
Από ό,τι δημοσιεύθηκε, προέκυψε ότι οι κεντρο-ανατολικο-ευρωπακές χώρες<br />
στο σύνολό τους υπήρξαν όλως επικριτικές των ελληνικών θέσεων, όταν η Ελλάς<br />
στην Σύνοδο του Βουκουρεστίου απέτρεψε την ένταξη αυτή, εν αναμονή<br />
της επιλύσεως του θέματος του ονόματος. Η Ελλάδα είχε ενθουσιωδώς υποστηρίξει<br />
την ένταξη των χωρών αυτών τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ. Αναρωτιέμαι<br />
αν έγιναν όσα έπρεπε και μπορούσαν να έχουν γίνει κατά την προενταξιακή<br />
πέριοδο, όταν οι ηγεσίες των χωρών αυτών επεσκέπτοντο την Ελλάδα,<br />
επισπεύδουσες προς υποστήριξη του αιτήματος εντάξεώς τους, ώστε να τους<br />
καταστεί σαφές ότι η Ελλάδα ευχαρίστως θα υποστηρίξει το αίτημά τους αυτό,<br />
αλλά θα πρέπει και οι ίδιοι να έχουν υπ’ όψιν τους ωρισμένες ελληνικές ευαισθησίες.<br />
Τοποθέτηση που δεν θα ετίθετο βεβαίως εκβιαστικά, διότι, ανεξαρτήτως<br />
οτιδήποτε άλλου, μιά τέτοια τακτική θα ήταν αυτοκαταστροφική. Αλλά γιά<br />
να καταστεί σαφές ότι η ΕΕ είναι όντως μία «Ένωσις», όπου τα κράτη-μέλη<br />
καλούνται να αλληλοστηρίζονται σε θέματα μείζονος ενδιαφέροντος. Αυτό δεν<br />
θα εξασφάλιζε βέβαια υποστήριξη των ελληνικών θέσεων, αλλά θά μπορούσε<br />
να εξαργυρωθή τουλάχιστον με μία αιδήμονα σιγήν. Παρενθετικά: Κατά την<br />
κρίση των Ιμίων, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών διεμαρτύρετο είς τον<br />
εγνωσμένως φιλότουρκο Ιταλό Πρέσβυ στην ΄Αγκυρα γιά την υποστήριξη της<br />
ΕΕ προς τις ελληνικές θέσεις. Για να δεχθή την απάντηση ότι η υποστήριξη<br />
αυτή ήταν φυσιολογική, μιά και η ΕΕ αποτελούσε μία οικογένεια, τα μέλη της<br />
οποίας αλληλοποστηρίζονται.<br />
Αυτά σε γενικές γραμμές είναι τα προβλήματα και οι δυνατότητες της Ελλάδος.<br />
Στην πράξη, από τα τρία μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, ένα<br />
είναι αυτό το οποίο έχει αμεσότητα, το της ΠΓΔΜ. Το Κυπριακό είναι ένα<br />
θέμα όπου η Κυπριακή Κυβέρνηση έχει –και πρέπει να έχει– τον πρωτεύοντα<br />
ρόλο. Οι ιστορικές ευθύνες της Ελλάδος είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν βεβαίως<br />
μιά πολιτική αποστάσεων ή αδιαφορίας. Αλλά δεν επιτρέπουν, επίσης,<br />
μία δημοσία παρεμβατική πολιτική, από την στιγμή που η Κυπριακή Κυβέρνηση<br />
έχει τον πρωτεύοντα λόγο. Η τακτική που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάς<br />
δεν είναι εύκολη: Από την μία μεριά να υποστηρίζει διεθνώς σε διμερείς<br />
επαφές την υπόθεση της Κύπρου, αλλά από την άλλη να γίνεται αυτό με τρόπο<br />
που να μήν υπονομεύεται η διεθνής υπόστασις της Κυπριακής Δημοκρατίας.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 393<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 393<br />
Αυτό είναι ακόμη πιό επιτακτικό από την στιγμή που η Κύπρος έγινε μέλος της<br />
ΕΕ και δεν είναι πλέον ένα αδύναμο κρατίδιο χωρίς σοβαρά διεθνή ερείσματα.<br />
Οι σχέσεις μας με την Τουρκία διέρχονται την στιγμή αυτή μία περίοδο σχετικής<br />
υφέσεως, υπό την έννοιαν ότι δεν έχουμε μείζονες κρίσεις, αλλά μόνο τις<br />
πάγιες έμπρακτες αμφισβητήσεις εκ μέρους της Τουρκίας των θέσεών μας. Η<br />
πολιτική της υποστηρίξεως –ορθότερη θα ήταν μία πολιτική «ενεργού αποδοχής»-<br />
της τουρκικής πορείας προς την Ευρώπη είναι αναμφισβήτητα ορθή. Δεν<br />
χρειάζονται βέβαια οι περιστασιακά σημειούμενες υπερβολές, ούτε η επιμελής<br />
αποφυγή οποιασδήποτε αυστηρότητος στους σχολιασμούς μας διαφόρων παρανόμων<br />
τουρκικών ενεργειών. Η πιθανή εξέλιξη των τουρκο-ευρωπακών σχέσεων<br />
πρέπει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα, με υποστήριξη των ελληνικών<br />
συμφερόντων, όταν αυτά επηρεάζονται από τις διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες<br />
και έχοντας πάντα υπ’ όψιν τα εξής: ότι η Τουρκία είναι σοβαρή χώρα και όταν<br />
λέει ότι δεν θα θυσιάσει αυτά που θεωρεί εθνικά της συμφέροντα για χάριν της<br />
Ευρώπης, το εννοεί. Συγκεκριμένα, δεν πρόκειται η Τουρκία να αποδεχθή δυσμενή<br />
–κατά την κρίσιν της– ρύθμιση των διαφορών της με την Ελλάδα, έναντι<br />
ενδεχομένης εντάξεώς της. Και, δεύτερον, ότι δεν εξαρτάται από την Ελλάδα αν<br />
η Τουρκία θα ενταχθή ή όχι. Την ένταξη δεν μπορούμε να την επιβάλουμε και<br />
την απόρριψη του τουρκικού αιτήματος δεν χρειάζεται να σπεύσουμε να κάνουμε<br />
εμείς. Υπάρχουν πολλοί άλλοι υποψήφιοι εν προκειμένω.<br />
Σε ότι αφορά το θέμα της ΠΓΔΜ, είναι προτιμώτερο να μή μπεί κανείς σε<br />
λεπτομέρειες, μιά και το όλο πρόβλημα είναι εν εξελίξει. Μία παρατήρηση<br />
μόνο: δεν είναι σκόπιμο να επαφιέμεθα αποκλειστικά στις πρωτοβουλίες και<br />
στις μεσολαβήσεις τρίτων, ευελπιστούντες ότι από αυτές θα προκύψει μία ανεκτή<br />
λύση. Επιβάλλεται να υπάρχει συνεχής δραστηριότης προς κάθε κατεύθυνση.<br />
Πιο συγκεκριμένα: οι αρχές των Σκοπίων δεν υπνώττουν και μας θέτουν<br />
συνεχώς ενώπιον αιφνδιασμών, είτε αυτές είναι η επωνυμία αεροδρομίων<br />
ή το όνομα με το οποίο θα περελάσουν στη τελετή ενάρξεως των Ολυμπιακών<br />
Αγώνων. Τα διαπραγματευτικά κέρδη από μιά τέτοια τακτική είναι προφανή.<br />
Καλό θά ήταν να επεδεικνύαμε και εμείς ανάλογη δραστηριότητα, ώστε να<br />
έχουμε και μείς κάποια πρωτοβουλία και να μήν αντιδρούμε απλώς.<br />
Πέρα όμως από τα ανωτέρω, που αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα,<br />
έχουμε να αντιμετωπίσουμε και άλλα θέματα, που δεν μας αφορούν ευθέως<br />
αλλά είναι απόρροια του γεγονότος ότι ζούμε στο πλαίσιο οργανωμένων ομάδων<br />
κρατών, τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα. Ως<br />
ενεργό κράτος, είμαστε υποχρεωμένοι να λαμβάνουμε θέση επί προβλημάτων<br />
που ανακύπτουν μεταξύ τρίτων χωρών. Τούτο πρέπει να γίνεται με ένα τρόπο<br />
που εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας, χωρίς να είναι όμως εξόφθαλμα ωφελιμιστικός,<br />
γιά να μην υπονομεύεται η αξιοπιστία μας.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 394<br />
394 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
Οι εξελίξεις στο πλαίσιο της ΕΕ αποτελούν μία πρόκληση την οποία δεν<br />
μπορούμε αλλά και δεν πρέπει να αποφύγουμε. Ευτυχώς, η συμμετοχή μας<br />
στην ΕΕ αποτελεί το ισχυρότερο χαρτί στα χέρια μας. Αφ’ ης μάλιστα η Ελλάδα<br />
πραγματοποίησε ουσιαστική στροφή προς την ευρωπακή ιδέα και μάλιστα εν<br />
τοις πράγμασι και όχι απλώς με τα λόγια, το κύρος μας εντός της ΕΕ αυξήθηκε<br />
ουσιαστικά. Και αυξήθηκε, όχι επειδή υιοθετήθηκε μιά πολιτική τυφλής συμπαρατάξεως<br />
προς τις όποιες απόψεις της πλειοψηφίας –πολιτική που θα ήταν<br />
καταδικασμένη σε αποτυχία– αλλά επειδή η Ελλάδα άρχισε να λειτουργεί σαν<br />
ενεργό μέλος της ΕΕ, να υποβάλλει προτάσεις γιά το μέλλον της, να ενδιαφέρεται<br />
–για να χρησιμοποιήσω μιά ακραιφνώς ελληνική έκφραση–, να ενδιαφέρεται<br />
γιά τα κοινά.<br />
Το γεγονός ότι, παρά τις αδυναμίες της, η Ελλάδα συμπεριφέρεται εδώ και<br />
πάνω από δέκα χρόνια σαν ισότιμος εταίρος και –το κυριώτερο- ότι είναι αποδεκτή<br />
από τους υπολοίπους σαν κράτος-μέλος του σκληρού πυρήνα της ΕΕ,<br />
αποτελεί μείζον πλεονέκτημα. Σημασία έχει να διατηρήσει αυτή την περιζήτητη<br />
θέση. Και στην σημερινή περίοδο, κατά την οποία αυτή η ιδέα της ΕΕ αμφισβητείται<br />
από ωρισμένα μέλη της, είναι προφανές ότι η πίστη της Ελλάδος<br />
στην ιδέα αυτή και η συνεισφορά της στην προώθηση της, αποτελεί παράγοντα<br />
ιδιαίτερα ενισχυτικό γιά την ελληνική πολιτική.<br />
Αντιθέτως, η ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και κατ’ επέκτασιν<br />
με το ΝΑΤΟ, φαίνεται τη στιγμή αυτή ανέφικτος. ΄Οχι λόγω εγγενών<br />
αντι-ελληνικών διαθέσεων στις ΗΠΑ, αλλά διότι σε διάφορα διεθνή θέματα<br />
ιδιαιτέρας σημασίας γιά μας, όπως οι σχέσεις με την Τουρκία, οι περαιτέρω<br />
σχέσεις με διάφορα βαλκανικά κράτη και η συνεργασία με την Ρωσσία σε θέματα<br />
αγωγών, η Ελλάδα βρίσκεται στην αντιπέρα όχθη από εκείνη στην οποία<br />
ευρίσκονται οι ΗΠΑ. Και αν γιά την Washington τα θέματα αυτά άπτονται των<br />
γενικωτέρων γεωπολιτικών συμφερόντων της και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο<br />
παγκοσμίου σχεδιασμού, γιά την Ελλάδα πρόκειται γιά προβλήματα αμέσου<br />
εθνικού ενδιαφέροντος και συνεπώς τα περιθώρια ουσιαστικής μεταβολής της<br />
στάσεως είναι στην πράξη ανύπαρκτα. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει.<br />
Αυτό όμως που μπορεί και πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των ελληνο-αμερικανικών<br />
σχέσεων, αν όχι γιά να βελτιωθούν, τουλάχιστον γιά να μη χειροτερεύουν,<br />
είναι η αποτροπή ή έστω η σοβαρή αποδοκιμασία όλων των ανοήτων<br />
αλλά απίστευτα εκνευριστικών αντιαμερικανικών εκδηλώσεων και δηλώσεων<br />
που απευθύνονται στην γαλαρία και κανένα πρακτικό σκοπό δεν εξυπηρετούν,<br />
εκτός από το να ενοχλούν τον αποδέκτη. Μιά τέτοια τακτική, ανεξάρτητα από<br />
το ότι θά έπρεπε να θεωρείται αυτονόητος, προσφέρει τουλάχιστον ότι δεν<br />
ενοχλείς ασκόπως, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να κάνεις παραχωρήσεις σε<br />
θέματα που είναι όντως ζωτικής σημασίας.<br />
Σε ότι αφορά τις σχέσεις της με τρίτες χώρες, η Ελλάδα έχει να επιδείξει
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 395<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 395<br />
αξιοσημείωτη βελτίωσή τους με τη Ρωσία και την Κίνα. Η ιδιαίτερη σημασία<br />
που έχει η καλλιέργεια των σχέσεων αυτών είναι ότι, στο μέτρο που τουλάχιστον<br />
γνωρίζω, στηρίζονται σε στέρεες βάσεις, δηλαδή σε μία σύγκλιση συμφερόντων<br />
και όχι σε ανοητολογίες περί πατροπαραδότων δεσμών φιλίας, θρησκευτικής<br />
ταυτότητος και κοινών παναρχαίων πολιτισμών. Η πολιτική προωθήσεως<br />
των σχέσεων αυτών, αν μπορέσει να αποφύγει τους επικίνδυνους σκοπέλους,<br />
είναι ιδιαίτερα ευοίωνος.<br />
Οι σκόπελοι που ανέφερα είναι προφανείς: στις διμερείς σχέσεις με την<br />
Ρωσία και την Κίνα, η Ελλάδα, λόγω συντριπτικής διαφοράς μεγεθών, είναι η<br />
επισπεύδουσα πλευρά γιά την προώθησή τους. Με άλλα λόγια, γιά να το πούμε<br />
απλά, εμείς έχουμε κατά πολύ περισσότερο ανάγκη τη Ρωσία και την Κίνα από<br />
ότι εκείνες εμάς.<br />
Αυτό δεν θα είχε τόση σημασία αν δεν επρόκειτο περί δυο χωρών οι οποίες<br />
συχνά ευρίσκονται στο στόχαστρο της, εν ευρυτέρα εννοία, Δύσης γιά ενέργειες<br />
που παραβαίνουν ωρισμένους σήμερα γενικά ανεγνωρισμένους κανόνες<br />
συμπεριφοράς. Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη σε ένα εξισορροπιστικό<br />
παιχνίδι μεταξύ της συμπαρατάξεώς της με τούς εταίρους ή συμμάχους<br />
της και της διατηρήσεως καλών σχέσεων με μία μεγάλη δύναμη την<br />
οποία δε θέλει να ενοχλήσει υπεράγαν. Οι λόγοι είναι προφανείς: μία χώρα<br />
σαν π.χ. τη Γερμανία έχει, αν θέλει, την άνεση να ενοχλήσει με έντονη κριτική<br />
τη Ρωσία ή και να προχωρήσει σε μία προσωρινή αναστολή εμπορικο-οικονομικών<br />
δραστηριοτήτων, όπως ήταν η πρόταση προκειμένου περί της Κίνας μετά<br />
την σφαγή στην Πλατεία Τιέν Αν Μεν. Δεδομένου ότι οι διακρατικές σχέσεις<br />
μεταξύ των χωρών αυτών διεξάγονται λίγο-πολύ σε επίπεδο ίσων, όταν παρέλθουν<br />
οι στιγμές εντάσεως, είναι εύκολο να ξαναρχίσουν οι επαφές και η συνεργασία<br />
από το σημείο στο οποίο ήσαν όταν επήλθε η προσωρινή ρήξις, μιά και<br />
τα συμφέροντα είναι αμφίδρομα. Γιά την Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι τόσο<br />
απλά. Δεν είναι εύκολο να παγώσεις ή να διακόψεις οικονομικές σχέσεις τις<br />
οποίες επάσχισες επί χρόνια να δημιουργήσεις. Δεν είναι επίσης εύκολο να<br />
καταγγέλλεις έντονα κάποιον όταν προσβλέπεις σε αποδοτική οικονομική συνεργασία<br />
με αυτόν. ΄Οταν εσύ είσαι ο επισπεύδων για την πρώθηση διμερών<br />
σχέσεων, πρέπει να κάνεις μερικές φορές τα στραβά μάτια άν είναι να μήν τις<br />
βλάψεις.<br />
Μέ βάση τα ανωτέρω, είναι σχετικά εύκολο να κάνει κανείς ένα ψύχραιμο<br />
απολογισμό της θέσεως της Ελλάδος στο σημερινό διεθνές περιβάλλον. Ένα<br />
περιβάλλον που έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, δηλαδή<br />
από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την ουσιαστική εξαφάνιση<br />
των κομμουνιστικών καθεστώτων. Και το αποτέλεσμα των αλλαγών δεν<br />
ήσαν πάντοτε προς όφελος μας.<br />
Η Ελλάδα, λόγω διαφόρων αντιαμερικανικών καταβολών, εθεωρείτο από
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 396<br />
396 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
ωρισμένους τρίτους λίγο-πολύ σαν ένα κράτος που θα μπορούσε να είναι αμφιβόλου<br />
εμμονής στην δυτική παράταξη και συνεπώς αξιοποιήσιμο γιά τις δικές<br />
τους επιδιώξεις. Η επαμφοτερίζουσα πολιτική της δεκαετίας του ’80, οι ερωτοτροπίες<br />
με το κίνημα των αδεσμεύτων, ενίσχυσαν την εικόνα αυτή της Ελλάδος,<br />
ανεξάρτητα από το αν αυτή ήταν δικαιολογημένη ή όχι. Το κέρδος από την κατάσταση<br />
αυτή ήταν ότι σε συγκεκριμένα θέματα, όπως το Κυπριακό ή διάφορες<br />
υποψηφιότητες στον ΟΗΕ, η Ελλάδα είχε εξασφαλισμένη την ψήφο σημαντικού<br />
αριθμού κρατών, είτε τριτοκοσμικών είτε του ανατολικού μπλόκ. Απόδειξις,<br />
η κατά πολύ καλύτερη επίδοση της Ελλάδος στις εκλογές για μέλος του<br />
Συμβουλίου Ασφαλείας το 1988 σε σύγκριση με εκείνη του 1998, παρά τα απείρως<br />
περισσότερα διατεθέντα την δεύτερη φορά μέσα. Η διεθνής όμως συγκυρία<br />
είχε μεταβληθεί και η μεταβολή ήταν εις βάρος της ελληνικής υποψηφιότητος.<br />
Η κατάρρευση του ανατολικού μπλόκ προσέθεσε στην διεθνή κοινότητα μία<br />
σειρά νεωστί ανεξαρτήτων κρατών, τα οποία, με βάση την θλιβερή εμπειρία<br />
των προηγουμένων δεκαετιών προσέβλεπαν αποκλειστικά και μόνον στις<br />
ΗΠΑ και ήσαν πλέον ή ευτυχή να ακολουθούν την πορεία που η Woshington<br />
θα τους υπεδείκνυε. Βεβαίως, η υποστήριξη των ελληνικών θέσεων δεν συμπεριελαμβάνετο<br />
μεταξύ των αμερικανικών αυτών προτροπών. Δεδομένου δε ότι<br />
οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδος από εχθρικά και επικίνδυνα γιά την Δύση καθεστώτα,<br />
μετεβλήθησαν σε διαπρύσιους υποστηρικτές των ΗΠΑ, η γεωγραφική<br />
στρατηγική σημασία της Ελλάδος μειώθηκε σημαντικά.<br />
Παρενθετικά, τούτο δεν ισχύει προκειμένου περί της Τουρκίας. Η Άγκυρα<br />
συνέχισε να συνορεύει με περιοχές που αποτελούν ακόμη «θερμά σημεία»<br />
όπως ο Καύκασος, το Ιράκ, το Ιράν και, βεβαίως, η Μέση Ανατολή. Περιοχές<br />
όπου τα αμερικανικά συμφέροντα εξακολουθούσαν να έρχονται σε σύγκρουση<br />
με τα συμφέροντα άλλων χωρών, είτε εντός των εν λόγων περιοχών, είτε γειτονικών<br />
προς αυτές. Το θέμα των αγωγών πετρελαίου, που ετέθη ως μία νέα παράμετρος<br />
του αμερικανο – ρωσικού ανταγωνισμού στην περιοχή ενίσχυσε σημαντικά<br />
το ειδικό βάρος της Τουρκίας.<br />
Η Ελλάδα, βεβαίως, δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια και προσπάθησε να<br />
αξιοποιήσει τις δικές της δυνατότητες, τόσο σχετικά με τα βαλκανικά κράτη,<br />
όσο και με την Αρμενία και την Γεωργία στον Καύκασο. Δεν είναι του παρόντος<br />
να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής. Αρκεί να ειπωθεί<br />
ότι αναμφισβήτητα υπήρξαν ωρισμένα θετικά αποτελέσματα, αν και ο<br />
δρόμος ήταν και παραμένει εξαιρετικά δύσκολος.<br />
Η σταθεροποίηση της καταστάσεως στα Βαλκάνια που μας απήλλαξε από<br />
το άγος τής χωρίς μέτρο υποστηρίξεως ο,τιδήποτε του σερβικού, επέτρεψε στην<br />
Ελλάδα να αξιοποιήσει στο μέτρο του δυνατού τις ικανότητές της, κυρίως υπό<br />
την μορφή επενδύσεων. Τα αποτελέσματα πρέπει να θεωρηθούν οπωσδήποτε
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 397<br />
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 397<br />
θετικά. Παράλληλα, η ανάπτυξη των σχέσεων με την Ρωσία υπήρξε πολλαπλά<br />
ωφέλιμος, πάντα υπό το φως όσων εξετέθησαν ανωτέρω.<br />
Η θέση της χώρας μας στην διεθνή σκηνή είναι ικανοποιητική στο μέτρο<br />
που η ΕΕ είναι ισχυρή και ο σκληρός ηγετικός της πυρήν, επίσημος ή ανεπίσημος,<br />
αισθάνεται ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δικαιωματικά ανήκει εκεί.<br />
Γιά τον λόγο αυτό απαραίτητο στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής<br />
πρέπει να είναι η ενεργός συμμετοχή στις εξελίξεις της Ευρώπης, ώστε οι έννοιες<br />
Ελλάδα και Ευρώπη να είναι ταυτόσημες. Βεβαίως, θα ωφελούσε πολύ<br />
στο Ευρωπακό πλαίσιο άν η Ελλάδα μπορούσε να βελτιώσει την απόδοση της<br />
σε διάφορους τομείς, κυρίως οικονομικούς, ώστε να μην εμφανιζόμαστε σαν<br />
ένα προβληματικό μέλος.<br />
Το αξιόπιστο μιάς χώρας στην διεθνή κοινότητα εξαρτάται κατά πολύ από<br />
την σταθερότητα και την σοβαρότητα των θέσεών της. Στην Ελλάδα τις δύο<br />
σχεδόν τελευταίες δεκαετίες είχαμε την τύχη να υπάρχει ομοφωνία της συντριπτικής<br />
πλειοψηφίας τόσον των κομμάτων όσο και του ελληνικού λαού σε ό,τι<br />
αφορά τις μείζονες τοποθετήσεις της εξωτερικής μας πολιτικής. Οι όποιες διαφορές<br />
υπήρχαν αφορούσαν πολύ περισσότερο σημεία τακτικής παρά θέματα<br />
ουσίας. Γιά μιά χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα εξωτερικής πολιτικής,<br />
αυτό είναι μείζον κέρδος.<br />
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, όπως αναφέρθηκε πιό πριν,<br />
είναι σοβαρά. Δεν είναι του παρόντος να μπεί κανείς σε εκτιμήσεις ως προς τις<br />
προοπτικές ικανοποιητικής επιλύσεώς τους. Ένα πράγμα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε:<br />
ότι δεν έχει έννοια να περιφερόμεθα ζητώντας την βοήθεια τρίτων<br />
γιά την επίλυση των προβλημάτων μας και μετά να διαμαρτυρόμεθα επειδή<br />
οι ιδέες που υποβάλλονται δεν κρίνονται από εμάς ικανοποιητικές. Όποιος είναι<br />
ο επισπεύδων, αυτός είναι ο οποίος συνήθως υφίσταται τις συνέπειες από<br />
την δραστηριότητα άλλων γιά αντιμετώπιση ενός προβλήματος, το οποίο μπορεί<br />
να είναι γι΄αυτόν μείζονος σημασίας, αλλά γιά τους τρίτους, αφ’ υψηλού<br />
ορώντες την κατάσταση, δεν είναι παρά μία ενοχλητική παρανυχίς. Δεν έχει<br />
έννοια να λέμε ότι ένα οποιοδήποτε πρόβλημα είναι ανύπαρκτο, μόνο και μόνο<br />
επειδή εμείς δεν θέλουμε να το συζητήσουμε, θεωρώντας ότι οι οποιεσδήποτε<br />
αξιώσεις και θέσεις της Τουρκίας ή της ΠΓΔΜ είναι αβάσιμες και αυθαίρετες.<br />
Η ύπαρξη ή μη ενός προβλήματος δεν εξαρτάται από την σύμφωνο γνώμη αμφοτέρων<br />
των πλευρών. Απλώς και μόνο με την προβολή ενός, αβασίμου έστω,<br />
μονομερούς ισχυρισμού το θέμα δημουργείται. Θα είναι πολύ πρακτικώτερο<br />
και αποτελεσματικώτερο, αντί να λέμε ότι ωρισμένες αξιώσεις γειτόνων μας<br />
είναι ανύπαρκτες και συνεπώς δεν τις συζητάμε, να ενημερώναμε τρίτους επί<br />
της πραγματικής υφής και προστορίας των θεμάτων αυτών. ΄Η, ακόμα καλύτερο,<br />
να εγείρουμε και από δικής μας πλευράς αντίστοιχα θέματα. Η συστηματική<br />
αποσιώπηση επί δεκαετίες από ελληνικής πλευράς του θέματος της ΄Ιμ-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 398<br />
398 ΔΗΜHΤΡΙΟΣ ΝΕΖΕΡIΤΗΣ<br />
βρου και της Τενέδου αποτελεί, γιά μένα τουλάχιστον, μη αντιληπτή επιλογή.<br />
Η διεθνής θέση της Ελλάδος θα μπορούσε βεβαίως να είναι καλύτερη. Αυτό<br />
όμως δεν είναι ένα θέμα που εξαρτάται αποκλειστικά από την επιτυχή άσκηση<br />
της εξωτερικής πολιτικής. Γιά την ακρίβεια, η επιτυχής άσκηση εξωτερικής πολιτικής,<br />
αποτελεί την κορωνίδα μιάς ολοκλήρου σειράς παραγόντων που αναφέρονται<br />
στην όλη εικόνα του κράτους και στις δυνατότητές του. ΄Οπως αναφέρθηκε<br />
στην αρχή, η θέση μιάς χώρας είναι ισχυρή διεθνώς όταν η οικονομία<br />
της είναι σταθερή και ισχυρή, όταν η πολιτική της είναι συνεπής και αξιόπιστος<br />
και όταν οι κοινωνικές της δομές είναι σταθερές. Δεν μπορούμε να πούμε ότι<br />
όλα αυτά ισχύουν προκειμένου περί της Ελλάδος στο επιθυμητό επίπεδο. Αυτά<br />
είναι όμως θέματα που ξεφεύγουν από τα όρια του παρόντος, πρέπει όμως να<br />
αναφερθούν, έστω και σαν απλή απαρίθμηση, γιά να υπάρχει μιά κατά το δυνατόν<br />
ολοκληρωμένη εικόνα.<br />
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βελτίωση της καταστάσεως εξαρτάται από<br />
εμάς. Όσο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στις αδιαμφισβήτητες δυνάμεις<br />
και δυνατότητές μας, αντί να ανησυχούμε ομφαλοσκοπούντες γιά τους κινδύνους<br />
και τις δυσκολίες που οπωσδήποτε αντιμετωπίζουμε, τόσο μεγαλύτερες<br />
πιθανότητες έχουμε να τους ξεπεράσουμε. Όπως οι επιτυχίες που σημειώνουμε<br />
πρέπει να πιστώνονται σε μας, έτσι και οι όποιες αποτυχίες μας, σε μας<br />
πρέπει να χρεώνονται και όχι σε άγνωστες σκοτεινές δυνάμεις.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 399<br />
22<br />
Στρατηγικές αναβάθμισης του ελληνικού<br />
παράγοντα στη Μεσόγειο και τη Νότια Ευρώπη<br />
Δημήτρης K. Ξενάκης<br />
Μολονότι η συμμετοχή στα όργανα της Ευρωπακής Ένωσης (ΕΕ) και η<br />
ανάπτυξη των διμερών σχέσεων με τους ευρωπαίους εταίρους, τις ΗΠΑ και την<br />
αναβαθμισμένη Ρωσία αποτελούν θεμελιώδεις προτεραιότητες για τη διαχείριση<br />
των παραδοσιακών θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (Τουρκία,<br />
Κυπριακό και Βαλκάνια), δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται οι προκλήσεις<br />
και οι περιφερειακές εξελίξεις στον ζωτικό χώρο της Μεσογείου. Μια<br />
διόλου απίθανη αναζωπύρωση της διαμάχης στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε<br />
να οδηγήσει σε αύξηση των φαινόμενων βίας και τρομοκρατίας στην περιοχή,<br />
επηρεάζοντας την τουριστική βιομηχανία, την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών<br />
και άλλες κρίσιμες οικονομικές δραστηριότητες. Αναμφισβήτητα, η γεωπολιτική<br />
θέση της Ελλάδας στο νοτιο-ανατολικό άκρο του ευρωπακού χώρου<br />
σταθερότητας και ανάπτυξης επιτάσσει τα συμφέροντα της με εκείνα των υπόλοιπων<br />
νότιων ευρωπακών χωρών και των πρωτοβουλιών συνεργασίας για τη<br />
σταθερότητα και την ανάπτυξη που προωθούνται στην περιοχή μετά το τέλος<br />
του Ψυχρού πολέμου. Στη νέα περίοδο, αν και σε μικρότερο βαθμό από τις<br />
υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης, η Ελλάδα ανέπτυξε τη μεσογειακή της<br />
πολιτική, κυρίως στο πολυμερές πλαίσιο της ΕΕ, με επιστέγασμα την τελευταία<br />
Ελληνική Προεδρία, το 2003. Πιο πρόσφατα, η αμέριστη στήριξη της ελληνικής<br />
κυβέρνησης στη μεσογειακή πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου Σαρκοζί,<br />
εκτός από τη βοήθεια που παρείχε στο ζήτημα των Σκοπίων, αποτελεί και μια<br />
νέα ευκαιρία για την αναβάθμιση του ελληνικού παράγοντα στην περιοχή.<br />
Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει το πλαίσιο στρατηγικής συνεργασίας στη Μεσόγειο<br />
και την πρωτοβουλία της Γαλλίας, αλλά και την εξέλιξη της μεσογειακής<br />
πολιτικής της Ελλάδας, καταλήγοντας στις προποθέσεις αναβάθμισης του ελληνικού<br />
στρατηγικού παράγοντα στο περιφερειακό πλαίσιο, όπως την ανά-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 400<br />
400 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
πτυξη της μεσογειακής διάστασης με τη δέσμευση των απαραίτητων πόρων και<br />
αναβάθμιση των σχετικών υπηρεσιών, δεξαμενών σκέψης, ερευνητικών και<br />
πανεπιστημιακών τμημάτων κ.λπ., την ανάληψη πρωτοβουλιών για το συντονισμό<br />
και την ενίσχυση των νοτιο-ευρωπακών προσπαθειών εξισορρόπησης<br />
στην υπερ-διευρυμένη ΕΕ και την αναζήτηση νέων στρατηγικών εταίρων, μέσω<br />
των προγραμμάτων ενισχυμένης συνεργασίας στο πλαίσιο της «Διαδικασίας<br />
της Βαρκελώνης: Ένωση για τη Μεσόγειο».<br />
Περιφερειακή ασφάλεια και συνεργασία<br />
Ο μεσογειακός περίγυρος της Ελλάδας αποτελεί ιστορικά ένα πεδίο βίαιων<br />
συγκρούσεων, ανισότητας, κυριαρχίας και περιχαράκωσης μεταξύ του ανεπτυγμένου<br />
χριστιανικού Βορρά και του αναπτυσσόμενου ισλαμικού Νότου.<br />
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, προβάλλεται ως η σημαντικότερη πηγή<br />
αποσταθεροποίηση της νέας Ευρώπης, με έντονα προβλήματα ασφάλειας, οικονομικής<br />
και δημογραφικής ασυμμετρίας και απειλητικών διχαστικών ρηγμάτων<br />
θρησκευτικού και πολιτισμικού χαρακτήρα. Η συστημική ένταση που παρατηρείται<br />
στην περιοχή μετά το 1989 αναμφίβολα επιδεινώθηκε με την αναβίωση<br />
και έξαρση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, τις εξελίξεις που δρομολόγησαν<br />
τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και μία σειρά νέων διεθνικών αποσταθεροποιητικών<br />
προκλήσεων, όπως, τα μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα, το διασυνοριακά<br />
οργανωμένο έγκλημα, η διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής και βαλλιστικών<br />
πυραύλων και η εντεινόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση.<br />
Στη νέα περίοδο, παράλληλα με τις απειλές, έχει μεταβληθεί και ο προσανατολισμός<br />
των χωρών της περιοχής. Ενώ κάποιες αραβικές χώρες, ανήκουν<br />
στην ευρωπακή σφαίρα επιρροής, κάποιες άλλες, επηρεάζονται περισσότερο<br />
από εξω-περιφερειακές δυνάμεις. 1 Στην πλειοψηφία τους εξακολουθούν να είναι<br />
καχύποπτες απέναντι στις ευρωπακές προτάσεις συνεργασίας, αν και αρκετές<br />
από αυτές εμφανίζονται έτοιμες να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις των<br />
πολιτικο-οικονομικών τους συστημάτων, αλλά και της εξωτερικής τους πολιτικής.<br />
Κατάφορτες από πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές<br />
εντάσεις που συχνά κλιμακώνονται σε βίαιες συγκρούσεις, οι περισσότερες<br />
αραβικές χώρες εμφανίζουν μια γενικότερη αντίσταση στην πολιτική αλλαγή,<br />
γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την ενσωμάτωση τους στο παγκοσμιοποιημένο<br />
οικονομικό σύστημα. Ενώ οι προσπάθειες για να ενισχυθεί η οικονομική<br />
1 St. C. Calleya & Δ. Κ. Ξενάκης, «Εξω-περιφερειακή Παρέμβαση στη Μεσόγειο: Ο<br />
Ρόλος των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ», Γεωστρατηγική, Τ. 13, Ιανουάριος-Απρίλιος 2008, υπό<br />
έκδοση.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 401<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 401<br />
συνεργασία μεταξύ των αραβικών κρατών και η ανάπτυξη σταθερών διεθνικών<br />
δεσμών και θεσμοποιημένων διακυβερνητικών σχέσεων προσκρούουν στις παρατεταμένες<br />
περιφερειακές συγκρούσεις, αντιθέτως στην Ευρωπακή όχθη της<br />
Μεσογείου έχει παγιωθεί η οικονομική και στρατηγική συνεργασία με την<br />
εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και της Κοινής<br />
Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Παρά τη γεωγραφική<br />
εγγύτητα και την κοινή πολιτιστική κληρονομιά, σε μια περίοδο κατά<br />
την οποία η Ευρώπη εναρμονίζει τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές της<br />
διαδράσεις και ενισχύεται σε παγκόσμια κλίμακα, ο μεσογειακός της περίγυρος<br />
συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από συγκρουσιακές σχέσεις, οι οποίες εμποδίζουν<br />
την περιφερειακή συνεργασία, σταθερότητα και ανάπτυξη.<br />
Για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες νότιες ευρωπακές χώρες, το ζήτημα της<br />
αναβάθμισης της θέσης τους στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον<br />
αποτελεί ένα πρόσθετο κίνητρο για να επιδιώξουν τη διευθέτηση των μακροχρόνιων<br />
περιφερειακών διενέξεων και την έγκαιρη αντιμετώπιση των νέων πηγών<br />
αστάθειας που ταλανίζουν τη Μεσόγειο. Παρά το γεγονός ότι έχουν αναπτύξει<br />
κοινούς πολιτικούς και οικονομικούς στόχους μέσα από τη συμμετοχή<br />
τους στην ΕΕ και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις κυριαρχεί μια αντίληψη<br />
μεσογειακής αλληλεγγύης, εντούτοις δεν έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ούτε<br />
κοινές πολιτικές για την περιοχή, ούτε να συμφωνήσουν στις δομές περιφερειακής<br />
συνεργασίας. 2 Μετά το 1989 η Γαλλία, προκειμένου να ηγηθεί στις υποθέσεις<br />
της Μεσογείου και να ενισχύσει τη θέση της στην ΕΕ ως περιφερειακός<br />
πόλος σταθερότητας, ανέλαβε την πρωτοβουλία της σύστασης του Φόρουμ για<br />
τη Δυτική Μεσόγειο (πρωτοβουλία των 5+5). Βρέθηκε, εντούτοις, σε διαφωνία<br />
με την ισπανο-ιταλική πρωτοβουλία για μια «διευρυμένη» Διάσκεψη για την<br />
Ασφάλεια και τη Συνεργασία στη Μεσόγειο, με όλα τα κράτη της Μεσογείου<br />
και τις ΗΠΑ, θεωρώντας «ανώριμη» τη διεύρυνση της περιφερειακής συνεργασίας<br />
και δύσκολα συμβιβάσιμη με το περιορισμένο γεωγραφικά εγχείρημα της<br />
συνεργασίας στη δυτική Μεσόγειο. Αν και η μεσογειακή διάσταση στην εξωτερική<br />
πολιτική της Γαλλίας έχει γενικά περιοριστεί, εντούτοις, η συμμετοχή της<br />
σε οποιοδήποτε περιφερειακό ή άλλο σχήμα συνεργασίας είναι απαραίτητη<br />
προπόθεση για την επιτυχία που τυχόν μπορεί να έχει 3 , γεγονός που αποδει-<br />
2 R. Aliboni (επιμ.), Southern European Security, Pinter publishers, London, 1992,<br />
σελ. 2.<br />
3 Όπως η ιταλο-ισπανική πρωτοβουλία τελικώς δεν προχώρησε, έτσι και η πρωτοβουλία<br />
των 5+5, παρά την εντυπωσιακή της εκκίνηση, στη συνέχεια έχασε τη δυναμική<br />
της λόγω της απροθυμίας της Γαλλίας να παραμερίσει τους ισχυρισμούς που συνέδεαν<br />
τη Λιβύη με τρομοκρατικές ενέργειες. Η συμβολή της ήταν καθοριστική για την επανεκκίνηση<br />
της πρωτοβουλίας.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 402<br />
402 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
κνύεται και από το αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζεται για τη Μεσόγειο,<br />
μετά την ανακοίνωση της πρωτοβουλίας του Προέδρου Σαρκοζί.<br />
Η Ελλάδα και η Αίγυπτος που με εμφανή δυσφορία έβλεπαν τον αποκλεισμό<br />
τους από τη Γαλλική πρωτοβουλία, έστω και εάν αυτή αφορούσε τη Δυτική<br />
Μεσόγειο, ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για την δημιουργία ενός αντίστοιχου<br />
Forum για την Ανατολική Μεσόγειο με τη συμμετοχή σε αρχικό στάδιο και της<br />
Ιταλίας. Μετά από δύο συναντήσεις, στη Ρώμη και στη Σαντορίνη, η προσπάθεια<br />
εγκαταλείφθηκε, λόγω των προβληματικών σχέσεων Συρίας-Ισραήλ και<br />
Τουρκίας-Κύπρου. Συνέχεια της προσπάθειας αυτής υπήρξε η πρωτοβουλία<br />
της Αιγύπτου με τη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1994 στην<br />
Αλεξάνδρεια για τη δημιουργία του Μεσογειακού Forum. 4 Η χρησιμότητα του<br />
Forum για την ανάπτυξη της συνεργασίας στον πολιτικό τομέα δεν μπορεί να<br />
αμφισβητηθεί, όμως ο αποκλεισμός αριθμού Μεσογειακών χωρών από το<br />
Forum αποτελεί σοβαρό μειονέκτημα.<br />
Παρά τις δυσκολίες συντονισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, τα<br />
μέλη της νότιας πτέρυγας της ΕΕ άρχισαν να αναβαθμίζουν τα θέματα της Μεσογείου<br />
στην εξωτερική τους πολιτική και να συντονίζονται εντός της ΕΕ, προσπαθώντας<br />
να εξισορροπήσουν τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος της ΕΕ και<br />
της διεθνούς κοινότητας προς την Ανατολική Ευρώπη. Μέσα από τις διαδοχικές<br />
Ευρωπακές Προεδρίες, η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία το 1994,<br />
1995 και 1996 αντίστοιχα, έδειξαν τη σπουδαιότητα που αποδίδουν στην αντιμετώπιση<br />
των προβλημάτων της περιοχής, ακόμη κι αν δεν υπήρχε συμφωνία για<br />
τη στρατηγική και τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. 5 Υπό το βάρος των<br />
μεταψυχροπολεμικών προκλήσεων, η αστάθεια και ο κατακερματισμός της Μεσογείου<br />
ενέτειναν την ανάγκη για μια πιο συνεκτική ευρωπακή προσέγγιση της<br />
περιοχής, ικανή να ενισχύσει την προβλεψιμότητα μέσω ενός συστήματος περιφερειακών<br />
αξιών και κανόνων στη βάση αμοιβαίως επωφελών διαδράσεων.<br />
Τελικά, η θεσμοποίηση ενός πολυμερούς πλαισίου για την οργανωτική και κανονιστική<br />
ρύθμιση των περιφερειακών σχέσεων ξεκίνησε με τη Διαδικασία της<br />
Βαρκελώνης, το Νοέμβριο του 1995, η οποία αντικατέστησε τις προηγούμενες<br />
μεσογειακές πολιτικές της ΕΕ και υπερκέρασε τις υπόλοιπες περιφερειακές<br />
πρωτοβουλίες, θέτοντας τρεις κεντρικούς στόχους: την ενίσχυση του πολιτικού<br />
διαλόγου και της περιφερειακής ασφάλειας, την απελευθέρωση των οικονομικών<br />
συναλλαγών με αμοιβαία οικονομικά και αναπτυξιακά οφέλη και την επα-<br />
4 Οι χώρες που μετέχουν είναι η Αλγερία, Αίγυπτος, Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία,<br />
Μαρόκο, Πορτογαλία, Τουρκία, Τυνησία και Μάλτα.<br />
5 A. Vasconcelos, «The Shaping of a Sub-regional Identity», στο Aliboni, οπ. π.,<br />
1992, σελ. 23.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 403<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 403<br />
νασύνδεση των κοινωνικο-πολιτιστικών σχέσεων των μεσογειακών λαών. Σχεδιασμένη<br />
κατά το πρότυπο της Διαδικασίας του Ελσίνκι, μέσω ενός συγκεκριμένου<br />
προγράμματος εργασίας που εξασφάλισε την εξελικτική της «συνέχεια»,<br />
κατέστη ο σταθερότερος μηχανισμός περιφερειακής συνεργασίας. 6<br />
Εντούτοις, δεκατρία χρόνια μετά, το όραμα της ΕΕ για τη δημιουργία ενός<br />
κλοιού ασφαλείας από σχετικά ευημερούσες και –κατά το δυνατόν– δημοκρατικές<br />
χώρες παραμένει μακρινό. Μετά τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το<br />
Ιράκ, επικρατεί ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα στη Μέση Ανατολή από εκείνο<br />
που στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε διευκολύνει τη συνολική προσέγγιση<br />
των περιφερειακών προκλήσεων. Η επιδείνωση των αραβο-ισραηλινών σχέσεων<br />
με επίκεντρο την Παλαιστίνη, η ανάδυση των ασύμμετρων απειλών και οι<br />
εξελίξεις που δρομολογήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα μετά την 11η Σεπτεμβρίου<br />
είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην περιφερειακή διαδικασία, οδηγώντας<br />
μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση των εθνικών πολιτικών ασφάλειας σε βάρος της<br />
διαδικασίας εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης, στην αύξηση των περιορισμών<br />
στη διακίνηση αγαθών και προσώπων και στην αποξένωση των πληθυσμών<br />
που κατοικούν στις δύο όχθες της Μεσογείου και που πλέον διακατέχονται<br />
από αμοιβαία αισθήματα καχυποψίας.<br />
Η πολιτική συνεργασία προσέκρουσε, όπως ήταν αναμενόμενο, στις ιδιαιτερότητες<br />
της περιφερειακής πολυδιάσπασης 7 και το τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα<br />
που χαρακτηρίζει το Νότο της Μεσογείου. Όταν οι ευρωπαίοι σχεδίασαν<br />
τη μεσογειακή πολιτική τους στα μέσα της «χρυσής» δεκαετίας του 1990, η<br />
οικονομική συνεργασία και η αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση που<br />
αυτή επιφέρει θεωρήθηκαν ικανές για την ανάπτυξη ισχυρών δεσμών που θα<br />
μπορούσαν να αποκτήσουν στο μέλλον και πολιτική βαρύτητα. Η παροχή οικονομικής<br />
βοήθειας κρίθηκε επαρκές κίνητρο για την προαγωγή των αναγκαίων<br />
6 Η ποιοτική αναβάθμιση της μεσογειακής προσέγγισης της ΕΕ, από ένα σύνολο μησυντονισμένων<br />
δράσεων, σε ένα συλλογικό σύστημα, βασισμένο σε θεσμοθετημένους<br />
κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς, δημιούργησε τις προποθέσεις για να οδηγήσει<br />
σε κάτι παραπάνω από μία απλή «σύμπραξη» (partnership) κρατών για την επίτευξη<br />
περιορισμένων στόχων, ακόμη και σε ένα περιφερειακό καθεστώς, ενέχοντας χαρακτηριστικά,<br />
όπως η ανάπτυξη κανόνων χρηστής διακυβέρνησης και μηχανισμών συλλογικής<br />
δράσης. D. Κ. Xenakis & D. N. Chryssochoou, The emerging Euro-Mediterranean<br />
system, MUP, New York, 2001.<br />
7 Η διεθνής ευρωπακή περιφέρεια ξεχωρίζει από εκείνη της Μέσης Ανατολής<br />
εξαιτίας του βάθους, της ποιότητας και της έντασης των διακυβερνητικών και διεθνικών<br />
αλληλεπιδράσεων μεταξύ των χωρών που τη συναπαρτίζουν. Βλέπε αναλυτικά στο<br />
St. C. Calleya, Navigating Regional Dynamics in the Post-Cold War World, Patterns of<br />
Relations in the Mediterranean Area, Aldershot, Dartmouth, 1997.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 404<br />
404 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
μεταρρυθμίσεων και τη μείωση των μεταναστευτικών ροών και των άλλων πηγών<br />
αποσταθεροποίησης στη Μεσόγειο. Είναι αυτονόητο, ότι δύσκολα μπορεί<br />
να αναπτυχθεί η οικονομική συνεργασία όταν επικρατεί σύγκρουση, όπως είναι<br />
και προφανές ότι η πολιτική σταθερότητα πρέπει να προηγηθεί ή τουλάχιστον<br />
να επιτευχθεί παράλληλα με οποιασδήποτε απόπειρα οικονομικής ή άλλης<br />
«βαθύτερης» συνεργασίας. Εκτός από την περίπτωση της Τουρκίας, όπου<br />
οι μεταρρυθμίσεις επιταχύνθηκαν εξαιτίας της ενταξιακής διαδικασίας, η Διαδικασία<br />
της Βαρκελώνης δεν οδήγησε σε απτά αποτελέσματα στις υπόλοιπες<br />
μεσογειακές χώρες. Οι περισσότερες παραμένουν σε γενικές γραμμές ημι-αυταρχικές,<br />
ενώ χρησιμοποιώντας την απειλή της ισλαμιστικής εξάπλωσης και<br />
της τρομοκρατίας, οι κυβερνητικές ελίτ συνεχίζουν να περιορίζουν τις ελευθερίες<br />
των πολιτών τους. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα στο πεδίο της οικονομικής<br />
συνεργασίας και της ανάπτυξης είναι εξίσου απογοητευτικά. Οι ανισότητες<br />
μεταξύ των εταίρων αντί να μειωθούν, αυξήθηκαν. 8 Η ευρωπακή βοήθεια<br />
δεν απέφερε την προσέλκυση περισσότερων ξένων άμεσων επενδύσεων, η<br />
ζώνη ελευθέρων συναλλαγών αντιμετωπίζει κριτική, επειδή περιορίζεται μόνο<br />
στα βιομηχανικά προόντα, ενώ και οι εσωτερικές αγκυλώσεις μάλλον ενισχύθηκαν.<br />
9 Οι πιο οξείες εκδηλώσεις και ταυτόχρονα αίτια της περιφερειακής οικονομικής<br />
στασιμότητας είναι το χαμηλό επίπεδο ξένων άμεσων επενδύσεων<br />
8 Την περασμένη δεκαετία, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην EE ανήλθε από<br />
20.000 σε 30.000 $, ενώ στις αραβικές χώρες της Μεσογείου παρέμεινε στάσιμο, στα<br />
5.000 $. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της ΕΕ,<br />
καθώς 8.785 εκατ. Ευρώ κατευθύνθηκαν στην περιοχή από το 1995 έως το 2006 μέσω<br />
των προγραμμάτων MEDA Ι και ΙΙ και των δανείων από το FEMIP της Ευρωπακής<br />
Τράπεζας Επενδύσεων. N. Alecu de Flers & E. Regelsberger, «The EU and Interregional<br />
Cooperation», στο C. Hill (επιμ.), International Relations and the European<br />
Union, OUP, Oxford, 2005, σελ. 317-342.<br />
9 Πρόσφατη μελέτη της Γαλλικής Υπηρεσίας Ανάπτυξης, διατυπώνει μια ρεαλιστική<br />
διάγνωση για τις προοπτικές των νότιων μεσογειακών οικονομιών: «Με τον τερματισμό<br />
των μακροοικονομικών προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν με την υποστήριξη διεθνών<br />
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα συστήματα ανάπτυξής τους δεν ανέκαμψαν εξαιτίας<br />
των εσωτερικών αγκυλώσεων, οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες. Τα διάφορα στρατηγικά<br />
εισοδήματα από τα οποία έχουν “επωφεληθεί” συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στο να<br />
σκληρύνουν οι συγκεκριμένες αγκυλώσεις. Ευρύτερα και μακροπρόθεσμα, αυτές οι χώρες<br />
δεν κατάφεραν να θέσουν σε κίνηση τη σύγκλιση των κατά κεφαλήν εισοδημάτων<br />
τους με τα κατά κεφαλήν εισοδήματα των χωρών της βόρειας όχθης της Μεσογείου. Ο<br />
ρυθμός της δραστηριότητας εκεί παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένος από εξωτερικές<br />
πηγές και η ανάπτυξη δεν προκύπτει από μία αυτοσυντηρούμενη διαδικασία.» J. Ould<br />
Aoudia, «Croissance et reformes dans les pays arabes méditerranéens», Agence française<br />
de développement, Paris, 2006, σελ. 16-17.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 405<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 405<br />
και οι ισχνές εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των μεσογειακών εταίρων, οι<br />
οποίες φτάνουν σε ποσοστό μόλις το 15% του συνολικού τους εμπορίου.<br />
Όμως και σε θεσμικό επίπεδο, η πρωτοβουλία της ΕΕ εξακολουθεί να μη<br />
διαθέτει τις κατάλληλες δομές και τους αναγκαίους πόρους για να επιτύχει<br />
τους ιδρυτικούς της στόχους. Σε αυτό συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, η στροφή που<br />
πραγματοποιήθηκε στη εξωτερική πολιτική των νότιων ευρωπακών κρατών σε<br />
πιο οικουμενικούς στόχους, αλλά και η εσωτερική κρίση που επήλθε μετά την<br />
αποτυχία υιοθέτησης της ευρωπακής Συνταγματικής Συνθήκης και τις δυσκολίες<br />
που αντιμετωπίζει η «εμβάθυνση» της ΕΕ μετά τη μαζική διεύρυνση. Δεδομένης,<br />
δε, της έλλειψης κοινών αντιλήψεων για την περιφερειακή ασφάλεια,<br />
τόσο μεταξύ των εταίρων, όσο και με ισχυρούς εξω-περιφερειακούς δρώντες,<br />
το ήδη απαιτητικό έργο της Διαδικασίας της Βαρκελώνης στην περιοχή καθίσταται<br />
δυσχερέστερο. Πρέπει να τονιστεί ότι μια ανομολόγητη, αλλά εμφανής<br />
πλευρά της ευρωπακής πρωτοβουλίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν η<br />
προσπάθεια των μεσογειακών χωρών της ΕΕ να εξισορροπήσουν τη μετατόπιση<br />
του κέντρου βάρους λόγω της διεύρυνσης με ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα<br />
συνεργασίας και αυξημένη χρηματοδοτική βοήθεια για τις γείτονες<br />
χώρες. Μετά τη διεύρυνση, όμως, παρουσιάζονται νέα δεδομένα, τόσο λόγω<br />
έλλειψης διαθέσιμων πόρων, αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης κοινής αντίληψης<br />
για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων. Αυτό κατέστη εμφανές<br />
στην κομβική, λόγω διεύρυνσης, Ευρω-Μεσογειακή Σύνοδο το Μάιο του 2003<br />
στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε η Ευρωπακή<br />
Πολιτική Γειτονίας. Παρότι τονίστηκε και στα συμπεράσματα πως «η<br />
διεύρυνση της ΕΕ πρέπει να ενδυναμώσει το δεσμό που αναπτύχθηκε στη Βαρκελώνη<br />
και να προσφέρει νέες ευκαιρίες συνεργασίας στις εμπορικές σχέσεις<br />
και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις των μεσογειακών εταίρων», εντούτοις,<br />
προκάλεσε αισθήματα αποκλεισμού στην πλειοψηφία των μεσογειακών χωρών,<br />
καθώς ερμηνεύτηκε, ως μετατόπιση του ενδιαφέροντος της ΕΕ προς όφελος<br />
των κρατών που πλέον συμμετέχουν ισότιμα στο ευρωπακό γίγνεσθαι. 10<br />
Η πρωτοβουλία Σαρκοζί<br />
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί και άλλα ανταγωνιστικά ευρωπακά<br />
προγράμματα, όπως η πρωτοβουλία για μια «Ένωση για τη Μεσόγειο», η<br />
10 Βλέπε αναλυτικότερα στο «Η Ευρωπακή Ένωση και η Μεσόγειος: Η Διαδικασία<br />
της Βαρκελώνης και η Νέα Ευρωπακή Πολιτική Γειτονίας», στο Δ. Κ. Ξενάκης και<br />
Μ. Ι. Τσινισιζέλης (επιμ.), Παγκόσμια Ευρώπη; Οι Διεθνείς Διαστάσεις της Ευρωπακής<br />
Ένωσης, ΕΠΕΕΣ - εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2006, σελ. 461-494.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 406<br />
406 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
οποία ξεκίνησε στο πλαίσιο της Γαλλικής Προεδρίας της ΕΕ (2008) και επέφερε<br />
έναν πρόσθετο βαθμό ανησυχίας, διακινδυνεύοντας τον όποιο βαθμό συνοχής<br />
είχε επιτύχει η κοινή ευρωπακή πρωτοβουλία με τη μορφή μιας οριζόντιας<br />
πολυμερούς συνεργασίας. Η πρωτοβουλία του Προέδρου Σαρκοζί ήγειρε<br />
σημαντικές αντιδράσεις σχετικά με τις συμμετέχουσες χώρες, τη σχέση της με<br />
τη Διαδικασία της Βαρκελώνης, το εύρος των αρμοδιοτήτων και την προστιθέμενη<br />
αξία που θα έχει στις περιφερειακές σχέσεις. Μέχρι την ιδρυτική σύνοδο<br />
στις 13 Ιουλίου στο Παρίσι, χρειάστηκε να ξεπεραστούν πολυάριθμα εμπόδια,<br />
και να γίνει αποδεκτός ένας συμβιβασμός ως προς τη μορφή, τη λειτουργία και<br />
το περιεχόμενο του αρχικού σχεδίου. Αν και το πώς θα λειτουργήσει το γαλλικό<br />
σχέδιο παραμένει ακόμα και σήμερα ασαφές, η διακήρυξη που υπεγράφη<br />
από 43 ηγέτες από 27 κράτη-μέλη της ΕΕ και όλα τα παράκτια κράτη της Μεσογείου,<br />
προβλέπει την υλοποίηση προγραμμάτων, στα οποία μπορούν να συμμετέχουν<br />
όσα κράτη το επιθυμούν με βάση την αρχή της μεταβλητής γεωμετρίας,<br />
όπως:<br />
• την απορρύπανση της Μεσογείου βάσει της πρωτοβουλίας «Horizon<br />
2020», συμπεριλαμβανομένων των παράκτιων και των προστατευόμενων<br />
θαλάσσιων περιοχών,<br />
• την ανάπτυξη χερσαίων και θαλάσσιων διαδρόμων, συμπεριλαμβανομένης<br />
της διασύνδεσης των λιμένων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, καθώς και<br />
την κατασκευή παράκτιων οδών που θα επιτρέψουν την αύξηση της ροής<br />
και την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και προσώπων. Ιδιαίτερη προσοχή<br />
αποδίδεται στη συνεργασία στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλειας<br />
και της ναυσιπλοας, 11<br />
• την ανάπτυξη ενός κοινού προγράμματος πολιτικής προστασίας έναντι<br />
φυσικών καταστροφών και την πρόληψη και αντιμετώπισή τους σε συνεργασία<br />
με τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας της ΕΕ,<br />
• την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας,<br />
• τη διαπανεπιστημιακή συνεργασία και τη δημιουργία ενός κοινού χώρου<br />
ανώτατης εκπαίδευσης, επιστημών και έρευνας,<br />
• την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ενισχύοντας τους φορείς των χωρών που<br />
τους παρέχουν βοήθεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.<br />
Ο Ντομινίκ Μοζί, σύμβου λος στο γαλλικό Ινστιτούτο Διε θνών Σχέσεων,<br />
ενός ανεξάρτη του ερευνητικού κέντρου, πι στεύει ότι η πρωτοβουλία Σαρκοζί<br />
11 Πρέπει να τονιστεί ότι η υιοθέτηση συγκεκριμένων δράσεων για την υλοποίηση<br />
θαλάσσιας πολιτικής από την ΕΕ αποτελεί βασική προτεραιότητα της Πορτογαλικής<br />
Προεδρίας το επόμενο εξάμηνο, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα περισσότερο ισορροπημένο<br />
και βιώσιμο μοντέλο μεταφορών.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 407<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 407<br />
«εί ναι μια καταπληκτική ενόρα ση, για να επεκταθεί η λογι κή της συμφιλίωσης<br />
στη Με σόγειο και τα προβλήματα να αντιμετωπίζονται στο ευρω πακό πλαίσιο.<br />
Ωστόσο, η δια χείρισή της και ο τρόπος που παρουσιάστηκε ήταν λάθος. Ως<br />
εκ τούτου μπορεί να μην οδηγήσει πουθενά». Καθώς τα εθνικά ΜΜΕ εγκωμιάζουν<br />
τον «φιλέλληνα» Πρόεδρο Σαρκοζί και τη μεσογειακή πρωτοβουλία του,<br />
στην οποία μετέχει εξ αρχής και ενθουσιωδώς η Ελλάδα, αξίζει, ίσως, να σημειωθούν<br />
και οι αντιδράσεις που προκάλεσε. Αρχικά, προβλήματα προκάλεσε<br />
σε αρκετούς Άραβες ηγέτες η πρόσκληση του Ισραήλ, όμως το ζήτημα διευθετήθηκε<br />
με τη διευκρίνιση ότι η συμμετοχή τους δεν θα τους εμποδίσει να καταδικάσουν<br />
τους εποικισμούς. Πέραν της αρνητικής στάσης της Λιβύης, της<br />
Τουρκίας και της Μ. Βρετανίας, η Ισπανία, αν και αρχικά συμφώνησε με την<br />
πρωτοβουλία Σαρκοζί, στη συνέχεια εξέφρασε τη δική της ιδέα για μια «Μεσογειακή<br />
Ένωση». Μολονότι η Γαλλία και η Ισπανία συμφωνούν στη γενική<br />
ιδέα, φαίνεται πως διαφωνούν στις λεπτομέρειες. Η Ισπανία, όπως και η Γερμανία,<br />
υποστήριξαν πως πρέπει να αποτελέσει προέκταση της ευρύτερης πολιτικής<br />
της ΕΕ στη Μεσόγειο. Η Καγκελάριος Μέρκελ είχε μάλιστα εκφράσει<br />
την αντίθεση της στη γαλλική πρωτοβουλία, κυρίως για το ότι θα χρηματοδοτούνταν<br />
μεν από πόρους της ΕΕ, αποκλείοντας την ίδια στιγμή μη-μεσογειακές<br />
χώρες, γεγονός που θα προκαλούσε διχασμό των ευρωπαίων και θα μείωνε την<br />
πραγματική επιρροή που μπορούν από κοινού να ασκήσουν στην περιοχή. 12<br />
Όταν ο κ. Σαρκοζί –μετά την εκλογική νίκη του, το Μάιο του 2007– περιέγραψε<br />
τα σχέδιά του, η ιδέα ήταν περισσότερο μεγα λεπήβολη. Πρότεινε μία<br />
«Με σογειακή Ένωση», η οποία θα απο τελούνταν αποκλειστικά από χώρες<br />
που «ακουμπούν» στη Με σόγειο. Αναφέρθηκε σε αυ τήν, ως έναν τρόπο «να<br />
δοθεί τέλος στα μίση και να στρω θεί ο δρόμος για το μεγάλο όνειρο της ειρήνης<br />
και του πολιτισμού». Ο πολιτικός του στόχος στην ου σία ήταν πιο έξυπνος.<br />
Πολέμιος της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, ο Σαρκοζί σκόπευε να προσφέρει<br />
στην Άγκυρα την εναλλακτική της «Μεσογειακής ΄Ενωσης». Οι αρχικές ανησυχίες<br />
που ήθελαν τη Γαλλία να διευρύνει τα στρατηγικά της συμφέροντα σε βάρος<br />
των ευρωπαίων εταίρων της, επιδιώκοντας παράλληλα να αυξήσει την περιφερειακή<br />
επιρροή της, τελικά κατευνάστηκαν μέσω της ενσωμάτωσης της<br />
νέας πρωτοβουλίας στην «ευρύτερη» ευρωπακή, αναδιατυπωμένη ως «Διαδικασία<br />
της Βαρκελώνης: Ένωση για τη Μεσόγειο». Η θεσμική δομή του νέου<br />
σχήματος συνεργασίας αποφασίστηκε να αποκρυσταλλωθεί στην επόμενη Σύνοδο<br />
των Υπουργών Εξωτερικών, όπως και η μεθοδολογία και τα κριτήρια<br />
αξιολόγησης, επιλεξιμότητας και έγκρισης των προγραμμάτων. Στοχεύοντας<br />
12 Β Benoit & John Thornhill, «Merkel Refuffs Sarkozy on Mediterranean Union<br />
plan», The Financial Times, 31-1-2008.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 408<br />
408 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
πλέον σε ένα συμπληρωματικό και όχι ανταγωνιστικό πλαίσιο, η γαλλική πρωτοβουλία<br />
οφείλει, έτσι, να μην θέσει σε κίνδυνο την υπάρχουσα θεσμική συνοχή<br />
και το κεκτημένο της Βαρκελώνης, τόσο σεβόμενη το επίπεδο διαδικαστικής<br />
συναίνεσης και κανονιστικών προσδοκιών, όσο και εστιάζοντας στις δυνατότητες<br />
(και όχι στα όρια) μιας περισσότερο στοχευμένης και λειτουργικά<br />
προσδιορισμένης συνεργασίας της ΕΕ στη Μεσόγειο.<br />
Η πιο πρόσφατη υπουργική διάσκεψη του ευρύτερου πλέον σχήματος που<br />
έλαβε χώρα στη Μασσαλία στις 3 και 4 Νοεμβρίου, υπό την Προεδρία των<br />
Υπουργών Εξωτερικών της Γαλλίας (Bernard Kouchner) και της Αλγερίας<br />
(Ahmed Aboul) καθορίσθηκε η δομή διακυβέρνησης της διαδικασίας, κυρίως<br />
αναφορικά με το ρόλο και τη λειτουργία της γραμματείας με καθήκον την<br />
εφαρμογή των προγραμμάτων στους τομείς που ορίσθηκαν στη ιδρυτική Σύνοδο<br />
στο Παρίσι, ακολουθώντας την τάση για μια πιο ισορροπημένη διαχείριση<br />
και συνεργασία στην περιοχή της Μεσογείου, ενισχύοντας υποτίθεται το<br />
αίσθημα «κοινοκτημοσύνης» σε όλα τα μέλη της διαδικασίας. Αποφασίστηκε,<br />
επίσης, η συμμετοχή της Αραβικής Λίγκας σε όλες τις συναντήσεις και σε όλα<br />
τα επίπεδα και ότι η έδρα της Ένωσης για τη Μεσόγειο θα βρίσκεται στη Βαρκελώνη<br />
13 και ότι ένας γενικός γραμματέας θα προεδρεύει της γραμματείας με<br />
πέντε αντιπροέδρους (από την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Μάλτα, το Ισραήλ και<br />
την Παλαιστινιακή Αρχή). 14 Πρέπει να τονιστεί, ότι ακόμα και σήμερα σημαντικό<br />
μέρος της σχετικής ακαδημακής κοινότητας παραμένει επιφυλακτικό<br />
αναφορικά με την Ένωση για τη Μεσόγειο. 15<br />
13 Πέρα από τη Βαρκελώνη, και η Βαλέτα και η Τυνησία ήταν υποψήφιες πόλεις για<br />
την έδρα της Ένωσης για τη Μεσόγειο. Η Τυνησία απέσυρε την υποψήφια της ενώ η Βαλέτα<br />
δε συγκέντρωσε αρκετή στήριξη. Η Ελλάδα, παρά την πρόταση του Ευρωβουλευτή<br />
Σταύρου Αρναουτάκη (21/5/2008), και παρά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που υποτίθεται ότι<br />
επιδεικνύει για την πρωτοβουλία Σαρκοζί, τελικώς δεν υπέβαλε καμία υποψηφιότητα.<br />
14 Σύμφωνα με δηλώσεις του Bernard Kouchner ενδεχομένως να προστεθεί ένας<br />
έκτος αναπληρωματικός γραμματέας, ύστερα από αίτημα της Τουρκίας.<br />
15 Βλέπε μεταξύ άλλων το R. Aliboni, κ.ά., «Putting the Mediterranean Union in<br />
Perspective», EuroMeSCo Papers, No. 68, Euro-Mediterranean Study Commission, Ιούνιος<br />
2008 και Jean-Louis Reiffers et.al., Expert Group Report on the Mediterranean Union<br />
project, Institut de la Méditerranée, Paris, Οκτώβριος 2007. Πρέπει επίσης να τονιστεί<br />
ότι στο πρόσφατο συνέδριο που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της «αραβικής εβδομάδας»<br />
του Ευρωπακού Κοινοβουλίου επισημάνθηκε ότι η «ισορροπία δυνάμεων» συνεχίζει<br />
να πάσχει, ενώ αν επιθυμούμε μια κοινή προεδρία θα πρέπει πραγματικά να πρόκειται<br />
για ένα κοινό σχέδιο, με διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών και κοινή προετοιμασία,<br />
κάτι το οποίο δεν συνέβη στη νέα πρωτοβουλία. Επιπροσθέτως, όλοι οι συμμετέχοντες<br />
στο συνέδριο θεωρούν σημαντικό μειονέκτημα ότι η Ένωση για τη Μεσόγειο δεν περιλαμβάνει<br />
ρυθμίσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα τη στιγμή που οι ΜΚΟ αποτελούν
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 409<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 409<br />
Ελληνική εξωτερική πολιτική και Μεσόγειος<br />
Η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό ναυτιλιακό δίαυλο της Μεσογείου για τη μεταφορά<br />
ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη, αφού βρίσκεται σε μικρή θαλάσσια<br />
απόσταση από τις ασταθείς μεν, αλλά και πλούσιες σε πετρέλαιο και φυσικό<br />
αέριο περιοχές της Βορείου Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Μαύρης<br />
Θάλασσας. Αντίθετα με τη Γαλλία, η οποία αντικειμενικά κατέχει τη μεγαλύτερη<br />
ισχύ στην περιοχή και τις Ισπανία και Ιταλία, οι οποίες έχουν επιδείξει<br />
αυξημένο ενδιαφέρον για να δημιουργήσουν ισχυρότερους δεσμούς με τις χώρες<br />
της περιοχής, οι εξωτερικές διαδράσεις της Ελλάδας είναι πιο σπασμωδικές<br />
και περιορισμένες, σε βαθμό που να έχει κατηγορηθεί για αδιαφορία στις<br />
μεσογειακές υποθέσεις της Ευρώπης, με εξαίρεση τα σχετικά με την Τουρκία<br />
και το Κυπριακό θέματα. 16<br />
Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου<br />
οδήγησε στην εξαιρετικά γρήγορη ένταξή της στο ευρωπακό ενοποιητικό εγχείρημα.<br />
Έκτοτε, η εξέλιξη των υπερεθνικών δομών επέδρασε δραστικά στην<br />
κοινωνική και οικονομική της ανάπτυξη, όχι όμως στην εξωτερική της πολιτική.<br />
Οι επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχουν χαρακτηριστεί ως «μη<br />
ορθολογικές», «στενές», «ακατανόητες», «επιθετικές», ακόμη και «παράλογες».<br />
Ομοίως, και η ακαδημακή κοινότητα ομόθυμα καταδίκαζε μέχρι το τέλος<br />
της δεκαετίας του ’90 την ελληνική εξωτερική πολιτική ως «αναποτελεσματική»,<br />
«ασταθή» και «σπασμωδική». 17 Τέτοια παραδείγματα στην εξωτερική<br />
μας πολιτική αποτελούν η εισήγηση για εμπάργκο στα Σκόπια, στις αρχές της<br />
δεκαετίας του ‘90, η απειλή για βέτο στην Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας με<br />
την ΕΕ και πιο πρόσφατα στη Σύνοδο της Ατλαντικής Συμμαχίας στο Βουκουρέστι<br />
για την ένταξη των Σκοπίων με τη συνταγματική τους ονομασία. Προσπαθώντας<br />
να εξηγήσει τις εμμονές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η πλειονότητα<br />
των αναλύσεων τονίζει, ότι από την εποχή της συγκρότησης του νεοελληνικού<br />
κράτους στην ελληνική κοινωνία βρίσκεται βαθιά ριζωμένη μια διάχυτη<br />
πεποίθηση απειλής, η οποία αναμφίβολα ενισχύθηκε με την εισβολή της<br />
τον πιο σημαντικό σύμμαχο (από μέσα) στις αλλαγές που προωθεί εδώ και δεκατρία<br />
χρόνια η ΕΕ στην περιοχή.<br />
16 X. Ροζάκης, «Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1974-1985: Εκσυγχρονισμός και ο<br />
διεθνής ρόλος ενός μικρού κράτους», στο A. Μάνεσσης et al. (επιμ.), Η Ελλάδας σε Εξέλιξη,<br />
Εξάντας, Αθήνα, 1986.<br />
17 Βλέπε στο Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Το Μοντέλο Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής<br />
στην Ελλάδα: Πρόσωπα έναντι Θεσμών», στο Π. Τσάκωνας, Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική<br />
Πολιτική. Μια Συνολική Προσέγγιση, Τόμος Β’, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα,<br />
2003, σελ. 91-92.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 410<br />
410 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 και την μετέπειτα αναθεωρητική της στάση στο<br />
Αιγαίο. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στην<br />
ανατολική Μεσόγειο και τα σχεδόν ανελαστικά συμφέροντά της στη Μέση<br />
Ανατολή, αναγόρευσαν τη διαχείριση των πιέσεων από το τρίγωνο Αθήνα-Ουάσιγκτον-Άγκυρα<br />
για την ασφάλεια και την πολιτική αυτονομία της χώρας σε<br />
αποκλειστικό σχεδόν πρόβλημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. 18 Από το<br />
1974 και μετά, η Αθήνα προσπαθεί να αμβλύνει τις πιέσεις ενός δυσμενούς<br />
στρατηγικού περιβάλλοντος στην ανατολική Μεσόγειο. 19<br />
Το Κυπριακό, αποτέλεσε άλλωστε και αιτία η Ελλάδα, ένα από τα ισχυρότερα<br />
αμερικανικά προπύργια, να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του<br />
ΝΑΤΟ. 20 Το ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεωρούσε την Ελλάδα αναπόσπαστο<br />
κομμάτι της Δύσης, δε σήμαινε και τυφλή προσήλωση στις ατλαντικές<br />
δομές. Αντίθετα, θεωρούσε τη διαδικασία της ευρωπακής ενοποίησης σημαντικότερη<br />
για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, αλλά και τη διατήρηση<br />
της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. 21 Προσπαθώντας να επιτύχει την απεξάρτηση<br />
από τις ΗΠΑ και καθώς η Γαλλία προέβαλε ως η πιο ένθερμη οπαδός<br />
της ελληνικής ένταξης, το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία, Συμμαχία» δεν αποτελούσε<br />
απλώς ένα ρητορικό σχήμα, αλλά αντανακλούσε τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης<br />
να συμπλεύσει με την πολιτικά ισχυρότερη χώρα της Δυτικής Ευρώ-<br />
18 Κ. Υφαντής, «Αναζητώντας Επιλογές: Στρατηγικές Εξισορρόπησης και Συστημική<br />
Πολικότητα», στο Κ. Αρβανιτόπουλος & Μ. Κοππά (επιμ.), 30 Χρόνια Ελληνικής<br />
Εξωτερικής Πολιτικής, 1974-2004, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2005, σελ. 431. Βλέπε επίσης<br />
στο D. Constas, «Systemic Influences on a Weak, Aligned State in the Post-1974<br />
Era» in D. Constas (ed.), The Greek Turkish Conflict in the 1990s: Domestic and<br />
External Influnces, MacMillan, Basingstoke, 1991, σελ. 129-139.<br />
19 Αντιθέτως, για τους σχεδιαστές της τουρκικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας, η<br />
Ελλάδα αποτελεί απειλή, λόγω της πρόθεσης της να μετατρέψει το Αιγαίο σε «ελληνική<br />
λίμνη», ενώ θεωρεί ότι η στρατιωτικοποίηση των νησιών το ανατολικού Αιγαίου παραβίαση<br />
διαφόρων διεθνών συνθηκών. Εκτός από το Κυπριακό, σύμφωνα με την τουρκική<br />
πλευρά, πρόσθετα σημεία τριβής αποτελούν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η αμφισβήτηση<br />
του εύρους του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο<br />
και η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Βλέπε αναλυτικά στο Θ. Ντόκος, Ο<br />
Γεωστρατηγικός Ρόλος της Τουρκίας, εκδόσεις Τουρίκης, Αθήνα, 2001, σελ. 102.<br />
20 Η αποχώρηση της Ελλάδας από τη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ ήταν περισσότερο<br />
«δοκιμαστικός χωρισμός παρά διαζύγιο», αφού η χώρα παρέμεινε στην πολιτική<br />
δομή της συμμαχίας. Θ. Βερέμης & Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς. Η Σύγχρονη Συνέχεια. Από<br />
το 1821 Μέχρι Σήμερα, 3 η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2006, σ. 514.<br />
21 Ν. Διαμαντούρος, Πολιτισμικός Δυσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της<br />
Μεταπολίτευσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 68-71.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 411<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 411<br />
πης. 22 Όμως για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, με έντονη την απειλή της<br />
Τουρκίας, το πρόβλημα της απεξάρτησης από τις ΗΠΑ παρέμεινε άλυτο παρά<br />
τις προσπάθειες, τόσο του K. Καραμανλή στη δεκαετία το ’70 και του A. Παπανδρέου<br />
στη δεκαετία του ’80. 23<br />
Η ελληνική πολιτική στη περιοχή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου<br />
ήταν σταθερά φιλοαραβική –αν και παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις,<br />
ανάλογα με την εναλλαγή των κυβερνήσεων– και ψυχρή ως προς το Ισραήλ, ως<br />
το 1990. 24 Μετά το 1974, τόσο οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή,<br />
όσο και του Ανδρέα Παπανδρέου δεν υπερέβησαν τους διπολικούς περιορισμούς<br />
στο περιφερειακό σύστημα, ούτε αμφισβήτησαν, παρά τη διαφορετική<br />
ρητορική της κάθε μιας, τις βασικές επιλογές των ΗΠΑ στην περιοχή. 25 Παρέμειναν<br />
επίσης σχετικά σταθερές ως προς τους στόχους τους, οι οποίοι, αν και<br />
με διαφορετική ιεράρχηση, συνοπτικά ήταν:<br />
• Η στήριξη από τις αραβικές χώρες στο Κυπριακό ζήτημα. 26<br />
• Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας στο αραβικό πετρέλαιο.<br />
• Η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τις αραβικές χώρες.<br />
• Η αναζήτηση περιφερειακών συμμάχων, ώστε να αντισταθμιστούν οι<br />
αμερικανικές πιέσεις σε εθνικά θέματα.<br />
• Η προσπάθεια απομόνωσης της Τουρκίας από τις αραβικές χώρες. 27<br />
22 Π. Τσακαλογιάννης, «Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και Συστημική Αλλαγή», στο<br />
Αρβανιτόπουλος & Κοππά (επιμ.), οπ.π., 2005, σελ. 445.<br />
23 Δ. Καιρίδης, «Η Ελλάδα και η Ένταση στις Ευρω-Ατλαντικές Σχέσεις», στο Αρβανιτόπουλος<br />
& Κοππά (επιμ.), οπ.π., 2005, σελ. 76.<br />
24 Η Ελλάδα δεν είχε υπογράψει το 1948 στο πλαίσιο του ΟΗΕ για τη σύσταση του<br />
κράτους του Ισραήλ. Βλέπε αναλυτικότερα στο A. Nachmani, Israel, Turkey and Greece:<br />
Uneasy Relations in the Eastern Mediterranean, Frank Cass, London, 1987.<br />
25 Βλέπε αναλυτικότερα στο Σ. Ρούσσος, «Η Ελληνική Πολιτική στη Μέση Ανατολή:<br />
Μεταξύ “Επιχειρησιακής Νοοτροπίας”, “Εσωτερικής πολιτικής” και Νέων προκλήσεων»<br />
στο Αρβανιτόπουλος & Κοππά, οπ.π., 2005, σελ. 79-98.<br />
26 Στο Κυπριακό, η πιο σημαντική στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα απεύθυνε έκκληση<br />
για την υποστήριξη των αραβικών κρατών ήταν το Νοέμβριο του 1983 με την<br />
ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. «Βέβαια αποφασιστικό ρόλο στη μηαναγνώριση<br />
από μουσουλμανικά κράτη έπαιξε η σθεναρή αντίσταση των ΗΠΑ σε αυτή<br />
την κίνηση και γενικότερα στο status quo που είχε δημιουργήσει η τουρκική εισβολή».<br />
M. L. Evriviades, «The US and the Search for a Negotiated Solution in Cyprus» in R. C.<br />
Sharma and S. Epaminondas (eds.), Cyprus in Search of Peace and Justice, σελ. 104-5,<br />
όπως αναφέρεται στο Ρούσος, οπ.π., 2005, σελ. 89.<br />
27 Χ. Τσαρδανίδης, Η «Ανανεωμένη» Μεσογειακή Πολιτική της Ευρωπακής Κοινότητας<br />
και η Ελλάδα, ΕΚΕΜ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1992, σελ. 102.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 412<br />
412 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
• Η εξισορρόπηση της στρατηγικής συνεργασίας Τουρκίας-Ισραήλ.<br />
• Η προστασία των ελληνικών κοινοτήτων και των προνομίων των Ορθόδοξων<br />
Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και της<br />
Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.<br />
• Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολυάριθμων ελληνικών παροικιών<br />
στην περιοχή για όσο διάστημα αυτές διατηρούνταν. 28<br />
Οι στόχοι αυτοί λίγο έως πολύ επιτεύχθηκαν, καθώς τα αραβικά κράτη συνέχισαν<br />
να τηρούν ευνοκή στάση όσον αφορά στο Κυπριακό, η Ελλάδα βγήκε σχεδόν<br />
αλώβητη από την έξαρση τρομοκρατικών ενεργειών των φονταμενταλιστικών<br />
οργανώσεων σε σχέση με άλλες ευρωπακές χώρες, οι οικονομικές συναλλαγές<br />
με τις χώρες της περιοχής διευρύνθηκαν την εικοσαετία ’60-’80, με αποκορύφωμα<br />
το 1981 όπου η αραβική αγορά απορροφούσε το 30% των ελληνικών<br />
εξαγωγών, ενώ το κύρος της χώρας στον αραβικό κόσμο αυξήθηκε ιδιαίτερα,<br />
όταν μετά την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο το 1982, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας<br />
Παπανδρέου, έστειλε ελληνικά πλοία στη Βηρυτό για να μεταφέρουν τον<br />
ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης σε ασφαλές σημείο.<br />
29 Αν και ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε, τουλάχιστον στην αρχή της<br />
πρωθυπουργίας του, τις ελληνο-αραβικές σχέσεις στην κορυφή των προτεραιοτήτων<br />
της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η γενικευμένη φιλοαραβική στάση, η<br />
οποία λανθασμένα αντιμετώπισε τον αραβικό κόσμο ως ένα ενιαίο σύνολο, πολλές<br />
φορές ενεπλάκη στις ενδο-αραβικές και ενδο-μουσουλμανικές διαμάχες. 30<br />
Σε μια πρόσφατη μελέτη για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στην<br />
αραβο-ισραηλινή διαμάχη καταδεικνύονται οι «συζητήσεις» που τη διαμόρφωσαν:<br />
εκτός από την ιστορική διάσταση, όπου τονίζεται η ειδική σχέση/σύνδεση<br />
της Ελλάδας στην περιοχή, τη γεωπολιτική διάσταση, που συνδέεται με τον ευρύτερο<br />
προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τη διάσταση της<br />
ασφάλειας, όπου η Μέση Ανατολή αποτελεί άλλο ένα πεδίο ανταγωνισμού με<br />
την Τουρκία υπάρχει και η διάσταση «δικαιοσύνης», στην οποία αποδίδεται έμφαση<br />
στην ηθική διάσταση της διαμάχης. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αυτές<br />
τις συζητήσεις οδήγησε σε μια φιλο-παλαιστινιακή τάση, η οποία παραμένει εμφανής<br />
ακόμη και σήμερα, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί στη μεταψυχροπολεμική<br />
περίοδο για μια πολιτική «ίσων αποστάσεων». 31 Μπορούμε<br />
28 Ibit.<br />
29 Β. Κεφαλά, «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στη Μέση Ανατολή: 1990-2002»,<br />
στο Τσάκωνας (επιμ.), οπ.π., 2003, σελ. 675.<br />
30 Ροζάκης, οπ.π., σελ. 186.<br />
31 A. Agnantopoulos, «Greece and the Palestinian-Israeli Conflict: A Discursive<br />
Constructivist Perspective», Mediterranean Politics, Vol. 12 No. 3, 2007, σελ. 359-379.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 413<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 413<br />
μάλιστα να διακρίνουμε τρεις περιόδους φιλοαραβισμού: αυτή του συντηρητικού<br />
φιλοαραβισμού (1948-1967), του πολυδιάστατου φιλοαραβισμού της ΝΔ<br />
(1974-1981) και του ριζοσπαστικού φιλοαραβισμού του ΠΑΣΟΚ (1981-1989). 32<br />
Η φιλοαραβική εικόνα της Ελλάδας μετριάστηκε το 1990, όταν ο Κωνσταντίνος<br />
Μητσοτάκης, παράλληλα με τις προσπάθειες βελτίωσης των ελληνοαμερικανικών<br />
σχέσεων, αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, αναβαθμίζοντας<br />
τις διπλωματικές σχέσεις από το επίπεδο των Αντιπροσωπειών σε εκείνο των<br />
Πρεσβειών. Αυτή η στάση συνεχίστηκε και από την επόμενη κυβέρνηση του<br />
Ανδρέα Παπανδρέου, υπογράφοντας μάλιστα το 1994 μια στρατιωτική συμφωνία<br />
για έρευνα και διάσωση, η οποία όμως, ουδέποτε ενεργοποιήθηκε. 33 Σταδιακά<br />
τη δεκαετία του ‘90 το Ισραήλ κατέστη ο σημαντικότερος εμπορικός μας<br />
εταίρος στη Μεσόγειο, γεγονός όμως που οφείλεται στις κακές επιδόσεις των<br />
αραβικών οικονομιών μετά τη δεκαετία του ’80. 34 Αν και το Ισραήλ είχε δείξει<br />
επανειλημμένα ενδιαφέρον για την ανάπτυξη στρατηγικής συνεργασίας με την<br />
Ελλάδα, εντούτοις, οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα ριζοσπαστικά καθεστώτα<br />
της περιοχής στη δεκαετία το ’80 και το σύνδρομο του «Τουρκο-ισραηλινού<br />
άξονα» της δεκαετίας του ‘90 σε συνδυασμό με το ζήτημα της εγκατάστασης<br />
των S300 στην Κύπρο καθυστέρησαν την εξισορρόπηση της μεταψυχροπολεμικής<br />
ελληνικής πολιτικής στο Μεσανατολικό, κάτι το οποίο επετεύχθη σε<br />
κάποιο βαθμό μετά την επίσημη επίσκεψη του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας<br />
κ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, το Μάιο του 2000. 35 Έκτοτε, στο κρίσιμο ζήτημα<br />
της αραβο-ισραηλινής διαμάχης, η Ελλάδα υποστηρίζει την ειρηνευτική<br />
διαδικασία στο πλαίσιο του Οδικού Χάρτη, με στόχο την επίτευξη συμφωνημένης<br />
λύσεως στη βάση της αρχής των δύο κρατών και των σχετικών αποφάσεων<br />
των Ηνωμένων Εθνών. Τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του σχεδίου απαγκιστρώσεως<br />
από τη Λωρίδα της Γάζας και το βόρειο τμήμα της Δυτικής Όχθης,<br />
υπό τις προποθέσεις που έθεσε το Ευρωπακό Συμβούλιο του Μαρτίου<br />
32 Βλέπε αναλυτικά στο Θ. Ντόκος & Φ. Πιέρρος, Η Μεσόγειος προς τον 21 ο Αιώνα.<br />
Η Θέση της Ελλάδας, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1995, σελ. 292-3.<br />
33<br />
Ibit, σελ. 676.<br />
34 Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, η Ελλάδα εξήγαγε το 2005 στο Ισραήλ αγαθά<br />
αξίας 134,5 εκ. $ και αντίστοιχα το Ισραήλ στην Ελλάδα αγαθά αξίας 208,41 εκ. $. Το<br />
πρώτο εξάμηνο του 2006, οι εξαγωγές της Ελλάδος στο Ισραήλ έφθασαν τα 108,967 εκ.<br />
$ έναντι εισαγωγών 116,807 εκ. $. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 2005 η Λιβύη αποτέλεσε<br />
τη δεύτερη εξαγωγική αγορά της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας τη 17η θέση στο<br />
σύνολο των εξαγωγών μας φτάνοντας τα 196,6 εκ. $, ενώ οι εισαγωγές μας, σημείωσαν<br />
σημαντική άνοδο, φτάνοντας τα 762 εκ. $.<br />
35 Ρούσος, οπ.π., 2005, σελ. 91-96
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 414<br />
414 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
2004. 36 Η Ελλάδα υποστηρίζει τη συνολική επίλυση του Μεσανατολικού, με τη<br />
συμπερίληψη και της συριο-λιβανικής πτυχής του, στο πλαίσιο επίσης των αποφάσεων<br />
των Ηνωμένων Εθνών και της αρχής «land for peace» από τη Διάσκεψη<br />
της Μαδρίτης.<br />
Από τα μέσα της δεκαετίας ’90 οικοδομήθηκε μια συνεκτική πολιτική διεύρυνσης<br />
των διεθνών ερεισμάτων για την αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος<br />
ασφάλειας της χώρας, της τουρκικής επιθετικότητας και των εδαφικών της<br />
αξιώσεων, αλλά και επιμέρους προβλημάτων, όπως αυτό με την ονομασία των<br />
Σκοπίων. Η Ελλάδα εγκαινίασε μία πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία, η<br />
οποία αναμφισβήτητα οδήγησε σε βελτίωση των σχέσεων στο Αιγαίο. Σε αυτό<br />
βοήθησε και η επιτάχυνση της ευρωπακής ενοποίησης με τη στρατιωτική αναβάθμιση<br />
της ΕΕ, η οποία κατέστησε, σχεδόν με ένα παράδοξο τρόπο, το ευρωπακό<br />
οπλοστάσιο της χώρας απέναντι στην Τουρκία περισσότερο αποτελεσματικό<br />
απ’ ότι στο παρελθόν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που στις πλείστες των<br />
περιπτώσεων η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα εντάσσεται όλο και<br />
περισσότερο στο πλαίσιο της συνολικότερης ευρωπακής πολιτικής της Ουάσιγκτον.<br />
Ο μονόδρομος της ευρωπακής στρατηγικής της Τουρκίας και η ορθολογική<br />
χρήση των ευρωπακών στρατηγικών αναγκών και εξαρτήσεων της Τουρκίας<br />
από τις ελληνικές κυβερνήσεις κατάφερε να καταστήσει την ΕΕ σημαντικότατο<br />
παράγοντα στο δίπολο Ελλάδα-Τουρκία, αλλά και στο τρίγωνο Αθήνα-<br />
Ουάσιγκτον-Άγκυρα. 37<br />
Οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας με τις νότιες μεσογειακές χώρες έχουν<br />
αναπτυχθεί τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο των πολυμερών σχέσεων<br />
που έχει αναπτύξει η ΕΕ στην περιοχή, αλλά και στο πλαίσιο του Μεσογειακού<br />
Φόρουμ, στο οποίο η Ελλάδα άσκησε την Προεδρία το 2002, καταλήγοντας<br />
στην «Διακήρυξη της Δήλου». Στη νέα περίοδο, η Ελλάδα, η οποία στο παρελθόν<br />
είχε κατηγορηθεί για αποχή από τις Μεσογειακές υποθέσεις της ΕΕ,<br />
κατάφερε να υπερνικήσει την εικόνα του «αδιάφορου» επαναφέροντας τα θέματα<br />
της Μεσογείου στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας το 1994. 38 Στη Σύνοδο<br />
της Κέρκυρας, τα μέλη της ΕΕ αποφάσισαν να συγκαλέσουν την ιδρυτική<br />
Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Βαρκελώνη, τον Νοέμβριο του 1995. Η Ισπα-<br />
36<br />
Δηλαδή να υλοποιηθεί στο πλαίσιο του Οδικού Χάρτη και να αποτελεί βήμα προς<br />
την κατεύθυνση δημιουργίας δύο κρατών, ενώ δεν θα πρέπει έχει ως συνέπεια τη μεταφορά<br />
της εποικιστικής δραστηριότητας στη Δυτική Όχθη. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει<br />
οργανωμένη και συμπεφωνημένη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Παλαιστινιακή Αρχή<br />
και ε) το Ισραήλ θα διευκολύνει την ανοικοδόμηση της Γάζας.<br />
37 Υφαντής, οπ.π., 2005, σελ. 436.<br />
38 Agence Europe, 26-6-1994, σελ. 4.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 415<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 415<br />
νία –η οποία αντικειμενικά αποτελεί μια χώρα μεσαίων δυνατοτήτων– κατάφερε<br />
να παίξει σημαντικότατο ρόλο στην αναπροσαρμογή και ενίσχυση της μεσογειακής<br />
πολιτικής της ΕΕ. 39 Η αύξηση της επιρροής της Ισπανίας μπορεί να<br />
αποδοθεί στη μακρά περίοδο εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας υπό την ηγεσία<br />
του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην επιτυχή οικονομική ανάπτυξη, στην υιοθέτηση<br />
μιας περισσότερο ενεργητικής πολιτικής στη Μεσόγειο και στην ύπαρξη<br />
μιας ευρείας εσωτερικής συνείδησης για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης. Αντίστοιχα,<br />
μετά από μια περίοδο σημαντικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας,<br />
στη διάρκεια της οποίας η χώρα μετασχηματίσθηκε σε μέλος της Ευρωζώνης,<br />
η εξωτερική πολιτική άρχισε να φαίνεται ότι μπορεί να κερδίσει το στοίχημα<br />
του εκσυγχρονισμού και της μεταμόρφωσης από «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης,<br />
σε ισότιμο εταίρο στις συζητήσεις για το μέλλον της ΕΕ και σε παράγοντα<br />
σταθερότητας στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο. Με καθυστέρηση<br />
περίπου μίας δεκαετίας, από την κρίση που προκάλεσε η υπόθεση Οτσαλάν<br />
το Φεβρουάριο του 1999 (βλάπτοντας σημαντικά την φιλοαραβική εικόνα<br />
της χώρας), μέχρι το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη το Δεκέμβριο<br />
του 2002, η ελληνική εξωτερική πολιτική γνώρισε τη δική της επανάσταση. 40 Η<br />
αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε στην ιδιαίτερα εποικοδομητική Ελληνική Προεδρία<br />
του Συμβουλίου της ΕΕ, 41 κατά τη διάρκεια της οποίας, εκτός του ότι οριστικοποιήθηκε<br />
και η διεύρυνση και κατέστησε λειτουργική την Ευρωπακή Πολιτική<br />
Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), ανέδειξε και καίρια θέματα των περιφερειακών<br />
σχέσεών της και διαχειρίστηκε επιδέξια την κρίση στο Ιράκ, ενισχύοντας<br />
σημαντικά την προβολή της χώρας στους ευρωπαίους και μεσογειακούς εταίρους.<br />
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε μια περίοδο ιδιαιτέρως δύσκολη, κυρίως λόγω<br />
του πολέμου στο Ιράκ και της συνολικής επιδείνωσης της κατάστασης στη Μέση<br />
Ανατολή, η Ελληνική Προεδρία στα θέματα της ΕΠΑΑ –που διήρκεσε ένα<br />
12μηνο, λόγω της αποχής της Δανίας από αυτό το πεδίο– έθεσε ουσιαστικούς<br />
στόχους για την αναβάθμιση της συνεργασίας στη Μεσόγειο. 42<br />
39 H γεωγραφική εγγύτητα της Ισπανίας και η συνεχής προσπάθεια να αναμειχθεί<br />
στις περιφερειακές πολιτικές της Μεσογείου έκαναν τη χώρα να προβάλλεται ως τον<br />
απαραίτητο συνδετικό κρίκο μεταξύ του Βορρά και του Νότου, ως ένα «μπαλκόνι της<br />
ΕΟΚ» από το οποίο η Ευρώπη θα μπορούσε να παρατηρεί τον αραβικό κόσμο.<br />
40 Δ. Καιρίδης, «Η Εξωτερική Πολιτική του Εκσυγχρονισμού», στο Τσάκωνας<br />
(επιμ.), οπ.π., 2003, σελ. 298.<br />
41 Γιώργος Παγουλάτος και Σπύρος Μπλαβούκος, Η Τελευταία Ελληνική Προεδρία.<br />
Η Ελλάδα στην Ευρωπακή Ολοκλήρωση και οι Τέσσερις Ελληνικές Προεδρίες της ΕΕ,<br />
εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004.<br />
42 Η ελληνική πρωτοβουλία για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος και τη θεσμοθέτηση<br />
του πολιτικού διαλόγου σε θέματα ασφάλειας και άμυνας ήταν επιτακτική από
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 416<br />
416 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
Το 2004, έτος κατά το οποίο η Ελλάδα πέτυχε την ένταξη της Κυπριακής<br />
Δημοκρατίας στην ΕΕ, μεταβάλλοντας την ισορροπία δυνάμεων υπέρ των Ελληνοκυπρίων,<br />
συνοδεύτηκε από την απαξίωση της πάγιας πολιτικής των ελληνικών<br />
και κυπριακών κυβερνήσεων «διεθνοποίησης» του Κυπριακού. Οι προσπάθειες<br />
του Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Κ. Ανάν για επίλυση του προβλήματος πριν την<br />
ένταξη στην ΕΕ, απέτυχαν όταν στα σχετικά δημοψηφίσματα, η ελληνοκυπριακή<br />
πλευρά τάχθηκε εναντίον του σχεδίου. Παράλληλα, το γεγονός ότι η<br />
Ελλάδα ουσιαστικά παραιτήθηκε από τα διαπραγματευτικά περιθώρια που της<br />
προσέφερε το Ελσίνκι για την ημερομηνία έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας<br />
της Τουρκίας, καταδεικνύει ότι οι βασικές συνισταμένες αυτής της τάσης<br />
έχουν ανατραπεί. 43<br />
Είναι γεγονός πως μετά την αλλαγή σκυτάλης στην διακυβέρνηση της χώρας<br />
το 2004, υπάρχουν μεταβολές στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, ειδικά<br />
στον τρόπο χειρισμού της Τουρκίας. 44 Σε ότι αφορά τη Μεσόγειο, οι υποσχέσεις<br />
για σημαντική αναβάθμιση των διμερών σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες της<br />
τις διαφορετικές αντιλήψεις για την περιφερειακή ασφάλεια και τη δυσπιστία μεταξύ<br />
των εταίρων, η οποία είχε αυξηθεί σημαντικά. Μία ισχυρή αμυντικά ΕΕ δεν συνεπάγεται<br />
τη δημιουργία μιας Ευρώπης «φρούριο», και επομένως, κρίθηκε σημαντικό να αναπτυχθεί<br />
ένας πρόσθετος δίαυλος επικοινωνίας για την ΕΠΑΑ. Χάριν της πρότασης της<br />
Ισπανικής Προεδρίας το Μάιο του 2002, την οποία η Ελλάδα ουσιαστικά υλοποίησε, με<br />
πρωτοβουλία του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας διοργανώθηκαν σεμινάρια,<br />
όπου διασαφηνίζοντας θέματα διαχείρισης κρίσεων και αμβλύνοντας πιθανές παρερμηνείες<br />
προήγαγαν την περιφερειακή συνεργασία, με τελικό στόχο την ευόδωση μιας συνεργατικής<br />
αντίληψης περί στρατηγικής διακυβέρνησης στη Μεσόγειο. Οι προτάσεις<br />
για τη θεσμική πλαισίωση του Ευρω-Μεσογειακού Στρατηγικού Διαλόγου έθεσαν τα θεμέλια<br />
για τη θεσμοθέτηση ενός τακτικού σεμιναρίου ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης<br />
στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ. στο Μ. J. Tsinisizelis, D. Κ. Xenakis & D. N. Chryssochoou,<br />
«Promoting Security Dialogue in the Mediterranean: The Hellenic Presidency and<br />
Beyond», Hellenic Studies, Vol. 11, No. 2, 2003, σελ. 119-136. Για την ενδιάμεση Σύνοδο<br />
των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΜΣ στην Κρήτη και την 3 η Διάσκεψη των Υπουργών<br />
ενέργειας στην Αθήνα βλέπε στο D. Κ. Xenakis, «The contribution of Greece to<br />
strengthening Euro-Mediterranean relations», Perceptions, Euro-Med Special Issue, Vol.<br />
5, No. 2, 2003, σελ. 173-208. Για τον τρίτο πυλώνα και την αναβάθμιση του ρόλου και της<br />
συνεισφοράς του Civil Forum και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης βλέπε στο R. Pace,<br />
St. Stavrides & D. K. Xenakis, «Parliaments and Civil Society Cooperation in the Euro-<br />
Mediterranean Partnership», Mediterranean Quarterly, Vol, 15, No. 1, 2004, σελ. 75-92.<br />
43<br />
Δ. Κώνστας, «Πρόλογος», στο Αρβανιτόπουλος & Κοππά (επιμ.), οπ.π., 2005,<br />
σελ. 21.<br />
44 P. J. Tsakonas, The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations: Grasping<br />
Greece’s Socialization Strategy, Palgrave – MacMillan, New York, υπό έκδοση.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 417<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 417<br />
περιοχής, πέρα από μια επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Αίγυπτο, χώρα για<br />
την οποία είχε επιδειχθεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον πριν τις εκλογές του 2004, 45 μέχρι<br />
σήμερα δεν έχουν ευοδωθεί. Είναι γεγονός, ωστόσο, πως η κυβέρνηση και<br />
προσωπικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας στήριξε την πρωτοβουλία<br />
Σαρκοζί για τη Μεσόγειο σε όλα τα στάδια που οδήγησαν στην ίδρυσή της, 46 θεωρώντας<br />
τη μια εξαιρετική ευκαιρία για την περαιτέρω ενδυνάμωση της συνεργασίας<br />
με τον Γάλλο Πρόεδρο, η οποία εξαργυρώθηκε με τη στήριξή του στο<br />
θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Πρόκειται για μια πρόσκαιρη επιλογή σκοπιμότητας,<br />
ή για την επίδειξη γνήσιου ενδιαφέροντος αναβάθμισης του ελληνικού<br />
παράγοντα στην περιοχή, μέσω της «σύμπλευσης» με τον ισχυρότερο περιφερειακό<br />
δρώντα και παραδοσιακό σύμμαχο στην Ευρώπη;<br />
Η ανάπτυξη των θαλάσσιων διαδρομών και η μετατροπή της Ελλάδας σε<br />
κόμβο για τις συνδυασμένες μεταφορές στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής<br />
Μεσογείου αποτελεί τον κυρίαρχο στόχο της συμμετοχής στην πρωτοβουλία<br />
Σαρκοζί. 47 Έντονο ενδιαφέρον εκφράζεται για τα προγράμματα που θα αφο-<br />
45 Κλειστή συνάντηση εργασίας «Greece-Egypt: Regional and Bilateral Issues», Ινστιτούτο<br />
Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής - Egyptian Council for Foreign<br />
Affairs, Αθήνα, 30-6-2003.<br />
46 Στην πράξη, το Υπουργείο Εξωτερικών κινητοποίησε τη Δημόσια Διοίκηση, με<br />
συσκέψεις σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων, αλλά και την Επιχειρηματική Κοινότητα<br />
με τη διοργάνωση ειδικών Συνεδρίων. Παράλληλα, και οι υπηρεσίες του Υπουργείου<br />
Εξωτερικών, δραστηριοποιήθηκαν τόσο σε σχέση με κρατικούς, ημικρατικούς και ιδιωτικούς<br />
φορείς της χώρας, όσο και σε σχέση με τα Υπουργεία Εξωτερικών άλλων χωρών.<br />
Ομιλία της Υπουργού Εξωτερικών κ. Ν. Μπακογιάνη στις αρμόδιες επιτροπές της<br />
Βουλής για τη Μεσογειακή Ένωση, 23-7-2008. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Εξωτερικών<br />
εγκαινίασε δημόσιο διάλογο με φορείς από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ώστε να<br />
συλλέξει προτάσεις, στο πλαίσιο των τομέων που υιοθετήθηκαν στην ιδρυτική σύνοδο<br />
στο Παρίσι, οι οποίες θα υποβληθούν στα υπό ίδρυση αρμόδια όργανα του νέου περιφερειακού<br />
σχήματος. http://www.aidfunding.mfa.gr/bpufm/form_gr.htm<br />
47 Ο κ. Καραμανλής στο πλαίσιο της Συνόδου στο Παρίσι ανέφερε: «Επιθυμούμε τη<br />
στενή συνεργασία με όσες χώρες ενδιαφέρονται ώστε μέσω της επέκτασης του οδικού<br />
διευρωπακού δικτύου και της διασύνδεσης λιμένων να διευκολυνθούν οι εμπορευματικές<br />
συναλλαγές και η μεταφορά προσώπων και αγαθών». Στο ίδιο πλαίσιο, κρίνουμε<br />
χρήσιμη την εγκατάσταση παρατηρητηρίου στην ανατολική Μεσόγειο για την παρακολούθηση<br />
των εξελίξεων στον τομέα των μεταφορών. Η Ελλάδα προτείνει την υπογραφή<br />
μνημονίου κατανόησης μεταξύ των ενδιαφερομένων χωρών και τη σύγκληση συνόδου<br />
σε υπουργικό επίπεδο, στην Αθήνα το 2009… Με την ίδρυση σήμερα της ‘Ένωσης για<br />
τη Μεσόγειο’, δίνεται μια εξαιρετική ευκαιρία για την ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ<br />
των χωρών της και για την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρονται για<br />
οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.»
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 418<br />
418 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
ρούν διευκόλυνση της μετακίνησης προσώπων και αγαθών μέσω της διασύνδεσης<br />
λιμανιών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς και την ανάπτυξη του τομέα<br />
της ηλιακής ενέργειας. Στόχος είναι να βρεθούν τρόποι υποβολής προτάσεων,<br />
η υλοποίηση των οποίων δεν θα επηρεάζεται από τα προβλήματα που<br />
υπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ μεσογειακών χωρών (Τουρκία-Κύπρος, Ελλάδα-Τουρκία,<br />
Ισραήλ-Παλαιστινιακή Αρχή, κ.λπ). Η γαλλική πρωτοβουλία<br />
έχει μεν πολιτικούς στόχους, ακολουθεί όμως κυρίως την οικονομία και το γεγονός<br />
ότι εδώ και αρκετά χρόνια οι ευρωπακές επιχειρήσεις επενδύουν μαζικά<br />
στις νότιες ευρωπακές χώρες της Μεσογείου, στις οποίες κατασκευάζονται<br />
σύγχρονα λιμάνια. Ενώ όλοι ελπίζουν ότι θα εξασφαλίσουν μεγαλύτερο<br />
μερίδιο στις σύγχρονες θαλάσσιες μεταφορές που αυξάνονται συνεχώς, στην<br />
Ελλάδα η κλίμακα των αντίστοιχων σχεδιασμών δεν ανταποκρίνεται στις ελληνικές<br />
φιλοδοξίες για ενίσχυση του ρόλου της χώρας στις θαλάσσιες μεταφορές.<br />
48<br />
Συμπερασματικές Σκέψεις και Προτάσεις<br />
Η ξεχωριστή γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα<br />
στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, αποτέλεσε πηγή τόσο προβλημάτων,<br />
όσο και μεγάλων ευκαιριών. Η αναβάθμιση του ελληνικού παράγοντα στο<br />
πλαίσιο συνεργασίας που έχει διαμορφωθεί στη Μεσόγειο επιτάσσει α) την<br />
ανάπτυξη της μεσογειακής διάστασης στην ελληνική εξωτερική πολιτική με δέσμευση<br />
των απαραίτητων πόρων και αναβάθμιση των σχετικών υπηρεσιών, δεξαμενών<br />
σκέψης, ερευνητικών και πανεπιστημιακών τμημάτων κ.λπ., β) την<br />
ανάληψη πρωτοβουλιών για το συντονισμό και την ενίσχυση των νοτιο-ευρωπακών<br />
προσπαθειών εξισορρόπησης στην υπερ-διευρυμένη ΕΕ, και γ) την<br />
αναζήτηση νέων στρατηγικών εταίρων, μέσω των προγραμμάτων ενισχυμένης<br />
συνεργασίας που θα λάβουν χώρα στο πλαίσιο της ευρύτερης «Διαδικασίας της<br />
Βαρκελώνης: Ένωση για τη Μεσόγειο», όπως διαμορφώθηκε μετά την ιδρυτική<br />
Σύνοδο στο Παρίσι και την πρόσφατη υπουργική διάσκεψη στη Μασσαλία.<br />
Μέσα σ’ ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον στην καρδιά της ανατολικής<br />
Μεσογείου, η Ελλάδα βρίσκεται εκτεθειμένη σε μια σειρά από νέες απειλές<br />
όπως, τα μαζικά μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα, το διασυνοριακό<br />
έγκλημα, η διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής και βαλλιστικών πυραύλων,<br />
48 Π. Καζάκος, «Όραμα, πρακτικά μέτρα, όρια», ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ, ειδικό αφιέρωμα:<br />
«Ένωση για τη Μεσόγειο», Νοέμβριος 2008, σ. 25-26.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 419<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 419<br />
οι ασύμμετρες απειλές και η εντεινόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση. Στα<br />
προσεχή έτη η Ελλάδα πρόκειται να αφιερώσει περισσότερους πόρους στις<br />
σχέσεις με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη νέα Ρωσία για τα θέματα αυτά, τα οποία,<br />
ωστόσο, θα μπορούσαν να αποτελέσουν και το επίκεντρο νέων προσπαθειών<br />
συνεργασίας, τόσο με τις χώρες τις νότιας Ευρώπης που αντιμετωπίζουν τα ίδια<br />
προβλήματα, όσο και σε διμερές επίπεδο με χώρες-κλειδιά στην ανατολική<br />
Μεσόγειο, όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, η Ιορδανία και η Αίγυπτος. 49<br />
Καθώς οι ορίζοντες της σύγχρονης Ελλάδας έχουν διευρυνθεί, θα μπορούσε<br />
να συμβάλλει περισσότερο ενεργά στις ευρωπακές προσπάθειες ενίσχυσης<br />
της συνεργασίας στη Μεσόγειο. Αξιοποιώντας τις παραδοσιακά καλές<br />
της σχέσεις με τις αραβικές χώρες και πλέον και το Ισραήλ, η Ελλάδα έχει τη<br />
δυνατότητα να αναδειχτεί σε «γέφυρα» μεταξύ Βορρά-Νότου, συμβάλλοντας<br />
στην προώθηση των ευρωπακών συνεργατικών και αναπτυξιακών δράσεων<br />
στην περιοχή. Η προσφορά βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί την καλύτερη εγγύηση<br />
για τη σταθερότητά στην περιοχή, ενώ μέσα από την ιδιαίτερα προνομιακή<br />
θέση που βρίσκεται από πλευράς οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης,<br />
ο ελληνικός παράγοντας στην περιοχή θα αναβαθμιστεί. Οι θαλάσσιες μεταφορές,<br />
ο τουρισμός, οι ενεργειακές υποδομές, οι τεχνολογίες πληροφορικής και<br />
επικοινωνιών, η βιομηχανική παραγωγή, το εμπόριο, η εκπαίδευση και ο πολιτισμός<br />
προσφέρουν σοβαρά περιθώρια ανάπτυξης, καθώς μπορεί να αναβαθμιστεί,<br />
ως περιφερειακός κόμβος συνδυασμένων μεταφορών, διαμετακομιστικού<br />
εμπορίου, ενεργειακών διασυνδέσεων, τουριστικών και πολιτιστικών συνεργασιών.<br />
Εξαιτίας του περιεχομένου, αλλά και του μεγέθους της –μετά τη Σύνοδο στη<br />
Λισαβόνα περιλαμβάνει συνολικά 39 μέλη (27 κράτη-μέλη της ΕΕ, 10 Μεσογειακά,<br />
την Μαυριτανία και την Αλβανία)– η Διαδικασία της Βαρκελώνης<br />
αποτελεί το σημαντικότερο περιφερειακό όχημα στη διαδικασία μεταψυχροπολεμικού<br />
μετασχηματισμού της Μεσογείου. Μια τέτοια μακρο-διαδικασία<br />
δεν μπορεί παρά να προχωρήσει με δοκιμασίες, λάθη και πισωγυρίσματα. Δεν<br />
θα πρέπει όμως και να παραβλέπουμε ότι ο σχεδιασμός, η λειτουργία και η<br />
αποτελεσματικότητα συστημάτων διεθνικής συνεργασίας και συλλογικής<br />
ασφάλειας απαιτούν μέγιστη ικανότητα διακυβέρνησης, η οποία στον μεν μεσογειακό<br />
Νότο δεν υφίσταται, ενώ στο Βορρά το πρόβλημα επικεντρώνεται<br />
στην έλλειψη πολιτικής διάθεσης για συν-διαχείριση των περιφερειακών προκλήσεων.<br />
Αν και η συνεργασία μεταξύ των νότιων ευρωπακών χωρών σε θέματα<br />
ασφαλείας δεν είναι εξίσου αγαστή με την οικονομική, εντούτοις, οι χώ-<br />
49 I. O. Lesser, F. S. Larrabee, M. Zanini & K. Vlachos-Dengler, Η Νέα Γεωπολιτική<br />
της Ελλάδας, μεταφ. εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2003, σελ. 43-44.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 420<br />
420 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ<br />
ρες της νότιας Ευρώπης μοιράζονται κοινά προβλήματα και θεωρούν ότι πρέπει<br />
να δημιουργήσουν ισχυρότερους κοινωνικούς και οικονομικούς δεσμούς<br />
μεταξύ τους, ενώ σχεδόν πάντα προβάλλουν με έμφαση τα θέματα που αφορούν<br />
την περιοχή της Μεσογείου στα Ευρωπακά Συμβούλια. Επειδή η διεύρυνση<br />
της ΕΕ και η αυξανόμενη πολυμορφία έχουν δημιουργήσει προβλήματα<br />
στην αναγνώριση κοινών συμφερόντων στη Μεσόγειο, είναι κρίσιμο να διερευνηθούν<br />
τα εθνικά μας συμφέροντα σε σχέση με τις προσπάθειες των νότιων ευρωπακών<br />
κρατών για εξισορρόπηση εντός της ΕΕ, το κέντρο βάρους της<br />
οποίας απομακρύνεται σταθερά από τη Μεσόγειο.<br />
Η απελευθέρωση από τους περιορισμούς του διπολισμού επέτρεψε στις νότιες<br />
ευρωπακές χώρες να παίξουν μετά το 1989 έναν πιο άμεσο ρόλο στις περιφερειακές<br />
εξελίξεις. Η δυνατότητα που τους παρέχει η ΕΕ να θεσμοθετήσουν<br />
τη συνεργασία των ναυτικών τους δυνάμεων στην περιοχή, σχεδιάζοντας<br />
κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις αποτροπής, οδήγησαν τη Γαλλία, την Ιταλία,<br />
την Ισπανία και την Πορτογαλία να εγκαθιδρύσουν μια κοινή ναυτική δύναμη,<br />
την Ευρωπακή Ναυτική Δύναμη, γνωστή ως EuroMarFor, η οποία αντιστάθμισε<br />
μερικώς την κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Ελλάδα θα πρέπει<br />
να διερευνήσει τη συμμετοχή της σε αυτήν τη νοτιο-ευρωπακή ενισχυμένη συνεργασία,<br />
επεκτείνοντας τη δράση της στην ανατολική Μεσόγειο και ανοίγοντας<br />
ένα νέο μέτωπο συνεργασίας με την Τουρκία και ενδεχομένως το Ισραήλ.<br />
Απέχοντας για μεγάλο διάστημα από τις συζητήσεις στην ΕΕ, το ζήτημα της<br />
Μεσογείου, όπως επανήλθε μέσα από την πρόταση Σαρκοζί, κατέστη επίμαχο<br />
θέμα, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει λύση, τόσο για το «απομονωμένο» σε<br />
έναν ουσιαστικά Ευρω-αραβικό διάλογο Ισραήλ, όσο και για την Τουρκία στο<br />
πλαίσιο μιας ειδικής σχέσης με την ΕΕ, παράλληλα με τη διαδικασία απόκτησης<br />
της ιδιότητας μέλους. Δεδομένου ότι η γαλλική πρωτοβουλία πλέον ενσωματώθηκε<br />
και θα βασιστεί στο κεκτημένο της Βαρκελώνης, οι πρωτοβουλίες<br />
που θα αναληφθούν δεν θα πρέπει να διακινδυνεύσουν περαιτέρω τον όποιο<br />
βαθμό συνοχής έχει επιτευχθεί, τόσο σε επίπεδο διαδικαστικής συναίνεσης,<br />
όσο και σε επίπεδο συγκλινουσών προσδοκιών και προτιμήσεων. Συνεπώς, η<br />
έμφαση πρέπει να αποδοθεί στις δυνατότητες μιας περισσότερο στοχευμένης<br />
συνεργασίας, με επίκεντρο τη θέσπιση κοινών λειτουργικών προγραμμάτων<br />
μεταξύ των εταίρων.<br />
Σήμερα, οι πολιτικοί στόχοι της αρ χικής ιδέας για την «Ένωση της Μεσογείου»,<br />
η οποία προβλέ πει τη μεταμόρφωση των πε ριφερειακών κυβερνήσεων<br />
και τη βελτίωση των ανθρω πίνων δικαιωμάτων σε χώρες της Μεσογείου, έχουν<br />
κατά μεγάλο μέρος εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, στον μεσογειακό Νότο, η ανησυχία<br />
ότι οι ευ ρωπακές επιδιώξεις ενδεχο μένως είναι περισσότερο εγω ιστικές<br />
παραμένει, εν μέρει δικαιολογημένα. Φοβού νται ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ θέλουν<br />
απλώς να βοηθήσουν τις νότιες χώρες της Μεσο γείου να κρατήσουν το
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 421<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ 421<br />
φτω χό πληθυσμό τους στο εσω τερικό, να περιορίσουν τη λαθρομετανάστευση<br />
και να εξα σφαλίσουν τη συνεργασία τους στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας<br />
και του οργα νωμένου εγκλήματος. Η Ελλάδα, όσο και οι υπόλοιπες χώρες<br />
που συμμετέχουν στη νέα πρωτοβουλία στην περιοχή θα πρέπει να επενδύσουν<br />
εμπράκτως, και όχι μόνο διακηρυκτικά, σε έναν πλουραλισμό συμβίωσης, μέσα<br />
από ένα συμμετοχικό καθεστώς διαχείρισης των σύνθετων προβλημάτων<br />
ασφάλειας που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη Μεσόγειο. Μόνον έτσι θα είναι σε<br />
θέση να προσδώσει μια ποιότητα συστημικού πολυμερισμού, η οποία δεν θα<br />
αποσκοπεί στην «εξαγωγή» ενός αξιακού συστήματος ή προτύπου, αλλά σε μια<br />
αμοιβαία αποδεκτή δέσμη αρχών για έναν κοινό προορισμό, με πρώτο βήμα<br />
την αποτελεσματική συν-διαχείριση των κοινών περιφερειακών προκλήσεων. 50<br />
Το πλαίσιο στρατηγικής συνεργασίας που έχει διαμορφωθεί στη μεταψυχροπολεμική<br />
Μεσόγειο υπαγορεύει την καλλιέργεια μιας κοινής κουλτούρας<br />
σε θέματα ασφάλειας, την ανάπτυξη μηχανισμών έγκαιρης προειδοποίησης<br />
και την πρόληψη συγκρούσεων. Ενώ η ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου παραμένει<br />
κεντρική προτεραιότητα, θα πρέπει, παράλληλα, να συνεχιστούν οι προσπάθειες<br />
οικοδόμησης εμπιστοσύνης και σχέσεων καλής γειτονίας, ενισχύοντας<br />
τη συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και προληπτικής διπλωματίας. 51 Στο<br />
πλαίσιο αυτό, οι προτάσεις για μια Ευρω-Μεσογειακή Ακτοφυλακή και για<br />
ένα ολοκληρωμένο δίκτυο για την πρόληψη των συγκρούσεων στη Μεσόγειο, 52<br />
αποτελούν πεδία των περιφερειακών σχέσεων, στα οποία ο ελληνικός παράγοντας<br />
θα μπορούσε να αναβαθμιστεί σημαντικά, οικοδομώντας νέες στρατηγικές<br />
σχέσεις με τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ενισχύοντας και<br />
επεκτείνοντας, παράλληλα, το πεδίο στρατηγικής συνεργασίας με τις νότιες ευρωπακές<br />
χώρες.<br />
50 D. N. Chryssochoou & D. K. Xenakis, «Prospects for Euro-Mediterranean<br />
Governance», The Review of International Affairs, Vol. 2 No.4, 2003, σελ. 47-70.<br />
51 St. C. Calleya & D. Κ. Xenakis, «France’s New Mediterranean Initiative: Lessons<br />
from Post-Cold War Regional Cooperation», Karamanlis Working Papers in Hellenic and<br />
European Studies, No. 4, Fletcher School of Law and Diplomacy, Tufts University, 2008.<br />
52 St. C. Calleya & Δ. Κ. Ξενάκης, «Ασφάλεια και Στρατηγική Συνεργασία στη Μεσόγειο:<br />
Οικοδόμηση Εμπιστοσύνης και Πρόληψη Συγκρούσεων», Κείμενα Πολιτικής,<br />
No. 11, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, 2008.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 422
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 423<br />
23<br />
Μεταρρυθμίζοντας το μηχανισμό<br />
εθνικής ασφαλείας<br />
Θάνος Π. Ντόκος και Παναγιώτης Ι. Τσάκωνας<br />
Εισαγωγικά<br />
Το τέλος των «σταθερών» και βεβαιοτήτων της διπολικής αντιπαράθεσης<br />
δεν κατέστησε απλώς ασαφές το περιεχόμενο της έννοιας της ασφάλειας αλλά,<br />
κυρίως, κατέστησε ανεπαρκείς τις «παραδοσιακές συνταγές» επίτευξής της<br />
από τα κράτη. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε –σε ακαδημακό,<br />
αρχικά, επίπεδο– τεθεί το ζήτημα της ανάγκης διεύρυνσης του περιεχομένου<br />
της έννοιας της ασφάλειας. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση<br />
της Σοβιετικής Ένωσης το διεθνές κλίμα έγινε πιο επιδεκτικό σε ανάλογες<br />
διαπιστώσεις 1 και η συζήτηση –στην επιστημονική κυρίως κοινότητα– αφορούσε<br />
πλέον στο διαχωρισμό μεταξύ παραδοσιακών (και σε σημαντικό βαθμό<br />
περιοριστικών) και ευρύτερων ορισμών της έννοιας της ασφάλειας. Ο πρώτος<br />
επικέντρωνε την προσοχή στις υλικές δυνατότητες,στον έλεγχο και την χρήση<br />
της στρατιωτικής δύναμης από τα κράτη. Ο δεύτερος, διαχώριζε μεταξύ στρατιωτικών,<br />
πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών απειλών<br />
ασφάλειας που επηρέαζαν όχι μόνο τα κράτη αλλά και ομάδες, άτομα ή/και άλλους<br />
μη κρατικούς δρώντες. Συνακόλουθα, παρά το γεγονός ότι είναι δυσκολότερο<br />
να κινητοποιηθεί η συνειδητοποιημένη κοινή γνώμη για ζητήματα μόλυν-<br />
1 Η παγκόσμια κοινότητα δεν άργησε να διαπιστώσει ότι «ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά<br />
του νέου γεωπολιτικού σκηνικού είναι η καθυστερημένη αναγνώριση της<br />
παγκόσμιας φύσης πολλών από τα σημερινά προβλήματα, τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν,<br />
ούτε να προσεγγισθούν από μεμονωμένες χώρες». Βλέπε Έκθεση της «Λέσχης<br />
της Ρώμης», των Αλεξάντερ Κινγκ και Μπερτράν Σνάιντερ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19 Μαου 1991.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 424<br />
424 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
σης του περιβάλλοντος συγκριτικά με τις στρατιωτικές απειλές, τα ζητήματα<br />
περιβαλλοντικής ή/και οικονομικής ασφάλειας 2 απέκτησαν –και συνεχίζουν να<br />
αποκτούν όλο και υψηλότερη θέση– στην ημερησία διάταξη δράσης των κυβερνήσεων.<br />
Πράγματι οι πολίτες διαπιστώνουν ότι καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι με<br />
νέες μορφές απειλών και κινδύνων που προέρχονται τόσο από το εξωτερικό<br />
όσο και από το εσωτερικό περιβάλλον του κράτους ενώ οι συγκρούσεις που<br />
διεξάγονται σε όλο και περισσότερα σημεία του πλανήτη είναι περισσότερο<br />
«ενδοκρατικές» (intra-state conflict) και λιγότερο «διακρατικές» (inter-state<br />
conflict). Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που οι διεθνείς αναλυτές δεν διστάζουν να<br />
αναφερθούν στο «τέλος των παλαιομοδίτικων πολέμων μεταξύ των κρατών». 3<br />
Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικός αναδεικνύεται και ο ρόλος των μη-κρατικών<br />
οντοτήτων, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο η όποια κατηγοριοποίηση<br />
αλλά και η διαχείριση των αναφυόμενων κρίσεων και συγκρούσεων.<br />
4<br />
Αν οι παραπάνω επισημάνσεις καθιστούν μια μάλλον δύσκολη υπόθεση την<br />
επίτευξη ασφάλειας από ένα σύγχρονο ευρωπακό κράτος, είναι εύκολο να<br />
αντιληφθεί κάποιος γιατί για την Ελλάδα –μια «μικρή-μεσαία» χώρα, γεωγρα-<br />
2 Για τη σχέση οικονομίας και εθνικής ασφάλειας βλέπε Richard Rosecrance,<br />
«Economics and National Security: The Evolutionary Process» στο Richard Shultz, Roy<br />
Godson & George Quester (επιμ.), Security Studies for the 21 st Century, Brassey’s,<br />
Washington D.C., 1997, σελ. 209-225. Για τη σχέση οικονομίας και υψηλής στρατηγικής,<br />
βλέπε Donald Losman, Economic Security. A National Security Folly?, CATO Institute,<br />
Policy Analysis, No. 409, August 2001.<br />
3 Βλέπε Mary Kaldor, New and Old Wars: Organized Violence in a Global Era, Polity<br />
Press, Cambridge, 2001.<br />
4 Στη μεταψυχροπολεμική εποχή το έθνος-κράτος παραμένει ο κύριος πρωταγωνιστής<br />
στο παιγνίδι της διεθνούς πολιτικής, αλλά η επιρροή του μειώνεται, τόσο σε σχετικά<br />
όσο και σε απόλυτα μεγέθη (ειδικά στον τομέα της οικονομίας, λόγω παγκοσμιοποίησης<br />
και αλληλεξάρτησης). Δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί η εμφάνιση στη διεθνή κονίστρα<br />
και η αυξανόμενη βαρύτητα μιας σειράς διεθνικών παραγόντων, όπως περιφερειακών<br />
ολοκληρώσεων/συσσωματώσεων, διεθνών οργανισμών, πολυεθνικών εταιριών,<br />
Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης παγκόσμιας εμβέλειας, μη-κυβερνητικών οργανώσεων,<br />
τρομοκρατικών οργανώσεων, παγκόσμιων «κινημάτων» και διεθνικών εγκληματικών<br />
οργανώσεων και φαινομένων όπως η παράνομη μετανάστευση, η παγκόσμια<br />
άνοδος της θερμοκρασίας, και η διεθνοποίηση της παραγωγής και της χρηματο-οικονομίας<br />
που διαβρώνουν την ικανότητα ενός κράτους να ελέγχει και να διαμορφώνει το<br />
μέλλον του. Βλέπε Peter Willetts, «Transnational actors and international organizations<br />
in global politics» σε John Baylis & Steve Smith (επιμ.), The Globalization of World<br />
Politics, Oxford University Press, Oxford, 2001, σ. 356-386.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 425<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 425<br />
φικά τοποθετημένη στην περισσότερο ασταθή γειτονιά της ευρωπακής περιφέρειας<br />
και με ένα ιδιαίτερα ασθενές θεσμικό σύστημα παραγωγής υψηλής<br />
στρατηγικής και διαχείρισης κρίσεων– η επίτευξή της αποτελεί μια εξαιρετικά<br />
δύσκολη υπόθεση. Δυστυχώς κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, ειδικότερα<br />
αυτό που αφορά στην πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία, η Ελλάδα έχει ένα<br />
μάλλον βεβαρημένο ιστορικό όσον αφορά στην αποτελεσματική αντιμετώπιση<br />
και διαχείριση των παραδοσιακών προκλήσεων και απειλών για την ασφάλειά<br />
της (η κρίση στα Ίμια, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, η υπόθεση<br />
Οτζαλάν). 5 Παράλληλα, η Ελλάδα αποτελεί ήδη τον βασικό αποδέκτη του συνόλου<br />
σχεδόν των νέων απειλών και κινδύνων – που μετά την 11 η Σεπτεμβρίου<br />
αποκτούν ακόμη πιο σύνθετο περιεχόμενο – καλούμενη έτσι να διαχειριστεί<br />
αποτελεσματικά έναν ιδιαίτερα απαιτητικό συνδυασμό παραδοσιακών και, κυρίως,<br />
νέων/«σύγχρονων» απειλών και κινδύνων στα σύνορά της.<br />
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τόσο τις «παραδοσιακές»<br />
απειλές και κινδύνους όσο και τις νέες «ασυμμετρικές» προκλήσεις, τα κράτη<br />
καλούνται να αναπτύξουν μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας η οποία θα είναι<br />
ικανή να διαχειριστεί αυτό το εξαιρετικά ευρύ φάσμα απειλών, κινδύνων και<br />
προκλήσεων που απειλούν όχι μόνον την εδαφική ακεραιότητα και την οικονομική,<br />
πολιτική και περιβαλλοντική του ασφάλεια, αλλά και την ατομική ασφάλεια<br />
των πολιτών του. Η τελευταία αυτή παρατήρηση αναδεικνύει την έννοια<br />
της «ανθρώπινης ασφάλειας», η οποία –χωρίς να υποτιμά την συλλογική υποχρέωση<br />
και προσπάθεια των πολιτών ενός κράτους να διαφυλάξουν την ακεραιότητα<br />
της χώρας τους από οποιαδήποτε ξένη επιβουλή– τονίζει την ανάγκη<br />
κατοχύρωσης της προσωπικής τους ασφάλειας και ελευθερίας από άμεσες ή<br />
έμμεσες απειλές βίας, της ανάπτυξης και ευημερίας τους και του δικαιώματός<br />
τους να ζουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που διασφαλίζει τα βασικά ανθρώπινα<br />
δικαιώματα.<br />
Συνακόλουθα, όπως αποτελεί υποχρέωση κάθε σύγχρονου και δημοκρατικού<br />
κράτους να προσφέρει στους πολίτες του τη δυνατότητα να ζουν και να ευημερούν<br />
ελεύθεροι από εσωτερικές ή/και εξωτερικές απειλές και κινδύνους,<br />
ταυτόχρονα, αποτελεί υποχρέωση των ίδιων των πολιτών να προασπίζουν τα<br />
συμφέροντα της πατρίδας τους σε ένα παγκοσμιοποιημένο και ανταγωνιστικό<br />
5 Για μια αναλυτική εξέταση τω συγκεκριμένων περιπτώσεων προκειμένου να εντοπιστούν<br />
τα προβλήματα (ύπαρξη στοιχείων ασυμβατότητας) που υφίστανται στη σχέση<br />
μεταξύ των βασικών πυλώνων της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας και να<br />
αναδειχθούν τα κενά, οι αδυναμίες και οι ελλείψεις του υπάρχοντος θεσμικού συστήματος<br />
της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας βλέπε Θ. Ντόκος και Παναγιώτης<br />
Τσάκωνας, Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας. Οικοδομώντας το Ελληνικό Μοντέλο στον<br />
Εικοστό Πρώτο Αιώνα, Παπαζήσης, Αθήνα, 2005, σελ. 223-293.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 426<br />
426 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
διεθνές περιβάλλον. Υπό αυτή την έννοια, η «ανθρώπινη ασφάλεια» και η<br />
ασφάλεια του κράτους μπορούν να είναι έννοιες και δράσεις αλληλο-υποστηριζόμενες,<br />
προκειμένου να επιτευχθεί ο ευρύτερος στόχος της εθνικής ασφάλειας<br />
που στον εικοστό πρώτο αιώνα αφορά στην προστασία τόσο της εδαφικής<br />
ακεραιότητας του κράτους όσο και της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας<br />
των πολιτών του.<br />
Η επίτευξη του ευρύτερου αυτού στόχου προποθέτει βεβαίως την μετατόπιση<br />
από το παραδοσιακό υπόδειγμα του «κράτους εθνικής ασφάλειας» 6 στο<br />
«σύγχρονο κράτος εθνικής ασφάλειας»του εικοστού πρώτου αιώνα. Το τελευταίο,<br />
καλείται να αναπτύξει μια αποτελεσματική στρατηγική εθνικής ασφάλειας,<br />
θέτοντας τους μακροπρόθεσμους στόχους τους οποίους επιθυμεί να επιτύχει<br />
και σχεδιάζοντας τη βέλτιστη χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων και πόρων<br />
της εθνικής ισχύος (οικονομικών, στρατιωτικών, διπλωματικών, πολιτιστικών<br />
κ.ά.) για την επίτευξη των συμφωνημένων μακροπρόθεσμων πολιτικών<br />
στόχων. Προσπάθεια μεγάλου βεληνεκούς και υψηλών απαιτήσεων, η στρατηγική<br />
εθνικής ασφάλειας αναφέρεται συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο<br />
ένα κράτος θα χρησιμοποιήσει την ισχύ του προκειμένου να επιτύχει τους στόχους<br />
του. Ενδιαφέρεται, όπως σχεδόν επιγραμματικά έχει σημειωθεί: «να κάνει<br />
την σωστή δουλειά» και όχι «να κάνει σωστά τη δουλειά». 7<br />
Πόσο μακριά βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα από το να μπορεί να χαρακτηριστεί<br />
ως ένα «σύγχρονο κράτος εθνικής ασφάλειας», ικανό να διαχειρίζεται<br />
αποτελεσματικά τόσο τις «παραδοσιακές» απειλές και κινδύνους όσο και τις<br />
νέες «ασυμμετρικές» προκλήσεις που προέρχονται από ένα δραματικά συνθετότερο<br />
και ιδιαίτερα απρόβλεπτο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον; Αποτελεί<br />
ο σχεδιασμός και η παραγωγή στρατηγικής εθνικής ασφάλειας έναν τομέα<br />
όπου απαιτούνται δραστικές τομές και μεταρρυθμίσεις;<br />
Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται, κατ’ αρχήν, ο εντοπισμός και η συνοπτική<br />
καταγραφή των αιτιών στις οποίες οφείλεται η παρατηρούμενη υστέρηση της<br />
6 Σχετικά με τη δημιουργία του «κράτους εθνικής ασφάλειας» (national security<br />
state), βλέπε Daniel Yergin, Shattered Peace: The Origins of the Cold War and the<br />
National Security State, Houghton Mifflin, Boston, 1977. Το παράδειγμα των Ηνωμένων<br />
Πολιτειών παραμένει χαρακτηριστικό όσον αφορά στη δημιουργία «κρατών εθνικής<br />
ασφάλειας» στον μεταπολεμικό κόσμο.<br />
7 Το τελευταίο αποτελεί αντικείμενο –και ζητούμενο– της στρατηγικής (στρατιωτικής,<br />
διπλωματικής, οικονομικής, κ.λπ.) και αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιηθεί<br />
η στρατηγική εθνικής ασφάλειας ή/και η «υψηλή στρατηγική». Βλ. Clark A.<br />
Murdock, Improving the Practice of National Security Strategy. A New Approach for the<br />
Post-Cold War, Center for Strategic and International Studies, Washington, D.C., 2004,<br />
σελ. 12-14.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 427<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 427<br />
Ελλάδας όσον αφορά στην ανάπτυξη μιας συγκροτημένης στρατηγικής εθνικής<br />
ασφάλειας και, συνακόλουθα, η ανάπτυξη ενός λειτουργικού θεσμικού μηχανισμού<br />
παραγωγής στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων. Στα πλαίσια<br />
αυτά επισημαίνονται, συνοπτικά, οι υφιστάμενες αδυναμίες και ελλείψεις<br />
του υπάρχοντος θεσμικού συστήματος παραγωγής στρατηγικού σχεδιασμού<br />
και χειρισμού κρίσεων. Τέλος, μέσω της ενδεικτικής καταγραφής των προποθέσεων<br />
που θα πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου ενδεχόμενες παρεμβάσεις<br />
στον τομέα του σχεδιασμού και της παραγωγής στρατηγικής εθνικής<br />
ασφάλειας να είναι όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερες, οριοθετείται το<br />
πλαίσιο των τομών και μεταρρυθμίσεων στις οποίες επιβάλλεται να προχωρήσει<br />
άμεσα η Ελλάδα.<br />
Τα αιτία της υστέρησης: Η διαμόρφωση της «ελληνικής στρατηγικής<br />
κουλτούρας»<br />
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην προσπάθεια ανάλυσης και εξήγησης της<br />
ανορθολογικής –και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις «επιθετικής», «σπασμωδικής»<br />
ή/ και «παράλογης»– συμπεριφοράς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής<br />
κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, η ακαδημακή και επιστημονική ανάλυση<br />
εντοπίζει τα αίτια σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της «πολιτικής κουλτούρας»<br />
που παραδοσιακά έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα. Εκκινώντας από<br />
αυτή την παρατήρηση υποστηρίζουμε ότι η αδυναμία ανάπτυξης συγκροτημένης<br />
στρατηγικής εθνικής ασφάλειας –η οποία εμπεριέχει τόσο την εξωτερική<br />
όσο και την αμυντική πολιτική– από μέρους της Ελλάδας θα πρέπει να αποδοθεί<br />
στη διαμορφούμενη κατά τη τελευταία τριακονταετία «στρατηγική κουλτούρα».<br />
Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημανθεί ότι –οικοδομώντας πάνω στην έννοια<br />
της «πολιτικής κουλτούρας»– η έννοια της «στρατηγικής κουλτούρας» ή «στρατηγικής<br />
αγωγής» αφορά στις παραδόσεις, αξίες, στάσεις, πρότυπα και υποδείγματα<br />
συμπεριφοράς ενός κράτους, στις συνήθειες, στους συμβολισμούς,<br />
στα κεκτημένα καθώς και στους ιδιαίτερους τρόπους προσαρμογής του στο διεθνές<br />
περιβάλλον καθώς και επίλυσης των διαφόρων ζητημάτων σε σχέση με τη<br />
χρήση ή την απειλή της χρήσης βίας. Οι πηγές της στρατηγικής κουλτούρας<br />
ενός κράτους είναι η ιστορία, η γεωγραφία και η πολιτική κουλτούρα και η έννοια<br />
της «στρατηγικής κουλτούρας» αντιπροσωπεύει –σωρευτικά– τις στάσεις<br />
και τα πρότυπα συμπεριφοράς των πλέον σημαντικών παραγόντων, όπως η πολιτική<br />
ελίτ, η κοινή γνώμη, οι Ένοπλες Δυνάμεις κ.ά. Όπως χαρακτηριστικά<br />
επισημαίνει ο Jack Snyder, θεμελιωτής της έννοιας της «στρατηγικής κουλτούρας»:<br />
«... αυτές οι στάσεις και τα πρότυπα συμπεριφοράς αποκτούν περισσό-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 428<br />
428 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
τερο μόνιμα χαρακτηριστικά (a state of semi-permanence), εξέλιξη που τα τοποθετεί<br />
στο επίπεδο της «κουλτούρας» παρά στο επίπεδο της πολιτικής, με αποτέλεσμα<br />
τα όποια νέα προβλήματα να μην αξιολογούνται αντικειμενικά, αλλά<br />
μέσω των φακών αντίληψης της στρατηγικής κουλτούρας».<br />
Παρά το γεγονός ότι δεν υφίσταται συναίνεση στην επιστημονική κοινότητα<br />
σχετικά με το περιεχόμενο και –κυρίως– την ακριβή λειτουργία της «στρατηγικής<br />
κουλτούρας» 8 , το σύνολο των θεωρητικών και εμπειρικών μελετητών της<br />
συμφωνεί ότι η «στρατηγική κουλτούρα» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη<br />
διαμόρφωση της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών, καθώς συνιστά το περιβάλλον<br />
όπου οι στρατηγικές ιδέες και αποφάσεις συζητούνται και αποφασίζονται.<br />
Στα πλαίσια αυτά, ο εντοπισμός και η ανάδειξη των χαρακτηριστικών<br />
της διαμορφούμενης στην Ελλάδα «στρατηγικής κουλτούρας» βοηθά σημαντικά<br />
στον εντοπισμό των λόγων στους οποίους οφείλεται η αδυναμία συνολικής<br />
και συστηματικής ανάπτυξης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας μέχρι και σήμερα.<br />
Ως άμεσα συνδεόμενη με την έννοια της πολιτικής κουλτούρας, η ελληνική<br />
στρατηγική κουλτούρα χαρακτηρίζεται και αυτή από τα στοιχεία της απειλής,<br />
της εσωστρέφειας και της αμυντικότητας. Τα στοιχεία αυτά επιβαρύνουν<br />
ακόμη περισσότερο συγκεκριμένες εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού συστήματος<br />
μακροπρόθεσμης χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής και αφορούν στη<br />
πλήρη κατίσχυση του ρόλου των προσώπων, έναντι των θεσμών παραγωγής πολιτικής.<br />
Η κυριαρχία της απειλής<br />
Στην ελληνική κοινωνία είναι βαθιά ριζωμένη και διάχυτη η ισχυρότατη αίσθηση<br />
ότι η χώρα απειλείται από εξωτερικές δυνάμεις οι οποίες επιβουλεύονται<br />
είτε άμεσα είτε έμμεσα την εδαφική της κυριαρχία. Αν και η ισχυρή αντίληψη<br />
της εξωτερικής απειλής πηγάζει κυρίως από τραυματικές ιστορικές<br />
εμπειρίες που αφορούν πρωτίστως στη μακρά και ενίοτε επώδυνη (κυρίως<br />
κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας) διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης<br />
9 αναμφίβολα ενισχύθηκε από την σταθερή –και «εύλογη» 10 τουλάχι-<br />
8 Για μια αποτίμηση της συζήτησης, Colin Gray, «Strategic Culture as Context: The<br />
First Generation of Theory Strikes Back», Review of International Studies, Vol. 25, No. 1,<br />
January 1995, σελ. 61.<br />
9 Βλ. Thanos Veremis, «From the National State to the Stateless Nation: 1821-1910»<br />
σε Martin Blinkhorn & Thanos Veremis (επιμ.), Modern Greece: Nationalism and<br />
Nationality (Sage/ELIAMEP, Athens 1990).<br />
10 Για την αναφορά στην απειλή ως «εύλογη ως έναν μεγάλο βαθμό» βλέπε Χρήστος
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 429<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 429<br />
στον όσον αφορά στην πρόσληψη του στοιχείου της απειλής– επίδειξη αναθεωρητικής<br />
συμπεριφοράς από μέρους της γειτονικής Τουρκίας από την τουρκική<br />
εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και εντεύθεν.<br />
Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του στοιχείου της απειλής σε επίπεδο κοινής<br />
γνώμης και ελληνικής κοινωνίας –με αντιστοιχία αναφορών στο επίπεδο της<br />
επιστημονικής προσέγγισης του φαινομένου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής<br />
11 – συνδέεται στενά με το σύνολο σχεδόν των στοιχείων που περιλαμβάνονται<br />
στην έννοια της «κουλτούρας του αδυνάτου» (underdog culture), η οποία<br />
αποτέλεσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας επί τριάντα σχεδόν<br />
χρόνια. Ειδικότερα, η κουλτούρα αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δεδηλωμένη<br />
εσωστρέφεια, ξενοφοβία, «νοοτροπία πολιορκίας» (siege mentality),<br />
προτίμηση σε συνωμοσιολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις και ερμηνείες των<br />
διεθνών εξελίξεων, ισχυρό κρατικό προσανατολισμό και συνακόλουθη προτίμηση<br />
σε μικρές και γνωστές δομές που είναι στενά συνδεδεμένες με πελατειακές<br />
σχέσεις και συμβατές με την άμεση άσκηση εξουσίας.<br />
Η εσωστρέφεια<br />
Ειδικότερα το στοιχείο της εσωστρέφειας φαίνεται να αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό<br />
και συστατικό στοιχείο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και κατά<br />
τα πρώτα χρόνια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Όπως χαρακτηριστικά<br />
υποστηρίζουν πολλοί μελετητές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής κουλτούρας,<br />
στα πρώτα χρόνια της συγκεκριμένης περιόδου, η ελληνική εθνική ταυτότητα δεν<br />
βασίζεται στον ελληνισμό και την Ελλάδα των δύο τελευταίων αιώνων (παρά το<br />
γεγονός ότι τα επιτεύγματα της κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητα θα μπορούσαν<br />
να χαρακτηριστούν) αλλά στην κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα<br />
την ενίσχυση των στοιχείων της εσωστρέφειας και της ομφαλοσκόπησης.<br />
Η αμυντικότητα και η ακινησία<br />
Χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας είναι τα στοιχεία της<br />
«αμυντικότητας» και της «ακινησίας» που συνιστούν και χαρακτηριστικά της<br />
Ροζάκης «Τα αδιέξοδα στερεότυπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής» στο Σε Αναζήτηση<br />
Εξωτερικής Πολιτικής (Διήμερο του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής του Συνασπισμού,<br />
12-13 Ιανουαρίου 1996, Αθήνα).<br />
11 Για τη χρήση των όρων «αδύνατο» και «απειλούμενο» κράτος, βλέπε Dimitri<br />
Constas, «Systemic Influences in a Weak, Aligned State in the Post-1974 Era», σε Dimitri<br />
Constas (επιμ..), The Greek-Turkish Conflict in the 1990s. Domestic and External Influences,<br />
Macmillan, London, 1991, σελ. 129-39.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 430<br />
430 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον μέχρι και τα μέσα της πρώτης μεταψυχροπολεμικής<br />
δεκαετίας. Σε σχέση μάλιστα με την Τουρκία, η οποία έχει<br />
καταγραφεί στο εθνικό συλλογικό υποσυνείδητο ως μακράν η σημαντικότερη<br />
υφιστάμενη απειλή, τόσο για την Ελλάδα όσο και ευρύτερα για τον Ελληνισμό,<br />
η ελληνική ταυτότητα οικοδομήθηκε στη βάση συγκεκριμένων αντιλήψεων για<br />
τον «εξ ανατολών» γείτονα, ως αναθεωρητικό, «εγγενώς επιθετικό», βίαιο, κάποτε<br />
και «αποτρόπαιο δαίμονα». 12 Οι αντιλήψεις αυτές της κοινής γνώμης που<br />
αφορούσαν στον φόβο και στην κυρίαρχη σε επίπεδο κοινής γνώμης αίσθησης<br />
απειλής αναπαρήχθησαν με περισσότερο επιστημονικό και συστηματικό τρόπο<br />
–μέσα από τα σχολικά βιβλία 13 αλλά και μέσω της παρέμβασης μιας ιδιότυπης<br />
πανεπιστημιακής αυθεντίας– και τελικώς νομιμοποιήθηκαν καταλαμβάνοντας<br />
σημαντική θέση και στο αξιολογικό σύστημα των διαμορφωτών αποφάσεων<br />
εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα καθ’ όλη την διάρκεια της αντιπαράθεσης<br />
μεταξύ των δύο κρατών.<br />
Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχήσει, τόσο σε επίπεδο κοινής γνώμης όσο<br />
και ανάμεσα στους διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής και<br />
αμυντικής πολιτικής, μια εθνοκεντρική προσέγγιση που απέκλειε –σχεδόν a<br />
priori– οποιαδήποτε εναλλακτική προσπάθεια αναζήτησης –και τελικά επίτευξης–<br />
μιας περισσότερο σταθερής σχέσης ανάμεσα στις δύο χώρες. Η οικοδόμηση<br />
ανάλογων «εικόνων-στερεοτύπων» για τον επιθετικό γείτονα, ανεπαρκώς<br />
βασισμένων σε – αποστασιοποιημένες από τα γεγονότα– επιστημονικές<br />
προσεγγίσεις, συνέτειναν στην ενίσχυση των στοιχείων της εσωστρέφειας και<br />
της ομφαλοσκόπησης και δεν άργησαν να προσλάβουν ακόμη και τα χαρακτηριστικά<br />
αίσθησης «εθνικής μειονεξίας» ή/και «θυματοποίησης», κυρίως ως<br />
αποτέλεσμα της αντίληψης ότι τον Ελληνισμό και τα δίκαιά του καταδιώκουν<br />
πότε οι ΗΠΑ, πότε η αγνώμων Ευρώπη και πότε η –πανταχού παρούσα– «παγκόσμια<br />
σιωνιστική συνωμοσία».<br />
Η ανακλαστική συμπεριφορά<br />
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της ιδιότυπης ανάπτυξης της ελληνικής στρατηγικής<br />
κουλτούρας συνιστά η «πυροσβεστική» και κατασταλτική αντιμετώπιση<br />
12 Βλέπε Αλέξης Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος». Αδιέξοδα<br />
και Διέξοδοι, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2001, σελ. 67.<br />
13 Βλέπε Hercules Millas, «History Textbooks in Greece and Turkey», History<br />
Workshop (Spring 1991) και Alexis Heraclides, «Socialization to Conflict: A Case Study<br />
of the National Historical Ingroup-Outgroup Images in the Educational System of<br />
Greece», The Greek Review of Social Research, No. 38, 1980.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 431<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 431<br />
των διεθνών εξελίξεων 14 και η επιμονή των διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων<br />
να αντιμετωπίζουν τον διεθνή περίγυρο περιπτωσιολογικά και περιστασιακά<br />
με χαρακτηριστικές συνέπειες τη ρευστότητα στις αντικειμενικές επιδιώξεις<br />
της χώρας, το ευμετάβλητο των σκοπών, την προχειρότητα των τακτικών κινήσεων,<br />
την ανυπαρξία εν τέλει βαρύτητας και αξιοπιστίας στην παρουσία της<br />
χώρας στο εξωτερικό. Ασφαλώς σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον η εξωτερική<br />
πολιτική πρέπει να διαθέτει ευκαμψία και ικανότητα ελιγμών. Την αρετή,<br />
όμως, μιας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής τη χωρίζει μεγάλη απόσταση<br />
από τη σύγχυση, την αντιφατικότητα και την έλλειψη συντονισμού που<br />
χαρακτηρίζει, όχι λίγες φορές, τις εξωτερική συμπεριφορά της χώρας. Επακόλουθο<br />
όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας<br />
είναι η απουσία ιεράρχησης των («εθνικών» στην περίπτωση της Ελλάδας)<br />
στόχων.<br />
Η κατίσχυση «των προσώπων» και η συνακόλουθη απουσία θεσμικής δομής<br />
Είναι ενδιαφέρον ότι παρά τα σημάδια ωρίμανσης και αποτελεσματικότητας<br />
που παρουσιάζει η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τα μέσα της πρώτης μεταψυχροπολεμικής<br />
δεκαετίας, καθώς και την απόκτηση μιας σχετικής ικανότητας<br />
διαμόρφωσης της ατζέντας θεμάτων εξωτερικής πολιτικής στη βάση της παρακολούθησης<br />
των αλλαγών σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, ορισμένες<br />
εγγενείς αδυναμίες και χαρακτηριστικά του θεσμικού συστήματος μακροπρόθεσμης<br />
χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής παραμένουν και αφορούν στην πλήρη<br />
κατίσχυση του ρόλου των προσώπων, έναντι των θεσμών παραγωγής πολιτικής.<br />
Όπως καταδεικνύεται από την μελέτη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά<br />
την τελευταία τριακονταετία όλες οι σημαντικές στρατηγικές αποφάσεις της<br />
εξωτερικής πολιτικής δεν ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών διαδικασιών, αλλά το<br />
προόν προσωπικών εκτιμήσεων των διαμορφωτών αποφάσεων. 15<br />
Η σχεδόν ισοπεδωτική κυριαρχία των προσώπων στη χάραξη μακροπρόθεσμου<br />
στρατηγικού σχεδιασμού δεν αποτελούσε παρά την αντανάκλαση μιας<br />
14 Προφανώς το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνική<br />
ιδιαιτερότητα. Συνιστά όμως συνδυασμό γεωστρατηγικής θέσης, προκλήσεων<br />
ασφαλείας, προσπαθειών αντιμετώπισης των προβλημάτων και αντιλήψεων που συνθέτουν,<br />
χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν την ελληνική στρατηγική κουλτούρα.<br />
15 Για μια αναλυτική παρουσίαση της κυριαρχίας των προσώπων στην χάραξη και<br />
διαμόρφωση μακροπρόθεσμης πολιτικής βλέπε Παναγιώτης Ιωακειμίδης, «Το Μοντέλο<br />
Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα. Πρόσωπα Έναντι Θεσμών» σε<br />
Παναγιώτης Τσάκωνας (επιμ.), Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Μια Συνολική<br />
Προσέγγιση, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2003, σελ. 91-136.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 432<br />
432 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
«στρατηγικής κουλτούρας» που είχε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα<br />
και στον πυρήνα της οποία διακρίνει κάποιος όχι μόνον τα στοιχεία της<br />
ανασφάλειας και της αίσθησης της απειλής, αλλά και της έλλειψης αυτοπεποίθησης<br />
και εμπιστοσύνης σε τρίτους. Το σχεδόν αυτονόητο αποτέλεσμα αυτής<br />
της πραγματικότητας ήταν –και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι– ότι<br />
όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται από πρόσωπα δεν μπορεί παρά, είτε να αντανακλούν<br />
τους πολιτιστικούς προβληματισμούς των ίδιων των προσώπων, είτε<br />
να καθοδηγούνται από το κριτήριο της μεγιστοποίησης της εκλογικής απήχησης<br />
των εμπλεκομένων προσώπων.<br />
Πραγματικότητα, η οποία αναδεικνύει με τη σειρά της την κοινωνία (και<br />
την κοινή γνώμη) σε πρωταρχικό παράγοντα χάραξης και διαμόρφωσης πολιτικής.<br />
Κατά συνέπεια, είναι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ελληνικής<br />
«στρατηγικής κουλτούρας» που επηρεάζουν και διαμορφώνουν –πολλές φορές<br />
με τρόπο δραματικό– την ελληνική αντίληψη όσον αφορά στο περιεχόμενο της<br />
εθνικής ασφάλειας, καθώς και τις δυνατότητες –ή αδυναμίες– ανάπτυξης στρατηγικής<br />
εθνικής ασφάλειας από πλευράς της Ελλάδας. Η εξαιρετικά πρωτότυπη<br />
άλλωστε επιλογή της έννοιας «εθνικά θέματα», έναντι της χρησιμοποιούμενης<br />
στη γλώσσα της διεθνούς πολιτικής έννοιας του «εθνικού συμφέροντος»,<br />
δεν αντικατοπτρίζει μόνον τη σύνδεση αυτών των θεμάτων με την εσωτερική<br />
πολιτική και τη διεκδίκηση της εξουσίας αλλά, πολύ περισσότερο, καταδεικνύει<br />
την κυριαρχία των εσωτερικών προτεραιοτήτων και του πιθανού πολιτικού<br />
κόστους επί των αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής και διαμόρφωσης συγκροτημένης<br />
στρατηγικής εθνικής ασφάλειας.<br />
Αδυναμίες και ελλείψεις του θεσμικού μηχανισμού εθνικής<br />
ασφαλείας<br />
Είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η εθνική ασφάλεια είναι έννοια ευρύτερη<br />
εκείνων της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, και, συνακόλουθα, κάθε προσπάθεια<br />
στρατηγικής σχεδίασης δεν μπορεί να περιορισθεί στην εξωτερική πολιτική<br />
και άμυνα μόνο, αλλά επιβάλλεται να επεκταθεί και στους χώρους της<br />
οικονομικής διπλωματίας, των στρατηγικών πληροφοριών, της κινητοποίησης<br />
της διεθνούς κοινής γνώμης και του ανά τον κόσμο Ελληνισμού καθώς και της<br />
ανάληψης πολιτιστικών πρωτοβουλιών. Όσον αφορά στο θεσμικό σύστημα παραγωγής<br />
στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας, είναι ενδιαφέρον ότι το<br />
τελευταίο όχι μόνον δεν περιλαμβάνει όλους τους παραπάνω χώρους αλλά μια<br />
σειρά από προβλήματα, αδυναμίες και ελλείψεις μπορούν να διαπιστωθούν<br />
ακόμη και αποκλειστικά σε σχέση με το θεσμικό σύστημα των δύο βασικών συνιστωσών<br />
της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας, δηλαδή της εξωτερι-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 433<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 433<br />
κής και την αμυντική πολιτικής. Βεβαίως η σύνδεση ορισμένων χαρακτηριστικών<br />
της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας με την απουσία συστηματικής θεσμικής<br />
δομής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας είναι επίσης άμεση και προφανής.<br />
Κατακερματισμός και ασάφεια σε επίπεδο «θεσμικής καταγραφής»<br />
Είναι οι δύο βασικές συνιστώσες της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας,<br />
δηλαδή η εξωτερική και η αμυντική πολιτική, εκείνες που αναλαμβάνουν<br />
να καταγράψουν μέσω συγκεκριμένων κειμένων στα θεσμικά τους όργανα –<br />
Υπουργείο των Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) και Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ),<br />
αντίστοιχα– τους μακροπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους της ελληνικής<br />
στρατηγικής εθνικής ασφάλειας καθώς και τα μέσα υλοποίησής της. Δυστυχώς,<br />
όσον αφορά στο Υπουργείο των Εξωτερικών δεν υπάρχει μέχρι και<br />
σήμερα κάποιο επίσημο κείμενο το οποίο να αναφέρεται στους εθνικούς σκοπούς,<br />
στα ζωτικά συμφέροντα και, κυρίως, στην ιεράρχηση αυτών, αν και το<br />
ΥΠΕΞ άρχισε τα τελευταία χρόνια να έχει μια πιο ουσιαστική συμβολή στην<br />
ετοιμασία της Πολιτικής Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ).<br />
Στην τελευταία, η οποία εκδίδεται από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και<br />
αποτελεί την μοναδική προς το παρόν επίσημη/«θεσμική» προσέγγιση σε θέματα<br />
υψηλής στρατηγικής, παρατηρείται ένα σοβαρό έλλειμμα όσον αφορά<br />
στον σαφή ορισμό των εθνικών συμφερόντων και την ιεράρχησή τους (καθώς<br />
και στη χρήση των συντελεστών εθνικής ισχύος για την επίτευξη των στόχων<br />
που έχουν τεθεί). Με άλλα λόγια, από πλευράς «θεσμικής καταγραφής», μέσω<br />
δηλαδή της διατύπωσής της σε επίσημα κείμενα, η στρατηγική εθνικής ασφάλειας<br />
εμφανίζεται κατακερματισμένη και, κυρίως, ασαφής.<br />
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έκθεση ομάδας εργασίας ειδικών<br />
και εμπειρογνωμόνων που συνεστήθη και λειτούργησε ad hoc εντός του<br />
Υπουργείου των Εξωτερικών: «...δεν υπάρχουν επισήμως διατυπωμένες πάγιες<br />
αρχές και αξίες που θα κατηύθυναν τη διαμόρφωση και υλοποίηση της ελληνικής<br />
πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας καθώς και σαφώς προσδιορισμένοι εθνικοί<br />
σκοποί, ούτε υπάρχει συγκεκριμένος κυβερνητικός φορέας που, με την υποστήριξη<br />
του πολιτικού κόσμου, θα εκπονούσε τέτοιους κοινά αποδεκτούς σκοπούς».<br />
16 Διαπιστώνεται ακόμη ότι «η υπάρχουσα Πολιτική Εθνικής Άμυνας<br />
δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις, ενώ από<br />
16 Ελληνική Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας. Προβλήματα και Προοπτικές (Έκθεση<br />
Επιτροπής για την αξιολόγηση της Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας (ΠΕΑ), Κέντρο Ανάλυσης<br />
και Σχεδιασμού, Υπουργείο των Εξωτερικών, Ιούνιος 2002).
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 434<br />
434 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
την πλευρά του Υπουργείου Εξωτερικών παρατηρείται πλήρης απουσία επίσημων<br />
κειμένων». Ειδικότερα, διαπιστώνεται «η απουσία κωδικοποιημένων γενικών<br />
παραδοχών σχετικά με την Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας ενώ δεν προσδιορίζονται<br />
με σαφήνεια οι φορείς διαμόρφωσης της Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας.<br />
Θεσμικά κενά, ελλείψεις και αδυναμίες<br />
Μια συνοπτική αποτίμηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου στρατηγικού<br />
σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων καταδεικνύει ότι το τελευταίο χαρακτηρίζεται<br />
από μια σειρά ελλείψεων και δυσλειτουργιών. Η δημιουργία του<br />
Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) – του βασικού<br />
κυβερνητικού οργάνου καθορισμού της πολιτικής εθνικής ασφάλειας του ελληνικού<br />
κράτους – αναμφίβολα βελτίωσε, μέχρι ένα βαθμό, το συντονισμό των<br />
κυβερνητικών φορέων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να επιλύσει<br />
πραγματικά το πρόβλημα. 17<br />
Πιο συγκεκριμένα, τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που μπορεί να μεσολαβήσουν<br />
μεταξύ συνεδριάσεων και η πλήρης απουσία υποστηρικτικού μηχανισμού<br />
δεν επιτρέπουν στο ΚΥΣΕΑ να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη χάραξη<br />
στρατηγικής και στο χειρισμό κρίσεων. Επίσης, ο ρόλος του ΚΥΣΕΑ περιορίζεται<br />
–εάν δεν εξαντλείται– σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας και μάλιστα<br />
με την εξαιρετικά περιοριστική σημασία του όρου που δίδει ιδιαίτερη έμφαση<br />
στη στρατιωτική διάσταση. Όπως όμως καταδεικνύει και η γενικότερη<br />
έμφαση τόσο της ΕΕ όσο και της Ατλαντικής Συμμαχίας σε ζητήματα χειρισμού<br />
κρίσεων, είναι ιδιαίτερα πιθανόν να προκύψουν κρίσεις διαφόρων μορφών –<br />
και όχι αποκλειστικά στρατιωτικού χαρακτήρα– στο άμεσο μέλλον.<br />
Όσον αφορά στα δύο θεσμικά όργανα εντός του Υπουργείου Εξωτερικών –<br />
το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού (ΚΑΣ) και τη Μικτή Μονάδα Διαχείρισης<br />
Κρίσεων (ΜΜΔΚ), η σύσταση των οποίων προβλεπόταν από τον (νέο) Κανονισμό<br />
του ΥΠΕΞ το 1998– είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι από τα δύο αυτά<br />
θεσμικά όργανα σήμερα λειτουργεί μερικώς το πρώτο και θεωρητικώς μόνον<br />
το δεύτερο. Μάλιστα η αναφορά του νομοθέτη στην «...συγκέντρωση των αρμο-<br />
17 Από το έτος 2000 το Υπουργικό Συμβούλιο έχει, με απόφασή του, προχωρήσει<br />
στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ΚΥΣΕΑ καθιστώντας το τελευταίο και αναθέτοντας<br />
σε αυτό και τη νομοθετική εξουσιοδότηση να οργανώσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό<br />
διαχείρισης κρίσεων, ο οποίος πρέπει να έχει τόσο συμβουλευτικές όσο και<br />
συντονιστικές αρμοδιότητες.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 435<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 435<br />
δίων χειριστών σε περίπτωση κρίσης στον χώρο επιχειρήσεων του Υπουργείου<br />
Εξωτερικών» συγκρινόμενη με τις υφιστάμενες σήμερα συνθήκες μόνο ειρωνικά<br />
μειδιάματα μπορεί να προκαλέσει. Επιπρόσθετα, η Μικτή Μονάδα Διαχείρισης<br />
Κρίσεων (ΜΜΔΚ) –παρά τη σχετική επωνυμία που φέρει– δεν αποτελεί<br />
κατ’ ουσίαν όργανο χειρισμού κρίσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά<br />
φορέα προετοιμασίας και σχεδιασμού της συμπεριφοράς του Υπουργείου<br />
Εξωτερικών για την επιτυχή και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ενδεχόμενης<br />
κρίσης. Επίσης, κατά την εξέλιξη μιας κρίσης η ΜΜΔΚ λειτουργεί, κατ’<br />
αρχήν, ως συμβουλευτικό επιτελείο του Υπουργού Εξωτερικών και ακολούθως,<br />
ως μηχανισμός υποστήριξης του βασικού κυβερνητικού οργάνου χειρισμού<br />
κρίσεων, δηλαδή του ΚΥΣΕΑ. 18<br />
Το ουσιαστικότερο όμως πρόβλημα αφορά στο γεγονός ότι και οι δύο υπηρεσίες<br />
δεν έχουν σαφώς οροθετημένους στόχους και –κυρίως– δεν έχουν σαφή<br />
αντίληψη του τρόπου λειτουργικής τους σύνδεσης με τους άλλους εμπλεκόμενους<br />
φορείς ανάπτυξης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας, το Υπουργείο Εθνικής<br />
Άμυνας και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Συνακόλουθα, ιδιαίτερα<br />
σοβαρή έλλειψη συντονισμού παρατηρείται και στο επίπεδο του μακροπρόθεσμου<br />
στρατηγικού σχεδιασμού μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών και του<br />
Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. 19<br />
Είναι σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η παρατηρούμενη έλλειψη<br />
συντονισμού μεταξύ των θεσμικών πυλώνων της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας<br />
δεν είναι πάντοτε το αποτέλεσμα της αδυναμίας των εμπλεκομένων φορέων να<br />
συνεργαστούν ή/και να συντονιστούν. Συχνά συνιστά το προόν μιας συνειδητής<br />
επιλογής εκ μέρους του ενός πυλώνα στρατηγικής εθνικής ασφάλειας να αποκτήσει<br />
συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του άλλου (π.χ. του Υπουργείου Εθνικής<br />
18 Για αυτές τις επισημάνσεις, βλέπε Βασίλης Γκίκας, Εθνική Ασφάλεια και Διαχείριση<br />
Κρίσεων. Η Θεσμική Προσέγγιση, op. cit., σελ. 52, καθώς και τις σχετικές παραπομπές.<br />
19 Είναι ενδιαφέρον, ότι με, ομολογουμένως, μεγάλη καθυστέρηση οι επικεφαλής<br />
των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας προέβησαν τον Φεβρουάριο 2002 στη δημιουργία<br />
«Μικτής Επιτροπής Συνεργασίας» επί θεμάτων πολιτικο-στρατιωτικού ενδιαφέροντος.<br />
Ο συγγραφέας του παρόντος κεφαλαίου είχε την ενδιαφέρουσα εμπειρία της<br />
συμμετοχής στην εν λόγω Επιτροπή ως σύμβουλος του υπουργού των εξωτερικών, από<br />
κοινού με τον Γενικό Γραμματέα του ΥΠΕΞ, τον Α/ΓΕΕΕΘΑ και τον Αναπληρωτή Γενικό<br />
Διευθυντή του Επιτελείου του ΥΕΘΑ και από όσο, είναι σε θέση να, γνωρίζει<br />
ακόμα και η αυτονόητη αυτή –ελάχιστη— συνεργασία των δύο υπουργείων για τρέχοντα<br />
ζητήματα –και όχι για την από κοινού εκπόνηση μακροπρόθεσμου στρατηγικού<br />
σχεδιασμού— διεκόπη μετά την αλλαγή των πολιτικών προσταμένων των δύο υπουργείων<br />
η οποία προέκυψε από τις εκλογές της 7 ης Μαρτίου 2004.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 436<br />
436 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
Άμυνας έναντι του Υπουργείου των Εξωτερικών) με στόχο βραχυπρόθεσμα<br />
οφέλη για τον εκάστοτε πολιτικό του προστάμενο και αρνητικές μεσοπρόθεσμες<br />
συνέπειες για τον συντονισμό μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων. 20<br />
Γενικότερα, θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι παρά το γεγονός ότι στο υφιστάμενο<br />
θεσμικό σύστημα στρατηγικής εθνικής ασφάλειας στη χώρα μας προβλέπονται<br />
συγκεκριμένα όργανα σχεδιασμού πολιτικής και διαχείρισης κρίσεων,<br />
το «επίπεδο θεσμοποίησης» με πρακτικούς/λειτουργικούς όρους είναι<br />
ασθενές και αναποτελεσματικό, καθώς ούτε στο γραφειοκρατικό, αλλά ούτε<br />
και στο πολιτικό (κυβερνητικό) επίπεδο υφίστανται τα συλλογικά εκείνα σώματα<br />
που θα συνιστούσαν την συγκρότηση ενός δομημένου θεσμικού συστήματος<br />
για την παραγωγή αποτελεσματικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας. Διαπιστώνεται<br />
έτσι ένα σοβαρό θεσμικό κενό στο επίπεδο της ανάπτυξης υψηλής<br />
στρατηγικής και στρατηγικής εθνικής ασφάλειας που σχετίζεται με την αδυναμία<br />
σαφούς καθορισμού των ζωτικών εθνικών συμφερόντων και ιεράρχησης<br />
μεταξύ πρωτευόντων και δευτερευόντων στόχων ενώ παρατηρείται μια αποσπασματική<br />
αντιμετώπιση των θεμάτων στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης<br />
κρίσεων, καθώς και μια δυσκολία συντονισμού τόσο ανάμεσα στα υπουργεία<br />
Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, όσο και μεταξύ αυτών και άλλων εμπλεκομένων<br />
υπηρεσιών και φορέων.<br />
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, οι λόγοι της θεσμικής αυτής ανεπάρκειας<br />
αφορούν στη σπανιότητα σύγκλησης αυτών των οργάνων, στις επεξηγηματικού<br />
και ρητορικού τύπου διακηρύξεις στις οποίες συχνά επιδίδονται και<br />
στην λειτουργία τους ως νομιμοποιητή των πολιτικών αποφάσεων που έχουν<br />
ήδη ληφθεί σε άλλα fora. 21 Ειδικότερα, όσον αφορά στον ένα από τους δύο σημαντικότερους<br />
θεσμικούς πυλώνες της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας,<br />
δηλαδή το Υπουργείο των Εξωτερικών, διάφορες μελέτες καταδεικνύουν<br />
την αδυναμία του να διαδραματίσει –αν και ένα από τα καλύτερα οργανωμένα<br />
τμήματα του ελληνικού διοικητικού συστήματος– ουσιαστικό ρόλο στο<br />
σχεδιασμό στρατηγικής εθνικής ασφάλειας. Η σύντομη παρουσία και λειτουργία<br />
της «Υπηρεσίας Σχεδιασμού Πολιτικής» 22 (για μερικούς μόλις μήνες) στο<br />
Υπουργείο των Εξωτερικών δεν ανέδειξε μόνον τις εγγενείς αδυναμίες της<br />
20 Βλέπε την περίπτωση της δημιουργίας της «Μονάδας Πρόληψης και Διαχείρισης<br />
Κρίσεων» (ΟΠΔΚ) τον Μάιο 2001 εντός του Γραφείου του Υπουργού Εθνικής Άμυνας<br />
και όχι στα πλαίσια ανάπτυξης ενός συγκροτημένου εθνικού συστήματος διαχείρισης<br />
κρίσεων, στο Θ. Ντόκος και Π. Τσάκωνας, Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, op. cit., 217-<br />
220.<br />
21 Π. Ιωακειμίδης, Το Μοντέλο Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα.<br />
Πρόσωπα έναντι Θεσμών, op. cit., σελ. 125.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 437<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 437<br />
γραφειοκρατίας του ΥΠΕΞ –όπως το φαινόμενο της αντίθεσης της διπλωματικής<br />
υπηρεσίας στη δημιουργία ενός νέου θεσμικού οργάνου– αλλά αποτέλεσε,<br />
ταυτόχρονα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αδυναμίας σύστασης και λειτουργίας<br />
δομών στρατηγικού σχεδιασμού.<br />
Ελληνικά στρατηγικά διλήμματα<br />
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11 ης Σεπτεμβρίου, και αυτές που ακολούθησαν<br />
στο Μπαλί, τη Μαδρίτη, το Λονδίνο, την Κωνσταντινούπολη και, προσφάτως,<br />
στη Βομβάη και το ενδεχόμενο νέων επιθέσεων σε χώρες της Δύσης<br />
και του υπόλοιπου κόσμου, οι ολοένα και συχνότερες και ισχυρότερες φυσικές<br />
καταστροφές και η ανησυχία για τον ιό της άτυπης πνευμονίας (SARS) και της<br />
γρίπης των πτηνών επαναφέρουν στο ευρωπακό και εθνικό προσκήνιο το ζήτημα<br />
της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση νέων<br />
«ασύμμετρων» απειλών και προβλημάτων.<br />
Στην αρχή του 21ου αιώνα κατέστη εμφανής η τρωτότητα των δημοκρατικών<br />
και τεχνολογικά ανεπτυγμένων κοινωνιών. Δυστυχώς το πρόβλημα είναι πολύ<br />
μεγαλύτερο για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται γεωγραφικά στη διαχωριστική<br />
γραμμή Βορρά και Νότου, με «διάτρητα» σύνορα, λόγω γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων<br />
και η οποία αποτελεί τόσο διαμετακομιστικό κέντρο, όσο και τελικό<br />
προορισμό παράνομων αγαθών (ναρκωτικών, ανθρώπων, κ.λπ.). Το γεωπολιτικό<br />
περιβάλλον των αρχών του 21 ου αιώνα εγκυμονεί απειλές, προκλήσεις και<br />
ευκαιρίες για την Ελλάδα. Η χώρα μας έχει την ατυχία να βρίσκεται σε μια «δύσκολη»<br />
γεωγραφική περιοχή, που χαρακτηρίζεται από αστάθεια και ρευστότητα,<br />
ενώ αρκετοί γείτονές της βρίσκονται σε φάση μετάβασης όσον αφορά στο<br />
πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό τους σύστημα. Συνορεύει δε με μια χώρα η<br />
οποία έχει θέσει στο τραπέζι μια σειρά από διεκδικήσεις, και η οποία θεωρεί τη<br />
στρατιωτική ισχύ ως αποδεκτό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.<br />
Η Ελλάδα καλείται να προετοιμαστεί, κάνοντας τις απαραίτητες και κατάλληλες<br />
στρατηγικές επιλογές, για το ρόλο της στη νέα διεθνή τάξη πραγμάτων και<br />
τη θέση της στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Οι προκλήσεις –που άλλοτε<br />
εξελίσσονται σε προβλήματα ή απειλές και άλλοτε, αν και όλο και σπανιότερα,<br />
22 Για σχετικές αποτιμήσεις αναφορικά με την άνοδο και την πτώση της «Υπηρεσίας<br />
Σχεδιασμού Πολιτικής» στο Υπουργείο Εξωτερικών επί υπουργίας Α. Σαμαρά, βλέπε<br />
Α. Πλατιάς, Ο Σχεδιασμός της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, op. cit., σελ. 156 και Π.<br />
Ιωακειμίδης, Το Μοντέλο Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα, op. cit., σελ.<br />
126.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 438<br />
438 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
σε ευκαιρίες– είναι πολλές. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει κάνει μια σαφή<br />
γεωστρατηγική επιλογή στην κατεύθυνση της ενωμένης Ευρώπης, θεωρώντας<br />
ότι η ανάδυση μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης αποτελεί την αποτελεσματικότερη<br />
διασφάλιση για τα στρατηγικά της συμφέροντα. Ταυτόχρονα, η Αθήνα προσπαθεί<br />
να διατηρήσει μια πολύ καλή σχέση με την Ουάσιγκτον, αναγνωρίζοντας ότι<br />
ο ρόλος και επιρροή των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια παραμένουν<br />
πολύ σημαντικές, ενώ παράλληλα έχει βελτιώσει σημαντικά τις σχέσεις<br />
της με τη Ρωσία, με βασικό άξονα την ενεργειακή συνεργασία.<br />
Ειδικότερα για την Ελλάδα διαφαίνονται δύο επίπεδα γεωγραφικών προτεραιοτήτων:<br />
το πρώτο αφορά στα Βαλκάνια και το δεύτερο στις περιοχές της<br />
Μεσογείου, Μέσης Ανατολής και Μαύρης Θάλασσας, ενώ οικονομικό ενδιαφέρον<br />
φαίνεται ότι παρουσιάζουν και ορισμένες ασιατικές αγορές. Όσον<br />
αφορά στα λειτουργικά ζητήματα (διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, ενεργειακά<br />
και άλλα δίκτυα, μετανάστευση, περιβάλλον, κ.λπ.), η Ελλάδα θα συνεχίσει να<br />
βρίσκεται γεωγραφικά στη διαχωριστική γραμμή Βορρά και Νότου, με «διάτρητα»<br />
σύνορα λόγω γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων και θα αποτελεί τόσο διαμετακομιστικό<br />
κέντρο, όσο και τελικό προορισμό παράνομων αγαθών (ναρκωτικών,<br />
ανθρώπων, κ.λπ.), αλλά και σε μια περιοχή όπου σχεδιάζονται και κατασκευάζονται<br />
επικοινωνιακά, ενεργειακά, μεταφορικά και άλλα δίκτυα. Η<br />
απουσία από τέτοια δίκτυα ισοδυναμεί με περιθωριοποίηση.<br />
Όσον αφορά στις σχέσεις με την Τουρκία, μετά από αρκετές δεκαετίες ιδιαίτερα<br />
κακών σχέσεων, έχουμε εισέλθει από το 1999 σε μια περίοδο χαμηλής έντασης<br />
και προσέγγισης, που χαρακτηρίστηκε από τη διπλωματία των σεισμών, την<br />
ελληνική συγκατάθεση στο Ελσίνκι για την ευρωπακή πορεία της Τουρκίας, την<br />
ανταλλαγή επισκέψεων από πολιτικούς και ανώτατους στρατιωτικούς αξιωματούχους<br />
των δυο χωρών, την υπογραφή αρκετών συμφωνιών «χαμηλής πολιτικής»<br />
καθώς και Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, την εντονότατη «διπλωματία<br />
των πολιτών», την εντυπωσιακή ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων και την<br />
αύξηση των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία, τη συμφωνία ενεργειακής συνεργασίας<br />
και, τέλος, την πραγματοποίηση σαράντα και πλέον γύρων «διερευνητικών<br />
συζητήσεων» σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων Εξωτερικών<br />
Ελλάδας και Τουρκίας σχετικά με το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές<br />
Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς όμως αποτέλεσμα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.<br />
Βεβαίως, δεν έχουν εκλείψει οι περιοδικές εντάσεις και οι μίνι-κρίσεις,<br />
ούτε έχει μεταβληθεί η συμπεριφορά της Τουρκίας σε θέματα Αιγαίου και δεν<br />
έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στα ζητήματα διαφωνίας μεταξύ των δύο<br />
χωρών. Σαφέστατα είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ερώτημα αν ο γεωπολιτικός<br />
ρόλος και επιδιώξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας έχουν συγκλίνουσες ή<br />
αποκλίνουσες πορείες, αν τα ζωτικά συμφέροντα των δύο χωρών είναι συμβατά<br />
ή όχι, εν τέλει αν υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης και συνεργασίας ή
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 439<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 439<br />
αν οι δύο χώρες είναι καταδικασμένες να ακολουθούν μια πολιτική ανταγωνισμού,<br />
ανάσχεσης και αλληλο-υπονόμευσης;<br />
Η απάντηση προφανώς δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε απλή. Στα διμερή ζητήματα<br />
και το Κυπριακό δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος και αυτό περιορίζει<br />
σε σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες συνεννόησης με τη γειτονική χώρα.<br />
Έχοντας, ωστόσο, διαφορετικές γεωγραφικές προτεραιότητες όσον αφορά<br />
στις περιοχές πολιτικής και οικονομικής δραστηριοποίησης, αλλά και έχοντας<br />
συνείδηση ότι βρίσκονται σε μια περιοχή υψηλής αστάθειας και ρευστότητας<br />
και σε μια εποχή έντονης αβεβαιότητας όσον αφορά στις διεθνείς εξελίξεις, οι<br />
δύο χώρες αντιλαμβάνονται ότι θα ωφελούνταν αμοιβαία από τη συμμετοχή σε<br />
πολυμερείς προσπάθειες αντιμετώπισης κοινών απειλών ή, κατά περίπτωση,<br />
σε διμερείς πρωτοβουλίες.<br />
Σε αυτό το διαμορφούμενο περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας, η σημαντικότερη<br />
μεταβλητή που θα επηρεάσει καθοριστικά όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές<br />
σχέσεις, αλλά και τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής είναι ο εσωτερικός<br />
πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός της γειτονικής<br />
μας χώρας. Η κατεύθυνση και ο ρυθμός των εσωτερικών αλλαγών στην Τουρκία<br />
θα καθορίσει και το μέλλον των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Η πλήρης<br />
ένταξη της Τουρκίας σε βάθος χρόνου αποτελεί δυνητική εξέλιξη που θα μεταμόρφωνε<br />
ριζικά τις σχέσεις Αθήνας-Αγκύρας. Με βάση τα σημερινά δεδομένα,<br />
δεν αποτελεί, ωστόσο, το πιθανότερο σενάριο.<br />
Οι ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό της Τουρκίας, το μέλλον<br />
των ευρω-τουρκικών και των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, το κουρδικό ζήτημα<br />
και η ανάγκη στρατηγικών επιλογών για το γεωστρατηγικό προσανατολισμό<br />
και ρόλο της Τουρκίας, καθώς και το ειδικό της βάρος στην περιφερειακή<br />
εξίσωση ασφαλείας αποτελούν μια αρκετά σύνθεση εξίσωση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />
παρουσιάζει η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των τουρκικών προθέσεων<br />
σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας: Συμπλέει ο κ. Ερντογάν ευκαιριακά με το «βαθύ<br />
κράτος», έχοντας άλλες προτεραιότητες και μη θέλοντας να ανοίξει άλλο ένα μέτωπο<br />
αντιπαράθεσης με το διπλωματικό-στρατιωτικό κατεστημένο; ‘Η συμμερίζεται<br />
τις πάγιες θέσεις και επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όσον<br />
αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Ερωτήματα χωρίς εύκολη απάντηση.<br />
Θεσμικές μεταρρυθμίσεις<br />
Η σύνδεση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της ελληνικής στρατηγικής<br />
κουλτούρας με την αδυναμία ανάπτυξης ενός συνολικού και συγκροτημένου<br />
θεσμικού συστήματος παραγωγής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας αναδεικνύουν<br />
την ανάγκη θεσμικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που θα εξασφαλίζουν
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 440<br />
440 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
τη σαφήνεια των στόχων και την αποτελεσματική σύνδεση και συντονισμό των<br />
εμπλεκομένων στην παραγωγή στρατηγικής εθνικής ασφάλειας οργάνων.<br />
Καθώς το ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» ή κάποιας μορφής κρίσης με<br />
την Τουρκία δεν θεωρείται πιθανό στο άμεσο μέλλον, εν τούτοις δεν μπορεί σε<br />
καμμία περίπτωση να αποκλειστεί. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ελλάδα θα<br />
πρέπει να έχει τη δυνατότητα ελέγχου των εξελίξεων και αποκλιμάκωσης της<br />
κρίσης. Επίσης, όπως καταδεικνύει και η γενικότερη έμφαση του ΝΑΤΟ και<br />
της ΕΕ σε ζητήματα διαχείρισης κρίσεων, η θεματική ατζέντα των κρίσεων του<br />
μέλλοντος αφορά σε ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα πιθανών προβλημάτων που<br />
μπορεί να προέρχονται από πολιτική, οικονομική, κοινωνική –ακόμα και περιβαλλοντική-<br />
αστάθεια στο εγγύς της Ελλάδας περιβάλλον. Η δε σημαντική ελληνική<br />
παρουσία και ενεργός συμμετοχή σε πολυεθνικές επιχειρήσεις (υπό την<br />
αιγίδα του ΟΗΕ και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ) αυξάνουν σημαντικά το<br />
ενδεχόμενο άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής της Ελλάδας σε ενδεχόμενη περιφερειακή<br />
κρίση. Επίσης, η ταχύτητα των εξελίξεων και η ανάγκη για άμεση αντίδραση<br />
σε περιπτώσεις κρίσεων καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη και αποτελεσματική<br />
λειτουργία ενός κεντρικού –και ευέλικτου- μηχανισμού χειρισμού κρίσεων,<br />
με άμεση πρόσβαση σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς τόσο σε επίπεδο<br />
χειριστών όσο και σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας.<br />
Απέναντι σε ένα συνεχώς μεταλλασσόμενο παράδειγμα ασφαλείας, αυξανόμενη<br />
αλληλεξάρτηση σε θέματα οικονομίας και τρωτότητας σε νέες απειλές,<br />
προκλήσεις και κινδύνους καμία χώρα δεν μπορεί να παραμένει προσκολλημένη<br />
σε μια μονοδιάστατη (μονο-υπουργική ή μονο-υπηρεσιακή) αντιμετώπιση<br />
που αναπαράγει τη μονοσήμαντη σκέψη που έχει κυριαρχήσει σε διάφορες<br />
γραφειοκρατίες (συμβάλλοντας μεταξύ άλλων και στην εμφάνιση φαινομένων<br />
τύπου «ομαδικής αντίληψης». Αποτελεί αντίθετα επιτακτική ανάγκη η δημιουργία<br />
του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέψει τη χάραξη υψηλής<br />
στρατηγικής και τη βέλτιστη αξιοποίηση των εθνικών συντελεστών ισχύος, με<br />
συντονιστικό ρόλο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικής άμυνας και διεθνών<br />
οικονομικών σχέσεων.<br />
Γενικότερα και στη βάση της ανάλυσης που προηγήθηκε, υφίσταται σήμερα<br />
άμεση ανάγκη ικανοποίησης δύο βασικών προποθέσεων ανάπτυξης επιτυχούς<br />
στρατηγικής εθνικής ασφάλειας από την πλευρά της Ελλάδας. Οι προποθέσεις<br />
αυτές αφορούν (α) στη λειτουργική σύνδεση των στόχων, δηλαδή στην<br />
παραγωγική σύνδεση βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων/μακροπρόθεσμων<br />
επιδιώξεων της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας και (β) στο<br />
συντονισμό των επιμέρους πτυχών της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας,<br />
δηλαδή στην καλύτερη δυνατή συνεργασία και συντονισμό δράσης των<br />
βασικών φορέων διαμόρφωσης και σχεδιασμού της ελληνικής στρατηγικής<br />
εθνικής ασφάλειας (ΥΠΕΞ, ΥΕΘΑ, ΥΠΕΘΟ κ.λπ.).
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 441<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 441<br />
Σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν σκόπιμη η σύσταση ενός επιτελικού οργάνου<br />
(θα μπορούσε ενδεικτικά να λάβει την ονομασία: Συμβούλιο Εθνικής<br />
Ασφάλειας 23 ), το οποίο θα είναι ικανό να θέτει και να σχεδιάζει την ελληνική<br />
υψηλή στρατηγική καθώς και να συντονίζει και να ελέγχει –αναφέροντας σχετικά<br />
στην πολιτική ηγεσία: τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο ή το<br />
ΚΥΣΕΑ– τους φορείς που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, εμπλέκονται στη σχεδίαση<br />
και ανάπτυξή της. Το όργανο αυτό θα στελεχώνεται από, διπλωμάτες,<br />
στρατιωτικούς και στελέχη άλλων συναρμόδιων κυβερνητικών υπηρεσιών, και<br />
τεχνοκράτες-εμπειρογνώμονες, και θα έχει χαρακτήρα υποστηρικτικό προς το<br />
ΚΥΣΕΑ, ενώ το τλευταίο θα συνεχίσει να έχει κεντρικό και αποφασιστικό<br />
ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Θα πρέπει επίσης να δίδει έμφαση στις δομές και<br />
τους θεσμούς και όχι στους ηγέτες ή/και τις προσωπικότητες, αν και ο ρόλος<br />
της προσωπικότητας του ηγέτη παραμένει πολύ σημαντικός (ιδιαίτερα στο<br />
πλαίσιο του ελληνικού πρωθυπουργο-κεντρικού συστήματος, όπου το κέντρο<br />
βαρύτητας λήψης αποφάσεων και ευθύνης είναι προφανές). Θα πρέπει ακόμη<br />
να εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας: κρίσεις και –ιδιαίτερα– φυσικές<br />
καταστροφές αντιμετωπίζονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Μόνο αν κριθεί<br />
απαραίτητο «αναβαθμίζεται» το επίπεδο «προσοχής» και διαχείρισης.<br />
Αντίστοιχα, θα πρέπει να αποφεύγεται η μικρο-διαχείριση (micro-manage -<br />
ment) των κρίσεων, τάση πολύ συχνή και στις περισσότερες περιπτώσεις βλαπτική<br />
για τη διαχείριση της κρίσης.<br />
Είναι πιθανόν η δημιουργία ενός νέου θεσμικού οργάνου που κατ’ ανάγκην<br />
θα αποσπάσει ορισμένες αρμοδιότητες και λειτουργίες των υπαρχόντων<br />
υπουργείων και υπηρεσιών (ενώ θα απαιτηθεί και η απόσπαση ορισμένων εκ<br />
των πλέον ικανών στελεχών τους στη νέα υπηρεσία) να προκαλέσει ορισμένες<br />
τριβές και αντιπαραθέσεις. Οι όποιες δυσκολίες και προσκόμματα ενδέχεται<br />
να προκύψουν όσον αφορά στην ομαλή συνεργασία 24 μπορούν να ξεπεραστούν<br />
με την ξεκάθαρη οριοθέτηση αρμοδιοτήτων, την καλή θέληση από την<br />
πλευρά των εμπλεκομένων φορέων, μια λογική πίστωση χρόνου και, τέλος, την<br />
παροχή πλήρους στήριξης στο νέο θεσμικό όργανο (το οποίο θα πρέπει να<br />
23 Για μια αναλυτική παρουσίαση της αποστολής, των αρχών λειτουργίας και των<br />
αρμοδιοτήτων, της διοικητικής δομής και οργάνωσης και σειράς άλλων λειτουργιών του<br />
Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ), βλέπε Θ. Ντόκος και Π. Τσάκωνας, Στρατηγική<br />
Εθνικής Ασφάλειας, οπ.π., σελ. 332-365.<br />
24 Όταν προτάθηκε η δημιουργία μιας «Γραμματείας του ΚΥΣΕΑ» λίγο μετά την<br />
κρίση των Ιμίων, υπήρξαν αντιδράσεις των συναρμόδιων υπουργείων (ΥΠΕΞ, ΥΕΘΑ)<br />
λόγω ανησυχιών για ενδεχόμενη αφαίρεση αρμοδιοτήτων. Οι αντιδράσεις αυτές συνέβαλαν<br />
στη μη υλοποίηση της πρότασης.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 442<br />
442 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
αντιμετωπιστεί από όλους τους εμπλεκόμενους ως ένας ισχυρότατος πολλαπλασιαστής<br />
ισχύος και το «πετράδι του στέμματος» του μηχανισμού εθνικής<br />
ασφαλείας) από τον πρωθυπουργό προκειμένου να ξεπεραστούν με επιτυχία<br />
οι αρχικές αντιδράσεις και αντιστάσεις του συστήματος.<br />
Βασικό στόχο ενός τέτοιου θεσμικού πλαισίου αποτελεί η δημιουργία ενός<br />
«κομβικού σημείου» όπου –τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε περίοδο κρίσης–<br />
θα διοχετεύεται η ροή πληροφοριών, θα διασταυρώνονται οι πληροφορίες και<br />
θα διευκολύνεται η κοινή εκτίμησή τους για να συναχθούν τα κατάλληλα συμπεράσματα,<br />
τα οποία στη συνέχεια θα κοινοποιούνται σε όλους τους εμπλεκόμενους<br />
φορείς. Επιδίωξη θα αποτελέσει η θεσμοθέτηση ενός συστήματος που<br />
θα καθιστά εύκολη και υποχρεωτική την αλληλο-ενημέρωση των φορέων και<br />
υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στο χώρο της εθνικής ασφάλειας. Πέραν<br />
της αντιμετώπισης του θεσμικού ελλείμματος σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού<br />
και χειρισμού κρίσεων, αυτονόητη είναι βεβαίως και η ανάγκη εθνικής<br />
διακομματικής συνεννόησης καθώς και η έναρξη ενός διαλόγου για την στρατηγική<br />
εθνικής ασφάλειας της χώρας στον εικοστό πρώτο αιώνα με ουσιαστική<br />
αξιοποίηση ή/και ενσωμάτωση του (άτυπου) Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών,<br />
αλλά και του συνταγματικώς προβλεπομένου –και τυπικώς λειτουργούντος–<br />
Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ).<br />
Μια θεσμική μεταρρύθμιση στα πλαίσια και τις κατευθύνσεις που περιγράφονται<br />
εδώ είναι επίσης απαραίτητο να συνοδεύεται από τομές και εκτεταμένες<br />
αλλαγές στην εκπαίδευση και συνεχή επιμόρφωση των στελεχών του δημοσίου<br />
τομέα. Θα πρέπει, επίσης, να ενθαρρυνθεί εμπράκτως η δι-επιστημονική<br />
έρευνα και ανάλυση (π.χ. περιβάλλον, δημογραφικό, θωράκιση κρίσιμων υποδομών,<br />
κλπ.). Τέλος, είναι σαφής η ανάγκη για επανεξέταση των προγραμμάτων<br />
σπουδών στα τμήματα διεθνών και ευρωπακών σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια.<br />
Απαιτούνται νέες δεξιότητες στους αποφοίτους για την ομαλή και<br />
ταχεία ένταξή τους σε μια διευρυνόμενη και αυξανόμενα ανταγωνιστική (ευρωπακή<br />
και όχι πλέον στενά ελληνική) αγορά εργασίας που χρειάζεται εξειδικευμένα<br />
στελέχη. Τα πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας<br />
καλούνται να παίξουν κεντρικό ρόλο τόσο στην αντιμετώπιση προβλημάτων<br />
επαγγελματικής αποκατάστασης, όσο και στη στήριξη της εθνικής προσπάθειας<br />
για προσαρμογή στα νέα παγκόσμια δεδομένα και την αντιμετώπιση<br />
προκλήσεων για την ελληνική εθνική ασφάλεια.<br />
Μια κρίσιμη παρατήρηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται υπόψη<br />
στην προσπάθεια ανάπτυξης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας: ότι το ενδιαφέρον<br />
πρέπει να εστιάζεται όχι τόσο στα ίδια τα σχέδια – τα οποία μπορούν πολύ<br />
γρήγορα να ξεπεραστούν από τις εξελίξεις– όσο στο θεσμικό πλαίσιο, τον μηχανισμό,<br />
τις διαδικασίες, και βεβαίως στη «συσσώρευση» μιας κρίσιμης μάζας<br />
ειδικευμένων και εκπαιδευμένων στελεχών που θα είναι ικανά –από κοινού με
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 443<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 443<br />
τους φορείς εκείνους που είναι θεσμικά υπεύθυνοι να λειτουργούν στο υψηλότερο<br />
επίπεδο ως παραγωγοί μακροπρόθεσμης στρατηγικής– να σκέπτονται και<br />
να πράττουν ως «στρατηγικοί δρώντες». 25 Μόνον η ανάπτυξη και –κυρίως– η<br />
επαρκής υποστήριξη ενός αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου στρατηγικής<br />
εθνικής ασφάλειας μπορεί να επιτρέψει σε ένα μικρό/μεσαίο κράτος, όπως η<br />
Ελλάδα, να «δρα στρατηγικά» σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και άκρως ανταγωνιστικό<br />
περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον.<br />
Εκτιμήσεις και προτάσεις πολιτικής αναφορικά με συγκεκριμένους πυλώνες<br />
της στρατηγικής εθνικής ασφαλείας.<br />
Αμυντική Πολιτική<br />
Στον αμυντικό τομέα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με αρκετούς περιοριστικούς<br />
παράγοντες: δεν μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από το στρατηγικό<br />
της αντίπαλο, τουλάχιστον όχι χωρίς σοβαρές συνέπειες για την εθνική της οικονομία,<br />
δεν έχει την ικανότητα να παράγει πιο εξελιγμένα συστήματα από τον<br />
αντίπαλο της, ούτε και μπορεί να προμηθευτεί τέτοια συστήματα μιας και οι<br />
δύο χώρες έχουν τους ίδιους προμηθευτές, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις<br />
δεν επιθυμούν να ευνοήσουν ιδιαίτερα κάποια από τις δύο πλευρές.<br />
Η μόνη βιώσιμη επιλογή για μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι να κάνει μια πιο<br />
αποτελεσματική χρήση των αμυντικών της δαπανών δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση<br />
πολλαπλασιαστών ισχύος και το ανθρώπινο δυναμικό και οργανώνοντας<br />
τις Ένοπλες Δυνάμεις της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μετατραπεί η χώρα σε ένα<br />
«δύσκολο στόχο». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επηρεάσει την ανάλυση κόστους,<br />
οφέλους (cost/benefit analysis) του αντιπάλου της και θα τον πείσει πως η οποιαδήποτε<br />
χρήση βίας ενάντια στην Ελλάδα θα είναι μια ενέργεια υψηλού κόστους<br />
το οποίο ξεκάθαρα θα υπερβαίνει τα οποιαδήποτε αναμενόμενα οφέλη.<br />
Ως δεδομένη, εξάλλου, θα πρέπει να θεωρηθεί η ανάγκη αξιοποίησης της<br />
εξελισσόμενης Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις (Revolution in<br />
Military Affairs/RMA). Με βάση τη σημερινή δομή και οργάνωση των Ελληνικών<br />
Ένοπλων Δυνάμεων, θα πρέπει να αναλυθούν οι οργανωτικές και διαδικαστικές<br />
αλλαγές που απαιτούν οι νέες τεχνολογίες και οι επιχειρησιακές επιπτώσεις<br />
τους, και να διατυπωθούν συγκεκριμένες προτάσεις για τη βέλτιστη<br />
αξιοποίηση των τεχνολογιών αυτών με στόχο την ισχυροποίηση της ελληνικής<br />
αποτρεπτικής ικανότητας.<br />
25 Βλ. Clark A. Murdock, Improving the Practice of National Security Strategy. A New<br />
Approach for the Post-Cold War, The CSIS Press, Center for Strategic and International<br />
Studies, Washington, DC, 2004, σελ. 17-21.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 444<br />
444 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
Αλλά και πέραν της αξιοποίησης των όποιων δυνατοτήτων προσφέρει η<br />
«Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις», είναι, θεωρώ, επιτακτική η ανάγκη<br />
για μια συνολική επανεξέταση και, όπου χρειάζεται, αναθεώρηση της αμυντικής<br />
μας πολιτικής, καθώς και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας γενικότερα.<br />
Τουλάχιστον από το 1974, η εθνική άμυνα αποτέλεσε ένα χώρο εκτενούς διακομματικής<br />
συναίνεσης (σε θέματα εκτίμησης απειλής και αμυντικών δαπανών).<br />
Αυτή η, σε γενικές γραμμές, ιδιαίτερα επιθυμητή συναινετική αντιμετώπιση<br />
ενός τόσο σημαντικού ζητήματος, είχε και μια αρνητική συνέπεια. Υπό<br />
τον φόβο ότι θα χαρακτηριστούν «ενδοτικοί» ή «μειωμένης εθνικής ευαισθησίας»,<br />
ελάχιστοι τόλμησαν να θέσουν κρίσιμα ερωτήματα για την αμυντική πολιτική<br />
της χώρας. Και όταν ασκήθηκε κριτική, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά<br />
ζητήματα προμηθειών (όχι πάντοτε άνευ ουσίας), με κύριο στόχο να πληγεί η<br />
απελθούσα κυβερνητική παράταξη. Πολύ λιγότερο ενδιέφερε, ή τουλάχιστον<br />
λίγα έγιναν για την εξυγίανση του συστήματος. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα παραθέσουμε<br />
με αρκετά συνοπτικό τρόπο, ορισμένες σκέψεις.<br />
Είναι γνωστό ότι σε κάθε οργανωμένη γραφειοκρατία και μεγάλο οργανισμό<br />
η δύναμη της αδράνειας αποτελεί ένα πολύ σημαντικό παράγοντα αντίστασης<br />
σε κάθε προσπάθεια εκτενών μεταρρυθμίσεων, ακόμη και όταν οι προτεινόμενες<br />
αλλαγές θεωρούνται επιβεβλημένες. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις<br />
και ο γενικότερος χώρος της εθνικής άμυνας δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτό<br />
τον κανόνα. Ενώ (1) υπάρχει γενική συμφωνία ότι δεν έχει αλλάξει μεν η προέλευση<br />
της απειλής, αλλά έχει μεταβληθεί η μορφή που μια τυχόν επιθετική ενέργεια<br />
θα μπορούσε να πάρει (2) έχουν μεταβληθεί (προς το χειρότερο) οι οικονομικοί<br />
και δημογραφικοί παράμετροι σε εθνικό επίπεδο (3) στον αποτρεπτικό<br />
ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων έχει προστεθεί η συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές<br />
επιχειρήσεις και σε πολυεθνικές μονάδες (4) και τέλος το περιφερειακό<br />
και διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ταχείες, συνεχείς<br />
και δυσκόλως προβλέψιμες μεταβολές, ο μηχανισμός εθνικής άμυνας, με ευθύνες<br />
κυρίως –αλλά όχι μόνο- των πολιτικών ηγεσιών, που χαρακτηρίζεται από<br />
αδυναμία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και έντονο φόβο για το πολιτικό κόστος,<br />
δυσκολεύεται να υλοποιήσει τις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.<br />
Για μια χώρα που βρίσκεται σε μια «δύσκολη γειτονιά», οι Ένοπλες Δυνάμεις<br />
αποτελούν ένα από τα βασικότερα «εργαλεία» αντιμετώπισης απειλών και<br />
διαχείρισης κρίσεων. Για την εξασφάλιση, ωστόσο, του βέλτιστου αποτελέσματος<br />
επιβάλλεται η μελέτη των πολιτικών και τεχνολογικών τάσεων και εξελίξεων<br />
και η ευρεία αναδιάρθρωση των οργανωτικών και επιχειρησιακών δομών<br />
για την ταχύτερη δυνατή προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες. Υπάρχουν<br />
μια σειρά από σοβαρά προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:<br />
• Αργή πρόοδος των προσπαθειών αύξησης διακλαδικής συνεργασίας και<br />
η συνεχιζόμενη κατανομή των διατιθέμενων πόρων με «κλαδική» λογική.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 445<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 445<br />
Η (μονο)κλαδική δομή, οργάνωση και πνεύμα λειτουργίας (υπαρκτό<br />
πρόβλημα στους περισσότερους στρατούς του κόσμου, αλλά ανεπίτρεπτη<br />
«πολυτέλεια» για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις).<br />
• Σημαντικές προσπάθειες απόκτησης και αξιοποίησης νέων τεχνολογιών<br />
(RMA), αλλά με διαφαινόμενη έλλειψη «στρατηγικού οράματος».<br />
• Συνεχιζόμενη ύπαρξη κομματισμού και έλλειψη αξιοκρατικών επιλογών<br />
στο χώρο των μονίμων στελεχών.<br />
• Συνεχιζόμενη συστηματική αποχώρηση αριθμού στελεχών από τις τάξεις<br />
των ΕΔ, κυρίως λόγω μισθολογικών προβλημάτων.<br />
• Κακή κατάσταση της αμυντικής βιομηχανίας (με κάποιες εξαιρέσεις,<br />
όπως η ΕΑΒ), η περιορισμένη Έρευνα και Ανάπτυξη (R & D), αν και<br />
εσχάτως έγινε μια προσπάθεια να μπει κάποια τάξη στο χώρο αυτό και<br />
να εξορθολογιστεί το σύστημα προμηθειών.<br />
• Έλλειψη προσωπικού (χαμηλή επάνδρωση) του Στρατού Ξηράς λόγω δημογραφικού<br />
προβλήματος (που δεν εμπόδισε, όμως, και τα δυο μεγάλα<br />
κόμματα να ψηφοθηρούν μέσω της μείωσης της στρατιωτικής θητείας χωρίς<br />
να έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα αύξησης των μονίμων στελεχών ή<br />
να έχει αλλάξει η δομή δυνάμεων, με αποτέλεσμα να έχουμε τάγματα<br />
προκάλυψης με δύναμη 30-40 ανδρών). Θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα<br />
τα θέματα ανθρωπίνου δυναμικού (θητεία στρατευσίμων, σύστημα<br />
εφεδρειών, στελέχη πενταετούς θητείας).<br />
• Ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της διαδικασίας μακροχρόνιου προγραμματισμού.<br />
• Έλλειψη συντονισμού και θεσμικής συνεργασίας μεταξύ ΥΠΕΘΑ και<br />
ΥΠΕΞ σε θέματα πολιτικής εθνικής ασφάλειας.<br />
Πως θα αντιμετωπιστούν τα ανωτέρω προβλήματα; Ιδού ένας (απολύτως<br />
ενδεικτικός) «τηλεγραφικός» δεκάλογος προτεινόμενων αλλαγών:<br />
1. Αναδιάρθρωση του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας, με προτεραιότητα στην<br />
αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού<br />
και χειρισμού κρίσεων. Αλλαγή νοοτροπίας και κατάργηση τεχνητών<br />
διαχωριστικών γραμμών και στεγανών μεταξύ υπηρεσιών και φορέων, που<br />
μειώνουν την αποτελεσματικότητα του ευρύτερου μηχανισμού ασφαλείας.<br />
2. Ψύχραιμη και ρεαλιστική εκτίμηση απειλής και ανάλογο σχεδιασμό δυνάμεων,<br />
με στόχο τη διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας (αύξηση κόστους<br />
για τον αντίπαλο) χωρίς την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.<br />
3. Αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, επιχειρησιακών δογμάτων και τρόπων οργάνωσης.<br />
Απαιτείται το κατάλληλο οργανωτικό περιβάλλον που να ενθαρρύνει<br />
συζητήσεις σχετικά με το μέλλον των Ενόπλων Δυνάμεων και να επιτρέπει<br />
τον πειραματισμό με νέες ιδέες, ακόμη και αυτές που αμφισβητούν<br />
τις υπάρχουσες βασικές αρχές λειτουργίας.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 446<br />
446 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
4. Κλείσιμο μη-απαραίτητων μονάδων και στρατοπέδων για εξοικονόμηση<br />
προσωπικού και πόρων. Μείωση του αριθμού των ανωτάτων αξιωματικών<br />
(όπως έχει ήδη εξαγγελθεί) και απλοποίηση (και συρρίκνωση) του ευρύτερου<br />
διοικητικού μηχανισμού.<br />
5. Αλλαγή συστήματος στράτευσης, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα<br />
των κάθε κατηγορίας φυγόστρατων και να διατηρηθεί η επάνδρωση των<br />
μονάδων σε ικανοποιητικά επίπεδα. Εξέταση ενδεχόμενης στράτευσης μεταναστών<br />
που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και στους οποίους θα πρέπει<br />
να δοθεί η ελληνική υπηκοότητα.<br />
6. Ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Η διακλαδικότητα –σημαντικό<br />
πρόβλημα- πρέπει να ξεκινά από τις Παραγωγικές Σχολές των Ενόπλων<br />
Δυνάμεων, οι οποίες ούτως ή άλλως χρήζουν άμεσης βελτίωσης, με στόχο<br />
τη δημιουργία μιας «κρίσιμης μάζας» στελεχών με σύγχρονες αντιλήψεις<br />
7. Όχι πλέον έμφαση αποκλειστικά στις «πλατφόρμες», αλλά στα έξυπνα<br />
όπλα και τους πολλαπλασιαστές ισχύος.<br />
8. Καλύτερη συνεργασία και υποστήριξη προς τις ελληνικές κρατικές και<br />
ιδιωτικές εταιρίες αμυντικού υλικού, υψηλότερες δαπάνες για Έρευνα και<br />
Ανάπτυξη, με τη συμμετοχή και συνεργασία ελληνικών πανεπιστημίων και<br />
κέντρων ερευνών, ενεργός συμμετοχή σε διεθνείς κοινοπραξίες, με στόχο<br />
την αποκομιδή πολιτικών, τεχνολογικών και οικονομικών οφελών.<br />
9. Μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα της συλλογής και ανάλυσης στρατηγικών<br />
και τακτικών πληροφοριών.<br />
10. Ενίσχυση διεθνών ερεισμάτων, π.χ. αξιοποίηση του Κέντρου Εκπαίδευσης<br />
Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (Κιλκίς) και του Maritime Interdiction Ope -<br />
rational Training Centre στη Σούδα.<br />
Όλα αυτά, βεβαίως, ελάχιστη αξία θα έχουν χωρίς απολύτως αξιοκρατική<br />
αξιοποίηση των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα ικανά στελέχη υπάρχουν<br />
στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Με βάση την αξιοκρατική επιλογή,<br />
ας τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν τη δουλειά τους.<br />
Τέλος, κεντρικό άξονα της αναθεώρησης των Ενόπλων Δυνάμεων θα πρέπει<br />
να συνεχίσει να αποτελεί η προώθηση της διακλαδικότητας. Επιδίωξη θα<br />
πρέπει να αποτελέσει το «ενιαίο» της σχεδίασης, της οργάνωσης και του εξοπλισμού<br />
των Κλάδων, και όχι απλώς η αύξηση και βελτίωση της διακλαδικής<br />
συνεργασίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες ιδέες: Διακλαδική Διοίκηση<br />
Μεταφορών, κοινή διοίκηση ελικοπτέρων (με πιθανή εξαίρεση όσα επιχειρούν<br />
από πλοία και τα SAR), κοινή εκπαίδευση: π.χ. ΠΝ-ΠΑ για πληρώματα ελικοπτέρων,<br />
ΠΑ-ΣΞ για Α/Α αεροδρομίων ή άλλων εγκαταστάσεων, Διακλαδικό<br />
κέντρο ιματισμού, Μικτή (Στρατού Ξηράς-Αεροπορίας) οργάνωση αεράμυνας,<br />
Διακλαδική Διοίκηση Διοικητικής Μέριμνας, Μικτό/Διακλαδικό Κέντρο Άμυνας<br />
(Joint Defence Centre) για την ανάπτυξη δογμάτων εκπαίδευσης και επι-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 447<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 447<br />
χειρήσεων, καθώς επίσης και μελλοντικών εξοπλιστικών απαιτήσεων. Το θετικό<br />
είναι ότι κάποιες από τις ανωτέρω ιδέες έχουν ήδη τεθεί ως στόχοι των Γενικών<br />
Επιτελείων, αν και η υλοποίηση θα είναι μια δύσκολη και μακρόχρονη<br />
διαδικασία.<br />
Υπηρεσίες Πληροφοριών<br />
Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών έχει ένα αμφιλεγόμενο «όνομα» και αρνητική<br />
εικόνα στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα<br />
λόγω των πρακτικών του παρελθόντος. Ωστόσο, η σημασία των υπηρεσιών<br />
πληροφοριών έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Σε μια εποχή όπου η γνώση και η πληροφορία<br />
θεωρούνται, σε παγκόσμια κλίμακα, ως ο βασικός οικονομικός πόρος, η<br />
έγκαιρη συλλογή και αξιοποίηση πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών πληροφοριών,<br />
από «ανοιχτές» και «διαβαθμισμένες» πηγές αποτελεί πλέον σημαντική<br />
προτεραιότητα. Στο «παγκόσμιο χωριό» (global village) με την κατάργηση<br />
των τειχών και συνόρων κάθε είδους και μορφής, ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών<br />
είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ειρηνικός μεν, ανελέητος δε. Ο χαμένος<br />
περιθωριοποιείται στο πλαίσιο του περιφερειακού και παγκόσμιου συσχετισμού<br />
ισχύος. Η γνώση/πληροφορία μπορεί να αποτελέσει έναν ιδιαίτερα σημαντικό<br />
πολλαπλασιαστή ισχύος. Αλλά και σε πιο παραδοσιακά ζητήματα, όπως οι<br />
διακρατικές κρίσεις (τύπου Ίμια ή Μαρτίου 1987), ο ρόλος των πληροφοριών είναι<br />
κεντρικός και καθοριστικός για την επιτυχημένη διαχείριση της κρίσης.<br />
Επιπλέον, η χώρα, μας όπως και οι υπόλοιπες ευρωπακές, αλλά και πολλές<br />
άλλες χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη αντιμετωπίζει νέες απειλές για την ασφάλειά<br />
της, όπως για παράδειγμα, τη διεθνή τρομοκρατία και το (διεθνικό) οργανωμένο<br />
έγκλημα, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνο-εγκλήματος. Είναι δυστυχώς<br />
εμφανής η τρωτότητα των δημοκρατικών –και τεχνολογικά ανεπτυγμένων–<br />
κοινωνιών. Ο αυξανόμενα τεχνολογικός πολιτισμός μας, η επικέντρωση<br />
των δραστηριοτήτων σε μεγάλα αστικά κέντρα με υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού<br />
αυξάνουν και την τρωτότητα σε διάφορες επιβουλές και «καταστροφές».<br />
Ζούμε σε κοινωνίες που βασίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ομαλή συνεργατική<br />
λειτουργία μεγάλου αριθμού συστημάτων και λειτουργιών (συγκοινωνίες,<br />
ενέργεια, επικοινωνίες, υδροδότηση, διατροφή, υγεία και περίθαλψη και διατήρηση<br />
της δημόσιας τάξης, οικονομία και εμπόριο, εθνική άμυνα, κλπ.). Η αποδυνάμωση<br />
μιας ή περισσοτέρων συνιστωσών ως αποτέλεσμα μιας καταστροφής μεγάλης<br />
έκτασης μπορεί να οδηγήσει στην (μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας) κατάρρευση<br />
του κρατικού μηχανισμού, με απρόβλεπτες συνέπειες.<br />
Όσον αφορά ειδικότερα στο θρησκευτικό εξτρεμισμό και την τρομοκρατία,<br />
η Ελλάδα παραμένει στόχος χαμηλής (αλλά όχι υποχρεωτικά μηδενικής, και<br />
λόγω ύπαρξης ξένων στόχων σε ελληνικό έδαφος, αλλά και της ενδεχόμενης
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 448<br />
448 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
επιλογής, από τους τρομοκράτες, στόχων χαμηλότερης σπουδαιότητας, αλλά<br />
υψηλότερης τρωτότητας) πιθανότητας. Όταν αντιμετωπίζει κανείς ανθρώπους<br />
έτοιμους να θυσιάσουν τη ζωή τους για την επίτευξη των σκοπών τους (όσο και<br />
αν διαφωνούμε πλήρως τόσο με τους σκοπούς, όσο και με τις μεθόδους), η καταστολή<br />
και η εκ των υστέρων «πυροσβεστικής μορφής» αντίδραση δεν είναι<br />
αποτελεσματικές. Η έγκαιρη συλλογή και αξιοποίηση πληροφοριών, από<br />
«ανοιχτές» και «διαβαθμισμένες» πηγές αποτελεί πλέον μονόδρομο. Η λειτουργία<br />
μιας καλά οργανωμένης και αποτελεσματικής υπηρεσίας πληροφοριών<br />
αποτελεί εκ των ουκ άνευ για κάθε σύγχρονο κράτος.<br />
Στη συζήτηση περί του ρόλου των υπηρεσιών πληροφοριών θα πρέπει να γίνει<br />
αναφορά και στις λεγόμενες ελληνικές ιδιαιτερότητες: έλλειψη κουλτούρας<br />
ασφαλείας, ωχαδερφισμός και έλλειψη επαγγελματισμού σε όλους τους χώρους,<br />
και η ύπαρξη εξαιρετικών στελεχών απλώς επιβεβαιώνει τη γενικότερη<br />
διαπίστωση, υποβαθμισμένη εκπαίδευση και επιμόρφωση, περιορισμένες οικονομικές<br />
(και τεχνολογικές;) δυνατότητες, μάλλον αρνητική παράδοση σε<br />
«γκρίζες» και «μαύρες» επιχειρήσεις (με κορυφαίο παράδειγμα την υπόθεση<br />
Οτζαλάν και σημαντικότερη εξαίρεση την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας»),<br />
δυσλειτουργίες δημοσίου τομέα, κομματικές παρεμβάσεις και έλλειψη αξιοκρατίας.<br />
Πιο συγκεκριμένα:<br />
• Η έλλειψη αξιοκρατίας και οι προαγωγές και τοποθετήσεις με κριτήριο<br />
την κομματική ταυτότητα ή άλλες μορφές πελατειακής σχέσης. Το αποτέλεσμα<br />
συνήθως είναι ότι οι (σχετικά ολίγοι) κομματικοί «αλεξιπτωτιστές»,<br />
κατά κανόνα περιορισμένων δυνατοτήτων, ανατρέπουν το έργο<br />
των ικανών στελεχών.<br />
• Η συστηματική αδιαφορία για θέματα ασφάλειας πληροφοριών (με αποκορύφωμα<br />
τη συστηματική διαρροή διαβαθμισμένων εγγράφων από διάφορα<br />
πολιτικά γραφεία προς τα ΜΜΕ).<br />
• Η απουσία κεντρικού συντονισμού σε θέματα πληροφοριών και ζητήματα<br />
εθνικής ασφάλειας και η συχνή έλλειψη συνεργασίας μεταξύ συναρμόδιων<br />
υπηρεσιών.<br />
Σε μια εποχή όπου η γνώση και η πληροφορία είναι, σε παγκόσμια κλίμακα,<br />
το σημαντικότερο αγαθό, η προσπάθεια αναβάθμισης της ΕΥΠ, αλλά και της<br />
Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (σε επίπεδο Γενικού Επιτελείου Εθνικής<br />
Άμυνας, με παράλληλη συρρίκνωση των Δεύτερων Γραφείων των Γενικών<br />
Επιτελείων) θα πρέπει να προχωρήσει χωρίς καμία καθυστέρηση, κινούμενη<br />
στους ακόλουθους άξονες:<br />
• Πλήρης και άνευ όρων αξιοκρατία στη στελέχωση και οργάνωση των<br />
υπηρεσιών.<br />
• Στελέχωση με επιστημονικό προσωπικό. Έμφαση στην εκπαίδευση και<br />
τη συνεχή επιμόρφωση σε σχολές εντός και εκτός Ελλάδας. Εκπαίδευση
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 449<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 449<br />
όχι μόνο των στελεχών των υπηρεσιών, αλλά πολιτικών, διπλωματών και<br />
δημοσιογράφων που εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα σε θέματα πληροφοριών<br />
και εθνικής ασφάλειας.<br />
• Θεσμοθέτηση και αποτελεσματική λειτουργία Συμβουλίου Πληροφοριών<br />
για αποτελεσματικότερο συντονισμό όλων των φορέων που ασχολούνται<br />
με θέματα συλλογής και αξιολόγησης πληροφοριών για θέματα εθνικής<br />
ασφάλειας. Αξιοποίηση δοκιμασμένων διαδικασιών σε άλλες χώρες (π.χ.<br />
συνεργασία με επιστήμονες εκτός υπηρεσίας (Blue and Red Teams).<br />
• Αναβάθμιση συνεργασίας με άλλες υπηρεσίες ασφαλείας στο εσωτερικό<br />
και το εξωτερικό.<br />
• Εξασφάλιση συνέχειας –εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες– στην ηγεσία<br />
της υπηρεσίας. Οι συχνές αλλαγές προφανώς δεν βοηθούν.<br />
• Ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών (συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών<br />
κινήτρων, όπου αυτό είναι αναγκαίο) με στόχο την ενίσχυση του<br />
«επαγγελματικού πνεύματος» (esprit de corps), έτσι ώστε να βοηθηθούν<br />
τα στελέχη της υπηρεσίας να ξεφύγουν από την -κακώς εννοούμενη- δημοσιοπαλληλική<br />
νοοτροπία. Προσπάθεια βελτίωσης της δημόσιας εικόνας<br />
της υπηρεσίας. Οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας θα πρέπει<br />
να γίνουν επιλογή καριέρας και όχι απλώς βιοποριστική λύση.<br />
• Αυξημένη διαφάνεια, μέσω κοινοβουλευτικού ελέγχου, με τρόπο που να<br />
μην επηρεάζει την αποτελεσματική λειτουργία των υπηρεσιών (σύμφωνα<br />
με το μοντέλο που εφαρμόζεται σε αρκετές ευρωπακές χώρες).<br />
• Αποφυγή ορισμένων υπερβολών και ακροτήτων του αμερικανικού συστήματος<br />
σε θέματα αντι-τρομοκρατικής πολιτικής και εσωτερικής ασφάλειας<br />
(homeland security). Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της απειλής<br />
αυτής δεν θα πρέπει να γίνουν σε βάρος του σεβασμού των ατομικών<br />
ελευθεριών και δικαιωμάτων τόσο των Ελλήνων πολιτών, όσο και των<br />
μεταναστών και προσφύγων. Αντιθέτως, θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικές<br />
αν υπάρχει η υποστήριξη και συνεργασία τόσο των Ελλήνων πολιτών,<br />
όσο και των κοινοτήτων μεταναστών.<br />
Αστυνομία<br />
Πιέζει χρονικά η αξιολόγηση της αντίδρασης του κρατικού μηχανισμού στα<br />
γεγονότα που ακολούθησαν τον τραγικό χαμό ενός νέου ανθρώπου και η αντιμετώπιση<br />
τυχόν αδυναμιών, διότι οι περισσότεροι προβλέπουν ότι ανάλογα γεγονότα<br />
θα επαναληφθούν, στην ίδια ή σε ελαφρώς διαφορετική μορφή ή κλίμακα.<br />
Επιπλέον δε, η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Ελληνικής<br />
Αστυνομίας και άλλων συναρμόδιων υπηρεσιών αποτελεί ζήτημα υψηλής προτεραιότητας<br />
αφού η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται γεωγραφικά στη δια-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 450<br />
450 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
χωριστική γραμμή Βορρά και Νότου, με «διάτρητα» σύνορα λόγω γεωγραφικών<br />
ιδιαιτεροτήτων και θα αποτελεί τόσο διαμετακομιστικό κέντρο, όσο και<br />
τελικό προορισμό παράνομων αγαθών (ναρκωτικών, ανθρώπων, κ.λπ.). Η καταγραφείσα<br />
γενικότερη άνοδος της σκληρής εγκληματικότητας επιβεβαιώνει<br />
του λόγου του αληθές περί δράσης εγχωρίων και διεθνικών εγκληματικών κυκλωμάτων<br />
και οργανώσεων. Επίσης, ανησυχία προκαλεί και η αύξηση της λαθρομετανάστευσης<br />
και η αδυναμία διαχείρισης του ζητήματος λόγω ανεπάρκειας<br />
μέσων, υποδομών και πόρων, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.<br />
Τα φαινόμενα αυτά αναμένεται να οξυνθούν στο μέλλον λόγω οικονομικών,<br />
πολιτικών και περιβαλλοντικών εξελίξεων.<br />
Ασφαλώς η αγανάκτηση για την ανθρωποκτονία του 15χρονου μαθητή ήταν<br />
δικαιολογημένη, και σε συνδυασμό με άλλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα,<br />
οδήγησε σε διαμαρτυρίες, κυρίως της νεολαίας, που –όταν δεν ξεφεύγουν<br />
από κάποια όρια- είναι καθόλα θεμιτές και αποδεκτές σε μια δημοκρατική<br />
χώρα. Παράλληλα, όμως, δεν νοείται ένα κράτος που θέλει να χαρακτηρίζεται<br />
αναπτυγμένο και ευρωπακό, να βρίσκεται για μερικά 24ωρα στο έλεος<br />
κουκουλοφόρων και άλλων κακοποιών στοιχείων.<br />
Δεν θα είχε όμως νόημα να ξεκινήσουμε τη συζήτηση από τις επιχειρησιακές<br />
αδυναμίες της Ελληνικής Αστυνομίας, που ασφαλώς υπάρχουν αλλά είναι<br />
μάλλον ήσσονος σημασίας συγκριτικά με την έλλειψη πολιτικού και (σύγχρονου)<br />
νομικού πλαισίου για τη διαχείριση των διαδηλώσεων, αλλά και άλλων ζητημάτων<br />
ασφαλείας. Πρώτα από όλα είναι απαραίτητο η ελληνική κοινωνία, τα<br />
μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και τμήμα του πολιτικού κόσμου να συνειδητοποιήσουν<br />
ότι η αστυνομία δεν αποτελεί πλέον ένα μηχανισμό καταστολής ή<br />
τη «σιδερένια γροθιά του κράτους», αλλά μια απαραίτητη υπηρεσία στην υπηρεσία<br />
του πολίτη, σε μια περίοδο μάλιστα που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές<br />
προκλήσεις ασφαλείας. Μια υπηρεσία, βεβαίως, με αδυναμίες και παθογένειες<br />
τις οποίες οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε.<br />
Άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η αναζήτηση συναίνεσης<br />
από όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο (ή αν αυτό δεν είναι<br />
εφικτό, μιας ξεκάθαρης πλειοψηφίας) για τη διαμόρφωση ενός γενικότερου<br />
πλαισίου σχετικά με το ρόλο της Αστυνομίας. Χρειάζεται σε επίπεδο πολιτείας<br />
και κοινωνίας η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της ΕΛΑΣ όσον αφορά:<br />
στην προστασία του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και την προστασία της δημόσιας<br />
τάξης. Ο πολιτικός κόσμος και η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αντιμετωπίσουν,<br />
επίσης, δύο άλλα σημαντικά ζητήματα: το ονομαζόμενο «πανεπιστημιακό<br />
άσυλο» και την ανάγκη εξουδετέρωσης της ωρολογιακής βόμβας που<br />
αφορά στην περιθωριοποίηση των μεταναστών δεύτερης γενιάς.<br />
Η κοινωνική ένταση σε μεγάλο τμήμα της νεολαίας –προς το παρόν γηγενούς,<br />
οσονούπω και μεταναστών- αποτελεί σοβαρότατο πρόβλημα, οφείλεται
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 451<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 451<br />
σε πλειάδα αιτίων και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατασταλτικά μέσα. Η<br />
αποστολή της αστυνομίας είναι διαφορετική. Ενδεικτικά αναφέρουμε μια<br />
σειρά από χρόνιες παθογένειες και προτάσεις βελτίωσης της ΕΛΑΣ.<br />
(α) Το ότι υπάρχουν αρκετά στελέχη περιορισμένων ικανοτήτων είναι ίσως<br />
αναμενόμενο σε μια δύναμη πλέον των 50.000 ανδρών και γυναικών. Ανησυχία<br />
προκαλεί, όμως, η τοποθέτηση κάποιων από αυτούς σε θέσεις-κλειδιά και η<br />
αξιοποίηση πολλών ικανών αξιωματικών που διαθέτει η ΕΛΑΣ.<br />
(β) Φαινόμενα διαφθοράς, αυταρχικής συμπεριφοράς και υπέρβασης<br />
ορίων δεν αποτελούν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο (ούτε περιορίζονται<br />
στο χώρο της αστυνομίας). Ανησυχία προκαλεί, όμως, η επιεικής αντιμετώπιση<br />
από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.<br />
(γ) Απουσία κεντρικού συντονισμού και συχνή έλλειψη συνεργασίας μεταξύ<br />
συναρμόδιων υπηρεσιών ασφαλείας.<br />
Εδώ και αρκετό καιρό είναι διάχυτος ένας προβληματισμός σχετικά με την<br />
Ελληνική Αστυνομία. Οι περιπτώσεις «ερασιτεχνικής» συμπεριφοράς είναι περισσότερες<br />
απ’ ότι στατιστικά επιτρέπεται και πλήττουν τη δημόσια εικόνα της<br />
Αστυνομίας. Ακυρώνουν δε σε ένα βαθμό τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί<br />
τα τελευταία χρόνια, τόσο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των<br />
διωκτικών μηχανισμών, όσο και το σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών. Είναι<br />
σαφές, όμως, ότι υπάρχουν μια σειρά από χρόνιες παθογένειες που επηρεάζουν<br />
με αποτελεσματική λειτουργία της.<br />
Εξηγήσεις ασφαλώς υπάρχουν. Σοβαρές δικαιολογίες όχι. Θα μπορούσε να<br />
μιλήσει κανείς για την ετήσια διμηνιαία (τουλάχιστον) «ομηρία» και ευθυνοφοβία<br />
λόγω του συστήματος τακτικών κρίσεων. Για το εισαγωγικό σύστημα στις<br />
αστυνομικές σχολές με πρωταρχικό κριτήριο επιλογής την εγγυημένη επαγγελματική<br />
αποκατάσταση, με αποτέλεσμα την εισαγωγή αρκετών μετρίων ή ακατάλληλων<br />
για το συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντικές<br />
ιδιαιτερότητες. Για την κατασπατάληση προσωπικού σε υπηρεσίες γραφείου<br />
ή φύλαξη «υψηλών» προσώπων. Για το πρόβλημα νοοτροπίας και οργανωσιακής<br />
κουλτούρας. Για τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Για<br />
τον ιδιότυπο συνδικαλισμό που βλάπτει περισσότερο απ΄ότι ωφελεί. Για την έλλειψη<br />
κοινωνικής αναγνώρισης, που απασχολεί σοβαρά το μέσο -χαμηλόβαθμο<br />
και χαμηλόμισθο- αστυνομικό που καλείται σε πολλές περιπτώσεις να διακινδυνεύσει<br />
τη σωματική του ακεραιότητα ακόμη και τη ζωή του. Και αντίστοιχα η<br />
αμφιθυμία της ελληνικής κοινωνίας που ζητά καλύτερη αστυνόμευση, αλλά συχνά<br />
αντιμετωπίζει την αστυνομία ως αντίπαλο και αποφεύγει να αναλάβει τις<br />
ευθύνες της σε μια σειρά ζητημάτων (π.χ. πανεπιστημιακό άσυλο). Για την ανυπαρξία<br />
κουλτούρας ασφαλείας που χαρακτηρίζει γενικότερα την Ελλάδα και<br />
την οποία πιθανότατα θα πληρώσουμε ακριβά κάποια μέρα. Και, βεβαίως, για<br />
την έλλειψη αξιοκρατίας και τις προαγωγές και τοποθετήσεις με κριτήριο την
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 452<br />
452 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
κομματική ταυτότητα ή άλλες μορφές πελατειακής σχέσης, καθώς και την περιοδική<br />
εμφάνιση φαινομένων φατριασμού.<br />
Να σημειωθεί, επίσης, ότι οι δύο ένοπλες επιθέσεις κατά αστυνομικών αποτελούν<br />
μια εξαιρετικά σοβαρή και επικίνδυνη κλιμάκωση, αλλά ταυτόχρονα<br />
και μια μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη. Δεν οφείλονται ασφαλώς, στη γενικότερη<br />
στοχοποίηση της αστυνομίας, που προκάλεσε σημαντική πτώση ηθικού<br />
στην ΕΛΑΣ, αλλά σαφώς διευκολύνθηκαν από τη μείωση της κοινωνικής εκτίμησης<br />
και στήριξης των σωμάτων ασφαλείας και την παράλληλη δημιουργία<br />
κλίματος κοινωνικής ανοχής για πράξεις βίας που στρέφονται άμεσα κατά της<br />
αστυνομίας και έμμεσα κατά του κοινωνικού συνόλου.<br />
Η εικαζόμενη εμφάνιση μιας νέας γενιάς τρομοκρατών (Οργάνωση Επαναστατικός<br />
Αγώνας) εγκυμονεί δύο σοβαρούς κινδύνους:<br />
(α) να διαμορφωθεί στα μάτια της διεθνούς κοινότητας (όπως είχε συμβεί<br />
και στο παρελθόν) μια εικόνα της Ελλάδας ως κράτους περιορισμένης αξιοπιστίας<br />
στον τομέα της ασφάλειας, όσον αφορά στην τρομοκρατία, το οργανωμένο<br />
έγκλημα, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων και προόντων, την κοινή<br />
(σκληρή) εγκληματικότητα, αλλά και τη διαχείριση κοινωνικών εντάσεων.<br />
(β) την περαιτέρω απαξίωση της ΕΛΑΣ με την υιοθέτηση μιας μόνιμα παθητικής<br />
στάσης, που θα οδηγήσει σε ακόμη λιγότερο αποτελεσματικές επιδόσεις<br />
και θα αυξήσει την κοινωνική απαξίωση, προκαλώντας και τη μείωση ενδιαφέροντος<br />
ικανών υποψηφίων για είσοδο στις αστυνομικές σχολές και οδηγώντας<br />
σε μακροχρόνια υποβάθμιση της αστυνομίας. Αλλά εγκυμονεί και ο κίνδυνος<br />
υπερβολικής αντίδρασης, είτε από θυμό, είτε από φόβο, στελεχών της ΕΛΑΣ<br />
σε επόμενα περιστατικά, εξ ου και η προφανής ανάγκη για διατήρηση της ψυχραιμίας<br />
και επαγγελματική αντίδραση.<br />
Δυστυχώς πέρα από αφορισμούς και γενικότητες, δεν έχουν διατυπωθεί συγκεκριμένες<br />
προτάσεις και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων<br />
ασφαλείας ούτε από την κυβέρνηση, που έχει βεβαίως και την κύρια ευθύνη,<br />
ούτε και από τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο. Θα τολμήσουμε να αναφέρουμε<br />
τηλεγραφικά επτά αυτονόητες προτάσεις μεσοπρόθεσμης απόδοσης:<br />
• Δημιουργία επιτροπής από πέντε έμπειρα και καταρτισμένα στελέχη της<br />
ΕΛΑΣ και, αν κριθεί απαραίτητο, με την προσθήκη τριών ξένων ειδικών<br />
για να ετοιμάσουν μέσα σε 6 μήνες μια έκθεση για τις απαραίτητες αλλαγές.<br />
Βεβαίως, το αν θα υλοποιηθούν οι προτάσεις είναι άλλο ζήτημα.<br />
• Από-κομματικοποίηση της ΕΛΑΣ. Υπάρχει ανάγκη για ένα εσωτερικό<br />
σύστημα ανάδειξης στελεχών, καθώς και ξεκάθαρα μνημόνια ενεργειών<br />
για κάθε είδους σενάρια και καταστάσεις.<br />
• Υιοθέτηση αυστηρότερου πειθαρχικού κώδικα.<br />
• Ουσιαστική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και συστηματική<br />
αποστολή στελεχών στο εξωτερικό για εκπαίδευση/επιμόρφωση και
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 453<br />
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 453<br />
αξιοποίησή τους στη συνέχεια, με στόχο τη δημιουργία «εκπαιδευμένων<br />
πυρήνων» σε κάθε υπηρεσία που σταδιακά θα εκπαιδεύσουν μεγαλύτερο<br />
αριθμό στελεχών.<br />
• Μετατροπή της Σχολής Εθνικής Ασφαλείας σε εκπαιδευτικό κέντρο διαχείρισης<br />
κρίσεων και μελέτης νέων μορφών εγκληματικότητας και απειλών<br />
για την εθνική ασφάλεια.<br />
• Αξιοποίηση των μοντέλων διαχείρισης κρίσεων και επικοινωνιακής πολιτικής<br />
των Ολυμπιακών Αγώνων 2004.<br />
• Αντιμετώπιση ελλείψεων όσον αφορά στην υλικοτεχνική υποδομή (π.χ.<br />
σύγχρονα αλεξίσφαιρα γιλέκα, οχήματα ρίψης νερού για την αντιμετώπιση<br />
βίαιων διαδηλώσεων).<br />
Μεσο-μακροπρόθεσμη προτεραιότητα – και εδώ δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις-<br />
πρέπει να αποτελέσει η ενίσχυση του esprit de corps –της αίσθησης του<br />
ανήκειν σε ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού, με αποστολή ευρείας κοινωνικής<br />
αποδοχής και με έντονο στοιχείο υπερηφάνειας και αυτοσεβασμού.<br />
Αλλά η ΕΛ.ΑΣ και οι υπόλοιπες υπηρεσίες ασφαλείας δεν μπορούν να αναμορφωθούν<br />
εν κενώ, με δεδομένες και τις αδυναμίες του δικαστικού και σωφρονιστικού<br />
συστήματος. Χρειάζονται, επίσης, και την αλλαγή νοοτροπίας και<br />
τη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας που θα πρέπει να αντιληφθεί πόσο έχουν<br />
αλλάξει (από την εποχή του «αστυνομικού κράτους») και οφείλουν να συνεχίζουν<br />
να αλλάζουν, και πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στην αντιμετώπιση<br />
των σύγχρονων προκλήσεων ασφαλείας.<br />
Διαχείριση Φυσικών Καταστροφών<br />
Οι δασικές πυρκαγιές το καλοκαίρι του 2007 αποτέλεσαν μια άνευ προηγουμένου<br />
καταστροφή για την Ελλάδα. Μετά από μια τέτοια καταστροφή κάθε<br />
σοβαρή χώρα θα δημιουργούσε μια επιτροπή ειδικών με αποστολή την ταχεία<br />
ετοιμασία μιας έκθεσης με διαπιστώσεις και συγκεκριμένες προτάσεις, την<br />
υλοποίηση των οποίων τα πολιτικά κόμματα θα δεσμεύονταν να εφαρμόσουν,<br />
ή, σε αντίθετη περίπτωση, να εξηγήσουν στο ελληνικό λαό γιατί δεν προτίθενται<br />
να το πράξουν. Δεν φαίνεται να έγινε κάτι τέτοιο στη δική μας περίπτωση.<br />
Είναι γεγονός ότι παρόμοια προβλήματα πυρκαγιών αντιμετωπίζουν και<br />
άλλες ανεπτυγμένες χώρες και ότι η διεθνής κοινότητα και τα διάφορα κράτη<br />
θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών τεχνολογικών και φυσικών<br />
καταστροφών (που συνδέονται και με τις ευρείας έκτασης κλιματικές<br />
αλλαγές που αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και τη χώρα μας). Με δεδομένο ότι<br />
οι δασικές πυρκαγιές, σε τέτοια έκταση και αριθμό, θα αποτελέσουν, δυστυχώς,<br />
ένα όχι ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο στη χώρα μας, αποτελεί άμεση προτεραιότητα<br />
η ενίσχυση του θεσμικού μηχανισμού, ενδεχομένως με τη δημιουργία
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 454<br />
454 ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ<br />
μιας Υπηρεσίας Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών που θα ενσωματώσει<br />
τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας και την Πυροσβεστική Υπηρεσία,<br />
και υπό την επιχειρησιακή διοίκηση της οποίας θα τίθενται σε περίοδο<br />
κρίσεων και η Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα, το ΕΚΑΒ, αλλά και<br />
τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων.<br />
Πέραν αυτού, είναι προφανές ότι υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα διαχείρισης<br />
και αξιοποίησης ανθρώπινου δυναμικού στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες,<br />
ενώ σημαντικό έλλειμμα καταγράφεται και στον τομέα του συντονισμού.<br />
Ελλείψεις υπάρχουν και σε εναέρια και επίγεια μέσα, αλλά και σε ανθρώπινο<br />
δυναμικό (την ίδια εποχή όπου ελήφθη η, για πολλούς ακατανόητη, απόφαση<br />
δημιουργίας Αγροφυλακής).<br />
Τις εξειδικευμένες λύσεις θα προτείνουν οι ειδικοί. Οι υπόλοιποι μπορούμε<br />
να προσπαθήσουμε να συνεισφέρουμε στη σχετική συζήτηση με ορισμένες<br />
ιδέες. Θα μπορούσε να εξετασθεί για παράδειγμα: (α) Η εκπαίδευση του συνόλου<br />
του (ενδιαφερόμενου) αγροτικού πληθυσμού σε μεθόδους δασοπυρόσβεσης<br />
για να συνδράμουν τους επαγγελματίες πυροσβέστες (β) Η μεγαλύτερη<br />
έμφαση στον τομέα της πρόληψης (καθαρισμός δασών, αντιπυρικές ζώνες, αισθητήρες<br />
και μη-επανδρωμένα αεροσκάφη για έγκαιρη προειδοποίηση, προγράμματα<br />
Η/Υ για πρόβλεψη πιθανότητας πυρκαγιών, κλπ.) (γ) Εφαρμογή αυστηρών<br />
νομοθετικών ρυθμίσεων για την εξάλειψη των κινήτρων εμπρησμού.<br />
Πάντως, με δεδομένη την τεράστια έκταση που πρέπει να προστατευθεί και<br />
την αυξανόμενη οξύτητα των φαινομένων, ο κρατικός μηχανισμός, όσο και αν<br />
βελτιωθεί, θα συνεχίσει να δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές<br />
αυτού του μεγέθους. Ως μοναδική απάντηση φαντάζει μια εκτενής αλλαγή<br />
νοοτροπίας από την ελληνική κοινωνία, μια επανεξέταση της ατομικής και συλλογικής<br />
μας συμπεριφοράς απέναντι στο περιβάλλον και η σημαντική αύξηση<br />
του εθελοντισμού.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 455<br />
Αντί Επιλόγου<br />
Γιάννος Παπαντωνίου<br />
Το τέλος του περασμένου αιώνα υπήρξε μια περίοδος πολιτικής κυριαρχίας<br />
της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Στις περισσότερες χώρες της Ένωσης<br />
κυβερνούσαν σοσιαλιστικά κόμματα. Παρά τις διαφορές ιδεολογικών καταβολών,<br />
καθώς και αντικειμενικών συνθηκών, η πολιτική που εφάρμοσαν μπορεί<br />
να περιγραφεί με τους ακόλουθους άξονες:<br />
• Η συγκρατημένη απελευθέρωση της οικονομίας με διατήρηση σημαντικού<br />
ρόλου του κράτους. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της δεκαετίας<br />
του ’90 πλαισίωσαν τις λειτουργίες της αγοράς με ισχυρά συστήματα<br />
εποπτείας, καθώς και κοινωνικές ασφαλιστικές δικλείδες. Στόχος ήταν η<br />
δημιουργία συνθηκών ισχυρής ανάπτυξης, η διασφάλιση των θέσεων εργασίας<br />
και η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων.<br />
• Η κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους και η ενίσχυση της κοινωνικής<br />
δικαιοσύνης. Ο διάλογος και η συναίνεση βρέθηκαν στο επίκεντρο της<br />
χάραξης και υλοποίησης των οικονομικών πολιτικών. Βασικό μέλημα<br />
των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων ήταν ο δίκαιος επιμερισμός του<br />
κόστους και του οφέλους από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών.<br />
Η ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων και η προώθηση της κοινωνικής<br />
συνοχής είχαν κεντρική θέση στο συνολικό σχεδιασμό της πολιτικής.<br />
• Η προώθηση των ατομικών ελευθεριών και η αναβάθμιση των δικαιωμάτων<br />
του πολίτη, με την ισότητα των δύο φύλων, τα σύμφωνα ελεύθερης<br />
συμβίωσης, τη διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και την αναγνώριση<br />
δικαιωμάτων που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.<br />
Στο ξεκίνημα του νέου αιώνα τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται<br />
στην αντιπολίτευση. Παράλληλα, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει<br />
τη σοβαρότερη κρίση μετά το κραχ του 1929-31. Η επικράτηση άκρατου φιλελευθερισμού<br />
και η ασύδοτη, χωρίς κανόνες και ελέγχους, λειτουργία των<br />
αγορών οδήγησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα στα πρόθυρα της κατάρρευσης<br />
προκαλώντας συνθήκες ύφεσης. Στις προηγμένες χώρες οι ρυθμοί ανάπτυξης
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 456<br />
456 ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ<br />
μειώνονται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, γίνονται αρνητικοί, ενώ η ανεργία<br />
διογκώνεται. Η ίδια η παγκοσμιοποίηση αυξάνει την ανασφάλεια των πολιτών.<br />
Η είσοδος νέων παικτών στο οικονομικό σύστημα, ιδιαίτερα της Κίνας και της<br />
Ινδίας, που χαρακτηρίζονται από χαμηλό εργατικό κόστος, απειλεί τους παραδοσιακούς<br />
κλάδους των βιομηχανικών χωρών. Εξάλλου, η ενισχυμένη διασύνδεση<br />
των οικονομικών σε παγκόσμια κλίμακα, λόγω της τεράστιας προόδου<br />
στις τεχνολογίες επικοινωνιών, αυξάνει τη μεταδοτικότητα των κρίσεων. Η σημερινή<br />
κρίση, που ξεκίνησε στις ΗΠΑ, μετεξελίχθηκε σε παγκόσμια. Οι ραγδαίες<br />
αυτές εξελίξεις έχουν αυξήσει υπέρμετρα τις αβεβαιότητες σχετικά με<br />
τα εισοδήματα και την απασχόληση.<br />
Σε αυτές τις εστίες ανασφάλειας, που συνδέονται με την καθημερινότητα<br />
και το επίπεδο ζωής, προστίθενται αβεβαιότητες για σφαιρικότερα μεγέθη,<br />
όπως οι κλιματολογικές συνθήκες, η οικολογική ισορροπία, η εδραίωση συνθηκών<br />
σταθερότητας και ειρήνης σε κρίσιμους γεωπολιτικούς χώρους καθώς και<br />
οι μεταναστατευτικές ροές. Η απερίσκεπτη χρήση φυσικών πόρων, όπως το πετρέλαιο,<br />
θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του προτύπου ανάπτυξης των δύο τελευταίων<br />
αιώνων. Οι πρόσφατες μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου,<br />
που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την παγκοσμιοποίηση, υποδηλώνουν<br />
την ύπαρξη μεγάλων ανισορροπιών. Αν δεν αντιμετωπιστούν με επενδύσεις<br />
σε νέες τεχνολογίες που θα στοχεύουν στον εξορθολογισμό της χρήσης<br />
των πόρων, θα αυξηθεί η συχνότητα και η ένταση των οικονομικών κρίσεων, με<br />
σοβαρές επιπτώσεις στα γεωπολιτικά ισοζύγια και τις συνθήκες διεθνούς<br />
ασφάλειας. Παράλληλα, η υπερθέρμανση του πλανήτη, μέσα από το φαινόμενο<br />
του θερμοκηπίου, οδηγεί σε μεγάλες γεωοικονομικές ανατροπές που θα μεταβάλουν<br />
ριζικά τα παραγωγικά πρότυπα και τον τρόπο ζωής σε πολλές περιοχές<br />
του πλανήτη. Εξάλλου, η άνοδος της διεθνούς τρομοκρατίας σε συνδυασμό με<br />
τον κίνδυνο εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων έχουν αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες<br />
αναφλέξεων στη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή όπου επικρατούν<br />
ακραία ισλαμιστικά στοιχεία. Τέλος, η ενίσχυση των μεταναστευτικών<br />
ροών έχει μεταβάλει ριζικά τις συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα,<br />
λόγω της επιδείνωσης κοινωνικών προβλημάτων, όπως η ανεργία και η εγκληματικότητα.<br />
Η σώρευση ανασφαλειών, αβεβαιοτήτων και κινδύνων εξηγεί τη στροφή<br />
της τελευταίας δεκαετίας προς συντηρητικές θέσεις. Όμως, η παγκόσμια οικονομική<br />
κρίση λειτούργησε ως καταλύτης. Ανέδειξε το ρόλο του κράτους ως εγγυητή<br />
της οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας. Το σχέδιο διάσωσης του<br />
χρηματοπιστωτικού συστήματος που πρότεινε ο Βρετανός Πρωθυπουργός G.<br />
Brown, και υιοθετήθηκε στη συνέχεια ακόμα και από συντηρητικές κυβερνήσεις,<br />
προβλέπει τη μερική κρατικοποίηση τραπεζών. Οι πολιτικές αναθέρμανσης<br />
των οικονομιών που έχουν τεθεί σε εφαρμογή είναι κενσιανής έμπνευσης
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 457<br />
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 457<br />
και στηρίζονται στο δημόσιο δανεισμό. Η σοσιαλδημοκρατία επανήλθε στο<br />
προσκήνιο. Η θριαμβευτική εκλογή του B. Obama ως Προέδρου των Ηνωμένων<br />
Πολιτειών σηματοδοτεί ανάκαμψη των προοδευτικών δυνάμεων.<br />
Η πρόκληση για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία είναι μεγάλη. Οφείλει να<br />
προσφέρει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, προσανατολισμένη<br />
στην αντιμετώπιση των ανασφαλειών που χαρακτηρίζουν τη σημερινή<br />
εποχή.<br />
Κυρίαρχο είναι το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Το πρόβλημα παρουσιάζεται<br />
με έντονο τρόπο στις οικονομίες που υστερούν σε σχέση με τις χώρες<br />
της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης. Η καθυστέρηση μετάβασης στην οικονομία<br />
της γνώσης, σε νέες τεχνολογίες και προηγμένα σχήματα οργάνωσης, τις<br />
καθιστά ευάλωτες στον ανταγωνισμό των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους.<br />
Επενδύσεις σε τομείς νέων τεχνολογιών προποθέτουν καλά εκπαιδευμένο και<br />
εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, υψηλό επίπεδο ερευνητικής δραστηριότητας<br />
συνδεδεμένης με την παραγωγή, καθώς και ευέλικτο και αποτελεσματικό<br />
θεσμικό περιβάλλον, φιλικό στην επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.<br />
Εκπαιδευτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να προκύψουν<br />
από ιδιωτική πρωτοβουλία. Χρειάζεται πολιτική βούληση και παρέμβαση στο<br />
δημόσιο χώρο. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα οφείλουν να εκπονήσουν συγκεκριμένα<br />
σχέδια για αυτούς τους τομείς κυβερνητικής δράσης και να εξασφαλίσουν<br />
την αναγκαία χρηματοδότηση.<br />
Εξίσου σημαντικό είναι το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής. Η ανάδειξη<br />
της ανταγωνιστικότητας σε μείζονα στόχο πολιτικής τείνει να διευρύνει τις ανισότητες,<br />
ανταμείβοντας τους δυνάμει ισχυρούς και αφήνοντας πίσω όσους δεν<br />
διαθέτουν τις προποθέσεις αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών. Η κατηγορία<br />
αυτή περιλαμβάνει τους νέους με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και εξειδίκευσης,<br />
και τους ηλικιωμένους. Χρέος της δημοκρατικής πολιτείας είναι να συνδράμει<br />
τους πολίτες που ανήκουν σε μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες,<br />
μέσα από τις λειτουργίες του κοινωνικού κράτους. Εκπαίδευση, κατάρτιση, συστήματα<br />
υγείας, υπηρεσίες απασχόλησης, φροντίδα τρίτης ηλικίας, ανήκουν<br />
στη δημόσια σφαίρα. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσφέρονται δωρεάν και<br />
με υψηλή ποιότητα. Οι σκανδιναβικές χώρες αποτελούν πρότυπο. Συνδυάζουν<br />
ισχυρή ανταγωνιστικότητα και συμπαγή κοινωνική συνοχή. Ασφαλώς, απαιτούν<br />
υψηλά επίπεδα φορολογίας, που δύσκολα είναι ανεκτά σε άλλες χώρες,<br />
όπως οι μεσογειακές. Δείχνουν, όμως, το δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Εξάλλου,<br />
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το υπόδειγμα της Βρετανίας, όπου οι Εργατικές<br />
κυβερνήσεις ανέπτυξαν τις υποδομές με τη συνδρομή ιδιωτικών κεφαλαίων.<br />
Στο ζήτημα του περιβάλλοντος, η εμπειρία της συντηρητικής διακυβέρνησης<br />
είναι αρνητική. Δέσμιες μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων οι συντηρητι-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 458<br />
458 ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ<br />
κές κυβερνήσεις δίστασαν να προωθήσουν αποτελεσματικά μέτρα και πολιτικές<br />
για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η άρνηση της<br />
κυβέρνησης G.W. Bush να κυρώσει τη Συνθήκη του Κυότο είναι ενδεικτική αυτών<br />
των αντιλήψεων. Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είναι απελευθερωμένες<br />
από παρόμοιες δεσμεύσεις και δουλείες. Πρέπει να προτείνουν ρεαλιστικές<br />
πολιτικές για την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την αντιμετώπιση<br />
του κινδύνου υπερθέρμανσης του πλανήτη, και να εξασφαλίσουν τις<br />
αναγκαίες διεθνείς συνεργασίες για την υλοποίησή τους.<br />
Το πρόβλημα της διεθνούς ασφάλειας είναι εξαιρετικά σύνθετο. Απαιτεί τη<br />
χρήση, τόσο σκληρών, όσο και ήπιων μορφών ισχύος. Η αποκλειστική χρησιμοποίηση<br />
στρατιωτικών μέσων είναι, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του πολέμου<br />
του Ιράκ, ατελέσφορη. Η αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας καθώς<br />
και του κινδύνου εξάπλωσης πυρηνικών όπλων προποθέτει άσκηση ενεργούς<br />
διπλωματίας, δραστηριοποίηση των διεθνών οργανισμών, τήρηση της διεθνούς<br />
νομιμότητας και συγκρότηση ευρύτερων συμμαχιών με δυνάμεις που υιοθετούν<br />
κοινές αρχές και αξίες. Με τη διπλωματία κατορθώθηκε να ελεγχθεί<br />
το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας της Βόρειας Κορέας. Αντίστροφα, η απουσία<br />
διπλωματικής παρέμβασης στη Μέση Ανατολή ενίσχυσε την αδιαλλαξία,<br />
αν όχι ασυδοσία του Ισραήλ επιδεινώνοντας τις προοπτικές επίλυσης του παλαιστινιακού<br />
προβλήματος και δημιουργώντας νέα ερείσματα για την ανάπτυξη<br />
της διεθνούς τρομοκρατίας.<br />
Η νίκη των Δημοκρατικών στις αμερικανικές εκλογές τον περασμένο Νοέμβριο<br />
θα συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση νέων, περισσότερο ευνοκών<br />
συνθηκών για την εμπέδωση της διεθνούς ασφάλειας. Ανάλογη συμβολή θα<br />
μπορούσε να προέλθει από την ενίσχυση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής<br />
της ΕΕ, μέσα από την έγκριση της Συνταγματικής Συνθήκης και την υλοποίηση<br />
των ρυθμίσεων που αφορούν τη συγκρότηση Κοινής Πολιτικής σε αυτούς<br />
τους τομείς. Το σοσιαλιστικά κόμματα πρέπει να βρίσκονται στην πρωτοπορία<br />
των δυνάμεων για την προώθηση της ευρωπακής ενοποίησης.<br />
Η ενίσχυση των μεταναστευτικών ροών διαμορφώνει νέες κοινωνικές ισορροπίες<br />
σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ανεργία και<br />
εγκληματικότητα είναι τα μείζονα προβλήματα που προκαλούνται στη διάρκεια<br />
της, συνήθως μακράς, περιόδου ενσωμάτωσης των μεταναστών στις τοπικές<br />
κοινωνίες. Η άσκηση ενεργούς πολιτικής, με έμφαση στην ενθάρρυνση και<br />
διευκόλυνση της ταχείας ενσωμάτωσης, είναι προπόθεση για την αποτελεσματική<br />
αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνδέονται με τη μετανάστευση.<br />
Παράλληλα, όμως, δεδομένου ότι δεν είναι απεριόριστη η ικανότητα υποδοχής<br />
κάθε χώρας, είναι απαραίτητη η σαφής οριοθέτηση των προποθέσεων νόμιμης<br />
άσκησης του δικαιώματος για μετανάστευση, και η εφαρμογή σχετικών<br />
ελέγχων. Σε ευρωπακό επίπεδο προωθείται, με τη στήριξη και σοσιαλδημο-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 459<br />
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 459<br />
κρατικών κυβερνήσεων, μεταναστευτική πολιτική σε αυτό το πλαίσιο, ώστε να<br />
συγκεραστεί η ανθρωπιστική διάσταση με την τήρηση των αναγκαίων ισορροπιών.<br />
Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, οι πολιτικές ατζέντες, συντηρητικές<br />
ή προοδευτικές, αποκτούν δυναμική όταν προωθούνται σε διεθνές επίπεδο, σε<br />
περισσότερες από μια χώρες. Ο νεοφιλελευθερισμός δημιούργησε κοινή πλατφόρμα<br />
για πολλές ευρωπακές συντηρητικές δυνάμεις. Ο διχασμός ανάμεσα<br />
στον «τρίτο δρόμο» του βρετανικού Εργατικού Κόμματος και τις πιο παραδοσιακές<br />
προσεγγίσεις άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, όπως το γαλλικό και το<br />
γερμανικό, ανέκοψαν την κεντροαριστερή δυναμική της προηγούμενης δεκαετίας.<br />
Η δημιουργία μιας νέας δυναμικής προποθέτει συντονισμό θέσεων και συνεργασία<br />
των προοδευτικών δυνάμεων. Οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας<br />
μας θα πρέπει να συντονίσουν το βηματισμό τους με τις σοσιαλδημοκρατικές<br />
ευρωπακές δυνάμεις. Πρέπει, παράλληλα, να λάβουν υπόψη τις συνθήκες που<br />
επικρατούν στην Ελλάδα, και τη διαφοροποιούν από άλλες ευρωπακές χώρες.<br />
H ένταξη στην ΟΝΕ το 2000 ισχυροποίησε την ελληνική οικονομία. Εδραίωσε<br />
συνθήκες σταθερότητας και ισχυρής ανάπτυξης δημιουργώντας κλίμα<br />
εμπιστοσύνης και θετικών προσδοκιών για το μέλλον. Χωρίς το ευρώ, η Ελλάδα<br />
θα αντιμετώπιζε συνεχείς υποτιμήσεις, εκτίναξη του πληθωρισμού και<br />
εξαιρετικά υψηλά επιτόκια. Σήμερα διαθέτει το πλεονέκτημα του ισχυρού νομίσματος,<br />
αλλά έχει χάσει αξιοπιστία και ανταγωνιστικότητα. Απώλεια ελέγχου<br />
στις τιμές, εκτροχιασμός του προπολογισμού, απουσία μεταρρυθμίσεων,<br />
απορρύθμιση των θεσμών, εξασθένισαν την οικονομία. Αν δεν εφαρμοστεί ένα<br />
τολμηρό και αποτελεσματικό σχέδιο ανόρθωσης της οικονομίας, οι συνέπειες<br />
της διεθνούς κρίσης θα είναι επώδυνες. Ο ιστός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων<br />
δεν θα αντέξει, η ανεργία θα προσλάβει μαζικές διαστάσεις, τα φαινόμενα<br />
φτώχειας θα πολλαπλασιαστούν και σημαντικά τμήματα της μεσαίας τάξης<br />
θα περιθωριοποιηθούν.<br />
Χρειάζονται δράσεις σε πολλά επίπεδα:<br />
Τράπεζες-δανειοδότηση. Έχει κρίσιμη σημασία να εξασφαλιστεί η άνετη<br />
δανειοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις τράπεζες. Η πιστωτική<br />
ασφυξία οδηγεί αναπόδραστα στην οικονομική κατάρρευση. Ορισμένες τράπεζες<br />
αντιμετωπίζουν πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας. Πολλές τράπεζες<br />
έχουν έλλειψη ρευστότητας. Γενικά, υπάρχει πρόβλημα υψηλού κόστους δανεισμού.<br />
Πρέπει να εξασφαλιστεί εισροή δημοσίων κεφαλαίων στις προβληματικές<br />
τράπεζες – με μερική ή ολική κρατικοποίηση. Παράλληλα, το δημόσιο πρέπει<br />
να αυξήσει σημαντικά τη συμμετοχή του στις τράπεζες που ελέγχει, δηλαδή<br />
την Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Επίσης, να ενισχύσει<br />
δραστικά το Ταμείο Εγγυοδοσίας των ΜΜΕ και να διευρύνει το ρόλο του.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 460<br />
460 ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ<br />
Δημοσιονομικά μέτρα. Τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη χώρα μας είναι<br />
περιορισμένα – παρά τη χαλαρότερη εφαρμογή του Σύμφωνου Σταθερότητας –<br />
λόγω υψηλών ελλειμμάτων και χρέους, καθώς και μειωμένης αξιοπιστίας μετά<br />
την «απογραφή». Πρέπει να στηριχθούν οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα<br />
οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, και να μειωθούν οι φόροι<br />
για τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια.<br />
Τιμές - αγορά. Η απώλεια ελέγχου στις τιμές μειώνει την αγοραστική δύναμη<br />
των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων. Η ακρίβεια αντανακλά<br />
στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Τα κλειστά επαγγέλματα επιβαρύνουν<br />
τις τιμές. Οι υψηλές τιμές των τροφίμων οφείλονται στα κυκλώματα μεσαζόντων<br />
που επιβάλλουν «καπέλα» χωρίς ουσιαστική συμμετοχή στο σύστημα διανομής.<br />
Πρέπει να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός με κατάργηση κλειστών επαγγελμάτων,<br />
εξάλειψη μεσαζόντων και αυστηρή εποπτεία.<br />
Ανταγωνιστικότητα. Η συμμετοχή της χώρας μας στην ανάκαμψη της παγκόσμιας<br />
οικονομίας, όταν λήξει η διεθνής κρίση, δεν είναι δεδομένη. Η αναπτυξιακή<br />
ώθηση που εξασφάλισε η ένταξη στην ΟΝΕ εξαντλείται. Ο ανταγωνισμός<br />
των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους απειλεί την παραγωγική μας<br />
δομή, που κυριαρχείται από παραδοσιακές δραστηριότητες έντασης εργασίας.<br />
Αν δεν ενισχυθεί δραστικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η<br />
Ελλάδα θα παραμείνει καθηλωμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που συνδέονται<br />
με υψηλή ανεργία και χαμηλά εισοδήματα. Έχει κρίσιμη σημασία η<br />
μετάβαση στην οικονομία της γνώσης, σε νέες τεχνολογίες και προηγμένα σχήματα<br />
οργάνωσης. Καταρτισμένο και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, ανάπτυξη<br />
της έρευνας, προώθηση της καινοτομίας, θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον<br />
που ευνοεί την επιχειρηματικότητα, αποτελούν προποθέσεις μιας<br />
νέας αναπτυξιακής πολιτικής. Οι δημόσιες επενδύσεις και τα κοινοτικά προγράμματα<br />
πρέπει να στραφούν σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης<br />
αξίας, που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες. Η πληροφορική και οι ανανεώσιμες<br />
πηγές ενέργειας πρέπει να έχουν υψηλή συμμετοχή. Παράλληλα, πρέπει να<br />
καταπολεμηθούν η γραφειοκρατία και η διαφθορά, που καταπνίγουν την επιχειρηματικότητα.<br />
Γενικότερα, πρέπει να αναβαθμιστεί το κράτος ως εργαλείο<br />
οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με εδραίωση συνθηκών αξιοκρατίας<br />
και ενίσχυση της θέσης και του κύρους των Ανεξάρτητων Αρχών. Το ζητούμενο<br />
δεν είναι μεγαλύτερο κράτος, αλλά καλύτερο κράτος.<br />
Κοινωνική συνοχή. Οι ανισότητες έχουν διευρυνθεί με σειρά ευνοκών ρυθμίσεων<br />
υπέρ των κερδών και του κεφαλαίου, καθώς και την υποβάθμιση της<br />
παιδείας και των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους. Η φορολογική μεταρρύθμιση<br />
πρέπει να συμβάλει στην αναδιανομή του εισοδήματος παράλληλα με<br />
την εξυπηρέτηση περιβαλλοντικών στόχων. Μεγάλο βάρος πρέπει να δοθεί<br />
στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με την ανασυγκρότηση του ελεγκτικού
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 461<br />
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 461<br />
μηχανισμού και την ηλεκτρονική διασταύρωση των στοιχείων. Μεταρρυθμίσεις<br />
είναι αναγκαίες σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Κεντρική επιδίωξη της αλλαγής<br />
στα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να είναι η εξασφάλιση πραγματικής<br />
διοικητικής αυτονομίας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα προγράμματα σπουδών, τις<br />
προσλήψεις και αποδοχές του διδακτικού προσωπικού, και τον τρόπο επιλογής<br />
των φοιτητών. Η κατοχύρωση της αυτοτέλειας πρέπει να συνδυαστεί με την καθιέρωση<br />
αντικειμενικών συστημάτων αξιολόγησης και τη σύνδεσή τους με το<br />
επίπεδο χρηματοδότησης. Η Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας χρειάζεται<br />
επαναστατική αλλαγή με στόχο τον απεγκλωβισμό των δημοσίων πανεπιστημίων<br />
από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και τη δημιουργία κινήτρων<br />
για την αναβάθμιση της λειτουργίας τους. Παράλληλα, πρέπει να αναβαθμιστούν<br />
οι υπηρεσίες που προσφέρει το κοινωνικό κράτος, ιδιαίτερα στον τομέα<br />
της υγείας, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.<br />
Η υλοποίηση αυτού του προγράμματος επιβάλλεται για λόγους που συνδέονται<br />
με τη συνοχή της κοινωνίας μας και τη μακροχρόνια εθνική μας προοπτική.<br />
Το διακύβευμα είναι η εξασφάλιση συνθηκών ισχυρής ανάπτυξης και η<br />
διάχυση της ευημερίας μέσα από την αύξηση της απασχόλησης, την αναδιανομή<br />
του εισοδήματος και την αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών. Είναι<br />
μεγάλη η ευθύνη των προοδευτικών δυνάμεων για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν<br />
τις πολιτικές επίτευξης αυτών των εθνικών στόχων.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 462
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 463<br />
Συγγραφείς<br />
Μαρία Αλμπάνη<br />
Σπούδασε Χρηματοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Manchester. Απέκτησε μεταπτυχιακό<br />
δίπλωμα (MSc) στην Οικονομετρία και τα Μαθηματικά Οικονομικά από το<br />
London School of Economics και μεταπτυχιακό δίπλωμα (MPhil) από το Τμήμα Οικονομικών<br />
Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο είναι και Υποψήφια Διδάκτωρ.<br />
Έχει εργαστεί στο Λονδίνο στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και από το 2004 εργάζεται<br />
ως Οικονομολόγος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Έχει συγγράψει διάφορες μελέτες<br />
για την ελληνική οικονομία, μεταξύ άλλων, το Η Ελληνική Οικονομία μετά την<br />
Κρίση: Αναζητώντας ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο (IOBE, 2008 με τον Γ. Στουρνάρα).<br />
Γιάννης Β. Αυγερινός<br />
Ειδικός Επιστήμονας στον Τομέα Διεθνών Σπουδών του Τμήματος Νομικής του Δημοκρίτειου<br />
Πανεπιστημίου Θράκης. Σπούδασε νομικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών,<br />
Warwick, King’s College του Λονδίνου και Harvard. Κατέχει μεταπtυχιακό (LL.M) στο<br />
Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο και είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου<br />
(Ph.D) στο Ευρωπακό Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο. Είναι Επιστημονικός Συνεργάτης<br />
του Βρετανικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου (BIICL) και Μέλος του<br />
Δ.Σ. του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής. Έχει δημοσιεύσει τα βιβλία<br />
Regulating and Supervising Investment Services in the European Union (Palgrave<br />
Macmillan, 2003), Financial Markets in Europe: Towards s Single Regulator (Kluwer Law<br />
International, 2003, επιμ. με M. Andenas), Ευρωπακή Κοινοτική Χρηματοπιστωτική<br />
Νομοθεσία (Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2004), και Η πολιτική της ΕΕ για τις Τράπεζες & τα<br />
Χρηματιστήρια: νομικό πλαίσιο & εξελίξεις (Αντ. Σάκκουλας, 2007, επιμ. με Γ. Ζαββό),<br />
καθώς και δεκάδες άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Έχει εργαστεί στη Ρυθμιστική<br />
Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (FSA) της Μ. Βρετανίας και στην Ευρωπακή<br />
Επιτροπή. Είναι Δικηγόρος, Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρίας «Αυγερινός &<br />
Συνεργάτες» και Μέλος του Δ.Σ.Α.<br />
Παναγιώτης Κορλίρας<br />
Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου<br />
Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946 και είναι πτυχιούχος της (τότε) ΑΣΟΕΕ και<br />
διδάκτωρ (Ph.D) του Πανεπιστημίου του Rochester (ΗΠΑ). Η εξειδίκευσή του ήταν<br />
στη μακροοικονομική και στη νομισματική θεωρία και πολιτική, ενώ κύρια συμβολή του<br />
στην επιστήμη υπήρξαν τα μακροοικονομικά υποδείγματα ανισορροπίας (disequilib -
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 464<br />
464 ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ<br />
rium macroeconomics). Έχει διδάξει ως καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Pittsburgh<br />
(ΗΠΑ) και Aix-Marseille (Γαλλία). Από το 1978 είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής<br />
Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών όπου τα τελευταία χρόνια διδάσκει<br />
Ιστορία Οικονομικών Θεωριών και Νομισματική Θεωρία. Έχει δημοσιεύσει<br />
άρθρα και μελέτες κυρίως στη μακροοικονομική, και βιβλία, με πιο πρόσφατα τα Νομισματική<br />
Θεωρία (Αθήνα, 2000), «Αναζήτηση της Οικονομικής Τάξης» (2003) και «Νομισματική<br />
Θεωρία και Πολιτική» (2006). Παράλληλα με την ακαδημακή δραστηριότητα,<br />
έχει επίσης διατελέσει: Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Μέλος της Νομισματικής<br />
Επιτροπής των Ευρωπακών Κοινοτήτων (χειρίστηκε τη συμμετοχή της<br />
Δραχμής στην Ευρωπακή Νομισματική Μονάδα, την ECU), και επί επτά χρόνια Πρόεδρος<br />
και Διευθύνων Σύμβουλος της Ιονικής Τράπεζας.<br />
Κωνσταντίνος Γ. Κούγιας<br />
Υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου<br />
Κρήτης. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας<br />
Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση<br />
στην Ευρωπακή Διοίκηση και Πολιτική (Πρόγραμμα Jean Monnet) στο Τμήμα<br />
Διεθνών και Ευρωπακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Στο έργο του περιλαμβάνονται<br />
«Σκέψεις για μια Κοινωνική Ευρώπη» (Ευρωπακή Έκφραση, 2008), Η<br />
Ευρωπακή Στρατηγική Απασχόλησης στο Πλαίσιο της Ανανεωμένης Στρατηγικής της<br />
Λισαβόνας (2008-2010): Προοπτικές Ενδυνάμωσης στο Παγκοσμιοποιημένο Περιβάλλον<br />
(Ελληνικό Κέντρο Ευρωπακών Μελετών, 2008), και Η Ευρωπακή Ένωση στη Δυναμική<br />
της Παγκοσμιοποίησης (Ελληνικό Κέντρο Ευρωπακών Μελετών, 2008). Τα<br />
ερευνητικά του ενδιαφέροντα καλύπτουν θέματα ευρωπακής ενοποίησης, εξευρωπασμού,<br />
κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής απασχόλησης.<br />
Χαράλαμπος Κουταλάκης<br />
Λέκτορας Διοικητικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας<br />
Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών και<br />
Κοινωνικών Επιστημών του Ευρωπακού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας.<br />
Έχει εργαστεί ως Λέκτορας στο Κέντρο Ευρωπακής Ολοκλήρωσης του Otto-<br />
Suhr Ινστιτούτου Πολιτικής Επιστήμης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου,<br />
Marie Curie Fellow στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου<br />
Humboldt του Βερολίνου και ερευνητής στο Robert Schuman Center for Advanced<br />
Studies της Φλωρεντίας. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:<br />
Cities and the Structural Funds. The Domestic Impact of EU Initiatives for Urban<br />
Development (Athens: Sakkoulas Publishers, 2003), «Environmental Compliance in Italy<br />
and Greece. The Role of Non-state Actors» (Environmental Politics, 13:4, 2004), «Smoo -<br />
thing Eastern Enlargement through New Modes of Governance?» (στο G. Folke Schup -<br />
pert (επιμ.) Europeanization of Governance - The Challenge of Accession, Baden-Baden,<br />
Schriften zur Governance-Forschung, 2008), «Regulatory Effects of Participatory Envi -<br />
ron mental Networks. The case of the Seville Process» (στο T. Conzelmann και R. Smith
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 465<br />
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 465<br />
(επιμ.), What Future Shape for the EU? Reflections on Multi-level Governance (Cambridge<br />
University Press, 2008), «European agencies and input legitimacy: EFSA, EMeA and<br />
EPO in the post-delegation phase», Journal of European Integration, 29:5, 2007, με τους<br />
S. Borrás και F. Wendler).<br />
Κώστας Α. Λάβδας<br />
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας<br />
και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Διετέλεσε Καθηγητής στην Έδρα «Κωνσταντίνος<br />
Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Μασσαχουσέττης,<br />
Αντιπρύτανης και Κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης και, πριν από την<br />
εκλογή του στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, δίδαξε πολιτική<br />
ανάλυση και ευρωπακή πολιτική σε βρετανικά και αμερικανικά πανεπιστήμια και<br />
στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης της Αθήνας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964<br />
και σπούδασε πολιτική επιστήμη, διοικητική επιστήμη και διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα,<br />
τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια στην Ευρώπη,<br />
την Αμερική και την Ασία και έχει κληθεί ως ερευνητής ή για δώσει διαλέξεις, μεταξύ<br />
άλλων, στο M.I.T., το Κέντρο Ευρωπακών Σπουδών του Harvard, το Πανεπιστήμιο της<br />
Catania και το Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων<br />
The Europeanization of Greece: Interest Politics and the Crises of Integration (Macmillan,<br />
1997), Politics, Subsidies and Competition (Edward Elgar, 1999), Δημιουργία και Εξέλιξη<br />
της Ευρωπακής Κοινότητας (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2003), Συμφέροντα και<br />
Πολιτική (Παπαζήσης, 2004), πολλών κεφαλαίων σε διεθνείς και ελληνικούς συλλογικούς<br />
τόμους (π.χ., Verbandssysteme in Westeuropa, The Political Economy of Privatization,<br />
The New Balkans, Η Νέα Σοσιαλδημοκρατία, Εκπαιδευτική Πολιτική, κ.α.) καθώς επίσης<br />
και πλήθους δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά, όπως: European Journal of<br />
Political Research, West European Politics, Politics, Political Studies, Journal of Political<br />
and Military Sociology. Κριτής σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και ιδρύματα χρηματοδότησης<br />
της έρευνας. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Πολιτικής Επιστήμης<br />
και της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Επιστημών. Μέλος της συντακτικής επιτροπής<br />
του περιοδικού Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης.<br />
Δημήτρης Λαγός<br />
Επίκουρος Καθηγητής Τουριστικής Οικονομικής και Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων<br />
στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Διδάσκει<br />
επίσης σε δύο Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών με ειδίκευση στον τουρισμό (Πανεπιστήμιο<br />
Αιγαίου και Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο). Είναι συγγραφέας τριών<br />
επιστημονικών συγγραμμάτων (δύο σχετικών με τον τουρισμό και ένα με τις θεωρίες<br />
περιφερειακής ανάπτυξης). Έχει 100 περίπου δημοσιεύσεις σε βιβλία, επιστημονικά<br />
περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται<br />
σε θέματα τουρισμού και περιφερειακής ανάπτυξης, τουριστικής θεωρίας και πολιτικής,<br />
μεθόδων τουριστικής ανάλυσης, Τουριστικής Οικονομίας, Διοίκησης Τουριστικών<br />
Επιχειρήσεων και ειδικών μορφών τουρισμού.
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 466<br />
466 ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ<br />
Στέλλα Λαδή<br />
Ειδική Επιστήμονας στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής<br />
Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών. Προηγουμένως, εργάσθηκε ως ειδική<br />
επιστήμονας στο Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και ως λέκτορας<br />
Πολιτικής Επιστήμης στα Πανεπιστήμια του Sheffield και του Exeter. Το ακαδημακό<br />
έτος 2004-05 βρισκόταν με ερευνητική άδεια στο Institut Barcelona d’Estudis<br />
Internacionals. Έχει εργασθεί ως ερευνήτρια στο Policy Research Institute του Leeds<br />
Metropolitan University. Επίσης, έχει συνεργασθεί σε ερευνητικά προγράμματα και<br />
σεμινάρια με το Central European University στη Βουδαπέστη και με το ΕΛΙΑΜΕΠ<br />
στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό της το 2002 στο Πανεπιστήμιο του York. Οι<br />
πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις της περιλαμβάνουν τα Εισαγωγή στη Δημόσια Διοίκηση<br />
και Πολιτική (Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2009 με τη Β. Νταλάκου), Globalization, Policy<br />
Transfer and Policy Research Institutes (Edward Elgar, 2005), “Policy Learning and the<br />
Role of Expertise in the Reform Process in Greece» (West European Politics, 28:2, 2005),<br />
όπως και «The Role of Experts in Greek Foreign Policy» (Hellenic Studies, 15:1, 2007),<br />
«Εξευρωπασμός και Αλλαγές Δημοσίων Πολιτικών: Η Περίπτωση της Ελληνικής Περιβαλλοντικής<br />
Πολιτικής» (Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 29, 2007) και<br />
«Ευρωπακή Ταυτότητα και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Η Περίπτωση της Ελλάδας<br />
και της Ισπανίας» (στο Μ. Κοντοχρήστου (επιμ.), ΜΜΕ και Ταυτότητα στην Ελλάδα,<br />
(εκδόσεις Παπαζήσης, 2007).<br />
Θέμης Λαζαρίδης<br />
Καθηγητής Χημείας του City College, ενός από τα 11 κολέγια τετραετούς φοιτήσεως<br />
του City University of New York. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη.<br />
Μαθήτευσε σε δημόσια σχολεία της Άνω Ηλιούπολης και του κέντρου. Σπούδασε Χημικός<br />
Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1982-1987). Εκπόνησε τη διδακτορική<br />
του διατριβή στο τμήμα Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου του Delaware<br />
των ΗΠΑ (1987-1992) και έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου<br />
του Harvard (1992-1998). Ασχολείται ερευνητικά με τη θεωρητική και υπολογιστική<br />
Βιοφυσική και ειδικότερα με τη μοντελοποίηση πρωτενών και της αλληλεπίδρασής<br />
τους με βιολογικές μεμβράνες. Έχει δημοσιεύσει περί τα 50 άρθρα σε επιστημονικά<br />
περιοδικά. Από το 2006 διατηρεί δύο μπλογκ, το «Greek University Reform<br />
Forum» και το «Αξιολόγηση Βουλευτών». Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο<br />
δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού πανεπιστημίου» από τις εκδόσεις Κριτική.<br />
Ναπολέων Μαραβέγιας<br />
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μέλος της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας<br />
στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Γεννήθηκε το 1955 στη Βουδαπέστη. Σπούδασε στο<br />
Πανεπιστήμιο Αθηνών Οικονομική Επιστήμη. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία,<br />
στο Πανεπιστήμιο της Grenoble, απ’ όπου απέκτησε D.E.A. και Doctorat d’ Etat με<br />
Άριστα (1983) και με υποτροφίες της Αγροτικής Τράπεζας και του Ιδρύματος Α.Σ.<br />
Ωνάσης και δίδαξε δύο χρόνια στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε τέσσερα χρόνια ως
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 467<br />
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 467<br />
Ερευνητής στο Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών (1985-1989) και στη συνέχεια εξελέγη<br />
Επίκουρος Καθηγητής (1989) Αναπληρωτής Καθηγητής (1993) και Καθηγητής στο Γεωπονικό<br />
Πανεπιστήμιο Αθηνών (1997). Από το 2000 είναι διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής<br />
Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου από το 2006<br />
ως το 2008 ήταν Αναπληρωτής Πρόεδρος. Από το 1999 ως το 2004 διετέλεσε Πρόεδρος<br />
του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας και το 2003-4 ήταν εκπρόσωπος της Ελλάδας<br />
στο Διεθνές Κέντρο Ανώτατων Αγρονομικών Σπουδών της Μεσογείου<br />
(CIHEAM). Το 2006 ήταν Πρόεδρος της Ελληνικής Πανεπιστημιακής Ένωσης Ευρωπακών<br />
Σπουδών. Έχει τιμηθεί με Παράσημο από τη Γαλλική Δημοκρατία (2001) και<br />
έχει διδάξει σε διάφορα Πανεπιστήμια Ευρωπακών χωρών. Έχει συγγράψει πολλά<br />
άρθρα, μελέτες και εκθέσεις ερευνητικών προγραμμάτων. Τα πιο πρόσφατα βιβλία που<br />
έχει συγγράψει ή επιμεληθεί μόνος ή με άλλους καθηγητές είναι τα ακόλουθα: Οι Διαπραγματεύσεις<br />
στον ΠΟΕ και τα Ελληνικά Αγροτικά Συμφέροντα (ΕΚΕΜ-Ι. Σιδέρης,<br />
2006), Ευρωπακή Ολοκλήρωση και Ελλάδα, (Διόνικος, 2006), Η Νέα Ευρωπακή<br />
Ένωση (Θεμέλιο, 2007) και Η Ελλάδα στην ΕΕ. Παρελθόν, Παρόν, Μέλλον, (Θεμέλιο,<br />
2008).<br />
Μιχάλης Μητσόπουλος<br />
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, έχει διδάξει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο<br />
Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Έχει αρθρογραφήσει σε διεθνή επιστημονικά<br />
περιοδικά, όπως στο International Review of Law and Economics («Does<br />
Staffing Affect the Time to Serve Justice in Greek Courts?» με τον Θ. Πελαγίδη) και το<br />
The Journal of Economic Policy Reform Economics («Rent Seeking and ex post<br />
Acceptance of Reforms in Higher Education?» με τον Θ. Πελαγίδη) και σε Ελληνικά<br />
περιοδικά και εφημερίδες με θέμα τις μεταρρυθμίσεις, ενώ έχει εκδώσει και βιβλίο για<br />
το ίδιο θέμα με τον Θ. Πελαγίδη Ανάλυση της ελληνικής Οικονομίας- Η Προσοδοθηρία<br />
και οι Μεταρρυθμίσεις (Παπαζήσης, 2006). Είναι συντονιστής Έρευνας και Ανάλυσης<br />
στον ΣΕΒ - σύνδεσμο επιχειρήσεων και βιομηχανιών, ενώ στο παρελθόν έχει διατελέσει<br />
σύμβουλος στο Υπουργείο Ανάπτυξης και πιστοποιημένος αναλυτής στην Αγροτική<br />
Χρηματιστηριακή.<br />
Δημήτρης Νεζερίτης<br />
Πρέσβυς ε.τ.. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1966 εισήλθε στο<br />
Υπουργείο Εξωτερικών ως Ακόλουθος Πρεσβείας. Υπηρέτησε στο Νέο Δελχί, την<br />
Πρεσβεία Λευκωσίας και στη συνέχεια Αναπληρωτής Αντιπρόσωπος στις Διαπραγματεύσεις<br />
MBFR μεταξύ ΝΑΤΟ-Συμφώνου Βαρσοβίας για τη Μείωση των Συμβατικών<br />
Δυνάμεων στην Κεντρική Ευρώπη. Υπηρέτησε Σύμβουλος στην Πρεσβεία Βόννης,<br />
Τμηματάρχης Κυπριακού στην Κεντρική Υπηρεσία και Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος<br />
στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Ως Πρέσβυς υπηρέτησε στην Τυνησία,<br />
Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Υπουργού Εξωτερικών και Μόνιμος Αντιπρόσωπος<br />
στην ΔΑΣΕ (σήμερα ΟΑΣΕ). Μεταξύ 1995-1999 διετέλεσε Πρέσβυς της Ελλάδος<br />
στην Άγκυρα και στη συνέχεια Πρέσβυς στο Βερολίνο. Μετά την αφυπηρέτησή
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 468<br />
468 ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ<br />
του διετέλεσε μεταξύ 2002-2004 Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΕΠΥΕΘΑ στο<br />
Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.<br />
Γιώργος Νεοφώτιστος<br />
Εντεταλμένος Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου<br />
Κρήτης. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και απέκτησε το διδακτορικό<br />
του δίπλωμα (Ph.D.) στη Φυσική, στο Πανεπιστήμιο Temple (Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ).<br />
Ακολούθως, υπήρξε ερευνητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο<br />
Purdue, επισκέπτης καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Temple, και επίκουρος<br />
καθηγητής (assistant professor) Φυσικής και Επιστημών του Διαστήματος στο Πανεπιστήμιο<br />
Florida Institute of Technology. Το ερευνητικό του έργο εστιάζει στην αποτίμηση<br />
των επιπτώσεων του διεθνούς εμπορίου (global trade simulations με τη χρήση του<br />
μοντέλου GTAP) και των οικονομικών επιπτώσεων των παγκόσμιων κλιματικών αλλαγών,<br />
στην ανάλυση κλιματικών χρονοσειρών, στην ανάλυση πολύπλοκων δικτύων<br />
(complex networks), σε προσομοιώσεις διαχείρισης αλλαγών (change management),<br />
καθώς και σε σύγχρονες μεθοδολογίες αποτίμησης χρηματοοικονομικών παραγώγων<br />
και κινδύνων. Διδάσκει τα μαθήματα Παγκόσμιες Κλιματικές Αλλαγές, Στατιστική Μοντελοποίηση<br />
Πολυπλόκων Δικτύων, και Μαθηματικά της Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης.<br />
Θάνος Π. Ντόκος<br />
Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπακής και Εξωτερικής Πολιτικής<br />
(ΕΛΙΑΜΕΠ). Είναι διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου<br />
Cambridge. Έχει διατελέσει ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη<br />
της Φρανκφούρτης και το Κέντρο για την Επιστήμη και τις Διεθνείς Σχέσεις του<br />
Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Από το Μάρτιο 1996 έως τον Οκτώβριο 1998 εργάστηκε ως<br />
Επιστημονικός Υπεύθυνος της Διεύθυνσης Στρατηγικών Μελετών, στο Υπουργείο<br />
Εθνικής Άμυνας. Από τον Οκτώβριο 1998 έως το Μάιο 1999 συνεργάστηκε με το<br />
Υπουργείο Εξωτερικών σε θέματα ΝΑΤΟ. Από τον Αύγουστο 1999 έως τον Αύγουστο<br />
του 2006 ήταν Διευθυντής Ερευνών και από το Σεπτέμβριο 2006 είναι Γενικός Διευθυντής<br />
στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Πειραιώς και Αθηνών, καθώς<br />
και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, τη Σχολή Εθνικής Αμύνης, τη Σχολή Εθνικής<br />
Ασφάλειας και τη Ναυτική Σχολή Πολέμου. Στις δημοσιεύσεις του περιλαμβάνονται, Ο<br />
Γεωστρατηγικός Ρόλος της Τουρκίας στη Μεταψυχροπολεμική Εποχή (Τουρίκης, 2001),<br />
Η Αυριανή Τουρκία (επιμέλεια με Θάνο Βερέμη, Παπαζήσης, 2002), ΝΑΤΟ’s Medi -<br />
terranean Dialogue: Future Prospects and Policy Recommendations, (ELIAMEP Policy<br />
Papers, 2003), Η Ελληνική Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας (με τον Παναγιώτη Τσάκωνα,<br />
Παπαζήσης, 2005), Security Sector Reform in Southeastern Europe, the Mediterranean and<br />
the Middle East (επιμ., Kluwer Academic, 2008) και The proliferation of Weapons of Mass<br />
Destruction in the Mediterranean. EU and NATO’s Options (Taylor & Francis, 2008).
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 469<br />
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 469<br />
Δημήτρης Κ. Ξενάκης<br />
Λέκτορας Διεθνούς Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου<br />
Κρήτης. Είναι, επίσης, Μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής,<br />
Επικεφαλής του Τμήματος Μεσογειακών και Μεσανατολικών Μελετών του Ινστιτούτου<br />
Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, και Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του<br />
ΕΚΕΜ. Έχει διδάξει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (2003-4), στο Τμήμα<br />
Διεθνών και Ευρωπακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου (2005-6) και στο<br />
Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2006-7). Με τις ιδιότητες<br />
του Επιστημονικού Συνεργάτη στη Βουλή των Ελλήνων (2004-7), του Ειδικού Επιστήμονα<br />
στη ΓΓΟΣΑΕ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (2003-4) και του Στρατηγικού<br />
Αναλυτή στο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων (2002-3) έχει συμμετάσχει σε πλήθος<br />
διεθνών συνεδρίων και επιτροπών και σε επίσημες διασκέψεις των Υπουργών Εξωτερικών<br />
και Άμυνας της ΕΕ, της Ευρω-Μεσογειακής Συνεργασίας και του Μεσογειακού<br />
Φόρουμ. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα The emerging<br />
Euro-Mediterranean system (MUP, 2001 με τον D. Chryssochoou), The Politics of Order-<br />
Building in Europe and the Mediterranean (DAI, 2004), Παγκόσμια Ευρώπη; Οι Διεθνείς<br />
Διαστάσεις της Ευρωπακής Ένωσης, (επιμ. με τον Μ. Τσινισιζέλη, ΕΠΕΕΣ - Ι. Σιδέρης,<br />
2006,), Οικοδόμηση Εμπιστοσύνης και Πρόληψη των Συγκρούσεων στη Μεσόγειο<br />
(Κείμενα Πολιτικής, ΕΛΙΑΜΕΠ, 2008, με τον St. Calleya), Η Ευρωπακή Πολιτεία (με<br />
τον Δ. Χρυσοχόου, κ.α., Σαββάλας, 2009), κεφαλαία σε συλλογικές εκδόσεις και άρθρα<br />
σε περιοδικά, όπως, The Review of International Affairs, Mediterranean Quarterly, Cam -<br />
bridge Review of International Affairs και Perceptions.<br />
Νίκος Ε. Παπαδάκης<br />
Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιων Πολιτικών Εκπαίδευσης & Κατάρτισης στο<br />
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Προηγουμένως υπηρέτησε ως<br />
Επίκουρος Καθηγητής (2004- 2006) στο Τμήμα Κοινωνικής & Εκπαιδευτικής Πολιτικής<br />
του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Διδάσκει επίσης στο European Master on Life<br />
Long Learning των University of London/ IoE και University of Aarhus/ DPU<br />
(Copenhagen), ενώ διδάσκει επίσης στο Πρόγραμμα Επιμόρφωσης Διευθυντικών Στελεχών<br />
Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΔΔΑ. Διδάσκει «Μεθοδολογία της Έρευνας» στο<br />
Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Δημόσια Υγεία & Διοίκηση Μονάδων Υγείας» της Ιατρικής<br />
Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Συνεργάζεται με το FCT (Foundacao para a<br />
Ciencia e a Tecnologia) του Υπουργείου Έρευνας & Τεχνολογίας της Πορτογαλίας. Είναι<br />
μέλος του Advisory Board του Κέντρου Διοικητικής Μεταρρύθμισης του ΟΗΕ για<br />
την Ευρώπη (UNDP/ RCPAR), ενώ είναι επίσης μέλος του International High Level<br />
Advisory Group για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση της Ελλάδος. Παράλληλα είναι Μέλος<br />
της Μονάδας «Εκπαιδευτικής Πολιτικής» του Κέντρου Ευρωπακού Συνταγματικού<br />
Δικαίου. Είναι μέλος του ETCG (Education & Training Coordination Group) και<br />
του Cluster της Ευρωπακής Επιτροπής για τις Key Competences και μέλος της<br />
Standing Committee on Indicators & Benchmarks (SCIB). Έχει ακόμα εργαστεί ως<br />
εμπειρογνώμονας σε δραστηριότητες του Institutional Management in Higher Educa -
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 470<br />
470 ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ<br />
tion του ΟΟΣΑ. Επιπρόσθετα έχει εργαστεί ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο<br />
Εργασίας της ΓΣΕΕ (Πρόγραμμα E-Quality) και στο Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης<br />
της ΚΕΔΚΕ. Συνεργάζεται επίσης ερευνητικά με το ESRC- Centre for<br />
Learning and Life Chances in Knowledge Economies and Societies του University of<br />
London. Πάνω από 80 μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε ξένα και ελληνικά επιστημονικά<br />
περιοδικά και συλλογικούς τόμους, στα αγγλικά, γαλλικά, ελληνικά και αραβικά.<br />
Επίσης έχει συγγράψει και 5 βιβλία, με πλέον πρόσφατο το «Προς την Κοινωνία των<br />
Δεξιοτήτων; Τα όρια της υπερεθνικότητας, το διακύβευμα της απασχολησιμότητας και<br />
οι πολιτικές κατάρτισης» (εκδ. Σάκουλα & Κέντρο Ευρωπακού και Συνταγματικού Δικαίου,<br />
2006) και επιμεληθεί άλλα 3.<br />
Γιάννος Παπαντωνίου<br />
Πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής. Διετέλεσε Υπουργός<br />
Εθνικής Οικονομίας από το 1994, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών<br />
από το 1996 έως τον Οκτώβριο του 2001, και Υπουργός Εθνικής Άμυνας από τον Οκτώβριο<br />
του 2001 έως το Μάρτιο του 2004. Γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και σπούδασε<br />
οικονομικά στο Ουσκόνσιν, ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και απέκτησε διδακτορικό<br />
δίπλωμα στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Στη συνέχεια<br />
δίδαξε στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ εργαζόταν στο Κέντρο<br />
Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών. Διετέλεσε στέλεχος στον Οργανισμό<br />
Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου<br />
στην επεξεργασία του πρώτου Κυβερνητικού Προγράμματος του ΠΑΣΟK. Το 1981<br />
εξελέγη Ευρωβουλευτής, το 1985 ορίστηκε Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και το<br />
1989 ανέλαβε το Υπουργείο Εμπορίου. Στη συνέχεια ως Υπουργός Οικονομίας συντόνισε<br />
το έργο της σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας στην ΕΕ, με επιστέγασμα την<br />
ένταξη στην ΟΝΕ. Ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας υλοποίησε ένα ευρύ σχέδιο δομικής<br />
ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων. Στο πλούσιο συγγραφικό<br />
του έργο περιλαμβάνονται, Το Επόμενο Βήμα (Καστανιώτης, 2006), Σύγχρονο<br />
Κράτος για μια Ισχυρή Κοινωνία (Εξάντας, 2003), Ευρώπη και Εθνική Στρατηγική<br />
(Αιχμή, 1993), Διανομή του Εισοδήματος και Συσσώρευση του Κεφαλαίου. Η Ελληνική<br />
Εκβιομηχάνιση: 1958-1973 (Παπαζήσης, 1979).<br />
Χρήστος Ι. Παρασκευόπουλος<br />
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ευρωπακής Δημόσιας Πολιτικής<br />
στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας,<br />
και επισκέπτης ερευνητικός εταίρος στο European Institute του London<br />
School of Economics and Political <strong>Science</strong> (LSE). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται<br />
η Ευρωπακή δημόσια πολιτική, με έμφαση στην αναπτυξιακή και περιβαλλοντική<br />
πολιτική, οι θεσμοί και η θεσμική αλλαγή και το κοινωνικό κεφάλαιο. Οι<br />
δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν άρθρα σε σημαντικά επιστημονικά περιοδικά της<br />
Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Ελλάδας και τα βιβλία: Interpreting Convergence in the<br />
European Union: Patterns of Collective Action, Social Learning and Europeanization
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 471<br />
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 471<br />
(Palgrave, 2001); Learning from Abroad: Regionalization and Local Institutional Infrastru -<br />
cture in Cohesion and Accession Countries (2004), Special Issue of Regional and Federal<br />
Studies (συνεπιμέλεια με τον R. Leonardi) και Adapting to EU Multi-Level Governance:<br />
Regional and Environmental Policies in Cohesion (Greece, Ireland, Portugal) and CEE<br />
(Hungary, Poland) Countries, Ashgate, 2006 (συνεπιμέλεια με τους P. Getimis και N.<br />
Rees).<br />
Θοδωρής Πελαγίδης<br />
Kαθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Σπούδασε Οικονομικά<br />
στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης (Dipl.), Sussex (MPhil), Paris (Doct.) και<br />
Harvard (PhD). Έχει διατελέσει υπότροφος ΙΚΥ, ΕU (SPES), ΝΑΤΟ, Fulbright και<br />
Onassis. Έχει τουλάχιστον 40 δημοσιεύσεις σε διεθνείς επιστημονικές επιθεωρήσεις με<br />
κριτές μεταξύ των οποίων: The Journal of Economic Policy Reform, The Journal of Policy<br />
Modeling,Cambridge Journal of Economics, International Review of Law and Economics,<br />
Journal of Economic Studies, European Journal of Law and Economics, The Review of<br />
European Economic Policy (Intereconomics), The Journal of Post-Keynesian Economics,<br />
Challenge. The Magazine of Economic Affairs, Industrial Relations, Review of International<br />
Studies, Current Politics and Economics of Europe, Economy and Society, International<br />
Review of Economics and Business, Cahiers Economiques de Bruxelles, Actualite<br />
Economique, Review d’Analyse Economique, Ekonomia, Human Resources Development<br />
International, etc. Επιμελητής του βιβλίου Welfare State and Democracy in Crisis,<br />
Aldershot, Ashgate. Στην Ελλάδα έχει συγγράψει 10 μονογραφίες.<br />
Εμμανουήλ Πετράκης<br />
Καθηγητής Βιομηχανικής Οργάνωσης και Πολιτικής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών,<br />
Διευθυντής του Εργαστηρίου Επιχειρηματικών Οικονομικών και Νέων Τεχνολογιών<br />
(BENETeC) και Αντιπρύτανης Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης<br />
του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει δίπλωμα Ναυπηγού Μηχανολόγου Μηχανικού από<br />
το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, πτυχίο και Master Οικονομικών από το Οικονομικό<br />
Πανεπιστήμιο Αθηνών, και PhD στα Οικονομικά από το University of California<br />
Los Angeles (UCLA). Έχει διδάξει ως Επισκέπτης Καθηγητής επί σειρά ετών σε Πανεπιστήμια<br />
του εξωτερικού και της Ελλάδας (Erasmus University, Ολλανδία; Unive -<br />
ridad Carlos III de Madrid, Ισπανία; Πανεπιστήμιο Κύπρου; Οικονομικό Πανεπιστήμιο<br />
Αθηνών; Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών; Πολυτεχνείο Κρήτης). Έχει<br />
ένα μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων σε υψηλού κύρους διεθνή περιοδικά και συλλογικούς<br />
τόμους με κριτές, μεταξύ των οποίων στο Journal of Economic Theory, Rand<br />
Journal of Economics, International Economic Review, European Economic Review,<br />
Journal of International Economics, Journal of Public Economics, Economic Theory, όπως<br />
επίσης και πλήθος συνεισφορές σε διεθνή συνέδρια. Είναι Associate Editor στο υψηλού<br />
κύρους διεθνές περιοδικό European Economic Review, έχει διατελέσει κριτής σε ένα<br />
πλήθος διεθνών περιοδικών ως και οργανωτής ή συν-διοργανωτής ενός αριθμού μεγάλων<br />
διεθνών συνεδρίων. Στα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται θέ-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 472<br />
472 ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ<br />
ματα της Νέας Οικονομίας και του Ηλεκτρονικού Επιχειρείν, Βιομηχανικής Οργάνωσης<br />
και Πολιτικής, Κινήτρων για Έρευνα και Ανάπτυξη και Καινοτομίες, Περιβαλλοντικών<br />
Οικονομικών, Διεθνούς Εμπορίου και Θεσμών και Πολιτικής Οικονομίας της<br />
Αγοράς Εργασίας. Είναι αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας των Οικονομικών Τμημάτων<br />
των Πανεπιστημίων της Νότιας Ευρώπης (ASSET) και μέλος σε ένα αριθμό διεθνών<br />
ακαδημακών ενώσεων οικονομολόγων.<br />
Βασίλης Ράπανος<br />
Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήρε<br />
το πτυχίο του από την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών το 1975<br />
και το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Queen’s του Καναδά (1982). Εργάστηκε<br />
στο Κέντρο Προγραμματισμού (ΚΕΠΕ), αρχικά ως βοηθός ερευνών και αργότερα ως<br />
ερευνητής και από το 1992 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Οικονομική ανάλυση<br />
και Δημόσια Οικονομική. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι στο χώρο της φορολογίας,<br />
του ρόλου του κράτους στην οικονομία γενικότερα και τα οικονομικά της Ευρωπακής<br />
Ένωσης και του ευρώ. Εκτός από την ερευνητική και ακαδημακή του δραστηριότητα<br />
υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως Σύμβουλος στο<br />
Υπουργείο Οικονομικών, Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος στην Αντιπροσωπεία<br />
της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων,<br />
Διοικητής της Κτηματικής Τράπεζας και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του<br />
ΟΤΕ Έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε ξένα επιστημονικά περιοδικά και στην Ελλάδα<br />
σε θέματα φορολογίας και διεθνούς οικονομικής.<br />
Γιάννης Στουρνάρας<br />
Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε<br />
από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1978<br />
και απέκτησε Master και Διδακτορικό (MPhil 1980, DPhil 1982) από το Πανεπιστήμιο<br />
της Οξφόρδης, στο οποίο και εργάστηκε από το 1981 έως το 1985 ως Research Fellow<br />
και Lecturer στο Κολλέγιο St. Catherine΄s και ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Ενεργειακών<br />
Σπουδών. Την περίοδο 1986-1989 εργάστηκε ως ειδικός σύμβουλος του Υπουργείου<br />
Οικονομίας και Οικονομικών σε θέματα Δημοσίων Επιχειρήσεων και Εισοδηματικής<br />
Πολιτικής και στη συνέχεια της Τραπέζης της Ελλάδος (1989-1994) σε θέματα<br />
Νομισματικής Πολιτικής. Ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων<br />
του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, από το 1994 έως τον Ιούλιο του<br />
2000, συμμετείχε στο σχεδιασμό της μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής εκπροσωπώντας<br />
το Υπουργείο στη Νομισματική Επιτροπή της Ευρωπακής Ένωσης.<br />
Συμμετείχε επίσης στις διαπραγματεύσεις για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ και<br />
είχε την ευθύνη για τις ετήσιες διαβουλεύσεις με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την<br />
Ευρωπακή Επιτροπή και τον ΟΟΣΑ. Από το 1994 έως το 1997 ήταν Αντιπρόεδρος της<br />
Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου ενώ από το 1998 έως τον Ιούλιο του 2000 ήταν μέλος του<br />
Δ.Σ. του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Από τον Ιούλιο του 2000 μέχρι<br />
τον Μάρτιο του 2004 ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Εμπορικής Τράπε-
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 473<br />
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 473<br />
ζας και Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Από το 2005 έως το 2008<br />
ήταν Διευθύνων Σύμβουλος στην ΚΑΠΠΑ Χρηματιστηριακή. Σήμερα είναι Επιστημονικός<br />
Διευθυντής στο ΙΟΒΕ.<br />
Παναγιώτης Ι. Τσάκωνας<br />
Αναπληρωτής καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του<br />
Πανεπιστημίου Αιγαίου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, διεθνείς σχέσεις και «σπουδές<br />
για την ασφάλεια» στα Πανεπιστήμια της Παντείου και του Reading. Διετέλεσε Υπότροφος-Ερευνητής<br />
στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και στο ΝΑΤΟ, μετα-διδακτορικός<br />
Υπότροφος-Ερευνητής στο Weatherhead Center for International Affairs του Πανεπιστημίου<br />
Harvard (1998-99) και Fulbright Visiting Scholar στο Center for Area<br />
Studies του Πανεπιστημίου Yale (2003). Εργάστηκε ως Επικεφαλής του Τμήματος Ανάλυσης<br />
Διεθνούς Πολιτικής στην εφημερίδα New Europe (1994-96), ως Επιστημονικός<br />
Σύμβουλος στη Διεύθυνση Στρατηγικών Μελετών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας<br />
(1996-98), ως Ειδικός Επιστήμων στο Υπουργείο των Εξωτερικών και ως Σύμβουλος<br />
του Υπουργού των Εξωτερικών (1999-2003). Είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου<br />
του ΕΚΕΜ, Διευθυντής της Σειράς: Βιβλιοθήκη Διεθνών και Ευρωπακών Σπουδών<br />
των εκδόσεων Gutenberg και συν-εκδότης της επιθεώρησης Hellenic Studies/Etudes<br />
Helleniques. Άρθρα του και συνεισφορές του σε συλλογικά έργα έχουν δημοσιευθεί<br />
στην Ελλάδα, σε πολλές ευρωπακές χώρες, στις ΗΠΑ, στον Καναδά στη Νέα Ζηλανδία<br />
καθώς και σε επιστημονικά περιοδικά, όπως: Journal of Turkish Studies, The Hague<br />
Journal of Diplomacy, Politics, Security Dialogue κ.ά. Στις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις<br />
του περιλαμβάνονται: Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας: Οικοδομώντας το Ελληνικό Μοντέλο<br />
στον Εικοστό Πρώτο Αιώνα (Παπαζήσης, 2005, με τον Θ. Ντόκο), Multilateralism<br />
and Security Institutions in the Era of Globalization (Routledge, 2008, συν-επιμέλεια) και<br />
A Breakthrough in Greek-Turkish Relations? Understanding Greece’s Socialization Strategy<br />
(Palgrave/Macmillan, υπό-έκδοση).<br />
Μιχάλης I. Τσινισιζέλης<br />
Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού<br />
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών του οποίου έχει διατελέσει Πρόεδρος.<br />
Σπούδασε στην Ελλάδα και την Αγγλία και έλαβε το Διδακτορικό του Δίπλωμα από το<br />
Πανεπιστήμιο του Manchester το 1985. Έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα στην Ελλάδα και<br />
το εξωτερικό σε θέματα Ευρωπακής Πολιτικής, Θεωρίας Ενοποίησης και Συγκριτικής<br />
Ευρωπακής Πολιτικής. Είναι μέλος πολλών επιστημονικών σωματείων στην Ελλάδα<br />
και το εξωτερικό καθώς και επιστημονικός κριτής σε πολλά επιστημονικά περιοδικά<br />
του εξωτερικού. Στις πιο πρόσφατες δημοσίευσεις του περιλαμβάνονται τα Quo Vadis<br />
Europa? (Σμυρνιωτάκης, 2001), Παγκόσμια Ευρώπη; Οι Διεθνείς Διαστάσεις της Ευρωπακής<br />
Ένωσης (ΕΠΕΕΣ-Ι. Σιδέρης, 2006, επιμ. με τον Δ. Κ. Ξενάκη) και Νέα Ευρωπακή<br />
Ένωση: Οργάνωση και Πολιτικές, (Θεμέλιο, 2007, επιμ. με τον Ν. Μαραβέγια).
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 474<br />
474 ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ<br />
Χαρίδημος K. Τσούκας<br />
Καθηγητής Οργανωσιακής Θεωρίας στo ΑLΒΑ (στην ερευνητική θέση «Γεώργιος<br />
Δ. Μαύρος») και στο Πανεπιστήμιο Warwick (Βρετανία). Γεννήθηκε το 1961 στο Καρπενήσι.<br />
Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης<br />
και, αργότερα, εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στην κοινωνιολογία των<br />
οργανώσεων στο Πανεπιστήμιο του Manchester. Έχει εργασθεί στο Πανεπιστήμιο Κύπρου<br />
και στα Πανεπιστήμια Manchester, Essex και Strathclyde της Βρετανίας. Σήμερα<br />
είναι Μεταξύ 2003-2008 διετέλεσε Διευθυντής (Editor-in-Chief) του διεθνούς επιστημονικού<br />
περιοδικού Organization Studies. Δεκάδες εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε<br />
διακεκριμένα διεθνή ακαδημακά περιοδικά διοικητικών και κοινωνικών επιστημών.<br />
Έχει συγγράψει τα βιβλία Αν ο Αριστοτέλης Ήταν Διευθύνων Σύμβουλος (Καστανιώτης,<br />
2005, 2η έκδοση), Complex Knowledge: Studies in Organizational Epistemology<br />
(Oxford University Press, 2005, 2η έκδοση), και Κατευθύvσεις για τη Μεταρρύθμιση τoυ<br />
Κράτoυς (Κασταvιώτης, 1998) (με τον Δημήτρη Β. Παπούλια). Εχει συνεπιμεληθεί τα<br />
βιβλία The Oxford Handbook of Organization Theory: Meta-theoretical Perspectives<br />
(Oxford University Press, 2003, με τον Christian Knudsen), Organizations as Knowledge<br />
Systems (Palgrave Macmillan, 2004, με τον Νίκο Μυλωνόπουλο) και Managing the<br />
Future: Foresight in the Knowledge Economy (Blackwell, 2004, με τη Jill Shepherd).<br />
Κίμων Χατζημπίρος<br />
Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πληροφορική και Οικολογία σε Πανεπιστήμια<br />
της Γαλλίας. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο,<br />
συμμετέχει στη διδασκαλία 10 προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων με αντικείμενα<br />
την Οικολογία, την Διαχείριση Περιβάλλοντος και την Περιβαλλοντική Πολιτική.<br />
Έχει εργαστεί ως ερευνητής σε γαλλικά επιστημονικά ινστιτούτα επί 5 χρόνια.<br />
Έχει συμμετάσχει σε 22 ερευνητικά προγράμματα, στα 8 από τα οποία ήταν επιστημονικός<br />
υπεύθυνος. Έχει εργαστεί ως ειδικός επιστήμων σε ελληνικές περιβαλλοντικές<br />
υπηρεσίες και ως ιδιώτης μελετητής περιβαλλοντικών προβλημάτων. Διετέλεσε μέλος<br />
επιτροπών διαχείρισης περιβαλλοντικών ερευνών της Ευρωπακής Επιτροπής. Είναι<br />
Πρόεδρος του Εθνικού Πάρκου Σχινιά Μαραθώνα. Έχει συγγράψει 2 επιστημονικά<br />
βιβλία, 15 κεφάλαια βιβλίων και περισσότερες από 150 δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις<br />
σε συνέδρια, εκθέσεις ερευνητικών προγραμμάτων, εκλακευμένα άρθρα, περιβαλλοντικές<br />
ή χωροταξικές μελέτες. Έχει δώσει μεγάλο αριθμό μαθημάτων, σεμιναρίων και<br />
διαλέξεων για περιβαλλοντικά ζητήματα, έχει συμμετάσχει στη σύνταξη περιβαλλοντικών<br />
περιοδικών, αρθρογραφεί στον τύπο και αναπτύσσει πολλαπλές δραστηριότητες<br />
για την ενημέρωση της κοινής γνώμης σε θέματα περιβάλλοντος και παιδείας.<br />
Δημήτρης Ν. Χρυσοχόου<br />
Αναπληρωτής Καθηγητής της Διεθνούς Οργάνωσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.<br />
Έχει διατελέσει Reader στο Πανεπιστήμιο Exeter, Επισκέπτης Καθηγητής στα Πανεπιστήμια<br />
Αθηνών και Παντείου, Επισκέπτης Ερευνητής στα Πανεπιστήμια LSE,
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 475<br />
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 475<br />
Cambridge και Columbia, στο Ελληνικό Κέντρο Ευρωπακών Μελετών και στο Κέντρο<br />
Ευρωπακού Συνταγματικού Δικαίου. Επίσης, έχει διατελέσει Επιστημονικός Διευθυντής<br />
του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και<br />
Εθνικός Συντονιστής του Προγράμματος του Συμβουλίου της Ευρώπης «Παιδεία της<br />
Δημοκρατίας» στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Από το 2007 είναι<br />
Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Πανεπιστημιακής Ένωσης Ευρωπακών Σπουδών.<br />
Πρόσφατες δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν, Theorizing European Integration (2η<br />
έκδοση, London: Routledge, 2009), Η Άδηλος Κυριαρχία (Παπαζήσης, 2008), Προς μια<br />
Ευρωπακή Μεταπολιτειολογία (Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2008), Σχεδίαση Μετακρατικής<br />
Πολιτείας (Παπαζήσης, 2007), Δοκίμιο για τη Διεθνή Θεωρία: Νέες Μορφές Κυριαρχίας<br />
και Συναρχίας (Παπαζήσης, 2006), Για μια ευρωπακή res publica (Παπαζήσης, 2005).
kef04:kef04 06/03/2009 13:59 Page 476