15.04.2021 Views

Βιβλίο για το Αλφάβητο

Αναστασίου Στάμου

Αναστασίου Στάμου

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Γεράσιμος Χ. καὶ Β. Ἀραβανής

Ἀναστάσιος Δ. Στάμου

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

Περὶ τῆς προελεύσεως τῶν γραμμάτων τοῦ Ἀλφαβήτου

ἀπὸ τὴν πανάρχαια μήτρα τῶν ἑλληνικῶν συλλαβικῶν

γραφῶν

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΕΥΚΑΔΑΣ

Γιὰ τὴν Παγκόσμια Ἡμέρα Ἑλληνικῆς Γλώσσας

ποὺ ἑορτάσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ σχολεῖα

Λευκάδα 2018


2

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει ἀποκτήσει πιὰ τὴν παγκόσμια ἡμέρα της. Ἡ 9η Φεβρουαρίου,

ἡμέρα μνήμης τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, καθιερώθηκε ὡς Παγκόσμια Ἡμέρα Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Ἡ

θέσπιση αὐτοῦ τοῦ ἑορτασμοῦ στοχεύει στὴν ἀνάδειξη τοῦ θεμελιώδους ρόλου τῆς ἑλληνικῆς

γλώσσας καὶ τῆς σημαντικῆς συνδρομῆς της στὴν ἀνάπτυξη καὶ ἑδραίωση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ καὶ τοῦ

Παγκόσμιου Πολιτισμοῦ.

Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴν καθιέρωση, τὸ ΕΠΑΛ Λευκάδας καὶ ὁ ἀνήσυχος Διευθυντής του κ.

Τάσος Στάμου, γνωρίζοντας καλὰ ὅτι ἡ ἐκπαίδευση εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν κοινωνία,

ἀνέλαβαν αὐτὴν τὴν κορυφαία πρωτοβουλία καὶ προσφέρουν στοὺς μαθητὲς καὶ στὴν κοινωνία τὸ

ὑπέροχο αὐτὸ πνευματικὸ πόνημα. Ἡ ἐργασία ἀναδεικνύει τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς ἑλληνικῆς

γραφῆς ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνεκτίμητη προσφορὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸν παγκόσμιο πολιτισμὸ καὶ στοχεύει

στὴν προβολὴ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας καὶ Παιδείας, καθὼς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὁ ἑλληνικὸς

πολιτισμὸς συνιστοῦν τὴν οὐσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τῶν ἀρχῶν, τῶν κανόνων, τῶν ἀξιῶν καὶ τῶν

ἰδανικῶν του. Εἶναι ἡ πολύτιμη παρακαταθήκη τῶν προγόνων μας, μὲ ἀδιάσπαστη ἱστορικὴ

συνέχεια.

Ὁ Δ/ντὴς τῆς Δ/νσης Δ/θμιας Ἐκπ/σης Λευκάδας Γκαμπρέλας Μιλτιάδης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἡ «Παγκόσμια Ἡμέρα Ἑλληνικῆς Γλώσσας» ἑορτάσθηκε φέτος γιὰ πρώτη φορὰ στὰ σχολεῖα

μας μὲ παραίνεση-ἐντολὴ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Στὸ γόνιμο κλῖμα τοῦ Ἐπαγγελματικοῦ Λυκείου

Λευκάδας γεννήθηκε μία πρωτότυπη παρουσίαση γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ γραφή, τὸν μῆνα

Ἀνθεστηριῶνα τοῦ ἔτους 2018 μ.Χ. Ὁ Σύλλογος τῶν Καθηγητῶν ἀποφάσισε, ἡ κεντρικὴ ἐκδήλωση

τοῦ σχολείου, ποὺ πραγματοποιεῖται στὸ τέλος κάθε χρονιᾶς, νὰ ἔχει ὡς θέμα τὴν Ἑλληνικὴ Γραφή (ἡ

προηγούμενη εἶχε ὡς θέμα τὴν Παιδεία, μὲ δύο εἰσηγήσεις: «Παιδεία, ὁ ἄγνωστος Χ τῶν

ἐκπαιδευτικῶν μεταρρυθμίσεων», καί «Παιδεία, δύναμη θεραπευτικὴ ψυχῆς»). Μάλιστα, προτάθηκε

τὸ σπουδαῖο θέμα «Γραφὴ καὶ Ἀλφάβητο» νὰ γραφτεῖ σὲ βιβλίο μὲ περισσότερες λεπτομέρειες, ὥστε

νὰ προσφερθοῦν οἱ θεμελιώδεις αὐτὲς γνώσεις στὸ εὐρύτερο κοινό. Πολύτιμος ἀρωγὸς καὶ

συνεργάτης στάθηκε ὁ ὀτρηρὸς φιλόλογος καὶ ἐνάρετος πολίτης, ὁ φίλτατος διδάσκαλος (καὶ ἐμοῦ)

ἐν Λευκάδι, λαμπαδηδρόμος ἀθλητὴς τοῦ πνεύματος, συνεχιστὴς τῆς διαχρονικῆς προσφορᾶς τοῦ

ὑπέροχου νησιοῦ πρὸς τὸν Ἑλληνισμό, ὁ Γεράσιμος Ἀραβανής. Εὐχαριστίες ὀφείλουμε στοὺς

συναδέλφους ἐκπαιδευτικούς, ποὺ στήριξαν ἠθικὰ καὶ προώθησαν νοερὰ τὴν προσπάθειά μας, ὥστε

νὰ γεννηθεῖ τὸ παρὸν πνευματικὸ πόνημα, ποὺ γιὰ πρώτη ἴσως φορὰ σὲ σχολεῖο τῆς Χώρας

πυργώνει ρήματα σεπτὰ ὑπὲρ τῆς Ἑλληνίδος ταλασίφρονος γλώσσης.

Ὁ διευθυντὴς τοῦ Ἐπαγγελματικοῦ Λυκείου Λευκάδας Ἀναστάσιος Στάμου


3

Ἄτοπόν ἐστι τὸν θεμέλιον τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου

βαρβάρων εὕρημα λέγειν

Εἶναι ἄτοπο νὰ λέμε ὅτι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας (τὸ

Ἀλφάβητο) εἶναι εὕρημα τῶν βαρβάρων

Μελάμπους, Περὶ στοιχείων (182,4)

Σχόλια εἰς Διονυσίου Θρακὸς Τέχνη Γραμματική

Εἰκόνα 1

Εἰκόνα 2


4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ

Ἀλφαβητικὲς Ἐπιγραφές (Θήρας, Ἀθήνας, Κορίνθου, Μακεδονίας)

Ἑλληνικὲς Συλλαβικὲς Ἐπιγραφές (ΓΓΒ, Κυπριακή, ΓΓΑ)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ (Γεράσιμος Ἀραβανής)

1. Κείμενα δηλωτικὰ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ Ἀλφαβήτου μας

2. Ἀναφορὲς ξένων καὶ Ἑλλήνων ἐπιστημόνων γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ

Ἀλφαβήτου

3. Εὑρήματα βεβαιωτικὰ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ Ἀλφαβήτου

4. Φοινίκη, Φοίνικες καὶ Φοινικικὸ Ἀλφάβητο

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ

ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΜΗΤΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΛΛΑΒΙΚΩΝ ΓΡΑΦΩΝ (Ἀναστάσιος Στάμου)

1. Ἡ ἀνοίκεια μεταχείριση τῆς μητέρας Γλώσσας καὶ τῆς Ἱστορίας μας

2. Ἐπιθέσεις κακοηθείας - Ἄμυνα προμαχούντων Ἑλλήνων

3. Ἐνστάσεις γιὰ τὴν κατεστημένη Προϊστορικὴ Ἀρχαιολογία καὶ Γλωσσολογία

4. Οἱ προαλφαβητικὲς Γραφὲς τοῦ ἀρχαίου κόσμου

Ἡ Σφηνοειδὴς τῶν Σημιτῶν

Ἡ Ἱερογλυφικὴ τῶν Αἰγυπτίων

5. Οἱ Ἑλληνικὲς προαλφαβητικὲς Γραφές

6. Τὸ Ἀλφάβητο καὶ ἡ Φοινικικὴ γραφή

7. Μελέτη ἐπὶ τῶν ἀλφαβητικῶν Γραμμάτων

Τὸ γράμμα Α

Τὸ γράμμα Β

Τὸ γράμμα Θ

Τὸ γράμμα Q

Τὰ γράμματα F καὶ Υ

Συμπεράσματα

8. Τὰ Ἑβραϊκὰ εἶναι Ἑλληνικά

9. Ἡ Ἑλληνικὴ παρουσία στὴν Αἴγυπτο καὶ ἡ ἀπωτάτη Ἑλληνικὴ Προϊστορία

10. Τὰ Πελασγικὰ γράμματα

Ἐπίλογος

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ


ΕΙΚΟΝΕΣ

5

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τὶ διδάσκονται τὰ παιδιά μας στὰ σχολεῖα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἀφιεροῦται

ἐς Πατρίδα Γαῖαν

pa – te – ri – da

ka – ja


6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ὁ Ὄλυμπος δὲν εἶναι τὸ γνωστό μας βουνό˙ στὸν Ὄλυμπο, καθὼς λέγει ὁ Ὅμηρος-

Ὀδυσσεύς «ἄνεμοι δὲν φυσσοῦν, βροχὴ καὶ χιόνι δὲν πέφτουν, ἀλλὰ μάλ’ αἴθρη πέπταται

ἀνέφελος, λευκή δ’ ἐπιδέδρομεν αἴγλη» (Ὀδύσσεια ζ, 41-45). Ὁ Ὄλυμπος εἶναι κόσμος

ὑπεργήινος, ὑπερουράνιος, διάφωτος, αἰγλήεις, αἴθριος. Στὸν αἰθερικὸ αὐτὸν κόσμο δὲν

ὑπάρχει Χρόνος, δὲν ὑπάρχει Θάνατος˙ βασιλεύει ἡ αἰώνιος Ζωή. Οἱ φωτεινὲς ψυχὲς

ἀναγνωρίζουν τὸν τόπο προελεύσεώς τους. Στὰ ἐνδιάμεσα ἐπίπεδα τοῦ Ὀλύμπου, στὰ

Ἠλύσια πεδία, διάγουν οἱ εὐκλεεῖς τοῦ γένους Ἥρωες, οἱ ἅγιοι τῆς καρδιᾶς μας˙ Ὤγυγος,

Δευκαλίων, Δάρδανος, Εὔμολπος, Κάδμος, Κελεός, Ὀρφεύς, Μουσαῖος, Παλαμήδης, Ἰώ,

Ἁρμονία, Σεμέλη, Ἀλκμήνη, Ἀριάδνη, Μετάνειρα, Δανάη…

Ταξιδεύουμε στὸ ὁμηρικὸ Νήιον ἐπὶ Γῆς, στοὺς δόμους τοῦ πολύτροπου Ὀδυσσέα,

«μελεδήματα ἐνὶ θυμῷ ἔχοντες» (ἔχοντας ἀνησυχίες καὶ φροντίδες). Εἰσήλθαμε στὸ ἄδυτο

τῆς Ἐλευσῖνος ἱερὸν˙ κοινωνήσαμε τὴ μυστηριακὴ σοφία καὶ γνώση˙ συναντήσαμε τὶς

ἀθάνατες ψυχὲς τῶν Προγόνων. Ἀνήλθαμε στὶς Φαιδριάδες τοῦ Παρνασοῦ˙ πήραμε τὴν

εὐλογία τοῦ Πλουτάρχου˙ ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ μύστης Ἄγγελος Σικελιανός. Ἐνεργοποιοῦμε

τὸ πνευματικὸ τρίγωνο «Λευκάς, Ἐλευσίς, Δελφοί». Σκοπός μας νὰ σιμώσουμε

(ἀλληλοβοηθούμενοι) στοὺς πρόποδες τοῦ Ὀλύμπου, νὰ φέρουμε πίσω στὴν Ἰθάκη

(Πατρίδα Γαῖα) μιὰ σπίθα Προμηθεϊκοῦ φωτός. Νὰ μάθει ὁ «πολύθεστος τοκεῦσι» (ὁ

πολυαγάπητος στοὺς γονεῖς) ἀπόγονος πῶς νὰ βλέπει στὰ σκοτάδια˙ πῶς νὰ στέκει ὀρθὸς

στὴ μπόρα˙ μήπως κάποτε βροῦμε τὸν δρόμο τὸν σωστό καὶ ἡ ἠριγένεια φανεῖ ἠώς

(προβάλει ἡ αὐγὴ τῆς ἄνοιξης)˙ μήπως κάποτε ἀποδιώξουμε τὴ μέδουσα σκοτόμαινα ποὺ

ἐπέχει τὴν Ἑλλάδα (καὶ τὸν πλανήτη ὁλόκληρο)…

Δονεῖ τὰ σπλάχνα μας ὡς χαλασμὸς ὁ ὅρκος τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν-ὁπλιτῶν: «οὐ

καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά… τὴν πατρίδα δὲ οὐκ ἐλάττω παραδώσω». Καὶ ἡ Γλῶσσα εἶναι

Πατρίδα. Ἑλλήνων προμαχοῦντες (Δημόφιλοι, Κυναίγειροι, Καστριῶτες, Μποτσαραῖοι),

ἀμυνώμεθα ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων˙ ἔτσι λαμβάνει νόημα ὁ βίος ἐπὶ γῆς, ἡρωικὸς σὺν ἀρετῇ,

στίβος ἀγῶνος καὶ ἁμίλλης. Ἱστοριοδιφοῦμε σὲ παπύρους καὶ περγαμηνές, στὶς πανάρχαιες

ἐπιγραφές, σὲ ὅ,τι διεσώθη ἀπὸ τὴν ἐξουσιαστικὴ μανία τῶν βερβάλων (ἀμυήτων) καὶ

βαρβάρων καταστροφέων τοῦ ἐπὶ γῆς Πολιτισμοῦ. Ἐπισημαίνουμε τὴν κακοήθεια τῶν

δογματικῶς ἐπιβεβλημένων ἱστορικῶν διηγήσεων˙ ἀναγνωρίζουμε τὴν πηγή τους, τὸν

παραχαράκτη τῶν γεγονότων. Κρατοῦμε τὸν μίτο τῆς Ἀριάδνης, ἀσφαλῆ ὁδηγὸ τῆς ἐξόδου


7

μας ἀπὸ τὸν σκαιὸ λαβύρινθο τῶν Μινωταύρων τοῦ πλανήτου. Ὡς πυλαγόροι

καὶ ἱερομνήμονες καλοῦμε τὸ γένος σὲ ἀμφικτιονία ἐν εἰρήνῃ ἐπ’ ἀρετῇ˙ ὡς ἡ Ἀλκμήνη

(Ἡρακλέους γλυκεῖα μήτηρ) συνεχῶς παραινεῖ: «Μούσαις ἀγῶνα συντελεῖσθαι», «διὰ

φιλοσοφίας ἀγωνιζομένους ἀεὶ τοὺς Ἕλληνας...»

(Εἰκόνα 3. Τμῆμα Ἐπιγραφῆς Οἰνοχόης Διπύλου…ΠΑΙΖΕΙ –

«Ἕλληνες ἀεὶ παῖδες» – προσολώνειο ἀλφάβητο)

Ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία, ἡ πιὸ πλούσια τοῦ

κόσμου, ἀριθμεῖ περίπου 11.500 ἔργα, 3.500 ἀρχαίων καὶ

βυζαντινῶν Ἑλλήνων συγγραφέων (ἀποθησαυρισμένα ἠλεκτρονικὰ στὸν «Θησαυρὸ τῆς

Ἑλληνικῆς Γλώσσας», T.L.G «Μουσαῖος»). Αὐτὰ εἶναι μόνο ὅσα διεσώθησαν. Παρὰ τὸν

ἐντυπωσιακὸ ἀριθμό, ἀποτελοῦν ἕνα ἐλάχιστο ποσοστὸ τῶν βιβλίων ποὺ ὑπῆρχαν στὴν

ὀνομαστὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἄν δὲν ὑπῆρχε τὸ Ἀλφάβητο, θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ

ὑπάρχει ἡ Ἑλληνικὴ Γραμματεία. Σὲ ὅλο τὸν ἀρχαῖο κόσμο ὑπῆρχαν συστήματα Γραφῆς,

ἀλλὰ ἦταν ὅλα ἀτελῆ: Εἰκονογραφικά, Ἱερογλυφικά, Συλλαβογραφικά, Συμφωνογραφικά…

Οἱ Ἐπιγραφὲς δὲν εἶναι βιβλία, δὲν εἶναι λογοτεχνικὰ ἔργα. Δὲν εἶχαν ὅλοι οἱ λαοὶ

Λογοτεχνία. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν ἐλάχιστα (ἤ καθόλου) ὀνόματα Σημιτῶν ἤ Αἰγυπτίων

συγγραφέων, εἴτε μὲ Σφηνοειδῆ εἴτε μὲ Ἱερογλυφικὴ γραφή. Τὸ Ἀλφάβητο ἐφευρέθηκε

ἀκριβῶς γιὰ νὰ καλύψει τὴν ἀνάγκη συγγραφῆς λογοτεχνικῶν κειμένων.

Ὑπῆρχαν διάφορα Ἀλφάβητα στὸν ἑλληνικὸ κόσμο, μὲ μικρὲς μεταξύ τους διαφορές:

Ἰωνικό, Ἀττικό, Κορινθιακό, Χαλκιδικό˙ αὐτὲς ἦταν οἱ κύριες κατηγορίες ἐπὶ κλασικῆς

περιόδου. Πῶς ἔγραφαν ὅμως σὲ πιὸ παλιοὺς χρόνους; Δὲν εἶχαν ἐφεύρει τὸ ἀλφάβητο γιὰ

νὰ γράψουν τὸ ἔπος τῆς Φορωνίδος καὶ ἀργότερα τῆς Ἰλιάδος; Τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα

βοοῦν˙ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ἐπίσης μιλᾶνε. Τὰ πολιτιστικὰ στοιχεῖα ἐμφανίζουν τὴν

πανάρχαια διασπορὰ τῶν Ἑλλήνων: Ἀρκάδες, Μικρασιάτες Πελασγοί, Τρῶες Αἰολεῖς καὶ

Φρῦγες, ἔφυγαν στὴν Ἰταλία. Ἠπειρῶτες, Μακεδόνες, Θρᾶκες, ἔφυγαν πρὸς τὴν βόρειο

Εὐρώπη. Πελασγοὶ τῆς Ἀττικῆς, Πελοποννήσιοι Δαναοί, Νησιῶτες, Κρῆτες, Κύπριοι, ἔφυγαν

στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὴν Αἴγυπτο. Πολιτισμός, γλῶσσα, γραφὴ ἑλληνική, ταξίδεψαν

παντοῦ˙ ἀλλεπάλληλες γὰρ οἱ καταστροφὲς στὸ μητροπολιτικὸ κέντρο˙ καὶ ἀνάγκη

ἐπιβιώσεως τῶν ἐπιζησάντων… Ἑλληνικὲς πολιτεῖες ἱδρύονται ἀμόθεν: Ἀλησία στὴ Γαλλία,

Εὐαγορῖτις στὴν Συρία, Θῆβαι στὴν Αἴγυπτο… Αἰολο-Δωρικὲς διάλεκτοι στὴν Εὐρώπη˙

Πελασγικές-Κρητικὲς διάλεκτοι ἁπλώνονται στὴ Μέση Ἀνατολή.


8

Τὶς Ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς διακρίνουμε σὲ «προευκλείδειες» καὶ «μετευκλείδειες», μὲ

ὅριο τὸ 403 π.Χ. Τότε ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἀττικοῦ ἀλφαβήτου σὲ Ἰωνικό, μὲ τὰ 24 γράμματα

ποὺ ἔκτοτε χρησιμοποιοῦμε˙ «…τοὺς δὲ Ἀθηναίους ἔπεισε χρῆσθαι τοῖς τῶν Ἰώνων

γράμμασιν Ἀρχίνος ὁ Ἀθηναῖος ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου». Προηγουμένως, ἐπὶ Περικλέους

τὸ Ἀττικὸ ἀλφάβητο εἶχε 21 γράμματα, ἐπὶ Σόλωνος εἶχε 22 (μὲ τὸ F), πρὸ Σόλωνος εἶχε 23

(μὲ τὸ Q). Δὲν διέθετε τὰ Ξ, Ψ καὶ Ω, ποὺ γράφονταν ΧΣ, ΦΣ, ἐνῶ τὸ μακρὸν ο (Ω) ὑπῆρχε

μόνο στὸ Ἰωνικό. Τὸ Η στὸ Ἀττικὸ ἀλφάβητο ἀντιπροσώπευε τὸ δασὺ πνεῦμα, ἐνῶ στὸ

Ἰωνικὸ ἐξαρχῆς παρίστανε τὸ μακρὸν ε. Τὸ Ε ἦταν τὸ βραχὺ ε καὶ ὁ δίφθογγος ει. Τὸ Ο ἦταν

τὸ βραχὺ καὶ τὸ μακρὸν ο, καθὼς καὶ ὁ δίφθογγος ου.

Τὸ Ἰωνικὸ ἀλφάβητο εἶχε 24 γράμματα˙ ἐξαρχῆς δὲν εἶχε δασὺ πνεῦμα, οὔτε διέθετε

τὰ γράμματα F (βαῦ) καὶ Q (κόππα). Τὸ Κορινθιακό (Δωρικό) καὶ τὸ Χαλκιδικό (Αἰολικό)

ἀλφάβητο εἶχαν 25 γράμματα. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Ἰωνικό, δὲν εἶχαν τὸ Ω, ἐνῶ διέθεταν τὸ

δασὺ πνεῦμα Η˙ διέθεταν ἐπίσης τὸ F καὶ τὸ Q. Τὰ δύο αὐτὰ γράμματα διατηρήθηκαν στὰ

ἀλφάβητα αὐτά, προερχόμενα ἀπὸ τὶς Συλλαβικὲς ἑλληνικὲς γραφές. Στὴ ΓΓΒ π.χ, ὑπῆρχαν

διακριτὰ τὰ συλλαβογράμματα ΒΑ, FA καθὼς καὶ τὰ ΚΑ, QA. Τὸ Λατινικὸ ἀλφάβητο διαθέτει

τὰ F καὶ Q, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Χαλκιδικό.

Ἕνα χρήσιμο παράδειγμα ἀναγραφῆς τῆς ἴδιας λέξεως μὲ διαφορετικὰ Ἀλφάβητα

δίδουμε, τὴ λέξη «Ἀθηνᾶ»˙ προφερόταν Ἀθεενάὰ, καὶ γραφόταν ὡς:

ΑΘΗΝΑ , μὲ τὸ μετευκλείδειο ἀλφάβητο τοῦ Ἀρχίνου.

ATHENA , μὲ τὸ προευκλείδειο νησιωτικὸ ἀλφάβητο.

ΑΘΕΝΑ , μὲ τὸ προσολώνειο Ἀττικὸ ἀλφάβητο.

ΑΘΗΝΗ , μὲ τὸ Ἰωνικὸ ἀλφάβητο (ἔ μακρὸν καὶ ἄ μακρὸν γραφόταν ὡς Η).

ΑΘΑΝΑ , μὲ Δωρικὸ ἀλφάβητο (ἡ Δωρικὴ γραμματικὴ ἦταν ἡ ἀρχαιότερη).

, (a-ta-na) μὲ ΓΓΒ.

Προκύπτει ὅθεν, ὅτι τὸ μακρόν ε, τὸ ὁποῖο γραφόταν στὴ ΓΓΒ, κατὰ τὴ

μετάβαση στὴ φθογγικὴ γραφὴ ἔλαβε τὸ σχῆμα Α (καὶ τὴν ὀνομασία ἄλφα) μὲ ἀξία α καὶ ε

μακρόν. Ἐνῶ τὸ βραχὺ ε, καθὼς καὶ τὸ ει, κατὰ τὴ μετάβαση δηλώθηκε μὲ τὸ Ε.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὀνόμαζαν τὰ 24 Γράμματα τοῦ Ἀλφαβήτου ὡς ἑξῆς (Ἀπ.

Ἀρβανιτόπουλος, Ἐπιγραφική):

ἄλφα, βῆτα, γάμμα, δέλτα, εἶ, ζῆτα, ἦτα, θῆτα,

ἰῶτα, κάππα, λάβδα, μῦ, νῦ, ξεῖ, οὖ, πεῖ,

ῥῶ, σῖγμα, ταῦ, ὗ, φεῖ, χεῖ, ψεῖ, ὦ.


9

Τέσσαρα τῶν γραμμάτων αὐτῶν μετονομάστηκαν ἔπειτα πρὸς τὸ σαφέστερον

ὑπ’ ἀρχαίων Γραμματικῶν:

Ἒ ψιλὸν τὸ εἶ, ὄ μικρὸν τὸ οὗ, ὗ ψιλὸν τὸ ὗ, ὦ μέγα τὸ ὦ.

Εἰκόνα 4. Ἀττικὸ Ἀλφάβητο

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ

Δίδουμε κάποια χαρακτηριστικὰ παραδείγματα

ἀλφαβητικῶν ἐπιγραφῶν, ὡς καὶ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἑλληνικῶν συλλαβικῶν

ἐπιγραφῶν:

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΛΦΑΒΗΤΑ

ΡΕΚΣΑΝΟΡ (ΡΗΞΗΝΩΡ) – ΑΡΧΑΓΕΤΑΣ (ΑΡΧΗΓΕΤΗΣ)

ΠΡΟΚΛΗΣ – ΚΛΕΑΓΟΡΑΣ – ΠΕΡΑΙΕΥΣ

Εἰκόνα 5. Ἀλφάβητο Θήρας

ΑRISTEIΔΕS (ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ) LYSΙΜΑΧΟ (ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ)

Εἰκόνα 6. Ἀλφάβητο Ἀθήνας

ΕΥΘΥΔΙΚΑ (ΕΥΘΥΔΙΚΗ) – ΕΥQΟΛΙΣ (ΕΥΠΟΛΙΣ)

QΟΡΙΝΘΙΟΣ (ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ)


10

Εἰκόνα 7. Ἀλφάβητο Κορίνθου

ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΜΑΡΑΘΩΝΙ

ΧΡΥΣΟΦΟΡΩΝ ΜΗΔΩΝ ΕΣΤΟΡΕΣΑΝ ΔΥΝΑΜΙΝ

Εἰκόνα 8. Ἐπιγραφὴ Μαραθῶνα

ΒΑΣΙΛΕΑ ΦΙΛΙΠΠΟΝ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΘΕΟΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙΣ

Εἰκόνα 9. Ἐπιγραφὴ Σαμοθράκης

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΠΙΚΤΗΣΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΜΗΤΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΑΣ

Εἰκόνα 10. Ἐπιγραφὴ Θεσσαλονικέας


11

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΜΕ ΣΥΛΛΑΒΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Εἰκόνα 11. ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΓΡΑΦΗ Β (Πύλος)

Εἰκόνα 12. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΓΡΑΦΗ

Εἰκόνα 13. ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΓΡΑΦΗ Α (Κρήτη)

Ι-ΔΑ-ΜΑ-ΤΕ (Δᾶ Μάτερ = Γῆ Μητέρα)


12

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

«Αἰσχρὸν εἰ τὸ ὄνομα μὲν ἔχειν τινός, τὸ δὲ εἶδος αὐτοῦ μὴ ἔχειν»

(Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεύς)

Γεράσιμος Χ. καὶ Β. Ἀραβανής

Ἡ Προμηθεϊκὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ πρωτογονισμοῦ καὶ τῆς

βαρβαρότητας μέχρι τὸ ὅποιο-ὅσο σύγχρονο φῶς συνιστᾶ καὶ ἐκφράζει τὴν ἔννοια τοῦ

πολιτισμοῦ. Ὄχι χαρακτηριστικὴ πτυχή, ὄχι χαρακτηριστικὴ ἔκφανση, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ

πεμπτουσία τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ ζωντανὸς

κώδικας τῆς διανθρώπινης ἐπικοινωνίας˙ ἡ γλῶσσα εἶναι παράλληλα τὸ κατεξοχὴν ὄργανο

τῆς σκέψης, χάρις στὸ ὁποῖο ἐπεξεργαζόμαστε καὶ μορφοποιοῦμε τὰ διανοητικά μας

προϊόντα. Μὲ τὴ γλῶσσα δηλαδὴ ἐπικοινωνοῦμε-συνεννοούμαστε, συνάμα ὅμως

σκεφτόμαστε-ἀντιλαμβανόμαστε. Δὲν εἶναι τυχαῖο προφανῶς ὅτι ἡ λέξη «λόγος» σημαίνει

τόσο τὴν ἔκφραση, τὴν ὁμιλία, ὅσο καὶ τὴ σκέψη, τὴ λογική. «Διάνοια μὲν καὶ λόγος

ταὐτόν», λέει ὁ θεῖος Πλάτων (Σοφιστής, 263e). Ἀνάλογη καὶ ἡ ἄποψη τοῦ θεμελιωτῆ τῆς

σύγχρονης Γλωσσολογίας, τοῦ Ἑλβετοῦ Φερντινὰντ ντὲ Σωσσίρ: «Ὁ λόγος εἶναι ἕνα φύλλο

χαρτί˙ ἡ μία σελίδα, ἡ μία ὄψη, εἶναι ἡ ἔκφραση, ἡ ὁμιλίαˑ ἡ ἄλλη σελίδα, ἡ ἄλλη ὄψη, εἶναι

ἡ σκέψη, ἡ λογική. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κόψει τὴ μία σελίδα, τὴ μία ὄψη, χωρὶς συγχρόνως

νὰ κόψει καὶ τὴν ἄλλη». Οἱ διαφορετικὲς γλῶσσες ἀντιστοιχοῦν σὲ διαφορετικὲς φυλετικές,

κοινωνικὲς καὶ πολιτισμικὲς συνθῆκες.

Τὴν πρωτοκαθεδρία ἀνάμεσα στὶς γλῶσσες τὴν κατέχει ἡ Ἑλληνίδα γλῶσσα. Δὲν

τὴν ἀποκαλῶ «ἑλληνική», ἀλλὰ «Ἑλληνίδα», ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὴν προσωποποιήσω, γιὰ νὰ

τὴν ἐξάρω˙ ἀλλά, διότι ἡ ὁμιλουμένη καὶ γραφομένη γλῶσσα εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμός.

«Καὶ οἱ λέξεις φλέβες εἶναιˑ μέσα τους τὸ αἷμα ρέει», λέει ὁ Γιάννης Ρίτσος. Καὶ ἡ γλῶσσα

μας δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁμιλουμένη καὶ γραφομένη˙ Ἡ γλῶσσα μας εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ρέει στὶς

φλέβες τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, εἶναι ἡ μητέρα καὶ ἡ τροφὸς τῶν γλωσσῶν, εἶναι ἡ

πνευματικὴ λαμπαδηδρόμος τῆς Οἰκουμένης! Τὰ λόγια μου γιὰ τὴ γλῶσσα μας δὲν εἶναι

φραστικὰ πυροτεχνήματα, δὲν εἶναι ἐθνικιστικὰ κηρύγματα, δὲν εἶναι σοβινιστικὰ


13

φληναφήματα. Μακριὰ ἀπὸ ἐμένα αὐτά! Πυξίδα ἰδεολογικὴ στὴ ζωή μου ἡ ρήση τοῦ

Γάλλου χριστιανοῦ φιλοσόφου Ραοὺλ Φολλερώ: «Ὅποιος ἀγαπάει τὴ μάνα του, ὅποιος

ἀγαπάει τὰ παιδιά του, ὅποιος ἀγαπάει τὴν οἰκογένειά του, δὲν ληστεύει, δὲν βιάζει, δὲν

σκοτώνει τὴ μάνα, τὰ παιδιά, τὴν οἰκογένεια τοῦ γείτονα. Τὸ ἴδιο, ἀγαπητοί μου, συμβαίνει

καὶ μὲ τὶς πατρίδες˙ ὁ πραγματικὸς πατριδολάτρης εἶναι καὶ πραγματικὸς διεθνιστής». Καὶ τὸ

ἀντίστροφο προφανῶς ἰσχύει, θὰ προσθέσω ἐγώ: «Ὁ πραγματικὸς διεθνιστὴς εἶναι καὶ

πραγματικὸς πατριδολάτρης, πραγματικὸς ἐθνιστής». Τὰ λόγια μου γιὰ τὴν Ἑλληνίδα

γλῶσσα εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἀναδεικνύουν, καταδεικνύουν καὶ διαφεντεύουν

τὰ σωζόμενα κείμενα, οἱ ἀπροσκύνητοι ἐρευνητές, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀδιάψευστα εὑρήματα, ποὺ

διαρκῶς ἔρχονται στὸ φῶς, παρὰ τὶς «φιλότιμες» προσπάθειες τῶν Ἐξουσιαστῶν, τῶν

Κοσμοκρατόρων, τῶν Ἐπιβητόρων τῶν λαῶν, νὰ τὰ θάψουν, νὰ τὰ ἐξαφανίσουν. Ἀγνοοῦν

ὅμως οἱ Ἐξουσιαστές, οἱ Κοσμοκράτορες, οἱ Ἐπιβήτορες τῶν λαῶν, ὅτι «ὁ Φοῖνιξ ἐκ τῆς

τέφρας του ἀναγεννᾶται»!

Ἡ Ἐκπαίδευσή μας – ἤ μᾶλλον καὶ ἡ Ἐκπαίδευσή μας – ἐναρμονίζεται βεβαίως μὲ τὶς

θέσεις, ἐναρμονίζεται βεβαίως μὲ τὰ κελεύσματα, τῶν Ἐξουσιαστῶν, τῶν Κοσμοκρατόρων,

τῶν Ἐπιβητόρων τῶν λαῶν. Ἔτσι, σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς Ἐκπαίδευσής μας διδάσκεται,

χωρὶς φυσικὰ νὰ προσκομίζεται κανένα ἀπολύτως πειστικὸ τεκμήριο, ὅτι οἱ Ἕλληνες πῆραν

τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Φοίνικες. Ὁ λίαν προβεβλημένος καθηγητὴς τῆς Γλωσσολογίας,

πρώην πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Γεώργιος Μπαμπινιώτης πρεσβεύει: «Οἱ

Ἕλληνες γύρω στὸν 10 ο π.Χ. αἰῶνα παίρνουν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες αὐτὴ τήν (οἰκονομικότερη

τῆς συλλαβογραφικῆς) συμφωνογραφικὴ γραφή, ἀλλὰ δὲν στέκονται σ’ αὐτό. Ἐπινοοῦν γιὰ

πρώτη φορὰ στὴν Ἱστορία τῆς Γραφῆς τὴ δήλωση τῶν φωνηέντων, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ

ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς συλλαβῆς καὶ τῆς γλώσσης γενικότερα». Νάτη λοιπὸν καὶ ἡ

…μερικὴ συμβολὴ τῶν Ἑλλήνων στὴ διαμόρφωση τοῦ ἀλφαβήτου (διὰ τῆς εὑρέσεως τῶν

φωνηέντων) καὶ συνεπῶς στὴ διαμόρφωση τῆς φθογγολογικῆς πλέον, καὶ ὄχι τῆς

συλλαβογραφικῆς ἤ τῆς συμφωνογραφικῆς γραφῆς! Ὅμως τὰ σωζόμενα κείμενα, οἱ

ἀπροσκύνητοι ἐρευνητὲς καὶ τὰ ἀδιάψευστα εὑρήματα ἔχουν ἄλλη ἄποψη! Συγκεκριμένα:

Σὲ ἀρχαῖα ἑλληνικά – καὶ ὄχι μόνο – κείμενα ἀναφέρονται ὡς εὑρετὲς τῶν γραμμάτων ὁ

Ἑρμῆς, ὁ Προμηθεύς, οἱ Μοῦσες, ὁ Κέκροψ, ὁ Κάδμος, ὁ Ὀρφεύς, ὁ Λῖνος, ὁ Ἡρακλῆς, ὁ

Μουσαῖος, ὁ Παλαμήδης… Τὸν Παλαμήδη τὸν ἀναφέρουν οἱ Στησίχορος (ἀποσπάσματα,

38,4), Εὐριπίδης, Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεύς, Λουκιανός… Σημειωτέον ὅτι Παλαμήδης (<

παλαμάομαι -ῶμαι = ἐφευρίσκω, τεχνάζομαι) = ὁ ἐφευρέτης ἤ (< πάλλω + μῆδος=σκέψη) =

ὁ ἔχων πάλλουσα σκέψη, τὸ παλληκάρι μὲ τὸ δυνατὸ μυαλό.


14

Α. Κείμενα δηλωτικὰ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ἀλφαβήτου:

Ἰδοὺ κείμενα δηλωτικὰ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ἀλφαβήτου μας:

1. Ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες ἀντιπαραθέσεων ἡ Ἐπιστήμη τῆς Φιλολογίας ἀποδέχεται

σήμερα ὅτι ἡ «Θεογονία» εἶναι ἔργο-ἔπος προγενέστερο τοῦ Ἡσιόδου, συντεθειμένο ἀπὸ τὸ

ἱερατεῖο τῶν Ἑλικωνιάδων Μουσῶν, ἀφοῦ ἡ γλῶσσα του εἶναι κωδικοποιημένη, γλῶσσα

ἱερατική. Ὁ Ἡσίοδος εἶναι ἁπλῶς ὁ διασώστης καὶ ἐκδότης, ὄχι ὁ συγγραφέας. Ἀπὸ τοὺς

στίχους 38-40 τῆς «Θεογονίας» προκύπτει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶχαν

ἀλφαβητικὴ γραφὴ πολλὲς χιλιετίες π.Χ. Οἱ στίχοι ἀναφέρουν: «ΕΙΡΕΥΣΑΙ (ΑΙ ΜΟΥΣΑΙ) ΤΑ

Τ’ ΕΟΝΤΑ ΤΑ Τ’ ΕΣΣΟΜΕΝΑ ΠΡΟ Τ’ ΕΟΝΤΑ, ΦΩΝΗι ΟΜΗΡΕΥΣΑΙ, ΤΩΝ Δ’ ΑΚΑΜΑΤΟΣ

ΡΕΕΙ ΑΥΔΗ ΕΚ ΣΤΟΜΑΤΩΝ ΗΔΕΙΑ»˙ νεοελληνικὴ ἀπόδοση: «λένε (οἱ Μοῦσες) μὲ φωνὴ

ἁρμονική-ποιητικὴ τὰ τωρινά, τὰ μελλοντικὰ καὶ τὰ περασμένα τὰ καταγεγραμμένα, διότι

μόνο ἐξ αὐτῶν ἀναλλοίωτα ἐπαναλαμβάνεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἀπὸ τὰ στόματα τὰ

“γλυκά” (τῶν Μουσῶν)». ΑΚΑΜΑΤΟΣ-ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΣ μεταδίδεται μόνο ὁ γραπτὸς

λόγος…

2. Ὁ Ὅμηρος-Ὀδυσσεύς στὴν «Ἰλιάδα» (Ζ.168-169) ὑποδηλώνει σαφέστατα ὅτι οἱ

Ἕλληνες εἶχαν γραφὴ ἤδη ἀπὸ ἐποχῆς Προίτου καὶ Βελλερεφόντη: «πὀρεν δ’ ὅ γε σήματα

λυγρά, γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά»˙ ν. ἀπόδοση: «τοῦ ἔδωσε σημεῖα

ζοφερά, ἀφοῦ ἔγραψε σὲ δίπτυχη πλάκα ὀλέθρια πολλά». Σημειωτέον, δύο γενεὲς πρὶν ἀπὸ

τὸν Προῖτο ὁ Κάδμος ἔχει φέρει ἤδη τὰ Καδμήια γράμματα, γιὰ τὰ ὁποῖα παρακάτω θὰ γίνει

ἐκτενὴς μνεία.

3. Ὁ Αἰσχύλος στὴν τραγωδία του «Προμηθεὺς Δεσμώτης» (οἱ ἄλλες δύο τραγωδίες,

«Προμηθεὺς Λυόμενος» καὶ «Προμηθεὺς Πυρφόρος», ποὺ συναποτελοῦν τὴν τριλογία, δὲν

σώζονται) φέρει τὸν Προμηθέα νὰ λέει: «…καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων, ἐξηῦρον

αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις…»˙ ν. ἀπόδοση: «μὰ καὶ τὸν ἀριθμό, σοφία πρώτη,

ἐπινόησα γι’ αὐτούς (γιὰ τοὺς ἀνθρώπους), καὶ τῶν γραμμάτων τὶς συλλαβὲς καὶ τὶς λέξεις»

(στ. 471-472).

4. Ὁ Σοφοκλῆς στὴν τραγωδία του «Τραχίνιαι» (στ. 156-158) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἡρακλῆς,

ἀναχωρῶν ἐκ τοῦ οἴκου του, «τότ’ ἐν δόμοις λείπει παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην

ξυνθήματα»˙ ν. ἀπόδοση: «τότε στὸ σπίτι ἀφήνει παλαιὰ πλάκα μὲ γραμμένα πάνω


15

συνθήματα». Καὶ παρακάτω (στ. 683): «χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου

γραφήν»˙ ν. ἀπόδοση: «σὰν ἄσβηστη γραφὴ χάλκινης πλάκας».

5. Ὁ Εὐριπίδης στὴν τραγωδία του «Παλαμήδης» (ἐλάχιστα ἀποσπάσματα σώζονταιˑ

«Ἀλέξανδρος, Παλαμήδης, Τρωάδες» ἡ τριλογία) φέρει τὸν Παλαμήδη νὰ λέει: «Τὰ τῆς

λήθης φάρμακα ὀρθώσας μόνος, ἄφωνα καὶ φωνοῦντα συλλαβὰς τεθεὶς ἐξεῦρον

ἀνθρώποισι γράμματα εἰδέναι»˙ ν. ἀπόδοση: «ἐγὼ ἐπινόησα τὰ γράμματα ὡς φάρμακο στὴ

λησμονιάˑ μὲ σύμφωνα καὶ φωνήεντα συνέθεσα συλλαβὲς καὶ λέξεις, ὥστε νὰ γνωρίζουν οἱ

ἄνθρωποι γράμματα». Ἐξάλλου στὴν «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι» (στ. 35 καὶ 37) παρουσιάζεται ὁ

Ἀγαμέμνων νὰ γράφει, νὰ σβήνει καὶ νὰ ξαναγράφει: «…δέλτον τε γράφεις… καὶ ταῦτα

πάλιν γράμματα συγχεῖς»˙ ν. ἀπόδοση: «καὶ πάνω στὴν πλάκα γράφεις… καὶ τὰ ἴδια πάλι

γράμματα τὰ σβήνεις». Καὶ πιὸ κάτω ὁ Ἀγαμέμνων ἀπαντᾶ (στ. 112-113): «Ἅ δὲ κέκευθε

δέλτος ἐν πτυχαῖς, λόγῳ φράσω σοι πάντα τἀγγεγραμμένα»˙ ν. ἀπόδοση: «καὶ μὲ τὸ στόμα

θὰ σοῦ πῶ ὅλα τὰ γραμμένα, ποὺ τά ‘χει κρύψει ἡ πλάκα στὶς πτυχές της».

6. Ὁ ἱστορικὸς καὶ ἐπιγραμματοποιὸς τοῦ 3 ου π.Χ. αἰ. Δοσιάδης στὸ ἔργο του

«Κρητικά» λέει ὅτι τὰ γράμματα ἐπινοήθηκαν στὴν Κρήτη (Ε.Α. Μπέκκερ, «Ἑλληνικὰ

Ἀνέκδοτα», ιι, 783, 14). Πληροφορίες περὶ τῆς συγγραφῆς τοῦ Δοσιάδου, τὸ πρωτότυπο

ἔργο τοῦ ὁποίου «ἀπωλέσθη», μᾶς παρέχουν ὁ Ἀθήναιος καὶ ὁ Πλίνιος.

7. Ὁ Ἀπολλόδωρος στὸ ἔργο του «Χρονικά» (τόμος ΙΙΙ, κεφ. 1-2): «…ἔδωκεν ἐπιστολὰς

αὐτῷ… ἐν αἷς ἐνεγέγραπτο… Ἰοβάτης δὲ ἀναγνούς… τά τε γράμματα ἔδειξε (στὸν

Βελλερεφόντη)…», καὶ πιὸ κάτω (τόμος ΙΙΙ, κεφ. 8): «…ἡ δὲ (Φιλομήλα) ὑφήνασα ἐν πέπλῳ

γράμματα…» Τὰ ἀποσπάσματα ἀναφέρονται στὰ Μυκηναϊκὰ χρόνια. Καὶ μιλώντας γιὰ τὸν

Δούρειο ἵππο (τόμος V, κεφ.15): «Οἱ δὲ πείθονται καὶ τοὺς μὲν ἀρίστους ἐμβιβάζουσιν εἰς

τὸν ἵππον ἡγεμόνα καταστήσαντες αὐτῶν Ὀδυσσέα, γράμματα ἐγχαράξαντες τὰ

δηλοῦντα…» Οἱ Ἀχαιοὶ δηλαδὴ χαράσσουν πάνω στὸν Δούρειο ἵππο γράμματα, τὰ ὁποῖα

προφανῶς τὰ γνώριζαν οἱ Τρῶες-Ἕλληνες… Μία μικρὴ παρένθεση, παρακαλῶ! Στὴν

Ἐκπαίδευσή μας διδάσκεται καὶ τὸ ὅτι οἱ Τρῶες δὲν ἦταν Ἕλληνες˙ οἱ Ἕλληνες πολέμησαν,

λέει, ἐναντίον τῶν Τρώων! Κι ἄς φωνάζει ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς: «Καὶ τὸ τῶν

Τρώων ἔθνος Ἑλληνικὸν ἀρχῆθεν ἦν ἐκ Πελοποννήσου ποτὲ ὡρμημένον» (Ῥωμαϊκὴ

Ἀρχαιολογία, βιβλ. Α΄, κεφ.61).

8. Ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης στὸ ἔργο του «Βιβλιοθήκη Ἱστορική» (Ε.57): «Ὕστερον δὲ

παρὰ τοῖς Ἕλλησι γενομένου κατακλυσμοῦ, καὶ διὰ τὴν ἐπομβρίαν τῶν πλείστων


16

ἀνθρώπων ἀπολομένων, ὁμοίως τούτοις καὶ τὰ διὰ τῶν γραμμάτων ὑπομνήματα συνέβη

φθαρῆναι… Δι’ ἅς αἰτίας πολλαῖς ὕστερον γενεαῖς Κάδμος ὁ Ἀγήνορος ἐκ τῆς Φοινίκης

πρῶτος ὑπελήφθη κομίσαι γράμματα εἰς τὴν Ἑλλάδα˙ καὶ ἀπ’ ἐκείνου τὸ λοιπὸν οἱ Ἕλληνες

ἔδοξαν ἀεί τι προσευρίσκειν περὶ τῶν γραμμάτων, κοινῆς τινος ἀγνοίας κατεχούσης τοὺς

Ἕλληνας»˙ ν. ἀπόδοση: «Ὕστερα, ὅταν ἔπληξε τοὺς Ἕλληνες κατακλυσμὸς καὶ λόγω τῆς

πολυομβρίας χάθηκαν οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι, μαζὶ μὲ αὐτοὺς καταστράφηκαν καὶ τὰ γραπτὰ

μνημεῖα… Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς γενεές, ὁ Κάδμος, ὁ γυιὸς τοῦ

Ἀγήνορος, πρῶτος ἀνέλαβε νὰ κομίσει γράμματα ἀπὸ τὴ Φοινίκη στὴν Ἑλλάδα˙ καὶ ἔκτοτε

πίστευαν γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὅτι διαρκῶς ἔκαναν πρόσθετες ἐπινοήσεις στὰ γράμματα, ἀφοῦ

κοινὴ ἄγνοια τοὺς κατεῖχε». Καὶ παρακάτω (Ε.74): «Ταῖς δὲ Μούσαις δοθῆναι παρὰ τοῦ

πατρὸς τὴν τῶν γραμμάτων εὕρεσιν… Πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας ὅτι Σύροι μὲν εὑρεταὶ τῶν

γραμμάτων εἰσί, παρὰ δὲ τούτων Φοίνικες μαθόντες τοῖς Ἕλλησι παραδεδώκασιν, οὗτοι δ’

εἰσὶν οἱ μετὰ Κάδμου πλεύσαντες εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς Ἕλληνας τὰ

γράμματα Φοινίκεια προσαγορεύειν, φασὶ τοὺς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν, ἀλλὰ τοὺς

τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον»˙ ν. ἀπόδοση: «Στὶς Μοῦσες δόθηκε ἀπὸ τὸν

πατέρα τους ἡ ἐπινόηση τῶν γραμμάτων… Σ’ αὐτοὺς ποὺ λένε πὼς οἱ Σύροι εἶναι οἱ

ἐφευρέτες τῶν γραμμάτων, καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τὰ ἔμαθαν οἱ Φοίνικες καὶ τὰ παρέδωσαν στοὺς

Ἕλληνες, καὶ Φοίνικες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Κάδμο ἔπλευσαν στὴν Εὐρώπη – γι’

αὐτὸ οἱ Ἕλληνες τὰ γράμματα τὰ ὀνομάζουν “Φοινίκεια” – ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ Φοίνικες

δὲν ἐπινόησαν τὰ γράμματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἄλλαξαν τὴ μορφή τους»!

9. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς στὸ ἔργο του «Ρωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία» (1,19,3)

ἀναφέρει ὅτι στὰ χρόνια τοῦ Τρωικοῦ πολέμου ὑπῆρχε στὴ Δωδώνη «χρησμός, ὅν φησὶ

Μάλλιος ἀνὴρ οὐκ ἄσημος, αὐτὸς ἰδεῖν ἐπί τινος τῶν ἐν τῷ τεμένει τοῦ Διὸς κειμένων

τριπόδων γράμμασιν ἀρχαίοις ἐγκεχαραγμένον»˙ ν. ἀπόδοση: «χρησμός, τὸν ὁποῖο ὁ

γνωστὸς Μάλλιος λέει ὅτι τὸν εἶδε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς κειμένους

στὸ τέμενος τοῦ Διὸς τρίποδα˙ ὁ χρησμὸς ἦταν χαραγμένος μὲ γράμματα ἀρχαῖα».

«Ἐπίσης, συνεχίζει ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, στὰ χρόνια τοῦ Τρωικοῦ πολέμου

ὑπῆρχε στὴ Δωδώνη χάλκινος κρατήρας “ἐπιγραφαῖς πάνυ ἀρχαίαις”, μὲ ἐπιγραφὲς πολὺ

ἀρχαῖες».

10. Ὁ Πλούταρχος στὸ ἔργο του «Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου» (κεφ.5) ἀναφέρει γιὰ

τὸν τάφο τῆς Ἀλκμήνης (τῆς μητρὸς τοῦ Ἡρακλέους), ὁ ὁποῖος ἀνακαλύφθηκε τὸ 395 π.Χ.


17

στὴν Ἁλίαρτο ἀπὸ τὸν Ἀγησίλαο: «ἐπάνω δὲ τοῦ μνήματος ἔκειτο πίναξ χαλκοῦς ἔχων

γράμματα πολλὰ θαυμαστὸν ὡς παμπάλαια»˙ ν. ἀπόδοση: «ἐπάνω στὸν τάφο ἦταν

ἀφιερωμένος χάλκινος πίνακας μὲ γράμματα πολλά, πρᾶγμα θαυμαστό, καθότι τὰ

γράμματα ἦταν παμπάλαια»! Ἐπειδὴ αὐτὰ ἦταν δυσκολονόητα (ἐπρόκειτο μᾶλλον γιὰ

συλλαβική – παράλληλη τότε πρὸς τὴν ἀλφαβητική – γραφή), ἔστειλαν τὸν πίνακα στὴν

Αἴγυπτο, ὅπου τηροῦνταν ἀρχεῖα παλαιῶν βιβλίων. Καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἱερέας Χόνουφις,

συνεχίζει ὁ Πλούταρχος (κεφ.7), «…πρὸς ἑαυτὸν ἀναλεξάμενος βιβλίων τῶν παλαιῶν

παντοδαποὺς χαρακτῆρας, ἀντέγραψε τῷ βασιλεῖ καὶ πρὸς ἡμᾶς ἔφρασεν, ὡς Μούσαις

ἀγῶνα συντελεῖσθαι κελεύει τὰ γράμματα˙ τοὺς δὲ τύπους εἶναι τῆς ἐπὶ Πρωτεῖ

βασιλεύοντος γραμματικῆς, ἥν Ἡρακλέα τὸν Ἀμφιτρύωνος ἐκμαθεῖν˙ ὑφηγεῖσθαι μέντοι καὶ

παραινεῖν τοῖς Ἕλλησι διὰ τῶν γραμμάτων τὸν θεὸν ἄγειν σχολὴν καὶ εἰρήνην, διὰ

φιλοσοφίας ἀγωνιζομένους ἀεί…» ν. ἀπόδοση: «…ἀφοῦ ὁ ἴδιος μελέτησε τῶν παλαιῶν

βιβλίων τοὺς παντοειδεῖς χαρακτῆρες, ἀπάντησε δι’ ἐπιστολῆς στὸν βασιλιὰ καὶ ἐξήγησε σ’

ἐμᾶς ὅτι τὰ γράμματα κελεύουν νὰ τελοῦμε ἀπὸ κοινοῦ ἀγῶνα πρὸς τιμὴν τῶν Μουσῶν˙ οἱ

χαρακτῆρες τῶν γραμμάτων εἶναι τῆς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πρωτέως γραμματικῆς, τὴν

ὁποία τὴν ἔμαθε πολὺ καλὰ ὁ Ἡρακλῆς, ὁ γυιὸς τοῦ Ἀμφιτρύωνος˙ καὶ βεβαίως ὁ πίνακας

διὰ τῶν γραμμάτων ὑποδεικνύει στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς παραινεῖ νὰ λατρεύουν τὸν θεὸ καὶ

νὰ διάγουν εἰρηνικά, ἁμιλλώμενοι ἀδιαλείπτως στὸν στίβο τῆς Φιλοσοφίας...» Δεύτερη

σχετικὴ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου στὸ ἔργο του «Βίοι Παράλληλοι» (Θησεύς, 20.7): «Τὰς

οὖν ἐγχωρίους γυναῖκας τὴν Ἀριάδνην ἀναλαβεῖν καὶ περιέπειν ἀθυμοῦσαν ἐπὶ τῇ μονώσει,

καὶ γράμματα πλαστὰ προσφέρειν ὡς τοῦ Θησέως γράφοντος αὐτῇ…» ν. ἀπόδοση: «Τὴν

Ἀριάδνη λοιπὸν τὴν περισυνέλεξαν οἱ αὐτόχθονες γυναῖκες καὶ τὴν περιποιοῦνταν ποὺ

λυπόταν γιὰ τὴ μοναξιά τηςˑ τῆς ἔφεραν μάλιστα καὶ πλαστὰ γράμματα, ὅτι δῆθεν τῆς τὰ

ἔστειλε ὁ Θησεύς…» Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου καὶ στὴν

πραγματεία του «Ῥωμαϊκὰ καὶ Ἑλληνικὰ Αἴτια» (ἐμπεριέχεται στὸ ἔργο του «Ἠθικά»)˙

«Ρωμαϊκὰ Αἴτια», 59: « “Διὰ τὶ κοινὸς ἦν βωμὸς Ἡρακλέους καὶ Μουσῶν;” Ἦ ὅτι γράμματα

τοὺς περὶ Εὔανδρον ἐδίδαξεν Ἡρακλῆς, ὡς Ἰόβας ἱστόρηκε;» ν. ἀπόδοση: «“Γιατὶ ὑπῆρχε

κοινὸς βωμὸς τοῦ Ἡρακλέους καὶ τῶν Μουσῶν;” Μήπως διότι ὁ Ἡρακλῆς δίδαξε τὰ

γράμματα στοὺς ὁπαδοὺς τοῦ Εὐάνδρου, ὅπως ἔχει ἐξιστορήσει ὁ Ἰόβας;»


18

11. Ὁ Φλάβιος Φιλόστρατος στὸ ἔργο του «Βίος Ἀπολλωνίου Τυανέως» (4,33):

«Παλαμήδης εὗρε γράμματα οὐχ ὑπὲρ τοῦ γράφειν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ γιγνώσκειν ἅ

δεῖ μὴ γράφειν».

12. Ὁ Λουκιανὸς στὸ ἔργο του «Δίκη συμφώνων» (κεφ.5): «…καὶ ὅ γε πρῶτος ἡμῖν τοὺς

νόμους τούτους διατυπώσας (ἐννοεῖ τοὺς νόμους τοῦ ἀλφαβήτου) εἴτε Κάδμος ὁ νησιώτης

εἴτε Παλαμήδης ὁ Ναυπλίου…»

13. Ὁ Βιργίλιος στὴν «Αἰνειάδα» (Γ.288) ἐμφανίζει τὸν Τρῶα-Ἕλληνα Αἰνεία νὰ

ἀφιερώνει στὸν ναὸ τὴν Ἀβαντία ἁσπίδα, χαράσσοντας στίχο ἀναθηματικό: «Ἁσπίδα κοίλου

χαλκοῦ, φόρημα τοῦ μεγάλου Ἄβαντος, ἐμπήγω εἰς τὰς ἔναντι παραστάδας καὶ σημειῶ

ἐμμέτρως: “ὁ Αἰνείας ἀπὸ τοὺς Δαναοὺς τοὺς νικητὰς αὐτὰ τὰ ὅπλα”»˙ ν. ἀπόδοση:

«Ἀσπίδα ἀπὸ ἐξειργασμένο χαλκό, κόσμημα τοῦ μεγάλου Ἄβαντος, μπήγω στὶς ἔναντι

παραστάδες καὶ σημειώνω ἐμμέτρως: “ὁ Αἰνείας ἀπὸ τοὺς νικητὲς Δαναούς ἀφιερώνω αὐτὰ

τὰ ὅπλα”».

14. Ὁ Τάκιτος, ὁ Λατίνος ἱστορικός, δίνει κι αὐτὸς τὴ δική του μαρτυρία περὶ ὑπάρξεως

ἀρχαιοτάτης ἑλληνικῆς γραφῆς: «Ἀπὸ τὸν Ἀρκάδα Εὔανδρο κομίστηκαν τὰ γράμματα στοὺς

Λατίνους». Ὁ Ἀρκὰς Εὔανδρος κατὰ τὰ μέσα τῆς 2 ης χιλιετίας π.Χ. ἔθεσε τὶς βάσεις τοῦ

πρώτου πολίσματος τῆς Ρώμης.

15. Ὁ Ἰωάννης Λαυρέντιος ὁ Λυδὸς στὸ ἔργο του «Περὶ μέτρων» (Ι,9) καταθέτει τὴν ἴδια

μαρτυρία μὲ τὸν Τάκιτο: «ὁ Εὔανδρος πρῶτος γράμματα ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος, τὰ λεγόμενα

Κάδμου, εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκόμισεν, οὐ τοσαῦτα μέν, ὅσα νῦν ἐστιν, μόνα δὲ ἕξ πρὸς τοῖς

δέκα»˙ ν. ἀπόδοση: «ὁ Εὔανδρος πρῶτος ἐκόμισε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα στὴν Ἰταλία τὰ

γράμματα, τὰ λεγόμενα γράμματα τοῦ Κάδμου, ὄχι τόσα, ὅσα τώρα ὑπάρχουν, ἀλλὰ μόνο

δεκαέξι». Δηλαδή, ἔχουμε ἀναφορὰ στὰ δεκαέξι ἀρχικὰ Καδμεῖα γράμματα˙ τὰ λοιπὰ

γράμματα τὰ ἐπινόησε ἀργότερα ἐπὶ Τρωικῶν ὁ Παλαμήδης.

16. Τὸ λεξικὸ «Σούδα» στὸ λῆμμα «Παλαμήδης»: «…εὑρετὴς γέγονε τοῦ ζ στοιχείου καὶ

τοῦ θ καὶ τοῦ φ καὶ τοῦ χ… τὰ δὲ ποιήματα αὐτοῦ ἠφανίσθη ὑπὸ τῶν Ἀγαμέμνονος

ἀπογόνων διὰ βασκανίαν»˙ ν. ἀπόδοση: «…ἔχει ἐπινοήσει τὸ ζ στοιχεῖο καὶ τὸ θ καὶ τὸ φ

καὶ τὸ χ… τὰ δὲ ἔργα του τὰ ἐξαφάνισαν ἀπὸ φθόνο οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀγαμέμνονος». Στὸ

ἴδιο λεξικό, στὸ λῆμμα «Κόριννος»: «Κόριννος ὁ Ἰλιεύς, ἐποποιὸς τῶν πρὸ Ὁμήρου… ἦν δὲ

Παλαμήδους μαθητὴς καὶ ἔγραψε τοῖς ὑπὸ Παλαμήδους εὑρεθεῖσι Δωρικοῖς γράμμασιν.

Ἔγραψε δὲ καὶ τὸν Δαρδάνου πρὸς Παφλαγόνας πόλεμον, ὡς ἐκ τούτου λαβεῖν καὶ τῆς


19

ποιήσεως πᾶσαν ὑπόθεσιν Ὅμηρον καὶ ἐντάξαι τοῖς αὑτοῦ βιβλίοις»˙ ν. ἀπόδοση:

«Ὁ Κόριννος ὁ Ἰλιεύς, ἐκ τῶν πρὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπικῶν ποιητῶν… ἦταν μάλιστα μαθητὴς

τοῦ Παλαμήδους καὶ ἔγραψε μὲ τὰ ἐπινοηθέντα ἀπὸ τὸν Παλαμήδη δωρικὰ γράμματα.

Συνέγραψε καὶ τὸν πόλεμο τῶν Δαρδάνων ἐναντίον τῶν Παφλαγόνων˙ κι ἀπ’ αὐτὸν πῆρε ὁ

Ὅμηρος τὴν ὅλη ποιητικὴ ὑπόθεση καὶ τὴν ἐνέταξε στὰ δικά του βιβλία». Προϋπῆρξε λοιπὸν

τοῦ Τρωικοῦ πολέμου ἡ ἀλφαβητικὴ γραφή, καὶ βέβαια καταρρίπτεται ἡ θεωρία περὶ

προφορικῆς καὶ μόνον παραδόσεως τῶν ἐπῶν.

17. Ὅτι στὰ Τρωικὰ ὑπάρχει ἤδη εὐρεῖα χρήση ἀλφαβητικῆς γραφῆς μᾶς πληροφοροῦν

ἐπίσης οἱ Συριανός, Σώπατρις καὶ Μαρκελλῖνος στὰ «Σχόλια εἰς Ἑρμογένην» (4,43): «Ἡ

γοῦν κατὰ Κάδμον καὶ Δαναὸν γραμματικὴ ἐπί τε τῶν Τρωικῶν ἠσκεῖτο, ὡς Δίκτυς ἐν ταῖς

ἐφημερίσι φησί, καὶ μέχρι τῶν Εὐκλείδου τοῦ ἄρξαντος μετὰ ταῦτα διέμεινε χρόνων, τοὺς δὲ

ἀνωτέρω τούτων σὺν ἀρετῇ τὸ πρᾶγμα μεταδιώξαντας ἡ τοῦ κατακλυσμοῦ σὺν τοῖς ἄλλοις

ἠφάνισε λήθη»˙ ν. ἀπόδοση: «Λοιπόν, ἡ κατὰ τὸν Κάδμο καὶ τὸν Δαναὸ Γραμματικὴ ἴσχυε

καὶ ἐπὶ τῶν Τρωικῶν, ὅπως βεβαιώνει ὁ Δίκτυς στὴν ἐφημερίδα του, καὶ ἡ ἰσχύς της

παρέμεινε μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ ἐπωνύμου στὴν Ἀθήνα ἄρχοντος Εὐκλείδου˙ τοὺς δὲ

παλαιοτέρους, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦσαν μὲ ἀξιότητα τὸ ἔργο, τοὺς ἀφάνισε, σὺν τοῖς

ἄλλοις, καὶ ἡ λόγω τοῦ κατακλυσμοῦ λήθη». Γιὰ τὸν Δίκτυ, τὸν γραμματέα τοῦ Ἰδομενέως,

τοῦ βασιλιᾶ τῆς Κρήτης, ποὺ ἐξέδιδε ἐφημερίδα γιὰ τὰ γεγονότα τοῦ Τρωικοῦ πολέμου,

ἔχουμε τὴν ἑξῆς σημαντικὴ μαρτυρία περὶ ἀρχαίου γραπτοῦ εὑρήματος (Ἀρέθας, Τ1α, 49, Τ

ἀπόσπ.3): «Δίκτυς δὲ ὄνομα Κρής, ὅς παρατυχὼν τῷ Τρωικῷ πολέμῳ γράφει τε τὰ

πραχθέντα ἐκεῖ χαλκοῖς πίναξι καὶ ἑαυτῷ συνθάπτει. Οἵ καὶ εὑρέθησαν χρόνῳ μακρῷ

ὕστερον ἐπὶ Νέρωνος, ἐξ ὧν καὶ βιβλίοις κατετέθησαν συμφώνοις κατὰ πάντα Ὁμήρῳ»! ν.

ἀπόδοση: «Ὁ Δίκτυς ὁ Κρητικός, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος στὸν Τρωικὸ πόλεμο, γράφει τὰ ἐκεῖ

γεγονότα ἐπὶ χαλκῶν πινάκων. Τοὺς πίνακες τοὺς πῆρε στὸν τάφο του, ἀλλὰ βρέθηκαν

πολὺ ἀργότερα ἐπὶ Νέρωνος˙ τὸ κείμενό τους καταγράφηκε σὲ βιβλία καὶ εἶναι ἀπολύτως

σύμφωνο μὲ τὸ Ὁμηρικὸ κείμενο».

18. Μία ἀκόμη συγκλονιστικὴ ἀναφορὰ περὶ ὑπάρξεως πρώιμης ἀλφαβητικῆς γραφῆς

ἐπὶ Ἡρωικῆς Ἐποχῆς εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἡροδότου (Ἱστορίαι, Ε.59,1) – ἀδιαμφισβήτητη,

ὡς αὐτοψία – γιὰ τὰ γράμματα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀμφιτρύωνος (τοῦ συζύγου τῆς Ἀλκμήνης,

τῆς μητρὸς τοῦ Ἡρακλέους) ἐπὶ τρίποδος. Τὰ γράμματα αὐτὰ μπόρεσε καὶ τὰ διάβασε μὲ τὰ

ἴδια του τὰ μάτια ὁ Ἡρόδοτος (…χωρὶς νὰ χρειαστεῖ τὴ βοήθεια Αἰγυπτίου ἱερέως, ὅπως


20

συνέβη μὲ τὰ συλλαβογράμματα στὸ μνῆμα τῆς Ἀλκμήνης): «Εἶδον καὶ αὐτὸς Καδμήια

γράμματα ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἰσμηνίου ἐν Θήβῃσι τοῖσι Βοιωτῶν ἐπὶ τρίποσί τισι

ἐγκεκολαμμένα, τὰ πολλὰ ὅμοια ἐόντα τοῖσι Ἰωνικοῖσι. Ὁ μὲν δὴ εἷς τῶν τριπόδων

ἐπίγραμμα ἔχει˙ Ἀμφιτρύων μ’ ἀνέθηκε θεῷ ἀπὸ Τηλεβοάων. Ταῦτα ἡλικίην εἴη ἄν κατὰ

Λάιον τὸν Λαβδάκου τοῦ Πολυδώρου τοῦ Κάδμου»! ν. ἀπόδοση: «Εἶδα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος στὴ

Θήβα τῶν Βοιωτῶν, στὸν ναὸ τοῦ Ἰσμηνίου Ἀπόλλωνος, ἐπάνω σὲ τρεῖς τρίποδες

χαραγμένα καδμεῖα γράμματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν μεγάλη ὁμοιότητα μὲ τὰ Ἰωνικά. Λοιπόν, ὁ

ἕνας τρίποδας ἔχει τὴν ἀκόλουθη ἐπιγραφή: “μὲ ἀφιέρωσε στὸν θεὸ ὁ Ἀμφιτρύων,

γυρίζοντας ἀπὸ τοὺς Τηλεβόες”. Αὐτὴ ἡ ἐπιγραφὴ θὰ εἶναι τῆς ἐποχῆς τοῦ Λαΐου, τοῦ γυιοῦ

τοῦ Λαβδάκου, γυιοῦ τοῦ Πολυδώρου, γυιοῦ τοῦ Κάδμου» (τέσσαρες γενεὲς μετὰ τὸν

Κάδμο!). Καὶ συνεχίζει ὁ Ἡρόδοτος (Ε.60,1): «Ἕτερος δὲ τρίπους ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει˙

Σκαῖος πυγμαχέων με ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι νικήσας ἀνέθηκεν τεΐν περικαλλὲς ἄγαλμα»˙ ν.

ἀπόδοση: «Ἕνας ἄλλος τρίποδας, σὲ στίχους δακτυλικοῦ ἑξαμέτρου, λέει: “ Ὁ Σκαῖος, ὅταν

νίκησε σὲ ἀγῶνα πυγμαχίας, σ’ ἐσένα, μακροβόλε Ἀπόλλωνα, μὲ ἀφιέρωσε, ἀνάθημα

περικαλλές”».

Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα διεθνῶς θεωρεῖ πὼς ἡ ἀλφαβητικὴ γραφὴ

χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μόλις τὸν ἕνατο αἰ. π.Χ., ἐνῶ ἡ ἐποχὴ τοῦ Κάδμου

εἶναι περὶ τὸ 1450 π.Χ., τοῦ δὲ Παλαμήδους καὶ τῶν Τρωικῶν περὶ τὸ 1200 π.Χ., σύμφωνα

πάντα μὲ τὴ συμβατικὴ χρονολόγηση! Περαιτέρω, ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις γιὰ πολὺ

παλαιότερη ἐποχή, ἀφοῦ ὁ Κάδμος εἶναι σύγχρονος τοῦ Δαρδάνου (νυμφεύθηκε τὴν

ἀδελφή του, τὴν Ἁρμονία, στὴ Σαμοθράκη) καὶ ὁ ἀναφερόμενος ἀπὸ τὸν Διόδωρο Σικελιώτη

κατακλυσμὸς τοῦ Δαρδάνου ἀνάγεται σὲ ἐποχὲς τήξεως παγετώνων, σύμφωνα μὲ τὰ νέα

πορίσματα τῆς Γεωλογίας.

Β. Ἀναφορὲς ξένων καὶ Ἑλλήνων ἐπιστημόνων γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ Ἀλφαβήτου

Πολλοὶ ἐρευνητές, κυρίως ξένοι, βεβαιώνουν ὅτι τὸ φοινικικὸ «ἀλφάβητο» προῆλθε

ἀπὸ τὸ ἑλληνικό. Ἐνδεικτικὴ ἡ ἀναφορά μου:

1. Ἑρμὰν Ντίλς, διάσημος Γερμανὸς φιλόλογος, στὸ ἄρθρο του «Ὀρφεύς», καὶ στὸ

ἔργο του «Προσωκρατικοί»: «Οἱ πανάρχαιοι Ἕλληνες καὶ οἱ Ὀρφικοὶ γνώριζαν γραφὴ καὶ

ἔγραφαν τὶς παρατηρήσεις τους καὶ τὰ διανοήματά τους πάνω σὲ λεπτὲς σανίδες, ποὺ

ἀντιγράφονταν ὅταν ἄρχιζαν νὰ φθείρονται. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Πεισιστράτου καὶ τοῦ


21

Ἱππάρχου, ὅταν καταγράφηκαν τὰ κείμενα αὐτά, ὅ,τι ἦταν γραμμένο στὶς σανίδες

ἐγκαταλείφθηκε ὡς ἄχρηστο ὑλικό».

2. Θεόδωρος Μπίρτ, Γερμανὸς καθηγητὴς τῆς κλασικῆς Φιλολογίας καὶ ἱστορικός, στὸ

ἔργο του «Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος καὶ ὁ παγκόσμιος Ἑλληνισμός» (ἐκδόσεις Δαρεμᾶ): «Ψεῦδος

ὅτι οἱ Ἕλληνες πῆραν τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Φοίνικες».

3. Ἀλέξανδρος Βασίλιεφ, διάσημος Ρῶσος Βυζαντινολόγος.

4. Πὼλ Φώρ, Γάλλος καθηγητής, διεθνὴς αὐθεντία τῆς Προϊστορικῆς Ἀρχαιολογίας,

Ἀκαδημαϊκός (βρῆκε στὸ Κυκλώπειο τεῖχος τῶν Πηλικάτων τῆς Ἰθάκης, τὸ 1930 καὶ 1931,

πινακίδες Γραμμικῆς Γραφῆς Α, ποὺ χρονολογήθηκαν στὸ 2.700 π.Χ.): «Οἱ Ἕλληνες

μιλοῦσαν καὶ ἔγραφαν Ἑλληνικὰ τοὐλάχιστον 1.400 χρόνια πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν

Φοινίκων».

5. Ρενὲ Ντυσσώ, διάσημος Γάλλος συγγραφέας καὶ ἐρευνητής, στὸ ἔργο του «Οἱ

Προελληνικοὶ πολιτισμοὶ στὴ λεκάνη τοῦ Αἰγαίου»: «Οἱ Φοίνικες εἶχαν παραλάβει

πρωιμότατα τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι τὸ εἶχαν διαμορφώσει ἀπὸ τὴν

Κρητομυκηναϊκὴ γραφή».

6. Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ, Γαλλίδα συγγραφέας, Ἀκαδημαϊκός.

7. Βλαδίμηρος Γκεοργκίεφ, Βούλγαρος γλωσσολόγος, Ἀκαδημαϊκός: «Ἡ φοινικικὴ

γραφὴ εἶναι κρητικῆς καταγωγῆς».

8. Τζίλμπερτ Μάρρεϋ, διαπρεπὴς Ἄγγλος φιλόλογος καὶ ἱστορικός.

9. Μίκαελ Βέντρις, Ἄγγλος ἀρχιτέκτονας καὶ ἀρχαιολόγος (μαζὶ μὲ τὸν συμπατριώτη του

γλωσσολόγο Τζὼν Τσάντγουικ καὶ τὴν Ἀμερικανίδα κλασικίστρια Ἄλις Ἐλίζαμπεθ Κόμπερ

ἀποκρυπτογράφησε τὸ 1952 τὴ Γραμμικὴ Γραφὴ Β ˙ θύμα ὕποπτου αὐτοκινητικοῦ

δυστυχήματος τὸ 1956, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ τονιστεῖ ἡ συμβολὴ

στὴν ἀποκρυπτογράφηση τῆς ΓΓΒ τοῦ Ἕλληνα νομικοῦ καὶ ἐρευνητῆ Κων/νου

Κτιστόπουλου. Τὴ συμβολή του τὴν ἐξῆραν οἱ Βέντρις, Τσάντγουικ καὶ Κόμπερ. Τὴν

ἀποσιώπησαν βέβαια οἱ ἀπὸ καθέδρας «ἡμέτεροι»… Ἔτσι ἔμεινε ἄγνωστος στὴ χώρα του ὁ

Κτιστόπουλος, διότι – σημειωτέον – ἡ αὐτοπροβολὴ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ ἦθος του.

10. Ἀρθοῦρος Ἔβανς, Ἄγγλος ἀρχαιολόγοςˑ ὕστερα ἀπὸ ἀνασκαφὲς καὶ ἔρευνες 40

ἐτῶν στὴν Κρήτη εἶναι κατηγορηματικός: «Ἡ γραφὴ τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μήτηρ τῆς φοινικικῆς˙

ἀπὸ τοὺς Κρῆτες τὴν πῆραν οἱ Φιλισταῖοι, καὶ ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους οἱ Φοίνικες (στὸ ἔργο

του «Scripta Minoa», Oxford, 1909)…


22

Ἀξίζει ὅμως νὰ γίνει μνεία καὶ στοὺς ἀείμνηστους Ἕλληνες διαπρύσιους κήρυκες

τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου:

1. Παναγιώτης Καββαδίας, ἀρχαιολόγος, Ἀκαδημαϊκός˙ στὸ ἔργο του «Προϊστορικὴ

Ἀρχαιολογία», 1914.

2. Σπυρίδων Μαρινᾶτος, καθηγητὴς τῆς Ἀρχαιολογίας˙ στὸ ἔργο του «Ἀρχαῖος

Κρητικὸς Πολιτισμός», ἐκδ. Σεργιάδη, 1927.

3. Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος, καθηγητὴς τῆς Ἀρχαιολογίας, Ἀκαδημαϊκός˙ στὸ ἔργο

του «Ἐπιγραφική», ἐκδ. «Ἑστία», 1937: «Τὸ ἀλφάβητον ἐπενόησαν καὶ ἐφήρμοσαν οἱ

ἀρχαῖοι Ἕλληνες… ἐδώρισαν δὲ αὐτὸ εἰς ἅπασαν τὴν ἀνθρωπότητα ὡς κοινὸν κτῆμα

αὐτῆς».

4. Νικόλαος Ἀνδριώτης, καθηγητὴς τῆς Γλωσσολογίας στὸ Παν/μιο Θεσσαλονίκης καὶ

λεξικογράφος.

5. Κωνσταντίνος Κτιστόπουλος, συνεργάτης τοῦ Βέντρις, στὸ ἔργο του «Παρατηρήσεις

ἐπὶ τῆς Μινωικῆς γραφῆς».

6. Ἰωάννης Σταματάκος, καθηγητὴς τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας στὸ Παν/μιο

Ἀθηνῶν, λεξικογράφος, Ἀκαδημαϊκός˙ στὴ διδασκαλία του τόνιζε: «Ὁ Κάδμος μετέφερεν ἐκ

Φοινίκης εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ παλαιὸν ἑλληνικὸν ἀλφάβητον ἐκ 16 γραμμάτων, ἅ διὰ τοῦτο καὶ

φοινικήια ἐκαλοῦντο».

Γ. Εὑρήματα βεβαιωτικὰ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ Ἀλφαβήτου

Ἰδοὺ τώρα καὶ χαρακτηριστικὰ εὑρήματα, τὰ ὁποῖα ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἑλληνικότητα

τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου:

1. Στὰ πινακίδια τῶν πολυχρύσων Μυκηνῶν ὑπάρχουν καὶ τὰ φωνήεντα α, ε, ι, ο, υ.

Αὐτὰ ἐπινοήθηκαν μετὰ τοὺς Φοίνικες; Ὁ Σπ. Μαρινᾶτος λέει: «Πάντα τὰ φωνήεντα τῆς

Μυκηναϊκῆς γραφῆς ἤ εἶναι ἁπλῶς φωνήεντα ἤ εἶναι συλλαβογράμματα ἀποτελούμενα

πάντοτε ἐκ συμφώνου καὶ φωνήεντος».

2. Τὸ 1880 ὁ Ἑλβετὸς Αἰγυπτιολόγος Ed. Naville φέρει στὸ φῶς τὴ «βασιλικὴ πόλη»

τῶν Ραμ(ε)σιδῶν, στὸ Τὲλ-Ελ-Γιαχουντία, 30 χλμ. ΒΑ τοῦ Καΐρου. Μεταξὺ ἄλλων

ἀποκαλύπτονται καὶ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Ραμσῆ Γ΄ (1198-1166 π.Χ.), οἱ τοῖχοι τῶν ὁποίων

διακοσμοῦνταν ἀπὸ ἔγχρωμα πλακίδια μὲ χαραγμένα στὴν πίσω ὄψη τους γράμματα τοῦ


23

ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Τὸ γεγονὸς ἐπισήμως χαρακτηρίστηκε ἱστορικὸ αἴνιγμα, ἀφοῦ

ὑποτίθεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἀλφάβητο τὸν 12 ο π.Χ. αἰῶνα.

3. Τὸ 1928 στὸ Δέλτα τοῦ Νείλου, στὴ θέση Καντίρ, ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἐνδιαίτημα

τῶν Ραμ(ε)σιδῶν, τοῦ 13 ου π.Χ. αἰ., καὶ σ’ αὐτὸ βρέθηκαν πάλι πλακίδια μὲ τὶς βασιλικὲς

σφραγίδες καὶ ἐγχάρακτα γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Ἀκόμη οἱ ἀνασκαφὲς ἔφεραν

στὸ φῶς Κοιμητήριο, ὅπου τὰ ὀνόματα τῶν ἐνταφιασμένων εἶναι ἑλληνικά: Ἀγαθοκλῆς,

Ἀριστόβουλος, Γλαυκίας, Ὠνέσιμος κ.ἄ. Συνεπῶς, οἱ Ἕλληνες ἦταν παρόντες στὴν Αἴγυπτο

καὶ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἀλφάβητό τους.

4. Τὸ 1966 ὁ γνωστὸς ὠκεανολόγος Ζὰν Ζὰκ Κουστὼ ἀνακαλύπτει στὰ νησιὰ

Μπαχάμες (Δ. Ἀτλαντικός) ἑλληνικὴ λίθινη ἐπιγραφή, ποὺ ἀποδόθηκε στὴν κλασικὴ ἐποχή.

Ὡστόσο λέξεις-φράσεις, ὅπως Ίλα Τίκι (= ἡ κόρη τοῦ Ἥλιου, Ίλα= ὁ Ἥλιος καὶ Τίκι< τίκτω –

tu-ka-te ἡ θυγάτηρ μὲ ΓΓΒ), Ἠθονόησις (< ἦθος καὶ νόησις), Σελλάς (< ἑλ+λάς, ἡλίου πέτρα,

φωτεινὴ πέτρα) δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν κλασικὴ ἐποχή˙ χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τὸ

15.000-4.000 π.Χ. Ἡ τοπικὴ ἐφημερίδα τῆς Ἄνδρου (ἑνὸς τῶν νησιῶν Μπαχάμας)

«Ἀτλαντικός» γράφει (24-8-1966) ὅτι ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι γραμμένη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τῆς 10 ης

χιλιετίας καὶ ὅτι τὰ πάντα ὀφείλονται στοὺς Ἕλληνες τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος. Ἡ

ἐφημερίδα «κλείνει» λίγες μέρες μετά (ὅλες οἱ ἑταιρίες ἀπέσυραν τὶς διαφημίσεις τους καὶ

τὴν ἔσυραν στὰ δικαστήρια μὲ τὴν κατηγορία γιὰ διασπορὰ ψευδῶν εἰδήσεων…).

5. Στὶς 11 Αὐγούστου 1993 ἀνακαλύπτεται στὸ Δισπηλιὸ τῆς Καστοριᾶς, σὲ λιμναῖο

οἰκισμό, ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ τῆς Προϊστορικῆς Ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου

Παν/μίου Θεσσαλονίκης Γιῶργο Χουρμουζιάδη (στέλεχος τοῦ ΚΚΕ καὶ βουλευτής του)

ἀπολιθωμένη ξύλινη (πιθανότατα κομμάτι ἀπὸ λέμβο) ἐπιγραφή, ποὺ χρονολογήθηκε ἀπὸ

τὸ εἰδικὸ τμῆμα Παλαιοντολογίας τοῦ Δημοκρίτου στὸ 5.300-5.250 π.Χ. Εἶναι εὐκρινῆ στὴν

ἐπιγραφὴ τὰ γράμματα Α, Δ, Ε, Η, Μ, Π.

6. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1994 ἀνακαλύπτεται στὸν λοφίσκο Καυκανιά, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀρχαία

Ὀλυμπία, ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους Πολυξένη Ἀραπογιάννη, Γ. Ράμπαχ καὶ Λ. Γκοντάρτ,

Μυκηναϊκὴ ἐπιγραφή (ἡ λεγόμενη «κροκάλη τῆς Καυκανιᾶς»), ποὺ χρονολογήθηκε στὸ

1700-1650 π.Χ..

7. Τὸ 1995 ἀνασκαφὲς στὴ Μῆλο ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Ἀδαμάντιο Σάμψων φέρουν στὸ

φῶς πρωτοκυκλαδικὰ ἀγγεῖα τῶν μέσων τῆς 3 ης χιλιετίας π.Χ., ἐπὶ τῶν ὁποίων εἶναι

ἐγχάρακτα τὰ γράμματα Ε, Κ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π. Χ.


24

8. Τὸ 1996 ἀνακαλύπτεται στὴν ἐρημονησίδα Γιοῦρα τῶν Βορείων

Σποράδων (κοντὰ στὴν Ἁλόννησο) ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀρχαιολόγο, τὸν Ἀδ. Σάμψων, ὄστρακο μὲ

ἑλληνικὴ γραφή (ΑΥΔΗ = φωνή, ὁμιλία), ποὺ χρονολογήθηκε στὸ 4.500 π.Χ.

9. Τὸ 2002 παρουσιάζεται στὰ Πρακτικὰ τῆς 15ης ἐπιστημονικῆς συναντήσεως γιὰ τὸ

ἀρχαιολογικὸ ἔργο στὴν Μακεδονία καὶ τὴν Θράκη ἡ λίθινη προϊστορικὴ σφραγίδα τῶν

Γιαννιτσῶν, ποὺ χρονολογήθηκε στὴν 5 η χιλιετία π.Χ. Εἶναι εὐκρινὲς τὸ ἐγχάρακτο γράμμα

Α.

10. Στὶς 27-9-2005 ἐπίσημη ἀνακοίνωση ἀπὸ τὸν Γάλλο καθηγητὴ τῆς Φυσικῆς Jean

Pierre Garnier Mallet σὲ ὁμιλία του στὸ Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν τῶν Ἀθηνῶν:

«Ἀνακαλύφθηκε πρόσφατα στὸ Μεξικὸ πάπυρος μὲ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραφή, ποὺ

χρονολογήθηκε μὲ τὸν ἄνθρακα 14 ὅτι ἔχει ἡλικία 22.500 ἐτῶν. Ἡ γραφὴ περιέχει τὰ

ἑλληνικότατα σύμβολα ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Παλαμήδης στὸ φθογγολογικό του ἀλφάβητο

Θ, Ι, Μ, Υ, Φ, εὐκρινῶς ἀναγνωριζόμενα»…

11. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2011 ἀνακαλύπτεται στὸν προϊστορικὸ οἰκισμὸ τοῦ Ἀρχοντικοῦ

τῶν Γιαννιτσῶν ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Πανίκο Χρυσοστόμου λίθινη στήλη, ποὺ

χρονολογήθηκε στὸ 4.000 π.Χ. Εἶναι εὐκρινῆ στὴ στήλη τὰ ἐγχάρακτα γράμματα Α, Γ, Ε, Ι

(τὸ ἀρχαϊκὸ Ζ, ποὺ εἶχε περίπου τὴ μορφὴ τοῦ κεφαλαίου Ι, ἀλλὰ μὲ μεγαλύτερες τὶς

ὁριζόντιες γραμμές), Ι, Λ, Ο, Π, Χ.

Σημειωτέον:

1. Μὲ ἁπλὴ παρατήρηση τῶν διαφόρων εἰδῶν γραφῆς συνάγεται τὸ συμπέρασμα

ὅτι τὸ σχῆμα πολλῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου τὸ βλέπουμε νὰ ὑπάρχει καὶ στὶς

συλλαβικὲς ἑλληνικὲς γραφές. Οἱ ὀνομασίες τῶν γραμμάτων ἐπίσης μπορεῖ νὰ ἀναχθοῦν σὲ

ἑλληνικὴ ρίζα (π.χ. δέλ-τα ἐκ τῆς δελ-φύος, τῆς γυναικείας μήτρας, ποὺ ἔχει σχῆμα Δ – κατὰ

τὸ Λεξικὸν Σοῦδα, Δέλτα: γυναικεῖον αἰδοῖον). Ἡ ἀρχικὴ δὲ φορὰ τῆς γραφῆς, ἐκ δεξιῶν

πρὸς τὰ ἀριστερά (ἐπὶ τὰ λαιά) δὲν ἦταν ἀποκλειστική. Οἱ Ἕλληνες ἔγραφαν καὶ

βουστροφηδόν, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιά, ἀνέκαθεν σὲ ὅλα τὰ εἴδη γραφῶν ποὺ

χρησιμοποιοῦσαν.

2. Ἐπίσης, ἡ καθεστηκυῖα χρονολόγηση τῶν συλλαβικῶν μας γραφῶν ΓΓΑ καὶ ΓΓΒ

ἔχει ἤδη ἀνατραπεῖ, μὲ τὸ ὄστρακο τῶν Πηλικάτων Ἰθάκης τοῦ 2.700 π.Χ. (ἀντὶ ἕως τὸ 1700

π.Χ. ποὺ δίνουν γιὰ τὴ ΓΓΑ) καὶ μὲ τὴν κροκάλη τῆς Καυκανιᾶς Ὀλυμπίας τοῦ 1700 π.Χ.

(ἀντὶ ἕως τὸ 1450 π.Χ. ποὺ δίνουν γιὰ τὴ ΓΓΒ).


25

3. Τὰ γράμματα τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ Δισπηλιοῦ Καστοριᾶς εἶναι σύγχρονα μὲ

χιλιάδες ἄλλες παρόμοιες ἐπιγραφὲς ποὺ βρέθηκαν στὶς ὄχθες τοῦ Δούναβη (περιοχὴ Vinca

Σερβίας καὶ στὴ Βουλγαρία) τῆς 6 ης χιλιετίας π.Χ. Τὸ γεγονὸς ἀνατρέπει ὅλα τὰ δεδομένα

περὶ ἐφευρέσεως τῆς Γραφῆς ἀπὸ τοὺς Σουμερίους ἤ τοὺς Αἰγυπτίους. Προσφάτως δὲ

βρέθηκε στὸ Globeli Tepe τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀκόμα παλαιότερη γραφή, ἀνάγλυφη πάνω σὲ

λίθο οἰκισμοῦ, ἡλικίας 9.500 ἐτῶν π.Χ.

Δ. Φοινίκη, Φοίνικες καὶ Φοινικικὸ Ἀλφάβητο

Ἀμείλικτα τὰ ἐρωτήματα:

1. Οἱ Φοίνικες κατὰ τὴν ἱστορική τους πορεία διακρίθηκαν μόνο στὸ ἐμπόριο καὶ δὲν

ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν κανένα πνευματικὸ ἔργο. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅμηρος-Ὀδυσσεύς:

«δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης, ὅς δὴ πολλὰ κάκ’ ἀνθρώποισιν

ἐώργει»˙ ν. ἀπόδοση: «τότε λοιπὸν ἔφτασε ἕνας Φοίνικας ἀπατεώνας, ἄπληστος, ποὺ εἶχε

κάμει πολλὰ κακὰ στοὺς ἀνθρώπους», (Ὀδ., ξ.288-289)ˑ καί (Ὀδ., ο.415-416): «Ἔνθα δὲ

Φοίνικες ναυσικλυτοὶ ἤλυθον, ἄνδρες τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ μελαίνῃ»˙ ν.

ἀπόδοση: «ἐκεῖ πῆγαν οἱ ξακουστοὶ ναυτικοὶ Φοίνικες, ἄνθρωποι πανοῦργοι, ποὺ μύρια

μπιχλιμπίδια κουβαλοῦν μὲ τὸ μαῦρο τους τὸ πλοῖο». Χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ φράση ποὺ μᾶς

παραδίδει ὁ Στράβων: «ψεῦσμα φοινικικόν». Πῶς λοιπὸν οἱ Φοίνικες μπόρεσαν νὰ

ἐπινοήσουν τὸ ὑψηλῆς πνευματικῆς ποιότητας ἀλφάβητο;

2. Ἄν οἱ Φοίνικες ἐπινόησαν τὸ ἀλφάβητο, ποῦ βρίσκονται οἱ λόγιοί τους καὶ τὰ ἔργα

τους ἤ πῶς δὲν ὑπάρχει καμία ἀναφορὰ σ’ αὐτά, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι χάθηκαν τὰ ἴδια τὰ

ἔργα;

3. Γιατὶ οἱ Φοίνικες, οἱ ὁποῖοι ὀργάνωσαν ἕνα τεράστιο ἐμπορικὸ δίκτυο στὴ

Μεσόγειο, ἐπέλεξαν νὰ ἐκπολιτίσουν μόνο τοὺς Ἕλληνες καὶ ἄφησαν τοὺς Χαλκιδεῖς τὸν 8 ο

π.Χ. αἰ. νὰ μεταδώσουν τὸ ἀλφάβητο στὴν Ἰταλία;

4. Ἐφόσον τὸ φοινικικὸ ἀλφάβητο ἦταν συλλαβογραφικό ἤ συμφωνογραφικό, ἀφοῦ

δὲν εἶχε φωνήεντα, πῶς δόθηκε ἀρχικὰ φοινικικὴ ὀνομασία σ’ αὐτὰ τὰ ἀνύπαρκτα

φωνήεντα; Πῶς ἐξηγεῖται ἕνας λαὸς νὰ ὀνομάσει πρῶτος μὲ δική του λέξη τὸ γράμμα, λ.χ.,

ἄλφα (προέρχεται, μᾶς λένε, ἀπὸ τὸ φοινικικὸ «ἄλεφ»= βοϊδοκεφαλή), ἐνῶ δὲν τὸ ἔχει

ἐφεύρει; Πρῶτα βαπτίζεται καὶ μετὰ γεννιέται; Ἐκτὸς ἄν ἰσχύει καὶ ἐδῶ ἡ εἰρωνικῶς λεγόμενη

παροιμιακὴ φράση «ἀκόμα δὲν τὸν εἴδαμε, Γιάννο τὸν ἐβγάλαμε»! Ἁπλά, τὰ φοινικικὰ

ὀνόματα δόθηκαν πολὺ βραδύτερον, ὅταν ὄχι μόνο τὰ πῆραν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἰδιοποιήθηκαν οἱ

«τρῶκται» Σημιτο-Φοίνικες. Δὲν προέρχεται τὸ ἄλφα ἀπὸ τὸ ἄλεφ, ἀλλὰ ἀντίστροφα: τὸ


26

ἄλεφ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄλφα < ἀλφεῖν, ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ ρ. ἀλφάνω = παράγω,

ἀποκτῶ, κομίζω˙ τιμαλφῆ λέμε τὰ πολύτιμα κοσμήματα, διότι κομίζουν τιμή-ἀξία…

5. Γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου καὶ τὴ σὲ ὕστερο χρόνο καταγωγή

του δῆθεν ἀπὸ τοὺς Σημίτες, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ δήλωση τοῦ Ἀπίωνος (τοῦ

Πλειστονίκου) ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ περίοδο: «Οἱ Ἑβραῖοι σφετερίστηκαν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα»

(Κατὰ Ἰουδαίων καὶ Πρεσβευτὴς Ἑλλήνων). Τὰ ἔργα τοῦ Ἀπίωνος ἀπωλέσθησαν…

Σχετικὰ τώρα μὲ τὴν προέλευση τῶν ὅρων «φοινικικὸ ἀλφάβητο», «Φοινίκη»,

«Φοίνικες» καὶ τῶν συναφῶν.

Κρῆτες, ἀλλὰ καὶ Πελοποννήσιοι, Κύπριοι καὶ νησιῶτες τοῦ Αἰγαίου ἀποικοῦν κατὰ

πρῶτον περὶ τὸ 3.000 π.Χ. καὶ κατὰ δεύτερον περὶ τὸ 1600-1500 π.Χ. τὴν ἐπάκτια Συρία καὶ

τὴ Χαναάν, ἐπικρατοῦν στὴ χώρα, τὴν ὀνομάζουν Φοινίκη, πρὸς τιμὴν τοῦ Φοίνικος, γιοῦ

τοῦ Ἕλληνα ἱδρυτῆ καὶ βασιλιὰ τῆς χώρας, τοῦ Ἀργείου Ἀγήνορος (< ἄγαν+ἀνήρ =

ἀνδρεῖος-ἰσχυρὸς ἄνδρας ἤ < ἡγοῦμαι+ἀνήρ = ἡγέτης τῶν ἀνδρῶν) καὶ τῆς Τηλεφαέσσης-

Τηλεφάσσης (< τῆλε+φάος-φῶς = ἡ φέγγουσα-λάμπουσα-ἀκτινοβολοῦσα μακριά) καὶ

φυσικὰ μεταδίδουν στοὺς ντόπιους Σημίτες τὸ Κρητικὸ ἀλφάβητο. Σημειωτέον ὅτι ἡ λέξη

«Χαναάν» θεωρεῖται σημιτικὴ καὶ σημαίνει «χαμηλὴ χώρα». Ὡστόσο πιθανότατα εἶναι

ἑλληνική: < ἀνά, ἀρχαιοτάτη πρόθεση (βαριὰ ἡ προφορὰ τοῦ α, σὰν χα), δηλωτικὴ τῆς

ἔκτασης, καὶ τὸ ἐπιτατικὸ ἄν (ἀργότερα συγκόπηκε τὸ -ν). Μὲ τὴ λέξη λοιπὸν «Χαναάν» οἱ

Ἕλληνες δήλωναν τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάκτηση τῆς περιοχῆς. Ἐξάλλου πόλη Φοινίκη

ὑπῆρχε ἤδη καὶ στὴν Ἤπειρο καὶ στὸν Θερμαϊκό. Φοινικικὸ ἔθνος, φοινικικὴ ἱστορία καὶ

φοινικικὸς πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχουν πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Ἕλληνα Φοίνικος. Ὁ

ἀδελφὸς τοῦ Φοίνικος, ὁ Κάδμος (τὰ ἄλλα ἀδέλφια του εἶναι ἡ Εὐρώπη καὶ ὁ Κίλιξ, ὁ ὁποῖος

ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὴν Κιλικία, καὶ ἔκτοτε οἱ Κίλικες τὸν λάτρευαν ὡς γενάρχη καὶ

προστάτη τους), ἐρχόμενος στὴν Ἑλλάδα μαζὶ μὲ Γεφυραίους, δηλαδὴ μαζὶ μὲ Σημίτες

κατοίκους τῆς Φοινίκης, φέρει καὶ τὰ «φοινικήια» ἤ «φοινίκεια» γράμματα. Αὐτὰ εἶναι τὰ

γράμματα τὰ ὑπὸ τοῦ Ἡροδότου ἀναφερόμενα.

Ὁ Ἡρόδοτος (Ἱστορία Ε.57-58) ἀντιδιαστέλλει τοὺς Φοίνικες, δηλαδὴ τοὺς Ἕλληνες

ἐκ Φοινίκης, ἀπὸ τοὺς Γεφυραίους, δηλαδὴ τοὺς Σημίτες κατοίκους τῆς Φοινίκης. Οἱ πρῶτοι,

λέει ὁ Ἡρόδοτος, ἔφεραν τὰ «φοινικήια» ἤ «φοινίκεια» γράμματα στὴν Ἑλλάδα, οἱ Ἕλληνες

δηλαδή, καὶ ὄχι οἱ Σημίτες. Ὁ Ἡρόδοτος μάλιστα σκοπίμως δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ἄρθρο

«τά»˙ «εἰσήγαγον γράμματα» λέει, ὄχι «εἰσήγαγον τὰ γράμματα», ὑπονοώντας σαφῶς τὰ

συγκεκριμένα μόνο γράμματα… Σταδιακά, οἱ Ἕλληνες Φοίνικες μετὰ τὴν ἦττα τους ἀπὸ τοὺς

Χετταίους (1360 π.Χ.), τὸν διωγμό τους ἀπὸ τὴν Εὐαγορίτιδα (Οὐγκαρίτ) καὶ τὴν παράδοση


27

τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Φοινίκης (Βύβλου καὶ Σιδῶνος) στοὺς Σημίτες,

ἐγκαταλείπουν τὴ Μέση Ἀνατολή. Τὸ ὄνομα ὅμως ἔχει ἤδη ριζώσει˙ μᾶλλον τὸ

σφετερίστηκαν οἱ Χαναανίτες-Σημίτες, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ἱστορικὴ ὀνομασία καὶ καταξίωση,

ὅπως ἀκριβῶς πράττουν σήμερα οἱ βόρειοι γείτονες μὲ τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας. Οἱ

Ἕλληνες Φοίνικες ποὺ μένουν εἶναι πιὸ γνωστοὶ ὡς Φιλισταῖοι ἤ Παλαιστίνιοι…

Τὰ «φοινικήια» ἤ «φοινίκεια», τώρα, γράμματα ὀνομάστηκαν ἔτσι εἴτε, ὅπως λένε

πολλοί, διότι οἱ ἀρχαῖοι Βοιωτοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴ δίφθογγο «οι» στὴ θέση τοῦ «ω» καὶ

ἔλεγαν «φοινή» ἀντὶ «φωνή», εἴτε ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Φοινίκης ἤ τοῦ Φοίνικος, εἴτε διότι

γράφονταν σὲ φλοιοὺς φοινικόδενδρων, εἴτε διότι οἱ Ἕλληνες Φοίνικες συνήθιζαν νὰ

γράφουν μὲ κόκκινη μελάνη (Φοῖνιξ καὶ Φοινός = πορφυρός-κόκκινος, φοινίσσω =

κοκκινίζω), εἴτε, κατὰ τὴν προσωπική μου γνώμη, διότι διὰ τῶν γραμμάτων αὐτῶν

«φοινίσσεται», δηλαδὴ μεταφορικὰ φωτίζεται-λαμπρύνεται ὁ νοῦς.

Μόνο πού, δυστυχῶς, δὲν «φοινίσσονται», καὶ μὲ τὴν κυριολεκτικὴ καὶ μὲ τὴ

μεταφορικὴ ἔννοια, οἱ «φοινικίζοντες» ἐκπαιδευτικοὶ καὶ γλωσσολόγοι-γλωσσοκτόνοι μας…

Δραματικὰ ἐπίκαιρος ὁ καυστικὸς λόγος τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τοῦ ταγοῦ τοῦ

κινήματος τῆς ἐπανελλήνισης: «Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶναι τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ

πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνιστοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος. Ἡ ξενομανία εἶναι

χωριατιά, εἶναι προστυχιά. Εἶναι κουταμάρα. Εἶναι ἀφιλοτιμία. Εἶναι ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶναι

ξυπασιά. Καὶ εἶναι ἀμάθεια»!

Συνάδελφοι˙ φωτισμένοι διανοούμενοι˙ πνευματικοὶ ἄνθρωποι!

Ἔχουμε χρέος νὰ παραδώσουμε στὶς ἐπερχόμενες γενιὲς τὴ δάδα τοῦ Λόγου καὶ τῆς

Ἀλήθειας ἀναμμένη˙ ἔχουμε χρέος νὰ ἐμποδίσουμε τοὺς ὅποιους-ὅσους ζήλωσαν τὴ

«δόξα» τοῦ Ἡροστράτου καὶ ἐπιχειροῦν νὰ ἀσελγήσουν πάνω στὴ θεία Ἑλληνίδα γλῶσσα˙

νὰ πετύχουν ὅ,τι δὲν πέτυχαν οἱ Φραγκολεβαντῖνοι στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, διότι τότε

ἀντέδρασε τὸ ἀδούλωτο πνευματικὰ Γένος. Ἐμπρός, νὰ ὑψώσουμε τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο

τῆς γλώσσας μας νὰ καταυγάσει τὸν συννεφιασμένο πνευματικό μας οὐρανό! «Ὀμπρός˙

βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα˙ ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε

τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο!»

(Ὁμιλία τοῦ Γεράσιμου Ἀραβανῆ στὴν ἐκδήλωση τοῦ Ἐπαγγελματικοῦ Λυκείου

Λευκάδας, Πνευματικὸ Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Ἄνοιξη 2018)


28


29

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ἕλλην θάρσει, τ’ ἀληθὲς λέγων οὐ σφάλλει ποτέ

Εἰκόνα 14. ΗΡΑΚΛΗΣ ἤ ΜΕΛΚΑΡΤ ;

Ἑλληνικὸ ἤ Σημιτικὸ τὸ Ἀλφάβητο ;

«Τὸ ἀλφάβητο εἶναι ἐφεύρεση τοῦ Μωυσέως καὶ τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Οἱ Ἑβραῖοι ὑπῆρξαν

κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὸ πιὸ ἐγγράμματο ἔθνος τῆς γῆς μὲ δεύτερους τοὺς Ἕλληνες»

(«Τὸ Ἀλφάβητο», σελ. 337, Δρ. Κων. Σιαμάκης, φιλόλογος-θεολόγος, Θεσ/νίκη 1988)

«Ἐπιτρέψτε μου νὰ πιστεύω, ἐπειδὴ εἶναι κοινὴ παραδοχή, ὅτι οἱ Φοίνικες χρησιμοποίησαν

τὰ γράμματα τῶν Ἑλλήνων λόγω τῆς ἀναμίξεώς τους μὲ αὐτούς»

(«Κατὰ Ἀπίωνος» 1,28,4, Ἰώσηπος, Ἑβραῖος ἱστορικὸς τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας)


30

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΜΗΤΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΛΛΑΒΙΚΩΝ ΓΡΑΦΩΝ

«Οἶμαι προσήκειν ἡμῖν ἀμυνομένοις ὑπὲρ τῶν προγόνων ἅμα καὶ τῆς ἀληθείας»

(Πλούταρχος)

Ἀναστάσιος Δ. Στάμου

Ἡ ἱστορία τῆς πολυτρόπου Γραφῆς μας εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸν πλοῦτο τῶν

ἑλληνικῶν Διαλέκτων καὶ τῶν ἑλληνικῶν κατὰ περιοχὲς Γενῶν˙ Ἑτεόκρητες, Κύδωνες,

Δωριεῖς, Πελασγοὶ στὴν Κρήτη˙ Πελασγοί, Ἀρκάδες, Μινύες, Ἀχαιοί, Ὕαντες, Ἐκτῆνες,

Ἴωνες στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα˙ Πελασγοί, Χάονες, Μολοσσοί, Αἰολεῖς,

Μάγνητες, Μακεδνοί, Θρᾶκες σὲ Θεσσαλία, Ἤπειρο, Μακεδονία, Θράκη˙ Κᾶρες, Λέλεγες,

Τρῶες, Φρῦγες, Λύκιοι, Κίλικες, Κύπριοι στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Αἰγαίου μέρη˙ ἀλλὰ καὶ Σύριοι,

Φοίνικες, Αἰγύπτιοι, Λίβυοι, Ἰταλιῶτες, Τυρρηνοί-Ἐτροῦσκοι, Σικελιῶτες, Ἕλληνες τῶν πέριξ

περιοχῶν, ποὺ ἀποίκισαν ὁλόγυρα τὴ Μεσόγειο ἀπὸ πολὺ παλιὰ καὶ ἔθεσαν ἐξαρχῆς

ἑλληνικὰ ὀνόματα σὲ κάθε τόπο!

Ἡ ἱστορία αὐτὴ ἀποτελεῖ μία οὐσιώδη γνώση γιὰ τὴν Ἑλληνίδα Γλῶσσα, ποὺ λείπει

ἀπὸ τὴ δημόσια ἐκπαίδευση τῶν ἑλληνοπαίδων. Λείπει δυστυχῶς καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ ἔρευνα,

κυρίως ἀπὸ τὶς Φιλολογικές μας σχολές. Λείπει ἡ ἐμβάθυνση, ἡ συστηματικὴ ἀνάλυση, ἀλλὰ

καὶ ἡ σύγκριση πρὸς τὶς ἄλλες γειτονικὲς ἀρχαῖες γλῶσσες καὶ γραφὲς τῶν Σημιτῶν καὶ τῶν

Αἰγυπτίων, ποὺ θεωροῦνται (δογματικῶς) πρωτοεμφανιζόμενες στὸν πλανήτη καὶ πρότυπο

τῆς Ἀλφαβητικῆς γραφῆς. Εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀναντιστοιχία τῶν διδασκομένων κειμένων μὲ τὰ

κείμενα τῶν ἀρχαίων ἱστορικῶν μας συγγραφέων. Διαβάζοντας τὰ σχολικά μας βιβλία

δημιουργεῖται ἀλγεινὴ ἐντύπωση, λὲς καὶ δὲν τὰ γράφουν Ἕλληνες (βλ. Παράρτημα

ἐνταῦθα).

1. Ἡ ἀνοίκεια μεταχείριση τῆς μητέρας Γλώσσας καὶ τῆς Ἱστορίας μας

Κατὰ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια πολιτικῆς

διελκυστίνδας, ἡ Γλῶσσα μας σταδιακῶς ἀποδομήθηκε ὡς πρὸς τοὺς κανόνες τῆς

Γραμματικῆς καὶ τῆς Ὀρθογραφίας, ἀλλὰ πτώχευσε καὶ ὡς πρὸς τὸ Λεξιλόγιο, μὲ

«ἀπαγόρευση» χρησιμοποιήσεως λογίων ἐκφράσεων καὶ μὲ «πελέκημα» τοῦ συνδετικοῦ


31

κρίκου ἀρχαίας καὶ καθομιλουμένης. Χαρακτηριστικῶς ὁ Λουΐ Ρουσσὲλ

προτρέπει ἀπὸ τὸ Παρίσι τοὺς πρώτους δημοτικιστές: «…Γιατὶ νὰ κρατᾶ ἡ νεοελληνικὴ

γλώσσα τόνους καὶ πνεύματα… Ν’ ἁπλοποιήσετε λοιπὸν τὸ πολύπλοκο σύστημα τῶν

τόνων. Καλίτερα όμος ν απλοπιίσετε κε το γενικό σίστιμα τις ορθογραφίας. Καὶ καλήτερο

ἀκόμα νὰ καταργηθοῦν τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα… Ἡ μεταγραφὴ σὲ λατινικὰ στοιχεῖα εἶναι

εὔκολη, προσθέτει καὶ τὰ μπ, γκ, ντ…» (σ.σ. διατηρήσαμε τὴν ὀρθογραφία τοῦ

Γαλλοεβραίου Φιλολόγου Ρουσσέλ) – (πρβλ. βιβλίον «Ἡ γραπτή μας γλῶσσα καὶ οἱ

δολιοφθορεῖς της», Φίλιππας Ἀργυριάδης). Ἔτσι, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀνακτήσουμε

τὴν προσωδία τῆς φωνῆς μας, καταργήσαμε τὰ μακρὰ καὶ τὰ βραχέα, τοὺς τόνους καὶ τὰ

πνεύματα˙ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπιστροφὴ στὴν «Ἰθάκη πατρίδα γαῖα» (ἡ γλῶσσα εἶναι

πατρίδα). Ἡ Γραμματικὴ μεταλλάχθηκε μέσα σὲ μία γενιὰ παντελῶς, ἐνῶ κρατοῦσε τοὺς

κανόνες ἀπὸ τὴν «Τέχνη Γραμματική» τοῦ Διονυσίου τοῦ Θρακὸς γιὰ πάνω ἀπὸ 2.000

χρόνια… Φθάσαμε σήμερα νὰ διδασκόμαστε ὅτι ἡ δοτικὴ «λόγω» εἶναι πρόθεση, ὅτι τὰ

φωνήεντα εἶναι πέντε, ἐνῶ εἰσῆλθαν ὡς σύμφωνα τὰ μπ γκ ντ λαθραίως… Ἡ δολία καὶ

σκόπιμη αὐτὴ μετάλλαξη ἔγινε γιὰ νὰ διαχωρισθεῖ ἡ «νεοελληνική» (Modern Greek) – κατὰ

τό …«νεομακεδονική» τῶν Σκοπιανῶν (Modern Macedonian) – ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ Ἑλληνική,

καὶ συνεκδοχικὰ γιὰ νὰ διαχωρισθοῦν οἱ νῦν «πολυπολιτισμικοί» (παρηκμασμένοι)

Νεοέλληνες ἀπὸ τοὺς σεβάσμιους Ἕλληνες τῆς Ἱστορίας…

Μὰ καὶ στὴν Ἱστορία διαπιστώνουμε ἐθνοαποδομητικὲς μεθοδεύσεις˙ ἐνῶ θὰ ἔπρεπε

νὰ ἀντιμετωπίζουμε συντεταγμένοι τὸ συσσωρευμένο ἄχθος τοῦ διεθνοῦς ἐπιστημονικοῦ

κατεστημένου, ποὺ ἔχει ἐπιβάλει τὸ ἀντεπιστημονικὸ δόγμα τῶν «Ἰνδοευρωπαίων»

Ἑλλήνων εἰσβολέων καὶ τῶν δῆθεν Προελλήνων, μὲ σκοπὸ νὰ ἐμφανίζει τοὺς Ἕλληνες πὼς

ἕπονται ὅλων τῶν ἀνατολικῶν ἀρχαίων λαῶν, φθάσαμε νὰ ἀμφισβητεῖται καὶ ἡ ἑλληνικότητα

τῶν Νεοελλήνων... Καὶ ναὶ μὲν οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Σουμέριοι, οἱ Φοίνικες ἔχουν σήμερα ἐκλείψει

ἀναμεμιγμένοι μὲ πολλὰ ἔθνη, ὅμως οἱ Ἕλληνες ἔχουν ζωντανοὺς ἀπογόνους καὶ ζῶσα

Γλῶσσα, ποὺ ὀφείλουν νὰ τὴν ὑπερασπισθοῦν ἔναντι παντοίων ἐπιθέσεων καὶ

προσβολῶν, ὡς «Πατρίδα» πολυτιμότερη καὶ τοῦ ἐδάφους. Στοιχειοθετοῦμε τὶς ὑπὸ

συζήτηση μεθοδεύσεις:

Μεθόδευση πρώτη: Ἀποσιωπᾶται στὴ διδακτέα Ἱστορία μας ἡ αὐτοχθονία τῶν

Ἑλλήνων, ἐνῶ αὐτὴ διακηρύσσεται ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ «πανηγυρικῶς» ἀπὸ

τὸν Ἰσοκράτη σὲ ὅλους τοὺς τόνους: «Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’

ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ’ οὕτω καλῶς καὶ

γνησίως γεγόναμεν, ὥστ’ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,


32

αὐτόχθονες ὄντες» (Πανηγυρικός, 24). Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: «Σ’ αὐτήν (τὴ Χώρα)

κατοικοῦμε, χωρὶς νὰ ἐκδιώξουμε ἄλλους ἀπὸ ἐδῶ, οὔτε τὴν καταλάβαμε ἔρημη καὶ χωρὶς

νὰ συναχθοῦμε ἀναμεμιγμένοι μὲ πολλὰ ἔθνη˙ ἀντιθέτως, εἶναι τόσο καλὸ καὶ γνήσιο τὸ

γένος μας, ὥστε στὴ χώρα αὐτή, στὴν ὁποία γεννηθήκαμε, ζοῦμε ἀνέκαθεν, αὐτόχθονες

ὄντες»!

Μεθόδευση δεύτερη: Ἀποσιωπᾶται ἡ ἀρχέγονη παρουσία τῶν Ἑλλήνων στὴ Μέση

Ἀνατολὴ καὶ στὴν Αἴγυπτο, ἄν καὶ εἶναι ἄφθονες οἱ ἀναφορὲς στὰ ἀρχαῖα κείμενα. Δίδουμε

ἀμέσως δύο παραδείγματα (περισσότερα στὸ ἕνατο κεφάλαιο). Ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο

καταγεγραμμένο κατακλυσμὸ ὁ Ὤγυγος διαφεύγοντας κτίζει τὶς Θῆβες τῆς Ἄνω Αἰγύπτου:

«…Ὠγύγου καὶ Θήβης, τῶν Ἀττικῶν αὐτοχθόνων, ἐλθόντων ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον, τά τε

Μυστήρια πρῶτον αὐτοῖς κατασκευάσασθαι τὰ περὶ τὴν Ἶσιν, καὶ θεοὺς οὕτως ὀνομάσαι

τούτους μετὰ τὸ κτίσαι Ὤγυγον τὰς ἐκεῖ Θήβας τὴν πόλιν» (Φερεκύδης, ἀπόσπασμα). Ἀλλὰ

καὶ ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν ἱστορικῶν πλέον δυναστειῶν τῆς Αἰγύπτου (εἰκόνα 15) ἔχει τὸ

ὄνομα ΜΝΣ (Menes-Μήνης˙ Μινύας, Μίνως). Οἱ προηγούμενοι βασιλεῖς ἔχουν ὅλοι

ἑλληνικὰ ὀνόματα (Μανέθων, Αἰγυπτιακά).

Ὁ Πλούταρχος, πολυγραφότατος σοφὸς πρόγονος καὶ ἱερεὺς τῶν Δελφῶν,

ἐπισημαίνει καὶ στηλιτεύει τὴν «κακοήθεια» στὴ συγγραφὴ Ἱστορίας: «Δέχεται δὲ διήγησις

ἱστορικὴ κακοήθεια, ἄν χρήμασι φάσκῃ μὴ δι' ἀρετῆς κατειργάσθαι τὴν πρᾶξιν... τὰ μὲν

χρηστὰ μὴ γράψαι τὰ δ' αἰσχρὰ μὴ παραλιπεῖν»˙ ν. ἀπόδοση: «ὑπάρχει κακοήθεια στὴ

συγγραφὴ Ἱστορίας, ἄν ὁ ἱστορικὸς λόγω χρημάτων δὲν ἔχει ἐπεξεργαστεῖ ἀντικειμενικὰ τὰ

στοιχεῖα, μὲ συνέπεια τὰ χρηστὰ νὰ μὴν τὰ γράψει, καὶ τὰ αἰσχρὰ νὰ μὴν τὰ παραλείψει».

2. Ἐπιθέσεις κακοηθείας – Ἄμυνα προμαχούντων Ἑλλήνων

Ἰδοὺ δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἱστορικῆς κακοηθείας, ποὺ ἔρχονται σὲ

ἄκρα ἀντίθεση μὲ τὶς γραπτές μας παραδόσεις (καὶ δίδουν τὴ «γραμμή» στὰ σχολικά μας

βιβλία):

Α) Ἀπὸ τὴν «Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας» τοῦ Albin Lesky

(Πανεπιστήμιον Βιένης, 1957) δίδουμε ἀποσπάσματα: «Δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ

προσδιορίσουμε ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ πρῶτα μεταναστευτικὰ κύματα ἀπὸ ἑλληνικὲς

φυλὲς εἰσέβαλαν ἀπὸ τὸν Βοριὰ στὴ νότια Βαλκανική, ἁδρὰ ὅμως μποροῦμε νὰ τὴν

τοποθετήσουμε σωστά στὴν ἀρχὴ τῆς 2 ης χιλιετίας π.Χ. Οἱ Ἕλληνες δὲν ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ

ἐγκαταστάθηκαν σ’ αὐτὴν τὴν γῆ… οἱ λαοὶ ποὺ βρῆκαν ἐδῶ ἀνῆκαν σὲ τελείως διαφορετικὴ


33

ἐθνικὴ περιοχή. Οἱ ἴδιοι διέσωσαν πληροφορίες γιὰ ξένους λαούς (!) ὅπως

τοὺς Πελασγούς, Κάρες καὶ Λέλεγες… Ὅπως οἱ Ἕλληνες σὰν λαός, ἔτσι καὶ οἱ μύθοι τους

εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἕνωσης ἰνδοευρωπαϊκῶν καὶ μεσογειακῶν στοιχείων. Καὶ μόνη ἡ

παρατήρηση ὅτι μεγάλος ἀριθμὸς θεῶν καὶ ἡρώων ἔχουν ὀνόματα ὄχι ἑλληνικά (!) ἀνοίγει

μιὰν πλατιὰ θέα στὴν προβληματική… Κάποιος μεγαλοφυὴς Ἀνώνυμος (!) ἔδωσε στὴ

βορειοσημιτικὴ συμφωνικὴ γραφὴ ἐκεῖνες τὶς ἀλλαγές, ποὺ ἔκαμαν δυνατὴ τὴν καταγραφὴ

καὶ τῶν φωνηέντων, καὶ ὁδήγησαν ἔτσι στὴν ἑλληνικὴ φθογγικὴ γραφή»…!

Ἀφήνουμε ἕναν γνήσιο προμαχοῦντα Ἀρχαιολόγο μας, αὐτὸν ποὺ ἀνακάλυψε τὴν

Λακεδαίμονα στὴν Πελλάνα Λακωνίας καὶ τὸ Ἀμφεῖον (τάφο-πυραμίδα) στὴ Θήβα Βοιωτίας,

τὸν Θεόδωρο Σπυρόπουλο, νὰ ἀπαντήσει ἀνθ’ ἡμῶν: «Δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι καὶ

διατεθειμένοι νὰ ἀπαλείψουμε τὴ γραπτή μας κληρονομιὰ καὶ νὰ καταστήσουμε τὰ μνημεῖα

μας ἀνώνυμα, ὅπως θέλει ἡ μοντέρνα ἀρχαιολογία. Ἀνώνυμα μνημεῖα ἀνήκουν σὲ

ἀνώνυμους λαούς. Οἱ Ἕλληνες ὅμως εἶναι καὶ ἐπώνυμοι καὶ περιώνυμοι»! Τὰ μνημεῖα ποὺ

ἀνέσκαψε στὴ Θήβα καὶ στὴν Πελλάνα ἀνήκουν στὸν πολιτισμὸ τῶν Μινυῶν, ποὺ τυγχάνει

κατὰ 1.000 χρόνια προγενέστερος τοῦ Μυκηναϊκοῦ! Κατεχώθησαν ἀμφότερα ἀμέσως, μὲ

τσιμέντο καὶ τόνους χαλίκια, μὲ ἐντολὴ ἄνωθεν, διότι… («ἀπαγορεύεται» νὰ ξεπεραστεῖ τὸ

ὅριο γιὰ τὴν ἀπώτερη ἱστορικὰ παρουσία Ἑλλήνων πέραν τῆς 2ας χιλιετίας π.Χ.).

Ἐμεῖς προσθέτουμε ὡς ἀπάντηση, ὅτι οἱ αὐτόχθονες δῆθεν «ξένοι λαοί» ποὺ

ἀναφέρει ὁ Lesky ἀνήκουν στὸ ἑλληνικὸ γένος˙ οἱ μὲν Κάρες = Κεφαλλῆνες (σὲ ἄλλη

διάλεκτο), οἱ δὲ Πελασγοί = Λέλεγες, ἀφοῦ ὡς πελαργοί (λελέκια στὴν ἄλλη διάλεκτο)

ταξίδευαν σ’ ὅλη τὴ γῆ. Μάρτυς ὁ Ἀχιλλεὺς ποὺ προσεύχεται στὸν Πελασγικὸ Δία τῆς

Δωδώνης: «Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικέ»! (Ὅμηρος, Ἰλιάς, Π.233). «Δῖοι Πελασγοί»

(θεϊκοί-φωτεινοί) προσαγορεύονται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ στὴν Κρήτη τῶν ἐνενῆντα πόλεων!

Β) Στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινή» (Ἑπτὰ Ἡμέρες, 3-10-1999), σὲ ἀφιέρωμα 31

σελίδων γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, στὸ κεφάλαιο «Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνική», ποὺ γράφει ὁ

Καθηγητὴς τῆς Κλασικῆς Φιλολογίας τοῦ Τμήματος Μεθοδολογίας, Ἱστορίας καὶ Θεωρίας

τῆς Ἐπιστήμης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μ.Ζ. Κοπιδάκης, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

«Ανάμεσα στα Ουράλια όρη και στην Κασπία θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας,

διαβιούσε μια φυλή πολυπληθής, που είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού: Οι

Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές το λαό που

ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου)... Στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να

διασπάται... Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων ήρθε στὴ Βαλκανική... Στη χώρα που

εισέβαλαν οι Έλληνες, κατοικούσαν ...οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Πελασγοί, με ένα όνομα οι


34

Προέλληνες... Πάντως οι Έλληνες προσοικειώθηκαν τον εκλεπτυσμένο

πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κατά συνέπεια και τους όρους που εξέφραζαν τα

πολιτιστικά τους επιτεύγματα: ειρήνη, βασιλεύς, πλίνθος, ασάμινθος. Πολλά προελληνικά

τοπωνύμια διατηρήθηκαν: Μυκήναι, Αθήναι, Κόρινθος, Λυκαβηττός, Κρήτη, Λάρισα.

Προελληνικά είναι και ορισμένα θεωνύμια: Αθηνά, Αφροδίτη, Ήφαιστος... Στους κατοπινούς

αιώνες η ελληνική γλώσσα πλουτίζεται και με δάνεια από την Ανατολή: Εβραϊκή προέλευση

έχει ο χρυσός…»

Τοῦτο χαρακτηρίζουμε ὡς ὑπόδειγμα παραφιλολογίας, ἀλλὰ καὶ τεκμήριο τῆς

ἐπιβεβλημένης διεθνῶς – φεῦ καὶ ἐν Ἑλλάδι – κατευθύνσεως γιὰ τὴ σειρὰ καὶ τὸν χρόνο

ἐμφανίσεως καὶ δράσεως τῶν ἀρχαίων λαῶν στὸ προσκήνιο τῆς Ἱστορίας: οἱ Ἕλληνες

ἐμφανίζονται τελευταῖοι, λίγο πρὶν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους… Ἀλλ’ ἄς ἀπαντήσει ἐνταῦθα ἕνας

ἄλλος προμαχών, ὁ ἀστρονόμος Κων. Χασάπης, ὁ ὁποῖος στὴ διδακτορική του διατριβὴ μὲ

ἀναλύσεις ἐπὶ τῶν παναρχαίων Ὀρφικῶν κειμένων, γράφει: «Ἀπεβλέψαμε νὰ δείξωμε τὸν

ἀληθῆ πνευματικὸ πολιτισμὸ τῶν μακρυνῶν Ἑλλήνων προγόνων μας καὶ νὰ

ἀποκαταστήσουμε τούτους εἰς τὴν πατρίδα τους τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπ’ ἀρκετὸν

τοὺς ἐξετόπισαν οἱ δῆθεν “Προέλληνες” τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἐφευρέθησαν ἀπὸ τοὺς

ξένους συγγραφεῖς»!

Θεωροῦμε ἐπιβεβλημένη ὅμως τώρα μία πολυσήμαντη ἀπάντηση στὴν τελευταία

πρόταση τοῦ πανεπιστ. καθηγητοῦ κ. Κοπιδάκη περὶ τῆς ἑβραϊκῆς προελεύσεως τῆς λέξεως

«χρυσός». Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔγραφαν πάνω σὲ χρυσό (εἰκόνα 16: Χρυσῆ καρφίτσα μὲ ΓΓΑ

στὸ Μουσεῖον Ἁγ. Νικολάου Κρήτης), καὶ ὅταν οἱ Ἕλληνες ὀνόμαζαν καὶ ἔγραφαν τὸν

χρυσὸ ku-ru-so μὲ ΓΓΒ, δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα ἑβραϊκὸς λαὸς καὶ ἑβραϊκὴ γλῶσσα, οὔτε

ἑβραϊκὲς πόλεις, οὔτε φυσικὰ πολιτισμὸς ἑβραϊκὸς μὲ ἐργαστήρια χρυσοῦ. Ἄλλωστε ὁ

πρῶτος ἀποκληθεὶς Ἑβραῖος, ὁ Χαλδαῖος Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν Οὔρ, φθάνοντας στὴν

Παλαιστίνη, στὴ γῆ Χαναὰν κατὰ τὴ Βίβλο, «παρώκησεν ἐν Γεράροις» (εἰκόνα 17: Χάρτης

περιοχῆς Παλαιστίνης), καὶ συνάντησε τὸν ἡγέτη τῆς ὀνομαστῆς πόλεως τῶν Φιλισταίων

(Αἰγαίων Κρητῶν), τὸν βασιλέα Ἄβι (Ἀβι-μέλεχ)˙ ἡ ἑλληνικότητα τῶν Φιλισταίων ὁμολογεῖται

στὴν Παλαιὰ Διαθήκη («ἐξεγερῶ τὰ τέκνα σου Σιὼν κατὰ τῶν τέκνων τῶν Ἑλλήνων», λέει

στὰ ἴσα ὁ Ζαχαρίας). Τοῦτο ὅμως ἀποδεικνύεται πλέον ἀπὸ τὰ σύγχρονα ἀρχαιολογικὰ

εὑρήματα στὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς πόλεις τῆς Παλαιστίνης (Γάζα, Ἄζωτος, Ἀσκάλων,

Ἀκκαρών…). Ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβε τότε ὡς «δῶρο», ἀπὸ τὸν Ἕλληνα βασιλιά καὶ ἀπὸ τὸν

Αἰγύπτιο Φαραὼ ἀντιστοίχως, «ἀργύριον καὶ χρυσίον», γενόμενος «πλούσιος σφόδρα»

(Γένεσις)… Πολὺ ἀργότερα ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔκαμε σαράντα χρόνια προσπάθειες


35

ὁμογενοποιήσεως τοῦ λαοῦ ποὺ ἐξήγαγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν ἔρημο Σινᾶ, ἔφκιαξε

τὸν νέο λαὸ τῶν Ἑβραίων, ποὺ ἐπιτέθηκε στοὺς Φιλισταίους καὶ λοιποὺς προηγουμένους

κατοίκους τῆς περιοχῆς, γιὰ νὰ καταλάβει τὴν πολυπόθητη γῆ Χαναάν, ὡς «διαθήκη» (ἄν

δεχθοῦμε ὡς ἀληθινὰ γεγονότα τὰ γραφόμενα τῆς Βίβλου…).

Μεθόδευση τρίτη: Στὴν ἔκδοση-ὁδηγὸ τοῦ Βρεττανικοῦ Μουσείου γιὰ τὶς ἀρχαῖες

Γραφές «Reading the Past», «Ancient Writing from Cuneiform to the Alphabet», οἱ

Χανααναῖοι ἀναφέρονται ὡς Σημίτες˙ καμία νύξη γιὰ ἑλληνικὴ ἤ ἔστω αἰγαιακὴ παρουσία…

Δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὴ κακοήθεια αὐτὴ ἡ ἀπόκρυψη; Ἐπειδὴ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν

ἑρμηνεία τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀλφαβήτου στὴ Μέση Ἀνατολή, τονίζουμε: «Ἡ γραφὴ τῆς

Κρήτης εἶναι ἡ μήτηρ τῆς φοινικικῆς˙ ἀπὸ τοὺς Κρῆτες τὴν πῆραν οἱ Φιλισταῖοι, καὶ ἀπὸ τοὺς

Φιλισταίους οἱ Φοίνικες», γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἔβανς (Scripta Minoa). Δὲν πρέπει νὰ

διευκρινισθεῖ ποιοὶ εἶναι οἱ Φιλισταῖοι;

3. Ἐνστάσεις γιὰ τὴν κατεστημένη Προϊστορικὴ Ἀρχαιολογία καὶ Γλωσσολογία

Ὁ ἀρχαιολόγος Παπαγιαννόπουλος Παλαιὸς διατυπώνει τὶς πρῶτες ἐνστάσεις γιὰ τὴ

λανθασμένη, ὡς ἐννοεῖ, χρονολόγηση τῶν εὑρημάτων στὴν Ἑλλάδα (Ἀρχαιολογικὸ

περιοδικό «Πολέμων», τ.Ε΄, 1952-53): «Εἰς τὰ πλεῖστα τῶν προβλημάτων τῆς προϊστορικῆς

ἀρχαιολογίας αἱ μέχρι τοῦδε προταθεῖσαι καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον ἰσχύουσαι λύσεις

στηρίζονται ἐπὶ ἀσθενῶν ὑποθέσεων… Οὕτως ὁλόκληρον σχεδὸν τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐν

Ἑλλάδι προϊστορικῆς ἀρχαιολογίας εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἑτοιμόρροπον καὶ κινδυνεύει νὰ

καταρρεύσῃ, εὐθὺς ὡς εὑρεθῇ καὶ μικρὸς ἔστω ἀδόκητος πόρος ἀσφαλοῦς ἑρμηνείας,

πέραν τῶν συμβατικῶν προσπαθειῶν τῆς ξηρᾶς στατιστικῆς ἐκθέσεως καὶ περιγραφῆς

εὑρημάτων».

Στὴν ἐπιβολὴ φραγῆς στὸ προϊστορικό μας βάθος ἀπὸ τὸ διεθνὲς ἐπιστημονικὸ

κατεστημένο ἀντέδρασε χαρακτηριστικῶς καὶ ὁ ἀρχαιολόγος Δημήτρης Θεοχάρης

(Νεολιθικὸς Πολιτισμός, ΜΙΕΤ, 1993): «Ἡ ἐπίμονη ὅσο καὶ ἀστήρικτη ἐπιστημονικὰ πίστη

γιὰ τὴν πρωιμότητα τοῦ πολιτισμοῦ στὴν Αἴγυπτο ἐπηρέασε γιὰ μεγάλο διάστημα καὶ τὴ

χρονικὴ ἀποτίμηση τῆς ἑλληνικῆς Προϊστορίας. Γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεαστῆ τὸ ὅριο τοῦ 3.000

π.Χ. (ἀρχὴ τῶν ἱστορικῶν δυναστειῶν τῆς Αἰγύπτου) ἔπρεπε νὰ συμπτυχθοῦν οἱ φάσεις τῆς

ἐξέλιξης στὴν Ἑλλάδα».

Ἄν καὶ ἡ θεωρία τῆς ὑπάρξεως «Ἰνδοευρωπαϊκῆς» Φυλῆς ἔχει σχεδὸν ἀπορριφθεῖ,

ἀφοῦ οὐδὲν ἀρχαιολογικὸ τεκμήριο ὑφίσταται, ἔχει ἐντούτοις παραμείνει ἡ σαφῶς ὑποθετική

(ἀναπόδεικτη) ὕπαρξη τῆς «Ἰνδοευρωπαϊκῆς» ὁμογλωσσίας… Ἡ διδασκόμενη αὐτὴ


36

ἀντίληψη κατατάσσει λανθασμένα σὲ μία ὑποτιθέμενη «προελληνική» γλῶσσα ὅσες

λέξεις δὲν ἀπαντοῦν στὴ Σανσκριτική (ἀρχαία Ἰνδική) καὶ στὶς λοιπὲς ἀπὸ κοινοῦ

θεωρούμενες «ἰνδοευρωπαϊκές» γλῶσσες. Ἔτσι κατατάσσουν τὴ λέξη π.χ. «θάλασσα» ὡς

«προελληνική», ἐνῶ τὴ λέξη «ἅλς» ὡς ἑλληνική (ἄρα μεταγενέστερη τῆς θαλάσσης).

Εὐκόλως ὅμως ἀποδεικνύεται ὡς λανθασμένος αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμός, διότι συμβαίνει τὸ

ἀντίθετο˙ ἡ πρωτολέξη «ἅλς, ἁλός» προηγεῖται τῆς συνθέτου λέξεως: θάλασσα =

ἅλς+ἀίσσω (ὁρμῶ). Μία παράλογη (δογματική) θεωρία ποὺ καταλήγει σὲ ἄτοπα δημιουργεῖ

ἑτοιμόρροπο ἐποικοδόμημα...

Ἡ ἑλληνικὴ βιβλιογραφία εἶναι πλέον ἰσχυρὴ σὲ ἀποδεικτικὸ ὑλικὸ σχετικῶς μὲ τὴν

ἀνυπαρξία τῶν «Ἰνδοευρωπαίων», ἀλλὰ καὶ τῆς ὑποθετικῆς «ἰνδοευρωπαϊκῆς

ὁμογλωσσίας», προκρίνοντας τὴν ἀπωτάτη Ἑλληνικὴ ὡς πρωτογλῶσσα. Π.χ. ἐπιγραφὴ

ΓΓΑ ἐπὶ ἀργυροῦ πελέκεως στὸ Ἀρκαλοχώρι Κρήτης (εἰκόνα 13), ἀλλὰ καὶ ἐπὶ λιθίνου

κοχλιαρίου στὰ Κύθηρα (εἰκόνα 18), φέρει τὴ λέξη «ΔΑ-ΜΑ-ΤΕ» = Δᾶ Μάτερ (Γῆ Μητέρα)!

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λέξη «μάτερ», ποὺ θεωρεῖται ὡς ἡ ἀρχικὴ «ἰνδοευρωπαϊκή», ἀπὸ τὴν ὁποία

προκύπτει ἡ σανσκριτικὴ mata, ἡ ἑλληνικὴ «μήτηρ» καὶ ἡ λατινικὴ mater, εὑρίσκεται στὴν

«προελληνικὴ» γλῶσσα, τοῦτο δεικνύει σαφέστατα τὴν ἀναζητουμένη πηγή˙ ἄρα, καὶ τὴν

ἀφετηρία διασπορᾶς (βλ. εἰκόνα 51 τῆς αἰγαιακῆς ἀφετηρίας τῆς «παλαιοευρωπαϊκῆς»

γραφῆς τοῦ 5.500 π.Χ. καὶ τῆς διασπορᾶς της, κατὰ τὸν ἔξοχο ἐρευνητὴ καθηγητὴ Harald

Haarman).

4. Οἱ προαλφαβητικὲς Γραφὲς τοῦ ἀρχαίου κόσμου

Τὸ διεθνὲς ἀκαδημαϊκὸ κατεστημένο ἀφέθηκε ἐλεύθερο νὰ προωθεῖ ἀπόψεις

μεροληπτικὲς ἕως προσβλητικὲς γιὰ τὴν ἱστορία τῆς γραφῆς μας, ἄνευ ἀντιστάσεως τῶν

ἐκπροσώπων τῆς μόνης ζώσας ἀρχαίας γλώσσας, τῆς Ἑλληνικῆς. Διδάσκεται λοιπὸν ὅτι ἡ

Γραφὴ γενικῶς ξεκινάει περὶ τὸ 3.200-3.000 π.Χ. στὴ Μεσοποταμία καὶ στὴν Αἴγυπτο. Πολὺ

ἀργότερα ἐμφανίζεται ἡ Γραφὴ στὴν Κρήτη, τὸ 2.100 π.Χ. Πρῶτοι, λένε, γράφουν οἱ

Σουμέριοι, στὴν ἀρχὴ μὲ εἰκονογραφικὰ σύμβολα – ποὺ ὅμως μοιάζουν πολὺ μὲ τὴν

Κρητικὴ εἰκονογραφικὴ γραφή (εἰκόνα 19: Ταύτιση Σουμεριακῆς μὲ τὰ ἀντίστοιχα γράμματα

τῆς Κρητικῆς Εἰκονογραφικῆς-Ἱερογλυφικῆς γραφῆς). Παρακάτω θὰ ἀναφέρουμε τὴν

πολιτιστικὴ ἐκστρατεία τοῦ Διονύσου στὴν Ἀνατολή, ποὺ ἐπίσης ἀποσιωπᾶται… Θὰ

δώσουμε δὲ παραδείγματα Σφηνοειδοῦς καὶ Ἱερογλυφικῆς γραφῆς, γιὰ νὰ κρίνει ὁ καθεὶς


37

ἀπὸ μόνος του πόσες ἀμφισημίες, περιφραστικὲς ἑρμηνεῖες καὶ ἀμφιβολίες

γεννοῦν οἱ δύσχρηστες αὐτὲς γραφές, δομημένες χωρὶς γραμματικοὺς κανόνες.

Η ΣΦΗΝΟΕΙΔΗΣ ΤΩΝ ΣΗΜΙΤΩΝ (ΑΚΚΑΔΙΩΝ): Περὶ τὸ 2.800 π.Χ. οἱ Σουμέριοι

(ποὺ δὲν εἶναι Σημίτες) περνοῦν στὴ Σφηνοειδῆ γραφή, τὴν ὁποία υἱοθετοῦν οἱ Βαβυλώνιοι

τὸ 2.400 π.Χ., ἐνῶ οἱ Σουμέριοι «ἐξαφανίζονται». Οἱ Ἀσσύριοι κατόπιν στρέφουν τὰ

σύμβολα τῆς σφηνοειδοῦς κατὰ 90°, τὸ 650 π.Χ., διατηρώντας τὶς ἴδιες, σουμεριακὲς πάντα,

φωνητικὲς ἀξίες. Ὅλα αὐτὰ μὲ λεπτομέρειες περιγράφονται στὸ ἀξιόλογο ἔργο τοῦ

Βρεττανικοῦ Μουσείου «Reading the Past», ἐπιμέλειας C.B.F. Walker (1990), ὅπου

ἀναφέρεται (σελ. 22 καὶ 26) ὅτι: «Στὴ Σφηνοειδῆ ὑπάρχουν σύμβολα ποὺ ἐκφράζουν τὴν

ἰδία συλλαβή (ὁμοφωνία) καὶ συγχρόνως τὸ αὐτὸ σύμβολο δύναται νὰ ἔχει πολλὲς ἀξίες

(πολυφωνία)… Ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν συμβόλων εἶναι 600, καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν δυνατῶν

ἀξιῶν πολὺ μεγαλύτερος. Ὑπάρχουν 14 τρόποι γραφῆς τῆς συλλαβῆς gu, ἐνῶ συγχρόνως

gu σημαίνει “βόδι” καὶ “κλωστή”… Ἡ λέξη ti σημαίνει “βέλος” ἀλλὰ καὶ “ζωή” (εἰκόνα 20). Ἡ

λέξη “στόμα” γράφεται ka, ἀλλὰ ka σημαίνει καὶ “φωνάζω”, ἀλλὰ τὸ “φωνάζω” γράφεται καὶ

gu… Ἐπίσης τὸ σύμβολο ka διαβάζεται καὶ zu (σημαίνει “δόντι”), ἀλλὰ καὶ du (σημαίνει

“ὁμιλῶ”), καὶ inim (σημαίνει “λέξη”)» – τραγέλαφος…!

Ἀργότερα, στὴν πόλη Οὐγκαρὶτ τῆς Συρίας (ἑλληνικὴ Εὐαγορῖτις τῶ ὄντι, ἀπέναντι

ἀπὸ τὴν Κύπρο) ἐμφανίζεται περὶ τὸ 1.200 π.Χ. ἕνα ἀλφαβητικὸ σύστημα γραφῆς μὲ 27

ἐπιλεγμένα σφηνοειδῆ σύμβολα (εἰκόνα 21). Προφανῶς μιμεῖται τὸ ἑλληνικό, ποὺ ἔχει ἤδη

διαδοθεῖ ἀπὸ ἐποχῆς Κάδμου, ὅπως θὰ ἀναλύσουμε παρακάτω.

Η ΙΕΡΟΓΛΥΦΙΚΗ ΤΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ: Στὴν Αἴγυπτο γράφουν μὲ τὴν Ἱερογλυφικὴ

γραφή, μὲ σύμβολα δηλαδὴ ποὺ μοιάζουν μὲ εἰκονογράμματα (pictograms), ὅπως στὸν

Δίσκο τῆς Φαιστοῦ τῆς Κρήτης, μόνο ποὺ τὰ αἰγυπτιακὰ σύμβολα εἶναι πάνω ἀπὸ 1.000,

ἐνῶ τοῦ Δ.Φ. εἶναι μόλις 45. Ὑπάρχει μεγάλη ποιοτικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δύο γραφές.

Κάθε αἰγυπτιακὸ σύμβολο εἶναι μία εἰκόνα, ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει μία ὁλόκληρη λέξη ἤ νὰ

παριστάνει τὸ πρῶτο γράμμα αὐτῆς τῆς λέξεως (ἀκροφωνία). Ἐπίσης μπορεῖ νὰ ἐκφράζει

δίψηφα ἤ τρίψηφα συμπλέγματα φθόγγων. Τὸ ἴδιο γράμμα μπορεῖ νὰ παρίσταται ἀπὸ

διάφορες εἰκόνες ποὺ τὸ ἔχουν ὡς ἀκρόφωνο. Φωνήεντα δὲν ὑπάρχουν. Κανόνες

οὐσιαστικὰ δὲν ὑπάρχουν. Οἱ αἰγυπτιακὲς ἐπιγραφὲς φαίνονται ὡς «λίθοί τε καὶ πλίνθοι καὶ

ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως ἐρριμμένα» (Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, Γ΄.1,7)… Ἄν δὲν

ὑπῆρχαν δίγλωσσες ἐπιγραφές (π.χ. Rosetta stone μὲ ἑλληνικά καὶ αἰγυπτιακὰ ἱερογλυφικὰ

καὶ δημώδη) δὲν θὰ εἶχε διαβαστεῖ ἡ αἰγυπτιακὴ γραφή. Πάντως ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίνεται εἶναι


38

περιφραστική, καὶ ὄχι ἀκριβής. Δίδουμε παραδείγματα μὲ αἰγυπτιακὰ σύμφωνα καὶ

λέξεις (εἰκόνες 22, 23). Ὁ σχηματισμὸς προτάσεων εἶναι ἀσαφής…

Ἡ σειρὰ ἀναγραφῆς δὲν τηρεῖται πάντα στὴν προφορά. Στὶς εἰκόνες αὐτὲς

παρατηροῦμε ὅτι τὸ s γράφεται μὲ τρεῖς (τοὐλάχιστον) διαφορετικοὺς τρόπους. Τὸ k

γράφεται μὲ δύο τρόπους. Τὸ m γράφεται μὲ τρεῖς τρόπους. Τὸ σύμβολο γιὰ τὴν λέξη

«πόλη» καὶ τὴν «χώρα» διαβάζεται niw , ἀλλὰ καὶ w. Τὸ σπίτι εἶναι pr. Ὁ ἀδελφὸς sn. Ἡ

γυναίκα st. Ἡ κυρία nbt. Ὁ ἥλιος r e . Ἡ Αἴγυπτος γράφεται kmt-niw. Ἄρα ἡ λέξη «Αἴγυπτος»

δὲν εἶναι ἀντιγραφὴ ἐκ τῆς αἰγυπτιακῆς ὀνομασίας τῆς χώρας˙ ἔχει προέλευση καὶ

ἐτυμολογία ἑλληνική. Οἱ λέξεις Αἰγεύς, Αἰγιάλιος, Αἰγύπτιος, Αἰθίοψ, σαφῶς ἐτυμολογοῦνται

καὶ ὑπάρχουν γραμμένες μὲ ΓΓΒ («Σύντομος Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Μυκηναϊκὴν Φιλολογίαν», Ἰ.

Προμπονᾶς, σελ. 148)˙ ἄρα δείχνουν ὅτι εἶναι πανάρχαιες ἑλληνικές.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ αἰγυπτιακά, τὰ σύμβολα τοῦ Δίσκου τῆς Φαιστοῦ εἶναι

συλλαβογράμματα μὲ διάκριση τῶν φωνηέντων (εἰκόνα 24). Ἡ χρονολόγησή του στὸ 1.700

π.Χ. εἶναι ἐντελῶς ὑποθετική˙ κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας εἶναι πολὺ ἀρχαιότερος, διότι τὸ

εἰκονιζόμενο πολυώροφο κτίριο μὲ θολωτὴ στέγη ἀνάγεται στὸ 6.000 π.Χ. στὴν πόλη

Χοιροκοιτία τῆς Κύπρου (εἰκόνα 25). Σημειωτέον, οἱ βάσεις τῶν οἰκιῶν ἔχουν διάμετρο ἕξι

μέτρα οἱ μικρές, καὶ δέκα οἱ μεγάλες. Ἄρα τὸ ἀντίστοιχο ὕψος προκύπτει λογικὰ πὼς θὰ

ἦταν δέκα καὶ δεκαέξι μέτρα˙ δηλαδὴ ἐπρόκειτο γιὰ πολυώροφα κτίρια, ἀλλὰ σώζονται μόνο

τὰ θεμέλια σήμερα.

5. Οἱ Ἑλληνικὲς προαλφαβητικὲς Γραφές

Στὴν Κρήτη ἡ Εἰκονογραφικὴ γραφὴ ἐμφανίζεται πρώτη, μᾶς λένε, περὶ τὸ 2.100

π.Χ., ἕπεται ἡ Ἱερογλυφικὴ τὸ 1.900 π.Χ., ἐνῶ ἡ γραφὴ τοῦ Δίσκου τῆς Φαιστοῦ θεωρεῖται

τοῦ 1.700 π.Χ. Τότε ἔχουμε καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς ΓΓΑ, ἡ ὁποία – ὅπως καὶ οἱ προηγούμενες

γραφὲς στὴν Κρήτη – δὲν θεωρεῖται ἀκόμα ἑλληνική (!). Ὀνομάζεται ἀορίστως Αἰγαιακή

(«προελληνική»), διότι δὲν ἔχουν τύχει γενικῆς ἀποδοχῆς οἱ ἀποκρυπτογραφήσεις ποὺ

ἔχουν προταθεῖ. Ἡ ΓΓΒ τοῦ 1450 π.Χ. ἔχει πλέον διαβαστεῖ καὶ εἶναι ἑλληνική (θεωρεῖται ἡ

γραφὴ τῶν Μυκηναίων).

Μεθόδευση τέταρτη: Ὅταν ἀναφέρονται στὴ Μέση Ἀνατολή, μιλᾶνε πάντοτε γιὰ

Σημίτες (Βαβυλώνιους, Ἀσσύριους, Φοίνικες, Ἑβραίους), ἄν καὶ εἶναι διαφορετικοὶ μεταξύ

τους λαοί. Ὅταν ἀναφέρονται στὴν Ἑλλάδα, πάντοτε διακρίνουν Προέλληνες (καὶ ἐννοοῦν

ἀλλοεθνεῖς «Αἰγαίους καὶ Κρῆτες»), καὶ Ἕλληνες (Μυκηναίους, Ἀχαιούς)… Στὸ Διμήνι καὶ


39

στὴ Λέρνα (εἰκόνα 26) ποιὸς ἔγραφε κατὰ τὴν «νεολιθική» ἐποχή; Προ-σημίτες ἤ Προαιγύπτιοι

γιατὶ δὲν ἀναφέρονται ποτέ;

Ἡ Γραμμικὴ Γραφὴ Α βρέθηκε ἤδη στὴν Ἰθάκη (2.700 π.Χ) ἀπὸ τὸν Πὼλ Φώρ, καὶ

στὴ Σύρο (2700-2300 π.Χ.) σὲ πήλινο κύπελλο ποὺ ἐκτίθεται στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο

Κοπεγχάγης (εἰκόνα 27, βλ. βιβλίον «Ἱερὰ Ἐλευσίς, ἡ ἀληθινὴ Ἱστορία», σελ. 168, Ἀναστ.

Στάμου). Ἄρα ἡ ΓΓΑ εἶναι πολὺ ἀρχαιότερη ἀπ’ ὅ,τι ἐθεωρεῖτο, τοὐλάχιστον κατὰ 1.000

χρόνια. Ἡ ΓΓΑ εἶναι συλλαβικὴ μὲ 90 σύμβολα. Περιλαμβάνει μάλιστα τὰ πέντε φωνήεντα

ξεχωριστά, ὅπως καὶ ὁ Δίσκος τῆς Φαιστοῦ. Εἶναι ἑπομένως, ἀφενὸς μὲν ἰδίου χρονικοῦ

βάθους μὲ τὴ Σφηνοειδὴ (τοῦ 2.800 π.Χ.) καὶ τὴν Αἰγυπτιακή, ἀφετέρου δὲ πολὺ

ποιοτικότερη ὡς γραφή (εἰκόνα 28: Κοχλιάριο μὲ ΓΓΑ), μὲ συνέπεια, ἁπλότητα καὶ κανόνες,

ὅπως δεικνύει ὁ Μηνᾶς Τσικριτσῆς στὸ ἔργο του «Γραμμικὴ Α», καὶ ἀναλύει ἡ Ἔφη

Πολυγιαννάκη στὸ ἔργο της «ὁ δίσκος τῆς Φαιστοῦ μιλάει Ἑλληνικά».

Ἡ ΓΓΑ μοιάζει πολὺ μὲ τὴ ΓΓΒ, ἡ ὁποία ἀναγνώσθηκε τὸ 1952 καὶ ἔχει 60 βασικὰ

σύμβολα (τὰ πέντε εἶναι φωνήεντα καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὁ συνδυασμὸς κάθε συμφώνου μὲ

αὐτά, π.χ. σα, σε, σι, σο, σου). Τὰ τρία χειλικὰ (π β φ) ταυτίζονται σὲ κοινὸ

συλλαβόγραμμα, ὅπως καὶ τὰ τρία οὐρανικά (κ γ χ). Ἀπὸ τὰ ὀδοντικὰ ταυτίζονται τὰ τ καὶ θ,

ἐνῶ τὸ δ εἶναι αὐθύπαρκτο. Ταυτίζονται ἐπίσης τὰ ὑγρὰ λ καὶ ρ. Αὐτὸ σημαίνει πὼς οἱ

Ἕλληνες γνώριζαν ἐπακριβῶς τὰ Σύμφωνα. Διέκριναν ὄχι μόνο τὰ φωνήεντα, τὰ ὁποῖα

τονίζουμε ὅτι ἀνέκαθεν ἔγραφαν (α ε ι ο ου) – δηλαδὴ εἶναι ψεῦδος ὅτι οἱ Ἕλληνες τὰ

ἀνακάλυψαν ὅταν «υἱοθέτησαν» τὰ σύμφωνα τῶν Σημιτο-Φοινίκων – ἀλλὰ γνώριζαν

ἀναλυτικά, ταξινομημένα κατὰ τρόπο προφορᾶς κάθε σύμφωνο, ὅπως στὴν κλασικὴ

Γραμματική. Ἔτσι μποροῦσαν καὶ ἔκαναν ὅλους τοὺς συνδυασμοὺς κάθε συμφώνου μὲ

κάθε φωνῆεν κατ’ οἰκονομίαν (εἰκόνα 29).

Ὁ J.T.Hooker, συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Εἰσαγωγὴ στὴν ΓΓΒ» (1996), ἀναφέρει

πὼς οἱ ἑλληνικὲς λέξεις «φοινίκεια» (πορφυρά) καὶ «φοινικία» (πορφυρή) ὑπάρχουν

γραμμένες σὲ πινακίδες μὲ ΓΓΒ (σελ. 123 καὶ 264)˙ ἄρα εἶναι πανάρχαιες ἑλληνικές. Ὁ ἴδιος

στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου «Reading the Past» (σελ. 12) ἀποτολμᾶ δειλὰ τὴ σύγκριση

μεταξὺ τῶν ἀρχαίων γραφῶν: «Κατὰ μία οὐσιώδη ἐκτίμηση, οἱ ἐπιγραφὲς τῆς ΓΓΒ (τῶν

Ἑλλήνων) παραπλανοῦν λιγότερο (are less misleading) ἀπὸ τὴν Ἱερογλυφική (τῶν

Αἰγυπτίων) ἤ τὴ Σφηνοειδὴ (τῶν Σουμερίων).

Ὑπάρχει ἐπιπλέον ἡ Κυπρομινωϊκὴ γραφή (εἰκόνα 45) καὶ ἡ Κυπριακὴ συλλαβικὴ

γραφή, ἡ ὁποία μάλιστα διατηρήθηκε μέχρι τὸν 4 ο αἰ. π.Χ. παράλληλα μὲ τὸ ἀλφάβητο.

Περιέχει ἀσφαλῶς κοινὰ σύμβολα μὲ τὴν ΓΓΑ καὶ τὴν ΓΓΒ (εἰκόνα 30). Οἱ Συλλαβικὲς


40

ἑλληνικὲς γραφὲς ἀντιπροσώπευαν τὴ «στενογραφία» τῆς ἐποχῆς γιὰ τὴν

ἀναγραφὴ λογιστικῶν ἀρχείων πάνω σὲ πηλό. Ἀντίθετα, γιὰ τὴ συγγραφὴ λογοτεχνικῶν

κειμένων (π.χ. ἐπῶν, ὅπως τῆς Φορωνίδος, τῶν Ὀρφικῶν, τῶν Ἀργοναυτικῶν, τῆς Ἰλιάδος,

κ.ἄ.) πιθανότατα ἐχρησιμοποιεῖτο ἤδη τὸ Ἀλφάβητο, ποὺ δὲν ἦταν μάλιστα ἕνα, ἀλλὰ

πολλά. Ἡ κάθε ἑλληνικὴ περιοχή (εἰκόνα 31) διέθετε ἰδιαίτερο ἀλφάβητο˙ ποιὸ ἀλήθεια ἀπὸ

ὅλα αὐτὰ μᾶς ἔδωσαν οἱ Φοίνικες; Ὅμως τὰ λογοτεχνικὰ κείμενα, γραμμένα σὲ φθαρτὰ

ὑλικά, ἀφανίζονται. Μὰ καὶ οἱ πήλινες πινακίδες ποὺ ἀνακαλύπτονται, ἔχουν διασωθεῖ λόγω

πυρκαγιᾶς ποὺ τὶς ἔψησε καὶ τὶς σκλήρυνε, διότι κάθε χρόνο αὐτὲς ἀνακυκλώνονταν.

6. Τὸ Ἀλφάβητο καὶ ἡ Φοινικικὴ γραφή

Ἀπὸ τὸ 1.100 ἕως τὸ 800 π.Χ. στὴν Ἑλλάδα ἐπικρατεῖ, μᾶς λένε, ἐπιγραφικὸ κενὸ

καὶ οἱ ξένοι θεωροῦν πὼς οἱ Ἕλληνες περιέπεσαν σὲ «ἀγραμματοσύνη» αὐτὸ τὸ

διάστημα… Ἐν τῶ μεταξὺ ἔχει ἐμφανιστεῖ περὶ τὸ 1.200 π.Χ. ἡ συμφωνογραφικὴ οἱονεὶ

συλλαβικὴ γραφὴ τῶν Σημιτο-Φοινίκων μὲ 22 στοιχεῖα, καὶ οἱ Ἕλληνες «ἀγράμματοι ὄντες»

υἱοθετοῦν τὸν 8 ο αἰ. π.Χ. (ἤ ἔστω λίγο παλαιότερον) τὰ σύμβολα αὐτῆς τῆς Γραφῆς, τὶς

ὀνομασίες τῶν Γραμμάτων αὐτῶν καθὼς καὶ τὴ σειρὰ ἀναγραφῆς των (εἰκόνα 32). Ὅμως,

ἐπειδὴ ἡ Σημιτο-Φοινικικὴ αὐτὴ γραφὴ εἶχε μόνο σύμφωνα, ἀναγκάζονται οἱ Ἕλληνες νὰ

ἐφεύρουν, μᾶς λένε, τὰ Φωνήεντα. Ἔτσι προκύπτει τὸ πρῶτο γνήσιο Ἀλφάβητο στὴν

ἱστορία τῆς παγκοσμίου Γραφῆς, ἐνῶ μέχρι τότε ἦταν ὅλα ἀτελῆ.

Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ Φοινικικὴ γραφὴ προῆλθε, λένε, ἀπὸ μία προγενέστερη γραφὴ

τῆς περιοχῆς, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο στὸ Σινᾶ καὶ στὴν εὐρύτερη Παλαιστίνη («Reading the

Past», σελ. 212). Τὴν ὀνομάζουν Πρωτο-σιναϊτικὴ καὶ Πρωτο-χαναανική. Οἱ Χανααναῖοι

ὅμως εἶναι οἱ (ἀποσιωπούμενοι στὸ βιβλίο τοῦ Βρεττανικοῦ Μουσείου) Φιλισταῖοι

Αἰγαιοκρῆτες. Τὰ σύμφωνα τῆς γραφῆς αὐτῆς μᾶς λένε πὼς ἔχουν ὀνόματα ὅπως τὰ

ἑλληνικά: alpu, betu, wawwu, hetu, kappu, lamdu, tawwu... Τὰ ὀνόματα τῶν φοινικικῶν

aleph, beth, gimmel, daleth, εἶναι στὴν οὐσία τὰ ὀνόματα τῶν ἑβραϊκῶν – πολὺ

μεταγενέστερων – γραμμάτων. Ἄρα, τὰ ἀρχικὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων εἶναι ἴδια μὲ τὰ

ἑλληνικά, καὶ ὄχι μὲ τὰ ὑποτιθέμενα φοινικικά (τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἑβραϊκά)! Δὲν σώζονται οἱ

φοινικικὲς ὀνομασίες˙ ἁπλῶς ὑποτίθεται πὼς εἶναι ὅμοιες μὲ τὶς ἑβραϊκές. Παρακάτω θὰ

δείξουμε ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ γλῶσσα δομήθηκε ὅταν κατοίκησαν πλέον μόνιμα στὴν Παλαιστίνη

καὶ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Φιλισταίους˙ ἡ ἑβραϊκὴ ἔχει ὡς βάση τὴν ἑλληνική – «Hebrew

is Greek» (J. Yahouda).


41

Τὰ Φοινίκεια γράμματα λέγονται κατ’ ἀρχὰς Καδμήια, ἀπὸ τὸν Ἕλληνα (Πελασγό)

Κάδμο, τὸν γνήσιο Φοίνικα, υἱὸν τοῦ Ἀγήνορος καὶ τῆς Τηλεφάσσης μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ

Ἄργος. Ὁ Κάδμος ἀναζητώντας τὴν ἀδελφή του Εὐρώπη φθάνει στὴ Σαμοθράκη,

νυμφεύεται τὴν Ἁρμονία καὶ μεταφέρει στὴ Θήβα τῆς Βοιωτίας τὰ μυστήρια τῆς Μάνας Γῆς

(μυημένος στὰ Καβείρια). Ἀδελφοί του εἶναι ὁ Φοῖνιξ καὶ ὁ Κίλιξ. Ἐπὶ Λαΐου, δισέγγονου τοῦ

Κάδμου, ὁ Ἀμφιτρύων, ὁ σύζυγος τῆς Ἀλκμήνης τοῦ Ἡρακλέους, ἀφιερώνει στὸν ναὸ τοῦ

Ἀπόλλωνος τρίποδα μὲ ἐπιγραφὴ ἀλφαβητική, τὴν ὁποία διάβασε ὁ Ἡρόδοτος ἑκατοντάδες

(ἄν ὄχι χιλιάδες) χρόνια μετά, ὅπως ὁ ἴδιος βεβαιώνει: «τὰ πολλὰ ὅμοια ἐόντα τοῖσι

Ἰωνικοῖσι».

Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ κείμενο τοῦ Ἡροδότου (Ε, 59) ἀποσιωπᾶται ἀπὸ τοὺς

«Φοινικιστές», ἐνῶ προβάλλεται ἐπιμόνως ἡ προηγουμένη παράγραφος (Ε, 58) – ἀλλὰ καὶ

αὐτὴ παρερμηνευμένη: «Μοῦ φαίνεται πὼς οἱ Ἕλληνες δὲν γνώριζαν νὰ γράφουν. Τοὺς

ἔμαθαν τὰ γράμματα οἱ Φοίνικες, ποὺ ἦλθαν μαζὶ μὲ τὸν Κάδμο στὴ Βοιωτία»… Ὅμως τοῦ

Ἡροδότου γενικῶς «τοῦ φαίνονται» καὶ ἄλλα πράγματα ποὺ δὲν ἰσχύουν, ὅπως ὅτι ὁ

Ἡρακλῆς προέρχεται ἀπὸ τοὺς Φοίνικες, ὅτι ὁ Διόνυσος εἶναι «εἰσαγόμενος» ἀπὸ τὴν

Αἴγυπτο, ὅτι οἱ ἑορτές μας καὶ τὰ Μυστήρια εἶναι «εἰσαγόμενα», ἐπίσης ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο…

Γιὰ τὶς θεωρίες του αὐτὲς τὸν ψέγει ὁ Πλούταρχος ὡς φιλοβάρβαρο καὶ τὸν κατηγορεῖ γιὰ

κακοήθεια, ἀφοῦ περιέλαβε ψευδῆ στοιχεῖα στὸ ἔργο του «Ἱστορίαι». Ὁ Πλούταρχος ἔγραψε

μάλιστα ὁλόκληρο βιβλίο μὲ τίτλο: «Περὶ τῆς Ἡροδότου κακοηθείας»!

Ὅσο γιὰ τὸν Ἡρακλῆ τῶν Φοινίκων (τὸν Μελκάρτ) ἀποδεικνύεται εὐκόλως ὅτι εἶναι

ἀντιγραφή˙ οἱ Σημίτες διαβάζουν ἀνάποδα. Διάβασαν λοιπὸν τὴ λέξη ΗΕΡΑΚΛΕΣ ὡς

ΜΕΛΚΑΡΕΘ (εἰκόνα 14), διότι στὸ ἑλληνικὸ δωρικὸ ἀλφάβητο τῶν Κορινθίων τὸ Σ

γραφόταν Μ, καὶ τὸ Η γραφόταν ἀκόμα σὰν Θ, (τὸ Κορινθιακὸ ἀλφάβητο ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ

ἄλλα ἀλφάβητα καὶ κατὰ τὸ γράμμα Ε ποὺ γράφεται σὰν Β). Ἀλλά, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ

ἀναγνώριζαν οἱ Φοίνικες τὸ γράμμα Σίν (σίγμα), ἀφοῦ αὐτοὶ ὑποτίθεται πὼς τὸ ἐφεῦραν;

Τὸ περιώνυμο «Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης» τῶν Liddell καὶ Scott στὸ λῆμμα

«Κάδμος» πάντως γράφει: «Υἱὸς τοῦ τῆς Φοινίκης βασιλέως Ἀγήνορος, ἀδελφὸς δὲ τῆς

Εὐρώπης, θεμελιωτὴς τῶν ἐν Βοιωτίᾳ Θηβῶν… Ὁ Κάδμος λέγεται ὅτι ἤνεγκεν ἐκ Φοινίκης

τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν ἀλφάβητον ἐκ δεκαὲξ γραμμάτων, ὁπόθεν ταῦτα ἐκλήθησαν Καδμήια

ἤ Φοινικήια γράμματα (Ἡρόδ. Ε.58, 59). Ταῦτα βραδύτερον ηὐξήθησαν τῇ προσθήκῃ

ἄλλων ὀκτὼ γραμμάτων, καλουμένων Ἰωνικῶν, η ω θ φ χ ζ ξ ψ».

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχε ὁ προβληματισμὸς τοῦ ποιὸς

ἀνακάλυψε τὸ Ἀλφάβητο. Ὁ Μελάμπους χαρακτηριστικὰ γράφει στά «Σχόλια εἰς τὴν


42

Διονυσίου τοῦ Θρακὸς Τέχνη Γραμματική» («Περὶ στοιχείων», 182,4), ὅτι: «Ἄτοπόν ἐστι

τὸν θεμέλιον τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου βαρβάρων εὕρημα λέγειν»! (Εἶναι ἐκτὸς τόπου νὰ

λέμε πὼς ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ἐπινόημα τῶν βαρβάρων).

Ἐξηγεῖ περαιτέρω γιὰ ποιὸ λόγο τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων εἶναι ἄκλιτα. Ἄν τὰ πρῶτα

δεκαέξι Καδμήια-Φοινίκεια γράμματα ἦταν βαρβαρικά, λέει, καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου εἶναι

ἄκλιτα, τότε θὰ ἔπρεπε τὰ ὑπόλοιπα ὀκτώ, ποὺ ἐφεῦραν οἱ Ἕλληνες, νὰ κλίνονται! Ἐπίσης,

ἀναφέρει ὁ Μελάμπους, «πολλὰ ὀνόματα βαρβάρων κλίνονται, ὡς τὸ Ξέρξης καὶ Δαρεῖος».

Αὐτὸ ὅμως δὲν συμβαίνει στὰ γράμματα. Καὶ συνεχίζει: «Διὰ τοῦτο τὰ ὀνόματα τῶν

στοιχείων ἄκλιτά ἐστιν, ἤ ἐπειδὴ ἀρχαί εἰσιν, αἱ δὲ ἀρχαὶ θέλουσιν ἁπλαῖ τε εἶναι καὶ

ἀποίκιλοι, ἤ ὅτι οἱ θεμέλιοι ἀμεταθέτως θέλουσι ἔχειν. Ἤ διὰ τὸ ἀρτιμαθὲς τῶν παίδων οὐ

κλίνονται, ἵνα μὴ πολλὰ γινόμενα δυσκατάληπτα αὐτοῖς γίνονται (…λέγοντας “τοῦ δέλτατος”,

“τοῦ θήτατος”)». Τὰ ὀνόματα λοιπὸν τῶν γραμμάτων εἶναι ἄκλιτα ἀκριβῶς γιὰ τὴν εὐκολία

τῆς διδασκαλίας˙ ἀλλιῶς, θὰ ἦταν δυσκατάληπτα στὰ παιδιά!

Στὴ βόρειο Ευρώπη βρέθηκε πίνακας μὲ 24 γράμματα ἐμφαίνων τὸ ἀλφάβητο τῶν

Δρυιδῶν (εἰκόνα 33), ποὺ καλεῖται Ρουνικό. Τοῦτο ὅμως ἔχει ἀφετηρία τὸ ἱερὸν τῆς

Δωδώνης καὶ φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἀπὸ ἐποχῆς λατρείας τῆς Γῆς (ἀργότερα ἄλλαξε ἡ

λατρεία στὴ Δωδώνη καὶ ἔγινε τοῦ Διός)˙ ἔχουμε εὐρεῖα μετακίνηση Ἠπειρωτῶν στὸν

εὐρωπαϊκὸ βορρά (βλ. «Οἱ Ἕλληνες, οἱ Ἀρειμένιοι Βλάχοι καὶ ἡ κρυμμένη ἀλήθεια», τοῦ

Ἀριστέα Γραμμόζη). Παρατηροῦμε στὴν εἰκόνα ὅτι τὸ Βορειοευρωπαϊκό (Ρουνικό)

ἀλφάβητο (Δωδώνιο) φέρει ὡς κεντρικό (μεγάλο) γράμμα τὸ σύμβολο τῆς Γῆς, τὸ

συλλαβόγραμμα ka = Γᾶ (θῆτα πλέον στὸ ἀλφάβητο). Τὰ γράμματα αὐτοῦ τοῦ ἀλφαβήτου

εἶναι πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ Καδμήια! Ὅλα ὅμως, Καδμήια καὶ Δωδώνια, προέρχονται

ἀπὸ τὰ γράμματα τῶν συλλαβικῶν προαλφαβητικῶν ἑλληνικῶν γραφῶν. Αὐτὲς οἱ γραφὲς

ἀποτελοῦν τὴ μήτρα τῶν Ἀλφαβήτων. Οὔτε στὰ Αἰγυπτιακὰ οὔτε στὰ Σφηνοειδῆ τῶν

Σημιτῶν ἀπαντοῦν τέτοια σύμβολα.

7. Μελέτη ἐπὶ τῶν ἀλφαβητικῶν Γραμμάτων

Παρουσιάζουμε πλέον ἐπισήμως τὰ πορίσματα τῶν πολυετῶν ἐρευνῶν μας ὑπὲρ

τῆς ἑλληνικότητας τῶν ἀλφαβητικῶν γραμμάτων.

Στὴ ΓΓΑ φαίνονται εἰκοσιτέσσερα σχήματα γραμμάτων ποὺ ἀπαντοῦν στὰ ἑλληνικὰ

ἀλφάβητα! Παρὰ ταῦτα, μονοσήμαντα προβάλλεται ἡ κεφαλὴ τοῦ βοδιοῦ ὡς πρότυπον τοῦ

Α. Στὴν ἔκδοση ὅμως τοῦ Βρεττ. Μουσείου «Reading the Past», ποὺ διακινεῖται


43

παγκοσμίως ὡς ὁδηγός-βοήθημα τῶν μελετητῶν, ὅπου ἀναλύονται ὅλες οἱ ἀρχαῖες

Γραφές, μελετῶνται ἰδιαίτερα ἄλλα σύμβολα ὡς πρότυπα ἀλφαβητικῶν γραμμάτων (σελ.

251 ἕως 253): τὸ σύμβολο τοῦ αἰγυπτιακοῦ σπιτιοῦ ὡς πρότυπον τοῦ γράμματος Β, ἑνὸς

φιδιοῦ γιὰ τὸ γράμμα Ν, ἑνὸς κεφαλιοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Ρ, ἑνὸς ματιοῦ γιὰ τὸ Ο, καὶ ἑνὸς

φράκτη γιὰ τὸ Η. Τὸ Α ἀπουσιάζει, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπιδεικνύουν. Ἀποσιωποῦν

βεβαίως ἐπιδεικτικὰ τὶς εἰκοσιτέσσαρες ταυτίσεις τῶν ἀλφαβητικῶν γραμμάτων μὲ τὰ

γράμματα τῆς ΓΓΑ! Δὲν ὑπάρχει κἄν ὁ πίνακας μὲ τὰ γράμματα τῆς ΓΓΑ, ὥστε νὰ

παρατηροῦν καὶ νὰ συγκρίνουν ἔστω ἀπὸ μόνοι τους οἱ ἀναγνῶστες ἐρευνητὲς τὶς

ὁμοιότητες τῶν γραμμάτων στὶς διάφορες γραφές.

Στὸ ἴδιο βιβλίο, δὲν ὑπάρχει πίνακας γιὰ τὰ γράμματα τῆς σημαντικῆς Ἱερογλυφικῆς-

Εἰκονογραφικῆς γραφῆς τῆς Κρήτης… Συγκρινόμενα ὅμως τὰ αἰγυπτιακὰ καὶ τὰ

πρωτοσιναϊτικά μὲ τὰ κρητικὰ διαπιστώνεται σημαντικὸς ἀριθμὸς ὁμοίων σχημάτων.

Δεικνύουμε τὸν σχετικὸ πίνακα ποὺ δημιουργήσαμε ἀπὸ μόνοι μας πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό

(εἰκόνες 34, 35), γιὰ νὰ κρίνει καθεὶς τὸ τὶ ἔχει συμβεῖ στὴν Αἴγυπτο… Ἡ ἀρχέγονη παρουσία

ἐκπολιτιστῶν Ἑλλήνων στὴν Αἴγυπτο παρουσιάζεται στὸ ἕνατο κεφάλαιο. Τὰ Πρωτοσιναϊτικὰ

γράμματα δεικνύουμε πὼς εἶναι Κρητικά! Ἀλλὰ καὶ τὸ βασικὸ αἰγυπτιακὸ λεξιλόγιο,

ποὺ ἐμφανίζεται στὸ βιβλίο «Reading the Past», δεικνύουμε πὼς περιέχει ἑλληνικὲς ρίζες

λέξεων (εἰκόνα 36): mwt (=μητέρα) ἐκ τοῦ μάτ-ερ, ni’w (=πόλη) ἐκ τοῦ ναίω (κατοικῶ), pr

(=οἰκία) ἐκ τοῦ πυρός (ἑστία-οἰκία), r e (=ἥλιος) ἐκ τοῦ Σεί-ρι-ος, pt (=οὐρανός) πιθανὸν ἐκ

τοῦ πότις (δεσπότης, κύριος).

Τὰ ἀρχαῖα ὀνόματα τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ποὺ ἐμφανίσαμε στὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ

βιβλίου, μᾶς τὰ διασώζει ὁ Ἀθήναιος (Δειπνοσοφιστές, Ι.453c-e) καὶ ὑπάρχει σχετικὴ

ἀνάλυση τοῦ Ἀπ. Ἀρβανιτόπουλου (Ἐπιγραφική).

Ἀναλυτικὰ παρουσιάζουμε τώρα τὰ ἀρχικὰ γράμματα Α καὶ Β τοῦ ἀλφαβήτου μας

καὶ τὴν προέλευσή τους, μὲ Πίνακες ποὺ κατασκευάσαμε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ

Βιβλιογραφία. Τὰ Α καὶ Β ὑπάρχουν τόσο στὴ ΓΓΑ ὡς σχήματα, ὅσο καὶ στὴ ΓΓΒ ὡς ἀξίες

(φωνήματα). Ἐπίσης ἀναλύουμε τὰ Θ, Q καὶ F, Υ, ποὺ ἔχουν ἰδιαίτερη σημειολογία.

Τὸ γράμμα Α

1. Ἀπὸ τὸ σύμβολο τοῦ φωνήεντος e τοῦ δίσκου τῆς Φαιστοῦ (ποὺ εἶναι ἀκροφωνία

τοῦ Ἐ-ρέφω = στεγάζω, ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς πολυωρόφου οἰκίας, εἰκόνα 24), μέσω ΓΓΑ

καὶ ΓΓΒ ἐγνωσμένης ἀξίας e, καταλήγουμε στὸ γράμμα σχήματος Α, ἀξίας e (ἀρχικῶς)

καὶ a, καὶ ὀνομασίας ΑΛΦΑ (εἰκόνα 1). Εἶναι γνωστὸν ἄλλωστε ὅτι τὸ Α τοῦ Δωρικοῦ


44

Ἀλφαβήτου – ὅπως καὶ τὸ ἀντίστοιχο Η τοῦ Ἰωνικοῦ – προφερόταν (καί) ὡς μακρὸν Ε

(εε) – ἐκτὸς ἀπὸ α – ὅπως στὶς λέξεις: παγά (πηγή>πεεγέε), Ἀθάνα (Ἀθήνη>Ἀθεένεε), δᾶμος

(δῆμος>δέὲμος). Γιατὶ θὰ πρέπει ὅμως τὸ Α νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ «βόδι» (ἄλεφ) τῶν

Σημιτῶν; Τὸ ΕΡΕΦ- (ἐρέφω) τῶν Κρητῶν ἔγινε ΑΛΦΑ. Ἔπειτα εὔκολα ἔγινε ΑΛΕΦ ἀπὸ

τοὺς μετέπειτα ἐγκατεστημένους στὴν Παλαιστίνη Ἑβραίους. Τότε αὐτοὶ ὀνόμασαν ἔτσι τὸ

βόδι, διότι ἔμοιαζε μὲ τὸ γραμμικὸ σχῆμα τοῦ Α (σὰν κεφάλι βοδιοῦ ἀνάποδα μὲ τὰ κέρατα).

Τὸ ὄνομα λοιπὸν τοῦ Α (ἄλφα) ἔχει ρίζα ἑλληνικὴ ἐκ τοῦ ἐρέφω (στεγάζω)˙ ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ

ἀλφάνω (παράγω, ἀποκτῶ, κομίζω)˙ πόθεν ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν «εἰδημόνων» ὅτι δὲν ὑπάρχει

στὰ ἑλληνικὰ ἡ λέξη αὐτή; Φυσικά, ὡς νέα λέξη τὸ ἄλφα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ταυτίζεται μὲ

καμία ἄλλη προϋπάρχουσα. Ταύτιση μιᾶς λέξεως μὲ πολλὰ ἀντικείμενα ὑφίσταται σὲ

πτωχὲς γλῶσσες καὶ σὲ ὑπανάπτυκτες μορφὲς γραφῆς, ὅπως στὰ αἰγυπτιακὰ καὶ στὰ

σημιτικὰ λεξιλόγια καὶ σύμβολα γραφῆς… Ἡ δὲ αἰτία ποὺ εἶναι ἄκλιτο ἔχει ἤδη ἀπαντηθεῖ

ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα (Μελάμπους).

2. Οἱ Ἀκκάδιοι Σημίτες τῆς Μεσοποταμίας τὸ βόδι τὸ ἔλεγαν gu… (εἰκόνα 22). Οἱ

Αἰγύπτιοι δὲν εἶχαν κἄν γράμμα (φωνῆεν, δίψηφο ἤ τρίψηφο) μὲ κεφαλὴ βοδιοῦ! Σὲ καμία

ἐπιγραφὴ ἤ πίνακα αἰγυπτιακῶν συμβόλων (εἰκόνες 37, 38) δὲν ἀπαντᾶ γράμμα μὲ ἀξία a,

οὔτε μὲ κεφάλι βοδιοῦ!... Τὸ αἰγυπτιακὸ εἰκονόγραμμα τοῦ βοδιοῦ ἐμφανίζεται περιέργως

μόνο σὲ κατασκευασμένους σύγχρονους συγκριτικοὺς πίνακες, ποὺ αὐθαιρέτως

παρουσιάζονται ἀπὸ ξένους καὶ Ἕλληνες εἰδικοὺς «ἐπιστήμονες». Γιατὶ ἄραγε; Μά, γιὰ νὰ

ὑποδειχθεῖ (δογματικῶς) ἡ αἰγυπτιακή-σιναϊτική/χαναανική-φοινικική προέλευση τοῦ

ἑλληνικοῦ γράμματος Α. Πρόκειται γιὰ ἱστορικὴ παραχάραξη συγχρόνων «ἐπιστημόνων»

τοῦ εἴδους... Ἀλλά, ἀκόμα καὶ ἄν ὑφίσταται ὡς αἰγυπτιακὸ εἰκονόγραμμα (pictogram) ἡ

κεφαλὴ βοδιοῦ, ἐμφαίνουσα τὴ λέξη «βόδι», τοῦτο δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ Α, ὅπως

προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν (εἰκόνα 39: Ἡ κατεστημένη ὁδὸς προελεύσεως τῶν

γραμμάτων τοῦ Ἀλφαβήτου).

3. Ὡς εἰκονόγραμμα ἡ κεφαλὴ βοδιοῦ ὑπάρχει ὅμως σίγουρα στὴν Ἑλλάδα (εἰκόνα

40. Ἱερογλυφικὴ Κρήτης). Ἄν λοιπὸν θέλουν τόσο πολὺ νὰ προέρχεται τὸ Α ἀπὸ τὴ

βοϊδοκεφαλή (ποὺ μόνο «βοϊδοκεφαλές» τὸ λένε), γιατὶ νὰ μὴν εἶναι ἀπὸ τὴν Κρητική;

Ἀλφεσίβοιος (ἀλφεῖν+βοῦς) λεγόταν ὁ πολύφερνος γαμπρός, αὐτὸς ποὺ εἶχε γιὰ προῖκα

πολλὰ βόδια. Ὅταν κάποιος ἀντιγράφει, μπορεῖ νὰ κάνει τὸ σφᾶλμα νὰ συνδέσει συνειρμικὰ

τὸ ἄλφα μὲ τὸ βόδι… Ὅπως στὴν Ἀγγλικὴ γλῶσσα, ἡ λέξη «ἡλικία» (age) συνδέθηκε μὲ τὸ

«ἄγεις», ὅταν ἄκουγαν τοὺς Ἕλληνες νὰ ρωτοῦν «τὶ ἡλικίαν ἄγεις»…


45

4. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Σημιτοφοίνικες δὲν ἤθελαν φωνήεντα˙

ὁπότε, ὅταν χρησιμοποίησαν ὅλα τὰ σύμφωνα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τοὺς

περίσσευσαν τὰ φωνήεντα… Ἔτσι ἔδωσαν σὲ ὅλα αὐτά (στὸ Α, στὸ Ε καὶ στὸ Ο) τὸν ἦχο h,

ἐνῶ ἤδη εἶχαν καὶ τὸ Η ὡς h… (βλ. εἰκόνα 41. Στήλη Mesa). Πῶς λοιπὸν ἀνακάλυψαν τὸ

Ἄλεφ, ἀφοῦ δὲν εἶχαν τὸ φωνῆεν Α; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ οἱ ἁπλοὶ συνειρμοὶ δὲν

ἀπασχολοῦν τοὺς ἀπὸ καθέδρας ξένους καὶ Ἕλληνες φιλολόγους καὶ γλωσσολόγους;

Δίδουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀναγνώσεως σημιτικῆς ἐπιγραφῆς τοῦ βασιλιᾶ

τῶν Μωαβιτῶν. Τὰ γράμματα τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς στήλης τοῦ Μεσχᾶ (Μουσεῖο

Λούβρου) εἶναι τὰ ἑξῆς: ΑΝΚ ΜΣΟ ΒΝ ΚΜΣΓΔ ΜΛΚ ΜΑΒΓΔ. Ἐκφράζουν δὲ τοὺς ἑξῆς

φθόγγους: χνκ μσh βν κμσγδ μλκ μχβγδ. Πρέπει τώρα νὰ ἐννοήσουμε τὰ φωνήεντα, διότι

ὅλα αὐτὰ ἐκφράζουν σύμφωνα. Χιλιάδες οἱ δυνατοὶ συνδυασμοί… Ὅμως, ἕνα πτωχὸ

λεξιλόγιο δὲν χρειάζεται εὐκρίνεια. Διαβάζεται λοιπὸν ὡς ἑξῆς: ΧαΝοΚι ΜεΣΧα ΒεΝ

ΚαΜοΣΓαΔ ΜεΛεΚ ΜοΧαΒΓεΔ, ποὺ σημαίνει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσχᾶ ὁ γυιὸς τοῦ Καμοσγὰδ

βασιλιᾶς τοῦ Μωάβ τοῦ»… (Ἐπιγραφική, Ἀπ. Ἀρβανιτόπουλου, σελ. 35).

Μεθόδευση πέμπτη: Κατασκευασμένοι πίνακες, δεικνύοντες πλαστὴ προέλευση τοῦ

γράμματος ΑΛΦΑ, ἐμφανίζουν ὡς ἀφετηρία τοῦ Α τὴν ἀνύπαρκτη στὰ αἰγυπτιακὰ

βοϊδοκεφαλή. Ἄν ὑπῆρχε, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐμφανίζουν πρώτη-πρώτη ὡς Ἱερογλυφικὸ

σύμβολο κατὰ τὴ σπουδὴ τῶν αἰγυπτιακῶν ἐπιγραφῶν. Ὅμως, ὑπάρχει ὄντως σὲ κάποια

ἄλλη γραφή. Ὑπάρχει στὰ Κρητικά (Ἑλληνικά) ἱερογλυφικὰ γράμματα, καὶ μάλιστα φαίνεται

ἀκριβῶς ὡς Α ἀνάποδο . Αὐτὴ λοιπὸν ἡ γνήσια ταύτιση ἀπωσιωπᾶται. Ἀλλὰ οὔτε

γραπτὸς φθόγγος a ὑπάρχει στὰ αἰγυπτιακά, οὔτε βεβαίως στὰ φοινικικὰ συμφωνογραφικὰ

σύμβολα. Τὸ «Ἀλεφ-βέθο» εἶναι χαλκευμένο… Τὸ Ἄλεφ ὡς «βόδι» πιθανότατα προῆλθε

συνειρμικὰ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξη «Ἀλφεσίβοιος»˙ ἡ προῖκα, τὰ «δῶρα», τὰ «ἀγαθὰ τοῦ

Ἀβραάμ», ἐδόθησαν ἀπὸ Ἕλληνες: «Καὶ ἔλαβεν ὁ Ἀβιμέλεχ πρόβατα, καὶ βόας, καὶ

δούλους, καὶ δούλας, καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀβραάμ, καὶ ἀπέδωκε Σάρραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ»

(Γένεσις, κ΄14).

Τὸ γράμμα Β

1. Τὸ Β (βέ-τα) τοῦ Κορινθιακοῦ ἀλφαβήτου ὡς σχῆμα καὶ ὡς φώνημα προέρχεται

ἀπὸ τὸ συλλαβόγραμμα we τῆς ΓΓΒ . Ὑπάρχει ὅμως καὶ στὴ ΓΓΑ. Βε-νά (βανά) λέγεται ἡ

γυναίκα σὲ μία ἑλληνικὴ διάλεκτο (αἰολικὸν βανά = γυνή). Παρέμεινε στὰ λατινικὰ ὡς Venus


46

(ἡ Ἀφροδίτη). Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑλληνικὸ συλλαβόγραμμα wo σημαίνει «γυναῖκα»

. Ἔτσι, ἡ λέξη «γυνή» ἀπαντᾶ στὴ Γαλλικὴ ὡς fe-mme, καὶ στὴν Ἀγγλικὴ ὡς wo-man.

2. Τὸ Β τῶν ὑπολοίπων ἑλληνικῶν ἀλφαβήτων προέρχεται ἀπὸ δύο τύπους τῆς

ΓΓΑ˙ τὸν ἕναν τύπο ἐξ αὐτῶν ἀντέγραψαν οἱ Σημιτοφοίνικες. Αὐτὸ τὸ σχῆμα τοῦ Β

(ἀπὸ τὴν ΓΓΑ) μοιάζει, λένε, μὲ τὴν οἰκία. Ἀλλὰ ἡ οἰκία εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑστία (ἑστία

> fεστία > βετ- μὲ τὸ βαῦ μπροστά). Ἔτσι, ὅταν φκιάχτηκε ἡ ἑβραϊκὴ γλῶσσα, πιθανότατα

ὀνόμασαν τὴν οἰκία βέθ ἀπὸ τὴν ἑστία συνδυάζοντάς την μὲ τὸ γράμμα βέτα (βῆτα). Στὴ

ΓΓΒ ἡ λέξη «οἶνος» γράφεται wono˙ ἡ λέξη «ἄστυ» γράφεται wa-tu˙ δηλαδὴ ἔχουν μπροστὰ

τὸ δίγαμμα (βαῦ) F, τὸ ὁποῖο τότε προφερόταν. Συνεκδοχικά, ἡ «ἑστία» θὰ γραφόταν we-tia,

συνδυαζόμενη δὲ μὲ τὸ «σπίτι» στὸ πτωχὸ σημιτικὸ λεξιλόγιο ταυτίστηκαν (βέθ = οἰκία,

ἑστία). Τὸ ἴδιο περίπου σχῆμα ὑπάρχει καὶ στὰ αἰγυπτιακά˙ σημαίνει τὴ λέξη οἰκία, ἀλλὰ

προφέρεται pr (εἰκόνα 36). Ἡ νοηματικὴ ἀκολουθία οἰκία > ἑστία > πῦρ δεικνύει τὸν ἀληθῆ

ἑλληνικὸ δρόμο! «Πυραμίς» εἶναι ἡ οἰκία τῶν νεκρῶν βασιλέων˙ «Πυραμίς: οἰκία τις, ὅτι τὴν

πυράμην ἄμην λέγομεν ἡμεῖς, οὐκ ὀρθῶς» (Pollux Ὀνομαστικόν, 8, 128, 1).

3. Τὰ διάφορα σχήματα τῶν ἑλληνικῶν Β φαίνονται στὴν εἰκόνα 42. Ὅμως ἡ

κατεστημένη ὁδὸς καλὰ κρατεῖ. Ἐμφανίζουν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία, ὡς ἀρχικὸ φοινικικό, τὸ ὁποῖο

δανείστηκαν οἱ Ἕλληνες, ἐνῶ εἶναι καὶ αὐτὸ ἐκ τῶν Κρητικῶν συλλαβογραμμάτων.

Περαιτέρω παρουσιάζουν τὰ φοινικικὰ γράμματα νὰ προέρχονται ἄλλοτε ἀπὸ τὰ

πρωτοσιναϊτικὰ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὰ πρωτοχαναανικά. Ἐμεῖς ἀποδείξαμε πλέον ὅτι ὅλα αὐτὰ

προέρχονται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γραφή (εἰκόνες 34, 35) καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τῆς

Παλαιστίνης (εἰκόνα 17).

Τὸ γράμμα Θ

1. Ὁ Λουὶ Γκοντάρ, καθηγητὴς τῆς Μυκηναϊκῆς Φιλολογίας (Νάπολη), ἀνακοίνωσε

ὅτι διάβασε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ πινακίδες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τῆς Καδμείας

στὴ Θήβα «τὸ ὄνομα τῆς μεγάλης θεᾶς τῶν Μυκηναίων˙ εἶναι ἡ Μήτηρ Γῆ, ma ka μὲ ΓΓΒ,

ποὺ ἐξελίσσεται ὡς Δήμητρα…» (ἐφ. «τὰ Νέα»» , 3-6-2002). Τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Θ

ὡς ka (γα, Γῆ) χαρακτηριστικὰ ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ προγενέστερα τεκμήρια ἑλληνικῆς

γραφῆς˙ στὴ ΓΓΒ, ΓΓΑ, Κυπρομινωϊκή, Δισπηλιοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν περιοχὴ Vinca τοῦ

Δούναβη (5.500 π.Χ.) καὶ ἀκόμα στὸ σπήλαιο Glozel τῆς Γαλλίας (13.000-9.000 π.Χ.)!

(εἰκόνες 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49). Αὐτὸ καὶ μόνο ἀποδεικνύει ἀφενὸς μὲν τὴν κοινὴ

ἑλληνικὴ μήτρα, ἀφετέρου δὲ τὴν πολυχιλιετὴ συνέχεια στὸν χρόνο!


47

2. Ἀξίζει νὰ ἀντιπαραθέσουμε τὶς δύο θεωρίες περὶ Γραφῆς: Ἡ πρώτη διδάσκεται

ἀπὸ τὴν κατεστημένη ἐπιστημονικὴ κοινότητα ὡς θέσφατο, μὲ τὴν ἱστορία τῆς Γραφῆς νὰ

ξεκινάει στὰ τέλη τῆς 4 ης χιλιετίας π.Χ. μὲ τοὺς Σουμερίους καὶ τοὺς Αἰγυπτίους (εἰκόνα 50).

Οἱ Ἕλληνες ἀκολουθοῦν μετὰ τοὺς Φοίνικες, μόλις τὴν πρώτη χιλιετία π.Χ. Μάλιστα, ἡ

Ἑβραϊκὴ φαίνεται σύγχρονη μὲ τὴν Ἑλληνικὴ γραφή (περίπου τὸ 850 π.Χ.). Δηλαδὴ

προηγουμένως δὲν γνώριζαν τὴν γραφὴ οἱ Ἕλληνες… Ἡ δεύτερη θεωρία ἐπιβεβαιώνει τὰ

ἀρχαῖα μας κείμενα καὶ συμφωνεῖ μὲ τὴν ἀποδεικτική μας μέθοδο. Πρόκειται γιὰ τὸ πόρισμα

τοῦ καθηγητῆ Harald Haarman (Ἐλσίνκι) γιὰ τὴν Παλαιοευρωπαϊκὴ γραφὴ μὲ ἀφετηρία τὴν

Ἑλλάδα, ποὺ ἀνακαλύφθηκε πλέον ὅτι ὑφίσταται ἀπὸ τὴν ἕκτη χιλιετία π.Χ. (εἰκόνα 51),

ἀνατρέποντας τὸ σαθρὸ ἰδεολόγημα τοῦ διεθνοῦς κατεστημένου.

3. Ἡ Θε-ὰ Γῆ (ka) ἔγινε Θέ-τα (θῆτα) στὸ ἀλφάβητο, ἐκ τοῦ θέ-ω = τρέχω (σχῆμα

τροχοῦ). Τὸ ἑβραϊκὸ Τέθ (εἰκόνα 32) εἶναι ἑπομένως ἀντιγραφὴ τοῦ Θέτ-α. Ὅμως, τοὺς

προέκυψαν δύο Τ… Ὁ Ἡρακλῆς (ἀνάποδα διαβαζόμενος ὡς ΜΕΛΚΑΡΕΘ) προέκυψε

Μελκάρτ στὸ Σημιτοφοινικικὸ λεξιλόγιο! (εἰκόνα 14). Ὁ Ἡρόδοτος ὅμως θεωρεῖ τὸν Ἡρακλῆ

καὶ τὸ Ἀλφάβητο ὡς εἰσαγωγὴ ἐκ τῶν Φοινίκων… Σὲ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς τοῦ Ἡροδότου

στηρίζεται ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς «ἱστορικῆς κακοηθείας». Ἀντιπαρέρχονται,

σκοπίμως, τὰ Ἱστορικὰ βιβλία ὅλων τῶν ἄλλων ἀρχαίων συγγραφέων, τῶν ὁποίων τὶς

ἀναφορὲς παρουσιάζουμε στὸ παρὸν πόνημα.

4. Ἄν τὸ Θέτα (θῆτα) ἐκφράζει τὸ θεῖον, προερχόμενο ἀπὸ τὸ ἀρχέγονο

συλλαβόγραμμα ka, ὑφίσταται ἀκόμα μία ἐκδοχή (ἐκτὸς τῆς «Γᾶ», τῆς γῆς ὡς θεᾶς

λατρευομένης ἀπὸ τὴν νεολιθικὴ περίοδο)˙ νὰ παριστάνει τὸ θεῖον ὡς «ΧΑ» (Χάος),

σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη φράση τῆς Θεογονίας «ἐν ἀρχῇ ἦν τὸ Χάος» (ἡ ἀνάλυση

παρακάτω).

Τὸ γράμμα Q

Τὸ σχῆμα τοῦ Qόππα ὑπάρχει ἤδη στὴ ΓΓΒ μὲ ἀξία qa, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ στὴ ΓΓΑ

καὶ στὴν Ἱερογλυφικὴ τῆς Κρήτης, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει στὰ Αἰγυπτιακά (ὡς γράμμα-φθόγγος)˙

στὰ Σημιτικὰ σφηνοειδῆ σύμβολα ὑπάρχει ὡς φθόγγος (ὄχι ὡς σχῆμα). Ἄλλο ἕνα

ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ἀλφαβήτου˙ τὸ Q ἀντέγραψαν ἀκριβῶς οἱ

Σημιτοφοίνικες (εἰκόνα 32). Πρόκειται γιὰ τὸν χειλοϋπερωϊκὸ φθόγγο, ὁ ὁποῖος στὴν Ἰωνικὴ

διάλεκτο γίνεται χειλικὸ π, ἐνῶ στὴν Αἰολο-δωρική (καὶ Λατινική) γίνεται οὐρανικὸ κ.

Παραδείγματα: ὅπως (Ἰων.) - ὅκως (Δωρ.), ποῦ (Ἰων) – quo (Λατ.).

Τὰ γράμματα F καὶ Υ


48

1. Στὸ Σημιτοφοινικικὸ συμφωνογραφικὸ σύστημα γραφῆς τὸ

στοιχεῖο Υ κατέχει τὴν ἕκτη θέση. Ἔχει δηλαδὴ τὴ θέση τοῦ F καὶ καλεῖται Βαῦ, ἐνῶ τὸ F δὲν

ὑπάρχει ὡς γράμμα φοινικικό. Τὸ F ἀπαντᾶ μόνο σὲ ἑλληνικὰ ἀλφάβητα. Ἡ ἐφεύρεση ὅμως

τοῦ Υ καταγράφεται χαρακτηριστικῶς στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα. Γιὰ τὸν ἐφευρέτη του, τὸν

Παλαμήδη, γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης, ποὺ διετέλεσε καὶ διευθυντὴς τῆς Βιβλιοθήκης τῆς

Βιέννης, στὸ πολύτομο καὶ πολύτιμο ἔργο του Ὠγυγία, τὸ 1818 (τ.Δ΄, σελ. 456): «Ἐπαιδεύθη

δὲ καὶ οὗτος ὑπὸ τοῦ Χείρωνος, καὶ ἐγένετο ἐποποιὸς ἄριστος, καὶ φιλόσοφος εὐφυέστατος.

Ἐπενόησε καὶ πολλὰ τῶν γραμμάτων… Ὅθεν ἔλεγεν ὁ Ὀδυσσεὺς χλευαστικῶς πρὸς αὐτόν,

νὰ μὴ καυχᾶται καὶ ἐπαίρεται ἐπειδὴ ηὗρε τὸ Υ, διότι σχηματίζουσιν αὐτὸ καὶ οἱ Γέρανοι

ἱπτάμενοι. Ὅθεν ὠνόμαζον τοὺς γεράνους ὄρνεα τοῦ Παλαμήδους».

2. Τὸ Υ ἐκ τοῦ σχήματός του δηλώνει κοιλότητα, δοχεῖο ποὺ χωράει ὑγρὸ

περιεχόμενο. Πράγματι, ἐμφανίζεται νοηματικὰ στὶς ἑξῆς χαρακτηριστικὲς λέξεις: κύπελλον,

κύαθος, κύλιξ, χύτρα, ρυτόν, σκῦφος, λήκυθος, ὑδρία, Ὕδωρ, ὑγρόν… (Ἱστορία Γενέσεως

τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἠλίας Τσατσόμοιρος, 1991). Εἶχε βαρειὰ δασεῖα προφορά Ὗ, ποὺ

ἀργότερα ἐψιλώθη καὶ μετονομάστηκε σὲ Ὕ-ψιλόν (ὕψιλον).

3. Τὸ F προϋπῆρχε στὶς συλλαβικές μας γραφές. Οἱ συλλαβὲς wa, we, wi, wo,

ἄλλοτε προφέρονταν ὡς Β καὶ ἄλλοτε ὡς Φ. Παραδείγματα: wo-no > fοῖ-νο-ς (οἶνος, vinum,

wine), we-to (fέ-το-ς, ἔτος, φέτος).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μὲ τὴ μέθοδο ποὺ παρουσιάζουμε καὶ τὰ τεκμήρια ποὺ ἐμφανίζουμε, δεικνύουμε ὅτι

ὅλα τὰ γράμματα τοῦ Ἀλφαβήτου ἔχουν σαφῶς ἑλληνικὴ προέλευση, τόσο ὡς σχήματα,

ὅσο καὶ ὡς ὀνομασίες. Ψᾶξτε καὶ μόνοι σας˙ θὰ τὰ βρεῖτε ὅλα στὴν πανάρχαια μήτρα τῶν

ἑλληνικῶν συλλαβικῶν γραφῶν. Τὰ δείχνουμε συγκεντρωτικὰ ἐδῶ (εἰκόνες 52, 53, 54).

Τὸ Ἄλφα σημαίνει στεγάζω, ἀλλὰ καὶ παράγω, ἀποκτῶ, κομίζω. Τὸ Α ἑπομένως

ἐκφράζει ἐνέργειες ἀνδρός. Ἡ κεφαλὴ ἀνδρὸς στὸν δίσκο τῆς Φαιστοῦ (εἰκόνα 24) ἔχει

πιθανότατα τὴν ἀξία a (διότι παρουσιάζεται μὲ τὴ μεγαλύτερη συχνότητα ἀναγραφῆς).

Τὸ Βῆτα ἐκφράζει τὴ γυναίκα καὶ τὴν ἑστία (οἰκία), ὅπως ἀναλύσαμε παραπάνω˙

ὁπότε τὸ Γάμμα μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἐκφράζει τὸν γάμο (ἤ τὸ γόνυ, γόνατο). Τὸ Δέλτα

μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὴν δελφύν (μήτρα) τῆς γυναίκας˙ ἡ ρίζα δελ- δηλώνει στενὸ πέρασμα

(δερβένι). Ἐπειδὴ ὁμοιάζει μὲ εἴσοδο, σὰν θύρα, ἔλαβε συνεκδοχικὰ αὐτὴν τὴ σημασία στὰ

ἑβραϊκά (daleth = θύρα, στενὸ πέρασμα).

Τὸ Ε (εἶ) ἐκφράζει τὴν ὕπαρξη (τρίτο πρόσωπο τοῦ εἰμί), ἄρα τὴ γέννηση. Ὑπάρχει

ἐπίσης τὸ πανάρχαιο «ἐν Δελφοῖς Ε» στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐπισημαῖνον


49

ἀκριβῶς τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (ποὺ ἔγινε ἀργότερα στὶς ἐκκλησίες μας «ὁ Ὤν», ὁ

Ὑπάρχων)˙ Εἶ = ὑπάρχεις. Ὁ Πλούταρχος συνέγραψε βιβλίο «Περὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ε»,

ὅπου μᾶς ἀναφέρει ἑπτὰ πιθανὲς ἑρμηνεῖες γιὰ τὸ Ε, χωρὶς νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ὀρθή,

λόγω παλαιότητας τοῦ γράμματος-συμβόλου.

Τὸ F (βαῦ – wa-wo > φά-φο) μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὸ φάος (φῶς). Τὸ Ζῆτα ἐκφράζει

τὸ ζῆν, τὴν ζωή (ὁ Ζεύς, τοῦ Ζηνός, ΖΕΝ τὸ ζῆν, Ζέτα τὸ ζῆτα ἀρχικῶς). Τὸ Θῆτα ἐκφράζει

τὸ Θεῖον (θέω – Θέτα τὸ θῆτα ἀρχικῶς), φέροντας τὸ σχῆμα τοῦ τροχοῦ (θέω = τρέχω).

Τὸ Κάππα ἐκ τοῦ κάπτω (= χάφτω, καταβροχθίζω πιάνοντας μὲ τὴ χούφτα,

συνεκδοχικὰ αἰχμαλωτίζω, capture). Ἐκφράζει τὴν ξενικὴ ὀνομασία τῆς Κρήτης˙ Καπτώρ καὶ

Καφθορεὶμ ἀποκαλοῦν τὴν Κρήτη οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἑβραῖοι˙ Κεφτιοὺ ἀποκαλοῦν τοὺς

Κρῆτες οἱ Αἰγύπτιοι˙ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία (σχῆμα δεμένων χεριῶν) ποὺ ὑφίσταντο,

συλλαμβάνοντάς τους οἱ Κρῆτες ὡς δούλους. «Κάφ» ὀνόμασαν ἐκ τοῦ «κάππα» οἱ Ἑβραῖοι

ἀκριβῶς τὴ χούφτα (παλάμη).

Τὸ Λάβδα (ὄχι λάμδα) ἐκ τοῦ λάβρυς (πέλεκυς)˙ ὑπάρχει καὶ ὡς ρίζα τοῦ ὀνόματος

«Λάβδακος». Τὸ συλλαβόγραμμα τῆς ΓΓΒ καὶ ΓΓΑ La (ra) μᾶς δίδει τὸ σχῆμα τοῦ Λάβδα

στὸ Ἀττικὸ καὶ στὸ Χαλκιδικὸ ἀλφάβητο. Τὸ Μῦ ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ σχῆμα τοῦ μαστοῦ,

ὅπως τὸ συλλαβόγραμμα Μa τῆς ΓΓΒ καὶ τῆς ΓΓΑ.

Συνελόντι εἰπεῖν, τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων σαφῶς ἔχουν ἑλληνικὴ ρίζα καὶ νόημα.

Ἄρα, κακῶς λέγεται ὅτι δὲν ἔχουν νόημα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, παρὰ μόνο στὴν ἑβραϊκή.

Ἡ ἑλληνικὴ εἶναι ἡ πρωτογενὴς νοηματικὴ γλῶσσα.

Μὲ τὴν παροῦσα μελέτη καταδείξαμε, πάντοτε μὲ τεκμήρια, ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἀληθινὴ

ἱστορία τῆς Γραφῆς ἀπὸ αὐτὴν ποὺ διδασκόμαστε. Τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα δὲν πρέπει νὰ τὰ

προσπερνᾶμε ἀβρόχοις ποσίν, ὅπως ὁ Albin Lesky καὶ οἱ σὺν αὐτῶ, ποὺ ἀποσιωποῦν

τόσους ἀναφερόμενους Ἕλληνες ἐφευρέτες Γραμμάτων (ἀπὸ τὸν Κάδμο ἕως τὸν

Παλαμήδη). Τὰ κείμενα μᾶς βεβαιώνουν ὅτι πολὺ πρὸ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου ἔχουμε

Ἀλφαβητικὴ γραφή˙ ὅτι δὲν πήραμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες τὰ σύμβολα τῆς γραφῆς τῶν Σημιτο-

Φοινίκων τοῦ 1.200 π.Χ., ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο συνέβη.

Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τῆς Φοινίκης – εἶναι ἑλληνικὴ ἡ ὀνομασία «Φοινίκη» – καὶ τοὺς

Ἕλληνες Φιλισταίους τῆς Παλαιστίνης πῆραν τὰ γράμματα οἱ Σημίτες τῆς εὐρύτερης

περιοχῆς. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Κάδμου εἴχαμε κατακλυσμό, ἀφοῦ Δάρδανος καὶ Κάδμος εἶναι

σύγχρονοι, καὶ μάλιστα ὁ Κάδμος νυμφεύεται τὴν Ἁρμονία, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Δαρδάνου, στὴ

Σαμοθράκη. Δύο ἐκδοχὲς ὑπάρχουν γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς καταστροφῆς: α) Περὶ τὸ 1650 π.Χ.


50

εἴχαμε τὴν ἔκρηξη τοῦ ἠφαιστείου τῆς Θήρας. β) Περὶ τὸ 6.500 π.Χ. εἴχαμε τὸν

τελευταῖο κατακλυσμὸ ἐκ τήξεως παγετώνων. Ἡ καταστροφὴ αὐτὴ στὴν Ἑλλάδα αἰτιολογεῖ

τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ Ἀλφαβήτου στὴ μητρόπολη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τῶν ἀπομακρυσμένων

περιοχῶν, ὅπως ἀπὸ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή. Ἐκεῖ εὑρίσκονταν λοιπὸν οἱ Φιλισταῖοι, ποὺ ἡ

Παλαιὰ Διαθήκη εὐθέως τοὺς ὀνομάζει Κρῆτες καὶ Ἕλληνες τῆς γῆς Χαναάν. Πρωτο-

Χαναανικὴ (Canaanite) εἶναι συνεπῶς ἡ γραφὴ τῶν Φιλισταίων (Κρητῶν Αἰγαίων), οἱ ὁποῖοι

ἀναμιγνυόμενοι σταδιακῶς μὲ τοὺς Σημίτες ἔφτιαξαν μιὰ νέα τοπικὴ διάλεκτο, τὴν Ἀραμαϊκή.

Τὰ Ἀραμαϊκὰ καὶ τὰ Ἑβραϊκὰ ἀσφαλῶς συγγενεύουν. Ὁ Ἰησοῦς φέρεται νὰ ὁμιλοῦσε

Ἀραμαϊκά (καὶ Ἑλληνικὰ βεβαίως, ὅπως ὅλοι τότε στὴν Ἑλληνιστικὴ Γαλιλαία).

8. Τὰ Ἑβραϊκὰ εἶναι Ἑλληνικά

Ὁ Γλωσσολόγος Joseph Yahuda (Ὀξφόρδη, 1982) ἀναγνώρισε ἑλληνικὰ γλωσσικὰ

στοιχεῖα στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα καὶ ἔγραψε τὸ ἐξαιρετικό (καὶ μοναδικό) βιβλίο «Hebrew is

Greek» («τὰ Ἑβραϊκὰ εἶναι Ἑλληνικά»)˙ ἐξαφανίστηκε μὲν πάραυτα (!), ἀλλὰ τὸ βρίσκουμε

στὸ διαδίκτυο.

Ὁ J. Yahuda εἶναι ἀποκαλυπτικὸς γιὰ τὴν κρυμμένη ἀλήθεια καὶ δρᾶ ὡς καταπέλτης

ἀπέναντι στὴν κρατοῦσα ἀντίληψη: «Κανεὶς ἀπὸ τοὺς δεκάδες χιλιάδες εἰδικοὺς μελετητὲς

δὲν εἶχε ποτὲ σκεφτεῖ, ὅτι αὐτὲς οἱ τρεῖς γλῶσσες (ἑλληνικά, ἑβραϊκά, ἀραβικά) γενετικὰ

συγγενεύουν – πέραν τοῦ ὅτι τὰ ἑβραϊκὰ εἶναι ἴδια μὲ τὰ ἑλληνικά («Hebrew is identical with

Greek»)… Πρόσφατα ὁ Καθηγητὴς Cyrus H. Gordon ἔχει δηλώσει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ

ἑβραϊκὴ κουλτούρα ἦταν δίδυμα ἀδέλφια… Ἔχω πλέον ὁδηγηθεῖ στὰ ἑξῆς ἀκαταμάχητα

συμπεράσματα: 1) Πρὶν ἀπὸ 4.000 χρόνια ὁλόκληρη ἡ Μέση Ἀνατολὴ ἀποικίστηκε καὶ

κυβερνήθηκε ἀπὸ Ἕλληνες καὶ συμμάχους των. 2) Οἱ Ἑβραῖοι (Hebrews) εἶναι οἱ Ἕλληνες

τῆς Ἀσίας (Ἁβροὶ καὶ Ἠπειρῶται), πιθανὸν οἱ Khabiru καὶ Hepiru τῶν Συριακῶν καὶ

Αἰγυπτιακῶν χρονικῶν, ἡ δὲ γλῶσσα τους εἶναι ἡ ἠπειρωτικὴ ἑλληνική. 3) Οἱ γενάρχες τῶν

Ἰουδαίων (Jews) ἦταν εὐγενεῖς καὶ ἀρχαιότατοι Ἕλληνες, μιλοῦσαν δὲ μία γλῶσσα πολὺ

ἀρχαιότερη τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς. 4) Οἱ Φιλισταῖοι (Philistines) ἦταν ἄποικοι ἐρχόμενοι

συνεχῶς κατὰ κύματα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἐνδοχώρα καὶ τὶς νήσους, κατοίκησαν δὲ τὰ νότια

παράλια τῆς Χαναάν («ἡ πάραλος γῆ»), ποὺ λέγεται ἀσιατικὴ Πελασγίη, καὶ συνεπῶς

ἀπεκλήθησαν Πελασγοί (γιὰ διάκριση ἀπὸ τοὺς Ἠπειρῶτες). 5) Ἔπειτα, ὅταν ξεχάστηκε ἡ

συγγένεια τῶν Φοινίκων μὲ τοὺς Ἕλληνες, θεωρήθηκε πὼς ἡ ταυτότητα τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ

τοῦ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου ἦταν θέμα δανεισμοῦ (Ἡρόδοτος). 6) Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἰράκ


51

(=Ἄργος), τῆς Συρίας καὶ τῆς Ἀραβίας (=Ἐρημία) προέρχονται ἀπὸ Σκῦθες καὶ

Κιμμέριους. 7) Οἱ Εἵλωτες (Helots) ἦταν Ἰσραηλίτες. 8) Οἱ Ἑβραῖοι λάτρευαν θεοὺς

ἑλληνικοὺς καὶ εἶχαν ἔθιμα ἑλληνικά… Ἡ ἑβραϊκή, ἡ χριστιανικὴ εὐρωπαϊκὴ καὶ ἡ ἰσλαμικὴ

κουλτούρα – οἱ τρεῖς ἄξονες τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ – ἔχουν ρίζες Ἑλληνικές˙ «all

originate from Hellas», καταλήγει ὁ Joseph Yahuda!

Μὰ καὶ ὁ Ἰώσηπος, ὁ γνωστὸς Ἑβραῖος ἱστορικὸς τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, στὸ

ἔργο του «Κατὰ Ἀπίωνος» (1,28, 1-6) ὁμολογεῖ: «…μάλιστα δὴ τῶν Ἑλλήνων

ἐπιμιγνυμένων ἐχρήσαντο Φοίνικες γράμμασιν εἴς τε τὰς περὶ τὸν βίον οἰκονομίας καὶ πρὸς

τὴν τῶν κοινῶν ἔργων παράδοσιν, ἐπειδὴ συγχωροῦσιν ἅπαντες, ἐάσειν μοι δοκῶ»˙ ν.

ἀπόδοση: «…μάλιστα, ἐπιτρέψτε μου νὰ πιστεύω, ἐπειδὴ εἶναι κοινὴ παραδοχή, ὅτι οἱ

Φοίνικες χρησιμοποίησαν τὰ γράμματα τῶν Ἑλλήνων λόγω τῆς ἀναμίξεώς τους μὲ αὐτούς,

τόσο στὰ θέματα τοῦ οἰκιακοῦ βίου ὅσο καὶ στὴν παράδοση πρακτικῶν ἔργων». Δηλαδὴ ἡ

συγγραφὴ λογοτεχνικῶν ἔργων, ποὺ προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη-ἐφεύρεση καὶ χρήση

ἀλφαβήτου, δὲν ἀφορᾶ στοὺς Φοίνικες, οἱ ὁποῖοι καταγίνονταν ἁπλῶς μὲ πράγματα τῆς

καθημερινότητας…

Μισὸ σχεδὸν αἰῶνα πρὶν ἀπὸ τὸν Ἑβραῖο γλωσσολόγο Γιεχούντα ὁ Μητροπολίτης

Παραμυθίας Ἀθηναγόρας, πολυγραφότατος λόγιος (ὅλα του τὰ βιβλία συγκέντρωσε καὶ

ἐξέδωσε ὁ ἐκδ. οἶκος «Ἐλευσίς»), κατέδειξε μὲ ἀδιάσειστα γλωσσολογικὰ τεκμήρια πὼς ἡ

Ἑβραϊκὴ εἶναι μία παρεφθαρμένη διάλεκτος τῆς πανάρχαιας Ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀξίζει νὰ

παραθέσουμε τὸν πρῶτο στίχο τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Βίβλου «Γένεσις»: «Μπερεσὶθ

μπαρὰ Ἐλωχὶμ ἔθ hασαμάγιμ βεὲθ hάρετς» («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ

τὴν γῆν»). Μπερεσ-ίθ (τὸ πάρος = τὸ πρότερον, Ὁμηρ.), μπαρά (βάρις = κτίριο, κατασκευή

> μπαράκα), Ἐλωχίμ (Ἐλ-Ἥλιος, Βῆλος καὶ Χά-Χάος – Ἡσίοδος: «ἤτοι μὲν πρώτιστα χάος

γένετο» – καὶ Χάος = Θεὸς κατὰ τὸν Ἀθηναγόρα > Βελ-χανὸς ὁ Ζεύς – οἱ Μουσουλμάνοι

λένε Ἀλλ-άχ τὸν Θεό), ἔθ (τόν), hασαμάγιμ (σάμος = ὄρος ὑψηλό, οὔρεα-ἄνω = οὐρανός),

βε-έθ (καὶ τήν), hάρετς (ἄρ- ἔρα =γῆ, terra) !

9. Ἡ Ἑλληνικὴ παρουσία στὴν Αἴγυπτο καὶ ἡ ἀπωτάτη Ἑλληνικὴ Προϊστορία

Ἕλληνες ὑπάρχουν καὶ στὴν Αἴγυπτο παλαιόθεν˙ ἐκεῖ διέφευγαν συνήθως μετὰ ἀπὸ

καταστροφὴ τῆς μητρόπολης. Σὲ πολὺ παλαιὰ ἐποχή, στὴν ἐποχὴ τοῦ Ὠγύγου, συνέβη ὁ

πρῶτος κατακλυσμός: «βασιλεύοντος τοῦ Ὠγύγου συνέβη ὁ πρῶτος κατακλυσμὸς εἰς τὴν

Ἑλλάδα, τοῦ Ὠγύγου καλούμενος» (Ἀθ. Σταγειρίτης, Ὠγυγία Δ΄ τόμος, σελ.221). «Ὠγύγου


52

καὶ Θήβης, τῶν Ἀττικῶν αὐτοχθόνων, ἐλθόντων ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον, τά τε Μυστήρια

πρῶτον αὐτοῖς κατασκευάσασθαι τὰ περὶ τὴν Ἶσιν, καὶ θεοὺς οὕτως ὀνομάσαι τούτους μετὰ

τὸ κτίσαι Ὤγυγον τὰς ἐκεῖ Θήβας τὴν πόλιν» (Φερεκύδης, ἀπόσπασμα). «Ἦν δὲ κατὰ τὴν

Ἑλλάδα κατὰ μὲν Φορωνέα τὸν μετὰ Ἴναχον ὁ ἐπὶ Ὠγύγου κατακλυσμός» (Ἀκουσίλαος,

ἀπόσπασμα).

Οἱ Ὤγυγος, Φορωνεὺς καὶ Ἰὼ εἶναι σύγχρονοι καὶ ἀποτελοῦν τὰ ἀρχαιότερα ὀνόματα

ποὺ διασώζονται στὴ γραμματεία μας. Ἡ Ἰώ, ἡ κόρη τοῦ Ἰνάχου, ἀναγκάζεται σὲ

περιπλάνηση λόγω τῆς μεγάλης καταστροφῆς στὰ παράλια τῆς Ἑλλάδος (τήξη παγετώνων

καὶ ἄνοδος τῆς στάθμης τῆς θάλασσας κατὰ δεκάδες μέτρα). Ὁ Ἔπαφος, ὁ γυιὸς τῆς Ἰοῦς ἐξ

Ἄργους, «βασιλεύων Αἰγυπτίοις γαμεῖ Μέμφιν τὴν Νείλου θυγατέραν καὶ ἀπὸ ταύτης κτίζει

πόλιν Μέμφιν καὶ τεκνοῖ θυγατέρα Λιβύην» (Ἀπολλόδωρος, Β.Ι,4). Ὁ Ἔπαφος λατρεύτηκε

ἀργότερα ὡς Σέραπις. Ὁ γυιὸς τῆς Ἰοῦς θεωρεῖται ὡς ὁ Διόνυσος ὁ Β΄ (καὶ ἴσως ἔτσι

ἐξηγεῖται ὁ «εἰσαγόμενος» ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο «Διόνυσος» τοῦ Ἡροδότου). Μετὰ τὸν Διόνυσο

Α΄ τῆς προκατακλυσμιαίας ἐποχῆς, τὸν «ἐξ Ἄμμωνος καὶ Ἀμαλθείας», ἔχουμε τὸν δεύτερον

«ἐξ Ἰοῦς τῆς Ἰνάχου Διὶ γενόμενον», καὶ ὡς τρίτον Διόνυσο ἔχουμε «τὸν ἐκ Διὸς καὶ

Σεμέλης»!

Ὁ Ὤγυγος λοιπόν, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ἔπαφο, ἔχει κτίσει τὶς Θῆβες στὴν Ἄνω

Αἴγυπτο (πρβλ. Πρακτικὰ διεθνοῦς συνεδρίου «The Atlantis Hypothesis», Editor

St.Papamarinopoulos, 2008, “Testing Plato’s Statements of Prehistoric Catastrophes at

Eleusis’s Gulf”, A.Stamou, σελ. 190-191). Ὁ Ὤγυγος μετέφερε τὰ Μυστήρια στὴν Αἴγυπτο

καὶ ἔδωσε τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν (Ἴσις-Δήμητρα, Ἥλιος-Σείριος-Ὄσιρις-Ρᾶ). Ἀργότερα οἱ

Θῆβες ὀνομάστηκαν Διόσπολις. «Εἶχε δὲ γυναῖκα ὁ Ὤγυγος τὴν Θήβην, θυγατέρα τοῦ Διός,

καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς τὸν Ἐλευσῖνα… ὁ μὲν οὖν Ἐλευσὶν ἔκτισε τὴν Ἐλευσῖνα καὶ ἔμεινεν

ἐκεῖ μετὰ τὸν κατακλυσμόν» (Ὠγυγία, ἔ.ἄ).

Οἱ Ἀθηναῖοι ἐπίσης κτίζουν τὴ Σάιδα, ἐνῶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ

Δαρδάνου ὁ Ρόδιος Ἀκτὶς ὁ Ἡλιάδης «εἰς Αἴγυπτον ἀπάρας ἔκτισε τὴν Ἡλιούπολιν

ὀνομαζομένην ἀπὸ τοῦ πατρός. Οἱ δ’ Αἰγύπτιοι ἔμαθον παρ’ αὐτοῦ τὰ περὶ τὴν Ἀστρολογίαν

θεωρήματα. Ὕστερον δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησι γενομένου κατακλυσμοῦ, καὶ διὰ τὴν ἐπομβρίαν

τῶν πλείστων ἀνθρώπων ἀπολομένων, ὁμοίως τούτοις καὶ τὰ διὰ τῶν Γραμμάτων

ὑπομνήματα συνέβη φθαρῆναι… Ὁμοίως δὲ καὶ Ἀθηναῖοι κτίσαντες ἐν Αἰγύπτῳ τὴν πόλιν

τὴν ὀνομαζομένην Σάιν, τῆς ὁμοίας ἔτυχον ἀγνοίας διὰ τὸν κατακλυσμόν» (Διόδ.

Σικελιώτης, Ε.57,3-5). Πολλὲς γενεὲς κατόπιν μεταβαίνει στὴν Αἴγυπτο καὶ ὁ Ὀρφεὺς γιὰ νὰ

διδάξει, ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτηριστικὰ λέει στὰ Ἀργοναυτικά: «ἠδ’ ὅσον ἐν Αἰγύπτῳ ἱερὸν


53

λόγον ἐξελόχευσα» (εἰκόνα 55: Χάρτης ἑλληνικῶν πόλεων Αἰγύπτου – ὁ χάρτης

εἶναι τοῦ σχολικοῦ βιβλίου Ἱστορίας Α΄ Γυμνασίου καὶ δείχνει πέντε πόλεις κατὰ μῆκος τοῦ

Νείλου: Θήβα, Ἄβυδο, Ἑρμούπολη, Μέμφιδα καὶ Ἡλιούπολη, ἀλλὰ οὐδὲν σχόλιο γιὰ τὴν

ἑλληνικότητά τους…).

Ἑπομένως, τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα δεικνύουν ὅτι ὁ ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς εἶναι

προγενέστερος καὶ γονιμοποιὸς ὅλων τῶν λαῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ τῆς Αἰγύπτου.

Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν ἀφετηρία, βρίσκεται τό (σκόπιμο) λάθος τῶν συγχρόνων ἱστορικῶν-

ἐρευνητῶν. Ὁ ἱερεὺς τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς (Νηΐθ) στὴν Σάιδα τῆς Αἰγύπτου βεβαιώνει

ἄλλωστε τὸν Σόλωνα: «τῆς πόλεως ὑμῶν …προτέραν ἔτεσι χιλίοις»˙ ν. ἀπόδοση: «ἡ πόλη

σας (ἡ Ἀθήνα) εἶναι ἀρχαιότερη κατὰ χίλια χρόνια ἀπὸ τὴ δική μας» (Πλάτων, Τίμαιος). Τὸ

Ἀμμώνειον στὴν ὄαση Σίουα, ποὺ προσκύνησε ὁ Ἀλέξανδρος, ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ

πρώτου Διονύσου (ἐποχὴ Τιτανομαχίας, Διόδ. Σικελ. Γ.71).

Ἔχουμε πράγματι ὑποστεῖ ἀλλεπάλληλες καταστροφὲς κατὰ τὴ μυριετῆ παρουσία

μας στὴ Μεσόγειο, στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου καὶ στὴν Αἰγηίδα. Ὁ κατακλυσμὸς τοῦ 12.500

π.Χ. ἐπιβεβαιώθηκε γεωλογικά (τῆξις παγετώνων), ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται μὲ

λεπτομέρεια στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα (Διόδωρος Σικελιώτης, Ε.47,4): «…τὸ ῥεῦμα λάβρως

ἐξέπεσεν εἰς τὸν Ἑλλήσοντον… τῆς ἐπιπέδου γῆς ἐν τῇ Σαμοθράκῃ θάλατταν ἐποίησε…

Τῆς δὲ θαλάττης ἀναβαινούσης ἀεὶ μᾶλλον…» Αὐτὴ ἡ περικοπὴ ἀποτελεῖ ἄριστον δεῖγμα

τῆς πολυχιλιετοῦς παρουσίας μας (βλ. ὡς ἄνω Πρακτικά, A.Stamou, σελ. 194). Ἕτερο

τεκμήριο ἀρχέγονης παρουσίας μας ἀποτελεῖ ἡ ὕπαρξη τῆς Τριτωνίδος καὶ ἡ περιγραφὴ τῆς

μετατροπῆς της σὲ ἔρημο (Σαχάρα): «Τὴν Τριτωνίδα λίμνην σεισμῶν γενομένων

ἀφανισθῆναι, ῥαγέντων αὐτῆς τῶν πρὸς τὸν Ὠκεανὸν μερῶν κεκλιμένων» (Διόδ. Σικ.

Γ.55,3). Αὐτά, συνδυαζόμενα μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνο-Ἀτλαντικοῦ πολέμου καὶ τῆς

καταβυθίσεως τῆς Ἀτλαντίδος (9.500 π.Χ.), προδίδουν μοναδικὴ καταγωγὴ παλαίχθονος

λαοῦ, τοῦ ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, μὲ καταγεγραμμένα ἀπὸ τότε γεγονότα: «Περὶ τῶν

ἐνακισχίλια γεγονότων ἔτη σοι δηλώσω …τὸ κάλλιστον καὶ ἄριστον γένος ἐπ’ ἀνθρώπους…

Εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους ἡ δύναμις τῆς πόλεως (τῆς Ἀθήνας) διαφανὴς ἀρετῇ τε καὶ ῥώμῃ

ἐγένετο… τῶν Ἑλλήνων ἡγουμένη… Σεισμῶν ἐξαισίων καὶ κατακλυσμῶν γενομένων… ἥ τε

Ἀτλαντὶς νῆσος ὡσαύτως κατὰ θαλάττης δῦσα ἠφανίσθη» (Πλάτων, Τίμαιος).

Οἱ ἔρευνές μας ὠθοῦν πρὸς ἀναχρονολόγηση τῆς Ἡρωικῆς ἐποχῆς τῆς Προϊστορίας

μας, ποὺ ἀνήκει τοὐλάχιστον στὴν τετάρτη χιλιετία π.Χ. (πιθανότατα ἀκόμα πιὸ πίσω).

Κλειδιὰ γιὰ τὴν ἀναχρονολόγηση εἶναι α) ἡ Τροία τοῦ Ὁμήρου, ἕξι γενεὲς μετὰ τὸν Δάρδανο˙

ἡ ἀρχικὴ δηλαδὴ Τροία – ὄχι ἡ ἑβδόμη πόλη τοῦ 1200 π.Χ. στὸ Χισσαρλίκ –, ἡ ὁποία δὲν


54

ἔχει ἀκόμα βρεθεῖ, β) ἡ Ὁμηρικὴ Ἰθάκη καὶ τὸ «ἐξαφανισθὲν» Δουλίχιον ὡς νῆσοι, ποὺ

παραμένουν ἀταύτιστες, καὶ γ) ἡ χρονολόγηση τῶν τριῶν Κατακλυσμῶν ποὺ ἀναφέρονται

στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα, Ὠγύγου, Δευκαλίωνος καὶ Δαρδάνου, σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν τήξη

τῶν τελευταίων παγετώνων, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων Καταστροφῶν (καταποντισμὸς

Ἀτλαντίδος-Αἰγηίδος, κ.ἄ.). Ἐπ’ αὐτῶν διεξάγουμε μελέτες, τὰ πορίσματα τῶν ὁποίων θὰ

δημοσιεύσουμε προσεχῶς. Πάντως, ἐφόσον ὁ Ὅμηρος γνωρίζει καὶ περιγράφει μιὰ Κρήτη

ἀκμάζουσα μὲ ἐνενῆντα πόλεις (Ὀδ. τ.172), σημαίνει πὼς δὲν ἔχει ἐπέλθει ἀκόμα ἡ

καταστροφὴ ἐκ τῆς ἐκρήξεως τοῦ ἠφαιστείου τῆς Θήρας.

10. Τὰ Πελασγικὰ γράμματα

Ἑπόμενο εἶναι πλέον ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς νὰ προηγεῖται καὶ στὴ Γραφή – μὲ τὶς

ἀποδείξεις ποὺ παρουσιάσαμε ἐνταῦθα –, ὁπότε εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχει δώσει τὰ φῶτα του

στὴν Ἀνατολή (Κρῆτες, Αἰγαῖοι, Ἀργεῖοι), ὅπως ἔπραξε καὶ στὴ Δύση (Ἠπειρῶτες Δρυΐδες).

Γι’ αὐτὸ ἡ πρώτη γραφὴ τῶν Σουμερίων, ἡ εἰκονογραφική, μοιάζει πολὺ μὲ τὴν ἀντίστοιχη

Κρητική. Ἡ ἐκστρατεία τοῦ Διονύσου στὴν Ἀνατολὴ εἶναι γνωστὴ γιὰ τὰ πολιτιστικὰ στοιχεῖα

ποὺ μετέδωσε μέχρι τὴν Ἰνδία (Νόννος, Διονυσιακά). Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἀλεξάνδρου,

χιλιάδες χρόνια μετά, συναντοῦσαν Ἕλληνες σὲ κάθε τους βῆμα στὴν Ἀνατολή. Μέχρι καὶ

στὴ νῆσο Παγχαία τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ βρῆκαν Κρῆτες (αὐτόνομους καὶ ἀβασίλευτους)

πού, γιὰ νὰ πείσουν γιὰ τὴν καταγωγή τους, ἐπέδειξαν στοὺς στρατιῶτες πανάρχαιες

ἐπιγραφὲς ἐπὶ χρυσῆς στήλης στὸν ναὸ τοῦ Τριφυλίου Διός (Διόδ. Σικελ. Ε.42).

Δὲν προηγοῦνται λοιπὸν οἱ Μεσοποτάμιοι Σουμέριοι καὶ οἱ Αἰγύπτιοι τοῦ 3.200 π.Χ.

στὴ γραφή, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νὰ διδάσκεται διεθνῶς, διότι γραφὴ ὑπάρχει ἤδη στὴν

Εὐρώπη σὲ πολύ ἀρχαιότερα εὑρήματα, ἀπὸ τὸ 5.500 π.Χ. τοὐλάχιστον, στὴν περιοχὴ

Vinca στὸν Δούναβι (εἰκόνες 47, 48) καὶ στὸ Δισπηλιὸ Καστοριᾶς (εἰκόνα 46), ἔχοντας

ἐπίκεντρο διασπορᾶς τὴν Αἰγηίδα (τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία). Πρόκειται

γιὰ τὴν «Παλαιοευρωπαϊκὴ» γραφή, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Καθηγητὴς Harald Haarman,

ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ νοοῦμε ὡς Πελασγικὴ γραφή (εἰκόνα 51). Στὴν κατακλυσμιαία περίοδο

(13.000-9.000 π.Χ.) συναντοῦμε τὴν ἴδια γραφὴ στὸ σπήλαιον Glozel στὸ Βισὺ τῆς Γαλλίας

(εἰκόνα 49).

«Μέγα δὲ ἔθνος οἱ Πελασγοί, πλανῆται δὲ ἦσαν καὶ σποράδες πανταχοῦ τῆς γῆς…

δῖοι Πελασγοί που λέγονται, ὡς ἄνωθεν Ἕλληνες, οὕς καὶ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν σῶσαι τὰ

στοιχεῖα μόνους Ἑλλήνων»˙ ν. ἀπόδοση: «Οἱ πρόγονοί μας Πελασγοί – αὐτοὶ ποὺ κακῶς

(σκοπίμως) ἀποκαλοῦνται Προέλληνες – γύριζαν παντοῦ σὲ ὅλη τὴ γῆ, καὶ ἀποκαλοῦνται


55

δῖοι-θεϊκοί, ὡς παλαιοὶ Ἕλληνες˙ διέσωσαν μάλιστα μετὰ τὸν κατακλυσμὸ τὰ γράμματα

ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων». Στοιχεῖα ἀποκαλοῦνται τὰ γράμματα «καὶ ἐτυμολογεῖ αὐτὰ ἀπὸ

τοῦ στείχω, ὅ ἐστὶ μετὰ τάξεως πορεύομαι˙ οὐ γὰρ ἀτάκτως καὶ ὡς ἔτυχεν ἐπιπέπλεκται

ἀλλήλοις τὰ στοιχεῖα» (Ἀνέκδοτα, Bekker).

Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης ὀνομάζει Πελασγικὰ τὰ γράμματα τῆς Ἡρωικῆς ἐποχῆς

(Γ.67,4): «Τὸν δ’ οὖν Λῖνον φασὶ τοῖς Πελασγικοῖς γράμμασιν συνταξάμενον τὰς τοῦ

πρώτου Διονύσου πράξεις. Ὁμοίως δὲ τούτοις χρήσασθαι τοῖς Πελασγικοῖς γράμμασι τὸν

Ὀρφέα καὶ Προναπίδην τὸν Ὁμήρου διδάσκαλον»˙ ν. ἀπόδοση: «Κατὰ κοινὴ παραδοχή, ὁ

Λῖνος συνέγραψε τὶς Πράξεις τοῦ Διονύσου Α΄ μὲ χρήση τῶν Πελασγικῶν γραμμάτων. Τὰ

ἴδια γράμματα χρησιμοποίησαν παρομοίως ὁ Ὀρφεὺς καὶ ὁ Προναπίδης, ὁ διδάσκαλος τοῦ

Ὁμήρου». Ἐδῶ ἔχουμε καὶ τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Ὅμηρος εἶναι σύγχρονος τοῦ Τρωικοῦ

πολέμου! Ἑπομένως, τίς ὁ Ὅμηρος;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἡ γλῶσσα μας δὲν τέμνεται σὲ ὁμηρική, ἀρχαιοελληνική, ἀλεξανδρινὴ κοινή,

γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου, βυζαντινή, καθαρεύουσα, δημοτική. Κι ἄν δεχθοῦμε τομὲς σὲ

χρονικὰ ὅρια, δὲν μποροῦμε – καὶ δὲν πρέπει – νὰ κάνουμε βιολογικὲς τομές. Ἡ γλῶσσα

μας ἔχει ὀντολογικὴ συνέχεια. Ἡ Ἑλληνίδα Γλῶσσα εἶναι ἀνέκαθεν μία, ἑνιαία, καθαρεύουσα

καὶ δημοτικὴ συνάμα˙ καθαρεύουσα, διότι καθαρεύει, δηλαδὴ εἶναι καθαρή, ἀμόλυντη, καὶ

δημοτική, διότι τὴν ὁμιλεῖ ὁ λαός!

Καιρὸς λοιπὸν νὰ θέσουμε «τὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων» κυριολεκτικὰ γιὰ

τὴν ἐσταυρωμένη μαρτυροῦσα-ἀποκαλύπτουσα Ἑλληνίδα Γλῶσσα καὶ Ἱστορία μας, ποὺ

ταλασιφρόνως ὑποφέρει τὶς τόσες κακοποιήσεις καὶ ὀδύσσεται γι’ αὐτές. Γιατὶ λοιπὸν οἱ

Φιλολογικὲς μας Σχολὲς δὲν ἐρευνοῦν τὴ δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀλφαβήτου ἀπὸ τὶς

Συλλαβικές μας Γραφές, ὅπως ἡ στοιχειώδης λογικὴ ὑπαγορεύει, παρὰ ἀναπαράγουν

διαρκῶς τὶς σαθρὲς ἀντιλήψεις τοῦ διεθνοῦς κατεστημένου περὶ Σημιτικοῦ Ἀλφαβήτου;

Μὲ πλεῖστες ἀποκαλύψεις ἐν Ἑλλάδι στὴ Γραφή, στὴ διάδοση τοῦ Πολιτισμοῦ, στὴν

αὐτοχθονία τῶν Αἰγαίων Ἑλλήνων, στὴν ἐξάπλωση τῶν Πελασγῶν στὰ πέρατα τοῦ κόσμου,

ἀνατρέπεται ὅλο τὸ στημένο ἀπὸ ξένους (καὶ τοὺς ἐνθάδε σμπίρους τους) ἱστορικὸ σκηνικό.

Δὲν περιμένουμε ἀπὸ ἄλλους νὰ κάνουν τὸ πρῶτο βῆμα καὶ νὰ παραδεχθοῦν τὰ λάθη τους

ἢ τὴν ὀλιγωρία τους. Αὐτὸ τὸ καθῆκον ἀνήκει σὲ μᾶς. Δικὰ μας εἶναι τὰ κείμενα ποὺ

περιγράφουν τὴν Ἱστορία μας. Δικὴ μας ἡ γῆ τῶν ἀνασκαφῶν, οἱ ἀποκαλύψεις, τὰ τεκμήρια,

τὰ ἱστορικὰ μνημεῖα. Χρειάζεται Ἀνδρεία-Τόλμη-Ἀρετή, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἐπικοινωνία

μὲ τὸ Ἱστορικό μας παρελθόν.


56

(Ἡ παροῦσα μελέτη γράφτηκε μὲ ἀφορμὴ τὴν Παγκόσμια Ἡμέρα Ἑλληνικῆς

Γλώσσας, κατόπιν σχετικῆς παρουσιάσεως στὸ Ἐπαγγελματικὸ Λύκειο Λευκάδας, τὸν

Φεβρουάριο 2018).


57

Ἑλληνίδα φωνή

Τὸ μπόλιασμα τῆς Ἑλληνίδος φωνῆς μαζὶ καὶ τῆς ψυχῆς,

ἀχνοφέγγει στὰ χείλη καὶ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς.

Σκορπίζεται στὶς ἀπέραντες θάλασσες ποὺ πλανᾶται ὁ νοῦς

κι ἀντιφεγγίζει στὰ ὀνόματα τῶν βουνῶν, τῶν λιμνῶν καὶ τῶν ποταμῶν,

ποὺ ρέουν ὁρμητικὰ στὸ διάβα τῆς Ἱστορίας,

θρέφοντας τὶς ξεγυμνωμένες ρίζες τῶν δένδρων τῆς σκέψης…

Ρουφώντας ἀδιάκοπα, αἰῶνες ἐπὶ αἰώνων,

χῶμα καὶ νερὸ ἀπ’ τὶς προγονικὲς ἑστίες,

ἁπλώνεται καὶ χορταίνει μὲ λέξεις

τὶς ἐπιστῆμες, τὶς τέχνες καὶ τὸν λόγο τοῦ σύμπαντος˙

ὅπως κάποτε τὸ πυρόξανθο στάρι στὰ χέρια τῆς θεᾶς Δήμητρας,

στὶς ἀπαρχὲς τοῦ ἐπιγείου πολιτισμοῦ.

Ἑλληνίδα φωνή˙

εἶσαι βαθιὰ χαραγμένη στὶς ἱερὲς γραφὲς τοῦ κόσμου,

«μνήμης τε καὶ σοφίας φάρμακον»…

(Ποίημα τῆς Λευκαδίας-Ἐλευσινίας Ἰωάννας Κόκλα,

ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογή της «Ἡ κοινωνὸς οὐσία τοῦ χρόνου»)


58

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΙΚΟΝΕΣ

1. Ἡ προέλευση τοῦ Α

2. Ἡ προέλευση τοῦ Β

3. Τμῆμα ἐπιγραφῆς οἰνοχόης Διπύλου

4. Ἀττικὸ ἀλφάβητο σὲ κύπελλο

5. Ἐπιγραφὴ Θήρας (ΑΡΧΗΓΕΤΗΣ)

6. Ἐπιγραφὴ Ἀθήνας (ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ)

7. Ἐπιγραφὴ Κορίνθου (ΕΥΘΥΔΙΚΗ)

8. Ἐπιγραφὴ Μαραθῶνα (ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ)

9. Ἐπιγραφὴ Σαμοθράκης (ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΘΕΟΙΣ)

10. Ἐπιγραφὴ Θεσσαλονικέας (ΕΠΙΚΤΗΣΙΣ)

11. Ἐπιγραφὴ ΓΓΒ (ΕΝΕΚΑ)

12. Ἐπιγραφὴ Κυπριακή (ΒΑΣΙΛΕΥΣ)

13. Ἐπιγραφὴ ΓΓΑ (ΔΑ ΜΑΤΕΡ)

14. ΗΡΑΚΛΗΣ-ΜΕΛΚΑΡΤ (ἐπιγραφὴ μὲ Κορινθιακὰ γράμματα)

15. Ὀνόματα ἱστορικῶν δυναστειῶν Αἰγύπτου

16. Χρυσῆ καρφίτσα μὲ ΓΓΑ στὸ Μουσεῖον Ἁγ. Νικολάου Κρήτης

17. Χάρτης Παλαιστίνης Φιλισταῖοι

18. Ἐπιγραφὴ ΓΓΑ σὲ κοχλιάριο (ΔΑΜΑΤΕΡ)

19. Ταύτιση Σουμεριακῆς καὶ Κρητικῆς Εἰκονογραφικῆς-Ἱερογλυφικῆς γραφῆς

20. Σύμβολα συλλαβῶν στὴν Σφηνοειδὴ gu-ti-ud

21. Ἀλφάβητο τῆς Οὐγκαρὶτ μὲ σύμβολα Σφηνοειδοῦς γραφῆς

22. Αἰγυπτιακὰ Ἱερογλυφικὰ σύμβολα μὲ σύμφωνα καὶ λέξεις (1)

23. Αἰγυπτιακὰ Ἱερογλυφικὰ σύμβολα μὲ σύμφωνα καὶ λέξεις (2)

24. Σύμβολα Δίσκου Φαιστοῦ

25. Οἰκίες Χοιροκοιτίας Κύπρου

26. Γράμματα Διμηνίου καὶ Λέρνας (νεολιθικὴ ἐποχή)

27. Πήλινο κύπελλο Σύρου (2700-2300 π.Χ.) μὲ ΓΓΑ (Λυ-κι-)


59

28. Ἐπιγραφὴ μὲ ΓΓΑ σὲ κουτάλι λίθινο

29. Ἐπιγραφὴ μὲ ΓΓΒ τῆς Πύλου

30. Ταύτιση γραμμάτων Κυπριακῆς συλλαβικῆς γραφῆς μὲ ΓΓΑ καὶ ΓΓΒ

31. Διάφορα Ἀλφάβητα ἑλληνικῶν περιοχῶν

32. Οἱ Σημιτικὲς ὀνομασίες τῶν Φοινικικῶν γραμμάτων

33. Ἀλφάβητο Δρυιδῶν μὲ τὴ θεὰ Γῆ (ka-ΓΑ ἤ Θέτα-θῆτα)

34. Ταύτιση Κρητικῶν καὶ Αἰγυπτιακῶν Ἱερογλυφικῶν (1)

35. Ταύτιση Κρητικῶν καὶ Αἰγυπτιακῶν Ἱερογλυφικῶν (2)

36. Ταύτιση Αἰγυπτιακῶν λέξεων μὲ Ἑλληνικὲς λέξεις

37. Αἰγυπτιακὰ γράμματα-φθόγγοι

38. Αἰγυπτιακὸς πίνακας εἰκονολέξεων

39. Ἡ κατεστημένη ὁδὸς προελεύσεως τῶν γραμμάτων τοῦ Ἀλφαβήτου

40. Ἱερογλυφικὴ Κρήτης

41. Σημιτικὴ ἐπιγραφή (Στήλη Μεσχᾶ) μὲ γράμματα φοινικικά

42. Διάφορα σχήματα τοῦ Β σὲ ἀλφάβητα

43. Τὸ συλλαβόγραμμα ka στὴ ΓΓΒ

44. Τὸ συλλαβόγραμμα ka στὴ ΓΓΑ

45. Τὸ συλλαβόγραμμα ka στὴν Κυπρομινωϊκὴ γραφή

46. Τὸ συλλαβόγραμμα ka στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Δισπηλιοῦ (5.250 π.Χ)

47. Τὸ συλλαβόγραμμα ka στὴν Παλαιοευρωπαϊκὴ γραφή (5.500 π.Χ.)

48. Τὸ συλλαβόγραμμα ka στὴν γραφὴ τῆς περιοχῆς Vinca Δούναβη (5.500 π.Χ.)

49. Τὸ συλλαβόγραμμα ka σὲ ἐπιγραφὴ τοῦ σπηλαίου Glozel Γαλλίας (9.500 π.Χ.)

50. Ἡ κατεστημένη ἄποψη γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Γραφῆς

51. Ἡ ὀρθὴ θεωρία γιὰ τὴν ἀφετηρία τῆς Γραφῆς

52. Προέλευση γραμμάτων Ἀλφαβήτου (1)

53. Προέλευση γραμμάτων Ἀλφαβήτου (2)

54. Προέλευση γραμμάτων Ἀλφαβήτου (3)

55. Χάρτης ἑλληνικῶν πόλεων Αἰγύπτου


60

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τὶ διδάσκονται τὰ παιδιά μας στὰ Σχολεῖα

(Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ σχολικὸ βιβλίο Ἱστορίας Α΄ Γυμνασίου)

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟY ΧΑΛΚΟY (3000-1100 π.Χ.)

Αυτή την περίοδο, στην περιοχή της Μέσης Ανατολής που ονομάστηκε «εύφορη

ημισέληνος» αναπτύσσονται οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί, των Σουμερίων, των

Βαβυλωνίων, των Αιγυπτίων, των Εβραίων, των Φοινίκων, των Χετταίων [σ.σ. Προεβραῖοι,

Προφοίνικες, Προχετταῖοι… δὲν ὑπάρχουν˙ μόνο Προέλληνες]. Συγχρόνως, σε διάφορες

περιοχές της Ελλάδας εμφανίζονται οι πρώτοι σημαντικοί πολιτισμοί (Κυκλαδικός,

Μινωικός, Μυκηναϊκός) [σ.σ. ἐκεῖ εἶναι μεγάλοι οἱ πολιτισμοί, ἐδῶ εἶναι ἁπλῶς σημαντικοί].

Καθένας από τους πολιτισμούς αυτούς έχει τη δική του φυσιογνωμία. Η θάλασσα του

Αιγαίου έπαιζε σπουδαίο ρόλο για την επαφή των πολιτισμών αυτών μεταξύ τους αλλά και

με τους γειτονικούς πολιτισμούς της Ανατολής.

Από τη Μεσοποταμία, με τους Σουμέριους, τον πρώτο λαό στον κόσμο ο οποίος

ανέπτυξε υψηλό πολιτισμό, αρχίζει ουσιαστικά η ιστορία [σ.σ. ὁποία βεβαιότης]. Λαός

πιθανώς ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία από τα μέσα της

4ης χιλιετίας, εφευρίσκει τον τροχό, το άροτρο, την επεξεργασία των μετάλλων, μία μορφή

γραφής, τη σφηνοειδή, και πρώτος ιδρύει απόλυτα συγκροτημένες πόλεις, με κυριότερη την

Ουρ [σ.σ. ἡ Πολιόχνη, πόλη-θαῦμα τῆς Λήμνου τῆς 7 ης χιλιετίας, ἀποσιωπᾶται˙ ὅμως ἡ

πατρίδα τοῦ προπάτορα Ἀβραὰμ εἶναι ἡ Οὔρ, ὄχι ἡ Πολιόχνη].

Κατά την 3η χιλιετία, σημιτικοί λαοί αναμειγνύονται με τους Σουμέριους,

παραλαμβάνουν από αυτούς πολιτισμικά στοιχεία και κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα

μεγάλο ενιαίο κράτος.

Στα παράλια της Παλαιστίνης, ήδη από την 3η χιλιετία, έχουν εγκατασταθεί οι

Φοίνικες, λαός σημιτικής καταγωγής [σ.σ. πῶς ὅμως ἔχουν ἑλληνικὸ ὄνομα;]. Η

εγκατάστασή τους (σ.σ. ἀπὸ ποῦ ἦρθαν;) σε παραλιακή περιοχή και η ανυπαρξία εύφορων

και εκτεταμένων πεδιάδων τούς έκαναν να στραφούν προς τη θάλασσα και να γίνουν

άριστοι ναυτικοί και έμποροι. Οι Φοίνικες δε σχημάτισαν ενιαίο κράτος. Κάθε πόλη τους,

ανάμεσα στις οποίες, αρχικά, πρωτεύουσα θέση είχε η Βύβλος, αποτελούσε κρατική


61

οντότητα. Κατά τη 2η χιλιετία οι φοινικικές πόλεις Σιδώνα και Τύρος έγιναν εμπορικά

κέντρα ολόκληρης της Μεσογείου και ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τους Μυκηναίους. Οι

Φοίνικες, πολιτιστικά, επηρεάστηκαν από τους γύρω λαούς, αλλά η μεγάλη συμβολή τους

στην εξελικτική πορεία της ιστορίας ήταν η επινόηση ενός αλφαβήτου, το οποίο

σχηματιζόταν από 22 σύμφωνα. Εξέλιξη αυτού του αλφαβήτου αποτελεί το ελληνικό

αλφάβητο [σ.σ. ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ κατεστημένη – ἐπιβεβλημένη δογματικά –

παραχάραξη τῆς Ἱστορίας].

Οι Εβραίοι, σημιτικής καταγωγής και αυτοί, αφού έζησαν ως νομάδες για μεγάλο

χρονικό διάστημα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο εσωτερικό της Παλαιστίνης (Χαναάν) [σ.σ.

ἀποσιωπᾶται ἡ προΰπαρξη τῶν Φιλισταίων Αἰγαίων Κρητῶν στὴν Παλαιστίνη, τῶν

«Προεβραίων»]. Κατά τα μέσα της 2ης χιλιετίας, ένα μεγάλο μέρος των Εβραίων βρίσκεται

στην Αίγυπτο. Γύρω στα 1300 π.Χ. οι Εβραίοι της Αιγύπτου, με ηγέτη τον Μωυσή,

αναχωρούν από την Αίγυπτο και εγκαθίστανται και αυτοί στην Παλαιστίνη.

Ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης αναπτύχθηκε στις

Κυκλάδες κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή στην Εποχή του Χαλκού. Στην 3η

χιλιετία π.Χ., τα πλοία των κυκλαδίτικων νησιών κυριαρχούν στο Αιγαίο και μαζί με τα

προϊόντα της Εγγύς Ανατολής μεταφέρουν στην Ευρώπη ιδέες, τεχνικές γνώσεις,

θρησκευτικές αντιλήψεις.

Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη Νεολιθική εποχή. Ο σημαντικότερος

οικισμός φαίνεται να ήταν η Κνωσός, όπως ακριβώς και στην Εποχή του Χαλκού. Στην 3η

και 2η χιλιετία π.Χ. ο πολιτισμός στην Κρήτη έφτασε σε υψηλό επίπεδο κοινωνικής και

οικονομικής οργάνωσης και καλλιτεχνικής παραγωγής. Είναι γνωστός με το όνομα

«μινωικός πολιτισμός» από το μυθικό βασιλιά της Κνωσού Μίνωα [σ.σ. ὁ Μίνωας εἶναι

μυθικός, ὁ Μωυσῆς πραγματικός˙ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Μίνωα πάντως βρέθηκαν, τῶν Ἑβραίων

ἡγετῶν τὶ ἔχει βρεθεῖ;].

Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ύστερη Εποχή

του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.) ήταν ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός [σ.σ. δηλαδὴ ὁ

Μινωικὸς δὲν εἶναι ἑλληνικός…]. Έχοντας αναπτύξει οι Μυκηναίοι στενούς δεσμούς με τους

Μινωίτες ήδη από τον 17ο αιώνα π.Χ., υιοθέτησαν από αυτούς και αφομοίωσαν με γόνιμο

τρόπο πολλά στοιχεία του πολιτισμού τους, χωρίς όμως να χάσουν τη δική τους ταυτότητα.

Από τους Μινωίτες δανείστηκαν οι Μυκηναίοι ποικίλα τεχνολογικά επιτεύγματα, μορφές

τέχνης και την ιδέα της γραφής.


62

Στην Κνωσό οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ένα πλήθος από πήλινες

επιγραφές γραμμένες σε Γραμμική γραφή Β, οι οποίες χρονολογήθηκαν μετά το 1400 π.χ.,

περίοδο της υποτιθέμενης κατάληψης της Κρήτης από τους Μυκηναίους [σ.σ. ἐδῶ κάνουν

ὑποθέσεις...]. Παρόμοιες επιγραφές βρέθηκαν και στη μεσσηνιακή Πύλο. Το 1952 οι

Βρετανοί Μάικλ Βέντρις και Τζον Τσάντγουικ αποκρυπτογράφησαν τη γραφή των

πινακίδων, τη Γραμμική Β. Τότε διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν ελληνική.

Νεότερες ανασκαφές έφεραν στο φως πινακίδες με τη Γραμμική Β στη Θήβα, στις Μυκήνες,

στην Τίρυνθα και στα Χανιά. Η γραφή των πινακίδων είναι συλλαβική, δηλαδή κάθε

σύμβολο αποδίδει μια συλλαβή (πα, τα, ρο, μα, τι). Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γραμμική

γραφή Α της Κρήτης, η οποία ακόμη δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Πολλοί επιστήμονες

υποστηρίζουν ότι η Γραμμική γραφή Β είναι εξελιγμένη και τελειοποιημένη μορφή της

Γραμμικής γραφής Α.

Περίπου το 1200 π.Χ. παρατηρείται μια αιφνίδια κάμψη της μυκηναϊκής ισχύος.

Ανάκτορα, ακροπόλεις και οικισμοί καταστρέφονται. Συγχρόνως εξαφανίζεται η Γραμμική

γραφή Β. Τα ελληνικά δε θα εμφανισθούν ως γραφή παρά τον 8ο αιώνα π.Χ. [σ.σ. Μὰ τόση

ἐμπάθεια γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα καὶ Γραφή!… Στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»

(Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν) ἐπισημαίνεται πώς «τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ γραπτὰ μνημεῖα

ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν τεσσάρων αἰώνων (12 ο ἕως 9 ο π.Χ.) δὲν εἶναι ἀνεξήγητο. Εἴτε δὲν

ἔχουν ἀκόμη βρεθεῖ, εἴτε ἦταν γραμμένα σὲ ὕλη τόσο φθαρτὴ ποὺ ἀφανίσθηκε (δέρμα,

ξύλο, πάπυρο). Ἄλλωστε τὸ ἴδιο ἐπιγραφικὸ χάσμα ὑπάρχει καὶ στὴν Κύπρο, ἀκόμη δὲ

μεγαλύτερο στὴν ἴδια τὴ Φοινίκη (10 ος - 9 ος αἰώνας ἕως Ἑλληνιστικοὶ χρόνοι)»].


63

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Σύντομος Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Μυκηναϊκὴν Φιλολογίαν, Ἰωάννης Κ. Προμπονᾶς

(1977), β΄ ἔκδ. 1990

2. Ἐπιγραφική, Α.Σ. Ἀρβανιτόπουλος 1937

3. Γραμμικὴ Β΄ καὶ συγγενικὲς Γραφές, Τζὼν Τσάντγουϊκ, ἐκδ. Παπαδήμας 1992

4. Εἰσαγωγὴ στὴν Γραμμικὴ Β΄, Τζαίημς Τόμας Χοῦκερ, ἐκδ. ΜΙΕΤ 1996

5. Reading the Past, Ancient writing from Cuneiform to the Alphabet, Cuneiform by

C.B.F.Walker, British Museum Press (1990) ἐκδ. 1996

6. Scripta Minoa, Arthour Evans

7. Ἀρχαιολογικὸ Περιοδικὸ Πολέμων, τ.Ε΄ 1952-53, Παπαγιαννόπουλος Παλαιὸς

8. Γραμμικὴ Α, Μηνᾶς Τσικριτσῆς, ἐκδ. Βικελαίας Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης, Ἡράκλειον

2001

9. Ὁ Δίσκος τῆς Φαιστοῦ μιλάει Ἑλληνικά, Ἔφη Πολυγιαννάκη, ἐκδ. Γεωργιάδης 1996

10. Ὁ Δίσκος τῆς Φαιστοῦ - Ὁδηγὸς στὴν Ἀποκρυπτογράφησή του, Μηνᾶς Τσικριτσῆς,

Ἡράκλειο 2006

11. Ἡ γραπτή μας γλῶσσα καὶ οἱ δολιοφθορεῖς της, Φίλιππας Ἀργυριάδης 1992

12. Εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ Γλώσσης, Ἀντώνιος Ἀντωνᾶκος, 2002

13. Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, Albin Lesky 1957

14. Τὸ Δισπηλιὸ τῆς Καστοριᾶς, Γ.Χ. Χουρμουζιάδης, ἐκδ. Κώδικας 1996

15. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν 1970

16. Ἱερὰ Ἐλευσίς, ἡ ἀληθινὴ Ἱστορία», Ἀναστάσιος Στάμου, 2005

17. Νεολιθικὸς Πολιτισμός, Δημήτρης Θεοχάρης, ΜΙΕΤ 1993

18. Ὠγυγία ἢ Ἀρχαιολογία, Ἀθ. Σταγειρίτης (Βιέννη 1818), ἐκδ. Ἐλεύθερη Σκέψις 1994

19. Ἱστορία Γενέσεως τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἠ. Τσατσόμοιρος, ἐκδ. Δαυλὸς 1991

20. Οἱ Ἕλληνες, οἱ Ἀρειμένιοι Βλάχοι καὶ ἡ κρυμμένη ἀλήθεια, Ἀριστέας Γραμμόζης,

Αἰγηὶς 2014

21. Ἡ Ἑλλάδα εἰς ὅλον τὸν κόσμον, Βαρθολομαῖος Λάζαρης, 2004

22. Χάος ἴσον Θεός, Μητροπολίτης Παραμυθίας Ἀθηναγόρας, ἐκδ. Ἐλευσίς 2001

23. Τὰ Ὀρφικά, Ἰωάννης Πασσᾶς, ἐκδ. Ἐγκυκλ. Ἡλίου

24. Αἰγυπτιακὰ Μανέθωνος, Ἀπ.Μ. Τζαφερόπουλος, ἐκδ. Γεωργιάδης 1996

25. Λεξικὸν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰ Σταματάκος

26. Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Liddell καὶ Scott


64

27. Ἰλιάς, Ὀδύσσεια, Ὅμηρος, ἑρμηνεία- ἀπόδοση Κώστας Δούκας

28. Θεογονία, Ἡσίοδος

29. Προμηθεὺς Δεσμώτης, Αἰσχύλος

30. Τραχίνιαι, Σοφοκλῆς

31. Παλαμήδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, Εὐριπίδης

32. Ἑλληνικὰ Ἀνέκδοτα, Ε.Α. Μπέκκερ (Κρητικά, Δοσιάδης)

33. Βιβλιοθήκη, Ἀπολλόδωρος

34. Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη, Διόδωρος Σικελιώτης

35. Ἱστορίαι, Ἡρόδοτος

36. Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς

37. Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου, Βίοι Παράλληλοι, Ῥωμαϊκὰ καὶ Ἑλληνικὰ Αἴτια,

Πλούταρχος

38. Αἰνειάδα, Βιργίλιος

39. Περὶ μέτρων, Ἰωάννης Λαυρέντιος Λυδός

40. Λεξικὸν Σούδα

41. Σχόλια εἰς Ἑρμογένην, Συριανός, Σώπατρις καὶ Μαρκελλῖνος

42. Σχόλια εἰς τὴν Διονυσίου τοῦ Θρακὸς Τέχνη Γραμματική, «Περὶ στοιχείων»

Μελάμπους

43. Τίμαιος, Πλάτων

44. Πανηγυρικὸς Ἰσοκράτους

45. Δίκη Συμφώνων, Λουκιανός

46. Βίος Ἀπολλωνίου Τυανέως, Φιλόστρατος

47. Πρακτικὰ διεθνοῦς συνεδρίου «The Atlantis Hypothesis», Editor

St.Papamarinopoulos, 2008, “Testing Plato’s Statements of Prehistoric

Catastrophes at Eleusis’s Gulf”, A.Stamou

48. Hebrew is Greek, Joseph Yahuda, Oxford 1982

49. Πρόγραμμα «ΜΟΥΣΑΙΟΣ», Thesaurus Linguαe Graecae (T.L.G), Μαριὰν Μὰκ

Ντόναλντ, http://www.tlg.uci.edu


65

(στο ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΛΟ μέσα)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ὁ Γεράσιμος Χ. καὶ Β. (Χρίστου καὶ Βεατρίκης) Ἀραβανὴς γεννήθηκε στὴν Καρυὰ τῆς Λευκάδας (1950). Οἱ

γονεῖς του φτωχοὶ ἀγρότες. Εἶναι πτυχιοῦχος τῆς Νομικῆς καὶ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου

Ἀθηνῶν. Ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα-λειτούργημα τοῦ φιλολόγου φροντιστῆ. Πάθος του ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία,

καὶ εἰδικότερα ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ τραγωδία.

Ἔργα του:

ΘΟΥΚΙΔΙΔΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

200 Αρχαία Ελληνικά Κείμενα (κείμενο, «μετάφραση», εκτενή γραμματικά και συντακτικά σχόλια)

Τα αρχαία Ελληνικά του υποψηφίου για τα Α.Ε.Ι.

Τα Λατινικά του υποψηφίου για τα Α.Ε.Ι.

Η υποδειγματική Έκθεση Ιδεών

Δικίμια σύγχρονου προβληματισμού

Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἀδυνάτου

Λυσίας, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία

Λυσίας, Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν

Λυσίας, Ὀλυμπιακός

Λυσίας, Περὶ τοῦ μὴ καταλῦσαι τὴν πάτριον πολιτείαν Ἀθήνησι

Λυσίας, Κατὰ Θεομνήστου Α΄ καὶ κατὰ Θεομνήστου Β΄

Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ στρατιώτου

Ξενοφῶν, Λακεδαιμονίων πολιτεία

Ξενοφῶν, Ἀθηναίων πολιτεία

Ἰσοκράτης, Ἐπιστολαὶ Ἀντιπάτρῳ, Ἀλεξάνδρῳ, τοῖς Ἰάσονος παισίν, Τιμοθέῳ, τοῖς Μιτυληναίων ἄρχουσιν,

Ἀρχιδάμῳ, Διονυσίῳ

Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους

Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη (στα σκοτεινά βαδίζουν οι ήρωες…)

Σοφοκλῆς, Οἰδίπους τύραννος (το πεπρωμένο της αθηναϊκής ηγεμονίας-ὕβρεως)

Το ψεύδος της «ινδοευρωπαϊκής» θεωρίας και η ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑ των Ελλήνων

Κείμενα-άρθρα του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά


66

(στο ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ μέσα)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ὁ Ἀναστάσιος Στάμου γεννήθηκε στὴν Ἐλευσῖνα (1960). Γόνος τοῦ Ἀρβανίτη Κουντουριώτη ἐκ προσφύγων τῆς

Ἠπείρου λόγω Ὀθωμανικῆς κατοχῆς (1468), Δημητρίου Στάμου, καὶ τῆς Μικρασιάτισσας μητρὸς ἐκ προσφύγων

τῆς Ἰωνίας λόγω τῆς Τουρκικῆς γενοκτονίας (1922), Ἀδαμαντίας Γέμελα. Νυμφευμένος μὲ τὴν Λευκαδία

ποιήτρια-λογοτέχνη, Κοινωνικὴ Λειτουργὸ καὶ Ἐκπαιδευτικό, Ἰωάννα Κόκλα.

Εἶναι διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικὸς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἐργάστηκε στὴ

Βιομηχανία ἕως τὸ 1988. Ἔκτοτε ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα-λειτούργημα τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ. Διατελεῖ διευθυντὴς τοῦ

Ἐπαγγελματικοῦ Λυκείου Λευκάδας ἀπὸ τὸ 2011.

Μελετᾶ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία, καὶ εἰδικότερα τὴν Προϊστορία, συγγράφοντας μελέτες καὶ δοκίμια,

δημοσιεύοντας ἄρθρα σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, παρουσιάζοντας τὶς ἔρευνές του σὲ ραδιοφωνικοὺς καὶ

τηλεοπτικοὺς σταθμούς, σὲ Πνευματικὰ Κέντρα Δήμων καὶ Πολιτιστικοὺς Συλλόγους.

Συγγραφέας τοῦ βιβλίου «ΙΕΡΑ ΕΛΕΥΣΙΣ, ἡ Ἀληθινὴ Ἱστορία» (2005).

Εἰσηγητὴς σὲ τρία διεθνῆ συνέδρια Προϊστορίας: Atlantis Hypothesis, Γεωλογικὰ τμήματα Παν/μίων Ἀθηνῶν,

Θεσ/νίκης καὶ Πατρῶν, Ἀθῆναι 2008 καὶ Σαντορίνη 2011, μὲ θέμα «Testing Plato’s statements of Prehistoric

Catastrophes at Eleusis’s Gulf, Part I, Part II». Ἡ Προϊστορία τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Ἀττικῆς, Πανεπ. Ἀθηνῶν,

Μουσεῖον Κυκλαδικῆς Τέχνης 2015, μὲ θέμα «Τὸ Βυθισμένο Ράριον πεδίον τῆς Ἐλευσῖνος».

Διατελεῖ ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν πρόεδρος τοῦ Κέντρου Ἐλευσινιακῶν Μελετῶν «ἡ Δάειρα».

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!