09.02.2015 Views

συμπληρωματικο τευχος 2

συμπληρωματικο τευχος 2

συμπληρωματικο τευχος 2

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ<br />

ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ<br />

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />

ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ: 1945<br />

ΤΟΜΟΣ 74<br />

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ 2<br />

2012<br />

ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ<br />

VOLUME 74<br />

SUPPLEMENT NUMBER 2<br />

2012<br />

ΠΡΑΚΤΙΚΑ<br />

17ου ΕΤΗΣΙΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ<br />

ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

Γ.Ν.Α. “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />

ΑΘΗΝΑ 20 − 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012<br />

PROCEEDINGS<br />

17th ANNUAL SEMINAR<br />

OF CONTINUING MEDICAL EDUCATION<br />

OF EVANGELISMOS GENERAL HOSPITAL<br />

ATHENS 20 − 23 FEBRUARY 2012<br />

ΝΟSOKOMIAKA CHRONIKA<br />

Official publication of the Scientific Society<br />

of Evangelismos Hospital<br />

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ


Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού Νοσοκομείου “Ο Ευαγγελισμός” (ΕΕΠΝΕ)<br />

17 0 ΕΤΗΣΙΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Γ . Ν . Α . “ Ο Ε ΥΑ Γ Γ Ε Λ Ι Σ Μ ΟΣ ”<br />

ΑΘΗΝΑ 20 - 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012<br />

“Δώμα” Γ.Ν.Α. ¨Ο Ευαγγελισμός”<br />

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />

Σ. ΝΑΝΑΣ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ : Αντιπρόεδρος<br />

Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ : Μέλη<br />

Δ. ΕΞΑΡΧΟΣ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ<br />

Σ. ΚΛΗΜΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Θ. ΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ<br />

Φ. ΛΑΖΑΡΙΩΤΗ<br />

Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ<br />

Α. ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ<br />

Α. ΟΥΖΟΥΝΙΔΟΥ<br />

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />

Α. ΝΤΕΛΑΚΗ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ : Μέλη<br />

Α. ΓΡΗΓΟΡΑΤΟΥ<br />

Δ. ΔΙΠΛΑΣ<br />

Λ. ΕΥΛΙΑΤΗ<br />

Δ. ΖΕΡΒΑΚΗΣ<br />

Ι. ΚΑΚΚΑΣ<br />

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />

Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΡΓΥΡΑΚΟΣ : Μέλη<br />

Ε. ΑΡΧΑΥΛΗΣ<br />

Δ. ΕΞΑΡΧΟΣ<br />

Ι. ΚΑΚΚΑΣ<br />

Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ<br />

Π. ΚΟΥΤΣΟΠΑΝΝΗ<br />

Ε. ΜΥΛΩΝΑ<br />

Α. ΤΑΡΑΣΗ<br />

Α. ΨΑΡΡΑ<br />

Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ<br />

Ι. ΑΚΡΙΒΟΣ<br />

Ν. ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Δ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ<br />

Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ<br />

Ν. ΒΙΑΖΗΣ<br />

Μ. ΒΛΑΧΟΥ<br />

Α. ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ<br />

Π. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ<br />

Ι. ΔΑΤΣΕΡΗΣ<br />

Π. ΔΕΔΕΗΛΙΑΣ<br />

Ε. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Σ. ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Σ. ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΣ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ<br />

Θ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ<br />

Ι. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Δ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ<br />

Ο. ΚΑΣΤΑΝΑ<br />

Γ. ΚΑΤΣΙΚΑΣ<br />

Χ. ΜΑΓΚΟΥ<br />

Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ<br />

Α. ΜΑΝΩΛΗΣ<br />

Α. ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Ε. ΜΠΑΛΗΣ<br />

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />

Γ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ : Πρόεδρος<br />

Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ : Αντιπρόεδρος<br />

Μέλη<br />

Ε. ΜΠΟΒΙΑΤΣΗΣ<br />

Σ. ΝΑΝΑΣ<br />

Κ. ΝΟΥΤΣΗΣ<br />

Α. ΟΥΖΟΥΝΙΔΟΥ<br />

Ο. ΠΑΝΑΠΩΤΑΚΗΣ<br />

Γ. Μ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ<br />

Θ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ<br />

Σ. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ<br />

Β. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Μ. ΠΑΡΑΡΑ<br />

Ε. ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΤΗ<br />

Π. ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Α. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ<br />

Κ. ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ<br />

Ε. ΡΟΥΣΚΑ<br />

Ε. ΣΚΟΥΡΑ<br />

Α. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ<br />

Ι. ΣΚΡΑΠΑΡΗ<br />

Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ<br />

Μ. ΣΧΙΝΑ<br />

Κ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ<br />

Σ. ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ<br />

Α. ΤΣΙΡΟΠΑΝΝΗ<br />

Ν. ΧΑΡΧΑΛΑΚΗΣ<br />

Δ. ΧΟΝΔΡΟΣ


ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ<br />

ΕΝΩΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Γ.Ν.Α.<br />

«Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», Υψηλάντου 45, 106 76 Αθήνα<br />

Τηλ. / Fax: 213 2041744<br />

e-mail: sseh@evaggelismos-hosp.gr<br />

site: www.evaggelismos-hosp.gr<br />

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤ/ΚΟΥ<br />

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ<br />

ΠΡΟΕΔΡΟΣ<br />

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Θεοφάνης<br />

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ<br />

ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Μιχαήλ<br />

ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ<br />

ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ Αλεξάνδρα<br />

ΤΑΜΙΑΣ<br />

ΕΞΑΡΧΟΣ Δημήτριος<br />

ΜΕΛΗ<br />

ΖΗΣΗΣ Χαράλαμπος<br />

ΚΛΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Σεραφείμ<br />

ΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ Θεόδωρος<br />

ΛΑΖΑΡΙΩΤΗ Φωτεινή<br />

ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γεώργιος<br />

ISSN 0369-5700<br />

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Μιχαήλ<br />

ΑΝΑΠΛ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Θεοφάνης<br />

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

ΕΞΑΡΧΟΣ Δημήτριος<br />

ΜΕΛΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ<br />

ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αθηνά<br />

ΖΗΣΗΣ Χαράλαμπος<br />

ΚΑΠΙΡΗΣ Στυλιανός<br />

ΚΛΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Σεραφείμ<br />

ΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ Θεόδωρος<br />

ΛΑΖΑΡΙΩΤΗ Φωτεινή<br />

ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γεώργιος<br />

ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ Καλλιόπη<br />

ΣΚΥΛΑΚΑΚΗ Μαρία<br />

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Γεώργιος<br />

ΤΑΡΑΣΗ Αικατερίνη<br />

ΤΖΑΝΕΛΑ Μαρινέλλα<br />

ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ Αλεξανδρα<br />

ΕΚΤΥΠΩΣΗ<br />

EΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ<br />

Καποδιστρίου 34 - 10432 Αθήνα<br />

Τηλ. πληροφοριών: 210 5279000<br />

Ετήσια συνδρομή εσωτερικού 30 €<br />

Εταιρείες - Οργανισμοί 50 €<br />

Συνδρομές εξωτερικού 40 €<br />

Φοιτητές 10 €<br />

Διεύθυνση υπεύθυνου σύμφωνα με το νόμο:<br />

Θεοφάνης Αποστόλου<br />

Θεραπευτήριο “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ<br />

ΤΕΥΧΟΣ B’<br />

ΤΟΜΟΣ 74<br />

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ 2<br />

2012<br />

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΥ<br />

Γ. Κ. Παπαγεωργίου, Γ Ι Στυλιανίδης - Εισαγωγή ______________ 198-199<br />

Αιτιοπαθογένεια - Διάγνωση - Προεγχειριτική σταδιοποίηση<br />

Ε. Αρχαύλης ______________________________________________ 200-208<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

Γ. Ι. Στυλιανίδης ____________________________________________ 209-226<br />

Νεοεπικουρική χημειοθεραπεία<br />

Χ. Δ. Ζουμπλιός ____________________________________________ 227-246<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

Σ. Παπανικολάου __________________________________________ 247-263<br />

Ακτινοθεραπεία στον καρκίνο του ορθού<br />

Ε. Γ. Πετεινέλλη, Α. Σαλβαρά ___________________________________ 264<br />

ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ HER ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ (HER1/EGFR, HER2/<br />

CERBB2) ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ, ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ<br />

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟΥ. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ<br />

Κ. Λαρίου – Εισαγωγή ___________________________________________ 265<br />

Χ. Μάγκου, Β Παντελαίων ___________________________________ 266-270<br />

ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

ΟΙ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗ ΘΩΡΑΚΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ. ΠΟΥ<br />

ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ, ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ<br />

Ι. Μπελλένης – Εισαγωγή ________________________________________ 271<br />

Χ. Ζήσης ___________________________________________________ 272-281<br />

ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΝΕΦΡΟΥ<br />

Μ. Μ. Βασλαματζής ________________________________________ 282-296<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ - ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ.<br />

ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ<br />

Νοσηλευτικές παρεμβάσεις στην αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου<br />

Ε. Νικολαΐδου _________________________________________________ 297<br />

Προσέγγιση του ρόλου των Νοσηλευτών στη διαχείριση των φλεβικών<br />

ελκών κάτω άκρων<br />

Κ. Τσαρούχα, Α. Δημητρούλη, Μ. Γιαννακίδου __________________ 298-306


Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

Α. Δημητρούλη, Λ. Σ. Σταυρινού, Μ. Λουφαρδάκη, Θ. Καλαματιανός, Π. Γαλάνης, Δ. Σακάς, Γ. Στράντζαλης ___________ 307-321<br />

Υγιεινή των χεριών - Εφαρμόζουμε Υγιεινή των χεριών κι αν όχι γιατί;<br />

Φ. Βεϊνή ____________________________________________________________________________________________________ 322-330<br />

Bulling: Γιατροί – Νοσηλευτές: Eνδονοσοκομειακές συγκρούσεις<br />

Σ. Τσιτιρίδης ____________________________________________________________________________________________________ 331<br />

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ<br />

Ψηφιακή Ακτινογραφία<br />

Ι. Καλογερόπουλος, Χ. Κολοφούση ____________________________________________________________________________ 332-337<br />

Ψηφιακή Μαστογραφία<br />

Α. Μαντζώρου ______________________________________________________________________________________________ 338-344<br />

Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

Ε. Αντύπα __________________________________________________________________________________________________ 345-355<br />

PET-CT<br />

Μ. Γ. Σκυλακάκη _____________________________________________________________________________________________ 356-359<br />

PACS<br />

Δ. Δ. Κόκκινος _________________________________________________________________________________________________ 360<br />

CT<br />

Δ. Ν. Έξαρχος, Φ. Γ. Λαζαριώτη, Β. Αναγνωστάκου ______________________________________________________________ 361-365<br />

MRI<br />

Ε. Τεστέμπαση ______________________________________________________________________________________________ 366-373<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΗ<br />

Κατάγματα κοτύλης<br />

Ι. Ακριβός, Χ. Γαρνάβος, Κ. Παπαγιαννάκος, Γ. Πρωτοπαπαδάκης ________________________________________________ 374-382<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

Κ. Παπαγιαννάκος, Κ. Ντουντουλάκης, Ι. Ακριβός _______________________________________________________________ 383-392<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΡΑΔΙΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ-ΡΕΤ<br />

Χ. Γιαννοπούλου – Εισαγωγή _________________________________________________________________________________ 393-394<br />

Μ. Παπαχρίστου, Χ. Γιαννοπούλου, Ε. Σκούρα, Ι. Δατσέρης _________________________________________________________ 395<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ<br />

Ε. Πελεγρίνης - Εισαγωγή ________________________________________________________________________________________ 396<br />

Α. Μορφόπουλος ___________________________________________________________________________________________ 397-403<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ<br />

Παράμετροι ξενιστού στην καταστολή της HIV λοίμωξης: Νεότερα δεδομένα<br />

Α. Ψαρρά __________________________________________________________________________________________________ 404-407<br />

Μέτρηση ATP και διαφορική διάγνωση λοίμωξης-απόρριψης στη μεταμόσχευση<br />

Β. Κίτσιου ___________________________________________________________________________________________________ 408-413<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ<br />

Γ. Ιωαννίδης- Εισαγωγή __________________________________________________________________________________________ 414<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Γ. Κατσίκας _________________________________________________________________________________________________ 415-424


TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ<br />

Μ. Μ. Βασλαματζής - Εισαγωγή _________________________________________________________________________________ 425<br />

Μέρος Α’: Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

Ν. Αλεβιζόπουλος και Μ. Βασλαματζής _______________________________________________________________________ 427-440<br />

Μέρος B’: Νεότερα δεδομένα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων με παλαιοτέρα φάρμακα<br />

Μ. Μ. Βασλαματζής και Ν. Αλεβιζόπουλος _____________________________________________________________________ 441-447<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΟ ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN<br />

Ν. Χαρχαλάκης - Εισαγωγή ______________________________________________________________________________________ 448<br />

Βιολογία του Λεμφώματος Hodgkin<br />

Ε. Γιαννουλάτου, Δ. Ροντογιάννη ________________________________________________________________________________ 449<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Χ. Βλάχου, Γ. Κούρτη, Θ. Δ. Καρμίρης _________________________________________________________________________ 450-456<br />

TI ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑ<br />

Βρογχιεκτασίες: Διάγνωση και θεραπεία<br />

Ε. Μπαλής _____________________________________________________________________________________________________ 457<br />

ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΕΣ. ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β<br />

Γ. Μουσούλης - Εισαγωγή _______________________________________________________________________________________ 458<br />

Μ. Σχινά ___________________________________________________________________________________________________ 459-463<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας C<br />

Δ. Γ. Καραμανώλης - Εισαγωγή ______________________________________________________________________________ 464-465<br />

Γ. Ζαχαράκης, Ν. Βιάζης, Δ. Καραμανώλης ____________________________________________________________________ 466-471


Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού Νοσοκομείου “Ο Ευαγγελισμός” (ΕΕΠΝΕ)<br />

17 0 ΕΤΗΣΙΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Γ . Ν . Α . “ Ο Ε ΥΑ Γ Γ Ε Λ Ι Σ Μ ΟΣ ”<br />

ΑΘΗΝΑ 20 - 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012<br />

“Δώμα” Γ.Ν.Α. ¨Ο Ευαγγελισμός”<br />

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />

Σ. ΝΑΝΑΣ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ : Αντιπρόεδρος<br />

Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ : Μέλη<br />

Δ. ΕΞΑΡΧΟΣ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ<br />

Σ. ΚΛΗΜΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Θ. ΚΡΑΤΗΜΕΝΟΣ<br />

Φ. ΛΑΖΑΡΙΩΤΗ<br />

Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ<br />

Α. ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ<br />

Α. ΟΥΖΟΥΝΙΔΟΥ<br />

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />

Α. ΝΤΕΛΑΚΗ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ : Μέλη<br />

Α. ΓΡΗΓΟΡΑΤΟΥ<br />

Δ. ΔΙΠΛΑΣ<br />

Λ. ΕΥΛΙΑΤΗ<br />

Δ. ΖΕΡΒΑΚΗΣ<br />

Ι. ΚΑΚΚΑΣ<br />

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />

Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΡΓΥΡΑΚΟΣ : Μέλη<br />

Ε. ΑΡΧΑΥΛΗΣ<br />

Δ. ΕΞΑΡΧΟΣ<br />

Ι. ΚΑΚΚΑΣ<br />

Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ<br />

Π. ΚΟΥΤΣΟΠΑΝΝΗ<br />

Ε. ΜΥΛΩΝΑ<br />

Α. ΤΑΡΑΣΗ<br />

Α. ΨΑΡΡΑ<br />

Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ<br />

Ι. ΑΚΡΙΒΟΣ<br />

Ν. ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Δ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ<br />

Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ<br />

Ν. ΒΙΑΖΗΣ<br />

Μ. ΒΛΑΧΟΥ<br />

Α. ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ<br />

Π. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ<br />

Ι. ΔΑΤΣΕΡΗΣ<br />

Π. ΔΕΔΕΗΛΙΑΣ<br />

Ε. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Σ. ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Σ. ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΣ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ<br />

Θ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ<br />

Ι. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Δ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ<br />

Ο. ΚΑΣΤΑΝΑ<br />

Γ. ΚΑΤΣΙΚΑΣ<br />

Χ. ΜΑΓΚΟΥ<br />

Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ<br />

Α. ΜΑΝΩΛΗΣ<br />

Α. ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Ε. Μ ΠΑΛΗΣ<br />

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />

Γ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ : Πρόεδρος<br />

Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ : Αντιπρόεδρος<br />

Μέλη<br />

Ε. ΜΠΟΒΙΑΤΣΗΣ<br />

Σ. ΝΑΝΑΣ<br />

Κ. ΝΟΥΤΣΗΣ<br />

Α. ΟΥΖΟΥΝΙΔΟΥ<br />

Ο. ΠΑΝΑΠΩΤΑΚΗΣ<br />

Γ. Μ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ<br />

Θ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ<br />

Σ. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ<br />

Β. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Μ. ΠΑΡΑΡΑ<br />

Ε. ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΤΗ<br />

Π. ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Α. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ<br />

Κ. ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ<br />

Ε. ΡΟΥΣΚΑ<br />

Ε. ΣΚΟΥΡΑ<br />

Α. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ<br />

Ι. ΣΚΡΑΠΑΡΗ<br />

Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ<br />

Μ. ΣΧΙΝΑ<br />

Κ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ<br />

Σ. ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ<br />

Α. ΤΣΙΡΟΠΑΝΝΗ<br />

Ν. ΧΑΡΧΑΛΑΚΗΣ<br />

Δ. ΧΟΝΔΡΟΣ


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Γ. Κ. Παπαγεωργίου<br />

Τηλ.: 2132041801<br />

E-mail: gepage@otenet.gr<br />

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΥ<br />

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι<br />

η τρίτη σε συχνότητα κακοήθεια στον άνδρα μετά τον<br />

καρκίνο του πνεύμονα και του προστάτη και η δεύτερη<br />

στις γυναίκες μετά τον καρκίνο του μαστού. Υπολογίζεται<br />

ότι το 2008 εμφανίσθηκαν παγκοσμίως 1,240,000<br />

νέες περιπτώσεις κολοορθικού καρκίνου, από τις οποίες<br />

τα δύο τρίτα αφορούσαν καρκίνο του παχέος εντέρου<br />

και το υπόλοιπο ένα τρίτο καρκίνο του ορθού. Η<br />

νόσος είναι συχνή στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες<br />

όπως η Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Βόρεια Αμερική, και<br />

Δυτική Ευρώπη. Στην Ευρώπη παρατηρείται, τις τελευταίες<br />

δεκαετίες προοδευτική αύξηση της συχνότητας<br />

εμφάνισης της νόσου, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής<br />

στις χώρες της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης.<br />

Παρήγορη είναι η διαπίστωση ότι η Ελλάδα έχει τη μικρότερη<br />

επίπτωση της νόσου ανάμεσα στις χώρες της<br />

Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κίνδυνος εκδήλωσης καρκίνου<br />

του παχέος εντέρου στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου<br />

ανέρχεται σε 5%, και έχει διπλασιασθεί το τελευταίο<br />

τέταρτου του περασμένου αιώνα σε χώρες με<br />

παραδοσιακά αυξημένη επίπτωση της νόσου.<br />

Στην αιτιοπαθογένεια της νόσου εμπλέκονται, με<br />

διαφορετική βαρύτητα ο καθένας, κληρονομικοί, γενετικοί<br />

και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Μέλη οικογενειών<br />

με σύνδρομα κληρονομικού καρκίνου, όπως η οικογενής<br />

πολυποδίαση και σύνδρομο Lynch, το ιστορικό<br />

κολοορθικού καρκίνου και αδενωμάτων του παχέος<br />

εντέρου, ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου<br />

(ελκώδους κολίτιδας και νόσου του Crohn) ανήκουν<br />

σε ομάδες υψηλού κινδύνου και απαιτούν ειδική<br />

παρακολούθηση και αντιμετώπιση.<br />

Το 2008 καταγράφηκαν περίπου 610,000 θάνατοι<br />

από καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού. Αν και η επίπτωση<br />

της νόσου αυξάνει, οι θάνατοι από κολοορθικό<br />

Γ Κ Παπαγεωργίου 1 , Γ Ι Στυλιανίδης 2<br />

1<br />

Συντονιστής Διευθυντής, 2 Διευθυντής ΕΣΥ<br />

Β’ Χειρουργικό Τμήμα Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

καρκίνο μειώθηκαν και η πενταετής επιβίωση διπλασιάσθηκε<br />

κατά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου<br />

αιώνα. Στις αναπτυγμένες υγειονομικά χώρες, η πενταετής<br />

επιβίωση ξεπερνά το 50% ακόμη και το 60%,<br />

ανεξάρτητα από την εντόπιση και το στάδιο της νόσου.<br />

Η βελτίωση της πρόγνωσης είναι αποτέλεσμα εν<br />

μέρει τουλάχιστον της<br />

• έγκαιρης διάγνωσης των πολυπόδων του παχέος<br />

εντέρου και της αφαίρεσης αυτών<br />

• διάγνωσης της νόσου σε πιο πρώιμο στάδιο<br />

• κατάλληλης χειρουργικής θεραπείας<br />

• εφαρμογής ορθολογικών και πιο αποτελεσματικών<br />

θεραπευτικών σχημάτων και ιδιαίτερα της<br />

• επικουρικής χημειοθεραπείας<br />

Η έκβαση της νόσου εξαρτάται εν πολλοίς από<br />

το στάδιο κατά τη διάγνωση. Η πενταετής επιβίωση<br />

των πασχόντων από καρκίνο παχέος εντέρου με<br />

στάδιο νόσου Ι (Τ1-2, Ν0), ή ΙΙΑ (Τ3, Ν0) ανέρχεται σε<br />

93% και 85% αντίστοιχα. Η διαπίστωση αυτή δείχνει<br />

ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου ως τοπικά αναπτυσσόμενο<br />

μόρφωμα είναι δυνητικά ιάσιμη νόσος και<br />

αναδεικνύει την σημασία της αναγνώρισης και ορθολογικής<br />

διαχείρισης των ατόμων υψηλού κινδύνου με<br />

σκοπό την έγκαιρη διάγνωση της. Η ριζική χειρουργική<br />

εκτομή παραμένει για περισσότερο από ένα αιώνα η<br />

μόνη μέθοδος θεραπείας που μπορεί να επιτύχει την<br />

ίαση. Η υποτροπή μετά από ριζική θεραπευτική εκτομή<br />

οφείλεται σε κλινικά λανθάνουσες μικρομεταστάσεις<br />

κατά των χρόνο της επέμβασης.<br />

Η χορήγηση μετεγχειρητικής – επικουρικής χημειοακτινοθεραπείας<br />

αποσκοπεί στην “εξάλειψη” των μικρομεταστάσεων<br />

αυτών. Το όφελος από την επικουρική<br />

χημειοθεραπεία είναι εμφανές σε ασθενείς με διασπορά<br />

της νόσου στους επιχώριους λεμφαδένες (στάδιο


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 199<br />

ΙΙΙ), ενώ είναι αμφιλεγόμενο σε ασθενείς σταδίου ΙΙ. Η<br />

επικουρική χημειοθεραπεία χορηγείται το συντομότερο,<br />

μετά την ανάκαμψη του ασθενούς από την χειρουργική<br />

επέμβαση. Αν και δεν υπάρχει σαφές χρονικό όριο,<br />

οι 4 ως 8 εβδομάδες από τη χειρουργική επέμβαση<br />

θεωρούνται αποδεκτός χρόνος για την έναρξη της.<br />

Ο συνδυασμός λευκοβορίνης, 5-φθοριοουρακίλης και<br />

οξαλιπλατίνης (FOLFOX) είναι ευρέως αποδεκτό σήμερα<br />

ως το σχήμα επιλογής για ασθενείς σταδίου ΙΙΙ<br />

που υποβλήθηκαν σε ριζική θεραπευτική εκτομή. Χορηγούνται<br />

επίσης από του στόματος φθοριοπυριμιδίνες<br />

(capecitabine or UFT), ενώ δοκιμάζονται στοχευμένες θεραπείες<br />

με μονοκλωνικά αντισώματα κατά του αυξητικού<br />

παράγοντα του ενδοθηλίου των αγγείων (vascular<br />

endothelial growth factor, VEGF) και των υποδοχέων του<br />

επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR). Το όφελος<br />

της επικουρικής χημειοθεραπείας στους ασθενείς αυτούς<br />

ανέρχεται σε 30% μείωση του κινδύνου υποτροπής<br />

και 22% - 32% μείωση της θνητότητας.<br />

Ο καρκίνος του ορθού παρουσιάζει ιδιομορφίες ως<br />

προς στην αντιμετώπιση του, λόγω των ανατομικών<br />

χαρακτηριστικών της περιοχής και των κοινωνικών<br />

και ψυχολογικών επιπτώσεων που προκαλεί η δημιουργία<br />

μιας μόνιμης κολοστομίας, αποτέλεσμα της<br />

κοιλιοπερινεϊκής εκτομής του ορθού (ΚΠΕ). Οι ιδιαιτερότητες<br />

αυτές κατέστησαν αναγκαία την αναζήτηση<br />

εναλλακτικών τεχνικών χειρουργικής θεραπείας. Επιλεγμένοι<br />

ασθενείς με Τ1 και Τ2 όγκους, χωρίς απεικονιστικά<br />

ανιχνεύσιμους διηθημένους λεμφαδένες μπορεί<br />

να αντιμετωπισθούν με τοπική εκτομή και μετεγχειρητική<br />

ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Η προσθήκη<br />

της μετεγχειρητικής ακτινοθεραπείας μειώνει τις τοπικές<br />

υποτροπές κατά 5%.<br />

Η ΚΠΕ υπήρξε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, η<br />

επέμβαση εκλογής για τη θεραπεία του καρκίνου του<br />

ορθού και ειδικά του περιφερικού τμήματος αυτού. Αν<br />

και θεωρητικά επέμβαση ριζική και θεραπευτική, παρουσίαζε<br />

υψηλό ποσοστό υποτροπής (30%), που οφειλόταν<br />

στη διήθηση των ορίων εκτομής, λόγω κακής<br />

τεχνικής. Η εισαγωγή της ολικής εκτομής του μεσοορθού,<br />

δηλαδή της επί των φυσικών ανατομικών ορίων<br />

πλήρους εκτομής του μεσεντέριου λίπους του ορθού<br />

μείωσε την τοπική υποτροπή από 30% σε 5% και αύξησε<br />

την πενταετή επιβίωση στο 75% από 50%. Επίσης<br />

η ορθή εφαρμογή της ολικής εκτομής του μεσοορθού<br />

έδειξε ότι ακόμα και 1cm υγιούς εντέρου περιφερικά<br />

του όγκου είναι αρκετό για να επιτευχθεί ριζική ογκολογική<br />

εκτομή. Τέλος η προεγχειρητική ακτινοθεραπεία<br />

σε ασθενείς με Τ3 όγκο, διηθημένους λεμφαδένες και<br />

πιθανή διήθηση των περιφερικών ορίων εκτομής στην<br />

MRI ή στο διορθικό υπερηχογράφημα προκαλεί συρρίκνωση<br />

των νεοπλασματικών μαζών και επιτρέπει<br />

την ολική εκτομή του μεσοορθού μειώνει τις τοπικές<br />

υποτροπές κατά 16% και αυξάνει την επιβίωση κατά<br />

10%. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η κατακόρυφη αύξηση<br />

των επεμβάσεων διατήρησης των σφιγκτήρων, όπως<br />

η χαμηλή πρόσθια εκτομή (ΧΠΕ) και η αντίστοιχη μείωση<br />

της ΚΠΕ.<br />

Η θεραπεία του κολοορθικού καρκίνου είναι πολυδύναμη,<br />

απαιτούσα τη συνεργασία πολλών ειδικοτήτων<br />

τόσο στην αντιμετώπιση της τοπικής - περιοχικής<br />

νόσου, που αφορά το 80% των ασθενών και είναι<br />

το θέμα του φετινού συμποσίου, όσο και της γενικευμένης<br />

νόσου και ιδιαίτερα των ασθενών με εξαιρέσιμη<br />

και δυνητικά ιάσιμη μεταστατική νόσο ήπατος<br />

ή/και πνευμόνων, που ελπίζουμε να αποτελέσει θέμα<br />

επόμενου συμποσίου. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 198-199, 2012.


Αιτιοπαθογένεια, διάγνωση, προεγχειρητική<br />

σταδιοποίηση<br />

Ε Αρχαύλης<br />

Επιμελητής Α’, Α’ Γαστρεντερολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 213 2041609<br />

E-mail: march193@yahoo.com<br />

SUMMARY<br />

ARCHAVLIS E. Colorectal cancer: causes, diagnosis, preoperative staging. Colorectal cancer remains a major health<br />

issue especially for the developed countries. This is easily understood by the fact of the western world life style and diet, as<br />

diet rich in animal fat and poor in fiber correlates with increased frequency of colorectal cancer. Other substances such as<br />

calcium, vitamins selenium, folate and long use of NSAIDs or aspirin influence its incidence. For all that some of these were<br />

studied aiming in prevention of CRC. Other factors that are associated with CRC is heredity as is obvious by the hereditary<br />

cancer syndrome (e.g. adenomatous polyposis syndrome), and chronic inflammation as in the case of ulcerative colitis. CRC<br />

is manifested as bleeding or obstruction or in the searchin of metastasis or anemia. Its diagnosis is based on recognize it<br />

and histological confirmation and thus colonoscopy remains the best approach, although several other examinations could<br />

be used If this fails. In clinical practice preoperative staging is passed on C/T scans, although its results do not meet the expectations.<br />

Other, mostly radiological, tests are emerging. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 200-208, 2012.<br />

Key words: colorectal cancer, causes, diagnosis, staging<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο καρκίνος παχέος εντέρου αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα κυρίως για τις αναπτυγμένες χώρες. Αυτό είναι κατανοητό<br />

με δεδομένο την σχέση του καρκίνου αυτού με το δυτικό τρόπο ζωής και διατροφής. Παράγοντες, όπως<br />

δίαιτα πλούσια σε ζωικά λίπη και πτωχή σε φυτικές ίνες έχει βρεθεί να σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα του.<br />

Επίσης άλλοι παράγοντες όπως το ασβέστιο το σελήνιο, φυλικό, η μακροχρόνια χρήση ΜΣΑΦ ή ασπιρίνης προστατεύουν<br />

επίσης. Για το λόγο αυτό πολλά από αυτές τις ουσίες έχουν δοκιμασθεί και σαν μέσα για την πρόληψη<br />

του ΚΠΕ με διάφορα αποτελέσματα. Άλλοι παράγοντες που συμμετέχουν στην παθογένεια του είναι η κληρονομικότητα,<br />

όπως φαίνεται στα κληρονομούμενα σύνδρομα (π.χ. οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση), αλλά και η<br />

χρόνια φλεγμονή όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα. Ο ΚΠΕ εκδηλώνεται είτε σαν αιμορραγία,<br />

αποφρακτικά φαινόμενα ή σαν μεταστάσεις συνήθως στο ήπαρ ή σαν αναιμία. Η διάγνωση βασίζεται στην αναγνώριση<br />

του και επιβεβαίωση με λήψη βιοψιών και συνεπώς η εξέταση εκλογής είναι η κολοσκόπηση. Προεγχειρητική<br />

σταδιοποίηση βασίζεται σε A/Τ παρ’ ότι η ακρίβεια της αμφισβητείται. Άλλες μέθοδοι κυρίως ακτινολογικές<br />

εξετάσεις θα βοηθήσουν στο μέλλον. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 200-208, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: καρκίνος παχέος εντέρου, καρκίνος ορθού, αίτια, διάγνωση, σταδιοποιηση<br />

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ<br />

Ο καρκίνος παχέος εντέρου (ΚΠΕ) και ορθού αποτελεί<br />

ένα μεγάλο πρόβλημα για τις αναπτυγμένες χώρες<br />

αφού είναι ο τέταρτος σε επιπολασμό καρκίνος,<br />

μετά του πνεύμονος, προστάτη και μαστού για τους<br />

πληθυσμούς αυτούς. Σε αυτόν οφείλονται περί το 10%<br />

των νέων περιπτώσεων καρκίνου κατ’ έτος.<br />

Παρότι εν πολλοίς όπως και σε όλους του καρκίνους<br />

η ακριβής ακολουθία για την γένεση του παραμένει<br />

άγνωστη ωστόσο αρκετά στοιχεία σχετικά με


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 201<br />

την αιτιοπαθογένεια του ΚΠΕ είναι γνωστά. Η περιεκτικότητα<br />

της διατροφής σε ζωικό λίπος και φυτικές<br />

ίνες έχουν κυρίως ενοχοποιηθεί. Επίσης η κατανάλωση<br />

μπύρας, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, ο<br />

τρόπος παρασκευής των τροφών έχουν θεωρηθεί ότι<br />

ευοδώνουν την καρκινογέννεση. Αντίθετα, θεωρούνται<br />

προστατευτικά η ασπιρίνη και τα άλλα μη στεροειδή<br />

φάρμακα, το ασβέστιο, το σελήνιο, η θεραπεία με οιστρογόνα,<br />

το χαμηλό βάρος και η άσκηση. Παρόμοια<br />

προστατευτική δράση, αλλά με μικρότερη πιθανά δράση<br />

έχουν η δίαιτα πλούσια σε καρωτένη, φυτικές ίνες<br />

ή σελήνιο, η βιταμίνη C, Ε και D.<br />

Αναλυτικότερα για μερικές από αυτές: Από μακρού<br />

μελέτες είχαν καταδείξει διαφορές στην συχνότητα<br />

του σε πληθυσμούς με διαφορετικές τρόπο ζωής<br />

και κυρίως διαφορετικές διαιτητικές συνήθειες. Μελέτες<br />

σε πληθυσμούς που μετανάστευαν από περιοχές<br />

χαμηλού επιπολασμού σε χώρες υψηλού κινδύνου και<br />

υιοθέτηση της αντίστοιχης δίαιτας (όπως για παράδειγμα<br />

από την Ιαπωνία στις αρχές του προηγούμενου<br />

αιώνα προς το αρχιπέλαγος της Χαβάης) έδειξαν<br />

ταχεία αντίστοιχη αύξηση του κινδύνου για καρκίνο<br />

παχέος εντέρου ωστόσο δεν έγινε δυνατόν να καθορισθεί<br />

πιο ακριβώς στοιχείο της διατροφής δρα είτε<br />

προστατευτικά ή αντίθετα αυξάνει το κίνδυνο.<br />

Τροφές πλούσιες σε λίπος, (χαρακτηριστικά σε<br />

χώρες υψηλού επιπολασμού τα λιπαρά οξέα αποτελούν<br />

το 40-45% των ολικών θερμίδων της διατροφής<br />

ενώ αντίθετα σε πληθυσμούς με χαμηλό επιπολασμό<br />

αυτό αποτελεί μόλις το 10% των θερμίδων) και φτωχές<br />

σε φυτικές ίνες καθώς και η αυξημένη κατανάλωση<br />

κόκκινου κρέατος (πιθανά λόγω διαφορών στο<br />

είδος των λιπαρών οξέων που περιέχει αυτό σε σχέση<br />

με τα αντίστοιχα που βρίσκονται στα πουλερικά ή<br />

τα ψάρια) ενοχοποιείται. Σαν κύριος παθογενετικός<br />

μηχανισμός θεωρείται ότι το λίπος της τροφής οδηγεί<br />

σε αύξηση της παραγωγής χοληστερόλης και χολικών<br />

αλάτων στο ήπαρ με επακόλουθη αύξηση της συγκέντρωσης<br />

τους στο αυλό του παχέος εντέρου, ενώ τα<br />

βακτηρίδια του παχέος εντέρου τα μετατρέπουν σε<br />

δευτερογενή χολικά άλατα, μεταβολίτες της χοληστερόλης<br />

και άλλους τοξικούς μεταβολίτες. Επακόλουθα<br />

αυξάνονται τα επίπεδα της αποκαρβοξυλάσης<br />

της ορνιθίνης (που οδηγεί σε αύξηση του κυτταρικού<br />

πολλαπλασιασμού, καθώς και η δραστηριότητα της<br />

πρωτεϊνικής κινάσης καθώς επίσης και ο δρόμος του<br />

μεταβολισμού του αραχιδονικού οξέος ενεργοποιείται<br />

από τα χολικά οξέα οδηγώντας έτσι σε κυτταρικό<br />

πολλαπλασιασμό, ένας δρόμος που εμποδίζεται από<br />

τα μη στεροειδή φάρμακα ή την ασπιρίνη.<br />

Οι φυτικές ίνες έχουν βρεθεί ότι προστατεύουν σε<br />

αρκετές μελέτες (1,2). Πρόκειται για ίνες φυτικής προέλευσης<br />

που είναι ανθεκτικές στην πέψη από τα εντερικά<br />

ένζυμα και δρουν συνεπώς στο αυλό του παχέος<br />

εντέρου. Παρόλο που πολλές μελέτες έχουν δείξει<br />

ότι προσφέρουν προστασία από το καρκίνο παχέος<br />

εντέρου ωστόσο δεν φάνηκε να προστατεύουν από<br />

την υποτροπή αδενωμάτων (3,4). Σε μεταανάλυση 13<br />

σχετικών μελετών φάνηκε ότι η κατανάλωση φυτικών<br />

ινών σχετίζεται αντίστροφα με το κίνδυνο για καρκίνο<br />

παχέος εντέρου, αλλά όταν έγινε διόρθωση για τους<br />

λοιπούς διαιτητικούς παράγοντες οι φυτικές ίνες δεν<br />

έδειξαν να προστατεύουν από το καρκίνο παχέος<br />

εντέρου (5). Πιθανολογείται ότι αυτά δρουν μέσω αύξησης<br />

του όγκου του περιεχομένου στο παχύ έντερο<br />

οδηγώντας έτσι σε μείωση της συγκέντρωσης των<br />

καρκινογόνων ενώ λόγω της ταχύτερης διόδου μέσα<br />

από το κόλο υπάρχει μικρότερη έκθεση του στις ουσίες<br />

αυτές. Επίσης μερικές από τις φυτικές ίνες (όπως<br />

η σελλουλόζη, το πίτουρο) προκαλούν αλλαγές στην<br />

έκφραση βακτηριακών ενζύμων που δρουν προστατευτικά,<br />

ενώ άλλα μπορούν να συνδεθούν με τοξικά<br />

προϊόντα αδρανοποιώντας τα έτσι.<br />

Το ασβέστιο και η βιταμίνη D δρουν προστατευτικά.<br />

Δεν είναι και εδώ γνωστός ο ακριβής τρόπος<br />

δράσης ωστόσο το ασβέστιο δρα τόσο στο κυτταρικό<br />

κύκλο, στην έκφραση και δραστηριότητα βασικών για<br />

το κύτταρο ένζυμων (τυροσινική κινάση, αποκαρβοξυλάση<br />

ορνιθίνης κλπ). Σε μελέτες και μετααναλυση σχετικών<br />

μελετών βρέθηκε ότι το ασβέστιο προστατεύει<br />

από καρκίνο παχέος εντέρου (6). Παρόμοιος ρόλος έχει<br />

βρεθεί κυρίως σε πειραματόζωα για την βιταμίνη (7).<br />

Mη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα: μελέτες<br />

έχουν δείξει μείωση της σχετιζόμενης με κακοήθεια του<br />

παχέος εντέρου στα άτομα με χρόνια χρήση ΜΣΑΦ.<br />

Παρότι δεν είναι γνωστοί οι ακριβείς μηχανισμοί, ενοχοποιούνται<br />

η μεταβολή στο μεταβολισμό του αραχιδονικού<br />

οξέος με αλλαγές των επιπέδων ουσιών<br />

όπως οι προσταγλανδίνες θρομβαξάνες λευκοτριένες<br />

κ.λπ που οδηγούν σε αλλαγές στην προσκόλληση ωρίμανση<br />

και διαφοροποίηση των κυττάρων ενώ επάγουν<br />

και την απόπτωση των. Η δράση αυτή γίνεται<br />

μέσω αναστολής της δράσης της κυκλοξυγενάσης,<br />

ενός ενζύμου που η 2η μορφή [κυκλοοξυγενάση 2 (COX<br />

2)] του υπερεκφράζεται στο KΠΕ. Τα φάρμακα αυτά,<br />

επίσης, δρουν μέσω μεταβολής της προσκόλλησης των<br />

κυττάρων αλλά και της αγγειογένεσης.


202<br />

Αιτιοπαθογένεια, διάγνωση, προεγχειρητική σταδιοποίηση<br />

Με βάση τα ανωτέρω έχουν γίνει προσπάθεια πρόληψης<br />

του καρκίνου με διάφορες ουσίες. Ωστόσο επειδή<br />

ο η καρκινογένεση είναι ένας εξαιρετικά μακροχρόνιος<br />

δρόμος και συνεπώς η κατάδειξη της δράσης κάποιου<br />

φαρμάκου απαιτεί τεράστιο αριθμό ατόμων που παρακολουθείται<br />

επί δεκαετίες, η μελέτη έχει επικεντρωθεί<br />

στην προσπάθεια πρόληψης υποτροπής των αδενωμάτων<br />

μιας προδρόμου του καρκίνου βλάβης ή στην ανεύρεση<br />

άλλων πρώιμων βλαβών όπως των παρεκκλινουσών<br />

(aberrant) κρυπτών με την χρήση της χρωμοενδοσκόπησης<br />

ή της μεγεθυντικής ενδοσκόπησης. Μελέτες με<br />

τη χορήγηση χαμηλής σε λιπαρά και υψηλής σε φυτικές<br />

ίνες για την πρόληψη υποτροπής αδενωμάτων απέτυχαν<br />

να δώσουν ικανοποιητικά αποτελέσματα (3,4).<br />

Αντίθετα θετικά στοιχεία έδωσε μελέτη που αφορούσε<br />

την χορήγηση ασβεστίου (1200 mg/d), που έδειξε<br />

μικρή (19%) μείωση της υποτροπής των αδενωμάτων<br />

(8). Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι η μείωση αυτή διαρκούσε<br />

και για αρκετό διάστημα μετά την διακοπή της<br />

θεραπείας (9) ενώ μελέτες έδειξαν ότι η βιταμίνη D δρα<br />

συνεργικά με το ασβέστιο (10).<br />

Το φυλικό οξύ παρά το ότι έδειξε αρχικά ελπιδοφόρα<br />

αποτελέσματα απέτυχε να εμποδίσει τις υποτροπές<br />

αδενωμάτων σε προοπτική μελέτη (11). Επίσης<br />

άλλες βιταμίνες/αντιοξειδωτικές ουσίες έχουν δώσει<br />

αντικρουόμενα αποτελέσματα και συνεπώς δεν συνιστώνται<br />

αυτά για πρόληψη. Επίσης η χορήγηση οιστρογόνων<br />

(θεραπεία αναπλήρωσης) έδειξε, πιθανά<br />

μέσω μεταβολής της σύνθεσης των χολικών οξέων)<br />

πιθανολογείται ότι δρα προστατευτικά. Σε μελέτη<br />

βρέθηκε σε μειωμένο ποσοστό ατόμων που ελάμβαναν<br />

οιστρογόνα καρκίνος παχέος εντέρου, ωστόσο<br />

στις ασθενείς με ενεργό θεραπεία ο καρκίνος βρέθηκε<br />

σε πιο προχωρημένο στάδιο (12).<br />

Τα πιο ενθαρρυντικά αποτελέσματα έδειξε η χρόνια<br />

χρήση της ασπιρίνης ή ΜΣΑΦ με μείωση των αδενωμάτων<br />

ή καρκίνου κατά >40% αν και πιθανολογείται<br />

ότι απαιτείται συνεχής εξαιρετικά μακροχρόνια<br />

αγωγή. Η προστασία αυτή αφορά και σε άτομα με<br />

αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο ή αδενώματα (13-15) επίσης<br />

καλά αποτελέσματα έχουν δώσει οι μη εκλεκτικοί<br />

αναστολείς της κυκλοξυγενάσης αλλά και οι εκλεκτικοί<br />

της κυκλοξεγενάσης 2 στην πρόληψης υποτροπής των<br />

αδενωμάτων (16,17).<br />

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ<br />

Εκτός των εξωτερικών ενοχοποιητικών παραγόντων<br />

από μακρού έχει γίνει κατανοητό ότι υπάρχει<br />

κληρονομική επιβάρυνση. Αυτό είναι προφανές στα<br />

κληρονομούμενα συνδρομα ΚΠΕ αλλά μελέτες έχουν<br />

δείξει ότι και στους σποραδικούς ΚΠΕ (μη κληρονομούμενες)<br />

υπάρχει αυξημένη επίπτωση σε συγγενείς. Τα<br />

κληρονομούμενα σύνδρομα ΚΠΕ διακρίνονται σε :<br />

Οικογενή σύνδρομα πολυποδίασης όπου υπάρχει<br />

αυτοσωμιακός επικρατών χαρακτήρας, και χαρακτηρίζεται<br />

από την παρουσία πολυάριθμων (συνήθως<br />

εκατοντάδων) αδενωμάτων με ή χωρίς εξωκολικές<br />

εκδηλώσεις (18). Αποτελεί ένα σπάνιο αίτιο καρκίνου<br />

(περίπου μόλις το 1% των περιπτώσεων καρκίνου<br />

παχέος εντέρου οφείλονται σε αυτό) ωστόσο η φυσική<br />

πορεία αν δεν αφαιρεθεί έγκαιρα το κόλον είναι<br />

η ανάπτυξη καρκίνου σε όλους τους ασθενείς. Το<br />

υπεύθυνο γονίδιο έχει αναγνωρισθεί. Η παραγομένη<br />

από αυτή πρωτεΐνη συμμετέχει σε αρκετά βήματα της<br />

κυτταρικής ομοιοστασίας, πολλαπλασιασμού και σύνδεσης<br />

του με τα γειτονικά κύτταρα. Το μέσο τμήμα<br />

της πρωτεΐνης αυτής συνδέεται με την β κατενίνη μια<br />

πρωτεΐνη υπεύθυνη για την διατήρηση των διακυττάριων<br />

συνδέσεων μέσω σύνδεσης με την ε καθερίνη. Η<br />

σύνδεση της APC πρωτεΐνης με την β κατενίνη οδηγεί<br />

σε καταστολή της τελευταίας. Αν υπάρχει μετάλλαξη<br />

τότε η β κατενίνη εισέρχεται στο πυρήνα οδηγώντας<br />

σε κυτταρικό πολλαπλασιασμό και δημιουργία αδενωμάτων.<br />

Όπως προαναφέρθηκε κλινικά χαρακτηρίζεται<br />

από πολλαπλά αδενώματα που εμφανίζονται από<br />

την εφηβεία αλλά και εξωκολικές εκδηλώσεις όπως<br />

πολύποδες αλλαχού στο πεπτικό (π.χ. στόμαχο, ειλεό<br />

αλλά κυρίως στο 12λο, όπου μπορεί να μεταλλαχθούν)<br />

ή εμφάνιση οστεωμάτων εξοστόσεων ή ανωμαλιών<br />

των οδόντων και υπερτροφίας μελαχρωστικής του<br />

κερατοειδούς ή δεσμοειδείς όγκοι (σύνδρομο Gardner)<br />

(19) η γλοιωμάτων (Turcot σύνδρομο).<br />

Ο οικογενής μη πολυποδιασικός καρκίνος παχέος<br />

εντέρου αναπτύσσεται σε αδενώματα συνήθως<br />

επίπεδα, ωστόσο η παρουσία αρκετών αδενωμάτων<br />

είναι ασυνήθης (18), Σε αυτόν οφείλεται περί το 6% των<br />

περιπτώσεων καρκίνου παχέος εντέρου και κυρίως<br />

αυτών του δεξιού παχέος εντέρου. Η μετάδοση, και<br />

εδώ, οφείλεται σε επικρατόντα αυτοσωματικά γονίδια<br />

που είναι υπεύθυνα για την διόρθωση αναντιστοιχιών<br />

DNA, λαθών δηλαδή κατά την αντιγραφή του. Υπεύθυνα<br />

για την διόρθωση αυτών των δίκη μικροδορυφόρων<br />

«παρακλαδιών» είναι πρωτεΐνες προϊόντα ομάδας<br />

γονιδίων (MMR genes): Οι περισσότερες περιπτώσεις<br />

οφείλονται σε μεταλλάξεις στα hMSH2 χρωμόσωμα 2,<br />

hMLH1 χρωμόσωμα 3 αλλά έχουν περιγραφεί μεταλλάξεις<br />

και στα hMSH6, hPMS1, και hPMS2 έχουν περιγραφεί<br />

κριτήρια για να χαρακτηριστεί ότι κάποια οικογένεια


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 203<br />

πάσχει από αυτό το τύπο καρκίνου, αρχικά τα κριτήρια<br />

του Άμστερνταμ και αργότερα της Βηθεσδά. Κατά<br />

αυτά πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 3 άτομα που<br />

να πάσχουν από καρκίνο, με ένα άτομο τουλάχιστον<br />

1ου βαθμού συγγενή με κάποιο άλλο, πρέπει ο καρκίνος<br />

να αφορά τουλάχιστον 2 γενεές και σε τουλάχιστον 1<br />

από τους πάσχοντες να εμφανίσει το ΚΠΕ πριν τα 50<br />

έτη. Τα κριτήρια Βηθεσδά πρακτικά αναγνωρίζουν ότι<br />

εκτός από τις οικογένειες με αποκλειστικά ΚΠΕ (Lynch<br />

I) σε ορισμένες οικογένειες μπορεί να ανευρεθούν καρκίνοι<br />

και σε εξωκολικά όργανα που σχετίζονται με το<br />

σύνδρομο (ενδομητρίου, ωοθηκών, γαστρικός, ήπατος,<br />

χοληφόρων ή ουροποιητικού)-(Lynch II).<br />

Επίσης άλλα σύνδρομα πολυποδίασης σχετίζονται<br />

με μεγάλη αύξηση του κινδύνου για καρκίνο παχέος<br />

εντέρου, χωρίς όμως να είναι του μεγέθους των προαναφερθέντων<br />

συνδρόμων. Τέτοια είναι το σύνδρομο<br />

οικογενούς νεανικής πολυποδίασης, το Peutz Jeghers<br />

σύνδρομο.<br />

Εκτός όμως από τις κληρονομούμενα σύνδρομα<br />

που σχετίζονται με ΚΠΕ η κληρονομικότητα διαδραματίζει<br />

μεγάλο ρόλο και στο σποραδικό (δηλαδή εκτός<br />

των συνδρόμων αυτών περιπτώσεων ΚΠΕ). Συγγενείς<br />

α’ βαθμού ασθενών με ΚΠΕ ή ατόμων με αδενώματα<br />

παχέος εντέρου έχουν αυξημένο κατά 2-3 φορές κίνδυνο<br />

να παρουσιάσουν ΚΠΕ ή αδενώματα σε σχέση με<br />

το γενικό πληθυσμό. Μάλιστα ο κίνδυνος αυτός είναι<br />

μεγαλύτερος όσο μικρότερη είναι η ηλικία κατά την<br />

οποία παρουσίασε ο συγγενής τους το ΚΠΕ.<br />

Άλλος προδιαθεσικός παράγοντας για την ανάπτυξη<br />

καρκίνου παχέος εντέρου είναι η χρόνια φλεγμονή<br />

με πιο κλασική περίπτωση τον αυξημένο κίνδυνο<br />

για ΚΠΕ που αντιμετωπίζουν ασθενείς με χρόνια<br />

ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του παχέος εντέρου.<br />

Παλαιότερα δεδομένα έδειχναν ότι ασθενείς με ελκώδη<br />

κολίτιδα μετά 7 έτη νόσου βρίσκονται σε αυξημένο<br />

κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου και ο κίνδυνος αυτός<br />

αυξάνει κατά 10% ανά δεκαετία νόσου και έτσι<br />

περιγράφηκε ότι περίπου το 1/3 των ασθενών θα<br />

αναπτύξει καρκίνο μετά 30 έτη νόσου. Νεότερα δεδομένα<br />

αναφέρουν αρκετά μειωμένα ποσοστά, πάντα<br />

βεβαίως πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο για το<br />

αντίστοιχο πληθυσμό και ηλικία. Ο αυξημένος αυτός<br />

κίνδυνος επηρεάζεται και από την έκταση της νόσου<br />

με ασθενείς με ολική προσβολή του παχέος εντέρου<br />

να βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο κίνδυνο ενώ αντίθετα<br />

ασθενείς με ορθίτιδα να παρουσιάζουν οριακή,<br />

μόνο, αύξηση ακόμα και μετά από πολλά έτη νόσου.<br />

Άλλοι παράγοντες είναι η βαρύτητα της προσβολής, η<br />

δραστηριότητα της νόσου, η ηλικία έναρξης και η θεραπεία<br />

ή μη με ορισμένα φάρμακα όπως η μεσαλαζίνη,<br />

που δρα προστατευτικά. Ο καρκίνος στους ασθενείς<br />

δεν ακολουθεί την συνήθη πορεία προς καρκίνου μέσω<br />

των αδενωμάτων (πολυποειδή ή μη) όπως στο γενικό<br />

πληθυσμό αλλά μέσα από δυσπλαστικές αλλαγές του<br />

επιθηλίου. Οι ασθενείς με ν Crohn του παχέος εντέρου<br />

βρίσκονται σε παρόμοιο κίνδυνο με αυτό της ελκώδους<br />

κολίτιδας με παρόμοια χαρακτηριστικά (έκταση<br />

δραστηριότητα νόσου κ.λπ).<br />

ΆΛΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ<br />

Με βάση την σημασία για την καρκινογένεση των<br />

χολικών αλάτων έχει σχετισθεί η χολοκυστεκτομή με<br />

την ανάπτυξη καρκίνου. Σε μια σουηδική μελέτη ασθενών<br />

που είχαν υποβληθεί προ πολλών ετών σε χολοκυστεκτομή<br />

βρέθηκε αυξημένος κίνδυνος καρκίνου ανιόντος<br />

(και λεπτού εντέρου) όχι όμως για το υπόλοιπο<br />

παχύ έντερο (20).<br />

Φαίνεται τελικά ότι καρκινογόνα επιδρούν μαζί με<br />

άλλους ενδοαυλικούς παράγοντες (όπως χολικά άλατα)<br />

στα κύτταρα του βλεννογόνου. Αν υπάρχει και<br />

η γενετική προδιάθεση αυτά πολλαπλασιάζονται και<br />

μέσα από άλλες μεταλλάξεις ακολουθεί ανεξέλεκτη<br />

αύξηση. Είναι γνωστό ότι ένα από τα αρχικά φαινόμενα<br />

είναι η διαταραχή του πολλαπλασιασμού μέσα<br />

στην κολική κρύπτη τόσο σε ασθενείς με καρκίνο ή<br />

σύνδρομα που σχετίζονται με αυτόν καθώς και σε<br />

πειραματόζωα.<br />

ΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ<br />

Χαρακτηρίζονται από διαταραχές στα πρωτο<br />

ογκογονίδια, απώλεια γονιδίων υπευθύνων για την<br />

καταστολή όγκου και διαταραχές όπως ελέγχθει πιο<br />

πάνω στα γονίδια υπεύθυνα για την διόρθωση αναντιστοιχιών<br />

DNA (MMR), που καταλήγουν στην μικροδορυφορική<br />

αστάθεια(21). Τα πιο σημαντικά ενοχοποιηθέντα<br />

γονίδια φαίνονται στο Πίνακα 1.<br />

Τα πρωτοογκογονίδια συμμετέχουν στα σήματα<br />

transduction και την έλεγχο της εξέλιξης του κυττάρου.<br />

Παθολογική ενεργοποίηση τους οδηγεί σε ανώμαλο<br />

πολλαπλασιασμό και τελικά δημιουργία όγκου .<br />

Τέτοια είναι τα γονίδια της ομάδας ras με περίπου το<br />

65% των σποραδικών ΚΠΕ να έχουν μετάλλαξη κυρίως<br />

στο K-ras. Φαίνεται ότι αυτή αφορά και σε προκαρκινωματώδεις<br />

καταστάσεις όπως τα αδενώματα και<br />

κυρίως στα σοβαρά (ανευρίσκεται μόλις στο 10% των<br />

αδενωμάτων μικρότερων του 1 εκ έναντι 57 και 58%<br />

στα μεγάλα αδενώματα και ΚΠΕ).


204<br />

Αιτιοπαθογένεια, διάγνωση, προεγχειρητική σταδιοποίηση<br />

Επίσης στο ΚΠΕ έχουν βρεθεί χρωμοσωμιακές<br />

ανωμαλίες κυρίως με απώλεια αλληλίων όπως στα<br />

χρωμοσώματα 5q, 17p, και 18q.<br />

Σωματικές μεταλλάξεις του APC γονιδίου βρίσκονται<br />

στο 60%-80% των σποραδικών ΚΠΕ και αδενωμάτων<br />

ακόμα και σε πολύ μικρά ή με ήπια δυσπλασία.<br />

Φαίνεται ότι απαιτείται η απώλεια και των 2 αλληλίων<br />

για την έναρξη της πορείας προς ΚΠΕ.<br />

Άλλα σημαντικά γονίδια βρίσκονται στο χρωμόσωμα<br />

18q. Ένα από αυτά είναι το DCC (deleted in CRC),<br />

που έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με την κακή πρόγνωση<br />

ασθενών σταδίου ΙΙ κατά Dukes.<br />

Το DPC4 (SMAD4) είναι ένα γονίδιο που καταστέλλει<br />

την δημιουργία όγκου, και ανήκει στην όμαδα γονιδίων<br />

SMAD , που δρουν μέσω του TGF)-β family receptors.<br />

Σε πειραματόζωα έχει βρεθεί ότι αδρανοποίηση του<br />

οδηγεί σε κακοήθη εξαλλαγή σε ζωικό μοντέλο της οικογενούς<br />

πολυποδίασης. Επίσης απώλεια του<br />

p53 γονιδίου στο χρωμόσωμα 17p βρίσκεται στην πλειονότητα<br />

των ΚΠΕ.<br />

Σχηματικά έχει γενικά γίνει δεκτός ο δρόμος προς<br />

την δημιουργία ΚΠΕ που φαίνεται στο σχήμα 1 (22).<br />

Σχήμα 1. Σημαντικότερες γονιδιακές μεταβολές στο<br />

δρόμο προς το ΚΠΕ<br />

*Grady WM. Cancer Metast Rev 2004; 23:11 (22)<br />

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ<br />

Παρότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου, όπως<br />

προαναφέρθηκε, αποτελεί μια από τις πρώτες αιτίες<br />

θανάτου από καρκίνο στις προηγμένες χώρες η<br />

προσκόλληση στα προγράμματα ελέγχου πληθυσμού<br />

(όπως για παράδειγμα αναζήτηση αφανούς αιμορραγίας<br />

στα κόπρανα, κολοσκόπηση κλπ) παραμένει χαμηλή.<br />

Έτσι συχνότατα αυτός ανακαλύπτεται όταν ήδη<br />

έχει αναπτυχθεί και έχει δώσει κάποιο σύμπτωμα.<br />

Τα κύρια συμπτώματα είναι αιματοχεζία, ή ερυθρομέλαινα<br />

κοιλιακό άλγος ή διαταραχές κενώσεων<br />

και τέλος χρόνια μικροσκοπική απώλεια αίματος, που<br />

οδηγεί σε σιδηροπενική αναιμία. Έχει βρεθεί ότι ασθενείς<br />

με εξαιρέσιμο όγκο παρουσιάζονται με κοιλιακό<br />

άλγος (44%), διαταραχές κενώσεων (43%) αιματοχεζία<br />

(40%) αδυναμία (20%) αναιμία (11%) απώλεια βάρους<br />

(6%) (23). Όλα αυτά τα συμπτώματα βρέθηκε ότι έχουν<br />

μικρή ευαισθησία (έως και κάτω του 10%) αλλά υψηλή<br />

ειδικότητα (24).<br />

Το κοιλιακό άλγος είναι συνήθως απότοκο εντερικής<br />

απόφραξης αν και σπάνια είναι απότοκο περιτοναϊκής<br />

προσβολής ή διάτρησης. Σε όγκους του ορθού<br />

αν και προεξάρχει συνήθως ο τεινεσμός ωστόσο, μπορεί<br />

μέσω προσβολής νεύρων να αναφέρει ο ασθενής<br />

επίμονο άλγος.<br />

Η απώλεια αίματος εξαρτάται από την θέση του<br />

όγκου. Όταν ο όγκος εδράζεται στο ορθοσιγμοειδές είναι<br />

πιθανότερο να είναι ορατή (αιματοχεζία) ενώ αντίθετα<br />

σε όγκο του δεξιού εντέρου είναι συνηθέστατα<br />

μακροσκοπική (οδηγώντας σε σιδηροπενική αναιμία) και<br />

συνεπώς ο όγκος θα αναγνωρισθεί καθυστερημένα.<br />

Διαταραχές των κενώσεων συνήθων οφείλονται σε<br />

όγκους του αριστερού παχέος εντέρου. Επίσης στους<br />

περιφερικούς όγκους ο ασθενής μπορεί να αναγνωρίσει<br />

αλλαγές στο σχήμα (διάμετρο) των κοπράνων ή<br />

στην σύσταση (υδαρής με βλέννα διάρροια) αν υπάρχει<br />

μεγάλο λαχνωτό αδένωμα.<br />

Σε μεταστατική νόσο περί το 20% των ασθενών<br />

αναγνωρίζονται σε μη ιάσιμο στάδιο όταν υπάρχουν<br />

ήδη μεταστάσεις αλλαχού. Ο καρκίνος του παχέος<br />

μεθίσταται συνήθως αιματογενώς ή λεμφογενώς αν<br />

και σπάνια μπορεί να υπάρχουν περιτοναϊκές μεταστάσεις<br />

ή κατά συνέχεια ιστού οι κύριες εστίες μετάστασης<br />

είναι οι περιοχικοί λεμφαδένες το ήπαρ οι<br />

πνεύμονες και το περιτόναιο. Με εξαίρεση το όγκο του<br />

ορθού πρωκτού (λόγω αιμάτωσης) είναι σπανιότατη η<br />

πρώτη μετάσταση να είναι άλλη από το ήπαρ. Τ α<br />

συμπτώματα είναι ανάλογα με το προσβαλλόμενο όργανο.<br />

Σπανιότερες πρώτες εκδηλώσεις αποτελούν οι :<br />

• Τοπική διήθηση ή διάτρηση (με δημιουργία επικοινωνίας,<br />

συριγγίου) με κάποιο όργανο.<br />

• Πυρετός αγνώστου αιτίας.<br />

• Βακτηριαιμία από Streptococcus bovis ή<br />

Clostridium septicum (εως 25% των ασθενών με<br />

τις ως άνω λοιμώξεις πάσχουν από καρκίνο<br />

παχέος εντέρου (25).<br />

Μπορεί να αποδειχθεί ότι αποτελεί αίτιο αδενοκαρκινώματος<br />

αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας (6%).<br />

Oι συμπτωματικοί ασθενείς έχουν γενικά χειρότερη<br />

πρόγνωση σε σχέση με τους ασυμπτωματικούς<br />

(49 έναντι 71% 5ετής επιβίωση) (26) και μάλιστα όσο<br />

περισσότερα συμπτώματα είχε ο ασθενής τόσο μικρότερη<br />

ήταν η πιθανότητα για επιβίωση (27), αντίθε-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 205<br />

τα δεν βρέθηκε συσχέτιση της χρονικής διάρκειας των<br />

συμπτωμάτων με την πρόγνωση. Επίσης το μοναδικό<br />

σύμπτωμα που σχετιζόταν με κακή πρόγνωση ήταν<br />

τα αποφρακτικά συμπτώματα (28) ενώ η αιμορραγία<br />

θεωρείται ότι σχετίζεται με καλύτερη πρόγνωση.<br />

ΔΙΑΓΝΩΣΗ<br />

Ο καρκίνος παχέος εντέρου θα αναζητηθεί σε ασθενείς<br />

με κάποιο από τα πιο πάνω συμπτώματα ή σε<br />

ασυμπτωματικούς ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο<br />

για ανάπτυξη καρκίνου παχέος εντέρου (όπως σε<br />

άτομα >50 έτη ή με ιστορικό συνδρόμου που σχετίζεται<br />

με αυξημένο κίνδυνο πχ οικογενής πολυποδίαση, μη<br />

πολυποδισιακός οικογενής καρκίνος σύνδρομο ή άτομα<br />

συγγενή ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου, αλλά και<br />

σε άτομα χωρίς προδιάθεση άνω των 45-50 ετών (για<br />

λόγους συντομίας τα προγράμματα προληπτικού ελέγχου<br />

ασυμπτωματικού πληθυσμού δεν θα αναλυθούν).<br />

Η επιλογή της κατάλληλης εξέτασης μπορεί να γίνει<br />

από πληθώρα εξετάσεων όπως ενδοσκόπηση ακτινολογικές<br />

(βαριούχος υποκλεισμός ή CT κολογραφία.<br />

Κολοσκόπηση θεωρείται εξέταση εκλογής μια και με<br />

αυτή μπορεί να αναγνωρισθούν οι βλάβες να προσδιορισθεί<br />

η θέση , να ληφθεί βιοψία και να αφαιρεθούν<br />

τυχόν προκαρκινωματώδεις βλάβες (πολύποδες). Βεβαίως<br />

σε μερικούς ασθενείς (ιδίως όταν υπάρχει στένωση,<br />

αποτέλεσμα του καρκίνου, αλλά και από άλλες<br />

αιτίες) δεν είναι δυνατόν να εποπτευθεί ολόκληρο το<br />

έντερο, βλάβες μπορούν να χαθούν, ιδίως μη πολυποδιασικές.<br />

λόγω θέσης (στις καμπές, ή πίσω από πτυχές)<br />

αλλά και λόγω πλημμελούς καθαρισμού του εντέρου<br />

ενώ η αποτελεσματικότητα της εξαρτάται από<br />

τον ενδοσκόπο (29).<br />

Ο βαριούχος υποκλυσμός μαζί με ενδοσκοπικό έλεγχο<br />

του ορθοσιγμοειδούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί αν<br />

και φαίνεται ότι η ευαισθησία υπολείπεται σημαντικά.<br />

Νέες μέθοδοι χρησιμοποιούνται όπως η CT κολογραφία<br />

και τελευταία η ασύρματη ενδοσκόπηση (κάψουλα)<br />

παχέος εντέρου με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.<br />

Λόγω του κινδύνου ύπαρξης σύγχρονης βλάβης,<br />

δηλαδή άλλου καρκίνου ή σοβαρής βλάβης κεντρικότερα<br />

(γεγονός που αφορά περί το 3% των ασθενών)<br />

ολόκληρο το παχύ έντερο πρέπει να ελεγχθεί με κάποια<br />

μέθοδο. Αν αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί<br />

προεγχειρητικά λόγω απόφραξης ή γενικής κατάστασης<br />

του ασθενούς πρέπει να γίνει μόλις η κατάσταση<br />

του ασθενούς το επιτρέψει.<br />

Μετά την διάγνωση της κακοήθειας πρέπει να γίνει<br />

σταδιοποίηση της νόσου για πληρέστερο προγραμματισμό<br />

της θεραπείας.<br />

O καρκίνος παχέος εντέρου ξεκινά από το βλεννογόνο<br />

σχεδόν πάντα σαν αδενωματώδης πολύποδας,<br />

μετά την εξαλλαγή του διέρχεται τη βλεννογόνιο μυϊκή<br />

στιβάδα από όπου μπορεί να εισβάλλει στα λεμφαγγεία<br />

ή αιμοφόρα αγγεία. Οι αρχικές μεταστάσεις είναι στο<br />

ήπαρ και από εκεί μπορεί να δώσει αλλαχού. Παρότι<br />

πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδρομή από το φυσιολογικό<br />

βλεννογόνο (μέσω αδενώματος) για την ανάπτυξη<br />

καρκίνου (υπολογίζεται περί τα 17 έτη) ωστόσο<br />

το διάστημα μέχρι ένας εστιακός καρκίνος να φθάσει<br />

στη δυνατότητα για μεταστάσεις είναι σχετικά μικρό (2<br />

έτη). Παρόμοια είναι η φυσική ιστορία του καρκίνου του<br />

πρωκτού, με εξαίρεση του καρκίνου χαμηλής διαφοροποίησης<br />

που μπορεί να δώσει λεμφικές ή αιματογενείς<br />

μεταστάσεις χωρίς να έχει διαπεράσει τα τοιχώματα.<br />

Επίσης ο καρκίνος αυτός τείνει να επεκτείνεται τοπικά<br />

στις παρακείμενες δομές συνεπικουρούμενο από το γεγονός<br />

ότι ο πρωκτός στερείται ορογόνου.<br />

Στην σταδιοποίηση της νόσου χρησιμοποιείται<br />

το σύστημα που πρότεινε ο Dukes με τις τροποιησεις<br />

κατά Astler, Coller και τελευταία η σταδιοποίηση<br />

που προτάθηκε από την American Joint Committee on<br />

Cancer (30) (Πίνακας 2).<br />

Πίνακας 2. AJCC TNM σταδιοποίηση ΚΠΕ<br />

STAGE* CRITERIA [†]<br />

0 Καρκίνος in situ: ενδοβλεννογονικός ή μέχρι<br />

το χόριο [‡] (Tis N0 M0)<br />

I Μέχρι τον υποβλλενογόνιο (T1 N0 M0) [Dukes<br />

A] Διηθεί μυική στιβάδα (T2 N0 M0)<br />

II Μέχρι τον υποορογόνιο στιβάδα ή περικολικό<br />

ιστό (T3 N0 M0) [Dukes B]<br />

Διηθεί περιτόναιο ή άλλα όργανα ή υπάρχει<br />

διάτρηση (T4 N0 M0)<br />

Κάθε βαθμός διάτρησης με περιοχικούς λεμφαδένες<br />

N1: μετάσταση 1-3 περιοχικών λεμφαδένων<br />

III N2: : μετάσταση >4 περιοχικών λεμφαδένων<br />

κάθε T N1 M0 [Dukes C]<br />

IV Απομακρυσμένη μετάσταση<br />

κάθε T κάθε N M1<br />

* Στάδιο II υποδιαιρείται σε ΙΙα (για Τ3 όγκους) και ΙΙβ<br />

(Τ4 όγκοι).<br />

Στάδιο ΙΙΙ υποδιαιρείται σε IIIα (T1-T2 N1 M0), IIβ (T3-T4<br />

N1 M0), και IIIc (κάθε T N2 M0). N1<br />

*The American Joint Committee on Cancer (30)


206<br />

Αιτιοπαθογένεια, διάγνωση, προεγχειρητική σταδιοποίηση<br />

ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ<br />

Κλινική Εξέταση<br />

Παρά το ότι συνήθως δεν είναι βοηθητική η πλήρης<br />

κλινική εξέταση δεν πρέπει ποτέ να παραλείπεται.<br />

Ευρήματα συνηγορητικά μεταστατικής νόσου είναι ο<br />

ασκίτης η ηπατομεγαλία η ανώμαλη παρυφή του ήπατος,<br />

η λεμφαδενοπάθεια.<br />

Αδρός Εργαστηριακός έλεγχος και εδώ συνήθως<br />

είναι πτωχά τα αποτελέσματα και συνήθως μια φυσιολογική<br />

ηπατική βιοχημεία δεν αποκλείει προσβολή<br />

του οργάνου. Καλύτερη προγνωστική αξία για ηπατική<br />

μετάσταση από τις βιοχημικές παραμέτρους φαίνεται<br />

να έχει η αλκαλική φωσφατάση (31).<br />

Αξονική τομογραφία είναι συνήθως η πρώτη εξέταση<br />

για σταδιοποίηση των ασθενών με καρκίνο παχέος<br />

εντέρου. Μπορεί να καταδείξει τη έκταση του όγκου,<br />

την παρουσία λεμφαδενικών ή ηπατικών μεταστάσεων<br />

καθώς και επιπλοκών (όπως απόφραξη, συρίγγια).<br />

Η αξονική τομογραφία (εφόσον γίνεται με ενδοφλέβια<br />

έγχυση σκιαγραφικού) είναι εξαιρετική στην ανάδειξη<br />

ηπατικών μεταστάσεων (ευαισθησία έως 87%) αλλά<br />

όχι τόσο στην αναγνώριση παθολογικών λεμφαδένων<br />

τοπικά ή την μελέτη της διατοιχωματικής διήθησης του<br />

(έως 73% και 50% αντίστοιχα) (32). Η ευαισθησία της<br />

Αξονικής τομογραφίας κοιλίας δίνει καλύτερα αποτελέσματα<br />

στους όγκους του ορθού ή αριστερού κόλου<br />

παρά σε κεντρικότερους όγκους. Παρόμοια πτωχά<br />

αποτελέσματα αφορούν και την ανίχνευση της προσβολής<br />

του περιτοναίου από τον όγκο ιδίως όταν αυτός<br />

έχει δώσει μόνο μικρές εστίες (


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 207<br />

ευαισθησία για την διάγνωση του καρκίνου παχέος<br />

εντέρου με συχνά παθολογικές τιμές σε καλοήθεις<br />

παθήσεις και αρνητικά αποτελέσματα σε αρχόμενη<br />

νόσο. Για το λόγο αυτό η American Society of Clinical<br />

Oncology (ASCO) (38,39) και European Group on Tumor<br />

Markers συνιστά να μη χρησιμοποιείται κάποιος καρκινικός<br />

δείκτης για το έλεγχο ασυμπτωματικών ασθενών<br />

για ΚΠΕ. Φαίνεται ωστόσο ότι τουλάχιστον το CEA έχει<br />

προγνωστική αξία, αφού οι ασθενείς με παθολογική<br />

τιμή έχουν χειρότερη πρόγνωση σε σχέση με ασθενείς<br />

με ίδιο στάδιο νόσο και φυσιολογικό CEA. Βεβαίως η<br />

παραμονή υψηλής τιμής μετεγχειρητικά ή η εκ νέου<br />

αύξηση αυτής κατά την παρακολούθηση είναι δείκτης<br />

υπολειμματικής ή υποτροπής νόσου, αντίστοιχα.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Peters U, Sinha R, Chatterjee N, et al; Prostate, Lung,<br />

Colorectal, and Ovarian Cancer Screening Trial Project<br />

Team. Dietary fibre and colorectal adenoma in a<br />

colorectal cancer early detection programme. Lancet<br />

2003; 361: 1491-1495.<br />

2. Bingham SA, Day NE, Luben R, et al Dietary fibre in<br />

food and protection against colorectal cancer in the<br />

European Prospective Investigation into Cancer and<br />

Nutrition (EPIC): an observational study. Lancet 2003;<br />

361:1496-1501.<br />

3. Alberts DS, Martínez ME, Roe DJ, et al Lack of effect<br />

of a high-fiber cereal supplement on the recurrence<br />

of colorectal adenomas. Phoenix Colon Cancer<br />

Prevention Physicians’ Network. N Engl J Med 2000;<br />

342:1156-1162.<br />

4. Schatzkin A, Lanza E, Corle D, et al.Lack of effect of a<br />

low-fat, high-fiber diet on the recurrence of colorectal<br />

adenomas. Polyp Prevention Trial Study Group. N<br />

Engl J Med 2000; 342:1149-1155.<br />

5. Park Y, Hunter DJ, Spiegelman D, et al. Dietary fiber<br />

intake and risk of colorectal cancer. A pooled<br />

analysis of prospective cohort studies. JAMA 2005;<br />

294:2849-2857.<br />

6. Lamprecht SA, Lipkin M: Chemoprevention of colon<br />

cancer by calcium, vitamin D and folate: molecular<br />

mechanisms. Nature Rev Cancer 2003; 3:601-614.<br />

7. Yang K, Kurihara N, Fan K, et al.Dietary induction of<br />

colonic tumors in a mouse model of sporadic colon<br />

cancer. Cancer Res 2008; 68:7803-7810.<br />

8. Baron JA, Beach M, Mandel JS, et al. Calcium supplements<br />

for the prevention of colorectal adenomas.<br />

Calcium Polyp Prevention Study Group. N Engl J Med<br />

1999; 340:101-107.<br />

9. Grau MV, Baron JA, Sandler RS, et al .Prolonged effect<br />

of calcium supplementation on risk of colorectal<br />

adenomas in a randomized trial. J Natl Cancer Inst<br />

2007; 99:129-136.<br />

10. Mizoue T, Kimura Y, Toyomura K, et a. Calcium dairy<br />

foods, vitamin D, and colorectal cancer risk: the Fukuoka<br />

colorectal cancer study. Cancer Epidemol Biomarkers<br />

Prev 2008; 17:2800-2807.<br />

11. Cole BF, Baron JA, Sandler RS, et al. Folic acid for<br />

the prevention of colorectal adenomas: a randomized<br />

clinical trial. JAMA 2007; 297:2351-2359.<br />

12. Chlebowski RT, Wactawski-Wende J, Ritenbaugh C<br />

et al. Estrogen plus progestin and colorectal cancer in<br />

postmenopausal women. N Engl J Med 2004; 350:991-<br />

1004.<br />

13. Flossman E, Rothwell PM. Effect of aspirin on longterm<br />

risk of colorectal cancer: consistent evidence<br />

from randomized and observational studies. Lancet<br />

2007; 369:1603-1613.<br />

14. Sandler RS, Halabi S, Baron JA, et al.: A randomized<br />

trial of aspirin to prevent colorectal adenomas in patients<br />

with previous colorectal cancer. N Engl J Med<br />

2003; 348:883-890.<br />

15. Baron JA, Cole BF, Sandler RS, et al. A randomized<br />

trial of aspirin to prevent colorectal adenomas. N Engl<br />

J Med 2003; 348:891-899.<br />

16. Steinbach G, Lynch PM, Phillips RK, et al. The effect<br />

of celecoxib, a cyclooxygenase-2 inhibitor, in familial<br />

adenomatous polyposis. N Engl J Med 2000; 342:1946-<br />

1952.<br />

17. Benamouzig R, Deyra J, Martin A, et al. Daily soluble<br />

aspirin and prevention of colorectal adenoma recurrence:<br />

one-year results of the APACC trial. Gastroenterology<br />

2003; 125:328-336.<br />

18. Gala M, Chung DC. Hereditary colon cancer syndromes.<br />

Semin Oncol. 2011;38:490-499.<br />

19. Gómez García EB, Knoers NV. Gardner’s syndrome<br />

(familial adenomatous polyposis): a cilia-related disorder.<br />

Lancet Oncol. 2009;10:727-735.<br />

20. Lagergren J, Ye W, kbom A. Intestinal cancer after<br />

cholecystectomy: is bile involved in carcinogenesis<br />

Gastroenterology 2001; 121:542-548.<br />

21. Grady WM, Carethers JM. Genomic and epigenetic<br />

instability in colorectal cancer pathogenesis. Gastroenterology<br />

2008;135:1079-1099.<br />

22. Grady WM. Genomic instability and colon cancer.<br />

Cancer Metast Rev 2004; 23:11-22.<br />

23. Speights VO, Johnson MW, Stoltenberg PH, et al.<br />

Colorectal cancer: current trends in initial clinical<br />

manifestations. South Med J 1991; 84:575-578.


208<br />

Αιτιοπαθογένεια, διάγνωση, προεγχειρητική σταδιοποίηση<br />

24. Ford AC, Veldhuyzen van Zanten SJ, et al. Diagnostic<br />

utility of alarm features for colorectal cancer: systematic<br />

review and meta-analysis. Gut 2008; 57:1545-1553.<br />

25. Panwalker AP. Unusual infections associated with<br />

colorectal cancer. Rev Infect Dis 1988; 10:347-364.<br />

26. Beahrs OH, Sanfelippo PM. Factors in prognosis of<br />

colon and rectal cancer. Cancer 1971; 28:213-218.<br />

27. Polissar L, Sim D, Francis A. Survival of colorectal<br />

cancer patients in relation to duration of symptoms<br />

and other prognostic factors. Dis Colon Rectum 1981;<br />

24:364-369.<br />

28. Carraro PG, Segala M, Cesana BM, et al. Obstructing<br />

colonic cancer: failure and survival patterns over a<br />

ten-year follow-up after one-stage curative surgery.<br />

Dis Colon Rectum 2001; 44:243-250.<br />

29. Macken E, Moreels T, Vannoote J, et al. Quality assurance<br />

in colonoscopy for colorectal cancer diagnosis.<br />

Eur J Surg Oncol. 2011 ;37:10-15.<br />

30. American Joint Committee on Cancer: AJCC cancer<br />

staging manual: colon and rectum. 6th ed. New York,<br />

Springer-Verlag, 2002. p 113.<br />

31. Niederhuber JE. Colon and rectum cancer. Patterns<br />

of spread and implications for workup. Cancer 1993;<br />

71:4187-4192.<br />

32. McAndrew MR, Saba AK. Efficacy of routine preoperative<br />

computed tomography scans in colon cancer.<br />

Am Surg 1999; 65:205-208.<br />

Πίνακας 1. Κυριότερες γονιδιακές διαταραχές στο καρκίνο παχέος εντέρου<br />

Γονίδιο<br />

Χρωμ<br />

/μα<br />

Βρίσκεται<br />

στο %<br />

των όγκων<br />

33. Jacquet P, Jelinek JS, Steves MA,et al. Evaluation of<br />

computed tomography in patients with peritoneal<br />

carcinomatosis. Cancer 1993; 72:1631-1636.<br />

34. Niekel MC, Bipat S, Stoker J. Diagnostic imaging of<br />

colorectal liver metastases with CT, MR imaging, FDG<br />

PET, and/or FDG PET/CT: A meta-analysis of prospective<br />

studies including patients who have not previously<br />

undergone treatment. Radiology 2010; 257:674-684.<br />

35. Floriani I, Torri V, Rulli E, et al. Performance of imaging<br />

modalities in diagnosis of liver metastases from<br />

colorectal cancer: a systematic review and metaanalysis.<br />

J Magn Reson Imaging. 2010;31:19-31.<br />

36. Nahas CS, Akhurst T, Yeung H, et al. Positron emission<br />

tomography detection of distant metastatic or synchronous<br />

disease in patients with locally advanced<br />

rectal cancer receiving preoperative chemoradiation.<br />

Ann Surg Oncol 2008; 15:704-711.<br />

37. Vikram R, Iyer RB. PET/CT imaging in the diagnosis,<br />

staging, and follow-up of colorectal cancer. Cancer<br />

Imaging. 2008 ;8 S46-51.<br />

38. Van der Schouw YT, Verbeek AL, Wobbes T, et al.<br />

Comparison of four serum tumour markers in the diagnosis<br />

of colorectal carcinoma. Br J Cancer 1992;<br />

66:148-154.<br />

39. O’Connell JB, Maggard MA, Ko CY. Colon cancer survival<br />

rates with the new American Joint Committee<br />

on Cancer sixth edition staging. J Natl Cancer Inst<br />

2004; 96:1420-1425.<br />

Κατηγορία<br />

Λειτουργία<br />

K-ras 12 50 Πρωτο ογκογονίδιο Ενδοκυτταρικά σήματα<br />

APC 5 70 Καταστολή όγκου Μέσω της Β κατενίνης, σύνδεση με άλλα<br />

κύτταρα<br />

DCC 18 70 Καταστολή όγκου Προσκόλληση κυττάρων, απόπτωση<br />

SMAD4 (DPC4, MADH4) 18 Καταστολή όγκου Σήματα μέσω του TGF-β1 αγγειογένεση<br />

TP53 17 75 Καταστολή όγκου Παράγων μεταγραφής, απόπτωση, απάν<br />

τηση κυττάρου στο στρες, διορθωση<br />

DNA<br />

hMSH2 2 [†] DNA mismatch repair MMR<br />

hMLH1 3 [†] DNA mismatch repair MMR<br />

hMSH6 2 [†] DNA mismatch repair MMR<br />

TGF-β1 RII 3 [‡] Καταστολή όγκου Σήματα της οδού TGF-β1 αναστολέας<br />

πολλαπλασιασμού


Χειρουργική θεραπεία πρωοπαθούς εστίας<br />

Γ Ι Στυλιανίδης<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, Β’ Χειρουργικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ. 2132045463<br />

E-mai: gfmhs@otenet.gr<br />

SUMMARY<br />

STYLIANIDIS G. Colorectal cancer – Surgical treatment. Surgery is the cornerstone of curative therapy for patients<br />

with localized colon or rectal cancer. Surgery may be used as the sole treatment modality or in combination with<br />

chemotherapy and/or radiation therapy. The primary goal of surgery is complete removal of the tumor along with the<br />

major vascular pedicle feeding the affected colonic segment and the lymphatic drainage basin. En bloc resection of<br />

contiguous structures is indicated if there is attachment or adhesion of the tumor to any organ or structure. The blood<br />

vessels should be divided at their origin in order to obtain a wide resection and maximize the number of lymph nodes<br />

in the specimen. Regional lymphadenectomy provides important information that guides adjuvant treatment. There is<br />

also a direct correlation between the number of lymph nodes evaluated per patient after surgical resection and survival.<br />

Consensus guidelines recommend that at least 12 lymph nodes be assessed for adequate staging. The general surgical<br />

oncology principles for the surgical treatment of patients with rectal cancer include the safe and effective resection of<br />

the cancer with a curative intent, which requires clear distal and circumferential margins and complete total mesorectal<br />

excision. A 2cm distal margin has become acceptable, while a 5cm proximal margin is still recommended. A positive<br />

circumferential margin is an independent predictor of local recurrence and inferior survival, and is the most important<br />

pathologic variable in patients undergoing total mesorectal excision. Preoperative chemoradiotherapy improves local<br />

control and should be considered if the rectal cancer is locally advanced or abdominoperineal resection is required.<br />

Laparoscopic – assisted colectomy has been recently accepted in the treatment of colon cancer. Nosokomiaka Chronika,<br />

74, Supplement Β΄, 209-226, 2012.<br />

Key words: colon cancer, rectal cancer, surgical treatment<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η ριζική χειρουργική εκτομή είναι η μόνη μέθοδος θεραπείας που μπορεί να επιτύχει την ίαση του δυνητικά ιάσιμου<br />

κολοορθικού καρκίνου και αποτελεί τον πυρήνα των σχημάτων συνδυασμένης θεραπείας της νόσου, που<br />

περιλαμβάνουν εκτός από τη χειρουργική, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Υποψήφιοι για να υποβληθούν<br />

σε ριζική χειρουργική θεραπεία είναι ασθενείς με τοπικά αναπτυγμένη νόσο (σταδίου Ι – ΙΙΙ). Η ριζική εκτομή<br />

περιλαμβάνει την en bloc εκτομή της πρωτοπαθούς εστίας με επαρκές τμήμα μακροσκοπικά υγιούς κόλου εκατέρωθεν<br />

αυτής, των οργάνων που τυχόν διηθούνται κατά συνέχεια ιστού και του μεσοκόλου που περιέχει το<br />

λεμφαγγειακό και λεμφαδενικό δίκτυο του αφαιρεθέντος τμήματος του κόλου. Ο καθαρισμός των επιχώριων<br />

λεμφαδένων έχει θεραπευτική και προγνωστική αξία, δεδομένου ότι ο αριθμός των διηθημένων λεμφαδένων<br />

καθορίζει εν πολλοίς την ανάγκη χορήγησης επικουρικής χημειοθεραπείας καθώς και την επιβίωση των ασθενών.<br />

Υπάρχει ομοφωνία, ότι για να αξιολογηθεί η κατάσταση των επιχώριων λεμφαδένων πρέπει να αφαιρεθούν<br />

τουλάχιστον 12 λεμφαδένες. Η χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του ορθού αποσκοπεί στη ριζική ογκολογική<br />

εκτομή του όγκου, στη διατήρηση του σφιγκτηριακού μηχανισμού του πρωκτού και στη διασφάλιση της ουρογεννητικής<br />

λειτουργίας στους άνδρες. Προϋποθέσεις επιτυχίας της χειρουργικής είναι η εξασφάλιση 2cm υγιούς


210<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

ορθού περιφερικά του όγκου, υγιών περιμετρικών ορίων εκτομής και η ολική εκτομή του μεσοορθού. Η διήθηση<br />

των περιμετρικών ορίων εκτομής θεωρείται η σημαντικότερη παθολογοανατομική μεταβλητή στην αξιολόγηση της<br />

ολικής εκτομής του μεσοορθού και είναι ανεξάρτητος επιβαρυντικός προγνωστικός παράγοντας τοπικής υποτροπής<br />

και μειωμένης επιβίωσης. Τελευταία υιοθετήθηκαν σχήματα προεγχειρητικής ακτινοχημειοθεραπείας με<br />

τα οποία αυξάνονται οι πιθανότητες ριζικής εκτομής του όγκου με ταυτόχρονη διατήρηση των σφιγκτήρων. Πρόσφατα<br />

υιοθετήθηκε η λαπαροσκοπική κολεκτομή σαν μέθοδος χειρουργικής θεραπείας του καρκίνου του παχέος<br />

εντέρου, ενώ για τον καρκίνο του ορθού συνιστάται η εκτέλεση λαπαροσκοπικών επεμβάσεων μόνο σε κέντρα<br />

υψηλής εξειδίκευσης και στο πλαίσιο ειδικών πρωτοκόλλων. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό<br />

τεύχος Β΄, 209-226, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: καρκίνος παχέος εντέρου, καρκίνος ορθού, χειρουργική θεραπεία<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι<br />

η τρίτη σε συχνότητα κακοήθεια στον άνδρα μετά<br />

τον καρκίνο του πνεύμονα και του προστάτη και η<br />

δεύτερη στις γυναίκες μετά τον καρκίνο του μαστού<br />

(1). Η ριζική χειρουργική εκτομή παραμένει για περισσότερο<br />

από ένα αιώνα η μόνη μέθοδος θεραπείας<br />

που μπορεί να επιτύχει την ίαση του δυνητικά ιάσιμου<br />

κολοορθικού καρκίνου και αποτελεί τον πυρήνα<br />

των σχημάτων συνδυασμένης θεραπείας, που περιλαμβάνουν<br />

εκτός από τη χειρουργική, χημειοθεραπεία<br />

και ακτινοθεραπεία. Η χειρουργική μπορεί επίσης να<br />

επιτύχει την ίαση της εντοπισμένης και εξαιρέσιμης<br />

μεταστατικής νόσου του ήπατος και των πνευμόνων<br />

και αντιμετωπίσει επιπλοκές όπως η εντερική απόφραξη<br />

και η διάτρηση.<br />

Οι υποψήφιοι για ριζική χειρουργική αντιμετώπιση<br />

ασθενείς επιλέγονται με κριτήρια τη γενική κατάσταση<br />

της υγείας τους και κυρίως τη διασπορά της νόσου.<br />

Σήμερα, πλην εξαιρέσεων, η γενική κατάσταση της<br />

υγείας δεν αποτελεί αντένδειξη για ριζική αντιμετώπιση<br />

του κολοορθικού καρκίνου. Η έκταση της νόσου καθορίζει<br />

τη δυνατότητα εκτέλεσης ριζικής χειρουργικής<br />

εκτομής όσο και λαπαροσκοπικής κολεκτομής εφόσον<br />

διατίθεται η κατάλληλη χειρουργική ομάδα. Η προεγχειρητική<br />

σταδιοποίηση (Πίνακας 1) είναι συνεπώς ιδιαίτερης<br />

σημασίας και αφορά σε: (2)<br />

1. Κλινική και απεικονιστική αξιολόγηση της έκτασης<br />

της πρωτοπαθούς εστίας (αφορά κυρίως τον<br />

καρκίνο του ορθού).<br />

2. Ιστολογικό τύπο και το βαθμό διαφοροποίησης/κακοήθειας.<br />

3. Ύπαρξη ηπατικών και πνευμονικών μεταστάσεων.<br />

4. Ύπαρξη άλλης/ων εστιών καρκινώματος του<br />

παχέος εντέρου (σύγχρονος καρκίνος).<br />

5. Συμμετοχή της ουροφόρου οδού.<br />

Πίνακας 1. Προεγχειρητική αξιολόγηση – σταδιοποίηση:<br />

Συστάσεις Υποεπιτροπής Σταδιοποίησης του Κολοορθικού<br />

καρκίνου της UKCCCR* (1996)<br />

1-5 αφορούν τον καρκίνο του ορθού<br />

1. Δακτυλική εξέταση ορθού και ψηλάφηση του<br />

όγκου με τον ασθενή σε πλήρη συνείδηση. Η εξέταση<br />

εκτελείται υπό νάρκωση μόνο αν η εκτέλεση<br />

της υπό άλλες συνθήκες είναι αδύνατη.<br />

2. Μέτρηση της απόστασης του κατώτερου ορίου<br />

του όγκου από το άνω όριο του πρωκτικού<br />

σωλήνα με τη χρήση άκαμπτου ορθοσκοπίου,<br />

τον ασθενή σε πλήρη συνείδηση και ξαπλωμένο<br />

σε αριστερή πλάγια θέση.<br />

3. Καταγραφή της διασποράς κατά μήκος της<br />

περιφέρειας του ορθού (θέση, τεταρτημόριο/α,<br />

έκταση).<br />

4. Διήθηση των πέριξ ιστών (στερρά πρόσφυση<br />

στους υποκείμενους ιστούς)<br />

α) κινητός: ο όγκος περιορίζεται στο τοίχωμα<br />

β) καθηλωμένος: ο όγκος διηθεί το τοίχωμα του<br />

ορθού και είναι μερικά καθηλωμένος στους<br />

πέριξ ιστούς<br />

γ) ακίνητος: διήθηση των πέριξ ιστών και πλήρης<br />

καθήλωση σε αυτούς<br />

5. Εκτίμηση της τοπικής διασποράς με απεικονιστικές<br />

μεθόδους (CT, MRI, διορθικό υπερηχογράφημα,<br />

ενδοαυλική MRI) όγκων μεγάλου μεγέθους<br />

ή καθηλωμένων. Το διορθικό υπερηχογράφημα<br />

μπορεί να εκτελεσθεί αν είναι πιθανή<br />

η τοπική εκτομή.<br />

6. Βιοψία – ιστολογική εξέταση που πρέπει να διευκρινίζει<br />

α) αν πρόκειται για αδενοκαρκίνωμα ή όχι<br />

β) βαθμός διαφοροποίησης (χαμηλή – μέση –<br />

υψηλή)<br />

7. Έλεγχος για πνευμονικές μεταστάσεις. Α/φια<br />

θώρακος, και επί ενδείξεων CT ή MRI


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 211<br />

8. Έλεγχος ηπατικών μεταστάσεων<br />

α) έλεγχος για ηπατικές μεταστάσεις όλων των<br />

ασθενών με κολο-ορθικό καρκίνο.<br />

β) απεικόνιση του ήπατος με CT ή MRI. Έλεγχος<br />

με υπερηχοτομογράφημα μόνο επί αδυναμίας<br />

εκτέλεσης CT ή MRI<br />

γ) μετά την απεικόνιση, ταξινόμηση των ηπατικών<br />

μεταστάσεων ως<br />

i) εμφανείς ηπατικές μεταστάσεις<br />

ii) αμφίβολες<br />

iii) απουσία ηπατικών μεταστάσεων<br />

δ) προσδιορισμός CEA. Τιμές > 50 ng/mL είναι<br />

ενδεικτικές ηπατικών μεταστάσεων ακόμα και<br />

επί απουσίας απεικονιστικών ευρημάτων<br />

9. Αξιολόγηση εγκατεστημένων ηπατικών μεταστάσεων<br />

α1) αριθμός: μονήρης ή πολλαπλές<br />

α2) μονήρης → εντόπιση → δεξιός ή αριστερός<br />

λοβός, τμήμα του ήπατος<br />

α3) πολλαπλές → ετερόπλευρες → αμφοτερόπλευρες<br />

β) ποσοστό του κατειλημμένου από τις μεταστάσεις<br />

ηπατικού παρεγχύματος<br />

0 0%<br />

1 50%<br />

Επί συμπτωμάτων που αποδίδονται στις ηπατικές<br />

μεταστάσεις, τίθεται ο εκθέτης “Σ” πάνω<br />

από το ποσοστό διήθησης π.χ. 1Σ<br />

10. Αποκλεισμός ύπαρξης σύγχρονης/ων άλλων<br />

εστιών καρκίνου στο παχύ έντερο<br />

• Εξέταση εκλογής: κολοσκόπηση<br />

• Επί τεχνικής δυσκολίας εκτέλεσης της (π.χ.<br />

στένωση του αυλού): βαριούχος υποκλυσμός<br />

διπλής σκιαγραφικής αντίθεσης ή εικονική κολοσκόπηση<br />

(virtual colonoscopy)<br />

• Αν ο προεγχειρητικός έλεγχος για σύγχρονη<br />

εστία καρκινώματος είναι αδύνατος:<br />

(α) διεγχειρητική ψηλάφηση του παχέος εντέρου<br />

ή εκτέλεση διεγχειρητικής κολοσκόπησης,<br />

(και οι δύο μέθοδοι δυνατόν να αποδειχθούν<br />

αναξιόπιστες ή ατελέσφορες)<br />

(β) μετεγχειρητικός έλεγχος με κολοσκόπηση ή<br />

βαριούχο υποκλυσμό εντός έξι (6) μηνών<br />

11. Έλεγχος της ουροφόρου οδού με αξονική τομογραφία<br />

και κατ’ εξαίρεση με ενδοφλέβια ουρογραφία.<br />

* United Kingdom Co-ordinating Committee on Cancer<br />

Research<br />

Υποψήφιοι για να υποβληθούν σε ριζική χειρουργική<br />

θεραπεία με σκοπό την ίαση είναι ασθενείς με νόσο<br />

που περιορίζεται στο έντερο και τους επιχώριους<br />

λεμφαδένες, ήτοι νόσο σταδίου Ι – ΙΙΙ, κατά την ΤΝΜ<br />

ταξινόμηση του κολοορθικού καρκίνου (Πίνακες 2,3) (3).<br />

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ<br />

Οι ασθενείς με τοπικά αναπτυγμένη νόσο αντιπροσωπεύουν<br />

το 80% των νέων περιπτώσεων καρκίνου<br />

του παχέος εντέρου. Εφόσον το επιτρέπει η γενική<br />

κατάσταση της υγείας τους, υποβάλλονται σε ερευνητική<br />

λαπαροτομία και ριζική χειρουργική εκτομή της<br />

νόσου, η οποία περιλαμβάνει: (2)<br />

1. Ριζική εκτομή της πρωτοπαθούς εστίας με<br />

επαρκές τμήμα μακροσκοπικά υγιούς κόλου εκατέρωθεν<br />

αυτής.<br />

2. En bloc εκτομή των διηθημένων κατά συνέχεια<br />

ιστού οργάνων.<br />

3. Απολίνωση και διατομή στην έκφυση τους, των<br />

κύριων αγγειακών αξόνων που αιματώνουν το τμήμα<br />

του παχέος εντέρου που φέρει τον όγκο και το οποίο<br />

πρόκειται να εκταμεί.<br />

4. Εn bloc εκτομή του τμήματος του μεσοκόλου<br />

που περιέχει τη λεκάνη απορροής της λέμφου (λεμφικό<br />

δίκτυο και λεμφαδένες) από το αφαιρεθέν τμήμα του<br />

παχέος εντέρου.<br />

Πίνακας 2. Ταξινόμηση ΤΝΜ καρκίνου παχέος εντέρου και<br />

ορθού (Cancer Staging Manual, Seventh Edition AJCC 2010)<br />

Πρωτοπαθής εστία (Τ)<br />

Τx Δεν μπορεί να εκτιμηθεί η έκταση και η σε βάθος<br />

διήθηση του όγκου<br />

Τ0 Δεν υπάρχει ένδειξη ύπαρξης πρωτοπαθούς<br />

εστίας όγκου<br />

Τis Ο όγκος περιορίζεται στο βλεννογόνο και δυνατό<br />

να εξικνείται μέχρι τη βλεννογόνιο μυϊκή<br />

στιβάδα χωρίς να τη διηθεί<br />

Τ1 Ο όγκος διηθεί και τον υποβλεννογόνιο<br />

Τ2 Ο όγκος διηθεί το μυϊκό χιτώνα<br />

Τ3 Ο όγκος διαπερνά τον μυϊκό χιτώνα και επεκτείνεται<br />

στο περικολικό λίπος (εξωπεριτοναϊκό<br />

τμήμα του παχέος εντέρου, π.χ. μεσοκολικό<br />

χείλος παχέος εντέρου)<br />

Τ4a Ο όγκος διηθεί τον ορογόνο πιθανή μικροσκοπική<br />

διήθηση όμορων δομών ή άλλων τμημάτων<br />

του παχέος εντέρου<br />

T4b Ο όγκος διηθεί ή συμφύεται στερρά με τους<br />

όμορους ιστούς και όργανα


212<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

Λεμφαδένες (Ν)<br />

Νx Δεν μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση των<br />

λεμφαδένων<br />

N0 Απουσία διήθησης περικολικών λεμφαδένων<br />

N1 Διήθηση 1 – 3 περικολικών λεμφαδένων<br />

N1a Διήθηση 1 λεμφαδένα<br />

N1b Διήθηση 2 – 3 λεμφαδένων<br />

N1c Εστία/ες καρκινικών κυττάρων στον υπορογόνιο,<br />

μεσόκολο ή στο περικολικό λίπος των<br />

εξωπεριτοναϊκών τμημάτων του παχέος εντέρου<br />

και του ορθού<br />

N2 Διήθηση 4 ή περισσότερων λεμφαδένων<br />

N2a Διήθηση 4 – 6 λεμφαδένων<br />

N2b Διήθηση 7 ή περισσότερων λεμφαδένων<br />

Μεταστάσεις (Μ)<br />

Μ0 Απουσία απομακρυσμένων μεταστάσεων<br />

Μ1 Απομακρυσμένες μεταστάσεις<br />

Μ1a Μεταστατική νόσος σε ένα όργανο ή μία περιοχή<br />

(ήπαρ, πνεύμονες, ωοθήκες, διήθηση απομακρυσμένων<br />

λεμφαδένων)<br />

M1b Μεταστατική νόσος σε περισσότερα από ένα<br />

όργανα ή μία περιοχή, ή περιτοναϊκές εμφυτεύσεις<br />

Ως ελάχιστο όριο εκτομής υγιούς κόλου εκατέρωθεν<br />

της βλάβης θεωρούνται τα 5cm (4). Το όριο αυτό<br />

θεωρείται το ελάχιστο αναγκαίο για τη ριζική εκτομή<br />

της πρωτοπαθούς εστίας, την κεντρική απολίνωση<br />

και διατομή των κύριων αγγειακών στελεχών και τον<br />

επαρκή λεμφαδενικό καθαρισμό. Άλλοι συγγραφείς<br />

ανεβάζουν τα όρια εκτομής στα 10cm εκατέρωθεν<br />

της πρωτοπαθούς εστίας προκειμένου να επιτευχθεί<br />

πλήρης λεμφαδενικός καθαρισμός (5).<br />

Εξ ορισμού, στους επιχώριους λεμφαδένες των<br />

διαφόρων τμημάτων του παχέος εντέρου περιλαμβάνονται<br />

οι λεμφαδένες κατά μήκος α) των κύριων<br />

αγγειακών στελεχών, β) των αγγειακών τόξων και<br />

των επιχείλιων αρτηριών που συνδέουν τα κύρια αγγειακά<br />

και γ) του μεσεντερικού χείλους του παχέος<br />

εντέρου (3). Ο καθαρισμός των επιχώριων λεμφαδένων<br />

έχει θεραπευτική και προγνωστική αξία, δεδομένου<br />

ότι ο αριθμός των διηθημένων λεμφαδένων<br />

καθορίζει εν πολλοίς την ανάγκη χορήγησης επικουρικής<br />

χημειοθεραπείας καθώς και την επιβίωση των<br />

ασθενών (6). Υπάρχει ομοφωνία, ότι για να αξιολογηθεί<br />

η κατάσταση των επιχώριων λεμφαδένων πρέπει<br />

να αφαιρεθούν τουλάχιστον 12 λεμφαδένες (7-9). Εάν<br />

αφαιρεθούν λιγότεροι, η American Society of Clinical<br />

Oncology (ASCO), ενθαρρύνει τη χορήγηση επικουρικής<br />

χημειοθεραπείας (10).<br />

Πίνακας 3. Ανατομική σταδιοποίηση κατά ΤΝΜ<br />

Σταδιοποίηση ΤΝΜ<br />

Στάδιο Τ Ν Μ<br />

0 Tis N0 M0<br />

Ι T1 N0 M0<br />

T2 N0 M0<br />

ΙΙΑ T3 N0 M0<br />

ΙΙΒ T4a N0 M0<br />

ΙΙC T4b N0 M0<br />

IIIA T1 – T2 N1/N1c M0<br />

T1 N2a M0<br />

IIIB T3 – T4a N1/N1c M0<br />

T2 – T3 N2a M0<br />

T1 – T2 N2b M0<br />

IIIC T4a N2a M0<br />

T3 – T4a N2b M0<br />

T4b N1 – N2 M0<br />

IVA Κάθε Τ Κάθε Ν Μ1a<br />

IVB Κάθε Τ Κάθε Ν Μ1b<br />

Οι προσπάθειες να αξιοποιηθεί ο φρουρός λεμφαδένας<br />

δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Η σημασία<br />

της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα στον κολοορθικό<br />

καρκίνο δεν είναι ξεκάθαρη και δεν μπορεί επί<br />

του παρόντος να υποκαταστήσει τον καθαρισμό των<br />

επιχώριων λεμφαδένων. Πρόσφατη μετανάλυση που<br />

περιέλαβε 52 μελέτες με 3767 ασθενείς, διαπίστωσε<br />

ότι η ευαισθησία της μεθόδου στον προσδιορισμό της<br />

κατάστασης των επιχώριων λεμφαδένων ανέρχεται<br />

μόλις στο 76% (11). Σε επιμέρους ανάλυση των αποτελεσμάτων<br />

8 μελετών, στις οποίες τηρήθηκαν αυστηρά<br />

μεθοδολογικά κριτήρια, η ευαισθησία της μεθόδου<br />

ανήλθε σε 90% στον καρκίνο του παχέος εντέρου και<br />

82% στον καρκίνο του ορθού. Ειδικά στον τοπικά προχωρημένο<br />

καρκίνο του ορθού (Τ3/4), η προεγχειρητική<br />

ακτινοχημειοθεραπεία μειώνει ακόμα περισσότερο την<br />

ευαισθησία και την ακρίβεια της μεθόδου (12). Η εξέταση<br />

του φρουρού λεμφαδένα με ανοσοϊστοχημικές τεχνικές<br />

ή/και μοριακές τεχνικές όπως η PCR ανιχνεύει λανθάνουσες<br />

μικρομεταστάσεις στο 11% - 29% των ασθενών<br />

οι οποίοι έχουν αρνητικούς λεμφαδένες με την κλασσική<br />

χρώση αιματοξυλίνης – ηωσίνης (13-15). Η σημασία


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 213<br />

των μικρομεταστάσεων στους επιχώριους λεμφαδένες<br />

δεν είναι γνωστή. Ενδεχομένως να σημαίνει αναβάθμιση<br />

του σταδίου της νόσου, γι’ αυτό ορισμένοι συγγραφείς<br />

συνιστούν να αξιολογείται στην επιλογή ασθενών<br />

σταδίου ΙΙ για επικουρική χημειοθεραπεία (14). Στην τελευταία<br />

τροποποίηση από την AJCC της ΤΝΜ σταδιοποίησης,<br />

η ύπαρξη μικρομεταστάσεων ή μεμονωμένων<br />

καρκινικών κυττάρων στους λεμφαδένες ταξινομείται<br />

ως Ν0 με την ένδειξη (i+, Isolated Tumor Cells, ITC), ανεξάρτητα<br />

από την μέθοδο ανίχνευσης αυτών (16).<br />

Αν και η τμηματική ή περιορισμένη κολεκτομή δυνατόν<br />

να ελέγξει την τοπική νόσο και να επιτύχει επαρκή<br />

λεμφαδενικό καθαρισμό, έχει επικρατήσει ανάλογα<br />

με την εντόπιση του όγκου η εκτέλεση τυπικών κολεκτομών<br />

(2,16).<br />

Δεξιά ημικολεκτομή (Εικόνα 1)<br />

Με δεξιά ημικολεκτομή αντιμετωπίζονται όγκοι του<br />

τυφλού, ανιόντος και ορισμένοι όγκοι της δεξιάς κολικής<br />

καμπής. Στην τυπική δεξιά ημικολεκτομή διαιρούνται<br />

η ειλεοκολική, η δεξιά κολική και ο δεξιός κλάδος<br />

της μέσης κολικής αρτηρίας. Προσοχή απαιτείται στην<br />

αναγνώριση του δεξιού ουρητήρα, των δεξιών ωοθηκικών<br />

ή σπερματικών αγγείων και του δωδεκαδακτύλου.<br />

Εικόνα 1. Δεξιά ημικολεκτομή<br />

Εκτεταμένη δεξιά ημικολεκτομή (Εικόνα 2)<br />

Η επέμβαση εκτελείται για όγκους του εγκαρσίου<br />

κόλου, κυρίως του δεξιού και του μέσου τμήματος αυτού.<br />

Στην εκτεταμένη δεξιά ημικολεκτομή απολινώνονται<br />

και διαιρούνται τα ειλεοκολικά, τα δεξιά κολικά<br />

και τα μέσα κολικά αγγεία. Προσοχή απαιτείται για<br />

την διαφύλαξη του δωδεκαδακτύλου και του παγκρέατος.<br />

Εγκαρσιεκτομή (Εικόνα 3)<br />

Εφαρμόζεται σε όγκους του μεσαίου τμήματος του<br />

εγκαρσίου κόλου, εφόσον επιτυγχάνονται ασφαλή<br />

όρια εκτομής και επιτυγχάνεται επαρκής λεμφαδενικός<br />

καθαρισμός. Στην εγκαρσιεκτομή απολινώνονται<br />

στην έκφυση τους τα μέσα κολικά αγγεία και το<br />

εγκάρσιο κόλον εκτέμνεται μαζί με το εγκάρσιο μεσόκολο.<br />

Συνήθως απαιτείται κινητοποίηση της δεξιάς<br />

και αριστεράς κολικής καμπής ώστε η αποκατάσταση<br />

της συνέχειας του πεπτικού σωλήνα να πραγματοποιείται<br />

χωρίς να ασκείται τάση επί της κολοκολικής<br />

αναστόμωσης. Προσοχή απαιτείται για την διαφύλαξη<br />

του δωδεκαδακτύλου, του παγκρέατος και του<br />

σπληνός κατά την κινητοποίηση της αριστερής κολικής<br />

καμπής.<br />

Εικόνα 2. Εκτεταμένη δεξιά ημικολεκτομή (Από Khatri<br />

VP: Colon resection. In: Operative surgery manual, Khatri<br />

VP, Asensio JA ed. Saunders Co, USA, 2003)<br />

(Από Khatri VP: Colon resection. In: Operative surgery<br />

manual, Khatri VP, Asensio JA ed. Saunders Co, USA, 2003)


214<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

Εικόνα 3. Εγκαρσιεκτομή (Από Khatri VP: Colon resection.<br />

In: Operative surgery manual, Khatri VP, Asensio JA ed.<br />

Saunders Co, USA, 2003)<br />

στην αναγνώριση του αριστερού ουρητήρα, των αριστερών<br />

ωοθηκικών ή σπερματικών αγγείων.<br />

Εικόνα 4. Αριστερή κολεκτομή (Από Khatri VP: Colon<br />

resection. In: Operative surgery manual, Khatri VP, Asensio<br />

JA ed. Saunders Co, USA, 2003)<br />

Αριστερή ημικολεκτομή (Εικόνα 4)<br />

Η επέμβαση πραγματοποιείται για την αντιμετώπιση<br />

όγκων του περιφερικού (αριστερού) τμήματος<br />

του εγκαρσίου κόλου, της αριστερής κολικής καμπής,<br />

του κατιόντος κόλου και σε επιλεγμένους όγκους του<br />

κεντρικού σιγμοειδούς. Απολινώνονται ο αριστερός<br />

κλάδος των μέσων κολικών αγγείων, τα αριστερά κολικά<br />

και τα κάτω μεσεντέρια αγγεία στην έκφυσή τους.<br />

Στην τυπική αριστερή κολεκτομή, εκτέμνεται η αριστερή<br />

κολική καμπή, το κατιόν, το σιγμοειδές και το άνω τριτημόριο<br />

του ορθού αμέσως κάτω από τα άνω αιμορροϊδικά<br />

αγγεία. Αν ο όγκος εντοπίζεται στην αριστερή<br />

κολική καμπή, η αριστερή ημικολεκτομή είναι δυνατό να<br />

υποκατασταθεί από τμηματική ή περιορισμένη αριστερή<br />

κολεκτομή που περιλαμβάνει το αριστερό τμήμα του<br />

εγκαρσίου κόλου, την αριστερή κολική καμπή, το κατιόν<br />

και ίσως το κεντρικό τμήμα του σιγμοειδούς εφόσον τα<br />

όρια εκτομής είναι ασφαλή και επιτυγχάνεται επαρκής<br />

λεμφαδενικός καθαρισμός. (Εικόνα 5)<br />

Σιγμοειδεκτομή (Εικόνα 6)<br />

Αφορά όγκους του σιγμοειδούς. Απολινώνονται τα<br />

σιγμοειδικά αγγεία στην έκφυσή τους ή προτιμότερο<br />

η κάτω μεσεντέριος αρτηρία αμέσως μετά την έκφυση<br />

της αριστερής κολικής αρτηρίας. Η εκτομή, όπως και<br />

στην αριστερή κολεκτομή εκτείνεται περιφερικά μέχρι<br />

το άνω τριτημόριο του ορθού κάτωθεν της έκφυσης<br />

των άνω αιμορροϊδικών αγγείων. Προσοχή απαιτείται<br />

Εικόνα 5. Τμηματική αριστερή κολεκτομή (Από Khatri<br />

VP: Colon resection. In: Operative surgery manual, Khatri<br />

VP, Asensio JA ed. Saunders Co, USA, 2003)


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 215<br />

Εικόνα 6. Σιγμοειδεκτομή (Από Khatri VP: Colon resection.<br />

In: Operative surgery manual, Khatri VP, Asensio JA ed.<br />

Saunders Co, USA, 2003)<br />

Υφολική και ολική κολεκτομή (Εικόνα 7)<br />

Η υφολική και ή ολική κολεκτομή ενδείκνυνται σε<br />

ασθενείς με:<br />

• σύγχρονο καρκίνο στο δεξιό και το αριστερό<br />

κόλον. Η συχνότητα ύπαρξης σύγχρονου καρκίνου<br />

κυμαίνεται μεταξύ 3% - 9% (2,17).<br />

• κληρονομικό μη πολυποειδή καρκίνο του παχέος<br />

εντέρου (hereditary nonpolyposis colorectal<br />

cancer (HNPCC).<br />

• πολλαπλή μη οικογενή πολυποδίαση του παχέος<br />

εντέρου<br />

• αποφρακτικό καρκίνο του σιγμοειδούς<br />

• καρκίνο επί οικογενούς πολυποδίασης<br />

• καρκίνο επί ελκώδους κολίτιδας<br />

Τοπικά εκτεταμένοι όγκοι (Τ4), οι οποίοι διηθούν<br />

γειτονικά όργανα ή προσφύονται σε αυτά με φλεγμονώδεις<br />

συμφύσεις, αντιμετωπίζονται με en bloc εκτομή<br />

του όγκου και των διηθημένων κατά συνέχεια ιστού<br />

οργάνων επί μακροσκοπικά υγιών ορίων, εφόσον αυτό<br />

είναι δυνατό (4,8,9). Η προσπάθεια αποκόλλησης του<br />

όγκου από όργανα στα οποία προσφύεται πρέπει<br />

να αποφεύγεται, γιατί σε 40% των περιπτώσεων οι<br />

συμφύσεις μεταξύ του όγκου και των οργάνων αυτών<br />

είναι ήδη διηθημένες από καρκίνο (18,19). Οι επεμβάσεις<br />

αυτές, αν και έχουν υψηλότερη μετεγχειρητική νοσηρότητα<br />

και θνητότητα από τις τυπικές κολεκτομές, επιτυγχάνουν<br />

τον επαρκή έλεγχο της τοπικής νόσου και<br />

βελτιώνουν την συνολική επιβίωση, η οποία σε ορισμένες<br />

σειρές είναι συγκρίσιμη με την επιβίωση ασθενών με<br />

μικρότερους όγκους (Τ2/3) που δεν διηθούν τους πέριξ<br />

ιστούς και οι οποίοι αντιμετωπίζονται ριζικά με τυπική<br />

κολεκτομή (20-22). Η δυνατότητα και η αναγκαιότητα<br />

ριζικής χειρουργικής αντιμετώπισης των ασθενών με<br />

τοπικά εκτεταμένο όγκο του παχέος εντέρου υποεκτιμώνται<br />

αφού μόλις το ένα τρίτο των ασθενών αυτών<br />

υποβάλλονται σε ριζική χειρουργική εκτομή (21).<br />

Εικόνα 7. Υφολική κολεκτομή (Από Khatri VP: Colon<br />

resection. In: Operative surgery manual, Khatri VP, Asensio<br />

JA ed. Saunders Co, USA, 2003)<br />

Λαπαροσκοπική κολεκτομή<br />

Η λαπαροσκοπική κολεκτομή αν και περιγράφηκε<br />

από το 1991 (23), δεν έτυχε μέχρι πρόσφατα ευρείας<br />

αποδοχής λόγω των αμφιβολιών που διατυπώθηκαν<br />

ως προς τον επαρκή έλεγχο της τοπικής – περιοχικής<br />

νόσου και του δυνητικού κινδύνου εμφύτευσης καρκινικών<br />

κυττάρων στα αντιστόμια των trocars (24,25). Τα<br />

τελευταία χρόνια δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα έξι<br />

τυχαιοποιημένων προοπτικών συγκριτικών μελετών<br />

και τριών μεταναλύσεων. Συνοπτικά τα συμπεράσματα<br />

των μελετών αυτών ήταν τα ακόλουθα:


216<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

• Ο εγχειρητικός χρόνος είναι μεγαλύτερος στη<br />

λαπαροσκοπική κολεκτομή (26-28)<br />

• Υπάρχει υψηλό ποσοστό (11% – 21%) μετατροπής<br />

της λαπαροσκοπικής σε ανοικτή κολεκτομή<br />

(26-28)<br />

• Η ένταση του μετεγχειρητικού πόνου και η χρήση<br />

αναλγητικών είναι χαμηλότερη στη λαπαροσκοπική<br />

κολεκτομή (26)<br />

• Η κινητοποίηση του ασθενούς είναι ταχύτερη<br />

και ο χρόνος νοσηλείας μικρότερος (26,27)<br />

• Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά ως προς τη μετεγχειρητική<br />

νοσηρότητα και θνητότητα (26-29)<br />

• Δεν διαπιστώθηκε διαφορά ως προς την συνολική<br />

και την ελεύθερη νόσου επιβίωση (30-32)<br />

• Η εμφάνιση υποτροπής στην χειρουργική τομή<br />

και στα αντιστόμια των trocars είναι σπάνια<br />

(40%) από καρκίνο (18,19).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 217<br />

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ<br />

Ο χειρουργός έχει τρεις επιλογές για να αντιμετωπίσει<br />

τον καρκίνο του ορθού: (α) την τοπική εκτομή<br />

του όγκου (β) την κοιλιοπερινεϊκή εκτομή (ΚΠΕ) του<br />

ορθού, και (γ) τη χαμηλή πρόσθια εκτομή (ΧΠΕ) του<br />

ορθού με τις τεχνικές διατήρησης του σφιγκτήρων του<br />

πρωκτού. Η εγχειρητική τακτική επιλέγεται με κριτήρια<br />

το μέγεθος, την εντόπιση και το βάθος διήθησης του<br />

όγκου, την κατάσταση των επιχώριων (περιορθικών<br />

και προϊερών) λεμφαδένων και την παρουσία ή μη μεταστάσεων.<br />

Τοπική εκτομή<br />

Υποψήφιοι για δυνητικά θεραπευτική τοπική εκτομή<br />

του όγκου είναι ασθενείς που πληρούν τα ακόλουθα<br />

κριτήρια (42):<br />

• Μέγεθος όγκου ≤ 4cm<br />

• Εντόπιση του όγκου ≤ 8 cm από το δακτύλιο<br />

• Όγκος μέσης ή υψηλής διαφοροποίησης<br />

• Κινητός και μη εξελκωμένος όγκος<br />

• Απουσία υποψίας διήθησης περιορθικών ή<br />

προϊερών λεμφαδένων (έλεγχος με CT, MRI ή<br />

διορθικό υπερηχογράφημα)<br />

• Ο όγκος να καλύπτει λιγότερο από το ένα τρίτο<br />

(1/3) της περιφέρειας του ορθού<br />

• Στάδιο όγκου ≤T2 (Πίνακας 1)<br />

Η τοπική εκτομή αποτελεί επίσης εναλλακτική λύση<br />

σε ασθενείς με α) σοβαρές συνοδούς νόσους οι οποίες<br />

καθιστούν απαγορευτική μια μείζονα ενδοκοιλιακή<br />

επέμβαση, β) συμπτωματική τοπική νόσο, όπως αιμορραγούν<br />

ή αποφρακτικό καρκίνωμα και εκτεταμένη<br />

μεταστατική νόσο με μικρό προσδόκιμο ζωής και γ) με<br />

όγκους του τελικού άκρου του ορθού, οι οποίοι δεν<br />

συμβιβάζονται με ΚΠΕ και μόνιμη κολοστομία.<br />

Το επιθυμητό αποτέλεσμα της τοπικής εκτομής είναι<br />

(42):<br />

1. πλήρης εκτομή του όγκου μέχρι και το περιορθικό<br />

λίπος με τη χρήση διαθερμίας<br />

2. τουλάχιστον 1cm περιμετρικά υγιή όρια εκτομής<br />

3. ελεύθερα κακοήθειας τα εν τω βάθει όρια<br />

4. πλήρης αποκατάσταση του τοιχώματος του<br />

ορθού.<br />

Αν τα όρια εκτομής είναι διηθημένα, επιβάλλεται<br />

συμπληρωματική εκτομή ή ριζικότερη επέμβαση όπως<br />

ΧΠΕ ή ΚΠΕ. Η τοπική εκτομή μπορεί να πραγματοποιηθεί<br />

διαπρωκτικά, με διασφιγκτηριακή προσπέλαση<br />

(τεχνική York-Mason) και με οπίσθια προσπέλαση<br />

κατά Kraske. Εναλλακτικά μπορεί να εφαρμοσθεί η διαπρωκτική<br />

ενδοσκοπική μικροχειρουργική τεχνική με<br />

την οποία μπορεί να αφαιρεθούν όγκοι μέχρι και 18cm<br />

από τον πρωκτό (43,44). Η μέθοδος λόγω τεχνικών<br />

δυσκολιών και του υψηλού κόστους δεν έτυχε ευρείας<br />

αποδοχής.<br />

Καταλληλότεροι για να αντιμετωπισθούν με τοπική<br />

εκτομή είναι επιφανειακά αναπτυσσόμενοι όγκοι<br />

(Τ1, Ν0) (45-46). Αντίθετα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή<br />

και σκεπτικισμός για την τοπική εκτομή Τ2 όγκων,<br />

λόγω του υψηλού ποσοστού τοπικής υποτροπής, που<br />

ξεπερνά το 20% (47-49). Αυτό είναι αποτέλεσμα της<br />

αδυναμίας αφ’ ενός πλήρους εκτομής της πρωτοπαθούς<br />

εστίας και αφ’ ετέρου εκτομής και ιστολογικής<br />

εξέτασης των περιοχικών λεμφαδένων. Διηθημένοι<br />

περιορθικοί λεμφαδένες βρίσκονται στο 5% - 12% των<br />

Τ1 όγκων, σε 10% - 35% των Τ2 και μέχρι 70% των Τ3<br />

όγκων (50,51). Επίσης η συχνότητα διηθημένων λεμφαδένων<br />

είναι μεγαλύτερη όσο πιο περιφερικά εντοπίζεται<br />

ο όγκος και ανέρχεται σε 34%, 11% και 8% για<br />

όγκους του κάτω, μέσου και άνω τριτημορίου του ορθού<br />

αντίστοιχα (42). Η τοπική εκτομή μικρών Τ1 όγκων<br />

σε συνδυασμό με επικουρική χημειοακτινοθεραπεία<br />

επιτυγχάνει 5ετή έλεγχο της τοπικής νόσου σε ποσοστό<br />

82% - 97% και ελεύθερη υποτροπής επιβίωση στο<br />

90% των ασθενών (52-54). Ασθενείς με Τ2 όγκους που<br />

υποβάλλονται σε τοπική εκτομή και επικουρική χημειοακτινοθεραπεία<br />

εμφανίζουν υψηλό ποσοστό αποτυχίας<br />

ελέγχου της νόσου (20% - 30%), τόσο με τη μορφή<br />

της τοπικής υποτροπής όσο και των απομακρυσμένων<br />

μεταστάσεων. Ριζική χειρουργική επέμβαση είναι<br />

δυνατή μόνο στο 50% των ασθενών που προσέρχονται<br />

με υποτροπή της νόσου μετά από τοπική εκτομή,<br />

ενώ μακράς διάρκειας ελεύθερη νόσου επιβίωση επιτυγχάνεται<br />

στο 22% - 59% (49,55,56).<br />

Κοιλιοπερινεϊκή εκτομή του ορθού (ΚΠΕ)<br />

Η κοιλιπερινεϊκή εκτομή του ορθού υπήρξε κατά το<br />

παρελθόν η επέμβαση εκλογής για καρκίνο του περιφερικού<br />

τμήματος του ορθού. Τα τελευταία χρόνια<br />

παρατηρείται υποχώρηση της συχνότητας εκτέλεσης<br />

της ΚΠΕ και αντίστοιχη αύξηση των επεμβάσεων διατήρησης<br />

του σφιγκτηριακού μηχανισμού του πρωκτού,<br />

όπως η ΧΠΕ και η τοπική εκτομή του όγκου (57,58), για<br />

τις οποίες η ΚΠΕ παραμένει το μέτρο σύγκρισης τόσο<br />

για τα άμεσα περιεγχειρητικά, όσο κυρίως για τα<br />

απώτερα ογκολογικά αποτελέσματα και την ποιότητα<br />

ζωής. Τα απώτερα ογκολογικά αποτελέσματα της<br />

ΧΠΕ είναι εφάμιλλα των αντίστοιχων της ΚΠΕ (59,60),


218<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

η οποία εμφανίζει υψηλότερη σχετιζόμενη με τη μέθοδο<br />

μετεγχειρητική νοσηρότητα και θνητότητα (61,62)<br />

και σχετίζεται με κατώτερη ποιότητα ζωής λόγω των<br />

αλλαγών στην εμφάνιση και λειτουργία του σώματος<br />

και της συνοδού κατάθλιψης που αυτές προκαλούν, η<br />

οποία όμως δεν έχει πλήρως επιβεβαιωθεί (63-65).<br />

Η ΚΠΕ έχει δύο χρόνους, τον κοιλιακό και τον περινεϊκό<br />

χρόνο. Κατά τον κοιλιακό χρόνο παρασκευάζεται<br />

το ορθό μέχρι το επίπεδο του πυελικού εδάφους.<br />

Στον περινεϊκό χρόνο παρασκευάζεται ο πρωκτικός<br />

σωλήνας και το τελικό άκρο του ορθού. Το παχύ έντερο<br />

διατέμνεται στο ύψος του σιγμοειδούς και το παρασκεύασμα,<br />

περιφερικό σιγμοειδές, ορθό και πρωκτικός<br />

σωλήνας αφαιρούνται δια του περινεϊκού τραύματος.<br />

Το άκρο του κεντρικού τμήματος του παχέος<br />

εντέρου εκστομώνεται ως τελική μόνιμη κολοστομία. Η<br />

σωστή εγχειρητική τεχνική είναι εξαιρετικά σημαντική<br />

για την επίτευξη ριζικής ογκολογικής εκτομής. Ιδιαίτερη<br />

προσοχή απαιτείται για την ολική εκτομή του<br />

μεσοορθού και την επί των ορθών ανατομικά ορίων<br />

περινεϊκή εκτομή του ορθοπρωκτικού σωλήνα. Το μεσοορθό<br />

είναι το μεσεντέριο του ορθού. Προκειμένου να<br />

επιτευχθεί ριζική εκτομή όγκων του μέσου αλλά και<br />

του περιφερικού τριτημορίου του ορθού απαιτείται η<br />

ολική εκτομή του μεσοορθού. Φυσιολογικό ανατομικό<br />

όριο μεταξύ του μεσοορθού και του ιερού οστού είναι<br />

η ανάγγειος περιτονία του Waldayer κατά μήκος<br />

της οποίας πραγματοποιείται η οξεία αποκόλληση για<br />

την ολική εκτομή του μεσοορθού. Ιδιαίτερη προσοχή<br />

απαιτείται κατά το χρόνο αυτό, για τη διαφύλαξη του<br />

προϊερού φλεβικού πλέγματος. Ο τραυματισμός του<br />

πλέγματος αυτού μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρο<br />

αιμορραγία. Το πεπαχυσμένο περιφερικό τμήμα της<br />

περιτονίας του Waldayer πρέπει να διαταμεί ώστε να<br />

παρασκευασθεί στο σωστό ανατομικό όριο το οπίσθιο<br />

τμήμα του κάτω τριτημορίου του ορθού. Το λίπος του<br />

μεσοορθού είναι πολύ λεπτό στα τελευταία 5cm του<br />

ορθού, με αποτέλεσμα αν δεν παρασκευασθεί σωστά,<br />

να παρατηρείται υψηλό ποσοστό διηθημένων περιμετρικών<br />

ορίων εκτομής (42). Όπως διαπιστώθηκε από<br />

την ανάλυση των παθολογοανατομικών ευρημάτων<br />

της πολυκεντρικής μελέτης της Δανίας για την ολική<br />

εκτομή του μεσοορθού (66), οι ασθενείς που υποβλήθηκαν<br />

σε ΚΠΕ συγκρινόμενοι με τους υποβληθέντες σε<br />

ΧΠΕ, είχαν υψηλότερο ποσοστό διηθημένων περιμετρικών<br />

ορίων (30% έναντι 11%), διάτρησης του ορθού κατά<br />

την παρασκευή (14% έναντι 2,5%) καθώς και τοπικής<br />

υποτροπής και χαμηλότερο ποσοστό πενταετούς επιβίωσης<br />

(39% έναντι 58%). Τα ευρήματα αυτά αποδόθηκαν<br />

στο γεγονός, ότι στο 1/3 των ασθενών που<br />

υποβλήθηκαν σε ΚΠΕ, τα όρια της περινεϊκής εκτομής<br />

δεν περιέκλειαν τους σφιγκτήρες αλλά ούτε ολόκληρο<br />

το ορθό. Επίσης τα περιμετρικά όρια ήταν διηθημένα<br />

στο 26,5% των ασθενών με καρκίνο στο περιφερικό<br />

τμήμα του ορθού έναντι 12,6% για όγκους κεντρικότερης<br />

εντόπισης, ανεξάρτητα της επέμβασης στην οποία<br />

υποβλήθηκαν (66).<br />

Η ΚΠΕ του ορθού συνεπάγεται την πλήρη κατάργηση<br />

του σφιγκτηριακού μηχανισμού πρωκτού και τη<br />

μόνιμη εκτροπή των κοπράνων, με αποτέλεσμα την<br />

υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Τούτο οδήγησε στην<br />

ανάπτυξη επεμβάσεων και εγχειρητικών τεχνικών,<br />

όπως η χαμηλή πρόσθια εκτομή (ΧΠΕ) του ορθού και η<br />

κολοπρωκτική αναστόμωση με ή χωρίς θύλακο J, με τις<br />

οποίες επιτυγχάνεται η ριζική ογκολογική εκτομή του<br />

όγκου με διατήρηση του σφιγκτηριακού μηχανισμού<br />

του πρωκτού και της φυσιολογικής οδού αφόδευσης.<br />

Χαμηλή πρόσθια εκτομή (ΧΠΕ)<br />

Η ΧΠΕ εφαρμόσθηκε αρχικά για όγκους του άνω<br />

τριτημορίου και σταδιακά επεκτάθηκε στην χειρουργική<br />

θεραπεία όγκων του μέσου τριτημορίου και σε επιλεγμένους<br />

όγκους του περιφερικού τριτημορίου του<br />

ορθού (51). Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΧΠΕ είναι:<br />

• λειτουργική επάρκεια του σφιγκτηριακού μηχανισμού<br />

• απουσία διήθησης των σφιγκτήρων από τον<br />

όγκο<br />

• δυνατότητα διασφάλισης επαρκούς υγιούς ορίου<br />

περιφερικά του όγκου<br />

• κατάλληλη σωματοδομή του ασθενούς<br />

Στην τυπική ΧΠΕ παρασκευάζεται και εκτέμνεται<br />

το κεντρικό τμήμα του ορθού αφού απολινωθούν τα<br />

άνω και μέσα αιμορροϊδικά αγγεία. Η συνέχεια του<br />

πεπτικού σωλήνα επιτυγχάνεται με την κατασκευή<br />

κολοορθικής αναστόμωσης κάτω από την ανάκαμψη<br />

του περιτοναίου. Στην εκτεταμένη ή πολύ χαμηλή πρόσθια<br />

εκτομή κινητοποιείται το ορθό μέχρι το πυελικό<br />

έδαφος με διατομή των πλάγιων συνδέσμων, οπίσθια<br />

κινητοποίηση κατά μήκος της προϊερής περιτονίας και<br />

διατομή της περιτονίας του Waldayer, ώστε να απελευθερωθεί<br />

το ορθό μέχρι το άκρο του κόκκυγα και<br />

πρόσθια αποκόλληση κατά μήκος του πλάνου μεταξύ<br />

πρόσθιου τοιχώματος του ορθού και του κόλπου στις<br />

γυναίκες ή του προστάτη στους άνδρες (περιτονία του<br />

Denonvillier), η οποία συνεχίζεται μέχρι και κάτω από<br />

το περιφερικό άκρο του προστάτη. Η συνέχεια του<br />

πεπτικού σωλήνα αποκαθίσταται με την κατασκευή,<br />

με αυτόματα συρραπτικά μηχανήματα, μιας πολύ χα-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 219<br />

μηλής κολοορθικής αναστόμωσης, περίπου 2 – 4cm<br />

από το άνω όριο του πρωκτικό σωλήνα. Η επέμβαση<br />

ολοκληρώνεται με την δημιουργία μιας προσωρινής<br />

πλάγιας ειλεοστομίας η οποία μειώνει το ποσοστό<br />

των κλινικά σημαντικών διαφυγών (67,68).<br />

Σε ασθενείς με πολύ περιφερικούς όγκους, είναι<br />

πιθανόν να μην είναι τεχνικά εφικτό να επιτευχθεί ριζική<br />

ογκολογική εκτομή και ασφαλής κολοορθική αναστόμωση<br />

με ΧΠΕ ή η εκτεταμένη ΧΠΕ. Στις περιπτώσεις<br />

αυτές, εναλλακτική της ΚΠΕ που ήταν μέχρι πρότινος<br />

η μόνη επιλογή, μπορεί να εφαρμοσθεί η εκτεταμένη<br />

ΧΠΕ με διασφιγκτηριακή εκτομή του πρωκτικού σωλήνα<br />

(Εικόνα 8) και κολοπρωκτική αναστόμωση. Κατά<br />

την επέμβαση πραγματοποιείται πλήρης κινητοποίηση<br />

του ορθού μέχρι το πυελικό έδαφος όπως στην εκτεταμένη<br />

ΧΠΕ. Εφόσον επιτυγχάνεται ελάχιστο ασφαλές<br />

όριο εκτομής περιφερικά του όγκου, ακολουθεί<br />

παρασκευή και αποκόλληση του έσω σφιγκτήρα του<br />

πρωκτού, ενώ διατηρούνται ο έξω σφιγκτήρας και ο<br />

ανελκτήρας. Η επέμβαση ολοκληρώνεται με την κατασκευή<br />

κολοπρωκτικής αναστόμωσης και προσωρινής<br />

πλάγιας ειλεοστομίας.<br />

Εικόνα 8. Διασφιγκτηριακή εκτομή για καρκίνο του περιφερικού<br />

ορθού. PR: ηβοορθικός μυς, IS: έσω σφιγκτήρας,<br />

ES: έξω σφιγκτήρας (Τροποποιημένο από Bretagnol<br />

F, Rullier E, Laurent C, et al: Comparison of Fuctional results<br />

and quality of life, between intersphincteric resections and<br />

conventional coloanal anastomosis for low rectal cancer.<br />

Dis Colon Rectum 2004, 86: 832 - 838<br />

ορθού, προτάθηκε η δημιουργία ενός θυλάκου σχήματος<br />

J μήκους περίπου 8cm (Εικόνα 9) ή η επιμήκης<br />

διατομή του παχέος εντέρου σε μήκος 7 - 10cm πριν<br />

την κολοορθική ή την κολοπρωκτική αναστόμωση και<br />

η συρραφή του εγκαρσίως ως κολοπλαστική (Εικόνα<br />

10). Τα λειτουργικά αποτελέσματα της αναστόμωσης<br />

με θύλακο J υπερτερούν των αντίστοιχων της απλής<br />

ευθείας κολοπρωκτικής ή κλολοορθικής αναστόμωσης<br />

κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο, ενώ δεν φαίνεται<br />

να υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων<br />

σε απώτερο χρόνο (69-72). Η κολοπλαστική αποτελεί<br />

εναλλακτική λύση, όταν λόγω τεχνικών δυσκολιών<br />

(στενή πύελος, βραχύ μεσόκολο) δεν είναι δυνατή η<br />

αναστόμωση με θύλακο J. Τα λειτουργικά αποτελέσματα<br />

της κολοπλαστικής πλησιάζουν τα αντίστοιχα<br />

του θυλάκου J, ενώ είναι ευκολότερη η κατασκευή του<br />

(73-77). Σε δύο τυχαιοποιημένες προοπτικές μελέτες,<br />

από τις οποίες η μία με μεγάλο αριθμό ασθενών διαπιστώθηκε<br />

σημαντικά υψηλότερη συχνότητα διαφυγών,<br />

ενώ τα λειτουργικά αποτελέσματα δεν διέφεραν<br />

από τα αντίστοιχα της ευθείας κολοπρωκτικής αναστόμωσης<br />

(78,79).<br />

Τα απώτερα ογκολογικά αποτελέσματα της ΧΠΕ<br />

και των επεμβάσεων διατήρησης των σφιγκτήρων είναι<br />

όμοια ή καλύτερα με τα αντίστοιχα της ΚΠΕ. Τοπική<br />

υποτροπή παρατηρείται σε 8% - 13% των ασθενών,<br />

απομακρυσμένες μεταστάσεις σε 23% - 25%, η πενταετής<br />

επιβίωση φθάνει στο 75% - 78% και η ελεύθερη<br />

νόσου επιβίωση στο 70% (80-82). Τα αποτελέσματα<br />

αυτά αφορούν ασθενείς που υποβλήθηκαν σε συνδυασμένη<br />

ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία και ριζική<br />

χειρουργική εκτομή.<br />

Εικόνα 9. Κολοπρωκτική αναστόμωση με θύλακο J (Από<br />

Lee S-L: Management of symptoms after a resection of the<br />

rectum Journal of the Korean Society of Coloproctology<br />

2008,24:62-71)<br />

Λόγω των διαταραχών των κενώσεων που παρατηρούνται<br />

μετά από εκτεταμένη ΧΠΕ και κυρίως<br />

μετά από κολοπρωκτική αναστόμωση, οι οποίες εν<br />

μέρει αποδίδονται στην απουσία της ληκύθου του


220<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

Εικόνα 10. Κολοπρωκτική αναστόμωση με κολοπλαστική<br />

(Από Lee S-L: Management of symptoms after a<br />

resection of the rectum Journal of the Korean Society of<br />

Coloproctology 2008,24:62-71)<br />

Λαπαροσκοπική χειρουργική καρκίνου<br />

του ορθού<br />

Οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές εφαρμόζονται<br />

τα τελευταία χρόνια στη χειρουργική του καρκίνου<br />

του ορθού. Αν και σταδιακά αυξάνεται ο αριθμός των<br />

κέντρων που επιχειρούν λαπαροσκοπική και πρόσφατα<br />

ρομποτική ΧΠΕ και ΚΠΕ του ορθού, οι επεμβάσεις<br />

αυτές συνιστάται όπως εκτελούνται σε εξειδικευμένα<br />

κέντρα και στο πλαίσιο ειδικών ερευνητικών πρωτοκόλλων<br />

ιδιαίτερα όταν αφορούν όγκους του μέσου<br />

και κάτω τριτημορίου του ορθού (83). Τα αποτελέσματα<br />

αναδρομικών και προοπτικών μελετών δείχνουν,<br />

συγκριτικά με τις αντίστοιχες ανοικτές επεμβάσεις,<br />

στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη διάρκεια επέμβασης,<br />

μικρότερη διεγχειρητική απώλεια αίματος, ταχύτερη<br />

κινητοποίηση και σίτιση των ασθενών, καθώς και<br />

βραχύτερη νοσοκομειακή νοσηλεία, ενώ δεν διαπιστώνεται<br />

διαφορά στην μετεγχειρητική νοσηρότητα (84-91).<br />

Τα απώτερα ογκολογικά αποτελέσματα, επίσης δεν<br />

φαίνεται να υπολείπονται των αποτελεσμάτων των<br />

αντίστοιχων ανοικτών επεμβάσεων. Η συνολική πενταετής<br />

επιβίωση ανέρχεται στο 70% - 91% έναντι 59%<br />

- 89% της ανοικτής ΚΠΕ, η ελεύθερη νόσου επιβίωση<br />

στο 81% έναντι 76% και οι τοπικές υποτροπές στο<br />

2% - 6,9% έναντι 4% (84,87,90). Πρόσφατα βρίσκεται σε<br />

εξέλιξη μελέτη φάσης ΙΙΙ, της Ογκολογικής Ομάδας του<br />

Αμερικανικού Κολλεγίου Χειρουργών (American College<br />

of Surgeons Oncology Group, ACOSOG), η Z6051. Η μελέτη<br />

σχεδιάσθηκε για να τυχαιοποιήσει 480 ασθενείς<br />

με καρκίνο του ορθού σταδίων ΙΙΑ, ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ, που θα<br />

αντιμετωπισθούν με ανοικτή ή λαπαροσκοπική επέμβαση.<br />

Οι κύριοι στόχοι της μελέτης είναι η εκτομή επί<br />

υγιών περιμετρικών ορίων >1mm, περιφερικά υγιή όρια<br />

εκτομής >2cm και η πλήρης ολική εκτομή του μεσοορθού.<br />

Δευτερογενείς μετρήσεις αφορούν το σχετιζόμενο<br />

με τον ασθενή όφελος, η ποιότητα ζωής, η σεξουαλική<br />

λειτουργία και δραστηριότητα, η λειτουργία του εντέρου<br />

και οι κενώσεις, η συνολική επιβίωση, η ελεύθερη<br />

νόσου επιβίωση και το ποσοστό τοπικής υποτροπής.<br />

Η χειρουργική στον καρκίνο του ορθού έχει τρεις<br />

στόχους:<br />

1. Ριζική ογκολογική εκτομή του όγκου ώστε να<br />

ελεγχθεί η τοπική νόσος και να ελαχιστοποιηθεί οι<br />

πιθανότητες τοπικής υποτροπής<br />

2. Διατήρηση του σφιγκτηριακού μηχανισμού του<br />

πρωκτού και της φυσιολογικής οδού αφόδευσης<br />

3. Προφύλαξη των αυτόνομων νεύρων της πυέλου<br />

και η διασφάλιση της ουρογεννητικής λειτουργίας<br />

Η επιτυχία της χειρουργικής ανεξάρτητα της τεχνικής,<br />

ανοικτής ή λαπαροσκοπικής και της επέμβασης,<br />

ΧΠΕ ή ΚΠΕ, προϋποθέτει:<br />

• Υγιή και ασφαλή περιφερικά όρια εκτομής<br />

• Υγιή και ασφαλή περιμετρικά ή ακτινωτά όρια<br />

εκτομής<br />

• Ολική εκτομή του μεσοορθού<br />

Περιφερικά όρια εκτομής<br />

Ιστορικά ασφαλή περιφερικά όρια εκτομής θεωρούνται<br />

τα 5cm, εξ’ ου και η κλασσική θέση ότι όγκοι<br />

5cm από το σφιγκτήρα αντιμετωπίζονται με ΚΠΕ (92-<br />

94). Τα περιφερικά όρια εκτομής αποσκοπούν στην<br />

αφαίρεση της ενδεχόμενης ενδοτοιχωματικής διασποράς<br />

της νόσου, η οποία στο 94% των ασθενών δεν<br />

ξεπερνά τα 2cm (93,95). Επίσης οι ασθενείς με ενδοτοιχωματική<br />

διήθηση ≥ 1,5cm, έχουν κατά κανόνα και λεμφαδενική<br />

διασπορά της νόσου, δείκτη κακής πρόγνωσης,<br />

συνεπώς η πιο εκτεταμένη περιφερική εκτομή του<br />

ορθού απλά αυξάνει την νοσηρότητα χωρίς να βελτιώνει<br />

την πρόγνωση (96). Στην κλασσική προοπτική<br />

μελέτη του NSABP (National Surgical Adjuvant Breast and<br />

Bowel Project) δεν αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική<br />

διαφορά στην εμφάνιση τοπικής υποτροπής μεταξύ<br />

ασθενών με περιφερικά όρια εκτομής < 2cm, μεταξύ<br />

2cm και 2,9cm και ≥3cm (97). Αποτέλεσμα των δεδομένων<br />

αυτών είναι η αποδοχή των 2cm ως ασφαλούς<br />

περιφερικού ορίου εκτομής, αν και συνιστώνται ακόμα<br />

τα 5cm, όπου τούτο είναι εφικτό. Τα τελευταία χρόνια<br />

με την εισαγωγή της λαπαροσκοπικής ΧΠΕ φαίνεται<br />

ότι είναι επαρκή περιφερικά όρια ≤ 1cm (4).<br />

Περιμετρικά όρια εκτομής<br />

Ο καρκίνος του ορθού εφόσον διηθεί το τοίχωμα


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 221<br />

του ορθού (στάδιο Τ3) επεκτείνεται περιμετρικά και<br />

περιφερικά εντός του μεσοορθού κατά μήκος μιας<br />

ζώνης διασποράς. Η ριζική ογκολογικά θεραπευτική<br />

εκτομή προϋποθέτει την πλήρη αφαίρεση της ζώνης<br />

αυτής μαζί με τους επιχώριους λεμφδένες και αποτελεί<br />

στόχο της ολικής εκτομής του μεσοορθού (Total<br />

Mesorectal Excision, TME) (98). Η διήθηση από καρκίνο<br />

των περιμετρικών ορίων εκτομής είναι ανεξάρτητος<br />

επιβαρυντικός προγνωστικός παράγοντας τοπικής<br />

υποτροπής, μειωμένης επιβίωσης και θεωρείται<br />

ως η σημαντικότερη παθολογοανατομική μεταβλητή<br />

στην αξιολόγηση της ολικής εκτομής του μεσοορθού<br />

(99-103). Τα περιμετρικά όρια εκτομής του μεσοορθού<br />

ορίζονται από τις περιτονίες που το περιβάλλουν και<br />

ελέγχονται προεγχειρητικά με MRI υψηλής ευκρίνειας<br />

και διορθικό υπερηχοτομογράφημα (Trans-Rectal Ultra<br />

Sound, TRUS) για όγκους του κάτω τριτημορίου του<br />

ορθού. Απεικονιστικά τίθεται ισχυρή υποψία διήθησης<br />

των περιφερικών ορίων εκτομής όταν στην MRI τα<br />

όρια του όγκου απέχουν ≤ 2mm από την περιτονία<br />

του μεσοορθού (104,105). Σε 33% - 43% των ασθενών<br />

τα παθολογοανατομικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τη<br />

διάγνωση, εφόσον δεν έχει προηγηθεί της επέμβασης<br />

ακτινοχημειοθεραπεία (104). Οι ασθενείς αυτοί είναι οι<br />

κατ’ εξοχήν υποψήφιοι για προεγχειρητική ακτινο –<br />

χημειοθεραπεία. Αντίστοιχα η ειδικότητα της MRI στον<br />

έλεγχο των περιμετρικών ορίων εκτομής ανέρχεται σε<br />

92% (104-106). Το μήκος του μεσοορθού που πρέπει μα<br />

εκταμεί προκειμένου να διασφαλισθούν υγιή περιμετρικά<br />

όρια εκτομής ανέρχεται σε 3 – 5cm περιφερικά<br />

του όγκου (107,108). Ευρύτερη εκτομή αυξάνει τη μετεγχειρητική<br />

νοσηρότητα χωρίς να βελτιώνει το ογκολογικό<br />

αποτέλεσμα.<br />

Ολική εκτομή του μεσοορθού<br />

Η ολική εκτομή του μεσοορθού (ΤΜΕ) αποσκοπεί<br />

στην πλήρη αφαίρεση του μεσεντέριου λίπους του ορθού<br />

μαζί με το μεσεντέριο που περιέχει τα κάτω μεσεντέρια<br />

αγγεία και το περιοχικό λεμφαγγειακό δίκτυο<br />

του ορθού (109). Η εκτομή πραγματοποιείται με οξεία<br />

αποκόλληση κατά μήκος του ανάγγειου πλάνου που<br />

ορίζεται από την ανάκαμψη του τοιχωματικού και<br />

περισπλάγχνιου περιτοναίου στην πύελο (110). Η με<br />

οξεία παρασκευή ΤΜΕ περιορίζει την τοπική υποτροπή<br />

σε 4% - 7% (110,111) έναντι 14% - 45% της αμβλείας<br />

αποκόλλησης, η οποία ενέχει και μεγαλύτερο κίνδυνο<br />

αιμορραγίας(112,113). Η ΤΜΕ είναι συνδεδεμένη με τις τεχνικές<br />

διατήρησης του σφιγκτηριακού μηχανισμού και<br />

προφυλάσσει κατά το δυνατον τα αυτόνομα νεύρα<br />

της πυέλου. Μετεγχειρητική ανικανότητα, παλίνδρομη<br />

εκσπερμάτιση ή και τα δύο παρατηρούνται σε 10% -<br />

29% των υποβαλλομένων σε ΤΜΕ (114,115) έναντι 25% -<br />

75% των ασθενών μετά από συμβατική αμβλεία αποκόλληση<br />

του μεσοορθού (116,117). Μειονεκτήματα της<br />

μεθόδου είναι ο μεγαλύτερος εγχειρητικός χρόνος και<br />

η μεγαλύτερη πιθανότητα διαφυγής από την αναστόμωση<br />

(17%) ειδικά μετά από εκτεταμένη ΤΜΕ σε όγκους<br />

του άνω τριτημορίου του ορθού.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Jemal A, Bray F, Center MM, et al: Global cancer statistics.<br />

CA Cancer J Clin. 2011,61: 69 – 90.<br />

2. Pahlman L: Management of carcinoma of the colon.<br />

In: Surgery of the anus, rectum and colon, MRB Keighley,<br />

NS Williams ed. Saunders Co, Hungary 2008.<br />

3. American Joint Committee on Cancer (AJCC) Colon<br />

and Rectum Cancer Staging 7th ed. Available at<br />

www.cancerstaging.org.<br />

4. Nelson H, Petrelli N, Carlin A et al: National Cancer<br />

Institute Expert Panel: Guidelines 2000 for colon and<br />

rectal cancer surgery. J Natl Cancer Inst. 2001, 93: 583<br />

– 596.<br />

5. Hida J, Yasutomi M, Maruyama T, et al: The extent of<br />

lymph node dissection for colon carcinoma: the potential<br />

impact on laparoscopic surgery. Cancer. 1997,<br />

80: 188 – 192.<br />

6. Chang GJ, Rodriguez-Bigas MA, Skibber JM, et al:<br />

Lymph node evaluation and survival after curative<br />

resection of colon cancer: systematic review. J Natl<br />

Cancer Inst 2007, 99: 433 – 441.<br />

7. Compton CC, Fielding LP, Burgart LJ, et al: Prognostic<br />

factors in colorectal cancer. College of American Pathologists<br />

Consensus Statement 1999.Arch Pathol Lab<br />

Med. 2000, 124:979 – 994.<br />

8. Mc Gory ML, Shekelle PG, Ko CY: Development of<br />

quality indicators for patients undergoing colorectal<br />

cancer surgery. J Natl Cancer Inst 2006, 98: 1623<br />

– 633<br />

9. Otchy D, Hyman NH, Simmang C, et al: Standards<br />

Practice Task Force; American Society of Colon and<br />

Rectal Surgeons: Practice parameters for colon cancer.<br />

Dis Colon Rectum 2004, 47: 1269 – 1284.<br />

10. Benson AB 3rd, Schrag D, Somerfield MR, et al: American<br />

Society of Clinical Oncology recommendations<br />

on adjuvant chemotherapy for stage II colon cancer. J<br />

Clin Oncol. 2004, 22: 3408 – 3419.


222<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

11. van der Pas MH, Meijer S, Hoekstra OS, et al: Sentinel-lymph-node<br />

procedure in colon and rectal cancer:<br />

a systematic review and meta-analysis. Lancet<br />

Oncol. 2011, 12: 540 – 550.<br />

12. Bembenek A, Rau B, Moesta T, et al: Sentinel lymph<br />

node biopsy in rectal cancer--not yet ready for routine<br />

clinical use. Surgery. 2004, 135: 498 – 505.<br />

13. Bembenek AE, Rosenberg R, Wagler E, et al: Sentinel<br />

lymph node biopsy in colon cancer: a prospective<br />

multicenter trial. Ann Surg. 2007, 245: 858 -863<br />

14. Bilchik AJ, Hoon DS, Saha S, et al: Prognostic impact<br />

of micrometastases in colon cancer: interim results of<br />

a prospective multicenter trial. Ann Surg. 2007, 246:<br />

568 – 575.<br />

15. Stojadinovic A, Nissan A, Protic M, et al: Prospective<br />

randomized study comparing sentinel lymph<br />

node evaluation with standard pathologic evaluation<br />

for the staging of colon carcinoma: results from the<br />

United States Military Cancer Institute Clinical Trials<br />

Group Study GI-01. Ann Surg. 2007, 245: 846 – 857.<br />

16. Rodriguez-Bigas M A: Surgical management of primary<br />

colon cancer. In Colorectal cancer, Tanabe K K<br />

ed. Available at: www.uptodate.com.<br />

17. Kim MS, Park YJ: Detection and treatment of synchronous<br />

lesions in colorectal cancer: the clinical implication<br />

of perioperative colonoscopy. World J Gastroenterol<br />

2007, 13: 4108 –4111.<br />

18. Darakhshan A, Lin BP, Chan C, et al: Correlates and<br />

outcomes of tumor adherence in resected colonic<br />

and rectal cancers. Ann Surg. 2008, 247: 650 – 658<br />

19. Lopez MJ, Monafo WW: Role of extended resection<br />

in the initial treatment of locally advanced colorectal<br />

carcinoma. Surgery 1993, 113: 365 – 372.<br />

20. Nakafusa Y, Tanaka T, Tanaka M, et al: Comparison<br />

of multivisceral resection and standard operation for<br />

locally advanced colorectal cancer: analysis of prognostic<br />

factors for short-term and long-term outcome.<br />

Dis Colon Rectum 2004, 47: 2055 – 2063.<br />

21. Govindarajan A, Coburn NG, Kiss A, et al: Population-based<br />

assessment of the surgical management of<br />

locally advanced colorectal cancer. J Natl Cancer Inst.<br />

2006, 98: 1474 – 1481.<br />

22. Lehnert T, Methner M, Pollok A, et al: Multivisceral<br />

resection for locally advanced primary colon and rectal<br />

cancer: an analysis of prognostic factors in 201<br />

patients. Ann Surg. 2002, 235: 217 – 225.<br />

23. Jacobs M, Verdeja JC, Goldstein HS: Minimally invasive<br />

colon resection (laparoscopic colectomy). Surg<br />

Laparosc Endosc. 1991, 1: 144 – 150.<br />

24. Wexner SD, Cohen SM: Port site metastases after<br />

laparoscopic colorectal surgery for cure of malignancy.<br />

Br J Surg. 1995, 82: 295 – 298.<br />

25. Paolucci V, Schaeff B, Schneider M, et al: Tumor<br />

seeding following laparoscopy: international survey.<br />

World J Surg. 1999, 23: 989 – 995.<br />

26. Clinical Outcomes of Surgical Therapy Study Group:<br />

A comparison of laparoscopically assisted and open<br />

colectomy for colon cancer. N Engl J Med. 2004, 350:<br />

2050 – 2059.<br />

27. Colon Cancer Laparoscopic or Open Resection Study<br />

Group, Buunen M, Veldkamp R, et al: Survival after<br />

laparoscopic surgery versus open surgery for colon<br />

cancer: long-term outcome of a randomised clinical<br />

trial. Lancet Oncol. 2009, 10: 44 – 52.<br />

28. Kahnamoui K, Cadeddu M, Farrokhyar F, et al: Laparoscopic<br />

surgery for colon cancer: a systematic review.<br />

Can J Surg. 2007, 50: 48 – 57.<br />

29. Fleshman J, Sargent DJ, Green E, et al; Laparoscopic<br />

colectomy for cancer is not inferior to open surgery<br />

based on 5-year data from the COST Study Group<br />

trial. Ann Surg. 2007, 246: 655 – 662.<br />

30. Lacy AM, Delgado S, Castells A, et al: The long-term<br />

results of a randomized clinical trial of laparoscopyassisted<br />

versus open surgery for colon cancer: Ann<br />

Surg. 2008, 248: 1 – 7.<br />

31. Bonjer HJ, Hop WC, Nelson H, et al; Transatlantic<br />

Laparoscopically Assisted vs Open Colectomy Trials<br />

Study Group: Laparoscopically assisted vs open colectomy<br />

for colon cancer: a meta-analysis. Arch Surg.<br />

2007, 142: 298 – 303.<br />

32. Jackson TD, Kaplan GG, Arena G, et al: Laparoscopic<br />

versus open resection for colorectal cancer: a metaanalysis<br />

of oncologic outcomes. J Am Coll Surg. 2007,<br />

204: 439 – 446.<br />

33. Ansaloni L, Andersson RE, Bazzoli F, et al: Guidelenines<br />

in the management of obstructing cancer of<br />

the left colon: consensus conference of the world<br />

society of emergency surgery (WSES) and peritoneum<br />

and surgery (PnS) society. World J Emerg Surg. 2010, 5:<br />

29 – 38.<br />

34. |Tan KK, Sim R: Surgery for obstructed colorectal malignancy<br />

in an Asian population: predictors of morbidity<br />

and comparison between left- and right-sided<br />

cancers. J Gastrointest Surg 2010, 14: 295 – 302.<br />

35. Durán Giménez-Rico H, Abril Vega C, et al: Hartmann’s<br />

procedure for obstructive carcinoma of the<br />

left colon and rectum: a comparative study with onestage<br />

surgery. Clin Transl Oncol. 2005 , 7: 306 – 313..


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 223<br />

36. Zorcolo L, Covotta L, Carlomagno N, et al: Safety of<br />

primary anastomosis in emergency colo-rectal surgery.<br />

Colorectal Dis. 2003, 5: 262 – 269..<br />

37. Lee YM, Law WL, Chu KW, et al: Emergency surgery<br />

for obstructing colorectal cancers: a comparison between<br />

right-sided and left-sided lesions. J Am Coll<br />

Surg. 2001, 192: 719 – 725.<br />

38. Binkert CA, Ledermann H, Jost R, et al: Acute colonic<br />

obstruction: clinical aspects and cost-effectiveness of<br />

preoperative and palliative treatment with self-expanding<br />

metallic stents--a preliminary report. Radiology.<br />

1998, 206: 199 – 204.<br />

39. Dastur JK, Forshaw MJ, Modarai B, et al: Comparison<br />

of short-and long-term outcomes following either<br />

insertion of self-expanding metallic stents or emergency<br />

surgery in malignant large bowel obstruction.<br />

Tech Coloproctol. 2008, 12: 51 – 5<br />

40. Keymling M: Colorectal stenting. Endoscopy 2003, 35:<br />

234 – 238.<br />

41. Sagar J: Colorectal stents for the management of malignant<br />

colonic obstructions. Cochrane Database Syst<br />

Rev. 2011, 11: CD007378.<br />

42. Bleday R, Shibata D: Surgical treatment of rectal cancer.<br />

In Colorectal cancer, Tanabe KK, ed. Available at:<br />

www.uptodate.com.<br />

43. Araki Y, Isomoto H, Shirouzu K: Video-assisted gasless<br />

transanal endoscopic microsurgery: a review of 217<br />

cases of rectal tumors over the past 10 years. Dig<br />

Surg. 2003, 20: 48 – 52.<br />

44. Demartines N, von Flüe MO, Harder FH: Transanal<br />

endoscopic microsurgical excision of rectal tumors:<br />

indications and results. World J Surg. 2001, 25: 870<br />

– 5<br />

45. Steele GD Jr, Herndon JE, Bleday R, et al: Sphinctersparing<br />

treatment for distal rectal adenocarcinoma.<br />

Ann Surg Oncol. 1999, 6: 433 – 441.<br />

46. Lee W, Lee D, Choi S, et al: Transanal endoscopic<br />

microsurgery and radical surgery for T1 and T2 rectal<br />

cancer. Surg Endosc. 2003, 17: 1283 – 1287.<br />

47. Tsai BM, Finne CO, Nordenstam JF, et al: Transanal<br />

endoscopic microsurgery resection of rectal tumors:<br />

outcomes and recommendations. Dis Colon Rectum.<br />

2010, 53: 16 – 23.<br />

48. Mellgren A, Sirivongs P, Rothenberger DA, et al: Is local<br />

excision adequate therapy for early rectal cancer<br />

Dis Colon Rectum. 2000, 43: 1064 – 1071.<br />

49. Paty PB, Nash GM, Baron P, et al: Long-term results of<br />

local excision for rectal cancer. Ann Surg. 2002, 236:<br />

522 -529.<br />

50. Brodsky JT, Richard GK, Cohen AM, et al: Variables<br />

correlated with the risk of lymph node metastasis in<br />

early rectal cancer. Cancer 1992, 69:322 – 326.<br />

51. Minsky BD, Rich T, Recht A, et al: Selection criteria<br />

for local excision with or without adjuvant radiation<br />

therapy for rectal cancer. Cancer 1989, 63: 1421<br />

– 1429<br />

52. Chakravarti A, Compton CC, Shellito PC, et al: Longterm<br />

follow-up of patients with rectal cancer managed<br />

by local excision with and without adjuvant<br />

irradiation Ann Surg. 1999, 230: 49 – 54.<br />

53. Ota DM, Skibber J, Rich TA. M.D. Anderson Cancer<br />

Center experience with local excision and multimodality<br />

therapy for rectal cancer. Surg Oncol Clin<br />

North Am 1992, 1: 147–152.<br />

54. Bleday R, Breen E, Jessup JM, et al: Prospective evaluation<br />

of local excision for small rectal cancers. Dis<br />

Colon Rectum. 1997, 40:388 – 392.<br />

55. Blumberg D, Paty PB, Picon AI, et al: Stage I rectal<br />

cancer: identification of high-risk patients. J Am Coll<br />

Surg. 1998, 186: 574 – 579.<br />

56. Benson R, Wong CS, Cummings BJ, et al: Local excision<br />

and postoperative radiotherapy for distal rectal<br />

cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001, 50:1309<br />

– 1316.<br />

57. Jessup JM, Stewart AK, Menck HR: The National Cancer<br />

Data Base report on patterns of care for adenocarcinoma<br />

of the rectum, 1985-95. Cancer 1998, 83:<br />

2408 – 2418.<br />

58. You YN, Baxter NN, Stewart A, et al: Is the increasing<br />

rate of local excision for stage I rectal cancer in the<br />

United States justified: a nationwide cohort study<br />

from the National Cancer Database. Ann Surg. 2007,<br />

245: 726 – 733.<br />

59. Williams NS, Johnston D: Survival and recurrence after<br />

sphincter saving resection and abdominoperineal<br />

resection for carcinoma of the middle third of the<br />

rectum. Br J Surg. 1984, 71: 278 – 282.<br />

60. Williams NS, Durdey P, Johnston D: The outcome following<br />

sphincter-saving resection and abdominoperineal<br />

resection for low rectal cancer. Br J Surg. 1985,<br />

72: 595 – 598.<br />

61. Adalsteinsson B, Glimelius B, Graffman S, et al: Computed<br />

tomography in staging of rectal carcinoma.<br />

Acta Radiol Diagn (Stoc). 1985, 26: 45 – 55.<br />

62. Freeny PC, Marks WM, Ryan JA, Bolen JW: Colorectal<br />

carcinoma evaluation with CT: preoperative staging<br />

and detection of postoperative recurrence. Radiology.<br />

1986 158: 347 – 353.


224<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

63. Williams NS, Johnston D: The quality of life after<br />

rectal excision for low rectal cancer. Br J Surg. 1983,<br />

70: 460 – 462.<br />

64. Cornish JA, Tilney HS, Heriot AG, et al: A meta-analysis<br />

of quality of life for abdominoperineal excision<br />

of rectum versus anterior resection for rectal cancer.<br />

Ann Surg Oncol. 2007, 14: 2056 – 2068.<br />

65. Mrak K, Jagoditsch M, Eberl T, et al: Long-term quality<br />

of life in pouch patients compared with stoma<br />

patients following rectal cancer surgery. Colorectal<br />

Dis. 2011, 13: 403 – 410.<br />

66. Nagtegaal ID, van de Velde CJ, Marijnen CA, et al:<br />

Dutch Colorectal Cancer Group; Pathology Review<br />

Committee: Low rectal cancer: a call for a change of<br />

approach in abdominoperineal resection. J Clin Oncol.<br />

2005, 23: 9257 – 9264.<br />

67. Matthiessen P, Hallböök O, Rutegård J, et al: Defunctioning<br />

stoma reduces symptomatic anastomotic<br />

leakage after low anterior resection of the rectum<br />

for cancer: a randomized multicenter trial. Ann Surg.<br />

2007, 246: 207 – 214.<br />

68. Hüser N, Michalski CW, Erkan M, et al: Systematic<br />

review and meta-analysis of the role of defunctioning<br />

stoma in low rectal cancer surgery Ann Surg. 2008,<br />

248: 52 – 60.<br />

69. Ho YH, Seow-Choen F, Tan M: Colonic J-pouch function<br />

at six months versus straight coloanal anastomosis<br />

at two years: randomized controlled trial. World J<br />

Surg. 2001, 25: 876 – 881.<br />

70. Hallböök O, Påhlman L, Krog M, et al: Randomized<br />

comparison of straight and colonic J pouch anastomosis<br />

after low anterior resection Ann Surg. 1996, 224: 58<br />

– 65.<br />

71. Lazorthes F, Chiotasso P, Gamagami RA, et al: Late<br />

clinical outcome in a randomized prospective comparison<br />

of colonic J pouch and straight coloanal anastomosis<br />

Br J Surg. 1997, 84: 1449 – 1451.<br />

72. Machado M, Nygren J, Goldman S, et al: Similar outcome<br />

after colonic pouch and side-to-end anastomosis<br />

in low anterior resection for rectal cancer: a prospective<br />

randomized trial. Ann Surg. 2003, 238: 214 – 20.<br />

73. Mantyh CR, Hull TL, Fazio VW¨Coloplasty in low<br />

colorectal anastomosis: manometric and functional<br />

comparison with straight and colonic J-pouch anastomosis.<br />

Dis Colon Rectum. 2001, 44: 37 – 42.<br />

74. Köninger JS, Butters M, Redecke JD, et al: Transverse<br />

coloplasty pouch after total mesorectal excision:<br />

functional assessment of evacuation. Dis Colon<br />

Rectum. 2004, 47:1586 – 1593.<br />

75. Fürst A, Suttner S, Agha A, et al: Colonic J-pouch vs.<br />

coloplasty following resection of distal rectal cancer:<br />

early results of a prospective, randomized, pilot study.<br />

Dis Colon Rectum. 2003, 46:1161 – 1166.<br />

76. Pimentel JM, Duarte A, Gregório C, et al: Transverse<br />

coloplasty pouch and colonic J-pouch for rectal cancer-<br />

-a comparative study. Colorectal Dis. 2003, 5: 465 – 70.<br />

77. Harris GJ, Lavery IJ, Fazio VW: Reasons for failure to<br />

construct the colonic J-pouch. What can be done to<br />

improve the size of the neorectal reservoir should it<br />

occur Dis Colon Rectum. 2002, 45:1304 – 1308.<br />

78. Ho YH, Brown S, Heah SM, et al: Comparison of J-<br />

pouch and coloplasty pouch for low rectal cancers:<br />

a randomized, controlled trial investigating functional<br />

results and comparative anastomotic leak rates. Ann<br />

Surg. 2002, 236: 49 – 55.<br />

79. Fazio VW, Zutshi M, Remzi FH, et al: A randomized<br />

multicenter trial to compare long-term functional<br />

outcome, quality of life, and complications of surgical<br />

procedures for low rectal cancers Ann Surg. 2007,<br />

246: 481 – 488.<br />

80. Lavery IC, Lopez-Kostner F, Fazio VW, et al: Chances<br />

of cure are not compromised with sphincter-saving<br />

procedures for cancer of the lower third of the rectum.<br />

Surgery 1997, 122: 779 – 784.<br />

81. Gamagami RA, Liagre A, Chiotasso P, et al: Coloanal<br />

anastomosis for distal third rectal cancer: prospective<br />

study of oncologic results. Dis Colon Rectum. 1999,<br />

42: 1272 – 1275.<br />

82. Allal AS, Bieri S, Pelloni A, et al: Sphincter-sparing<br />

surgery after preoperative radiotherapy for low rectal<br />

cancers: feasibility, oncologic results and quality of<br />

life outcomes. Br J Cancer 2000, 82:1131 – 1137.<br />

83. National Comprehensive Cancer Network (NCCN)<br />

Guidelines on rectal cancer. Available at www.nccn.<br />

org (Accessed on August 30, 2011).<br />

84. Law WL, Poon JT, Fan JK, et al: Comparison of outcome<br />

of open and laparoscopic resection for stage II<br />

and stage III rectal cancer Ann Surg Oncol. 2009, 16:<br />

1488 – 1493.<br />

85. Ng SS, Leung KL, Lee JF, et al: Long-term morbidity<br />

and oncologic outcomes of laparoscopic-assisted<br />

anterior resection for upper rectal cancer: ten-year<br />

results of a prospective, randomized trial. Dis Colon<br />

Rectum. 2009, 52: 558 – 566.<br />

86. Lujan J, Valero G, Hernandez Q, et al: Randomized<br />

clinical trial comparing laparoscopic and open surgery<br />

in patients with rectal cancer Br J Surg. 2009, 96:<br />

982 – 989.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 225<br />

87. Ng KH, Ng DC, Cheung HY, et al: Laparoscopic resection<br />

for rectal cancers: lessons learned from 579<br />

cases. Ann Surg. 2009, 249: 82 – 86.<br />

88. Kang SB, Park JW, Jeong SY, et al: Open versus laparoscopic<br />

surgery for mid or low rectal cancer after<br />

neoadjuvant chemoradiotherapy (COREAN trial):<br />

short-term outcomes of an open-label randomised<br />

controlled trial. Lancet Oncol. 2010, 11: 637 – 645.<br />

89. Greenblatt DY, Rajamanickam V, Pugely AJ et al:<br />

Short-term outcomes after laparoscopic-assisted<br />

proctectomy for rectal cancer: results from the ACS<br />

NSQIP. J Am Coll Surg. 2011, 212: 844 – 854.<br />

90 Baik SH, Gincherman M, Mutch MG, et al: Laparoscopic<br />

vs open resection for patients with rectal cancer:<br />

comparison of perioperative outcomes and longterm<br />

survival. Dis Colon Rectum. 2011, 54: 6 – 14.<br />

91. Sun J, Jiang T, Qiu Z, et al: Short-term and mediumterm<br />

clinical outcomes of laparoscopic-assisted and<br />

open surgery for colorectal cancer: a single center<br />

retrospective case-control study. BMC Gastroenterol.<br />

2011, 11:85.<br />

92. Manson PN, Corman ML, Coller JA, et al: Anterior<br />

resection for adenocarcinoma. Lahey Clinic experience<br />

from 1963 through 1969 Am J Surg. 1976, 131: 434<br />

– 441.<br />

93. Williams NS, Dixon MF, Johnston D: Reappraisal of<br />

the 5 centimetre rule of distal excision for carcinoma<br />

of the rectum: a study of distal intramural spread and<br />

of patients’ survival. Br J Surg. 1983, 70: 150 – 4.<br />

94. Odou MW, O’Connell TX: Changes in the treatment<br />

of rectal carcinoma and effects on local recurrence.<br />

Arch Surg. 1986, 121: 1114 – 1116.<br />

95. Pollett WG, Nicholls RJ: The relationship between the<br />

extent of distal clearance and survival and local recurrence<br />

rates after curative anterior resection for carcinoma<br />

of the rectum. Ann Surg. 1983, 198: 159 – 163.<br />

96. Grinnell RS: Lymphatic block with atypical and retrograde<br />

lymphatic metastasis and spread in carcinoma<br />

of the colon and rectum. Ann Surg. 1966, 163: 272<br />

– 280.<br />

97. Wolmark N, Fisher B: An analysis of survival and<br />

treatment failure following abdominoperineal and<br />

sphincter-saving resection in Dukes’ B and C rectal<br />

carcinoma. A report of the NSABP clinical trials.<br />

National Surgical Adjuvant Breast and Bowel Project<br />

Ann Surg. 1986, 204: 480 – 489.<br />

98. Bleday R, ShibataD: Surgical princibles for the treatment<br />

of rectal cancer. In Colorectal cancer, Tanabe<br />

K,ed: Available at: www.uptodate.com.<br />

99. Nagtegaal ID, Quirke P: What is the role for the circumferential<br />

margin in the modern treatment of rectal<br />

cancer J Clin Oncol. 2008, 26: 303 – 312.<br />

100. Gosens MJ, Klaassen RA, Tan-Go I, et al: Circumferential<br />

margin involvement is the crucial prognostic<br />

factor after multimodality treatment in patients with<br />

locally advanced rectal carcinoma. Clin Cancer Res.<br />

2007, 13: 6617 – 6623.<br />

101. Adam IJ, Mohamdee MO, Martin IG, et al: Role of circumferential<br />

margin involvement in the local recurrence<br />

of rectal cancer. Lancet. 1994, 344: 707 – 711.<br />

102. Hall NR, Finan PJ, al-Jaberi T, et al: Circumferential<br />

margin involvement after mesorectal excision of rectal<br />

cancer with curative intent. Predictor of survival<br />

but not local recurrence Dis Colon Rectum. 1998, 41:<br />

979 – 983.<br />

103. de Haas-Kock DF, Baeten CG, Jager JJ, et al: Prognostic<br />

significance of radial margins of clearance in<br />

rectal cancer. Br J Surg. 1996, 83: 781 – 785.<br />

104. Frasson M, Garcia-Granero E, Roda D, et al: Preoperative<br />

chemoradiation may not always be needed for<br />

patients with T3 and T2N+ rectal cancer. Cancer. 2011,<br />

117: 3118 – 3125.<br />

105. Brown G, Radcliffe AG, Newcombe RG, et al: Preoperative<br />

assessment of prognostic factors in rectal<br />

cancer using high-resolution magnetic resonance imaging.<br />

Br J Surg. 2003, 90: 355 – 364.<br />

106. MERCURY Study Group: Diagnostic accuracy of preoperative<br />

magnetic resonance imaging in predicting<br />

curative resection of rectal cancer: prospective observational<br />

study. BMJ. 2006, 333: 779.<br />

107. Scott N, Jackson P, al-Jaberi T, et al: Total mesorectal<br />

excision and local recurrence: a study of tumour<br />

spread in the mesorectum distal to rectal cancer. Br J<br />

Surg. 1995, 82: 1031 – 1033.<br />

108. Hida J, Yasutomi M, Maruyama T, et al: Lymph node<br />

metastases detected in the mesorectum distal to carcinoma<br />

of the rectum by the clearing method: justification<br />

of total mesorectal excision. J Am Coll Surg.<br />

1997, 184: 584 – 588.<br />

109. McGory ML, Shekelle PG, Ko CY: Development of<br />

quality indicators for patients undergoing colorectal<br />

cancer surgery. J Natl Cancer Inst. 2006, 98:1623<br />

–1633.<br />

110. Maurer CA, Renzulli P, Kull C, et al: The impact of<br />

the introduction of total mesorectal excision on local<br />

recurrence rate and survival in rectal cancer: longterm<br />

results. Ann Surg Oncol. 2011, 18:1899 – 1906.


226<br />

Χειρουργική θεραπεία πρωτοπαθούς εστίας<br />

111. Quirke P, Steele R, Monson J, et al: Effect of the plane<br />

of surgery achieved on local recurrence in patients<br />

with operable rectal cancer: a prospective study using<br />

data from the MRC CR07 and NCIC-CTG CO16 randomised<br />

clinical trial. Lancet. 2009, 373: 821 – 828.<br />

112. MacFarlane JK, Ryall RD, Heald RJ: Mesorectal excision<br />

for rectal cancer Lancet. 1993, 341: 457 – 460.<br />

113. Krook JE, Moertel CG, Gunderson LL, et al: Effective<br />

surgical adjuvant therapy for high-risk rectal carcinoma.<br />

N Engl J Med. 1991, 324:709 – 715.<br />

114. Havenga K, Enker WE, McDermott K, et al: Male and<br />

female sexual and urinary function after total mesorectal<br />

excision with autonomic nerve preservation<br />

for carcinoma of the rectum J Am Coll Surg. 1996, 182:<br />

495 – 502.<br />

115. Maas CP, Moriya Y, Steup WH, Klein Kranenbarg<br />

E, van de Velde CJ: A prospective study on radical<br />

and nerve-preserving surgery for rectal cancer in the<br />

Netherlands Eur J Surg Oncol. 2000, 26:751 – 757.<br />

116. Masui H, Ike H, Yamaguchi S, et al: Male sexual function<br />

after autonomic nerve-preserving operation for<br />

rectal cancer Dis Colon Rectum. 1996, 39: 1140 – 1145.<br />

117. Sugihara K, Moriya Y, Akasu T, et al: Pelvic autonomic<br />

nerve preservation for patients with rectal carcinoma.<br />

Oncologic and functional outcome: Cancer. 1996, 78:<br />

1871 – 1780.


Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041823<br />

E-mail: zoublios@hol.gr<br />

Νεοεπικουρική χημιοθεραπεία<br />

Χ Δ Ζουμπλιός<br />

Επιμελητής Α’, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

ZOUBLIOS DC. Neoadjuvant treatment in colorectal cancer. Neoadjuvant treatment in colorectal cancer is used<br />

in the management of rectal cancer and before metastasectomy of unresectable liver metastases. Until recently the<br />

standard therapy of rectal cancer was surgery and postoperative chemoradiotherapy. Today there is evidence that preoperative<br />

chemoradiotherapy results in improvement of local failure rates and increases the sphincter-sparing operation<br />

numbers in low-lying tumors. Thus, it becomes the standard therapy in carefully staged T3/4 or T1/2, N+ rectal cancer.<br />

In the seting of liver metastases from colorectal cancer, in the absence of any other organ involvement, neoadjuvant<br />

chemotherapy is used in initially unresectable liver metastases for “downstaging” purposes to convert unresectable<br />

disease to resectable. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 227-246, 2012.<br />

Key words: colon cancer, rectal cancer, neoadjuvant therapy, induction therapy<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η νεοεπικουρική θεραπεία επί κολοορθικού καρκινώματος, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του καρκινώματος<br />

του ορθού και πριν την μεταστασεκτομή επί ηπατικών μεταστάσεων, επί απουσίας μεταστατικής νόσου<br />

σε άλλο όργανο. Μέχρι πρόσφατα η καθιερωμένη θεραπεία του καρκινώματος του ορθού ήταν το χειρουργείο<br />

ακολουθούμενο από μεταγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία. Σήμερα έχει δειχθεί ότι η προεγχειρητική χορήγηση<br />

χημειοακτινοθεραπείας, έχει σαν αποτέλεσμα βελτίωση του ποσοστού των τοπικών υποτροπών και αύξηση<br />

των χειρουργείων για την διατήρηση του σφιγκτήρα στο καρκίνωμα του άπω ορθού και έχει γίνει η καθιερωμένη<br />

θεραπεία στο προσεκτικά σταδιοποιημένο καρκίνωμα του ορθού σταδίου Τ3/4 η Τ1/2, Ν+. Επί ηπατικών<br />

μεταστάσεων από κολοορθικό καρκίνωμα και απουσίας μεταστατικής νόσου σε άλλο όργανο, η νεοεπικουρική<br />

χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται για την μετατροπή σε χειρουργίσιμη της αρχικά μη χειρουργήσιμης νόσου.<br />

Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 227-246, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: καρκίνωμα παχέος, καρκίνωμα ορθού, νεοεπικουρική θεραπεία, εισαγωγική θεραπεία<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ο όρος νεοεπικουρική (neoadjuvant) θεραπεία χρησιμοποιείται<br />

για να ορίσει την θεραπεία η οποία γίνεται<br />

πριν την χειρουργική αφαίρεση ενός όγκου με<br />

κύριο στόχο (αλλά όχι μοναδικό) την μετατροπή ενός<br />

ανεγχείρητου η οριακά χειρουργήσιμου νεοπλάσματος<br />

σε χειρουργήσιμο καθώς και την μετατροπή μιας χειρουργικής<br />

εκτομής σε λιγότερο ακρωτηριαστική. Άλλοι<br />

όροι οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό<br />

είναι οι όροι εισαγωγική θεραπεία (induction therapy)<br />

και προεγχειρητική θεραπεία.<br />

Η προεγχειρητική θεραπεία δυνατόν να συνίσταται<br />

από την χορήγηση ακτινοθεραπείας μόνης, χημειοθεραπείας<br />

μόνης, συνδυασμού των δύο αυτών μεθόδων.<br />

Στο καρκίνωμα του παχέος εντέρου η χορήγηση<br />

νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας έχει δοκιμαστεί κυρίως<br />

στο καρκίνωμα του ορθού και στην αντιμετώπιση<br />

των ηπατικών μεταστάσεων από το καρκίνωμα του<br />

παχέος εντέρου.


228<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

ΝΕΟΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΤΟΥ<br />

ΟΡΘΟΥ<br />

Εισαγωγή<br />

Η χειρουργική εκτομή αποτελεί τον ακρογωνιαίο<br />

λίθο της θεραπείας του καρκινώματος του ορθού (ΚΟ).<br />

Μετά από δυνητικά θεραπευτική χειρουργική εκτομή,<br />

τα ποσοστά 5ετούς επιβίωσης είναι 80 έως 90% για<br />

τους ασθενείς με στάδιο Ι, ενώ είναι 70% και χαμηλότερα<br />

για τους ασθενείς με στάδιο ΙΙ η ΙΙΙ. Είναι φανερό<br />

ότι τα ποσοστά θεραπείας τα οποία επιτυχάνονται<br />

με την χειρουργική είναι υψηλά μόνο στα αρχικά στάδια<br />

της νόσου. Για την βελτίωση των αποτελεσμάτων<br />

αυτών έχει μελετηθεί και χρησιμοποιείται η χορήγηση<br />

συμπληρωματικής θεραπείας.<br />

Σε αντίθεση με το καρκίνωμα του παχέως εντέρου<br />

όπου οι απομακρυσμένες μεταστάσεις αποτελούν το<br />

υψηλότερο ποσοστό πρώτης εμφάνισης υποτροπών,<br />

και γι’ αυτό η συμπληρωματική θεραπεία συνίσταται<br />

στην χορήγηση χημειοθεραπείας, στο καρκίνωμα του<br />

ορθού το ποσοστό των τοπικών υποτροπών είναι το<br />

ίδιο με το ποσοστό απομακρυσμένων μεταστάσεων<br />

σαν αιτία πρώτης υποτροπής της νόσου. (1) Μετά από<br />

το κλασικό χειρουργείο χωρίς την προσθήκη ΑΚΘ η<br />

χημειοθεραπείας, έχουν αναφερθεί ποσοστά τοπικών<br />

υποτροπών 25% έως 40% (2, 3). Γι’ αυτό βασικό συστατικό<br />

της μετεγχειρητικής θεραπείας αποτελεί η χορήγηση<br />

τοπικής ακτινοθεραπείας (ΑΚΘ).<br />

Οι όγκοι οι οποίοι εντοπίζονται στο κατώτερο τριτημόριο<br />

του ορθού θέτουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Οι<br />

όγκοι του άνω και του μέσου ορθού αντιμετωπίζονται<br />

συνήθως με χαμηλή προσθία εκτομή (ΧΠΕ), κολοπρωκτική<br />

αναστόμωση και διατήρηση του σφιγκτήρα<br />

του πρωκτού. Η αποφυγή της μόνιμης κολοστομίας<br />

αποτελεί ένα μείζον όφελος. Ο χειρισμός όμως του<br />

καρκινώματος του άπω ορθού, θέτει σημαντικές προκλήσεις<br />

όσον αφορά τον τοπικό έλεγχο της νόσου με<br />

ταυτόχρονη διατήρηση της λειτουργίας του σφιγκτήρα.<br />

Η καθιερωμένη χειρουργική επέμβαση για τους όγκους<br />

οι οποίοι απέχουν έως 6 εκ. από τον πρωκτικό δακτύλιο,<br />

είναι η κοιλιοπερινεϊκή εκτομή (ΚΠΕ). Αν και αναφέρεται<br />

πολύ καλός τοπικός έλεγχος της νόσου και<br />

επιβίωσης, η ΚΠΕ συνεπάγεται μόνιμη κολοστομία και<br />

υψηλή επίπτωση σεξουαλικής δυσλειτουργίας και διαταραχών<br />

της ούρησης (4, 5).<br />

Οι τεχνικές διατήρησης του σφιγκτήρα για τους<br />

καρκίνους του άπω ορθού έχουν εξελιχθεί προς δύο<br />

κατευθύνσεις. Σε ασθενείς με μικρούς καρκίνους του<br />

ορθού οι οποίοι είναι περιορισμένοι στο τοίχωμα (Τ1<br />

η Τ2), τεχνικές τοπικής εκτομής μπορούν να προσφέρουν<br />

τοπικό έλεγχο της νόσου και ποσοστά επιβίωσης<br />

τα οποία είναι συγκρίσιμα με την ΚΠΕ διατηρώντας<br />

παράλληλα τον σφιγκτήρα. Για τους ασθενείς με<br />

μεγαλύτερους η περισσότερο διηθητικούς όγκους μελετήθηκαν<br />

η προεγχειρητική (νεοεπικουρική) ακτινοθεραπεία<br />

(ΑΚΘ) και η χημειοακτινοθεραπεία (ΧΑΚΘ) για<br />

την μείωση του όγκου σε μια προσπάθεια να μετατρέψουν<br />

μια προγραμματισμένη κοιλιοπερινεική εκτομή σε<br />

χειρουργική επέμβαση διατήρησης του σφιγκτήρα.<br />

Η βελτίωση των ποσοστών της διατήρησης του<br />

σφιγκτήρα με την εισαγωγική χορήγηση θεραπείας<br />

(ακτινοθεραπείας μόνης, η συνδυασμένης χημειοακτινοθεραπείας)<br />

καθώς και η επιτυχία της επικουρικής<br />

χημειοακτινοθεραπείας οδήγησε σταδιακά σε στροφή<br />

που αφορούσε την προεγχειρητική (νεοεπικουρική) χορήγηση<br />

χημειοακτινοθεραπείας.<br />

Προεγχειρητική ακτινοθεραπεία χωρίς<br />

χημειοθεραπεία<br />

Μέχρι την 10ετία του 1990 η ακτινοθεραπεία αποτελούσε<br />

βασική μέθοδο στην θεραπεία του καρκινώματος<br />

του ορθού. Η χορήγησή της γινόταν είτε προεγχειρητικά<br />

είτε μετεγχειρητικά με στόχο την μείωση<br />

του ποσοστού των τοπικών υποτροπών (6). Δεν είχαν<br />

απαντηθεί όμως μερικά βασικά ερωτήματα. Είναι αποτελεσματικότερη<br />

η χορήγησή της πριν η μετά το χειρουργείο;<br />

Ποια είναι η καλύτερη συνολική δόση και σε<br />

πόσο χρόνο (με πόση ημερήσια δόση) πρέπει να χορηγηθεί;<br />

Η αποτελεσματικότητά της μπορεί να αυξηθεί αν<br />

συνδυασθεί με ταυτόχρονη χορήγηση χημειοθεραπείας;<br />

Το 1990 στις ΗΠΑ θεωρήθηκε η μετεγχειρητική ΧΑΚΘ ως<br />

η καθιερωμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση του ΚΟ<br />

(7). Την ίδια εποχή στην Ευρώπη συνεχιζόταν η μελέτη<br />

της προεγχειρητικής χορήγησης ΑΚΘ και μια Σουηδική<br />

μελέτη (8) απέδειξε ότι, η χορήγηση συντομευμένης<br />

ακτινοθεραπείας (Short-course, Sweedish style) με υψηλή<br />

ημερήσια δόση (5 Gy ημερησίως σε 5 ημέρες) απέδωσε<br />

στατιστικά σημαντική βελτίωση του ποσοστού των<br />

τοπικών υποτροπών αλλά και της συνολικής επιβίωσης<br />

στα 5 έτη. Η μελέτη περιελάμβανε 1168 ασθενείς<br />

οι οποίοι κατανεμήθηκαν τυχαία να λάβουν η όχι την<br />

ακτινοθεραπεία πριν το χειρουργείο. Τα ποσοστά της<br />

συνολικής 5ετούς επιβίωσης ήταν 58% για την ομάδα η<br />

οποία έλαβε ΑΚΘ, έναντι 48% για την ομάδα η οποία<br />

υπεβλήθη σε χειρουργείο μόνο. Η διαφορά ήταν στατιστικά<br />

σημαντική (p=0,004). Το ποσοστό των τοπικων<br />

υποτροπών στο ίδιο διάστημα ήταν 11% για την ομάδα<br />

η οποία έλαβε ακτινοθερπεία και 27% για την ομάδα η<br />

οποία αντιμετωπίσθηκε με χειρουργείο, μόνο (p< 0,001).<br />

Όσον αφορά την τοξικότητα σε επόμενη μελέτη μετά


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 229<br />

από μακρά παρακολούθηση (9) αναφέρθηκε ότι ο αριθμός<br />

των προσαγωγών σε νοσοκομείο για προβλήματα<br />

από το γαστρεντερικό (απόφραξη εντέρου, κοιλιακό<br />

άλγος) ήταν διπλάσιος έως τετραπλάσιος για τους<br />

ασθενείς οι οποίοι είχαν λάβει την ακτινοθεραπεία.<br />

Τα οφέλη της συντομευμένης ακτινοθεραπείας πριν<br />

από το χειρουργείο, επιβεβαιώθηκαν ως προς την μείωση<br />

του ποσοστού των τοπικών υποτροπών και του<br />

ποσοστού ελεύθερης νόσου επιβίωσης (ΕΝΕ) στα 3 έτη<br />

και από 2 επόμενες μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες<br />

(10,11,12). Μία μεταανάλυση (6) στην οποία συμπεριελήφθησαν<br />

τυχαιοποιημένες μελέτες, οι οποίες συνέκριναν<br />

την προεγχειρητική χορήγηση ΑΚΘ έναντι χειρουργείου<br />

μόνου, πριν την έλευση της ολικής εκτομής του μεσοορθού<br />

(total mesorectal excision, TME), έδειξε μείωση του<br />

ποσοστού των τοπικών υποτροπών από 22,2% με το<br />

χειρουργείο μόνο σε 12,5% με την προεγχειρητική χορήγηση<br />

ΑΚΘ. Δεν επιβεβαιώθηκε όμως, σε καμία από<br />

αυτές τις μελέτες, βελτίωση στην συνολική επιβίωση,<br />

αν και στην δεύτερη από αυτές η χειρουργική μέθοδος<br />

ήταν η ολική εκτομή του μεσοορθού (ΟΕΜ).<br />

Όμως η ομάδα των ασθενών οι οποίοι έλαβαν<br />

ακτινοθεραπεία είχαν σημαντικά περισσότερες επιπλοκές<br />

(σεξουαλικές διαταραχές, καθυστέρηση στην<br />

λειτουργία του εντέρου, προβλήματα με τα τραύματα<br />

του περινέου, απώλεια αίματος από το ορθό) (13-15).<br />

Το όφελος στην επιβίωση, με την συντομευμένη ακτινοθεραπεία<br />

δεν επιβεβαιώθηκε. Παράλληλα η ανάδειξη<br />

του οφέλους της χημειοακτινοθεραπείας ως επικουρική<br />

θεραπεία οδήγησε σε μελέτες οι οποίες προσπάθησαν<br />

να ενσωματώσουν την χημειοθεραπεία στην προεγχειρητική<br />

αντιμετώπιση του καρκινώματος του ορθού.<br />

Προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία<br />

έναντι ακτινοθεραπείας<br />

Η ενσωμάτωση της χημειοθεραπείας στην προεγχειρητική<br />

ΑΚΘ έγινε με την χρήση συμβατικής χορήγησης<br />

της ΑΚΘ. Σε αυτές τις μελέτες χορηγήθηκε με δόση<br />

45 – 50,4 Gy σε διάστημα 25 έως 28 ημερών. Αυτός ο<br />

τρόπος χορήγησης έχει θεωρητικά την ίδια κυτταροτοξική<br />

δράση με την σύντομη χορήγηση μεγάλων δόσεων.<br />

Το πρώτο ερώτημα το οποίο διερευνήθηκε ήταν αν<br />

η προεγχειρητική χορήγηση συνδυασμένης ΧΑΚΘ ήταν<br />

αποτελεσματικότερη από την προεγχειρητική χορήγηση<br />

μόνης της ΑΚΘ (16-20):<br />

• Η μεγαλύτερη μελέτη η EORTC 22921, εξέτασε<br />

δύο ερωτήματα ταυτόχρονα: Πρώτον το όφελος<br />

από την προεγχειρητική χορήγηση ταυτόχρονης<br />

ΧΑΚΘ έναντι της ΑΚΘ μόνης. Χρησιμοποιήθηκε<br />

μία 5ήμερη αγωγή απ’ ευθείας έγχυσης 5-φθοροουρακίλης<br />

(5-fluorouracil, 5-FU) και λευκοβορίνης<br />

κατά την διάρκεια των εβδομάδων 1 και 5 της<br />

ακτινοθεραπείας και η ΑΚΘ αποτελούνταν από<br />

45 Gy χορηγούμενα σε 5 εβδομάδες. Δεύτερον<br />

μελετήθηκε ταυτόχρονα (με σχεδιασμό 2 x 2) η<br />

συνεισφορά της μετεγχειρητικής (επικουρικής)<br />

χημειοθεραπείας (4 κύκλους από απ’ ευθείας<br />

εγχυόμενο 5-FU με λευκοβορίνη) (18-21). Συγκρινόμενοι<br />

με την ακτινοθεραπεία μόνη οι ασθενείς οι<br />

οποίοι έλαβαν προεγχειρητική ΧΑΚΘ είχαν σημαντικά<br />

υψηλότερο ποσοστό πλήρων παθολογοανατομικών<br />

ανταποκρίσεων (ΠΠΑ) (14% έναντι<br />

5%) και σημαντικά μικρότερο παθολογοανατομικά<br />

Τ (pT) και παθολογοανατομικά Ν (pN) στάδια<br />

καθώς και λιγότερες περιπτώσεις με φλεβική,<br />

περινευριδιακή και λεμφαγγειακή διήθηση (18).<br />

Τα αποτελέσματα των τεσσάρων σκελών της μελέτης,<br />

όσον αφορά την διατήρηση του σφιγκτήρα, παρουσιάζονται<br />

στον πίνακα 1 (21). Τα ποσοστά τοπικών<br />

υποτροπών ήταν μικρότερα με στατιστικά σημαντική<br />

διαφορά, σε όλες τις τρείς ομάδες που έλαβαν χημειοθεραπεία,<br />

ανεξάρτητα αν δόθηκε πριν η μετά το χειρουργείο.<br />

Με διάμεση παρακολούθηση 5,4 ετών, η συνολική<br />

επιβίωση ήταν συγκρίσιμη σε όλες τις ομάδες.<br />

Η 5ετής ελεύθερη νόσου επιβίωση (ΕΝΕ) ήταν όμοια σε<br />

ασθενείς οι οποίοι έλαβαν προεγχειρητική ΧΑΚΘ έναντι<br />

της προεγχειρητικής ΑΚΘ μόνο (56 έναντι 54%) και<br />

δεν ήταν στατιστικά καλύτερη για εκείνους οι οποίοι<br />

έλαβαν επικουρική χημειοθεραπεία έναντι αυτών οι<br />

οποίοι δεν έλαβαν (58 έναντι 54% p=0,13).<br />

Πίνακας 1. Αποτελέσματα της μελέτης EORTC 22921<br />

ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ<br />

Αριθμός<br />

ασθενών<br />

Εγχείρηση<br />

διατήρησης<br />

του σφιγκτήρα<br />

(%)<br />

Ποσοστό<br />

συνολικής<br />

τοπικής<br />

υποτροπής<br />

(%)<br />

ΑΚΘ 253 50,5 17,1<br />

ΑΚΘ ΧΜΘ 252 50,5 9,6<br />

ΧΑΚΘ 253 52,8 8,7<br />

ΧΑΚΘ ΧΜΘ 253 52,8 7,6<br />

• Κάποιες άλλες μελέτες κατέληξαν σε παρόμοια<br />

συμπεράσματα (16,17,20). Η πρόσθεση της ταυτόχρονης<br />

χημειοθεραπείας στην προεγχειρητική<br />

ακτινοθεραπεία αύξησε την πιθανότητα της<br />

πλήρους παθολογοανατομικής ανταπόκρισης<br />

(ΠΠΑ) (11,8 έναντι 3,5%) και βελτίωσε τον τοπικό


230<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

έλεγχο της νόσου (16,5 έναντι 9,4%). Εν τούτοις,<br />

υπήρξε επίσης υψηλότερο ποσοστό τοξικότητος<br />

βαθμού 3 και 4 με την χημειοακτινοθεραπεία<br />

(15 έναντι 5%) και δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική<br />

επίδραση στα ποσοστά διατήρησης του<br />

σφιγκτήρα, ούτε στην ελεύθερη νόσου και στην<br />

συνολική επιβίωση (20).<br />

Με δεδομένο ότι το παθολογοανατομικό στάδιο<br />

μετά την νεοεπικουρική χημειοακτινοθεραπεία έχει<br />

συσχετισθεί με την συνολική επιβίωση (22,23), δεν έχει<br />

ερμηνευθεί το γεγονός ότι τα υψηλότερα ποσοστά<br />

πλήρους παθολογοανατομικής ανταπόκρισης σε αυτές<br />

τις μελέτες δεν μεταφράστηκαν σε καλύτερη έκβαση<br />

επιβίωσης.<br />

Προεγχειρητική έναντι μετεγχειρητικής<br />

χημειοακτινοθεραπειας<br />

Οι ανωτέρω μελέτες είχαν δείξει ότι η προεγχειρητική<br />

ΑΚΘ ήταν αποτελεσματικότερη του χειρουργείου<br />

μόνου. Κατόπιν δείχθηκε ότι η προεγχειρητική ΧΑΚΘ<br />

ήταν αποτελεσματικότερη από την προεγχειρητική<br />

ΑΚΘ μόνη. Το ίδιο διάστημα στις ΗΠΑ η μετεγχειρητική<br />

ΧΑΚΘ είχε γίνει η καθιερωμένη θεραπεία του ΚΟ. Το<br />

ερώτημα ήταν. Πότε να χορηγήσει κανείς την ΧΑΚΘ;<br />

Πριν η μετά το χειρουργείο; Η απάντηση σε αυτό το<br />

ερώτημα διερευνήθηκε σε μια Γερμανική μελέτη τα<br />

αποτελέσματα της οποίας καθιέρωσαν την νεοεπικουρική<br />

χημειοακτινοθεραπεία στην αντιμετώπιση του<br />

καρκινώματος του ορθού.<br />

Η Γερμανική μελέτη<br />

Στην μελέτη αυτή κατανεμήθηκαν τυχαία 823 ασθενείς<br />

με ΚΟ σταδιοποιημένο κλινικά (προεγχειρητικά) με<br />

νόσο Τ3/4 η με θετικούς λεμφαδένες, στην ίδια ΧΑΚΘ,<br />

η οποία χορηγήθηκε είτε προεγχειρητικά είτε μετεγχειρητικά.<br />

Η αγωγή συνίστατο σε: 50,4 Gy σε 28 ημερήσιες<br />

δόσεις στον όγκο και στους πυελικούς λεμφαδένες.<br />

Ταυτόχρονα χορηγήθηκε φθοριοουρακίλη σε 24ωρη<br />

έγχυση (1000mg/m2 ημερησίως επί 5 ημέρες κατά την<br />

διάρκεια της πρώτης και της πέμπτης εβδομάδας της<br />

ακτινοθεραπείας) (24). Όλοι οι ασθενείς υπεβλήθησαν<br />

σε ΟΕΜ και 4 επιπρόσθετους κύκλους επικουρικής θεραπείας<br />

με φθοριοουρακίλη (500mg/m2 ημερησίως επί<br />

5 ημέρες κάθε 4 εβδομάδες). Σημειώνεται ότι μόνο 5%<br />

των ασθενών σε κάθε ομάδα είχαν Τ1/2 όγκο με θετικούς<br />

λεμφαδένες.<br />

Μετά από διάμεση παρακολούθηση 46 μηνών, η<br />

προεγχειρητική ΧΑΚΘ συνδέθηκε με στατιστικά σημαντικά<br />

μικρότερο ποσοστό υποτροπών στην πύελο<br />

συγκριτικά με την μετεγχειρητική θεραπεία (6 έναντι<br />

13%). Τα ποσοστά 5ετούς ελεύθερης νόσου (68 έναντι<br />

65%) και συνολικής επιβίωσης (76 έναντι 74%) ήταν<br />

όμοια για την προεγχειρητική και την μετεγχειρητική<br />

θεραπεία, αντιστοίχως (πίνακας 2). Η παθολογοανατομική<br />

κατανομή του σταδίου κατά την εγχείρηση ήταν<br />

ενδεικτική σημαντικής υποσταδιοποιητικής δράσης της<br />

θεραπείας. Η κατανομή του σταδίου (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV) ήταν<br />

25, 29, 25 και 6% αντιστοίχως για την ομάδα της προεγχειρητικής<br />

θεραπείας, συγκρινόμενη με 18, 29, 40 και<br />

7% αντιστοίχως στην ομάδα της μετεγχειρητικής θεραπείας.<br />

Μεταξύ 194 ασθενών με όγκους του άπω ορθού,<br />

οι οποίοι ήταν προγραμματισμένοι για ΚΠΕ, αυτοί<br />

οι οποίοι υποβλήθηκαν σε προεγχειρητική ΧΑΚΘ είχαν<br />

διπλάσια πιθανότητα να υποβληθούν σε εγχείρηση<br />

διατήρησης του σφιγκτήρα (39 έναντι 19%). Εν τούτοις<br />

το απόλυτο ποσοστό και στις δύο ομάδες δεν ήταν<br />

στατιστικά σημαντικά διαφορετικό.<br />

Πίνακας 2. Αποτελέσματα νεοεπικουρικής έναντι επικουρικής<br />

ΧΑΚΘ<br />

ΝΕΟΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ<br />

ΧΑΚΘ<br />

Ε Π Ι Κ Ο Υ Ρ Ι Κ Η<br />

ΧΑΚΘ<br />

Tοπικές<br />

υποτροπές<br />

(%)<br />

5ετής<br />

ελεύθερη<br />

νόσου<br />

επιβίωση<br />

(%)<br />

5ετής<br />

συνολική<br />

επιβίωση<br />

6 68 76<br />

13 65 74<br />

Έκταση της υποστροφής του όγκου<br />

και πρόγνωση<br />

Μία επόμενη αναφορά της Γερμανικής μελέτης<br />

για το ορθό εστίασε στην προγνωστική κατανομή<br />

σε ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε νεοεπικουρική<br />

ΧΑΚΘ (25). Η πρόγνωση σχετιζόταν με την έκταση<br />

της υποστροφής του όγκου μετά την θεραπεία και<br />

το τελικό στάδιο του όγκου στο χειρουργικό δείγμα<br />

(5ετής ΕΝΕ 86, 95, 81, 65 και 42% για ypT0, T1, T2, Τ3 και<br />

Τ4 όγκους αντιστοίχως (26)) καθώς και την παρουσία<br />

θετικών λεμφαδένων στο χειρουργικό δείγμα (5ετής<br />

ΕΝΕ 85, 65 και 18% για αυτούς με ypN0, N1 και Ν2 νόσο<br />

αντιστοίχως) (25).<br />

Η κακή έκβαση των ασθενών με ypN+ νόσο σε αυτήν<br />

και άλλες αναφορές (27-29) υποδηλεί ότι αυτοί οι<br />

ασθενείς είναι καλοί υποψήφιοι για νέες θεραπευτικές


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 231<br />

προσεγίσεις, όπως παραταμένη μετεγχειρητική χημειοθεραπεία.<br />

Η μελέτη NSABP R-03.<br />

Μία δεύτερη τυχαιοποιημένη μελέτη η οποία συνέκρινε<br />

την προεγχειρητική έναντι της μετεγχειρητικής<br />

θεραπείας έγινε στις Η.Π.Α. Στο πρωτόκολλο R-03 της<br />

NSABP κατανεμήθηκαν τυχαία ασθενείς με καρκίνωμα<br />

του ορθού σε δύο ομάδες (30):<br />

• Προεγχειρητική θεραπεία, συνιστώμενη από έναν<br />

κύκλο συνδυασμού λευκοβορίνης με φθοριοουρακίλη,<br />

δύο κύκλους από ταυτόχρονη χορήγηση<br />

λευκοβορίνης και φθοριοουρακίλης με ακτινοθεραπεία<br />

της πυέλου, χειρουργείο και κατόπιν 4<br />

κύκλους από φθοριοουρακίλη με λευκοβορίνη.<br />

• Μετεγχειρητική θεραπεία συνιστάμενη από χειρουργείο,<br />

έναν κύκλο χημειοθεραπείας με συνδυασμό<br />

φθοριοουρακίλης με λευκοβορίνη, 2 κύκλους<br />

φθοριουρακίλη με λευκοβορίνη με ταυτόχρονη<br />

ακτινοθεραπεία της πυέλου και ακολούθως<br />

4 κύκλους φθοριοουρακίλη με λευκοβορίνη.<br />

Η συμμετοχή στην μελέτη δεν έφθασε στα επίπεδα<br />

τα οποία είχαν σχεδιασθεί και η μελέτη έκλεισε πρόωρα.<br />

Στην τελική ανάλυση από τους 267 ασθενείς οι<br />

οποίοι είχαν ενταχθεί στην μελέτη η κλινική πλήρης<br />

ανταπόκριση μετά την προεγχειρητική θεραπεία ήταν<br />

15%. Η προεγχειρητική θεραπεία συνδέθηκε με στατιστικά<br />

σημαντικά ψηλότερο ποσοστό 5ετούς ελεύθερης<br />

νόσου επιβίωσης (75 έναντι 66%, p= 0,065).<br />

Μία πρόσφατη τρίτη μελέτη (31) δεν απέδειξε όφελος<br />

για την προεγχειρητική χορήγηση ΧΑΚΘ. Σε αυτήν<br />

συγκρίθηκαν η προεγχειρητική έναντι της μετεγχειρητικής<br />

χορήγησης καπεσιταμπίνης (1650 mg/m2/ημ)<br />

κατά την διάρκεια της ακτινοθεραπείας σε 240 ασθενείς<br />

με κλινικά Τ3 η Ν+ νόσο του ορθού. Όλοι οι ασθενείς<br />

έλαβαν 4 κύκλους καπεσιταμπίνης (2.500 mg/m2<br />

ημερησίως) μετά το χειρουργείο. Το ποσοστό πλήρων<br />

παθολογοανατομικών ανταποκρίσεων ήταν 17% μετά<br />

την προεγχειρητική χορήγηση χημειοακτινοθεραπείας.<br />

Μετά από διάμεση παρακολούθηση 52 μηνών η 3ετής<br />

και η 5ετής ελεύθερη νόσου επιβίωση, ήταν ίδια και<br />

στα δύο σκέλη. Όμοιο ήταν και το συνολικό ποσοστό<br />

τοπικών υποτροπών (3% έναντι 2%). Το ποσοστό<br />

διατήρησης του σφιγκτήρα ήταν επίσης ίδιο και στα<br />

δύο σκέλη, αν και μεταξύ των ασθενών με όγκους του<br />

άπω ορθού, το σκέλος της προεγχειρητικής χημειοακτινοθεραπείας<br />

είχε υψηλότερο ποσοστό επέμβασης<br />

διατήρησης του σφιγκτήρα (68 έναντι 42%).<br />

Επιπλοκές της χημειοακτινοθεραπείας<br />

Η προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία δεν φαίνεται<br />

να αυξάνει το ποσοστό των επιπλοκών της<br />

χειρουργικής εκτομής (24,30,32,33). Στην Γερμανική μελέτη<br />

η οποία περιγράφηκε ανωτέρω, η επίπτωση γαστρεντερικής<br />

τοξικότητας βαθμού 3 και 4 ήταν ίδια<br />

και στην ομάδα της προεγχειρητικής και στην ομάδα<br />

της μετεγχειρητική χημειοακτινοθεραπείας (28,8 έναντι<br />

31,7% αντιστοίχως), και η μετεγχειρητική νοσηρότητα<br />

δεν ήταν ψηλότερη με την νεοεπικουρική χημειοακτινοθεραπεία<br />

(24). Σημαντικά λιγότεροι ασθενείς οι οποίοι<br />

υποβλήθηκαν σε νεοεπικουρική θεραπεία είχαν στενώσεις<br />

της αναστόμωσης (2,7 έναντι 8,5%).<br />

Μία ασύνηθης καθυστερημένη επιπλοκή της ακτινοθεραπείας<br />

της πυέλου είναι τα κατάγματα από<br />

ανεπάρκεια του ιερού οστού (34,35). Σε μία αναφορά<br />

η επίπτωση αυτών των καταγμάτων 3 έτη μετά από<br />

προεγχειρητική ακτινοθεραπεία ήταν 3% συνολικά. Οι<br />

γυναίκες φαίνεται να έχουν υψηλότερο κίνδυνο. (5,8<br />

έναντι 1,6% στους άνδρες) (34).<br />

ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ<br />

ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΧΗΜΕΙΟΑΚΤΙΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Δεν υπάρχει βεβαιότητα για την ύπαρξη οφέλους<br />

από την μετεγχειρητική χορήγηση επικουρικής χημειοθεραπείας<br />

στους ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί<br />

σε προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία, αν και πολλοί<br />

ογκολόγοι την συνιστούν. Η απόδειξη η οποία χρησιμοποιείται<br />

για να υποστηρίξει αυτήν την στάση είναι κυρίως<br />

επέκταση της αποδεδειγμένης δράσης της χημειοθεραπείας,<br />

σαν συστατικό της μετεγχειρητικής θεραπείας,<br />

η οποία ήταν η καθιερωμένη θεραπεία πριν την<br />

ανάδειξη της νεοεπικουρικής χημειοακτινοθεραπείας.<br />

Το θέμα της μετεγχειρητικής χημειοθεραπείας μετά<br />

την προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία διερευνήθηκε<br />

ευθέως από δύο τυχαιοποιημένες μελέτες.<br />

Η πρώτη είναι η μελέτη EORTC 22921 η οποία αναφέρθηκε<br />

ανωτέρω. Σε αυτήν οι ασθενείς οι οποίοι έλαβαν<br />

προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεάι υπεβλήθηκαν<br />

σε δεύτερη τυχαιοποίηση να λάβουν 4 κύκλους<br />

μετεγχειρητική θεραπεία με φθοριοουρακίλη και λευκοβορίνη<br />

η να μην λάβουν θεραπεία. (21). Η προσθήκη<br />

της χημειοθεραπείας είτε πριν ειτε μετά το χειρουργείο<br />

βελτίωσε σημαντικά τον τοπικό έλεγχο της νόσου.<br />

Υπήρξε τάση υπέρ της επικουρικής χημειοθεραπείας<br />

όσον αφορά την 5ετή ελεύθερη νόσου επιβίωση (58<br />

έναντι 52%) και την συνολική επιβίωση (67 έναντι 63%),<br />

αλλά δεν ήταν στατιστικά σημαντική.


232<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

Μία μη προσχεδιασμένη ανάλυση υποομάδος της<br />

ίδιας μελέτης, περιορισμένη στους 785 ασθενείς οι<br />

οποίοι υποβλήθηκαν σε πλήρη (R0) εκτομή και οι οποίοι<br />

δεν είχαν απόδειξη μεταστατικής νόσου κατά το<br />

χειρουργείο απέδειξε ότι η μετεγχειρητική χημειοθεραπεία<br />

βελτίωσε σημαντικά την συνολική επιβίωση σε<br />

εκείνους τους ασθενείς με όγκους οι οποίοι υποσταδιοποιήθηκαν<br />

σε ypT0-2 αλλά όχι σε στάδιο ypT3-4 (36).<br />

Τα δεδομένα αυτά θέτουν την πιθανότητα ότι, η<br />

ανταπόκριση στην προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία<br />

ίσως χρησιμεύει σαν δείκτης ανταπόκρισης στην<br />

μετεγχειρητική χημειοθεραπεία, ένα εύρημα το οποίοι<br />

σημειώθηκε και σε μια ακόμη τουλάχιστον αναδρομική<br />

μελέτη (37). Εν τούτοις, άλλοι, απέτυχαν να δείξουν καλύερη<br />

έκβαση από την μετεγχειρητική χημειοθεραπεία σε<br />

ασθενείς οι οποίοι είχαν μεγάλο βαθμό υποσταδιοποίησης<br />

από την προεγχειρητική θεραπεία. (38). Είναι πιθανόν<br />

το παθολογοανατομικό στάδιο μετά την θεραπεία<br />

να αναπαριστά έναν προγνωστικό παρά έναν προδηλωτικό<br />

παράγοντα (39), αλλά δεν υπάρχουν προοπτικά<br />

δεδομένα τα οποία να διευθετούν αυτό το θέμα.<br />

Μία ακόμη προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη με 635<br />

ασθενείς χρησιμοποίησε μετά το χειρουργείο, 5-FU και<br />

φολινικό επί 6 κύκλους σε σύγκριση με παρατήρηση<br />

σε ασθενείς οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε προεγχειρητική<br />

χημειοακτινοθεραπεία (40). Δεν παρατηρήθηκαν<br />

πλεονεκτήματα υπέρ της επικουρικής θεραπείας ούτε<br />

στο ποσοστό τοπικών υποτροπών ούτε στην συνολική<br />

επιβίωση (5ετής επιβίωση 68% έναντι 70% με και χωρίς<br />

επικουρική θεραπεία, αντιστοίχως). Όταν η ανάλυση<br />

περιορίσθηκε στους ασθενείς με υποσταδιοποιημένους<br />

όγκους (ypT0-2), το ποσοστό συνολικής επιβίωσης ήταν<br />

περίπου 80% και στα δύο σκέλη της μελέτης.<br />

Σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν υπάρχει μελέτη η<br />

οποία να αποδεικνύει οριστικά ότι η προσθήκη επικουρικής<br />

χημειοθεραπείας με 5-FU, βελτιώνει την εκβαση<br />

σε ασθενείς οι οποίοι έχουν λάβει προεγχειρητική<br />

χημειοακτινοθεραπεία. Εν τούτοις, τα δεδομένα είναι<br />

ανεπαρκή επίσης για να συμπεράνει κανείς ότι δεν<br />

υπάρχει όφελος.<br />

Οι οδηγίες από τις ομάδες ειδικών είναι αντιφατικές:<br />

• Το NCCN συνιστά, όλοι οι ασθενείς, ακόμη και<br />

αν έχουν πλήρη παθολογοανατομική ανταπόκριση<br />

από την προεγχειρητική θεραπεία, πρέπει<br />

να λαμβάνουν επικουρική χημειοθεραπεία (41).<br />

• Η ESMO συνιστά επίσης ότι όπως και στο καρκίνωμα<br />

του παχέος εντέρου (στάδιο ΙΙΙ η υψηλού<br />

κινδύνου στάδιο ΙΙ) η επικουρική χημειοθεραπεία<br />

πρέπει να χορηγείται. (42).<br />

• Σε αντίθεση η Ευρωπαϊκη ομάδα για τον καρκίνο<br />

του ορθού συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει<br />

επαρκής απόδειξη για το όφελος επικουρικής<br />

χημειοθεραπείας, μετά από χορήγηση προεγχειρητικής<br />

χημειοακτινοθεραπείας (43).<br />

Μέχρι να συσσωρευτούν νέα δεδομένα η πλειοψηφία<br />

των ογκολόγων ακολουθεί την σύσταση του<br />

NCCN και της ESMO.<br />

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Βασιζόμενοι κυρίως στην Γερμανική μελέτη η νεοεπικουρική<br />

χημειοακτινοθεραπεία με την συμβατική<br />

κλασματοποίηση της ακτινοθεραπείας έγινε η καθιερωμένη<br />

προσέγγιση της θεραπείας του καρκινώματος<br />

του ορθού. Η μόνη όμως, οριστική ένδειξη για την νεοεπικουρική<br />

ΧΑΚΘ, υποστηριζόμενη από τα αποτελέσματα<br />

τυχαιοποιημένων μελετών είναι η παρουσία Τ3<br />

η Τ4 καρκινώματος του ορθού. Εν τούτοις σχετικές<br />

ενδείξεις για την χορήγηση προεγχειρητικής χημειοακτινοθεραπείας<br />

περιλαμβάνουν α) την παρουσία κλινικά<br />

θετικών λεμφαδένων σε ασθενή ο οποίος έχει<br />

σταδιοποιηθεί με MRI η ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα<br />

ως Τ1/2, β) η παρουσία όγκου του άπω ορθού για<br />

τον οποίο απαιτείται ΚΠΕ και γ) παρουσία διήθησης<br />

της περιτονίας του μεσοορθού στις προεγχειρητικές<br />

απεικονίσεις, λόγω της μικρής πιθανότητος να επιτευχθούν<br />

υγιή κυκλοτερή χειρουργικά όρια χωρίς προεγχειρητική<br />

θεραπεία σε αυτήν την περίπτωση.<br />

Περισσότερο αναλυτικά:<br />

Τ3/4 όγκοι<br />

Πρόκειται για τους όγκους οι οποίοι δια μέσου της<br />

μυικής στιβάδος διηθούν τους περιορθικούς ιστούς<br />

(Τ3) η διηθούν το σπλαχνικό περιτόναιο (Τ4α) η είναι<br />

προσκεκολημένοι σε άλλα όργανα η δομές (Τ4b). Όπως<br />

αναφέρθηκε η μόνη οριστική ένδειξη για νεοεπικουρική<br />

θεραπεία, επιβεβαιωμένη από τα αποτελέσματα<br />

τυχαιοποιημένων μελετών είναι η παρουσία Τ3 η Τ4<br />

καρκινώματος του ορθού. Για τους ασθενείς αυτούς,<br />

αν χειρουργηθούν χωρίς να χρησιμοποιηθεί προεγχειρητική<br />

θεραπεία, θα απαιτηθεί μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία.<br />

Τα δεδομένα από τυχαιοποιημένες μελέτες<br />

σε αυτήν την περίπτωση υποδεικνύουν ότι η προσέγγιση<br />

με προεγχειρητική θεραπεία συνοδεύεται με ευνοικότερο<br />

προφίλ τοξικότητος και μικρότερο ποσοστο<br />

τοπικών υποτροπων συγκριτικά με την μετεγχειρητική<br />

χορήγηση θεραπείας, όπως είδαμε ανωτέρω.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 233<br />

cT3N0 όγκοι<br />

Για τους όγκους αυτούς υπάρχουν ορισμένα ερωτηματικά.<br />

Η βέλτιστη αντιμετώπιση των κλινικά Τ3Ν0<br />

καρκινωμάτων του ορθού, οι οποίοι όμως έχουν σταδιοποιηθεί<br />

με διορθικό υπερηχογράφημα (transrectal<br />

ultrasound (TRUS)) και/η MRI, δεν είναι ξεκάθαρη. Κάποιοι<br />

από αυτούς τους ασθενείς έχουν ικανοποιητικά<br />

ευνοϊκή πρόγνωση η οποία θέτει ερωτηματικά για την<br />

αναγκαιότητα χορήγησης μετεγχειρητικής θεραπείας,<br />

αν έχει προηγηθεί ολική εκτομή του μεσοορθού. Από<br />

την άλλη πλευρά, το 20% των ασθενών δυνατόν να<br />

έχει υποσταδιοποιηθεί με την προεγχειρητική απεικόνιση.<br />

Σε μια ανασκόπηση 188 ασθενών οι οποίοι σταδιοποιήθηκαν<br />

ως cΤ3Ν0 (με προεγχειρητικό διορθικό<br />

υπερηχογράφημα η MRI) και οι οποίοι έλαβαν προεγχειρητική<br />

ΧΑΚΘ, οι 41 (22%) βρέθηκε ότι είχαν μετά το<br />

χειρουργείο, παθολογοανατομικά θετικούς λεμφαδένες<br />

(44). Με δεδομένη την δυνατότητα ελάττωσης του<br />

αρχικού σταδίου λόγω της δράσης της προεγχειρητικής<br />

ΧΑΚΘ, είναι πιθανόν ότι οι ασθενείς αυτής της<br />

μελέτης θα είχαν βρεθεί με μεγαλύτερο ποσοστό θετικών<br />

λεμφαδένων αν είχαν υποβληθεί από την αρχή σε<br />

χειρουργείο. Σε αυτήν την περίπτωση θα είχαν θεωρηθεί<br />

υποψήφιοι για επικουρική χημειοακτινοθεραπεία.<br />

Λόγω λοιπόν των περιορισμών της προεγχειρητικής<br />

απεικονιστικής σταδιοποίησης, όλοι οι ασθενείς με<br />

κλινικά Τ3Ν0 καρκίνωμα του ορθού θεωρούνται υποψήφιοι<br />

για προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία.<br />

Σχετικές ενδείξεις<br />

Στις παρακάτω καταστάσεις λείπει η οριστική<br />

απόδειξη στην οποία να στηρίζεται όφελος από την<br />

προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία.<br />

Τ1/2 όγκοι και κλινικά θετικοί λεμφαδένες<br />

Για ασθενείς οι οποίοι έχουν Τ1 η Τ2 όγκους και<br />

υποψία θετικών λεμφαδένων διαπιστωμένων με διορθικό<br />

υπέρηχο και MRI, ο καθορισμός των «θετικών<br />

λεμφαδένων» μπορεί να είναι δύσκολος. Οι περισσότεροι<br />

λεμφαδένες οι οποίοι είναι διηθημένοι από το<br />

καρκίνωμα του ορθού είναι μικρότεροι από 1 εκ., εν<br />

τούτοις όμως δεν αποτελούν μεταστατική νόσο όλοι<br />

οι λεμφαδένες οι οποίοι φαίνονται με την MRI η το<br />

διορθικό υπέρηχο. Έτσι, αν και η νεοεπικουρική χημειοακτινοθεραπεία<br />

πρέπει να θεωρείται μία κατάλληλη<br />

επιλογή για αυτούς τους ασθενείς εφόσον έχουν διηθημένους<br />

λεμφαδένες θα πρέπει να γίνεται προσεκτική<br />

σκέψη για βιοψία (η τουλάχιστον PET Scan) για<br />

κάθε ασθενή ο οποίος έχει Τ1 η Τ2 όγκο και ύποπτους<br />

περιορθικούς λεμφαδένες.<br />

Όγκοι του άπω ορθού<br />

Σε ασθενείς με όγκους του άπω ορθού, κύρια επιτυχία<br />

της προεγχειρητικής θεραπείας είναι να μετατραπεί<br />

η χειρουργική προσέγγιση από μία κοιλιοπερινεϊκή<br />

εκτομή σε επέμβαση διατήρησης του σφιγκτήρα<br />

όπως η χαμηλή προσθία εκτομή με κολοπρωκτική<br />

αναστόμωση. (45,48,6).<br />

Εάν είναι αναγκαία η όχι η κοιλιοπερινεϊκή εκτομή<br />

είναι κατά κάποιον τρόπο υποκειμενικό και αυτό κάνει<br />

δύσκολη την εκτίμηση του οφέλους της νεοεπικουρικής<br />

θεραπείας να ποσοτικοποιηθεί, τουλάχιστον με όρους<br />

διατήρησης του σφικτήρα. Η περισσότερο κοινή μέθοδος<br />

για να καθορισθεί εάν η προεγχειρητική θεραπεία<br />

αυξάνει το ποσοστό της διατήρησης του σφικτήρα<br />

είναι μέσω της κλινικής εκτιμήσεως, κατά την οποία<br />

ο χειρουργός εξετάζει τον ασθενή πριν αρχίσει η θεραπεία<br />

και δηλώνει την εγχείρηση η οποία χρειάζεται<br />

(49). Στον πληθυσμό της μελέτης, το ποσοστό αυτό<br />

συγκρίνεται μετά με την εγχείρηση η οποία έγινε τελικά<br />

στην πραγματικότητα. Δυστυχώς, λίγες δημοσιευμένες<br />

μελέτες παρέχουν αποτελέσματα με ασθενείς οι<br />

οποίοι έχουν υποβληθεί σε τέτοια προοπτική εκτίμηση<br />

από τους χειρουργούς και δήλωση αν χρειάζονται<br />

κοιλιοπερινεϊκή πριν την έναρξη της προεγχειρητικής<br />

θεραπείας. Το ποσοστό διατήρησης του σφικτήρα σε<br />

τέτοιες αναφορές κυμαίνεται από 39 έως 94%, με μέση<br />

τιμή 67%. (50-58).<br />

Οι αναλύσεις για τον έλεγχο της τοπικής νόσου,<br />

της συνολικής επιβίωσης και της λειτουργικότητας<br />

του εντέρου είναι ενθαρρυντικές. Εν τούτοις, λείπει η<br />

υψηλής ποιότητος οριστική απόδειξη ότι η προεγχειρητική<br />

χημειο-ακτινοθεραπεία, δύναται να μετατρέψει<br />

ασθενείς από την ανάγκη για ΚΠΕ σε κατάλληλη αντιμετώπιση<br />

με ΧΠΕ. Η Γερμανική μελέτη (βλέπε ανωτέρω)<br />

προεγχειρητικής έναντι μετεγχειρητικής χορήγησης<br />

χημειοακτινοθεραπείας έδειξε ότι ασθενείς οι οποίοι<br />

έλαβαν προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία είχαν<br />

διπλάσια πιθανότητα να υποβληθούν σε επέμβαση<br />

διατήρησης σφιγκτήρα (39% έναντι 19%) (24). Εν τούτοις,<br />

τα απόλυτα ποσοστά της ΚΠΕ στις δύο σειρές<br />

δεν είχαν στατιστικά σημαντική διαφορά.<br />

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τα ποσοστά διατήρησης<br />

του σφιγκτήρα εξαρτώνται σημαντικά και από<br />

την επιδεξιότητα και την εμπειρία του χειρουργού, παράγοντες<br />

οι οποίοι είναι δύσκολο να καταμετρηθούν.


234<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

Διήθηση της περιτονίας του μεσοορθού<br />

Αν και τα δεδομένα είναι λίγα για αυτήν την προσέγγιση,<br />

η νεοεπικουρική χημειοακτινοθεραπεία μπορεί<br />

επίσης να θεωρηθεί κατάλληλη εάν η προεχειρητική<br />

σταδιεκτίμηση θέτει την υπόνοια παρουσίας διήθησης<br />

του μεσοορθού. (59). Δεδομένα από μερικές μελέτες,<br />

περιλαμβανομένης της μελέτης MERCURY (60), δείχνουν<br />

ότι αυτό το εύρημα είναι σημαντικά προδηλωτικό υπολοιπόμενου<br />

όγκου στα κυκλοτερή χειρουργικά όρια,<br />

γεγονός το οποίο τοποθετεί τον ασθενή σε υψηλό κίνδυνο<br />

τοπικής υποτροπής και χαμηλής επιβίωσης. Ένα<br />

από τα κύρια οφέλη της προεγχειρητικής έναντι της<br />

μετεχειρητικής χημειοακτινοθεραπείας στην Γερμανική<br />

μελέτη η οποία αναφέρθηκε ( η οποία δεν εστίασε σε<br />

ασθενείς με διήθηση της περιτονίας του μεσοορθού)<br />

ήταν μείωση στο ποσοστό των τοπικών υποτροπών.<br />

ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΝΕΟΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Οι ασθενείς με καρκίνωμα του ορθού οι οποίοι είναι<br />

υποψήφιοι για προσεγγίσεις διατήρησης του σφιγκτήρα<br />

είναι σημαντικό να σταδιοποιηθούν με ακρίβεια<br />

πριν την θεραπεία. Απαραίτητη θεωρείται η αξονική<br />

τομογραφία (ΑΤ) για την εκτίμηση του ήπατος και των<br />

οπισθοπεριτοναικών λεμφαδένων καθώς και η υψηλής<br />

ευκρίνειας μαγνητική τομογραφία (ΜΤ) του ορθού.<br />

Διορθικό υπερηχογράφημα έναντι ΜΤ<br />

Γενικά, το ενδοσκοπικό υπερηχογραφημα και η ΜΤ<br />

δύνανται και τα δύο να χρησιμοποιηθούν για την σταδιοποίηση<br />

του πρωτοπαθούς όγκου και είναι και τα<br />

δύο περισσότερο ακριβή από την ΑΤ όσον αφορά την<br />

εκτίμηση της εν τω βάθει διήθησης του όγκου και το<br />

στάδιο των λεμφαδένων. Εάν είναι διαθέσιμη η υψηλής<br />

ευκρίνιας (με λεπτές τομές) ΜΤ είναι προτιμώμενη<br />

όταν ο ασθενείς εκτιμάται για προεγχειρητική χορήγηση<br />

θεραπείας.<br />

Στην προοπτική πολυκεντρική Ευρωπαική μελέτη<br />

MERCURY (60), 354 από 408 ασθενείς οι οποίοι χειρουργήθηκαν<br />

για καρκίνο του ορθού είχαν υγιή χειρουργικά<br />

όρια. Προεγχειρητικά οι 379 (93%) είχαν υποβληθεί<br />

σε τεχνικά ικανοποιητική υψηλής ευκρίνιας MΤ και τα<br />

όρια είχαν προβλεφθεί με ακρίβεια για την παρουσία<br />

η όχι διήθησης της περιτονίας του μεσοορθού σε 327<br />

(ειδικότητα 92%).<br />

Όπως έδειξε αυτή η μελέτη, η υψηλής ευκρίνειας<br />

ΜΤ είναι η μόνη καλύτερη μελέτη για την πρόβλεψη<br />

της ύπαρξης διήθησης στα κυκλοτερή όρια της εκτομής<br />

(περιτονία μεσοορθού) κατά το χειρουργείο. Σε άλλες<br />

μελέτες δεν επιτεύχθηκε αυτός ο ψηλός βαθμός ακρίβειας,<br />

πιθανώς λόγω των τεχνικών δεδομένων και<br />

προβλημάτων της ερμηνείας των εικόνων, οι οποίες<br />

είναι σημαντικές στην επιτυχία της μεθόδου.<br />

Μέχρι να γίνουν διαθέσιμα περισσότερα δεδομένα<br />

και οι τεχνικές να διαδοθούν ευρέως το διορθικό υπερηχογράφημα<br />

και η υψηλής ευκρίνειας ΜΤ είναι αποδεκτές<br />

μέθοδοι για τον καθορισμό του προεγχειρητικού<br />

σταδίου του όγκου. Στη πράξη, και οι δύο μέθοδοι<br />

γίνονται συχνά προεγχειρητικά για να μεγιστοποιηθεί<br />

η πληροφορία για το κλινικό στάδιο και η πιθανότητα<br />

να κατορθωθούν αρνητικά χειρουργικά όρια.<br />

ΕΠΑΝΑΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΝΕΟΕΠΙΚΟΥΡΙ-<br />

ΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Μετά την νεοεπικουρική θεραπεία, η επανασταδιοποίηση<br />

με δακτυλική εξέταση, σιγμοειδοσκόπηση, η<br />

ακτινογραφικές μελέτες δεν αποκαλύπτουν με ακρίβεια<br />

την έκταση της νόσου (ειδικά την απουσία της η<br />

οποία ορίζεται ως παθολογοανατομική πλήρη ανταπόκριση<br />

η pCR) για την ακόλουθη χειρουρική επέμβαση<br />

(61-64):<br />

• Σε μια αναδρομική μελέτη με 488 ασθενείς με<br />

καρκίνωμα του ορθού οι οποίοι υποβλήθηκαν<br />

σε νεοεπικουρική χημειοακτινοθεραπεία ακολουθούμενη<br />

από κλινική επανεκτίμηση (δακτυλική<br />

εξέταση, σιγμοειδοσκόπηση, εξέταση υπό<br />

γενική αναισθησία) και χειρουργική εκτομή, η<br />

κλινική πλήρης ανταπόκριση ήταν 19%, αλλά<br />

μόνο το ένα τέταρτο από αυτούς (10% από το<br />

σύνολο της μελέτης) είχαν παθολογοανατομική<br />

πλήρη ανταπόκριση (61).<br />

• Παρόμοια ευρήματα σημειώθηκαν όταν οι ίδιοι<br />

ερευνητές σχεδίασαν μια προοπτική μελέτη με<br />

98 ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε κλινική<br />

επανεκτίμηση μετά από χημειοακτινοθεραπεία<br />

για τοπικά προχωρημένο (Τ3/4 η Ν1) καρκίνωμα<br />

του ορθού (63). Η δακτυλική εξέταση υποεκτίμησε<br />

την παθολοοανατομική ανταπόκριση σε 73<br />

ασθενείς (78%) και ήταν ικανή να την καθορίσει<br />

μόνο σε 3 από 14 περιπτώσεις (21%) με παθολογοανατομική<br />

ανταπόκριση.<br />

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />

Αν και με την χορήγηση προεγχειρητικής ΧΑΚΘ τα<br />

ποσοστά τοπικών υποτροπών έχουν μειωθεί σημα-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 235<br />

ντικά δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική μείωση του<br />

ποσοστού των απομακρυσμένων μεταστάσεων η των<br />

ποσοστών της ελεύθερης νόσου και της συνολικής<br />

επιβίωσης. Είναι πιθανόν η μείωση των απομακρυσμένων<br />

υποτροπών να γίνει δυνατή με την χορήγηση<br />

αποτελεσματικότερης χημειοθεραπείας (24).<br />

Αν και στις δημοσιευμένες μελέτες οι τεχνικές και<br />

οι δόσεις της ΑΚΘ είναι όμοιες, υπάρχει αξιοσημείωτη<br />

ποικιλία στην χορηγούμενη χημειοθεραπεία. Μερικές<br />

μελέτες χρησιμοποιούν απευθείας εγχυόμενο 5-FU<br />

μόνο, άλλες χρησιμοποιούν τροποποιημένο με λευκοβορίνη<br />

5-FU (17,18) για 5 συνεχόμενες ημέρες κατά την<br />

διάρκεια της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας<br />

της ακτινοθεραπείας.<br />

Κάποια αναδρομικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το<br />

εγχυόμενο μάλλον παρά το απ’ ευθείας εγχυόμενο 5-<br />

FU κατά την διάρκεια της ΑΚΘ αυξάνει το ποσοστό<br />

των πλήρων παθολογοανατομικών ανταποκρίσεων<br />

σε ασθενείς με καρκίνωμα του ορθού (65). Εν τούτοις,<br />

η τρέχουσα προτίμηση για την ταυτόχρονη συνεχή έγχυση<br />

5-FU κατά την διάρκεια της ΑΚΘ βασίζεται κυρίως<br />

σε μια μελέτη η οποία έδειξε υπεροχή της επικουρικής<br />

ταυτόχρονης συνεχούς έγχυσης 5-FU συγκριτικά<br />

με την απ’ ευθείας έγχυση του φαρμάκου σε ασθενείς<br />

με χειρουργημένο καρκίνωμα του ορθού.<br />

Από το στόμα χορήγηση φλουοροπυριμιδινών<br />

έναντι του εγχυόμενου 5-FU<br />

Το ερώτημα αν οι από του στόματος χορήγηση<br />

φλουοροπυριμιδινών μπορεί να αντικαταστήσει το<br />

εγχυόμενο 5-FU κατά την διάρκεια της ΑΚΘ παραμένει<br />

αναπάντητο.<br />

UFT<br />

Ενθαρυντικά πρώϊμα αποτελέσματα βρέθηκαν σε<br />

μια μη τυχαιοποιημένη μελέτη με 94 ασθενείς με τοπικά<br />

προχωρημένο αλλά δυνητικά χειρουργήσιμο ΚΟ οι<br />

οποίοι υποβλήθηκαν σε προεγχειρητική ΑΚΘ (45 Gy σε<br />

5 εβδομάδες) με ταυτόχρονη χορήγηση UFT (έναν από<br />

του στόματος συνδυασμό φλουοροπυριδίνης (Tegafur)<br />

με ουρακίλη) 5 ημερες κάθε εβδομάδα κατά την διάρκεια<br />

της ΑΚΘ (66). Η συχνότερη σχετιζόμενη με την<br />

θεραπεία τοξικότητα (βαθμού >= 3) ήταν η διάρροια<br />

(14%). Το ποσοστό των παθολογοανατομικών πλήρων<br />

ανταποκρίσεων (ΠΠΑ) ήταν μόνο 9%, αλλά ένα επιπρόσθετο<br />

23% είχαν μόνο μικροσκοπικά υπολειπόμενη<br />

νόσο κατά το χειρουργείο.<br />

Καπεσιταμπίνη<br />

Ευνοϊκά πρώιμα αποτελέσματα βρέθηκαν με την<br />

καπεσιταμπίνη (67-73):<br />

• Στην μεγαλύτερη φάσης 2 μελέτη, 95 ασθενείς<br />

με ενδοσκοπικά σταδιοποιημένο Τ3/4 η Ν1 χειρουργήσιμο<br />

ΚΟ έλαβαν καπεσιταμπίνη (825mg/<br />

m2 δύο φορές την ημέρα) ταυτόχρονα με ΑΚΘ<br />

(50 Gy), και ακολούθως υποβλήθηκαν σε ΟΕΜ<br />

(70). Τοξικότητες βαθμού 3 κατά την θεραπεία<br />

ήταν σπάνιες (διάρροια 3%, ουδετεροπενία 1%).<br />

Πλήρης εκτομή ήταν δυνατή σε 92 από 94 από<br />

τους χειρουργηθέντες και 12% είχαν ΠΠΑ ένα<br />

ποσοστό παρόμοιο με το αναμενόμενο με το<br />

εγχυόμενο 5-FU.<br />

• Μία φάσης 3 μελέτη συνέκρινε απ’ευθείας την<br />

ΧΑΚΘ (50.4 Gy) με ταυτόχρονη χορήγηση καπεσιταμπίνης<br />

(825 mg/m2, δύο φορές ημερησίως,<br />

κατά τις ημέρες 1 έως 38) έναντι του εγχυόμενου<br />

5-FU (1000 mg/m2 σε συνεχή έγχυση τις<br />

ημέρες 1-5 και 29-33) σε 161 ασθενείς με τοπικά<br />

προχωρημένο ΚΟ το οποίο αντιμετωπίζονταν<br />

με νεοεπικουρική θεραπεία (74). Σε μια πρώιμη<br />

ανακοίνωση στο ASCO 2011, οι ασθενείς οι<br />

οποίοι ελάμβαναν καπεσιταμπίνη είχαν περισσότερο<br />

σύνδρομο χειρός-ποδός, καταβολή και<br />

πρωκτίτιδα, αλλά λιγότερη ουδετεροπενία. Με<br />

διάμεση παρακολούθηση 52 μηνών, το ποσοστό<br />

τοπικών υποτροπών ήταν παρόμοιο στα δύο<br />

σκέλη της μελέτης (6 έναντι 7%), αλλά τα ποσοστά<br />

απομακρυσμένων μεταστάσεων ήταν χαμηλότερα<br />

με την καπεσιταμπίνη (19 έναντι 28%).<br />

Η καπεσιταμπίνη δεν ήταν κατώτερη του εγχυόμενου<br />

5-FU όσον αφορά την 5ετή επιβίωση, το<br />

πρωταρχικό σημείο της μελέτης ( 75 έναντι 67%,<br />

p= 0,0004).<br />

Η μελέτη NSABP R-04 διερεύνησε την δραστικότητα<br />

τεσσάρων διαφορετικών χημειοθεραπευτικών συνδυασμών,<br />

χορηγουμένων ταυτόχρονα με προεγχειρητική<br />

ΑΚΘ (45 Gy σε 25 κλάσματα επί 5 εβδομάδες) σε 1608<br />

ασθενείς με ΚΟ σταδίου ΙΙ η ΙΙΙ (75). Η χημειοθεραπεία<br />

συνίστατο σε συνεχή έγχυση FU (225 mg/m2 ημερησίως,<br />

5 ημέρες την εβδομάδα) με η χωρίς οξαλιπλατίνη<br />

(50 mg/m2 εβδομαδιαίως), η καπεσιταμπίνη (825 mg/<br />

m2 2 φορές ημερησίως επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως) με η<br />

χωρίς οξαλιπλατίνη (50mg/m2 εβδομαδιαίως).<br />

Σε μια πρώιμη ανακοίνωση στο ASCO 2011 οι ασθενείς<br />

οι οποίοι έλαβαν καπεσιταμπίνη συγκρινόμενοι με<br />

αυτούς οι οποίοι έλαβαν εγχυόμενο 5-FU, είχαν παρόμοια<br />

ποσοστά διατήρησης του σφιγκτήρα και υπο-


236<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

σταδιοποίησης κατά το χειρουργείο καθώς και όμοια<br />

ποσοστά ΠΠΑ (22% έναντι 19% για την καπεσιταμπίνη<br />

και το εγχυόμενο 5-FU αντίστοιχα). Τα ποσοστά τοπικών<br />

υποτροπών δεν αναφέρθηκαν.<br />

Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν την μακράς διάρκειας<br />

δράση της καπεσιταμπίνης συγκρινόμενη με την<br />

5-FU κατά την διάρκεια της ΑΚΘ για την νεοεπικουρική<br />

θεραπεία, αν και με διαφορετική τοξικότητα.<br />

Ένας επιπρόσθετος προβληματισμός αφορά την<br />

δυσκολία να παρακολουθήσει και να εκτιμήσει κανείς<br />

τον μεταβολισμό της καπεσιταμπίνης, και ότι η συστηματική<br />

έκθεση συσχετίζεται δύσκολα με την δραστικότητα<br />

και την τοξικότητα (76). Η πιθανή ποικίλουσα<br />

βιοδιαθεσιμότητα των από του στόματος φλουοροπυριμιδινών<br />

σε ασθενείς αυξάνει τον προβληματισμό<br />

για την επαρκή δόση αυτών των παραγόντων. Εν τούτοις,<br />

εάν εκλεγεί η καπεσιταμπίνη, είναι λογικό να χρησιμοποιεί<br />

κανείς την δόση των 825 mg/m2, 5 ημέρες την<br />

εβδομάδα κατά την διάρκεια της ακτινοθεραπείας.<br />

Φθοριουρακίλη η καπεσιταμπίνη με<br />

προσθήκη και άλλων παραγόντων<br />

Η αξία της πρόσθεσης παραγόντων όπως η λευκοβορίνη,<br />

η οξαλιπλατίνη και η ιρινοτεκάνη στο 5-FU η<br />

την καπεσιταμπίνη κατά την διάρκεια της ταυτόχρονης<br />

ΑΚΘ δεν είναι γνωστή.<br />

Λευκοβορίνη<br />

Στο μεταστατικό καρκίνωμα παχέος εντέρου, η<br />

λευκοβορίνη αυξάνει την δραστικότητα της φθοριοουρακίλης<br />

(77).<br />

Το όφελος αυτής της μεθόδου δείχθηκε σε μία αναδρομική<br />

μελέτη με 297 ασθενείς με Τ3/4 η/και Ν1 η κλινικά<br />

με μεγάλο φορτίο νόσου ΚΟ σταδιοποιημένο με<br />

ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα οι οποίοι έλαβαν θεραπεία<br />

βασιζόμενη στην 5-FU και ταυτόχρονη ΑΚΘ για<br />

μια περίοδο 14 ετών (78). Ο συχνότερα χορηγούμενος<br />

συνδυασμός (δόθηκε στο 87% των ασθενών) ήταν η<br />

χορήγηση απ’ ευθείας 5-FU (325 mg/m2 ανά ημέρα) με<br />

λευκοβορίνη (20 mg/m2 ημερησίως) και τα δύο χορηγούμενα<br />

επί 5 ημέρες τις εβδομάδες 1 και 5 της ΑΚΘ.<br />

Οι υπόλοιποι είχαν λάβει εγχυόμενο 5-FU (6%) η ιρινοτεκάνη<br />

(7%).<br />

Η χειρουργική επέμβαση ήταν ολική εκτομή του μεσοορθού<br />

σε όλους τους ασθενείς. Η διατήρηση του<br />

σφιγκτήρα ήταν δυνατή στο 71% των ασθενών και<br />

μόνο 5 από 297 δείγματα εκτομής (2%) είχαν θετικά<br />

χειρουργικά όρια. Η ΠΠΑ ήταν 15%, ενώ ένα επιπρόσθετο<br />

ποσοστό 6% κατόρθωσε μία μεγαλύτερη από<br />

95% παθολογοανατομική ανταπόκριση. Με διάμεση<br />

παρακολούθηση 44 μηνών, μόνο 12 ανέπτυξαν τοπική<br />

υποτροπή (5%) και το εκτιμώμενο ποσοστό 10ετούς<br />

επιβίωσης και ελεύθερης υποτροπής επιβίωσης ήταν<br />

58 και 62% αντιστοίχως. Σε πολυπαραγοντική ανάλυση,<br />

το εύρημα μη ζώντος όγκου η σχεδόν-πλήρους<br />

ανταπόκρισης ήταν στατιστικά σημαντικός προδηλωτικός<br />

παράγοντας της συνολικής και της ελεύθερης<br />

υποτροπής επιβίωσης.<br />

Το συνεχώς εγχυόμενο 5-FU έχει επίσης συνδυασθεί<br />

με λευκοβορίνη σε μια προσπάθεια να αποκτήσει<br />

το πλεονέκτημα της συνέργειας μεταξύ των δύο φαρμάκων<br />

και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα από την συνεχή<br />

συγκρινόμενη με την απ’ ευθείας έγχυση. Σε μία<br />

αναφορά 22 ασθενών με τοπικά προχωρημένη νόσο<br />

οι οποίοι έλαβαν αυτήν την θεραπεία ταυτόχρονα με<br />

ΑΚΘ, η θεραπεία δεν συνδέθηκε με σοβαρή αιματολογική<br />

η γαστρεντερική τοξικότητα (79). Τα ποσοστά ΠΠΑ<br />

ήταν 14% και 82% των ασθενών είχαν εγχείρηση διατήρησης<br />

του σφικτήρα. Η 3ετής επιβίωση ήταν 69%.<br />

Οξαλιπλατίνη<br />

Η οξαλιπλατίνη έχει γίνει ένα σημαντικό συστατικό<br />

της θεραπείας στο μεταστατικό κολοορθικό καρκίνωμα.<br />

Επιπρόσθετα, η οξαλιπλατίνα μαζί με το 5-FU και<br />

την λευκοβορίνη υπερέχει του συνδυασμού λευκοβορίνης/5-FU<br />

στην επικουρική χημειοθεραπεία του καρκίνου<br />

του παχέος εντέρου σταδίου ΙΙΙ και έχει γίνει<br />

αποδεχτό σαν καθιερωμένη θεραπεία.<br />

Μη ελεγχόμενες μελέτες, υποδεικνύουν τουλάχιστον<br />

ένα μικρής διαρκείας όφελος από τους συνδυασμούς<br />

οι οποίοι περιέχουν οξαλιπλατίνη σε συνδυασμό<br />

με την ΑΚΘ, σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο<br />

καρκίνωμα του ορθού (59,80-83). Εν τούτοις, προκαταρτικές<br />

ανακοινώσεις από δύο τυχαιοποιημένες<br />

μελέτες αποδεικνύουν μεγαλύτερη τοξικότητα και μη<br />

όφελος με όρους τοπικού ελέγχου του όγκου από αυτούς<br />

τους συνδυασμούς:<br />

• Σε μια Ιταλική μελέτη (STAR-01), 747 ασθενείς με<br />

τοπικά προχωρημένο χειρουργήσιμο ΚΟ κατανεμήθηκαν<br />

τυχαία σε χορήγηση προεγχειρητικής<br />

βασιζόμενης σε 5-FU χημειοακτινοθεραπείας<br />

(50,4 Gy με συνεχή χορήγηση 5-FU 225 mg/m2<br />

ημερησίως) με η χωρίς οξαλιπλατίνα (60 mg/m2<br />

εβδομαδιαία) ακολουθούμενη από ΟΕΜ (84). Σε<br />

μια πρώϊμη ανακοίνωση, η προσθήκη της εβδομαδιαίας<br />

χορήγησης οξαλιπλατίνης αύξησε την<br />

τοξικότητα (ποσοστά κάθε τοξικότητος βαθμού


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 237<br />

3 η 4, 24 έναντι 8%) χωρίς να βελτιώνει ούτε το<br />

ποσοστό ΠΠΑ (16 έναντι 15% με 5-FU), ούτε το<br />

ποσοστό διατήρησης του σφιγκτήρα (ΚΠΕ χρειάσθηκε<br />

σε 18 έναντι 19%).<br />

• Στην πολυκεντρική μελέτη ACCORD 12/0405<br />

PRODIGE 1 κατανεμήθηκαν τυχαία 598 ασθενείς<br />

με Τ3 η εγχειρήσιμο Τ4Ν0/1/2 καρκίνωμα του<br />

ορθού σε ταυτόχρονη ΑΚΘ (45 Gy σε 25 δόσεις<br />

σε 5 εβδομάδες) με καπεσιταμπίνη (800 mg/m2<br />

δύο φορές την ημέρα επί 5 ημέρες την εβδομάδα)<br />

η ταυτόχρονη ΑΚΘ (50 Gy σε 25 δόσεις επί<br />

5 εβδομάδες) συν την ίδια δόση καπεσιταμπίνης<br />

με οξαλιπλατίνη (50 mg/m2 εβδομαδιαία) (85). Η<br />

ΟΕΜ προγραμματίσθηκε 6 εβδομάδες μετά το<br />

τέλος της χημειοακτινοθεραπείας. Η προσθήκη<br />

της οξαλιπλατίνης αύξησε την τοξικότητα (κάθε<br />

βαθμού 3 και 4 τοξικότητας κατά την διάρκεια<br />

της προεγχειρητικής θεραπείας 25 έναντι 14%),<br />

και δεν αύξησε στατιστικά σημαντικά τα ποσοστά<br />

ΠΠΑ (19% έναντι 14% με καπεσιταμπίνη<br />

μόνη) η τα ποσοστά πιθανότητας διατήρησης<br />

του σφιγκτήρα (78% έναντι 75%)<br />

Επίσης στην μελέτη CAO/ARO/AIO-04 της οποίας<br />

πρώιμη ανακοίνωση έγινε στο ASCO 2011 (86) 637 ασθενείς<br />

με καρκίνωμα του ορθού έως τα 12 εκ. από τον<br />

πρωκτικό δακτύλιο και κλινική ένδειξη διήθησης του<br />

περικολικού λίπους η των περιοχικών λεμφαδένων,<br />

κατανεμήθηκαν τυχαία είτε σε προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία<br />

(50,4 Gy με ταυτόχρονη χορήγηση 5-FU<br />

1000 mg/m2 ημερησίως κατά τις ημέρες 1 έως 5 και 29<br />

έως 33), χειρουργείο και επικουρική χημειοθεραπεία με<br />

απευθείας έγχυση 5-FU (500 mg/m2 ημερησίως επί 5<br />

ημέρες κάθε 29 ημέρες επί 4 κύκλους) η προεγχειρητική<br />

χημειοακτινοθεραπεία με προσθήκη οξαλιπλατίνης στο<br />

5-FU και χορήγηση μετά το χειρουργείο, ως επικουρικής<br />

χημειοθεραπείας του συνδυασμού FOLFOX6. Τα πρώιμα<br />

αποτελέσματα έδειξαν ότι η προσθήκη της οξαλιπλατίνης<br />

αύξησε μέτρια το ποσοστό των ΠΠΑ (18 έναντι<br />

13%, αλλά δεν υπήρξαν διαφορές στο ποσοστό πλήρων<br />

εκτομών (R0) η στην ελεύθερη νόσου επιβίωση.<br />

Στην ίδια συνάντηση (ASCO 2011) ανακοινώθηκαν<br />

τα πρώιμα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης (NSABP<br />

R-04) στην οποία συγκρίθηκαν 4 διαφορετικοί συνδυασμοί<br />

χημειοθεραπείας σε ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν<br />

σε χημειοακτινοθεραπεία για σταδίου ΙΙ η<br />

ΙΙΙ καρκινώμα του ορθού (75). Οι συνδυασμοί συνίσταντο<br />

σε: συνεχή χορήγηση 5-FU (225 mg/m2 ημερησίως<br />

επί 5 ημέρες την εβδομάδα) με η χωρίς οξαλιπλατίνα<br />

(50 mg/m2 εβδομαδιαίως) η καπεσιταμπίνη (825 mg/<br />

m2 δύο φορές την ημέρα επί 5 ημέρες την εβδομάδα)<br />

με η χωρίς οξαλιπλατίνα (50 mg/m2 εβδομαδιαίως).<br />

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προσθήκη της οξαλιπλατίνης<br />

είτε στην καπεσιταμπίνη είτε στο 5-FU δεν<br />

βελτίωσε την έκβαση (ΠΠΑ, ποσοστό διατήρησης του<br />

σφιγκτήρα) αλλά συνδέθηκε με σημαντικά μεγαλύτερο<br />

ποσοστό διαρροίας βαθμού 3 η 4.<br />

Σύμφωνα με τα ανωτέτω, η προσθήκη της οξαλιπλατίνης<br />

στην αγωγή βασιζόμενης σε φλουοροπυριμιδίνες<br />

χημειοακτινοθεραπεία δεν μπορεί να θεωρηθεί<br />

καθιερωμένη προσέγγιση.<br />

Ιρινοτεκάνη<br />

Μη τυχαιοποιημένες μελέτες υποδεικνύουν όφελος<br />

από την προσθήκη ιρινοτεκάνης στην αγωγή της χημειοακτινοθεραπείας<br />

(87-89). Εν τούτοις, δεν κατέστη<br />

δυνατόν να δειχθεί όφελος από την προσθήκη ιρινοτεκάνης<br />

στην 5-FU σε σε μια πολυκεντρική μελέτη στην<br />

οποία 106 ασθενείς με Τ3/4 καρκίνωμα του άπω ορθού<br />

κατανεμήθηκαν τυχαία σε συνεχούς έγχυσης 5-FU (225<br />

mg/m2 ημερησίως) ταυτόχρονα με υπερκλασματοποιμένη<br />

ΑΚΘ (55,2 έως 60 Gy σε 1,2 Gy δις ημερησίως) η<br />

εγχυόμενο 5-FU (225 mg/m2 ημερησίως, 5 ημέρες ανά<br />

εβδομάδα) συν ιρινοτεκάνη (50 mg/m2 ανά εβδομάδα<br />

επί 4 εβδομάδες) και ταυτόχρονη χορήγηση συμβατικής<br />

ακτινοθεραπείας (50,4 έως 54 Gy σε ημερήσιες δόσεις<br />

1,8 Gy) (90). Για τους ασθενείς οι οποίοι χειρουργήθηκαν,<br />

τα ποσοστά πλήρους παθολογοανατομικής<br />

ανταπόκρισης ήταν όμοια και στις δύο ομάδες (28%),<br />

όπως και η οξεία και η καθυστερημένη τοξικότητα.<br />

Μπεβασιζουμάμπη<br />

Πρώιμες ανακοινώσεις υποδεικνύουν ότι η προσθήκη<br />

μπεβασιζουμάμπης, ενός εξανθρωποιημένου<br />

μονοκλωνικού αντίσωματος έναντι του αγγειακού ενδοθηλιακού<br />

αυξητικού παράγοντα, στην συντηρητική<br />

βασιζόμενη σε 5-FU χημειοακτινοθεραπεία έχει σαν<br />

αποτέλεσμα ενθαρυντικά ποσοστά πλήρους παθολογοανατομικής<br />

ανταπόρισης και δεν αυξάνει την οξεία<br />

τοξικότητα (91,92). Εν τούτοις, η επίδραση αυτής της<br />

στρατηγικής στην μακρόχρονη έκβαση και ειδικά τις<br />

μετά την θεραπεία επιπλοκές αναμένει επιβεβαίωση<br />

με την συμπλήρωση μελετών φάσης 3.<br />

Σετουξιμάμπη<br />

Πρώιμες αναφορές έχουν μεικτά αποτελέσματα<br />

όσον αφορά το όφελος από την προσθήκη της σετουξιμάμπης,<br />

ένα εξανθρωποιημένο μονοκλωνικό αντίσω-


238<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

μα το οποίοι στοχεύει τον υποδοχέα του επιδερμικού<br />

αυξητικού παράγοντα, στην καθιερωμένη βασιζόμενη<br />

στο 5-FU χημειοακτινοθεραπεία (93-95). Η επίδραση<br />

αυτής της θεραπείας στην μακρού χρόνου έκβαση και<br />

ειδικά τις μετά την θεραπεία επιπλοκές αναμένει την<br />

συμπλήρωση μελετών φάσης 3.<br />

Συνοπτικά<br />

Λόγω της προϊστορίας της η φθοριοουρακίλη συνεχίζει<br />

να συνιστάται στην εισαγωγική χημειοακτινοθεραπεία<br />

στο καρκίνωμα του ορθού, αν και η καπεσιταμπίνη<br />

αποτελεί κατάλληλη εναλλακτική επιλογή. Οδηγίες<br />

από το NCCN για τους ασθενείς με Τ3, Τ4 καρκίνωμα<br />

του ορθού σημειώνουν ότι και οι δύο προσεγγίσεις<br />

είναι αποδεκτές Η προσθήκη της οξαλιπλατίνας στην<br />

βασιζόμενη σε φλουοροπυριμιδίνες χημειοακτινοθεραπεία,<br />

δεν πρέπει να θεωρείται καθιερωμένη.<br />

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗΣ<br />

(ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ) ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ.<br />

Η επιλογή της μετεγχειρητικής χημειοθεραπείας δεν<br />

έχει επίσης ξεκαθαρισθεί. Μία συνήθης προσέγγιση είναι<br />

η χορήγηση 4 κύκλων του συνδυασμού Roswell Park<br />

(εβδομαδιαία χορήγηση 5-FU 500 mg/m2 και φολινικού<br />

500 mg/m2 επί 7 εβδομάδες, ανά 8 εβδομάδες) (96)).<br />

Πολλοί ογκολόγοι χρησιμοποιούν μόνο 5-FU επεκτείνοντας<br />

τις οδηγίες για την μετεγχειρητική χορήγηση<br />

χημειοακτινοθεραπείας.<br />

Η συμβολή των νεότερων συνδυασμών οι οποίοι<br />

περιέχουν οξαλιπλατίνη η ιρινοτεκάνη δεν έχει δοκιμασθεί<br />

σε τυχαιοποιημένες μελέτες. Εν τούτοις, ο συνδυασμός<br />

FOLFOX χρησιμοποιείται συχνά με δεδομένη<br />

την υπεροχή του στην επικουρική χημειοθεραπεία του<br />

παχέος εντέρου έναντι του συνδυασμού 5-FU και λευκοβορίνης.<br />

Μερικές ομάδες χρησιμοποιούν μια στρατηγική<br />

βασιζόμενη στο επίπεδο κινδύνου εμφάνισης υποτροπών,<br />

και χρησιμοποιούν συνδυασμό οξαλιπλατινης με<br />

συνδυασμό ο οποίος περιέχει 5-FU για εκείνους τους<br />

ασθενείς οι οποίοι πέτυχαν μικρό βαθμά υποσταδιοποίησης<br />

μετά την προεγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία.<br />

(δηλ. ypT3-4 η θετικούς λεμφαδένες) (97). Εν τούτοις<br />

δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτή η στρατηγική<br />

βελτιώνει τα αποτελέσματα έναντι της χρήσης συνδυασμού<br />

βασιζόμενου στο 5-FU μόνο.<br />

Μία άλλη επιλογή η οποία είναι υπό έρευνα είναι η<br />

χορήγηση εισαγωγικής χημειοθεραπείας πριν την χημειοακτινοθεραπεία,<br />

αντί για την χορήγηση μετά το<br />

χειρουργείο (98-99) Πρώιμα δεδομένα δείχνουν καλύτερη<br />

ανοχή και μικρότερη τοξικότητα, αλλά ο βέλτιστος<br />

συνδυασμός και η επίδραση στην έκβαση μένει<br />

να αποδειχθεί.<br />

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ<br />

Η αποφυγή του ριζικού χειρουργείου<br />

για τους ασθενείς με πλήρη ανταπόκριση<br />

μετά την προεγχειρητική θεραπεία<br />

Τα σύγχρονα πρωτόκολλα νεοεπικουρικής χημειοακτινοθεραπείας<br />

δύνανται να κατορθώσουν παθολογοανατομικές<br />

ανταποκρίσεις έως και σε 25%<br />

των καρκίνων του ορθού (100-102). Τα ευνοϊκά αυτά<br />

αποτελέσματα οδήγησαν κάποιους να αναρωτηθούν<br />

αν επιλεγμένοι ασθενείς με ακτινολογική και κλινική<br />

απόδειξη πλήρους παθολογοανατομικής ανταπόκρισης<br />

μετά την εισαγωγική χημειοακτινοθεραπεία, θα<br />

μπορούσαν να αποφύγουν το χειρουργείο.<br />

Δεν υπάρχουν προοπτικές τυχαιοποιημένες μελέτες<br />

στις οποίες ασθενείς με ΠΠΑ μετά από νεοεπικουρική<br />

ΧΑΚΘ να επιλεχθούν για παρακολούθηση<br />

η για χειρουργείο. Εν τούτοις υπάρχουν υποσχόμενα<br />

δεδομένα μακράς παρακολούθησης από μία σειρά 265<br />

ασθενών με δυνητικά χειρουργήσιμο καρκίνωμα του<br />

άπω ορθού οι οποίοι θεραπεύθηκαν ομοιόμορφα με<br />

προεγχειρητική ΧΑΚΘ ( 50.4 Gy ημερήσια κλάσματα<br />

1.8 Gy επί 6 συνεχόμενες εβδομάδες) και ταυτόχρονη<br />

χορήγηση 5-FU (425 mg/m2 ανά ημέρα) και λευκοβορίνη<br />

(20 mg/m2 ανά ημέρα) τις πρώτες τρεις και τις<br />

τελευταίες τρεις ημέρες τις ακτινοθεραπείας (102). Οι<br />

ασθενείς εκτιμήθηκαν κλινικά καθώς και με ΑΤ με η<br />

χωρίς ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα (αλλά όχι με ΜΤ)<br />

8 εβδομάδες μετά την συμπλήρωση της ΧΑΚΘ (αντί<br />

των συνήθων 6 εβδομάδων). Οι ασθενείς με μη πλήρη<br />

ανταπόκριση παραπέμθηκαν για χειρουργείο ενώ οι<br />

ασθενείς με πλήρη κλινική ανταπόκριση αντιμετωπίσθηκαν<br />

μόνο με παρακολούθηση.<br />

Στην ομάδα της παρακολούθησης αναφέρθηκαν 78<br />

ΠΠΑ (27%). Με διάμεση διάρκεια παρακολούθησης 57<br />

μηνών, μόνο 2 υποτροπίασαν τοπικά (οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν<br />

επιτυχώς), και 3 ανέπτυξαν μεταστατική<br />

νόσο. Τα 5ετή ποσοστά τοπικών υποτροπών και<br />

ειδικής νόσου επιβίωσης ήταν 7 και 92% αντίστοιχα.<br />

Οι αντίστοιχες τιμές για τους ασθενείς οι οποίοι είχαν<br />

επιλεχθεί για χειρουργείο (διάμεση παρακολούθηση 48<br />

μηνών) ήταν, ΠΠΑ: 8%, τοπικές υποτροπές: 0%, και<br />

ειδική νόσου επιβίωση: 83%. Τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν<br />

με μεγαλύτερη παρακολούθηση (103).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 239<br />

Η ερμηνεία αυτών των αποτελεσμάτων είναι μικρής<br />

αξίας λόγω της αναδρομικής φύσης της μεθόδου,<br />

της έλειψης σύγχρονων απεικονιστικών μεθόδων (ειδικά<br />

της ΜΤ), και από το γεγονός ότι 20% των αρχικών<br />

ασθενών είχαν Τ2Ν0 νόσο, γεγονός το οποίο θα<br />

μπορούσε να επηρεάσει ευμενώς τα αποτελέσματα.<br />

Υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός αναδρομικών<br />

μελετών οι οποίες αναφέρουν ένα αποδεκτά χαμηλό<br />

ποσοστό τοπικών υποτροπών, μετά από τοπική εκτομή<br />

μόνο σε ασθενείς οι οποίοι έχουν πλήρη η σχεδόν<br />

πλήρη ανταπόκριση στην νεοεπικουρική ΧΑΚΘ (104-<br />

109). Σε μια συλλογή των δεδομένων από 7 μελέτες με<br />

τοπική εκτομή μετά εισαγωγική ΧΑΚΘ σε ασθενείς με<br />

κλινικά Τ3Ν0 όγκο, δεν υπήρχαν τοπικές υποτροπές<br />

επί νόσου ypT0 και οι τοπικές υποτροπές ήταν 2% σε<br />

45 ασθενείς με νόσο ypT1 (104).<br />

Συνοπτικά<br />

Η χειρουργική εκτομή παραμένει η καθιερωμένη<br />

προσέγγιση μετά από νεοεπικουρική ΧΑΚΘ, ακόμα<br />

και σε ασθενείς οι οποίοι φαίνονται να έχουν κλινικά<br />

μία πλήρη ανταπόκριση στην εισαγωγική θεραπεία.<br />

Η αποφυγή του χειρουργείου η η τοπική εκτομή μετά<br />

από ΧΑΚΘ χρειάζεται εκτίμηση σε προπτικές μελέτες<br />

πριν να γίνει αποδεκτή για οποιαδήποτε υποκατηγορία<br />

ασθενών οι οποίοι υποβάλονται σε νεοεπικουρική<br />

ΧΑΚΘ. Ένα μείζον άλυτο πρόβλημα αποτελεί ο ακριβής<br />

μη χειρουργικός καθορισμός των ασθενών οι οποίοι<br />

έχουν πλήρη η σχεδόν πλήρη παθολογοανατομική<br />

ανταπόκριση. Μία τέτοια προοπτική μελέτη αποφυγής<br />

χειρουργείου είναι σε εξέλιξη στο Royal Marsden<br />

Hospital (110).<br />

ΝΕΟΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΠΙ ΗΠΑΤΙΚΩΝ<br />

ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΤΟΥ ΠΑΧΕΟΣ<br />

ΕΝΤΕΡΟΥ<br />

Η διαθεσιμότητα συνδυασμών αυξημένης δραστικότης<br />

συστηματικής θεραπείας στο καρκίνωμα του<br />

παχέος εντέρου οδήγησε σε αύξηση του ενδιαφέροντος<br />

για την χρήση της στην προεγχειρητική (νεοεπικουρική)<br />

θεραπεία με στόχο την υποσταδιοποίηση των<br />

ηπατικών μεταστάσεων πριν την εκτομή.<br />

Θεραπεία μετατροπής για αρχικά μη χειρουργίσημες<br />

ηπατικές μεταστάσεις<br />

Ο όρος «θεραπεία μετατροπής» προτάθηκε για να<br />

περιγράψει την χρήση εισαγωγικής χημειοθεραπείας<br />

σε ασθενείς με αρχικά μη χειρουργίσημες ηπατικές μεταστάσεις(111)<br />

Μεταξύ 12% και 33% τέτοιων ασθενών<br />

έχουν ικανοποιητικές αντικειμενικές ανταποκρίσεις,<br />

τέτοιες ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης εκτομή (112-<br />

128).Τα ποσοστά 5ετούς επιβίωσης κυμαίνονται μεταξύ<br />

30 και 35%, αοτελέσματα τα οποία είναι ουσιαστικά<br />

καλύτερα από αυτά τα οποία αναμένονται με την χρήση<br />

χημειοθεραπείας μόνο (4 έως 9% 5ετής επιβίωση,<br />

ακόμα και με τις περισσότερο δραστικές θεραπείες).<br />

Στην μεγαλύτερη προοπτική μελέτη, 184 ασθενείς<br />

με αρχικά μη χειρουργήσιμες ηπατικές μεταστάσεις,<br />

υποβλήθηκαν σε εκτομή μετά από υποσταδιοποίηση<br />

με 5-FU/λευκοβορίνη (18%), μετά από οξαλιπλατίνη<br />

(62%), μετά από ιρινοτεκάνη (6%) (113). Η συνολική επιβίωση<br />

στα 5 και τα 10 έτη ήταν 33% και 27% αντιστοίχως<br />

και η ελεύθερη νόσου επιβίωση ήταν 19% και 15%,<br />

αντιστοίχως.<br />

Μεταξύ 148 ασθενών οι οποίοι επιβίωσαν 5 έτη η<br />

περισσότερο 24 (16%) θεωρήθηκαν «ιαθέντες». Ανεξάρτητοι<br />

προγνωστικοί παράγοντες για την ίαση ήταν, το<br />

μέγιστο μέγεθος των μεταστάσεων 30 χιλ. κατά την διάγνωση,<br />

3 η λιγότερες μεταστάσεις κατά την μεταστασεκτομή,<br />

και πλήρη παθολογοανατομική ανταπόκριση<br />

μετά την χορήγηση της νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας.<br />

Η προσθήκη σετουξιμαμπης η μπεβασιζουμάμπης<br />

στην χημειοθεραπεία δυνατόν να αυξάνει τον αριθμό<br />

των κατάλληλων για μεταστασεκτομή ασθενών και να<br />

βελτιώνει την έκβαση (129-133). Εν τούτοις, ο αριθμός<br />

των προεγχειρητικών κύκλων πρέπει να είναι περιορισμένος<br />

λόγω της πιθανότητας ηπατοτοξικότητος.<br />

Ακόμη και με τους περισσότερο δραστικούς συνδυασμούς,<br />

το ποσοστό των πλήρων παθολογοανατομικών<br />

ανταποκρίσεων στην νεοεπικουρική χημειοθεραπεία<br />

είναι μόνο 4 έως 9% (113,133,134). Η πλειονότητα<br />

των ακτινολογικά πλήρως ανταποκρινόμενων βλαβών,<br />

(83% σε μία σειρά (135)) περιέχει ζωντανά καρκινικά<br />

κύτταρα. Έτσι, ακόμα και στην κατάσταση πλήρους<br />

παθολογοανατομικής ανταποκρίσεως, η εκτομή είναι<br />

αναγκαία.<br />

Εκλογή της θεραπείας<br />

Δεν έχει αποδειχθεί ποιός είναι βέλτιστος συνδυασμός<br />

νεοεπικουρικής θεραπείας. Πρέπει όμως<br />

να εκλέγεται ένας συνδυασμός με μεγάλα ποσοστά<br />

ανταπόκρισης. Για την μέτρηση της ανταπόκρισης του<br />

όγκου, χρησιμοποιούνται τα κρτήρια RECIST (Response<br />

Evaluation Criteria In Solid Tumors) (136,137).<br />

Οι ακόλουθοι συνδυασμοί θεωρούνται αξιόπιστες<br />

επιλογές: FOLFOX με η χωρίς μπεβασιζουμάμπη,<br />

FOLFOXIRI (138), η FOLFIRI με σετουξιμάμπη (για σθενείς<br />

χωρίς μεταλλάξεις του K-ras )


240<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

Οδηγίες από το NCCN προτείνουν ως κατάλληλο<br />

οποιονδήποτε από τους παρακάτω συνδυασμούς<br />

(41):<br />

* FOLFOX η CAPOX η FOLFIRI με η χωρίς μπεβασιζουμάμπη<br />

η<br />

* FOLFOX η CAPOX η FOLFIRI με σετουξιμάμπη η<br />

πανιτουμουμάμπη (μόνο επί φυσιολογικού K-ras )<br />

* FOLFOXIRI (στην κατάσταση της ταυτόχρονης μεταστατικής<br />

νόσου)<br />

Οδηγίες από το NCCN επίσης αναφέρουν ότι οι<br />

ασθενείς πρέπει να επανεκτιμούνται για πιθανή μετατροπή<br />

σε χειρουργήσιμη νόσο κάθε 2 μήνες (41).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Η νεοεπικουρική θεραπεία επί κολοορθικού καρκινώματος,<br />

χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του<br />

καρκινώματος του ορθού και πριν την μεταστασεκτομή<br />

επί ηπατικών μεταστάσεων, επί απουσίας μεταστατικής<br />

νόσου σε άλλο όργανο.<br />

Μέχρι πρόσφατα η καθιερωμένη θεραπεία του<br />

καρκινώματος του ορθού ήταν το χειρουργείο ακολουθούμενο<br />

από μεταγχειρητική χημειοακτινοθεραπεία.<br />

Σήμερα έχει δειχθεί ότι η προεγχειρητική χορήγηση χημειοακτινοθεραπείας,<br />

έχει σαν αποτέλεσμα βελτίωση<br />

του ποσοστού των τοπικών υποτροπών και αύξηση<br />

των χειρουργείων για την διατήρηση του σφιγκτήρα<br />

στο καρκίνωμα του άπω ορθού και έχει γίνει η καθιερωμένη<br />

θεραπεία στο προσεκτικά σταδιοποιημένο<br />

καρκίνωμα του ορθού σταδίου Τ3/4 η Τ1/2, Ν+.<br />

Επί ηπατικών μεταστάσεων από κολοορθικό καρκίνωμα<br />

και απουσίας μεταστατικής νόσου σε άλλο<br />

όργανο, η νεοεπικουρική χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται<br />

για την μετατροπή σε χειρουργίσιμη της αρχικά<br />

μη χειρουργήσιμης νόσου.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Minsky, BD, Mies, C, Recht, A, et al. Resectable adenocarcinoma<br />

of the rectosigmoid and rectum. I. Patterns<br />

of failure and survival. Cancer 1988; 61:1408.<br />

2. Havenga K, Enker WE, Norstein J, et al: Improved survival<br />

and local control after total mesorectal excision<br />

or D3 lymphadenectomy in the treatment of primary<br />

rectal cancer: An international analysis of 1411 patients.<br />

Eur J Surg Oncol 1999; 25:368-374.<br />

3. Nesbakken A, Nygaard K, Westerheim O, et al: Local<br />

recurrence after mesorectal excision for rectal cancer.<br />

Eur J Surg Oncol 2002; 28:126-134.<br />

4. Masui H, Ike H, Yamaguchi S, et al. Male sexual function<br />

after autonomic nerve-preserving operation for<br />

rectal cancer. Dis Colon Rectum 1996; 39:1140.<br />

5. Havenga K, Maas CP, DeRuiter MC, et al. Avoiding<br />

long-term disturbance to bladder and sexual function<br />

in pelvic surgery, particularly with rectal cancer.<br />

Semin Surg Oncol 2000; 18:235.<br />

6. Adjuvant radiotherapy for rectal cancer: A systematic<br />

overview of 8507 patients from 22 randomised trials.<br />

Colorectal Cancer Collaborative Group. Lancet 2001;<br />

358:1291.<br />

7. National Institutes of Health: NIH Consensus Conference:<br />

Adjuvant therapy for patients with colon and<br />

rectal cancer. JAMA 264:1444- 1450, 1990.<br />

8. Improved survival with preoperative radiotherapy in<br />

resectable rectal cancer. Swedish Rectal Cancer Trial.<br />

N Engl J Med 1997; 336:980.<br />

9. Birgisson H, Pahlman L, Gunnarsson U, et al. Adverse<br />

effects of preoperative radiation therapy for rectal<br />

cancer: long-term follow-up of the Swedish Rectal<br />

Cancer Trial. J Clin Oncol 2005; 23:8697.<br />

10. Sebag-Montefiore D, Stephens RJ, Steele R, et al. Preoperative<br />

radiotherapy versus selective postoperative<br />

chemoradiotherapy in patients with rectal cancer<br />

(MRC CR07 and NCIC-CTG C016): a multicentre, randomised<br />

trial. Lancet 2009; 373:811.<br />

11. Kapiteijn E, Marijnen CA, Nagtegaal ID, et al. Preoperative<br />

radiotherapy combined with total mesorectal<br />

excision for resectable rectal cancer. N Engl J Med<br />

2001; 345:638.<br />

12. Peeters KC, Marijnen CA, Nagtegaal ID, et al. The<br />

TME trial after a median follow-up of 6 years: increased<br />

local control but no survival benefit in irradiated<br />

patients with resectable rectal carcinoma. Ann<br />

Surg 2007; 246:693.<br />

13. Stephens RJ, Thompson LC, Quirke P, et al. Impact of<br />

short-course preoperative radiotherapy for rectal cancer<br />

on patients’ quality of life: data from the Medical<br />

Research Council CR07/National Cancer Institute of<br />

Canada Clinical Trials Group C016 randomized clinical<br />

trial. J Clin Oncol 2010; 28:4233.<br />

14. Marijnen CA, Kapiteijn E, van de Velde CJ, et al. Acute<br />

side effects and complications after short-term preoperative<br />

radiotherapy combined with total mesorectal<br />

excision in primary rectal cancer: report of a multicenter<br />

randomized trial. J Clin Oncol 2002; 20:817.<br />

15. Peeters KC, van de Velde CJ, Leer JW, et al. Late<br />

side effects of short-course preoperative radiotherapy<br />

combined with total mesorectal excision for rectal


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 241<br />

cancer: increased bowel dysfunction in irradiated patients--a<br />

Dutch colorectal cancer group study. J Clin<br />

Oncol 2005; 23:6199.<br />

16. Bujko K, Nowacki MP, Nasierowska-Guttmejer A, et<br />

al. Long-term results of a randomized trial comparing<br />

preoperative short-course radiotherapy with preoperative<br />

conventionally fractionated chemoradiation<br />

for rectal cancer. Br J Surg 2006; 93:1215.<br />

17. Gerard JP, Conroy T, Bonnetain F, et al. Preoperative<br />

radiotherapy with or without concurrent fluorouracil<br />

and leucovorin in T3-4 rectal cancers: results of FFCD<br />

9203. J Clin Oncol 2006; 24:4620.<br />

18. Bosset JF, Calais G, Mineur L, et al. Enhanced tumorocidal<br />

effect of chemotherapy with preoperative radiotherapy<br />

for rectal cancer: preliminary results--EORTC<br />

22921. J Clin Oncol 2005; 23:5620.<br />

19. Boulis-Wassif S, Gerard A, Loygue J, et al. Final results<br />

of a randomized trial on the treatment of rectal cancer<br />

with preoperative radiotherapy alone or in combination<br />

with 5-fluorouracil, followed by radical surgery.<br />

Trial of the European Organization on Research and<br />

Treatment of Cancer Gastrointestinal Tract Cancer<br />

Cooperative Group. Cancer 1984; 53:1811.<br />

20. Ceelen WP, Van Nieuwenhove Y, Fierens K. Preoperative<br />

chemoradiation versus radiation alone for stage<br />

II and III resectable rectal cancer. Cochrane Database<br />

Syst Rev 2009; :CD006041.<br />

21. Bosset JF, Collette L, Calais G, et al. Chemotherapy<br />

with preoperative radiotherapy in rectal cancer. N<br />

Engl J Med 2006; 355:1114.<br />

22. Quah HM, Chou JF, Gonen M, et al. Pathologic stage<br />

is most prognostic of disease-free survival in locally<br />

advanced rectal cancer patients after preoperative<br />

chemoradiation. Cancer 2008; 113:57.<br />

23. Ruo L, Tickoo S, Klimstra DS, et al. Long-term prognostic<br />

significance of extent of rectal cancer response to<br />

preoperative radiation and chemotherapy. Ann Surg<br />

2002; 236:75.<br />

24. Sauer R, Becker H, Hohenberger W, et al. Preoperative<br />

versus postoperative chemoradiotherapy for rectal<br />

cancer. N Engl J Med 2004; 351:1731.<br />

25. Rodel C, Martus P, Papadoupolos T, et al. Prognostic<br />

significance of tumor regression after preoperative<br />

chemoradiotherapy for rectal cancer. J Clin Oncol<br />

2005; 23:8688.<br />

26. AJCC (American Joint Committee on Cancer) Cancer<br />

Staging Manual, 7th edition, Edge, SB, Byrd, DR,<br />

Compton, CC, et al (Eds) (Eds), Springer, New York<br />

2010. p.143.<br />

27. Chang GJ, Rodriguez-Bigas MA, Eng C, Skibber JM.<br />

Lymph node status after neoadjuvant radiotherapy for<br />

rectal cancer is a biologic predictor of outcome. Cancer<br />

2009; 115:5432.<br />

28. Yeo SG, Kim DY, Kim TH, et al. Pathologic complete<br />

response of primary tumor following preoperative<br />

chemoradiotherapy for locally advanced rectal cancer:<br />

long-term outcomes and prognostic significance<br />

of pathologic nodal status (KROG 09-01). Ann Surg<br />

2010; 252:998.<br />

29. Klos CL, Shellito PC, Rattner DW, et al. The effect of<br />

neoadjuvant chemoradiation therapy on the prognostic<br />

value of lymph nodes after rectal cancer surgery.<br />

Am J Surg 2010; 200:440.<br />

30. Roh MS, Colangelo LH, O’Connell MJ, et al. Preoperative<br />

multimodality therapy improves disease-free<br />

survival in patients with carcinoma of the rectum:<br />

NSABP R-03. J Clin Oncol 2009; 27:5124.<br />

31. Park JH, Yoon SM, Yu CS, et al. Randomized phase<br />

3 trial comparing preoperative and postoperative<br />

chemoradiotherapy with capecitabine for locally advanced<br />

rectal cancer. Cancer 2011; 117:3703.<br />

32. Enker WE, Merchant N, Cohen AM, et al. Safety and<br />

efficacy of low anterior resection for rectal cancer:<br />

681 consecutive cases from a specialty service. Ann<br />

Surg 1999; 230:544.<br />

33. Ulrich A, Weitz J, Slodczyk M, et al. Neoadjuvant<br />

treatment does not influence perioperative outcome<br />

in rectal cancer surgery. Int J Radiat Oncol Biol Phys<br />

2009; 75:129.<br />

34. Herman MP, Kopetz S, Bhosale PR, et al. Sacral insufficiency<br />

fractures after preoperative chemoradiation<br />

for rectal cancer: incidence, risk factors, and clinical<br />

course. Int J Radiat Oncol Biol Phys 2009; 74:818.<br />

35.I noue Y, Miki C, Ojima E, et al. Pelvic insufficiency<br />

fractures after preoperative radiotherapy for rectal<br />

carcinoma. Int J Clin Oncol 2003; 8:336.<br />

36. Collette L, Bosset JF, den Dulk M, et al. Patients with<br />

curative resection of cT3-4 rectal cancer after preoperative<br />

radiotherapy or radiochemotherapy: does<br />

anybody benefit from adjuvant fluorouracil-based<br />

chemotherapy A trial of the European Organisation<br />

for Research and Treatment of Cancer Radiation Oncology<br />

Group. J Clin Oncol 2007; 25:4379.<br />

37. Janjan NA, Crane C, Feig BW, et al. Improved overall<br />

survival among responders to preoperative chemoradiation<br />

for locally advanced rectal cancer. Am J Clin<br />

Oncol 2001; 24:107.


242<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

38 .Fietkau R, Barten M, Klautke G, et al. Postoperative<br />

chemotherapy may not be necessary for patients with<br />

ypN0-category after neoadjuvant chemoradiotherapy<br />

of rectal cancer. Dis Colon Rectum 2006; 49:1284.<br />

39. Chan AK, Wong A, Jenken D, et al. Posttreatment<br />

TNM staging is a prognostic indicator of survival and<br />

recurrence in tethered or fixed rectal carcinoma after<br />

preoperative chemotherapy and radiotherapy. Int J<br />

Radiat Oncol Biol Phys 2005; 61:665.<br />

40. L. Cionini, A. Sainato, A. De Paoli, et al. FINAL Resuts<br />

of randomized trial on aadjuvant chemotherapy<br />

after preoperative chemoradiation in rectal cancer<br />

(abstract 299). Radiother Oncol 2010; 96 (1 suppl); S113.<br />

Data presented at the 29th annual meeting of the<br />

European Society for Therapeutic Radiology and Oncology,<br />

Barcelona, Spain, September 12-16, 2010. Abstract<br />

available online at http://www.estro-events.<br />

org/Documents/ESTRO29_abstractbook_WEB.pdf<br />

(Accessed on January 27, 2011).<br />

41. National Comprehensive Cancer Network (NCCN)<br />

guidelines. Available at: www.nccn.org (Accessed on<br />

February 04, 2011).<br />

42. Glimelius B, Oliveira J, ESMO Guidelines Working<br />

Group. Rectal cancer: ESMO clinical recommendations<br />

for diagnosis, treatment and follow-up. Ann Oncol<br />

2009; 20 Suppl 4:54.<br />

43. Valentini V, Aristei C, Glimelius B, et al. Multidisciplinary<br />

Rectal Cancer Management: 2nd European<br />

Rectal Cancer Consensus Conference (EURECA-CC2).<br />

Radiother Oncol 2009; 92:148.<br />

44. Guillem JG, Diaz-Gonzalez JA, Minsky BD, et al.<br />

cT3N0 rectal cancer: potential overtreatment with<br />

preoperative chemoradiotherapy is warranted. J Clin<br />

Oncol 2008; 26:368.<br />

45. Allal AS, Bieri S, Pelloni A, et al. Sphincter-sparing<br />

surgery after preoperative radiotherapy for low rectal<br />

cancers: feasibility, oncologic results and quality of<br />

life outcomes. Br J Cancer 2000; 82:1131.<br />

46. Rider WD, Palmer JA, Mahoney LJ, Robertson CT. Preoperative<br />

irradiation in operable cancer of the rectum:<br />

report of the Toronto trial. Can J Surg 1977; 20:335.<br />

47. The evaluation of low dose pre-operative X-ray therapy<br />

in the management of operable rectal cancer; results<br />

of a randomly controlled trial. Br J Surg 1984; 71:21.<br />

48. Gerard A, Buyse M, Nordlinger B, et al. Preoperative<br />

radiotherapy as adjuvant treatment in rectal cancer.<br />

Final results of a randomized study of the European<br />

Organization for Research and Treatment of Cancer<br />

(EORTC). Ann Surg 1988; 208:606.<br />

49 Minsky BD. Sphincter preservation for rectal cancer:<br />

fact or fiction J Clin Oncol 2002; 20:1971<br />

50. Wagman R, Minsky BD, Cohen AM, et al. Sphincter<br />

preservation in rectal cancer with preoperative radiation<br />

therapy and coloanal anastomosis: long term<br />

follow-up. Int J Radiat Oncol Biol Phys 1998; 42:51.<br />

51. Rouanet P, Saint-Aubert B, Lemanski C, et al. Restorative<br />

and nonrestorative surgery for low rectal cancer<br />

after high-dose radiation: long-term oncologic and<br />

functional results. Dis Colon Rectum 2002; 45:305.<br />

52. Hyams DM, Mamounas EP, Petrelli N, et al. A clinical<br />

trial to evaluate the worth of preoperative multimodality<br />

therapy in patients with operable carcinoma<br />

of the rectum: a progress report of National Surgical<br />

Breast and Bowel Project Protocol R-03. Dis Colon<br />

Rectum 1997; 40:131.<br />

53 .Kuvshinoff B, Maghfoor I, Miedema B, et al. Distal<br />

margin requirements after preoperative chemoradiotherapy<br />

for distal rectal carcinomas: are < or = 1 cm<br />

distal margins sufficient Ann Surg Oncol 2001; 8:163.<br />

54. Valentini V, Coco C, Cellini N, et al. Preoperative<br />

chemoradiation for extraperitoneal T3 rectal cancer:<br />

acute toxicity, tumor response, and sphincter preservation.<br />

Int J Radiat Oncol Biol Phys 1998; 40:1067.<br />

55. Francois Y, Nemoz CJ, Baulieux J, et al. Influence of<br />

the interval between preoperative radiation therapy<br />

and surgery on downstaging and on the rate of<br />

sphincter-sparing surgery for rectal cancer: the Lyon<br />

R90-01 randomized trial. J Clin Oncol 1999; 17:2396.<br />

56. Grann A, Feng C, Wong D, et al. Preoperative combined<br />

modality therapy for clinically resectable uT3<br />

rectal adenocarcinoma. Int J Radiat Oncol Biol Phys<br />

2001; 49:987.<br />

57. Gambacorta MA, Valentini V, Morganti AG, et al.<br />

Chemoradiation with raltitrexed (Tomudex) in preoperative<br />

treatment of stage II-III resectable rectal<br />

cancer: a phase II study. Int J Radiat Oncol Biol Phys<br />

2004; 60:130.<br />

58. Rengan R, Paty P, Wong WD, et al. Distal cT2N0<br />

rectal cancer: is there an alternative to abdominoperineal<br />

resection J Clin Oncol 2005; 23:4905.<br />

59. Chau I, Brown G, Cunningham D, et al. Neoadjuvant<br />

capecitabine and oxaliplatin followed by synchronous<br />

chemoradiation and total mesorectal excision in<br />

magnetic resonance imaging-defined poor-risk rectal<br />

cancer. J Clin Oncol 2006; 24:668.<br />

60. MERCURY Study Group. Diagnostic accuracy of preoperative<br />

magnetic resonance imaging in predicting<br />

curative resection of rectal cancer: prospective observational<br />

study. BMJ 2006; 333:779.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 243<br />

61. Hiotis SP, Weber SM, Cohen AM, et al. Assessing<br />

the predictive value of clinical complete response to<br />

neoadjuvant therapy for rectal cancer: an analysis of<br />

488 patients. J Am Coll Surg 2002; 194:131.<br />

62. Kahn H, Alexander A, Rakinic J, et al. Preoperative<br />

staging of irradiated rectal cancers using digital rectal<br />

examination, computed tomography, endorectal ultrasound,<br />

and magnetic resonance imaging does not accurately<br />

predict T0,N0 pathology. Dis Colon Rectum<br />

1997; 40:140.<br />

63. Guillem JG, Chessin DB, Shia J, et al. Clinical examination<br />

following preoperative chemoradiation for<br />

rectal cancer is not a reliable surrogate end point. J<br />

Clin Oncol 2005; 23:3475.<br />

64. Huh JW, Park YA, Jung EJ, et al. Accuracy of endorectal<br />

ultrasonography and computed tomography for<br />

restaging rectal cancer after preoperative chemoradiation.<br />

J Am Coll Surg 2008; 207:7.<br />

65. Mohiuddin M, Regine WF, John WJ, et al. Preoperative<br />

chemoradiation in fixed distal rectal cancer: dose<br />

time factors for pathological complete response. Int J<br />

Radiat Oncol Biol Phys 2000; 46:883.<br />

66 .Fernandez-Martos C, Aparicio J, Bosch C, et al. Preoperative<br />

uracil, tegafur, and concomitant radiotherapy<br />

in operable rectal cancer: a phase II multicenter study<br />

with 3 years’ follow-Up. J Clin Oncol 2004; 22:3016.<br />

67. Craven I, Crellin A, Cooper R, et al. Preoperative radiotherapy<br />

combined with 5 days per week capecitabine<br />

chemotherapy in locally advanced rectal cancer. Br J<br />

Cancer 2007; 97:1333.<br />

68. Hofheinz, R, Wenz, F, Post, S, et al. Capecitabine<br />

(Cape) versus 5-fluorouracil (5-FU)-based neo-adjuvant<br />

chemotherapy for locally advanced rectal cancer<br />

(LARC): safety results of a randomized, phase III<br />

trial (abstract #4014). J Clin Oncol 2009; 27:171s. (Abstract<br />

available online at www.abstract.asco.org/AbstView_<br />

65_30598.html, accessed June 4, 2009).<br />

69. Desai SP, El-Rayes BF, Ben-Josef E, et al. A phase<br />

II study of preoperative capecitabine and radiation<br />

therapy in patients with rectal cancer. Am J Clin Oncol<br />

2007; 30:340.<br />

70. Kim JC, Kim TW, Kim JH, et al. Preoperative concurrent<br />

radiotherapy with capecitabine before total mesorectal<br />

excision in locally advanced rectal cancer.<br />

Int J Radiat Oncol Biol Phys 2005; 63:346.<br />

71. Das P, Lin EH, Bhatia S, et al. Preoperative chemoradiotherapy<br />

with capecitabine versus protracted infusion<br />

5-fluorouracil for rectal cancer: a matched-pair<br />

analysis. Int J Radiat Oncol Biol Phys 2006; 66:1378.<br />

72. Krishnan S, Janjan NA, Skibber JM, et al. Phase II study<br />

of capecitabine (Xeloda) and concomitant boost radiotherapy<br />

in patients with locally advanced rectal<br />

cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys 2006; 66:762.<br />

73. Kim DY, Jung KH, Kim TH, et al. Comparison of 5-<br />

fluorouracil/leucovorin and capecitabine in preoperative<br />

chemoradiotherapy for locally advanced rectal<br />

cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys 2007; 67:378.<br />

74. Hofheinz R, Wenz FK, Post S, et al. Capecitabine<br />

(Cape) versus 5-fluorouracil (5-FU)–based (neo)adjuvant<br />

chemoradiotherapy (CRT) for locally advanced rectal<br />

cancer (LARC): Long-term results of a randomized,<br />

phase III trial (abstract 3504). J Clin Oncol 2011;<br />

29:222s. Abstract available online at http://www.asco.<br />

org/ASCOv2/Meetings/Abstracts&vmview=abst_<br />

detail_view&confID=102&abstractID=77485 (Accessed<br />

on June 28, 2011).<br />

75. Roh MS, Yothers GA, O’Connell MJ, et al. The impact<br />

of capecitabine and oxaliplatin in the preoperative<br />

multimodality treatment in patients with<br />

carcinoma of the rectum: NSABP R-04 (abstract<br />

3503). J Clin Oncol 2011; 29:221s. (Abstract available<br />

online at http://www.asco.org/ASCOv2/Meetings/<br />

Abstracts&vmview =abst_detail_view&confID=102&<br />

abstractID=76910 (Accessed on June 28, 2011).<br />

76. Gieschke R, Burger HU, Reigner B, et al. Population<br />

pharmacokinetics and concentration-effect relationships<br />

of capecitabine metabolites in colorectal cancer<br />

patients. Br J Clin Pharmacol 2003; 55:252.<br />

77. Poon MA, O’Connell MJ, Moertel CG, et al. Biochemical<br />

modulation of fluorouracil: evidence of significant<br />

improvement of survival and quality of life in patients<br />

with advanced colorectal carcinoma. J Clin Oncol<br />

1989; 7:1407.<br />

78. Guillem JG, Chessin DB, Cohen AM, et al. Long-term<br />

oncologic outcome following preoperative combined<br />

modality therapy and total mesorectal excision<br />

of locally advanced rectal cancer. Ann Surg 2005;<br />

241:829.<br />

79. Lam CW, Chen WT, Liu MT, et al. Effect of preoperative<br />

concurrent chemoradiotherapy in locally advanced<br />

low rectal cancer after radical resection surgery.<br />

Int Surg 2005; 90:53.<br />

80. Fakih MG, Bullarddunn K, Yang GY, et al. Phase II<br />

study of weekly intravenous oxaliplatin combined<br />

with oral daily capecitabine and radiotherapy with<br />

biologic correlates in neoadjuvant treatment of rectal<br />

adenocarcinoma. Int J Radiat Oncol Biol Phys 2008;<br />

72:650.


244<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

81. Rodel C, Liersch T, Hermann RM, et al. Multicenter<br />

phase II trial of chemoradiation with oxaliplatin for<br />

rectal cancer. J Clin Oncol 2007; 25:110.<br />

82. Valentini V, Coco C, Minsky BD, et al. Randomized,<br />

multicenter, phase IIb study of preoperative chemoradiotherapy<br />

in T3 mid-distal rectal cancer: raltitrexed<br />

+ oxaliplatin + radiotherapy versus cisplatin + 5-fluorouracil<br />

+ radiotherapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys<br />

2008; 70:403.<br />

83. Gerard JP, Chapet O, Nemoz C, et al. Preoperative<br />

concurrent chemoradiotherapy in locally advanced<br />

rectal cancer with high-dose radiation and oxaliplatin-containing<br />

regimen: the Lyon R0-04 phase II trial.<br />

J Clin Oncol 2003; 21:1119.<br />

84. Aschele C, Cionini L, Lonardi S, Pinto C, Cordio S,<br />

Rosati G, Artale S, Tagliagambe A, Ambrosini G, Rosetti<br />

P, Bonetti A, Negru ME, Tronconi MC, Luppi G,<br />

Silvano G, Corsi DC, Bochicchio AM, Chiaulon G,<br />

Gallo M, Boni L, Primary tumor response to preoperative<br />

chemoradiation with or without oxaliplatin in<br />

locally advanced rectal cancer: pathologic results of<br />

the STAR-01 randomized phase III trial. J Clin Oncol.<br />

2011;29(20):2773.<br />

85. Gerard JP, Azria D, Gourgou-Bourgade S, et al. Comparison<br />

of two neoadjuvant chemoradiotherapy regimens<br />

for locally advanced rectal cancer: results of<br />

the phase III trial ACCORD 12/0405-Prodige 2. J Clin<br />

Oncol 2010; 28:1638.<br />

86. Roedel C, Becker H, Fietkau R, et al. Preoperative<br />

chemoradiotherapy and postoperative chemotherapy<br />

with 5-fluorouracil and oxaliplatin versus 5-fluorouracil<br />

alone in locally advanced rectal cancer: First results<br />

of the German CAO/ARO/AIO-04 randomized phase<br />

III trial (abstract LBA3505). J Clin Oncol 2011; 29:780s.<br />

87. Navarro M, Dotor E, Rivera F, et al. A Phase II study<br />

of preoperative radiotherapy and concomitant weekly<br />

irinotecan in combination with protracted venous infusion<br />

5-fluorouracil, for resectable locally advanced rectal<br />

cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys 2006; 66:201.<br />

88. Willeke F, Horisberger K, Kraus-Tiefenbacher U, et<br />

al. A phase II study of capecitabine and irinotecan in<br />

combination with concurrent pelvic radiotherapy (CapIri-RT)<br />

as neoadjuvant treatment of locally advanced<br />

rectal cancer. Br J Cancer 2007; 96:912.<br />

89. Gollins S, Sun Myint A, Haylock B, et al. Preoperative<br />

chemoradiotherapy using concurrent capecitabine and<br />

irinotecan in magnetic resonance imaging-defined locally<br />

advanced rectal cancer: impact on long-term<br />

clinical outcomes. J Clin Oncol 2011; 29:1042.<br />

90. Mohiuddin M, Winter K, Mitchell E, et al. Randomized<br />

phase II study of neoadjuvant combined-modality<br />

chemoradiation for distal rectal cancer: Radiation<br />

Therapy Oncology Group Trial 0012. J Clin Oncol<br />

2006; 24:650.<br />

91. Willett CG, Duda DG, di Tomaso E, et al. Efficacy,<br />

safety, and biomarkers of neoadjuvant bevacizumab,<br />

radiation therapy, and fluorouracil in rectal cancer: a<br />

multidisciplinary phase II study. J Clin Oncol 2009;<br />

27:3020.<br />

92. Crane CH, Eng C, Feig BW, et al. Phase II trial of<br />

neoadjuvant bevacizumab, capecitabine, and radiotherapy<br />

for locally advanced rectal cancer. Int J Radiat<br />

Oncol Biol Phys 2010; 76:824.<br />

93. Velenik V, Ocvirk J, Oblak I, Anderluh F. A phase II<br />

study of cetuximab, capecitabine and radiotherapy in<br />

neoadjuvant treatment of patients with locally advanced<br />

resectable rectal cancer. Eur J Surg Oncol<br />

2010; 36:244.<br />

94. Debucquoy A, Haustermans K, Daemen A, et al. Molecular<br />

response to cetuximab and efficacy of preoperative<br />

cetuximab-based chemoradiation in rectal<br />

cancer. J Clin Oncol 2009; 27:2751.<br />

95. Horisberger K, Treschl A, Mai S, et al. Cetuximab in<br />

combination with capecitabine, irinotecan, and radiotherapy<br />

for patients with locally advanced rectal<br />

cancer: results of a Phase II MARGIT trial. Int J Radiat<br />

Oncol Biol Phys 2009; 74:1487.<br />

96. Haller DG, Catalano PJ, Macdonald JS, et al. Phase III<br />

study of fluorouracil, leucovorin, and levamisole in<br />

high-risk stage II and III colon cancer: final report of<br />

Intergroup 0089. J Clin Oncol 2005; 23:8671.<br />

97. Sastre J, Custodio A, Sanchez JC, et al. Risk-adapted<br />

adjuvant chemotherapy after concomitant fluoropyrimidine-radiotherapy<br />

neoadjuvant treatment for<br />

patients with resectable cT3-4 or N+ rectal cancer.<br />

Anticancer Drugs 2011; 22:185.<br />

98. Chua YJ, Barbachano Y, Cunningham D, et al. Neoadjuvant<br />

capecitabine and oxaliplatin before chemoradiotherapy<br />

and total mesorectal excision in MRI-defined<br />

poor-risk rectal cancer: a phase 2 trial. Lancet<br />

Oncol 2010; 11:241.<br />

99. Fernandez-Martos C, Pericay C, Aparicio J, et al. Phase<br />

II, randomized study of concomitant chemoradiotherapy<br />

followed by surgery and adjuvant capecitabine<br />

plus oxaliplatin (CAPOX) compared with induction<br />

CAPOX followed by concomitant chemoradiotherapy<br />

and surgery in magnetic resonance imaging-defined,<br />

locally advanced rectal cancer: Grupo cancer de recto<br />

3 study. J Clin Oncol 2010; 28:859.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 245<br />

100. Chau I, Brown G, Cunningham D, et al. Neoadjuvant<br />

capecitabine and oxaliplatin followed by synchronous<br />

chemoradiation and total mesorectal excision in<br />

magnetic resonance imaging-defined poor-risk rectal<br />

cancer. J Clin Oncol 2006; 24:668.<br />

101. Rodel C, Martus P, Papadoupolos T, et al. Prognostic<br />

significance of tumor regression after preoperative<br />

chemoradiotherapy for rectal cancer. J Clin Oncol<br />

2005; 23:8688.<br />

102. Habr-Gama A, Perez RO, Nadalin W, et al. Operative<br />

versus nonoperative treatment for stage 0 distal rectal<br />

cancer following chemoradiation therapy: longterm<br />

results. Ann Surg 2004; 240:711.<br />

103. Habr-Gama A. Assessment and management of the<br />

complete clinical response of rectal cancer to chemoradiotherapy.<br />

Colorectal Dis 2006; 8 Suppl 3:21.<br />

104. Borschitz T, Wachtlin D, Mohler M, et al. Neoadjuvant<br />

chemoradiation and local excision for T2-3 rectal<br />

cancer. Ann Surg Oncol 2008; 15:712.<br />

105. Callender GG, Das P, Rodriguez-Bigas MA, et al. Local<br />

excision after preoperative chemoradiation results in<br />

an equivalent outcome to total mesorectal excision<br />

in selected patients with T3 rectal cancer. Ann Surg<br />

Oncol 2010; 17:441.<br />

106. Bonnen M, Crane C, Vauthey JN, et al. Long-term<br />

results using local excision after preoperative chemoradiation<br />

among selected T3 rectal cancer patients.<br />

Int J Radiat Oncol Biol Phys 2004; 60:1098.<br />

107. Kim CJ, Yeatman TJ, Coppola D, et al. Local excision<br />

of T2 and T3 rectal cancers after downstaging<br />

chemoradiation. Ann Surg 2001; 234:352.<br />

108. Ruo L, Guillem JG, Minsky BD, et al. Preoperative radiation<br />

with or without chemotherapy and full-thickness<br />

transanal excision for selected T2 and T3 distal<br />

rectal cancers. Int J Colorectal Dis 2002; 17:54.<br />

109. Schell SR, Zlotecki RA, Mendenhall WM, et al. Transanal<br />

excision of locally advanced rectal cancers<br />

downstaged using neoadjuvant chemoradiotherapy. J<br />

Am Coll Surg 2002; 194:584.<br />

110. O’Neill BD, Brown G, Heald RJ, et al. Non-operative<br />

treatment after neoadjuvant chemoradiotherapy for<br />

rectal cancer. Lancet Oncol 2007; 8:625.<br />

111. Petrelli, NJ. Plenary program discussion. 43rd annual<br />

meeting of the American Society of Clinical Oncology,<br />

Chicago, Illinois, June 4, 2007.<br />

112. Masi G, Cupini S, Marcucci L, et al. Treatment with<br />

5-fluorouracil/folinic acid, oxaliplatin, and irinotecan<br />

enables surgical resection of metastases in patients<br />

with initially unresectable metastatic colorectal cancer.<br />

Ann Surg Oncol 2006; 13:58.<br />

113. Adam R, Wicherts DA, de Haas RJ, et al. Patients<br />

with initially unresectable colorectal liver metastases:<br />

is there a possibility of cure J Clin Oncol 2009;<br />

27:1829.<br />

114. Taeb J, Artru P, Paye F, et al. Intensive systemic<br />

chemotherapy combined with surgery for metastatic<br />

colorectal cancer: results of a phase II study. J Clin<br />

Oncol 2005; 23:502.<br />

115. Alberts SR, Horvath WL, Sternfeld WC, et al. Oxaliplatin,<br />

fluorouracil, and leucovorin for patients with<br />

unresectable liver-only metastases from colorectal<br />

cancer: a North Central Cancer Treatment Group<br />

phase II study. J Clin Oncol 2005; 23:9243.<br />

116. Slater, R, Radstone, D, Matthers, L, et al. Hepatic resection<br />

for colorectal liver metastases after downstaging<br />

with irinotecan improves survival (abstract).<br />

Proc Am Soc Clin Oncol 2003; 22:320a.<br />

117. Clavereo-Fabri, MC, Mitry, E, Chidiac, J, et al. Role of<br />

surgery for liver metastases after neoadjuvant chemotherapy<br />

with irinotecan and infusional 5 fluorouracil/leucovorin<br />

in patients with colorectal cancer<br />

(abstract). Proc Am Soc Clin Oncol 2003; 22:340a.<br />

118. Gaspar, EM, Artigas, V, Montserrat, E, et al. Single<br />

centre experience of L-OHP/5-FU/LV before liver<br />

surgery in patients with NOT optimally resectable<br />

colorectal cancer isolated liver metastases (abstract).<br />

Proc Am Soc Clin Oncol 2003; 22:353a.<br />

119. Delaunoit T, Alberts SR, Sargent DJ, et al. Chemotherapy<br />

permits resection of metastatic colorectal cancer:<br />

experience from Intergroup N9741. Ann Oncol 2005;<br />

16:425.<br />

120. Barone C, Nuzzo G, Cassano A, et al. Final analysis of<br />

colorectal cancer patients treated with irinotecan and<br />

5-fluorouracil plus folinic acid neoadjuvant chemotherapy<br />

for unresectable liver metastases. Br J Cancer<br />

2007; 97:1035.<br />

121. Ychou M, Viret F, Kramar A, et al. Tritherapy with<br />

fluorouracil/leucovorin, irinotecan and oxaliplatin<br />

(FOLFIRINOX): a phase II study in colorectal cancer<br />

patients with non-resectable liver metastases. Cancer<br />

Chemother Pharmacol 2008; 62:195.<br />

122. De La Camara, J, Rodriguez, J, Rotellar, F, et al. Triplet<br />

therapy with oxaliplatin, irinotecan 5-fluorouracil and<br />

folinic acid within a combined modality approach in<br />

patients with liver metastases from colorectal cancer<br />

(abstract). Proc Am Soc Clin Oncol 2004; 23:268a.<br />

123. Giacchetti S, Itzhaki M, Gruia G, et al. Long-term survival<br />

of patients with unresectable colorectal cancer<br />

liver metastases following infusional chemotherapy


246<br />

Νεοεπικουρική θεραπεία<br />

with 5-fluorouracil, leucovorin, oxaliplatin and surgery.<br />

Ann Oncol 1999; 10:663.<br />

124. Wein A, Riedel C, Köckerling F, et al. Impact of surgery<br />

on survival in palliative patients with metastatic<br />

colorectal cancer after first line treatment with<br />

weekly 24-hour infusion of high-dose 5-fluorouracil<br />

and folinic acid. Ann Oncol 2001; 12:1721.<br />

125. Bismuth H, Adam R, Lévi F, et al. Resection of nonresectable<br />

liver metastases from colorectal cancer after<br />

neoadjuvant chemotherapy. Ann Surg 1996; 224:509.<br />

126. Leonard GD, Brenner B, Kemeny NE. Neoadjuvant<br />

chemotherapy before liver resection for patients with<br />

unresectable liver metastases from colorectal carcinoma.<br />

J Clin Oncol 2005; 23:2038.<br />

127. Nordlinger B, Sorbye H, Glimelius B, et al. Perioperative<br />

chemotherapy with FOLFOX4 and surgery versus<br />

surgery alone for resectable liver metastases from<br />

colorectal cancer (EORTC Intergroup trial 40983): a<br />

randomised controlled trial. Lancet 2008; 371:1007.<br />

128. Abad A, Massuti B, Antón A, et al. Colorectal cancer<br />

metastasis resectability after treatment with the combination<br />

of oxaliplatin, irinotecan and 5-fluorouracil. Final<br />

results of a phase II study. Acta Oncol 2008; 47:286.<br />

129. Adam R, Aloia T, Lévi F, et al. Hepatic resection after<br />

rescue cetuximab treatment for colorectal liver<br />

metastases previously refractory to conventional systemic<br />

therapy. J Clin Oncol 2007; 25:4593.<br />

130. Van Cutsem E, Köhne CH, Hitre E, et al. Cetuximab<br />

and chemotherapy as initial treatment for metastatic<br />

colorectal cancer. N Engl J Med 2009; 360:1408.<br />

131. Saltz LB, Clarke S, Diaz-Rubio E, et al. Bevacizumab in<br />

combination with oxaliplatin-based chemotherapy as<br />

first-line therapy in metastatic colorectal cancer: a randomized<br />

phase III study. J Clin Oncol 2008; 26:2013.<br />

132. Folprecht G, Gruenberger T, Bechstein WO, et al.<br />

Tumour response and secondary resectability of<br />

colorectal liver metastases following neoadjuvant<br />

chemotherapy with cetuximab: the CELIM randomised<br />

phase 2 trial. Lancet Oncol 2010; 11:38.<br />

133. Blazer DG 3rd, Kishi Y, Maru DM, et al. Pathologic<br />

response to preoperative chemotherapy: a new outcome<br />

end point after resection of hepatic colorectal<br />

metastases. J Clin Oncol 2008; 26:5344.<br />

134. Adam R, Wicherts DA, de Haas RJ, et al. Complete<br />

pathologic response after preoperative chemotherapy<br />

for colorectal liver metastases: myth or reality J Clin<br />

Oncol 2008; 26:1635.<br />

135. Benoist S, Brouquet A, Penna C, et al. Complete<br />

response of colorectal liver metastases after chemotherapy:<br />

does it mean cure J Clin Oncol 2006;<br />

24:3939.<br />

136. Eisenhauer EA, Therasse P, Bogaerts J, et al. New response<br />

evaluation criteria in solid tumours: revised<br />

RECIST guideline (version 1.1). Eur J Cancer 2009;<br />

45:228.<br />

137. Therasse P, Arbuck SG, Eisenhauer EA, et al. New<br />

guidelines to evaluate the response to treatment in<br />

solid tumors. European Organization for Research and<br />

Treatment of Cancer, National Cancer Institute of the<br />

United States, National Cancer Institute of Canada. J<br />

Natl Cancer Inst 2000; 92:205.<br />

138. Masi G, Loupakis F, Pollina L, et al. Long-term outcome<br />

of initially unresectable metastatic colorectal cancer<br />

patients treated with 5-fluorouracil/leucovorin, oxaliplatin,<br />

and irinotecan (FOLFOXIRI) followed by radical<br />

surgery of metastases. Ann Surg 2009; 249:420.


Eπικουρική χημειοθεραπεία<br />

Σ Παπανικολάου<br />

Ειδικευόμενος Ογκολογίας, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφία:<br />

Τηλ.: 213 2041823<br />

E-mail: spapanikolaou@topplan.gr<br />

SUMMARY<br />

PAPANIKOLAOU S. Adjuvant therapy for colon cancer. For patients who have undergone potentially curative resection<br />

of colon cancer, the goal of postoperative (adjuvant) therapy is to eradicate micrometastases, thereby reducing the likelihood<br />

of disease recurrence and increasing the cure rate. The benefits of adjuvant chemotherapy have been most clearly<br />

demonstrated in stage III (node-positive) disease (an approximately 30 percent reduction in the risk of disease recurrence<br />

and a 22 to 32 percent reduction in mortality), whereas benefit in stage II disease remains controversial. Sometimes adjuvant<br />

chemotherapy is used in stage three colon cancer in patients with high risk tumors. Using adjuvant systemic therapy is the<br />

appropriate measure after resection of stage III colon cancer. If possible, chemotherapy should be initiated within six to eight<br />

weeks of surgery. Chemotherapy must be administered for at least six months and an oxaliplatin-based regimen rather than<br />

bolus 5-FU plus leucovorin (5-FU/LV) or capecitabine should be used for patients who are likely to tolerate oxaliplatin.When<br />

an oxaliplatin regimen is chosen, we the preffered course sould be FOLFOX (oxaliplatin plus leucovorin (LV) and short-term<br />

infusional 5-FU). While FOLFOX4 was used in the adjuvant registration trials, many oncologists in countries where infusional<br />

pumps are used use modified FOLFOX6 (mFOLFOX6) because it does not require the day 2 bolus of 5-FU and LV. Modified<br />

FOLFOX7 (mFOLFOX7), which eliminates bolus 5-FU completely, is significantly less myelosuppressive. XELOX (oxaliplatin plus<br />

oral capecitabine) is an acceptable, albeit potentially more toxic alternative to FOLFOX. However, evidence of equivalence<br />

from a completed randomized trial is lacking. For patients with a contraindication to oxaliplatin (eg, preexisting neuropathy),<br />

5-FU/LV is an acceptable option, although outcomes may not be as favorable. The best regimens regimens are six to eight<br />

months of weekly bolus 5-FU plus high dose LV (each 500 mg/m2) weekly for six of each eight weeks for four cycles (the<br />

Roswell Park regimen [42]), or short-term infusional 5-FU/LV. An alternative is six months of oral capecitabine or, outside of<br />

the US, oral UFT. It is not proven that bevacizumab, cetuximab, or an irinotecan-based regimen in the adjuvant setting is an<br />

appropriate measure. The evidence is inconclusive as to the benefit of adding RT to chemotherapy for patients at high risk for<br />

a local recurrence. In keeping with guidelines from the NCCN, we suggest adjuvant RT for patients with T4 tumors and penetration<br />

to a fixed structure or positive resection margins. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 247-263, 2012.<br />

Key words: colon cancer, chemotherapy, adjuvant therapy<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Για ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί ενδεχομένως σε θεραπευτική εκτομή του καρκίνου του παχέος εντέρου,<br />

ο στόχος της μετεγχειρητικής (συμπληρωματικης) θεραπείας είναι να εξαλείψουμε μικρομεταστάσεις, συνεπώς να<br />

ελαττώσουμε την πιθανότητα υποτροπής της ασθένειας και να αυξήσουμε τα ποσοστα της θεραπείας. Τα οφέλη<br />

της συμπληρωματικης χημειοθεραπείας ήταν περισσότερο καθαρά καταδεδειγμένα στο στάδιο ΙΙΙ (λεμφαδενο-θετική)<br />

νοσο (με μια σχεδόν 30% ελάττωση στον κίνδυνο υποτροπής της ασθένειας και με μια 22 % έως 32% μείωση της<br />

θνησιμότητας) ενώ το όφελος για χορήγηση χημειοθεραπείας στο στάδιο ΙΙ της νόσου παραμένει αμφισβητήσιμο.<br />

Συνήθως χορηγήται χημειοθεραπεία στο στάδιο δύο της νόσου οταν συνυπάρχουν δυσμενή προγνωστικά στοιχεία<br />

όπως διάτρηση, εγγύτητα ορίων. Αν είναι δυνατόν, η χημειοθεραπεία θα έπρεπε να ξεκινήσει εντός 6 – 8 εβδομάδων<br />

από το χειρουργείο. Η βέλτιστη χημειοθεραπεια πρέπει να αποτελείται από μία αγωγή βασισμένη σε Oxaliplatin,<br />

bolus 5-FU ή infusional 5FU συν λευκοβορίνη (5-FU/LV) ή Caoecitaline για ασθενείς οι οποίοι πιθανώς να μην ανέχονται


248<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

την οξαλιπλατίνα η οποίες να διαρκούν 6 μήνες. Όταν η επιλεχθείσα αγωγή εμπεριέχει oxaliplatin προτιμητέο σχήμα<br />

είναι το FOLFOX (oxaliplatin, 5FU συν λευκοβορίνη (LV) πινακας 3). Ενώ το FOLFOX χρησιμοποιήθηκε στις συμπληρωματικές<br />

μελέτες, πολλοί ογκολόγοi στις χωρες που χρησιμοποιούνται περιπατητικές αντλίες χρησιμοποιούν τροποποιημένο<br />

FOLFOX 6 (mFOLFOX6) διότι δεν απαιτεί τη δεύτερη ημέρα bolus από 5-FU και LV. Τροποποιημένο FOLFOX7<br />

(mFOLFOX7), το οποίο εξαλείφει το bolus 5-FU εντελώς, είναι σημαντικά λιγότερο μυελοτοξικo. XELOX (πινακας 3) Η<br />

χρήση οξαλιπλατίνας με από του στόματος capecitabine είναι μία αποδεκτή, μολονότι ενδεχομένως περισσότερο<br />

τοξική εναλλακτική στο FOLFOX. Όμως μαρτυρίες ισοδυναμίας από ολοκληρωμένη τυχαιοποιημένη μελέτη δεν είναι<br />

διαθέσιμες. Για ασθενείς με μία αντένδειξη σε oxaliplatin (π.χ. προϋπάρχουσα νευροπάθεια) το 5-FU/LV είναι μία<br />

αποδεκτή επιλογή. Οι προτιμητέες αγωγές είναι 6 έως 8 μήνες από εβδομαδιαίο bolus 5-FU συν υψηλή δόση LV (το<br />

κάθε ένα 500mg/m2) εβδομαδιαία για 6 ανα 8 εβδομάδες για 4 κύκλους. Η αγωγή του Roswell park με βραχυπρόθεσμη<br />

έγχυση 5-FU/LV. Μία εναλλακτική θεραπεία είναι η λήψη από του στόματος capecitabine ή σε κάποιες χώρες<br />

από του στόματος UFT για έξι μήνες. Δεν συνίστατε η προσθήκη στην αγωγή bevacizumab, cetuximab ή irinotecan<br />

σαν συμπληρωματική θεραπεία. Οι μαρτυρίες δεν είναι συμπερασματικές ως προς το όφελος από την προσθήκη RT<br />

στην χημειοθεραπεία για ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για μια τοπική υποτροπή. Κρατώντας αυτές τις παραμέτρους<br />

από το WCCN προτείνεται συμπληρωματική RT για ασθενείς με Τ4 όγκους και διείσδυση σε μια σταθερή δομή ή<br />

θετικά ορια εκτομης. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 247-263, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: καρκίνος παχέος εντέρου, χημειοθεραπεία, επικουρική θεραπεία<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Σχεδόν 102,900 καινούργια περιστατικά καρκίνου<br />

του παχέος εντέρου διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο<br />

στις Ηνωμένες Πολιτείες (1). Η χειρουργική εκτομή είναι<br />

η μόνη θεραπευτική αγωγή για την τοπικό - περιοχική<br />

νόσο. Απο τους ασθενείς που εμφανίζουν καρκίνο του<br />

παχέος εντέρου περίπου το 30% είναι σταδίου τρία το<br />

οποίο σύμφωνα με διεθνείς μελέτες χρήζει χορήγησης<br />

συμπληρωματικής χημειοθεραπείας.<br />

Η έκβαση είναι στενά συνδεδεμένη με την έκταση<br />

της ασθένειας κατα την παρουσίαση της.<br />

Πίνακας 1. Ποσοστά επιβίωσης καρκίνου του ταχέος εντέρου ανά στάδιο


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 249<br />

Τα πενταετή ποσοστά επιβίωσης σύμφωνα με το<br />

στάδιο του όγκου κατά τη διάγνωση (χρησιμοποιώντας<br />

τα μεγαλύτερα 2002 ΑJCC κριτήρια σταδίου (2)<br />

για 119.363 ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου αναφερόμενο<br />

στο SEER ( επιτήρηση, επιδημιολογία, και τελικά<br />

αποτελέσματα) βάσει δεδομένων μεταξύ 1975 και<br />

2000 παρατίθενται στον ανωτέρω πίνακα (ΠΙΝΑΚΑΣ<br />

1) Η αύξηση της επιβίωσης στο στάδιο τρία της νόσου<br />

(και σε ορισμένες περιπτώσεις στο στάδιο δυο της νόσου)<br />

οφείλεται όπως θα αναπτυχτεί παρακάτω στην<br />

συμπληρωματική χημειοθεραπεία.<br />

Για ασθενείς οι οποίοι έχουν υποστεί ενδεχομένως<br />

θεραπευτική εκτομή της ασθένειας η υποτροπή θεωρείται<br />

ότι προκύπτει από κλινικά κρυφές μικρομεταστάσεις<br />

οι οποίες είναι παρούσες την ώρα του χειρουργείου.<br />

Ο στόχος της μετεγχειρητικής, συμπληρωματικής<br />

θεραπείας είναι να εξαλείψει αυτές τις μικρομεταστάσεις,<br />

συνεπώς να αυξήσει το ποσοστό θεραπείας.<br />

Τα οφέλη της συμπληρωματικής θεραπείας έχουν<br />

υποδειχθεί περισσότερο καθαρά στο στάδιο ΙΙΙ (λεμφαδένο<br />

- θετική νόσος), ενώ το όφελος στο στάδιο ΙΙ<br />

της ασθενείας παραμένει αμφισβητήσιμο.<br />

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ<br />

Πίνακας 2. Ιστορική αναδρομή συμπληρωματικής χημειοθεραπείας<br />

στον καρκίνο του παχέος εντέρου<br />

Στον πίνακα δυο παρατίθεται η ιστορική πορεία<br />

ως αναφορά την συμπληρωματική χημειοθεραπεία για<br />

τον καρκίνο του παχέος εντέρου.<br />

Οι πρώτες μελέτες βασιζόμενες στην φλουορουρακίλη<br />

(5-FU) ως μονοθεραπεία απέτυχαν να δείξουν σχετικό<br />

όφελος επιβίωσης συγκρινόμενες μόνο με την εκτομή.<br />

Το ενδιαφέρον στην συμπληρωματική χημιοθεραπεία<br />

αναβίωσε στα τέλη του 1980 με αναφορές που πρότειναν<br />

ένα όφελος επιβίωσης από 5 FU βασισμένες συνδυαστικές<br />

αγωγές και από την ανακάλυψη των ρυθμιστών<br />

της δραστηριότητας του 5-FU, όπως λευκοβορίνη<br />

και λεβαμισόλη, έναν ανοσοτροποποιητικό παράγοντα.<br />

Η πρώτη μεγάλης κλίμακας μελέτη που προσπάθησε<br />

να επιδείξει ένα όφελος επιβίωσης για την συμπληρωματική<br />

χημιοθεραπεία στον καρκίνου του παχέος<br />

εντέρου η Εθνική Χειρουργική Συμπληρωματική Μελέτη<br />

Μαστού και Εντέρου (NSABP), τυχαίοπειησαι 1166 ασθενείς<br />

με Duke Β η C καρκίνο του παχέος εντέρου μόνο<br />

σε χειρουργείο, ανοσοθεραπεία με BCG, η MOF (vincris<br />

tine,5FU,semustine). Το σχημα MOF συσχετίσθηκε με μια<br />

σημαντική βελτίωση στην πενταετή συνολική επιβίωση<br />

συγκρινόμενο με την χειρουργική προσέγγιση μόνο ή<br />

με την ανοσοθεραπεια με BCG, ένα όφελος το οποίο<br />

πλέον δεν ήταν εμφανές στα 8 ή 10 χρόνια.<br />

Τα οφέλη της συμπληρωματικής χημειοθεραπείας με<br />

5 FU και λεβαμισόλη αρχικά ανεδείχθησαν στο γκρουπ<br />

της Βόρειας Κεντρικής Αμερικης στην μελέτη θεραπείας<br />

του καρκίνου (NCCTG) στην οποία 401 ασθενείς με Duke<br />

Β ή C καρκίνο παχέος εντέρου τυχαίoποιηθηκαν σε παρατήρηση<br />

ή ενός χρόνου λεβαμιζόλη με ή χωρίς 5 -F U.<br />

Διαδοχικές δοκιμές κατέδειξαν την ανωτερότητα<br />

του 5 FU σε συνδυασμο με LV έναντι του 5FU/<br />

levamisole και αναφορές εμπλέκοντας αυτή την αγωγή<br />

στην εξέλιξη πολυεστιακού εγκεφαλικού απομυελιvωτικού<br />

συνδρόμου ελλάτωσε σημαντικά την χρήση της<br />

λεβαμισόλης για την συμπληρωματική θεραπέια. Η λεβαμισόλη<br />

δεν είναι πλέον εμπορικά διαθεσιμη.<br />

Η εποχή της μοντέρνας συμπληρωματικής χημειοθεραπείας<br />

εισήχθη με τις δοκιμές, δείχνοντας ένα όφελος<br />

επιβίωσης για το συνδυασμο 5 FU και LV συμπληρωματικά<br />

με την χειρουργική επέμβαση.Σε αυτές τις<br />

μελέτες φάνηκε η ανωτερότης του 5 FU/LV έναντι του<br />

MOF και πιο πρόσφατα, το όφελος του να προσθέτεις<br />

οξαλιπλατίνη σε ένα σχημα με βαση το 5 FU /LV.<br />

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ<br />

Ιστορικά, ο χρυσός κανόνας για να προσδιορίσεις<br />

το όφελος από την χορήγηση της συμπληρωματικής<br />

θεραπείας ήταν η καλυτέρη συνολική επιβίωση. Όμως<br />

η επιβίωση χωρίς ασθένεια ( DFS προσδιορισμένη ως ο<br />

χρόνος από την τυχαιοποίηση του κάθε συμβάντος )<br />

ανεξάρτητα από την αιτία στα 2 η 3 χρόνια εμφανίζεται<br />

να είναι ένας αποδεκτός αναπληρωτής της πενταετούς<br />

συνολικής επιβίωσης, ιδιαίτερα για το στάδιο ΙΙΙ<br />

(18). Συνεπώς η τρίχρονη DFS είναι μια κατάλληλη παράμετρος<br />

για να ορίσουμε ως όφελος της συμπληρωματικής<br />

θεραπείας του καρκίνου του παχέος εντέρου.<br />

Όμως η διάρκεια της παρακολούθησης η οποία<br />

απαιτείται για να διαπιστώσεις τα DFS οφέλη μετα-


250<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

φραζόμενα σε παρατεινόμενη συνολική επιβίωση ίσως<br />

να είναι μακρύτερα από την παράταση στη μέση επιβίωση<br />

η οποία συσχετίζεται με πιο καινούργιες θεραπείες<br />

για μεταστατική ασθένεια. Παρ’όλα αυτά η δίχρονη ή<br />

τριχρονη DFS τώρα είναι αποδεκτή σαν νόμιμη παράμετρος<br />

για το όφελος της θεραπείας τουλάχιστον για το<br />

στάδιο ΙΙΙ. Σημαντικές βελτιώσεις στο τρίχρονο διάστημα<br />

ελεύθερο νόσου σχημάτισε τη βάση για την έγκριση<br />

της συμπληρωματικής θεραπείας με το FOLFOX.<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />

Η συμπληρωματική χημιοθεραπεία τυπικά αρχίζει<br />

μόνο μετά την ανάρρωση από το χειρουργείο. Δεν<br />

υπάρχει συμφωνία ως προς τον βέλτιστο χρόνο έναρξης<br />

όσον αφορά την συμπληρωματική χημειοθεραπεία.<br />

Παράμετροι από την ASCO και το εθνικό ολοκληρωμένο<br />

δίκτυο καρκίνου (NCCN) δεν δηλώνουν ρητά τον χρόνο<br />

έναρξης της χημειοθεραπείας μετά το χειρουργείο. Οι<br />

μελέτες που έγιναν για την συμπληρωματική θεραπεία<br />

του καρκίνου του παχέος εντέρου τυπικά εχουν ως<br />

έναρξη το διάστημα απο την 6 εως τήν 8 εβδομάδα από<br />

την εκτομή, και αυτό έχει γίνει μια αποδεκτή προσέγγιση.<br />

Στην κλινική πρακτική το διάλλειμα μεταξύ χειρουργείου<br />

και έναρξη χημιοθεραπείας είναι συχνά μεγαλύτερο<br />

των 8 εβδομάδων. Ο λόγος για την αργοπορία δεν<br />

έχει καλά τεκμηριωθεί, αλλά ο κυρίαρχος λόγος είναι η<br />

αργη ανάρρωση από το χειρουργείο (22 – 24)<br />

Αν η αργοπορία στην χορήγηση της συμπληρωματικής<br />

θεραπείας είναι αποτελεσματική ως προς την<br />

έκβαση είναι αμφισβητούμενη.<br />

Πολλες αναδρομικές μελέτες είναι διαθέσιμες οι<br />

περισσότερες των οποίων αποτελούνται κατά κύριο<br />

λόγο η αποκλειστικά απο ασθενείς με νόσο σταδίου<br />

ΙΙΙ, και καμία από αυτές δεν συμπεριλάμβανε ασθενείς<br />

που ελάμβαναν βασισμένη σε οξαλιπλατίνη αγωγή. Γενικώς<br />

τα δεδομένα είναι αμφισβητούμενα με 2 αναφορές<br />

να προτείνουν μια χειρότερη συνολική και χωρίς<br />

επεισόδια επιβίωση με μια αργοπορία πέρα από τις 8<br />

βδομάδες. (25,26) μια άλλη προτεινόμενη χειρότερη συνολική<br />

επιβίωση αλλά κανένας αντίκτυπος στην χωρίς<br />

επεισόδια επιβίωση με μια αργοπορία πέρα από τις 60<br />

ημέρες (27) και 2 άλλες, με κανένα αντίκτυπο στο διάστημα<br />

ελεύθερο νόσου ή από την συνολική επιβίωση<br />

από μια αργοπορία πέρα των 45 ή 56 ημερών (28, 29).<br />

Στις συμπληρωματικές θεραπευτικές αγωγές στις<br />

οποίες ο χρόνος μεταξύ του χειρουργείου και της<br />

έναρξης της χημιοθεραπείας έχει εξετασθεί σαν ένας<br />

προγνωστικός παράγοντας για την έκβαση, η αργοπορία<br />

πέρα από τις 6 έως 8 εβδομάδες δεν έχει συσχετισθεί<br />

με κατώτερες εκβάσεις (30 – 32).<br />

Η δυσμενής επίπτωση της αργοπορούσας χημιοθεραπείας<br />

πέραν των 8 εβδομάδων έχει απευθυνθεί σε<br />

2 μετά αναλύσεις :<br />

Μια μετα – ανάλυση αποτελούμενη από 8 μελέτες<br />

οι οποίες συνέκριναν εκβάσεις ανάμεσα σε ασθενείς<br />

με καρκίνο του παχέος εντέρου ή του καρκίνου του<br />

ορθού οι οποίοι είχαν καθυστερήσει χημιοθεραπέια<br />

συγκρινόμενοι με εκείνους που είχαν αρχίσει εντός 8<br />

εβδομάδων από το χειρουργείο (33)<br />

Η αργοπορία της χημειοθεραπείας πέραν των 8<br />

εβδομάδων συσχετίσθηκε με έναν σημαντικά υψηλότερο<br />

κίνδυνο θανάτου (RR 1,2 - 95%)αν και o χρόνος<br />

χωρίς υποτροπή, δεν ήταν σημαντικά επηρεασμένες.<br />

Αυτό υποδηλώνει ότι το μέγιστο της θνησιμότητας<br />

ήταν από εγχειρητικές επιπλοκές και όχι συσχετισμένο<br />

με τον καρκίνο.<br />

Η δεύτερη μετα – ανάλυση συμπεριλάμβανε 10 μελέτες<br />

με συνολικά πάνω από 15.000 ασθενείς (34). Μια<br />

αργοπορία τεσσαρων εβδομάδων συσχετισθηκε με μια<br />

σημαντική αύξηση θνησιμότητας με αναλογία κινδύνου<br />

για θάνατο (HR 1.14 95% C 1.10 – 1.17) και υποτροπή της<br />

νοσου (HR 1.14, 95 % C1 1.10 έως 1.18)<br />

Αυτά τα δεδομένα υποστηρίζουν το συμπέρασμα<br />

ότι η συμπληρωματική χημιοθεραπεία θα έπρεπε να<br />

ξεκινήσει εντός 8 εβδομάδων από το χειρουργείο αν<br />

είναι δυνατόν.<br />

Αργοπορία πέρα των 2 μηνών ίσως επηρεάσει την<br />

αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας αλλά είναι<br />

άγνωστο αν υπάρχει σημείο αποκοπής πέρα από το<br />

όποιο τα οφέλη της συμπληρωματικής χημειοθεραπέιας<br />

είναι χαμένα.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΦΘΟΡΙΟΟΥΡΑΚΙΛΗ<br />

Προκλινικά δεδομένα τα οποία υποδείκνυαν μια<br />

συνεργιστική αλληλεπίδραση μεταξή λευκοβορίνης και<br />

5 FU, οδήγησαν σε πολλές μελέτες αγωγής αποτελούμενες<br />

από συμπληρωματική αγωγή με 5 – FU και LV.<br />

Και τα δύο αυτά φάρμακα σχηματίζουν μαζί ένα σταθερό<br />

σύμπλοκο με το ένζυμο θυμιδυλική συνθετάση<br />

(TS) επιτρέποντας την παρατεταμένη αναστολή του<br />

ενζύμου από το 5 FU (40).<br />

Οι περισσότεροι ασθενείς λαμβάνουν ένα ρακεμικό<br />

μείγμα από d,l LV (leucovorin calcium ) και αυτή είναι η<br />

εκδοχή η οποία έχει χρησιμοποιηθεί στις περισσότερες<br />

αναφερόμενες κλινικές αγωγές. Όμως το Ι – ισομερές<br />

είναι το βιολογικά ενεργό ήμισυ και μια ενδοφλέβια<br />

έγχυση από I-λευκοβορίνη είναι τώρα το εμπορικό διαθέσιμο<br />

σκεύασμα. Δίνεται δόση στο ήμισυ αυτής του<br />

d, I λευκοβορίνη.<br />

Τρείς μελέτες είναι οι βασικές που καθιερωσαν το


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 251<br />

bolus 5FU/LV ως την καθιερωμένη συμπληρωματική αγωγή<br />

για το στάδιο ΙΙΙ του καρκίνου του παχέος εντέρου.<br />

Η NSABP- C-03 δοκιμή καθιέρωσε την ανωτερότητα<br />

του 5-FU και υψηλής δόσης LV σε σύγκριση με την MOF<br />

χημειοθεραπεία [16].<br />

Ένα παρόμοιου μέγεθους οφέλος με χαμηλότερες<br />

δόσεις από LV μέσα απο την NCCTG μελέτη στην οποία<br />

317 ασθενείς με υψηλό κίνδυνο στάδιο ΙΙ ή ΙΙΙ καρκίνο<br />

του παχέος εντέρου ήταν τυχαιοποιημένοι προς παρατήρηση<br />

ή 6 κύκλους από 5-FU (425 mg/m2) και LV (20mg/<br />

m2) το καθένα χορηγούμενο απο την 1η έως την 5η ημέρα,<br />

κάθε 4 απο 5 εβδομάδες (MAYO regimen ) [38].<br />

Η Διεθνής Πολυκεντρική Συγκεντρωτική Ανάλυση<br />

των Μελετών καρκίνου του παχέος εντέρου IMPAKT<br />

αποτελείται από συγκεντρωτικά στοιχεία από 1526<br />

ασθενείς με εκτομημένο DUKE Β ή C καρκίνο του παχέος<br />

εντέρου οι οποίες διενεργήθηκαν σε τρεις ανεξάρτητες<br />

δοκιμές στην Ιταλία, στον Καναδά και στη Γαλλία<br />

[35,36]. Σε όλες τις περιπτώσεις οι ασθενείς ήταν<br />

τυχαίοποιημενοι προς παρατήρηση ή 6 κύκλους από<br />

μηνιαίο 5-FU (375 έως 400mg/m2) και οι δύο χορηγούμενες<br />

απο την 1η έως την 5η ημέρα. Η θεραπεία συσχετίσθηκε<br />

με μια σημαντική, 22 τοις εκατό μείωση των<br />

θανάτων ( τρίχρονη ολική επιβίωση 83 έναντι 78 τοις<br />

εκατό [36] ). Σε ανάλυση υποομάδων, το όφελος ήταν<br />

περιορισμένο σε ασθένεια με θετικούς λεμφαδένες.<br />

Επακόλουθες μελέτες έχουν εστιάσει επί της βέλτιστης<br />

δόσης του LV, στην διάρκεια της θεραπείας (6<br />

έναντι 12 μηνών) και στο εγχεόμενο έναντι bolus 5-FU<br />

χρονοδιαγράμματα.<br />

Δόση του LV. Η ισοδυναμία της χαμηλής δόσης<br />

έναντι υψηλής δόσης σε συνδυασμό με το 5-FU έχει<br />

αποδειχθεί σε πολλες μελέτες [39,41-43]. Στην μεγαλύτερη<br />

μελέτη απο αμερικανική ομάδα (ΙΝΤ) 0089, 3759<br />

ασθενείς με εκτομημένο στάδιο ΙΙ ή ΙΙΙ καρκίνου του<br />

παχέος εντέρου ήταν τυχαίοποιημενοι σε μια από τις<br />

παρακάτω τέσσερις αγωγές : 12 μήνες από 5-FU /<br />

λεβαμιζόλη, έξι έως 8 μήνες την αγωγή ΜΑΥΟ (5-FU<br />

425 mg/m2 και χαμηλή δόση LV 20 mg/m2 ημερησίως<br />

το καθένα απο την 1η έως την 5η ημερα, κάθε 4 ή 5<br />

εβδομάδες), τέσσερις κύκλους από εβδομαδιαία 5-FU<br />

και υψηλή δόση LV (αμφότερες 500mg/m2) ανά εβδομάδα<br />

για 6 απο 8 εβδομάδες, το «Roswell Park [RPMΙ ]<br />

regimen » ή 5-FU / λεβαμισόλη και χαμηλή δόση LV [41].<br />

Δεν υπάρχουν σημαντικες διαφορες στην επιβιωση<br />

ελευθερης νοσου ή στηνσυνολική επιβίωση ανάμεσα<br />

σε οποιαδήποτε από τις δοκιμές (πίνακας 2).<br />

Όμως αυτή η μελετη και άλλες [42] τεκμηριώνουν<br />

ένα διαφορετικό μοτίβο τοξικότητας σε ασθενείς που<br />

αντιμετωπιζόνται με τη χαμηλή δόση ΜΑΥΟ αγωγή<br />

συγκρινόμενο με την RPMI αγωγή. Η πενθήμερη αγωγή<br />

με bolus 5FU εμφανίζεται να είναι περισσότερο τοξική<br />

(ιδιαίτερα σε σχέση με την διάρροια) στις γυναίκες συγκρινόμενες<br />

με τους άνδρες και σε μεγαλύτερους σε<br />

σύγκριση με νεότερους ασθενείς. Σαν αποτέλεσμα η<br />

RPMI αγωγή έχει υιοθετηθεί από πολλούς, ώς η προτιμητέα<br />

αγωγή όταν η bolus 5-FU και LV υποδεικνύεται.<br />

Διάρκεια θεραπεία. Τουλάχιστον 3 τυχαίες μελέτες<br />

δεν δείχνουν κανένα προστιθέμενο όφελος από 12 σε<br />

σύγκριση με 6 έως 8 μήνες από 5-FU/LV συμπληρωματικής<br />

χημειοθεραπείας [39,41,43]. Μια COCHRAN μετανάλυση<br />

κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μικρότερης<br />

διάρκειας χημειοθεραπεία (3 έως 6 μήνες) συγκρινόμενη<br />

με την μεγαλύτερης διάρκειας χημειοθεραπεία (9 έως<br />

12 μήνες) δεν ήταν συσχετισμένη με κατώτερη έκβαση<br />

ως αναφοράν την χωρίς υποτροπή συνολική επιβίωση<br />

[44]. Όμως, δεν υπήρχαν δεδομένα πάνω στα οποία να<br />

βασιστεί η σύσταση για 6 μήνες έναντι μικρότερης διάρκειας.<br />

Η συσταση ειναι για 6 μήνες συμπληρωματική<br />

χημειοθεραπεία [45].<br />

Εγχεόμενη έναντι bolus 5-FU. Μια έλλειψη ανωτερότητας,<br />

αλλά περισσότερο τo ευνοϊκότερο προφίλ<br />

παρενεργειών με την συνεχή έγχυση 5-FU εναντι του<br />

bolus 5-FU και LV έχει αποδειχθεί απο τουλάχιστον 3<br />

μελέτες [30,46,47].<br />

Μία μικρή μελέτη που απευθείαν σύγκρινε 24 εβδομάδων<br />

θεραπεία ΜΑΥΟ ( χαμηλή δόση bolus 5-FU και<br />

LV) έναντι 12 εβδομάδες παρατεταμένη χορηγηση 5-<br />

FU μόνο (300 mg/m2 ημερησίως) είχε πραγματοποιηθεί<br />

[30]. Η εγχεόμενη 5-FU ήταν συσχετισμένη με μια τροπή<br />

προς καλύτερη 5χρονη χωρίς υποτροπή επιβίωση<br />

(73 έναντι 67 τοις εκατό, ρ= 0,1) και ολική επιβίωση<br />

(76 έναντι 72 τοις εκατό, ρ= 0,8) και αυτό το σχημα<br />

προκάλεσε λιγότερη διάρροια, βλενογονίτιδα, ναυτία,<br />

εμετό και ουδετεροπενία. Όμως, καμία μελέτη δεν έχει<br />

συγκρίνει το εγχεόμενο 5-FU έναντι της καλύτερης<br />

ανεκτής θεραπείας RPMI από 5-FU/LV.<br />

Βραχυπρόθεσμο εγχεόμενο 5-FU/LV. Στη μεταστατική<br />

νόσο, βραχυπρόθεσμες εγχεόμενες αγωγές του<br />

5-FU και LV (το ονομαζόμενο de Gramont πρόγραμμα)<br />

είναι συσχετισμένες με ανώτερες εκβάσεις όταν συγκρίνονται<br />

με μηνιαία προγράμματα bolus των 5-FU/<br />

LV. Αυτά είναι τα σχηματα 5-FU/LV τα οποία έχουν<br />

χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με οξαλιπλατίνη<br />

Η καλύτερη ανεκτικότητα του de Gramont προγράμματος<br />

(LV 200mg/m2 bolus και μετά 600mg/m2 σε<br />

22 ώρες, σε δύο διαδοχικές ημέρες κάθε 2 εβδομάδες)<br />

έναντι της μηνιαίας εγχυσης bolus 5-FU συν υψηλή δόση<br />

LV (LV 200mg/m2 ακολουθούμενο από μία δεκαπεντάλεπτη<br />

ένεση bolus από 5-FU 400mg/m2, και οι δύο απο


252<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

την 1η έως την 5η ημερα, κάθε 4 εβδομάδες) καταδείχθηκε<br />

σε τυχαιοποιημένη μελέτη από 905 ασθενείς<br />

με εκτομημένο στάδιο ΙΙ (43 τοις εκατό) ή ΙΙΙ καρκίνο<br />

του παχέος εντέρου [31]. Σε διάμεση παρακολούθηση<br />

6 χρόνων, δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά<br />

είτε σε DFS είτε στην συνολική επιβίωση, αλλά η εμφάνιση<br />

ουδετεροπενίας, διάρροιας και βλενογονίτιδας<br />

ήταν σημαντικά λιγότερες με το de Gramont σχήμα.<br />

Όσο για την παρατεταμένη έγχυση 5-FU, αυτές οι<br />

αγωγές απαιτούν κεντρική φλεβική πρόσβαση η διήμερη<br />

νοσηλεία, και είναι ασαφές αν η προστιθέμενη<br />

ενόχληση και το κόστος είναι δικαιολογημένα σε ασθενείς<br />

οι οποίοι είναι να λάβουν 5-FU/LV μόνο χωρίς<br />

οξαλιπλατίνη. Παρ’ όλα αυτά, το ευνοϊκό προφίλ τοξικότητας<br />

του προγράμματος de Gramont έναντι του<br />

bolus 5-FU συν LV κάνει αυτό μια ελκυστική επιλογή,<br />

ιδιαίτερα για άτομα με σημαντική συννοσηρότητα.<br />

Εκ του στόματος φλουοροπυριμιδίνες<br />

Εκ του στόματος δραστικές φλουοροπυριμιδίνες<br />

όπως η καπεσιταμπίνη και το UFT προσφέρουν αυξημενη<br />

άνεση χρήσης και την πιθανότητα ενός καλύτερου θεραπευτικού<br />

δείκτη (τουλάχιστον με καπεσιταμπίνη) [49].<br />

Η καπεσιταμπίνη απορροφάται άθικτη διαμέσου<br />

του εντερικού τοίχου και τότε μετατρέπεται σε 5-FU σε<br />

3 διαδοχικές ενζυματικές αντιδράσεις. Το τελικό απαιτούμενο<br />

ένζυμο, η φωσφορυλάση της θυμιδινης είναι<br />

παρόν σε σταθερά υψηλότερα επίπεδα στον όγκο,<br />

συγκρινόμενο με τον φυσιολογικό ιστό, σχηματίζοντας<br />

την βάση για ενισχυμένη εκλεκτικότητα του φαρμάκου<br />

για τα καρκινικά κύτταρα και καλύτερη ανεκτικότητα.<br />

UFT είναι ένα 4:1 μοριακός συνδυασμός από ftorafur<br />

με uracil. Το Uracil ανταγωνιστικά αναστέλλει την καταβολή<br />

του 5-FU, καταλήγοντας σε σταθερότερες συγκεντρώσεις<br />

και στο πλάσμα και στον όγκο.<br />

Το όφελος από του στόματος φλουοροπυριμιδίνες<br />

απευθύνθηκε σε μία μετα-ανάλυση από ατομικά<br />

δεδομένα από 5 Γιαπωνέζικες μελέτες που αφορούν<br />

5232 ασθενείς με εκτομής στάδιο Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του καρκίνου<br />

του παχέος εντέρου, οι οποίοι ήταν τυχαίοποιημενοι<br />

σε συμπληρωματική από το στόμα φλουοροπυριμίδινη<br />

(5-FU, UFT ή hexacarbamoyl – 5 φλουοροουρακίλη) έναντι<br />

παρατήρησης [50].<br />

Στο σύνολο η από του στόματος θεραπεία μείωσε<br />

τον κίνδυνο υποτροπής και θανάτου σε 11 και 15 τοις<br />

εκατό, αντιστοίχως. Όμως το απόλυτο όφελος επιβίωσης<br />

για ασθενείς με στάδιο ΙΙΙ νοσου ήταν μόνο 2,5<br />

τοις εκατό, μία τιμη η οποία φαίνεται κατώτερη από<br />

εκείνη που επιτυγχάνεται με τις μοντέρνες παρεντερικές<br />

5-FU βασισμένες αγωγές.<br />

Οι περισσότερες μελέτες προτείνουν ότι το μέγεθος<br />

του οφέλους με είτε καπεσιταμπίνη είτε UFT είναι τουλάχιστον<br />

ισοδύναμες από εκείνη του IV bolus 5-FU/LV:<br />

Καπεσιταμπίνη: Η Ευρωπαϊκή / Καναδική Χ-ACT<br />

μελέτη (πινακας 4) τυχαίως άνεθεσε 1987 ασθενείς<br />

με στάδιο εκτομής ΙΙΙ καρκίνο του παχέος εντέρου<br />

σε εξάμηνη χημειοθεραπεία από καπεσιταμπίνη μόνο<br />

(1250mg/m2 2 φορές ημερησίως για 14 από κάθε 21<br />

ημέρες) ή μηνιαία bolus εγχυση 5-FU/LV (ΜΑΥΟ αγωγή)<br />

[51].<br />

Η μελέτη είχε ως στατιστικό στόχο την επίδειξη θεραπευτικής<br />

ισοδυναμίας, με την DFS ως το πρωτεύον<br />

καταληκτικό σημείο.<br />

Σε μια μέση περίοδο παρακολούθησης 3,8 χρόνων<br />

η καπεσιταμπίνη ήταν τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματική<br />

όσο το 5-FU/LV και υπήρχε κάποια ενδειξη<br />

υπεροχής όσον αφορά την τριετή DFS (64 έναντι 61<br />

τοις εκατό, ρ = 0,05) και την συνολική επιβίωση (81 έναντι<br />

78 τοις εκατό, ρ = 0,07) [51]. Παρά το γεγονός ότι το<br />

μισό όλων των ασθενών που λαμβάναν καπεσιταμπίνη<br />

απαιτούσε μείωση της δόσης, το συνολικό ποσοστό<br />

των συμβάντων των δυσμενών επιπτώσεων ήταν χαμηλότερο<br />

από αυτους που ελαμβαναν 5-FU/LV, με την<br />

εξαίρεση του συνδρόμου χεριών-ποδιών το λεγόμενο<br />

Άκρων ερύθημα (σύνδρομο χεριών-ποδιών).<br />

Σε μεγάλο βαθμό βασιζόμενοι σ’ αυτά τα δεδομένα<br />

η καπεσιταμπίνη εγκρίθηκε για την συμπληρωματικη<br />

θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου στις<br />

Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως η καπεσιταμπίνη θα πρέπει<br />

να χρησιμοποιηθεί προσεκτικά σε μεγαλύτερους<br />

σε ηλικία ασθενείς, ιδιαίτερα σε εκείνους με μειωμένη<br />

κάθαρση κρεατινίνης. Επιπλέον μια δόση από 1250MG/<br />

M2 δύο φορές ημερησίως είναι δυσκόλως ανεκτή σε<br />

Αμερικανούς ασθενείς αν και οι Ευρωπαίοι και οι Ασιάτες<br />

φαίνονται να είναι καλύτερα ικανοί να ανεχθούν<br />

αυτή την δόση [52].<br />

Σε μερικές περιπτώσεις, κάποιοι ασθενείς ίσως ληφθούν<br />

υπ’ όψιν για διασταύρωση από 5-FU/LV – βασισμένη<br />

συμπληρωματική αγωγή σε καπεσιταμπίνη.<br />

Όμως, τουλάχιστον μερικά δεδομένα προτείνουν ότι<br />

το πληθος των συμβάντων και η σοβαρότητα τους<br />

όταν αυτό δίνεται μετά από πεντε κυκλους 5-FU/LV<br />

ειναι αυξημένα [53 ]. Ο μηχανισμός, ο βασιζόμενος,<br />

υποκινούμενος αυτής της συγκεκριμένης αλληλουχίας<br />

επιδείνωσης τοξικότητας είναι ασαφής.<br />

UFT. Η σχετική αποτελεσματικότητα του UFT σε σύγκριση<br />

με την παρεντερική μελέτη χορηγησης 5-FU/LV<br />

αναδείχτηκε στην μελέτη NSABP C-06, στην οποία 1608<br />

ασθενείς με εκτομημένο στάδιο ΙΙ και ΙΙΙ του καρκίνου


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 253<br />

του παχέος εντέρου ήταν τυχαιοποιημένοι να λάβουν<br />

bolus εβδομαδιαίο 5-FU με υψηλή δόση LV (για 24 αντί<br />

για το συνηθισμένο 32 εβδομάδες) ή UFT συν από το<br />

στόμα LV / πέντε 35 ημερών κύκλοι ) [54]. Δεν υπήρχαν<br />

σημαντικές διαφορές στα ποσοστά με παρακολούθηση<br />

5 χρόνων, των DFS (68 έναντι 67 τοις εκατό για UFT<br />

και 5-FU/LV, αντιστοίχως) και της συνολικής επιβίωσης<br />

(79 τοις εκατό σε αμφότερες ομάδες).<br />

Αν και το UFT είναι ευρύτερα διαθέσιμο στην Ευρώπη<br />

και Ασία, δεν είναι διαθέσιμο στις Ηνωμένες Πολιτείες<br />

της Αμερικής.<br />

Για ασθενείς με εκτομημένο καρκίνο του παχέος<br />

εντέρου οι οποίοι πρόκειται να λάβουν αγωγή βασισμένη<br />

στο 5FU, συμπληρωματικής χημειοθεραπείας<br />

(π.χ. χωρίς οξαλιπλατίνη ), η καλύτερη συμπληρωματική<br />

αγωγή δεν είναι οριστικά καθορισμένη. Αν και οι<br />

περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν το όφελος από<br />

το 5-FU/LV χρησιμοποιώντας ως βάση την αγωγή<br />

κατα ΜΑΥΟ ( καθημερινή θεραπεία για 5 ημέρες, 1<br />

φορά ανά μήνα) το ευνοϊκότερο προφίλ τοξικότητας<br />

της εβδομαδιαίας RPMI αγωγής (4 σχηματα από 5-FU<br />

500mg/m2 συν LV 500mg/m2 αμφότερα δοσμένα για 6<br />

από 8 εβδομάδες) έχει οδηγήσει πολλούς να θεωρούν<br />

αυτή την προτιμήτεα αγωή [41].<br />

Η παρατεταμένη έγχυση με 5-FU μόνο ( τρία σχήματα<br />

θεραπείας αποτελούμενα από 250mg/m2 ανά<br />

ημέρα για 56 από 63 ημέρες ) και η βραχεία έγχυση με<br />

5-FU/LV η de Gramont αγωγή, (πίνακας 3) παρέχουν<br />

ογκολογικές εκβάσεις οι οποίες είναι τουλάχιστον εξίσου<br />

καλές και λιγότερο τοξικές σε σύγκριση με την<br />

bolus χορήγηση του 5-FU/LV. Όμως είναι ασαφές αν η<br />

προστιθέμενη ενόχληση και το κόστος από μία κεντρική<br />

φλεβική γραμμή και περιπατητική έγχυση αντλίας η<br />

η νοσηλεία είναι δικαιολογημένη σε ασθενείς οι οποίοι<br />

είναι να λάβουν μία αγωγη μη βασισμένη στην οξαλιπλατίνη.<br />

Η από του στόματος φλουοροπιριμιδίνες καπεσιταμπίνη<br />

και UFT είναι τουλάχιστον όσο αποτελεσματικές<br />

όσο η bolus εγχυση 5-FU συν LV. Όμως, οικονομικές<br />

πολιτικές για από του στόματος κυτταροτοξικούς<br />

παράγοντες όπως η καπεσιταμπίνη ποικίλουν κατά<br />

πολύ μεταξύ χωρών. Το υψηλότερο κόστος της καπεσιταμπίνης<br />

(ιδιαίτερα ανάμεσα σε ασθενείς καλυμμένους<br />

στις Η.Π.Α. με προγράμματα Medicare (ιατρικής)<br />

φροντίδας) [55] συγκρινόμενο με IV 5-FU βασισμένες<br />

αγωγές ( οι οποίες είναι τυπικά καλυμένες από το<br />

ασφαλιστικο συστημα ) ειναι ενα σοβαρό στοιχειό για<br />

τον ογκολόγο στην επιλογή της θεραπείας για μεμονωμένους<br />

ασθενείς.<br />

Πίνακας 3. Χημειοθεραπευτικά σχήματα καρκίνου παχέος<br />

εντέρου<br />

OXALIPLATIN – Η οξαλιπλατίνα είναι το μόνο πλατίνουχο<br />

τύπου φάρμακο με δραστηριότητα στον καρκίνο<br />

του παχέος εντέρου, Χρησιμοποιείται μόνο σε<br />

συνδυασμό με μια φλουοροπρυριμιδίνη.<br />

MOSAIC μελέτη ( πινακας 3 ): Το Όφελος με την<br />

πρόσθεση οξαλιπλατίνης σε 5-FU/LV πρώτα διαπιστωθηκε<br />

στην μέλετη MOSAIC, όπου τυχαιοποιημένα<br />

αναθέτησαν 2246 ασθενείς με εκτομημένο στάδιο ΙΙ (40<br />

τοις εκατό) ή ΙΙΙ καρκίνου παχέος εντέρου σε 6 μηνών<br />

πρόγραμμα από 1 από τα ακόλουθα [56,57]:<br />

• De gramont σχημα (LV 200mg/m2 σαν μια 2ωρη<br />

έγχυση, ακολουθούμενη με bolus 5-FU 400mg/m2 και<br />

μετα μια 22ωρη έγχυση από 5-FU 600mg/m2, κάθε 2<br />

εβδομάδες.<br />

• Η ίδια αγωγή των 5-FU/LV συν οξαλιπλατίνη<br />

(85mg/m2 ημέρα 1 κάθε 14 ημέρες, η επονομαζόμενη<br />

FOLFOX4 (πίνακας 4).<br />

Σε μια διάμεση παρακολούθηση 82 μηνών, η 5χρονη<br />

DFS (το πρωτεύον καταληκτικό σημείο) ήταν σημαντικά<br />

ανώτερη με FOLFOX (73 έναντι 67 τοις εκατό, hazard<br />

ratio 0,8 ).<br />

Επιπροσθέτως, τα ποσοστά συνολικης εξάχρονης<br />

επιβίωσης ήταν επίσης σημαντικά υψηλότερα και σε


254<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

όλους τους ασθενείς (79 έναντι 76 τοις εκατό HR 0,84,<br />

ρ = 0,046) και σε εκείνους με στάδιο ΙΙΙ νοσου (73 έναντι<br />

69 τοις εκατό, HR 0,80, ρ = 0,023), αλλά όχι σε ασθένεις<br />

με σταδίο ΙΙ.<br />

Ανάμεσα σε ασθενείς με ασθενεια στάδιου ΙΙΙ, η<br />

πιθανότητα να παραμείνεις ελεύθερος από ένα DFS<br />

συμβάν ( υποτροπή ή θάνατος) στα 5 χρόνια ήταν<br />

σημαντικά υψηλότερο με το FOLFOX ( 66 έναντι 59 τοις<br />

εκατό, HR0,78, ρ = 0,05) ενώ αυτό δεν ήταν σημαντικά<br />

διαφορετικό σ’ εκείνους τους ασθενείς με ασθένεια<br />

σταδίου ΙΙ (84 έναντι 80 τοις εακτό, HR 0,84 ρ = 0,258).<br />

Σε μία διερευνητική ανάλυση, υπήρχε μία μεγαλύτερη<br />

απόλυτη διαφορά στο DFS η οποία ευνοούσε το<br />

FOLFOX στην υποομάδα του σταδίου ΙΙ ασθενών με<br />

υψηλό ρίσκο όγκων, αλλά δεν ήταν στατιστικά σημαντικό<br />

(82 έναντι 75 τοις εκατό HR 0,72).<br />

Εμπύρετη ουδετεροπενία (1,8 έναντι 0,2 τοις εκατό)<br />

και βαθμού 3 έως 4 διάρροια (10,8 έναντι 6,6 τοις εκατό)<br />

ήταν περισσότερο κοινές με FOLFOX [56]. Αν και κάποιος<br />

τύπος περιφερικής νευροπάθειας ανέπτυχθηκε<br />

σε 92 τοις εκατό των ασθενών που λαμβάναν FOLFOX,<br />

ήταν σοβαρή (βαθμός 3) σε μόνο 13 τοις εκατό και γενικά<br />

αναστρέψιμη. Στους 48 μήνες παρακολούθησης,<br />

βαθμός 1, 2 ή 3 νευροπάθειας παρατηρήθηκε στο 12,3<br />

και 0,7 τοις εκατό των ασθενών, αντιστοίχως [57].<br />

NSABP C-07 μελέτη<br />

Καλύτερες εκβάσεις (αποτελέσματα) με οξαλιπλατίνη<br />

επίσης αναφέρθηκαν στο NSABP C-07, οι οποίες<br />

τυχαία ανατέθησαν 2407 ασθενείς με στάδιο ΙΙ (29 τοις<br />

εκατό) ή ΙΙΙ καρκίνο παχέος εντέρου σε 3 κύκλους από<br />

εβδομαδιαίο bolus 5-FU/LV (αγωγή RPMI) με ή χωρίς<br />

οξαλιπλατίνη (85mg/m2 στις εβδομάδες 1,3 και 5 της<br />

κάθε όγδοης εβδομάδας του κύκλου, FLOX) [58]. H DFS<br />

μετα απο τεσσερα χρονια ανεδειξε οτι το σχημα FLOX<br />

ηταν σημαντικά ευνοημένο (73 έναντι 67 τοις εκατό,<br />

HR 0.80) [58], και υπήρχε μία τάση προς την καλύτερη<br />

επιβίωση στην ομάδα της οξαλιπλατίνης (5 χρόνια<br />

επιβίωση 80 έναντι 78 τοις εκατό, HR 0,85) [59].<br />

Η τοξικότητα ήταν εξέχουσα και στις 2 ομάδες. Η<br />

νοσηλεία σε νοσοκομείο για διάρροια ή αφυδάτωση<br />

ήταν απαραίτητη σε 51 ασθενείς που λάμβαναν FLOX<br />

και 28 από την ομάδα ελέγχου (5,5 έναντι 3 τοις εκατό,<br />

ρ = 0,08 ). Ενώ ο κίνδυνος θανάτου εντός 60 ημερών<br />

από την έναρξη της θεραπείας ήταν 1,2 τοις εκατό συνολικά<br />

και παρόμοια και στις 2 ομάδες, 4 θάνατοι με<br />

την ομάδα του FLOX όπου κατευθείαν αποδόθησαν σε<br />

εντεροπαθεια προκαλούμενη απο την χημειοθεραπεία,<br />

έναντι 1 στην ομάδα ελέγχου. Βαθμού 3 ή 4 εμετός (13<br />

έναντι 9 τοις εκατό) και βαθμού 3 νευροαισθητηριακή<br />

τοξικότητα (8,2 έναντι 0,2 τοις εκατό) ήταν επίσης σημαντικά<br />

περισσότερο κοινά με το σχήμα FLOX.<br />

Βασισμένος ως επί το πλείστον επί των αποτελεσμάτων<br />

της μελέτης MOSAIC η οξαλιπλατίνη εγκρίθηκε,<br />

σε συνδυασμό με εγχεόμενο 5-FU/LV, ως συμπληρωματική<br />

θεραπεία του εντελώς εκτομημένου σταδίου<br />

ΙΙΙ καρκίνο του παχέος εντέρου. Η οξαλιπλατίνη συν<br />

το εβδομαδιαίο bolus 5-FU/LV βασισμένη αγωγή (FLOX)<br />

εμφανίζεται περισσότερο τοξική από συνδυασμούς<br />

με εγχεόμενο 5-FU/LV (π.χ. FOLFOX). Επιπλέον, στον<br />

καθορισμό τηςβέλτιστης θεραπείας για την μεταστατικής<br />

νόσο οι bolus αγωγές οι οποίες είναι παρόμοιες<br />

με το FLOX έχουν αποδειχθεί να είναι κατώτερες του<br />

FOLFOX λ.χ. στις TREE μελέτες [60].<br />

Γι’ αυτούς τους λόγους, είναι προτιμητέο το<br />

FOLFOX εφόσον η περιπατητική θεραπεία με έγχυση η<br />

η νοσηλεία είναι εφικτή. Για συμπληρωματική θεραπεία<br />

του σταδίου ΙΙΙ του παχέος εντέρου καρκίνου από το<br />

NCCN θεωρείται ως προτιμήτεα αγωγή η αγωγή με<br />

βάση το 5-FU/LV είτε με καπεσιταμπίνη [45].<br />

Ενώ το FOLFOX 4 ήταν η χρησιμοποιουμένη αγωγή<br />

στην συμπληρωματική μελέτη εγγραφής, πολλοί<br />

ογκολόγοι χρησιμοποιούν τροποποιημένο FOLFOX6<br />

(πίνακας 6) διότι δεν απαιτεί την δεύτερη ημέρα bolus<br />

από λευκοβορίνη. Τροποποιημένο FOLFOX 7 (πίνακας<br />

7) εξαλείφει το bolus 5-FU εντελώς και είναι λιγότερο<br />

μυελοτοξική.<br />

Καπεσιταμπίνη συν οξαλιπλατίνη.<br />

Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, από του στόματος<br />

δραστικές φλουοροπυριμιδίνες όπως η καπεσιταμπίνη<br />

προσφέρουν μεγαλύτερη ευκολία. Ο συνδυασμός<br />

της καπεσιταμπίνης (1000mg/m2 2φορές ημερησίως<br />

για 14 ή από κάθε κυκλο 21 ημέρων συν οξαλιπλατίνη<br />

130mg/m2 IV την 1η ημέρα), μια αγωγή ονομαζόμενη<br />

XELOX (ΠΙΝΑΚΑΣ 3 ), κατευθείαν συνεκρίθη σε στάνταρ<br />

IV bolus 5-FU/LV σε μία φάση ΙΙΙ μελέτη με συμμετοχή<br />

1886 ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου στάδιου<br />

ΙΙΙ [61]. Το σκέλος ελέγχου του 5-FU/LV ήταν είτε<br />

το ΜΑΥΟ (425mg/m2 5-FU και 20mg/m2 LV ημερησίως<br />

απο την 1η έως την 5η ημερα, 1 φορά ανά μήνα) ή RPMI<br />

αγωγή (5-FU και LV η κάθε μία 500mg/m2, εβδομαδιαία<br />

για 6 ή κάθε 8 εβδομάδες) κατά την κρίση του κάθε<br />

κέντρου.<br />

Μετα από ένα διάμεσο 57μηνο παρακολούθησης, η<br />

DFS ήταν σημαντικά ανώτερη με XELOX από με bolus<br />

5-FU/LV (HR για DFS 0,80, 95% CI 0,69 έως 0,93 τριών<br />

χρόνων DFS από 71 έναντι 67 τοις εκατό) [61].


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 255<br />

Το XELOX συσχετίσθηκε με λιγότερη βαθμου 3 ή 4<br />

ουδετεροπενία (9 έναντι 16 τοις εκατό) εμπύρετη ουδετεροπενία<br />

(< 1 έναντι 4 τοις εκατό), στοματίτιδα (


256<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

τις εκβάσεις σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του<br />

παχέος εντέρου, μολονότι το κόστος της θεραπείας,<br />

συσχετισμένης με τις παρενέργειες ( όπως αιμορραγία,<br />

υπέρταση, διάτρηση εντέρου και θρομβοεμβολικά συμβάντα).<br />

Το όφελος προσθέτοντας Bevacizumab σε χημειοθεραπεία<br />

βασισμένη στην οξαλιπλατίνη –ελέχθηκε<br />

στην μελετη NSABP C-08, το οποίο ενέγραψε 2672<br />

ασθενείς με στάδιο ΙΙ (25 τοις εκατό) ή ΙΙΙ καρκίνο του<br />

παχέος εντέρου [66,67]. Το πειραματικό σκέλος έλαβε<br />

Bevacizumab (5mg/kg κάθε 2 εβδομάδες) ταυτόχρονα<br />

με Folfox για 6 μήνες και μετά σαν μονοθεραπεία για<br />

ένα επιπρόσθετο εξάμηνο. Το σκέλος ελέγχου αποτελουνταν<br />

απο 6 μήνες FOLFOX μόνο.<br />

Η ομάδα που ελαβε Bevacizumab είχε σημαντικά<br />

υψηλότερα ποσοστά υπέρτασης, τραύματος, επιπλοκων,<br />

αλγους, πρωτεϊνουρίας και σύνδρομο χεριών<br />

– ποδιών, αλλά όχι γαστροεντερική διάτρηση, αιμορραγία,<br />

αρτηριακά ή φλεβικά θρομβωτικά συμβάντα ή θάνατο<br />

[67]. Δυστυχώς δεν υπήρχε σημαντικό όφελος για<br />

την πρόσθεση του Bevacizumab (τρίχρονο DFS 77 έναντι<br />

76 τοις εκατό, HR 0,89 / 95% CI 0,76 σε 1,04) [68].<br />

Δε υπήρχαν επίσης αποδεικτικά στοιχεία να προτείνουν<br />

ότι οι ασθενείςπου ελαβαν bevacizumab είχαν<br />

μια χειρότερη έκβαση (π.χ. υψηλότερο ποσοστό μεταστατικής<br />

νοσου, πολλαπλες μεταστασεις, φτωχότερη<br />

επιβίωση μετά από την υποτροπή).<br />

Αυτή το εύρημα (πόρισμα) αντικρούει προκλινικά<br />

δεδομένα που αυξάνουν την πιθανότητα ότι η αναστολή<br />

της αγγειογένεσης ίσως επιταχύνει την μεταστατική<br />

συμπεριφορά. Όμως, η παρακολούθηση σ’<br />

αυτή την μελέτη ήταν σχετικά βραχεια.<br />

Μια δεύτερη μελέτη, η Ευρωπαϊκή AVANT μελέτη<br />

(μια τυχαιοποιημένη σύγκριση του FOLFOX4 με και χωρίς<br />

Bevacizumab και XELOX συν Bevacizumab) ολοκλήρωσε<br />

την εισαγωγη των ασθενων στα μέσα του 2007.<br />

Σε μια προκαταρτική αναφορά παρουσίασε στο 2011<br />

ASCO GI Καρκίνου Συμπόσιο, οι αδθενεις που ελαβαν<br />

12 μήνες αγωγη αποτελουμενη από Bevacizumab σε<br />

συνδυασμό με είτε FOLFOX είτε XELOX δεν ειχαν παραταση<br />

ουτε της DFS ή της συνολική επιβίωσης όταν<br />

συγκρίθηκαν με την χημειοθεραπεία μόνη [69].<br />

Η προσθηκη του Bevacizumab στην χημειοθεραπεία<br />

δεν μπορεί να θεωρηθεί μία στάνταρ προσέγγιση για<br />

σθενείς που απαιτούν συμπληρωματικη χημειοθεραπεία<br />

του παχέος εντέρου.<br />

CETUXIMAB<br />

Το cetuximab είναι ένα χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα<br />

το οποίο στοχεύει στον υποδοχεα του επιδερμικου<br />

αυξητικου παράγοντα ( EGFR ) : το όφελος αυτού<br />

του φαρμάκου στον μεταστατικό καρκίνο παχέος<br />

εντέρου είναι περιορισμένο σε ασθενείς των οποίων<br />

οι όγκοι εκφράζουν τον χωρις μετταλαξη (wild) τύπο<br />

γονιδιου Κ – ras.<br />

Το Όφελος από την προσθηκη του Cetuximab στην<br />

συμπληρωματικη χημειοθεραπεια απευθύνθηκε στην<br />

NO147 μελέτη, στην οποία σθενείς με εκτομημένο καρκίνο<br />

στάδιου ΙΙΙ του παχέος εντέρου (1760 από τους<br />

οποίους είχαν wild type Κ – ras και 658 με Κ – ras μεταλλαγμένους<br />

όγκους) ήταν τυχαιοποιημένοι σε FOLFOX με<br />

ή χωρίς Cetuximab [70,71]. Η μελέτη κλείσθηκε πρόωρα<br />

αφού διαπιστώθηκε σε μία ενδιάμεση ανάλυση ότι καμία<br />

ομάδα ασθενών δεν επωφελήθηκε από την προσθηκη<br />

Cetuximab. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα σε<br />

ασθενείς με Κ – ras μεταλλαγμένους όγκους, η πρόσθεση<br />

του Cetuximab στο FOLFOX σημαντικά διατάραξε<br />

το DFS και υπήρχε επίσης μία τάση προς χειρότερη<br />

συνολική επιβίωση σ’ αυτή την ομάδα επίσης.<br />

ADJUVANT RT – ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ RT<br />

Συνήθως δεν θεωρείται η ακτινοθεραπεια ως συμπληρωματικη<br />

αγωγη για εκτομημένο καρκίνο του παχέος<br />

εντέρου. Αυτό είναι σε αντίθεση με ασθενείς με<br />

καρκίνο του ορθού, μέσα στην οποία στην αποτελεσματική<br />

συμπληρωματική θεραπεία για αμφότερη διατοιχωματική<br />

νοσο η με θετικους λεμφαδενες συμπεριλαμβάνει<br />

την RT. Η τοπική υποτροπή είναι περισσότερο<br />

συχνή στον καρκίνο του ορθού οφειλόμενη στην<br />

τοπική ανατομία και στη δυσκολία να αποκτήσουμε<br />

ορια επαρκους εκτομής.<br />

Όμως, στον καρκίνο του παχέος εντέρου, αυξάνοντας<br />

το στάδιο αποτελει προβλέπτικο παραγοντα<br />

για τοπική αποτυχία [77-79], όπως ειναι και η ανατομική<br />

τοποθεσία:<br />

• Το κατιον και ανιον τμημα του παχέος εντέρου<br />

θεωρούνται ανατομικά «ακίνητες» κατασκευές.<br />

Οι ανατομικοί περιορισμοί προκαλούμενοι από<br />

την στενή εγγύτητα αυτών των τμημάτων του<br />

εντέρου σε οπισθοπεριτοναϊκούς ιστούς ίσως<br />

αποκλείσουν την εκτεταμενη εκτομή αυξάνοντας<br />

τον κίνδυνο υπολειμματικής ασθένειας και<br />

τοπικής αποτυχίας.<br />

• Το μέσο συγμοειδές και το μέσο εγκάρσιο παχυ<br />

έντερον δεν είναι σταθερές δομές, και ένα ευρύ<br />

περιθώριο εκτομης του μεσεντέριου είναι συνήθως<br />

εφικτό. Εν την απουσία της προσκόλλησης<br />

του ογκου σε τοπικά όργανα, τοπική αποτυχία<br />

σ’ αυτές τις θέσεις είναι ασυνήθιστες.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 257<br />

• Ποσοστά τοπικής αποτυχίας για όγκους που<br />

προκύπτουν στο τυφλό έντερο, στην ηπατική<br />

και σπληνική καμπή ή στο εγγύς και άπω σιγμοειδές<br />

ποικίλουν, εξαρτωντασι από την συμμετοχη<br />

του μεσεντεριού, το μέγεθος της πρωταρχικής<br />

ασθένειας και την επάρκεια (καταλληλότητα)<br />

των περιθωρίων.<br />

Τα κάτωθι δεδομένα προτείνουν ότι επιλεγμένοι<br />

ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου οι οποίοι<br />

είναι σε υψηλό κίνδυνο για τοπική υποτροπή (π.χ.<br />

νοσος εντοπιζομενη στο ανιων η κατιων τμημα του<br />

παχέος εντέρου, θετικα ορια εκτομής ), ή Τ4 ασθένεια<br />

ενδεχομένως να επωφεληθούν από την χορηγηση συμπληρωματικης<br />

RT.<br />

Αναδρομικες σειρές απο μεμωνομενα ιδρυματα<br />

προτείνουν οτι τα ποσοστά και οι αναλογίες αποτυχίας<br />

της χειρουργικης εκτομης για υψηλού κινδύνου<br />

ασθενείς μετά από εκτομή μόνο, είναι τουλάχιστον<br />

30% και ότι αυτός ο κίνδυνος μπορεί να ελαττωθεί<br />

ουσιωδώς με την χορηγηση συμπληρωματικης RT [78,<br />

80-82].<br />

Στη μέγαλυτερη μελετη, 171 ασθενείς με υψηλού κινδύνου<br />

πληρους εκτομημενου καρκινου υπέβληθησαν<br />

σε RT (Τ4N0 όγκοι, Τ3Ν+ σε σημεία άλλα από το μεσοσιγμοειδές,<br />

μεσοεγκάρσιο παχύ έντερο και τυφλό, και<br />

επιλεγμένοι ασθενείς με υψηλόυ κίνδυνου Τ3ΝΟ νοσο<br />

και με ορια εκτομης κατω του ενος εκατοστου [81].<br />

Ταυτόχρονη χημειοακτινοθεραπεία (ως επί το πλείστον<br />

5-FU τις ημέρες 1 έως 3 κατά τη διάρκεια της<br />

πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας της RT) χορηγηθηκε<br />

σε 68 ασθενείς. Τα αποτελέσματα από αυτή<br />

την ακτινοβολημένη ομάδα συνεκρίθησαν με ένα ιστορικό<br />

τεράστιο από 395 ασθενείς από παρόμοια Τ και<br />

Ν στάδιο οι οποίοι υποβλήθηκαν σε χειρουργείο μόνο<br />

στο ίδιο ίδρυμα.<br />

Τα τοπικά ποσοστά αποτυχίας σε ασθενείς που<br />

έλαβαν RT και ειχαν Τ4ΝΟ και T4N+ νοσο ήταν 7 και<br />

28 τοις εκατό, αντιστοίχως, οι αντίστοιχες τιμές για<br />

ασθενείς που υπεβλήθησαν σε χειρουργείο μόνο, ήταν<br />

31 και 53 τοις εκατό.Τα ποσοστά της DFS για Τ4ΝΟ και<br />

T4N+ όγκοι στην ακτινοβολημένη ομάδα ήταν 79 και 53<br />

τοις εκατό, έναντι 63 και 38 τοις εκατό, αντιστοίχως,<br />

με χειρουργείο μόνο.<br />

Καμία σημαντική διαφορα στην έκβαση δεν μπορούσε<br />

να καταδειχθεί σε ασθενείς που ελαβαν ακτινοθεραπεια<br />

με Τ3ΝΟ και T3N+ νοσο χωρίς διάτρηση<br />

ή σχηματισμο συρυγγίου. Όμως πολλοί από αυτούς<br />

τους ασθενείς παραπεμθφησαν για RT εξαιτίας ανησυχιών<br />

για την επάρκεια της εκτομής, αυξάνοντας την<br />

πιθανότητα για την μεροληψία της επιλογής τους. Παρ’<br />

όλα αυτά, οι συγγραφείς κατέληξαν ότι οι ασθενείς με<br />

Τ4 όγκους, με διάτρηση η με σχηματισμό αποστήματος,<br />

με σχηματισμο ένος συρίγγιου στην περιοχή του<br />

όγκου ή θετικά περιθώρια εκτομής όλοι επωφελούνται<br />

από μετεγχειρητικη RT.<br />

Η μόνη διαθέσιμη μελέτη στις Η.Π.Α (ΙΝΤ) U130, τυχαιοποιησε<br />

222 ασθενείς με Τ3 Ν1-2 όγκους του ανιοντος<br />

η κατιοντος παχεος έντερου που παρουσιαζαν<br />

εγγυτητα η διηθουσαν αλλο οργανο σε 5-FU/λεβαμιζόλη<br />

με ή χωρίς συμπληρωματική RT [83]. Η μελέτη κλείσθηκε<br />

προηγούμενα του προγραμματισμένου στόχου<br />

των 700 ασθενών εξαιτίας πτωχής ανταποκρισης.<br />

Δεν υπήρχε καμία σημαντική διαφορά στην πεντάχρονη<br />

συνολική επιβίωση (62 έναντι 58 τοις εκατό) για<br />

την χημειοθεραπεία έναντι της χημειορακτινοθεραπείας<br />

μεταξύ των δύο ομάδων.<br />

Υπήρχαν 18 τοπικές υποτροπές σε κάθε ένα σκέλος.<br />

Εξαιτίας της περιορισμένης στατιστικής δύναμης<br />

δεν υπήρχε κανένα οριστικό αποτέλεσμα όσον αφορά<br />

τη αποτελεσματικότητα της μετεγχειρητικής RT σε αυτήν<br />

την μελέτη.<br />

Ο ρόλος της συμπληρωματικής RT σε ασθενείς με<br />

εκτομημένο καρκινο του παχεος έντερο παραμένει μη<br />

καθορισμένο. Παρ’ όλα αυτά τρέχουσες συστάσεις θεραπείας<br />

προτείνουν ότι η συμπληρωματικής RT μπορεί<br />

να προσφερθεί στις κάτωθι υποομάδες ασθενών<br />

που έχουν ένα υπολογίσιμο κίνδυνο τοπικής υποτροπής<br />

το οποίο είναι 30 τοις εκατό ή υψηλότερο: ανιων<br />

η κατιων τμημα του παχέος εντέρου, νοσος σταδιου<br />

Τ4 ή με θετικα ορια εκτομής [45,78].<br />

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ: δίαιτα, άσκηση,<br />

και NSAIDS<br />

Δίαιτα και άσκηση: Πολυπληθείς επιδημιολογικές<br />

μελέτες υποδεικνύουν έναν συσχετισμό μεταξύ παραγόντων<br />

τρόπου ζωής (παχυσαρκία, φυσική δραστηριότητα,<br />

δίαιτα) και το ρίσκο καρκίνο παχέος εντέρου.<br />

Πρόσφατα, μελέτες έχουν προτείνει ότι αυτοί οι<br />

παράγοντες ίσως επίσης επηρεάσουν τον κίνδυνο<br />

υποτροπής και θανάτου απο τον καρκίνο μετά από<br />

την πρώτη χειρουργική εκτομή του CRC [84-90]. Όπως<br />

στα παραδείγματα.<br />

• Η πρόταση ότι η τακτική άσκηση ίσως έχει μια<br />

θετική επίδραση επί της επιβίωσης ήρθε από την<br />

αναφορά από 573 νοσοκόμες με στάδιο Ι έως<br />

ΙΙΙ CRC [87]. Ο κίνδυνος του θάνατου συσχετισμένου<br />

με τον καρκίνο ήταν σημαντικά μειωμένος<br />

στις γυναίκες οι οποίες ασχολήθηκαν με


258<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

την ασκηση πανω απο 18 ώρες ανά εβδομάδα<br />

συγκρινόμενες με εκείνες που έκαναν λιγότερες<br />

από 3 ώρες ανά εβδομάδα (HR 0,39 5 χρόνων<br />

κίνδυνο από θάνατο καρκίνου 14 έναντι 6 τοις<br />

εκατό). Παρόμοια συμπεράσματα έφθασαν σε<br />

αναφορά από αρενες Επαγγελματίες Υγείας σε<br />

Μελέτη Παρακολούθησης [90].<br />

• Δεδομένα από 2 τυχαιοποιημένες συμπληρωματικές<br />

μελέτες CRC θεραπείας προτείνουν ότι<br />

παχύσαρκοι ασθενείς είχαν μία σημαντικά χειρότερη<br />

έκβαση συγκρινόμενη με φυσιολογικού<br />

βάρους συμμετέχοντες [84,85]. Όμως καμία μελέτη<br />

δεν αξιολόγησε ανθρωποκεντρικά δεδομένα<br />

από την συμπλήρωση της συμπληρωματικής<br />

θεραπείας και μία επανα-ανάλυση δεδομένων<br />

από μία από αυτές τις μελέτες δεν υποστηρίζει<br />

μία σχέση μεταξύ δείκτη μάζας σώματος και<br />

υποτροπή ή επιβίωση απο τον καρκίνο ανάμεσα<br />

σε ασθενείς αντιμετωπιζόμενοι για στάδιο<br />

ΙΙΙ του καρκίνου του παχέος εντέρου [86].<br />

Αν αλλαγές η οχι στην δίαιτα μπορούν να τροποποιήσουν<br />

την πρόγνωση σε ασθενείς διαγνωσμένων<br />

με CRC είναι αναπόδεικτο. Μια συστηματική ανασκόπηση<br />

των διατροφικών παρεμβάσεων και εκβάσεων<br />

σε ασθενείς με καρκίνο έφτασαν στο συμπέρασμα ότι<br />

δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η διαιτολογική τροποποίηση<br />

από ασθενείς με καρκίνο ωφέλησε την πρόγνωση.<br />

Αυτά και άλλα δεδομένα υποστηρίζουν έναν σύνδεσμο<br />

μεταξύ του παράγοντων του τρόπου ζωής και<br />

την επιβίωση σε ασθενείς με CRC, χωρις ομως ακομα<br />

να μπορουν να στοιχειοπηειθουν πληρως.<br />

ΑΣΠΙΡΙΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ NSAIDS<br />

Πολυάριθμες μελέτες παρατήρησης σε τυχαιοποιημένες<br />

μελέτες έχουν επιδείξει την αποτελεσματικότητα<br />

της ασπιρίνης ενάντια στην ανάπτυξη των αδενωμάτων<br />

του παχέος εντέρου διαμέσου των δράσεών<br />

του σαν ένας αναστολέας του μονοπατιού της<br />

cyclooxgenase 2 (COX-2).<br />

Αυτό το μονοπάτι είναι υπερεκφρασμένο σε 80<br />

έως 85 τοις εκατό από τους ασθενεις με CRCs.<br />

Μελέτες παρατηρήσης προτείνουν ότι η χρήση<br />

ασπιρίνης και άλλων NSAIDS ίσως επίσης καλυτερεύσουν<br />

την επιβίωση ανάμεσα σε ασθενείς που λαμβάνουν<br />

θεραπεία για πρώιμο καρκίνο του παχέος<br />

εντέρου [92-94]. Σε μία αναφορά ασθενών με CRC οι<br />

οποίοι συμνμετείχαν στην Μελέτη Υγείας Νοσοκόμων<br />

και της Μελέτης Παρακολούθησης Επαγγελματίων<br />

Υγείας οι ασθενεις που ελαμβαναν την ασπιρίνη είχαν<br />

μια σημαντικη, 29% χαμηλότερη θνησιμότητα απο τον<br />

συγκεκριμένο καρκίνο και ένα 21% χαμηλότερο ποσοστο<br />

συνολικής θνησιμότητας από τους μη χρήστες [93].<br />

Η μείωση στην θνησιμότητα ήταν ακόμη μεγαλύτερη<br />

ανάμεσα σε ασθενείς οι οποίοι ξεκίνησαν την χρήση<br />

ασπιρίνης μετά από την διάγνωση του καρκίνου απ’<br />

ότι ανάμεσα σε ασθενείς οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν<br />

πριν και το όφελος περιορίσθηκε σ’ εκείνους των<br />

οποίων οι όγκοι υπερεκφράζαν την COX-2. Τα οφέλη<br />

ήταν παρόμοια σε ασθενείς που έλαβαν στάνταρντ<br />

συμπληρωματική χημειοθεραπεία και σε εκείνους που<br />

δεν έλαβαν και σε ασθενείς με στάδιο Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ασθένεια<br />

κατα την διάγνωση.<br />

Αυτά τα δεδομένα προτείνουν ότι η ασπιρίνη<br />

ίσως επηρεάσει την βιολογία του καθιερωμένου καρκίνου<br />

του παχέος εντέρου, τουλάχιστον σε ασθενείς<br />

οι οποίοι έχουν τον πρωταρχικό όγκο εκτομημένο,<br />

επιπρόσθέτως εμποδίζοντας την επανεμφάνισή του.<br />

Όμως αυτά είναι δεδομένα παρατήρησης και προοπτική<br />

επιβεβαίωσης του οφέλους της ασπιρίνης σε μια<br />

τυχαιοποιημένη μελέτη χρειάζεται πριν την συσταση<br />

για συνήθη χρήση της ασπιρίνης, εχοντας και υποψη<br />

και τις παρενεργειες της ασπιρινης (π.χ. γαστροεντερική<br />

αιμορραγία).<br />

Μια μόνη μελέτη με εικονικό φάρμακο τυχαιοποιημένη<br />

του rofecobix ένα επιλεκτικό COX-2 αναστολέα<br />

σε ασθενείς με εκτομημένο στάδιο ΙΙ ή ΙΙΙ του καρκίνου<br />

παχέος εντέρου απέτυχε να επιδείξει ένα σημαντικό<br />

όφελος επιβίωσης για το σκελος του rofecobix, αλλά<br />

η μελέτη ματαιώθηκε νωρίς όταν το rofecobix ήταν<br />

αποσυρθηκε από την αγορά εξαιτίας καρδιαγγειακών<br />

προβλημάτων [95]. Μόνο 2327 από τους 7000 ασθενείς<br />

που χρειαζοταν η μελετη ενεγράφησαν, και ο διάμεσος<br />

χρόνος έκθεσης στο φάρμακο ήταν μόνο 74 μήνες:<br />

μόλις το 1/3 των συμμετεχόντων έλαβε το φάρμακο<br />

για τουλάχιστον ένα χρόνο. Συνεπώς, αυτή η μελέτη<br />

δεν μπορεί να ερμηνευθεί καθώς αποδεικνύει έλλειψη<br />

οφέλους από NSAIDS.<br />

Μια αμερικανική συνεργάζομενη ομάδα τρεχει μελετη<br />

με εικονικό φάρμακο εναντι celecobix έναν άλλο<br />

επιλεκτικό COX-2 αναστολέας, μελετη που είναι ανοιχτη<br />

για ασθενείς με εκτομημένο στάδιο ΙΙΙ του παχέος<br />

εντέρου καρκίνο στις Η.Π.Α.: οι ασθενείς είναι τυχαιοποιημένοι<br />

σε 3 έναντι 6 μήνες απότελουμενη απο<br />

FOLFOX (πινακας 4) χημειοθεραπεία, με μια δεύτερη,<br />

τυχαιοποιημένη ανάθεση σε celecobix 200mg 2 φορές<br />

ημερησίως ή εικονικό φάρμακο [96]. Κάμποσες μελέτες<br />

είναι επίσης σε εξέλιξη στην Ευρώπη για να απευθύνουν<br />

την βέλτιστη διάρκεια θεραπείας.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 259<br />

BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Siegel R et al Cancer statistics, 2011: The impact of<br />

eliminating socioeconomic and racial disparities on<br />

premature cancer deaths. CA Cancer J Clin 2011;<br />

61:212-36.<br />

2. American Joint Committee on Cancer Staging Manual,<br />

Greene FL, Page DL, Fleming ID, et al (Eds), Springer,<br />

New York 2002. p.113-116.<br />

3. O’Connell JB, Maggard MA, Ko CY. Colon cancer survival<br />

rates with the new American Joint Committee<br />

on Cancer sixth edition staging. J Natl Cancer Inst<br />

2004; 96:1420-5.<br />

4. AJCC (American Joint Committee on Cancer) Cancer<br />

Staging Manual, 7th edition, Edge, SB, Byrd, DR,<br />

Compton, CC, et al (Eds) (Eds), Springer, New York<br />

2010. p.143-145.<br />

5. Buyse M, Zeleniuch-Jacquotte A, Chalmers TC. Adjuvant<br />

therapy of colorectal cancer. Why we still don’t<br />

know. JAMA 1988; 259:3571-8.<br />

6. Wolmark N, Fisher B, Rockette H, et al. Postoperative<br />

adjuvant chemotherapy or BCG for colon cancer:<br />

results from NSABP protocol C-01. J Natl Cancer Inst<br />

1988; 80:30-6.<br />

7. Wolmark N, Wieand HS, Hyams DM, et al. Randomized<br />

trial of postoperative adjuvant chemotherapy with<br />

or without radiotherapy for carcinoma of the rectum:<br />

National Surgical Adjuvant Breast and Bowel Project<br />

Protocol R-02. J Natl Cancer Inst 2000; 92:388-96.<br />

8. Grem JL, Allegra CJ. Toxicity of levamisole and 5-<br />

fluorouracil in human colon carcinoma cells. J Natl<br />

Cancer Inst 1989; 81:1413-7.<br />

9. Smith RE, Colangelo L, Wieand HS, et al. Randomized<br />

trial of adjuvant therapy in colon carcinoma: 10-year<br />

results of NSABP protocol C-01. J Natl Cancer Inst<br />

2004; 96:1128-32.<br />

10. Moertel CG, Fleming TR, Macdonald JS, et al. Fluorouracil<br />

plus levamisole as effective adjuvant therapy<br />

after resection of stage III colon carcinoma: a final<br />

report. Ann Intern Med 1995; 122:321-6.<br />

11. Porschen R, Bermann A, Löffler T, et al. Fluorouracil<br />

plus leucovorin as effective adjuvant chemotherapy<br />

in curatively resected stage III colon cancer: results<br />

of the trial adjCCA-01. J Clin Oncol 2001; 19:1787-94.<br />

12. Wolmark N, Rockette H, Mamounas E, et al. Clinical<br />

trial to assess the relative efficacy of fluorouracil<br />

and leucovorin, fluorouracil and levamisole, and fluorouracil,<br />

leucovorin, and levamisole in patients with<br />

Dukes’ B and C carcinoma of the colon: results from<br />

National Surgical Adjuvant Breast and Bowel Project<br />

C-04. J Clin Oncol 1999; 17:3553-63.<br />

13. Kimmel DW, Wijdicks EF, Rodriguez M. Multifocal<br />

inflammatory leukoencephalopathy associated with<br />

levamisole therapy. Neurology 1995; 45:374-6.<br />

14. Chen TC, Hinton DR, Leichman L, et al. Multifocal<br />

inflammatory leukoencephalopathy associated with<br />

levamisole and 5-fluorouracil: case report. Neurosurgery<br />

1994; 35:1138-42.<br />

15. Savarese DM, Gordon J, Smith TW, et al. Cerebral<br />

demyelination syndrome in a patient treated with<br />

5-fluorouracil and levamisole. The use of thallium<br />

SPECT imaging to assist in noninvasive diagnosis--a<br />

case report. Cancer 1996; 77:387-94.<br />

16. Wolmark N, Rockette H, Fisher B, et al. The benefit<br />

of leucovorin-modulated fluorouracil as postoperative<br />

adjuvant therapy for primary colon cancer: results<br />

from National Surgical Adjuvant Breast and Bowel<br />

Project protocol C-03. J Clin Oncol 1993; 11:1879-87.<br />

17. Punt CJ, Buyse M, Köhne CH, et al. Endpoints in adjuvant<br />

treatment trials: a systematic review of the<br />

literature in colon cancer and proposed definitions for<br />

future trials. J Natl Cancer Inst 2007; 99:998-1003.<br />

18. Sargent DJ, Patiyil S, Yothers G, et al. End points for<br />

colon cancer adjuvant trials: observations and recommendations<br />

based on individual patient data from<br />

20,898 patients enrolled onto 18 randomized trials<br />

from the ACCENT Group. J Clin Oncol 2007; 25:4569-<br />

74.<br />

19. de Gramont A, Hubbard J, Shi Q, et al. Association<br />

between disease-free survival and overall survival<br />

when survival is prolonged after recurrence in patients<br />

receiving cytotoxic adjuvant therapy for colon<br />

cancer: simulations based on the 20,800 patient AC-<br />

CENT data set. J Clin Oncol 2010; 28:460-467.<br />

20. Sargent D, Shi Q, Yothers G, et al. Two or three year<br />

disease-free survival (DFS) as a primary end-point in<br />

stage III adjuvant colon cancer trials with fluoropyrimidines<br />

with or without oxaliplatin or irinotecan:<br />

data from 12,676 patients from MOSAIC, X-ACT, PET-<br />

ACC-3, C-06, C-07 and C89803. Eur J Cancer 2011;<br />

47:990-996.<br />

21. Sargent DJ, Yothers G, Van Cutsem E, et al. Use of<br />

two-year disease-free survival (DFS) as a primary<br />

endpoint in stage III adjuvant colon cancer trials with<br />

fluoropyrimidines with or without oxaliplatin or irinotecan:<br />

New data from 12,676 patients frin MOSAIC,<br />

X-ACT, PETACC-3, NSABP C06 and C-07, and C89803<br />

(abstract #4011). J Clin Oncol 2009; 27:170s-178. (Abstract<br />

available online at www.abstract.asco.org/AbstView_65_33401.html,<br />

accesssed June 3, 2009).


260<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

22. Bayraktar S, Bayraktar UD, Rocha-Lima CM. Timing of<br />

adjuvant and neoadjuvant therapy in colorectal cancers.<br />

Clin Colorectal Cancer 2010; 9:144-9.<br />

23. Gibbs P, Handolias D, McLaughlin S, et al. Single-institution<br />

experience of adjuvant 5-fluorouracil-based<br />

chemotherapy for stage III colon cancer. Intern Med J<br />

2008; 38:265-9.<br />

24. Hendren S, Birkmeyer JD, Yin H, et al. Surgical complications<br />

are associated with omission of chemotherapy<br />

for stage III colorectal cancer. Dis Colon Rectum<br />

2010; 53:1587-93.<br />

25. Lima IS, Yasui Y, Scarfe A, Winget M. Association between<br />

receipt and timing of adjuvant chemotherapy<br />

and survival for patients with stage III colon cancer<br />

in Alberta, Canada. Cancer 2011; 117:3833-40.<br />

26. Dahl O, Fluge Ø, Carlsen E, et al. Final results of a<br />

randomised phase III study on adjuvant chemotherapy<br />

with 5 FU and levamisol in colon and rectum cancer<br />

stage II and III by the Norwegian Gastrointestinal<br />

Cancer Group. Acta Oncol 2009; 48:368-76.<br />

27. Czaykowski PM, Gill S, Kennecke HF, et al. Adjuvant<br />

chemotherapy for stage III colon cancer: does timing<br />

matter Dis Colon Rectum 2011; 54:1082-9.<br />

28. Bayraktar UD, Chen E, Bayraktar S, et al. Does delay<br />

of adjuvant chemotherapy impact survival in patients<br />

with resected stage II and III colon adenocarcinoma<br />

Cancer 2010.<br />

29. Biagi JJ, Barnes C, O’Callaghan CJ. Time to adjuvant<br />

chemotherapy in colorectal cancer (abstract). Data<br />

presented at the 2007 ASCO Gastrointestinal Cancers<br />

Symposium, Orlando, Florida, January 19-21, 2007.<br />

(Abstrat available online at http://www.asco.org/AS-<br />

COv2/Meetings/Abstracts&vmview=abst_detail_vi<br />

ew&confID=45&abstractID=10523, accessed July 22,<br />

2010).<br />

30. Ahmed S, Ahmad I, Zhu T, et al. Early discontinuation<br />

but not the timing of adjuvant therapy affects survival<br />

of patients with high-risk colorectal cancer: a population-based<br />

study. Dis Colon Rectum 2010; 53:1432-8.<br />

31. Chau I, Norman AR, Cunningham D, et al. A randomised<br />

comparison between 6 months of bolus<br />

fluorouracil/leucovorin and 12 weeks of protracted<br />

venous infusion fluorouracil as adjuvant treatment in<br />

colorectal cancer. Ann Oncol 2005; 16:549-557.<br />

32. André T, Quinaux E, Louvet C, et al. Phase III study<br />

comparing a semimonthly with a monthly regimen of<br />

fluorouracil and leucovorin as adjuvant treatment for<br />

stage II and III colon cancer patients: final results of<br />

GERCOR C96.1. J Clin Oncol 2007; 25:3732-38.<br />

33. Quasar Collaborative Group, Gray R, Barnwell J, et<br />

al. Adjuvant chemotherapy versus observation in patients<br />

with colorectal cancer: a randomised study.<br />

Lancet 2007; 370:2020-29.<br />

34. Des Guetz G, Nicolas P, Perret GY, et al. Does delaying<br />

adjuvant chemotherapy after curative surgery for<br />

colorectal cancer impair survival A meta-analysis.<br />

Eur J Cancer 2010; 46:1049-55.<br />

35. Biagi JJ, Raphael MJ, Mackillop WJ, et al. Association<br />

between time to initiation of adjuvant chemotherapy<br />

and survival in colorectal cancer: a systematic review<br />

and meta-analysis. JAMA 2011; 305:2335-42.<br />

36. Zaniboni A, Labianca R, Marsoni S, et al. GIVIO-SITAC<br />

01: A randomized trial of adjuvant 5-fluorouracil and<br />

folinic acid administered to patients with colon carcinoma--long<br />

term results and evaluation of the indicators<br />

of health-related quality of life. Gruppo Italiano<br />

Valutazione Interventi in Oncologia. Studio Italiano<br />

Terapia Adiuvante Colon. Cancer 1998; 82:2135-44.<br />

37. Efficacy of adjuvant fluorouracil and folinic acid in<br />

colon cancer. International Multicentre Pooled Analysis<br />

of Colon Cancer Trials (IMPACT) investigators.<br />

Lancet 1995; 345:939-44.<br />

38. Francini G, Petrioli R, Lorenzini L, et al. Folinic acid<br />

and 5-fluorouracil as adjuvant chemotherapy in colon<br />

cancer. Gastroenterology 1994; 106:899-906.<br />

39. O’Connell MJ, Mailliard JA, Kahn MJ, et al. Controlled<br />

trial of fluorouracil and low-dose leucovorin given for<br />

6 months as postoperative adjuvant therapy for colon<br />

cancer. J Clin Oncol 1997; 15:246-50.<br />

40. O’Connell MJ, Laurie JA, Kahn M, et al. Prospectively<br />

randomized trial of postoperative adjuvant chemotherapy<br />

in patients with high-risk colon cancer. J Clin<br />

Oncol 1998; 16:295-300.<br />

41. Pinedo HM, Peters GF. Fluorouracil: biochemistry and<br />

pharmacology. J Clin Oncol 1988; 6:1653-64.<br />

42. Haller DG, Catalano PJ, Macdonald JS, et al. Phase III<br />

study of fluorouracil, leucovorin, and levamisole in<br />

high-risk stage II and III colon cancer: final report of<br />

Intergroup 0089. J Clin Oncol 2005; 23:8671-78.<br />

43. Comparison of flourouracil with additional levamisole,<br />

higher-dose folinic acid, or both, as adjuvant<br />

chemotherapy for colorectal cancer: a randomised<br />

trial. QUASAR Collaborative Group. Lancet 2000;<br />

355:1588-96.<br />

44. Dencausse Y, Hartung G, Sturm J, et al. Adjuvant chemotherapy<br />

in stage III colon cancer with 5-fluorouracil<br />

and levamisole versus 5-fluorouracil and leucovorin.<br />

Onkologie 2002; 25:426-30.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 261<br />

45. Des Guetz G, Uzzan B, Morere JF, et al. Duration of<br />

adjuvant chemotherapy for patients with non-metastatic<br />

colorectal cancer. Cochrane Database Syst Rev<br />

2010; :CD007046.<br />

46. National Comprehensive Cancer Network (NCCN)<br />

guidelines. Available at: www.nccn.org (Accessed on<br />

October 13, 2011).<br />

47. Poplin EA, Benedetti JK, Estes NC, et al. Phase III Southwest<br />

Oncology Group 9415/Intergroup 0153 randomized<br />

trial of fluorouracil, leucovorin, and levamisole<br />

versus fluorouracil continuous infusion and levamisole<br />

for adjuvant treatment of stage III and high-risk stage<br />

II colon cancer. J Clin Oncol 2005; 23:1819-25.<br />

48. Carrato A, Kohne C, Bedenne L, et al. Folinic acid<br />

modulated bolus 5-FU or infusional 5-FU for adjuvant<br />

treatment of patients of UICC stage III colon cancer:<br />

Preliminary analysis of the PETACC-2-study (abstract).<br />

J Clin Oncol 2006; 24:161s. (Abstract available online<br />

at www.asco.org/portal/site/ASCO/menuitem.34d60<br />

f5624ba07fd506fe310ee37a01d/vgnextoid=76f8201eb6<br />

1a7010VgnVCM100000ed730ad1RCRD, accessed August<br />

3, 2006).<br />

49. Andre T, Colin P, Louvet C, et al. Semimonthly versus<br />

monthly regimen of fluorouracil and leucovorin administered<br />

for 24 or 36 weeks as adjuvant therapy in<br />

stage II and III colon cancer: results of a randomized<br />

trial. J Clin Oncol 2003; 21:2896-903.<br />

50. Cassidy J, Douillard JY, Twelves C, et al. Pharmacoeconomic<br />

analysis of adjuvant oral capecitabine vs<br />

intravenous 5-FU/LV in Dukes’ C colon cancer: the<br />

X-ACT trial. Br J Cancer 2006; 94:1122-29.<br />

51. Sakamoto J, Ohashi Y, Hamada C, et al. Efficacy of<br />

oral adjuvant therapy after resection of colorectal<br />

cancer: 5-year results from three randomized trials. J<br />

Clin Oncol 2004; 22:484-92.<br />

52. Twelves C, Wong A, Nowacki MP, et al. Capecitabine<br />

as adjuvant treatment for stage III colon cancer. N<br />

Engl J Med 2005; 352:2696-704.<br />

53. Haller DG, Cassidy J, Clarke SJ, et al. Potential regional<br />

differences for the tolerability profiles of fluoropyrimidines.<br />

J Clin Oncol 2008; 26:2118-23.<br />

54. Hennig IM, Naik JD, Brown S, et al. Severe sequencespecific<br />

toxicity when capecitabine is given after Fluorouracil<br />

and leucovorin. J Clin Oncol 2008; 26:3411-17.<br />

55. Lembersky BC, Wieand HS, Petrelli NJ, et al. Oral uracil<br />

and tegafur plus leucovorin compared with intravenous<br />

fluorouracil and leucovorin in stage II and III<br />

carcinoma of the colon: results from National Surgical<br />

Adjuvant Breast and Bowel Project Protocol C-06. J<br />

Clin Oncol 2006; 24:2059-64.<br />

56. Weingart SN, Brown E, Bach PB, et al. NCCN Task<br />

Force Report: Oral chemotherapy. J Natl Compr Canc<br />

Netw 2008; 6 Suppl 3:S1.<br />

57. André T, Boni C, Mounedji-Boudiaf L, et al. Oxaliplatin,<br />

fluorouracil, and leucovorin as adjuvant treatment<br />

for colon cancer. N Engl J Med 2004; 350:2343-51.<br />

58. André T, Boni C, Navarro M, et al. Improved overall<br />

survival with oxaliplatin, fluorouracil, and leucovorin<br />

as adjuvant treatment in stage II or III colon cancer in<br />

the MOSAIC trial. J Clin Oncol 2009; 27:3109-16.<br />

59. Yothers G, O’Connell MJ, Allegra CJ, et al. Oxaliplatin<br />

As Adjuvant Therapy for Colon Cancer: Updated<br />

Results of NSABP C-07 Trial, Including Survival and<br />

Subset Analyses. J Clin Oncol 2011; 29:3768-74.<br />

60. Kuebler JP, Wieand HS, O’Connell MJ, et al. Oxaliplatin<br />

combined with weekly bolus fluorouracil and leucovorin<br />

as surgical adjuvant chemotherapy for stage<br />

II and III colon cancer: results from NSABP C-07. J Clin<br />

Oncol 2007; 25:2198-204.<br />

61. Hochster HS, Hart LL, Ramanathan RK, et al. Safety<br />

and efficacy of oxaliplatin and fluoropyrimidine regimens<br />

with or without bevacizumab as first-line treatment<br />

of metastatic colorectal cancer: results of the<br />

TREE Study. J Clin Oncol 2008; 26:3523-29.<br />

62. Haller DG, Tabernero J, Maroun J, et al. Capecitabine<br />

plus oxaliplatin compared with fluorouracil and folinic<br />

acid as adjuvant therapy for stage III colon cancer.<br />

J Clin Oncol 2011; 29:1465-71.<br />

63. Schmoll HJ, Cartwright T, Tabernero J, et al. Phase<br />

III trial of capecitabine plus oxaliplatin as adjuvant<br />

therapy for stage III colon cancer: a planned safety<br />

analysis in 1,864 patients. J Clin Oncol 2007; 25:102-<br />

109.<br />

64. Saltz LB, Niedzwiecki D, Hollis D, et al. Irinotecan<br />

fluorouracil plus leucovorin is not superior to fluorouracil<br />

plus leucovorin alone as adjuvant treatment for<br />

stage III colon cancer: results of CALGB 89803. J Clin<br />

Oncol 2007; 25:3456-61.<br />

65. Van Cutsem E, Labianca R, Bodoky G, et al. Randomized<br />

phase III trial comparing biweekly infusional fluorouracil/leucovorin<br />

alone or with irinotecan in the<br />

adjuvant treatment of stage III colon cancer: PETACC-<br />

3. J Clin Oncol 2009; 27:3117-125.<br />

66. Ychou M, Raoul JL, Douillard JY, et al. A phase III randomised<br />

trial of LV5FU2 + irinotecan versus LV5FU2<br />

alone in adjuvant high-risk colon cancer (FNCLCC Accord02/FFCD9802).<br />

Ann Oncol 2009; 20:674-80.<br />

67. Wolmark N, Yothers G, O’Connell MJ, et al. A phase<br />

IIi trial comparing mFOLFOX6 to mFOLFOX6 plus be-


262<br />

Επικουρική χημειοθεραπεία<br />

vacizumab in stage II or III carcinoma of the colon:<br />

Results of NSABP Protocol C-08 (abstract #4). J Clin<br />

Oncol 2009; 27:793s. (Abstract available online at<br />

www.abstract.asco.org/AbstView_65_31978.html, accessed<br />

June 3, 2009).<br />

68. Allegra CJ, Yothers G, O’Connell MJ, et al. Initial safety<br />

report of NSABP C-08: A randomized phase III study<br />

of modified FOLFOX6 with or without bevacizumab<br />

for the adjuvant treatment of patients with stage II or<br />

III colon cancer. J Clin Oncol 2009; 27:3385-90.<br />

69. Allegra CJ, Yothers G, O’Connell MJ, et al. Phase III<br />

trial assessing bevacizumab in stages II and III carcinoma<br />

of the colon: results of NSABP protocol C-08. J<br />

Clin Oncol 2011; 29:11-6.<br />

70. De Gramont A, van Cutsem E, Tabernero J, et al.<br />

AVANT: Results from a randomized, three-arm multinational<br />

phase III study to investigate bevacizumab<br />

with either XELOX or FOLFOX4 versus FOLFOX4<br />

alone as adjuvant treatment for colon cancer (abstract).<br />

Data presented at the 2011 ASCO GI Cancers<br />

Symposium, San Francisco, CA, January 20-22, 2011.<br />

Abstract available online at http://www.asco.org/<br />

ASCOv2/Meetings/Abstracts&vmview=abst_detail_<br />

view&confID=103&abstractID=71344.<br />

71. Alberts SR, Sargent DJ, Smyrk TC, et al. Adjuvant<br />

mFOLFOX6 with and without cetuximab (Cmab) in<br />

KRAS wild-type (WT) patients with resected stage III<br />

colon cancer: Results from NCCTG Intergroup Phase<br />

III Trial N0147 9abstract CRA3507). J Clin Oncol 2010;<br />

28:959s. (Abstract available online at http://abstract.<br />

asco.org/AbstView_74_41265.html, accessed July 22,<br />

2010.<br />

72. Goldberg RM, Sargent DJ, Thibodeau SN, et al. Adjuvant<br />

mFOLFOX6 plus or minus cetuximab in patients<br />

with KRAS-mutant resected stage III colon cancer:<br />

NCCTG Intergroup Phase III Trial N0147 (abstract 3508).<br />

J Clin Oncol 2010; 28:262s. (Abstract available online<br />

at http://abstract.asco.org/AbstView_74_47556.html,<br />

accessed July 22, 2010.<br />

73. Adjuvant! Online program for colon cancer available<br />

online at www.adjuvantonline.com (Accessed on<br />

September 21, 2011).<br />

74. Numeracy web-based model for colon cancer available<br />

online at www.mayoclinic.com/calcs (Accessed<br />

on September 22, 2011).<br />

75. Gill S, Loprinzi CL, Sargent DJ, et al. Pooled analysis of<br />

fluorouracil-based adjuvant therapy for stage II and III<br />

colon cancer: who benefits and by how much J Clin<br />

Oncol 2004; 22:1797-806.<br />

76. Gill S, Loprinzi C, Kennecke H, et al. Prognostic webbased<br />

models for stage II and III colon cancer: a population<br />

and clinical trials-based validation of numeracy<br />

and adjuvant! online. Cancer 2011; 117:4155-65.<br />

77. Portal vein chemotherapy for colorectal cancer: a<br />

meta-analysis of 4000 patients in 10 studies. Liver<br />

Infusion Meta-analysis Group. J Natl Cancer Inst 1997;<br />

89:497-505.<br />

78. Sadahiro S, Suzuki T, Ishikawa K, et al. Prophylactic<br />

hepatic arterial infusion chemotherapy for the prevention<br />

of liver metastasis in patients with colon<br />

carcinoma: a randomized control trial. Cancer 2004;<br />

100:590-97.<br />

79. Wolmark N, Rockette H, Wickerham DL, et al. Adjuvant<br />

therapy of Dukes’ A, B, and C adenocarcinoma<br />

of the colon with portal-vein fluorouracil hepatic infusion:<br />

preliminary results of National Surgical Adjuvant<br />

Breast and Bowel Project Protocol C-02. J Clin<br />

Oncol 1990; 8:1466-75.<br />

80. James RD, Donaldson D, Gray R, et al. Randomized<br />

clinical trial of adjuvant radiotherapy and 5-fluorouracil<br />

infusion in colorectal cancer (AXIS). Br J Surg 2003;<br />

90:1200-11.<br />

81. Labianca R, Fossati R, Zaniboni A, et al. Randomized<br />

trial of intraportal and/or systemic adjuvant chemotherapy<br />

in patients with colon carcinoma. J Natl Cancer<br />

Inst 2004; 96:750-58.<br />

82. Mendenhall WM, Amos EH, Rout WR, et al. Adjuvant<br />

postoperative radiotherapy for colon carcinoma. Cancer<br />

2004; 101:1338-44.<br />

83. Czito BG, Bendell J, Willett CG. Radiation therapy for<br />

resectable colon cancer. Is there a role in the modern<br />

chemotherapy era Oncology (Williston Park) 2006;<br />

20:179-87.<br />

84. Gunderson LL, Sosin H, Levitt S. Extrapelvic colon--areas<br />

of failure in a reoperation series: implications for<br />

adjuvant therapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys 1985;<br />

11:731-741.<br />

85. Willett CG, Goldberg S, Shellito PC, et al. Does postoperative<br />

irradiation play a role in the adjuvant therapy<br />

of stage T4 colon cancer Cancer J Sci Am 1999;<br />

5:242-247.<br />

86. Willett CG, Fung CY, Kaufman DS, et al. Postoperative<br />

radiation therapy for high-risk colon carcinoma. J Clin<br />

Oncol 1993; 11:1112-17.<br />

87. Amos EH, Mendenhall WM, McCarty PJ, et al. Postoperative<br />

radiotherapy for locally advanced colon cancer.<br />

Ann Surg Oncol 1996; 3:431-36.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 263<br />

88. Martenson JA Jr, Willett CG, Sargent DJ, et al. Phase III<br />

study of adjuvant chemotherapy and radiation therapy<br />

compared with chemotherapy alone in the surgical<br />

adjuvant treatment of colon cancer: results of intergroup<br />

protocol 0130. J Clin Oncol 2004; 22:3277-83.<br />

89. Meyerhardt JA, Catalano PJ, Haller DG, et al. Influence<br />

of body mass index on outcomes and treatment-related<br />

toxicity in patients with colon carcinoma. Cancer<br />

2003; 98:484-95.<br />

90. Dignam JJ, Polite BN, Yothers G, et al. Body mass index<br />

and outcomes in patients who receive adjuvant<br />

chemotherapy for colon cancer. J Natl Cancer Inst<br />

2006; 98:1647-54.<br />

91. Meyerhardt JA, Niedzwiecki D, Hollis D, et al. Impact of<br />

body mass index and weight change after treatment on<br />

cancer recurrence and survival in patients with stage<br />

III colon cancer: findings from Cancer and Leukemia<br />

Group B 89803. J Clin Oncol 2008; 26:4109-15.<br />

92. Meyerhardt JA, Giovannucci EL, Holmes MD, et al.<br />

Physical activity and survival after colorectal cancer<br />

diagnosis. J Clin Oncol 2006; 24:3527-34.<br />

93. Haydon AM, Macinnis RJ, English DR, Giles GG. Effect<br />

of physical activity and body size on survival after<br />

diagnosis with colorectal cancer. Gut 2006; 55:62-67.<br />

94. Meyerhardt JA, Niedzwiecki D, Hollis D, et al. Association<br />

of dietary patterns with cancer recurrence and<br />

survival in patients with stage III colon cancer. JAMA<br />

2007; 298:754-64.<br />

95. Meyerhardt JA, Giovannucci EL, Ogino S, et al. Physical<br />

activity and male colorectal cancer survival. Arch<br />

Intern Med 2009; 169:2102-108.<br />

96. Trial information on NCT00819208 available online<br />

at http://clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT00819208te<br />

rm=Exercise+and+colon+cancer&rank=4 (Accessed on<br />

October 27, 2011).<br />

97. Davies AA, Davey Smith G, Harbord R, et al. Nutritional<br />

interventions and outcome in patients with<br />

cancer or preinvasive lesions: systematic review. J<br />

Natl Cancer Inst 2006; 98:961-73.<br />

98. Fuchs CS, Meyerhardt JA, Heseltine DS, et al. Infulence<br />

of regular aspirin use on survival for patients<br />

with stage III colon cancer: findings from Intergroup<br />

trial CALGB 89803. (abstract #3530). J Clin Oncol<br />

2005; 23:253s.<br />

99. Chan AT, Ogino S, Fuchs CS. Aspirin use and survival<br />

after diagnosis of colorectal cancer. JAMA 2009;<br />

302:649-58.<br />

100. Zell JA, Ziogas A, Bernstein L, et al. Nonsteroidal<br />

anti-inflammatory drugs: effects on mortality after<br />

colorectal cancer diagnosis. Cancer 2009; 115:5662-<br />

71.<br />

101. Coghill AE, Newcomb PA, Campbell PT, et al. Prediagnostic<br />

non-steroidal anti-inflammatory drug use and<br />

survival after diagnosis of colorectal cancer. Gut 2011;<br />

60:491-98.<br />

102. Midgley RS, McConkey CC, Johnstone EC, et al. Phase<br />

III randomized trial assessing rofecoxib in the adjuvant<br />

setting of colorectal cancer: final results of the<br />

VICTOR trial. J Clin Oncol 2010; 28:4575-80.<br />

103. http://clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT01150045term<br />

=celecoxib&cond=colon+cancer&lead_ex=Y&ra


Ακτινοθεραπεία στον καρκίνο του ορθού<br />

Ε Γ Πετεινέλλη 1 , Α Σαλβαρά 2<br />

1<br />

Ακτινοθεραπευτής Ογκολόγος, MD, BSc, Τμήμα Ακτινοχειρουργικής Cyberknife - Ιατρόπολις, Τμήμα<br />

Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας ΙΑΣΩ, 2 Ακτινοφυσικός, Τμήμα Ακτινοφυσικής Cyberknife – Ιατρόπολις<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Ε. Γ. Πετεινέλλη<br />

Τηλ.: 6974445522<br />

E-mail: effieellis@yahoo.com.au<br />

Η εργασία υποβλήθηκε προς δημοσίευση στο περιοδικό “Hospital Chronicles”<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Σήμερα κυρίως επικρατεί η προεγχειρητική συνδυασμένη ΧΜΘ-ΑΚΘ σε τοπικά προχωρημένο Ca ορθού. Συνδυάζοντας<br />

διάφορα ΧΜΘ σχήματα με εξελιγμένη τεχνική ΑΚΘ (3D- conformal/ IMRT) τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες<br />

έχουν δείξει να βελτιώνουν την τοπική υποτροπή και την επιβίωση. Λόγω ότι υπάρχει μικρός αριθμός ασθενών και<br />

λίγες τυχαιοποιημένες μελέτες, η ενδοορθική βραχυθεραπεία με διάφορους εφαρμογείς (π.χ. Novi Sad applicator), παραμένουν<br />

ακόμη σε διερευνητικό επίπεδο. Η Ακτινοθεραπεία έχει σημαντικό ρόλο στην θεραπεία του καρκίνου (Ca)<br />

του Ορθού ως επικουρική θεραπεία (προεγχειρητικά ή μετεγχειρητικά) σε συνδυασμό με την χημειοθεραπεία. Παρόλη<br />

τη βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών, η τοπική υποτροπή παραμένει σοβαρό πρόβλημα στους ασθενείς με τοπικά<br />

προχωρημένο Ca ορθού όπου υπάρχει διήθηση του εντερικού τοιχώματος ή θετικοί λεμφαδένες (>Τ3 ή Ν+ νόσο). Με<br />

το γεγονός αυτό, έχουν πραγματοποιηθεί πολλές τυχαιοποιημένες μελέτες για την συμπληρωματική θεραπεία στο<br />

Ca ορθού, συνδυάζοντας Ακτινοθεραπεία (ΑΚΘ) και Χημειοθεραπεία (ΧΜΘ). YΛΙΚΟ- ΜΕΘΟΔΟΣ- AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Tις<br />

τελευταίες δεκαετίες έχουν διερευνηθεί διάφορα θεραπευτικά σχήματα για την προ-εγχειρητική ΑΚΘ (βραχύ σχήμα<br />

- 5 ημέρες x 5 Gy ανά ημέρα, μακρύ σχήμα - 25 ημέρες Χ 2 Gy ανά ημέρα) ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με ΧΜΘ,<br />

την δι-εγχειρητική ΑΚΘ (Intra-operative radiotherapy- IORT), και την ενδορθική βραχυθεραπεία υψηλού ρυθμού δόσεως<br />

(HDR-EBT). Οι δύο καθιερωμένες θεραπείες για κλινικά χειρουργήσιμο Ca ορθού είναι: 1. εάν ο όγκος είναι Τ3 ή Ν1-2,<br />

τότε συνιστάται μετεγχειρητική συνδυασμένη ΑΚΘ-ΧΜΘ ή προεγχειρητική συνδυασμένη ΑΚΘ-ΧΜΘ ακολουθούμενη<br />

από χειρουργική αφαίρεση και 2. μετεγχειρητική ΧΜΘ που έχει κερδίσει έδαφος ως καθιερωμένη επικουρική θεραπεία<br />

ενδεχομένως λόγω των πλεονεκτημάτων της. Βέβαια υπάρχει ακόμη μεγάλη συζήτηση για την ακολουθία της<br />

ΑΚΘ σε σχεση με την χειρουργική αφαίρεση (προεγχειρητική ΑΚΘ ή μετεγχειρητική ΑΚΘ). Υπάρχουν κάποιες μελέτες<br />

που υποστηρίζουν προεγχειρητική ΑΚΘ σε Τ1-Τ2 όγκους κοντά στην οδοντωτή γραμμή του ορθού αναφορικά γα<br />

την διατήρηση του σφιγκτήρα. Επίσης κυρίαρχο ρόλο της προεγχειρητικής ΑΚΘ είναι και η διατήρηση του σφιγκτήρα<br />

σε Τ3 όγκους κοντά στην οδοντωτή γραμμή του ορθού. Η προεγχειρητική ΑΚΘ καταφέρνει να μειώσει το μέγεθος<br />

του όγκου ώστε διευκολύνοντας τον χειρουργό να πραγματοποιήσει χαμηλή πρόσθια εκτομή αντί κοιλιοπερινειακή<br />

εκτομή. Σε ασθενείς με υποτροπή ή κλινικά ανεγχείρητη νόσο, χρησιμοποιείται η ενδοορθική βραχυθεραπεία με αποτέλεσμα<br />

μείωση του μεγέθους του όγκου. Η ενδοορθική βραχυθεραπεία γίνεται σε συνδυασμό με εξωτερική ακτινοθεραπεία<br />

(EBRT) ως επιπρόσθετη δόση (Boost)10-20Gy. Είναι γνωστό ότι το Ca ορθού δίνει μεταστατική νόσο κυρίως στο<br />

ήπαρ και στον πνεύμονα. Τα τελευταία χρόνια πέραν από την χρήση ΧΜΘ, θερμοκαυτηριάσεων και χειρουργικής<br />

εκτομής, η εφαρμογή ακτινοχειρουργικής με Cyberknife δίνει εντυπωσιακά αποτελέσματα στην ανταπόκριση της μεταστατικής<br />

νόσου. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στην εφαρμογή υψηλών προδιαγραφών ΑΚΘ με διάφορες τεχνικές,<br />

π.χ. τρισδιάστατη ακτινοθεραπεία (3-D Conformal), Διαμορφούμενης εντάσεως Ακτινοθεραπεία (Ιintensity Modulated<br />

Radiation Therapy - ΙΜRT), ώστε να περιορίζεται η δόση ακτινοβολίας στους φυσιολογικούς ιστούς, να γίνεται καλύτερη<br />

κάλυψη του στόχου θεραπείας με τη σωστή δόση ακτινοβολίας, οι δέσμες των ακτίνων να είναι στοχευμένες,<br />

τα πεδία ακτινοβολήσεως μικρά και η δόση ακτινοβολίας στο στόχο (ημερήσια και συνολική) η κατάλληλη ώστε να<br />

έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 264, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: καρκίνος ορθού, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, IMRT


ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΗΕR ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ<br />

ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ, ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟΥ -<br />

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ.<br />

Κ Λαρίου<br />

Διευθύντρια, Παθολογοανατομικό Εργαστήριο Γ.Ν.Α. «O Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132043121<br />

E-mail: pathanat@evaggelismos-hosp.gr<br />

Τα τελευταία χρόνια έχει επέλθει ραγδαία πρόοδος<br />

στην κατανόηση της βιολογίας και της ετερογένειας<br />

της καρκινογένεσης, με την ανάπτυξη τεχνικών όπως η<br />

μοριακή βιολογία και η ανοσοϊστοχημεία. Αποτέλεσμα<br />

αυτού είναι να προστεθούν νέα δεδομένα στην διαγνωστική<br />

και προγνωστική προσέγγιση του καρκίνου και<br />

σημαντικότερο όλων, ανοίγονται νέοι ορίζοντες στη θεραπευτική<br />

αντιμετώπιση αυτού, μέσω της στοχευμένης<br />

γονιδιακής θεραπείας. Αυτή ορίζεται ως ο τύπος της θεραπείας<br />

που αναστέλλει την ανάπτυξη των καρκινικών<br />

κυττάρων, υποκαθιστώντας ειδικά στοχευμένα μόρια/<br />

υποδοχείς, απαραίτητα στην καρκινογένεση και στην<br />

ανάπτυξη/επέκταση του όγκου, με μικρότερη βλάβη στα<br />

φυσιολογικά κύτταρα π.χ. από την χημειοθεραπεία.<br />

Στόχος στη μελέτη των ερευνητών τα τελευταία<br />

χρόνια, αποτελεί η οικογένεια των Her υποδοχέων, με<br />

πιο γνωστούς τον EGFR και c-erbB2, για το σημαντικό<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

ρόλο που διαδραματίζουν στη βιολογία του καρκίνου.<br />

Είναι γνωστό ότι ενέχονται στην ενεργοποίηση γονιδιακών<br />

μονοπατιών σηματοδότησης, που προάγουν τον<br />

κυτταρικό πολλαπλασιασμό και απάγουν τον προγραμματισμένο<br />

κυτταρικό θάνατο. Έτσι η υπερέκφραση/απορρύθμιση<br />

της ενεργοποίησης των υποδοχέων<br />

της οικογένειας Her, μέσω των μονοπατιών αυτών,<br />

παίζει σημαντικό ρόλο στην καρκινογένεση και την<br />

επέκταση των συμπαγών όγκων.<br />

Η ταυτοποίηση των Her υποδοχέων σε συνδυασμό<br />

με τον πλήρη ανοσοφαινότυπο, κατέχει επί του<br />

παρόντος σημαντικό προγνωστικό ρόλο στον καρκίνο<br />

του μαστού, του πνεύμονα και του στομάχου/ΓΟΣ, και<br />

αποτελεί βασικό εργαλείο της στοχευμένης γονιδιακής<br />

θεραπευτικής αντιμετώπισης των όγκων αυτών.<br />

Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος<br />

Β΄, 265, 2012.


Ο ρόλος της οικογένειας των her υποδοχέων (her1/egfr, her2/<br />

cerbb2) στον καρκίνο του μαστού, του πνεύμονα και του<br />

γαστρεντερικού: Οι συνέπειες στις θεραπευτικές αποφάσεις<br />

Χ Μάγκου 1 , Β Παντελαίων 2<br />

1<br />

Επιμελήτρια Β’, 2 Βιολόγος, Παθολογοανατομικό Εργαστήριο<br />

Γ.Ν.Α. «O Ευαγγελισμός»<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Χριστίνα Μάγκου<br />

Τηλ.: 213 2043124, 6974603640<br />

E-mail: cmagkou@yahoo.com<br />

SUMMARY<br />

MAGKOU C, PANTELAION V. The role of her family (her1/egfr, her2/cerbb2) in breast, lung and gastric cancer:<br />

The consequences in therapeutic strategies. HER-family with their most prominent members HER1/EGFR and HER2/<br />

cerbB2, by activating downstream signaling cascades, is related to cancer growth and spread of solid tumors and has<br />

prognostic as well as predictive role in lung, breast and gastric/gastroesophageal cancer. HER1/EGFR and HER2/cerbB2<br />

are important and promising anticancer targets. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 266-270, 2012.<br />

Key words: HER1/EGFR, HER2/cerbB2, lung cancer, breast cancer, gastric cancer<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η οικογένεια των HER υποδοχέων και ιδιαιτέρως ο HER1/EGFR και HER2/cerbB2, μέσω της ενεργοποίησης μονοπατιών<br />

σηματοδότησης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καρκινογένεση και την επέκταση συμπαγών όγκων<br />

ενώ κατέχει προγνωστικό και προβλεπτικό ρόλο στον καρκίνο του πνεύμονα, του μαστού και του στομάχου/<br />

γαστροοισοφαγικής συμβολής. Οι HER1/EGFR και HER2/cerbB2 αποτελούν σημαντικούς και πολλά υποσχόμενους<br />

θεραπευτικούς στόχους. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 266-270, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: HER1/EGFR, HER2/cerbB2, καρκίνος πνεύμονα, καρκίνος μαστού, γαστρικός καρκίνος<br />

ΓΕΝΙΚΑ<br />

Οι οικογένεια των HER υποδοχέων και τα μοριακά<br />

μονοπάτια στα οποία εμπλέκονται κατέχουν κεντρικό<br />

ρόλο στην βιολογία του καρκίνου αποτελούν<br />

δε αντικείμενο έρευνας και εν δυνάμει θεραπευτικούς<br />

στόχους. Είναι γνωστό ότι η απορρύθμιση των HER<br />

μονοπατιών σηματοδότησης έχει ως αποτέλεσμα τον<br />

πολλαπλασιασμό και τη διασπορά των καρκινικών<br />

κυττάρων (1).<br />

Οι οικογένεια HER αποτελείται από 4 δομικά σχετιζόμενους<br />

υποδοχείς: τον HER1/EGFR/ΕrbB1, τον HER2/<br />

cerbB2/ErbB2, τον HER3/ErbB3 και τον HER4/ErbB4 υποδοχέα<br />

(1). Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι υποδοχείς<br />

ενεργοποιούνται μέσω της σύνδεσής τους με τους<br />

αυξητικούς παράγοντες και σχηματίζουν ομοδιμερή ή<br />

ετεροδιμερή με άλλα μέλη της HER οικογένειας (1-3).<br />

Τον σχηματισμό των διμερών ακολουθεί η ενδοκυτταροπλασματική<br />

φωσφορυλίωση του υποδοχέα η οποία<br />

δημιουργεί θέσεις πρόσδεσης για ποικιλία μορίων. Τα<br />

μόρια αυτά στη συνέχεια απελευθερώνουν σήματα<br />

προς ποικίλα downstream μονοπάτια σηματοδότησης,<br />

συμπεριλαμβανομένου του MAPK μονοπατιού πολλαπλασιασμού<br />

και του PI3K/AKT μονοπατιού, τα οποία


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 267<br />

πολύ συχνά είναι υπερενεργοποιημένα στον καρκίνο<br />

(1, 3-6).<br />

Η λανθασμένη σηματοδότηση παρατηρείται ως<br />

αποτέλεσμα υπερέκφρασης ή απορρύθμισης της ενεργοποίησης<br />

του υποδοχέα και έχει ως αποτέλεσμα<br />

(7-9) τον αυξημένο/ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό,<br />

την αντίσταση στην διαδικασία απόπτωσης<br />

(προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος), την ενισχυμένη<br />

κυτταρική κινητικότητα και την αγγειογένεση.<br />

HER1/EGFR<br />

Ο HER1, γνωστός και ως υποδοχέας του επιδερμιδικού<br />

αυξητικού παράγοντα (epidermal growth factor<br />

receptor, EGFR, ErbB1), καθοδηγεί την ανάπτυξη αρκετών<br />

συμπαγών όγκων. Ο HER1/EGFR αποτελείται από μία<br />

εξωκυττάρια περιοχή δέσμευσης του συνδέτη, στην<br />

οποία μπορούν να προσδεθούν πολλαπλοί συνδέτες,<br />

όπως ο EGF και ο TGF-α (10) και μία ενδοκυττάρια περιοχή<br />

τυροσινικής κινάσης (11) η οποία ενεργοποιείται<br />

μετά την πρόσδεση του συνδέτη και τον διμερισμό του<br />

υποδοχέα. Τα διμερή HER1/EGFR αποκτούν την ιδιότητα<br />

να ενεργοποιούν πολλαπλά downstream μονοπάτια<br />

σηματοδότησης (10). Η HER1/EGFR σηματοδότηση<br />

μπορεί να απορρυθμιστεί, γεγονός που συναντάται<br />

στην περίπτωση των καρκινικών κυττάρων. Η απορρύθμιση<br />

μπορεί να οφείλεται σε γονιδιακή ενίσχυση<br />

(πολλαπλά αντίγραφα του γονιδίου στο κύτταρο) (7),<br />

σε υπερέκφραση του υποδοχέα (αυξημένος αριθμός<br />

υποδοχέων στην κυτταροπλασματική μεμβράνη) (7, 12),<br />

σε υπερέκφραση των συνδετών (αυξημένος αριθμός<br />

συνδετών) (7, 13) ή σε γενετική μετάλλαξη π.χ. σημειακές<br />

μεταλλάξεις στο εξόνιο 19 του EGFR γονιδίου ή<br />

μεταλλάξεις που σχετίζονται με το KRAS γονίδιο (14,<br />

15). Οι δυσλειτουργικοί υποδοχείς μπορούν να εκκινήσουν<br />

downstream μονοπάτια σηματοδότησης ακόμα<br />

και επί απουσίας συνδέτη. Τα downstream μονοπάτια<br />

σηματοδότησης (PI3K, Ras/Raf/MEK/MAPK, STAT3,<br />

FAK) επιδρούν στα καρκινικά κύτταρα πολλαπλώς,<br />

καθιστώντας τα ικανά να πολλαπλασιάζονται και<br />

να εξαπλώνονται (7). Αναλυτικότερα, το PI3K μονοπάτι<br />

προάγει τον κυτταρικό κύκλο και την κυτταρική<br />

επιβίωση, το Ras/Raf/MEK/MAPK μονοπάτι αυξάνει<br />

τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων, το<br />

STAT3 προάγει την γονιδιακή μεταγραφή και το FAK<br />

μονοπάτι ευοδώνει τη μετανάστευση των καρκινικών<br />

κυττάρων. Επιπρόσθετα, η απορρυθμισμένη HER1/EGFR<br />

σηματοδότηση προωθεί την αγγειογένεση, την διηθητική<br />

και μεταστατική ικανότητα των καρκινικών κυττάρων<br />

(10).<br />

Αρκετές μελέτες έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ<br />

του HER1/EGFR και της πρόγνωσης σε συμπαγείς<br />

όγκους, όπως στο μη-μικροκυτταρικό καρκίνωμα του<br />

πνεύμονα (16), στο καρκίνωμα του μαστού (17) και στο<br />

καρκίνωμα του στομάχου.<br />

Στο μη-μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα<br />

(ΜΜΚΠ), η σχέση HER1/EGFR και πρόγνωσης φαίνεται<br />

να είναι σύνθετη και να σχετίζεται με την ενεργοποίηση,<br />

παρά με την υπερέκφραση του υποδοχέα (16). Σύμφωνα<br />

με τη μελέτη των Kanematsu et al, η φωσφορυλίωση<br />

του HER1/EGFR συσχετίζεται με μικρότερη ελεύθερη νόσου<br />

και ολική επιβίωση (P=0,002) (16). Τα αποτελέσματα<br />

αυτά υποδηλώνουν ότι η αυξημένη HER1/EGFR σηματοδότηση<br />

μπορεί να επηρεάσει την πρόγνωση ακόμα<br />

και επί απουσίας υπερέκφρασης του υποδοχέα (16). Η<br />

υπερέκφραση του HER1/EGFR στα ΜΜΚΠ αναφέρεται<br />

σε ποσοστό 60-93% (13, 18). Κλινικές μελέτες δείχνουν<br />

ότι τα επίπεδα του HER1/EGFR αυξάνουν ανάλογα με<br />

το στάδιο της νόσου (12) συνδέοντας την έκφραση του<br />

υποδοχέα με την εξέλιξη της νόσου.<br />

Στον καρκίνο του μαστού τα ποσοστά έκφρασης<br />

του HER1/EGFR ποικίλουν. Ο HER1/EGFR καθώς και ο<br />

φωσφορυλιωμένος EGFR (17) συνδέεται με δυσμενή<br />

πρόγνωση και αυξημένη πιθανότητα μεταστάσεων<br />

(19), ενώ φαίνεται να μετέχει στο μικροπεριβάλλον<br />

των οστικών μεταστάσεων (19). Σε γονιδιακές και ανοσοϊστοχημικές<br />

μελέτες, η έκφραση του HER1/EGFR στα<br />

βασικού τύπου καρκινώματα μαστού κυμαίνεται από<br />

50-70%.<br />

HER2/cerbB2<br />

Η απορρύθμιση της ΗER2 σηματοδότησης στον<br />

καρκίνο οφείλεται σε πλεόνασμα των σημάτων παρά<br />

σε μετάλλαξη του ίδιου του υποδοχέα, με αποτέλεσμα<br />

τον πολλαπλασιασμό και τη διασπορά των καρκινικών<br />

κυττάρων (3).<br />

Ο HER2 αποτελεί τον πλέον προτιμούμενο υποδοχέα<br />

για διμερισμό, σχηματίζοντας διμερή με τους<br />

HER3 (HER2/HER3) και HER1 (HER1/HER2). Αντίθετα με<br />

τους υπόλοιπους υποδοχείς της οικογένειας HER, ο<br />

HER2 δεν έχει γνωστό εξωκυττάριο συνδέτη (ligandless).<br />

Φαίνεται ότι ο HER2 είναι διαρκώς διαθέσιμος να<br />

συνδεθεί με τους λοιπούς HER υποδοχείς. Το HER2/<br />

HER3 διμερές έχει εξέχουσα σημασία στην ανάπτυξη<br />

του καρκίνου: ενεργοποιεί το PI3K μονοπάτι σηματοδότησης<br />

(1), το οποίο συνδέεται με διηθητικό κυτταρικό<br />

φαινότυπο. Στον καρκίνο του μαστού ο συνδέτης<br />

heregulin, ο οποίος δεσμεύει τον HER3 και τον HER4<br />

υποδοχέα, διεγείρει την ανάπτυξη του καρκίνου μέσω


268<br />

Ο ρόλος της οικογένειας των her υποδοχέων (her1/egfr, her2/cerbb2) στον καρκίνο του μαστού, του πνεύμονα<br />

και του γαστρεντερικού: Οι συνέπειες στις θεραπευτικές αποφάσεις<br />

των HER2/HER3 ετεροδιμερών αυξάνοντας τη σύνθεση<br />

του DNA, επάγοντας τον κυτταρικό κύκλο και τον<br />

κυτταρικό πολλαπλασιασμό (5). Το HER1/HER2 διμερές<br />

είναι επίσης σημαντικό στον καρκίνο, ιδιαίτερα στον<br />

καρκίνο των ωοθηκών (6), αποτελεί δε το συνηθέστερο<br />

διμερές ως αποτέλεσμα ενεργοποίησης από τον επιδερμιδικό<br />

αυξητικό παράγοντα (EGF). Η ενεργοποίηση<br />

του HER1/HER2 διμερούς προάγει το MAPK μονοπάτι<br />

σηματοδότησης, το οποίο οδηγεί σε κυτταρικό πολλαπλασιασμό.<br />

Στον καρκίνο του μαστού, ο HER2 υποδοχέας υπερεκφράζεται<br />

σε ποσοστό περίπου 15-20% ενώ υπάρχει<br />

άμεση συνάρτηση της υπερέκφρασης του υποδοχέα<br />

με την υπερέκφραση του γονιδίου του. Η μελέτη<br />

των Slamon et al (20) έδειξε ότι η ενίσχυση του HER2<br />

γονιδίου σχετίζεται με μικρότερο χρόνο υποτροπής<br />

και μικρότερη ολική επιβίωση. Το 1993, άλλη μελέτη σε<br />

μεγαλύτερο αριθμό ασθενών σταδίου I-III, τριπλάσια<br />

και πλέον ενίσχυση του HER2 γονιδίου συσχετίστηκε<br />

με στατιστικά σημαντικά μικρότερη ελεύθερη νόσου<br />

επιβίωση (21). Η γονιδιακή ενίσχυση του HER2 σχετίζεται<br />

με το παθολογοανατομικό στάδιο, τη συμμετοχή<br />

των λεμφαδένων και τον ιστολογικό υπότυπο.<br />

Στον καρκίνο του στομάχου/γαστροοισοφαγικής<br />

συμβολής, η έκφραση του HER2 κυμαίνεται μεταξύ 7–<br />

43% (22) με την πλειοψηφία των μελετών να παρουσιάζουν<br />

έκφραση σε ποσοστό 15–25% (22-25). Η έκφραση<br />

του HER2 στον γαστρικό καρκίνο φαίνεται να σχετίζεται<br />

με πτωχότερη πρόγνωση, επιθετικότερη νόσο και<br />

μικρότερη επιβίωση (23, 25-30).<br />

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ<br />

Η έκφραση των HER1/EGFR και HER2/CerbB2 μπορεί<br />

να μελετηθεί είτε με γονιδιακές είτε με πρωτεομικές τεχνικές.<br />

Στις γονιδιακές τεχνικές καταμετράται ο αριθμός<br />

των αντιγράφων του γονιδίου (φθορίζων in situ<br />

υβριδισμός/FISH) και χρωμογόνος in situ υβριδισμός/<br />

CISH) (31), ή ο αριθμός των υποδοχέων στην κυτταροπλασματική<br />

μεμβράνη (ανοσοϊστοχημεία/IHC) (16).Oι<br />

πρωτεομικές τεχνικές εφαρμόζονται για να προσδιορίσουν<br />

όχι μόνο την παρουσία των πρωτεϊνών όπως<br />

οι HER1/EGFR υποδοχείς και οι συνδέτες τους αλλά και<br />

ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους<br />

(32). Για παράδειγμα, η φωσφο-EGFR τεχνική χρησιμοποιείται<br />

για να προσδιορίσει το ποσό του HER1/EGFR<br />

που έχει φωσφορυλιωθεί ή ενεργοποιηθεί στην περιοχή<br />

της τυροσινικής κινάσης (33).<br />

Οι συνηθέστερες τεχνικές προσδιορισμού του HER2<br />

υποδοχέα είναι ο φθορίζων in situ υβριδισμός (FISH)(1),<br />

ο χρωμογόνος in situ υβριδισμός (CISH) (34) και η ανοσοϊστοχημεία<br />

(IHC) (1).<br />

ΟΙ HER1/EGFR ΚΑΙ HER2/CERBB2 ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΙ<br />

ΣΤΟΧΟΙ<br />

Η ρόλος του HER1/EGFR υποδοχέα στους συμπαγείς<br />

όγκους τον καθιστά εν δυνάμει θεραπευτικό στόχο<br />

(35). Διάφοροι συνδέτες όπως οι TGF-α και EGF,<br />

οι οποίοι δεσμεύονται με τον HER1/EGFR υποδοχέα<br />

(10), η εξωκυττάρια περιοχή του HER1/EGFR (11) και η<br />

περιοχή τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα (10), αποτελούν<br />

πιθανούς θεραπευτικούς στόχους. Αναστολή<br />

της διαφωσφορυλίωσης και της ενεργοποίησης της<br />

περιοχής της τυροσινικής κινάσης (10), εμποδίζει την<br />

εκκίνηση των downstream μονοπατιών σηματοδότησης<br />

(11). Το επίπεδο της φωσφορυλίωσης του ΗER1/EGFR<br />

υποδοχέα σχετίζεται με την πρόγνωση, καθιστώντας<br />

τον εξαιρετικού ενδιαφέροντος θεραπευτικό στόχο<br />

(16). Θεραπευτικοί στόχοι μπορούν να αποτελέσουν<br />

και μόρια τα οποία εμπλέκονται στα downstream μονοπάτια<br />

σηματοδότησης. Έως τώρα, πέντε EGFR αναστολείς<br />

και δύο μονοκλωνικά αντισώματα (Cetuximab)<br />

χρησιμοποιούνται στην Ογκολογία (36).<br />

Ο HER2/CerbB2 αποτελεί πετυχημένο θεραπευτικό<br />

στόχο στον καρκίνο του μαστού. Διάφορα μόρια<br />

όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα μπορούν να δεσμεύσουν<br />

το εξωκυττάριο τμήμα του υποδοχέα (37),<br />

να αποτρέψουν τον διμερισμό του, να δεσμεύσουν<br />

την ενδοκυττάρια περιοχή τυροσινικής κινάσης (38)<br />

(small molecule TK inhibitors/TKIs) ή τα downstream<br />

μονοπάτια σηματοδότησης αλλά όχι τους συνδέτες<br />

του υποδοχέα (7). Η trastuzumab, το πρώτο αντι-HER2<br />

μονοκλωνικό αντίσωμα δεσμεύει το εξωκυττάριο τμήμα<br />

του υποδοχέα και καταστέλλει τη HER2 σηματοδότηση<br />

έχοντας ως αποτέλεσμα την αναστολή των<br />

downstream μονοπατιών σηματοδότησης, τη διακοπή<br />

του κυτταρικού κύκλου και της αγγειογένεσης.<br />

Σε ασθενείς με HER2 ενίσχυση η trastuzumab ασκεί<br />

αντικαρκινική δράση και σε συνδυασμό με την χημειοθεραπεία<br />

βελτιώνει την επιβίωση (39). Η χορήγηση<br />

trastuzumab στον HER2-θετικό μεταστατικό καρκίνο<br />

και πιο πρόσφατα στον πρώιμο καρκίνο του μαστού<br />

είχε ως αποτέλεσμα έως 50% μείωση του κινδύνου<br />

υποτροπής (40). Συνεπώς, οι νέες κατευθυντήριες<br />

οδηγίες προτείνουν τον ασφαλή προσδιορισμό της<br />

έκφρασης του HER2 σε όλους τους πρωτοπαθείς καρκίνους<br />

του μαστού με στόχο την καλύτερη αντιμετώπιση<br />

της ασθενούς (38).<br />

Σχετικά με τον γαστρικό καρκίνο, προκλινι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 269<br />

κές μελέτες ανέδειξαν την αντικαρκινική δράση της<br />

trastuzumab σε HER2-υπερεκφραζόμενες ανθρώπινες<br />

κυτταρικές σειρές. Η γνώση του HER2 status φαίνεται<br />

να είναι μεγάλης κλινικής σημασίας σε κάποιες υποομάδες<br />

ασθενών με γαστρικό καρκίνο. Ενδελεχείς μελέτες<br />

απαιτούνται για να διασαφηνιστεί εάν οι ασθενείς<br />

με γαστρικό καρκίνο και ενίσχυση/υπερέκφραση του<br />

HER2 μπορούν πράγματι να επωφεληθούν από την<br />

στοχευμένη προς τον υποδοχέα θεραπεία (41). Φαίνεται<br />

ότι η χρήση της trastuzumab προτείνεται στους<br />

ασθενείς με μεταστατικό γαστρικό καρκίνο (αδενοκαρκίνωμα<br />

στομάχου ή γαστροοισοφαγικής συμβολής) με<br />

HER2 υπερέκφραση.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Menard S, Tagliabue E, Campiglio M, et al. Role of<br />

HER2 gene overexpression in breast carcinoma. J Cell<br />

Physiol 2000; 182(2): 150-162.<br />

2. Sorkin A and Goh LK. Endocytosis and intracellular<br />

trafficking of ErbBs. Exp Cell Res 2009; 315(4): 683-<br />

696.<br />

3. Slamon DJ, Godolphin W, Jones LA, et al. Studies of<br />

the HER-2/neu proto-oncogene in human breast and<br />

ovarian cancer. Science 1989; 244(4905): 707-712.<br />

4. Holbro T, Civenni G, and Hynes NE. The ErbB receptors<br />

and their role in cancer progression. Exp Cell Res<br />

2003; 284(1): 99-110.<br />

5. Lewis GD, Lofgren JA, McMurtrey AE, et al. Growth<br />

regulation of human breast and ovarian tumor cells<br />

by heregulin: Evidence for the requirement of ErbB2 as<br />

a critical component in mediating heregulin responsiveness.<br />

Cancer Res 1996; 56(6): 1457-1465.<br />

6. Campiglio M, Ali S, Knyazev PG, et al. Characteristics<br />

of EGFR family-mediated HRG signals in human ovarian<br />

cancer. J Cell Biochem 1999; 73(4): 522-532.<br />

7. Prenzel N, Fischer OM, Streit S, et al. The epidermal<br />

growth factor receptor family as a central element<br />

for cellular signal transduction and diversification. Endocr<br />

Relat Cancer 2001; 8(1): 11-31.<br />

8. Hynes NE and Stern DF. The biology of erbB-2/neu/<br />

HER-2 and its role in cancer. Biochim Biophys Acta<br />

1994; 1198(2-3): 165-184.<br />

9. Linggi B and Carpenter G. ErbB receptors: new insights<br />

on mechanisms and biology. Trends Cell Biol<br />

2006; 16(12): 649-656.<br />

10. Herbst RS and Bunn PA, Jr. Targeting the epidermal<br />

growth factor receptor in non-small cell lung cancer.<br />

Clin Cancer Res 2003; 9(16 Pt 1): 5813-5824.<br />

11. Ettinger DS. Clinical implications of EGFR expression<br />

in the development and progression of solid tumors:<br />

focus on non-small cell lung cancer. Oncologist 2006;<br />

11(4): 358-373.<br />

12. Fujino S, Enokibori T, Tezuka N, et al. A comparison<br />

of epidermal growth factor receptor levels and other<br />

prognostic parameters in non-small cell lung cancer.<br />

Eur J Cancer 1996; 32A(12): 2070-2074.<br />

13. Rusch V, Baselga J, Cordon-Cardo C, et al. Differential<br />

expression of the epidermal growth factor receptor<br />

and its ligands in primary non-small cell lung cancers<br />

and adjacent benign lung. Cancer Res 1993; 53(10<br />

Suppl): 2379-2385.<br />

14. Riely GJ, Politi KA, Miller VA, et al. Update on epidermal<br />

growth factor receptor mutations in non-small<br />

cell lung cancer. Clin Cancer Res 2006; 12(24): 7232-<br />

7241.<br />

15. Shigematsu H, Lin L, Takahashi T, et al. Clinical and<br />

biological features associated with epidermal growth<br />

factor receptor gene mutations in lung cancers. J Natl<br />

Cancer Inst 2005; 97(5): 339-346.<br />

16. Kanematsu T, Yano S, Uehara H, et al. Phosphorylation,<br />

but not overexpression, of epidermal growth<br />

factor receptor is associated with poor prognosis of<br />

non-small cell lung cancer patients. Oncol Res 2003;<br />

13(5): 289-298.<br />

17. Magkou C, Nakopoulou L, Zoubouli C, et al. Expression<br />

of the epidermal growth factor receptor (EGFR)<br />

and the phosphorylated EGFR in invasive breast carcinomas.<br />

Breast Cancer Res 2008; 10(3): R49.<br />

18. Ohtsuka K, Ohnishi H, Furuyashiki G, et al. Clinicopathological<br />

and biological significance of tyrosine<br />

kinase domain gene mutations and overexpression of<br />

epidermal growth factor receptor for lung adenocarcinoma.<br />

J Thorac Oncol 2006; 1(8): 787-795.<br />

19. Foley J, Nickerson NK, Nam S, et al. EGFR signaling in<br />

breast cancer: bad to the bone. Semin Cell Dev Biol<br />

2010; 21(9): 951-960.<br />

20. Slamon DJ, Clark GM, Wong SG, et al. Human breast<br />

cancer: correlation of relapse and survival with amplification<br />

of the HER-2/neu oncogene. Science 1987;<br />

235(4785): 177-182.<br />

21. Seshadri R, Firgaira FA, Horsfall DJ, et al. Clinical significance<br />

of HER-2/neu oncogene amplification in primary<br />

breast cancer. The South Australian Breast Cancer<br />

Study Group. J Clin Oncol 1993; 11(10): 1936-1942.<br />

22. Hofmann M, Stoss O, Shi D, et al. Assessment of a<br />

HER2 scoring system for gastric cancer: results from a<br />

validation study. Histopathology 2008; 52(7): 797-805.


270<br />

Ο ρόλος της οικογένειας των her υποδοχέων (her1/egfr, her2/cerbb2) στον καρκίνο του μαστού, του πνεύμονα<br />

και του γαστρεντερικού: Οι συνέπειες στις θεραπευτικές αποφάσεις<br />

23. Park DI, Yun JW, Park JH, et al. HER-2/neu amplification<br />

is an independent prognostic factor in gastric<br />

cancer. Dig Dis Sci 2006; 51(8): 1371-1379.<br />

24. Yano T, Doi T, Ohtsu A, et al. Comparison of HER2<br />

gene amplification assessed by fluorescence in situ<br />

hybridization and HER2 protein expression assessed<br />

by immunohistochemistry in gastric cancer. Oncol<br />

Rep 2006; 15(1): 65-71.<br />

25. Zhang XL, Yang YS, Xu DP, et al. Comparative study<br />

on overexpression of HER2/neu and HER3 in gastric<br />

cancer. World J Surg 2009; 33(10): 2112-2118.<br />

26. Uchino S, Tsuda H, Maruyama K, et al. Overexpression<br />

of c-erbB-2 protein in gastric cancer. Its correlation<br />

with long-term survival of patients. Cancer 1993;<br />

72(11): 3179-3184.<br />

27. Nakajima M, Sawada H, Yamada Y, et al. The prognostic<br />

significance of amplification and overexpression<br />

of c-met and c-erb B-2 in human gastric carcinomas.<br />

Cancer 1999; 85(9): 1894-1902.<br />

28. Allgayer H, Babic R, Gruetzner KU, et al. c-erbB-2 is<br />

of independent prognostic relevance in gastric cancer<br />

and is associated with the expression of tumor-associated<br />

protease systems. J Clin Oncol 2000; 18(11):<br />

2201-2209.<br />

29. Garcia I, Vizoso F, Martin A, et al. Clinical significance<br />

of the epidermal growth factor receptor and HER2<br />

receptor in resectable gastric cancer. Ann Surg Oncol<br />

2003; 10(3): 234-241.<br />

30. Tanner M, Hollmen M, Junttila TT, et al. Amplification<br />

of HER-2 in gastric carcinoma: association with<br />

Topoisomerase IIalpha gene amplification, intestinal<br />

type, poor prognosis and sensitivity to trastuzumab.<br />

Ann Oncol 2005; 16(2): 273-278.<br />

31. Sholl LM, John Iafrate A, Chou YP, et al. Validation<br />

of chromogenic in situ hybridization for detection of<br />

EGFR copy number amplification in nonsmall cell lung<br />

carcinoma. Mod Pathol 2007; 20(10): 1028-1035.<br />

32. Wu SL, Kim J, Bandle RW, et al. Dynamic profiling<br />

of the post-translational modifications and interaction<br />

partners of epidermal growth factor receptor signaling<br />

after stimulation by epidermal growth factor using<br />

Extended Range Proteomic Analysis (ERPA). Mol Cell<br />

Proteomics 2006; 5(9): 1610-1627.<br />

33. Sonnweber B, Dlaska M, Skvortsov S, et al. High<br />

predictive value of epidermal growth factor receptor<br />

phosphorylation but not of EGFRvIII mutation in<br />

resected stage I non-small cell lung cancer (NSCLC). J<br />

Clin Pathol 2006; 59(3): 255-259.<br />

34. Todorovic-Rakovic N, Jovanovic D, Neskovic-Konstantinovic<br />

Z, et al. Prognostic value of HER2 gene<br />

amplification detected by chromogenic in situ hybridization<br />

(CISH) in metastatic breast cancer. Exp Mol<br />

Pathol 2007; 82(3): 262-268.<br />

35. Palazzo A, Iacovelli R, and Cortesi E. Past, present<br />

and future of targeted therapy in solid tumors. Curr<br />

Cancer Drug Targets 2010; 10(5): 433-461.<br />

36. Brand TM, Iida M, and Wheeler DL. Molecular mechanisms<br />

of resistance to the EGFR monoclonal antibody<br />

cetuximab. Cancer Biol Ther 2011; 11(9): 777-792.<br />

37. Baselga J. A new anti-ErbB2 strategy in the treatment of<br />

cancer: prevention of ligand-dependent ErbB2 receptor<br />

heterodimerization. Cancer Cell 2002; 2(2): 93-95.<br />

38. Sergina NV, Rausch M, Wang D, et al. Escape from<br />

HER-family tyrosine kinase inhibitor therapy by the<br />

kinase-inactive HER3. Nature 2007; 445(7126): 437-<br />

441.<br />

39. Slamon DJ, Leyland-Jones B, Shak S, et al. Use of chemotherapy<br />

plus a monoclonal antibody against HER2<br />

for metastatic breast cancer that overexpresses HER2.<br />

N Engl J Med 2001; 344(11): 783-792.<br />

40. Piccart-Gebhart MJ, Procter M, Leyland-Jones B, et al.<br />

Trastuzumab after adjuvant chemotherapy in HER2-<br />

positive breast cancer. N Engl J Med 2005; 353(16):<br />

1659-1672.<br />

41. Barros-Silva JD, Leitao D, Afonso L, et al. Association<br />

of ERBB2 gene status with histopathological parameters<br />

and disease-specific survival in gastric carcinoma<br />

patients. Br J Cancer 2009; 100(3): 487-493.


ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

ΟΙ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗ ΘΩΡΑΚΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ.<br />

ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ, ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041506<br />

E-mail: bellenis@hotmail.com<br />

Ι Μπελλένης, MD, FRCS, FETCS<br />

Χειρ. Θώρακος, Συντονιστής Διευθυντής<br />

Χειρουργικό Τμήμα Θώρακος-Αγγείων Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Με την πρόοδο της χειρουργικής εισάγονται όλο<br />

και περισσότερο νέες λιγότερο επεμβατικές προσπελάσεις,<br />

που έχουν στόχο λιγότερο πόνο, μικρότερο<br />

τραύμα, ταχύτερη ανάρρωση, ενίοτε όμως αντιμετωπίζουν<br />

τις ανάγκες της χειρουργικής ως εμπορικό<br />

προϊόν που εξελίσσεται προς ελκυστικότερη κατεύθυνση<br />

για το «καταναλωτικό» κοινό. Επειδή η σύγχρονη<br />

ιατρική μπορεί κάποτε να ενδίδει στις απαιτήσεις<br />

που γενικευμένα καταγράφονται σε όλους τους τομείς<br />

της κοινωνικής ζωής διεθνώς για ευκολότερη χρήση<br />

των υπηρεσιών, με ότι αυτό συνεπάγεται, χρειάζεται<br />

εξαιρετική σύνεση και σωφροσύνη για την αξιολόγηση<br />

των νέων τεχνικών, τη διαφύλαξη των σωστών ενδείξεων<br />

και την εφαρμογή τους σε ορθολογική βάση,<br />

όπως επίσης για τη διενέργεια της καλύτερης δυνατής<br />

θεραπευτικής παρέμβασης σε ασθενείς που χρειάζονται<br />

χειρουργική φροντίδα.<br />

Χρειάζεται πάντοτε να θυμόμαστε ότι το καινοτόμο,<br />

σύγχρονο και πολλά υποσχόμενο δεν είναι πάντοτε<br />

αυτό που επαγγέλλεται και θα δοκιμαστεί από το<br />

χρόνο για να καθιερωθεί στη συνείδηση της χειρουργικής<br />

κοινότητας. Οι εταιρείες έρευνας νέων προϊόντων<br />

διαδραματίζουν στον τομέα αυτό σημαντικό ρόλο και<br />

οπωσδήποτε το κίνητρό τους είναι η διευκόλυνση της<br />

ζωής μας, αλλά και η αύξηση των κερδών τους.<br />

Μέχρι να αποφανθεί ο χρόνος για τη σκοπιμότητα<br />

όλων αυτών των επεμβάσεων, οφείλουμε να παραμείνουμε<br />

κριτικά ανοικτοί στις προκλήσεις των νέων<br />

καιρών, να δοκιμάσουμε το νέο, χωρίς να αποκλείσουμε<br />

το παλιό. Άλλωστε η βάση οικοδόμησης του νέου<br />

παραμένει η στέρεα γνώση του παλιού που προϋποτίθεται<br />

ως κεκτημένη εμπειρία. Ο χειρουργός οφείλει<br />

να γνωρίζει σε βάθος τις παλιές τεχνικές προκειμένου<br />

να προχωρήσει στο καινούριο. Επιπλέον, οι εξελιγμένες<br />

τεχνικές θα εφαρμοστούν σε εξειδικευμένα κέντρα<br />

αναφοράς που θα διαμορφωθούν συν τω χρόνω σε<br />

κέντρα αριστείας για την άσκηση των τεχνικών αυτών.<br />

Από την άλλη, θα υπάρχει πάντοτε η ανάγκη να γνωρίζουμε<br />

το συμβατικό και καθιερωμένο και να επιδιδόμαστε<br />

σε αυτό με επιμέλεια για να εξυπηρετούμε τις<br />

ανάγκες του πληθυσμού στα υπόλοιπα νοσοκομεία. Οι<br />

εποχές αλλάζουν, αλλά οι βασικές αρχές της χειρουργικής<br />

θα παραμένουν αναλλοίωτες και οι προσπελάσεις<br />

της ανοικτής χειρουργικής πρέπει να αποτελούν<br />

κτήμα όλων των χειρουργών. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 271, 2012.


Ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές στη Χειρουργική Θώρακος.<br />

Πού εφαρμόζονται, τι προσφέρουν<br />

Χ Ζήσης, MD, FETCS<br />

Χειρ. Θώρακος, Επιμελητής Α΄,<br />

Χειρουργικό Τμήμα Θώρακος-Αγγείων Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041504<br />

E-mail: chzisis@hotmail.fr<br />

SUMMARY<br />

ZISIS C. Minimally invasive techniques in Thoracic Surgery. Their applications, and their contribution. Minimally<br />

invasive techniques in everyday surgical practice increased last decade and extended in all fields of surgical subspecialties.<br />

Thoracic surgery adopted minimally invasive principles in order to minimize surgical trauma, operative stress, pain, as<br />

well as optimize surgical results and prognosis, and elliminate complications related to maximal thoracic procedures. The<br />

indications of these techniques have been enormously extended and cover all fields of thoracic surgery, diagnostic, therapeutic<br />

and advanced delicated operations. Lung biopsy, biopsy of solitary pulmonary nodule, assessment of undiagnosed<br />

pleural effusion, and mediastinal lymph node biopsy are performed as thoracoscopic diagnostic procedures, whereas<br />

pneumothorax, pericardial window, mediastinal cysts, thoracic sympathectomy, drainage and debridement of early empyema,<br />

thoracic trauma, chylothorax, and thoracic outlet syndrome are entities managed thoracoscopically. Advanced thoracoscopic<br />

techniques are applied in lung volume reduction surgery, in diaphragmatic plication, in thymectomy, in spinal<br />

surgery for scoliosis, in esophageal resection, and in pulmonary anatomical resections with comparable or even better<br />

prognostic results than in conventional approaches. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 272-281, 2012.<br />

Key words: thoracoscopic surgery, minimally invasive techniques, thoracic surgery, indications, results<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές στην καθημέρα χειρουργική πράξη αυξήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία και<br />

επεκτάθηκαν σε όλα τα πεδία των χειρουργικών υποειδικοτήτων. Η χειρουργική θώρακος υιοθέτησε τις προσπελάσεις<br />

αυτές προκειμένου να ελαχιστοποιήσει το χειρουργικό τραύμα, το εγχειρητικό stress και τον πόνο, να<br />

βελτιώσει τα χειρουργικά αποτελέσματα και την πρόγνωση και να περιορίσει τις επιπλοκές που σχετίζονται με<br />

μείζονες προσπελάσεις. Οι ενδείξεις έχουν επεκταθεί και πρακτικά καλύπτουν όλα τα πεδία άσκησης της χειρουργικής<br />

θώρακος, με διαγνωστικές, θεραπευτικές και τεχνικά απαιτητικές επεμβάσεις. Η βιοψία πνεύμονος, η βιοψία<br />

μονήρους πνευμονικού όζου, η αδιάγνωστη υπεζωκοτική συλλογή, η βιοψία μεσοθωρακικών λεμφαδένων συνιστούν<br />

θωρακοσκοπικές διαγνωστικές επεμβάσεις, ενώ ο πνευμοθώρακας, το περικαρδιακό παράθυρο, οι μεσοθωρακικές<br />

κύστεις, η θωρακική συμπαθεκτομή, η παροχέτευση και καθαρισμός του πρώιμου εμπυήματος, το θωρακικό<br />

τραύμα, ο χυλοθώρακας και το σύνδρομο θωρακικής εξόδου αντιμετωπίζονται με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.<br />

Προχωρημένες θωρακοσκοπικές επεμβάσεις εκτελούνται στη μείωση του πνευμονικού όγκου, στην πτύχωση του<br />

διαφράγματος, στη θυμεκτομή, στη χειρουργική της σπονδυλικής στήλης για σκολίωση, στην εκτομή του οισοφάγου<br />

και στις πνευμονικές ανατομικές εκτομές με προγνωστικά αποτελέσματα συγκρίσιμα ή και καλύτερα των συμβατικών<br />

ανοικτών προσπελάσεων. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 272-281, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: θωρακοσκοπική χειρουργική, ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, χειρουργική θώρακος, ενδείξεις,<br />

αποτελέσματα


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 273<br />

Η χειρουργική είναι μία συνεχώς εξελισσόμενη ειδικότητα.<br />

Περίπου το 95% των χειρουργών πράττουν<br />

διαφορετικά απ’ό,τι είχαν εκπαιδευτεί να κάνουν (1).<br />

Δεδομένων των αλλαγών που συντελούνται, η εκπαίδευση<br />

στις νέες τεχνικές και η εισαγωγή τους στην<br />

καθημέρα πράξη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της<br />

χειρουργικής πρακτικής. Η μεγάλη επανάσταση στη<br />

νέα αντίληψη προσπέλασης προήλθε από την εισαγωγή<br />

της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής. Σύντομα<br />

όμως, η λογική των λαπαροσκοπικών επεμβάσεων<br />

επεκτάθηκε στο θώρακα και χρησιμοποιήθηκε με προοδευτικά<br />

όλο και περισσότερες ενδείξεις.<br />

Οι ενδείξεις των θωρακοσκοπικών επεμβάσεων<br />

ήσαν αρχικά διαγνωστικές, αλλά με τη διευρυνόμενη<br />

χρήση τους κατέστησαν προϊόντος του χρόνου, διττές<br />

(διαγνωστικές και θεραπευτικές ταυτόχρονα), πρόσφατα<br />

δε και αμιγώς θεραπευτικές.<br />

Διαγνωστικές ενδείξεις<br />

Η πρώτη ένδειξη που ετέθη αφορά στη βιοψία<br />

του πνεύμονα για ταυτοποίηση διάμεσων πνευμονοπαθειών(2).<br />

Ανάλογα με το απεικονιστικό πρότυπο<br />

ανάπτυξης η βλάβη μπορεί να είναι α. δικτυωτή<br />

(αμυλοείδωση, αμιάντωση, πρώιμο σκληρόδερμα,<br />

πνευμονική νόσος από φαρμακευτική τοξικότητα πχ.<br />

από μεθοτρεξάτη, χρόνια πνευμονίτιδα υπερευαισθησίας<br />

[Hypersensitivity Pneumonitis-HP], λεμφαγγειακή<br />

καρκινωμάτωση, μη-ειδική διάμεση πνευμονία [nonspecific<br />

interstitial pneumonitis-NSIP], σαρκοείδωση [ινώδης],<br />

πρώιμη συνήθης διάμεση πνευμονοπάθεια [usual<br />

interstitial pneumonia-UIP]), β. οζώδης (υποξεία πνευμονίτιδα<br />

υπερευαισθησίας [subacute Hypersensitivity<br />

Pneumonitis-HP], πρώιμη ιστιοκυττάρωση, λεμφοκυτταρική<br />

διάμεση πνευμονοπάθεια [lymphocytic interstitial<br />

pneumonia-LIP], μεταστάσεις, σαρκοείδωση [κοκκιωματώδης],<br />

πυριτίαση, φυματίωση), γ. κυψελιδική (οξεία<br />

διάμεση πνευμονοπάθεια [acute interstitial pneumonia-<br />

AIP], σύνδρομο οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας<br />

[acute respiratory distress syndrome-ARDS], βρογχοκυψελιδικό<br />

καρκίνωμα [bronchoalveolar carcinoma – BAC],<br />

χρόνια ηωσινοφιλική πνευμονία, αποφολιδωτική διάμεση<br />

πνευμονία [desquamative interstitial pneumonia-DIP],<br />

πνευμονική βλάβη από χορήγηση αμιοδαρόνης, οξεία<br />

πνευμονίτιδα υπερευαισθησίας [acute Hypersensitivity<br />

Pneumonitis-HP], λοίμωξη από άτυπα μυκοβακτηρίδια,<br />

λεμφώματα από το λεμφικό ιστό του βλεννογόνου<br />

[MALToma-mucosa-associated lymphatic tissue<br />

lymphoma], κρυπτογενής οργανούμενη πνευμονία, κυψελιδική<br />

πρωτείνωση, πνευμονία από pneumocystis<br />

carinii), δ. κυστική (προχωρημένη αμιάντωση, κυστικές<br />

βρογχεκτασίες, κυστική ίνωση, προχωρημένο σκληρόδερμα,<br />

λεμφαγγειολυομυομάτωση, προχωρημένη ιστιοκυττάρωση,<br />

προχωρημένη συνήθης διάμεση πνευμονοπάθεια<br />

[usual interstitial pneumonia-UIP], κεντρολοβιώδες<br />

εμφύσημα) (3). Κατά την θωρακοσκοπική βιοψία γίνεται<br />

λήψη ενός ή περισσότερων ιστοτεμαχίων πνεύμονος<br />

από αντιπροσωπευτικές απεικονιστικά περιοχές.<br />

Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η θωρακοσκοπική βιοψία<br />

πνεύμονος στις διάμεσες πνευμονοπάθειες δεν είναι<br />

μια απόλυτα αθώα και εύκολη διαδικασία δεδομένης<br />

της αναπνευστικής κατάστασης των ασθενών που<br />

είναι επιβεβαρημένη. Η βιοψία κάποιες φορές μπορεί<br />

να πυροδοτήσει μια οξεία παρόξυνση της συνήθους<br />

διάμεσης πνευμονίτιδος. Ο κίνδυνος μετεγχειρητικών<br />

επιπλοκών φαίνεται να είναι μεγαλύτερος σε προεγχειρητικά<br />

οξυγονοεξαρτώμενους και πάσχοντες από<br />

πνευμονική υπέρταση. Η θνητότητα της διαδικασίας<br />

αποτιμάται στις διάφορες σειρές 2-4.5% και οφείλεται<br />

στην έκλυση οξείας πνευμονικής βλάβης. Αυτή η πληροφορία<br />

είναι χρήσιμη στη στάθμιση κόστους-οφέλους<br />

στους εκάστοτε υποψήφιους για βιοψία (4).<br />

Άλλη ένδειξη θωρακοσκοπικής παρέμβασης αποτελεί<br />

η βιοψία μονήρους πνευμονικού όζου για να διευκρινιστεί<br />

η φύση της παθολογίας του (καλοήθης-κακοήθης).<br />

Οι περισσότεροι όζοι είναι ασυμπτωματικοί<br />

και εξ ορισμού οι νομισματοειδείς όζοι έχουν μέγεθος<br />

μικρότερο από 3cm. H προσπέλαση με VATS (videoassisted<br />

thoracoscopic surgery) αποτέλεσε εξαιρετική<br />

εναλλακτική επιλογή λόγω της μικρής επεμβατικότητάς<br />

της και δεδομένου ότι γίνεται πολύ καλύτερα ανεκτή<br />

από τον ασθενή σε σχέση με τη θωρακοτομή, ενώ εξασφαλίζει<br />

ακριβές και πλήρες ιστικό δείγμα για βιοψία<br />

συγκρινόμενη με τις διαδερμικές βιοψίες διά βελόνης.<br />

Με αυτό τον τρόπο, ελαχιστοποιούνται οι καθυστερήσεις<br />

στη διάγνωση και αντιμετώπιση των κακοήθων<br />

βλαβών και περιορίζονται δραστικά τα ψευδώς<br />

αρνητικά αποτελέσματα. Το ποσοστό των αδιάγνωστων<br />

μονήρων όζων που αποδεικνύονται κακοήθεις<br />

εκτιμάται σε 40-50%. Η πλειονότητα από αυτά είναι<br />

πρωτοπαθή, ένα 10% είναι μεταστατικά και ένα μικρότερο<br />

ποσοστό 1-2% είναι καρκινοειδείς όγκοι. Από την<br />

άλλη, οι καλοήθεις όζοι είναι συνηθέστερα κοκιώματα<br />

και ακολουθούν τα αμαρτώματα και οι φλεγμονώδεις<br />

όζοι με μικρότερη συχνότητα (5).<br />

Η αδιάγνωστη υπεζωκοτική συλλογή συνιστά ένδειξη<br />

θωρακοσκοπικής βιοψίας, που περιλαμβάνει τη<br />

λήψη μεγάλων ποσοτήτων υγρού και τη λήψη ιστοτεμαχίων<br />

υπεζωκότα από ύποπτες ή αντιπροσω-


274<br />

Ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές στη Χειρουργική Θώρακος. Πού εφαρμόζονται, τι προσφέρουν<br />

πευτικές περιοχές ανάδειξης βλαβών. Η λύση της<br />

θωρακοσκοπικής βιοψίας προκρίνεται όταν μετά από<br />

θωρακοκέντηση, η κυτταρολογική εξέταση του υγρού<br />

έχει αποβεί αρνητική-μη διαγνωστική. Η διαγνωστική<br />

προσπέλαση με VATS έχει καταδείξει ότι οι μισοί από<br />

αυτούς τους ασθενείς πάσχουν από κακοήθεια. Παρά<br />

τη θετική κυτταρολογική, μερικές φορές ανακύπτει<br />

ιστοπαθολογικό διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα μεταξύ<br />

πτωχά διαφοροποιημένου αδενοκαρκινώματος<br />

και μεσοθηλιώματος. Με την επιβεβαίωση κακοήθειας<br />

παρέχεται η δυνατότητα εμφύσησης ταλκ στην πάσχουσα<br />

υπεζωκοτική κοιλότητα με τρόπο ελεγχόμενο,<br />

ώστε να καταστεί εφικτή η ομότιμη διασπορά του σε<br />

όλη την έκταση της κοιλότητας και να επιτευχθεί το<br />

καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πλευροδέσεως.<br />

Ειδικότερα για το μεσοθηλίωμα, η προσπέλαση με<br />

VATS εξασφαλίζει επαρκή ιστό για ιστολογική διάγνωση,<br />

όταν οι υπόλοιπες μέθοδοι αποτυγχάνουν. Η<br />

ίδια επέμβαση έχει και θεραπευτικό χαρακτήρα, με την<br />

παροχέτευση της υπεζωκοτικής συλλογής, την κυτταρομειωτική<br />

υπεζωκοτεκτομή και την κινητοποίηση<br />

του πνεύμονος. Όταν ο κενός υπεζωκοτικός χώρος<br />

εξαλείφεται οδηγούμαστε μελλοντικά σε λιγότερες εισαγωγές<br />

του ασθενούς για νοσηλεία με βελτιωμένη<br />

ποιότητα ζωής και καλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης.<br />

Το τίμημα που καταβάλλεται είναι η πιθανή παρατεταμένη<br />

διαφυγή αέρα λόγω των χειρισμών της υπεζωκοτεκτομής<br />

(6).<br />

Η λεμφαδενοπάθεια του μεσοθωρακίου, όταν<br />

αφορά στις ομάδες 10 (πυλαίους), 11 (μεσολόβιους), 8<br />

(παραοισοφάγειους), 9 (πνευμονικού συνδέσμου) και 5<br />

(αορτοπνευμονικού παραθύρου) καθώς και 6 (παραορτικούς)<br />

μπορεί να διακριβωθεί ως προς τη φύση<br />

της με θωρακοσκοπική βιοψία. Μεγάλη σημασία έχει<br />

ακόμη η θωρακοσκοπική βιοψία στα πλαίσια σταδιοποίησης<br />

του καρκίνου του οισοφάγου σε συνδυασμό<br />

με λαπαροσκοπική προσπέλαση για τους λεμφαδένες<br />

της κοιλίας, όπου υπερέχει από την ενδοσκοπική υπερηχογραφική<br />

εκτίμηση των λεμφαδενικών μεταστάσεων,<br />

ιδίως όταν το μέγεθος των λεμφαδένων είναι<br />

μικρότερο του 1cm (7).<br />

Σημαντική είναι ακόμη η συμβολή της θωρακοσκοπικής<br />

βιοψίας σε υπεζωκοτικές συλλογές που συνοδεύουν<br />

καταρχήν εξαιρέσιμες βλάβες, για τις οποίες<br />

όμως δεν έχει διευκρινιστεί η ογκολογική σκοπιμότητα<br />

της επέμβασης. Όταν λοιπόν η κυτταρολογική εξέταση<br />

της υπεζωκοτικής συλλογής είναι αρνητική, η θωρακοσκοπική<br />

προσπέλαση θα καταδείξει αν υπάρχει διασπορά<br />

στον υπεζωκότα ή αν η συλλογή είναι δευτεροπαθής<br />

από φλεβική ή λεμφική απόφραξη, ατελεκτασία<br />

ή συνοδό πνευμονία και με αυτό τον τρόπο η “σταδιοποίηση”<br />

προεγχειρητικά με video οδήγησε σε αποφυγή<br />

άσκοπων θωρακοτομών για NSCLC (5%), διότι<br />

σε θεωρούμενα εξαιρέσιμα νεοπλάσματα αποδείχθηκε<br />

μεταστατική υπεζωκοτική διασπορά (8).<br />

Θεραπευτικές ενδείξεις<br />

Η χειρουργική θεραπεία του πνευμοθώρακα είναι<br />

από τις πρώτες θεραπευτικές ενδείξεις της θωρακοσκοπικής<br />

χειρουργικής. Κατά την επέμβαση αυτή εκτέμνονται<br />

αερώδεις κύστεις του πνεύμονα ή φυσαλίδες<br />

που συνηθέστερα εντοπίζονται στα άνω (κορυφαία)<br />

βρογχοπνευμονικά τμήματα κυρίως των άνω ενίοτε<br />

όμως και των κάτω λοβών και γίνεται τριβή ή αφαίρεση<br />

του τοιχωματικού υπεζωκότα για να προκληθεί<br />

άσηπτη φλεγμονή, που θα δημιουργήσει συμφύσεις του<br />

πνεύμονα με το θωρακικό τοίχωμα και να μην υπάρξει<br />

επεισόδιο υποτροπής του πνευμοθώρακα στο μέλλον<br />

(9). Πρόσφατα επιχειρήθηκε επιτυχώς η εκτέλεση της<br />

επέμβασης χωρίς γενική αναισθησία με μόνη θωρακική<br />

επισκληρίδιο και διαπιστώθηκε ευχερής ανάνηψη, ταχύτερη<br />

αποκατάσταση, βραχύτερη διάρκεια νοσοκομειακής<br />

παραμονής, με μικρότερο κόστος συγκριτικά<br />

με την ίδια επέμβαση εκτελούμενη υπό γενική αναισθησία<br />

(10). Ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για δευτεροπαθή<br />

πνευμοθώρακα, όπου υπάρχει υποκείμενη<br />

πνευμονική νόσος, η επίπτωση των μετεγχειρητικών<br />

αναπνευστικών επιπλοκών, περιλαμβανομένης της<br />

πνευμονίας και του οξέος συνδρόμου αναπνευστικής<br />

δυσχέρειας είναι σημαντικά μικρότερη στους ασθενείς<br />

που υποβλήθηκαν σε επέμβαση χωρίς γενική αναισθησία<br />

και αντιμετωπίστηκαν μόνο με επισκληρίδιο ή τοπική<br />

αναισθησία (11).<br />

Η περικαρδιακή συλλογή που προκαλεί ή επαπειλεί<br />

επιπωματισμό μπορεί να αντιμετωπιστεί θωρακοσκοπικά<br />

με τη δημιουργία περικαρδιακού παραθύρου, δηλαδή<br />

την αφαίρεση τμήματος του περίτονου πετάλου<br />

του περικαρδίου, ώστε το πλεονάζον υγρό να εκτρέπεται<br />

στην υπεζωκοτική κοιλότητα (δεξιά ή αριστερή<br />

αναλόγως της πλευράς του παραθύρου) και να μην<br />

ασκεί συμπιεστικά φαινόμενα στην καρδιά επηρεάζοντας<br />

τη λειτουργία της. Ο χειρουργικός χρόνος και η<br />

νοσηρότητα είναι μεγαλύτερα σε σχέση με την υποξιφοειδική<br />

προσπέλαση, αλλά εξασφαλίζεται μακροπρόθεσμα<br />

αποτελεσματικότερος έλεγχος υποτροπής.<br />

Είναι πάντως επιβεβλημένο η μέθοδος να εφαρμόζεται<br />

σε ασθενείς με επαρκείς αναπνευστικές εφεδρείες και<br />

αποδεκτό προσδόκιμο επιβιώσεως (12-13).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 275<br />

Οι περικαρδιακές κύστεις, καλοήθεις στη φύση<br />

τους, αντιπροσωπεύουν συνήθως τυχαίο εύρημα (30%<br />

επί του συνόλου των μεσοθωρακικών κύστεων) και είναι<br />

σπάνια συμπτωματικές. Στις περιπτώσεις που τίθεται<br />

ένδειξη αφαίρεσης, ή επί αμφιβολίας για τη φύση<br />

τους, αντιμετωπίζονται θωρακοσκοπικά (14). Σχετικά<br />

με τις υπόλοιπες κύστεις μεσοθωρακίου (κυρίως<br />

βρογχογενείς - 50-60% του συνόλου των μεσοθωρακικών<br />

κύστεων) αυτές είναι συμπτωματικές στις μισές<br />

περίπου περιπτώσεις και πρέπει να αφαιρούνται. Οι<br />

θυμικές κύστεις (15% των μεσοθωρακικών κύστεων)<br />

είναι συνήθως ασυμπτωματικές, ενώ τα κυστικά λεμφαγγειώματα,<br />

συγγενείς λεμφικές δυσπλασίες, είναι<br />

κυρίως συμπτωματικά στα παιδιά. Πρακτικά η μόνη<br />

ριζική και οριστική θεραπεία είναι η πλήρης χειρουργική<br />

εξαίρεση, που επιτρέπει καταστολή των συμπτωμάτων<br />

(όταν υπάρχουν), τεκμηρίωση της διάγνωσης<br />

και πρόληψη επιπλοκών. Η εξαίρεση ενδείκνυται για<br />

όλα τα είδη κύστεων, εκτός από τις ασυμπτωματικές<br />

περικαρδιακές, που όταν όμως αλλάξουν μέγεθος ή<br />

χαρακτήρες πρέπει και αυτές να αφαιρούνται. Επειδή<br />

λοιπόν η νοσηρότητα και θνητότητα των επεμβάσεων<br />

αυξάνουν σε ασθενείς που χειρουργούνται όταν<br />

επιπλακεί η κύστη, συνιστάται η έγκαιρη αφαίρεση.<br />

Η VATS προσπέλαση αποδίδει μηδενική μετεγχειρητική<br />

θνητότητα και πολύ μικρή νοσηρότητα λόγω της<br />

ελάχιστα επεμβατικής φύσης της. Ωστόσο, ειδικά για<br />

κάποιες βρογχογενείς κύστεις, που έχουν αναπτύξει<br />

στερρές συμφύσεις με του πέριξ ιστούς και ζωτικά<br />

όργανα, η διενέργεια θωρακοτομής είναι επιβεβλημένη<br />

(15).<br />

Η ανώτερη θωρακική συμπαθεκτομή που διενεργείται<br />

για παλαμιαία-μασχαλιαία υπεριδρωσία ή<br />

σύνδρομο Raynaud εκτελείται θωρακοσκοπικά είτε με<br />

πλάγια προσπέλαση διαδοχικά είτε αμφοτερόπλευρα<br />

στον ίδιο χρόνο με τον ασθενή σε ύπτια θέση. Η επικέντρωση<br />

του χειρουργικού πεδίου γίνεται στο Τ2 γάγγλιο<br />

και οδηγό σημείο είναι η 2η πλευρά. Η πρόσβαση<br />

στο Τ2 γάγγλιο γίνεται μεταξύ 2ης και 3ης πλευράς.<br />

Ωστόσο, η διατομή που επιχειρείται στη συμπαθητική<br />

άλυσο προσδιορίζεται από την ένδειξη διενέργειας της<br />

επέμβασης. Πιο συγκεκριμένα:<br />

Α. Για υπεριδρωσία ή ερυθρότητα προσώπου: Απομονώνεται<br />

το Τ2 επίπεδο διατέμνοντας επί της 2ης<br />

και 3ης πλευράς. Άλλοι πάλι χειρουργοί διατέμνουν<br />

πάνω από τη 2η πλευρά αποφεύγοντας το αστεροειδές<br />

γάγγλιο, μολονότι το κατώτερο τρίτο του αστεροειδούς<br />

γαγγλίου μπορεί να διαταμεί χωρίς πρόκληση<br />

συνδρόμου Horner.<br />

Β. Για παλαμιαία υπεριδρωσία: Διατομή της αλυσίδας<br />

στο Τ2-Τ3 με διατομή μεταξύ 2ης και 3ης πλευράς.<br />

Γ. Για μασχαλιαία υπεριδρωσία: Διατομή της αλυσίδας<br />

στα Τ3-Τ4 και είναι σημαντική η συμπερίληψη<br />

της 4ης πλευράς.<br />

Δ. Για χρόνιο παγκρεατικό πόνο: Διατομή της αλυσίδας<br />

μεταξύ 4ης και 10ης πλευράς.<br />

Ε. Για σύνδρομο μακρού QT, η συμπαθητική άλυσος<br />

διατέμνεται από το επίπεδο του κατώτερου τρίτου<br />

του αστεροειδούς γαγγλίου μέχρι το Τ5 μαζί με όλους<br />

τους κλάδους που διαδράμουν στην ουραία περιοχή ή<br />

σε πλάγια κατεύθυνση (16).<br />

Η χειρουργική αντιμετώπιση εμπυήματος αποτελεί<br />

σημαντική ένδειξη θωρακοσκοπικής προσπέλασης ειδικά<br />

όταν ο ασθενής βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο<br />

(ινοπυώδες). Προσεκτική μελέτη των προεγχειρητικών<br />

ακτινολογικών εικόνων είναι απαραίτητη προς καθορισμό<br />

της καταλληλότερης θέσης προσπέλασης, επειδή<br />

κατά τόπους σε περιοχές θα υπάρχουν συμφύσεις<br />

και ο πνεύμονας θα είναι εγκλωβισμένος με συνακόλουθη<br />

δυσχέρεια εισαγωγής των trocar για την εκτέλεση<br />

της VATS. Είσοδος δακτύλου για την εξέταση της<br />

περιοχής πριν την τοποθέτηση του πρώτου trocar μας<br />

εξασφαλίζει από πιθανό ενδεχόμενο τρώσεως του<br />

πνεύμονος. Υπό άμεση θωρακοσκοπική όραση εκτελείται<br />

είσοδος των υπόλοιπων ports και η διαδικασία<br />

εξελίσσεται περαιτέρω με αναρρόφηση και λύση χαλαρών<br />

συμφύσεων. Περιορισμένη αποφλοίωση πεπαχυσμένων<br />

υπεζωκοτικών στοιχείων μπορεί να εκτελεστεί<br />

ενδοσκοπικά, αλλά σε σημαντικά «οργανωμένη»<br />

υπεζωκοτική πάχυνση μετατροπή σε θωρακοτομή για<br />

επαρκή αποφλοίωση του ασθενούς είναι κάποιες φορές<br />

αναπότρεπτη, ειδικά στο τρίτο στάδιο της εμπυηματικής<br />

νόσου (οργανώσεως) (17-18).<br />

Το τραύμα θώρακος συνιστά ένα ακόμη πεδίο<br />

εφαρμογής θωρακοσκοπικών τεχνικών σε αιμοδυναμικά<br />

σταθερούς ασθενείς. Μπορεί να προσφέρει σε<br />

ασθενείς με παραμένοντα παρά την εισαγωγή σωλήνα<br />

αιμοθώρακα, σε επιμένοντα πνευμοθώρακα,<br />

στην εκτίμηση του διαφράγματος σε διατιτραίνοντα<br />

θωρακοκοιλιακά τραύματα, στην αντιμετώπιση μετατραυματικών<br />

εμπυημάτων της υπεζωκοτικής κοιλότητας,<br />

αλλά και στην επίσχεση ενεργού αιμορραγίας<br />

σε αιμοδυναμικά σταθερούς ασθενείς. Η μέθοδος της<br />

θωρακοσκόπησης διαθέτει υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα<br />

στην εξακρίβωση διαφραγματικών κακώσεων,<br />

αλλά συνιστά απόλυτη αντένδειξη στην εφαρμογή<br />

της η αιμοδυναμική αστάθεια. Θεωρείται μάλιστα ότι


276<br />

Ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές στη Χειρουργική Θώρακος. Πού εφαρμόζονται, τι προσφέρουν<br />

η έγκαιρη διενέργεια θωρακοσκοπικής προσπέλασης<br />

στα αμβλέα τραύματα θώρακα εξασφαλίζουν μικρότερη<br />

διάρκεια νοσηλείας και μικρότερο ποσοστό θωρακοτομών<br />

(19).<br />

Άλλες σπάνιες ενδείξεις είναι η αφαίρεση ξένου<br />

σώματος, η αντιμετώπιση τραυματικού χυλοθώρακα<br />

και η αφαίρεση πλευράς.<br />

O χυλοθώρακας αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη<br />

εφαρμογής θωρακοσκοπικών τεχνικών. Η προσπέλαση<br />

μπορεί να γίνει από δεξιά ή αριστερά και συνίσταται<br />

σε απολίνωση του μείζονος θωρακικού πόρου<br />

άνωθεν του διαφράγματος μεταξύ οισοφάγου, κατιούσης<br />

θωρακικής αορτής, αζύγου φλεβός και σπονδυλικής<br />

στήλης. Ευχερέστερη θεωρείται η πρόσβαση<br />

από δεξιά. Ένδειξη χειρουργικής απολίνωσης τίθεται<br />

όταν ο χυλοθώρακας δεν ανταποκρίνεται σε συντηρητική<br />

αντιμετώπιση (παροχέτευση συλλογής, διακοπή<br />

σιτίσεως, ολική παρεντερική διατροφή, αναμονή έως 15<br />

ημέρες) ή υποτροπιάζει μετά από αρχική ανταπόκριση<br />

(20-21).<br />

Στο σύνδρομο θωρακικής εξόδου έχει περιγραφεί<br />

θωρακοσκοπική εξαίρεση της 1ης πλευράς, η οποία<br />

παρουσιάζει εξαιρετικά πλεονεκτήματα. Ο ώμος δεν<br />

χρειάζεται ανάσπαση για πολύ χρόνο, η έκθεση είναι<br />

πολύ καλή και τα δερματικά νεύρα της μασχάλης δεν<br />

διαταράσσονται (22).<br />

Η θυμεκτομή, επέμβαση ενδεικνυόμενη σε μυασθένεια<br />

gravis προσφάτου ενάρξεως σε άτομα ηλικίας μικρότερης<br />

των 70 ετών, θεωρείται ότι αυξάνει σημαντικά<br />

την πιθανότητα βελτίωσης ή υφέσεως της νόσου. Η<br />

επέμβαση μπορεί να εκτελεστεί θωρακοσκοπικά - από<br />

τη δεξιά ή την αριστερή υπεζωκοτική κοιλότητα - με<br />

ασφάλεια και συγκρίσιμα αποτελέσματα από πλευράς<br />

εκβάσεως της μυασθένειας σε σχέση με την κλασική<br />

ανοικτή προσπέλαση (μέση στερνοτομή). Όταν με<br />

τη μυασθένεια συνυπάρχει θύμωμα, η θωρακοσκοπική<br />

προσπέλαση μπορεί να επιχειρηθεί για την εξαίρεση<br />

θυμωμάτων σταδίου Ι κατά Masaoka (χωρίς διήθηση<br />

της κάψας) (23).<br />

Η επέμβαση μείωσης πνευμονικού όγκου (lung volume<br />

reduction surgery- LVRS) αποτελεί σημαντική πρόοδο<br />

στην αντιμετώπιση της ΧΑΠ/εμφυσηματικής νόσου. Η<br />

επέμβαση αυτή έχει βελτιώσει την ποιότητα ζωής, την<br />

πνευμονική λειτουργία, την ανοχή στην άσκηση και την<br />

επιβίωση σε επιλεγμένους ασθενείς. Μολονότι θεωρείται<br />

ότι τόσο η VATS όσο και η μέση στερνοτομή<br />

έχουν παρόμοια νοσηρότητα, θνητότητα και οφέλη, η<br />

VATS κοστίζει λιγότερο και παρέχει ταχύτερη ανάρρωση<br />

(24). Oι ασθενείς που είναι υποψήφιοι για LVRS<br />

είναι συμπτωματικοί παρά τη μέγιστη φαρμακευτική<br />

φροντίδα, που περιλαμβάνει εισπνεόμενα, οξυγονοθεραπεία<br />

και φυσική αποκατάσταση. Η τελευταία βοηθά<br />

στην επιλογή και θεραπεία των ασθενών. Οι ασθενείς<br />

με σοβαρό εμφύσημα είναι απορρυθμισμένοι, καχεκτικοί,<br />

σε μυϊκή απίσχνανση και καταβολική φάση και<br />

η αποκατάσταση ενδυναμώνει τους μυς των άκρων<br />

και μειώνει τη δύσπνοια. Οι καλύτερα προετοιμασμένοι<br />

ασθενείς συνεργάζονται αποτελεσματικότερα και<br />

ανταποκρίνονται καλύτερα στις μετεγχειρητικές τους<br />

δοκιμασίες, την άμεση κινητοποίηση, τη χρήση των<br />

σπιρομέτρων και την αναπνευστική φυσικοθεραπεία<br />

για την αποφυγή μετεγχειρητικών αναπνευστικών<br />

επιπλοκών. Ασθενείς που δεν συνεργάζονται καλά<br />

ή αποτυγχάνουν στην αποκατάσταση είναι κακοί<br />

υποψήφιοι για LVRS. Ο πιο σημαντικός παράγοντας<br />

επιλογής με την ευνοϊκότερη πρόγνωση είναι το ετερογενές<br />

πρότυπο εμφυσήματος, όπως ταυτοποιείται<br />

στην αξονική τομογραφία θώρακος και στο σπινθηρογράφημα<br />

αιματώσεως πνευμόνων. Διαδοχικά μείωση<br />

πνευμονικού όγκου από την κάθε πλευρά είναι ασφαλής<br />

στρατηγική αντιμετώπισης. Μετά την εκτέλεση της<br />

μείωσης από τη δεύτερη πλευρά, δεν βελτιώνονται<br />

περαιτέρω οι σπιρομετρικοί δείκτες και το υποκειμενικό<br />

αίσθημα φυσικής κατάστασης δεν μεταβάλλεται,<br />

αλλά παρατείνονται τα οφέλη που εξασφαλίστηκαν<br />

με την αρχική επέμβαση μείωσης (25).<br />

Άλλες ενδείξεις εφαρμογής θωρακοσκοπικής τεχνικής<br />

αποτελούν οι παραοισοφάγειες κύστεις (26) και οι<br />

όγκοι του οπισθίου μεσοθωρακίου (27).<br />

Στην ογκολογική εκτομή καρκίνου οισοφάγου έχει<br />

επίσης δοκιμαστεί με πολύ καλά αποτελέσματα συνδυασμός<br />

θωρακοσκοπικής και λαπαροσκοπικής προσπέλασης,<br />

που προτείνεται για πρώιμους οισοφαγικούς<br />

καρκίνους (< PT2 και Ν0) και καρκίνους γαστροοισοφαγικής<br />

συμβολής (28).<br />

Στο πεδίο της οισοφαγεκτομής έχει δοκιμαστεί και<br />

η πρηνής θέση του ασθενούς με μερική σύμπτωση του<br />

πνεύμονα, που εξασφαλίζει καλύτερη κινητοποίηση<br />

του οισοφάγου, πληρέστερο λεμφαδενικό καθαρισμό<br />

και αποφυγή τεχνικών δυσκολιών στην περιοχή του<br />

αορτοπνευμονικού παραθύρου (29).<br />

Ενδιαφέρουσα εφαρμογή της θωρακοσκοπικής χειρουργικής<br />

αποτελεί η αποκατάσταση δυσμορφιών της<br />

θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Οι κλασικές<br />

προσπελάσεις στη σπονδυλική στήλη ήσαν η οπισθοπλάγια,<br />

η πλευρεγκάρσια και η πρόσθια. Για την πρόσθια<br />

επιφάνεια της σπονδυλικής στήλης, η πρόσθια<br />

θωρακοτομή αποτελούσε την προσπέλαση εκλογής.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 277<br />

Προβλήματα σχετιζόμενα με τη θωρακοτομή αποτελούν<br />

η μακρά τομή, η αφαίρεση πλευράς, η σημαντική<br />

διαστολή των πλευρών, η διατάραξη της λειτουργίας<br />

των πνευμόνων και της ωμικής ζώνης, ο πόνος,<br />

η συνακόλουθη νοσηρότητα και το πτωχό κοσμητικό<br />

αποτέλεσμα. Η VATS προσπέλαση εξασφαλίζει στο<br />

χειρουργό της σπονδυλικής στήλης μια ενδοσκοπική<br />

δυνατότητα για προσέγγιση στην πρόσθια επιφάνεια<br />

της σπονδυλικής στήλης με σημαντικά πλεονεκτήματα.<br />

Τα οφέλη που απορρέουν από την εφαρμογή της<br />

μεθόδου συνοψίζονται στην ελάχιστη επεμβατικότητά<br />

της, στην καλύτερη εικόνα και τη μεγέθυνση που επιτυγχάνεται<br />

στους χειρισμούς με συνέπεια μεγαλύτερη<br />

ακρίβεια εκτέλεσης, ελαττωμένο μετεγχειρητικό πόνο,<br />

μικρότερη αναπνευστική επιβάρυνση, μειωμένη απώλεια<br />

αίματος, βραχύτερη διάρκεια νοσηλείας, μικρότερο<br />

κόστος, καλύτερη φροντίδα τραύματος και ταχύτερη<br />

επιστροφή στις προνοσοκομειακές δραστηριότητες με<br />

ελάχιστη δυσλειτουργία της κατ’ώμον άρθρωσης. Οι<br />

ενδείξεις για παιδιά και ενήλικες είναι οι ακόλουθες:<br />

Α. Άκαμπτη ιδιοπαθής σκολίωση σε βαθμό μεγαλύτερο<br />

ή ίσο με 75 μοίρες, διότι καμπύλωση αυτού του<br />

βαθμού μπορεί να προκαλέσει απώλεια πνευμονικής<br />

λειτουργίας, ακόμη και αναπνευστική ανεπάρκεια.<br />

Β. Κύφωση μεγαλύτερη από 70 μοίρες<br />

Γ. Νευρομυϊκές ανωμαλίες που συνοδεύονται από<br />

οριακή πνευμονική λειτουργία<br />

Δ. Προοδευτική σπονδυλική παραμόρφωση και μεταβολική<br />

νόσος<br />

Ε. Νευροϊνωμάτωση με ενδοθωρακικούς όγκους<br />

επιπροσθέτως της σημαντικής σπονδυλικής παραμόρφωσης<br />

ΣΤ. Ψευδάρθρωση μετά από πρόσθια σπονδυλοδεσία<br />

Ζ. Πρόσθια ημιεπιφυσιόδεση για συγγενή σκολίωση<br />

Η. Βιοψία εκτομής και διατομής.<br />

Όλες σχεδόν οι προσπελάσεις θωρακικής μοίρας<br />

σπονδυλικής στήλης που απαιτούσαν θωρακοτομή<br />

μπορούν να πραγματοποιηθούν με ελάχιστα επεμβατική<br />

τεχνική. Σχετικές αντενδείξεις για βιντεοθωρακοσκοπική<br />

τεχνική θεωρούνται η εξαιρετικά σοβαρή σκολίωση,<br />

όταν η σπονδυλική στήλη σχεδόν ακουμπά στο<br />

θωρακικό κλωβό στις πλευρές, προηγούμενη επέμβαση<br />

θωρακοτομής στην περιοχή-στόχο της επέμβασης και<br />

ασθενείς με σοβαρό περιοριστικό λειτουργικό έλλειμμα<br />

που δεν είναι σε θέση να ανεχθούν τον αποκλεισμό<br />

αερισμού του ενός πνεύμονα (30).<br />

Η πτύχωση του διαφράγματος αποτελεί μία ακόμη<br />

εφαρμογή των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών στη<br />

θωρακοχειρουργική. Το χρονίως παράλυτο διάφραγμα<br />

είναι παρεκτοπισμένο προς τα πάνω. Οι ασθενείς<br />

παρουσιάζουν απώλεια της διαφραγματικής αναπνοής<br />

με αποτέλεσμα δύσπνοια και εύκολη κόπωση. Η<br />

πτύχωση του διαφράγματος οδηγεί σε βελτίωση της<br />

πνευμονικής λειτουργίας. Το διάφραγμα απορροφά το<br />

υπεζωκοτικό υγρό που δημιουργείται σε καθημερινή<br />

βάση στην υπεζωκοτική κοιλότητα και όταν η πτύχωση<br />

γίνει καλά η επιφάνεια απορρόφησης του διαφράγματος<br />

περιορίζεται. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς μπορεί<br />

να παροχετεύουν ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό υγρού<br />

μετεγχειρητικά και να παραταθεί η νοσηλεία τους (31).<br />

Σημαντική είναι η συμβολή της θωρακοσκοπικής<br />

χειρουργικής και στα βρέφη για την αντιμετώπιση<br />

συγγενών πνευμονικών δυσπλασιών (32).<br />

Η εισαγωγή των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών<br />

κατά τα τελευταία έτη στην αντιμετώπιση της<br />

εμμένουσας ή υποτροπιάζουσας κολπικής μαρμαρυγής<br />

έχει οδηγήσει σε υποσχόμενα αποτελέσματα και<br />

τα ποσοστά ελέγχου και απαλλαγής από τη χρήση<br />

αντιαρρυθμικών φαρμάκων υπερβαίνουν το 60% μετά<br />

από VATS έναντι 45% μετά από κατάλυση που επιχειρείται<br />

διαδερμικά με καθετήρα (33).<br />

Τέλος, βιντεοθωρακοσκοπική μέθοδος εφαρμόζεται<br />

στον τροπιδοειδή και τον πτηνοειδή θώρακα (pectus<br />

carinatum/pectus excavatum) για τη διόρθωσή τους,<br />

ακόμη και μετά από προηγηθείσα αποτυχούσα ανοικτή<br />

προσπέλαση (Ravitch) (34).<br />

Εφαρμογή θωρακοσκοπικών τεχνικών<br />

για μείζονες εκτομές πνεύμονος<br />

Παρότι δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, το ενδιαφέρον<br />

διεθνώς έχει αυξηθεί μετά τη δημοσίευση σειρών<br />

με υποσχόμενα αποτελέσματα. Ήδη διαμορφώνεται<br />

επαρκής τεκμηρίωση ότι οι θωρακοσκοπικές λοβεκτομές<br />

μπορούν να διενεργηθούν με μειωμένη νοσηρότητα<br />

και συγκρίσιμα ογκολογικά αποτελέσματα σε σχέση<br />

με τις ανοικτές λοβεκτομές (35).<br />

Πολυπαραγοντική ανάλυση 21 σειρών VATS λοβεκτομών<br />

για μη μικροκυτταρικά καρκινώματα πρώιμου<br />

σταδίου κατέδειξε συγκρίσιμα αποτελέσματα με τις<br />

ανοικτές λοβεκτομές από πλευράς νοσηρότητας και<br />

επιβίωσης (36).<br />

Πλήρως θωρακοσκοπικές λοβεκτομές ανακοινώθηκαν<br />

ήδη από το 1997. Mε την πάροδο των ετών και<br />

την εξέλιξη της τεχνικής διευρύνθηκε η χρήση τους σε<br />

εξειδικευμένα κέντρα με την αντίστοιχη εμπειρία. Οι καταλληλότερες<br />

ενδείξεις είναι ο σταδίου Ι καρκίνος πνεύ-


278<br />

Ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές στη Χειρουργική Θώρακος. Πού εφαρμόζονται, τι προσφέρουν<br />

μονα, όγκοι < 6 εκ. και καλοήθεις νόσοι, όπως οι βρογχεκτασίες.<br />

Σχετικές αντενδείξεις είναι όγκοι διαμέτρου<br />

5-8 εκ., η προεγχειρητική ακτινοθεραπεία, η εισαγωγική<br />

χημειοθεραπεία, οι εκτομές δίκην περιχειρίδος (με βρογχοπλαστική<br />

ή/και αρτηριοπλαστική) και η διήθηση του<br />

θωρακικού τοιχώματος από τον όγκο. Απόλυτες αντενδείξεις<br />

είναι όγκοι διαμέτρου > 8εκ., προσβολή / διήθηση<br />

του μεσοθωρακίου και δυσκολία του χειρουργού.<br />

Στις δημοσιευθείσες σειρές καταδεικνύεται ότι<br />

ογδοντάχρονοι που υποβάλλονται σε εκτομή με VATS<br />

για καρκίνο πνεύμονος παρουσιάζουν μειωμένη νοσηρότητα,<br />

με αποτέλεσμα βραχύτερη και λιγότερο<br />

απαιτητική νοσηλεία και μικρότερη ανάγκη για μετεγχειρητική<br />

αποκατάσταση (37). Η μόνη διαφοροποίηση<br />

που έχει περιγραφεί αφορά στη μετεγχειρητική έκλυση<br />

κολπικής μαρμαρυγής σε ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο<br />

στους ογδοντάχρονους συγκριτικά με τις υπόλοιπες<br />

ηλικιακές ομάδες (38).<br />

Άλλη μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση αφορά στην<br />

αφαίρεση των σωλήνων παροχέτευσης μετά από<br />

VATS λοβεκτομή που μπορεί να γίνει σε ποσοστό 82.5%<br />

των ασθενών μέσα σε 48 ώρες μετεγχειρητικά. Αυτό<br />

μεταφράζεται σε μικρότερη παραμονή στο νοσοκομείο<br />

και συνακόλουθα μικρότερη νοσηρότητα των ασθενών<br />

λόγω λιγότερων επιπλοκών (39).<br />

Σε μεγάλη μετα-ανάλυση 39 σειρών (από τις οποίες<br />

μία τυχαιοποιημένη προοπτική) με 3256 θωρακοτομές<br />

και 3114 VATS λοβεκτομές για καρκίνο πνεύμονος συνήχθη<br />

ότι η VATS λοβεκτομή συνδυαζόταν με βραχύτερη<br />

παραμονή των σωλήνων, μικρότερη διάρκεια νοσηλείας<br />

και βελτιωμένη επιβίωση (στα 4 χρόνια μετά την<br />

εκτομή) σε στατιστικά σημαντικό βαθμό. Αναφορικά με<br />

ασθενείς πρώιμου σταδίου μη μικροκυτταρικού καρκίνου<br />

πνεύμονος, η VATS λοβεκτομή ευνοεί μικρότερη<br />

νοσηρότητα και καλύτερους δείκτες επιβιώσεως (40).<br />

Οι ίδιες παρατηρήσεις αφορούν στις τμηματεκτομές,<br />

οι οποίες μπορούν να διενεργηθούν με αποδεκτή<br />

νοσηρότητα, θνητότητα, υποτροπή και επιβίωση, ενώ<br />

εξασφαλίζουν μικρότερη διάρκεια νοσηλείας και λιγότερες<br />

μετεγχειρητικές πνευμονικές επιπλοκές συγκριτικά<br />

με τις ανοικτές τεχνικές (41).<br />

Οι όποιες ενστάσεις προκύψουν για το κόστος<br />

υπερκεράζονται από την παρατήρηση ότι η VATS<br />

λοβεκτομή είναι εν τέλει λιγότερο δαπανηρή από τη<br />

συμβατική διότι τα αυξημένα έξοδα της χειρουργικής<br />

αίθουσας (χρόνος και αναλώσιμα) αντισταθμίζονται<br />

από τη βραχύτερη νοσηλεία με αποτέλεσμα την ταχύτερη<br />

διακίνηση ασθενών και απελευθέρωση κλινών<br />

για άλλους ασθενείς (42).<br />

Aναφορικά με τον συστηματικό λεμφαδενικό καθαρισμό<br />

κατά τις VATS εκτομές πνεύμονος για κακοήθεια,<br />

αυτός είναι εφικτός χωρίς επιπλέον νοσηρότητα για<br />

τον ασθενή και οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα σταδιοποίησης,<br />

υπερέχει δε από το PET (ειδικά στα αδενοκαρκινώματα)<br />

στην εξακρίβωση του σταδίου και το<br />

σχεδιασμό της κατάλληλης ογκολογικής θεραπείας (43).<br />

Τι προσφέρουν οι θωρακοσκοπικές<br />

τεχνικές<br />

Οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές είναι ελκυστικές<br />

στους ασθενείς για πολλούς λόγους, όπως οι μικρότερες<br />

ουλές, η βραχύτερη νοσοκομειακή νοσηλεία και<br />

η ταχύτερη ανάρρωση. Μολονότι οι λιγότερες επιπλοκές<br />

σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ελάχιστα<br />

επεμβατικές τεχνικές έχουν αποδοθεί στο λιγότερο<br />

μετεγχειρητικό πόνο των ασθενών, στην πραγματικότητα<br />

αυτό μπορεί να οφείλεται σε μικρότερο επηρεασμό<br />

του ανοσολογικού συστήματος (44). Η χειρουργική<br />

πράξη προκαλεί ανοσοκαταστολή, η οποία αυξάνει<br />

την πιθανότητα μεταστάσεων και την ανάπτυξη σηπτικών<br />

επιπλοκών μετεγχειρητικά. Θεωρείται λοιπόν<br />

ότι η VATS έχοντας μικρότερη επίδραση στο ανοσολογικό<br />

σύστημα, οδηγεί σε λιγότερα προβλήματα επούλωσης<br />

και λοιμώξεων βραχυπρόθεσμα και καλύτερη<br />

επιβίωση μακροπρόθεσμα (45-46).<br />

Οι ευαίσθητοι ασθενείς ανέχονται καλύτερα τη<br />

θωρακοσκοπική προσπέλαση, ενώ λόγω της ταχύτερης<br />

ανάρρωσης απ’ό,τι μετά από θωρακοτομή, οι<br />

ασθενείς έχουν περισσότερες ευκαιρίες να λάβουν<br />

πλήρεις δόσεις συμπληρωματικής θεραπείας σε κατάλληλο<br />

χρονικό ορίζοντα (47). Είναι τέλος σημαντικό<br />

να επισημανθεί ότι, παρά τη μεγαλύτερή τους ηλικία,<br />

ασθενείς που υποβάλλονται σε VATS εμφανίζουν μικρότερο<br />

ποσοστό μετεγχειρητικής πνευμονίας από<br />

τους υποβαλλόμενους σε θωρακοτομή. Αυτό αποδίδεται<br />

στη βραχύτερη χρονικά νοσηλεία τους σε Μονάδα<br />

Εντατικής Θεραπείας και την ταχύτερη αποκατάστασή<br />

τους συνολικά. Αυτά τα ευνοϊκά αποτελέσματα<br />

υποστηρίζουν την εφαρμογή της θωρακοσκοπικής<br />

προσπέλασης για λοβεκτομές σε ασθενείς με περιορισμένες<br />

αναπνευστικές εφεδρείες, με προβλεπόμενη<br />

μετεγχειρητική FEV1 και DLCO της τάξεως του 40% ή<br />

μικρότερη (48).<br />

Περιορισμοί και προϋποθέσεις<br />

Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός<br />

προηγμένου προγράμματος θωρακοσκοπικής χειρουρ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 279<br />

γικής αποτελεί η ύπαρξη μιας αφοσιωμένης ομάδας,<br />

σ’ένα νοσοκομείο που διαθέτει ικανή θωρακοχειρουργική<br />

υποδομή και αρκετές επεμβάσεις θωρακοχειρουργικής<br />

σε ετήσια βάση. Ενδεικτικά καταγράφονται<br />

κάποιες βασικές προδιαγραφές ενός προγράμματος<br />

θωρακοσκοπικής χειρουργικής:<br />

• Διάθεση χρόνου. Στις περισσότερες σειρές οι<br />

επεμβάσεις έχουν μεγάλη διάρκεια, επειδή χρειάζεται<br />

επιμελής παρασκευή και τήρηση των κανόνων<br />

βήμα προς βήμα.<br />

• Έλεγχος οποιασδήποτε αιμορραγίας προκύπτει<br />

στην εξέλιξη της επέμβασης, ώστε το χειρουργικό<br />

πεδίο να παραμένει καθαρό και να μην<br />

επηρεάζεται η ποιότητα της εικόνας.<br />

• Επίτευξη της καλύτερης δυνατής έκθεσης.<br />

• Χρήση προηγμένου συστήματος εικόνας και<br />

κατά προτίμηση κάμερας υψηλής ευκρίνειας<br />

που θα επιτρέψει καθαρή εικόνα και χειρουργική<br />

αίσθηση ανάλογη μιας επέμβασης από μικροσκόπιο.<br />

• Διάθεση αριθμού εργαλείων ώστε να χρησιμοποιείται<br />

το σωστό εργαλείο για το σωστό<br />

σκοπό. Αυτό σημαίνει ύπαρξη καλής ποιότητας<br />

εξειδικευμένων εργαλείων σε επαρκή ποσότητα<br />

με τον ανάλογο διαθέσιμο εξοπλισμό σε<br />

συσκευές διπολικής διαθερμίας και ψαλιδιών<br />

υπερήχων.<br />

• Αυτόματα συρραπτικά μηχανήματα των κατάλληλων<br />

μεγεθών που θα επιτρέψουν αξιόπιστη<br />

διατομή των κρίσιμων αγγειακών δομών, αλλά<br />

και των βρόγχων καθώς επίσης και το διαχωρισμό<br />

του πνευμονικού παρεγχύματος που θα<br />

εκταμεί από τον υπολειπόμενο πνεύμονα.<br />

• Καλή εργονομική διευθέτηση του χειρουργικού<br />

πεδίου και της χειρουργικής ομάδας, ώστε να<br />

αποφεύγονται θέσεις και στάσεις του σώματος<br />

που προκαλούν σωματική καταπόνηση, πόνο<br />

στους ώμους και ακαμψία του κορμού (49).<br />

Πρέπει να επισημανθεί ότι πάντοτε για το χειρουργό<br />

παραμένει ως ζητούμενο η παροχή υψηλής<br />

στάθμης υπηρεσιών, η επιστημονική τεκμηρίωση, η συνεχιζόμενη<br />

εκπαίδευση, ο ζήλος καινοτομίας, η τόλμη<br />

της αλλαγής, ταυτόχρονα όμως η επίγνωση των ορίων,<br />

η σύνεση και η μετριοφροσύνη, προκειμένου να<br />

επιτυγχάνεται η εισαγωγή χειρουργικών νεωτερισμών<br />

χωρίς να επηρεάζεται η ποιότητα της χειρουργικής<br />

φροντίδας. Ακόμη τέλος, η όποια ρήξη με το παλαιό<br />

και καθιερωμένο χρειάζεται να εκπορεύεται από τις<br />

ανάγκες των ασθενών και όχι από εμπορικές σκοπιμότητες<br />

ή ανταγωνιστικές διαθέσεις καταξίωσης και<br />

αναγνώρισης, που ενίοτε διολισθαίνουν σε αυτοσκοπό<br />

των χειρουργών.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. McKenna RJ, Jr. Complications and learning curves<br />

for video-assisted thoracic surgery lobectomy. Thorac<br />

Surg Clin 2008; 18: 275-280.<br />

2. Ferson PF, Landreneau RJ. Thoracoscopic lung biopsy<br />

or open lung biopsy for interstitial lund disease. Chest<br />

Surg Clin North Am 1998; 8: 749-762.<br />

3. Cancellieri A, Dalpiaz G, Maffessanti M, et al Diffuse<br />

lung diseases. Clinical features/Pathology/HRCT.<br />

Maffesanti M, Dalpiaz G (ed). Springer-Verlag Italia<br />

2nd printing 2007.<br />

4. Kreider ME, Hansen-Flaschen J, et al. Complications of<br />

Video-Assisted Thoracoscopic Lung Biopsy in Patients<br />

with Interstitial Lung Disease. Ann Thorac Surg 2007;<br />

83: 1140 –1145.<br />

5. Ηazelrigg SR, Magee MJ, Cetindag IB. Video-assisted<br />

surgery for diagnosis of the solitary lung nodule.<br />

Chest Surg Clin North Am 1998; 8: 763-774.<br />

6. Grossebner MW, Ari AA, Goddard M, Ritchie AJ.<br />

Mesothelioma ± VATS biopsy and lung mobilization<br />

improves diagnosis and palliation. Eur Journal Cardiothoracic<br />

Surg 1999; 16: 619-623.<br />

7. Luketich JD, Schauer P, Landreneau R, et al Minimally<br />

invasive surgical staging is superior to endoscopic<br />

ultrasound in detecting lymph node metastases in<br />

esophageal cancer. J Thorac Cardiovasc Surg 1997;<br />

114: 817-823.<br />

8. Passlick B. Initial surgical staging of lung cancer. Lung<br />

Cancer 2003; 42 (Suppl 1): S21-25.<br />

9. Zisis C, Stratakos G. Do we know the ideal surgical<br />

treatment for primary spontaneous pneumothorax<br />

Eur J Cariothoracic Surg 2006; 29: 1067.<br />

10. Pompeo E, Tacconi F, Mineo D, et al. The role of<br />

awake video-assisted thoracoscopic surgery in spontaneous<br />

pneumothorax. J Thorac Cardiovasc Surg<br />

2007;133:786-790.<br />

11. Νoda Μ, Okada Υ, Maeda S, et al Is there a benefit<br />

of awake thoracoscopic surgery in patients with secondary<br />

spontaneous pneumothorax J Thorac Cardiovasc<br />

Surg 2011 Nov 19 [Epub ahead of print].<br />

12. Flores RM, Jaklitsch MT, DeCamp MM, Jr, et al. Video-assisted<br />

thoracic surgery pericardial resection for<br />

effusive disease. Chest Surg Clin North Am 1998; 8:<br />

835-851.


280<br />

Ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές στη Χειρουργική Θώρακος. Πού εφαρμόζονται, τι προσφέρουν<br />

13. Yim Anthony PC, Hsin Michael KY, Wan Innes YP. Left<br />

VATS pericardial window in Video Atlas of Minimally<br />

Invasive Thoracic Surgery. p. 29-31 The Chinese University<br />

Press 2008.<br />

14. Alar T, Bayram AS, Gebitekin C. Pericardial cysts: an<br />

analysis of 12 cases. J Laparoendosc Adv Surg Tech A.<br />

2011; 21: 595-598.<br />

15. Le Pimpec-Barthes F, Cazes A, Bagan P, et al Mediastinal<br />

cysts:clinical approach and treatment. Rev<br />

Pneumol Clin 2010; 66: 52-62.<br />

16. Krasna MJ. Thoracoscopic sympathectomy. Thorac<br />

Surg Clinics 2010; 20: 323-330.<br />

17. Ronson RS, Miller JI. Video-assisted thoracoscopy for<br />

pleural disease. Chest Surg Clin North Am 1998; 8:<br />

919-932.<br />

18. Anyanwu AC, Jaiswal P, Treasure T. Surgical treatment<br />

of thoracic empyema. P. 131-139 in Treasure T,<br />

Hunt I, Keogh B, Pagano D (ed).The evidence in Cardiothoracic<br />

Surgery, tfm Publishing 2005.<br />

19. Smith JW, Franklin GA, Harbrecht BG, et al Early VATS<br />

for blunt chest trauma: a management technique underutilized<br />

by acute care surgeons. J Trauma. 2011;<br />

71(1): 102-5; discussion 105-107.<br />

20. Platis IE, Nwogu CE. Chylothorax. Thorac Surg Clin<br />

2006; 16: 209-214.<br />

21. Yim Anthony PC, Hsin Michael KY, Wan Innes YP.<br />

Right VATS thoracic duct ligation in Video Atlas of<br />

Minimally Invasive Thoracic Surgery. p. 33-35. The<br />

Chinese University Press 2008.<br />

22. Wolf RK, McKenna RJ, Jr. First rib resection for thoracic<br />

outlet syndrome. Chapter 29, p. 277-283 in McKenna<br />

RJ, Jr, Mahtabifard A, Swanson SJ (ed). Atlas of<br />

Minimally Invasive Thoracic Surgery (VATS). Saunders<br />

Elsevier 2011.<br />

23. Yu L, Zhang XJ, Ma S, Li F, Zhang YF. Thoracoscopic<br />

Thymectomy for Myasthenia Gravis With and Without<br />

Thymoma: A Single-Center Experience. Ann Thorac<br />

Surg. 2011 Oct 4. [Epub ahead of print].<br />

24. McKenna RJ, Jr. Lung volume reduction surgery. Chapter<br />

26, p. 259-265 in McKenna RJ, Jr, Mahtabifard A,<br />

Swanson SJ (ed). Atlas of Minimally Invasive Thoracic<br />

Surgery (VATS). Saunders Elsevier 2011.<br />

25. Soon SY, Saidi G, Ong, Syed A, et al. Sequential VATS<br />

lung volume reduction surgery: prolongation of benefits<br />

derived after the initial operation. Eur Journal<br />

Cardio-thoracic Surg 2003; 24: 149–153.<br />

26. Obasi PC, Hebra A, Varela JC. Excision of esophageal<br />

duplication cysts with robotic-assisted thoracoscopic<br />

surgery. JSLS 2011; 15: 244-247.<br />

27. Ng Calvin SH, Yim Anthony PC. Technical advances in<br />

mediastinal surgery: Videothoracoscopic approach to<br />

posterior mediastinal tumors. Thorac Surg Clin 2010;<br />

20: 297-310.<br />

28. Nafteux P, Moons J, Coosemans W, et al. Minimally<br />

invasive oesophagectomy: a valuable alternative to<br />

open oesophagectomy for the treatment of early oesophageal<br />

and gastro-oesophageal junction carcinoma.<br />

European Journal of Cardio-thoracic Surgery 2011;<br />

40: 1455-1465.<br />

29. Cadière GB, Torres R, Dapri G, et al. Thoracoscopic<br />

and laparoscopic oesophagectomy improves the<br />

quality of extended lymphadenectomy. Surg Endosc<br />

2006; 20: 1308-9. Epub 2006 Jul 31.<br />

30. Pompeo E, Mancini F, Ippoloto E, et al, Videothoracoscopic<br />

approach to the spine in idiopathic scoliosis.<br />

Thorac Surg Clin 2010; 20: 311-321.<br />

31. McKenna RJ, Jr. Diaphragmatic plication. Chapter 32,<br />

p. 303-307 in McKenna RJ, Jr, Mahtabifard A, Swanson<br />

SJ (ed). Atlas of Minimally Invasive Thoracic Surgery<br />

(VATS). Saunders Elsevier 2011.<br />

32. Reismann M, Gossner J, Glueer S, et al. Thoracoscopic<br />

resection of congenital pulmonary malformations in<br />

infants: is the feasibility related to the size of the<br />

lesion World J Pediatr 2011 Aug 27 [Epub ahead of<br />

print].<br />

33. Edgerton JR, Brinkman WT, Weaver T, et al. Pulmonary<br />

vein isolation and autonomic denervation for<br />

the management of paroxysmal atrial fibrillation by<br />

a minimally invasive surgical approach. J Thorac Cardiovasc<br />

Surg. 2010; 140: 823-828.<br />

34. Yüksel M, Bostanci K, Evman S. Minimally invasive<br />

repair after inefficient open surgery for pectus excavatum.<br />

European Journal of Cardio-thoracic Surgery<br />

2011; 40: 625-629.<br />

35. Rueth NM, Andrade RS. Is VATS Lobectomy Better:<br />

Perioperatively, Biologically and Oncologically Ann<br />

Thorac Surg 2010; 89: 2107-2111.<br />

36. Yan T, Black D, Bannon P, McCaughan B. Systematic<br />

review of randomized and nonrandomized trials on<br />

safety and efficacy of video-assisted thoracic surgery<br />

lobectomy for early-stage non-small-cell lung cancer.<br />

J Clin Oncol 2009; 27: 2553-2562.<br />

37. Port JL, Mirza FM, Lee PC, et al. Lobectomy in Octogenarians<br />

With Non-Small Cell Lung Cancer: Ramifications<br />

of Increasing Life Expectancy and the Benefits<br />

of Minimally Invasive Surgery. Ann Thorac Surg 2011;<br />

Oct 7 [Epub ahead of print].


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 281<br />

38. Amer K, Khan AZ, Vohra H, et al. Is it safe to include<br />

octogenarians at the start of a video-assisted thoracic<br />

surgery lobectomy programme Eur J Cardiothorac<br />

Surg. 2011 Sep 5. [Epub ahead of print].<br />

39. Göttgens Kevin WA, Siebenga J, Belgers Eric HJ, et al.<br />

Early removal of the chest tube after complete videoassisted<br />

thoracoscopic lobectomies. European Journal<br />

of Cardio-thoracic Surgery 2011; 39: 575-578.<br />

40. Whitson BA, Groth SS, Duval SJ et al. Surgery for<br />

early-stage non-small cell lung cancer: a systematic<br />

review of the video-assisted thoracoscopic surgery<br />

versus thoracotomy approaches to lobectomy. Ann<br />

Thorac Surg 2008; 86: 2008-16; discussion 2016-2018.<br />

41. Schuchert MJ, Pettiford BL, Pennathur A, et al. Anatomic<br />

segmentectomy for stage I non–small-cell lung<br />

cancer: Comparison of video-assisted thoracic surgery<br />

versus open approach. J Thorac Cardiovasc Surg<br />

2009; 138: 1318-1325.<br />

42. Casali G, Walker WS. Video-assisted thoracic surgery<br />

lobectomy: can we afford it Eur Journal Cardio-thoracic<br />

Surgery 2009; 35: 423-428.<br />

43. Amer K, Khan AZ, Singh N, et al. Video-assisted thoracic<br />

surgery systematic mediastinal nodal dissection<br />

and stage migration: impact on clinical pathway. Eur J<br />

Cardiothorac Surg. 2011; 40: 1474-1481.<br />

44. Yim AP, Wan S, Lee TW, et al. VATS lobectomy reduces<br />

cytokine responses compared with conventional<br />

surgery. Ann Thorac Surg 2000; 70: 243-247.<br />

45. Rueth NM, Andrade RS. Is VATS Lobectomy Better:<br />

Perioperatively, Biologically and Oncologically Ann<br />

Thorac Surg 2010; 89: 2107-2111.<br />

46. Whitson BA, D’Cunha J, Andrade RS, et al. Thoracoscopic<br />

versus thoracotomy approaches to lobectomy:<br />

differential impairment of cellular immunity. Ann<br />

Thorac Surg 2008; 86: 1735-1744.<br />

47. Petersen RP, Pham D, Burfeind WR, et al. Thoracoscopic<br />

lobectomy facilitates the delivery of chemotherapy<br />

after resection for lung cancer. Ann Thorac<br />

Surg 2007; 83: 1245-1249.<br />

48. Kachare S, Dexter EU, Nwogu C, et al. Perioperative<br />

outcomes of thoracoscopic anatomic resections<br />

in patients with limited pulmonary reserve. J Thorac<br />

Cardiovasc Surg 2011; 141: 459-462.<br />

49. Gossot D. Tips and tricks. Chapter I, p. 8 in Atlas<br />

of Endoscopic Major Pulmonary Resections. Springer-<br />

Verlag France, Paris 2010.


ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041824<br />

E-mail: micvaslam@gmail.com<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΝΕΦΡΟΥ<br />

Dr Μ Μ Βασλαματζής<br />

Διευθυντής, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

VASLAMATZIS M M. Renal cell carcinoma: Treatment options for metastatic renal cell carcinoma. Patients who<br />

present with metastatic or locally advanced disease not amenable to curative resection and those who develop metastatic<br />

disease following initial surgery have a poor prognosis. A variety of modalities have been tested in such patients.<br />

Immunotherapy for the treatment of renal cancer has been around since 1984, but it is a non-specific and very toxic<br />

treatment for advanced renal cancer. Since 2004, a number of novel targeted agents such as VEGF receptor-tyrosine<br />

kinase inhibitors (VEGFR-TKI’s), anti-VEGF monoclonal antibody, and mammalian target of rapamycin pathways, (mTOR’s)<br />

inhibitors, have improved therapy for metastatic renal cell carcinoma (mRCC). Sequential administration of agents with<br />

similar mechanisms of action has shown some efficacy in small retrospective studies; however, prospective Phase II<br />

studies have reached differing conclusions, and there is a current lack of prospective randomized data to validate this<br />

approach. Sequential administration of agents with different mechanisms of action has shown clinical efficacy in prospective<br />

trials, including a randomized Phase III study (RECORD-1) of the mTOR inhibitor everolimus, the only targeted agent<br />

recommended for use after VEGFR-TKI failure in metastatic renal cell carcinoma. Ongoing research will further define<br />

the relative merits of other sequences in terms of clinical outcome. However, even with these new advances in drug<br />

development, there remain a number of challenges for the doctors treating patients with RCC: Which is the best first-line<br />

therapy Can treatment be individualized Is there optimizing treatments for RCC, in addition to various combinations of<br />

drugs and sequencing of drugs to find the most effective and safe treatment for patients with late-stage disease Which<br />

is the best second- and third-line treatment Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 282-296, 2012.<br />

Key words: renal cell carcinoma, sequence bevacizumab, mTOR inhibitor, sorafenib, sunitinib, VEGFR-TKI<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ασθενείς οι οποίοι παρουσιάζονται με μεταστατική ή τοπικοπεριοχικά προχωρημένη νόσο, δεν είναι υποψήφιοι<br />

για ριζική χειρουργική θεραπεία. Οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπίζονταν αρχικά με ανοσοθεραπεία, η οποία όμως<br />

απεδείχθη αναποτελεσματική, ιδίως και δεδομένων των παρενεργειών της. Από το 2004, νέοι στοχεύοντες παράγοντες,<br />

όπως αναστολείς του υποδοχέα της τυροσινικής κινάσης [VEGF receptor-tyrosine kinase inhibitors (VEGFR-TKI’s)],<br />

αντί-VEGF μονοκλωνικά αντισώματα, και αναστολείς των mammalian target of rapamycin pathways, (mTOR’s), έχουν<br />

βελτιώσει τα θεραπευτικά αποτελέσματα σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνωμα του νεφρού. Η διαδοχική χορήγηση<br />

στοχευόντων παραγόντων με ίδιο μηχανισμό δράσεως, σε μικρές αναδρομικές μελέτες απεδείχθη, ότι έχει κάποια<br />

θεραπευτική δραστικότητα, η οποία δεν επιβεβαιώθηκε σε προοπτικά πρωτόκολλα φάσεως ΙΙ. Η διαδοχική χορήγηση<br />

παραγόντων με διαφορετικό μηχανισμό δράσεως, έχει αποδειχθεί δραστική σε προοπτικές μελέτες, μεταξύ<br />

των οποίων και στην μελέτη με τυχαία κατανομή φάσεως ΙΙΙ RECORD-1. Σε αυτήν αποδείχθηκε η χρησιμότητα 2ης<br />

γραμμής θεραπεία με τον αναστολέα των mTOR’s everolimus, που αποτελεί τον μόνο στοχεύοντα παράγοντα, που<br />

συστήνεται σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνωμα του νεφρού, μετά από αποτυχία θεραπείας με VEGFR-TKI. Με-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 283<br />

λέτες σε εξέλιξη προσπαθούν να καθορίσουν επί μέρους λεπτομέρειες χορηγήσεως των στοχευόντων παραγόντων.<br />

Εντούτοις, παρά τις προόδους, στην θεραπεία των ασθενών με μεταστατικό καρκίνωμα του νεφρού, παραμένουν<br />

ερωτήματα, τα οποία χρήζουν διευκρινίσεων ή ακριβέστερων απαντήσεων: Ποια είναι πέραν αμφισβητήσεων η<br />

καλύτερη 1ης γραμμής θεραπεία Μπορεί η θεραπεία να εξατομικεύεται Υπάρχει ιδεατή θεραπεία, από άποψη<br />

αποτελεσματικότητας και μειωμένων παρενεργειών, με διαδοχική χορήγηση στοχευόντων παραγόντων Ποια είναι η<br />

καλύτερη 2ης και 3ης γραμμής θεραπεία Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 282-296, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: μεταστατικό καρκίνωμα νεφρού, διαδοχικές θεραπείες, bevacizumab, αναστολείς των mTOR;s,<br />

αναστολείς της κινάσης του υποδοχέα του VEGF, sorafenib, sunitinib<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ<br />

Το καρκίνωμα του νεφρού αποτελεί το 2–3% όλων<br />

των κακοήθων νεοπλασμάτων των ενηλίκων. Είναι<br />

το 7ο σε συχνότητα καρκίνωμα μεταξύ των ανδρών<br />

και το 9ο μεταξύ των γυναικών. Ετησίως διαγιγνώσκονται<br />

παγκοσμίως 209 000 νέες περιπτώσεις και<br />

συμβαίνουν 102 000 θάνατοι (1, 2). Η συχνότητα της<br />

νόσου και οι θάνατοι από αυτήν αυξάνουν σταθερά<br />

κάθε χρόνο (3, 4, 5). Το ενεργητικό και το παθητικό<br />

κάπνισμα, ενοχοποιούνται αποδεδειγμένα για εμφάνιση<br />

καρκινώματος νεφρού, με σχετικό κίνδυνο 2-3 (2,<br />

6), όπως και η παχυσαρκία (7, 8). Τα φρούτα και τα<br />

λαχανικά, σε ορισμένες εργασίες, φαίνεται ότι παρέχουν<br />

προστασία από την νόσο, αλλά ειδικές δίαιτες<br />

δεν αποδείχθηκε να σχετίζονται με την νόσο (9, 10, 11).<br />

Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί παράγοντα κινδύνου,<br />

ενώ τα αντιυπερτασικά και τα διουρητικά, δεν είναι<br />

ανεξάρτητοι παράγοντες σχετιζόμενοι με την νόσο (12).<br />

Το καρκίνωμα του νεφρού εμφανίζεται συχνότερα σε<br />

ασθενείς με τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια, επίκτητη<br />

κυστική νεφροπάθεια και φυματιώδη σκλήρυνση<br />

σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (13, 14). Σε ασθενείς<br />

με μη προφανείς παράγοντες κινδύνου, υποτίθενται<br />

περιβαλλοντικοί παράγοντες, ως ενοποιητικοί για την<br />

νόσο, μεταξύ των οποίων η acetaminophen, αναλγητικά<br />

φάρμακα, έκθεση σε αμίαντο ή trichloroethylene (2).<br />

Περίπου το 2–3% των καρκινωμάτων νεφρού έχουν<br />

οικογενή κατανομή και σχετίζονται με ορισμένα σύνδρομα<br />

κληρονομούμενα με αυτοσωματικό επικρατούντα<br />

χαρακτήρα (15). Το πλέον γνωστό είναι το σύνδρομο<br />

von Hippel-Lindau (1 περίπτωση κάθε 36 000<br />

γεννήσεις), νόσος με υψηλή διεισδυτικότητα το οποίο<br />

χαρακτηρίζεται από αρκετούς αγγειακούς όγκους, διαυγοκυτταρικά<br />

καρκινώματα νεφρού, αιμαγγειοβλαστώματα<br />

και φαιοχρωμοκυττώματα (16). Το υπεύθυνο<br />

ογκοκατασταλτικό γονίδιο βρίσκεται στο χρωμόσωμα<br />

3 (3p25–26). Ασθενείς με σύνδρομο von Hippel-Lindau<br />

έχουν κληρονομική έλλειψη ενός των αλληλίων του VHL<br />

γονιδίου (17). Πολλοί ασθενείς με σποραδικό διαυγοκυτταρικό<br />

καρκίνωμα νεφρού έχουν έλλειψη αμφοτέρων<br />

των αλληλίων του VHL γονιδίου και δυσλειτουργία της<br />

πρωτεΐνης von Hippel-Lindau. Σε αντίθεση με τα κληρονομικά<br />

διαυγοκυτταρικά καρκινώματα νεφρού, τα<br />

σποραδικά νεοπλάσματα συνήθως εμφανίζονται σε<br />

μεγαλύτερη ηλικία και είναι ετερόπλευρα (18).<br />

Το καρκίνωμα του νεφρού που προέρχεται από<br />

τον νεφρικό φλοιό συνιστά το 80% - 85%, των πρωτοπαθών<br />

καρκινωμάτων του νεφρού.<br />

Όταν οι ασθενείς διαγιγνώσκονται με εντοπισμένη<br />

νόσο, η χειρουργική εκτομή, μπορεί να συνιστά ριζική<br />

θεραπεία. Εντούτοις πολλά ΝΚ δεν δίνουν κλινική συμπτωματολογία<br />

για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε<br />

η διάγνωση να τίθεται όταν η νόσος είναι τοπικοπεριοχικά<br />

προχωρημένη ή μεταστατική, με συνέπεια οι<br />

ασθενείς να χρειάζονται συστηματική θεραπεία και να<br />

έχουν πτωχή πρόγνωση.<br />

Η προθεραπευτική μελέτη των ασθενών αυτών έχει<br />

στόχο τον καθορισμό κλινικών παραγόντων, οι οποίοι<br />

να προδικάζουν καλύτερη έκβαση. Ευνοϊκοί παράγοντες<br />

οι οποίοι ταυτοποιήθηκαν σε μελέτες, μετά πολυπαραγοντική<br />

ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, είναι (19):<br />

1. Το μεγάλο διάστημα μεταξύ νεφρεκτομής και εμφανίσεως<br />

των μεταστάσεων<br />

2. Η εμφάνιση μεταστάσεων σε μία θέση.<br />

3. Η απουσία οπισθοπεριτοναϊκής λεμφαδενοπάθειας<br />

4. Δείκτης δραστηριότητας κατά Karnofsky > 80%.<br />

5. Τιμή LDH ορού < 1.5 φοράς του ανωτέρου φυσιολογικού<br />

ορίου.<br />

6. Διορθωμένη τιμή ασβεστίου ορού < 10 mg/dL (2.5<br />

mmol/L).<br />

7. Φυσιολογική τιμή αιμοσφαιρίνης αίματος.<br />

8. Απουσία νεφρεκτομής.<br />

9. Η απουσία παρανεοπλασματικών συνδρόμων.<br />

10. Η απουσία παχυσαρκίας.<br />

Ασθενείς χωρίς κάποιον από τους ανωτέρω επιβαρυντικούς<br />

παράγοντες σε σύγκριση με όσους έχουν 0-1<br />

ή 2 ή 3 και περισσότερους παράγοντες κινδύνου έχουν<br />

σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ετήσιας επιβιώσεως<br />

(71% έναντι 42%, έναντι 12%, αντιστοίχως) και επιβιώσεως<br />

στα τρία χρόνια (31% έναντι 7% έναντι 0% αντιστοί-


284<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

χως). Στην μελέτη η διάμεση επιβίωση για όσους έχουν<br />

1 ή 2 ή 3 και περισσότερους παράγοντες κινδύνου ήταν<br />

30, 14 και 5 μήνες, αντιστοίχως. Σε ανάλυση αποτελεσμάτων<br />

μελέτης παρακολουθήσεως σε 463 ασθενείς<br />

οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν με interferon-alfa (IFN-α), η<br />

ανάγκη ενάρξεως θεραπείας σε < 1 έτος από την αρχική<br />

διάγνωση, ταυτοποιήθηκε ως ανεξάρτητος προβλεπτικός<br />

παράγοντας κακής εκβάσεως. Αν και νεώτεροι<br />

ασθενείς (20-40 ετών), είναι συνηθέστερα συμπτωματικοί<br />

κατά την τεκμηρίωση της νόσου, η έκβασή τους είναι<br />

ελαφρώς καλύτερη, πιθανότατα λόγω χαμηλής πιθανότητας<br />

λεμφαδενικής προσβολής (19, 20, 21).<br />

Σε σειρά της Cleveland Clinic σε 353 ασθενείς με<br />

μεταστατικό καρκίνωμα νεφρού (ΜΚΝ), που δεν είχαν<br />

πάρει προηγουμένως θεραπεία, ταυτοποιήθηκαν άλλοι<br />

δύο σημαντικοί αρνητικοί παράγοντες: η προηγούμενη<br />

ακτινοθεραπεία και η ύπαρξη περισσοτέρων της<br />

μιας μεταστατικών θέσεων. Ασθενείς χαμηλού κινδύνου<br />

(έχοντες ≤ 1 κακούς προγνωστικούς παράγοντες),<br />

ενδιαμέσου κινδύνου (με 2 κακούς προγνωστικούς παράγοντες)<br />

ή αυξημένου κινδύνου (με > 2 κακούς προγνωστικούς<br />

παράγοντες) εμφάνιζαν διάμεση επιβίωση<br />

26, 14 και 7 μήνες, αντιστοίχως (22).<br />

Μελέτες στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν αντι–VEGF<br />

θεραπείες, χρησιμοποιήθηκαν και για τον καθορισμό<br />

προγνωστικών παραγόντων και οι πολυπαραγοντικές<br />

αναλύσεις κατέληξαν ότι δείκτης δραστηριότητας<br />

κατά Karnofsky


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 285<br />

και η pazopanib έχουν θεραπευτική ένδειξη κατηγορίας<br />

1, μετά από ανοσοθεραπεία (38). Προς το παρόν δεν<br />

υπάρχει ομοφωνία στην κλινική πρακτική για την ιδεατή<br />

εναλλαγή στοχευόντων παραγόντων, ιδίως μετά την<br />

αποτυχία θεραπείας κατά του VEGFR-TKI και αυτό εν<br />

πολλοίς οφείλεται στην συνεχή εισαγωγή νέων στοχευόντων<br />

παραγόντων στην θεραπεία του ΜΚΝ και στην<br />

χρήση νέων βιολογικών δεικτών οι οποίοι μπορεί να είναι<br />

προβλεπτικοί εκβάσεως της νόσου.<br />

ΕΙΚΟΝΑ 2. Συστάσεις του National Comprehensive<br />

Cancer Network Kidney Cancer Panel<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

1ης ΓΡΑΜΜΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ<br />

Sunitinib Everolimus(post-VEGF-TKI)<br />

ΥΠΟΤΡΟΠΗ<br />

ή<br />

Temsirolimus1 Sorafenib (post-cytokine) 2Α<br />

ΣΤΑΔΙΟ IV Bevacizumab Sunitinib(post-cytokine)<br />

+ IFN-α<br />

Pazopanib Pazopanib(post-cytokine)<br />

1= Σύσταση μόνο για ασθενείς αυξημένου κινδύνου.<br />

2Α = Σύσταση μόνο για επιλεγμένους ασθενείς.<br />

ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΥΣΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ<br />

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΕΣ ΤΟΝ VEGFR-TKI <br />

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΕΣ ΤΟΝ VEGF<br />

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ<br />

Σε αρκετές αναδρομικές μελέτες έχει εκτιμηθεί η θεραπευτική<br />

αξία των διαδοχικών θεραπειών με Sunitinib<br />

και Sorafenib οι οποίοι αποτελούν αναστολείς της τυροσινικής<br />

κινάσης του υποδοχέα του VEGF. Σε μελέτη<br />

επί 68 ασθενών με ΜΚΝ οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν<br />

με Sorafenib ακολουθούμενο από Sunitinib, παρατηρήθηκε<br />

ποσοστό συνολικής ανταποκρίσεως (ΣΑ), 15%. Το<br />

αντίστοιχο ποσοστό ΣΑ για 22 ασθενείς οι οποίοι έλαβαν<br />

πρώτα Sunitinib και στην συνέχεια Sorafenib ήταν<br />

9%. Σταθερή νόσος (ΣΝ) επιτεύχθηκε σε ποσοστό 50%<br />

και στις δύο ομάδες. Το διάμεσο ελεύθερο προόδου<br />

νόσου διάστημα (ΔΕΠΝΔ) με 2ης γραμμής θεραπεία με<br />

sunitinib ήταν 6 μήνες για ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν<br />

αρχικά με Sorafenib και επί πλέον 6.4 μήνες,<br />

για όσους έλαβαν στην συνέχεια Sunitinib. Όταν<br />

οι ασθενείς πήραν πρώτα Sunitinib το ΔΕΠΝΔ ήταν 5<br />

μήνες, ενώ όσοι έλαβαν 2ης γραμμής Sorafenib, είχαν<br />

επί πλέον ΔΕΠΝΔ 3.9 μήνες. Η μερική ύφεση (ΜΥ) στην<br />

2ης γραμμής θεραπεία, δεν φαίνεται να εξαρτάται<br />

από το είδος της ανταποκρίσεως στην προηγούμενη<br />

θεραπεία με αναστολέα της τυροσινικής κινάσης του<br />

υποδοχέα του VEGF (39). Τα συμπεράσματα της μελέτης<br />

ότι η χορήγηση 2ης γραμμής θεραπεία με sunitinib<br />

είναι πολύ δραστική ανεξαρτήτως της προηγηθείσας<br />

αγωγής, επιβεβαιώθηκε όταν αντί για sorafenib, ως<br />

1ης γραμμής θεραπεία, χορηγήθηκαν, άλλοι νεώτεροι<br />

παράγοντες (40, 41, 42). Το ΔΕΠΝΔ με 2ης γραμμής θεραπεία<br />

με sunitinib, σε ασθενείς οι οποίοι έλαβαν προηγουμένως<br />

bevacizumab, ήταν 7 μήνες (40). Σε μικρή<br />

αναδρομική μελέτη 29 ασθενείς αντιμετωπίσθηκαν με<br />

1ης γραμμής Sorafenib και επί προόδου νόσου έλαβαν<br />

Sunitinib, ενώ 20 άλλοι ασθενείς, αντιμετωπίσθηκαν<br />

με τον αντίστροφο τρόπο. Τα ποσοστά ΣΑ των δύο<br />

ομάδων ήταν 21% και 5% αντιστοίχως, ενώ ΣΝ παρατηρήθηκε<br />

στο 30% σε κάθε ομάδα (42). Οι Porta C,<br />

et al ανακοίνωσαν κλινικό όφελος από την διαδοχική<br />

χορήγηση θεραπειών με αναστολείς της τυροσινικής<br />

κινάσης του υποδοχέα του VEGF σε 118 ασθενείς. Η διαδοχή<br />

sorafenib sunitinib επήγε συνολικά ΔΕΠΝΔ 13.4<br />

μήνες που επιμερίσθηκε σε 8.6 και 4.8 μήνες για τον<br />

πρώτο και τον δεύτερο αναστολέα της τυροσινικής<br />

κινάσης του υποδοχέα του VEGF αντιστοίχως. Όσοι<br />

αντιμετωπίσθηκαν με την αντίστροφη ακολουθία των<br />

φαρμάκων εμφάνισαν ΔΕΠΝΔ 17.5 μήνες συνολικά, 9.4<br />

και 8.1 μήνες για κάθε ένα από τα δύο θεραπευτικά<br />

σκέλη. Ασθενείς με πτωχό προγνωστικό δείκτη εκβάσεως<br />

κατά Memorial Sloan Kettering Cancer Center<br />

(MSKCC) έλαβαν ως 1ης γραμμής θεραπεία, συχνότερα<br />

sunitinib (27% έναντι 7%) και αυτό εξηγεί το μεγαλύτερο<br />

ΔΕΠΝΔ, που παρατηρήθηκε με την διαδοχή sorafenib<br />

sunitinib (41). Μεγαλύτερη αναδρομική ανάλυση επί<br />

192 ασθενών κατέληξε ότι το σύνολο αυτών ωφελήθηκε<br />

από στοχεύουσα θεραπεία με δεύτερο αναστολέα<br />

της τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα του VEGF (43).<br />

Άλλες μικρότερες μελέτες επιβεβαίωσαν την θεραπευτική<br />

αξία διαδοχικών θεραπειών με αναστολείς της<br />

τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα του VEGF (44, 45,<br />

46). Αντιθέτως η χορήγηση συνδυασμένων θεραπειών,<br />

παρά τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα μελετών<br />

φάσεως Ι και ΙΙ (47, 48, 49) δεν απεδείχθη χρήσιμη<br />

σε ασθενείς με ΜΚΝ. Σχετικές μελέτες με τυχαία κατανομή<br />

μεγάλου αριθμού ασθενών είναι απαραίτητες για<br />

την εξαγωγή αναμφισβήτητων συμπερασμάτων (35).<br />

Έχουν ανακοινωθεί μόνον περιορισμένες αναδρομικές<br />

πληροφορίες από την διαδοχική χορήγηση<br />

αγωγής με αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του<br />

υποδοχέα του VEGF (VEGFR-TKI) και bevacizumab. Η<br />

κυριότερη από τις σχετικές μελέτες, προέρχεται από<br />

το Danna-Farber Cancer Institute/ Beth Israel Deaconess.<br />

Σε αυτήν το 44% των ασθενών οι οποίοι έλαβαν 1ης


286<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

γραμμής θεραπεία με sunitinib, sorafenib ή bevacizumab,<br />

άλλαξαν θεραπεία σε άλλον, στοχεύοντα κατά του<br />

VEGF, παράγοντα, λόγω προϊούσας νόσου (ΠΝ) ή τοξικότητας.<br />

Η διάμεση διάρκεια χορηγήσεως του πρώτου<br />

παράγοντα ήταν7.7 μήνες ενώ του δευτέρου κυμαινόταν<br />

από 1.9 μήνες εφόσον πρώτος παράγων ήταν η<br />

bevacizumab και ο δεύτερος sunitinib, σε 9.3 μήνες για<br />

την διαδοχή sunitinib bevacizumab (50).<br />

Οι αναλύσεις των αναδρομικών μελετών φαίνεται<br />

να υποστηρίζουν την θέση, ότι δεν υπάρχει απόλυτη<br />

διασταυρούμενη αντοχή μεταξύ των στοχευόντων, τον<br />

VEGF, παραγόντων (37). Αρκετές μελέτες, αλλά με μικρούς<br />

αριθμούς ασθενών, έδειξαν ότι οι κυριότεροι καταληκτικοί<br />

στόχοι οι οποίοι ελέχθησαν (ΣΑ, ΔΕΠΝΔ, ΣΕ),<br />

είναι υψηλότεροι, όταν εφαρμόζεται η διαδοχή sorafenib<br />

sunitinib. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι καμμία<br />

από τις μελέτες αυτές δεν σχεδιάστηκε για να ελέγξει<br />

την ιδεατή διαδοχή στοχευόντων τον VEGF παραγόντων<br />

(39, 41, 42). Μία μελέτη φάσεως ΙΙ, με τυχαία κατανομή<br />

189 ασθενών, κατέληξε ότι θεραπεία 1ης γραμμής με<br />

sorafenib δεν έδειξε υπεροχή έναντι IFN-α (51). Οι πληροφορίες<br />

αυτές ενισχύουν την άποψη ότι η sorafenib δεν<br />

αποτελεί την ιδεατή 1ης γραμμής θεραπεία σε ασθενείς<br />

με ΜΚΝ, ώστε το φάρμακο να μην έχει σύσταση επιπέδου<br />

1 για την αντιμετώπιση της νόσου (38).<br />

ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΥΣΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ<br />

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΕΣ ΤΟΝ VEGFR-TKI <br />

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΕΣ ΤΟΝ VEGF<br />

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ<br />

Αρκετές προοπτικές κλινικές μελέτες έχουν σχεδιασθεί<br />

για να ελέγξουν την διαδοχική χορήγηση θεραπειών<br />

με αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα<br />

του VEGF (VEGFR-TKI), σε ασθενείς με ΜΚΝ. Σε μελέτη<br />

φάσεως ΙΙ, 52 ασθενείς, από τους οποίους το 94% ήταν<br />

καλής προγνώσεως, ευνοϊκού ή ενδιαμέσου κινδύνου<br />

σύμφωνα με τα κριτήρια του MSKCC και είχαν εμφανίσει<br />

ΠΝ, εντός 60 ημερών από την έναρξη θεραπείας<br />

με sunitinib, αντιμετωπίσθηκαν με sorafenib (52). Κατά<br />

την διάρκεια της μελέτης παρατηρήθηκαν 5 ΜΥ, μετά<br />

2 κύκλους (16 εβδομάδες) θεραπείας με sorafenib και το<br />

ποσοστό των ΣΑ ήταν 9.6% με 95% CI 5-17%. Το ποσοστό<br />

ήταν κατώτερο του 15% το οποίο απαιτείτο για<br />

τεκμηρίωση ισχυρής στατιστικής σχέσεως σύμφωνα με<br />

το χρησιμοποιηθέν στην συγκεκριμένη μελέτη στατιστικό<br />

πρότυπο. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ΣΑ στο sorafenib παρατηρήθηκαν<br />

ανεξαρτήτως της προηγηθείσας ανταποκρίσεως<br />

ή μη στο sunitinib. Το ΔΕΠΝΔ ήταν 3.7 (1.8 - 9.2)<br />

μήνες και η διάμεση ΣΕ 7.3 (3.7 – 14.7) μήνες. Μείωση των<br />

ορίων των όγκων, με ελάττωση ≥10% του αθροίσματος<br />

των μεγίστων διαστάσεων, όπως ορίζεται με τα κριτήρια<br />

RECIST, παρατηρήθηκε σε 13 (25%) ασθενείς.<br />

Σε άλλη προοπτική μελέτη 27 ασθενείς με ΜΚΝ,<br />

καλού ή ενδιαμέσου δείκτη δραστηριότητας, οι οποίοι<br />

απεδείχθησαν ανθεκτικοί σε θεραπεία με sunitinib,<br />

έλαβαν 2ης γραμμής αγωγή με sorafenib. Δεν τεκμηριώθηκε<br />

καμμία ΣΑ και το ΔΕΠΝΔ ήταν 4.4 μήνες. Άλλοι<br />

20 ασθενείς ανθεκτικοί σε θεραπεία με bevacizumab,<br />

αντιμετωπίσθηκαν με 2ης γραμμής sorafenib. Ένας<br />

ασθενής (2%) εμφάνισε αμφισβητήσιμη ΜΥ, 20 (43%) ΣΝ,<br />

ενώ μείωση ≥5% του αθροίσματος των μεγίστων διαστάσεων,<br />

όπως ορίζεται με τα κριτήρια RECIST, παρατηρήθηκε<br />

σε 14 (30%) ασθενείς (53).<br />

Μια μικρότερη μελέτη φάσεως ΙΙ κατέληξε ότι ο<br />

έλεγχος των ασθενών επιτεύχθηκε στο 72% όταν αυτοί<br />

αντιμετωπίσθηκαν με 2ης γραμμής sorafenib, μετά<br />

τεκμηρίωση ΠΝ, στους 13 ασθενείς υπό sunitinib και<br />

στους 5 υπό pazopanib που περιελάμβανε το πρωτόκολλο.<br />

Είναι ενδιαφέρον ότι σε 6 ασθενείς απαιτήθηκε<br />

βαθμιαία αύξηση του sorafenib. Το ΔΕΠΝΔ ήταν 4.3 μήνες<br />

για τους 14 ασθενείς εκτός θεραπείας και > 8 μήνες<br />

για τους 4 ασθενείς που παρέμεναν σε θεραπεία (54).<br />

Μόνο σε μία προοπτική μελέτη σχεδιάσθηκε η δραστικότητα<br />

θεραπείας με VEGFR-TKI, μετά αποτυχία<br />

παράγοντος στοχεύοντος τον VEGF. Στην μελέτη 61<br />

ασθενείς οι οποίοι ήταν ανθεκτικοί στην bevacizumab,<br />

η χορήγηση 2ης γραμμής sunitinib επήγε ΣΑ (όλες ΜΥ)<br />

σε ποσοστό 23% και ΣΝ στο 59%. Το ΔΕΠΝΔ και η ΣΕ<br />

ήταν 7.0 και 10.8 μήνες αντιστοίχως (55).<br />

Σε όλες τις παραπάνω μελέτες οι ασθενείς δεν κατανέμονται<br />

με τυχαίο τρόπο, ο αριθμός τους είναι μικρός<br />

και δεν υπάρχει σκέλος ελέγχου. Επί πλέον υπάρχουν<br />

διαφορές στον σχεδιασμό των μελετών και στα κριτήρια<br />

επιλογής των ασθενών, ώστε συγκριτικά αποτελέσματα<br />

είναι πολύ δύσκολο να εξαχθούν. Εντούτοις τα<br />

χαμηλά ποσοστά ανταποκρίσεως, τα βραχέα διαστήματα<br />

ελεύθερα προόδου νόσου ή μέχρι την υποτροπή<br />

και τα χαμηλά ποσοστά ασθενών οι οποίοι εμφάνισαν<br />

μείωση του περιγράμματος των όγκων κατά RECIST, με<br />

την διαδοχική θεραπεία sunitinib sorafenib, φαίνεται<br />

ότι καθιστούν βάσιμη την αναγκαιότητα καθορισμού και<br />

εφαρμογής, δραστικότερης 2ης γραμμής θεραπείας. Θεραπεία<br />

2ης γραμμής με συνδυασμό bevacizumab + IFN-α<br />

σε ασθενείς με ΜΚΝ, στους οποίους απέτυχε η χορήγηση<br />

sunitinib, φαίνεται ότι ίσως να αποτελεί ικανοποιητική<br />

λύση. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι δύο μελέτες<br />

φάσεως ΙΙΙ χορηγήσεως του συνδυασμού bevacizumab<br />

+ IFN-α ως 1ης γραμμής θεραπεία σε ασθενείς με ΜΚΝ<br />

και κακούς προγνωστικούς δείκτες, δεν απέδειξαν θεραπευτικό<br />

όφελος (34, 35, 37).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 287<br />

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΠΑΡΑΓΟ- νών εμφάνισε τοξικότητα grade 3. Η συχνότητα και η<br />

ΝΤΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΤΟΝ VEGF σοβαρότητα των πλέον συχνών παρενεργειών από την<br />

Δεδομένου ότι όλοι οι παράγοντες οι οποίοι στοχεύουν<br />

τον VEGF, εκτός του κοινού στόχου, έχουν και<br />

sorafenib ήταν το σύνδρομο χειρών – ποδών (grade 1 + 2<br />

στο 71%, grade 3 στο 57%), το εξάνθημα (grade 1 + 2 στο<br />

απολύτως παρόμοιο πρότυπο τοξικότητας, η διαδοχική 43%, grade 3, στο 14%), η αρτηριακή υπέρταση (grade 1 +<br />

χορήγησή τους μπορεί να επάγει αθροιστική τοξικότητα.<br />

Οι αναδρομικές αναλύσεις παρέχουν λίγες πληρο-<br />

95%, grade 3 στο 14%), και η κόπωση (grade 1 + 2 στο 76%,<br />

2 στο 48%, grade 3 στο 19%), η διάρροια (grade 1 + 2 στο<br />

φορίες, σχετικά, σε αντίθεση με αρκετές προοπτικές grade 3 στο 33%). Οι παρενέργειες ήταν συχνότερες και<br />

μελέτες. Σε μελέτη φάσεως ΙΙ, η οποία ήδη αναφέρθηκε, σοβαρότερες σε ασθενείς οι οποίοι δεν είχαν λάβει<br />

η τοξικότητα από την χρήση sorafenib σε ασθενείς ανθεκτικούς<br />

σε 1ης γραμμής θεραπεία με sunitinib, οδήγησε ειδικώς η ομάδα ασθενών η οποία είχε αντιμετωπισθεί<br />

προηγουμένως θεραπεία με VEGFR-TKI (28). Εντούτοις,<br />

σε μείωση των δόσεων του φαρμάκου στην πλειοψηφία με 1ης γραμμής θεραπεία με sunitinib, εμφάνιζε μεγαλύτερη<br />

συχνότητα εξανθήματος (p–0.04), ενώ όσοι είχαν<br />

των ασθενών και περίπου στο 50% των χορηγηθέντων<br />

109 συνολικά κύκλων. Η μείωση αφορούσε στο 25% σε λάβει bevacizumab παρουσίαζαν συχνότερα σύνδρομο<br />

36 (33%) κύκλους και στο 50% σε 18 (16.5%) κύκλους λόγω χειρών – ποδών (p – 0.02) και βλεννογονίτιδα (p – 0.04).<br />

τοξικότητας grade 2-4. Οι συνηθέστερες τοξικότητες, σε Στην ίδια μελέτη φαίνεται ότι το πρότυπο ασφαλείας<br />

>50% των ασθενών, ήταν κόπωση, διάρροια, ναυτία, του sunitinib, επηρεάζονταν από προηγούμενη χορήγηση<br />

bevacizumab (56).<br />

εμετοί, εξάνθημα και ουδετεροπενία. Τοξικότητα grade<br />

3 + 4 παρατηρήθηκε σε περίπου 5% των ασθενών και Σε τρίτη μελέτη καταγράφηκε συχνότητα κοπώσεως<br />

αφορούσε σε ουδετεροπενία στο 15.4%, διάρροια στο σε ποσοστό 34% και αρτηριακής υπερτάσεως στο 18%,<br />

11.5%, ναυτία – εμετούς στο 11.5%, αναιμία στο 9.6%, σε ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν με sunitinib,<br />

υπέρταση στο 9.6% και θρομβοπενία στο 7.7% (52). Στην μετά αποτυχία 1ης γραμμής θεραπείας με bevacizumab<br />

μελέτη η συχνότητα των συνήθων παρενεργειών, όπως (55). Τα ποσοστά παρενεργειών ήταν υψηλότερα σε<br />

η κόπωση, η διάρροια, η ναυτία, οι εμετοί και το εξάνθημα<br />

ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με άλλες που προηγήθη-<br />

δεν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία με VEGFR-TKI<br />

σχέση με όσα καταγράφηκαν επί ασθενών, οι οποίοι<br />

καν. Είναι ενδιαφέρον ότι όλοι οι ασθενείς οι οποίοι εμφάνισαν<br />

αρτηριακή υπέρταση grade 3 με sorafenib, είχαν θεραπεία με sunitinib, μετά αποτυχία θεραπείας με<br />

(27), ώστε να ενισχύεται η άποψη ότι η 2ης γραμμής<br />

εμφανίσει ίδιου grade υπέρταση, με την προηγηθείσα bevacizumab, συνοδεύεται από αθροιστική τοξικότητα.<br />

θεραπεία με sunitinib (28). Σε άλλη μελέτη (56), καταγράφηκαν<br />

παρόμοια ποσοστά τοξικότητας με sorafenib παραγόντων, οι οποίοι να στοχεύουν τον VEGF, όπως<br />

Τα δεδομένα ασφαλείας από την διαδοχική χρήση δύο<br />

σε ασθενείς οι οποίοι ήταν ανθεκτικοί σε προηγηθείσα εξάγονται από τις προαναφερθείσες μελέτες δίδονται<br />

θεραπεία με sunitinib ή bevacizumab. Το 58% των ασθε-<br />

συνοπτικά στον Πίνακα 1 (37).<br />

Πίνακας 1. Δεδομένα ασφαλείας από την διαδοχική χορήγηση δύο παραγόντων στοχευόντων τον VEGF σε<br />

ασθενείς με μεταστατικό καρκίνωμα νεφρού<br />

Grade 3+4<br />

τοξικότητα (%)<br />

Di Lorenzo et al. sunitinib<br />

sorafenib (n=52)<br />

Shepard et al*. sunitinib/<br />

bevacizumab sorafenib (n=42)<br />

Σύνδρομο χειρών-ποδών 3.8 57 10<br />

Rini et al. bevacizumab <br />

sunitinib (n=61)<br />

Κόπωση 3.8 33 34<br />

Υπέρταση 9.6 19 18<br />

Εξάνθημα 3.8 14 7**<br />

Διάρροια 11.5 14 7<br />

Ουδετεροπενία 15.4 Δ.Δ. Δ.Δ.<br />

Ναυτία-εμετοί 11.5 5 5<br />

Αναιμία 9.6 Δ.Δ. Δ.Δ.<br />

Θρομβοπενία 7.7 Δ.Δ. Δ.Δ.<br />

* = Δεν περιγράφηκε τοξικότητα grade 4. ** = Μόνο δερματική αντίδραση. Δ.Δ. = Δεν Δίδεται, στην μελέτη.


288<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

ΔΙΑΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΟΙ<br />

ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΤΟΝ VEGF<br />

H μειωμένη κλινική αποτελεσματικότητα των θεραπειών<br />

2ης γραμμής στο ΜΚΝ, είναι κυρίως αποτέλεσμα<br />

της αντιστάσεως των νεοπλασματικών κυττάρων και<br />

των μειωμένων δόσεων οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται<br />

σε αυτήν λόγω επαγόμενης αυξημένης τοξικότητας.<br />

Επί θεραπειών οι οποίες εφαρμόζονται με<br />

την χρησιμοποίηση παραγόντων με στόχο τον VEGF<br />

και μολονότι οι αναδρομικές αναλύσεις μελετών ήταν<br />

μάλλον ενθαρρυντικές, οι προοπτικές μελέτες φάσεως<br />

ΙΙ, όπως ήδη ανεπτύχθησαν, δεν κατέληξαν σε ικανοποιητικά<br />

θεραπευτικά αποτελέσματα. Πρέπει, εντούτοις,<br />

να σημειωθεί ότι δύο ανεξάρτητες προοπτικές<br />

μελέτες ανέδειξαν περιορισμένη θεραπευτική αποτελεσματικότητα<br />

του sorafenib σε ασθενείς οι οποίοι εμφάνισαν<br />

ΠΝ σε προηγούμενη θεραπεία με sunitinib και<br />

bevacizumab. Η σημαντικότητα των μελετών έγκειται<br />

στο ότι απέδειξαν ότι δεν είναι απόλυτη η διασταυρούμενη<br />

αντοχή μεταξύ παραγόντων στοχευόντων<br />

τον VEGF (53, 54). Επί πλέον τα δεδομένα ασφαλείας<br />

από προοπτικές μελέτες, απέδειξαν αθροιστική τοξικότητα<br />

από την διαδοχική χορήγηση θεραπειών με<br />

αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα<br />

του VEGF (VEGFR-TKI) και αυξημένη συχνότητα παρενεργειών<br />

από αυτές με παράλληλη αδυναμία χορηγήσεως<br />

των θεραπειών χωρίς προηγούμενη μείωση των<br />

δόσεών τους (52, 55, 56). Όλες οι παραπάνω μελέτες<br />

αφορούν σε μικρούς αριθμούς ασθενών, ώστε μελέτες<br />

ειδικά σχεδιασμένες για τον σκοπό αυτό, με μεγάλους<br />

αριθμούς ασθενών είναι απαραίτητες. Εναλλακτικές<br />

θεραπευτικές στρατηγικές με χορήγηση άλλης τάξεως<br />

θεραπευτικών παραγόντων (ώστε πρακτικά να μην<br />

υφίσταται αθροιστική τοξικότητα) φαίνεται να έχουν<br />

πολύ σημαντική θέση, μετά την αποτυχία 1ης γραμμής<br />

θεραπείας με VEGFR-TKI, σε ασθενείς με ΜΚΝ.<br />

ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΟΥΣΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΑΝΑ-<br />

ΣΤΟΛΗ ΤΩΝ VEGFR-TKI mTOR’s<br />

Εναλλακτική στρατηγική στην επιλογή θεραπείας<br />

σε ασθενείς με ΜΚΝ, είναι η εφαρμογή παραγόντων<br />

με διαφορετικό μηχανισμό δράσεως, όπως η αναστολή<br />

των mTOR μετά την αποτυχία αγωγής με VEGFR-TKI. Η<br />

αλλαγή από ένα στοχεύοντα παράγοντα σε ένα άλλο<br />

με διαφορετικό μηχανισμό δράσεως, θεωρητικά τουλάχιστον,<br />

παρέχει διαφορετικό θεραπευτικό εύρος με μη<br />

διασταυρούμενη αντίσταση. Σε προκλινικά πρότυπα<br />

καρκινώματος νεφρού, οι VEGFR-TKI φαίνεται ότι αυξάνουν<br />

την υποξία των όγκων (57) με συνέπεια την αναβάθμιση<br />

των προαγγειογενετικών παραγόντων και την<br />

αύξηση της μεταστατικής τους ικανότητας (58). Η αναστολή<br />

των mTOR, ως γνωστόν μειώνει την μετάφραση<br />

των προαγγειογενετικών παραγόντων (58), όγκων οι<br />

οποίοι έχουν αποκτήσει ανθεκτικότητα στην θεραπεία<br />

με VEGFR-TKI. Η θεραπευτική δυνατότητα αναστολέων<br />

των mTORs ελέγχθηκε στην μελέτη RECORD-1, την<br />

μόνη μελέτη με τυχαία κατανομή ασθενών, η οποία έχει<br />

δημοσιευθεί έως σήμερα (31, 36). Η RECORD-1 ήταν διεθνής,<br />

πολυκεντρική, διπλή τυφλή μελέτη φάσεως ΙΙΙ,<br />

στην οποία συγκρίθηκε η χορήγηση everolimus έναντι<br />

εικονικού φαρμάκου, μετά από αποτυχία θεραπείας με<br />

VEGFR-TKI. Στην μελέτη αυτή, 416 ασθενείς με ΜΚΝ εκ<br />

διαυγών κυττάρων, οι οποίοι εμφάνισαν ΠΝ μετά θεραπεία<br />

με sunitinib, sorafenib ή μετά λήψη και των δύο<br />

κατανεμήθηκαν σε αναλογία 2:1 μεταξύ δύο σκελών, εκ<br />

των οποίων στο ένα 277 ασθενείς αντιμετωπίσθηκαν<br />

με everolimus 10mg/ημερησίως + την καλύτερη υποστηρικτική<br />

αγωγή (σκέλος 1), ενώ στο δεύτερο 139 ασθενείς<br />

έλαβαν μόνον την καλύτερη υποστηρικτική αγωγή (σκέλος<br />

2). Επί ΠΝ οι ασθενείς του 2ου σκέλους μπορούσαν<br />

να λάβουν everolimus, όπως οι ασθενείς του 1ου σκέλους.<br />

Μειώσεις των δόσεων ή διακοπή της αγωγής λόγω<br />

τοξικότητας έγινε στο 39% και το 12% στα σκέλη 1 και<br />

2 αντιστοίχως. Δέκα ασθενείς που έλαβαν everolimus,<br />

εμφάνισαν μη λοιμώδη πνευμονίτιδα grade 3. Τα τελικά<br />

αποτελέσματα της μελέτης, όπως αναλύθηκαν από<br />

επιστημονική ομάδα, ανεξάρτητη των συμμετεχόντων<br />

κέντρων, έδειξαν σημαντική διαφορά στην επίτευξη ΔΕ-<br />

ΠΝΔ, το οποίο αποτελούσε τον πρωταρχικό στόχο της<br />

μελέτης υπέρ της ομάδας η οποία έλαβε το everolimus.<br />

Το ΔΕΠΝΔ ήταν 4.9 μήνες στην ομάδα του everolimus<br />

(95% CI: 4.0–5.5 μήνες) και 1.9 μήνες στην ομάδα του<br />

placebo (95% CI: 1.8–1.9 μήνες), που μεταφράζονταν σε<br />

μείωση του κινδύνου ΠΝ κατά 67% υπέρ της ομάδας<br />

του everolimus έναντι του placebo (hazard ratio: 0.33;<br />

95% CI: 0.25–0.43; p < 0.001). Στην στρωματοποίηση των<br />

ασθενών φαίνεται ότι το όφελος από το everolimus,<br />

προσπορίσθηκαν όλες οι υποομάδες των ασθενών, στις<br />

οποίες περιλαμβάνονταν όσοι έλαβαν προηγουμένως<br />

μία ή δύο θεραπείες με VEGFR-TKI ή ανήκαν σε ομάδες<br />

χαμηλού, ενδιάμεσου ή αυξημένου κινδύνου σύμφωνα<br />

με την εκτίμηση κατά MSKCC (31, 36). Στην ομάδα του<br />

everolimus παρατηρήθηκε ΣΝ και ΜΥ σε ποσοστά 67%<br />

και 1.8%, έναντι 32% και 0% στην ομάδα του placebo.<br />

Μείωση των διαστάσεων του όγκου παρατηρήθηκε σε<br />

ποσοστά 47% και 10% στις δύο ομάδες αντιστοίχως.<br />

Η ΔΕ ήταν παρόμοια στα δύο σκέλη και ανήρχετο σε


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 289<br />

14.8 και 14.4 μήνες αντιστοίχως. Είναι προφανές ότι η<br />

μη ύπαρξη διαφορών στις δύο ομάδες οφείλεται στο<br />

μεγάλο ποσοστό (81%) των ασθενών της ομάδας του<br />

placebo οι οποίοι έλαβαν στην συνέχεια everolimus (36).<br />

Σε μεταγενέστερη ανάλυση η οποία έλαβε υπ’ όψη το<br />

ποσοστό των ασθενών οι οποίοι μετακινήθηκαν από<br />

την ομάδα του εικονικού φαρμάκου στην ομάδα του<br />

everolimus η ΔΕ ήταν 14.8 και 10.0 μήνες, στις δύο ομάδες<br />

Παράλληλα αναδείχθηκε μείωση του κινδύνου θανάτου<br />

κατά 45% (hazard ratio: 0.55; 95% CI: 0.31–0.97; p = 0.0389)<br />

υπέρ της ομάδας του everolimus (59). Δεδομένων όλων<br />

των ανωτέρω, η RECORD-1, παρέσχε, πέραν αμφισβητήσεων,<br />

την βεβαιότητα οφέλους από 2ης γραμμής<br />

everolimus, στους ασθενείς με ΜΚΝ οι οποίοι εμφάνισαν<br />

ΠΝ μετά από θεραπεία με VEGFR-TKI.<br />

Η θεραπευτική αποτελεσματικότητα των αναστολέων<br />

των mTOR’s ελέγχθηκε και σε μελέτη φάσεως ΙΙ,<br />

με 37 ασθενείς που έλαβαν everolimus, μετά 1ης γραμμής<br />

θεραπεία με sorafenib ή sunitinib. Παρατηρήθηκαν<br />

ΜΥ και ΣΝ σε ποσοστά 14% και 73% αντιστοίχως. Το<br />

ΔΕΠΝΔ ήταν 11.2 μήνες και η ΣΕ 22.1 μήνες (60).<br />

Ανάλογα ενθαρρυντικά αποτελέσματα έδωσε ο<br />

συνδυασμός everolimus + bevacizumab σε ασθενείς με<br />

ΜΚΝ, οι οποίοι είχαν προηγουμένως αντιμετωπισθεί<br />

με sorafenib ± sunitinib. Σε μελέτη φάσεως ΙΙ, 80 ασθενείς,<br />

από τους οποίους οι 30 είχαν πάρει θεραπεία 1ης<br />

γραμμής με sorafenib ± sunitinib, αντιμετωπίσθηκαν με<br />

everolimus + bevacizumab. Από τους 30 προθεραπευθέντες<br />

ασθενείς, ανταποκρίθηκε το 23% (1 ΠΥ, 6 ΜΥ),<br />

ενώ το 64% εμφάνισε ΣΝ. Το ΔΕΠΝΔ ήταν 7.1 μήνες και<br />

η ΣΕ 14.5 μήνες (61).<br />

Η δραστικότητα των ήδη αναφερθεισών, 2ης γραμμής<br />

θεραπειών με αναστολείς των mTOR’s, σε ασθενείς<br />

με ΜΚΝ δίνεται συνοπτικά στον Πίνακα 2 (37).<br />

Πίνακας 2. Αποτέλεσματα από 2ης γραμμής θεραπεία με Everolimus σε ασθενείς με ΜΚΝ<br />

ΜΕΛΕΤΗ<br />

Motzer et al.<br />

(μελέτη φάσεως ΙΙΙ,<br />

με τυχαία κατανομή)<br />

Jac et al. (Φάσεως II)<br />

Hainsworth et al.<br />

(Φάσεως II)<br />

ΔΙΑΔΟΧΗ<br />

VEGFR-TKI <br />

everolimus<br />

VEGFR-TKI <br />

placebo<br />

VEGFR-TKI <br />

everolimus<br />

VEGFR-TKI <br />

everolimus +<br />

bevacizumab<br />

ΑΡΙΘΜΟΣ<br />

ΑΣΘΕΝΩΝ<br />

ΣΑ(%)<br />

ΣΝ(%)<br />

ΔΕΠΝΔ (μήνες)<br />

ΔΙΑΜΕΣΗ ΣΕ<br />

277 1.8 67 4.9 14.8<br />

139 0 32 1.9 14.4<br />

37 14 73 11.2 22.1<br />

30 23 64 7.1 14.5<br />

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΠΑΡΑ-<br />

ΓΟΝΤΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΤΟΝ VEGF ΚΑΙ<br />

ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΥΝ ΤΟΥΣ mTOR’s<br />

Δεδομένου ότι οι αναστολείς των mTOR’s και οι<br />

αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα<br />

του VEGF, ελέγχουν διαφορετικούς μοριακούς στόχους,<br />

είναι αναμενόμενο οι παρενέργειές τους να μην<br />

αλληλοεπικαλύπτονται, όταν χορηγούνται διαδοχικά<br />

και αυτό παρατηρήθηκε στην RECORD-1. Η συγκεκριμένη<br />

μελέτη κατέγραψε αποδεκτή τοξικότητα από την<br />

χορήγηση everolimus σε ασθενείς με ΜΚΝ, οι οποίοι<br />

είχαν αντιμετωπισθεί ήδη με 1ης γραμμής θεραπεία<br />

με VEGFR-TKI’s. Η στοματίτιδα (44%), η λοίμωξη (37%),<br />

η ασθένεια (33%) και η κόπωση (31%), ήταν οι συνηθέστερες<br />

τοξικές επιπτώσεις, από την χορήγηση του<br />

everolimus. Οι κυριότερες παρενέργειες grade 3 + 4<br />

ήταν η λοίμωξη (10%), η δύσπνοια (7%) και η κόπωση<br />

(5%). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυριότερες παρενέργειες<br />

από την χρήση των VEGFR-TKI’s, όπως η αρτηριακή<br />

υπέρταση και το σύνδρομο χειρών – ποδών, παρατηρήθηκαν<br />

σπανιότατα με θεραπεία με everolimus.<br />

Η μη λοιμώδης πνευμονίτιδα ήταν η κυριότερη σοβαρή<br />

επιπλοκή των ασθενών που αντιμετωπίσθηκαν με<br />

everolimus και αφορούσε στο 14% των ασθενών, από<br />

τους οποίους το 10% την εμφάνισε σε grade 1 + 2 και<br />

το 4% σε grade 3 (36). Στην μελέτη φάσεως II των Jac<br />

et al, το 34% παρουσίασε λοιμώδη πνευμονίτιδα grade<br />

1 + 2 και το 23% grade 3 (60). Στις δύο μελέτες (36, 60),<br />

μεταξύ των άλλων τοξικών παρενέργειες οι οποίες<br />

παρατηρήθηκαν από την χορήγηση του everolimus,


290<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

ήταν υπεργλυκαιμία (57–59%), υπερχοληστεριναιμία<br />

(64–77%) και υπερτριγλυκεριδαιμία (73%). Οι συνδυασμοί<br />

temsirolimus ή everolimus με bevacizumab φαίνεται<br />

ότι γίνονται καλά ανεκτοί από τους περισσότερους<br />

ασθενείς, οι οποίοι είχαν εμφανίσει προηγουμένως<br />

ανθεκτικότητα σε θεραπεία με VEGFR-TKI. Στην μελέτη<br />

φάσεως II των Hainsworth et al., τα αποτελέσματα<br />

ασφαλούς χορηγήσεως από τον συνδυασμό<br />

everolimus + bevacizumab ως 2ης γραμμής θεραπείας,<br />

είναι δύσκολο να καταγραφούν δεδομένου του μικτού<br />

πληθυσμού της μελέτης (61), μολονότι φαίνεται<br />

ότι ο συνδυασμός δεν επήγε αυξημένη τοξικότητα σε<br />

ασθενείς με ΜΚΝ, οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν με 1ης<br />

γραμμής VEGFR-TKI’s. Τα αποτελέσματα ασφαλείας<br />

από την διαδοχική χορήγηση VEGFR-TKI’s και mTOR’s,<br />

δίδονται στον Πίνακα 3.<br />

Πίνακας 3. Δεδομένα ασφαλείας από την διαδοχική χορήγηση VEGFR-TKI’s και mTOR’s σε ασθενείς με μεταστατικό<br />

καρκίνωμα νεφρού<br />

Grade 3+4 τοξικότητα (%)<br />

Motzer RJ, et al. VEGFR-TKI<br />

everolimus (n=274)±<br />

Jac J, al. VEGFR-TKI <br />

everolimus (n=26)<br />

Hainsworth JD, et al.<br />

VEGFR-TKI everolimus<br />

+ bevacizumab (n=80) ± ±<br />

Αναιμία 13 19 5<br />

Λοίμωξη* 10 Δ.Δ. Δ.Δ.<br />

Δύσπνοια 7 Δ.Δ. Δ.Δ.<br />

Κόπωση 5 Δ.Δ. 13<br />

Στοματίτιδα#


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 291<br />

ΕΠΑΝΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΔΥΝΗΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑ-<br />

ΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΕΩΣ<br />

Μολονότι η διαδοχική χορήγηση στοχευόντων παραγόντων<br />

επάγει αύξηση της ΣΕ ασθενών με ΜΚΝ,<br />

εντούτοις στο σύνολο των περιπτώσεων, η νόσος θα<br />

υποτροπιάσει. Το δεδομένο αυτό καθιστά απαραίτητη<br />

την αναζήτηση 3ης γραμμής θεραπείας, τουλάχιστον<br />

για όσους εκ των ασθενών διατηρούν καλό<br />

δείκτη δραστηριότητας. Αρκετές αναδρομικές μελέτες<br />

έχουν αποδείξει όφελος από την επαναχρησιμοποίηση<br />

VEGFR-TKI παράγοντος μετά την τεκμηρίωση ΠΝ<br />

σε ασθενείς οι οποίοι έλαβαν 2ης γραμμής θεραπεία<br />

με αναστολείς των mTOR’s. Η υπόθεση η οποία τίθεται<br />

εν προκειμένω, είναι ότι η ευαισθησία στην αρχική<br />

θεραπεία αποκαθίσταται όταν μεσολαβήσει θεραπεία<br />

με άλλον μηχανισμό δράσεως. Σε αναδρομική ανάλυση<br />

αποτελεσμάτων αντιαγγειογενετικής θεραπείας σε<br />

14 ασθενείς με ΜΚΝ, οι οποίοι εμφάνισαν ΠΝ υπό με<br />

everolimus και έλαβαν στα πλαίσια 3ης γραμμής αγωγής<br />

sunitinib [n = 5], sorafenib [n = 7] ή και τους δύο παράγοντες<br />

διαδοχικά [n = 2], και άλλους παράγοντες,<br />

όπως bevacizumab/IFN-a [n = 1] ή ερευνητικό φάρμακο<br />

[n = 1] παρατηρήθηκε έλεγχος της νόσου στο 86%, από<br />

τους οποίους στο 21% ΜΥ και στο 64% ΣΝ. Το ΔΕΠΝΔ<br />

ήταν 5.1 μήνες μετά την θεραπεία με everolimus (62).<br />

Παρόμοια ήταν και τα αποτελέσματα άλλης αναδρομικής<br />

μελέτης με 23 ασθενείς, που έλαβαν 2ο κύκλο<br />

θεραπείας με sunitinib, μετά από θεραπεία με άλλους<br />

στοχεύοντες παράγοντες μεταξύ των οποίων αναστολείς<br />

των mTOR’s. Όλοι οι ασθενείς είχαν διακόψει<br />

την 1ης γραμμής θεραπεία με sunitinib, εξαιτίας τεκμηριώσεως<br />

ΠΝ. Κατά την διάρκεια της ενδιάμεσης χρονικής<br />

περιόδου, το 26% έλαβε VEGFR-TKI’s, το 13% αναστολέα<br />

των mTOR’s και το 26% συνδυασμό VEGFR-TKI’s<br />

+ αναστολέα των mTOR’s. Όταν οι ασθενείς πήραν εκ<br />

νέου sunitinib, εμφάνισαν ΜΥ και ΣΝ σε ποσοστά 22%<br />

και 74% αντιστοίχως, ενώ το ΔΕΠΝΔ ήταν 7.2 μήνες. Το<br />

μήκος της ενδιάμεσης διάρκειας μεταξύ των δύο θεραπειών<br />

με sunitinib φαίνεται να σχετίζεται με το ΔΕΠΝΔ<br />

με την δεύτερη θεραπεία με sunitinib. Οι πληροφορίες<br />

ασφαλείας από την επαναχορήγηση VEGFR-TKI’s μετά<br />

αποτυχία 2ης γραμμής θεραπεία με mTOR’s, δείχνουν<br />

ότι η θεραπεία αυτή είναι καλά ανεκτή. Δεν παρατηρήθηκαν<br />

νέες ανεπιθύμητες παρενέργειες (63). Σε<br />

λεπτομερέστερη ανάλυση περιστατικού, η επαναχορήγηση<br />

sunitinib συνοδεύτηκε από τις παρενέργειες οι<br />

οποίες είχαν παρουσιασθεί και στην πρώτη χορήγηση<br />

του φαρμάκου και συνίσταντο σε ασθένεια, βλεννογονίτιδα<br />

και αρτηριακή υπέρταση, ενώ το σύνδρομο<br />

χειρών – ποδών ήταν ηπιότερο την 2η φορά (64). Συνοπτικά<br />

τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν<br />

ότι η δραστικότητα και η αποτελεσματικότητα από<br />

την επαναχορήγηση VEGFR TKI, μετά από ενδιάμεση<br />

2ης γραμμής θεραπεία με mTOR’s, είναι ικανοποιητική,<br />

χωρίς ιδιαίτερη τοξικότητα. Είναι, εντούτοις απαραίτητο,<br />

τα παραπάνω συμπεράσματα, να επιβεβαιωθούν<br />

από καλά σχεδιασμένες προς τούτο μελέτες, με μεγάλους<br />

αριθμούς ασθενών (37).<br />

ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΘΕ-<br />

ΡΑΠΕΙΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΜΕΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ<br />

ΝΕΦΡΟΥ<br />

Στο ΜΚΝ η πρόοδος των γνώσεών μας την τελευταία<br />

5ετία από την εφαρμογή των στοχευουσών<br />

θεραπειών που ήδη αναφέρθηκαν, δίνει την αίσθηση<br />

ότι χορήγηση συνδυασμού στοχευόντων παραγόντων<br />

με διαφορετικό τρόπο δράσεως, μπορεί να βελτιστοποιήσει<br />

τα αποτελέσματα. Για τον σκοπό αυτό βρίσκονται<br />

ήδη σε εξέλιξη μελέτες φάσεως Ι συνδυασμού<br />

everolimus + sorafenib (65), sunitinib + temsirolimus (66),<br />

sunitinib +bevacizumab (67), ή sunitinib + everolimus (68).<br />

Είναι ενδιαφέρον ότι από τα πρώτα αποτελέσματα<br />

των συγκεκριμένων μελετών φαίνεται αφ’ ενός μεν<br />

η δραστικότητα των συνδυασμών αυτών, αλλά και η<br />

τοξικότητά τους, με συνέπεια την αναγκαιότητα μειώσεων<br />

των δόσεων, ώστε να χορηγούνται ασφαλώς.<br />

Στο παρελθόν η μελέτη φάσεως II TORAVA συνδυασμού<br />

temsirolimus + bevacizumab ως 1ης γραμμής θεραπεία<br />

σε ασθενείς με ΜΚΝ, διεκόπη για λόγους άλλους,<br />

εκτός προόδου νόσου υπό θεραπεία, στο 43% των<br />

περιπτώσεων, ενώ το 36% των ασθενών είχε εμφανίσει<br />

τοξικότητα grade 3 ή 4 και παρατηρήθηκαν δύο<br />

τοξικοί θάνατοι. Εξάλλου ο συνδυασμός temsirolimus +<br />

bevacizumab δεν απέδειξε αυξημένη θεραπευτική ικανότητα<br />

στις 48 εβδομάδες, σε σχέση με τα δύο σκέλη<br />

ελέγχου της μελέτης τα οποία συνίσταντο σε sunitinib<br />

ή bevacizumab + IFN-a (69).<br />

Αντιθέτως, η διαδοχική χορήγηση στοχευόντων<br />

παραγόντων με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσεως,<br />

όπως πχ η αναστολή του VEGFR και του mTOR,<br />

έχει καταλήξει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, όπως<br />

η αύξηση του ΔΕΠΝΔ στην ήδη αναφερθείσα μελέτη<br />

με τυχαία κατανομή μεταξύ everolimus έναντι placebo<br />

σε ασθενείς με ΜΚΝ, ανθεκτικούς σε VEGFR-TKI (36).<br />

Αντιθέτως στοχεύουσα διαδοχική θεραπεία με VEGFR-<br />

TKI → VEGF, δεν απέδειξε κλινική αποτελεσματικότητα<br />

σε προοπτικές μελέτες Πρώτες αναδρομικές εκτιμήσεις<br />

δεδομένων καταλήγουν ότι η διαδοχή στοχευου-


292<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

σών θεραπειών τύπου VEGFR-TKI → mTOR αναστολέα<br />

→ VEGFR-TKI είναι κλινικά (πολύ) ικανοποιητική και<br />

χρήζει ελέγχου της σε προοπτικές μελέτες με τυχαία<br />

κατανομή ασθενών. Μέχρι την εξαγωγή τελικών αποτελεσμάτων,<br />

από μελέτες φάσεως ΙΙΙ που ήδη είναι σε<br />

εξέλιξη, η χορήγηση everolimus σε ασθενείς οι οποίοι<br />

εμφάνισαν ΠΝ σε θεραπεία με VEGFR-TKI’s, συνιστά<br />

την θεραπεία η οποία συστήνεται από όλες τις επίσημες<br />

κατευθυντήριες οδηγίες των μεγάλων διεθνών<br />

φορέων (36, 38).<br />

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ<br />

Η διαδοχική χορήγηση στοχευόντων παραγόντων<br />

αποτελούν την καθημερινή θεραπευτική πρακτική για<br />

ασθενείς με ΜΚΝ. Σήμερα το everolimus αποτελεί το<br />

μοναδικό φάρμακο που έχει σύσταση κατηγορίας 1,<br />

για ασθενείς στους οποίους απέτυχε θεραπεία με<br />

VEGFR-TKI’s (38).<br />

Αρκετές μεγάλες μελέτες με τυχαία κατανομή<br />

ασθενών είναι σε εξέλιξη, με σκοπό να βρεθεί η ιδεατή<br />

διαδοχή στοχευόντων παραγόντων και, τελικά, το μέγιστο<br />

όφελος για τους ασθενείς. Μία μελέτη φάσεως<br />

ΙΙΙ με τυχαία κατανομή ασθενών σχεδιάσθηκε για να<br />

εξετάσει την σκοπιμότητα χορηγήσεως διαδοχικών θεραπειών<br />

με VEGFR-TKI’s, σε ασθενείς με ΜΚΝ. Σύμφωνα<br />

με τις αρχές της μελέτης, οι ασθενείς κατανέμονται με<br />

τυχαίο τρόπο μεταξύ δύο θεραπευτικών σκελών: ενός<br />

που περιλαμβάνει θεραπεία 1ης γραμμής με sunitinib,<br />

ακολουθούμενη από 2ης γραμμής sorafenib και ενός<br />

άλλου σκέλους που περιλαμβάνει τα ίδια φάρμακα,<br />

χορηγούμενα όμως κατ’ αντίθετο τρόπο (70).<br />

Η Axitinib, είναι νέος παράγων της ομάδας των<br />

VEGFR-TKI’s, που αν και δεν έχει πάρει επισήμως<br />

άδεια χορηγήσεως κατά του ΜΚΝ, φαίνεται δραστικός<br />

σε ασθενείς, ανθεκτικούς σε προηγούμενη θεραπεία<br />

με VEGFR-TKI’s (71). Η δραστικότητα του axitinib, έναντι<br />

του sorafenib, ως 2ης γραμμής θεραπεία, ελέγχθηκε<br />

στην μελέτη φάσεως ΙΙΙ, AXIS (72), η οποία ολοκληρώθηκε<br />

τον Ιούνιο του 2011, περιέλαβε 723 ασθενείς (361 στο<br />

σκέλος του axitinib και 362 στο σκέλος του sorafenib).<br />

Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στις 3<br />

Δεκεμβρίου του 2011 και σύμφωνα με αυτά το ΔΕΠΝΔ<br />

ήταν 6.7 και 4.7 μήνες (p


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 293<br />

3. Chow WH, Devesa SS, Warren JL, Fraumeni JF, Jr.<br />

Rising incidence of renal cell cancer in the United<br />

States. JAMA 1999; 281: 1628–1631.<br />

4. Hollingsworth JM, Miller DC, Daignault S, Hollenbeck<br />

BK. Rising incidence of small renal masses: a need to<br />

reassess treatment effect. J Natl Cancer Inst, 2006; 98:<br />

1331–1334.<br />

5. Hollingsworth JM, Miller DC, Daignault S, Hollenbeck<br />

BK. Five-year survival after surgical treatment<br />

for kidney cancer: a population–based competing risk<br />

analysis. Cancer 2007; 109: 1763–1768.<br />

6. Hunt JD, van der Hel OL, McMillan GP, Boffetta P,<br />

Brennan P. Renal cell carcinoma in relation to cigarette<br />

smoking: meta-analysis of 24 studies. Int J Cancer<br />

2005; 114: 101–108.<br />

7. van Dijk BA, Schouten LJ, Kiemeney LA, et al. Relation<br />

of height, body mass, energy intake, and physical<br />

activity to risk of renal cell carcinoma: results from<br />

the Netherlands Cohort Study. Am J Epidemiol 2004;<br />

160: 1159–1167.<br />

8. Bjorge T, Tretli S, Engeland A. Relation of height and<br />

body mass index to renal cell carcinoma in two million<br />

Norwegian men and women. Am J Epidemiol<br />

2004; 160: 1168–1176.<br />

9. Rashidkhani B, Lindblad P, Wolk A. Fruits, vegetables<br />

and risk of renal cell carcinoma: a prospective study<br />

of Swedish women. Int J Cancer 2005; 113: 451–455.<br />

10. van Dijk BA, Schouten LJ, Kiemeney LA, Goldbohm<br />

RA, van den Brandt PA. Vegetable and fruit consumption<br />

and risk of renal cell carcinoma: Results from<br />

the Netherlands cohort study. Int J Cancer 2005; 117:<br />

648–654.<br />

11. Lee JE, Hunter DJ, Spiegelman D, et al. Intakes of coffee,<br />

tea, milk, soda and juice and renal cell cancer<br />

in a pooled analysis of 13 prospective studies. Int J<br />

Cancer 2007; 121: 2246–2253.<br />

12. McLaughlin JK, Chow WH, Mandel JS, et al. International<br />

renal-cell cancer study. VIII. Role of diuretics,<br />

other anti-hypertensive medications and hypertension.<br />

Int J Cancer 1995; 63: 216–221.<br />

13. Ishikawa I, Saito Y, Asaka M, et al. Twenty-year follow-up<br />

of acquired renal cystic disease. Clin Nephrol<br />

2003; 59: 153–159.<br />

14. Rakowski SK, Winterkorn EB, Paul E, et al. Renal manifestations<br />

of tuberous sclerosis complex: Incidence,<br />

prognosis, and predictive factors. Kidney Int 2006; 70:<br />

1777–1782.<br />

15. Linehan WM, Walther MM, Zbar B. The genetic basis<br />

of cancer of the kidney. J Urol 2003; 170: 2163–2172.<br />

16. Lonser RR, Glenn GM, Walther M, et al. von Hippel-<br />

Lindau disease. Lancet 2003; 361: 2059–2067.<br />

17. Latif F, Tory K, Gnarra J, et al. Identifi cation of the<br />

von Hippel-Lindau disease tumor suppressor gene.<br />

Science 1993; 260: 1317–1320.<br />

18. Walther MM, Choyke PL, Glenn G, et al. Renal cancer<br />

in families with hereditary renal cancer: prospective<br />

analysis of a tumor size threshold for renal parenchymal<br />

sparing surgery. J Urol 1999; 161: 1475–1479.<br />

19. Atkins ΜΒ, Richie JP, Ross ΜΕ. Overview of the prognosis<br />

and treatment of renal cell carcinoma. www.<br />

uptodate on line Last literature review version 18.2:<br />

Μάϊος 2010.<br />

20. Motzer RJ, Bacik J,Mazumdar M. Prognostic factors for<br />

survival of patients with stage IV renal cell carcinoma:<br />

memorial sloan-kettering cancer center experience.<br />

Clin Cancer Res 2004, 10(18 Pt 2):6302S-6303S.<br />

21. Siemer S, Hack M, Lehmann J, et al. Outcome of renal<br />

tumors in young adults. J Urol. 2006, 175(4):1240-1243;<br />

discussion 1243-1244.<br />

22. Mekhail TM, Abou-Jawde RM, Boumerhi G, et al. Validation<br />

and extension of the Memorial Sloan-Kettering<br />

prognostic factors model for survival in patients<br />

with previously untreated metastatic renal cell carcinoma.<br />

J Clin Oncol. 2005;23(4): 832-841.<br />

23. Motzer RJ, Bukowski RM, Figlin RA, et al. Prognostic<br />

nomogram for sunitinib in patients with metastatic<br />

renal cell carcinoma. Cancer. 2008;113(7): 1552-1558.<br />

24. Heng DY, Chi KN, Murray N, et al. A population-based<br />

study evaluating the impact of sunitinib on overall<br />

survival in the treatment of patients with metastatic<br />

renal cell cancer. Cancer. 2009;115(4): 776-783.<br />

25. Coppin C, Porzsolt F, Autenrieth M, et al. Immunotherapy<br />

for advanced renal cell cancer. Cochrane<br />

Database Syst. Rev. 2004, 3: CD001425.<br />

26. Yang JC, Haworth L, Sherry RM, et al. A randomized<br />

trial of bevacizumab, an anti-vascular endothelial<br />

growth factor antibody, for metastatic renal cancer.<br />

N Engl J Med 2003, 349: 427–434.<br />

27. Motzer RJ, Hutson TE, Tomczak P, et al: Sunitinib versus<br />

interferon alfa in metastatic renal cell carcinoma.<br />

N Engl J Med 2007, 356:115-124.<br />

28. Escudier B, Eisen T, Stadler WM, et al: Sorafenib in advanced<br />

clear-cell renal-cell carcinoma. N Engl J Med<br />

2007, 356:125-134.<br />

29. Hudes G, Carducci M, Tomczak P, et al: Temsirolimus,<br />

interferon alfa, or both for advanced renal cell carcinoma.<br />

N Engl J Med 2007, 356:2271-2281.


294<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

30. Escudier B, Pluzanska A, Koralewski P, et al: Bevacizumab<br />

plus interferon alfa-2a for treatment of metastatic<br />

renal cell carcinoma: A randomised, doubleblind<br />

phase III trial. Lancet 2007, 370:2103-2111.<br />

31. Motzer RJ, Escudier B, Oudard S, et al, for the RE-<br />

CORD-1 Study Group: Efficacy of everolimus in advanced<br />

renal cell carcinoma: A double-blind, randomised,<br />

placebo-controlled phase III trial. Lancet<br />

2008, 372:449-456.<br />

32. Rini BI, Halabi S, Rosenberg J, et al: Bevacizumab<br />

plus interferon-alpha compared with interferon-alpha<br />

monotherapy in patients with metastatic renal cell<br />

carcinoma: CALGB 90206. J Clin Oncol 2008, 26(33):<br />

5422-5428.<br />

33. Sternberg CN, Davis ID, Mardiak J, et al. Pazopanib in<br />

locally advanced or metastatic renal cell carcinoma:<br />

results of a randomized phase III trial: J Clin Oncol<br />

2010, 28(6): 1061-1068.<br />

34. Rini BI, Halabi S, Rosenberg J E, et al. Phase III Trial<br />

of Bevacizumab plus Interferon Alfa Versus Interferon<br />

Alfa Monotherapy in Patients With Metastatic Renal<br />

Cell Carcinoma: Final Results of CALGB 90206. J Clin<br />

Oncol 2010, 28(13): 2137-2143.<br />

35. Escudier B, Bellmunt J, Negrier S, et al. Phase III Trial<br />

of Bevacizumab Plus Interferon Alfa-2a in Patients<br />

With Metastatic Renal Cell Carcinoma (AVOREN): Final<br />

Analysis of Overall Survival. J Clin Oncol 2010,<br />

28(13): 2144-2150.<br />

36. Motzer RJ, Escudier B, Oudard S, et al, for the RE-<br />

CORD-1 Study Group: Phase 3 trial of everolimus<br />

for metastatic renal cell carcinoma: final results and<br />

analysis of prognostic factors. Cancer 2010, 116(18),<br />

4526-4265.<br />

37. Larkin J, Swanton Ch, and Pickering L. Optimizing<br />

treatment of metastatic renal cell carcinoma by<br />

changing mechanism of action. Expert Rev. Anticancer<br />

Ther 2011, 11(4): 639-649.<br />

38. The NCCN Clinical Practice Guidelines in OncologyTM<br />

Kidney Cancer V.2.2011© 2011 National Comprehensive<br />

Cancer Network, Inc. All rights reserved.<br />

Accessed March 24, 2011.on line to www.nccn.org.<br />

39. Sablin MP, Negrier S, Ravaud A, et al: Sequential<br />

sorafenib and sunitinib for renal cell carcinoma. J Urol<br />

2009, 182:29-34.<br />

40. Rini BI, Michaelson MD, Rosenberg JE, et al: Antitumor<br />

activity and biomarker analysis of sunitinib in patients<br />

with bevacizumab-refractory metastatic renal<br />

cell carcinoma. J Clin Oncol 2008, 26:3743-3748.<br />

41. Porta C, Procopio G, Sabbatini R, et al: Retrospective<br />

analysis of the sequential use of sorafenib and sunitinib<br />

in patients with advanced renal cell carcinoma<br />

(RCC). Eur Urol 2009, 8:183 (suppl, abstr 252.).<br />

42. Dudek AZ, Zolnierek J, Dham A, et al: Sequential<br />

therapy with sorafenib and sunitinib in renal cell carcinoma.<br />

Cancer 2009, 115:61-67.<br />

43. Vickers MM, Choueiri TK, Rogers M, et al. Clinical<br />

outcome in metastatic renal cell carcinoma patients<br />

after failure of initial vascular endothelial growth factor-targeted<br />

therapy. Urology 2010, 76(2): 430-434.<br />

44. Tamaskar I, Garcia JA, Elson P, et al. Antitumor effects<br />

of sunitinib or sorafenib in patients with metastatic<br />

renal cell carcinoma who received prior antiangiogenic<br />

therapy. J Urol 2008, 179: 81-86.<br />

45. Eichelberg C, Heuer R, Chunn FK, et al. Sequential use<br />

of the tyrosine kinase inhibitors sorafenib and sunitinib<br />

in metastatic renal cell carcinoma: a retrospective<br />

outcome analysis. Eur Urol 2008, 54: 1373-1378.<br />

46. Zimmermann K, Schmittel A, Steiner U, et al. Sunitinib<br />

treatment for patients with advanced clear-cell<br />

renal-cell carcinoma after progression on sorafenib.<br />

Oncology 2009, 76(5): 350-354.<br />

47. Patnaik A, Ricart A, Cooper J, et al: A phase I, pharmacokinetic<br />

and pharmacodynamic study of sorafenib<br />

(S), a multi-targeted kinase inhibitor in combination<br />

with temsirolimus (T), an mTOR inhibitor in patients<br />

with advanced solid malignancies. J Clin Oncol 2007,<br />

25:141s, (suppl; abstr 3512.).<br />

48. Sosman J, Flaherty K, Atkins M, et al: Updated results<br />

of phase I trial of sorafenib (S) and bevacizumab (B)<br />

in patients with metastatic renal cell cancer (mRCC).<br />

J Clin Oncol 2008, 26:252s, (suppl; abstract 5011.).<br />

49. Merchan JR, Pitot HC, Qin R, et al: Phase I/II trial of<br />

CCI 779 and bevacizumab in advanced renal cell carcinoma<br />

(RCC): Safety and activity in RTKI refractory<br />

RCC patients. J Clin Oncol 2009, 27:244s, (suppl; abstr<br />

5039).<br />

50. Choueiri TK, Brick AJ, McDermont D, et al. Treatment<br />

and dosing patterns for angiogenesis inhibitor (AIS)<br />

therapies in patients with metastatic renal cell carcinoma<br />

(MRCC). Ann Oncol 2008, 19(Suppl. 8), viii191-<br />

viii192 (abstract 593P).<br />

51. Escudier B, Szczylik C, Hutson TE, et al. Randomized<br />

phase II trial of first-line treatment with sorafenib<br />

versus interferon α-2a in patients with metastatic<br />

renal cell carcinoma. J Clin Oncol 2009, 27(8): 1280-<br />

1289.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 295<br />

52. Di Lorenzo G, Carteni G, Autorino R, et al. Phase<br />

II study of sorafenib-refractory metastatic renal cell<br />

cancer. J Clin Oncol 2009, 27: 4469-4474.<br />

53. Garcia JA, Hudson TE, Elson P, et al. Sorafenib in patients<br />

with metastatic renal cell carcinoma refractory<br />

to either sunitinib or bevacizumab. Cancer 2010,<br />

116(23): 5383-5390.<br />

54. Mancuso AP, Donato De Paola E, Catalano E, et al.<br />

Phase II escalation study of sorafenib in patients with<br />

metastatic renal cell carcinoma (mRCC) who have had<br />

prior treatment with VEGFR-TKI antiangiogenic treatment.<br />

J Clin Oncol 2009, 27(suppl): abstract e16027.<br />

55. Rini BI, Michaelson MD, Rosenberg JE, et al. Antitumor<br />

activity and biomarker analysis of sunitinib in patients<br />

with bevacizumab-refractory metastatic renal<br />

cell carcinoma. J Clin Oncol 2008, 26(22):3743-3748.<br />

56. Shepard DR, Rini BI, Garcia JA, et al: A multicenter<br />

prospective trial of sorafenib in patients (pts) with<br />

metastatic clear cell renal cell carcinoma (mccRCC)<br />

refractory to prior sunitinib or bevacizumab. J Clin<br />

Oncol 2008, 26:280s (suppl; abstr 5123.).<br />

57. Chang YS, Adnane J, Trail PA, et al. Sorafenib (BAY<br />

43–9006) inhibits tumor growth and vascularization<br />

and induces tumor apoptosis and hypoxia in RCC xenograft<br />

models. Cancer Chemother. Pharmacol. 2007,<br />

59(5), 561–574.<br />

58. Patel PH, Chadalavada RS, Chaganti RS, Motzer RJ.<br />

Targeting von Hippel–Lindau pathway in renal cell<br />

carcinoma. Clin.Cancer Res. 2006, 12(24), 7215–7220.<br />

59. Wiederkehr D, Howe CJ, Casciano R, et al. Overall<br />

survival among metastatic renal cell carcinoma<br />

patients corrected for crossover using inverse probability<br />

of censoring weights: analyses from the RE-<br />

CORD-1 Phase 3 trial. Eur. J. Cancer 2009, 432 (Suppl.<br />

7), Abstract P-7131.<br />

60. Jac J, Amato RJ, Giessinger S, Saxena S, Willis JP. A<br />

Phase II study with a daily regimen of the oral mTOR<br />

inhibitor RAD001 (everolimus) in patients with metastatic<br />

renal cell carcinoma which has progressed on<br />

tyrosine kinase inhibition therapy. J. Clin. Oncol. 2008<br />

26(Suppl.), 277s, (Abstract 5113).<br />

61. Hainsworth JD, Spigel DR, Burris HA 3rd, et al. Phase II<br />

trial of bevacizumab and everolimus in patients with<br />

advanced renal cell carcinoma. J. Clin. Oncol., 2010,<br />

28(13): 2131–2136.<br />

62. Gruenwald V, Seidel C, Fenner M, Heuser M, Ganser<br />

A. Antitumor activity of tyrosine kinase inhibitors<br />

(TKI) after failure of RAD001 in metastatic renal cell<br />

carcinoma (mRCC). Presented at: 2010 Genitourinary<br />

Cancers Symposium.San Francisco, CA, USA, 2010, 5–7<br />

March: (Abstract 414).<br />

63. Rini BI, Hutson TE, Elson P, et al. Clinical activity of<br />

sunitinib rechallenge in metastatic renal cell carcinoma.<br />

Presented at: 2010 Genitourinary Cancers Symposium.<br />

San Francisco, CA, USA, 2010, 5–7 March, (Abstract<br />

319).<br />

64. Ravaud A, Digue L, Trufflandier N, Smith D. VEGFR<br />

TKI ‘resistance’ or transient clinical insensitivity to<br />

VEGFR TKI in metastatic renal cell carcinoma. Ann.<br />

Oncol.2010, 21(2): 431–432.<br />

65. Rosenberg JE, Weinberg VK, Claros C, et al. Phase I<br />

study of sorafenib and RAD001 for metastatic clear<br />

cell renal cell carcinoma. J. Clin. Oncol., 2008, 26(Suppl.):<br />

276s, (Abstract 5109).<br />

66. Patel PH, Senico PL, Curiel RE, Motzer RJ. Phase I<br />

study combining treatment with temsirolimus and<br />

sunitinib malate in patients with advanced renal cell<br />

carcinoma. Clin. Genitourin. Cancer. 2009, 7: 24–27.<br />

67. Feldman DR, Ginsberg MS, Baum M, et al. Phase I<br />

trial of bevacizumab plus sunitinib in patients with<br />

metastatic renal cell carcinoma. J. Clin. Oncol., 2008,<br />

26(Suppl.): 274s, (Abstract 5100).<br />

68. Kroog GS, Feldman DR, Kondagunta GV et al. Phase I<br />

trial of RAD001 (everolimus) plus sunitinib in patients<br />

with metastatic renal cell carcinoma. J. Clin. Oncol.,<br />

2009, 27(Suppl.): 243s, (Abstract 5037).<br />

69. Escudier BJ, Negrier S, Gravis G, et al. Can the combination<br />

of temsirolimus and bevacizumab improve the<br />

treatment of metastatic renal cell carcinoma (mRCC)<br />

Results of the randomized TORAVA Phase II trial. J.<br />

Clin. Oncol., 2010, 28(Suppl.), 15s: Abstract 4516.<br />

70. ClinicalTrials.gov. NCT00732914. Sequential study to<br />

treat renal cell carcinoma. www.clinicaltrials.gov Accessed<br />

21 June 2010.<br />

71. Dutcher JP, Wilding G, Hudes GR, et al. Sequential axitinib<br />

(AG-013736) therapy of patients (pts) with metastatic<br />

clear cell renal cell cancer (RCC) refractory to<br />

sunitinib and sorafenib, cytokines and sorafenib, or<br />

sorafenib alone. J. Clin.Oncol., 2008, 26(Suppl.): 281s,<br />

(Abstract 5127).<br />

72. ClinicalTrials.gov. NCT00678392. Axitinib (AG 013736)<br />

as second line therapy for metastatic renal cell cancer<br />

www.clinicaltrials.gov Accessed 21 June 2010.<br />

73. Rini BI, Escudier B, Tomczak P, et al. Comparative effectiveness<br />

of axitinib versus sorafenib in advanced<br />

renal cell carcinoma (AXIS): a randomised phase 3<br />

trial. Lancet 2011, 378(9807): 1931-1939.


296<br />

Σύγχρονες απόψεις για τη θεραπεία του καρκίνου του νεφρού<br />

74. ClinicalTrials.gov. NCT00474786. Temsirolimus versus<br />

sorafenib as secondline therapy in patients with<br />

advanced RCC who have failed first-line sunitinib<br />

www.clinicaltrials.gov Accessed 21 June 2010.<br />

75. ClinicalTrials.gov. NCT00903175. Efficacy and safety<br />

comparison of RAD001 versus sunitinib in the first-line<br />

and second-line treatment of patients with metastatic<br />

renal cell carcinoma (RECORD-3) www.clinicaltrials.<br />

gov Accessed 21 June 2010.<br />

76. Knox JJ, Kay AC, Schiff E et al. First-line everolimus<br />

followed by second-line sunitinib versus the opposite<br />

treatment sequence in patients with metastatic renal<br />

cell carcinoma (mRCC). J. Clin. Oncol., 2010, 28(Suppl.<br />

15s): 39s, (Abstract TPS232).<br />

77. Australian New Zealand Clinical Trials Registry. AC-<br />

TRN12609000643279. A Phase 2 trial of EVERolimus<br />

alternating with SUNitinib as first line therapy for advanced<br />

renal cell carcinoma www.anzctr.org.au. Accessed<br />

21 June 2010.<br />

78. Furge KA, MacKeigan JP, Teh BT. Kinase targets in<br />

renal-cell carcinomas: reassessing the old and discovering<br />

the new. Lancet Oncol., 2010, 11(6): 571–578.<br />

79. Kell SD. Renal cell carcinoma: treatment options. Br J<br />

Nurs, 2011, 20: (9): 536-539.


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ – ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ.<br />

ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ<br />

Νοσηλευτικές παρεμβάσεις στην αντιμετώπιση<br />

του μετεγχειρητικού πόνου<br />

Ε Νικολαΐδου<br />

Νοσηλεύτρια ΠΕ, MSc, Γρ. Υποστρήριξης του Πολίτη και Ποιότητας Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας<br />

Τηλ.: 6972-090081<br />

E-mail: elnikolaidou@yahoo.com<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο οξύς πόνος εμφανίζεται συχνότατα κατά την μετεγχειρητική περίοδο. Οι βλαπτικές επιπτώσεις<br />

του πόνου, ψυχολογικές, φυσιολογικές και κοινωνικο- οικονομικές είναι γνωστές και εύκολα αναγνωρίσιμες. Ο<br />

αποτελεσματικός έλεγχος του μετεγχειρητικού πόνου αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος του νοσηλευτικού<br />

έργου. Η αντιμετώπισή του αφενός μεν αποτελεί ανθρωπιστικό καθήκον, αφετέρου δε περιορίζει τη συχνότητα<br />

και τη βαρύτητα των μετεγχειρητικών επιπλοκών, επιταχύνει την ανάρρωση, ελαττώνει τις μέρες νοσηλείας και<br />

μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης χρόνιου πόνου. ΣΤΟΧΟΣ: Ανάδειξη του ρόλου του νοσηλευτή καθώς και τη<br />

σημασία της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του, προκειμένου να αποκτήσει επαρκή εξειδίκευση στην αντιμετώπιση<br />

του πόνου που βιώνουν οι χειρουργικοί ασθενείς. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟ-<br />

ΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ: Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου προϋποθέτει την σύσταση<br />

πολυδύναμης ομάδας, ενεργό/βασικό μέλος της οποίας αποτελούν νοσηλευτές, τόσο των αναισθησιολογικών<br />

όσο και χειρουργικών τμημάτων. Η εξασφάλιση μετεγχειρητικής αναλγησίας πρέπει να αποτελεί μέγιστο στόχο<br />

για ηθικούς και ανθρωπιστικούς λόγους και πρέπει και να επιδιώκεται και να ενθαρρύνεται. Νοσοκομειακά<br />

Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 297, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: μετεγχειρητικός πόνος, νοσηλευτικές παρεμβάσεις, ρόλος νοσηλευτή


Προσέγγιση του ρόλου των νοσηλευτών στη διαχείριση<br />

των φλεβικών ελκών κάτω άκρων<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Τσαρούχα Κωνσταντίνα<br />

Τηλ.: 6974657269, 2102751314<br />

E-mail: tsarouchak@yahoo.gr<br />

Κ Τσαρούχα 1 , Α Δημητρούλη 2 , Μ Γιαννακίδου 3<br />

1<br />

Νοσηλεύτρια Π.Ε., 2 Νοσηλεύτρια Τ.Ε., Msc, 3 Προϊσταμένη Νοσηλεύτρια<br />

Τμήμα Νευρ/κής – Γναθ/κής – Πλαστικής Χειρουργικής, Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Ανακοινώθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επούλωσης Τραυμάτων και Ελκών<br />

SUMMARY<br />

TSAROUCHA K, DIMITROULI K, GIANNAKIDOU M. Approaching the role of nurses in the management of lower<br />

extremity venous ulcers. INTRODUCTION: Leg ulcers of the lower limb present a significant clinical and social-economic<br />

problem. Their frequency is increasing by age, while peripheral vascular disease is considered to be the primary<br />

cause of their appearance. Venous ulcers represent 70% of all lower extremity ulcers, with high rates of recurrence and<br />

duration of development, granted the fact that 24 – 54% need more than a year to heal. Thereby, leg ulcers constitute<br />

a costly ailment of the advanced countries’ health systems. OBJECTIVE: The present, intends to highlight the necessity<br />

of the existence of specialized nurses in the treatment of lower extremity leg ulcers, with an ultimate goal of more effective<br />

diagnosis, management, care and healing. METHODS: The substantiation of this study, is based on both personal<br />

working experience and on the research of Greek and international bibliography as well as on official nursing network<br />

sites. RESULTS: Nurses should be able to identify venous leg ulcers, by taking a complete patient’s medical history,<br />

and form an appropriate diagnostic plan. This is accomplished by keeping information concerning the evolution in the<br />

therapeutic methods up to date, by the appropriate planning of customized treatment and also by keeping a record of<br />

the interventions as part of a multidisciplinary team. DISCUSSION-CONCLUSION: Reviews have certified that nurses’<br />

specialization, constant education and the use of effective methods in the management of venous leg ulcers, form<br />

indispensable factors of nursing care quality, in a transitional era when all health professionals are committed to prove<br />

the quality of their services. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 298-306, 2012.<br />

Key words: venous ulcers, nursing specialty, compression bandaging, dressings.<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τα έλκη των κάτω άκρων αποτελούν ένα μεγάλο ιατρονοσηλευτικό και παράλληλα κοινωνικοοικονομικό<br />

πρόβλημα. Η συχνότητά τους αυξάνεται με την ηλικία, ενώ πρωταρχική αιτία για τη δημιουργία τους<br />

θεωρείται η περιφερική αγγειακή νόσος. Τα φλεβικά έλκη αποτελούν το 70% όλων των ελκών, με υψηλά ποσοστά<br />

υποτροπής και διάρκειας εξέλιξης, δεδομένου ότι το 24-54% κάνουν περισσότερο από ένα χρόνο να επουλωθούν,<br />

αποτελώντας έτσι μια πολυδάπανη νόσο για τα συστήματα υγείας προηγμένων χωρών. ΣΚΟΠΟΣ: Η εργασία<br />

αυτή έχει σκοπό την παρουσίαση της αναγκαιότητας ύπαρξης εξειδικευμένων νοσηλευτών στην αντιμετώπιση<br />

των φλεβικών ελκών κάτω άκρων, με απώτερο στόχο την αποτελεσματικότερη διάγνωση, διαχείριση, φροντίδα<br />

και επούλωσή τους. ΥΛΙΚΟ – ΜΕΘΟΔΟΣ: Η τεκμηρίωση της εργασίας βασίστηκε στην βιβλιογραφική αναζήτηση<br />

τόσο Ελληνικής όσο και διεθνούς βιβλιογραφίας καθώς και συγκεκριμένων διαδικτυακών τόπων. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ-<br />

ΤΑ: Οι νοσηλευτές θα πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν τα φλεβικά έλκη από τις άλλες μορφές ελκών με


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 299<br />

τη λήψη ενός ολοκληρωμένου ατομικού ιστορικού και τη διαμόρφωση κατάλληλου διαγνωστικού πλαισίου. Αυτό<br />

επιτυγχάνεται με συνεχή ενημέρωση σχετικά με τις εξελίξεις στις θεραπευτικές μεθόδους, τον κατάλληλο σχεδιασμό<br />

εξατομικευμένου θεραπευτικού πλαισίου και την καταγραφή των παρεμβάσεων στα πλαίσια μιας θεραπευτικής<br />

ομάδας παρακολούθησης που αποτελείται κι από άλλες ειδικότητες. ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Έρευνες<br />

έχουν επιβεβαιώσει ότι η εξειδίκευση, η συνεχής επιμόρφωση και οι αποτελεσματικές μέθοδοι στην οργάνωση της<br />

διαχείρισης των φλεβικών ελκών αποτελούν απαραίτητα στοιχεία της ποιότητας της παρεχόμενης νοσηλευτικής<br />

φροντίδας, σε μια μεταβατική εποχή όπου όλοι οι επαγγελματίες υγείας καλούνται να αποδείξουν την ποιότητα<br />

των υπηρεσιών τους. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 298-306, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: φλεβικά έλκη, νοσηλευτική εξειδίκευση, συμπιεστική επίδεση, επιθέματα<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα έλκη κάτω άκρων αποτελούν μεγάλο ιατρονοσηλευτικό<br />

και παράλληλα κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα.<br />

Είναι συνήθως φλεβικής αιτιολογίας, με κυριότερη<br />

αιτία την χρόνια φλεβική ανεπάρκεια. Εμφανίζονται<br />

όταν οι φλέβες των κάτω άκρων αδυνατούν να<br />

επιστρέψουν επαρκή ποσότητα αίματος στην καρδιά<br />

με αποτέλεσμα το αίμα να πηγαίνει από τις εν τω<br />

βάθει φλέβες απευθείας στις επιπολής και το αίμα να<br />

λιμνάζει στα κάτω άκρα. Οφείλεται είτε σε θρόμβους<br />

ή κιρσούς οι οποίοι καταστρέφουν τις βαλβίδες των<br />

φλεβών, είτε σε ανεπαρκή λειτουργία του μυός της γαστροκνημίας.<br />

Τα φλεβικά έλκη εμφανίζονται κάτω από<br />

το γόνατο και συνηθέστερα πάνω από το έσω σφυρό<br />

(Εικόνα 1). Τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους είναι<br />

κιρσώδης φλέβες, αίσθημα φαγούρας, πρησμένα κάτω<br />

άκρα τα οποία εμφανίζουν πόνο και ανακουφίζονται<br />

κατά την ανύψωση, ποικιλόχρωμες καφέ και μαύρες<br />

κοιλίδες, ξηρό και κοκκινόχρωμο δέρμα, λέπτυνση του<br />

δέρματος, υπερκεράτωση, θηλωμάτωση (μικρά σκληρά<br />

εξογκώματα), ύπαρξη σχισμών, εξιδρώματος, φλεγμονή<br />

η οποία μπορεί να οδηγήσει σε λεμφοίδημα, λιποδερματοσκλήρυνση<br />

όπου το κάτω άκρο παρουσιάζει<br />

σκλήρυνση. Για την θεραπεία τους απαιτείται τόσο η<br />

περιποίηση του έλκους όσο και η αντιμετώπιση της<br />

υποβόσκουσας φλεβικής νόσου. (1-4)<br />

Εικόνα 1. Φλεβικό έλκος πάνω από το έσω σφυρό<br />

Η συχνότητά των ελκών κάτω άκρων αγγίζει το 1%<br />

περίπου του γενικού πληθυσμού προηγμένων χωρών<br />

και αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας. Εμφανίζονται<br />

με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες πιθανώς<br />

τόσο λόγω του ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο όσο<br />

και στον αυξημένο κίνδυνο που έχουν να εμφανίσουν<br />

εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση κατά τη διάρκεια της<br />

εγκυμοσύνης. Τα ποσοστά υποτροπής και διάρκειας<br />

είναι υψηλά, ιδιαίτερα για τα φλεβικά έλκη, το 24-54%<br />

των οποίων χρειάζονται περισσότερο από ένα έτος<br />

για να θεραπευθούν. Η φλεβική ανεπάρκεια παρατηρείται<br />

στο 65% των ασθενών με χρόνιο έλκος. Σε περίπου<br />

20% των περιπτώσεων συνυπάρχει και αρτηριακή<br />

εμπλοκή (μεικτό έλκος), παρόλα αυτά τα φλεβικά<br />

έλκη καταλαμβάνουν το 70% - 90% του συνόλου των<br />

ελκών κάτω άκρων. (5,6)<br />

Έρευνες έχουν δείξει πως η αντιμετώπιση των φλεβικών<br />

ελκών είναι μια πολυδάπανη διαδικασία. Υπολογίζεται<br />

ότι το κόστος για την αντιμετώπιση των<br />

ελκών κάτω άκρων στη Μεγάλη Βρετανία έχει εύρος<br />

από 150 – 600 εκατομμύρια λίρες ετησίως. Μεγάλο ποσοστό<br />

του κόστους αυτού σπαταλάται κυρίως στα<br />

επιθέματα και στο χρόνο που αφιερώνουν οι νοσηλευτές,<br />

οι οποίοι αφιερώνουν το 10-50% του χρόνου<br />

τους στη διαχείριση των ελκών αυτών. (7) Θα πρέπει,<br />

επίσης, να ληφθεί υπόψη και το προσωπικό κόστος<br />

του ασθενή συμπεριλαμβανομένου των επιπέδων<br />

πόνου, του αισθήματος ατονίας, των διαταραχών<br />

διάθεσης, της απώλειας αυτονομίας, του κοινωνικού<br />

αποκλεισμού, της έλλειψης αυτοεκτίμησης, του αυξανόμενου<br />

άγχους ακόμη και της κατάθλιψης. (5, 8)<br />

ΣΚΟΠΟΣ<br />

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι, με βάση<br />

πρόσφατη εμπειρία μας σε νοσηλευτικό ίδρυμα της Μ.<br />

Βρετανίας να παρουσιάσουμε την διαφορετική προσέγγιση<br />

των εκεί νοσηλευτών στη διαχείριση των φλεβικών<br />

ελκών κάτω άκρων. Μέσα από εκπαίδευση και εξειδί-


300<br />

Προσέγγιση του ρόλου των νοσηλευτών στη διαχείριση των φλεβικών ελκών κάτω άκρων<br />

κευση οι νοσηλευτές εκεί επιτυγχάνουν: αποτελεσματικότερη<br />

διάγνωση, ανακούφιση των συμπτωμάτων,<br />

θεραπεία και σωστή ενημέρωση των ασθενών ώστε να<br />

αποφεύγεται η υποτροπή, προάγοντας έτσι την ολιστική<br />

αντιμετώπιση του ασθενή και τη βελτίωση της<br />

ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, μειώνοντας<br />

παράλληλα σημαντικά το κόστος. Οι εξειδικευμένοι<br />

νοσηλευτές, αποτελούν μέλη της διεπιστημονικής<br />

ομάδας που αποτελείται από διάφορες ειδικότητες.<br />

ΥΛΙΚΟ – ΜΕΘΟΔΟΣ<br />

Το υλικό αποτέλεσε η πρόσφατη εμπειρία μας σε<br />

νοσηλευτικό ίδρυμα της Μ. Βρετανίας. Η τεκμηρίωση<br />

της εργασίας βασίστηκε στην βιβλιογραφική αναζήτηση<br />

τόσο Ελληνικής όσο και διεθνούς βιβλιογραφίας<br />

καθώς και συγκεκριμένων διαδικτυακών τόπων.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Η νοσηλευτική διεργασία σε εξειδικευμένη κλινική για<br />

έλκη κάτω άκρων στην Αγγλία ξεκινάει με την συμπλήρωση<br />

ενός έτοιμου εντύπου εκτίμησης (Εικόνα 2). Αυτό<br />

συμπληρώνεται από ειδικά εκπαιδευμένο νοσηλευτικό<br />

προσωπικό, το οποίο περιλαμβάνει τη λήψη ενός πλήρους<br />

ιστορικού του ασθενή και του έλκους και τη διενέργεια<br />

απαραίτητων μετρήσεων, έτσι ώστε να τεθεί η διάγνωση<br />

και κατ’ επέκταση ο σχεδιασμός της διαχείρισης.<br />

Αρχικά γίνεται αναφορά στους προδιαθεσικούς<br />

παράγοντες σχετικά με ιστορικό φλεβικής θρόμβωσης,<br />

κιρσώδεις φλέβες, φλεβίτιδα, παλιότερες χειρουργικές<br />

επεμβάσεις που έχουν γίνει στο πάσχον άκρο ή<br />

άλλων χειρουργικών επεμβάσεων και εγκυμοσύνες.<br />

Παράλληλα και με σκοπό να αποκλείσουμε αρτηριακή<br />

νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη συλλέγονται στοιχεία<br />

για αγγειοχειρουργικές επεμβάσεις, διαλείπουσα χωλότητα,<br />

αρτηριακή υπέρταση, καρδιολογικά νοσήματα<br />

όπως στηθάγχη ή έμφραγμα μυοκαρδίου, ΑΕΕ, περιφερικές<br />

αγγειακές νόσους, σακχαρώδη διαβήτη ή άλλους<br />

προδιαθεσικούς παράγοντες όπως λύκος, ελκώδης<br />

κολίτιδα κλπ.<br />

Εικόνα 2. Έντυπο εκτίμησης


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 301<br />

Στη συνέχεια εξετάζεται η ύπαρξη επιβαρυντικών<br />

παραγόντων που μπορεί να σχετίζονται με το έλκος<br />

όπως μειωμένη κινητικότητα, ακίνητη άρθρωση σφυρών,<br />

ιστορικό αναιμίας, καπνίσματος, κατανάλωσης<br />

αλκοόλ, συνηθειών ύπνου (αν δηλαδή ο ασθενής κοιμάται<br />

στο κρεβάτι ή στη καρέκλα) και ελέγχονται οι διατροφικές<br />

συνήθειές του με ειδική κλίμακα εκτίμησης.<br />

Όσον αφορά την παρούσα νόσο εξετάζονται παράγοντες<br />

που αναφέρονται σε κιρσώδεις φλέβες,<br />

υπέρχρωση του δέρματος, φλεγμονώδης φλέβες στην<br />

περιοχή των αστραγάλων, έκζεμα, σκληρύνσεις. Για να<br />

αποκλειστεί η ύπαρξη αρτηριακής εμπλοκής εκτιμάται<br />

η κατάσταση του δέρματος και η ύπαρξη ψηλαφητών<br />

αρτηριακών παλμών στο πόδι. (9-12)<br />

Κάποιες βασικές μετρήσεις είναι επίσης απαραίτητες<br />

για να τεθεί η διάγνωση και να διασφαλιστεί ότι<br />

το έλκος είναι φλεβικό και όχι αρτηριακό ή μεικτό διότι<br />

αυτό θα επηρεάσει το τελικό θεραπευτικό πλάνο. Ο<br />

ασθενής ζυγίζεται και μετράται το ύψος του, λαμβάνεται<br />

η αρτηριακή πίεση και το σάκχαρο τριχοειδικού<br />

αίματος. Μία από τις ουσιαστικότερες μετρήσεις που<br />

διενεργείται από το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό<br />

και στα δυο κάτω άκρα, για τον αποκλεισμό<br />

ύπαρξης αρτηριακής νόσου, είναι το υπερηχογράφημα<br />

Doppler για την μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη<br />

συστολικής πίεσης (ABPI), ο οποίος αποτελεί την αριθμητική<br />

αναλογία της συστολικής πίεσης των σφυρών<br />

προς τη συστολική πίεση του βραχίονα (Εικόνα 3). Ένα<br />

αποτέλεσμα ίσο ή μεγαλύτερο του 0.9 υποδεικνύει φυσιολογική<br />

αρτηριακή παροχή στο κάτω άκρο. Μια τιμή<br />

όμως, μικρότερη του 0.9 υποδεικνύει πως κάποιου είδους<br />

ισχαιμία εμπλέκεται. Η θεραπεία με υψηλή συμπιεστική<br />

επίδεση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται αν ο<br />

σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι κάτω από 0.8. Μια τιμή<br />

μεταξύ 0.8 – 0.5 υποδηλώνει πως υπάρχει αρτηριακή<br />

εμπλοκή και πως θα πρέπει να γίνεται στενή και<br />

προσεκτική παρακολούθηση σε περίπτωση εφαρμογής<br />

συμπιεστική επίδεσης. Μια τιμή μικρότερη ή ίση του 0.5<br />

υποδεικνύει την ύπαρξη ισχαιμικού άλγους ανάπαυσης<br />

και δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται καμία συμπιεστική<br />

μέθοδος. Η εξέταση αυτή γίνεται με χρήση σφυγμομανομέτρου<br />

και μηχανήματος υπερήχων χειρός, με<br />

τον ασθενή σε ύπτια ή καθιστική θέση (Εικόνα 4). Θα<br />

πρέπει να επαναλαμβάνεται όταν το έλκος παρουσιάζει<br />

επιδείνωση, δεν έχει θεραπευθεί σε διάστημα<br />

τριών μηνών, υποτροπιάσει, σε περίπτωση ξαφνικής<br />

αύξησης του πόνου ή όταν είτε το χρώμα είτε η θερμοκρασία<br />

του πάσχοντος άκρου αλλάξει. Εάν υπάρχει<br />

υποψία για συνύπαρξη αρτηριακής νόσου αναζητάται<br />

περαιτέρω ιατρική γνωμάτευση και αλλάζει ο σχεδιασμός<br />

της νοσηλευτικής φροντίδας. Μια ακόμη διαγνωστική<br />

μέθοδος που εφαρμόζεται συχνά είναι η χρήση<br />

υπερήχων. (11, 13)<br />

Εικόνα 3. Υπολογισμός σφυροβραχιόνιου δείκτη συστολικής<br />

πίεσης<br />

Εικόνα 4. Τεχνική μέτρησης σφυροβραχιόνιου δείκτη<br />

Η αξιολόγηση του πόνου είναι επίσης ένα σημαντικό<br />

σκέλος της εκτίμησης. Ο ασθενής καλείται να περιγράψει<br />

τον χαρακτήρα του πόνου και τη συχνότητά του, να<br />

τον βαθμολογήσει με βάσει την κλίμακα πόνου 1-10, να<br />

αναφέρει τι τον ανακουφίζει ή τον επιδεινώνει, αν χρησιμοποιεί<br />

αναλγησία και την αποτελεσματικότητά της,<br />

ώστε να διατηρηθεί η υπάρχουσα αγωγή ή να ληφθούν<br />

μέτρα από το γιατρό για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα<br />

της αναλγητικής αγωγής. Οι νοσηλευτές λαμβάνουν<br />

τα απαραίτητα μέτρα για την μείωση του πόνου<br />

του ασθενή. Για παράδειγμα ο πόνος κατά την διάρκεια<br />

των αλλαγών μπορεί να μειωθεί με επαρκή ενυδάτωση<br />

των επιθεμάτων πριν την αφαίρεσή τους. (14, 15)<br />

Σχετικά με το ιστορικό του έλκους γίνεται αναφορά<br />

στην πρώτη μέρα παρουσίας εξέλκωσης στο<br />

παρελθόν, και πόσος χρόνος χρειάστηκε ώστε να<br />

επουλωθεί, και αν το παρόν έλκος είναι υποτροπή<br />

ή πρωτοεμφανιζόμενο και καταγράφεται η διάρκεια<br />

εμφάνισής του. Στη περίπτωση αυτή ερωτήσεις σχετικές<br />

με το πώς εμφανίστηκε το έλκος, τι αλλαγές στο<br />

τρόπο ζωής προέκυψαν από τη στιγμή της εμφάνισής<br />

του, πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο ασθενής την κατάστασή<br />

του, παλαιότερες θεραπείες που έχει χρησιμοποιήσει<br />

αλλά και πρόσφατες που αφορούν στα<br />

επιθέματα και στην επίδεση, είναι ουσιώδεις.<br />

Μετρήσεις που αφορούν αποκλειστικά στο έλκος<br />

περιλαμβάνουν καταγραφή της εντόπισής του, του<br />

μεγέθους του (μήκος και πλάτος), της ύπαρξης εξι-


302<br />

Προσέγγιση του ρόλου των νοσηλευτών στη διαχείριση των φλεβικών ελκών κάτω άκρων<br />

δρώματος ή δυσοσμίας, του σταδίου επούλωσης, της<br />

κατάστασης του γύρω δέρματος, της ύπαρξης φλεγμονής<br />

και της βαρύτητας του αποικισμού, αν ο ασθενής<br />

λαμβάνει αντιβιοτική αγωγή και την αποστολή<br />

καλλιεργειών από το έλκος, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο.<br />

Γνωστές αλλεργίες και ευαισθησία του ασθενή<br />

σε φάρμακα και υλικά καλό είναι να αναφέρονται και<br />

σε πολλές περιπτώσεις γίνονται απαραίτητα patchtests,<br />

ιδίως αν διαπιστώνεται η ύπαρξη περιελκωτικού<br />

ερυθήματος και δεδομένου του γεγονότος ότι περίπου<br />

το 70% των ασθενών παρουσιάζουν τουλάχιστον μία<br />

θετική δερματολογική αντίδραση.<br />

Η διαδικασία καλό είναι να πραγματοποιείται από<br />

τον ίδιο νοσηλευτή κάθε φορά, ώστε να είναι πιο αντικειμενικά<br />

τα στοιχεία που συλλέγονται και να χρησιμοποιούνται<br />

τα ίδια οδηγά σημεία. Σ’ αυτό το στάδιο<br />

συνηθίζεται και βοηθά πολύ, τόσο ο σχεδιασμός του<br />

έλκους με μαρκαδόρο σε ειδικά έντυπα (Εικόνα 5), αλλά<br />

και η λήψη φωτογραφιών. (9-12)<br />

Εικόνα 5. Σχεδιασμός των ορίων του έλκους<br />

βοηθούν στο να διατηρείται η υγρασία της περιοχής,<br />

να αναπτύσσεται κοκκιώδης ιστός και να επαναεπιθηλιοποιείται<br />

το τραύμα. Δεν κρίνεται απαραίτητη η<br />

εφαρμογή άσηπτης, αλλά επιβάλλεται η εφαρμογή καθαρής<br />

τεχνικής για να αποφευχθεί η επιμόλυνση του<br />

τραύματος. Η επιλογή των κατάλληλων επιθεμάτων<br />

γίνεται από το εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό<br />

το οποίο πριν την εφαρμογή τους επιβάλλεται να<br />

προβαίνει σε νεαροποίηση του έλκους και απομάκρυνση<br />

των νεκρωμένων ιστών (Εικόνα 6). (9,10)<br />

Εικόνα 6. Νεαροποίηση του έλκους<br />

Η διαχείριση των φλεβικών ελκών περιλαμβάνει 3<br />

διαστάσεις :<br />

• τη χρήση των κατάλληλων προϊόντων για τη<br />

φροντίδα του έλκους<br />

• τη φροντίδα του δέρματος, και<br />

• τη βελτίωση του αποχετευτικού συστήματος<br />

του άκρου<br />

Για τη φροντίδα του έλκους και του γύρω δέρματος<br />

ακολουθούνται συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Ο<br />

καθαρισμός του έλκους γίνεται συστηματικά είτε με<br />

χλιαρό νερό βρύσης είτε με φυσιολογικό ορό και θα<br />

πρέπει να στεγνώνεται προσεκτικά. Δεν θα πρέπει<br />

να χρησιμοποιούνται αντισηπτικά παρά μόνο σε περίπτωση<br />

που υπάρχουν εμφανή σημεία φλεγμονής. Τα<br />

επιθέματα που χρησιμοποιούνται στα φλεβικά έλκη<br />

Τα επιθέματα που χρησιμοποιούνται, είναι :<br />

• Αλγηνικά, για τη διαχείριση άφθονου εξιδρώματος<br />

• Αφρώδη, για προστασία του έλκους και απορροφητικότητα<br />

κάτω από την συμπιεστική επίδεση,<br />

διαχείριση του πόνου<br />

• Απλή γάζα, για απορροφητικότητα<br />

• Γάζα ιωδιούχου ποβιδόνης, για ρηχά αποικισμένα<br />

έλκη<br />

• Υδροκολλοειδή, για προαγωγή της κοκκιοποίησης<br />

και διαχείριση του πόνου (όχι όμως όταν<br />

υπάρχει άφθονο εξίδρωμα)<br />

• Υδρογέλης, (επίσης όχι όταν υπάρχει άφθονο<br />

εξίδρωμα)<br />

• Επιθέματα αργύρου ή άλλων με αντιμικροβιακή<br />

δράση, για αντιμετώπιση επιμολυσμένου ή δύσοσμου<br />

έλκους (δεν ενδείκνυται συστηματική χρήση).<br />

Η περιποίηση του περιβάλλοντος δέρματος περιλαμβάνει<br />

την χρήση ήπιων μη αλλεργιογόνων μαλακτικών<br />

όπως γάζες παραφίνης, αλγηνικά, αλοιφές<br />

ψευδαργύρου και μαλακτικά της επιδερμίδας με βάση<br />

την παραφίνη. Τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται θα<br />

πρέπει να είναι χωρίς latex. Η χρήση των αντιβιοτι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 303<br />

κών δεν θα πρέπει να είναι συστηματική παρά μόνο<br />

σε περίπτωση που το έλκος εμφανίσει φλεγμονή, αύξηση<br />

του πόνου, πυώδες εξίδρωμα, ταχεία επιδείνωση<br />

ή ο ασθενής παρουσιάσει πυρετό. (11, 12)<br />

Η βελτίωση του αποχετευτικού συστήματος του<br />

άκρου επιτυγχάνεται με συμπιεστική επίδεση, η οποία<br />

προάγει τη μείωση της πίεσης του αίματος στο επιπολής<br />

φλεβικό σύστημα, την ενίσχυση της φλεβικής<br />

επιστροφής του αίματος στη καρδιά μέσω αύξησης<br />

της ταχύτητας ροής στις εν τω βάθει φλέβες και τη<br />

μείωση του οιδήματος μέσω της μείωσης της διαφοράς<br />

πίεσης μεταξύ των τριχοειδών και των ιστών.<br />

Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες συμπιεστικών επιδέσμων<br />

με βάση την συμπίεση που εφαρμόζουν στην<br />

περιοχή των σφυρών:<br />

• Ελαφράς συμπίεσης (14 – 17 mmHg)<br />

• Μέτριας συμπίεσης (18 – 24 mmHg)<br />

• Υψηλής συμπίεσης (25 – 35 mmHg)<br />

• Πολύ υψηλής συμπίεσης (60 mmHg)<br />

Το απαιτούμενο επίπεδο συμπίεσης για τα φλεβικά<br />

έλκη είναι 40mmHg στην περιοχή των σφυρών και<br />

17mmHg στην περιοχή κάτω από το γόνατο (Εικόνα 7).<br />

Υπάρχουν διάφορα είδη επιδέσμων:<br />

• οι ελαστικοί επίδεσμοι οι οποίοι θα πρέπει να<br />

εφαρμόζονται το πρωί και να αφαιρούνται το<br />

βράδυ,<br />

• οι μικρής ελαστικότητας επίδεσμοι, φοριούνται<br />

μέρα – νύχτα και μπορούμε να τους αφήσουμε<br />

για αρκετές ημέρες, αντενδείκνυται σε ασθενείς<br />

που δεν περπατούν,<br />

• οι συνεκτικοί επίδεσμοι, εφαρμόζουν ελαφρότερη<br />

συμπίεση και μπορούν να παραμείνουν για<br />

δυο ή τρεις μέρες και σε μερικές περιπτώσεις<br />

να επαναχρησιμοποιηθούν,<br />

• οι πολυ-επίπεδοι επίδεσμοι, αλλάζονται μια με<br />

δυο φορές την εβδομάδα.(6,16)<br />

Εικόνα 7. Επίπεδο συμπίεσης<br />

Η αποτελεσματικότερη τεχνική που χρησιμοποιείται<br />

είναι η κλιμακούμενη με πολλά στρώματα υψηλή<br />

συμπίεση (με αρκετό γέμισμα στις οστικές προεξοχές)<br />

ώστε να διατηρείται η συμπίεση για τουλάχιστον μια<br />

εβδομάδα. Η πιο συνηθισμένη πολυ-επίπεδη ελαστική<br />

επίδεση είναι η επίδεση τεσσάρων στρωμάτων (Εικόνα<br />

8), η οποία περιλαμβάνει ορθοπεδικό βαμβάκι, έναν<br />

επίδεσμο κρεπ, έναν ελαστικό επίδεσμο χαμηλής συμπίεσης<br />

και έναν συνεκτικό ελαστικό επίδεσμο υψηλής<br />

συμπίεσης (Εικόνα 9). Αρκετά συχνά εφαρμόζεται και<br />

η τριών στρωμάτων επίδεση η οποία περιλαμβάνει<br />

ορθοπεδικό βαμβάκι, έναν επίδεσμο κρεπ και έναν<br />

υψηλής συμπίεσης επίδεσμο. Οι σωληνοειδής επίδεσμοι<br />

εφαρμόζονται εύκολα, είναι αποτελεσματικότεροι<br />

όταν χρησιμοποιούνται δυο στρώματα επιδέσμων και<br />

αποτελούν μια εναλλακτική επιλογή για τους ασθενείς<br />

που δεν αντέχουν την υψηλή συμπίεση. Τέλος, οι<br />

ελαστικές κάλτσες χρησιμοποιούνται όταν το μέγεθος<br />

του επιθέματος που χρησιμοποιείται είναι μικρό ή<br />

όταν το έλκος έχει θεραπευθεί.<br />

Εικόνα 8. Επίδεση τεσσάρων στρωμάτων<br />

Εικόνα 9. Πολυ-επίπεδοι επίδεσμοι


304<br />

Προσέγγιση του ρόλου των νοσηλευτών στη διαχείριση των φλεβικών ελκών κάτω άκρων<br />

Για την επιλογή της καταλληλότερης τεχνικής συμπίεσης<br />

θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ο τρόπος ζωής<br />

του ασθενή (επάγγελμα, κοινωνικοί παράγοντες) και η<br />

ψυχολογική του κατάσταση, τα επίπεδα ανοχής του, η<br />

απαιτούμενη συχνότητα εφαρμογής, το μέγεθος και το<br />

σχήμα του ποδιού. Για παράδειγμα ένα μεγάλο άκρο,<br />

πρησμένο με οίδημα απαιτεί έναν υψηλότερης συμπίεσης<br />

επίδεσμο σε σχέση με ένα λεπτότερο άκρο έτσι<br />

ώστε να επιτευχθεί επαρκής συμπίεση. Θα πρέπει επίσης<br />

οι επίδεσμοι να εφαρμόζονται σπειροειδώς (Εικόνα<br />

10) ή με τη τεχνική «8» (Εικόνα 11) και ν’ ακολουθούνται<br />

οι οδηγίες του κατασκευαστή. Παράλληλα, οι ασθενείς<br />

θα πρέπει να κινητοποιούνται και να ασκούνται ώστε<br />

να βελτιώνεται η λειτουργικότητα της άρθρωσης των<br />

σφυρών και η αντλητική λειτουργία των μυών της γάμπας<br />

αλλά και να ανυψώνουν τα άκρα τους πάνω<br />

από το επίπεδο της καρδιάς για τουλάχιστον δυο ώρες<br />

κατά τη διάρκεια της ημέρας (όχι συνεχόμενα απαραίτητα)<br />

και καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας (Εικόνα 12).<br />

Η συμπιεστική επίδεση απαιτεί αφενός μεν εκπαίδευση<br />

και εξοικείωση των νοσηλευτών με τους χειρισμούς,<br />

αφετέρου δε μεγάλη επιδεξιότητα. Η λανθασμένη εφαρμογή<br />

μικρότερης ή μεγαλύτερης συμπίεσης στο πάσχον<br />

άκρο θα έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του έλκους<br />

και την παράταση της θεραπείας του. (16- 20)<br />

Εικόνα 10. Σπειροειδής επίδεση<br />

Εικόνα 11. Τεχνική «8»<br />

Εικόνα 12. Ανύψωση άκρου<br />

Στις περιπτώσεις που το έλκος εμφανίσει σημάδια<br />

κακοήθειας, περιφερικής αρτηριακής νόσου, σακχαρώδη<br />

διαβήτη, ρευματοειδούς αρθρίτιδας/αγγειίτιδας,<br />

άτυπης κατανομής των ελκών, δερματίτιδας ανθεκτικής<br />

στα τοπικά στεροειδή ή έλλειψης θεραπείας του,<br />

θα πρέπει ο ασθενής να παραπέμπεται στον κατάλληλο<br />

επαγγελματία υγείας.<br />

Δεν θα πρέπει να αποκλείεται η επιλογή της νοσηλείας<br />

του ασθενή στο νοσοκομείο όταν αυτό κρίνεται<br />

απαραίτητο. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ατόμων που<br />

είναι κλινήρη, που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν<br />

λόγω συνύπαρξης κι άλλων προβλημάτων υγείας καθώς<br />

και όταν είναι απαραίτητη η εφαρμογή κάποιας<br />

χειρουργικής παρέμβασης ή ακόμη και συνδυαστικής<br />

θεραπευτικής μεθόδου όπως η εφαρμογή ηλεκτρικής<br />

διέγερσης, υπερβαρικού οξυγόνου, θεραπευτικών υπερήχων,<br />

laser, τοπικής αρνητικής πίεσης. (11)<br />

Μέσα στα καθήκοντα των νοσηλευτών περιλαμβάνεται<br />

και η εκπαίδευση των ασθενών με φλεβικά έλκη<br />

κάτω άκρων. Συστάσεις όπως: Χρησιμοποιείτε αποτελεσματική<br />

επίδεση- Κάνετε τακτικά φυσική άσκηση<br />

(περπατάτε όσο το δυνατόν περισσότερο, αποφεύγετε<br />

να στέκεστε όρθιοι για αρκετή ώρα κι όταν συμβαίνει<br />

αυτό να μετακινείστε τακτικά από το ένα πόδι στο<br />

άλλο, σε καθιστή θέση να ασκείτε τους αστραγάλους)-<br />

Φροντίστε το δέρμα στα κάτω άκρα (κόβετε τακτικά<br />

τα νύχια, αποφεύγετε την χρήση πολύ πιεστικών καλτσών<br />

και παπουτσιών) - Ανυψώνετε τα πόδια κατά<br />

την ξεκούραση- Δώστε ιδιαίτερη προσοχή στο βάρος<br />

σας (χάστε βάρος αν πρέπει)- Τρώτε ισορροπημένη<br />

διατροφή - Αποφύγετε τραυματισμούς στα κάτω<br />

άκρα- Αποφύγετε ακραίες θερμοκρασίες (όπως πολύ<br />

ζεστό μπάνιο) ή ξαφνικές εναλλαγές της θερμοκρασίας,<br />

είναι απαραίτητο να δίνονται στον ασθενή από


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 305<br />

την πρώτη επαφή του με το νοσηλευτικό προσωπικό<br />

που διαχειρίζεται το έλκος του.<br />

Για να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα των<br />

παρεμβάσεών τους, οι νοσηλευτές πρέπει να κάνουν<br />

επανεκτίμηση του έλκους σε τακτά χρονικά διαστήματα<br />

με τη χρήση αποτυπωμάτων ή φωτογραφιών,<br />

όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ώστε να παρακολουθούν<br />

την εξέλιξη του. Εάν δεν υπάρξει βελτίωση μέσα<br />

σε 2-3 μήνες ή και νωρίτερα, το έλκος πρέπει να επανεκτιμηθεί<br />

και να αποκλειστεί η παρουσία φλεγμονής ή<br />

ισχαιμίας. Εάν το έλκος έχει θεραπευθεί θα πρέπει να<br />

εκτιμάται μετά από έξι μήνες και η εκτίμηση περιλαμβάνει<br />

φυσική αξιολόγηση, νέα μέτρηση ABPI, αντικατάσταση<br />

των ελαστικών καλτσών και επανεκπαίδευση<br />

του ασθενή. Ο νοσηλευτής θα πρέπει να παροτρύνει<br />

τον ασθενή να φοράει τις ελαστικές του κάλτσες, να<br />

σιγουρευτεί πως έχει κατανοήσει τις οδηγίες που του<br />

έχουν δοθεί καθώς και του πιθανού κινδύνου επανεμφάνισης<br />

του έλκους. Θα πρέπει να ενημερώσει τον<br />

ασθενή πως σε περίπτωση επανεμφάνισης του έλκους<br />

θα πρέπει να ζητηθεί άμεσα βοήθεια έτσι ώστε<br />

να είναι και πιο γρήγορη η θεραπεία. (9, 10)<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ<br />

Η πρόσφατη εμπειρία μας στο εξειδικευμένο νοσηλευτικό<br />

κέντρο της Μ. Βρετανίας, αποτέλεσε κίνητρο<br />

για τη δημιουργία αυτής της εργασίας και μας προβλημάτισε<br />

για το ρόλο που μπορούν και θα έπρεπε να<br />

έχουν οι νοσηλευτές μέσα από την εξειδίκευση.<br />

Οι νοσηλευτές στην Ελλάδα θα πρέπει συνεχώς να<br />

ενημερώνονται και να εκπαιδεύονται ώστε να μπορούν<br />

να διεξάγουν την σωστή διάγνωση αλλά και να<br />

εφαρμόσουν το σωστό θεραπευτικό πλαίσιο. Η συνεχής<br />

εκπαίδευση των νοσηλευτών θα βοηθήσει και<br />

στην σωστή ενημέρωση των ασθενών τόσο για την<br />

θεραπεία όσο και για την αποφυγή της υποτροπής.<br />

Ωστόσο, τα παραπάνω θα πρέπει να προάγονται και<br />

από την σωστή οργάνωση του συστήματος υγείας.<br />

Θα πρέπει να διοργανώνονται προγράμματα συνεχούς<br />

εκπαίδευσης και να δίνονται τα κατάλληλα κίνητρα<br />

για την συμμετοχή των νοσηλευτών σε αυτά<br />

(Εικόνα 13).<br />

Η εξειδίκευση των νοσηλευτών βοηθάει στην μείωση<br />

του κόστους μέσω της επιλογής των καταλληλότερων<br />

θεραπευτικών μεθόδων που θα επιταχύνει την<br />

διαδικασία επούλωσης και θα βοηθήσει στην κοινωνική<br />

επανένταξη του ασθενή, συμβάλλοντας παράλληλα<br />

στην παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας. (9<br />

- 11, 20)<br />

Εικόνα 13. Ο ρόλος της εξειδίκευσης των νοσηλευτών<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. London N, Donelly R. Ulcerated lower limb. BMJ 2000,<br />

320: 1589-1591.<br />

2. Simon A D, Dix F, McCollum N C. Management of<br />

venous leg ulcers. BMJ 2004, 328: 1358-1362.<br />

3. Collins L, Seraj S, Jefferson T. Diagnosis and Treatment<br />

of Venous Ulcers. Am Fam Physician 2010, 81:<br />

989- 996.<br />

4. Morison M, et al. Leg ulcers. In: A colour guide to the<br />

nursing management of chronic wounds, G. Harris,<br />

Harcourt Publishers Limited, London 1999.<br />

5. Dealey C. The management of patients with chronic<br />

wounds. In: The care of wounds: A guide for nurses,<br />

Blackwell Publishing Ltd, London 2005.<br />

6. Mani R, Teot L. Leg ulcers. In: The basic needs to<br />

achieve wound healing, Jaypee Brothers Medical Publishers<br />

Ltd, United Kingdom 2011.<br />

7. Bale S, Jones V. Wound care in the elderly individual<br />

with leg ulceration and malignancy. In: Wound care<br />

nursing: a patient-centered approach, Bailliere Tindall<br />

1996.<br />

8. Morgan A P. Franks J P: Measuring health-related<br />

quality of life in leg ulceration: 10 years on. LUF 2003,<br />

17: 23-26.<br />

9. Royal College of Nursing: The nursing management of<br />

patients with venous leg ulcers. RCN, London, 2006,<br />

Website: www.rcn.org.uk.<br />

10. Scottish Intercollegiate Guidelines Network (SIGN):<br />

Management of chronic venous leg ulcers: a national<br />

clinical guideline. SIGN Publications, Edinburgh, 2010,<br />

Website: www.sign.ac.uk.<br />

11. Registered Nurses Association of Ontario (RNAO):<br />

Assessment and management of venous leg ulcers.<br />

Toronto, 2004, Website: www.rnao.org.


306<br />

Προσέγγιση του ρόλου των νοσηλευτών στη διαχείριση των φλεβικών ελκών κάτω άκρων<br />

12. Northern Ireland National Guidelines (CREST): Guidelines<br />

for the assessment and management of leg<br />

ulceration. Northern Ireland, 1998, Website: www.<br />

crestni.org.uk.<br />

13. Mani R: Diagnosis of patient with leg ulcers. In: Step<br />

by step diagnosis in wound healing, Jaypee Brothers<br />

Medical Publishers Ltd, New Delhi 2007.<br />

14. World union of wound healing societies: Minimizing<br />

pain at wound dressing-related procedures: a consensus<br />

document. Medical Education Partnership, London,<br />

2004, Website: www.wuwhs.org.<br />

15. Flanagan M. Αποτελεσματική διαχείριση του πόνου<br />

των χρόνιων ελκών. Helios 2007, 14:18- 22.<br />

16. World union of wound healing societies: Compression<br />

in venous leg ulcers: a consensus document. Medical<br />

Education Partnership, London, 2008, Website: www.<br />

wuwhs.org.<br />

17. NHS Centre for Reviews and Dissemination, University<br />

of York: Effective Health Care: Compression<br />

therapy for venous leg ulcers. Latimer Trend & Company<br />

Ltd, Great Britain, 1997, Website: www.york.<br />

ac.uk.<br />

18. Abbade Fernandes P L, Lastoria S. Management of patients<br />

with venous leg ulcer. An Bras Dermatol 2006,<br />

81: 509- 521.<br />

19. Terence J R: Treatment. In: The management of leg ulcers,<br />

Oxford University Press, United Kingdom, 1987.<br />

20. Scanlon L, Dowsett C. Clinical governance: the implications<br />

for venous leg ulcer management. LUF 2002,<br />

16:16- 19.


Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά<br />

κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

Α Δημητρούλη 1 , Λ Σ Σταυρινού 2 , Μ Λουφαρδάκη 3 , Θ Καλαματιανός 4 ,<br />

Π Γαλάνης 5 , Δ Σακάς 6 , Γ Στράντζαλης 7<br />

1<br />

Νοσηλεύτρια ΤΕ, MSc, 2 Ειδικευμένος Νευροχειρουργός, 6 Καθηγητής, 7 Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστημιακή<br />

Νευροχειρουργική Κλινική Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός», 3 Κοινωνιολόγος, 4 Νευροεπιστήμονας, MSc, PhD, Ελληνικό<br />

Κέντρο Νευροχειρουργικής Έρευνας «Καθηγητής Π. Κόκκαλης», 5 Νοσηλευτής ΠΕ, MSc, PhD, Εργαστήριο<br />

Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας, Τμήμα Νοσηλευτικής, Παν/μιο Αθηνών<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Δημητρούλη Αικατερίνη<br />

Τηλ.: 6936-666093<br />

E-mail: katdim72@yahoo.gr<br />

Η παρούσα εργασία έχει ανακοινωθεί στο 24ο Πανελλήνιο Συνέδριο Νευροχειρουργικής<br />

SUMMARY<br />

DIMITROULI A, STAVRINOU L, LOUFARDAKI M, GALANIS, KALAMATIANOS, SAKAS D, STRANJALIS G. Long term<br />

outcome after severe traumatic brain injury as assessed by a novel outcome scale: a pilot study. INTRODUCTION:<br />

Valid and reliable assessment of long term outcome in traumatic brain injury (TBI) survivors is a prerequisite for the evaluation<br />

of functional disability and appropriateness of healthcare provision and rehabilitation support. OBJECTIVE: To record<br />

the long-term outcome of the patients of the University Neurosurgery Clinic of “Evangelismos Hospital” after severe TBI,<br />

who were assessed with a new outcome measurement tool, in order both its suitability and usability to be evaluated,<br />

when applied by nurses. METHODS: The present study is a retrospective one that was carried out from February to June<br />

2010. The cohort consisted of 96 patients that were hospitalized due to severe TBI at the University Neurosurgery Clinic<br />

of “Evangelismos” Hospital some when between February 1999 and June 2009. The proposed “Athens Disability Scale”<br />

(ADS) - which combines selected elements of commonly used outcome scales - allows, as a pilot research, the quick (5-7<br />

minutes) assessment of TBI outcome on motor, psycho-cognitive and social aspects by evaluating ten elements. The scale<br />

was applied on the cohort by telephone interview. The statistical analysis of the data was accomplished with the SPSS 16.0<br />

for Windows. RESULTS: The study highlighted statistically significant associations between TBI outcome and the following<br />

parameters: patient age, Glasgow Coma Scale score, physiotherapy use and presence of post-traumatic epileptic seizures.<br />

Ability to work or study for TBI survivors was also shown to be associated with the use of physiotherapy, the presence<br />

of posttraumatic epileptic seizures, the level of mobility and with cognitive and psychological status, at a statistically significant<br />

level. CONCLUSION: The present findings indicate that ADS, as a pilot, represents a useful outcome measurement<br />

tool that allows for the rapid assessment of functional disability and quality of life in TBI survivors, in which nurses should<br />

also take part. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 307-321, 2012.<br />

Key words: traumatic brain injury, outcome, disability scale, rehabilitation, functionality, psychosocial, cognitive, mobility,<br />

return to work, physiotherapy<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η έγκυρη και αξιόπιστη εκτίμηση της μακρόχρονης έκβασης των επιζώντων από ΚΕΚ, αποτελεί προϋπόθεση<br />

για την αξιολόγηση της λειτουργικής ανικανότητας, αλλά και της καταλληλότητας των παρεχόμενων


308<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

υπηρεσιών υγείας και της υποστηρικτικής αποκατάστασης. ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή<br />

της μακρόχρονης έκβασης ασθενών που νοσηλεύτηκαν στην Πανεπιστημιακή Νευροχειρουργική Κλινική<br />

του Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός» με βαριά ΚΕΚ, οι οποίοι αξιολογήθηκαν με μία νέα κλίμακα εκτίμησης της έκβασης<br />

ώστε παράλληλα να εξεταστεί η χρηστικότητα και η χρησιμότητά της κατά την εφαρμογή της και από νοσηλευτές.<br />

ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Πρόκειται για αναδρομική μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Φεβρουάριο έως<br />

τον Ιούνιο 2010. Τον μελετώμενο πληθυσμό αποτέλεσαν 96 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν στην Πανεπιστημιακή<br />

Νευροχειρουργική Κλινική του Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός» από τον Φεβρουάριο του 1999 έως τον Ιούνιο του 2009<br />

λόγω βαριάς ΚΕΚ. Η νέα προτεινόμενη κλίμακα αξιολόγησης της έκβασης «Athens Disability Scale» (ADS) - η οποία<br />

συνδυάζει επιλεγμένα στοιχεία από ευρέως χρησιμοποιούμενες κλίμακες έκβασης – επιτρέπει πιλοτικά την ταχεία<br />

(5-7 λεπτά) εκτίμηση της έκβασης μετά από ΚΕΚ σε κινητικό, ψυχονοητικό και κοινωνικό επίπεδο εξετάζοντας<br />

δέκα σημεία. Το ερωτηματολόγιο εφαρμόστηκε στον μελετώμενο πληθυσμό με τηλεφωνική συνέντευξη. Η ανάλυση<br />

των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το SPSS 16.0 for Windows. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ : Η παρούσα μελέτη επεσήμανε<br />

στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στην έκβαση μετά από ΚΕΚ και σε παραμέτρους όπως η ηλικία<br />

των ασθενών, η Κλίμακα Κώματος Γλασκώβης, η διενέργεια φυσικοθεραπείας και η παρουσία μετατραυματικών<br />

επιληπτικών κρίσεων. Η ικανότητα για εργασία, φάνηκε ότι συσχετίζεται με τη φυσικοθεραπεία, την παρουσία<br />

μετατραυματικών επιληπτικών κρίσεων, το επίπεδο κινητικότητας, καθώς επίσης και με τη νοητική και ψυχολογική<br />

τους κατάσταση, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο. ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ : Τα αποτελέσματα<br />

της παρούσας πιλοτικής μελέτης υποδεικνύουν ότι η νέα κλίμακα (ADS) αντιπροσωπεύει πιλοτικά ένα απλό και<br />

χρήσιμο εργαλείο μέτρησης της λειτουργικής ανικανότητας και της ποιότητας ζωής των επιζώντων μετά από<br />

μια βαριά ΚΕΚ σε επίπεδο μετανοσοκομειακής παρακολούθησης, στην οποία οφείλουν να συμμετέχουν και οι<br />

νοσηλευτές. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 307-321, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, έκβαση, αποκατάσταση, κλίμακες εκτίμησης έκβασης<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις (ΚΕΚ) αντιπροσωπεύουν<br />

ένα βαρύ φορτίο σε επίπεδο ανθρώπινου και<br />

οικονομικού κόστους. Στις Η.Π.Α. η συχνότητα υπολογίζεται<br />

σε 175-200/100.000 τραυματίες/έτος (1), ενώ<br />

ακόμη μεγαλύτερα επίπεδα συχνότητας εντοπίζονται<br />

σε Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία (281/ 100.000<br />

τραυματίες/έτος) (2) και η Σουηδία (546/100.000 τραυματίες/έτος).<br />

(3) Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική<br />

Υπηρεσία, στην Ελλάδα το «ανθρώπινο κόστος εξαιτίας<br />

οδικών θανάτων» που οφείλονται σε ΚΕΚ ανέρχεται<br />

σε 146/1.000.000/έτος, ποσοστό μεγάλο ιδιαίτερα<br />

όταν συγκρίνεται με το αντίστοιχο 57 για το Ηνωμένο<br />

Βασίλειο ή 53 για τη Σουηδία. Δυστυχώς δεν υπάρχουν<br />

ακριβή δημογραφικά και γεωγραφικά επιδημιολογικά<br />

στοιχεία όσον αφορά στις ΚΕΚ στην Ελλάδα και ως εκ<br />

τούτου το μέγεθος και ο κοινωνικός τους αντίκτυπος<br />

παραμένουν άγνωστα. (4-6)<br />

Η έκβαση μετά από ΚΕΚ έχει σοβαρές κοινωνικές<br />

και οικονομικές επιπτώσεις, για τους ίδιους τους<br />

ασθενείς και για τις οικογένειές τους. Μία ποικιλία<br />

μεθόδων έχουν επινοηθεί ώστε να ταξινομηθεί η έκβαση.<br />

Τέτοιες ταξινομήσεις αποτελούν οδηγά σημεία για<br />

έλεγχο, μελέτη και ανεύρεση μεθόδων ώστε να εκτιμηθεί<br />

η θεραπευτική παρέμβαση. (7)<br />

ΣΚΟΠΟΣ<br />

Σκοπός αυτής της πιλοτικής μελέτης είναι η εφαρμογή<br />

μιας νέας κλίμακας εκτίμησης της έκβασης, η<br />

οποία προτείνεται από την Πανεπιστημιακή Νευροχειρουργική<br />

κλινική του Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός» ώστε<br />

να εξεταστεί η μακρόχρονη έκβαση των τραυματιών<br />

που νοσηλεύτηκαν στην κλινική αυτή λόγω βαριάς ΚΕΚ<br />

κατά τη δεκαετία 1999 – 2009.<br />

Στόχος της νέας κλίμακας είναι :<br />

- να συμπληρώνεται γρήγορα και εύκολα (< 10’).<br />

- να εξετάζει την κινητική, κοινωνική και ψυχονοητική<br />

έκβαση.<br />

- να επιτρέπει την εξαγωγή στατιστικών και επιδημιολογικών<br />

δεδομένων.<br />

Συνοψίζοντας δηλαδή, να είναι : χρηστική, ολιστική,<br />

ευαίσθητη και χρήσιμη.<br />

ΥΛΙΚΟ – ΜΕΘΟΔΟΣ<br />

Σύμφωνα με την ηλεκτρονική βάση δεδομένων της<br />

κλινικής μας, 500 άτομα νοσηλεύτηκαν λόγω ΚΕΚ από<br />

το Φεβρουάριο του 1999 έως τον Ιούνιο του 2009. Από<br />

αυτούς 231 είχαν υποστεί βαριά ΚΕΚ (όπως αυτή ορίστηκε<br />

στην εισαγωγή, δηλαδή GCS < 8 / 15 ), με όριο<br />

ηλικίας


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 309<br />

εν ζωή, έχοντας ως προορισμό είτε κέντρα / ιδιωτικές<br />

κλινικές αποκατάστασης, είτε την οικεία τους.<br />

Λόγω των πολλών ετών που μεσολάβησαν μέχρι<br />

τη διενέργεια της συνέντευξης, πολλά από τα άτομα<br />

αυτά είχαν αλλάξει αριθμό τηλεφώνου, με αποτέλεσμα<br />

να καταστεί εφικτή η τηλεφωνική επικοινωνία με<br />

108 από αυτά, ενώ 12 άτομα είχαν αποβιώσει μέσα<br />

σε αυτό το χρονικό διάστημα. Έτσι, το τελικό δείγμα<br />

αποτέλεσαν 96 άτομα.<br />

Εκτιμήθηκε η κατάστασή τους μετά από την πάροδο<br />

1-10 ετών από την έξοδό τους από το νοσοκομείο, όσον<br />

αφορά στην καθημερινή λειτουργικότητά τους, την κινητικότητα,<br />

την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα και την<br />

επαγγελματική τους αποκατάσταση μετά την κάκωση.<br />

Για την αξιολόγησή τους χρησιμοποιήθηκε η νέα<br />

προτεινόμενη κλίμακα εκτίμησης της έκβασης, που<br />

ονομάζεται «Athens Disability Scale» (ADS), η οποία<br />

εφαρμόστηκε με τηλεφωνική συνέντευξη ώστε παράλληλα<br />

να αξιολογηθεί η χρηστικότητα και η χρησιμότητα<br />

της συγκεκριμένης κλίμακας (παράρτημα 1).<br />

Πριν από την αξιολόγηση των ασθενών με τη νέα<br />

κλίμακα, συγκεντρώθηκαν χρήσιμα περιγραφικά στοιχεία,<br />

τόσο από τη βάση δεδομένων της κλινικής όσο<br />

και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, σχετικά με το<br />

μηχανισμό κάκωσης, τη φυσικοθεραπεία, την παρούσα<br />

διαμονή, την ύπαρξη επιληπτικών κρίσεων και τη συνεχιζόμενη<br />

ιατρική παρακολούθησή τους (παράρτημα 2).<br />

Ο σχεδιασμός νέας κλίμακας που προτείνει η κλινική<br />

μας, είναι επιλογή και συνδυασμός των βασικών<br />

στοιχείων διεθνώς αναγνωρισμένων κλιμάκων όπως:<br />

της GOS (Glasgow Outcome Scale), του συστήματος<br />

FIM+FAM (Functional Independence Measure + Functional<br />

Assessment Measure), της DRS (Disability Rating Scale)<br />

και της κλίμακας Barthel (The Barthel Index).<br />

Η νέα κλίμακα που προτείνεται εξετάζει 10 σημεία<br />

: σίτιση, προσωπική υγιεινή, ντύσιμο, ορθοκυστική λειτουργία,<br />

κινητικότητα, μετακίνηση με αυτοκίνητο (όχι<br />

απαραίτητα ως οδηγός), λεκτική κατανόηση, λεκτική<br />

έκφραση, συναισθηματική κατάσταση και ικανότητα<br />

εργασίας ή εκπαίδευσης.<br />

Το σκορ στην κλίμακα αυτή κυμαίνεται από 10 – 30,<br />

όπου :<br />

- Σκορ 10-14 δηλώνει ότι ο ασθενής είναι πλήρως<br />

εξαρτημένος<br />

- Σκορ 15-25 δηλώνει ότι ο ασθενής είναι μετρίως<br />

εξαρτημένος,<br />

- Σκορ 26-30 δηλώνει ότι ο ασθενής είναι ανεξάρτητος.<br />

Κατά τη στατιστική ανάλυση, οι ποσοτικές μεταβλητές<br />

παρουσιάζονται με τη μορφή μέσων τιμών (±<br />

τυπική απόκλιση) και διαμέσων (ενδοτεταρτημοριακό<br />

εύρος), ενώ οι ποιοτικές μεταβλητές παρουσιάζονται<br />

με τη μορφή απόλυτων και σχετικών συχνοτήτων.<br />

Για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν<br />

ιστογράμματα, διαγράμματα πλαισίου και<br />

διαγράμματα σημείων. Ο έλεγχος κανονικότητας για<br />

τις ποσοτικές μεταβλητές πραγματοποιήθηκε με τον<br />

έλεγχο Kolmogorov-Smirnov και την εξέταση των ιστογραμμάτων<br />

και βρέθηκε ότι οι ποσοτικές μεταβλητές<br />

δεν ακολουθούν την κανονική κατανομή και γι’ αυτό<br />

χρησιμοποιήθηκαν μη παραμετρικές μέθοδοι.<br />

Για τη διερεύνηση της ύπαρξης σχέσης μεταξύ ποιοτικών<br />

μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος x2<br />

(chi-square test). Για τη διερεύνηση της ύπαρξης σχέσης<br />

μεταξύ ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε<br />

ο έλεγχος Mann-Whitney. Για τη διερεύνηση<br />

της ύπαρξης σχέσης μεταξύ ποσοτικών μεταβλητών<br />

χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής συσχέτισης Spearman.<br />

Ο έλεγχος της εσωτερικής αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου<br />

έγινε με τον υπολογισμό του συντελεστή<br />

Cronbach. O συντελεστής Cronbach βρέθηκε ίσος με 0,9<br />

γεγονός που δηλώνει υψηλή εσωτερική αξιοπιστία του<br />

ερωτηματολογίου.<br />

Σε όλους τους στατιστικούς ελέγχους, τιμές p μικρότερες<br />

από 0,05 θεωρήθηκαν στατιστικά σημαντικές.<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

Στον πίνακα 1 φαίνονται τα δημογραφικά, κλινικά και<br />

άλλα συναφή δεδομένα του μελετώμενου πληθυσμού, οι<br />

απόλυτες και σχετικές τιμές τους, καθώς και η μέση τιμή<br />

και τυπική απόκλιση της ηλικίας των συμμετεχόντων,<br />

της μέσης διάρκειας φυσικοθεραπείας και του χρονικού<br />

διαστήματος μεταξύ της εισαγωγής στο νοσοκομείο και<br />

της συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου.<br />

Το συνολικό σκορ λάμβανε τιμές μεταξύ 10 και 30.<br />

Η μέση τιμή του συνολικού σκορ ήταν 24,5 (±6,7). Η διάμεσος<br />

ήταν 27 και το ενδοτεταρτημοριακό εύρος ήταν<br />

20. Η ελάχιστη και η μέγιστη τιμή ήταν 10 και 30 αντιστοίχως.<br />

Στον πίνακα 2 φαίνονται οι απόλυτες και οι<br />

σχετικές συχνότητες αναφορικά με το συνολικό σκορ.<br />

Θεωρώντας τα πλήρως εξαρτημένα με συνολικό<br />

σκορ 10 έως 14, τα μετρίως εξαρτημένα άτομα με<br />

συνολικό σκορ 15 έως 25 και τα πλήρως ανεξάρτητα<br />

άτομα με σκορ 26 έως 30, προέκυψε ότι το 58,5% (n=56)<br />

ήταν ανεξάρτητα, το 27,1% (n=26) ήταν μετρίως εξαρτημένα<br />

και το 14,6% (n=14) ήταν πλήρως εξαρτημένα.<br />

Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται οι απόλυτες και<br />

σχετικές συχνότητες αναφορικά με τα δέκα σημεία της<br />

κλίμακας.


310<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα<br />

στο συνολικό σκορ και το φύλο (έλεγχος Mann-Whitney,<br />

U=489, p=0,5) ή το μηχανισμό κάκωσης (έλεγχος Mann-<br />

Whitney, U=350, p=0,3). Η σχέση ανάμεσα στην ηλικία<br />

και το συνολικό σκορ ήταν αρνητική (συντελεστής συσχέτισης<br />

Spearman= - 0,13).<br />

Πίνακας 1. Δημογραφικά, κλινικά και άλλα συναφή δεδομένα<br />

του μελετώμενου πληθυσμού, απόλυτες<br />

– σχετικές τιμές, μέση τιμή και τυπική<br />

απόκλιση της ηλικίας των συμμετεχόντων,<br />

της μέσης διάρκειας φυσικοθεραπείας και<br />

του χρονικού διαστήματος μεταξύ της εισαγωγής<br />

στο νοσοκομείο και της συμπλήρωσης<br />

του ερωτηματολογίου.<br />

Ν (%) ή<br />

Δεδομένα πληθυσμού Μέση τιμή και<br />

(±) STD<br />

Φύλο<br />

Άνδρες 83 (8,5)<br />

Γυναίκες 13 (13,5)<br />

Μηχανισμός κάκωσης<br />

Τροχαίο ατύχημα 86 (89,6)<br />

Πτώση 10 (10,4)<br />

Κατάσταση εξόδου<br />

Στάσιμη 28 (29,2)<br />

Βελτίωση 68 (70,8)<br />

Φυσιοθεραπεία<br />

Ναι 79 (82,3)<br />

Όχι 17 (17,7)<br />

Τόπος φυσιοθεραπείας<br />

Ίδρυμα 39 (40,6)<br />

Σπίτι 27 (28,1)<br />

Ίδρυμα και σπίτι 13 (13,5)<br />

Παρούσα διαμονή<br />

Σπίτι 90 (93,8)<br />

Κέντρο αποκατάστασης 3 (3,1)<br />

Κλινική / νοσοκομείο 3 (3,1)<br />

Επιληπτικές κρίσεις<br />

Ναι 25 (26,0)<br />

Όχι 71 (74,0)<br />

Φάρμακα για την επιληψία<br />

Ναι 43 (44,8)<br />

Όχι 53 (55,2)<br />

Συνεχής ιατρική παρακολούθηση<br />

Ναι 49 (51,0)<br />

Όχι 47 (49,0)<br />

Ηλικία (έτη) 29,5 ±10,6<br />

Φυσικοθεραπεία (μήνες) 22 ±28,2<br />

Χρονικό διάστημα 5,6 ±3,5<br />

Σκορ στην κλίμακα Γλασκώβης<br />

3 2 (2,1)<br />

4 14 (14,6)<br />

5 9 (9,4)<br />

6 13 (13,5)<br />

7 33 (34,4)<br />

8 25 (26,0)<br />

Πίνακας 2. Απόλυτες και σχετικές συχνότητες αναφορικά<br />

με το συνολικό σκορ.<br />

Συνολικό σκορ Ν (%)<br />

10 9 (9,4)<br />

11 1 (1,0)<br />

13 2 (2,1)<br />

14 2 (2,1)<br />

15 2 (2,1)<br />

18 1 (1,0)<br />

19 1 (1,0)<br />

20 4 (4,2)<br />

21 3 (3,1)<br />

22 1 (1,0)<br />

23 3 (3,1)<br />

24 5 (5,2)<br />

25 6 (6,3)<br />

26 3 (3,1)<br />

27 7 (7,3)<br />

28 3 (3,1)<br />

29 11 (11,5)<br />

30 32 (33,3)


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 311<br />

Πίνακας 3. Απόλυτες - σχετικές συχνότητες αναφορικά<br />

με τα 10 σημεία της κλίμακας<br />

Κατηγορία N (%)<br />

Σίτιση<br />

Πλήρως εξαρτημένος 11 (11,5)<br />

Μετρίως εξαρτημένος 8 (8,3)<br />

Πλήρως ανεξάρτητος 77 (80,2)<br />

Προσωπική υγιεινή<br />

Πλήρως εξαρτημένος 17 (17,7)<br />

Μετρίως εξαρτημένος 18 (18,8)<br />

Πλήρως ανεξάρτητος 61 (63,5)<br />

Ντύσιμο<br />

Πλήρως εξαρτημένος 15 (15,6)<br />

Μετρίως εξαρτημένος 19 (19,8)<br />

Πλήρως ανεξάρτητος 62 (64,6)<br />

Ορθοκυστική λειτουργία<br />

Πλήρως εξαρτημένος 12 (12,5)<br />

Μετρίως εξαρτημένος 12 (12,5)<br />

Πλήρως ανεξάρτητος 72 (75,0)<br />

Κινητικότητα<br />

Πλήρως εξαρτημένος 13 (13,5)<br />

Μετρίως εξαρτημένος 21 (21,9)<br />

Πλήρως ανεξάρτητος 62 (64,6)<br />

Μετακίνηση με αυτοκίνητο<br />

Πλήρως εξαρτημένος 13 (13,5)<br />

Μετρίως εξαρτημένος 14 (14,6)<br />

Πλήρως ανεξάρτητος 69 (71,9)<br />

Λεκτική κατανόηση<br />

Ανίκανος 6 (6,3)<br />

Μετρίως ικανός 15 (15,6)<br />

Ικανός 75 (78,1)<br />

Λεκτική έκφραση<br />

Ανίκανος 9 (9,4)<br />

Μετρίως ικανός 26 (27,1)<br />

Πλήρως ικανός 61 (63,5)<br />

Συναισθηματική κατάσταση<br />

Κακή 20 (20,8)<br />

Μέτρια 33 (34,4)<br />

Καλή 43 (44,8)<br />

Ικανότητα για εργασία-εκπαίδευση<br />

Ανίκανος 39 (40,6)<br />

Μετρίως ικανός 15 (15,6)<br />

Ικανός 42 (43,8)<br />

Η σχέση ανάμεσα στο σκορ στην κλίμακα Γλασκώβης<br />

και το συνολικό σκορ ήταν θετική (συντελεστής συσχέτισης<br />

Spearman=0,4). Η σχέση αυτή ήταν στατιστικά<br />

σημαντική (p


312<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

στην ικανότητα για εργασία και τη λεκτική έκφραση<br />

(έλεγχος x2, x2=44, p


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 313<br />

τιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στο φύλο και την<br />

έκβαση. (19) Αν και σε μία αναδρομική πολυκεντρική<br />

μελέτη των ιδίων, το 2008, στην οποία συμμετείχαν<br />

25 γυναίκες και 45 άνδρες με ίδια κριτήρια ως προς<br />

την ηλικία και τη βαρύτητα της κάκωσης, παρατηρήθηκε<br />

ότι οι γυναίκες επέδειξαν ένα καλύτερο πρώιμο<br />

αποτέλεσμα ως προς την έκβαση. (20) Αντίστοιχα, σε<br />

έρευνα των Kirness CJ et al. to 2004, 124 άνδρες και 33<br />

γυναίκες, (ηλικία 16-89 έτη), εκτιμήθηκαν με την κλίμακα<br />

GOSE (Extended Glasgow Outcome Scale) και την FSE<br />

(Functional Status Examination) για να αποδειχθεί ότι<br />

οι γυναίκες που είχαν ηλικία ≥30 ετών παρουσίαζαν<br />

φτωχότερη έκβαση από τους άνδρες και τις νεότερες<br />

γυναίκες στη μελέτη. (21) Το σίγουρο όμως είναι<br />

ότι όλες οι μελέτες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι<br />

το φύλο δεν έχει εξεταστεί διεξοδικά ως παράγοντας<br />

που θα επηρέαζε την έκβαση μετά από ΚΕΚ και ότι<br />

απαιτείται περαιτέρω έρευνα ώστε να διευκρινιστούν<br />

οι λόγοι που μπορεί αυτό να συμβαίνει. (19-22)<br />

Και ενώ το φύλο δεν έχει προγνωστική αξία για<br />

την έκβαση ούτε και στην έρευνα των Husson EC et<br />

al.το Μάιο του 2010, η GCS (Glasgow Coma Scale) εισαγωγής<br />

φαίνεται να έχει. Τουλάχιστον αυτό δείχνει<br />

η συστηματική μελέτη 27 ερευνών υψηλής ποιοτικής<br />

αξίας στις οποίες έγινε σύγκριση της GCS εισαγωγής<br />

και της έκβασης (τουλάχιστον 6 μήνες μετά από ΚΕΚ),<br />

η οποία μετρήθηκε με την κλίμακα GOS σε συνδυασμό<br />

κάποιες φορές και με άλλες κλίμακες εκτίμησης της<br />

έκβασης. (23) Αυτό βρίσκει σύμφωνο και το δικό μας<br />

εύρημα που δείχνει θετική και στατιστικά σημαντική<br />

τη σχέση ανάμεσα στο σκορ στη GCS και το συνολικό<br />

σκορ (p


314<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

από ένα σημείο και μετά η βαριά αναπηρία δεν βελτιώνεται<br />

με φυσικοθεραπεία. Και αυτό απέδειξε και η<br />

σύγχρονη πολυκεντρική μελέτη των William C et al. το<br />

2007, κατά την οποία από τους 102 βετεράνους και<br />

αξιωματικούς του Αμερικανικού στρατού που υποβλήθηκαν<br />

σε άμεση και οργανωμένη αποκατάσταση<br />

μετά από βαριά ΚΕΚ, πάνω από το 1/3 συνέχισε να<br />

έχει νευροκινητικές δυσλειτουργίες (τουλάχιστον μία)<br />

ακόμα και δύο χρόνια μετά. (36)<br />

Η μετατραυματική επιληψία αποτελεί ένα γνωστό<br />

πιθανό επακόλουθο των ΚΕΚ. Υπολογίζεται ότι η επίπτωση<br />

ποικίλλει λόγω των διαφορετικών ορισμών που<br />

χρησιμοποιούνται τόσο για τις ΚΕΚ, όσο και για τη μετατραυματική<br />

επιληψία, (37) καθώς και λόγω των διαφορετικών<br />

χρόνων στους οποίους λαμβάνουν χώρα οι<br />

μελέτες που ασχολούνται με το θέμα. (38) Στην έρευνά<br />

μας, το 26 % των ατόμων που μελετήθηκαν παρουσιάζει<br />

μετατραυματική επιληψία, ποσοστό που μοιάζει<br />

αρκετά υψηλό και επιβεβαιώνει τη στατιστικά σημαντική<br />

σχέση ανάμεσα στο συνολικό σκορ και την ύπαρξη<br />

επιληπτικών κρίσεων (p


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 315<br />

ματοποίηση φυσικοθεραπείας (x2, p


316<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

κινητικά, νοητικά, ψυχολογικά και εν γένει λειτουργικά<br />

προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα μετά από<br />

βαριά ΚΕΚ, τα οποία επηρεάζουν την αυτονομία, την<br />

ποιότητα ζωής και την κοινωνική επανένταξη. Προκύπτει<br />

λοιπόν η ανάγκη παρακολούθησης της πορείας<br />

των ατόμων αυτών, προκειμένου να καταγραφούν οι<br />

υστερήσεις τους αλλά και για να αρχίσει μια προσπάθεια<br />

οργάνωσης ενός συστηματικού προγράμματος<br />

παρακολούθησής τους, με απώτερο στόχο την καλύτερη<br />

και πιο γρήγορη αποκατάστασή και επανένταξη<br />

στο κοινωνικό σύνολο.<br />

Σε ένα σύστημα υγείας που νοσεί, όπως είναι το ελληνικό,<br />

μια τέτοια προσπάθεια είναι ελπιδοφόρα τόσο<br />

σε επιστημονικό όσο και σε ανθρωπιστικό επίπεδο και<br />

η έρευνα θα βοηθήσει στην πραγματοποίησή της. Μελλοντικές<br />

έρευνες λοιπόν θα πρέπει να εστιάσουν στην<br />

συνεχή παρακολούθηση και τον έλεγχο μεγαλύτερου<br />

αριθμού ατόμων μετά από ΚΕΚ, όσον αφορά στη μειωμένη<br />

λειτουργικότητά τους και την επίδραση που έχει<br />

αυτή στην ποιότητα ζωής τους.<br />

Γι’ αυτό είμαστε διατεθειμένοι να ενισχύσουμε την<br />

αξιοπιστία της κλίμακας «ADS» στο μέλλον, επανεξετάζοντας<br />

τον ίδιο πληθυσμό ξανά με αυτήν καθώς<br />

και με μία από τις πιο διαδεδομένες διεθνώς (π.χ. την<br />

FIM) ώστε να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα που θα<br />

προκύψουν, να την εφαρμόσουμε σε μεγαλύτερο πληθυσμό,<br />

να τη διαθέσουμε σε άλλες νευροχειρουργικές<br />

κλινικές της χώρας, να τη μεταφράσουμε και να τη<br />

διαθέσουμε σε νευροχειρουργικές κλινικές του εξωτερικού,<br />

φιλοδοξώντας να αποτελέσει στο μέλλον μία<br />

διεθνώς αναγνωρισμένη κλίμακα.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Kraus JF, Mc Arthur DL. Epidemiologic aspects of brain<br />

injury. Neurol Clin 1996, 14:435-450.<br />

2. Tiret L, Hausher E, Thicoipe M, Garros B, Maurette<br />

P, Castel JP. The epidemiology of head trauma in<br />

Aquitine (France) 1986. Community based study of<br />

hospital admission and deaths. Int J Epidemiol 1990,<br />

19:133-140.<br />

3. Anderson EH, Bjorklund R, Emanuelson I, Stalbammar<br />

D. Epidemiology of traumatic brain injury: a population<br />

based study in western Sweden. Acta Neurol<br />

Scand 2003, 107:256-259.<br />

4. Stranjalis G, Sakas D, Marmarou A. Difficulties in implementing<br />

a standardized transfer policy in severe<br />

head injuries in Greece. J Restorative Neurosci Neurorehabil<br />

2000, 6:24.<br />

5. Stranjalis G, Singounas E. Development of neurosurgery<br />

in Greece: past, present and future. J Neurosurg<br />

1998, 88:782-785.<br />

6. Stranjalis G, Bouras T, Korfias S, Andrianakis I, Pitaridis<br />

M, Tsamandouraki K, Alamanos Y, Sakas D, Marmarou<br />

A. Outcome in 1.000 head injury hospital admissions:<br />

The Athens Head Trauma Registry. J Trauma 2008,<br />

65:789-793.<br />

7. Lindsay K, Bone I. Neurology and Neurosurgery Illustrated,<br />

4th edition, Edinburgh 2004, p 212.<br />

8. Wright J. (2000). The Glasgow Outcome Scale. The<br />

Center for Outcome Measurement in Brain Injury.<br />

Available from: http://www.tbims.org/combi/gos/index.html<br />

9. Wright J. (2000). The Functional Assessment Measure.<br />

The Center for Outcome Measurement in Brain Injury.<br />

Available from: http://www.tbims.org/combi/FAM/<br />

index.html<br />

10. Wright J. (2000). The Diasbility Rating Scale. The Center<br />

for Outcome Measurement in Brain Injury. Available<br />

from: http://www.tbims.org/combi/drs/index.html<br />

11. Mahoney F, Barthel D. “functional evaluation: The Barthel<br />

Index”. Maryland Medical Journal, 1965, 14:61-65.<br />

12. Granger CV et al. “Stroke rehabilitation: Analysis of<br />

repeated Barthel index measures”. Archives of Physical<br />

Medicine and Rehabilitation, 1979, 60 (1):14-17.<br />

13. Shah S, Vanclay F, Cooper B. “Improving the sensitivity<br />

of Barthel Index for stroke rehabilitation”. Journal<br />

of Clinical Epidemiology, 1989; 42 (8): 703-9.<br />

14. Sulter G, Steen C, De Keyser J. “Use of the Barthel<br />

Index and modified Rankin scale in acute stroke trials”.<br />

Stroke, 1999, 30 (8):1538-1541.<br />

15. Marquez de la Plata C, Hart T, Hammond F, Frol A,<br />

Hudak A, Harper C, O’Neil-Pirozzi T, Whyte J, Carlile<br />

M, Diaz-Arrastia R. Impact of age on longterm<br />

recovery from traumatic brain injury. Arch Phys Med<br />

Rehabil 2008, 89(5):896-903.<br />

16. Hukkelhoven C, Steyerberg E, Rampen A, Farace E,<br />

Habbema D, Marshal L, Murray G, Maas A. Patient<br />

age and outcome following severe traumatic brain<br />

injury: an analysis of 5.600 patients. J Neurosurg 2003,<br />

99: 666-73.<br />

17. Mosenthal A, Livingston D, Lavery R et al. The effect<br />

of age on functional outcome in mild traumatic<br />

brain injury: 6 month report of a retrospective multicentered<br />

trial. J Trauma 2004, 56:1042-1048.<br />

18. Livingston D, Lavery R, Mosenthal A et al. Recovery at<br />

one year following isolated traumatic brain injury: a<br />

Western Trauma Association prospective multicenter<br />

trial. J Trauma 2005, 59:1298-1304.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 317<br />

19. Slewa-Younan S, Green A, Baguley I, Gurka J, Marosszeky<br />

J. Sex differences in injury severity and outcome<br />

measures after traumatic brain injury. Arch Phys<br />

Med Rehabil 2004, 85(3):376-379.<br />

20. Slewa-Younan S, Baguley I, Heriseanu R, Cameron I,<br />

Pitsiavas V, Mudaliar Y, Nayyar V. Do men and women<br />

differ in their course following traumatic brain injury<br />

A preliminary prospective investigation of early<br />

outcome. Brain Inj. 2008, 22(2): 183-191.<br />

21. Kirkness C, Burr R, Mitchel P Newell D. Is there a<br />

sex difference in the course following traumatic brain<br />

injury Biol Res Nurs 2004, 5(4): 299-310.<br />

22. Moore D, Ashman T, Cantor J, Kriknick R, Spielman L.<br />

Does gender ifluence cognitive outcome after traumatic<br />

brain injury Neuropsychol Rehabil 2010, 20(3):<br />

340-354.<br />

23. Husson E, Ribbers G, Willemse van Son A, Verhagen<br />

A, Starm H. Prognosis of six month functioning after<br />

moderate to severe traumatic brain injury: a systematic<br />

review of prospective cohort studies. J Rehabil<br />

Med 2010, 42(5): 425-436.<br />

24. Balesteri M, Csoznyka M, Chatfield D, Steiner L,<br />

Schmidt E, Smielewski P, Matta B, Pickard J. Predictive<br />

value of Glasgow Coma Scale after brain trauma:<br />

change in trend over the past ten years. J Neurol<br />

Neurosurg Psyciatry 2004, 75: 161-162.<br />

25. Heim C, Schoettker P, Spahn D. [Glasgow Coma<br />

Scale in traumatic brain injury]. Anaesthesist 2004,<br />

53(12):1245-55.<br />

26. Mc Nett M. A review of the predictive ability of<br />

Glasgow Coma Scale scores in head-injured patients.<br />

J Neurosci Nurs 2007, 39(2):68-75.<br />

27. Zafonte R, Hammond F, Mann N, Wood D, Black K,<br />

Millis S. Relationship between Glasgow Coma Scale<br />

and functional outcome. Am J Phys Med Rehabil 1999,<br />

75(5):364-369.<br />

28. Foreman B, Caesar R, Parks J, Madden C, Gentilello L,<br />

Shafi S, Carlile M, Harper C, Diaz-Arrastia R. Usefulness<br />

of the Abbreviated Injury Score and the Injury<br />

Severity Score in comparison to the Glasgow Coma<br />

Scale in the predicting outcome after traumatic brain<br />

injury. Journal of Trauma-Injury-Infection and Critical<br />

Care 2007, 62(4):946-950.<br />

29. Wagner A, Hammond F, Sasser H, Wiercisiewski D,<br />

Norton H. Use of injury severity variables in determining<br />

disability and community integration after<br />

traumatic brain injury. Journal of Trauma-Injury-Infection<br />

and Critical Care 2000, 49(3):411-419.<br />

30. Willer B, Button J, Rempel R. Residential and homebased<br />

postacute rehabilitation of individuals with<br />

traumatic brain injury: a case control study. Arch Phys<br />

Med Rehabil 1999, 80: 399-406.<br />

31. Sander A, Roebuck T, Struchen M, Sherer M, High W<br />

Jr. Long-term maintenance of gains obtained in postacute<br />

rehabilitation by person with traumatic brain<br />

injury. J Head Trauma Rehabil 2001, 16: 356-373.<br />

32. Seale G, Caroselli J, High w Jr, Becker C, Neese L,<br />

Scheibel R. Use of the Community Integration Questionnaire<br />

(CIQ) to characterise changes in functioning<br />

for individuals with traumatic brain injury who participated<br />

in a post-acute rehabilitation programme.<br />

Brain Inj 2002, 16: 955-967.<br />

33. Cicerone K, Mott T, Azulay J, Friel J. Community integration<br />

and satisfaction with functioning after intensive<br />

cognitive rehabilitation for traumatic brain injury.<br />

Arch Phys Med Rehabil 2004, 85: 943-950.<br />

34. High W Jr, Roebuck-Spencer T, Sander A, Struchen M,<br />

Sherer M. Early versus later admission to postacute<br />

rehabilitation: Impact of functional outcome after<br />

traumatic brain injury. Arch Phys Med Rehabil 2006,<br />

87: 334-342.<br />

35. Powell J, Heslin J, Greenwood R. Community based<br />

rehabilitation after severe traumatic brain injury: a<br />

randomised controlled trial. J Neurol Neurosurg Psyciatry<br />

2002, 72:193-202.<br />

36. Walker W, Picket T. Motor impairment after severe<br />

traumatic brain injury: a longitudinal multicenter<br />

study. J Rehab Res Dev 2007; 44(7): 975-982.<br />

37. Frey L. Epidemiology of posttraumatic epilepsy: a critical<br />

review. Epilepsia 2003, 44(10): 11-17.<br />

38. Ferguson P, Smith G, Wannamaker B, Thurman D,<br />

Pickelsimer E, Selassie A. A population-based study<br />

of risk of epilepsy after hospitalization for traumatic<br />

brain injury. Epilepsia 2010, 51(5): 891-8.<br />

39. Annegers J, Hauser W, Coan S, Rocca W. A population-based<br />

study of seizures after traumatic brain<br />

injuries. N Engl J Med 1998; 338: 20-24.<br />

40. D’Ambrosio R, Perucca E. Epilepsy after head injury.<br />

Curr Opin Neurol 2004, 17(6): 731-35.<br />

41. Tempkin N. Risk factors for posttraumatic seizures in<br />

adults. Epilepsia 2003, 44(10): 18-20.<br />

42. Berg AT, Shinnar S. Relapse following discontinuation<br />

of antiepileptic drugs: a meta-analysis. Neurology<br />

1994, 44 (4): 601-8.<br />

43. Beghi E. Overview of studies to prevent posttraumatic<br />

epilepsy. Epilepsia 2003, 44 (10): 21-6.<br />

44. Schierhout G, Roberts I. Anti-epileptic drugs for preventing<br />

seizures following acute traumatic brain injury.<br />

Cohrane Database Syst Rev 2001, (4): CD000173.<br />

45. Sirven JI, Sperling M, Wingerchuk DM. Early versus


318<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

late antiepileptic drug withdrawal for people with<br />

epilepsy in remission. Cohrane Database Syst Rev<br />

2001, (3): CD001902.<br />

46. Specchio LM, Beghi E. Should antiepileptic drugs be<br />

withdrawn in seizure-free patients. CNS Drugs 2004,<br />

18 (4): 201-12.<br />

47. Walker W, Marwitz J, Kreutzer J, Hart T, Novack T.<br />

Occupational categories and return to work after<br />

traumatic brain injury: A multicenter study. Arch Phys<br />

Med Rehabil 2006, 87: 1576-82.<br />

48. Shames J, Treger I, Ring H, Giaquinto S. Return to<br />

work following traumatic brain injury: trends and<br />

challenges. Disabil Rehabil 2007, 29 (17): 1387-95.<br />

49. Ponsford JL, Olver JH, Curran C, Ng K. Prediction of<br />

employment status 2 years after traumatic brain injury.<br />

Brain Inj 1995, 9: 11-20.<br />

50. Gollaher K, High WM Jr, Sherer M et al. Prediction of<br />

employment outcome one to three years following<br />

traumatic brain injury. Brain Inj 1998, 12: 255-63.<br />

51. Wagner AK, Hammond FM, Sasser HC, Wiercisiewski<br />

D. Return to productive activity after traumatic brain<br />

injury: relationship with measures of disability, handicap<br />

and community integration. Arch Phys Med Rehabil<br />

2002, 83: 107-14.<br />

52. Sherer M, Sander AM, Nick TG, High WM Jr, Malek JF,<br />

Rosenthal M. Early cognitive status and productivity<br />

outcome after traumatic brain injury: findings from<br />

the TBI Model Systems. Arch Phys Med Rehabil 2002,<br />

83: 183-92.<br />

53. Greenspan AI, Wrigley JM, Kresnow M, Branche-<br />

Dorsey CM, Fine PR. Factors influencing failure to return<br />

to work due to traumatic brain injury. Brain Inj<br />

1996, 10: 207-18.<br />

54. Cifu DX, Keyser-Marcus L, Lopez E et al. Accute predictors<br />

of successful return to work one year after<br />

traumatic brain injury: A multicenter analysis. Arch<br />

Phys Med Rehabil 1997, 78: 125-31.<br />

55. Mc Namee S, Walker W, Cifu DX, Wehman PH. Minimising<br />

the effect of TBI-related physical sequelae on<br />

vocational return. Journal of Rehabilitation Research<br />

and Develpoment 2009, 46 (6): 893-908.<br />

56. Hawley CA, Ward AB, Magnay AR, Mychalkiw W.<br />

Return to school after brain injury. Arch Dis Child<br />

2004, 89: 136-42.<br />

Πίνακας 4. Συσχέτιση ικανότητας για εργασία-εκπαίδευση με τη λεκτική έκφραση, τη λεκτική κατανόηση και την<br />

κινητικότητα (απόλυτες και σχετικές τιμές).<br />

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

ΑΝΙΚΑΝΟΣ ΜΕΤΡΙΩΣ ΙΚΑΝΟΣ ΑΝΙΚΑΝΟΣ ΣΥΝΟΛΟ<br />

ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ<br />

ΑΝΙΚΑΝΟΣ 9 (100%) 0 (,0%) 0 (,0%) 9 (100%)<br />

ΜΕΤΡΙΩΣ ΙΚΑΝΟΣ 17 (65,4%) 8 (30,8%) 1 (3,8%) 26 (100%)<br />

ΙΚΑΝΟΣ 13 (21,3%) 7 (11,5%) 41 (67,2%) 61 (100%)<br />

ΣΥΝΟΛΟ 39 (40,6%) 15 (15,6%) 42 (43,8%) 96 (100%)<br />

ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ<br />

ΑΝΙΚΑΝΟΣ 6 (100%) 0 (,0%) 0 (,0%) 6 (100%)<br />

ΜΕΤΡΙΩΣ ΙΚΑΝΟΣ 9 (60,0%) 6 (40,0%) 0 (,0%) 15 (100%)<br />

ΙΚΑΝΟΣ 24 (21,3%) 9 (11,5%) 42 (67,2%) 75 (100%)<br />

ΣΥΝΟΛΟ 39 (40,6%) 15 (15,6%) 42 (43,8%) 96 (100%)<br />

ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ<br />

ΑΝΙΚΑΝΟΣ 13 (100%) 0 (,0%) 0 (,0%) 13 (100%)<br />

ΜΕΤΡΙΩΣ ΙΚΑΝΟΣ 14 (66,7%) 7 (33,3%) 0 (,0%) 21 (100%)<br />

ΙΚΑΝΟΣ 12 (19,4%) 8 (12,9%) 42 (67,7%) 62 (100%)<br />

ΣΥΝΟΛΟ 39 (40,6%) 15 (15,6%) 42 (43,8%) 96 (100%)<br />

p< 0,001


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 319<br />

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1<br />

ATHENS DISABILITY SCALE<br />

1. ΣΙΤΙΣΗ<br />

α) τρώει από το στόμα μόνος του, έστω κι αν χρειάζεται πολύ χρόνο<br />

β) τρώει από το στόμα με μικρή βοήθεια άλλου ατόμου<br />

γ) δεν τρώει από το στόμα μόνος του (ή έχει ρινογαστρικό σωλήνα / γαστροστομία). Χρειάζεται συνεχή βοήθεια<br />

2. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΓΙΕΙΝΗ<br />

α) πλένεται μόνος του, έστω κι αν χρειάζεται πολύ χρόνο<br />

β) πλένεται με μικρή βοήθεια άλλου ατόμου<br />

γ) δεν μπορεί να πλυθεί μόνος του. Χρειάζεται συνεχή βοήθεια<br />

3. ΝΤΥΣΙΜΟ<br />

α) ντύνεται μόνος του, έστω κι αν χρειάζεται πολύ χρόνο<br />

β) ντύνεται με μικρή βοήθεια άλλου ατόμου<br />

γ) δεν μπορεί να ντυθεί μόνος του. Χρειάζεται συνεχή βοήθεια<br />

4. ΟΡΘΟΚΥΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΦΙΓΤΗΡΩΝ)<br />

α) έχει έλεγχο των σφιγκτήρων / αυτοεξυπηρετείται στην τουαλέτα<br />

β) έχει απώλειες ούρων / κοπράνων κάποιες φορές. Χρειάζεται μικρή βοήθεια άλλου ατόμου<br />

γ) δεν έχει έλεγχο των σφιγκτήρων (ή έχει ουροκαθετήρα / πάνα). Χρειάζεται συνεχή βοήθεια<br />

5. ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ<br />

α) κινητοποιείται μόνος του, έστω κι αν έχει δυσκολία στο περπάτημα (σπαστικότητα / πάρεση κ.λ.π.),<br />

ή χρειάζεται πολύ χρόνο<br />

β) κινητοποιείται με μικρή βοήθεια άλλου ατόμου / βοηθητικών συσκευών ή<br />

δεν μπορεί να καλύψει μεγάλες αποστάσεις<br />

γ) δεν κινητοποιείται / χρησιμοποιεί αμαξίδιο. Χρειάζεται συνεχή βοήθεια<br />

6. ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΜΕ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ (όχι απαραίτητα σαν οδηγός)<br />

α) μπαίνει και βγαίνει μόνος του από το αυτοκίνητο, έστω κι αν του παίρνει<br />

πολύ χρόνο, χωρίς να κουράζεται από μακρινές αποστάσεις<br />

β) χρειάζεται μικρή βοήθεια άλλου ατόμου, κουράζεται από τις μακρινές αποστάσεις<br />

γ) δεν μετακινείται καθόλου μόνος του (κλινήρης / σε φορείο). Χρειάζεται συνεχή βοήθεια<br />

7. ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ<br />

α) κατανοεί εύκολα απλά και σύνθετα παραγγέλματα τον περισσότερο καιρό<br />

β) συγχυτικός κατά διαστήματα, κατανοεί μόνο απλά παραγγέλματα ή<br />

χρειάζεται συχνά επανάληψη των παραγγελμάτων<br />

γ) ανίκανος να κατανοήσει παραγγέλματα<br />

8. ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ<br />

α) εκφράζεται εύκολα με απλές και σύνθετες έννοιες τον περισσότερο καιρό / τραχειοστομία<br />

β) δυσκολεύεται κατά διαστήματα στην έκφραση (διακοπές φωνής, παραφασία,<br />

πάρεση προσώπου, δυσφασία), εκφράζεται μόνο με απλές έννοιες,<br />

κάποιες φράσεις ή μονολεκτικά / τραχειοστομία<br />

γ) έχει ακατανόητη έκφραση ή είναι ανίκανος να μιλήσει, στενάζει ή μόνο χειρονομεί / τραχειοστομία


320<br />

Μακρόχρονη έκβαση ατόμων μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση<br />

9. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ<br />

α) συμμετέχει στην καθημερινότητα με ανάλογη συναισθηματική αντίδραση.<br />

Ελέγχει πλήρως τη συμπεριφορά του<br />

β) παρουσιάζει περιστασιακά άγχος / κατάθλιψη / ταραχή / απογοήτευση,<br />

ελεγχόμενα με φαρμακευτική αγωγή. Δεν έχει επικίνδυνη συμπεριφορά<br />

γ) παρουσιάζει πολύ συχνά ή συνεχώς άγχος / κατάθλιψη / ταραχή / απογοήτευση / επικίνδυνη συμπεριφορά<br />

ή αυτοκτονικό ιδεασμό. ¨Εχει ανάγκη συνεχούς φαρμακευτικής αγωγής και επίβλεψης<br />

10. ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

α) -Έχει επιστρέψει στην προηγούμενη εργασία του. Πλήρης απασχόληση<br />

-Οι μαθητές συνεχίζουν το σχολείο με ικανοποιητική απόδοση<br />

β) -Εργάζεται σε συγκεκριμένες εργασίες, χρησιμοποιεί ειδικές βοηθητικές συσκευές και ειδικά διαμορφωμένο<br />

περιβάλλον / παρουσία βοηθού / ημιαπασχόληση<br />

- Οι μαθητές παρακολουθούν ειδικό σχολείο και εκμάθηση<br />

γ) -Δε μπορεί να εργαστεί. - Οι μαθητές δε μπορούν να παρακολουθήσουν ειδικό σχολείο και εκμάθηση<br />

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2<br />

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ<br />

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ................................................................................................................................................................<br />

ΗΛΙΚΙΑ: .............................................<br />

ΤΗΛΕΦΩΝΟ: ...........................................................................................................................................................................<br />

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ .............................................<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ: .............................................................................................<br />

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: ...........................................................................<br />

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΚΩΣΗΣ:<br />

1. Τροχαίο<br />

2. Πτώση<br />

3. Ξυλοδαρμός<br />

4. Άλλο<br />

GCS ΕΙΣΟΔΟΥ:<br />

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: .............................................................................................................................................................................<br />

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΞΟΔΟΥ:<br />

1. Στάσιμη<br />

2. Βελτίωση<br />

ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ:<br />

1. Εν ζωή<br />

2. Θάνατος<br />

3. Ημερομηνία θανάτου..................................................................................................


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 321<br />

ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ :<br />

1. Με την έξοδο (< 1 μήνα)<br />

2. Σε δεύτερο χρόνο<br />

α ) Πότε : ...............................................................................................................................................................................<br />

β ) Διάρκεια : ........................................................................................................................................................................<br />

γ ) Τόπος :<br />

- Ίδρυμα<br />

- Σπίτι<br />

ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΜΟΝΗ :<br />

1. Σπίτι<br />

2. Κέντρο Αποκατάστασης<br />

3. Κλινική / Νοσοκομείο<br />

ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ :<br />

1. Ναι<br />

2. Όχι<br />

ΣΧΕΤΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ:<br />

- Miorel - Trileptal<br />

- Depakine - Tegretol<br />

- Epanutin - Gardenal<br />

- Keppra - Άλλο<br />

ΣΥΝΕΧΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ:<br />

1. Ναι<br />

2. Όχι


Υγιεινή των χεριών<br />

Εφαρμόζουμε υγιεινή των χεριών και αν όχι γιατί;<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Κολοκοτρώνη 19, Υμηττός, Αθήνα<br />

Τηλ.: 2107623802<br />

E-mail: potnikos@yahoo.gr<br />

Φ Βεϊνή, MSc<br />

Νοσηλεύτρια Επιτήρησης Λοιμώξεων Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

VEINI F. Do we apply hand hygiene and if not, why Health-care-associated infections (HAI) are major problem<br />

that increases the morbidity and mortality among hospitalized patients. HAI result in prolonged hospital stay, additional<br />

financial burden and high cost for the patients. Horizontal transmission of health-care-associated pathogens mainly occurs<br />

via the contaminated hands of health care workers. The risk of transmission exists every time we are touching a<br />

patient or a contaminated surface of a patient. Hand hygiene has been considered as one of the most important infection<br />

control measures of preventing HAI. It consists of either handwashing with soap and water or use of a waterless,<br />

alcohol-based hand rub. However, the rate of compliance by healthcare workers with the recommended hand hygiene<br />

procedures, remain unacceptably low. Critical points about Hand Hygiene are the proper technique, the proper antiseptic<br />

agent, the proper amount, and of course the right timing. The World Health Organization (WHO) has summarized<br />

as absolute indications for hand hygiene the “5 Moments”: Before touching a patient, before any clean/aseptic procedure,<br />

after body fluid exposure, after touching a patient, after touching patient surroundings. Goal for each health care<br />

provider must be the elimination of the incidence of HAI through the implementation of hand hygiene. Nosokomiaka<br />

Chronika, 74, Supplement Β΄, 322-330, 2012.<br />

Key words: healthcare worker, hand hygiene, compliance<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι νοσοκομειακές λοιμώξεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα που αυξάνει τη θνητότητα, τις ημέρες νοσηλείας<br />

και το κόστος της νοσηλείας. Η οριζόντια μετάδοση παθογόνων μικροοργανισμών γίνεται κυρίως μέσω των<br />

μολυσμένων χεριών των επαγγελματιών υγείας. Ο κίνδυνος μετάδοσης υπάρχει κάθε φορά που ερχόμαστε σε<br />

επαφή με τον ασθενή ή και το περιβάλλον του. Η υγιεινή των χεριών αποτελεί το πιο σημαντικό μέτρο για την<br />

πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων. Περιλαμβάνει είτε το πλύσιμο των χεριών με νερό και σαπούνι είτε τη<br />

χρήση μη υδατικού αλκοολούχου διαλύματος. Παρ’ όλα αυτά η συμμόρφωση των επαγγελματιών υγείας είναι<br />

διεθνώς αλλά και στη χώρα μας αρκετά χαμηλή. Κρίσιμα σημεία σχετικά με την υγιεινή των χεριών αποτελεί η<br />

σωστή τεχνική, το κατάλληλο αντισηπτικό, η κατάλληλη ποσότητα και κυρίως η κατάλληλη στιγμή. Ο Παγκόσμιος<br />

Οργανισμός Υγείας έχει συνοψίσει ως απόλυτες ενδείξεις για την υγιεινή των χεριών, τις «5 στιγμές» (5 Moments):<br />

πριν από επαφή με τον ασθενή, πριν από άσηπτη ή καθαρή τεχνική, μετά από επαφή με τον ασθενή, μετά από<br />

έκθεση σε βιολογικά υγρά του ασθενή, μετά από επαφή με το περιβάλλον του ασθενή. Στόχος κάθε επαγγελματία<br />

υγείας πρέπει να είναι η μείωση της επίπτωσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων και η εφαρμογή της υγιεινής<br />

των χεριών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 322-330, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: επαγγελματίας υγείας, υγιεινή των χεριών, συμμόρφωση


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 323<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Οι Νοσοκομειακές Λοιμώξεις αποτελούν σημαντικό<br />

πρόβλημα για την ασφάλεια των ασθενών και η<br />

επιτήρηση και η πρόληψή τους πρέπει να αποτελούν<br />

απόλυτη προτεραιότητα για τα συστήματα υγείας των<br />

ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών.<br />

Η εμφάνιση μίας νοσοκομειακής λοίμωξης παρατείνει<br />

την παραμονή στο νοσοκομείο, αυξάνει την πιθανότητα<br />

ανάπτυξης αντοχής μικροοργανισμών στα<br />

αντιβιοτικά, αυξάνει το νοσοκομειακό κόστος για το<br />

σύστημα υγείας, για τους ασθενείς και τις οικογένειές<br />

τους.<br />

Εκτιμάται ότι περισσότερο από 1.4 εκατομμύρια<br />

ασθενείς παγκοσμίως εμφανίζουν Νοσοκομειακή<br />

Λοίμωξη κάθε στιγμή.(1) Στις ανεπτυγμένες χώρες οι<br />

Νοσοκομειακές Λοιμώξεις αφορούν το 5-15% των νοσηλευόμενων<br />

ασθενών και μπορεί να επηρεάσουν το<br />

9-37% των ασθενών που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ ενώ<br />

στις αναπτυσσόμενες χώρες υπάρχει εγγενής δυσκολία<br />

στην αποτίμηση της επίπτωσης των Νοσοκομειακών<br />

Λοιμώξεων.(2)<br />

Η ασφάλεια των ασθενών αποτελεί τη λυδία λίθο<br />

για τα σύγχρονα συστήματα υγείας. Στόχος του ελέγχου<br />

Νοσοκομειακών Λοιμώξεων είναι το ασφαλές περιβάλλον<br />

νοσηλείας για τους ασθενείς και η υγιεινή<br />

των χεριών συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου αυτού.<br />

ΥΛΙΚΟ – ΜΕΘΟΔΟΣ<br />

Στην παρούσα ανασκόπηση επιχειρείται η κατανόηση<br />

των παραμέτρων που αφορούν την υγιεινή<br />

των χεριών, η ανάλυση του μοντέλου του Παγκόσμιου<br />

Οργανισμού Υγείας με τη χρήση των «5 Στιγμών» (5<br />

Moments) και η διερεύνηση των αιτιών για τα χαμηλά<br />

ποσοστά συμμόρφωσης στους κανόνες υγιεινής<br />

των χεριών. Για τη συλλογή της βιβλιογραφίας χρησιμοποιήθηκαν<br />

οι λέξεις-κλειδιά «υγιεινή των χεριών»,<br />

«επαγγελματίας υγείας», «νοσοκομειακές λοιμώξεις»,<br />

«συμμόρφωση στην υγιεινή των χεριών» στις βιβλιογραφικές<br />

βάσεις δεδομένων MEDLINE.<br />

Ιστορική αναδρομή<br />

Από τα μέση του 18ου αιώνα μελέτες από τον Ignaz<br />

Semmelweis συσχέτισαν την ανάπτυξη νοσοκομειακών<br />

λοιμώξεων με τη μη τήρηση των κανόνων υγιεινής των<br />

χεριών από το προσωπικό. Το 1847 ο Semmelweis έκανε<br />

μία παρατήρηση στις δύο γυναικολογικές κλινικές<br />

του Νοσοκομείου της Βιέννης: το ποσοστό θνητότητας<br />

γυναικών με επιλόχειο πυρετό στο ένα γυναικολογικό<br />

τμήμα ήταν σαφώς μεγαλύτερο απ’ ό,τι στο άλλο τμήμα<br />

(16% vs 7%). Παρατήρησε ότι οι γιατροί του τμήματος<br />

με την υψηλή θνητότητα πήγαιναν απευθείας από το<br />

δωμάτιο που διενεργούνταν νεκροψίες στις λεχωίδες<br />

ασθενείς, έχοντας πλύνει τα χέρια τους μόνο με νερό<br />

και σαπούνι. Συνέστησε λοιπόν το πλύσιμο των χεριών<br />

να γίνεται με διάλυμα χλωρίου. Ως αποτέλεσμα η<br />

θνητότητα μειώθηκε στο 3% και παρέμεινε για αρκετό<br />

διάστημα χαμηλή. Η χρήση χλωριούχου διαλύματος<br />

για την υγιεινή των χεριών βεβαίως δεν εφαρμόστηκε<br />

καθολικά και διαχρονικά, προφανώς λόγω των ισχυρών<br />

ανεπιθύμητων ενεργειών.<br />

Η κίνηση όμως αυτή του Semmelweis αποτέλεσε<br />

την απαρχή για την κατανόηση της σημασίας εφαρμογής<br />

της υγιεινής των χεριών από τους επαγγελματίες<br />

υγείας.<br />

Φυσιολογική χλωρίδα του δέρματος<br />

Τα βακτήρια που αποικίζουν το δέρμα μπορούν να<br />

χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, την παροδική<br />

(transient flora) και τη μόνιμη (resident flora) χλωρίδα<br />

του δέρματος (3).<br />

Η παροδική χλωρίδα, που αποικίζει τα επιφανειακά<br />

στρώματα του δέρματος, είναι πιο εύκολο να<br />

απομακρυνθεί με την εφαρμογή της υγιεινής των χεριών.<br />

Μικροοργανισμοί που ανήκουν στην παροδική<br />

χλωρίδα του δέρματος είναι συνήθως υπεύθυνοι για<br />

επιδημίες που σχετίζονται με την πλημμελή εφαρμογή<br />

υγιεινής των χεριών. Παράδειγμα μικροοργανισμών<br />

παροδικής χλωρίδας του δέρματος είναι Gram- βακτήρια,<br />

E. coli κ.α.<br />

Η μόνιμη χλωρίδα αποτελείται από μικροοργανισμούς<br />

που επιβιώνουν κάτω από την κεράτινη στιβάδα<br />

του δέρματος, αλλά μπορεί να βρεθούν και στην<br />

επιφάνειά του. Πολύ λίγο συμβάλλουν στην ανάπτυξη<br />

λοίμωξης. Η υγιεινή των χεριών μπορεί να μειώσει το<br />

μικροβιακό φορτίο της μόνιμης χλωρίδας του δέρματος.<br />

Μικροοργανισμοί είναι παρόντες στα χέρια του<br />

προσωπικού τις περισσότερες φορές (μόνιμη χλωρίδα)<br />

ή αποκτώνται κατά τη διάρκεια επαφής με τον ασθενή<br />

(παροδική χλωρίδα). Τα χέρια ενοχοποιούνται για<br />

πρόκληση διασταυρούμενης μετάδοσης παθογόνων<br />

μικροοργανισμών και μπορεί να συντελέσουν στην εμφάνιση<br />

επιδημιών οφειλόμενων σε σταφυλόκοκκο ανθεκτικό<br />

στη μεθικιλλίνη (MRSA), εντερόκοκκο ανθεκτικό


324<br />

Υγιεινή των χεριών. Εφαρμόζουμε υγιεινή των χεριών και αν όχι γιατί;<br />

στη βανκομυκίνη (VRE), πολυανθεκτικούς παθογόνους<br />

μικροοργανισμούς (MDRO’s) κ.ά.<br />

Τι είναι η Υγιεινή των χεριών<br />

Με τον όρο Υγιεινή των χεριών εννοούμε τη διαδικασία<br />

μέσω της οποίας αποσκοπούμε στη μείωση ή<br />

στην αναστολή ανάπτυξης μικροοργανισμών είτε με<br />

την εφαρμογή μη υδατικού αλκοολούχου διαλύματος<br />

είτε με το πλύσιμο των χεριών με απλό ή αντιμικροβιακό<br />

σαπούνι και νερό. (σχήμα 1)<br />

Σχήμα 1. Τρόποι εφαρμογής της Υγιεινής των Χεριών<br />

Τα «5 βήματα» της Υγιεινής των Χεριών δημιουργήθηκαν<br />

από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO 2009)<br />

με σκοπό:<br />

• να προστατεύσουν τους ασθενείς από τη μετάδοση<br />

παθογόνων μικροοργανισμών από τα χέρια των<br />

επαγγελματιών υγείας<br />

• να προστατεύσουν τους ασθενείς από μικροοργανισμούς<br />

(συμπεριλαμβανομένων και των δικών τους)<br />

που μπορεί να εισαχθούν στον οργανισμό τους από<br />

διάφορες παρεμβατικές τεχνικές κατά τη διάρκεια<br />

της νοσηλείας τους<br />

• να προστατεύσουν τους επαγγελματίες υγείας από<br />

τους παθογόνους μικροοργανισμούς των ασθενών<br />

που νοσηλεύουν<br />

Τα «5 βήματα» (5 Moments) απαιτούν την εφαρμογή της<br />

υγιεινής των χεριών: (εικόνα 1)<br />

o πριν από επαφή με τον ασθενή<br />

o πριν από άσηπτη ή καθαρή τεχνική<br />

o μετά από επαφή με τον ασθενή<br />

o μετά από έκθεση σε βιολογικά υγρά του ασθενή<br />

o μετά την επαφή με το περιβάλλον του ασθενή<br />

Εικόνα 1. Τα «5 Βήματα» για την Υγιεινή των χεριών<br />

ΠΗΓΗ: ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 325<br />

Τρόποι μετάδοσης παθογόνων μικροοργανισμών<br />

Οι κύριοι τρόποι μετάδοσης παθογόνων μικροοργανισμών<br />

στο χώρο του νοσοκομείου είναι μέσω επαφής,<br />

μέσω σταγονιδίων ή μέσω αερογενούς μετάδοσης.<br />

Η μετάδοση μέσω επαφής γίνεται:<br />

Άμεσα από τον ασθενή που φέρει παθογόνο μικροοργανισμό<br />

στον επαγγελματία υγείας ή το αντίστροφο<br />

Έμμεσα με τη μετάδοση μικροοργανισμού από άψυχες<br />

μολυσμένες επιφάνειες του περιβάλλοντος του<br />

ασθενή στα χέρια του προσωπικού κι από εκεί στον<br />

άλλο ασθενή, αν δεν μεσολαβήσει υγιεινή των χεριών.<br />

Παράδειγμα μικροοργανισμών που μεταδίδονται<br />

μέσω επαφής είναι τα πολυανθεκτικά στελέχη μικροβίων,<br />

νοροϊοί, Clostridium difficile κ.α.<br />

Μετάδοση παθογόνων μικροοργανισμών<br />

μέσω των χεριών<br />

Η μετάδοση παθογόνων μικροοργανισμών από τον<br />

ένα ασθενή στον άλλον μέσω των χεριών του προσωπικού<br />

προϋποθέτει πέντε διαδοχικά βήματα.<br />

1. Ο μικροοργανισμός να είναι παρών στο δέρμα<br />

του ασθενή ή να έχει μεταδοθεί σε άψυχη επιφάνεια<br />

στο περιβάλλον του ασθενή.<br />

2. Ο μικροοργανισμός να μπορεί να μεταφερθεί<br />

μέσω των χεριών του προσωπικού (εικόνα 2).<br />

3. Ο μικροοργανισμός να έχει την ικανότητα να επιβιώνει<br />

για κάποια λεπτά στα χέρια του προσωπικού.<br />

4. Ο επαγγελματίας υγείας να έχει εφαρμόσει<br />

πλημμελώς ή να έχει παραλείψει να εφαρμόσει την<br />

ενδεδειγμένη υγιεινή των χεριών.<br />

5. Τα μολυσμένα χέρια του επαγγελματία υγείας<br />

να έρθουν σε άμεση επαφή με κάποιον άλλο ασθενή<br />

(εικόνα 3).<br />

Εικόνα 2. Η επαφή με τον ασθενή Α αποικίζει τον επαγγελματία<br />

υγείας με παθογόνους μικροοργανισμούς<br />

που φέρει ο ασθενής ΠΗΓΗ: WHO<br />

Εικόνα 3. Διαδοχική επαφή με τον ασθενή Β, χωρίς να<br />

μεσολαβήσει υγιεινή των χεριών, αποικίζει<br />

και τον ασθενή Β ΠΗΓΗ: WHO<br />

Πολλές επιστημονικές έρευνες έχουν κατά καιρούς<br />

καταδείξει την επιβίωση των παθογόνων μικροοργανισμών<br />

στο άψυχο περιβάλλον. Κάτω από ειδικές<br />

συνθήκες οι σπόροι του C. difficile, ο VRE, ο MRSA και<br />

άλλα παθογόνα βακτήρια μπορούν να επιβιώσουν<br />

για μία εβδομάδα ή και περισσότερο πάνω σε στεγνές<br />

επιφάνειες (4).<br />

Πρωταρχικός όμως παράγοντας που συντελεί στη<br />

μετάδοση μικροοργανισμών παραμένει η πλημμελής<br />

εφαρμογή της υγιεινής των χεριών.<br />

Ο σωστός χρόνος εφαρμογής της Υγιεινή<br />

των Χεριών<br />

Τα χέρια μολύνονται με παθογόνους μικροοργανισμούς<br />

μέσω της επαφής με τον ασθενή ή με το<br />

μολυσμένο περιβάλλον του ασθενή. Διασταυρούμενη<br />

μετάδοση μπορεί να συμβεί ανάμεσα στον επαγγελματία<br />

υγείας και τον ασθενή, ανάμεσα στον ασθενή<br />

ή τον επαγγελματία υγείας και το περιβάλλον, ή από<br />

ένα ανατομικό σημείο του ασθενή σε άλλο ανατομικό<br />

σημείο. Εφαρμόζοντας υγιεινή των χεριών πριν από<br />

κάθε επεισόδιο επαφής με τον ασθενή (είτε μεταξύ<br />

διαφορετικών ασθενών είτε μεταξύ διαφορετικών<br />

δραστηριοτήτων στον ίδιο ασθενή) και μετά από κάθε<br />

δραστηριότητα με τον ασθενή (ανεξαρτήτως της χρήσης<br />

γαντιών) μπορούμε να μειώσουμε τον κίνδυνο<br />

από διασταυρούμενη μετάδοση παθογόνων μικροοργανισμών<br />

(5).<br />

Βήμα 1: Πριν την επαφή με τον ασθενή<br />

Για να προστατεύσουμε τον ασθενή από τα δυνητικά<br />

παθογόνα των χεριών του επαγγελματιών υγείας<br />

Παράδειγμα: Αγγίζοντας τον ασθενή (βοηθώντας<br />

τον να ανασηκωθεί ή να ντυθεί), πριν από κάθε μη παρεμβατική<br />

τεχνική στον ασθενή (χορήγηση Ο2, λήψη ζωτι-


326<br />

Υγιεινή των χεριών. Εφαρμόζουμε υγιεινή των χεριών και αν όχι γιατί;<br />

κών σημείων, λήψη ΗΚΓ), πριν από την προετοιμασία και<br />

χορήγηση φαρμάκων (per os φαρμάκων, νεφελοποίηση).<br />

Βήμα 2: Πριν από κάθε άσηπτη ή καθαρή τεχνική<br />

Για να προστατεύσουμε τον ασθενή από μικροοργανισμούς<br />

(συμπεριλαμβανομένων και των δικών του) που<br />

μπορεί να γίνουν παθογόνοι αν εισέλθουν στη κυκλοφορία<br />

του κατά τη διάρκεια μιας παρεμβατικής τεχνικής<br />

Παράδειγμα: Τοποθέτηση περιφερικής ή κεντρικής<br />

γραμμής, λήψη τριχοειδικού σακχάρου αίματος, λήψη<br />

αερίων αίματος, χορήγηση IV νοσηλείας, προετοιμασία<br />

και χορήγηση παρεντερικής διατροφής, αλλαγή τραύματος,<br />

τοποθέτηση ρινογαστρικού σωλήνα, αναρρόφηση<br />

εκκρίσεων κ.ά<br />

Βήμα 3: Μετά από έκθεση σε σωματικά υγρά του<br />

ασθενή<br />

Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον<br />

μας από τους παθογόνους μικροοργανισμούς<br />

του ασθενή<br />

Παράδειγμα: Μετά από οποιαδήποτε επαφή με βιολογικά<br />

υγρά του ασθενή (αίμα, έμετος, ούρα, κόπρανα)<br />

σε κάθε αλλαγή τραύματος, κένωση ουροσυλλέκτη, λήψη<br />

αίματος ή αερίων αίματος, χορήγηση νοσηλείας κ.ά.<br />

Βήμα 4: Μετά την επαφή με τον ασθενή<br />

Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον<br />

μας από τους παθογόνους μικροοργανισμούς<br />

του ασθενή<br />

Παράδειγμα: Λήψη ζωτικών σημείων, χορήγηση<br />

οξυγονοθεραπείας κ.ά.<br />

Βήμα 5: Μετά την επαφή με το άψυχο περιβάλλον<br />

του ασθενή<br />

Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον<br />

μας από τους παθογόνους μικροοργανισμούς<br />

του ασθενή<br />

Παράδειγμα: ανασήκωμα του ερεισίνωτου του<br />

κρεβατιού, μετακίνηση του κομοδίνου του κρεβατιού,<br />

αλλαγή της ροής σε αντλία έγχυσης φαρμάκων, διακοπή<br />

του alarm του μόνιτορ κ.ά.<br />

Τo σωστό προϊόν για την Υγιεινή των<br />

Χεριών<br />

Πλήθος ερευνητικών εργασιών και διεθνών πρωτοκόλλων<br />

(WHO Guidelines on Hand Hygiene in Health care<br />

2009; Canada Standards and Guideline Core Committee<br />

2008; Best Practices for Hand Hygiene in all health care<br />

settings PIDAC 2008) συμφωνούν ότι η υγιεινή των χεριών<br />

με τη χρήση μη υδατικών αλκοολούχων σκευασμάτων<br />

είναι πιο αποτελεσματική έναντι των παθογόνων<br />

συγκριτικά με τη χρήση απλού ή αντιμικροβιακού σαπουνιού<br />

και νερού. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι<br />

ότι ο επαγγελματίας υγείας μπορεί να έχει εύκολη πρόσβαση<br />

σε αλκοολούχα διαλύματα (Πίνακας 1).<br />

Πίνακας 1. Σύγκριση μεταξύ της χρήσης σαπουνιού<br />

και νερού και της χρήσης μη υδατικών αλκοολούχων<br />

σκευασμάτων.<br />

Xαρακτηριστικό<br />

Πλύσιμο<br />

με νερό<br />

και σαπούνι<br />

Αλκοολούχο<br />

σκεύασμα<br />

Απομάκρυνση της παροδικής<br />

χλωρίδας 90% 99,999%<br />

Χρόνος που απαιτείται 40-60 sec 20-30 sec<br />

Κίνδυνος για επιμόλυνση<br />

από το σαπούνι Ναι Όχι<br />

Περιορισμένη<br />

(νιπτήρες)<br />

Απεριόριστη<br />

Προσβασιμότητα<br />

Επιπλέον ανάγκη σε υλικό<br />

(χειροπετσέτες) Ναι Όχι<br />

Συντήρηση εξοπλισμού Ναι Όχι<br />

Συνολικά τα μη υδατικά αλκοολούχα διαλύματα έχουν:<br />

• Εξαιρετική αντιμικροβιακή δράση έναντι Gram +<br />

και Gram – βακτηρίων, έναντι του μυκοβακτηριδίου<br />

tuberculosis και πολλών μυκήτων.<br />

• Πολύ καλή αντιμικροβιακή δράση έναντι ιών<br />

(π.χ. Ηπατίτιδας Β, C)<br />

• Μικρότερη ή κυμαινόμενη δράση έναντι νοροϊών<br />

• Καθόλου δραστικότητα έναντι των σπόρων<br />

βακτηρίων όπως το C. difficile.<br />

Παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα<br />

του μέτρου είναι, εκτός από τα ειδικά συστατικά<br />

του διαλύματος, η διάρκεια επαφής με το προϊόν, η<br />

ποσότητα του προϊόντος που χρησιμοποιείται και η<br />

σωστή τεχνική.<br />

Τα αντιμικροβιακά σαπούνια δεν είναι απαραίτητο<br />

να χρησιμοποιούνται στην καθημερινή πρακτική. Το<br />

απλό σαπούνι δρα μέσω της μηχανικής απομάκρυνσης<br />

των μικροοργανισμών, δεν έχει αντιμικροβιακές<br />

ιδιότητες, είναι όμως αποτελεσματικό για το πλύσιμο<br />

των χεριών που είναι εμφανώς λερωμένα.<br />

Όταν υπάρχει υποψία για αποικισμό ή λοίμωξη<br />

ασθενούς με C.difficile τα αλκοολούχα διαλύματα από<br />

μόνα τους δεν είναι αποτελεσματικά. Είναι δραστικά<br />

για την απομάκρυνση των βλαστικών μορφών του<br />

κλωστηριδίου αλλά όχι για την απομάκρυνση των<br />

σπόρων που αυτές παράγουν. Άρα σε περίπτωση<br />

που υπάρχει υποψία ή επιβεβαιωμένο περιστατικό<br />

ασθενούς με C.difficile επιβάλλεται το πλύσιμο των<br />

χεριών με νερό και σαπούνι και όχι η χρήση μη υδατικού<br />

αλκοολούχου διαλύματος.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 327<br />

Ο σωστός τρόπος εφαρμογής Υγιεινής<br />

των Χεριών<br />

Η αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή της Υγιεινής<br />

των χεριών στηρίζεται τόσο στην επιλογή του κατάλληλου<br />

αντισηπτικού όσο και στην εφαρμογή της κατάλληλης<br />

τεχνικής. Ακατάλληλη τεχνική μπορεί να είναι<br />

ο κύριος λόγος αποτυχίας της Υγιεινής των Χεριών ως<br />

μέτρου πρόληψης των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων.<br />

Η διάρκεια του πλυσίματος των χεριών με νερό και<br />

σαπούνι είναι 40-60 sec και απαιτεί τρεχούμενο νερό,<br />

σαπούνι, χειροπετσέτες. Σημαντικό σημείο είναι να έρχονται<br />

σε επαφή όλες οι επιφάνειες των χειρών με το<br />

νερό και το σαπούνι, να στεγνώνουν καλά τα χέρια, με<br />

έμφαση στα μεσοδακτύλια διαστήματα και να χρησιμοποιείται<br />

χειροπετσέτα για το κλείσιμο της βρύσης, προκειμένου<br />

να μη μολυνθεί ξανά το καθαρό χέρι. Τέλος δεν<br />

πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ ζεστό νερό προκειμένου<br />

να μην έχουμε καταστροφή του δέρματος. (εικόνα 4)<br />

Για την εφαρμογή μη υδατικού αλκοολούχου διαλύματος<br />

δεν χρειάζονται περισσότερο από 20-30 sec.<br />

Η ποσότητα που χρειάζεται για την αποτελεσματική<br />

εφαρμογή της υγιεινής των χεριών είναι τουλάχιστον<br />

ένα πάτημα της αντλίας ή τόση ποσότητα αντισηπτικού<br />

ώστε να καλύπτονται όλες οι επιφάνειες του χεριού.<br />

(εικόνα 5).<br />

Όμως μελέτες παρατήρησης κατέδειξαν ότι η μέση<br />

διάρκεια εφαρμογής του μέτρου από τους επαγγελματίες<br />

υγείας κυμαίνεται από 6.5 έως 30 sec. (6) Παράλληλα,<br />

ότι είναι πλημμελής και ο τρόπος εφαρμογής της<br />

Υγιεινής με αποτέλεσμα να μην καλύπτεται επαρκώς<br />

όλη η επιφάνεια των χεριών και άρα να μην έχουμε<br />

σωστή εφαρμογή του μέτρου.<br />

Η μέση συχνότητα εφαρμογής της υγιεινής των<br />

χεριών εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από το χώρο<br />

εργασίας του επαγγελματία υγείας. Για παράδειγμα<br />

επαγγελματίας υγείας που εργάζεται σε ΜΕΘ έχει αυξημένο<br />

φόρτο εργασίας και περίπου 30 ευκαιρίες για<br />

εφαρμογή υγιεινής των χεριών ανά ώρα. Όσο αυξάνεται<br />

ο φόρτος εργασίας τόσο μειώνεται η συμμόρφωση<br />

στην υγιεινή των χειρών. (7)<br />

Εικόνα 4. Τεχνική πλυσίματος των χεριών με νερό και σαπούνι ΠΗΓΗ: ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ


328<br />

Υγιεινή των χεριών. Εφαρμόζουμε υγιεινή των χεριών και αν όχι γιατί;<br />

Εικόνα 5. Τεχνική εφαρμογής αλκοολούχου αντισηπτικού ΠΗΓΗ: ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ<br />

Χειρουργική αντισηψία<br />

Για να αποφευχθεί η ανάπτυξη λοίμωξης χειρουργικού<br />

τραύματος απαραίτητη μεταξύ άλλων είναι η<br />

κατάλληλη εφαρμογή υγιεινής των χεριών. Για πολλές<br />

δεκαετίες θεωρούνταν απαραίτητη η χειρουργική<br />

αντισηψία διάρκειας 10 λεπτών, ενώ σήμερα ο χρόνος<br />

αυτός έχει μειωθεί κατά πολύ. Τρία με πέντε λεπτά είναι<br />

αρκετά προκειμένου να είμαστε ασφαλείς για χειρουργική<br />

επέμβαση, ακολουθώντας οπωσδήποτε την<br />

κατάλληλη τεχνική (2). Με τη χειρουργική αντισηψία<br />

επιδιώκουμε την εξαφάνιση της παροδικής χλωρίδας<br />

και τη μείωση της μόνιμης χλωρίδας με την αναστολή<br />

ανάπτυξης μικροβίων μέσα από τα αποστειρωμένα<br />

γάντια.<br />

Τα χέρια πρέπει να πλένονται με νερό και αντιμικροβιακό<br />

σαπούνι στην αρχή και στο τέλος της ημέρας,<br />

ενώ ανάμεσα στις χειρουργικές επεμβάσεις, και<br />

εφόσον τα χέρια δεν είναι εμφανώς λερωμένα, μπορεί<br />

να εφαρμοστεί υγιεινή των χεριών με μη υδατικό αλκοολούχο<br />

σκεύασμα, με έμφαση στην κατάλληλη τεχνική


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 329<br />

και με την κατάλληλη ποσότητα αντισηπτικού παράγοντα.<br />

Αντίθετα, αν υπάρχει διάτρηση των γαντιών και<br />

άρα επαφή με βιολογικά υγρά του ασθενή ή υπόλειμμα<br />

ταλκ πάνω στα χέρια του επαγγελματία υγείας, τα<br />

χέρια πρέπει να πλυθούν με σαπούνι και νερό μετά<br />

την αφαίρεση των αποστειρωμένων γαντιών.<br />

Παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμόρφωση<br />

στην υγιεινή των χεριών<br />

Παρά τις εκτενείς οδηγίες από έγκυρους διεθνείς<br />

οργανισμούς, παρά τις αποδείξεις από μελέτες παρατήρησης<br />

για την αποτελεσματικότητα της Υγιεινής<br />

των χεριών στην πρόληψη μετάδοσης νοσοκομειακών<br />

παθογόνων μικροοργανισμών, η συμμόρφωση των<br />

επαγγελματιών υγείας παραμένει αρκετά χαμηλή. Κυμαίνεται<br />

από 5% έως 89% με μέσο όρο το 38.7%. (2) Προηγμένα<br />

συστήματα υγείας, σε ανεπτυγμένες χώρες, με<br />

αρκετούς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους έχουν<br />

υψηλά ποσοστά συμμόρφωσης. Αντίθετα σε αναπτυσσόμενες<br />

χώρες, σε χώρες που δεν έχουν εφαρμοστεί<br />

συστηματικές παρεμβάσεις ή που έχουν ένδεια οικονομικών<br />

πόρων παρουσιάζονται συνήθως τα χαμηλότερα<br />

ποσοστά συμμόρφωσης στην Υγιεινή των χεριών.<br />

Αίτια<br />

• Μεγάλος φόρτος εργασίας – όσο πιο έντονη<br />

η εργασία τόσο μικρότερη η πιθανότητα για<br />

εφαρμογή της Υγιεινής των Χεριών<br />

• Έλλειψη χρόνου – «Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος<br />

για να πλύνω τα χέρια μου»<br />

• «Τα χέρια μου δεν είναι εμφανώς λερωμένα»<br />

– Τα μικρόβια υπάρχουν ακόμα κι αν δεν τα<br />

βλέπουμε<br />

• Προβλήματα με τον ερεθισμό των χεριών από τη<br />

χρήση των προϊόντων – ξηροδερμία, φαγούρα<br />

• Περιορισμένες υποδομές – αν δεν υπάρχει εύκολη<br />

πρόσβαση σε νιπτήρα ή αλκοολούχο διάλυμα,<br />

η συμμόρφωση είναι πολύ χαμηλή.<br />

Ορισμένες κατηγορίες επαγγελματιών υγείας φαίνεται<br />

να έχουν χαμηλότερη συμμόρφωση στις οδηγίες<br />

σχετικά με την Υγιεινή των Χεριών. Έτσι ο γιατρός, ο<br />

βοηθός νοσηλευτής, ο φυσιοθεραπευτής, ο τεχνολόγος<br />

εφαρμόζουν σε μικρότερο ποσοστό Υγιεινή των Χεριών.<br />

Επίσης η εργασία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας,<br />

στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, σε χειρουργικό<br />

ή σε αναισθησιολογικό τμήμα λειτουργεί ανασταλτικά.<br />

Η έλλειψη υποδομών και εξοπλισμού, όπως για<br />

παράδειγμα αυτόματων νιπτήρων ή χειροπετσετών<br />

καθιστά την εφαρμογή της Υγιεινής των χεριών δυσχερή.<br />

(Πίνακας 2).<br />

Πίνακας 2. Αίτια χαμηλής συμμόρφωσης στην εφαρμογή<br />

Υγιεινής των χεριών μεταξύ των<br />

επαγγελματιών υγείας<br />

Παράγοντες από μελέτες Παράγοντες που αναφέρουν<br />

παρατήρησης οι επαγγελματίες υγείας<br />

Ανδρικό φύλο<br />

Έλλειψη χρόνου λόγω δύσ-<br />

Ιατρός, βοηθός νοσηλευτή,<br />

φυσιοθεραπευτής, τεχνολόγος<br />

Εργασία σε ΜΕΘ, σε ΤΕΠ, σε<br />

αναισθησιολογικό τμήμα<br />

Εργασία κατά τη διάρκεια<br />

της βδομάδας<br />

Χρήση μέτρων ατομικής<br />

προστασίας (ιδίως γαντιών)<br />

Επαφή μόνο με το περιβάλλον<br />

του ασθενή<br />

κολων συνθηκών εργασίας<br />

Έλλειψη προσωπικού (κακή<br />

αναλογία ασθενών/ επαγγελματιών<br />

υγείας)<br />

Έλλειψη σαπουνιού, χειροπετσετών<br />

Δυσκολία πρόσβασης σε<br />

νιπτήρα ή σε αλκοολούχο<br />

διάλυμα<br />

Πεποίθηση ότι τα γάντια<br />

εξασφαλίζουν τη μη μετάδοση<br />

παθογόνων<br />

Τα προϊόντα προκαλούν ξηροδερμία<br />

των χεριών<br />

Διάρκεια επαφής < από 2 Έλλειψη γνώσεων σχετικά με<br />

λεπτά<br />

το πότε πρέπει να πλένουμε<br />

τα χέρια μας<br />

Η χρήση γαντιών μειώνει τη συμμόρφωση στην<br />

υγιεινή των χεριών. (8) Μάλιστα πρόσφατα δημοσιευμένη<br />

έρευνα καταδεικνύει ότι όχι μόνο μειώνεται η<br />

συμμόρφωση αλλά δεν ακολουθούνται σωστά και οι<br />

σχετικές οδηγίες για τη χρήση γαντιών. Η πεποίθηση<br />

ότι τα γάντια μας προφυλάσσουν από τη μετάδοση<br />

παθογόνων μικροοργανισμών, είναι εσφαλμένη. Η<br />

εφαρμογή υγιεινής των χεριών είναι επιβεβλημένη και<br />

μετά την αφαίρεση των γαντιών.<br />

Οι επαγγελματίες υγείας συχνά δηλώνουν ότι πλένουν<br />

τα χέρια τους περισσότερο για δική τους προστασία<br />

και λιγότερο για την προστασία των ασθενών<br />

που νοσηλεύουν. Έτσι έρευνες σχετικά με τη συμμόρφωση<br />

στην Υγιεινή των χεριών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο<br />

ποσοστό συμμόρφωσης καταγράφεται μετά<br />

από την επαφή με τον ασθενή. (9)<br />

Το επίπεδο γνώσεων των επαγγελματιών υγείας<br />

φαίνεται ότι είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη<br />

συμμόρφωση. Επαγγελματίες υγείας με υψηλότερο<br />

επίπεδο γνώσεων πλένουν λιγότερο συχνά τα χέρια<br />

τους.(10) Αντίθετα, η ύπαρξη «θετικών» μοντέλων<br />

και συμπεριφορών από υψηλόβαθμους στην ιεραρχία<br />

επαγγελματίες υγείας, φαίνεται να αυξάνει τα ποσοστά<br />

συμμόρφωσης στην υγιεινή των χεριών.(11)<br />

Υπάρχουν αρκετές παρεμβάσεις, οι οποίες, όταν


330<br />

Υγιεινή των χεριών. Εφαρμόζουμε υγιεινή των χεριών και αν όχι γιατί;<br />

εφαρμόστηκαν, είχαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα<br />

και βελτίωσαν τα ποσοστά συμμόρφωσης των<br />

επαγγελματιών υγείας. Η τοποθέτηση περισσότερων<br />

νιπτήρων για εύκολη πρόσβαση, η χρήση αυτόματων<br />

νιπτήρων, η καθιέρωση των μη υδατικών αλκοολούχων<br />

διαλυμάτων, τα εκπαιδευτικά μαθήματα, οι αφίσες που<br />

προτρέπουν για εφαρμογή της υγιεινής των χεριών, η<br />

επίδειξη του τρόπου πλυσίματος των χεριών και άλλα<br />

μέτρα φαίνεται να βελτιώνουν ικανοποιητικά τα ποσοστά<br />

συμμόρφωσης. Παράλληλα η ανοικτή παρατήρηση<br />

κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών του<br />

επαγγελματία υγείας και η επιτόπου διόρθωση της<br />

διαδικασίας σε περίπτωση μη εφαρμογής του μέτρου<br />

έχουν αποδειχθεί με έρευνες ότι αύξησαν τα ποσοστά<br />

συμμόρφωσης. Τέλος η ανατροφοδότηση των επαγγελματιών<br />

υγείας (feedback) με στοιχεία που συλλέχθησαν<br />

από μελέτες παρατήρησης σχετικά με τη συχνότητα<br />

εφαρμογής του μέτρου φαίνεται, να είναι το πιο αποτελεσματικό<br />

μέτρο που ενεργοποιεί τους επαγγελματίες<br />

υγείας και αυξάνει κατακόρυφα τη συμμόρφωσή τους.<br />

Ανεπιθύμητες ενέργειες κατά την<br />

εφαρμογή υγιεινής των χεριών<br />

Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι αντίδρασης του δέρματος<br />

που σχετίζονται με την υγιεινή των χεριών. Η<br />

πρώτη και η πιο συνηθισμένη είναι συμπτώματα που<br />

ποικίλλουν από απλή ξηροδερμία, ερεθισμό, φαγούρα,<br />

ραγάδες του δέρματος έως και μικρή αιμορραγία. Η<br />

δεύτερη αντίδραση είναι η αλλεργική αντίδραση κυρίως<br />

σε κάποιο από τα συστατικά των αλκοολούχων<br />

διαλυμάτων και είναι πιο σπάνια.<br />

Παρά τις τοπικές ή τις συστηματικές αντιδράσεις,<br />

πρόσφατη μελέτη απέδειξε ότι τα μη υδατικά αλκοολούχα<br />

διαλύματα είναι καλά ανεκτά κατά τη χρήση<br />

από τους επαγγελματίες υγείας και δεν προξενούν<br />

βλάβη στο δέρμα. (12)<br />

Πως θα αυξήσουμε τη συμμόρφωση;<br />

Στόχος κάθε συστήματος υγείας πρέπει να είναι<br />

η αύξηση της συμμόρφωσης στην υγιεινή των χεριών<br />

με κάθε μέσο. Η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας<br />

αποτελεί τον πρωταρχικό τρόπο αλλαγής της συμπεριφοράς.<br />

Ο επαγγελματίας υγείας πρέπει να έχει<br />

ένα κίνητρο, πρέπει να γνωρίζει γιατί είναι σημαντικό<br />

μέτρο η υγιεινή των χειρών, πότε και πώς πρέπει να<br />

εφαρμόζεται. Εναλλακτικός τρόπος αύξησης της συμμόρφωσης<br />

είναι η ενίσχυση της θετικής συμπεριφοράς<br />

από τους ίδιους τους ασθενείς. Τέλος πρέπει να<br />

υπάρχει διοικητική μέριμνα από τον οργανισμό υγείας<br />

ώστε να εξασφαλίζει επαρκείς πόρους για την εφαρμογή<br />

της υγιεινής των χεριών. (13)<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. World Alliance for Patient Safety: The Global Patient<br />

Safety Challenge 2005–2006 “Clean Care is Safer<br />

Care”. Geneva, World Health Organization, 2005.<br />

2. WHO Guidelines on Hand Hygiene in Health care<br />

2009.<br />

3. Trampuz A, Widmer A: Hand Hygiene: A frequently<br />

missed lifesaving opportunity during patient care.<br />

Mayo Clin Proc. 2004, 79:109-116.<br />

4. Kramer A, Schwebke I, Kampf G: How long do nosocomial<br />

pathogens persist on inanimate surfaces A<br />

systematic review. BMC Infectious Disease 2006,<br />

6:130.<br />

5. Sax H, Allegranzi B, Uckay I et al: “ My five moments<br />

for hand hygiene”: a used-centred design approach to<br />

understand, train, monitor and report hand hygiene.<br />

Journal of Hospital Infection 2007; 67: 9-21.<br />

6. Girou E, Loyeau S, Legrand P et al: Efficacy of hand<br />

rubbing with alcohol based solution versus standard<br />

Handwashing with antiseptic soap: randomized clinical<br />

trial. BMJ 2002; 325-362.<br />

7. Hugonnet S, Perneger TV, Pittet D: Alcohol based<br />

handrub improves compliance with hand hygiene in<br />

intensive care units. Archives of Internal Medicine<br />

2002, 162(9); 1037-1043.<br />

8. Fuller C,Savage J,Besser S,et al: “The Dirty Hand in a<br />

Latex Glove”: a study of hand hygiene compliance<br />

when gloves are worn. Infect Control Hosp Epidemiol<br />

2011; 32(12) 1194-1199.<br />

9. Whitby M, McLaws ML, Ross M: Why Healthcare<br />

workers don’t wash their hands: a behavior explanation<br />

Infect Control Hosp Epidemiol 2006; 27:484-492.<br />

10. Duggan J, Hensley S, Khuder S: Inverse correlation<br />

between level of professional education and rate of<br />

Handwashing compliance in a teaching hospital Infect<br />

Control Hosp Epidemiol 2008; 29:534-538.<br />

11. Erasmus V, Brouwer W, F.van Beeck E et al: A qualitative<br />

exploration of reasons for poor hand hygiene<br />

among hospital workers: lack of positive role models<br />

and of convincing evidence that hand hygiene prevents<br />

cross-infection Infect Control Hosp Epidemiol<br />

2009; 30: 415-419.<br />

12. Ahmed-Lecheheb D, Cunat L, Hartemann P: Prospective<br />

observational study to assess hand skin condition<br />

after application of alcohol-based hand rub solutions.<br />

Am. J Infect. Control 2011;1-6.<br />

13. The Joint Commission: Measuring hand hygiene adherence:<br />

overcoming the challenges Monograph<br />

2009.


Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 6932564494<br />

E-mail: stavros.kajaani@gmail.com<br />

Βulling: Ιατροί - νοσηλευτές:<br />

Ενδονοσοκομειακές συγκρούσεις<br />

Σ Τσιτιρίδης<br />

Νοσηλευτής TE Χειρουργείου Γ.Ν.Α. «O Ευαγγελισμός»<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι γιατροί και οι νοσηλευτές αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι μιας ομάδας ανθρώπων από διαφορετικές<br />

ειδικότητες στον χώρο του νοσοκομείου, που συνεργάζονται στενά, με μοναδικό σκοπό την βελτίωση/αποκατάσταση<br />

της υγείας των ασθενών που προσέρχονται στις υπηρεσίες υγείας. Οι δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν,<br />

σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας, τον φόρτο εργασίας, το στρες, την κόπωση από το κυκλικό ωράριο<br />

ή τις εφημερίες αντίστοιχα καλλιεργούν έδαφος για παρεξηγήσεις και μπορούν να δημιουργηθούν εντάσεις και<br />

διαπληκτισμοί. Ο όρος «bulling» κάνει όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια την εμφάνισή του στη διεθνή<br />

βιβλιογραφία και αφορά σε κάτι πέρα από αυτό. Με τον όρο «bulling χαρακτηρίζεται μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς<br />

που μπορεί να εκδηλωθεί ως καταχρηστική μεταχείριση, με τη χρήση βίας ή εξαναγκασμού συνήθως<br />

σε περιπτώσεις που υπάρχει ανισορροπία δυνάμεων. Σκοπός της εργασίας είναι να αναδείξει μέσα από την<br />

δυναμική αυτής της σχέσης γιατρού/νοσηλευτή, την ύπαρξη του φαινομένου «bulling» στα ελληνικά νοσοκομεία<br />

καθώς και να μελετήσει τους τρόπους έκφρασης και αντιμετώπισης του, εστιάζοντας στη σχέση γιατρών-νοσηλευτών.<br />

Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 331, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: εκφοβισμός-εργασία, γιατροί-νοσηλευτές, εκφοβισμός-νοσοκομείο


ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ<br />

ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Ι. Καλογερόπουλος<br />

Τηλ.: 6972723674<br />

E-mail: johnkalog@yahoo.gr<br />

Ψηφιακή ακτινογραφία<br />

Ι Β Καλογερόπουλος 1 , Χ Κολοφούση 2<br />

1<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, 2 Ειδικευόμενη Ιατρός<br />

Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

KALOGEROPOULOS I, KOLOFOUSI C. Digital Radiography. During the past two decades, digital radiography has<br />

supplanted screen-film radiography in many radiology departments. Today, manufacturers provide a variety of digital<br />

imaging solutions based on various detector and readout technologies. Digital detectors allow implementation of a fully<br />

digital picture archiving and communication system, in which images are stored digitally and are available anytime.<br />

Image distribution in hospitals can now be achieved electronically by means of web-based technology with no risk of<br />

losing images. Other advantages of digital radiography include higher patient throughput, increased dose efficiency, and<br />

the greater dynamic range of digital detectors with possible reduction of radiation exposure to the patient. The future<br />

of radiography will be digital, and it behooves radiologists to be familiar with the technical principles, image quality<br />

criteria, and radiation exposure issues associated with the various digital radiography systems that are currently available.<br />

Nosokomiaka Chronika Β΄, 74, Supplement, 332-337, 2012.<br />

Key words: digital radiography, computed radiography, digital detectors<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η ψηφιακή ακτινογραφία έχει αντικαταστήσει την απλή-αναλογική<br />

ακτινογραφία σε πολλά ακτινολογικά τμήματα. Στις μέρες μας, οι κατασκευαστές προτείνουν μια ποικιλία<br />

ψηφιακών απεικονιστικών συστημάτων που βασίζονται σε νεότερες τεχνολογίες ανίχνευσης και καταγραφής.<br />

Τα ψηφιακά αυτά συστήματα επιτρέπουν την αποθήκευση και αρχειοθέτηση πλήρως ψηφιακών εικόνων, διαθέσιμων<br />

οποιαδήποτε στιγμή. Αυτό σημαίνει πως η μεταφορά των ψηφιακών εικόνων στα νοσοκομεία μπορεί<br />

πλέον να γίνεται ηλεκτρονικά με μέσα διαδικτυακής τεχνολογίας χωρίς τον κίνδυνο απώλειας αυτών. Άλλα<br />

πλεονεκτήματα της ψηφιακής ακτινογραφίας περιλαμβάνουν το υψηλότερο συνολικό όγκο έργου (μεγαλύτερο<br />

αριθμό εξετάσεων), την ποιοτικότερη απόδοση για συγκεκριμένη δόση ακτινοβολίας και την πιθανή μείωση της<br />

έκθεσης των ασθενών στην ακτινοβολία. Το μέλλον της ακτινογραφίας είναι ψηφιακό και ως εκ τούτου κρίνεται<br />

αναγκαία η εξοικείωση των ακτινολόγων με τις τεχνικές αρχές λειτουργίας, τα κριτήρια ποιότητας των εικόνων<br />

και τα ζητήματα έκθεσης στην ακτινοβολία των ποικίλων ψηφιακών ακτινολογικών συστημάτων που είναι επί<br />

του παρόντος διαθέσιμα. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 332-337, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: ψηφιακή ακτινογραφία, ψηφιοποιημένη ακτινογραφία, ψηφιακοί ανιχνευτές


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 333<br />

ΦΥΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

Οι φυσικές αρχές της ψηφιακής ακτινογραφίας<br />

δε διαφέρουν πολύ από εκείνες της αναλογικής ακτινογραφίας.<br />

Ωστόσο, σε αντίθεση με την αναλογική<br />

ακτινογραφία στην οποία το φιλμ λειτουργεί τόσο ως<br />

καταγραφικό όσο και ως αποθηκευτικό μέσο, οι ψηφιακοί<br />

ανιχνευτές χρησιμοποιούνται μόνο για να παράγουν<br />

την εικόνα, η οποία ακολούθως αποθηκεύεται σε<br />

κάποιο ψηφιακό μέσο.<br />

Η ψηφιακή απεικόνιση απαρτίζεται από 4 ξεχωριστά<br />

στάδια: την παραγωγή, την επεξεργασία, την<br />

αρχειοθέτηση και την παρουσίαση της εικόνας.<br />

Ο ψηφιακός ανιχνευτής εκτίθεται στις ακτίνες χ<br />

που παράγονται από μια ηλεκτρική λυχνία. Η ενέργεια<br />

που απορροφήθηκε από τον ανιχνευτή μετατρέπεται<br />

τελικά σε ηλεκτρικά σήματα, τα οποία καταγράφονται,<br />

ψηφιοποιούνται και ποσοτικοποιούνται σε μια<br />

κλίμακα. Αυτή η κλίμακα αντιπροσωπεύει την ποσότητα<br />

της ενέργειας των ακτίνων χ που εναποτίθεται<br />

σε κάθε ψηφιακό τόπο στην προκύπτουσα ψηφιακή<br />

εικόνα. Μετά την παραγωγή ακολουθεί η επεξεργασία<br />

της εικόνας με την εφαρμογή λογισμικών, που οργανώνουν<br />

τις ακατέργαστες πληροφορίες σε εικόνα με<br />

νόημα.<br />

Μετά την τελική επεξεργασία, οι εικόνες αποστέλλονται<br />

σε ένα ψηφιακό αποθηκευτικό αρχείο. Εκεί κάθε<br />

εικόνα συνδέεται με ένα αρχείο επικεφαλίδων που περιλαμβάνει<br />

δημογραφικά στοιχεία των ασθενών.<br />

Παρότι είναι εφικτό οι ψηφιακές εικόνες να τυπώνονται<br />

σε φίλμ, τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής ακτινογραφίας<br />

δεν αναδεικνύονται πλήρως παρά μόνο<br />

εάν οι εικόνες αξιολογηθούν ψηφιακά σε σταθμούς<br />

εργασίας. Οι ψηφιακές εικόνες μπορούν να τροποποιηθούν<br />

κατά την ανάγνωση με λειτουργίες όπως η<br />

μεταβλητή εστίαση, η μεγέθυνση, η μεταβολή της αντίθεσης<br />

και του κορεσμού και οι μετρήσεις αποστάσεων<br />

και γωνιών. Εφικτή είναι και η μεταφορά εικόνων μέσω<br />

τοπικών δικτύων. Τέλος, οι ψηφιακές εικόνες και οι<br />

αντίστοιχες διαγνώσεις τους συνδέονται με τις σύστοιχες<br />

ψηφιακές καταχωρήσεις ασθενών και επιτρέπουν<br />

εύκολη πρόσβαση στο διαγνωστικό υλικό.<br />

ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ<br />

Η ψηφιακή ακτινογραφία διακρίνεται στην CR<br />

(Computed Radiography) και την DR (Direct Radiography).<br />

Τα συστήματα CR χρησιμοποιούν ελάσματα φωσφόρου<br />

για την αποθήκευση της ενέργειας των ακτίνων<br />

χ, η οποία ακολούθως με ξεχωριστή διεργασία μετατρέπεται<br />

και αποθηκεύεται με τη μορφή ηλεκτρικών<br />

φορτίων. Αντιθέτως, τα συστήματα DR εξασφαλίζουν<br />

την απ’ ευθείας μετατροπή των ακτίνων χ σε ηλεκτρικά<br />

σήματα και ταξινομούνται περαιτέρω σε συστήματα<br />

άμεσης και συστήματα έμμεσης μετατροπής αναλόγως<br />

του τύπου του μετατροπέα που χρησιμοποιούν.<br />

COMPUTED RADIOGRAPHY<br />

Τα συστήματα CR χρησιμοποιούν ελάσματα επικαλυμμένα<br />

με μια επιφάνεια φωτοευαίσθητων κρυστάλλων,<br />

συνήθως φωσφόρου. Οι κρύσταλλοι φωσφόρου<br />

τοποθετούνται στα ελάσματα με άναρχη δομή. Το<br />

σύστημα αυτό αποτελεί τις κασέτες φωσφόρου και<br />

αντικαθιστά τις συμβατικές κασέτες.<br />

Κατά τη διάρκεια της έκθεσης, η ενέργεια των ακτίνων<br />

χ απορροφάται και αποθηκεύεται προσωρινά<br />

στους κρυστάλλους οδηγώντας τα ηλεκτρόνια αυτών<br />

σε υψηλότερα ενεργειακά επίπεδα (1). Η διεργασία μετατροπής<br />

πρέπει να ξεκινήσει αμέσως μετά την έκθεση<br />

καθώς η ποσότητα της αποθηκευμένης ενέργειας<br />

μειώνεται με το χρόνο. Έτσι, ακολουθεί σάρωση του<br />

ελάσματος με μια δέσμη ακτίνων laser υψηλής ενέργειας<br />

και συγκεκριμένου μήκους κύματος (flying-spot<br />

scanner), οπότε η αποθηκευμένη ενέργεια απελευθερώνεται<br />

ως εκπεμπόμενη δέσμη φωτός με μήκος κύματος<br />

διαφορετικό από εκείνο της δέσμης των ακτίνων<br />

laser. Αυτή η δέσμη φωτός συγκεντρώνεται από τους<br />

φωτοπολλαπλασιαστές και μετατρέπεται ψηφιακά σε<br />

εικόνα από ειδικούς μετατροπείς (μετατροπείς αναλογικού<br />

σήματος σε ψηφιακό) (1).<br />

Η όλη διεργασία μετατροπής για ένα έλασμα 14x17<br />

ιντσών χρειάζεται περίπου 30-40 sec. Έτσι, ένας μέγιστος<br />

φόρτος εργασίας 90-120 ελασμάτων την ώρα<br />

είναι θεωρητικά εφικτός.<br />

Πλεονεκτήματα:<br />

• Τα συστήματα CR, όπως και όλα τα ψηφιακά<br />

συστήματα, έχουν ευρύ δυναμικό φάσμα μειώνοντας<br />

έτσι τον αριθμό των αποτυχημένων<br />

εκθέσεων στην ακτινοβολία.<br />

• Επειδή τα συστήματα CR έχουν ως βάση την<br />

κασέτα μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν<br />

στα ήδη υπάρχοντα ακτινολογικά μηχανήματα,<br />

είναι ευκίνητα και χρησιμοποιούνται εύκολα σε<br />

εξετάσεις κατά κλίνη. Είναι έτσι εύχρηστα στην<br />

καθημέρα πράξη.<br />

• Εάν κάποιο έλασμα είναι ελαττωματικό μπορεί<br />

εύκολα να αντικατασταθεί από τον τεχνολόγο<br />

χωρίς την ανάγκη εξειδικευμένου εξοπλισμού ή<br />

προσωπικού.


334<br />

Ψηφιακή ακτινογραφία<br />

Μειονεκτήματα:<br />

• Η χωρική διακριτική ικανότητα στα αποθηκευτικά<br />

ελάσματα φωσφόρου είναι μικρότερη απ’<br />

ότι στα συμβατικά φίλμ. Μελέτες ωστόσο αναφέρουν<br />

ότι η διαγνωστική τους ακρίβεια είναι<br />

ανάλογη (2-4).<br />

• Συγκριτικά με τους πιο σύγχρονους ψηφιακούς<br />

ανιχνευτές τα συστήματα CR είναι κατώτερα<br />

από άποψη ποιότητας εικόνας και διαγνωστικής<br />

ακρίβειας (2,5).<br />

DIRECT RADIOGRAPHY<br />

Άμεσης Μετατροπής:<br />

Η άμεση μετατροπή απαιτεί έναν φωτοαγωγό που<br />

μετατρέπει τα φωτόνια ακτίνων χ σε ηλεκτρικά φορτία<br />

απελευθερώνοντας ηλεκτρόνια (6). Το πιο συχνά<br />

χρησιμοποιούμενο υλικό φωτοαγωγού είναι το σελήνιο,<br />

το οποίο έχει υψηλή ενδογενή χωρική διακριτική<br />

ικανότητα. Ως εκ τούτου, η χωρική διακριτική ικανότητα<br />

των ανιχνευτών άμεσης μετατροπής δεν περιορίζονται<br />

από το υλικό του ανιχνευτή αλλά από τα μέσα<br />

καταγραφής και επεξεργασίας που χρησιμοποιούνται.<br />

Τα DR συστήματα άμεσης μετατροπής με βάση το<br />

σελήνιο είναι εξοπλισμένα είτε με έναν κύλινδρο σεληνίου<br />

είτε με έναν επίπεδο ανιχνευτή. Στην πρώτη<br />

περίπτωση, ένας περιστρεφόμενος κύλινδρος σεληνίου,<br />

ο οποίος έχει θετικό ηλεκτρικό φορτίο, εκτίθεται<br />

στην ακτινοβολία χ. Κατά την διάρκεια της έκθεσης,<br />

παράγεται στην επιφάνεια του κυλίνδρου ένα φορτίο<br />

ανάλογο της προσπίπτουσας ακτινοβολίας και καταγράφεται<br />

κατά τη διάρκεια της περιστροφής του κυλίνδρου<br />

από έναν μετατροπέα (αναλογικού σε ψηφιακό<br />

σήμα) (6). Ποικίλες κλινικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει<br />

ότι οι κυλινδρικοί ανιχνευτές σεληνίου εξασφαλίζουν<br />

καλή ποιότητα εικόνας, ανώτερη της εικόνας<br />

που παρέχουν τα συμβατικά φίλμ και τα συστήματα<br />

CR (7). Ωστόσο, λόγω του μηχανικού σχεδιασμού τους<br />

προορίζονται κατ’ εξοχήν για όρθια συστήματα, κύρια<br />

ακτινογραφιών θώρακος, και δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε<br />

μετακίνηση.<br />

Μια νεότερη γενιά συστημάτων DR άμεσης μετατροπής<br />

χρησιμοποιούν επίπεδους ανιχνευτές σεληνίου.<br />

Αυτοί οι ανιχνευτές απαρτίζονται από μια επιφάνεια<br />

σεληνίου κάτωθεν της οποίας διατάσσεται<br />

μια αντίστοιχη σειρά από λεπτές κρυσταλλολυχνίες<br />

(transistors) (TFTs). Η αρχή μετατροπής της ακτινοβολίας<br />

χ σε ηλεκτρικά φορτία είναι όμοια με αυτή που<br />

χρησιμοποιείται στους κυλίνδρους σεληνίου, με την<br />

εξαίρεση ότι τα φορτία εδώ καταγράφονται από την<br />

διάταξη των TFTs, οι οποίοι συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν<br />

την ενέργεια των ηλεκτρονίων.<br />

Ένα πλεονέκτημα των συστημάτων με επίπεδους<br />

ανιχνευτές σεληνίου είναι η μεγαλύτερη κλινική εφαρμογή<br />

τους, καθώς οι εν λόγω ανιχνευτές δύναται να<br />

εφαρμοσθούν τόσο σε όρθια συστήματα θώρακα, όσο<br />

και σε ακτινολογικές τράπεζες με αντιδιαχυτικά διαφράγματα.<br />

Όσον αφορά την ποιότητα εικόνας που<br />

εξασφαλίζουν τα ανωτέρω συστήματα, λίγες κλινικές<br />

μελέτες έχουν διεξαχθεί, οι οποίες υποδεικνύουν πως<br />

είναι ισάξια με αυτή που παρέχουν άλλοι επίπεδοι<br />

ανιχνευτές καθώς και οι κυλινδρικοί ανιχνευτές σεληνίου<br />

(7). Μια πολλά υποσχόμενη κλινική εφαρμογή<br />

των επίπεδων ανιχνευτών σεληνίου είναι στο πεδίο<br />

της μαστογραφίας.<br />

Έμμεσης Μετατροπής με χρήση CCD:<br />

Το CCD είναι ένας φωτοευαίσθητος αισθητήρας για<br />

την καταγραφή εικόνων, που αποτελείται από ένα ολοκληρωμένο<br />

κύκλωμα συνδεδεμένων πυκνωτών. Η ενέργεια<br />

της ακτινοβολίας χ μετατρέπεται σε φώς από έναν<br />

σπινθηριστή και ακολούθως καταγράφεται από το CCD,<br />

όπου το φώς μετατρέπεται σε ηλεκτρικά φορτία.<br />

Τα εν λόγω συστήματα χρησιμοποιούν έναν ειδικό<br />

δίαυλο εκπομπής ακτίνων χ από βολφράμιο. Ο ασθενής<br />

σαρώνεται από μια ευθυγραμμισμένη δέσμη ακτίνων χ<br />

«δίκην βεντάλιας», η οποία συνδέεται με μια ταυτοχρόνως<br />

κινούμενη διάταξη ανιχνευτών CCD ανάλογου<br />

πλάτους. Έτσι, ο συνδυασμός μιας ευθυγραμμισμένης<br />

δέσμης και ενός συγχρόνως κινούμενου ανιχνευτή μειώνει<br />

την επίδραση της σκεδάζουσας ακτινοβολίας στην<br />

εικόνα, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό της διαφεύγει<br />

χωρίς να καταγραφεί. Επιπλέον, η σχετικά χαμηλή απόδοση<br />

των συστημάτων CCD, η οποία είναι συγκρίσιμη<br />

με εκείνη των συστημάτων CR, αντισταθμίζεται λόγω<br />

του μειωμένου θορύβου της εικόνας (8).<br />

Ο χρόνος έκθεσης ανά ασθενή είναι περίπου 20<br />

msec και η διαδικασία καταγραφής χρειάζεται περίπου<br />

1,3 sec (9). Τέλος, λόγω της ανάγκης για σταθερή<br />

εγκατάσταση τα συστήματα έμμεσης μετατροπής CCD<br />

ενδείκνυνται για ακτινογραφία θώρακος και κυρίως<br />

για μαστογραφία και οδοντιατρική ακτινογραφία.<br />

Έμμεσης Μετατροπής με χρήση επίπεδου<br />

ανιχνευτή (Flat-Panel Detector):<br />

Τα συστήματα αυτά απαρτίζονται από έναν σπινθηριστή,<br />

ένα κύκλωμα φωτοδιοδίων από άμορφο πυ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 335<br />

ρίτιο και μια σειρά TFTs. Όταν τα φωτόνια της ακτινοβολίας<br />

χ προσπίπτουν στον σπινθηριστή, εκπέμπεται<br />

ορατό φώς με ενέργεια ανάλογη της προσπίπτουσας,<br />

η οποία ακολούθως προσλαμβάνεται από τα φωτοδιόδια<br />

και μετατρέπεται σε ηλεκτρικά φορτία. Τα φορτία<br />

αυτά τελικά καταγράφονται από τη σειρά των TFΤs.<br />

Οι σπινθηριστές αποτελούνται συνήθως από CsI<br />

ή Gd2O2S. Οι κρύσταλλοι Gd2O2S είναι άναρχα τοποθετημένοι<br />

μέσα σε συνδετικό υλικό, έχοντας δομή<br />

ανάλογη των κρυστάλλων φωσφόρου.<br />

Το πλεονέκτημα των σπινθηριστών με βάση το CsI<br />

είναι ότι οι κρύσταλλοι μπορούν να λάβουν σχήμα<br />

βελονών, εύρους μόλις 5-10 μm, και να διαταχθούν κάθετα<br />

στην επιφάνεια του ανιχνευτή. Αυτή η δομή των<br />

κρυστάλλων μειώνει τη διάχυση του φωτός εντός του<br />

σπινθηριστή (10). Ως αποτέλεσμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />

παχύτερα επιφάνειες σπινθηριστών και<br />

ως εκ τούτου να αυξηθεί η ένταση του εκπεμπόμενου<br />

φωτός, κάτι που συνεπάγεται καλύτερες οπτικές ιδιότητες<br />

και υψηλότερη απόδοση (11).<br />

Ένα επιπλέον πλεονέκτημα των επίπεδων ανιχνευτών<br />

είναι το μικρό τους μέγεθος που επιτρέπει χρήση<br />

σε ήδη υπάρχοντα ακτινολογικά τραπέζια και όρθια<br />

συστήματα θώρακα. Λόγω του ότι οι επίπεδοι ανιχνευτές<br />

με βάση το CsI είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο<br />

μηχανικό φορτίο λόγω της λεπτής δομής τους, αυτά<br />

τα συστήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε<br />

σταθερές εγκαταστάσεις, οπότε στερούνται τη δυνατότητα<br />

μετακίνησης. Αντιθέτως, κινητά συστήματα<br />

επίπεδων ανιχνευτών χρησιμοποιούν σπινθηριστές με<br />

βάση το Gd2O2S, οι οποίοι είναι ανθεκτικοί στο μηχανικό<br />

φορτίο όπως οι κρύσταλλοι φωσφόρου (12). Από<br />

την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε ελαττώματα εμφανίζονται<br />

στους ανιχνευτές επάγουν βλάβη σε ολόκληρο<br />

το απεικονιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα οι συσκευές<br />

έκτακτης ανάγκης να είναι απαραίτητες.<br />

Η παραγωγή της εικόνας με τους επίπεδους ανιχνευτές<br />

θεωρείται μια διεργασία, σχεδόν σε πραγματικό<br />

χρόνο, καθώς το διάστημα μεταξύ έκθεσης και<br />

αποτύπωσης της εικόνας είναι μικρότερο των 10 sec.<br />

Επομένως, αυτά τα συστήματα είναι ιδιαίτερα παραγωγικά<br />

οπότε περισσότεροι ασθενείς δύναται να<br />

εξετασθούν στον ίδιο χρόνο συγκριτικά με άλλες ακτινογραφικές<br />

συσκευές.<br />

Πολλές μελέτες συγκρίνοντας τους επίπεδους<br />

ανιχνευτές των συστημάτων DR με τα συμβατικά<br />

φίλμ, τις πλάκες φωσφόρου και άλλους ψηφιακούς<br />

ανιχνευτές έχουν αναδείξει πως οι επίπεδοι ανιχνευτές<br />

παρέχουν καλύτερη ποιότητα εικόνας από όλους<br />

τους ψηφιακούς ανιχνευτές και μέχρι στιγμής είναι<br />

ανώτεροι των συμβατικών φιλμ.<br />

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ<br />

Μετά την έκθεση και την καταγραφή, τα στοιχεία<br />

της εικόνας πρέπει να επεξεργαστούν για την απεικόνιση<br />

στον υπολογιστή. Αυτή η διεργασία αποτελεί<br />

ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ψηφιακής ακτινογραφίας,<br />

καθώς επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο<br />

που απεικονίζεται η εικόνα στον ακτινολόγο (13).<br />

Η επεξεργασία της εικόνας χρησιμοποιείται για τη<br />

βελτίωση της ποιότητάς της μειώνοντας το θόρυβο,<br />

απομονώνοντας τα τεχνικά artifact και βελτιώνοντας<br />

την αντίθεσή της. Η χωρική διακριτική ικανότητα, η δυνατότητα<br />

δηλαδή να διακρίνεται η έκταση και το σχήμα<br />

των χαρακτηριστικών της εικόνας, δεν μπορεί να επηρεαστεί<br />

από το λογισμικό επεξεργασίας παρά μόνο<br />

από τις τεχνικές παραμέτρους του ανιχνευτή (π.χ το<br />

μέγεθος των pixels). Ωστόσο, με τη βελτιστοποίηση των<br />

τεχνικών επεξεργασίας, η ανεπαρκής χωρική διακριτική<br />

ικανότητα μπορεί να αντισταθμιστεί (13).<br />

Η αλλαγή των χαρακτηριστικών της επεξεργασίας<br />

στις ψηφιακές εικόνες δεν είναι απλή. Όταν ένα χαρακτηριστικό<br />

βελτιώνεται, άλλα μπορεί να υποβαθμίζονται,<br />

με αποτέλεσμα ακουσίως να επέρχεται επικάλυψη<br />

διαγνωστικά σχετικών στοιχείων. Συμπερασματικά, η<br />

επεξεργασία των εικόνων πρέπει να βελτιώνεται ξεχωριστά<br />

για κάθε ψηφιακό σύστημα ακτινογραφίας, όπως<br />

επίσης οι αλγόριθμοι επεξεργασίας πρέπει να προσαρμόζονται<br />

για κάθε ανατομική περιοχή, που σημαίνει ότι<br />

για παράδειγμα διαφορετικά πρωτόκολλα πρέπει να<br />

χρησιμοποιούνται για την πλάγια και διαφορετικά για<br />

την οπισθοπρόσθια ακτινογραφία θώρακος.<br />

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ<br />

• Οι ψηφιακές εικόνες απαρτίζονται από επιμέρους<br />

στοιχεία, τα λεγόμενα pixels.<br />

• Η δισδιάστατη συνάθροιση των pixels στην εικόνα<br />

αποτελεί τη μήτρα, η οποία συνήθως περιγράφεται<br />

σαν μήκος (σε pixels) επί πλάτος (σε<br />

pixels).<br />

• Η μέγιστη χωρική διακριτική ικανότητα που<br />

μπορεί να επιτευχθεί καθορίζεται από το μέγεθος<br />

των pixels ή της μήτρας. Όσο πιο μικρό είναι<br />

το μέγεθος των pixels (ή όσο μεγαλύτερο είναι<br />

το μέγεθος της μήτρας) τόσο μεγαλύτερη είναι η<br />

χωρική διακριτική ικανότητα της εικόνας.<br />

• Aύξηση της ακτινοβολίας που εφαρμόζεται στον


336<br />

Ψηφιακή ακτινογραφία<br />

ανιχνευτή δε βελτιώνει τη μέγιστη χωρική διακριτική<br />

ικανότητα. Από την άλλη πλευρά, η διάχυση<br />

φωτονίων στον ανιχνευτή την επηρεάζει.<br />

Επομένως, η ενδογενής χωρική διακριτική ικανότητα<br />

στους ανιχνευτές άμεσης μετατροπής<br />

με βάση το σελήνιο είναι υψηλότερη από εκείνη<br />

των ανιχνευτών έμμεσης μετατροπής. Επίσης,<br />

οι σπινθηριστές με δομημένους κρυστάλλους<br />

υπερτερούν έναντι εκείνων με άναρχα τοποθετημένους<br />

κρυστάλλους.<br />

• Το μέγεθος του ανιχνευτή καθορίζει εάν αυτός<br />

είναι κατάλληλος για όλες τις κλινικές εφαρμογές.<br />

Για την ακτινογραφία θώρακος χρειάζονται<br />

μεγαλύτεροι ανιχνευτές απ’ ότι για τις<br />

ακτινογραφίες άκρων. Στις συμβατικές ακτινογραφίες<br />

αυτήν την παράμετρο εξυπηρετούσαν<br />

τα διαφορετικά μεγέθη κασετών.<br />

• Το δυναμικό φάσμα αντιπροσωπεύει το φάσμα<br />

των σημάτων που καταγράφει ο ανιχνευτής<br />

όταν εκτίθεται στις ακτίνες χ (14). Στα συμβατικά<br />

φίλμ, η καμπύλη διαβάθμισης των σημάτων<br />

έχει σχήμα S με στενό εύρος έκθεσης για<br />

την καλή αμαύρωση του φίλμ. Έτσι, το φίλμ έχει<br />

χαμηλή ανοχή για εκθέσεις υψηλότερες ή μικρότερες<br />

των απαιτούμενων με αποτέλεσμα αποτυχημένες<br />

λήψεις και εικόνες χαμηλής ποιότητας.<br />

Στους δυναμικούς ανιχνευτές, το δυναμικό<br />

φάσμα είναι το φάσμα έκθεσης στην ακτινοβολία<br />

χ ώστε να προκύψει μια εικόνα με νόημα.<br />

Οι δυναμικοί ανιχνευτές έχουν ευρύτερο και<br />

γραμμικό φάσμα, το οποίο στην κλινική πράξη<br />

ουσιαστικά περιορίζει τον κίνδυνο των αποτυχημένων<br />

εκθέσεων. Ένα επιπλέον θετικό στοιχείο<br />

του ευρέως δυναμικού φάσματος είναι ότι<br />

διαφορές απορρόφησης μεταξύ συγκεκριμένων<br />

ιστών (πχ. οστού έναντι μαλακών μορίων) μπορούν<br />

να απεικονισθούν σε μία εικόνα χωρίς την<br />

ανάγκη επιπρόσθετων λήψεων. Από την άλλη<br />

πλευρά, επειδή η ικανότητα ανίχνευσης αυξάνεται<br />

αναλογικά με την έκθεση στην ακτινοβολία<br />

πρέπει να υπάρχει μέριμνα ώστε να μην υπερεκτίθενται<br />

οι ασθενείς στην ακτινοβολία.<br />

ΈΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ<br />

Γενικά, η υψηλότερη απόδοση των ψηφιακών ανιχνευτών<br />

συγκριτικά με τα συμβατικά φίλμ υποδηλώνει<br />

πως, εκτός από καλύτερης ποιότητας εικόνες, οι<br />

ψηφιακοί ανιχνευτές παρέχουν τη δυνατότητα ουσιαστικής<br />

μείωσης της έκθεσης των ασθενών στην ακτινοβολία<br />

χωρίς αντίστοιχη μείωση στην ποιότητά τους.<br />

Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες<br />

για τη βελτίωση τόσο της ποιότητας της εικόνας όσο<br />

και της έκθεσης στην ψηφιακή ακτινογραφία.<br />

Αρκετές μελέτες έχουν αποδείξει πως για την ανάδειξη<br />

των ίδιων ανατομικών λεπτομεριών σε ποικίλα<br />

κλινικά πεδία, το μικρότερο ποσοστό ακτινοβόλησης<br />

απαιτείται με τους επίπεδους ανιχνευτές συγκριτικά<br />

με τα αποθηκευτικά συστήματα φωσφόρου και<br />

τα συμβατικά φίλμ. Στις περισσότερες από αυτές τις<br />

μελέτες οι επίπεδοι ανιχνευτές έμμεσης ψηφιακής μετατροπής<br />

ανέδειξαν την μικρότερη απαιτούμενη δόση<br />

ακτινοβολίας, ανεξαρτήτως κλινικού πεδίου και ακολουθούν<br />

άλλα συστήματα DR όπως οι κύλινδροι σεληνίου<br />

και τα συστήματα με χρήση CCD.<br />

Παρόλο που οι περισσότερες από τις μελέτες συμφωνούν<br />

στην σειρά κατάταξης των συστημάτων όσον<br />

αφορά τη μείωση της έκθεσης, το συνολικό ποσοστό<br />

της προτεινόμενης μείωσης ποικίλει δραματικά (15). Το<br />

αποτέλεσμα είναι η αδυναμία διαμόρφωσης γενικών<br />

συστάσεων για τις κατάλληλες δόσεις ακτινοβολίας<br />

σε συγκεκριμένες κλινικές ενδείξεις. Συμπερασματικά,<br />

η μείωση της έκθεσης στην ψηφιακή ακτινογραφία με<br />

επίπεδο ανιχνευτή είναι εφικτή σε κάποιο βαθμό, ανεξαρτήτως<br />

της ανατομικής περιοχής και της κλινικής<br />

περίστασης.<br />

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ<br />

Τα άλματα της τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίες<br />

έχουν συμβάλει σημαντικά στην παραγωγή πιο<br />

εξελιγμένων συστημάτων στην ψηφιακή απεικόνιση με<br />

καλύτερες ιδιότητες για τη βελτίωση της ποιότητας<br />

της εικόνας, τη μείωση της δόσης ακτινοβόλησης και<br />

την ευκολότερη χρήση τους.<br />

Διερευνούνται νέα αποθηκευτικά ελάσματα φωσφόρου<br />

και συστήματα σάρωσης για χρήση στην CR.<br />

Αυτοί οι κρύσταλλοι φωσφόρου έχουν σχήμα βελόνας<br />

και είναι δομημένοι κάθετα στην επιφάνεια του ελάσματος<br />

πάνω σε υπόστρωμα από γυαλί ή αλουμίνιο,<br />

χωρίς συνδετικό υλικό ανάμεσά τους (16). Αυτή η στενά<br />

συγκροτημένη δόμηση των κρυστάλλων εξασφαλίζει<br />

μείωση του μεγέθους των pixels και επομένως<br />

μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα, ανάλογη των ψηφιακών<br />

συστημάτων έμμεσης μετατροπής με επίπεδους<br />

ανιχνευτές. Επίσης, οι εικόνες σαρώνονται ανά γραμμή<br />

σε αυτά τα συστήματα με αποτέλεσμα να επιτυγχάνονται<br />

μικρότεροι χρόνοι σάρωσης.<br />

Επιπλέον, με την εισαγωγή φορητών συσκευών, τα<br />

συστήματα με επίπεδους ανιχνευτές θα είναι πιο εύ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 337<br />

κολα στη χρήση και πιθανά ίσως αντικαταστήσουν τα<br />

συστήματα CR (12). Ωστόσο, η ποιότητα της εικόνας<br />

που παρέχουν αυτά τα φορητά συστήματα είναι ένα<br />

θέμα που χρειάζεται ακόμη διερεύνηση και σύγκριση<br />

με την αντίστοιχη ποιότητα που εξασφαλίζουν τα συστήματα<br />

φωσφόρου.<br />

Μια άλλη υποσχόμενη εφαρμογή είναι η χρήση δυναμικών<br />

επίπεδων ανιχνευτών στην ακτινοσκόπηση,<br />

για βελτιωμένη ποιότητα εικόνας (14). Η πρόοδος των<br />

ανιχνευτών στην αναλογία σήματος – θορύβου μπορεί<br />

επίσης να συμβάλλει στην ποιότητα της εικόνας<br />

και τη μείωση της έκθεσης στην ακτινοβολία. Τέλος,<br />

η αρχιτεκτονική των επιφανειών καταγραφής μπορεί<br />

να βελτιωθεί για τη μείωση τόσο του μεγέθους των<br />

κυκλωμάτων όσο και των pixels.<br />

Το μέλλον της ακτινογραφίας είναι ψηφιακό και<br />

επηρεάζει καθοριστικά το μέλλον των ακτινολόγων.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Rowlands JA. The physics of computed radiography.<br />

Phys Med Biol 2002;47:R123–R166.<br />

2. Bernhardt TM, Otto D, Reichel G, et al. Detection of<br />

simulated interstitial lung disease and catheters with<br />

selenium, storage phosphor, and filmbased radiography.<br />

Radiology 1999;213:445–454.radiography. Radiology<br />

1999;213:445–454.<br />

3. Kirchner J, Stueckle CA, Schilling EM, et al. Efficacy<br />

of daily bedside chest radiography as visualized by<br />

digital luminescence radiography. Australas Radiol<br />

2001;45:444–447.<br />

4. Schaefer-Prokop CM, Prokop M. Storage phosphor radiography.<br />

Eur Radiol 1997;7:58–65.<br />

5. Uffmann M, Prokop M, Eisenhuber E, et al. Computed<br />

radiography and direct radiography: influence of acquisition<br />

dose on the detection of simulated lung lesions.<br />

Invest Radiol 2005;40:249–256.<br />

6. Yaffe MJ, Rowlands JA. X-ray detectors for digital<br />

radiography. Phys Med Biol 1997;42:1–39.<br />

7. Ramli K, Abdullah BJ, Ng KH, et al. Computed and<br />

conventional chest radiography: a comparison of<br />

image quality and radiation dose. Australas Radiol<br />

2005;49:460–466.<br />

8. Kroft LJ, Geleijns J, Mertens BJ, et al. Digital slotscan<br />

charge-coupled device radiography versus AMBER<br />

and Bucky screen-film radiography for detection of<br />

simulated nodules and interstitial disease in a chest<br />

phantom. Radiology 2004;231: 156–163.<br />

9. Veldkamp WJ, Kroft LJ, Mertens BJ, et al. Digital<br />

slot-scan charge-coupled device radiography versus<br />

AMBER and Bucky screen-film radiography: comparison<br />

of image quality in a phantom study. Radiology<br />

2005;235:857–866.<br />

10. Kotter E, Langer M. Digital radiography with large-area<br />

flat-panel detectors. Eur Radiol 2002; 12:2562–2570.<br />

11. Illers H, Buhr E, Hoeschen C. Measurement of the detective<br />

quantum efficiency (DQE) of digital X-ray detectors<br />

according to the novel standard IEC 62220–1.<br />

Radiat Prot Dosimetry 2005;114: 39–44.<br />

12. Rapp-Bernhardt U, Roehl FW, Esseling R, et al. Portable<br />

flat-panel detector for low-dose imaging in a pediatric<br />

intensive care unit: comparison with an asymmetric<br />

film-screen system. Invest Radiol 2005;40:736–741.<br />

13. Prokop M, Schaefer-Prokop CM. Digital image processing.<br />

Eur Radiol 1997;7:73–82.<br />

14. Spahn M. Flat detectors and their clinical applications.<br />

Eur Radiol 2005;15:1934–1947.<br />

15. Neofotistou V, Tsapaki V, Kottou S, Schreiner- Karoussou<br />

A, Vano E. Does digital imaging decrease patient<br />

dose a pilot study and review of the literature. Radiat<br />

Prot Dosimetry 2005;117:204– 210.<br />

16. Leblans P, Struye L, Willems P. A new needlecrystalline<br />

computed radiography detector. J Digit Imaging<br />

2000;13:117–120.


Ψηφιακή μαστογραφία<br />

A Μαντζώρου<br />

Επιμελήτρια Α’, Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132045660<br />

E-mail: annmant@yahoo.gr<br />

SUMMARY<br />

MANTZOROU A. Digital mammography. Mammography is a well-established screening tool and screening has been<br />

shown to reduce breast cancer mortality due to earlier detection. To date screen-film mammography (SFM) has been<br />

the reference standard in breast cancer screening programs.However, it also has a number of limitations, a fact that has<br />

encouraged investigation of full field digital mammography (FFDM) as a possible alternative. Finally, after gaining approval<br />

from US FDA in 2000 and the development, until today, of 5 different system types, FFDM has been increasingly replacing<br />

SFM, because of its many advantages over SFM, including the ability to manipulate images after acquisition, elimination of<br />

film processing and the more efficient use of CAD and telemammography. Of course, there were initial concerns about<br />

the sensitivity of FFDM for cancer detection, compared with SFM, but experimental studies have shown impro- ved image<br />

quality and some recent large-scale clinical studies suggest that FFDM is at least as good as SFM in population-based<br />

screening practice and more accurate than SFM in special subgroups such as women younger than 50years, with dense<br />

breast, pre-or perimenopausally. Also these studies have shown a lower glandular dose in FFDM and despite small differences<br />

in breast compression force less discomfort, due to decrease in overall exam time with FFDM. Finally FFDM can<br />

greatly fascilitate new applications as contrast-enhanced FFDM, tomosynthesis and CAD, with the potential of improving<br />

the capabilities of the method. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 338-344, 2012.<br />

Key words: screen-film mammography, digital mammography, breast cancer,screening, CAD,tomosynthesis<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η μαστογραφία αποτελεί ένα καθιερωμένο εργαλείο προληπτικού ελέγχου, ενώ έχει αποδειχτεί ότι ο προληπτικός<br />

έλεγχος μειώνει την θνητότητα από τον καρκίνο του μαστού λόγω πλέον πρώιμης διάγνωσης. Μέχρι σήμερα<br />

η Κλασσική μαστογραφία (ΚΜ) αποτέλεσε την μέθοδο αναφοράς για τα προ- γράμματα προληπτικού ελέγχου<br />

του καρκίνου του μαστού. Παρόλα αυτά η ΚΜ έχει επίσης ένα αριθμό περιορισμών, γεγονός που ενθάρυνε την<br />

έρευνα γιά την ψηφιακή μαστογραφία (ΨΜ) ως εναλλακτικής μεθόδου. Τελικά, μετά την έγκριση από την FDA των<br />

Ηνωμένων Πολιτειών το 2000 και την ανάπτυξη μέχρι σήμερα 5 διαφορετικών συστημάτων, η ΨΜ αντικαθιστά<br />

ολοένα και περισσότερο την ΚΜ, λόγω των αρκετών πλεονεκτημάτων της, όπως η δυνατότητα διαχείρισης της<br />

εικόνας μετά την λήψη αυτής, η κατάργηση της διαδικασίας εμφάνισης και η αποτελεσματικότερη χρήση μεθόδων<br />

όπως η Υπολογιστικά Υποβοηθούμενη Διάγνωση (ΥΥΔ) και η τηλεδιάγνωση. Βεβαίως υπήρξαν αμφιβολίες αρχικά<br />

ως προς την ευαισθησία της ΨΜ, αλλά πειραματικές μελέτες κατέδειξαν αυξημένη ποιότητα εικόνας, ενώ ορισμένες<br />

πρόσφατες μεγάλης κλίμακας κλινικές μελέτες δείχνουν ότι η ΨΜ είναι το ίδιο τουλάχιστον καλή με την ΚΜ στον<br />

προληπτικό έλεγχο του γενικού πληθυσμού και πλέον αξιόπιστη σε ειδικές ομάδες, όπως γυναίκες μικρότερες<br />

των 50 ετών, με πυκνούς μαστούς ως και περί την εμμηνόπαυση. Οι μελέτες αυτές έχουν επίσης δείξει χαμηλότερη<br />

δόση ακτινοβολίας με την ΨΜ και παρά τις μικρές διαφορές στην δύναμη συμπίεσης του μαστού μικρότερη<br />

ενόχληση λόγω του μικρότερου χρόνου εξέτασης. Τέλος η ΨΜ διευκολύνει σημαντικά την χρήση νέων εφαρμογών<br />

όπως η μαστογραφία με την ενδοφλέβια χορήγηση ιωδιούχου σκιαγραφιού, η τομοσύνθεση και η υπολογιστικά<br />

υποβοηθούμενη διάγνωση. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 338-344, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: κλασσική μαστογραφία, ψηφιακή μαστογραφία, καρκίνος μαστού, προληπτικός έλεγχος,<br />

υπολογιστικά υποβοηθούμενη διάγνωση, τομοσύνθεση


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 339<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί μία από τις συχνότερες<br />

αιτίες θανάτου από καρκίνο για τις γυναίκες<br />

του Δυτικού κόσμου.<br />

Η ευρεία χρήση προγραμμάτων πρόληψης, μαζί με<br />

την πρόοδο στην θεραπεία, έχει οδηγήσει τα τελευταία<br />

χρόνια σε σημαντική μείωση του ποσοστού θνητότητας.<br />

Μέχρι σήμερα και για περισσότερα από 35<br />

χρόνια η κλασσική μαστογραφία αποτελεί την μέθοδο<br />

αναφοράς για τα προγράμματα προληπτικού ελέγχου<br />

του καρκίνου του μαστού και όλες τις πραγματοποιηθείσες<br />

τυχαιοποιημένες μελέτες για τον σκοπό αυτό<br />

και μαζί με την φυσική εξέταση των μαστών μπορεί να<br />

οδηγήσει στην ανίχνευση πολλών προσυμπτωματικών<br />

περιστατικών καρκίνου του μαστού (1-3).<br />

Η κλασσική μαστογραφία απαιτεί την χρήση μίας<br />

πηγής ακτίνων Χ (λυχνίας) για την απεικόνιση του μαστού<br />

σε ειδικό ακτινολογικό φιλμ, τοποθετημένου σε<br />

ειδική κασέτα, την εμφάνιση ακολούθως του φιλμ σε<br />

ειδικό εμφανιστήριο και επισκόπηση της τελικής εικόνας<br />

σε διαφανοσκόπιο.<br />

Η κλασσική μαστογραφία έχει αρκετά πλεονεκτήματα,<br />

όπως το σχετικά χαμηλό κόστος, την χρήση<br />

σχετικά απλής τεχνολογίας και τεχνικής, την μεγάλη<br />

διαθεσιμότητα, την δυνατότητα λήψης εικόνων υψηλής<br />

ανάλυσης (της τάξεως των 20 κύκλων/χιλιοστό και<br />

ως εκ τούτου απεικόνισης λεπτών προσεκβολών και<br />

μικροαποτιτανώσεων), το υψηλό σχετικώς κοντράστ<br />

που επιτρέπει την κατάδειξη ιστών με μικρές διαφορές<br />

στην πυκνότητα αυτών, την δυνατότητα επισκόπησης<br />

πυκνών ιστών με την χρήση διαφανοσκόπιων<br />

υψηλού φωτισμού και τέλος την δυνατότητα αποτύπωσης<br />

μεγάλου όγκου πληροφορίας επί του φιλμ (της<br />

τάξεως των 150megabytes/φιλμ). Θα πρέπει επίσης να<br />

σημειωθεί η ευκολία στην ταυτόχρονη επισκόπηση των<br />

διαφόρων λήψεων, την συγκριτική μελέτη πρόσφατων<br />

και προηγούμενων εξετάσεων καθώς επίσης την διαθεσιμότητα<br />

κασετών διαφόρων μεγεθών για την απεικόνιση<br />

μαστών διαφορετικού μεγέθους.<br />

Πέραν όμως των πλεονεκτημάτων της η κλασική<br />

μαστογραφία παρουσιάζει και μία σειρά μειονεκτημάτων/περιορισμών.<br />

Σε αυτά περιλαμβάνονται φυσικά<br />

η απαιτούμενη επεξεργασία του φιλμ με την ανάγκη<br />

ύπαρξης σκοτεινού θαλάμου και την χρήση χημικών,<br />

καθώς επίσης ικανό χρονικό διάστημα της τάξεως<br />

των 5-10 λεπτών για την εμφάνιση κάθε εξετάσεως,<br />

η πιθανότητα απώλειας της εξετάσεως και φυσικά η<br />

αδυναμία ταυτόχρονης επισκοπήσεως μίας εξετάσεως<br />

σε δύο διαφορετικά μέρη, ενώ βέβαια θα πρέπει να<br />

σημειωθεί ευρεία σχετικώς διακύμανση στην ποιότητα<br />

της εικόνας από τεχνολόγο σε τεχνολόγο, από κέντρο<br />

σε κέντρο, από μέρα σε μέρα.<br />

Εκτός δε των ανωτέρω όμως πρακτικών ζητημάτων<br />

θα πρέπει να σημειωθούν και περιορισμοί στην<br />

ποιότητα της εικόνας στην κλασσική μαστογραφία.<br />

Ο πρώτος εξ’ αυτών προκύπτει από τον συμβιβασμό<br />

μεταξύ δυναμικού φάσματος και αντίθεσης. Ως<br />

δυναμικό φάσμα ορίζεται το φάσμα των σημάτων<br />

– πυκνοτήτων που καταγράφει ένα φιλμ ή ένας ανιχνευτής<br />

όταν εκτεθεί στις ακτίνες Χ. Η γραφική απεικόνιση<br />

της σχέσης μεταξύ πυκνότητας ενός φιλμ και<br />

έκθεσης απεικονίζεται με την χαρακτηριστική καμπύλης<br />

(σχήματος S), καθενός δεδομένου τύπου κασέταςφιλμ,<br />

κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Λόγω των<br />

μικρών διαφορών πυκνότητας των μαλακών ιστών<br />

του μαστού η μαστογραφία απαιτεί υψηλή αντίθεση,<br />

ενώ λόγω των χαρακτηριστικών της προαναφερθείσας<br />

καμπύλης υψηλή αντίθεση στους ιστούς μέσης<br />

πυκνότητας συνεπάγεται χαμηλή αντίθεση όσον αφορά<br />

τους ιστούς στα άκρα της καμπύλης, με χαμηλότερο<br />

δυναμικό φάσμα της μαστογραφίας σε σύγκριση<br />

παραδείγματος χάριν με την ακτινογραφία θώρακος<br />

ή οστών. Ένας άλλος περιορισμός προκύπτει από τον<br />

απαραίτητο συμβιβασμό μεταξύ ακτινοβολίας και χωρικής<br />

διακριτικής ικανότητας. Καθώς τα προγράμματα<br />

πρόληψης αφορούν ουσιαστικά την έκθεση ενός<br />

μεγάλου πληθυσμού ασυμπτωματικών γυναικών σε<br />

ακτίνες Χ σε μία προσπάθεια ανίχνευσης μίας νόσου<br />

με πολύ μικρή συχνότητα (1.5-4.5 περιπτώσεις ανά<br />

1000 γυναίκες ανά έτος) το επίπεδο ακτινοβολίας θα<br />

πρέπει να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα, την στιγμή<br />

που η χρήση ειδικών ενισχυτικών πινακίδων και φιλμ<br />

(μονής επίστρωσης) για την επίτευξη υψηλής ανάλυσης<br />

απαιτεί υψηλότερες δόσεις από τα συνήθη ακτινογραφικά<br />

υλικά. Τέλος ένας ακόμη περιορισμός προκύπτει<br />

από την πιθανότητα απόκρυψης μίας βλάβης λόγω<br />

επιπροβολής δομών παρόμοιας πυκνότητας.<br />

Λόγω των ανωτέρω από εικοσαετίας ξεκίνησε η<br />

διερεύνηση των δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας<br />

στην λήψη ακτινογραφιών γενικώς ως και<br />

ειδικώς στην μαστογραφία, με εισαγωγή των πρώτων<br />

ψηφιακών μαστογράφων στην καθ’ ημέρα πράξη<br />

περίπου το 2000 και σταδιακή έκτοτε επέκταση της<br />

χρήσης τους και ειδικά τα τελευταία χρόνια.<br />

Αρχικά υπήρξαν σημαντικοί ενδοιασμοί όσον αφορά<br />

την ευαισθησία της μεθόδου στην ανίχνευση του<br />

καρκίνου, λόγω της χαμηλότερης διακριτικής ικανότητας<br />

σε σύγκριση με την μέθοδο αναφοράς, δηλαδή την


340<br />

Ψηφιακή μαστογραφία<br />

κλασσική μαστογραφία. Όμως, πειραματικές μελέτες<br />

έχουν δείξει ότι τα ψηφιακά συστήματα εμφανίζουν<br />

υψηλότερο δυναμικό φάσμα ως και υψηλότερο λόγω<br />

σήματος προς θόρυβο (και συγκεκριμένα υψηλότερο<br />

Detective Quantum Efficiency το οποίο υπολογίζεται<br />

ως ο λόγος του τετραγώνου του SNR των ακτίνων<br />

Χ που προσπίπτουν στον ανιχνευτή προς το τετράγωνο<br />

του SNR του σήματος εξόδου του ανιχνευτή και<br />

προσδιορίζει εν πολλοίς την απόδοση του ανιχνευτή)<br />

στοιχεία τα οποία και οδηγούν σε υψηλότερη αντίθεση.<br />

Επίσης αρχικοί ενδοιασμοί ως προς την δυνατότητα<br />

ανίχνευσης των μικροαποτιτανώσεων, λόγω της<br />

μικρότερης ανάλυσης, έχουν καταρριφθεί από μελέτες<br />

που δείχνουν καλύτερη ποιότητα εικόνας στην ψηφιακή<br />

μαστογραφία, με μεγαλύτερη αξιοπιστία στον<br />

χαρακτηρισμό των αποτιτανώσεων (4-7).<br />

Οι μέχρι σήμερα κλινικές μελέτες για την χρήση<br />

της ψηφιακής μαστογραφίας σε προγράμματα πρόληψης<br />

έχουν παρουσιάσει ποικίλλα αποτελέσματα. Στις<br />

πρώτες μελέτες οι Lewin et al. (8-9) και Skaane et al.<br />

(10) έδειξαν ένα στατιστικά μη σημαντικό υψηλότερο<br />

ποσοστό ανίχνευσης καρκίνου με την κλασσική μαστογραφία.<br />

Όμως η Απεικονιστική Μελέτη Πρόληψης<br />

με Ψηφιακή Μαστογραφία (DMIST), η οποία διοργανώθηκε<br />

από το Αμερικανικό Κολέγιο Ακτινολογίας με<br />

την χρηματοδότηση του Εθνικού Ινστιτούτου για τον<br />

Καρκίνο (11-12), αρχίζοντας το 2001, με δημοσίευση των<br />

πρώτων αποτελεσμάτων το 2005 και η οποία αποτελεί<br />

την μεγαλύτερη μελέτη ψηφιακής μαστογραφίας<br />

μέχρι σήμερα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ψηφιακή<br />

μαστογραφία είναι σημαντικά ανώτερη της κλασσικής<br />

στον προληπτικό έλεγχο γυναικών μικρότερων των<br />

50ετών, προ ως και περιεμμηνοπαυσιακής ηλικίας, καθώς<br />

επίσης γυναικών με πυκνούς μαστούς. Σε πλέον<br />

πρόσφατα δημοσιευμένο άρθρο με τα τελικά αποτελέσματα<br />

της μελέτης Oslo II, οι Skaane et al. (13) επίσης<br />

αναφέρουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ανίχνευσης<br />

καρκίνου με την ψηφιακή μαστογραφία, ενώ και<br />

ένας αριθμός άλλων πρόσφατων Ευρωπαϊκών μελετών<br />

οδήγησαν επίσης σε ευνοϊκά αποτελέσματα για<br />

την ψηφιακή μαστογραφία (14-17).<br />

Πέραν βέβαια των αποτελεσμάτων των κλινικών<br />

μελετών όσον αφορά την ευαισθησία και την ειδικότητα<br />

της ψηφιακής μαστογραφίας, θα πρέπει να<br />

σημειωθεί η βελτιωμένη ροή εργασίας, η δυνατότητα<br />

μόνιμης αρχειοθέτησης και μάλιστα με μικρές απαιτήσεις<br />

ως προς τον χώρο αποθήκευσης, η σημαντική<br />

ευκολία στην μεταφορά της πληροφορίας (δυνατότητα<br />

ηλεκτρονικής μετάδοσης σε πολλαπλές θέσεις), η δυνατότητα<br />

επεξεργασίας της εικόνας στους σταθμούς<br />

εργασίας με σκοπό την βελτίωση της ποιότητας της,<br />

ο περιορισμός των διακυμάνσεων στην ποιότητα της<br />

εικόνας και των επαναλήψεων (λόγω του ευρέως δυναμικού<br />

φάσματος) και επίσης η μείωση του χρόνου<br />

εξέτασης.<br />

Τέλος, θα πρέπει κανείς να αναφέρει την μικρότερη<br />

κατά βάση δυσφορία των εξεταζόμενων γυναικών<br />

(καθότι παρά την ανάγκη συμπίεσης του μαστού και<br />

στην περίπτωση της ψηφιακής μαστογραφίας και μάλιστα<br />

χωρίς σημαντικές διαφορές ως προς την δύναμη<br />

αυτής, ο χρόνος εξέτασης είναι συνήθως μικρότερος)<br />

και την μικρότερη μέση δόση ακτινοβολίας, από την<br />

κλασική μαστογραφία, ανά πραγματοποιούμενη λήψη<br />

(με μετρήσιμες βέβαια διαφορές μεταξύ των διαφόρων<br />

κατασκευαστών), ως καταδεικνύουν διάφορες μελέτες.<br />

Ειδικά η μελέτη DMIST, με την καταγραφή στοιχείων<br />

όπως η δύναμη συμπίεσης του μαστού, το πάχος<br />

του συμπιεζόμενου μαστού η μέση δόση του μαστού<br />

και ο αριθμός των απαιτηθέντων επιπροσθέτων λήψεων<br />

(σε ένα ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού<br />

εξετασθέντων γυναικών), έδειξε μέση δύναμη συμπίεσης<br />

10.7dN στην κλασσική και 10.1dN στην ψηφιακή,<br />

μέσο πάχος συμπιεσθέντος μαστού 5.3cm και 5.4cm<br />

αντίστοιχα, μέση δόση μαστού ανά λήψη 2.37mGy και<br />

1.86mGy, δηλαδή μικρότερη κατά 22% (με διαφορές βέβαια<br />

αναλόγως του κατασκευαστή) και ποσοστό 12%<br />

και 21% συμπληρωματικών λήψεων, αντιστοίχως, για<br />

την κάλυψη όλου του αδενικού ιστού.<br />

Η ψηφιακή μαστογραφία χρησιμοποιεί κλασικές<br />

διατάξεις (λυχνίες) για την παραγωγή ακτίνων Χ, με<br />

την χρήση ακολούθως ψηφιακών ανιχνευτών για μετατροπή<br />

των επ’ αυτών προσπιπτουσών ακτίνων Χ<br />

(μετά την διέλευση τους δια του μαστού) σε ηλεκτρικά<br />

σήματα, τα οποία καταγράφονται, ψηφιοποιούνται<br />

και ποσοτικοποιούνται. Ακολουθεί επεξεργασία των<br />

στοιχείων αυτών, με την εφαρμογή ειδικού λογισμικού,<br />

για τον σχηματισμό των εικόνων, οι οποίες και<br />

μπορούν ακολούθως να αποθηκευτούν ηλεκτρονικά,<br />

να αποσταλούν, να επισκοπηθούν ηλεκτρονικά ή και<br />

να εκτυπωθούν, καθώς επίσης να αναλυθούν και να<br />

επεξεργασθούν ποικιλλοτρόπως.<br />

Βασικό στοιχείο στην ψηφιακή μαστογραφία αποτελεί<br />

ο ψηφιακός ανιχνευτής, με ύπαρξη πέντε τουλάχιστον<br />

διαφορετικής τεχνολογίας συστημάτων.<br />

Τύπος 1: Συστήματα επίπεδου ανιχνευτή, αποτελούμενα<br />

από ένα σπινθηριστή (συνήθως ιωδιούχο<br />

καίσιο) τοποθετημένο σε μία επίπεδη πλάκα από<br />

άμορφο πυρίτιο, ένα κύκλωμα φωτοδιόδων (για την


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 341<br />

καταγραφή του εκ του σπινθηριστού εκπεμπομένου<br />

φωτός) και μία σειρά TFT διακοπτών. Στα συν της<br />

μεθόδου η ικανότητα ταχείας σάρωσης καθώς επίσης<br />

καλές οπτικές ιδιότητες και υψηλή απόδοση. Στα μείον<br />

το κόστος αυτών καθώς επίσης η πιθανότητα φαινομένου<br />

«μνήμης» με το σήμα του ανιχνευτή εξαρτώμενο<br />

από το ιστορικό προηγούμενης έκθεσης(18-19).<br />

Τύπος 2: Έμμεσης μετατροπής με χρήση CCD και<br />

ορθογωνική λεπτή διαμόρφωση του ανιχνευτή, ο οποίος<br />

έχει διαστάσεις περί τα 1χ24cm και αποτελείται<br />

από ένα σπινθηριστή (συνήθως επίσης CsI) και μία<br />

διάταξη CCD’s (διασυνδεόμενα με εκατομμύρια οπτικές<br />

ίνες) τα οποία μετατρέπουν το εκπεμπόμενο φως<br />

σε ηλεκτρικό σήμα που ακολούθως ψηφιοποιείται. Η<br />

ακτινοβολία προέρχεται από μία αναλόγως λεπτή,<br />

ευθυγραμμισμένη δέσμη ακτίνων Χ, με σύγχρονη κίνηση<br />

της δέσμης των ακτίνων Χ και του ανιχνευτή κατά<br />

μήκος του μαστού. Στα συν η υψηλή εγγενής αντιδιαχυτική<br />

ικανότητα, χωρίς συνεπώς την ανάγκη ύπαρξης<br />

αντιδιαχυτικού διαφράγματος και ως εκ τούτου<br />

την δυνατότητα μείωσης της ακτινοβολίας. Στα μείον<br />

ο μεγαλύτερος χρόνος σάρωσης και η μεγαλύτερη<br />

θέρμανση της λυχνίας.<br />

Τύπος 3: Συστήματα υπολογιστικής ακτινογραφίας,<br />

αποτελούμενα από κασέτες επικαλυμμένες με<br />

φωτοευαίσθητους κρυστάλλους, συνήθως φωσφώρου,<br />

με την διέγερση των ηλεκτρονίων αυτών εκ των<br />

ακτίνων Χ. Ακολουθεί ανάγνωση των κασετών αυτών<br />

σε ξεχωριστά συστήματα όπου και πραγματοποιείται<br />

σάρωση αυτών από μία δέσμη κόκκινου laser, με<br />

αποτέλεσμα την εκπομπή φωτός στο μήκος κύματος<br />

του μπλε, συγκέντρωση αυτού από φωτοπολλαπλασιαστές<br />

και ψηφιακή μετατροπή από ειδικούς μετατροπείς.<br />

Το μέγεθος των στοιχειακών ανιχνευτών δεν<br />

ξεπερνά τα 50μm.Στα συν το σχετικά χαμηλό κόστος,<br />

η δυνατότητα ύπαρξης κασετών ποικίλλου μεγέθους<br />

και χρήσης σε κάθε σύστημα μαστογραφίας και το<br />

μικρό μέγεθος των στοιχειακών ανιχνευτών. Στα μείον<br />

η προσθήκη θορύβου λόγω της χαμηλής απόδοσης<br />

του συστήματος συλλογής του εκπεμπομένου φωτός,<br />

η μείωση της διακριτικής ικανότητας λόγω διάχυσης<br />

κατά την σάρωση του laser, με εκφόρτιση ίσως παρακείμενων<br />

κρυστάλλων φωσφώρου και ο απαιτούμενος<br />

χρόνος για την επεξεργασία και εκτύπωση της<br />

εικόνας.<br />

Τύπος 4: Συστήματα επίπεδου ανιχνευτή σεληνίου<br />

αποτελούμενα από σελήνιο (άμορφο) τοποθετημένο<br />

σε μία επίπεδη πλάκα από άμορφο πυρίτιο με<br />

ηλεκτρόδια τοποθετημένα σε αμφότερες τις επιφάνειες<br />

του σεληνίου (ή και λεπτή σειρά TFT’s) για την καταγραφή<br />

των ηλεκτρικών φορτίων που δημιουργούνται<br />

από την πρόσπτωση των ακτίνων Χ. Ακολουθεί η ψηφιακή<br />

μετατροπή των καταγραφόμενων ηλεκτρικών<br />

φορτίων. Στα συν της μεθόδου η δυνατότητα επίτευξης<br />

υψηλής ανάλυσης ως και υψηλού λόγου σήματος<br />

προς θόρυβο. Στα μείον της μεθόδου η ανάγκη<br />

υψηλής σταθερής ηλεκτρικής τάσης, απόρριψης του<br />

μαύρου σήματος (το σήμα που παράγει ο ανιχνευτής<br />

χωρίς να ακτινοβολείται) και η εγγενής δυνατότητα<br />

επιβάρυνσης τεχνητών σφαλμάτων επί υπερδειγματοληψίας<br />

οιουδήποτε στοιχειακού ανιχνευτή (aliasing).<br />

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το υψηλό κόστος του<br />

ανιχνευτή, στοιχείο περιοριστικό στην προμήθεια ανιχνευτών<br />

διαφόρων μεγεθών.<br />

Τύπος 5: Ανιχνευτές κβάντων ακτίνων Χ, οι οποίοι<br />

είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε κάθε εικονοστοιχείο<br />

του ανιχνευτή να παράγει ένα ηλεκτρικό σήμα για<br />

κάθε κβάντο ακτίνων Χ που αντιδρά με αυτό (ανεξαρτήτως<br />

του επιπέδου ενέργειάς του), το σύνολο των<br />

οποίων ακολούθως μετράται για τον υπολογισμό του<br />

συνολικού σήματος αυτού του στοιχείου. Στα συν της<br />

μεθόδου η μείωση του θορύβου εξ εγγενών, κατασκευαστικών<br />

διακυμάνσεων στην ευαισθησία των επιμέρους<br />

στοιχείων αυτού ή και λόγω της ικανότητος των<br />

ακτίνων υψηλής ενέργειας να παράγουν υψηλότερης<br />

έντασης σήμα στους λοιπούς τύπους ανιχνευτών<br />

(20). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η χαμηλή δόση<br />

ακτινοβολίας, με υψηλές όμως απαιτήσεις ως προς<br />

την δυνατότητα των ηλεκτρονικών συστημάτων καταμέτρησης<br />

των κβάντων των ακτίνων Χ (ο ρυθμός<br />

πρόσπτωσης των οποίων είναι ιδιαίτερα υψηλός ) και<br />

ως προς την μηχανική κατασκευαστική ακρίβεια του<br />

συστήματος σάρωσης.<br />

Ένα άλλο τεχνικό θέμα της μαστογραφίας εν γένει<br />

αφορά την αυτόματη ρύθμιση της έκθεσης, η οποία<br />

στην κλασσική μαστογραφία επιτυγχάνεται με την<br />

τοποθέτηση ενός μικρού ηλεκτρονικού ανιχνευτή ακτίνων<br />

Χ όπισθεν της κασσέτας και ο οποίος διακόπτει<br />

την έκθεση με την ανίχνευση συγκεκριμένου ποσού<br />

ακτινοβολίας, επιτρέποντας έτσι την καλή αμαύρωση<br />

του φιλμ (χωρίς ύπο ή υπερεκτεθειμένες εικόνες)<br />

και την επίτευξη καλού λόγου σήματος προς θόρυβο.<br />

Στην ψηφιακή μαστογραφία η φωτεινότητα και η<br />

αντίθεση ρυθμίζονται επί της οθόνης επισκόπησης και<br />

έτσι η κύρια ανάγκη αυτόματης ρύθμισης της έκθεσης<br />

είναι ο καθορισμός του λόγου σήματος προς θόρυβο<br />

και αναλόγως του χρησιμοποιούμενου συστήματος<br />

η διασφάλιση μη υπέρβασης της χωρητικότητος του


342<br />

Ψηφιακή μαστογραφία<br />

ανιχνευτή. Η δυνατότητα ως και ο τρόπος ρύθμισης<br />

στην ψηφιακή μαστογραφία ποικίλλει, με τα συστήματα<br />

υπολογιστικής ακτινογραφίας να χρησιμοποιούν<br />

την ίδια ακριβώς διάταξη με την κλασσική και τα<br />

συστήματα επίπεδου ανιχνευτή με φωτοδιόδους τον<br />

ίδιο τον ανιχνευτή (απαιτείται βέβαια μία δοκιμαστική<br />

έκθεση μικρού ποσού ακτινοβολίας για τον προσδιορισμό<br />

των παραμέτρων έκθεσης της επακόλουθης<br />

κύριας σάρωσης).<br />

Μετά από τα συστήματα ανίχνευσης και επεξεργασίας<br />

ακολουθεί η επισκόπηση της προκύπτουσας<br />

εικόνας. Η επισκόπηση των εικόνων μπορεί φυσικά<br />

να γίνει με εκτύπωση αυτών σε κλασικά ακτινολογικά<br />

φιλμ (με χρήση του εκ του κατασκευαστού συνιστώμενου<br />

αλγόριθμου) και μελέτη αυτών στο διαφανοσκόπιο,<br />

διαδικασία ανάλογη της κλασικής μαστογραφίας,<br />

η οποία και εσυνηθίζετο τα πρώτα χρόνια εφαρμογής<br />

της μεθόδου, αλλά είναι μάλλον η χρήση ηλεκτρονικών<br />

μέσων απεικόνισης (οθονών) που μπορεί πιθανά να<br />

αναδείξει ορισμένα τουλάχιστον από τα αναφερόμενα<br />

πλεονεκτήματα της ψηφιακής μαστογραφίας, όπως η<br />

δυνατότητα διαχείρισης/επεξεργασίας της εικόνας (με<br />

μεγέθυνση της περιοχής ενδιαφέροντος ως και ρύθμιση<br />

της φωτεινότητος και της αντίθεσης), η δυνατότητα<br />

ακριβών μετρήσεων, η διάταξη των εικόνων κατά το<br />

δοκούν, η σήμανση των ευρημάτων και η δυνατότητα<br />

μεμακρυσμένης απεικόνισης της μαστογραφίας.<br />

Στην σημερινή πρακτική η χρήση οθονών για την<br />

επισκόπηση των ψηφιακών μαστογραφιών αποτελεί<br />

αναπόσπαστο τμήμα κάθε μονάδας ψηφιακής μαστογραφίας.<br />

Ως εκ τούτου η ποιότητα αυτών μπορεί να<br />

έχει άμεση επίδραση στην αποτελεσματικότητα μίας<br />

τέτοιας μονάδας. Μία κακής ποιότητας οθόνη ή και<br />

κακή ρύθμιση αυτής μπορεί να περιορίσει σημαντικά<br />

την συνολική ποιότητα της διαγνωστικής διαδικασίας,<br />

ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς την σημερινή τουλάχιστον<br />

υπολειπόμενη απόδοση αυτών σε σύγκριση με<br />

τα συμβατικά ακτινολογικά φιλμ.<br />

Η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία περιλαμβάνει<br />

τις οθόνες καθοδικού σωλήνα και τις οθόνες υγρών<br />

κρυστάλλων, ενώ χρησιμοποιούνται συνήθως οθόνες<br />

διαστάσεων 30Χ40cm και ανάλυσης τουλάχιστον 5<br />

megapixels. Ιδανικά το επίπεδο της απεικονιζόμενης<br />

λεπτομέρειας θα πρέπει να προσεγγίζει την δυνατότητα<br />

ανίχνευσης του ανθρώπινου συστήματος όρασης,<br />

η οποία στα 60cm (συνήθης επισκόπηση) υπολογίζεται<br />

αδρά στην δυνατότητα διάκρισης στοιχείων<br />

εικόνας 0.19-0.22mm, ενώ στα 30cm στοιχείων εικόνας<br />

0.09-0.10mm. Tα μεγέθη αυτά και για οθόνες 30Χ40<br />

cm αντιστοιχούν σε μήτρες της τάξης των 2.5-3.2 και<br />

11-15 megapixels αντίστοιχα. Η ανάλυση βέβαια των<br />

χρησιμοποιούμενων οθονών καλύπτει την πρώτη κατηγορία<br />

όχι όμως και την δεύτερη.<br />

Πέραν των ανωτέρω τεχνικών θεμάτων, η φύση της<br />

ψηφιακής μαστογραφίας ευνοεί την δυνατότητα χρήσης<br />

και άλλων τεχνικών, με σκοπό την βελτίωση της<br />

απόδοσής της και την μείωση των περιορισμών της.<br />

Στις μεθόδους αυτές περιλαμβάνεται καταρχάς<br />

η υπολογιστικά υποβοηθούμενη διάγνωση (CAD ),<br />

η οποία και συνίσταται στην υπό του υπολογιστού<br />

ανάλυση της εικόνας (βάσει ειδικών αλγόριθμων) και<br />

την αναγνώριση, κατάδειξη ύποπτων περιοχών σε μία<br />

εικόνα, ως και την αξιολόγηση αυτών ως προς την<br />

πιθανότητα κακοήθειας. Η μέθοδος ξεκίνησε από την<br />

κλασσική ακόμη μαστογραφία, με ψηφιοποίηση των<br />

αναλογικών εικόνων, αν και εγγενώς (εκ της ψηφιακής<br />

φύσεως αυτής) είναι άμεσα εφαρμόσιμη στην ψηφιακή<br />

μαστογραφία. Εμπορικά συστήματα CAD έχουν<br />

αναπτυχθεί, ενώ έχει πραγματοποιηθεί και αριθμός<br />

κλινικών μελετών, οι οποίες και δείχνουν μία αύξηση<br />

της ευαισθησίας κατά περίπου 10%, με μία βέβαια<br />

ταυτόχρονη, συγκρίσιμη αύξηση και του αριθμού συμπληρωματικών<br />

λήψεων (21-24).<br />

Μία άλλη μέθοδος είναι η τομοσύνθεση, ανάλογη<br />

θα μπορούσε να πει κανείς της κλασσικής τομογραφίας,<br />

με σάρωση του μαστού κατά μία προδιαγεγραμμένη<br />

γωνία, με σταθερή θέση του ανιχνευτή. Σκοπός<br />

της μεθόδου η δυνατότητα διαχωρισμού αλλοιώσεων<br />

επιπροβαλλόμενων στην περίπτωση των απλών μαστογραφιών,<br />

με τον σχηματισμό επάλληλων τομογραφιών<br />

του μαστού, κατόπιν επεξεργασίας των ψηφιακών<br />

δεδομένων και με την χρήση ειδικών αλγόριθμων.<br />

Εναπομένει ακόμα η πλήρης εκτίμηση της μεθόδου στην<br />

κλινική πράξη, με την χρήση διαφορετικών μεθόδων<br />

ανασύνθεσης, την χρήση διαφόρων γωνιών σάρωσης,<br />

την σύγκριση συστημάτων επίπεδων πλήρους μεγέθους<br />

ανιχνευτών με μικρού πλάτους σάρωσης και την<br />

χρήση διαφορετικών ρυθμίσεων ως προς τα στοιχεία<br />

της ακτινοβολίας (25-27).<br />

Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί η δυνατότητα<br />

πραγματοποίησης ψηφιακής μαστογραφίας κατόπιν<br />

ενδοφλεβίου χορηγήσεως ιωδιούχου σκιαγραφικού.<br />

Δύο τεχνικές είναι υπό εξέλιξη. Η χρονική αφαίρεση,<br />

οπού έχουμε αφαίρεση των εικόνων προ της χορηγήσεως<br />

σκιαγραφικής ουσίας από τις εικόνες μετά την<br />

χορήγηση αυτής και την διπλής ενέργειας αφαίρεση,<br />

οπού έχουμε συνδυασμό δύο λήψεων (μετά την χορήγηση<br />

σκιαγραφικού) χαμηλής και υψηλής ενέργειας,


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 343<br />

αμφότερες στηριζόμενες στην υπόθεση της νεοαγγειογένεσης<br />

του καρκινικού ιστού και της αυξημένης πρόσληψης<br />

του σκιαγραφικού.<br />

Η αρχική κλινική εμπειρία έχει δείξει την δυνατότητα<br />

της μεθόδου στην χαρτογράφηση της νεοαγγείωσης<br />

και την βελτίωση της διάγνωσης, ως επίσης της<br />

εκτίμησης αμφίβολων περιπτώσεων ή και τοπικών<br />

υποτροπών, καθώς επίσης της ανταπόκρισης στην<br />

χημειοθεραπεία. Να σημειωθεί επίσης η δυνατότητα<br />

χρήσης της μεθόδου σε συνδυασμό με τις δύο προαναφερθείσες,<br />

της τομοσυνθέσεως και της υπολογιστικά<br />

υποβοηθούμενης διάγνωσης (28-30).<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Berry DA, Cronin KA, Plevritis SK, et al. Effect of<br />

screening and adjuvant therapy on mortality from<br />

breast cancer. N Engl J Med 2005; 353:1784–1792.<br />

2. Tabαr L, Fagerberg CJ, Gad A, et al. Reduction in mortality<br />

from breast cancer after mass screening with<br />

mammography: randomised trial from the Breast Cancer<br />

Screening Working Group of the Swedish National<br />

Board of Health and Welfare. Lancet 1985; 1:829–832.<br />

3. Nyström L, Andersson I, Bjurstam N, et al. Long-term<br />

effects of mammography screening: updated overview<br />

of 1018 AJR:193, October 2009 the Swedish randomised<br />

trials. Lancet 2002; 359:909–919.<br />

4. Pisano ED, Yaffe MJ. Digital mammography. Radiology<br />

2005; 234:353–362.<br />

5. Suryanarayanan S, Karellas A, Vedantham S, et al.<br />

Flat-panel digital mammography system: contrast-detail<br />

comparison between screen-film radiographs and<br />

hard-copy images. Radiology 2002; 225:801–807.<br />

6. Fischer U, Baum F, Obenauer S, et al. Comparativestudy<br />

in patients with microcalcifications:full-field<br />

digital mammography vs screen film mammo- graphy.<br />

Eur Radiol 2002; 12:2679–2683.<br />

7. Fischmann A, Siegmann K, Wersebe A, et al. Comparison<br />

of full-field digital mammography and filmscreen<br />

mammography: image quality and lesion detection.<br />

Br J Radiol 2005; 78:312–315.<br />

8. Lewin JM, Hendrick RE, D’Orsi CJ, et al. Comparisonof<br />

full-field digital mammography with screen-film<br />

mammography for cancer detection: results of 4,945<br />

paired examinations. Radiology 2001; 218:873–880.<br />

9. Lewin JM, D’Orsi CJ, Hendrick RE, et al. Clinicalcomparison<br />

of full-field digital mammography and screenfilm<br />

mammography for detection of breast cancer.<br />

AJR 2002; 179:671–677.<br />

10. Skaane P, Young K, Skjennald A. Populationbasedmammography<br />

screening: comparison of screen-film<br />

and full-field digital mammography with soft-copy<br />

reading-Oslo I study. Radiology 2003; 229:877–884.<br />

11. Pisano ED, Gatsonis C, Hendrick E, et al. DMIST Investigators<br />

Group. Diagnostic performance of digital<br />

versus film mammography for breast-cancer screening.<br />

N Engl J Med 2005; 353:1773–1783. [Erratum in N<br />

Engl J Med 2006; 355:1840].<br />

12. Pisano ED, Hendrick RE, Yaffe MJ, et al.; DMISTInvestigators<br />

Group. Diagnostic accuracy of digital versus<br />

film mammography: exploratory analysis of selected<br />

population subgroups in DMIST. Radiology 2008;<br />

246:376–383.<br />

13. Skaane P, Hofvind S, Skjennald A. Randomized trial<br />

of screen-film versus full-field digital mammography<br />

with soft-copy reading in population-based screening<br />

program: follow-up and final results of Oslo II study.<br />

Radiology 2007; 244: 708–717.<br />

14. Skaane P, Skjennalf A. Screen-film mammography<br />

versus full-field digital mammography with softcopy<br />

reading: randomized trial in a population-based<br />

screening program—the Oslo II study. Radiology 2004;<br />

232:197–204.<br />

15. Vigeland E, Klaasen H, Klingen TA, et al. Full-field<br />

digital mammography compared to screen film mammography<br />

in the prevalent round of a populationbased<br />

screening programme:the Vestfold County<br />

Study. Eur Radiol 2008; 18:183–191.<br />

16. Del Turco MR, Mantellini P, Ciatto S, et al. Fullfield<br />

digital versus screen-film mammography:comparative<br />

accuracy in concurrent screening cohorts. AJR 2007;<br />

189:860–866.<br />

17. Heddson B, Ronnow K, Olsson M, Miller D. Digital<br />

versus screen-film mammography: a retrospective<br />

comparison in a population-based screening program.<br />

Eur J Radiol 2007; 64:419–425.<br />

18. Jeunehomme F, Iordache R, Muller SL, Mawdsley GE,<br />

Yaffe MJ. Controlling gray level variation in contrastenhanced<br />

digital mammography: design of a calibration<br />

procedure. Proc SPIE 2003; 5030:338–348.<br />

19. Albagli D, Possin GE, Lee JU, et al. Performance of<br />

advanced a-Si/CsI-based flat panel x-ray detector for<br />

mammography. Proc SPIE 2003; 5030:553–563.<br />

20. Tapiovaara MJ, Wagner RF. SNR and DQE analysis of<br />

broad spectrum x-ray imaging. Phys Med Biol 1985;<br />

30:519–529.<br />

21. Brem RF. Blinded comparison of computer-aided<br />

detection with human second reading in screening


344<br />

Ψηφιακή μαστογραφία<br />

mammography: the importance of the question and<br />

the critical numbers game. AJR Am J Roentgenol.<br />

2007; 189:1142–1144.<br />

22. Brem RF. Clinical versus research approach to breast<br />

cancer detection with CAD: where are we now AJR<br />

Am J Roentgenol. 2007; 188:234–235.<br />

23. Chan HP, Wei J, Zhang Y, et al. Computer-aided detection<br />

of masses in digital tomosynthesis mammography:<br />

comparison of three approaches. Med Phys.<br />

2008; 35:4087–4095.<br />

24. Gilbert FJ, Astley SM, Gillan MGC, et al. Single reading<br />

with computer-aided detection for screening<br />

mammography. N Engl J Med. 2008; 359:1675–1684.<br />

25. Andersson I, Ikeda DM, Zackrisson S, et al Breast tomosynthesis<br />

and digital mammography: a comparison<br />

of breast cancer visibility and BIRADS classifi cation<br />

in a population of cancers with subtle mammographic<br />

fi ndings. Eur Radiol 2008; 18:2817–2825.<br />

26. Chen SC, Carton AK, Albert M, et al Initial experience<br />

with contrast-enhanced digital breast tomosynthesis.<br />

Radiology 2006; 238(Suppl):318.<br />

27. Poplack S, Lebanon NH, Kogel C, et al. Initial experience<br />

with digital breast tomosynthesis in 99 breasts<br />

of 98 women with abnormal digital screening mammography.<br />

Radiology 2006; 238(Suppl):317–831.<br />

28. Diekmann, F, Fredenberg E, Lundqvist M, et al. Contrast<br />

agents in digital mammography: a new diagnostic<br />

option resulting from the use of photon-counting<br />

detectors. RSNA abstract book, p 121, 2008.<br />

29. Dromain C, Balleyguier C, Tardivon A, et al, Dual<br />

energy contrast enhanced digital mammography:<br />

preliminary clinical results. RSNA abstract book: 121,<br />

2008.<br />

30. Lewin JM, Isaacs PK, Vance V, et al. Dual-energy<br />

contrast enhanced digital subtraction mammography:<br />

feasibility. Radiology 2003; 229:261–268.


Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

Ε Αντύπα<br />

Επιμελήτρια Α’, Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Διεύθυνση: Αμμοχώστου 21-23<br />

Τηλ: 2103614852<br />

Email: alfredo1@otenet.gr<br />

SUMMARY<br />

ANTYPA E. Contrast enhanced ultrasound. Contrast agents for ultrasonography comprise microscopic bubbles of gas<br />

in an encapsulating shell. They oscillate in response to low–intensity ultrasound fields and disrupt in high–intensity ultrasound<br />

fields, allowing the visualization of vascularity and tissue perfusion in real time. The technique is fast and easy<br />

to perform, poses no risk of nephrotoxicity and requires no ionizing radiation. Focal liver lesion evaluation was the first<br />

and best established task. Today the technique is used for many other body applications, such as the characterization<br />

of renal, pancreatic and splenic lesions, the diagnosis of prostate cancer, of testicular torsion and of traumatic lesions<br />

in parenchymal organs, as well as in monitoring the activity of bowel infiammation in Crohn’s disease. Nosokomiaka<br />

Chronika, 74, Supplement Β΄, 345-355, 2012.<br />

Key words: ultrasound, contrast agents, contrast enhanced<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι ενισχυτές ηχογένειας (ΕΗ) αποτελούνται από μικροσκοπικές φυσαλίδες αερίου που περιβάλλονται από κέλυφος.<br />

Παρουσιάζουν την ιδιότητα να πάλλονται, όταν βρίσκονται σε πεδίο χαμηλής ηχητικής έντασης, και να<br />

διασπώνται σε πεδίο υψηλής ηχητικής έντασης, επιτρέποντας την απεικόνιση της αγγείωσης και της αιμάτωσης<br />

του παρεγχύματος που εξετάζεται σε πραγματικό χρόνο. Πρόκειται για μία εύκολη και γρήγορη τεχνική, η οποία<br />

δεν επηρεάζει την νεφρική λειτουργία και δεν χρησιμοποιεί ιοντίζουσα ακτινοβολία. Ο πρώτος στόχος της μεθόδου<br />

ήταν ο χαρακτηρισμός των εστιακών ηπατικών αλλοιώσεων. Σήμερα η τεχνική έχει πολλές άλλες εφαρμογές,<br />

όπως στον χαρακτηρισμό εστιακών βλαβών του νεφρικού, παγκρεατικού καθώς και σπληνικού παρεγχύματος,<br />

στην διάγνωση του καρκίνου του προστάτη, της συστροφής του όρχεως, των κακώσεων παρεγχυματικών οργάνων,<br />

όπως επίσης στην παρακολούθηση της νόσου του Crohn. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό<br />

τεύχος Β΄, 345-355, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: υπέρηχοι, ενισχυτές ηχογένειας, σκιαγραφικά υπερήχων<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα τελευταία χρόνια η χρήση των ενισχυτών ηχογένειας<br />

(ΕΗ) έχει δώσει νέες διαστάσεις στην διαγνωστική<br />

δυνατότητα των υπερήχων, αποτελώντας ένα<br />

απαραίτητο εργαλείο που συμβάλλει σημαντικά στην<br />

λύση πολλών διαγνωστικών προβλημάτων, αλλά και<br />

στην ταχύτερη και ακριβέστερη εκτέλεση επεμβατικών<br />

πράξεων, όταν γίνονται υπό υπερηχογραφική παρακολούθηση.<br />

Η ευρεία διαθεσιμότητα του υπερήχων, το<br />

χαμηλό κόστος και η ευκολία διεξαγωγής της εξέτασης,<br />

σε συνδυασμό με την απουσία νεφροτοξικότητας και<br />

ιοντίζουσας ακτινοβολίας, καθώς και την παροχή ταυτόχρονα<br />

ανατομικών και λειτουργικών πληροφοριών,<br />

οδήγησαν σε διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά ασθενών<br />

που υποβάλλονται στην συγκεκριμένη εξέταση.<br />

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΗ


346<br />

Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

Πρόκειται για φυσαλίδες αποτελούμενες από ένα<br />

αβλαβές αέριο, όπως το εξαφθοριούχο θείο, SF6, που<br />

περιβάλλεται από ελαστικού τύπου κέλυφος συνήθως<br />

από λιπίδια (1). Οι φυσαλίδες έχουν μέγεθος μικρότερο<br />

του ενός αιμοσφαιρίου, περίπου 3-5μm (Εικόνα 1) και<br />

αυτό τους δίνει την δυνατότητα να κυκλοφορούν στα<br />

αγγεία οποιασδήποτε διαμέτρου όπως τα τριχοειδή,<br />

επιτρέποντας την πλήρη και λεπτομερή απεικόνιση<br />

της μορφολογίας των. Από την άλλη πλευρά, το μέγεθος<br />

των φυσαλίδων δεν τους επιτρέπει να διαπεράσουν<br />

μέσω του αγγειακού ενδοθηλίου στον διάμεσο<br />

ιστό, όπως συμβαίνει με τα σκιαγραφικά που χρησιμοποιούνται<br />

στην αξονική (ΑΤ) και την μαγνητική (ΜΤ)<br />

τομογραφία.<br />

Εικόνα 1. Μικροφυσαλίδες με φόντο ερυθρά αιμοσφαίρια<br />

(Optison; GE Healthcare, Milwaukee, Wis)<br />

Οι μικροφυσαλίδες έχουν την ιδιότητα όταν μια<br />

ορισμένη, χαμηλή συχνότητα ήχων προσπίπτει στην<br />

επιφάνειά τους, να μην αντανακλούν απλώς την προσπίπτουσα<br />

δέσμη ήχων σαν καθρέπτης, όπως συμβαίνει<br />

με τους άλλους ιστούς, αλλά να τίθενται σε<br />

ταλάντωση αυξομειώνοντας την διάμετρό τους, με<br />

αποτέλεσμα την παραγωγή αρμονικών συχνοτήτων<br />

(2), οι οποίες έχουν ως τελικό αποτέλεσμα την ενίσχυση<br />

του υπερηχογραφικού σήματος 500-1000 φορές<br />

του αρχικού.<br />

Ο χρόνος ζωής των φυσαλίδων, αφού εγχυθούν,<br />

είναι μικρός. Μετά από παρέλευση των πρώτων 5-6<br />

min, οι φυσαλίδες καταστρέφονται, το αέριο διαχέεται<br />

στο αίμα και αποβάλλεται με την αναπνοή, ο δε ελάχιστος<br />

όγκος των κελυφων μεταβολίζεται (3, 4).<br />

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΕΞΕΤΑΣΗ<br />

Η διαδικασία της υπερηχογραφικής εξέτασης με ΕΗ<br />

είναι απλή. Συνήθως γίνεται μία iv έγχυση bolus περίπου<br />

2,4 ml σκιαγραφικού σε μια περιφερική φλέβα,<br />

αφού προηγουμένως ο εξεταστής έχει ήδη εστιάσει στο<br />

όργανο που πρόκειται να μελετήσει και έχει ρυθμίσει<br />

το μηχάνημα υπερήχων στην λειτουργία για ενισχυτές<br />

ηχογένειας. Η ενίσχυση του οργάνου που εξετάζεται<br />

αρχίζει περίπου 12-20 sec μετά από την έγχυση και διαρκεί<br />

περίπου 3-6 min. Ο χρόνος ενίσχυσης εξαρτάται<br />

και από το όργανο που θα μελετηθεί.<br />

Κατά την διάρκεια της εξέτασης τα μηχανήματα<br />

τελευταίας τεχνολογίας που χρησιμοποιούνται, δίνουν<br />

την δυνατότητα απομνημόνευσης ολόκληρης της<br />

διαδικασίας του τρόπου αγγείωσης της δομής που<br />

εξετάζεται, ούτως ώστε μετά από το πέρας της εξέτασης<br />

να είναι δυνατόν να ανατρέξει ο εξεταστής και<br />

να μελετήσει εικόνα προς εικόνα τον τρόπο αγγείωσης<br />

μιας αλλοίωσης σε σχέση με τον χρόνο και συγκριτικά<br />

με το υπόλοιπο παρέγχυμα. Με αυτόν τον τρόπο,<br />

οι πληροφορίες που παρέχονται είναι δυναμικές, π.χ.<br />

μπορεί να εξακριβωθεί ο τρόπος της αγγείωσης ενός<br />

μορφώματος εάν γίνεται από το κέντρο προς την περιφέρεια<br />

ή το αντίθετο. Το γεγονός ότι είναι δυνατή<br />

η ανίχνευση των ήχων από κάθε μία φυσαλίδα χωριστά,<br />

σε πραγματικό χρόνο, επιτρέπει επίσης την παραγωγή<br />

μιας λεπτομερούς εικόνας των μικροαγγείων<br />

εντός των οποίων βρίσκονται οι φυσαλίδες.<br />

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΟ ΕΓΧΡΩΜΟ ΚΑΙ POWER DOPPLER<br />

Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ του έγχρωμου<br />

Doppler και του υπερηχογραφήματος με ΕΗ είναι ότι<br />

με το Doppler ανιχνεύεται αιματική ροή μόνον όταν<br />

η ταχύτητά της είναι αρκετά υψηλή, όπως συμβαίνει<br />

στα μεγάλα αγγεία. Στο παρέγχυμα όμως των περισσότερων<br />

οργάνων η ταχύτητα ροής του αίματος είναι<br />

εξαιρετικά χαμηλή και ως εκ τούτου μη ανιχνεύσιμη.<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΗ<br />

Τουλάχιστον 3 εκατομμύρια διαγνωστικές χορηγήσεις<br />

μικροφυσαλίδων έχουν πραγματοποιηθεί παγκοσμίως,<br />

με εξαιρετική ασφάλεια. Σοβαρές ανεπιθύμητες<br />

ενέργειες αναφυλακτικής αντίδρασης παρατηρήθηκαν<br />

σε ποσοστό ένα στα 7000 (0,014%) (5, 6). Το ποσοστό<br />

αυτό είναι συγκρίσιμο με τα περισσότερα αναλγητικά<br />

και αντιβιοτικά (5-15 ανά 100000; 0,005% -0,015%) και<br />

χαμηλότερο από εκείνο των ιωδιούχων σκιαγραφικών<br />

που χρησιμοποιούνται σε άλλες μεθόδους απεικόνισης<br />

όπως στην ΑT (2, 7).<br />

ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΩΝ ΕΗ<br />

Αρχικά οι ουσίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν στην διαφοροδιάγνωση<br />

των εστιακών αλλοιώσεων του ήπατος<br />

(8, 9) αλλά σήμερα εφαρμόζονται στην διερεύνηση


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 347<br />

αλλοιώσεων πολλών οργάνων όπως του σπληνός,<br />

του παγκρέατος, των νεφρών, στην επείγουσα διερεύνηση<br />

των οργάνων της κοιλιάς λόγω τραυματισμού,<br />

στην διερεύνηση της πορείας της νόσου του Chrohn<br />

κλπ. Επίσης η μέθοδος θεωρείται η καλύτερη για την<br />

ανίχνευση ηπατικών οζιδίων κατά την παρακολούθηση<br />

ασθενών σε κίνδυνο για ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.<br />

Νεότερες εφαρμογές περιλαμβάνουν την χρήση ΕΗ<br />

κατά την υπερηχογραφική καθοδήγηση βιοψίας εστιακών<br />

βλαβών του ήπατος, όπως και κατά την διάρκεια<br />

διαδερμικής θερμοκαυτηρίασης, στη διάγνωση του<br />

καρκίνου του προστάτη και την παρακολούθηση της<br />

ανταπόκρισης των όγκων σε αντιαγγειακές φαρμακευτικές<br />

θεραπείες.<br />

Οι ΕΗ στο ήπαρ<br />

Λόγω της διπλής αγγείωσης του ήπατος από την<br />

ηπατική αρτηρία και την πυλαία φλέβα, διακρίνουμε<br />

3 αγγειακές φάσεις κατά την εξέταση με έγχυση ΕΗ:<br />

Η αρτηριακή φάση, κατά την οποία ο ΕΗ φτάνει στο<br />

ήπαρ μέσω της ηπατικής αρτηρίας. Αρχίζει συνήθως<br />

15-20 sec μετά την iv έγχυση του ΕΗ σε μια περιφερική<br />

φλέβα και διαρκεί 10-15 sec, δηλαδή το τέλος της αρτηριακής<br />

φάσης υπολογίζεται στα 25-35 sec μετά την<br />

έγχυση. Ακολουθεί η πυλαία φάση, κατά την οποία ο<br />

ΕΗ φθάνει στο ήπαρ και μέσω της πυλαίας φλέβας.<br />

Αρχίζει 34-45 sec μετά την έγχυση και διαρκεί μέχρι<br />

3 min. Τέλος η καθυστερημένη φάση αρχίζει αμέσως<br />

μετά και διαρκεί μέχρι την εξαφάνιση των φυσαλίδων<br />

από το ήπαρ, δηλαδή 3-6 min μετά την iv έγχυση του<br />

σκιαγραφικού. Συνήθως τα απεικονιστικά ευρήματα<br />

κατά την μελέτη μιας εστιακής αλλοίωσης είναι συγκρίσιμα<br />

με αυτά της ΑΤ και της ΜΤ κατά την αρτηριακή<br />

και πυλαία φάση, ενώ μπορεί να διαφέρουν κατά<br />

την καθυστερημένη φάση (10). Η κυριότερη αιτία είναι<br />

ότι ο ΕΗ, λόγω μεγέθους των μικροφυσαλίδων, δεν διαχέεται<br />

από το αγγειακό ενδοθήλιο στο διάμεσο ιστό,<br />

όπως αντιθέτως συμβαίνει με τα σκιαγραφικά των<br />

άλλων δύο μεθόδων. Έτσι μία κακοήθης εστία η οποία<br />

στον έλεγχο με ΕΗ κατά την καθυστερημένη φάση θα<br />

απεικονιστεί ως υπόηχη, στις άλλες δύο μεθόδους<br />

μπορεί να απεικονιστεί υπέρπυκνη.<br />

Η αρτηριακή φάση παρέχει πληροφορίες ως προς<br />

τον βαθμό και το πρότυπο της αγγείωσης (Εικόνα 2),<br />

ενώ η πυλαία και η παρεγχυματική παρέχουν πληροφορίες<br />

ως προς την αποροή «wash out» του ΕΗ από<br />

την εστία, σε σύγκριση με το υπόλοιπο ηπατικό παρέγχυμα<br />

(Εικόνα 3).<br />

Εικόνα 2. Αρτηριακή φάση –αδένωμα ήπατος<br />

Εικόνα 3. Καθυστερημένη φάση - μεταστάσεις<br />

Ο χαρακτηρισμός των εστιακών αλλοιώσεων του<br />

ήπατος με ΕΗ έχει ανάλογη ακρίβεια και ευαισθησία<br />

συγκρινόμενη με την ΑΤ και την ΜΤ (11). Ακόμη δε και<br />

στις περιπτώσεις εκείνες που μία αλλοίωση δεν χαρακτηρίζεται<br />

σαφώς, ο ΕΗ βοηθά στη διαφοροποίησή<br />

της ως καλοήθους ή κακοήθους (12).<br />

Καλοήθεις εστιακές αλλοιώσεις του<br />

ήπατος<br />

Οι περισσότερες καλοήθεις εστιακές αλλοιώσεις<br />

ενισχύονται κατά την πυλαία και παρεγχυματική<br />

φάση. Επιπλέον είναι δυνατή η διαφοροδιάγνωση<br />

μεταξύ καλοήθων βλαβών, μελετώντας το πρότυπο<br />

αγγείωσης κατά την αρτηριακή φάση, πχ αγγείωση<br />

κεντρομόλος ή φυγόκεντρος, ή περιφερική ενίσχυση με<br />

παρουσία όζων κλπ, όπως φαίνεται στον πίνακα 1<br />

βάσει του οποίου γίνεται η διαφοροδιάγνωση.<br />

Κακοήθεις εστιακές αλλοιώσεις του<br />

ήπατος<br />

Απουσία ενίσχυσης των συμπαγών αλλοιώσεων


348<br />

Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

στην καθυστερημένη φάση χαρακτηρίζει κακοήθειες:<br />

όλες οι μεταστάσεις αναδεικνύουν αυτήν την εικόνα<br />

και δεν έχουν περιγραφεί εξαιρέσεις (13).<br />

Το τυπικό ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (HCC) ενισχύεται<br />

εντόνως στην αρτηριακή φάση και παρουσιάζει<br />

έκπλυση (Wash-out) στην καθυστερημένη φάση.<br />

Υπάρχουν όμως άτυπα HCC, ειδικά τα καλώς διαφοροποιημένα.<br />

Στον πίνακα 2 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά<br />

των εστιακών κακοήθων βλαβών του ήπατος.<br />

Νεφροί<br />

Η ενίσχυση του νεφρικού παρεγχύματος έχει μικρότερη<br />

διάρκεια από εκείνη του ήπατος (3 min περίπου) και<br />

θα πρέπει να γίνουν 2 εγχύσεις, μία για τον κάθε νεφρό.<br />

Μετά 10-15 sec από την έγχυση, ενισχύεται ο νεφρικός<br />

φλοιός και ακολουθεί με αργότερο ρυθμό η ενίσχυση της<br />

μυελώδους μοίρας (Εικόνες 4, 5) Οι ΕΗ δεν επηρεάζουν<br />

την νεφρική λειτουργία, δεν απεκκρίνονται από τους νεφρούς<br />

και χρησιμοποιούνται με ασφάλεια σε ασθενείς<br />

με νεφρική ανεπάρκεια ή με ουρητηρική απόφραξη.<br />

Εικόνα 4. Ενίσχυση της φλοιώδους μοίρας του νεφρού<br />

κατά την αρτηριακή φάση<br />

Η χρήση τους ενδείκνυται στην αξιολόγηση μιας<br />

ανατομικής παραλλαγής που μπορεί να μιμηθεί έναν<br />

όγκο, στον χαρακτηρισμό νεφρικών μαζών και ειδικότερα<br />

στην διαφοροδιάγνωση του κυστικού νεφροκυτταρικού<br />

καρκινώματος από άλλες κυστικού τύπου<br />

αλλοιώσεις (Εικόνα 6), όπου θεωρείται ότι πλεονεκτεί<br />

έναντι της ΑT και MΤ (14, 15), στον χαρακτηρισμό θρόμβου<br />

στην νεφρική φλέβα, σε υποψία νεφρικού εμφράκτου<br />

(Εικόνα 7), σε υποψία νέκρωσης του νεφρικού<br />

φλοιού, στο νεφρικό τραύμα και στην παρακολούθησή<br />

του και σε ασθενείς οι οποίοι δεν μπορούν να υποβληθούν<br />

σε ΑT και MΤ (14,16).<br />

Εικόνα 6. Νεφρική κύστη με εντύπωση πάχυνσης τοιχώματος<br />

και παρουσίας ηχογενούς υλικού<br />

στον αυλό της. Με τον ενισχυτή ηχογένειας<br />

αναδεικνύεται ομαλό τοίχωμα<br />

Εικόνα 5. Ενίσχυση και της μυελώδους μοίρας μερικά<br />

δευτερόλεπτα αργότερα<br />

Εκόνα 7. Νεφρικό έμφρακτο, ΜΤ και απεικόνιση με ενισχυτή<br />

ηχογένειας, όπου φαίνεται η απουσία<br />

αγγείωσης σε τμήμα του νεφρικού παρεγχύματος<br />

Σπλήνας<br />

Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους<br />

ο σπλήνας περιγράφεται ως «το σιωπηλό ξεχασμένο


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 349<br />

όργανο» είναι ότι οι ασθένειες που παρουσιάζει σε<br />

σχέση με το ήπαρ είναι ελάχιστες (17). Παρόλα αυτά,<br />

συχνά ανευρίσκονται αλλοιώσεις οφειλόμενες σε δευτερεύουσες<br />

εκδηλώσεις διαφόρων νοσημάτων, αιματολογικών,<br />

ογκολογικών, αυτοάνοσων ή φλεγμονωδών.<br />

Η ενίσχυση του σπληνός αρχίζει περίπου 12΄΄ μετά<br />

την έγχυση του ΕΗ. Συνήθως αρχικά η απεικόνιση του<br />

παρεγχύματος είναι ανομοιογενής λόγω της διαφορετικής<br />

πρόσληψης από τον ερυθρό και φαιό πολφό<br />

και αντιστοιχεί στην εικόνα της «ζέμπρας» στην ΑΤ ή<br />

MΤ. Μεταξύ 30΄΄και 60΄΄μετά την έγχυση το παρέγχυμα<br />

ενισχύεται ομοιογενώς και η ενίσχυση διαρκεί 5-7 min.<br />

Η ενίσχυση του παρεγχύματος του σπληνός διαρκεί<br />

περισσότερο από ότι του ήπατος, πιθανόν λόγω<br />

εγκλωβισμού του ΕΗ στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα<br />

ή στα κολποειδή. Σε σύγκριση με την ενίσχυση του<br />

ηπατικού και του νεφρικού παρεγχύματος, ο σπλήνας<br />

φαίνεται υπερηχογενής κατά την καθυστερημένη φάση<br />

(18). Η μεγαλύτερη διάρκεια της ενίσχυσης μπορεί να<br />

φανεί χρήσιμη στην ανεύρεση σπληνικού ιστού εκτός<br />

του σπληνός, αλλά και στον χαρακτηρισμό σπληνικών<br />

βλαβών (19).<br />

Εφαρμογές ΕΗ στον σπλήνα<br />

Συχνή είναι η εφαρμογή των ΕΗ στη διαφορική διάγνωση<br />

συμπαγών μορφωμάτων γύρω από τον σπλήνα.<br />

Με τον ΕΗ ο επικουρικός σπλήνας παρουσιάζει<br />

έντονη πρόσληψη που διαρκεί 5-7 min, αντιθέτως οι<br />

λεμφαδένες της πύλης, οι διογκώσεις του επινεφριδίου<br />

ή της ουράς του παγκρέατος παρουσιάζουν μειωμένη<br />

πρόσληψη (20) (Εικόνα 8). Το σπληνικό έμφρακτο δεν<br />

διακρίνεται κατά την οξεία φάση με το απλό υπερηχογράφημα,<br />

αντιθέτως γίνεται εμφανές μετά την έγχυση<br />

του ΕΗ λόγω πλήρους απουσίας ενίσχυσης (Εικόνα 9).<br />

Το απόστημα παρουσιάζει δακτυλιοειδή περιφερική<br />

ενίσχυση εντονότερη στις καθυστερημένες φάσεις, με<br />

παρουσία διαφραγματίων που επίσης ενισχύονται<br />

και κεντρική περιοχή μη ενισχυόμενη σε καμία φάση.<br />

Σε γνωστή νόσο λεμφώματος Hodgkin, η διερεύνηση<br />

του σπληνός με ΕΗ παρουσιάζει ευαισθησία μεγαλύτερη<br />

της ΑΤ και του FDG PET (21) (Εικόνα 10). Ακόμη ο ΕΗ<br />

μπορεί να συμβάλλει στην διαφοροδιάγνωση μεταξύ<br />

καλοήθων και κακοήθων βλαβών (22, 23). Σημαντικότερη<br />

ακόμη ένδειξη της χρήσης του ΕΗ στον σπλήνα<br />

αφορά στο τραύμα, όπου το απλό υπερηχογράφημα<br />

αδυνατεί σχεδόν πλήρως να το αναδείξει άμεσα (Εικόνα<br />

11).<br />

Εικόνα 8. Όγκος ουράς του παγκρέατος που προβάλλει<br />

στην σπληνική πύλη<br />

Εικόνα 9. Σπληνικό έμφρακτο<br />

Εικόνα 10. Λέμφωμα σπληνός. Με τον ΕΗ απεικονίζονται<br />

πολλαπλές διάσπαρτες εστίες, μη<br />

εμφανείς στο απλό υπερηχογράφημα


350<br />

Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

Εικόνα 11. Τραύμα σπληνός (βέλη)<br />

Η χρήση των ΕΗ στο πάγκρεας είναι πολύ πρόσφατη<br />

και έχει ως στόχο κυρίως να διευκολύνει την<br />

διαφορική διάγνωση παγκρεατικών βλαβών, οι οποίες<br />

απεικονίζονται στο απλό υπερηχογράφημα (24, 25).<br />

Η ενίσχυση του παγκρέατος αρχίζει λίγα δευτερόλεπτα<br />

μετά την έγχυση και φθάνει στο μέγιστο στα<br />

πρώτα 15-20΄΄. Αρχίζει νωρίτερα και διαρκεί λιγότερο<br />

από εκείνη του ήπατος.<br />

Στην οξεία παγκρεατίτιδα αναφέρεται ότι οι ΕΗ βοηθούν<br />

στην διάγνωση, διότι το παρέγχυμα παρουσιάζει<br />

έντονη ενίσχυση οφειλόμενη στην αυξημένη αγγείωση.<br />

Σε περίπτωση βαρείας μορφής οξείας παγκρεατίτιδας,<br />

όπου συνυπάρχουν συρρέουσες νεκρωτικές περιοχές,<br />

ο ΕΗ μπορεί να βοηθήσει στην καλλίτερη οριοθέτησή<br />

τους λόγω απουσίας αγγείωσης (26, 27).<br />

Σε ασθενείς με χρόνια παγκρεατίτιδα, ίνωση και μειωμένη<br />

αιματική ροή οδηγούν σε ελαττωμένη ενίσχυση.<br />

Η εστιακή παγκρεατίτιδα στο απλό υπερηχογράφημα<br />

απεικονίζεται ως εστία χαμηλής ηχογένειας, όπως και<br />

το αδενοκαρκίνωμα. Με τον ΕΗ όμως η εστιακή παγκρεατίτιδα<br />

ενισχύεται με παρόμοιο τρόπο όπως το υπόλοιπο<br />

παρέγχυμα (Εικόνα 12), σε αντίθεση με το αδενοκαρκίνωμα<br />

που παρουσιάζει χαμηλή και ανομοιογενή<br />

ενίσχυση πιθανόν λόγω της έντονης δεσμοπλαστικής<br />

αντίδρασης (26). Στα ορώδη ή βλεννώδη νεοπλάσματα,<br />

τα εσωτερικά διαφραγμάτια που υπάρχουν μεταξύ<br />

των κύστεων ενισχύονται, αναδεικνύοντας την πολυκυστική<br />

μορφή των όγκων. Αντιθέτως όταν σπανιότερα,<br />

ο κυστικός όγκος είναι μονόχωρος δεν δύναται<br />

να διαφοροδιαγνωστεί από άλλα κυστικά μορφώματα<br />

(28).<br />

Οι ψευδοκύστεις, όταν παρουσιάζουν περιεχόμενο,<br />

είναι δύσκολο να διαφοροδιαγνωστούν από κυστικούς<br />

όγκους, όπως πχ τα βλεννώδη κυσταδενώματα.<br />

Με τον ΕΗ βεβαιώνεται η απουσία αγγείωσης<br />

στο εσωτερικό της κύστης (Εικόνα 13) καθώς και στις<br />

περιπαγκρεατικές συλλογές (29, 30).<br />

Εικόνα 12. Εστιακή παγκρεατίτιδα, στο απλό us απεικονίζεται<br />

ως μάζα στην κεφαλή του παγκρέατος,<br />

αλλά ενισχύεται όπως και το<br />

υπόλοιπο παγκρεατικό παρέγχυμα<br />

Πάγκρεας<br />

Εικόνα 13. Ψευδοκύστη παγκρέατος. Στο απλό us δεν<br />

παρουσιάζει σαφή χαρακτηριστικά απλής κύστεως<br />

Νόσος Chrohn και χρήση ΕΗ<br />

Η χρήση των ΕΗ στην μελέτη του εντέρου επικεντρώνεται<br />

στην εντερική δραστηριότητα σε φλεγμονώδεις<br />

παθήσεις του εντέρου (νόσος Chrohn), καθώς και στην<br />

διάκριση μεταξύ οξείας (ενεργού φλεγμονής) και χρόνιας<br />

εντερικής στένωσης (ουλής). Οι δυο παράμετροι που<br />

χαρακτηρίζουν τις βλάβες είναι το πρότυπο της σκιαγραφικής<br />

ενίσχυσης (διαμόρφωση της σκιαγράφησης<br />

στους χιτώνες του τοιχώματος) και ο λόγος μεταξύ<br />

της μέγιστης πάχυνσης του ενισχυόμενου τοιχώματος<br />

προς το συνολικό πάχος του τοιχώματος (31).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 351<br />

Χοληδόχος κύστη<br />

Φαίνεται ότι οι ΕΗ μπορούν να βοηθήσουν στην<br />

ακριβέστερη διάγνωση και στη διαφορική διάγνωση<br />

μεταξύ διαφορετικών παθήσεων με παρόμοια υπερηχοτομογραφικά<br />

(US) ευρήματα. Στο απλό US τα περισσότερα<br />

νεοπλάσματα απεικονίζονται ως συμπαγείς<br />

μάζες που καταλαμβάνουν ολόκληρη ή τμήμα της<br />

χοληδόχου ή σαν πολύποδες. Η χολική λάσπη επίσης,<br />

όταν δεν μετακινείται εύκολα, μπορεί να δημιουργήσει<br />

παρόμοιες εικόνες. Η διαφορική διάγνωση γίνεται<br />

δυσκολότερη όταν συνυπάρχουν διαφορετικού τύπου<br />

βλάβες και διότι το Color Doppler US δεν ανιχνεύει χαμηλές<br />

ροές και αγγεία που έχουν βαθειά εντόπιση.<br />

Σε μελέτη 97 ασθενών με υποψία όγκου χοληδόχου<br />

κύστεως οι περισσότερες βλάβες ανέδειξαν έντονη<br />

ενίσχυση κατά την αρτηριακή και κατά την καθυστερημένη<br />

φάση χωρίς ουσιώδη διαφορά. Όμως παρατηρήθηκε<br />

σημαντική διαφορά στο washout μέσα στα<br />

πρώτα 30΄΄ από την έγχυση, όπου παρουσίασαν έκπλυση<br />

του ΕΗ το 91% των καρκινωμάτων και μόνο το<br />

17% των καλοήθων βλαβών (32).<br />

Για την οξεία χολοκυστίτιδα, είναι σε όλους γνωστά<br />

τα US κριτήρια τα οποία σε συνδυασμό με την<br />

κλινική εικόνα και εργαστηριακές εξετάσεις θέτουν<br />

την διάγνωση στις περισσότερες των περιπτώσεων.<br />

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, ιδίως ασθενών<br />

που νοσηλεύονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας,<br />

όπου η διάγνωση, τις περισσότερες φορές αλιθιασικής<br />

χολοκυστίτιδας δεν είναι απλή. Φαίνεται ότι το<br />

τοίχωμα τις χοληδόχου το οποίο πάσχει λόγω της<br />

φλεγμονής, ενισχύεται με ΕΗ εντονότερα και ενωρίτερα<br />

(πριν τα 30΄΄ από την έγχυση), σε αντίθεση με<br />

το φυσιολογικό τοίχωμα το οποίο ενισχύεται μετά τα<br />

30΄΄. Εξαίρεση αποτελούν όμως περιπτώσεις όπου στο<br />

τοίχωμα υπάρχουν νεκρωτικές περιοχές ή όπου έχει<br />

προηγηθεί χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής (33, 34).<br />

Κλειστό τραύμα κοιλίας<br />

Το απλό υπερηχογράφημα χωρίς σκιαγραφικό<br />

αναδεικνύει πολύ καλά την ύπαρξη ενδοπεριτοναϊκού,<br />

πλευριτικού και περικαρδιακού υγρού, ωστόσο υστερεί<br />

στην ανάδειξη θλάσεων συμπαγών οργάνων της κοιλίας.<br />

Αντίθετα με τον ΕΗ οι θλαστικές περιοχές απεικονίζονται<br />

ως ελλείμματα πληρώσεως. Έτσι, κακώσεις του<br />

ήπατος, του σπληνός και των νεφρών αναδεικνύονται<br />

άριστα με σκιαγραφικό υπερήχων (35, 36, 37). Μπορεί<br />

ακόμη και η μετέπειτα παρακολούθηση των ασθενών<br />

να γίνεται με υπερηχογράφημα και ΕΗ αποφεύγοντας<br />

την επιπρόσθετη επιβάρυνση με την ιοντίζουσα ακτινοβολία<br />

μίας ΑΤ. Επίσης είναι δυνατός ο προσδιορισμός<br />

του σημείου της οξείας αιμορραγίας (38).<br />

Αγγειακές εφαρμογές<br />

Οι αγγειακές εφαρμογές περιλαμβάνουν την διερεύνηση<br />

στενώσεων ή αποφράξεων αγγείων όταν ό<br />

έλεγχος με το έγχρωμο Doppler, συνήθως για τεχνικούς<br />

λόγους, δεν είναι ικανοποιητικός, τη διερεύνηση<br />

ανευρυσμάτων αορτής (με έλεγχο για διαχωρισμό ή<br />

ρήξη), καθώς και την ανάδειξη ενδοδιαφυγής σε ασθενείς<br />

με stent (39, 40).<br />

Μεταμόσχευση<br />

Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση<br />

είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αρτηριακές και φλεβικές<br />

θρομβώσεις. Η χρήση ΕΗ διευκολύνει την ανάδειξη<br />

της βατότητας των αγγειακών δομών, της διαταραχής<br />

της αιμάτωσης του μεταμοσχευθέντος οργάνου<br />

καθώς και την απεικόνιση της θαμβωμένης ηπατικής<br />

αρτηρίας, η οποία χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.<br />

Παραμήτρια<br />

Η τεχνική συμβάλλει στην διάκριση μεταξύ καλοήθους<br />

και κακοήθους εξεργασίας, με την ανάδειξη ενίσχυσης<br />

στα διαφραγμάτια και τους όζους της βλάβης.<br />

Τα ποσοστά αξιοπιστίας είναι υψηλά ειδικά εάν η εξέταση<br />

διενεργηθεί διακολπικά. Σημαντική είναι η αξιολόγηση<br />

δυο παραγόντων, του επίπεδου της μέγιστης<br />

ενίσχυσης και του χρόνου έκπλυσης του ΕΗ (41).<br />

Προστάτης Αδένας<br />

Η διαταραχή της αγγείωσης του προστάτη είναι<br />

ενδεικτική κακοήθειας. Η ανίχνευσή της με την χρήση<br />

ΕΗ μπορεί αφενός να ελαττώσει τον αριθμό των βιοψιών<br />

και αφ ετέρου να στοχοποιήσει το σημείο με την<br />

μεγαλύτερη υποψία (μέγιστη σκιαγραφική ενίσχυση)<br />

για την λήψη βιοψίας (39, 42, 43, 44).<br />

ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ<br />

Η έγχυση θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς<br />

με πρόσφατο ιστορικό βαρειάς καρδιοπνευμονικής<br />

νόσου (πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου ή στηθάγχη,<br />

πρόσφατη επέμβαση στα στεφανιαία, αλλαγές<br />

στο ΗΚΓ, καρδιακή ανεπάρκεια, σοβαρές διαταραχές<br />

καρδιακού ρυθμού, υψηλή αύξηση πιέσεως πνευμονικής<br />

αρτηρίας, ARDS, σοβαρή αναπνευστική νόσο ή<br />

δύσπνοια κλπ).


352<br />

Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ<br />

Παχυσαρκία, αεροπλήθεια, μεγάλου βαθμού λιπώδης<br />

διήθηση του ήπατος, έλλειψη συνεργασίας του εξεταζόμενου,<br />

σημαντικό βάθος του σημείου ενδιαφέροντος,<br />

εστιακές αλλοιώσεις μεγέθους < 1εκ. αποτελούν<br />

τους σημαντικότερους περιορισμούς.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Τα σκιαγραφικά υπερήχων ή ενισχυτές ηχογένειας<br />

(ΕΗ) αποτελούν μια εκπληκτική μέθοδο για την απεικόνιση<br />

της μικροαγγείωσης των ιστών σε πραγματικό<br />

χρόνο. Είναι άμεσα διαθέσιμα με σχετικά χαμηλό κόστος,<br />

δεν είναι νεφροτοξικά και μπορεί να χρησιμοποιηθούν<br />

οποιαδήποτε και εάν είναι η νεφρική λειτουργία<br />

του εξεταζόμενου, ο οποίος επιπλέον δεν εκτίθεται σε<br />

ιοντίζουσα ακτινοβολία. Οι παράγοντες αυτοί έχουν<br />

όλοι συμβάλει στην διαρκώς αυξανόμενη δημοτικότητα<br />

των ΕΗ, οι εφαρμογές των οποίων στην καθημερινή<br />

κλινική πράξη συνεχώς αυξάνονται με εξαιρετικά<br />

αποτελέσματα.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA<br />

1. Becher H, BurnsPN. Handbook of contrast echocardiography.<br />

Berlin, Germany: Springer, 2000.<br />

2. Cochran ST, Bomyea K, Sayre JW. Trends in adverse<br />

events after IV administration of contrast media. AJR<br />

Am J Roentgenol 2001; 176 (6): 1385-1388.<br />

3. Simpson DH, Chin CT, Burns PN. Pulse inversion Doppler:<br />

a new method for detecting nonlinear echoes<br />

from microbubble contrast agents. IEEE Trans Ultrason<br />

Ferroelectr Freq Control 1999; 46 (2): 372-382.<br />

4. Eckersley RJ, Chin CT, Burns PN. Optimising phase<br />

and amplitude modulation schemes for imaging microbubble<br />

contrast agents at low acoustic power. Ultrasound<br />

Med Biol 2005; 31 (2): 213-219.<br />

5. Kitzman DW, Goldman ME, Gillam LD, et al. Efficacy<br />

and safety of the novel ultrasound contrast agent<br />

perflutren (definity) in patients with suboptimal baseline<br />

left ventricular echocardiographic images. Am J<br />

Cardiol 2000; 86(6): 669-674.<br />

6. Piscaglia F, Bolondi L. Italian Society for Ultrasound<br />

in Medicine and Biology (SIUMB) Study Group on<br />

Ultrasound Contrast Agents. The safety of Sonovue<br />

in abdominal applications: retrospective analysis of<br />

23188 investigations. Ultrasound Med Biol 2006; 32(9):<br />

1369-1375.<br />

7. International Collaborative Study of Severe Anaphylaxis.<br />

Risk of anaphylaxis in a hospital population in<br />

relation to the use of various drugs: an international<br />

study. Pharmacoepidemiol Drug Saf 2003; 12(3):195-202.<br />

8. Wilson SR, Burns PN. An algorithm for the diagnosis<br />

of focal liver masses using microbubble contrast-enhanced<br />

pulse-inversion sonography. AJR Am J Roentgenol<br />

2006; 186 (5): 1401-1412.<br />

9. Quaia E, Calliada F, Bertolotto M, et al. Characterization<br />

of focal liver lesions with contrast-specific US<br />

modes and a sulfur hexafiuoride-filled microbubble<br />

contrast agent: diagnostic performance and confidence.<br />

Radiology 2004; 232(2): 420-430.<br />

10. Wilson SR, Kim TK, Jang HJ, et al. Enhancement patterns<br />

of focal liver masses: discordance between contrast-enhanced<br />

sonography and contrast-enhanced CT<br />

and MRI. AJR Am J Roentgenol 2007; 189(1): W7-W12.<br />

11. Wilson SR, Burns PN. Microbubble-enhanced US in<br />

Body Imaging: What Role Radiology 2010; 257 (1):<br />

24-39.<br />

12. Cokkinos DD, Blomley MJ, Harvey CJ, et al. Can contrast-enhanced<br />

ultrasonography characterize focal<br />

liver lesions and differentiate between benign and<br />

malignant, thus providing a one-stop imaging service<br />

for patients Journal of Ultrasound 2007; 10: 186-193.<br />

13. EFSUMB study group. Guidelines and Good Clinical<br />

Practice Recommendations for Contrast Enhanced<br />

Ultrasound (CEUS)-Update 2008. Ultraschall in Med<br />

2008; 29:28-44.<br />

14. Tamai H, Takiguchi Y, Oka M, et al. Contrast-enhanced<br />

ultrasonography in the diagnosis of solid renal<br />

tumors. J Ultrasound Med 2005; 24(12): 1635 – 1640.<br />

15. Park BK, Kim B, Kim SH,et al. Assessment of cystic<br />

renal masses based on Bosniak classification: comparison<br />

of CT and contrast-enhanced US. Eur J Radiol<br />

2007; 61(2): 310 – 314.<br />

16. Clevert DA, Minaifar N, Weckbach S, et al. Multislice<br />

computed tomography versus contrast-enhanced<br />

ultrasound in evaluation of complex cystic renal<br />

masses using the Bosniak classification system. Clin<br />

Hemorheol Microcirc 2008; 39(1-4):171-178.<br />

17. Görg C. The forgotten organ: contrast enhanced sonography<br />

of the spleen. Eur J Radiol 2007; 64: 189-<br />

201.<br />

18. Lim AK, Patel N, Eckersley RJ, et al. Evidence for spleen<br />

specific uptake of a microbubble contrast agent: a<br />

quantitative study in healthy volunteers. Radiology<br />

2004; 231: 785-788.<br />

19. Catalano O, Lobianco R, Sandomenico F, et al. Realtime<br />

contrast-enhanced ultrasound of the spleen: examination<br />

technique and preliminary clinical experience.<br />

Radiol Med 2003; 106: 338-356.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 353<br />

20. Ota T, Ono S. Intrapancreatic accessory spleen: diagnosis<br />

using contrast enhanced ultrasound. Br J Radiol<br />

2004; 77: 148-149.<br />

21. Picardi M, Soricelli A, Pane F, et al. Contrast-enhanced<br />

harmonic compound US of the spleen to increase<br />

staging accuracy in patients with Hodgkin lymphoma:<br />

a prospective study. Radiology 2009; 251: 574-582<br />

22. von Herbay A, Barreiros AP, Ignee A, et al. Contrastenhanced<br />

ultrasonography with SonoVue: differentiation<br />

between benign and malignant lesions of the<br />

spleen. J Ultrasound Med 2009; 28: 421-434<br />

23. Popescu A, Sporea I, Şirli R, et al. The role of contrast-enhanced<br />

ultrasonography with second generation<br />

contrast agents in the evaluation of focal splenic<br />

lesions. Medical Ultrasonography 2009; 11 (3): 61–65.<br />

24. D’Onofrio M, Mansueto G, Falconi M, Procacci C.<br />

Neuroendocrine pancreatic tumor: value of contrast<br />

enhanced ultrasonography. Abdom Imaging 2004;<br />

29(2): 246-258.<br />

25. Kitano M, Kudo M, Maekawa K, et al. Dynamic imaging<br />

of pancreatic diseases by contrast enhanced<br />

coded phase inversion harmonic ultrasonography. Gut<br />

2004; 53 (6): 854 – 859.<br />

26. D’Onofrio M, Zamboni G, Tognolini A, et al. Massforming<br />

pancreatitis: value of CEUS. World J Gastroenterol<br />

2006; 12: 4181–4184.<br />

27. Numata K, Ozawa Y, Kobayashi N. Contrast-enhanced<br />

sonography of autoimmune pancreatitis: comparison<br />

with pathologic findings. J Ultrasound Med 2004; 23:<br />

199–206<br />

28. Faccioli N, D’Onofrio M, Malagò R, et al: Resectable<br />

pancreatic adenocarcinoma: depiction of tumoral<br />

margins at CEUS. Pancreas 2008; 37: 265–268<br />

29. D’Onofrio M, Zamboni G, Faccioli N, et al. Ultrasonography<br />

of the pancreas. Contrast-enhanced imaging.<br />

Abdom Imaging 2007; 32: 171–181.<br />

30. D’Onofrio M, Caffarri S, Zamboni G, et al: CEUS in<br />

the characterization of pancreatic mucinous cystadenoma.<br />

J Ultrasound Med 2004; 23: 1125–1129.<br />

31. Serra C, Menozzi G, Labate AM, et al. Ultrasound assessment<br />

of vascularization of the thickened terminal<br />

ileum wall in Crohn’s disease patients using a lowmechanical<br />

index real-time scanning technique with<br />

a second generation ultrasound contrast agent. Eur J<br />

Radiol 2007; 62(1): 114 – 121.<br />

32. Xie XH, Xu HX, Xie XY, et al. Differential diagnosis<br />

between benign and malignant gallbladder diseases.<br />

Eur Radiol 2010; 20: 239–248.<br />

33. Adamietz B, Wenkel E, Uder M, et al. Contrast enhanced<br />

sonography of the gallbladder: A tool in the<br />

diagnosis of cholecystitis Eur J Radiol 2007; 61(2):<br />

262-266.<br />

34. Esteban JM, Maldonado L, Elia I, et al. [Value of power<br />

Doppler ultrasonography with intravenous contrast<br />

medium (Levograf) in the diagnosis of acute cholecystitis.].<br />

[Article in Spanish]. Gastroenterol Hepatol<br />

2002; 25: 79–83.<br />

35. Catalano O, Lobianco R, Raso MM, Siani A. Blunt<br />

hepatic trauma: evaluation with contrast enhanced<br />

sonography: sonographic findings and clinical application.<br />

J Ultrasound Med 2005; (3): 299 – 310.<br />

36. Valentino M, Serra C, Zironi G, et al. Blunt abdominal<br />

trauma: emergency contrast-enhanced sonography for<br />

detection of solid organ injuries. AJR Am J Roentgenol<br />

2006; 186 (5): 1361 – 1367.<br />

37. Poletti PA, Platon A, Becker CD, et al. Blunt abdominal<br />

trauma: does the use of a second- generation sonographic<br />

contrast agent help to detect solid organ injuries<br />

AJR Am J Roentgenol 2004; 183 (5): 1293 – 1301.<br />

38. Song HP, Yu M, Zhang M, et al. Diagnosis of active<br />

hemorrhage from the liver with contrast-enhanced<br />

ultrasonography after percutaneous transhepatic angioplasty<br />

and stent placement for Budd-Chiari syndrome.<br />

J Ultrasound Med 2009; 28 (7): 955 – 958.<br />

39. Napoli V, Bargellini I, Sardella SG, et al. Abdominal<br />

aortic aneurysm: contrast enhanced US for missed<br />

endoleaks after endoluminal repair. Radiology 2004;<br />

233 (1): 217 – 225.<br />

40. McWilliams RG, Martin J, White D, et al. Use of contrast-enhanced<br />

ultrasound in follow-up after endovascular<br />

aortic aneurysm repair. J Vasc Interv Radiol<br />

1999; 10 (8): 1107–1114.<br />

41. Fleischer AC, Lyshchik A, Jones HW Jr, et al. Contrast-enhanced<br />

transvaginal sonography of benign<br />

versus malignant ovarian masses: preliminary findings.<br />

J Ultrasound Med 2008; 27 (7): 1011 – 1018; quiz<br />

1019–1021.<br />

42. Pallwein L, Mitterberger M, Gradl J, et al.Value of<br />

contrast-enhanced ultrasound and elastography in<br />

imaging of prostate cancer. Curr Opin Urol 2007; 17<br />

(1): 39 – 47.<br />

43. Wink M, Frauscher F, Cosgrove D, et al. Contrast-enhanced<br />

ultrasound and prostate cancer; a multicentre<br />

European research coordination project. Eur Urol<br />

2008; 54 (5): 982 – 992.<br />

44. Goossen TE, de la Rosette JJ, Hulsbergenvan de Kaa<br />

CA, et al. The value of dynamic contrast enhanced<br />

power Doppler ultrasound imaging in the localization<br />

of prostate cancer. Eur Urol 2003; 43 (2): 124 – 131.


354<br />

Σκιαγραφικά Υπερήχων<br />

Πίνακας 1. Xαρακτηριστικά Ενίσχυσης (Ε) των καλοηθών εστιακών αλλοιώσεων του ήπατος<br />

Τύπος όγκου Αρτηριακή φάση Φλεβική φάση Καθυστερημένη φάση<br />

Αιμαγγείωμα<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά Περιφερική, οζώδης Ε, όχι Μερική ή ολική κεντρομόλος<br />

Ε<br />

κεντρική Ε<br />

Πλήρης Ε<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά Στις μικρές βλάβες: ταχεία<br />

κεντρομόλος Ε.<br />

Περιοχές χωρίς Ε<br />

Εστιακή οζώδης υπερπλασία FNH<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά E πρόωρη, υπερ E, ολική υπερ E υπερ E ή ισοΕ<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά Αρτηρίες τύπου ακτίνες υπερ E<br />

υπο Ε, κεντρική ουλή<br />

τροχού,φυγόκεντρη πλήρωση,<br />

τροφοφόρος αρτη-<br />

υπο Ε, κεντρική ουλή<br />

ρία<br />

Εστιακή απουσία λιπώδους διήθησης<br />

focal fatty sparing<br />

ισοΕ ισοΕ ισοΕ<br />

Αναγεννητικός όζος<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά ισοΕ ισοΕ ισοΕ<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά υπο Ε<br />

Απλή κύστη<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά καμία Ε καμία Ε καμία Ε<br />

Αδένωμα<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά υπερ E, ολική ισοΕ ισοΕ- υπο Ε<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά Περιοχές χωρίς Ε υπερ E<br />

Περιοχές χωρίς Ε<br />

Περιοχές χωρίς Ε<br />

Απόστημα<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά<br />

Χείλος Ε, απουσία κεντρικής<br />

Ε<br />

Ε διαφράγματα υπερ Ε του<br />

ηπατικού τμήματος<br />

υπερ/ισοΕ χείλος, απουσία<br />

κεντρικής Ε<br />

υποΕ χείλος, Ε. διαφράγματα,<br />

υπερ Ε του ηπατικού<br />

τμήματος<br />

υποΕ χείλος, απουσία<br />

κεντρικής Ε


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 355<br />

Πίνακας 2. Xαρακτηριστικά Ενίσχυσης (Ε) των κακοηθών εστιακών αλλοιώσεων του ήπατος<br />

Όγκος Αρτηριακή φάση Πυλαία φάση Καθυστερημένη φάση<br />

HCC<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά υπερΕ, πλήρης, ισοΕ, περιοχές με απουσία<br />

Ε<br />

ύπο ή ισο Ε<br />

περιοχές με απουσία Ε περιοχές με απουσία Ε<br />

(νέκρωση)<br />

(νέκρωση)<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά άναρχη αγγείωση<br />

Ε κακήθους θρόμβου πυλαίας<br />

Μεταστάσεις με χαμηλή αγγείωση<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά Ε στην περιφέρεια υπο Ε υπο ή απουσία Ε<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά ολική Ε περιοχές με απουσία Ε υπο ή απουσία Ε<br />

(νέκρωση)<br />

Μεταστάσεις με υψηλή αγγείωση<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά υπερΕ, πλήρης υπο Ε υπο ή απουσία Ε<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά άναρχη αγγείωση<br />

Χολαγγειοκαρκίνωμα<br />

Τυπικά χαρακτηριστικά Ε στην περιφέρεια υπο ή απουσία Ε υπο ή απουσία Ε<br />

Επιπρόσθετα χαρακτηριστικά απουσία Ε


Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041308<br />

E-mail: skmaria@otenet.gr<br />

PET/CT<br />

Δρ. Μ Γ Σκυλακάκη<br />

Διευθύντρια, Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

SKILAKAKI GM. Developments and current clinical status of diagnostic imaging technologies: PET/CT. Cancer<br />

is one of the leading causes of morbidity and mortality in developed countries. Various imaging modalities based on<br />

anatomic information continue to be important for the diagnosis, staging and in the follow-up of oncologic disease, but<br />

are unable to detect functional abnormalities in tissues. Positron emission tomography (PET) is an imaging modality that<br />

estimates the physiologic function inside the human body by measuring the concentration of a radioactively labeled<br />

compound that is taken up by and accumulated in the body’s tissues through a metabolic process. The radionuclide<br />

allows that interaction to be followed and mapped using PET imaging instrumentation. Clinically, the most commonly<br />

used agent for PET tumor imaging is 18 FDG: the glucose analogue deoxy-D-glucose linked to 18-fluorine (18F), a positron<br />

emitter. The application of FDG-PET to cancer imaging derives from the observation that most malignancies have<br />

greater glucose utilization than do normal tissues and accordingly have increased FDG uptake, which is proportional<br />

to the metabolic rate of viable tumor cells PET/CT using FDG as the radiotracer is a unique combination of the crosssectional<br />

anatomic information provided by CT and the metabolic information provided by PET and has been proved a<br />

valuable tool in the evaluation of patients with malignant diseases. Despite potential false negatives and false positives<br />

it is generally agreed that: PET/CT can be used to more completely stage patients with extensive disease and to prevent<br />

high-risk patients from operating by detecting distant metastases. Moreover, PET/CT can be very valuable in serving<br />

as a baseline for patients prior to undergoing chemotherapy, thereby separating those patients who are responding to<br />

therapy from those who are not. FDG can also accumulate in sites of many types of inflammation and infection and<br />

there is an increasing amount of data addressing the value of FDG-PET/CT in the detection of infectious and/or inflammatory<br />

processes. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 356-359, 2012.<br />

Key words: 18F-FDG-PET/CT, cancer, staging, recurrence, infection, inflammation<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο συνδυασμός μεταβολικών και ανατομικών πληροφοριών που δίδει η ποζιτρονική και υπολογιστική τομογραφία<br />

PET/CT χρησιμοποιώντας σαν ραδιοφάρμακο την 18F-FDG, ένα μεταβολικό ανάλογο της γλυκόζης, την<br />

καθιστούν ιδιαίτερα πολύτιμη απεικονιστική μέθοδο στην διερεύνηση ιστών με αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα,<br />

όπως είναι τα νεοπλάσματα και οι φλεγμονές. Η μέθοδος έχει θέση στην διαγνωστική προσέγγιση των<br />

ογκολογικών ασθενών για τον χαρακτηρισμό μιας ύποπτης βλάβης ως κακοήθους, την αναζήτηση άγνωστης<br />

πρωτοπαθούς εστίας σε ασθενείς με γνωστές μεταστάσεις ή σε ασθενείς με παρανεοπλασματικό σύνδρομο,<br />

την αρχική σταδιοποίηση ασθενών με νεοδιαγνωσθέντα καρκίνο, την παρακολούθηση ανταπόκρισης στην θεραπεία<br />

και την επανασταδιοποίηση μετά το τέλος της θεραπείας καθώς και στην ανίχνευση πιθανής υποτροπής.<br />

Σήμερα αποτελεί βασική διαγνωστική εξέταση για το λέμφωμα, τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα-<br />

NSCLC - (συμπεριλαμβανομένου και του χαρακτηρισμού του μονήρους όζου- SPN), τον καρκίνο της κεφαλής και<br />

του τραχήλου, τον καρκίνο του μαστού, τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, τον καρκίνο των ωοθηκών, τον


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 357<br />

καρκίνο του οισοφάγου και του παχέος εντέρου, το μελάνωμα, τον καρκίνο του θυρεοειδούς και το πολλαπλούν<br />

μυέλωμα. Επιπρόσθετα, PET/CT έχει ένδειξη στην διερεύνηση του πυρετού άγνωστης αιτιολογίας (FUO) και στην<br />

διαγνωστική προσέγγιση ασθενών με υπόνοια φλεγμονώδους ή χρόνιας λοιμώδους νόσου, όταν οι υπόλοιπες<br />

απεικονιστικές μέθοδοι δεν έχουν καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα, ιδιαίτερα μάλιστα σε ασθενείς με παθολογικές<br />

ΤΚΕ και CRP. Οι σημαντικότερες «αδυναμίες» της μεθόδου είναι σήμερα: η μη ανίχνευση μικρού μεγέθους παθολογικών<br />

εστιών, η χαμηλή ευαισθησία της στην μελέτη του εγκεφάλου, του ουροποιητικού συστήματος και του<br />

μυοκαρδίου και η έλλειψη δυνατότητας διάκρισης μεταξύ νεοπλασματικής νόσου και φλεγμονής. Νοσοκομειακά<br />

Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 356-359, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: ποζιτρονική και ηλεκτρονική τομογραφία, καρκίνος, σταδιοποίηση, υποτροπή, φλεγμονή<br />

Στις ανεπτυγμένες χώρες ο καρκίνος εξακολουθεί<br />

να είναι μία από τις κύριες αιτίες θανάτου παρά τις<br />

συνεχείς εξελίξεις στις θεραπευτικές μεθόδους. Γι’αυτό<br />

ένα σημαντικό ποσοστό των ερευνών στρέφεται και<br />

προς την πρώιμη διάγνωση των κακοήθων όγκων<br />

αλλά και των υποτροπών τους. Οι διάφορες απεικονιστικές<br />

μέθοδοι που χρησιμοποιούνται τις τελευταίες<br />

δεκαετίες (Υπέρηχοι, Υπολογιστική Τομογραφία, Μαγνητική<br />

Τομογραφία) και βασίζονται στην αξιολόγηση<br />

μεταβολών στην φυσιολογική ανατομία των διαφόρων<br />

ιστών και οργάνων εξακολουθούν να έχουν πολύ σημαντικό<br />

ρόλο στην διερεύνηση των νεοπλασιών αλλά<br />

δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσουν μεταβολικές διαταραχές<br />

σε μορφολογικά «φυσιολογικούς» ιστούς.<br />

Η ποζιτρονική τομογραφία (PET) αναπτύχθηκε στις<br />

αρχές της 10ετίας του 1970 – λίγο μετά την ανακάλυψη<br />

της υπολογιστικής τομογραφίας (CT) – και οι αρχικές<br />

της εφαρμογές αφορούσαν στην Νευρολογία και Καρδιολογία.<br />

Η PET είναι μία απεικονιστική μέθοδος που<br />

εκτιμά την μεταβολική λειτουργία των διαφόρων ιστών<br />

μετρώντας την συγκέντρωση σε αυτούς κάποιας ραδιενεργά<br />

σεσημασμένης ουσίας που έχει την ιδιότητα<br />

να προσλαμβάνεται από και να αποθηκεύεται στους<br />

ιστούς στο πλαίσιο μιας μεταβολικής αντίδρασης. Οι<br />

ανιχνευτές PET δεσμεύουν την ραδιενέργεια που εκπέμπεται<br />

από τον ασθενή και η εικόνα που προκύπτει<br />

είναι στην ουσία ένας «χάρτης» της κατανομής αυτής<br />

της ραδιενεργά σεσημασμένης ουσίας στο σώμα του<br />

ασθενούς. (1)<br />

Στα τέλη της 10ετίας του 1970 εισάγεται στην κλινική<br />

πράξη το ραδιοφάρμακο 18F FDG, ένα μεταβολικό<br />

ανάλογο της γλυκόζης που έχει την ιδιότητα να μεταφέρεται<br />

δια των κυτταρικών μεμβρανών και στην<br />

συνέχεια να φωσφορυλιούται ακριβώς όπως η γλυκόζη,<br />

συνδεδεμένο με το ραδιοϊσότοπο 18F. Αυτή όμως η<br />

φωσφορυλιωμένη FDG (FDG-6-phosphate) παγιδεύεται<br />

στην συνέχεια στο κυτταρόπλασμα και δεν μπορεί να<br />

μεταβολισθεί περαιτέρω. Η 18F - FDG ανταγωνίζεται<br />

την γλυκόζη τόσο στην μεταφορά δια της κυτταρικής<br />

μεμβράνης όσο και στην φωσφορυλίωση εντός του κυττάρου<br />

και η συγκέντρωσή της στους διάφορους ιστούς<br />

είναι ανάλογη της ανάγκης τους για γλυκόζη. (2)<br />

Η 18F FDG προσλαμβάνεται ιδιαίτερα από τα νεοπλασματικά<br />

κύτταρα - που έχουν αυξημένη ανάγκη<br />

για γλυκόζη - και η πρόσληψη είναι ανάλογη του μεταβολικού<br />

ρυθμού των κακοήθων κυττάρων.<br />

Χρησιμοποιώντας σαν ραδιοφάρμακο την 18F FDG,<br />

η PET αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στην απεικόνιση<br />

των όγκων. Περιορισμός της μεθόδου είναι η απουσία<br />

λεπτομερών ανατομικών πληροφοριών, συχνά απαραίτητων<br />

για την διαφορική διάγνωση μεταξύ φυσιολογικής<br />

και παθολογικής πρόσληψης.<br />

Το 2001 (3,4) εισάγεται στην κλινική πράξη η ποζιτρονική<br />

και υπολογιστική τομογραφία – PET/CT –<br />

προσφέροντας μια συνδυασμένη μεταβολική και μορφολογική<br />

απεικόνιση των διαφόρων ιστών που διευκολύνει:<br />

• Την ακριβή εντόπιση μικρών εστιών αυξημένης<br />

μεταβολικής δραστηριότητας<br />

• Την διάκριση μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών<br />

δομών με υψηλό μεταβολισμό.<br />

Τα σύγχρονα συστήματα PET/CT συνδυάζουν έναν<br />

ανιχνευτή PET (PET scanner) με ένα πολυτομικό αξονικό<br />

τομογράφο (multisection helical CT unit). Οι ασθενείς<br />

εξετάζονται σε ύπτια θέση, 60min μετά την εφ χορήγηση<br />

18F FDG και αφού προηγηθεί νηστεία 6h και<br />

καλή ενυδάτωση. Στις περιπτώσεις διερεύνησης ενδοκοιλιακών<br />

ή ενδοπυελικών κακοηθειών χορηγείται<br />

στους ασθενείς ιωδιούχο σκιαγραφικό per os μία ώρα<br />

ενωρίτερα και αμέσως πρίν την έναρξη της εξέτασης.<br />

Η εξέταση αρχίζει με την υπολογιστική τομογραφία<br />

(CT) χαμηλής δόσης (80mA, 140kV) και περιλαμβάνει το<br />

τμήμα του σώματος από τη βάση της κεφαλής μέχρι<br />

και το άνω 3μόριο των μηρών. Ακολουθεί η ποζιτρονική<br />

τομογραφία (PET) και λαμβάνονται εικόνες PET, CT<br />

και συντετηγμένες (fused) σε τρία επίπεδα. Η συνολική


358<br />

PET/CT<br />

διάρκεια παραμονής του ασθενούς στο Τμήμα PET/CT<br />

δεν υπερβαίνει τις 2 ώρες.<br />

Στην καθημερινή κλινική πράξη η εκτίμηση των εικόνων<br />

γίνεται από πυρηνικούς ιατρούς και ακτινοδιαγνώστες<br />

και λαμβάνονται υπόψη η ακτινομορφολογία<br />

και η μεταβολική συμπεριφορά. Η τελευταία αξιολογείται<br />

ποιοτικά (οπτική εντύπωση των διαγνωστών ιατρών)<br />

αλλά και με την χρησιμοποίηση της standardized<br />

uptake value (SUV) που αποτελεί μια ημιποσοτική εκτίμηση<br />

της πρόσληψης του ραδιοφαρμάκου από έναν<br />

ιστό σε μία χρονική στιγμή και εκφράζεται ως:<br />

Ενεργότητα του ραδιοφαρμάκου στον<br />

ιστό<br />

Ενεθείσα δόση ραδιοφαρμάκου/βάρος του ασθενούς<br />

Συνήθως οι κακοήθεις όγκοι έχουν τιμές SUV>2,5-3<br />

και οι φυσιολογικοί ιστοί τιμές SUV:0,5-2,5, αλλά υπάρχουν<br />

πολλές αποκλίσεις. Φαίνεται ότι για ορισμένες<br />

κακοήθειες (π.χ. καρκίνος του πνεύμονα) η αρχική τιμή<br />

SUV έχει προγνωστική αξία (αυξημένες τιμές συσχετίζονται<br />

με πιο επιθετική συμπεριφορά) αλλά η κύρια<br />

χρησιμότητά της έγκειται στην παρακολούθηση των<br />

μεταβολών της σε δοθέντα όγκο κατά την διάρκεια<br />

της θεραπείας ώστε να υπάρξει μια πιο αντικειμενική<br />

εκτίμηση την ανταπόκρισής του στην ακολουθούμενη<br />

αγωγή. (5,6)<br />

Μια συνεχώς αυξανόμενη βιβλιογραφία υποστηρίζει<br />

την υπεροχή της PET/CT έναντι των υπολοίπων<br />

απεικονιστικών μεθόδων στην:<br />

• Διάγνωση μιας ύποπτης βλάβης ως κακοήθους<br />

• Αναζήτηση άγνωστης πρωτοπαθούς εστίας σε<br />

ασθενείς με γνωστές μεταστάσεις<br />

• Αναζήτηση άγνωστης πρωτοπαθούς εστίας σε<br />

ασθενείς με παρανεοπλασματικό σύνδρομο<br />

• Αρχική σταδιοποίηση νεοδιαγνωσθέντος καρκίνου<br />

• Παρακολούθηση ανταπόκρισης στην θεραπεία<br />

• Επανασταδιοποίηση μετά το τέλος της θεραπείας<br />

• Ανίχνευση πιθανής υποτροπής<br />

Σε μία μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο<br />

(στις 24 Μαρτίου του 2008 στο Journal of Clinical<br />

Oncology) και αφορούσε σε 22.975 ογκολογικούς ασθενείς<br />

η προσθήκη της 18FDG-PET/CT στον απεικονιστικό<br />

έλεγχο τροποποίησε την περαιτέρω αντιμετώπιση<br />

στο 36,5% των περιπτώσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι<br />

αυτή η μεταβολή στην αντιμετώπιση των ασθενών<br />

αφορούσε σε εφαρμογή επιπρόσθετης θεραπείας στο<br />

28% των περιπτώσεων και σε ακύρωση περαιτέρω<br />

θεραπευτικής αγωγής στους υπόλοιπους ασθενείς.<br />

Από τον Απρίλιο του 2009 στις Η.Π.Α. (7-9) οι εξής<br />

11 κακοήθειες έχουν ασφαλιστική κάλυψη για PET/CT<br />

όσον αφορά στην αρχική διάγνωση ή/και σταδιοποίηση<br />

καθώς και στην περαιτέρω εκτίμηση της θεραπείας –<br />

έγκαιρη διάγνωση υποτροπής:<br />

• Λέμφωμα<br />

• Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα-<br />

NSCLC -(συμπεριλαμβανομένου και του χαρακτηρισμού<br />

του μονήρους όζου- SPN)<br />

• Καρκίνος της κεφαλής και του τραχήλου<br />

• Καρκίνος του μαστού<br />

• Καρκίνος του τραχήλου της μήτρας<br />

• Καρκίνος των ωοθηκών<br />

• Καρκίνος του οισοφάγου<br />

• Καρκίνος του παχέος εντέρου<br />

• Μελάνωμα<br />

• Καρκίνος του θυρεοειδούς<br />

• Πολλαπλούν μυέλωμα<br />

H PET/CT χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη τα<br />

τελευταία 10χρόνια χωρίς να ανταγωνίζεται αλλά συμπληρώνοντας<br />

τις υπόλοιπες διαγνωστικές μεθόδους<br />

στην προσέγγιση του ογκολογικού ασθενούς.<br />

Ήδη έχει αποδειχθεί πολύτιμη στην διάγνωση, σταδιοποίηση,<br />

παρακολούθηση της θεραπείας και ανίχνευση<br />

υποτροπής στις περισσότερες κακοήθειες.<br />

Βασικά πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι:<br />

• Η δυνατότητα εξέτασης όλου του σώματος και<br />

η ταυτόχρονη ανίχνευση παθολογίας σε ιστούς<br />

που ανατομικά μπορεί να ευρίσκονται σε μεγάλη<br />

απόσταση<br />

• Η μη χορήγηση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού μέσου<br />

• Η ανίχνευση παθολογίας σε μορφολογικά φυσιολογικούς<br />

ιστούς<br />

Οι μεγαλύτερες «αδυναμίες» της μεθόδου σήμερα<br />

είναι:<br />

• Η μη ανίχνευση μικρού μεγέθους κακοήθων<br />

εστιών<br />

• Η χαμηλή ευαισθησία της στην μελέτη του εγκεφάλου,<br />

του ουροποιητικού συστήματος και του<br />

μυοκαρδίου<br />

• Η έλλειψη δυνατότητας διάκρισης μεταξύ νεοπλασματικής<br />

νόσου και φλεγμονής δεδομένου<br />

ότι ο αυξημένος ενδοκυττάριος μεταβολισμός της<br />

γλυκόζης χαρακτηρίζει - εκτός από τα νεοπλασματικά-<br />

και τα φλεγμονώδη κύτταρα (ουδετε-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 359<br />

ρόφιλα λευκοκύτταρα, πλασματοκύτταρα, πολυμορφοπύρηνα<br />

λευκοκύτταρα και μακροφάγα)<br />

Η μελλοντική εξέλιξη περιλαμβάνει αφ’ ενός τελειότερα<br />

μηχανήματα και αφ’ ετέρου νέα ειδικότερα ραδιοφάρμακα.<br />

Ωστόσο, ακριβώς αυτή η έλλειψη ειδικότητας της<br />

μεθόδου την καθιστά χρήσιμη και στην διερεύνηση μη<br />

ογκολογικών ασθενών με υπόνοια φλεγμονώδους ή<br />

λοιμώδους νόσου, όταν η συμβατική απεικόνιση (US,<br />

CT, MRI) υπήρξε αναποτελεσματική, κυρίως λόγω της<br />

μεγάλης αρνητικής προγνωστικής της αξίας (NPV>90%)<br />

στην ανάδειξη εστιών φλεγμονής ή λοίμωξης. Οι περισσότερες<br />

βιβλιογραφικές αναφορές αφορούν στην<br />

συνδρομή της PET/CT στην διερεύνηση του πυρετού<br />

άγνωστης αιτιολογίας (FUO) και στην διαγνωστική<br />

προσέγγιση ασθενών με υπόνοια φλεγμονώδους ή<br />

χρόνιας λοιμώδους νόσου<br />

Αντίθετα, η βιβλιογραφία που αφορά στην χρήση<br />

της PET/CT στην διερεύνηση ασθενών με οξεία λοίμωξη<br />

είναι πολύ πιο περιορισμένη και αφορά κυρίως σε<br />

ανοσοκατασταλμένους ενώ σχεδόν ανύπαρκτες είναι<br />

οι βιβλιογραφικές αναφορές για τις ενδείξεις της μεθόδου<br />

στους ασθενείς της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας<br />

(ΜΕΘ). Από τις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες<br />

μελέτες προκύπτει ότι:<br />

• Μία θετική PET/CT μελέτη συμβάλλει στην τελική<br />

διάγνωση σε ποσοστό: 16%-89%. Αυτή η ευρεία<br />

διακύμανση των ποσοστών αντανακλά κατ’<br />

ουσίαν την ποικιλία των αιτίων του πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας και των χρόνιων φλεγμονωδών<br />

και λοιμωδών νόσων<br />

• Σημαντική προϋπόθεση για να είναι κλινικά<br />

χρήσιμη μία PET/CT εξέταση είναι οι παθολογικές<br />

τιμές ταχύτητας καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων<br />

(ΤΚΕ) και C- αντιδρώσας πρωτείνης<br />

(CRP)<br />

• Η αρνητική προγνωστική αξία της PET/CT υπερβαίνει<br />

το 90%. (10-12).<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Townsend DW. Physics and Instrumentation for PET.<br />

RSNA Categorical course in diagnostic radiology:<br />

Clinical PET and PET/CT Imaging 2007; 9-22.<br />

2. Wahl RL. Biological targets and radiotracers for PET.<br />

RSNA Categorical course in diagnostic radiology:<br />

Clinical PET and PET/CT Imaging 2007; 23-28.<br />

3. Townsend DW, Cherry SR. Combining anatomy with<br />

function: the path to true image fusion. Eur Radiol<br />

2001; 11: 1968-1974.<br />

4. Beyer T, Townsend DW, Brun T, et al. A combined<br />

PET/CT Scanner for clinical oncology. J Nucl Med<br />

2000; 41: 1369-1379.<br />

5. Agress H, Wahl R. PET and PET/CT artifacts, variants<br />

and approaches to image interpretation. RSNA Categorical<br />

course in diagnostic radiology: Clinical PET<br />

and PET/CT Imaging 2007; 29-39.<br />

6. Ginsberg MS, Grewal RK, Heelan RT. Lung cancer.<br />

Radiol Clin N Am 2007; 45: 21-43.<br />

7. Decision Memo for Positron Emission Tomography<br />

(FDG) for solid tumors (CAG-00181R- 23/04/09).<br />

8. Alavi A. PET imaging I. Radiol Clin N Am 2004; 42 (6).<br />

9. Alavi A. PET imaging II. Radiol Clin N Am 2005: 43<br />

(1).<br />

10. Balink H, Collins J, Bruyn G, et al. F-18 FDG PET/CT in<br />

the diagnosis of fever of unknown origin. Clin Nucl<br />

Med 2009;34(12): 862-868.<br />

11. Bleeker-Rovers CP, van der Meer JW, Oyen WJ. Review<br />

fever of unknown origin. Semin Nucl Med 2009;<br />

39(2): 81-87.<br />

12. Alavi A, Zhuang H. Infection and inflammation. PET<br />

Clinics 2006.


Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ: 2107205660, 6974-313935<br />

Email: ddcokkinos@yahoo.gr<br />

PACS<br />

Δ Δ Κόκκινος<br />

Ιατρός Ακτινοδιαγνωστής, Επιμελητής Α’ ΕΣΥ<br />

Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Η εργασία υποβλήθηκε προς δημοσίευση στο περιοδικό “Hospital Chronicles”<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Το PACS (Picture Archiving and Communication System) είναι ένα σύστημα ηλεκτρονικής καταγραφής και αρχειοθέτησης<br />

εικόνων που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια απεικονιστικών ιατρικών εξετάσεων (ακτινογραφιών,<br />

υπερηχογραφημάτων, αξονικών/μαγνητικών τομογραφιών, αγγειογραφιών κλπ). Μαζί με την ψηφιακή λήψη των<br />

εικόνων, επιτρέπει την ηλεκτρονική γνωμάτευση των εξετάσεων, με μόνιμη και ασφαλή ηλεκτρονική διατήρηση<br />

των αρχείων εικόνων και κειμένων. Τα στοιχεία αυτά παραμένουν καταχωρημένα σε ηλεκτρονική μνήμη και<br />

ανακαλούνται όποτε ο ιατρός το επιθυμεί, με διευκόλυνση της παρακολούθησης του ασθενούς και της σύγκρισης<br />

παλαιότερων με μελλοντικές εξετάσεις. Το αρχείο του PACS συνδέεται με τα οποιαδήποτε συστήματα ηλεκτρονικής<br />

καταχώρησης των ασθενών στο Νοσοκομείο, ούτως ώστε, σε μία ιδανική κατάσταση, να είναι δυνατή η<br />

δημιουργία ηλεκτρονικού φακέλλου ασθενών και η κατάργηση των συμβατικών αρχείων. Με την εγκατάσταση<br />

ενός τέτοιου συστήματος και με την πλήρη λειτουργία του εκμηδενίζεται η ανάγκη για εκτύπωση ακτινογραφικών<br />

φιλμ και γνωματεύσεων σε χαρτί. Όλες οι εικόνες αποθηκεύονται και μεταφέρονται από το Ακτινολογικό Τμήμα<br />

ηλεκτρονικά οπουδήποτε χρειάζεται εντός του Νοσοκομείου, αλλά και σε απομακρυσμένα σημεία εφ’όσον αυτό<br />

απαιτείται, με δυνατότητα τηλεϊατρικής. Συγχρόνως, οι απεικονιστικές εξετάσεις αρχειοθετούνται με εξάλειψη<br />

του κινδύνου απώλειας εικόνων και κειμένων, μείωση της επανάληψης εξετάσεων για τεχνικούς ή άλλους λόγους<br />

και δυνατότητα προώθησής τους σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία για εκπαιδευτικούς και επιστημονικούς σκοπούς.<br />

Η αρχή της εφαρμογής του PACS στην Ευρώπη και την Αμερική τοποθετείται στη δεκαετία του 1990. Σήμερα εφαρμόζεται<br />

πλήρως στα νοσοκομεία των ΗΠΑ και αρκετών εκ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, ενώ εξαπλώνεται<br />

ταχύτατα και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον Κόσμο. Στη χώρα μας η εφαρμογή του PACS βρίσκεται δυστυχώς<br />

σε νηπιακά βήματα, καθώς τέτοιο σύστημα υπάρχει μόνο σε ορισμένα ιδιωτικά Νοσοκομεία. Εκτός ιδιωτικού<br />

τομέα, σύστημα PACS, το οποίο ωστόσο δεν λειτουργεί πλήρως, υπάρχει σε ένα μόνο πανεπιστημιακό ελληνικό<br />

Νοσοκομείο. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μία βραχεία αναδρομή στην ιστορία του PACS και επεξήγηση του τρόπου<br />

λειτουργίας του. Αναλύονται οι επιμέρους δυνατότητές του, τα τμήματα από τα οποία αποτελείται καθώς<br />

και τα πλεονεκτήματά του, τα οποία τελικά διευκολύνουν τους ιατρούς στο έργο τους, βελτιώνουν τις υπηρεσίες<br />

προς τους ασθενείς και, μακροχρόνια, μειώνουν το λειτουργικό κόστος. Αναφέρονται τέλος οι δυσκολίες που<br />

πιθανώς θα αντιμετωπίσουν οι ιατροί και το παραϊατρικό προσωπκό στην αρχή της εφαρμογής του εν λόγω<br />

συστήματος. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 360, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: PACS, ιατρική απεικόνιση, ηλεκτρονικό αρχείο


CT<br />

Δ N Έξαρχος 1 , ΦΓ Λαζαριώτη 2 , B Aναγνωστάκου 2<br />

1<br />

Επιμελητής Α’, Τμήμα Αξονικού-Μαγνητικού Τομογράφου & PET/CT Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»,<br />

2<br />

Ειδικευόμενη Ακτινολόγος, Τμήμα Αξονικού-Μαγνητικού Τομογράφου Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Δημήτριος Ν. Έξαρχος<br />

Τηλ.: 2132041842<br />

E-mail: jimexarhos@yahoo.com<br />

SUMMARY<br />

EXARHOS ΝD, LAZARIOTI GF, ANAGNOSTAKOU V. Computed Tomography Innovations. The introduction of<br />

spiral CT in the 1990’s marked one of the most important steps in the evolution of CT-imaging techniques. It enabled<br />

the reconstruction of images at any position along the patient’s length axis and reduced scan times significantly. The<br />

introduction of multi-detector row CT (MDCT) in 1998 solved many of the problems encountered with the first spiral<br />

scanners such as low isotropic resolution and a compromised spatial resolution. The first generation of MDCT scanners<br />

offered simultaneous acquisition of 4-slices at a rotation time of 0.5sec which improved the scan speed and longitudinal<br />

resolution. MDCT also expanded into the areas previously considered beyond the scope of previous scanners such as<br />

CT angiography of the coronary arteries. Clinical challenges and limitations remained, the introduction of 16-slice CT<br />

scanners enabled routine acquisitions with isotropic sub-millimeter spatial resolution. The generation of 64-slice CT<br />

scanners, 320-slice and Dual CT scanners (two X-ray tubes) allow sub-millimeter acquisitions with gantry speeds of<br />

0.33sec and allow the successful integration of CT coronary angiography into routine clinical algorithms, functional studies<br />

of the heart and potential applications such as tissue characterization, local blood volume quantification in contrast<br />

enhanced scans of the brain and lungs.Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 361-365, 2012.<br />

Key words: computed tomography (CT), multi-detector computed tomography (MDCT), dual-Sοurce CT (DS-CT), flat<br />

detector CT (FD-CT)<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η εμφάνιση των ελικοειδών αξονικών τομογράφων το 1990 σημάδεψε ένα από τα στάδια στην εξέλιξη της απεικόνισης<br />

με αξονικό τομογράφο. Η τεχνολογία επέτρεψε για πρώτη φορά την τρισδιάστατη απεικόνιση, την ανασύνθεση<br />

των εικόνων σε τρία επίπεδα καθώς και την ελάττωση του χρόνου εξέτασης. Η εισαγωγή των αξονικών<br />

τομογράφων πολλαπλών ανιχνευτών (MDCT) το 1998 έλυσε κάποια από τα προβλήματα που παρέμεναν, όπως η<br />

ευκρίνεια των εικόνων και την περιορισμένη έκταση της σάρωσης ανά εξέταση. Οι MDCT επέτρεψαν την σάρωση<br />

όλου του σώματος σε μία μόνο εξέταση, μειώθηκε δραστικά ο χρόνος περιστροφής της λυχνίας, 0,5 sec/περιστροφή,<br />

και επιπλέον το πάχος τομής κάθε λήψης ελαττώθηκε κατά πολύ, 1mm. Οι πρώτοι αξονικοί τομογράφοι πολλαπλών<br />

ανιχνευτών επέτρεψαν για πρώτη φορά την εξέταση της καρδιάς όμως υπήρχαν ακόμα περιορισμοί που<br />

έπρεπε να ξεπεραστούν, όπως η ευκρίνεια των εικόνων λόγω της μη-ισοτροπικής απεικόνισης, οι αναπνευστικές<br />

κινήσεις και η κινητικότητα της καρδιάς που δημιουργεί ψευδενδείξεις (1). Οι πολυτομικοί αξονικοί τομογράφοι -16<br />

τομών επέτρεψαν την ισοτροπική απεικόνιση, ελάττωσαν ακόμα περισσότερο τον χρόνο περιστροφής της λυχνίας,<br />

0,375 sec/περιστροφή, και άνοιξαν νέους ορίζοντες για τη διάγνωση παθήσεων όπως της οξείας ισχαιμίας του<br />

εγκέφαλου παρέχοντας πληροφορίες μορφολογικές και ταυτόχρονα αιμοδυναμικές. Επίσης, η διάγνωση τμηματι-


362<br />

CT<br />

κής και υποτμηματικής πνευμονικής εμβολής έγινε εφικτή ακόμα και σε ασθενείς οι οποίοι δεν είναι συνεργάσιμοι ή<br />

σε περιπτώσεις που συνυπάρχει και άλλη παθολογία όπως ατελεκτασία ή λοίμωξη του πνεύμονα (2). Η γενιά των<br />

πολυτομικών αξονικών 64-τομών εμφανίστηκε το 2004 με χρόνους περιστροφής της λυχνίας 0,33sec/περιστροφή<br />

και επιτρέπουν την εξέταση όλου του σώματος σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, όπως του θώρακα σε 6sec. Αυτές οι<br />

ταχύτητες επέτρεψαν την εφαρμογή λειτουργικών εξετάσεων της καρδιάς, οι αξονικές στεφανιογραφίες έγιναν<br />

ρουτίνα στην κλινική πράξη όμως συνέχιζαν να υπάρχουν προβλήματα που αφορούσαν κυρίως τον σωματότυπο<br />

των ασθενών και τις περιπτώσεις όπου υπήρχε αυξημένος καρδιακός ρυθμός. Η χορήγηση β-αναστολέων ήταν<br />

επιβεβλημένη (3). Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 361-365, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: αξονικός τομογράφος (CT), αξονικός τομογράφος πολλαπλών ανιχνευτών (MDCT), αξονικός<br />

τομογράφος διπλής πηγής (DS-CT), αξονικός τομογράφος επίπεδων ανιχνευτών (FD-CT)<br />

Για την επίλυση του προβλήματος της αυξημένης<br />

καρδιακής κινητικότητας, οι εταιρείες κατασκευής αξονικών<br />

τομογράφων επινόησαν αξονικούς τομογράφους<br />

με περισσότερες σειρές ανιχνευτών, πολυτομικούς<br />

αξονικούς 320 τομών ή αξονικούς τομογράφους<br />

με δύο λυχνίες (DL) με στόχο την βελτίωση της ποιότητας<br />

των εικόνων και δεδομένων που λαμβάνονται<br />

από τις αξονικές στεφανιογραφίες. Τα δεδομένα δείχνουν<br />

μέχρι τώρα ότι αυτό έχει επιτευχθεί.<br />

Οι άλλες πιθανές εφαρμογές της νέας αυτής τεχνολογίας<br />

είναι ο χαρακτηρισμός ιστών και μελέτες<br />

αιμάτωσης-οξυγόνωσης του εγκεφάλου και των πνευμόνων.<br />

Τέλος νέες αφαιρετικές τεχνικές των σταθμών<br />

επεξεργασίας εικόνων όπως η αφαίρεση τοιχωματικών<br />

αποτιτανώσεων από τα αγγεία επιτρέπουν μια<br />

πιό αξιόπιστη εκτίμηση του βαθμού των στενώσεων<br />

ειδικά σε αγγεία μικρής διαμέτρου (4).<br />

Α. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΟΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />

Η κύρια ένδειξη των πολυτομικών αξονικών στην<br />

καρδιά είναι η απεικόνιση των στεφανιαίων αρτηριών.<br />

Η αξονική στεφανιογραφία αποδίδει και μορφολογικές<br />

εικόνες πέρα των δεδομένων που αφορούν στις στεφανιαίες<br />

αρτηρίες. Οι παράμετροι λειτουργικότητος<br />

της αριστερής κοιλίας μπορεί να αξιολογηθούν από<br />

τα δεδομένα που λαμβάνονται από την μελέτη των<br />

στεφανιαίων αρτηριών με την αντίστοιχη ακρίβεια<br />

της μαγνητικής τομογραφίας. Μελέτες έχουν αναδείξει<br />

επανειλημμένως ότι η μορφολογία φυσιολογικών<br />

ή παθολογικών καρδιακών βαλβίδων όπως απεικονίζονται<br />

και εκτιμούνται με την αξονική τομογραφία<br />

συνάδουν με τις μορφοανατομικές πληροφορίες της<br />

διαθωρακικής και διαοισοφάγειας υπερηχοτομογραφίας<br />

οι οποίες είναι εξετάσεις αναφοράς.<br />

Οι νεότεροι αξονικοί τομογράφοι μπορούν να<br />

απεικονίσουν την πάχυνση αποτιτανώμενων ή μη<br />

αορτικών γλωχίνων, αποτιτανώσεις των δακτυλίων<br />

και παθολογία των τενόντιων χορδών. Πλανιμετρικές<br />

μετρήσεις της αορτικής βαλβίδας και της μιτροειδούς<br />

δίδουν πληροφορίες όμοιες με αυτές των ποσοτικών<br />

αιμοδυναμικών μελετών που λαμβάνονται<br />

από την υπερηχοτομογραφία. Επίσης οι μετρήσεις<br />

επιφάνειας της ανεπαρκούσας αορτικής βαλβίδας<br />

κατά την συστολή συσχετίζονται αρκετά καλά με τα<br />

αποτελέσματα της υπερηχοτομογραφίας με αποτέλεσμα<br />

την διαβάθμιση της αορτικής ανεπάρκειας με<br />

την αξονική τομογραφία χρησιμοποιώντας ως κατώφλι<br />

(ROA 25mm2 και 75 mm2) ως ήπια, μέτρια και<br />

σοβαρή (5,6).<br />

Το πλεονέκτημα των νεότερων αξονικών τομογράφων<br />

έναντι της υπερηχοτομογραφίας όσο αναφορά<br />

στην μορφολογία των καρδιακών βαλβίδων και την<br />

εκτίμηση της λειτουργικότητας τους είναι η έλλειψη<br />

ακουστικής σκίασης από αποτιτανώσεις. Το μειονέκτημα<br />

των αξονικών τομογράφων είναι η ακτινοβολία<br />

η οποία δεν επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη εξέταση<br />

ασθενών με βαλβιδοπάθεια.<br />

Οι λειτουργικές παράμετροι της καρδιάς όπως το<br />

κλάσμα εξώθησης, ο τελοδιαστολικός και τελοσυστολικός<br />

όγκος καθώς και ο όγκος του μυοκαρδίου μπορούν<br />

να μελετηθούν με τα δεδομένα που λαμβάνονται<br />

από την εξέταση της αξονικής στεφανιογραφίας.<br />

Ασθενείς με βηματοδότες και απινιδωτές μπορούν να<br />

εξετασθούν με την αξονική τομογραφία και να εκτιμηθεί<br />

η λειτουργικότητα της αριστερής κοιλίας (7).<br />

Υπάρχει ανακολουθία μεταξύ της κλινικής εικόνας<br />

της πνευμονικής εμβολής με την έκταση, το μέγεθος<br />

και την θέση των εμβόλων στις πνευμονικές αρτηρίες.<br />

Γνωρίζουμε ότι μικρά αποφρακτικά έμβολα μπορεί<br />

να έχουν μεγαλύτερη κλινικά σημασία όσο αναφορά<br />

στην οξυγόνωση των πνευμόνων από μεγάλα κεντρικά<br />

έμβολα τα οποία είναι μη αποφρακτικά. Η χρόνια<br />

θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση είναι μία προοδευτική<br />

κατάσταση με κακή πρόγνωση έτσι λοιπόν η<br />

σωστή χαρτογράφηση και ανάλυση των εμβόλων στις<br />

πνευμονικές αρτηρίες έχει μεγάλη κλινική σημασία.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 363<br />

Oι νεότεροι αξονικοί τομογράφοι μπορούν να μελετήσουν<br />

την αιμάτωση του πνευμονικού παρεγχύματος<br />

βασιζόμενοι σε τρείς διαφορετικές πυκνότητες. Η πρώτη<br />

είναι η πυκνότητα του ιωδιούχου σκιαγραφικού,η<br />

δεύτερη του αέρα και η τρίτη των μαλακών μορίων.<br />

Μετά την ενδοφλέβια έγχυση του ιωδιούχου σκιαγραφικού<br />

το πνευμονικό παρέγχυμα περιέχει και τα τρία<br />

προαναφερόμενα στοιχεία. Η κατανομή του ιωδίου<br />

χαρτογραφεί την αιμάτωση του πνεύμονα με αποτέλεσμα<br />

την αιμοδυναμική μελέτη της περιοχής που<br />

πάσχει και ταυτόχρονα μέσω αφαιρετικών τεχνικών<br />

αξιολογείται και η αέρωση της (8).<br />

Β. ΚΝΣ<br />

Η μοντέρνα νευροαπεικόνιση επιτρέπει την ακριβή<br />

χαρτογράφηση, εντόπιση και έκταση της ισχαιμίας<br />

του εγκεφαλικού παρεγχύματος σε περιπτώσεις οξείας<br />

ισχαιμίας και ταυτόχρονα παρέχει πληροφορίες<br />

που αφορούν σε αιμοδυναμικές παραμέτρους για τον<br />

υπολογισμό της αιμάτωσης στην ισχαιμούσα περιοχή.<br />

Η διαθεσιμότητα των αξονικών τομογράφων σήμερα<br />

κάνει την μέθοδο την πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη<br />

διαγνωστική εξέταση για την απεικόνιση του οξέος<br />

ισχαιμικού επεισοδίου.<br />

Η διάγνωση της οξείας ισχαιμίας με την απλή αξονική<br />

τομογραφία εγκεφάλου ειδικά στις πρώτες κρίσιμες<br />

ώρες δεν είναι πάντα εφικτή. Οι νεότεροι αξονικοί<br />

τομογράφοι απεικονίζουν το εγκεφαλικό παρέγχυμα,<br />

χαρτογραφούν τα αγγεία με την αξονική αγγειογραφία<br />

και ταυτόχρονα επιτρέπουν την αιμοδυναμική<br />

μελέτη του εγκεφάλου (perfusion CT, PCT). Η PCT δίνει<br />

πληροφορίες για την εγκεφαλική αιματική ροή (CBF),<br />

τον όγκο του αίματος(CBV) και τον χρόνο μέγιστης<br />

σκιαγραφικής ενίσχυσης(TTP) (9).<br />

Η PCT είναι μία δυναμική εξέταση με ενδοφλέβια<br />

χορήγηση σκιαγραφικού η οποία παρέχει έγχρωμες<br />

εικόνες των CBF, CBV και TTP. Οι χάρτες της PCT<br />

απεικονίζουν την παθολογική αιμάτωση με αποτέλεσμα<br />

την χαρτογράφηση της περιοχής η οποία δεν αιματούται<br />

πλέον από ισχαιμούσες περιοχές οι οποίες<br />

πιθανά να αιματωθούν ξανά σε περίπτωση που υποβληθεί<br />

ο ασθενής σε θρομβόλυση. Εφικτή επίσης είναι<br />

η αξιολόγηση της τοπικής αιμάτωσης σε σχέση με τον<br />

ολικό όγκο αίματος του εγκεφάλου μέσω αφαιρετικών<br />

ψηφιακών μεθόδων σε σταθμούς επεξεργασίας. Τέλος<br />

με τον ίδιο τρόπο πραγματοποιείται και η αξιολόγηση<br />

του θεραπευτικού αποτελέσματος (10,11).<br />

Γ. ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΟ<br />

Η MRI παραμένει η μέθοδος εκλογής για την μελέτη<br />

του μυοσκελετικού συστήματος με τα γνωστά μειονεκτήματα<br />

του κόστους, της διαθεσιμότητας και των περιορισμών<br />

σε κλειστοφοβικούς ασθενείς, σε ασθενείς<br />

με βηματοδότη και σε περιπτώσεις τραύματος.<br />

Η ικανότητα διαφοροποίησης μεταξύ της πυκνότητας<br />

διάφορων ιστών με τους αξονικούς DUAL μέσω<br />

των μονάδων Ηounsfield είναι εφικτή σήμερα όπως η<br />

απεικόνιση των τενόντων και συνδέσμων όταν οι άλλες<br />

μέθοδοι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν όπως σε<br />

περιπτώσεις ανοιχτών τραυμάτων ή όταν υπάρχουν<br />

μεταλλικά στοιχεία στο σώμα του εξεταζόμενου (4).<br />

Δ. ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ<br />

Οι νεότεροι αξονικοί τομογράφοι μετά από μελέτες<br />

in vivo και in vitro μπορούν να δώσουν πληροφορίες<br />

για την σύσταση ουρόλιθων, δηλαδή μεταξύ λίθων ουρικού<br />

οξέος από λίθους που περιέχουν άλλα στοιχεία.<br />

Οι λίθοι ουρικού οξέος αποτελούνται από ελαφρά<br />

στοιχεία (H, C, N, O) και οι πυκνότητες τους σε υψηλό<br />

και χαμηλό KV είναι πολύ διαφορετικές από τους<br />

άλλους λίθους (κυστίνης, υδροξυαπατίτη) οι οποίοι<br />

αποτελούνται από βαριά στοιχεία (P, Ca, S). Μελέτες<br />

δείχνουν ότι αυτή η διαφορά στις πυκνότητες ανάλογα<br />

με τα KV επιτρέπει τον χαρακτηρισμό ουρόλιθων.<br />

Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική διότι μπορεί να<br />

αλλάξει την θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με<br />

ουρόλιθους, αντί να υποβληθούν σε λιθοτριψία να γίνει<br />

αλκαλοποιήση των ούρων τους (12).<br />

Ε. ΓΝΑΘΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ<br />

Η τρισδιάστατη απεικόνιση στην γναθοπροσωπική<br />

χειρουργική μέσω ψηφιακής εξομοίωσης μπορεί να<br />

προβλέψει το αισθητικό αποτέλεσμα ενός χειρουργείου.<br />

Είναι πλέον προβλέψιμη προεγχειρητικά η συμπεριφορά<br />

των μαλακών μορίων μετεγχειρητικά μέσω της<br />

ενσωμάτωσης της 3D ανατομίας στους ψηφιακούς<br />

εξομοιωτές. Η χρήση των γεωμετρικών μοντέλων (soft<br />

tissue displacement computer simulation and visualization)<br />

πλέον μπορεί να καταργηθεί (13).<br />

ΣΤ. ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ<br />

Ο κλάδος της ιατροδικαστικής χρησιμοποιεί τους<br />

νεότερους αξονικούς τομογράφους λόγω της ικανότητας<br />

τους να παρέχουν εικόνες σε διάφορα επίπεδα<br />

και της φωτογραμμετρίας η οποία απεικονίζει και


364<br />

CT<br />

καταγράφει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματος<br />

σε περιπτώσεις δυσμορφίας (pre-autopsy MSCT). Η<br />

χρήση της MDCT κυρίως αφορά στην απεικόνιση και<br />

ανάλυση καταγμάτων, στην ανάδειξη ξένων σωμάτων<br />

καθώς και αερίων εντός του σώματος όπως σε περιπτώσεις<br />

πνευμοθώρακα ή εμβολής από αέρα (14).<br />

Η. ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΑ<br />

Η Flat-Detector αξονική τομογραφία (FD-CT) αφορά<br />

σε απεικόνιση με αξονικό τομογράφο μέσω C-arm<br />

συστήματος κατασκευασμένο για ακτινοσκόπηση και<br />

λήψη εικόνων σε τρία επίπεδα. Το σύστημα έχει επίπεδους<br />

ανιχνευτές και επιτυγχάνεται γωνίωση τουλάχιστον<br />

180ο, παρέχει εικόνες υψηλότερης ευκρίνειας<br />

από τους πολυτομικούς αλλά με χαμηλότερη ταχύτητα<br />

σάρωσης. Η χρήση τους σήμερα γίνεται κυρίως στα<br />

επεμβατικά τμήματα.<br />

Η καθοδηγούμενη θεραπεία όγκων μέσω FD-CT είναι<br />

από τους πιο αναπτυσσόμενους τομείς της ακτινολογίας<br />

και η FD-CT φαίνεται ότι θα αποτελέσει κύριο<br />

εργαλείο στις θεραπείες αυτές. Η χρήση της μεθόδου<br />

σε παθήσεις των αγγείων αφορά σε εμβολισμούς<br />

ανευρυσμάτων, αρτηριοφλεβικών επικοινωνιών, και<br />

σε αγγειοπλαστικές. Σε περιπτώσεις επιπλοκών κατά<br />

την διενέργεια τέτοιων επεμβατικών πράξεων όπως<br />

μία αιμορραγία, η FD-CT παρέχει την ταυτόχρονη<br />

μορφολογική μελέτη του εγκεφάλου με αποτέλεσμα ο<br />

ασθενής να μη μεταφέρεται σε άλλον αξονικό τομογράφο.<br />

Τέλος, επεμβάσεις κυφωπλαστικής και σπονδυλοδεσίας<br />

εκτελούνται ταχύτερα πιο εύκολα και<br />

χωρίς τη χρήση ιωδιούχου σκιαγραφικού. Η μέθοδος<br />

επίσης επιτρέπει την άμεση αξιολόγηση της σωστής<br />

τοποθέτησης ήλων (15).<br />

Θ. ΜΑΣΤΟΣ<br />

Η χρήση των αξονικών τομογράφων για την απεικόνιση<br />

του γυναικείου μαστού δεν ήταν εφικτή μέχρι<br />

σήμερα λόγω της υψηλής ακτινοβολίας και δυσκολίας<br />

στην τοποθέτηση αυτών για εξέταση. Γίνεται έρευνα<br />

απεικόνισης των μαστών με την μέθοδο της FD-CT διότι<br />

οι εξεταζόμενοι μπορεί να τοποθετηθούν σε πρηνή<br />

θέση έτσι ώστε να προβάλλουν οι μαστοί και να απεικονιστούν<br />

ολόκληροι με μεγάλη μείωση στην έκθεση της<br />

ακτινοβολίας.<br />

Η χρήση των FD-CT θα αυξηθεί τα επόμενα έτη ειδικά<br />

στον τομέα της επεμβατικής ακτινολογίας για τον<br />

προγραμματισμό, καθοδήγηση και έλεγχο των επεμβατικών<br />

πράξεων. Η ευκολία χρήσης, η ταχύτητα εφαρμογής<br />

και ο συνδυασμός 2D εικόνων με αυτές των 3D-CT<br />

σε μία μονάδα είναι πλεονέκτηματα της μεθόδου (15).<br />

Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της αξονικής<br />

τομογραφίας είναι η έκθεση των ασθενών στην<br />

ακτινοβολία. Μέχρι σήμερα έχουν επινοηθεί τέσσερεις<br />

τρόποι μείωσης της δόσης ακτινοβολίας και συγκεκριμένα<br />

αφορούν:<br />

1. ECG-controlled dose modulation: αφορά στην<br />

αυξομείωση της δόσης ακτινοβολίας στο σώμα του<br />

εξεταζόμενου η οποία εξαρτάται από πυκνότητα των<br />

ιστών που καταγράφεται από τον αξονικό τομογράφο<br />

κατά την διάρκεια σάρωσης.<br />

2. ECG-triggered sequential CT: αφορά στη λήψη εικόνων<br />

της καρδιάς σε συγκεκριμένη φάση του καρδιακού<br />

κύκλου για να μειωθεί η συνεχής λήψη τομών.<br />

3. Low KV scanning: αφορά στην λήψη εικόνων με<br />

χαμηλή δόση ακτινοβολίας εκεί όπου είναι εφικτή όπως<br />

για μελέτη μόνο του πνευμονικού παρεγχύματος.<br />

4. Iterative reconstructions: αφορά στις επαναλαμβανόμενες<br />

ανασυνθέσεις εικόνων (16,17).<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Κalender WA, Seisssler E, Klotz E, et al. Spiral volumetric<br />

CT with single-breath-hold technique, continuous<br />

transport, and continuous scanner rotation.<br />

Radiology 1990; 176: 181-183.<br />

2. Flohr T, Stierstorfer H, Bruder I, et al. New technical<br />

developments in multislice CΤ: Approaching isotropic<br />

resolution with sub-millimeter 16-slice scanning. Rofo<br />

2002; 174: 837-845.<br />

3. Flohr TG, Stierstorfer H, Ulzheimer S, et al. Image<br />

reconstruction and image quality evaluation for a 64-<br />

slice CT scanner with z-flying focal spot. Med Phys<br />

2005; 32: 2536-2547.<br />

4. Johnson TR, Krauss B, Sedlmair M, et al. Μaterial differentiation<br />

by dual energy CT: initial experience. Eur<br />

Radiol 2007; 17: 1510-1517.<br />

5. Engelke C, Rummeny EJ, Marten K. Acute pulmonary<br />

embolism on MDCT of the chest: prediction of cor<br />

pulmonale and short term patient survival from morphologic<br />

embolus burden. AJR 2006; 186(5): 1265-1271.<br />

6. Feuchtner G, Dichti W, Schacnher T, et al. Diagnostic<br />

performance of MDCT for detecting aortic valve regurgitation.<br />

Am J Roentgenol 2006; 186; 1676-1681.<br />

7. Messika-Zeitoun D, Serfaty Jm, Laissy JP, et al. Assessment<br />

of the mitral valve area in patients with<br />

mitral stenosis by MSCT. J Am Coll Cardiol 2006; 48:<br />

411-413.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 365<br />

8. Rist C, Johnson TR, Becker A, et al. Dual-source CT<br />

imaging with improved temporal resolution: Impact<br />

on image quality and analysis of left ventricular function.<br />

Radiologe 2007; 47: 287-294.<br />

9. Kioska SP, Fischer T, Nabari DG, et al. Color-coded<br />

perfused blood volume imaging using MDCT; initial<br />

results of whole-brain perfusion analysis in acute cerebral<br />

stroke. Eur Radiol 2007; 17(9): 2352-2358.<br />

10. Konstar AA, Wintermark M, Lev MH. CT perfusion imaging<br />

in acute stroke. Neuroimaging Clin N Am 2011;<br />

21(2): 215-238.<br />

11. Frolich AM, Psychogios MN, Klotz E. Angiographic reconstructions<br />

from whole-brain perfusion CT for the<br />

detection of large vessl occlusion in acute stroke.<br />

Stroke 2011[Epub ahead of print].<br />

12. Seidensieker, Hofman. Dual energy characterization<br />

of kidney stone composition in Dual Source CT Imaging,<br />

Springer Medizin Verlag, Heidelberg, 2008.<br />

13. Johnson TR, Krauss B, Seldmair M, et al. Material differentiation<br />

by dual energy CT: initial experience. Eur<br />

Radiol 2007; 17: 1510-1517.<br />

14. Sarti A, Lambert C, Gori R, et al. Virtual planning of<br />

facial reconstructions. Imaging Decisions, Springer<br />

2007; 11(1): 29-38.<br />

15. Aghayer E, Sonnenschein M, Jackowski C, et al. Fatal<br />

hemorrhage in post-mortem radiology measurements<br />

of cross-sectional areas of major blood vessels and<br />

volumes of aorta and spleen by MSCT and volumes<br />

of heart chambers my MRI. Am J Roentgenol 2006;<br />

187: 209-215.<br />

16. Kalender W, Kyriakou Y. Flat-detector computed tomography<br />

(FD-CT). Eur Radiol 2007; 17: 2767-2779.<br />

17. Flohr TG, Klotz E, Allmendinger T. Pushing the envelope:<br />

new CT techniques for cardiothoracic imaging. J<br />

Thorac Imaging 2010; 25(2): 100-111.


Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 213 2041842<br />

E-mail: kanlisgr@otenet.gr<br />

MRI<br />

Ε Τεστέμπαση<br />

Ιατρός Ακτινοδιαγνώστρια, Διευθύντρια ΕΣΥ<br />

Τμήμα Αξονικού και Μαγνητικού Τομογράφου Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

TESTEMPASSI E. Current technologies and diagnostic developments in imaging: MRI. Over 20000 Magnetic Resonance<br />

(MR) systems are currently installed worldwide and the majority operates at magnetic fields of 1.5. Experience<br />

with 3Tesla units (in high field diagnostic imaging and research) are currently available and 7 Tesla (research only) are<br />

also existed. MR today points to a future in functional and metabolic MR diagnostics. This review attempts to provide<br />

an overview of MR new technologies in clinical praxis and research with special emphasis on emerging clinical applications<br />

at conventional and high field MR systems. The advantages and challenges of new technologies are discussed.<br />

In terms of applications, we focus on the topics most likely to gain significantly from new MR technologies, ie brain<br />

functional imaging and spectroscopy, musculoskeletal imaging and also body imaging which is particularly challenging.<br />

Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 366-373, 2012.<br />

Key words: MRI, High field MR, clinical applications<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Πάνω από 20000 μαγνητικοί τομογράφοι είναι εγκατεστημένοι παγκοσμίως και οι περισσότεροι είναι ισχύος 1,5<br />

Τέσλα. Μαγνητικοί τομογράφοι υψηλής έντασης είναι διαθέσιμοι στην κλινική πράξη και σε ερευνητικά κέντρα, ενώ<br />

σήμερα υπάρχουν και μαγνητικοί τομογράφοι ισχύος 7Τέσλα που χρησιμοποιούνται μόνο για ερευνητικούς σκοπούς.<br />

Η μελλοντική ανάπτυξη των Μαγνητικών τομογράφων εστιάζει στην ανάπτυξη και εξέλιξη της λειτουργικής<br />

Μαγνητικής Τομογραφίας και της μοριακής μεταβολικής μαγνητικής τομογραφίας. Σκοπός της παρούσης ανασκόπησης<br />

είναι να παρουσιάσει τις νέες τεχνολογίες όσον αφορά τη μαγνητική τομογραφία στην κλινική πράξη και έρευνα<br />

με έμφαση στις πιο μοντέρνες κλινικές εφαρμογές, τόσο στους συμβατικούς μαγνήτες όσο και στους μαγνήτες με<br />

ένταση πεδίου 3 Τέσλα καθώς και να αναπτύξει τα πλεονεκτήματα και τις προκλήσεις των νέων αυτών τεχνολογιών.<br />

Όσον αφορά στις εφαρμογές, δίδεται έμφαση στους τομείς της απεικόνισης που σημειώθηκαν σημαντικές<br />

διαγνωστικές εξελίξεις με τη χρήση των νέων τεχνολογιών του Μαγνήτη, όπως π.χ η λειτουργική απεικόνιση του<br />

εγκεφάλου και η φασματοσκοπία, η απεικόνιση του μυοσκελετικού καθώς και η απεικόνιση όλου του σώματος που<br />

είναι πολύ σημαντική για τη διάγνωση. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 366-373, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: μαγνητική τομογραφία, μαγνήτες υψηλής έντασης μαγνητικού πεδίου, κλινικές εφαρμογές<br />

Η Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού ή όπως είναι<br />

περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα, Μαγνητική Τομογραφία<br />

είναι μια ακτινολογική μέθοδος απεικόνισης<br />

που θεωρείται τεράστια ιατρική πρόοδος.<br />

Με την αποκλειστική χρήση μαγνητικού τομογράφου<br />

είναι δυνατή η λήψη πληροφοριών σχετικά με την<br />

βιοχημική κατάσταση των ιστών με την μορφή εικόνων<br />

και φασμάτων. Επίσης, σε σχέση με άλλες απεικονιστικές<br />

μεθόδους, οι οποίες βασίζονται στην ανίχνευση<br />

συγκεκριμένων ιχνηθετών με εξειδικευμένη δράση,


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 367<br />

προσφέρουν μεγαλύτερη ευαισθησία, καλύτερη διακριτική<br />

ικανότητα και μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή.<br />

Η μαγνητική τομογραφία προσφέρει μία πληθώρα<br />

εργαλείων για την εύρεση και την παρακολούθηση της<br />

πορείας διαφόρων βλαβών καθώς επίσης και την δυνατότητα<br />

πολλών επαναλήψεων μιας και οι ασθενείς<br />

δεν επιβαρύνονται με ιοντίζουσες ακτινοβολίες ή άλλες<br />

χημικές ουσίες. Επίσης η εφαρμογή της γεφυρώνει<br />

το χάσμα της ανατομικής απεικόνισης και της μοριακής<br />

απεικόνισης καθώς προσφέρει την δυνατότητα<br />

χωρικής απεικόνισης της λειτουργικής κατάστασης<br />

των ιστών. Με την βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας<br />

είναι δυνατή η σταδιοποίηση και ο χαρακτηρισμός,<br />

η εκτίμηση της πορείας της νόσου και η παρατήρηση<br />

της ανταπόκρισης των ιστών στην θεραπεία. Η δυνατότητα<br />

εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις ανατομικές<br />

περιοχές και η ραγδαία εξέλιξη της σχετικής τεχνολογίας<br />

υπόσχονται ταχύτερη, καλύτερη και ακόμα πιο<br />

έγκαιρη διάγνωση σε σχέση με άλλες πιο πολύπλοκες<br />

και ακριβότερες διαγνωστικές μεθόδους.<br />

Συνοπτικά, τα κυριότερα πλεονεκτήματα είναι: α. η<br />

εκμετάλλευση πολλαπλών φυσικών παραμέτρων για<br />

τη λήψη φασμάτων και μεταβολικών χαρτών υψηλής<br />

διαγνωστικής αξίας και στα τρία χωρικά επίπεδα. β. η<br />

αποφυγή επιβάρυνσης του εξεταζόμενου με ιοντίζουσες<br />

ακτινοβολίες (ακτινοβολίες Χ, γ, β - δυνατότητα<br />

επανάληψης χωρίς σημαντικές επιπτώσεις). γ. ο προσδιορισμός<br />

της βιοχημικής σύστασης του οργανισμού με<br />

διαδικασίες ανώδυνες, μη επεμβατικού χαρακτήρα.<br />

Αρχικά, πρέπει να γίνει ιστορική αναδρομή με ιδιαίτερη<br />

αναφορά στον μαθηματικό Jean Baptiste Josepf<br />

Fourier ο οποίος ανακάλυψε τους ομώνυμους μετασχηματισμούς,<br />

χωρίς τους οποίους θα ήταν αδύνατη<br />

σήμερα η ανακατασκευή των φασμάτων και στον<br />

Nicola Tesla για τις εφευρέσεις του σχετικά με τον<br />

ηλεκτρομαγνητισμό οι οποίες έδωσαν μεγάλη ώθηση<br />

στην περαιτέρω εξέλιξη της τεχνολογίας. Το 1924 ο<br />

Pauli μετά από σειρά μελετών πρότεινε την θεωρητική<br />

ύπαρξη μιας εγγενούς πυρηνικής περιστροφής. Το<br />

1925 οι Uhlenbeck και Goudsmit εισήγαγαν στην φυσική<br />

την έννοια του περιστρεφόμενου ηλεκτρονίου. Δύο<br />

χρόνια αργότερα, ο Pauli και ο Charles Galton Darwin<br />

ανέπτυξαν ένα θεωρητικό πλαίσιο για την έννοια της<br />

περιστροφής ηλεκτρονίων με βάση τους νόμους της<br />

κβαντικής μηχανικής που αναπτύχθηκαν από τον<br />

Edwin Schredinger και τον Werner Heisenberg.<br />

Oι πρώτες μελέτες σχετικά με τις μαγνητικές ιδιότητες<br />

των πυρήνων ξεκινούν στις αρχές της δεκαετίας<br />

του ‘30 με τους Gorter και Rabi. Ο πυρηνικός μαγνητικός<br />

συντονισμός ανακαλύφθηκε στο πανεπιστήμιο Κazan<br />

από τον σοβιετικό Yevgeni Κ. Zavoisky. Ο Zavoisky είχε<br />

ανιχνεύσει το φαινόμενο το 1941 και παρουσίασε τα<br />

πορίσματά του σε αγγλόφωνο ρωσικό επιστημονικό<br />

περιοδικό αλλά δεν είχε αντίκτυπο στην επιστημονική<br />

κοινότητα της εποχής. Η επίσημη ιστορία καταγράφει<br />

ότι το φαινόμενο του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού<br />

(NMR-nuclear magnetic resonance) ανακαλύφθηκε<br />

ανεξάρτητα από τους Felix Bloch (Stanford) και Edward<br />

Purcell (Harvard) το 1946 και το 1952 βραβεύονται με<br />

βραβείο Nobel φυσικής.<br />

Το 1955/1956, ο Erik Odeblad και ο Gunnar Lindstrοm<br />

από τη Στοκχόλμη δημοσίευσαν τις πρώτες μελέτες<br />

ΝΜR, συμπεριλαμβανομένων μετρήσεων χρόνων χαλάρωσης,<br />

μελετών ζωντανών κυττάρων και αξιολόγησης<br />

ζωικών ιστών. Ο Odeblad συνέχισε τις μελέτες σε<br />

ζωντανούς ιστούς καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας<br />

του ‘50 και του ‘60. Το 1959 o Jay Singer μελέτησε την<br />

δυνατότητα μέτρησης ροών σε ιστούς. Στα τέλη της<br />

δεκαετίας του ‘60 γίνονται έρευνες για την λήψη σημάτων<br />

και προσδιορισμού των χρόνων χαλάρωσης<br />

σε ανθρώπους και σε ζώα με κυριότερη την μελέτη<br />

του J. Johns, ο οποίος μελέτησε την χημική σύσταση<br />

των ιστών ζωντανών ζώων (1967). Η εφεύρεση του<br />

αξονικού τομογράφου στα μέσα της δεκαετίας του<br />

‘60 επηρέασε θετικά την έρευνα για την εξέλιξη των<br />

εφαρμογών απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού. Μερικές<br />

εβδομάδες μετά την εγκατάσταση του πρώτου<br />

αξονικού τομογράφου (Αγγλία, 1971) ο Paul Lauterbur<br />

ανακαλύπτει την δυνατότητα χωρικής χαρτογράφησης<br />

των μοριακών συγκεντρώσεων συνδυάζοντας τα<br />

γραμμικά βαθμιδωτά πεδία (χρησιμοποιήθηκαν πρώτη<br />

φορά από τον Erwin L.Hahn το 1950) και την τεχνική<br />

της οπισθοπροβολής (σε αυτή βασίζεται η αξονική τομογραφία)<br />

(1).<br />

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πραγματοποιούνται<br />

οι πρώτες μελέτες της φασματοσκοπίας φωσφόρου<br />

για την ανάλυση δειγμάτων ερυθροκυττάρων<br />

(Moon 1973). Το 1974 ο Hoult μελετά με την φασματοσκοπία<br />

φωσφόρου την σύσταση των μυϊκών ιστών<br />

ποντικών. Τότε γίνεται φανερό ότι η φασματοσκοπία<br />

προσφέρει μη επεμβατική in vivo ανάλυση της σύστασης<br />

και του μεταβολισμού των ιστών.<br />

Το 1972 ο Raymond Damadian ανακαλύπτει ότι οι<br />

παθολογικοί ιστοί εμφανίζουν μεγαλύτερους χρόνους<br />

χαλάρωσης σε σχέση με τους αντίστοιχους υγιείς. Το<br />

1973 ο Lauterbur παρουσιάζει την εικόνα δυο σωλήνων<br />

με νερό στο περιοδικό Nature και το 1974 παρουσιάζει<br />

την απεικόνιση της θωρακικής κοιλότητας ενός ποντι-


368<br />

MRI<br />

κού. Ονόμασε την τεχνική αυτή ζευγματογραφία, όρος<br />

ο οποίος μετέπειτα αντικαταστάθηκε από τον όρο<br />

απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού. Το 1974 οι Anil<br />

Kumar, Dieter Welti και Richard Ernst παρουσίασαν την<br />

εργασία ‘NMR Fourier Zeugmatography’ η οποία περιγράφει<br />

την χρήση χρονικά μεταβαλλόμενων βαθμιδωτών<br />

πεδίων και την εφαρμογή των μετασχηματισμών<br />

Fourier για την ανακατασκευή των εικόνων. Επίσης το<br />

1974 η εταιρία ΕΜΙ ασχολήθηκε με την κατασκευή εξοπλισμού<br />

αυτού του είδους. Με την συνεισφορά των<br />

εργασιών του Damadian και τις ανακαλύψεις του<br />

Lauterbur επήλθε επανάσταση στην ιατρική απεικόνιση<br />

καθώς οδήγησε στην δημιουργία του πρώτου υποτυπώδους<br />

πειραματικού μαγνητικού τομογράφου.<br />

Οι καθηγητές Damadian, Minkoff και Goldsmith, μόλις<br />

ολοκλήρωσαν την κατασκευή του πρώτου υποτυπώδους<br />

μαγνητικού τομογράφου (Indomitable), στις 3<br />

Ιουλίου 1977, μετά από μέτρηση 6 ωρών και ανακατασκευή<br />

22 ωρών παρήγαγαν την πρώτη ιατρική εικόνα<br />

του ανθρώπινου σώματος (τομή θωρακικής χώρας).<br />

Επίσης το 1977 ο Sir Peter Mansfield και η ομάδα του<br />

έλαβαν εικόνες από τομή δακτύλου του χεριού και<br />

από την κοιλιακή χώρα με την βοήθεια της τεχνικής<br />

Echo Planar Imaging (E.P.I.).<br />

Εκτός από τον βασικό μαγνήτη, ένα σύστημα απεικόνισης<br />

διαθέτει τέσσερα ακόμα είδη πηνίων: 1. Πηνία<br />

βαθμίδας (gradient coils), για την παραγωγή της βαθμίδας<br />

πεδίου και το χωρικό προσδιορισμό της απεικονιζόμενης<br />

περιοχής, 2. Πηνία εξομάλυνσης (shim coils),<br />

για την εξομάλυνση των ανoμοιογενειών του στατικού<br />

μαγνητικού πεδίου, 3. Πηνία ραδιοσυχνότητας (RF coils),<br />

για παραγωγή μαγνητικών παλμών και ανίχνευση σημάτων<br />

FID, και 4. Πηνία επιφανείας (surface coils), για<br />

την διέγερση της επιλεγμένης περιοχής του σώματος.<br />

Πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνολογία του μαγνήτη<br />

εστιάζονται στην ανάπτυξη των ραδιοσυχνοτήτων.<br />

Ειδικά, υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη των πηνίων επιφανείας<br />

(surface coils) και των συστημάτων λήψης του<br />

σήματος (receiver systems).<br />

Τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 δόθηκε μεγάλη<br />

σημασία στην ανάπτυξη των μαγνητών και των βαθμιδωτών<br />

πηνίων (gradient coils). Με την αλλαγή του<br />

αιώνα το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας<br />

άρχισε να εστιάζεται στην ανάπτυξη νέων τρόπων<br />

λήψης του μαγνητικού σήματος.<br />

Ταυτόχρονα, η παράλληλη απεικόνιση (parallel<br />

imaging) θεωρείται μέθοδος κλειδί για την ελάττωση<br />

του χρόνου της εξέτασης και την ταυτόχρονη αύξηση<br />

της διακριτικής ικανότητας. Η παράλληλη απεικόνιση<br />

απαιτεί πηνία σε σειρά (array coils). Στην πραγματικότητα<br />

ο χρόνος που εξοικονομεί η παράλληλη απεικόνιση<br />

σχετίζεται με τα πηνία σε σειρά (array coils). Έχει<br />

γίνει μεγάλη έρευνα στην ανάπτυξη των πηνίων σε<br />

σειρά (array coils) καθώς και στην αύξηση των πηνίων<br />

δεκτών (receiver coils). Τέλος, έχει γίνει μεγάλη έρευνα<br />

και στην αύξηση της ευελιξίας του μαγνήτη ώστε να<br />

εξυπηρετεί τις κλινικές ανάγκες καθώς και την αυξημένη<br />

ζήτηση πολλαπλών εξετάσεων στον ίδιο ασθενή.<br />

Την τελευταία δεκαετία η ζήτηση των εξετάσεων<br />

μαγνητικής τομογραφίας έχει αυξηθεί κατά 40%. Επιπλέον,<br />

αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερες<br />

απαιτήσεις από τη μαγνητική τομογραφία<br />

καθώς και εκτέλεση ολοένα και περισσότερων ειδικών<br />

εξετάσεων από το μαγνήτη.<br />

Νέα πηνία επιτρέπουν την εκτέλεση μαγνητικής<br />

τομογραφίας εγκεφάλου και αυχένα με το ίδιο πηνίο<br />

ώστε να μη χρειάζεται να επανατοποθετείται ο<br />

άρρωστος όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Έχουμε τη<br />

δυνατότητα να εξετάζουμε οποιοδήποτε μέρος του<br />

σώματος χωρίς να διακόπτουμε την εξέταση και χωρίς<br />

να επανατοποθετείται ο ασθενής. Αυτό σημαίνει<br />

ότι η εξέταση ολόκληρης της σπονδυλικής στήλης, της<br />

κοιλιάς και ολόκληρου του σώματος (whole body) είναι<br />

πια πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται στις εξετάσεις<br />

σπονδυλικής στήλης να περιοριζόμαστε στο σημείο της<br />

βλάβης. Μπορούμε γρήγορα να εξετάσουμε ολόκληρη<br />

τη σπονδυλική στήλη. Σε ασθενείς με καρκίνο μπορούμε<br />

να καλύψουμε ολόκληρο το σώμα με μια εξέταση.<br />

Επίσης σε παθήσεις που αφορούν ολόκληρο το μυοσκελετικό<br />

σύστημα μπορούμε να κάνουμε την εξέταση<br />

γρήγορα και με διαγνωστική ακρίβεια. Μπορούμε να<br />

κάνουμε αγγειογραφία ολόκληρου του σώματος.<br />

Επίσης, μπορούμε να κάνουμε εξέταση ενός οργάνου,<br />

να χορηγήσουμε παραμαγνητική ουσία ώστε να<br />

δούμε τα αγγεία της εξεταζόμενης περιοχής και καθώς<br />

το αίμα επιστρέφει στη φλεβική φάση να δούμε<br />

την πραγματική αιμάτωση του οργάνου που εξετάζουμε.<br />

Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εξετάσουμε<br />

σε ασθενείς με γενικευμένη αθηρωματική νόσο όλα τα<br />

αγγεία, τόσο τα στεφανιαία όσο και τα περιφερικά.<br />

Τεχνικές απεικόνισης διάχυσης (2) και τεχνικές<br />

απεικόνισης αιμάτωσης και παράλληλη απεικόνιση<br />

απαιτούνται σήμερα έτσι ώστε ο μαγνήτης να ανταποκρίνεται<br />

στις σύγχρονες κλινικές απαιτήσεις και να<br />

υπάρχει δυνατότητα εκτέλεσης όλων των εξετάσεων<br />

επιτρέποντας την εξέταση ακόμη και ομάδων ασθενών<br />

που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (π.χ. παιδιά, κλειστοφοβικοί<br />

και υπέρβαροι ασθενείς), λόγω του μεγά-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 369<br />

λου ανοίγματος των 70 εκατοστών, του μικρού μήκους<br />

του μαγνήτη.<br />

Σήμερα οι νέες τεχνολογίες έχουν τη δυνατότητα<br />

να χρησιμοποιούν μεγάλο αριθμό πηνίων σε σειρά<br />

(array coils ) καθώς και μεγάλο αριθμό πηνίων δεκτών<br />

(receiver coils).<br />

Όλες ον νέες τεχνολογίες έχουν επίσης βελτιώσει<br />

και τις συνθήκες εξέτασης κάνοντας το μαγνήτη πιο<br />

φιλικό στον ασθενή. Με τους καινούργιους μαγνήτες<br />

έχουμε πολύ γρήγορες και λιγότερο θορυβώδεις<br />

εξετάσεις. Αυτό ελαττώνει την αγωνία και το φόβο<br />

του ασθενή, κάνοντας τον μαγνήτη περισσότερο φιλικό<br />

ιδιαίτερα στον κλειστοφοβικό ασθενή. Επίσης έχει<br />

ελαττωθεί πολύ ο θόρυβος στον ασθενή έτσι ώστε<br />

να μη χρειάζεται να τοποθετούνται ωτοασπίδες για<br />

την προστασία των αυτιών. Με τους καινούργιους<br />

μαγνήτες, επίσης, ο ασθενής έχει περισσότερο χώρο.<br />

Ομάδες ασθενών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (π.χ.<br />

παιδιά, κλειστοφοβικοί και υπέρβαροι ασθενείς), λόγω<br />

του μεγάλου ανοίγματος και του μικρού μήκους των<br />

καινούργιων μαγνητών μπορούν να κάνουν την εξέταση<br />

σε ένα πιο φιλικό περιβάλλον.<br />

Οι περισσότερες εξετάσεις μυοσκελετικού, καρδιάς<br />

κοιλίας και πυέλου γίνονται σήμερα από τα πόδια<br />

προς το κεφάλι ώστε να μη χρειάζεται να είναι ολόκληρος<br />

ο ασθενής μέσα στο πηνίο του μαγνήτη. Στην<br />

πλειοψηφία των εξετάσεων, το κεφάλι του ασθενούς<br />

βρίσκεται εκτός του μαγνητικού τομογράφου, γεγονός<br />

που τον καθιστά ακόμη πιο φιλικό.<br />

Οι καινούργιοι μαγνήτες παρέχουν γρήγορες, εύκολες<br />

για τον ασθενή εξετάσεις, μεγάλη διακριτική ικανότητα<br />

και τη δυνατότητα πολλών ειδικών εξετάσεων.<br />

Η μεγάλη πρόοδος έχει γίνει στη νευροακτινολογία<br />

(2,3) όπου έχουμε δυνατότητα για μια μεγάλη σειρά<br />

εξετάσεων όπως εξέταση εγκεφάλου με αγγειογραφία<br />

και εξέταση των νευρικών οδών (tractography) ή<br />

και λειτουργική μαγνητική τομογραφία (function MRI)<br />

εγκεφάλου σε πάρα πολύ μικρό χρόνο. Απεικόνιση<br />

διάχυσης (diffusion weighted images) και χάρτες φαινομενικού<br />

συντελεστή διάχυσης (ADC) είναι διαθέσιμα<br />

ταυτόχρονα με την εξέταση χωρίς να απαιτείται περαιτέρω<br />

επεξεργασία (4).<br />

Με τη χρήση ευαίσθητων πηνίων μπορούμε να<br />

δούμε πολύ μικρές ανατομικές δομές όπως τη λευκή<br />

ουσία και τις νευρικές οδούς του νωτιαίου μυελού<br />

με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια και να αναγνωρίσουμε<br />

πολύ μικρές βλάβες του νωτιαίου μυελού όπως π.χ.<br />

σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση.<br />

Η ταχύτητα της εξέτασης έχει σαν αποτέλεσμα την<br />

αύξηση του αριθμού των εξετάσεων που εκτελούνται<br />

ημερησίως με επίσης μεγάλη βελτίωση της απεικόνισης<br />

συγκριτικά με τον προηγούμενο αιώνα.<br />

Οι εξετάσεις καρδιάς γίνονται ευκολότερα με τη<br />

χρήση cardiac triggering και ταυτόχρονα με την εξέταση<br />

των στεφανιαίων αγγείων έχουμε τη δυνατότητα να<br />

εξετάζουμε όλα τα αγγεία του σώματος, διότι συνήθως<br />

οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο έχουν πολυαγγειακή<br />

νόσο με ταυτόχρονη νόσο και των περιφερικών<br />

αγγείων των άκρων.<br />

Σήμερα η χρήση των μαγνητών 3 Tesla είναι πραγματικότητα<br />

και έχει βελτιώσει πολύ την ταχύτητα και<br />

διακριτική ικανότητα των εξετάσεων. Έχουν σχεδιαστεί<br />

εξαρχής με γνώμονα την άνεση και την ασφάλεια<br />

του ασθενούς, χωρίς ωστόσο να κάνουν κανένα συμβιβασμό<br />

στην ποιότητα της εξέτασης. Νέες πρωτοποριακές<br />

τεχνολογίες πηνίων και λογισμικού αλλάζουν<br />

πραγματικά τα δεδομένα στο χώρο της μαγνητικής<br />

τομογραφίας, προσφέροντας με τον πλέον φιλικό<br />

τρόπο τις ταχύτερες και πιο αξιόπιστες εξατομικευμένες<br />

εξετάσεις, με απεικόνιση και διάγνωση υψηλού<br />

επιπέδου.<br />

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι ταχύτατη και<br />

αστρονομική τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό έχει σαν<br />

αποτέλεσμα νέες ακολουθίες και νέα πρωτόκολλα<br />

εξέτασης. Οι καινούργιοι μαγνήτες ελαττώνουν σημαντικά<br />

τους χρόνους εξέτασης, βελτιώνοντας συγχρόνως<br />

την ποιότητα της απεικόνισης και καλύπτοντας<br />

ολόκληρο το σώμα του ασθενούς. Έτσι, ακόμη και οι<br />

εξετάσεις για ολόκληρο το σώμα μετατρέπονται σε<br />

διαδικασίες ρουτίνας, ενώ διαφορετικές περιοχές του<br />

σώματος μπορούν να απεικονισθούν εντός μερικών<br />

λεπτών, χωρίς να απαιτείται επανατοποθέτηση του<br />

ασθενούς ή αλλαγή πηνίων.<br />

Επειδή κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και παρουσιάζει<br />

διαφορετικές κλινικές ενδείξεις, όλα τα<br />

πρωτόκολλα εξετάσεων προσαρμόζονται στις ανάγκες<br />

του εκάστοτε ασθενούς γρήγορα και εύκολα,<br />

ενώ τα λογισμικά συστήματα καθοδηγούν βήμα προς<br />

βήμα τον χειριστή έτσι ώστε να απαιτείται πολύ μικρός<br />

χρόνος εκπαίδευσης του τεχνολόγου. Καινούργια<br />

πρωτόκολλα εξέτασης εισάγονται πολύ γρήγορα<br />

στην καθημερινή πράξη. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και<br />

οι πιο δύσκολες εξετάσεις γίνονται ταχύτατα, πάντα<br />

με βάση τις ιδιαιτερότητες του εξεταζόμενου και τις<br />

οδηγίες του θεράποντος ιατρού.<br />

Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα ταχύτατης απόκτησης<br />

δεδομένων και στη συνέχεια επεξεργασία αυτών<br />

σε ελάχιστο χρόνο σε σύγκριση με το παρελθόν όπου


370<br />

MRI<br />

απαιτείτο κατανάλωση μεγάλου εργατικού χρόνου<br />

για την επεξεργασία των δεδομένων και την παραγωγή<br />

εικόνων. Με τη βελτίωση της τεχνολογίας και<br />

τα έξυπνα λογισμικά είναι δυνατόν να απεικονίσουμε<br />

τον ασθενή γρήγορα και εύκολα και να διαχειριστούμε<br />

όλες τις πληροφορίες που παίρνουμε χωρίς να<br />

απαιτείται μεγάλος χρόνος από τον τεχνολόγο και<br />

το γιατρό για την επεξεργασία μιας εξέτασης. Με τα<br />

καινούργια λογισμικά και τον αυξημένο αριθμό πηνίων<br />

κάνουμε περισσότερες εξετάσεις σε μικρότερο χρόνο<br />

αυξάνοντας την παραγωγικότητα και ταυτόχρονα<br />

βελτιστοποιώντας την ποιότητα της εξέτασης.<br />

Η ποιότητα της εικόνας παραμένει υψηλή και<br />

αναλλοίωτη σε οποιοδήποτε σημείο του μαγνήτη. Η<br />

απεικόνιση είναι εξαιρετική, ακόμη και στις πιο δύσκολες<br />

παθολογίες και σύνθετες ανατομικές μορφές.<br />

Το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, το Καρδιοαγγειακό και<br />

οι λιπώδεις ιστοί, όπως ο μαστός, μπορούν να απεικονιστούν<br />

σε ιδιαίτερα υψηλή ανάλυση. Παράλληλα,<br />

η τεχνολογία Ολόσωμης Απεικόνισης Διάχυσης (WB<br />

DiffusionMRI) συμβάλλει σημαντικά στην έγκυρη διάγνωση<br />

των καρκινοπαθών, απεικονίζοντας λεπτομερώς<br />

την πρωτοπαθή εστία και τις μεταστάσεις. Ταυτόχρονα,<br />

επιτρέπει την ακριβή σταδιοποίηση και το<br />

χαρακτηρισμό των όγκων. Έτσι, ο καρκίνος μπορεί να<br />

διαγνωσθεί σε πρώιμο στάδιο, γεγονός που βελτιώνει<br />

τη συνολική πρόγνωση του ασθενούς (5).<br />

Μαγνητική αγγειογραφία με εικόνες αφαίρεσης<br />

πριν και μετά την ενδοφλέβιο χορήγηση παραμαγνητικής<br />

ουσίας, εικόνες με μέγιστη ένταση σήματος και<br />

έξυπνα λογισμικά συστήματα διόρθωσης της φυσιολογικής<br />

κίνησης και των τεχνικών σφαλμάτων κίνησης<br />

από την αναπνοή και τον καρδιακό ρυθμό στις<br />

δισδιάστατες και τρισδιάστατες απεικονίσεις καθιστούν<br />

τη μαγνητική αγγειογραφία υψηλής ποιότητας<br />

και διαγνωστικής ακρίβειας εφάμιλλη με την ψηφιακή<br />

αγγειογραφία, όσον αφορά τη στεφανιογραφία, την<br />

αγγειογραφία των περιφερικών αγγείων και την αγγειογραφία<br />

του εγκεφάλου.<br />

Προγράμματα διόρθωσης της κίνησης είναι διαθέσιμα<br />

και απαραίτητα καθιστώντας την απεικόνιση<br />

βέλτιστη. Πολλοί ασθενείς πονούν και δεν είναι συνεργάσιμοι<br />

και σε αυτούς τους ασθενείς είναι πολλές φορές<br />

που χρειαζόμαστε τη βέλτιστη απεικόνιση για τη<br />

διάγνωση. Επίσης όσο περισσότερο διαρκεί μια εξέταση<br />

τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα κίνησης. Σήμερα με την<br />

ελάττωση του χρόνου της εξέτασης και με την ύπαρξη<br />

προγραμμάτων διόρθωσης των σφαλμάτων κίνησης<br />

έχουμε βέλτιστη απεικόνιση που δεν επηρεάζεται από<br />

τις αναπνευστικές κινήσεις τον καρδιακό παλμό και<br />

την ηθελημένη ή ακούσια κίνηση του ασθενούς όπως<br />

π.χ στους ασθενείς με νόσο του Parkinson.<br />

Απεικόνιση διάχυσης (diffusion weighted images) και<br />

χάρτες φαινομενικού συντελεστή διάχυσης (ADC) που<br />

είναι διαθέσιμα ταυτόχρονα με την εξέταση χωρίς να<br />

απαιτείται περαιτέρω επεξεργασία.<br />

Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη της τεχνολογίας οδήγησε<br />

σε σημαντικά άλματα στον τρόπο απεικόνισης<br />

του Kεντρικού Nευρικού Συστήματος. Η αρχιτεκτονική<br />

δομή του εγκεφάλου απεικονίζεται με μεγάλη λεπτομέρεια<br />

και σήμερα είναι δυνατόν να απεικονίσουμε με<br />

μεγάλη λεπτομέρεια το εγκεφαλικό παρέγχυμα και το<br />

νευρικό ιστό. Σήμερα με τις σύγχρονές μη επεμβατικές<br />

μεθόδους είναι πλέον εφικτή όχι μόνο η ανατομική<br />

απεικόνιση αλλά και η λειτουργική μελέτη του εγκεφάλου.<br />

Σύγχρονες μέθοδοι της μαγνητικής τομογραφίας<br />

επιτρέπουν την αξιολόγηση της μεταβολικής δραστηριότητας<br />

και την χαρτογράφηση λειτουργικών περιοχών<br />

του εγκεφάλου ή ακόμα και την ανάδειξη των<br />

συνδέσεων των οδών της λευκής ουσίας.<br />

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ (FUNCTIONAL<br />

MAGNETIC RESONANCE IMAGING – FMRI)<br />

Η Λειτουργική Μαγνητική Απεικόνιση (functional<br />

Magnetic Resonance Imaging – fMRI) του εγκεφάλου<br />

αποτελεί τη μοναδική μη επεμβατική τεχνική που επιτρέπει<br />

στους επιστήμονες να «δουν» για πρώτη φορά<br />

τον ανθρώπινο εγκέφαλο in vivo, δηλαδή ζώντα, καθώς<br />

αυτός εκτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες.<br />

Στα πρώτα δέκα χρόνια χρήσης της τεχνικής<br />

fMRI έχουν καταγραφεί σημαντικές και συναρπαστικές<br />

πληροφορίες σχετικά με ανθρώπινες λειτουργίες,<br />

όπως η όραση, η κίνηση, η ομιλία, η μνήμη και τα συναισθήματα<br />

(6). Αποτελεί πλέον σημαντικό εργαλείο στη<br />

Νευροχειρουργική καθώς και στον ιατρικό ερευνητικό<br />

χώρο διάφορων παθοφυσιολογικών καταστάσεων.<br />

Καταρχήν, στη Νευροχειρουργική χρησιμοποιείται στο<br />

χειρουργείο επιληψίας (προσδιορισμός επικρατούντος<br />

ημισφαιρίου) και στο χειρουργείο όγκων, όπου προσδιορίζοντας<br />

τα νευρωνικά εγκεφαλικά κέντρα, επιτυγχάνονται<br />

λιγότερες δυνατές μετεγχειρητικές εγκεφαλικές<br />

δυσλειτουργίες και ταυτόχρονα μεγιστοποιείται<br />

η αφαίρεση του όγκου. Εφαρμογές έχει επίσης στην<br />

άνοια και τη νόσο Alzheimer. Η Λειτουργική Μαγνητική<br />

Απεικόνιση ως τεχνική είναι ασφαλής, χωρίς βιολογικό<br />

κόστος, με μεγάλη ακρίβεια και αναπαραγώγιμη. Αναδεικνύει<br />

τα εγκεφαλικά κέντρα που είναι υπεύθυνα<br />

για το λόγο, την κίνηση, την όραση, την όσφρηση, τη


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 371<br />

μνήμη και τα συναισθήματα. Ουσιαστικά απεικονίζει<br />

τις νευρωνικές διεγέρσεις που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες<br />

λειτουργίες. Κατά τη διάρκεια της Λειτουργικής<br />

Εξέτασης ο εξεταζόμενος παραμένει ακίνητος και<br />

σε πρώτο χρόνο καταγράφονται ανατομικές εικόνες<br />

του εγκεφάλου του. Στη συνέχεια εκτελεί χωρο-χρονικά<br />

συγκεκριμένες εντολές, όπως κίνηση χεριού, παρατήρηση<br />

εικόνων κ.ο.κ.<br />

Πιο συγκεκριμένα, η τεχνική αυτή αξιοποιεί τις τοπικές<br />

μεταβολικές ανάγκες (αυξημένη ροή οξυγονωμένου<br />

αίματος) BOLD (blood oxygenated level dependent)<br />

των νευρώνων που δραστηριοποιούνται κατά την<br />

εκτέλεση συγκεκριμένης λειτουργίας (όπως η όραση),<br />

αναδεικνύοντάς τους. Για παράδειγμα, όταν ο εξεταζόμενος<br />

κινεί το δεξί του χέρι, τα αντίστοιχα εγκεφαλικά<br />

κέντρα στο αριστερό ημισφαίριο δραστηριοποιούνται.<br />

Απεικονιστικά οι περιοχές των νευρώνων που<br />

ελέγχουν συγκεκριμένες λειτουργίες επιπροβάλλονται<br />

πάνω σε τρισδιάστατες ανατομικές εικόνες του εκάστοτε<br />

εξεταζόμενου εγκεφάλου.<br />

Είναι χρήσιμη για προεγχειρητική χαρτογράφηση<br />

του κινητικού/ αισθητικού φλοιού και των κέντρων<br />

του λόγου.<br />

ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ (ΜR SPECTROSCOPY)<br />

Η μοριακή απεικόνιση έχει επηρεάσει δραματικά<br />

όλους τους τομείς της ιατρικής. Το γεγονός αυτό έχει<br />

βοηθήσει ιδιαίτερα την εξέλιξη της ογκολογίας καθώς<br />

είναι φανερό ότι επιτυγχάνεται η έγκαιρη και έγκυρη<br />

διάγνωση, με την μελέτη διαφοροποιήσεων σε μοριακό<br />

και κυτταρικό επίπεδο. Οι πιο πολλά υποσχόμενες<br />

μέθοδοι είναι η φασματοσκοπία και η φασματοσκοπική<br />

απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (Magnetic<br />

Resonance Spectroscopy-MRS/Spectroscopic Imaging-<br />

MRSI) οι οποίες βασίζονται στην εφαρμογή μεθόδων<br />

που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην χημεία για την<br />

ανάλυση της σύστασης των υλικών. Με την αποκλειστική<br />

χρήση μαγνητικού τομογράφου (χωρίς επιπλέον<br />

εξοπλισμό και προσωπικό) είναι δυνατή η λήψη πληροφοριών<br />

σχετικά με την βιοχημική κατάσταση των<br />

ιστών με την μορφή φασμάτων (7). Η MRS και η MRSI<br />

προσφέρουν την δυνατότητα του έγκαιρου εντοπισμού<br />

διαφόρων βιοχημικών αλλαγών οι οποίες συμβαίνουν<br />

πριν το σχηματισμό κακοήθειας. Επίσης, σε<br />

σχέση με άλλες απεικονιστικές μεθόδους, οι οποίες<br />

βασίζονται στην ανίχνευση συγκεκριμένων ιχνηθετών<br />

με εξειδικευμένη δράση, προσφέρουν μεγαλύτερη ευαισθησία,<br />

καλύτερη διακριτική ικανότητα και μεγαλύτερη<br />

ευελιξία στην εφαρμογή. Επίσης η εφαρμογή της<br />

MRSI γεφυρώνει το χάσμα της ανατομικής απεικόνισης<br />

και της μοριακής απεικόνισης καθώς προσφέρει<br />

τη δυνατότητα χωρικής απεικόνισης της συγκέντρωσης<br />

σημαντικών βιομορίων. Με την βοήθεια της MRSI<br />

είναι δυνατή η σταδιοποίηση και ο χαρακτηρισμός, η<br />

εκτίμηση της πορείας της νόσου και η παρατήρηση της<br />

ανταπόκρισης των ιστών στην θεραπεία (8). Η δυνατότητα<br />

εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις ανατομικές περιοχές<br />

και η ραγδαία εξέλιξη της σχετικής τεχνολογίας<br />

υπόσχονται ταχύτερη, καλύτερη και ακόμα πιο έγκαιρη<br />

διάγνωση σε σχέση με άλλες πιο πολύπλοκες και<br />

ακριβότερες διαγνωστικές μεθόδους.<br />

Η φασματοσκοπία μαγνητικού συντονισμού<br />

(Μagnetic Resonance Spectroscopy – MRS) διακρίνεται<br />

σε φασματοσκοπία in vitro (εφαρμόζεται σε δείγματα<br />

ουσιών) και σε φασματοσκοπία in vivo (εφαρμόζεται<br />

στο ανθρώπινο σώμα). Ακόμη υπάρχει η φασματοσκοπική<br />

απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (magnetic<br />

resonance spectroscopic imaging ή chemical shift imaging-<br />

MRSI ή CSI), η οποία μας δίνει την δυνατότητα να χαρτογραφήσουμε<br />

τη χημική σύσταση και τη μεταβολική<br />

δραστηριότητα των ιστών παρουσιάζοντας την κατανομή<br />

και την συγκέντρωση των μεταβολιτών στο<br />

χώρο.<br />

Στη φασματοσκοπία λαμβάνονται πληροφορίες<br />

βασιζόμενες στις σχετικές συγκεντρώσεις ενδογενών<br />

μεταβολιτών που υπάρχουν στο κυτταρόπλασμα των<br />

κυττάρων και στους εξωκυττάριους χώρους. Μετά<br />

από καταστολή των ισχυρών σημάτων του λίπους<br />

και του νερού, ανιχνεύονται διάφοροι μεταβολίτες,<br />

χημικές ουσίες οι οποίες είναι παρούσες σε πολύ χαμηλές<br />

συγκεντρώσεις, σε ένα συγκεκριμένο όγκο ενδιαφέροντος.<br />

Στο φάσμα οι κορυφές των παραπάνω<br />

μεταβολιτών κατέχουν συγκεκριμένη θέση και ύψος<br />

και αντιστοιχούν στις σχετικές τους συγκεντρώσεις,<br />

και οι όποιες μεταβολές των συγκεντρώσεων μπορούν<br />

να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση, την<br />

σταδιοποίηση βλαβών διαφόρων ανατομικών περιοχών<br />

(εγκεφάλου, προστάτη, μυών, μαστών, ήπατος,<br />

καρδιάς, νεφρών κ.α.), για τον καλύτερο σχεδιασμό<br />

της θεραπείας και τον διαχωρισμό της μεταβολικής<br />

ατροφίας από τις υποτροπιάζουσες βλάβες. Και όλα<br />

τα παραπάνω με μη επεμβατικό τρόπο και χωρίς την<br />

επιβάρυνση του εξεταζόμενου με ιοντίζουσες ακτινοβολίες.<br />

Αποτελεί σύγχρονη λειτουργική μη επεμβατική μέθοδο<br />

η οποία παρέχει πληροφορίες για την μεταβολική<br />

δραστηριότητα του εγκεφάλου με την ανίχνευση<br />

εγκεφαλικών χημικών ουσιών οι οποίες δεν είναι δυ-


372<br />

MRI<br />

νατό να αναγνωριστούν με την συμβατική μαγνητική<br />

τομογραφία.<br />

Είναι χρήσιμη για την ταυτοποίηση, τον προσδιορισμό<br />

επέκτασης νεοπλασίας εγκεφάλου και τη διαφορική<br />

διάγνωση νεοπλασίας από άλλες παθολογίες π.χ.<br />

απόστημα, οίδημα, μετακτινική νέκρωση, τη διερεύνηση<br />

εγκεφαλοπάθειας ( κυρίως HIV -ηπατικής εγκεφαλοπάθειας)<br />

και μεταβολικών νοσημάτων, και τέλος την<br />

παρακολούθηση ασθενών με νεοπλασίες ΚΝΣ μετά<br />

από ακτινοθεραπεία<br />

ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΔΕΣΜΙΔΟΓΡΑΦΙΑ (ΜR TRACTOGRAPHY/<br />

DTI)<br />

Είναι σύγχρονη μέθοδος μελέτης των δεσμίδων<br />

της λευκής ουσίας με την δυνατότητα τρισδιάστατης<br />

απεικόνισης. Έτσι μπορούμε να μελετήσουμε τις<br />

σύνθετες συνδέσεις των οδών της λευκής ουσίας σε<br />

λειτουργικές περιοχές του εγκεφάλου όπως είναι για<br />

παράδειγμα η φλοιονωτιαία οδός (κίνηση) (9).<br />

Η 3D απεικόνιση των δεσμίδων της λευκής ουσίας<br />

χρησιμεύει στη διαφοροδιάγνωση της παρεκτόπισης<br />

από διακοπή των ινών της λευκής ουσίας, όπως νεοπλασία<br />

απομυελινωτικές παθήσεις, νευροεκφυλιστικά<br />

νοσήματα, τραύμα, έμφρακτο, επιληψία καθώς επίσης<br />

και στη χαρτογράφηση της λευκής ουσίας.<br />

ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΑΙΜΑΤΩΣΗΣ (MR<br />

PERFUSION)<br />

Είναι η δυναμική μελέτη της αιμάτωσης του εγκεφάλου<br />

σε μικροαγγειακό επίπεδο (τριχοειδική κυκλοφορία).<br />

Μπορούμε με αυτό τον τρόπο να υπολογίσουμε<br />

ποικίλες αιμοδυναμικές παραμέτρους όπως τον<br />

όγκο αίματος ή την αιματική ροή. Βρίσκει εφαρμογή σε<br />

ποικίλες παθολογίες<br />

DYNAMIC SUSCEPTIBILITY WEIGHTED IMAGING<br />

(SWI)<br />

Χρήσιμες στη διαφορική διάγνωση νεοπλασίας<br />

υψηλής /χαμηλής βαθμίδας, xαρτογράφηση ισχαιμικής<br />

Penumbra σε οξύ έμφρακτο και διαφοροδιάγνωση<br />

νεοπλασίας από άλλες παθολογίες π.χ. μετακτινική<br />

νέκρωση (10).<br />

ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ (3D<br />

TOF) ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟ-<br />

ΓΡΑΦΙΑ (TIME RESOLVED CONTRAST ENHANCED MR<br />

ANGIOGRAPHY)<br />

Ταχύτατη δυναμική απεικόνιση των αγγείων του<br />

εγκεφάλου Βρίσκει εφαρμογή στην μελέτη αρτηριοφλεβώδους<br />

δυσπλασίας και άλλων αγγειακών παθήσεων.<br />

ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΕΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ (MR ELASTOGRAPHY)<br />

Είναι μέθοδος που μας δίνει πληροφορίες για τη<br />

μηχανική των ιστών και την ακαμψία των ιστών με<br />

εφαρμογές στο ήπαρ και το μαστό αλλά και σε άλλα<br />

όργανα με πιθανές σημαντικές μελλοντικές εφαρμογές.<br />

ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟ-<br />

ΓΡΑΦΙΑ<br />

Πρόκειται για ουσίες που χρησιμοποιούνται, όπως<br />

και στις άλλες απεικονιστικές μεθόδους για ενίσχυση<br />

της αντίθεσης μεταξύ δυο ιστών. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται<br />

στο μαγνητικό συντονισμό διαφέρουν τελείως<br />

από αυτές των ακτινών Χ. Μια βασική διαφορά<br />

είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η<br />

ενίσχυση της αντίθεσης. Στις ακτίνες Χ χρησιμοποιούνται<br />

υλικά μεγάλου ατομικού αριθμού που απορροφούν<br />

την ακτινοβολία. Στο μαγνητικό συντονισμό η<br />

ενίσχυση της αντίθεσης βασίζεται στη μεταβολή των<br />

χρόνων μαγνητικής αποκατάστασης. Οι χρησιμοποιούμενες<br />

ουσίες είναι κυρίως παραμαγνητικά ιόντα,<br />

παραμαγνητικά σύμπλοκα και μοριακό οξυγόνο (12,13).<br />

Πρόκειται για μόρια ή ιόντα που διαθέτουν ένα ασύζευκτο<br />

(μονήρες) ηλεκτρόνιο. Το ηλεκτρόνιο αυτό έχει<br />

μεγάλη μαγνητική ροπή. Όταν μια παραμαγνητική ουσία<br />

βρεθεί μέσα σε μαγνητικό πεδίο (Β0) οι μαγνητικές<br />

ροπές προσανατολίζονται παράλληλα με τις δυναμικές<br />

γραμμές του πεδίου. Το αποτέλεσμα είναι η μεταβολή<br />

της έντασης του τοπικού πεδίου με αντίστοιχες<br />

μεταβολές στους χρόνους μαγνητικής αποκατάστασης<br />

των γειτονικών ιστών (που παρουσιάζουν διαγνωστικό<br />

ενδιαφέρον). Αυτό που ενδιαφέρει, ως προς<br />

την ενίσχυση της αντίθεσης είναι η ελάττωση του χρόνου<br />

μαγνητικής αποκατάστασης. Η ελάττωση αυτή<br />

έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του σήματος που<br />

προέρχεται από τον εξεταζόμενο ιστό. Η ελάττωση<br />

του χρόνου μαγνητικής αποκατάστασης είναι ανάλογη<br />

της συγκέντρωσης της παραμαγνητικής ουσίας και<br />

του τετραγώνου της μαγνητικής ροπής. Η χορήγηση<br />

των σκιαγραφικών ουσιών μπορεί να γίνει με ενδοαγγειακή<br />

έγχυση, από το στόμα ή και με εισπνοή. Ως σκιαγραφικά<br />

ενδοαγγειακής έγχυσης έχουν προταθεί τα<br />

ιόντα Γαδολινίου (Gd3+), Χρωμίου (Cr3+) και Μαγγανίου<br />

(Mn2+) συνδεδεμένα με χημικά σύμπλοκα όπως EDTA<br />

και DTPA, καθώς επίσης και ελεύθερες σταθερές ρίζες


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 373<br />

μονοξειδίου του Αζώτου (Nitroxide stable free radicals-<br />

NSFR) και κυρίως τα παράγωγα πιπεριδίνη και πυρρολιδίνη.<br />

Ως ουσίες χορηγούμενες από το στόμα έχουν<br />

προταθεί: διαλυτά μεταλλικά ιόντα (ferric ammonium<br />

citrate), διαλυτά μεταλλικά σύμβολα ιόντων όπως Cr-<br />

EDTA και αδιάλυτες ουσίες (gadolinium oxalate). Τέλος,<br />

για χορήγηση με εισπνοή έχει προταθεί το μοριακό<br />

οξυγόνο το οποίο διαθέτει δυο ασύζευκτα ηλεκτρόνια<br />

(με παράλληλα σπίν) και συνεπώς είναι παραμαγνητικό.<br />

Εκτός από τις σκιαγραφικές ουσίες που επηρεάζουν<br />

τους χρονικούς Τ1, Τ2 έχουν προταθεί και ουσίες<br />

που επηρεάζουν την πυκνότητα πρωτονίων χωρίς<br />

όμως σημαντικές εφαρμογές μέχρι στιγμής.<br />

Η τεχνολογία βελτιώνεται καθημερινά δίνοντας<br />

λύσεις στις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες τόσο<br />

των απεικονιστών όσο και των κλινικών γιατρών,<br />

βελτιώνοντας ταυτόχρονα τη διάγνωση και τη θεραπεία<br />

των ασθενών.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Makovski A: A charmed past and an exciting future.<br />

JMRI 2011, 30: 219-223.<br />

2. Fuji Y, Nakada T: Diagnostic neuroimaging by Magnetic<br />

Resonance Imaging. Upadate. Neur Med Chir.<br />

Tokyo 2010, 50: 833-838.<br />

3. Kalk A, Henricke J, Zwanenburg J, et al: Clinical applications<br />

of 7Tesla MRI in the brain. European Journal<br />

of Radiology 2011, 22: 1-11.<br />

4. Cicarelli O, Johansen H, Thompson C, et al: Diffusion<br />

based tractography in neurological disorders Concepts,<br />

Applications and future developments. Lanc<br />

Νeurol 2010, 87: 715-727.<br />

5. Arlinghaus L, Li X: Current and future trends in MRI.<br />

Assessment of treatment response of breat tumors to<br />

neoadjuvant therapy. J Oncol 2010, 55: 1-7.<br />

6. Rosen B, Buckner R, Dalc A: Event related functional<br />

MRI past present and future. Acad Sci 2008, 95: 773-<br />

780.<br />

7. Groven V, Furk D, Counsell C: Current and future applications<br />

of MR spectroscopy of the brain in hepatic<br />

encephalopathy. World J Gastroenter 2006, 21: 2269-<br />

2278.<br />

8. Roberts C, Liyanage S, Rockall A, et al: Functional<br />

Imaging for assessing tumor response in cancer of the<br />

cervix Cancer. Women’s Health 2011, 7: 487-492.<br />

9. Chuba A, Soldatos T, Flammang A, et al: MR neurography,<br />

past, present and future. AJR 2011, 197: 581-<br />

586.<br />

10. Bandakinni P: What’s new in Neuroimaging methods.<br />

Acad Sci 2009, 1156: 260-293.<br />

11. Schmidt M, Pohlmann-Eden B. Neuroimaging in epilepsy.<br />

The state of the art. Epilepsia 2011, 12: 29-51.<br />

12. Eturk S, Bayar A, Hermann K, et al: Use of 3T MRI for<br />

the Evaluation of the abdomen. Radiographics 2009,<br />

29(6): 1547-1565.<br />

13. Kim C, Park B: Update of prostate Magnetic Resonance<br />

at 3T. J Comput Assisted Tomog 2008, 32: 163-<br />

172.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

TI NEOTΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΗ<br />

Κατάγματα κοτύλης<br />

Δρ. Ι Ακριβός, MD, PhD 1 , Δρ. Χ Γαρνάβος, MD,PhD 2 ,<br />

Κ Παπαγιαννάκος, MD 2 , Γ Πρωτοπαπαδάκης, MD 3<br />

1<br />

Συντονιστής Διευθυντής, 2 Διευθυντής, 3 Ειδικευόμενος Ιατρός<br />

Β’ Ορθοπεδικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Ι. Ακριβός<br />

Τηλ. 210-8063142, 693-7211718<br />

Ε-mail: inakrivo@hotmail.com<br />

SUMMARY<br />

AKRIVOS I, GARNAVOS C, PAPAGIANNAKOS K, PROTOPAPADAKIS G. Fractures of the acetabulum. Fractures<br />

of the acetabulum are high energy fractures, difficult to diagnose and to treat. Although these fractures are classified<br />

and treated according to a specific diagnostic and treatment protocol, the operating team must be open-minded to<br />

face every emerging difficulty during the operation. Radiographic diagnosis can still be made on the three Judet radiographic<br />

views, anteroposterior, obturator oblique and iliac oblique view. CT-scan is indicated to evaluate the acetabular<br />

congruency, the degree of communication and impaction and the presence of intraarticular fragments. Indications for<br />

open reduction and internal fixation are: a) displacement of fractures involving the superior acetabulum >5mm within<br />

the superior 10mm of the CT subchondral arch, b) loss of acetabular congruency in any of the 3 planes, c) posterior wall<br />

fractures with associated demonstrated hip instability, d) osteochondral fragments with a non concentric reduction of<br />

the femoral head. Anatomic reduction of the acetabular weight-bearing area, congruent reduction of the femoral head<br />

and awareness and avoidance of perioperative complications are the goals of the highly demanding surgical treatment.<br />

Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 374-382, 2012.<br />

Key words: acetabular fractures, acetabular fractures treatment, heterotopic ossification, corona mortis, posttraumatic arthritis<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Τα κατάγματα της κοτύλης παρουσιάζουν δυσκολίες διάγνωσης και θεραπείας. Κατηγοριοποιούνται και θεραπεύονται<br />

σύμφωνα με ένα πρωτόκολλο αλλά η χειρουργική ομάδα που τα αντιμετωπίζει θα πρέπει να είναι<br />

εξειδικευμένη και έτοιμη για κάθε πρόκληση. Η ακτινολογική διάγνωση γίνεται με τις κλασικές Judet λήψεις που<br />

είναι αρκετές για τη διάγνωση. Η αξονική τομογραφία είναι απαραίτητη για τη διαπίστωση απώλειας της αρθρικής<br />

επαλληλίας, το βαθμό αρθρικής συντριβής και την ύπαρξη ενδαρθρικών σωματίων που εμποδίζουν την<br />

ανάταξη. Οι ενδείξεις της χειρουργικής θεραπείας: α) παρεκτόπιση αρθρικών τεμαχίων του θόλου >5mm εφόσον<br />

ευρίσκονται στα άνω 10mm του θόλου, β) απώλεια της αρθρικής επαλληλίας, γ) ενδαρθρικά κατάγματα τα οποία<br />

εμποδίζουν την επικέντρωση της κεφαλής, δ) κατάγματα οπισθίου τοιχώματος με συνοδό αστάθεια του ισχίου.<br />

Οι στόχοι της εγχειρητικής θεραπείας είναι η ανάταξη της επιφάνειας φόρτισης, η επικέντρωση της μηριαίας κεφαλής<br />

και η φροντίδα για αποφυγή περιεγχειρητικών επιπλοκών. Η θεραπεία απαιτεί γνώσεις, εξειδίκευση και<br />

είναι κυριολεκτικά εργασία ομάδας. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 374-382, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: κατάγματα κοτύλης, θεραπεία καταγμάτων κοτύλης, έκτοπος οστεοποίηση της κοτύλης,<br />

corona mortis, μετατραυματική αρθρίτις


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 375<br />

Η θεραπεία των καταγμάτων της κοτύλης αποτελεί<br />

ένα ιδιαίτερο και εξαιρετικά σύνθετο τμήμα της<br />

Ορθοπαιδικής το οποίο συνεχώς εμπλουτίζεται και<br />

επανακαθορίζεται.<br />

Τα κατάγματα αυτά γενικώς προκαλούνται από<br />

τραυματισμούς υψηλής ενέργειας και οι συνοδές βλάβες<br />

είναι συχνές. Η ορθοπαιδική τους αντιμετώπιση<br />

εντάσσεται στο πλάνο αντιμετώπισης τραυματισμών<br />

σύμφωνα με ένα αποδεκτό πρωτόκολλο ATLS (1,2).<br />

Συνεπώς τα κατάγματα αυτά δεν πρέπει να χειρουργούνται<br />

αμέσως, εκτός των περιπτώσεων:<br />

1) Που συνυπάρχει εξάρθρημα του ισχίου μη ανατασσόμενο,<br />

για την αποφυγή νέκρωσης της μηριαίας<br />

κεφαλής.<br />

2) Σπανίων περιπτώσεων επιπεπλεγμένων καταγμάτων<br />

ή συνοδών σοβαρών αγγειακών βλαβών.<br />

3) Επιδεινούμενης ή προκαλούμενης βλάβης του<br />

ισχιακού ν. μετά κλειστή ανάταξη.<br />

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η χειρουργική<br />

αντιμετώπιση, εφόσον είναι αναγκαία, γίνεται ιδεατά<br />

εντός 3-5 ημερών από ομάδα χειρουργών που έχει<br />

εκπαίδευση στο αντικείμενο, δεδομένου ότι τα κατάγματα<br />

αυτά δεν είναι συχνά και ο μέσος ορθοπαιδικός<br />

δεν βλέπει πολλά στην επαγγελματική ζωή του. Μετά<br />

την 3η εβδομάδα η χειρουργική αντιμετώπιση αυτών<br />

των καταγμάτων είναι εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί<br />

πολύ εκτεταμένες προσπελάσεις (3).<br />

Υπάρχουν πολλοί παράμετροι που καθορίζουν<br />

τις ενδείξεις της χειρουργικής ή της συντηρητικής θεραπείας<br />

αλλά και την έκβασή της. Συνεπώς η όποια<br />

ανατομική ταξινόμηση αυτών των καταγμάτων είναι<br />

μεν αναγκαία αλλά αποτελεί μόνο τμήμα αυτού που<br />

ονομάζουμε «προσωπικότητα του κατάγματος της κοτύλης»,<br />

η οποία και καθορίζεται από τους παράγοντες<br />

που αναφέρονται στον Πίνακα 1. Για το λόγο αυτό,<br />

ισχύουν μεν γενικές ενδείξεις, αλλά η θεραπεία κάθε<br />

τέτοιου κατάγματος πρέπει να είναι εξατομικευμένη.<br />

Πίνακας 1. Η «προσωπικότης» του κατάγματος της<br />

κοτύλης<br />

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ<br />

Υπάρχουν διάφορες ταξινομήσεις είτε ανατομικές,<br />

με κυριότερη εκείνη των Judet-Letournel (4), είτε άλλες<br />

οι οποίες βασίζονται στη βαρύτητα του κατάγματος<br />

όπως εκείνη της Α.Ο.<br />

Ο συνδυασμός των προαναφερθέντων είναι η<br />

κατά Α.Ο. τροποποίηση της ταξινόμησης των Judet-<br />

Letournel (Comprehensive Classification) η οποία και<br />

είναι διεθνώς αποδεκτή από τα σοβαρότερα κέντρα<br />

(Πίνακας 2, Εικόνα 1).<br />

Πίνακας 2. Η «πλήρης» ταξινόμηση ( The Comprehensive<br />

Classification)<br />

Τα κατάγματα διαιρούνται σε τύπου Α (τα οποία<br />

αφορούν τμήμα μόνο της αρθρικής επιφάνειας της κοτύλης),<br />

τύπου Β (εγκάρσια ή δίκην Τ κατάγματα στα<br />

οποία ένα τμήμα της αρθρικής επιφάνειας παραμένει<br />

συνδεδεμένο με το ακέραιο λαγόνιο οστούν και μέσω<br />

αυτού με τον υπόλοιπο σκελετό), και τύπου C (στα<br />

οποία κανένα τμήμα της κοτύλης δεν παραμένει συνδεδεμένο<br />

με το ακέραιο λαγόνιο και μέσω αυτού με τον<br />

υπόλοιπο σκελετό, “floating acetabulum”). Η βαρύτητα<br />

της βλάβης αυξάνει όσο προχωρά κανείς μέσα στην<br />

ταξινόμηση από Α προς C, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις<br />

καταγμάτων τύπου Β βαρυτέρων από τα τύπου C.<br />

Εικόνα 1. Τύπος Α. Κατάγματα μιας κολόνας ή ενός<br />

τοιχώματος,Τύπος Β. εγκάρσιο ή δίκην T, Τύπος<br />

C. Κανένα τμήμα αρθρ, επιφάνειας δεν<br />

συνέχεται με το λαγόνιο<br />

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ<br />

Η διάγνωση γίνεται με βάση τις 3 χαρακτηριστικές<br />

απεικονίσεις των Judet-Letournel οι οποίες είναι απαραίτητες:


376<br />

Κατάγματα κοτύλης<br />

α) Για την επιλογή της θεραπείας.<br />

β) Για την επιλογή της ενδεδειγμένης χειρουργικής<br />

προσπέλασης. Οι απεικονίσεις αυτές είναι: (1) η προσθιοπίσθια,<br />

(2) η λοξή ισχιακή (iliac oblique) (Εικόνα 2), και (3)<br />

η λοξή θυρεοειδής προβολή (obturatar oblique) (Εικόνα 3).<br />

Η θυρεοειδής προβολή χρησιμεύει κυρίως για τη μελέτη<br />

της πρόσθιας κολόνας και του οπίσθιου χείλους<br />

της κοτύλης και του λαγονίου, ενώ η ισχιακή προβολή<br />

χρησιμεύει κυρίως για τη μελέτη της οπίσθιας κολόνας<br />

και του πρόσθιου χείλους της κοτύλης και του λαγονίου.<br />

Οι προβολές αυτές παραμένουν ακόμη ο καλύτερος<br />

τρόπος μελέτης και λήψης απόφασης για τα<br />

κατάγματα της κοτύλης, αλλά υπάρχουν στοιχεία τα<br />

οποία αποκαλύπτονται μόνο στις αξονικές τομογραφίες,<br />

όπως βλάβες της ιερολαγονίου άρθρωσης, ενδαρθρικά<br />

οστικά τεμάχια και αρθρικές καθιζήσεις (Εικόνα<br />

4). Ιδιαίτερα η τρισδιάστατη αξονική τομογραφία<br />

δίνει εξαιρετικές πληροφορίες για την ενδεικνυόμενη<br />

χειρουργική τεχνική και τους χειρισμούς ανάταξης.<br />

Εικόνα 2. Η ισχιακή προβολή και τα αναδεικνυόμενα<br />

κύρια ανατομικά στοιχεία<br />

Εικόνα 3. Η ηβική προβολή και τα αναδεικνυόμενα κύρια<br />

ανατομικά στοιχεία<br />

Ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας είναι περιορισμένος,<br />

δύναται όμως να αποκαλύψει στα αρχικά<br />

στάδια μια οστεονέκρωση της κεφαλής του μηριαίου<br />

καθώς και παγίδευση του ισχιακού, συνεπεία έντονης<br />

οστεοποίησης ή κακώς τοποθετημένων υλικών οστεοσύνθεσης.<br />

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Ενδείξεις από πλευράς κατάγματος:<br />

Είναι τα σταθερά ισχία στα οποία διατηρείται η<br />

επαλληλία των αρθρικών επιφανειών. Στην περίπτωση<br />

αυτή πρέπει ιδιαίτερα να συνυπολογισθούν και<br />

ενδείξεις που έχουν σχέση με τη γενική κατάσταση<br />

του ασθενούς.<br />

Ειδικότερα, συνιστάται να αντιμετωπίζονται συντηρητικά.<br />

Τύπου Α: Μη παρεκτοπισμένα κατάγματα.<br />

Τύπου Β: Ελάχιστα παρεκτοπισμένα, ιδιαίτερα<br />

εκείνα που αφορούν την κατώτερη μοίρα της πρόσθιας<br />

κολόνας, ή χαμηλά εγκάρσια κατάγματα.<br />

Ενδείξεις από πλευράς γενικής κατάστασης<br />

ασθενών<br />

Μεγάλη οστεοπενία, σοβαρή συστηματική νόσος.<br />

Από το 1980, ο Matta ανέπτυξε την θεωρία της ακεραιότητας<br />

της οροφής της κοτύλης (concept of roof arch<br />

measurements). Οι μετρήσεις γίνονται στην προσθιοπίσθια,<br />

ηβική και ισχιακή προβολή, και δίνουν μια εκτίμηση<br />

του κρισίμου τμήματος της οροφής, το οποίο παραμένει<br />

ανέπαφο σε περιπτώσεις παρεκτοπισμένων<br />

καταγμάτων. Εφόσον η καταγματική γραμμή βρίσκεται<br />

πέραν μιας γωνίας 45° σε σχέση με την κάθετο διερχόμενη<br />

από την κεφαλή προς την οροφή της κοτύλης<br />

για όλες τις λήψεις, τότε υπάρχει μια ικανή ανέπαφη<br />

περιοχή της οροφής, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει<br />

τη λήψη απόφασης για συντηρητική αγωγή. Η περιοχή<br />

αυτή είναι ισοδύναμη με αυτή που προκύπτει από τη<br />

λήψη τομών στην αξονική τομογραφία (ανά 2 mm) και<br />

μέχρι 10 mm από την «κορυφή» του θόλου-οροφής (5)<br />

(Εικόνα 5).<br />

Όσον αφορά τη θεωρία της δευτερογενούς επαλληλίας,<br />

αφορά σε σύνθετα υψηλής ενέργειας κατάγματα<br />

αμφοτέρων των κολονών. Σε μερικά απ’ αυτά, παρά<br />

τις υπάρχουσες παρεκτοπίσεις, διατηρείται μια επαλληλία<br />

των αρθρικών επιφανειών, ακόμη κι αν η κοτύλη<br />

έχει ως σύνολο μεταναστεύσει προς το κέντρο. Τέτοια<br />

κατάγματα ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη<br />

συντηρητική αγωγή, η οποία συνίσταται σε σκελετική


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 377<br />

έλξη και κινητοποίηση με αρχική φόρτιση 10-30 lb, η<br />

οποία σταδιακά αυξάνει μετά την 8η εβδομάδα (2,6).<br />

Εικόνα 4. Ορθή ανάγνωση και χρησιμότητα των αξονικών<br />

τομογραφιών. Αξονική τομογραφία εγκαρσίου<br />

κατάγματος. Παρατηρήστε ότι η καταγματική<br />

γραμμή φαίνεται ότι διαδράμει από εμπρός<br />

προς τα οπίσω. Αν το «άνοιγμα», δηλ. η απόσπαση,<br />

είναι μεγαλύτερη εμπρός έχει ένδειξη η<br />

λαγονοβουβωνική προσπέλαση, αν είναι οπίσω<br />

έχει ένδειξη η Kocher-Langenbeck<br />

Εικόνα 5. Η θεωρία του Matta για την ακεραιότητα της<br />

οροφής της κοτύλης. Συσχέτιση ακτινογραφικών<br />

απεικονίσεων και αξονικής τομογραφίας.<br />

Βλ. επεξήγηση στο κείμενο<br />

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />

Η χειρουργική θεραπεία, γενικώς ενδείκνυται για<br />

τα ασταθή κατάγματα ή εκείνα στα οποία δεν υφίσταται<br />

η αναγκαία επαλληλία των αρθρικών επιφανειών<br />

εφόσον φυσικά δεν υπάρχουν παράγοντες από<br />

την πλευρά του ασθενούς (π.χ. βαρεία οστεοπόρωση,<br />

βαρεία κατάσταση του ασθενούς), οι οποίοι δρουν<br />

αποτρεπτικά. Ειδικότερα όταν υπάρχουν:<br />

α) Παρεκτοπίσεις >5mm οι οποίες αφορούν τον<br />

άνω θόλο (εντός των 10mm του τόξου που καθορίζεται<br />

από τη θεωρία ακεραιότητος οροφής των Olson-<br />

Matta, βλ. ανωτέρω).<br />

β) Απώλεια της επαλληλίας, σε ένα από τα 3 επίπεδα<br />

των αρθρικών επιφανειών μηριαίας κεφαλήςκοτύλης.<br />

γ) Κατάγματα του οπισθίου τοιχώματος με συνοδό<br />

αστάθεια, η οποία δυνατόν να διαπιστωθεί και με<br />

τη δοκιμασία Tornetta υπό νάρκωση (7).<br />

δ) Ένα παρεμβαλλόμενο οστεοχόνδρινο κάταγμα το<br />

οποίο δημιουργεί προβλήματα αρθρικής επαλληλίας.<br />

Στα ανωτέρω κριτήρια φαίνεται ότι υπάρχει μεν<br />

μια κατ’ αρχήν συμφωνία για εγχειρητική παρέμβαση,<br />

αλλά υπάρχει ένα πεδίο διαφωνιών που αφορά «διακυμάνσεις»<br />

εντός των ανωτέρω κριτηρίων. Οι «διαφωνίες»<br />

αυτές συνιστούν τη γκρίζα ζώνη μεταξύ<br />

συντηρητικής και χειρουργικής θεραπείας και είναι:<br />

α) Παρεκτοπίσεις 2-4mm του άνω τμήματος της<br />

κοτύλης.<br />

β) Μεγάλες παρεκτοπίσεις μεταξύ τμημάτων του<br />

συμπλέγματος λαγονίου-κοτύλης, τα οποία παραμένουν<br />

στη θέση τους, και των παρεκτοπισμένων προς<br />

τα έσω, τα οποία φαινομενικά περιλαμβάνονται στη<br />

«θεωρία της δευτερογενούς επαλληλίας» (βλ. ανωτέρω).<br />

Σε αυτές τις περιπτώσεις παρά την ύπαρξη δευτερογενούς<br />

επαλληλίας, η προκύπτουσα τελική παραμόρφωση<br />

ή βράχυνση του σκέλους δυνατόν να είναι<br />

μη αποδεκτή.<br />

γ) Περιπτώσεις με εμβύθυνση >5mm του οπισθίου<br />

κυρίως χείλους.<br />

δ) ≥50% προσβολή του οπισθίου χείλους ακόμη και<br />

σε περίπτωση σταθερού ισχίου.<br />

ε) Πολυτραυματίες με κάταγμα κοτύλης, οι οποίοι<br />

πρέπει να κινητοποιηθούν.<br />

στ) Κατάγματα κοτύλης με συνοδό κάταγμα του<br />

άλλου ισχίου για το οποίο απαιτείται ανοιχτή ανάταξη.<br />

Τονίζεται ιδιαιτέρως ότι:<br />

1) Παρ’όλες τις ανωτέρω κατευθυντήριες οδηγίες<br />

η αγωγή ενός εκάστου ασθενούς πρέπει να εξατομικεύεται.<br />

2) Η τελική απόφαση (και όχι μόνο για τη χειρουργική<br />

θεραπεία) θα πρέπει να λαμβάνεται από ιατρούς<br />

με γνώση και εμπειρία, αλλιώς πρέπει οι ασθενείς να<br />

παραπέμπονται.<br />

Η χειρουργική αντιμετώπιση αυτών των δύσκολων<br />

και επικίνδυνων καταγμάτων πρέπει να είναι<br />

αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, πρέπει δε να


378<br />

Κατάγματα κοτύλης<br />

υπάρχει εξασφαλισμένη υποστήριξη από αγγειοχειρουργούς<br />

και γενικούς χειρουργούς.<br />

Εικόνα 9. Η τριακτινωτή προσπέλαση (triradiate). Άνω:<br />

τομή. Κάτω: ανάσπαση του δημιουργούμενου<br />

κρημνού και η ευρεία περιοχή, μέχρι<br />

την πρόσθια άνω λαγόνιο άκανθα, η οποία<br />

προσπελαύνεται<br />

εξάρθρημα της μηριαίας κεφαλής, μερικά εγκάρσια<br />

και μερικά κατάγματα αμφοτέρων των κολονών. Στα<br />

εγκάρσια κατάγματα η προκύρτωση της πλάκας είναι<br />

επιθυμητή για να αποφευχθεί η διάσταση του κατάγματος<br />

κατά την πρόσθια κολόνα. Μέσω αυτής της<br />

προσπέλασης προσπελαύνεται όλη η οπίσθια κολόνα,<br />

η μείζων και η ελάσσων ισχιακή εντομή, η έσω επιφάνεια<br />

της κοτύλης (quadrilateral space) μέσω δακτυλικής<br />

ψηλάφησης από την μείζονα ισχιοιερά εντομή, η αύλακα<br />

κάτωθεν της κοτύλης (subcotyloid groove) και το<br />

οπίσθιο τοίχωμα του ισχιακού κλάδου (Εικόνα 11). Η<br />

θέση του ασθενούς είναι πρηνής ή πλαγία.<br />

Εικόνα 6. Η προσπέλαση Kocher-Langenbeck<br />

Εικόνα 11. Kocher-Langenbeck προσπέλαση. Τα τμήματα<br />

της κοτύλης και του λαγονίου τα οποία<br />

δύνανται να προσπελασθούν είτε οπτικώς<br />

είτε με την διεγχειρητική ψηλάφηση και για<br />

κατάγματα των οποίων είναι κατάλληλη η<br />

προσπέλαση<br />

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑ-<br />

ΤΑΞΗΣ<br />

Έχουν προταθεί οι λαγονοβουβωνική, λαγονομηριαία<br />

και εκτεταμένη λαγονομηριαία, Kocher-Langenbeck,<br />

τριακτινωτή (triradiate) και τροποποιημένη εκτεταμένη<br />

λαγονομηριαία. Μερικές φορές απαιτούνται δύο προσπελάσεις<br />

(10) (Εικόνα 10).<br />

1) Kocher-Langenbeck (Εικόνα 6). Ενδείκνυται για<br />

κατάγματα της οπίσθιας κολόνας, οπισθίου τοιχώματος<br />

τα οποία δυνατόν να συνοδεύονται με οπίσθιο<br />

2) Λαγονοβουβωνική προσπέλαση (ilioinguinal) (Εικόνα<br />

7). Έχει ένδειξη κυρίως στα κατάγματα τα οποία<br />

ευρίσκονται έμπροσθεν του tear drope καθώς και σε<br />

μερικά εγκάρσια ή και κατάγματα αμφοτέρων των<br />

κολονών (Εικόνα 10). Μέσω αυτής της προσπέλασης


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 379<br />

οι χειρουργοί έχουν πρόσβαση σε ολόκληρη την έσω<br />

επιφάνεια του λαγονίου οστού, σε όλη την πρόσθια<br />

κολόνα και στην ηβική σύμφυση (Εικόνα 12). Η θέση του<br />

ασθενούς είναι υπτία.<br />

Εικόνα 7. Η λαγονοβουβωνική προσπέλαση (ilioiguinal),<br />

ΙΙ = έσω τοίχωμα κοτύλης (quadrilateral space),<br />

4= μηριαία αγγεία<br />

Εικόνα 12. Λαγονοβουβωνική προσπέλαση (ilioinguinal).<br />

Τα τμήματα της κοτύλης και του λαγονίου<br />

τα οποία δύνανται να προσπελασθούν είτε<br />

οπτικώς είτε με την διεγχειρητική ψηλάφηση<br />

και για κατάγματα των οποίων είναι<br />

κατάλληλη η προσπέλαση.<br />

Εικόνα 10. Τα βέλη απεικονίζουν την κατεύθυνση της<br />

ασκούμενης βίας με αποτέλεσμα την απόσπαση<br />

οστικού τεμαχίου προς την κατεύθυνση<br />

της. Άνω: κάταγμα Β1, προτεινόμενη<br />

οστεοσύνθεση της οπίσθιας κολόνας με<br />

Kocher-Langebeck, δυνατόν να απαιτηθεί συμπλήρωση<br />

με οστεοσύνθεση και δια της πρόσθιας<br />

κολόνας. Κάτω: κάταγμα Β3, προτεινόμενη<br />

οστεοσύνθεση της πρόσθιας κολόνας με<br />

λαγονοβουβωνική προσπέλαση (ilioinguinal),<br />

δυνατόν να απαιτηθεί συμπλήρωση με οστεοσύνθεση<br />

και δια της οπίσθιας κολόνας<br />

3) Τριακτινωτή προσπέλαση (triradiate), η οποία<br />

αναπτύχθηκε από τον Mears. Είναι μια εκτεταμένη<br />

προσπέλαση της οπίσθιας κολόνας και της πλαγίας<br />

έξω επιφάνειας του λαγονίου με ένδειξη τα δύσκολα<br />

εγκάρσια ή δίκην «Τ» κατάγματα, καθώς και εκείνα<br />

αμφοτέρων των κολονών με συνοδό κάταγμα του<br />

οπισθίου τοιχώματος της κοτύλης. Η προσπέλαση<br />

πλεονεκτεί σημαντικά ως προς την ευρύτητα του εγχειρητικού<br />

πεδίου σε σχέση με την Kocher-Langenbeck<br />

αλλά, όπως συμβαίνει με όλες τις προσπελάσεις στις<br />

οποίες γίνονται εκτεταμένες αποκολλήσεις των γλουτιαίων,<br />

συνοδεύεται από μεγαλύτερα ποσοστά έκτοπης<br />

οστεοποίησης.<br />

4) Εκτεταμένη λαγονομηριαία (extended Letournel<br />

iliofemoral) (Εικόνα 8). Ενδείκνυται για κατάγματα αμφοτέρων<br />

των κολονών, εγκάρσια και κυρίως για παραμελημένα<br />

δίκην «Τ». Οι χειρουργοί έχουν προσπέλαση<br />

σε ολόκληρη την έξω επιφάνεια του λαγονίου,<br />

ολόκληρη την οπίσθια κολόνα μέχρι και το ισχιακό<br />

κύρτωμα και το τμήμα της πρόσθιας κολόνας έσωθεν<br />

του λαγονοκνημιαίου ογκώματος (σε αντίθεση με την<br />

λαγονοβουβωνική με την οποία προσπελαύνεται και<br />

η προσθίως του λαγονοκνημιαίου ογκώματος περιοχή<br />

της προσθίας κολόνας), καθώς και στην έσω επιφάνεια<br />

του λαγονίου κατά την είσοδο της πυελικής ευρυχωρίας<br />

(pelvic bream) (Εικόνα 13).


380<br />

Κατάγματα κοτύλης<br />

Εικόνα 8. Η εκτεταμένη λαγονομηριαία προσπέλαση<br />

(extended iliofemoral).<br />

Προτείνεται από μερικούς σε περιπτώσεις μεγάλων<br />

μη ανατασσόμενων καταστροφών της κοτύλης<br />

ή/και της μηριαίας κεφαλής. Τέτοιες βλάβες προκύπτουν<br />

μετά από εκτεταμένη καταστροφή του χόνδρου<br />

ή σε περιπτώσεις πολύ μεγάλης συντριβής. Κατάγματα<br />

της μηριαίας κεφαλής, μη ανατασσόμενα, κλειστά<br />

ή ανοικτά, σε συνδυασμό με κατάγματα κοτύλης, ή<br />

βαρεία κατάγματα σε ηλικιωμένους οστεοπορωτικούς,<br />

δυνατόν να περιλαμβάνονται στις ενδείξεις.<br />

Απώτερη<br />

Συγκριτικά αποτελέσματα δείχνουν ότι στις περιπτώσεις<br />

ολικών αρθροπλαστικών μετά από κάταγμα<br />

κοτύλης τα αποτελέσματα, ακόμη και στα πλέον<br />

πεπειραμένα χέρια είναι χειρότερα από εκείνα των<br />

άλλων αρθροπλαστικών (12,13).<br />

Εικόνα 13. Εκτεταμένη λαγονομηριαία προσπέλαση<br />

(extended iliofemoral). Τα τμήματα της κοτύλης<br />

και του λαγονίου τα οποία δύνανται<br />

να προσπελασθούν είτε οπτικώς είτε με την<br />

διεγχειρητική ψηλάφηση και για κατάγματα<br />

των οποίων είναι κατάλληλη η προσπέλαση.<br />

5) Συνδυασμένες προσπελάσεις είναι δυνατόν να<br />

χρησιμοποιηθούν σε μερικά εγκάρσια ή δίκην «Τ» κατάγματα<br />

(τύπος Β) καθώς και σε ορισμένα τα οποία<br />

αφορούν και τις 2 κολόνες (πρόσθια και οπίσθια, τύπου<br />

C). Αυτό γίνεται για την αποφυγή των επιπλοκών<br />

των προσπελάσεων με μεγάλες αποκολλήσεις ανάμεσα<br />

στους οποίους είναι και η έκτοπη οστεοποίηση.<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΡΘΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ<br />

Πρώιμη<br />

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ<br />

Τα κατάγματα αυτά είναι κακώσεις υψηλής ενέργειας,<br />

συμβαίνουν σε συνδυασμό με άλλες κακώσεις,<br />

οστικές ή/και μαλακών μορίων, και τα ποσοστά θνητότητας<br />

ή νοσηρότητας είναι σημαντικά.<br />

Πρώιμες<br />

α) Θάνατος 0-3,6%.<br />

β) Θρομβοεμβολικά επεισόδια 1-5%. Σε ασθενείς<br />

μάλιστα οι οποίοι έχουν ήδη ένα θρομβοεμβολικό επεισόδιο<br />

συνιστάται για την επέμβαση η χρήση φίλτρων<br />

της κάτω κοίλης φλέβας.<br />

γ) Φλεγμονή 0-10%. Οι εκτεταμένες λαγονομηριαίες<br />

προσπελάσεις έχουν, λόγω των μεγάλων αποκολλήσεων,<br />

υψηλότερα ποσοστά το οποίο οφείλονται<br />

στην κατά την προσπέλαση καταστροφή μιας ήδη<br />

πτωχής αιμάτωσης. Για το λόγο αυτό σε λαγονομηριαίες<br />

προσπελάσεις για κατάγματα τα οποία αφορούν<br />

και τη μείζονα ισχιακή εντομή, απ’ όπου διέρχονται<br />

τα γλουτιαία αγγεία, προτείνεται αγγειογραφία. Ένα<br />

μεγάλο πρόβλημα συνιστούν οι συνυπάρχουσες κακώσεις<br />

Morel-Lαvalle (14). Αυτές συνιστούν πρακτικά<br />

εκτεταμένη αποκόλληση του λίπους από την περιτονία.<br />

Η συνιστώμενη αγωγή σε τέτοιες περιπτώσεις,<br />

είναι καθαρισμός (debridement) προ και κατά τη διάρκεια<br />

του χειρουργείου αλλά παρ’όλα αυτά τα ποσοστά<br />

φλεγμονής παραμένουν υψηλά (13%). Γενικά στις<br />

περιπτώσεις φλεγμονών απαιτείται άμεση και επιθετική<br />

χειρουργική παρέμβαση. Η υπόνοια της προσβολής<br />

της άρθρωσης τίθεται εξ αρχής και πρέπει να<br />

αποκλεισθεί. Αλλιώς απαιτείται περισσότερο εκτεταμένος<br />

καθαρισμός και αφαίρεση του θυλάκου, απο-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 381<br />

φυγή σύγκλεισης του δέρματος (ιδίως σε περιπτώσεις<br />

αναεροβίων μικροβίων) και καθημερινοί καθαρισμοί ή<br />

χρήση αρνητικής πίεσης (VAC).<br />

δ) Νευρικές μετεγχειρητικές βλάβες, ιδίως του<br />

ισχιακού ν. 2-16%. Το ισχιακό ν. ή το περονιαίο στέλεχός<br />

του έχουν την ικανότητα ανάπλασης μέχρι και<br />

3 έτη από τη βλάβη. Παρ ’όλα αυτά όμως μόνο οι<br />

ασθενείς οι οποίοι έχουν ήπια βλάβη του περονιαίου ή<br />

του κνημιαίου στοιχείου του ισχιακού ν. έχουν ικανοποιητικό<br />

αποτέλεσμα. Σε σοβαρές βλάβες μόνο το 1/3<br />

έχει ικανοποιητική αποκατάσταση (15). Άλλες νευρικές<br />

βλάβες σε πολύ μικρότερα ποσοστά αφορούν το μηριαίο<br />

ν. (2%), έξω μηροδερματικό ν. (12%), αιδοιικό ν. (6%)<br />

και άνω γλουτιαίο ν.<br />

ε) Αγγειακές βλάβες. Υπάρχουν διάφορες αναφορές.<br />

Η συνιστώμενη αντιμετώπιση σε περιπτώσεις<br />

βλαβών των άνω γλουτιαίων αγγείων είναι η πίεση<br />

και τοπικοί αιμοστατικοί παράγοντες, και ως τελευταία<br />

μόνο λύση οι απολινώσεις ή χρήση αγγειακών<br />

clips. Τούτο γιατί υπάρχει ο κίνδυνος βλάβης του άνω<br />

γλουτιαίου ν. Οι Judet και Letournel περιέγραψαν μια<br />

αναστόμωση μεταξύ της έξω λαγονίου αρτηρίας και<br />

των εν τω βάθει κάτω επιγαστρίων αγγείων σε 10-<br />

15% των προσπελάσεών του, corona mortis ή κύκλος<br />

του θανάτου. Πρέπει πάντα να διερευνάται η ύπαρξη<br />

αυτής της αναστόμωσης στις λαγονοβουβωνικές<br />

προσπελάσεις και να απολινώνεται γιατί ο κίνδυνος<br />

καταστροφικών επιπλοκών είναι μεγάλος (8).<br />

στ) Κακή ανάταξη. Αν επιτευχθεί σωστή ανάταξη,<br />

το καλό ή εξαιρετικό αποτέλεσμα ≥80% στις περισσότερες<br />

σειρές.<br />

ζ) Οστεοτομία του μείζονος τροχαντήρος. Παρά<br />

τη χρήση της ινδομεθακίνης το ποσοστό έκτοπης<br />

οστεοποίησης δυνατόν να ανέλθει στο 44% και 20%<br />

των ασθενών δυνατόν να χρειασθούν κάποια παρέμβαση<br />

που να έχει σχέση με την οστεοτομία (16).<br />

Η ένδειξη συνεπώς για την οστεοτομία του μείζονος<br />

τροχαντήρος πρέπει να συνεκτιμηθεί με τις πιθανότητες<br />

επιπλοκών.<br />

α) Άσηπτη νέκρωση της μηριαίας κεφαλής. Ανέρχεται<br />

σε 2-10%. Είναι δύσκολη η διαφορική διάγνωση<br />

από την μετατραυματική αρθρίτιδα καθώς και την<br />

παρουσία υλικού το οποίον προκαλεί τραυματισμούς<br />

του αρθρικού χόνδρου ακόμη και με τη χρήση σπινθηρογραφήματος<br />

ή MRI. Η διάγνωση αυτή, είναι λοιπόν<br />

μόνο για τις περιπτώσεις όπου υπάρχει αρχική ανατομική<br />

αποκατάσταση χωρίς παρουσία υλικών οστεοσύνθεσης<br />

εντός της άρθρωσης και εφόσον η διάγνωση<br />

γίνει εντός των πρώτων 18 μηνών.<br />

β) Έκτοπη οστεοποίηση. Ανέρχεται σε 3-69% και<br />

οι μεγάλες διαφορές στα ποσοστά οφείλονται στη<br />

ασυμφωνία των συγγραφέων περί του τι θεωρούν<br />

ως επιπλοκή έκτοπης οστεοποίησης. Αυτό που είναι<br />

βέβαιο είναι ότι η επιπλοκή έχει σχέση με τον τραυματισμό<br />

των απαγωγών μ., είτε αυτός οφείλεται σε<br />

τραύμα καθ’ εαυτό, είτε στην προσπέλαση. Εύλογα<br />

ενοχοποιούνται οι εκτεταμένες προσπελάσεις όπως η<br />

λαγονομηριαία. Η μέγιστη έκταση της έκτοπης οστεοποίησης<br />

συνήθως συμβαίνει την 6η εβδομάδα (17). Συνεπώς,<br />

προφυλακτικώς συνιστώνται2 75mg ινδομεθακίνη/<br />

ημέρα επί 6 εβδομάδες και αν εμφανισθεί κατά<br />

τις πρώτες 6 εβδομάδες έκτοπη οστεοποίηση (17), τότε<br />

η θεραπεία συνεχίζεται για 12 εβδομάδες. Η χειρουργική<br />

εξαίρεση γίνεται μόνο αν αυτή έχει λειτουργική<br />

σημασία επειδή τα ποσοστά υποτροπής είναι σημαντικά.<br />

γ) Μετατραυματική αρθρίτις. Συμβαίνει σε 4-<br />

40%. Οι Judet-Letournel αναφέρουν ποσοστό 17%. Το<br />

ποσοστό μετά από τέλεια ανάταξη ήταν 10%, και μετά<br />

μη τέλεια ανάταξη 36%. Ένα πρώιμο σημείο επερχόμενης<br />

οστεοαρθρίτιδας με κλινικές εκδηλώσεις, δυνατόν<br />

να είναι ένα «κολλάρο οστεοφύτων» περί την κεφαλή,<br />

το οποίο αρχικά είναι ασυμπτωματικό.<br />

δ) Απώτερες φλεγμονές ή ψευδάρθρωση είναι<br />

σπάνιες επιπλοκές.<br />

Εικόνα 14. Πολυτραυματίας, αντιμετωπισθείς με οστεοσύνθεση<br />

της οπίσθιας κολόνας με 2 πλάκες<br />

με ταυτόχρονη οστεοσύνθεση του ετερόπλευρου<br />

μηριαίου με ασφαλιζόμενο ενδομυελικό<br />

ήλο. Τριακτινωτή (triradiate) προσπέλαση της<br />

κοτύλης με διατομή και στη συνέχεια αποκατάσταση<br />

του μείζονος τροχαντήρος με συνδυασμό<br />

κοχλίωσης και ταινία ελκυσμού.<br />

Απώτερες


382<br />

Κατάγματα κοτύλης<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Guytan JL, Perez EA. Fractures of Acetabulum and Pelvis.<br />

In: Campbell’s Operative Orthopaedics Vol. III,<br />

Canale ST (ed.), Mosby, Pennsylvania 2008.<br />

2. Helfet DL. Surgical Techniques for Acetabular Fractures.<br />

In: Fractures of the Pelvis and the Acetabulum, Tile<br />

Marvin (ed.), Lippincott Williams, Philadelphia 2003.<br />

3. Zinghi G, Moroni A. Acetabular Fractures. In: Surgical<br />

Techniques of Orthopaedics and Traumatology Vol. 6,<br />

Dupark J (ed.), EFORT, Elsevier, Paris 2003.<br />

4. Letournel E. Acetabulum Fractures: classification and<br />

management. Clin Orth 1990; 151:81.<br />

5. Olson SA, Matta JM. The computerized tomography<br />

subchondral arch: a new method assessing acetabular<br />

continuing after fracture. J Orth Trauma 1993; 7:402-<br />

413.<br />

6. Bauer R, Kerschbaumer F, Poisel S. Operative approaches<br />

in orthopaedic surgery and traumatology (1st<br />

edition), Thieme-Verlag, New York 1987.<br />

7. Tornettta P 3rd. Non-operative management of acetabular<br />

fractures. The use of dynamic stress views.<br />

JPJS Br 1999; 81(1):67-78.<br />

8. Letournel E, Judet R. Fractures of the Acetabulum (2nd<br />

edition), Springer-Verlag, Berlin 1993.<br />

9. Matta JM, Merrit PO. Displaced acetabular fractures.<br />

Clin Orthop 1988; 230:83-90.<br />

10. Moroni A, Caja VL, Sabato C, Zinghi G. Surgical treatment<br />

of both-column fractures by staged combined<br />

ilioinguinal and Kocher-Langenbeck approaches. Injury<br />

1995; 26:219-224.<br />

11. Routt ML Jr, Swiontofski MF. Operative treatment of<br />

complex acetabular fractures. JBJS Am 1990; 72:897-<br />

904.<br />

12. Borkhoff et al. Total hip arthroplasty after previous<br />

acetabular fractures. Presented at the Canadian Orthopaedic<br />

Association Meeting, London, Ontario, June<br />

2001.<br />

13. American Academy of Orthopaedic Surgeons, Instructional<br />

Lectures Vol. 48, 1999.<br />

14. Hak DJ, Olson SA, Matta JM. Diagnosis and management<br />

of closed internal degloving injuries associated<br />

with pelvic and acetabular fractures: the Morel-Lavalle<br />

lesion. J Trauma-Injury Infect Crit Care 1997;<br />

42:1046-1051.<br />

15. Fassler PR, Swiontkowski MF et al. Injury of the sciatic<br />

nerve associated with acetabular fracture. JBJS 1993;<br />

75-A:1157-1166.<br />

16. Heck BE, Ebraheim NA, Foetisch C. Direct complication<br />

of trochanteric osteotomy in open reduction and<br />

internal fixation of acetabular fractures. Am J Orthop<br />

1997; 26:124-128.<br />

17. Moed BR, Karges DE. Prophylactic indomethacin for<br />

the prevention of heterotopic ossification following<br />

acetabular fracture surgery in high risk patients. J Orthop<br />

Trauma 1994; 8(1):34-39.


Υπεύθυνος αλληλογραφίας:<br />

Κ. Παπαγιαννάκος<br />

Τηλ.: 2132041729<br />

E-mail: kostaspapagia@yahoo.com<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

Κ Παπαγιαννάκος 1 , Κ Ντουντουλάκης 2 , Ι Ακριβός 3<br />

1<br />

Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Διευθυντής ΕΣΥ, 2 Ειδικευόμενος Ορθοπαιδικής,<br />

3<br />

Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Συντονιστής Διευθυντής,<br />

Β’ Ορθοπεδικό Τμήμα Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

PAPAGIANNAKOS K. DOUDOULAKIS K. AKRIVOS I. Calcaneal fractures. Fractures of the calcaneum represent 2% of all<br />

fractures and were first described in 1843. They are usually associated with fractures of the lower limb and lumbar spine. The<br />

calcaneus has six surfaces, the superior of which contains three facets that articulate with the talus. Calcaneal fractures can<br />

be open or closed, displaced or non displaced, comminuted or non-comminuted, and involving the articular surfaces or not.<br />

Initial evaluation is performed by x-ray, but the most useful imaging is a CT scan. Management can be either conservative<br />

or operative, the indications differing according to fracture type and socioeconomic parameters. Conservative management<br />

can be immobilization in a plaster cast, with various adjuvant methods to decrease soft tissue swelling. Operative treatment<br />

consist of closed or open reduction, with internal or external fixation. Results following operative or conservative treatment<br />

are varied, and they depend on a multitude of factors, such as fracture type and pattern, open or closed injury, displacement,<br />

articular surface involvement, sex, age, socioeconomic and compensation status, and type of work. Complications are<br />

localized and involve soft tissue and nerve impingement and entrapment, pain syndromes, compartment syndrome, wound<br />

infections, malunion and wound dehiscence. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 383-392, 2012.<br />

Key words: calcaneal fractures, diagnosis, treatment, complications<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Τα κατάγματα της πτέρνης αντιπροσωπεύουν το 2% όλων των καταγμάτων και περιγράφηκαν για πρώτη φορά<br />

το 1843. Συνήθως συνυπάρχουν με κατάγματα των κάτω άκρων και της οσφυϊκής μοίρας. Η πτέρνη έχει έξι επιφάνειες,<br />

εκ των οποίων η άνω περιλαμβάνει 3 αρθρικές επιφάνειες, οι οποίες αρθρώνονται με τον αστράγαλο. Τα<br />

κατάγματα αυτά μπορεί να είναι ανοικτά ή κλειστά, παρεκτοπισμένα ή μη, συντριπτικά ή μη και να αφορούν ή όχι<br />

αρθρικές επιφάνειες. Η αρχική εκτίμηση γίνεται με ακτινογραφίες, ενώ πολύτιμη βοήθεια προσφέρει η υπολογιστική<br />

τομογραφία. Η αντιμετώπιση μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική, με τις ενδείξεις να ποικίλλουν ανάλογα<br />

με τον τύπο του κατάγματος και κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους. Η συντηρητική θεραπεία συνίσταται σε<br />

ακινητοποίηση με γύψο, λαμβάνοντας πρόνοια για την ελάττωση του οιδήματος των μαλακών μορίων. Η χειρουργική<br />

θεραπεία συνίσταται σε κλειστή ή ανοικτή ανάταξη, σε συνδυασμό με εσωτερική ή εξωτερική οστεοσύνθεση.<br />

Τα αποτελέσματα μετά από την όποια θεραπεία ποικίλλουν, και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως<br />

το είδος και ο τύπος του κατάγματος, αν το κάταγμα είναι ανοικτό, η παρεκτόπιση, η ακεραιότητα της αρθρικής<br />

επιφάνειας, η ηλικία, το φύλο, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η επιδίωξη αποζημίωσης, και ο τύπος εργασίας. Οι<br />

επιπλοκές είναι εντοπισμένες και αφορούν την «παγίδευση» και την πρόσκρουση μαλακών μορίων και νεύρων, τα<br />

επώδυνα σύνδρομα, το σύνδρομο διαμερίσματος, τις φλεγμονές του τραύματος, την πώρωση σε πλημμελή θέση<br />

και την διάσπαση του τραύματος. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 383-392, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: κάταγμα πτέρνης, διάγνωση, αρχές θεραπείας, επιπλοκές


384<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα κατάγματα πτέρνης αντιπροσωπεύουν το 2%<br />

όλων των καταγμάτων, με το 60-75% αυτών να είναι<br />

παρεκτοπισμένα ενδαρθρικά. Πιο συχνά απαντώνται<br />

σε νεαρούς ενήλικες άνδρες (21-54 ετών), εργαζόμενους<br />

κυρίως στην βιομηχανία, με συνέπεια σημαντικές<br />

οικονομικές επιπτώσεις (1,2).<br />

Ιστορικά η πρώτη κλασσική περιγραφή έγινε από<br />

τον Malgaigne το 1843 (3).<br />

Tα κατάγματα αυτά δεν ανευρίσκονταν έως την<br />

εφεύρεση των ακτίνων Χ. Αρχικά η αντιμετώπιση<br />

τους ήταν συντηρητική ή με κλειστούς χειρισμούς. Οι<br />

πρώτες προσπάθειες να αντιμετωπιστούν αυτού του<br />

είδους τα κατάγματα με εσωτερική οστεοσύνθεση ξεκίνησαν<br />

το 1922 από τον Γάλλο χειρουργό Leriche σε<br />

συνδυασμό με την αρθρόδεση ή την καθυστερημένη<br />

ανακατασκευή (4).<br />

Η υπαστραγαλική αρθρόδεση, λόγω της ευκολίας<br />

της, υπήρξε η συχνότερη θεραπεία στην δεκαετία του<br />

1950. Χάρη στις εξελίξεις στην χειρουργική, την αναισθησία,<br />

την υπολογιστική τομογραφία και την ακτινοσκόπηση,<br />

τα αποτελέσματα της χειρουργικής αντιμετώπισης<br />

έχουν βελτιωθεί.<br />

ΑΝΑΤΟΜΙΑ<br />

Η πτέρνη είναι το μεγαλύτερο οστό του ταρσού.<br />

Βρίσκεται στο οπίσθιο και κάτω μέρος του άκρου ποδός,<br />

και μεταφέρει το βάρος τού σώματος στο έδαφος,<br />

δημιουργώντας έναν ισχυρό μοχλό για του μύες<br />

της γαστροκνημίας. Είναι κυβοειδές σε σχήμα, με τον<br />

μακρύ άξονα να έχει κλίση προς τα πρόσω και έξω (5).<br />

Έχει έξι επιφάνειες:<br />

1. Η άνω επιφάνεια φέρει 3 αρθρικές επιφάνειες<br />

(facets) για την άρθρωση με τον αστράγαλο. Εξ’ αυτών<br />

η μεγαλύτερη (δέχεται τα μεγαλύτερα φορτία) είναι η<br />

οπίσθια αρθρική επιφάνεια, η οποία έχει φορά προς<br />

τα πάνω και πρόσω, και αρθρώνεται με την οπίσθια<br />

πτερνική αρθρική επιφάνεια στην κάτω πλευρά του<br />

αστραγάλου. Ορίζεται προσθίως από μια βαθιά κοίλανση<br />

η οποία συνεχίζεται προς τα πίσω και έσω, με<br />

σχήμα αύλακας, η οποία αποτελεί το πτερνικό τμήμα<br />

του ταρσιαίου κόλπου. Ο μεσόστεος αστραγαλοπτερνικός<br />

σύνδεσμος προφυλάσσεται μέσα στον ταρσιαίο<br />

κόλπο. Εμπρός και πρός τα έσω αυτής της αύλακας<br />

βρίσκεται μια επιμήκης αρθρική επιφάνεια. Η αρθρική<br />

επιφάνεια αυτή υποδιαιρείται συχνά σε δυο επιφάνειες<br />

από μία εντομή. Εκ των δύο, η οπίσθια και μεγαλύτερη<br />

ονομάζεται μέση αρθρική επιφάνεια. Υποστηρίζεται<br />

από μια προεξοχή, το υπέρεισμα του αστραγάλου<br />

και αρθρώνεται με την μέση αρθρική επιφάνεια<br />

της κάτω επιφάνειας του αστραγάλου. Η πρόσθια<br />

αρθρική επιφάνεια βρίσκεται στο μπροστινό τμήμα<br />

του σώματος και αρθρώνεται με την πρόσθια πτερνική<br />

αρθρική επιφάνεια του αστράγαλου.<br />

Σχημα 1. Η άνω αρθρική επιφάνεια<br />

2. Η κάτω ή πελματιαία επιφάνεια ορίζεται οπισθίως<br />

από το πτερνιαίο φύμα, το οποίο είναι κοίλο στο<br />

μέσο του, ενώ σε κάθε άκρο προεκτείνεται στην έσω<br />

και έξω απόφυση.<br />

Σχημα 2: Η κάτω αρθρική επιφάνεια


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 385<br />

3. Η έξω επιφάνεια περιέχει το φύμα των περονιαίων.<br />

Σχήμα 3: Η έξω αρθρική επιφάνεια<br />

4. Η έσω επιφάνεια έχει στο άνω και πρόσθιο<br />

τμήμα της μία οριζόντια προεξοχή, το υπέρεισμα του<br />

αστραγάλου, στην οποία καταφύεται εν μέρει ο τένοντας<br />

του οπισθίου κνημιαίου μυός.<br />

Σχήμα 4: Η έσω αρθρική επιφάνεια<br />

5. Η πρόσθια η κυβοειδής επιφάνεια αρθρούται με<br />

το κυβοειδές οστούν.<br />

6. Η οπίσθια επιφάνεια χωρίζεται σε τρία τμήματα:<br />

το κατώτερο, το μέσο (στο οποίο καταφύενται ο Αχίλλειος<br />

τένοντας και ο μακρός πελματικός), το ανώτερο<br />

που καλύπτεται από θύλακο που βρίσκεται μεταξύ<br />

της πτέρνης και του αχιλλείου τένοντα.<br />

ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ<br />

Το 50% των ασθενών αυτών φέρουν συνοδές κακώσεις.<br />

Αυτές συμβαίνουν κυρίως στο κάτω άκρο<br />

(26%) και στην ΟΜΣΣ (10%). Ο θεράπων πρέπει να<br />

έχει υψηλό δείκτη υποψίας. Οι κακώσεις υψηλής ενέργειας<br />

μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική βλάβη των<br />

περιβαλλόντων μαλακών μορίων και να οδηγήσουν<br />

σε ανοικτό κάταγμα. Δερματικές φυσαλίδες μπορεί<br />

να εμφανιστούν οπουδήποτε στην περιοχή του άκρου<br />

ποδός λόγω οιδήματος και οφείλονται στον διαχωρισμό<br />

του δέρματος από την επιδερμίδα. Λόγω της<br />

πιθανότητας επιμόλυνσης των φυσαλίδων, κατά τις<br />

χειρουργικές τομές πρέπει αυτές να βρίσκονται εκτός<br />

της προσπέλασης (6,7,8,9). Ο άκρος πόδας μπορεί να<br />

εμφανίσει σύνδρομο διαμερίσματος.<br />

Τα ανοικτά κατάγματα είναι ξεχωριστά τραύματα,<br />

άρα η θεραπεία τους οφείλει να είναι διαφορετική. Έχουν<br />

υψηλότερο αριθμό επιπλοκών, όπως π.χ. η εν τω βάθει<br />

λοίμωξη, η οστεομυελίτιδα, οι επιπλοκές του τραύματος,<br />

ή ο ακρωτηριασμός και η αντιμετώπισή τους κοστίζει πιο<br />

πολύ. Συνιστάται ο επιθετικός καθαρισμός του τραύματος,<br />

η άμεση χορήγηση ενδοφλεβίων αντιβιοτικών, και<br />

η σταθεροποίηση του σκέλους. Η τελική σταθεροποίηση<br />

του κατάγματος καθυστερεί έως ότου να καθαριστεί το<br />

τραύμα και να εξαλειφθεί το οίδημα. Η σταθεροποίηση<br />

του κατάγματος, είτε με σύρματα Kirschner είτε με εξωτερική<br />

οστεοσύνθεση χρησιμοποιείται για την προφύλαξη<br />

των μαλακών μορίων. Η ίαση των μαλακών μορίων μπορεί<br />

να διαρκέσει έως και 3 μήνες. Ο βαθμός της βλάβης<br />

των μαλακών μορίων είναι η πιό σημαντική μεταβλητή<br />

στην πρόγνωση του αποτελέσματος (10,11).<br />

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ<br />

Η αρχική εκτίμηση κάθε ασθενούς με υπόνοια<br />

κατάγματος οφείλει να περιέχει μια πλάγια (profile)<br />

και μια προσθιοπίσθια λήψη του άκρου ποδός, μια<br />

αξονική α/α της πτέρνης καθώς και ακτινογραφίες<br />

ποδοκνημικής, ώστε όλα τα κατάγματα, τα υπεξαρθρήματα<br />

και τα εξαρθρήματα να διαγνωσθούν. Λόγω<br />

της σχέσης των καταγμάτων της ΟΜΣΣ με τα κατάγματα<br />

πτέρνης σε συνδυασμό με την πτώση από ύψος<br />

ως μηχανισμό κάκωσης, οφείλουν να λαμβάνονται και<br />

ακτινογραφίες της ΟΜΣΣ. Αν οι ακτινογραφίες της<br />

πτέρνης αποκαλύψουν ενδαρθρική προέκταση του<br />

κατάγματος, τότε ενδείκνυται υπολογιστική τομογραφία,<br />

η οποία μπορεί να προσθέσει πολλές πληροφορίες<br />

για την μορφολογία του κατάγματος.<br />

Εικόνα 1: Αξονική α/α πτέρνης


386<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

Στην πλάγια ακτινογραφία της πτέρνης αναζητώνται<br />

δυο γωνίες, η γωνία του Böhler, και αυτή του<br />

Gissane. Η πρώτη ( Böhler) είναι μεταξύ 20° και 40°.<br />

Γωνίωση κάτω απο 20° υποννοεί οτι η οπίσθια άρθρική<br />

επιφάνεια της πτέρνης έχει καταρρεύσει (12,13). Η<br />

γωνία του Gissane είναι μεταξύ 95° και 105°, και αύξηση<br />

αυτής της γωνίας επίσης υποδεικνύει κάταγμα. Εάν το<br />

έξω ημιμόριο της οπίσθιας αρθρικής επιφάνειας έχει<br />

κάταγμα, τότε θα φανεί διχασμός της αρθρικής επιφάνειας<br />

που καλείται «διπλή παρυφή» (double density)<br />

(14).<br />

Εικόνα 2: Οι γωνίες Böhler και Gissane<br />

Η υπολογιστική τομογραφία έχει βοηθήσει σημαντικά<br />

στην κατανόηση και την συνεπή ανάλυση των<br />

καταγμάτων της πτέρνης. Οι ανακατασκευαστικές<br />

προβολές δίνουν επιπρόσθετες πληροφορίες για διάφορες<br />

δομές. Ωστόσο η διαγνωστική αξία των τρισδιάστατων<br />

απεικονίσεων είναι ίση με αυτήν των δισδιάστατων<br />

απεικονίσεων.<br />

Εικόνες 3,4,5: Παραδείγματα απεικόνισης με υπολογιστική<br />

τομογραφία<br />

ΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑΓΜΑΤΩΝ<br />

Η προσθιοπίσθια λήψη μπορεί να δείξει επέκταση<br />

του κατάγματος στην πτερνοκυβοειδική άρθρωση.<br />

Η αξονική προβολή μπορεί να δείξει απώλεια ύψους,<br />

αύξηση του πλάτους ή και γωνίωση κάποιου τεμαχίου.<br />

Η λήψη Broden, δείχνει καλά την οπίσθια αρθρική<br />

επιφάνεια.<br />

Σχήμα 5: Η λήψη Broden<br />

Διάφορες κατατάξεις έχουν προταθεί, από τις βασιζόμενες<br />

σε απλές ακτινογραφίες (Essex και Lopresti<br />

το 1952 (7), Soeur και Remy το 1975).<br />

Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την γνώση που<br />

αποκτήθηκε από την υπολογιστική τομογραφία (Υ/Τ)<br />

στην λογική κατανόηση της κάκωσης ήταν ο Zwipp<br />

και συν. (1988). Οι Crosby και Fitzgibbons (1990) ήταν<br />

οι πρώτοι που συσχέτισαν το κλινικό αποτέλεσμα με<br />

ενα σύστημα κατάταξης βασισμένο σε Υ/Τ (15).<br />

Σχήμα 6. Η κατάταξη Essex-Lopresti A,B,C = εμπιεστικά<br />

D,E,F = δίκην “γλώσσας”<br />

O Sanders και συν. (1992) (16,17) βασισμένοι σε εικόνες<br />

στο μετωπιαίο επίπεδο δημιούργησαν ένα σύστημα<br />

κατάταξης, το οποίο περιελάμβανε την κατηγοριοποίηση<br />

των καταγμάτων σε 4 τύπους, με διάφορες<br />

υποκατηγορίες. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές, βασισμένες<br />

στην Υ/Τ.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 387<br />

Σχήμα 7: Η κατάταξη Sanders<br />

ΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ<br />

Η συντηρητική θεραπεία ενδείκνυται σε:<br />

α) μη παρεκτοπισμένα η ελάχιστα παρεκτοπισμένα<br />

εξωαρθρικά κατάγματα,<br />

β) μη παρεκτοπισμένα ενδαρθρικά κατάγματα,<br />

γ) κατάγματα της πρόσθιας αποφύσεως με λιγότερο<br />

απο 25% εμπλοκή της πτερνοκυβοειδούς άρθρωσης,<br />

δ) κατάγματα σε ασθενείς πάσχοντες από περιφερική<br />

αγγειακή νόσο,<br />

ε) ασθενείς με συνοδά νοσήματα που αποτελούν<br />

αντένδειξη για χειρουργείο<br />

ζ) ηλικιωμένους ασθενείς που περπατούν μόνο κατ’<br />

οίκον. Αυτή επιτυγχάνεται με ναρθήκωση του άκρου<br />

ποδός σε ουδέτερη θέση, ακολουθούμενη από υπόδημα<br />

τύπου “air cast boot”, και κάλτσες συμπίεσης για τον<br />

περιορισμό του οιδήματος. Η κινητοποίηση της υπαστραγαλικής<br />

και της ποδοκνημικής γίνεται νωρίς για να<br />

αποφευχθεί η ιπποποδία λόγω σύγκαμψης. Οι ασθενείς<br />

βαδίζουν χωρίς φόρτιση για 10-12 εβδομάδες (18).<br />

Η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη σε:<br />

α) παρεκτοπισμένα ενδαρθρικά κατάγματα τα οποία<br />

εμπεριέχουν την οπίσθια αρθρική επιφάνεια(facet),<br />

β) κατάγματα της πρόσθιας απόφυσης της πτέρνης<br />

με πάνω απο 25% εμπλοκή της πτερνοκυβοειδούς<br />

άρθρωσης,<br />

γ) παρεκτοπισμένα κατάγματα της απόφυσης,<br />

δ) κατάγματα εξαρθρήματα της πτέρνης και<br />

ε) επιλεγμένα ανοικτά κατάγματα της πτέρνης.<br />

Υπάρχουν τρεις περιπτώσεις καταγμάτων που<br />

χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, όπως το σύνδρομο<br />

διαμερίσματος, τα ανοικτά κατάγματα ΙΙ και ΙΙΙ βαθμού<br />

και τα κατάγματα δίκην γλώσσας, τα οποία δύνανται<br />

να προκαλέσουν νέκρωση του δέρματος και του<br />

αχιλλείου τένοντα (19) (εικόνα 7). Οι απλές ακτινογραφίες<br />

δίνουν μια αρχική εικόνα του κατάγματος και<br />

λαμβάνεται απόφαση για το αν θα διενεργηθεί και<br />

άλλη απεικόνιση, συνήθως υπολογιστική τομογραφία.<br />

Το χειρουργείο πρέπει να γίνεται μέσα σε 3 εβδομάδες<br />

από τον τραυματισμό, ωστόσο το οίδημα πρέπει να<br />

έχει εξαλειφθεί σε ικανό βαθμό (θετική δοκιμασία ρυτίδας-wrinkle<br />

test), πριν την επέμβαση.<br />

Η ανάρροπη θέση του σκέλους, τα υποδήματα διακοπτώμενης<br />

εφαρμογής πίεσης (foot pumps), η επίδεση<br />

τύπου “Unna boot” και η διούρηση μπορούν να<br />

χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο του οιδήματος, και ο<br />

ασθενής μπορεί να πάει σπίτι του με αυτά μέχρι να<br />

αυτό να υποχωρήσει (η επίδεση Unna boot είναι ένας<br />

επίδεσμος ο οποίος εμπεριέχει οξείδιο του ψευδαργύρου,<br />

και χαρακτηρίζεται από στυπτικές ιδιότητες,<br />

εφαρμόζεται δε μέχρι την ημέρα του χειρουργείου).<br />

Επίσης η προσωρινή διούρηση με διουρητικά μικρής<br />

διάρκειας είναι αποτελεσματική για την ελάττωση του<br />

οιδήματος. Μετά τις τρεις εβδομάδες, το κάταγμα γίνεται<br />

δύσκολο στον χειρισμό και την ανάταξη λόγω<br />

του δημιουργούμενου πώρου (20).<br />

Τα κατάγματα της προσθίας απόφυσης οφείλονται<br />

συχνά σε βεβιασμένη έσω στροφή και πελματιαία κάμψη,<br />

και συχνά εκλαμβάνονται ως διαστρέμματα. Χειρουργική<br />

θεραπεία συνιστάται σε κατάγματα που αφορούν<br />

πλέον του 25% της πτερνοκυβοειδούς άρθρωσης (21).<br />

Εικόνα 6: Κάταγμα της πρόσθιας απόφυσης


388<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

Τα (αποσπαστικά) κατάγματα του φύματος παρουσιάζονται<br />

κλασικά με πόνο και οίδημα καθώς και<br />

πιθανή αδυναμία πελματιαίας κάμψης, υπό αντίσταση.<br />

Υπάρχει περιορισμένος όγκος υπερκείμενων μαλακών<br />

μορίων στην περιοχή, και η παρεκτόπιση ενός<br />

οστικού τεμαχίου μπορεί να απειλήσει το υπερκείμενο<br />

δέρμα. Η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη όταν (α) το<br />

δέρμα απειλείται λόγω πίεσης από οστικό τεμάχιο, (β)<br />

το οπίσθιο τμήμα του οστού προεξέχει και μπορεί να<br />

επηρεάσει την εφαρμογή υποδημάτων, (γ) το σύμπλεγμα<br />

γαστροκνημίου-υποκνημιδίου είναι ανεπαρκές και<br />

(δ) η απόσπαση αφορά την αρθρική επιφάνεια (22).<br />

Εικόνα 7. Αποσπαστικό κάταγμα του φύματος<br />

Τα κατάγματα του σώματος της πτέρνης χωρίς<br />

εμπλοκή της υπαστραγαλικής άρθρωσης αποτελούν<br />

το 20% των καταγμάτων της πτέρνης. Η υπολογιστική<br />

τομογραφία είναι απαραίτητη για να διευκρινιστεί<br />

εάν το κάταγμα αφορά την αρθρική επιφάνεια, καθώς<br />

και το βαθμό της παρεκτόπισής της. Το χειρουργείο<br />

εξαρτάται και από τους δύο αυτούς παράγοντες. Τα<br />

ελάχιστα παρεκτοπισμένα κατάγματα αντιμετωπίζονται<br />

συντηρητικά με πρώιμη κινητοποίηση και βάδιση<br />

δίχως φόρτιση για 10-12 εβδομάδες. Τα πιο σοβαρά<br />

κατάγματα χρήζουν κλειστής ή ανοικτής ανατάξεως<br />

και εσωτερικής οστεοσυνθέσεως (6,23).<br />

Εικόνα 8. Ενδαρθρικό κάταγμα του σώματος όπως<br />

φαίνεται σε υπολογιστική τομογραφία<br />

Τα μεμονωμένα κατάγματα της έσω ή της έξω<br />

απόφυσης είναι συνήθως μη παρεκτοπισμένα. Ο μηχανισμός<br />

της κάκωσης είναι συνήθως πτώση από<br />

ύψος με το πόδι είτε σε πρηνισμό είτε σε υπτιασμό,<br />

προκαλώντας κάταγμα της έσω ή της έξω απόφυσης<br />

αντίστοιχα. Τα κατάγματα αυτά φαίνονται καλύτερα<br />

σε αξονικές ακτινογραφίες ή σε υπολογιστική τομογραφία.<br />

Η κλειστή ανάταξη δύναται να ληφθεί υπ’<br />

όψιν για την θεραπεία των παρεκτοπισμένων κατάγματων<br />

(24).<br />

Τα ενδαρθρικά κατάγματα τυπικά οφείλονται σε<br />

κάκωση υψηλής ενέργειας. O τύπος των καταγματικών<br />

γραμμών και ο βαθμός της συντριβής καθορίζονται<br />

από την θέση του άκρου ποδός, την δύναμη που<br />

ασκείται, και τον βαθμό οστεοπόρωσης του οστού<br />

κατά τον τραυματισμό (18).<br />

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ<br />

Αρκετές μελέτες τα τελευταία χρόνια έχουν συγκρίνει<br />

την χειρουργική με την μη χειρουργική θεραπεία<br />

των καταγμάτων της πτέρνης, με διάφορα αποτελέσματα.<br />

Δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές τυχαιοποιημένες<br />

μελέτες με μακρά μετεγχειρητική παρακολούθηση.<br />

Έτσι η ιδανική μέθοδος θεραπείας παραμένει αντιφατική.<br />

Οι τρόποι χειρουργικής θεραπείας (19) είναι:<br />

• Ανοικτή ανάταξη-εσωτερική οστεοσύνθεση<br />

• Κλειστή ανάταξη-εσωτερική οστεοσύνθεση (διαδερμική<br />

ή αρθροσκοπικά υποβοηθούμενη) (25)<br />

(εικόνα 10)<br />

• Εξωτερική οστεοσύνθεση (Ilizarov κλπ)<br />

• Πρώιμη αρθρόδεση υπαστραγαλικής<br />

Ανοικτή ανάταξη επιτυγχάνεται δια μέσου έξω ή<br />

έσω προσπέλασης.<br />

Σχήμα 8. Η έξω προσπέλαση Εικόνα 9. Εσωτερική<br />

οστεοσύνθεση


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 389<br />

Εικόνα 10. Διαδερμική ανάταξη και οστεοσύνθεση (25)<br />

Εικόνα 11. α/α με αρθρόδεση υπαστραγαλικής άρθρωσης<br />

Παρ’όλα αυτά, στα παρεκτοπισμένα κατάγματα<br />

τύπου Sanders II και ΙΙΙ, η χειρουργική θεραπεία έχει<br />

καλύτερα λειτουργικά και γενικά αποτελέσματα σε<br />

σύγκριση με παρόμοια κατάγματα που αντιμετωπίστηκαν<br />

συντηρητικά. Τα καλύτερα αποτελέσματα<br />

είχαν οι ασθενείς των οποίων τα κατάγματα είχαν<br />

ανατομική ανάταξη της οπίσθιας αρθρικής επιφάνειας.<br />

Εφόσον δεν επιτυγχάνεται ανατομική ανάταξη, δεν<br />

υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην χειρουργική και την<br />

μη χειρουργική αντιμετώπιση (26). Οι ασθενείς που<br />

αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά επέστρεψαν στον ίδιο<br />

τύπο εργασίας που είχαν προ της κάκωσης, και ανέφεραν<br />

λιγότερο πόνο στον άκρο πόδα από αυτούς<br />

που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά (27). Τα καλύτερα<br />

αποτελέσματα σε επιλεγμένους τύπους καταγμάτων<br />

έχουν οι γυναίκες, οι νεότεροι ασθενείς, οι ασθενείς<br />

με ελαφρύτερο εργασιακό φόρτο, οι ασθενείς που δεν<br />

λαμβάνουν εργασιακή αποζημίωση, αυτοί με ελαφρύτερη<br />

αρχική κάκωση και αυτοί με ανατομική ανάταξη<br />

στην μετεγχειρητική Υ/Τ. Οι ασθενείς που έλαβαν<br />

συντηρητική θεραπεία ήταν 5,5 φορές πιο πιθανό να<br />

χρειαστούν υπαστραγαλική αρθρόδεση λόγω μετατραυματικής<br />

αρθρίτιδας.<br />

Η ένδειξη για ανοικτή ανάταξη και πρώιμη αρθρόδεση<br />

της υπαστραγαλικής άρθρωσης είναι τα λίαν<br />

συντριπτικά κατάγματα, στα οποία δεν δύναται να<br />

αποκατασταθεί η αρθρική επιφάνεια. Προϋπόθεση<br />

εδώ είναι η βέλτιστη αποκατάσταση του ανατομικού<br />

σχήματος της πτέρνας, ώστε να ακολουθήσει η αρθρόδεση<br />

(28,29,30,31) (Εικόνα 11).<br />

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />

Η τενοντίτιδα και ‘‘προστριβή’’ των περονιαίων<br />

παρουσιάζεται μετά από συντηρητική αντιμετώπιση<br />

και οφείλεται σε προστριβή. Μετά από χειρουργική<br />

θεραπεία μπορεί να εμφανιστεί παγίδευση. Οι ασθενείς<br />

μπορεί να εμφανίσουν συμφύσεις και ουλές των<br />

τενόντων, είτε από την χειρουργική προσπέλαση, είτε<br />

από προεξέχοντα υλικά οστεοσύνθεσης (32).<br />

Η εξάρθρωση των περονιαίων τενόντων μπορεί<br />

να διαγνωσθεί από το χειρουργό προεγχειρητικά, και<br />

μπορεί να επιμείνει μετεγχειρητικά, οπότε και θα πρέπει<br />

να αντιμετωπιστεί με ανακατασκευή του εγκαρσίου<br />

συνδέσμου και των περιβαλλόντων μαλακών<br />

μορίων (33,34,35,36).<br />

Ο επιμένων πόνος του πέλματος στην περιοχή<br />

της πτέρνης μπορεί να οφείλεται στην βλάβη της χωροδιάταξης<br />

της. Η μόνη υπάρχουσα θεραπεία είναι ή<br />

χρήση μαλακών ενθεμάτων στα υποδήματα (37).<br />

Εξοστώσεις της πτέρνης μπορει να προκύψουν<br />

μετά από κάταγμα. Η θεραπεία είναι είτε πάλι με επιθέματα,<br />

ή με χειρουργική αφαίρεση αν αυτά δεν φέρουν<br />

αποτέλεσμα (38).<br />

Ο χρόνιος πόνος στην ποδοκνημική άρθρωση<br />

μπορεί να έιναι το αποτέλεσμα δυσκαμψίας της υπαστραγαλικής<br />

άρθρωσης, διοτι η έσω και έξω στροφή<br />

γίνονται από την ποδοκνημική άρθρωση. Μιας και η<br />

ποδοκνημική άρθρωση δεν είναι σχεδιασμένη να αντέχει<br />

τέτοιες καταπονήσεις, σημειώνεται πόνος στο έξω<br />

σφυρό, ο οποίος έχει χρόνιο χαρακτήρα. Η θεραπεία είναι<br />

συντηρητική, με ΜΣΑΦ και προσωρινή ναρθηκοποί-


390<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

ηση. Η αρθροσκοπική αφαίρεση ενδαρθρικών πτυχών<br />

που δημιουργούνται μπορεί να φανεί χρήσιμη (13).<br />

Η ιατρογενής βλάβη δερματικών νεύρων είναι η<br />

πιο συχνή νευρολογική επιπλοκή σχετιζόμενη με τα<br />

κατάγματα της πτέρνης. Το πιο συχνά τραυματιζόμενο<br />

νεύρο είναι το γαστροκνημιαίο, καθώς και το οπίσθιο<br />

κνημιαίο (39).<br />

Η παγίδευση νεύρων είναι πιο συχνή μετά από<br />

συντηρητική θεραπεία και αφορά στο οπίσθιο κνημιαίο<br />

νεύρο, λόγω ουλών, πλημμελώς πωρωθέντων<br />

οστικών τεμαχίων και εξοστώσεων που προκαλούν<br />

προστριβή (39,40,41).<br />

Το σύνδρομο Sudeck μπορεί να εμφανιστεί μετά<br />

από χειρουργική και μη χειρουργική θεραπεία καταγμάτων.<br />

Η κλινική εξέταση φανερώνει καυστικό η βύθιο<br />

άλγος, πέραν του αναμενόμενου για την βλάβη, και<br />

το οποίο δεν ανταποκρίνεται σε παυσίπονη αγωγή,<br />

καθώς επίσης δυσανεξία στο κρύο και άλγος κατά την<br />

παθητική κίνηση και το άγγιγμα (39).<br />

Οι επιπλοκές του τραύματος συνήθως αφορούν<br />

διάσπαση του τραύματος, η οποία μπορεί να<br />

εμφανιστεί στο 25% των περιπτώσεων. Η πλειοψηφία<br />

τους ιάται, ωστόσο το 19% των ανοικτών καταγμάτων<br />

μπορεί να εμφανίσουν εν τω βάθει λοιμώξεις<br />

και οστεομυελίτιδα. Η θεραπεία έγκειται στην χρήση<br />

ναρθήκων, την χρήση επιθεμάτων που προάγουν την<br />

επιθηλιοποίηση, και την χρήση συσκευών αρνητικής<br />

πίεσης. Τα ενδοφλέβια αντιβιοτικά έχουν ένδειξη σε<br />

περιπτώσεις διαπύησης, μαζί με τους επανειλημμένους<br />

χειρουργικούς καθαρισμούς. Σε περίπτωση διάχυτης<br />

οστεομυελίτιδας, όλα τα υλικά οστεοσύνθεσης<br />

πρέπει να αφαιρούνται μαζί με το μολυσμένο και το<br />

νεκρωμένο οστό, και να τοποθετείται προσωρινό υλικό<br />

(«τσιμέντο» ή θειικό ασβέστιο ή υδροξυαπατίτης)<br />

εμποτισμένο με αντιβιοτικά (11,17,39,42,43,44,45,46).<br />

Η αρθρίτιδα της υπαστραγαλικής άρθρωσης<br />

μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς με μη ανατομική<br />

ανάταξη των αρθρικών επιφανειών. Αρχικά αντιμετωπίζεται<br />

με συντηρητικά μέτρα, αλλα αν αυτά δεν<br />

αρκούν, τότε έχει ένδειξη η αρθρόδεση (47).<br />

Η αρθρίτιδα της πτερνοκυβοειδούς άρθρωσης<br />

μπορεί να εμφανιστεί σε ανεπαρκή ανάταξη. Και εδω<br />

η θεραπεία είναι αρχικά συντηρητική, ακολουθούμενη<br />

από αρθρόδεση σε περίπτωση αποτυχίας αυτής (48).<br />

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />

Η πώρωση σε πλημμελή θέση (συνήθως αποτέλεσμα<br />

συντηρητικής θεραπείας)μπορεί να οδηγήσει<br />

σε διάφορα μετεγχειρητικά προβλήματα. Αυτά εμπεριέχουν<br />

την αρθρίτιδα της υπαστραγαλικής και της<br />

πτερνοκυβοειδούς άρθρωσης, την προστριβή και το<br />

εξάρθρημα των περονιαίων, την απώλεια ύψους από<br />

την πτέρνα, την απώλεια ευθυγράμμισης του άκρου<br />

ποδός με επακόλουθα προβλήματα βάδισης καθώς<br />

και ενοχλήματα από τα υποδήματα. Αυτά μπορεί να<br />

αποτελέσουν πηγή πόνου και αναπηρίας σε πολλά<br />

άτομα (1,17,18,32,38,49,50,51,52,53,54,55,56,57,58).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Με βάση ενδείξεις από (σχετικά λίγες) προοπτικές,<br />

τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες:<br />

• Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ<br />

συντηρητικής και χειρουργικής θεραπείας όσον<br />

αφορά πόνο και λειτουργικότητα.<br />

• Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να υπερτερεί της<br />

συντηρητικής όσον αφορά επάνοδο στην εργασία<br />

και δυνατότητα χρήσης των ιδίων υποδημάτων.<br />

• Τα αποτελέσματα μετά από υψηλής ενέργειας<br />

κάταγμα(συντριβή πτέρνας-επιπέδωση γωνίας<br />

Böhler ) δεν είναι τόσο καλά όσο μετά από χαμηλής<br />

ενέργειας, ανεξαρτήτως τρόπου θεραπείας<br />

(27).<br />

ΠΙΘΑΝΑ ΟΦΕΛΗ-ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ :<br />

- Γυναίκες<br />

- Ασθενείς που δεν λαμβάνουν εργασιακή αποζημίωση<br />

- Νέοι άνδρες<br />

- Σχετικά μεγάλη γωνία Böhler<br />

- Ασθενείς με ελαφρύτερο εργασιακό φόρτο<br />

- Με μικρή αρχική παρεκτόπιση ενδαρθρικών καταγμάτων<br />

ΠΙΘΑΝΑ ΟΦΕΛΗ-ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙ-<br />

ΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ:<br />

- Ηλικία άνω των 50 ετών<br />

- Άνδρες που λαμβάνουν εργασιακή αποζημίωση<br />

- Με βαρύ εργασιακό φόρτο<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Lindsay WRN,Dewar FP. Fractures of the os calcis.Am<br />

J Surg 1958; 95:555-576.<br />

2. Coughlin MJ.Calcaneal fractures in the industrial patient.<br />

Foot Ankle Int 2000; 21:896-905.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 391<br />

3. Malgaigne J-F. Operative surgery, based on normal<br />

and pathological anatomy. Philadelphia: Blanchard<br />

and Lea; 1851. Frederick Brittan, translator.<br />

4. Leriche R. Osteosynthese pour fracture par ecrasement<br />

du calcaneum a sept fragments.Lyon Chir 1922;<br />

19:559.<br />

5. Gray’s Anatomy of the Human Body. The Bartleby.<br />

com edition.<br />

6. Rowe CR, Sakellarides H, Freeman P, et al. Fractures<br />

of os calcis: a long-term follow-up study of 146 patients.JAMA<br />

1963; 184:920.<br />

7. Essex Lopresti P. The mechanism, reduction technique,<br />

and results in fractures of os calcis.Br J Surg 1952;<br />

39:395-419.<br />

8. Cave EF. Fractures of the os calcis. Clin Orthop 1963;<br />

30:64-66.<br />

9. Thordarson DB, Krieger LE. Operative v. nonoperative<br />

treatment of intraarticular fractures of the calcaneus:<br />

a prospective randomized trial. Foot Ankle Int 1996;<br />

17:2-9.<br />

10. Heier KA, Infante AF, Walling AK, et al. Open fractures<br />

of the calcaneus: soft tissue injury determines<br />

outcome.J Bone Joint Surg Am 2003; 85:2276-2282.<br />

11. Bernischke SK, Kramer PA. Wound healing complications<br />

in closed and open calcaneal fractures. J Orthop<br />

Trauma 2004; 18:1-6.<br />

12. Bohler L. Diagnosis, pathology and treatment of fractures<br />

of the os calcis. J Bone Joint Surg 1931; 13:75-<br />

89.<br />

13. Sarrafian SK. Anatomy of the Foot and Ankle. Philadelphia:<br />

JB Lipincott Co;1983.<br />

14. Sanders R. Displaced intra-articular fractures of the<br />

calcaneus. J Bone Joint Surg Am 2000; 82:225-250.<br />

15. Crosby LA, Fitzgibbons T. CT Scanning of acute intraarticular<br />

fractures of the calcaneus. J Bone Joint Surg<br />

Am 1990; 72:852-859.<br />

16. Sanders R. Intra-articular fractures of the calcaneus:<br />

present state of the art.J Orthop Trauma 1992; 6:252-<br />

265.<br />

17. Sanders R, Fortin P, Dipasquale T, et al. Operative<br />

treatment in 120 displaced intraarticular calcaneal<br />

fractures. Clin Orthop 1993; 290:87-95.<br />

18. Sanders RW, Clare MP, in: Rockwood and Green’s:<br />

Fractures in Adults.7th ed.LWW:2010:2064-2109.<br />

19. Myerson MS. Management of calcaneal fractures.<br />

www.ortho.hyperguides.com<br />

20. Thordarson DB, Greene N, Sheperd L, et al. Facilitating<br />

edema resolution with a foot pump after calcaneus<br />

fracture. J Orthop Trauma 1999; 13:43-46.<br />

21. Stephenson JR. Treatment of displaced intra-articular<br />

fractures of the calcaneus using medial and lateral<br />

approaches, inrernal fixation and early motion.J Bone<br />

Joint Surg Am 1987; 69:115-130.<br />

22. Gardner MJ, Nork SE, Barei DP, et al. Secondary soft<br />

tissue compromise in tongue-type calcaneus fractures.J<br />

Orthop Trauma 2008; 22:439-445.<br />

23. Schildauer TA, Bauer TW, Josten C, et al. Open reduction<br />

and augmentation of internal fixation with<br />

an injectable skeletal cement for the treatment of<br />

complex calcaneal fractures. J Othop Trauma 2000;<br />

14:309-317.<br />

24. Schottsaedt ER. Symposium:treatment of fractures of<br />

the calcaneus.1963: 863-864.<br />

25. Qingxian Wang, Wei Chen, et al. Minimally invasive<br />

treatment of calcaneal fracture by percutaneous<br />

leverage,anatomical plate,and compression bolts-The<br />

clinical evaluation of cohort of 156 patients. J of Trauma<br />

2010;69(6):1515-1522<br />

26. Buckley RE, Meek RN. Comparison of open v. closed<br />

reduction of intraarticular calcaneal fractures: a<br />

matched cohort in workmen. J Orthop Trauma 1992;<br />

6:216-222.<br />

27. Buckley RE, Tough S, McCormack R, et al. Operative<br />

compared with nonoperative treatment of displaced<br />

intra-articular calcaneal fractures: a prospective, randomized,<br />

controlled multicenter trial. J Bone Joint Surg<br />

Am 2002; 84:1733-1744.<br />

28. Csizy M, Buckley R, Tough S, et al. Displaced intraaricular<br />

calcaneal fractures: variables predicting<br />

late subtalar fusion. J Orthop Trauma 2003; 17:106-<br />

112.<br />

29. Buch BD, Myerson MS, Miller SD. Primary subtalar arthrodesis<br />

for the treatment of comminuted calcaneal<br />

fractures. Foot Ankle Int 1996; 17:61-70.<br />

30. Infante AF, Lewis B, Heier KA, et al. ORIF and immediate<br />

subtalar fusion for comminuted intra-articular<br />

calcaneal fractures: a review of 33 cases,OTA<br />

15th Annual Meeting, paper #49.Orthop.Trauma Assoc.1999.<br />

31. Huefner T, Thermann H, Geerling J, et al. Primary subtalar<br />

arthrodesis of calcaneal fractures. Foot Ankle Int<br />

2001; 22:9-14.<br />

32. Isbister JF. Calcaneo-fibular abutment following crush<br />

fracture of the calcaneus. J Bone Joint Surg Br 1974;<br />

56:274-278.<br />

33. Mason RB, Henderson JP. Traumatic peroneal tendon<br />

instability. Am J Sports Med 1996; 24:652-658.<br />

34. Sobel M, Geppert MJ, Warren RF. Chronic ankle in-


392<br />

Κατάγματα πτέρνης<br />

stability as a cause of peroneal tendon injury. Clin<br />

Orthop 1993; 296:187-191.<br />

35. Steinbock G, Pinsger M. Treatment of peroneal tendon<br />

dislocation by transposition under the calcaneofibular<br />

ligament. Foot Ankle Int 1994; 15:107-111.<br />

36. Slatis P, Santavirta S, Sandelin J. Surgical treatment<br />

of chronic dislocation of the peroneal tendons. Br J<br />

Sports Med 1988; 22:16-18.<br />

37. Sallick MA, Blum L. Sensory denervation of the hhel<br />

for persistent pain following fractures of the calcaneus.<br />

J Bone Joint Surg Am 1948; 30:209-212.<br />

38. Cotton FJ. Old os calcis fractures.Ann Surg 1921;<br />

74:294-303.<br />

39. Lim EV, Leung JP. Complications of intraarticular calcaneal<br />

fractures. Clin Orthop 2001; 391:7-16.<br />

40. Kitaoka HB, Schaap EJ, Chao EY, et al. Displaced intraarticular<br />

fractures of the calcaneus treated nonoperatively:clinical<br />

results and analysis of motion and<br />

ground-reaction and temporal forces. J Bone Joint<br />

Surg Am 1994; 76:1531-1540.<br />

41. Myerson MS, Berger BI. Nonunion of a fracture of<br />

sustentaculum tali causing a tarsal tunnel syndrome: a<br />

case report. Foot Ankle Int 1995; 16:740-742.<br />

42. Levin LS, Nunley JA. The management of soft-tissue<br />

problems associated with calcaneal fractures. Clin<br />

Orthop 1993; 290:151-156.<br />

43. Folk JW, Starr AJ, Early JS. Early wound complications<br />

of operative treatment of calcaneus fractures: analysis<br />

of 190 fractures. J Orthop Trauma1999;13:369-372.<br />

44. Howard JL, Buckley R, McCormack R, et al. Complications<br />

following management of displaced intra-articular<br />

calcaneal fractures: a prospective randomized trial<br />

comparing open reduction internal fixation with nonoperative<br />

management. J Orthop Trauma 2003; 17:241-<br />

249.<br />

45. Bernischke SK, Sangeorzan BJ. Extensive intraaricular<br />

fractures of the foot: surgical management of calcaneal<br />

fractures. Clin Orthop 1993; 292:128-134.<br />

46. Harvey EJ, Grujic L, Early JS et al. Morbidity associated<br />

with ORIF of intra-articular calcaneus fractures using<br />

a lateral approach. Foot Ankle Int 2001; 22:868-873.<br />

47. Sanders R, Fortin P, Walling A. Subtalar arthrodesis following<br />

calcaneal fracture. Orthop Trans 1991; 15:656.<br />

48. Sanders R, Gregory P. Operative treatment of intraarticular<br />

fractures of the calcaneus. Orthop Clin North<br />

Am 1995; 26:203-214.<br />

49. Gallie WE. Subastragalar arthrodesis in fractures of<br />

the os calcis. J Bone Joint Surg 1943; XXV:731-736.<br />

50. Pozo JL, Kirwan OE, Jackson AM. The long term results<br />

of conservative management of severly displaced<br />

fractures of the calcaneus. J Bone Joint Surg Br 1984;<br />

66386-390.<br />

51. Myerson MS, Quill-GE J. Late complications of fractures<br />

of the calcaneus. J Bone Joint Surg Am1993;<br />

75:331-341.<br />

52. Romash MM. Reconstructive osteotomy of the calcaneus<br />

with subtalar arhrodesis for malunited calcaneal<br />

fractures. Clin Orthop 1993; 290:157-167.<br />

53. Cotton FJ, Henderson FF. Results of fractures of the os<br />

calcis. Am J Orthop Surg 1916; 14:290.<br />

54. Carr JB, Hansen ST, Bernishke SK. Subtalar distraction<br />

bone block fusion for late complications of os calcis<br />

fractures. Foot Ankle 1988; 9:81-86.<br />

55. Miller WE. Pain and impairment considerations following<br />

treatment of disruptive os calcis fractures.<br />

Clin Orthop 1983; 177:82-86.<br />

56. Braly WG, Bishop JO, Tullos HS. Lateral decompression<br />

for malunited os calcis fractures. Foot Ankle 1985;<br />

6:90-96.<br />

57. Kalamchi A, Evans J. Posterior subtalar fusion. J Bone<br />

Joint Surg Br 1977; 59:287-289.<br />

58. Magnuson PB. An operation for relief of disability in<br />

old fractures of the os calcis. JAMA 1923; 80:1511.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ<br />

ΡΑΔΙΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ - ΡΕΤ<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041437<br />

E-mail: harisg@otenet.gr<br />

Χ Γιαννοπούλου<br />

Πυρηνικός ιατρός, Διευθύντρια<br />

Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων (PET) είναι<br />

λειτουργική απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται<br />

ευρέως στην Ογκολογία. Η προσθήκη της Υπολογιστικής<br />

Τομογραφίας (CT) στην PET προσφέρει λεπτομερείς<br />

ανατομικές πληροφορίες, με αποτέλεσμα τη<br />

βελτίωση της διακριτικής ικανότητας και της ακρίβειας<br />

της PET. Το πλέον συχνά χρησιμοποιούμενο ραδιοφάρμακο<br />

(Ρ/Φ) στην Ογκολογική απεικόνιση με ΡΕΤ είναι η<br />

18F- φθόριο- δεσόξυ- γλυκόζη (18FDG). Εν τούτοις μερικές<br />

κακοήθειες δεν προσλαμβάνουν σε ικανοποιητικό<br />

βαθμό την 18FDG, με συνέπεια να μη μπορούν να<br />

ανιχνευθούν με την 18FDG/ΡΕΤ. Επίσης, η 18FDG έχει<br />

ορισμένα μειονεκτήματα: Δεν μπορεί να ανιχνεύσει<br />

κακοήθεις μάζες μέσα σε ιστούς που προσλαμβάνουν<br />

φυσιολογικά 18FDG και δεν μπορεί με ασφάλεια να<br />

ξεχωρίσει τη φλεγμονή από την κακοήθεια.<br />

Έχουν συντεθεί αρκετά νέα Ρ/Φ, τα οποία δεν<br />

έχουν τα παραπάνω μειονεκτήματα - δεν βασίζονται<br />

στην κατανάλωση γλυκόζης από τους ιστούς – και<br />

έχουν καλύτερη απόδοση από την 18FDG σε ειδικές<br />

περιπτώσεις. Υπάρχουν αρκετές βιβλιογραφικές ενδείξεις<br />

για τη χρησιμότητα αυτών των Ρ/Φ στη διάγνωση,<br />

σταδιοποίηση, επανασταδιοποίηση, εκτίμηση<br />

της ανταπόκρισης και παρακολούθηση ασθενών με<br />

νεοπλασίες. Οι πληροφορίες που παρέχουν βοηθούν<br />

στην εξατομίκευση των θεραπευτικών αποφάσεων<br />

και μεταβάλλουν την αντιμετώπιση των ασθενών. Η<br />

ικανότητα των Ρ/Φ αυτών να απεικονίζουν βιολογικά<br />

χαρακτηριστικά και μοριακούς στόχους που εκφράζουν<br />

τον πολλαπλασιασμό και την βιωσιμότητα των<br />

καρκινικών κυττάρων, τα καθιστούν χρήσιμο εργαλείο<br />

για τον σχεδιασμό της θεραπείας.<br />

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΥ ΤΩΝ<br />

ΚΑΡΚΙΝΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ<br />

Η θυμιδίνη είναι ένα αμινοξύ που χρησιμοποιείται<br />

από τα κύτταρα για τον την αντιγραφή του DNA. H<br />

18F- φθοριο-30-δεοξυ-30-L-φθοριοθυμιδίνη (18FLT), είναι<br />

ανάλογο της θυμιδίνης, που μετά την ενδοφλέβια<br />

χορήγησή του, ακολουθεί ενδοκυτταρίως το μονοπάτι<br />

της σύνθεσης DNA. Φωσφορυλιώνεται από την κινάση<br />

της θυμιδίνης που στα καρκινικά κύτταρα έχει αυξημένη<br />

δραστηριότητα. Εν συνεχεία η 18FLT δεν ενσωματώνεται<br />

στο DNA, αλλά παγιδεύεται στο κυτταρόπλασμα,<br />

και συνεπώς η απεικόνιση με 18FLT–PET είναι<br />

δείκτης του κυτταρικού πολλαπλασιασμού.<br />

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ<br />

ΑΜΙΝΟΞΕΩΝ<br />

Ο αυξημένος μεταβολισμός των αμινοξέων είναι<br />

χαρακτηριστικό των όγκων. Η πρόσληψη επισημασμένων<br />

αμινοξέων από μακροφάγα και άλλα φλεγμονώδη<br />

κύτταρα είναι ελάχιστη, σε σχέση με την 18FDG,<br />

με αποτέλεσμα την αυξημένη ειδικότητά τους για την<br />

ανίχνευση κακοηθειών. Υπάρχουν αρκετά Ρ/Φ της ΡΕΤ<br />

με επισημασμένα αμινοξέα όπως η φθοριο-τυροσίνη<br />

(18FET), η φθοριο- μεθυλ-τυροσίνη (18FMT), και η μεθειονίνη<br />

επισημασμένη με C-11 (11C-MET), που έχουν<br />

χρησιμοποιηθεί για απεικόνιση όγκων.<br />

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΞΙΑΣ<br />

Η ιστική υποξία έχει συσχετισθεί με την αντίσταση<br />

και την κακή ανταπόκριση των όγκων στην χήμειο–ακτινοθεραπεία,<br />

Κατά συνέπεια η εκτίμηση της ιστικής υπο-


394<br />

Τι νεότερο στην παραγωγή και χρήση νέων ραδιοφαρμάκων στην ποζιτρονική τοομογραφία<br />

ξίας μπορεί να επηρεάσει τις θεραπευτικές αποφάσεις.<br />

Το πλέον χρησιμοποιούμενο Ρ/Φ της ΡΕΤ είναι η 18Fφθόριο-μισονιδαζόλη<br />

(18FMISO), η οποία παγιδεύεται<br />

στα υποξικά κύτταρα, όντας δείκτης της χαμηλής συγκέντρωσης<br />

Ο2 στους ιστούς. Άλλα παρόμοια Ρ/Φ είναι<br />

18F- φθοριο-ερυθρο -νιτρο-ιμιδαζόλη (18FETNIM) και τα<br />

παρόμοια μόρια EF3 και EF5 που βρίσκονται ακόμα σε<br />

πειραματικό στάδιο έρευνας. Η 18FAZA επίσης έχει χρησιμοποιηθεί<br />

με επιτυχία σε μοντέλα ζώων και φαίνεται<br />

πως η βιοκινητική της είναι υπέρτερη της 18FMISO.<br />

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ<br />

Η χολίνη είναι ένα μικρό μόριο-υπόστρωμα για τη<br />

σύνθεση της φωσφατεδυλχολίνης, που είναι το κύριο<br />

φωσφολιπίδιο της κυτταρικής μεμβράνης. Η 18F-Choline,<br />

κατά συνέπεια, είναι δείκτης του μεταβολισμού των μεμβρανών<br />

και χρησιμοποιείται ευρέως και με επιτυχία σε<br />

ασθενείς με διαφοροποιημένο καρκίνο του προστάτη.<br />

Ομοίως το Ρ/Φ 11C-Acetate, πρόδρομη ουσία των<br />

λιπαρών οξέων των μεμβρανών, που μετατρέπεται σε<br />

Acetyl-συνένζυμο Α και είναι ενδιάμεσο μόριο του καταβολισμού<br />

της γλυκόζης και του μεταβολισμού των<br />

μεμβρανών, έχει χρησιμοποιηθεί στον καρκίνο του<br />

προστάτη με ανάλογη ευαισθησία και ειδικότητα με<br />

την 18F-Choline.<br />

ΝΕΥΡΟΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΟΓΚΟΙ<br />

Οι νευροενδοκρινείς όγκοι (ΝΕ) (καρκινοειδή, φαιοχρωμοκύττωμα,<br />

νευροβλάστωμα, μυελοειδής καρκίνος του<br />

θυρεοειδούς, νησιδιώματα, μελάνωμα) έχουν αυξημένη<br />

δραστηριότητα της αποκαρβοξυλάσης της L-DOPA και<br />

κατά συνέπεια έχουν υψηλή πρόσληψη 18FDOPA. Πολλά<br />

Ρ/Φ έχουν προταθεί και εφαρμοσθεί για τη μελέτη των<br />

ΝΕ όγκων με ΡΕΤ όπως το 68Ga-DOTA-TOC/DOTA-NOC.<br />

Τα Ρ/Φ αυτα έχουν υψηλή συγγένεια με τους υποδοχείς<br />

σωματοστατίνης τύπου 2 και 5 ( sst2, sst5), και έχουν<br />

χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνησης της αποτελεσματικότητας<br />

μεταβολικής ραδιοθεραπείας, απεικονίζοντας<br />

τόσο την πρόσληψη όσο και την βιοκατανομή των αντίστοιχων<br />

θεραπευτικών ράδιο-πεπτιδίων.<br />

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΜΟΡΙΑΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ<br />

Όσο αποκαλύπτονται σημαντικοί μοριακοί στόχοι<br />

και μοριακά μονοπάτια σε πολλούς καρκίνους, πολλά<br />

νέα στοχευόμενα αντικαρκινικά φάρμακα εμφανίζονται,<br />

όπως μονοκλωνικά αντισώματα ή αναστολείς<br />

της τυροσινικής κινάσης. Τα φάρμακα αυτά μπορούν<br />

να επισημανθούν με εκπομπείς ποζιτρονίων και να<br />

απεικονίσουν με την ΡΕΤ, ποιοτικά αλλά και ποσοτικά,<br />

την βιοκατανομή των αντίστοιχων αντικαρκινικών<br />

φαρμάκων. Έτσι η ΡΕΤ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για<br />

την καλλίτερη κατανόηση της in vivo βιολογίας των<br />

όγκων, να συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων αντικαρκινικών<br />

φαρμάκων και στην επιλογή της κατάλληλης<br />

θεραπείας για κάθε ασθενή (εξατομικευμένη θεραπεία).<br />

Επιπλέον, η ανοσο-ΡΕΤ προσφέρει πληροφορίες<br />

για τους μοριακούς στόχους στα καρκινικά κύτταρα,<br />

και όντας εξαιρετικά ειδική μπορεί να απεικονίσει<br />

καρκίνους που δεν προσλαμβάνουν 18FDG. Δυστυχώς,<br />

πολλά από αυτά τα Ρ/Φ έχουν επίπονη παρασκευή<br />

και λόγω του πολύ μικρού χρόνου ημιζωής τους, προϋποθέτουν<br />

την ύπαρξη κυκλοτρονίου μέσα στο νοσοκομείο<br />

που θα χρησιμοποιηθούν.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Η 18FDG παραμένει το πλέον συχνά χρησιμοποιούμενο<br />

Ρ/Φ στην ΡΕΤ, καλύπτοντας περίπου το 90% των<br />

Ογκολογικών εφαρμογών της. Εν τούτοις έχουν παρασκευασθεί<br />

και ελεγχθεί αρκετά, νεώτερα, «μη-FDG» ραδιοφάρμακα,<br />

επισημασμένα με 18F, 11C και 68Ga έχουν<br />

τα οποία χρησιμοποιούνται σε 18FDG-αρνητικούς καρκίνους.<br />

Υπάρχει ήδη βιβλιογραφική τεκμηρίωση για τη χρησιμότητα<br />

των ραδιοφαρμάκων αυτών στην ογκολογική<br />

απεικόνιση. Εν τούτοις αναμένονται περαιτέρω μελέτες<br />

που θα αξιολογήσουν την απόδοση των ουσιών αυτών<br />

στον καρκίνο του προστάτη, του ήπατος, όπως και<br />

όγκους του ΚΝΣ και ΝΕ όγκους. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 393-394, 2012<br />

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Wong KK, Arabi M, Zerizer I, et al positron emission<br />

tomography/computed tomography in adrenal<br />

and Neuroendocrine tumors: fluorodeoxyglucose and<br />

nonfluorodeoxyglucose tracers. Nucl Med Commun.<br />

2011, 32:764-781.<br />

2. Heuveling DA, de Bree R, van Dongen GA. The potential<br />

role of non-FDG-PET in the management of<br />

head and neck cancer. Oral Oncol. 2011, 47:2-7.<br />

3. Nanni C, Fantini L, Nicolini S, et al. Non FDG PET. Clin<br />

Radiol. 2010, 65:536-548.<br />

4. Kumar R, Dhanpathi H, Basu S, et al Oncologic PET<br />

tracers beyond [(18)F]FDG and the novel quantitative<br />

approaches in PET imaging. Q J Nucl Med Mol Imaging.<br />

2008,52:50-65.<br />

5. Inoue T, Oriuchi N, Tomiyoshi K, et al. A shifting landscape:<br />

what will be next FDG in PET oncology Ann<br />

Nucl Med. 2002, 16:1-9.


Τι νεότερο στην παραγωγή και χρήση νέων ραδιοφαρμάκων στην<br />

ποζιτρονική τομογραφία - ΡΕΤ<br />

Μ Παπαχρίστου 1 Χ Γιαννοπούλου 2 , Ε Σκούρα 3 , Δρ Ι Δατσέρης 4<br />

1<br />

Ραδιοφαρμακοποιός, 2 Διευθύντρια, Πυρηνικός Ιατρός, 3 Επικουρική Επιμελήτρια, Πυρηνικός Ιατρός,<br />

4<br />

Συντονιστής Διευθυντής, Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Υπεύθυνος αλληλογραφίας:<br />

Μ Παπαχρίστου<br />

Τηλ.: 2107201439/6944562875<br />

E-mail: papacmaria@yahoo.gr<br />

Η εργασία υποβλήθηκε προς δημοσίευση στο περιοδικό “Hospital Chronicles”<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Τα τελευταία χρόνια ταυτόχρονα με την αύξηση χρήσης του ΡΕΤ έχει αναπτυχθεί και βελτιωθεί η παραγωγή<br />

του FDG. Διατίθενται νέες τεχνικές επισήμανσης και αυτοματοποιημένες συσκευές σύνθεσης, σύμφωνα με τους<br />

κανονισμούς της ορθής ραδιοφαρμακευτικής πρακτικής (cGRPP/GMP) η οποία εγγυάται την ασφάλεια της χορήγησης<br />

στον άνθρωπο. Η παρούσα εργασία αναφέρεται σε σκευάσματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και<br />

πρόκειται να αποκτήσουν ΜΑ (marketing authorization) σε Ευρώπη και Αμερική και αφορούν σε ογκολογικές και<br />

νευρολογικές διαγνώσεις, με τις ενδείξεις και την παρασκευή τους. Θεσπίστηκαν από την ΙΑΕΑ (παγκόσμια επιτροπή<br />

ατομικής ενέργειας) τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η επιλογή των ιχνηθετών όπως η ύπαρξη επαρκών<br />

στοιχείων για ανθρώπινη χρήση, οι ενδείξεις τους είναι σαφείς, δεν έχουν τοξικότητα, υπάρχει δοσιμετρία, η σύνθεσή<br />

τους και η ραδιοχημεία τους είναι ξεκάθαρη και υπάρχει διαθεσιμότητα πρόδρομων μορίων και αντιδρώντων.<br />

Τα σκευάσματα αυτά για την ογκολογία είναι το NaF, η FLT και η Fcholine τα οποία θα είναι διαθέσιμα και<br />

στον Ελλαδικό χώρο. Άλλα σκευάσματα είναι η FDOPA η οποία έχει και νευρολογικές εφαρμογές, τα Florbetapir<br />

(AV-45) και Florbetaben (BAY 94-9172) τα οποία πέρασαν σε κλινικές μελέτες φάσης ΙΙΙ καθώς και το γάλλιο-68<br />

για κλινική χρήση διάφορων ραδιοσκευασμάτων όπως 68 Ga-DOTATOC, 68 Ga-DOTATE και 68 Ga-DOTANOC. Τέλος<br />

ενδιαφέρουσα είναι η απεικόνιση του μυοκαρδίου με ρουβίδιο-82. Η ανάπτυξη ραδιοφαρμάκων με καλύτερα χαρακτηριστικά,<br />

προσφέρει καλύτερη διάγνωση, ορθή σταδιοποίηση νόσου, συντελεί στην καλύτερη ή στοχευμένη<br />

φαρμακοθεραπεία, στην παρακολούθηση θεραπείας με δυνατότητες εναλλακτικών λύσεων σε σύντομο χρονικό<br />

διάστημα, προλαμβάνοντας ή/και βελτιώνοντας τις προγνώσεις των ασθενών. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 395, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: ραδιοφάρμακα, ΡΕΤ, 18 F, 03 Ga


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

TI NEOTERO ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΩΝ<br />

ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ<br />

Δρ Ε Πελεγρίνης<br />

Συντονιστής Διευθυντής, Οφθαλμολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Δ/νση: Υψηλάντου 45-47, 106 76 Αθήνα<br />

Τηλ.: 2132041246<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αποτελεί σοβαρή<br />

επιπλοκή του σακχαρώδους διαβήτη, η οποία<br />

εμφανίζεται με χαρακτηριστικά κλινικά ευρήματα<br />

στο βυθό, λόγω προσβολής των αμφιβληστροειδικών<br />

αγγείων. Στα αρχικά στάδια, η πάθηση χαρακτηρίζεται<br />

από αυξημένη διαπερατότητα των αγγείων του<br />

αμφιβληστροειδούς με αποτέλεσμα την ανάπτυξη<br />

εξιδρωματικών αλλοιώσεων στον οπίσθιο πόλο και<br />

την ωχρά κηλίδα (διαβητική ωχροπάθεια). Στις πιό<br />

προχωρημένες μορφές η αμφιβληστροειδική ισχαιμία<br />

οδηγεί στη δημιουργία νεοαγγειώσεως με όλες τις εξ<br />

αυτής δυνατές επιπλοκές (αιμορραγίες – αποκόλληση<br />

αμφιβληστροειδούς).<br />

Στη φαρέτρα της αντιμετώπισης της διαβητικής<br />

αμφιβληστροειδοπάθειας, μέχρι πρότινος κύριο όπλο,<br />

εκτός από την αντιμετώπιση της συστηματικής παθήσεως,<br />

ήτο η φωτοπηξία με ακτίνες Argon-laser με<br />

διάφορες τεχνικές (panretinal – grid pattern). Άλλο όπλο<br />

είναι η υαλοειδεκτομή στις εμμένουσες ενδοϋαλοειδικές<br />

αιμορραγίες και στην ελκτική αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.<br />

Η ενδοβόλβια χρήση κορτικοστεροειδών έχει αποδειχθεί<br />

αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του διαβητικού<br />

οιδήματος της ωχράς με ικανοποιητικά αποτελέσματα<br />

που καλύπτουν τον ασθενή για αρκετούς μήνες.<br />

Πλήν όμως, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι παρενέργειες<br />

της επιλογής τους, όπως είναι η δημιουργία<br />

καταρράκτου και η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης.<br />

Η ανακάλυψη του ρόλου των Αυξητικών παραγόντων<br />

του ενδοθηλίου των αγγείων (VEGFs) στην διαδικασία<br />

της νεοαγγείωσης και τα θετικά αποτελέσματα<br />

από τη χρήση αντι - VEGF σκευασμάτων και σε άλλες<br />

μορφές νεοαγγείωσης, όπως στην υγρού τύπου ηλικιακής<br />

εκφύλισης της ωχράς κηλίδος (ΗΕΩ), οδήγησαν<br />

στη μελέτη των σκευασμάτων αυτών σαν αιτιολογική<br />

θεραπεία τόσο στο διαβητικό οίδημα της ωχράς<br />

κηλίδος όσο και στην παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια.<br />

Από τις μέχρι σήμερα μελέτες, είναι βέβαιο<br />

ότι επιτυγχάνεται παροδική μείωση του οιδήματος της<br />

ωχράς, με βελτίωση της οπτικής οξύτητας, υποστροφή<br />

της νεοαγγείωσης και επιτάχυνση της απορρόφησης<br />

της ενδοϋαλοειδικής αιμορραγίας. Μειονέκτημα των<br />

χρησιμοποιουμένων αντι - VEGF σκευασμάτων είναι<br />

η ενδοφλέβια χρήση τους και το γεγονός ότι η δράση<br />

τους διαρκεί περίπου ένα μήνα μετά την παρέλευση<br />

του οποίου απαιτείται επανάληψη της δόσης γιά την<br />

διατήρηση και βελτίωση των αποτελεσμάτων. Η μελλοντική<br />

δημιουργία νέων αντι - VEGF σκευασμάτων, με<br />

μεγαλύτερη δεσμευτική ικανότητα στους VEGF υποδοχείς<br />

και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής θα τροποποιούσε<br />

το δοσολογικό σχήμα με όφελος ψυχολογικό και οικονομικό<br />

για τον ασθενή.<br />

Για όλα αυτά, αναλυτικότερα και με αναφορά τόσο<br />

στη διεθνή βιβλιογραφία όσο και στη μεγάλη εμπειρία<br />

του οφθαλμολογικού τμήματος του Νοσοκομείου μας,<br />

θα σας μιλήσει ο κ. Α. Μορφόπουλος με ιδιαίτερη εξειδίκευση<br />

επί του θέματος. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 396, 2012.


Τι νεότερο στην αντιμετώπιση οφθαλμολογικών επιπλοκών<br />

του σακχαρώδη διαβήτη<br />

Α Μορφόπουλος<br />

Επιμελητής Α’, Οφθαλμολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 6977212768<br />

E-mail: anton57@mail.otenet.gr<br />

SUMMARY<br />

MORPHOPOULOS A. Recent Developments in the Treatment of Ocular Complications of Diabetes. Diabetic<br />

macular edema and the complications of proliferative diabetic retinopathy are the main causes of visual acuity reduction<br />

in diabetic patients. The standard treatment for these conditions have been so far focal or grid laser photocoagulation,<br />

panretinal photocoagulation and vitrectomy. Recently intravitreal injections of corticosteroids and anti-VEGF<br />

agents have been approved with very promising results. Specifically the anti-VEGF agents used either as stand-alone<br />

treatment or in conjunction with laser, have succeeded in temporaly redusing macular edema, increasing visual acuity,<br />

decreasing neovascularization and speeding up the absorption of vitreal haemorhage. Nosokomiaka Chronika, 74,<br />

Supplement Β΄, 397-403, 2012.<br />

Key words: diabetic retinopathy, diabetic macular edema, anti-VEGF, orticosteroids<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Το διαβητικό οίδημα της ωχράς και οι επιπλοκές της παραγωγικής διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας αποτελούν<br />

τις κύριες αιτίες μείωσης της οπτικής οξύτητας των διαβητικών ασθενών. Η κλασσική θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

των εκδηλώσεων αυτών περιελάμβανε την εστιακή ή δίκην δικτύου φωτοπηξία, την παναμφιβληστροειδική<br />

φωτοπηξία και την υαλοειδεκτομή. Τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει έγκριση για ενδοβόλβια χρήση σκευάσματα<br />

κορτικοστεροειδών και anti-VEGF παραγόντων με πολύ καλά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα οι anti-VEGF παράγοντες<br />

είτε σαν μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με φωτοπηξία, επιτυγχάνουν παροδική μείωση του οιδήματος<br />

της ωχράς, βελτίωση της οπτικής οξύτητος, υποστροφή της νεοαγγείωσης και επιτάχυνση της απορρόφησης της<br />

ενδοϋαλοειδικής αιμορραγίας. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 397-403, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, διαβητική ωχροπάθεια, αντι-αγγειογενετικοί αυξητικοί<br />

παραγόντες, κορτικοστεροειδή<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία πολυσυστηματική<br />

πάθηση, η οποία σε ποσοστό περίπου 25%<br />

προσβάλλει τους οφθαλμούς. Θεωρείται το πιο συχνό<br />

αίτιο τύφλωσης στα άτομα ηλικίας 20 - 64 ετών.<br />

Ο κίνδυνος για την οπτική οξύτητα προέρχεται από<br />

το διαβητικό οίδημα της ωχράς στην μη παραγωγική<br />

μορφή και από τις επιπλοκές της νεοαγγείωσης στην<br />

παραγωγική μορφή της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας.<br />

ΟΦΘΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ<br />

Η αύξηση της γλυκόζης του αίματος στο σακχαρώδη<br />

διαβήτη συνοδεύεται από αλλοιώσεις της δομής<br />

του τοιχώματος των τριχοειδών του αμφιβληστροειδούς<br />

καθώς και από ρεολογικές μεταβολές. Οι δομικές


398<br />

Τι νεότερο στην αντιμετώπιση οφθαλμολογικών επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη<br />

μεταβολές του τοιχώματος των τριχοειδών περιλαμβάνουν<br />

απώλεια περικυττάρων, απώλεια ενδοθηλιακών<br />

κυττάρων, πάχυνση της βασικής μεμβράνης του<br />

ενδοθηλίου των τριχοειδών και δυσλειτουργία των<br />

ενδοθηλιακών κυττάρων. Οι μεταβολές αυτές οδηγούν<br />

στη διαρροή υγρού και μεγαλομοριακών ενώσεων στο<br />

μεσοκυττάριο χώρο του αμφιβληστροειδούς (μηχανισμός<br />

οιδήματος ωχράς) και στη στένωση του αυλού<br />

των τριχοειδών. Σε συνδυασμό με τις ρεολογικές μεταβολές<br />

δημιουργείται απόφραξη των τριχοειδών και<br />

ισχαιμία του αμφιβληστροειδούς. Τα πρώτα ευρήματα<br />

αποτελούν ο σχηματισμός μικροανευρυσμάτων, στικτών<br />

αιμορραγιών και διευρυμένων τριχοειδών. Αν οι<br />

αλλοιώσεις εκδηλώνονται εντός του αμφιβληστροειδούς<br />

τότε χαρακτηρίζονται ως μη παραγωγική μορφή,<br />

ενώ αν οι βλάβες δημιουργούνται προ-αμφιβληστροειδικά,<br />

τότε πιστοποιούν την εξέλιξη της νόσου στην<br />

παραγωγική μορφή. Η ισχαιμία του αμφιβληστροειδούς<br />

έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή αγγειογενετικών<br />

αυξητικών παραγόντων (VEGF) οι οποίοι προάγουν τη<br />

νεοαγγείωση. Οι αγγειογενετικοί αυξητικοί παράγοντες<br />

διακρίνονται σε 7 κατηγορίες (VEGF-A έως VEGF-F<br />

και o P1GF). Από αυτούς ο VEGF-A είναι ο παράγοντας<br />

που δρα στον οφθαλμό και διακρίνεται σε 5 ισομερή:121,<br />

145, 165, 189 και 206 (1).<br />

ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΦΘΑΛΜΟ-<br />

ΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ΣΑΚΧΑΡΩΔΟΥΣ ΔΙΑΒΗΤΗ<br />

Σύμφωνα με τα δεδομένα της ερευνητικής ομάδος<br />

του The Diabetes Control and Complications Trial (DCCT)<br />

του 1993, οι ασθενείς με τύπου 1 διαβήτη, οι οποίοι ρυθμίζονταν<br />

επιτυχώς με ινσουλίνη, μείωναν την πιθανότητα<br />

να εμφανίσουν αμφιβληστροειδοπάθεια κατά<br />

76%, να προχωρήσουν από ήπια σε μέσης βαρύτητας<br />

μη παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια κατά 54% και<br />

την ανάγκη να υποβληθούν σε φωτοπηξία κατά 56%.<br />

Σύμφωνα με τα δεδομένα της UK Prospective Diabetic<br />

Study (UKPDS), 1998, διαβητικοί ασθενείς τύπου 2 με<br />

σταθερή ρύθμιση του σακχάρου επέτυχαν μείωση της<br />

αμφιβληστροειδοπάθειας στο 21% των περιπτώσεων<br />

και μείωση της ανάγκης για επέμβαση καταρράκτου<br />

κατά 24%. Σε άλλη μελέτη του 1998, μείωση της αρτηριακής<br />

πίεσης από το 154/87 στο 144/82 για διάστημα<br />

8 ετών, μείωσε την εξέλιξη της αμφιβληστροειδοπάθειας<br />

κατά 34% και την ελάττωση της οπτικής οξύτητας<br />

κατά 47% (2).<br />

Τη δεκαετία 1980 -1990 τα αποτελέσματα της Early<br />

Treatment Diabetic Retinopathy Study (ETDRS) απέδειξαν<br />

ότι η εστιακή ή δίκην δικτύου φωτοπηξία στη θεραπεία<br />

του κλινικά σημαντικού οιδήματος της ωχράς ελάττωσε<br />

την πιθανότητα για μείωση της οπτικής οξύτητας<br />

κατά 50% με περίοδο παρακολούθησης 3 ετών. Επίσης<br />

η Diabetic Retinopathy Study (DRS) απέδειξε ελάττωση<br />

κατά 50% τουλάχιστον της πιθανότητας σοβαρής μείωσης<br />

της οπτικής οξύτητας σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο<br />

εμφάνισης παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας,<br />

εφ’ όσον υποβάλλονταν σε παναμφιβληστροειδική<br />

φωτοπηξία. Οι μελέτες αυτές ακόμα και σήμερα αποτελούν<br />

τον κύριο θεραπευτικό οδηγό αντιμετώπισης<br />

της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και ωχροπάθειας.<br />

Σε βαρύτερες περιπτώσεις παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας,<br />

με επιμένουσα ενδοϋαλοειδική<br />

αιμορραγία ή με ελκτική αποκόλληση αμφιβληστροειδούς,<br />

η υαλοειδεκτομή (PPV) ενδέχεται να αποτελεί την<br />

θεραπεία εκλογής (3).<br />

ΝΕΩΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΚΟΡΤΙΚΟΣΤΕΡΟΕΙΔΗ<br />

Τα κορικοστεροειδή έχουν ευρύ φάσμα επιπτώσεων<br />

στον οφθαλμό. Προκαλούν μείωση της διαπερατότητας<br />

του αγγειακού τοιχώματος στον αμφιβληστροειδή<br />

διά της μειώσεως της έκκρισης παραγώγων του<br />

αραχιδονικού οξέος, όπως οι προσταγλαδίνες. Επίσης<br />

έχει βρεθεί ότι αναστέλλουν την παραγωγή VEGF. Ήδη<br />

από το 2002 το National Institude of Health μέσω του<br />

DRCR Network μελέτησε τις θεραπευτικές δυνατότητες<br />

περιβολβικής χορηγήσεως κορτικοστεροειδών στο<br />

διαβητικό οίδημα της ωχράς. Τα αποτελέσματα όμως<br />

ήταν αποθαρρυντικά (4). Το 2008 δημοσιεύθηκε νεώτερη<br />

μελέτη του ίδιου ερευνητικού οργανισμού με τη<br />

χρήση ενδοβόλβιας τριαμσινολόνης σε συγκεντρώσεις<br />

1 και 4 mg. Συγκεκριμένα συνέκριναν τα αποτελέσματα<br />

θεραπείας με εστιακή και δίκην δικτύου φωτοτοπηξία<br />

έναντι ενδοβολβίου χορήγησης τριαμσινολόνης<br />

σε ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς. Μελετήθηκαν<br />

306 οφθαλμοί και η παρακολούθηση είχε διάρκεια 3<br />

ετών. Τα αποτελέσματα τόσο κατά την παρακολούθηση<br />

2 όσο και των 3 ετών ήταν πανομοιότυπα. Η<br />

οπτική οξύτητα στην ομάδα του laser βελτιώθηκε κατά<br />

5 γράμματα, ενώ δεν υπήρξε βελτίωση στις ομάδες της<br />

τραμσινιλόνης. Επιπροσθέτως η πιθανότητα για χειρουργική<br />

εξαίρεση καταρράκτου υπολογίσθηκε μετά<br />

από 3 χρόνια σε 31% για την ομάδα laser και 46% για<br />

την ομάδα τριαμσινολόνης 1 mg και 83% για την ομάδα<br />

4 mg. Ομοίως η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης<br />

πάνω από 10 mmHg ήταν 4%, 18% και 33% αντίστοιχα<br />

(5).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 399<br />

Σε άλλη μελέτη των ιδίων το 2010 με 1 χρόνο παρακολούθησης,<br />

η βελτίωση της οπτικής οξύτητας της<br />

ομάδος τριαμσινολόνης με laser δεν ήταν στατιστικώς<br />

σημαντικά καλύτερη από τη μονοθεραπεία με laser.<br />

Αντιθέτως οι ομάδες του ranibizumab ήταν. Μόνο οι<br />

ψευδοφακικοί ασθενείς της ομάδος της τριαμσινολόνης<br />

παρουσίασαν επίπεδα βελτίωσης ανάλογα των<br />

ομάδων του ranibizumab. Ως προς τη μείωση του<br />

κεντρικού πάχους του αμφιβληστροειδούς τα αποτελέσματα<br />

ήταν παρόμοια τόσο για τις ομάδες του<br />

ranibizumab, όσο και της τριαμσινολόνης (6).<br />

Ενδοβολβικά ένθετα περιέχοντα fluocinolone<br />

acetonide βραδείας αποδέσμευσης, έχουν επίσης μελετηθεί<br />

στην αντιμετώπιση του διαβητικού οιδήματος<br />

της ωχράς. Σκευάσματα όπως το Retisert έλαβαν<br />

άδεια από το FDA για τη θεραπεία της οπίσθιας ραγοειδίτιδας<br />

με ρυθμό αποδέσμευσης του φαρμάκου<br />

0,59 μg/ημέρα. Αν και αρχικά αποτελέσματα έδειξαν<br />

μείωση του κεντρικού πάχους του αμφιβληστροειδούς,<br />

το 80-90 % των εμφακικών ασθενών χρειάσθηκαν εγχείρηση<br />

καταρράκτου μετά από 2 χρόνια, ενώ το 15<br />

-20 % αντιγλαυκωματική εγχείρηση (4).<br />

Άλλο παρόμοιο σκεύασμα το Iluvien χορηγήθηκε σε<br />

37 ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς σε ρυθμό αποδέσμευσης<br />

0,2 και 0,5 μg/ημέρα. Η αύξηση της οπτικής<br />

οξύτητας ήταν 7,5, 6,9 και 5,7 γράμματα τους μήνες<br />

3, 6 και 12 αντίστοιχα στην ομάδα συγκέντρωσης 0,5<br />

μg/ημέρα. Στην ομάδα 0,2 μg/ημέρα η αύξηση ήταν 5,1,<br />

2,7 και 1,3 στους αντίστοιχους μήνες. Μικρή αύξηση της<br />

ενδοφθάλμιας πίεσης παρατηρήθηκε μόνο στην ομάδα<br />

0,5 μg/ημέρα (7).<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ DME ΜΕ anti-VEGF ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ<br />

Η χρήση anti-VEGF παραγόντων αποτελεί μία προσπάθεια<br />

αιτιολογικής θεραπείας της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας<br />

και ωχροπάθειας (8). Οι αγγειακοί<br />

ενδοθηλιακοί αυξητικοί παράγοντες περιλαμβάνουν<br />

μία κατηγορία μοριακών ενώσεων που προάγουν τη<br />

δημιουργία και ανάπτυξη νεοαγγείων. Έχει βρεθεί ότι<br />

η συγκέντρωσή τους αυξάνεται στους διαβητικούς<br />

ασθενείς. Από τις ενώσεις αυτές έχουν μελετηθεί κυρίως<br />

το VEGF-Α που συμβάλλει στην έναρξη της φλεγμονώδους<br />

διαδικασίας και αυξάνει τη διαπερατότητα<br />

των αγγείων και το VEGF-165 που σχετίζεται με την<br />

αμφιβληστροειδική νεοαγγείωση και την αύξηση της<br />

διαπερατότητας των αγγείων. Σήμερα είναι σε χρήση<br />

τρεις anti-VEGF παράγοντες, το pegaptanib sodium<br />

(macugen), to ranibizumab (lucentis) και το bevacizumab<br />

(avastin) (9,10). Νεώτερες ερευνες πειραματίζονται με<br />

ένα τροποποιημένο συνθετικό μόριο που περιέχει<br />

anti-VEGF υποδοχείς, το VEGF Trap-Eye, με ενθαρρυντικά<br />

αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του διαβητικού<br />

οιδήματος της ωχράς (11).<br />

Pegaptanib<br />

Το pegaptanib είναι ένα ισομερές που δεσμεύει τον<br />

παράγοντα VEGF-165 και πήρε έγκριση από το FDA για<br />

ενδοφθάλμια έγχυση το 2004 για την αντιμετώπιση<br />

της ηλικιακής εκφύλισης ωχράς υγρού τύπου. Η έρευνα<br />

για την χρήση του pegaptanib στην αντιμετώπιση<br />

του διαβητικού οιδήματος της ωχράς έχει προχωρήσει<br />

μέχρι τη φάση ΙΙ.<br />

Το 2005 μία διπλή-τυφλή, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη<br />

μελέτη συνέκρινε τα αποτελέσματα από τη<br />

χρήση pegaptanib σε συγκεντρώσεις 0,3, 1 και 3 mg και<br />

sham σε 172 ασθενείς. Συμπεριελήφθησαν ενήλικες, διαβητικοί<br />

με οίδημα ωχράς και με πλήρως διορθούμενη<br />

οπτική οξύτητα μεταξύ 20/50 και 20/320. Χορηγήθηκαν<br />

ενδοφθάλμιες ενέσεις στις ανωτέρω συγκεντρώσεις<br />

και sham στις αντίστοιχες ομάδες ασθενών κατά<br />

την έναρξη της μελέτης, την 6η και 12η εβδομάδα. Οι<br />

εγχύσεις συνεχίστηκαν όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο<br />

μαζί με εστιακές laser φωτοπηξίες, μέχρι την 18<br />

εβδομάδα. Τα τελικά αποτελέσματα εκτιμήθηκαν την<br />

36 εβδομάδα. Οι παράμετροι που μετρήθηκαν ήταν η<br />

πλήρως διορθούμενη οπτική οξύτητα, το πάχος της<br />

κεντρικής περιοχής της ωχράς μετρούμενο με OCT<br />

και η ανάγκη επιπρόσθετης θεραπείας με laser φωτοπηξία<br />

μεταξύ της 12 και 36 εβδομάδας. Οι ασθενείς<br />

της ομάδος pegaptanib 0.3 mg κατά την 36 εβδομάδα<br />

είχαν βελτίωση της οπτικής οξύτητας κατά 10 ή<br />

περισσότερα γράμματα σε ποσοστό 34% έναντι 10%<br />

της ομάδας sham. Επίσης το μέσο κεντρικό πάχος του<br />

αμφιβληστροειδούς μειώθηκε στην ομάδα pegaptanib<br />

0.3 mg κατά 68 μm έναντι αυξήσεως 4 μm της ομάδος<br />

sham. Επίσης μόνο το 25% των ασθενών της ομάδος<br />

pegaptanib 0.3 mg χρειάσθηκε laser φωτοπηξία, έναντι<br />

48% της ομάδος sham. Από παρενέργειες αναφέρεται<br />

μόνο μία περίπτωση ενδοφθαλμίτιδας στις 652 ενδοβόλβιες<br />

εγχύσεις και αυτή χωρίς σοβαρή μείωση της<br />

οπτικής οξύτητας (12).<br />

Bevacizunab<br />

Το bevacizumab είναι ένα ανασυνδυασμένο ανθρωποποιημένο<br />

αντίσωμα έναντι όλων των ισομορφών<br />

του VEGF. Έχει λάβει έγκριση από FDA για ενδοφλέβια<br />

χημειοθεραπευτική χρήση κατά κακοήθων παθήσεων


400<br />

Τι νεότερο στην αντιμετώπιση οφθαλμολογικών επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη<br />

όπως ο καρκίνος του παχέος εντέρου. Το σχετικά μικρό<br />

κόστος του σκευάσματος ώθησε πολλά μέλη της<br />

οφθαλμολογικής κοινότητας να το χρησιμοποιήσουν<br />

“off-label” στη θεραπεία κυρίως της υγρού τύπου ηλικιακής<br />

εκφύλισης της ωχράς, αλλά και άλλων οφθαλμικών<br />

παθήσεων (4, 10). Αρκετές μελέτες έχουν δημοσιευθεί<br />

με τα αποτελέσματα της χρήσης του bevacizumab<br />

στο διαβητικό οίδημα της ωχράς είτε σαν μονοθεραπεία<br />

ή σε συνδυασμό με εστιακή φωτοπηξία.<br />

Στη μελέτη BOLT, μία τυχαιοποιημένη προοπτική,<br />

τυφλή, μονοκεντρική μελέτη του 2010, χρησιμοποιήθηκαν<br />

80 ενήλικες ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς,<br />

οι οποίοι είχαν υποβληθεί κατά το παρελθόν σε τουλάχιστον<br />

μία συνεδρία φωτοπηξίας στην περιοχή της<br />

ωχράς. Η πρώτη ομάδα των ασθενών ελάμβανε ενδοβόλβιες<br />

ενέσεις bevacizumab 1,25 mg κάθε 6 εβδομάδες<br />

με ελάχιστο αριθμό ενέσεων 3 και μέγιστο 9 κατά<br />

τους πρώτους 12 μήνες. Η δεύτερη ομάδα ελάμβανε<br />

συνεδρίες φωτοπηξίας στην περιοχή της ωχράς κάθε<br />

4 μήνες με ελάχιστο αριθμό συνεδριών 1 και μέγιστο<br />

4 τους πρώτους 12 μήνες. Οι παράμετροι που μετρήθηκαν<br />

ήταν η πλήρως διορθούμενη οπτική οξύτητα<br />

στους 12 μήνες. Οι ασθενείς της ομάδος bevacizumab<br />

παρουσίασαν βελτίωση της οπτικής οξύτητας κατά 8<br />

EDTRS γράμματα κατά μέσο όρο, έναντι της ομάδος<br />

laser (μείωση κατά 0,5 γράμματα). Επίσης η μείωση του<br />

κεντρικού πάχους του αμφιβληστροειδούς ήταν μεγαλύτερη<br />

στην ομάδος bevacizumab.<br />

Eνθαρρυντικά αποτελέσματα ως προς τη βελτίωση<br />

της οπτικής οξύτητας και τη μείωση του κεντρικού πάχους<br />

του αμφιβληστροειδούς με την ενδοφθάλμια χρήση<br />

bevacizumab σε ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς έχει<br />

δημοσιευθεί και σε άλλη πολυκεντρική μελέτη με περίοδο<br />

παρακολουθήσεως 2 έτη (13). Στη συγκεκριμένη μελέτη<br />

επίσης δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές<br />

στις ανωτέρω παραμέτρους από τη χρήση διαφορετικών<br />

συγκεντρώσεων bevacizumab (1,25 και 2,5 mg).<br />

Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρονται και σε άλλη<br />

προοπτική, μονοκεντρική μελέτη με μικρότερο χρόνο<br />

παρακολούθησης (6 - 12 εβδομάδες), αλλά με συμμετοχή<br />

ασθενών με διαβητικό οίδημα ωχράς που δεν<br />

ανταποκρίνονταν σε άλλες θεραπείες όπως φωτοπηξία,<br />

ενδοβόλβια τριαμσινολόνη ή υαλοειδεκτομή (14).<br />

Ranibizumab<br />

Το ranibizumab είναι ένα ανθρωποποιημένο τμήμα<br />

αντισώματος έναντι όλων των ισομορφών του VEGF-<br />

A και είναι ειδικά σχεδιασμένο για ενδοβόλβια χρήση.<br />

Έλαβε άδεια από το FDA τον Δεκέμβριο του 2005 για<br />

χρήση στην υγρού τύπου ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς<br />

και τον Ιούνιο του 2010 για το οίδημα της ωχράς μετά<br />

από απόφραξη της κεντρικής φλέβας του αμφιβληστροειδούς<br />

(4). Τον Ιανουάριο του 2011 το ranibizumab<br />

έλαβε ένδειξη για χρήση στο διαβητικό οίδημα της<br />

ωχράς από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και έτσι καθίσταται<br />

το πρώτο και μόνο προς το παρόν σκεύασμα με<br />

επίσημη πιστοποίηση για τη θεραπεία του CME.<br />

Η πιστοποίηση βασίστηκε σε σειρά μελετών με έμφαση<br />

στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του<br />

σκευάσματος. Στη μελέτη READ-2 του 2010, εξετάσθηκαν<br />

τα μακροχρόνια αποτελέσματα της χρήσης του<br />

ranibizumab στο διαβητικό οίδημα της ωχράς. Ήταν<br />

μία προοπτική τυχαιοποιημένη πολυκεντρική μελέτη<br />

126 ασθενών, οι οποίοι διαιρέθηκαν σε τρεις ομάδες.<br />

H πρώτη ομάδα έλαβε 0,5 mg ranibizumab κατά την<br />

έναρξη και τον 1, 3 και 5 μήνα. Η δεύτερη ομάδα έλαβε<br />

θεραπεία φωτοπηξίας, εστιακή η grid, κατά την έναρξη<br />

και τον 3ο μήνα, εάν τούτο ήταν απαραίτητο. Η τρίτη<br />

ομάδα έλαβε συνδυασμό 0,5 mg ranibizumab και θεραπεία<br />

φωτοπηξίας κατά την έναρξη και τον 3ο μήνα.<br />

Μετά τον 6ο μήνα όλοι οι ασθενείς ελάμβαναν 0,5 mg<br />

ranibizumab, εάν επιπλέον θεραπεία ήταν επιβεβλημένη.<br />

Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για 24 μήνες και η<br />

παράμετρος που μετρήθηκε ήταν η μεταβολή της πλήρως<br />

διορθούμενης οπτικής οξύτητας από την έναρξη<br />

της μελέτης. Οι ασθενείς παρουσίασαν μετά τους 24<br />

μήνες βελτίωση της οπτικής οξύτητας κατα 7,7, 5,1 και<br />

6,8 ETDRS γράμματα αντίστοιχα κατά ομάδα και το<br />

ποσοστό των ασθενών που βελτιώθηκαν κατά τρεις<br />

σειρές ή περισσότερο στην οπτική οξύτητα ήταν 24%,<br />

18% και 26% αντίστοιχα (15).<br />

Η RESOLVE, 2010, ήταν μία τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική,<br />

διπλή-τυφλή μελέτη με 12μηνη παρακολούθηση.<br />

2 ομάδες ασθενών 51 ατόμων εκάστη έλαβαν 0,3<br />

mg ranibizumab και 0,5 mg αντίστοιχα, ανά μήνα και<br />

επί τρίμηνο. Υπήρχε και παράλληλη ομάδα ελέγχου<br />

49 ατόμων που ελάμβαναν sham. Επιπλέον, μετά τον<br />

πρώτο μήνα, διπλασιασμός της δόσεως επιτρεπόταν<br />

σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια. Στην τελική<br />

ανάλυση το ισοδύναμο δόσεως υπολογίσθηκε στο 0,5<br />

mg. Μετά από 12 μήνες υπήρξε βελτίωση της οπτικής<br />

οξύτητας στην ομάδα του ranibizumab κατά 10,3<br />

γράμματα έναντι μείωσης 1,4 γράμματα της ομάδας<br />

sham. Η μείωση του κεντρικού πάχους της ωχράς ήταν<br />

194 μm και 48 αντίστοιχα. Το ποσοστό των ασθενών<br />

των οποίων η οπτική οξύτητα βελτιώθηκε τουλάχιστον<br />

κατά 10 γράμματα ήταν 60,8% για την ομάδα του<br />

ranibizumab και 18,4% για την ομάδα sham. Η ασφάλεια


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 401<br />

της χρήσεως ευρέθη στα ίδια επίπεδα με τη χρήση του<br />

ranibizumab σε προηγούμενες μελέτες για την ηλικιακή<br />

εκφύλιση της ωχράς (16).<br />

Η μελέτη RESTORE, 2011, συγκρίνει τα αποτελέσματα<br />

μονοθεραπείας με ranibizumab, είτε σε συνδυασμό<br />

με laser, έναντι μονοθεραπείας με laser σε ασθενείς<br />

με διαβητικό οίδημα ωχράς. Ηταν μία τυχαιοποιημένη,<br />

διπλή-τυφλή, πολυκεντρική μελέτη με 12μηνη παρακολούθηση<br />

των ασθενών. 116 ασθενείς υποβλήθηκαν σε<br />

ranibizumab 0,5 mg και sham laser (ομάδα 1), 118 ασθενείς<br />

σε ranibizumab 0,5 mg και laser (ομάδα 2) και 111 ασθενείς<br />

σε sham ranibizumab και laser (ομάδα 3). Οι παράμετροι<br />

που μετρήθηκαν ήσαν η μεταβολή της πλήρως διορθούμενης<br />

οπτικής οξύτητας και η ασφάλεια. Μετά από 12<br />

μήνες οι ομάδες 1 και 2 είχαν βελτίωση μεγαλύτερη από<br />

15 γράμματα σε ποσοστό 22,6% και 22,9% αντίστοιχα<br />

έναντι 8,2% της ομάδος 3. Το μέσο πάχος του κέντρου<br />

της ωχράς μειώθηκε κατά 118,7 μm και 128,3 μm στις<br />

ομάδες 1 και 2 αντίστοιχα, έναντι 61,3 μm στην ομάδα 3.<br />

Εκτός από 1 περιστατικό στις ομάδες 1 και 2 με αύξηση<br />

της ενδοφθάλμιας πίεσης δεν παρατηρήθηκαν άλλες<br />

επιπλοκές κατά τη διάρκεια της μελέτης (17).<br />

Συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων από τη<br />

χρήση ranibizumab μαζί με άμεσο laser (μέσα σε 3 - 10<br />

ημέρες από την ενδοβόλβιο ένεση), ranibizumab μαζί με<br />

όψιμο laser (≥24 εβδομάδες) και τριαμσινολόνη μαζί με<br />

άμεσο laser σε ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς,<br />

δημοσίευσε το 2010 το Diabetic Retinopathy Clinical<br />

Research Network. Ήταν μία πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη<br />

μελέτη που περιελάμβανε 854 οφθαλμούς 691<br />

ασθενών. 293 ασθενείς έλαβαν sham ένεση και άμεσο<br />

laser (ομάδα 1), 187 ασθενείς έλαβαν ranibizumab<br />

0,5 mg και άμεσο laser (ομάδα 2), 188 ασθενείς έλαβαν<br />

ranibizumab 0,5 mg και όψιμο aser (ομάδα 3) και 186<br />

ασθενείς έλαβαν triamcinolone 4 mg και άμεσο laser<br />

(ομάδα 4). Οι παράμετροι που μετρήθηκαν ήσαν η μεταβολή<br />

της πλήρως διορθούμενης οπτικής οξύτητας<br />

μετά από 12 μήνες και η ασφάλεια. Η βελτίωση της<br />

οπτικής οξύτητας ήταν στατιστικά σημαντική (Ρ


402<br />

Τι νεότερο στην αντιμετώπιση οφθαλμολογικών επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη<br />

αντιμετώπιση της παραγωγικής διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας<br />

είναι σχετικά περιορισμένη. Παρά το<br />

σχετικά μικρό αριθμό των περιστατικών και την περιορισμένη<br />

διάρκεια παρακολούθησης, αρκετές μελέτες<br />

έδωσαν ενθαρρυντικά αποτελέσματα από τη δράση<br />

των εν λόγω παραγόντων κυρίως σε συνδυασμό με<br />

παναμφιβληστροειδική φωτοπηξία (10).<br />

Ηδη από το 2006 οι Avery et al δημοσίευσαν αναδρομική<br />

μελέτη 44 ασθενών με παραγωγική διαβητική<br />

αμφιβληστροειδοπάθεια, που έλαβαν αγωγή με ενδοβόλβιο<br />

bevacizumab. Σε όλα τα περιστατικά παρατηρήθηκε<br />

πλήρης ή μερική υποστροφή των εξιδρωμάτων της<br />

νεοαγγείωσης στη φλουοροαγγειογραφία, που πραγματοποιήθηκε<br />

1 εβδομάδα μετά την ένεση. Πλήρης υποστροφή<br />

παρατηρήθηκε στο 73% των περιστατικών (10).<br />

Παρόμοια μελέτη το 2009, συνέκρινε ασθενείς που<br />

έλαβαν bevacizumab 1,25 mg/0.05 ml πριν από παναμφιβληστροειδική<br />

φωτοπηξία (PRP) και ασθενείς που έλαβαν<br />

μόνο PRP. Οι παράμετροι που μετρήθηκαν ήσαν η<br />

πλήρως διορθούμενη οπτική οξύτητα και το κεντρικό<br />

πάχος της ωχράς. Η πλήρως διορθούμενη οπτική οξύτητα<br />

ευρέθηκε σημαντικά χειρότερη στην ομάδα της PRP<br />

από την αρχική, μετά από πάροδο 3 μηνών, ενώ στην<br />

ομάδα bevacizumab και PRP παρέμεινε αμετάβλητη. Το<br />

κεντρικό πάχος της ωχράς παρέμεινε αμετάβλητο στην<br />

ομάδα της PRP μονοθεραπείας, ενώ ήταν σημαντικά μειωμένο<br />

στην ομάδα bevacizumab και PRP. Στους ασθενείς<br />

που εμφάνιζαν επιπροσθέτως διαβητικό οίδημα ωχράς<br />

τα αποτελέσματα ήταν χειρότερα. Η οπτική οξύτητα<br />

δεν βελτιώθηκε σε καμία ομάδα. Το κεντρικό πάχος της<br />

ωχράς μειώθηκε μόνο στην ομάδα bevacizumab και PRP<br />

ενώ παρέμεινε αμετάβλητο στην ομάδα της PRP μονοθεραπείας.<br />

Επίσης αναφέρεται ότι το ποσοστό ασθενών<br />

που εμφάνισαν ενδοϋαλοειδική αιμορραγία ήταν<br />

σημαντικά μικρότερο στην ομάδα bevacizumab και PRP<br />

συγκριτικά με την ομάδα PRP μονοθεραπείας (20).<br />

Άλλη μελέτη του 2009 συνέκρινε 40 ασθενείς με PDR<br />

και ενδοϋαλοειδική και PRP. Η μετεγχειρητική παρακολούθηση<br />

ήταν 12 μήνες. Δεύτερη ένεση bevacizumab<br />

χορηγήθηκε μετά από 4-6 εβδομάδες σε 9 ασθενείς.<br />

Αν η ενδοϋαλοειδική αιμορραγία παρέμενε πέρα από<br />

12 εβδομάδες, εγένετο υαλοειδεκτομή. Η υποστροφή<br />

της ενδοϋαλοειδικής αιμορραγίας έγινε σε 11,9 εβδομάδες<br />

στην ομάδα του bevacizumab και σε 18,1 εβδομάδες<br />

στην ομάδα σύγκρισης. Στο 10% της ομάδος<br />

bevacizumab απαιτήθηκε υαλοειδεκτομή, έναντι 45%<br />

της ομάδος σύγκρισης (21).<br />

Η χρήση ενδοβόλβιας ένεσης ranibizumab 1 εβδομάδα<br />

πριν από υαλοειδεκτομή φαίνεται ότι δρα αποτρεπτικά<br />

στην εμφάνιση πρώιμης μετεγχειρητικής αιμορραγίας<br />

στους διαβητικούς ασθενείς (22).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Οι αλλοιώσεις του τοιχώματος των τριχοειδών<br />

λόγω του διαβήτου οδηγούν στην διαρροή υγρού και<br />

μεγαλομοριακών ενώσεων στο μεσοκυττάριο χώρο<br />

του αμφιβληστροειδούς με αποτέλεσμα, όταν τούτο<br />

συμβαίνει στο κέντρο του οπισθίου πόλου, τη δημιουργία<br />

του διαβητικού οιδήματος της ωχράς. Οι αλλοιώσεις<br />

του τοιχώματος των τριχοειδών σε συνδυασμό<br />

με ρεολογικές μεταβολές δημιουργούν απόφραξη<br />

των τριχοειδών και ισχαιμία του αμφιβληστροειδούς.<br />

Λόγω της ισχαιμίας εκλύονται αγγειοκινητικοί αυξητικοί<br />

παράγοντες οι οποίοι προάγουν τη νεοαγγείωση.<br />

Τα κύρια αίτια της μείωσης της οπτικής οξύτητας στη<br />

διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι το διαβητικό<br />

οίδημα της ωχράς και οι επιπλοκές της νεοαγγείωσης.<br />

Ακόμα και σήμερα για την αντιμετώπιση του οιδήματος<br />

της ωχράς και της παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας<br />

ισχύουν οι θεραπευτικοί κανόνες της Early<br />

Treatment for Diabetic Retinopathy Study (ETDRS), της<br />

δεκαετίας 1980 – 1990, ήτοι εστιακό laser ή laser δίκην<br />

δικτύου για το διαβητικό οίδημα ωχράς και παναμφιβληστροειδική<br />

φωτοπηξία για την παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια.<br />

Επίσης υαλοειδεκτομή, στις περιπτώσεις<br />

εμμένουσας ενδοϋαλοειδικής αιμορραγίας ή<br />

ελκτικής αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς.<br />

Η ανακάλυψη του ρόλου των VEGF παραγόντων<br />

στην προαγωγή της νεοαγγείωσης και τα θετικά αποτελέσματα<br />

από τη χρήση αντι-VEGF σκευασμάτων σε<br />

άλλες περιπτώσεις νεοαγγείωσης, όπως της υγρού<br />

τύπου ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς, οδήγησαν στη<br />

μελέτη των σκευασμάτων αυτών σαν αιτιολογική θεραπεία<br />

τόσο στο διαβητικό οίδημα της ωχράς, όσο και<br />

στην παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια. Από τα<br />

μέχρι τούδε αποτελέσματα της χρήσης, είναι εμφανές<br />

ότι επιτυγχάνεται παροδική μείωση του οιδήματος της<br />

ωχράς, βελτίωση της οπτικής οξύτητος, υποστροφή<br />

της νεοαγγείωσης και επιτάχυνση της απορρόφησης<br />

της ενδοϋαλοειδικής αιμορραγίας. Επίσης φαίνεται ότι<br />

η ανταπόκριση στους αντι-VEGF παράγοντες είναι καλύτερη<br />

όταν αυτοί στρέφονται έναντι όλων των ισομορφών<br />

του VEGF-Α. Μειονέκτημα των υφιστάμενων<br />

αντι-VEGF παραγόντων είναι η ενδοβόλβια χορήγησή<br />

τους και το γεγονός ότι η δράση τους διαρκεί για περίπου<br />

τέσσερις εβδομάδες, μετά την παρέλευση των<br />

οποίων απαιτείται επανάληψη της δόσεως για τη διατήρηση<br />

των αποτελεσμάτων.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 403<br />

Η μελλοντική σύνθεση νέων αντι-VEGF παραγόντων<br />

με μεγαλύτερη δεσμευτική ικανότητα στους<br />

VEGF-A υποδοχείς, διαφορετικό τρόπο χορήγησης<br />

και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, πέρα από τα καλύτερα<br />

αποτελέσματα, θα τροποποιούσε το δοσολογικό<br />

σχήμα προς όφελος τόσο των ασθενών όσο και των<br />

θεραπευτικών ιδρυμάτων.<br />

Η ενδοβόλβια χρήση κορτικοστεροειδών έχει αποδειχθεί<br />

αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του διαβητικού<br />

οιδήματος της ωχράς και επιπροσθέτως<br />

εφ άπαξ χορήγηση καλύπτει για αρκετούς μήνες<br />

τον ασθενή. Το υψηλό όμως ποσοστό παρενεργειών<br />

όπως η δημιουργία καταρράκτου και η αύξηση της ενδοφθάλμιας<br />

πίεσης, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν<br />

στην επιλογή αυτής της θεραπευτικής προσέγγισης.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Παπαστρατηγάκης, Εγχειρίδιο Παθήσεων της<br />

Ωχράς. 2010, Αθήνα: Λίτσας.<br />

2. Porta M, M.P., Mazzaglia F., New Approaches to the<br />

Treatment of Diabetic Retinopathy. Diabetes, Obesity<br />

and Metabolism, 2011. 13:.p 784 - 790.<br />

3. Waisbourd M, G.M., Loewenstein A, Treatment of Diabetic<br />

Retinopathy with anti-VEGF drugs. Acta Ophthalmologica,<br />

2011. 89: p. 203 -207.<br />

4. A J Witkin, G.C.B., Update on Nonsurgical Therapy for<br />

Diabetic Macular Edema. Current Opinion in Ophthalmology,<br />

2011. 22: p. 185 - 189.<br />

5. Beck R W, E.A.R., et al, Three-Year Follow-up of a Randomized<br />

Trial Comparing Focal/Grid Photocoagulation<br />

and Intravitreal Triamcinolone for Diabetic Macular<br />

Edema. Ophthalmology, 2008. 115(9): p. 1447 - 1449.<br />

6. Michael J. Elman, L.P.A., Roy W. Beck et al, Randomized<br />

Trial Evaluating Ranibizumab Plus Prompt or Deferred<br />

Laser or Triamcinolone Plus Prompt Laser for<br />

Diabetic Macular Edema. Ophthalmology, 2010. 117: p.<br />

1064 - 1077.<br />

7. Campochiaro P A, H.G., Shah S M et al, Sustained<br />

Ocular Delivery of Fluocinolone Acetonide by an<br />

Intravitreal Insert. Ophthalmology, 2010. 117: p. 1393<br />

- 1399.<br />

8. Porta M., M.P.a.M.F., New Approaches to the Treatment<br />

of Diabetic Retinopathy. Diabetes, Obesity and<br />

Metabolism, 2011. 13: p. 784 - 790.<br />

9. Andre J. Witkin, G.C.B., Update on Nonsurgical Therapy<br />

for Diabetic Macular Edema. Current Opinion in<br />

Ophthalmology, 2011. 22: p. 185 - 189.<br />

10. Michael Waisbourd, M.G., Anat Loewenstein, Treatment<br />

of Diabetic Retinopathy with anti-VEGF drugs.<br />

Acta Ophthalmologica, 2011. 89: p. 203 -207.<br />

11. Kaiser, Vascular Endothelial Growth Factor Trap-eye<br />

for Diabetic Macular Oedema. Editorial. Br. J Ophthal,<br />

2009. 93(2): p. 135 - 136.<br />

12. Cunningham ET Jr, A.A., AltaweelM et al., A Phase II<br />

Randomized Double-Masked Trial of Pegaptanib, an<br />

Anti-Vascular Endothelial Growth Factor Aptamer, for<br />

Diabetic Macular Edema. Ophthalmology 2005. 112: p.<br />

1747 - 1757.<br />

13. J Fernando Arevalo, J.G.S., Lihteh Wu et al, Primary<br />

Intravitreal Bevacizumab for Diffuse Diabetic Macular<br />

Edema. Ophthalmology, 2009. 116: p. 1488 - 1497.<br />

14. Haritoglou Ch., K.D., Neubauer Al., et al, Intravitreal Bevacizumab<br />

(Avastin) Therapy for Persistent Diffuse Diabetic<br />

Macular Edema. Retina, 2006. 26: p. 999 - 1005.<br />

15. Quan Dong Nguyen, S.M.S., Afsheen A. Khwaja et all,<br />

Two-Year Outcomes of the Ranibizumsb for Edema<br />

of the mAcula in Diabetes (READ-2) Study, in Ophthalmology.<br />

2010. p. 2146 - 2151.<br />

16. Pascale Massin, F.B., Justus Garweg et all, Safety and Efficacy<br />

of Ranibizumab in Diabetic Macular Edema (RE-<br />

SOLVE Study). Diabetes Care, 2010. 33: p. 2399 - 2405.<br />

17. Paul Mitchell, F.B., Ursula Schmidt-Erfurth et all, The<br />

RESTORE Study Ranibizunab Monotherapy or Combined<br />

with Laser versus Laser Monotherapy for Diabetic<br />

Macular Edema. Ophthalmology, 2011. 118: p. 615<br />

- 625.<br />

18. Αthanasios Kotsolis, E.T., Maria Niskopoulou et al, Ranibizumab<br />

for Diabetic Macular Edema Difficult to<br />

treat with Focal/Grid Laser. Graefes Arch Clin Exp<br />

Ophthalmology, 2010. 248: p. 1553 - 1557.<br />

19. Do D V, N.Q.D., Shah S M et al, An Exploratory Study<br />

of the Safety, Tolerability and Bioactivity of a Single<br />

Intravitreal Injection of Vascular Endothelial Groath<br />

Factor Trap-Eye in Patients with Diabetic Macular<br />

Oedema. Br J Ophthalmol, 2009. 93 p. 144 -149.<br />

20. Cho W B, O.S.B., Moon J W, Panretinal Photocoagulation<br />

Combined with Intravitreal Bevacizumab in<br />

High-Risk Proliferative Diabetic Retinopathy. Retina,<br />

2009. 29: p. 516 - 522.<br />

21. Huang Y H, Y.P.T., Chen M S et al, Intravitreal Bevacizumab<br />

and Panretinal Photocoagulation for Proliferative<br />

Diabetic Retinopathy Associated with Vitreous<br />

Hemorrhage. Retina 2009. 29: p. 1134 - 1140.<br />

22. Achmadieh H, S., Entezari M et al, Intravitreal Bevacizumab<br />

for Prevention of Early Postvitrectomy Hemorrhage<br />

in Diabetic Patients. Ophthalmology, 2009. 116:<br />

p. 1943 - 1948.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ<br />

Παράμετροι ξενιστού στην καταστολή της HIV λοίμωξης:<br />

Νεότερα δεδομένα<br />

Α Ψαρρά<br />

Χημικός, MSc, PhD, EurClinChem<br />

Τμήμα Ανοσολογίας – Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132045701, 6944842386<br />

E-mail: stcps@hol.gr<br />

SUMMARY<br />

PSARRA A. Host parameters in HIV suppression: New data. A HIV patient is considered as elite controller or elite<br />

suppressor if he maintains undetectable viral load, ie viral load less than 50 copies/ml. Elite controllers are demographically<br />

heterogeneous with diverse racial backgrounds and modes of HIV transmission, though genetic studies demonstrate<br />

an overrepresentation of protective HLA alleles (HLA-B57, HLA-B27). One of the most important factors of HIV replication<br />

suppression is CD8+ T lymphocytes response with polyfunctionality, replication potential and suppressive activity as their<br />

main favorable parameters. It was also noted that elite controllers maintain a population of polyfunctional, long-lived<br />

memory HIV specific CD4 T cells with high antigen sensitivity. In addition HIV specific CD4 and CD8 T cells are localized<br />

in the gut mucosa. Finally elite controllers NK cells have a special phenotype characterized by enhanced functionality, that<br />

seems to resist anergy, observed in progressive disease. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 404-407, 2012.<br />

Key words: elite controllers, HIV infection, histocompatibility antigens<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ως elite controller ή elite suppressor ορίζεται ο ασθενής, ο οποίος διατηρεί μη ανιχνεύσιμα επίπεδα ιικού φορτίου,<br />

δηλ. χαμηλότερα από 50 copies/ml. Οι elite controllers είναι δημογραφικά ετερογενής ομάδα ποικίλης εθνικής<br />

προέλευσης και με ποικίλους τρόπους μετάδοσης του HIV, αν και οι γενετικές μελέτες έδειξαν υψηλή συχνότητα<br />

προστατευτικών αλληλίων HLA (HLA-B57, HLA-B27). Ένας από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες καταστολής<br />

του πολλαπλασιασμού του HIV είναι η απάντηση των CD8+ T λεμφοκυττάρων, με κύριες ευνοϊκές παραμέτρους<br />

την πολυλειτουργικότητα, το δυναμικό πολλαπλασιασμού τους και την κατασταλτική τους ικανότητα. Παρατηρήθηκε<br />

επίσης ότι οι elite controllers διατηρούν πληθυσμό πολυλειτουργικών μακρόβιων μνημονικών CD4+<br />

λεμφοκυττάρων ειδικών για τον HIV με καλύτερη ικανότητα απάντησης σε μικρή ποσότητα αντιγόνου. Επιπρόσθετα,<br />

ο εντοπισμός των CD8+ και CD4+ ειδικών για τον HIV κυττάρων φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο και<br />

πιο συγκεκριμένα το μέγεθος και η ποιότητα των ειδικών για τον HIV απαντήσεων των Τ λεμφοκυττάρων του<br />

γαστρεντερικού βλεννογόνου φαίνεται να συσχετίζονται θετικά με την κατάσταση των controllers. Επιπλέον, τα<br />

ΝΚ κύτταρα των controllers δείχνουν ένα ξεχωριστό φαινότυπο, που χαρακτηρίζεται από ενισχυμένη λειτουργικότητα<br />

και φαίνεται να αντιστέκεται στην ανεργία (anergy), που παρατηρείται στους ασθενείς με προοδευτική<br />

νόσο. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 404-407, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: elite controllers, HIV λοίμωξη, αντιγόνα ιστοσυμβατότητας


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 405<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Περισσότερο από 10 χρόνια μετά την έναρξη της<br />

επιδημίας του AIDS κατέστη σαφές ότι υπάρχει ομάδα<br />

HIV+ ασθενών, των οποίων η νόσος δεν εξελίσσεται<br />

για μακρύ χρονικό διάστημα. Τα άτομα αυτά, που<br />

ονομάσθηκαν τότε “long term non progressors” (LTNP),<br />

καθορίζονταν από την έλλειψη συμπτωμάτων σχετιζόμενων<br />

με τον HIV και από υψηλό απόλυτο αριθμό<br />

CD4+ λεμφοκυττάρων, που παρέμενε σταθερός επί 7<br />

έτη τουλάχιστον. Δυστυχώς αρκετά άτομα από αυτά<br />

στη συνέχεια προχώρησαν προς AIDS (1).<br />

Όταν κατέστη δυνατή η μέτρηση του ιικού φορτίου<br />

του αίματος έγινε σαφές ότι μικρό ποσοστό αυτών<br />

των ασθενών έχουν την ικανότητα να διατηρούν μακροχρόνια<br />

καταστολή του ιού σε μη ανιχνεύσιμα ή σχεδόν<br />

μη ανιχνεύσιμα επίπεδα. Αυτοί οι “HIV controllers”<br />

αποτελούν μια υποομάδα των HIV+ ασθενών, που<br />

μπορούν να καταστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του<br />

HIV χωρίς φάρμακα. Περίπου 1 στους 300 HIV+ ασθενείς<br />

είναι HIV controller (1).<br />

Ως HIV controller ορίζεται ο ασθενής, ο οποίος δεν<br />

ευρίσκεται σε αντιρετροϊκή θεραπεία, έχει μολυνθεί με<br />

τον HIV πριν τουλάχιστον 1 έτος, και διατηρεί σταθερά<br />

ιικό φορτίο λιγότερο από 2000 copies/ml. Ως elite<br />

controller ή elite suppressor ορίζεται ο ασθενής, ο οποίος<br />

διατηρεί μη ανιχνεύσιμα επίπεδα ιικού φορτίου, δηλ.<br />

χαμηλότερα από 50 copies/ml. Οι elite controllers είναι<br />

δημογραφικά ετερογενής ομάδα ποικίλης εθνικής προέλευσης<br />

και με ποικίλους τρόπους μετάδοσης του HIV,<br />

αν και οι γενετικές μελέτες έδειξαν υψηλή συχνότητα<br />

προστατευτικών αλληλίων HLA (HLA-B57, HLA-B27). Οι<br />

elite controllers παρουσιάζουν τυπικά υψηλό απόλυτο<br />

αριθμό CD4+ λεμφοκυττάρων, σταθερή διαδρομή CD4+<br />

κυττάρων, και καλύτερη κλινική εξέλιξη σε σύγκριση με<br />

τους υπόλοιπους ασθενείς, αλλά ορισμένοι ασθενείς<br />

τελικά μπορεί να παρουσιάσουν εξελισσόμενη νόσο με<br />

απώλεια του ιικού ελέγχου και ελάττωση των CD4+<br />

λεμφοκυττάρων (2).<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥ<br />

Τι οδηγεί σε elite control της HIV λοίμωξης; Μακροχρόνια<br />

παρακολούθηση ασθενών, που έχουν μολυνθεί<br />

με ελαττωματικό ιό έδειξε ότι αυτού του είδους η λοίμωξη<br />

δεν αρκεί για να οδηγήσει σε κατάσταση elite, αν<br />

και οι περισσότεροι ασθενείς που μολύνθηκαν με εξασθενημένο<br />

ιό έγιναν LTNP και πολύ λιγότεροι έγιναν<br />

elite controllers. Αν και δεν έχει απομονωθεί από τους<br />

elite controllers πολύ ελαττωματικός ιός, τα γονίδια<br />

gag, pol και env των ιών που απομονώθηκαν, φάνηκε<br />

να υποστηρίζουν λιγότερο αποτελεσματικό τον ιικό<br />

πολλαπλασιασμό, όταν κλωνοποιηθούν σε ένα σκελετό<br />

«ουδέτερου» HIV (3). Έτσι οι συνολικές ανεπάρκειες<br />

μπορεί να προκαλέσουν σημαντική ελάττωση της πολλαπλασιαστικής<br />

ικανότητας του ιού που προέρχεται<br />

από elite controllers σε σχέση με αυτόν που προέρχεται<br />

από άτομα με εξελισσόμενη νόσο. Η αιτία ή η<br />

προέλευση αυτής της ελαττωμένης ικανότητας παραμένει<br />

άγνωστη αλλά μπορεί να είναι ένας συνδυασμός<br />

οξείας λοίμωξης με εξασθενημένο στέλεχος του ιού και<br />

συσσώρευσης μεταλλάξεων διαφυγής στη συνέχεια,<br />

που καθιστούν τον ιό ακόμη πιο εξασθενημένο.<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΣΤΗ – ΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ<br />

Έχει δειχθεί ότι το HLA-B57 αλλήλιο ευρίσκεται σε<br />

σημαντικά αυξημένη συχνότητα στους elite controllers<br />

σε σύγκριση τόσο με το γενικό πληθυσμό όσο και με<br />

τους ασθενείς με εξελισσόμενη νόσο. Το HLA-B57 και<br />

σε μικρότερο βαθμό το HLA-B27 υπερεκπροσωπούνται<br />

τόσο σε όλα τα cohorts των elite controllers όσο και σε<br />

πολλές μελέτες του γονιδιώματος. Σε πρόσφατη μελέτη<br />

που περιέλαβε πάνω από 1000 HIV+ ασθενείς χωρίς<br />

θεραπεία και με ιικό φορτίο


406<br />

Παράμετροι ξενιστού στην καταστολή της HIV λοίμωξης: Νεότερα δεδομένα<br />

ενεργοποίησης) των ειδικών για τον HIV CD8+ T λεμφοκυττάρων,<br />

αλλά ποιοτικές παράμετροι της απάντησης<br />

των CD8+ T λεμφοκυττάρων. Αυτές οι παράμετροι<br />

φαίνεται να περιλαμβάνουν την πολυλειτουργικότητα<br />

των CD8+ T λεμφοκυττάρων (δηλ. την<br />

ικανότητα παραγωγής ταυτόχρονα ποικίλων αντιικών<br />

παραγόντων – χημειοκινών, κυτταροκινών, αποκοκκίωσης),<br />

το δυναμικό του πολλαπλασιασμού τους,<br />

και την κατασταλτική τους ικανότητα (4). H απάλειψη<br />

των μολυσμένων CD4+ Τ λεμφοκυττάρων μέσω<br />

εξωκύττωσης των κοκκίων από τα πολλαπλασιασμένα<br />

ειδικά για τον HIV CD8+ T λεμφοκύτταρα είναι η<br />

λειτουργία που διακρίνει τα κύτταρα των LNTP από<br />

αυτά των ατόμων με εξελισσόμενη νόσο (5). Όλες δε<br />

οι παράμετροι αυτές εξαρτώνται από την ευαισθησία<br />

του αντιγόνου (Ag), δηλ. τη συγκέντρωση του Ag (p24)<br />

που απαιτείται για το 50% της μέγιστης λειτουργικής<br />

απάντησης του T λεμφοκυττάρου, και τη χημική απληστία<br />

(avidity) του υποδοχέα του Τ λεμφοκυττάρου για<br />

το αντιγόνο (TCR), που μάλιστα στους elite controllers<br />

φαίνεται να αφορά κύρια τα CD4+ T λεμφοκύτταρα.<br />

Η ευαισθησία του Ag είναι μια σύνθετη παράμετρος,<br />

αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων TCR-MHC, της μετάδοσης<br />

μηνύματος από τους συνυποδοχείς και του<br />

κυτταροκινικού περιβάλλοντος. Η υψηλή χημική απληστία<br />

του TCR παρέχει στα Τ κύτταρα υψηλή αντιική<br />

αποτελεσματικότητα (6).<br />

Παρατηρήθηκε λοιπόν ότι οι elite controllers διατηρούν<br />

πληθυσμό πολυλειτουργικών μακρόβιων μνημονικών<br />

CD4+ λεμφοκυττάρων ειδικών για τον HIV με<br />

καλύτερη ικανότητα απάντησης σε μικρή ποσότητα<br />

αντιγόνου. Αυτή η ικανότητα των ειδικών για τον HIV<br />

CD4+ λεμφοκυττάρων στους elite controllers να απαντούν<br />

σε ελάχιστες ποσότητες Ag μπορεί να συνεισφέρει<br />

σε ισχυρότερες απαντήσεις σε σχέση με τους<br />

ασθενείς υπό ARΤ (AntiRetroviral Therapy). Πρόσφατες<br />

μελέτες επικεντρώνονται στη σημασία της αυξημένης<br />

παραγωγής IL-21 από τα ειδικά για τον HIV CD4+ T<br />

λεμφοκύτταρα στους elite controllers σε σχέση με τους<br />

ασθενείς υπό ART. Βρέθηκε ότι η IL-21 αυξάνει την<br />

περφορίνη, τα κοκκιοένζυμα (granzymes) και το δείκτη<br />

αποκοκκίωσης CD107 στα ειδικά για τον HIV CD8+ T<br />

λεμφοκύτταρα και την ικανότητά τους να καταστέλλουν<br />

τον ιικό πολλαπλασιασμό in vitro (7).<br />

Επιπρόσθετα ο εντοπισμός των CD8+ και CD4+<br />

ειδικών για τον HIV κυττάρων φαίνεται να παίζει σημαντικό<br />

ρόλο και πιο συγκεκριμένα το μέγεθος και η<br />

ποιότητα των ειδικών για τον HIV απαντήσεων των<br />

Τ λεμφοκυττάρων του γαστρεντερικού βλεννογόνου<br />

φαίνεται να συσχετίζονται θετικά με την κατάσταση<br />

των controllers. Οι απαντήσεις των Τ λεμφοκυττάρων<br />

στη σωστή θέση και τη σωστή χρονική στιγμή δηλ. στο<br />

γαστρεντερικό σύστημα κατά τη χρόνια λοίμωξη, και<br />

πιθανά επίσης στη διάρκεια της οξείας λοίμωξης μπορεί<br />

να αποτελούν ένα σημαντικό συστατικό του ελέγχου<br />

του HIV (8).<br />

Πρέπει εξ άλλου να σημειωθεί, ο σημαντικός ρόλος<br />

των Th17 κυττάρων του γαστρεντερικού συστήματος<br />

στον αρχικό ταχύ έλεγχο της φλεγμονώδους αντίδρασης<br />

στην HIV λοίμωξη αλλά και στον περιορισμό της<br />

ενεργοποίησης του ανοσιακού συστήματος. Ο λόγος<br />

των Th17/Tregs στους elite controllers βρέθηκε 5 έως 10<br />

φορές μεγαλύτερος, παρά στους ασθενείς με προοδευτική<br />

νόσο, δείχνοντας τη σημασία του συνδυασμού<br />

αυτών των δύο υποπληθυσμών των Τ λεμφοκυττάρων<br />

στον έλεγχο του ιικού πολλαπλασιασμού (9).<br />

Όσον αφορά τα ΝΚ κύτταρα, μεγάλες γενετικές<br />

μελέτες έχουν συνδέσει ειδικούς συνδυασμούς υποδοχέων<br />

των ΝΚ κυττάρων και HLA με την έκβαση της<br />

HIV λοίμωξης, ενέχοντας σημαντικά τα ΝΚ κύτταρα<br />

στον έλεγχο του ιού. Τα ΝΚ κύτταρα των controllers<br />

δείχνουν ένα ξεχωριστό φαινότυπο, που χαρακτηρίζεται<br />

από ενισχυμένη λειτουργικότητα και φαίνεται να<br />

αντιστέκεται στην ανεργία, που παρατηρείται στους<br />

ασθενείς με προοδευτική νόσο. Τα μη εξουδετερωτικά<br />

ADCC (antibody dependent cellular cytotoxicity) αντισώματα<br />

είναι εμπλουτισμένα στους controllers, παρέχοντάς<br />

τους πιθανά την ειδικότητα να διατηρούν<br />

μακρόχρονο έλεγχο του ιικού πολλαπλασιασμού (10).<br />

Τα χαρακτηριστικά των controllers και elite controllers<br />

μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο σχεδιασμό εμβολίων,<br />

που θα οδηγήσουν πιθανά στον έλεγχο του ιικού πολλαπλασιασμού<br />

στους HIV+ ασθενείς.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. J. N. Blankson. The study of elite controllers: a pure<br />

academic exercise or a potential pathway to an HIV-<br />

1 vaccine Curr Opin HIV AIDS 2011; 6:147–150.<br />

2. J. F. Okulicz and O. Lambotte. Epidemiology and clinical<br />

characteristics of elite controllers. Curr Opin HIV<br />

AIDS 2011; 6:163–168.<br />

3. M. A. Lobritz, K. G. Lassen and E. J. Arts. HIV-1 replicative<br />

fitness in elite controllers. Curr Opin HIV AIDS<br />

2011; 6:214–220.<br />

4. J. N. Blankson. The study of elite controllers: a pure<br />

academic exercise or a potential pathway to an HIV-<br />

1 vaccine Curr Opin HIV AIDS 2011; 6:147-160.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 407<br />

5. A. R. Hersperger, S. A. Migueles, M. R. Betts et al.<br />

Qualitative features of the HIV-specific CD8 T-cell<br />

response associated with immunologic control. Curr<br />

Opin HIV AIDS 2011; 6:169-173.<br />

6. V. Appay and M. C. Iglesias. Antigen sensitivity and<br />

T-cell receptor avidity as critical determinants of HIV<br />

control. Curr Opin HIV AIDS 2011; 6:157–162.<br />

7. F. Porichis and D. E. Kaufmann. HIV-specific CD4 T<br />

cells and immune control of viral replication. Curr<br />

Opin HIV AIDS 2011; 6:174–180.<br />

8. B. L. Shacklett and A. L. Ferre. Mucosal immunity in<br />

HIV controllers: the right place at the right time. Curr<br />

Opin HIV AIDS 2011; 6:202–207.<br />

9. D. J. Hartigan-O’Connor, L. A. Hirao, J. M. McCune et<br />

al. Th17 cells and regulatory T cells in elite control<br />

over HIV and SIV. Curr Opin HIV AIDS 2011; 6:221–<br />

227.<br />

10. C. T. Berger and G. Alter. Natural killer cells in spontaneous<br />

control of HIV infection. Curr Opin HIV AIDS<br />

2011; 6:208–213.


Μέτρηση ΑΤP και διαφορική διάγνωση λοίμωξηςαπόρριψης<br />

στη μεταμόσχευση<br />

Β Κίτσιου<br />

Επιμελήτρια Α’, Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας, Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 6986488412<br />

E-mail: vkitsiou@yahoo.gr<br />

SUMMARY<br />

KITSIOU V. ATP measurement and differential diagnosis of infection-rejection in transplantation. Solid organ<br />

transplantation is used for the treatment of the end stage organic failure. Most of these transplant recipients will remain<br />

on immunosuppressive drugs for the remainder of their lives to prevent rejection episodes. Controlled doses of these<br />

drugs are required to prevent over-medication, which may leave the patient susceptible to opportunistic infection and<br />

drug toxicity effects, or under-dosing, which may lead to shortened graft survival because of rejection episodes. The<br />

Cylex assay measures the ability of T-helper lymphocytes to respond to mitogenic stimulation by phytohemagglutinin<br />

(PHA) in vitro by quantifying the amount of ATP produced in CD4+ T cells following stimulation. As a measure of immune<br />

function, Cylex was not designed as a diagnostic tool for rejection or as a replacement for biopsy but to give<br />

an independent measure of the strength, or weakness, of a patient’s immune system. By providing a standardized and<br />

objective measure of a patient’s immune response, ATP measurement can guide therapy decisions to better individualize<br />

and minimize immunosuppressant regimens such that a patient’s risk for complications is greatly reduced. Nosokomiaka<br />

Chronika, 74, Supplement Β΄, 408-413, 2012.<br />

Key words: transplantation, immunosuppressive drugs, rejection, infection, ATP measurement<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η μεταμόσχευση θεωρείται η θεραπεία επιλογής για τη αντιμετώπιση ασθενών με κάθε είδους τελικού σταδίου<br />

οργανική ανεπάρκεια. Οι περισσότεροι από τους λήπτες, για την αποφυγή απόρριψης του μοσχεύματος, λαμβάνουν<br />

ανοσοκατασταλτική αγωγή για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η ρύθμιση της δοσολογίας των φαρμάκων ανοσοκαταστολής<br />

γίνεται με τακτική παρακολούθηση του μεταμοσχευμένου ασθενούς και με τη χρήση εμπειρικών<br />

θεραπευτικών πρωτοκόλλων, τα οποία όμως ενέχουν τον κίνδυνο είτε αυξημένης ανοσοκαταστολής, που οδηγεί<br />

σε ευκαιριακές λοιμώξεις, φαρμακευτική τοξικότητα, καρκίνους ή αγγειακές παθήσεις, είτε υποανοσοκαταστολής,<br />

που οδηγεί σε μείωση της επιβίωσης του μοσχεύματος. Η μέτρηση του ATP με τη μέθοδο Cylex αποτελεί μια<br />

τεχνική που εκτιμά τη συνολική ανοσιακή απάντηση σε ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.<br />

Συγκεκριμένα μετρά την ικανότητα των Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων να απαντούν σε μιτογονικό ερεθισμό<br />

με φυτοαιματογλουτινίνη (PHA) υπολογίζοντας το ποσό του ATP που παράγεται από τα κύτταρα αυτά. Δεν<br />

σχεδιάστηκε για τη διάγνωση της απόρριψης ούτε για να αντικαταστήσει τη βιοψία, αλλά για να παρέχει έναν<br />

ανεξάρτητο τρόπο μέτρησης της δυναμικής του ανοσιακού συστήματος. Παρέχοντας έναν τυποποιημένο και<br />

αντικειμενικό τρόπο αξιολόγησης της ανοσιακής απάντησης του ασθενούς, η δοκιμασία αυτή μπορεί να καθοδηγήσει<br />

τους θεραπευτικούς χειρισμούς σε πιο εξατομικευμένα σχήματα, να βοηθήσει στη χρήση της σωστής ανοσοκατασταλτικής<br />

αγωγής/δοσολογίας και να συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου επιπλοκών. Νοσοκομειακά<br />

Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 408-413, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: μεταμόσχευση, ανοσοκατασταλτικά, απόρριψη, λοίμωξη, μέτρηση ATP


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 409<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Η μεταμόσχευση χρησιμοποιείται τα τελευταία 50<br />

χρόνια για τη αντιμετώπιση ασθενών με κάθε είδους<br />

τελικού σταδίου οργανική ανεπάρκεια. Κάθε χρόνο<br />

γίνονται περίπου 55.000 μεταμοσχεύσεις συμπαγών<br />

οργάνων, παγκοσμίως (1). Οι περισσότεροι από τους<br />

λήπτες υπολογίζεται ότι λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική<br />

αγωγή για το υπόλοιπο της ζωή τους.<br />

Πρωταρχικός σκοπός της ανοσοκατασταλτικής<br />

αγωγής είναι η διατήρηση μιας κατάστασης ισορροπίας/ηρεμίας<br />

η οποία ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο της<br />

απόρριψης ή της δυσλειτουργίας του αλλομοσχεύματος<br />

επιτυγχάνοντας ένα βαθμό ανοσοκαταστολής που<br />

όμως δεν ευνοεί την εμφάνιση παρενεργειών. Η ρύθμιση<br />

της δοσολογίας αυτών των φαρμάκων γίνεται με<br />

τακτική παρακολούθηση του μεταμοσχευμένου ασθενούς<br />

και με τη χρήση εμπειρικών θεραπευτικών πρωτοκόλλων,<br />

τα οποία όμως ενέχουν τον κίνδυνο είτε<br />

αυξημένης ανοσοκαταστολής που οδηγεί σε ευκαιριακές<br />

λοιμώξεις και φαρμακευτική τοξικότητα, καρκίνους<br />

ή αγγειακές παθήσεις είτε υποανοσοκαταστολής που<br />

οδηγεί σε μείωση της επιβίωσης του μοσχεύματος.<br />

Τα τελευταία χρόνια η εισαγωγή νεότερων ανοσοκατασταλτικών<br />

έδωσαν νέα ώθηση στην μεταμόσχευση.<br />

Τα ποσοστά των λοιμώξεων μειώθηκαν σημαντικά,<br />

καθώς τα φάρμακα αυτά δεν επηρεάζουν τις ανοσιακές<br />

απαντήσεις του λήπτη έναντι βακτηρίων και<br />

μυκήτων, ενώ ταυτόχρονα τα ποσοστά απόρριψης<br />

μειώθηκαν δραστικά. Επίσης βελτιώσεις στην επιλογή<br />

του ζεύγους δότη-λήπτη, στη συντήρηση των μοσχευμάτων,<br />

στις χειρουργικές τεχνικές και στην ανοσοκαταστολή,<br />

οδήγησαν σε αυξημένα ποσοστά επιβίωσης<br />

μοσχευμάτων και ληπτών. Όμως, παρά τις σημαντικές<br />

αυτές βελτιώσεις, η ανάγκη της συνεχιζόμενης<br />

ανοσοκαταστολής μετά τη μεταμόσχευση, εξακολουθεί<br />

να υφίσταται, καθώς το «Ιερό Δισκοπότηρο» της ανοσιακής<br />

ανοχής παραμένει απατηλό όνειρο.<br />

Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες της μείωσης του<br />

επιπέδου της ανοσοκαταστολής είναι η άμεση αξιολόγηση<br />

της επίδρασης της μείωσης αυτής στο ανοσιακό<br />

σύστημα του λήπτη. Το ανοσιακό σύστημα χαρακτηρίζεται<br />

από τη δυναμική αλληλεπίδραση θετικών και αρνητικών<br />

ρυθμιστικών απαντήσεων που επηρεάζονται<br />

από την απόκριση του ασθενούς στα φάρμακα, την<br />

υποκείμενη κλινική κατάσταση, τη δίαιτα, το γενετικό<br />

υπόστρωμα, το φύλο, την ηλικία και το είδος του μεταμοσχευμένου<br />

οργάνου. Οι Hricik & Heeger αναφέρουν<br />

ότι η ευρεία εφαρμογή της ελαχιστοποίησης των ανοσοκατασταλτικών<br />

φαρμάκων δεν μπορεί να επιτύχει<br />

χωρίς την ύπαρξη αξιόπιστου τρόπου αναγνώρισης<br />

και παρακολούθησης των ασθενών που βρίσκονται σε<br />

ανοσολογικό κίνδυνο (2). Τέτοια διαγνωστικά εργαλεία<br />

είναι οι δοκιμασίες που αφορούν παρακολούθηση της<br />

συγκέντρωσης των ανοσοκατασταλτικών ουσιών στο<br />

αίμα ή το πλάσμα, οι λειτουργικές δοκιμασίες οργάνων,<br />

ο υπολογισμός του απόλυτου αριθμού των λεμφοκυττάρων,<br />

καθώς και η ιστολογική αξιολόγηση βιοψιών<br />

του αλλομοσχεύματος.<br />

Η παρακολούθηση της θεραπευτικής δοσολογίας<br />

των ανοσοκατασταλτικών διενεργείται ανά τακτά<br />

χρονικά διαστήματα όπως επιβάλλεται από τα θεραπευτικά<br />

πρωτόκολλα. Όμως, τα επίπεδα των φαρμάκων<br />

που μετρώνται στο αίμα δεν συσχετίζονται άμεσα<br />

με τη χορηγούμενη δόση εξαιτίας των εξατομικευμένων<br />

διαφορών στη φαρμακοκινητική του φαρμάκου, στο<br />

μεταβολισμό του ασθενούς, καθώς και στη μεθοδολογία<br />

που χρησιμοποιείται για την ανίχνευσή τους (3).<br />

Επιπλέον, τα επίπεδα των χορηγούμενων φαρμάκων<br />

που μετρώνται με τις υπάρχουσες τεχνικές δεν συσχετίζονται<br />

με την αποτελεσματικότητά τους (4). Οι<br />

περισσότεροι ασθενείς σήμερα αντιμετωπίζονται με<br />

τη χρήση εμπειρικών φαρμακευτικών σχημάτων, τα<br />

οποία τροποποιούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.<br />

Σπάνια δε γίνεται μέτρηση των επιπέδων όλων<br />

των χορηγούμενων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.<br />

Συνήθως, γίνεται μέτρηση της κυκλοσπορίνης και του<br />

tacrolimus (τα οποία είναι αναστολείς της καλσινευρίνης<br />

και πρώτης γραμμής ανοσοκατασταλτικά) και μόλις<br />

πρόσφατα είναι διαθέσιμη η τεχνική μέτρησης του<br />

sirolimus (rapamysin) που δρα ως αναστολέας της IL-2. Εξ<br />

άλλου, το 2002 η FDA (U.S. Food and Drug Administration)<br />

ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχουν θεραπευτικά εύρη τιμών<br />

στα ανοσοκατασταλτικά και ότι η κύρια αξία της<br />

μέτρησης των επιπέδων των φαρμάκων συνίσταται<br />

στην αποφυγή τοξικών επιπέδων και στην παρακολούθηση<br />

της συμμόρφωσης των ασθενών (5).<br />

Όσον αφορά τις λειτουργικές δοκιμασίες που ελέγχουν<br />

τη λειτουργία/δυσλειτουργία του αλλομοσχεύματος,<br />

αυτές εξαρτώνται από το όργανο. Έτσι, ελέγχεται<br />

η κρεατινίνη για τους λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων,<br />

η αλκαλική φωσφατάση ή αμινοτρανσφεράσες για<br />

τους λήπτες ηπατικών μοσχευμάτων και η αμυλάση<br />

ούρων για τους λήπτες παγκρεατικών μοσχευμάτων.<br />

Παρέκκλιση των τιμών του βιοχημικού ελέγχου σε σύγκριση<br />

με τους φυσιολογικούς μάρτυρες, υποδεικνύει<br />

βλάβη του μοσχεύματος και συνήθως ακολουθεί βιοψία,<br />

αν αυτή είναι δυνατή. Όμως, είναι γνωστό ότι<br />

οι συνήθεις εργαστηριακές προσπελάσεις αξιολόγησης


410<br />

Μέτρηση ΑΤP και διαφορική διάγνωση λοίμωξης- απόρριψης στη μεταμόσχευση<br />

της λειτουργίας του μοσχεύματος δεν είναι ειδικές ή<br />

επαρκείς. Η διαγνωστική ειδικότητα π.χ. της κρεατινίνης<br />

είναι φτωχή καθώς η τιμή της μπορεί να αυξηθεί<br />

στην αφυδάτωση και σε άλλες καταστάσεις ανεξαρτήτως<br />

της απόρριψης (6). Επιπλέον, μεγάλος αριθμός<br />

βιοψιών ανιχνεύει φλεγμονώδη δραστηριότητα που<br />

δεν αντανακλάται στην τιμή της κρεατινίνης (υποκλινική<br />

απόρριψη). Μελέτες έχουν δείξει ότι η αύξηση των<br />

επιπέδων της κρεατινίνης στη μεταμόσχευση νεφρού<br />

και της πυροσταφυλικής αμινοτρανσφεράσης (SGPT)<br />

στη μεταμόσχευση ήπατος έπονται, συνήθως, της κυτταρικής<br />

διήθησης του μοσχεύματος και γι’ αυτό αποτελούν<br />

όψιμο δείκτη απόρριψης.<br />

Τέλος, το “gold standard” για την εκτίμηση της κατάστασης<br />

του αλλομοσχεύματος είναι η βιοψία. Όμως, οι<br />

παρεμβατικοί χειρισμοί και η προϋπόθεση εξαιρετικής<br />

εξειδίκευσης στο αντικείμενο δημιουργεί, ενίοτε, πρόβλημα<br />

στην αξιολόγηση της κατάστασης του μοσχεύματος.<br />

ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ATP (ΜΕΘΟΔΟΣ CYLEX)<br />

Τα τελευταία χρόνια ο έλεγχος του επιπέδου λειτουργίας<br />

του ανοσιακού συστήματος μέσω της μέτρησης<br />

του ATP, με τη μέθοδο Cylex, αποτελεί μια τεχνική<br />

που σχεδιάστηκε ειδικά για να εκτιμά τη συνολική<br />

ανοσιακή απάντηση σε ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά<br />

φάρμακα.<br />

Το ATP (adenosine-5’-triphosphate) είναι ένα πολυλειτουργικό<br />

τριφωσφορικό νουκλεοτίδιο που χρησιμοποιείται<br />

στα κύτταρα ως συνένζυμο. Είναι γνωστό ως<br />

το «ενεργειακό νόμισμα» των κυττάρων και παίρνει<br />

μέρος σε πολλές κυτταρικές λειτουργίες. Καταναλώνεται<br />

στα κύτταρα κατά τη διάρκεια διεργασιών που<br />

απαιτούν ενέργεια και παράγεται από διεργασίες που<br />

απελευθερώνουν ενέργεια. Παίρνει μέρος στο μεταβολισμό<br />

των κυττάρων και στη διαδικασία εξωκυττάριας<br />

και ενδοκυττάριας μετάδοσης σήματος, είναι σημαντικό<br />

στη διατήρηση της κυτταρικής δομής και τέλος, είναι<br />

απαραίτητο για τη σύνθεση DNA και RNA. Οι περισσότερες<br />

ανοσιακές λειτουργίες των κυττάρων συνδέονται<br />

άμεσα ή έμμεσα με την παραγωγή του ATP, το οποίο<br />

αποτελεί επίσης ένα δείκτη κυτταρικής ενεργοποίησης.<br />

Κατά την αξιολόγηση του ανοσιακού status των μεταμοσχευμένων<br />

ασθενών με κυκλοσπορίνη ή tacrolimus,<br />

το κυτταρικό ATP είναι ένας κατάλληλος δείκτης επειδή<br />

τα φάρμακα αναστέλλουν τη μιτοχονδριακή αναπνοή,<br />

που είναι η κύρια πηγή ενδοκυττάριου ATP. Έτσι, η μειωμένη<br />

παραγωγή ATP αναστέλλει άμεσα τον καταρράκτη<br />

των βημάτων που απαιτούνται για τη λειτουργικότητα<br />

των λεμφοκυττάρων, συμπεριλαμβανομένης της μεταγραφής<br />

του mRNA των κυτταροκινών, της παραγωγής<br />

των κυτταροκινών και τελικά του πολλαπλασιασμού<br />

των λεμφοκυττάρων που είναι εξαρτώμενη, σε μεγάλο<br />

βαθμό, από τις κυτταροκίνες.<br />

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ<br />

Τεχνικά, η μέθοδος Cylex περιλαμβάνει τα παρακάτω<br />

βήματα: Δείγματα ολικού αίματος ασθενών συλλέγονται<br />

σε σωληνάρια με αντιπηκτικό νατριούχου ηπαρίνης.<br />

Αυθημερόν 250 μl του αίματος διεγείρονται με την προσθήκη<br />

του φυτικού μιτογόνου PHA (phytohemagglutinin)<br />

και επωάζονται για 15-18 ώρες σε κλίβανο CO2 στους<br />

37οC. Στη συνέχεια τα ήδη διεγερμένα CD4 T λεμφοκύτταρα<br />

παραλαμβάνονται με τη βοήθεια μαγνητικών<br />

σφαιριδίων επικαλυμμένων με αντί-CD4 μονοκλωνικό<br />

αντίσωμα. Μετά από πλύσιμο και απομάκρυνση των<br />

υπολειμμάτων, τα κύτταρα αυτά λύονται με τη χρήση<br />

λυτικού διαλύματος για την απελευθέρωση του ενδοκυττάριου<br />

ATP. Μέτρηση του ATP γίνεται σε φωτόμετρο<br />

με τη βοήθεια αντιδραστηρίου luciferin/luciferase (Εικόνα<br />

1). Το ποσοστό του φωτός που εκπέμπεται συγκρίνεται<br />

με καμπύλη που δημιουργείται από ATP βαθμονομητέςcalibrators<br />

(0, 1, 10, 100 και 1000 ng/ml) και η συγκέντρωση<br />

του ATP (ng/ml) σε κάθε δείγμα υπολογίζεται από<br />

την καμπύλη βαθμονόμησης με τη χρήση υπολογιστικού<br />

(Excel-based) προγράμματος.<br />

Εικόνα 1: Μεθοδολογία Cylex<br />

Ελέγχοντας τη σκοπιμότητα χρήσης καθενός από<br />

τα στοιχεία που απαρτίζουν τη μέθοδο Cylex αξίζει<br />

να σημειωθεί ότι: α) Η δοκιμασία Cylex χρησιμοποιεί<br />

ολικό αίμα διότι με τον τρόπο αυτό τα λεμφοκύτταρα<br />

παραμένουν αφ’ ενός στο δικό τους περιβάλλον<br />

(πλάσμα) και έτσι αποφεύγεται η διέγερση από εξωγενή<br />

ερεθίσματα και αφ’ ετέρου κάτω από τη επίδρα-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 411<br />

ση των ανοσοκατασταλτικών ουσιών. β) Το PHA είναι<br />

ένα μη ειδικό μιτογόνο, το οποίο χρησιμοποιείται για<br />

τη διέγερση των CD4+ Τ λεμφοκυττάρων ανεξάρτητα<br />

από την αντιγονική τους ειδικότητα. γ) Τα CD4+ Τ κύτταρα<br />

είναι κύριοι ρυθμιστές της ανοσιακής απάντησης<br />

και κατ’ επέκταση της απόρριψης και επιπλέον<br />

αποτελούν κύτταρα στόχους, καθώς τα κυριότερα<br />

ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν σχεδιαστεί για<br />

να αναστέλλουν ειδικά τη διέγερση των Τ κυττάρων.<br />

Επιπλέον, δεδομένου ότι η λειτουργικότητα των Τ<br />

λεμφοκυττάρων πολλές φορές δεν συμβαδίζει με τον<br />

απόλυτο αριθμό τους, η μέτρηση των CD4+ Τ λεμφοκυττάρων<br />

δεν είναι επαρκής.<br />

Όσον αφορά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων,<br />

το επίπεδο της ανοσιακής απάντησης διακρίνεται σε<br />

χαμηλό (0-225 ng/ml), μεσαίο (225-525 ng/ml) και υψηλό<br />

(> 525 ng/ml), ανάλογα με τη συγκέντρωση του ATP<br />

που ανιχνεύεται (8). Οι μεταμοσχευμένοι των οποίων η<br />

συγκέντρωση του ATP βρίσκεται στη ζώνη των 225-525<br />

ng/ml, δηλαδή εμφανίζουν ένα μεσαίο επίπεδο ανοσιακής<br />

απαντητικότητας, έχουν την μικρότερη πιθανότητα<br />

για απόρριψη ή λοίμωξη. Πιο συγκεκριμένα στην τιμή<br />

συγκέντρωσης ATP των 280 ng/ml η αρνητική προγνωστική<br />

αξία (negative predictive value-NPV) για ανεπιθύμητες<br />

ενέργειες (λοίμωξη ή απόρριψη) είναι περίπου<br />

96%. Αυτή η τιμή υποδεικνύει ότι μόλις 4% των ελεγχόμενων<br />

με συγκέντρωση ATP 280 ng/ml ασθενών θα εμφανίσουν<br />

παρενέργειες (9). Όσοι ασθενείς βρίσκονται<br />

στην ζώνη 0-225 ng/ml συγκέντρωσης ATP φαίνεται<br />

ότι είναι έντονα ανοσοκατασταλμένοι και επομένως<br />

εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες λοίμωξης, ενώ όσοι<br />

περιλαμβάνονται στη ζώνη > 525 ng/ml συγκέντρωσης<br />

ATP δεν είναι επαρκώς ανοσοκατεσταλμένοι και βρίσκονται<br />

σε υψηλό κίνδυνο απόρριψης (Εικόνα 2).<br />

Εικόνα 2: Αξιολόγηση αποτελεσμάτων μέτρησης ATP<br />

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ<br />

Η δοκιμασία Cylex έχει πάρει την έγκριση του FDA<br />

(U.S. Food and Drug Administration) και αποτελεί έναν<br />

απλό και εύχρηστο τρόπο ελέγχου της δυναμικής του<br />

ανοσιακού συστήματος. Βοηθά στην παρακολούθηση<br />

της απόκρισης του ανοσιακού συστήματος στη θεραπεία<br />

επαγωγής, αλλά και στις αλλαγές του θεραπευτικού<br />

σχήματος. Η υψηλή NPV στα 280 ng/ml ATP<br />

είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στο να παρέχει μια τιμή στόχο<br />

επιτρέποντας την εξατομίκευση της ανοσοκατασταλτικής<br />

αγωγής του λήπτη και τη διατήρηση της κλινικής<br />

σταθερότητας με το χαμηλότερο επίπεδο ανοσοκαταστολής.<br />

Τέλος παρέχει πληροφορίες για υποκλινικές<br />

αλλαγές που προηγούνται της βλάβης του μοσχεύματος.<br />

Μελέτες έχουν δείξει ότι ενεργοποίηση των<br />

Τ κυττάρων στην περιφέρεια (αύξηση της ανοσιακής<br />

λειτουργίας) συμβαίνει ημέρες ή και εβδομάδες πριν<br />

τη στρατολόγηση κυττάρων και τη διήθηση του αλλομοσχεύματος.<br />

Έγκαιρη τροποποίηση της ανοσοκατασταλτικής<br />

αγωγής για την παραμονή του επιπέδου<br />

της ανοσιακής απόκρισης κοντά στα 280 ng/ml ATP<br />

μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για το μόσχευμα<br />

και να οδηγήσει σε μείωση της ανάγκης για βιοψία,<br />

αλλά και σε μείωση των ανεπιθύμητων συμβάντων.<br />

Τα παραπάνω βέβαια έχουν ευεργετική επίδραση καθώς<br />

βοηθούν στη μείωση του χρόνου παραμονής των<br />

ασθενών στο νοσοκομείο και στη επιμήκυνση των διαστημάτων<br />

του follow up.<br />

Η χρήση της μέτρησης του ATP για την εκτίμηση της<br />

ανοσιακής απάντησης, με όλα τα πλεονεκτήματα που<br />

αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορεί να αντικαταστήσει,<br />

ιδιαίτερα στην περίπτωση των μεταμοσχευμένων, την<br />

παραδοσιακά χρησιμοποιούμενη καλλιέργεια λεμφοκυττάρων.<br />

Μια διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο (5-7<br />

ημέρες), χρησιμοποιεί ραδιενεργό θυμιδίνη και κυρίως,<br />

χρησιμοποιεί απομονωμένα μονοκύτταρα περιφερικού<br />

αίματος και όχι ολικό αίμα, που στην περίπτωσή μας<br />

είναι χρήσιμο για την αξιολόγηση των ανοσοκατασταλτικών<br />

παραγόντων (7).<br />

Ανασκοπώντας τη βιβλιογραφία διαπιστώνουμε<br />

ότι μεγάλος αριθμός μελετών έχει γίνει σχετικά με τη<br />

χρησιμότητα της δοκιμασίας ATP στη μεταμόσχευση,<br />

οι οποίες έχουν δώσει κυρίως θετικά αποτελέσματα.<br />

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εξής μελέτες:<br />

Πολυκεντρική μελέτη των R.Kowalski και συν. (2003)<br />

περιελάμβανε 127 ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε<br />

μεταμόσχευση (νεφρού n=75, ήπατος n=43, παγκρέατος<br />

n=3, πολλαπλών οργάνων n=6) και έγινε με σκοπό να<br />

καθοριστούν τα κατάλληλα επίπεδα ανοσιακής απά-


412<br />

Μέτρηση ΑΤP και διαφορική διάγνωση λοίμωξης- απόρριψης στη μεταμόσχευση<br />

ντησης όπως αυτή μετράται με τη δοκιμασία Cylex. Η<br />

μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άμεση μέτρηση<br />

της δραστηριότητας του ανοσιακού συστήματος<br />

αντανακλά την επίδραση της θεραπείας σε πραγματικό<br />

χρόνο και μας παρέχει τη δυνατότητα έγκαιρης<br />

παρέμβασης (8).<br />

Ο ίδιος ερευνητής και συν. το 2006 ανέλυσαν τα<br />

δεδομένα που προέκυψαν από τη μελέτη 504 μεταμοσχευμένων<br />

(νεφρός n=243, ήπαρ n=150, καρδιά n=86,<br />

λεπτό έντερο n=25). Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν<br />

ότι το Cylex έχει υψηλή αρνητική προγνωστική αξία<br />

και παρέχει μια ζώνη-στόχο ανοσολογικής απάντησης<br />

κατάλληλης για τη ρύθμιση της θεραπείας, την ελαχιστοποίηση<br />

του κινδύνου εμφάνισης παρενεργειών και<br />

τη διατήρηση της σταθερότητας της κλινικής κατάστασης<br />

των ασθενών (9).<br />

Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξαν και οι A.Zeevi<br />

και συν (2005) ελέγχοντας 20 λήπτες μοσχευμάτων<br />

λεπτού εντέρου, οι R.Cadillo-Chavez και συν. (2006) σε<br />

64 λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων και οι N.Thai και<br />

συν. (2006) σε 66 λήπτες παγκρεατικών μοσχευμάτων<br />

(10,11,12).<br />

Οι S.Husain και συν. (2009) αναλύοντας τα αποτελέσματα<br />

175 ληπτών πνευμονικών μοσχευμάτων και<br />

οι T.Kobashigawa και συν. (2010) μελετώντας 296 λήπτες<br />

καρδιακών μοσχευμάτων, συμπέραναν ότι η δοκιμασία<br />

ATP έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τους<br />

ασθενείς σε κίνδυνο να αναπτύξουν λοίμωξη, καθώς<br />

και ανάμεσα στους αποικισμένους με μύκητα, εκείνους<br />

που βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης μυκητιασικής<br />

νόσου (13,14).<br />

Την ίδια χρονιά οι K.Hashimoto και συν (2010) μετρώντας<br />

με Cylex τη λειτουργικότητα του ανοσιακού<br />

συστήματος σε 54 λήπτες ηπατικού μοσχεύματος με<br />

HCV λοίμωξη, συμπέραναν ότι αποτελεί μια ευαίσθητη<br />

δοκιμασία για τη διάκριση της υποτροπής της HCV<br />

λοίμωξης από την οξεία κυτταρική απόρριψη (15).<br />

Επιπλέον, οι B.Gesundheit και συν. (2010) μελετώντας<br />

40 αιματολογικούς ασθενείς διαπίστωσαν ότι<br />

η δοκιμασία Cylex είναι μια απλή και γρήγορη τεχνική<br />

για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση<br />

πολυδύναμων αιμοποιητικών κυττάρων, με τη<br />

δυνατότητα να προβλέπει την κλινική πορεία και να<br />

διευκολύνει την ταχεία διευθέτηση των μεταμεταμοσχευτικών<br />

επιπλοκών (16).<br />

Τέλος, το 2011 οι D.Berglund και συν. δημοσίευσαν<br />

τα αποτελέσματα μελέτης σε 362 μεταμοσχευμένους<br />

ασθενείς (νεφρός n=282, νεφρός και πάγκρεας n=28,<br />

νεφρός και νησίδια παγκρέατος n=8, ήπαρ n=43, ήπαρ<br />

και νεφρός n=1) στην οποία επισήμαναν ότι εκτός από<br />

την εκτίμηση των σχετικών κινδύνων απόρριψης και<br />

λοίμωξης, η δοκιμασία Cylex μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />

και για την διάκριση ασθενών με αυξημένο κίνδυνο<br />

βραχυπρόθεσμης θνησιμότητας (17).<br />

Αντίθετα, οι J.Rossano και συν (2008) σε 83 παιδιά,<br />

λήπτες καρδιακών μοσχευμάτων, διαπίστωσαν ότι<br />

υπάρχει φτωχή συσχέτιση των τιμών που λάμβαναν<br />

από τη δοκιμασία Cylex με τις συμβατικές μεθόδους<br />

μέτρησης της δραστικότητας του ανοσιακού συστήματος<br />

και ότι η δοκιμασία δεν αποτελεί χρήσιμο εργαλείο<br />

για την παρακολούθηση και αντιμετώπιση αυτών των<br />

ασθενών (17).<br />

Επιπλέον οι A.Torio και συν. (2011), ελέγχοντας 116<br />

λήπτες νεφρικών μοσχευμάτων, ενώ επιβεβαίωσαν τη<br />

βοήθεια που παρέχει το Cylex στην πρώιμη ανίχνευση<br />

ασθενών σε κίνδυνο για λοίμωξη, δεν μπόρεσαν να<br />

επιβεβαιώσουν τη χρησιμότητά του στην ανίχνευση<br />

ασθενών σε κίνδυνο για απόρριψη (19).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Η δοκιμασία Cylex δεν σχεδιάστηκε για τη διάγνωση<br />

της απόρριψης ούτε για να αντικαταστήσει τη βιοψία,<br />

αλλά για να παρέχει έναν ανεξάρτητο τρόπο μέτρησης<br />

της δυνατότητας για απάντηση του ανοσιακού συστήματος<br />

του ασθενούς. Παρέχοντας έναν τυποποιημένο<br />

και αντικειμενικό τρόπο αξιολόγησης της ανοσιακής<br />

απάντησης του ασθενούς, η δοκιμασία αυτή μπορεί να<br />

καθοδηγήσει τους θεραπευτικούς χειρισμούς σε πιο<br />

εξατομικευμένα σχήματα, να βοηθήσει στη χρήση της<br />

σωστής ανοσοκατασταλτικής αγωγής/δοσολογίας και<br />

να συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου επιπλοκών.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. UNOS. International Transplant Directory. Transplant<br />

News. Fresno, CA: Transplant Communications Inc.<br />

2. Hricik DE, Heeger PS. Minimization of Immunosuppression<br />

in Kidney Transplantation 2001, 72(8):S32.<br />

3. Venkataraman R, Shaw LM, Sarkozi L et al. Clinical<br />

utility of monitoring tacrolimus blood concentrations<br />

in liver patients. J Clin Pharm 2001, 41:542.<br />

4. Rovira P, Mascarell L, Truffa-Bachi P et al. The impact<br />

of immune suppressive drugs on the analysis of T cell<br />

activation. Curr Med Chem 2000, 7:673.<br />

5. U.S.D.H.H.S. Class II Special Control Guidance Document:<br />

Cyclosporine and Tacrolimus Assays; Draft<br />

Guidance for Industry and FDA, 2002.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 413<br />

6. Nankivell BJ, Borrows RJ, Fung SL et al. Natural history,<br />

risk factors and impact of subclinical rejection in kidney<br />

transplantation. Transplantation 2004, 78(2):242.<br />

7. Fletcher MA, Urban RG, Asthana D et al. Lymphocyte<br />

proliferation. Manual of Clinical Laboratory Immunology<br />

5th edition.<br />

8. Kowalski R, Post D, Schneider MC et al. Immune cell<br />

function testing: an adjunct to therapeutic drug monitoring<br />

in transplant patient management. Clin Transplant<br />

2003, 17:77-88.<br />

9. Kowalski R, Post D, Mannon R et al. Assessing Relative<br />

Risks of Infection and Rejection: A Meta-analysis<br />

using an Immune Function Assay Transplantation<br />

2006, 82(5):663-668.<br />

10. Zeevi A, Britz J, Bentlejewski C et al. Monitoring<br />

immune function during tacrolimus tapering in small<br />

bowel transplant recipients. Transplant Immunology<br />

2005, 15:17-24.<br />

11. Cadillo-Chavez R, Echegaray S, Santiago-Delpin EA<br />

et al. Assessing the risk of injection and rejection in<br />

Hispanic Renal Transplant Recipients by Means of an<br />

Adenosine Triphosphate Release Assay. Transplantation<br />

Proceedings 2006, 38:918-920.<br />

12. Thai N, Blisard D, Tom K et al. Pancreas Transplantation<br />

Under Alemtuzumab (Campath-1 H) and Tacrolimus:<br />

Correlation Between Low T-Cell Responses and<br />

Infection Transplantation 2006; 82(12): 1649-1652.<br />

13. Husain S, Raza K, Pilewski J et al. Experience with<br />

Immune Monitoring in Lung Transplant Recipients:<br />

Correlation of Low Immune Function with Infection.<br />

Transplantation 2009, 87(12):1852-1857.<br />

14. Kobashigawa J, Kiyosaki K, Patel J et al. Benefit of immune<br />

monitoring in heart transplant patients using ATP<br />

production in activated lymphocytes. The Journal of<br />

Heart and Lung Transplantation 2010; 29(5):504-508.<br />

15. Hashimoto K, Miller C, Hirose K et al. Measurement<br />

of CD4+ T-cell function in predicting allograft rejection<br />

and recurrent hepatitis C after liver transplantation.<br />

Clin Transplant 2010, 24:701-708.<br />

16. Gesundheit B, Budowski E, Israeli M et al. Assessment<br />

of CD4 T-lymplocyte reactivity by the Cylex<br />

ImmuKnow assay in patients following allogeneic<br />

haematopoietic SCT. Bone Marrow Transplantation<br />

2010, 45:527-533.<br />

17. Berglund D, Bengtsson M, Biglarnia A et al. Screening<br />

of mortality in transplant patients using an assay<br />

for immune function. Transplant Immunology 2011,<br />

24:246-250.<br />

18. Rossano J, Denfield S, Kim J et al. Assessment of<br />

the Cylex ImmuKnow Cell Assay in Pediatric Heart<br />

Transplant Patients. The Journal of Heart and Lung<br />

Transplantation 2009, 28(1):26-31.<br />

19. Torio A, Fernandez E, Montes-Ares O et al. Lack of<br />

association of Immune Cell Fuction Test with Rejection<br />

in Kidney Transplantation. Transplantation Proceedings<br />

2011, 43:2168-2170.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041825<br />

E-mail: gistma@otenet.gr<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ<br />

Γ Ιωαννίδης<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, Τμήμα Ενδοκρινολογίας – Μεταβολισμού -<br />

Διαβητολογικό Κέντρο Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική<br />

νόσος που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα<br />

και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστίτου<br />

ιστού με συνέπεια την αύξηση της ευθραυστότητας<br />

των οστών και του κινδύνου παθολογικών καταγμάτων.<br />

Κλινικά η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται<br />

είτε από την παρουσία ενός τουλάχιστον παθολογικού<br />

κατάγματος ή σε άτομα χωρίς ιστορικό κατάγματος<br />

βάσει της μέτρησης της οστικής πυκνότητας.<br />

Η οστεοπόρωση αποτελεί σήμερα μια ραγδαίως<br />

αυξανόμενη χρόνια νόσο που δημιουργεί τεράστια<br />

προβλήματα όχι μόνο ιατρικά, αλλά κυρίως, κοινωνικά<br />

και οικονομικά. Η συνεχώς αυξανόμενη συχνότητά<br />

της στις ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες, αποδίδεται<br />

κυρίως στην αύξηση του ορίου ηλικίας, ιδίως στις<br />

γυναίκες, οι οποίες διανύουν πλέον το 1/3 της ζωής<br />

τους χωρίς την προστατευτική δράση των οιστρογόνων,<br />

αλλά και στον τρόπο ζωής (μειωμένη σωματική<br />

δραστηριότητα). Ως συνέπεια ένα σημαντικό τμήμα<br />

του πληθυσμού, ιδίως των γυναικών της τρίτης ηλικίας,<br />

εμφανίζει κατάγματα με δυσβάστακτο κόστος<br />

οικονομικό και κοινωνικό για την πολιτεία και την<br />

οικογένεια, πέραν των προβλημάτων στην ποιότητα<br />

ζωής των ασθενών. Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι 4-6<br />

εκατομμύρια άτομα έχουν οστεοπόρωση και ότι 1 στις<br />

4 λευκές γυναίκες άνω των 60 ετών έχει ακτινολογικά<br />

οστεοπόρωση της σπονδυλικής στήλης. Επίσης,<br />

στις ΗΠΑ, η συχνότητα κατάγματος του ισχίου στις<br />

γυναίκες αυξάνει από 1% στις ηλικίες 50-64 στα 10%<br />

για γυναίκες άνω των 75 ετών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο<br />

έχει υπολογισθεί ότι περίπου οι μισές από τις λευκές<br />

γυναίκες άνω των 50 ετών θα υποστούν κάταγμα στο<br />

υπόλοιπο της ζωής τους (όπως και το 10-15% των ανδρών).<br />

Επίσης το 25% των γυναικών άνω των 60 ετών,<br />

θα υποστεί κάταγμα του ισχίου του οποίου η θνησιμότητα<br />

είναι αυξημένη ιδιαίτερα στις μεγάλες ηλικίες<br />

(~ 30%), ενώ από τις υπόλοιπες ένα μεγάλο μέρος παρουσιάζει<br />

εξάρτηση και έχει ανάγκη δια βίου βοήθειας<br />

από την οικογένεια και/ή την πολιτεία. Όπως είναι<br />

αντιληπτό εκτός από την υποβάθμιση της ποιότητας<br />

ζωής τόσο της ασθενούς όσο και του οικογενειακού<br />

περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το οικονομικό<br />

κόστος για την οικογένεια αλλά και την πολιτεία<br />

ανερχόμενο στις ΗΠΑ σε μερικά δισεκατομμύρια<br />

δολάρια το χρόνο. Στην Ελλάδα τα κατάγματα ισχίου<br />

υπολογίζονται περίπου στις 10.000 ετησίως με κόστος<br />

30.000.000 ευρώ.<br />

Λόγω λοιπόν των τεραστίων προβλημάτων που<br />

συνοδεύουν την οστεοπόρωση, τα τελευταία χρόνια<br />

έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες ως προς την<br />

βελτίωση της διαγνωστικής προσέγγισης της νόσου,<br />

ενώ η φαρμακευτική αντιμετώπιση της γίνεται πιο<br />

αποτελεσματική με τις νέες και άκρως αποτελεσματικές<br />

φαρμακευτικές ουσίες που ανακαλύπτονται.<br />

Επιπλέον μεγάλη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στην<br />

συντηρητική αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης με σωστή<br />

διατροφή, άσκηση και λήψη ασβεστίου και βιταμίνης<br />

D αν χρειάζεται. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 414, 2012.


Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041822<br />

E-mail: ykatsikas@hotmail.com<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Γ Κατσίκας<br />

Ρευματολόγος, Επιμελητής Α’<br />

Ρευματολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

KATSIKAS G. Treatment of primary osteoporosis. Osteoporosis is the most common metabolic skeletal disease. Low<br />

energy fractures due to increased bone fragility have great impact in personal, social and economical level. The safety and<br />

efficacy of many antiosteoporotic drugs are well documented. New agents are recently accepted for the treatment of osteoporosis<br />

while other chemical components are under investigation. Reviews of recent data about already available drugs<br />

and under investigation molecules and revised treatment guidelines are always useful for the general practioner. A new<br />

tool for estimation of ten year risk of osteoporotic fracture (FRAX) provides further information in discriminating between<br />

the osteopenic patients who need treatment or not. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 415-424, 2012.<br />

Key words: osteoporosis, biphosphonates, FRAX<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η οστεοπόρωση είναι η πιο συχνή οστική μεταβολική νόσος. Τα κατάγματα χαμηλής ενέργειας, ως αποτέλεσμα<br />

της αυξημένης ευθραυστότητας του οστού, έχουν μεγάλο αντίκτυπο σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.<br />

Πολλά από τα διαθέσιμα αντιοστεοπορωτικά σκευάσματα έχουν πλέον ένα αρκετά καλό προφίλ ασφάλειας<br />

και αποτελεσματικότητας. Νέα φάρμακα έχουν πρόσφατα εγκριθεί, ενώ άλλες χημικές ουσίες είναι υπό μελέτη.<br />

Η ανασκόπηση των νεότερων δεδομένων για τις διαθέσιμες και τις υπό μελέτη φαρμακευτικές ουσίες αλλά και<br />

των σύγχρονων οδηγιών για τη θεραπεία της πρωτοπαθούς οστεοπόρωσης είναι πάντα χρήσιμη για τον κλινικό<br />

ιατρό. Η αξιοποίηση ενός νέου εργαλείου για την εκτίμηση του δεκαετούς καταγματικού κινδύνου (FRAX) προσφέρει<br />

επιπλέον βοήθεια στην επιλογή ατόμων με οστεοπενία που πράγματι χρήζουν θεραπείας. Νοσοκομειακά<br />

Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 415-424, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: οστεοπόρωση, διφωσφονικά, FRAX<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική<br />

νόσος που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα<br />

και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού με<br />

αποτέλεσμα την αυξημένη ευθραυστότητά του. Είναι<br />

η συχνότερη μεταβολική οστική νόσος. Τα οστεοπορωτικά<br />

κατάγματα αποτελούν μείζον πρόβλημα της<br />

δημόσιας υγείας γιατί δεν αυξάνουν μόνο τη νοσηρότητα<br />

αλλά και τη θνησιμότητα. Στην ιατρική φαρέτρα<br />

βρίσκονται πλέον αρκετά θεραπευτικά «όπλα» για τη<br />

πρόληψη και τη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Μιας και<br />

η φαρμακοθεραπεία από μόνη της δεν είναι πανάκεια,<br />

κομβική είναι η αναγνώριση των ασθενών υψηλού κινδύνου<br />

για οστεοπορωτικό κάταγμα καθώς και η λήψη<br />

προστατευτικών μέτρων για την αποφυγή των πτώσεων.<br />

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να σχολιάσουμε<br />

τα νεότερα δεδομένα που υπάρχουν τόσο για τα παλαιότερα<br />

αντιοστεοπορωτικά σκευάσματα όσο και τα<br />

για τα πιο πρόσφατα καθώς και για τις φαρμακευτικές<br />

ουσίες που στην παρούσα φάση δοκιμάζονται σε


416<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

κλινικές μελέτες. Τέλος, θα δοθούν κατευθύνσεις για<br />

τη θεραπεία της πρωτοπαθούς οστεοπόρωσης και θα<br />

σχολιασθεί ένα νέο εργαλείο που χρησιμοποιείται για<br />

την εκτίμηση του δεκαετούς καταγματικού κινδύνου<br />

(FRAX).<br />

ΤΟ ΑΣΒΕΣΤΙΟ<br />

Το ασβέστιο είναι απαραίτητο για τον οστικό μεταβολισμό<br />

και ειδικότερα για τη φάση του οστικού<br />

σχηματισμού (bone formation) της διαδικασία της οστικής<br />

ανακατασκευής. Αρκετές πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν<br />

την ευεργετική επίδραση του ασβεστίου<br />

(μόνο του ή σε συνδυασμό με τη βιταμίνη D) επί της<br />

οστικής πυκνότητας (1,2,3) επιβεβαιώνοντας τα δεδομένα<br />

παλαιότερων μετααναλύσεων (4). Τα δεδομένα<br />

είναι αντικρουόμενα όσον αφορά στην επίδραση του<br />

ασβεστίου στον καταγματικό κίνδυνο (2,5). Ενδιαφέρον<br />

είναι ότι στη μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη μελέτη που<br />

δεν απέδειξε επίδραση του χορηγούμενου ασβεστίου<br />

στον κίνδυνο κατάγματος, στην υποομάδα των<br />

ασθενών με τη μεγαλύτερη συμμόρφωση στη λήψη<br />

ασβεστίου και βιταμίνης D διαπιστώθηκε μείωση<br />

του αριθμού των καταγμάτων (2).<br />

Η απορρόφηση του καρβονικού ασβεστίου (αλλά<br />

όχι του ασβεστίου που προσλαμβάνεται με τις τροφές)<br />

επηρεάζεται από τη λήψη αναστολέων της αντλίας<br />

πρωτονίων (PPIs). Αυτό, σε ένα βαθμό ερμηνεύει<br />

την μέτρια αλλά στατιστικά σημαντική αύξηση του<br />

καταγματικού κινδύνου σε ασθενείς που λαμβάνουν<br />

PPIs (6). Σε ασθενείς που βρίσκονται σε αγωγή με PPIs<br />

θα πρέπει να συστήνεται αύξηση του po χορηγούμενου<br />

ασβεστίου ή λήψη κιτρικού (αντί για καρβονικό)<br />

ασβεστίου που η απορρόφησή του δεν επηρεάζεται<br />

από την οξύτητα του στομάχου.<br />

Τα συμπληρώματα ασβεστίου έχουν ενοχοποιηθεί<br />

για αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Λόγω των<br />

αντικρουόμενων, επί του παρόντος, δεδομένων (7,8)<br />

ο κίνδυνος δε μπορεί ούτε να επιβεβαιωθεί ούτε να<br />

αποκλεισθεί.<br />

Η ΒΙΤΑΜΙΝΗ D<br />

Η βιταμίνη D, όπως και το ασβέστιο, είναι απαραίτητη<br />

για τον φυσιολογικό οστικό μεταβολισμό. Μια<br />

σχετικά πρόσφατη μεταανάλυση τυχαιοποιημένων<br />

ελεγχόμενων μελετών έδειξε ότι η χορήγηση βιταμίνης<br />

D, σε δόση 700-800IU/ημέρα μειώνει τον καταγματικό<br />

κίνδυνο του ισχίου και των εξωσπονδυλικών<br />

θέσεων (9). Άλλες πιο σύγχρονες μετααναλύσεις<br />

επιβεβαιώνουν τη μείωση του καταγματικού κινδύνου<br />

με τη συγχορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D10, αλλά<br />

όχι με τη λήψη μόνο βιταμίνης D (10,11). Με βάση τα έως<br />

τώρα δεδομένα φαίνεται ότι επίπεδα 25(ΟΗ) βιταμίνης<br />

D > 30 ng/ml σε συνδυασμό με ικανοποιητική πρόσληψη<br />

ασβεστίου είναι απαραίτητα για τη μείωση των<br />

καταγμάτων. Για τις μεγαλύτερες ηλικίες ένα τέτοιο<br />

επίπεδο επιτυγχάνεται με δόσεις 800-1000IU/d (12).<br />

ΑΝΤΙΟΣΤΕΟΚΛΑΣΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ<br />

Α) ΔΙΦΩΣΦΟΝΙΚΑ<br />

Τα διφωσφονικά αναστέλλουν την οστική απορρόφηση<br />

και αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς<br />

παράγοντες για την προφύλαξη και τη θεραπεία της<br />

πρωτοπαθούς οστεοπόρωσης. Τα διφωσφονικά που<br />

χρησιμοποιούνται είναι η αλεδρονάτη, η ριζεδρονάτη,<br />

το ζολεδρονικό οξύ και η ιβαδρονάτη. Η αλεδρονάτη<br />

και η ριζεδρονάτη χορηγούνται αποκλειστικά po,<br />

το ζολεδρονικό οξύ αποκλειστικά ενδοφλεβίως ενώ η<br />

ιβαδρονάτη μπορεί να χορηγηθεί και με τους δύο τρόπους.<br />

Η αλεδρονάτη, η ριζεδρονάτη και το ζολεδρονικό<br />

οξύ μειώνουν τον κίνδυνο των σπονδυλικών των εξωσπονδυλικών<br />

καταγμάτων και των καταγμάτων του<br />

ισχίου. Για την ιβαδρονάτη αυτό έχει αποδειχθεί μόνο<br />

για τα σπονδυλικά κατάγματα (ενώ για τα μη σπονδυλικά<br />

ο κίνδυνος μειώνεται μόνο στη ομάδα υψηλού<br />

κινδύνου με Τ-score στον αυχένα του μηριαίου μικρότερο<br />

του -3) (13,14).<br />

Δεδομένα των τελευταίων ετών αποδεικνύουν την<br />

ιδιαίτερη σημασία της συμμόρφωσης στην αποτελεσματικότητα<br />

της θεραπείας (15). Επίσης, η βιο-διαθεσιμότητα,<br />

τουλάχιστο όσον αφορά στη ριζεδρονάτη,<br />

είναι καλύτερη με την πρωινή λήψη (παρά με τη λήψη<br />

κατά τη διάρκεια της ημέρας) (16).<br />

Δεν έχει απαντηθεί ακόμη το ερώτημα του πότε<br />

πρέπει να διακόπτεται ένα διφωσφονικό. Η χορήγηση<br />

της αλεδρονάτης είναι ασφαλής για 10 συνεχόμενα<br />

έτη, όμως πέραν της πενταετίας η αποτελεσματικότητά<br />

της περιορίζεται μόνο στα κλινικά σπονδυλικά κατάγματα<br />

(όχι στα μορφομετρικά σπονδυλικά και στα<br />

μη σπονδυλικά) (17), αποτέλεσμα που ίσως δικαιολογεί<br />

τη χρήση της πέραν της πενταετίας και με ορίζοντα<br />

δεκαετίας στους ασθενείς υψηλού κινδύνου (με προηγούμενο<br />

κάταγμα ή/και Τ-score < 2,5).<br />

Λίγες μελέτες συγκρίνουν τα διφωσφονικά μεταξύ<br />

τους. Από τα διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει<br />

ότι η αλεδρονάτη υπερέχει της ριζεδρονάτης<br />

στη βελτίωση της BMD, αλλά η κλινική σημασία του


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 417<br />

ευρήματος αυτού δεν έχει ξεκαθαριστεί επί του παρόντος<br />

(18).<br />

Κλείνοντας την αναφορά για τα διφωσφονικά θα<br />

επιχειρήσουμε και ένα μικρό σχολιασμό για τα νεότερα<br />

στοιχεία στο θέμα των παρενεργειών. Η οστεονέκρωση<br />

της γνάθου είναι ιδιαίτερα σπάνια, παρά<br />

ταύτα η Αμερικανική Εταιρία Χειρούργων του Στόματος<br />

και της Γναθοπροσωπικής περιοχής (AAOMS =<br />

American Association of Oral and Maxillofacial Surgeons)<br />

συστήνει τη διενέργεια οδοντιατρικών πράξεων (όπως<br />

εξαγωγές και εμφυτεύματα) σε ασθενείς που λαμβάνουν<br />

διφωσφονικά για λιγότερο από τρία έτη. Στους<br />

ασθενείς με πιο μακροχρόνια λήψη συνιστάται τρίμηνη<br />

διακοπή των διφωσφονικών και επανέναρξη μετά την<br />

αποκατάσταση του οστού (19). Ο κίνδυνος για κολπική<br />

μαρμαρυγή σε ασθενείς που λαμβάνουν διφωσφονικά<br />

(κυρίως ενδοφλέβια) αν είναι υπαρκτός είναι ιδιαίτερα<br />

μικρός (20). Ο κίνδυνος εμφάνισης αυτόματων καταγμάτων<br />

σε μη τυπικές για την οστεοπόρωση θέσης<br />

(π.χ. μεσότητα μηριαίου οστού) είναι ιδιαίτερα μικρός<br />

και αφορά σε περιστατικά που λαμβάνουν αγωγή για<br />

περισσότερο από πέντε έτη. Πάντως το όφελος της<br />

θεραπείας με διφωσφονικά υπερέχει του «κόστους»<br />

της συγκεκριμένης παρενέργειας (21).<br />

Β) ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ<br />

Αν και τα οιστρογόνα έχουν αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα<br />

στη θεραπεία της οστεοπόρωσης, δε<br />

χρησιμοποιούνται ως επιλογή πρώτης γραμμής λόγω<br />

του αυξημένου κινδύνου που προκαλεί η χορήγησή<br />

τους για καρκίνο του μαστού, στεφανιαία νόσο, θρομβοεμβολικό<br />

και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (14).<br />

Γ) SERMs (Selective estrogen receptor<br />

modulators)<br />

Κύριος εκπρόσωπος της κατηγορίας των εκλεκτικών<br />

τροποποιητών των υποδοχέων οιστρογόνων<br />

(SERMs) είναι η ραλοξιφαίνη (σε ημερήσια δόση 60mg<br />

po). Η ραλοξιφαίνη έχει πάρει έγκριση για τη θεραπεία<br />

της οστεοπόρωσης. Μειώνει τα σπονδυλικά κατάγματα<br />

χωρίς όμως να έχει επίδραση στα μη σπονδυλικά<br />

(συμπεριλαμβανόμενων και των καταγμάτων του<br />

ισχίου) (14). Η ραλοξιφαίνη μειώνει τον κίνδυνο διηθητικού<br />

καρκίνου του μαστού, ενώ δεν έχει καμιά επίδραση<br />

στον καρδιαγγειακό κίνδυνο (14,22).<br />

Νέα SERMs (3ης γενιάς) έχουν δοκιμαστεί με καλά<br />

αποτελέσματα στη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Λειτουργούν<br />

ως αγωνιστές οιστρογόνων στο σκελετό και<br />

ως ανταγωνιστές στη μήτρα. Η Λαζοφοξιφαίνη, σε<br />

δόση 0,5mg ημερησίως, μείωσε τον αριθμό τόσο των<br />

σπονδυλικών όσο και των εξωσπονδυλικών καταγμάτων,<br />

τον κίνδυνο ανάπτυξης ορμονοεξαρτώμενου καρκίνου<br />

του μαστού και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Τα<br />

κατάγματα του ισχίου δε φαίνεται, παρά ταύτα, να<br />

επηρεάζονται ενώ υπήρξε και αύξηση των θρομβοεμβολικών<br />

επεισοδίων (14,23). Η Μπαζεντοξιφαίνη έχει<br />

εγκριθεί στην ημερήσια δόση των 20mgr από την Ευρωπαϊκή<br />

΄Ενωση (όχι όμως από το FDA) για τη θεραπεία<br />

της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης σε γυναίκες<br />

με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος (14). Η μπαζεντοξιφαίνη<br />

αυξάνει την οστική πυκνότητα σε σπονδυλική<br />

στήλη και ισχίο και μειώνει τον καταγματικό κίνδυνο<br />

στη σπονδυλική στήλη (χωρίς όμως να επηρεάζει τον<br />

καταγματικό κίνδυνο των εξωσπονδυλικών θέσεων).<br />

Ο θρομβοεμβολικός κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος στην<br />

ομάδα της μπαζεντοξιφαίνης σε σχέση με το placebo<br />

(24,25).<br />

Δ) ΚΑΛΣΙΤΟΝΙΝΗ<br />

Η καλσιτονίνη σε ρινική χορήγηση 200iu/ημέρα μειώνει<br />

τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης αλλά όχι<br />

τα εξωσπονδυλικά. Δε χρησιμοποιείται ως πρώτης<br />

γραμμής θεραπεία για την οστεοπόρωση (14,26).<br />

ΟΣΤΕΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ<br />

Α και Β) ΤΕΡΙΠΑΡΑΤΙΔΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΟΡ-<br />

ΜΟΝΗ<br />

Η τεριπαρατίδη (PTH 1-34) και η παραθορμόνη (PTH<br />

1-84) ανήκουν στα λεγόμενα αναβολικά αντιοστεοπορωτικά<br />

φάρμακα. Στοχεύουν στους οστεοβλάστες<br />

αυξάνοντας τον οστικό σχηματισμό περισσότερο από<br />

ότι την οστική αποδόμηση. Χορηγούνται με ημερήσιες<br />

υποδόριες ενέσεις. Η τεριπαρατίδη μειώνει και τα<br />

σπονδυλικά και τα εξωσπονδυλικά κατάγματα, ενώ<br />

για την παραθορμόνη, αυτό έχει αποδειχθεί μόνο για<br />

τα σπονδυλικά (14,27,28). Μιας και τα σκευάσματα<br />

αυτά δε χορηγούνται πέραν της διετίας συνιστάται<br />

η συνέχιση της αγωγής με αντιοστεοκλαστικά φάρμακα<br />

(διφωσφονικά ή ραλοξιφαίνη) για τη διατήρηση του<br />

αποτελέσματος επί της BMD (29,30). Επαναχορήγηση<br />

τεριπαρατίδης ή παραθορμόνης δε συνιστάται μιας<br />

και δεν υπάρχουν δεδομένα μακροχρόνιας ασφάλειας.<br />

Πρόσφατα έχει αποδειχθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα<br />

της διαδερμικής χορήγησης τεριπαρατίδης<br />

σε εξάμηνη μελέτη (31).


418<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

ΑΛΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ<br />

Α) ΡΑΝΕΛΙΚΟ ΣΤΡΟΝΤΙΟ<br />

Το ρανελικό στρόντιο χρησιμοποιείται στην Ευρώπη<br />

για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Μειώνει<br />

τον κίνδυνο κατάγματος στη σπονδυλική στήλη και<br />

σε μικρότερο βαθμό στο ισχίο (14,32,33). Ο μηχανισμός<br />

δράσης του στους ανθρώπους δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος.<br />

Φαίνεται ότι προκαλεί μια ήπια ελάττωση<br />

στην οστική απορρόφηση με διατήρηση ή και αύξηση<br />

της οστικής παραγωγής (33).<br />

Συνοπτικά η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων<br />

στον καταγματικό κίνδυνο φαίνεται στον Πίνακα 1.<br />

ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ<br />

Α) DENOSUMAB (ντενοσουμάμπη)<br />

Η Ντενοσουμάμπη είναι πλήρως ανθρώπειο μονοκλωνικό<br />

αντίσωμα έναντι του RANKL (receptor activator<br />

of nuclear factor kappa B ligand). Ο RANKL ανήκει στην<br />

υπεροικογένεια των TNF και αποτελεί σημαντικό μεσολαβητή<br />

της οστικής ανακατασκευής. Εκφράζεται<br />

σε ποικιλία κυττάρων (οστεοβλάστες, υμενοκύτταρα<br />

τύπου Β, ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα κ.α.) και δεσμεύεται<br />

στον υποδοχέα RANK (receptor activator of<br />

nuclear factor kappa B) που βρίσκεται στην επιφάνεια<br />

των οστεοκλαστών και των πρόδρομων οστεοκλαστών.<br />

Η αλληλεπίδραση RANK και RANKL επάγει τη<br />

διαφοροποίηση, ενεργοποίηση και επιβίωση των οστεοκλαστών.<br />

Ρυθμιστής αυτής της αλληλεπίδρασης είναι<br />

η οστεοπρωτογερίνη (OPG). Το denosumab δεσμεύεται<br />

εκλεκτικά και με υψηλή συγγένεια με το RANKL και μιμείται<br />

το αποτέλεσμα της δράσης της OPG (14).<br />

Το denosumab έχει εγκριθεί από το FDA και τον<br />

ΕΜΑ για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης σε γυναίκες<br />

υψηλού κινδύνου για κάταγμα ή σε όσες έχουν αποτύχει<br />

ή δεν έχουν γίνει ανεκτές οι διαθέσιμες αντιοστεοπορωτικές<br />

αγωγές. Η συνιστώμενη δόση είναι τα<br />

60mgr υποδορίως κάθε 6 μήνες. Πρόσφατες μελέτες<br />

αποδεικνύουν μείωση του κινδύνου και για τα σπονδυλικά<br />

και για τα εξωσπονδυλικά κατάγματα (34,35,36).<br />

Αν και σε γενικές γραμμές το denosumab ήταν καλά<br />

ανεκτό στις μελέτες, εν τούτοις φαίνεται ότι προκαλεί<br />

συχνότερα λοιμώξεις που χρήζουν νοσηλείας καθώς<br />

και δερματικές αντιδράσεις (34,37). Επί του παρόντος,<br />

συσχέτιση με κακοήθειες δεν τεκμηριώνεται (34,37).<br />

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΥΠΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ<br />

Αρκετά μόρια δοκιμάζονται για τη θεραπεία της<br />

οστεοπόρωσης. Θα αναφερθούμε με συντομία σε ορισμένα<br />

από αυτά.<br />

Α) Calcium – sensing receptor (CaSR)<br />

(υποδοχέας ‘‘αισθητήρας’’ ασβεστίου)<br />

Ο CaSR βρίσκεται στους παραθυρεοειδείς αδένες<br />

και ο ρόλος του είναι να παρακολουθεί και να ελέγχει<br />

την ομοιοστασία του ασβεστίου μέσω απελευθέρωσης<br />

παραθορμόνης. Αγωνιστές του υποδοχέα μειώνουν<br />

την έκκριση της παραθορμόνης και χρησιμοποιούνται<br />

σε ασθενείς με νεφρική νόσο και υπερπαραθυρεοειδισμό.<br />

Οι ανταγωνιστές του υποδοχέα μπορούν να<br />

προκαλέσουν έκκριση παραθορμόνης κατά ώσεις. Ένα<br />

καλσιλυτικό (ronacaleret) δημιούργησε θεραπευτικές<br />

προσδοκίες μιας και βελτίωσε την οστική πυκνότητα<br />

τόσο στο φλοιώδες όσο και στο σπογγώδες οστό<br />

σε πειραματόζωα. Όμως η δοκιμή σε ανθρώπους δεν<br />

προκάλεσε αύξηση της οστικής πυκνότητας και η μελέτη<br />

διακόπηκε (14).<br />

Β) Αναστολείς της καθεψίνης Κ<br />

Η καθεψίνη Κ είναι μια κυστεϊνική πρωτεΐνη η οποία<br />

αποδομεί πρωτεΐνες της οστικής θεμέλιας ουσίας συμπεριλαμβανόμενου<br />

και του κολλαγόνου. Η απουσία<br />

της καθεψίνης οδηγεί σε αναστολή της οστικής απορρόφησης.<br />

Η ουσία balicatib έχει χρησιμοποιηθεί σε<br />

κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους και προκάλεσε αύξηση<br />

της οστικής πυκνότητας στην οσφυϊκή μοίρα της<br />

σπονδυλικής στήλης και στο ισχίο (14,38). Λόγω όμως<br />

αλλεργικών δερματικών αντιδράσεων υπάρχει προβληματισμός<br />

για την περαιτέρω έρευνα της επίδρασης<br />

των αναστολέων της καθεψίνης στην οστεοπόρωση<br />

με την εξαίρεση του odanacatib για το οποίο είναι<br />

σε εξέλιξη μελέτες φάσης III (14,39,40). Το odanacatib<br />

είναι ο πιο μελετημένος αναστολέας καθεψίνης. Σε μελέτες<br />

φάσης I και II αυξάνει την οστική πυκνότητα στη<br />

σπονδυλική στήλη και στο ισχίο (14,40). Αν και αντιοστεοκλαστικό,<br />

ο μηχανισμός δράσης του διαφέρει από<br />

τα λοιπά φάρμακα της ίδιας κατηγορίας μιας και δε<br />

μειώνει τον αριθμό των οστεοκλαστών ούτε και επηρεάζει<br />

τη λειτουργία τους (40).<br />

Γ) Αναστολείς του μονοπατιού wnt<br />

Οι wnt είναι πρωτεΐνες που ενεργοποιούν μεμβρανικούς<br />

υποδοχείς που καλούνται frizzled. Οι wnt<br />

εκκρίνονται από οστεοβλάστες και συμμετέχουν στην<br />

οστεοβλαστική διαφοροποίηση. Ο υποδοχέας frizzled<br />

συνδέεται με μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη με το όνομα


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 419<br />

LPR-5 (lipoprotein receptor-related protein). Οι διαδικασίες<br />

που ακολουθούν προκαλούν ενδοκυττάρια αύξηση<br />

της β-κατενίνης η οποία εισερχόμενη στον πυρήνα<br />

προκαλεί γονιδιακή μεταγραφή σημαντική για τον οστικό<br />

σχηματισμό. Η LPR-5 αναστέλλεται από την πρωτεΐνη<br />

dickkopf-1 και τη σκληροστίνη με αποτέλεσμα την<br />

αναστολή της σηματοδότησης των wnt. Η σκληροστίνη,<br />

ειδικά, παράγεται μόνο από οστεοκύτταρα και μόνο<br />

αφού έχει επιμεταλλωθεί το περιβάλλον οστεοειδές.<br />

Αντίσωμα έναντι της σκληροστίνης εμποδίζει τη δέσμευσή<br />

της στην LPR-5 με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση<br />

του μονοπατιού wnt και την αύξηση του οστικού σχηματισμού.<br />

Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χορήγηση<br />

αντισώματος έναντι σκληροστίνης προκάλεσε αύξηση<br />

της οστικής μάζας στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής<br />

στήλης. Επίσης αντισώματα έναντι της πρωτεΐνη<br />

dickkopf (DKK1) έχουν δοκιμασθεί σε ποντικούς και<br />

προκάλεσαν αύξηση της οστικής μάζας (14).<br />

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥ-<br />

ΣΙΑΚΗΣ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ<br />

Υπάρχουν οδηγίες φαρμακευτικές και μη φαρμακευτικές<br />

για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Συγκεράζοντας<br />

τις συστάσεις από διάφορους διεθνείς οργανισμούς<br />

για τη θεραπεία της πρωτοπαθούς (μετεμμηνοπαυσιακής)<br />

οστεοπόρωσης θα προσπαθήσουμε<br />

να δώσουμε ένα γενικό περίγραμμα της θεραπευτικής<br />

προσέγγισης.<br />

Α) ΜΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ<br />

Η μη φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει διαιτητικές<br />

οδηγίες, διακοπή καπνίσματος και άσκηση.<br />

Δεν υπάρχουν πολλά πρόσφατα δεδομένα για τη μη<br />

φαρμακευτική θεραπεία μιας και στο παρελθόν υπήρξε<br />

πλούσια βιβλιογραφία. Για τη χορήγηση ασβεστίου<br />

και βιταμίνης D, έχει γίνει λόγος παραπάνω. Ειδικές<br />

οδηγίες για την πρόσληψη πρωτεϊνών δε συστήνεται<br />

μιας και υπάρχουν αντικρουόμενα δεδομένα (41,42).<br />

Αντίθετα η αυξημένη πρόσληψη άλατος (NaCl) με την<br />

τροφή αυξάνει την ασβεστιουρία με αποτέλεσμα τον<br />

δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και την αυξημένη<br />

οστική απώλεια και επομένως θα πρέπει να<br />

αποφεύγεται (43,44). Όσον αφορά στο κάπνισμα, θα<br />

πρέπει να συστήνεται η διακοπή του μιας και φαίνεται<br />

ότι σχετίζεται με χαμηλή οστική πυκνότητα και μεγαλύτερη<br />

συχνότητα οστεοπόρωσης. Ο καταγματικός<br />

κίνδυνος υποχωρεί στα επίπεδα των μη καπνιστών<br />

δέκα έτη μετά τη διακοπή του καπνίσματος (14). Οι<br />

μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες θα πρέπει να γυμνάζονται<br />

για μισή ώρα τουλάχιστο τρεις φορές τη βδομάδα.<br />

Η άσκηση σχετίζεται με βελτίωση ή διατήρηση<br />

της οστικής πυκνότητας και μείωση του κινδύνου των<br />

καταγμάτων του ισχίου στις ηλικιωμένες ασθενείς (45).<br />

Η άσκηση βοηθάει στην πρόληψη και τη θεραπεία της<br />

οστεοπόρωσης όχι μόνο με την οστική ενδυνάμωση<br />

που προκαλεί αλλά και με την αποφυγή των συχνών<br />

πτώσεων μέσω βελτίωσης της φυσικής κατάστασης<br />

και του μυϊκού συντονισμού (14).<br />

B) ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ<br />

Ιδρύματα που ασχολούνται με την πρόληψη και τη<br />

θεραπεία της οστεοπόρωσης επικαιροποιούν τακτικά<br />

τις οδηγίες τους. Οι θεραπευτικές κατευθύνσεις που<br />

θα δοθούν πιο κάτω στηρίζονται στις οδηγίες του<br />

NOF (National Osteoporosis Foundation) με έδρα τις ΗΠΑ<br />

και των NOS (National Osteoporosis Society) – NOGG<br />

(National Osteoporosis Guideline Group) με έδρα το Ηνωμένο<br />

Βασίλειο. Όπως θα δούμε πιο κάτω και οι δύο<br />

οργανισμοί συστήνουν τον υπολογισμό του δεκαετούς<br />

καταγματικού κινδύνου για την θεραπευτική απόφαση<br />

σε συγκεκριμένες κατηγορίες μετεμμηνοπαυσιακών<br />

γυναικών. Η εκτίμηση του καταγματικού κινδύνου γίνεται<br />

με το Fracture Risk Assessment Tool (FRAX) για το<br />

οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια.<br />

Σύμφωνα με τις οδηγίες του NOF φαρμακευτική<br />

αγωγή θα πρέπει να χορηγείται σε κάθε μετεμμηνοπαυσιακή<br />

γυναίκα που μπορεί να ενταχθεί σε μία από<br />

τις παρακάτω κατηγορίες (46):<br />

1. Ιστορικό κατάγματος σε ισχίο ή σπονδυλική<br />

στήλη (κλινικό ή μορφομετρικό).<br />

Ανεξαρτήτως του BMD το κάταγμα χαμηλής ενέργειας<br />

σε ισχίο και σπονδυλική στήλη θεωρείται οστεοπορωτικό<br />

και συστήνεται αγωγή και από τους δύο<br />

οργανισμούς.<br />

2. T-score ≤-2.5 (DXA) υπολογισμένο με DXA στη<br />

σπονδυλική στήλη, ολικό ισχίο ή αυχένα μηριαίου<br />

με αποκλεισμό δευτεροπαθών αιτιών.<br />

Τιμές Τ-score μικρότερες ή ίσες του 2,5 στη σπονδυλική<br />

στήλη, ολικό ισχίο ή αυχένα μηριαίου, θέτουν τη<br />

διάγνωση της οστεοπόρωσης (σύμφωνα με τον ορισμό<br />

του WHO). Και οι δύο οργανισμοί συστήνουν έναρξη<br />

αντιοστεοπορωτικής αγωγής<br />

3. Τ-score μεταξύ του -1,0 και του -2,5 υπολογισμένο<br />

με DXA στη σπονδυλική στήλη, ολικό ισχίο<br />

ή αυχένα μηριαίου και δεκαετή πιθανότητα κατάγματος<br />

ισχίου > 3% ή οποιουδήποτε μείζονος οστεοπορωτικού<br />

κατάγματος >20%.


420<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Επομένως, μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς<br />

κάταγμα ή με κάταγμα χαμηλής ενέργειας σε θέση<br />

άλλη από το ισχίο ή την σπονδυλική στήλη θα πρέπει<br />

να εξετάζονται με μέτρηση οστικής πυκνότητας. Αν η<br />

τιμή του T-score είναι εντός των ορίων της οστεοπενίας<br />

και ο δεκαετής κίνδυνος κατάγματος είναι ψηλός<br />

θα πρέπει να λαμβάνουν αγωγή.<br />

Η διαφορά των οδηγιών των δύο οργανισμών είναι<br />

ότι ο Βρετανικός (NOS-NOGG) συστήνει αγωγή<br />

σε κάθε μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα με κάταγμα<br />

χαμηλής ενέργειας (και όχι μόνο ισχίου ή σπονδυλικό)<br />

(48).<br />

Διαφορά υπάρχει μεταξύ των δύο οργανισμών<br />

και στο ποιες μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες πρέπει να<br />

εκτιμηθούν με DXA. Ο NOS θεωρεί ότι κάθε γυναίκα<br />

μετά την εμμηνόπαυση θα πρέπει να εκτιμάται με<br />

DXA, ενώ ο NOF συνιστά μέτρηση οστικής πυκνότητας<br />

σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες άνω των 65 ετών. Σε<br />

μικρότερες ηλικίες συστήνει μέτρηση BMD μόνο όταν<br />

συνυπάρχουν ενδείξεις καταγματικού κινδύνου στηριζόμενες<br />

στους κλινικούς παράγοντες (καταγματικού)<br />

κινδύνου (46,47,48).<br />

Ο δεκαετής καταγματικός κίνδυνος, που αναφέρεται<br />

στην περίπτωση 3, εκτιμάται με το Fracture<br />

Risk Assessement Tool (FRAX) για το οποίο έγινε μια<br />

πρώτη αναφορά πιο πάνω. Το FRAX δημιουργήθηκε<br />

από ομάδα εργασίας του WHO, το 2008, με σκοπό την<br />

εκτίμηση της πιθανότητας μείζονος οστεοπορωτικού<br />

κατάγματος (σπονδυλικής στήλης, ισχίου, πήχη, ώμου)<br />

και κατάγματος του ισχίου εντός δεκαετίας για μετεμμηνοπαυσιακές<br />

γυναίκες (μεταξύ 40 και 90 ετών) και<br />

άνδρες (μεταξύ 50 και 90 ετών) που δεν έχουν λάβει<br />

θεραπεία. Η εκτίμηση στηρίζεται σε κλινικούς παράγοντες<br />

κινδύνου (Πίνακας 2) και στην οστική πυκνότητα<br />

του αυχένα του μηριαίου (όταν είναι διαθέσιμη) (48,49).<br />

Το FRAX στηρίχθηκε σε μεγάλης κλίμακας μελέτες<br />

παρατήρησης σε άνδρες και γυναίκες διαφορετικών<br />

εθνικοτήτων και από διάφορα μέρη του κόσμου. Έχει<br />

εκτιμηθεί ότι στις ΗΠΑ είναι οικονομικά ωφέλιμο να<br />

θεραπεύονται άτομα με οστεοπενία που δεν έχουν<br />

λάβει αγωγή, όταν ο δεκαετής καταγματικός κίνδυνος<br />

είναι μεγαλύτερος από 3% για το ισχίο ή από 20% για<br />

τα μείζονα οστεοπορωτικά κατάγματα. Τα ποσοστά<br />

αυτά πιθανότατα είναι διαφορετικά σε κάθε κράτος<br />

και σχετίζονται με το κόστος της αντιοστεοπορωτικής<br />

αγωγής. Αυξημένο κόστος αντιοστεοπορωτικής αγωγής<br />

αυξάνει τα προαναφερθέντα ποσοστά δεκαετούς<br />

κινδύνου, ενώ μειωμένο κόστος (π.χ. γενόσιμα φάρμακα)<br />

τα μειώνει. Όπως σε όλα τα εργαλεία υπάρχουν<br />

περιορισμοί και για το FRAX. Το FRAX μπορεί να υποεκτιμά<br />

τον καταγματικό κίνδυνο σε ασθενείς με (48,50):<br />

• Χαμηλή BMD στη οσφυϊκή μοίρα και φυσιολογική<br />

στο ισχίο<br />

• Πολλαπλά κατάγματα<br />

• Υψηλή δόση στεροειδών<br />

• Οικογενειακό ιστορικό κατάγματος οστεοπορωτικού<br />

(πλην ισχίου)<br />

• Συχνά σοβαρά σπονδυλικά κατάγματα<br />

• Συχνές πτώσεις<br />

Οι NOF και NOS αναγνωρίζοντας τη σημασία του<br />

FRAX το συμπεριέλαβαν στις τρέχουσες οδηγίες για<br />

την προφύλαξη και θεραπεία της οστεοπόρωσης.<br />

Ο εργαστηριακός έλεγχος που ζητάμε πριν την<br />

τεκμηρίωση της πρωτοπαθούς μετεμμηνοπαυσιακής<br />

οστεοπόρωσης περιγράφεται στον Πίνακα 3.<br />

Προτεινόμενη θεραπευτική προσέγγιση<br />

Οι περισσότεροι ιατροί που ασχολούνται με την<br />

οστεοπόρωση ξεκινούν θεραπεία με διφωσφονικά<br />

σκευάσματα (συνήθως από του στόματος). Η οστική<br />

πυκνότητα επανεκτιμάται σε 1-2 έτη (μιας και η<br />

μέγιστη επίδραση των διφωσφονικών στη BMD εκδηλώνεται<br />

μεταξύ του πρώτου και δεύτερου έτους<br />

θεραπείας). Αν στη δεύτερη μέτρηση της οστικής πυκνότητας<br />

υπάρχει σταθεροποίηση ή και αύξηση της<br />

BMD η θεραπεία συνεχίζεται και η BMD επανεκτιμάται<br />

ανά 2 ή και περισσότερα έτη. Πρόβλημα υπάρχει αν η<br />

μείωση της οστικής πυκνότητας είναι μεγαλύτερη της<br />

ελάχιστης σημαντικής αλλαγής (least significant change<br />

= LSC) (51,52). Υπενθυμίζουμε ότι η LSC είναι 5,3% για<br />

τη σπονδυλική στήλη, 5% για το ολικό ισχίο και 6,9%<br />

για τον αυχένα του μηριαίου (53). Η επιδείνωση της<br />

οστικής πυκνότητας μπορεί να οφείλεται σε φτωχή<br />

συμμόρφωση του ασθενούς στη θεραπεία (μη σωστή<br />

λήψη ή ανεπαρκής πρόσληψη των διφωσφονικών ή/<br />

και των συμπληρωμάτων ασβεστίου και βιταμίνης D).<br />

Αν δε φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα στη συμμόρφωση<br />

του ασθενούς τότε υπάρχουν τρεις διαφορετικές<br />

επιλογές:<br />

Α) να συνεχιστεί η αγωγή και να επανεκτιμηθεί με<br />

νέα BMD ο ασθενής σε ένα έτος. Επί ιδίου αποτελέσματος<br />

συνιστάται αλλαγή θεραπείας.<br />

Β) να λάβει ενδοφλέβιο διφωσφονικό και να επανεκτιμηθεί<br />

σε ένα ή δύο έτη.<br />

Γ) να αλλάξει αγωγή λαμβάνοντας αντιοστεοπορωτικό<br />

άλλης κατηγορίας (τεριπαρατίδη, παραθορ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 421<br />

μόνη, ντενοσουμάμπη, ραλοξιφαίνη, ρανελικό στρόντιο).<br />

Αν και οι δείκτες οστικής εναλλαγής δε συμπεριλαμβάνονται<br />

στις οδηγίες παρακολούθησης της<br />

αντιοστεοπορωτικής θεραπείας, εν τούτοις μπορούν<br />

να βοηθήσουν στην έναρξη της αντιοστεοπορωτικής<br />

αγωγής. Μείωση του NTX ούρων κατά τα 50% και του<br />

CTX ορού κατά 30% μετά 3-6 μήνες με διφωσφονικά<br />

παρέχουν ένδειξη συμμόρφωσης και αποτελεσματικότητας<br />

(54).<br />

Επίσης, η εμφάνιση οστεοπορωτικού κατάγματος<br />

κατά τη διάρκεια μιας αντιοστεοπορωτικής αγωγής<br />

είναι ένδειξη αποτυχίας ή μη συμμόρφωσης στη θεραπεία.<br />

ΑΝΔΡΙΚΗ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ<br />

Ολοκληρώνοντας θα σχολιάσουμε, εν ολίγοις, τη<br />

θεραπεία της ανδρικής οστεοπόρωσης. Σύμφωνα με<br />

το WHO o ορισμός της οστεοπόρωσης στους άνδρες<br />

άνω των 50 ετών δε διαφέρει από τον αντίστοιχο<br />

για τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Σε αντίθεση με<br />

τις γυναίκες (στις οποίες το 95% των περιπτώσεων<br />

οστεοπόρωσης μετά την εμμηνόπαυση είναι πρωτοπαθής)<br />

στους άνδρες η πρωτοπαθής οστεοπόρωση<br />

ως αίτιο οστεοπορωτικού κατάγματος δεν ξεπερνά<br />

το 60% των περιπτώσεων.<br />

Οι οδηγίες για την αντιμετώπιση της πρωτοπαθούς<br />

οστεοπόρωσης στους άνδρες δε διαφέρουν από<br />

τις οδηγίες που προαναφέρθηκαν για τις μετεμμηνοπαυσιακές<br />

γυναίκες (46,47).<br />

Τα φάρμακα τα οποία έχουν εγκριθεί για την αντιμετώπιση<br />

της ανδρικής οστεοπόρωσης είναι η αλεδρονάτη<br />

(55), η ριζεδρονάτη (56) και η τεριπαρατίδη (57).<br />

Πίνακας 1. Αποτελεσματικότητα των φαρμάκων στον<br />

καταγματικό κίνδυνο<br />

* (από http://www.shef.ac.uk/NOGG/NOGG_Pocket_<br />

Guide_for_Healthcare_Professionals.pdf)<br />

Πίνακας 2. Κλινικοί παράγοντες για εκτίμηση καταγματικού<br />

κινδύνου<br />

1. Ηλικία<br />

2. Φύλο<br />

3. Χαμηλός δείκτης μάζας σώματος ( 3 μήνες)<br />

7. Κάπνισμα<br />

8. Λήψη αλκοόλ (>3 μονάδες ημερησίως)<br />

9. Δευτεροπαθή αίτια οστεοπόρωσης<br />

• Ρευματοειδής αρθρίτιδα<br />

• Υπογοναδισμός<br />

• Παρατεταμένη ακινητοποίηση<br />

• Μεταμόσχευση οργάνων<br />

• Υπερθυρεοειδισμός<br />

• Σακχαρώδης διαβήτης τύπου I<br />

• Χρόνια ηπατοπάθεια<br />

• Γαστρεντερικά νοσήματα (ΙΦΝΕ, δυσαπορροφήσεις)<br />

• Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια<br />

Πίνακας 3. Έλεγχος για αποκλεισμό άλλων αιτιών<br />

οστεοπόρωσης<br />

1) Γενική αίματος<br />

2) ΤΚΕ, (CRP)<br />

3) Ουρία, κρεατινίνη<br />

4) Σάκχαρο<br />

5) ALT, AST, TP/ALB<br />

6) ALP, γgt<br />

7) K, Na<br />

8) Ca, P, Mg<br />

9) TSH, PTH, 25(OH) βιταμίνη D<br />

10) Ηλεκτροφόρηση λευκωμάτων ορού<br />

11) Ca, P, κρεατινίνη ούρων 24ώρου<br />

12) Οστικός έλεγχος (Ro ΟΜΣΣ και ΘΜΣΣ P)<br />

13) Επί ενδείξεων περαιτέρω ενδοκρινολογικός<br />

έλεγχος (προλακτίνη, κορτιζόλη ούρων 24ώρου,<br />

FSH, LH)<br />

14) Επί ενδείξεων περαιτέρω γαστρεντερολογικός<br />

έλεγχος (ενδοσκόπηση, αυτοαντισώματα για<br />

κοιλιοκάκη)<br />

15) Επί ενδείξεων σπινθηρογράφημα οστών


422<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Daly RM, Brown M, Bass S, Kukuljan S, Nowson C.<br />

Calcium- and vitamin D3-fortified milk reduces bone<br />

loss at clinically relevant skeletal sites in older men: a<br />

2-year randomized controlled trial, J Bone Miner Res.<br />

2006;21(3):397.<br />

2. Jackson RD, LaCroix AZ, Women’s Health Initiative, et<br />

al. Calcium plus vitamin D supplementation and the<br />

risk of fractures, N Engl J Med. 2006;354(7):669.<br />

3. Zhu K, Bruce D, Austin N, Devine A, Ebeling PR, Prince<br />

RL. Randomized controlled trial of the effects of calcium<br />

with or without vitamin D on bone structure and<br />

bone-related chemistry in elderly women with vitamin<br />

D insufficiency, J Bone Miner Res. 2008;23(8):1343.<br />

4. Shea B, Wells G, Guyatt G, et al. Meta analysis of<br />

calcium supplementation for the prevention of postmenopausal<br />

osteoporosis, Endocr Rev 2002;23:552-<br />

559.<br />

5. Larsen ER, Mosekilde L, Foldspang A. Vitamin D and<br />

calcium supplementation prevents osteoporotic fractures<br />

in elderly community dwelling residents: a pragmatic<br />

population-based 3-year intervention study, J<br />

Bone Miner Res. 2004;19(3):370.<br />

6. Yu EW, Bauer SR, Bain PA, Bauer DC. Proton pump<br />

inhibitors and risk of fractures: a meta-analysis of 11<br />

international studies. Am J Med 2011; 124:519.<br />

7. Wang L, Manson JE, Song Y, Sesso HD, Systematic<br />

review: Vitamin D and calcium supplementation in<br />

prevention of cardiovascular events, Ann Intern Med.<br />

2010;152(5):315.<br />

8. Bolland MJ, Grey A, Avenell A, Gamble GD, Reid<br />

IR, Calcium supplements with or without vitamin D<br />

and risk of cardiovascular events: reanalysis of the<br />

Women’s Health Initiative limited access dataset and<br />

meta-analysis, BMJ. 2011;342:d2040.<br />

9. Bischoff-Ferrari HA, Willett WC, Wong JB, et al. Fracture<br />

prevention with vitamin D supplementation: a<br />

meta-analysis of randomized controlled trials. JAMA<br />

2005; 293:2257.<br />

10. Boonen S, Lips P, Bouillon R, et al. Need for additional<br />

calcium to reduce the risk of hip fracture with vitamin<br />

d supplementation: evidence from a comparative<br />

metaanalysis of randomized controlled trials. J Clin<br />

Endocrinol Metab 2007; 92:1415.<br />

11. DIPART (Vitamin D Individual Patient Analysis of Randomized<br />

Trials) Group. Patient level pooled analysis<br />

of 68 500 patients from seven major vitamin D fracture<br />

trials in US and Europe. BMJ 2010; 340:b5463.<br />

12. Dawson-Hughes B, Calcium and Vitamin D, Chapter<br />

47, Primer on the metabolic diseases, 7th edition,<br />

2008, pages 231-233.<br />

13. Papapoulos S., Biphosphonates and postmenopausal<br />

osteoporosis, Chapter 47, Primer on the metabolic<br />

diseases, 7th edition, 2008, pages 237-241.<br />

14. Deal C, Abelson A, Management of osteoporosis,<br />

Chapter 197, Section 16 Metabolic Bone Disease in<br />

Rheumatology, 5th edition, 2011, pages 1975-1988.<br />

15. Patrick AR, Brookhart MA, Losina E, et al. The complex<br />

relation between bisphosphonate adherence<br />

and fracture reduction. J Clin Endocrinol Metab 2010;<br />

95:3251.<br />

16. Agrawal S, Krueger DC, Engelke JA, et al. Betweenmeal<br />

risedronate does not alter bone turnover in nursing<br />

home residents. J Am Geriatr Soc 2006; 54:790.<br />

17. Bone HG, Hosking D, Devogelaer JP, et al. Ten years’<br />

experience with alendronate for osteoporosis in postmenopausal<br />

women. N Engl J Med 2004; 350:1189.<br />

18. Bonnick S, Saag KG, Kiel DP, et al. Comparison of<br />

weekly treatment of postmenopausal osteoporosis<br />

with alendronate versus risedronate over two years. J<br />

Clin Endocrinol Metab 2006; 91:2631.<br />

19. www.aaoms.org/docs/position_papers/osteonecrosis.pdf.<br />

Accessed October 17, 2007<br />

20. Bunch TJ, Anderson JL, May HT, et al. Relation of<br />

bisphosphonate therapies and risk of developing atrial<br />

fibrillation. Am J Cardiol 2009; 103:824.<br />

21. Shane E, Burr D, Ebeling PR, et al. Atypical subtrochanteric<br />

and diaphyseal femoral fractures: report of<br />

a task force of the American Society for Bone and<br />

Mineral Research. J Bone Miner Res 2010; 25:2267.<br />

22. Barrett-Connor E, Mosca L, Collins P, et al. Effects of<br />

raloxifene on cardiovascular events and breast cancer<br />

in postmenopausal women. N Engl J Med 2006;<br />

355:125.<br />

23. Cummings SR, Ensrud K, Delmas PD, et al. Lasofoxifene<br />

in postmenopausal women with osteoporosis. N<br />

Engl J Med 2010; 362:686.<br />

24. Miller PD, Chines AA, Christiansen C, et al. Effects of<br />

bazedoxifene on BMD and bone turnover in postmenopausal<br />

women: 2-yr results of a randomized,<br />

double-blind, placebo-, and active-controlled study. J<br />

Bone Miner Res 2008; 23:525.<br />

25. Silverman SL, Christiansen C, Genant HK, et al. Efficacy<br />

of bazedoxifene in reducing new vertebral<br />

fracture risk in postmenopausal women with osteoporosis:<br />

results from a 3-year, randomized, placebo-,<br />

and active-controlled clinical trial. J Bone Miner Res<br />

2008; 23:1923.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 423<br />

26. Adami S, Calcitonin, Chapter 52, Primer on the metabolic<br />

diseases, 7th edition, 2008, pages 250-251.<br />

27. Cosman F, Greenspan S, Parathyroid Hormone Treatment<br />

for Osteoporosis, Chapter 51, Primer on the<br />

metabolic diseases, 7th edition, 2008, pages 244-249.<br />

28. Greenspan SL, Bone HG, Ettinger MP, et al. Effect of<br />

recombinant human parathyroid hormone (1-84) on<br />

vertebral fracture and bone mineral density in postmenopausal<br />

women with osteoporosis: a randomized<br />

trial. Ann Intern Med 2007; 146:326.<br />

29. Adami S, San Martin J, Muñoz-Torres M, et al. Effect<br />

of raloxifene after recombinant teriparatide [hPTH(1-<br />

34)] treatment in postmenopausal women with osteoporosis.<br />

Osteoporos Int 2008; 19:87.<br />

30. Eastell R, Nickelsen T, Marin F, et al. Sequential treatment<br />

of severe postmenopausal osteoporosis after<br />

teriparatide: final results of the randomized, controlled<br />

European Study of Forsteo (EUROFORS). J Bone<br />

Miner Res 2009; 24:726.<br />

31. Cosman F, Lane NE, Bolognese MA, et al. Effect of<br />

transdermal teriparatide administration on bone mineral<br />

density in postmenopausal women. J Clin Endocrinol<br />

Metab 2010; 95:151.<br />

32. Reginster JY, Felsenberg D, Boonen S, et al. Effects of<br />

long-term strontium ranelate treatment on the risk of<br />

nonvertebral and vertebral fractures in postmenopausal<br />

osteoporosis: Results of a five-year, randomized, placebo-controlled<br />

trial. Arthritis Rheum 2008; 58:1687.<br />

33. Rizzoli R, Strontium Ranelate in the prevention of osteoporotic<br />

fractures, Chapter 50, Primer on the metabolic<br />

diseases, 7th edition, 2008, pages 241-244.<br />

34. Cummings SR, San Martin J, McClung MR, et al. Denosumab<br />

for prevention of fractures in postmenopausal<br />

women with osteoporosis. N Engl J Med 2009;<br />

361:756.<br />

35. Lewiecki EM, Miller PD, McClung MR, et al. Two-year<br />

treatment with denosumab (AMG 162) in a randomized<br />

phase 2 study of postmenopausal women with<br />

low BMD. J Bone Miner Res 2007; 22:1832.<br />

36. Boonen S, Adachi JD, Man Z, et al. Treatment with<br />

denosumab reduces the incidence of new vertebral<br />

and hip fractures in postmenopausal women at high<br />

risk. J Clin Endocrinol Metab 2011; 96:1727.<br />

37. Miller PD, Bolognese MA, Lewiecki EM, et al. Effect<br />

of denosumab on bone density and turnover in<br />

postmenopausal women with low bone mass after<br />

long-term continued, discontinued, and restarting of<br />

therapy: a randomized blinded phase 2 clinical trial.<br />

Bone 2008; 43:222.<br />

38. Kong Wah Ng, John Martin T, Future Therapies for<br />

Osteoporosis, Chapter 56, Primer on the metabolic<br />

diseases, 7th edition, 2008.<br />

39. Costa AG, Cusano NE, Silva BC, Cremers S, Bilezikian<br />

JP, Cathepsin K: its skeletal actions and role as a<br />

therapeutic target in osteoporosis, Nat Rev Rheumatol.<br />

2011 Jun 14;7(8):447-456.<br />

40. Pérez-Castrillón JL, Pinacho F, De Luis D, Lopez-<br />

Menendez M, Dueñas Laita A, Odanacatib, a new<br />

drug for the treatment of osteoporosis: review of the<br />

resultsin postmenopausal women, J Osteoporos. 2010<br />

Jun 14;2010.<br />

41. Rizzoli R, Bonjour JP. Dietary protein and bone health.<br />

J Bone Miner Res 2004; 19:527.<br />

42. Kerstetter JE, Mitnick ME, Gundberg CM, et al. Changes<br />

in bone turnover in young women consuming different<br />

levels of dietary protein. J Clin Endocrinol Metab<br />

1999; 84:1052<br />

43. Kleerekoper M, Overview of Osteoporosis Treatment,<br />

Chapter 43, Primer on the metabolic diseases, 7th edition,<br />

2008, pages 220-221.<br />

44. Weaver C, Heaney R, Nutrition and Osteoporosis,<br />

Chapter 40, Primer on the metabolic diseases, 7th<br />

edition, 2008, pages 206-208.<br />

45. Kemmler W, von Stengel S, Engelke K, et al. Exercise<br />

effects on bone mineral density, falls, coronary risk<br />

factors, and health care costs in older women: the<br />

randomized controlled senior fitness and prevention<br />

(SEFIP) study. Arch Intern Med 2010; 170:179.<br />

46. http://www.nof.org/sites/default/files/pdfs/NOF_<br />

ClinicianGuide2009_v7.pdf, (από την ιστοσελίδα<br />

http://www.nof.org)<br />

47. http://www.shef.ac.uk/NOGG/NOGG_Pocket_<br />

Guide_for_Healthcare_Professionals.pdf, (από την<br />

ιστοσελίδα http://www.shef.ac.uk)<br />

48. Geusens P, Osteoporosis : clinical features of osteoporosis,<br />

Chapter 194,section 16, Metabolic Bone Disease,<br />

in Rheumatology, 5th edition, 2011, pages 1945-57.<br />

49. Kanis J, Assessment of Fracture Risk, Chapter 33, Primer<br />

on the metabolic diseases, 7th edition, 2008, pages<br />

170-173.<br />

50. The International Society for Clinical Densitometry,<br />

International Osteoporosis Foundation. 2010 Official<br />

Positions on FRAX. http://www.iscd.org/Visitors/<br />

pdfs/Official%20Positions%20ISCD-IOF%20FRAX.pdf<br />

(Accessed on July 11, 2011).<br />

51. Binkley N, Bilezikian JP, Kendler DL, et al. Official positions<br />

of the International Society for Clinical Densitometry<br />

and Executive Summary of the 2005 Position<br />

Development Conference. J Clin Densitom 2006; 9:4.


424<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

52. http://www.aace.com/pub/pdf/guidelines/OsteoGuidelines2010.pdf<br />

(Accessed on January 10, 2011).<br />

53. Adams J, Bishop N, DXA in Adults and Children, Chapter<br />

29, Primer on the metabolic diseases, 7th edition,<br />

2008, pages 152-158.<br />

54. Garnero P, Biochemical markers in bone disease,<br />

Chapter 196, section 16, Metabolic Bone Disease, in<br />

Rheumatology, 5th edition, 2011, pages 1965-1973.<br />

55. Ringe JD, Dorst A, Faber H, Ibach K. Alendronate<br />

treatment of established primary osteoporosis in men:<br />

3-year results of a prospective, comparative, two-arm<br />

study. Rheumatol Int 2004; 24:110.<br />

56. Boonen S, Orwoll ES, Wenderoth D, et al. Onceweekly<br />

risedronate in men with osteoporosis: results<br />

of a 2-year, placebo-controlled, double-blind, multicenter<br />

study. J Bone Miner Res 2009; 24:719.<br />

57. Orwoll ES, Scheele WH, Paul S, et al. The effect of<br />

teriparatide [human parathyroid hormone (1-34)] therapy<br />

on bone density in men with osteoporosis. J Bone<br />

Miner Res 2003; 18:9.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041824<br />

E-mail: micvaslam@gmail.com<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ<br />

Dr Μ Μ Βασλαματζής<br />

Διευθυντής, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Οι εξελίξεις στην Ογκολογία τα τελευταία 2-3 χρόνια,<br />

είναι ταχύτατες, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, βασίζονται<br />

κυρίως στις προόδους και την εξέλιξη της Μοριακής<br />

Βιολογίας και της Γενετικής και αφορούν κυρίως 2 τομείς.<br />

Την εισαγωγή νέων μονοκλωνικών αντισωμάτων<br />

και την ευρύτερη χρήση στοχευουσών θεραπειών στην<br />

Κλινική Ογκολογία και τις προόδους στην αντιμετώπιση<br />

επί μέρους κακοήθων νεοπλασμάτων με την χρήση<br />

κλασσικών φαρμάκων. Το πρώτο μέρος αναπτύσσεται<br />

σαφέστατα, εμπεριστατωμένα, εν εκτάσει και απολύτως<br />

κατανοητά, από τον επιμελητή του Ογκολογκού<br />

Τμήματος κ. Νεκτάριο Αλεβιζόπουλο, τον οποίο συγχαίρω<br />

και ευχαριστώ θερμά για την προσπάθειά του.<br />

Για τον δεύτερο τομέα θα εκτεθούν στην παρούσα<br />

βραχεία ανασκόπηση ορισμένα εκ των νέων δεδομένων<br />

στην θεραπεία συνήθων κακοήθων νεοπλασμάτων.<br />

Θα γίνει προσπάθεια εστιάσεως σε νοσήματα<br />

αντιμετωπιζόμενα συνήθως στο Νοσοκομείο μας και<br />

σε παρενέργειες εκ των φαρμάκων, στην αντιμετώπιση<br />

των οποίων μπορεί να εμπλακούν ιατροί περισσοτέρων<br />

ειδικοτήτων. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 425, 2012.


426<br />

ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ: ΜΕΡΟΣ Α’ - ΜΕΡΟΣ Β΄<br />

SUMMARY<br />

ALEVIZOPOULOS N, VASLAMATZIS MM. What’s new in oncology. Targeted therapies include the newer agents;<br />

monoclonal antibodies and the small molecule inhibitors, which have significantly changed the anticancer treatment.<br />

These drugs are now incorporated in many oncology treatment guidelines. The mechanisms of action and toxicities of<br />

targeted therapies differ from those of traditional cytotoxic chemotherapy. Targeted therapies are generally better tolerated<br />

than cytotoxic chemotherapy, with a distinct side effects profile. Targeted therapy has raised new questions about<br />

the tailoring of cancer treatment to an individual patient’s tumour, the assessment of drug effectiveness and toxicity, and<br />

the economics of cancer care. All these advances in molecular biology and genetics expand our prognostic information<br />

and direct “ the best targeted treatment” in some subgroups of patients with carcinomas. A short updating in the new<br />

treatment data/ progress of the most frequency malignant neoplasms (lung, breast, colon, gastric, prostate, ovarian) have<br />

been described in this short review. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 426-447, 2012.<br />

Key words: targeted agents, angiogenesis, apoptosis<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η αποτελεσματικότητα των κλασικών αντικαρκινικών φαρμάκων επισκιάζεται από την πληθώρα ανεπιθύμητων<br />

ενεργειών και την ανάπτυξη αντίστασης. Η έρευνα έχει πετύχει να δημιουργήσει νεότερα φάρμακα, στοχευτικά<br />

των οδών μεταγωγής μηνυμάτων που ελέγχουν την αύξηση, διαφοροποίηση, απόπτωση και εξέλιξη του καρκινικού<br />

κυττάρου. Ως τέτοιες νοούνται οι θεραπείες κατά μοριακών στόχων (ΘΚΜΣ), με μονοκλωνικά αντισώματα<br />

και μόρια αναστολείς κινασών, τα οποία με ιδιαίτερο τρόπο διακόπτουν τους σηματοδοτικούς καταρράκτες<br />

που ευοδώνουν τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κύτταρων και τη δημιουργία μεταστάσεων. Παράγοντες<br />

με στόχο τις οδούς που ενεργοποιούνται από υποδοχείς μεμβράνης είναι τα μονοκλωνικά αντισώματα (π.χ.<br />

CETUXIMAB, BEVACIZUMAB, κ.λπ.) και αναστολείς της ενεργότητας κινάσης (GEFITINIB, LAPATINIB, SORAFENIB,<br />

SUNITINIB, κ.λπ.). Ιδανικός στόχος είναι η επαύξηση της αποτελεσματικότητας των ήδη υπαρχόντων κλασσικών<br />

φαρμάκων όταν συνδυάζονται με αυτά και η διεύρυνση του θεραπευτικού φάσματος ενδείξεων των παραγόντων<br />

κατά μοριακών στόχων με πολλαπλά επίπεδα στόχευσης. Η πρόοδος στην θεραπεία των κυριοτέρων<br />

κακοήθων νεοπλασμάτων (πνεύμονα, μαστού, εντέρου, στομάχου, προστάτου και ωοθηκών), η οποία συνετελέσθη<br />

τα τελευταία 2 χρόνια, με στοχευμένες ή μη θεραπείες, δίνεται στην σύντομη ανασκόπηση που ακολουθεί<br />

φωτίζοντας το νέο πεδίο έρευνας και ελπιδοφόρας θεραπευτικής προσέγγισης που φαίνεται να ανοίγει.<br />

Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 426-447, 2012.<br />

Λέξεις κλειδιά: θεραπείες κατά μοριακών στόχων, αγγειογένεση, απόπτωση, νεότερες θεραπείες, μονοκλωνικά<br />

αντισώματα, αναστολείς


Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Νεκτάριος Αλεβιζόπουλος<br />

Τηλ.: 2132041823<br />

E-mail: nalevizopoulos@gmail.com<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ: ΜΕΡΟΣ Α’<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

Ν Αλεβιζόπουλος 1 και Μ Μ Βασλαματζής 2<br />

1<br />

Παθολόγος - Ογκολόγος, 2 Διευθυντής<br />

Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα κυτταροστατικά φάρμακα στην θεραπευτική<br />

ογκολογική φαρέτρα, έχουν επί έτη χρησιμοποιηθεί<br />

παρά την περιορισμένη αποτελεσματικότητά τους, τη<br />

μη υπερεκλεκτική δράση τους και το εγγενές πρόβλημα<br />

ανάπτυξης αντίστασης σε αυτά.<br />

Για τον λόγο αυτό η επιστημονική έρευνα στράφηκε<br />

και ήδη επέτυχε να δημιουργήσει νεότερα φάρμακα, τα<br />

οποία έχουν επιλεκτικά στόχους, τις οδούς μεταγωγής<br />

μηνυμάτων που ελέγχουν την αύξηση, διαφοροποίηση,<br />

απόπτωση και εξέλιξη του καρκινικού κυττάρου. Aντικείμενο<br />

δράσης τους αποτελούν σήματα ευόδωσης<br />

του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, η δημιουργία αγγειακού<br />

δικτύου (αγγειογένεση) των όγκων και οι σηματοδοτικές<br />

πρωτεΐνες απόπτωσης των κυττάρων.<br />

Η επινόηση των μονοκλωνικών αντισωμάτων και<br />

των θεραπειών κατά μοριακών στόχων (ΘΚΜΣ) αποτελεί<br />

την νέα πραγματικότητα προόδου της ογκολογίας,<br />

που τείνει να πλησιάσει τον οραματισμό από<br />

τον Paul Erlich της θεωρίας της μαγικής βολίδας (Magic<br />

Bullet), που θα εξοντώνει το στόχο χωρίς να προκαλεί<br />

οποιαδήποτε βλάβη στον ξενιστή (1).<br />

Στα κακοήθη νοσήματα δεν υπάρχει ένας μόνον<br />

μηχανισμός-στόχος ένοχος της απαρχής και της εξέλιξής<br />

τους. Πληθώρα αλλαγών σε διαφορετικούς κρίσιμους<br />

τομείς-στόχους, έχουν ενοχοποιηθεί, όπως η<br />

υπερδραστηριότητα τυροσινικών κινασών, τροποποιημένη<br />

έκφραση ογκοκατασταλτικών γονιδίων, αλλαγές<br />

στην σηματοδότηση και έκφραση πρωτεϊνών απόπτωσης.<br />

Τα συνοδευτικά αντιγόνα του όγκου αποτελούν<br />

στόχους για ανοσοθεραπευτικές παρεμβάσεις, ενώ<br />

η αγγειογένεση παραμένει μηχανισμός νευραλγικής<br />

σημασίας, που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον και<br />

την ελπίδα της σύγχρονης ερευνητικής αντικαρκινικής<br />

προσπάθειας. Είναι προφανές ότι φάρμακα της κατηγορίας<br />

αυτής, τελικώς προκαλούν υποχώρηση ή αναστολή<br />

ανάπτυξης των όγκων (2,3,4). Στην αξιολόγησή<br />

τους είναι σαφές ότι αυτά δεν επάγουν αμέσως κυτταρικό<br />

θάνατο, αλλά μετεξέλιξη των κακοήθων κυττάρων<br />

σε μη διαιρούμενα ζώντα κύτταρα, τα οποία<br />

σε επόμενο χρόνο, λόγω π.χ. αλλαγής έκφρασης γονιδίων<br />

και επαγωγής της απόπτωσης εξ αυτών, θα<br />

οδηγηθούν στον θάνατο.<br />

Βασική παράμετρος αξιολόγησης της δραστικότητας<br />

τους είναι η ανταπόκριση (response rate) της νόσου,<br />

βάσει των γνωστών RECIST κριτηρίων της Κλινικής<br />

Ογκολογίας. Ήδη το National Cancer Institute’s Molecular<br />

Targets Development Program, έχει αναπτύξει ειδικό<br />

πρόγραμμα για την αξιολόγηση ουσιών κατά ειδικών<br />

στόχων, ενώ το NCI’s Chemical Biology Consortium έχει<br />

οργανώσει ειδικό τμήμα ελέγχου κλινικής εφαρμογής<br />

αποκλειστικά για τα δρώντα αυτά φάρμακα κατά ειδικών<br />

στόχων σε μοριακό επίπεδο (5,6).<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΜΟΡΙΑΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ (ΘΚΜΣ)<br />

Η αναγνώριση και ταυτοποίηση του ειδικού στόχου<br />

στην νεοπλασματική διαδικασία συγκεκριμένου<br />

κακοήθους νοσήματος αποτελεί τη θεμέλιο λίθο για<br />

την κατεύθυνση της έρευνας και παραγωγής της ειδικής<br />

θεραπείας, με τη μορφή των νεότερων μονοκλωνικών<br />

αντισωμάτων ή αναστολέων – αποκλειστών<br />

μοριακών υποδοχέων.<br />

Οι περισσότερες ΘΚΜΣ είναι μικρομοριακά φάρμακα,<br />

ονομαζόμενα μονοκλωνικά αντισώματα (ΜAb)<br />

και μοριακοί αναστολείς (ΜΑ) (7,8). Η διείσδυσή τους<br />

στα καρκινικά κύτταρα και η καταστροφή του ειδικού


428<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

ενδοκυττάριου στόχου αποτελεί βασικό μηχανισμό<br />

δράσης τους. Άλλα ΜAb ή ΜΑ δεν έχουν ικανότητα να<br />

διαπεράσουν την κυτταρική μεμβράνη αλλά δύνανται<br />

να καταστρέψουν αντιγόνα ευρισκόμενα επ’ αυτής.<br />

Αρχικά τα ΜΑb παράγονται σε ανοσοποιηθέντα<br />

πειραματόζωα. Τα ανοσοποιηθέντα ζώα μπορεί να<br />

παρέξουν διαφορετικούς τύπους αντισωμάτων κατά<br />

ειδικών στόχων. Τα σπληνικά κύτταρα εξάλλου μπορεί<br />

να επάγουν τον σχηματισμό ενός μόνο τύπου<br />

αντισωμάτων, τα οποία συλλέγονται από ανοσοποιηθέντα<br />

ζώα, μετά σύντηξη με μυελωματικά κύτταρα.<br />

Η κλωνοποίηση των κυττάρων αυτών σε κυτταρικές<br />

καλλιέργειες επάγει την παραγωγή μεγάλου αριθμού<br />

ενός μόνον τύπου ΜΑb.<br />

Τα ΜΑb για θεραπευτική χρήση επιλέγονται μετά<br />

από έλεγχο και αξιολόγηση της κλινικής αποτελεσματικότητας<br />

και μελέτη της τοξικότητάς τους. Τα ΜΑb<br />

εξανθρωποποιούνται (“humanized”) με γενετική αντικατάσταση,<br />

όσον το δυνατόν μεγαλύτερου μη ανθρώπινου<br />

τμήματος από ανθρώπινο, μια διαδικασία απαραίτητη<br />

για πρόληψη της ανοσιακής απάντησης του<br />

ατόμου το οποίο μπορεί να αναγνωρίζει το ΜΑb ως<br />

αλλογενές αντιγόνο και να το καταστρέφει πριν καν<br />

δράσει στο στόχο του.<br />

ΠΕΔΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ<br />

ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ<br />

Ο σχηματισμός νέων αγγείων (νεοαγγείωση) είναι<br />

νευραλγικός μηχανισμός με τον οποίο οι όγκοι αυξάνουν<br />

και μεθίστανται. Η έκταση της αγγειογενέσεως<br />

ελέγχεται από ποικίλους παράγοντες σε τοπικό επίπεδο<br />

με προ και αντιαγγειογενετική ικανότητα (9-14).<br />

Ο Αυξητικός παράγοντας του ενδοθηλίου των αγγείων<br />

[Vascular endothelial growth factor (VEGF)] είναι<br />

ενδοθηλιακό ειδικό μιτογόνο και ο σημαντικότερος αγγειογενετικός<br />

παράγων, ο οποίος εκφράζεται σε ποικίλους<br />

όγκους. Η δε έκφραση του σε υψηλά επίπεδα<br />

σε μερικούς όγκους σχετίζεται με πτωχή πρόγνωση.<br />

Ο ισχυρότερος από τους παράγοντες αυτούς είναι<br />

ο VEGF-A, ουσία εκκρινόμενη από τους όγκους που<br />

προκαλεί αυξημένη διαπερατότητα του αγγειακού ενδοθηλίου<br />

σε διάφορες πρωτεΐνες του πλάσματος. Ο<br />

VEGF είναι παράγοντας επιβίωσης των ενδοθηλιακών<br />

κυττάρων και σε μοριακό επίπεδο επαναπρογραμματίζει<br />

την έκφραση γονιδίων των ενδοθηλιακών κυττάρων<br />

προκαλώντας την αυξημένη έκφραση διαφόρων<br />

πρωτεϊνών, όπως ο ιστικός παράγοντας, πρωτεΐνες<br />

σχετιζόμενες με την ινωδολυτική οδό (ουροκινάση,<br />

ενεργοποιητής του ιστικού πλασμινογόνου, αναστολέας<br />

του ενεργοποιητή του τύπου 1 πλασμινογόνου),<br />

μεταλλοπρωτεϊνάσες, τον μεταφορέα γλυκόζης GLUT-<br />

1, τη συνθετάση νιτρικού οξειδίου, πολλά μιτογόνα και<br />

αρκετούς αντιαποπτωτικούς παράγοντες (Bcl-2, Al,<br />

survivin).<br />

Ο VEGF επάγει όμως τη διαπερατότητα των αγγείων<br />

και με την ενίσχυση της δράσης οργανιδίων στα<br />

ενδοθηλιακά κύτταρα των νεοαγγείων που μεσολαβούν<br />

στη μεταφορά μεταβολιτών ή/και αυξάνοντας τη<br />

διαπερατότητα του ενδοθηλίου ενεργοποιώντας είτε<br />

1. Τον καταρράκτη μεταφοράς σήματος της πρωτεϊνικής<br />

κινάσης του ενεργοποιημένου μιτογόνου και<br />

την ανακατάταξη των συμπλεγμάτων καδερίνης/κατενίνης<br />

είτε<br />

2. Τις οδούς του PKB/Akt και της ενδοθηλιακής συνθετάσης<br />

νιτρικού οξειδίου (eNOS).<br />

Το ολοένα αυξανόμενο μέγεθος του όγκου επιτείνει<br />

την υποξία εντός αυτού, η οποία ενεργοποιεί και<br />

υπερεκφράζει με τη σειρά της τους παράγοντες που<br />

προάγουν την αγγειογένεση, όπως των VEGF, bbFGF,<br />

IL-8, TNF-α, TGF-β κ.ά.<br />

Είναι πλέον γνωστό και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο<br />

ότι η ποσοτική έκφραση επιπέδων VEGF-A συσχετίζεται<br />

με πτωχή πρόγνωση σε διάφορα καρκινώματα,<br />

όπως μαστού, ωοθηκών, τραχήλου μήτρας, εντέρου,<br />

εγκεφάλου, θυρεοειδούς, οισοφάγου, νεφρού, ουροδόχου<br />

κύστεως και προστάτη, αλλά και σε σαρκώματα<br />

οστών και μαλακών μορίων. Σε όλες τις καταξιωμένες<br />

μελέτες τα επίπεδα VEGF-A συνδέονται με πληθώρα<br />

προγνωστικών παραγόντων (μέγεθος όγκου, παρουσία<br />

μεταστάσεων), με βραχύτερο χρόνο ελεύθερο νόσου<br />

και συνολική επιβίωση.<br />

Δεδομένων των ανωτέρω, η αγγειογένεση των κακοήθων<br />

όγκων και η αναστολή της, συγκεντρώνουν<br />

όλο το ενδιαφέρον της ιατρικής έρευνας και πλείστες<br />

ουσίες που παρεμβαίνουν σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας,<br />

βρίσκονται σε ανάπτυξη και κλινική χρήση<br />

(15). Ο μεγάλος ενθουσιασμός που υπάρχει απορρέει<br />

από τα σημαντικά πλεονεκτήματα που φαίνεται ότι<br />

έχουν οι αντιαγγειογενετικοί παράγοντες έναντι των<br />

συμβατικών θεραπειών.<br />

Τα πλεονεκτήματα της αντιαγγειογενετικής θεραπείας<br />

(μονοκλωνικά αντισώματα και μοριακοί αναστολείς)<br />

είναι:<br />

1. Αυξημένη παροχή φαρμάκου στον στόχο. Μία<br />

ουσία που δρα κυρίως στο ενδοθήλιο των αγγείων<br />

βρίσκει εύκολη πρόσβαση με την ενδοφλέβια χορήγηση.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 429<br />

2. Ενίσχυση της δράσης. Οι κλασσικές κυτταροτοξικές<br />

αντινεοπλασματικές θεραπείες συνήθως αποτυγχάνουν<br />

να καταστρέψουν όλα τα κακοήθη κύτταρα<br />

και, ως γνωστόν, αρκεί ένα ποσοστό εξ αυτών προκειμένου<br />

ο όγκος να επανεμφανισθεί. Η επιτυχής στόχευση<br />

μερικών μόνο ενδοθηλιακών κυττάρων εντός<br />

του αναπτυσσόμενου αγγείου μπορεί να είναι επαρκής,<br />

για καταστροφή όλου του όγκου.<br />

3. Απουσία φαρμακευτικής αντίστασης των ενδοθηλιακών<br />

κυττάρων που είναι γενετικά σταθερά και<br />

με πολύ μικρές πιθανότητες ανάπτυξης μεταλλάξεων<br />

που θα επάγουν φαρμακευτική αντίσταση.<br />

4. Εκλεκτική στόχευση ενδοθηλιακών κυττάρων του<br />

όγκου. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα που εμπλέκονται στη<br />

νεοαγγειογένεση παρουσιάζουν διαφορές συγκριτικά<br />

με τα φυσιολογικά ενδοθηλιακά κύτταρα, ώστε η αντιαγγειογενετική<br />

θεραπεία να κατευθύνεται επιλεκτικά<br />

στα νεοπλασματικά ενδοθηλιακά κύτταρα και όχι στα<br />

φυσιολογικά.<br />

5. Ευρεία εφαρμογή στη θεραπεία πολλών κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΤΑ ΜΟΡΙΑΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ (ΘΚΜΣ)<br />

ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ<br />

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα μονοκλωνικά<br />

αντισώματα κατά του VEGF ή των υποδοχέων του,<br />

τα ribozymes για την αναστολή έκφρασης των υποδοχέων<br />

και οι αναστολείς τυροσινικής κινάσης (ΤΚ) που<br />

εμποδίζουν την ενεργοποίηση των υποδοχέων και την<br />

επακόλουθη σηματοδότηση (VEGF, PDGFR). Τα χιμαιρικά<br />

αντισώματα έναντι του VEGF (Bevacizumab), αλλά<br />

και μικρά μόρια (Sorafenib – Nexavar, μικρομοριακός<br />

αναστολέας εγκεκριμένος από το FDA για θεραπεία<br />

ασθενών με μεταστατικό ΝΚ και περιπτώσεις ηπατωμάτων,<br />

Sunitinib – Sutent, εγκεκριμένος για θεραπεία<br />

μεταστατικού ΝΚ ή GIST’s μη ανταποκρινόμενων στην<br />

imatinib) αναστέλλοντα την ενεργοποίηση της ΤΚ μετά<br />

τη σύνδεση του VEGF ανήκουν πλέον στους καθιερωμένους<br />

αλγορίθμους θεραπευτικής αντιμετώπισης<br />

πολλών νεοπλασμάτων (16-22).<br />

Άλλες ουσίες, ευοδωτικές της δράσης του VEGF,<br />

όπως οι ιντεγκρίνες (23), αποτελούν πολλά υποσχόμενο<br />

στόχο έμμεσης πλήξης της αντιαγγειογενετικής<br />

διαδικασίας. Η αναστολή τους φαίνεται ικανή<br />

να αναστέλλει την αγγειογένεση και να ευοδώσει την<br />

απόπτωση. Η αναστολή της αλληλεπίδρασης ανβ3-<br />

ιντεγκρίνης-βιτρονεκτίνης, είναι η θεμελιώδους ουσίας<br />

θεραπευτικός στόχος για την παρεμπόδιση της<br />

προσκόλλησης των ενδοθηλιακών κυττάρων στο<br />

εξωκυττάριο υπόστρωμα κατά τη νεοαγγείωση. Μικρά<br />

πεπτίδια που μιμούνται τις θέσεις σύνδεσης των<br />

ιντεγκρινών στο εξωκυπάριο υπόστρωμα ή ειδικά δεσμευτικά<br />

αντισώματα είναι σε φάση παραγωγής και<br />

ευρύτερης κλινικής εφαρμογής.<br />

ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ANTI-VEGF<br />

Κύριος εκπρόσωπος της ομάδας είναι το<br />

Bevacizumab (bev), ένα ανασυνδυασμένο εξανθρωποποιημένο<br />

μονοκλωνικό αντίσωμα (MAb), που δεσμεύει<br />

τον VEGF (24-27).<br />

Βάσει προκλινικών δεδομένων, το φάρμακο μπορεί<br />

με δοσοεξαρτώμενο τρόπο να αναστείλει την ανάπτυξη<br />

όγκων. Οι Gordon και συν. (28) χορήγησαν bev σε<br />

25 ασθενείς με διάφορους τύπους νεοπλασμάτων, με<br />

σοβαρότερη παρατηρούμενη τοξικότητα τα αιμορραγικά<br />

επεισόδια. Δοσοπεριοριστική τοξικότητα δεν παρατηρήθηκε<br />

και γι’ αυτό σε μελέτες φάσης II, προτάθηκε<br />

η εβδομαδιαία χορήγηση του φαρμάκου. Κανένας<br />

ασθενής δεν παρουσίασε πλήρη ή μερική ανταπόκριση.<br />

Ένας ασθενής (4%) παρουσίασε ελάσσονα ανταπόκριση<br />

και 12 (48%) σταθερή νόσο.<br />

Οι ίδιοι ερευνητές, σε άλλη μελέτη, χορήγησαν το<br />

φάρμακο σε τρεις ομάδες από τέσσερις ασθενείς η<br />

μία. Στην πρώτη ομάδα χορηγήθηκε bev εβδομαδιαία,<br />

για οκτώ συνεχείς εβδομάδες, σε συνδυασμό με<br />

δοξορουβικίνη κάθε 4 εβδομάδες. Στη δεύτερη, η ίδια<br />

δόση bev μαζί με CBDCA/πακλιταξέλη και στην τρίτη<br />

bev/5-FU/LV εβδομαδιαία για 6 συνεχείς εβδομάδες,<br />

σε κύκλους των οκτώ εβδομάδων. Παρατηρήθηκε ένα<br />

επεισόδιο διάρροιας βαθμού III στην ομάδα της 5-FU,<br />

δύο επεισόδια θρομβοπενίας ένα επεισόδιο ουδετεροπενίας<br />

βαθμού III στην ομάδα της CBDCA/πακλιταξέλη.<br />

Ένας ασθενής κάθε ομάδας εμφάνισε ανταπόκριση<br />

και συνέχισε την αγωγή για περισσότερο από οκτώ<br />

εβδομάδες.<br />

Δεδομένων των ανωτέρω ο έλεγχος της bev προχώρησε<br />

σε κλινικές μελέτες φάσης II. Σε μία εξ αυτών<br />

οι Kabbinavar και συν. (29,30) χορήγησαν το φάρμακο<br />

σε 104 ασθενείς με μεταστατικό ΚΠΕ-Ο. Οι ασθενείς<br />

έλαβαν με τυχαία κατανομή 5-FU/LV (n = 36) για έξι<br />

συνεχείς εβδομάδες ανά οκτώ εβδομάδες ή ίδια δόση<br />

5-FU/LV με bev 5 mg/kg (η = 35) κάθε δύο εβδομάδες ή<br />

5-FU/LV και bev 10 mg/kg (η = 33) κάθε δύο εβδομάδες.<br />

Σε σχέση με το σκέλος αναφοράς, η προσθήκη bev<br />

αύξησε τα ποσοστά ανταπόκρισης το διάστημα μέχρι<br />

την πρόοδο της νόσου (ΔΕΠΝ): 5.2 έναντι 9.0 έναντι 7.2<br />

μηνών, ενώ παρατηρήθηκε μείωση του κινδύνου εμφά-


430<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

νισης προόδου της νόσου (ΠΝ) κατά 61% στο σκέλος<br />

των 5 mg/kg και κατά 46% στο σκέλος των 10 mg/kg. Η<br />

διάμεση επιβίωση (ΔΕ) ήταν επίσης μεγαλύτερη στους<br />

ασθενείς που έλαβαν bev (13,8 μήνες έναντι 21,5 μηνών<br />

έναντι 16,1 μηνών), ενώ παρατηρήθηκε και μείωση του<br />

κινδύνου θανάτου κατά 37% στους ασθενείς που έλαβαν<br />

5 mg/kg (HR:0.87).<br />

Σημαντικότερη ανεπιθύμητη ενέργεια ήταν τα<br />

θρομβωτικά επεισόδια, τα οποία σε μία περίπτωση<br />

οδήγησαν στον θάνατο του ασθενούς. Η επίπτωση<br />

και η βαρύτητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που<br />

σχετίζονται με τις 5-FU/LV (διάρροια, στοματίτιδα,<br />

λευκοπενία) δεν επηρεάστηκε. Η χορήγηση bev σχετίστηκε<br />

με την εμφάνιση πυρετού, ρίγους, κεφαλαλγίας,<br />

εξανθήματος, ρινικής επίσταξης και υπέρτασης<br />

(31-33).<br />

Ανάλογη μελέτη τυχαίας κατανομής σχεδιάσθηκε<br />

από τους Yang και συν. (34) σε 110 ασθενείς με καρκίνο<br />

του νεφρού με χορήγηση bev 3 mg/kg (n=35) έναντι<br />

bev 10 mg/kg (n=37), κάθε δύο εβδομάδες vs εικονικού<br />

φαρμάκου (n=38). Παρατηρήθηκε ποσοστό ανταπόκρισης<br />

8% στο σκέλος με την υψηλή δόση bev. Ο χρόνος<br />

μέχρι την ΠΝ ήταν επίσης σημαντικά μεγαλύτερος με<br />

την υψηλή δόση του bevacizumab έναντι του εικονικού<br />

φαρμάκου (ρ = 0.001) γεγονός που οδήγησε και στην<br />

πρόωρη διακοπή της μελέτης.<br />

Πρόσφατα, ανακοινώθηκαν αποτελέσματα τοξικότητας<br />

από τη μελέτη φάσης II E2200(35), της ECOG. Οι<br />

ερευνητές χορήγησαν ιρινοτεκάνη, 5-FU και LV εβδομαδιαία,<br />

για τέσσερις εβδομάδες, σε κύκλους των έξι<br />

εβδομάδων, και bev 10 mg/kg κάθε δύο εβδομάδες σε<br />

18 μη προθεραπευμένους ασθενείς με μεταστατικό<br />

ΚΠΕ-Ο. Η προσθήκη της bev δεν οδήγησε σε αύξηση της<br />

τοξικότητας που σχετίζεται με τα χημειοθεραπευτικά<br />

φάρμακα, ενώ παρατηρήθηκαν μόνο τρία επεισόδια<br />

επίσταξης και ένα αιμόπτυσης.<br />

Η χρησιμότητα του αντισώματος ελέγχθηκε και<br />

σε μελέτη με τυχαία κατανομή συνδυασμού Paclitaxel<br />

+CBDCA ± bev ως 1ης γραμμής θεραπεία σε ασθενείς<br />

με προχωρημένο ή μεταστατικό ΜΜΚΠ. Αναδείχθηκε<br />

υπεροχή του συνδυασμού των τριών φαρμάκων στην<br />

επίτευξη ΣΕ. Όλα τα ανωτέρω δείχνουν την ασφάλεια<br />

και τη δραστικότητα της bev, η οποία αποτελεί πλέον<br />

την αιχμή του δόρατος στις νεότερες θεραπείες<br />

κατά μοριακών στόχων σε πολλά κακοήθη νοσήματα.<br />

Η θεραπευτική του χορήγηση με ασφάλεια στην αντιμετώπιση<br />

των πρωτοπαθών όγκων του εγκεφάλου,<br />

αποτελεί τη νέα προστιθέμενη ένδειξη του αντισώματος<br />

στην ήδη αποδεκτή ευρέως χορήγησή του στον<br />

κολοορθικό, νεφροκυτταρικό, πνευμονικό μη μικροκυτταρικό<br />

καρκίνο.<br />

Η μέχρι σήμερα εμπειρία συνηγορεί ότι η θεραπεία<br />

με μονοκλωνικά αντισώματα είναι νέα και αποτελεσματική<br />

μέθοδος στην αντιμετώπιση ασθενών με νεοπλασματικές<br />

παθήσεις με αποδεκτή και αναστρέψιμη<br />

τοξικότητα. Ο συνδυασμός τους με ΧΘΠ βελτιώνει τα<br />

κλινικά αποτελέσματα. Οι βασικοί μηχανισμοί δράσης<br />

των ασύζευκτων ΜΑb είναι ανοσολογικοί ή επάγοντες<br />

την απόπτωση των νεοπλασματικών κυττάρων.<br />

Αν και οι ακριβείς μηχανισμοί δράσης δεν είναι ακόμη<br />

γνωστοί, πιθανολογείται ότι τον σημαντικότερο<br />

ρόλο διαδραματίζει η ενεργοποίηση των μηχανισμών<br />

απόπτωσης. Η πλήρης διερεύνηση των μηχανισμών<br />

δράσης των ΜΑb αλλά και η παραγωγή νέων αντισωμάτων<br />

και άλλων ανοσομορίων με παρόμοια δράση<br />

αποτελούν σημαντική εξέλιξη στην Ογκολογία και<br />

ταυτόχρονα πρόκληση για την ένταξη τους στη σύγχρονη<br />

θεραπευτική ολοένα και περισσότερων όγκων.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟ ΠΡΟΤΕΟΣΩΜΑ<br />

Πολλές από τις ρυθμιστικές πρωτεΐνες του κυτταρικού<br />

κύκλου που εμπλέκονται στην ενδοκυττάρια<br />

μετάδοση σημάτων, αποτελούν υπόστρωμα και<br />

αποδομούνται μέσω του ενζυμικού συστήματος του<br />

πρωτεοσώματος, που έχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη<br />

των όγκων και την εμφάνιση μεταστάσεων. Η<br />

αποδόμηση μιας σειράς πρωτεϊνών, όπως κυκλίνες<br />

και κυκλινοεξαρτώμενες κινάσες, είναι απαραίτητη διεργασία<br />

για την κυτταρική διαίρεση. Παράλληλα, το<br />

ενζυμικό σύστημα πρωτεοσώματος έχει σημαντικό<br />

ρόλο στην ενεργοποίηση του NF-κΒ παράγοντα, αποδομώντας<br />

την ανασταλτική του πρωτεΐνη ΙκΒ, όπως<br />

και στην αναστολή της απόπτωσης μέσω του Bcl-2.<br />

Η Bortezomib (PS-341) είναι ο εκλεκτικός αναστολέας<br />

του πρωτεοσώματος, με σημαντική αντινεοπλασματική<br />

δραστικότητα έναντι κυτταρικών σειρών καρκίνων<br />

του προστάτη και του πνεύμονα, όπως έχει δειχθεί<br />

σε προκλινικές μελέτες, βάση των οποίων εισήλθε σε<br />

κλινικές μελέτες φάσης Ι (36).<br />

Οι Hammilton και συν. (37) χορήγησαν το φάρμακο<br />

ενδοφλέβια σε 27 ασθενείς. Σημαντικότερες τοξικότητες<br />

που εμφάνισαν ήταν διάρροια και νευροτοξικότητα.<br />

Δοσοπεριοριστική τοξικότητα δεν υπήρξε. Σε 2 ασθενείς<br />

με μελάνωμα παρατηρήθηκε μείωση των μεταστάσεων<br />

στους πνεύμονες. Μονοθεραπεία με Bortezomib, αποδείχθηκε<br />

δραστική σε ασθενείς με προχωρημένο ΜΜΚΠ, σε<br />

μελέτη φάσεως II. Σε 114 ασθενείς, 1ης γραμμής θεραπεία<br />

συνιστώμενη από 4 κύκλους συνδυασμού Βortezomib


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 431<br />

και ΧΘΠ με Gemcitabine + CBDCA και Bortezomib στη<br />

συνέχεια, έδωσε ποσοστά ΣΑ 20% και ΔΕ 11 μήνες.<br />

Σε άλλη μελέτη, 155 ασθενείς οι οποίοι είχαν προηγουμένως<br />

λάβει ΧΘΠ, κατανεμήθηκαν με τυχαίο τρόπο<br />

μεταξύ Bortezomib ± Docetaxel. Τα ποσοστά ΣΑ ήταν<br />

9% έναντι 8% και η ΔΕ 7.8 έναντι 7.4 μηνών στις δύο<br />

ομάδες. Με δεδομένα τα αποτελέσματα των μελετών<br />

αυτών επιβεβαιώνεται η ανάγκη σχεδιασμού μεγάλων<br />

μελετών φάσεως ΙΙΙ, για τον ακριβή έλεγχο της θεραπευτικής<br />

δυνατότητας της Βortezomib στο προχωρημένο<br />

ΜΜΚΠ.<br />

Στη μελέτη των Aghajanian και συν. (38,39) το<br />

Βortezomib χορηγήθηκε σε 43 ασθενείς με συμπαγείς<br />

όγκους. Δοσοπεριοριστική τοξικότητα ήταν διάρροια,<br />

ενώ άλλες σημαντικές τοξικότητες ήταν νευροτοξικότητα,<br />

καταβολή, πυρετός, ανορεξία, ναυτία/εμετός<br />

και κεφαλαλγία. Παρατηρήθηκε μία ΜΥ σε ασθενή με<br />

ΜΜΚΠ. To PS-341 έχει επίσης χορηγηθεί και σε ασθενείς<br />

με αιματολογικές κακοήθειες στα πλαίσια μελέτης<br />

φάσης Ι. Δοσοπεριοριστικές τοξικότητες ήταν θρομβοπενία,<br />

υπονατριαιμία, υποκαλιαιμία, καταβολή και<br />

ασθένεια. Στοιχεία αντινεοπλασματικής δραστικότητας<br />

παρατηρήθηκαν σε έναν ασθενή με πολλαπλό μυέλωμα<br />

και έναν με μη Hodgkin’s λέμφωμα.<br />

Σήμερα, το Bortezomib (Velcade) αποτελεί πλέον<br />

εγκεκριμένο φάρμακο από τον FDA για θεραπεία<br />

ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα και λέμφωμα μανδύα.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΟΛΙΓΟΝΟΥΚΛΕΟΤΙΔΙΑ<br />

Διάφοροι αυξητικοί παραγόντες (EGF, PDGF) επιδρώντας<br />

στο κύτταρο, διεγείρουν αλληλουχία αντιδράσεων<br />

για τη μετάδοση του σήματος στον πυρήνα.<br />

Αρχικά γίνεται διέγερση μιας G-πρωτεΐνης (GTP-Ras),<br />

η οποία στη συνέχεια προκαλεί την ενεργοποίηση<br />

της πρωτεΐνης c-raf-1 που με τη σειρά της μεταδίδει<br />

το σήμα στο μονοπάτι της ΜΑΡΚ (mitogen activated<br />

protein kinase). H ΜΑΡΚ στη συνέχεια διεγείρει γονίδια<br />

απαραίτητα για τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση<br />

του κυττάρου. Η πρωτεΐνη c-raf-1 παίζει<br />

σημαντικό ρόλο στην ογκογένεση, καθώς μπορεί<br />

να ενεργοποιηθεί ανεξάρτητα από την GTP-Ras μέσω<br />

της πρωτεϊνικής κινάσης Ca και της αντιαποπτωτικής<br />

πρωτεΐνης Bcl-2, ενώ επιπλέον προάγει την έκφραση<br />

του γονιδίου MDR Ι, το οποίο έχει σημαντικό ρόλο στη<br />

φαρμακευτική αντίσταση (40-42).<br />

Το γεγονός αυτό την καθιστά έναν δυνητικό στόχο<br />

στην αντινεοπλασματική θεραπεία.<br />

Για την εξουδετέρωση του παραπάνω μηχανισμού<br />

μετάδοσης του σήματος χρησιμοποιήθηκαν ολιγονουκλεοτίδια<br />

τα οποία ενώνονται με συγκεκριμένες περιοχές<br />

του m-RNA, εμποδίζοντας έτσι τη μεταγραφή του<br />

στο κυτταρόπλασμα και την περαιτέρω πρωτεϊνική<br />

σύνθεση (ISIS 5132, ISIS 3521, APRINOCARSEN) (43-50).<br />

Το ISIS 5132 της Isis Pharmaceuticals, ήταν το πρώτο<br />

μελετηθέν ολιγονουκλεοτίδιο. Αναστέλλει την παραγωγή<br />

της c-raf-1 πρωτεΐνης σε κυτταρικές σειρές καρκίνου<br />

του πνεύμονα. Σε μελέτες φάσης Ι προκάλεσε<br />

ΣΝ για περισσότερο από έξι μήνες σε δύο ασθενείς. Σε<br />

άλλη μελέτη φάσης Ι, η συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση<br />

του φαρμάκου αποδείχθηκε πολύ καλά ανεκτή και<br />

προκάλεσε ΣΝ σε μία ασθενή με καρκίνο ωοθηκών.<br />

Σε μελέτη φάσης II της EORTC το φάρμακο χορηγήθηκε<br />

σε 28 ασθενείς, με ΜΜΚΠ (η=18) και ΜΚΠ (η=8). Σε<br />

όλους τους ασθενείς η αιματολογική τοξικότητα ήταν<br />

grade ≤ΙΙ κατά ECOG, με εξαίρεση ενός επεισοδίου αύξησης<br />

του χρόνου προθρομβίνης grade IV, ενώ η μη αιματολογική<br />

τοξικότητα ήταν ήπια. Το ποσοστό ανταπόκρισης<br />

ήταν 20% επί ΜΜΚΠ, ενώ ο μικρός αριθμός<br />

των ασθενών με ΜΚΠ δεν επέτρεψε την εξαγωγή σχετικών<br />

συμπερασμάτων.<br />

Το ISIS 3521 της Eli-Lilly Pharmaceuticals, ήταν το<br />

δεύτερο φάρμακο με ανάλογο μηχανισμό λειτουργίας.<br />

Αναστέλλει τη μεταγραφή του m-RNA για τη σύνθεση<br />

της πρωτεϊνικής κινάσης Ca. To ISIS 3521 χορηγήθηκε σε<br />

συνδυασμό με CBDCA/πακλιταξέλη, CDDP/gemcitabine<br />

και δοσεταξέλη σε μελέτες φάσης Ι/ΙΙ σε ασθενείς με<br />

ΜΜΚΠ. Το φάρμακο χορηγήθηκε στα πλαίσια μονοθεραπείας<br />

2ης γραμμής σε ασθενείς με καρκίνο του<br />

μαστού, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Υπάρχουν<br />

δεδομένα από δύο μικρές μελέτες φάσης II, οι οποίες<br />

συνέκριναν τη χορήγηση ISIS 3521 με το ISIS 5132 σε<br />

προθεραπευμένους ασθενείς με ΚΠΕ-Ο και καρκίνο<br />

προστάτου. Κανένα από τα δύο φάρμακα δεν προκάλεσε<br />

ανταποκρίσεις.<br />

Η Aprinocarsen, ειδικό antisense ολιγονουκλεοτίδιο<br />

αναστέλλον εκλεκτικά το PKC-alpha mRNA, δεν αποδείχθηκε<br />

δραστικό, στην επίτευξη ποσοστών ΣΑ ή ΣΕ,<br />

σε μελέτη φάσεως III σε 670 ασθενείς με ΜΜΚΠ που<br />

κατανεμήθηκαν με τυχαίο τρόπο σε θεραπευτικά σκέλη<br />

gemcitabine / cisplatin + aprinocarsen ή placebo.<br />

Παρά τα μη ενθαρρυντικά ως τώρα αποτελέσματα,<br />

τα antisense ολιγονουκλεοτίδιa αποτελούν ένα πολλά<br />

υποσχόμενο θεραπευτικό μοριακό στόχο.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ FARNESYL TRANSFERASE<br />

Το πρωτο-ογκογονίδιο ras κωδικοποιεί τη σύνθεση<br />

πρωτεΐνης 21-kd, που δεσμεύεται από την τριφω-


432<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

σφορική γουανοσίνη και παίζει σημαντικό ρόλο στη<br />

μεταγωγή σημάτων στον κυτταρικό πυρήνα, ρυθμίζοντας<br />

τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, τη διαφοροποίηση<br />

και την απόπτωση. Σημειακές μεταλλάξεις που<br />

ενεργοποιούν την ογκογενετική δραστηριότητα του<br />

γονιδίου, συμβαίνουν στα κωδικόνια 12,13 και 61 και<br />

παρατηρούνται στο 30% των συμπαγών όγκων του<br />

ανθρώπου, περιλαμβανομένων των καρκίνων παχέος<br />

εντέρου, πνεύμονα, παγκρέατος, και ουροδόχου<br />

κύστης. Ο μεταλλαγμένος τύπος γονιδίου οδηγεί σε<br />

παραγωγή τροποποιημένης Ras πρωτεΐνης, η οποία<br />

εκτός από την άμεση συμμετοχή της στην ογκογένεση<br />

μέσω του σήματος που μεταβιβάζει στον πυρήνα,<br />

συμμετέχει στην περαιτέρω ανάπτυξη του όγκου με<br />

ενεργοποίηση υποδοχέων αυξητικών παραγόντων και<br />

άλλων πρωτεϊνών με δράση ΤΚ.<br />

Για να μπορέσει η Ras πρωτεΐνη να συμμετέχει στη<br />

μεταγωγή του σήματος στον πυρήνα και να οδηγήσει<br />

σε κακοήθη εξαλλαγή, πρέπει να συνδεθεί στην<br />

κυτταροπλασματική μεμβράνη. Για τη σύνδεση είναι<br />

απαραίτητες ορισμένες μετα-μεταφραστικές (posttranscriptional)<br />

τροποποιήσεις του πρωτεϊνικού μορίου.<br />

Η πρώτη και σημαντικότερη τροποποίηση αφορά στην<br />

προσθήκη μιας farnesyl-ομάδας σε μία θέση κυστεΐνης,<br />

η οποία βρίσκεται ακριβώς τέσσερα αμινοξέα πριν<br />

από το καρβοξυτελικό άκρο της πρωτεΐνης.<br />

H προσθήκη αυτή καταλύεται από το ένζυμο<br />

farnesyl transferase. Το ότι η ενεργός φαρνεσυλιωμένη<br />

Ras πρωτεΐνη έχει σημαντική συμμετοχή στον κυτταρικό<br />

πολλαπλασιασμό καθιστά την αναστολή του μηχανισμού<br />

αυτού δυνητικό στόχο στη αντινεοπλασματική<br />

θεραπεία όταν τα κακοήθη κύτταρα παρουσιάζουν<br />

μεταλλάξεις του ras oγκογονιδίου.<br />

Με τη βοήθεια της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης<br />

(PCR) μπορούν να ανιχνευτούν με ακρίβεια<br />

τα κύτταρα που φέρουν μεταλλάξεις του ras πρωτοογκογονιδίου,<br />

έτσι ώστε η θεραπεία να εξατομικεύεται<br />

απολύτως. Εντούτοις, δεδομένα μεταγενέστερων προκλινικών<br />

μελετών σε κυτταρικές σειρές και πειραματόζωα<br />

έδειξαν ότι ο μηχανισμός δράσης των αναστολέων<br />

farnesyl transferase είναι περισσότερο πολύπλοκος,<br />

καθώς φάνηκε ότι αυτές οι ουσίες είναι δραστικές και<br />

σε κύτταρα χωρίς μεταλλάξεις του ras (51-56).<br />

Τρεις πρωτεΐνες έχουν χαρακτηρισθεί ως επιπλέον<br />

πιθανοί στόχοι των αναστολέων της farnesyl<br />

transferase. Η πρωτεΐνη RhoB, η οποία είναι μία G-πρωτεΐνη<br />

με ρόλο στην ενδοκυττάρια μετάδοση του σήματος<br />

μετά διέγερση του κυττάρου από τη Ras πρωτεΐνη.<br />

Δεύτερο πιθανό στόχο αποτελεί μία όχι σαφώς<br />

ταυτοποιημένη πρωτεΐνη που σχετίζεται με μονοπάτια<br />

που αφορούν μηχανισμούς προσκόλλησης. Τέλος,<br />

τρίτο πιθανό στόχο αποτελούν οι πρωτεΐνες CENP-E<br />

και CENP-Ρ του κεντρομεριδίου.<br />

Μέχρι σήμερα τέσσερις αναστολείς της farnesyl<br />

transferase (51-56) έχουν δοκιμαστεί σε κλινικές μελέτες<br />

φάσης Ι και II, είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό<br />

με κλασικά κυτταροτοξικά φάρμακα. Θεωρούνται<br />

ένα ιδανικό πεδίο της αντικαρκινικής έρευνας, που εμφορεί<br />

πολλές ελπίδες νέας παραγωγής αναστολέων<br />

μοριακών στόχων.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟΝ EGFR<br />

Ο EGFR υπερεκφράζεται σε ποικίλους συμπαγείς<br />

όγκους και συνδέεται με κακή πρόγνωση. Η φωσφορυλίωση<br />

της πρωτεΐνης και η εξ αυτής ενεργοποίηση<br />

του EGFR επάγει οδούς εμπλεκόμενες στην αύξηση και<br />

τον πολλαπλασιασμό των όγκων, όπως η κυτταρική<br />

διαίρεση, η αναστολή της απόπτωσης, η διηθητική ικανότητα<br />

και η νεοαγγείωση. Άλλοι μηχανισμοί εκτός της<br />

υπερέκφρασης του EGFR προσβάλλουν τη μετάδοση<br />

του σήματος μέσω EGFR, όπως ενεργοποίηση μεταλλάξεων<br />

του υποδοχέα FLT-3, εισαγωγή μικρών τμημάτων<br />

ή εξαλείψεων στο τμήμα της κινάσης του EGFR, μεταλλάξεις<br />

του EGFR, αύξηση ή διαταραχή της έκφρασης<br />

υποδοχέων της τιροσινικής κινάσης (57-60).<br />

Σωρεία παράγοντων που ενέχονται στην ενεργοποίηση<br />

του EGFR, έχουν ταυτοποιηθεί ως δυνητικές<br />

θεραπείες κατά μοριακών στόχων και μεταξύ αυτών<br />

μικρομοριακοί αναστολείς της ΤΚ, μονοκλωνικά αντισώματα<br />

και antisense ολιγονουκλεοτίδια.<br />

ΜΙΚΡΟΜΟΡΙΑΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΟΥ EGFR<br />

Οι ΤΚ μέλη της οικογένειας των ανθρωπίνων επιδερμικών<br />

υποδοχέων, έχουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη<br />

των καρκινικών κυττάρων και για τον λόγο αυτό<br />

αποτελούν στόχους αντινεοπλασματικής θεραπείας.<br />

Το Gefitinib (Iressa) και το Erlotinib (Tarceva) ήταν οι<br />

πρώτοι από του στόματος αναστολείς της ΤΚ, αποδεκτοί<br />

από το FDA, για θεραπεία ασθενών με προχωρημένο<br />

ή μεταστατικό ΜΜΚΠ (61-67). Το Iressa ήταν<br />

χρονολογικά ο πρώτος αναστολέας της ΤΚ, ο οποίος<br />

χρησιμοποιήθηκε για 3ης γραμμής θεραπεία του<br />

τοπικά προχωρημένου ή του μεταστατικού ΜΜΚΠ,<br />

μετά αποτυχία χημειοθεραπευτικών συνδυασμών με<br />

βάση την CDDP ή την Docetaxel. Σε μελέτες φάσεως Ι<br />

αποδείχθηκε δραστικό σε ασθενείς με ΜΜΚΠ, με μόνες<br />

σημαντικές παρενέργειες την εμφάνιση διαρροιών


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 433<br />

και δερματικού εξανθήματος. Εντούτοις, η αισιοδοξία η<br />

οποία προέκυπτε από τις IDEAL-1 και 2 μελέτες φάσεως<br />

ΙΙ, μετριάσθηκε λόγω των σοβαρών παρενεργειών<br />

του φαρμάκου από τους πνεύμονες με τη μορφή διάμεσης<br />

πνευμονοπάθειας και κυρίως λόγω των απογοητευτικών<br />

αποτελεσμάτων της μελέτης ISEL.<br />

Στην μελέτη ISEL συμπεριελήφθησαν 1692 ασθενείς<br />

με προχωρημένο ΜΜΚΠ, χωρίς να τεκμηριωθεί υπεροχή<br />

της gefitinib έναντι της ομάδας η οποία έλαβε εικονικό<br />

φάρμακο. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης<br />

μελέτης έστρεψαν το ενδιαφέρον των επιστημόνων σε<br />

άλλες θεραπευτικές επιλογές πέραν του Iressa.<br />

To Erlotinib (Tarceva), στη μελέτη BR 21, αποδείχθηκε<br />

ικανό στη συμπτωματική αντιμετώπιση και την αύξηση<br />

του διαστήματος ελευθέρου υποτροπής της νόσου,<br />

σε ασθενείς με ΜΜΚΠ, με παράλληλη ήπια τοξικότητα.<br />

Συνδυασμοί erlotinib και χημειοθεραπείας δεν έδειξαν<br />

στατιστικά σημαντική υπεροχή στην επίτευξη ΣΕ έναντι<br />

μόνης χημειοθεραπείας, μολονότι αρκετοί υποστηρίζουν<br />

μειονεκτήματα στον σχεδιασμό της θεραπείας.<br />

Είναι ενδιαφέρον ότι όλες οι σχετικές μελέτες δεν έδειξαν<br />

συσχέτιση απόπτωσης και EGFR έκφρασης. Σήμερα,<br />

έχουν διευκρινιστεί παλαιότερα ανοικτά θέματα<br />

σχετικά με την επιλογή ατόμων με προϋποθέσεις ικανοποιητικής<br />

απάντησης στο φάρμακο, τον καθορισμό<br />

ιδανικής δόσης, την ταυτοποίηση κατάλληλων χημειοθεραπευτικών<br />

παραγόντων για συνδυασμούς και την<br />

αναζήτηση ενδεχομένων δυσμενών περιβαλλοντικών<br />

παραγόντων για την τελική έκβαση των ασθενών. To<br />

πρόσφατο εύρημα της μετάλλαξης που εμποδίζει τη<br />

δράση των αναστολέων της τιροσινικής κινάσης, έχει<br />

δώσει νέα διάσταση στους προβληματισμούς των μηχανισμών<br />

δράσης τους.<br />

ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ – CETUXIMAB<br />

Εναλλακτικός τρόπος παρέμβασης στην οδό του<br />

EGFR γίνεται με χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων<br />

(MAb), όπως το cetuximab και το panitumumab, που<br />

κατευθύνονται και δεσμεύουν το εξωκυττάριο τμήμα<br />

του EGFR εμποδίζοντας την αλληλεπίδραση υποδοχέων<br />

με τους συνδέτες του EGF και το σχηματισμό διμερών<br />

υποδοχέων στην κυτταρική επιφάνεια. Βήματα<br />

απαραίτητα για την ενεργοποίηση των υποδοχέων η<br />

οποία προκαλεί την έναρξη των οδών ενδοκυττάριας<br />

μετάδοσης του σήματος και βλάπτεται κατά την ογκογένεση<br />

(63-65).<br />

Το Cetuximab (CTX), αποτελεί πρότυπο MAb κατά<br />

του EGFR και έχει συνεργιστική δράση με τη ΧΘΠ και<br />

τους μικρομοριακούς αναστολείς της ΤΚ σε κυτταρικές<br />

σειρές. Είναι ενδιαφέρον ότι το CTX επάγει επίπεδα<br />

αναστολής της αύξησης ανάλογα του Iressa σε<br />

κυτταρικές σειρές με μη μεταλλαγμένο EGFR και είναι<br />

λιγότερο δραστικό σε κυτταρικές σειρές με μεταλλάξεις.<br />

Το CTX έχει περιορισμένη δραστικότητα χρησιμοποιούμενη<br />

ως 2ης γραμμής θεραπεία. Σε πολυκεντρική<br />

μελέτη φάσεως ΙΙ, τρεις από 66 (5%) ασθενείς εμφάνισαν<br />

αντικειμενική ανταπόκριση ενώ 18 (30%) εμφάνισαν<br />

ΣΝ. Η ΔΕ του συνόλου των ασθενών της μελέτης<br />

ήταν 9 μήνες, παρόμοια με την επιτυγχανόμενη από τη<br />

docetaxel και την pemetrexed, όταν χρησιμοποιούνται<br />

ως 2ης γραμμής θεραπείες.<br />

Το CTX εκτιμήθηκε και σε συνδυασμό με ΧΘΠ. Δύο<br />

μελέτες φάσεως ΙΙ κατέληξαν ότι ο συνδυασμός επήγε<br />

καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με μόνον ΧΘΠ. Στη<br />

πρώτη, 225 ασθενείς με μεταστατικό ΜΜΚΠ έλαβαν<br />

με τυχαία κατανομή είτε τέσσερεις κύκλους CBDCA +<br />

paclitaxel + CTX και μετά CTX στα πλαίσια θεραπείας<br />

συντηρήσεως ή τέσσερεις κύκλους CBDCA και μετά<br />

CTX ως θεραπεία συντηρήσεως. Σύμφωνα με τα τελευταία<br />

αποτελέσματα που παρουσιάσθηκαν στο συνέδριο<br />

της ASCO το 2011, τα αποτελέσματα δεν ήταν<br />

ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. ΣΑ (37% έναντι 25%) και ΔΕ<br />

(10.5 έναντι 8.7 μήνες).<br />

Στη δεύτερη μελέτη 131 ασθενείς με ΜΜΚΠ σταδίων<br />

IIIB ή IV έλαβαν 1ης γραμμής ΧΘΠ συνιστώμενη<br />

από gemcitabine με CDDP ή CBDCA ± CTX. Οι ασθενείς<br />

που έλαβαν CTX είχαν αυξημένη ΣΑ, διάμεσο ΔΕΝ και<br />

διάμεση ΣΕ σε σύγκριση με όσους έλαβαν ΧΘΠ (28%<br />

έναντι 18%, 5.1 έναντι 4.2 μηνών και 12 έναντι 9 μηνών,<br />

αντιστοίχως). Μελέτες φάσεως III οι οποίες θα αξιολογήσουν<br />

τον συνδυασμό CTX + ΧΘΠ, είναι ήδη σε εξέλιξη,<br />

χωρίς ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αποτελέσματα από<br />

την ενδιάμεση ανάλυση.<br />

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη χορήγησης<br />

CTX + ακτινοθεραπείας των Robert και συν. (63),<br />

σε ασθενείς με εκτεταμένο καρκίνο κεφαλής-τραχήλου.<br />

Δεκαπέντε από τους 16 ασθενείς ήταν εκτιμήσιμοι για<br />

αποτελεσματικότητα. Αν και οι 15 αυτοί ασθενείς είχαν<br />

όγκους με υπερέκφραση EGFR, που αποτελεί δυσμενή<br />

προγνωστικό παράγοντα, οι 13 (87%) παρουσίασαν<br />

ΠΥ και οι άλλοι 2 ΜΥ. Η διάμεση διάρκεια της ανταπόκρισης<br />

ήταν 28 μήνες και η ετήσια και διετής ελεύθερη<br />

νόσου επιβίωση ήταν 73% και 65% αντίστοιχα. Σε άλλη<br />

μελέτη σε 54 ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του νεφρού<br />

μονοθεραπεία με CTX προκάλεσε ανταπόκριση ή<br />

ΣΝ >6 μήνες σε > από το 25% των ασθενών.<br />

Μελέτη φάσης II παρουσίασε δεδομένα συνδυασμού<br />

CTX + gemcitabineς σε 41 ασθενείς με εκτεταμένο


434<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

καρκίνο παγκρέατος. Οι 5 (12%) παρουσίασαν ΜΥ, οι<br />

21 (53%) ΣΝ, ενώ η ετήσια επιβίωση ήταν 32,5%.<br />

Οι Saltz και συν. (66) χορήγησαν CTX + CPT-11 σε<br />

ασθενείς με εκτεταμένο ΚΠΕ-Ο οι οποίοι είχαν αποτύχει<br />

στη χορήγηση CPT-11. Ανταπόκριση εμφάνισαν 27<br />

από 120 ασθενείς (22,5%), με διάμεση διάρκεια ανταπόκρισης<br />

186 ημέρες, ενώ ΣΝ για > 12 εβδομάδων παρατηρήθηκε<br />

σε 9 ασθενείς (7%). Στη μελέτη η CTX ήταν καλά<br />

ανεκτή, χωρίς αύξηση της τοξικότητας του CPT-11.<br />

Ενδιαφέρουσα παρατήρηση ήταν η σημαντική συσχέτιση<br />

μεταξύ εμφάνισης εξανθήματος και πιθανότητας<br />

ανταπόκρισης στη θεραπεία. Από όσους εμφάνισαν<br />

εξάνθημα το 30% ανταποκρίθηκε έναντι μόλις του<br />

3% (p < 0.001) χωρίς εξάνθημα.<br />

Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν και δύο μελέτες<br />

φάσης II συνδυασμού CDDP + CTX σε ασθενείς<br />

με πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής-τραχήλου μετά από<br />

αποτυχία θεραπειών με βάση την CDDP.<br />

Οι Huang και συν. (68) χορήγησαν CDDP + CTX σε<br />

41 ασθενείς με ΣΝ και σε 27 ασθενείς με ΠΝ μετά δύο<br />

κύκλους θεραπείας με βάση την CDDP. Στην πρώτη<br />

ομάδα παρατηρήθηκαν μία ΠΥ (2.5%) και εννέα (22%)<br />

ΜΥ. Οι 25 ασθενείς παρουσίασαν ΣΝ με διάμεση ΔΑ 24<br />

εβδομάδες. Από τη δεύτερη ομάδα 5 (18.5%) εμφάνισαν<br />

ΜΥ και 6 (22%) ΣΝ για >12 εβδομάδες. Σε αντίστοιχη<br />

μελέτη σε 96 ασθενείς που παρουσίασαν ΠΝ μετά από<br />

δύο ή τέσσερις κύκλους θεραπείας με βάση την CDDP,<br />

οι Baselga και συν. αναφέρουν ότι ο συνδυασμός CDDP<br />

(ή CBDCA) + CTX προκάλεσε ΠΥ σε 2 (2.1%) και ΜΥ σε<br />

12 (12.5%), ενώ 38 ασθενείς (39.6%) παρουσίασαν ΣΝ<br />

για > 6 εβδομάδες. Η διάμεση ΣΕ ήταν 178 ημέρες για<br />

το σύνολο των ασθενών και 269 ημέρες για όσους<br />

ανταποκρίθηκαν. Αυτά τα δεδομένα δείχνουν σαφώς<br />

in vivo συνέργεια CTX με CDDP (ή CBDCA).<br />

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκαν αποτελέσματα δεδομένα<br />

μελέτης φάσης III με τυχαία κατανομή 121 ασθενών<br />

χορήγησης συνδυασμού CDDP + CTX, έναντι CDDP +<br />

placebo, σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο κεφαλής-τραχήλου.<br />

Παρατηρήθηκε 1 (2.3%) ΠΥ και 5 (11,4%)<br />

ΜΥ. Ουδετεροπενία grade III/IV εμφάνισε το 17% των<br />

ασθενών, δερματικό εξάνθημα το 11% και υπήρχε<br />

1(0,8%) θάνατος σχετιζόμενος με τη θεραπεία. Το τελικό<br />

συμπέρασμα των παραπάνω μελετών ήταν ότι η<br />

CTX αυξάνει τη θεραπευτική δράση της ΑΚΤΘ και ΧΘΠ<br />

με CDDP σε ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου<br />

και ενισχύει τη δράση του CPT-11 σε ασθενείς με<br />

ΚΠΕ-Ο.<br />

Όλες οι κλινικές μελέτες ανέδειξαν χαμηλή τοξικότητα<br />

της CTX σε συνδυασμό με ΧΘΠ. Οι συνηθέστερες<br />

ανεπιθύμητες ενέργειες του είναι το δερματικό εξάνθημα<br />

και αντιδράσεις υπερευαισθησίας.<br />

Το Cetuximab με την αντιαυξητική δραστηριότητα,<br />

μέσω της αναστολής του EGFR, είναι πλέον εγκεκριμένο<br />

στη θεραπεία ασθενών με πλακώδη καρκινώματα<br />

κεφαλής – τραχήλου και στα μεταστατικά καρκινώματα<br />

παχέος εντέρου – ορθού. Το Panitumumab έχει ενσωματωθεί<br />

στην θεραπευτική αντιμετώπιση των μεταστατικών<br />

καρκινωμάτων παχέος εντέρου – ορθού.<br />

ΜΟΡΙΑΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΤΚ<br />

Εκτός του Tarceva και Iressa, που αναστέλλουν ειδικώς<br />

την οδό των EGFR, ήδη έχουν ανακοινωθεί αποτελέσματα<br />

από τη χρήση μικρομοριακών αναστολέων<br />

οδών άλλων TKs. Στην ομάδα αυτή, των ΘΜΚΣ ανήκουν<br />

τα: Vandetanib, Sunitinib, Sorafenib, Pazopanib και<br />

Axitinib (69-72).<br />

Το Vandetanib, είναι από του στόματος αναστολέας<br />

των υποδοχέων των VEGF, EGF και RET. Συγκρίθηκε<br />

με το Gefitinib σε μελέτη φάσεως II επί 168 ασθενών<br />

με προχωρημένο ΜΜΚΠ, μετά αποτυχία προηγούμενης<br />

ΧΘΠ βασισμένης στη CDDP. Το διάστημα ελεύθερο<br />

προόδου νόσου (ΔΕΠΝ) ήταν μεγαλύτερο στην ομάδα<br />

του Vandetanib (11 έναντι 8 εβδομάδων του Gefitinib,<br />

HR 0.69, 95% CI 0.50-0.96), μολονότι δεν υπήρχε αξιόλογη<br />

διαφορά στη ΣΕ (6.1 έναντι 7.4 μήνες, της ομάδας<br />

της Gefitinib).<br />

Σε άλλη μελέτη φάσεως ΙΙ με τυχαία κατανομή, 127<br />

ασθενείς με προχωρημένο ΜΜΚΠ, μετά προηγούμενη<br />

αποτυχία ΧΘΠ βασισμένη στη CDDP έλαβαν docetaxel<br />

+ vandetanib ή placebo. Το ΔΕΠΝ ήταν αυξημένο στην<br />

ομάδα της vandetanib για δόσεις 100 mg/ημέρα ή<br />

300mg/ημέρα (19, 17 εβδομάδες, αντιστοίχως) έναντι 12<br />

εβδομάδων της, μόνον, docetaxel.<br />

To Sunitinib είναι από του στόματος αναστολέας<br />

πολλαπλών ΤΚ υποδοχέων, χρησιμοποιείται κυρίως<br />

στη θεραπεία του καρκινώματος νεφρού (ΚΝ) και, ως<br />

2ης γραμμής θεραπεία, σε όγκους GIST. Σε πολυκεντρική<br />

μελέτη φάσεως ΙI σε 63 ασθενείς με προχωρημένο<br />

ΜΜΚΠ που δεν ανταποκρίθηκαν τουλάχιστον σε μιας<br />

γραμμής ΧΘΠ, το Sunitinib προκάλεσε 7 ΜΥ και 18 ΣΝ<br />

για, τουλάχιστον 8 εβδομάδες. Το διάμεσο ΔΕΠΝ ήταν<br />

12 εβδομάδες.<br />

Το Sorafenib είναι από του στόματος αναστολέας<br />

πολλαπλών ΤΚ υποδοχέων, ο οποίος χρησιμοποιείται<br />

στη θεραπεία του πρωτοπαθούς ηπατοκυτταρικού<br />

καρκινώματος, του ΚΝ, αλλά και σε άλλα κακοήθη νεοπλάσματα.<br />

Σε μελέτη φάσεως ΙI σε 51 ασθενείς με<br />

υποτροπιάζον ή ανθεκτικό στη ΧΘΠ ΜΜΚΠ, μονοθε-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 435<br />

ραπεία με Sorafenib προκάλεσε ελάχιστη ανταπόκριση<br />

στο 29% και διάμεσο ΔΕΠΝ 83 ημέρες. To Pazopanib<br />

είναι από του στόματος αναστολέας πολλαπλών ΤΚ<br />

υποδοχέων, ο οποίος χρησιμοποιείται στη θεραπεία<br />

του μεταστατικού καρκινώματος του νεφρού και σε<br />

τύπους σαρκωμάτων.<br />

Το Axitinib είναι από του στόματος αναστολέας<br />

πολλαπλών ΤΚ των VEGF, PDGF και KIT. Σε μελέτη φάσεως<br />

ΙΙ σε 32 ασθενείς, η ΔΕ της ομάδας ήταν 14.6<br />

μήνες. Υπήρχαν 3 ΜΥ και 10 ασθενείς με ΣΝ.<br />

Είναι προφανές ότι απαιτούνται μελέτες με μεγαλύτερους<br />

αριθμούς ασθενών για να αξιολογηθεί πλήρως<br />

η θεραπευτική χρησιμότητα των νεώτερων αναστολέων<br />

πολλαπλών ΤΚ υποδοχέων στη θεραπεία<br />

πολλών τύπων κακόηθων νόσων και να επεκταθεί το<br />

δραστικό τους φάσμα ενδείξεων.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΜΟΡΙΑΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΟ HER2/neu.<br />

Το πρωτοογκογονίδιο HER2 (cerbB-2), μέλος της<br />

οικογένειας των RTK κωδικοποιεί για διαμεμβρανικό<br />

γλυκοπρωτεϊνικό υποδοχέα 185 kD, με ενδογενή<br />

δραστικότητα TK. Περίπου 25%- 30% των ΜΜΚΠ και<br />

κυρίως τα αδενοκαρκινώματα υπερεκφράζουν τον<br />

HER2/neu και η υπερέκφραση συσχετίζεται με χειρότερη<br />

πρόγνωση. Μικρό μόνο ποσοστό ασθενών με ΜΚΠ<br />

υπερεκφράζουν το HER2/neu και έχουν βραχύτερη ΣΕ.<br />

Το HERCEPTIN (trastuzumab) είναι εξανθρωποποιημένο<br />

MAb, έχει στόχο τον υποδοχέα HER2 και εμφανίζει<br />

αξιόλογη δραστικότητα κατά του καρκινώματος του<br />

μαστού ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με ΧΘΠ. Σε<br />

ΚΠ το Herceptin φαίνεται ότι αυξάνει τη δραστικότητα<br />

της ΧΘΠ και δημιουργεί την ανάγκη σχεδιασμού μελετών<br />

ειδικών για τον έλεγχο της θεραπευτικής ικανότητας<br />

του φαρμάκου στη νόσο (73). Αρκετές μελέτες<br />

φάσης II σε ασθενείς με ΜΜΚΠ έχουν ήδη ολοκληρωθεί.<br />

Σε μελέτη 52 ασθενών με ΜΜΚΠ και έκφραση HER2<br />

(1+ - 3+), συνδυασμός Paclitaxel + CBDCA + Herceptin<br />

έδωσε ΣΑ 25% και ποσοστό ετήσιας επιβίωσης 42%.<br />

Σε άλλη μελέτη, 21 ασθενείς με προχωρημένο ΜΜΚΠ,<br />

HER2 (+), έλαβαν Herceptin και 6 κύκλους συνδυασμού<br />

CDDP/Gemcitabine. Οκτώ ασθενείς εμφάνισαν ΜΥ και<br />

το ΔΕΠΝ ήταν 36 εβδομάδες.Εντούτοις ο ακριβής ρόλος<br />

του trastuzumab επί ΜΜΚΠ, αμφισβητείται, ιδίως μετά<br />

πολυκεντρική μελέτη φάσεως ΙΙ, στην οποία η προσθήκη<br />

Herceptin σε συνδυασμό CDDP + Gemcitabine όχι<br />

μόνον δεν βελτίωσε τα θεραπευτικά αποτελέσματα<br />

του συνδυασμού, αλλά επήγε χαμηλότερα ποσοστά<br />

ΣΑ, ΣΝ και βραχύτερη επιβίωση ελεύθερη προόδου νόσου.<br />

H αποδεκτή σήμερα ένδειξη του παραμένει τα καρκίνωμα<br />

του μαστού και το καρκίνωμα του στομάχου<br />

με υπερέκφραση HER2 (3+).<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΜΟΡΙΑΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΟ KIT/STEM<br />

CELL<br />

Το C-kit είναι πρωτοογκογονίδιο που για RTK,ΜΒ<br />

145 kDa και είναι ομόλογο με τους υποδοχείς για τον<br />

PDGF, τον Colony-stimulating factor-1, τον c-Fms και<br />

τον Flt3. Ο ενδογενής συνδέτης τους είναι ο αυξητικός<br />

παράγων των μαστοκυττάρων, ο οποίος φέρεται στη<br />

διεθνή βιβλιογραφία ως stem cell factor (SCF). Το c-<br />

kit είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη αιμοποιητικών<br />

κυττάρων, μαστοκυττάρων, μελανοκυττάρων, των<br />

γεννητικών κυττάρων και των ενδιαμέσων κυττάρων<br />

του Cajal.<br />

Η ενεργοποίηση των RTK παρατηρείται σε ποικίλα<br />

κακοήθη νεοπλάσματα, μεταξύ των οποίων το ΜΚΠ<br />

και το ΜΜΚΠ. Γνωστοί είναι τρεις μηχανισμοί ενεργοποίησης<br />

του C-kit στα καρκινικά κύτταρα: αυτοκρινής<br />

ή/και παρακρινής διέγερση των υποδοχέων από<br />

τους συνδέτες τους, διασταυρούμενη ενεργοποίηση<br />

από άλλες κινάσες ή/και απώλεια της κανονιστικής<br />

φωσφατασικής δραστικότητας και επίκτητη απόκτηση<br />

ενεργών μεταλλάξεων, οι οποίες επάγουν δραστικότητα<br />

ανεξάρτητη της λειτουργίας του συνδέτη.<br />

Αρκετές μικρομοριακές ουσίες έχουν ανασταλτική<br />

δραστικότητα κατά του c-kit TK, αλλά και άλλων TKs<br />

(Bcr-Abl, TK). Πολλές μελέτες υποστηρίζουν την πιθανότητα<br />

της κλινικής χρησιμότητας αυτών των παραγόντων<br />

σε όγκους χαρακτηριζόμενους από την ενεργοποίηση<br />

μεταλλάξεων του c-kit.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΜΟΡΙΑΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΟΝ IGF-I<br />

Ο υποδοχέας του Insulin Growth Factor (IGF) ενεργοποιείται<br />

και υπερεκφράζεται στο ΜΜΚΠ και σε<br />

πολλά άλλα νεοπλάσματα. Ο IGF-IR ενεργοποιείται<br />

από τον IGF–I, που έχει ρόλο αυτοκρινούς αυξητικού<br />

παράγοντα. Το ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα<br />

CP-751871 δεσμεύει τον IGF-IR, αναχαιτίζοντας αυτή<br />

την οδό (74).<br />

Ο CP-751871 έχει εκτιμηθεί σε προχωρημένο ΜΜΚΠ,<br />

σε μελέτη φάσεως II, κατά την οποία ασθενείς έλαβαν<br />

με τυχαία κατανομή Ρaclitaxel + CBDCA ± CP-751871<br />

και προκαταρκτικά αποτελέσματα παρουσιάσθηκαν<br />

στο ASCO το 2009. Τα ποσοστά ΣΑ ήταν 46% έναντι<br />

32% για τις ομάδες ασθενών οι οποίες έλαβαν<br />

CP-751871 και μόνον ΧΘΠ αντιστοίχως και υπήρχε η


436<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

αίσθηση ότι η δραστικότητα ήταν μεγαλύτερη στα μη<br />

αδενοκαρκινώματα.<br />

Στη μελέτη, η προσθήκη του CP-751871 σε ασθενείς<br />

στους οποίους προηγουμένως είχε αποτύχει η ΧΘΠ<br />

φαινόταν ότι προκαλούσε ανταποκρίσεις. Η υπεργλυκαιμία<br />

ήταν η σημαντικότερη τοξικότητα και αφορούσε<br />

στο 20% των ασθενών. Ευρύτερες ωστόσο μελέτες<br />

είναι απαραίτητες για την ακριβή εκτίμηση του ρόλου<br />

της αναστολής της οδού του IGF στη θεραπεία της<br />

κακοήθους νόσου, αν και φαίνεται να υπάρχει μεγάλο<br />

πεδίο έρευνας προκειμένου να διευκρινιστεί πλήρως η<br />

συμμετοχή του στα μονοπάτια της καρκινογένεσης.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΜΟΡΙΑΚΟ ΣΤΟΧΟ EDRECOLOMAB<br />

(17-1 Α)<br />

Πρόκειται για ΜΑb ποντικού που αντιδρά ανοσολογικά<br />

με το 17-ΙΑ αντιγόνο των όγκων και δοκιμάζεται<br />

ως συμπληρωματική θεραπεία σε ασθενείς με<br />

ΚΠΕ-Ο, ενώ ήδη έχει αξιολογηθεί η χρήση του στη συμπληρωματική<br />

θεραπεία του μαστού.<br />

Σε μελέτη τυχαίας κατανομής με 189 ασθενείς με<br />

ΚΠΕ-Ο, σταδίου III, η χορήγηση Εdrecolomab μετεγχειρητικώς,<br />

αύξησε τη ΣΕ κατά 32% και μείωσε το ποσοστό<br />

υποτροπών κατά 23%, χωρίς σημαντική τοξικότητα.<br />

Ωστόσο σε άλλη πολυκεντρική μελέτη φάσης III το<br />

Εdrecolomab δεν βελτίωσε τη ΣΕ, όταν συγχορηγήθηκε<br />

με ΧΘΠ και υπολείπετο σε σχέση με τον συνδυασμό<br />

5-FU/LV ενώ άλλη μελέτη τυχαίας κατανομής ανέδειξε<br />

μικρή βελτίωση της επιβίωσης.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΜΕ ΜΟΡΙΑΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΟ 3F8<br />

Πρόκειται για ΜΑ ποντικού που αντιδρά ανοσολογικά<br />

με το γαγγλιοσίδιο GD2, που εκφράζεται σε<br />

υψηλό ποσοστό στα νευροβλαστώματα, αλλά όχι<br />

στους φυσιολογικούς ιστούς. Η εντατική ΧΘΠ επάγει<br />

σημαντική ύφεση των νευροβλαστωμάτων, σταδίου<br />

IV, αλλά η υποτροπή τους αποτελεί κανόνα και νέες<br />

θεραπευτικές επιλογές απαιτούνται. To 3F8 in vitro<br />

προκαλεί την καταστροφή των νεοπλασματικών κυττάρων<br />

ενεργοποιώντας το συμπλήρωμα με τη βοήθεια<br />

των μονοκυττάρων και των κοκκιοκυττάρων.<br />

Σε μελέτες φάσης Ι/ΙΙ σε ασθενείς με νευροβλάστωμα<br />

το 3F8 παρουσιάζει ενθαρρυντικά αποτελέσματα<br />

με ανεκτή τοξικότητα. Πρόσφατη μελέτη φάσης II με<br />

χορήγηση 3F8 με GM-CSF επήγε σημαντικά αποτελέσματα,<br />

πιθανόν λόγω αύξησης των κοκκιοκυττάρων<br />

και μακροφάγων. Συγκεκριμένα, 15 ασθενείς οι οποίοι<br />

δεν ανταποκρίθηκαν σε εντατική ΧΘΠ, έλαβαν τον<br />

συνδυασμό 3F8 και GM-CSF στα πλαίσια μελέτης φάσης<br />

Ι, όπου διαπιστώθηκε πλήρης ανταπόκριση της<br />

νόσου σε 12 ασθενείς (80%), καθώς επίσης αποδεκτή<br />

και αναστρέψιμη τοξικότητα.<br />

Το μέλλον θα καταδείξει την πραγματική θέση που<br />

αυτό μπορεί να λάβει στους θεραπευτικούς αλγορίθμους.<br />

ΑΛΛΕΣ ΘΚΜΣ<br />

Το Rituximab (Rituxan) είναι ΜΑb κατάλληλο για<br />

θεραπεία ασθενών με NHL, εκ Β- κυττάρων CD20(+).<br />

Όταν το φάρμακο συνδέεται με τα CD20(+) κύτταρα,<br />

προκαλείται ανοσολογική απάντηση, η οποία καταστρέφει<br />

αυτά τα κύτταρα μέσω ενεργοποίησης του<br />

συμπληρώματος ή επάγοντας την απόπτωση (75-77).<br />

Το Alemtuzumab (Campath), με ένδειξη για θεραπεία<br />

ασθενών με ΧΛΛ, εκ Β- κυττάρων, είναι ΜΑb<br />

κατά της πρωτεΐνης CD52 της επιφάνειας φυσιολογικών<br />

και κακοήθων Β και Τ κυττάρων. Η σύνδεση του<br />

Αlemtuzumab με CD52 επάγει ανοσολογική απάντηση<br />

και καταστροφή των παθολογικών κυττάρων.<br />

Ορισμένες ΘΚΜΣ, συνίστανται στην μεταφορά τοξικών<br />

ουσιών ειδικά στα κακοήθη κύτταρα, με ΜΑb.<br />

Τέτοια είναι:<br />

Το Gemtuzumab (Mylotarg), με ένδειξη για θεραπεία<br />

ασθενών με ΟΜΛ (78-81). Είναι ΜΑb κατά της CD33<br />

πρωτεΐνης της επιφάνειας των βλαστικών κυττάρων<br />

και συνδέεται μεταφέροντας το αντινεοπλασματικό<br />

Calicheamicin.<br />

Το Tositumomab και 131I-tositumomab (Bexxar), με<br />

ένδειξη για θεραπεία Β- κυτταρικών NHL, είναι μίγμα<br />

ΜΑbs κατά του CD20. Ορισμένα από τα αντισώματα<br />

του μίγματος συνδέονται με το ραδιενεργό 131Ι, μεταφέρουν<br />

ραδιενέργεια εντός των CD20 (+) κυττάρων, τα<br />

οποία τοιουτοτρόπως καταστρέφουν. Το Tositumomab<br />

επί πλέον, επάγει θάνατο των παθολογικών κυττάρων<br />

διεγείροντας το ανοσοποιητικό σύστημα.<br />

Το Ibritumomab (Zevalin), ένα φάρμακο εγκεκριμένο<br />

από το FDA για θεραπεία NHL, εκ Β- κυττάρων CD20(+).<br />

Είναι ΜΑb κατά του CD20(+), το οποίο συνδέεται με<br />

ραδιοϊσότοπα όπως το indium-111 ή το yttrium-90.<br />

Τα αντικαρκινικά εμβόλια και οι γονιδιακές θεραπείες,<br />

συμπεριλαμβάνονται στις ΘΚΜΣ επειδή συσχετίζονται<br />

με έλεγχο της αύξησης συγκεκριμένων καρκινικών<br />

κυττάρων (82,83).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Η δημιουργία νέων φαρμάκων, μονοκλωνικών


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 437<br />

αντισωμάτων και στοχευτικών μοριακών τόπων, ικανών<br />

να ελέγξουν ή να θεραπεύσουν με πιθανότητες<br />

υψηλοτέρων ανταποκρίσεων κακοήθεις νόσους, αποτελούν<br />

πλέον μια επαναστατική εξέλιξη στην εκλεκτικότερη<br />

και ειδικότερη αντιμετώπιση των ογκολογικών<br />

ασθενών, σε εξειδικευμένη βάση. Επαύξησε τις δυνατότητες<br />

της εξατομικευμένης θεραπευτικής προσέγγισης<br />

των κακοήθων νεοπλασμάτων και δημιούργησε<br />

ελπίδες καλύτερων ανταποκρίσεων και ελέγχου των<br />

ανίατων νεοπλασματικών νόσων. Μολονότι υπάρχουν<br />

πολλοί μηχανισμοί, μη πλήρως κατανοητοί, και<br />

το κόστος χορήγησης τέτοιων φαρμάκων είναι εξαιρετικά<br />

υψηλό, οι θεραπευτικές στρατηγικές με στόχο<br />

την παρέμβαση στις διεργασίες του κυτταρικού<br />

κύκλου (μίτωση, αγγειογένεση, διαφοροποίηση), και<br />

στην απόπτωση, υπόσχονται καλύτερα θεραπευτικά<br />

αποτελέσματα.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Hericourt J, Richet C: Traitement d’ un cas de sarcome<br />

par la sιrothιrapie. CR Acad SCI 1895; 120: 948.<br />

2. Sausville EA. Early ClinicalTrials of new Therapeutic<br />

and Preventing Agents. Ed Book ASCO 2000; 64-67.<br />

3. Weber E, Ravi RK, Kundsen ES, et al: Retinoic acidmediated<br />

growth inhibition of small cell lung cancer<br />

is associated with reduced myc and increased p27kipl<br />

expression. Int J Cancer 1999; 80: 935-943.<br />

4. D. E. Gerber. Targeted Therapies: A New Generation<br />

of Cancer Treatments, University of Texas Am Fam<br />

Physician.2008Feb, 1; 77(3): 311-319.<br />

5. Kim YS, Brechbiel MW: An overview of targeted therapy.<br />

Tumour Biol 2011 Dec.<br />

6. Rodrigues AS, Dinis J, Gromicho M, et al : Genomics<br />

and Cancer Drug Resistance Curr Pharm Biotechnol.<br />

2011 Oct 27.<br />

7. Figueiras RG, Padhani AR, Goh VJ, et al : Novel Oncologic<br />

Drugs: What they do and how they affect.<br />

Radiographics. 2011, 31(7): 2059-2091.<br />

8. Spira A, Edmiston KH: Clinical trial design in the age<br />

of molecular profiling Methods Mol Biol. 2012; 823:<br />

19-34.<br />

9. Boehm T, Folkman J, Browder T, et al: Antiangiogenic<br />

therapy of experimental cancer does not induce acquired<br />

drug resistance. Nature 1997; 390(6658): 404-<br />

407.<br />

10. Poon RT, Fan ST, Wong J: Clinical implications of circulating<br />

angiogenic factors in cancer patients. J Clin<br />

Oncol 2001; 19(4): 1207-1225.<br />

11. Westphal JR, Van’t Hullenaar R, Peek R, et al: Angiogenic<br />

balance in human melanoma: expression of<br />

VEGF, bFGF, IL-8, PDGF and angiostatin in relation to<br />

vascular density of xenografts in vivo. Int JCancer<br />

2000; 86(6): 768-776.<br />

12. Neufeld G, Cohen T, Gengrinovitch S, et al: Vascular<br />

endothelial growth factor (VEGF) and its receptors.<br />

FASEB J 1999; 13(1): 9-22.<br />

13. Benjamin LE, Keshet E: Conditional switching of vascular<br />

endothelial growth factor (VEGF) expression in<br />

tumors: induction of endothelial cell shedding and regression<br />

of hemangioblastoma-like vessels by VEGF<br />

withdrawal. Proc Natl Acad Sci USA 1997; 94(16):<br />

8761-8766.<br />

14. Leung DW, Cachianes G, Kuang WJ, et al: Vascular<br />

endothelial growth factor is a secreted angiogenic<br />

mitogen. Science 1989; 246(4935): 1306-1309.<br />

15. Dienstmann R, Braña I, Rodon J, et al: Toxicity as a<br />

Biomarker of Efficacy Of Molecular Targeted Therapies:Focus<br />

on EGFR and VEGF Inhibiting anticancer<br />

Drugs. Oncologist 2011 Dec 1.<br />

16. Oku T, Tjuvajev JG, Miyagawa T, et al: Tumor growth<br />

modulation by sense and antisensevascular endothelial<br />

growth factor gene expression: effects on angiogenesis,<br />

vascular permeability, blood volume, blood<br />

flow, fluorodeoxyglucose uptake, and proliferation of<br />

human melanoma intracerebral xenografts. Cancer<br />

Res 1998; 58(18): 4185-4192.<br />

17. Lin P, Sankar S, Shan S, et al: Inhibition of tumor growth<br />

by targeting tumor endothelium using a soluble vascular<br />

endothelial growth factorreceptor. Cell Growth<br />

Differ 1998; 9(1): 49-58.<br />

18. Belletti B, Ferraro P, Arra C, et al: Modulation of in<br />

vivo growth of thyroid tumor derived cell lines by<br />

sense and antisense vascular endothelial growth factor<br />

gene. Oncogene 1999; 18(34): 4860-4869.<br />

19. Asano M, Yukita A, Matsumoto T, et al: Inhibition of<br />

tumor growth and metastasis by an immunoneutralizing<br />

monoclonal antibody to human vascular endothelial<br />

growth factor/vascular permeability factor 121.<br />

Cancer Res 1995; 55(22): 5296-5301.<br />

20. Prewett M, Huber J, Li Y, et al: Antivascular endothelial<br />

growth factor receptor (fetal liver kinase 1)<br />

monoclonal antibody inhibits tumor angiogenesis and<br />

growth of several mouse and human tumors. Cancer<br />

Res 1999; 59(20): 5209-5218.<br />

21. O’Reilly MS, Boehm T, Shing Y, et al: Endostatin:<br />

an endogenous inhibitor of angiogenesis and tumor<br />

growth. Cell 1997; 88(2): 277-285.


438<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

22. Sim BK, MacDonald NJ, Gubish ER: Angiostatin and<br />

endostatin: endogenous inhibitors of tumor growth.<br />

Cancer Metastasis Rev 2000; 19(1-2): 181-190.<br />

23. Mundhenke C, Thomas JP, Wilding G, et al: Tissue examination<br />

to monitor antiangiogenic therapy: a phase<br />

I clinical trial with endostatin. Clin Cancer Res 2001;<br />

7(11): 3366-3374.<br />

24. Zahalsky AJ, Wong RJ, Lis E, et al: Phase II trial of<br />

SU5416 in patients with advanced in curable head and<br />

neck cancer. Proc Am Soc Clin Oncol 2002; 21: (abstr<br />

902)<br />

25. Lara PN, Jr, Quinn D, Margolin K, et al: Angiogenesis<br />

inhibition in renal cell carcinoma: a phase II California<br />

Cancer Consortium study of SU5416 plus interferon<br />

with biologic and imaging correlates. Proc Am Soc<br />

Clin Oncol 2002; 21: (abstr 736).<br />

26. Kindler HL, Vogelzang NJ, Chien Κ, et al: SU5416 in<br />

malignant mesothelioma: aUniversity of Chicago<br />

phase II consortium study. Proc Am Soc Clin Oncol<br />

2002; abstr 1359.<br />

27. Eng C, Kindler HL, Stadler WM, et al: SU5416 in advanced<br />

colorectal cancer: a University of Chicago<br />

phase II consortium study. Proc Am Soc Clin Oncol<br />

2001; 20: (abstr 2215).<br />

28. Gordon MS, Margolin K, Talpaz M, et al: Phase I safety<br />

and pharmacokinetic study of recombinant human<br />

anti-vascular endothelial growth factor in patients<br />

with advanced cancer. J Clin Oncol 2001; 19(3): 843-<br />

850.<br />

29. Margolin K, Gordon MS, Holmgren E, et al: Phase Ib<br />

trial of intravenous recombinant humanized monoclonal<br />

antibody to vascular endothelial growth factor<br />

in combination with chemotherapy in patients with<br />

advanced cancer: pharmacologie and long-term safety<br />

data. J Clin Oncol 2001; 19(3): 851-856.<br />

30. Kabbinavar F, Hurwitz HI, Fehrenbacher L, et al: Phase<br />

II, randomized trial comparing bevacizumab plus fluorouracil<br />

(FU)/leucovorin (LV) with FU/LV alone in patients<br />

with metastatic colorectal cancer. JCO 2003;<br />

21(1): 60-65.<br />

31. Halin C, Niesner U, Villani ME, et al: Tumor-targeting<br />

properties of antibody-vascular endothelial growth<br />

factor fusion proteins. Int J Cancer 2002; 102:109-116.<br />

32. Herbst RS: Targeted therapy in non-small-cell lung<br />

cancer. Oncology (Huntingt) 2002; 16 (9 suppl 9):19-<br />

24.<br />

33. Ferrara N: Timeline: VEGF and the quest for tumor angiogenesis<br />

factors. Nat Rev Cancer 2002; 2: 795-803.<br />

34. Yang JC, Haworth L, Steinberg SM, et al: A randomized<br />

double-blind placebo controlled trial of be vacizumab<br />

(anti-VEGF antibody) demonstrating a prolongation in<br />

time to progression in patients with metastatic renal<br />

cancer. Proc Am Soc Clin Oncol 2002; 21: (abstr 15).<br />

35. Giantonio BG, Levy D, Catalano BJ, et al: Incorporating<br />

angiogenesis inhibition with bevacizumab(anti-VEGF)<br />

into frontline chemotherapy with irinotecan (CPT-11),<br />

fluorouracil and leucovorin (5-FU/LV) for advanced<br />

colorectal cancer: a toxicity analysis of ECOG study<br />

E220. Proc Am Soc Clin Oncol 2002; 21: (abstr 503).<br />

36. Teicher BA, Ara G, Herbst R, et al: The proteasome<br />

inhibitor PS-341 in cancer therapy. Clin Cancer Res<br />

1999; 5(9): 2638-2645.<br />

37. Hamilton A, Eder J, Pavlick A, et al: PS-341: Phase I<br />

study of a novel proteasome inhibitor with pharmocodynamiced<br />

points. Proc Am Soc Clin Oncol 2000;<br />

20: (abstr 336).<br />

38. Aghajanian C, Soignet S, Dizon DS, et al: A phase I<br />

trial of the novel proteasome inhibitor PS341 in advanced<br />

solid tumor malignancies. Clin Cancer Res<br />

2002; 8(8): 2505-2511.<br />

39. Orlowski RZ, Stinchcombe TE, Mitchell BS, et al:<br />

Phase I trial of the proteasome inhibitor PS-341 in<br />

patients with refractory hιmatologie malignancies. J<br />

Clin Oncol 2002; 20(22): 4420-4427.<br />

40. Nishida E, Gotoh Y: The MAP kinase cascade is essential<br />

for diverse signal transduction pathways. Trends<br />

Biochem Sci 1993; 18(4): 128-131.<br />

41. Kolch W, Heidecker G, Kochs G, et al: Protein kinase<br />

C alpha activates RAF-1 by direct phosphorylation.<br />

Nature 1993; 364(6434): 249-252.<br />

42. Wang HG, Rapp UR, Reed JC: Bcl-2 targets the protein<br />

kinase Raf-1 to mitochondria. Cell 1996; 87(4): 629-<br />

638.<br />

43. Wagner RW: Gene inhibition using antisense oligodeoxynucleotides.<br />

Nature 1994; 372(6504): 333-335.<br />

44. Stevenson JP, Yao KS, Gallagher M, et al: Phase I<br />

clinical/pharmacokinetic and pharmacodynamic trial<br />

of the c-raf-1 antisense oligonucleotide ISIS 5132 (CGP<br />

69846A). J Clin Oncol 1999; 17(7): 2227-2236.<br />

45. Cunningham CC, Holmlund JT, Schiller JH, et al: A<br />

phase I trial of c-Raf kinase antisense oligonucleotide<br />

ISIS 5132 administered as a continuous intravenous infusion<br />

in patients with advanced cancer. Clin Cancer<br />

Res. 2000; 6(5): 1626-1631.<br />

46. Coudert B, Anthoney A, Fiedler W, et al: Phase II<br />

trial with ISIS 5132 in patients with small-cell (SCLC)<br />

and non-small cell (NSCLC) lung cancer.A European


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 439<br />

Organization for Research and Treatment of Cancer<br />

(EORTC) Early Clinical Studies Group report. Eur J<br />

Cancer 2001; 37(17): 2194-2198.<br />

47. Yuen AR, Halsey J, Fisher G, et al: Phase I/II trial of<br />

ISIS 3521, an antisense inhibitor of PKC-Alpha, with<br />

carboplatin and paclitaxel in non-small cell lung cancer.<br />

Proc Am Soc Clin Oncol 2001; 20: (abstr 1234).<br />

48. Ritch P, Belt R, George S, et al: Phase I/II trial of ISIS<br />

3521/LY900003,an antisense inhibitor of PKC-alpha,<br />

with cisplatin and gemcitabine in advanced nonsmallcell<br />

lung cancer. Proc Am Soc Clin Oncol 2002;<br />

21: (abstr 1233).<br />

49. Cripps MC, Figueredo AT, Oza AM, et al: Phase II<br />

randomized study of ISIS 3521 and ISIS 5132 in patients<br />

with locally advanced or metastatic colorectal<br />

cancer: a National Cancer Institute of Canada clini cal<br />

trials group study. Clin Cancer Res 2002; 8(7): 2188-<br />

2192.<br />

50. Reyno L, Venner PM, Ernst SD, et al: A randomized<br />

phase II and pharmacokinetic study of the antisense<br />

oligonucleotides ISIS 3521 and ISIS 5132 in patients<br />

with hormone-refractory prostate cancer. Clin Cancer<br />

Res 2002; 8(8): 2530-2535.<br />

51. Barbacid M: Ras genes. Annu Rev Biochem 1987; 56:<br />

779-827.<br />

52. Kato K, Der CJ, Buss JE: Prenoids and palmitate: lipids<br />

that control the biological activity of Ras proteins.<br />

Semin Cancer Biol 1992; 3(4): 179-188.<br />

53. Reiss Y, Goldstein JL, Seabra MC, et al: Inhibition of<br />

purified p21ras farnesyl:protein transferase by Cys-<br />

AAX tetrapeptides. Cell 1990; 62(1): 81-88.<br />

54. Der CJ, Cox AD: Isoprenoid modification and plasma<br />

membrane association: critical factors for ras oncogenicity.<br />

Cancer Cells 1991; 3(9): 331-340.<br />

55. Jackson JH, Cochrane CG, Bourne JR, et al: Farnesol<br />

modification of Kirsten-ras exon 4B proteinis essential<br />

for transformation. Proc Natl Acad Sci USA 1990;<br />

87(8): 3042-3046.<br />

56. Haluska P, Dy GK, Adjei AA: Farnesyl transferase<br />

inhibitors as anticancer agents. Eur J Cancer 2002;<br />

38(13): 1685-700.<br />

57. Calvo E, Baselga J: Ethnic differences in response to<br />

epidermal growth factor receptor tyrosine kinase inhibitors.<br />

J Clin Oncol. 2006; 24(14): 2158–2163.<br />

58. 58. Βασλαματζής ΜΜ: Προσδοκίες και απογοητεύσεις<br />

από τη θεραπευτική χρήση των αναστολέων<br />

της τυροσινικής κινάσης στο μη μικροκυτταρικό<br />

καρκίνωμα του πνεύμονα».«Βήμα Κλινικής<br />

Ογκολογίας» 2006, Τόμος 5Β(2), Σελ.191-204.<br />

59. Matar P, Rojo F, Cassia R, et al: Combined epidermal<br />

growth factor receptor targeting with the tyrosine kinase<br />

inhibitor gefitinib (ZD1839) and the monoclonal<br />

antibody cetuximab (IMC-C225): superiority over single-agent<br />

receptor targeting. Clin Cancer Res 2004;<br />

10: 6487-6501.<br />

60. Dy GK, Adjei AA: Novel targets for lung cancer therapy:Part<br />

I. J Clin Oncol 2002; 20: 2881-2894.<br />

61. Raben D, Helfrich B, Chan DC, et al: The effects of<br />

cetuximab alone and in combination with radiation<br />

and/or chemotherapy in lung cancer. Clin Cancer Res<br />

2005; 11: 795-805.<br />

62. Hanna N, Lilenbaum R, Ansari R, et al: Phase II Trial<br />

of Cetuximab in patients with previously treated nonsmallcell<br />

lung cancer. J Clin Oncol 2006; 24:5253-<br />

5258.<br />

63. Robert F, Blumenschein G, Herbst RS, et al: Phase I/IIa<br />

study of cetuximab with gemcitabine plus carboplatin<br />

in patients with chemotherapy-naive advanced nonsmallcell<br />

lung cancer. J Clin Oncol 2005; 23: 9089-<br />

9096.<br />

64. Butts CA, Bodkin D, Middleman EL, et al: Randomized<br />

phase II study of gemcitabine plus cisplatin, with or<br />

without cetuximab, as first-line therapy for patients<br />

with advanced or metastatic non small-cell lung cancer.<br />

J Clin Oncol 2007; 25: 5777-5784.<br />

65. Kelly K, Herbst RS, Crowley JJ, et al: Concurrent chemotherapy<br />

plus cetuximab or chemotherapy followed<br />

by cetuximab in advanced non-small cell lung cancer<br />

(NSCLC): A randomized phase II selectional trial<br />

SWOG 0342 (abstract). J Clin Oncol 2006; 24:367s.<br />

(Abst online at www.asco.org/portal/site/ASCO/<br />

66. Saltz L, Rubin M, Hochster H: Acne-like rash predicts<br />

response in patients treated with cetuximab (IMCC225)<br />

plus irinotecan (CPT-11) in CPT-11 refractory colorectal<br />

cancer that expresses epidermal growth factor receptor.<br />

AACR-NCI-EORTC International Conference<br />

on Molecular Targets and Cancer Therapeutics, 2001<br />

(abstr 559).<br />

67. Mohamed MK, Ramalingam S, Lin Y, et al:. Skin rash<br />

and good performance status predict improved survival<br />

with gefitinib in patients with advanced nonsmall<br />

cell lung cancer. Ann Oncol. 2005; 16(5): 780–<br />

785.<br />

68. Huang S, Armstrong EA, Benavente S, et al: Dualagent<br />

molecular targeting of the epidermal growth<br />

factor receptor (EGFR): combining anti-EGFR antibody<br />

with tyrosine kinase inhibitor. Cancer Res 2004; 64:<br />

5355- 5362.


440<br />

Θεραπείες κατά μοριακών στόχων<br />

69. Schiller JH, Larson T, Ou SI, et al: Efficacy and safety<br />

of axitinib (AG-013736; AG) in patients (pts) with advanced<br />

non-small cell lung cancer (NSCLC): A phase<br />

II trial. (Abstract). J Clin Oncol 2007; 25: 386s. (Abst<br />

online at: www.asco.org/portal/site/ASCO)<br />

70. Socinski MA, Novello S, Brahmer JR, et al: Multicenter,<br />

phase II trial of sunitinib in previously treated,<br />

advanced non-small-cell lung cancer. J Clin Oncol<br />

2008; 26: 650-656.<br />

71. Gatzemeier U, Blumenschein G, Fosella F, et al: Phase<br />

II trial of single-agent sorafenib in patients with advanced<br />

non-small cell lung carcinoma (abstract). J<br />

Clin Oncol 2006; 24: 364s<br />

72. Park J, Park BB, Kim JY, et al: Gefitinib (ZD1839) monotherapy<br />

as a salvage regimen for previously treated<br />

advanced non-small cell lung cancer. Clin Cancer<br />

Res.2004; 10(13): 4383–4388.<br />

73. Gatzemeier U, Groth G, Butts C, et al: Randomized<br />

phase II trial of gemcitabine-cisplatin with or without<br />

trastuzumab in HER2-positive non-small-cell lung<br />

cancer. Ann Oncol 2004; 15: 19-27.<br />

74. Karp DD, Paz-Ares L Blakely LJ, et al: Efficacy of the<br />

anti-insulin like growth factor I receptor (IGF-IR) antibody<br />

CP-751871 in combination with paclitaxel and<br />

carboplatin as first-line treatment for advanced nonsmall<br />

cell lung cancer (NSCLC). (Abstract). J Clin Oncol<br />

2007; 25: 386s.<br />

75. Pastan I, Kreitman RJ: Immunotoxins in cancer therapy.<br />

Curr Opin Investig Drugs 2002; 3:1089-1091<br />

76. Rai KR, Frιter CE, Mercier RJ, et al: Alemtuzumab in<br />

previously treated chronic lymphocytic patients who<br />

also had received fludarabine. J Clin Oncol 2002; 20:<br />

3891-3897.<br />

77. Osterborg A, Mellstedt H, Keating M: Clinical effects<br />

of alemtuzumab (Campath-lH) in B-cell chronic lymphocytic<br />

leukemia. Med Oncol 2002; 19: S21-S26.<br />

78. Voutsadakis IA: Gemtuzumab ozogamicin (CMA-<br />

676,bMylotarg) for the treatment of CD33+ acute myeloid<br />

leukemia. Anticancer Drugs 2002; 13: 685-692.<br />

79. Bernstein ID: CD33 as a target for selective ablation<br />

of acute myeloid leukemia. Clin Lymphoma 2002; 2<br />

(suppl 1): S9-S11.<br />

80. Sievers EL, Larson RA, Stadtmauer EA, et al : Efficacy<br />

and safety of Gemtuzumab Ozogamicin in patients<br />

with CD33-positive acute myeloid leukemia in first<br />

relapse. J Clin Oncol 2001; 19: 3244-3254.<br />

81. Larson RA, Boogaerts M, Estey E, et al : Antibody-targeted<br />

chemotherapy in older patients with acute myeloid<br />

leukemia in first relapse using Mylotarg (gemtuzumab<br />

ozogamicin). Leukemia 2002; 16: 1627-1236.<br />

82. Schrag D: The price tag on progress—chemotherapy for<br />

colorectal cancer. N Engl J Med. 2004; 351(4): 317–319.<br />

83. Centerwatch: Drugs approved by the FDA (2010).<br />

http://www.centerwatch.com/patient/drugs/druglist.<br />

html.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ: ΜΕΡΟΣ Β’<br />

Νεότερα δεδομένα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων<br />

με παλαιοτέρα φάρμακα<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Μ Μ Βασλαματζής<br />

Τηλ.: 2132041824<br />

E-mail: micvaslam@gmail.com<br />

1. ΓΕΝΙΚΑ ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ<br />

Dr Μ Μ Βασλαματζής 1 και Ν Αλεβιζόπουλος 2<br />

Στο τελευταίο Συνέδριο της American Society of<br />

Clinical Oncology (ASCO) το 2011, ανακοινώθηκαν γενικές<br />

κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την επιλογή<br />

ασθενών για χημειοθεραπεία και τις δοκιμασίες ευαισθησίας<br />

και αντιστάσεως των χημειοθεραπευτικών<br />

στην κλινική πράξη. Οι οδηγίες αυτές, είναι απότοκοι<br />

ενδελεχούς κριτικής αξιολογήσεως 11.313 άρθρων δημοσιευθέντων<br />

την τελευταία 7ετία στο MEDLINE και την<br />

Cochrane Library και αναθεώρησαν τις προηγούμενες<br />

οδηγίες, οι οποίες είχαν δημοσιευθεί το 2004. Οι ομάδες<br />

των ειδικών κατέληξαν ότι οι Ογκολόγοι πρέπει<br />

να χορηγούν χημειοθεραπεία με βάση αποδεκτές συστάσεις<br />

όπως εξάγονται από δημοσιευθείσες μελέτες<br />

και την κατάσταση γενικότερης υγείας των ασθενών.<br />

Όσον αφορά στις πολλές δοκιμασίες ευαισθησίας και<br />

αντιστάσεως των χημειοθεραπευτικών που προτείνονται<br />

στην κλινική πράξη, οι ειδικοί προτείνουν χρήση<br />

τους μετά από έλεγχο σε προς τούτο σχεδιασθείσες<br />

κλινικές μελέτες (1).<br />

1 Α. Η ΧΡΗΣΗ ΑΝΤΙΕΜΕΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ<br />

Τριάντα επτά σχετικές μελέτες και δύο εκτεταμένες<br />

ανασκοπήσεις της Cochrane Collaboration κατέληξαν<br />

στην αποτελεσματικότητα του συνδυασμού ανταγωνιστών<br />

των υποδοχέων της 5-hydroxytryptamine-3 [5-<br />

HT(3)] + dexamethasone + ανταγωνιστών των υποδοχέων<br />

της neurokinin 1 (NK(1) στην αντιμετώπιση ναυτίας<br />

και εμετών από συνδυασμούς χημειοθεραπευτικών με<br />

μεγάλη εμετογόνο δυνητικότητα. Στους τελευταίους οι<br />

1<br />

Διευθυντής, 2 Παθολόγος - Ογκολόγος,<br />

Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ειδικοί της ASCO εντάσσουν πλέον και τον συνδυασμό<br />

anthracycline + cyclophosphamide.<br />

Η άπαξ ημερησίως χορήγηση ενδοφλεβίως χορήγηση<br />

fosaprepitant αξιολογήθηκε ώς ισοδύναμη της<br />

aprepitant.<br />

Το palonosetron συνιστάται για μετρίως εμετογόνα<br />

χημειοθεραπευτικά φάρμακα και συνδυασμούς συγχορηγούμενο<br />

με dexamethasone.<br />

Για φάρμακα με χαμηλή εμετογόνο ικανότητα συνιστάται<br />

μόνον dexamethasone προ της 1ης δόσεως<br />

χημειοθεραπείας.<br />

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι:<br />

• Η σημαντικότητα συνεχιζόμενης συμπτωματολογίας<br />

ναυτίας/ εμετών πρέπει να καταγράφεται<br />

προσεκτικά κατά την διάρκεια της χημειοθεραπείας,<br />

ει δυνατόν να αποδίδεται κάπου<br />

και να αξιολογούνται οι συνέπειές της.<br />

• Η ναυτία πρέπει να αξιολογείται ως ισοδύναμη<br />

των εμετών (2).<br />

1. Β. Η ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ ΤΟΥ QT ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΕ<br />

ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΥΠΟ ONDANSETRON.<br />

Το FDA έλεγξε την επιμήκυνση του διαστήματος<br />

QT, και την εμφάνιση θανατηφόρων αρρυθμιών (μεταξύ<br />

αυτών και του torsades de pointes) σε ασθενείς υπό<br />

ondansetron. Οι ειδικοί συστήνουν ότι το φάρμακο δεν<br />

πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με συγγενώς μακρύ<br />

QT σύνδρομο και να προηγείται ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΗΚΓ,<br />

σε ασθενείς με υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία, καρδιακή<br />

ανεπάρκεια, βραδυαρρυθμίες και σε όσους λαμβάνουν<br />

παράλληλα φάρμακα επιμηκύνοντα το QT (3).


442<br />

Νεότερα δεδομένα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων με παλαιοτέρα φάρμακα<br />

1. Γ. Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ DENOSUMAB<br />

Το Denosumab είναι ανθρώπινο μονοκλονικό αντίσωμα<br />

που δεσμεύεται στον RANKL (receptor activator<br />

of nuclear factor kappa B ligand), ουσιώδη παράγοντα<br />

στον σχηματισμό των οστεοκλαστών και την λειτουργία<br />

τους. Το φάρμακο χρησιμοποιείται στην πρόληψη<br />

απώλειας οστικής μάζας, που προκαλείται από θεραπείες.<br />

Το FDA συστήνει μετ’ επιτάσεως την χρήση<br />

denosumab ως θεραπείας για την αύξηση οστικής μάζας<br />

σε ασθενείς με μη μεταστατικό καρκίνωμα προστάτου<br />

που βρίσκονται σε θεραπεία με καταστολή<br />

των ανδρογόνων και σε γυναίκες με καρκίνο μαστού<br />

που παίρνουν συμπληρωματική θεραπείαas με αναστολείς<br />

της αρωματάσης (4).<br />

2. ΜΗ ΜΙΚΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥ-<br />

ΜΟΝΑ<br />

2. 1. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ CRIZOTINIB<br />

Η crizotinib χρησιμοποιείται για ασθενείς με μη μικροκυτταρικό<br />

καρκίνωμα πνεύμονα, με σύντηξη του<br />

ογκογονιδίου ALK. Οι ασθενείς είναι τυπικά μη καπνιστές<br />

ή έχοντες αρχίσει το κάπνισμα σε νεαρή ηλικία<br />

και το έχουν διακόψει προ πολλού χρόνου, έχουν<br />

δε στην πλειοψηφία τους αδενοκαρκίνωμα και κακή<br />

πρόγνωση. Η αντινεοπλασματική ικανότητα του φαρμάκου<br />

έχει αποδειχθεί σε δύο μελέτες που περιελάμβαναν<br />

ασθενείς με σύντηξη του ογκογονιδίου ALK (5,<br />

6). Στην δεύτερη μελέτη, από το Massachusetts General<br />

Hospital Cancer Center, Boston, MA, USA, έγινε προσπάθεια<br />

να εκτιμηθεί η συνολική επιβίωση την οποία<br />

επήγε το φάρμακο σε 82 ασθενείς με μεταστατικό μη<br />

μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα. Σύμφωνα με<br />

τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν η εκτίμηση της<br />

διάμεσης συνολικής επιβιώσεως των ασθενών υπό<br />

crizotinib δεν έχει ολοκληρωθεί (95% CI 17 μήνες + ), το<br />

ποσοστό ετήσιας επιβιώσεως ήταν 74% (95% CI 63-82)<br />

και της 2ετούς επιβιώσεως 54% (40-66). Η συνολική<br />

επιβίωση στην θεραπεία με crizotinib, ήταν ανεξάρτητη<br />

φύλου, ηλικίας, ιστορικού καπνίσματος και εθνικής<br />

προελεύσεως. Η επιβίωση των 30 ασθενών που ήταν<br />

ALK (+) και πήραν crizotinib στα πλαίσια 2ης ή 3ης<br />

γραμμής θεραπείας ήταν μεγαλύτερη σε σχάση με 23<br />

ασθενείς που ήταν ALK (+) και έλαβαν οποιαδήποτε<br />

άλλη 2ης γραμμής θεραπεία εκτός crizotinib. Οι δύο<br />

ομάδες είχαν διάμεση επιβίωση 14+ μήνες έναντι 6, ποσοστό<br />

ετήσιας επιβιώσεως 70% (95% CI 50-83) έναντι<br />

44% (95% CI 23-64) και 2ετούς συνολικής επιβιώσεως<br />

[55% (33-72) έναντι 12% (2-30), (HR 0.36, 95% CI 0.17-0.75;<br />

p=0.004)]. Η διάμεση επιβίωση των 56 ασθενών που<br />

ήταν ALK (+) και έλαβαν crizotinib ήταν παρόμοια εκείνης<br />

63 ασθενών ALK (-) / EGFR, που έλαβαν θεραπεία<br />

με αντι- EGFR TKI, παράγοντα (17+ μήνες, έναντι 24+<br />

μήνες), η ετήσια επιβίωση 71% (95% CI 58-81) έναντι<br />

74% (61-83) και η 2ετής συνολική επιβίωση 57% [40-71]<br />

έναντι 52% [38-65, (p=0.786)],. Το Crizotinib, ήδη από τον<br />

Αύγουστο του 2011, εγκρίθηκε από το FDA για την θεραπεία<br />

1ης και 2ης γραμμής σε ασθενείς ALK (+) με μη<br />

μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα.<br />

2. 2. ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΕΩΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ PEMETREXED ΚΑΙ<br />

BEVACIZUMAB<br />

Πρώτα αποτελέσματα από την μελέτη AVAPERL και<br />

με διάμεση παρακολούθηση των ασθενών για 11 μήνες,<br />

έδειξαν ότι η θεραπεία συντηρήσεως με pemetrexed +<br />

bevacizumab αυξάνει σημαντικά το διάστημα ελεύθερο<br />

υποτροπής της νόσου σε σύγκριση με θεραπεία<br />

συντηρήσεως με μόνον bevacizumab (διάμεση τιμή 7.4<br />

έναντι 3.7 μήνες) σε ασθενείς που εμφάνισαν αντικειμενική<br />

ανταπόκριση ή στασιμη νόσο με την εισαγωγική<br />

θεραπεία (7).<br />

3. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΥ<br />

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:<br />

3. Α. ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΦΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΗΣΗ<br />

ΤΩΝ ΛΕΜΦΑΔΕΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΧΑΛΗΣ ΣΕ ΓΥ-<br />

ΝΑΙΚΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΥΠΕΒΛΗΘΗΣΑΝ ΣΕ ΣΥΝΤΗ-<br />

ΡΗΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΑΣΤΟ ΤΟΥΣ<br />

3. Β. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΜΦΑ-<br />

ΔΕΝΕΣ ΤΗΣ ΑΛΥΣΣΟΥ ΤΗΣ ΕΣΩ ΜΑΣΤΙΚΗΣ,<br />

ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΕ<br />

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝΟΥ ΜΑ-<br />

ΣΤΟΥ ΤΩΝ, ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ<br />

ΓΙΑ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΑΡΧΙΚΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ<br />

Τα ερωτήματα επιδέχονται διαφορετικές απαντήσεις<br />

σήμερα. Εντούτοις σύμφωνα με τα προκαταρκτικά<br />

αποτελέσματα της μελέτης NCIC-CTG MA.20, τα<br />

οποία παρουσιάσθηκαν στο τελευταίο Συνέδριο της<br />

American Society of Clinical Oncology (ASCO) το 2011,<br />

φαίνεται ότι η επί πλέον ακτινοβόληση των περιοχικών<br />

λεμφαδένων, μετά από συντηρητική μαστεκτομή<br />

σε γυναίκες με νόσο αρχικού σταδίου, βελτιώνει το<br />

ελεύθερο τοπικής και γενικευμένης νόσου διάστημα<br />

και επάγει καλύτερη συνολική επιβίωση. Το όφελος<br />

περιορίζεται () από τα υψηλότερα ποσοστά μετακτινικής<br />

δερματίτιδας και πνευμονίτιδας, του λεμφοιδή-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 443<br />

ματος και του πτωχότερου κοσμητικού αποτελέσματος,<br />

τα οποία παρατηρούνται στις γυναίκες οι οποίες<br />

υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία. Οι κίνδυνοι και τα<br />

οφέλη θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη και να συζητώνται<br />

κυρίως με τις γυναίκες με θετικούς λεμφαδένες,<br />

οι οποίες λαμβάνουν χημειοθεραπεία (8).<br />

3. Γ. ΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΓΥ-<br />

ΝΑΙΚΩΝ HER2 (+) ΚΑΙ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΕΣ ΜΕΤΑΣΤΑ-<br />

ΣΕΙΣ<br />

Η προοπτική μελέτη ενός σκέλους, LANDSCAPE,<br />

εκτίμησε τον συνδυασμό lapatinib + capecitabine, ως<br />

θεραπεία 1ης γραμμής, πριν την ολοκρανιακή ακτινοθεραπεία,<br />

σε 1012 νεοδιαγνωσθείσες ασθενείς, από τις<br />

οποίες οι 377 (37.3%) είχαν εγκεφαλικές μεταστάσεις.<br />

Σε ανάλυση προκαταρκτικών των αποτελεσμάτων<br />

της μελέτης που ανακοινώθηκαν στο ASCO το 2011,<br />

φαίνεται ότι η θεραπεία πέτυχε έλεγχο της νόσου στο<br />

67%, ο διάμεσος χρόνος προόδου νόσου ήταν 5.5 μήνες<br />

και ο διάμεσος χρόνος μέχρι να καταστεί απαραίτητη<br />

η ακτινοθεραπεία 8.3 μήνες. Θεραπεία με trastuzumab,<br />

χημειοθεραπεία ή εγχείρηση, μετά την τεκμηρίωση των<br />

εγκεφαλικών μεταστάσεων συνοδευόνταν από στατιστικά<br />

σημαντική αύξηση της διάμεσης επιβιώσεως<br />

(trastuzumab έναντι μη trastuzumab, 17.5 έναντι 3.8 μήνες,<br />

χημειοθεραπεία έναντι μη χημειοθεραπείας, 16.4<br />

έναντι 3.7 μήνες και εγχείρηση έναντι μη εγχειρήσεως,<br />

20.3 έναντι 11.3 μήνες.). Μολονότι η ακτινοθεραπεία σε<br />

σύγκριση με μη ακτινοθεραπεία φάνηκε ότι αύξανε την<br />

διάμεση συνολική επιβίωση (13.9 έναντι 8.4 μήνες), η<br />

διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (P = 0.134). Ο<br />

διάμεσος χρόνος μέχρι την εμφάνιση εγκεφαλικών μεταστάσεων,<br />

στις 302 γυναίκες που εμφάνισαν τελικά<br />

νόσο στο Κ.Ν.Σ., ήταν 13.3 μήνες (9).<br />

3. Δ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙ-<br />

ΚΩΝ ΣΥΝΥΑΣΜΩΝ ΧΩΡΙΣ ANTHRACYCLINE,<br />

ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ HER2 (+).<br />

Το όφελος από συμπληρωματική χορήγηση<br />

trastuzumab με χημειοθεραπευτικούς συνδυασμούς χωρίς<br />

trastuzumab, ελέγχθηκε στην μελέτη BCIRG-006, που<br />

συνέκρινε συνδυασμό doxorubicin + cyclophosphamide<br />

ακολουθούμενο από docetaxel ± trastuzumab (ACT ή<br />

ACTH) έναντι carboplatin + docetaxel και trastuzumab<br />

(TCH) σε 3222 γυναίκες HER2 (+) με διηθημένους αδένες<br />

της μασχάλης ή αυξημένου κινδύνου χωρίς διηθημένους<br />

λεμφααδένες μασχάλης, οι οποίες παρακολουθήθηκαν<br />

για διάμεσο διάστημα 65 μηνών. Το διάστημα<br />

ελεύθερο νόσου στα 5 χρόνια ήταν 75%, 84% και 81%<br />

για τα σκέλη ACT, ACTH και TCH, αντιστοίχως, ενώ η<br />

συνολική επιβίωση 87%, 92% και 91%, για έκαστο των<br />

τριών θεραπευτικών σκελών αντιστοίχως, δεν διέφερε<br />

μεταξύ των ομάδων που έλαβαν ACTH ή TCH, αλλά<br />

οι ασθενείς της δεύτερης ομάδας είχαν λιγότερη μη αιματολογική<br />

τοξικότητα και καρδιοτοξικότητα (P


444<br />

Νεότερα δεδομένα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων με παλαιοτέρα φάρμακα<br />

μπληρωματικής θεραπείας. Σε διάμεση παρακολούθηση<br />

19.7 (0=56.4) μηνών, υποτροπή της νόσου ή θάνατος εξ<br />

αυτής παρατηρήθηκε σε 30 (8%) και 70 (20%) ασθενείς<br />

των ομάδων της Imatinib και του placebo αντιστοίχως.<br />

Η επιβίωση ελευθερη υποτροπής στους 12 μήνες<br />

αφορούσε στο 98% [95% CI 96-100] και 83% [78-88] των<br />

ασθενών των δύο ομάδων αντιστοίχως (HR 0.35 [0.22-<br />

0.53]; one-sided p


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 445<br />

5. 2. ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ<br />

ΤΗΣ VITAMIN E ΚΑΙ ΤΟΥ SELENIUM Ή ΙΣΧΥΕΙ<br />

ΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΤΙΘΕΤΟ<br />

Σύμφωνα με τα αρχικά αποτελέσματα της μελέτης<br />

SELECT (Selenium and Vitamin E Cancer Prevention Trial)<br />

δεν αναδείχθηκε προφυλακτικός ρόλος του selenium<br />

ή της βιταμίνης Ε στην αναπτυξη καρκινώματος προστάτου.<br />

Αντιθέτως η λήψη συμπληρωμάτων αυξημένων<br />

σε βιταμίνη φαίνεται ότι οδηγούσε σε μη στατιστικά<br />

σημαντική αύξηση του κινδύνου για την νόσο.<br />

Για εκτίμηση της απώτερης σχέσεως μεταξύ λήψεως<br />

selenium ή της βιταμίνης Ε και καρκινώματος προστάτου,<br />

αναλύθηκαν τα δεδομένα 35.533 υγιών ανδρών<br />

από 427 μελέτες σε United States, Canada, και Puerto<br />

Rico, μεταξύ 22/8/2001 – 5/7/2004 και τα τελικά αποτελέσματα<br />

εξήχθησαν στις 5/7/2011 (19). Καταγράφηκαν<br />

529, 620, 575 και 555 καρκινώματα προστάτου<br />

στις ομάδες του placebo, της βιταμίνης Ε, του selenium<br />

και του συνδυασμού των δύο αντιστοίχως. Σύμφωνα<br />

με αυτά και σε σύγκριση με ομάδα ατόμων που<br />

έπαιρνε placebo, υπήρχε στατιστικά σημαντικά αυξημένος<br />

κίνδυνος στην ομάδα της βιταμίνης Ε (HR 1.17;<br />

99% CI, 1.004 - 1.36, P = 0.008) και αυξημένος, αλλά μη<br />

στατιστικά σημαντικός στην ομάδα του selenium (HR,<br />

1.09; 99% CI, 0.93 - 1.27; P = 0.18), και της ομάδας του<br />

συνδυασμού των δύο στοιχείων (HR, 1.05; 99% CI, 0.89<br />

- 1.22, P = 0.46).<br />

6. ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ<br />

6. 1. ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ<br />

Το 2011 δημοσιεύθηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες<br />

για την, μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, παρακολούθηση<br />

του συνόλου σχεδόν των γυναικολογικών<br />

κακοηθειών (20). Η λεπτομερής αναφορά τους εκφεύγει<br />

των σκοπών της παρούσης βραχείας ανασκοπικής<br />

αναφοράς.<br />

6. 2. ΠΡΩΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ BEVACIZUMAB<br />

ΕΠΙ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ ΤΩΝ<br />

ΩΟΘΗΚΩΝ<br />

Σε πρώτη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της<br />

μελέτης Gynecologic Oncology Group (GOG) trial 128,<br />

που παρουσιάσθηκαν στο ASCO το 2010, αποδείχθηκε<br />

αύξηση της επιβιώσεως των ασθενών με προχωρημένη<br />

νόσο, οι οποίες αντιμετωπίσθηκαν με τον συνδυασμό<br />

bevacizumab + paclitaxel + carboplatin, μολονότι<br />

μετέπειτα αναλύσεις cost-effectiveness δεν ήταν πολύ<br />

ενισχυτικές της χρήσεώς του (21).<br />

Ανάλυση των αποτελεσμάτων της μελέτης<br />

Gynecologic Cancer Intergroup ICON7, που παρουσιάσθηκε<br />

στο ASCO το 2011, έδειξε ότι η bevacizumab χορηγούμενη<br />

στα πλαίσια συνδυασμένης 1ης γραμμής θεραπείας,<br />

αυξάνει το ελεύθερο προόδου νόσου διάστημα<br />

(22).<br />

Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν την σκοπιμότητα<br />

προσθήκης της bevacizumab, σε χημειοθεραπευτικούς<br />

συνδυασμούς 1ης γραμμής σε γυναίκες με επιθηλιακά<br />

καρκινώματα ωοθηκών μετά κυτταρομειωτικές επεμβάσεις.<br />

6. 3. Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ BEVACIZUMAB ΕΠΙ ΥΠΟΤΡΟΠΙ-<br />

ΑΣΑΝΤΟΣ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ<br />

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΥ ΣΤΟ PLATINUM<br />

Η ιδεατή θεραπεία για γυναίκες με υποτροπιάσαν<br />

καρκίνωμα ωοθηκών, που είναι ευαίσθητο στο<br />

platinum είναι υπό συζήτηση. Στην μελέτη OCEANS, 484<br />

γυναίκες με υποτροπή καρκινώματος των ωοθηκών,<br />

του περιτοναίου ή του φαλλοπιανού πόρου που είχε<br />

αποδειχθεί ευαίσθητο στο platinum κατανεμήθηκαν με<br />

τυχαία κατανομή μεταξύ θεραπειών με carboplatin +<br />

gemcitabine ± bevacizumab και τα πρώτα αποτελέσματα<br />

παρουσιάσθηκαν στο ASCO του 2011. Από αυτά<br />

φαίνεται ότι η προσθήκη bevacizumab στον συνδυασμό<br />

βελτιώνει την ελεύθερη προόδου νόσου επιβίωση,<br />

που αποτελούσε τον πρωταρχικό σκοπό της μελέτης<br />

και τα ποσοστά της συνολικής ανταποκρίσεως, αλλά<br />

συνοδεύεται από αυξημένη τοξικότητα, του τύπου της<br />

αρτηριακής υπερτάσεως, της πρωτεϊνουρίας και των<br />

αιμορραγικών επεισοδίων, εκτός Κ.Ν.Σ. (23).<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Burstein HJ, Mangu PB, Somerfield MR, et al. American<br />

Society of Clinical Oncology clinical practice guideline<br />

update on the use of chemotherapy sensitivity<br />

and resistance assays. J Clin Oncol 2011; 29:3328.<br />

2. Basch E, Prestrud AA, Hesketh PJ, et al. Antiemetics:<br />

American Society of Clinical Oncology Clinical Practice<br />

Guideline Update. J Clin Oncol 2011.<br />

3. http://www.fda.gov/Safety/MedWatch/SafetyInformation/SafetyAlertsforHumanMedicalProducts/<br />

ucm272041.htm (Accessed on September 20, 2011.<br />

4. Ross ME Diane Savarese MF. What’s new in oncology.<br />

www.uptodate.com. Last literature review version<br />

19.3, September 2011,<br />

5. Food and Drug Administration http://www.accessdata.<br />

fda.gov/drugsatfda_docs/label/2011/202570s000lbl.pdf


446<br />

Νεότερα δεδομένα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων με παλαιοτέρα φάρμακα<br />

6. Shaw AT, Yeap BY, Solomon BJ, et al. Effect of crizotinib<br />

on overall survival in patients with advanced<br />

non-small-cell lung cancer harbouring ALK gene rearrangement:<br />

a retrospective analysis. Lancet Oncol<br />

2011; 12:1004.<br />

7. Barlesi F, de Castro J, Dvornichenko, V, et al. AVAPERL<br />

(MO22089): Final efficacy outcomes for patients with<br />

advanced nonsquamous non-small cell lung cancer<br />

randomized to continuation maintenance with bevacizumab<br />

or bevacizumab + pemetrexed after firstline<br />

bevacizumab-cisplatin + pemetrexed (abstract).<br />

European Multidisciplinary Cancer Congress, September,<br />

2011.<br />

8. Whelan TJ, Olivotto I, Ackerman I, et al. NCIC-CTG<br />

MA.20: An intergroup trial of regional nodal irradiation<br />

in early breast cancer (abstract LBA1003). J<br />

Clin Oncol 2011; 29:779s. Abstract available online<br />

at http://www.asco.org/ASCOv2/Meetings/<br />

Abstracts&vmview=abst_detail_view&confID=102&a<br />

bstractID=79126 (Accessed on June 21, 2011.<br />

9. Brufsky AM, Mayer M, Rugo HS, et al. Central nervous<br />

system metastases in patients with HER2-positive<br />

metastatic breast cancer: incidence, treatment,<br />

and survival in patients from registHER. (Clin Cancer<br />

Res. 2011, 17 (14): 4834.<br />

10. Slamon D, Eiermann W, Robert N, et al. Adjuvant<br />

trastuzumab in HER2-positive breast cancer. N Engl J<br />

Med 2011; 365:1273.<br />

11. Amir E, Seruga B, Niraula S, Carlsson L, Ocaña A. Toxicity<br />

of adjuvant endocrine therapy in postmenopausal<br />

breast cancer patients: a systematic review and<br />

meta-analysis. J Natl Cancer Inst. 2011;103(17):1299.<br />

12. Dematteo RP, Ballman KV, Antonescu CR, et al. Adjuvant<br />

imatinib mesylate after resection of localised,<br />

primary gastrointestinal stromal tumour: a randomised,<br />

double-blind, placebo-controlled trial. Lancet 2009;<br />

373: 1097.<br />

13. Joensuu H, Vehtari A, Riihimäki J, et al. Twelve versus<br />

36 months of adjuvant imatinib as treatment of<br />

operable GIST with a high risk of recurrence: Final<br />

results of a randomized trial (SSGXVIII/AIO) (abstract<br />

LBA1). J Clin Oncol 2011; 29:18s:775s.bstract available<br />

online at http://www.asco.org/ASCOv2/Meetings/<br />

Abstracts&vmview=abst_detail_view&confID=102&a<br />

bstractID=78836 (Accessed on June 05, 2011).<br />

14. Joensuu H, Vehtari A, Riihimäki J, et al. Risk of recurrence<br />

of gastrointestinal stromal tumour after surgery:<br />

an analysis of pooled population-based cohorts. Lancet<br />

Oncol. 2011 Dec 6. [Epub ahead of print].<br />

15. Roedel C, Becker H, Fietkau R, et al. Preoperative<br />

chemoradiotherapy and postoperative chemotherapy<br />

with 5-fluorouracil and oxaliplatin versus 5-fluorouracil<br />

alone in locally advanced rectal cancer: First results<br />

of the German CAO/ARO/AIO-04 randomized phase<br />

III trial (abstract LBA3505). J Clin Oncol 2011; 29:780s.<br />

Abstract available online at http://www.asco.org/<br />

ASCOv2/Meetings/Abstracts&vmview=abst_detail_<br />

view&confID=102&abstractID=78728 (Accessed on<br />

June 28, 2011).<br />

16. Roh MS, Yothers GA, O’Connell MJ, et al. The impact<br />

of capecitabine and oxaliplatin in the preoperative<br />

multimodality treatment in patients with<br />

carcinoma of the rectum: NSABP R-04 (abstract<br />

3503). J Clin Oncol 2011; 29:221s. (Abstract available<br />

online at http://www.asco.org/ASCOv2/Meetings/<br />

Abstracts&vmview=abst_detail_view&confID=102&a<br />

bstractID=76910 (Accessed on June 28, 2011).<br />

17. Hofheinz R, Wenz FK, Post S, et al. Capecitabine<br />

(Cape) versus 5-fluorouracil (5-FU)–based (neo)adjuvant<br />

chemoradiotherapy (CRT) for locally advanced rectal<br />

cancer (LARC): Long-term results of a randomized,<br />

phase III trial (abstract 3504). J Clin Oncol 2011;<br />

29:222s. Abstract available online at http://www.asco.<br />

org/ASCOv2/Meetings/Abstracts&vmview=abst_<br />

detail_view&confID=102&abstractID=77485 (Accessed<br />

on June 28, 2011).<br />

18. Sjoquist KM, Burmeister BH, Smithers BM, et al. Survival<br />

after neoadjuvant chemotherapy or chemoradiotherapy<br />

for resectable oesophageal carcinoma: an<br />

updated meta-analysis. Lancet Oncol 2011; 12:681.<br />

19. Klein EA, Thompson IM Jr, Tangen CM, et al. Vitamin<br />

E and the risk of prostate cancer: the Selenium<br />

and Vitamin E Cancer Prevention Trial (SELECT). JAMA<br />

2011; 306:1549.<br />

20. Salani R, Backes FJ, Fung MF, et al. Posttreatment surveillance<br />

and diagnosis of recurrence in women with<br />

gynecologic malignancies: Society of Gynecologic<br />

Oncologists recommendations. Am J Obstet Gynecol<br />

2011; 204:466.<br />

21. Cohn DE, Kim KH, Resnick KE, et al. At what cost<br />

does a potential survival advantage of bevacizumab<br />

make sense for the primary treatment of ovarian cancer<br />

A cost-effectiveness analysis. J Clin Oncol 2011;<br />

29:1247.<br />

22. Kristensen G, Perren T, Qian W, et al. Result of interim<br />

analysis of overall survival in the GCIG ICON7<br />

phase III randomized trial of bevacizumab in women<br />

with newly diagnosed ovarian cancer (abstract


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 447<br />

LBA5006). J Clin Oncol 2011; 29:781s. Abstract available<br />

online at http://www.asco.org/ASCOv2/Meetings/Abstracts&vmview=abst_detail_view&confID=1<br />

02&abstractID=82361 (Accessed on June 08, 2011).<br />

23. Aghajanian C,Finkler NJ, Rutherford T, et al. OCEANS:<br />

a randomized, double-blinded, placebo-controlled<br />

phase III trial of chemotherapy with or withoug bevacizumab<br />

(BEV) in patients with platinum-sensitive<br />

recurrent epithelial ovarian (EOC), primary peritoneal,<br />

or fallopian tube cancer (abstract LBA5007). J<br />

Clin Oncol 2011; 29:781s. (Abstract available online<br />

at http://www.asco.org/ASCOv2/Meetings/<br />

Abstracts&vmview=abst_detail_view&confID=102&a<br />

bstractID=82822 (Accessed on July 05, 2011).


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΟ ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN<br />

Ν Χαρχαλάκης<br />

Διευθυντής, Αιματολογική Κλινική - Λεμφωμάτων - Μ.Μ.Μ.Ο. Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 213 2041724<br />

E-mail: niharl@otenet.gr<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Το λέμφωμα Hodgkin αποτελεί για πολλούς λόγους<br />

μία πρόκληση για τους κλινικούς αιματολόγους.<br />

Πρόκειται για νεοπλασματικό νόσημα που συχνά<br />

προσβάλλει νεαρούς ασθενείς. Είναι το πρώτο νεοπλασματικό<br />

νόσημα του αιμοποιητικού ιστού που<br />

αποδείχτηκε ότι μπορεί να θεραπευθεί ακόμη και στις<br />

περιπτώσεις που η προσβολή του ασθενούς είναι<br />

εκτεταμένη. Αυτό επιτυγχάνεται με την συνδυασμένη<br />

χημειοθεραπεία και στην ουσία η δυνατότητα αυτή<br />

απετέλεσε ένα από τα πρώτα επιχειρήματα για την<br />

ουσιαστική αξία της συνδυασμένης χημειοθεραπείας.<br />

Το παράδοξο είναι ότι αυτή η θεραπευτική δυνατότητα<br />

επιτεύχθηκε πριν 50 περίπου χρόνια, όταν δεν<br />

γνωρίζαμε τίποτα για τη φύση του νεοπλασματικού<br />

κυττάρου του συγκεκριμένου νοσήματος. Στη συνέχεια<br />

φάνηκε ότι η θεραπεία για το νόσημα μπορεί να οδηγήσει<br />

σε όψιμα σοβαρότατα προβλήματα, έτσι ώστε<br />

από ένα σημείο και μετά η πιθανότητα θανάτου από<br />

τις επιπλοκές της θεραπείας ξεπερνούσε την πιθανότητα<br />

θανάτου από αυτό τούτο το νόσημα. Με την<br />

πάροδο των χρόνων βρέθηκαν αποτελεσματικότερες<br />

θεραπείες αλλά και λιγότερο τοξικές θεραπείες. Κατά<br />

κανόνα οι αποτελεσματικότερες θεραπείες είναι και<br />

οι τοξικότερες. Η γνώση γύρω από διάφορους προγνωστικούς<br />

παράγοντες κατά την έναρξη της θεραπείας,<br />

καθώς και η αξία της πρώιμης εκτίμησης της<br />

ανταπόκρισης στη θεραπεία συγκλίνουν στην τάση<br />

της παροχής για κάθε άρρωστο της πλέον δραστικής<br />

και λιγότερο τοξικής θεραπείας. Προς την κατεύθυνση<br />

αυτή έχουν συντελεσθεί ουσιαστικά βήματα. Πρόσφατα,<br />

η ανοσοθεραπεία έχει δώσει, κατ’ ελάχιστον, εντυπωσιακά<br />

αποτελέσματα. Υπάρχει πλέον μία διάχυτη<br />

ελπίδα ότι σύντομα θα θεραπεύουμε ακόμη υψηλότερο<br />

ποσοστό ασθενών χωρίς ταυτόχρονα να τους εκθέτουμε<br />

σε κινδύνους από τη θεραπεία. Τα τελευταία<br />

χρόνια έχουν συντελεσθεί ουσιαστικά βήματα και στην<br />

κατανόηση της βιολογίας του νοσήματος. Ένα πρώτο<br />

στοιχείο είναι η αλλαγή της ονομασίας του νοσήματος<br />

από νόσος του Hodgkin σε λέμφωμα Hodgkin. Παράλληλα,<br />

έχουν αποκαλυφθεί πολλά στοιχεία γύρω από<br />

την παθοφυσιολογία του νοσήματος και στα πλαίσια<br />

αυτά έχει γίνει αντιληπτή η σημασία των μη νεοπλασματικών<br />

κυττάρων στην έκβαση των ασθενών.<br />

Το θέμα θα παρουσιασθεί από δύο εξαιρετικούς<br />

συναδέλφους, την κ. Δήμητρα Ροντογιάννη και τον κ.<br />

Θεμιστοκλή Καρμίρη, οι οποίοι έχουν βαθιά γνώση<br />

του νοσήματος, έχουν προσωπική εμπειρία στο συγκεκριμένο<br />

θέμα και οι οποίοι έχουν συμβάλλει στον<br />

τομέα αυτό ερευνητικά. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74,<br />

Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 448, 2012.


Βιολογία του Λεμφώματος Hodgkin<br />

Ε Γιαννουλάτου 1 , MPhil, DPhil, Δ Ροντογιάννη 2<br />

1<br />

Weatherall Institute of Molecular Medicine University of Oxford John Radcliffe Hospital,<br />

2<br />

Συντονίστρια Διευθύντρια, Παθολογοανατομικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

Υπεύθυνος αλληλογραφίας:<br />

Δήμητρα Ροντογιάννη<br />

Τηλ.: 2132043127<br />

E-mail: pathanat@evaggelismos-hosp.gr<br />

Η εργασία υποβλήθηκε προς δημοσίευση στο περιοδικό “Hospital Chronicles”<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η διαρκής μελέτη του λεμφώματος Hodgkin έχει οδηγήσει το τελευταίο χρονικό διάστημα σε μεγαλύτερη κατανόηση<br />

της βιολογίας του. Τα κύτταρα Reed-Sternberg στο κλασσικό λέμφωμα Hodgkin καθώς και τα κύτταρα LP του<br />

οζώδους λεμφοεπικρατητικού τύπου λεμφώματος προέρχονται από Β λεμφοκύτταρα βλαστικού κέντρου λεμφοζιδίου<br />

και αποτελούν 0,1 έως 10% του κυτταρικού πληθυσμού καθόσον αναπτύσσονται εν μέσω φλεγμονώδους<br />

κυτταρικού διηθήματος-μικροπεριβάλλοντος. Τα κύτταρα Reed-Sternberg έχουν απωλέσει τον φαινότυπο του Β<br />

λεμφοκυττάρου και εκφράζουν έκτοπους δείκτες και ρυθμιστές μεταγραφής άλλων τύπων αιμοποιητικών και<br />

λεμφικών κυττάρων. Χαρακτηριστικό των Reed-Sternberg κυττάρων είναι η απορρύθμιση των σημάτων πολλαπλών<br />

μονοπατιών όπως του Jak/STAT, η διαρκής ενεργοποίηση μεταγραφικών παραγόντων όπως της ομάδας<br />

του παράγοντα NF-kB καθώς και η υπερέκφραση κυτταροκινών, χημειοκινών και υποδοχέων τους. Η έκτοπη<br />

υπερέκφραση υποδοχέων κυτταροκινών - όπως της ομάδας του TNF- από τα κύτταρα Reed-Sternberg είναι ουσιώδης<br />

καθόσον μέσω αυτών δημιουργείται και διατηρείται το κατάλληλο μικροπεριβάλλον το οποίο επιτρέπει<br />

την επιβίωση και το πολλαπλασιασμό των νεοπλασματικών κυττάρων. Η παρουσία του ιού Epstein Barr στα<br />

κύτταρα Reed-Sternberg ερμηνεύεται, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανιχνεύεται, ως ογκογόνος κυρίως λόγω<br />

διαφόρων επιδράσεων στην κυτταρική λειτουργία όπως συνεχή ενεργοποίηση του υποδοχέα του TNF και διαρκή<br />

επαγωγή του παράγοντα NF-kB. Πρόσφατα δεδομένα συγκλίνουν στο ενδεχόμενο ότι το κλασσικό λέμφωμα<br />

Hodgkin δεν είναι μία μόνον νόσος. Ο τύπος της μικτής κυτταροβρίθειας και ο λεμφοπενικός τύπος φαίνεται ότι<br />

είναι δυνατόν να τοποθετηθούν σε ένα συνεχές βιολογικό φάσμα όμως ο τύπος της οζώδους σκλήρυνσης είναι<br />

διαφορετικός όσον αφορά την επιδημιολογία, την κλινική εμφάνιση και την ιστοπαθολογία. Η οζώδης σκλήρυνση<br />

και ιδιαίτερα οι περιπτώσεις οι οποίες εμφανίζονται ως νοσήματα μεσοθωρακίου φαίνεται ότι σχετίζονται με το<br />

πρωτοπαθές Β μη Hodgkin λέμφωμα του μεσοθωρακίου. Κληρονομική, γενετική προδιάθεση στο λέμφωμα Hodgkin<br />

υποστηρίζεται από διάφορες παρατηρήσεις, όπως η αυξημένη συχνότητα της νόσου σε οικογένειες και ειδικά<br />

σε συγγενείς πρώτου βαθμού, η διακύμανση της συχνότητας μεταξύ διαφορετικών ομάδων εθνικότητας, καθώς<br />

και η πολύ υψηλή εμφάνιση της νόσου μεταξύ μονοζυγωτικών διδύμων σε σύγκριση με τα διζυγωτικά δίδυμα.<br />

Μελέτες έχουν υποδείξει συσχετίσεις μεταξύ διαφόρων αλληλόμορφων γονιδίων HLA τάξης Ι και ΙΙ και του κινδύνου<br />

εμφάνισης του λεμφώματος Hodgkin. Πρόσφατα, μερικοί γενετικοί προδιαθεσικοί παράγοντες κινδύνου,<br />

οι οποίοι βρίσκονται εκτός της περιοχής HLA, έχουν επίσης υποδειχθεί. Ωστόσο, ο γενετικός μηχανισμός για την<br />

αιτιολογία της νόσου είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό άγνωστος. Περαιτέρω μελέτες απαιτούνται για τη διερεύνηση<br />

των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των γενετικών περιοχών προδιάθεσης και του ρόλου τους στη λειτουργία του<br />

ανοσοποιητικού συστήματος. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 449, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: Λέμφωμα Hodgkin, κύτταρα Reed Sternberg, μικροπεριβάλλον γενετική προδιάθεση


Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Χ Βλάχου 1 , Γ Κούρτη 2 , Θ Δ Καρμίρης 3<br />

1<br />

Ειδικευόμενη Ιατρός, 2 Επικουρική Ιατρός, 3 Διευθυντής<br />

Αιματολογική Κλινική-Λεμφωμάτων Γ.Ν.Α. «O Ευαγγελισμός»<br />

Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Θ. Δ. Καρμίρης<br />

Τηλ.: 2107201721<br />

Email: tdkarmir@otenet.gr<br />

SUMMARY<br />

VLACHOU C, KOURTI G, KARMIRIS DT. Treatment of Hodgkin’s Lymphoma – Recent developments. The progress<br />

in the treatment of Hodgkin’s lymphoma over the last years has been remarkable. It is certainly due to the better<br />

chemotherapy regimens. However, an important role had the more rational therapeutic approaches focusing on minimizing<br />

the toxic effects, and of course the reliable imaging methods. The concept of brief and less toxic chemotherapy<br />

and the limited use of radiotherapy has been justified. In patients with early stage Hodgkin’s lymphoma and a favorable<br />

prognosis, two cycles of ABVD followed by 20Gy of involved-field radiation therapy is currently the treatment of<br />

choice and the PET guided therapy may, in a short time, lead to the abandonment of radiotherapy. For the intermediate<br />

stages the standard of care remains the treatment with four cycles of ABVD plus 30 Gy of radiation therapy. The<br />

intensification of therapy may prove to be advantageous for this subgroup of patients. For the advanced stages, the<br />

aggressive combination BEACOPP is gaining ground. Although its effectiveness is not doubtful, its toxicity is high and its<br />

overall superiority, in the long run, over the less toxic ABVD has not yet been definitely documented. The adaptation<br />

of therapy to the response of the disease or other prognostic factors will likely lead to less toxic but equally effective<br />

therapy. Radiotherapy, which has given rise to much controversy, will rather keep only the role of additional therapy in<br />

cases of residual disease. The expectations from the new agents are probably reasonable. From the targeted therapies<br />

antiCD30, the most promising new agent, will potentially prove to be a step forward if its combination with frontline<br />

or salvage therapies will be justified. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 450-456, 2012.<br />

Key words: Hodgkin’s Lymphoma, ABVD, BEACOPP, AntiCD30<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η πρόοδος που υπήρξε στην αντιμετώπιση του λεμφώματος Hodgkin οφείλεται στους καλύτερους χημειοθεραπευτικούς<br />

συνδυασμούς, στον ορθολογικό θεραπευτικό σχεδιασμό με στόχο τη μικρότερη τοξικότητα αλλά και<br />

στις αξιόπιστες απεικονιστικές μεθόδους. Η άποψη της σύντομης και λιγότερο τοξικής χημειοθεραπείας και η<br />

περιορισμένη χρήση ακτινοβολίας δικαιώθηκε. Για τη θεραπεία των πρωίμων σταδίων, ευνοϊκής πρόγνωσης δυο<br />

κύκλοι ABVD και συμπληρωματική ακτινοβολία 20Gy είναι πλέον η επίσημη πρόταση και η καθοδηγούμενη από<br />

την ανταπόκριση θεραπεία μπορεί σύντομα να οδηγήσει στην εγκατάλειψη της ακτινοθεραπείας. Στα ενδιάμεσα<br />

στάδια η επίσημη άποψη είναι ακόμα οι 4 κύκλοι ABVD και ακτινοβολία 30Gy. Η εντατικοποίηση της θεραπείας<br />

ίσως αποδειχθεί επωφελής για την υποομάδα αυτή των ασθενών. Για την εκτεταμένη νόσο ο επιθετικός συνδυασμός<br />

BEACOPP κερδίζει τις εντυπώσεις. Αν και η αποτελεσματικότητά του είναι αναμφίβολη, η τοξικότητά του<br />

είναι σοβαρή και η μακροπρόθεσμη υπεροχή του έναντι του ABVD δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί. Η προσαρμογή<br />

της θεραπείας, με κριτήριο την ανταπόκριση της νόσου ή άλλους προγνωστικούς παράγοντες, θα οδηγήσει σε<br />

λιγότερο τοξική αλλά το ίδιο επιτυχή θεραπεία. Η ακτινοβολία, που αμφισβητείται έντονα, μάλλον θα διατηρήσει<br />

μόνο τη θέση της συμπληρωματικής θεραπείας επί μερικής ύφεσης της νόσου. Οι προσδοκίες από τους νέους


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 451<br />

παράγοντες είναι λογικές. Από τις στοχευμένες θεραπείες το anti-CD30, ο πιο υποσχόμενος νέος παράγοντας,<br />

ίσως αποδειχθεί ένα ακόμα βήμα προόδου αν η ενσωμάτωσή του στις θεραπείες πρώτης γραμμής ή και διάσωσης<br />

δικαιωθεί. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 450-456, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: Λέμφωμα Hodgkin, ABVD, BEACOPP, AntiCD30<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Από τη δεκαετία του ’60 στο Stanford, εποχή της<br />

χειρουργικής σταδιοποίησης και της ακτινοθεραπείας<br />

(ΑΘ) εκτεταμένων πεδίων με υψηλές δόσεις ακτινοβολίας(1),<br />

μέχρι τη σημερινή εποχή της συνδυασμένης<br />

θεραπείας, της ποζιτρονικής υπολογιστικής τομογραφίας<br />

[Positron Emission Tomography, PET/CT] και των<br />

στοχευμένων θεραπειών, η επιβίωση των ασθενών με<br />

λέμφωμα Hodgkin [ Hodgkin’s Lymphoma, HL] βελτιώθηκε<br />

σημαντικά (2,3,4). Το HL θεωρείται πλέον μια από τις<br />

πιο ιάσιμες κακοήθειες των ενηλίκων.<br />

Η βελτίωση αυτή οφείλεται οπωσδήποτε στη χρήση<br />

πιο αποτελεσματικών και λιγότερο τοξικών χημειοθεραπευτικών<br />

συνδυασμών, όπως, κυρίως, το ABVD<br />

(adriamycin, bleomycin, vinblastine, dacarbazine). Από τις<br />

αρχές της δεκαετίας του ’70 το ABVD έδειξε ότι υπερέχει<br />

του MOPP (mechlorethamine, vincristine, procarbazine,<br />

prednisone). Όμως, ήταν είκοσι χρόνια αργότερα όταν<br />

η υπεροχή του αυτή όπως και έναντι των σύνθετων,<br />

εναλλασσόμενων και υβριδικών, συνδυασμών τεκμηριώθηκε<br />

(5,6).<br />

Σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της επιβίωσης των<br />

ασθενών είχαν και οι πιο ορθολογικοί θεραπευτικοί<br />

χειρισμοί με στόχο τη μικρότερη τοξικότητα. Επικράτησε<br />

η άποψη της σύντομης, συνήθως, χημειοθεραπείας και<br />

η περιορισμένη χρήση ΑΘ ενώ το πεδίο και η δόση της<br />

ακτινοβολίας μειώθηκαν προοδευτικά (2). Μιλάμε πλέον<br />

για ακτινοβολία μόνο των προσβεβλημένων λεμφαδένων<br />

[Involved Node Radiotherapy] με νεώτερες τεχνικές<br />

και η αναγκαιότητα της ακτινοβολίας αμφισβητείται<br />

(7,8,9). Η ΑΘ, παρά την ένδοξη ιστορία της στην αντιμετώπιση<br />

του HL, πολύ δύσκολα θα διατηρήσει άλλη θέση<br />

πέραν της συμπληρωματικής θεραπείας στην εποχή<br />

των ιδιαίτερα δραστικών χημειοθεραπευτικών συνδυασμών<br />

και των λειτουργικών απεικονιστικών τεχνικών.<br />

Αξιόλογη ήταν και η συνεισφορά αξιόπιστων<br />

απεικονιστικών μεθόδων (CT Scan, σπινθηρογράφημα<br />

γαλλίου) με τις οποίες αφήσαμε πίσω τη χειρουργική<br />

σταδιοποίηση ως ιστορική υποσημείωση. Το PET, η<br />

πιο ευαίσθητη και ειδική απεικονιστική μέθοδος για<br />

τους ασθενείς με HL, είναι ένα ακόμα βήμα προόδου<br />

(3). Στην αρχική σταδιοποίηση είναι αρκετά αξιόπιστο<br />

αλλά, σε λίγες περιπτώσεις αλλάζει το στάδιο και σε<br />

ακόμα λιγότερες η θεραπεία. Στη διάρκεια της θεραπείας<br />

το PET μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προγνωστικός<br />

δείκτης για την προσαρμογή της θεραπείας<br />

αλλά, η θετική προγνωστική του αξία είναι χαμηλή και<br />

η τακτική αυτή δεν προτείνεται εκτός κλινικών μελετών.<br />

Το μεγαλύτερο όφελος είναι στην εκτίμηση του<br />

θεραπευτικού αποτελέσματος. Στην παρακολούθηση,<br />

μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, ανιχνεύονται<br />

κάποιες υποκλινικές υποτροπές αλλά η συστηματική<br />

χρήση του PET δεν ευνοείται λόγω συχνών ψευδώς<br />

θετικών αποτελεσμάτων και μεγάλου κόστους. Μειονέκτημα<br />

της μεθόδου και αδυναμία δική μας είναι η<br />

έλλειψη, ακόμα, ενιαίων και σαφών κριτηρίων για την<br />

ερμηνεία των αποτελεσμάτων.<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Οι ασθενείς με πρώιμο στάδιο HL (Ι και ΙΙ) δεν<br />

αποτελούν ομοιογενή προγνωστικά ομάδα. Αρκετοί<br />

παράγοντες (ηλικία, συστηματικά συμπτώματα, πολλαπλές<br />

λεμφαδενικές εστίες, εξωλεμφαδενικές εντοπίσεις,<br />

ογκώδης ενδοθωρακική λεμφαδενοπάθεια, ΤΚΕ)<br />

επηρεάζουν αρνητικά την πρόγνωση. Οι ασθενείς, με<br />

βάση τους προγνωστικούς αυτούς παράγοντες, ταξινομούνται<br />

σε υποομάδες κινδύνου, οι οποίες όμως δεν<br />

ορίζονται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Επειδή και η τοξικότητα<br />

εξαρτάται από τα χημειοθεραπευτικά σχήματα<br />

και τις ακτινοθεραπευτικές τεχνικές η πρόταση<br />

θεραπείας σε έναν ασθενή πρωίμου σταδίου δεν είναι<br />

πάντα εύκολη (2,8,10).<br />

Αρχικά, η ΑΘ, μετά από χειρουργική σταδιοποίηση,<br />

ήταν η θεραπεία εκλογής των πρωίμων σταδίων<br />

του HL (1). Μετά το 1970, η χημειοθεραπεία (MOPP)(11)<br />

αποδείχθηκε επίσης αποτελεσματική. Δυστυχώς, οι<br />

μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι, τόσο της ακτινοβολίας όσο<br />

και των αλκυλιούντων παραγόντων, ήταν απειλητικοί<br />

για τη ζωή των ασθενών (12). Με τη δυνατότητα πρόβλεψης<br />

της υποδιαφραγματικής επέκτασης της νόσου<br />

αλλά και τη συμβολή ευαίσθητων απεικονιστικών μεθόδων<br />

εγκαταλείψαμε τη χειρουργική σταδιοποίηση.<br />

Τέλος, η εισαγωγή δραστικών συνδυασμών, κυρίως<br />

του λιγότερο τοξικού ABVD, ευνόησε την αρχική χορήγηση<br />

χημειοθεραπείας ακολουθούμενη από ακτινοβολία<br />

μικρότερων πεδίων (6,13).


452<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Έτσι, η τακτική που επικράτησε ως συνήθης την τελευταία<br />

δεκαετία για την αντιμετώπιση των πρωίμων<br />

σταδίων του HL ήταν η συνδυασμένη θεραπεία δηλαδή,<br />

σύντομη χημειοθεραπεία (συνήθως 4 κύκλοι ABVD) και<br />

συμπληρωματική ακτινοβολία των προσβεβλημένων<br />

περιοχών με δόση 30Gy (2,13). Με την τακτική αυτή το<br />

95% περίπου των ασθενών θεραπεύονται. Στη δική<br />

μας σειρά ασθενών που αντιμετωπίσθηκαν με την ίδια<br />

τακτική τα αποτελέσματα ήταν το ίδιο καλά και η συνολική<br />

επιβίωση στα 5 χρόνια υπερβαίνει το 95% (14).<br />

Είναι προφανές ότι τα αποτελέσματα αυτά μπορούν<br />

να ‘’βελτιωθούν’’ αν μειώσουμε τη μακροπρόθεσμη<br />

τοξικότητα ( καρδιολογική, νεοπλάσματα), διατηρώντας<br />

συγχρόνως τα υψηλά ποσοστά ίασης. Η<br />

ΑΘ ευθύνεται για δευτερογενείς συμπαγείς όγκους<br />

που εκδηλώνονται ακόμα και μετά τη δεύτερη δεκαετία<br />

(9,12). Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι, η<br />

ανησυχία αυτή για τις σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπλοκές<br />

της ΑΘ στηρίζεται σε δεδομένα παλαιότερων<br />

εποχών. Σήμερα, με τις νεώτερες τεχνικές, οι κίνδυνοι<br />

θα αποδειχθούν, πιθανώς, πολύ μικρότεροι (2,7).<br />

Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα αν η ΑΘ είναι απαραίτητη<br />

για την αντιμετώπιση των πρωίμων σταδίων του HL<br />

απασχολεί συστηματικά τη διεθνή κοινότητα. Αξιόλογες<br />

μελέτες υποστηρίζουν ότι η χημειοθεραπεία μόνο<br />

είναι όντως μια δόκιμη θεραπευτική επιλογή χωρίς<br />

να υπερέχει της συνδυασμένης θεραπείας (8,15). Όταν<br />

όμως με τη συνδυασμένη θεραπεία τα ποσοστά ίασης<br />

είναι τόσο υψηλά δεν είναι εύκολο να προτείνουμε και<br />

να αποδεχθούμε άλλη τακτική.<br />

Η Γερμανική ομάδα [German Hodgkin Study Group,<br />

GHSG], που έχει οργανώσει συστηματικά τη θεραπεία<br />

του HL, επηρεάζει αποφασιστικά τη στάση των Ευρωπαϊκών<br />

κέντρων. Την ομάδα έχει απασχολήσει η<br />

θεραπεία μειωμένης τοξικότητας των ασθενών με HL<br />

πρωίμου σταδίου, ευνοϊκής πρόγνωσης (2,13). Σε μια<br />

καλά σχεδιασμένη μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα<br />

η GHSG υποστηρίζει ότι οι δυο μόνο κύκλοι ABVD<br />

με συμπληρωματική ακτινοβολία 20Gy είναι το ίδιο<br />

αποτελεσματική και, προφανώς, λιγότερο τοξική θεραπεία<br />

(2). Όταν η συνολική επιβίωση υπερβαίνει το<br />

95%, μερικοί από τους ασθενείς αυτούς μπορεί ακόμα<br />

να υπερθεραπεύονται. Το ερώτημα για τη θέση της<br />

ακτινοβολίας παραμένει.<br />

Η χρήση του PET μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση<br />

υποομάδων ασθενών καλύτερης πρόγνωσης, οι οποίοι,<br />

ενδεχομένως, δεν χρειάζονται ακτινοβολία μετά από<br />

δυο ή τρεις κύκλους χημειοθεραπείας (ABVD). Αρκετές<br />

μελέτες (16,17), στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική, με αυτό<br />

το ερώτημα είναι σε εξέλιξη. Στις μελέτες αυτές, μετά<br />

την αρχική θεραπεία, και ανάλογα με το PET [θετικό ή<br />

αρνητικό], συγκρίνεται η τακτική της ακτινοθεραπείας<br />

έναντι της συμπληρωματικής χημειοθεραπείας ή και<br />

καμίας θεραπείας. Με τη πολιτική αυτή, της με PET<br />

καθοδηγούμενης θεραπείας, επιτυγχάνονται εξαιρετικά<br />

ποσοστά μακράς ύφεσης (95%) ενώ 75%-80% των<br />

ασθενών αποφεύγουν την ακτινοβολία. Έτσι, δεν φαίνεται<br />

απίθανο ότι, σύντομα, οι ασθενείς με ευνοϊκής<br />

πρόγνωσης πρώιμο στάδιο HL θα μπορούν να αντιμετωπίζονται<br />

επιτυχώς μόνο με δυο ή τρεις κύκλους<br />

ABVD! Η εξέλιξη αυτή δείχνει τη μεγάλη πρόοδο που<br />

υπήρξε κυρίως προς την κατεύθυνση της μειωμένης<br />

τοξικότητας των θεραπευτικών χειρισμών ενώ, διατηρείται<br />

απόλυτα ο έλεγχος της νόσου.<br />

Ενδιαμέσου σταδίου θεωρείται η νόσος πρωίμου<br />

σταδίου όταν συνυπάρχουν δυσμενείς προγνωστικοί<br />

παράγοντες. Και για τους ασθενείς αυτούς κλασική<br />

αντιμετώπιση είναι η συνδυασμένη θεραπεία (ABVD x4<br />

+ ακτινοβολία προσβεβλημένου πεδίου 30 Gy) (13). Η<br />

πιο επιθετική θεραπεία (BEACOPP baseline), όταν συγκρίθηκε<br />

με τη συμβατική (ABVD), δεν φάνηκε ότι υπερέχει<br />

(18). Με την τακτική αυτή το 80% των ασθενών<br />

επιτυγχάνουν έλεγχο της νόσου. Τα αποτελέσματα<br />

αυτά, συγκρινόμενα με εκείνα των πρωίμων σταδίων,<br />

ευνοϊκής πρόγνωσης, αφήνουν χώρο για βελτίωση και<br />

η τάση της κλιμάκωσης της δόσης συνεχίστηκε. Σε μια<br />

πολύ πρόσφατη μελέτη δυο κύκλοι BEACOPP Escalated<br />

+ ABVD x2 και τοπική ακτινοβολία 30 Gy υπερείχαν<br />

των 4 κύκλων ABVD (19). Ωστόσο, ούτε η πρώτη ούτε<br />

η δεύτερη τακτική προτείνονται εκτός κλινικών μελετών.<br />

Ως εκτεταμένη ορίζεται η νόσος σταδίου ΙΙΙ και IV.<br />

Επίσης, θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως εκτεταμένη<br />

η νόσος με συστηματικά συμπτώματα και ογκώδη<br />

νόσο του μεσοθωρακίου (20). Η εισαγωγή του MOPP<br />

ήταν ένα μεγάλο βήμα προόδου στην επιτυχή αντιμετώπιση<br />

του εκτεταμένου HL (11) αλλά και ένα μοντέλο<br />

για την αντιμετώπιση άλλων λεμφωμάτων. Παρά την<br />

αποτελεσματικότητά του ο συνδυασμός ευθυνόταν<br />

για σοβαρές όψιμες τοξικότητες (12) όπως, κυρίως, οι<br />

δευτερογενείς λευχαιμίες. Το ABVD, που σχεδιάστηκε<br />

αρχικά ως θεραπεία δεύτερης γραμμής, έδειξε νωρίς<br />

ότι υπερείχε του MOPP (5,6). Εν τούτοις, τη δεκαετία<br />

του ’80 επικράτησε η άποψη ότι more is better και<br />

ευνοήθηκαν οι σύνθετοι συνδυασμοί. Την τελευταία δεκαετία<br />

το ABVD δικαιώθηκε οριστικά και επικράτησε<br />

ως θεραπεία πρώτης γραμμής του εκτεταμένου HL (6).<br />

Τα 2/3 περίπου των ασθενών θεραπεύονται.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 453<br />

Ωστόσο, ‘’το ABVD ήταν καλύτερο όχι όμως αρκετά<br />

καλό’’ (21) και η πιο επιθετική θεραπεία φαίνεται<br />

δικαιολογημένη. Η ιδιαίτερα παραγωγική GHSG υποστήριξε<br />

επίμονα ένα σύνθετο συνδυασμό που στηρίζεται<br />

στην αυξημένη ένταση της δόσης (dose intensity),<br />

το BEACOPP escalated (22) (bleomycin, etoposide,<br />

doxorubicin, cyclophosphamide, vincristine, procarbazine,<br />

and prednisone) (x8 κύκλους). Από τις πρώτες ανακοινώσεις<br />

ο συνδυασμός αποδείχθηκε εξόχως αποτελεσματικός.<br />

Φάνηκε όμως η αξιόλογη άμεση και πιθανολογήθηκε<br />

η σοβαρή μακροπρόθεσμη τοξικότητά του.<br />

Στην πιο πρόσφατη ανακοίνωση της ομάδας, μετά<br />

από μακροχρόνια παρακολούθηση, η αποτελεσματικότητα<br />

του συνδυασμού επιβεβαιώθηκε. Το 85% περίπου<br />

των ασθενών θεραπεύονται αλλά το τίμημα ήταν<br />

βαρύ (23). Νοσηρότητα και θάνατοι σχετιζόμενοι με τη<br />

θεραπεία, γοναδική τοξικότητα και δευτερογενείς λευχαιμίες<br />

(3%). Σε κάθε περίπτωση το BEACOPP escalated<br />

είναι μια θεραπεία που αφορά επιλεγμένους, νέους<br />

ασθενείς. Παρά τη σθεναρή υποστήριξη της Γερμανικής<br />

ομάδας η τοξικότητα του συνδυασμού είναι ένα<br />

πρόβλημα που απασχολεί την ιατρική κοινότητα και οι<br />

πέραν του Ατλαντικού ερευνητές παραμένουν ακόμα<br />

επιφυλακτικοί. Είναι ακόμα ερώτημα αν ο συνδυασμός<br />

θα δικαιωθεί μακροπρόθεσμα.<br />

Η τάση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια είναι<br />

η “αποκλιμάκωση” της θεραπείας με BEACOPP είτε με<br />

λιγότερους κύκλους θεραπείας είτε με το συνδυασμό<br />

του με λιγότερο τοξικά σχήματα κυρίως, ABVD (24-27).<br />

Και στις δυο περιπτώσεις η συμβολή των λειτουργικών<br />

απεικονιστικών μεθόδων φαίνεται σημαντική και<br />

θα μας βοηθήσει στη διάκριση υποομάδων ασθενών<br />

ευνοϊκής πρόγνωσης οι οποίοι, πιθανώς, δεν χρειάζεται<br />

να υπερθεραπεύονται. Η GHSG έχει σε εξέλιξη<br />

μια μελέτη στην οποία το θεραπευτικό αποτέλεσμα<br />

εκτιμάται με PET μετά από δυο κύκλους BEACOPP<br />

escalated. Οι ασθενείς με αρνητικό PET ολοκληρώνουν<br />

τη θεραπεία με δυο ακόμη κύκλους ενώ εκείνοι με θετικό<br />

συνεχίζουν με άλλους έξι (+/- Rituximab). Έτσι, η<br />

πλειοψηφία των ασθενών θα αντιμετωπισθούν με<br />

τέσσερις κύκλους αποφεύγοντας, πιθανώς, τις μακροπρόθεσμες<br />

επιπλοκές. Μια άλλη πρόταση είναι να<br />

αντιμετωπίζονται αρχικά οι ασθενείς με ABVD (25,26).<br />

Αν το PET είναι θετικό μετά τον δεύτερο κύκλο η θεραπεία<br />

εντατικοποιείται με BEACOPP αλλιώς συνεχίζουν<br />

με ABVD. Με την τακτική αυτή η πλειοψηφία των ασθενών<br />

(80%), χωρίς να αδικείται, δεν θα εκτεθεί καθόλου<br />

στους κινδύνους του BEACOPP. Ίσως, οι καλώς ανταποκρινόμενοι<br />

και, κατά τεκμήριο, ευνοϊκής πρόγνωσης<br />

ασθενείς μπορούν με ακρίβεια να καθοριστούν με PET<br />

μετά από ένα μόνο κύκλο θεραπείας27 και η προσαρμογή<br />

της θεραπείας να γίνει πιο πρώιμα.<br />

Ίσως είναι πιο σωστό να χρησιμοποιείται η επιθετική<br />

θεραπεία στην αρχή, πριν αναπτυχθούν ανθεκτικοί<br />

κλώνοι. Την άποψη αυτή, που φαίνεται λογική,<br />

υποστηρίζει αταλάντευτα η Γερμανική ομάδα (21-23)<br />

αλλά και παλαιότερες παρατηρήσεις, στις οποίες<br />

στηρίχθηκε ο σχεδιασμός των σύνθετων συνδυασμών<br />

στη δεκαετία του ‘80. Εμείς, στην κλινική μας, ακολουθούμε<br />

μια μέση οδό στην οποία συνδυάζονται ισότιμα<br />

οι δυο συνδυασμοί αρχίζοντας με τον πιο δραστικό.<br />

Μετά από τέσσερις κύκλους BEACOPP escalated. εκτιμάται<br />

το θεραπευτικό αποτέλεσμα με PET. Επί αρνητικού<br />

αποτελέσματος συνεχίζουμε με συμβατική θεραπεία<br />

(ABVDx4 κύκλους) ενώ σε αντίθετη περίπτωση, ο<br />

ασθενής, υπό προϋποθέσεις, προχωράει σε θεραπεία<br />

δεύτερης γραμμής.<br />

Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις (23,28), more is not<br />

necessarily better (29,30) και τα επιχειρήματα υπέρ της<br />

συμβατικής θεραπείας παραμένουν ισχυρά. Εκτός της,<br />

προφανώς, μικρότερης τοξικότητας, ένα σοβαρό επιχείρημα<br />

είναι ότι περισσότεροι ασθενείς, που αποτυγχάνουν<br />

να ιαθούν με τη συμβατική θεραπεία (ABVD),<br />

μπορούν να διασωθούν με μεγαθεραπεία και αυτόλογη<br />

μεταμόσχευση, μέθοδο αντίστοιχης τοξικότητας με<br />

το BEACOPP. Επομένως, θα ήταν πιο λογικό να συγκρίνουμε<br />

δυο τακτικές αντί για δυο σχήματα: ABVD ως<br />

θεραπεία εφόδου και, επί αποτυχίας, μεγαθεραπεία<br />

ως διάσωση vs BEACOPP με την ίδια θεραπεία διάσωσης.<br />

Σε μια πρόσφατη μελέτη (31) έτσι σχεδιασμένη,<br />

όπως ήταν αναμενόμενο, περισσότεροι ασθενείς<br />

στο σκέλος του BEACOPP (85% vs 73%) πέτυχαν μακρά<br />

πρώτη ύφεση. Ωστόσο, η συνολική επιβίωση δεν διέφερε<br />

στα δυο σκέλη μετά και τη μεγαθεραπεία. Αρκετοί<br />

υποστηρίζουν ότι καθοριστικός στόχος πρέπει<br />

να είναι η συνολική επιβίωση (30) και μέχρι σήμερα, με<br />

αυτό το κριτήριο, κανένας συνδυασμός δεν έχει αποδειχθεί<br />

ανώτερος του ABVD.<br />

Μια άλλη προσέγγιση για την καλύτερη αντιμετώπιση<br />

της εκτεταμένης νόσου είναι η αναγνώριση προγνωστικών<br />

παραγόντων (32). Αυτό θα μας βοηθήσει<br />

να διακρίνουμε υποομάδες ασθενών και θα μας επιτρέψει<br />

πιο ορθολογικούς θεραπευτικούς χειρισμούς.<br />

Σε ασθενείς ευνοϊκής πρόγνωσης μάλλον αρκεί η συμβατική<br />

θεραπεία ενώ σε άλλους, δυσμενούς, η επιθετική<br />

θεραπεία είναι δικαιολογημένη και ο κίνδυνος<br />

σοβαρών επιπλοκών αποδεκτός. Το μοντέλο που έχει<br />

επικρατήσει ως διεθνής προγνωστικός δείκτης (32)


454<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

βασίζεται σε επτά παράγοντες (φύλο, ηλικία, στάδιο,<br />

αιμοσφαιρίνη, αριθμός λευκών, λεμφοκυττάρων,<br />

αλβουμίνη) και διακρίνει πέντε υποομάδες ασθενών<br />

με διαφορετικό προσδόκιμο επιβίωσης. Όμως οι διαφορές<br />

μεταξύ των υποομάδων είναι τέτοιες που δεν<br />

επιτρέπουν την ασφαλή πρόταση διαφορετικών θεραπειών.<br />

Είναι πιθανό ότι στα προγνωστικά μοντέλα θα<br />

ενσωματωθούν και βιολογικοί δείκτες. Τότε, το ερώτημα<br />

δεν θα είναι BEACOPP ή ABVD αλλά η προσαρμογή<br />

της θεραπείας στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε<br />

ασθενούς και στην ανταπόκριση της νόσου.<br />

Ποια είναι σήμερα η θέση της ακτινοβολίας στη<br />

θεραπεία του εκτεταμένου HL Αρκετοί υποστηρίζουν<br />

ότι οι ασθενείς με πλήρη ύφεση, που επιτυγχάνεται<br />

με επιθετικούς συνδυασμούς, δεν ωφελούνται από τη<br />

συμπληρωματική ακτινοβολία (33,34,35). Εκείνοι όμως<br />

με υπολειμματική νόσο (κριτήρια CT Scan), μετά την<br />

ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας, έχουν μια οριακά<br />

καλύτερη εξέλιξη όταν αντιμετωπισθούν με ακτινοβολία<br />

(24,34). Πιθανώς, μια ακριβής μέθοδος ανίχνευσης<br />

της υπολειμματικής νόσου, όπως το PET, θα μπορούσε<br />

να διακρίνει καλύτερα εκείνους τους ασθενείς που<br />

χρειάζονται ακτινοβολία.<br />

ΝΕΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ<br />

Η πρόοδος στη θεραπευτική αντιμετώπιση του<br />

HL τις τελευταίες δεκαετίες ήταν αναμφίβολα μεγάλη.<br />

Ωστόσο, μετά την αποτυχία της θεραπείας πρώτης<br />

γραμμής και διάσωσης (συμπεριλαμβανομένης και της<br />

αυτόλογης μεταμόσχευσης) η επιβίωση των ασθενών,<br />

που είναι συνήθως νέοι, είναι σύντομη. Στις περιπτώσεις<br />

αυτές υπάρχει οπωσδήποτε αρκετός χώρος αλλά<br />

και μεγάλη ανάγκη για νέους παράγοντες (3,36,37) με<br />

στόχο όχι μόνο να αυξηθούν τα ποσοστά ίασης αλλά<br />

και να μειωθεί η μακροπρόθεσμη τοξικότητα.<br />

Το αντιγόνο CD30, βιολογικός δείκτης των κυττάρων<br />

Reed-Sternberg του HL, επιστρέφει, τριάντα χρόνια<br />

μετά την ανακάλυψή του, στο προσκήνιο ως ένας<br />

μείζων θεραπευτικός στόχος. Λόγω της περιορισμένης<br />

έκφρασής του στους υγιείς ιστούς και της έντονης έκφρασής<br />

του στους παθολογικούς, όπως τα RS κύτταρα,<br />

είναι ιδανικός στόχος για θεραπεία με μονοκλωνικά<br />

αντισώματα σε ασθενείς με CD30+ κακοήθειες, όπως<br />

το HL και το αναπλαστικό λέμφωμα [Anaplastic Large<br />

Cell Lymphoma, ALCL]. Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει<br />

για στοχευμένες θεραπείες έναντι του CD30 με<br />

μονοκλωνικά αντισώματα συνδεδεμένα ή όχι. Η τελευταία,<br />

με το Brentuximab, ήταν ιδιαίτερα επιτυχής.<br />

Το Brentuximab vedotin (SGN-35) (37) είναι μια ανοσοτοξίνη,<br />

προϊόν της σύνδεσης του anti-CD30 με ένα<br />

συνθετικό antitubulin παράγοντα. Σε προκλινικές μελέτες<br />

το brentuximab ήταν ιδιαίτερα δραστικό. Σε μελέτες<br />

φάσης Ι οι μισοί περίπου ασθενείς με υποτροπή<br />

HL ή ALCL, μετά την αποτυχία της θεραπείας πρώτης<br />

γραμμής (ή και της θεραπείας διάσωσης), ανταποκρίθηκαν<br />

στη θεραπεία ( 25-30% πλήρως).<br />

Σε μελέτες φάσης ΙΙ (38,39) εκτιμήθηκε η δράση του<br />

brentuximab σε ασθενείς με υποτροπή HL μετά από<br />

αυτόλογη μεταμόσχευση ή σε ασθενείς με ALCL μετά<br />

την αποτυχία της θεραπείας πρώτης γραμμής. Η συνολική<br />

ανταπόκριση ήταν 75% και 86% αντίστοιχα (34<br />

και 53% πλήρης ύφεση). Η θεραπεία ήταν καλά ανεκτή<br />

και αξιόλογες παρενέργειες ήταν η ουδετεροπενία, η<br />

υπεργλυκαιμία, η περιφερική νευροπάθεια και η διάρροια.<br />

Ακόμα φαίνεται ότι δεν αναπτύσσεται αντοχή<br />

στο φάρμακο όταν οι ασθενείς αντιμετωπίζονται<br />

πάλι με brentuximab μετά από υποτροπή της νόσου.<br />

Με βάση αυτά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα το<br />

brentuximab εγκρίθηκε από τον FDA και οι προσδοκίες<br />

μας από τον παράγοντα είναι λογικές.<br />

Το panobinostat είναι ο κύριος αναστολέας των<br />

HDAC (histone deacetylases) με κλινική δράση στο HL.<br />

Μετά από τα θετικά αποτελέσματα μελέτης φάσης Ι,<br />

το panobinostat δοκιμάστηκε (φάση ΙΙ) σε ασθενείς με<br />

υποτροπή HL (40) (μετά από αυτόλογη ή και αλλογενή<br />

μεταμόσχευση). Συνολικά, 26% των ασθενών ανταποκρίθηκαν<br />

στη θεραπεία ενώ η νόσος ελέγχθηκε στο<br />

86% των περιπτώσεων. Κυριότερη τοξικότητα ήταν η<br />

μυελική.<br />

Η mTOR κινάση είναι ένας σημαντικός στόχος για<br />

στοχευμένες θεραπείες. Το everolimus είναι ένας από<br />

του στόματος mTOR αναστολέας. Σε μια μικρή σειρά<br />

ασθενών με υποτροπή HL η ανταπόκριση ήταν 47%<br />

(41). Αν τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιωθούν, το<br />

everolimus, που έχει συνεργική δράση με τη χημειοθεραπεία,<br />

μπορεί να αποδειχθεί ένας ιδιαίτερα δραστικός<br />

παράγοντας.<br />

Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της<br />

lenalidomide έχει εκτιμηθεί σε ασθενείς με υποτροπή<br />

HL (42). Η συνολική ανταπόκριση ήταν περίπου 20%<br />

και σοβαρή τοξικότητα ήταν η μυελική. Σε μια μικρή μελέτη<br />

συνδυάστηκε με ESHAP. Ίσως η lenalidomide αποδειχθεί<br />

ένας παράγοντας με προοπτική στην υποτροπή<br />

του HL.<br />

Το rituximab (anti CD20) προκαλεί κλινική δράση<br />

μειώνοντας τα Β κύτταρα του μικροπεριβάλλοντος ή<br />

σκοτώνοντας τα λίγα RS CD20+ κύτταρα. Μια πρωτοποριακή<br />

μελέτη (43) έδειξε ικανοποιητική δράση του


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 455<br />

rituximab σε ασθενείς με κλασικό HL σε υποτροπή. Στη<br />

συνέχεια, φάση ΙΙ, το rituximab συνδυάστηκε επιτυχώς<br />

με ABVD σε πρωτοδιαγνωσμένους ασθενείς με κλασικό<br />

HL (44) (επιβίωση χωρίς νόσο 82%). Σε μια πολυεθνική<br />

μελέτη ο συνδυασμός R/ABVD συγκρίθηκε με το<br />

ABVD (45). Η επιβίωση χωρίς νόσο ( 87%) των ασθενών<br />

που πήραν R/ABVD, ήταν σημαντικά καλύτερη από<br />

εκείνους που έλαβαν μόνο ABVD σε μελέτες μεμονωμένων<br />

κέντρων. Τα δεδομένα αυτά δικαιολογούν μια<br />

προσχεδιασμένη μελέτη (ABVD vs R/ABVD) που βρίσκεται<br />

ήδη σε εξέλιξη.<br />

Το bortezomib, αναστολέας του πρωτεασώματος,<br />

χρησιμοποιήθηκε για θεραπευτική αναστολή της ενεργοποίησης<br />

του ΝF-κΒ στο HL. Παρά τα θετικά αποτελέσματα<br />

των προκλινικών μελετών η δράση του<br />

δεν ήταν σημαντική σε ασθενείς με υποτροπή HL (46).<br />

Τα αποτελέσματα του συνδυασμού bortezomib+ICE<br />

ήταν ενθαρρυντικά και μια προοπτική μελέτη (ICE vs<br />

bortezomib+ICE) είναι σε εξέλιξη.<br />

Οι στοχευμένες θεραπείες και οι νέοι παράγοντες<br />

μπορεί να συμβάλλουν αποφασιστικά στην καλύτερη<br />

αντιμετώπιση του HL όταν ενσωματωθούν επιτυχώς<br />

στα σχήματα πρώτης γραμμής ή διάσωσης και όταν<br />

η θεραπεία προσαρμοστεί στα ιδιαίτερα βιολογικά<br />

χαρακτηριστικά του νοσήματος σε κάθε περίπτωση.<br />

Τότε ίσως δικαιωθεί τελικά η μακροχρόνια και πολύ<br />

καρποφόρα προσπάθεια για μικρότερη τοξικότητα και<br />

υψηλά ποσοστά ίασης της νόσου.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Rosenberg S, and Kaplan HS. The evolution and summary<br />

results of the Stanford randomized clinical trials<br />

of the management of Hodgkin’s disease 1962-1984.<br />

Int J of Rad Oncol Biol Phys 1985, 11:5-15.<br />

2. Engert A, Plutschow A, Eich HT, et al. Reduced Treatment<br />

Intensity in Patients with Early Stage HL. N Engl<br />

J Med 2010 363:640-652.<br />

3. Cheson BD. Role of Functional Imaging in the Management<br />

of Lymphoma. J Clin Oncol 2011, 29:1844-<br />

1854.<br />

4. Younes A. CD30 targeted antibody therapy. Curr Opin<br />

Oncol 2011,23:587.<br />

5. Bonadonna G, Zucali R, Monfardini S, et al. Combination<br />

chemotherapy of Hodgkin’s disease with ABVD<br />

versus MOPP. Cancer 1975, 36:252-259.<br />

6. Canellos GP, Niedzwiecki D. Long term follow up of<br />

Hodgkin’s disease trial. N Engl J Med 2002, 346:1417-<br />

1418.<br />

7. Paumier A, Ghalibafian M, Beaurde A, et al. Involved<br />

Node RT and modern radiation treatment techniques<br />

in patients with HL. Haematologica 2010, 95(4):55.<br />

8. Canellos GP. Is Chemotherapy Alone for Early HL an<br />

Emerging Therapeutic Option The Oncologist 2009,<br />

14:1167-1168.<br />

9. Longo DL. Radiation therapy in the treatment of<br />

Hodgkin’s Disease. Do you see what I see J Nat Can<br />

Inst 2003, 95:928-929.<br />

10. Armitage JO. Early Stage HL. N Engl J Med 2010,<br />

363:653-662.<br />

11. DeVita VT, Simon RM, Hubbard SM et al. Curability of<br />

advanced Hodgkin’s disease with chemotherapy. Ann<br />

Intern Med 1980, 92: 587-595.<br />

12. Swerdlow AJ, Higgins CD, Smith P, et al. Second cancer<br />

risk after chemotherapy for HL: A collaborative<br />

British cohort study. J Clin Oncol 2011, 29:4096-4104.<br />

13. Engert A, Schiller P, Josting A et al. Involved field<br />

radiotherapy is equally effective and less toxic compared<br />

with extended field radiotherapy after four<br />

cycles of chemotherapy in patients with early stage<br />

unfavourable HL. J Clin Oncol 2003, 21:3601-3608.<br />

14. Manaka A, Kourti G, Tzanou I, et al. Combined modality<br />

therapy for early stage HL. One center experience.<br />

Haematologica 2010, 95:51.<br />

15. Canellos GP, Abramson JS, Fisher DC, et al. Treatment<br />

of favorable limited stage HL with chemotherapy<br />

without consolidation by radiation therapy. J Clin<br />

Oncol 2010, 28, 1611-1615.<br />

16. Connors JM, Benard F, Gascoyne RD et al. FDG PET/<br />

CT Guided treatment of limited stage HL spares >80%<br />

of patients from radiotherapy while retaining excellent<br />

disease control. Haematologica 2010, 95: 54.<br />

17. Radford J, O’ Doherty M, Barrington S. et al. Results<br />

of the 3RD interim analysis of the UK NCRI rapid trial<br />

(IFRT vs no further treatment) in patients with clinical<br />

stages IA/IIA HL and a negative PET Scan after 3<br />

cycles ABVD. Haematologica 2010, 95:59.<br />

18. Eich TH, Diehl V, Gorgen H et al. Intensified chemotherapy<br />

and dose reduced IF radiotherapy in patients<br />

with early unfavorable HL: Final analysis of the GHSG<br />

HD11 Trial. J Clin Oncol 2010, 28:4199-4206.<br />

19. Engert A, Borchmann P Pluetschow A, et al. Dose escalation<br />

with BEACOPP escalated is superior to ABVD<br />

in the combined modality treatment of early unfavourable<br />

HL. GHSG HD14 trial. Blood 2010, (abstract<br />

765).<br />

20. Raemaekers JMM Treatment options in advanced<br />

stage HL. Haematology 2008, 2:332-335.


456<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

21. Diehl V. Advanced Hodgkin’s Disease: ABVD Is Better,<br />

Yet Is Not Good Enough! (Editorial) J Clin Oncol 2003,<br />

21:583-585.<br />

22. Diehl V, Franklin J, Pfreundschuh M, et al. for the GHSG.<br />

Standard and increased dose BEACOPP chemotherapy<br />

compared with COPP-ABVD for advanced Hodgkin’s<br />

disease. N Engl J Med 2003, 348: 2386-2395.<br />

23. Engert A, Diehl V, Franklin J et al. Escalated Dose BEA-<br />

COPP in the Treatment of Patients With Advanced<br />

Stage HL: 10 Years of Follow Up of the GHSG HD9<br />

Study. J Clin Oncol 2009, 27:4548-4554.<br />

24. Borchman P, Haverkamp H, Diehl V. Eight cycles of<br />

BEACOPP Escalated. compared with 4 cycles of BEA-<br />

COPP Escalated. followed by 4 cycles of BEACOPP<br />

Baseline with or without RT in patients with advanced<br />

stage HL: Final analysis of HD12 Trial of GHSG. J Clin<br />

Oncol 2011, 29:4234-4242.<br />

25. Gallamini A, Tarella C, Patti C. et al. Multicentre clinical<br />

study with early treatment intensification in high<br />

risk HL patients, with positive PET Scan after two<br />

ABVD courses – GITL HD0607 Study. Ann Oncol 2011,<br />

22(4):163.<br />

26. Fiore F, Patti K, Viviani S et al. Early chemotherapy<br />

intensification with BEACOPP in high risk, interim PET<br />

positive, advanced stage, ABVD treated HL. Haematologica<br />

2010, 95:77.<br />

27. Hutchings M, Kostakoglu L, Zaucha MJ et al. Early<br />

determination of treatment sensitivity in HL: PET after<br />

one cycle of therapy has a higher negative predictive<br />

value than after two cycles of chemotherapy. Ann<br />

Oncol 2011, 22(4):162.<br />

28. Bauer K, Brillant C, Monsef I, et al. Comparison between<br />

BEACOPP and ABVD including chemotherapy<br />

for HL patients: A systematic review. Haematologica<br />

2010, 95(4)84.<br />

29. Connors JM. More is not necessarily better when<br />

treating HL. J Clin Oncol 2011, 29: 4215-4216.<br />

30. Connors JM. Hodgkin’s Lymphoma – The grate teacher.<br />

N Engl J Med 2011365, 3: 264-265.<br />

31. Viviani S, Zinzani PL, Rambaldi A, et al. ABVD vs<br />

BEACOPP When High Dose Salvage is Planned. N Engl<br />

J Med 2011, 365,3:203-212.<br />

32. Hasenclever D and Diehl V. A prognostic score for<br />

advanced Hodgkin’s disease. N Engl J Med 1998,<br />

339:1506-1514.<br />

33. DeVita VT. Hodgkin’s disease – Clinical trials and travails.<br />

N Engl J Med 2003,384:2375-2376.<br />

34. Aleman BMP, Raemaekers JMM, Tirelli U, et al. Involved<br />

field radiotherapy for advanced HL. N Engl J<br />

Med 2003,384:2396-2406.<br />

35. Diehl V. Chemotherapy or Combined modality treatment:<br />

The optimal treatment for Hodgkin’s Disease. J<br />

Clin Oncol 2004, 22:15-18.<br />

36. Jona A, Younes A. Novel treatment strategies for<br />

patients with relapsed classical Hodgkin lymphoma.<br />

Blood Reviews 2010, 24:233-238.<br />

37. Younes A, Bartlett NL, Leonard JP, et al. Brentuximab<br />

Vedotin (SGN-35) for Relapsed CD30 Positive Lymphomas.<br />

N Engl J Med 2010,363:1812-1821.<br />

38. Chen RW, Gopal AK, Smith SE, et al. Results from a<br />

pivotal phase II study of brentuximab vedotin in patients<br />

with relapsed or refractory Hodgkin lymphoma.<br />

ASCO 2011,29:8031.<br />

39. Pro B, Advani R, Brice P, et al. Durable remissions<br />

with brentuximab vedotin: Updated results of a phase<br />

II study in patients with relapsed or refractory sALCL.<br />

ASCO 2011,29:8032.<br />

40. Sureda A, Engert A, Browett PJ, et al. Interim results<br />

for a phase II study of panobinostat in patients<br />

with relapsed/refractory HL after AHSCT. ASCO<br />

2010,28:8007.<br />

41. Johnson PB, Inwards DJ, Colgan JP, et al. A phase II<br />

study of the oral mTOR inhibitor everolimus in relapsed<br />

HL. Am J Hematol 2010,85:320-324.<br />

42. Fehniger TA, Larson S, Trinkaus K, et al. A phase 2<br />

multicenter study of lenalidomide in relapsed or refractory<br />

classical HL. Blood 2011,18:5119-5125.<br />

43. Younes A, Romaguera J, Hagemeister F, et al. A pilot<br />

study of rituximab in patients with recurrent Hodgkin’s<br />

disease. Cancer 2003, 98:310-313.<br />

44. Wedgwood AR, Fanale MA, Fayad LE, et al.<br />

Rituximab+ABVD improves EFS in patients with classical<br />

HL in all IPI groups and in patients who have<br />

PET positive after 2-3 cycles of therapy. Blood (ASH)<br />

2007,110:215.<br />

45. Copeland AR, Cao Y, Fanale M, et al. Final report of<br />

a phase II study of rituximab plus ABVD for patients<br />

with newly diagnosed advanced stage classical HL.<br />

Results of long follow up and comparison to institutional<br />

historical data. Blood (ASH) 2009, 114:1680.<br />

46. Younes A, Pro B, Fayad I, et al. Experience with bortezomib<br />

for the treatment of patients with relapsed<br />

classical HL. Blood 2006, 107:1731-1732.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 213 2041631<br />

E-mail: evanbalis@yahoo.co.uk<br />

ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑ<br />

Βρογχιεκτασίες: Διάγνωση και Θεραπεία<br />

Ε Μπαλής, MD, PhD<br />

Επιμελητής Α’, Πνευμονολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «O Ευαγγελισμός»<br />

Η εργασία υποβλήθηκε προς δημοσίευση στο περιοδικό “Hospital Chronicles”<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι μη κυστικές βρογχιεκτασίες είναι ένα χρόνιο αναπνευστικό πρόβλημα το οποίο επιπλέκεται και με άλλες<br />

παθολογικές καταστάσεις του πνεύμονα όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), το άσθμα και<br />

χρόνιες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Οι βρογχιεκτασίες χαρακτηρίζονται από μόνιμη διάταση των βρόγχων<br />

και εκδηλώνονται με μόνιμο βήχα κυρίως παραγωγικό με παχύρρευστες εκκρίσεις και συχνές λοιμώξεις του<br />

ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού (1). Σε πολλές περιπτώσεις κύρια εκδήλωση της νόσου είναι οι αιμοπτύσεις.<br />

Η επίπτωση της νόσου δεν είναι γνωστή και από τις μελέτες που έχουν γίνει παρατηρείται μεγάλη<br />

διαφορά που κυμαίνεται από 3.7 περιστατικά ανά 100.000 μέχρι 57/100.000 κατοίκους (2). Το 2010 η British<br />

Thoracic Society (BTS) προσπάθησε να δημιουργήσει κατευθυντήριες οδηγίες για την διερεύνηση και θεραπευτική<br />

αντιμετώπιση των βρογχιεκτασιών (3). Στο άρθρο περιλαμβάνονται οδηγίες της BTS με νέα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν<br />

τα 2 τελευταία χρόνια και με στοιχεία από την πρώτη προοπτική μελέτη για τις βρογχιεκτασίες στην<br />

Ελλάδα. Οι βρογχιεκτασίες συνεχίζουν να παραμένουν μια χρόνια αναπνευστική πάθηση με υψηλή θνητότητα<br />

που επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η σωστή και<br />

εξειδικευμένη αντιμετώπιση τους (4). Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 457, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: βρογχιεκτασίες, λοιμώξεις, θεραπεία<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Barker AF. Bronchiectasis. N Engl J Med 2002;<br />

346:1383.<br />

2. Twiss J, Metcalfe R, Edwards E, et al. New Zealand<br />

national incidence of bronchiectasis “too high” for<br />

a developed country. Arch Dis Child 2005;90:737-<br />

740.<br />

3. Pasteur MC, Bilton D, Hill AT, on behalf of the British<br />

Thoracic Society Bronchiectasis (non-CF) Guideline<br />

group. British Thoracic Society guideline for non-CF<br />

bronchiectasis. Thorax 2010;65:i1-i58.<br />

4. Roberts HJ and Hubbard R. Trends in bronchiectasis<br />

mortality in England and Wales. Respiratory Medicine<br />

2010; 104:981-985.


ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ<br />

ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΕΣ. ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ Β<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041524<br />

E-mail: geomousoulis@yahoo.gr<br />

Γ Μουσούλης<br />

Συντονιστής Διευθυντής, Γ’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Την τελευταία δεκαετία έχει συντελεστεί σημαντική<br />

πρόοδος στον τομέα της θεραπείας της χρόνιας<br />

ηπατίτιδας Β έτσι ώστε σήμερα να έχουν λάβει<br />

έγκριση και να είναι διαθέσιμοι επτά φαρμακευτικοί<br />

παράγοντες, τόσο στην Αμερική όσο και στην<br />

Ευρώπη και Ελλάδα. Οι παράγοντες αυτοί είναι η<br />

ιντερφερόνη a (IFN-a), η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη a<br />

(PEG-IFN-a), η λαμιβουδίνη (LAM), η αδεφοβίρη (ADV), η<br />

εντεκαβίρη (ETV), η τελμπιβουδίνη (LDT) και η τενοφοβίρη<br />

(TDF). Τα νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα διακρίνονται<br />

ανάλογα με την τάση ανάπτυξης ιικής αντοχής σε<br />

νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα χαμηλού γενετικού φραγμού<br />

(λαμιβουδίνη), μέτριου γενετικού φραγμού (αδεφοβίρη,<br />

τελμπιβουδίνη) και υψηλού γενετικού φραγμού<br />

(εντεκαβίρη, τενοφοβίρη). Στόχος της αντιικής θεραπείας<br />

στη χρόνια ηπατίτιδα Β είναι η επίτευξη εκρίζωσης<br />

του ιού. Ωστόσο, επειδή η πλήρης εξάλειψη της<br />

HBV λοίμωξης επιτυγχάνεται σπάνια λόγω της εμμονής<br />

του κυκλικού κλειστού με ομοιοπολικούς δεσμούς<br />

DNA (cccDNA) στα ηπατοκύτταρα, ο κύριος στόχος<br />

της αντικής θεραπείας είναι η μακροχρόνια καταστολή<br />

του ιïκού πολλαπλασιασμού με απώτερο σκοπό<br />

να αποφευχθούν οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές της<br />

νόσου όπως κίρρωση ήπατος, ηπατική ανεπάρκεια<br />

και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Η επιλογή των ασθενών<br />

που πρόκειται να ωφεληθούν από τη θεραπεία είναι<br />

σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής<br />

Ένωσης για τη Μελέτη του Ήπατος (EASL, 2009),<br />

αντιική θεραπεία θα πρέπει να συστήνεται, ανεξάρτητα<br />

από την κατάσταση του HBeAg, εάν τα επίπεδα<br />

HBV DNA >2000 IU/mL, τα επίπεδα ALT >1× ULN και αν<br />

η βιοψία ήπατος δείχνει μέτρια έως σοβαρή φλεγμονή<br />

ή/και ίνωση. Οι διάφορες επιστημονικές εταιρείες<br />

μελέτης του ήπατος έχουν δημοσιεύσει κατευθυντήριες<br />

οδηγίες με στόχο τη βελτίωση της θεραπευτικής<br />

προσπέλασης της χρόνιας ηπατίτιδας Β. Παρά τις<br />

επιμέρους διαφορές των κατευθυντήριων οδηγιών,<br />

όλες προκρίνουν ως φάρμακα πρώτης εκλογής την<br />

εντεκαβίρη, την τενοφοβίρη και την πεγκυλιωμένη<br />

ιντερφερόνη-a λόγω των υψηλών ποσοστών ιολογικής<br />

και βιοχημικής ανταπόκρισης, σε συνδυασμό με<br />

τον υψηλό γενετικό φραγμό για την ανάπτυξη ιικής<br />

αντοχής και την ασφάλεια. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 458, 2012.


Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041525<br />

E-mail: sxinama@gmail.com<br />

Μ Σχινά<br />

Επιμελήτρια Α’ Παθολογίας<br />

Γ’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

SCHINA M. Therapeutic advances in chronic hepatitis B. The last decade important progress has been made in the<br />

treatment of chronic hepatitis B. Currently, there are seven therapeutic regimens approved for the treatment of chronic<br />

hepatitis B. From these drugs some have direct antiviral activity like nucleos(t)ide analogues, including lamivudine (LAM),<br />

adefovir (ADV), telbivoudine (LDT), entecavir (ETV) and tenofovir (TDF), and some others have immunomodulatory action<br />

as conventional interferon-a (IFN-a) or pegylated interferon-a (PEG-IFN-a). Nucleos(t)ide analogues are divided according<br />

to their tendency to develop viral resistance as of low genetic barrier (lamivudine), moderate genetic barrier (adefovir,<br />

telmpivoudini) and high genetic barrier (entecavir, tenofovir). The increasing number of treatment options in combination<br />

with the difficulty in selection of patients who will benefit from treatment has been added to the complexity of treatment<br />

leading to the development of practice guidelines issued by different societies for the study of Liver Diseases. Despite the<br />

differences between the guidelines, all societies suggest as first line treatment option the use of entecavir, tenofovir and<br />

pegylated interferon because of a combination of high rates of virological and biochemical response, coupled with high<br />

genetic barrier to the development of viral resistance and safety. Nosokomiaka Chronika, 74, Supplement Β΄, 459-463,<br />

2012.<br />

Key words: hepatitis, therapy, interferon, nucleoside analogues<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Την τελευταία δεκαετία έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στον τομέα της θεραπείας της χρόνιας ηπατίτιδας Β.<br />

Σήμερα έχουν λάβει έγκριση και είναι διαθέσιμοι επτά φαρμακευτικοί παράγοντες. Από τους παράγοντες αυτούς<br />

κάποιοι έχουν άμεση αντιική δράση όπως τα νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα που περιλαμβάνουν τη λαμιβουδίνη (LAM),<br />

την αδεφοβίρη (ADV), την τελμπιβουδίνη (LDT), την εντεκαβίρη (ETV) και την τενοφοβίρη (TDF) και άλλοι, ανοσοτροποιητική<br />

δράση όπως η ιντερφερόνη-a (ΙFN-a) ή η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη-a (PEG-IFN-a). Τα νουκλεοσ(τ)ιδικά<br />

ανάλογα διακρίνονται ανάλογα με την τάση ανάπτυξης ιικής αντοχής σε νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα χαμηλού<br />

γενετικού φραγμού (λαμιβουδίνη), μέτριου γενετικού φραγμού (αδεφοβίρη, τελμπιβουδίνη) και υψηλού γενετικού<br />

φραγμού (εντεκαβίρη, τενοφοβίρη). Η επιλογή των ασθενών που πρόκειται να ωφεληθούν από τη θεραπεία είναι<br />

δυσχερής και οι διάφορες επιστημονικές εταιρείες μελέτης του ήπατος έχουν δημοσιεύσει κατευθυντήριες οδηγίες<br />

με στόχο τη βελτίωση της θεραπευτικής προσπέλασης της χρόνιας ηπατίτιδας Β. Παρά τις επιμέρους διαφορές<br />

των κατευθυντήριων οδηγιών, όλες προκρίνουν ως φάρμακα πρώτης εκλογής την εντεκαβίρη, την τενοφοβίρη<br />

και την πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη-a λόγω των υψηλών ποσοστών ιολογικής και βιοχημικής ανταπόκρισης, σε<br />

συνδυασμό με τον υψηλό γενετικό φραγμό για την ανάπτυξη ιικής αντοχής και την ασφάλεια. Νοσοκομειακά<br />

Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 459-463, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: ηπατίτιδα, θεραπεία, ιντερφερόνη, νουκλεοσιδικά ανάλογα


460<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ιογενούς ηπατίτιδας Β<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Η χρόνια ηπατίτιδα Β αποτελεί σημαντικό πρόβλημα<br />

δημόσιας υγείας παγκοσμίως καθώς περισσότεροι<br />

από 350 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από<br />

τον ιό. Επιπλέον, η χρόνια λοίμωξη από τον ιό σχετίζεται<br />

με σοβαρές επιπλοκές όπως κίρρωση ήπατος,<br />

ηπατική ανεπάρκεια και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Τα<br />

ανωτέρω καθιστούν επιτακτική την ανάγκη εξεύρεσης<br />

αποτελεσματικής θεραπείας για τη μορφή αυτή χρόνιας<br />

ηπατίτιδας. Πράγματι, την τελευταία δεκαετία έχει<br />

συντελεστεί σημαντική πρόοδος στον τομέα της θεραπείας<br />

της χρόνιας ηπατίτιδας Β έτσι ώστε σήμερα να<br />

έχουν λάβει έγκριση και να είναι διαθέσιμοι επτά φαρμακευτικοί<br />

παράγοντες, τόσο στην Αμερική όσο και<br />

στην Ευρώπη και Ελλάδα. Οι παράγοντες αυτοί είναι<br />

η ιντερφερόνη a (IFN-a), η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη a<br />

(PEG-IFN-a), η λαμιβουδίνη (LAM), η αδεφοβίρη (ADV), η<br />

εντεκαβίρη (ETV), η τελμπιβουδίνη (LDT) και η τενοφοβίρη<br />

(TDF). Στόχος της αντιικής θεραπείας στη χρόνια<br />

ηπατίτιδα Β είναι η επίτευξη εκρίζωσης του ιού ή μακροχρόνιας<br />

καταστολής του ιïκού πολλαπλασιασμού<br />

με απώτερο σκοπό να αποφευχθούν οι μακροπρόθεσμες<br />

επιπλοκές της νόσου. Η επιλογή των ασθενών<br />

που πρέπει να λάβουν θεραπεία βασίζεται στη μέτρηση<br />

του ιικού φορτίου (HBV DNA), των τρανσαμινασών<br />

και κυρίως της αλανινικής αμινοτρανσφεράσης<br />

(ALT) και στο στάδιο της νόσου, όπως προσδιορίζεται<br />

από τη βιοψία ήπατος. Ωστόσο, η επιλογή των ασθενών<br />

που πρόκειται να ωφεληθούν από τη θεραπεία<br />

παραμένει δυσχερής και για αυτό οι διάφορες επιστημονικές<br />

εταιρείες για τη μελέτη του ήπατος έχουν<br />

δημοσιεύσει κατευθυντήριες οδηγίες προκειμένου να<br />

βελτιώσουν τη θεραπευτική προσπέλαση αυτής της<br />

χρόνιας λοίμωξης.<br />

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Ερώτημα εξακολουθεί να αποτελεί η επιλογή των<br />

ασθενών με ΧΗΒ που είναι κατάλληλοι για αντιική θεραπεία.<br />

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής<br />

Ένωσης για τη Μελέτη του Ήπατος (AASLD) συστήνουν<br />

θεραπεία για τους HBeAg-θετικούς ασθενείς όταν τα<br />

επίπεδα HBV DNA ορού >20 000 IU/mL, σε συνδυασμό<br />

με επίμονα αυξημένα επίπεδα ALT (>2 φορές το ανώτερο<br />

φυσιολογικό όριο) σε χρονικό διάστημα 6 μηνών.<br />

Σύμφωνα με τις οδηγίες της AASLD, τα ίδια κριτήρια<br />

ισχύουν για τους HBeAg-αρνητικούς ασθενείς, αλλά<br />

τονίζεται επίσης ότι η θεραπεία θα πρέπει να συστήνεται<br />

στους ασθενείς αυτούς, εάν η συγκέντρωση του<br />

HBV DNA είναι > 2000 IU / mL σε συνδυασμό με μέτρια<br />

έως σοβαρή φλεγμονή ή/και ίνωση στη βιοψία ήπατος.<br />

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής<br />

Ένωσης για τη Μελέτη του Ήπατος (EASL, 2009),<br />

αντιική θεραπεία θα πρέπει να συστήνεται, ανεξάρτητα<br />

από την κατάσταση του HBeAg, εάν τα επίπεδα<br />

HBV DNA >2000 IU/mL, τα επίπεδα ALT >1× ULN και αν<br />

η βιοψία ήπατος δείχνει μέτρια έως σοβαρή φλεγμονή<br />

ή / και ίνωση.<br />

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ<br />

Επειδή η πλήρης εξάλειψη της HBV λοίμωξης επιτυγχάνεται<br />

σπάνια λόγω της εμμονής του κυκλικού<br />

κλειστού με ομοιοπολικούς δεσμούς DNA (cccDNA) στα<br />

ηπατοκύτταρα, ο κύριος στόχος της αντικής θεραπείας<br />

είναι η πρόληψη της εξέλιξης της νόσου σε κίρρωση,<br />

ηπατική ανεπάρκεια και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Καθώς<br />

αυτά τα γεγονότα αποτελούν μακροπρόθεσμες<br />

επιπλοκές της ΧΗΒ που αναπτύσσονται μετά από<br />

δεκαετίες, οι κλινικές μελέτες χρησιμοποιούν διάφορες<br />

βραχυπρόθεσμες μεταβολές παραμέτρων που λειτουργούν<br />

ως υποκατάστατα των μακροπρόθεσμων<br />

αποτελεσμάτων για να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα<br />

της θεραπείας. Οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενοι<br />

δείκτες αποτελεσματικότητας της θεραπείας<br />

περιλαμβάνουν την καταστολή των επιπέδων του<br />

HBV DNA, την απώλεια του HBeAg με ή χωρίς εμφάνιση<br />

του αντι-HBe σε HBeAg-θετικούς ασθενείς (ιολογική<br />

ανταπόκριση), την ομαλοποίηση της ALT ορού (βιοχημική<br />

ανταπόκριση) και βελτίωση της ηπατικής ιστολογίας<br />

(ιστολογική ανταπόκριση).<br />

Οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για την<br />

εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία διαφέρουν<br />

μεταξύ νουκλεοσιδικών αναλόγων (ΝΑ) και θεραπείας<br />

με PEG-IFN λόγω των διαφορετικών τρόπων δράσης<br />

τους. Τα NA καταστέλλουν την αντιγραφή του<br />

ιού αναστέλλοντας ανταγωνιστικά τη δραστηριότητα<br />

της πολυμεράσης του ιού, ενώ η PEG-IFN έχει κυρίως<br />

ανοσοτροποποιητική αλλά και ασθενή αντιική δράση.<br />

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με NA, η διατήρηση<br />

της καταστολής του HBV DNA είναι ο κύριος στόχος<br />

δεδομένου του κινδύνου ανάπτυξης αντοχής στα<br />

αντιικά που σχετίζεται με ανιχνεύσιμα επίπεδα HBV<br />

DNA στον ορό. Ο κύριος στόχος της θεραπείας με<br />

PEG-IFN είναι η επίτευξη ανοσολογικού ελέγχου του<br />

HBV με αποτέλεσμα την παρατεταμένη ανταπόκριση<br />

μετά από μια θεραπεία ορισμένου χρόνου.<br />

Σε HBeAg θετικούς ασθενείς που έλαβαν θεραπεία<br />

με PEG-IFN, η ορομετατροπή του ΗBeAg χρησιμοποι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 461<br />

είται συχνά ως κύριο τελικό σημείο, δεδομένου ότι<br />

σχετίζεται με αυξημένη επιβίωση και μειωμένο κίνδυνο<br />

ανάπτυξης ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Αντίθετα, η<br />

καταστολή του HBV DNA του ορού κάτω από το όριο<br />

ανίχνευσης με μια ευαίσθητη μέθοδο PCR αποτελεί συχνά<br />

το στόχο της θεραπείας με NA σε HBeAg-θετικούς<br />

ασθενείς. Σε HBeAg-αρνητικούς ασθενείς, η καταστολή<br />

του HBV DNA σε συνδυασμό με την ομαλοποίηση της<br />

ALT, θεωρείται ο σημαντικότερος στόχος της θεραπείας.<br />

Επίπεδα HBV DNA


462<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ιογενούς ηπατίτιδας Β<br />

ΙΝΤΕΡΦΕΡΟΝΗ<br />

Η ιντερφερόνη έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία<br />

της ΧΗB για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Τροποποίηση του<br />

μορίου της IFN με την προσάρτηση ενός μορίου πολυαιθυλενογλυκόλης<br />

(PEG) βελτίωσε τις φαρμακοκινητικές<br />

και φαρμακοδυναμικές της ιδιότητες. Η PEG-IFN<br />

χορηγείται μία φορά την εβδομάδα με υποδόρια ένεση,<br />

η οποία οδηγεί σε μια σχετικά συνεχή έκθεση στο φάρμακο<br />

κατά τη διάρκεια του διαστήματος μεταξύ των<br />

δόσεων. Δύο τύποι PEG-IFN έχουν αναπτυχθεί: PEG-<br />

IFNa-2a και PEG-IFN a-2b.H PEG-IFN a-2a αποδείχθηκε<br />

τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματική με τη συμβατική<br />

IFN σε HBeAg-θετικούς ασθενείς.<br />

ΠΕΓΚΥΛΙΩΜΕΝΗ ΙΝΤΕΡΦΕΡΟΝΗ<br />

Η αποτελεσματικότητα της πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης<br />

(PEG-IFNa-2a και PEG-IFN a-2b) για την HBeAgθετική<br />

ΧΗΒ έχει αξιολογηθεί σε δύο πιλοτικές μελέτες.<br />

Η μονοθεραπεία με PEG-IFN-a-2a για ένα έτος είχε ως<br />

αποτέλεσμα την ορομετατροπή του HBeAg στο 27%<br />

των ασθενών και στο 22% των ασθενών που έλαβαν<br />

θεραπεία με PEG-IFN a-2b. Έξι μήνες μετά τη διακοπή<br />

της θεραπείας, το ποσοστό HBeAg ορομετατροπής<br />

ήταν 32% και 29%, αντίστοιχα. Η συνεχιζόμενη μετά τη<br />

διακοπή της θεραπείας καταστολή του ιού (HBV DNA<br />

ορού


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 463<br />

7. Chang TT, Lai CL, Kew Yoon S, et al: Entecavir treatment<br />

for up to 5 years in patients with hepatitis B e<br />

antigen-positive chronic hepatitis B. Hepatology 2010;<br />

51: 422–430.<br />

8. Reijnders JG, Deterding K, Petersen J, et al: Antiviral<br />

effect of entecavir in chronic hepatitis B: influence of<br />

prior exposure to nucleos(t)ide analogues. J Hepatol<br />

2010; 52: 493–500.<br />

9. Lampertico P, Vigano M, Facchetti F, et al: Effectiveness<br />

of entecavir for NUC-naïve, HBeAg-negative<br />

chronic hepatitis B patients in clinical practice: a 2-<br />

year multicenter cohort study in 311 patients. J Hepatol<br />

2010; 52(Suppl. 1): S389–390.<br />

10. Tenney DJ, Rose RE, Baldick CJ, et al: Long-term monitoring<br />

shows hepatitis B virus resistance to entecavir<br />

in nucleoside-naive patients is rare through 5 years of<br />

therapy. Hepatology 2009; 49: 1503–1514.<br />

11. Marcellin P, Heathcote EJ, Buti M, et al: Tenofovir disoproxil<br />

fumarate versus adefovir dipivoxil for chronic<br />

hepatitis B. N Engl J Med 2008; 359: 2442–2455.<br />

12. Heathcote EJ, Gane EJ, De Man RA, et al: Three years<br />

of tenofovir disoproxil (TDF) treatment in HBeAg-positive<br />

patients (HBeAg+) with chronic hepatitis B (study<br />

103), preliminary analysis. Hepatology 2009; 4(Suppl.):<br />

533A–534A.<br />

13. Marcellin P, Buti M, Krastev Z, et al: Three years<br />

of tenofovir disoproxil fumarate (TDF) treatment in<br />

HBeAg-negative patients with chronic hepatitis B<br />

(study 102); preliminary analysis. Hepatology 2009;<br />

4(Suppl.): 532A–533A.<br />

14. van Bommel F, de Man RA, Wedemeyer H, et al:<br />

Long-term efficacy of tenofovir monotherapy for<br />

hepatitis B virus-monoinfected patients after failure<br />

of nucleoside/nucleotide analogues. Hepatology 2010;<br />

51: 73–80.<br />

15. Craxi A, Cooksley WG: Pegylated interferons for<br />

chronic hepatitis B. Antiviral Res 2003; 60: 87–89.<br />

16. Cooksley WG, Piratvisuth T, Lee SD, et al: Peginterferon<br />

alpha-2a (40 kDa): an advance in the treatment<br />

of hepatitis B e antigen-positive chronic hepatitis B. J<br />

Viral Hepat 2003; 10: 298–305.<br />

17. Janssen HL, van Zonneveld M, Senturk H, et al: Pegylated<br />

interferon alfa-2b alone or in combination<br />

with lamivudine for HBeAg-positive chronic hepatitis<br />

B: a randomised trial. Lancet 2005; 365: 123–129.<br />

18. Lau GK, Piratvisuth T, Luo KX, et al: Peginterferon<br />

Alfa-2a, lamivudine, and the combination for HBeAgpositive<br />

chronic hepatitis B. N Engl J Med 2005; 352:<br />

2682–95.<br />

19. Buster EH, Flink HJ, Cakaloglu Y, et al. Sustained HBeAg<br />

and HBsAg loss after long-term follow-up of HBeAgpositive<br />

patients treated with peginterferon alpha-2b.<br />

Gastroenterology 2008; 135: 459–467.<br />

20. Marcellin P, Lau GK, Bonino F, et al: Peginterferon<br />

alfa-2a alone, lamivudine alone, and the two in combination<br />

in patients with HBeAg-negative chronic<br />

hepatitis B. N Engl J Med 2004; 351: 1206–1217.<br />

21. Lampertico P, Vigano M, Di Costanzo G, et al: Extended<br />

(2 years) treatment with peginterferon alfa-2a [40<br />

kD] improves sustained response rates in genotype D<br />

patients with HBeAg negative chronic hepatitis B. J<br />

Hepatol 2010; 52(Suppl. 1): S45.<br />

22. Marcellin P, Bonino F, Lau GK, et al: Sustained response<br />

of hepatitis B e antigen-negative patients 3<br />

years after treatment with peginterferon alpha-2a.<br />

Gastroenterology 2009; 136: 2169–2179.


ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΕΣ. ΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ C<br />

Στοιχεία αλληλογραφίας:<br />

Τηλ.: 2132041634<br />

E-mail: gastroev@otenet.gr<br />

Δ Γ Καραμανώλης<br />

Συντονιστής Διευθυντής<br />

Β’ Γαστρεντερολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Μέχρι σήμερα η τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία<br />

για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C που διαθέτουμε<br />

περιλαμβάνει το συνδυασμό πεγκυλιωμένης<br />

ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης, ο οποίος επιτυγχάνει<br />

ποσοστά μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης (SVR)<br />

που κυμαίνονται από 40 έως και 80% ανάλογα με τον<br />

γονότυπο του ιού. Ως SVR ορίζουμε το μη ανιχνεύσιμο<br />

HCV RNA στον ορό 6 μήνες μετά το πέρας της<br />

θεραπείας. Οι ασθενείς με γονότυπο 1 και 4 έχουν μειωμένη<br />

πιθανότητα μακροχρόνιας ανταπόκρισης που<br />

παρατηρείται σε 40-45% των ασθενών, σε αντίθεση<br />

με το γονότυπο 2 και 3 στους οποίους τα ποσοστά<br />

μακροχρόνιας ανταπόκρισης ξεπερνούν το 80%.<br />

Οι ασθενείς με γονότυπο 1 και 4 λαμβάνουν 48<br />

εβδομάδες συνδυασμό πεγκυλιωμένης ιντερφερόνηςα<br />

και ριμπαβιρίνης σε δόση ανάλογα με το σωματικό<br />

βάρος (1000 mg/ημέρα για βάρος 75 kg). Αντίθετα, οι ασθενείς με<br />

γονότυπο 2 και 3 λαμβάνουν βραχύτερα θεραπευτικά<br />

σχήματα (24 εβδομάδες) με συνδυασμό πεγκυλιωμένης<br />

ιντερφερόνης-α και ριμπαβιρίνης σε χαμηλότερη σταθερή<br />

δόση (800 mg/ημέρα).<br />

Ασθενείς με γονότυπο 1 και χαμηλά επίπεδα HCV<br />

RNA (400,000-800,000 IU/ml) προ της έναρξης θεραπείας,<br />

που επιτυγχάνουν μη ανιχνεύσιμο HCV RNA την<br />

τέταρτη εβδομάδα έχουν 90% πιθανότητα για επίτευξη<br />

μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης ακόμη και μετά<br />

από 24 εβδομάδων θεραπευτικό σχήμα. Αντίστοιχα,<br />

στους ασθενείς με γονότυπο 2 και 3, χαμηλό ιικό φορτίο<br />

προ θεραπείας και μη ανιχνεύσιμο HCV RNA την<br />

τέταρτη εβδομάδα είναι δυνατόν να βραχυνθούν τα<br />

θεραπευτικά σχήματα από 24 σε 12-16 εβδομάδες διατηρώντας<br />

την ίδια πιθανότητα ανταπόκρισης. Oι<br />

ασθενείς που δεν πέτυχαν πρώιμη ιολογική ανταπόκριση,<br />

δηλαδή μείωση των αρχικών επιπέδων HCV<br />

RNA κατά 2 δεκαδικούς λογαρίθμους ή μη ανίχνευση<br />

του HCV RNA στις 12 εβδομάδες από την έναρξη του<br />

θεραπευτικού σχήματος συστήνεται να διακόπτουν<br />

την θεραπεία, μειώνοντας τη νοσηρότητα της θεραπείας<br />

αλλά και το κόστος.<br />

Υπάρχει λοιπόν άμεση ανάγκη για νέα φάρμακα τα<br />

οποία θα βοηθήσουν τους ασθενείς για τους οποίους<br />

η τρέχουσα μέχρι σήμερα θεραπεία δεν ήταν αποτελεσματική<br />

στην αντιμετώπιση της χρόνιας Ηπατίτιδας C.<br />

Δεν υπάρχει προς το παρόν έγκριση για νεότερα<br />

φάρμακα στη θεραπεία ασθενών με HCV γονότυπο<br />

2 ή 3 και 4. Όμως πρόσφατα εγκρίθηκαν από τον<br />

Ομοσπονδιακό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων<br />

των ΗΠΑ (FDA) το Μάιο του 2011 και από την Επιτροπή<br />

Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση<br />

(CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA)<br />

τον Σεπτέμβριο του 2011, η τελαπρεβίρη και η μποσεπρεβίρη<br />

για τη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C<br />

γονοτύπου σε ενήλικες ασθενείς με αντιρροπούμενη<br />

ηπατική νόσο (συμπεριλαμβανομένης της κίρρωσης)<br />

οι οποίοι δεν είχαν λάβει θεραπεία στο παρελθόν ή<br />

στους οποίους δεν ήταν αποτελεσματική η προηγούμενη<br />

θεραπεία με συνδυασμό πεγκυλιωμένης Ιντερφερόνης<br />

και ριμπαβιρίνης. Τα νέα αυτά φάρμακα ανήκουν<br />

στην ευρύτερη κατηγορία των στοχευμένων αντιικών<br />

έναντι του ιού της ηπατίτιδας C (Specifically Targeted<br />

Antiviral Therapy). Τα φάρμακα αυτά σε συνδυασμό με


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 465<br />

πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη-άλφα και ριμπαβιρίνη φάνηκε<br />

από τις μελέτες ότι είναι αποτελεσματικά και αυξάνουν<br />

τα ποσοστά μακροχρόνιας ανταπόκρισης σε<br />

πάνω από 70% για ασθενείς με γονότυπο 1 ακόμη και<br />

με μειωμένης (24 εβδομάδων) διάρκειας θεραπεία. Η<br />

χορήγησή τους ως μονοθεραπεία οδηγεί στην ανάδυση<br />

ανθεκτικών στη μονοθεραπεία στελεχών και ανάπτυξη<br />

αντοχής, με αποτέλεσμα να απαιτείται η συγχορήγηση<br />

πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης.<br />

Από τα δεδομένα που διαθέτουμε μέχρι σήμερα ιολογική<br />

διαφυγή λόγω ανάπτυξης αντοχής σε πρωτοθεραπευόμενους<br />

ασθενείς υπό τριπλή θεραπεία είναι<br />

ασυνήθιστη ενώ η μακροχρόνια εξέλιξη και η κλινική<br />

επίπτωση παραμένουν ακόμα ακαθόριστες.<br />

Βασικό πρόβλημα των νέων φαρμάκων ίσως αποτελέσουν<br />

οι ανεπιθύμητες ενέργειες, που οδηγούν σημαντικό<br />

ποσοστό ασθενών σε διακοπή της θεραπείας (17%<br />

των ασθενών υπό τελαπρεβίρη και 26% των ασθενών<br />

υπό μποσεπρεβίρη). Το εξάνθημα και η αναιμία είναι οι<br />

συχνότερες και σοβαρότερες από τις παρενέργειες.<br />

Η ανάγκη για τριπλό φαρμακευτικό σχήμα και το<br />

μεγάλο ποσοστό παρενεργειών δημιουργεί προβληματισμό<br />

και οδηγεί στην ανάγκη οι νέες θεραπείες να γίνουν<br />

με προσοχή και από εξειδικευμένους ιατρούς. Ωστόσο,<br />

τα συνεχώς αποτελεσματικότερα φάρμακα όπως φαίνεται<br />

από τις κλινικές μελέτες σε εξέλιξη τόσο για τον<br />

γονότυπο 1 όσο και για τους υπόλοιπους μας ωθούν<br />

να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία και να προσδοκούμε<br />

στο εγγύς μέλλον ακόμα καλύτερα νέα για τον<br />

ασθενή με χρόνια ηπατίτιδα. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 464-465, 2012.<br />

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. van Bommel F, de Man RA, Wedemeyer H, et al. Longterm<br />

efficacy of tenofovir monotherapy for hepatitis<br />

B virus-monoinfected patients after failure of nucleoside/nucleotide<br />

analogues. Hepatology;51:73-80.<br />

2. Hadziyannis SJ, Sette H, Jr., Morgan TR, et al. Peginterferon-alpha2a<br />

and ribavirin combination therapy<br />

in chronic hepatitis C: a randomized study of treatment<br />

duration and ribavirin dose. Ann Intern Med<br />

2004;140:346-355.<br />

3. Kieffer TL, Sarrazin C, Miller JS, et al. Telaprevir and<br />

pegylated interferon-alpha-2a inhibit wild-type and<br />

resistant genotype 1 hepatitis C virus replication in<br />

patients. Hepatology 2007;46:631-639.<br />

4. McHutchison JG, Everson GT, Gordon SC, et al. Telaprevir<br />

with peginterferon and ribavirin for chronic HCV<br />

genotype 1 infection. N Engl J Med 2009;360:1827-<br />

1838.<br />

5. Hezode C, Forestier N, Dusheiko G, et al. Telaprevir<br />

and peginterferon with or without ribavirin for chronic<br />

HCV infection. N Engl J Med 2009;360:1839-1850.<br />

6. Berman K, Kwo PY. Boceprevir, an NS3 protease inhibitor<br />

of HCV. Clin Liver Dis 2009;13:429-439.<br />

7. Sarrazin C, Kieffer TL, Bartels D, et al. Dynamic hepatitis<br />

C virus genotypic and phenotypic changes in<br />

patients treated with the protease inhibitor telaprevir.<br />

Gastroenterology 2007;132:1767-1777.<br />

8. Kuntzen T, Timm J, Berical A, et al. Naturally occurring<br />

dominant resistance mutations to hepatitis C virus<br />

protease and polymerase inhibitors in treatment-naive<br />

patients. Hepatology 2008;48:1769-1778.


Υπεύθυνος Αλληλογραφίας:<br />

Γ. Ζαχαράκης<br />

Τηλ.: 6933349647<br />

E-mail: gzacharakis@yahoo.gr<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

της χρόνιας ηπατίτιδας C<br />

Γ Ζαχαράκης 1 , Ν Βιάζης 2 , Δ Καραμανώλης 3<br />

1<br />

Επιστημονικός Συνεργάτης, 2 Επιμελητής Α’, 3 Συντονιστής Διευθυντής<br />

Β’ Γαστρεντερολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

ZACHARAKIS G, VIAZIS N, KARAMANOLIS D. What’s newest in the treatment of chronic hepatitis C The current<br />

Standard of Care Treatment (SOC) for hepatitis C is the combination of pegylated interferon and ribavirin, achieved<br />

cure rates at 76-82% for genotypes 2 and 3, 40-79% for genotype 4 and 42 - 46% for genotype 1. Approximately 10<br />

(4-14)% of non-responders with genotype 1 who receive another course of pegylated interferon / ribavirin and about 25<br />

(24-50)% of relapsers can achieve long-term virologic response. But recently adopted the telaprevir and boseprevir with<br />

direct antiviral activity (Direct Acting Antiviral-DAA) in the viral replication cycle of hepatitis c, the first substances to a<br />

new class of drugs known as protease inhibitors of HCV for the treatment of chronic hepatitis C genotype 1, in combination<br />

with pegylated interferon and ribavirin in adult patients with decompensated liver disease (including cirrhosis) both<br />

for relapsers and non-responders with pegylated interferon and ribavirin. Boseprevir and telaprevir can help patients<br />

who have failed prior therapy or are naive and can significantly improve their chances of achieving virologic response<br />

compared with SOC. Boseprevir and teaprevir may also help in some naive patients allowing a shorter duration of<br />

treatment. Adverse reactions were observed more frequently with telaprevir and boseprevir than with peginterferon<br />

/ ribavirin. Boseprevir associated with higher percentages of anemia and dysgeusia and telapreviri with rash and anemia.<br />

There is currently no approval for newer drugs to treat patients with HCV genotype 2 or 3 and 4. Nosokomiaka<br />

Chronika, 74, Supplement Β΄, 466-471, 2012.<br />

Key words: triple therapy, nuclease inhibitor, hepatitis C<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C είναι ο συνδυασμός πεγκυλιωμένης<br />

ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης και επιτυγχάνεται θεραπεία σε ποσοστά 76-82% για γονότυπους 2 και 3, 40-79%<br />

για γονότυπο 4 και 42-46% για γονότυπο 1. Περίπου το 10 (4-14)% των μη ανταποκριθέντων με γονότυπο 1 που<br />

υποβάλλονται σε έναν ακόμη κύκλο πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης /ριμπαβιρίνης και περίπου το 25 (24-50)% των<br />

υποτροπιαζόντων μπορούν να επιτύχουν μακροχρόνια ιολογική ανταπόκριση. Όμως πρόσφατα εγκρίθηκαν η<br />

τελαπρεβίρη και η μποσεπρεβίρη, αντιιϊκά φάρμακα άμεσης δραστικότητας (Direct Acting Antiviral-DAA) στον<br />

κύκλο αναπαραγωγής του ιού, οι πρώτες ουσίες σε μια νέα κατηγορία φαρμάκων γνωστών ως αναστολείς της<br />

πρωτεάσης του HCV, για τη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C γονοτύπου 1, σε συνδυασμό με πεγκυλιωμένη<br />

ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη σε ενήλικες ασθενείς με αντιρροπούμενη ηπατική νόσο (συμπεριλαμβανομένης της κίρρωσης)<br />

οι οποίοι δεν είχαν λάβει θεραπεία στο παρελθόν ή στους οποίους δεν ήταν αποτελεσματική η προηγούμενη<br />

θεραπεία με συνδυασμό πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης. Η μποσεπρεβίρη και η τελαπρεβίρη<br />

μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς που έχουν αποτύχει σε προηγούμενη θεραπεία ή είναι νέοι στη θεραπεία να<br />

βελτιώσουν σημαντικά τις πιθανότητές τους για την επίτευξη ιολογικής ανταπόκρισης σε σύγκριση με την τρέχουσα<br />

καθιερωμένη θεραπεία. H μποσεπρεβίρη και η τεάπρεβίρη μπορούν επίσης σε μερικούς ασθενείς νέους στη


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 467<br />

θεραπεία, να επιτρέψει μια πιο σύντομη συνολική διάρκεια της θεραπείας. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατηρήθηκαν<br />

συχνότερα με τη θεραπεία με τελαπρεβίρη και μποσεπρεβίρη απ’ ότι με τη θεραπεία με πεγκιντερφερόνη /<br />

ριμπαβιρίνη. Η μποσεπρεβίρη συσχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα αναιμίας και δυσγευσίας κα η τελαπρεβίρη με<br />

εξάνθημα και αναιμία. Δεν υπάρχει προς το παρόν έγκριση για νεότερα φάρμακα στη θεραπεία ασθενών με HCV<br />

γονότυπο 2 ή 3 και 4. Νοσοκομειακά Χρονικά, 74, Συμπληρωματικό τεύχος Β΄, 466-471, 2012.<br />

Λέξεις ευρετηρίου: τριπλή θεραπεία, αναστολείς πρωτεασών, ηπατίτιδα C<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ο ιός της ηπατίτιδας C είναι ένα αιματογενώς<br />

μεταδιδόμενο λοιμώδες νόσημα του ήπατος. Καθώς<br />

εκτιμάται ότι 170 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως<br />

πάσχουν από ηπατίτιδα C και ότι ετησίως προσβάλλονται<br />

τρία έως τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι, ο<br />

HCV αποτελεί σημαντική επιβάρυνση για τους ασθενείς<br />

και την κοινωνία (1-3). Η χρόνια λοίμωξη με τον ιό<br />

της ηπατίτιδας C μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο του<br />

ήπατος και άλλες σοβαρές επιπλοκές της κίρρωσης<br />

ως αποτέλεσμα της προοδευτικά επιδεινούμενης ηπατικής<br />

νόσου, και αποτελεί τη συχνότερη αιτία μεταμόσχευσης<br />

ήπατος στην Ευρώπη (4-7). Ο ιός HCV ευθύνεται<br />

για το 60% των περιπτώσεων μεταμόσχευσης<br />

του ήπατος. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό<br />

Υγείας (ΠΟΥ), ο καρκίνος στο ήπαρ εμφανίζεται σε ένα<br />

στα πέντε άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό<br />

της χρόνιας ηπατίτιδας C σε περίοδο 20-30 χρόνων.<br />

Ο ιός HCV ευθύνεται για το 50-75% των περιπτώσεων<br />

καρκίνου στο ήπαρ.<br />

Η τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία (Standard of Care<br />

Treatment, SOC) για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας<br />

C είναι ο συνδυασμός πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και<br />

ριμπαβιρίνης (Πίνακας 1), (8). Η κάθαρση του ιού της<br />

ηπατίτιδας C δηλαδή η μακροχρόνια ιολογική ανταπόκριση<br />

(SVR) - HCV RNA ορού£50 IU/ml στους 6 μήνες<br />

μετά τη διακοπή της θεραπείας- επιτυγχάνεται σε<br />

ποσοστά 76-82% για γονότυπους 2 και 3, 40-79% για<br />

γονότυπο 4 και 42-46% για γονότυπο 1 (9, 10). Υπάρχει<br />

λοιπόν άμεση ανάγκη για νέα φάρμακα τα οποία θα<br />

βοηθήσουν τους ασθενείς για τους οποίους η τρέχουσα<br />

μέχρι σήμερα θεραπεία δεν ήταν αποτελεσματική<br />

στην αντιμετώπιση της χρόνιας Ηπατίτιδας C<br />

Περίπου το 10 (4-14)% των μη ανταποκριθέντων<br />

με γονότυπο 1 που υποβάλλονται σε έναν ακόμη κύκλο<br />

πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης /ριμπαβιρίνης και<br />

περίπου το 25 (24-50)% των υποτροπιαζόντων μπορούν<br />

να επιτύχουν SVR (11-18). Από τους ασθενείς με<br />

καλή συμμόρφωση στη διπλή θεραπεία πεγκυλιωμένης<br />

ιντερφερόνης /ριμπαβιρίνης, οι οποίοι, επομένως,<br />

αντιστοιχούν σε άτομα, που πραγματικά δεν ανταποκρίνονται<br />

στην ιντερφερόνη, τα ποσοστά SVR μπορεί<br />

να είναι ακόμη χαμηλότερα.<br />

Νεότερα φάρμακα: Μποσεπρεβίρη και Τελαπρεβίρη<br />

Δεν υπάρχει προς το παρόν έγκριση για νεότερα<br />

φάρμακα στη θεραπεία ασθενών με HCV γονότυπο<br />

2 ή 3 και 4. Όμως πρόσφατα εγκρίθηκαν από τον<br />

Ομοσπονδιακό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων<br />

των ΗΠΑ (FDA) το Μάιο του 2011 και από την Επιτροπή<br />

Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση<br />

(CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA)<br />

τον Σεπτέμβριο του 2011, η τελαπρεβίρη και η μποσεπρεβίρη,<br />

αντιιϊκά φάρμακα άμεσης δραστικότητας<br />

(Direct Acting Antiviral-DAA) στον κύκλο αναπαραγωγής<br />

του ιού, οι πρώτες ουσίες σε μια νέα κατηγορία<br />

φαρμάκων γνωστών ως αναστολείς της πρωτεάσης<br />

του HCV, για τη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C<br />

γονοτύπου 1, σε συνδυασμό με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη<br />

και ριμπαβιρίνη (τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία)<br />

σε ενήλικες ασθενείς με αντιρροπούμενη ηπατική νόσο<br />

(συμπεριλαμβανομένης της κίρρωσης) οι οποίοι δεν είχαν<br />

λάβει θεραπεία στο παρελθόν ή στους οποίους<br />

δεν ήταν αποτελεσματική η προηγούμενη θεραπεία με<br />

συνδυασμό πεγκυλιωμένης Ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης.<br />

Τα νεώτερα αυτά φάρμακα θα προσφέρουν<br />

στους ασθενείς μια βελτιωμένη θεραπευτική επιλογή<br />

σε σύγκριση με την τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία,<br />

η οποία επιφέρει ίαση μόνο σε 42-46% των ασθενών<br />

με ηπατίτιδα C γονοτύπου1.<br />

Η έγκριση της Τελαπρεβίρης βασίζεται σε δεδομένα<br />

αποτελεσματικότητας και ασφάλειας τριών κλινικών<br />

μελετών φάσης III, ADVANCE (19), REALIZE (20) και<br />

ILLUMINATE (21), οι οποίες αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα<br />

και την ασφάλεια της τελαπρεβίρης σε<br />

συνδυασμό με την τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία σε<br />

περισσότερους από 2.290 ασθενείς με ηπατίτιδα C γονοτύπου<br />

1 που ήταν πρωτοθεραπευόμενοι (δεν είχαν<br />

υποβληθεί σε θεραπεία με ιντερφερόνη ή πεγκυλιωμένη<br />

ιντερφερόνη με ή χωρίς ριμπαβιρίνη στο παρελθόν),<br />

(μελέτες ADVANCE και ILLUMINATE) και σε ασθενείς με


468<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας C<br />

ιστορικό υποτροπής, μερικής ή μηδενικής ανταπόκρισης<br />

στην τρέχουσα πρότυπη θεραπεία (REALIZE).<br />

Η μελέτη ILLUMINATE δείχνει μεγάλο ποσοστό ίασης<br />

σε πρωτοθεραπευόμενους ασθενείς οι οποίοι<br />

παρουσίασαν πρώιμη ανταπόκριση στη θεραπεία με<br />

βάση την τελαπρεβίρη, και επιπλέον αποδεικνύει ότι<br />

δεν προκύπτει κανένα όφελος από την παράταση της<br />

θεραπείας έως τις 48 εβδομάδες (21). Η πρότυπη θεραπεία<br />

για τον ιό HCV είναι μακράς διάρκειας και συχνά<br />

εξουθενωτική, και ένα καλύτερο θεραπευτικό σχήμα<br />

μπορεί να δώσει στους ασθενείς τη δυνατότητα να<br />

ακολουθούν βραχύτερη αγωγή από ότι απαιτούν οι<br />

τρέχουσες θεραπείες.<br />

Στη μελέτη Realize, τα ποσοστά SVR της θεραπείας<br />

με βάση την τελαπρεβίρη ήταν σημαντικά υψηλότερα<br />

στα άτομα με ιστορικό υποτροπής έναντι των<br />

ατόμων με ιστορικό μερικής ή μηδενικής ανταπόκρισης<br />

(86% έναντι 57%, αντιστοίχως), με τα άτομα με<br />

ιστορικό μηδενικής ανταπόκρισης να παρουσιάζουν<br />

τα χαμηλότερα ποσοστά SVR 31% (20). Από τα δεδομένα<br />

αυτά προκύπτει η διαβάθμιση των ποσοστών SVR,<br />

που αναμένονται με βάση τον εγγενή βαθμό ανταπόκρισης<br />

στην ιντερφερόνη στις υποομάδες ασθενών<br />

ανάλογα με το ιστορικό ανταπόκρισης σε προηγούμενη<br />

θεραπεία. Η ίδια διαβάθμιση παρατηρήθηκε στην<br />

ομάδα των μαρτύρων, που ελάμβαναν πεγκυλιωμένη<br />

ιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη, τα άτομα με υποτροπή είχαν<br />

επιτύχει SVR (24%) και ακολουθούσαν τα άτομα<br />

με μερική ανταπόκριση (15%) και οι ασθενείς με μηδενική<br />

ανταπόκριση (5%). Τα ποσοστά SVR του συνολικού<br />

πληθυσμού ήταν 65% στους ασθενείς, που υποβάλλονταν<br />

σε θεραπεία με την τελαπρεβίρη, έναντι 17%<br />

στους ασθενείς, που ελάμβαναν θεραπεία με πεγκυλιωμένη<br />

ιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη.<br />

Αντίστοιχες κλινικές μελέτες Φάσης ΙΙΙ έγιναν με<br />

τη μποσεπρεβίρη. Οι κλινικές δοκιμές SPRINT-2 (22)<br />

και RESPOND-2 (23) που πραγματοποιήθηκαν για τη<br />

μποσεπρεβίρη συμπεριέλαβαν περίπου 1.500 ασθενείς<br />

με χρόνια λοίμωξη γονοτύπου 1 του ιού της ηπατίτιδας<br />

C. Η SPRINT-2 συγκρίνει τις 24 με τις 48 εβδομάδες<br />

τριπλής αγωγής σε πρωτοθεραπευόμενους και η<br />

RESPOND-2 συγκρίνει τις 36 με τις 48 εβδομάδες τριπλής<br />

αγωγής σε μη ανταποκριθέντες και υποτροπιάσαντες<br />

ασθενείς. Στις μελέτες αυτές εφαρμόστηκε<br />

η στρατηγική των τεσσάρων εβδομάδων θεραπείας<br />

με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη άλφα και ριμπαβιρίνη<br />

(Lead in period). Η προσθήκη της μποσεπρεβίρης<br />

σε αυτό το θεραπευτικό σχήμα αύξησε το ποσοστό<br />

παραμένουσας ιολογικής ανταπόκρισης σε σχέση με<br />

την καθιερωμένη θεραπεία στους ασθενείς με χρόνια<br />

ηπατίτιδα C με γονότυπο 1. Επίσης φάνηκε η σημασία<br />

της θεραπείας βάσει ανταπόκρισης (Response Guided<br />

Therapy) σύμφωνα με την οποία η ανταπόκριση των<br />

ασθενών (πρωτοθεραπευόμενοι και μη) την 8η εβδομάδα<br />

θεραπείας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα<br />

για τη συνέχιση αλλά και βράχυνση της θεραπείας,<br />

γεγονός που οδηγεί σε καλύτερη πρόγνωση ανταπόκρισης<br />

στη θεραπεία για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά,<br />

αποφεύγοντας παράλληλα την άσκοπη χορήγηση των<br />

φαρμάκων.<br />

Στην κλινική μελέτη RESPOND-2, το 75% των ατόμων<br />

με ιστορικό υποτροπή επέτυχαν SVR μετά από 48<br />

εβδομάδες θεραπείας με μποσεπρεβίρη σε συνδυασμό<br />

με πεγκιντερφερόνη /ριμπαβιρίνη. Συνολικά, τα άτομα<br />

με ιστορικό υποτροπής ανταποκρίθηκαν καλύτερα<br />

στην εκ νέου θεραπεία σε σύγκριση με τα άτομα με<br />

ιστορικό μερικής υποτροπής (75% και 52%, αντιστοίχως)<br />

(23).<br />

Η Τελαπρεβίρη και η μποσεπρεβίρη φαίνεται ότι<br />

παρουσιάζουν πλεονεκτήματα που δυνητικά τις καθιστούν<br />

‘ελκυστική’ επιλογή για την αντιμετώπιση ασθενών<br />

με χρόνια ηπατίτιδα C, γονότυπο 1, όχι όμως σαν<br />

μονοθεραπεία, λόγω της πολύ γρήγορης ανάδειξης<br />

ανθεκτικών στελεχών, αλλά σε συνδυασμό τουλάχιστον<br />

με πεγκυλιωμένη Ιντερφερόνη α-2a (24-27). Οι<br />

κλινικές μελέτες τόσο με την μποσεπρεβίρη όσο και<br />

με την τελαπρεβίρη επίσης έδωσαν έμφαση στη σημασία<br />

της ένταξης της ριμπαβιρίνης στο σχήμα λόγω<br />

της ανάδυσης αντοχής στα θεραπευτικά σκέλη χωρίς<br />

τη ριμπαβιρίνη. Επομένως, παρά την σχετική έλλειψη<br />

δράσης της ως αντιϊκός παράγων όταν χορηγείται σε<br />

μονοθεραπεία, η ριμπαβιρίνη παραμένει απαραίτητη,<br />

χορηγούμενη συμπληρωματικά στην ιντερφερόνη,<br />

ακόμη και εν τη παρουσία ισχυρού αναστολέα της<br />

πρωτεάσης. Επί αποτυχίας εκρίζωσης του ιού HCV με<br />

την τριπλή θεραπεία αναδύονται ανθεκτικά στελέχη η<br />

σημασία των οποίων δεν είναι γνωστή στην επαναθεραπεία<br />

των ασθενών (24-27).<br />

Μεταξύ ασθενών με ιστορικό αποτυχίας σε προηγούμενες<br />

θεραπείες, οι υποτροπιάσαντες είχαν καλύτερα<br />

αποτελέσματα όταν ελάμβαναν αναστολέα<br />

πρωτεάσης με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη / ριμπαβιρίνη,<br />

σε σύγκριση με τους μερικώς ανταποκριθέντες<br />

ασθενείς (20, 23). Επίσης, οι κλινικές αυτές μελέτες καταδεικνύουν<br />

ότι τα άτομα με ιστορικό μηδενικής ανταπόκρισης<br />

(null responders) μπορεί να επιτύχουν ακόμη<br />

χαμηλότερα ποσοστά SVR (20, 28).<br />

Aρκετοί παράγοντες όπως η Μαύρη φυλή, η προ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 469<br />

χωρημένη ίνωση και κίρρωση, γενετικοί παράγοντες<br />

όπως το αλληλόμορφο IL28B T και η ινσουλινοαντοχή<br />

που παρατηρούνται κατά την έναρξη της θεραπείας<br />

αποτελούν προγνωστικούς δείκτες για τη μη ανταπόκριση<br />

στη θεραπεία με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη /<br />

ριμπαβιρίνη (29-31). Τα ποσοστά SVR ήταν υψηλότερα<br />

στους ασθενείς με αρνητικούς προγνωστικούς παράγοντες<br />

που έλαβαν τριπλή θεραπεία σε σχέση με τους<br />

ασθενείς που έλαβαν την καθιερωμένη θεραπεία.<br />

Με βάση τα δεδομένα από τις κλινικές μελέτες δημιουργήθηκαν<br />

οι συνταγογραφικές πληροφορίες για<br />

την μποσεπρεβίρη και την Τελαπρεβίρη στο SPC (Σχήμα<br />

1 και 2) (28, 32-34).<br />

Ανεπιθύμητες ενέργειες νεότερων φαρμάκων<br />

Η μποσεπρεβίρη συσχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα<br />

αναιμίας και δυσγευσίας σε σύγκριση με τη θεραπεία<br />

με την πεγκιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη (32, 33). Τα<br />

ποσοστά αναιμίας (αιμοσφαιρίνη < 10 g/dL) ήταν 43%<br />

έως 46% με τη θεραπεία με μποσεπρεβίρη έναντι 20%<br />

για το σκέλος των μαρτύρων, που υποβάλλονταν σε<br />

θεραπεία με πεγκιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη. Τα ποσοστά<br />

δυσγευσίας ήταν 43% έως 45% έναντι 11%, αντιστοίχως.<br />

Περισσότεροι από τους ασθενείς του σκέλους<br />

της μποσεπρεβίρης χρησιμοποίησαν ερυθροποιητίνη<br />

για την αντιμετώπιση της αναιμίας (41% έως 46% έναντι<br />

21% για το σκέλος των μαρτύρων που υποβάλλονταν<br />

σε θεραπεία με πεγκιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη).<br />

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα<br />

με τη θεραπεία με τελαπρεβίρη (34) απ’ ότι με<br />

τη θεραπεία με πεγκιντερφερόνη/ ριμπαβιρίνη (διαφορά<br />

> 10%) περιελάμβαναν κόπωση (50% έως 55% έναντι<br />

40%), κνησμό (50% έως 52% έναντι 27%), εξάνθημα (36%<br />

έως 37% έναντι 19%), ναυτία (33% έως 35% έναντι 23%),<br />

αναιμία (που ορίζεται ως επίπεδο αιμοσφαιρίνης < 10<br />

g/dL, 30% έως 36% έναντι 15%), συμπτώματα ανορεξίας<br />

(22% έως 28% έναντι 8%), και διάρροια (25% έως<br />

26% έναντι 14%). Συνολικά, το 5,3% των ασθενών από<br />

τα σκέλη της τελαπρεβίρης, σε συνδυασμό, διέκοψαν<br />

κάθε θεραπεία λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών σε<br />

σύγκριση με το 3,0% από τους ασθενείς στο σκέλος<br />

των μαρτύρων, που ελάμβαναν θεραπεία με πεγκιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη.<br />

Η αναιμία και το εξάνθημα<br />

σπάνια οδηγούσαν σε διακοπή όλων των φαρμάκων<br />

της μελέτης (1,0% και 0,7%, αντιστοίχως, στα σκέλη της<br />

τελαπρεβίρης). Κανένας από τους ασθενείς του σκέλους<br />

των μαρτύρων δεν διέκοψε τη θεραπεία λόγω<br />

εξανθήματος ή αναιμίας. Το 2,8% των ασθενών διέκοψαν<br />

τη θεραπεία με την τελαπρεβίρη λόγω αναιμίας<br />

και το 4,1% των ασθενών λόγω εξανθήματος.<br />

Τόσο με την τελαπρεβίρη όσο και με την μποσεπρεβίρη<br />

υπάρχουν φάρμακα με τα οποία αντενδείκνυται<br />

η συνχορήγηση τους (28).<br />

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ<br />

Η μποσεπρεβίρη και η τελαπρεβίρη μπορεί να<br />

βοηθήσουν τους ασθενείς που έχουν αποτύχει σε<br />

προηγούμενη θεραπεία ή είναι νέοι στη θεραπεία να<br />

βελτιώσουν σημαντικά τις πιθανότητές τους για την<br />

επίτευξη ιολογικής ανταπόκρισης σε σύγκριση με την<br />

τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία. H μποσεπρεβίρη και<br />

η τεάπρεβίρη μπορούν επίσης σε μερικούς ασθενείς<br />

νέους στη θεραπεία, να επιτρέψει μια πιο σύντομη<br />

συνολική διάρκεια της θεραπείας.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Lavanchy D. The global burden of hepatitis C. Liver<br />

Int. 2009;29:74-81.<br />

2. Shepard CW, Finelli L, Alter MJ. Global epidemiology<br />

of hepatitis C virus infection. Lancet Infect Dis.<br />

2005;5:558-567.<br />

3. Institute of Medicine. Hepatitis and liver cancer: a national<br />

strategy for prevention and control of hepatitis<br />

B and C. Washington, DC: The National Academic<br />

Press; 2010.<br />

4. Mitchell AE, Colvin HM, Palmer Beasley R. Institute<br />

of Medicine recommendations for the prevention and<br />

control of hepatitis B and C. Hepatology. 2010;51:729-<br />

733.<br />

5. Verna EC, Brown RS Jr. Hepatitis C virus and liver<br />

transplantation. Clin Liver Dis. 2006;10:919-940.<br />

6. Kanwal F, Hoang T, Kramer JR, et al. Increasing<br />

prevalence of HCC and cirrhosis in patients with<br />

chronic hepatitis C virus infection. Gastroenterology.<br />

2011;140:1182-1188.<br />

7. Davis GL, Alter MJ, El-Serag H et al. Aging of hepatitis<br />

C virus (HCV)-infected persons in the United States:<br />

a multiple cohort model of HCV prevalence and disease<br />

progression. Gastroenterology. 2010;138:513-521.<br />

8. Craxì A, Pawlotsky JM, Wedemeyer H et al. EASL<br />

Clinical Practice Guidelines: management of hepatitis<br />

C virus infection. J Hepatol. 2011 Aug;55(2):245-264.<br />

9. McHutchison JG, Lawitz EJ, Shiffman ML, et al. Peginterferon<br />

alfa-2b or alfa-2a with ribavirin for treatment<br />

of hepatitis C infection. N Engl J Med. 2009;361:580-<br />

593.<br />

10. Antaki N, Craxi A, Kamal S, et al. The neglected hepa-


470<br />

Θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας C<br />

titis C virus genotypes 4, 5 and 6: an international<br />

consensus report. Liver Int. 2010;30:342-355.<br />

11. Berg T, von Wagner M, Nasser S, et al. Extended treatment<br />

duration for hepatitis C virus type 1: comparing<br />

48 versus 72 weeks of peginterferon-alfa-2a plus<br />

ribavirin. Gastroenterology. 2006;130:1086-1097.<br />

12. Pearlman BL, Ehleben C, Saifee S. Treatment extension<br />

to 72 weeks of peginterferon and ribavirin in hepatitis<br />

c genotype 1-infected slow responders. Hepatology.<br />

2007;46:1688-1694.<br />

13. Sanchez-Tapias JM, Diago M, Escartin P, et al. Peginterferon-alfa2a<br />

plus ribavirin for 48 versus 72 weeks<br />

in patients with detectable hepatitis C virus RNA at<br />

week 4 of treatment. Gastroenterology. 2006;131:451-<br />

460.<br />

14. Buti M, Lurie Y, Zackharova NG, et al. Randomized<br />

trial of peginterferon alfa-2b and ribavirin for 48 or<br />

72 weeks in patients with hepatitis C virus genotype 1<br />

and slow virologic response. Hepatology. 2010;52:1201-<br />

1207.<br />

15. Poynard T, Colombo M, Bruix J, et al. Peginterferon<br />

alfa-2b and ribavirin: effective in patients with hepatitis<br />

C who failed interferon alfa/ribavirin therapy.<br />

Gastroenterology. 2009;136:1618-1628.<br />

16. Pearlman BL, Ehleben C. Retreatment of chronic hepatitis<br />

C-genotype 1-infected relapsers to peginterferon/ribavirin<br />

with consensus interferon/ribavirin or<br />

with extended duration therapy peginterferon/ribavirin.<br />

Program and abstracts of the 60th Annual Meeting<br />

of the American Association for the Study of Liver<br />

Diseases; October 30 - November 1, 2009; Boston,<br />

Massachusetts. Abstract 815.<br />

17. Jensen DM, Marcellin P, Freilich B, et al. Re-treatment<br />

of patients with chronic hepatitis C who do not<br />

respond to peginterferon-alpha2b: a randomized trial.<br />

Ann Intern Med. 2009;150:528-540.<br />

18. Bacon BR, Shiffman ML, Mendes F, et al. Retreating<br />

chronic hepatitis C with daily interferon alfacon-1/<br />

ribavirin after nonresponse to pegylated interferon/<br />

ribavirin: DIRECT results. Hepatology. 2009;49:1838-<br />

1846.<br />

19. Jacobson IM, McHutchison JG, Dusheiko G, et al. Telaprevir<br />

for previously untreated chronic hepatitis C<br />

virus infection. N Engl J Med. 2011;364:2405-2416.<br />

20. Zeuzem S, Andreone P, Pol S, et al. Telaprevir<br />

for retreatment of HCV infection. N Engl J Med.<br />

2011;364:2417-2428.<br />

21. Sherman KE, Flamm SL, Afdhal NH, et al. Telaprevir in<br />

combination with peginterferon alfa2a and ribavirin<br />

for 24 or 48 weeks in treatment-naive genotype 1<br />

HCV patients who achieved an extended rapid viral<br />

response: final results of phase 3 ILLUMINATE Study.<br />

Program and abstracts of the 61st Annual Meeting of<br />

the American Association for the Study of Liver Diseases;<br />

October 29 - November 2, 2010; Boston, Massachusetts.<br />

Abstract LB2.<br />

22. Poordad F, McCone J, Bacon BR, et al. Boceprevir for<br />

untreated chronic HCV genotype 1 infection. N Engl J<br />

Med. 2011;364:1195-1206.<br />

23. Bacon BR, Gordon SC, Lawitz E, et al. Boceprevir for<br />

previously treated chronic HCV genotype 1 infection.<br />

N Engl J Med. 2011;364:1207-1217.<br />

24. Pawlotsky JM. Treatment failure and resistance with<br />

direct-acting antiviral drugs against hepatitis C virus.<br />

Hepatology. 2011;53:1742-1751.<br />

25. Sullivan JC, De Meyer S, Bartels DJ, et al. Evolution<br />

of treatment-emergent resistant variants in telaprevir<br />

phase 3 clinical trials. Program and abstracts of the<br />

46th Annual Meeting of the European Association for<br />

the Study of the Liver; March 30 - April 3, 2011; Berlin,<br />

Germany. Abstract 8.<br />

26. Vierling JM, Kwo PY, Lawitz E, et al. Frequencies of<br />

resistance-associated amino acid variants following<br />

combination treatment with boceprevir plus PEGIN-<br />

TRON (peginterferon alfa-2b)/ribavirin in patients<br />

with chronic hepatitis C (CHC), genotype 1 (G1). Program<br />

and abstracts of the 61st Annual Meeting of the<br />

American Association for the Study of Liver Diseases;<br />

October 29 - November 2, 2010; Boston, Massachusetts.<br />

Abstract 801.<br />

27. Zeuzem S, Barnard RJ, Howe JA, et al. Boceprevir<br />

resistance-associated variants (RAVS) are observed<br />

more frequently in HCV (GT1)-infected patients with<br />

poor response to peginterferon alfa-2b/ribavirin. Program<br />

and abstracts of the 46th Annual Meeting of the<br />

European Association for the Study of the Liver; March<br />

30 - April 3, 2011; Berlin, Germany. Abstract 9.<br />

28. FDA Antiviral Drugs Advisory Committee Meeting.<br />

Boceprevir. Available at: http://www.fda.gov/down-<br />

loads/AdvisoryCommittees/CommitteesMeeting-<br />

Materials/Drugs/AntiviralDrugsAdvisoryCommittee/<br />

UCM254079.pdf. Accessed August 3, 2011.<br />

29. Kau A, Vermehren J, Sarrazin C. Treatment predictors<br />

of a sustained virologic response in hepatitis B and C.<br />

J Hepatol. 2008;49:634-651.<br />

30. Jacobson IM, Brown RS Jr, McCone J, et al. Impact of<br />

weight-based ribavirin with peginterferon alfa-2b in<br />

African Americans with hepatitis C virus genotype 1.<br />

Hepatology. 2007;46:982-990.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 74, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2, 2012 471<br />

31. Huang CF, Yang JF, Dai CY, et al. Efficacy and safety of<br />

pegylated interferon combined with ribavirin for the<br />

treatment of older patients with chronic hepatitis C. J<br />

Infect Dis. 2010;201:751-759.<br />

32. Victrelis [package insert]. Whitehouse Station, NJ:<br />

Merck; 2011.<br />

33. Victrelis [boceprevir]. European Medicines Agency.<br />

Available at: http://www.ema.europa.eu/ema/<br />

index.jspcurl=pages/medicines/human/medicines/002332/human_med_001464.jsp.<br />

Accessed August<br />

17, 2011.<br />

34. Incivek [package insert]. Cambridge, MA: Vertex; 2011.<br />

Πίνακας 1. Προτεινόμενη anti-HCV αγωγή σήμερα<br />

Προτεινόμενη anti-HCV αγωγή σήμερα<br />

SOC = Standard Of Care<br />

Γονότυπος 1 Peg-IFN peginterferon alfa-2a (Pegasys)180 µg/εβδομάδα υποδόρια ή 48 εβδομάδες*<br />

peginterferon alfa-2b (Pegintron) 1.5 µg/kg/εβδομάδα+ RBV (Rebetol/<br />

Copegus) 1000-1200 mg/ ημέρα (15 mg/kg)<br />

Γονότυπος 2 ή 3 Peg-IFN + RBV 800 mg/ημέρα 24 εβδομάδες†<br />

*24 εβδ. θεραπείας μπορεί να ακολουθήσουν ασθενείς με χαμηλό ιικό φορτίο HCV RNA ( 100 IU/mL at Wk 12 or detectable at Wk 24<br />

Εικόνα 2. Δοσολογικό σχήμα Τελαπρεβίρης σε ασθενείς με γονότυπο 1<br />

Stop all therapy if HCV RNA > 1000 IU/mL at Wk 4 or 12, or detectable at Wk 24<br />

Telaprevir [package insert]. 2011 (34)

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!