25.11.2014 Views

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ - Nemertes

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ - Nemertes

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ - Nemertes

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ<br />

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ<br />

Η χρήση μοντέλων από την Ιστορία της Επιστήμης για την<br />

ανίχνευση και το μετασχηματισμό βιωματικών νοητικών<br />

παραστάσεων των μαθητών στο πεδίο της Οπτικής:<br />

Διδακτική προσέγγιση<br />

Χρήστος Δέδες<br />

Διδακτορική διατριβή<br />

Επιβλέπων<br />

Κωνσταντίνος Ραβάνης<br />

Καθηγητής Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η.<br />

ΠΑΤΡΑ 2005


Στη Χριστίνα<br />

και στο Γρηγόρη


Ευχαριστίες<br />

Για την ολοκλήρωση της διατριβής που ακολουθεί, οφείλω πολλά σε πολλούς<br />

ανθρώπους, φίλους και συναδέλφους, οι οποίοι θυσίασαν γενναιόδωρα το χρόνο<br />

τους, προσφέροντάς μου ιδέες, προτάσεις και υλικό. Θέλω να τους εκφράσω, και από<br />

τη θέση αυτή, τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου.<br />

Πρώτον από όλους ευχαριστώ τον Κώστα Ραβάνη, Καθηγητή στο Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η., που<br />

με προέτρεψε και με βοήθησε να ξεκινήσω την προσπάθεια αυτή, αναλαμβάνοντας<br />

την επίβλεψη της διατριβής. Η συμβολή του ήταν καθοριστικής σημασίας σε όλα τα<br />

στάδια της εργασίας. Ο διευρυμένος ορίζοντας της σκέψης του και η βαθιά<br />

θεωρητική του κατάρτιση στα ζητήματα της Διδακτικής αποτελούσαν τον οδηγό μου<br />

στα δύσβατα μονοπάτια της επιστημονικής σκέψης, οι αστείρευτες ιδέες του και η<br />

πάντα αισιόδοξη ματιά του αναζωογονούσαν τη σκέψη μου και με ενθάρρυναν σε<br />

περιόδους αμφιταλαντεύσεων και απογοητεύσεων, ενώ η ουσιαστική κριτική και οι<br />

στερούμενες σπουδαιοφάνειας υποδείξεις του συνέβαλλαν στη διατήρηση μια ζεστής,<br />

δημιουργικής και χωρίς «διδακτισμούς» συνεργασίας.<br />

Θερμές ευχαριστίες οφείλω και προς τα άλλα δύο μέλη της Τριμελούς<br />

Συμβουλευτικής Επιτροπής, τον Καθηγητή του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου<br />

Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Κουμαρά και την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του<br />

Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Πανεπιστημίου Πατρών Βάσω Ζόγκζα, για τις γόνιμες συζητήσεις<br />

μας, τις εύστοχες υποδείξεις τους και την πολύπλευρη υποστήριξη που μου<br />

πρόσφεραν σε κρίσιμες καμπές της ερευνητικής αυτής διαδρομής.<br />

Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Καθηγητή του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής<br />

Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Βασίλη Κουλαϊδή, την Αναπληρώτρια<br />

Καθηγήτρια της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού<br />

Πανεπιστημίου Βασιλεία Χατζηνικήτα και τους Επίκουρους Καθηγητές του<br />

Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Πανεπιστημίου Πατρών Δημήτρη Κολιόπουλο και Γιώργο<br />

Μπαγάκη, οι οποίοι συμμετείχαν στην Επταμελή Εξεταστική Επιτροπή, για το χρόνο<br />

που διέθεσαν απασχολούμενοι με την εργασία αυτή και κυρίως για τις σημαντικές<br />

παρατηρήσεις τους.<br />

Ευχαριστώ πολύ επίσης τον Βασίλη Γιαλαμά για το ειλικρινές ενδιαφέρον του και για<br />

την πολύτιμη βοήθειά του στη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας.<br />

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στη Φανή Σέρογλου για τη βοήθειά της στην κάλυψη<br />

της, σχετικής με το θέμα, βιβλιογραφίας, καθώς και στους φίλους και συνάδελφους,<br />

Θόδωρο Δασκαλάκη, Νίκο Μπούκο και Γιάννη Παπαδόγγονα . από τη θέση και με<br />

την εμπειρία του ο καθένας, μου πρόσφεραν αδιάκοπη ενθάρρυνση και<br />

σημαντικότατη βοήθεια.<br />

Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη παράλειψη η απουσία ευχαριστιών προς τους<br />

Διευθυντές, τους δασκάλους και τους καθηγητές των σχολείων που επέτρεψαν την<br />

διενέργεια της έρευνας, καθώς και προς τους ίδιους τους μαθητές που αποτέλεσαν τα<br />

υποκείμενα της ερευνητικής διαδικασίας. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τη συνεργασία<br />

τους η εργασία αυτή δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.<br />

Τέλος, μιας άλλης μορφής ευχαριστίες οφείλω στα πρόσωπα της οικογένειάς μου.<br />

Όχι μόνο επέτρεψαν στην εργασία να προχωρήσει αλλά και παρακίνησαν την<br />

αφοσίωσή μου σ’ αυτήν. Ελπίζω στην κατανόησή τους για όσα τους στέρησα.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Πρόλογος 1<br />

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ<br />

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ<br />

Κεφάλαιο 1: Η συγκρότηση της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών<br />

στην προοπτική του ζητήματος των νοητικών παραστάσεων 7<br />

1.1. Η φιλοσοφική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης 8<br />

1.2. Επιστημολογία και Διδακτική των Φυσικών Επιστημών 9<br />

1.3. Ψυχολογία και Διδακτική των Φυσικών Επιστημών 11<br />

1.3.1. Η Συμπεριφοριστική Ψυχολογία 12<br />

1.3.2. Η Μορφολογική Ψυχολογία 14<br />

1.3.3. Η Γνωστική Ψυχολογία 15<br />

1.4. Η συγκρότηση της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών 17<br />

1.4.1. Οι νοητικές παραστάσεις των μαθητών 20<br />

1.4.2. Οι νοητικές παραστάσεις στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών 23<br />

Κεφάλαιο 2: Η συμβολή της Ιστορίας της Επιστήμης στη Διδακτική των<br />

Φυσικών Επιστημών 27<br />

2.1. Η Ιστορία της Επιστήμης ως μέσον διδασκαλίας και μάθησης των<br />

Φυσικών Επιστημών 29<br />

2.1.1. Προτάσεις και ερευνητικά αποτελέσματα 32<br />

2.2. Η Ιστορία της Επιστήμης ως ερευνητικό και μεθοδολογικό εργαλείο στη<br />

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών 36<br />

2.2.1. Η γνωστική οντογένεση και η επιστημονική φυλογένεση 36<br />

2.2.2. Ερευνητικά αποτελέσματα 40<br />

2.2.3. Ερευνητικές προοπτικές 43<br />

Κεφάλαιο 3: Θεωρητικό πρότυπο παρέμβασης και γενικές υποθέσεις 49<br />

3.1. Προσδιορισμός του θεωρητικού πλαίσιου αναφοράς 50<br />

3.1.1. Η στρατηγική των συγκρουσιακών διδακτικών διαδικασιών 54<br />

3.1.2. Η παρουσίαση του μαθησιακού προτύπου 55<br />

3.2. Επιλογή θεωρητικού προτύπου παρέμβασης και διατύπωση γενικών<br />

υποθέσεων 57<br />

Κεφάλαιο 4: Ιστορική έρευνα: Ο σχηματισμός των φωτεινών προβολών<br />

στην εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης 59<br />

4.1. Οι φωτεινές προβολές μέσω οπών: ένα «οπτικό παράδοξο» στην<br />

αρχαιότητα 60<br />

4.2. Η Ισλαμική Οπτική 62<br />

4.3. Η Μεσαιωνική Οπτική 69<br />

4.4. Το πρόβλημα των φωτεινών προβολών στον ύστερο Μεσαίωνα 77<br />

4.5. Το πρόβλημα των φωτεινών προβολών κατά την Αναγέννηση 79<br />

4.6. Τα ιστορικά μοντέλα ερμηνείας μέχρι τον 17 ο αιώνα 82<br />

4.7. Η λύση του γρίφου: Ο Johannes Kepler και το αποφασιστικό πείραμα 83<br />

4.8. Επιστημολογικές και διδακτικές προεκτάσεις 87<br />

Κεφάλαιο 5: Βιωματικές νοητικές παραστάσεις για το φως – Ερευνητικά<br />

αποτελέσματα 90<br />

5.1. Η φύση του φωτός 91<br />

5.2. Το φως ως οντότητα στο χώρο 92<br />

5.3. Οπτικά φαινόμενα και αλληλεπίδραση του φωτός με την ύλη 93


5.4. Ο μηχανισμός της όρασης 95<br />

5.5. Η προέλευση των χρωμάτων 96<br />

5.6. Η εκπομπή και διάδοση του φωτός από εκτεταμένες πηγές 97<br />

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ<br />

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ<br />

Κεφάλαιο 6: Ερευνητική μέθοδος και πειραματική διαδικασία 103<br />

6.1. Οι γενικές ερευνητικές υποθέσεις 104<br />

6.2. Η μέθοδος 104<br />

6.3. Το δείγμα 107<br />

6.4. Η συλλογή των δεδομένων 108<br />

6.5. Η πειραματική διαδικασία 113<br />

6.5.1. Πρώτο στάδιο (προ-έλεγχος): Ανίχνευση των παραστάσεων 113<br />

6.5.1.α. Θεματική ενότητα σημειακής πηγής 113<br />

6.5.1.β. Θεματική ενότητα εκτεταμένης πηγής 118<br />

6.5.2. Δεύτερο στάδιο: Διδακτική παρέμβαση 126<br />

6.5.2. α. Πρώτη φάση: Εμπλοκή των μαθητών στις συγκρουσιακές<br />

διδακτικές διαδικασίες 126<br />

6.5.2. β. Δεύτερη φάση: Πειραματική παρέμβαση 130<br />

6.5.3. Τρίτο στάδιο (μετά-έλεγχος): Έλεγχος μεταβολών 138<br />

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

Κεφάλαιο 7: Παρουσίαση των αποτελεσμάτων 140<br />

Εισαγωγικά 141<br />

7.1. Πρώτη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή 142<br />

7.1.1. Βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών 142<br />

7.1.2. Ο μετασχηματισμός των παραστάσεων 152<br />

7.2. Δεύτερη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή 155<br />

7.2.1. Προ-έλεγχος: Βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών 155<br />

7.2.2. Διδακτική παρέμβαση 166<br />

7.2.2.α. Πρώτη φάση: Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών 166<br />

7.2.2.β. Δεύτερη φάση: Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών 172<br />

7.2.3. Μετά-έλεγχος: Οι συνολικές μεταβολές των απαντήσεων των<br />

μαθητών 176<br />

7.2.4. Στατιστική επεξεργασία των δεδομένων 181<br />

Κεφάλαιο 8: Ανάλυση των αποτελεσμάτων 185<br />

8.1. Πρώτη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή 186<br />

8.1.1. Βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών 186<br />

8.1.2. Ο μετασχηματισμός των παραστάσεων 187<br />

8.2 Δεύτερη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή 188<br />

8.2.1. Η ανίχνευση των παραστάσεων 188<br />

8.2.2. Η εμπλοκή των μαθητών στις συγκρουσιακές διδακτικές διαδικασίες 190<br />

8.2.3. Η πειραματική παρέμβαση 193<br />

8.2.4. Ο μετασχηματισμός των παραστάσεων 194<br />

Κεφάλαιο 9: Συμπεράσματα 196


Επίλογος 202<br />

Βιβλιογραφία 206<br />

Παράρτημα 227


ΠΡΟΛΟΓΟΣ<br />

1


Ο παιδαγωγικός στοχασμός που προσανατολίζεται στη διδακτική πράξη έχει<br />

προσφέρει, στη μακρά ιστορική του πορεία, θεωρητικές προσεγγίσεις, πρακτικές<br />

προτάσεις και απόπειρες εφαρμογής μεθόδων και στρατηγικών, οι οποίες<br />

διαφοροποιούνται τόσο ως προς τις φιλοσοφικές τους αφετηρίες όσο και ως προς τις<br />

κοινωνικές αναγκαιότητες που επιχειρούν κάθε φορά να εκφράσουν. Καρπό των<br />

διαχρονικών αυτών αναζητήσεων αποτελεί η σύγχρονη Διδακτική, η οποία ως<br />

περιοχή των Επιστημών της Εκπαίδευσης σχετίζεται ιδιαίτερα με τα ζητήματα της<br />

εκπαίδευσης και τη γενικότερη προβληματική της διδασκαλίας: “Η Διδακτική<br />

επιχειρεί την επιστημονική έρευνα της διδασκαλίας, τη συστηματοποίηση των<br />

βασικών θεωρητικών παραδοχών, των προϋποθέσεων και των συνεπειών της, και τη<br />

συνοπτική παρουσίαση των πορισμάτων της σε θεωρίες για τη διδασκαλία και την<br />

εκπαίδευση, οι οποίες επιτρέπουν τον καλύτερο εκπαιδευτικό σχεδιασμό και τον<br />

έλεγχο της υλοποίησης των διδακτικών στόχων” (Παπαδημητρίου 1996, σ. 28). Στο<br />

σημείο σύγκλισης των πολύμορφων προσεγγίσεων της Γενικής Διδακτικής,<br />

δραστηριοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες επιστήμονες-ερευνητές προερχόμενοι<br />

κυρίως από το χώρο των Φυσικών Επιστημών, οι οποίοι αφού κατ’ αρχήν έθεσαν με<br />

συστηματικό τρόπο μια σειρά παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών ερωτημάτων,<br />

επιχειρούν στη συνέχεια να διαμορφώσουν προτάσεις εφαρμογής διδακτικών<br />

καινοτομιών πέρα από την καθιερωμένες πρακτικές των διδακτικών κανονιστικών<br />

συστημάτων (Ραβάνης 1996), οριοθετώντας με αυτό τον τρόπο ένα νέο επιστημονικό<br />

πεδίο, τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών. Βασικό θεωρητικό οπλοστάσιο του<br />

νεοσύστατου αυτού επιστημονικού χώρου (αλλά και σημείο διαφοροποίησής του από<br />

τη λογική των «διδακτικών δεοντολογιών» της Γενικής Διδακτικής) αποτελούν οι<br />

σύγχρονες ψυχοκοινωνικές θεωρήσεις οι οποίες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις<br />

διαδικασίες γνωστικής συγκρότησης των εννοιών των Φυσικών Επιστημών, στις<br />

συνθήκες διαμόρφωσης των νοητικών σχημάτων ερμηνείας των φυσικών<br />

φαινομένων και στις μεθόδους εντοπισμού και υπέρβασης των μαθησιακών<br />

προβλημάτων. Επισκοπώντας τη βασική επιστημονική παραγωγή των τελευταίων<br />

τριάντα χρόνων στο χώρο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών, διαπιστώνουμε<br />

ότι το μεγαλύτερο μέρος των ερευνητικών εργασιών σχετίζεται:<br />

α) με την ανίχνευση των βιωματικών νοητικών παραστάσεων των παιδιών για τις<br />

φυσικές έννοιες και τα φαινόμενα,<br />

β) με τον εντοπισμό των δυσκολιών και των εμποδίων που συναντούν στην πορεία<br />

τους προς τη νοητική συγκρότηση γνώσεων από τις Φυσικές Επιστήμες και<br />

γ) με την επεξεργασία θεωρητικών εργαλείων και διδακτικών στρατηγικών για το<br />

μετασχηματισμό της βιωματικής σκέψης και τη συγκρότηση νοητικών μοντέλων<br />

συμβατών με τα επιστημονικά πρότυπα.<br />

Εάν θα θέλαμε να αποδώσουμε με κωδικοποιημένο τρόπο τις θεωρητικές αντιλήψεις<br />

για τη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών, οι οποίες διαπνέουν τις<br />

προτεινόμενες δραστηριότητες των ερευνητών της Διδακτικής των Φυσικών<br />

Επιστημών, θα λέγαμε ότι πρόκειται για απόψεις που αποδέχονται ότι η γνώση δεν<br />

μεταφέρεται, αλλά συγκροτείται στη σκέψη, στα πλαίσια ειδικά οργανωμένων<br />

διδακτικών πρωτοβουλιών, μέσω των οποίων οι μαθητές οδηγούνται στην<br />

οικοδόμηση συστημάτων σημασιών και νοητικών/γνωστικών εργαλείων προσέγγισης<br />

του φυσικού κόσμου (Παπαμιχαήλ 1988).<br />

Οι πολυπαραγοντικές όμως καταβολές των θεωρητικών αυτών αντιλήψεων, σε<br />

συνδυασμό με το συνεχώς διευρυνόμενο φάσμα των μεταβλητών της εκπαιδευτικής<br />

διαδικασίας, προσδίδουν αναγκαστικά ένα διεπιστημονικό χαρακτήρα στην<br />

ανάπτυξη των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, καθιστώντας αναγκαία –πέρα από την<br />

αυτονόητη μελέτη των γνωστικών αντικειμένων της διδασκαλίας- την αξιοποίηση<br />

των πορισμάτων και άλλων επιστημονικών περιοχών, όπως η Επιστημολογία, η<br />

2


Εκπαιδευτική Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία και η Ιστορία της Επιστήμης. Μέσα σ’<br />

αυτό το πλαίσιο του προβληματισμού και των συγγενών αναζητήσεων, παρατηρείται<br />

τα τελευταία χρόνια ένα αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για τον εμπλουτισμό των<br />

προγραμμάτων σπουδών των Φυσικών Επιστημών με στοιχεία από την Ιστορία της<br />

Επιστήμης, όχι στο επίπεδο μιας απλής αναφοράς ιστορικών γεγονότων,<br />

χρονολογιών ή βιογραφιών, αλλά με την ενσωμάτωση ιστορικών στοιχείων στις<br />

διεργασίες οικοδόμησης της γνώσης. Οι προτάσεις για τη συμβολή της Ιστορίας της<br />

Επιστήμης στη Διδακτική καλύπτουν πλέον ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών (Matthews<br />

1992, Seroglou & Koumaras 2001). Από τη μια πλευρά, υποστηρικτές της<br />

«ιστορικής μεθόδου διδασκαλίας», όπου οι επιστημονικές απόψεις παρουσιάζονται<br />

μέσα στο ιστορικό πλαίσιο ανάπτυξής τους, εκπονούν μελέτες και εφαρμόζουν<br />

προγράμματα από τις δεκαετίες του 50 (Holton 1952, Conant 1957) και του 60<br />

(Klopfer & Cooley 1963, Brush 1969) μέχρι σήμερα (Kipnis 1993, Galili & Hazan<br />

2001), εκφράζοντας την πεποίθηση ότι οι μαθητές, ερχόμενοι σε επαφή με τις ρίζες<br />

των επιστημονικών ιδεών και την ιστορική τους εξέλιξη, προσεγγίζουν την<br />

επιστημονική μεθοδολογία, κατανοούν τη φύση των επιστημονικών θεωριών ως<br />

ιστορικών οντοτήτων με γέννηση, ακμή και τέλος, αναπτύσσουν ευαισθησίες και<br />

ενδιαφέρον, αποκτούν θετικές στάσεις απέναντι στην επιστήμη και εν τέλει<br />

εφοδιάζονται με ένα πλαίσιο για την κατανόηση των φυσικών φαινομένων. Από την<br />

άλλη πλευρά, οι διαπιστωμένες από τη σχετική βιβλιογραφία ομοιότητες που<br />

διατρέχουν την επιστημονική σκέψη της προ-κλασικής περιόδου και τις «πρώιμες<br />

ιδέες» των παιδιών, έχουν δείξει ικανές, σε πολλές περιπτώσεις, να λειτουργήσουν<br />

ως οδηγός ανίχνευσης βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών, οι οποίες<br />

παρουσιάζουν ασυμβατότητα με τα χαρακτηριστικά του επιστημονικού προτύπου<br />

(Wandersee 1986, Sequeira & Leite 1991, Berg 1997). Η εμφάνιση κοινών σημείων<br />

στην ιστορική σκέψη και στις παραστάσεις των μαθητών αποδίδεται σε μια κοινή<br />

γνωσιολογική προσέγγιση του φυσικού κόσμου, η οποία –και στις δύο περιπτώσειςβασίζεται<br />

στην αναμφίβολη εγκυρότητα της αισθητηριακής εμπειρίας. Άμεση<br />

συνέπεια αυτού του συσχετισμού αποτελεί η θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την<br />

οποία σε περιπτώσεις όπου στην Ιστορία της Επιστήμης εκδηλώνονται δυσκολίες<br />

ερμηνείας φαινομένων και επίλυσης γρίφων, σε περιπτώσεις δηλαδή που συνιστούν<br />

«ανωμαλίες» για τη φυσιολογική επιστήμη (Kuhn, 1981), εκεί είναι περισσότερο<br />

πιθανή η εκδήλωση εναλλακτικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών (Steinberg<br />

et al. 1990, Benseghir & Closset 1996).<br />

Μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης προβληματικής αναπτύσσεται και η δική μας<br />

ερευνητική προσπάθεια. Η αναζήτηση ιστορικού υλικού πρόσφορου για διδακτική<br />

αξιοποίηση, μας οδήγησε στον εντοπισμό ενός οπτικού φαινομένου-γρίφου, το οποίο<br />

απασχόλησε την Οπτική Επιστήμη για ένα χρονικό διάστημα περίπου 2000 ετών.<br />

Πρόκειται για το φαινόμενο του σχηματισμού φωτεινών προβολών από εκτεταμένες<br />

φωτεινές πηγές, διαμέσου οπών διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Στην εργασία μας<br />

επιχειρούμε την διδακτική αξιοποίηση της Ιστορίας της Επιστήμης ως μεθοδολογικό<br />

εργαλείο, με στόχο τον εντοπισμό και στη συνέχεια τον μετασχηματισμό βιωματικών<br />

νοητικών παραστάσεων μαθητών ηλικίας 12-16 ετών, σε ό,τι αφορά τον τρόπο<br />

εκπομπής και διάδοσης του φωτός όταν προέρχεται από εκτεταμένες φωτεινές πηγές,<br />

καθώς και το μηχανισμό σχηματοποίησης των φωτεινών αποτελεσμάτων που αυτό<br />

προκαλεί κατά την αλληλεπίδρασή του με τα αντικείμενα, ως απαρχή μιας<br />

διαδικασίας προσδιορισμού των μαθησιακών προβλημάτων που εμφανίζονται κατά<br />

τη διδασκαλία των σχετικών γνωστικών αντικειμένων.<br />

Στο πρώτο στάδιο λοιπόν της πειραματικής διαδικασίας, επιχειρούμε την καταγραφή<br />

και τη συστηματική κωδικοποίηση των παραστατικών σχημάτων των υποκειμένων,<br />

3


με βάση τις προβλέψεις (και τις αιτιολογήσεις) που διατυπώνουν σε οπτικά<br />

φαινόμενα, τα οποία προκαλούνται από πειραματικές καταστάσεις ανάλογες με αυτές<br />

που δημιούργησαν και συντήρησαν το γρίφο του «οπτικού παράδοξου». Η<br />

προσπάθεια ωστόσο υπέρβασης μιας απλής καταγραφής των εμπειρικών δεδομένων<br />

και η απόπειρα διατύπωσης μιας διδακτικής πρότασης εφαρμόσιμης στο επίπεδο της<br />

σχολικής διδασκαλίας, μας οδηγεί στην αναζήτηση των κατάλληλων θεωρητικών<br />

εργαλείων καθώς και των διδακτικών στρατηγικών που θα επιτρέψουν το<br />

μετασχηματισμό της βιωματικής σκέψης και τη συγκρότηση νοητικών μοντέλων<br />

συμβατών με τα αντίστοιχα επιστημονικά. Στο ζήτημα αυτό η σύγχρονη ερευνητική<br />

εμπειρία καταδεικνύει ότι σε πολλές περιπτώσεις ο μετασχηματισμός των<br />

βιωματικών παραστάσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με αυθόρμητο τρόπο.<br />

Όπως υποστηρίζουν οι Amigues & Caillot (1990, p. 484), “…δεν μπορεί κανείς να<br />

επενεργήσει απευθείας στο δομικά συγκροτημένο σύστημα των αναπαραστάσεων<br />

των μαθητών, ελπίζοντας να προκαλέσει το μετασχηματισμό τους. Το σύστημα αυτό<br />

είναι εξαιρετικά ισχυρό και αντιστέκεται στις αντιφάσεις”. Στη βάση αυτής της<br />

διαπίστωσης, οι εκπρόσωποι του ρεύματος του κοινωνικού εποικοδομητισμού<br />

αναλύουν την κοινωνική δυναμική που διαμεσολαβεί τη σχέση του παιδιού με το<br />

αντικείμενο της γνώσης και προτείνουν την ενεργό συμβολή του διδάσκοντος στη<br />

δημιουργία καταστάσεων ικανών να προκαλέσουν διατάραξη και αποσυντονισμό της<br />

γνωστικής δομής του υποκειμένου (Carugati & Mugny 1985, Perret-Clermont 1986,<br />

Doise & Mugny 1987, Gilly & Roux 1988) και να λειτουργήσουν ως “πηγή<br />

αντιθέσεων κοινωνικής φύσης συνδεδεμένη απευθείας με την αλληλεπιδραστική<br />

δυναμική μιας πειραματικής κατάστασης” (Weil-Barais 1994, p. 368). Έτσι, κατά την<br />

πρώτη φάση του δεύτερου σταδίου της πειραματικής διαδικασίας επιχειρούμε την<br />

εμπλοκή των υποκειμένων στις πειραματικές δραστηριότητες, όπου με την<br />

ενεργοποίηση της πηγής και την εμφάνιση των φωτεινών αποτελεσμάτων<br />

δημιουργούμε –στην περίπτωση διάψευσης των προβλέψεων- συγκρουσιακές<br />

συνθήκες αποσταθεροποίησης των παραστατικών προτύπων, ενώ στη δεύτερη φάση<br />

προσπαθούμε να οργανώσουμε μια πειραματική παρέμβαση, η οποία, μέσα από την<br />

παρουσίαση των στοιχείων του μοντέλου της Γεωμετρικής Οπτικής, αποσκοπεί στην<br />

αναδιοργάνωση των νοητικών σχημάτων των μαθητών για τις εμπλεκόμενες έννοιες<br />

και τα φαινόμενα. Στη φάση αυτή, η αξιοποίηση της Ιστορίας της Επιστήμης<br />

επιχειρείται με τη διαμόρφωση πειραματικών καταστάσεων εμπνευσμένων από το<br />

αποφασιστικό πείραμα του Kepler, με το οποίο επιλύθηκε το «μυστήριο» του οπτικού<br />

παράδοξου και οριοθετήθηκε θεωρητικά το αποδεκτό μέχρι σήμερα επιστημονικό<br />

μοντέλο ερμηνείας. Σε ό,τι αφορά τη διδακτική διαμεσολάβηση του πειραματιστή,<br />

αυτή συνίσταται στην κατάλληλη καθοδήγηση των υποκειμένων, με στόχο τη<br />

διάκριση των μεταβλητών και των παραμέτρων του προβλήματος, καθώς και την<br />

κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των παραμέτρων, έτσι ώστε να επιτύχουμε τη<br />

λογική συστηματοποίηση των ιδεών και την εξέλιξη των βιωματικών παραστάσεων<br />

προς την κατεύθυνση της προσέγγισης του επιστημονικού προτύπου.<br />

Πιστεύουμε ότι εφ’ όσον η μεθοδολογική μας επιλογή δικαιωθεί, θα οδηγήσει στη<br />

διατύπωση μιας αποτελεσματικότερης πρότασης για τη διδασκαλία των οπτικών<br />

φαινομένων, τα οποία σχετίζονται με την ακτινοβολία του φωτός από φωτεινές πηγές<br />

εκτεταμένων διαστάσεων. Το εγχείρημά μας επιτρέπει τη δομημένη παρέμβαση του<br />

διδάσκοντος μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, έτσι ώστε αυτή να μη βασίζεται<br />

στην απλή αξιοποίηση της εμπειρίας του, αλλά στην αποκάλυψη των πραγματικών<br />

εμποδίων που αντιμετωπίζει η σκέψη των μαθητών και στην ουσιαστική αξιοποίηση<br />

του διδακτικού υλικού που είναι δυνατόν να προκύψει από τη συστηματική<br />

αποθησαύριση της Ιστορίας της Επιστήμης.<br />

4


Στο πρώτο μέρος της έρευνάς μας επιχειρούμε λοιπόν τη συστηματική τεκμηρίωση<br />

της επιλογής του θεωρητικού μας μοντέλου, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η<br />

διατύπωση των γενικών υποθέσεών μας.<br />

Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζουμε το μεθοδολογικό πλαίσιο της εργασίας μας, τις<br />

ερευνητικές υποθέσεις που απορρέουν από τη θεωρητική μας προβληματική, καθώς<br />

και την πειραματική διαδικασία.<br />

Τέλος, στο τρίτο μέρος της εργασίας μας παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα, την<br />

ανάλυσή τους, καθώς και τα συμπεράσματα της έρευνας.<br />

5


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ<br />

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ<br />

6


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1<br />

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ<br />

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ<br />

ΤΩΝ ΝΟΗΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ<br />

7


Η Διδακτική των Φυσικών Επιστημών (Δ.Φ.Ε.) ή Εκπαίδευση στις Φυσικές<br />

Επιστήμες, ως επιστημονικός κλάδος που μελετά τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται<br />

με τη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών, αναγνωρίζεται σήμερα ως<br />

μια υποπεριοχή των Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής, οι οποίες με τη<br />

σειρά τους εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών<br />

Επιστημών (Ραβάνης 1996, Κουλαϊδής κ.ά. 1998, Κόκκοτας 2001α). Οι πολλαπλές<br />

όμως αφετηρίες των θεωρητικών προσεγγίσεων που διέπουν τις τελευταίες –<br />

πολιτικές, πολιτιστικές, ψυχολογικές, κοινωνικές- δημιουργούν μια πολυσημία σε<br />

ό,τι αφορά τις έννοιες, το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογών τους, η οποία,<br />

διαπερνώντας τον επιστημολογικό ιστό τους επηρεάζει αναπόφευκτα και τη Δ.Φ.Ε.<br />

Έτσι, στην πορεία της συγκρότησής της –μια πορεία που τη βρίσκει να διανύει μόλις<br />

την πέμπτη δεκαετία της ζωής της- η Δ.Φ.Ε. βρίσκεται συχνά στην ανάγκη<br />

επαναπροσδιορισμού των επιστημολογικών της επιλογών καθώς δέχεται επιδράσεις<br />

τόσο από τις επιστήμες που αποτελούν το βασικό πεδίο της εφαρμογής της (Φυσική,<br />

Χημεία, Βιολογία), όσο και από μια σειρά άλλων γνωστικών πεδίων –της<br />

Ψυχολογίας, της Επιστημολογίας, της Ιστορίας, της Φιλοσοφίας της Κοινωνιολογίας<br />

και της Παιδαγωγικής. Οι επιδράσεις αυτές δημιουργούν ζητήματα που αφορούν την<br />

αποσαφήνιση των μεταξύ τους ορίων και εγείρουν ερωτήματα τα οποία βρίσκονται<br />

υπό συνεχή διερεύνηση, χωρίς μέχρι στιγμής να διαφαίνονται οι οριστικές<br />

απαντήσεις. Καθώς λοιπόν η ερευνητική μας προσπάθεια αναπτύσσεται στο<br />

εσωτερικό ενός υπό διαμόρφωση επιστημονικού πεδίου, θεωρούμε αναγκαία, σε<br />

πρώτη φάση, τη σκιαγράφηση της φυσιογνωμίας, των αναζητήσεων και των<br />

ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της Δ.Φ.Ε. στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξής της. Ό,τι<br />

ακολουθεί στο προκείμενο κεφάλαιο αποτελεί μια κωδικοποιημένη ανάγνωση των<br />

καταβολών, της εξέλιξης και της συγκρότησης της Δ.Φ.Ε. ως αυτόνομης<br />

επιστημονικής περιοχής.<br />

1.1. Η φιλοσοφική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης<br />

Η φιλοσοφική σκέψη των νεώτερων χρόνων, με αφετηρία το έργο του Descartes,<br />

παραμερίζει την οντολογία και τη μεταφυσική από το πεδίο της προβληματικής της<br />

και μεταφέρει το κέντρο των αναζητήσεών της στη γνωσιοθεωρία, επαναφέροντας<br />

στο προσκήνιο το πρόβλημα της σχέσης της νόησης με τον εξωτερικό κόσμο στη<br />

μορφή με την οποία συζητιέται και σήμερα (Αυγελής 2004, σ. 250-251). Στην<br />

αναζήτηση των θεμελίων της έγκυρης γνώσης διαμορφώνεται έκτοτε ένα πλήθος<br />

θεωρητικών ρευμάτων τα οποία μπορούν να κωδικοποιηθούν σε τρεις κυρίαρχες<br />

τάσεις (Κοσμόπουλος 1985, Moser & Vander 2002, Δελλής 2003):<br />

α) Ο ορθολογισμός. Στην παράδοση του Πλατωνικού γνωσιολογικού στοχασμού, οι<br />

βασικοί εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού κατά τον 17 ο αιώνα (Descartes, Spinoza,<br />

Leibniz) διατείνονται ότι μόνο η νόηση, η καθαρή σκέψη και ο ορθός λόγος,<br />

ανεξάρτητα από τις αισθήσεις και τα δεδομένα της εμπειρίας, μπορούν να<br />

εξασφαλίσουν τη γνώση της πραγματικότητας. Η γνώση δεν έχει την πηγή της στον<br />

αισθητό κόσμο αλλά ενυπάρχει στις αρχικές ή «έμφυτες» ιδέες, οι οποίες αποτελούν<br />

από μόνες τους την αληθινή πραγματικότητα και τη γνήσια αντανάκλασή της. Η<br />

γνώση υπάρχει πάντα στον ανθρώπινο νου πριν και ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία,<br />

ενώ η τελευταία παίζει απλώς διαμορφωτικό ρόλο (Φράγκος 1984, σ. 86-88).<br />

β) Ο εμπειρισμός. Στον αντίποδα της ορθολογικής θεώρησης και στον απόηχο των<br />

Αριστοτελικών ιδεών, οι βρετανοί εμπειριστές του 18 ου αιώνα (Locke, Berkeley,<br />

Hume) υποστηρίζουν πως η πρόσκτηση της γνώσης είναι προϊόν της λειτουργίας των<br />

αισθήσεων. Κατά την εμπειριστική φιλοσοφία, οι έννοιες έχουν νόημα μόνο όταν<br />

αναφέρονται σε αντικείμενα της εμπειρίας ή ανάγονται σε αυτά. Η αυθεντική γνώση<br />

8


πηγάζει από την εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της και δεν μπορεί να καθοριστεί<br />

με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Ο άνθρωπος, tabula<br />

rasa, δέχεται, αφομοιώνει και καταγράφει τα εξωτερικά ερεθίσματα, διαμορφώνοντας<br />

έτσι τη σκέψη του και την εικόνα του για τον κόσμο με μοναδικό ενδιάμεσο τις<br />

αισθήσεις του (Ζούμπος 1970, σ. 38-44, Παπανούτσος 1973, σ. 140-223).<br />

γ) Η κριτική φιλοσοφία. Ο E. Kant, θεωρώντας και τις δύο γνωσιολογικές<br />

προσεγγίσεις ως μονομερείς, επιχειρεί μέσα από το φιλοσοφικό του έργο τη σύνθεσή<br />

τους. Διατηρώντας από τον εμπειρισμό την αρχή ότι κάθε γνώση αρχίζει με την<br />

εμπειρία, διατυπώνει την άποψη ότι η καθαρή δεκτική ικανότητα πρόσληψης των<br />

παραστάσεων, με τον τρόπο που ορίζουν τα αισθητήρια όργανά μας, είναι αυτή που<br />

παρέχει το υλικό της γνώσης. Για να μπορέσει ωστόσο η εμπειρία να συμβάλλει<br />

εποικοδομητικά στην ολοκλήρωση της γνώσης, θα πρέπει να διέπεται από τις μορφές<br />

του χρόνου και του χώρου και από τις a priori έννοιες (κατηγορίες), οι οποίες δεν<br />

αποτελούν περιεχόμενα και αποτελέσματα της εμπειρίας αλλά προϋποθέσεις της.<br />

Έτσι, το σκεπτόμενο υποκείμενο δεν είναι το εμπειρικό, ψυχολογικό υποκείμενο<br />

αλλά ένα επιστημολογικό, καθολικό υποκείμενο το οποίο ονομάζει<br />

«υπερβατολογικό» (Πελεγρίνης 2000, σ. 53-61). Για τον Kant “…δεν είναι μόνο οι<br />

έννοιες κενές χωρίς εποπτείες, αλλά και οι εποπτείες δίχως τις έννοιες είναι τυφλές.<br />

Με άλλα λόγια, μόνο μέσα από μια νοητική πράξη η αισθητή πολλαπλότητα μας<br />

δίνει γνώση” (Αυγελής 1979, σ.233).<br />

Τα κυρίαρχα αυτά φιλοσοφικά ρεύματα ήταν φυσικό να ασκήσουν επίδραση τόσο<br />

στην Επιστημολογία όσο και στη Ψυχολογία της μάθησης (καθόσον και οι δύο αυτοί<br />

κλάδοι συγκροτήθηκαν κατ’ αρχήν στο πλαίσιο της Φιλοσοφίας) και να<br />

μετακυλίσουν τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό τους στην<br />

περιοχή της Διδακτικής.<br />

1.2. Επιστημολογία και Διδακτική των Φυσικών Επιστημών<br />

Η Επιστημολογία ή Φιλοσοφία των Επιστημών, είναι ένας νέος σχετικά<br />

επιστημονικός κλάδος. Αν και επιστημολογικά προβλήματα τίθενται ήδη από τις<br />

αρχές της νεώτερης φιλοσοφίας το 17 ο αιώνα, μόλις στις αρχές του 20 ου αιώνα<br />

αρχίζει να διαμορφώνεται σε αυτόνομο κλάδο με σαφώς οριοθετημένο αντικείμενο<br />

και αυστηρή μέθοδο (Αυγελής 1998, σ. 10). Αντικείμενα της επιστημολογίας<br />

αποτελούν, μεταξύ άλλων, η κριτική διερεύνηση της επιστημονικής σκέψης, η<br />

ανάλυση των πορισμάτων των επιστημών, η επιστημονική μεθοδολογία, η έρευνα της<br />

δομής των επιστημονικών θεωριών, η συστηματοποίηση των επιστημονικών<br />

προτάσεων και η εξηγητική ισχύς των επιστημονικών υποθέσεων (Κόκκοτας 2001β,<br />

σ. 49). Στη βάση αυτή η επιστημολογική προβληματική καλείται να οργανώσει τα<br />

ερωτήματα που θέτει η Διδακτική και να αποσαφηνίσει το κεντρικό ζητούμενό της,<br />

τη γνώση δηλαδή που αποτελεί το μαθησιακό στόχο και το επιδιωκόμενο<br />

αποτέλεσμα: “Το πώς αποκτάται η γνώση είναι το κεντρικό αντικείμενο της<br />

Διδακτικής, όταν τίθεται από τη σκοπιά της ατομικής πορείας, και γίνεται κεντρικό<br />

αντικείμενο της Επιστημολογίας, όταν τίθεται από τη σκοπιά της πορείας της ίδιας<br />

της γνώσης” (Κουζέλης 1996, σ. 156). Η συνάφεια στο αντικείμενο της έρευνας,<br />

χωρίς να οδηγεί αναγκαστικά σε αλληλοεπικάλυψη των επιστημονικών περιοχών,<br />

σηματοδοτεί μια αμφίδρομη διάχυση των πορισμάτων μεταξύ των δύο κλάδων. Η<br />

Επιστημολογία τροφοδοτείται και με τη σειρά της τροφοδοτεί τη Διδακτική με<br />

συζητήσεις και γόνιμο προβληματισμό. Ειδικότερα για την περιοχή των Φυσικών<br />

Επιστημών, η Επιστημολογία καταθέτει μια ποικιλία θέσεων οι οποίες μπορούν να<br />

ομαδοποιηθούν με διάφορα κριτήρια όπως η σχέση θεωρίας και εμπειρίας, το κύρος<br />

της επιστημονικής γνώσης, η μεθοδολογία των Φυσικών Επιστημών και πολλά άλλα<br />

9


(Κόκκοτας 2001β, σ. 54). Το ζήτημα, ωστόσο, που κυριάρχησε στις σύγχρονες<br />

επιστημολογικές συζητήσεις, επηρεάζοντας αποφασιστικά και το πεδίο των<br />

αναζητήσεων στο χώρο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών, ήταν αυτό της<br />

φύσης, των διαδικασιών εξέλιξης και του χαρακτήρα της αλλαγής των επιστημονικών<br />

θεωριών.<br />

Στο ζήτημα αυτό, το ρεύμα που επικρατεί κατά το πρώτο μισό του 20 ου αιώνα είναι<br />

αυτό του επαγωγισμού, το οποίο, με ακραία του μορφή τον Λογικό Θετικισμό ή<br />

Λογικό Εμπειρισμό του φιλοσοφικού «κύκλου της Βιέννης» τη δεκαετία του ’20,<br />

αναπτύσσεται σαν φυσική συνέχεια του κλασσικού θετικισμού του 19 ου αιώνα (A.<br />

Compte, E. Mach) * . Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των επαγωγιστών η οικοδόμηση της<br />

επιστημονικής γνώσης πραγματοποιείται με μια διαδικασία συγκρότησης από το<br />

μερικό στο γενικό: “Οι πρωτογενείς εμπειρίες αποκτώνται μέσω των αισθήσεων και<br />

καταγράφονται με την περιγραφή των εμπειρικών δεδομένων. Ακολουθεί η<br />

μετάβαση στο επίπεδο της σκέψης, όπου πραγματοποιείται η συγκρότηση των<br />

εννοιών με αφαίρεση από τα απλά εμπειρικά δεδομένα. Η επιστήμη, ως<br />

αντικειμενική γνώση, συνδέει τα πραγματικά δεδομένα, την εμπειρική τους<br />

διαπίστωση και τη θεωρητική τους εξήγηση, συνιστώντας ένα αργό πέρασμα από τις<br />

μεμονωμένες παρατηρήσεις και εμπειρίες στη γενική ιδέα. Η γενίκευση αυτή<br />

αποτελεί την έκφραση των συσσωρευμένων παρατηρήσεων” (ό. π., σ. 55). Μολονότι<br />

ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται η επιστημονική γνώση δεν αποτελεί το κέντρο<br />

του προβληματισμού των επαγωγιστών, το μεθοδολογικό σχήμα που υιοθετούν για<br />

την οικοδόμηση της γνώσης, επιτρέπει μια σχηματική διατύπωση του προτύπου<br />

αλλαγής των επιστημονικών θεωριών (Κουλαϊδής 1994, σ.133):<br />

“ - Η νέα επιστημονική γνώση είναι προϊόν σωρευτικής διαδικασίας.<br />

- Η νέα επιστημονική γνώση έρχεται να συμπληρώσει ή να προεκτείνει την<br />

προϋπάρχουσα γνώση. Προϋπάρχουσα και νέα γνώση όχι μόνο είναι σύμμετρες,<br />

αλλά η νέα γνώση αποτελεί φυσική εξέλιξη της παλαιάς.<br />

- Το πεδίο εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης καθορίζεται από τους όρους και<br />

την ευρύτητα εφαρμογής του επαγωγικού μεθοδολογικού σχήματος. Εξέχον<br />

χαρακτηριστικό του σχήματος αυτού είναι η προσπάθεια για επαλήθευση των<br />

υποθέσεων.<br />

- Η διαδικασία αλλαγής της επιστημονικής γνώσης είναι μια εξελικτική διαδικασία<br />

που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγιση της αλήθειας.<br />

- Η οριστική έκφραση νέας και έγκυρης επιστημονικής γνώσης είναι οι<br />

επιστημονικοί νόμοι, οι οποίοι προβλέπουν την εξέλιξη παρόμοιων περιπτώσεων<br />

που δεν έχουν μέχρι στιγμής εξεταστεί.”<br />

Κατά τη δεκαετία του 1960 εμφανίζονται νέα ρεύματα στην Επιστημολογία και την<br />

Ιστορία των Επιστημών με κύριους εκπροσώπους τους K. Popper και I. Lakatos<br />

(υποθετικό-παραγωγικό ρεύμα), T. Kuhn («συμφραστικό»/πραγματιστικό ρεύμα) και<br />

P. Feyerabend (σχετικιστικό ρεύμα) (ό.π., σ. 131). Παρά τις ρητές μεταξύ τους<br />

διαφορές σε μια σειρά επί μέρους θέσεων -συμβατότητα και συγκρισιμότητα παλαιάς<br />

και νέας γνώσης, ιδεολογικός χαρακτήρας της επιστημονικής γνώσης, συμμετοχή του<br />

υποκειμενικού παράγοντα και των σχέσεων επικοινωνίας στην εξέλιξη της επιστήμης<br />

(Κουτούγκος 1981)-, διαμορφώνουν από κοινού μια φυσιογνωμία σύγκρουσης με την<br />

* Κεντρική ιδέα του θετικισμού είναι η υπεροχή των θετικών επιστημών με τις εμπειρικές και<br />

πειραματικές μεθόδους τους, καθώς και η έξαρση της επιστήμης ως μοναδικού οργάνου κοινωνικής<br />

προόδου. Οι θετικιστές, “… γνήσια φιλοσοφικά τέκνα του εμπειρισμού, διακηρύσσουν ότι κάθε έγκυρη<br />

γνώση πηγάζει από την εμπειρία. Ακόμα και η διατύπωση γενικών νόμων στηρίζεται από πριν, ή<br />

επαληθεύεται μετέπειτα, πάνω στην ίδια βάση: τη μαρτυρία των γεγονότων” (Αυγελής 2004 σ. 453-<br />

456).<br />

10


κλασική θετικιστική σκέψη σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της επιστήμης:<br />

“αντιμάχονται την ιδέα της συσσωρευτικής διαδικασίας οικοδόμησης της επιστήμης,<br />

απορρίπτουν στην πράξη την αποκλειστική προέλευση των θεωριών από την<br />

προσπέλαση του φυσικού κόσμου διαμέσου της εμπειρίας και τη γενίκευση μέσω της<br />

επαγωγικής σκέψης και υπογραμμίζουν τη συμβολή των παραγωγικών διαδικασιών<br />

διαμόρφωσης των επιστημών. Αναδεικνύουν δηλαδή τη σημασία και το ρόλο της<br />

διατύπωσης υποθέσεων, οι οποίες βασίζονται όχι μόνο στο σύνολο της<br />

προϋπάρχουσας γνώσης, αλλά και στη φαντασία και τη διορατικότητα” (Ραβάνης<br />

2002, σ. 40).<br />

Η πλατιά διάδοση που γνώρισε η θεώρηση της εξέλιξης της επιστήμης όπως<br />

διατυπώνεται στα κείμενα των εκπροσώπων της νέας Επιστημολογίας (Popper 2002,<br />

Lakatos 1987, Kuhn 1981, Feyerabend 1983), είχε ως αποτέλεσμα τη ριζική<br />

αμφισβήτηση της θετικιστικής εξιδανίκευσης της επιστημονικής γνώσης και οδήγησε<br />

τους ερευνητές της Δ.Φ.Ε. σε νέες προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά τις κατεστημένες<br />

εκπαιδευτικές πρακτικές. Το νέο πνεύμα που τροφοδότησε τον εκπαιδευτικό<br />

προβληματισμό, προσδιορίζοντας ως κύριο χαρακτηριστικό την εναντίωσή του με<br />

ό,τι θεωρήθηκε πως ενσαρκώνει την παραδοσιακή «δασκαλοκεντρική» φιλοσοφία,<br />

αμφισβητεί έντονα την «από έδρας» διδασκαλία, καθώς και τις αντιλήψεις οι οποίες<br />

επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στις επαγωγικές διδακτικές προσεγγίσεις και την<br />

επινόηση τεχνικών για τη μετάδοση γνώσεων απόλυτου κύρους. Έτσι, εκτός από τη<br />

μετάδοση του «σώματος» των γνώσεων, “…νομιμοποιήθηκαν, τουλάχιστον στο<br />

επίπεδο των προθέσεων των ερευνητών της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών, οι<br />

προσωπικές εναλλακτικές προσεγγίσεις, η φαντασία, η ανάδειξη του υποκειμενικού<br />

παράγοντα και βρήκαν θέση στον ιστό της διδακτικής διαδικασίας, η κριτική στάση<br />

απέναντι στις επιστήμες και τις εφαρμογές τους, η αφομοίωση της επιστημονικής<br />

μεθοδολογίας και η ανίχνευση των κοινωνικών και ιστορικών συνιστωσών της<br />

επιστημονικής διαδικασίας” (ό. π.).<br />

1.3. Ψυχολογία και Διδακτική των Φυσικών Επιστημών<br />

Στην Ψυχολογία το ζήτημα της μάθησης καταλαμβάνει προνομιακή θέση. Οι<br />

προσπάθειες για την πειραματική επαλήθευση υποθέσεων οι οποίες σχετίζονται με<br />

συμπεριφορές που παρατηρούνται σε συνθήκες διδασκαλίας, με τη σκέψη και τη<br />

μνήμη, με τη νοητική ανάπτυξη και την οικοδόμηση της γνώσης, αλλά και με τις<br />

προτεινόμενες γνωστικές στρατηγικές, είχαν ως αποτέλεσμα τη διατύπωση θεωριών<br />

οι οποίες αποκλίνουν τόσο ως προς τις βασικές τους θέσεις όσο και ως προς τα<br />

μεθοδολογικά τους πρότυπα. Η κατηγοριοποίηση ωστόσο των θεωρητικών<br />

σχηματοποιήσεων που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα αποτελεί ένα<br />

εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, καθώς η πολυπαραγοντική φύση των φιλοσοφικών<br />

καταβολών τους και η πολυσημία των ψυχολογικών όρων καθιστούν τα θεωρητικά<br />

χαρακτηριστικά κάθε ρεύματος ευεπίφορα σε πολλαπλές αναγνώσεις, με αποτέλεσμα<br />

την εμφάνιση στη βιβλιογραφία μιας ποικιλομορφίας προτεινόμενων<br />

κωδικοποιήσεων, στις οποίες παρατηρείται συχνά είτε η λεκτική απόδοση των ίδιων<br />

ψυχολογικών «σχολών» με διαφορετικούς γλωσσικούς προσδιορισμούς, είτε η<br />

κατάταξη συγκεκριμένων ερευνητών-ψυχολόγων σε διαφορετικές «σχολές», ανάλογα<br />

με τα κριτήρια ή την οπτική γωνία του εκάστοτε μελετητή. Από την πλευρά μας,<br />

ακολουθώντας την πιο «κλασική» ταξινόμηση και ερμηνεύοντας με την ευρύτερη<br />

δυνατή έννοια τους εμπλεκόμενους όρους, μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά<br />

ρεύματα στα πλαίσια της συζήτησης των σχέσεων της Ψυχολογίας με την εκπαίδευση<br />

(Κασσωτάκης & Φλουρής 2000): τη «σχολή» της Συμπεριφοριστικής ψυχολογίας, η<br />

οποία εντάσσει της ερμηνείες της στα πλαίσια των συνειρμικών συνδέσεων, τη<br />

11


«σχολή» της Μορφολογικής ψυχολογίας, η οποία συγκροτείται στη βάση της<br />

ανάδειξης των φαινομένων της αντίληψης και της αξίας του ενορατικού στοιχείου και<br />

τη «σχολή» της Γνωστικής ψυχολογίας, η οποία ερμηνεύει τη διαδικασία της<br />

μάθησης με όρους κατά κύριο λόγο νοητικών διεργασιών. Θα επιχειρήσουμε στη<br />

συνέχεια να παρουσιάσουμε, κατά το δυνατόν συνοπτικά, τις βασικές θέσεις των<br />

παραπάνω ρευμάτων , καθώς και την κριτική που έχει ασκηθεί σ’ αυτές.<br />

1.3.1. Η Συμπεριφοριστική Ψυχολογία<br />

Ο συμπεριφορισμός ή μπιχεβιορισμός θεμελιώνεται στη βασική θέση της<br />

συνειρμικής διασύνδεσης μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, μια θέση που<br />

διατυπώνουν και επιχειρούν να επαληθεύσουν μέσω πειραμάτων με ζώα οι<br />

πρόδρομοι του θεωρητικού αυτού ρεύματος I. Pavlov και E. Thorndike στις αρχές<br />

του 20 ου αιώνα. Στους βασικούς εκπροσώπους του συμπεριφορισμού θα πρέπει να<br />

συμπεριλάβουμε και τους J. Watson και B. Skinner οι οποίοι, αναζητώντας εγγυήσεις<br />

αντικειμενικότητας στις έρευνές τους με ανθρώπινα πειραματόζωα, απορρίπτουν την<br />

ιδέα της δυνατότητας επιστημονικής διερεύνησης των νοητικών μηχανισμών, με το<br />

σκεπτικό ότι οι νοητικές διεργασίες ως μη παρατηρήσιμες είναι αδύνατο να<br />

μελετηθούν. Προτείνουν λοιπόν την έρευνα στο πεδίο της συμπεριφοράς (με την<br />

έννοια της κάθε είδους δραστηριότητας η οποία μπορεί να καταγραφεί) και<br />

μεταφέρουν το θέμα της ανάπτυξης της νοημοσύνης στο ζήτημα της μελέτης των<br />

όρων κάτω από τους οποίους το άτομο-υποκείμενο αντιδρά και ανταποκρίνεται στα<br />

ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του μέσω των αισθήσεων ή εκδηλώνει<br />

μια αυθόρμητη συμπεριφορά, την «ενεργή συμπεριφορά» (Πασχάλης 1989, σ. 40).<br />

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της μάθησης, οι προεκτάσεις του συμπεριφοριστικού<br />

σχήματος «ερέθισμα-αντίδραση» είναι σαφείς. Η διδασκαλία πρέπει να είναι<br />

διαβαθμισμένη, να προχωρεί κατά στάδια (να είναι συνεπώς αθροιστικού τύπου) και<br />

να επιδιώκει κάθε φορά την ορθή ανταπόκριση των μαθητών στα ερεθίσματα που<br />

παρουσιάζονται. Η κατάλληλη επομένως διαμόρφωση του μαθησιακού<br />

περιβάλλοντος καθώς και η σωστή ρύθμιση των επιδράσεων που αυτό ασκεί στο<br />

άτομο, αρκούν για να προκαλέσουν την εκδήλωση ενός συγκεκριμένου είδους<br />

συμπεριφοράς ικανής να οδηγήσει το υποκείμενο στην πραγμάτωση<br />

προαποφασισμένων στόχων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι διδακτικοί και παιδαγωγικοί<br />

στόχοι αποκτούν κεντρική θέση στο συμπεριφοριστικό μαθησιακό πρότυπο .<br />

αποτελούν το σημείο εκκίνησης κάθε διδασκαλίας και η επίτευξή τους το κριτήριο με<br />

το οποίο ελέγχεται η αποτελεσματικότητά της.<br />

Στο γνωσιολογικό τομέα, οι Bloom & Krathwohl (1986) διακρίνουν και<br />

αντιδιαστέλλουν δύο επίπεδα νοητικών λειτουργιών: τις κατώτερες, οι οποίες<br />

αφορούν την ενεργοποίηση της μνήμης, την ικανότητα επεξήγησης και τη μεταφορά<br />

όσων έχουν διδαχθεί σε νέες καταστάσεις και τις ανώτερες, οι οποίες αφορούν τη<br />

δραστηριοποίηση της αναλυτικής σκέψης και της αξιολογικής κρίσης. Έτσι<br />

προτείνουν αντίστοιχα, για μεν τις πρώτες διδακτικούς στόχους ελέγχου γνώσης,<br />

κατανόησης και εφαρμογής, για δε τις δεύτερες στόχους ικανότητας ανάλυσης,<br />

σύνθεσης και αξιολόγησης.<br />

Από την πλευρά του ο Gagné (1985), θεωρώντας ότι η μάθηση, παρά το γεγονός ότι<br />

είναι μια διαδικασία η οποία συντελείται στον εγκέφαλο, εκδηλώνεται με την<br />

παρατηρήσιμη συμπεριφορά, αναζητά τις καταλληλότερες συνθήκες για την<br />

αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και επινοεί ένα ταξινομικό σύστημα που κατατέμνει<br />

τα «είδη της μάθησης» που προσφέρονται στο σχολείο σε πέντε κατηγορίες:<br />

12


“ 1. Μάθηση πληροφοριών και γνώσεων.<br />

2. Μάθηση νοητικών δεξιοτήτων (διακρίσεων, συγκεκριμένων εννοιών, ορισμών ή<br />

κατατάξεων εννοιών, κανόνων, σύνθεσης κανόνων ή λύσης προβλήματος).<br />

3. Μάθηση γνωστικής στρατηγικής.<br />

4. Μάθηση στάσεων.<br />

5. Μάθηση κινητικών δεξιοτήτων.” (Φλουρής 1992, σ. 75-76).<br />

Με βάση αυτήν την κατηγοριοποίηση, οδηγείται στη διατύπωση προτάσεων που<br />

αφορούν τις απαραίτητες διδακτικές ενέργειες, τους διδακτικούς στόχους και τα<br />

μοντέλα διδασκαλίας και αξιολόγησης, θεωρώντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο<br />

επιτυγχάνεται η ανάπτυξη «μαθησιακών ιεραρχιών», ικανοτήτων δηλαδή οι οποίες<br />

κλιμακώνονται από τις κατώτερες στις ανώτερες. Για τον Gagné, όπως άλλωστε και<br />

την πλειοψηφία των συμπεριφοριστών, “οι μαθητές μπορούν να μάθουν οτιδήποτε<br />

και σε οποιαδήποτε ηλικία, αρκεί να έχουν αφομοιώσει τις προαπαιτούμενες<br />

δυνατότητες και να είναι συστηματικά οργανωμένη και προγραμματισμένη η<br />

διδασκαλία” (ό.π., σ. 9).<br />

Στο συναισθηματικό τομέα (αποδοχή στάσεων, πεποιθήσεων και αξιών που<br />

χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά), η διαβάθμιση των στόχων γίνεται<br />

συνήθως με το μοντέλο που πρότεινε ο Krathwohl και οι συνεργάτες του (1964) και<br />

το οποίο προνοεί για πέντε κατηγορίες: δεκτικότητα, αντίδραση, αποδοχή, οργάνωση,<br />

χαρακτηρισμός.<br />

Τέλος, στον ψυχοκινητικό τομέα (απόκτηση δεξιοτήτων) είναι ευρέως διαδεδομένη η<br />

διαβάθμιση στόχων που προτείνει η Harrow (1972), η οποία προβλέπει επίσης πέντε<br />

κατηγορίες: μίμηση, χειρισμός, ακρίβεια, συντονισμός, φυσικότητα.<br />

Πρωταρχική σημασία για τους μπιχεβιοριστές έχει και η έννοια της «ενίσχυσης» της<br />

μαθησιακής πορείας του ατόμου, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με δύο τρόπους: α) με<br />

την εξασφάλιση άμεσης ανατροφοδότησης στο υποκείμενο για την πορεία της<br />

εργασίας του και την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών του, καθώς “...με την<br />

ανατροφοδότηση πληροφορείται ο μαθητής για το επίπεδο της εργασίας του,<br />

πληροφορείται για τα κενά που έχει και ενδυναμώνεται για τις επιτυχίες του”<br />

(Θεοφιλίδης 1996, σ. 367) β) με την ενθάρρυνση μιας επιθυμητής συμπεριφοράς η<br />

οποία συμπληρώνεται από την αποθάρρυνση μιας ανεπιθύμητης. Με αυτό τον τρόπο<br />

αυξάνεται η πιθανότητα επανεμφάνισης της συγκεκριμένης δραστηριότητας και έτσι<br />

τόσο στο επίπεδο της μάθησης όσο και σε αυτό της διδακτικής διαδικασίας<br />

προβάλλεται μια κατευθυντήρια πορεία, η οποία υποβοηθά την καθοδήγηση του<br />

ατόμου στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα (Κομίλη 1981, σ. 96-99).<br />

Η συμπεριφοριστική θεωρία για τη μάθηση βρίσκει πλατιά απήχηση τις πρώτες<br />

δεκαετίες του 20 ου αιώνα και κυριαρχεί για πενήντα τουλάχιστον χρόνια στο χώρο<br />

της Ψυχολογίας, ενώ εμφανείς είναι οι επιδράσεις της και στον εκπαιδευτικό χώρο.<br />

Οι εκπαιδευτικές πρακτικές περιορίζονται σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο<br />

οριοθετείται από ένα πλέγμα αρχών, κανόνων και σχεδίων που απορρέουν από το<br />

αρχετυπικό σχήμα «ερέθισμα-αντίδραση» και παίρνουν τη μορφή διδακτικής<br />

δεοντολογίας. Όμως ο μπιχεβιορισμός, στην προσπάθειά του να προσαρμόσει μια<br />

πληθώρα συμπεριφορών σε ένα μικρό αριθμό νόμων καθολικής ισχύος, αγνοεί όσα<br />

μεσολαβούν μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης. Έτσι, για παράδειγμα, η εκδήλωση<br />

διαφορετικών συμπεριφορών κάτω από την επίδραση του ίδιου ερεθίσματος και των<br />

ίδιων συνθηκών ενίσχυσης αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να<br />

ερμηνευτεί με το συμπεριφοριστικό μοντέλο, καθώς τίθενται εκτός πεδίου έρευνας<br />

μια σειρά από παράγοντες: “Οι μπιχεβιοριστικές θεωρήσεις παραγνωρίζουν ότι το<br />

13


παιδαγωγικό εγχείρημα είναι κυρίως δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης η οποία<br />

υπόκειται σε ποικίλους συγκινησιακούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς<br />

καθορισμούς” (Κοσμόπουλος 1983, σ.69). Επί πλέον οι νοητικές διεργασίες, καθώς<br />

δεν εμπίπτουν στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά, δεν φαίνεται να παίζουν κανένα<br />

ρόλο στη διαδικασία της μάθησης και η Ψυχολογία εξομοιώνεται με τη θετικιστική<br />

εικόνα της Φυσικής, προβάλλοντας στην ανθρώπινη συμπεριφορά την μονοσήμαντη<br />

αντιστοιχία αιτίου-αποτελέσματος. Τέλος, σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική<br />

διαδικασία, ο κατατεμαχισμός των διδακτικών αντικειμένων που στοχεύει στην<br />

τμηματική και αθροιστική μετάδοση της γνώσης και τον αυστηρό προγραμματισμό<br />

της παρουσίασής της, εξαφανίζει από το διδακτικό προσκήνιο την κοινωνική<br />

διαμόρφωση της σκέψης του ψυχολογικού υποκειμένου και αναιρεί τον ιστορικά<br />

προσδιορισμένο χαρακτήρα της παρεχόμενης γνώσης (Gagliardi 1981).<br />

1.3.2. Η Μορφολογική Ψυχολογία<br />

Η Μορφολογική Ψυχολογία (ή Ψυχολογία της «ολότητας» ή Ψυχολογία του<br />

«πεδίου») εμφανίζεται κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20 ου αιώνα από τους<br />

Γερμανούς θεωρητικούς M. Wertheimer και K. Koffka και ενδυναμώνεται με τις<br />

πειραματικές εργασίες του W. Kohler (1929/1992). Για τους εκπροσώπους της<br />

«σχολής» αυτής, η ανθρώπινη σκέψη αντιλαμβάνεται τον περιβάλλοντα κόσμο μέσω<br />

της πρόσληψης οργανωμένων «Μορφών» (Gestalt), με την έννοια της Μορφής να<br />

αναφέρεται όχι στην εικόνα αλλά στη δομή των προσλαμβανομένων. Όπως<br />

διατείνονται οι υποστηρικτές της μορφολογικής θεώρησης, μεταξύ των<br />

αισθητηριακών δεδομένων και των αντιληπτικών σχηματισμών δεν εγκαθίσταται<br />

αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, καθόσον οι τελευταίοι οργανώνονται σε πεδία, στο<br />

εσωτερικό των οποίων η μεταβολή ενός στοιχείου επιφέρει διαταραχή και στα<br />

υπόλοιπα. Έτσι, η ενδεχόμενη διαταραχή στο αντιληπτικό ψυχολογικό πεδίο,<br />

προκαλεί μια ανισορροπία στο υποκείμενο, η οποία αποκαθίσταται μόνο εφ’ όσον<br />

πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα κατώτερο τύπο νοητικής οργάνωσης σε έναν<br />

ανώτερο. Με άλλα λόγια η μάθηση γίνεται αντιληπτή ως μια προέκταση της<br />

αντιληπτικής δραστηριότητας. Στον τομέα των παιδαγωγικών παρεμβάσεων, η<br />

διδασκαλία που στηρίζεται στη μορφολογική θεωρία της μάθησης ξεκινά από την<br />

ιδέα της ενόρασης, της επινόησης δηλαδή λύσεων σε προβληματικές καταστάσεις<br />

που έχουν ολική μορφή. Μια τέτοιου τύπου διδασκαλία τοποθετεί το υποκείμενο<br />

μπροστά σε ένα πρόβλημα και αναμένει από αυτό την ανάληψη πρωτοβουλιών για τη<br />

λύση του: την ανάλυση δηλαδή του προβλήματος στα συνθετικά του στοιχεία, την<br />

κατανόηση των μεταξύ τους σχέσεων και, μέσα από μια επαγωγική νοητική<br />

διαδικασία, τη σύλληψη υπό τύπον έμπνευσης, της λύσης του.<br />

Η μορφολογική θεώρηση μεταφέρει τον πυρήνα του προβλήματος της μάθησης από<br />

το ζήτημα της δημιουργίας δεσμών μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, σε αυτό των<br />

λειτουργιών της ανθρώπινης νόησης αποδίδοντας στην ενορατική μάθηση τρία<br />

χαρακτηριστικά γνωρίσματα (Θεοφιλίδης 1996, σ.369-370):<br />

“1. Η ενορατική λύση δεν επέρχεται βαθμιαία, αθροιστικά όπως υποστηρίζει ο<br />

συμπεριφορισμός, αλλά αιφνίδια, ως έκλαμψη, ως έμπνευση.<br />

2. Η πραγματοποίηση ενορατικής μάθησης είναι δυνατή μόνο αν το υποκείμενο<br />

αντιληφθεί την προβληματική κατάσταση ως οργανωμένο όλον και επισημάνει<br />

τις σχέσεις που διέπουν τα μέρη του.<br />

3. Η ενορατική μάθηση προϋποθέτει νοητική δραστηριοποίηση του υποκειμένου . δεν<br />

προκύπτει ως αποτέλεσμα εξωγενών, περιβαλλοντικών επιδράσεων αλλά ως<br />

αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών του ατόμου”.<br />

14


Συνακόλουθα, η οργάνωση και διεξαγωγή της διδασκαλίας πρέπει να έχει τα<br />

ακόλουθα χαρακτηριστικά (ό. π., σ. 371-372):<br />

“-Να τοποθετεί το κέντρο βάρους της στο ίδιο το υποκείμενο, στην ουσιαστική και<br />

δυναμική συμμετοχή του στη διαδικασία της μάθησης.<br />

-Να στηρίζεται σε μαθησιακή κατάσταση που ευνοεί την ενόραση και η οποία<br />

ταυτόχρονα συνάδει με τις νοητικές και γνωστικές δυνατότητες του υποκειμένου.<br />

-Να βασίζεται στον πειραματισμό και την ανακάλυψη”.<br />

Αυτό σημαίνει πως η μάθηση δεν προκύπτει από απλή παράθεση και απομνημόνευση<br />

πληροφοριών. Το υποκείμενο δεν μπορεί να είναι θεατής και ακροατής κατά την<br />

πρόσκτηση της γνώσης. Αντίθετα, πρέπει να έχει τη δυνατότητα αυτόνομης,<br />

υπεύθυνης και σκόπιμης πνευματικής δραστηριοποίησης, δραστηριοποίησης η οποία<br />

επηρεάζει θετικά το συναίσθημα της αυτοϊδέας και την εσωτερική παρώθηση για<br />

δράση και ανάπτυξη πρωτοβουλίας.<br />

Η Μορφολογική Ψυχολογία παρά τη σαφή προσπάθεια να μεταφέρει τον πυρήνα του<br />

προβλήματος της μάθησης από το ζήτημα της δημιουργίας δεσμών μεταξύ<br />

ερεθίσματος και αντίδρασης σε αυτό των λειτουργιών της ανθρώπινης νόησης, δεν<br />

κατάφερε να πείσει για την επάρκεια του εγχειρήματος. Καθώς οι αντιληπτικοί<br />

μηχανισμοί ανάγονται σε φυσιολογικές εγκεφαλικές διαδικασίες, «κατηγορήθηκε»<br />

ότι επιστρέφει από άλλο δρόμο σε μια εμπειριστική θεώρηση, αντικαθιστώντας την<br />

έννοια του συνειρμού με αυτήν της οργανωμένης ολότητας που αποκαλεί «Μορφή».<br />

Η αιφνίδια, από την πλευρά του υποκειμένου, ανακάλυψη “…οφείλεται κυρίως στην<br />

ευνοϊκή ρύθμιση των στοιχείων μιας πειραματικής κατάστασης και στην ειδική<br />

χρήση της προηγούμενης εμπειρίας” (Ραβάνης 1991, σ. 20). Πρόκειται δηλαδή<br />

ουσιαστικά για μια καταχρηστική αναλογία ανάμεσα στην αντιληπτική δομή και στη<br />

νοημοσύνη, έννοιες οι οποίες παρά την αναμφισβήτητη συγγένειά τους δεν<br />

ταυτίζονται σε καμία περίπτωση (Piaget 1986, σ. 81-94). Επί πλέον “…αποκρύπτεται<br />

σιωπηρά η σταθερή αλληλεπίδραση της προγενέστερης με την παρούσα εμπειρία,<br />

αφού οι Μορφές θεωρούνται οντότητες χωρίς ιστορία, αμέσως αντιληπτές και όχι<br />

σταδιακά διαμορφωνόμενες” (Κρασανάκης 1987, σ. 117). Έτσι, οι απόπειρες για<br />

συνολικές τοποθετήσεις στο ζήτημα της εκπαιδευτικής διαδικασίας που είναι<br />

γνωστές ως «παιδαγωγική Gestalt», δεν κατάφεραν παρά να καταγραφούν ως μία<br />

συνιστώσα του ρεύματος που απεκλήθη «φιλελεύθερο-μεταρρυθμιστικό»<br />

(Κοντογιαννοπούλου 1983), με κύρια στόχευση την ανάπτυξη της ανθρώπινης<br />

υπόστασης, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιστημολογική προοπτική, αλλά και με<br />

προβλήματα εφαρμογής (Νιτσόπουλος 1984).<br />

1.3.3. Η Γνωστική Ψυχολογία<br />

Η Γνωστική Ψυχολογία καθιερώνεται κατά τη δεκαετία του 1960, παρότι οι ιδέες που<br />

πρεσβεύει διακρίνονται στο χώρο της Ψυχολογίας από την εποχή της<br />

μπιχεβιοριστικής κυριαρχίας. Έχοντας έναν ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό,<br />

επιχειρεί να αναλύσει και να μελετήσει τις εσωτερικές λειτουργικές διαδικασίες που<br />

διέπουν τις γνωστικές δραστηριότητες του ανθρώπου. Για τους υποστηρικτές της, η<br />

«γνωστική» κατεύθυνση δεν αποτελεί έναν από τους πολλούς κλάδους της<br />

Ψυχολογίας “…αλλά μια νέα θεωρητική προσέγγιση, η οποία έρχεται να ερμηνεύσει<br />

φαινόμενα ήδη γνωστά στην Ψυχολογία από πολλά χρόνια αλλά και φαινόμενα νέα,<br />

τα οποία δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις προϋπάρχουσες θεωρητικές τάσεις,<br />

καθώς το θεωρητικό πρότυπο που καθοδηγούσε την ψυχολογική σκέψη, το<br />

συνειρμικό πρότυπο δηλαδή, δεν επέτρεπε την επίκληση εννοιών, όπως η γνώση και<br />

οι γνωστικές διαδικασίες” (Κωσταρίδου 1992, σ. 1). Η ανάπτυξη της Γνωστικής<br />

Ψυχολογίας ήρθε σαν αποτέλεσμα τόσο των προβλημάτων που παρουσίασε η<br />

15


ερμηνεία της σύνθετης ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση το συνειρμικό σχήμα<br />

«ερέθισμα-αντίδραση» της συμπεριφοριστικής σχολής, όσο και μιας σειράς<br />

εξελίξεων στους τομείς της γλωσσολογίας, της θεωρίας της πληροφορικής και των<br />

ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η θεωρία των<br />

πληροφοριών εφαρμόστηκε στα συστήματα επικοινωνίας και επεκτάθηκε στην<br />

περιγραφή σύνθετων κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων. Διατυπώθηκε<br />

δηλαδή η άποψη ότι ο ανθρώπινος νους λειτουργεί ως μια συσκευή επεξεργασίας<br />

πληροφοριών, τα χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες της οποίας μπορούν να<br />

μετρηθούν με ακρίβεια (Gardner 1985). Η Γνωστική Ψυχολογία μεταφέρει λοιπόν το<br />

κέντρο των ερευνών της στο άτομο. Υποθέτοντας αναλογική συμπεριφορά<br />

ηλεκτρονικού υπολογιστή και ανθρώπινου γνωστικού συστήματος, εστιάζει το<br />

ενδιαφέρον της στους «εσωτερικούς» μηχανισμούς επεξεργασίας των πληροφοριών<br />

από το υποκείμενο και προτείνει τη λειτουργία ορισμένων βασικών γνωστικών<br />

μηχανισμών όπως η κωδικοποίηση των προσλαμβανομένων πληροφοριών, η<br />

συγκράτησή τους ως βραχυπρόθεσμη μνήμη, η κατά βούληση ανάσυρσή τους, η<br />

σύγκριση με νέες πληροφορίες και η έκφρασή τους, η μετατροπή δηλαδή των<br />

εσωτερικευμένων πληροφοριών σε παρατηρήσιμη συμπεριφορά (Πόρποδας 1996, σ.<br />

87-91).<br />

Σύμφωνα με τη «γνωστική» θεώρηση, το φαινόμενο της μάθησης συνίσταται σε<br />

αυτήν ακριβώς τη διαδικασία απόκτησης, συγκράτησης και χρησιμοποίησης των<br />

πληροφοριών. Το άτομο δηλαδή, “…επιλέγει και προσλαμβάνει τα ερεθίσματα (τα<br />

οποία είναι οι φορείς των πληροφοριών) με τους αισθητηριακούς υποδοχείς, τα<br />

μετασχηματίζει σε μια μορφή μηνυμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το<br />

νοητικό του σύστημα, τα επεξεργάζεται, τα συγκρατεί για λίγο ή για πολύ χρόνο και<br />

τα χρησιμοποιεί, όταν τα χρειάζεται” (ό. π., σ. 13). Για έναν από τους<br />

σημαντικότερους εκπροσώπους της Γνωστικής Ψυχολογίας, τον U. Neisser (1967 &<br />

1976), η αντίληψη, η πρόσκτηση της γνώσης και η δραστηριότητα του ατόμου<br />

κρίνονται ως πορείες αλληλεπίδρασης οργανισμού και περιβάλλοντος. Θεωρώντας<br />

ότι η μάθηση είναι διαδικασία ενεργού νοητικής δραστηριότητας του υποκειμένου<br />

και όχι απλής ανταπόκρισης σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος, αποδέχεται τη μελέτη<br />

των γνωστικών λειτουργικών διαδικασιών και δεν αρκείται στη απλή καταγραφή των<br />

παρατηρήσιμων συμπεριφορών.<br />

Η κριτική ανάλυση των υποθέσεων της Γνωστικής Ψυχολογίας εστιάζεται στο<br />

κρίσιμο ερώτημα που τίθεται αναφορικά με τη φύση του «μεγέθους» που<br />

αποκαλείται πληροφορία. Ποια είναι η διάσταση αυτού του μεγέθους; Η κοινωνική, η<br />

ψυχολογική, ή αυτή που αποδίδει η Φυσική στην έννοια του ερεθίσματος; Όπως<br />

παρατηρεί ο Γ. Παπαμιχαήλ (1988, σ. 69-70), “η σύγχυση που προκαλεί ο όρος της<br />

«πληροφορίας-ερεθίσματος» είναι χαρακτηριστική της επιστημολογικής ασάφειας<br />

αυτής της θεωρίας: πράγματι, ενώ η έννοια της πληροφορίας στις κοινωνικές<br />

επιστήμες ενέχει και προϋποθέτει κάποιο νόημα που δεν γίνεται αντιληπτό από το<br />

υποκείμενο παρά από τη στιγμή που αναγνωρίζεται η σημασία του, το ερέθισμα εδώ<br />

κάνει έκκληση στην αποκλειστική «φυσική» διάσταση της σχέσης του οργανισμού με<br />

το περιβάλλον του”. Η προσέγγιση δηλαδή της Γνωστικής Ψυχολογίας απλοποιεί την<br />

ποικιλία του φαινομένου της πρόσκτησης της γνώσης, άρα και της μάθησης, μέσα<br />

από μια σχηματοποίηση, τους «μηχανισμούς», αναδεικνύοντας έτσι την εμπειριστική<br />

όψη της θεώρησης. Η εκπαιδευτική δραστηριότητα όμως και η από αυτήν<br />

απορρέουσα προσδοκία της μάθησης “…είναι μια διαδικασία μετάδοσης της<br />

ιστορικά συσσωρευμένης ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά και της ανάπτυξης της<br />

νοημοσύνης. …Τα αντιληπτικά ερεθίσματα εννοηματώνονται μόνο στο βαθμό που<br />

αποκτούν συνάφεια με σημασίες, δηλαδή αν λειτουργήσουν ως σημαίνοντα του<br />

16


ανθρώπινου περιβάλλοντος. Κάθε πληροφορία, όπως ακριβώς η ανθρώπινη νόηση<br />

και δραστηριότητα, είναι φαινόμενο κοινωνικά, πολιτισμικά και ιστορικά<br />

προσδιορισμένο. Έτσι, η αποφόρτισή της από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, με<br />

τη διαδικασία που ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής επιτυγχάνει, ακυρώνει την ίδια<br />

την έννοια του βιώματος” (Ραβάνης 1991, σ. 23).<br />

Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, παρά την υποτίμηση της<br />

κοινωνικής διάστασης του φαινομένου της μάθησης, η υποδοχή και αποδοχή των<br />

υποθέσεων και των πορισμάτων της Γνωστικής Ψυχολογίας διαμόρφωσε ένα νέο<br />

τοπίο στο επίπεδο του εκπαιδευτικού προβληματισμού. Ερχόμενη σε ρήξη με τη<br />

συμπεριφοριστική θεώρηση, η οποία είχε επιβάλλει στην εκπαίδευση, για<br />

περισσότερο από μισό αιώνα, ένα «δασκαλοκεντρικό» μοντέλο διδασκαλίας, με το<br />

μαθητή-δέκτη να θεωρείται δημιούργημα του περιβάλλοντος και το διδάσκοντα να<br />

εμφανίζει απεριόριστες δυνατότητες σχηματοποίησης της μαθησιακής συμπεριφοράς,<br />

η «γνωστική» κατεύθυνση απελευθερώνει την παιδαγωγική σκέψη από το συνειρμικό<br />

πρότυπο, αποποιείται τη διαδικασία της μάθησης ως εγγραφής σε tabula rasa, ενώ<br />

πρεσβεύει ταυτόχρονα την ενεργητική συμμετοχή του ατόμου στη μαθησιακές<br />

διεργασίες. Έτσι, παρά την αδυναμία της να απαντήσει πειστικά και ολοκληρωμένα<br />

στα ερωτήματα που αφορούν την πρόσκτηση της γνώσης, επηρέασε σημαντικά τον<br />

προσανατολισμό των παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών αναζητήσεων κατά τη<br />

δεκαετία του 1960 και συνέβαλε αποφασιστικά στις διαδικασίες συγκρότησης μιας<br />

νέας διδακτικής πρότασης.<br />

1.4. Η συγκρότηση της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών<br />

Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στις βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης<br />

αναπτύχθηκαν έντονες συζητήσεις σχετικές με τα προγράμματα διδασκαλίας των<br />

Φυσικών Επιστημών τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια<br />

εκπαίδευση. Οι ραγδαίες εξελίξεις στους χώρους των θετικών επιστημών και της<br />

τεχνολογίας, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές<br />

ανακατατάξεις, αφενός ανέδειξαν την αναποτελεσματικότητα των παραδοσιακών<br />

μορφών διδασκαλίας, αφετέρου δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση<br />

νέων διδακτικών προσεγγίσεων, εναρμονισμένων με τις σύγχρονες επιστημονικές και<br />

παιδαγωγικές αντιλήψεις. Καρπός των αναζητήσεων αυτών ήταν ένα<br />

μεταρρυθμιστικό ρεύμα εκπόνησης «ολοκληρωμένων» αναλυτικών προγραμμάτων<br />

διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών (curricula), τα οποία συγκροτήθηκαν στη βάση<br />

συγκεκριμένων θεωρητικών ρευμάτων, ενσωματώνοντας και άλλα στοιχεία εκτός<br />

από το προς διδασκαλία γνωστικό αντικείμενο (επιστημολογικές και κοινωνιολογικές<br />

θέσεις, θεωρίες για τη μάθηση, στοιχεία από την Ιστορία των Επιστημών, κ. ά.).<br />

Έτσι, τη δεκαετία του ’50 αναπτύσσονται στις ΗΠΑ προγράμματα<br />

προσανατολισμένα στις διαδικασίες ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης μέσα από<br />

την επιστημονική μέθοδο, όπως το PSSC (Physical Science Study Committee) -ένα<br />

πρόγραμμα του MIT που απευθυνόταν σε μαθητές θετικής κατεύθυνσης που θα<br />

ακολουθούσαν μετέπειτα σπουδές στις φυσικές επιστήμες- και το ESS (Elementary<br />

Science Study) (Ψύλλος 1979), ενώ τη δεκαετία του ’60 εφαρμόζεται σε ένα μεγάλο<br />

αριθμό σχολείων το Harvard Project Physics, ένα πρόγραμμα το οποίο προωθούσε<br />

την ιδέα «η Φυσική για όλους» και βασιζόταν στην ιστορική και πολιτισμική<br />

προσέγγιση της επιστήμης (Κολιόπουλος & Ψύλλος 1982). Λίγο αργότερα<br />

αναπτύσσονται στη Μ. Βρετανία τα προγράμματα Nuffield και CASE (Cognitive<br />

Acceleration through Science Education), τα οποία απηχούσαν τις επιστημολογικές<br />

θέσεις του Piaget και εφάρμοζαν κοινωνικά κριτήρια για την επιλογή της σχολικής<br />

γνώσης (Βλάχος 2004), ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται στη Γαλλία τα προγράμματα<br />

17


της Commission Lagarrique και λίγο νωρίτερα καινοτομικά παιδαγωγικά<br />

προγράμματα όπως, για παράδειγμα, αυτά των Freinet και Montessori με σύνθημα τη<br />

«στροφή προς το παιδί» (Tiberghien 1985). Τα προγράμματα αυτά δεν είχαν<br />

σημαντικές επιτυχίες, δέχτηκαν κριτική που αφορούσε είτε τον επιλεκτικό<br />

προσανατολισμό τους προς μαθητές με προσδιορισμένες επαγγελματικές<br />

κατευθύνσεις, είτε την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις σύγχρονες κοινωνικές<br />

ανάγκες οι οποίες διαμορφώνονταν από τις αλληλεπιδράσεις τεχνολογίας και<br />

κοινωνίας και σύντομα εγκαταλείφθηκαν (Παπαδημητρίου 1988). Παρά τις όποιες<br />

αδυναμίες τους όμως και την έλλειψη ομοιογένειας ή συνάφειας, δημιούργησαν<br />

κάποιες τομές στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, ανέδειξαν νέες<br />

θεματολογίες προβλημάτων και, κυρίως, έθεσαν μια νέα σειρά ερωτημάτων.<br />

Την ίδια περίπου εποχή, μια σειρά ερευνητών/τριών προερχόμενων κυρίως από το<br />

χώρο των Φυσικών Επιστημών, αντιμετωπίζοντας κριτικά τα διδακτικά ζητήματα<br />

που σχετίζονται με τη μάθηση ως διαδικασία η οποία μετασχηματίζει δομικά και<br />

λειτουργικά χαρακτηριστικά της σκέψης, επιχειρούν να απαντήσουν στα σχετικά<br />

ερωτήματα με την οργάνωση ερευνητικών προσπαθειών στη βάση νέων<br />

προσανατολισμών. Επιχειρούν, δηλαδή, έρευνες, οι οποίες “…ξεκινούν από την<br />

εμπειρική μελέτη των χαρακτηριστικών των βιωματικών συλλογισμών των μαθητών<br />

(όπως αυτοί καταγράφονται όταν τα παιδιά κάνουν περιγραφές ή προβλέψεις και<br />

δίνουν εξηγήσεις απαντώντας σε ερωτήσεις), ή στο πλαίσιο ειδικών έργων που<br />

σχετίζονται με ιδιότητες των φυσικών αντικειμένων και υλικών, φαινόμενα του<br />

φυσικού κόσμου και έννοιες των Φυσικών Επιστημών” (Ραβάνης 2002, σ. 34).<br />

Καταλυτική επίδραση στις προσπάθειες αυτές άσκησαν οι σύγχρονες,<br />

προσανατολισμένες στη μάθηση επιστημολογικές και ψυχολογικές θεωρήσεις που<br />

αναφέρθηκαν προηγουμένως, των οποίων οι υποθέσεις εργασίας έρχονταν σε<br />

αντίθεση με τα ρεύματα του κλασσικού εμπειρισμού και του συμπεριφορισμού. Οι<br />

θεωρήσεις αυτές, χωρίς να έχουν τις ίδιες αφετηρίες, αλλά ούτε και τις ίδιες<br />

προοπτικές, διέθεταν ως ενοποιητικό στοιχείο την πρόθεση να σχηματοποιήσουν<br />

θεωρητικά τους μηχανισμούς πρόσκτησης της γνώσης από το υποκείμενο και να<br />

διερευνήσουν τους παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην οργάνωση των γνωστικών<br />

λειτουργιών. Η βαθιά απήχηση των ιδεών και των αναζητήσεων αυτών, διέβρωσε τις<br />

βεβαιότητες που συσχέτιζαν το πρόβλημα της μάθησης απλώς και μόνο με την<br />

κατάλληλη οργάνωση του μαθήματος, τη «σωστή» παρουσίαση του γνωστικού<br />

αντικειμένου και τις «σύγχρονες» μεθόδους διδασκαλίας και οδήγησε σύντομα στη<br />

συγκρότηση μιας διεθνούς κοινότητας επιστημόνων, οι οποίοι προσδιορίστηκαν<br />

ερευνητικά σε μια οριοθετημένη επιστημονική περιοχή, τη Διδακτική των Φυσικών<br />

Επιστημών. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς επακριβώς το σημείο αφετηρίας της<br />

Δ.Φ.Ε., οπωσδήποτε όμως θα πρέπει αυτό να τοποθετηθεί κάπου μέσα στη δεκαετία<br />

του 1960 * . Οι ερευνητικές προσεγγίσεις του νέου επιστημονικού μορφώματος<br />

στρέφονταν αρχικά προς δύο βασικές κατευθύνσεις (Tiberghien 1985, σ. 75): στο<br />

μαθητή, σε σχέση με τη γνωστική του συγκρότηση (στη διαδικασία δηλαδή<br />

πρόσκτησης των γνώσεων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διδασκαλία) και στο<br />

πλαίσιο παροχής των γνώσεων μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα (τη διαμόρφωση<br />

δηλαδή της σχολικής επιστήμης και τα αναλυτικά προγράμματα). Σε μικρό χρονικό<br />

διάστημα όμως το πεδίο ερευνών επεκτείνεται και σε άλλα θέματα που άπτονται σε<br />

μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών, όπως ο<br />

εντοπισμός και η αντιμετώπιση των γνωστικών εμποδίων, οι γνωστικές στρατηγικές,<br />

* Συμβολικά περισσότερο, το σημείο αυτό θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο 1959, στο συνέδριο<br />

Woodshall στις ΗΠΑ, όπου, όπως αναφέρει ο οργανωτής του J. Bruner, για πρώτη φορά κάθισαν στο<br />

ίδιο τραπέζι και συζήτησαν για προβλήματα της εκπαίδευσης, ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί και ερευνητές<br />

των θετικών επιστημών (Μπαγάκης 1992).<br />

18


ο έλεγχος της μεταγνώσης, η μελέτη της μεταβλητής φύλο, η δημιουργία, χρήση και<br />

αξιολόγηση εφαρμογών των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη διδασκαλία, κ. ά. Τα<br />

πεδία αυτά της έρευνας αποτελούν την περιοχή σύγκλισης των ενδιαφερόντων<br />

ερευνητικών ομάδων από διάφορες χώρες (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία,<br />

Σουηδία, Ολλανδία, Αυστραλία και, λίγο μεταγενέστερα, Ελλάδα) και έχουν ως<br />

αποτέλεσμα τη συγκρότηση επιστημονικών ενώσεων, την οργάνωση ειδικών<br />

συναντήσεων, συμποσίων και διεθνών συνεδρίων, τη δημιουργία διαφορετικών<br />

τμημάτων εκπαίδευσης στις Φυσικές Επιστήμες στα Πανεπιστήμια και την εμφάνιση<br />

εξειδικευμένων περιοδικών * . Στοιχεία, τα οποία, σε συνδυασμό με τη σταδιακή<br />

ανάπτυξη συναίνεσης ως προς τα μεθοδολογικά εργαλεία και τις μεθόδους για την<br />

ανάλυση των δεδομένων των ερευνών, συνιστούν προϋποθέσεις και αποτελούν<br />

δομικά χαρακτηριστικά της συγκρότησης μιας αυτόνομης επιστημονικής περιοχής<br />

(Κουλαϊδής 1996, σ. 412-413). Ταυτόχρονα, εγείρεται μια νέα σειρά ερωτημάτων<br />

που σχετίζονται με την παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού, την αξιολόγηση των<br />

διδακτικών παρεμβάσεων, το ρόλο των εκπαιδευτικών ως υποκειμένων της<br />

εκπαιδευτικής διαδικασίας, την ανάλυση των πολύπλοκων σχέσεων στα πλαίσια των<br />

εκπαιδευτικών θεσμών και τις αλληλεπιδράσεις σχολείου και κοινωνικούπολιτισμικού<br />

περιβάλλοντος. Οι ερευνητές της Δ.Φ.Ε. επιχειρούν να δώσουν<br />

απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όχι μέσα από κλειστά συστήματα, αρχές, νόμους<br />

ή γενικεύσεις, αλλά στα πλαίσια ενός συνόλου συγγενών αναζητήσεων των οποίων η<br />

συνάφεια δεν οριοθετεί μια μονοσήμαντη θεωρητική προσέγγιση. Επί πλέον, καθώς<br />

αναγνωρίζεται η συνεχής διεύρυνση του φάσματος των μεταβλητών της<br />

εκπαιδευτικής διαδικασίας, η Δ.Φ.Ε. τροφοδοτείται και αλληλεπιδρά με μια σειρά<br />

επιστημονικών πεδίων όπως η Παιδαγωγική, η Επιστημολογία, η Ψυχολογία της<br />

Εκπαίδευσης, η Ιστορία των Επιστημών και η Κοινωνιολογία και φέρνει στο<br />

προσκήνιο το ζήτημα της διεπιστημονικότητας, καθιστώντας αναγκαία την<br />

εξοικείωση των διδασκόντων που προέρχονται από το χώρο των Φυσικών Επιστημών<br />

με τους προσανατολισμούς των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών<br />

(Ραβάνης 2002, σ. 51.).<br />

Προσεγγίζοντας λοιπόν τη φυσιογνωμία της Δ.Φ.Ε. στο σημερινό επίπεδο της<br />

ανάπτυξής της είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να της αποδώσουμε τα χαρακτηριστικά<br />

ενός συγκροτημένου επιστημονικού κλάδου με τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τις<br />

κλασικές επιστήμες. Μπορούμε ωστόσο μέσα από τα αποτελέσματα του ερευνητικού<br />

έργου που έχει μέχρι στιγμής παραχθεί στο εσωτερικό της, να αναγνωρίσουμε με<br />

σαφήνεια μια σειρά ερωτημάτων που έχουν τεθεί με συστηματικό τρόπο και να<br />

εντοπίσουμε τους κοινούς προβληματισμούς των ερευνητών/τριών σε τέσσερις<br />

άξονες (ό. π., σ. 33):<br />

“1. Στην εξάρτηση των παραγόμενων γνώσεων από τις επιμέρους επιστήμες<br />

αναφοράς (Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Γεωλογία).<br />

2. Στη συστηματική σχέση με την Ψυχολογία της μάθησης, την Επιστημολογία και<br />

την Ιστορία των Φυσικών Επιστημών.<br />

3. Στην αποφυγή συγκρότησης γενικών κανονιστικών διδακτικών συστημάτων<br />

(δηλαδή αρχών, μοντέλων και ταξινομιών γενικής ισχύος και<br />

λειτουργικότητας).<br />

4. Στην παραγωγή «τοπικών» διδακτικών προτάσεων και εκπαιδευτικού υλικού,<br />

όπως επίσης και στη διατύπωση ανοικτών ερωτημάτων με βάση δεδομένα που<br />

προκύπτουν από την εμπειρική έρευνα.”<br />

* Ενδεικτική της θεματολογίας των εμπειρικών ερευνών στη Δ.Φ.Ε., είναι η αποδελτίωση και<br />

κατηγοριοποίηση των δημοσιεύσεων στο έγκριτο διεθνές περιοδικό International Journal of Science<br />

Education από το 1989 έως το 1993, που παραθέτει ο Β. Κουλαϊδής (1996, σ. 412).<br />

19


Οι σαφείς ερευνητικοί προσανατολισμοί, οι συναφείς μεθοδολογικές επιλογές και οι<br />

κοινές κατευθύνσεις εφαρμογής των πορισμάτων των εργασιών που εκπονούν τα<br />

μέλη της επιστημονικής αυτής κοινότητας, οριοθετούν σήμερα τη Διδακτική των<br />

Φυσικών Επιστημών ως αυτόνομη επιστημονική περιοχή στο χώρο των Επιστημών<br />

της Εκπαίδευσης και τροφοδοτούν τον εκπαιδευτικό προβληματισμό με ερευνητικά<br />

δεδομένα και προτάσεις για το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων τα οποία σχετίζονται<br />

με τις μαθησιακές διεργασίες και τις διδακτικές πρακτικές στο χώρο των Φυσικών<br />

Επιστημών (Ραβάνης & Κολιόπουλος 2000, Κολιόπουλος & Ραβάνης 2001).<br />

Προτάσεις διατυπωμένες με καινοφανείς όρους, οι οποίες απευθύνονται στην<br />

εκπαιδευτική κοινότητα επιδιώκοντας να τροποποιήσουν παγιωμένες διαδικασίες, να<br />

δημιουργήσουν καινούργιες προσεγγίσεις και να αλλάξουν νοοτροπίες που διέπουν<br />

τις διδακτικές πρακτικές. Μέσα ωστόσο από την ποικιλομορφία των θεωρητικών<br />

προσεγγίσεων και την πολυθεματικότητα των προτεινόμενων δράσεων, ένα είναι το<br />

ζήτημα που διακρίνεται να κυριαρχεί μέχρι σήμερα στην πορεία συγκρότησης της<br />

Δ.Φ.Ε., αποτελώντας σε κάθε φάση της εξέλιξής της ταυτόχρονα το αφετηριακό<br />

σημείο και το συνδετικό κρίκο των ερευνητικών προσπαθειών που αναπτύσσονται<br />

στο εσωτερικό της: οι νοητικές παραστάσεις των μαθητών για τις έννοιες και τα<br />

φαινόμενα του φυσικού κόσμου.<br />

1.4.1. Οι νοητικές παραστάσεις των μαθητών<br />

Οι συζητήσεις οι οποίες από τη δεκαετία του ’60 συσχέτιζαν τις διαδικασίες της<br />

μάθησης και τις διδακτικές μεθοδολογίες με τη γνωστική συγκρότηση των παιδιών<br />

και των εφήβων, έφεραν στο προσκήνιο μια νέα θεματική η οποία, ιδιαίτερα από τα<br />

μέσα της δεκαετίας του ’70 και ύστερα, κυριάρχησε στις αντίστοιχες αναζητήσεις και<br />

αποτέλεσε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκρότησης της σύγχρονης<br />

Διδακτικής: τις νοητικές παραστάσεις των μαθητών. Έκτοτε, η συντριπτική<br />

πλειοψηφία των ερευνών και των δημοσιεύσεων σε όλους τους τομείς της Διδακτικής<br />

έχει ως θέμα αυτές τις παραστάσεις (Κουλαϊδής 1996, σ. 408). Η κεντρική ιδέα που<br />

διαπερνά τη νέα αυτή θεματική μπορεί συνοπτικά να διατυπωθεί ως εξής: τα παιδιά<br />

αναπτυσσόμενα στο φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, προσέρχονται στην<br />

εκπαιδευτική διαδικασία με μια σειρά διαμορφωμένων ιδεών για τον κόσμο που τα<br />

περιβάλλει. Οι ιδέες αυτές αποτελούν ένα σύνολο γνώσεων που προέρχονται από<br />

πολυσύνθετες άτυπες διαδικασίες μάθησης μέσα στην οικογένεια, στον κύκλο των<br />

συνομηλίκων ή αντλούνται από τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης και οι οποίες<br />

συγκροτούν με τη σειρά τους επεξηγηματικά πλαίσια τα οποία τις περισσότερες<br />

φορές δεν είναι συμβατά με αυτά των ειδικών: “Πρόκειται για δίκτυα σημασιών με<br />

σταθερούς κανόνες λειτουργίας και ισχυρά ερμηνευτικά συστήματα με βάση τα<br />

οποία «μεταφράζονται» οι εμπειρίες και αφομοιώνονται οι προσλαμβανόμενες<br />

πληροφορίες” (Ραβάνης 1991, σ. 45).<br />

Στη διεθνή βιβλιογραφία οι πρώτες αυτές ιδέες αναφέρονται ως παραστάσεις<br />

(conceptions), αυθόρμητες ή πρώτες ιδέες και αναπαραστάσεις, αν το βάρος δίνεται<br />

στον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης, ως προαντιλήψεις ή προϊδεάσεις<br />

(preconceptions), a priori ιδέες και αρχικές παραστάσεις, όταν επισημαίνεται η<br />

χρονική στιγμή κατά την οποία μελετώνται οι αντιλήψεις των παιδιών, ως λάθος<br />

αντιλήψεις ή δυσαντιλήψεις (misconceptions) και εναλλακτικές παραστάσεις, αν η<br />

προσοχή εστιάζεται στον εσφαλμένο χαρακτήρα του περιεχομένου τους (Weil-Barais<br />

1985, σ. 157).<br />

Με την ανάπτυξη της νέας αυτής θεματικής η Διδακτική αποκτά μια σταθερή<br />

αναφορά. Οι νοητικές παραστάσεις αποτελούν την αφετηρία κάθε διδακτικής και<br />

20


μαθησιακής διαδικασίας, όποιο κι αν θεωρείται το εκάστοτε τέλος της: “…οι<br />

παραστάσεις είναι ο πρωταρχικός δεσμός που μπορεί να έχει το παιδί με τη νέα<br />

γνώση, είναι το προσωπικό μοντέλο για του οποίου την εξέλιξη πρέπει να<br />

φροντίσουμε. Δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε για έναν απλό λόγο: αν αγνοήσουμε<br />

τις παραστάσεις αυτές δεν εξαφανίζονται, απλώς απωθούνται” (Sanner 1983, σ. 173).<br />

Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στις «πρώτες ιδέες» των παιδιών μπορεί να<br />

αποδοθεί σε ένα βαθμό στην αντιαυταρχική στροφή της δεκαετίας του ’60 ή σε αυτό<br />

που γενικότερα ονομάστηκε στροφή προς μια «μαθητοκεντρική» Παιδαγωγική.<br />

Οπωσδήποτε όμως τροφοδοτήθηκε ουσιαστικά και συστηματικά και από τη<br />

μετατόπιση που χαρακτήρισε την ίδια εποχή τις επιστημολογικές και ψυχολογικές<br />

αναζητήσεις. Για τις «διδακτικές» προεκτάσεις της επιστημολογικής στροφής του<br />

’60, ο Γ. Κουζέλης (1996, σ. 158 & 160) γράφει: “το διαδοθέν «μήνυμα» εκείνης της<br />

εποχής μπορεί, απλουστευτικά, να συνοψισθεί στην αρχή: όλες οι ιδέες έχουν<br />

σημασία και καμιά δεν είναι απόλυτα σωστή. Όσο για την επιστήμη, είναι κι αυτή<br />

ένα σύνολο ιδεών όπως κάθε άλλο . αυτό που ισχύει σήμερα ανέτρεψε αυτό που ίσχυε<br />

χθες, και θα ανατραπεί από αυτό που θα ισχύει αύριο … Έτσι οι φαινομενικά<br />

«αφελείς» και «πρωτόγονες» ιδέες με τις οποίες ο νους των παιδιών επεξεργάζεται<br />

τον κόσμο, αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον –πόσο μάλλον που τέτοιες ιδέες<br />

αποδεικνύονται συχνά πλησιέστερες στη σύγχρονη επιστήμη απ’ ό,τι παλαιότερες<br />

επιστημονικές εξηγήσεις. Μεταφέροντας αυτά τα «διδάγματα» στη Διδακτική η νέα<br />

τάση απαιτεί και επιβάλλει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις ιδέες των παιδιών. Δεν<br />

είναι «λάθη» ούτε άχρηστες παρερμηνείες . έχουν σημασία και μπορούν να<br />

προσφέρουν”. Στη διαμόρφωση της νέας θεματικής συνέβαλε αποφασιστικά και η<br />

αναγνώριση, μετά από κάποιες δεκαετίες διστακτικών αναγνώσεων, του έργου τριών<br />

μεγάλων ψυχολόγων και θεωρητικών του 20 ου αιώνα. Του Ελβετού Jean Piaget, του<br />

Ρώσου Lev Vygotski και του Γάλλου Gaston Bachelard.<br />

Ο Piaget ήταν από τους πρώτους που πρόβαλαν την ιδέα ότι τα παιδιά<br />

κατασκευάζουν τη δική τους γνώση, μια γνώση διαφορετικού είδους από αυτή ενός<br />

ενήλικα, η οποία εξελίσσεται και αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων. Το σύνολο του<br />

έργου του είναι αφιερωμένο στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται η<br />

γνώση στον άνθρωπο, στον προσδιορισμό των αλλαγών που αυτή υφίσταται με τη<br />

βιολογική εξέλιξη και στον εντοπισμό των κανόνων και των παραγόντων που διέπουν<br />

αυτές τις αλλαγές. Θεμελιωτής της εξελικτικής ψυχολογίας, διερευνά τη διαδοχή των<br />

μηχανισμών συγκρότησης και οικοδόμησης των στοιχείων που οδηγούν στην<br />

εννοιολογική συγκρότηση και θέτει τα ζητήματα της ψυχολογίας στην<br />

επιστημολογική τους διάσταση μιλώντας για «γενετική επιστημολογία». Όπως<br />

επισημαίνει η Bliss (1994, σ. 75) “η ψυχολογία είναι για τον Piaget ένας τρόπος<br />

εμπειρικής μελέτης της επιστημολογίας”. Ο ίδιος γράφοντας για τη γενετική<br />

επιστημολογία τονίζει: “Η γενετική επιστημολογία έχει στόχο να μελετήσει τις<br />

απαρχές διαφόρων ειδών γνώσης, ξεκινώντας από τις πιο στοιχειώδεις μορφές τους<br />

και να παρακολουθήσει την ανάπτυξή τους σε μετέπειτα επίπεδα έως και την<br />

επιστημονική σκέψη … (συνεπώς) η προσεκτική μελέτη των πνευματικών<br />

δραστηριοτήτων στο πιο απλό επίπεδό τους (στο παιδί), είναι αυτή που θα μας<br />

επιτρέψει μια καλύτερη κατανόηση της δομής της σκέψης των ενηλίκων” (Piaget<br />

1950a, p. 17-18). Έτσι, στο έργο του La représentation du monde chez l’enfant<br />

(Piaget 1976), εξηγεί ότι οι μακράς διαρκείας επιδράσεις του κοινωνικού,<br />

οικογενειακού και φυσικού περιβάλλοντος, δομούν στην παιδική νόηση αυθόρμητες<br />

παραστάσεις οι οποίες επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη σκέψη του<br />

παιδιού, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζει μια σειρά ερευνητικών αποτελεσμάτων, στα<br />

οποία αποδεικνύει ότι η εικόνα που έχουν σχηματίσει τα παιδιά για τον κόσμο είναι<br />

πολύ διαφορετική από αυτήν που έχει συγκροτήσει η επιστημονική σκέψη.<br />

21


Από την πλευρά του ο Vygotski στο κεφαλαιώδες για τη παιδική ψυχολογία έργο του<br />

Σκέψη και Γλώσσα που δημοσιεύτηκε το 1934, μελετά το πρόβλημα της ανάπτυξης<br />

των επιστημονικών εννοιών στη σχολική ηλικία και καταθέτει, στα πλαίσια των<br />

εμπειρικών ερευνών του, μια σειρά συμπερασμάτων σε σχέση με τη διαμόρφωση και<br />

την εξέλιξή τους. Για τον Vygotski οι έννοιες, οι οποίες δημιουργούνται και<br />

καταγράφονται ως σημασίες των λέξεων, εμφανίζονται στη σκέψη του παιδιού με<br />

δύο μορφές: ως επιστημονικές, που αναπτύσσονται κατά τη διαδικασία<br />

οικειοποίησης ενός συστήματος γνώσεων κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και ως<br />

αυθόρμητες ή καθημερινές, που διαμορφώνονται κατά τη διαδικασία της πρακτικής<br />

του δραστηριότητας και της άμεσης επαφής του με το περιβάλλον. Τις επιστημονικές<br />

έννοιες δεν τις προσλαμβάνει το παιδί σε έτοιμη μορφή ούτε τις δανείζεται από τη<br />

σκέψη των ενηλίκων: “… οι επιστημονικές έννοιες του παιδιού δεν προσλαμβάνονται<br />

και δεν μαθαίνονται, δεν καταγράφονται από τη μνήμη, αλλά γεννιούνται και<br />

διαμορφώνονται με εξαιρετική ένταση όλης της δραστηριότητας της σκέψης του”<br />

(Vygotski 1993, σ. 216). Θεμελιώδη ρόλο στην ανάπτυξη των επιστημονικών<br />

εννοιών (αλλά και προϋπόθεση για τη συγκρότησή τους) παίζουν οι ήδη<br />

διαμορφωμένες καθημερινές έννοιες με τις οποίες συνεχώς διαπλέκονται και<br />

αλληλεπιδρούν: “Οι εξελίξεις των αυθόρμητων και των επιστημονικών εννοιών –<br />

αυτό πρέπει να το θέσουμε ως προϋπόθεση- συνίστανται σε στενά συνδεδεμένες<br />

μεταξύ τους διαδικασίες, που ακατάπαυστα αλληλεπιδρούν” (ό. π., σ. 227). Για τα<br />

κοινά χαρακτηριστικά και των δύο τύπων των εννοιών ο Vygotski συμφωνεί με τις<br />

απόψεις του Piaget και τα κωδικοποιεί σε πέντε προτάσεις:<br />

“ 1. Και οι δύο αντιστέκονται στις υποβολές.<br />

2. Και οι δύο είναι βαθιά ριζωμένες στη σκέψη του παιδιού.<br />

3. Και οι δύο μαρτυρούν ορισμένη κοινότητα σε παιδιά ίδιας ηλικίας.<br />

4. Και οι δύο παραμένουν για μερικά χρόνια στη συνείδηση του παιδιού και<br />

αφήνουν σιγά-σιγά τόπο για τις καινούργιες έννοιες, δεν εξαφανίζονται<br />

ακαριαία, πράγμα χαρακτηριστικό για τις απομνημονευμένες έννοιες.<br />

5. Και οι δύο αναγνωρίζονται στις πρώτες σωστές απαντήσεις του παιδιού.<br />

Όλα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο ομάδων των παιδικών εννοιών τις<br />

ξεχωρίζουν από τις απομνημονευμένες παραστάσεις και τις απαντήσεις που δίνει το<br />

παιδί κάτω από την επιρροή της ερώτησης” (ό. π., σ. 220-221).<br />

Η επιστημολογική προοπτική του προβλήματος διατυπώνεται από τον Bachelard, για<br />

τον οποίο η πρόσκτηση του φυσικού κόσμου από την ανθρώπινη σκέψη, η<br />

διαμόρφωση δηλαδή αυτού που ονομάζει επιστημονικό πνεύμα, επιτυγχάνεται μέσα<br />

από την «επιστημολογική ρήξη» που συνοδεύει κάθε γνήσια επιστημονική πράξη και<br />

που συστηματικά παρεμποδίζεται από το αντίστοιχο «επιστημολογικό εμπόδιο».<br />

Οτιδήποτε φράζει το δρόμο στην αναδόμηση του «επιστημονικού πνεύματος»<br />

χαρακτηρίζεται από τον Bachelard ως «γνωστικό εμπόδιο» και είναι ένα εμπόδιο που<br />

θέτει η ίδια η σκέψη στην (επιστημονική) σκέψη. Στο βασικότερο επιστημολογικό<br />

του έργο La formation de l’esprit scientifique που κυκλοφόρησε το 1938, εκθέτει<br />

αναλυτικά μια σειρά τέτοιων γνωστικών εμποδίων, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζει<br />

τρία ως τα σημαντικότερα (Κουζέλης 1991):<br />

α) Την τάση της σκέψης να θεωρεί την αρχική της σχέση με τη φύση, δηλαδή την<br />

παρατήρηση, ως «άμεση» και «καθαρή». Γιατί η άμεση εμπειρία δεν αντιστοιχεί<br />

στην πραγματικότητα της γνώσης και κατά συνέπεια η εμπειρία δεν παράγεται άμεσα<br />

από την παρατήρηση της πραγματικότητας.<br />

β) Την έλλειψη συνείδησης της πραγματικής πορείας της σκέψης. Γιατί η σκέψη με<br />

το να χειρίζεται την εμπειρία ως άμεσο προϊόν της παρατήρησης και την παρατήρηση<br />

22


ως άμεση σύλληψη των φυσικών γεγονότων ή δεδομένων αφαιρεί από το πεδίο της<br />

κριτικής της οτιδήποτε παρεμβάλλεται μεταξύ φύσης και εμπειρίας.<br />

γ) Τα γλωσσική έκφραση. Γιατί οι εκφραστικές συνήθειες της καθημερινής γλώσσας<br />

συγκαλύπτουν ζητήματα και παρασύρουν σε δήθεν αυτονόητες ερμηνείες ή<br />

αναλογίες και διασυνδέσεις των φαινομένων.<br />

Στην εκπαιδευτική τους προοπτική οι παιδαγωγικές προεκτάσεις των αντιλήψεων του<br />

Bachelard είναι σαφείς. Ο μαθητής δεν καταλαβαίνει, όχι επειδή δεν «ξέρει» αλλά<br />

ακριβώς επειδή «ξέρει». Επομένως για «να μάθει» θα πρέπει πρώτα να<br />

απελευθερωθεί από ό,τι του έχει επισωρεύσει η βιωματική γνώση. Ο ίδιος γράφει:<br />

“Συχνά μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι οι δάσκαλοι δεν καταλαβαίνουν ότι<br />

κάποιος δεν καταλαβαίνει. … Δεν έχουν πάρει υπόψη τους ότι ο νέος έρχεται στο<br />

μάθημα ήδη με προδιαμορφωμένες εμπειρικές γνώσεις. Το ζήτημα γι’ αυτόν δεν είναι<br />

να αποκτήσει μια μόρφωση προσανατολισμένη στην εμπειρία, αλλά να την αλλάξει,<br />

να βγάλει από τη μέση τα εμπόδια που η καθημερινή ζωή έχει ήδη συσσωρεύσει”<br />

(Bachelard 2004, σ. 21).<br />

1.4.2. Οι νοητικές παραστάσεις στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών<br />

Στηριγμένη στις ψυχολογικές, παιδαγωγικές και επιστημολογικές μετατοπίσεις που<br />

συμβαίνουν την ιστορική στιγμή της γέννησής της, η Δ.Φ.Ε. δίνει εξαρχής ιδιαίτερη<br />

σημασία στο πρόβλημα των παραστάσεων. Τα ενδιαφέρον των ερευνητών στρέφεται<br />

από νωρίς στην ανίχνευση και τον εντοπισμό των ερμηνευτικών σχημάτων και των<br />

παραστατικών μηχανισμών που διαθέτουν και χρησιμοποιούν οι μαθητές<br />

προκειμένου να εξηγήσουν έννοιες και φαινόμενα του φυσικού κόσμου. Θεωρώντας<br />

ότι, υπό οποιαδήποτε μορφή, οι παραστάσεις των μαθητών για τις επιστημονικές<br />

έννοιες δημιουργούν πλαίσια στα οποία πρέπει οπωσδήποτε να αναχθεί κάθε<br />

διδακτική παρέμβαση, επισημαίνουν τη σημασία της παρουσίας τους, ορίζουν και<br />

κωδικοποιούν τις υποθέσεις κάθε σχετικής εργασίας για τις Φυσικές Επιστήμες και<br />

οργανώνουν τις ερευνητικές προσπάθειές τους μέσα από τρία κύρια επίπεδα<br />

προσέγγισης (Driver 1982, Weil-Barais 1985, Giordan 1994, Κόκκοτας 2001β):<br />

1. Οι μαθητές/τριες πριν από τη σχολική διδασκαλία έχουν ήδη συγκροτήσει ένα<br />

πρωτογενές αλλά λειτουργικό και ιδιόμορφο, υποκειμενικά οργανωμένο,<br />

εννοιολογικό πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό, διαθέτουν σταθερές ιδέες για τις έννοιες<br />

και τα φαινόμενα που πραγματεύονται οι Φυσικές Επιστήμες -αποτέλεσμα των<br />

αυθόρμητων ή βιωματικών προσλήψεων του φυσικού κόσμου και των νοητικών<br />

τους αναπαραστάσεων. Οι παραστάσεις αυτές, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε<br />

λιγότερο, αποκλίνουν από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά πρότυπα των Φυσικών<br />

Επιστημών (και συχνά αντιτίθενται σ’ αυτά), “…είναι όμως επαρκείς για τους<br />

μαθητές/τριες, συγκροτώντας μια αυτοσυνεπή, ως ένα βαθμό, γνωστική δομή με<br />

περιορισμένη ισχύ” (Ψύλλος κ. ά. 1993, σ. 35). Με άλλα λόγια, οι παραστάσεις<br />

των μαθητών δεν είναι αποδεκτές, χωρίς όμως απαραίτητα να θεωρούνται και<br />

λανθασμένες.<br />

2. Η σχολική διδασκαλία δεν οδηγεί πάντα στην αποδοχή και υιοθέτηση του<br />

επιστημονικού προτύπου –τουλάχιστον στη μορφή του ως σχολικής γνώσης. Η<br />

αλληλεπίδραση των παραστάσεων με τις προσφερόμενες από τη διδασκαλία<br />

γνώσεις διαμορφώνει συχνά στη σκέψη των μαθητών/τριών ιδιαίτερες σημασίες<br />

για φαινόμενα και έννοιες. Ο τρόπος με τον οποίο κάθε μαθητής αντιλαμβάνεται<br />

τα πράγματα είναι γενικά διαφορετικός από εκείνον του δασκάλου με<br />

αποτέλεσμα να αποδίδει σε αυτά που του παρουσιάζονται ένα νόημα, συχνά,<br />

εντελώς διαφορετικό από αυτό του διδάσκοντα, συγκροτώντας έτσι τις δικές του<br />

προσωπικές ιδέες. Ορισμένες από αυτές παραπέμπουν στις ίδιες τις αρχικές<br />

παραστάσεις του, ενώ άλλες πάλι είναι καινούργιες δικές του ιδέες που<br />

23


διαμορφώνουν νέες παραστάσεις, μη αποδεκτές από την επιστήμη, στην<br />

οικοδόμηση των οποίων κατέληξε μέσα από τη διδασκαλία.<br />

3. Οι παραστάσεις αντιστέκονται σθεναρά στην προσπάθεια μετασχηματισμού τους.<br />

Σε πολλά πεδία των Φυσικών Επιστημών, ιδιαίτερα σε όσα το γνωστικό τους<br />

περιεχόμενο έρχεται σε αντίθεση με τις αισθητηριακές προσλήψεις των<br />

μαθητών/τριών, οι παραστάσεις παραμένουν κυρίαρχες παρά τις επανειλημμένες<br />

διδακτικές παρεμβάσεις, τόσο στα επίπεδα της Βασικής και Μέσης, όσο και στο<br />

επίπεδο της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η πρακτική και ερμηνευτική<br />

λειτουργικότητα της βιωματικής γνώσης σε συνδυασμό με διεργασίες νοητικού<br />

και ψυχολογικού χαρακτήρα, έχουν ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση των<br />

αυθόρμητων παραστάσεων μετά τη θεωρητική αλλά και την πειραματική<br />

διδακτική δραστηριότητα. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται το πρόβλημα της<br />

ανεπάρκειας κάθε διδασκαλίας που στηρίζεται στην υπόθεση της «εγγραφής» ή<br />

«εγχάραξης» των πληροφοριών που προσφέρονται από τον διδάσκοντα,<br />

αγνοώντας τι έχουν στο μυαλό τους τα παιδιά ή τι συνδέουν με τις έννοιες και τα<br />

θέματα που ακούν.<br />

Η θεωρητική στροφή που ανήγαγε σε πρωταρχική για τη διδασκαλία τη σημασία των<br />

παραστάσεων των μαθητών, οδήγησε σε μια ραγδαία αύξηση των σχετικών<br />

προσπαθειών και στην ανάπτυξη ενός ογκώδους σε μέγεθος ερευνητικού υλικού κατά<br />

τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων. Μέσα στις πολυάριθμες προσεγγίσεις του<br />

προβλήματος των παραστάσεων, η Tiberghien (1985, σ. 76) διακρίνει δύο κυρίαρχες<br />

ερευνητικές τάσεις, οι οποίες διατηρούν μέχρι σήμερα τη σημασία τους:<br />

1. Έρευνες οι οποίες επικεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό τομέα και<br />

αναζητούν τις παραστάσεις των μαθητών για διάφορες φυσικές έννοιες όπως η<br />

θερμότητα, η πίεση, η δύναμη, η χημική ισορροπία, η φωτοσύνθεση, κ.λ.π. Συχνά<br />

οι έρευνες αυτές –που είναι και οι πολυπληθέστερες- έχουν ως σημείο αφετηρίας<br />

κάποια θεωρία, όπως τα πορίσματα της γνωστικής ψυχολογίας, τη θεωρία των<br />

σταδίων νοητικής ανάπτυξης του Piaget, κ. ά. (Viennot 1979, Champagne et al.<br />

1980, Shayer & Wylam 1981, Tiberghien 1984a & 1984b, Clough & Driver<br />

1985, Ogborn 1985, Kaminski 1989, Peterson & Treagust 1989, Stavy 1991,<br />

Linder 1993, Osborn et al. 1993, Abraham et al. 1994, Garnet & Hackling 1995,<br />

Leach et al. 1996, Bar et al. 1997, Chang 1999, Thacker et al. 1999, Abrams &<br />

Southerland 2001, Ferk et al. 2003, Copal et al. 2004, Krnel et al. 2005, Taber<br />

2005).<br />

2. Έρευνες οι οποίες στρέφονται προς τις δυσκολίες που συναντούν οι μαθητές<br />

κατά τις προσπάθειες επίλυσης προβλημάτων. Οι έρευνες αυτές επιχειρούν να<br />

διερευνήσουν τους μηχανισμούς των συλλογισμών των μαθητών σε συνθήκες<br />

αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης και να επεξεργαστούν την<br />

εκπόνηση εκπαιδευτικών βοηθημάτων (Chi et al. 1981, Heller & Reif 1984,<br />

Driver & Warrington 1985, Weil-Barais 1991, Μπαγάκης 1991, Χατζηνικήτα<br />

κ.ά. 1997, Γομάτος 1998, Voska & Heikkinen 2000, Tao 2001, Park & Lee 2004,<br />

Aznar & Orcajo 2005, Pol et al. 2005).<br />

Το θεματικό εύρος των ερευνών αυτών καλύπτει σήμερα όλο σχεδόν το φάσμα του<br />

διδακτικού πεδίου των Φυσικών Επιστημών, με σημαντικές όμως αποκλίσεις στις<br />

συχνότητες επιλογής των αντικειμένων της μελέτης, οι οποίες οφείλονται στη<br />

στατιστική κατανομή των ειδικοτήτων «προέλευσης» των ερευνητών (Φυσικοί,<br />

Χημικοί, Βιολόγοι, κ.τ.λ.), στην κατά περίπτωση εκτιμούμενη «δυσκολία» του προς<br />

διδασκαλία γνωστικού αντικειμένου και στο περιεχόμενο του αναλυτικού<br />

προγράμματος των Φυσικών Επιστημών κάθε χώρας. Μια πρώτη προσπάθεια<br />

συνολικής επισκόπησης των παραστάσεων των μαθητών/τριών –αποτέλεσμα<br />

συγκέντρωσης, αποδελτίωσης και θεματικής ταξινόμησης των δημοσιευμένων<br />

24


ερευνών σε παγκόσμιο επίπεδο- πραγματοποιείται τη δεκαετία του ’80, με την<br />

έκδοση του βιβλίου Children’s ideas in Science (Driver et al. 1985). Ακολουθεί λίγο<br />

αργότερα και δεύτερη έκδοση, με άλλη σύνθεση της συγγραφικής ομάδας και τίτλο<br />

Making sense of secondary science, research into children’s ideas (Driver et al.<br />

1994) * . Η σύγκριση των στοιχείων μεταξύ των δύο εκδόσεων (Βλάχος 2004, σ. 40)<br />

είναι ενδεικτική της έκρηξης του ενδιαφέροντος της επιστημονικής κοινότητας της Δ.<br />

Φ. Ε. για τις παραστάσεις των παιδιών: Οι θεματικές ενότητες στη δεύτερη έκδοση<br />

έχουν υπερδιπλασιαστεί (24 από 10), ενώ ο αριθμός των αναφορών σε σχετικές<br />

δημοσιεύσεις έχει τετραπλασιαστεί (537 από 133). Ανάλογες δραστηριότητες<br />

αναπτύσσει τα τελευταία χρόνια και το Πανεπιστήμιο του Κίελου, τα αποτελέσματα<br />

των οποίων δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά (Pfund & Duit 1994 & 1998) ενώ<br />

ανακοινώνονται ταυτόχρονα και στο διαδικτυακό τόπο www.ipn.unikiel.de/aktuell/stcse/stcse.html<br />

(Science Education). Εξαιρετικά ανεπτυγμένο είναι το<br />

ρεύμα αυτό και στην Ελλάδα, όπου την τελευταία 20ετία έχουν αναπτυχθεί σχετικές<br />

έρευνες σε όλο το θεματικό εύρος των Φυσικών Επιστημών (Βαμβακούσης 1984,<br />

Ψύλλος 1988, Βοσνιάδου 1989, Κουμαράς 1989, Κουμαράς κ.ά. 1990, Ιωαννίδης &<br />

Βοσνιάδου 1992, Σολωμονίδου & Σταυρίδου 1993, Καριώτογλου κ.ά. 1994, Ραβάνης<br />

1994, Τσελφές & Κουλαϊδής 1994, Χατζηνικήτα κ.ά. 1996, Hatzinikita & Koulaidis<br />

1997, Βαλανίδης 1998, Ζόγκζα 1998, Ψαρρός & Σταυρίδου 2002, Κλωνάρη &<br />

Τσάμης 2002, Σκαμάγκα 2002, Koliopoulos et al. 2004).<br />

Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των παραστάσεων των μαθητών, όπως προκύπτει από<br />

τη μελέτη των σχετικών επισκοπήσεων, είναι ότι, πέρα από φυσιολογικές<br />

ιδιομορφίες, οι περισσότερες εμφανίζονται σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα στα<br />

οποία έχουν αναζητηθεί με παρόμοιο τρόπο, ανεξάρτητα δηλαδή από εθνικότητα,<br />

κοινωνική τάξη, πολιτισμικό επίπεδο, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και από<br />

ηλικιακό επίπεδο. Επιχειρώντας μια κωδικοποίηση των κοινών στοιχείων των<br />

παραστάσεων, στο γενικότερο δυνατό επίπεδο προσέγγισης, μπορούμε να<br />

διακρίνουμε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά (Wandersee et al. 1994, Κόκκοτας 2002,<br />

Βλάχος 2004):<br />

• Ερμηνεία φαινομένων μέσα από συλλογισμούς γραμμικού αιτιακού χαρακτήρα,<br />

νοητικούς μηχανισμούς, δηλαδή, οι οποίοι στηρίζονται στο σχήμα «το<br />

αποτέλεσμα είναι ανάλογο προς το αίτιο». Η αιτιότητα στα φαινόμενα είναι για<br />

τα παιδιά μονόδρομη με φορά από το «δράστη» προς το «υποκείμενο». Έτσι<br />

δυσκολεύονται να αποδεχθούν έννοιες όπως αυτές της αλληλεπίδρασης, της<br />

δράσης-αντίδρασης ή της δυναμικής ισορροπίας και συγκροτούν προσωπικά<br />

σχήματα ερμηνείας για φαινόμενα που διέπονται από τέτοιου τύπου σχέσεις.<br />

• Φαινομενολογική αντιμετώπιση των γεγονότων με αποτέλεσμα την<br />

αδιαφοροποίητη πρόσληψη και επεξεργασία εννοιών και φαινομένων (δύναμη–<br />

πίεση, θερμότητα–θερμοκρασία, ηλεκτροστατικά–μαγνητικά φαινόμενα, κ.λ.π.).<br />

• Απόδοση ιδιοτήτων φυσικής οντότητας σε έννοιες (κρύο, δύναμη, κ.λ.π.).<br />

• Αντιμετώπιση φυσικών εννοιών ως ιδιοτήτων των σωμάτων (βάρος, χρώμα,<br />

κ.λ.π.).<br />

• Ανιμιστική αντίληψη φυσικών οντοτήτων (φως, ηλεκτρικό ρεύμα, κ.λ.π.).<br />

• Εγωκεντρική και ανθρωποκεντρική αντίληψη των μεταβολών (όλα «γίνονται»<br />

και συμβαίνουν για να χρησιμεύουν στον άνθρωπο).<br />

• Εξάρτηση από το πλαίσιο αναφοράς στην επίλυση προβλημάτων. Ενώ, δηλαδή, η<br />

αντιμετώπιση προβλημάτων «σχολικού» τύπου γίνεται μέσα από την επίκληση<br />

* Και τα δύο αυτά έργα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορούν με τίτλους Οι ιδέες των<br />

μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες (1993), εκδ. ΕΕΦ-Τροχαλία και Οικο-δομώντας τις έννοιες των<br />

Φυσικών Επιστημών (1998), εκδ. Τυπωθήτω αντίστοιχα.<br />

25


της σχολικής γνώσης, στα μη τυποποιημένα προβλήματα επανέρχονται και<br />

χρησιμοποιούνται τα αυθόρμητα συγκροτημένα παραστατικά σχήματα.<br />

Τα χαρακτηριστικά αυτά, πέρα από την προσπάθεια προσέγγισης των καταβολών<br />

τους με την αναγωγή στις σύγχρονες ψυχολογικές και επιστημολογικές θεωρήσεις για<br />

τη μάθηση, έλκουν σαφώς την καταγωγή τους και από τον ίδιο το χαρακτήρα των<br />

Φυσικών Επιστημών, ως γνωστικής διαδικασίας προσέγγισης του φυσικού κόσμου<br />

μέσα από εννοιολογικές επινοήσεις, συστηματικές αφαιρέσεις και μοντελοποιήσεις,<br />

στοιχεία τα οποία η εκπαίδευση χρησιμοποιεί ως εργαλεία μάθησης ευνοώντας τη<br />

δημιουργία «λογικών» αντιφάσεων μεταξύ των αυθόρμητων συλλογισμών και της<br />

επιστημονικής σκέψης. Ο προσδιορισμός, επομένως, των νοητικών σχημάτων, των<br />

εναλλακτικών ερμηνειών και των γνωστικών εμποδίων που συναντώνται στη<br />

βιωματική σκέψη των παιδιών, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για όλους τους τομείς της<br />

εκπαίδευσης στις Φυσικές Επιστήμες, τόσο σε ερευνητικό επίπεδο όσο και σε<br />

επίπεδο διδακτικής πρακτικής, καθώς:<br />

- Επιτρέπει τη διερεύνηση των μηχανισμών οικοδόμησης των αυθόρμητων ιδεών<br />

των μαθητών.<br />

- Ευνοεί το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση ειδικών διδακτικών<br />

παρεμβάσεων με στόχο την αντιμετώπιση των δυσχερειών που εντοπίζονται.<br />

- Επηρεάζει την εκπόνηση αναλυτικών προγραμμάτων, τη συγγραφή σχολικών<br />

βιβλίων και την ανάπτυξη διδακτικών στρατηγικών.<br />

Συνεπώς κάθε διδακτική αλλά και παιδαγωγική πρακτική στις Φυσικές Επιστήμες<br />

είναι υποχρεωμένη, για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στους στόχους που η ίδια<br />

θέτει, να αντιμετωπίσει τις βιωματικές νοητικές παραστάσεις ως αφετηριακό και<br />

θεμελιώδες πρόβλημα. Από τη στιγμή δηλαδή που αναγνωρίζει τόσο τη σημαντική<br />

επίδραση που ασκούν στον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές προσλαμβάνουν τις<br />

έννοιες ή ερμηνεύουν τα φυσικά φαινόμενα, όσο και τις προεκτάσεις τους στο<br />

γενικότερο εκπαιδευτικό σχεδιασμό, δεν είναι δυνατόν να τις παρακάμψει αγνοώντας<br />

τις.<br />

26


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2<br />

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΗ<br />

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ<br />

27


Η διερεύνηση της σχέσης της Ιστορίας της Επιστήμης (Ι.Ε.) με τη διδασκαλία των<br />

Φυσικών Επιστημών (Φ.Ε.) αποτελεί ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί τους ερευνητές<br />

των εκπαιδευτικών θεμάτων για περισσότερο από έναν αιώνα. Στο ερώτημα κατά<br />

πόσον είναι πρόσφορη ή εφικτή η διδακτική αξιοποίηση της Ι.Ε., οι απαντήσεις<br />

ποικίλουν από την πλήρη άρνηση έως την ενθουσιώδη κατάφαση. Σε κάθε<br />

περίπτωση, οι αποφάνσεις συνοδεύονται από ευλογοφανή επιχειρήματα, τα οποία<br />

συνιστούν τη βάση για την ανάπτυξη ενός πλούσιου και γόνιμου διαλόγου. Σε μια<br />

προσπάθεια σχηματοποίησης των απορριπτικών τοποθετήσεων, οι Fauvel & Van<br />

Maanen (2000) καταλήγουν σε οκτώ επιχειρήματα, τα οποία μπορούν να αποδοθούν,<br />

σε κωδικοποιημένη μορφή, με τις ακόλουθες προτάσεις (Τζανάκης 2001):<br />

1. Άλλο η Ιστορία και άλλο η Φυσική. Για να κατανοήσει κανείς την Ι.Ε. πρέπει<br />

προηγουμένως να γνωρίζει Φυσική. Επομένως, θα πρέπει πρώτα να διδαχθεί το<br />

συγκεκριμένο αντικείμενο και στη συνέχεια την ιστορική του ένταξη.<br />

2. Τις περισσότερες φορές η ιστορική εξέλιξη ενός θέματος (μιας έννοιας, μιας<br />

θεωρίας, της ερμηνείας ενός φυσικού φαινομένου) αποτελεί μια διαδικασία<br />

περίπλοκη, μη γραμμική, με παλινδρομήσεις ή/και οπισθοδρομήσεις και<br />

λαμβάνει χώρα σε κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες πολύ διαφορετικές από<br />

αυτές στις οποίες βρίσκονται οι σημερινοί μαθητές. Κατά συνέπεια, μια<br />

διδασκαλία που στηρίζεται στην ιστορία είναι δυνατό να προκαλέσει<br />

περισσότερες συγχύσεις απ’ ό,τι αποσαφηνίσεις.<br />

3. Οι επιστημονικές θεωρίες αλλάζουν, τα φυσικά φαινόμενα όμως παραμένουν τα<br />

ίδια. Από τη στιγμή που ρητά διατυπωμένος στόχος των Φ.Ε. είναι η κατανόηση<br />

και ερμηνεία τους, προς τι η αναδρομή στο παρελθόν;<br />

4. Οι διδασκόμενοι, χωρίς ευρύτερη αντίληψη του ιστορικού «γίγνεσθαι» -<br />

αποτέλεσμα της έλλειψης ιστορικής παιδείας- μπορεί να αποκομίσουν μια<br />

αποσπασματική αίσθηση του παρελθόντος. Άρα, η κατανόηση του ιστορικού<br />

πλαισίου των Φ.Ε. αποτελεί ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο.<br />

5. Μια διδακτική προσέγγιση βασισμένη στην Ι.Ε. απαιτεί περισσότερο χρόνο που<br />

δεν είναι πάντα διαθέσιμος.<br />

6. Δεν υπάρχουν σαφείς και αποτελεσματικοί τρόποι αξιολόγησης της θετικής ή<br />

αρνητικής επίδρασης της Ι.Ε. στη διδασκαλία των Φ.Ε.<br />

7. Υπάρχει έλλειψη διαθέσιμων ιστορικών πηγών στους διδάσκοντες.<br />

8. Υπάρχει έλλειμμα ιστορικής παιδείας των διδασκόντων.<br />

Στον αντίποδα των διατυπωμένων αντιρρήσεων, μια σειρά επιστημόνων και<br />

ερευνητών επιχειρεί, άλλοτε περισσότερο εμφατικά και άλλοτε λιγότερο, να<br />

απαντήσει πειστικά στις αρνητικές τοποθετήσεις και μέσα από τη συγκρότηση<br />

θεωρητικών σχηματοποιήσεων ή/και την πραγματοποίηση εμπειρικών ερευνών να<br />

αναιρέσει τις (βάσιμες) επιφυλάξεις, καταδεικνύοντας τη δυνατότητα ευεργετικής<br />

συμβολής της Ι.Ε. στη Διδακτική των Φ.Ε. Σε μια προσπάθεια χαρτογράφησης,<br />

αποδελτίωσης και συγκριτικής παρουσίασης των σχετικών εργασιών, οι Seroglou &<br />

Koumaras (2001) καταθέτουν έναν θεματικό χάρτη στον οποίο παρουσιάζεται το<br />

σύνολο των προτάσεων που έχουν βιβλιογραφικά καταγραφεί από το 1893 μέχρι το<br />

2000. Από την πλευρά μας, επιχειρώντας να κωδικοποιήσουμε τις διάφορες<br />

ερευνητικές τάσεις που διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται στο χώρο αυτό με<br />

κριτήριο τον άμεσο ή έμμεσο ρόλο της Ι.Ε. στη διδασκαλία των Φ.Ε., διακρίνουμε<br />

δύο κύριους άξονες προσέγγισης του ζητήματος –όχι αμοιβαία αποκλειόμενους: α) τη<br />

διδακτική αξιοποίηση της Ι.Ε. ως μέσου διδασκαλίας και μάθησης των Φ.Ε. και β) τη<br />

συμβολή της Ι.Ε. ως ερευνητικού και μεθοδολογικού εργαλείου, στη Διδακτική των<br />

Φ.Ε.<br />

28


2.1. Η Ιστορία της Επιστήμης ως μέσον διδασκαλίας και μάθησης των Φυσικών<br />

Επιστημών<br />

Την πρώτη προσπάθεια αναζήτησης μιας γόνιμης σχέσης μεταξύ της Ι.Ε. και της<br />

διδασκαλίας των Φ.Ε. βρίσκουμε στην Αγγλία στα μέσα του 19 ου αιώνα, όταν ο<br />

Δούκας του Argyll, στην προσφώνησή του το 1856 στα μέλη της British Association<br />

for the Advancement of Science υποστηρίζει: “Αυτό που αναζητούμε στη διδασκαλία<br />

των νέων, δεν είναι τόσο η γνώση των αποτελεσμάτων όσο η κατανόηση της μεθόδου<br />

και, πάνω απ’ όλα, η Ιστορία της Επιστήμης … αυτό είναι που πρέπει να διδάξουμε<br />

εάν επιθυμούμε μια εκπαίδευση αντάξια των μεγάλων προσδοκιών μας” (Matthews<br />

1992, σ.1). Λίγο αργότερα ο Αυστριακός φυσικός και φιλόσοφος Ernst Mach στο<br />

κλασικό του έργο The Science of Mechanics (1883/1960, p.316) επισημαίνει: “Η<br />

ιστορική έρευνα της εξέλιξης της Επιστήμης είναι αναγκαία αν δε θέλουμε οι αρχές<br />

και οι έννοιες που πηγάζουν απ’ αυτήν να παραμείνουν κενές επιταγές ή, ακόμη<br />

χειρότερα, κοινές προκαταλήψεις”. Οι καταστροφικές συνέπειες του 1 ου παγκοσμίου<br />

πολέμου αποτέλεσαν την αφορμή για να επανέλθει η British Association στο θέμα<br />

και να προτρέψει τη χρήση της Ι.Ε. στην Εκπαίδευση “…ως καταλύτη που θα<br />

μπορούσε να διαλύσει το τεχνητό φράγμα που υψώνεται ανάμεσα στις<br />

Ανθρωπιστικές και τις Φυσικές Επιστήμες” (Matthews, ό.π.). Από την πλευρά του, ο<br />

Γάλλος θεωρητικός φυσικός Paul Langevin, στο άρθρο του La valeur éducative de l’<br />

Histoire des Sciences, κριτικάρει το μοντέλο διδασκαλίας της Φυσικής στην εποχή<br />

του ως “…διδασκαλίας δογματικής και στατικής που οδηγεί στη λανθασμένη<br />

εντύπωση πως η Φυσική είναι κάτι νεκρό και τελειωμένο” (Langevin 1926/1964, p.<br />

195), εκφράζοντας παράλληλα την ανάγκη μιας ουμανιστικής προσέγγισής της, ώστε<br />

να συνεισφέρει σ’ αυτό που ο ίδιος όρισε ως «γενική κουλτούρα» (culture generale)<br />

των επιστημόνων και των μαθητών. Στο παιδαγωγικό επίπεδο, ο Langevin πιστεύει<br />

ότι η επιστροφή στις αυθεντικές πηγές της γνώσης είναι η καταλληλότερη μέθοδος<br />

για την υλοποίηση του μοντέλου του τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι “…μέσα από<br />

την Ιστορία της Επιστήμης θα καταδειχθούν ο δυναμικός, εξελικτικός και<br />

διαλεκτικός χαρακτήρας του περιεχομένου και της μεθοδολογίας της Φυσικής, οι<br />

κοινωνικές και ανθρώπινες ρίζες της και η αλληλεπίδρασή της με τις άλλες<br />

ανθρώπινες δραστηριότητες” (ό. π.).<br />

Οι ιδέες αυτές -ανεκμετάλλευτες για αρκετά χρόνια- αποτέλεσαν το θεωρητικό<br />

υπόβαθρο για την ανάπτυξη ενός ρεύματος έρευνας και εφαρμογής ιδεών, προς την<br />

κατεύθυνση της αξιοποίησης της Ι.Φ.Ε. ως μέσου διδασκαλίας και μάθησης των Φ.Ε.<br />

Το 1948 ο J. Conant, υπεύθυνος της Προπτυχιακής Γενικής Εκπαίδευσης του<br />

Harvard, δημοσιεύει στις Η.Π.Α. το Harvard Case Histories in Experimental Science,<br />

μια σειρά από 8 μελέτες ιστορικών περιπτώσεων στους τομείς της Φυσικής, της<br />

Χημείας και της Βιολογίας, απευθυνόμενος σε κολεγιακούς σπουδαστές κοινωνικών<br />

επιστημών, με σκοπό να τους φέρει πιο κοντά στην εξέλιξη, την μεθοδολογία και την<br />

κοινωνική σημασία της επιστήμης (Conant 1948/1957). Βασισμένος στην ίδια ιδέα, ο<br />

L. Klopfer το 1956 ξεκινάει τη δική του προσπάθεια παρουσίασης ιστορικών<br />

περιπτώσεων, απευθυνόμενος σε μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Μετά<br />

από 8 χρόνια συνεχών πειραματικών εκδόσεων, διδακτικών ελέγχων, εκτιμήσεων και<br />

αξιολογήσεων, το έργο του History of Science Cases παίρνει την τελική του μορφή,<br />

περιλαμβάνοντας 9 συνολικά τίτλους (Klopfer 1964a). Σε κάθε περίπτωση μελετάται<br />

η εξέλιξη μιας ευρύτερης επιστημονικής έννοιας από τον τομέα των Φ.Ε. (π.χ. η<br />

φύση του φωτός, η ατμοσφαιρική πίεση, η δραστικότητα των αλογόνων, κ.λ.π.) με τη<br />

μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια. Έμφαση δίνεται τόσο στις διαδικασίες της<br />

ιστορικής εξέλιξης της έννοιας όσο και στην επιστημονική μεθοδολογία. Μέσα από<br />

την προσέγγιση αυτή εμφανίζονται οι ισχυρές αλληλεπιδράσεις μεταξύ επιστήμης,<br />

29


πολιτισμού και κοινωνίας, σκοπό στον οποίο προσβλέπει τελικά ο συγγραφέας<br />

(Klopfer 1964b). Στηριγμένη στις παραπάνω προσπάθειες αναπτύσσεται τη δεκαετία<br />

του ’60 στις Η.Π.Α. μια τεχνική διδασκαλίας με τίτλο «Historical case studies». Με<br />

την τεχνική αυτή οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον τρόπο με τον<br />

οποίο μεγάλοι επιστήμονες του παρελθόντος αντιμετώπισαν διάφορα εννοιολογικά<br />

και μεθοδολογικά προβλήματα και κατόπιν να τα συζητήσουν και να τα<br />

διερευνήσουν μέσα στο εργαστήριο (Δέδες 1997). Μετά από μια δεκαετία περίπου<br />

εφαρμογής το εγχείρημα εγκαταλείπεται. Οι ανασταλτικοί παράγοντες που<br />

επέδρασαν φαίνεται να ήταν κυρίως τρεις (Κολιόπουλος & Ψύλλος 1982, σ. 96) :<br />

1. Ιδεολογικού χαρακτήρα (αδιαφορία για τις ιστορικές μεθόδους).<br />

2. Επιστημολογικού χαρακτήρα (οι καθηγητές και οι μαθητές θα εμπλέκονταν στο<br />

χώρο των επιστημολογικών διαμαχών).<br />

3. Οι δυσκολίες που συνάντησαν οι εκπαιδευτικοί στην εφαρμογή της μεθόδου ως<br />

αποτέλεσμα της πλήρους απουσίας «ιστορικής παιδείας» από μέρους τους.<br />

Παράλληλα με το προηγούμενο ρεύμα, αναπτύσσεται στις Η.Π.Α. το Harvard<br />

Physics Project (HPP), ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διδασκαλίας που διακρίνεται<br />

από μια ουμανιστική φιλοσοφία και το οποίο θέτει ως έναν από τους βασικούς<br />

στόχους του την προσέλκυση περισσότερων μαθητών στο, κατ’ επιλογήν για τις<br />

Η.Π.Α. στο επίπεδο του Λυκείου, μάθημα των Φ.Ε. Καινοτομικό στοιχείο του<br />

προγράμματος αυτού είναι η αντιμετώπιση της Ι.Ε. ως οργανωτικής αρχής, με τη<br />

χρήση αυθεντικού ιστορικού υλικού και τη δομή των σχολικών βιβλίων<br />

εναρμονισμένη στην ιστορική ένταξη και ανάπτυξη των ιδεών και εννοιών των Φ.Ε.<br />

Το πρόγραμμα παρακολούθησε το 15% του μαθητικού πληθυσμού των Λυκείων στο<br />

πλαίσιο ενός εθνικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού, ενώ η εφαρμογή του συνοδεύτηκε<br />

και από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αξιολόγησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως<br />

αυτή η ιστορικού–ουμανιστικού χαρακτήρα προσέγγιση των Φ.Ε. προκάλεσε μεγάλο<br />

ενδιαφέρον και διαμόρφωσε θετικές στάσεις των μαθητών προς τις Φ.Ε., σε ευρεία<br />

μάλιστα κλίμακα. Ο κύριος στόχος του HPP θεωρήθηκε ότι είχε επιτευχθεί (Welch<br />

1973). Ωστόσο δεν παρουσιάστηκε ιδιαίτερη βελτίωση στην κατανόηση του<br />

περιεχομένου και των μεθοδολογικών διαδικασιών των Φ.Ε. (Holton 1978). Η<br />

αδυναμία αυτή σε συνδυασμό με την αποτυχία μιας επαρκούς κατάρτισης των<br />

διδασκόντων σε ζητήματα της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας των Φ.Ε., οδήγησε και<br />

αυτό το ρεύμα, μετά από 5 χρόνια εφαρμογής, σε συρρίκνωση.<br />

Η εγκατάλειψη των προγραμμάτων τα οποία στόχευαν στην ενσωμάτωση της Ι.Ε.<br />

στη διδασκαλία των Φ.Ε., δημιουργεί κατά τη δεκαετία του ’70 ένα κλίμα έντονου<br />

προβληματισμού για τη διδακτική αξία της Ι.Ε. και στις συζητήσεις που ακολουθούν<br />

διατυπώνονται έντονες επιφυλάξεις, ιδιαίτερα από την πλευρά των ιστορικών της<br />

Επιστήμης, σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας προοπτικής. Ο M. Klein<br />

υποστηρίζει ότι οι δάσκαλοι των Φ.Ε. επιλέγουν και χρησιμοποιούν υλικό από την<br />

Ι.Ε. με γνώμονα τη διεύρυνση των παιδαγωγικών τους επιδιώξεων και αυτό γίνεται<br />

σε βάρος της Ιστορίας και πολλές φορές σε αντι-ιστορική βάση: “Είναι πολύ δύσκολο<br />

να φανταστεί κανείς πώς μπορεί να συνδυαστεί ο πλούτος και η πολυπλοκότητα ενός<br />

γεγονότος –ζήτημα που αποτελεί κεντρικό ζητούμενο για τον ιστορικό- με τον<br />

αυστηρά καθορισμένο τρόπο πρόσληψής του που αποζητά ο φυσικός” (Klein 1972,<br />

p.16). Ο S. Brush επισημαίνει τον κίνδυνο αρνητικής επίδρασης της Ι.Ε. στο<br />

επιστημονικό ιδεώδες που έχουν συγκροτήσει οι μαθητές, καθώς υποσκάπτει τις<br />

βεβαιότητες του επιστημονικού δόγματος, ενός δόγματος εξαιρετικά χρήσιμου για<br />

την ενίσχυση του ενθουσιασμού αυτού που διδάσκεται τις Φ.Ε.: “Κάθε ιστορική<br />

αναφορά που εγείρει αμφιβολίες στη σκέψη των μαθητών για το κατά πόσον τα<br />

πρότυπά του από το χώρο της επιστήμης –φιγούρες όπως αυτές του Γαλιλαίου, του<br />

30


Ντάλτον, ή του Μέντελ- υπηρέτησαν το ισχύον επιστημονικό δόγμα, υπονομεύει<br />

τους στόχους της διδασκαλίας και ως εκ τούτου κρίνεται ακατάλληλη” (Brush 1974,<br />

p.1165). Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι η Ι.Ε. θα πρέπει να διδάσκεται μόνο σε<br />

ώριμα ακροατήρια μαθητευόμενων στις Φ.Ε. Ο T. Kuhn από την πλευρά του, ήδη<br />

από τη Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962), εκφράζει τις<br />

«επιστημολογικές» αντιρρήσεις του για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η Ι.Ε.<br />

στα σχολικά εγχειρίδια: “Τα εγχειρίδια ξεκινούν περιορίζοντας την αντίληψη του<br />

μαθητευόμενου επιστήμονα για την ιστορία του κλάδου του και στη συνέχεια<br />

προσπαθούν να επιβάλλουν ένα υποκατάστατο αυτού που έχει εξαλειφθεί. …με την<br />

κατάλληλη επιλογή και την παραποίηση, οι επιστήμονες παλιότερων εποχών<br />

παρουσιάζονται να έχουν εργαστεί πάνω στο ίδιο σύνολο σταθερών προβλημάτων<br />

και να έχουν συμμορφωθεί με το ίδιο σύνολο σταθερών κανόνων, που έφτασαν να<br />

φαίνονται επιστημονικά έγκυροι μετά την πιο πρόσφατη επανάσταση στη θεωρία και<br />

στη μέθοδο” (Kuhn 1981, σ. 217). Μερικά χρόνια αργότερα, στη δεύτερη έκδοση του<br />

βιβλίου του The Essential Tension (1977), επανέρχεται στο θέμα υποστηρίζοντας ότι<br />

η ιστορία των σχολικών εγχειριδίων κάνει τους μαθητές και τους επιστήμονες να<br />

αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μια μακρόχρονη και δογματική ιστορική παράδοση:<br />

“Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της διδασκαλίας των Φ.Ε. είναι ότι, σε μια<br />

έκταση αδιανόητη για άλλο επιστημονικό κλάδο, η Ι.Ε. προσεγγίζεται εξολοκλήρου<br />

μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια … έτσι, οι μαθητές αποθαρρύνονται από το να<br />

ανατρέξουν στους κλασικούς ιστορικούς συγγραφείς του πεδίου τους, μέσα από το<br />

έργο των οποίων μπορούν να ανακαλύψουν άλλους τρόπους για τη θεώρηση των<br />

προβλημάτων που συζητούνται στα εγχειρίδιά τους” (Kuhn 1977, p. 228-229). Τέλος,<br />

ο M. Whitaker διαπιστώνει τη μετάπλαση της Ιστορίας όχι μόνο ως προς τους<br />

παιδαγωγικούς στόχους, αλλά και ως προς την «επιστημονική ιδεολογία» του<br />

συγγραφέα του εγχειριδίου υποστηρίζοντας ότι η μόνη Ιστορία η οποία είναι δυνατόν<br />

να παρουσιαστεί κατά τη διδασκαλία των Φ.Ε. είναι μια «ψευδο-Ιστορία». Αυτή η<br />

ψευδο-Ιστορία είναι “…το αποτέλεσμα ενός μεγάλου αριθμού βιβλίων τα οποία<br />

γράφονται από συγγραφείς που θέλουν να κάνουν πιο ζωντανή την παρουσίαση του<br />

περιεχομένου τους με την προσθήκη ενός ιστορικού υπόβαθρου . όμως το μόνο που<br />

καταφέρνουν είναι ξαναγράψουν βήμα-βήμα την Ιστορία έτσι ώστε να ταιριάζει με<br />

τη Φυσική τους” (Whitaker 1979, p. 109).<br />

Η δεκαετία του ’80 ωστόσο σηματοδοτεί ένα νέο σημείο εκκίνησης για το ερευνητικό<br />

ρεύμα που προσβλέπει σε έναν άμεσο ρόλο της Ι.Ε. στη διδασκαλία των Φ.Ε. Δύο<br />

είναι οι παράγοντες οι οποίοι συνεισφέρουν στην αναθέρμανση αυτής της<br />

προοπτικής:<br />

α) η διάχυση των πορισμάτων της Διδακτικής των Φ.Ε., όπου μέσα από τον<br />

διακηρυγμένο διεπιστημονικό χαρακτήρα των προσεγγίσεών της δημιουργούνται<br />

ευνοϊκοί όροι για την αξιοποίηση καινοτομικών πρωτοβουλιών, και<br />

β) η επαναπροσέγγιση μεταξύ των Ιστορικών της Επιστήμης και των ερευνητών των<br />

Φ.Ε.<br />

Η σύγκλιση αυτή εκδηλώνεται ενεργά στα συνέδρια που οργανώνει η European<br />

Physical Society το 1983 στη Παβία, το 1986 στο Μόναχο, το 1988 στο Παρίσι και<br />

το 1990 στο Cambridge (Matthews 1992, p. 12). Έτσι εκπονούνται, στην Αγγλία το<br />

National Science Curriculum for England and Wales, στις Η.Π.Α. το American<br />

Project 2061, στη Δανία το Danish national school curriculum και στην Ολλανδία το<br />

Dutch PLON (ό.π.), αναλυτικά προγράμματα στα οποία η Ι.Ε. δεν περιορίζεται σε<br />

«ένθετα» ή σε βιογραφίες σπουδαίων επιστημόνων, αλλά ενσωματώνεται οργανικά<br />

στην παρουσίαση και διαπραγμάτευση των επιλεγμένων γνωστικών αντικειμένων.<br />

Σημαντική ώθηση στις προσπάθειες αυτές δίνουν τα διαδεδομένα σε πολλά σχολεία<br />

και πανεπιστήμια προγράμματα «Επιστήμης, Τεχνολογίας και Κοινωνίας» (Science-<br />

31


Technology-Society, STS), τα οποία εντάσσοντας την Ιστορία και τη Φιλοσοφία στη<br />

διδασκαλία των Φ.Ε. εκφράζουν μια νέα τάση που “…αναδεικνύει την «Επιστήμη ως<br />

Κουλτούρα» (Science as Culture) επαναπροσδιορίζοντας τους στόχους μιας<br />

εκπαίδευσης στις Φ.Ε. που απευθύνεται σε όλους τους πολίτες (Science for All) και<br />

ξεπερνά τον επιστημονικό αποκλεισμό” (Σέρογλου & Κουμαράς 2001, σ. 23). Το<br />

κλίμα αυτό μεταφέρεται και στην Ελλάδα και εκφράζεται με τη συγκρότηση ενός<br />

νέου αναλυτικού προγράμματος Φυσικής στα Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια την<br />

περίοδο 1984-85, θέτοντας ως έναν από τους κεντρικούς διδακτικούς του στόχους<br />

“…την κατανόηση της αλληλεπίδρασης της επιστήμης με τα κοινωνικά<br />

συμβαίνοντα” (Κασσέτας 1992, σ. 30). Η προσπάθεια υποστηρίζεται από τη<br />

συγγραφή σχολικών εγχειριδίων (Δαπόντες κ. ά. 1984), στα οποία επιχειρείται να<br />

αξιοποιηθεί η Ι.Ε. με την παρουσίαση των φυσικών εννοιών μέσα στα πλαίσια της<br />

καταγωγής και της ιστορικής εξέλιξής τους. Το πρόγραμμα αφού επεκτείνεται στα<br />

Λύκεια όλης της χώρας το 1997, εγκαταλείπεται μετά από αρκετά χρόνια εφαρμογής<br />

χωρίς ποτέ να αξιολογηθεί ερευνητικά η αποτελεσματικότητά του σε σχέση με τους<br />

στόχους που τέθηκαν.<br />

Ταυτόχρονα, παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο μια αύξηση του ερευνητικού<br />

ενδιαφέροντος για τα σχετικά ζητήματα, η οποία αποτυπώνεται με την ίδρυση του<br />

International History Philosophy and Science Teaching Group, τη διοργάνωση<br />

διεθνών θεματικών συνεδρίων (Florida 1989, Kingston 1992, Szombathely 1994,<br />

Minneapolis 1995, Bratislava 1996, Pavia 1999, Denver 2001, Winnipeg 2003) και<br />

την κυκλοφορία ειδικευμένων περιοδικών (Science & Education 1992). Στα πλαίσια<br />

αυτά δημοσιεύονται θεωρητικές μελέτες αλλά και εμπειρικές έρευνες, οι οποίες<br />

διερευνούν τα μαθησιακά αποτελέσματα και ελέγχουν τα όρια εφαρμογής της<br />

λειτουργικής ένταξης της Ι.Ε. στη διδασκαλία των Φ.Ε., ενώ παράλληλα<br />

κατατίθενται προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η<br />

νέα προσέγγιση. Η θεματολογία των ερευνών καλύπτει ένα ευρύ φάσμα<br />

προσεγγίσεων διερευνώντας το ρόλο της Ι.Ε. στο σχεδιασμό αναλυτικών<br />

προγραμμάτων, στην κατανόηση του περιεχομένου και της μεθοδολογίας των Φ.Ε.,<br />

στην κατανόηση της φύσης της επιστήμης και στην «ιστορική» κατάρτιση των<br />

διδασκόντων. Μια επιλογή των ερευνητικών αυτών προσπαθειών επιχειρούμε<br />

ακολούθως.<br />

2.1.1. Προτάσεις και ερευνητικά αποτελέσματα<br />

Ένας σημαντικός αριθμός ερευνητών που ασχολούνται με το ζήτημα της διδακτικής<br />

αξιοποίησης της Ι.Ε., εστιάζει την προσοχή του στο πρόβλημα της οργανικής ένταξής<br />

της στα σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα. Ο W. Sherratt (1982) πραγματοποιεί μια<br />

ιστορική ανασκόπηση της εξέλιξης της εκπαίδευσης στις Φ.Ε. κατά τη διάρκεια του<br />

πρώτου μισού του 20 ου αιώνα στην Αγγλία και παρουσιάζει τάσεις, προτάσεις και<br />

προβλήματα της χρήσης της Ι.Ε. στα αναλυτικά προγράμματα της χώρας του. Στη<br />

Δανία, οι Nielsen & Thomsen (1990) υποστηρίζουν με επιχειρήματα τη χρήση της<br />

Ιστορίας και της Φιλοσοφίας των Φ.Ε. στη διδασκαλία, ως μέσου που θα συνεισφέρει<br />

στην αλλαγή των στάσεων των μαθητών και την βαθύτερη κατανόηση των φυσικών<br />

εννοιών. Στο αναλυτικό πρόγραμμα που προτείνουν υπάρχει μια ισομερής κατανομή<br />

ανάμεσα στη διδασκαλία του περιεχομένου και στην παρουσίαση των Φ.Ε. ως<br />

ανθρώπινης δραστηριότητας. Μέσα από τη διατύπωση οκτώ προτάσεων, ο P.<br />

Whiteley (1993) υποστηρίζει το σημαντικό ρόλο της Ι.Ε. στη διδασκαλία των Φ.Ε.<br />

και τονίζει ότι η Ι.Ε. μπορεί να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο ενός αναλυτικού<br />

προγράμματος καθώς μπορεί, εκτός των άλλων, να χρησιμοποιηθεί λειτουργικά<br />

ακόμη και στις εξετάσεις για την αξιολόγηση των μαθητών. Ο G. Golin (1995)<br />

32


επιχειρεί μια ανασκόπηση των αποτελεσμάτων από τις εφαρμογές της Ι.Ε. στα<br />

αναλυτικά προγράμματα των Φ.Ε. και στην εκπαίδευση των δασκάλων την 20ετία<br />

1970-1990 στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Την ένταξη στοιχείων από την Ι.Ε. στα<br />

αναλυτικά προγράμματα των Φ.Ε. υποστηρίζουν και οι Gallili & Hazan (2000),<br />

βασισμένοι στα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που πραγματοποιούν στο Ισραήλ με<br />

μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από τρεις διαφορετικούς τύπους<br />

σχολείων. Οι ερευνητές αφού πρώτα καταγράφουν τις παραστάσεις των μαθητών στα<br />

υπό εξέταση διδακτικά αντικείμενα (φως, όραση, οπτικά είδωλα) και μετά την<br />

κωδικοποίησή τους σε μια εννοιολογικού τύπου σχηματοποίηση (facets-schemes),<br />

επιχειρούν το μετασχηματισμό τους με την εφαρμογή ενός προγράμματος<br />

διδασκαλίας ετήσιας διάρκειας, το οποίο στηρίζεται στην ενσωμάτωση στη διδακτέα<br />

ύλη ιστορικών μοντέλων ερμηνείας για τις εμπλεκόμενες έννοιες και τα φαινόμενα.<br />

Η σημαντικές διαφορές που διαπιστώθηκαν στις προόδους των μαθητών οι οποίοι<br />

εντάχθηκαν στο ερευνητικό πρόγραμμα, σε σχέση με τους μαθητές που ακολούθησαν<br />

το τυπικό αναλυτικό πρόγραμμα, οδηγούν τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η<br />

κατάλληλη επιλογή ιστορικού υλικού –με την έννοια της συμβατότητας του<br />

περιεχομένου με τις γνωστικές δομές των παιδιών- και η ένταξή του στα<br />

προγράμματα σπουδών είναι δυνατόν να πυροδοτήσει σε σημαντικό βαθμό την<br />

εννοιολογική αλλαγή στα υπό μελέτη αντικείμενα. Την αναγκαιότητα αλλά και τους<br />

όρους ενσωμάτωσης της Ι.Ε. στα αναλυτικά προγράμματα επισημαίνουν με εργασίες<br />

τους και άλλοι ερευνητές (Bybee et al. 1991, Jenkins 1996, Millar 1996,<br />

Κωστόπουλος & Κλωνάρη 1997, Stinner & Williams 1998, Τσελφές 2001, Hodson<br />

1992, Κιντή 2003).<br />

Τη διδακτική αξιοποίηση του ιστορικού υλικού για την κατανόηση του περιεχομένου<br />

των Φ.Ε. προτείνει μια σειρά σύγχρονων ερευνητών. Ο J. Wandersee (1986) θεωρεί<br />

ότι η Ι.Ε. παρέχει στρατηγική γνώση για το πώς οικοδομήθηκε, άλλαξε και διαδόθηκε<br />

μια επιστημονική αναπαράσταση. Επομένως, η κατάλληλη ενσωμάτωσή της στα<br />

σχέδια εργασίας των διδασκόντων μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικά<br />

αποτελεσματικό εργαλείο για την κατανόηση των φυσικών εννοιών. Οι μαθητές, σε<br />

συνεργασία με τον δάσκαλο, συγκρίνοντας και αντιπαραβάλλοντας μέσα στην τάξη<br />

τις σύγχρονες επιστημονικές με τις προγενέστερες ιστορικές απόψεις, είναι δυνατόν<br />

να ξεπεράσουν ανάλογες προσωπικές τους ιδέες και να υιοθετήσουν το αποδεκτό<br />

σήμερα επιστημονικό πρότυπο. Την ίδια διδακτική στρατηγική σύγκρισης και<br />

αντιπαράθεσης προτείνουν και άλλοι ερευνητές (Russell 1981, McCloskey & Kargon<br />

1988, Jenkins 1989, Matthews 1994, Bar & Zinn 1995, Monk & Osborn 1997,<br />

Lemmer et al. 1999, Πάπαρου 2003, Κωνσταντινίδη κ. ά. 2003). Στο ίδιο πλαίσιο<br />

στόχων εντάσσονται μελέτες και προτάσεις για την πραγματοποίηση<br />

δραματοποιημένων «ιστορικών διαλόγων» μέσα στη σχολική τάξη. Οι εμπνευστές<br />

των προτάσεων αυτών υποστηρίζουν ότι οι μαθητές, μέσα από την ανάληψη<br />

«ιστορικών» ρόλων και την αντιπαράθεση επιστημονικών επιχειρημάτων, είναι<br />

δυνατόν να οδηγηθούν σταδιακά στην σύγχρονη επιστημονική θεωρία ακολουθώντας<br />

την ιστορική εξέλιξη των ιδεών (Lochhead & Dufrence 1989, Solomon 1989,<br />

Κασσέτας 2003, Σέρογλου 2003).<br />

Στην προοπτική της κατανόησης της μεθοδολογίας των Φ.Ε. μέσα από τη<br />

συστηματική παρουσίαση συγκεκριμένων ιστορικών περιπτώσεων -μια μέθοδο που<br />

ανέπτυξε ο προγενέστερα ο L. Klopfer-, ο N. Kipnis (1993 & 1996) προτείνει τη δική<br />

ιστορική-(δι)ερευνητική (historical-investigative) μέθοδο προσέγγισης. Ο<br />

συγγραφέας υποστηρίζει ότι η επαφή των μαθητών με συγκεκριμένα επεισόδια της<br />

Ι.Ε., όπου περιγράφεται αναλυτικά ο τρόπος με τον οποίο επιστήμονες του<br />

παρελθόντος αντιμετώπισαν στο εργαστήριο συγκεκριμένα προβλήματα, είναι<br />

33


δυνατόν να τους βοηθήσει, σε σημαντικό βαθμό, να μυηθούν στην επιστημονική<br />

μεθοδολογία. Στη βάση αυτής της προβληματικής σχεδιάζει μια σειρά πειραμάτων με<br />

αφετηρία τις αντίστοιχες εργαστηριακές πρακτικές των επιστημόνων και<br />

πραγματοποιεί διδακτικές παρεμβάσεις με παιδιά, κυρίως του Δημοτικού. Το υλικό<br />

που συγκεντρώνεται από την ερευνητικό στάδιο της μεθόδου στο πεδίο της Οπτικής,<br />

χρησιμοποιείται στη συνέχεια ως διδακτικό υλικό σε σχολεία της Μιννεάπολης για<br />

επτά συνεχή έτη από ειδικά επιμορφωμένους δασκάλους. Τα αποτελέσματα της<br />

εφαρμογής της μεθόδου έδειξαν σημαντική αύξηση του ενδιαφέροντος των μαθητών<br />

για τις Φ.Ε., ενώ αξιόλογη θεωρήθηκε και η βελτίωση της κατανόησης της<br />

μεθοδολογίας. Ανάλογες προσπάθειες έχουν καταγραφεί και σε άλλες χώρες σε<br />

διάφορα γνωστικά πεδία των Φ.Ε. (Teichmann 1983, Krasilchik 1990, Kragh 1992,<br />

Flannery 1995, Kovács 1998).<br />

Τη συνδρομή της Ι.Ε. στην κατανόηση της επιστημολογικής διάστασης της<br />

επιστήμης διερευνούν επίσης αρκετοί ερευνητές, υποστηρίζοντας ότι με την<br />

παρουσίαση ιστορικών δεδομένων οι μαθητές εφοδιάζονται όχι μόνο με «γνώσεις<br />

από την επιστήμη» αλλά και με «γνώσεις σχετικά με την επιστήμη». Οι Solomon et<br />

al. (1996) σε έρευνά τους με βρετανούς μαθητές 15 ετών επιχειρούν να ανιχνεύσουν<br />

πώς επηρεάζεται η άποψη των μαθητών για τη φύση της επιστήμης, όταν το<br />

περιεχόμενο της διδασκαλίας είναι ιστορικά προσδιορισμένο. Τα αποτελέσματα της<br />

έρευνάς τους δείχνουν ότι μία διδασκαλία τέτοιου χαρακτήρα επιφέρει αλλαγή στις<br />

αντιλήψεις ενός σημαντικού ποσοστού μαθητών για το ρόλο της επιστήμης, από<br />

ανακαλυπτικό σε επεξηγηματικό. Επί πλέον ένα μικρό αλλά όχι αμελητέο ποσοστό<br />

μαθητών δείχνει να κατανοεί το ρόλο της φαντασίας και των διαδικασιών της<br />

μοντελοποίησης στη συγκρότηση των επιστημονικών θεωριών. Οι Kafai & Gilliland-<br />

Swetland (2001) από την πλευρά τους, σε έρευνά τους με μαθητές Δημοτικού 8-9<br />

ετών στις Η.Π.Α., εξετάζουν το βαθμό κατανόησης της ιστορικής εξέλιξης της<br />

επιστημονικής γνώσης μέσα από μια ειδικά σχεδιασμένη διδακτική παρέμβαση. Για<br />

το σκοπό της μελέτης τους χρησιμοποιούν αρχειακές και σύγχρονες πηγές ιστορικού<br />

υλικού από το χώρο των Φ.Ε. και στη συνέχεια εμπλέκουν τους μαθητές σε<br />

δραστηριότητες διαχείρισης και αρχειοθέτησης (επιλογή, σχολιασμό, σύγκριση και<br />

αξιολόγηση) με στόχο την παραγωγή διδακτικού υλικού. Με τον τρόπο αυτό οι<br />

μαθητές έρχονται σε επαφή με τις διαφορετικές μεθοδολογικές πρακτικές που<br />

εφαρμόστηκαν από τους επιστήμονες για το υπό μελέτη ζήτημα σε διαφορετικές<br />

ιστορικές περιόδους, συζητούν με το δάσκαλο τους λόγους που επέβαλλαν την<br />

αλλαγή του εκάστοτε τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος και κατανοούν τη<br />

υπόσταση της επιστήμης ως μέρους του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτισμικού<br />

γίγνεσθαι. Ελέγχοντας τα πλεονεκτήματα αλλά και τους περιορισμούς στους οποίους<br />

υπόκεινται τέτοιου τύπου παρεμβάσεις, ιδίως όταν απευθύνονται σε μαθητές μικρών<br />

ηλικιών, καταλήγουν σε θετικά αποτελέσματα σε σχέση με τους στόχους που<br />

τέθηκαν. Προς την ίδια κατεύθυνση είναι προσανατολισμένες και οι μελέτες άλλων<br />

ερευνητών (Arons 1984, Matthews 1989, Wandersee 1990, Hamburger 1990,<br />

Solomon 1991b, Duschl 1994, Matthews 2001, Κόκκοτας 2003).<br />

Ανεξάρτητα ωστόσο από το σημείο αφετηρίας και την τελική στόχευση των<br />

παραπάνω ερευνητικών ρευμάτων, ένας είναι ο παράγων η δράση του οποίου<br />

αναγνωρίζεται καθολικά ως καθοριστική για την αξιοποίηση ή μη της Ι.Ε. ως μέσου<br />

διδασκαλίας των Φ.Ε.: ο ίδιος ο εκπαιδευτικός ο οποίος καλείται να υλοποιήσει τα<br />

πορίσματα των σχετικών ερευνών. Από όλους σχεδόν τους ερευνητές που<br />

δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο χώρο, η έλλειψη «ιστορικής» παιδείας από<br />

την πλευρά των διδασκόντων, αναγνωρίζεται ως ο βασικός ανασχετικός παράγων<br />

στις προσπάθειες διδακτικής αξιοποίησης της Ι.Ε.<br />

34


Για τους Monk & Osborn (1997) οι αιτίες της αρνητικής στάσης των εκπαιδευτικών<br />

απέναντι σε μια τέτοια προοπτική είναι κυρίως δύο: α) οι αντιλήψεις τους για τη<br />

φύση και το ρόλο της επιστήμης β) οι πρακτικού χαρακτήρα απαιτήσεις μιας τέτοιου<br />

τύπου διδασκαλίας. Σε ό,τι αφορά την πρώτη αιτία, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι<br />

οι περισσότεροι δάσκαλοι των Φ.Ε. αντιμετωπίζουν το έργο τους αποκλειστικά ως<br />

μια διαδικασία μετάδοσης του περιεχομένου ενός επιστημολογικά έγκυρου<br />

γνωστικού συστήματος, γεγονός που τους ωθεί να εστιάζουν περισσότερο στο «τι<br />

γνωρίζουμε» και λιγότερο στο «πώς το γνωρίζουμε». Για το ίδιο θέμα ο J. Gallagher,<br />

ανιχνεύοντας τις αντιλήψεις εκπαιδευόμενων δασκάλων των Φ.Ε. στις Η.Π.Α.,<br />

διαπιστώνει ότι, σε συντριπτικό ποσοστό, οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί<br />

αντιλαμβάνονται την επιστήμη ως ένα καθιερωμένο «σώμα» γνώσεων και τεχνικών<br />

αναμφισβήτητης αξίας και απόλυτης εγκυρότητας. Ακόμη και όσοι διάκεινται<br />

ευνοϊκά σε μια προοπτική αξιοποίησης της Ι.Ε., επικαλούνται πρωτίστως λόγους<br />

καλλιέργειας θετικών στάσεων των μαθητών και δευτερευόντως λόγους που έχουν να<br />

κάνουν με μια πιο σφαιρική αντίληψη της φύσης της επιστήμης (Gallagher 1991). Σε<br />

ό,τι αφορά τις αναπόφευκτα μεγαλύτερες χρονικές και πρακτικές απαιτήσεις μιας<br />

ιστορικά προσανατολισμένης διδασκαλίας, χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις<br />

δασκάλων των Φ.Ε. στη Ν. Ζηλανδία σχετικά με τις προτεραιότητες της διδακτικής<br />

διαδικασίας, όπως καταγράφονται από τον D. Hodson (1993) και παρατίθενται από<br />

τον ίδιο (κατά σειρά μειούμενης σημασίας): α) διαχείριση και οργάνωση της<br />

διδακτέας ύλης β) μετάδοση των γνώσεων γ) κατανόηση της φύσης της<br />

επιστημονικής δραστηριότητας. Για τον συγγραφέα, η επιλογή των συγκεκριμένων<br />

προτεραιοτήτων έχει ουσιαστικά συντελέσει ώστε να μείνει αναξιοποίητο το ιστορικό<br />

υλικό που κατά καιρούς έχει παραχθεί (Addinell & Solomon 1983, Honey 1990,<br />

Solomon 1991a) ειδικά για την κατάρτιση των εκπαιδευτικών.<br />

Σε μια προσπάθεια υπέρβασης του συγκεκριμένου ανασχετικού παράγοντα, ο S.<br />

Rosen (1983) εστιάζει την προσοχή του στην κατάρτιση και επιμόρφωση των<br />

δασκάλων των Φ.Ε. και προτείνει την ένταξη μαθημάτων Ιστορίας και Φιλοσοφίας<br />

των Επιστημών στα προγράμματα σπουδών τους. Είναι ανάγκη, υποστηρίζει, να<br />

πειστεί ο διδάσκων για τον σημαντικό ρόλο της Ι.Ε. στην ανάδειξη της ουμανιστικής<br />

και κοινωνικής διάστασης της Επιστήμης καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να<br />

μεταλαμπαδεύσει τις ανθρωπιστικές αξίες στους μαθητές. Πέρα επομένως από το<br />

κύριο «σώμα» των γνώσεων και την επιστημονική μεθοδολογία, οι διδάσκοντες θα<br />

πρέπει να συνειδητοποιήσουν (και να μεταδώσουν) την επίδραση της επιστήμης στο<br />

κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι, ένα στοιχείο που αποτελεί πνευματικό εφόδιο<br />

κάθε μελλοντικού πολίτη ανεξάρτητα από την επαγγελματικές του επιλογές και την<br />

κοινωνική του εξέλιξη.<br />

Ο Β. Τσελφές (1989) υποστηρίζει ότι ο δάσκαλος δεν δικαιούται να παρουσιάζει μια<br />

μονολιθική (και εν πολλοίς στρεβλή) εικόνα των Φ.Ε. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο<br />

θα πρέπει να έχει ο ίδιος μια όσο το δυνατόν πιο πλατιά γνώση της προς διδασκαλία<br />

επιστήμης. Και η κατάκτηση αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ακαδημαϊκής<br />

κατάρτισής του σε ζητήματα της Ι.Ε. καθώς: α) μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης<br />

της δυναμικής σχέσης των επιστημονικών ιδεών με τα κοινωνικά και πολιτιστικά<br />

γεγονότα κάθε εποχής, είναι δυνατόν να προσεγγίσει τα θέματα που χρησιμοποιεί<br />

στις διδασκαλίες του από περισσότερες από μία «σκοπιές» β) η γνωριμία με τις<br />

εναλλακτικές θεωρίες που κατά καιρούς διατυπώθηκαν για την ερμηνεία των ίδιων<br />

(περίπου) γεγονότων, είναι δυνατόν να τον βοηθήσει στη διερεύνηση των δικών του<br />

επιστημονικών θεωριών σε σχέση με εκείνες των επιστημόνων που χρησιμοποιεί στις<br />

35


διδασκαλίες του γ) τα πορίσματα της Ι.Ε. μπορούν να του υποδείξουν τα αδύνατα<br />

σημεία πολλών παραδοσιακών διδακτικών μεθόδων.<br />

Για το ίδιο ζήτημα, ο M. Matthews (1992 & 1994) τονίζει ότι οι δάσκαλοι των Φ.Ε.<br />

οφείλουν να έχουν μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική αντίληψη της επιστήμης που<br />

διδάσκουν. Να γνωρίζουν, δηλαδή, όχι μόνο το περιεχόμενό της –κάτι που<br />

αυτονόητα θεωρείται απαραίτητο- αλλά επί πλέον τη δομή και τη φύση της . την<br />

ιστορική της εξέλιξη, την επιστημολογική της διάσταση και τη σχέση της με τις<br />

κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο<br />

συγκρότησης –θεμέλιο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, της παιδαγωγικής πρακτικής<br />

και του σχεδιασμού των αναλυτικών προγραμμάτων- μπορούν να συνεισφέρουν<br />

αποτελεσματικά η Ιστορία και η Φιλοσοφία των Επιστημών.<br />

Τέλος ο Α. Κασσέτας (2001), σε μια παιδαγωγικού χαρακτήρα προσέγγιση,<br />

υποστηρίζει ότι ο «ιστορικά» καταρτισμένος δάσκαλος, με τις κατάλληλες διδακτικές<br />

ενέργειες μπορεί να φέρει στο προσκήνιο όχι μόνο τη σκέψη του επιστήμονα αλλά<br />

και τις κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες της εποχής του. Τέτοιες ενέργειες θα<br />

βοηθήσουν τους μαθητές α) να γνωρίσουν τους δεσμούς ανάμεσα στις Φυσικές και<br />

τις άλλες επιστήμες μέσα από την ιστορική τους εξέλιξη β) να απομυθοποιήσουν το<br />

χαρακτήρα της «αυθεντίας» γ) να καταλάβουν ότι οι γνώσεις οικοδομούνται με την<br />

απόρριψη ορισμένων άλλων ιδεών δ) να αντιληφθούν το ρόλο του «λάθους» στην<br />

επιστήμη και στην απόκτηση των γνώσεων ε) να κατανοήσουν ότι ο λανθασμένος<br />

τρόπος σκέψης τους για ορισμένα ζητήματα στην αρχή της διδασκαλίας, συμπίπτει με<br />

τον τρόπο που σκέφτονταν οι άνθρωποι σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους<br />

(αποενοχοποίηση του λάθους).<br />

2.2. Η Ιστορία της Επιστήμης ως ερευνητικό και μεθοδολογικό εργαλείο στη<br />

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών<br />

Με στόχο την ανάδειξη του πολυδιάστατου ρόλου της Ι.Ε. στα πλαίσια των<br />

σύγχρονων αναζητήσεων της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών, ένας σημαντικός<br />

αριθμός ερευνητών κινείται τις τελευταίες δεκαετίες σε ένα διαφορετικό επίπεδο<br />

προσέγγισης. Επιδιώκοντας να αξιοποιήσει το ιστορικό υλικό με έναν έμμεσο τρόπο,<br />

αποφεύγει την άμεση παράθεση των ιστορικών δεδομένων κατά τη διάρκεια της<br />

διδασκαλίας (επομένως και των αναπόφευκτων χρονικών και άλλων περιορισμών<br />

που αυτή επιβάλλει) και επιχειρεί τη χρήση της Ι.Ε. ως μεθοδολογικό εργαλείο<br />

διδακτικής έρευνας και παραγωγής εκπαιδευτικού υλικού. Οι ερευνητές του<br />

ρεύματος αυτού εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ψυχολογική διάσταση των<br />

διαδικασιών της μάθησης και επιχειρούν με οδηγό την Ι.Ε. να αποκρυπτογραφήσουν<br />

τις διεργασίες που διέπουν τη συγκρότηση και αλλαγή των επιστημονικών<br />

αναπαραστάσεων, με στόχο να μεταφέρουν τα ιστορικά «διδάγματα» στις διδακτικές<br />

πρακτικές οικοδόμησης της σύγχρονης γνώσης από τους μαθητές. Αφετηριακό<br />

σημείο της τάσης αυτής αποτελούν οι επιστημολογικές θεωρήσεις οι οποίες<br />

αναγνωρίζουν την ύπαρξη αξιοσημείωτων ομοιοτήτων ανάμεσα στη συγκρότηση της<br />

επιστημονικής γνώσης στο άτομο και στην ιστορική ανάπτυξη των ιδεών στην<br />

επιστήμη.<br />

2.2.1. Η γνωστική οντογένεση και η επιστημονική φυλογένεση<br />

Η υπόθεση αυτή έχει τις ρίζες της στις αρχές του 19 ου αιώνα. Για πρώτη φορά ο G.<br />

Hegel διατυπώνει στο έργο του The phenomenology of Mind (1806/1931) την άποψη<br />

ότι η διαλεκτική των θεωριών της γνώσης συνδέεται με τη διαλεκτική των ιστορικών<br />

36


δομών της συνείδησης και της ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης. Την ιδέα<br />

επαναλαμβάνουν στα τέλη του ίδιου αιώνα οι E. Mach (1895/1943) και P. Duhem<br />

(1906/1954). Την ίδια περίπου εποχή, ο Γερμανός ζωολόγος E. Haeckel, βασιζόμενος<br />

σε παρατηρήσεις του Ρώσου K. Baer πάνω στα έμβρυα διαφόρων σπονδυλωτών,<br />

διατυπώνει με τη μορφή βιογενετικού νόμου τη θέση ότι κάθε οργανισμός<br />

επαναλαμβάνει στο αναπτυσσόμενο έμβρυό του όλα τα στάδια της βιολογικής<br />

εξέλιξης του είδους του, μια θέση η οποία αποδίδεται συμπυκνωμένα στην ιστορική<br />

φράση του «η οντογένεση επαναλαμβάνει τη φυλογένεση» (Asimov 1975). Παρά την<br />

–και πειραματική- απόρριψη της σχηματοποίησής του, η ιδέα επανέρχεται κατά τη<br />

διάρκεια του 20 ου αιώνα στον τομέα των ψυχολογικών θεωριών της γνώσης. Ο J.<br />

Piaget, αναπτύσσοντας τη θεωρία του για τη γνωστική εξέλιξη του ατόμου,<br />

διατυπώνει την άποψη ότι η εξέλιξη των ιδεών στην Επιστήμη και η ανάπτυξη της<br />

παιδικής σκέψης εμφανίζουν σαφείς ομοιότητες: “Η βασική υπόθεση της γενετικής<br />

επιστημολογίας είναι ότι υπάρχει ένας παραλληλισμός μεταξύ της γνωστικής<br />

προόδου στην ορθολογιστική οργάνωση της γνώσης (ιστορία της επιστήμης) και<br />

στην αντίστοιχα διαμορφούμενη ψυχολογική εξέλιξη … για το λόγο αυτό το πιο<br />

πρόσφορο πεδίο μελέτης για τους ψυχολόγους είναι αυτό της ιστορίας της<br />

ανθρώπινης σκέψης, με αφετηρία τον προϊστορικό άνθρωπο” (Piaget 1970, p.13). Σε<br />

μια προσπάθεια να τεκμηριώσει την άποψή του προσφέρει μια σειρά παραδειγμάτων<br />

για διάφορες φυσικές έννοιες, με τις οποίες μελετά το πέρασμα από την<br />

προεπιστημονική στην επιστημονική σκέψη του 17 ου αιώνα, σε αναλογία με το<br />

πέρασμα από το σύμπαν των «πρωτογόνων» στο Αριστοτελικό σύστημα και από εκεί<br />

στα μοντέλα της κλασσικής φυσικής (Piaget 1950b, pp. 70-89). Σε μεταγενέστερα<br />

βέβαια έργα του αποστασιοποιείται από τη λογική των αυστηρών αναλογιών και μιλά<br />

περισσότερο για ομοιότητες στα νοητικά εργαλεία (όπως η γενίκευση), στις<br />

διαδικασίες (όπως η διαρκής αναζήτηση αιτιών) και στους μηχανισμούς (όπως αυτός<br />

της εξισορρόπησης) παρά για ομοιότητες που αφορούν την ανάπτυξη συγκεκριμένων<br />

εννοιών των Φ.Ε. (Piaget & Garcia 1983). Ωστόσο οι αρχικές του θέσεις ήταν<br />

αρκετές για να πυροδοτήσουν έντονες επιστημολογικές συζητήσεις και να<br />

προκαλέσουν ισχυρές διαμάχες σχετικά με τη φύση αυτού του παραλληλισμού. Μια<br />

μερίδα επιστημόνων υιοθετεί αβίαστα την αρχική άποψη του Piaget και, στην πιο<br />

ακραία εκδοχή, υποστηρίζει ότι το άτομο κατά τη διάρκεια τη διάρκεια της<br />

γνωστικής του ανάπτυξης περνάει υποχρεωτικά από όλα τα ιστορικά στάδια εξέλιξης<br />

της επιστημονικής σκέψης (Murray 1979, Sherratt 1982, Eckstein & Kozhevnicov<br />

1997). Η παράφραση του βιολογικού σχήματος του Haeckel, στη μορφή που το<br />

υποδηλώνει ο T. Kuhn, «η γνωστική οντογένεση αντανακλά την επιστημονική<br />

φυλογένεση» (1977, p.21), μεταφέρει το ζήτημα στο χώρο των ιστορικών της<br />

Επιστήμης και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια αμφίδρομη διερεύνηση των<br />

συνεπειών του. Ο ίδιος ο Kuhn δηλώνει ότι “από τις συνεντεύξεις του Piaget με τα<br />

σημερινά παιδιά έχω μάθει πολλά σχετικά με το πώς να διατυπώνω ερωτήσεις για<br />

τους επιστήμονες στην ιστορία και μέσα από τις απαντήσεις των παιδιών κατάφερα<br />

να κατανοήσω τη φυσική του Αριστοτέλη” (ό. π.). Στην αντίστροφη κατεύθυνση, ο<br />

A. Koyré τονίζει ότι η φυσική του Αριστοτέλη ήταν αυτή που τον δίδαξε πώς να<br />

κατανοήσει τη σκέψη των παιδιών στις εργασίες του Piaget (ό. π.). Από την πλευρά<br />

του ο P. Kitcher (1988) ισχυρίζεται ότι όπως οι ψυχολόγοι μπορούν να κατανοήσουν<br />

καλύτερα τη γλωσσική πρόοδο των παιδιών μελετώντας τις αλλαγές στην Ι.Ε., έτσι<br />

και οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι της Επιστήμης μπορούν να ωφεληθούν πολλά<br />

μελετώντας τα πορίσματα από το χώρο της παιδικής ψυχολογίας. Ο D. Bickerton<br />

(1988), σε έρευνά του για την εξέλιξη της γλώσσας, υποστηρίζει ότι το γλωσσικό<br />

χάσμα που διαπιστώνεται στα παιδιά γύρω από την ηλικία των δύο ετών μας<br />

επιτρέπει να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τη γλωσσική εξέλιξη από τον<br />

πρώιμο sapiens στον homo sapiens. Σε ανάλογες έρευνες, οι W. Jung (1986), R.<br />

37


Giere (1987) και N. Nessersian (1989) χρησιμοποιούν ιδέες και μεθόδους των<br />

θεωριών της γνώσης για να μελετήσουν την εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών με<br />

ενθαρρυντικά αποτελέσματα.<br />

Από την άλλη πλευρά, αναπτύσσεται ένα πλήθος αντιρρήσεων ως προς την<br />

εγκυρότητα της υπόθεσης του αυστηρού παραλληλισμού. Ο T. Mischel (1971)<br />

υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη για να μπορεί<br />

να ενταχθεί αβίαστα στην υπόθεση ενός τέτοιου ισομορφισμού. Για τον J. Nussbaum<br />

(1983), η θέση ότι οι μαθητές απλώς επαναλαμβάνουν στις νοητικές παραστάσεις<br />

τους τη ιστορία της επιστήμης δεν αποτελεί παρά μια παρακινδυνευμένη<br />

υπεραπλούστευση. Σε μια πιο έντονη αντιπαράθεση, ο J. Lythcott (1983) αμφισβητεί<br />

ακόμα και τη βασιμότητα του χαρακτηρισμού των παραστάσεων των μαθητών με<br />

επίθετα δανεισμένα από την ιστορία της επιστήμης (Αριστοτελικές, κ.λ.π.). Οι<br />

εκφραστές των αντιρρήσεων επισημαίνουν ότι οι ψυχολογικοί, ηλικιακοί, κοινωνικοί<br />

και πολιτισμικοί παράγοντες που διαμορφώνουν κάθε φορά τη γνωστική δομή του<br />

ατόμου σηματοδοτούν με διαφορετικό τρόπο τη συγκρότηση των επιστημονικών<br />

εννοιών, σε βαθμό που να αποκλείεται η εκδοχή μιας ταύτισης μεταξύ των<br />

ιστορικών επιστημονικών μοντέλων και των αυθόρμητων παραστάσεων των<br />

μαθητών ή η αποδοχή μιας απλοϊκής και μηχανιστικής αντιστοίχισης. Τα<br />

επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζουν την άποψή τους μπορούν να<br />

κωδικοποιηθούν στις ακόλουθες προτάσεις:<br />

• Οι ερευνητές σε κάθε εποχή διαθέτουν ένα υψηλό επίπεδο επιστημονικής<br />

συγκρότησης στον τομέα τους. Για παράδειγμα, οι M. Wiser (1988) και S. Carey<br />

(1988) αποδεικνύουν με τις έρευνές τους ότι οι μεγάλοι πειραματιστές του 17 ου<br />

και 18 ου αιώνα ήταν εξαιρετικά καταρτισμένοι στα ανώτερα μαθηματικά και στα<br />

θέματα της μηχανικής, κάτι που ασφαλώς δεν συμβαίνει με τους μαθητές.<br />

• Οι επιστήμονες έχουν ανεπτυγμένη μεταγνωστική συγκρότηση (Carey 1988).<br />

Γνωρίζουν δηλαδή το σκοπό της έρευνάς τους, έχουν σφαιρική γνώση του<br />

αντικειμένου της μελέτης τους και κατανοούν τη σημασία των μεθόδων<br />

επαλήθευσης των υποθέσεών τους. Αντίθετα, οι μαθητευόμενοι στις φυσικές<br />

επιστήμες οικοδομούν τις φυσικές έννοιες χωρίς να ασχολούνται ενσυνείδητα με<br />

τις διαδικασίες συγκρότησής τους.<br />

• Οι επιστήμονες εργάζονται πάντα μέσα στα πλαίσια μιας αυστηρά καθορισμένης<br />

επιστημονικής παράδοσης, σε αντίθεση με την χωρίς περιοριστικούς όρους και<br />

επιστημολογικές δεσμεύσεις εννοιολογική συγκρότηση των μαθητών<br />

(McCloskey & Kargon 1988).<br />

• Οι κοινωνικές γνώσεις και οι τεχνολογικές δυνατότητες των πρώιμων<br />

επιστημόνων ήταν τελείως διαφορετικές από αυτές των σύγχρονων μαθητών<br />

(Gauld 1988 & 1991). Για παράδειγμα, οι έννοιες των σημείων τήξης και<br />

βρασμού ήταν άγνωστες στην προεπιστημονική εποχή, καθώς το υδραργυρικό<br />

θερμόμετρο επινοήθηκε από τον Fahrenheit μόλις στις αρχές του 18 ου αιώνα.<br />

• Η νεαρή ηλικία των μαθητών θέτει σαφείς περιορισμούς στις γνωστικές<br />

δυνατότητές τους . στην απομνημόνευση, στην επεξεργασία των πληροφοριών και<br />

στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει στην κατά<br />

τεκμήριο ώριμη ηλικία των επιστημόνων, όπου οι συγκεκριμένες νοητικές<br />

διεργασίες δομούνται με διαφορετικό τρόπο (Carey 1988). Ανάλογους<br />

περιορισμούς επιφέρει στη διαμόρφωση ή τη χρήση των διαφόρων εννοιών η<br />

αδυναμία ολοκληρωμένης λεκτικής διατύπωσης που παρατηρείται συνήθως<br />

στους μαθητές, σε αντίθεση με τη γλωσσική ωριμότητα των (σημερινών και<br />

παλαιότερων) επιστημόνων (Nesher 1988).<br />

• Η δημιουργία γνωστικών σχημάτων είναι προσωπική υπόθεση. Ο τρόπος με τον<br />

οποίο αναπτύχθηκε ένα γνωστικό σχήμα από τους δημιουργούς του δεν δείχνει<br />

38


σίγουρα τον τρόπο με τον οποίο ένας μαθητής θα δημιουργήσει το αντίστοιχο<br />

σχήμα (Τσελφές 1991).<br />

• Οι επιστημονικές θεωρίες αποτελούν μέρος συνεκτικών εννοιολογικών<br />

συστημάτων (επιστημονικών «παραδειγμάτων», με την έννοια που αποδίδει στον<br />

όρο ο T. Kuhn), με εσωτερική συνοχή και ευρύτητα εφαρμογής σε ένα πλήθος<br />

φυσικών φαινομένων, κάτι που ασφαλώς δεν είναι ορατό στις παραστάσεις των<br />

μαθητών (Driver et al. 1985). Πολλές φορές στις έρευνες της Διδακτικής<br />

παρατηρείται το φαινόμενο ένα παιδί να εκφράζει διαφορετικές αντιλήψεις για<br />

την ίδια φυσική έννοια, ανάλογα με την περίπτωση ή την πειραματική<br />

κατάσταση που αντιμετωπίζει ή ακόμα να μεταπηδά από τη μία αντίληψη στην<br />

άλλη κατά την εξήγηση του ίδιου φαινομένου.<br />

• Ακόμα και αν οι αλλαγές των ιδεών μαθητών και επιστημόνων από στάδιο σε<br />

στάδιο μοιάζουν πάρα πολύ, αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαδικασίες της αλλαγής θα<br />

είναι απαραίτητα οι ίδιες (Nessersian 1994).<br />

Οι εκφραστές των αντιρρήσεων αυτών, χωρίς να αμφισβητούν την ύπαρξη<br />

συσχετισμών, μιλούν όχι για έναν γενικευμένο παραλληλισμό αλλά για κοινά σημεία,<br />

ομοιότητες ή αναλογίες που συναντάμε στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν οι<br />

σύγχρονοι (μη ειδικοί) άνθρωποι ένα φυσικό πρόβλημα και στον τρόπο με τον οποίο<br />

αντιμετωπίστηκε το ίδιο πρόβλημα από τους επιστήμονες και τους φιλόσοφους του<br />

παρελθόντος.<br />

Για τους McCloskey & Kargon (1988, p. 66), και οι δύο αυτές ομάδες καταλήγουν<br />

στις ίδιες ιδέες “…επειδή βρίσκονται στο ίδιο εννοιολογικό στάδιο διαμόρφωσης<br />

μιας θεωρίας, ξεκινούν από παρόμοιες αντιλήψεις για την προσέγγιση ενός<br />

προβλήματος, χαρακτηρίζουν με παρόμοιο τρόπο τα κύρια φαινόμενα που έχουν να<br />

εξηγήσουν και έχουν παρόμοιες απόψεις για τη μορφή της ερμηνείας που πρέπει να<br />

δοθεί”.<br />

Η S. Carey και οι συνεργάτες της συσχετίζουν την ιστορική εξέλιξη των<br />

επιστημονικών ιδεών και την πρόσκτηση της γνώσης από το άτομο, εστιάζοντας<br />

περισσότερο στη φύση των εννοιολογικών αλλαγών και λιγότερο στο περιεχόμενο.<br />

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τόσο για τους μαθητές όσο και για τους<br />

επιστήμονες, ο τρόπος μετάβασης από μία συγκεκριμένη εννοιολογική δομή σε μια<br />

άλλη εμπεριέχει τις ίδιες διαδικασίες: αλλαγές στη θεώρηση των φαινομένων τα<br />

οποία πρέπει να ερμηνευτούν από τις θεωρίες, αλλαγές στα πρότυπα μέσω των<br />

οποίων ερμηνεύονται τα φαινόμενα και αλλαγές στις έννοιες που πρέπει να<br />

χρησιμοποιηθούν για τις ερμηνείες αυτές (Wiser & Carey 1983, Smith, Carey &<br />

Wiser 1985, Carey 1985, 1987, 1988).<br />

Για τον F. Halbwachs (1974), τα κοινά σημεία που εντοπίζονται στην επιστημονική<br />

σκέψη και στις ιδέες των μαθητών σχετίζονται αφενός με το επιστημολογικό πλαίσιο<br />

μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε κατά καιρούς η επιστημονική σκέψη και αφετέρου με<br />

τις ψυχολογικές διεργασίες που κυριαρχούν στην σκέψη των παιδιών και καθορίζουν<br />

τα νοητικά σχήματα προσέγγισης και ερμηνείας του φυσικού κόσμου που τα<br />

περιβάλλει.<br />

Στην προοπτική του συγκεκριμένου θεωρητικού προσανατολισμού, η εστίαση στο<br />

γνωσιολογικό πρότυπο της προεπιστημονικής περιόδου σε συνδυασμό με την<br />

προσέγγιση της συγκρότησης της βιωματικής γνώσης μέσα από τη σύγχρονη<br />

ψυχολογική θεώρησή της, συνιστούν ένα πρόσφορο πεδίο για την ανάπτυξη<br />

συγκριτικών ερευνών με στόχο την πιστοποίηση της βασιμότητας των σχετικών<br />

39


υποθέσεων: Στην προ-κλασική περίοδο της επιστήμης κυριαρχεί ολοκληρωτικά η<br />

αριστοτελική γνωσιολογική προσέγγιση η οποία βασίζεται στην αναμφίβολη<br />

εγκυρότητα της αισθητηριακής εμπειρίας. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι<br />

επιστήμονες στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η παρατήρηση και τα δεδομένα της<br />

εμπειρίας είναι ικανά από μόνα τους να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι<br />

ερευνητές παρατηρούν τη φύση με τα μάτια ενός θεατή και οδηγούνται στη<br />

διατύπωση θεωριών χωρίς να παρεμβαίνουν στις φυσικές διεργασίες και χωρίς να<br />

υποψιάζονται ότι κάθε εκδήλωση της φύσης επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους,<br />

ορισμένες από τις οποίες είναι ουσιώδεις και αποτελούν εμπόδια στην προσέγγιση<br />

της έγκυρης γνώσης. Η μετάβαση από την παθητική παρατήρηση στην ενεργητική<br />

συμμετοχή του ερευνητή στην εξέλιξη ενός φαινομένου, αλλάζει ριζικά το<br />

μεθοδολογικό πλαίσιο των ΦΕ τον 17 ο αιώνα. Το πείραμα αποκτά μια εντελώς<br />

διαφορετική σημασία. Δεν αποτελεί απλώς μια έξυπνη ερώτηση που απευθύνει ο<br />

επιστήμονας στη φύση, αλλά συνιστά μια μεθοδική παρέμβαση μέσα από την οποία<br />

επιχειρείται να «απογυμνωθεί» κάθε φυσικό φαινόμενο από τους παράγοντες που<br />

εμποδίζουν την ουσιαστική κατανόησή του για να υποβληθεί στη συνέχεια σε<br />

εξέταση και μέτρηση. Η αλλαγή της ερευνητικής μεθοδολογίας σηματοδοτείται<br />

ουσιαστικά από τη σταδιακή μετάλλαξη της επιστημονικής σκέψης από άμεση και<br />

διαισθητική σε αφηρημένη και εννοιολογική. Τα αφαιρετικά χαρακτηριστικά της<br />

επιστημονικής σκέψης της κλασικής περιόδου της επιστήμης θα οδηγούν στο εξής<br />

τους ερευνητές των Φ.Ε. στη συχνή αμφισβήτηση ή και την απόρριψη των<br />

δεδομένων της άμεσης αισθητηριακής εμπειρίας (Dijksterhuis 1986, Koyré 1978,<br />

Butterfield 1983). Αντίστοιχα, η αυθόρμητη βιωματική σκέψη η οποία συγκροτείται<br />

στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών, κυριαρχείται στα πρώτα<br />

τουλάχιστον στάδιά της, από επεξηγηματικές διεργασίες προσηλωμένες σε καθαρά<br />

αισθητηριακά δεδομένα. Η απλή συγκέντρωση παρατηρησιακών προσκτήσεων,<br />

χωρίς την ικανότητα συστηματικής αφαιρετικής επεξεργασίας και μετασχηματισμού,<br />

ωθεί την παιδική σκέψη στη συγκρότηση νοητικών παραστάσεων με βάση καθαρά<br />

αντιληπτικά χαρακτηριστικά (Ραβάνης & Παπαμιχαήλ 1994).<br />

Στη βάση της συγκεκριμένης συγκριτικής θεώρησης, διατυπώνονται τα τελευταία<br />

χρόνια υποθέσεις εργασίας για την ύπαρξη κοινών χαρακτηριστικών στις<br />

παραστάσεις των μαθητών και στα ιστορικά προεπιστημονικά μοντέλα σε<br />

συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα των Φ.Ε., υποθέσεις οι οποίες επιβεβαιώνονται<br />

από τα αποτελέσματα μιας σειράς ερευνών.<br />

2.2.2. Ερευνητικά αποτελέσματα<br />

Στο πεδίο της μηχανικής, η L. Viennot (1979), μελετώντας τις εξηγήσεις που δίνουν<br />

μαθητές και φοιτητές στην προσπάθειά τους να περιγράψουν τα κινητικά<br />

αποτελέσματα των δυνάμεων που ασκούνται επί υλικών σωμάτων, διαπιστώνει την<br />

εμφάνιση αντιλήψεων οι οποίες εκφράζουν τη δύναμη σαν γραμμική συνάρτηση της<br />

ταχύτητας, ενώ σε κάποια σημεία συγχέουν την έννοια της δύναμης με αυτήν της<br />

ενέργειας. Ιστορικά το μοντέλο αυτό ανάγεται στο Αριστοτελικό στάδιο.<br />

Τη χρήση Αριστοτελικών και όχι Νευτωνικών μοντέλων παρατηρεί και ο A. DiSessa<br />

(1982), σε έρευνά του με σπουδαστές για την ερμηνεία φαινομένων που έχουν σχέση<br />

με την κίνηση των σωμάτων.<br />

Για το ίδιο θέμα ο M. McCloskey (1983) σημειώνει ότι το 80% των κολεγιακών<br />

σπουδαστών που συμμετείχαν στην έρευνά του, με βάση τη διαισθητική προσέγγιση<br />

40


των σχετικών φαινομένων, εκφράζει για την κίνηση αντιλήψεις οι οποίες σε πολλά<br />

σημεία τους «θυμίζουν» την προ-Νευτωνική θεωρία του impetus.<br />

Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν και άλλες έρευνες στην ίδια<br />

γνωστική περιοχή (Champagne et al. 1980, Watts 1982, Clement 1982 & 1983,<br />

Whitaker 1983, McDermott 1984, Saltier & Viennot 1985, Robin & Ohlsson 1989,<br />

Ιωαννίδης & Βοσνιάδου 1992, Κασσέτας 1998).<br />

Στο πεδίο των κυματικών φαινομένων, οι Θεοδωρόπουλος κ. ά. (1998) επιχειρούν<br />

μια επισκόπηση των ιδεών για την έννοια του ήχου στην Ιστορία της Επιστήμης και<br />

στις αντιλήψεις των μαθητών και διαπιστώνουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:<br />

α) Οι πρώιμοι επιστήμονες θεωρούσαν ότι οι ήχοι αποτελούν είδωλα της πηγής ενώ<br />

οι μαθητές πιστεύουν ότι οι ήχοι αποτελούν μέρος του οργάνου από το οποίο<br />

εκπέμπονται. β) Ο Αριστοτέλης και οι Ατομικοί-Επικούρειοι θεωρούσαν ότι ο ήχος<br />

διαδίδεται ως βλήμα ενώ οι σύγχρονοι μαθητές τον θεωρούν αντικείμενο που<br />

«ταξιδεύει». γ) Οι Στωικοί και οι μετέπειτα επιστήμονες μέχρι τον Leonardo da<br />

Vinci, παρότι αναγνώριζαν στη διάδοση του ήχου κυματικές ιδιότητες (κατ’ αναλογία<br />

με τα κύματα του νερού), δεν διευκρινίζουν πουθενά ότι το κύμα δεν μεταφέρει το<br />

μέσο μέσα στο οποίο διαδίδεται. Αντίστοιχα οι μαθητές αδυνατούν να αναγνωρίσουν<br />

την αναλογία μεταξύ μηχανικού κύματος και ήχου.<br />

Στον τομέα της Οπτικής, σε μια ανάλογη επισκόπηση, διαπιστώνονται σημαντικές<br />

ομοιότητες μεταξύ των επιστημονικών ιδεών και των παραστάσεων των μαθητών στο<br />

ζήτημα του μηχανισμού της όρασης (Dedes 2005). Από τα αποτελέσματα ερευνών<br />

που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια στο χώρο της Διδακτικής<br />

των Φ.Ε. σχετικά με το ρόλο του φωτός στη διαδικασία της όρασης, αναδεικνύεται<br />

μια ποικιλομορφία νοητικών παραστάσεων των μαθητών οι οποίες μπορούν να<br />

ταξινομηθούν σε τρεις κύριες κατηγορίες: α) Παραστάσεις σύμφωνα με τις οποίες η<br />

όραση είναι δυνατή χωρίς την παρουσία του φωτός. β) Παραστάσεις στις οποίες ο<br />

ρόλος του φωτός περιορίζεται στη διαμόρφωση μιας διάχυτης και στατικής<br />

«φωτεινότητας», ικανής, μέσω μιας ασαφούς και αφηρημένης δράσης, να<br />

ενεργοποιήσει την αίσθηση της όρασης. γ) Παραστάσεις στις οποίες αποτυπώνονται<br />

συγκεκριμένοι μηχανισμοί αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο μάτι και τα ορατά<br />

αντικείμενα, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν εκείνοι στους οποίους το μάτι<br />

αναγνωρίζεται ως πομπός και όχι ως δέκτης. Αντίστοιχα μοντέλα ερμηνείας<br />

αναδεικνύει και η ιστορική μελέτη που πραγματοποιείται στην ίδια έρευνα: α) Οι<br />

Πυθαγόρειοι, οι ατομικοί και οι μαθηματικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας (με<br />

εξαίρεση τον Πτολεμαίο), ανεξάρτητα από την υιοθέτηση θεωριών πρόσληψης ή<br />

εκπομπής, δεν δείχνουν να αναγνωρίζουν κανένα ρόλο στο εξωτερικό φως. β) Στις<br />

θεωρίες του Πλάτωνα, και του Αριστοτέλη και των Στωικών το φως αποτελεί την<br />

αναγκαία συνθήκη για τη διαμόρφωση ενός στατικού φωτεινού μέσου, ικανού να<br />

επιτρέψει την μεταφορά της οπτικής πληροφορίας. γ) Ο ενεργητικός ρόλος του<br />

ματιού στη διαδικασία της όρασης εμφανίζεται περιοδικά στην ιστορία των ιδεών και<br />

ασκεί μια αξιοσημείωτη έλξη στις επιστημονικές θεωρίες για περισσότερο από 2000<br />

χρόνια.<br />

Στο ίδιο γνωστικό πεδίο, ο C. Prat (1989), σε έρευνά του με μαθητές 12-15 ετών στη<br />

Γαλλία σχετικά με τη φύση των χρωμάτων και τη σχέση τους με το φως, διαπιστώνει<br />

σαφείς ομοιότητες μεταξύ των παραστάσεων των μαθητών και των πρώιμων<br />

ιστορικών μοντέλων, καθώς και στα δύο πεδία εστίασης του ερευνητικού<br />

ενδιαφέροντος α) τα χρώματα γίνονται αντιληπτά ως ιδιότητες των σωμάτων β) ο<br />

ρόλος που αποδίδεται στο φως σε ό,τι αφορά την αισθητηριακή αντίληψη των<br />

41


χρωμάτων, είναι αυτός ενός «οχήματος μεταφοράς» τους από τα αντικείμενα στο<br />

μάτι εν είδει ρευστής ουσίας (μιας ουσίας την οποία ο συγγραφέας αποκαλεί<br />

«φωτογόνο» κατ’ αναλογία με το αντίστοιχο «θερμογόνο» από την περιοχή των<br />

φαινομένων της διάδοσης της θερμότητας).<br />

Στο πεδίο των θερμικών φαινομένων, οι Wiser & Carey (1983) διαπιστώνουν σε<br />

έρευνά τους ότι οι μαθητές, σε μεγάλο ποσοστό, χρησιμοποιούν αδιαφοροποίητα τις<br />

έννοιες της θερμότητας και της θερμοκρασίας, όπως ακριβώς και οι επιστημονικές<br />

θεωρήσεις μέχρι τα μέσα του 18 ου αιώνα. Επί πλέον αντιλαμβάνονται τη θερμότητα<br />

και το ψύχος ως δύο ανεξάρτητες οντότητες (ουσίες) οι οποίες μεταφέρονται από<br />

σώμα σε σώμα, κατ’ αντιστοιχία με τις επιστημονικές αντιλήψεις, οι οποίες, ακόμα<br />

και μετά τη διαφοροποίηση των εννοιών θερμότητα-θερμοκρασία από τον J. Black<br />

και μέχρι τη διατύπωση των θερμοδυναμικών αξιωμάτων το 19 ο αιώνα, απέδιδαν τις<br />

έννοιες του «θερμού» και του «ψυχρού» σε δύο διαφορετικά «θερμικά ρευστά» -το<br />

«caloric» και το «frigoric». Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγουν και οι μελέτες<br />

των Reiner et al. (2000) και Ιωαννίδη & Βοσνιάδου (2001), στο ευρύτερο πλαίσιο<br />

των διερευνήσεών τους κατά πόσον οι μαθητές πιστεύουν ότι «τα σώματα έχουν<br />

ιδιότητες».<br />

Σε ό,τι αφορά τη φύση των αερίων, οι Mas et al. (1987) διευθύνοντας μια έρευνα με<br />

εφήβους οι οποίοι είχαν διδαχθεί Φυσικές Επιστήμες για πέντε συνεχή έτη,<br />

διαπιστώνουν ότι σημαντικό ποσοστό μαθητών εξακολουθεί να διατηρεί την<br />

Αριστοτελική άποψη ότι τα αέρια δεν έχουν μάζα, αν και είχαν διδαχθεί την κινητική<br />

θεωρία των αερίων.<br />

Στο ίδιο ζήτημα, ο J. Nussbaum (1985) επιχειρεί μια σύνοψη των αποτελεσμάτων<br />

τριών ερευνών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικές χώρες * , σχετικά με τις<br />

–μετά τη σχετική σχολική διδασκαλία- παραστάσεις των μαθητών για τη<br />

σωματιδιακή φύση της ύλης στην αέρια κατάσταση. Στην επισκόπηση αυτή<br />

διαπιστώνει ότι παρά το γεγονός ότι το σωματιδιακό μοντέλο είναι γενικά αποδεκτό<br />

από τη μεγάλη πλειοψηφία των υποκειμένων, εντούτοις ένα σημαντικό ποσοστό των<br />

παιδιών αποτυγχάνει να εσωτερικεύσει σημαντικά χαρακτηριστικά του μοντέλου<br />

αυτού, όπως η ύπαρξη κενού στον μεταξύ των σωματιδίων χώρο (ασυνέχεια της<br />

ύλης), η αέναη κίνηση των σωματιδίων (κινητική θεωρία) και η αλληλεπίδραση<br />

μεταξύ των σωματιδίων (χημικές μεταβολές). Έτσι, στις προτεινόμενες πειραματικές<br />

καταστάσεις οι μαθητές εμφανίζουν εναλλακτικά σχήματα ερμηνείας, τα οποία<br />

αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις Αριστοτελικές απόψεις για τις έννοιες και τα<br />

σχετικά φαινόμενα.<br />

Στον τομέα της Βιολογίας, ο M. Brumby (1979) επισημαίνει ότι πολλοί από τους<br />

μαθητές του εκφράζουν απόψεις οι οποίες εμφανίζουν σαφείς ομοιότητες με τις<br />

θέσεις του Lamarck στα ζητήματα της φυσικής επιλογής και της κληρονομικότητας.<br />

Ο J. Wandersee (1986), κατηγοριοποιώντας τις απόψεις των μαθητών ενός μεγάλου<br />

ηλικιακού εύρους για το ρόλο της φωτοσύνθεσης, διαπιστώνει μια αντιστοιχία των<br />

παραστάσεών τους με προγενέστερα ιστορικά μοντέλα ερμηνείας του φαινομένου της<br />

θρέψης των φυτών, που χρονολογούνται από τον 6 ο π.Χ. αιώνα (Αναξιμένης) μέχρι<br />

το 1772 (Pristley).<br />

* Novick & Nussbaum (1978) με μαθητές ηλικίας 14 ετών στο Ισραήλ, Novick & Nussbaum (1981) με<br />

μαθητές ηλικίας 10-18 ετών στις ΗΠΑ και Brook, Briggs & Driver (1984) με μαθητές ηλικίας 15 ετών<br />

στην Αγγλία.<br />

42


Οι Παπαδοπούλου & Αθανασίου (2001) παρουσιάζουν σε έρευνά τους τα κύρια<br />

χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδουν στην έννοια «ζώο» μαθητές του Δημοτικού, ενώ<br />

παράλληλα καταγράφουν την ιστορική εξέλιξη της ίδιας έννοιας στη Δυτική σκέψη.<br />

Τα συγκριτικά αποτελέσματα της μελέτης τους αναδεικνύουν σημαντικές ομοιότητες,<br />

με βασικό χαρακτηριστικό και των δύο «αναγνώσεων» τον ανθρωποκεντρισμό: Τα<br />

παιδιά αρνούνται να εντάξουν τον άνθρωπο στο ζωικό βασίλειο αναγνωρίζοντας<br />

τέσσερις διαφορετικές και διακριτές οντολογικές κατηγορίες: τα φυτά, τα ζώα, τον<br />

άνθρωπο και τα «τεχνήματα». Ο απόλυτος διαχωρισμός του ανθρώπου από τα ζώα<br />

συναντάται και ως βασικό συστατικό της Δυτικής σκέψης που αναπτύχθηκε κάτω<br />

από την επίδραση της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, καθώς, σύμφωνα με τα<br />

κείμενα της θεολογικής αφήγησης, ο άνθρωπος «μοιάζει» με το Θεό ενώ τα ζώα όχι ή<br />

αλλιώς ο άνθρωπος τοποθετείται με σαφήνεια μεταξύ του Θεού και της υπόλοιπης<br />

δημιουργίας. Επίσης, παρά το ότι δεν εντάσσεται στο ζωικό βασίλειο, ο άνθρωπος<br />

εμφανίζεται για τα παιδιά ως σημείο αναφοράς των κριτηρίων (μορφολογικών,<br />

ανατομικών, διατροφικών και συμπεριφοράς) με βάση τα οποία λαμβάνονται οι<br />

ταξινομικές τους αποφάσεις. Αντίστοιχα, στην Αριστοτελική φιλοσοφία αλλά και<br />

στην ανάπτυξη της Φυσικής Ιστορίας, εμφανίζεται η ίδια ευαισθησία για τη χρήση<br />

του ανθρώπου ως προβεβλημένου όρου της αναλογίας με τα ζώα και η σύγκρισή του<br />

με αυτά βασίζεται σε μορφολογικά, ανατομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά.<br />

Τέλος, στον τομέα της Αστρονομίας, Σ. Βοσνιάδου (1994) διαπιστώνει σημαντικές<br />

ομοιότητες στα νοητικά σχήματα που συγκροτούν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της<br />

ανάπτυξής τους και στην ιστορική εξέλιξη της αστρονομίας ως επιστήμης, για το<br />

φαινόμενο της εναλλαγής της μέρας/νύχτας, το σχήμα της γης και τη θέση της γης<br />

στο ουράνιο στερέωμα. Σε έρευνά της με μαθητές τριών ηλικιακών βαθμίδων (6, 9<br />

και 11 ετών) της πολιτείας του Illinois, διαπιστώνει ότι τα διαδοχικά παραστατικά<br />

πρότυπα που χρησιμοποιούν τα παιδιά για τα παραπάνω ζητήματα, παρουσιάζουν<br />

σαφείς αντιστοιχίες με τις αντιλήψεις που συναντάμε κατά σειρά στις κοσμολογίες<br />

των αρχαίων λαών, στο κοσμολογικό πρότυπο του Αρίσταρχου του Σάμιου και στο<br />

ηλιοκεντρικό μοντέλο του Κοπέρνικου. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι<br />

παρατηρούμενες ομοιότητες οφείλονται αφενός στις διαισθητικού χαρακτήρα<br />

προσεγγίσεις των παιδιών και αφετέρου στην εποικοδόμηση των προεπιστημονικών<br />

θεωριών με βάση τη φαινομενολογική εμπειρία των ατόμων.<br />

2.2.3. Ερευνητικές προοπτικές<br />

Στις έρευνες τις οποίες παραθέσαμε προηγουμένως καταδεικνύεται με αναμφίβολο<br />

τρόπο η ύπαρξη συσχετισμών ανάμεσα στις ιδέες των παιδιών και στις ιστορικές<br />

«προεπιστημονικές» θεωρήσεις, τεκμηριώνεται στη βάση επιστημολογικών<br />

αναλύσεων και ψυχολογικών διερευνήσεων η προέλευση των συσχετισμών αυτών<br />

και οριοθετείται με σαφήνεια η φύση της εν λόγω σχέσης σε ένα πλαίσιο το οποίο<br />

δεν ξεπερνά αυτό των απλών ομοιοτήτων ή των κοινών σημείων. Από την άλλη<br />

πλευρά, είναι εξίσου σαφές ότι οι έρευνες αυτές δεν αποτελούν παρά προσπάθειες<br />

διερευνητικού χαρακτήρα . Αναπτύσσονται σε ένα διαπιστωτικό επίπεδο –δηλαδή σε<br />

ένα επίπεδο απλής καταγραφής και σύγκρισης- και προσδιορίζονται, σχεδόν πάντα,<br />

από μια μονοσήμαντη ερευνητική πρόθεση, η οποία θέτει ως αφετηρία τις ιδέες των<br />

παιδιών και κατάληξη τις προγενέστερες επιστημονικές αντιλήψεις, σε μια<br />

προσπάθεια ελέγχου και επιβεβαίωσης των σχετικών ερευνητικών υποθέσεων.<br />

Διατηρώντας, ωστόσο, αυτόν τον κατευθυντικό περιορισμό, αφήνουν έξω από τη<br />

συζήτηση ο,τιδήποτε μπορεί να συνιστά εκμετάλλευση της αντίστροφης ερευνητικής<br />

πορείας, την αξιοποίηση δηλαδή των ιστορικών δεδομένων στα πλαίσια της<br />

υλοποίησης των ερευνητικών στόχων που θέτει η Διδακτική των Φ.Ε. Σε μια τέτοια<br />

43


προοπτική η Ι.Ε., χωρίς την άμεση ή ρητή παρουσία της στη διαδικασία της<br />

διδασκαλίας, μπορεί να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο:<br />

α) Ως ένα αξιόπιστο ερευνητικό εργαλείο για τον προσδιορισμό περιοχών εστίασης<br />

του ερευνητικού ενδιαφέροντος, στην προσπάθεια ανίχνευσης και εντοπισμού των<br />

βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών.<br />

β) Ως ένα χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο για την αποκωδικοποίηση των<br />

διαδικασιών που διέπουν τη συγκρότηση και αλλαγή των επιστημονικών<br />

αναπαραστάσεων και στη συνέχεια τη μεταφορά των ιστορικών «διδαγμάτων» στις<br />

διδακτικές πρακτικές οικοδόμησης της σύγχρονης γνώσης από τους μαθητές.<br />

γ) ως πηγή έμπνευσης δραστηριοτήτων και πειραματικών καταστάσεων για την<br />

παραγωγή διδακτικού υλικού.<br />

Σε σχέση με την πρώτη προοπτική, οι Steinberg et al. (1990) υποστηρίζουν ότι οι<br />

ερμηνευτικές δυσκολίες και τα εννοιολογικά εμπόδια που αντιμετώπισαν μεγάλοι<br />

επιστήμονες του παρελθόντος σε συγκεκριμένα θέματα, είναι δυνατόν να<br />

αποτελέσουν οδηγό για τον εντοπισμό ανάλογων γνωστικών εμποδίων στη σκέψη<br />

των σύγχρονων μαθητών. Οι ερευνητές στη μελέτη τους ανατρέχουν σε γραπτά<br />

κείμενα του Newton της προ-Principia εποχής και εντοπίζουν τις σοβαρές δυσκολίες<br />

τις οποίες αντιμετώπισε ο συγγραφέας στην πορεία ολοκλήρωσης της θεωρητικής<br />

του σύνθεσης. Πιο συγκεκριμένα διαπιστώνουν: α) την ισχυρή εμμονή του Newton<br />

για δύο περίπου δεκαετίες, στην εξήγηση των φαινομένων της κίνησης μέσω της<br />

έννοιας του impetus (δηλαδή μιας δύναμης-ιδιότητας των σωμάτων και εσωτερικό<br />

κινούν αίτιο) και β) την πίστη του για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην<br />

ύπαρξη της φυγόκεντρης δύναμης ως παράγοντα εξισορρόπησης της κεντρομόλου.<br />

Σε μια σειρά ερευνών που πραγματοποιούν στη συνέχεια με μαθητές Λυκείου και<br />

φοιτητές, διαπιστώνουν τη συγκρότηση ανάλογων νοητικών παραστάσεων πριν από<br />

τη σχολική διδασκαλία των σχετικών εννοιών καθώς και τη διατήρησή τους σε<br />

σημαντικά ποσοστά αμέσως μετά. Επιχειρώντας να τεκμηριώσουν την άποψή τους<br />

για τη δυνητική αξία της Ι.Ε. στην προοπτική του εντοπισμού των μαθησιακών<br />

δυσκολιών, συμπυκνώνουν την επιχειρηματολογία τους σε δύο διαπιστώσεις: α) Η<br />

διαισθητική προσέγγιση του φυσικού κόσμου η οποία κυριαρχεί κατά την παιδική<br />

ηλικία τοποθετεί ουσιαστικά τους μαθητές σε ένα εννοιολογικό περιβάλλον ανάλογο<br />

με αυτό μέσα στο οποίο εργάστηκε ο Newton, καθώς στα τέλη του 17 ου αιώνα η<br />

μεσαιωνική έννοια του impetus εξακολουθούσε να αποτελεί τη βάση του<br />

επικρατούντος ερμηνευτικού μοντέλου για τα φαινόμενα της κίνησης. β) Η ισχυρή<br />

αντίσταση που προβάλλουν οι βαθιά ριζωμένες διαισθητικές αντιλήψεις στην<br />

προσπάθεια μετασχηματισμού τους, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της σκέψης των<br />

μαθητών αλλά και των μεγάλων επιστημονικών πνευμάτων του παρελθόντος.<br />

Γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ιστορική έρευνα καθώς, σύμφωνα με τα<br />

ιστορικά στοιχεία, ο R. Hook είχε ήδη δημοσιεύσει τις κατευθυντήριες γραμμές για<br />

μια επαρκή ερμηνεία του φαινομένου της κυκλικής κίνησης χωρίς τη «βοήθεια» της<br />

φυγόκεντρης και τις είχε προσωπικά ανακοινώσει στον Newton. Παρόλα αυτά ο<br />

Newton δεν αποδέχεται το μοντέλο ερμηνείας του Hook παρά μόνο μετά από πέντε<br />

και πλέον χρόνια ισχυρών αντιπαραθέσεων.<br />

Στο ίδιο πλαίσιο ερευνητικών στόχων, οι Benseghir & Closset (1996), ξεκινώντας<br />

από την παρατήρηση ότι τόσο στην Ι.Ε. όσο και στα σύγχρονα αναλυτικά<br />

προγράμματα η μελέτη των φαινομένων του στατικού ηλεκτρισμού προηγείται<br />

χρονικά αυτής των φαινομένων του ηλεκτρικού ρεύματος, μελετούν την εξέλιξη των<br />

ιστορικών γεγονότων από την «ηλεκτροστατική» στην «ηλεκτροκινητική» και<br />

διαπιστώνουν ότι τα ερμηνευτικά προβλήματα και οι εννοιολογικές δυσκολίες που<br />

αντιμετώπισαν οι επιστήμονες κατά την ιστορική αυτή «μετάβαση» εμφανίζονται ως<br />

44


γνωστικά εμπόδια στη σκέψη των σύγχρονων μαθητών. Πιο συγκεκριμένα, η<br />

ιστορική έρευνα που πραγματοποιούν οι συγγραφείς καταδεικνύει ότι είκοσι χρόνια<br />

μετά την ανακάλυψη των φαινομένων του ηλεκτρικού ρεύματος από τον Galvani και<br />

την κατασκευή της πρώτης ηλεκτρικής στήλης από τον A. Volta στα τέλη του 18 ου<br />

αιώνα, οι επιστήμονες εξακολουθούν να ερμηνεύουν τα ηλεκτροκινητικά φαινόμενα<br />

μέσα από μια «ηλεκτροστατική λογική»: παρά την πειραματική εξακρίβωση των<br />

μαγνητικών και χημικών συνεπειών του ηλεκτρικού ρεύματος –συνέπειες οι οποίες<br />

ουσιαστικά διαφοροποιούν τη φύση των αντίστοιχων φαινομένων-, δεν διακρίνουν<br />

την ποιοτική διαφορά μεταξύ της κυκλοφορίας του ηλεκτρικού ρεύματος και της<br />

ηλεκτρικής εκφόρτισης μεταξύ των φιαλών του Leyden και εξετάζουν τη λειτουργία<br />

των πόλων της ηλεκτρικής πηγής ανεξάρτητα, θεωρούμενων ως απλών συσσωρευτών<br />

ηλεκτρικών φορτίων που έχουν την ίδια συμπεριφορά σε ανοικτό και σε κλειστό<br />

κύκλωμα. Με άλλα λόγια, οι επιστήμονες εξακολουθούν να «βλέπουν» στα<br />

ηλεκτρικά κυκλώματα αυτό που «περίμεναν να δουν», εγκλωβισμένοι στα<br />

εννοιολογικά σχήματα της προγενέστερης γνώσης. Τα αποτελέσματα της εμπειρικής<br />

έρευνας που πραγματοποιούν στη συνέχεια με μαθητές Λυκείου και φοιτητές,<br />

αναδεικνύουν αξιοσημείωτες αναλογίες στην παραστατική συγκρότηση των<br />

υποκειμένων και στις ιστορικές ιδέες, καθώς στις εξηγήσεις των παιδιών για τα<br />

φαινόμενα του ηλεκτρικού ρεύματος διακρίνονται σαφείς «ηλεκτροστατικές<br />

συνιστώσες». Συγκεκριμένα η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών, μετά τη σχολική<br />

διδασκαλία των ενοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος, θεωρεί τους πόλους μιας<br />

μπαταρίας «αποθήκες» θετικών ή αρνητικών φορτίων, δεν διακρίνει τις διαφορές<br />

μεταξύ ανοιχτού και κλειστού κυκλώματος και αγνοεί τη συνολική κυκλοφορία του<br />

ηλεκτρικού ρεύματος, ιδιαίτερα στο εσωτερικό των ηλεκτρικών πηγών.<br />

Αξιοσημείωτο ποιοτικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης μελέτης είναι η<br />

πολλαπλή αξιοποίηση του ιστορικού υλικού με τη χρήση, στο διαδικαστικό μέρος της<br />

έρευνας, έργων εμπνευσμένων από τα ιστορικά πειράματα του De la Rive στον<br />

ηλεκτρισμό.<br />

Στην κατεύθυνση της δεύτερης προοπτικής, η N. Nersessian (1989) υποστηρίζει ότι<br />

οι γνωστικές δραστηριότητες των επιστημόνων κατά τη διάρκεια των επιστημονικών<br />

επαναστάσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν δημιουργικά στις μαθησιακές<br />

διαδικασίες εννοιολογικής αναδόμησης της σκέψης των σύγχρονων μαθητών. Για τη<br />

συγγραφέα η κατανόηση της εννοιολογικής δομής μιας επιστήμης προϋποθέτει κάτι<br />

περισσότερο από μια επαναδιάταξη υπαρχόντων γνωστικών στοιχείων ή/και την<br />

ένταξη νέων δεδομένων στο υπάρχον πλαίσιο. Απαιτεί την κατασκευή νέων εννοιών<br />

και την ενσωμάτωσή τους σε ένα νέο εννοιολογικό πλαίσιο. Πεποίθησή της είναι ότι<br />

η παρατηρούμενη αδυναμία κατανόησης των αφηρημένων επιστημονικών εννοιών<br />

δεν εξαρτάται τόσο από τα στάδια ωρίμανσης των μαθητών, αλλά είναι αποτέλεσμα<br />

της έλλειψης κατάλληλης διδακτικής μεθόδου. Η δική της μέθοδος –την ονομάζει<br />

«γνωστική-ιστορική»- στηρίζεται στην υπόθεση ότι η εννοιολογική αναδόμηση που<br />

απαιτείται για τη μάθηση μιας επιστήμης παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με<br />

αυτή που συντελείται στις μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις. Έτσι, οι<br />

στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων που επινόησαν οι επιστήμονες, καθώς και<br />

οι τρόποι μετάδοσής τους σε άλλα μέλη της επιστημονικής κοινότητας αποκτούν<br />

ιδιαίτερη σημασία για τις διαδικασίες της μάθησης. Ευρηστικές μέθοδοι και<br />

«τεχνικές αφαίρεσης» όπως η αναλογία, η παραστατικότητα, τα νοητικά πειράματα, η<br />

ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων και οι συλλογισμοί που στηρίζονται σε<br />

εικονικές αναπαραστάσεις αποτελούν παρακαταθήκες διδακτικών στρατηγικών και<br />

παρέχουν πρότυπα για τη μαθησιακή διαδικασία. Προτείνει λοιπόν ‘’…να<br />

θεωρήσουμε την Ιστορία της Επιστήμης σαν αποθήκη γνώσεων που μας καθοδηγούν<br />

στην κατασκευή, αλλαγή και επικοινωνία των επιστημονικών αναπαραστάσεων …<br />

45


να «εξορύξουμε» τα ιστορικά δεδομένα –δημοσιεύσεις, ημερολόγια, σημειωματάρια<br />

και αλληλογραφία- με στόχο να ανακαλύψουμε αυτές τις πρακτικές και μετά να<br />

ενσωματώσουμε ό,τι μάθαμε για το πώς οι επιστήμονες κατασκεύασαν τις<br />

εννοιολογικές αλλαγές στις διδακτικές διαδικασίες’’ (Nersessian 1994, σ. 125-126).<br />

Σε ανάλογες προτάσεις καταλήγουν και οι αναλύσεις των Driver & Easley (1978) και<br />

Champagne et al. (1982).<br />

Τέλος, στην κατεύθυνση της τρίτης προοπτικής διατυπώνονται προτάσεις και<br />

αναπτύσσονται πρωτοβουλίες για την τροφοδότηση της εργαστηριακής διδασκαλίας<br />

των Φ.Ε. με πειράματα-αντίγραφα κλασικών ιστορικών πειραμάτων αλλά και<br />

συσκευών.<br />

Οι Greenslade & Howe (1981) ανακατασκευάζουν με απλά υλικά το ηλεκτροσκόπιο<br />

που επινόησε ο Volta το 1872 και προτείνουν μια σύγχρονη χρήση του, όπου με τη<br />

βοήθεια μιας μπαταρίας 9V σε ρόλο φορτιστή, είναι δυνατόν να καταφανεί ότι όλα τα<br />

φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού μπορούν να αναπαραχθούν με την αξιοποίηση<br />

στοιχείων του δυναμικού ηλεκτρισμού.<br />

Ο J. Bradley (1991), μελετώντας τις διαδοχικές πειραματικές δραστηριότητες του<br />

Faraday όπως καταγράφονται στο ημερολόγιό του κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου<br />

του 1821, προτείνει την πραγματοποίηση στην τάξη –από τους ίδιους τους μαθητέςτης<br />

ίδιας ακολουθίας πειραμάτων, με στόχο τη σταδιακή οικοδόμηση των εννοιών<br />

της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης.<br />

Ο J. Teichmann (1991) διευθύνει, για λογαριασμό του Deutsches Museum στο<br />

Μόναχο, την παραγωγή μικρών μηχανικών μοντέλων-αναπαραστάσεων του ηλιακού<br />

συστήματος, τα οποία αντιστοιχούν στα αστρονομικά πρότυπα του Ευδόξου, του<br />

Πτολεμαίου και του Κοπέρνικου και συστήνει την αξιοποίησή τους ως διδακτικό<br />

υλικό για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης των αστρονομικών αντιλήψεων.<br />

Ο ίδιος συγγραφέας αναλύει διεξοδικά –σε ποσοτική βάση- ένα πείραμα οριζόντιας<br />

βολής του Γαλιλαίου, όπως αυτό περιγράφεται σε ένα πρόσφατα ανακαλυφθέν<br />

χειρόγραφό του (γνωστό ως πείραμα «jumping-hill») και προτείνει τη μεταφορά και<br />

πραγματοποίησή του στη σχολική τάξη σε μια προγραμματισμένη διδασκαλία μιας<br />

ώρας, τονίζοντας τη διδακτική αξία της διαπραγμάτευσης του ίδιου προβλήματος<br />

τόσο από άποψη κατανόησης του περιεχομένου όσο και από άποψη προσέγγισης της<br />

επιστημονικής μεθοδολογίας (Teichmann 1999).<br />

Ο Α. Βαλαδάκης (2001) υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας πλούτος ιδεών,<br />

δραστηριοτήτων και πειραμάτων στη Ι.Ε. που μπορεί να αξιοποιηθεί λειτουργικά<br />

στην καθημερινή διδακτική πράξη. Επιχειρώντας μια τέτοιου τύπου «αποθησαύριση»<br />

της Ι.Ε. επιλέγει, «μετασχηματίζει διδακτικά» και προτείνει πειράματα του Γαλιλαίου<br />

για την ομαλή κίνηση, του Maxwell για τη δομή των μαγνητών, των Tolman και<br />

Stewart για την αγωγιμότητα των μετάλλων, των Rutherford και Bohr για το ατομικό<br />

πρότυπο και των Herschel και Ritter για την υπέρυθρη και υπεριώδη ακτινοβολία.<br />

Οι Θωμαδάκη & Σκορδούλης (2002) εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις<br />

εννοιολογικές και πειραματικές διαδικασίες που οδήγησαν σε αρνητικό αποτέλεσμα<br />

το πείραμα των Michelson και Morley για την ύπαρξη του αιθέρα και προτείνουν τη<br />

διαπραγμάτευση ενός ισόμορφου –σχηματικά και υπολογιστικά- προβλήματος,<br />

υποστηρίζοντας ότι τα ευρετικά στοιχεία και οι θεωρίες που εμπλέκονται στη λύση<br />

ενός επιστημονικού προβλήματος, μπορούν να συνεισφέρουν α) στην οικοδόμηση<br />

46


ενός πρόδρομου μοντέλου σε ό,τι αφορά τις εμπλεκόμενες έννοιες β) στη διδακτική<br />

αξιοποίηση των αντιστάσεων και των επιχειρημάτων των μαθητών στην εισαγωγή<br />

νέων εννοιών και γ) στην αλλαγή της άποψής τους για τη φύση της επιστήμης.<br />

Οι Καρούνιας κ. ά. (2003) ανακατασκευάζουν με απλά καθημερινά υλικά και<br />

προτείνουν τη χρήση πειραμάτων και συσκευών εμπνευσμένων από δραστηριότητες<br />

του Θαλή (6 ος π.Χ. αι.), του W. Gilbert (16 ος αι.), του Otto Von Guericke (17 ος αι.),<br />

του F. Hauksbee (18 ος αι.), του S. Grey (18 ος αι.), του Du Fay (18 ος αι.), του P.<br />

Musschenbroek (18 ος αι.) και του G. Adams (18 ος αι.), για την πειραματική<br />

προσέγγιση φαινομένων και εννοιών του στατικού ηλεκτρισμού.<br />

Σε μια προσπάθεια συγκερασμού των παραπάνω προτάσεων, η Φ. Σέρογλου (2000)<br />

διερευνά τη δυνατότητα συμβολής της Ι.Ε. στη διδασκαλία θεμάτων του<br />

Ηλεκτρομαγνητισμού και της Μηχανικής, καθώς και στο σχεδιασμό διδακτικού<br />

υλικού. Για το σκοπό αυτό ακολουθεί μια αναλυτική διαδικαστική πορεία οκτώ<br />

διακριτών βημάτων –ετυμολογικά χαρακτηρίζεται ως μοντέλο έρευνας SHINE από<br />

τα αρχικά των λέξεων Science, History, Interaction, Education- κατά τη διάρκεια της<br />

οποίας:<br />

- εστιάζει το ενδιαφέρον της σε ιστορικές περιόδους έντονων επιστημονικών<br />

ανακατατάξεων,<br />

- διερευνά τις εναλλακτικές παραστάσεις των μαθητών στα επίμαχα εννοιολογικά<br />

ζητήματα που αναδεικνύει η ιστορική έρευνα,<br />

- παρεμβαίνει διδακτικά με δραστηριότητες εμπνευσμένες από το έργο<br />

επιστημόνων που συνεισέφεραν στη συγκρότηση των νέων εννοιολογικών<br />

πλαισίων και<br />

- αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων ελέγχοντας ταυτόχρονα τα<br />

όρια εφαρμογής τους.<br />

Στο πεδίο του ηλεκτρομαγνητισμού, η έρευνα εστιάζεται στα ζητήματα της ανάδειξης<br />

του διαφορετικού χαρακτήρα των ηλεκτροστατικών και των μαγνητικών φαινομένων<br />

και της κοινής προέλευσης των ηλεκτροστατικών και των ηλεκτρομαγνητικών<br />

φαινομένων. Με αφετηρία τα πειράματα αφενός των Gardano και Gilbert (16 ος<br />

αιώνας) και αφετέρου του Faraday (19 ος αιώνας), η ερευνήτρια σχεδιάζει<br />

εργαστηριακές δραστηριότητες και πραγματοποιεί ατομικές διδακτικές παρεμβάσεις<br />

με μαθητές ηλικίας 10 –15 ετών. Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του σχεδίου<br />

της έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο κρίνονται ως απολύτως ικανοποιητικά, καθώς<br />

δείχνουν μια σημαντική διαφοροποίηση των παραστάσεων των υποκειμένων, στην<br />

κατεύθυνση της υιοθέτησης του αποδεκτού επιστημονικού προτύπου. Στο πεδίο της<br />

Μηχανικής η ιστορική έρευνα επικεντρώνεται στο ζήτημα της σχέσης δύναμης και<br />

κίνησης, όπου κατά τη διάρκεια του διερευνητικού σταδίου της διαδικασίας<br />

διαπιστώνεται μια ποικιλία εναλλακτικών εννοιολογικών προσεγγίσεων των<br />

μαθητών, οι οποίες αντικατοπτρίζουν, σε μεγάλο βαθμό, προγενέστερα ιστορικά<br />

μοντέλα ερμηνείας (Αριστοτελικό, μεσαιωνική θεωρία του impetus, κ. ά.). Οι<br />

πειραματικές δραστηριότητες που σχεδιάζονται στη συνέχεια έχουν ως αφετηρία τα<br />

πειράματα που πραγματοποίησε ο Γαλιλαίος κατά τη διάρκεια του 17 ου αιώνα και<br />

στοχεύουν αφενός στην ανάδειξη της διατήρησης της σταθερής και αέναης κίνησης<br />

ενός σώματος στην –υποθετική για τις γήινες συνθήκες- περίπτωση κατά την οποία<br />

δεν ασκείται επάνω του κάποια συνισταμένη δύναμη και αφετέρου στην κατανόηση<br />

της αρχής της αδράνειας. Τα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία πραγματοποιείται<br />

με υποκείμενα ενός μεγάλου ηλικιακού φάσματος (μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου,<br />

Λυκείου και πρωτοετείς φοιτητές), δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά, καθώς δείχνουν<br />

περιορισμένες μεταβολές των παραστατικών προτύπων των παιδιών για τις<br />

εμπλεκόμενες έννοιες. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και στα δύο γνωστικά<br />

47


πεδία οδηγεί την ερευνήτρια σε μια οριοθέτηση της εφαρμοσιμότητας των σχετικών<br />

προτάσεων, με κριτήριο τη φύση των ιστορικά πραγματοποιηθέντων εννοιολογικών<br />

μετασχηματισμών. Έτσι υποστηρίζει ότι επιστημονικές αλλαγές οι οποίες<br />

συντελέστηκαν στη βάση πειραματικών δραστηριοτήτων με έντονα αντιληπτικά<br />

χαρακτηριστικά, παρέχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επινόηση διδακτικών<br />

στρατηγικών και το σχεδιασμό διδακτικού υλικού, ενώ στην περίπτωση ιστορικών<br />

«μεταβάσεων» οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσα από το συνδυασμό πειραμάτων<br />

και αφηρημένων εννοιολογικών συλλογισμών οι πιθανότητες ευεργετικής επίδρασης<br />

είναι περιορισμένες.<br />

Με το ίδιο ερευνητικό σχέδιο οι Καρύδας & Κουμαράς (2001) επιχειρούν την<br />

ανίχνευση και το μετασχηματισμό των παραστάσεων μαθητών Δημοτικού και<br />

φοιτητών στην περιοχή της θερμότητας. Η ιστορική μελέτη οδηγεί τους ερευνητές<br />

στον εντοπισμό τριών εναλλακτικών εννοιολογικών πλαισίων αντιμετώπισης των<br />

θερμικών φαινομένων: α) η θερμότητα και το ψύχος ως διαφορετικές φυσικές<br />

οντότητες (6 ος αι. π.Χ. – 17 ος αι. μ.Χ.) β) η θερμότητα και η θερμοκρασία ως έννοιες<br />

αδιαφοροποίητες (16 ος αι. – 18 ος αι.) γ) η θερμότητα ως μεταδόσιμο ρευστό (18 ος αι.).<br />

Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι απολύτως ικανοποιητικά ως προς την επίτευξη<br />

του πρώτου στόχου (εντοπισμός ανάλογων ιδεών από την πλευρά των υποκειμένων),<br />

όχι όμως το ίδιο ικανοποιητικά και ως προς το δεύτερο στόχο (μετασχηματισμός των<br />

παραστάσεων) καθώς η διδακτική παρέμβαση η οποία επιχειρείται με έργα<br />

εμπνευσμένα από τις δραστηριότητες του J. Black (18 ος αι.), δείχνει πολύ μικρά<br />

ποσοστά μεταβολών. Το γεγονός αποδίδεται από τους ερευνητές στην έλλειψη<br />

ισχυρών αντιληπτικών χαρακτηριστικών του διδακτικού υλικού παρέμβασης.<br />

Στη βάση παρόμοιων μεθοδολογικών προσανατολισμών διατυπώνονται και οι<br />

προτάσεις των Νικολάου & Ραφτόπουλου (2003) για το ζήτημα της ταύτισης των<br />

εννοιών της θερμότητας και της θερμοκρασίας και των Μίχα & Ανδρεάδη (2003) για<br />

τα φαινόμενα της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και του σχηματισμού των σκιών.<br />

48


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3<br />

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ<br />

ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ<br />

49


Οι σύγχρονες θεωρήσεις της Εκπαιδευτικής και Γνωστικής Ψυχολογίας και της<br />

Γενετικής Επιστημολογίας, καθώς και τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών των<br />

τελευταίων τριάντα χρόνων που τις υποστηρίζουν, πιστοποιούν με κατηγορηματικό<br />

πλέον τρόπο τη σημαντική επίδραση που ασκούν οι αυθόρμητα συγκροτημένες<br />

νοητικές παραστάσεις, στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά κατανοούν τις έννοιες των<br />

Φυσικών Επιστημών και ερμηνεύουν τα φαινόμενα της φυσικής πραγματικότητας<br />

που τα περιβάλλει. Από τη στιγμή λοιπόν που κεντρικό ζητούμενο της Διδακτικής<br />

των Φυσικών Επιστημών αποτελεί η οικοδόμηση της σύγχρονης γνώσης για το<br />

φυσικό κόσμο, κάθε ερευνητική απόπειρα που προσανατολίζεται στον συγκεκριμένο<br />

στόχο είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία της διδακτικής της<br />

προσέγγισης τις παραστάσεις αυτές. Αλλά εάν οι βιωματικές παραστάσεις αποτελούν<br />

το αφετηριακό δεδομένο, ο στόχος αποτελεί πάντα το ζητούμενο κάθε μαθησιακής<br />

διαδικασίας. Πώς μπορούμε να διορθώσουμε, να ανατρέψουμε ή να<br />

μετασχηματίσουμε τις αυθόρμητες ιδέες των παιδιών; Ή μήπως θα ήταν προτιμότερο<br />

να δώσουμε στα παιδιά τα εργαλεία με τα οποία θα μπορέσουν να επεξεργαστούν τις<br />

πληροφορίες που δέχονται από το περιβάλλον; Με στόχο τη διατύπωση πειστικών<br />

όσο και έγκυρων απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα, παρατηρείται τα τελευταία<br />

χρόνια μια σαφής μετατόπιση του παραγόμενου ερευνητικού έργου στο εσωτερικό<br />

της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών, από το επίπεδο της απλής καταγραφής των<br />

βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών, σε αυτό της προσπάθειας<br />

μετασχηματισμού των παραστατικών προτύπων από τα οποία απορρέουν εξηγήσεις<br />

των φυσικών εννοιών και φαινομένων ασύμβατες με αυτές που δίνουν σήμερα οι<br />

Φυσικές Επιστήμες. Η ανάληψη όμως πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση,<br />

εκτός από μεθοδολογικού τύπου ερωτήματα θέτει και το πρόβλημα των θεωρητικών<br />

αναφορών, του πλαίσιου δηλαδή με βάση το οποίο διατυπώνονται υποθέσεις και<br />

ερευνητικά ερωτήματα. Έτσι, τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στο<br />

προκείμενο κεφάλαιο είναι η οριοθέτηση της θεωρητικής προβληματικής μας, η<br />

επεξεργασία των προϋποθέσεων της παρέμβασής μας και η διατύπωση των γενικών<br />

υποθέσεών μας.<br />

3.1. Προσδιορισμός του θεωρητικού πλαίσιου αναφοράς<br />

Στο πλαίσιο των ψυχολογικών και επιστημολογικών θεωρήσεων που σχετίζονται με<br />

την αναζήτηση των παραγόντων οι οποίοι παρεμβαίνουν στις διαδικασίες της<br />

μάθησης, αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα ένα ερευνητικό ρεύμα το<br />

οποίο μελετά το ζήτημα της νοητικής συγκρότησης του υποκειμένου ως συνάρτησης<br />

των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Για τους ερευνητές του ρεύματος αυτού,<br />

αποφασιστικός παράγων της ανάπτυξης της νοημοσύνης είναι η κοινωνική ένταξη<br />

του ατόμου. Φαινόμενα τα οποία συνδέονται με την ανθρώπινη νόηση όπως η μνήμη,<br />

η αντίληψη, η γλώσσα και η σκέψη, εξετάζονται ως υποκείμενα αλληλεπιδράσεων<br />

αλλά και κοινωνικών επικαθορισμών, ο προσδιορισμός των οποίων αποτελεί όρο για<br />

τη διατύπωση θεωρητικών συμπερασμάτων.<br />

Για τον G. Bachelard, το πρόβλημα της προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης<br />

μπορεί να τεθεί μόνο με όρους γνωστικών εμποδίων. Εμπόδια, τα οποία εμφανίζονται<br />

είτε ως αποτέλεσμα της «άμεσης» ή αισθητηριακής πρόσληψης του αντικειμενικού<br />

φυσικού κόσμου, είτε προέρχονται “…από κάποιες λειτουργικές όψεις της<br />

καθοδήγησης του υποκειμένου το οποίο δεν διαθέτει την αναγκαία νοητική<br />

συγκρότηση” (Sanner 1980, p. 126). Έτσι, καθώς ο Bachelard δέχεται ότι η μύηση<br />

στην επιστημονική γνώση είναι πρόβλημα που αφορά την εκπαιδευτική πρακτική,<br />

προτείνει μια «παιδαγωγική της διόρθωσης», μια παιδαγωγική δηλαδή που θα<br />

αξιοποιεί τα σφάλματα τα οποία προέρχονται από τις δυσκολίες υπέρβασης της<br />

50


άμεσης εμπειρίας ενώ ταυτόχρονα θα ωθεί τη σκέψη προς την κατεύθυνση της<br />

διαμόρφωσης του επιστημονικού πνεύματος. Για τον Bachelard λοιπόν, τα εμπόδια<br />

που ορθώνει η αυθόρμητη σκέψη θα πρέπει να ανατραπούν ολοκληρωτικά μέσα από<br />

μια κοινωνικά διαμεσολαβημένη παιδαγωγική διαδικασία. Μια διαδικασία “μαζί και<br />

σε αντίθεση” με τις αρχικές αντιλήψεις (Giordan & Vecchi 1987), γιατί “…η<br />

διαμόρφωση του επιστημονικού πνεύματος αποτελεί όχι μόνο ένα μετασχηματισμό<br />

της κοινής γνώσης, αλλά επίσης μια μετατροπή του προσανατολισμού της. Η<br />

επιστημονική ένταξη απαιτεί την εγκατάλειψη των πρώτων αξιών” (Bachelard 1975,<br />

p. 24).<br />

Ο J. Piaget, διαφωνώντας και αυτός με κάθε είδους εμπειριστική θεώρηση,<br />

απορρίπτει την υπόθεση της προέλευσης της νοημοσύνης αποκλειστικά από την<br />

εμπειρία, χωρίς βεβαίως να αρνείται τη σημασία των αισθητηριακών προσκτήσεων.<br />

Διερευνώντας τους μηχανισμούς της εξέλιξης των νοητικών δομών, συμπεραίνει ότι<br />

η διανοητική ανάπτυξη κάθε ατόμου περνά από διαδοχικές μορφές ισορροπίας οι<br />

οποίες τοποθετούνται σε κάποια ηλικιακά όρια, τα στάδια (Piaget 1979α, σ. 13-24),<br />

με την έννοια ότι “κάθε στάδιο χαρακτηρίζεται πολύ λιγότερο από ένα καθορισμένο<br />

περιεχόμενο σκέψης και περισσότερο από μια δυνατότητα, μια δυνάμει<br />

ενεργητικότητα, ικανή να καταλήξει σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το αποτέλεσμα ανάλογα με<br />

το περιβάλλον στο οποίο ζει το παιδί” (Piaget 1979β, σ. 183). Σε ό,τι αφορά τις<br />

διαδικασίες οικοδόμησης της επιστημονικής γνώσης, ο Piaget υποστηρίζει ότι η<br />

αυθόρμητη σκέψη οδηγείται στη γνωστική πρόοδο μέσα από λειτουργικούς<br />

μηχανισμούς όπως η αφομοίωση, η συμμόρφωση και η εξισορρόπηση. Η αφομοίωση<br />

συνίσταται στην ενσωμάτωση από το άτομο των αντιληπτικών δεδομένων στα<br />

υπάρχοντα νοητικά σχήματα, ενώ κατά τη συμμόρφωση τροποποιούνται,<br />

επεκτείνονται και μεταβάλλονται τα σχήματα αυτά, στο βαθμό που η καινούργια<br />

εμπειρία υπερβαίνει την αφομοιωτική τους ικανότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο<br />

αναδιαμορφώνονται οι νοητικές δομές, οι οποίες περνούν από τη φάση της ασταθούς<br />

ισορροπίας σε ένα νέο επίπεδο εξισορρόπησης. Όπως παρατηρεί ο Κ. Ραβάνης (1991,<br />

σ. 48), για τον Piaget “η πορεία προς τη γνώση είναι μια διαδικασία που προκύπτει<br />

από τη σύνθεση δράσεων και νοητικών ενεργειών του υποκειμένου επί του<br />

περιβάλλοντός του. Η αλληλεπίδραση αυτή, μετασχηματίζοντας τη σκέψη του<br />

υποκειμένου, οδηγεί στη συγκρότηση παραστατικών μηχανισμών, οι οποίοι<br />

οργανώνονται με βάση χαρακτηριστικά που μπορούν να εκλαμβάνονται ως<br />

δραστηριότητες του ενεργούντος ατόμου ή ως εσωτερικευμένες νοητικές πράξεις”.<br />

Ταυτόχρονα με τους παράγοντες της βιολογικής ωρίμανσης και της εξισορρόπησης, ο<br />

Piaget αναφέρει και τους παράγοντες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης κατά την<br />

εξήγηση της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού. Όπως ο ίδιος γράφει, “ …η<br />

συνεργασία των ατόμων αποτελεί το σημείο αφετηρίας μιας σειράς προϋποθέσεων<br />

που πρέπει να υπάρχουν, για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η συγκρότηση και η<br />

ανάπτυξη της λογικής” (Piaget 1956, p. 194). Η αναγνώριση όμως των κοινωνικών<br />

γνωρισμάτων της νοημοσύνης δεν συνοδεύεται και από μια συστηματική<br />

ενσωμάτωση της μελέτης των κοινωνικών επιδράσεων στις πολύπλευρες<br />

διερευνήσεις του. Έτσι, παρά το γεγονός ότι με κάθε ευκαιρία τονίζει τη σημασία<br />

τους στην ανάπτυξη της νοημοσύνης (Piaget & Inhelder 1967, σ. 117), δεν<br />

ασχολείται με τη μελέτη τους παρά μόνο στο βαθμό που αυτές απλώς οργανώνουν το<br />

περιβάλλον με όρους που είναι ευνοϊκοί για τη δράση του παιδιού, με όρους, δηλαδή,<br />

που ενδεχομένως διευκολύνουν την πρόοδο προς την εξισορρόπηση. Οι στοχεύσεις<br />

αυτές ωθούν τον Piaget, από μεθοδολογική άποψη, προς την επικέντρωση στο<br />

υποκείμενο και τη νοητική του δραστηριότητα και όχι προς τις κοινωνικές<br />

καταστάσεις διαμεσολάβησης, την οργάνωση δηλαδή της διδακτικής παρέμβασης.<br />

51


Ο L. Vygotski από την πλευρά του, μέσα από το έργο του Σκέψη και Γλώσσα<br />

(1934/1993), επικεντρώνει το ενδιαφέρον του όχι τόσο στη μελέτη των<br />

παρατηρήσιμων συμπεριφορών των παιδιών, όσο στον τρόπο με τον οποίο<br />

διαμορφώνονται οι έννοιες στη σκέψη τους, δηλαδή την πορεία σχηματισμού τους ως<br />

προϊόν αλληλεπίδρασης υποκειμενικών και αντικειμενικών συνιστωσών. Για τον<br />

συγγραφέα, ως κύριο πρόβλημα αναδεικνύεται αυτό της διαμεσολάβησης, των μέσων<br />

δηλαδή με τη βοήθεια των οποίων εννοηματώνεται κάθε δραστηριότητα, τόσο στο<br />

επίπεδο της συγκρότησης των εννοιών όσο και σε αυτό της αναμόρφωσής τους. Για<br />

τον Vygotski οι έννοιες δεν σχηματίζονται αυτοτελώς, αλλά στα πλαίσια μιας<br />

διαδικασίας η οποία ανταποκρίνεται στην πρόθεση του υποκειμένου για επικοινωνία,<br />

στην προσπάθεια για επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων και στη λειτουργία της<br />

σήμανσης. Η μετάβαση από την απλή ονομασία των αντικειμένων μέσω των λέξεων,<br />

στις σημαντικές τους λειτουργίες, μια νοητική διαδικασία που διαρκεί μέχρι την<br />

εφηβεία, δεν εκφράζει μόνο την διαφοροποίηση μεταξύ σημαίνοντος και<br />

σημαινόμενου, αλλά και τον ισχυρό δεσμό κοινωνικής αλληλεπίδρασης και σκέψης,<br />

αφού η ανάπτυξη της νόησης είναι αυστηρά προσδιορισμένη από την κοινωνική<br />

διαμεσολάβηση. Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν της ψυχολογικής έρευνας είναι οι<br />

συνθήκες μέσα στις οποίες οικοδομούνται και εξελίσσονται τα εννοιολογικά<br />

συστήματα των παιδιών. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ίδιος “η παιδαγωγική<br />

εμπειρία μας διδάσκει όχι λιγότερο καθαρά από τη θεωρητική έρευνα, ότι η άμεση<br />

μετάδοση εννοιών αποδεικνύεται πάντα πρακτικά αδύνατη και παιδαγωγικά στείρα.<br />

Ο δάσκαλος που προσπαθεί να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο δεν κατορθώνει συχνά<br />

τίποτα περισσότερο από μια κενή οικειοποίηση λέξεων, ένα καθαρό βερμπαλισμό,<br />

που εξαπατά και μιμείται την ύπαρξη αντίστοιχων εννοιών στο παιδί, στην<br />

πραγματικότητα όμως κρύβει ένα κενό. Το παιδί δεν οικειοποιείται σ’ αυτές τις<br />

περιπτώσεις έννοιες αλλά λέξεις, προσλαμβάνει περισσότερα με τη μνήμη παρά με τη<br />

σκέψη και είναι ανίκανο για κάθε προσπάθεια έλλογης εφαρμογής της αποκτημένης<br />

γνώσης. Κατά βάθος αυτή η διαδικασία της διδασκαλίας εννοιών είναι και το κύριο<br />

λάθος της καθαρά σχολαστικής και βερμπαλιστικής μεθόδου διδασκαλίας, η οποία<br />

αντί της ζωντανής γνώσης παρέχει νεκρά και κενά λεκτικά σχήματα” (Vygotski 1993,<br />

σ. 214-215). Αντιμαχόμενος την εμπειριστική άποψη περί μετάδοσης της γνώσης,<br />

επισημαίνει ότι “η διαδικασία εξέλιξης των εννοιών ή των σημασιών των λέξεων<br />

απαιτεί την ανάπτυξη μια ολόκληρης σειράς λειτουργιών, όπως της εκούσιας<br />

προσοχής, της λογικής μνήμης, της αφαίρεσης, της σύγκρισης και της<br />

διαφοροποίησης, και όλες αυτές οι εξαιρετικά πολύπλοκες ψυχολογικές διαδικασίες<br />

δεν μπορούν απλώς να καταγραφούν από τη μνήμη, δεν μπορούν απλώς να<br />

εκμαθηθούν και να αποκτηθούν” (ό. π., σ. 214). Συνεπώς η διαμεσολάβηση του<br />

διδάσκοντος θα πρέπει να είναι κατάλληλα δομημένη και προσανατολισμένη, ώστε<br />

να μπορεί να παίξει το ρόλο καταλύτη στην εξέλιξη της σκέψης: “Το παιδί από<br />

κοινού με άλλους, με καθοδήγηση ή με βοήθεια, μπορεί πάντα να αποδίδει<br />

περισσότερα απ’ ότι μόνο του”(ό. π., σ. 291). Προς αυτήν την κατεύθυνση προτείνει<br />

την ενεργοποίηση της δυναμικής των νοητικών συστημάτων του παιδιού, δηλαδή<br />

ικανοτήτων που εμφανίζονται προς το παρόν με τη βοήθεια και την υποστήριξη του<br />

εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, για να αποτελέσουν αργότερα σταθερές κατακτήσεις<br />

της νόησης. Πρόκειται για μια γνωστική κατάσταση την οποία αποκαλεί «ζώνη της<br />

εγγύτερης ανάπτυξης». Όπως ο ίδιος εξηγεί, “… η απόκλιση ανάμεσα στη διανοητική<br />

ηλικία ή στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης, που καθορίζεται με τη βοήθεια<br />

προβλημάτων επιλυόμενων αυτόνομα, και στο επίπεδο όπου φθάνει το παιδί μέσω<br />

της μη αυτόνομης, αλλά συλλογικής λύσης προβλημάτων, προσδιορίζει ακριβώς την<br />

περιοχή της επόμενης εξέλιξης του παιδιού” (ό. π. σ. 291). Για τον Vygotski λοιπόν,<br />

η κατάλληλη κοινωνική διαμεσολάβηση καθώς και η διδακτική αλληλεπίδραση είναι<br />

οι παράγοντες εκείνοι, οι οποίοι μπορούν να διευκολύνουν την έναρξη νοητικών<br />

52


διεργασιών ικανών να μετακινήσουν την παιδική σκέψη στο επόμενο στάδιο της<br />

ανάπτυξής της. Μια τέτοια διδακτική πρακτική έχει αποφασιστική σημασία για τη<br />

διαδικασία της μάθησης, καθώς “…αυτό που το παιδί κάνει σήμερα από κοινού,<br />

αύριο θα είναι ικανό να το κάνει από μόνο του” (ό. π., σ. 295).<br />

Με αφετηρία το θεωρητικό σχήμα του Vygotski διατυπώνονται τα τελευταία χρόνια<br />

προτάσεις και αναπτύσσονται ερευνητικές προσπάθειες με στόχο τη διερεύνηση της<br />

αποτελεσματικότητας του. Οι προτεινόμενες από τους ερευνητές δραστηριότητες<br />

στηρίζονται σε διδακτικές διαδικασίες στις οποίες ενεργοποιούνται και<br />

αλληλεπιδρούν μαθητές και εκπαιδευτικοί και οι οποίες εξελίσσονται σε δύο κύρια<br />

στάδια: Κατά το πρώτο στάδιο επιχειρείται η ανίχνευση και ο προσδιορισμός των<br />

γνωστικών και μαθησιακών εμποδίων που εμφανίζονται στην κατανόηση<br />

επιλεγμένων γνωστικών αντικειμένων –κατά κύριο λόγο εννοιών με αφηρημένα<br />

χαρακτηριστικά. Σε ένα δεύτερο στάδιο, και εφόσον διαπιστώνεται ότι το νοητικό<br />

επίπεδο των παιδιών δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν σε έργα με ορισμένες<br />

γνωστικές απαιτήσεις, οι ερευνητές προτείνουν πειραματικές δραστηριότητες οι<br />

οποίες τοποθετούνται σε μια ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα σ’ αυτό που οι μαθητές<br />

ξέρουν να κάνουν και σ’ αυτό που μπορούν να κάνουν με τη βοήθεια των<br />

συνεργατών τους (δηλαδή των άλλων μαθητών και βέβαια του διδάσκοντος). Η<br />

διαδικασία αυτή οδηγεί τους μαθητές στη νοητική συγκρότηση «πρόδρομων<br />

μοντέλων», δηλαδή μοντέλων τα οποία διαθέτουν κάποια κρίσιμα χαρακτηριστικά<br />

των πραγματικών επιστημονικών μοντέλων, προετοιμάζοντας έτσι την παιδική<br />

σκέψη για την μελλοντική οικειοποίηση της γνώσης. Στην κατεύθυνση αυτή η Weil-<br />

Barais και οι συνεργάτες της (Weil-Barais 1994, Lemeignan & Weil-Barais 1997)<br />

αναπτύσσουν διδακτικές δραστηριότητες για μαθητές της δευτεροβάθμιας<br />

εκπαίδευσης, στις οποίες προτάσσουν την οικοδόμηση της έννοιας της<br />

«αλληλεπίδρασης» ως πρόδρομου μοντέλου για την κατανόηση των εννοιών της<br />

δύναμης, της ορμής και της ενέργειας. Οι πειραματικές καταστάσεις που προτείνουν<br />

έχουν ως στόχο να οδηγήσουν τους μαθητές στην εγκατάσταση αντιστοιχιών<br />

ανάμεσα στα γεγονότα και τις αλληλεπιδράσεις, χωρίς τη χρήση κάποιου φυσικού<br />

μεγέθους. Με τον τρόπο αυτό διευθετείται, μέσω γνωστικών αλληλουχιών, η<br />

μετάβαση από το πρόδρομο στο νευτωνικό μοντέλο, στο οποίο η διαχείριση των<br />

ίδιων πειραματικών καταστάσεων γίνεται με τη βοήθεια των αντίστοιχων φυσικών<br />

μεγεθών. Στην ίδια προοπτική κινείται και η εμπειρική έρευνα των Ραβάνη κ. ά.<br />

(2002) με παιδιά προσχολικής ηλικίας σχετικά με την έννοια της τριβής ολίσθησης.<br />

Εδώ, η προσπάθεια δημιουργίας ενός πρόδρομου μοντέλου περιορίζεται στην<br />

περίπτωση της κίνησης ενός αντικειμένου σε σταθερό οριζόντιο επίπεδο και<br />

στρέφεται προς τη νοητική οικοδόμηση α) του εκτιμώμενου βάρους του κινούμενου<br />

σώματος σε μια ποιοτική κλίμακα «πιο ελαφρύ-πιο βαρύ» και β) της φύσης των<br />

εφαπτόμενων επιφανειών, εκτιμώμενης σε μια ποιοτική κλίμακα «πιο λεία-πιο<br />

τραχιά», ως παραγόντων που επιδρούν στην παρεμπόδιση της ελεύθερης κίνησης του<br />

αντικειμένου η οποία μπορεί να συσχετισθεί με την διανυόμενη από το σώμα<br />

απόσταση. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν σημαντικές προόδους των<br />

υποκειμένων που συμμετέχουν στην πειραματική ομάδα, καθώς διαπιστώνεται ότι τα<br />

παιδιά αυτά είναι σε θέση να προσεγγίσουν τις γνωστικές παραμέτρους του<br />

πρόδρομου αυτού μοντέλου. Το γεγονός αυτό δημιουργεί, σύμφωνα με τους<br />

ερευνητές, τις προϋποθέσεις για τον προγραμματισμό και νέων διευρυμένων και<br />

αναβαθμισμένων δραστηριοτήτων με στόχο την προετοιμασία της σκέψης των<br />

παιδιών για μια μελλοντική συστηματική κατανόηση της υπό μελέτη έννοιας.<br />

Σε μια προσπάθεια συναρμογής των παραπάνω εκτεθέντων θεωριών, ένα ρεύμα<br />

ψυχολόγων με κύριους εκφραστές τους W. Doise, G. Mugny και A. Perret-Clermont,<br />

53


επιχειρεί, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, να ανεύρει την κατάλληλη ερμηνευτική<br />

συνάρθρωση των ατομικού χαρακτήρα δυναμικών της νοητικής ανάπτυξης με τις<br />

αντίστοιχες δυναμικές που αναπτύσσονται από κοινωνικού χαρακτήρα<br />

αλληλεπιδράσεις. Συμφωνώντας με την άποψη του Bachelard για τον ανασταλτικό<br />

ρόλο της βιωματικής γνώσης, αποδεχόμενοι την πιαζετική εξελικτική θεώρηση της<br />

νοημοσύνης ως χαρακτηριστικού γνωρίσματος του επιμέρους ατόμου, και<br />

αναγνωρίζοντας από τη θεωρία του Vygotski την κοινωνική διάσταση της ανάπτυξης<br />

της νοημοσύνης, οι ερευνητές αυτοί εξετάζουν την κοινωνική αλληλεπίδραση ως<br />

παράγοντα γνωστικής προόδου, όχι με την έννοια της γενικής επίδρασης των<br />

κοινωνικής φύσης επιρροών, αλλά με αυτή μιας οργανωμένης δραστηριότητας<br />

αλληλεπίδρασης της οποίας η πορεία και τα χαρακτηριστικά είναι προκαθορισμένα:<br />

“Όταν διατυπώνουμε την υπόθεση ότι κάποιες μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης<br />

προκαλούν γνωστική πρόοδο σε ένα παιδί που βρίσκεται σ’ ένα ορισμένο στάδιο της<br />

ανάπτυξής του, έχουμε τη δυνατότητα να βάλουμε αυτό το παιδί να πάρει μέρος σε<br />

μια αλληλεπιδραστική δραστηριότητα, της οποίας τα χαρακτηριστικά τα καθορίζουμε<br />

εμείς και τα επακόλουθά της μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε. Με άλλα λόγια,<br />

έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε πειραματικά τις επιδράσεις της κοινωνικής<br />

αλληλεπίδρασης (την οποία εισάγουμε ως μία ανεξάρτητη μεταβλητή) πάνω στη<br />

γνωστική ανάπτυξη (που την αντιμετωπίζουμε ως εξαρτημένη μεταβλητή)” (Doise &<br />

Mugny 1987, σ. 46). Πεποίθησή τους είναι ότι υπάρχει μια σαφής αιτιώδης<br />

διασύνδεση του γνωστικού με το κοινωνικό πεδίο, καθώς “η νοημοσύνη δεν είναι<br />

απλώς μια ιδιότητα του ατόμου, αλλά είναι επίσης μια συσχετιστική διαδικασία που<br />

ενεργοποιείται ανάμεσα σε άτομα τα οποία διαμορφώνουν και οργανώνουν από<br />

κοινού τη δράση τους απέναντι στο φυσικό και τον κοινωνικό τους περίγυρο” (ό. π.,<br />

σ. 28). Σε μια προσπάθεια προσδιορισμού των επιλογών τους μέσα στα πλαίσια των<br />

ερευνητικών τάσεων της Διδακτικής, δηλώνουν ότι “η έννοια της κοινωνικής<br />

αλληλεπίδρασης δεν έρχεται σε αντίθεση με την προοπτική του εποικοδομητισμού,<br />

σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο «οικοδομεί» ή «εποικοδομεί» αυτόνομα τις<br />

γνώσεις του. Απεναντίας, επιτρέπει τον ακριβέστερο προσδιορισμό των όρων και των<br />

συνθηκών μέσα από τις οποίες πραγματοποιείται η εποικοδόμηση … γιατί η<br />

πρόσκτηση της γνώσης διέπεται σαφώς από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής<br />

σήμανσης” (Vergnaud 1989, p. 454). Με στόχο την ανάδειξη λοιπόν του συνδετικού<br />

κρίκου ανάμεσα στην ψυχολογία και στην κοινωνιολογία της γνωστικής ανάπτυξης,<br />

επιχειρούν μέσα από συγκεκριμένες πειραματικές δραστηριότητες να δείξουν ότι<br />

“…η γνωστική ανάπτυξη δεν προκύπτει από μια απλή αλληλεπίδραση που<br />

συντελείται ανάμεσα στο παιδί και το φυσικό περιβάλλον του, αλλά προκαλείται με<br />

τη διαμεσολάβηση αλληλεπιδράσεων που πραγματοποιεί το άτομο με ένα ή<br />

περισσότερα άλλα άτομα” (Doise & Mugny 1987, σ. 47). Στις συγκεκριμένες<br />

παρεμβάσεις που πραγματοποιούν (Mugny, Doise & Perret-Clermont 1975-76,<br />

Mugny, Giroud & Doise 1978-79), καταγράφουν σημαντικές γνωστικές προόδους<br />

παιδιών 6-7 ετών σε προβλήματα «διατήρησης» μεγεθών, ακολουθώντας διδακτικές<br />

διαδικασίες, στις οποίες η αλληλεπίδραση παιδιού και ερευνητή επιτυγχάνεται με την<br />

αξιοποίηση δύο βασικών μεθοδολογικών τακτικών: α) τη δημιουργία συγκρουσιακών<br />

γνωστικών καταστάσεων β) την παρουσίαση κατάλληλων μαθησιακών προτύπων.<br />

3.1.1. Η στρατηγική των συγκρουσιακών διδακτικών διαδικασιών<br />

Η μεθοδολογική αυτή τακτική αποτελεί μια παρεμβατική στρατηγική η οποία<br />

χρησιμοποιείται στις έρευνες της Διδακτικής ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του<br />

’70. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία στοχεύει στον αποσυντονισμό των<br />

νοητικών δομών των υποκειμένων, καθώς οι βιωματικές παραστάσεις των παιδιών σε<br />

ορισμένα γνωστικά αντικείμενα αποδεικνύονται εξαιρετικά ανθεκτικές στην<br />

54


προσπάθεια μετασχηματισμού τους από τη σχολική διδασκαλία (Gunstone & White<br />

1981, McCloskey 1983, Howe et al. 1990). Οι ερευνητές που εφαρμόζουν τη<br />

συγκεκριμένη διδακτική πρακτική υποστηρίζουν ότι η οικοδόμηση των «δύσκολων»<br />

επιστημονικών εννοιών “δεν είναι μια διαδικασία η οποία μπορεί να προκύψει exabrupto,<br />

με την παρακολούθηση μιας διάλεξης, τη μελέτη των ορισμών που<br />

περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια ή των σχημάτων και των συμβόλων που<br />

παραπέμπουν σε πειραματικές καταστάσεις” (Weil-Barais & Leimegnan 1990, p.<br />

393). Ούτε -πολύ περισσότερο- μπορεί να πραγματοποιηθεί με αυθόρμητο τρόπο. Ο<br />

μετασχηματισμός των παραστάσεων απαιτεί και προϋποθέτει την αποσταθεροποίηση<br />

των γνωστικών δομών, η οποία μπορεί να προκύψει μέσα σε συνθήκες κοινωνικής<br />

αλληλεπίδρασης του υποκειμένου, τόσο με τα άλλα παιδιά όσο και με τον<br />

διδάσκοντα, με τη σύγκρουση των απόψεων και τη λεκτική επικοινωνία (Vergnaud<br />

1989, Ravanis & Papamichaël 1995). Στις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται με<br />

αυτή την προοπτική, η στρατηγική της γνωστικής σύγκρουσης αναπτύσσεται με τρεις<br />

κυρίως μεθοδολογικές προσεγγίσεις (Scott et al. 1991):<br />

1. Συγκρούσεις, στις οποίες έρχονται σε αντιπαράθεση προβλέψεις ή εκτιμήσεις του<br />

υποκειμένου πάνω σε μια δεδομένη πειραματική κατάσταση, με τις αισθητηριακές<br />

διαπιστώσεις που προκύπτουν από την εκτέλεση του πειράματος, και οι οποίες<br />

διαψεύδουν τις υποθέσεις που έχουν προηγηθεί (Lefebvre & Pinard 1972, Sydner &<br />

Feldman 1977, Nussbaum & Novick 1982, Champagne et al. 1985).<br />

2. Διεργασιακές συγκρούσεις, όπου η οικοδόμηση των γνωστικών δομών εξετάζεται<br />

ως πορεία εσωτερικευμένων ανισορροπιών των νοητικών σχημάτων των<br />

υποκειμένων προς περισσότερο σταθερές μορφές ισορροπίας (Inhelder et al. 1974,<br />

Stavy & Berkovitz 1980, Cosgrove & Osborn 1985).<br />

3. Συγκρούσεις, κατά τις οποίες η στρατηγική ενός ατόμου για την επίλυση ενός<br />

προβλήματος, βρίσκει σαφή αντίθεση στη στρατηγική ενός άλλου, δηλαδή μια<br />

διαδικασία στην οποία οι νοητικές συγκρούσεις έχουν ως πηγή τους το κοινωνικό<br />

περιβάλλον (Mugny 1985, Perret-Clermont 1986, Perret-Clermont & Nicolet 1988,<br />

Ravanis & Papamichaël 1995, Zogza & Papamichaël 2000). Σ’ αυτή την περίπτωση,<br />

η νοητική αποσταθεροποίηση προκύπτει μέσα από αντιπαραθέσεις, οι οποίες<br />

λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης συνεργασίας: “ Όταν ο άλλος<br />

εισάγει σταθερά στο πεδίο της αντίληψης του παιδιού μια επικέντρωση αντίθετη από<br />

εκείνη τη μονομερή που κάνει αυτό, τότε το παιδί βρίσκεται μπροστά σε μια<br />

σύγκρουση που δεν είναι μόνο γνωστική αλλά και κοινωνική. Αυτή την κοινωνική,<br />

γνωστική σύγκρουση, που κάνει να συνυπάρχουν μέσα στην ίδια κατάσταση και στον<br />

ίδιο χρόνο δύο αντίθετες επικεντρώσεις, το παιδί δεν μπορεί να την αρνηθεί τόσο<br />

εύκολα, όσο μια σύγκρουση που προέρχεται από τις εναλλακτικές μεταπηδήσεις που<br />

πραγματοποιεί το παιδί ανάμεσα στις αλληλοδιαδοχικές ατομικές επικεντρώσεις”<br />

(Doise & Mugny 1987, σ. 46).<br />

3.1.2. Η παρουσίαση του μαθησιακού προτύπου<br />

Σε ό,τι αφορά την παρουσίαση μαθησιακών προτύπων, κατά τη διάρκεια διδακτικών<br />

παρεμβάσεων που στοχεύουν στην αναδιοργάνωση των αυθόρμητων παραστάσεων<br />

των παιδιών, έχει επίσης αναπτυχθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες ένας γόνιμος<br />

προβληματισμός. Για τους Βοσνιάδου & Brewer (1988), ο όρος «αναδιοργάνωση»<br />

αναφέρεται στη δημιουργία καινούργιων γνωστικών δομών από την πλευρά του<br />

υποκειμένου, οι οποίες επινοούνται είτε για να ερμηνευθούν εκ νέου παλιές<br />

πληροφορίες είτε για να εξηγηθούν καινούργιες. Σε μια επιστημολογική προσέγγιση<br />

του ζητήματος, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι “…ενώ ο επιστήμονας που<br />

αντιμετωπίζει μια ανωμαλία την οποία η θεωρία του δεν μπορεί να εξηγήσει,<br />

αναγκάζεται να επανεξετάσει τις βασικές του υποθέσεις και να τις αναθεωρήσει<br />

55


χωρίς καμία καθοδήγηση, … για το μαθητή, η αναδιοργάνωση της γνώσης πρέπει να<br />

ξεπηδήσει από τις προσπάθειες του δασκάλου να οδηγήσει το παιδί στο να<br />

κατασκευάσει το καινούργιο σχήμα” (ό. π., σ. 42). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν<br />

οι Roth et al. (1986, p. 26), “ο δάσκαλος πρέπει να εμπλέκεται ενεργητικά στη<br />

διάγνωση των αντιφάσεων των μαθητών και να ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις<br />

αντιφάσεις, παρουσιάζοντας ένα πρότυπο που είναι κατανοητό, που προκαλεί το<br />

ενδιαφέρον των παιδιών, και που τα οδηγεί στο να αλλάξουν τις αντιφατικές τους<br />

ιδέες, υιοθετώντας τις επιστημονικές απόψεις”. Αν λοιπόν ως «πρότυπο» ορίσουμε τα<br />

γνωστικά χαρακτηριστικά μιας λύσης που προτείνεται από τον διδάσκοντα σε ένα<br />

συγκεκριμένο πρόβλημα, μπορούμε να διακρίνουμε τριών ειδών γνωστικές<br />

προσεγγίσεις που νοούνται ως πρότυπα (Doise & Mugny 1987, σ. 197-198):<br />

1. Το «προοδευτικό» πρότυπο, το οποίο σε σχέση με τη λύση που είναι σε θέση να<br />

δώσει το υποκείμενο, βρίσκεται πιο κοντά στην ανακάλυψη της σωστής λύσης.<br />

2. Το «ομοειδές» πρότυπο, το οποίο προτείνει ένα τρόπο επίλυσης του<br />

προβλήματος που είναι ίδιος με εκείνον που βρίσκεται πίσω από τις απαντήσεις<br />

του υποκειμένου.<br />

3. Το «οπισθοδρομικό» πρότυπο, το οποίο παρουσιάζει μια λύση κατώτερου<br />

επιπέδου από το επίπεδο λύσης που είναι σε θέση να δώσει το υποκείμενο.<br />

Από τα προοδευτικά πρότυπα, «ορθό» αποκαλείται αυτό που συμπίπτει<br />

ολοκληρωτικά με τη λύση που επιθυμούμε να κατακτήσει το υποκείμενο, ταυτίζεται<br />

δηλαδή με τα χαρακτηριστικά του αποδεκτού επιστημονικού μοντέλου, ενώ<br />

«ενδιάμεσο» αποκαλείται εκείνο που προτείνει μια λύση η οποία είναι σαφώς<br />

ανώτερη από τη λύση που χρησιμοποιεί το υποκείμενο, μολονότι δεν φτάνει στο<br />

επίπεδο της επιστημονικά αποδεκτής λύσης. Αν και, από πρώτη άποψη, η χρήση του<br />

ορθού προτύπου φαίνεται ως η πλέον πρόσφορη για την επίτευξη των στόχων που<br />

θέτει μια διδακτική παρέμβαση μέσω της οποίας επιδιώκεται ο μετασχηματισμός των<br />

αυθόρμητων παραστάσεων, εντούτοις διατυπώνονται συχνά επιφυλάξεις ως προς την<br />

καθολική αξία του, καθώς αφενός είναι πιθανόν η προτεινόμενη λύση να απέχει πολύ<br />

από τις νοητικές ικανότητες του παιδιού, αφετέρου είναι δυνατόν ο θεωρούμενος<br />

μετασχηματισμός να έχει προκύψει ως αποτέλεσμα μίμησης -αν ως μίμηση ορισθεί η<br />

απόσπαση μιας απλής συναίνεσης του υποκειμένου στην προτεινόμενη λύση μέσα<br />

στα πλαίσια της αξιοποίησης των διαπροσωπικών σχέσεων και όχι η ουσιαστική<br />

οικοδόμηση μιας ανώτερου επιπέδου γνωστικής κατάκτησης. Για παράδειγμα, στα<br />

πλαίσια αυτού του αφετηριακού προβληματισμού, οι Doise & Mugny μελέτησαν τα<br />

μαθησιακά αποτελέσματα από την εκ περιτροπής εφαρμογή και των τριών ειδών<br />

προτύπων σε παιδιά ηλικίας 5 –8 ετών σε πειράματα σχετικά με την οικοδόμηση της<br />

έννοιας της διατήρησης (π.χ. τη διατήρηση του αναλλοίωτου της ποσότητας<br />

μεταγγιζόμενων υγρών ή της διατήρησης του μήκους ευθύγραμμων τμημάτων σε<br />

διαφορετικούς προσανατολισμούς) και διαπίστωσαν αξιόλογες προόδους ακόμη και<br />

στην περίπτωση χρησιμοποίησης οπισθοδρομικών προτύπων (ό. π., σ. 61-151).<br />

Βέβαια, σε ό,τι αφορά τη χρήση των ορθών προοδευτικών προτύπων, όλοι σχεδόν οι<br />

ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό από τη δεκαετία του ’70 –όπου<br />

κυρίως έγιναν οι κλασικές σχετικές ερευνητικές προσπάθειες- θεωρούν την επίδρασή<br />

τους, σχεδόν ομόφωνα, θετική, καθώς δεν έχει παρατηρηθεί καμιά σημαντική<br />

οπισθοδρόμηση σε υποκείμενα που αντιμετώπισαν ένα τέτοιο πρότυπο (Bandura<br />

1971a & 1971b, Rosenthal & Zimmerman 1972, Murray 1974, Botvin & Murray<br />

1975).<br />

56


3.2. Επιλογή θεωρητικού προτύπου παρέμβασης και διατύπωση γενικών<br />

υποθέσεων<br />

Στα πλαίσια της προβληματικής που παραθέσαμε στα προηγούμενα, τόσο σε ό,τι<br />

αφορά τις διαδικασίες οικοδόμησης των φυσικών εννοιών όσο και στη δυνατότητα<br />

συμβολής της Ι.Ε. προς αυτή την κατεύθυνση, θα επιχειρήσουμε ακολούθως να<br />

τεκμηριώσουμε την επιλογή του θεματικού χώρου παρέμβασης καθώς και του<br />

θεωρητικού μοντέλου της έρευνάς μας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η διατύπωση<br />

των ανάλογων γενικών μας υποθέσεων.<br />

Ως θεματικό χώρο ανάπτυξης της ερευνητικής μας προσπάθειας επιλέξαμε το<br />

γνωστικό πεδίο της Οπτικής. Η Οπτική, ως αντικείμενο διδασκαλίας που εξετάζει<br />

τόσο τα οπτικά φαινόμενα τα οποία συναρτώνται με τη φύση της φωτεινής<br />

ακτινοβολίας (Φυσική Οπτική), όσο και τα οπτικά φαινόμενα που προκύπτουν ως<br />

αποτέλεσμα της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός (Γεωμετρική Οπτική), απουσίαζε<br />

από τα προγράμματα σπουδών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας μας για<br />

δύο και πλέον δεκαετίες, δημιουργώντας αναπόδραστα μια ερευνητική υστέρηση<br />

στον ελληνικό χώρο σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα. Η πρόσφατη ωστόσο<br />

επανεμφάνισή της στα αναλυτικά προγράμματα Φ.Ε. της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄<br />

και Γ΄ Λυκείου, δημιουργεί ένα νέο πρόσφορο πεδίο έρευνας με στόχο την<br />

αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη διδασκαλία της.<br />

Στο διαδικαστικό επίπεδο, η προσπάθειά μας στρέφεται κατ’ αρχήν προς τη θεματική<br />

εκείνη η οποία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως, αποτελεί –και οφείλει να<br />

αποτελεί- το σημείο εκκίνησης κάθε ερευνητικής δραστηριότητας που αποσκοπεί στη<br />

νοητική οικοδόμηση των φυσικών εννοιών: την ανίχνευση των βιωματικών νοητικών<br />

παραστάσεων των μαθητών. Ειδικότερα, επιχειρούμε τον εντοπισμό και τη<br />

συστηματική κωδικοποίηση των παραστατικών σχημάτων υποκειμένων ηλικίας 12-<br />

16 ετών σε θέματα που σχετίζονται με την εκπομπή και τη διάδοση της φωτεινής<br />

ακτινοβολίας, καθώς και των φαινομένων που εντάσσονται στο πλαίσιο της<br />

αλληλεπίδρασης του φωτός με τα αντικείμενα. Τα αποτελέσματα ερευνών οι οποίες<br />

επικεντρώνονται σε συναφή με το θέμα μας ζητήματα, λειτουργούν ενισχυτικά στην<br />

επιλογή του θεματικού χώρου έρευνας, καθώς δείχνουν ότι οι μαθητές του<br />

συγκεκριμένου ηλικιακού φάσματος προσεγγίζουν τα σχετικά φαινόμενα με<br />

βιωματικούς συλλογισμούς, οι οποίοι βρίσκονται σε μεγάλες αποστάσεις από τα<br />

χαρακτηριστικά του μοντέλου της Γεωμετρικής Οπτικής.<br />

Εφ’ όσον όμως η επιδίωξή μας δεν περιορίζεται στην καταγραφή των παραστάσεων<br />

αλλά και στο μετασχηματισμό τους, έτσι ώστε να καταστούν συμβατές με αυτές που<br />

απορρέουν από το πρότυπο της Γεωμετρικής Οπτικής -διαδικασία η οποία απαιτεί<br />

ένα πλαίσιο νοητικών ικανοτήτων υψηλότερης στάθμης από αυτό της αυθόρμητης<br />

σκέψης-, θα πρέπει να οδηγηθούμε σε δραστηριότητες η οποίες θα ωθήσουν τα<br />

παιδιά σε μια αναδιοργάνωση των νοητικών τους εργαλείων. Για την επίτευξη αυτού<br />

του στόχου καταφεύγουμε στη θεώρηση του κοινωνικού εποικοδομητισμού, τη<br />

θεώρηση δηλαδή η οποία δίνει έμφαση στο ρόλο της κοινωνικής διαμεσολάβησης για<br />

την ανάπτυξη της νόησης. Έτσι, στην πρώτη φάση της παρεμβατικής διαδικασίας<br />

επιχειρούμε τη διαμόρφωση κατάλληλων συγκρουσιακών συνθηκών, με την<br />

αντιπαράθεση των προβλέψεων των υποκειμένων σε συγκεκριμένες πειραματικές<br />

καταστάσεις και των αισθητηριακών προσκτήσεων που προκύπτουν από την<br />

παρατήρηση των αποτελεσμάτων τους, επιδιώκοντας την αποσταθεροποίηση και τον<br />

αποσυντονισμό των αυθόρμητα συγκροτημένων παραστάσεων, ενώ στη δεύτερη<br />

φάση πραγματοποιούμε πειραματική παρέμβαση, η οποία, αφενός με την οργάνωση<br />

57


και την επαναδιάταξη του ίδιου υλικού και αφετέρου με την παρέμβαση του<br />

ερευνητή ως κοινωνικού εταίρου στη διδακτική αλληλεπίδραση, παρουσιάζει τα<br />

στοιχεία του μοντέλου της Γεωμετρικής Οπτικής, έτσι ώστε να επιτύχουμε την<br />

ανασυγκρότηση των παραστατικών σχημάτων των υποκειμένων στο επίπεδο του<br />

επιστημονικά αποδεκτού προτύπου. Η επιλογή της παρουσίασης του ορθού προτύπου<br />

κρίθηκε επιβεβλημένη καθώς, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες, η χρήση<br />

ομοειδών ή οπισθοδρομικών προτύπων είτε υπαγορεύεται από τις ανάγκες της<br />

ερευνητικής διαδικασίας (Winnykamen & Lafont 1990), είτε γίνεται στα πλαίσια<br />

διδακτικών παρεμβάσεων οι οποίες αναπτύσσονται σε πολλές και διαδοχικές<br />

συνεδρίες με σκοπό την κατασκευή δικτύων εννοιών χρήσιμων στη διδασκαλία<br />

ευρύτερων γνωστικών περιοχών και οπωσδήποτε στα πλαίσια συνθηκών σχολικής<br />

τάξης (Johsua & Dupin 1988, Weil-Barais & Lemeignan 1990). Στην περίπτωση<br />

όμως του δικού μας πειράματος, αφενός μεν η διδακτική παρέμβαση<br />

πραγματοποιείται με εξατομικευμένες διδασκαλίες, αφετέρου δε το αντικείμενο της<br />

έρευνάς μας είναι αυστηρά καθορισμένο ενώ αποτελεί ταυτόχρονα και διδακτικό<br />

αντικείμενο. Έτσι, η παρέμβασή μας δεν έχει ως αντικειμενικό στόχο γενικές<br />

προόδους των υποκειμένων εγγραφόμενες στο ψυχολογικό πεδίο, αλλά προόδους οι<br />

οποίες αποσκοπούν στην αφομοίωση της συγκεκριμένης φυσικής γνώσης. Επί πλέον,<br />

εφ’ όσον βασική μας επιδίωξη είναι η μετάβαση από μια περιγραφική σε μια<br />

επεξηγηματική προσέγγιση των εμπλεκόμενων εννοιών και φαινομένων, καθίσταται<br />

αναγκαία η μελέτη της αποτελεσματικότητας των ενδεχόμενων μεταβολών της<br />

διδακτικής πρακτικής, δηλαδή η ανάλυση των αποτελεσμάτων των μεταβολών αυτών<br />

στο επίπεδο της σχέσης του εκπαιδευόμενου με το διαθέσιμο εμπειρικό και<br />

πειραματικό υλικό.<br />

Ως ερευνητικό και μεθοδολογικό εργαλείο στη προσπάθειά μας αυτή χρησιμοποιούμε<br />

τη Ιστορία της Επιστήμης. Επιχειρούμε δηλαδή, τόσο στο επίπεδο της ανίχνευσης<br />

όσο και στο επίπεδο του μετασχηματισμού των βιωματικών νοητικών παραστάσεων<br />

των υποκειμένων, την αξιοποίηση του ιστορικού υλικού με τη χρήση έργων το<br />

γνωστικό περιεχόμενο των οποίων αντλείται από την Ιστορία της Οπτικής. Στο βαθμό<br />

λοιπόν που δεχόμαστε ότι η εμπλοκή των υποκειμένων σε μια αλληλεπιδραστικού<br />

χαρακτήρα μαθησιακή διαδικασία με διδακτικό υλικό εμπνευσμένο από την Ιστορία<br />

της Επιστήμης μπορεί να συμβάλλει στην εξέλιξη των παραστάσεων για τον τρόπο<br />

εκπομπής και διάδοσης του φωτός, μπορούμε να συμπυκνώσουμε τον μέχρι εδώ<br />

προβληματισμό μας στις παρακάτω γενικές υποθέσεις:<br />

1. Εναλλακτικά μοντέλα ερμηνείας τα οποία έχουν διατυπωθεί στην πορεία της<br />

ιστορικής εξέλιξης των επιστημονικών ιδεών σχετικά με την εκπομπή και<br />

διάδοση του φωτός, είναι δυνατόν να μας οδηγήσουν στον εντοπισμό ανάλογων<br />

παραστατικών προτύπων στη σκέψη των σύγχρονων μαθητών.<br />

2. Μαθητές οι οποίοι προσεγγίζουν τα σχετικά φαινόμενα χρησιμοποιώντας<br />

παραστάσεις που πηγάζουν από ένα αυθόρμητα συγκροτημένο επεξηγηματικό<br />

πρότυπο, μετά τη συμμετοχή τους σε μια κοινωνικά διαμεσολαβημένη<br />

πειραματική-διδακτική διαδικασία η οποία αντλεί το περιεχόμενό της από την<br />

Ιστορία της Επιστήμης, είναι δυνατόν να οδηγηθούν στην οικοδόμηση ενός<br />

παραστατικού προτύπου συμβατού με αυτό της Γεωμετρικής Οπτικής.<br />

Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο επιχειρούμε έρευνα με στόχο την αναζήτηση<br />

αξιοποιήσιμου ιστορικού υλικού το οποίο, μετά τον κατάλληλο διδακτικό<br />

μετασχηματισμό, θα επιτρέψει την πραγματοποίηση του ερευνητικού μας σχεδίου.<br />

58


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4<br />

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ: Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ<br />

ΦΩΤΕΙΝΩΝ ΠΡΟΒΟΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ<br />

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ<br />

59


Στην Ιστορία της Επιστήμης παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της ερμηνευτικής<br />

αδυναμίας γεγονότων της άμεσης αισθητηριακής εμπειρίας, με βάση το εκάστοτε<br />

επικρατούν πλαίσιο αρχών και πεποιθήσεων. Τα γεγονότα αυτά συνιστούν<br />

προβλήματα τα οποία είτε βρίσκουν τη λύση τους μέσα στο υπάρχον εννοιολογικό<br />

πλέγμα αξιών, νόμων και τεχνικών (με την ανακάλυψη «κρυμμένων» παραγόντων οι<br />

οποίοι δεν είχαν αρχικά ληφθεί υπόψη), είτε οδηγούν στη συνολική εγκατάλειψη των<br />

βασικών παραδοχών και μεθόδων του συστήματος και την εγκαθίδρυση ενός νέου<br />

«παραδείγματος», ριζικά διαφορετικού από το προηγούμενο. Η για μεγάλο χρονικό<br />

διάστημα διατήρηση μιας προβληματικής κατάστασης, περιβάλλει συνήθως τέτοιου<br />

τύπου φαινόμενα με το μανδύα του «γρίφου» (Kuhn 1981, σ. 28-29). Η αναζήτηση<br />

ιστορικών δεδομένων –στα πλαίσια της προβληματικής που αναπτύξαμε μέχρι τώραπρόσφορων<br />

για διδακτική αξιοποίηση στο πεδίο της Οπτικής, μας οδήγησε στον<br />

εντοπισμό ενός τέτοιου οπτικού φαινομένου-γρίφου.<br />

4.1. Οι φωτεινές προβολές μέσω οπών: ένα «οπτικό παράδοξο» στην αρχαιότητα<br />

Στο, κατά πολλούς ψευδεπίγραφο * , Αριστοτελικό έργο Προβλήματα ο συγγραφέας<br />

διαπιστώνει ένα περίεργο οπτικό φαινόμενο: όταν το φως του ήλιου περνάει μέσα<br />

από ανοίγματα τυχαίων σχημάτων που δημιουργούν οι φυλλωσιές των δέντρων,<br />

δημιουργεί ένα φωτεινό αποτύπωμα στο έδαφος, το οποίο αλλάζει σχήμα ανάλογα με<br />

την απόσταση του ανοίγματος από το έδαφος. Έτσι, ενώ σε μικρή απόσταση έχει το<br />

σχήμα του ανοίγματος, όπως άλλωστε αναμένεται σύμφωνα με την ευθύγραμμη<br />

διάδοση των ηλιακών ακτίνων, σε μεγάλη απόσταση παίρνει το φαινόμενο σχήμα<br />

του ήλιου, γίνεται δηλαδή κυκλικό: “Όταν το φως του ήλιου διέρχεται μέσα από<br />

ορθογώνια, δεν δίνει σχήματα ορθογώνια αλλά κύκλους, όπως συμβαίνει επί<br />

παραδείγματι, στην περίπτωση των καλαμωτών. … Διότι είναι αναγκαίο το σχήμα<br />

που σχηματίζεται από τον ήλιο να περιέχεται εντός ευθειών, αν βέβαια οι ακτίνες<br />

είναι ευθείες. Όταν ευθείες συναντούν ευθεία δημιουργούν ευθύγραμμο σχήμα.<br />

Τούτο (θα πρέπει) να παρατηρείται και με τις ακτίνες του ήλιου . Προσπίπτουν πάνω<br />

στην ευθεία γραμμή της καλαμωτής ή του αντικειμένου μέσα από το οποίο περνούν<br />

και λάμπουν, είναι όμως και οι ίδιες ευθείες, οπότε η προβολή τους θα (πρέπει να)<br />

γίνει σε ευθεία γραμμή” (Αριστοτέλης 1995, ΙΕ, 911b, 1-13).<br />

Το εξηγητικό σχήμα που προτείνει ο συγγραφέας, στηρίζεται σε δύο παραδοχές:<br />

Πρώτον, οι φωτεινές ακτίνες σχηματίζουν έναν κώνο με βάση τη φωτεινή πηγή και<br />

κορυφή το άνοιγμα: “Μήπως επειδή η προβολή των οπτικών ακτίνων σχηματίζει<br />

κώνο και η βάση του κώνου είναι κύκλος, οπότε στο σημείο που συμβαίνει να<br />

προσπίπτουν και οι ακτίνες του ήλιου, εμφανίζονται κύκλοι;” (ό. π.). Δεύτερον, οι<br />

περιφερειακές ακτίνες που αγγίζουν τα όρια του ανοίγματος έχουν μικρότερη ένταση<br />

και είναι λιγότερες στο πλήθος από τις κεντρικές, με αποτέλεσμα να εξασθενούν σε<br />

μεγάλες αποστάσεις από την πηγή. Σε αυτή την περίπτωση το αποτύπωμα γίνεται<br />

αντιληπτό ως κύκλος (Σχ. 4.1): “Επειδή τα τμήματα των ακτίνων που αποσχίζονται,<br />

πηγαίνοντας προς τα άκρα των ευθειών, είναι αδύναμα, ό,τι βρίσκεται μέσα στις<br />

γωνίες δεν γίνεται αντιληπτό από την όρασή μας. Όσο μέρος της ευθείας περιέχεται<br />

μέσα στον κώνο ερεθίζει την όραση, το υπόλοιπο όμως δεν την ερεθίζει, αλλά οι<br />

ακτίνες προσπίπτουν (στα αντικείμενα) χωρίς να δημιουργούν αίσθηση. … Όταν<br />

λοιπόν το σχήμα είναι κοντά, μπορούμε να δούμε και ό,τι βρίσκεται στις γωνίες, όταν<br />

όμως αυτό απομακρυνθεί, δεν μπορούμε” (ό. π., 13-17 & 25-27).<br />

* Aristotle: Problems. Trans. W. S. Hett (1952) & E. S. Forster (1963). Ο Hett τοποθετεί τον συγγραφέα<br />

στον 2 ο π.Χ. αιώνα, μεταγενέστερο εκπρόσωπο της Περιπατητικής σχολής.<br />

60


(Σχ. 4.1)<br />

Το φαινόμενο συνεπικουρείται και από μια σειρά άλλων οπτικών παρατηρήσεων,<br />

όπως για παράδειγμα η εντύπωση κύκλου που αποκομίζουμε για τα τετράγωνα<br />

σχήματα όταν τα παρατηρούμε από μεγάλη απόσταση, η ερμηνευτική δυσκολία των<br />

οποίων οδηγεί το συγγραφέα στην παραδοχή οπτικών ακτίνων (φωτεινών δηλαδή<br />

ακτίνων οι οποίες εκπέμπονται από το μάτι), ίδιας φύσης και συμπεριφοράς με αυτή<br />

των ηλιακών.<br />

Ένα ανάλογο φαινόμενο παρατηρεί και στη περίπτωση των ηλιακών εκλείψεων,<br />

όπου στο έδαφος αποτυπώνεται το ημισεληνοειδές σχήμα του ήλιου και όχι το σχήμα<br />

του ανοίγματος μέσα από το οποίο περνά το φως. Η εξήγηση όμως που δίνει εδώ ο<br />

συγγραφέας είναι διαφορετική . κινείται μέσα σε ένα πλαίσιο γεωμετρικών κανόνων<br />

και έρχεται σε αντίφαση με την προηγούμενη (Σχ. 4.2): “Γιατί κατά τις εκλείψεις του<br />

ήλιου, αν κάποιος παρατηρεί το φαινόμενο μέσα από κόσκινο ή φύλλα, όπως, επί<br />

παραδείγματι, φύλλα πλατάνου ή άλλου πλατύφυλλου δέντρου, ή αν σταυρώσει τα<br />

δάχτυλα του ενός χεριού με του άλλου, οι ακτίνες φαίνονται πάνω στο έδαφος<br />

μηνίσκοι; Ή μήπως επειδή, όπως ακριβώς αν πέφτει το φως μέσα από τετράγωνη<br />

οπή, παίρνει μορφή στρογγυλή και γίνεται κώνος; Αιτία είναι το ότι σχηματίζονται<br />

δύο κατακορυφήν κώνοι, ένας από τον ήλιο προς την οπή και ένας από εκεί προς το<br />

έδαφος. Όταν, λοιπόν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ακτίνα από πάνω κοπεί από κύκλο,<br />

61


θα δημιουργηθεί από την αντίθετη μεριά πάνω στο έδαφος μηνίσκος φωτός” (ό. π.,<br />

912b, 11-20).<br />

(Σχ. 4.2)<br />

Εάν ακολουθήσουμε το πρώτο εξηγητικό σχήμα των ασθενέστερων περιφερειακά<br />

ακτίνων, τότε το φωτεινό αποτύπωμα του μηνίσκου θα έπρεπε να είναι κυκλικό, ή<br />

περίπου κυκλικό, ανεξάρτητα από το σχήμα τόσο της πηγής όσο και της οπής.<br />

Αντίθετα, σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, το σχήμα του μηνίσκου θα έπρεπε να<br />

διατηρείται σταθερό ανεξάρτητα από την απόσταση της οπής από το έδαφος. Ωστόσο<br />

και τα δύο σχήματα, παρά την εσωτερική αλλά και τη μεταξύ τους αντιφατικότητα,<br />

θα αποκτήσουν μια ισχυρή επεξηγηματική ισχύ και θα αποτελέσουν τη βάση πολλών<br />

μεταγενέστερων ερμηνειών, καθώς το φαινόμενο του σχηματισμού φωτεινών<br />

προβολών από οπές αποκτά με το χρόνο ιδιαίτερη σημασία τόσο στον αραβικό<br />

κόσμο όσο και στη Δύση. Ο λόγος είναι στενά συνυφασμένος με την συμπεριφορά<br />

του φωτός στον σκοτεινό θάλαμο, μια συσκευή που χρησιμοποιήθηκε για πολλούς<br />

αιώνες ως το πλέον αξιόπιστο όργανο αστρονομικών παρατηρήσεων ποιοτικού και<br />

ποσοτικού χαρακτήρα.<br />

4.2. Η Ισλαμική Οπτική<br />

Μετά την παρακμή της αρχαίας ελληνικής επιστήμης τον 3 ο μ.Χ. αιώνα και για ένα<br />

μεγάλο χρονικό διάστημα, η επιστημονική έρευνα μεταλαμπαδεύεται στον αραβικό<br />

κόσμο. Στον τομέα της Οπτικής, Άραβες επιστήμονες και φιλόσοφοι χρησιμοποιούν<br />

εκτενώς τον σκοτεινό θάλαμο ως εργαλείο έρευνας της φύσης και της συμπεριφοράς<br />

62


του φωτός, καθιστώντας τον σχεδόν αποκλειστικό όργανο ελέγχου της γεωμετρικής<br />

εκδοχής της Οπτικής, όπως αυτή θεμελιώθηκε από τον Ευκλείδη τον 3 ο π.Χ. αιώνα.<br />

Τον 9 ο μ.Χ. αιώνα ο Al-Kindi * γράφει μεταξύ άλλων και ένα έργο, του οποίου η<br />

λατινική μετάφραση De aspectibus άσκησε μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της<br />

Οπτικής στη Δύση κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα. Στο τελευταίο κεφάλαιο του<br />

έργου εξετάζει σε συντομία το ζήτημα των φωτεινών προβολών από οπές, σε μια<br />

προσπάθεια να αποδείξει πειραματικά την ευθύγραμμη διάδοση του φωτός.<br />

Σύμφωνα με την ανάλυσή του, μια φωτεινή πηγή συγκεκριμένων διαστάσεων<br />

εκπέμπει φως προς την οπή με τέτοιο τρόπο, ώστε τα όρια του φωτισμού σε μια<br />

οθόνη που βρίσκεται από πίσω, να καθορίζονται από τις ευθείες γραμμές που<br />

ξεκινούν από τα έσχατα σημεία της πηγής και αγγίζουν τα όρια της οπής (Lindberg<br />

1976, p. 19-21) (Σχ. 4.3).<br />

(Σχ. 4.3)<br />

Μολονότι δεν αναφέρεται πουθενά στο σχήμα της φωτεινής προβολής, η ανάλυσή<br />

του αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθόσον εμπεριέχει την ιδέα των γεωμετρικών<br />

ακτίνων, οι οποίες, ξεκινώντας από αυτοτελή σημεία της φωτεινής πηγής,<br />

διαδίδονται ευθύγραμμα και σχηματίζουν κώνους με βάση την οπή -μια ιδέα η οποία<br />

8 αιώνες αργότερα θα οδηγήσει τον Kepler στην οριστική λύση του προβλήματος. Ο<br />

Al-Kindi χωρίς να το επιδιώκει, προχώρησε ένα βήμα προς τη λύση του γρίφου,<br />

λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της οπής (Straker 1971, p. 65).<br />

Λίγο μετά το έργο του Al-Kindi κυκλοφορεί στη Δύση ένα έργο άγνωστου<br />

συγγραφέα με τίτλο De Speculis, η πατρότητα του οποίου αποδόθηκε μεταγενέστερα<br />

στον Ευκλείδη. Επρόκειτο για μια, ισλαμικής προέλευσης, συλλογή αξιωμάτων από<br />

την Οπτική του Ευκλείδη (3 ος αι. π.Χ.), την Κατοπτρική του Ήρωνα (1 ος αι. μ.Χ.) και<br />

την Κατοπτρική του Θέωνος από την Αλεξάνδρεια (4 ος αι. μ.Χ) (Lindberg 1968, p.<br />

159, Lejeune 1948, p. 10-11). Ο συγγραφέας του De Speculis, φανερά επηρεασμένος<br />

από το έργο του Al-Kindi, αποδέχεται στο 9 ο αξίωμα του έργου του την αρχή της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και αποδεικνύει ότι η φωτεινή προβολή του ήλιου<br />

από εκτεταμένη οπή θα έχει, σε κάθε περίπτωση, μέγεθος μεγαλύτερο από αυτό της<br />

οπής (Lindberg 1968, p. 160) (Σχ. 4.4). Στο 10 ο αξίωμα μελετά το φαινόμενο της<br />

φωτεινής προβολής της έκλειψης του ήλιου από εκτεταμένη οπή και, υιοθετώντας τη<br />

θεωρία του διπλού κώνου όπως αυτή διατυπώθηκε στα Προβλήματα του Αριστοτέλη,<br />

* Γεννήθηκε πιθανόν στα τέλη του 8 ου αιώνα και πέθανε το 866 (Lindberg 1976, p. 18) ή το 873 (Μίχας<br />

2001α, σ. 14). Το έργο του De aspectibus μεταφράστηκε από τα αραβικά στα λατινικά από τον Gerard<br />

της Cremona τον 12 ο αιώνα (Lindberg 1968, p. 159).<br />

63


αποδεικνύει ότι το ποσοστό σκίασης από την έκλειψη είναι το ίδιο τόσο στον ηλιακό<br />

δίσκο όσο και στη φωτεινή προβολή του.<br />

(Σχ. 4.4)<br />

Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο σημείο του έργου βρίσκεται στο 11 ο αξίωμα όπου<br />

πραγματεύεται ένα ζήτημα το οποίο, χωρίς να έχει άμεση σχέση με το φαινόμενο των<br />

φωτεινών προβολών, επηρέασε σημαντικά την Δυτική σκέψη κατά τον 13 ο αιώνα -<br />

και ιδιαίτερα τη θεωρία του Witelo– στο θέμα αυτό. Ο συγγραφέας στηριγμένος σε<br />

γεωμετρικά θεωρήματα επιχειρεί να δείξει γιατί οι ηλιακές ακτίνες που προέρχονται<br />

από ένα σημείο του ήλιου, φαίνονται παράλληλες σε παρατηρητές που απέχουν λίγο<br />

μεταξύ τους. Το σχήμα της ανάλυσής του έχει ως εξής (Lindberg 1968, p. 161):<br />

Έστω δυο ισομήκεις ακτίνες ΑΒ και ΑΓ που προέρχονται από το ίδιο σημείο Α του<br />

ηλιακού δίσκου και σχηματίζουν γωνία μεταξύ τους. Αν σχεδιάσουμε ευθύγραμμα<br />

τμήματα παράλληλα προς τη βάση ΒΓ και ισαπέχοντα μεταξύ τους ΔΕ, ΖΗ και ΘΙ<br />

και στη συνέχεια φέρουμε τα κάθετα τμήματα ΔΣ, ΖΡ και ΘΝ προς τη βάση,<br />

μπορούμε να αποδείξουμε στηριγμένοι στην ισότητα παράλληλων τμημάτων που<br />

τέμνονται από παράλληλες ευθείες, ότι ο λόγος των ακραίων τμημάτων ΖΛ, ΘΗ και<br />

ΒΝ προς το συνολικό μήκος των βάσεων ΖΗ, ΘΙ και ΒΓ, βαίνει συνεχώς μειούμενος:<br />

ΖΛ ΘΜ ΒΝ<br />

> > (Σχ. 4.5). Το γεγονός ότι με την αύξηση της απόστασης από<br />

ΖΗ ΘΙ ΒΓ<br />

την κορυφή, η διαρκής μείωση του λόγου τείνει να ελαχιστοποιήσει την τιμή του<br />

κλάσματος, οδηγεί το συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι και οι διαστάσεις του ακραίου<br />

τμήματος ΒΝ σε μεγάλη απόσταση από τον ήλιο θα είναι αμελητέες, κάτι που βέβαια<br />

δεν ισχύει καθώς λόγω της ισότητας των τριγώνων ΔΖΛ, ΖΘΜ και ΘΒΝ το μήκος<br />

του τμήματος παραμένει σταθερό. Έτσι, ενώ ξεκινά από μια σωστή φυσική<br />

παρατήρηση, οδηγείται σε μια λανθασμένη μαθηματική γενίκευση,<br />

«αποδεικνύοντας» ότι οι ακτίνες οι οποίες ξεκινούν από ένα σημείο του ήλιου σε<br />

μεγάλη απόσταση ουσιαστικά παραλληλίζονται, μεταφέροντας επιπλέον και τον<br />

υπαινιγμό ότι όσο μεγαλύτερη είναι η μεταξύ τους γωνία τόσο γρηγορότερα τείνουν<br />

να παραλληλιστούν (Straker 1971, p. 70). Η «απόδειξη» του De Speculis οδηγεί για<br />

πρώτη φορά στην ιστορία σε μια σιωπηρή –και ασφαλώς μη συνειδητή– απόκλιση<br />

64


από την αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός, γεγονός που δημιούργησε<br />

περισσότερα προβλήματα από όσα ενδεχομένως έλυσε.<br />

Α<br />

Δ<br />

Ε<br />

Ζ<br />

Λ<br />

Η<br />

Θ<br />

Μ<br />

Ι<br />

B<br />

Ν Ρ Σ<br />

Γ<br />

(Σχ. 4.5)<br />

Η πρώτη συστηματική μελέτη του φαινομένου των φωτεινών προβολών από οπές<br />

γίνεται στα τέλη του 10 ου αιώνα από τον Al-Haytham * . Η εξέχουσα αυτή μορφή της<br />

ισλαμικής επιστήμης διατύπωσε τις αρχές που διέπουν το φαινόμενο, στηριγμένος σε<br />

ένα θεωρητικό πλαίσιο το οποίο έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης<br />

Οπτικής. Τα βασικά σημεία της οπτικής θεωρίας του μπορούν να συνοψισθούν στις<br />

ακόλουθες προτάσεις:<br />

• Το φως εκπέμπεται από τα αυτόφωτα και επανεκπέμπεται (δεν ανακλάται) από<br />

τα ετερόφωτα σώματα με τον ίδιο τρόπο. Επομένως οι ιδιότητες που εμφανίζει<br />

κατά τη διάδοσή του δεν εξαρτώνται από την πηγή προέλευσής του.<br />

• Οι ακτίνες του φωτός αποτελούν απλά γεωμετρικά κατασκευάσματα, χρήσιμα<br />

για την απόδειξη των ιδιοτήτων της διάδοσής του . χρησιμεύουν ως μαθηματικό<br />

εργαλείο, δεν έχουν όμως καμία φυσική υπόσταση.<br />

• Ο μηχανισμός της όρασης είναι μια διαδικασία πρόσληψης. Ο οπτικός κώνος<br />

των μαθηματικών θεωριών της όρασης (όπως αυτές του Ευκλείδη και του<br />

Πτολεμαίου), με βάση το φωτεινό αντικείμενο και κορυφή το κέντρο του ματιού<br />

εξακολουθεί να ισχύει, η εκπομπή όμως της ακτινοβολίας αλλάζει κατεύθυνση<br />

και γίνεται αποκλειστικά από το αντικείμενο προς το μάτι.<br />

• Η εκπομπή του φωτός από τα ορατά αντικείμενα αποτελεί μια μη συνεκτική<br />

διαδικασία. Αντίθετα από τις ολιστικές θεωρίες πρόσληψης των αρχαίων<br />

ατομικών φιλοσόφων (Λεύκιππος, Δημόκριτος, Επίκουρος, Λουκρήτιος), όπου<br />

το φωτεινό αντικείμενο εκπέμπει συνολικά ένα υλικό είδωλο, για τον Al-<br />

* Γεννήθηκε το 965 και πέθανε το 1039. Έγινε γνωστός στη Δύση με την εκλατινισμένη μορφή του<br />

ονόματός του ως Alhazen.<br />

65


Haytham κάθε σημείο του ορατού αντικειμένου ακτινοβολεί ανεξάρτητα και<br />

προς κάθε κατεύθυνση. Η νέα αυτή αντίληψη, θεμελιώδες χαρακτηριστικό της<br />

σύγχρονης οπτικής θεωρίας, είχε διαμορφωθεί προγενέστερα από τον Al-Kindi<br />

και υιοθετήθηκε (ή διατυπώθηκε ανεξάρτητα) από τον Αλ-Χαϊθάμ (Lindberg<br />

1997, σ. 438-442).<br />

Αν και η θεωρία της όρασης αποτέλεσε τον πυρήνα της οπτικής θεωρίας του Al-<br />

Haytham, τα ενδιαφέροντά του επεκτάθηκαν σε όλο σχεδόν το φάσμα των οπτικών<br />

φαινομένων. Ανέλυσε τη φύση της ακτινοβολίας, μελέτησε μαθηματικά το<br />

σχηματισμό ειδώλου από ανάκλαση και διάθλαση, ενσωμάτωσε στη θεωρία του τις<br />

ανατομικές και φυσιολογικές απόψεις της παράδοσης του Γαληνού και συζήτησε με<br />

σοβαρότητα την ψυχολογία της οπτικής αντίληψης. Συμπερασματικά, κατόρθωσε να<br />

συνδυάσει τα πλεονεκτήματα όλων των εναλλακτικών θεωριών και να συνενώσει τη<br />

μαθηματική και τη φυσική προσέγγιση της όρασης σε μια μόνο θεωρία (ό. π.). Μέσα<br />

από το έργο του Al-Haytham η Οπτική γίνεται πλέον η επιστήμη του φωτός.<br />

Με το φαινόμενο των φωτεινών προβολών από οπές ο Al-Haytham ασχολείται σε<br />

δύο έργα του. Στην Οπτική (Al-manazir) * εξετάζει την περίπτωση της σημειακής<br />

οπής περιγράφοντας το ακόλουθο πείραμα (το οποίο ουσιαστικά ισοδυναμεί με αυτό<br />

που αργότερα ονομάστηκε στη Δύση «πείραμα του σκοτεινού θαλάμου» -camera<br />

obscura): “Η απόδειξη ότι οι φωτεινές ακτίνες και τα χρώματα δεν αναμιγνύονται<br />

στον αέρα ή σε διάφανα σώματα, συνάγεται από το γεγονός ότι αν τοποθετήσουμε<br />

μια σειρά κεριών σε διαδοχικές διακριτές θέσεις και τοποθετήσουμε μπροστά τους<br />

ένα αδιαφανές εμπόδιο με μια οπή που οδηγεί σε ένα σκοτεινό χώρο και στον χώρο<br />

αυτό πίσω από την οπή υπάρχει ένας τοίχος, τα φωτεινά αποτυπώματα των κεριών<br />

εμφανίζονται στον τοίχο διακριτά και ακολουθούν τη σειρά των κεριών. Και κάθε<br />

ένα από αυτά (τα αποτυπώματα) εμφανίζεται ακριβώς απέναντι από κάθε κερί, κατά<br />

μήκος μιας ευθείας γραμμής που περνά από την οπή. Εάν καλύψουμε κάποιο κερί,<br />

μόνο το αντίστοιχο φωτεινό αποτύπωμά του θα σβήσει. Και εάν το αποκαλύψουμε<br />

ξανά, το φως επιστρέφει. Επομένως οι ακτίνες δεν αναμιγνύονται στον αέρα, αλλά<br />

κάθε μια από αυτές διαδίδεται σε ευθεία γραμμή” (Lindberg 1968, p. 154) (Σχ. 4.6).<br />

(Σχ. 4.6)<br />

* Μεταφράστηκε στα Λατινικά ως De Aspectibus ή Perspectiva, τέλη 12 ου ή αρχές 13 ου αιώνα από<br />

άγνωστο (Lindberg 1967, p. 333).<br />

66


Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι ακτίνες του φωτός που διαπερνούν τη σημειακή οπή<br />

παραμένουν διακριτές πίσω απ’ αυτήν και κάθε μία αποτυπώνει το στίγμα της στην<br />

οθόνη. Θεωρώντας λοιπόν το σύνολο των κεριών ως ένα ενιαίο φωτεινό αντικείμενο,<br />

τότε είναι φανερό ότι στην οθόνη –ανεξάρτητα από την απόστασή της από την οπήθα<br />

εμφανιστεί η μορφή του σώματος, ανάστροφη και ανάποδη. Στην περίπτωση της<br />

φωτεινής προβολής εκτεταμένης πηγής από σημειακή οπή, το πρόβλημα είχε λυθεί<br />

βασισμένο στη θεωρία της μη συνεκτικής εκπομπής και στην αρχή της ευθύγραμμης<br />

διάδοσης.<br />

Με την περίπτωση της φωτεινής προβολής από ευρεία οπή ο Al-Haytham ασχολείται<br />

στο μεταγενέστερο έργο του Εικόνες των εκλείψεων (On the shape of the eclipse). Το<br />

απόσπασμα που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό της ανάλυσής του: “Από κάθε<br />

σημείο Π ενός φωτεινού σώματος το φως εκπέμπεται σε ευθείες γραμμές που<br />

ξεκινούν από το σημείο αυτό. Όταν το φως προσπέσει σε οπή σχήματος L που<br />

σχηματίζεται σε ένα αδιαφανές σώμα, (τότε) σχηματίζει κώνο, η κορυφή του οποίου<br />

είναι το Π και η βάση του το L. Καθώς το φως διαδίδεται μέσω της οπής προς την<br />

επιφάνεια ενός τοίχου W, τότε εμφανίζεται στον τοίχο φωτεινό αποτύπωμα στο<br />

σχήμα της οπής L. Στην περίπτωση του ήλιου, από κάθε σημείο της επιφάνειάς του,<br />

ξεκινά ένας κώνος φωτός και καταλήγει στον τοίχο με το σχήμα της οπής. … Μια<br />

συνεχής σκιά περιβάλλει όλες αυτές τις κωνικές δέσμες . είναι η σκιά του αδιαφανούς<br />

σώματος που περιβάλλει την οπή” (Straker 1971, p. 83). Η περιγραφή θέτει το<br />

σωστό πλαίσιο για τη μελέτη του προβλήματος. Ωστόσο αυτή είναι και η μόνη<br />

αναφορά στο συνολικό ζήτημα του σκοτεινού θαλάμου. Προκειμένου να απαντήσει<br />

στα ζητήματα του πραγματικού μεγέθους και του σχήματος της προβολής, ο Al-<br />

Haytham καταφεύγει σε μια ειδική περίπτωση του προβλήματος, όπου τη φωτεινή<br />

πηγή αποτελεί ο ήλιος σε συνθήκες μερικής έκλειψης (δηλαδή όταν η πηγή έχει το<br />

σχήμα μηνίσκου) και η οπή έχει σχήμα κύκλου. Η φωτεινή προβολή θεωρεί ότι<br />

μπορεί να μελετηθεί τότε με δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε ως σύνθεση των<br />

φωτεινών μηνίσκων που προκύπτουν θεωρώντας την εκτεταμένη οπή ως άθροισμα<br />

άπειρων σημειακών οπών σε συνδυασμό με τη θεωρία του διπλού κώνου, είτε ως<br />

σύνθεση των φωτεινών κύκλων που προκύπτουν από τη θεώρηση του ηλιακού<br />

μηνίσκου ως άθροισμα άπειρων φωτεινών σημείων: “Το φωτεινό αποτύπωμα στον<br />

τοίχο W, αποτελεί μια σύνθεση των ανεξάρτητα διαδιδόμενων μηνίσκων ή των<br />

αντίστοιχων κύκλων (των προβολών δηλ. της οπής από κάθε σημείο του ήλιου). Τα<br />

όρια του συνολικού φωτεινού αποτυπώματος καθορίζονται από τις παρυφές αυτών<br />

των κύκλων, ή από τα μέρη των τόξων που περιβάλλουν τους μηνίσκους” (ό. π., p.<br />

84) (Σχ. 4.7 & 4.8).<br />

(Σχ. 4.7)<br />

67


(Σχ. 4.8)<br />

Οι δύο απεικονίσεις θεωρούνται ισοδύναμες. Ωστόσο ο Al-Haytham στρέφει την<br />

προσοχή του στην πρώτη απεικόνιση, θεωρώντας την ως πλέον πρόσφορη. Η<br />

μέθοδος που χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό του σχήματος και του μεγέθους της<br />

συνολικής εικόνας της προβολής, στηρίζεται στον βαθμό διαχωρισμού των κέντρων<br />

καμπυλότητας των τόξων (εσωτερικών και εξωτερικών) των μηνίσκων των<br />

προβολών. Όσο μακρύτερα είναι η πηγή (ή ισοδύναμα όσο μικρότερη η οπή), τόσο<br />

μικρότερη η διασπορά, όσο πλησιέστερα, τόσο μεγαλύτερη. Εφαρμόζοντας τη<br />

μέθοδο για διαφορετικές αποστάσεις της οθόνης από την οπή και για διαφορετικά<br />

μεγέθη οπών, αποδεικνύει ότι σε μεγάλες αποστάσεις (ή ισοδύναμα από οπή μικρών<br />

διαστάσεων), η φωτεινή προβολή έχει σχήμα που πλησιάζει το ημισεληνοειδές<br />

σχήμα του ήλιου. Σε μικρή απόσταση (ή ισοδύναμα από οπή μεγάλων διαστάσεων),<br />

το φως γεμίζει ένα μεγάλο τμήμα της σκοτεινής περιοχής του μηνίσκου και πρακτικά<br />

φαίνεται κυκλικό (Μίχας 2001α, σ. 46-49).<br />

Επιχειρώντας να αποτιμήσουμε το μέγεθος της προσφοράς του Al-Haytham στην<br />

προσπάθεια επίλυσης του γρίφου του σκοτεινού θαλάμου, οφείλουμε να δεχτούμε ότι<br />

μια θεωρία που δίνει ένα ικανοποιητικό μοντέλο ερμηνείας σε ένα πρόβλημα, θα<br />

πρέπει να μπορεί να απαντήσει επαρκώς και στο γενικότερο δυνατό ερώτημα που<br />

θέτει το πρόβλημα, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις δυνατές παραμέτρους που<br />

υπεισέρχονται και εφαρμόζοντας για όλες τις περιπτώσεις ένα ενιαίο σύστημα<br />

αρχών, αξιωμάτων και παραδοχών. Ο Al-Haytham έδωσε μια απόλυτα ικανοποιητική<br />

ερμηνεία στην περίπτωση της φωτεινής προβολής που σχηματίζεται από εκτεταμένη<br />

φωτεινή πηγή και σημειακή οπή. Μολονότι είναι φανερό πως ήταν κάτοχος του<br />

θεωρητικού οπλοστασίου που θα του επέτρεπε μια συνολική λύση μέσω μιας ενιαίας<br />

αντιμετώπισης, δεν κατάφερε να επεκτείνει την ίδια ανάλυση και στην περίπτωση<br />

κατά την οποία η οπή έχει μη αμελητέες διαστάσεις. Αφενός έμεινε δέσμιος το<br />

μοντέλου του διπλού κώνου όπως αυτό περιγράφεται στο ψευδο-Αριστοτελικό<br />

σύγγραμμα και αφετέρου περιόρισε τη γενικότητα του προβλήματος σε μία μόνο<br />

ειδική περίπτωση, αν και η μέθοδός του δείχνει επεκτάσιμη και σε άλλες<br />

περιπτώσεις. Επί πλέον το On the shape of the eclipse κυκλοφόρησε στη Δύση με<br />

πολύ μεγάλη καθυστέρηση, στις αρχές του 20 ου αιώνα * . Ο σκοτεινός θάλαμος θα<br />

παρέμενε ένα «οπτικό παράδοξο» για έξι ακόμη αιώνες, μέχρι να βρει την οριστική<br />

του λύση μέσα από το έργο του Kepler.<br />

* Μεταφράστηκε για πρώτη φορά από τα Αραβικά στα Γερμανικά μόλις το 1914 από τον Eilhard<br />

Wiedemann (Lindberg 1968, p. 155 & Straker 1971, p. 555).<br />

68


4.3. Η Μεσαιωνική Οπτική<br />

Τρεις επιστήμονες στο δεύτερο μισό του 13 ου αιώνα ασχολούνται με το πρόβλημα<br />

των φωτεινών προβολών από εκτεταμένες οπές: Ο Roger Bacon, ο John Pecham και<br />

ο Witelo. Θεωρώντας πως όλες οι αρχαίες και αραβικές αυθεντίες συμφωνούσαν σε<br />

θεμελιώδες επίπεδο, προσπαθούν να συμβιβάσουν τις οπτικές θεωρίες συγγραφέων<br />

που παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, όπως ο Αριστοτέλης, ο Ευκλείδης, ο Al-<br />

Haytham και οι νεοπλατωνικοί, δημιουργώντας την «οπτική σύνθεση» του ύστερου<br />

μεσαίωνα, δηλαδή την μαθηματική παράδοση της Οπτικής που χαρακτηρίστηκε ως<br />

«Προοπτική» (Perspectiva).<br />

Πρωτοπόρος στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ενοποιημένης φυσικής<br />

φιλοσοφίας, υπήρξε στις αρχές του ίδιου αιώνα ο Άγγλος λόγιος της Οξφόρδης<br />

Robert Grosseteste (περ.1168 - 1253). Ο Grosseteste, μολονότι δεν ασχολήθηκε<br />

ειδικά με το πρόβλημα των φωτεινών προβολών, διατύπωσε μία θεωρία σχετικά με<br />

τη φύση και τον τρόπο διάδοσης του φωτός –τη θεωρία του πολλαπλασιασμού των<br />

δυνάμεων (multiplication of species)-, η οποία επηρέασε σημαντικά τη μεσαιωνική<br />

φιλοσοφία και υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους διαδόχους του (Crombie<br />

1989, σ. 112). Σύμφωνα με την νεοπλατωνικής προέλευσης αυτή θεωρία, το σύμπαν<br />

γίνεται αντιληπτό ως ένα τεράστιο δίκτυο δυνάμεων, μέσα στο οποίο κάθε<br />

αντικείμενο επιδρά στα γειτονικά του αντικείμενα μέσω της ακτινοβολίας μιας<br />

προσίδιας δύναμης (species) * , η οποία κατά κάποιο τρόπο μοιάζει με το αντικείμενο<br />

που την εκπέμπει: “…Μια φυσική δράση μεταφέρει (πολλαπλασιάζει) τη δύναμή της<br />

από τον πομπό στον δέκτη. Αυτή η δύναμη άλλες φορές καλείται προσίδια (species),<br />

άλλες φορές καλείται ομοίωμα, αλλά αντιπροσωπεύει πάντα το ίδιο πράγμα<br />

ανεξάρτητα από το πώς ονομάζεται” (Grant 1974, p. 385). Στην περίπτωση της<br />

φωτεινής ακτινοβολίας, το φως και το χρώμα δεν αποτελούν παρά συγκεκριμένες<br />

εκφάνσεις αυτής της καθολικής δύναμης. Η διαφορά των species από τα αρχαία<br />

«είδωλα» των ατομικών φιλοσόφων συνίσταται στο μη υλικό χαρακτήρα τους. Δεν<br />

πρόκειται δηλαδή για λεπτές υλικές μεμβράνες που εκτοξεύονται από την εξωτερική<br />

επιφάνεια των σωμάτων και ταξιδεύουν στο χώρο μεταφέροντας ολιστικά τη μορφή<br />

του φωτεινού σώματος, αλλά για δράσεις που μεταβιβάζονται από σημείο σε σημείο<br />

σε ένα δεδομένο μέσο. Η διάδοσή τους μοιάζει περισσότερο με τη διάδοση των<br />

κυμάτων παρά με την κίνηση μικρών βλημάτων, γεγονός που τις φέρνει πιο κοντά<br />

από εννοιολογική άποψη στις «μορφές του φωτός και των χρωμάτων» (forms of light<br />

and colors) του Al-Haytham (Lindberg 1967).<br />

O Roger Bacon (περ.1214 – περ.1292), διάδοχος του Grosseteste στην Οξφόρδη,<br />

ασχολείται με τις φωτεινές προβολές θεωρώντας το φαινόμενο απλά ένα χρήσιμο<br />

μεθοδολογικό εργαλείο για τη μελέτη και τον έλεγχο των γεωμετρικών τρόπων<br />

διάδοσης του φωτός, θέμα προς το οποίο στρέφει και το κύριο ερευνητικό του<br />

ενδιαφέρον. Στα δύο πρώτα έργα του, που γράφτηκαν τέλη δεκαετίας 1250 με αρχές<br />

δεκαετίας 1260, πραγματεύεται το ζήτημα με μεταφυσικό τρόπο, φανερά<br />

επηρεασμένος από τον Χριστιανικό Νεοπλατωνισμό που κυριαρχεί στη Δύση μετά<br />

τον Αυγουστίνο, δίνοντας ερμηνείες που δεν μπορούν να ενταχθούν σε ένα ενιαίο<br />

επεξηγηματικό πλαίσιο. Έτσι στο έργο του Opus majus αποδίδει στο φως μια<br />

ενδογενή φυσική τάση να διαδίδεται με σφαιρικό τρόπο, που έχει ως αποτέλεσμα την<br />

αποτύπωσή του σε κυκλικά σχήματα όταν συναντά εμπόδια. Μπορεί υπό την<br />

* Στην Δυτική παράδοση ο όρος «species» παραπέμπει ετυμολογικά στην «οπτική μορφή» ή στην<br />

«εικόνα» του αντικειμένου (Lindberg 1976, p. 250). Η ελληνική απόδοση «προσίδια δύναμη» οφείλεται<br />

στον Ηλία Μαρκολέφα, μεταφραστή του έργου του Lindberg Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης,<br />

εκδόσεις ΕΜΠ, 1997.<br />

69


επίδραση κάποιων εξωτερικών παραγόντων να χάνει αυτή τη μορφή του, αλλά έχει<br />

από μόνο του την δυνατότητα να ξανακερδίζει το «καθαρό» του σχήμα: “…όταν το<br />

φως του ήλιου περνά από ένα μικρό άνοιγμα τριγωνικού ή πολυγωνικού σχήματος,<br />

χάνει τη σφαιρική μορφή του. Επειδή όμως οι πλευρές του ανοίγματος δεν απέχουν<br />

πολύ μεταξύ τους, είναι ικανό σε μικρή απόσταση να ξανακερδίζει τη μορφή του.<br />

Όταν περνά μέσα από μεγάλο άνοιγμα, δεν μπορεί τόσο εύκολα. Ωστόσο θα<br />

ξαναβρεί το σχήμα του σε μεγάλη απόσταση” (Bacon 1962, p. 136-137). Αυτός είναι<br />

και ο ένας από τους δύο λόγους για τους οποίους κοντά στην οπή η προβολή έχει το<br />

σχήμα της οπής, ενώ σε μεγαλύτερη απόσταση ξαναπαίρνει το σχήμα του ήλιου. Ο<br />

δεύτερος λόγος συναρτά το σχήμα της προβολής με την ένταση των φωτεινών<br />

ακτίνων και αναφέρεται στο έργο του De multiplicatione specierum. Σύμφωνα με<br />

αυτή την εκδοχή, το μεσημέρι που οι ηλιακές ακτίνες είναι ισχυρότερες δίνουν<br />

κυκλικό σχήμα, ενώ το πρωί ή το απόγευμα που είναι ασθενέστερες, δίνουν<br />

ευκολότερα τριγωνικά ή πολυγωνικά σχήματα (Lindberg 1968, p. 163). Είναι φανερό<br />

ότι για τον Bacon ο σχηματισμός κυκλικής προβολής από πολυγωνικές οπές δεν είναι<br />

αποτέλεσμα της ευθύγραμμης διάδοσης, αλλά συνάρτηση είτε της τάσης του φωτός<br />

για κυκλικότητα στη διάδοση, είτε της έντασής του. Η μόνη, σε μαθηματική βάση,<br />

μελέτη του προβλήματος που βρίσκουμε τόσο στο Opus majus όσο και στο De<br />

multiplicatione specierum στερείται εγκυρότητας καθώς αναφέρεται σε ένα καθαρά<br />

υποθετικό πείραμα. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του διπλού κώνου με κορυφή στην<br />

οπή από τα Αριστοτελικά Προβλήματα, τοποθετεί την οθόνη σε απόσταση από την<br />

οπή, ίση με την απόσταση ήλιου-οπής. Η φαινόμενη ισότητα των δύο κώνων, δίνει<br />

ισότητα και στις δύο βάσεις της, άρα η προβολή θα είναι κυκλική. Στην περίπτωση<br />

βέβαια αυτή, ο Bacon λύνει το πρόβλημα ουσιαστικά αγνοώντας το, καθώς σε<br />

τέτοιες τάξεις μεγέθους, αφενός η οπή καθίσταται σημειακή και αφετέρου δεν<br />

εξηγείται η αλλαγή του σχήματος κοντά στην οπή. Ωστόσο στο τρίτο έργο του De<br />

speculis comburentibus, που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1270, δημιουργεί<br />

ένα συνεπές πλαίσιο εξήγησης, στηριγμένο σε καθαρά γεωμετρικές βάσεις. Εδώ ο<br />

Bacon διατυπώνει πέντε διαφορετικές υποθέσεις για τον τρόπο διάδοσης της ηλιακής<br />

ακτινοβολίας, περιορίζοντας τη γενικότητα του προβλήματος στην περίπτωση<br />

σφαιρικής πηγής (ήλιος) και τριγωνικής οπής (Lindberg 1970b):<br />

1. Το φως διαδίδεται με παράλληλες ακτίνες (Σχ. 4.9).<br />

(Σχ. 4.9)<br />

Σε αυτήν την περίπτωση το φως ξεκινά από ένα μέρος του ήλιου, ίδιου σχήματος και<br />

μεγέθους με την τριγωνική οπή και δημιουργεί τριγωνική προβολή σταθερού<br />

μεγέθους και σχήματος πίσω και πέρα από την οπή.<br />

70


2. Οι ακτίνες διασταυρώνονται στον ήλιο (Σχ. 4.10).<br />

(Σχ. 4.10)<br />

Η φωτεινή προβολή έχει σταθερό τριγωνικό σχήμα και βαθμιαία αυξανόμενο<br />

μέγεθος.<br />

3. Οι ακτίνες διασταυρώνονται σε ένα σημείο μεταξύ ήλιου και οπής (Σχ. 4.11).<br />

(Σχ. 4.11)<br />

Τα φωτεινά αποτελέσματα είναι ίδια με την προηγούμενη περίπτωση.<br />

4. Οι ακτίνες διασταυρώνονται στο κέντρο του τριγωνικού ανοίγματος (Σχ. 4.12).<br />

(Σχ. 4.12)<br />

Το φως διαδίδεται με τη μορφή κώνου πέρα από την οπή και η προβολή έχει σταθερό<br />

κυκλικό σχήμα και βαθμιαία αυξανόμενο μέγεθος.<br />

71


5. Οι ακτίνες διασταυρώνονται σε ένα σημείο πέρα από την οπή (Σχ. 4.13).<br />

(Σχ. 4.13)<br />

Το φως διαδίδεται με τη μορφή τριγωνικής πυραμίδας πίσω από την οπή και η<br />

προβολή έχει σταθερό τριγωνικό σχήμα και βαθμιαία ελαττούμενο μέγεθος.<br />

Καθώς οι τρεις πρώτοι τρόποι διάδοσης αντιτίθενται στα παρατηρησιακά δεδομένα<br />

του πειράματος, μόνο ο συνδυασμός των δύο τελευταίων τρόπων είναι ικανός, κατά<br />

τον Bacon, να εξηγήσει πειστικά το φαινόμενο. Έτσι, καταλήγει σε μία σύνθεση, η<br />

οποία μπορεί να παρουσιασθεί ως εξής: Αν θεωρήσουμε την τριγωνική πυραμίδα και<br />

τον κώνο μαζί, παρατηρούμε ότι τέμνονται στη θέση ΙΚ. Πριν από τη θέση αυτή, η<br />

προβολή είναι τριγωνική και βαθμιαία μειούμενου μεγέθους καθώς η πυραμίδα<br />

καλύπτει τον κώνο. Το αντίστροφο συμβαίνει από την τομή ΙΚ και πέρα. Η προβολή<br />

είναι πλέον κυκλική και αυξανόμενου μεγέθους (Σχ. 4.14).<br />

Γ<br />

A<br />

I<br />

B<br />

K<br />

Δ<br />

(Σχ. 4.14)<br />

Η ανάλυση αυτή λύνει φαινομενικά το πρόβλημα (έστω και με την παράδοξη<br />

παραδοχή της αρχικής στένωσης της δέσμης), ωστόσο έρχεται σε φανερή αντίφαση<br />

με την ήδη αποδεκτή αρχή της μη συνεκτικής εκπομπής, σύμφωνα με την οποία κάθε<br />

σημείο του ηλιακού δίσκου εκπέμπει φωτεινές ακτίνες προς όλες τις κατευθύνσεις<br />

και επομένως κάθε σημείο της οπής δέχεται ακτίνες από κάθε σημείο του ήλιου. Στην<br />

προσπάθειά του να συμβιβάσει την απαραίτητη συνεισφορά και των τριών πρώτων<br />

τρόπων διάδοσης στην τελική διαμόρφωση του σχήματος, υιοθετεί το επιχείρημα των<br />

Προβλημάτων: Σε κανένα σημείο των περιφερειακών ακτίνων που εκτείνονται πέρα<br />

από τα όρια του συνδυασμού των δύο υπεύθυνων κώνων (π.χ. ΑΓ και ΒΔ), δεν<br />

72


καταλήγουν κορυφές φωτεινών κώνων που έχουν ως βάση τον ήλιο, λόγω της<br />

αποκοπής τους από το αδιαφανές σώμα που περιβάλλει την τριγωνική οπή. Επομένως<br />

αυτές οι ακτίνες δεν ενισχύονται από τον ήλιο ως απομονωμένες, εξασθενούν και<br />

αδυνατούν να συνεισφέρουν στην οπτική αντίληψη. Στην πραγματικότητα λοιπόν για<br />

τον Bacon, το σχήμα της φωτεινής προβολής σε οποιαδήποτε απόσταση από την οπή<br />

είναι τριγωνικό. Εμείς όμως το αντιλαμβανόμαστε ως κυκλικό, λόγω της αδυναμίας<br />

των περιφερειακών ακτίνων να ερεθίσουν την οπτικά ευαίσθητη περιοχή των ματιών.<br />

Ο Bacon μολονότι υιοθέτησε στο οπτικό του έργο σχεδόν συνολικά τις αρχές που<br />

διατύπωσε ο Al-Haytham, στην περίπτωση των φωτεινών προβολών έμεινε δέσμιος<br />

της Αριστοτελικής παράδοσης. Ακόμη και όταν διατυπώνει ρητά την πεποίθησή του<br />

για την διάδοση της φωτεινής ακτινοβολίας με μη συνεκτικό τρόπο, πάντα βρίσκει<br />

λόγους να επιστρέψει στο πυραμιδικό μοντέλο, απορρίπτοντας ως μη ορατές όλες<br />

εκείνες τις ακτίνες που αποτελούν μέρος πυραμίδων των οποίων ο άξονας δεν είναι<br />

κάθετος στο φωτιζόμενο σώμα (οθόνη). Μέσα από την ανάλυσή του είναι φανερή η<br />

απόδοση μιας προνομιακής συμπεριφοράς του φωτός σε μια ορισμένη διεύθυνση<br />

διάδοσης . αυτήν που είναι παράλληλη στον νοητό άξονα που συνδέει την πηγή με το<br />

αντικείμενο.<br />

Ο John Pecham (περ.1235 - 1292), μαθητής του R. Bacon, ασχολήθηκε με το<br />

πρόβλημα των φωτεινών προβολών σε τρία έργα του, ακολουθώντας εν πολλοίς την<br />

ίδια πορεία σκέψης με το δάσκαλό του. Από την μεταφυσική εκδοχή της ενεργού<br />

κυκλικότητας ως βασικής ιδιότητας του φωτός, στην αυστηρή μαθηματική ανάλυση.<br />

Στο πρώτο έργο του Tractatus de perspectiva εκφράζει την άποψη ότι όλα τα σώματα<br />

έχουν μια φυσική τάση προς το κυκλικό σχήμα (για παράδειγμα οι σταγόνες του<br />

νερού) διότι “…τα επί μέρους τμήματα ενός όλου προστατεύονται και<br />

υποστηρίζονται καλύτερα, ενοποιούμενα μεταξύ τους. …όσο για το φως, καθώς<br />

είναι περισσότερο ενεργό, απαιτεί ένα κυκλικό σχήμα για τον εαυτό του. Όσο<br />

μεγαλύτερες είναι οι διαστάσεις της πολυγωνικής οπής, τόσο περισσότερο απέχουν<br />

από τον κύκλο και επομένως τόσο μεγαλύτερη και η απαιτούμενη απόσταση για να<br />

ξανακερδίσει το φυσικό του σχήμα” (Lindberg 1968, p. 168). Στο δεύτερο και πλέον<br />

διαδεδομένο έργο του Perspectiva communis αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος στην<br />

απόρριψη, μέσα από βάσιμα επιχειρήματα, δύο προγενέστερων εξηγητικών<br />

σχημάτων. Το πρώτο είναι το Αριστοτελικό μοντέλο, που αποδίδει την κυκλικότητα<br />

της προβολής στο κυκλικό σχήμα του ήλιου ανεξάρτητα από το σχήμα της οπής<br />

(θεωρία του διπλού κώνου και αναγωγή του φαινομένου στην περίπτωση της<br />

σημειακής οπής) και το δεύτερο είναι το μοντέλο των αόρατων περιφερειακών<br />

ακτίνων των Bacon - Αριστοτέλη. Παρά την φανερή αποδοχή του μη συνεκτικού<br />

τρόπου εκπομπής και του πυραμιδικού μοντέλου (Straker 1971, p. 125), δεν<br />

κατορθώνει να ξεπεράσει την κυρίαρχη αντίληψη της ενεργού κυκλικής<br />

δραστηριότητας του φωτός, την οποία έρχεται να ενισχύσει με καλύτερα<br />

διατυπωμένους όρους: “…είναι αδύνατον να αποδώσουμε το φαινόμενο<br />

αποκλειστικά και μόνο στο είδος της εκπομπής (ευθύγραμμη διάδοση). Το σφαιρικό<br />

σχήμα συνδέεται με τη φύση του φωτός και είναι σε αρμονία με όλα τα σώματα του<br />

κόσμου. Το φως τείνει φυσιολογικά προς το κυκλικό σχήμα, το οποίο βαθμιαία<br />

αποκτά, καθώς διαδίδεται σε μεγάλη απόσταση” (Lindberg 1968, p. 169). Ο Pecham<br />

υποβαθμίζει την αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης προς όφελος ενός ισχυρότερου<br />

νόμου, αυτού της ενεργού κυκλικότητας. Στην αναθεωρημένη ωστόσο έκδοση του<br />

ίδιου έργου που γράφτηκε λίγο αργότερα, στρέφεται προς μια μαθηματική ανάλυση<br />

του προβλήματος, υποστηρίζοντας πως η μοναδική αποδεκτή λύση θα πρέπει να<br />

διέπεται αποκλειστικά από την αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης. Έτσι, υιοθετώντας<br />

το μοντέλο εκπομπής του διπλού κώνου, τονίζει ότι σχηματίζονται άπειροι τέτοιοι<br />

73


κώνοι με κοινή βάση τον ήλιο και κορυφές όλα τα σημεία του χώρου πριν, επί, και<br />

μετά την οπή. Το τελικό σχήμα της προβολής όμως καθορίζεται από εκείνο το διπλό<br />

κώνο που σχηματίζει την μεγαλύτερη κατακορυφήν γωνία, καλύπτοντας ουσιαστικά<br />

όλους τους άλλους και του οποίου οι έσχατες ακτίνες αγγίζουν τα όρια της οπής (ό.<br />

π., p. 170-172). Εφόσον οι ακτίνες αυτές διαδίδονται ευθύγραμμα επ’ άπειρον, δεν<br />

μπορεί παρά τριγωνικού σχήματος οπή να δίνει τριγωνική προβολή σε οποιαδήποτε<br />

απόσταση, ερμηνεία που ουσιαστικά ταυτίζεται με το 3 ο εξηγητικό σχήμα του Bacon<br />

(Σχ. 4.10). Το σχήμα βέβαια αυτό δεν είναι ικανό να εξηγήσει την κυκλική μορφή της<br />

προβολής σε μεγάλες αποστάσεις. Η εξήγηση θα δοθεί στο τρίτο έργο του Tractatus<br />

de sphera, στο οποίο υποστηρίζει ότι η φωτεινή ακτινοβολία που είναι υπεύθυνη για<br />

το σχηματισμό της προβολής προκύπτει από τη σύνθεση δύο ανεξάρτητων<br />

συνιστωσών ακτινοβολιών. Η πρώτη (πρωτογενής) εκπέμπεται απευθείας από τον<br />

ήλιο σε κωνική μορφή και, όπως ορίζει η γεωμετρία, δίνει στην προβολή το σχήμα<br />

της οπής. Η δεύτερη (δευτερογενής ή δευτερεύουσα), παράγεται από την πρώτη και<br />

διαχέεται έξω από τον κορμό της πρωτογενούς. Η επίδρασή της είναι υπεύθυνη για το<br />

κυκλικό σχήμα της προβολής: “…καλώ πρωτογενές φως, το φως που εκπέμπεται<br />

απευθείας από τον ήλιο (ή την πηγή) και δευτερογενές φως, το φως που βρίσκεται<br />

έξω από τις προσπίπτουσες ακτίνες (όπως το φως που μπαίνει σε ένα σπίτι από τη<br />

νότια πλευρά του, ενώ ο ήλιος βρίσκεται στη βόρεια πλευρά)” (ό. π., p. 174). Όταν<br />

λοιπόν το ηλιακό φως προσπίπτει σε οπή πολυγωνικού σχήματος, η πρωτογενής και η<br />

δευτερογενής ακτινοβολία αλληλεπιδρούν. Σε μικρή απόσταση, υπερισχύει η πρώτη<br />

και η προβολή παίρνει το σχήμα της οπής. Σε μεγαλύτερη απόσταση, υπερισχύει η<br />

δεύτερη και το σχήμα μετατρέπεται σε κύκλο.<br />

Με το ίδιο εξηγητικό σχήμα προσπαθεί να ερμηνεύσει και το ημισεληνοειδές σχήμα<br />

της προβολής στην περίπτωση της μερικής έκλειψης. Η δευτερογενής ακτινοβολία σε<br />

αυτή την περίπτωση είναι ασθενής λόγω της απόκρυψης μέρους του ήλιου από τη<br />

σελήνη και έτσι κυριαρχεί η πρωτογενής. Πώς όμως εξηγείται στην περίπτωση αυτή<br />

το γεγονός ότι η πρωτογενής ακτινοβολία αποτυπώνει το σχήμα της πηγής και όχι το<br />

σχήμα της οπής; Για να βγει από το αδιέξοδο του συλλογισμού του παλινωδεί,<br />

επιστρατεύοντας εκ νέου το επιχείρημα των αόρατων περιφερειακών ακτίνων το<br />

οποίο είχε προγενέστερα επιμελώς απορρίψει. Έχοντας προφανώς και ο ίδιος<br />

επίγνωση των αντιφάσεων της θεωρίας του, δεν διστάζει να δηλώσει κλείνοντας τη<br />

μελέτη του θέματος: “…και δεν πρόκειται να ζηλέψω κανέναν που θα<br />

διαπραγματευτεί το θέμα καλύτερα από μένα. Τουναντίον, θα τον θεωρήσω ως<br />

δάσκαλο” (ό. π., p. 175).<br />

Την ίδια εποχή που κυκλοφορούν στην Αγγλία τα έργα των Bacon και Pecham, ένας<br />

Πολωνός φιλόσοφος και μαθηματικός, ο Witelo (περ.1230 – μετά το 1281), γράφει<br />

το ογκωδέστερο έργο (10 τόμοι) της Οπτικής του μεσαίωνα, με τίτλο Optica (ή<br />

Perspectiva) * . Στο δεύτερο τόμο του έργου που είναι αφιερωμένος στις αρχές που<br />

διέπουν «τη φύση, τη θεωρία και τη διάδοση των φωτεινών ακτίνων, των χρωμάτων<br />

και των μορφών», αναφέρεται διεξοδικά και στο πρόβλημα των φωτεινών προβολών<br />

από οπές (Straker 1971, p. 143-173). Ο Witelo συμμερίζεται απόλυτα το<br />

εννοιoλογικό πλαίσιο της μεσαιωνικής Οπτικής, όπως αυτό θεμελιώθηκε από τους<br />

Grosseteste, Bacon και Pecham. Θεωρεί απαράβατη την αρχή της ευθύγραμμης<br />

διάδοσης του φωτός, ορίζει ως φωτεινή ακτίνα την γεωμετρική γραμμή που<br />

καθορίζει τη διεύθυνση διάδοσης, ξεχωρίζει το φως σε πρωτογενές και δευτερογενές<br />

(διάχυτο), αναγνωρίζει δύο τρόπους διάδοσης, το πυραμιδικό ή μοντέλο του διπλού<br />

* Το έργο γράφτηκε στην Ιταλία γύρω στο 1270 όταν ο Witelo εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της Padova.<br />

Τυπώθηκε, μαζί με 7 τόμους του έργου Perspectiva του Al-Haytham, στην έκδοση του F. Risner Opticae<br />

Thesaurus στη Βασιλεία το 1572 (Straker 1971, p. 145).<br />

74


κώνου (πυραμίδα εκπομπής) και το μοντέλο της ράβδου ή του μονού κώνου<br />

(πυραμίδα φωτισμού), αποδέχεται τη θεωρία της μη συνεκτικής εκπομπής και<br />

δέχεται ότι η κάθετα προσπίπτουσα σε επιφάνεια ακτίνα, είναι ισχυρότερη από τις<br />

πλάγιες (ό. π., θεωρήματα 4,6,9,10 και 20). Ωστόσο στη μελέτη του προβλήματος<br />

των φωτεινών προβολών, το πλαίσιο αυτό δεν δείχνει ικανό να του προσφέρει μια<br />

ικανοποιητική λύση και προσφεύγει, όπως άλλωστε και οι Bacon και Pecham, σε<br />

αυθαίρετες υποθέσεις και μεταφυσικού χαρακτήρα ερμηνείες. Έτσι, ορμώμενος από<br />

το γεγονός ότι ελαφρά αποκλίνουσες ευθείες φαίνονται σε μεγάλη απόσταση<br />

παράλληλες, αποδίδει στις φωτεινές ακτίνες μια ενδογενή φυσική τάση για<br />

παραλληλισμό με την κεντρική ακτίνα (την ακτίνα δηλαδή που προσπίπτει κάθετα<br />

στη φωτιζόμενη επιφάνεια). Με άλλα λόγια, ανάγει τη φαινομενολογία σε φυσικό<br />

νόμο χωρίς να διακρίνει τη δομικού χαρακτήρα αντίφαση με το αξίωμα της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης: “Ακτίνες προερχόμενες από ένα σημείο της φωτεινής πηγής,<br />

σε μεγάλη απόσταση καθίστανται παράλληλες με την ακτίνα που προσπίπτει κάθετα<br />

στο επίπεδο της οπής” (ό. π., p. 166, θεώρημα 35). Σύμφωνα όμως με την ανάλυση<br />

αυτή η φωτεινή προβολή θα έπρεπε να έχει κάθε φορά το σχήμα της οπής και<br />

μάλιστα να διατηρεί σταθερό το μέγεθός της με την απόσταση. Στην προσπάθειά του<br />

να αποδείξει ότι η προβολή θα έχει κυκλικό σχήμα σε μεγάλη απόσταση ανεξάρτητα<br />

από το σχήμα της οπής, επινοεί δύο επί πλέον θεωρητικά τεχνάσματα:<br />

α) σε ό,τι αφορά την ακτινοβολία που διαδίδεται με τη μορφή της «πυραμίδας<br />

φωτισμού» (μονός κώνος), θεωρεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η γωνία που<br />

σχηματίζουν οι αποκλίνουσες με την κεντρική ακτίνα (δηλαδή την κάθετη στο<br />

επίπεδο της οπής), τόσο συντομότερα παραλληλίζονται προς αυτήν: “…δια τούτο, σε<br />

αποστάσεις μεγαλύτερες (από την κεντρική ακτίνα), οι ακτίνες πλησιάζουν<br />

γρηγορότερα προς την παραλληλία” (ό. π., θ. 35) (Σχ. 4.15).<br />

(Σχ. 4.15)<br />

β) σε ό,τι αφορά την ακτινοβολία που διαδίδεται με τη μορφή της «πυραμίδας<br />

εκπομπής» (διπλός κώνος), υποστηρίζει ότι η διασταύρωση των ακτίνων στην<br />

περιφέρεια της πολυγωνικής οπής, δημιουργεί μια φυσική συμπίεση των κώνων,<br />

ανάλογη με αυτή των ανεξάρτητων ακτίνων, η οποία συμβάλλει με τη σειρά της στη<br />

διαμόρφωση του κυκλικού σχήματος της προβολής: “Είναι φανερό ότι ακτίνες από<br />

όλα τα σημεία του φωτεινού σώματος, διασταυρώνονται μεταξύ τους σε όλα τα<br />

σημεία (του χώρου). Και έτσι ακτίνες που προέρχονται από τα υψηλότερα σημεία<br />

του σώματος διασταυρώνονται με ακτίνες που προέρχονται από τα χαμηλότερα<br />

σημεία του σώματος κατά μήκος όλων των σημείων των γραμμών που ορίζουν τις<br />

οπές. Έτσι φως αυτής της μορφής (διπλού κώνου), όταν διέρχεται από την οπή<br />

75


καθίσταται κυκλικό, το οποίο δεν θα συνέβαινε στον ίδιο βαθμό εάν οι ακτίνες<br />

προέρχονταν από ένα μόνο σημείο της φωτεινής πηγής (ό. π., θ. 39) …και έτσι η<br />

προβολή πλησιάζει την κυκλικότητα, εξαιτίας της συμπίεσης των ακτίνων ή της<br />

διασταύρωσής τους στα σημεία των γραμμών που περιβάλλουν τις οπές” (ό. π., θ.<br />

40) (Σχ. 4.16).<br />

(Σχ. 4.16)<br />

Με άλλα λόγια, η γεωμετρική ισοδυναμία των δύο τρόπων διάδοσης (απλών και<br />

διπλών κώνων), επιβάλλει και στους διπλούς κώνους να συμπιέζονται (αυτοί<br />

αποκλειστικά στην περιφέρεια της οπής), καθώς οι κεντρικές ακτίνες των κώνων<br />

αυτών μπορούν να θεωρηθούν ως ανεξάρτητες αποκλίνουσες ακτίνες.<br />

Ο Witelo προσπάθησε να λύσει το γρίφο αποδίδοντας ενεργητικές ιδιότητες τόσο στο<br />

φως όσο και στην οπή. Είναι φανερή στη θεωρία του η ισχυρή επίδραση της<br />

«απόδειξης» του ψευδο-Ευκλείδιου De speculis, η οποία τον εμπόδισε να διακρίνει<br />

την θεμελιώδη αντίφαση που ενυπάρχει στην ταυτόχρονη αποδοχή της αρχής της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης και στο μοντέλο του βαθμιαίου παραλληλισμού των ακτίνων<br />

που επαγγέλλεται.<br />

Το μεσαιωνικό εννοιολογικό πλαίσιο για τους τρόπους διάδοσης του φωτός (και<br />

συνακόλουθα τα εξηγητικά μοντέλα του φαινομένου των φωτεινών προβολών από<br />

οπές) καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση του φιλοσοφικού ρεύματος<br />

του νεοπλατωνικού Χριστιανισμού * , το οποίο απέδιδε τις ενεργητικές ιδιότητες του<br />

φωτός στη θεϊκή φύση του. Το φως, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ως πρωταρχικό<br />

στοιχείο του σύμπαντος, έχει μια «φυσική ροπή» προς το τελειότερο γεωμετρικό<br />

σχήμα, τον κύκλο (ή τη σφαίρα σε τρισδιάστατο επίπεδο) (Crombie 1992, σ. 93). Η<br />

ισχυρή αυτή ιδιότητα του φωτός, ισχυρότερη από την αρχή της ευθύγραμμης<br />

διάδοσης, έκανε τους «οπτικούς» επιστήμονες του μεσαίωνα να παραβλέψουν το<br />

προφανές: ότι η κυκλική μορφή της προβολής δεν αποτελεί παρά ένα αντίγραφο της<br />

μορφής του ήλιου. Έτσι γενικεύοντας αυθαίρετα τα συμπεράσματά τους, θεώρησαν<br />

ότι μια φωτεινή πηγή οποιουδήποτε σχήματος δημιουργεί πίσω από μια οπή (επίσης<br />

οποιουδήποτε σχήματος) πάντοτε κυκλική προβολή. Τρεισήμισι αιώνες αργότερα, ο<br />

Kepler βασισμένος στις ίδιες θεμελιώδεις αρχές της οπτικής επιστήμης και<br />

απελευθερωμένος από τα δεσμά της μεταφυσικής εξάρτησης θα δώσει την τελική<br />

λύση.<br />

* Εδραιώθηκε μέσα από τα έργα του Πλωτίνου (205-270) και του Αυγουστίνου (354-430).<br />

76


4.4. Το πρόβλημα των φωτεινών προβολών στον ύστερο Μεσαίωνα<br />

Κατά τη διάρκεια του 13 ου αιώνα, το παράδοξο του σχήματος των φωτεινών<br />

προβολών αναδείχτηκε σε θεμελιώδες πρόβλημα της οπτικής επιστήμης. Βέβαια από<br />

την εποχή του Ευκλείδη η αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός είχε καταστεί<br />

το θεμέλιο της Γεωμετρικής Οπτικής. Μολονότι φυσικές, φυσιολογικές και<br />

ψυχολογικές συνιστώσες είχαν υπεισέλθει στη μελέτη των οπτικών φαινομένων,<br />

εντούτοις τα γεωμετρικά στοιχεία κυριαρχούσαν σε κάθε ανάλυση. Καθώς όμως η<br />

παρατήρηση έδειχνε μια αξιοσημείωτη απόκλιση από τις θεωρητικές προβλέψεις, ένα<br />

βασικό ερώτημα απασχολούσε τους επιστήμονες: Εάν το φως περνώντας μέσα από<br />

πολυγωνικές οπές δημιουργεί κυκλικά φωτεινά αποτυπώματα, μπορεί να<br />

εξακολουθεί να ισχύει το αξίωμα της ευθύγραμμης διάδοσης; Ή πιο σωστά, μπορεί<br />

το φαινόμενο να εξηγηθεί αποκλειστικά και μόνο στη βάση του αξιώματος της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης; Τέσσερις συγγραφείς του 14 ου αιώνα έδειξαν ενδιαφέρον για<br />

την απάντηση στο πλαίσιο μάλλον μιας συνολικής διευθέτησης ενός αριθμού<br />

οπτικών προβλημάτων, παρά στην προσπάθεια συγγραφής μιας ολοκληρωμένης<br />

οπτικής πραγματείας (Lindberg 1970a):<br />

Στις αρχές του 14 ου αιώνα ο Egidius από το Baisiu * σε ένα χειρόγραφό του **<br />

αναφέρεται στο πρόβλημα, κριτικάροντας με λογικά επιχειρήματα όσες απόψεις<br />

είχαν καταγραφεί κατά τον 13 ο αιώνα και συνηγορούσαν στην αμφισβήτηση της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης, αποδίδοντας το παράδοξο είτε στη φυσική τάση της<br />

ακτινοβολίας προς την «τελειότητα» του κυκλικού σχήματος (Bacon, Pecham), είτε<br />

στην ένταση των φωτεινών ακτίνων (Bacon). Ο ίδιος δεν δίνει απάντηση στο<br />

πρόβλημα, ωστόσο υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε λύση του προβλήματος θα πρέπει να<br />

έχει ως βάση την θεμελιώδη αρχή της Γεωμετρικής Οπτικής.<br />

Στον Γαλλοεβραίο αστρονόμο Levi ben Gerson (1288 – 1344), ο οποίος αναφέρεται<br />

συνοπτικά στο θέμα των φωτεινών προβολών στο 3 ο κεφάλαιο του έργου του<br />

Tractatus instrumenti astronomie *** , βρίσκουμε τα πρώτα σπέρματα μιας συνεπούς<br />

επεξεργασίας του ζητήματος. Χρησιμοποιώντας έναν αυστηρό μαθηματικό<br />

φορμαλισμό, ο Gerson αποδεικνύει γεωμετρικά ότι η φωτεινή προβολή του ήλιου<br />

από τετράγωνη οπή, θα έχει σχήμα τετραγώνου με καμπυλωμένες γωνίες.<br />

Ακολουθώντας τη σκέψη του, μπορούμε να τη μεταφέρουμε ως ακολούθως: Ο ήλιος<br />

βρίσκεται σε τόσο μεγάλη απόσταση από την οπή, ώστε με πολύ καλή προσέγγιση<br />

μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι άξονες όλων των διπλών κώνων που έχουν ως βάση<br />

τον ήλιο και κορυφή κάθε σημείο της οπής, είναι πρακτικά παράλληλοι. Δεδομένης<br />

της επικάλυψης των άπειρων κυκλικών προβολών και θεωρώντας επιλεκτικά τους<br />

τέσσερις κώνους που έχουν ως κορυφές τις τέσσερις γωνίες του τετραγωνικού<br />

ανοίγματος, καταλήγουμε σε ένα συνολικό τετραγωνικό σχήμα με καμπυλωμένες τις<br />

γωνίες του (Σχ. 4.17).<br />

* Σημερινό Baisieux στα γαλλο-βελγικά σύνορα.<br />

** Το χειρόγραφο με τον μακρόσυρτο τίτλο Απόρριψη μιας διαδεδομένης άποψης, σχετικά με τον λόγο για<br />

τον οποίο μια φωτεινή δέσμη που περνά από τετράγωνο άνοιγμα παράγει κυκλική φιγούρα στον τοίχο,<br />

βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Κρακοβίας. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι γράφτηκε μεταξύ 1325 και<br />

1350. Βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα δεν είναι γνωστά.<br />

*** Το έργο γράφτηκε στη Χεβρώνα το 1328 και αποτελούσε μέρος της γενικότερης αστρονομικής<br />

πραγματείας Liber Bellorum Dei. Μεταφράστηκε χωριστά στα Λατινικά το 1342.<br />

77


(Σχ. 4.17)<br />

Η ανάλυση του Gerson δεν δείχνει να παρουσιάζει καμία αντίφαση. Στηρίζεται<br />

αποκλειστικά σε γεωμετρικές αρχές, αποφεύγει κάθε μεταφυσική αναφορά και<br />

περιέχει το πρωτοποριακό στοιχείο της θεώρησης της εκτεταμένης οπής, ως<br />

άθροισμα άπειρων σημειακών οπών. Ωστόσο απέχει από τη διαμόρφωση μιας<br />

ολοκληρωμένης θεωρίας που θα απαντούσε συνολικά στο πρόβλημα. Αφενός<br />

εξειδικεύει τα σχήματα πηγής και οπής (πηγή κυκλική, οπή πολυγωνική) και<br />

αφετέρου περιορίζει το λόγο των αποστάσεων σε μια ειδική περίπτωση (η πηγή σε<br />

πρακτικά άπειρη απόσταση). Η εφαρμογή του μοντέλου του σε όλους τους δυνατούς<br />

συνδυασμούς αποστάσεων πηγής–οπής–οθόνης, θα του έδινε μια σωστή μαθηματικά<br />

λύση στην περίπτωση που η οθόνη απομακρυνόταν πολύ από την οπή, καθώς η<br />

αύξηση του μεγέθους και η επικάλυψη των προβολών θα έδινε ένα συνολικό κυκλικό<br />

σχήμα. Ωστόσο ο Gerson δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ερμηνεία του σχήματος<br />

της προβολής, αλλά μόνο για το μέγεθός της, ως μέρος των αστρονομικών μελετών<br />

του για τον υπολογισμό της διαμέτρου του ήλιου.<br />

Δύο ακόμη έργα με τον ίδιο τίτλο, Questiones super perspectivam, γράφονται κατά<br />

το δεύτερο μισό του 14 ου αιώνα με αναφορές στο ίδιο ζήτημα. Το πρώτο μεταξύ 1363<br />

και 1373 από τον Henry του Langenstein * (1325 – 1397), στο οποίο ο συγγραφέας,<br />

μολονότι απορρίπτει τις μεταφυσικές αιτιάσεις των «οπτικών» συγγραφέων του 13 ου<br />

αιώνα, καταλήγει σε συμπεράσματα που ταυτίζονται με τα δικά τους. Σύμφωνα με τη<br />

θεωρία του, η φωτεινή προβολή σε μεγάλη απόσταση από την οπή θα είναι κυκλική,<br />

ανεξάρτητα από το σχήμα τόσο της πηγής όσο και της οπής. Τα συμπεράσματά του<br />

είναι αποτέλεσμα ασαφών γεωμετρικών αναλύσεων που έχουν μάλλον περιγραφικό<br />

παρά εξηγητικό χαρακτήρα.<br />

* Μικρό χωριό στη σημερινή περιοχή Hesse της Γερμανίας.<br />

78


Το δεύτερο γράφεται το 1390 στην Πάρμα από τον Ιταλό Biagio Pelacani ή Blasius<br />

of Parma. Και αυτός με τη σειρά του απορρίπτει κάθε μεταφυσική εξήγηση,<br />

τονίζοντας ότι στην περίπτωση αυτή η προβολή θα είχε κυκλικό σχήμα σε κάθε<br />

απόσταση πίσω από την οπή. Αφού επαναλαμβάνει τη θέση ότι οι κάθετα<br />

προσπίπτουσες σε επιφάνεια ακτίνες, είναι ισχυρότερες των άλλων λόγω της<br />

μικρότερης διαδρομής που έχουν διανύσει, καταλήγει σε συμπεράσματα ταυτόσημα<br />

με αυτά του Bacon, αποδίδοντας την αλλαγή του σχήματος στο συνδυασμό δύο<br />

φωτεινών κώνων, ενός που υπερισχύει αμέσως μετά την οπή και δίνει πολυγωνικό<br />

σχήμα και ενός που κυριαρχεί σε μεγαλύτερη απόσταση και δίνει κυκλικό σχήμα<br />

στην προβολή.<br />

Είναι σαφές ότι προς το τέλος του μεσαίωνα οι επιστήμονες (με εξαίρεση ίσως τον<br />

Levi ben Gerson) δεν βρέθηκαν πιο κοντά στη διαμόρφωση μιας έγκυρης και<br />

αξιόπιστης θεωρίας για το φαινόμενο των φωτεινών προβολών, καθώς στην<br />

πλειοψηφία τους οι απόψεις τους αποτελούσαν επαναλήψεις των αντιλήψεων του<br />

προηγούμενου αιώνα. Η θετική προσφορά των τεσσάρων συγγραφέων στους οποίους<br />

αναφερθήκαμε, συνίσταται στην κριτική που άσκησαν στις μεταφυσικές επιδράσεις<br />

των προγενεστέρων τους και στην προσήλωσή τους στις αρχές της Γεωμετρικής<br />

Οπτικής. Ωστόσο, όσο η αναζήτηση λύσης του προβλήματος είχε ως αφετηρία την<br />

πεποίθηση ότι το σχήμα της προβολής γίνεται κυκλικό ανεξάρτητα από τα σχήματα<br />

πηγής και οπής, η πρόοδος ήταν αδύνατη.<br />

4.5. Το πρόβλημα των φωτεινών προβολών κατά την Αναγέννηση<br />

Στο έργο τεσσάρων επιστημόνων της περιόδου της Αναγέννησης βρίσκουμε<br />

αναφορές στο πρόβλημα των φωτεινών προβολών. Ο Leonardo da Vinci (1452 –<br />

1519) ασχολείται με το ζήτημα ως μέρος της γενικότερης ενασχόλησής του με το<br />

θέμα του μηχανισμού της όρασης. Θεωρείται ο πρώτος που εξέτασε την πιθανότητα<br />

μιας αναλογίας μεταξύ της λειτουργίας του ματιού και του σκοτεινού θαλάμου<br />

(Ronchi 1956, p. 54). Ο da Vinci αποδέχεται τη άποψη του Al-Haytham για τη<br />

διακριτότητα των φωτεινών ακτίνων στη διάδοσή τους μετά την οπή, σημειώνει ότι ο<br />

σκοτεινός θάλαμος δημιουργεί πάντα αντεστραμμένο είδωλο και υποστηρίζει ότι σε<br />

ίση απόσταση πίσω από την οπή η προβολή έχει το ίδιο μέγεθος με την πηγή<br />

(Lindberg 1976, p. 157-158) (Σχ. 4.18).<br />

(Σχ. 4. 18)<br />

79


Ωστόσο η μελέτη του δεν ξεπερνά τα όρια της ειδικής περίπτωσης της σημειακής<br />

οπής. Επί πλέον η θεωρία του για τον τρόπο διάδοσης του φωτός και το μηχανισμό<br />

της όρασης, δείχνει την προτίμησή του στο εξηγητικό μοντέλο της συνεκτικής<br />

εκπομπής εικόνων (species) από τα ορατά αντικείμενα, με τη μορφή κώνων που<br />

έχουν ως βάση το αντικείμενο και κορυφές κάθε σημείο του περιβάλλοντος χώρου<br />

(Straker 1971, p. 440-442).<br />

Ο Ιταλός μαθηματικός Gerolamo Gardano (1501 – 1576) προσπαθεί να συγκροτήσει<br />

μια θεωρία για την περίπτωση των εκτεταμένων οπών χωρίς όμως επιτυχία, καθώς<br />

στην πραγματικότητα παρουσιάζει ένα συνδυασμό των μεταφυσικών αιτιάσεων του<br />

13 ου αιώνα. Στο κεφάλαιο με τίτλο De luce et de lumine του έργου του De Subtilitate<br />

Libri που εκδόθηκε το 1550, αποδίδει το τελικό σχήμα της προβολής σε δύο<br />

παράγοντες, ίδιους με αυτούς που συναντάμε και στα εξηγητικά μοντέλα των Bacon<br />

και Witelo: “Η τελική εικόνα της προβολής είναι κυκλική, επειδή οι εσωτερικές<br />

ακτίνες παραλληλίζονται προς την κεντρική και επειδή οι εξωτερικές ακτίνες που<br />

αγγίζουν τα όρια της οπής βαθμιαία εξασθενούν” (ό. π., p. 283).<br />

Ο ελληνικής καταγωγής μαθηματικός Francesco Maurolico * (1494 – 1575) μελετά το<br />

πρόβλημα στο έργο του Photismi de lumine et umbra, το οποίο γράφεται μεταξύ<br />

1550 και 1567 και δίνει ουσιαστικά την πρώτη συνεπή γεωμετρική θεωρία στη Δύση.<br />

Στο θεώρημα 22 του έργου του αποδεικνύει ότι η μορφή της φωτεινής προβολής σε<br />

μεγάλη απόσταση από την οπή, εξαρτάται μόνο από το σχήμα της φωτεινής πηγής.<br />

Τα αποδεικτικά βήματα που ακολουθεί έχουν ως εξής (Lindberg 1976, p. 179): Έστω<br />

μία εκτεταμένη φωτεινή πηγή ΑΒ και μία εκτεταμένη οπή ΓΔ και έστω ΑΑ 1 , ΑΑ 2 ,<br />

ΒΒ 1 και ΒΒ 2 οι φωτεινές ακτίνες που ξεκινούν από τα άκρα της φωτεινής πηγής,<br />

αγγίζουν τα όρια Γ και Δ της οπής και αφήνουν το αποτύπωμά τους σε οθόνη ΧΨ<br />

τοποθετημένη πίσω από την οπή (Σχ. 4.19). Σύμφωνα με το μοντέλο εκπομπής του<br />

διπλού κώνου και θεωρώντας τα σημεία Γ και Δ ως σημειακές οπές, τα διαστήματα<br />

Α 1 Β 1 και Α 2 Β 2 αντιπροσωπεύουν τις αντεστραμμένες προβολές της φωτεινής πηγής<br />

στην οθόνη ενώ τα διαστήματα Α 1 Α 2 και Β 1 Β 2 το βαθμό διαχωρισμού των δύο αυτών<br />

προβολών. Επειδή οι γωνίες Β 1 ΓΑ 1 και Β 2 ΔΑ 2 είναι μεγαλύτερες από τις Β 1 ΒΒ 2 και<br />

Α 1 ΑΑ 2 αντίστοιχα, οι βάσεις Β 1 Α 1 και Β 2 Α 2 μεγαλώνουν ταχύτερα από ότι οι βάσεις<br />

Β 1 Β 2 και Α 1 Α 2 καθώς η οθόνη απομακρύνεται από το επίπεδο της οπής (θέση Χ΄Ψ΄).<br />

1<br />

Έτσι, όσο ο λόγος A 1<br />

αυξάνεται με την έκταση των ακτίνων, τα διαστήματα Β B 1 Β 2<br />

B<br />

B 1 2<br />

και Α 1 Α 2 τείνουν να γίνουν αμελητέα μπροστά στα Α 1 Β 1 και Α 2 Β 2 και οι δύο<br />

προβολές τείνουν να συμπέσουν, δίνοντας την εντύπωση μιας και μόνης προβολής<br />

που είναι αντεστραμμένη και έχει το σχήμα της πηγής ** . Η αποδεικτική ακολουθία<br />

του Μαυρόλυκου αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς α) στηρίζεται αποκλειστικά στην<br />

αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης και τη γεωμετρική ανάλυση, αποφεύγοντας κάθε<br />

είδους μεταφυσική προσέγγιση β) συμβιβάζει τη θεωρία του διπλού κώνου με τη<br />

θεωρία της μη συνεκτικής εκπομπής γ) δίνει τη δυνατότητα για μια συνολική<br />

αντιμετώπιση του φαινομένου, με τη θεώρηση της εκτεταμένης οπής ως άθροισμα<br />

άπειρων σημειακών οπών. Ωστόσο, μολονότι η θεωρητική σύλληψη είναι επαρκής, η<br />

* Φραγκίσκος Μαυρόλυκος. Με καταγωγή από την Κων/πολη, γεννήθηκε στη Μεσσήνα της Σικελίας,<br />

σπούδασε μαθηματικά και δίδαξε στο τοπικό Λύκειο. Είχε την ατυχία τα έργα του να μείνουν για<br />

μεγάλο χρονικό διάστημα στο σκοτάδι. Τυπώθηκαν, μετά το θάνατό του, το 1611 στη Νάπολι και το<br />

1613 στη Λυών (Ronchi 1956, p. 91).<br />

** 1<br />

Η ανισότητα<br />

A 1 ′ 1 1<br />

< αποδεικνύεται γεωμετρικά από τους λόγους ομοιότητας στα τρίγωνα<br />

B B<br />

B<br />

B 1 2<br />

A B<br />

B 1 ′ 2<br />

′<br />

′<br />

Α 1 Β 1 Γ∼Α 1΄Β 1΄Γ και Β 1 Β 2 Β∼Β 1΄Β 2΄Β.<br />

80


μελέτη του φαινομένου γίνεται σε δύο διαστάσεις και του στερεί τη δυνατότητα<br />

ερμηνείας του σχήματος της προβολής σε μικρές αποστάσεις από την οπή.<br />

Α<br />

Β<br />

Γ<br />

Δ<br />

Χ<br />

Β 1 Β 2 Α 1 Α 2<br />

Ψ<br />

Β 1΄ Β 2΄ Α 1΄ Α 2΄<br />

(Σχ. 4.19)<br />

Τέλος, το 1589 κυκλοφορεί το έργο Magia Naturalis του Ιταλού Giovan Battista<br />

della Porta * (1535 – 1615), το οποίο βρίσκει μεγάλη απήχηση σε ολόκληρη την<br />

Ευρώπη. Στηριγμένο σε εμπειρίες και πειράματα καλλιτεχνών και ζωγράφων της<br />

αναγέννησης, το βιβλίο περιέχει εντυπωσιακά οπτικά πειράματα με εύχρηστα<br />

καθημερινά υλικά και διατάξεις, χωρίς ωστόσο να υπεισέρχεται στην ουσία της<br />

εξήγησης των οπτικών φαινομένων. Η τοποθέτηση, για παράδειγμα, ενός<br />

αμφίκυρτου φακού μπροστά από την οπή του σκοτεινού θαλάμου (μια διάταξη που<br />

δημιουργεί ευκρινές είδωλο), μετατρέπει την επιστημονική συσκευή στο<br />

δημοφιλέστερο οπτικό παιχνίδι της εποχής του. Η εξαιρετικά μεγάλη δημοσιότητα<br />

του βιβλίου αυτού, χωρίς να προσφέρει ουσιαστικά στη θεωρητική μελέτη του<br />

προβλήματος, κεντρίζει ωστόσο το ενδιαφέρον των επιστημόνων για το φαινόμενο<br />

και αναζωπυρώνει την επιστημονική έρευνα (Ronchi 1956, p. 57-73, Straker 1971, p.<br />

278-282).<br />

Η επιστημονική έρευνα των οπτικών φαινομένων κατά την περίοδο της Αναγέννησης<br />

(15 ος και16 ος αιώνας), απέτυχε να οδηγήσει σε κάποια πρόοδο το πρόβλημα του<br />

* Στον Della Porta αποδόθηκε προσωρινά το λειτουργικό ανάλογο ματιού-σκοτεινού θαλάμου, καθώς το<br />

χειρόγραφο του Da Vinci με το επίμαχο ζήτημα κυκλοφόρησε αρκετούς αιώνες αργότερα (Ronchi 1956,<br />

p. 60).<br />

81


σχήματος των φωτεινών προβολών από εκτεταμένες πηγές. Το έργα των Da Vinci,<br />

Gardano και Della Porta, παρά τις εκτεταμένες αναφορές τους στο πείραμα του<br />

σκοτεινού θαλάμου, ελάχιστα συνεισέφεραν στη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης<br />

θεωρίας. Επί πλέον, το έργο του Maurolico έγινε γνωστό 50 περίπου χρόνια μετά τον<br />

θάνατό του. Στην αρχή της επιστημονικής επανάστασης του 17 ου αιώνα, ο Kepler<br />

ουσιαστικά ξεκινούσε από εκεί που σταμάτησαν οι Bacon, Pecham και Witelo.<br />

4.6. Τα ιστορικά μοντέλα ερμηνείας μέχρι τον 17 ο αιώνα<br />

Η συγκέντρωση και ομαδοποίηση των διατυπωθέντων μέχρι τον 17 ο αιώνα<br />

εξηγητικών σχημάτων (και των αντίστοιχων θεωρητικών μορφωμάτων προέλευσής<br />

τους) σχετικά με το πρόβλημα των φωτεινών προβολών από οπές, αναδεικνύει τα<br />

ακόλουθα εναλλακτικά μοντέλα ερμηνείας:<br />

• Το φως εκδηλώνει ενεργητικές ιδιότητες στην πορεία διάδοσής του μέσω<br />

αδιαφανών σωμάτων που φέρουν οπές. Η μεταφυσικής προέλευσης απόδοση της<br />

κυκλικότητας της προβολής ως συνέπεια μιας ενδογενούς φυσικής τάσης του<br />

φωτός προς το σφαιρικό σχήμα, κυριαρχεί στην επιστημονική σκέψη του 13 ου<br />

αιώνα (Grosseteste, Bacon, Pecham) και επηρεάζει σε ένα βαθμό και τους<br />

επιστήμονες του επόμενου αιώνα.<br />

• Τα φυσικά εμπόδια τα οποία παρεμβαίνουν στη διάδοση της φωτεινής<br />

ακτινοβολίας εκδηλώνουν ενεργητικές ιδιότητες στη διαμόρφωση των σχημάτων<br />

των φωτεινών προβολών (επομένως και των σκιών) πίσω από αυτά. Την ιδιότητα<br />

αυτή των σωμάτων αναγνωρίζει ο Witelo ως απαραίτητη συνιστώσα στην τελική<br />

διαμόρφωση του κυκλικού σχήματος της ηλιακής προβολής από τετράγωνη οπή.<br />

• Η αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη<br />

για την ερμηνεία φαινομένων που άπτονται της Γεωμετρικής Οπτικής. Η αδυναμία<br />

εξήγησης του προβλήματος των φωτεινών προβολών οδηγεί τους ερευνητές του<br />

μεσαίωνα στην επινόηση παράλληλων αξιωμάτων, όπως η φυσική κυκλικότητα<br />

και ο γεωμετρικός παραλληλισμός των ακτίνων σε μεγάλη απόσταση, στα οποία<br />

αποδίδουν την ίδια ή και μεγαλύτερη ισχύ από αυτή της αρχής της ευθύγραμμης<br />

διάδοσης.<br />

• Η εκπομπή της φωτεινής ακτινοβολίας από τα ορατά αντικείμενα συντελείται με<br />

τρόπο συνεκτικό. Η διαδικασία αυτή, κατά την οποία το ορατό αντικείμενο<br />

ακτινοβολεί ως συνεκτική ολότητα, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης τόσο της<br />

αρχαίας θεωρίας των «ειδώλων» των ατομικών φιλοσόφων όσο και της θεωρίας<br />

του «πολλαπλασιασμού των δυνάμεων» του Grosseteste. Συνέπεια της<br />

αντίληψης αυτής αποτελεί η γεωμετρική μέθοδος ανάλυσης των αποτελεσμάτων<br />

του φωτός με τη θεώρηση του φωτεινού κώνου, ο οποίος έχει ως βάση το<br />

φωτεινό αντικείμενο και κορυφή το υποκείμενο του φωτισμού σώμα. Μια<br />

μέθοδο, την οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υιοθετούν όλοι σχεδόν οι<br />

επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα των προβολών.<br />

• Η εκπομπή της φωτεινής ακτινοβολίας από τα ορατά αντικείμενα συντελείται<br />

ταυτόχρονα με περισσότερους από έναν τρόπους. Στις θεωρίες των Bacon και<br />

Blasius η βαθμιαία αλλαγή του σχήματος της φωτεινής προβολής πίσω από την<br />

οπή προκύπτει ως αποτέλεσμα διαβάθμισης της ισχύος των διαφορετικών<br />

τρόπων εκπομπής σε συνάρτηση με την απόσταση από τη φωτεινή πηγή. Για τον<br />

Witelo είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού μονών και διπλών κώνων εκπομπής,<br />

ενώ για τον Pecham προκύπτει από τη συμβολή της πρωτογενούς (από την πηγή)<br />

και της δευτερογενούς (διάχυτης) ακτινοβολίας.<br />

• Η παρουσία ενός οπτικού υποκειμένου (αντικειμένου, συσκευής, ματιού) στο χώρο<br />

διάδοσης της φωτεινής ακτινοβολίας, υπαγορεύει μια προνομιακή διάδοση του<br />

φωτός σε μια ορισμένη κατεύθυνση . αυτή που συνδέει νοητά τη φωτεινή πηγή με το<br />

82


υποκείμενο. Η αντίληψη αυτή εκδηλώνεται ιστορικά α) με το εύρημα των<br />

αόρατων περιφερειακών ακτίνων (Αριστοτέλης, Bacon), β) με την τάση<br />

παραλληλισμού των αποκλινουσών ακτίνων (Witelo), γ) με τη θεώρηση της<br />

κάθετα προσπίπτουσας σε μια επιφάνεια φωτεινής ακτίνας ως ισχυρότερης των<br />

πλάγιων (Al-Haytham, Witelo, Blasius).<br />

4.7. Η λύση του γρίφου: Ο Johannes Kepler και το αποφασιστικό πείραμα<br />

Ένα απρόσμενο αποτέλεσμα των αστρονομικών παρατηρήσεων του Δανού Tycho<br />

Brahe, αποτέλεσε την αφορμή για να στρέψει ο J. Kepler (1571 – 1630) το<br />

ερευνητικό του ενδιαφέρον στο χώρο της Οπτικής: η φαινόμενη διάμετρος της<br />

σελήνης κατά τη μερική ηλιακή έκλειψη της 25ης Φεβρουαρίου του 1598, σε<br />

παρατήρηση μέσω συσκευής σκοτεινού θαλάμου, ήταν κατά 20% μικρότερη από την<br />

αντίστοιχα υπολογιζόμενη κατά την πανσέληνο και ενώ η σελήνη βρισκόταν και στις<br />

δύο περιπτώσεις, στην ίδια απόσταση από τη γη (Straker 1971, p. 8). Το φαινόμενο,<br />

αφού επιβεβαιώθηκε στις παρατηρήσεις των αμέσως επόμενων χρόνων, απέκτησε τη<br />

φήμη ενός είδους κοσμογραφικού μυστηρίου μεταξύ των μελών της επιστημονικής<br />

κοινότητας, θέτοντας σε αμφισβήτηση τους υπολογισμούς των μεγεθών, των τροχιών<br />

και των αποστάσεων των ουράνιων σωμάτων. Ο Kepler, προικισμένος με μια<br />

εξαιρετική επιστημονική οξυδέρκεια, διέβλεψε ότι το σφάλμα δεν είχε αστρονομικό<br />

χαρακτήρα, αλλά ήταν αποτέλεσμα της μεθόδου παρατήρησης. Το πρόβλημα<br />

αφορούσε τα χαρακτηριστικά της φωτεινής προβολής της έκλειψης μέσω της οπής<br />

του σκοτεινού θαλάμου και ουσιαστικά ταυτιζόταν με το αριστοτελικό παράδοξο.<br />

Πιο συγκεκριμένα είχε να κάνει με την αμοιβαία σχέση δύο μεταβλητών, την οποία<br />

κανείς από τους προηγούμενους μελετητές του φαινομένου δεν είχε λάβει υπόψη<br />

του: το μέγεθος της οπής και την απόστασή της από την οθόνη. Επηρεασμένος από<br />

τις μεθόδους των καλλιτεχνών της αναγέννησης και ιδιαίτερα από την ανάπτυξη της<br />

προοπτικής στη ζωγραφική, πραγματοποιεί μια μηχανιστική αναπαράσταση του<br />

φαινομένου σε τρεις διαστάσεις και δίνει την «οριστική» λύση του οπτικού<br />

παράδοξου, λύση που αποτελεί ταυτόχρονα και τον ιστορικό, μεθοδολογικό και<br />

εννοιολογικό πυρήνα της θεωρίας του για το φως και την όραση (Kepler 1604/2000,<br />

p. 56) * : “…καθώς ήταν αδύνατο να καταλάβω το σκοτεινό νόημα των λέξεων από<br />

ένα επίπεδο διάγραμμα, προσέφυγα σε μια αυτοψία στο χώρο. Στη θέση του<br />

φωτεινού σώματος, τοποθέτησα ένα βιβλίο σε ένα ψηλό σημείο του χώρου. Μεταξύ<br />

αυτού και του δαπέδου, τοποθέτησα ένα τραπέζι με μια πολυγωνική οπή στην<br />

επιφάνειά του. Στη συνέχεια, με ένα νήμα που περνούσε μέσα από την οπή,<br />

συνέδεσα τη μία γωνία του βιβλίου με το δάπεδο, με τέτοιο τρόπο ώστε το νήμα<br />

μετακινούμενο να διατρέχει τα όρια της οπής και με μια κιμωλία αποτύπωσα το ίχνος<br />

στο δάπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, το σχήμα που διαγράφτηκε στο δάπεδο ήταν ίδιο<br />

με αυτό της οπής. Το ίδιο επανέλαβα και με άλλα νήματα από τη δεύτερη, τρίτη και<br />

τέταρτη γωνία του βιβλίου, καθώς και από ένα πλήθος άλλων σημείων της<br />

περιφέρειας του βιβλίου. Με αυτόν τον τρόπο ένα πλήθος αποτυπωμάτων της οπής<br />

κατανεμήθηκε κατά μήκος του μεγάλου τετραγωνικού σχήματος του βιβλίου στο<br />

δάπεδο. Ήταν προφανές, ότι το συνολικό σχήμα βρισκόταν σε συμφωνία με την<br />

απόδειξη του προβλήματος, ότι το στρογγυλό σχήμα της προβολής δεν οφειλόταν<br />

στις φωτεινές ακτίνες αλλά στον ήλιο, όχι επειδή ο κύκλος αποτελεί το τελειότερο<br />

σχήμα στον κόσμο, αλλά επειδή αποτυπώνει το σχήμα του φωτεινού αντικειμένου”.<br />

* Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, Ad Vitellionem Paralipomena, το έργο του αυτό, παράλληλα με τη<br />

θεμελίωση των απόψεών του, αποτελεί και μια κριτική θεώρηση των αντιλήψεων του Witelo, όπως<br />

αυτές καταγράφονται στο έργο του Perspectiva.<br />

83


Ο Kepler δηλαδή, υιοθετώντας την αρχή της μη συνεκτικής εκπομπής του Al-<br />

Haytham, θεωρεί το φωτεινό αντικείμενο ως άθροισμα άπειρων φωτεινών σημείων,<br />

κάθε ένα εκ των οποίων δίνει σε αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία μία φωτεινή<br />

προβολή, η οποία, λόγω της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός, θα έχει το σχήμα της<br />

οπής (ό. π., p. 58-59). Αν υποθέσουμε, σε μια προσπάθεια δυναμικής απεικόνισης,<br />

ότι ένα φωτεινό σημείο διατρέχει την περιφέρεια του φωτεινού αντικειμένου, τότε οι<br />

αντίστοιχες φωτεινές προβολές της οπής επικαλύπτονται μερικά και κατανέμονται<br />

στην περιφέρεια ενός αντίστοιχου με το φωτεινό αντικείμενο σχήματος, στο επίπεδο<br />

της οθόνης προβολής (Σχ. 4.20).<br />

(Σχ. 4.20) *<br />

Το μοντέλο του Kepler διαμορφώνει ένα πλήρες εξηγητικό σχήμα, καθώς ερμηνεύει<br />

επαρκώς το φαινόμενο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις μεταβλητές που μπορούν να<br />

* Για λόγους σχεδιαστικής απλότητας το φωτεινό αντικείμενο σχεδιάστηκε τριγωνικό και η οπή κυκλική,<br />

χωρίς αυτό να περιορίζει τη γενικότητα της μελέτης.<br />

84


υπεισέλθουν στη μελέτη του. Έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τα παρατηρησιακά<br />

δεδομένα για κάθε σχήμα και μέγεθος τόσο της πηγής όσο και της οπής και για όλες<br />

τις δυνατές αποστάσεις πηγής-οπής-οθόνης προβολής: Όσο ελαττώνεται η απόσταση<br />

οπής-οθόνης, ο βαθμός επικάλυψης των προβολών είναι μεγαλύτερος από τον βαθμό<br />

ελάττωσης του μεγέθους τους, με αποτέλεσμα το συνολικό σχήμα να ταυτίζεται<br />

σχεδόν με το σχήμα της οπής (Σχ. 4.21). Αντίστοιχα σε σταθερή απόσταση, αύξηση<br />

του μεγέθους της οπής οδηγεί σε αύξηση του μεγέθους των προβολών, επομένως και<br />

της αλληλοεπικάλυψής τους, με το ίδιο συνολικά αποτέλεσμα.<br />

(Σχ. 4.21)<br />

Αντίθετα, όσο αυξάνεται η απόσταση οπής-οθόνης, ο βαθμός διασποράς των<br />

προβολών είναι μεγαλύτερος του βαθμού αύξησης του μεγέθους τους (επομένως και<br />

85


του βαθμού επικάλυψης), με αποτέλεσμα το συνολικό σχήμα να ταυτίζεται με το<br />

σχήμα της πηγής (Σχ. 4.22). Αντίστοιχα σε σταθερή απόσταση, μείωση του μεγέθους<br />

της οπής, οδηγεί σε μείωση του μεγέθους των προβολών (επομένως και της<br />

επικάλυψής τους), με το ίδιο συνολικά αποτέλεσμα (ό.π.).<br />

(Σχ. 4.22)<br />

86


Επιχειρώντας να συνοψίσουμε τα βασικά σημεία της οπτικής σύνθεσης του Kepler,<br />

καταλήγουμε σε τρεις θεμελιώδεις προτάσεις (ό. π., Prop.1-3, p. 20):<br />

1. Η ευθύγραμμη διάδοση του φωτός σε κάθε ομογενές μέσο είναι ικανή και<br />

αναγκαία συνθήκη για την ερμηνεία όλων των φαινομένων που άπτονται της<br />

Γεωμετρικής Οπτικής * .<br />

2. Κάθε σημείο του φωτεινού σώματος εκπέμπει αυτόνομα, ανεξάρτητα και<br />

ευθύγραμμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η συνεισφορά όλων των φωτεινών<br />

ακτίνων στα οπτικά φαινόμενα είναι ισοδύναμη. Η διασταύρωση των φωτεινών<br />

δεσμών στο χώρο, δεν συμβάλλει στην εξασθένησή τους και δεν επηρεάζει την<br />

ανεξάρτητη διάδοσή τους (μη συνεκτική εκπομπή).<br />

3. Η μαθηματική ανάλυση προβλημάτων που άπτονται της Γεωμετρικής Οπτικής<br />

επιτυγχάνεται με τη θεώρηση φωτεινών κωνικών (ή πυραμιδικών) δεσμών<br />

εκπομπής, που έχουν ως κορυφή κάθε σημείο της φωτεινής πηγής και βάση το<br />

υποκείμενο του φωτισμού σώμα (Σχ. 4.23).<br />

(Σχ. 4.23)<br />

Ο Kepler εφάρμοσε με επιτυχία το μοντέλο ανάλυσής του σε μια σειρά περιπτώσεων<br />

και προβλημάτων που απασχολούσαν την επιστημονική κοινότητα (Δέδες 2004),<br />

διαμορφώνοντας ένα συνεπές εννοιολογικό πλαίσιο ερμηνείας, δίνοντας νέα ώθηση<br />

και κατευθύνσεις στην οπτική επιστήμη και συμβάλλοντας αποφασιστικά στην<br />

επικράτηση του νέου ρεύματος των Φυσικών Επιστημών του 17 ου αιώνα, αυτού της<br />

μηχανοκρατικής φιλοσοφίας της φύσης.<br />

4.8. Επιστημολογικές και διδακτικές προεκτάσεις<br />

Οι αρχές και οι κανόνες που θέσπισε ο Kepler με αφορμή το ζήτημα των φωτεινών<br />

προβολών και η επιτυχημένη εφαρμογή τους σε ένα πλήθος ζητημάτων που<br />

αφορούσαν τις γεωμετρικές πλευρές της Οπτικής, έθεσαν τις βάσεις της νέας οπτικής<br />

επιστήμης του 17 ου αιώνα, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα το αποδεκτό μέχρι σήμερα<br />

επιστημονικό πρότυπο για τα ίδια ζητήματα, τόσο ως προς το εννοιολογικό τους<br />

πλαίσιο όσο και ως μέθοδος ανάλυσης. Ο ολιστικός τρόπος εκπομπής της<br />

ακτινοβολίας εγκαταλείπεται οριστικά και ως νέα «μονάδα» εκπομπής καθιερώνεται<br />

το φωτεινό μαθηματικό σημείο που ακτινοβολεί ευθύγραμμα προς όλες τις<br />

κατευθύνσεις. Το μοντέλο διάδοσης του φωτός με απεικόνιση πυραμίδας η οποία<br />

έχει ως βάση τη συνολική επιφάνεια της φωτεινής πηγής, χάνει τη μεθοδολογική του<br />

χρηστικότητα και αντικαθίσταται από την αντίστροφη πυραμίδα με κορυφή το<br />

σημείο εκπομπής και βάση το υποκείμενο του φωτισμού σώμα. Η ισοδύναμη<br />

* Τα φαινόμενα αυθεντικής απόκλισης από την ευθύγραμμη διάδοση λόγω περίθλασης, διαπιστώνονται<br />

κατά τύχη από τον Ιταλό F. Grimaldi λίγα χρόνια αργότερα.<br />

87


συνεισφορά όλης της «ποσότητας» του φωτός στην προσέγγιση και μελέτη των<br />

οπτικών φαινομένων αντικαθιστά θεωρήσεις προνομιακής ισχύος και διάδοσης σε<br />

επιλεκτικές κατευθύνσεις. Ωστόσο, η φιλοσοφική και επιστημολογική θεώρηση του<br />

έργου του, έχει αποτελέσει σημείο τριβής και διαφωνιών μεταξύ των σύγχρονων<br />

ιστορικών της επιστήμης, σε σχέση με το ρόλο και τη σημασία του στην εξέλιξη της<br />

επιστημονικής σκέψης. Σύμφωνα με μια μερίδα ιστορικών (Straker 1971, Crombie<br />

1992), η λύση του προβλήματος των φωτεινών προβολών, η οποία επιτεύχθηκε με<br />

την πλήρη μαθηματικοποίηση της συμπεριφοράς του φωτός, σηματοδότησε μια<br />

ουσιαστική μεταβολή στον τρόπο προσέγγισης των οπτικών φαινομένων ενώ το<br />

συνολικό θεωρητικό του κατασκεύασμα υπήρξε επαναστατικό, καθώς άλλαξε ριζικά<br />

τον τρόπο μελέτης των φυσικών φαινομένων, αποτελώντας την αφετηρία μιας νέας,<br />

μηχανοκρατικής αντίληψης για τη φύση (η οποία εδραιώθηκε από τους διαδόχους<br />

του με κύριο εκπρόσωπο τον Descartes * ). Αντίθετα, για άλλους μελετητές, η<br />

σύνθεση του Kepler δεν προέκυψε από την αποκήρυξη κάποιων θεμελιακών αρχών<br />

της Οπτικής. Η θεωρία του δεν περιείχε ούτε νέες γεωμετρικές σχέσεις, ούτε<br />

αξιώματα της Οπτικής που δεν είχαν ήδη διατυπωθεί από προγενέστερους<br />

επιστήμονες. Επρόκειτο απλώς για μια αυστηρότερη εφαρμογή των παραδοσιακών<br />

αξιωμάτων του κλάδου και με την έννοια αυτή το έργο του δεν συνιστά εγκαθίδρυση<br />

ενός νέου εννοιολογικού πλαισίου (Butterfield 1983, Gillispie 1986, Lindberg 1987).<br />

Είναι γεγονός ότι η ιστορική ματιά σε μια θεωρία οδηγεί σε διαφορετική προσέγγιση<br />

κάθε φορά που αλλάζει η οπτική γωνία, η φιλοσοφική τοποθέτηση ή η ιδεολογική<br />

σκοπιά του μελετητή. Σχεδόν πάντα “… η Ιστορία εμφανίζεται σαν μια απάντηση<br />

στην ερώτηση που θέτει ο ιστορικός στα γραπτά μνημεία και πιο γενικά στο<br />

παρελθόν. … (ο ιστορικός) δεν μπορεί να βρει παρά αυτό που γυρεύει” (Marrou<br />

1979, σ. 18). Έτσι, εκείνο που θα ενδιέφερε κάποιον που θα ήθελε να<br />

χρησιμοποιήσει διδακτικά την Ι.Ε. χωρίς να εμπλακεί στις επιστημολογικές<br />

διαφωνίες, θα ήταν “…ένας «κοινός τόπος» των πλέον έγκυρων εικόνων του<br />

επιστημονικού γίγνεσθαι που προσφέρονται. Ένας τέτοιος «κοινός τόπος» θα έδινε<br />

τη δυνατότητα στο χρήστη της Ι.Ε. να παρουσιάσει, ή να «διαβάσει» τα ιστορικά<br />

γεγονότα, εμφανίζοντας εκείνες τις πλευρές τους, που από όλες τις οπτικές γωνίες<br />

δείχνουν ίδιες και έτσι να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες να «ψευσθεί»” (Τσελφές<br />

1989, σ. 68). Στο ζήτημα αυτό αποτελεί πεποίθηση πολλών ερευνητών ότι ο<br />

ασφαλέστερος τρόπος για τη διδακτική αξιοποίηση της Ι.Ε. είναι η προσφυγή στο<br />

αυθεντικό ιστορικό υλικό, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί ανεξάρτητα από<br />

επιστημολογικού χαρακτήρα διαμάχες (Δέδες 1997).<br />

Η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των απόψεων για το «παράδοξο» των φωτεινών<br />

προβολών, από τα Προβλήματα του Αριστοτέλη μέχρι τα Παραλειπόμενα του Kepler,<br />

ανέδειξε όχι μόνο ένα πλήθος εναλλακτικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων αλλά και<br />

μια σειρά θεωρητικών σχηματοποιήσεων οι οποίες ξεπερνούν τις διαστάσεις του<br />

συγκεκριμένου προβλήματος και αγγίζουν θεμελιώδεις αρχές και αξιώματα της<br />

Οπτικής. Παράλληλα, έρευνες από το χώρο της διδακτικής αξιοποίησης της Ι.Ε.<br />

δείχνουν ότι σε περιπτώσεις όπου στην ιστορία της επιστήμης εκδηλώνονται<br />

δυσκολίες ερμηνείας φαινομένων και επίλυσης γρίφων, όπου εμφανίζονται<br />

αντιμαχόμενες «σχολές» και απόψεις, όπου υπάρχει ανταγωνιστικότητα και<br />

αντιπαλότητα επιχειρημάτων, με άλλα λόγια σε περιπτώσεις που συνιστούν<br />

* Η νέα αυτή αντίληψη για τον κόσμο έλαβε το όνομά της από την απαίτηση που πρόβαλε: να υπάρχει<br />

μηχανική εξήγηση για κάθε φυσικό φαινόμενο. Δύο ήταν οι θεμελιακές αρχές οι οποίες αποτέλεσαν τη<br />

βάση του κοσμολογικού συστήματός του Descartes (1596-1650): Η πεποίθηση ότι η ύπαρξη του κενού<br />

είναι αδύνατη και η βεβαιότητα ότι ένα σώμα μπορεί να επηρεάζει ένα άλλο, μόνο όταν τα δύο σώματα<br />

βρίσκονται σε επαφή.<br />

88


«ανωμαλίες» για τη φυσιολογική επιστήμη (Kuhn 1981), εκεί είναι περισσότερο<br />

πιθανή η εκδήλωση εναλλακτικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών (Steinberg<br />

et al. 1990, Benseghir & Closset 1996, Seroglou et al. 1998). Ως συνέπεια των<br />

παραπάνω συλλογισμών, πιστεύουμε ότι τα δεδομένα που προέκυψαν από την<br />

ιστορική έρευνα στο ζήτημα του σχηματισμού φωτεινών προβολών, μπορούν να<br />

αξιοποιηθούν, σε ένα πρώτο επίπεδο, ως μεθοδολογικό εργαλείο έρευνας για την<br />

ανίχνευση και τον εντοπισμό εναλλακτικών παραστάσεων των μαθητών για<br />

φαινόμενα που έχουν σχέση με τη διαδικασία εκπομπής, τον τρόπο διάδοσης και το<br />

μηχανισμό διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων του φωτός. Σε ένα δεύτερο επίπεδο,<br />

θεωρούμε ότι η εφαρμογή πειραματικών δραστηριοτήτων που θα έχουν ως αφετηρία<br />

το αποφασιστικό πείραμα του Kepler καθώς και η εφαρμογή του πλαισίου των<br />

αρχών και κανόνων που διέπουν τη θεωρία του, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση<br />

μιας διδακτικής στρατηγικής με στόχο την αναδιοργάνωση των νοητικών σχημάτων<br />

των μαθητών και την ανασυγκρότησή τους προς την κατεύθυνση της προσέγγισης<br />

του επιστημονικού προτύπου.<br />

89


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5<br />

ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ –<br />

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ<br />

90


Στις προσπάθειες ανίχνευσης των παραστάσεων των παιδιών για διάφορες φυσικές<br />

έννοιες, ένα αξιόλογο μέρος καταλαμβάνουν οι έρευνες για την έννοια του φωτός και<br />

των φαινομένων που αυτό προκαλεί, καθώς διαδίδεται στο χώρο. Οι περισσότερες<br />

από τις έρευνες αυτές έχουν αποκλειστικά διερευνητικό χαρακτήρα (ιδιαίτερα οι<br />

χρονολογικά προγενέστερες –ακολουθώντας φυσιολογικά τους γενικότερους<br />

προσανατολισμούς της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών), περιοριζόμενες έτσι σε<br />

ένα διαπιστωτικό πλαίσιο, το οποίο δεν επιτρέπει την εξαγωγή κάποιων<br />

συμπερασμάτων σχετικά με τις προϋποθέσεις υπέρβασης των αυθόρμητα<br />

συγκροτημένων νοητικών σχημάτων των μαθητών. Το ερευνητικό ενδιαφέρον<br />

επικεντρώνεται συνήθως σε επιλεγμένα θέματα-στόχους, δημοφιλέστερα των οποίων<br />

είναι η φύση του φωτός, η αναγνώρισή του ως οντότητας στο χώρο, η<br />

αλληλεπίδρασή του με τα αντικείμενα, η διαδικασία της όρασης (η οποίο εξετάζεται<br />

κυρίως από τη σκοπιά της φύσης των εξωτερικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ πηγής,<br />

αντικειμένων και ματιού και όχι ως μηχανισμός σχηματισμού ειδώλων στον<br />

αμφιβληστροειδή) και η προέλευση των χρωμάτων, ενώ ένα μικρό μόνο μέρος των<br />

εργασιών προσανατολίζεται στο αντικείμενο της δικής μας έρευνας, στη διερεύνηση<br />

δηλαδή της διαδικασίας εκπομπής του φωτός από εκτεταμένες πηγές και την<br />

ερμηνεία των σχετικών φωτεινών αποτελεσμάτων. Εξετάζουμε στη συνέχεια τα<br />

αποτελέσματα μιας σειράς, σχετικών με το φως, ερευνών της τελευταίας 25ετίας,<br />

ακολουθώντας την προηγούμενη θεματολογική ταξινόμηση και -σε κάθε περίπτωσητη<br />

χρονολογική σειρά δημοσίευσής τους.<br />

5.1. Η φύση του φωτός<br />

Οι Watts & Gilbert (1985), διερευνώντας τις ιδέες μαθητών της πρωτοβάθμιας<br />

εκπαίδευσης στην Αγγλία σχετικά με τη φύση του φωτός, διαπιστώνουν ότι τα παιδιά<br />

δεν αντιμετωπίζουν με ενιαίο τρόπο τη φωτεινή ακτινοβολία και διακρίνουν στις<br />

παραστάσεις τους εφτά διαφορετικά είδη φωτός (φυσικό, σύνθετο, διπλό, τεχνητό,<br />

τροποποιημένο, εμφανές, αναδυόμενο), ανάλογα με την ένταση, τα αποτελέσματα<br />

που προκαλεί, τη χρηστικότητά του, αλλά και τη φύση και το μέγεθος της πηγής από<br />

την οποία εκπέμπεται.<br />

Οι Reiner & Finegold (1987), προτείνοντας διάφορες πειραματικές καταστάσεις σε<br />

μαθητές της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης του Ισραήλ, καταγράφουν μια<br />

σωματιδιακή παράσταση για το φως. Τα σωματίδια του φωτός ασκούν ικανή δύναμη<br />

ώστε να περιστρέψουν τα φτερά μιας έλικας μέσα σε σωλήνα Crookes και να<br />

ασκήσουν δύναμη τριβής στα μόρια του καφέ ώστε να τον ζεστάνουν. Η υλική αυτή<br />

αντίληψη για το φως διαμορφώνει ένα ερμηνευτικό περίγραμμα, στα πλαίσια του<br />

οποίου εξηγούνται διάφορα οπτικά φαινόμενα, όπως η εξασθένηση του φωτός σε<br />

κάποια απόσταση από την πηγή, η δυσκολία που παρουσιάζεται στο να διασχίσει το<br />

φως ένα φράγμα (π.χ. ένα ποτήρι με κάποιο υγρό), το χρώμα του φωτός κ.ά.<br />

Με το ίδιο αντικείμενο ασχολούνται και οι Lefevre & Escaut (1986 & 1987),<br />

κατατάσσοντας τις πληροφορίες που συνέλεξαν από έρευνα που πραγματοποίησαν με<br />

πρωτοετείς φοιτητές στη Γαλλία, σε τρεις κατηγορίες παραστάσεων. Οι φοιτητές<br />

χρησιμοποιούν εναλλακτικά και ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, το<br />

σωματιδιακό μοντέλο, το κυματικό μοντέλο ή το μοντέλο των φωτεινών ακτίνων. Το<br />

πρώτο μοντέλο χρησιμοποιείται για την εξήγηση συγκεκριμένων φαινομένων, όπως η<br />

μεταφορά ενέργειας ή το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Με το κυματικό μοντέλο<br />

προσεγγίζουν πιο αφηρημένα φαινόμενα, όπως η διάδοση του φωτός στο κενό, η<br />

αλλαγή ταχύτητας διάδοσης στα διάφορα υλικά μέσα ή οι αλληλεπιδράσεις με την<br />

ύλη. Συχνά όμως τα μοντέλα αυτά τίθενται υπό αμφισβήτηση και υπερκαλύπτονται<br />

91


από την παράσταση των φωτεινών ακτίνων η οποία τους είναι περισσότερο οικεία,<br />

τόσο στο επίπεδο της αντίληψης, όσο και στο επίπεδο της διδασκαλίας.<br />

Η L. Maurines (1999) επιχειρεί να διερευνήσει τις γνωστικές δυσκολίες που<br />

αντιμετωπίζουν μαθητές Λυκείου και φοιτητές στη Γαλλία όταν χρησιμοποιούν τις<br />

έννοιες της ακτίνας και της ισοφασικής επιφάνειας ή εφαρμόζουν την αρχή Huygens<br />

– Fresnel, προκειμένου να περιγράψουν ή/και να παραστήσουν γραφικά φαινόμενα<br />

διάδοσης κυμάτων (φωτός – ήχου) σε τρεις διαστάσεις. Η έρευνα επικεντρώνεται σε<br />

τρεις κατηγορίες φαινομένων (διάδοση σε ομογενές μέσο, ανάκλαση, διάθλαση) και<br />

αναδεικνύει τρεις τύπους συλλογισμών: α) συλλογισμούς γεωμετρικής και<br />

μηχανιστικής αναπαράστασης των φαινομένων β) συλλογισμούς εξαίρεσης<br />

μεταβλητών μέσω μιας αποκλειστικά μακροσκοπικής αντιμετώπισης των<br />

φαινομένων γ) συλλογισμούς απόδοσης υλικών χαρακτηριστικών στις εμπλεκόμενες<br />

έννοιες.<br />

5.2. Το φως ως οντότητα στο χώρο<br />

Οι Tiberghien et al. (1980), διερευνώντας τις παραστάσεις παιδιών ηλικίας 10 –12<br />

ετών στη Γαλλία σε σχέση με την αναγνώριση της παρουσίας του φωτός στο χώρο,<br />

διακρίνουν τρεις κατηγορίες προσεγγίσεων. α) Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται<br />

παιδιά τα οποία αντιμετωπίζουν την έννοια στο επίπεδο της καθημερινής γλώσσας ή<br />

επιχειρούν αναγωγή του φωτός σε αντιληπτές, σχετικές με αυτό, κατηγορίες<br />

αντικειμένων, όπως λάμπες φωτισμού, έντονα φωτισμένες περιοχές κ.λ.π. β) Στη<br />

δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται παιδιά τα οποία ενώ κατά τη διάρκεια κάποιων<br />

πειραματικών καταστάσεων χειρίζονται την έννοια με τον τρόπο που αυτή<br />

αναγνωρίζεται από τη Φυσική, σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούν παραστάσεις<br />

που υπάγονται στην προηγούμενη κατηγορία. γ) Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει<br />

παιδιά τα οποία αναγνωρίζουν στο φως αυτόνομες ιδιότητες, αποσυνδέοντάς το έτσι<br />

από τις φωτεινές πηγές και τα φωτιζόμενα αντικείμενα.<br />

Με τον εντοπισμό του φωτός στο χώρο ασχολούνται και οι Stead & Osborn (1980),<br />

οι οποίοι πραγματοποιούν μια έρευνα στη Νέα Ζηλανδία με μαθητές 9–16 ετών,<br />

αξιοποιώντας φωτεινές πηγές και κάτοπτρα. Η έρευνα αυτή δείχνει ότι σε όλο το<br />

φάσμα των ηλικιών, ελάχιστοι μαθητές αντιλαμβάνονται το φως ως οντότητα που<br />

διαδίδεται σε μεγάλη απόσταση από την πηγή, ενώ η πλειοψηφία των παιδιών<br />

πιστεύει ότι το φως διαδίδεται λίγο μακρύτερα τη νύχτα, σε σχέση με την ημέρα.<br />

Επίσης δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφορά στις παραστάσεις των μεγαλύτερων<br />

μαθητών οι οποίοι είχαν διδαχθεί συστηματικά Οπτική (κάποιοι μάλιστα σε δύο<br />

επίπεδα) και άλλων μικρότερων οι οποίοι δεν είχαν διδαχθεί καθόλου.<br />

Επιχειρώντας να καταγράψουν τις παραστάσεις μαθητών 10 ετών στις ΗΠΑ για το<br />

ίδιο ζήτημα, οι Anderson & Smith (1982) διαπιστώνουν ότι τα περισσότερα παιδιά<br />

δεν αναγνωρίζουν το φως ως διαδιδόμενη οντότητα, ακόμα και αν πιστεύουν αόριστα<br />

ότι υπάρχει φως στο χώρο που τα περιβάλλει. Αρκετά παιδιά δεν αναγνωρίζουν<br />

καθόλου την ύπαρξη του φωτός στο χώρο, ενώ κάποια άλλα χρησιμοποιούν μία<br />

παράσταση την οποία οι ερευνητές αποκαλούν «φαινόμενο βρύσης», σύμφωνα με<br />

την οποία το φως μετακινείται από την πηγή προς το κέντρο ενός δωματίου χωρίς<br />

δυνατότητα να εξαπλωθεί προς τα άκρα.<br />

Με τα πορίσματα αυτά συμφωνούν και τα δεδομένα των Anderson & Kärrqvist<br />

(1983) στην έρευνά τους με Σουηδούς μαθητές 12 – 15 ετών, πριν και μετά τη<br />

διδασκαλία της Οπτικής. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι «ιδέα-κλειδί» για την<br />

92


επιτυχή κατανόηση των φαινομένων που προκαλεί το φως, είναι η αναγνώριση του<br />

φωτός μεταξύ πηγής και αποδέκτη. Από τη διερεύνησή τους καταλήγουν στο<br />

συμπέρασμα ότι η αναγνώριση αυτή είναι αυστηρά συνδεδεμένη με το είδος του<br />

αντιμετωπιζόμενου προβλήματος και ότι ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ένας πολύ<br />

μικρός αριθμός παιδιών χρησιμοποιεί επαρκώς την έννοια της διάδοσης του φωτός<br />

στο χώρο σε κάθε φαινόμενο που συναντά. Με βάση αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση,<br />

ερμηνεύουν την επιτυχία ή αποτυχία των παιδιών στην εξήγηση φαινομένων όπως η<br />

διάθλαση, η δημιουργία των χρωμάτων, ο σχηματισμός φωτεινών προβολών από<br />

φακούς και ο μηχανισμός της όρασης. Επίσης καταλήγουν σε προτάσεις για τη<br />

διδασκαλία της Γεωμετρικής Οπτικής.<br />

Με παρόμοιο προβληματισμό η E. Guesne (1984), σε έρευνά της με Γάλλους<br />

μαθητές 13 - 14 ετών, διαπιστώνει δύο κυρίαρχες τάσεις σε ό, τι αφορά την παρουσία<br />

του φωτός στο χώρο: α) την ταύτιση του φωτός με τη φωτεινή πηγή ή τα<br />

αποτελέσματά του β) την αναγνώρισή του ως αυτόνομης οντότητας στον μεταξύ<br />

πηγής και αποτελέσματος χώρο. Οι προεκτάσεις των δύο προσεγγίσεων αποκτούν<br />

ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα παιδιά της πρώτης κατηγορίας παρουσιάζουν φανερή<br />

υστέρηση σε σχέση με αυτά της δεύτερης στην κατανόηση των αλληλεπιδράσεων<br />

φωτός και αντικειμένων, με αποτέλεσμα φαινόμενα όπως ο σχηματισμός σκιών ή η<br />

ανάκλαση του φωτός να μένουν ανερμήνευτα.<br />

Στην επιβεβαίωση των πορισμάτων των παραπάνω εργασιών καταλήγει και η έρευνα<br />

που πραγματοποιεί και ο Κ. Ραβάνης (1994) με μαθητές ηλικίας 10 ετών. Ο<br />

ερευνητής, υιοθετώντας τον εννοιολογικό θεωρητικό ιστό του Piaget για την<br />

προσέγγιση της γνωστικής εξέλιξης, υποστηρίζει ότι η αδυναμία συγκρότησης<br />

συλλογισμών μεταβατικού τύπου που χαρακτηρίζει την περίοδο της διαισθητικής<br />

σκέψης, οδηγεί τα παιδιά σε επικεντρώσεις, οι οποίες συναρτώνται από τη χωρική<br />

διευθέτηση των παρατηρησιακών δεδομένων. Έτσι, στην περίπτωση του φωτός ο<br />

αντιληπτικός έλεγχος εστιάζεται είτε στη φωτεινή πηγή, είτε στις ορατώς<br />

φωτιζόμενες επιφάνειες, είτε στην απ’ ευθείας σύνδεσή τους με συλλογισμό άμεσης<br />

μετάβασης, αγνοώντας το πεδίο διάδοσης του φωτός. Στη βάση αυτής της<br />

προσέγγισης, τονίζει ότι η αναγνώριση του φωτός στο χώρο αποτελεί αντικείμενο<br />

οικοδόμησης και όχι αυθύπαρκτη γνώση (δεδομένου ότι η διάδοση της φωτεινής<br />

ακτινοβολίας δεν εμπίπτει συνήθως στα αντιληπτικά δεδομένα), επισημαίνοντας την<br />

ανάγκη επιμονής του αναλυτικού προγράμματος αλλά και την ευαισθητοποίηση των<br />

διδασκόντων στο ζήτημα αυτό.<br />

5.3. Οπτικά φαινόμενα και αλληλεπίδραση του φωτός με την ύλη<br />

Οι Palacios et al. (1989) καταγράφουν τις απόψεις φοιτητών παιδαγωγικών τμημάτων<br />

στην Ισπανία για μια σειρά οπτικών φαινομένων, πριν και μετά την ολοκλήρωση της<br />

διδασκαλίας της Οπτικής. Από τα αποτελέσματα της έρευνας οι συγγραφείς<br />

διαπιστώνουν ότι σημαντικά ποσοστά των υποκειμένων εξακολουθούν να διατηρούν<br />

τις εναλλακτικές τους ιδέες, καθώς θεωρούν ότι: α) η ταχύτητα του φωτός εξαρτάται<br />

από την ταχύτητα της πηγής από την οποία εκπέμπεται β) τα φαινόμενα της<br />

ανάκλασης και της διάθλασης εξελίσσονται σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα γ) οι<br />

επίπεδοι καθρέφτες είναι τέλειοι ανακλαστήρες και δημιουργούν πραγματικά είδωλα<br />

δ) οι φακοί αυξάνουν την ενέργεια του φωτός, αποτελούν δηλαδή γεννήτριες<br />

φωτεινής ενέργειας και θερμότητας ε) τα οπτικά πρίσματα έχουν αποκλειστικά<br />

τριγωνικό σχήμα και αναλύουν το φως οποιουδήποτε καθαρού φασματικού<br />

χρώματος.<br />

93


Σε μια ευρείας κλίμακας έρευνα που πραγματοποιούν στην Ινδία με μαθητές 14-15<br />

ετών, οι Ramadas & Driver (1989) διαπιστώνουν ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται το<br />

σχηματισμό των ειδώλων από επίπεδα κάτοπτρα, ως μια ιδιότητα των στιλπνών<br />

επιφανειών να δεσμεύουν την υλική εικόνα των αντικειμένων. Οι ερευνητές<br />

επισημαίνουν την ισχυρή αντίσταση που προβάλλουν οι αυθόρμητες παραστάσεις,<br />

καθώς η ειδικά σχεδιασμένη παρέμβαση που πραγματοποιούν για το μετασχηματισμό<br />

τους δεν είχε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα.<br />

Η M. Fleer (1996) επιχειρεί σε έρευνά της την ανίχνευση των παραστάσεων παιδιών<br />

προσχολικής ηλικίας (4 ετών) στην Αυστραλία αναφορικά με τη σχέση των εννοιών<br />

φως-σκοτάδι, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί την εξέλιξη των παραστάσεων αυτών<br />

χρησιμοποιώντας εννοιολογικούς χάρτες, κατά τη διάρκεια μιας αλληλεπιδραστικού<br />

χαρακτήρα διδακτικής παρέμβασης διάρκειας δύο εβδομάδων. Τα αποτελέσματα της<br />

έρευνας δείχνουν ότι πριν από τη διδασκαλία τα παιδιά αντιλαμβάνονται το σκοτάδι<br />

ως μια αυτόνομη «κατάσταση», ανάλογη με την «κατάσταση» φως η οποία<br />

δημιουργείται από συγκεκριμένες τεχνητές φωτεινές πηγές, χωρίς να καταγράφεται<br />

καμία σύνδεση μεταξύ των δύο αυτών «καταστάσεων». Μετά την παρέμβαση<br />

παρατηρούνται αξιόλογες πρόοδοι σε ό,τι αφορά την κατανόηση της έννοιας της<br />

διάδοσης του φωτός, καθώς και την αναγνώριση πολυπληθέστερων πηγών φωτός, όχι<br />

όμως και στην προσέγγιση της έννοιας του σκότους ως απουσίας φωτός. Η<br />

συγγραφέας, θεωρώντας την κατανόηση της αλληλεξάρτησης φωτός και σκότους ως<br />

θεμελιώδη για τη μελλοντική οικοδόμηση των εννοιών της Οπτικής, προτείνει έναν<br />

ιδιαίτερο προσανατολισμό των ερευνητικών προσπαθειών προς αυτή την<br />

κατεύθυνση.<br />

Τη διερεύνηση της διασύνδεσης μιας σειράς οπτικών φαινομένων της<br />

καθημερινότητας με την παρουσία και τις ιδιότητες του φωτός επιχειρούν οι Langley<br />

et al. (1997), ανιχνεύοντας τις αυθόρμητες παραστάσεις μαθητών 15 ετών στο Ισραήλ<br />

πριν από τη σχολική διδασκαλία της Οπτικής. Τα αποτελέσματα της έρευνας<br />

δείχνουν ότι η πλειοψηφία των παιδιών έχει ήδη αναπτύξει για τα φαινόμενα αυτά<br />

ένα σταθερό περιγραφικό και επεξηγηματικό πρότυπο, το οποίο όμως βρίσκεται σε<br />

μεγάλη απόσταση από την αντίστοιχο επιστημονικό μοντέλο. Επιχειρώντας μια<br />

κωδικοποίηση των ευρημάτων, μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα<br />

χαρακτηριστικά της σκέψης των υποκειμένων της έρευνας: α) η διάδοση του φωτός<br />

είναι περιορισμένη και εντοπίζεται συνήθως σε μια μικρή περιοχή γύρω από τις<br />

φωτεινές πηγές β) η κατευθυντικότητα της διάδοσης δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στη<br />

διαμόρφωση των φωτεινών αποτελεσμάτων, γι αυτό και σπάνια απεικονίζεται στις<br />

έντυπες αναπαραστάσεις των διατάξεων γ) η δημιουργία των σκιών στις<br />

περισσότερες περιπτώσεις γίνεται αντιληπτή ως αποτέλεσμα της προβολής μιας<br />

αυτόνομης οντότητας και όχι ως αποτέλεσμα της παρεμπόδισης της ευθύγραμμης<br />

διάδοσης του φωτός δ) ο σχηματισμός ειδώλων από επίπεδα κάτοπτρα νοείται συχνά<br />

ως δέσμευση της εικόνας του αντικειμένου από το κάτοπτρο, ενώ η αλλαγή της<br />

πορείας της φωτεινή δέσμης ερμηνεύεται ως μια εγγενής ιδιότητα των<br />

επαργυρωμένων επιφανειών και όχι ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της ανάκλασης<br />

ε) η λειτουργία της φωτογραφικής μηχανής ερμηνεύεται μάλλον ως μια διαδικασία<br />

εκπομπής παρά ως αποτέλεσμα προσβολής του φιλμ από τη φωτεινή ακτινοβολία στ)<br />

η παρουσία παρατηρητή στις προτεινόμενες καταστάσεις οδηγεί σε ερμηνευτικές<br />

συγχύσεις, καθώς η απουσία ενός επαρκούς εξηγητικού μοντέλου του μηχανισμού<br />

της όρασης απομακρύνει τους συλλογισμούς των μαθητών από αιτιολογήσεις με<br />

όρους διάδοσης του φωτός.<br />

94


5.4. Ο μηχανισμός της όρασης<br />

Η E. Guesne (1978) σε έρευνά της με Γάλλους μαθητές 14 ετών, διαπιστώνει ότι ενώ<br />

όλα τα παιδιά αναγνωρίζουν το φως ως απαραίτητο παράγοντα για την όραση, οι<br />

παραστάσεις τους προσεγγίζουν καλύτερα το μοντέλο της Φυσικής μόνο στο 1/4 των<br />

εξεταζόμενων περιπτώσεων και εφόσον το αντικείμενο που εκπέμπει είναι φωτεινή<br />

πηγή και μάλιστα ισχυρή. Ως προς τα πρότυπα που επικρατούν, η πλειοψηφία των<br />

υποκειμένων (50%) υιοθετεί το αποκαλούμενο «λουτρό φωτός», μια διάχυτη δηλαδή<br />

και στατική φωτεινότητα που καλύπτει το χώρο και επιτρέπει την όραση. Στις<br />

υπόλοιπες περιπτώσεις τα παιδιά επικαλούνται το φωτισμό του αντικειμένου από την<br />

πηγή, αποδίδοντας συχνά και στο μάτι έναν ενεργητικό ρόλο, ενώ εξαιρετικά<br />

ολιγάριθμες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες εξηγείται ως μηχανισμός της όρασης, ο<br />

φωτισμός του αντικειμένου από την πηγή και η επανεκπομπή του φωτός από το<br />

αντικείμενο προς το μάτι.<br />

Οι Eaton et al. (1984) ασχολούνται με το μηχανισμό της όρασης, επιχειρώντας να<br />

αξιολογήσουν τα αποτελέσματα του προγράμματος Elementary Science Project ως<br />

προς τη διδασκαλία του φωτός σε μαθητές 10 –11 ετών στις ΗΠΑ. Διαπιστώνουν ότι<br />

μετά τη διδασκαλία έξι μαθητών, μόνο ένας μετέβαλε την αρχική αυθόρμητη άποψή<br />

του προς την επιστημονική, για το ρόλο του φωτός στην όραση. Τα παιδιά δεν<br />

μπορούσαν να αποδώσουν την όραση στην επανεκπομπή του φωτός από τα<br />

αντικείμενα, αλλά την ερμήνευαν ως αποτέλεσμα του γενικού φωτισμού των<br />

αντικειμένων από τον ήλιο. Η έρευνα αυτή επιβεβαίωσε ποιοτικά τα αποτελέσματα<br />

των Anderson & Smith (1983) που πραγματοποιήθηκε με μεγαλύτερο δείγμα.<br />

Οι Boyes & Stanisstreet (1991), σε μια συγκριτική μελέτη των αντιλήψεων μαθητών<br />

11-16 ετών στην Αγγλία για τα φαινόμενα της όρασης και της ακοής, διαπιστώνουν<br />

μια γενική μετατόπιση των παραστάσεων προς περισσότερο «αποδεκτά» πρότυπα με<br />

την αύξηση της ηλικίας. Ωστόσο, ακόμα και στις μεγαλύτερες ηλικίες τα ποσοστά<br />

των ασύμβατων με το επιστημονικό μοντέλο παραστάσεων παραμένουν υψηλά. Έτσι,<br />

ενώ το 1/4 περίπου των παιδιών της μικρότερης ηλικιακής ομάδας αντιλαμβάνεται<br />

την όραση ως αποτέλεσμα ταυτόχρονου φωτισμού ματιού και αντικειμένου από την<br />

πηγή χωρίς να σημειώνεται καμία αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πρώτων, στις<br />

μεγαλύτερες ηλικίες η αλληλεπίδραση αυτή καταγράφεται από το 1/3 των μαθητών<br />

ως αποτέλεσμα της ανάκλασης του φωτός της πηγής στο μάτι (ενεργός όραση).<br />

Η N. Selley (1996), παρακολουθώντας την εξέλιξη των παραστάσεων των ίδιων<br />

παιδιών σε ένα χρονικό διάστημα δύο ετών (από ηλικία 9 έως 11 ετών) στην Αγγλία,<br />

εντοπίζει εννέα διαφορετικά νοητικά σχήματα ερμηνείας του μηχανισμού της όρασης<br />

για τα αυτόφωτα αλλά και τα ετερόφωτα αντικείμενα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα<br />

της έρευνας, στη μικρότερη ηλικία τα παιδιά αδυνατούν να προσδιορίσουν με<br />

σαφήνεια κάποιο ρόλο για το φως, αποδίδοντας την αίσθηση της όρασης σε<br />

διάφορους τύπους αφηρημένων δράσεων. Με την αύξηση της ηλικίας οι δράσεις<br />

αυτές συγκεκριμενοποιούνται και αποκτούν κατευθυντικότητα, χωρίς όμως να<br />

προσεγγίζουν το αποδεκτό επιστημονικό μοντέλο. Αντίθετα, παρατηρείται μια<br />

αύξηση των παραστατικών προτύπων στα οποία το μάτι παίζει έναν ενεργητικό ρόλο,<br />

γεγονός που αποδίδεται από τη συγγραφέα σε παράγοντες ψυχολογικούς (το απλό<br />

μοντέλο της εκπομπής έχει ισχυρότερη επεξηγηματική ισχύ από το πολυπλοκότερο<br />

της πρόσληψης μέσω δευτερογενούς εκπομπής), διαισθητικούς (η ιδέα της εκπομπής<br />

του φωτός από τα ετερόφωτα σώματα δείχνει να αντιτίθεται στην αισθητηριακή<br />

εμπειρία), αλλά και γλωσσολογικούς (η ενεργητική διάθεση των ρημάτων που<br />

αφορούν την όραση αποδίδει έναν ενεργητικό ρόλο και στο μάτι).<br />

95


Από την πλευρά του ο Κ. Ραβάνης (2000) επιχειρεί να μελετήσει τις βιωματικές<br />

νοητικές παραστάσεις μαθητών της Α΄ Γυμνασίου για την όραση, δίνοντας<br />

προτεραιότητα όχι στην περιγραφή των προβλημάτων της σκέψης αλλά στην<br />

ανάδειξη των μαθησιακών εμποδίων και τον προσδιορισμό των αποφασιστικών<br />

δυσκολιών που παρουσιάζονται κατά τη διδασκαλία των σχετικών θεμάτων.<br />

Σύμφωνα με τα πορίσματα της εργασίας του, το βασικό γνωστικό εμπόδιο για την<br />

κατανόηση του μηχανισμού της όρασης (αλλά και γενικότερα των φαινομένων της<br />

αλληλεπίδρασης του φωτός με τα αντικείμενα) είναι η αναγνώριση από την πλευρά<br />

των μαθητών του φαινομένου της επανεκπομπής του φωτός από τα ετερόφωτα<br />

αντικείμενα. Έτσι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η διδακτικές ενέργειες των<br />

διδασκόντων θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση<br />

της υπέρβασης του συγκεκριμένου εμποδίου, καθώς η οικειοποίηση του φαινομένου<br />

της επανεκπομπής είναι δυνατόν να επιτρέψει τόσο τη λειτουργική χρήση του φωτός<br />

ως αυτόνομης οντότητας, όσο και την απόδοση ρόλου αποδέκτη στα μάτια.<br />

Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι Hosson & Kaminski<br />

(2002) σε έρευνά τους στη Γαλλία με μαθητές Γυμνασίου. Σύμφωνα με τις απόψεις<br />

των υποκειμένων, ο σχηματισμός φωτεινών εικόνων διαμεσολαβείται από το φως στη<br />

βάση μιας διαδικασίας σύμφωνα με την οποία οι φωτεινές ακτίνες μεταφέρουν την<br />

εικόνα του αντικειμένου, σημείο προς σημείο, στην οθόνη προβολής. Κατ’ αναλογία<br />

με το πρότυπο αυτό, η όραση ερμηνεύεται από τα παιδιά ως αποτέλεσμα μιας<br />

δραστηριότητας του ματιού η οποία προϋποθέτει τη συνεισφορά του φωτός ως<br />

«οχήματος μεταφοράς» της οπτικής πληροφορίας.<br />

5.5. Η προέλευση των χρωμάτων<br />

Οι Anderson & Smith (1982), στα πλαίσια της ίδιας έρευνας που παρουσιάσαμε<br />

προηγουμένως, διαπιστώνουν ότι τα περισσότερα παιδιά αντιλαμβάνονται το λευκό<br />

φως ως απουσία χρώματος και όχι ως συνδυασμό άλλων χρωμάτων. Επίσης η μεγάλη<br />

πλειοψηφία των μαθητών θεωρεί ότι το χρώμα είναι δεσμευμένο στα σώματα και ότι<br />

το φως απλώς μας βοηθά να το διακρίνουμε. Θεωρούν, δηλαδή, ότι με τα μάτια μας<br />

βλέπουμε το χρώμα ενός αντικειμένου και όχι το χρώμα του ανακλώμενου φωτός.<br />

Ακόμη και μετά τη σχολική διδασκαλία της αντίστοιχης ενότητας, μόνο το 1/4 των<br />

μαθητών διαπιστώνεται ότι έχει συγκροτήσει παραστάσεις συμβατές με το<br />

επιστημονικό πρότυπο.<br />

Η F. Chauvet (1994 & 1996), αφού καταγράφει μέσω ερωτηματολογίων και<br />

συνεντεύξεων τις αντιλήψεις πρωτοετών σπουδαστών της σχολής Καλών Τεχνών στη<br />

Γαλλία για τη φύση και την προέλευση των χρωμάτων, σχεδιάζει και πραγματοποιεί,<br />

στο πλαίσιο μιας εποικοδομητικής προσέγγισης, μια σειρά πειραματικών<br />

δραστηριοτήτων με στόχο την κατανόηση α) της εξάρτησης του χρώματος των<br />

ετερόφωτων σωμάτων από το χρώμα της προσπίπτουσας ακτινοβολίας (απορρόφηση<br />

- επανεκπομπή) β) των αποτελεσμάτων της σύνθεσης φωτεινών ακτινοβολιών<br />

διαφορετικού χρώματος (προσθετική - αφαιρετική ανάμειξη) γ) τη διαφοροποίηση<br />

της χρωματικής σύνθεσης φωτεινών ακτινοβολιών και χρωστικών ουσιών. Τα θετικά<br />

μαθησιακά αποτελέσματα της παρέμβασης, οδηγούν την ερευνήτρια σε προτάσεις<br />

εφαρμογής ανάλογων δραστηριοτήτων στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.<br />

Στην ίδια προοπτική ο R. Batts (1999) καταγράφει σημαντικές προόδους μαθητών 11<br />

ετών στην Αγγλία, μετά την πραγματοποίηση μιας αλληλεπιδραστικού χαρακτήρα<br />

διδασκαλίας, η οποία βασίζεται στη συμμετοχή των παιδιών σε ένα παιχνίδι<br />

96


απόδοσης «χρωματικών» ρόλων. Ως διδακτικό στόχο της παρέμβασης ο ερευνητής<br />

θέτει την κατανόηση του φαινόμενου χρώματος των σωμάτων όταν φωτίζονται από<br />

λευκό φως και των αποτελεσμάτων της αφαιρετικής ανάμειξης μονοχρωματικών<br />

ακτινοβολιών.<br />

5.6. Η εκπομπή και διάδοση του φωτός από εκτεταμένες φωτεινές πηγές<br />

Η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών που αφορούν τις παραστάσεις μαθητών<br />

σχετικά με την ερμηνεία των αποτελεσμάτων του φωτός, πραγματοποιείται στη βάση<br />

της θεώρησης των πηγών εκπομπής του φωτός ως σημειακών. Η παρουσία όμως στα<br />

κεφάλαια της Οπτικής θεμάτων τα οποία δεν είναι δυνατόν να τύχουν επαρκούς<br />

ερμηνείας παρά μόνο στο πλαίσιο της θεώρησης των φωτεινών πηγών ως εχόντων<br />

υπολογίσιμες διαστάσεις (δημιουργία φωτεινών προβολών και σκιών, είδωλα από<br />

φακούς και κάτοπτρα, σκοτεινός θάλαμος, μηχανισμός της όρασης), έχει συμβάλλει<br />

στην ανάπτυξη και ενός –περιορισμένου- αριθμού ερευνητικών πρωτοβουλιών στη<br />

βάση της συγκεκριμένης θεώρησης.<br />

Οι Fawaz και Viennot (1986) καταγράφουν σε έρευνά τους νοητικές παραστάσεις για<br />

την εκπομπή του φωτός από εκτεταμένες πηγές, απευθυνόμενοι σε μαθητές 16 ετών<br />

του Λιβάνου οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο διδασκαλίας της Γεωμετρικής<br />

Οπτικής στην Α΄ Λυκείου. Η αντιμετώπιση σχεδιαστικών προβλημάτων εντοπισμού<br />

της θέσης και πρόβλεψης του σχήματος πραγματικού ειδώλου από συγκλίνοντες<br />

φακούς σε γραπτά ερωτηματολόγια, αποκαλύπτει παραστάσεις επιλεκτικής διάδοσης<br />

του φωτός σε προνομιακή κατεύθυνση, ολιστικής αντιστοίχισης αντικειμένου –<br />

ειδώλου και αποσπασματικής θεώρησης επιλεγμένων ακτίνων εκπομπής. Οι μαθητές,<br />

μολονότι έχουν διδαχθεί το μηχανισμό της μη συνεκτικής εκπομπής, δείχνουν να<br />

αντιμετωπίζουν ιδιαίτερη δυσκολία στη σύνθεση της συνολικής εικόνας του ειδώλου<br />

από τα ανεξάρτητα σημειακά είδωλα, το πέρασμα δηλαδή από την ασυνέχεια στη<br />

συνέχεια. Στην περίπτωση των φωτεινών προβολών σε σκοτεινό θάλαμο,<br />

αναδεικνύεται σαφέστατα η έλλειψη ενός ενιαίου εξηγητικού μηχανισμού για τη<br />

διαμόρφωση του σχήματος της προβολής στις διάφορες σχεδιαστικά προτεινόμενες<br />

καταστάσεις. Η ποικιλομορφία των εξηγητικών σχημάτων που χρησιμοποιούν οι<br />

μαθητές, προκύπτει ως συνάρτηση των διαστάσεων των δύο βασικών στοιχείων της<br />

διάταξης: της πηγής και της οπής. Ικανοποιητικές απαντήσεις προκύπτουν μόνο στην<br />

περίπτωση της σημειακής πηγής. Αντίθετα, επικρατεί αμφιβολία και σύγχυση όταν η<br />

πηγή ή/και η οπή γίνονται εκτεταμένες. Έτσι εμφανίζονται παραστάσεις ολιστικής<br />

μεταφοράς, αντιστοίχισης μέσω προνομιακών ακτίνων, ενεργών ιδιοτήτων της οπής<br />

και αναλογιών με τους φακούς ως προς την εστίαση της εικόνας.<br />

Οι Rice & Feher (1987), σε έρευνά τους στις Η.Π.Α. με μαθητές ηλικίας 9–13 ετών<br />

οι οποίοι δεν είχαν διδαχθεί (ή είχαν διδαχθεί ελάχιστα) στοιχεία Γεωμετρικής<br />

Οπτικής, αναλύουν τις προβλέψεις και τις εξηγήσεις των παιδιών για τις εικόνες που<br />

σχηματίζονται σε οθόνη από φως που προέρχεται από εκτεταμένες πηγές, όταν αυτό<br />

διέρχεται από οπές διαφόρων σχημάτων. Κατά το στάδιο της πρόγνωσης, οι μαθητές<br />

προβλέπουν ως σχήμα της προβολής, είτε το σχήμα της οπής (σε ποσοστό 50%), είτε<br />

το σχήμα της πηγής (25%), είτε διάφορα σχήματα που προκύπτουν μορφολογικά από<br />

το συνδυασμό πηγής και οπής (25%). Κατά το στάδιο της αιτιολόγησης της<br />

πρόβλεψης (πριν από την πραγματοποίηση του πειράματος) ή της εξήγησης του<br />

φαινομένου (μετά την πραγματοποίηση), κυριαρχούν ερμηνευτικά πρότυπα στα<br />

οποία το φως αναγνωρίζεται ως οντότητα η οποία μεταφέρει πληροφορίες για το<br />

σχήμα της πηγής από την οποία εκπέμπεται, πληροφορίες τις οποίες και μορφοποιεί<br />

κατά την πρόσπτωσή του στην οθόνη. Η συνολική εικόνα που μπορεί να προκύψει<br />

97


από τα σχέδια, τις προβλέψεις και τις εξηγήσεις των παιδιών, είναι μια παράσταση<br />

στην οποία το φως εκπέμπεται ως ολότητα και διαδίδεται σε προνομιακές<br />

διευθύνσεις τις οποίες επιβάλλουν οι διευθετήσεις των αντικειμένων του<br />

προβλήματος.<br />

Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και δεύτερη έρευνα των ίδιων συγγραφέων με<br />

μαθητές ηλικίας 8 –14 ετών (Feher & Rice 1988), όπου στη θέση του διαφράγματος<br />

με οπή, τοποθετούνται αδιαφανή αντικείμενα-εμπόδια διαφόρων διαστάσεων και<br />

ζητείται πρόβλεψη και ερμηνεία του σχήματος της δημιουργούμενης σκιάς στην<br />

οθόνη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μόνο το 1/4 των μαθητών<br />

αποδίδει το σχηματισμό της σκιάς στην παρεμβολή του εμποδίου στην πορεία του<br />

φωτός, ενώ πολύ συχνά στα σχέδια των παιδιών οι σκιές και οι φωτεινές προβολές<br />

δεν συνδέονται με τις φωτεινές πηγές, δηλαδή ο προτεινόμενος μηχανισμός δεν<br />

συμπεριλαμβάνει την πηγή. Ακόμα και όταν στα σχέδια που κάνουν τα παιδιά<br />

εμφανίζεται ένα σύνολο διαγωνίων γραμμών που ξεκινούν από την πηγή, δεν υπάρχει<br />

η αντίληψη της ισοτιμίας των κατευθύνσεων αλλά διάδοση σε προνομιακές<br />

διευθύνσεις, επιλεγόμενες με βάση τη θέση των στοιχείων της εκάστοτε διάταξης.<br />

Εδώ βέβαια οι ερμηνείες είναι συνθετότερες, καθώς υπεισέρχονται και βιωματικές<br />

αντιλήψεις οι οποίες αποδίδουν στη σκιά υλική υπόσταση και άμεση εξάρτηση από<br />

το εμπόδιο, αποδυναμώνοντας το ρόλο του φωτός στη δημιουργία της.<br />

Παρόμοια είναι και τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιείται από τους<br />

Goldberg & McDermott (1987), σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού πραγματικού<br />

ειδώλου από συγκλίνοντες φακούς, σε φοιτητές κολεγίου λίγο πριν και αφού είχαν<br />

ολοκληρώσει τον κύκλο διδασκαλίας της Γεωμετρικής Οπτικής. Η μεταφορά από<br />

υπολογιστικού τύπου προβλήματα (στα οποία η επίδοσή τους ήταν εξαιρετικά<br />

υψηλή) στις αντίστοιχες πραγματικές πειραματικές καταστάσεις, αναδεικνύει πέρα<br />

από δυσκολίες δεξιοτήτων και μια σειρά εναλλακτικών παραστάσεων για τον τρόπο<br />

εκπομπής και διάδοσης του φωτός. Η χρησιμοποιούμενη διάταξη περιλαμβάνει<br />

εκτεταμένη φωτεινή πηγή, συγκλίνοντα φακό και οθόνη στην οποία εμφανίζεται το<br />

αντεστραμμένο είδωλο της πηγής. Μετά την απενεργοποίηση της πηγής<br />

τροποποιούνται διαδοχικά κάποια από τα στοιχεία της διάταξης, ενώ ταυτόχρονα<br />

ζητούνται προβλέψεις για τα φωτεινά αποτελέσματα στην οθόνη. Έτσι, στην<br />

περίπτωση της απομάκρυνσης του φακού από τη διάταξη, οι ερευνητές διαπιστώνουν<br />

ότι το 50% περίπου του δείγματος αναμένει και πάλι εμφάνιση της (ορθής) εικόνας<br />

της πηγής στην οθόνη, ένα αποτέλεσμα που υποδεικνύει αντιλήψεις μιας ισχυρής<br />

επιλεκτικότητας της εκπομπής του φωτός στην κατεύθυνση της οπτικής συσκευής.<br />

Όταν στη συνέχεια ο φακός επανατοποθετείται στη θέση του αφού έχει καλυφθεί<br />

κατά το ήμισυ από αδιαφανές πέτασμα, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών<br />

προβλέπει αντίστοιχη εξαφάνιση του μισού ειδώλου. Η αιτιολόγηση των<br />

προβλέψεων αποκαλύπτει δύο κατηγορίες ερμηνευτικών σχημάτων:<br />

1. Ολιστική μεταφορά και απεικόνιση: Για μια μερίδα υποκειμένων η εκπομπή του<br />

φωτός από την πηγή και η διάδοσή του στο χώρο πραγματοποιείται αποκλειστικά με<br />

παράλληλες ακτίνες στην ειδική κατεύθυνση πηγής – φακού. Οι ακτίνες αυτές<br />

μεταφέρουν συνεκτικά τη μορφή της πηγής στο χώρο και την αποτυπώνουν στην<br />

οθόνη. Ο ρόλος του φακού εντοπίζεται μόνο στην αντιστροφή της εικόνας. Με σκοπό<br />

την εγκυρότερη πιστοποίηση αυτής της αντίληψης, η διάταξη δέχεται μια επί πλέον<br />

τροποποίηση. Το αδιαφανές πέτασμα αντικαθίσταται από άλλο, το οποίο καλύπτει<br />

όλο το φακό και φέρει στο κέντρο του οπή ίδιων διαστάσεων με τη φωτεινή πηγή.<br />

Στην περίπτωση αυτή κανείς από τους ερωτηθέντες δεν προβλέπει μείωση της<br />

φωτεινότητας του ειδώλου. Η παρουσία του πετάσματος για αυτούς τους φοιτητές<br />

98


δεν επηρεάζει σε τίποτα το είδωλο, καθώς όλη η εικόνα του «χωράει» από το άνοιγμα<br />

της οπής.<br />

2. Επιλεκτική αντιστοίχιση πηγής – ειδώλου: Μια δεύτερη κατηγορία φοιτητών<br />

χρησιμοποιεί ως μηχανισμό σύνδεσης της πηγής με το είδωλό της την παρουσία μόνο<br />

κάποιων «ειδικών» ακτίνων. Πρόκειται για τις ακτίνες που χρησιμοποιούν στο<br />

σχεδιαστικό εντοπισμό των ειδώλων, όταν επιλύουν προβλήματα υπολογιστικού<br />

τύπου. Οι φοιτητές αυτοί δείχνουν να υιοθετούν εν μέρει την αρχή της μη συνεκτικής<br />

εκπομπής καθώς, σύμφωνα με τις αναπαραστάσεις τους, κάθε σημείο της φωτεινής<br />

πηγής εκπέμπει μεν αυτόνομα και ανεξάρτητα, όχι όμως ισότροπα και ισοδύναμα<br />

προς όλες τις κατευθύνσεις.<br />

Στον τελευταίο αυτό τύπο των παραστάσεων επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά η<br />

έρευνα των Galili et al. (1993), οι οποίοι απευθύνονται σε φοιτητές υποψήφιους<br />

δασκάλους, αμέσως μετά τη διδασκαλία μαθημάτων Γεωμετρικής Οπτικής στα οποία<br />

περιλαμβάνεται και ο μηχανισμός σχηματισμού ειδώλων από συγκεντρωτικούς<br />

φακούς. Για τους ερευνητές, οι παραστάσεις αυτές αποτελούν ένα ενδιάμεσο<br />

(υβριδικό) σχήμα, ανάμεσα στην ολιστικού τύπου απεικόνιση (που αποτελεί την<br />

πλειοψηφία των βιωματικών αντιλήψεων μαθητών οι οποίοι δεν έχουν διδαχθεί<br />

στοιχεία Γεωμετρικής Οπτικής) και στην τυπική επιστημονική γνώση (η προσέγγιση<br />

της οποίας αποτελεί το ζητούμενο μετά τη διδασκαλία). Η ισχυρή αντίσταση που<br />

προβάλλει η βιωματική εμπειρία οδηγεί, σύμφωνα με την ανάλυσή τους, σε<br />

τεσσάρων ειδών σχήματα (Σχ. 5.1):<br />

1. Αυτούσια διατήρηση των βιωματικών παραστάσεων.<br />

2. Διπλά ερμηνευτικά σχήματα. Υιοθέτηση δηλαδή του επιστημονικού προτύπου<br />

ανάλυσης στην αλγοριθμικού τύπου επίλυση προβλημάτων στις σχολικές εξετάσεις<br />

και διατήρηση των βιωματικών παραστάσεων σε εξωσχολικές καταστάσεις που<br />

περιέχουν οπτικά φαινόμενα.<br />

3. Μερικώς αναθεωρημένες βιωματικές αντιλήψεις, στις οποίες χρησιμοποιούν<br />

κάποια στοιχεία της τυπικής γνώσης, για να υποστηρίξουν τις βιωματικές τους<br />

παραστάσεις.<br />

4. Νέα συνδυαστικά σχήματα, με την ανάμειξη στοιχείων που προέρχονται τόσο από<br />

τις αυθόρμητες παραστάσεις όσο και από το περιεχόμενο της τυπικής γνώσης,<br />

σχήματα συχνά αντιφατικά και αυτοαναιρούμενα.<br />

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των υβριδικών ερμηνευτικών σχημάτων αποτελεί η<br />

αντίληψη ότι κάθε «ειδική» φωτεινή ακτίνα κατέχει από μόνη της όλη την οπτική<br />

πληροφορία που περιέχει ένα σημείο της πηγής και επομένως μπορεί να τη μεταφέρει<br />

μέσω του φακού στο είδωλο, για τον προσδιορισμό του αντίστοιχου σημείου. Με<br />

αυτόν τον τρόπο, η αμφιμονοσήμαντη αντιστοίχιση ενός σημείου του φωτεινού<br />

σώματος με ένα σημείο του ειδώλου, μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας και μόνης<br />

ακτίνας. Επί πλέον η επιλεκτικότητα στη διάδοση των «ειδικών» ακτίνων αποδίδεται<br />

είτε σε γεωμετρικούς παράγοντες (παραλληλισμός με τον οριζόντιο άξονα, σχετική<br />

θέση πηγής-φακού-οθόνης κ.λ.π.), είτε σε λόγους που υπαγορεύονται από την<br />

εφαρμογή κανόνων της Γεωμετρικής Οπτικής (ακτίνες που διέρχονται από το κέντρο<br />

του φακού δεν υφίστανται διάθλαση, ακτίνες παράλληλες στον άξονα του φακού<br />

διέρχονται από την εστία, κ.λ.π.). Τέλος, στα ευρήματα της ίδιας έρευνας<br />

εντοπίζονται και παραστάσεις, στις οποίες αποδίδονται ενεργητικές ιδιότητες στο<br />

φως (π.χ. το φως όταν βρεθεί μέσα στο φακό αντιστρέφει την εικόνα του<br />

αντικειμένου που μεταφέρει, κ.ά.).<br />

99


Ορθό πρότυπο<br />

Εναλλακτικά παραστατικά σχήματα<br />

(Σχ. 5.1)<br />

Για τον I. Galili (1996), η δημιουργία των υβριδικών ερμηνευτικών σχημάτων<br />

σχετικά με τον σχηματισμό φωτεινών προβολών και ειδώλων, προκύπτει ως<br />

αποτέλεσμα μιας πρωτογενούς μετεξέλιξης θεμελιωδών εννοιών της οπτικής (όπως ο<br />

μηχανισμός εκπομπής της φωτεινής ακτινοβολίας και η φυσική σημασία των<br />

φωτεινών ακτίνων), σε αντίστοιχες υβριδικού τύπου παραστάσεις. Η επίδραση της<br />

διδασκαλίας, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν οδηγεί πολλές φορές από τη<br />

βιωματική αντίληψη του στατικού και χωρικά εντοπισμένου γύρω από την πηγή<br />

φωτός (Σχ. 5.2α) στην τυπική επιστημονική άποψη των αποκλινουσών από κάθε<br />

σημείο της πηγής φωτεινών δεσμών (Σχ. 5.2δ), αλλά σε ενδιάμεσες εναλλακτικές<br />

ακτινικού τύπου παραστάσεις (Σχ. 5.2β & 5.2γ).<br />

(β)<br />

(α)<br />

(δ)<br />

(γ)<br />

(Σχ. 5.2)<br />

100


Οι παραστάσεις αυτές χωρίς να αντιτίθενται συνολικά στο επιστημονικό πρότυπο,<br />

παραμένουν ωστόσο ουσιαστικά ανεπαρκείς. Η έννοια της φωτεινής ακτίνας αποκτά<br />

φυσική υπόσταση ως ο φορέας της οπτικής πληροφορίας κάθε σημείου της πηγής και<br />

συνακόλουθα η εικόνα κάθε ορατού σώματος μεταφέρεται, μέσω των ακτίνων, ως<br />

ένα σύνολο φωτεινών σημείων.<br />

Τέλος, στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και ο Π. Μίχας (2001β), σε έρευνά του με<br />

φοιτητές παιδαγωγικών τμημάτων, οι οποίοι εκτίθενται σε πειραματικές καταστάσεις<br />

σχηματισμού φωτεινών προβολών από οπές. Ενώ σε πειράματα με χρήση σημειακών<br />

πηγών οι προβλέψεις και οι ερμηνείες κρίνονται ως ικανοποιητικές, δεν συμβαίνει το<br />

ίδιο στην περίπτωση που οι φωτεινές πηγές αποκτούν συγκρίσιμες διαστάσεις. Από<br />

τις απαντήσεις των φοιτητών μετά τη διδασκαλία αλλά και την πραγματοποίηση των<br />

αντίστοιχων εργαστηριακών ασκήσεων, προκύπτουν παραστάσεις που υποδεικνύουν<br />

αφενός μεν σταθερή προσήλωση στο ακτινικό μοντέλο εκπομπής, στην προνομιακή<br />

κατεύθυνση διάδοσης (κάθετα στο επίπεδο της οθόνης) και στο μοντέλο της<br />

συνεκτικής εκπομπής και αφετέρου αδυναμία σύνθεσης της συνολικής εικόνας του<br />

ειδώλου από τις σημειακές προβολές.<br />

Τα ευρήματα που προκύπτουν από τη μελέτη της σχετικής ελληνικής και διεθνούς<br />

βιβλιογραφίας, υποδεικνύουν σαφείς αναλογίες μεταξύ των ιστορικών μοντέλων και<br />

των βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών, στα θέματα που σχετίζονται<br />

με το μηχανισμό εκπομπής και διάδοσης του φωτός. Οι παραστάσεις αυτές<br />

αναζητήθηκαν σε έρευνες στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν πειραματικές καταστάσεις<br />

για το σχηματισμό φωτεινών προβολών από οπές, σκιών από αδιαφανή σώματαεμπόδια<br />

και ειδώλων από συγκλίνοντες φακούς, με σκοπό να είναι συγκρίσιμα τα<br />

αποτελέσματά τους με τα ευρήματα της ιστορικής έρευνας σε ό,τι αφορά τις<br />

εκτεταμένες διαστάσεις της ακτινοβολούσας φωτεινής πηγής. Μέσα στα πλαίσια<br />

αυτά οργανώνεται και η δική μας ερευνητική προσπάθεια, το μεθοδολογικό μέρος<br />

της οποίας αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας.<br />

101


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ<br />

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ<br />

102


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6<br />

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ<br />

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ<br />

103


6.1. Οι γενικές ερευνητικές υποθέσεις<br />

Από τη θεωρητική προβληματική που αναπτύξαμε, τις γενικές υποθέσεις που<br />

διατυπώσαμε, την ιστορική έρευνα που διενεργήσαμε, το αντικείμενο έρευνας που<br />

σκιαγραφήσαμε και τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών που παραθέσαμε,<br />

απορρέουν δύο ερευνητικές υποθέσεις, τις οποίες και θα ελέγξουμε κατά τη διάρκεια<br />

της πειραματικής διαδικασίας:<br />

Υπόθεση 1 η : Η αντιμετώπιση, από την πλευρά των υποκειμένων της έρευνας,<br />

πειραματικών καταστάσεων διαμορφωμένων κατ’ αναλογία με το<br />

«οπτικό παράδοξο» του Αριστοτέλη, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην<br />

αποκάλυψη παραστατικών προτύπων ή στη διαμόρφωση<br />

ερμηνευτικών σχημάτων, τα οποία εμφανίζουν αξιοσημείωτες<br />

ομοιότητες με ιστορικά μοντέλα ερμηνείας.<br />

Υπόθεση 2 η : Υποκείμενα τα οποία συμμετέχουν στις συγκρουσιακές διαδικασίες<br />

αποσταθεροποίησης, καθώς και στη διαδικασία παρουσίασης του<br />

ορθού προτύπου η οποία πραγματοποιείται με βάση το ιστορικό<br />

πείραμα του Kepler, θα παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές σε σχέση<br />

με τα αρχικώς διατυπωθέντα παραστατικά σχήματα και θα<br />

προσεγγίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό το πρότυπο της Γεωμετρικής<br />

Οπτικής.<br />

Παρουσιάζουμε ακολούθως τις μεθοδολογικές και τεχνικές συνιστώσες του<br />

ερευνητικού μας σχεδίου, καθώς και την εξέλιξη της πειραματικής διαδικασίας.<br />

6.2. Η μέθοδος<br />

Τα αποτελέσματα των ερευνών που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο,<br />

δημιουργούν τις σταθερές εκείνες οι οποίες επιτρέπουν τη διατύπωση κάποιων<br />

πρώτων συμπερασμάτων σχετικά με τις παραστάσεις των μαθητών για τον τρόπο<br />

εκπομπής και διάδοσης του φωτός από εκτεταμένες πηγές. Όμως οι ερευνητικές<br />

αυτές προσπάθειες έχουν αναπτυχθεί με δείγματα ατόμων ενός μεγάλου εύρους<br />

ηλικιών, από 8 έως 20 ετών, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τον μικρό αριθμό<br />

των σχετικών δημοσιεύσεων, αποδυναμώνει τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης<br />

επαρκών απαντήσεων στο σύνολο των προβλημάτων που μας απασχολούν, και στις<br />

συγκεκριμένες ηλικιακές βαθμίδες στις οποίες εμείς στοχεύουμε. Εξάλλου είναι<br />

σαφείς και διακριτές οι διαφοροποιήσεις τους, σε σχέση με τη δική μας έρευνα, τόσο<br />

στο επίπεδο των θεωρητικών αφετηριών όσο και σ’ αυτό των ερευνητικών στόχων,<br />

καθώς στο σύνολό τους αποτελούν προσπάθειες διερευνητικού χαρακτήρα. Επί πλέον<br />

η πλειοψηφία των ερευνών αυτών έχει πραγματοποιηθεί στα τέλη της δεκαετίας του<br />

1980 και σε χώρες με διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα, αλλά και διαφορετικές<br />

κοινωνικές, φυσικές και πολιτισμικές συνθήκες από τις ελληνικές.<br />

Η παρουσίαση του αντικειμένου της έρευνας, της θεωρητικής προβληματικής και<br />

των υποθέσεών μας, προδιαγράφουν σε ένα βαθμό και την ερευνητική μας<br />

μεθοδολογία. Από τη διερευνητική φάση μέχρι και τον μετά-έλεγχο αναζητούμε τις<br />

παραστάσεις των παιδιών για τον τρόπο εκπομπής του φωτός από εκτεταμένες<br />

φωτεινές πηγές και επιδιώκουμε την αναδιοργάνωση των συλλογισμών, συνδέοντας<br />

τα χαρακτηριστικά τους με παραμέτρους οι οποίες σχετίζονται με την αύξηση της<br />

ηλικίας και την επίδραση της σχολικής διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα επιχειρούμε<br />

να απαντήσουμε στα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα:<br />

104


1. Αναγνωρίζεται από τους μαθητές η εκπομπή του φωτός από εκτεταμένες<br />

φωτεινές πηγές ως μία μη συνεκτική διαδικασία, κατά την οποία κάθε σημείο της<br />

πηγής εκπέμπει ανεξάρτητα και ισότροπα προς όλες τις κατευθύνσεις;<br />

2. Η σχολική διδακτική παρέμβαση, στα πλαίσια που καθορίζει το αναλυτικό<br />

πρόγραμμα και η ανάλυση των σχετικών θεμάτων από τα σχολικά εγχειρίδια,<br />

είναι επαρκής για την εγκατάλειψη των αυθόρμητα συγκροτημένων<br />

παραστάσεων και την υιοθέτηση του προτύπου της Γεωμετρικής Οπτικής;<br />

3. Η ενδεχόμενη θετική επίδραση της σχολικής διδασκαλίας είναι ισχυρή σε μια<br />

βαθιά χρονική προοπτική;<br />

4. Είναι δυνατόν να εντοπισθούν συγκεκριμένα γνωστικά εμπόδια, τα οποία<br />

ενισχύουν την αντίσταση των βιωματικών νοητικών παραστάσεων στην<br />

προσπάθεια για την προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης;<br />

5. Ποια είναι η εξάρτηση της παραστατικής συγκρότησης, αλλά και της ευκολίας<br />

αναμόρφωσης των παραστάσεων, από τη νοητική εξέλιξη που επέρχεται με την<br />

ηλικιακή ωρίμανση;<br />

Της τελικής ερευνητικής μας προσπάθειας, προηγήθηκε δοκιμαστική φάση την<br />

άνοιξη του 2003 με δείγμα 25 μαθητών ΣΤ΄ Δημοτικού, Β΄ Γυμνασίου και Α΄<br />

Λυκείου 6 σχολείων * . Η επεξεργασία των απομαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων και<br />

η ανάλυση των αντίστοιχων πρωτοκόλλων, αφενός μας έδωσαν τη δυνατότητα να<br />

αποκτήσουμε μια εικόνα των σχημάτων με τα οποία τα παιδιά ερμηνεύουν τα<br />

φαινόμενα στα οποία εκτέθηκαν, αφετέρου μας βοήθησαν στη διαμόρφωση της<br />

πειραματικής διαδικασίας μέσω της οποίας επιχειρήσαμε να επιτύχουμε το<br />

μετασχηματισμό των ήδη συγκροτημένων παραστάσεων. Με αυτόν τον τρόπο<br />

διαμορφώσαμε τόσο τα ερωτήματα της τελικής συνέντευξης όσο και την οριστική<br />

μορφή των έργων.<br />

Η κύρια πειραματική διαδικασία ήταν χωρισμένη σε δύο ανεξάρτητες θεματικές<br />

ενότητες εκ των οποίων η πρώτη αφορούσε το μηχανισμό εκπομπής του φωτός από<br />

σημειακή πηγή και η δεύτερη το μηχανισμό εκπομπής από εκτεταμένη φωτεινή πηγή.<br />

Η παρεμβολή της πρώτης θεματικής ενότητας θεωρήθηκε απαραίτητη καθώς η<br />

νοητική προσπέλαση στο μη συνεκτικό μοντέλο εκπομπής του Kepler προϋποθέτει<br />

κατά πρώτο λόγο την αναγνώριση της ισότροπης προς όλες τις κατευθύνσεις<br />

εκπομπής του φωτός από σημειακή πηγή -κάτι που, όπως πιστοποιούν τα πορίσματα<br />

σχετικών ερευνών (Tiberghien 1984a, Guesne 1984, Ravanis & Papamichaël 1995,<br />

Langley et al. 1997) και επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα της δοκιμαστικής<br />

εφαρμογής, δεν θεωρείται αυτονόητη κατάκτηση για τους μαθητές- και κατά δεύτερο<br />

λόγο τη δυνατότητα ερμηνείας των φωτεινών αποτελεσμάτων με τη νοητή<br />

αποσύνθεση της εκτεταμένης πηγής σε μια σειρά σημειακών.<br />

Ως τεχνική έρευνας χρησιμοποιήσαμε τις ατομικές ημικατευθυνόμενες συνεντεύξεις.<br />

Αν στο χώρο των κοινωνικών επιστημών ως συνέντευξη ορίζεται γενικά “μια<br />

κατάσταση λεκτικής βασικά αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που<br />

βρίσκονται σε άμεση επαφή έχοντας προηγουμένως θέσει έναν αντικειμενικό σκοπό”<br />

(Παπακωνσταντίνου 1982, σ. 99), η ημικατευθυνόμενη εκδοχή της προσδιορίζεται<br />

από τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:<br />

“- Ο ερευνητής καθορίζει εξαρχής το αντικείμενο της μελέτης του καθώς και τις<br />

κυριότερες παραμέτρους του.<br />

* 66 ο Δημοτικό σχολείο Αθήνας, 1 ο Γυμνάσιο Ασπροπύργου, 3 ο Γυμνάσιο Μεγάρων, Γυμνάσιο<br />

Μαγούλας, Λύκειο Μάνδρας και Λύκειο Ζεφυρίου.<br />

105


- Τα διάφορα θέματα τα οποία έχουν επιλεγεί συζητούνται οπωσδήποτε χωρίς τη<br />

δέσμευση της προκαθορισμένης σειράς ανάπτυξής τους, τόσο στην έκταση όσο<br />

και στον τρόπο επεξεργασίας τους.<br />

- Κάθε θέμα αναπτύσσεται πλήρως και σε βάθος και ο ερευνητής επιτρέπει την<br />

ενασχόληση με άλλο θέμα μόνο όταν το υποκείμενο ολοκληρώσει και εξαντλήσει<br />

την παροχή πληροφοριών που διαθέτει, ή όταν το θέμα δεν παρουσιάζει πλέον<br />

ενδιαφέρον, ή τέλος, όταν αυτό προκαλεί ποικίλες αναστολές στο υποκείμενο”<br />

(ό.π., σ. 102).<br />

Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εκτιμήσαμε ότι προσφέρονται για την<br />

αποτελεσματικότερη επίτευξη των ερευνητικών μας στόχων, καθώς επιτρέπουν μια<br />

ευελιξία χειρισμών από την πλευρά του πειραματιστή, διατηρώντας ταυτόχρονα την<br />

απαραίτητη προσήλωση στο ερευνητικό αντικείμενο. Μπορεί η επιλογή των<br />

ατομικών συνεντεύξεων να λειτουργεί περιοριστικά σε ότι αφορά το μέγεθος του<br />

δείγματος, επιτρέπει ωστόσο, μέσα από την καταγραφή των επιχειρημάτων με βάση<br />

τα οποία τα παιδιά υποστηρίζουν τις απαντήσεις τους, τη βαθύτερη ανάλυση των<br />

συλλογισμών και την αποτελεσματικότερη διερεύνηση των νοητικών μορφωμάτων<br />

τους: “Μια οργανωμένη πειραματική διαδικασία σε συνδυασμό με την άντληση<br />

πληροφοριών μέσα από μια συζήτηση κλινικού χαρακτήρα με το υποκείμενο, παρέχει<br />

τη δυνατότητα ποσοτικοποιήσεων ακριβείας, αποφεύγοντας τις άκαμπτες γλωσσικές<br />

διατυπώσεις των ερωτηματολογίων” (Ραβάνης 1991, σ. 84). Ξεκινώντας λοιπόν από<br />

ακριβή ερωτήματα και καθοδηγητικές ιδέες, επιχειρούμε μια συνομιλία επί<br />

συγκεκριμένων πειραματικών καταστάσεων τις οποίες εμείς επιλέγουμε,<br />

διατηρώντας “όλα τα πλεονεκτήματα μιας συνέντευξης προσαρμοσμένης σε κάθε<br />

παιδί, προορισμένης να του επιτρέψει το μέγιστο δυνατό της συνειδητοποίησης και<br />

της διατύπωσης των στάσεων οι οποίες απορρέουν από τη νόησή του” (Piaget 1978,<br />

p. 7). Με αυτόν τον τρόπο οι εξηγήσεις των υποκειμένων αποκτούν μεγάλη σημασία<br />

καθώς εκτός των άλλων “…επιτρέπουν να εντοπίσουμε φαινομενικά σωστές<br />

απαντήσεις, των οποίων όμως οι αιτιολογήσεις είναι τυχαίες ή βασίζονται σε ένα<br />

εσφαλμένο πρότυπο” (Crahay & Delhaxhe 1989, p. 258).<br />

Για να επιτύχουμε λοιπόν την ακριβή ανίχνευση των παραστάσεων σχετικά με το<br />

μηχανισμό εκπομπής του φωτός τόσο από σημειακές όσο και από εκτεταμένες<br />

φωτεινές πηγές, σε παιδιά 12 – 16 ετών τα οποία έχουν δεχτεί συστηματική διδακτική<br />

παρέμβαση στο αντικείμενο αυτό από τη σχολική διδασκαλία, χρησιμοποιήσαμε μια<br />

ειδικά σχεδιασμένη συνέντευξη, η οποία περιελάμβανε ανοικτές ερωτήσεις,<br />

προσαρμοσμένες στο εμπειρικό περιεχόμενο συγκεκριμένων πειραματικών<br />

καταστάσεων (υποκεφάλαια 6.5.1.α. & 6.5.1.β.).<br />

Όσα υποκείμενα εμφάνισαν εναλλακτικά παραστατικά σχήματα συμμετείχαν<br />

ακολούθως στη διαδικασία της διδακτικής παρέμβασης, η οποία ήταν διαφορετική<br />

για κάθε θεματική ενότητα. Στην ενότητα της σημειακής πηγής, με την παρουσίαση<br />

των φωτεινών αποτελεσμάτων και τη διαμεσολάβηση του πειραματιστή,<br />

επιχειρήσαμε την ανάπτυξη συγκρουσιακών διδακτικών διαδικασιών οι οποίες<br />

αποσκοπούσαν στην αποσταθεροποίηση και ταυτόχρονα την ανασυγκρότηση των<br />

νοητικών παραστάσεων των παιδιών, με στόχο την ερμηνεία των φαινομένων στο<br />

πλαίσιο που ορίζουν οι αρχές της Γεωμετρικής Οπτικής (υποκεφ. 6.5.2.β). Η<br />

συγκεκριμένη μεθοδολογική επιλογή βασίστηκε αφενός στο γεγονός ότι τα φωτεινά<br />

αποτελέσματα στην περίπτωση της σημειακής πηγής επιτρέπουν από μόνα τους τη<br />

διασαφήνιση του ορθού προτύπου και αφετέρου στα θετικά αποτελέσματα τα οποία<br />

προέκυψαν από το στάδιο της δοκιμαστικής εφαρμογής αλλά και τα πορίσματα<br />

ανάλογης μελέτης (Ravanis & Papamichaël 1995). Στην ενότητα της εκτεταμένης<br />

πηγής η διδακτική παρέμβαση πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Προηγήθηκε η<br />

106


φάση της εμπλοκής, κατά τη διάρκεια της οποίας η εμφάνιση των φωτεινών<br />

αποτελεσμάτων είχε ως στόχο τόσο την διαμόρφωση συγκρουσιακών καταστάσεων<br />

αποσταθεροποίησης (μέσω της αντίθεσης προβλέψεων και παρατηρησιακών<br />

δεδομένων), όσο και την διακρίβωση της δυνατότητας ανάκλησης του ορθού<br />

προτύπου από τη σχολική διδασκαλία (υποκεφ. 6.5.2.α). Ακολούθησε, για όσα<br />

υποκείμενα δεν κατέστη δυνατόν να αναγνωρίσουν τα χαρακτηριστικά του<br />

επιστημονικού προτύπου, η φάση της πειραματικής παρέμβασης (υποκεφ. 6.5.2.β).<br />

Στη φάση αυτή επιχειρήσαμε την παρουσίαση του ορθού προτύπου -μέσω της<br />

εργαστηριακής προσομοίωσης του ιστορικού πειράματος του Kepler-, σε ένα<br />

αλληλεπιδραστικό μαθησιακό περιβάλλον που διαμορφώθηκε με τη συνεργατική<br />

εκτέλεση του πειράματος και την κατάλληλη καθοδήγηση του πειραματιστή. Ο<br />

διαχωρισμός της παρέμβασης σε δύο φάσεις μας δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε<br />

τη νοητική εξέλιξη που μπορεί να αποφέρει η μετατροπή μιας ενδοπροσωπικής<br />

γνωστικής διαδικασίας σε διαπροσωπική. Καθώς το άτομο βρίσκεται πολλές φορές<br />

στην ανάγκη να δράσει μόνο του πάνω στα αντικείμενα που το περιβάλλουν, ο<br />

συγκεκριμένος διαμελισμός της διαδικασίας μας επιτρέπει ακριβώς να<br />

διερευνήσουμε τις διαφορές που παρουσιάζονται στις γνωστικές επιδόσεις των<br />

υποκειμένων όταν δρουν μεμονωμένα πάνω σε ένα ορισμένο πειραματικό υλικό και<br />

των αντίστοιχων επιδόσεων όταν επενεργούν στο ίδιο υλικό από κοινού με τον<br />

διδάσκοντα.<br />

Δεκαπέντε περίπου ημέρες μετά τη διδακτική παρέμβαση πραγματοποιήθηκε και για<br />

τις δύο θεματικές ενότητες ο μετά-έλεγχος, τα αποτελέσματα του οποίου έγιναν<br />

αντικείμενο σύγκρισης με αυτά του προ-ελέγχου (υποκεφ. 6.5.3). Ο μετά-έλεγχος<br />

διενεργήθηκε με την ίδια ακριβώς συνέντευξη και με τα ίδια έργα τα οποία είχαν<br />

χρησιμοποιηθεί στον προ-έλεγχο, ώστε τα αποτελέσματα να είναι αμέσως<br />

συγκρίσιμα.<br />

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσπαθήσαμε<br />

να εργαστούμε με μια τεχνική η οποία να περιορίζει στο ελάχιστο τον κίνδυνο της<br />

μίμησης. Έτσι, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με την οποία ανιχνεύσαμε τις<br />

παραστάσεις, δεν δώσαμε στα παιδιά καμία πληροφορία άμεση ή έμμεση. Επίσης η<br />

διδακτική παρέμβαση έγινε με έργα στα οποία είχε επέλθει αλλαγή ενός βασικού<br />

εμπειρικού δεδομένου (το σχήμα της πηγής είχε μετατραπεί από σταυροειδές σε<br />

τετραγωνικό), με αποτέλεσμα στον μετά-έλεγχο τα παιδιά να υποχρεώνονται να<br />

εφαρμόσουν τις νέες παραστάσεις σε καταστάσεις διαφορετικές από αυτές στις<br />

οποίες διαμορφώθηκαν.<br />

6.3. Το δείγμα<br />

Τον πληθυσμό της έρευνάς μας αποτέλεσαν οι μαθητές οι οποίοι κατά το σχολικό<br />

έτος 2003-2004 παρακολούθησαν την ΣΤ΄ Δημοτικού, τη Β΄ Γυμνασίου και την Α΄<br />

Λυκείου. Τα ηλικιακά κριτήρια επιλογής αποφασίστηκαν με βάση την ένταξη<br />

κεφαλαίων της Οπτικής, από το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών, στην Ε΄ και ΣΤ΄<br />

Δημοτικού καθώς και στη Β΄ Γυμνασίου. Η διδασκαλία θεμάτων Γεωμετρικής<br />

Οπτικής στις τάξεις αυτές δημιουργεί τις προϋποθέσεις:<br />

α) για την απόκτηση από τους μαθητές βασικών γνώσεων σε ότι αφορά τη<br />

συμπεριφορά του φωτός, ως προαπαιτούμενων για τη συμμετοχή τους στην έρευνα,<br />

β) για την ανίχνευση βιωματικών νοητικών παραστάσεων ή εναλλακτικών<br />

παραστατικών σχημάτων τα οποία έχουν διαμορφωθεί από την αλληλεπίδραση<br />

βιωματικών αντιλήψεων και διδασκαλίας στους τομείς της ερευνητικής παρέμβασης,<br />

107


γ) για τον έλεγχο της διατήρησης των εναλλακτικών αυτών παραστάσεων κατά τα<br />

δύο επόμενα έτη μετά την τελευταία σχολική παρέμβαση.<br />

Η επιλογή των υποκειμένων της έρευνας έγινε με τη μέθοδο της συμπτωματικής<br />

δειγματοληψίας. Όταν ο καθορισμός των ορίων του πληθυσμού και η απαρίθμηση<br />

των μελών του δεν είναι πρακτικά εφικτή, “αντί να οριστεί πρώτα ο πληθυσμός και<br />

από αυτόν να ληφθεί τυχαία το δείγμα, ορίζεται πρώτα μια φυσική ομάδα<br />

υποκειμένων, η οποία χρησιμοποιείται ως δείγμα” (Παρασκευόπουλος 1984, σ. 117).<br />

Ο τυχαίος αυτός ορισμός του δείγματος σε επιλεγόμενες πειραματικές συνθήκες μας<br />

επιτρέπει, θεωρώντας το συμπτωματικό αυτό δείγμα σαν ένα μικρό πληθυσμό, να<br />

συνάγουμε τα σχετικά συμπεράσματά μας και στη συνέχεια να τα γενικεύσουμε σε<br />

πληθυσμούς οι οποίοι έχουν χαρακτηριστικά όμοια με το δείγμα (Κομίλη 1989, σ.<br />

92).<br />

Στην έρευνά μας συμμετείχαν 96 μαθητές από 10 σχολεία του νομού Αττικής *<br />

ισοκατανεμημένοι ως προς το ηλικιακό επίπεδο (32 μαθητές από κάθε εκπαιδευτική<br />

βαθμίδα). Η δειγματοληψία ήταν ανεξάρτητη της σχολικής επίδοσης, του<br />

μορφωτικού επιπέδου των γονέων, της κοινωνικής προέλευσης και της περιοχής<br />

κατοικίας, καθώς οι υποθέσεις μας δεν έγιναν στη βάση τέτοιου τύπου<br />

διαφοροποιήσεων. Ωστόσο για λόγους αντιπροσωπευτικότητας επιδιώχθηκε η<br />

μεγαλύτερη δυνατή διασπορά των σχολείων προέλευσης. Η επιλογή των παιδιών<br />

γινόταν από τον δάσκαλο ή τον καθηγητή της τάξης, στους οποίους εξηγούσαμε<br />

ακριβώς την πειραματική διαδικασία και τους στόχους της έρευνας. Οι μαθητές<br />

επιλέγονταν από διαφορετικά τμήματα της ίδιας τάξης, με σκοπό να<br />

εξουδετερώσουμε, κατά το δυνατόν, ενδεχόμενη ειδική επίδραση της διδασκαλίας<br />

από κάποιον διδάσκοντα, είτε με θετικές είτε με αρνητικές επιπτώσεις. Ως προς το<br />

φύλο το δείγμα ήταν διχοτομημένο. Αν και εδώ οι υποθέσεις μας δεν έγιναν με βάση<br />

τη διαφορά του φύλου, η επιλογή ισαρίθμων υποκειμένων από τα δύο φύλα καθιστά<br />

το δείγμα αντιπροσωπευτικό ως προς τη μεταβλητή αυτή.<br />

6.4. Η συλλογή των δεδομένων<br />

Η συλλογή των δεδομένων μας πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του σχολικού<br />

έτους 2003-2004. Τα υποκείμενα της έρευνας τα οποία κατά τη χρονιά αυτή<br />

παρακολούθησαν την ΣΤ΄ Δημοτικού και τη Β΄ Γυμνασίου, συμμετείχαν στην<br />

πειραματική διαδικασία αμέσως μετά τη διδασκαλία των σχετικών ενοτήτων της<br />

Οπτικής στο σχολείο τους. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν με κάθε μαθητή/τρια<br />

χωριστά, σε κάποιον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του σχολείου, έξω από την τάξη<br />

του, καθώς για την ευκρίνεια των φωτεινών αποτελεσμάτων των συγκεκριμένων<br />

πειραματικών καταστάσεων απαιτούνται συνθήκες ισχυρής συσκότισης. Οι<br />

προβλέψεις, οι περιγραφές και οι ερμηνείες αφενός διατυπώνονταν προφορικά και<br />

καταγράφονταν σε μαγνητόφωνο (με τη συγκατάθεση των μαθητών), αφετέρου<br />

αποτυπώνονταν γραπτώς σε έντυπες αναπαραστάσεις των πειραματικών διατάξεων.<br />

Παράλληλα, συμπληρώθηκε ειδικό πρωτόκολλο παρατήρησης μη λεκτικών<br />

συμπεριφορών για κάθε παιδί, όπου αυτό κρίθηκε αναγκαίο (σε περιπτώσεις δηλαδή<br />

δραστηριοτήτων τις οποίες δεν μπορούσε να καταγράψει το μαγνητόφωνο –<br />

χειρονομίες, μετακινήσεις στο χώρο για παροχή εξηγήσεων κ.λ.π.). Η ανάλυση των<br />

συνεντεύξεων έγινε τόσο από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο όσο και από τη<br />

μελέτη των έντυπων αναπαραστάσεων και των πρωτοκόλλων.<br />

* Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο 66 ο Δημοτικό σχολείο Αθήνας, στα Γυμνάσια Μαγούλας, 2 ο και 4 ο<br />

Ελευσίνας, 2 ο και 3 ο Μεγάρων και στα Ενιαία Λύκεια Μάνδρας, Μαγούλας, Ζεφυρίου και 1 ο Ελευσίνας.<br />

108


Για κάθε παιδί συλλέξαμε δεδομένα σε τρία στάδια με διαφορετική και διακριτή το<br />

καθένα στοχοθέτηση. Στο πρώτο στάδιο πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του προελέγχου<br />

των νοητικών παραστάσεων των παιδιών (υποκεφ. 6.5.1) και στο δεύτερο η<br />

διδακτική παρέμβαση (υποκεφ. 6.5.2). Τα δύο αυτά στάδια πραγματοποιήθηκαν σε<br />

ενιαίο χρόνο περίπου μιας διδακτικής ώρας. Στο τρίτο στάδιο έγινε η συνέντευξη του<br />

μετά-ελέγχου των νοητικών παραστάσεων (υποκεφ. 6.5.3), 15 περίπου μέρες μετά<br />

τον προ-έλεγχο και τη διδακτική παρέμβαση. Κάθε στάδιο περιελάμβανε την<br />

διαδοχική παρουσίαση μιας σειράς προεπιλεγμένων έργων, η διαμόρφωση των<br />

οποίων στηρίχθηκε στο εμπειρικό περιεχόμενο του «οπτικού παράδοξου» του<br />

Αριστοτέλη. Έτσι, τα βασικά στοιχεία κάθε έργου αποτελούσαν μία φωτεινή πηγή,<br />

ένα αδιαφανές διάφραγμα με οπή και μία οθόνη προβολής (Εικ. 1 & 2). Για να<br />

επιτύχουμε μια πλουσιότερη και περισσότερο πλουραλιστική συλλογή δεδομένων<br />

αποφασίσαμε την εναλλακτική ανά μαθητή παρουσίαση της ίδιας σειράς έργων με τη<br />

χρήση εμποδίου στη θέση της οπής του διαφράγματος (Εικ. 3 & 4). Κατ’ αυτόν τον<br />

τρόπο το δείγμα διχοτομήθηκε ακριβώς (και ως προς το φύλο) σε σχέση με τη<br />

μεταβλητή αυτή. Η έκθεση του μισού πληθυσμού του δείγματος στο εναλλακτικό<br />

περιβάλλον του εμποδίου δεν επιφέρει καμία απόκλιση από την κεντρική ερευνητική<br />

μας στόχευση, καθώς οι δύο τύποι διατάξεων έχουν τις ίδιες γνωστικές προϋποθέσεις,<br />

ενώ, στο επίπεδο των φωτεινών αποτελεσμάτων, η μόνη διαφορά τους έγκειται στην<br />

αντικατάσταση των φωτεινών περιοχών της οθόνης από σκιερές και το αντίστροφο.<br />

Επιπρόσθετα, μας επιτρέπει μια διεξοδικότερη ανίχνευση των χαρακτηριστικών των<br />

παραστάσεων των υποκειμένων για το σχηματισμό των σκιών, δίνοντας ταυτόχρονα<br />

τη δυνατότητα σύγκρισης της αποτελεσματικότητας κάθε τύπου διάταξης, σε σχέση<br />

με τους στόχους που θέσαμε. Η διαφοροποίηση των έργων σε κάθε στάδιο της<br />

πειραματικής διαδικασίας συνίστατο στην τροποποίηση των επί μέρους στοιχείων<br />

τους (μέγεθος και σχήμα οπής/εμποδίου, σχετική θέση και απόσταση πηγής –<br />

διαφράγματος/εμποδίου – οθόνης, κ.λ.π.). Οι ερωτήσεις και το πλαίσιο του διαλόγου<br />

που ακολουθούσε ήταν επικεντρωμένο κάθε φορά στα αντιληπτικά δεδομένα του<br />

έργου.<br />

Η πειραματική διαδικασία ενοποιήθηκε χρονικά για τις δύο θεματικές ενότητες<br />

(σημειακής και εκτεταμένης πηγής), φροντίζοντας να διατηρηθεί ακέραια η<br />

αυτονομία των επί μέρους σταδίων τους (καθώς και η χρονική προτεραιότητα της<br />

ενότητας της σημειακής πηγής), έτσι ώστε να μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα<br />

τόσο από άποψη ελέγχου των ερευνητικών υποθέσεων όσο και από άποψη<br />

αποτελεσμάτων. Οι λόγοι οι οποίοι υπαγόρευσαν τη συγκεκριμένη επιλογή ήταν<br />

αφενός πρακτικής φύσης (περιορισμός της χρονικής διάρκειας), αφετέρου είχαν να<br />

κάνουν με την απαραίτητη συνάρθρωση του περιεχομένου των δύο ενοτήτων στο<br />

στάδιο της διδακτικής παρέμβασης.<br />

109


(Εικόνα 1)<br />

(Εικόνα 2)<br />

110


(Εικόνα 3)<br />

(Εικόνα 4)<br />

111


Παραθέτουμε στη συνέχεια τα διαγράμματα εξέλιξης της πειραματικής διαδικασίας<br />

για κάθε θεματική ενότητα χωριστά και την τελική ενοποιημένη μορφή τους.<br />

Α. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ<br />

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΙΑΚΗΣ ΠΗΓΗΣ<br />

Στάδια<br />

πειραματικής<br />

διαδικασίας<br />

Διδακτικό<br />

περιεχόμενο<br />

1. Προ-έλεγχος 2. Διδακτική παρέμβαση 3. Μετά-έλεγχος<br />

Ανίχνευση<br />

παραστατικών<br />

προτύπων<br />

Συγκρουσιακές διαδικασίες<br />

αποσταθεροποίησης<br />

(αντίθεση προβλέψεωνπαρατηρησιακών<br />

δεδομένων) -<br />

διαμεσολάβηση ερευνητή<br />

Έλεγχος<br />

μεταβολών<br />

Β. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ<br />

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΠΗΓΗΣ<br />

Στάδια<br />

πειραματικής<br />

διαδικασίας<br />

Σχήμα<br />

φωτεινής<br />

πηγής<br />

Διδακτικό<br />

περιεχόμενο<br />

1. Προ-έλεγχος Α΄ φάση:<br />

Εμπλοκή<br />

2. Διδακτική παρέμβαση<br />

Β΄ φάση:<br />

Πειραματική<br />

παρέμβαση<br />

3. Μετάέλεγχος<br />

Σταυροειδής Τετραγωνική Τετραγωνική Σταυροειδής<br />

Ανίχνευση<br />

παραστατικών<br />

προτύπων<br />

Συγκρουσιακές<br />

διαδικασίες<br />

αποσταθεροποίησης<br />

(αντίθεση<br />

προβλέψεωνπαρατηρησιακών<br />

δεδομένων) -<br />

ανίχνευση<br />

μεταβολών<br />

Παρουσίαση<br />

ορθού προτύπου<br />

(πείραμα Kepler) -<br />

διαμεσολάβηση<br />

ερευνητή<br />

Έλεγχος<br />

μεταβολών<br />

Γ. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ<br />

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ<br />

Χρονική<br />

διάρκεια<br />

Στάδια<br />

πειραματικής<br />

διαδικασίας<br />

Θεματική<br />

ενότητα<br />

Σημειακή<br />

πηγή<br />

Εκτεταμένη<br />

πηγή<br />

Ενιαίος χρόνος (1 διδακτική ώρα)<br />

Εμπλοκή<br />

Εκτεταμένη<br />

πηγή<br />

Διδακτική<br />

παρέμβαση<br />

Σημειακή<br />

πηγή<br />

Πειραματική<br />

παρέμβαση<br />

Εκτεταμένη<br />

πηγή<br />

Χρονική απόσταση 15<br />

περίπου ημερών<br />

Ενιαίος χρόνος<br />

Προέλεγχος<br />

Προέλεγχος<br />

Μετάέλεγχος<br />

Σημειακή<br />

πηγή<br />

Μετάέλεγχος<br />

Εκτεταμένη<br />

πηγή<br />

112


Παρουσιάζουμε ακολούθως τα στάδια της πειραματικής διαδικασίας για κάθε<br />

θεματική ενότητα με τη μορφή των έργων, τα πλαίσια του διαλόγου και τους στόχους<br />

των ερωτήσεων.<br />

6.5. Η πειραματική διαδικασία<br />

6.5.1. Πρώτο στάδιο (προ-έλεγχος): Ανίχνευση των παραστάσεων<br />

Το στάδιο αυτό αποτελεί τη διερευνητική φάση της διαδικασίας, κατά τη διάρκεια<br />

του οποίου επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε τις παραστάσεις των υποκειμένων για τον<br />

τρόπο εκπομπής του φωτός από μια φωτεινή πηγή και τη διάδοσή του στον<br />

περιβάλλοντα χώρο. Στο διαδικαστικό επίπεδο δομείται από τη διαδοχική<br />

παρουσίαση μιας σειράς έργων, όπου με την παρουσία φωτεινών πηγών αλλά χωρίς<br />

την ενεργοποίησή τους, ζητούνται προβλέψεις, περιγραφές και ερμηνείες των<br />

αποτελεσμάτων του φωτός, το οποίο εκπέμπεται από την πηγή και προσπίπτει σε<br />

οθόνη μετά την μορφοποίησή του από διάφραγμα με οπή (αντίστοιχα εμπόδιο).<br />

Κεντρικός στόχος του σταδίου αυτού είναι ο έλεγχος της αναγνώρισης από τους<br />

μαθητές της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και της ισότιμης και ισότροπης προς<br />

όλες τις κατευθύνσεις εκπομπής.<br />

6.5.1.α. Θεματική ενότητα σημειακής πηγής<br />

Αποτελείται από μια σειρά τεσσάρων έργων τα οποία παρουσιάζονται διαδοχικά,<br />

έχοντας ως κοινά στοιχεία την παρουσία της σημειακής πηγής και την σταθερότητα<br />

των αποστάσεων, και με τροποποιημένα τα υπόλοιπα στοιχεία τους.<br />

Έργο Α11<br />

Φωτεινή πηγή διαστάσεων 1cm X 1cm τοποθετείται μέσω μεταλλικής ράβδου<br />

στήριξης στο ένα άκρο οπτικής τράπεζας μήκους 1m και σε ύψος 30cm από το<br />

οριζόντιο επίπεδο. Σε απόσταση 80cm από την πηγή τοποθετούμε λευκή επίπεδη<br />

αδιαφανή και μη λεία * οθόνη διαστάσεων 45cm Χ 55cm, κάθετα στην οπτική<br />

τράπεζα. Μεταξύ της πηγής και της οθόνης και σε απόσταση 50cm από την πηγή<br />

τοποθετούμε επίπεδο και αδιαφανές διάφραγμα χρώματος ανοιχτού γκρι ** , ίδιων<br />

διαστάσεων και παράλληλα με την οθόνη, στο οποίο υπάρχει κυκλική οπή διαμέτρου<br />

1cm *** , στο ίδιο κατακόρυφο επίπεδο με την οπτική τράπεζα και στο ίδιο ακριβώς<br />

ύψος με την πηγή (Σχ. 6.1). Αφού παρουσιάσουμε και εξηγήσουμε τη διάταξη<br />

ξεκινάμε τη διαδικασία διαλόγου με τον ακόλουθο ιστό ερωτήσεων:<br />

- Μπορείς να προβλέψεις τι πρόκειται να δεις στην οθόνη εάν ανάψουμε το λαμπάκι;<br />

- Μπορείς να εντοπίσεις και να υποδείξεις κατά προσέγγιση τη θέση της φωτεινής<br />

περιοχής στην οθόνη;<br />

- Τι σχήμα και τι μέγεθος θα έχει η φωτεινή περιοχή;<br />

- Πού νομίζεις ότι οφείλεται το σχήμα της φωτεινής περιοχής;<br />

- Το διάφραγμα θα φωτιστεί, και αν ναι με ποιο τρόπο;<br />

* Για την αποφυγή φαινομένων ανάκλασης τα οποία ενδεχομένως να προκαλέσουν σύγχυση ερμηνειών<br />

με αποτελέσματα που προέρχονται από φαινόμενα τα οποία δεν εντάσσονται στα πλαίσια των<br />

ερευνητικών μας στόχων.<br />

** Η επιλογή του συγκεκριμένου χρώματος έγινε με στόχο την αποφυγή της ταύτισης του λευκού<br />

χρώματος του διαφράγματος με τη διαφάνειά του, μια σύγχυση ιδιαίτερα διαδεδομένη, τουλάχιστον στα<br />

παιδιά της μικρότερης ηλικιακής ομάδας, όπως διαπιστώθηκε από τη διαδικασία της δοκιμαστικής<br />

εφαρμογής.<br />

*** Οι διαστάσεις της πηγής και της οπής είναι περίπου δύο τάξεις μεγέθους μικρότερες από τις<br />

αποστάσεις πηγής – οθόνης, έτσι ώστε να μπορούμε να τις θεωρήσουμε, με καλή προσέγγιση, ως<br />

σημειακές.<br />

113


- Με ποιο τρόπο νομίζεις ότι εκπέμπεται το φως από την πηγή έτσι ώστε να μας δώσει<br />

το φωτεινό αποτέλεσμα που προέβλεψες;<br />

- Μπορείς να σχεδιάσεις τι ακριβώς συμβαίνει στο σχέδιο αυτό; (δίνεται η έντυπη<br />

αναπαράσταση του έργου Α11).<br />

Α11<br />

(Σχ. 6.1)<br />

Έργο Α12<br />

Μεταφέρουμε τη βάση στήριξης της φωτεινής πηγής 10 cm προς τα κάτω κατά μήκος<br />

της κατακόρυφης ράβδου (Σχ. 6.2) και ρωτάμε:<br />

Α12<br />

(Σχ. 6.2)<br />

- Εάν ανάψουμε τώρα το λαμπάκι, θα φωτιστεί η οθόνη;<br />

Στην περίπτωση καταφατικής απάντησης συνεχίζουμε το διάλογο με τα βήματα των<br />

ερωτήσεων της προηγούμενης διάταξης. Αν η απάντηση είναι αρνητική ρωτάμε<br />

απευθείας:<br />

- Πώς νομίζεις ότι εκπέμπεται το φως από την πηγή έτσι ώστε να μη φτάσει όπως<br />

προέβλεψες στην οθόνη;<br />

- Μπορείς να το σχεδιάσεις αυτό εδώ, στο σχέδιο; (δίνεται η έντυπη αναπαράσταση<br />

της πειραματικής διάταξης Α12).<br />

Από τη βιβλιογραφία είναι γνωστό ότι ένας σημαντικός αριθμός παιδιών αυτών των<br />

ηλικιών επικαλούνται την ευθύγραμμη διάδοση, συνδέοντάς την μόνο με την<br />

οριζόντια διεύθυνση (Guesne 1984, Ravanis & Papamichaël 1995). Με τη διαδικασία<br />

των έργων Α1 και Α2 ελέγχουμε την αναγνώριση από το υποκείμενο της<br />

114


ευθύγραμμης προς όλες τις διευθύνσεις διάδοσης του φωτός, με τον εντοπισμό της<br />

φωτεινής κηλίδας στο σημείο της οθόνης που αποτελεί τη νοητή προέκταση της<br />

ευθείας πηγής-οπής.<br />

Έργο Α13<br />

Επαναφέρουμε τη φωτεινή πηγή στην αρχική της θέση και ταυτόχρονα<br />

αντικαθιστούμε το διάφραγμα με άλλο ίδιων διαστάσεων, που φέρει κυκλική οπή<br />

διαμέτρου 15cm, το κέντρο της οποίας βρίσκεται στην νοητή οριζόντια ευθεία που<br />

διέρχεται από την πηγή (Σχ. 6.3).<br />

Α13<br />

(Σχ. 6.3)<br />

Θέτουμε τα ίδια ερωτήματα με αυτά της διάταξης Α11, με στόχο τον έλεγχο της<br />

αναγνώρισης από το υποκείμενο της εκπομπής του φωτός με τη μορφή κωνικής<br />

δέσμης, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κυκλικού φωτεινού δίσκου<br />

στην οθόνη, ελαφρώς μεγαλύτερων διαστάσεων και στο ίδιο ύψος με την οπή.<br />

Έργο Α14<br />

Αποσύρουμε το διάφραγμα και τοποθετούμε δύο επιπλέον ίδιες οθόνες πίσω και πλάι<br />

από την πηγή σε ίσες αποστάσεις με την αρχική οθόνη, έτσι ώστε η πηγή να<br />

βρίσκεται στο κέντρο του διαμορφωμένου σχήματος (Σχ. 6.4).<br />

Α14<br />

(Σχ. 6.4)<br />

115


Αφού παρουσιάσουμε το έργο ρωτάμε:<br />

- Αν ανάψουμε το λαμπάκι, τι προβλέπεις ότι θα δούμε στις τρεις οθόνες που<br />

περιβάλλουν την πηγή;<br />

- Με ποιο τρόπο νομίζεις ότι εκπέμπεται το φως από την πηγή έτσι ώστε να μας δώσει<br />

το φωτεινό αποτέλεσμα που προέβλεψες;<br />

- Μπορείς να σχεδιάσεις τι ακριβώς συμβαίνει στο σχέδιο αυτό; (δίνεται η έντυπη<br />

αναπαράσταση του έργου Α14).<br />

Με το έργο αυτό ελέγχουμε την αναγνώριση της ισοτιμίας όλων των κατευθύνσεων<br />

στην εκπομπή και διάδοση καθώς είναι διαπιστωμένες βιβλιογραφικά παραστάσεις<br />

διάδοσης σε προνομιακές κατευθύνσεις, επιλεγμένες με βάση τη χωρική διευθέτηση<br />

των στοιχείων της διάταξης (Rice & Feher 1987, Goldberg & McDermott 1987,<br />

Feher & Rice 1988).<br />

Εναλλακτικά έργα με τη χρήση εμποδίου<br />

Τα έργα Α΄11, Α΄12 και Α΄13 (Σχ. 6.5) είναι πανομοιότυπα με τα έργα Α11, Α12 και<br />

Α13, με τη διαφορά ότι στη θέση της οπής του διαφράγματος τοποθετούμε κυκλικά<br />

εμπόδια διαμέτρου 1cm και 15cm αντίστοιχα, τα οποία στηρίζονται στην οπτική<br />

τράπεζα με λεπτό ευθύγραμμο σύρμα διαμέτρου 0,8mm. Το έργο Α14 παραμένει ως<br />

έχει. Το ίδιο ισχύει για τη διαδοχή παρουσίασης και τη στοχοθέτηση. Το πλαίσιο του<br />

διαλόγου τροποποιείται στο βαθμό που απαιτεί η προσαρμογή του στο διαφορετικό<br />

εμπειρικό περιεχόμενο των έργων. Π.χ.<br />

- Μπορείς να προβλέψεις τι πρόκειται να δεις στην οθόνη εάν ανάψουμε το λαμπάκι;<br />

Στην περίπτωση που το υποκείμενο προβλέψει το σχηματισμό σκιάς, συνεχίζουμε ως<br />

εξής:<br />

- Μπορείς να εντοπίσεις και να υποδείξεις κατά προσέγγιση τη θέση της σκιάς στην<br />

οθόνη;<br />

- Τι σχήμα και τι μέγεθος θα έχει η σκιά;<br />

- Πού νομίζεις ότι οφείλεται το σχήμα της σκιάς;<br />

- Η υπόλοιπη οθόνη θα φωτιστεί, και με ποιο τρόπο;<br />

- Το εμπόδιο (στο έργο Α΄13) θα φωτιστεί, και αν ναι με ποιο τρόπο;<br />

- Με ποιο τρόπο νομίζεις ότι εκπέμπεται το φως από την πηγή έτσι ώστε να μας δώσει<br />

το φωτεινό αποτέλεσμα που προέβλεψες;<br />

- Μπορείς να σχεδιάσεις τι ακριβώς συμβαίνει στο σχέδιο αυτό; (δίνεται η έντυπη<br />

αναπαράσταση της πειραματικής διάταξης).<br />

Στην περίπτωση κατά την οποία το υποκείμενο δεν προβλέψει το σχηματισμό σκιάς ο<br />

διάλογος συνεχίζεται στη βάση των τριών τελευταίων ερωτήσεων.<br />

116


Α΄11<br />

Α΄12<br />

Α΄13<br />

Α΄14<br />

(Σχ. 6.5)<br />

117


6.5.1.β. Θεματική ενότητα εκτεταμένης πηγής<br />

Αποτελείται από μια σειρά οκτώ έργων τα οποία παρουσιάζονται διαδοχικά και<br />

έχουν ως κοινό στοιχείο την παρουσία εκτεταμένης φωτεινής πηγής, ενώ<br />

τροποποιούνται ανά έργο, το μέγεθος και το σχήμα πηγής και οπής, καθώς και οι<br />

σχετικές αποστάσεις μεταξύ πηγής διαφράγματος και οθόνης. *<br />

Έργο Α21<br />

Φωτεινή πηγή φθορισμού νέον (3ΚV, 22mΑ, 30W, 25KHz) σχήματος σταυρού<br />

διαστάσεων 10cm X 10cm και διατομής σωλήνα 1cm, τοποθετείται μέσω<br />

κατάλληλου συστήματος στήριξης στο ένα άκρο της οπτικής τράπεζας, με τέτοιο<br />

τρόπο ώστε το κέντρο του σταυρού να βρίσκεται σε ύψος 30cm από το οριζόντιο<br />

επίπεδο. Τα υπόλοιπα στοιχεία μορφοποιούνται όπως ακριβώς και στο έργο Α11 (Σχ.<br />

6.6).<br />

Α21<br />

(Σχ. 6.6)<br />

Αφού παρουσιάσουμε και εξηγήσουμε τη διάταξη ξεκινάμε τη διαδικασία του<br />

διαλόγου διατηρώντας τον ιστό των ερωτήσεων του έργου Α11. Στόχος μας ο<br />

έλεγχος της αναγνώρισης, από την πλευρά του υποκειμένου, των χαρακτηριστικών<br />

της μη συνεκτικής εκπομπής, η οποία αποδίδεται με τον ομοιόμορφο φωτισμό του<br />

διαφράγματος και τη σχηματοποίηση στην οθόνη φωτεινής σταυροειδούς προβολής.<br />

Στην περίπτωση παραστάσεων καθηλωμένων σε διαισθητικά πρότυπα, αναμένουμε<br />

απαντήσεις οι οποίες προβλέπουν είτε το σχηματισμό κυκλικής φωτεινής κηλίδας<br />

στην οθόνη, εφόσον αντλούνται από συλλογισμούς επικεντρωμένους στην οπή, είτε<br />

την αποτύπωση του σχήματος της πηγής στο διάφραγμα, όταν προέρχονται από<br />

νοητικά σχήματα ολιστικής μεταφοράς και απεικόνισης (Goldberg & McDermott<br />

1987, Rice & Feher 1987).<br />

Έργο Α22<br />

Καλύπτουμε το επάνω μέρος του σταυρού έτσι ώστε η φωτεινή πηγή να πάρει το<br />

σχήμα ορθού «Τ» (Σχ. 6.7) και επανερχόμαστε στο διάλογο.<br />

* Μια σειρά παρόμοιων πειραματικών διατάξεων προτείνουν και οι McDermott & Shaffer στο<br />

Μαθήματα Εισαγωγικής Φυσικής (2001), με στόχο τη διερεύνηση του επιπέδου κατανόησης των εννοιών<br />

της Γεωμετρικής Οπτικής από φοιτητές του Πανεπιστημίου της Washington (McDermott 1996).<br />

118


Α22<br />

(Σχ. 6.7)<br />

Στην περίπτωση κατά την οποία το υποκείμενο είχε προβλέψει στο προηγούμενο<br />

έργο τα σωστά φωτεινά αποτελέσματα –τον ομοιόμορφο δηλαδή φωτισμό του<br />

διαφράγματος και την εμφάνιση σταυροειδούς φωτεινής προβολής στην οθόνη-, η<br />

διατάραξη της συμμετρίας του σχήματος της πηγής μας επιτρέπει τώρα να ελέγξουμε<br />

εάν η ορθή πρόβλεψη ήταν αποτέλεσμα αναγνώρισης των χαρακτηριστικών του<br />

ορθού προτύπου ή απόρροια εναλλακτικού παραστατικού σχήματος. Με άλλα λόγια,<br />

μια δεύτερη σωστή πρόβλεψη (εμφάνιση φωτεινής προβολής σχήματος<br />

αντεστραμμένου «Τ»), συνοδευόμενη από την κατάλληλη αιτιολόγηση (μη<br />

συνεκτική εκπομπή και διασταύρωση των φωτεινών δεσμών στην οπή), λειτουργεί<br />

ως κριτήριο υιοθέτησης και επαρκούς εφαρμογής των αρχών της Γεωμετρικής<br />

Οπτικής από το υποκείμενο. Σε διαφορετική περίπτωση, ανιχνεύονται και<br />

συστηματοποιούνται, ως ένα βαθμό, τα χαρακτηριστικά του συγκροτημένου<br />

βιωματικού σχήματος.<br />

Έργο Α23<br />

Επαναφέρουμε τη φωτεινή πηγή στο αρχικό της σχήμα ενώ ταυτόχρονα<br />

αντικαθιστούμε το διάφραγμα με άλλο, το οποίο φέρει τετραγωνική οπή ίδιων<br />

διαστάσεων με την κυκλική (Σχ. 6.8) και ρωτάμε:<br />

- Θα αλλάξει η μορφή της φωτεινής περιοχής τώρα στην οθόνη; Τι πιστεύεις ότι είναι<br />

αυτό που καθορίζει την αλλαγή (ή μη) του σχήματός της;<br />

Α23<br />

(Σχ. 6.8)<br />

119


Με τις ερωτήσεις αυτές, ελέγχουμε τα χαρακτηριστικά της παράστασης ως προς το<br />

ζήτημα της αποκλειστικής ή μη εξάρτησης του σχήματος της προβολής από τα<br />

μορφολογικά χαρακτηριστικά της οπής. Απαντήσεις οι οποίες βασίζονται στο ορθό<br />

πρότυπο θα αποδίδουν το αναμενόμενο και πάλι σταυροειδές σχήμα της προβολής<br />

στην ταυτόχρονη εξάρτησή του τόσο από το σχήμα της πηγής όσο και από αυτό της<br />

οπής. Αντίθετα, απαντήσεις που στηρίζονται σε διαισθητικά πρότυπα θα συσχετίζουν<br />

τη μορφή της φωτεινής προβολής αποκλειστικά με το σχήμα της οπής.<br />

Έργο Α24<br />

Επαναφέρουμε το διάφραγμα με την κυκλική οπή και μετακινούμε την οθόνη επάνω<br />

στον μεταλλικό αγωγό της οπτικής τράπεζας, ούτως ώστε να πλησιάσει το διάφραγμα<br />

σε απόσταση 5cm (Σχ. 6.9).<br />

Α24<br />

(Σχ. 6.9)<br />

Αφού υπενθυμίσουμε την πρόβλεψη στο έργο Α22, επανερχόμαστε στο διάλογο<br />

ρωτώντας:<br />

- Νομίζεις ότι θα αλλάξει κάτι τώρα στο φωτισμό της οθόνης;<br />

Αν η απάντηση είναι καταφατική συνεχίζουμε:<br />

- Ποιο πιστεύεις ότι θα είναι τώρα το σχήμα και το μέγεθος της προβολής και για ποιο<br />

λόγο;<br />

Όταν η παράσταση έχει τα χαρακτηριστικά του ορθού προτύπου, τότε αναμενόμενη<br />

είναι μια απάντηση η οποία υποστηρίζει το σχηματισμό σημειακής κυκλικής<br />

φωτεινής προβολής στο ίδιο ύψος με την οπή και θεμελιώνεται σε συλλογισμούς που<br />

αποδίδουν την προβλεπόμενη αλλαγή στο γεγονός ότι οι διασταυρούμενες στην οπή<br />

φωτεινές δέσμες, προερχόμενες από κάθε σημείο της πηγής, δεν έχουν το<br />

απαιτούμενο εύρος, ώστε να είναι σε θέση να μορφοποιήσουν εκ νέου το<br />

σταυροειδές σχήμα. Σε αντίθετη περίπτωση αναμένουμε απαντήσεις οι οποίες μπορεί<br />

μεν να υποστηρίζουν το ίδιο φωτεινό αποτέλεσμα, οι αιτιολογήσεις τους όμως<br />

απορρέουν από διαισθητικές παραστάσεις που έχουν διαμορφωθεί στη βάση της<br />

καθημερινής εμπειρίας, όπου η φωτεινή προβολή έχει συνήθως το σχήμα του<br />

εκάστοτε ανοίγματος.<br />

Έργο Α25<br />

Χωρίς να μετακινήσουμε την οθόνη, αντικαθιστούμε το διάφραγμα με άλλο, το οποίο<br />

φέρει εκτεταμένη κυκλική οπή διαστάσεων ελαφρώς μεγαλύτερων αυτών της πηγής<br />

και στο ίδιο ύψος με αυτήν (Σχ. 6.10).<br />

120


Α25<br />

(Σχ. 6.10)<br />

Διατηρώντας, σε σχέση με το προηγούμενο έργο, σταθερές τις σχετικές αποστάσεις<br />

μεταξύ πηγής, διαφράγματος και οθόνης επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε και πάλι τα<br />

χαρακτηριστικά του ορθού προτύπου, δηλαδή την εμφάνιση φωτεινού κυκλικού<br />

δίσκου στην οθόνη, ίδιων διαστάσεων και στο ίδιο ύψος με την οπή. Στην περίπτωση<br />

εναλλακτικών παραστάσεων, εξετάζουμε κατά πόσον το μέγεθος της οπής επηρεάζει<br />

τον τρόπο εκπομπής του φωτός από την πηγή, καθώς η απόδοση ενεργών ιδιοτήτων<br />

σε στοιχεία των διατάξεων αποτελεί μια παραστατική συνιστώσα η οποία<br />

εμφανίζεται συχνά στα ερμηνευτικά σχήματα των μαθητών (Fawaz & Viennot 1986,<br />

Rice & Feher 1987, Feher & Rice 1988). Με τον τρόπο αυτό ελέγχουμε τη<br />

σταθερότητα των χαρακτηριστικών του παραστατικού προτύπου που χρησιμοποιεί το<br />

υποκείμενο ως προς τον μηχανισμό εκπομπής της ακτινοβολίας. Η σταθερή εξάλλου<br />

επανάληψη της ερώτησης σχετικά με τον τρόπο φωτισμού της επιφάνειας του<br />

διαφράγματος εξυπηρετεί, και στο συγκεκριμένο έργο, αυτήν ακριβώς τη στόχευση.<br />

Έργο Α26<br />

Απομακρύνουμε βαθμιαία την οθόνη, κατ’ αρχήν όσο επιτρέπει το μήκος της ράγας<br />

της οπτικής τράπεζας και στη συνέχεια ζητάμε από τα υποκείμενα να φανταστούν τη<br />

περαιτέρω απομάκρυνσή της σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση, ζητώντας επανάληψη<br />

της πρόβλεψης (Σχ. 6.11).<br />

Α26<br />

(Σχ. 6.11)<br />

121


Με τον τρόπο αυτό επιχειρούμε να ελέγξουμε τη σταθερότητα των χαρακτηριστικών<br />

τής παράστασης σε σχέση με δύο μεταβλητές (μέγεθος οπής και σχετική απόσταση).<br />

Παραστάσεις οι οποίες αντλούν τα χαρακτηριστικά τους από τη συγκρότηση του<br />

ορθού προτύπου, αναμένουμε να δώσουν απαντήσεις οι οποίες θα προβλέπουν στην<br />

οθόνη τη βαθμιαία εμφάνιση του σταυροειδούς σχήματος της πηγής, ως αποτέλεσμα<br />

της ανεξάρτητης εκπομπής κάθε σημείου της πηγής και της σύνθεσης των επί μέρους<br />

φωτεινών αποτελεσμάτων. Ουσιαστικά, επαναλαμβάνουμε με αντίθετη χρονική<br />

σειρά το πείραμα της σημειακής οπής, έχοντας μεταβάλλει ταυτόχρονα την τάξη<br />

μεγέθους δύο στοιχείων της διάταξης (μέγεθος οπής και απόσταση), έτσι ώστε το<br />

τελικό μεν αποτέλεσμα να είναι μορφολογικά το ίδιο, οι αναμενόμενες διαστάσεις<br />

του όμως να έχουν μεγεθυνθεί ανάλογα. Στην περίπτωση παραστάσεων ολιστικής<br />

μεταφοράς ή επικεντρωμένων στην οπή, περιμένουμε απαντήσεις οι οποίες θα<br />

διατηρούν αναλλοίωτο το σχήμα της προβολής, ανεξάρτητα από τη θέση της οθόνης.<br />

Έργο Α27<br />

Χωρίς να μετακινήσουμε την οθόνη, και προτρέποντας πάλι τα παιδιά να φανταστούν<br />

τη θέση της σε μεγαλύτερη απόσταση, αντικαθιστούμε το διάφραγμα με άλλο που<br />

φέρει τετραγωνική οπή ίδιων διαστάσεων με την εκτεταμένη κυκλική του<br />

προηγούμενου έργου (Σχ. 6.12).<br />

Α27<br />

(Σχ. 6.12)<br />

Επανερχόμαστε στο διάλογο, ζητώντας από τα υποκείμενα να προβλέψουν και να<br />

αιτιολογήσουν ενδεχόμενες αλλαγές στο σχήμα της φωτεινής προβολής. Υποκείμενα<br />

τα οποία απάντησαν σωστά και αιτιολόγησαν επαρκώς τις προβλέψεις τους στο<br />

προηγούμενο έργο, αναμένουμε να προβλέψουν και πάλι τη δημιουργία<br />

σταυροειδούς, μεγάλου μεγέθους φωτεινής προβολής, ο σχηματισμός της οποίας έχει<br />

προέλθει από τη σύνθεση πολλών μικρότερων τετραγωνικών προβολών, ως<br />

αποτέλεσμα του μη συνεκτικού τρόπου εκπομπής της πηγής. Αντίθετα, υποκείμενα οι<br />

παραστάσεις των οποίων είτε είναι προσηλωμένες στο σχήμα της ολιστικής<br />

μεταφοράς είτε είναι επικεντρωμένες στην οπή, αναμένουμε να προβλέψουν απλώς<br />

μετατροπή της μορφής της προβολής από κυκλική σε τετραγωνική.<br />

Έργο Α28<br />

Αποσύρουμε το διάφραγμα και τοποθετούμε δύο επιπλέον ίδιες οθόνες πίσω και πλάι<br />

από την πηγή σε ίσες αποστάσεις με την αρχική οθόνη, έτσι ώστε η πηγή να<br />

βρίσκεται στο κέντρο του διαμορφωμένου σχήματος (Σχ.6.13).<br />

122


Α28<br />

(Σχ. 6.13)<br />

Στη συνέχεια ζητάμε από τα υποκείμενα να προβλέψουν τον τρόπο φωτισμού κάθε<br />

μιας εκ των τριών οθονών. Με το έργο αυτό επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε τις<br />

συγκροτημένες παραστάσεις ανεξάρτητα από τη μορφοποίηση της φωτεινής δέσμης<br />

από το διάφραγμα, η οποία ενδεχομένως να έχει διαμορφώσει ιδιαίτερες σημασίες<br />

στους συλλογισμούς των παιδιών. Επί πλέον, η αποκατάσταση της χωρικής<br />

συμμετρίας μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγξουμε το βαθμό επίδρασης των<br />

χωροταξικών διευθετήσεων των προηγούμενων έργων στη συγκρότηση των<br />

παραστατικών σχημάτων.<br />

Εναλλακτικά έργα με τη χρήση εμποδίου<br />

Τα έργα Α΄21 - Α΄27 αποτελούν «αντίγραφα» των έργων Α21 – Α27 με την<br />

αντικατάσταση του διαφράγματος από εμπόδιο, το οποίο έχει κάθε φορά το μέγεθος<br />

και το σχήμα της αντίστοιχης οπής. Το έργο Α΄28 παραμένει ως έχει (Σχ. 6.14). Τα<br />

αναμενόμενα στην οθόνη αποτελέσματα, σύμφωνα με το μοντέλο της Γεωμετρικής<br />

Οπτικής, θα συνάγονται σε κάθε περίπτωση, με τη μετατροπή των φωτισμένων<br />

περιοχών σε σκιασμένες. Η διαδοχή παρουσίασης και η στοχοθέτηση είναι οι ίδιες,<br />

ενώ το πλαίσιο του διαλόγου τροποποιείται ανάλογα και προσαρμόζεται στα νέα<br />

εμπειρικά δεδομένα.<br />

123


Α΄21<br />

Α΄22<br />

Α΄23<br />

Α΄24<br />

124


Α΄25<br />

Α΄26<br />

Α΄27<br />

Α΄28<br />

(Σχ. 6.14)<br />

125


6.5.2. Δεύτερο στάδιο: Διδακτική παρέμβαση<br />

Η διδακτική παρέμβαση πραγματοποιείται με τη χρήση έργων τα οποία έχουν τις<br />

ίδιες γνωστικές προϋποθέσεις αλλά διαφορετικό εμπειρικό περιεχόμενο ως προς αυτά<br />

του προ-ελέγχου και του μετά-ελέγχου. Έτσι, τροποποιείται το σχήμα της<br />

εκτεταμένης φωτεινής πηγής και στη θέση του σταυροειδούς λαμπτήρα τοποθετείται<br />

άλλος, ίδιων διαστάσεων λαμπτήρας, τετραγωνικού σχήματος. Η αλλαγή του<br />

σχήματος της πηγής έχει ιδιαίτερη σημασία από μεθοδολογική άποψη, γιατί μας<br />

επιτρέπει τον ασφαλέστερο έλεγχο της αφομοίωσης των χαρακτηριστικών του ορθού<br />

προτύπου, καθώς στον μετά-έλεγχο τα παιδιά καλούνται να εφαρμόσουν τις<br />

οικοδομηθείσες παραστάσεις σε καταστάσεις διαφορετικές από αυτές κάτω από τις<br />

οποίες συγκροτήθηκαν. Επί πλέον, μας δίνει τη δυνατότητα άμεσης σύγκρισης των<br />

αποτελεσμάτων μεταξύ του αρχικού και του τελικού σταδίου της διαδικασίας.<br />

6.5.2.α. Πρώτη φάση: Εμπλοκή των υποκειμένων στις συγκρουσιακές<br />

διδακτικές διαδικασίες<br />

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της διδακτικής παρέμβασης επιχειρούμε αφενός<br />

μεν να εξακριβώσουμε τη δυνατότητα αναγνώρισης του ορθού προτύπου από τη<br />

σχολική διδασκαλία * , αφετέρου δε να προωθήσουμε διαδικασίες νοητικών<br />

αποσυντονισμών, μέσα στις συγκρουσιακές συνθήκες που διαμορφώνονται από την<br />

αντίθεση μεταξύ προβλέψεων και αισθητηριακών παρατηρήσεων. Η πειραματική<br />

διαδικασία συνίσταται στην παρουσίαση τριών έργων, αντίγραφων αυτών του<br />

προελέγχου, τα οποία έχουν επιλεγεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγούν σε<br />

αποσταθεροποίηση τις αυθόρμητα συγκροτημένες νοητικές παραστάσεις. Η διαδοχή<br />

των έργων δηλαδή είναι τέτοια, ώστε τα φωτεινά αποτελέσματα κάθε έργου που<br />

έπεται να επιτρέπουν στο υποκείμενο να αναγνωρίσει την ανεπάρκεια του<br />

προηγούμενου ερμηνευτικού του σχήματος. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας<br />

ζητούνται κατά σειρά:<br />

- προβλέψεις αποτελεσμάτων,<br />

- αιτιολογήσεις των προβλέψεων,<br />

- ενεργοποίηση της πηγής με στόχο την επιβεβαίωση ή διάψευση των προβλέψεων,<br />

- νέες αιτιολογήσεις και σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις και αιτιολογήσεις.<br />

Το πλαίσιο διαλόγου παραμένει το ίδιο. Σε κάθε διάταξη δίνονται δύο έντυπες<br />

αναπαραστάσεις . μία στο στάδιο της πρόβλεψης και μία στο στάδιο της εμφάνισης<br />

των φωτεινών αποτελεσμάτων.<br />

Έργο Β1<br />

Φωτεινή πηγή φθορισμού νέον (3ΚV, 22mΑ, 30W, 25KHz) σχήματος τετραγώνου<br />

διαστάσεων 10cm X 10cm και διατομής σωλήνα 1cm, αντικαθιστά την σταυροειδή<br />

πηγή. Ως διάφραγμα χρησιμοποιούμε αυτό με τη σημειακή οπή (διάμετρος 1cm). Οι<br />

αποστάσεις μεταξύ πηγής – διαφράγματος και διαφράγματος – οθόνης είναι 80cm και<br />

5cm αντίστοιχα (Σχ. 6.15). Με τη φωτεινή πηγή απενεργοποιημένη ζητάμε από το<br />

υποκείμενο προβλέψεις των φωτεινών αποτελεσμάτων τόσο στην οθόνη όσο και<br />

στην επιφάνεια του διαφράγματος, καθώς και την αιτιολόγησή τους με την<br />

αναπαράσταση της πορείας του φωτός στην αντίστοιχο πρωτόκολλο. Η σύγκριση των<br />

απαντήσεων με αυτές που έδωσε το υποκείμενο στο αντίστοιχο έργο Α24 του προελέγχου,<br />

μας επιτρέπει να ελέγξουμε τη σταθερότητα των χαρακτηριστικών του<br />

παραστατικού σχήματος, ή την εξάρτησή τους από το εκάστοτε σχήμα της πηγής.<br />

* σύμφωνα με το ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα ο μηχανισμός σχηματισμού σκιών διδάσκεται στην Ε΄<br />

Δημοτικού, η θεωρία του σκοτεινού θαλάμου στην ΣΤ΄ Δημοτικού, ενώ στη Β΄ Γυμνασίου τα ίδια<br />

γνωστικά αντικείμενα επαναλαμβάνονται.<br />

126


Β1<br />

(Σχ. 6.15)<br />

Στη συνέχεια ενεργοποιούμε τη φωτεινή πηγή οπότε στην οθόνη εμφανίζεται<br />

φωτεινή κηλίδα ίδιων διαστάσεων και στο ίδιο ύψος με την οπή, ενώ το διάφραγμα<br />

φωτίζεται ομοιόμορφα. Υπενθυμίζοντας τη διατυπωθείσα πρόβλεψη του ίδιου του<br />

παιδιού, ζητάμε εξηγήσεις και, στην περίπτωση διάψευσης, νέες αιτιολογήσεις. Η<br />

τρώση της ερμηνευτικής αξίας του διαισθητικού προτύπου της ολιστικής μεταφοράς<br />

είναι ισχυρή και τα υποκείμενα της παραστατικής αυτής κατηγορίας, αδυνατώντας να<br />

παράσχουν εξηγήσεις βασισμένες στο πρότυπο αυτό, υιοθετούν τώρα ένα νέο<br />

ερμηνευτικό σχήμα, συμβατό με τα παρατηρησιακά δεδομένα, το οποίο και<br />

καταγράφουμε.<br />

Έργο Β2<br />

Απενεργοποιούμε τη φωτεινή πηγή και απομακρύνουμε την οθόνη σε απόσταση<br />

30cm από το διάφραγμα (Σχ. 6.16).<br />

Β2<br />

(Σχ. 6.16)<br />

Οι απαντήσεις των υποκειμένων των οποίων οι προβλέψεις επαληθεύτηκαν στο<br />

προηγούμενο έργο παραμένουν σύμφωνες με το συγκροτημένο πρότυπο και<br />

συνάδουν με αυτές που διατυπώθηκαν στο αντίστοιχο έργο Α21 του προ-ελέγχου.<br />

Υποκείμενα των οποίων οι προβλέψεις διαψεύστηκαν διατυπώνουν τώρα προβλέψεις<br />

συμβατές με το νέο διαμορφωμένο ερμηνευτικό πρότυπο.<br />

127


Ενεργοποιούμε ακολούθως τη φωτεινή πηγή. Ο ομοιόμορφος φωτισμός του<br />

διαφράγματος είναι τώρα προβλέψιμος και επαληθεύεται για το σύνολο των<br />

υποκειμένων, η εμφάνιση όμως τετραγωνικής φωτεινής προβολής στην οθόνη<br />

έρχεται σε αντίθεση με τα παραστατικά σχήματα που επικεντρώνονται στην οπή,<br />

δημιουργώντας αμφιβολίες, ερωτηματικά και αμφισβητήσεις. Αποφεύγοντας να<br />

προτείνουμε οποιαδήποτε εναλλακτική ερμηνεία, ζητάμε από το υποκείμενο<br />

πειστικές αιτιολογήσεις, αναμένοντας αναδιοργάνωση των συλλογισμών του ή/και<br />

αναγνώριση του ορθού προτύπου βασισμένοι στην ενδεχόμενη θετική επίδραση και<br />

εμβέλεια της σχολικής διδασκαλίας.<br />

Έργο Β3<br />

Απενεργοποιώντας και πάλι τη φωτεινή πηγή και χωρίς να μεταβάλουμε τις σχετικές<br />

αποστάσεις μεταξύ πηγής, διαφράγματος και οθόνης, τοποθετούμε ένα μικρό<br />

αδιαφανές αντικείμενο μπροστά από την κάτω πλευρά της τετραγωνικής πηγής με<br />

τέτοιο τρόπο ώστε να τροποποιηθεί το σχήμα της και να πάρει τη μορφή ορθού «Π»<br />

(Σχ. 6.17).<br />

Β3<br />

(Σχ. 6.17)<br />

Εφόσον το υποκείμενο έχει διατυπώσει κάποιο ερμηνευτικό σχήμα (ορθό ή μη) κατά<br />

την παρουσίαση του προηγούμενου έργου, αναμένουμε πρόβλεψη σύμφωνη με το<br />

πρότυπο αυτό.<br />

Ενεργοποιούμε εκ νέου την πηγή, οπότε εμφανίζεται στην οθόνη φωτεινή προβολή<br />

σχήματος αντεστραμμένου «Π». Κατ’ αυτόν τον τρόπο κορυφώνεται η κλιμάκωση<br />

των συγκρουσιακών συνθηκών, καθώς η ερμηνεία του αποτελέσματος<br />

αντιστρατεύεται πλέον οποιοδήποτε ερμηνευτικό σχήμα έχει ενδεχομένως<br />

διατυπωθεί προηγουμένως, πλην αυτού της μη συνεκτικής εκπομπής. Με την<br />

καταγραφή των νέων ερμηνευτικών σχημάτων ολοκληρώνεται στο σημείο αυτό η<br />

διαδικασία της πρώτης φάσης της διδακτικής παρέμβασης.<br />

Εναλλακτικά έργα με τη χρήση εμποδίου<br />

Παρουσιάζονται τρία πανομοιότυπα με τα Β1, Β2 και Β3 έργα, με τη διαφορά ότι στη<br />

θέση του διαφράγματος τοποθετείται τώρα σημειακό εμπόδιο, στην ίδια θέση με την<br />

οπή (Σχ. 6.18). Τα εμφανιζόμενα στην οθόνη σκιερά σχήματα είναι ίδια με τα<br />

αντίστοιχα φωτεινά του προηγούμενου τύπου διατάξεων. Η σειρά παρουσίασης και η<br />

στοχοθέτηση παραμένουν ίδιες, ενώ το πλαίσιο διαλόγου τροποποιείται ανάλογα.<br />

128


Β΄1<br />

Β΄2<br />

Β΄3<br />

(Σχ. 6.18)<br />

129


6.5.2.β. Δεύτερη φάση: Πειραματική παρέμβαση<br />

Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής αποσκοπούμε στο μετασχηματισμό των<br />

εναλλακτικών παραστάσεων των υποκειμένων, τα οποία δεν κατέστη δυνατόν να<br />

διατυπώσουν συλλογισμούς με βάση το πρότυπο της Γεωμετρικής Οπτικής κατά τη<br />

συγκρουσιακή διαδικασία. Η νοητική συγκρότηση του ορθού προτύπου επιχειρείται<br />

εδώ με τη διδακτική αξιοποίηση του ιστορικού πειράματος του Kepler και τη<br />

σταδιακή καθοδήγηση των παιδιών, σε ένα περιβάλλον συνεργατικής εκτέλεσης του<br />

πειράματος. Για το σκοπό αυτό κατασκευάσαμε ειδική οπτική συσκευή, η οποία<br />

παρέχει τη δυνατότητα «αποσύνθεσης» της εκτεταμένης φωτεινής πηγής σε<br />

συγκεκριμένο αριθμό σημειακών πηγών. Κάθε μία από τις σημειακές πηγές έχει τη<br />

δυνατότητα να ενεργοποιείται ανεξάρτητα, δημιουργώντας ως φωτεινό αποτύπωμα<br />

στην οθόνη το σχήμα της οπής του διαφράγματος (αντίστοιχα, σκιά με το σχήμα του<br />

εμποδίου στο περιβάλλον των εναλλακτικών έργων). Το συνολικό σχήμα της<br />

φωτεινής προβολής (αντίστοιχα, σκιάς) προκύπτει κάθε φορά ως σύνθεση των επί<br />

μέρους φωτεινών (αντίστοιχα, σκιερών) αποτελεσμάτων κάθε σημειακής πηγής.<br />

Η συσκευή αποτελείται από οκτώ λαμπτήρες αλογόνου διαστάσεων 1cm X 1cm<br />

(12V, 20W), οι οποίες έχουν κατανεμηθεί σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις κατά<br />

μήκος των πλευρών ενός νοητού τετραγώνου διαστάσεων 10cm X 10cm, ίδιου<br />

δηλαδή με τη φθορίζουσα τετραγωνική πηγή που χρησιμοποιήσαμε στη φάση της<br />

εμπλοκής. Κάθε λαμπτήρας στηρίζεται, μέσω ειδικού ντουί υποδοχής, κατακόρυφα<br />

σε ειδική μεταλλική βάση στήριξης, έτσι ώστε να μην παρεμποδίζεται η εκπεμπόμενη<br />

φωτεινή ακτινοβολία στη διάδοσή της προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλες οι βάσεις<br />

στήριξης, μαζί με τα καλώδια τροφοδοσίας, καταλήγουν σε κατακόρυφη μεταλλική<br />

ράβδο, η οποία μέσω συστήματος συνδέσμων στερεώνεται στο άκρο της οπτικής<br />

τράπεζας, στην ίδια ακριβώς θέση με τη φθορίζουσα πηγή την οποία αντικαθιστά. Τα<br />

καλώδια τροφοδοσίας οδηγούνται στη συνέχεια σε ειδική αυτοσχέδια κονσόλα<br />

ελέγχου λειτουργίας, όπου διαχωρίζονται κατάλληλα και καταλήγουν σε οκτώ on-off<br />

διακόπτες, οι οποίοι έχουν κατανεμηθεί στην εξωτερική επιφάνεια της κονσόλας<br />

κατά μήκος των πλευρών ενός τετραγώνου και σε χωροθέτηση αντίστοιχη με τους<br />

λαμπτήρες (Εικ. 5).<br />

(Εικόνα 5)<br />

130


Η ακριβής χωροταξική αντιστοιχία διακοπτών και λαμπτήρων μας δίνει τη<br />

δυνατότητα ενεργοποίησης ή/και απενεργοποίησης του εκάστοτε επιλεγόμενου<br />

λαμπτήρα, ανεξάρτητα από τη λειτουργία των υπολοίπων. Στη συσκευή έχουν<br />

τηρηθεί όλοι οι κανόνες ασφάλειας των ηλεκτρικών συσκευών (μετασχηματιστής<br />

220 12V, ασφάλειες προστασίας, κατάλληλα επιλεγμένες διατομές καλωδίων,<br />

κ.λ.π.).<br />

Στη φάση αυτή η διαδικασία έχει ενοποιηθεί για τις δύο θεματικές ενότητες (της<br />

σημειακής και της εκτεταμένης πηγής), λόγω της διαδικαστικής συνάφειας και της<br />

εννοιολογικής συνάρθρωσης του περιεχομένου τους. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια<br />

τα έργα και τη διαδικασία της πειραματικής παρέμβασης.<br />

Έργο Γ1<br />

Στη θέση της φθορίζουσας τετραγωνικής πηγής τοποθετούμε την ίδιου σχήματος και<br />

μεγέθους αυτοσχέδια πηγή, η οποία έχει τη δυνατότητα αποσύνθεσης. Σε απόσταση<br />

50cm και επί της οπτικής τράπεζας τοποθετούμε διάφραγμα που φέρει οπή<br />

μεταβλητής διαμέτρου 1 5cm. Η οθόνη τοποθετείται πίσω από το διάφραγμα και<br />

σε απόσταση 80cm από την πηγή. Λόγω του σχήματος της πηγής, καμία από τις<br />

σημειακές πηγές δεν βρίσκεται στην ίδια οριζόντια ευθεία με την οπή (Σχ. 6.19).<br />

Γ1<br />

(Σχ. 6.19)<br />

Επιλέγουμε έναν από τους λαμπτήρες και τη μικρότερη δυνατή διάσταση της οπής<br />

και αφού υπενθυμίσουμε στο υποκείμενο την πρόβλεψή του στο αντίστοιχο έργο Α12<br />

από το στάδιο του προ-ελέγχου * , ενεργοποιούμε τον λαμπτήρα σημειώνοντας τη<br />

φωτεινή προβολή στην οθόνη. Διαπιστώνουμε το κυκλικό σχήμα της, επισημαίνοντας<br />

το αντίστοιχο σχήμα της οπής, και την ευθύγραμμη πορεία διάδοσης του φωτός,<br />

χρησιμοποιώντας λεπτή ευθύγραμμη μεταλλική ράβδο μήκους 80cm, με την οποία<br />

ενώνουμε πηγή και προβολή μέσω της οπής. Απενεργοποιούμε την πηγή και<br />

αυξάνουμε τη διάμετρο της οπής. Με τη χρήση της ράβδου, η οποία φέρει στο ένα<br />

άκρο της γραφίδα, σημειώνουμε την κυκλική βάση του κώνου που σχηματίζεται όταν<br />

η ράβδος –με σταθερό το ένα άκρο της στην πηγή- διαγράφει την περιφέρεια της<br />

οπής. Με την εκ νέου ενεργοποίηση της πηγής πιστοποιούμε την ταύτιση της<br />

προβολής με τον κύκλο που έχουμε διαγράψει. Αυξομειώνοντας τη διάμετρο της<br />

οπής ζητάμε κάθε φορά πρόβλεψη και στη συνέχεια προβαίνουμε σε άμεση<br />

επιβεβαίωση. Στη συνέχεια ζητάμε από το μαθητή να προσπαθήσει να φανταστεί,<br />

* Η λεκτική αυτή παρέμβαση πραγματοποιείται μόνο στα υποκείμενα τα οποία διατύπωσαν εναλλακτικά<br />

παραστατικά σχήματα στη θεματική ενότητα της σημειακής πηγής.<br />

131


κάνοντας υπέρβαση των πραγματικών συνθηκών του πειράματος, το αποτέλεσμα<br />

στην υποθετική περίπτωση μιας οπής απείρων διαστάσεων. Επαναφέρουμε την οπή<br />

στο αρχικό της μέγεθος (σημειακή) και ζητάμε πρόβλεψη αποτελεσμάτων (θέση,<br />

μέγεθος και σχήμα προβολής) από τη διαδοχική και αυτοτελή ενεργοποίηση των<br />

υπολοίπων λαμπτήρων προβαίνοντας κάθε φορά σε άμεση επιβεβαίωση/διάψευση<br />

των προβλέψεων. Ενεργοποιούμε στη συνέχεια διαδοχικά και μόνιμα τις σημειακές<br />

πηγές, διαμορφώνοντας σταδιακά το τετραγωνικό σχήμα της φωτεινής προβολής ως<br />

το άθροισμα των οκτώ σημειακών φωτεινών κηλίδων (Εικ. 6).<br />

(Εικόνα 6)<br />

Τέλος απενεργοποιούμε διαδοχικά και αυτοτελώς την κεντρική κάτω και κεντρική<br />

πλάγια σημειακή πηγή, μορφοποιώντας την εκτεταμένη πηγή σε σχήμα ορθού και<br />

πλάγιου «Π» αντίστοιχα. Η τροποποίηση αυτή επιτρέπει στα παιδιά να ερμηνεύσουν<br />

την αντιστροφή του σχήματος τόσο σε κατακόρυφο όσο και σε οριζόντιο επίπεδο η<br />

οποία εμπίπτει στα παρατηρησιακά δεδομένα μόνο στην περίπτωση φωτεινής πηγής<br />

ασύμμετρου σχήματος (Εικ. 7).<br />

(Εικόνα 7)<br />

132


Έργο Γ2<br />

Διατηρούμε το μέγεθος της οπής στη μικρότερη διάσταση και πλησιάζουμε την<br />

οθόνη σε απόσταση 5cm από το διάφραγμα (Σχ. 6.20).<br />

Γ2<br />

(Σχ. 6.20)<br />

Ακολουθώντας την ίδια διαδικασία παρέμβασης (πρόβλεψη – άμεση επιβεβαίωση –<br />

διάλογος – καθοδήγηση – ερμηνεία), ενεργοποιούμε διαδοχικά τις σημειακές πηγές.<br />

Η σχεδόν απόλυτη επικάλυψη των διαδοχικά εμφανιζόμενων φωτεινών κυκλικών<br />

κηλίδων, δίνει ως συνολικό αποτέλεσμα φωτεινή προβολή κυκλικού σχήματος και<br />

ίδιων περίπου διαστάσεων με την οπή.<br />

Απομακρύνουμε στη συνέχεια την οθόνη από το διάφραγμα μετακινώντας την αργά<br />

και σταθερά, πάνω στον οδηγό της οπτικής τράπεζας και μέχρι την αρχική της θέση.<br />

Διαπιστώνουμε σε ένα κλίμα συνεργατικού διαλόγου την αύξηση της διασποράς των<br />

φωτεινών κυκλικών κηλίδων και του μεγέθους τους και επισημαίνουμε την<br />

αμφιμονοσήμαντη σχέση μεταξύ κάθε σημείου της πηγής και του φωτεινού<br />

αποτελέσματος που προκαλεί.<br />

Έργο Γ3<br />

Τοποθετούμε το διάφραγμα με την εκτεταμένη οπή (δ=15cm) και τοποθετούμε την<br />

οθόνη σε απόσταση 5cm από το διάφραγμα (Σχ. 6.21).<br />

Γ3<br />

(Σχ. 6.21)<br />

133


Ακολουθώντας την ίδια διαδικασία παρέμβασης ενεργοποιούμε διαδοχικά τις<br />

σημειακές πηγές και παρατηρούμε τη σταδιακή διαμόρφωση του σχήματος της<br />

προβολής (κύκλος διαστάσεων ίδιων με την οπή).<br />

Απομακρύνουμε στη συνέχεια την οθόνη αργά και σταθερά όπως στο προηγούμενο<br />

έργο και παρακολουθούμε την εξέλιξη του φαινομένου μέχρι τη μορφοποίηση του<br />

τελικού σχήματος. Το μεγάλο μέγεθος της προβολής κάθε σημειακής πηγής οδηγεί σε<br />

σχετικά μεγάλη επικάλυψη, με αποτέλεσμα το τελικό σχήμα (σε απόσταση 80cm) να<br />

έχει και πάλι τη μορφή κύκλου με εντονότερα όμως φωτισμένο το κεντρικό τμήμα<br />

του.<br />

Στο σημείο αυτό ζητάμε από το μαθητή να προσπαθήσει να προβλέψει, κάνοντας και<br />

πάλι υπέρβαση των πραγματικών συνθηκών του πειράματος, το φωτεινό αποτέλεσμα<br />

στην υποθετική περίπτωση απομάκρυνσης της οθόνης σε σχετικά μεγάλη απόσταση,<br />

επεμβαίνοντας διορθωτικά όπου κρίνουμε απαραίτητο, με επισημάνσεις σχετικές με<br />

την αύξηση του μεγέθους των οκτώ φωτεινών κυκλικών δίσκων και τη σταδιακή<br />

χωροθέτησή τους.<br />

Με τη διαδοχική παρουσίαση των έργων αυτής της φάσης και τις επί μέρους<br />

τροποποιήσεις τους, επιδιώκουμε τη νοητική συγκρότηση του μηχανισμού<br />

σχηματοποίησης των φωτεινών προβολών εκτεταμένης φωτεινής πηγής μέσω<br />

διαφράγματος με οπή, στηριζόμενοι στην αρχή της μη συνεκτικής εκπομπής του<br />

Kepler και εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα τις αρχές της Γεωμετρικής Οπτικής που<br />

διέπουν το φαινόμενο: κάθε στοιχειώδες τμήμα της φωτεινής πηγής δημιουργεί<br />

πάντοτε φωτεινή προβολή με το σχήμα της οπής (αντίστοιχα σκιά με το σχήμα του<br />

εμποδίου) ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα, ως αποτέλεσμα της<br />

ευθύγραμμης και ισότροπης προς όλες τις κατευθύνσεις εκπομπής και διάδοσης του<br />

φωτός. Οι παράγοντες που μορφοποιούν το εκάστοτε συνολικό σχήμα είναι το<br />

μέγεθος της οπής (αντίστοιχα εμποδίου) και οι σχετικές αποστάσεις πηγής – οπής –<br />

οθόνης.<br />

Εναλλακτικά έργα με τη χρήση εμποδίου<br />

Πρόκειται για έργα πανομοιότυπα με αυτά της διάταξης του διαφράγματος, με τη<br />

διαφορά ότι στη θέση των φωτεινών προβολών σχηματίζονται τώρα οι σκιές των<br />

αντίστοιχων εμποδίων (Σχ.6.22). Η διαδοχή των έργων, το πλαίσιο διαλόγου και η<br />

στοχοθέτηση παραμένουν τα ίδια.<br />

134


Γ΄1<br />

Γ΄2<br />

Γ΄3<br />

(Σχ. 6.22)<br />

135


Τέλος, το στάδιο της διδακτικής παρέμβασης ολοκληρώνεται με την παρουσίαση<br />

τεσσάρων σχεδίων στα οποία εικονίζονται φωτεινές πηγές διαφόρων μεγεθών και<br />

σχημάτων, απεξαρτημένων από την παρουσία άλλων συσκευών ή διατάξεων. Ζητάμε<br />

από το υποκείμενο να υποδείξει γραφικά πάνω στο σχέδιο τον τρόπο με τον οποίο<br />

θεωρεί ότι εκπέμπεται το φως από την πηγή. Στην περίπτωση λανθασμένων<br />

απαντήσεων, παρεμβαίνουμε, επισημαίνοντας την ανεπάρκεια ερμηνείας των<br />

φωτεινών αποτελεσμάτων συγκεκριμένων διατάξεων στις οποίες έχει ήδη εμπλακεί<br />

το υποκείμενο, στη βάση του συγκεκριμένου εξηγητικού σχήματος που υιοθετεί.<br />

Στόχος της παρουσίασης αυτής είναι η διερεύνηση των διαμορφωμένων από την<br />

πειραματική παρέμβαση νοητικών παραστάσεων σε ότι αφορά το μηχανισμό<br />

εκπομπής και η διευκόλυνση απεμπλοκής από ενδεχόμενα ανεπαρκή εξηγητικά<br />

σχήματα.<br />

Σχέδιο 1<br />

Απεικονίζει λαμπτήρα πολύ μικρού μεγέθους ο οποίος παραπέμπει προσεγγιστικά σε<br />

σημειακή πηγή (Σχ. 6.23). Ζητάμε από το υποκείμενο να παραστήσει γραφικά τον<br />

τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι εκπέμπεται το φως από την πηγή.<br />

(Σχ. 6.23)<br />

Σχέδιο 2<br />

Απεικονίζει μια εκτεταμένη φωτεινή πηγή τετραγωνικού σχήματος και τρεις<br />

εναλλακτικούς τρόπους εκπομπής της φωτεινής ακτινοβολίας (Σχ. 6.24). Ζητάμε από<br />

το υποκείμενο να επιλέξει το σχήμα με τη σωστή απεικόνιση.<br />

(Σχ. 6.24)<br />

136


Σχέδιο 3<br />

Απεικονίζει λαμπτήρα σε φυσικό μέγεθος στον οποίο η εκπεμπόμενη ακτινοβολία<br />

εμφανίζει ακτινικά χαρακτηριστικά (Σχ. 6.25).<br />

(Σχ. 6.26)<br />

Ρωτάμε το υποκείμενο κατά πόσον ο τρόπος αυτός εκπομπής είναι επαρκής. Σε<br />

περίπτωση αρνητικής απάντησης του ζητάμε να συμπληρώσει το σχήμα.<br />

Σχέδιο 4<br />

Απεικονίζει δύο εκτεταμένες φωτεινές πηγές με σχήματα διαφορετικά από αυτά τα<br />

οποία μέχρι στιγμής έχουν παρουσιαστεί (Σχ. 6.27).<br />

(Σχ. 6.27)<br />

Ζητάμε από το υποκείμενο να σχεδιάσει τον τρόπο εκπομπής του φωτός.<br />

137


6.5.3. Τρίτο στάδιο (μετά-έλεγχος): Έλεγχος μεταβολών<br />

Στο στάδιο αυτό επιχειρούμε να καταγράψουμε τις μεταβολές των νοητικών<br />

παραστάσεων των υποκειμένων και το βαθμό προσέγγισης του ορθού προτύπου. Η<br />

διαδικασία εξελίσσεται με την αναπαραγωγή των έργων του προ-ελέγχου και για τις<br />

δύο θεματικές ενότητες, με την επαναφορά δηλαδή της σταυροειδούς πηγής στη θέση<br />

της τετραγωνικής. Η διερεύνηση των τελικά διαμορφωμένων παραστάσεων<br />

πραγματοποιείται μέσω νέων ατομικών συνεντεύξεων, η δομή των οποίων παραμένει<br />

ίδια με αυτή του προ-ελέγχου. Ζητούνται προβλέψεις, περιγραφές, ερμηνείες και<br />

αιτιολογήσεις, τόσο σε λεκτικό όσο και σε διαγραμματικό επίπεδο χωρίς, όπως είναι<br />

φυσικό, τη δυνατότητα επαλήθευσης ή διάψευσης. Ιδιαίτερα αναλυτικός είναι ο<br />

διάλογος κατά τη διάρκεια των αιτιολογήσεων, καθώς ενυπάρχει ο κίνδυνος οι<br />

σωστές απαντήσεις να έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα μηχανιστικής αναπαραγωγής<br />

και μεταφοράς των διαπιστωμένων φωτεινών αποτελεσμάτων του προηγούμενου<br />

σταδίου στα νέα εμπειρικά δεδομένα. Η επιλογή και παρουσίαση στον μετά-έλεγχο<br />

έργων, τα αποτελέσματα των οποίων δεν έχουν ανιχνευθεί αισθητηριακά κατά τη<br />

διάρκεια της παρέμβασης (έργα δηλαδή με οπές ή εμπόδια τετραγωνικού σχήματος),<br />

έχουν ως στόχο την ελαχιστοποίηση και αυτού του κινδύνου.<br />

138


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ<br />

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

139


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7<br />

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ<br />

140


Εισαγωγικά<br />

Για την επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας δημιουργήσαμε ένα συνολικό<br />

πίνακα καταγραφής των απαντήσεων των υποκειμένων με βάση την εξέλιξη της<br />

πειραματικής διαδικασίας. Στην επάνω οριζόντια γραμμή του πίνακα<br />

καταχωρίστηκαν όλα τα έργα που χρησιμοποιήθηκαν, με την ίδια σειρά<br />

παρουσίασης, ενώ στον κατακόρυφο άξονα κατανεμήθηκαν αριθμητικά τα<br />

υποκείμενα της έρευνας, ταξινομημένα κατά ηλικιακό επίπεδο. Ο συνολικός πίνακας,<br />

ο οποίος κατασκευάστηκε σε υπολογιστικό περιβάλλον Excel, περιελάμβανε 96<br />

οριζόντιες γραμμές (όσες και τα υποκείμενα της έρευνας) και 60 συνολικά στήλες<br />

(54 για το σύνολο των έργων που αφορούν οπές και εμπόδια και 6 επιπλέον στήλες<br />

για τη θεματική ενότητα της εμπλοκής, καθόσον εδώ το ίδιο έργο χρησιμοποιήθηκε<br />

δύο φορές –μία για την πρόβλεψη και μία για την επιβεβαίωση ή διάψευση). Σε κάθε<br />

ένα από τα 96x60=5760 κελιά του πίνακα αποτυπώθηκε σχηματικά η διάταξη των<br />

στοιχείων κάθε έργου και οι αντίστοιχη απάντηση του υποκειμένου, η οποία<br />

μεταφέρθηκε με κωδικοποιημένο τρόπο από την ταυτόχρονη μελέτη του<br />

πρωτοκόλλου και του απομαγνητοφωνημένου κειμένου. Ο πίνακας αυτός παρείχε<br />

αφενός μεν τη δυνατότητα σύγκρισης και ομαδοποίησης των παραστατικών<br />

σχημάτων όλων των υποκειμένων για το ίδιο έργο, αφετέρου δε τη δυνατότητα<br />

παρακολούθησης της εξέλιξης των συλλογισμών κάθε υποκειμένου κατά τη<br />

διαδοχική παρουσίαση των έργων. Η ευχερής διάκριση κάθε νοητικού σχήματος ανά<br />

κατηγορία επιτεύχθηκε με τον ιδιαίτερο χρωματισμό κάθε κελιού. Θα πρέπει να<br />

επισημάνουμε ότι η επεξεργασία των δεδομένων τόσο στο επίπεδο της καταγραφής<br />

παραστάσεων όσο και στο επίπεδο των μεταβολών, πραγματοποιήθηκε στη βάση των<br />

ερμηνευτικών σχημάτων τα οποία χρησιμοποιούσαν τα παιδιά και όχι σωστών<br />

προβλέψεων. Καθώς το ίδιο φωτεινό αποτέλεσμα είναι σε πολλές περιπτώσεις<br />

προβλέψιμο από διαφορετικά ερμηνευτικά μοντέλα, μια επεξεργασία και ερμηνεία<br />

των δεδομένων σε επίπεδο ορθών προβλέψεων θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε<br />

εσφαλμένα συμπεράσματα.<br />

Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων γίνεται χωριστά για κάθε μία από τις δύο<br />

θεματικές ενότητες (σημειακής -υποκεφάλαιο 7.1.- και εκτεταμένης πηγής -<br />

υποκεφάλαιο 7.2.). Και στις δύο ενότητες προηγείται η παρουσίαση των<br />

ανιχνευομένων παραστατικών σχημάτων των υποκειμένων όπως προκύπτουν από το<br />

πρώτο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας (προ-έλεγχος, υποκεφ. 7.1.1 & 7.2.1<br />

αντίστοιχα). Η συγκρότηση των κατηγοριών στις οποίες κατατάσσουμε τα δεδομένα,<br />

γίνεται με βάση το διατυπωμένο περιεχόμενο των παραστάσεων που προκύπτει τόσο<br />

από τις λεκτικές απαντήσεις όσο και από την ανάλυση των διαγραμμάτων στις<br />

έντυπες αναπαραστάσεις. Στην παρουσίαση αναφέρουμε χαρακτηριστικά<br />

αποσπάσματα από τα κείμενα των συνεντεύξεων, αποκαλυπτικά των παραστατικών<br />

προτύπων τα οποία χρησιμοποιούν τα υποκείμενα, καθώς και τα αντίστοιχα<br />

διαγράμματα που υποστηρίζουν τα πρότυπα αυτά. Ακολουθούν πίνακες στους<br />

οποίους αποτυπώνονται οι συχνότητες των απαντήσεων.<br />

Στη συνέχεια η παρουσίαση διαφοροποιείται για κάθε θεματική ενότητα,<br />

ακολουθώντας την ιδιαίτερη εξέλιξη της πειραματικής διαδικασίας. Στην ενότητα της<br />

σημειακής πηγής παρουσιάζονται πίνακες μεταβολών των απαντήσεων των<br />

υποκειμένων μεταξύ προ-ελέγχου και μετά-ελέγχου (υποκεφ. 7.1.2), καθώς η<br />

διδακτική παρέμβαση ολοκληρώθηκε με την εμφάνιση των φωτεινών<br />

αποτελεσμάτων και τη συγκρουσιακή διδακτική διαδικασία. Στην ενότητα της<br />

εκτεταμένης πηγής παρουσιάζονται κατ’ αρχήν πίνακες με τα αποτελέσματα από τη<br />

φάση της εμπλοκής (υποκεφ. 7.2.2.α.). Εδώ καταγράφεται η εξέλιξη των<br />

141


συλλογισμών των υποκειμένων στις συγκρουσιακές συνθήκες που διαμορφώνονται<br />

από τη διαδοχική παρουσίαση των έργων. Τα αποτελέσματα του σταδίου αυτού<br />

υποβάλλονται σε ποιοτική ανάλυση στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο. Ακολουθούν<br />

πίνακες μεταβολών των απαντήσεων των υποκειμένων κατά τη φάση της<br />

πειραματικής παρέμβασης (υποκεφ. 7.2.2.β.). Τέλος, παρουσιάζονται πίνακες των<br />

συνολικών μεταβολών των απαντήσεων μεταξύ προ-ελέγχου και μετά-ελέγχου<br />

(υποκεφ. 7.2.3.). Στους πίνακες των μεταβολών έχουν καταχωριστεί μόνο όσα<br />

υποκείμενα εμφάνισαν εναλλακτικά παραστατικά σχήματα κατά τον προ-έλεγχο, για<br />

τον ασφαλέστερο έλεγχο της αποτελεσματικότητας της μεθόδου παρέμβασης. Σε<br />

όλες τις περιπτώσεις η παρουσίαση των αποτελεσμάτων γίνεται κατά ηλικιακή<br />

κατηγορία. Οι πίνακες συχνοτήτων καθώς και εκείνοι των συνολικών μεταβολών<br />

συνοδεύονται από τα αντίστοιχα ραβδογράμματα.<br />

Ένα δεύτερο επίπεδο παρουσίασης αποτελεσμάτων –που αφορά μόνο τη θεματική<br />

ενότητα της εκτεταμένης πηγής- γίνεται σε πίνακες συχνοτήτων στους οποίους<br />

εμφανίζεται η ενδεχόμενη πρόοδος, σχετική πρόοδος, στασιμότητα ή οπισθοδρόμηση<br />

των απαντήσεων των υποκειμένων (υποκεφ. 7.2.4.). Εφ’ όσον η προσέγγισή μας<br />

γίνεται από την οπτική γωνία της Διδακτικής της Φυσικής, η διδακτική μας<br />

παρέμβαση απέβλεπε στη γνωστική πρόοδο των παιδιών που έλαβαν μέρος στη<br />

διαδικασία, με βάση την παρεμβατική δραστηριότητα και την αλληλεπίδραση<br />

πειραματιστή και υποκειμένων. Αποκτούν, επομένως, ιδιαίτερη σημασία οι<br />

μεταβολές των απαντήσεων στο επίπεδο των επιδόσεων. Με βάση αυτούς τους<br />

πίνακες γίνεται και ο έλεγχος της δεύτερης ερευνητικής μας υπόθεσης.<br />

Παρουσιάζουμε ακολούθως τα αποτελέσματά μας.<br />

7..1. Πρώτη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή<br />

7.1.1. Βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών<br />

Με την παρουσίαση των έργων Α11, Α12, Α13 και Α14 (εναλλακτικά Α΄11, Α΄12,<br />

Α΄13 και Α΄14) στο πρώτο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας επιχειρούμε τη<br />

διερεύνηση των παραστάσεων των υποκειμένων για τον τρόπο εκπομπής και<br />

διάδοσης του φωτός από σημειακή πηγή. Η ανάλυση των απαντήσεων οδήγησε στη<br />

διάκριση πέντε παραστατικών σχημάτων. Η καταχώρηση κάθε υποκειμένου σε μια<br />

παραστατική κατηγορία έγινε με την παραδοχή της υιοθέτησης του συγκεκριμένου<br />

προτύπου τουλάχιστον στα τρία από τα τέσσερα έργα του σταδίου αυτού (ν≥3),<br />

αφού θεωρήσαμε ότι η σταθερή χρήση ενός ερμηνευτικού σχήματος στην<br />

πλειονότητα των σχετικών έργων σηματοδοτεί και την παγίωσή του στη σκέψη του<br />

παιδιού.<br />

142


Α. Ακτινικό σχήμα (ορθό πρότυπο).<br />

Το φως εκπέμπεται με ακτινικό τρόπο από τη σημειακή πηγή και διαδίδεται στο χώρο<br />

ευθύγραμμα και ισότροπα προς όλες τις κατευθύνσεις (Σχ. 7.1).<br />

(Σχ. 7.1)<br />

Οι μαθητές προβλέπουν σωστά και αιτιολογούν επαρκώς τα αποτελέσματα. Έτσι, στα<br />

έργα Α11, Α12 και Α13 προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό του διαφράγματος και<br />

δημιουργία φωτεινής κηλίδας (κυκλικού δίσκου στο Α13) στην οθόνη στη διεύθυνση<br />

της νοητής ευθείας που ενώνει πηγή και οπή, ενώ η υπόλοιπη οθόνη παραμένει<br />

σκιασμένη. Στο Α14 προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό και στις τρεις οθόνες (Σχ<br />

7.2).<br />

A11<br />

A12<br />

A13<br />

A14<br />

(Σχ. 7.2)<br />

143


Αντίστοιχα, στο εναλλακτικό περιβάλλον με τη χρήση εμποδίου στη θέση του<br />

διαφράγματος, προβλέπουν στα έργα Α΄11 και Α΄12 τη δημιουργία σκοτεινής<br />

κηλίδας στην οθόνη στη διεύθυνση της νοητής ευθείας που ενώνει πηγή και εμπόδιο<br />

με την υπόλοιπη οθόνη να φωτίζεται ομοιόμορφα. Στο έργο Α΄13 προβλέπουν το<br />

σχηματισμό σκοτεινού κυκλικού δίσκου στην οθόνη και την εμπρόσθια επιφάνεια<br />

του εμποδίου να φωτίζεται ομοιόμορφα (Σχ. 7.3).<br />

A΄11<br />

A΄12<br />

A΄13<br />

A΄14<br />

(Σχ.7.3)<br />

Β. Περιορισμένο ακτινικό σχήμα<br />

Το φως εκπέμπεται ακτινικά και ευθύγραμμα όχι όμως και ισότροπα γύρω από την<br />

πηγή (Σχ. 7.4).<br />

(Σχ. 7.4)<br />

144


Ο περιορισμός της εκπομπής οφείλεται σε εγγενή ιδιότητα της πηγής, η οποία<br />

ακτινοβολεί ισχυρά μόνο στην οριζόντια διάσταση ενώ η φωτοβολία εξασθενεί<br />

σταδιακά με την απομάκρυνση από το οριζόντιο επίπεδο. Τα υποκείμενα που<br />

υιοθετούν αυτό το σχήμα, προβλέπουν τα ίδια φωτεινά αποτελέσματα με την<br />

προηγούμενη κατηγορία στην οθόνη για τα έργα Α11, Α12 και Α13, στο διάφραγμα<br />

όμως (όπως και στις οθόνες του έργου Α14) προβλέπουν μερικό φωτισμό που<br />

κατανέμεται σε μια στενή περιοχή στο ύψος της πηγής (Σχ. 7.5). Στη διερευνητική<br />

μας ερώτηση σχετικά με τα αίτια που διαμορφώνουν τη μορφή της φωτεινής<br />

προβολής στο έργο Α14, τα υποκείμενα διευκρινίζουν ότι η σκοτεινές περιοχές της<br />

οθόνης δεν οφείλονται στην εξασθένηση της ακτινοβολίας με την αύξηση της<br />

απόστασης στη διαγώνια διάσταση, αλλά είναι αποτέλεσμα του χαρακτηριστικού<br />

τρόπου εκπομπής. Π.χ. ‘Εδώ στη μέση (δείχνει το μέσον του διαφράγματος) θα<br />

φαίνεται φως … εδώ δεν θα φαίνεται και πολύ (δείχνει το επάνω και κάτω μέρος της<br />

οθόνης) … δεν έχει δύναμη η πηγή να φωτίσει πολύ εδώ…’ (Υ. 54). ‘Εδώ στη μέση<br />

(δείχνει το μέσον του διαφράγματος) θα φωτιστεί πολύ … πάνω και κάτω πιο λίγο …<br />

δεν πάνε πολλές ακτίνες πάνω και κάτω (Υ. 65). Στο εναλλακτικό περιβάλλον με τη<br />

χρήση εμποδίου δεν ανιχνεύτηκαν τέτοιου τύπου παραστατικά σχήματα.<br />

A11<br />

A12<br />

A13<br />

A14<br />

(Σχ. 7.5)<br />

Γ. Ολιστικό σχήμα<br />

Η πηγή εκπέμπει μονοδιάστατα σε επιλεγμένη οριζόντια διεύθυνση (Σχ. 7.6).<br />

(Σχ. 7.6)<br />

145


Τα υποκείμενα τα οποία υιοθετούν αυτό το παραστατικό σχήμα προβλέπουν το<br />

σχηματισμό φωτεινής κηλίδας στην οθόνη, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η<br />

οπή του διαφράγματος βρίσκεται στην ίδια οριζόντια ευθεία με την πηγή (έργα Α11<br />

και Α13), ή στην περίπτωση απουσίας διαφράγματος (Α14). Π.χ. ‘… θα δω (στην<br />

οθόνη του έργου Α11) ένα μικρό στρογγυλό κύκλο … γιατί μπορεί και περνάει η<br />

ακτίνα. Το ίδιο θα δω και εδώ (στην οθόνη του έργου Α13) … γιατί και πάλι περνάει<br />

η ακτίνα’ (Υ. 87). Σε κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές η φωτεινή περιοχή της<br />

οθόνης έχει το σχήμα και το μέγεθος του μικρού (σημειακού) λαμπτήρα, ενώ το<br />

διάφραγμα παραμένει σκοτεινό -μια παράσταση που υποδηλώνει τη μεταφορά της<br />

μορφής της πηγής σε επιλεγμένη διεύθυνση. Π.χ. ‘… θα δούμε τη λάμπα στην οθόνη<br />

(του έργου Α13), γιατί χωράει να περάσει από τη μεγάλη τρύπα’ (Υ. 44). Για τις<br />

παράπλευρες οθόνες του έργου Α14 προβλέπουν είτε απουσία φωτός είτε αμυδρό<br />

φωτισμό, οφειλόμενο στην αντανάκλαση και διάχυση του φωτός από το φωτεινό<br />

αποτύπωμα του λαμπτήρα στην εμπρόσθια οθόνη. Π.χ. ‘… οι ακτινοβολίες<br />

απωθούνται από το φως και τις φωτίζουν λίγο (τις οθόνες)’ (Υ. 10). Για το ίδιο έργο<br />

(Α14) διατυπώνονται και εναλλακτικές εκδοχές του ίδιου παραστατικού σχήματος με<br />

πρόβλεψη εκπομπής σε δύο (αντιδιαμετρικές) ή τέσσερις (ορθογώνιες και<br />

αντιδιαμετρικές) διευθύνσεις –παραστατικά σχήματα τα οποία υποδεικνύουν<br />

εξάρτηση της εκπομπής από τη χωρική διευθέτηση των στοιχείων της διάταξης<br />

(Σχ.7.7). Π.χ. ‘… βέβαια, θα φωτιστούν οι οθόνες, εδώ, εδώ και εδώ (δείχνει από ένα<br />

σημείο σε κάθε οθόνη, ακριβώς απέναντι και στο ίδιο ύψος με την πηγή) (Υ. 34). Στο<br />

έργο Α12 προβλέπουν το σχηματισμό της φωτεινής κηλίδας στο διάφραγμα και στο<br />

ίδιο ύψος με την πηγή, ενώ η υπόλοιπη περιοχή του διαφράγματος παραμένει<br />

σκοτεινή. Π.χ. ‘… όχι δεν θα φωτιστεί η οθόνη … δεν περνάει το φως γιατί η τρύπα<br />

είναι πιο ψηλά … εδώ θα δούμε λίγο φως (δείχνει στο διάφραγμα το σημείο απέναντι<br />

από την πηγή) … όχι, το υπόλοιπο χαρτόνι δεν θα έχει φως’ (Υ. 64).<br />

A11<br />

A12<br />

A13<br />

A14<br />

(Σχ. 7.7)<br />

146


Ανάλογες είναι και οι προβλέψεις στα εναλλακτικά έργα με χρήση εμποδίων. Έτσι το<br />

υποκείμενο Υ.35 προβλέπει στα έργα Α΄12 και Α΄14 το σχηματισμό φωτεινής<br />

κηλίδας στην οθόνη στην ίδια οριζόντια ευθεία με την πηγή και με την υπόλοιπη<br />

περιοχή της οθόνης σκιασμένη, ενώ στα έργα Α΄11 και Α΄13 προβλέπει όλη την<br />

οθόνη σκοτεινή, καθόσον ‘… το φως θα σταματήσει στο εμπόδιο που βρίσκεται<br />

απέναντι …η εικόνα της λάμπας θα φανεί πάνω στο εμπόδιο’ (Σχ.7.8).<br />

A΄11<br />

A΄12<br />

A΄13<br />

A΄14<br />

(Σχ.7.8)<br />

147


Δ. Σχήμα ενεργού φωτός<br />

Η πηγή εκπέμπει επιλεκτικά και το φως διαδίδεται μόνο στο χώρο που ορίζεται κάθε<br />

φορά από τον κώνο (ή την πυραμίδα) ο οποίος έχει κορυφή την πηγή και βάση<br />

κάποιο στοιχείο των διατάξεων. Το παραστατικό αυτό σχήμα αποδίδει ενεργητικές<br />

ιδιότητες στο φως, το οποίο δείχνει να «αναγνωρίζει» το συγκεκριμένο στοιχείο στο<br />

χώρο και να κατευθύνεται αποκλειστικά προς αυτό. Για τα υποκείμενα Υ.43 και Υ.67<br />

το φως που εκπέμπει η πηγή κατευθύνεται αποκλειστικά προς την οπή (έργο Α11),<br />

παρακολουθώντας είτε τη μεγέθυνσή της (έργο Α13) είτε τη σχετική μετατόπισή της<br />

σε σχέση με την πηγή (έργο Α12). Και στα τρία έργα υποδεικνύουν σωστά την<br />

αποτύπωση της φωτεινής κηλίδας ή του φωτεινού δίσκου στην οθόνη, προβλέπουν<br />

όμως σκοτεινή όλη την επιφάνεια του διαφράγματος (Σχ. 7.9). Π.χ. ‘… όχι, το πρώτο<br />

χαρτόνι δεν θα φωτιστεί καθόλου … γιατί όλο το φως θα περάσει από την τρύπα’ (Υ.<br />

43).<br />

A11<br />

A12<br />

A13<br />

A14<br />

(Σχ. 7.9)<br />

148


Στο εναλλακτικό περιβάλλον του εμποδίου, τα υποκείμενα Υ.38, Υ.39 και Υ.63<br />

αποδίδουν στο εμπόδιο το ρόλο του υποδοχέα του φωτός, προβλέποντας φωτισμένη<br />

μόνο την εμπρόσθια επιφάνειά του και σκοτεινή την οθόνη (7.10). Αντίθετα, για τα<br />

υποκείμενα Υ.30, Υ.58 και Υ.60 το ρόλο του δέκτη αναλαμβάνει η οθόνη, με<br />

αποτέλεσμα τα προβλεπόμενα φωτεινά αποτελέσματα να ταυτίζονται με αυτά του<br />

ορθού προτύπου. Η διαφοροποίηση επέρχεται στο έργο Α΄14, όπου, όπως<br />

προβλέπουν όλα τα υποκείμενα αυτής της κατηγορίας, η οθόνη η οποία βρίσκεται<br />

μπροστά από την πηγή υποδέχεται όλο το φως, ενώ οι άλλες δύο οθόνες παραμένουν<br />

σκοτεινές (7.11).<br />

Ανεξάρτητα από την επιλογή του στοιχείου-υποδοχέα του φωτός, όλα τα παραπάνω<br />

υποκείμενα εντάχθηκαν στην ίδια παραστατική κατηγορία, καθώς οι απαντήσεις τους<br />

απορρέουν από ίδιου τύπου συλλογισμό.<br />

A΄11<br />

A΄11<br />

A΄12<br />

A΄12<br />

A΄13<br />

A΄13<br />

Α14<br />

Α΄14<br />

(Σχ. 7.10) (Σχ. 7.11)<br />

Ε. Μεικτό σχήμα<br />

Στην κατηγορία αυτή κατατάσσουμε τα υποκείμενα τα οποία επιλέγουν διαφορετικό<br />

ερμηνευτικό πρότυπο ανά έργο (ή ανά δύο έργα), υιοθετώντας κάθε φορά κάποιο από<br />

τα παραστατικά σχήματα που αναφέρουμε πιο πάνω. Χαρακτηριστικό της σκέψης<br />

αυτών των υποκειμένων αποτελεί η παραστατική αστάθεια και η εξάρτηση του<br />

επιλεγόμενου προτύπου από τα εκάστοτε δεδομένα της πειραματικής διάταξης.<br />

149


Παρουσιάζουμε στη συνέχεια πίνακα καθώς και ραβδόγραμμα με τις συχνότητες των<br />

απαντήσεων των υποκειμένων.<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Συχνότητες παραστατικών σχημάτων για την εκπομπή του φωτός από<br />

σημειακή πηγή (Ν=96).<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού<br />

(Ν=32)<br />

Β΄ Γυμνασίου<br />

(Ν=32)<br />

Α΄ Λυκείου<br />

(Ν=32)<br />

Υποκείμ. f f % Υποκείμ. f f % Υποκείμ. f f %<br />

Ακτινικό<br />

(ορθό πρότυπο)<br />

33,36,37,<br />

40,41,42,<br />

49,50,51,<br />

52,56,59,<br />

61,62<br />

14 43,8 66,68-85,<br />

88-92,94,<br />

95,96<br />

26 81,3 1-7,11-27,<br />

29,31,32<br />

27 84,4<br />

Περιορισμένο<br />

ακτινικό<br />

54,55,57, 3 9,4 65 1 3,1 0 0<br />

Ολιστικό 34,35,44,<br />

64<br />

4 12,5 86,87 2 6,2 8,10 2 6,2<br />

Ενεργό φως 38,39,43,<br />

58,60,63<br />

6 18,7 67 1 3,1 30 1 3,1<br />

Μεικτό 45,46,47,<br />

48,53<br />

Άλλες<br />

απαντήσεις<br />

5 15,6 0 0 9,28 2 6,2<br />

0 0 74,93 2 6,2 0 0<br />

150


ΡΑΒΔΟΓΡΑΜΜΑ 1. Συχνότητες παραστατικών σχημάτων για την εκπομπή του<br />

φωτός από σημειακή πηγή<br />

30<br />

Ακτινικό Περ. ακτινικό Ολιστικό Ενεργό φως Μεικτό Άλλο<br />

26<br />

27<br />

25<br />

20<br />

15<br />

14<br />

10<br />

5<br />

0<br />

6<br />

5<br />

4<br />

3<br />

2 2<br />

2 2<br />

1 1 1<br />

0<br />

0<br />

0<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού Β΄ Γυμνασίου Α΄ Λυκείου<br />

0<br />

151


7.1.2. Ο μετασχηματισμός των παραστάσεων<br />

Στους πίνακες που ακολουθούν καταγράφονται οι μεταβολές των απαντήσεων των<br />

υποκειμένων κατά ηλικιακή κατηγορία μεταξύ προ-ελέγχου και μετά-ελέγχου, καθώς<br />

και το αντίστοιχο ραβδόγραμμα. Στους πίνακες δεν έχουν καταχωριστεί τα<br />

υποκείμενα τα οποία στον προ-έλεγχο έδειξαν ότι έχουν οικοδομήσει επαρκώς το<br />

αποδεκτό επιστημονικό πρότυπο, καθόσον αυτά εξαιρέθηκαν από την περαιτέρω<br />

πειραματική διαδικασία.<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Μεταβολές των απαντήσεων μαθητών ΣΤ΄ Δημοτικού μεταξύ προελέγχου<br />

και μετά-ελέγχου για την εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή (Ν=18).<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Ακτινικό<br />

(ορθό πρότυπο)<br />

Προ-έλεγχος<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκείμενα f f % Υποκείμενα f f %<br />

0 0 34,35,38,39,43, 14 77,8<br />

44,46,47,48,54,<br />

58,60,63,64<br />

Περιορισμένο<br />

ακτινικό<br />

54,55,57 3 16,7 0 0<br />

Ολιστικό 34,35,44,64 4 22,2 0 0<br />

Ενεργό φως 38,39,43,<br />

58,60,63<br />

6 33,3 53,55 2 11,1<br />

Μεικτό 45,46,47,48,<br />

53<br />

5 27,8 45,57 2 11,1<br />

152


ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Μεταβολές των απαντήσεων μαθητών Β΄ Γυμνασίου μεταξύ προελέγχου<br />

και μετά-ελέγχου για την εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή (Ν=6).<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Ακτινικό<br />

(ορθό πρότυπο)<br />

Περιορισμένο<br />

ακτινικό<br />

Προ-έλεγχος<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκείμενα f f % Υποκείμενα f f %<br />

0 0 65,67,86,87,93 5 83,3<br />

65 1 16,7 0 0<br />

Ολιστικό 86,87 2 33,3 0 0<br />

Ενεργό φως 67 1 16,7 0 0<br />

Άλλες απαντήσεις 74,93 2 33,3 74 1 16,6<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 4. Μεταβολές των απαντήσεων μαθητών Α΄ Λυκείου μεταξύ προελέγχου<br />

και μετά-ελέγχου για την εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή (Ν=5).<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Ακτινικό<br />

(ορθό πρότυπο)<br />

Προ-έλεγχος<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκείμενα f f % Υποκείμενα f f %<br />

0 0 8,9,10,28,30 5 100<br />

Ολιστικό 8,10 2 40 0 0<br />

Ενεργό φως 30 1 20 0 0<br />

Μεικτό 9,28 2 40 0 0<br />

153


16<br />

ΡΑΒΔΟΓΡΑΜΜΑ 2. Μεταβολές των απαντήσεων των υποκειμένων μεταξύ προελέγχου<br />

και μετά-ελέγχου για την εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή<br />

Ακτινικό Περιορισμένο ακτινικό Ολιστικό Ενεργό φως Μεικτό Άλλο<br />

14<br />

14<br />

12<br />

10<br />

8<br />

6<br />

6<br />

5<br />

5<br />

5<br />

4<br />

3<br />

4<br />

2<br />

2 2<br />

1<br />

2<br />

1<br />

2<br />

1<br />

2<br />

1<br />

2<br />

0<br />

0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0<br />

Προ-έλεγχος Μετά-έλεγχος Προ-έλεγχος Μετά-έλεγχος Προ-έλεγχος Μετά-έλεγχος<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού Β΄ Γυμνασίου Α΄ Λυκείου<br />

154


7.2. Δεύτερη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή<br />

7.2.1. Προ-έλεγχος: Βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών<br />

Με την παρουσίαση 8 έργων (Α21-Α28/εναλλακτικά Α΄21-Α΄28) στο πρώτο στάδιο<br />

της πειραματικής διαδικασίας επιχειρούμε τη διερεύνηση των παραστάσεων των<br />

μαθητών για τον τρόπο εκπομπής και διάδοσης του φωτός από εκτεταμένη πηγή. Για<br />

το σκοπό αυτό χρησιμοποιούμε φωτεινή πηγή φθορισμού σταυροειδούς σχήματος,<br />

διάφραγμα με οπή (εναλλακτικά εμπόδιο) και οθόνη προβολής. Η διαφοροποίηση<br />

των έργων συνίσταται στην εκάστοτε τροποποίηση κάποιων στοιχείων της αρχικής<br />

διάταξης (συμμετρικά χαρακτηριστικά της πηγής, σχήμα και μέγεθος οπής/εμποδίου,<br />

απόσταση διαφράγματος/εμποδίου-οθόνης) με στόχους οι οποίοι έχουν διεξοδικά<br />

αναλυθεί ανά έργο στη συζήτηση επί της μεθοδολογίας.<br />

Η ανάλυση των απαντήσεων των υποκειμένων κατά τον προ-έλεγχο οδήγησε στη<br />

διάκριση πέντε παραστατικών σχημάτων. Η καταχώρηση κάθε υποκειμένου σε μια<br />

παραστατική κατηγορία έγινε με την παραδοχή της υιοθέτησης του συγκεκριμένου<br />

ερμηνευτικού προτύπου τουλάχιστον στα έξι από τα οκτώ έργα της ενότητας αυτής<br />

(ν≥6), με κριτήριο ανάλογο αυτού που διατυπώσαμε στην περίπτωση της σημειακής<br />

πηγής.<br />

Α. Μη συνεκτικό σχήμα (ορθό πρότυπο)<br />

Το φως εκπέμπεται με τρόπο μη συνεκτικό και διαδίδεται στο χώρο ευθύγραμμα και<br />

ισότροπα προς όλες τις κατευθύνσεις από κάθε σημείο της εκτεταμένης πηγής (Σχ.<br />

7.12).<br />

(Σχ. 7.12)<br />

155


Οι μαθητές προβλέπουν σωστά και αιτιολογούν επαρκώς τα αποτελέσματα. Έτσι, για<br />

τα έργα με χρήση διαφράγματος, προβλέπουν στην οθόνη το σχηματισμό φωτεινής<br />

προβολής σταυροειδούς σχήματος στα έργα Α21 και Α23, αντεστραμμένου «Τ» στο<br />

έργο Α22, φωτεινής κυκλικής κηλίδας στο έργο Α24, κυκλικού δίσκου στο Α25 και<br />

φωτεινής σταυροειδούς προβολής μεγάλου μεγέθους στα έργα Α26 και Α27.<br />

Ταυτόχρονα προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό του διαφράγματος σε όλες τις<br />

περιπτώσεις, όπως επίσης και για τις τρεις οθόνες του έργου Α28 (Σχ.7.13).<br />

Α21<br />

A25<br />

A22<br />

A26<br />

A23<br />

A27<br />

A24<br />

A28<br />

(Σχ. 7.13)<br />

156


Ανάλογα, στο εναλλακτικό περιβάλλον με τη χρήση εμποδίου, προβλέπουν στην<br />

οθόνη την εμφάνιση σκιάς σχήματος σταυρού στα έργα Α΄21 και Α΄23,<br />

αντεστραμμένου «Τ» στο έργο Α΄22, σκοτεινής κηλίδας στο έργο Α΄24, σκιερού<br />

κυκλικού δίσκου στο Α΄25 και σταυροειδούς σκιάς μεγάλου μεγέθους στα έργα Α΄26<br />

και Α΄27. Ταυτόχρονα προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό της εμπρόσθιας επιφάνειας<br />

του εμποδίου στα έργα Α΄25, Α΄26 και Α΄27, όπως επίσης και για τις τρεις οθόνες<br />

του έργου Α28 (Σχ. 7.14). Για τον ασφαλέστερο έλεγχο της εγκυρότητας των<br />

απαντήσεων ζητάμε από τα παιδιά την παροχή συμπληρωματικών διευκρινήσεων<br />

στις περιπτώσεις όπου διαφορετικά εμπειρικά δεδομένα (σημειακές οπές κυκλικού<br />

και τετραγωνικού σχήματος/αντίστοιχα εμπόδια), οδηγούν στο ίδιο αντιληπτικό<br />

αποτέλεσμα (έργα Α21-Α23 και Α26-Α27/αντίστοιχα Α΄21-Α΄23 και Α΄26-Α΄27 για<br />

τα εμπόδια).<br />

Α΄21<br />

Α΄25<br />

Α΄22<br />

Α΄26<br />

Α΄23<br />

Α΄27<br />

Α΄24<br />

A΄28<br />

(Σχ. 7.14)<br />

Β. Ολιστικό σχήμα<br />

Η εκπομπή της φωτεινής ακτινοβολίας γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία<br />

ολιστικής μεταφοράς του σχήματος της πηγής σε επιλεκτική κατεύθυνση. Για τα<br />

υποκείμενα που χρησιμοποιούν αυτό το παραστατικό πρότυπο η σταυροειδής πηγή<br />

εκπέμπει μόνο κάθετα στο επίπεδο που ορίζουν οι δύο άξονές της, οι δε φωτεινές<br />

ακτίνες διαδίδονται στο χώρο σε διευθύνσεις παράλληλες μεταξύ τους (Σχ. 7.15).<br />

(Σχ. 7.15)<br />

157


Έτσι για τα έργα όπου το διάφραγμα φέρει σημειακή οπή, προβλέπουν το<br />

σχηματισμό φωτεινής κηλίδας στην οθόνη -κυκλικής στα έργα Α21, Α22 και Α24,<br />

και τετραγωνικής Α23. Το διάφραγμα, σύμφωνα με το σχήμα αυτό, αποκόπτει την<br />

οριζόντια και συνεκτική διάδοση του φωτός προς την οθόνη, επιτρέποντας τη<br />

διέλευση μόνο του τμήματος εκείνου που εκπέμπεται από το κέντρο του σταυρού και<br />

βρίσκεται απέναντι από την οπή. Το φωτεινό σχήμα του σταυρού θα αποτυπώνεται,<br />

και στα 4 έργα, στο διάφραγμα του οποίου η υπόλοιπη επιφάνεια θα παραμένει<br />

σκοτεινή. Π.χ. ‘Στο πρώτο χαρτόνι θα δούμε το σταυρό … γιατί η πηγή είναι σταυρός<br />

… δεν νομίζω ότι θα φωτιστεί το υπόλοιπο μέρος, γιατί από κάθε σημείο το σταυρού<br />

φεύγει το φως έτσι (δείχνει οριζόντια) και έτσι θα δούμε το σταυρό … στην πίσω<br />

οθόνη θα δούμε ένα μικρό κύκλο, όπως η τρύπα … γιατί η ακτίνα αυτή (δείχνει το<br />

κέντρο της σταυροειδούς πηγής) περνάει από την τρύπα και μπορεί να φωτίσει την<br />

οθόνη’ (Υ. 8). Για τα έργα Α25, Α26 και Α27, όπου το διάφραγμα φέρει οπή<br />

διαστάσεων ελαφρώς μεγαλύτερων της πηγής, προβλέπουν το σχηματισμό<br />

σταυροειδούς προβολής στην οθόνη, ενώ η επιφάνεια του διαφράγματος παραμένει<br />

σε όλες τις περιπτώσεις σκοτεινή. Π.χ. ‘Τώρα θα δούμε το σταυρό στην οθόνη …<br />

γιατί όλες οι ακτίνες μπορούν και περνάνε από την τρύπα … όχι, το πρώτο χαρτόνι<br />

δεν θα φωτιστεί, γιατί οι ακτίνες πάνε έτσι (δείχνει οριζόντια) και δεν χτυπάνε στο<br />

χαρτόνι … φωτίζουν την οθόνη’ (Υ. 74). Στο έργο Α28 ένα μέρος των υποκειμένων<br />

αυτής της κατηγορίας προβλέπει σταυροειδή προβολή μόνο στην οθόνη που είναι<br />

τοποθετημένη μπροστά από την πηγή -υποδηλώνοντας έναν απόλυτα προνομιακό<br />

τρόπο εκπομπής-, ενώ τα υπόλοιπα υποκείμενα προβλέπουν αντίστοιχες προβολές<br />

και στις άλλες δύο οθόνες. Όλα τα υποκείμενα αυτά εντάχτηκαν στην ίδια<br />

παραστατική κατηγορία, καθόσον οι προβλέψεις τους παράγονται από ίδιου τύπου<br />

συλλογισμό (Σχ. 7.16).<br />

Α21<br />

Α25<br />

Α22<br />

Α26<br />

Α23<br />

Α27<br />

Α24<br />

Α28<br />

(Σχ.7.16)<br />

158


Αντίστοιχα στο εναλλακτικό περιβάλλον, το εμπόδιο αποκόπτει την ολιστική<br />

μεταφορά του σχήματος της πηγής στην οθόνη, δημιουργώντας κατά περίπτωση το<br />

ανάλογο φωτεινό αποτέλεσμα. Έτσι τα υποκείμενα προβλέπουν στην οθόνη τη<br />

δημιουργία φωτεινής προβολής σχήματος σταυρού στο μέσον του οποίου<br />

σχηματίζεται σκοτεινή κυκλική κηλίδα στα έργα Α΄21 και Α΄24, και τετραγωνική<br />

σκοτεινή κηλίδα στο έργο Α΄23, ενώ στο έργο Α΄22 η διαφοροποίηση συνίσταται στη<br />

μορφή της φωτεινής προβολής, η οποία έχει το σχήμα ορθού «Τ». Στα έργα Α΄25,<br />

Α΄26 και Α΄27 η οθόνη παραμένει εξ’ ολοκλήρου σκοτεινή καθόσον το μέγεθος του<br />

εμποδίου δεν επιτρέπει τη διέλευση της συνεκτικής δέσμης, με αποτέλεσμα το<br />

φωτεινό σχήμα της πηγής να προβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις στην εμπρόσθια<br />

επιφάνεια του εμποδίου (Σχ. 7.17).<br />

Α΄21<br />

Α΄25<br />

Α΄22<br />

Α΄26<br />

Α΄23<br />

Α΄27<br />

Α΄24<br />

Α΄28<br />

(Σχ. 7.17)<br />

Γ. Ακτινικό σχήμα<br />

Σύμφωνα με αυτό το παραστατικό πρότυπο κάθε εκτεταμένη φωτεινή πηγή,<br />

ανεξάρτητα από το σχήμα της, ακτινοβολεί προς το περιβάλλον ως μία νοητή<br />

σφαιρική επιφάνεια, από κάθε σημείο της οποίας εκπέμπεται μία φωτεινή ακτίνα<br />

κάθετα στην επιφάνειά της. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μηχανιστική μεταφορά του<br />

μοντέλου ακτινικής εκπομπής της σημειακής πηγής, με την αυθαίρετη και νοητή<br />

μεγέθυνσή της σε συγκρίσιμες με την εκτεταμένη πηγή διαστάσεις (Σχ. 7.18).<br />

159


(Σχ. 7.18)<br />

Τα υποκείμενα που έχουν οικοδομήσει το συγκεκριμένο παραστατικό πρότυπο,<br />

προβλέπουν στην οθόνη το σχηματισμό φωτεινής κυκλικής κηλίδας στα έργα Α21,<br />

Α22 και Α24, τετραγωνικής κηλίδας στο έργο Α23, κυκλικού δίσκου στα έργα Α25<br />

και Α26, και τετραγωνικής προβολής μεγάλων διαστάσεων στο έργο Α27.<br />

Ταυτόχρονα, προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό του διαφράγματος σε όλες τις<br />

περιπτώσεις, όπως επίσης και για τις 3 οθόνες του έργου Α28. Π.χ. ‘Το φως φεύγει<br />

προς όλες τις μεριές, παντού, και τα φωτίζει όλα … από εδώ (δείχνει την οπή στο<br />

διάφραγμα του έργου Α21) θα περάσει μια ακτίνα και θα δούμε ένα μικρό κύκλο<br />

στην οθόνη … ίδιο με την τρύπα … στο ίδιο σημείο’ (Υ. 24). (Σχ. 7.19).<br />

A21<br />

A25<br />

A22<br />

A26<br />

A23<br />

A27<br />

A24<br />

A28<br />

(Σχ. 7.19)<br />

160


Στο εναλλακτικό περιβάλλον του εμποδίου, τα υποκείμενα προβλέπουν ανάλογα<br />

στην οθόνη το σχηματισμό σκοτεινής κυκλικής κηλίδας στα έργα Α΄21, Α΄22 και<br />

Α΄24, τετραγωνικής σκοτεινής κηλίδας στο Α΄23, σκοτεινού κυκλικού δίσκου στα<br />

έργα Α΄25, Α΄26 και τετραγωνικής σκιάς μεγάλων διαστάσεων στο έργο Α΄27. Π.χ.<br />

‘Το φως φεύγει έτσι (σχεδιάζει γραμμές που φεύγουν ακτινικά από την πηγή) … και<br />

θα δούμε τη σκιά του εμποδίου στην οθόνη … λίγο πιο μεγάλη … γιατί η ακτίνα<br />

αυτή (δείχνει την οριζόντια ακτίνα που εκπέμπεται από το κέντρο της σταυροειδούς<br />

πηγής στο έργο Α΄21) δεν περνάει από το εμπόδιο … και έτσι θα δούμε τη σκιά του’<br />

(Υ. 78). Παράλληλα προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό της εμπρόσθιας επιφάνειας<br />

του εμποδίου στα έργα Α΄25, Α΄26 και Α΄27 (Σχ.7.20).<br />

A΄21<br />

Α΄25<br />

A΄22<br />

A΄26<br />

A΄23<br />

A΄27<br />

Α΄24<br />

A΄28<br />

(Σχ. 7.20)<br />

Δ. Συνδυαστικό σχήμα<br />

Τα υποκείμενα που υιοθετούν αυτό το παραστατικό πρότυπο προβλέπουν το<br />

σχηματισμό σύνθετων φωτεινών σχημάτων, η δημιουργία των οποίων έχει προκύψει<br />

ως αποτέλεσμα ταυτόχρονης εκπομπής και με τους δύο προαναφερθέντες τρόπους.<br />

Επί πλέον σε όλες τις περιπτώσεις επισημαίνουν και μια διαβάθμιση της ισχύος<br />

εκπομπής, με επικρατέστερη αυτή της ολιστικής εκπομπής (Σχ. 7.21).<br />

(Σχ. 7.21)<br />

161


Έτσι, για τα έργα με διάφραγμα που φέρει σημειακή οπή, προβλέπουν στην οθόνη το<br />

σχηματισμό φωτεινής κυκλικής κηλίδας στα έργα Α21, Α22 και Α24, και<br />

τετραγωνικής φωτεινής κηλίδας στο Α23. Ταυτόχρονα, προβλέπουν και στα 4 αυτά<br />

έργα το σχηματισμό έντονης σταυροειδούς φωτεινής προβολής στο διάφραγμα, του<br />

οποίου η υπόλοιπη επιφάνεια θα είναι ομοιόμορφα και ελαφρώς αμυδρότερα<br />

φωτισμένη. Στην περίπτωση αυτή ο γενικός φωτισμός του διαφράγματος, όπως<br />

τονίζεται ύστερα από διευκρινιστική μας ερώτηση, δεν οφείλεται σε αντανάκλαση<br />

του φωτός από τη σταυροειδή προβολή, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας<br />

συμπληρωματικής εκπομπής από την πηγή με ακτινικά χαρακτηριστικά. Π.χ. ‘… εδώ<br />

θα δω το σταυρό (δείχνει το διάφραγμα στο έργο Α21) … στην οθόνη θα είναι ένας<br />

κύκλος, μικρός … το χαρτόνι αυτό (δείχνει ξανά το διάφραγμα) θα είναι φωτισμένο,<br />

όλο … γιατί η πηγή φωτίζει παντού … αλλά θα δούμε και το σταυρό … πιο δυνατό’<br />

(Υ. 36). Για τα έργα Α25, Α26 και Α27, προβλέπουν το σχηματισμό στην οθόνη<br />

φωτεινού σταυρού, ο οποίος περιβάλλεται από φωτεινό κυκλικό δίσκο (αντίστοιχα<br />

τετράγωνο στο Α27), αμυδρότερα φωτισμένο και ελαφρώς μεγαλύτερων διαστάσεων,<br />

ενώ για την επιφάνεια του διαφράγματος προβλέπουν ομοιόμορφο φωτισμό. Τέλος<br />

στο έργο Α28 προβλέπουν το σχηματισμό έντονων φωτεινών προβολών σχήματος<br />

σταυρού για τις απέναντι τοποθετημένες οθόνες και φωτεινής κατακόρυφης λωρίδας<br />

για την παράπλευρη οθόνη, με παράλληλο ομοιόμορφο και αμυδρότερο φωτισμό<br />

στην υπόλοιπη περιοχή κάθε οθόνης (Σχ. 7.22).<br />

A21<br />

A25<br />

A22<br />

A26<br />

A23<br />

A27<br />

A24<br />

A28<br />

(Σχ. 7.22)<br />

162


Ανάλογα, στο εναλλακτικό περιβάλλον με τη χρήση εμποδίου, προβλέπουν τα ίδια<br />

αποτελέσματα με αυτά του ολιστικού σχήματος εκπομπής με την παράλληλη<br />

διευκρίνιση ότι κάθε φορά η υπόλοιπη περιοχή τόσο της οθόνης όσο και του<br />

εκτεταμένου εμποδίου θα φωτίζεται ελαφρώς αμυδρότερα, ως αποτέλεσμα μιας<br />

δευτερογενούς εκπομπής με ακτινικά χαρακτηριστικά. Π.χ. ‘… στην οθόνη θα δούμε<br />

το σχήμα του σταυρού (στο έργο Α28) …η οθόνη θα είναι όλη φωτισμένη … πιο λίγο<br />

… τη φωτίζει η πηγή … αλλά ο σταυρός θα είναι πιο έντονος, θα ξεχωρίζει’ (Υ. 94)<br />

(Σχ. 7.23).<br />

A΄21<br />

A΄25<br />

A΄22<br />

A΄26<br />

A΄23<br />

A΄27<br />

A΄24<br />

A28<br />

(Σχ. 7.23)<br />

Ε. Μεικτό σχήμα<br />

Στην κατηγορία αυτή κατατάσσουμε τα υποκείμενα τα οποία επιλέγουν τουλάχιστον<br />

δύο διαφορετικά ερμηνευτικά πρότυπα κατά την παρουσίαση των έργων,<br />

υιοθετώντας κάθε φορά κάποιο από τα παραστατικά σχήματα που αναφέρονται πιο<br />

πάνω.<br />

163


Παρουσιάζουμε ακολούθως πίνακα συχνοτήτων των απαντήσεων των υποκειμένων<br />

κατά ηλικιακό επίπεδο.<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 5. Συχνότητες παραστατικών σχημάτων για την εκπομπή του φωτός από<br />

εκτεταμένη πηγή (Ν=96).<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού<br />

(Ν=32)<br />

Β΄ Γυμνασίου<br />

(Ν=32)<br />

Α΄ Λυκείου<br />

(Ν=32)<br />

Υποκείμ. f f % Υποκείμ. f f % Υποκείμ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 0 4,11 2 6,3<br />

Ολιστικό 34,35,38,<br />

39,43,44,<br />

45,47,50<br />

9 28,1 67,68,69,<br />

74,85,86,<br />

87,95<br />

8 25 1,8,10,12<br />

18,20,27,<br />

30<br />

8 25<br />

Ακτινικό 33,37,51,<br />

54,56,59,<br />

61,62,64<br />

9 28,1 70,71,72,<br />

73,76,78,<br />

83,88,89,<br />

96<br />

10 31,3 3,6,7,14,<br />

15,16,17,<br />

21,22,24,<br />

26,29,31,<br />

32<br />

14 43,7<br />

Συνδυαστικό 36,40,41,<br />

42,46,49,<br />

52,55,57,<br />

60,63<br />

11 34,4 65,66,75,<br />

79,80,81,<br />

82,84,90,<br />

91,92,94<br />

12 37,5 2,5,9,13,<br />

19,23,25,<br />

28<br />

8 25<br />

Μεικτό 48,53,58 3 9,4 77 1 3,1 0 0<br />

Άλλες<br />

απαντήσεις<br />

0 0 93 1 3,1 0 0<br />

164


ΡΑΒΔΟΓΡΑΜΜΑ 3. Συχνότητες παραστατικών σχημάτων για την εκπομπή του<br />

φωτός από εκτεταμένη πηγή<br />

Μη συνεκτικό Ολιστικό Ακτινικό Συνδυαστικό Μεικτό Άλλες απαντήσεις<br />

16<br />

14<br />

14<br />

12<br />

10<br />

8<br />

9<br />

9<br />

11<br />

10<br />

12<br />

8 8<br />

8<br />

6<br />

4<br />

2<br />

0<br />

3<br />

2<br />

1 1<br />

0 0 0<br />

0<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού Β΄ Γυμνασίου Α΄ Λυκείου<br />

0<br />

165


7.2.2. Διδακτική παρέμβαση<br />

7.2.2.α. Πρώτη φάση: Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών<br />

Στο δεύτερο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας και στη φάση της εμπλοκής<br />

επιχειρούμε να διαμορφώσουμε συγκρουσιακές συνθήκες αποσταθεροποίησης των<br />

παραστατικών σχημάτων των υποκειμένων, με σκοπό να εξακριβώσουμε τη<br />

δυνατότητα διατύπωσης συλλογισμών με βάση το ορθό πρότυπο, μέσω της αντίθεσης<br />

προβλέψεων και αισθητηριακών παρατηρήσεων. Για κάθε ένα από τα τρία έργα που<br />

παρουσιάζουμε στην ενότητα αυτή (Β1-Β3 /εναλλακτικά Β΄1-Β΄3), ζητάμε κατ’<br />

αρχήν από τα υποκείμενα μια νέα πρόβλεψη και αμέσως μετά, ενεργοποιώντας τη<br />

φωτεινή πηγή, διερευνούμε το ερμηνευτικό σχήμα μέσα από το οποίο προσεγγίζουν<br />

το ανιχνευόμενο αποτέλεσμα αναζητώντας τις ενδεχόμενες μεταβολές. Τα έργα που<br />

παρουσιάζονται έχουν προέλθει από αναδιάταξη των στοιχείων των έργων του προελέγχου.<br />

Έχουν δηλαδή τις ίδιες γνωστικές προϋποθέσεις αλλά διαφορετικό<br />

εμπειρικό περιεχόμενο, καθώς η σταυροειδής πηγή έχει τώρα αντικατασταθεί από μια<br />

ίδιου τύπου και μεγέθους τετραγωνική πηγή.<br />

Η εξέλιξη της διαδικασίας στη φάση της εμπλοκής επέφερε αξιοσημείωτες μεταβολές<br />

στα παραστατικά πρότυπα των υποκειμένων. Πιο συγκεκριμένα, η εμφάνιση του<br />

σχήματος της φωτεινής προβολής στο έργο Β1 (εναλλακτικά Β΄1) λειτούργησε<br />

απορριπτικά για τις παραστάσεις της ολιστικής και της συνδυαστικής εκπομπής με<br />

αποτέλεσμα τα υποκείμενα με τα συγκεκριμένα παραστατικά πρότυπα να οδηγηθούν<br />

συνολικά στην υιοθέτηση του ακτινικού σχήματος εκπομπής, ενός σχήματος άμεσα<br />

αναγνωρίσιμου από τα παιδιά. Στις περιπτώσεις όμως των έργων Β2 και Β3<br />

(εναλλακτικά Β΄2 και Β΄3), όπου τα αντιληπτικά δεδομένα υπερέβαιναν την<br />

ερμηνευτική ικανότητα και αυτού του σχήματος, μόνο έξι υποκείμενα (τα Υ.1, Υ.18,<br />

Υ.36, Υ.67, Υ.71 και Υ.81) αναγνώρισαν τα χαρακτηριστικά του προτύπου της<br />

Γεωμετρικής Οπτικής και ερμήνευσαν επαρκώς τα αποτελέσματα (ποσοστό 6,4% επί<br />

του συνόλου). Τα υπόλοιπα είτε δήλωσαν αδυναμία ερμηνείας, είτε εμφάνισαν<br />

παράλληλα και νέες, δευτερεύουσες παραστάσεις, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του<br />

κύριου ερμηνευτικού μηχανισμού. Τις απαντήσεις των υποκειμένων, στις οποίες<br />

εντοπίσαμε τέτοιου είδους «συνεργατικές» νοητικές παραστάσεις, κατατάξαμε σε<br />

τρεις κατηγορίες με κριτήριο το αίτιο χωρικής διαμόρφωσης της εκπεμπόμενης<br />

φωτεινής ακτινοβολίας:<br />

166


α) Απαντήσεις οι οποίες αποδίδουν ενεργητικές ιδιότητες στο φως κατά την<br />

αλληλεπίδρασή του με τα σώματα (Σχ.7.24). Π.χ. ‘… η ακτίνα αυτή που περνάει<br />

ανοίγει έτσι (σχεδιάζει μια διεύρυνση της οριζόντιας ακτίνας αμέσως μετά τη<br />

διέλευσή της από την οπή στο έργο Β2) και φτιάχνει το σχήμα της λάμπας … η<br />

ακτίνα έχει το σχήμα της πηγής μέσα της και το ξανασχηματίζει σε μεγάλη<br />

απόσταση’ (Υ. 17). ‘Όταν το φως περνάει από την τρύπα γυρίζει ανάποδα … και<br />

επειδή είναι μεγάλη η απόσταση (διαφράγματος – οθόνης στο έργο Β3) το βλέπουμε<br />

και εμείς ανάποδα (Υ. 43).<br />

(Σχ. 7.24)<br />

β) Απαντήσεις οι οποίες αποδίδουν ενεργητικές ιδιότητες σε στοιχεία των διατάξεων<br />

(Σχ.7.25). Π.χ. ‘Επειδή είναι μεγάλη η απόσταση (διαφράγματος – οθόνης στο έργο<br />

Β2), περνάει το φως από την τρύπα σαν τετράγωνο … το τετράγωνο πηγαίνει προς<br />

την τρύπα, μικραίνει, μικραίνει, μικραίνει, περνάει από την τρύπα και μετά<br />

ξαναμεγαλώνει και βγαίνει ξανά σαν τετράγωνο’ (Υ.54). ‘Οι ακτίνες όπως πάνε<br />

ενώνονται μαζί και μπαίνουν από την τρύπα (στο έργο Β2) και όταν βγαίνουν από<br />

την τρύπα εμφανίζεται ξανά το τετράγωνο … όταν το φως μπαίνει στην τρύπα,<br />

βγαίνει ανάποδα (στο έργο Β3) … τραβάει η τρύπα το φως και το βγάζει ανάποδα’<br />

(Υ. 34). ‘…επειδή είναι μικρή η τρύπα (στο έργο Β2), μαζεύονται οι ακτίνες και μετά<br />

ανοίγουν πάλι και βγαίνει ξανά το σχήμα της πηγής’ (Υ. 55).<br />

(Σχ. 7.25)<br />

167


γ) Απαντήσεις στις οποίες η σκιά γίνεται αντιληπτή ως ιδιότητα του σώματος (εν<br />

προκειμένω της πηγής) και όχι ως αποτέλεσμα παρεμβολής αδιαφανούς εμποδίου<br />

στην πορεία δέσμης φωτός. (Σχ. 7.26) Π.χ. ‘Επειδή το εμπόδιο είναι μικρό (στο έργο<br />

Β΄2) και είναι στο κέντρο του τετραγώνου, δεν εμποδίζει τη σκιά της λάμπας να<br />

φτάσει στο χαρτόνι … και έτσι βλέπουμε τη σκιά της πηγής στην οθόνη (Υ. 82). ‘…<br />

είναι η σκιά της λάμπας, όχι του εμποδίου … το εμπόδιο είναι πολύ μικρό (στο έργο<br />

Β΄2) και χάνεται η σκιά του, η λάμπα όμως είναι μεγάλη, γι’ αυτό βλέπουμε τη σκιά<br />

της’ (Υ.60).<br />

(Σχ. 7.26)<br />

Οι απαντήσεις των δύο πρώτων κατηγοριών εντοπίστηκαν αποκλειστικά στα έργα με<br />

χρήση διαφράγματος ενώ της τρίτης κατηγορίας στο εναλλακτικό περιβάλλον του<br />

εμποδίου.<br />

Παρουσιάζουμε ακολούθως πίνακες μεταβολών των απαντήσεων των υποκειμένων<br />

κατά ηλικιακή ομάδα στην εξέλιξη της φάσης της εμπλοκής. Στους πίνακες αυτούς<br />

δεν έχουν καταχωριστεί τα υποκείμενα τα οποία κατά τον προ-έλεγχο διαπιστώθηκε<br />

ότι έχουν οικοδομήσει επαρκώς το αποδεκτό επιστημονικό πρότυπο, καθόσον αυτά<br />

εξαιρέθηκαν από την περαιτέρω διαδικασία. Τα «συνεργατικά» σχήματα ερμηνείας<br />

έχουν ταξινομηθεί ως υποκατηγορίες του ακτινικού σχήματος, σύμφωνα με όσα<br />

εκτέθηκαν παραπάνω. Η διάρθρωση των πινάκων έχει γίνει κατά έργο και μορφή<br />

διάταξης, καθώς τα σχήματα αυτά διαμορφώθηκαν σε μονοσήμαντη αντιστοιχία με<br />

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τύπου διάταξης. Τέλος, τα υποκείμενα τα οποία<br />

κατά τον προ-έλεγχο εμφάνισαν μεικτά παραστατικά σχήματα, έχουν καταχωριστεί<br />

εδώ σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσαν στα φωτεινά αποτελέσματα του πρώτου<br />

έργου της φάσης της εμπλοκής.<br />

168


ΠΙΝΑΚΑΣ 6. Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών ΣΤ΄ Δημοτικού κατά τη διάρκεια της φάσης της εμπλοκής<br />

Πειραματική διάταξη οπής (Ν=16)<br />

Έργο Β1 Έργο Β2 Έργο Β3<br />

Παραστατικό πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία<br />

σχήμα Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 0 0 36 1<br />

Ολιστικό 34,35,43,<br />

44,45,47,<br />

53<br />

Ακτινικό 33,37,54,<br />

56,64<br />

Συνδυαστικό 36,46,55,<br />

57<br />

7 0 0 0 0 0<br />

5 33,34,35,<br />

36,37,43,<br />

44,45,46,<br />

47,53,54,<br />

55,56,57,<br />

64<br />

16 33,34,35,<br />

36,37,43,<br />

44,45,46,<br />

47,53,54,<br />

55,56,57,<br />

64<br />

16 Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

Ενεργό φως<br />

Ενεργή οπή<br />

33,35,36,<br />

37,44,45,<br />

46,47,53,<br />

64<br />

43,54<br />

34,55,56,<br />

57<br />

169<br />

10<br />

2<br />

4<br />

Ορθό Π χωρίς εξήγηση<br />

Ορθό Π-εν. φως<br />

Ορθό Π-εν. οπή<br />

33,35,36,<br />

37,44,45,<br />

46,47,53,<br />

64<br />

43,54<br />

34,55,56,<br />

57<br />

10<br />

2<br />

4<br />

Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

Ενεργό φως<br />

Ενεργή οπή<br />

33,35,37,<br />

44,45,46,<br />

47,53,54,<br />

55,56,57,<br />

64<br />

4 0 0 0 0 0<br />

Πειραματική διάταξη εμποδίου (Ν=16)<br />

Έργο Β΄1 Έργο Β΄2 Έργο Β΄3<br />

Παραστατικό πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία<br />

σχήμα Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ f<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 0 0 0<br />

Ολιστικό 38,39,50 3 0 0 0 0 0<br />

Ακτινικό 48,51,58,<br />

59,61,62<br />

Συνδυαστικό 40,41,42,<br />

49,52,60,<br />

63<br />

6 38,39,40,<br />

41,42,48,<br />

49,50,51,<br />

52,58,59,<br />

60,61,62,<br />

63<br />

16 38,39,40,<br />

41,42,48,<br />

49,50,51,<br />

52,58,59,<br />

60,61,62,<br />

63<br />

16 Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

Σκιά πηγής<br />

41,42,52<br />

58,59,61<br />

32,39,40,<br />

48,49,50,<br />

51,60,62,<br />

63<br />

6<br />

10<br />

Ορθό Π χωρίς εξήγηση<br />

Ορθό Π-σκιά πηγής<br />

41,42,52,<br />

58,59,61<br />

32,39,40,<br />

48,49,50,<br />

51,60,62,<br />

63<br />

6<br />

10<br />

Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

43<br />

34<br />

32,39,40,<br />

41,42,48,<br />

49,50,51,<br />

52,58,59,<br />

60,61,62,<br />

63<br />

7 0 0 0 0 0<br />

13<br />

1<br />

1<br />

16


ΠΙΝΑΚΑΣ 7. Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών Β΄ Γυμνασίου κατά τη διάρκεια της φάσης της εμπλοκής<br />

Πειραματική διάταξη οπής (Ν=16)<br />

Έργο Β1 Έργο Β2 Έργο Β3<br />

Παραστατικό πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία<br />

σχήμα Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 71 1 71 1 67,71,81 3<br />

Ολιστικό 67,77,85,<br />

86,87<br />

Ακτινικό 70,71,76,<br />

96<br />

Συνδυαστικό 65,66,75,<br />

80,81,90,<br />

91<br />

5 0 0 0 0 0<br />

4 65,66,67,<br />

70,71,75,<br />

76,77,80,<br />

81,85,86,<br />

87,90,91,<br />

96<br />

16 65,66,67,<br />

70,71,75,<br />

76,77,80,<br />

81,85,86,<br />

87,90,91,<br />

96<br />

16 Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

Ενεργό φως<br />

Ενεργή οπή<br />

65,67,70,<br />

75,77,80,<br />

81,86,96<br />

90<br />

66,76,85,<br />

87,91<br />

170<br />

9<br />

1<br />

5<br />

Ορθό Π χωρίς εξήγηση<br />

Ορθό Π-εν. φως<br />

Ορθό Π-εν. οπή<br />

65,67,70,<br />

75,77,80,<br />

81,86,96<br />

90<br />

66,76,85,<br />

87,91<br />

9<br />

1<br />

5<br />

Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

65,66,70,<br />

75,76,77,<br />

80,85,86,<br />

87,90,91,<br />

96<br />

7 0 0 0 0 0<br />

Πειραματική διάταξη εμποδίου (Ν=16)<br />

Έργο Β΄1 Έργο Β΄2 Έργο Β΄3<br />

Παραστατικό πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία<br />

σχήμα Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ f<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 0 0 0<br />

Ολιστικό 69,74,95 3 0 0 0 0 0<br />

Ακτινικό 68,72,73,<br />

78,83,88,<br />

89<br />

7 68,69,72,<br />

73,74,78,<br />

79,82,83,<br />

84,88,89,<br />

92,93,94,<br />

95<br />

16 68,69,72,<br />

73,74,78,<br />

79,82,83,<br />

84,88,89,<br />

92,93,94,<br />

95<br />

16 Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

Σκιά πηγής<br />

68,69,73,<br />

78,79,83<br />

72,74,82,<br />

84,88,89,<br />

92,93,94,<br />

95<br />

6<br />

10<br />

Ορθό Π χωρίς εξήγηση<br />

Ορθό Π-σκιά πηγής<br />

68,69,73,<br />

78,79,83<br />

72,74,82,<br />

84,88,89,<br />

92,93,94,<br />

95<br />

6<br />

10<br />

Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

68,69,72,<br />

73,74,78,<br />

79,82,83,<br />

84,88,89,<br />

92,93,94,<br />

95<br />

Συνδυαστικό 79,82,84, 5<br />

92,94<br />

Άλλο 93 1 0 0 0 0 0<br />

13<br />

16


ΠΙΝΑΚΑΣ 8. Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών Α΄ Λυκείου κατά τη διάρκεια της φάσης της εμπλοκής<br />

Πειραματική διάταξη οπής (Ν=16)<br />

Έργο Β1 Έργο Β2 Έργο Β3<br />

Παραστατικό πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία<br />

σχήμα Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 1 1 1 1 1 1<br />

Ολιστικό 1,8,10,27 4 0 0 0 0 0<br />

Ακτινικό 3,14,15,<br />

16,17,22,<br />

24,32<br />

8 1,2,3,8,<br />

9,10,14,<br />

15,16,17,<br />

22,23,24,<br />

27,28,32<br />

16 1,2,3,8,<br />

9,10,14,<br />

15,16,17,<br />

22,23,24,<br />

27,28,32<br />

16 Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

2,3,8,9,<br />

10,14,15,<br />

16,23,24,<br />

27,28,32<br />

Ενεργό φως 17 1 Ορθό Π-εν. φως 17 1<br />

Ενεργή οπή 22 1 Ορθό Π-εν. οπή 22 1 Ενεργή οπή 22 1<br />

Συνδυαστικό 2,9,23,28 4 0 0 0 0 0<br />

171<br />

13<br />

Πειραματική διάταξη εμποδίου (Ν=14)<br />

Ορθό Π χωρίς εξήγηση<br />

2,3,8,9,<br />

10,14,15,<br />

16,23,24,<br />

27,28,32<br />

13<br />

Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

2,3,8,9,<br />

10,14,15,<br />

16,17,23,<br />

24,27,28,<br />

32<br />

Έργο Β΄1 Έργο Β΄2 Έργο Β΄3<br />

Παραστατικό πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία πρόβλεψη ερμηνεία<br />

σχήμα Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ. f Υποκ f<br />

Μη συνεκτικό 0 0 0 18 1 18 1 18 1<br />

Ολιστικό 12,18,20,<br />

30<br />

Ακτινικό 6,7,21,<br />

26,29,31<br />

Συνδυαστικό 5,13,19,<br />

25<br />

4 0 0 0 0 0<br />

6 5,6,7,12,<br />

13,18,19,<br />

20,21,25,<br />

26,29,30,<br />

31<br />

14 5,6,7,12,<br />

13,18,19,<br />

20,21,25,<br />

26,29,30,<br />

31<br />

14 Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

5,6,7,12,<br />

13,19,20,<br />

21,25,26,<br />

29,30<br />

12<br />

Ορθό Π χωρίς εξήγηση<br />

5,6,7,12,<br />

13,19,20,<br />

21,25,26,<br />

29,30<br />

Σκιά πηγής 31 1 Ορθό Π-σκιά πηγής 31 1<br />

4 0 0 0 0 0<br />

12<br />

Αδυναμία<br />

ερμηνείας<br />

5,6,7,12,<br />

13,19,20,<br />

21,25,26,<br />

29,30,31<br />

14<br />

13


7.2.2. β. Δεύτερη φάση: Μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών<br />

Στη φάση της πειραματικής παρέμβασης επιχειρούμε το μετασχηματισμό των<br />

παραστάσεων των υποκειμένων και την προσέγγιση του μηχανισμού της μη<br />

συνεκτικής εκπομπής, με την παρουσίαση του ορθού προτύπου. Τα εμπειρικά<br />

δεδομένα των έργων που χρησιμοποιούμε παραμένουν τα ίδια με την προηγούμενη<br />

φάση της διαδικασίας, με τη διαφορά ότι η τετραγωνική φωτεινή πηγή έχει τώρα τη<br />

δυνατότητα αποσύνθεσης σε οκτώ σημειακές πηγές, ούτως ώστε να μας επιτρέπει την<br />

προσέγγιση, με τον πιστότερο δυνατό τρόπο, του ιστορικού πειράματος του Kepler.<br />

Η σειρά των ενεργειών τις οποίες ακολουθούμε έχει παρουσιαστεί διεξοδικά στο<br />

κεφάλαιο της μεθοδολογικής προβληματικής. Στη φάση αυτή εμπλέκονται όσα<br />

υποκείμενα δεν κατέστη δυνατόν να αναγνωρίσουν τα χαρακτηριστικά του<br />

επιστημονικού προτύπου κατά τη φάση της εμπλοκής. Στους πίνακες που<br />

παρουσιάζουμε δεν έχουν καταχωριστεί, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, τα υποκείμενα<br />

τα οποία διαπιστώθηκε ότι έχουν οικοδομήσει το επιστημονικό πρότυπο από το<br />

στάδιο του προ-ελέγχου. Επί πλέον από τη διαδικασία του μετά-ελέγχου έχουν<br />

εξαιρεθεί, και επομένως απουσιάζουν από τους πίνακες, τα υποκείμενα τα οποία στον<br />

μετά-έλεγχο της θεματικής ενότητας της σημειακής πηγής (ο οποίος προηγήθηκε<br />

χρονικά) διαπιστώθηκε ότι διατηρούν εναλλακτικά σχήματα ερμηνείας. Το<br />

επιστημονικό μοντέλο της μη συνεκτικής εκπομπής θεμελιώνεται στη θεωρητική<br />

σύλληψη της σύνθεσης των επί μέρους φωτεινών αποτελεσμάτων ενός μεγάλου<br />

αριθμού (για την ακρίβεια, άπειρου πλήθους) σημειακών πηγών, κάθε μία εκ των<br />

οποίων ακτινοβολεί ακτινικά, ισότροπα και ευθύγραμμα. Συνακόλουθα, η νοητική<br />

συγκρότηση του ορθού προτύπου για τη σημειακή πηγή αποτελεί σε κάθε περίπτωση<br />

γνωστικό προαπαιτούμενο για την επαρκή ερμηνεία των φωτεινών αποτελεσμάτων<br />

κάθε εκτεταμένης πηγής. Υπό αυτή την προϋπόθεση, η συμμετοχή των<br />

συγκεκριμένων υποκειμένων στη διαδικασία του μετά-ελέγχου δεν θα είχε κανένα<br />

νόημα.<br />

172


Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζονται οι μεταβολές των απαντήσεων πριν<br />

και μετά την πειραματική παρέμβαση κατά ηλικιακή κατηγορία.<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 9. Μεταβολές των απαντήσεων μαθητών ΣΤ΄ Δημοτικού κατά τη φάση<br />

της πειραματικής παρέμβασης (Ν=27)<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Πριν την πειραματική<br />

παρέμβαση<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκ. f f % Υποκ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 33,35,40,<br />

43,44,46,<br />

47,49,52,<br />

54,56,58,<br />

60,64<br />

14 51,9<br />

Ολιστικό 0 0 0 0<br />

Ακτινικό 33-35,37-44,<br />

46-52,54,56,<br />

58-64<br />

27 100 34,38,39,<br />

42,48,50,<br />

51,61,62,<br />

63<br />

10 37<br />

Συνδυαστικό 0 0 0 0<br />

Μεικτό 0 0 37,41,59 3 11,1<br />

* Από τον πίνακα έχουν εξαιρεθεί τα υποκείμενα Υ.45, Υ53, Υ.55 και Υ.57 λόγω<br />

αδυναμίας συγκρότησης του ορθού προτύπου της σημειακής πηγής και το Υ.36<br />

λόγω αναγνώρισης του ορθού προτύπου κατά τη φάση της εμπλοκής.<br />

173


ΠΙΝΑΚΑΣ 10. Μεταβολές των απαντήσεων μαθητών Β΄ Γυμνασίου κατά τη φάση<br />

της πειραματικής παρέμβασης (Ν=28)<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Πριν την πειραματική<br />

παρέμβαση<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκ. f f % Υποκ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 65,68,70,<br />

72,73,75,<br />

76,79,80,<br />

84-95<br />

21 75<br />

Ολιστικό 0 0 0 0<br />

Ακτινικό 64-66,68-70,<br />

72,73,75-80,<br />

82-96<br />

28 100 77,78,83,96 4 14,2<br />

Συνδυαστικό 0 0 82 1 3,6<br />

Μεικτό 0 0 66 1 3,6<br />

Άλλες<br />

απαντήσεις<br />

0 0 69 1 3,6<br />

* Από τον πίνακα έχει εξαιρεθεί το υποκείμενο Υ.74 λόγω αδυναμίας συγκρότησης<br />

του ορθού προτύπου της σημειακής πηγής, καθώς και τα Υ.67, Υ.71 και Υ.81 λόγω<br />

αναγνώρισης του ορθού προτύπου κατά τη φάση της εμπλοκής.<br />

174


ΠΙΝΑΚΑΣ 11. Μεταβολές των απαντήσεων μαθητών Α΄ Λυκείου κατά τη φάση της<br />

πειραματικής παρέμβασης (Ν=28)<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Πριν την πειραματική<br />

παρέμβαση<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκ. f f % Υποκ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 2,3,6,9,12,<br />

15-17,19,<br />

21-28,31,32<br />

19 67,8<br />

Ολιστικό 0 0 0 0<br />

Ακτινικό 2,3,5-10,<br />

12-17,19-32<br />

28 100 7,8,10,20 4 14,3<br />

Συνδυαστικό 0 0 13,30 2 7,1<br />

Μεικτό 0 0 5,14,29 3 10,7<br />

* Από τον πίνακα έχουν εξαιρεθεί τα υποκείμενα Υ.4 και Υ.11 λόγω χρήσης του<br />

ορθού προτύπου κατά τον προ-έλεγχο και τα Υ.1 και Υ.18 λόγω αναγνώρισης του<br />

ορθού προτύπου κατά τη φάση της εμπλοκής.<br />

175


7.2.3. Μετά-έλεγχος: Οι συνολικές μεταβολές των απαντήσεων των μαθητών<br />

Στο τρίτο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας, με την παρουσίαση των ίδιων έργων<br />

του προ-ελέγχου, επιχειρούμε τη διερεύνηση των μεταβολών των νοητικών<br />

παραστάσεων των υποκειμένων που προέκυψαν από τη συνολική διαδικασία της<br />

διδακτικής παρέμβασης (εμπλοκή και πειραματική παρέμβαση), καθώς και του<br />

βαθμού προσέγγισης του επιστημονικού προτύπου.<br />

Παρουσιάζουμε στη συνέχεια πίνακες μεταβολών των απαντήσεων των υποκειμένων<br />

κατά ηλικιακό επίπεδο μεταξύ προ-ελέγχου και μετά-ελέγχου. Από τους πίνακες<br />

αυτούς έχουν εξαιρεθεί όσα υποκείμενα κατά τον προ-έλεγχο διαπιστώθηκε ότι έχουν<br />

οικοδομήσει επαρκώς το αποδεκτό επιστημονικό πρότυπο, καθώς αυτά δεν<br />

συμμετείχαν στην πειραματική διαδικασία. Επίσης δεν συμμετείχαν στον μετάέλεγχο,<br />

και συνεπώς απουσιάζουν από τους πίνακες, τα υποκείμενα τα οποία δεν<br />

κατέστη δυνατόν να αναγνωρίσουν το πρότυπο της Γεωμετρικής Οπτικής για την<br />

εκπομπή από σημειακή πηγή, για λόγους που έχουν προηγουμένως αναλυθεί.<br />

Αντιθέτως, συμμετείχαν στον μετά-έλεγχο, και καταχωρούνται επομένως στους<br />

πίνακες, όσα υποκείμενα ανακάλεσαν το ορθό πρότυπο κατά τη φάση της εμπλοκής,<br />

καθόσον οι μεταβολές των παραστατικών προτύπων τους οφείλονται στην επίδραση<br />

της διδακτικής παρέμβασης.<br />

Οι πίνακες των συνολικών μεταβολών συνοδεύονται και από το αντίστοιχο<br />

ραβδόγραμμα.<br />

176


ΠΙΝΑΚΑΣ 12. Συνολικές μεταβολές των απαντήσεων μαθητών ΣΤ΄ Δημοτικού για<br />

την εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή (Ν=28)<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Προ-έλεγχος<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκ. f f % Υποκ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 33,35,40,<br />

43,44,46,<br />

47,49,52,<br />

54,56,58,<br />

60,64<br />

14 50<br />

Ολιστικό 34,35,38,<br />

39,43,44,<br />

47,50<br />

Ακτινικό 33,37,51,<br />

54,56,59,<br />

61,62,64<br />

Συνδυαστικό 36,40,41,<br />

42,46,49,<br />

52,60,63<br />

8 28,6 0 0<br />

9 32,1 34,38,39,<br />

42,48,50,<br />

51,61,62,<br />

63<br />

10 35,7<br />

9 32,1 36 1 3,6<br />

Μεικτό 48,58 2 7,2 37,41,59 3 10,7<br />

* Από τον πίνακα έχουν εξαιρεθεί τα υποκείμενα Υ.45, Υ.53, Υ.55, και Υ.57 λόγω<br />

αδυναμίας συγκρότησης του ορθού προτύπου της σημειακής πηγής.<br />

177


ΠΙΝΑΚΑΣ 13. Συνολικές μεταβολές των απαντήσεων μαθητών Β΄ Γυμνασίου για<br />

την εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή (Ν=31)<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Προ-έλεγχος<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκ. f f % Υποκ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 65,67,68,<br />

70-73,75,<br />

76,79,80,<br />

81,84-95<br />

24 77,4<br />

Ολιστικό 67,68,69,<br />

85,86,87,<br />

95<br />

Ακτινικό 70,71,72,<br />

73,76,78,<br />

83,88,89,<br />

96<br />

Συνδυαστικό 65,66,75,<br />

79,80,81,<br />

82,84,90,<br />

91,92,94<br />

7 22,6 0 0<br />

10 32,3 77,78,83,96 4 12,9<br />

12 38,7 82 1 3,2<br />

Μεικτό 77 1 3,2 66 1 3,2<br />

Άλλες απαντήσεις 93 1 3,2 69 1 3,2<br />

* Από τον πίνακα έχει εξαιρεθεί το υποκείμενο Υ.74 λόγω αδυναμίας συγκρότησης<br />

του ορθού προτύπου της σημειακής πηγής.<br />

178


ΠΙΝΑΚΑΣ 14. Συνολικές μεταβολές των απαντήσεων μαθητών Α΄ Λυκείου για την<br />

εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή (Ν=30)<br />

Παραστατικό<br />

σχήμα<br />

Προ-έλεγχος<br />

Μετά-έλεγχος<br />

Υποκ. f f % Υποκ. f f %<br />

Μη συνεκτικό 0 0 1,2,3,6,9,<br />

12,15-17,19,<br />

21-28,31,32<br />

20 66,7<br />

Ολιστικό 1,8,10,12,<br />

18,20,27,<br />

30<br />

8 26,7 0 0<br />

Ακτινικό 3,6,7,14,<br />

15,16,17,<br />

21,22,24,<br />

26,29,31,<br />

32<br />

14 46,7 7,8,10,18,<br />

20<br />

5 16,7<br />

Συνδυαστικό 2,5,9,13,<br />

19,23,25,<br />

28<br />

8 26,6 13,30 2 6,6<br />

Μεικτό 0 0 5,14,29 3 10<br />

* Από τον πίνακα έχουν εξαιρεθεί τα υποκείμενα Υ.4 και Υ.11 λόγω χρήσης του<br />

ορθού προτύπου κατά τον προ-έλεγχο.<br />

179


ΡΑΒΔΟΓΡΑΜΜΑ 4. Συνολικές μεταβολές των απαντήσεων των υποκειμένων<br />

μεταξύ προ-ελέγχου και μετά-ελέγχου για την εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη<br />

πηγή<br />

30<br />

Μη συνεκτικό Ολιστικό Ακτινικό Συνδυαστικό Μεικτό Άλλο<br />

25<br />

24<br />

20<br />

20<br />

15<br />

14<br />

14<br />

12<br />

10<br />

9 9<br />

8<br />

10 10<br />

7<br />

8<br />

8<br />

5<br />

0<br />

5<br />

4<br />

3<br />

3<br />

2<br />

2<br />

1<br />

1 1 1 1 1<br />

0 0 0 0 0<br />

0<br />

0 0 0 0 0<br />

Προ-έλεγχος Μετά-έλεγχος Προ-έλεγχος Μετά-έλεγχος Προ-έλεγχος Μετά-έλεγχος<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού Β΄ Γυμνασίου Α΄ Λυκείου<br />

180


7.2.4. Στατιστική επεξεργασία των δεδομένων<br />

Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση μεθόδων<br />

της επαγωγικής στατιστικής. Οι μέθοδοι αυτοί της στατιστικής ανάλυσης<br />

χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα για τον πληθυσμό<br />

μιας έρευνας βασιζόμενοι στα δεδομένα που έχουν ληφθεί από ένα μικρότερο<br />

αντιπροσωπευτικό δείγμα, στο σύνολο των ομοειδών περιπτώσεων<br />

(Παρασκευόπουλος 1984, σ. 21). Στην έρευνά μας χρησιμοποιώντας ως ανεξάρτητες<br />

μεταβλητές τη μέθοδο παρέμβασης, το ηλικιακό επίπεδο και το είδος της διάταξης,<br />

και ως εξαρτημένη μεταβλητή την ενδεχόμενη μεταβολή της επίδοσης<br />

(Παπακωνσταντίνου 1982, σ. 68), πιστοποιούμε τη στατιστική σημαντικότητα των<br />

απαντήσεων των υποκειμένων πριν και μετά τη διδακτική παρέμβαση. Στην<br />

περίπτωσή μας, τα υποκείμενα αξιολογούνται ως προς τη μεταβολή της επίδοσης σε<br />

μια ιεραρχική κλίμακα η οποία περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες: πρόοδο, σχετική<br />

πρόοδο, στασιμότητα και οπισθοδρόμηση (Echelle ordinale, Reuclin 1976). Για τον<br />

έλεγχο των μεταβολών των απαντήσεων οι εναλλακτικές νοητικές παραστάσεις των<br />

μαθητών ομαδοποιήθηκαν σε δύο κατηγορίες, αφού αξιολογήθηκαν και<br />

ιεραρχήθηκαν με βάση την εννοιολογική τους συνάφεια με το αποδεκτό<br />

επιστημονικό πρότυπο. Στην πρώτη κατηγορία κατατάξαμε το ακτινικό σχήμα, τα<br />

χαρακτηριστικά του οποίου δεν παρουσιάζουν ασυμβατότητα με αυτά του ορθού<br />

προτύπου –απλά απορρέουν από ανεπαρκή εφαρμογή των αρχών της Γεωμετρικής<br />

Οπτικής. Στη δεύτερη κατηγορία κατατάξαμε τα υπόλοιπα παραστατικά σχήματα τα<br />

οποία παραπέμπουν σαφώς στον διαισθητικό τρόπο σκέψης. Έτσι, ως πρόοδο<br />

ορίζουμε τη μετάβαση ενός υποκειμένου από οποιοδήποτε παραστατικό σχήμα στο<br />

μη συνεκτικό, ενώ ως σχετική πρόοδο τη μετάβαση στο ακτινικό σχήμα, το οποίο<br />

μπορεί να θεωρηθεί, από εννοιολογική άποψη, ως το πλησιέστερο στο επιστημονικό<br />

πρότυπο. Την ακριβώς αντίθετη εννοιολογική διαδρομή θεωρούμε ως<br />

οπισθοδρόμηση, ενώ ως στασιμότητα ορίζουμε την παραμονή ενός υποκειμένου στο<br />

ίδιο επίπεδο παραστατικής συγκρότησης μεταξύ προ-ελέγχου και μετά-ελέγχου. Τις<br />

διαφορές μεταξύ προ-ελέγχου και μετά ελέγχου θεωρούμε στατιστικώς σημαντικές<br />

σε επίπεδο σημαντικότητας 0,05 (Παρασκευόπουλος 1984, σ. 134). Ο στατιστικός<br />

έλεγχος των δεδομένων τα οποία προέκυψαν από την πειραματική διαδικασία<br />

διενεργήθηκε σε τέσσερα επίπεδα, με τα ακόλουθα αποτελέσματα.<br />

1 ος στατιστικός έλεγχος<br />

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον η επίδοση βελτιώθηκε μετά τη διδακτική παρέμβαση<br />

εκτελέστηκε ο έλεγχος καλής προσαρμογής (Χ 2 ) για κάθε ηλικιακή κατηγορία<br />

(Ρούσσος & Τσαούσης 2002, σ. 338). Από τα αποτελέσματα των τριών ελέγχων<br />

συμπεραίνουμε ότι ο αριθμός των υποκειμένων που σημείωσαν πρόοδο είναι<br />

σημαντικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των υποκειμένων που βρίσκονται στις<br />

υπόλοιπες βαθμολογικές κατηγορίες. Στην ΣΤ΄ Δημοτικού πρόοδο σημείωσε το 50%<br />

των υποκειμένων, ενώ σχετική πρόοδο, στασιμότητα και οπισθοδρόμηση το 25%,<br />

17,9% και 7,1% αντίστοιχα (Χ 2 (3)=11,4, p=0,011). Το ποσοστό των υποκειμένων που<br />

σημείωσε πρόοδο στη Β΄ Γυμνασίου ανέρχεται σε 77,4% και είναι σημαντικά<br />

μεγαλύτερο από τα ποσοστά της σχετικής προόδου και της στασιμότητας που<br />

ανέρχονται σε 3,2% και 19,4% αντίστοιχα (Χ 2 (2)=28,32, p


2 ος στατιστικός έλεγχος<br />

Επειδή το ποσοστό των μαθητών που σημείωσε πρόοδο είναι αρκετά χαμηλότερο<br />

στην ΣΤ΄ Δημοτικού από ότι στις άλλες δύο ηλικιακές κατηγορίες εκτελέσαμε τον<br />

έλεγχο X 2 ανεξαρτησίας (Γιαλαμάς 2005, σ. 157) μεταξύ της μεταβολής στην<br />

επίδοση και της τάξης. Το αποτέλεσμα του ελέγχου δεν ανέδειξε σημαντικές<br />

διαφορές στην μεταβολή μεταξύ των τριών τάξεων (X 2 (6)=10,8, p=0,095 και ακριβής<br />

τιμή ελέγχου μονής κατεύθυνσης (Fisher exact test) p=0,089). Σε μη σημαντικό<br />

αποτέλεσμα οδηγηθήκαμε με τη χρήση της ανάλυσης διακύμανσης Kruskal–Wallis<br />

για τον έλεγχο τις ισότητας στη μέση μεταβολή της επίδοσης των τριών τάξεων<br />

(X 2 (2)=4,3, p


ΠΙΝΑΚΑΣ 15. Μεταβολές της επίδοσης μετά την παρέμβαση κατά τάξη<br />

Μεταβολή<br />

επίδοσης<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού Β΄ Γυμνασίου Α΄ Λυκείου Σύνολα<br />

f f % f f % f f % f f %<br />

Πρόοδος 14 50,0 24 77,4 20 66,7 58 65,2<br />

Σχετική<br />

πρόοδος<br />

7 25,0 1 3,2 4 13,3 12 13,5<br />

Στασιμότητα 5 17,9 6 19,4 4 13,3 15 16,9<br />

Οπισθοδρόμηση 2 7,1 0 0 2 6,7 4 4,5<br />

Σύνολα 28 100,0 31 100,0 30 100,0 89 100,0<br />

ΡΑΒΔΟΓΡΑΜΜΑ 5. Μεταβολές των επιδόσεων μετά τη διδακτική παρέμβαση κατά<br />

τάξη<br />

30<br />

25<br />

20<br />

15<br />

10<br />

5<br />

0<br />

24<br />

20<br />

14<br />

7<br />

6<br />

5<br />

4 4<br />

2<br />

2<br />

1<br />

0<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού Β΄ Γυμνασίου Α΄ Λυκείου<br />

Μεταβολή επίδοσης<br />

πρόοδος<br />

σχετ. πρόοδος<br />

στασιμότητα<br />

οπισθοδρόμηση<br />

183


ΠΙΝΑΚΑΣ 16. Μεταβολές της επίδοσης μετά την παρέμβαση κατά διάταξη<br />

Μεταβολή<br />

επίδοσης<br />

Διάταξη οπής Διάταξη εμποδίου Σύνολα<br />

f f % f f % f f %<br />

Πρόοδος 35 79,5 23 51,1 58 65,2<br />

Σχετική πρόοδος 4 9,1 8 17,8 12 13,5<br />

Στασιμότητα 3 6,8 12 26,7 15 16,9<br />

Οπισθοδρόμηση 2 4,5 2 4,4 4 4,5<br />

Σύνολα 44 100,0 45 100,0 89 100,0<br />

ΡΑΒΔΟΓΡΑΜΜΑ 6. Μεταβολές των επιδόσεων μετά τη διδακτική παρέμβαση κατά<br />

διάταξη<br />

40<br />

35<br />

35<br />

30<br />

25<br />

20<br />

15<br />

23<br />

12<br />

πρόοδος<br />

σχετ. πρόοδος<br />

Στασιμότητα<br />

Οπισθοδρόμηση<br />

10<br />

8<br />

5<br />

4<br />

3<br />

2 2<br />

0<br />

Διάταξη οπής<br />

Διάταξη εμποδίου<br />

Μεταβολή επίδοσης<br />

184


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8<br />

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ<br />

185


Στα πλαίσια της αναζήτησης μεθόδων και πρακτικών για τη διδακτική αξιοποίηση<br />

της Ιστορίας της Επιστήμης στο πεδίο της Οπτικής, υποθέσαμε κατά πρώτον ότι<br />

εναλλακτικά μοντέλα ερμηνείας τα οποία έχουν διατυπωθεί στην πορεία της<br />

ιστορικής εξέλιξης των επιστημονικών ιδεών, είναι δυνατόν να εντοπισθούν στη<br />

σκέψη και στους ερμηνευτικούς συλλογισμούς των σύγχρονων μαθητών και κατά<br />

δεύτερον ότι έργα και δραστηριότητες επιστημόνων του παρελθόντος που<br />

συνεισέφεραν στην αλλαγή του εννοιολογικού πλαισίου ερμηνείας και την αποδοχή<br />

του σύγχρονου επιστημονικού προτύπου, είναι δυνατόν να αποτελέσουν τη βάση<br />

διδακτικών προσεγγίσεων για το μετασχηματισμό των βιωματικών νοητικών<br />

παραστάσεων των μαθητών, όπου αυτές εκδηλώνονται. Μολονότι η κεντρική<br />

ερευνητική μας στόχευση αφορά τον μηχανισμό εκπομπής της φωτεινής<br />

ακτινοβολίας από εκτεταμένες φωτεινές πηγές, εντούτοις κρίθηκε απαραίτητη σε<br />

πρώτη φάση η εξακρίβωση της ερμηνευτικής επάρκειας των υποκειμένων στο<br />

ζήτημα της εκπομπής του φωτός από σημειακή πηγή, και η συνακόλουθη διδακτική<br />

παρέμβαση, όπου αυτό θεωρηθεί αναγκαίο, με στόχο την αναδόμηση των<br />

ενδεχόμενων αυθόρμητων παραστάσεων. Οι λόγοι που υπαγόρευσαν την επιλογή<br />

αυτή έχουν να κάνουν αφενός με το ότι η νοητική συγκρότηση του ορθού προτύπου<br />

για την ακτινοβολία της σημειακής πηγής συνιστά γνωστικό προαπαιτούμενο για την<br />

οικοδόμηση του μηχανισμού της μη συνεκτικής εκπομπής, και αφετέρου γιατί η<br />

πρόσκτησή του δεν είναι αυτόδηλη, όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες αλλά και τα<br />

αποτελέσματα από τη δοκιμαστική φάση της έρευνας.<br />

Η ανάλυση των αποτελεσμάτων γίνεται κατ’ αρχήν κατά ηλικιακή κατηγορία και στη<br />

συνέχεια επιχειρείται η μεταξύ τους σύγκριση, με την οποία καταλήγουμε στον<br />

έλεγχο των ερευνητικών μας υποθέσεων, στην εξαγωγή των γενικών συμπερασμάτων<br />

και στη διατύπωση ερευνητικών και διδακτικών προτάσεων.<br />

8.1. Πρώτη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από σημειακή πηγή<br />

Για την ανίχνευση των νοητικών παραστάσεων των υποκειμένων επιλέξαμε μια<br />

διερευνητικού τύπου προσέγγιση, ενώ για τον μετασχηματισμό τους επιχειρήσαμε τη<br />

δημιουργία συγκρουσιακών διδακτικών καταστάσεων, χρησιμοποιώντας σε όλα τα<br />

στάδια της διαδικασίας έργα με το ίδιο γνωστικό και εμπειρικό περιεχόμενο. Οι<br />

πειραματικές καταστάσεις που σχεδιάσαμε παρουσιάζουν σαφή συγγένεια με αυτές<br />

της δεύτερης θεματικής ενότητας (εκτεταμένη πηγή), δεν εντάσσονται όμως στο ίδιο<br />

πλαίσιο θεωρητικού προβληματισμού, καθώς δεν εντοπίζονται στην Ιστορία της<br />

Επιστήμης δεδομένα τα οποία να καταγράφουν κάποια εξέλιξη στη διαμόρφωση των<br />

ιδεών για το συγκεκριμένο ζήτημα, με την έννοια της διατύπωσης εναλλακτικών<br />

μοντέλων ερμηνείας.<br />

8.1.1. Βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών<br />

Στο πρώτο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας (προ-έλεγχος), με την παρουσίαση<br />

μιας ομάδας τεσσάρων έργων στα οποία διατηρήσαμε απενεργοποιημένη τη φωτεινή<br />

πηγή, αποτυπώσαμε τις λεκτικού και διαγραμματικού τύπου απαντήσεις των<br />

υποκειμένων, με στόχο την ανίχνευση και καταγραφή των νοητικών παραστάσεών<br />

τους για τον τρόπο εκπομπής και διάδοσης της φωτεινής ακτινοβολίας.<br />

Επισκοπώντας τα αριθμητικά δεδομένα του Πίνακα 1, παρατηρούμε ότι μόνο το<br />

43,8% των υποκειμένων της ΣΤ΄ Δημοτικού έχει οικοδομήσει ένα παραστατικό<br />

πρότυπο, τα χαρακτηριστικά του οποίου είναι συμβατά με αυτά του προτύπου της<br />

Γεωμετρικής Οπτικής. Ανατρέχοντας στα πορίσματα ανάλογων ερευνών<br />

διαπιστώνουμε παρόμοια συμπεράσματα. Η E. Guesne (1984) εργαζόμενη με<br />

186


μαθητές λίγο μεγαλύτερης ηλικίας (13-14 ετών), παρατηρεί ότι μόνο το ένα τρίτο των<br />

παιδιών επικαλείται την ευθύγραμμη και ισότιμη προς όλες τις κατευθύνσεις διάδοση<br />

του φωτός. Τα αντίστοιχα ποσοστά για παιδιά κατά ένα χρόνο μικρότερα (μαθητές Ε΄<br />

Δημοτικού), κυμαίνονται σε επίπεδα μικρότερα του 10% πριν τη διδασκαλία της<br />

αντίστοιχης ύλης, ενώ παρουσιάζουν μια μικρή μόνο βελτίωση αμέσως μετά τη<br />

σχολική διδασκαλία (Ravanis & Papamichaël 1995). Το γεγονός ότι και στη δική μας<br />

έρευνα τα ποσοστά αυτά παραμένουν καθηλωμένα σε επίπεδα μικρότερα του 50%,<br />

παρά τη διδασκαλία των σχετικών θεμάτων στη σχολική τάξη για δεύτερη συνεχή<br />

χρονιά, μας οδηγεί στο συμπέρασμα μιας ισχυρής επίδρασης των χαρακτηριστικών<br />

της διαισθητικής σκέψης στα παιδιά αυτής της ηλικιακής βαθμίδας, η οποία<br />

εκφράζεται είτε με την απόδοση μιας εγγενούς ιδιότητας στη φωτεινή πηγή (με τη<br />

μορφή μιας περιορισμένης χωρικά ικανότητας εκπομπής), είτε με την επικέντρωση<br />

σε αντιληπτικά δεδομένα τα οποία σχετίζονται με τη χωροταξική διευθέτηση των<br />

στοιχείων των πειραματικών διατάξεων.<br />

Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται τα παραστατικά σχήματα της περιορισμένης<br />

εκπομπής (ποσοστό 9,4%) και της ολιστικής μεταφοράς του σχήματος της πηγής σε<br />

οριζόντια διεύθυνση (ποσοστό 12,5%). Η απόδοση των φωτεινών αποτελεσμάτων σε<br />

συγκεκριμένη ιδιότητα της πηγής πιστοποιείται χαρακτηριστικά στο έργο Α14, όπου,<br />

παρά την απομάκρυνση οιουδήποτε στοιχείου θα μπορούσε με την παρεμβολή του να<br />

διαμορφώσει το σχήμα της προβολής, οι απαντήσεις των υποκειμένων εμμένουν στην<br />

υπόδειξη μιας περιορισμένης φωτεινής περιοχής στις οθόνες (Σχ. 7.5, 7.7 & 7.8).<br />

Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσεται το παραστατικό σχήμα του ενεργού φωτός<br />

(ποσοστό 18,7%), όπου, όπως προκύπτει από τις προβλέψεις στα έργα Α11, Α12 και<br />

Α13, το εύρος εκπομπής και η διεύθυνση διάδοσης του φωτός καθορίζονται από τη<br />

θέση, το σχήμα και το μέγεθος της οπής, του εμποδίου ή της οθόνης. Παραστάσεις<br />

αυτού του τύπου προέρχονται συνήθως από μαθητές οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν το<br />

φως ως ανεξάρτητη οντότητα στο χώρο και το εντοπίζουν μόνο στην πηγή και στα<br />

αποτελέσματά του. Στην περίπτωση αυτή η έννοια της διάδοσης παραμένει<br />

συνδεδεμένη με τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων διευθετήσεων των<br />

πειραματικών διατάξεων (Rice & Feher 1987, Guesne 1984). Η επικέντρωση των<br />

συλλογισμών των υποκειμένων στα χωροταξικά χαρακτηριστικά των διατάξεων<br />

επιβεβαιώνεται με τις απαντήσεις στο έργο Α14, όπου η απουσία κατισχύοντος<br />

αντιληπτικού ερεθίσματος απεγκλωβίζει τη σκέψη των παιδιών από τις χωροταξικές<br />

εξαρτήσεις, και οδηγεί σε προβλέψεις οι οποίες φαίνονται να συμφωνούν με το<br />

ακτινικό σχήμα εκπομπής (Σχ. 7.9, 7.10 & 7.11).<br />

Αντίθετα με τους μαθητές του Δημοτικού, τα ποσοστά των υποκειμένων που έχουν<br />

συγκροτήσει επαρκώς το ορθό πρότυπο αυξάνονται θεαματικά στις μεγαλύτερες<br />

ηλικιακά ομάδες (81,3% και 84,4% αντίστοιχα –Πίνακας 1). Η νόηση εδώ δείχνει να<br />

έχει απαγκιστρωθεί σε σημαντικό βαθμό από αντιληπτικού τύπου επικεντρώσεις και<br />

συνεπώς σε αυτά τα επίπεδα ηλικίας δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστική ανάγκη<br />

παρεμβατικών πρωτοβουλιών υπό την έννοια ότι οι βιωματικές παραστάσεις των<br />

μαθητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν συνιστούν<br />

σοβαρό μαθησιακό πρόβλημα.<br />

8.1.2. Ο μετασχηματισμός των παραστάσεων<br />

Τα αποτελέσματα του μετά-ελέγχου δείχνουν σημαντικές μεταβολές των απαντήσεων<br />

των υποκειμένων σε σχέση με τα αρχικά παραστατικά τους πρότυπα. Η εμφάνιση<br />

των φωτεινών αποτελεσμάτων, συνεπικουρούμενη από την διαμεσολάβηση του<br />

187


πειραματιστή, οδήγησαν τα υποκείμενα σε θεαματική έως απόλυτη πρόοδο. Τόσο<br />

στο εμπειρικό περιβάλλον της οπής όσο και σ’ αυτό του εμποδίου, τα παιδιά<br />

μπορούσαν να εξηγήσουν με ακρίβεια, και σε απολύτως ικανοποιητικά ποσοστά,<br />

φαινόμενα τα οποία οφείλονται στην ακτινική εκπομπή και στην ισότροπη διάδοση<br />

του φωτός προς όλες τις κατευθύνσεις του περιβάλλοντος τη φωτεινή πηγή χώρου,<br />

αποφεύγοντας αντιληπτικού τύπου επικεντρώσεις. Ο μετασχηματισμός των<br />

παραστατικών σχημάτων και η υιοθέτηση του ορθού προτύπου, όπως αποτυπώνονται<br />

στους Πίνακες 2, 3 και 4, επιτεύχθηκαν σε ποσοστά 77,8% για τους μαθητές της ΣΤ΄<br />

Δημοτικού, 83,3% για τους μαθητές της Β΄ Γυμνασίου και 100% για τους μαθητές<br />

της Α΄ Λυκείου. Η επιτυχία επομένως των συγκρουσιακών διδακτικών διαδικασιών,<br />

είναι σημαντική για τις δύο πρώτες ηλικιακές ομάδες και απόλυτη για την τρίτη<br />

ηλικιακή ομάδα.<br />

8.2. Δεύτερη θεματική ενότητα: Η εκπομπή του φωτός από εκτεταμένη πηγή<br />

Η αναζήτηση δεδομένων από την Ιστορία της Επιστήμης πρόσφορων για διδακτική<br />

αξιοποίηση, μας οδήγησε στον εντοπισμό ενός οπτικού φαινομένου που παρουσίασε<br />

εξαιρετικές ερμηνευτικές δυσκολίες στη διαδρομή των αιώνων, καθώς και στις<br />

νοητικές διεργασίες και τις πειραματικές πρακτικές επίλυσής του. Για την<br />

πραγματοποίηση του πειράματός μας χρησιμοποιήσαμε ως εμπειρικό υλικό μια σειρά<br />

έργων τα οποία συνιστούν εργαστηριακή προσομοίωση του οπτικού φαινομένουγρίφου.<br />

Στη βάση της θεωρητικής προβληματικής που αναπτύξαμε, διατυπώσαμε στη<br />

συνέχεια δύο γενικές ερευνητικές υποθέσεις, τον έλεγχο των οποίων επιχειρούμε<br />

ακολούθως μέσα από την ανάλυση των αποτελεσμάτων.<br />

8.2.1. Η ανίχνευση των παραστάσεων<br />

Τα αποτελέσματα του προ-ελέγχου είναι περίπου ταυτόσημα και για τις τρεις<br />

ηλικιακές ομάδες, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση του ορθού προτύπου. Μόνο δύο<br />

μαθητές της Α΄ Λυκείου (ποσοστό 6,3% για την ηλικιακή αυτή ομάδα ή 2,1% επί του<br />

συνόλου των υποκειμένων –Πίνακας 5) διαπιστώθηκε ότι έχουν οικοδομήσει<br />

επαρκώς το πρότυπο της μη συνεκτικής εκπομπής και μπορούν να περιγράψουν με<br />

ακρίβεια το μηχανισμό δημιουργίας των φωτεινών προβολών στην οθόνη * . Το<br />

εντυπωσιακά χαμηλό αυτό ποσοστό μπορεί να αποδοθεί σε δύο λόγους: είτε στην<br />

απαίτηση υψηλού βαθμού αφαιρετικής νοητικής ικανότητας από την πλευρά των<br />

υποκειμένων του συγκεκριμένου ηλικιακού φάσματος, είτε στην απουσία<br />

εμπεριστατωμένης αναφοράς του μηχανισμού της μη συνεκτικής εκπομπής κατά τη<br />

σχολική διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων που σχετίζονται με τη φωτεινή<br />

ακτινοβολία εκτεταμένων πηγών. Η πιθανή θεώρηση ως αυτονόητης κατάκτησης των<br />

μαθητών της ικανότητας οικοδόμησης μεταβατικών συλλογισμών (Piaget & Garcia<br />

1971), υποβαθμίζει ενδεχομένως την ανάγκη αναλυτικής αναφοράς του<br />

συγκεκριμένου προτύπου της Γεωμετρικής Οπτικής, με αποτέλεσμα να καθίσταται<br />

προβληματική η νοητική προσπέλαση από τον απλό μηχανισμό εκπομπής της<br />

σημειακής πηγής στον σαφώς πολυπλοκότερο της εκτεταμένης. Αλλά για το ζήτημα<br />

αυτό θα επανέλθουμε στα συμπεράσματα της έρευνας.<br />

Ας περάσουμε τώρα στην ανάλυση των εναλλακτικών παραστατικών σχημάτων των<br />

υποκειμένων όπως αυτά αποτυπώνονται στο στάδιο του προ-ελέγχου.<br />

* Και στα δύο αυτά υποκείμενα παρουσιάστηκε η εναλλακτική σειρά έργων με τη χρήση εμποδίου.<br />

Ωστόσο, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός των υποκειμένων δεν μας προσφέρει τη δυνατότητα συγκριτικού<br />

ελέγχου της διερευνητικής αποτελεσματικότητας των δύο τύπων των διατάξεων.<br />

188


Το ολιστικό σχήμα (αποδοχή σε ποσοστό 26% επί του συνόλου) παραπέμπει ευθέως<br />

σε συλλογισμούς οι οποίοι απορρέουν από την κυριαρχία του διαισθητικού τρόπου<br />

σκέψης. Καθώς η διάδοση του φωτός στο χώρο δεν εμπίπτει συνήθως στα<br />

αντιληπτικά δεδομένα, η συγκρότηση παραστατικών σχημάτων διαμορφώνεται<br />

συχνά από αποσπασματικά εμπειρικά δεδομένα τα οποία, λόγω της έλλειψης<br />

λογικομαθηματικών νοησιακών κατακτήσεων, αποκτούν στη σκέψη των παιδιών<br />

γενική ισχύ (Tiberghien et al. 1980). Ακόμα και στην περίπτωση όπου κάτω από<br />

ειδικές συνθήκες καθίστανται δυνατές αισθητηριακές διαπιστώσεις, είναι γνωστό ότι<br />

αυτό δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει στη διαμόρφωση νέων σχημάτων και ορθών<br />

παραστάσεων. Ο αντιληπτικός έλεγχος απλώς εντάσσει τα παρατηρούμενα στο ήδη<br />

υπάρχον νοητικό σχήμα (Piaget 1974). Έτσι, όπως προκύπτει και από τις<br />

αιτιολογήσεις των υποκειμένων, παρατηρήσεις του άμεσου περιβάλλοντος<br />

προερχόμενες από ειδικά διαμορφωμένες φωτεινές δέσμες (Laser, φακοί με<br />

διαφράγματα, ειδικά φωτιστικά χώρου), δημιουργούν την εντύπωση μιας ολιστικής<br />

μεταφοράς του σχήματος της πηγής στην κατεύθυνση της στόχευσης. Στην<br />

περίπτωση αυτή η αυθόρμητη βιωματική σκέψη, συνεπικουρούμενη και από το<br />

στοιχείο του εντυπωσιασμού, οδηγείται, με την απλή συγκέντρωση αντιληπτικών<br />

δεδομένων και χωρίς τη δυνατότητα συστηματικής αφαιρετικής επεξεργασίας, στη<br />

γενίκευση. Η εντυπωσιακή σταθερότητα του ποσοστού αποδοχής του ολιστικού<br />

σχήματος και στις τρεις ηλικιακές ομάδες (28,1%, 25% και 25% -Πίνακας 5),<br />

αποτελεί σαφή ένδειξη της εμβέλειας των ισχυρών διαισθητικών χαρακτηριστικών<br />

του.<br />

Το ακτινικό σχήμα μπορεί να θεωρηθεί ως το πλησιέστερο, από εννοιολογική άποψη,<br />

στο ορθό πρότυπο, καθώς εμπεριέχει εν σπέρματι την ιδέα της μη συνεκτικής<br />

εκπομπής. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό κάθε σημείο της πηγής εκπέμπει αυτόνομα<br />

στο χώρο, η δε ακτινοβολία διαδίδεται ισότροπα προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς<br />

προνομιακές εξαρτήσεις που παραπέμπουν σε διαισθητικού τύπου επικεντρώσεις. Η<br />

συγκρότηση του παραστατικού αυτού σχήματος απαιτεί συνεπώς αποκεντροθέτηση<br />

από την υποκειμενική οπτική της προνομιακής διάδοσης και σηματοδοτεί σε ένα<br />

βαθμό την ενεργοποίηση λογικών νοητικών διεργασιών. Σ’ αυτήν την περίπτωση η<br />

σκέψη ωθείται προς τη διαμόρφωση απλών και ταυτόχρονα λειτουργικών<br />

επεξηγηματικών προτύπων. Έτσι, η απλή μορφολογικά δομή του και κυρίως η<br />

ερμηνευτική του επάρκεια στο μεγαλύτερο μέρος των οπτικών φαινομένων που<br />

αντιμετωπίζουν τα παιδιά, αναδεικνύουν το σχήμα αυτό κυρίαρχο στις απαντήσεις<br />

των υποκειμένων της μεγαλύτερης ηλικιακής ομάδας (ποσοστό 43,7 %). Επί πλέον η<br />

σταθερή αύξηση των ποσοστών αποδοχής του με την αύξηση της ηλικίας (28,1% για<br />

την ΣΤ΄ Δημοτικού, 31,3% για τη Β΄ Γυμνασίου και 43,7% για την Α΄ Λυκείου –<br />

Πίνακας 5), μπορεί να θεωρηθεί ως μια σαφής ένδειξη της σταδιακής απαγκίστρωσης<br />

της σκέψης των υποκειμένων από προσηλώσεις διαισθητικού χαρακτήρα. Από την<br />

άλλη μεριά ωστόσο, η εμμονή στην διατήρηση της αμφιμονοσήμαντης σύνδεσης<br />

κάθε σημείου της πηγής με μία φωτεινή ακτίνα (και όχι δέσμη), υποδηλώνει<br />

σαφέστατα τη σχηματική και μηχανιστική μεταφορά του μοντέλου ακτινικής<br />

εκπομπής της σημειακής πηγής στο επίπεδο της εκτεταμένης, χωρίς να λαμβάνονται<br />

υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που υπεισέρχονται στη διαδικασία μετάβασης.<br />

Έτσι το σχήμα αυτό, παρά τη εμφανή ερμηνευτική υπεροχή του έναντι του ολιστικού,<br />

παραμένει ουσιαστικά ανεπαρκές, καθώς αγνοεί ένα μεγάλο μέρος της «ποσότητας»<br />

της εκπεμπόμενης από τη φωτεινή πηγή ακτινοβολίας.<br />

Σε ό,τι αφορά το συνδυαστικό παραστατικό σχήμα, αυτό είναι φανερό ότι έχει<br />

διαμορφωθεί από την ενσωμάτωση των πρωταρχικών διαισθητικών παραστάσεων<br />

ολιστικής απεικόνισης στο παρεχόμενο από τη σχολική διδασκαλία γνωστικό σώμα,<br />

189


του μοντέλου δηλαδή ακτινικής εκπομπής της σημειακής πηγής. Τα υποκείμενα δεν<br />

χρησιμοποιούν εναλλακτικά τα δύο σχήματα αλλά αποδίδουν σε κάθε περίπτωση<br />

στην πηγή τη δυνατότητα διπλής ταυτόχρονης εκπομπής. Ο τρόπος με τον οποίο κάθε<br />

μαθητής αντιλαμβάνεται τα πράγματα είναι γενικά διαφορετικός από εκείνον του<br />

δασκάλου με αποτέλεσμα να αποδίδει πολλές φορές σε αυτά που του παρουσιάζονται<br />

ένα νόημα εντελώς διαφορετικό από αυτό του διδάσκοντα, διαμορφώνοντας με τον<br />

τρόπο αυτό ιδιαίτερες σημασίες για φαινόμενα και έννοιες που οδηγούν στη<br />

συγκρότηση προσωπικών σχημάτων ερμηνείας. Στην προκειμένη περίπτωση, τα<br />

παιδιά διατηρούν το «επεξεργασμένο» μοντέλο της ακτινικής εκπομπής, το οποίο<br />

διαθέτει την εγκυρότητα της επιστημονικής προέλευσης και την ασφάλεια της<br />

αισθητηριακής επιβεβαίωσης, χωρίς ταυτόχρονα να απεμπολούν τις βιωματικές τους<br />

θεωρήσεις, οι οποίες έχουν σχηματιστεί πριν την ένταξή τους στην οργανωμένη<br />

εκπαιδευτική διαδικασία. Ο Gowin (1983), σε μια ψυχολογικού τύπου προσέγγιση,<br />

υποστηρίζει ότι οι ιδέες που διαμορφώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιστέκονται<br />

ισχυρά στις διδακτικές δραστηριότητες, καθώς οι μαθητές διατηρώντας το άλλοθι<br />

των επιστημονικών καταβολών των παραστάσεών τους, μπορούν να «δράσουν»<br />

άνετα χωρίς τα ενδεχόμενα λάθη να τους κοστίσουν πάρα πολύ. Όπως φαίνεται από<br />

τα αποτελέσματα του Πίνακα 5, το συνδυαστικό σχήμα κυριαρχεί στις απαντήσεις<br />

των υποκειμένων των δύο πρώτων ηλικιακών ομάδων (34,4% και 37,5% αντίστοιχα)<br />

–ένδειξη ισχυρής αντίστασης της βιωματικής γνώσης- ενώ μειώνεται αισθητά και<br />

υπολείπεται σημαντικά του ακτινικού σχήματος στις απαντήσεις των υποκειμένων<br />

της Α΄ Λυκείου (25% έναντι 43,7%).<br />

Τέλος, το παραστατικό σχήμα που χαρακτηρίζουμε ως μεικτό δεν αντιστοιχεί σε<br />

κάποιο συγκροτημένο παραστατικό πρότυπο, αλλά αναφέρεται σε υποκείμενα τα<br />

οποία χρησιμοποιούν επιλεκτικά και κατά περίπτωση κάποιο από τα προαναφερθέντα<br />

σχήματα. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω ανάλυσης ή<br />

συγκριτικής μελέτης. Οι αντιλήψεις των υποκειμένων που έχουν ενταχθεί σε αυτήν<br />

την κατηγορία διακρίνονται από παραστατική αστάθεια, η οποία είναι αξιοσημείωτη<br />

στα παιδιά της πρώτης ηλικιακής ομάδας (9,4%), αμελητέα όμως στα παιδιά των<br />

μεγαλύτερων ομάδων (3,1% και 0% αντίστοιχα –Πίνακας 5).<br />

8.2.2. Η εμπλοκή των μαθητών στις συγκρουσιακές διδακτικές διαδικασίες<br />

Έργο Β1/Β΄1<br />

Η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας<br />

σηματοδοτείται από την αλλαγή του σχήματος της φωτεινής πηγής, από σταυροειδή<br />

σε τετραγωνική. Η αλλαγή του συγκεκριμένου εμπειρικού δεδομένου, πέρα από τη<br />

μεθοδολογική σκοπιμότητα που εξυπηρετεί και στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί,<br />

μας παρείχε, στη φάση της πρόβλεψης, και τη δυνατότητα ελέγχου της σταθερότητας<br />

των παραστατικών προτύπων ή την ενδεχόμενη εξάρτησή τους από το εκάστοτε<br />

σχήμα της πηγής. Η σύγκριση των αριθμητικών δεδομένων της πρώτης στήλης των<br />

Πινάκων 6, 7 και 8, με αυτά του πίνακα 5, δείχνει μια εντυπωσιακή εμμονή των<br />

υποκειμένων στις αρχικές απαντήσεις, καθώς μόνο ένα υποκείμενο εμφάνισε<br />

μεταβολή του παραστατικού σχήματος (το Υ.68, από ολιστικό σε ακτινικό). Η<br />

προσήλωση των υποκειμένων σε ένα σταθερό μοντέλο εκπομπής είναι ενδεικτική της<br />

ισχύος των αναπαραστάσεων οι οποίες έχουν διαμορφωθεί βιωματικά, καθώς τα<br />

παραστατικά πρότυπα δείχνουν να υποτάσσονται σε ένα συγκροτημένο νοητικό<br />

σχήμα, το οποίο παρατηρούμε ότι τα παιδιά χρησιμοποιούν σε πολλαπλές<br />

πειραματικές καταστάσεις.<br />

190


Στη φάση της ερμηνείας η ισχυρή επίδραση των αντιληπτικών δεδομένων<br />

λειτούργησε, όπως ήταν αναμενόμενο, καταλυτικά για το ολιστικό σχήμα, είτε στην<br />

αυτούσια είτε στη λανθάνουσα μορφή του ως συνιστώσα του συνδυαστικού<br />

σχήματος. Οι συγκρουσιακές συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την ριζική αντίθεση<br />

προβλέψεων και αποτελεσμάτων, σηματοδότησαν την απόρριψη του ολιστικού και<br />

του συνδυαστικού προτύπου και οδήγησαν συνολικά τα υποκείμενα στην υιοθέτηση<br />

του ακτινικού σχήματος εκπομπής. Η απόλυτη εξηγητική επάρκεια του τελευταίου<br />

σχήματος στα συγκεκριμένο έργο, σε συνδυασμό με την ερμηνευτική του εμβέλεια<br />

σε ένα ευρύ φάσμα φαινομένων της καθημερινής εμπειρίας, φαίνεται ότι λειτούργησε<br />

καθοριστικά για την πλήρη αποδοχή του από τα υποκείμενα και των τριών ηλικιακών<br />

ομάδων.<br />

Έργο Β2/Β΄2<br />

Στη φάση της πρόβλεψης δεν διαπιστώνεται καμία μεταβολή ερμηνευτικού<br />

προτύπου. Το σύνολο των υποκειμένων αναμένει, και αιτιολογεί με συνέπεια,<br />

φωτεινά αποτελέσματα συμβατά με το ακτινικό μοντέλο εκπομπής. Η εξηγητική<br />

ισχύς του παραμένει αμετάβλητη ακόμη και κάτω από τις συγκρουσιακές συνθήκες<br />

που δημιουργούνται στη φάση της ερμηνείας. Έτσι, η διαφαινόμενη τρώση της<br />

ερμηνευτικής του αξίας κατά την εμφάνιση των φωτεινών αποτελεσμάτων δε<br />

στάθηκε ικανή να σηματοδοτήσει την αμφισβήτησή του, πολύ δε περισσότερο να<br />

λειτουργήσει ως μοχλός αναγνώρισης του ορθού προτύπου. Μόνο τρία υποκείμενα<br />

(ένα από τη Β΄ Γυμνασίου και δύο από την Α΄ Λυκείου) αναγνωρίζουν στα φωτεινά<br />

αποτελέσματα τα χαρακτηριστικά του μοντέλου της μη συνεκτικής εκπομπής του<br />

φωτός (ποσοστό 3,2% επί του συνόλου). Η μεγάλη πλειοψηφία (56 υποκείμενα ή<br />

ποσοστό 59,5%) οδηγείται σε ερμηνευτικό αδιέξοδο, ενώ ένας σημαντικός αριθμός<br />

υποκειμένων (35 υποκείμενα ή ποσοστό 37,3%) επικαλείται την παράλληλη<br />

συνδρομή ενεργών ιδιοτήτων στοιχείων των διατάξεων για την υποστήριξη της<br />

ισχύος του, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό τρία νέα σχήματα ερμηνείας, τα<br />

οποία ως εκ της φύσης τους χαρακτηρίσαμε «συνεργατικά». Όπως προκύπτει από τα<br />

αριθμητικά δεδομένα των Πινάκων 6, 7 και 8, οι απαντήσεις που εντάσσονται στις<br />

δύο τελευταίες κατηγορίες είναι περίπου ισοκατανεμημένες στους μαθητές των δύο<br />

πρώτων ηλικιακών ομάδων (16-16 για την ΣΤ΄ Δημοτικού και 15-16 για την Β΄<br />

Γυμνασίου), στους μαθητές όμως της Α΄ Λυκείου η διαφορά είναι σημαντική (25-3).<br />

Δεδομένου ότι η προσφυγή σε υποθετικές ιδιότητες αντικειμένων ή φυσικών<br />

οντοτήτων είναι χαρακτηριστικό νοητικών διεργασιών οι οποίες επηρεάζονται ή<br />

καθορίζονται από διαισθητικού τύπου επικεντρώσεις, η εντυπωσιακή αυτή<br />

διαφοροποίηση αναδεικνύει με σαφήνεια την κυριαρχία του διαισθητικού τρόπου<br />

σκέψης στους μικρότερους μαθητές, σε αντίθεση με την σταδιακή επικράτηση<br />

λογικών νοητικών διεργασιών στις μεγαλύτερες ηλικίες. Η ισχυρή εξάρτηση των<br />

απαντήσεων από τη μορφή των φωτεινών προβολών, είχε σαν αποτέλεσμα την<br />

αποκλειστική συσχέτισή τους με τον ιδιαίτερο τύπο των διατάξεων. Έτσι, τα νοητικά<br />

σχήματα του ενεργού φωτός και της ενεργής οπής ανιχνεύτηκαν μόνο στις<br />

απαντήσεις των υποκειμένων, στα οποία παρουσιάστηκε η σειρά έργων με χρήση<br />

διαφράγματος. Καθώς η διαδοχική παρουσίαση των έργων Β1 και Β2 διαμόρφωσαν<br />

αντιληπτικές συνθήκες πανομοιότυπες με αυτές που δημιούργησαν και συντήρησαν<br />

ιστορικά το γρίφο του οπτικού παράδοξου, η παιδική σκέψη οδηγήθηκε στη<br />

διαμόρφωση μορφών συλλογισμού, οι οποίες παρουσιάζουν εμφανείς αναλογίες με<br />

αντίστοιχα ιστορικά ερμηνευτικά μοντέλα. Η απόδοση ενεργών ιδιοτήτων στο φως ή<br />

σε αντικείμενα που διαμορφώνουν το σχήμα των φωτεινών προβολών, αποτελούν<br />

βασικές παραδοχές των θεωριών που διατυπώθηκαν από τους R. Bacon, J. Pecham<br />

και Witelo κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα όπως πιστοποιεί η ιστορική έρευνα.<br />

191


Το τρίτο κατά σειρά «συνεργατικό» ερμηνευτικό σχήμα εντοπίζεται μόνο στις<br />

απαντήσεις των υποκειμένων στα οποία παρουσιάστηκε η εναλλακτική σειρά έργων<br />

με χρήση εμποδίου. Η εμφάνιση στο έργο Β΄2 σκιασμένης περιοχής στην οθόνη<br />

σχήματος τετραγώνου, χωρίς να λειτουργήσει υπονομευτικά για το μοντέλο της<br />

ακτινικής εκπομπής, ώθησε τους συλλογισμούς ενός αριθμού υποκειμένων σε<br />

επικουρικές αιτιολογήσεις σύμφωνα με τις οποίες ο σχηματισμός της σκιάς οφείλεται<br />

αποκλειστικά σε ιδιότητα της πηγής. Π. χ. ‘η σκιά έχει το ίδιο σχήμα με τη λάμπα …<br />

είναι η σκιά της πηγής (Υ. 40). Για το ερμηνευτικό αυτό σχήμα δεν μπορούμε να<br />

ισχυριστούμε εκδήλωση αναλογικού συλλογισμού, καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχο<br />

ιστορικό μοντέλο ερμηνείας. Η σταθερή ωστόσο εμφάνισή του σε σχετικές με το φως<br />

έρευνες της διδακτικής μας υποχρεώνει σε μια ιδιαίτερη αναφορά.<br />

Οι παραστάσεις των παιδιών για τη σκιά ως υλικής οντότητας τεκμηριώνονται για<br />

πρώτη φορά από τον J. Piaget (1930). Σύμφωνα με τα πορίσματα της εργασίας του,<br />

παιδιά ηλικίας 5 – 9 ετών αντιλαμβάνονται τη σκιά ως ένα αντικείμενο ή μία «ουσία»<br />

η οποία «βγαίνει μέσα από τα αντικείμενα» και «κινείται στο χώρο». Τα<br />

αποτελέσματα μιας μεγάλης σειράς πιο πρόσφατων ερευνών επιβεβαιώνουν την<br />

άποψη του Piaget, καθώς δείχνουν ότι μαθητές μέχρι και 15 ετών κατανοούν σε<br />

μεγάλο βαθμό το μηχανισμό σχηματισμού της σκιάς όχι ως προϊόν της<br />

αλληλεπίδρασης του εκπεμπόμενου φωτός με τα αντικείμενα που παρεμβάλλονται<br />

στην πορεία του, αλλά αποδίδοντας σ’ αυτήν χαρακτηριστικά μιας αυθύπαρκτης<br />

οντότητας, η οποία σχετίζεται αποκλειστικά με το αντικείμενο-εμπόδιο (Tiberghien<br />

et al. 1980, Piaget & Inhelder 1981, Anderson & Smith 1982, Guesne 1984 & 1993,<br />

Ραβάνης & Παπαμιχαήλ 1994, Langley et al. 1997). Η σχηματική ομοιότητα σκιάς<br />

και εμποδίου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η φωτεινή πηγή βρίσκεται σε μεγάλη<br />

απόσταση από το αντικείμενο, σε συνδυασμό με την αδυναμία αναγνώρισης του<br />

φωτός ως οντότητας στο χώρο, οδηγούν τη διαισθητική σκέψη στην κατανόηση της<br />

σκιάς ως ιδιότητας των αντικειμένων. Πολύ συχνά μάλιστα τα παιδιά χρησιμοποιούν<br />

(για τη σκιά) τον όρο «αντανάκλαση», όχι με την έννοια της αλλαγής της<br />

κατεύθυνσης του φωτός ή κάποιου τύπου ανάκλασης, αλλά με αυτήν της προβολής<br />

της «εικόνας» του αντικειμένου. Στην περίπτωσή μας, η έκθεση των υποκειμένων σε<br />

ένα «απρόσμενο» φωτεινό αποτέλεσμα, όπως αυτό του έργου Β΄2, διατάραξε σε ένα<br />

βαθμό τη σταθερότητα των νοητικών δομών τους και επανέφερε στο προσκήνιο ένα<br />

ανάλογο ερμηνευτικό σχήμα, με τη μεταφορά όμως της συγκεκριμένης ιδιότητας των<br />

σωμάτων από το αντικείμενο-εμπόδιο στην πηγή. Η συχνότητα εμφάνισης του<br />

σχήματος αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλη για τα υποκείμενα της πρώτης και δεύτερης<br />

ηλικιακής ομάδας (10 στα 16 ή ποσοστό 62,5%), για τα υποκείμενα όμως της τρίτης<br />

ηλικιακής ομάδας το αντίστοιχο ποσοστό μειώνεται θεαματικά (1 στα 13 ή ποσοστό<br />

7,7%). Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και σχετική έρευνα των Feher & Rice η<br />

οποία απευθύνεται σε μαθητές ηλικίας 8-14 ετών (Feher & Rice 1988).<br />

Έργο Β3/Β΄3<br />

Στη φάση της πρόβλεψης δεν διαπιστώνεται καμία μεταβολή ερμηνευτικού<br />

προτύπου. Όσα υποκείμενα είχαν αναγνωρίσει το ορθό πρότυπο προβλέπουν σωστά<br />

τη δημιουργία αντεστραμμένου «Π» αιτιολογώντας επαρκώς τις απαντήσεις τους.<br />

Όσα είχαν δηλώσει αδυναμία ερμηνείας στο προηγούμενο έργο προβλέπουν τη<br />

δημιουργία ορθού «Π» στην οθόνη, χωρίς όμως να είναι σε θέση να δώσουν<br />

εξηγήσεις. Στις αντιλήψεις τους εμμένουν και τα υπόλοιπα υποκείμενα προβλέποντας<br />

το ίδιο αποτέλεσμα επικαλούμενα τα «συνεργατικά» σχήματα ερμηνείας.<br />

Στη φάση της ερμηνείας η διατάραξη της σχηματικής συμμετρίας της πηγής, η οποία<br />

είχε σαν αποτέλεσμα την αντιστροφή της εικόνας της προβολής, οδηγεί τρία ακόμα<br />

192


υποκείμενα από εκείνα που είχαν δηλώσει αδυναμία ερμηνείας –ένα από τη ΣΤ΄<br />

Δημοτικού και δύο από τη Β΄ Γυμνασίου- στην αναγνώριση των χαρακτηριστικών<br />

της μη συνεκτικής εκπομπής. Χαρακτηριστικές είναι εδώ οι αιτιολογήσεις των<br />

συγκεκριμένων παιδιών οι οποίες παραπέμπουν στην επίδραση της πρόσφατης<br />

σχολικής διδασκαλίας. ‘Α, ναι, τώρα το θυμήθηκα, το είχαμε πει στο μάθημα…’ (Υ.<br />

36), ‘ναι, της το είχε εξηγήσει ο κύριος…’ (Υ. 81). Τα υπόλοιπα 53 υποκείμενα της<br />

υποκατηγορίας αυτής, αδυνατώντας να αναγνωρίσουν στην πορεία των φωτεινών<br />

ακτίνων τα χαρακτηριστικά της ευθύγραμμης διάδοσης, παραμένουν σε ερμηνευτικό<br />

αδιέξοδο. Για τα υποκείμενα που είχαν προσφύγει στο προηγούμενο έργο στην<br />

επίκληση «συνεργατικών» σχημάτων (συνολικά 35 τον αριθμό), η αναίρεση της<br />

ερμηνευτικής επάρκειας του διατυπωμένου σχήματος δε στάθηκε ούτε εδώ ικανή να<br />

πυροδοτήσει την επιδιωκόμενη αναδιοργάνωση της σκέψης τους. Έτσι, η<br />

συντριπτική πλειοψηφία τους (32 υποκείμενα ή ποσοστό 91,4%) δηλώνει τώρα<br />

αδυναμία ερμηνείας, ενώ τα υπόλοιπα τρία υποκείμενα (δύο από την ΣΤ΄ Δημοτικού<br />

και ένα από την Α΄ Λυκείου) αδυνατούν να απεμπλακούν από τη λογική των<br />

«συνεργατικών» λύσεων και προσαρμόζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους στις<br />

ερμηνευτικές απαιτήσεις του ανιχνεύσιμου αποτελέσματος. Π.χ. ‘Οι ακτίνες<br />

περιστρέφονται στο δρόμο μέχρι να φτάσουν στο χαρτόνι … γι’ αυτό το «Π» είναι<br />

ανάποδο (Υ.90). ‘Οι ακτίνες αναποδογυρίζουν μόλις περάσουν το πρώτο χαρτόνι …<br />

γιατί η τρύπα είναι πολύ μικρή και της στρίβει (Υ.34).<br />

Συνοψίζοντας της παρατηρήσεις της από της απαντήσεις των υποκειμένων στη φάση<br />

της εμπλοκής, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η συγκρουσιακή πειραματική<br />

διαδικασία (η απλή αντίθεση δηλαδή των παρατηρησιακών δεδομένων με τα<br />

αυθόρμητα νοητικά σχήματα ερμηνείας), δημιούργησε προϋποθέσεις γνωστικής<br />

προόδου καθώς, αφενός λειτούργησε απορριπτικά για της παραστάσεις της ολιστικής<br />

και της συνδυαστικής εκπομπής, αφετέρου οδήγησε συνολικά τη σκέψη των παιδιών<br />

στο ακτινικό σχήμα ερμηνείας, ένα αναγνωρίσιμο δηλαδή από την καθημερινή<br />

εμπειρία πρότυπο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η επίκληση<br />

«συνεργατικών» σχημάτων δεν αναιρεί την ισχύ του ακτινικού μοντέλου, καθώς δεν<br />

αφορά τον τρόπο εκπομπής της ακτινοβολίας από την πηγή αλλά την απόδοση<br />

ιδιαίτερων ιδιοτήτων στο φως ή σε στοιχεία των διατάξεων. Επί πλέον η δηλούμενη,<br />

σε έντονες συγκρουσιακές συνθήκες, εξηγητική αδυναμία επιβεβαιώνει μάλλον παρά<br />

αποδυναμώνει την αποδοχή της ερμηνευτικής του αξίας, καθόσον δεν συνοδεύεται σε<br />

καμία περίπτωση από την παραστατική του αντικατάσταση. Η μέθοδος ωστόσο<br />

αποδείχτηκε ανεπαρκής για τον πλήρη μετασχηματισμό των παραστάσεων των<br />

υποκειμένων. Μόνο 6 από τα 94 υποκείμενα που συμμετείχαν στην πρώτη φάση της<br />

παρέμβασης (ποσοστό 6,4%) ανακάλεσε το ορθό πρότυπο, αναγνωρίζοντας τα<br />

χαρακτηριστικά της μη συνεκτικής εκπομπής, γεγονός που υπογραμμίζει την<br />

αναγκαιότητα μιας συστηματικότερης διδακτικής πρωτοβουλίας.<br />

8.2.3. Η πειραματική παρέμβαση<br />

Για το μετασχηματισμό των παραστάσεων των υποκειμένων τα οποία μετά και τη<br />

φάση της εμπλοκής δεν κατέστη δυνατόν να αναγνωρίσουν τα χαρακτηριστικά του<br />

προτύπου της Γεωμετρικής Οπτικής, επιλέξαμε ως μέθοδο παρέμβασης την<br />

παρουσίαση του ορθού προτύπου η οποία πραγματοποιήθηκε σε ένα μαθησιακό<br />

περιβάλλον που διαμορφώθηκε κατάλληλα με τη διαμεσολάβηση του πειραματιστή.<br />

Το ζήτημα δηλαδή της γνωστικής προόδου ετέθη εδώ όχι μόνο με όρους<br />

δραστηριότητας των υποκειμένων αλλά με όρους κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Για<br />

την πειραματική υποστήριξη του επιστημονικού προτύπου χρησιμοποιήσαμε ως<br />

εργαλείο μία αυτοσχέδια οπτική συσκευή η οποία μας παρείχε τη δυνατότητα<br />

193


επιλεκτικής αποσύνθεσης της εκτεταμένης πηγής, εμπνευσμένη από το ιστορικό<br />

πείραμα του Kepler και προσαρμοσμένη σε συνθήκες συμβατές με τον εργαστηριακό<br />

εξοπλισμό των σύγχρονων σχολείων. Τα αποτελέσματα του μετά-ελέγχου<br />

πιστοποιούν ότι ένα ποσοστό 51,9% των υποκειμένων της ΣΤ΄ Δημοτικού έχει<br />

αναγνωρίσει το πρότυπο της Γεωμετρικής Οπτικής, οι μαθητές δηλαδή είναι σε θέση<br />

να προβλέπουν σωστά και να αιτιολογούν επαρκώς τα αποτελέσματα με βάση το<br />

μοντέλο της μη συνεκτικής εκπομπής (Πίνακας 9). Το ποσοστό αυτό για τα<br />

υποκείμενα της Β΄ Γυμνασίου είναι κατά πολύ αυξημένο καθώς φτάνει στο επίπεδο<br />

του 75%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα υποκείμενα της Α΄ Λυκείου φθάνει στο<br />

επίπεδο του 67,8%, το οποίο από διδακτική άποψη είναι και αυτό πολύ ικανοποιητικό<br />

(Πίνακες 10 & 11). Οι διαφοροποιήσεις των ποσοστών μεταβολής ανά ηλικιακό<br />

επίπεδο αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση ανάλογων διδακτικών<br />

προτάσεων, τις οποίες διατυπώνουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο σε επίπεδο<br />

εκπαιδευτικής πρακτικής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα απολύτως ικανοποιητικά<br />

ποσοστά συγκρότησης του επιστημονικού προτύπου και από τις τρεις ηλικιακές<br />

ομάδες, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι στη δεύτερη φάση της παρεμβατικής<br />

διαδικασίας συμμετείχαν αποκλειστικά υποκείμενα που είχαν εκδηλώσει αδυναμία<br />

αναγνώρισης των χαρακτηριστικών του προτύπου της γεωμετρικής οπτικής, μας δίνει<br />

σαφείς ενδείξεις ότι η πειραματική παρέμβαση ήταν επιτυχής σε ό,τι αφορά τον<br />

επιδιωκόμενο μετασχηματισμό των παραστάσεων.<br />

8.2.4. Ο μετασχηματισμός των παραστάσεων<br />

Τα αποτελέσματα του μετά-ελέγχου, όπως καταγράφονται στους πίνακες των<br />

συνολικών μεταβολών των απαντήσεων (Πίνακες 12, 13 και 14), δείχνουν ότι η<br />

συγκρότηση του ορθού προτύπου επιτεύχθηκε σε ποσοστά 50% για την πρώτη,<br />

77,4% για τη δεύτερη και 66,7% για την τρίτη ηλικιακή ομάδα. Επί πλέον,<br />

αξιοσημείωτα ποσοστά υποκειμένων και στις τρεις ηλικιακές κατηγορίες (35,7%,<br />

12,9% και 16,7% αντίστοιχα) οδηγήθηκαν στην αποδοχή του ακτινικού σχήματος<br />

ερμηνείας, δηλαδή ενός μοντέλου η συγκρότηση του οποίου σηματοδοτεί την<br />

απόρριψη παραστατικών σχημάτων που παραπέμπουν ευθέως στον διαισθητικό<br />

τρόπο σκέψης. Αθροίζοντας τα επί μέρους ποσοστά ανά ηλικιακή κατηγορία<br />

παρατηρούμε συνολικές προόδους της τάξης του 85,7%, 90,3% και 83,4%<br />

αντίστοιχα.<br />

Μια ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει εδώ για τα έξι υποκείμενα τα οποία<br />

αναγνώρισαν το ορθό πρότυπο κατά τη διάρκεια της φάσης της εμπλοκής. Τα<br />

υποκείμενα αυτά εξαιρέθηκαν από τη φάση της πειραματικής παρέμβασης,<br />

συμμετείχαν ωστόσο στο στάδιο του μετά-ελέγχου. Τα τέσσερα από τα έξι αυτά<br />

υποκείμενα διατήρησαν στις νοητικές παραστάσεις τους το επιστημονικό πρότυπο,<br />

ενώ τα υπόλοιπα δύο (το Υ. 36 από την ΣΤ΄ Δημοτικού και το Υ. 18 από την Α΄<br />

Λυκείου) επανήλθαν σε εναλλακτικά παραστατικά σχήματα, καταγράφοντας σε ένα<br />

βαθμό και τα όρια της αποτελεσματικότητας των συγκρουσιακών διδακτικών<br />

διαδικασιών στη συγκρότηση σταθερών σε βάθος χρόνου νοητικών σχημάτων<br />

σκέψης. Και εδώ όμως η επίδραση της ηλικίας είναι χαρακτηριστική, καθώς το<br />

υποκείμενο της ΣΤ΄ Δημοτικού επέστρεψε στο αρχικό παραστατικό του σχήμα ενώ<br />

το υποκείμενο της Α΄ Λυκείου, ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα με τη χρήση του<br />

ακτινικού μοντέλου, παρουσίασε συνολικά γνωστική πρόοδο.<br />

Ας περάσουμε τώρα στον έλεγχο των γενικών ερευνητικών μας υποθέσεων. Στο<br />

ζήτημα της ανίχνευσης των βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών για<br />

την εκπομπή του φωτός από εκτεταμένες φωτεινές πηγές, υποθέσαμε ότι η<br />

194


αντιμετώπιση από την πλευρά των υποκειμένων πειραματικών καταστάσεων<br />

διαμορφωμένων κατ’ αναλογία με το οπτικό παράδοξο του Αριστοτέλη, είναι<br />

δυνατόν να αποκαλύψουν παραστατικά πρότυπα ή να διαμορφώσουν ερμηνευτικά<br />

σχήματα τα οποία εμφανίζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με ιστορικά μοντέλα<br />

ερμηνείας. Οι απαντήσεις που καταγράφτηκαν κατά το στάδιο του προ-ελέγχου<br />

πιστοποιούν ότι τα υποκείμενα και των τριών ηλικιακών ομάδων εμφορούνται<br />

σχεδόν αποκλειστικά από παραστατικά πρότυπα, τα χαρακτηριστικά των οποίων<br />

παρουσιάζουν σαφείς ομοιότητες με ιστορικά μοντέλα ερμηνείας. Ο ολιστικός<br />

τρόπος εκπομπής, η συνδυαστική (διπλή) ακτινοβολία και η προνομιακή διάδοση του<br />

φωτός σε κατεύθυνση που καθορίζεται από τη χωροθέτηση των αντικειμένων που<br />

περιβάλλουν την πηγή, αποτελούν βασικά στοιχεία των θεωριών που έχουν<br />

διατυπωθεί για το ίδιο ζήτημα στην Ιστορία της Οπτικής, όπως καταδεικνύει η<br />

ιστορική έρευνα που διενεργήσαμε στο τέταρτο κεφάλαιο. Επί πλέον, κατά τη φάση<br />

της εμπλοκής, η αναπαραγωγή αντιληπτικών συνθηκών πανομοιότυπων με αυτές που<br />

δημιούργησαν και συντήρησαν ιστορικά το γρίφο του οπτικού παράδοξου,<br />

διαμορφώνει στη σκέψη ενός σημαντικού αριθμού υποκειμένων ερμηνευτικά<br />

σχήματα, τα χαρακτηριστικά των οποίων προσιδιάζουν με συστατικά στοιχεία<br />

προγενέστερων επιστημονικών θεωρήσεων. Οι αποκλίσεις από την αρχή της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης και η απόδοση ενεργών ιδιοτήτων στο φως ή σε αντικείμενα<br />

που διαμορφώνουν το σχήμα των φωτεινών προβολών, αποτελούν βασικές<br />

παραδοχές των θεωριών που διατυπώθηκαν από τους «οπτικούς» επιστήμονες και<br />

λόγιους του μεσαίωνα R. Bacon, J. Pecham και Witelo. Ως εκ τούτου μπορούμε να<br />

ισχυριστούμε ότι η πρώτη ερευνητική μας υπόθεσή επαληθεύεται.<br />

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της οικοδόμησης και της νοητικής κατοχύρωσης του<br />

μηχανισμού εκπομπής του φωτός από εκτεταμένη φωτεινή πηγή, υποθέσαμε ότι τα<br />

υποκείμενα τα οποία συμμετείχαν στη συνολική παρεμβατική διαδικασία θα<br />

παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές σε σχέση με τα αρχικώς διατυπωθέντα<br />

παραστατικά σχήματα και θα προσεγγίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό το πρότυπο της<br />

Γεωμετρικής Οπτικής. Τα αποτελέσματα του μετά-ελέγχου, όπως καταγράφονται<br />

στους πίνακες των συνολικών μεταβολών των απαντήσεων, είναι απολύτως<br />

ικανοποιητικά και για τις τρεις ηλικιακές κατηγορίες, γεγονός που πιστοποιεί την<br />

επιτυχία της πειραματικής διαδικασίας. Ο στατιστικός μάλιστα έλεγχος δεν αφήνει<br />

περιθώρια για αμφισβητήσεις. Οι μεταβολές των απαντήσεων των υποκειμένων πριν<br />

και μετά τη διδακτική παρέμβαση είναι σημαντικές σε όλα τα επίπεδα ανάγνωσης.<br />

Μπορούμε επομένως να ισχυριστούμε ότι και η δεύτερη θεωρητική μας υπόθεση<br />

επαληθεύεται.<br />

Συμπερασματικά, με βάση τα εξαγχθέντα αποτελέσματα και τη στατιστική<br />

επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υποκείμενα<br />

τα οποία συμμετείχαν στην πειραματική διαδικασία της ανίχνευσης των νοητικών<br />

βιωματικών παραστάσεων, της συγκρουσιακής διαδικασίας και της διδακτικής<br />

επεξεργασίας του ορθού προτύπου με έργα τα οποία αντλούν το γνωστικό και<br />

εμπειρικό περιεχόμενό τους από την Ιστορία της Επιστήμης, γίνονται ικανά, μέσα<br />

στα πλαίσια ενός αλληλεπιδραστικού μαθησιακού περιβάλλοντος, να αντιμετωπίζουν<br />

τα αντιληπτικά δεδομένα των φωτεινών προβολών και των σκιών που οφείλονται σε<br />

εκτεταμένες φωτεινές πηγές, με συλλογισμούς που αποδεικνύουν την πρόσκτηση του<br />

αποδεκτού επιστημονικού μοντέλου της μη συνεκτικής εκπομπής. Από διδακτική<br />

άποψη λοιπόν, καθώς τα ερμηνευτικά πρότυπα των παιδιών ανταποκρίνονται πλήρως<br />

στο πρότυπο της Γεωμετρικής Οπτικής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η πειραματική<br />

διαδικασία υπήρξε επιτυχής.<br />

195


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ<br />

196


Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση της εργασίας μας, μπορούμε να συνοψίσουμε σε<br />

δύο τις κύριες συνιστώσες της ερευνητικής μας προσπάθειας: α) την ανάδειξη των<br />

βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών ενός συγκεκριμένου ηλικιακού<br />

φάσματος στο ζήτημα της εκπομπής του φωτός από σημειακή και εκτεταμένη<br />

φωτεινή πηγή β) τον έλεγχο της ευεργετικής επίδρασης συγκεκριμένων μεθόδων<br />

παρέμβασης για τη μετάβαση από ένα αυθόρμητα συγκροτημένο παραστατικό<br />

πρότυπο, προς ένα άλλο, του οποίου τα χαρακτηριστικά προσεγγίζουν αυτά του<br />

μοντέλου της Γεωμετρικής Οπτικής. Ο βαθμός επίτευξης των ερευνητικών στόχων<br />

που θέσαμε αποτελεί όχι μόνο κριτήριο ελέγχου της επιτυχίας της διαδικασίας την<br />

οποία ακολουθήσαμε, αλλά και την αφετηρία για τη διατύπωση διδακτικών<br />

προτάσεων με στόχο τη βελτίωση της αποδοτικότητας της διδασκαλίας σε επίπεδο<br />

σχολικής πρακτικής. Οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις των αποτελεσμάτων, τόσο<br />

στο επίπεδο της καταγραφής των παραστατικών σχημάτων όσο και σ’ αυτό των<br />

ποσοστών μετασχηματισμού, καθορίστηκαν από την επίδραση και την<br />

αλληλεξάρτηση δύο παραγόντων. Του ηλικιακού επιπέδου των υποκειμένων και της<br />

εμβέλειας της παρεχόμενης σχολικής γνώσης, δεδομένου ότι η έρευνα<br />

πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά τη διδασκαλία των συγκεκριμένων γνωστικών<br />

αντικειμένων στην ΣΤ΄ Δημοτικού και στη Β΄ Γυμνασίου. Εφ’ όσον το μείζον ζήτημα<br />

στο οποίο επιχειρούμε να ανταποκριθούμε είναι η χάραξη νέων διδακτικών<br />

στρατηγικών, θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε τα συμπεράσματά μας υπό το<br />

πρίσμα της συνάρθρωσης των προτάσεών μας με τα αποτελέσματα της επίδρασης<br />

των εξωτερικών αυτών παραγόντων.<br />

Στη θεματική ενότητα της σημειακής πηγής, οι διαφοροποιήσεις των αποτελεσμάτων<br />

ανά ηλικιακό επίπεδο είναι σημαντικές σε ό,τι αφορά την αποτύπωση των<br />

βιωματικών παραστάσεων. Η επικράτηση επικεντρώσεων διαισθητικού χαρακτήρα<br />

στα υποκείμενα της ΣΤ΄ Δημοτικού, είχε σαν αποτέλεσμα την καθήλωση των<br />

σωστών απαντήσεων σε ποσοστά μικρότερα του 50% και την ανάδειξη ενός<br />

φάσματος εναλλακτικών παραστάσεων, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων αποτελεί<br />

η αντίληψη της ανισοτιμίας της εκπομπής του φωτός, με προνομιακές κατευθύνσεις<br />

που καθορίζονται είτε από τη δυνατότητα εκπομπής της πηγής είτε από τη<br />

χωροταξική διευθέτηση των στοιχείων που την περιβάλλουν. Η διατύπωση<br />

απαντήσεων κατά τη διάρκεια του μετά-ελέγχου, οι οποίες σηματοδοτούν το<br />

μετασχηματισμό των συλλογισμών των παιδιών –αποτέλεσμα των συγκρουσιακών<br />

διδακτικών διαδικασιών που χρησιμοποιήσαμε στην προκειμένη περίπτωση-,<br />

αναδεικνύει με σαφήνεια την ισχυρή επιρροή των αντιληπτικών δεδομένων κατά την<br />

περίοδο της διαισθητικής σκέψης. Από διδακτική επομένως άποψη, η συχνή<br />

προσφυγή σε δραστηριότητες πειραματικού χαρακτήρα κρίνεται επιβεβλημένη από<br />

την πλευρά των διδασκόντων, δεδομένου ότι στην περίπτωση της σημειακής πηγής, η<br />

αισθητηριακή εμπειρία δεν αντιστρατεύεται τη συγκρότηση του προτύπου της<br />

Γεωμετρικής Οπτικής. Επί πλέον η χρήση παραδειγμάτων κατά την προφορική<br />

διδασκαλία καθώς και η αξιοποίηση εργαστηριακών διατάξεων, θα πρέπει να είναι με<br />

τέτοιο τρόπο διαρθρωμένες, ώστε να δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την<br />

αποκεντροθέτηση της σκέψης των μαθητών από αυτές οι οποίες εκλαμβάνονται από<br />

τα παιδιά ως προνομιακές κατευθύνσεις διάδοσης του φωτός. Αντίθετα, τα<br />

υποκείμενα της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου έχουν σε ικανοποιητικό βαθμό<br />

οικοδομήσει το πρότυπο της ακτινικής και ισότιμης προς όλες τις κατευθύνσεις<br />

εκπομπής, δείχνοντας αξιοσημείωτη ικανότητα ένταξης των αντιληπτικών δεδομένων<br />

σε έναν εννοιολογικό τρόπο σκέψης. Ο σχεδόν απόλυτος μετασχηματισμός των<br />

παραστάσεων των ολιγάριθμων υποκειμένων που εμφάνισαν εναλλακτικά<br />

παραστατικά πρότυπα, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας αυτόν. Έτσι, από διδακτική<br />

άποψη, στο επίπεδο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν προκύπτει η αναγκαιότητα<br />

197


μιας συστηματικού τύπου παρέμβασης στο συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο, χωρίς αυτό<br />

να σημαίνει ότι η πειραματική προσέγγιση είναι άσκοπη ή περιττή όταν και εφόσον<br />

το αναλυτικό πρόγραμμα, ο χρόνος ή οι σχολικές συνθήκες το επιτρέπουν.<br />

Στη θεματική ενότητα της εκτεταμένης πηγής και στο στάδιο της καταγραφής των<br />

παραστάσεων η επίδραση της σχολικής διδασκαλίας αναδεικνύεται εξαιρετικά<br />

ασθενής, καθώς κανένα από τα υποκείμενα των δύο πρώτων ηλικιακών ομάδων δεν<br />

είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά του ορθού προτύπου (παρά το<br />

γεγονός ότι ήρθαν πρόσφατα σε επαφή με τα γνωστικά αντικείμενα στα οποία η<br />

εφαρμογή της αρχής της μη συνεκτικής εκπομπής κρίνεται απαραίτητη), ενώ<br />

εξαιρετικά χαμηλό είναι και το αντίστοιχο ποσοστό των υποκειμένων της Α΄<br />

Λυκείου.<br />

Μια αδρομερής καταγραφή της κατανομής των εναλλακτικών παραστάσεων που<br />

διατυπώθηκαν από τα υποκείμενα και των τριών ηλικιακών ομάδων, θα οδηγούσε<br />

ίσως στο συμπέρασμα μιας τυχαίας διασποράς. Επιχειρώντας, ωστόσο, μια<br />

λεπτομερή διείσδυση στους αναβαθμούς των παραστατικών προτύπων, μπορούμε να<br />

διακρίνουμε αξιόλογες διαφοροποιήσεις οι οποίες πιστοποιούν την ισχυρή εξάρτηση<br />

των εννοιολογικών χαρακτηριστικών των παραστατικών σχημάτων από την ηλικία<br />

των υποκειμένων. Η σαφής αύξηση των ποσοστών υιοθέτησης του ακτινικού<br />

σχήματος –τα χαρακτηριστικά του οποίου απαιτούν, όπως έχουμε και αλλού<br />

υποστηρίξει, περισσότερο «λογικές» διεργασίες- με την ηλικιακή ωρίμανση (28,1%,<br />

31,3%, 43,7%), σε συνδυασμό με την αντίστοιχη μείωση των ποσοστών των<br />

νοητικών σχημάτων τα οποία ανάγονται στη διαισθητική σκέψη (71,9%, 65,6%,<br />

50%), επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό μας.<br />

Η ανίχνευση ωστόσο των βιωματικών νοητικών παραστάσεων των μαθητών, η οποία<br />

επιτυγχάνεται στις περισσότερες περιπτώσεις με βάση καθαρά περιγραφικά<br />

χαρακτηριστικά, καθώς και η αποτύπωση των παραγόντων που επιδρούν στην<br />

παγίωση ή την αποσταθεροποίησή τους, δεν οδηγεί αναγκαστικά στα αίτια της<br />

διαμόρφωσης ούτε στον προσδιορισμό των αποφασιστικών δυσκολιών υπέρβασής<br />

τους. Αποτελεί δηλαδή συνθήκη αναγκαία αλλά όχι και ικανή για την ανάδειξη<br />

σημείων εστίασης για την ανάπτυξη συστηματικών διδακτικών δραστηριοτήτων οι<br />

οποίες αποσκοπούν στο μετασχηματισμό της σκέψης των παιδιών (Χατζηνικήτα<br />

1997, Martinand 1989). Στη βάση αυτής της συλλογιστικής θα επιχειρήσουμε να<br />

μελετήσουμε στη συνέχεια τις εναλλακτικές παραστάσεις των υποκειμένων της<br />

έρευνας, υπό το πρίσμα όχι της περιγραφής των προβλημάτων της σκέψης αλλά της<br />

ανάδειξης των μαθησιακών δυσκολιών.<br />

Όπως αποφαίνονται έρευνες από τη σχετική ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία (Weil-<br />

Barais 1985, Giordan et al. 1994, Ψύλλος 1988, Ραβάνης & Παπαμιχαήλ 1994) η<br />

νόηση, κατά την περίοδο της διαισθητικής σκέψης, χαρακτηρίζεται από την έλλειψη<br />

λογικομαθηματικών κατακτήσεων, με αποτέλεσμα οι συλλογισμοί των παιδιών να<br />

ευνοούν τη συγκρότηση ερμηνευτικών σχημάτων με βάση απλά και λειτουργικά<br />

επεξηγηματικά πρότυπα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση του<br />

εμπειρικού υλικού της έρευνάς μας. Πράγματι, αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε<br />

κάποιο κοινό χαρακτηριστικό στους συλλογισμούς των υποκειμένων, όπως<br />

εκφράζονται και στα τρία εναλλακτικά παραστατικά σχήματα, θα διαπιστώσουμε μια<br />

απόλυτη προσήλωση στην ιδέα ότι από κάθε σημείο της φωτεινής πηγής εκπέμπεται<br />

μία και μόνο ακτίνα (ή το πολύ δύο, στην περίπτωση του συνδυαστικού σχήματος),<br />

ανεξάρτητα από την κατεύθυνση διάδοσής της. Η νοητική αυτή προσέγγιση αυτή<br />

αγνοεί το συντριπτικό μέρος της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας και αφαιρεί από τα<br />

198


παιδιά τη δυνατότητα αναγνώρισης της συνολικής προσφοράς της εκπεμπόμενης<br />

ακτινοβολίας στη διαμόρφωση των φωτεινών σχημάτων. Από ιστορική άποψη, η<br />

αδυναμία υπέρβασης του νοητικού αυτού μοντέλου δημιούργησε και συντήρησε την<br />

ερμηνευτική αδυναμία σε ότι αφορά το φαινόμενο του «Αριστοτελικού παράδοξου».<br />

Κατ’ αναλογία, στη σκέψη των μαθητών, η παραστατική συγκρότηση που στηρίζεται<br />

στο νοητικό αυτό σχήμα λειτουργεί ως το βασικό μαθησιακό εμπόδιο για την<br />

προσέγγιση του επιστημονικού προτύπου και αποτελεί ταυτόχρονα τον βασικό<br />

παράγοντα διατήρησης του ερμηνευτικού μηχανισμού που χρησιμοποιεί την έννοια<br />

της φωτεινής ακτίνας στη θέση της φωτεινής δέσμης. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει<br />

να αγνοήσουμε και την επίδραση της σχολικής διδασκαλίας όπου, σε υπολογιστικού<br />

τύπου προβλήματα για τον σχεδιαστικό εντοπισμό των προβολών, των σκιών ή των<br />

ειδώλων, η σύνδεση της πηγής με τα αποτελέσματά της επιτελείται με την παρουσία<br />

μόνο κάποιων «ειδικών» ακτίνων. Μπορεί η επιλεκτική χρήση των απαραίτητων<br />

ακτίνων να εξυπηρετεί λόγους σχεδιαστικής οικονομίας, στο επίπεδο όμως της<br />

διαμόρφωσης παραστατικών προτύπων, οι «ειδικές» αυτές ακτίνες αναδεικνύονται<br />

όχι μόνο ικανές αλλά και αναγκαίες για τον προσδιορισμό των φωτεινών<br />

αποτελεσμάτων. Εξάλλου, “καμία διδακτική προσέγγιση όταν περιορίζεται στον<br />

μαθηματικό φορμαλισμό δεν είναι ικανή να προκαλέσει αναδιοργάνωση των<br />

νοητικών παραστάσεων, οι οποίες θεμελιώνονται στη βιωματική εμπειρία” (Langley<br />

et al. 1997, σελ. 401). Στο πλαίσιο επομένως της διδασκαλίας που σχετίζεται με<br />

ζητήματα της Γεωμετρικής Οπτικής, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η υπέρβαση του<br />

εμποδίου αυτού, με την ανάδειξη της συνεισφοράς όλης της «ποσότητας» του φωτός<br />

που εκπέμπεται από τη φωτεινή πηγή. Η χρήση διαφραγμάτων μεταβλητής διαμέτρου<br />

στις διατάξεις οπτικής τράπεζας αποτελεί ένα πρόσφορο μέσο, όπως πιστοποιεί η<br />

επιτυχία της πειραματικής μας παρέμβασης, για την αφομοίωση της μη συνεκτικής<br />

και ισότροπης προς όλες τις κατευθύνσεις εκπομπής.<br />

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αναδόμησης των παραστάσεων, τη μεγαλύτερη<br />

δυσκολία μετασχηματισμού συναντούν τα υποκείμενα της μικρότερης ηλικιακής<br />

ομάδας, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα του μετά-ελέγχου. Η βελτίωση των<br />

ποσοστών μετασχηματισμού με την αύξηση της ηλικίας είναι εν πολλοίς<br />

αναμενόμενη σε παρεμβάσεις τέτοιου τύπου. Η θεαματική, ωστόσο, υπεροχή των<br />

υποκειμένων της δεύτερης ηλικιακής ομάδας έναντι των δύο άλλων μπορεί να<br />

ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της ευεργετικότερης δυνατής επίδρασης του συνδυασμού<br />

των δύο παραγόντων που προαναφέραμε. Της νοητικής δηλαδή εξέλιξης που<br />

επέρχεται με την αύξηση της ηλικίας και της χρονικής εμβέλειας της διδασκαλίας<br />

των σχετικών θεμάτων στη σχολική τάξη. Με άλλα λόγια, μπορεί οι μαθητές της Α΄<br />

Λυκείου να τοποθετούνται, κατά γενική παραδοχή, σε υψηλότερο επίπεδο σκέψης<br />

από άποψη ικανότητας νοητικών διεργασιών, η χρονική ωστόσο απόσταση των δύο<br />

χρόνων που μεσολάβησε από την τελευταία φορά που διδάχτηκαν τα σχετικά με το<br />

θέμα μας γνωστικά αντικείμενα φαίνεται ότι λειτούργησε ανασταλτικά στους<br />

νοητικούς μηχανισμούς κατοχύρωσης της επιθυμητής γνώσης.<br />

Από τη σκοπιά επομένως αυτή, ενδιαφέρον θα είχε η επανάληψη του πειράματος με<br />

μαθητές της Α΄ Λυκείου οι οποίοι κατά τη διδασκαλία των σχετικών θεμάτων στην<br />

ΣΤ΄ Δημοτικού και στην Β΄ Γυμνασίου προσέγγισαν τα σχετικά γνωστικά<br />

αντικείμενα με την πειραματική παρουσίαση του ορθού προτύπου, μέσω μιας<br />

διαδικασίας ανάλογης με αυτήν που εφαρμόσαμε. Μια τέτοια απόπειρα θα έδινε<br />

εκτός των άλλων και τη δυνατότητα συγκρίσεων και ελέγχου της ισχύος της<br />

πρότασής μας σε μια βαθιά χρονική προοπτική.<br />

199


Επί πλέον, όπως πιστοποιούν τα αποτελέσματα του Πίνακα 16 της στατιστικής<br />

επεξεργασίας των δεδομένων, οι πρόοδοι των μαθητών στους οποίους<br />

παρουσιάστηκε ο δεύτερος τύπος διατάξεων (εμπόδια), υπολείπονται των<br />

αντίστοιχων προόδων των μαθητών οι οποίοι αντιμετώπισαν τις διατάξεις του<br />

πρώτου τύπου (διαφράγματα με οπές), παρά τη στατιστική σημαντικότητα των<br />

διαφορών που παρατηρείται και για τους δύο τύπους των διατάξεων. Η<br />

διαπιστούμενη αυτή υστέρηση μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα υψηλότερων<br />

νοητικών απαιτήσεων των διατάξεων των εμποδίων, καθώς εδώ τα υποκείμενα, εκτός<br />

από την υπέρβαση του διαισθητικού σχήματος «σκιά - ιδιότητα των αντικειμένων»,<br />

καλούνται να διανύσουν νοητικά και την πορεία «πηγή – εμπόδιο – σκιά» προς<br />

περισσότερες διασταυρούμενες κατευθύνσεις ταυτοχρόνως. Πιστεύουμε ότι ο<br />

μηχανισμός σχηματισμού πολλαπλών σκιών θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο<br />

περισσότερο εντοπισμένης έρευνας, καθόσον απαιτεί την επίτευξη συνθετότερων<br />

γνωστικών συντονισμών. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία μια διδακτική<br />

δραστηριότητα εστιάζεται αποκλειστικά στην ερμηνεία του μηχανισμού εκπομπής<br />

του φωτός από εκτεταμένες πηγές, θεωρούμε ότι η χρήση διατάξεων του πρώτου<br />

τύπου (διαφράγματα με οπές) αποτελεί προσφορότερη επιλογή.<br />

Συνοψίζοντας τα συμπεράσματά μας, ας επανέλθουμε σε ένα ζήτημα στο οποίο<br />

αναφερθήκαμε ακροθιγώς κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Είναι ήδη γνωστό<br />

από τις μελέτες της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών σε όλους τους θεματικούς<br />

χώρους του ερευνητικού της πεδίου, ότι σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα οι<br />

βιωματικές νοητικές παραστάσεις των μαθητών παρουσιάζουν σθεναρή αντίσταση<br />

κατά τη «συνάντησή» τους με την επιστημονική γνώση, όπως τουλάχιστον αυτή<br />

μεταφέρεται στη σχολική τάξη. Σπάνια ωστόσο καταγράφονται αποτελέσματα στα<br />

οποία η γνωστική πρόοδος των μαθητών να αξιολογείται ως μηδαμινή μετά τη<br />

επίδραση της σχολικής διδασκαλίας, όπως στη δική μας περίπτωση. Η σχεδόν<br />

απόλυτη αδυναμία των υποκειμένων της έρευνάς μας να αναγνωρίσουν τα<br />

χαρακτηριστικά του προτύπου της Γεωμετρικής Οπτικής, στην περίπτωση των<br />

φωτεινών προβολών και των σκιών που προέρχονται από εκτεταμένες πηγές, θα<br />

μπορούσε κατ’ αρχήν να αποδοθεί στην απουσία αναφοράς του μηχανισμού της μη<br />

συνεκτικής εκπομπής κατά τη διάρκεια της σχολικής διδακτικής διαδικασίας. Καθώς<br />

απουσιάζει κάθε ρητή αναφορά του μοντέλου αυτού στα αναλυτικά προγράμματα<br />

τόσο του Δημοτικού όσο και του Γυμνασίου, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το<br />

συγκεκριμένο ζήτημα μόνο παρεμπιπτόντως μπορεί να τεθεί στη σχολική τάξη. Η<br />

υποχρεωτική όμως διδασκαλία θεμάτων, τα οποία δεν μπορούν να τύχουν επιτυχούς<br />

επεξεργασίας παρά μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής του (μηχανισμός της όρασης,<br />

σκοτεινός θάλαμος, είδωλα από κάτοπτρα και φακούς), αποδυναμώνει εξαιρετικά το<br />

ενδεχόμενο αυτό.<br />

Ένας δεύτερος λόγος στον οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί η συγκεκριμένη<br />

αποτυχία είναι η αδυναμία συγκρότησης, από την πλευρά των υποκειμένων του<br />

συγκεκριμένου ηλικιακού φάσματος, των απαραίτητων νοητικών συντονισμών που<br />

θα επέτρεπαν την επαρκή ερμηνεία των φωτεινών αποτελεσμάτων στο πλαίσιο μιας<br />

συνεπούς εφαρμογής των αρχών της Γεωμετρικής Οπτικής. Πράγματι, τα<br />

αντιληπτικά δεδομένα του συγκεκριμένου πειράματος δεν βοηθούν στην άμεση<br />

αναγνώριση των αρχών αυτών, δεδομένου ότι η διαδρομή του φωτός στο χώρο δεν<br />

είναι αισθητηριακώς ανιχνεύσιμη. Η οικοδόμηση συνεπώς του επιστημονικού<br />

προτύπου προϋποθέτει αφενός την ικανότητα αφαιρετικών νοητικών διεργασιών,<br />

αφετέρου τη δυνατότητα επεξεργασίας των αντιληπτικών δεδομένων μέσω μιας<br />

νοητικής διαδικασίας σύνθεσης και ανάλυσης, κατακτήσεις οι οποίες δεν μπορούν να<br />

θεωρηθούν δεδομένες στα συγκεκριμένα στάδια νοητικής ανάπτυξης. Όμως τα<br />

200


αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι ακόμη και τα υποκείμενα της μικρότερης<br />

ηλικιακής κατηγορίας είναι δυνατόν να μεταπλάσουν –με μεγαλύτερη αναμφίβολα<br />

δυσκολία- σε ικανοποιητικά ποσοστά τις βιωματικές παραστάσεις τους όταν<br />

συμμετέχουν σε μια αλληλεπιδραστικού χαρακτήρα διδακτική διαδικασία η οποία<br />

υποστηρίζεται από την παρουσίαση του ορθού προτύπου.<br />

Από διδακτική επομένως άποψη, είναι απαραίτητη όχι μόνο η επιμονή του<br />

αναλυτικού προγράμματος, αλλά και η ειδική ευαισθητοποίηση των διδασκόντων στο<br />

ζήτημα της εκπομπής του φωτός από εκτεταμένες πηγές. Η συστηματική και<br />

εμπεριστατωμένη αναφορά του μοντέλου της μη συνεκτικής εκπομπής κατά τη<br />

διδασκαλία των σχετικών θεμάτων, θεωρούμε ότι δημιουργεί τις απαραίτητες<br />

προϋποθέσεις για το μετασχηματισμό των βιωματικών παραστάσεων των μαθητών<br />

και την προσέγγιση της επιθυμητής γνώσης. Παράλληλα, η εφαρμογή της<br />

θεωρητικής σύλληψης του Kepler σε πειραματικές διατάξεις οι οποίες επιλέγονται<br />

για να υποστηρίξουν τη θεωρητική διδασκαλία (η κατασκευή δηλαδή εκτεταμένων<br />

φωτεινών πηγών με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η «αποσύνθεσή» τους σε έναν<br />

αριθμό σημειακών), μπορεί να αποτελέσει ένα πρόσφορο διδακτικό υλικό και να<br />

οδηγήσει την εκπαιδευτική διαδικασία στην αποτελεσματικότερη επίτευξη των<br />

μαθησιακών στόχων. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, η κατάλληλη καθοδήγηση των<br />

μαθητών αποτελεί εκ των ουκ άνευ όρο για την κατανόηση οποιασδήποτε ιδιότητας ή<br />

θεωρητικού μοντέλου σχετικά με το φως. Η αλληλεπίδραση αντικειμένου και<br />

υποκειμένου όταν διαμεσολαβείται από μια δομημένη παρέμβαση, μπορεί να<br />

συμβάλλει αποφασιστικά στην αποκέντρωση της σκέψης του μαθητή από τα<br />

βιωματικά παραστατικά πρότυπα και στην εστίαση των συλλογισμών του στα<br />

χαρακτηριστικά του επιστημονικού μοντέλου.<br />

201


ΕΠΙΛΟΓΟΣ<br />

202


Κλείνοντας την παρουσίαση της έρευνάς μας, θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε<br />

τις κύριες συνιστώσες της, να διερευνήσουμε τις ενδεχόμενες προοπτικές της και να<br />

εξετάσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των πορισμάτων της. Η<br />

κεντρική στόχευση της εργασίας μας ήταν η επιβεβαίωση υποθέσεων σχετικών με<br />

την ευεργετική συμβολή της Ιστορίας της Επιστήμης στην ανίχνευση και τον<br />

μετασχηματισμό βιωματικών νοητικών παραστάσεων μαθητών 12-16 ετών,<br />

αναφορικά με τα φαινόμενα εκπομπής και διάδοσης του φωτός από εκτεταμένες<br />

πηγές, καθώς και της αλληλεπίδρασής του με την ύλη, όταν αυτή επιτελείται μέσα<br />

από μια δομημένη και αλληλεπιδραστικού χαρακτήρα διδακτική παρέμβαση. Στο<br />

τέλος αυτής της ερευνητικής διαδρομής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα<br />

αποτελέσματα της έρευνας δικαίωσαν σε μεγάλο βαθμό τις θεωρητικές και<br />

μεθοδολογικές επιλογές μας.<br />

Το κύριο αίτημα στο οποίο επιχειρήσαμε να ανταποκριθούμε ήταν η χάραξη μιας<br />

αποτελεσματικής διδακτικής στρατηγικής, ικανής να οδηγήσει από μια εμπειρική και<br />

περιγραφική, σε μια συγκροτημένη και επεξηγηματική διδασκαλία των εν λόγω<br />

γνωστικών αντικειμένων, και από την άποψη αυτή η προσπάθειά μας συμβαδίζει με<br />

τους σύγχρονους ερευνητικούς προσανατολισμούς της Διδακτικής των Φυσικών<br />

Επιστημών. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχει αναληφθεί ένα ευρύ φάσμα<br />

πρωτοβουλιών από τους ερευνητές της Διδακτικής των Φ.Ε., με σκοπό το σχεδιασμό<br />

και την υλοποίηση ερευνητικών προτάσεων που αφορούν το διδακτικό έργο σε όλες<br />

τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, σε μια προσπάθεια απαγκίστρωσης από το εσωστρεφές<br />

περιβάλλον των πρώτων χρόνων, το οποίο είχε ως κύριο ερευνητικό άξονα την<br />

αναζήτηση και τη μελέτη των χαρακτηριστικών της βιωματικής σκέψης των παιδιών.<br />

Ερευνητικά δεδομένα, μεθοδολογικές προσεγγίσεις και καινοτομικές στρατηγικές<br />

τροφοδοτούν με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία<br />

με προτάσεις για το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων που σχετίζονται με την<br />

καθημερινή διδακτική πρακτική (Ραβάνης 2003). Ωστόσο, οι αναγκαίες<br />

διεπιστημονικές προσεγγίσεις που απαιτούνται αλλά και οι προτεινόμενες<br />

ερευνητικές διδακτικές περιστάσεις, κρίνονται σε πολλές περιπτώσεις ως μη<br />

προνομιακές για την εκπαίδευση. Όπως επισημαίνει ο Η. Ματσαγγούρας (1996, σ.<br />

106), “δύο από τους βασικούς λόγους που, μέχρι τώρα, η διδακτική έρευνα δεν έχει<br />

καταφέρει να επηρεάσει σημαντικά τη διδακτική πράξη είναι α) η αδυναμία των<br />

ερευνητών να «μιλήσουν» τη γλώσσα των εκπαιδευτικών και β) η ενασχόλησή τους<br />

με επιστημονικά ενδιαφέροντα που δεν ταυτίζονται πάντοτε με τα προβλήματα της<br />

διδακτικής πράξης, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί. Γι’ αυτό<br />

οι τελευταίοι συχνά θεωρούν την εκπαιδευτική έρευνα πολύ «θεωρητική» και τις<br />

διδακτικές συνεπαγωγές και προτάσεις ως «εξωπραγματικές»”. Με άλλα λόγια, σε<br />

πολλές περιπτώσεις, οι προτεινόμενες διδακτικές δραστηριότητες δεν είναι οι πλέον<br />

κατάλληλες για να επιφέρουν τους αναγκαίους γνωστικούς μετασχηματισμούς στη<br />

σκέψη των μαθητών/τριών, καθώς υπερβαίνουν τους όρους και τις δεσμεύσεις της<br />

καθημερινής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.<br />

Υπό το πρίσμα αυτό, τα αποτελέσματα της ερευνητικής μας προσπάθειας θα έχουν<br />

πραγματικό αντίκρισμα εφ’ όσον καταφέρουν να ανταποκριθούν στις πραγματικές<br />

ανάγκες της σχολικής διδασκαλίας. Αυτό προϋποθέτει κατ’ αρχήν την προσαρμογή<br />

της προτεινόμενης διαδικασίας σε συνθήκες σχολικής τάξης, καθόσον το δικό μας<br />

πείραμα πραγματοποιήθηκε με ατομικές συνεντεύξεις και έξω από το περιβάλλον της<br />

σχολικής αίθουσας, ελαχιστοποιώντας, δηλαδή, τους περιορισμούς που επιβάλλει το<br />

προκαθορισμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η προσαρμογή αυτή μπορεί να επιτευχθεί με<br />

την παράκαμψη του διερευνητικής διαδικασίας, καθώς τα αποτελέσματα του σταδίου<br />

αυτού, επιβεβαιώνοντας τα πορίσματα μιας σειράς ερευνών που έχουν<br />

203


πραγματοποιηθεί σε διαφορετικές χώρες, μαθησιακά περιβάλλοντα και ηλικιακά<br />

στρώματα, μπορούν να θεωρηθούν πλέον ως επαρκή για την πιστοποίηση<br />

παγιωμένων εναλλακτικών παραστάσεων των μαθητών για τις εμπλεκόμενες έννοιες<br />

και τα φαινόμενα. Επί πλέον, η παρεμβολή του σταδίου της εμπλοκής μπορεί να<br />

περιοριστεί αποκλειστικά στον άξονα της γνωστικής αποσταθεροποίησης, καθώς ο<br />

έλεγχος των μεταβολών και των προόδων έδειξε τη σχετική ανεπάρκεια των<br />

συγκρουσιακών διαδικασιών σε ό,τι αφορά τον πλήρη μετασχηματισμό των<br />

παραστάσεων ή την ανάκληση του επιστημονικού προτύπου από την πρόσφατη<br />

σχολική διδασκαλία. Μια τέτοια προσαρμογή θα οδηγούσε στη μείωση του<br />

απαιτούμενου διδακτικού χρόνου, ενός παράγοντα δηλαδή, η επίδραση του οποίου θα<br />

πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην εφαρμογή κάθε καινοτόμου διδακτικής<br />

πρότασης.<br />

Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερη σημασία έχει η επέκταση του πειράματος, όπως<br />

ακριβώς το πραγματοποιήσαμε, και στα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα του<br />

αναλυτικού προγράμματος τα οποία σχετίζονται με την εκπομπή του φωτός από<br />

εκτεταμένες πηγές, δηλαδή το σχηματισμό ειδώλων από κάτοπτρα και φακούς, τη<br />

δημιουργία σκιών και το μηχανισμό της όρασης. Μια τέτοια προσπάθεια θα έδινε τη<br />

δυνατότητα συγκρίσεων με τα αποτελέσματα της δικής μας έρευνας, ενώ ταυτόχρονα<br />

θα διαμόρφωνε μια προοπτική ενιαίας αντιμετώπισης των σχετικών θεμάτων.<br />

Σε κάθε περίπτωση, η ισχύς και τα όρια εφαρμοσιμότητας της πρότασής μας θα<br />

κριθούν αναπόφευκτα σε συνθήκες καθημερινής πρακτικής. Προς την κατεύθυνση<br />

αυτή, και στα πλαίσια του προβληματισμού που καταθέσαμε προηγουμένως,<br />

επιδιώξαμε εξαρχής τη διαμόρφωση συνθηκών εφαρμογής συμβατών με τους<br />

κανόνες και τους περιορισμούς της σχολικής διδασκαλίας. Έτσι, η διαδικασία και τα<br />

μέσα που χρησιμοποιήσαμε μπορούν να συνεισφέρουν στην παραγωγή διδακτικού<br />

υλικού, τόσο στο επίπεδο συγγραφής σχολικών βιβλίων όσο και σε αυτό της<br />

δημιουργίας εργαστηριακών διατάξεων, με την έννοια ότι δεν αποκρυσταλλώνουν<br />

απλώς κάποια αδιαμόρφωτη πρακτική γνώση, αλλά προσαρμόζουν το αντικείμενο<br />

της μάθησης στις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες μαθητών και διδασκόντων.<br />

Πιο συγκεκριμένα, οι διδακτικές δραστηριότητες που προτείνουμε:<br />

• οριοθετούνται μέσα στα πλαίσια του ισχύοντος αναλυτικού προγράμματος<br />

σπουδών,<br />

• δεν υπερβαίνουν τον διαθέσιμο σχολικό χρόνο (ιδιαίτερα μετά τη επίσημη<br />

θεσμοθέτηση της εργαστηριακής διδασκαλίας των «φυσικών» μαθημάτων και<br />

βέβαια στο πλαίσιο των απαραίτητων προσαρμογών),<br />

• δεν απαιτούν ιδιαίτερη ή ασυνήθιστη οργάνωση της σχολικής τάξης,<br />

• δεν απέχουν από τον κύκλο γνώσεων των εκπαιδευτικών ούτε απαιτούν την<br />

ανάληψη ρόλων εκ μέρους τους που τους είναι αδιάφοροι, ξένοι ή ακατανόητοι<br />

(Μπαγάκης 1999).<br />

Τέλος, σε πρακτικό επίπεδο, η κατασκευή και προμήθεια των απαραίτητων<br />

εποπτικών μέσων –εκτεταμένων δηλαδή φωτεινών πηγών με δυνατότητα<br />

«αποσύνθεσης» σε σημειακές- μπορεί να επιτευχθεί στα πλαίσια του προγράμματος<br />

εκπόνησης προδιαγραφών εργαστηριακών συσκευών και εξοπλισμού εργαστηρίων<br />

Φυσικών Επιστημών των σχολείων, που βρίσκεται σε εξέλιξη από την πολιτεία.<br />

Στο βαθμό που το απώτερο ζητούμενο κάθε ερευνητικής προσπάθειας στο χώρο της<br />

Διδακτικής, είναι η ανακάλυψη καταλληλότερων και αποτελεσματικότερων μεθόδων<br />

διδασκαλίας με την εκμετάλλευση κάθε διαθέσιμης πηγής, οι παραπάνω<br />

διατυπωθείσες επιδιώξεις πιστεύουμε ότι υπηρετούν το βασικό στόχο της εργασίας<br />

204


μας: τη διδακτική αξιοποίηση της Ιστορίας της Επιστήμης με γνώμονα τη διδακτική<br />

πράξη.<br />

205


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

206


Αριστοτέλης (1995). Προβλήματα 2. Κάκτος, Αθήνα.<br />

Αυγελής, Ν. (1979). Η αιτιότητα στην Επιστήμη και στη Φιλοσοφία. Στο Θεμέλια<br />

των Επιστημών, 1, 229-240. ΕΕΦ-Gutenberg, Αθήνα.<br />

Αυγελής, Ν. (1998). Φιλοσοφία της Επιστήμης. Κώδικας, Θεσσαλονίκη.<br />

Αυγελής, Ν. (2004). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Θεσσαλονίκη.<br />

Abraham, M. R., Williamson, V. M., Westbrook, S. L. (1994). A cross-age study of<br />

the understanding of five chemistry concepts. Journal of Research in Science<br />

Teaching, 31(2), 147-165.<br />

Abrams, E., Southerland, S. (2001). The how’s and why’s of biological change: How<br />

learners neglect physical mechanisms in their search for meaning. International<br />

Journal of Science Education, 23(12), 1271-1281.<br />

Addinell, S., Solomon, J. (1983). Science in a social context: Teacher’s guide.<br />

Blackwell, Oxford.<br />

Amigues, R., Caillot, M. (1990). Les représentations graphiques dans l’enseignement<br />

et l’apprentissage de l’électricité. European Journal of Psychology of<br />

Education, V(4), 477-488.<br />

Andersson, B., Kärrqvist, C. (1983). How Swedish pupils aged 12-15 years<br />

understand light and its properties. European Journal of Science Education,<br />

5(4), 387-402.<br />

Andersson, C. W., Smith, E. L. (1982). Student’s conceptions of light, color and<br />

seeing. In Proceedings of the Annual convention of the National Association<br />

for Research in Science Teaching, Fontana, Wisconsin.<br />

Anderson, C. W., Smith, E. L. (1983). Children’s conceptions of light and color:<br />

Understanding the concept of unseen rays. In Proceedings of the annual<br />

meeting of the American Educational Research Association, Montreal.<br />

Aristotle (1952). Problems (trans. W. S. Hett). Heinemann, U.K.<br />

Aristotle (1963). Problems (trans. E. S. Forster). Oxford University Press.<br />

Arons, A. B. (1984). Education through science. Journal of College Science<br />

Teaching, 13, 210-220.<br />

Asimov, I. (1975). Biographical encyclopedia of science and technology. Macmillan,<br />

London.<br />

Aznar, M. M., Orcajo, T. I. (2005). Solving problems in genetics. International<br />

Journal of Science Education, 27(1), 101-121.<br />

Βαλαδάκης, Α. (2001). Η αποθησαύριση της ιστορίας της Φυσικής με γνώμονα τη<br />

διδακτική πράξη. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ. Σκορδούλης (επιμ.),<br />

Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των<br />

Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών».<br />

Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Βαλανίδης, Ν. (1998). Φοιτητικές αντιλήψεις για τους μετασχηματισμούς της ύλης<br />

κατά τη διάρκεια της απόσταξης. Στο Π. Κουμαράς, Π. Καριώτογλου, Β.<br />

Τσελφές & Δ. Ψύλλος (επιμ.), Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου<br />

«Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και Εφαρμογή των Νέων Τεχνολογιών<br />

στην Εκπαίδευση». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Βαμβακούσης, Χ. (1984). Ο νόμος του Ohm και οι «κρυφές σκέψεις» των μαθητών.<br />

Σύγχρονη Εκπαίδευση, 17, 50-63.<br />

Βλάχος, Ι. (2004). Εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες. Η πρόταση της<br />

εποικοδόμησης. Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

Βοσνιάδου, Σ. (1989). Τι πιστεύουν τα παιδιά για τη Γη, τον Ήλιο και το φαινόμενο<br />

μέρας-νύχτας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 46, 41-50.<br />

Βοσνιάδου, Σ. (1994). Η εννοιολογική αλλαγή στην παιδική ηλικία: Παραδείγματα<br />

από το χώρο της Αστρονομίας. Στο Β. Κουλαϊδής (επιμ.), Αναπαραστάσεις του<br />

φυσικού κόσμου. Gutenberg, Αθήνα.<br />

207


Βοσνιάδου, Σ., Brewer, W. F. (1988). Θεωρίες της αναδιοργάνωσης της γνώσης κατά<br />

τη διάρκεια της ανάπτυξης. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 39, 83-89.<br />

Bachelard, G. (1975). Le rationalisme appliqué. PUF, Paris.<br />

Bachelard, G. (2004). La formation de l’esprit scientifique. Vrin, Paris.<br />

Bacon, R. (1962). The Opus Majus of Roger Bacon (2 vols.). Russell & Russell, N.Y.<br />

Bandura, A. (1971a). Social learning theory. General Learning Press, N.Y.<br />

Bandura, A. (1971b). Theories of modeling. Atherton Press, N.Y.<br />

Bar, V., Zinn, B. (1995). Abstract physical concepts as concrete realizations in the<br />

history of science and in pupils’ ideas about action at a distance. In F. Finley,<br />

D. Allchin, D. Rhees & S. Fifield, Proceedings of the third International<br />

History, Philosophy and Science Teaching Conference. Vol I, Minneapolis,<br />

Minnesota.<br />

Bar, V., Zinn, B., Rubin, E. (1997). Children’s ideas about action at a distance.<br />

International Journal of Science Education, 19(10), 1137-1157.<br />

Batts, G. (1999). Learning about colour subtraction by role-play. School Science<br />

Review, 80(292), 99-100.<br />

Benseghir, A., Closset, J. L. (1996). The electrostatics-electrokinetics transition:<br />

historical and educational difficulties. International Journal of Science<br />

Education, 18(2), 179-191.<br />

Berg, K. C. de. (1997). The development of the concept of work: A case where<br />

History can inform Pedagogy. Science & Education, 6(5), 511-527.<br />

Bickerton, D. (1988). A two-stage model of the human language faculty. In S. Strauss<br />

(ed.), Ontogeny, Phylogeny, and Historical Development. Ablex Publishing<br />

Corporation, Norwood, New Jersey.<br />

Bliss, J. (1994). Η σημασία του Piaget για την έρευνα σχετικά με τις αντιλήψεις των<br />

παιδιών. Στο Β. Κουλαϊδής (επιμ.), Αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου.<br />

Gutenberg, Αθήνα.<br />

Bloom, B., Krathwohl, D. (1986). Ταξινομία διδακτικών στόχων (τομ. Α΄). Κώδικας,<br />

Θεσσαλονίκη.<br />

Botvin, G. J., Murray, F. B. (1975). The efficacy of peer modeling and social conflict<br />

in the acquisition of conservation. Child Development, 46, 796-799.<br />

Boyes, E., Stanisstreet, M. (1991). Development of pupils’ ideas about seeing and<br />

hearing - the path of light and sound. Research in Science and Technology<br />

Education, 9, 223-244.<br />

Bradley, J. (1991). Repeating the electromagnetic experiments of Michael Faraday.<br />

Physics Education, 26, 284-288.<br />

Brook, A., Briggs, H., Driver, R. (1984). Aspects of Secondary Students’<br />

Understanding of the Particulate Nature of Matter. Children’s Learning in<br />

Science Project Center for Studies in Science and Mathematics, The University<br />

of Leeds.<br />

Brumby, M. (1979). Problems in learning the concept of natural selection. Journal of<br />

Biological Education, 13, 119-122.<br />

Brush, S. G. (1969). The role of History in the teaching of Physics. The Physics<br />

Teacher, 75, 271-276.<br />

Brush, S. G. (1974). Should the History of Science Be Rated X? Science 18, 1164-<br />

1172.<br />

Butterfield, H. (1983). Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800).<br />

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), Αθήνα.<br />

Bybee, R. W., Powell, J. C., Ellis, J. D., Giese, J. R., Parisi, L., Singleton, L. (1991).<br />

Integrating the history and nature of science and technology in science and<br />

social studies curriculum. Science Education, 75(1), 143-155.<br />

208


Γιαλαμάς, Β. (2005). Στατιστικές τεχνικές και εφαρμογές στις Επιστήμες της Αγωγής.<br />

Πατάκης, Αθήνα.<br />

Γομάτος, Λ. (1998). Επίλυση προβλημάτων: Εξέλιξη των αναπαραστάσεων του<br />

προβλήματος σε μαθητές που επιλύουν προβλήματα Μηχανικής του Λυκείου<br />

σε μικρές ομάδες. Επιθεώρηση Φυσικής, Η(26), 29-35.<br />

Carey, S. (1985). Conceptual Change in Childhood. MIT Press, Cambridge.<br />

Carey, S. (1987). Theory change in childhood. In B. Inhelder, D., Caprona & A.<br />

Cornu-Wells (eds), Piaget today. Lawrence Erlbaum, London.<br />

Carey, S. (1988). Reorganization of knowledge in the course of acquisition. In S.<br />

Strauss (ed.), Ontogeny, Phylogeny and Historical Development. Ablex<br />

Publishing Corporation, Norwood, New Jersey.<br />

Carugati, F., Mugny, G. (1985). La théorie du conflit sociocognitif. In G. Mugny<br />

(ed.), Psychologie sociale du développent cognitif. P. Lang, Berne.<br />

Champagne, A. B., Gunstone, R. F., Klopfer, L. E. (1985). Effecting changes in<br />

cognitive structures among physics students. In L. West & A. Pines (eds),<br />

Cognitive Structure and Conceptual Change. Academic Press, Orlando,<br />

Florida.<br />

Champagne, A. B., Klopfer, L. E., Anderson, J. (1980). Factors influencing learning<br />

of classical mechanics. Research in Science and Technology Education, 1(2),<br />

173-183.<br />

Champagne, A. B., Klopfer, L. E., Gunstone, R. F. (1982). Cognitive research and the<br />

design of science instruction. Educational Psychologist, 17, 31-53.<br />

Chang, Jin-Yi (1999). Teacher’s college students’ conceptions about evaporation,<br />

condensation and boiling. Science Education, 83(5), 511-526.<br />

Chauvet, F. (1994). Un instrument pour évaluer un état conceptuel: exemple du<br />

concept de couleur. Didaskalia, 8, 61-79.<br />

Chauvet, F. (1996). Teaching Colour: designing and evaluation of a sequence.<br />

European Journal of Teacher Education, 19(2), 121-136.<br />

Chi, M. T. H., Feltovidh, P. J., Glaser, R. (1981). Categorization and representation of<br />

physics problems by experts and novices. Cognitive Science, 5, 121-152.<br />

Clement, J. (1982). Students’ preconceptions in introductory mechanics. American<br />

Journal of Physics, 50, 66-71.<br />

Clement, J. (1983). A conceptual model discussed by Galileo and intuitively used by<br />

physics students. In D. Genter & A. L. Stevens (eds), Mental Models. Erlbaum,<br />

Hillsdale, N. J.<br />

Clough, E. E., Driver, R. (1985). Secondary students’ conceptions of the conduction<br />

of heat: Bringing together scientific and personal views. Physics Education,<br />

20(4), 176-182.<br />

Conant, J, B. (1948/1957). Harvard case histories in experimental science. Harvard<br />

University Press, Cambridge, Mass.<br />

Copal, H., Kleismidt, J., Case, J., Musonge, P. (2004). An investigation of tertiary<br />

students’ understanding of evaporation, condensation and vapor pressure.<br />

International Journal of Science Education, 26(13), 1597-1620.<br />

Cosgrove, M., Osborne, R. (1985). Lesson frameworks for changing children’s ideas.<br />

In R. Osborne & P. Freyberg (eds), Learning in Science: The implications of<br />

children’s science. Heinemann, Portsmouth, New Hampshire.<br />

Crahay, M., Delhaxhe, A. (1989). La compréhension du fonctionnement de la<br />

balance. Une analyse hiérarchique. European Journal of Psychology of<br />

Education, IV(3), 349-375.<br />

Crombie, A. C. (1989). Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο (τομ. Α, 5 ος -17 ος αι.).<br />

ΜΙΕΤ, Αθήνα.<br />

209


Crombie, A. C. (1992). Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο (τομ. Β, 13 ος -17 ος αι.).<br />

ΜΙΕΤ, Αθήνα.<br />

Δαπόντες, Ν., Κασέτας, Α., Μουρίκης, Σ., Σκιαθίτης, Μ. (1984). Φυσική Ενιαίου<br />

Πολυκλαδικού Λυκείου. ΟΕΔΒ, Αθήνα.<br />

Δέδες, Χ. (1997). Μια Ιστορία από την Ιστορία των Φυσικών Επιστημών: Ένα<br />

διδακτικό μέσο στα πλαίσια μιας αντιδογματικής διδασκαλίας. Σύγχρονη<br />

Εκπαίδευση, 92, 62-67.<br />

Δέδες, Χ. (2004). Η συνεισφορά της Ιστορίας της Επιστήμης στη διδασκαλία της<br />

Οπτικής: Μια πρόταση. Φυσικός Κόσμος, 14(173), 6-12.<br />

Δελλής, Γ. (2003). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός,<br />

Αθήνα.<br />

Dedes, C. (2005). The mechanism of vision: Conceptual similarities between<br />

historical models and children’s representations. Science & Education, (υπό<br />

δημ.).<br />

Dijksterhuis, E. J. (1986). The Mechanization of the World Picture. Princeton<br />

University Press, Princeton.<br />

DiSessa, A. (1982). Unlearning Aristotelian Physics: A study of knowledge-based<br />

learning. Cognitive Science, 6, 37-75.<br />

Doise, W., Mugny, G. (1987). Η κοινωνική ανάπτυξη της νοημοσύνης. Πατάκης,<br />

Αθήνα.<br />

Driver, R. (1982). Children’s Learning in Science. Educational Analysis, 4, 69-79.<br />

Driver, R., Easley, J. (1978). Pupils and paradigms: A review of literature related to<br />

concept development in adolescent science students. Studies in Science<br />

Education, 5, 61-84.<br />

Driver, R., Warrington, L. (1985). Students’ use of the principle of energy<br />

conservation in problem situations. Physics Education, 20(4), 171-176.<br />

Driver, R., Guesne, E., Tiberghien, A. (1985). Children’s ideas in Science. Open<br />

University Press, Buckingham.<br />

Driver, R., Guesne, E., Tiberghien, A. (1993). Οι ιδέες των παιδιών στις Φυσικές<br />

Επιστήμες. Ε.Ε.Φ. – Τροχαλία, Αθήνα.<br />

Driver, R., Squires, A., Rushworth, P., Wood-Robinson, V. (1994). Making sense of<br />

secondary science. Research into children’s ideas. Routledge, London and<br />

N.Y.<br />

Driver, R., Squires, A., Rushworth, P., Wood-Robinson, V. (1998). Οικο-δομώντας<br />

τις έννοιες των Φυσικών Επιστημών. Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα.<br />

Duhem, P. (1906/1954). The Aim and Structure of Physical Theory. Princeton<br />

University Press, Princeton.<br />

Duschl, R. A. (1994). Research on the history and philosophy of science. In D. L.<br />

Gabel (ed.), Handbook of Research on Science Teaching and Learning.<br />

McMillan, London.<br />

Eaton, J., Anderson, C. W., Smith, E. L. (1984). Student’s misconceptions interfere<br />

with science learning: Case studies of fifth-grade students. The Elementary<br />

School Journal, 84(4), 365-379.<br />

Eckstein, S. G., Kozhevnikov, M. (1997). Parallelism in the development of<br />

children’s ideas and the historical development of projectile motion theories.<br />

International Journal of Science Education, 19(9), 1057-1073.<br />

Ζόγκζα, Β. (1998). Η διαδικασία της φωτοσύνθεσης και η θρέψη των φυτών:<br />

Βιωματικές νοητικές παραστάσεις μαθητών Γυμνασίου. Επιθεώρηση Φυσικής,<br />

Η(26), 70-77.<br />

Ζούμπος, Α. (1970). Εισαγωγή εις την ιστορίαν της Φιλοσοφίας. Παρισιάνος, Αθήνα.<br />

Fauvel, J., Van Maanen, J. (eds) (2000). History in Mathematics Education: the ICMI<br />

study. Kluwer, Dordrecht.<br />

210


Fawaz, A., Viennot, L. (1986). Image optique et vision: Enquête en classe de premier<br />

au Liban. Bulletin de l’Union des Physiciens, 686, 1125-1146.<br />

Feher, E., Rice, K. (1988). Shadows and anti-images: Children’s conceptions of light<br />

and vision. Science Education, 75(5), 637-649.<br />

Ferk, V., Vrtacnick, M., Bleject, A., Gril, A. (2003). Students’ understanding of<br />

molecular structure representations. International Journal of Science<br />

Education, 25(10), 1227-1245.<br />

Feyerabend, P. (1983). Ενάντια στη μέθοδο. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη.<br />

Flannery, M. C. (1995). Science, technology and the public in the 19 th century: How<br />

to select science content for an interdisciplinary course. In F. Finley, D.<br />

Allchin, D. Rhees & S. Fifield, Proceedings of the third International History,<br />

Philosophy and Science Teaching Conference. Vol I, Minneapolis, Minnesota.<br />

Fleer, M. (1996). Early learning about light: mapping preschool children’s thinking<br />

about light before, during and after involvement in a two week teaching<br />

program. International Journal of Science Education, 18(7), 819-836.<br />

Gagliardi, R. (1981). Pourquoi est – ce qu’on enseigne seulement les résultats de la<br />

science? AJIES 3, 161-164. Chamonix.<br />

Gagné, R. (1985). The conditions of learning (4 th ed.). Holt, N.Y.<br />

Galili, I. (1996). Student’s conceptual change in geometrical optics. International<br />

Journal of Science Education, 18(7), 847-868.<br />

Galili, I., Hazan, A. (2000). The influence of an historically oriented course on<br />

student’s content knowledge in optics evaluated by means of facets-schemes<br />

analysis. American Journal of Physics, 68(7), S3-S15.<br />

Galili, I., Hazan, A. (2001). The effect of a history-based course in optics on students’<br />

views about science. Science & Education, 10, 7-32.<br />

Galili, I., Bendall, S., Goldberg, F. (1993). The effects of prior knowledge and<br />

instruction on understanding image formation. Journal of Research in Science<br />

Teaching, 30(3), 271-301.<br />

Gallagher, J. J. (1991). Prospective and practicing secondary school teachers’<br />

knowledge and beliefs about the philosophy of science. Science Education,<br />

75(1), 121-133.<br />

Gardner, H. (1985). The mind’s new science: A history of the cognitive revolution.<br />

Basic Books, N.Y.<br />

Garnett, P. J., Hackling, M. W. (1995). Students’ alternative conceptions in<br />

chemistry: A review of research and implications for teaching and learning.<br />

Studies in Science Education, 25, 69-95.<br />

Gauld, C. F. (1988). The cognitive context of pupils’ alternative frameworks.<br />

International Journal of Science Education, 10(3), 267-274.<br />

Gauld, C. F. (1991). History of science, individual development and science teaching.<br />

Research in Science Education, 21, 133-140.<br />

Giere, R. N. (1987). The cognitive study of science. In N. J. Nersessian (ed.), The<br />

Process of Science. Martinus Nijhoff, Dordrecht.<br />

Gillispie, C. C. (1986). Στην κόψη της αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών<br />

από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein. ΜΙΕΤ, Αθήνα.<br />

Gilly, M., Roux, J. P. (1988). Social marking in ordering tasks: Effects and action<br />

mechanisms. European Journal of Social Psychology, 18, 251-266.<br />

Giordan, A. (sous la dir.) (1994). L’élève et/ou les connaissances scientifiques:<br />

Approche didactique de la construction des concepts scientifiques par les<br />

élèves. Peter Lang, Berne.<br />

Giordan, A., Vecchi, G. (1987). Les origines du savoir. Des conceptions des<br />

apprenants aux concepts scientifiques. Delachaux et Niestlé, Paris.<br />

211


Goldberg, F. M., McDermott, L. C. (1987). An investigation of student understanding<br />

of the real image formed by a converging lens or concave mirror. American<br />

Journal of Physics, 55(2), 108-119.<br />

Golin, G. (1995). Some experiences in teaching the history of science to future highschool<br />

teachers in universities of the former Soviet Union (1970-1990). In F.<br />

Finley, D. Allchin, D. Rhees & S. Fifield, Proceedings of the third<br />

International History, Philosophy and Science Teaching Conference. Vol I,<br />

Minneapolis, Minnesota.<br />

Gowin, D. B. (1983). Misconceptions, metaphors and conceptual change: Once more<br />

with feeling. In H. Helm & J. D. Novak, Proceedings of the International<br />

Seminar on misconceptions in Science and Mathematics. Cornell University,<br />

Ithaca.<br />

Grant, E. (ed.) (1974). A Source Book in Medieval Science. Cambridge, Mass.<br />

Greenslade, T. B., Howe, R. H. (1981). A modern use of Volta’s electroscope.<br />

Physics Teacher, December 1981, 614-615.<br />

Guesne, E. (1978). Lumière et vision des objets. In G. Delacote (ed.), Physics<br />

Teaching in Schools. Taylor & Francis, London.<br />

Guesne, E. (1984). Children’s ideas about light. In E. J. Wenham (ed.), New Trends in<br />

Physics Teaching IV. Unesco, Paris.<br />

Guesne, E. (1993). Το φως. Στο R. Driver, E. Guesne & A. Tiberghien (eds.), Οι ιδέες<br />

των παιδιών στις Φυσικές Επιστήμες. Τροχαλία – Ένωση Ελλήνων Φυσικών,<br />

Αθήνα.<br />

Gunstone, R. F., White, R. T. (1981). Understanding of gravity. Science Education,<br />

65(3), 291-300.<br />

Θεοδωρόπουλος, Β., Δόσης, Σ., Κανδεράκης, Ν., Καρανίκας, Γ., Κολιόπουλος, Δ.,<br />

Φασουλόπουλος, Γ. (1998). Όταν ο ήχος έγινε κύμα: Μια επισκόπηση των<br />

ιδεών για την έννοια του ήχου στην επιστήμη και στους μαθητές. Στο Π.<br />

Κουμαράς, Π. Καριώτογλου, Β. Τσελφές & Δ. Ψύλλος (επιμ.), Πρακτικά του<br />

1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και Εφαρμογή<br />

των Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Θεοφιλίδης, Χ. (1996). Η σχέση της ψυχολογίας της μάθησης με τη Διδακτική. Η<br />

ψυχολογική θεμελίωση της διδασκαλίας. Στο Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Η<br />

εξέλιξη της Διδακτικής. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Θωμαδάκη, Σ., Σκορδούλης, Κ. (2002). Διδακτική αξιοποίηση της ιστορίας του<br />

πειράματος Michelson-Morley. Στο Π. Κόκκοτας, Ι. Βλάχος, Π. Πήλιουρας, &<br />

Κ. Πλακίτση (επιμ.), Η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στην κοινωνία της<br />

πληροφορίας. Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της ΕΔΙΦΕ. Γρηγόρης,<br />

Αθήνα.<br />

Halbwachs, F. (1974). La pensée physique chez l’enfant et le savant. Delachaux et<br />

Niestlé, Neuchâtel, Switzerland.<br />

Hamburger, A. I. (1990). Epistemological and historical studies of physics concepts<br />

for science teaching. In D. E. Herget (ed.), Proceedings of the First<br />

International Conference “More History and Philosophy of Science in Science<br />

Teaching”. Tallahassee, Florida State University.<br />

Harrow, A. (1972). A taxonomy of the psychomotor domain. David McKay, N.Y.<br />

Hatzinikita, V., Koulaidis, V. (1997). Pupils’ ideas on conservation during changes in<br />

the state of water. Research in Science and Technological Education, 15(1), 53-<br />

70.<br />

Hegel, G. (1806/1931). The phenomenology of mind. Allen & Unwin, London.<br />

Heller, I. J., Reif, F. (1984). Prescribing effective human problem solving processes:<br />

Problem description in physics. Cognition & Instruction, 1(2), 177-216.<br />

212


Hodson, D. (1992). In search of a meaningful relationship: An exploration of some<br />

issues relating to integration in science and science education. International<br />

Journal of Science Education 14(5), 541-562.<br />

Hodson, D. (1993). Philosophic stance of secondary school science teachers,<br />

curriculum experiences and children’s understanding of science. Interchange,<br />

24, 41-52.<br />

Holton, G. (1952). Introduction to Concepts & Theories in Physical Sciences.<br />

Addison-Wesley, N.Y.<br />

Holton, G. (1978). On the Educational Philosophy of the Project Physics Course. In<br />

his The Scientific Imagination: Case Studies. Cambridge University Press,<br />

Cambridge.<br />

Honey, J. (1990). Investigating the nature of science: Teacher’s guide. Nuffield-<br />

Chelsea Curriculum Trust, Longman. U.K.<br />

Hosson, C., Kaminski, W. (2002). Les yeux des enfants sont-ils des «porte-lumière»?<br />

Bulletin de l’Union de Physiciens, 840, 143-160.<br />

Howe, C., Rodgers, D., Tolmie, A. (1990). Peer interaction in primary school physics.<br />

European Journal of Psychology of Education, V(4), 459-475.<br />

Ιωαννίδης, Χ., Βοσνιάδου, Σ. (1992). Ιδέες των παιδιών σχολικής και προσχολικής<br />

ηλικίας για την έννοια της δύναμης σε σχέση με κινούμενα και ακίνητα<br />

αντικείμενα. Στο Α. Δημητρίου, Α. Ευκλείδη, Ε. Γωνίδα & Μ. Βακάλη (επιμ.),<br />

Ψυχολογικές έρευνες στην Ελλάδα, τ.1, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο<br />

Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.<br />

Ιωαννίδης, Χ., Βοσνιάδου, Σ. (2001). ΄΄Τα σώματα έχουν ιδιότητες΄΄: Μια<br />

εδραιωμένη προϋπόθεση στις διαισθητικές θεωρίες των μαθητών και στις<br />

πρώιμες επιστημονικές θεωρίες. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ.<br />

Σκορδούλης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και<br />

Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Inhelder, B., Sinclair, H., Bovet, M. (1974). Apprentissage et structures de la<br />

connaissance. PUF, Paris.<br />

Jenkins, E. W. (1989). Why the history of science? In M. Shortland & A. Warwick<br />

(eds), Teaching the history of science. Blackwell, Oxford.<br />

Jenkins, E. W. (1996). The ‘nature of science’ as a curriculum component. Journal of<br />

Curriculum Studies, 28, 137-150.<br />

Joshua, S., Dupin, J. J. (1988). Processus de modélisation en électricité. Technologies<br />

Idéologies Pratiques, 2(7), 155-169.<br />

Jung, W. (1986). Cognitive science and the history of science. In P. V. Thomsen<br />

(ed.), Science Education and the History of Physics. University of Aarhus,<br />

Denmark.<br />

Καριώτογλου, Π., Κουμαράς, Π., Ψύλλος, Δ. (1994). Η ανάπτυξη χάρτη εννοιών των<br />

μαθητών και η χρήση τους στο σχεδιασμό διδακτικών παρεμβάσεων: η<br />

περίπτωση των ρευστών. Παιδαγωγική επιθεώρηση, 20/21, 147-170.<br />

Καρούνιας, Δ., Χατζόπουλος, Χ., Παναγόπουλος, Θ., Μελιγαλιώτη, Α. (2003).<br />

Ηλεκτρισμός με χειρόκτια. Φυσικός Κόσμος, 10(169), 38-42.<br />

Καρύδας, Α., Κουμαράς, Π. (2001). Η Ιστορία της Επιστήμης και προτάσεις για τη<br />

διδακτική της εκμετάλλευση: Η περίπτωση της θερμότητας και των θερμικών<br />

φαινομένων. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ. Σκορδούλης (επιμ.),<br />

Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των<br />

Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών».<br />

Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Κασσέτας, Α. (1992). Η Διδακτική της Φυσικής: Απ’ το Νηπιαγωγείο μέχρι το<br />

Πανεπιστήμιο. Εκπαιδευτική Κοινότητα, 15, 30-31.<br />

213


Κασσέτας, Α. (1998). Ορισμένα γνωστικά αντικείμενα αντιστέκονται περισσότερο.<br />

Μια έρευνα. Στο Π. Κουμαράς, Π. Καριώτογλου, Β. Τσελφές & Δ. Ψύλλος<br />

(επιμ.), Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Διδακτική των Φυσικών<br />

Επιστημών και Εφαρμογή των Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση».<br />

Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Κασσέτας, Α. (2001). Ορυχείο δύο. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ.<br />

Σκορδούλης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και<br />

Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Κασσέτας, Α. (2003). Η οργή του Δία και ένα απίστευτα μικρό σωματίδιο. Δύο<br />

παραδείγματα «επεξεργασίας μεταλλεύματος» που προέκυψε από το έδαφος<br />

της Ιστορίας των Επιστημών. Στο Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά (επιμ.), 2 ο<br />

Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών<br />

Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο<br />

Αθηνών.<br />

Κασσωτάκης, Μ., Φλουρής, Γ. (2000). Μάθηση και Διδασκαλία. Αθήνα.<br />

Κιντή, Β. (2003). Πρέπει η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών να περιλαμβάνει<br />

την Ιστορία της Επιστήμης; Στο Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά (επιμ.), 2 ο<br />

Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών<br />

Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο<br />

Αθηνών.<br />

Κλωνάρη, Κ., Τσάμης, Ε. (2002). Μελέτη των αντιλήψεων μαθητών, φοιτητών και<br />

δασκάλων για τις βασικές έννοιες της Αστρονομίας. Στο Π. Κόκκοτας, Ι.<br />

Βλάχος, Π. Πήλιουρας, & Κ. Πλακίτση (επιμ.), Η διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών στην κοινωνία της πληροφορίας. Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου<br />

Συνεδρίου της ΕΔΙΦΕ. Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

Κόκκοτας, Π. (2001α). Το είναι και το γίγνεσθαι της Διδακτικής των Φυσικών<br />

Επιστημών. Στο Π. Κόκκοτας & Ι. Βλάχος (επιμ.), Η διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών στις αρχές του 21ου αιώνα: προβλήματα και προοπτικές. ΕΔΙΦΕ –<br />

Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

Κόκκοτας, Π. (2001β). Διδακτική των Φυσικών Επιστημών. Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

Κόκκοτας, Π. (2002). Σύγχρονες προσεγγίσεις στη διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών (3 η έκδ.). Αθήνα.<br />

Κόκκοτας, Π. (2003). Η φύση της επιστήμης ως παράγοντας διαμόρφωσης των<br />

αναλυτικών προγραμμάτων. Στο Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά (επιμ.), 2 ο<br />

Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών<br />

Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο<br />

Αθηνών.<br />

Κολιόπουλος, Δ., Ραβάνης, Κ. (2001). Η συγκρότηση αναλυτικών προγραμμάτων για<br />

τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: Από τον εμπειρισμό στη θεωρία των<br />

αναλυτικών προγραμμάτων και τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών. Στο Π.<br />

Κόκκοτας & Ι. Βλάχος (επιμ.), Η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στις<br />

αρχές του 21 ου αιώνα: Προβλήματα και προοπτικές. ΕΔΙΦΕ – Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

Κολιόπουλος, Δ., Ψύλλος, Δ. (1982). Ένα πολυδιάστατο εργαλείο της διδασκαλίας<br />

και μάθησης της Φυσικής: Η Ιστορία της Φυσικής. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 9,<br />

93-98.<br />

Κομίλη, Α. (1981). Σύγχρονη Ψυχολογία. Η έρευνα της συμπεριφοράς. Νέα Σύνορα,<br />

Αθήνα.<br />

Κομίλη, Α. (1989). Βασικές αρχές και μέθοδοι επιστημονικής έρευνας στην Ψυχολογία.<br />

Οδυσσέας, Αθήνα.<br />

214


Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη, Γ. (1983). Επιλογή και αξιολόγηση στην<br />

εκπαίδευση: συναίνεση και αξιοκρατία ή έλεγχος και αναπαραγωγή; Σύγχρονα<br />

Θέματα, 18, 41-56.<br />

Κοσμόπουλος, Α. (1983). Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του προσώπου. Αθήνα.<br />

Κοσμόπουλος, Α. (1985). Στοιχεία Γενικής Διδακτικής και Αξιολόγησης.<br />

Πανεπιστήμιο Πατρών-ΟΕΔΒ, Αθήνα.<br />

Κουζέλης, Γ. (1991). Από τον Βιωματικό στον Επιστημονικό Κόσμο. Κριτική, Αθήνα.<br />

Κουζέλης, Γ. (1996). Το επιστημολογικό υπόβαθρο των επιλογών της Διδακτικής.<br />

Στο Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Η εξέλιξη της Διδακτικής. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Κουλαϊδής, Β. (1994). Πρότυπα αλλαγής της επιστημονικής γνώσης:<br />

Επιστημολογική προσέγγιση. Στο Β. Κουλαϊδής (επιμ.), Αναπαραστάσεις του<br />

Φυσικού κόσμου. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Κουλαϊδής, Β. (1996). Επιστήμες της διδακτικής διαμεσολάβησης. Οριοθέτηση και<br />

οργάνωση. Στο Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Η εξέλιξη της Διδακτικής. Gutenberg,<br />

Αθήνα.<br />

Κουλαϊδής, Β., Σταυρίδου, Ε., Τσαπαρλής, Γ., Χατζηνικήτα, Β., Σολομωνίδου, Χ.<br />

(1998). Η Διδακτική της Χημείας: σημερινή κατάσταση και προοπτικές. Στο<br />

Πρακτικά συνεδρίου «Διδακτική της Χημείας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».<br />

ΕΕΧ – Τμήμα Χημείας Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα.<br />

Κουμαράς, Π. (1989). Εποικοδομητική προσέγγιση στην πειραματική διδασκαλία του<br />

ηλεκτρισμού. Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Φυσικής, Α.Π.Θ.<br />

Κουμαράς, Π., Ψύλλος, Δ., Βαλασιάδης, Ο., Ευαγγελινός, Δ. (1990). Επισκόπηση<br />

των απόψεων ελλήνων μαθητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην<br />

περιοχή των ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 13, 125-154.<br />

Κουτούγκος, Α. (1981). Πρότυπα αλλαγής επιστημονικών θεωριών. Στο Θεμέλια των<br />

Επιστημών, 3, 245-268. Gutenberg – Ε.Ε.Φ., Αθήνα.<br />

Κρασανάκης, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα.<br />

Κωνσταντινίδη, Κ., Σεβαστίδου, Α., Ραφτόπουλου, Α. (2003). Η αξιοποίηση της<br />

ιστορικής επιχειρηματολογίας στη διδασκαλία αστρονομικών φαινομένων. Στο<br />

Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά (επιμ.), 2 ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της<br />

Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη διδασκαλία των<br />

Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών.<br />

Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (1992). Γνωστική Ψυχολογία. Art of Text, Θεσσαλονίκη.<br />

Κωστόπουλος, Δ., Κλωνάρη, Α. (1997). Ο Κόσμος μας –Επιστήμες της Γης. Αθήνα.<br />

Kafai, Y. B., Gilliland-Swetland, A. J. (2001). The use of historical materials in<br />

elementary science classrooms. Science Education, 85(4), 349-367.<br />

Kaminski, W. (1989). Conceptions des enfants (et des autres) sur la lumiere. Bulletin<br />

de l’Union des Physiciens, 716, 973-996.<br />

Kepler, J. (1604/2000). Optics: Paralipomena to Witelo & Optical Part of Astronomy.<br />

Green Lion Press, Santa Fe, New Mexico.<br />

Kipnis, N. (1993). Rediscovering Optics. BENA Press, Minneapolis.<br />

Kipnis, N. (1996). The ‘historical-investigative’ approach to science teaching. Science<br />

& Education 5(3), 277-292.<br />

Kitcher, P. (1988). The Child as parent of the scientist. Mind & Language, 3(3), 217-<br />

228.<br />

Klein, M. J. (1972). Use and Abuse of Historical Teaching in Physics. In S. G. Brush<br />

& A. L. King (eds), History in the Teaching of Physics. University Press of<br />

New England.<br />

Klopfer, L. E. (1964a). History of Science Cases. Science Research Association,<br />

Chicago.<br />

Klopfer, L. E. (1964b). The use of case histories in science teaching. School, Science<br />

and Mathematics, 64, 660-666.<br />

215


Klopfer, L. E., Cooley, W. W. (1963). The history of science cases for high schools in<br />

the development of student understanding of science and scientists: A report on<br />

the HOSC instruction project. Journal of Research in Science Teaching, 1, 33-<br />

47.<br />

Kohler, W. (1929/1992). Gestalt Psychology. Liveright, London.<br />

Koliopoulos, D., Tantaros, S., Papandreou, M., Ravanis, K. (2004). Preschool<br />

children’s ideas about floating: a qualitative approach. Journal of Science<br />

Education, 5(1), 21-24.<br />

Kovács, L. (1998). Zoltán Bay and the first moon-radar experiment in Europe<br />

(Hungary, 1946). Science & Education, 7(3), 313-316.<br />

Koyré, A. (1978). Galileo Studies. Atlantic Highlands, Humanities Press.<br />

Kragh, H. (1992). A sense of history: History of science and the teaching of<br />

introductory quantum theory. Science & Education 1(4), 349-363.<br />

Krasilchik, M. (1990). The scientists: An experiment in science teaching.<br />

International Journal of Science Education 12(3), 282-287.<br />

Krathwohl, D., Bloom, B., Masia, B. (1964). Taxonomy of educational objectives.<br />

Handbook II: Affective domain. David McKay Co, N.Y.<br />

Krnel, D., Watson, R., Grazar, S. (2005). The development of the concept of matter:<br />

A cross-age study of how children describe materials. International Journal of<br />

Science Education 27(3), 367-383.<br />

Kuhn, T. (1977). The Essential Tension. University of Chicago Press, Chicago.<br />

Kuhn, T. (1981). Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων. Σύγχρονα Θέματα,<br />

Θεσσαλονίκη.<br />

Lakatos, I. (1987). Μεθοδολογία των προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας.<br />

Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη.<br />

Langevin, P. (1926/1964). La valeur éducative de l’histoire des sciences. In P.<br />

Laberenne (ed.), La Pensée et l’Action. Editions Sociales, Paris.<br />

Langley, D., Ronen, M., Eylon, B. S. (1997). Light propagation and visual patterns:<br />

Preinstruction learners’ conceptions. Journal of Research in Science Teaching,<br />

34(4), 399-424.<br />

Leach, J., Driver, R., Scott, P., Wood-Robinson, C. (1996). Children’s ideas about<br />

ecology 3: ideas found in children aged 5-16 about the interdependency of<br />

organisms. International Journal of Science Education 18(2), 129-141.<br />

Lefebvre, R., Pinard, A. (1972). Apprentissage de la conversation des quantités par<br />

une méthode de conflit cognitif. Revue Canadienne des Sciences du<br />

Comportement, 7, 37-42.<br />

Lefevre, R., Escaut, A. (1986). Les conceptions des etudiants à l’entrée dans<br />

l’Université a propos de la lumière. In A. Giordan & J. L. Martinand (eds),<br />

Feuilles d’Epistémologie Appliquée et de Didactique des Sciences, 7, 37-42.<br />

Lefevre, R., Escaut, A. (1987). Modèles de la lumière: Les conceptions des etudiants<br />

de 1ere année universitaire. In A. Giordan & J. L. Martinant, Actes JES, 9, 297-<br />

302.<br />

Lejeune, A. (1948). Euclide et Ptolémée: Deux stades de l’optique geometrique<br />

grecque. Louvain: Bibliothèque de l’Université.<br />

Lemeignan, G., Weil-Barais, A. (1997). Η Οικοδόμηση των Εννοιών στη Φυσική.<br />

Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα.<br />

Lemmer, M., Lemmer, T. N., Smit, J. J. A., Vreken, N. J. (1999). Students’<br />

perceptions of time. In M. Komorek, H. Behrendt, H. Dahncke, R. Duit, W.<br />

Graber & A. Kross (eds), Proceedings of the Second International Conference<br />

of the E.S.E.R.A. “ Research in Science Education. Past, Present, Future”. Vol.<br />

I, Kiel, Germany.<br />

216


Lindberg, D. C. (1967). Alhazen’s theory of vision and its reception in the West. Isis,<br />

58, 321-341.<br />

Lindberg, D. C. (1968). The theory of pinhole images from antiquity to the thirteenth<br />

century. Archive for History of Exact Sciences, 5, 154-176.<br />

Lindberg, D. C. (1970a). The theory of pinhole images in the fourteenth century.<br />

Archive for History of Exact Sciences, 6, 299-325.<br />

Lindberg, D. C. (1970b). A reconsideration of Roger Bacon’s theory of pinhole<br />

images. Archive for History of Exact Sciences, 6, 214-223.<br />

Lindberg, D. C. (1976). Theories of vision from Al-Kindi to Kepler. The University of<br />

Chicago Press, Chicago.<br />

Lindberg, D. C. (1987). Continuity and discontinuity in the history of optics: Kepler<br />

and the medieval tradition. History and Technology, 4, 431-448.<br />

Lindberg, D. C. (1997). Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης. Πανεπιστημιακές<br />

Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα.<br />

Linder, C. (1993). University physics students’ conceptualization of factors affecting<br />

the speed of sound propagation. International Journal of Science Education,<br />

15(6), 655-662.<br />

Lochhead, J., Dufrence, R. (1989). Helping students understand difficult concepts<br />

through the use of dialogues with history. In D. E. Herget (ed.), Proceedings of<br />

the First International Conference “More History and Philosophy of Science in<br />

Science Teaching”. Tallahassee, Florida State University.<br />

Lythcott, J. (1983). “Aristotelian” was given as the answer, but what was the<br />

question? In Proceedings of the International Seminar on misconceptions in<br />

Science and Mathematics. Cornell University, Ithaca.<br />

Ματσαγγούρας, Η. (1996). Μεθοδολογία της επιστημονικής Διδακτικής. Στο Η.<br />

Ματσαγγούρας (επιμ.), Η εξέλιξη της Διδακτικής. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Μίχας, Π. (2001α). Με τα μάτια του Μεσαίωνα. Αλεξανδρούπολη.<br />

Μίχας, Π. (2001β). Παραδείγματα χρήσης της Ιστορίας της Οπτικής στη διδασκαλία.<br />

Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ. Σκορδούλης (επιμ.), Πρακτικά του<br />

Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών<br />

στη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Μίχας, Π., Ανδρεάδης, Π. (2003). Χρήση της ιστορίας για τη διδασκαλία της<br />

ευθύγραμμης διάδοσης και της σκιάς. Στο Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά<br />

(επιμ.), 2 ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των<br />

Φυσικών Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ,<br />

Πανεπιστήμιο Αθηνών.<br />

Μπαγάκης, Γ. (1991). Επίλυση προβλημάτων: Εμπειρική μελέτη στις γνωστικές<br />

δυσκολίες των μαθητών/μαθητριών της δευτέρας Γυμνασίου όταν επιλύουν<br />

προβλήματα έργου. Επιθεώρηση Φυσικής, Ζ(20), 22-25.<br />

Μπαγάκης, Γ. (1992). Αφιέρωμα στη Διδακτική της Φυσικής: Από το Νηπιαγωγείο<br />

μέχρι το Πανεπιστήμιο. Εκπαιδευτική Κοινότητα, 15, 23-31.<br />

Μπαγάκης, Γ. (1999). Ένα παράξενο σύνθημα: Ο εκπαιδευτικός ως ερευνητής και<br />

μια απόπειρα θεμελίωσης της έρευνας δράσης. Στο Γ. Μπαγάκης,<br />

Εκπαιδευτικές Αλλαγές, Προγράμματα Κινητικότητας και Κοινοτικό Πλαίσιο<br />

Στήριξης. Μεταίχμιο, Αθήνα.<br />

Mach E. (1883/1960). The Science of Mechanics. Open Court Publishing Company,<br />

LaSalle, IL.<br />

Mach E. (1895/1943). On instruction in the classics & the sciences. In his Popular<br />

Scientific Lectures. Open Court, LaSalle.<br />

Marrou, H. I. (1979). Ιστορία και Μέθοδοί της (τομ. 1). ΜΙΕΤ, Αθήνα.<br />

217


Martinand, J. L. (1989). Des objectifs-capacités aux objectifs-obstacles. In N.<br />

Bednarz & C. Garnier (eds), Construction des savoirs, obstacles et conflits.<br />

Agence d’ ARC, Ottawa.<br />

Mas, C. J., Perez, J. H., Harris, H. H. (1987). Parallels between adolescents’<br />

conception of gases and the history of chemistry. Journal of Chemical<br />

Education, 64(7), 616-618.<br />

Matthews, M. R. (1989). A role for history and philosophy in science teaching.<br />

Interchange, 20(2), 3-15.<br />

Matthews, M. R. (1992). History, Philosophy and Science teaching: The present<br />

rapprochement. Science & Education 1(1), 11-47.<br />

Matthews, M. R. (1994). Science Teaching. The Role of History and Philosophy of<br />

Science. Routledge, N.Y.<br />

Matthews, M. R. (2001). Methodology and politics in science: the fate of<br />

Huygens’1673 proposal of the seconds pendulum as an international standard<br />

of length and some educational suggestions. Science & Education, 10(2), 119-<br />

135.<br />

Maurines, L. (1999). La propagation des ondes en dimension 3: analyse des<br />

difficultés des etudiants quant au modèle géométrico-ondulatoire. Didaskalia,<br />

15, 87-122.<br />

McCloskey, M. (1983). Intuitive Physics. Scientific American, 248, 114-122.<br />

McCloskey, M., Kargon, R. (1988). The meaning and the use of historical models in<br />

the study of intuitive physics. In S. Strauss (ed.), Ontogeny, Phylogeny and<br />

Historical Development. Ablex Publishing Corporation, Norwood, New Jersey.<br />

McDermott, L. (1984). Research on conceptual understanding in mechanics. Physics<br />

Today, 37, 24-32.<br />

McDermott, L. (1996). Physics by Inquiry (2 vols). John Wiley & Sons, N.Y.<br />

McDermott, L., Shaffer, P. (2001). Μαθήματα Εισαγωγικής Φυσικής. Τυπωθήτω –<br />

Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα.<br />

Millar, R. (1996). Towards a science curriculum for public understanding. School<br />

Science Review, 77, 7-18.<br />

Mischel, T. (1971). Piaget: Cognitive conflict and the motivation of thought. In T.<br />

Mischel (ed.), Cognitive Development and Epistemology. New York.<br />

Monk, M., Osborn, J. (1997). Placing the History and Philosophy of Science on the<br />

curriculum: A model for the development of pedagogy. Science Education,<br />

81(4), 405-424.<br />

Moser, P., Vander, Α. (2002). Human knowledge: classical and contemporary<br />

approaches. OUP, USA.<br />

Mugny, G. (dir.) (1985). Psychologie sociale du développement cognitive. P. Lang,<br />

Berne.<br />

Mugny, G., Doise, W., Perret-Clermont, A. N. (1975-76). Conflit de centrations et<br />

progrès cognitif. Bulletin de Psychologie, 29, 199-204.<br />

Mugny, G., Giroud, J. C., Doise, W. (1978-79). Conflit de centrations et progrès<br />

cognitif II : Nouvelles illustrations expérimentales. Bulletin de Psychologie, 32,<br />

979-985.<br />

Murray, F. R. (ed.) (1979). The Impact of Piagetian Theory on Education,<br />

Philosophy, Psychiatry and Psychology. University of Park, Baltimore.<br />

Murray, J. P. (1974). Social learning and cognitive development: Modeling effects on<br />

children’s understanding of conservation. British Journal of Psychology, 65,<br />

151-160.<br />

218


Νικολάου, Χ., Ραφτόπουλος, Α. (2003). Μια διδακτική παρέμβαση για την<br />

κατανόηση της θερμότητας και της θερμοκρασίας. Στο Κ. Σκορδούλης & Κ.<br />

Χαλκιά (επιμ.), 2 ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της Ιστορίας και<br />

Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών». ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών.<br />

Νιτσόπουλος, Μ. (1984). Η παιδαγωγική Gestalt: μία αντιαυταρχική μέθοδος.<br />

Σύγχρονη Εκπαίδευση, 16, 71-74.<br />

Neisser, U. (1967). Cognitive Psychology. Appleton, Century and Crofts, N.Y.<br />

Neisser, U. (1976). Cognition and Reality. Freeman, San Francisco.<br />

Nersessian, N. J. (1989). Conceptual change in science and in science education.<br />

Synthese, 80(1), 163-184.<br />

Nersessian, N. J. (1994). Εννοιολογική δόμηση και διδασκαλία: Ένας ρόλος για την<br />

Ιστορία στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών. Στο Β. Κουλαϊδής (επιμ.),<br />

Αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Nesher, P. (1988). Precursors of number in children: A linguistic perspective. In S.<br />

Strauss (ed.), Ontogeny, Phylogeny and Historical Development. Ablex<br />

Publishing Corporation, Norwood, New Jersey.<br />

Nielsen, H., Thomsen, P. V. (1990). History and Philosophy of Science in Physics<br />

Education. International Journal of Science Education, 12(3), 308-316.<br />

Novick, S., Nussbaum, J. (1978). Junior high school pupils’ understanding of the<br />

particulate nature of matter: An interview study. Science Education, 62(3), 273-<br />

281.<br />

Novick, S., Nussbaum, J. (1981). Pupils’ understanding of the particulate nature of<br />

matter: A cross age study. Science Education, 65(2), 187-196.<br />

Nussbaum, J. (1983). Classroom conceptual change: The lesson to be learned from<br />

the history of science. In H. Helm & J. D. Novak (eds), Misconceptions in<br />

Science & Mathematics. Department of Education, Cornell University.<br />

Nussbaum, J. (1985). The particulate nature of matter in gaseous phase. In R. Driver,<br />

E. Guesne & A. Tiberghien (eds), Children ideas in science. Open University<br />

Press, Buckingham.<br />

Nussbaum, J., Novick, S. (1982). Alternative frameworks, conceptual conflict and<br />

accommodation: Toward a principled teaching strategy. Instructional Science,<br />

11, 183-200.<br />

Ogborn, J. (1985). Understanding students’ understanding. An example from<br />

dynamics. International Journal of Science Education, 7(2), 141-150.<br />

Osborne, J., Black, P., Meadows, J., Smith, M. (1993). Young children’s (7-11) ideas<br />

about light and their development. International Journal of Science Education,<br />

15(1), 83-93.<br />

Παπαδημητρίου, Β. (1988). Σύγχρονες τάσεις για τις Φυσικές Επιστήμες του<br />

σχολείου. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 9, 145-160.<br />

Παπαδημητρίου, Ε. (1996). Η θέση της Διδακτικής στο σύστημα των Κοινωνικών<br />

Επιστημών. Στο Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Η εξέλιξη της Διδακτικής.<br />

Gutenberg, Αθήνα.<br />

Παπαδοπούλου, Π., Αθανασίου, Κ. (2001). Η συμβολή της ιστορίας των εννοιών<br />

στην κατανόηση των σημερινών αντιλήψεων διδασκόντων και διδασκομένων:<br />

Η περίπτωση της έννοιας «ζώο». Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ.<br />

Σκορδούλης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και<br />

Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Παπακωνσταντίνου, Π. (1982). Εισαγωγή στη μεθοδολογία έρευνας των Επιστημών<br />

της Αγωγής. Γιάννενα.<br />

219


Παπαμιχαήλ, Γ. (1988). Μάθηση και κοινωνία. Η εκπαίδευση στις θεωρίες της<br />

μάθησης. Οδυσσέας, Αθήνα.<br />

Παπανούτσος, Ε. (1973). Γνωσιολογία. Ίκαρος, Αθήνα.<br />

Πάπαρου, Φ. (2003). Ερευνώντας το «γιατί» των χημικών μεταβολών μέσα από<br />

επεισόδια της ιστορίας της επιστήμης. Στο Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά<br />

(επιμ.), 2 ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των<br />

Φυσικών Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ,<br />

Πανεπιστήμιο Αθηνών.<br />

Παρασκευόπουλος, Π. (1984). Στοιχεία περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής.<br />

Αθήνα.<br />

Πασχάλης, Α. (1989). Εισαγωγή στην επιστήμη της Ψυχολογίας. Παπαζήσης, Αθήνα.<br />

Πελεγρίνης, Θ. (2000). Αρχές Φιλοσοφίας. ΟΕΔΒ, Αθήνα.<br />

Πόρποδας, Κ. (1996). Γνωστική Ψυχολογία. Αθήνα.<br />

Palacios, F. P., Cazorla, F. N., Cervantes, A. (1989). Misconceptions on geometric<br />

optics and their association with relevant educational variables. International<br />

Journal of Science Education, 11(3), 273-286.<br />

Park, J., Lee, L. (2004). Analysing cognitive or non-cognitive factors involved in the<br />

process of physics problem-solving in an everyday context. International<br />

Journal of Science Education, 26(13), 1577-1595.<br />

Perret-Clermont, A. N. (1986). La construction de l’ intelligence dans l’ interaction<br />

sociale. P. Lang (3eme ed.), Berne.<br />

Perret-Clermont, A. N., Nicolet, M. (dir.) (1988). Interagir et connaître. Delval,<br />

Fribourg.<br />

Peterson, R. F., Treagust, D. F. (1989). Grade-12 students’ misconceptions of<br />

covalent bonding and structure. Journal of Chemical Education, 66(6), 459-<br />

460.<br />

Pfund, H., Duit, R. (1994 & 1998). Bibliography: Students’ alternative frameworks<br />

and Science Education. IPN, Kiel, Germany.<br />

Piaget, J. (1930). The Child’s conception of physical causality. Routledge and Kegan<br />

Paul, London.<br />

Piaget, J. (1950a). Introduction a l’épistémologie génétique: la pensée mathématique.<br />

PUF, Paris.<br />

Piaget, J. (1950b). Introduction a l’épistémologie génétique: la pensée physique.<br />

PUF, Paris.<br />

Piaget, J. (1956). La psychologie de l’ intelligence. Armand Colin, Paris.<br />

Piaget, J. (1970). Genetic Epistemology. Columbia University Press, London.<br />

Piaget, J. (1974). Réussir et comprendre. PUF, Paris.<br />

Piaget, J. (1976). La représentation du monde chez l’enfant. PUF, Paris.<br />

Piaget, J. (1978). Le jugement et le raisonnement chez l’enfant. Delachaux et Niestlé,<br />

Paris.<br />

Piaget, J. (1979α). Προβλήματα Γενετικής Ψυχολογίας. Υποδομή, Αθήνα.<br />

Piaget, J. (1979β). Ψυχολογία και Παιδαγωγική. Νέα σύνορα, Αθήνα.<br />

Piaget, J. (1986). Η ψυχολογία της νοημοσύνης. Καστανιώτης, Αθήνα.<br />

Piaget, J., Garcia, R. (1971). Les explications causales. PUF, Paris.<br />

Piaget, J., Garcia, R. (1983). Psychogenèse et histoire des sciences. PUF, Paris.<br />

Piaget, J., Inhelder, B. (1967). Η ψυχολογία του παιδιού. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.<br />

Piaget, J., Inhelder, B. (1981). La représentation de l’espace chez l’enfant. PUF,<br />

Paris.<br />

Pol, H., Harskamp, E., Suhre, C. (2005). Solving physics problems with the help of<br />

computer-assisted instruction. International Journal of Science Education,<br />

27(4), 451-469.<br />

Popper, K. (2002). The logic of Scientific Discovery. Routledge, London.<br />

220


Prat, C. (1989). Conceptions des élèves de collège sur la lumiere et les phénomènes<br />

de couleur. Bulletin de l’Union de Physiciens, 710, 97-113.<br />

Ραβάνης, Κ. (1991). Η συμβολή της συγκρουσιακής δυναμικής στη διδακτική<br />

μεθοδολογία του μετασχηματισμού των αυθόρμητων παραστάσεων των μαθητών<br />

της 5 ης Δημοτικού για το φως. Διδακτορική διατριβή, Π.Τ.Ν., Πάτρα.<br />

Ραβάνης, Κ. (1994). Το φως ως οντότητα στο χώρο. Αυθόρμητες νοητικές<br />

παραστάσεις παιδιών ηλικίας δέκα ετών. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 74, 71-78.<br />

Ραβάνης, Κ. (1996). Από τη Γενική Διδακτική στη Διδακτική των Φυσικών<br />

Επιστημών. Παιδαγωγική συνέχεια και επιστημολογική ασυνέχεια. Στο Η.<br />

Ματσαγγούρας (επιμ.), Η εξέλιξη της Διδακτικής. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Ραβάνης, Κ. (2000). Πώς βλέπουμε τα ετερόφωτα αντικείμενα; Βιωματικές νοητικές<br />

παραστάσεις μαθητών/τριών 12-13 ετών για την όραση. Στο Πρακτικά του 2 ου<br />

Πανελλήνιου Συνεδρίου «Η Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και η Εφαρμογή<br />

Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση». Λευκωσία, Κύπρος.<br />

Ραβάνης, Κ. (2002). Οι Φυσικές Επιστήμες στην προσχολική εκπαίδευση. Τυπωθήτω –<br />

Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα.<br />

Ραβάνης, Κ. (2003). Η Φυσική στον κόσμο της εκπαίδευσης: Διδασκαλία, Διδακτική<br />

και Εκπαιδευτικές αποφάσεις. Στο Πρακτικά του 8 ου κοινού Συνεδρίου Ε.Ε.Φ.<br />

& Ένωσης Κυπρίων Φυσικών «Προοπτικές, Εξελίξεις και Διδασκαλία των<br />

Φυσικών Επιστημών», τόμος Α΄. Ε.Ε.Φ., Καλαμάτα.<br />

Ραβάνης, Κ., Κολιόπουλος, Δ. (2000). Εκπαιδευτικά προγράμματα και διδακτικό<br />

υλικό για τη διδασκαλία της Φυσικής: Η τεράστια αδράνεια του αναχρονισμού.<br />

Στο Πρακτικά του 8 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών.<br />

Ε.Ε.Φ., Αθήνα.<br />

Ραβάνης, Κ., Παπαμιχαήλ, Γ. (1994). Η διαδικασία της κοινωνικογνωστικής<br />

σύγκρουσης ως παράγων μετασχηματισμού των αυθόρμητων παραστάσεων<br />

παιδιών 10 ετών, για το σχηματισμό σκιάς, σε επιστημονικές έννοιες. Στο Β.<br />

Κουλαϊδής (επιμ.), Αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Ραβάνης, Κ., Αποστολίδου, Μ., Ασβεστά, Μ., Κολιόπουλος, Δ. (2002). Θεωρητικές,<br />

μεθοδολογικές, και διδακτικές διαστάσεις του ζητήματος της νοητικής<br />

συγκρότησης πρόδρομων μοντέλων των Φυσικών Επιστημών. Η τριβή<br />

ολίσθησης στη σκέψη παιδιών 5-6 ετών. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 34, 156-<br />

172.<br />

Ρούσσος, Π., Τσαούσης Γ. (2002). Στατιστική εφαρμοσμένη στις κοινωνικές<br />

επιστήμες. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα.<br />

Ramadas, J., Driver, R. (1989). Aspects of secondary students’ ideas about light.<br />

Centre for Studies in Science and Mathematics Education, University of Leeds.<br />

Ravanis, K., Papamichaël, Y. (1995). Procédures didactiques de déstabilisation du<br />

système spontanée des élèves pour la propagation de la lumière. Didaskalia, 7,<br />

43-61.<br />

Reiner, M., Finegold, M. (1987). Changing students’ explanatory frameworks<br />

concerning the nature of light. In Proceedings of the second International<br />

Seminar «Misconceptions and Educational Strategies in Science and<br />

Mathematics II». Cornell University, Ithaca.<br />

Reiner, M., Slotta, J. D., Chi, M. T. H., Resnick, L. B. (2000). Naive physics<br />

reasoning: A commitment to substance-based conceptions. Cognition and<br />

Instruction, 18(1), 1-34.<br />

Reuclin, M. (1976). Précis de statistique. PUF, Paris.<br />

Rice, K., Feher, E. (1987). Pinholes and images: Children’s conceptions of light and<br />

vision. Science Education 71(4), 629-639.<br />

221


Robin, N., Ohlsson, S. (1989). Impetus then and now: A detailed comparison between<br />

Jean Buridan and a single contemporary subject. In D. E. Hegert (ed.), The<br />

History and Philosophy of Science Teaching. Florida State University, Florida.<br />

Ronchi, V. (1956). Histoire de la lumiere. SEVPEN, Paris.<br />

Rosen, S. (1983). The role of the History of Science in the Training of Science<br />

Teachers. Paper presented at the Bat Sheva Seminar on Preservice and<br />

Interservice Education of Science Teaching. The Weizmann Institute, Rehovot<br />

and the Hebrew University of Jerusalem, January 3-13, Jerusalem.<br />

Rosenthal, T. L., Zimmerman, B. J. (1972). Modeling by exemplification and<br />

interaction in training conservation. Developmental Psychology, 6, 392-401.<br />

Roth, K. T., Anderson, C. W., Smith, E. L. (1986). Curriculum materials, teacher talk<br />

and student learning: Case studies in fifth-grade science teaching. Michigan<br />

State University, The Institute of Research and Teaching.<br />

Russell, T. L. (1981). What history of science, how much and why? Science<br />

Education, 65, 51-64.<br />

Σέρογλου, Φ. (2000). Η συμβολή της ιστορίας της φυσικής στο σχεδιασμό διδακτικού<br />

υλικού. Διδακτορική διατριβή, Π.Τ.Δ.Ε., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο<br />

Θεσσαλονίκης.<br />

Σέρογλου, Φ. (2003). Ιστορία των φυσικών επιστημών και επιστημονικός<br />

αλφαβητισμός: μια πρόταση για τη διαθεματική διδασκαλία του εκκρεμούς.<br />

Στο Κ. Σκορδούλης & Κ. Χαλκιά (επιμ.), 2 ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η συμβολή<br />

της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη διδασκαλία των<br />

Φυσικών Επιστημών». ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών.<br />

Σέρογλου, Φ., Κουμαράς, Π. (2001). Συγκριτική παρουσίαση των προτάσεων για τη<br />

συμβολή της ιστορίας της φυσικής στη γνωστική, μεταγνωστική και<br />

συναισθηματική διάσταση της διδασκαλία και μάθησης της φυσικής.<br />

Διερεύνηση της εφαρμοσιμότητας προτάσεων της γνωστικής διάστασης με το<br />

μοντέλο SHINE. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ. Σκορδούλης (επιμ.),<br />

Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των<br />

Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών».<br />

Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Σκαμάγκα, Κ. (2002). Βιωματικές νοητικές παραστάσεις παιδιών ηλικίας 11 ετών για<br />

την έννοια του βάρους. Στο Π. Κόκκοτας, Ι. Βλάχος, Π. Πήλιουρας, & Κ.<br />

Πλακίτση (επιμ.), Η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στην κοινωνία της<br />

πληροφορίας. Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της ΕΔΙΦΕ. Γρηγόρης,<br />

Αθήνα.<br />

Σολομωνίδου, Χ., Σταυρίδου, Ε. (1993). Οι έννοιες της δράσης και της αντίδρασης:<br />

μελέτη γνωστικών δυσκολιών και διδακτική αντιμετώπιση με ένα καινοτομικό<br />

μοντέλο ερευνητικής και διδακτικής παρέμβασης. Επιθεώρηση Φυσικής, Θ(24),<br />

19-33.<br />

Saltiel, E., Viennot, L. (1985). What do we learn from similarities between historical<br />

ideas and the spontaneous reasoning of students? In P. L. Lijnse (ed.), The<br />

many faces of teaching and learning mechanics in secondary and early tertiary<br />

education. Girep, Utrecht.<br />

Sanner, M. (1980). Prise en compte des représentations dans les stratégies<br />

pédagogiques: perspectives. AJIES, 2, 121-130. Chamonix.<br />

Sanner, M. (1983). Du concept au fantasme. PUF, Paris.<br />

Science Education. http://www. ipn.uni-kiel.de/aktuell/stcse/stcse.html.<br />

Scott, P., Asoko, H., Driver, R. (1991). Teaching for conceptual change: A review of<br />

strategies. In R. Duit, F. Goldberg & H. Niedderer (eds), Research in Physics<br />

Learning: Theoretical Issues and Empirical Studies. University of Kiel,<br />

Germany.<br />

222


Selley, N. F. (1996). Children’s ideas on light and vision. International Journal of<br />

Science Education, 18(6), 713-723.<br />

Sequeira, M., Leite, L. (1991). Alternative Conceptions and History of Science in<br />

Physics Teacher Education. Science Education, 75(1), 45-56.<br />

Seroglou, F., Koumaras, P. (2001). The Contribution of the History of Physics in<br />

Physics education: A Review. Science & Education, 10(1-2), 153-172.<br />

Seroglou, F., Koumaras, P., Tselfes, V. (1998). History of Science and instructional<br />

design: The case of electromagnetism. Science & Education, 7(3), 261-280.<br />

Shayer, M., Wylam, H. (1981). The development of the concepts of heat and<br />

temperature in 10-13 years old. Journal of Research in Science Teaching,<br />

18(5), 419-434.<br />

Sherratt, W. J. (1982). History of Science in the science curriculum: An historical<br />

perspective. School Science Review, December 1982, 225-236.<br />

Smith, C., Carey, S., Wiser, M. (1985). On differentiation: A case study of the<br />

development of the concepts of size, weight and density. Cognition, 21, 177-<br />

237.<br />

Solomon, J. (1989). The retrial of Galileo. In D. E. Herget (ed.), Proceedings of the<br />

First International Conference “More History and Philosophy of Science in<br />

Science Teaching”. Tallahassee, Florida State University.<br />

Solomon, J. (1991a). Exploring the nature of science: Key stage 3. Blackie Schools,<br />

Glasgow.<br />

Solomon, J. (1991b). Teaching about the nature of science in the British National<br />

Curriculum. Science Education, 75(1), 95-103.<br />

Solomon, J., Scott, L., Duveen, J. (1996). Large-scale exploration of pupils’<br />

understanding of the nature of science. Science Education, 80(5), 493-508.<br />

Stavy, R. (1991). Children’s ideas about matter. School, Science and Mathematics,<br />

91(6), 240-244.<br />

Stavy, R., Berkovitz, B. (1980). Cognitive conflict as a basis for teaching quantitative<br />

aspects of the concept of temperature. Science Education, 64(5), 697-692.<br />

Stead, B. F., Osborn, R. J. (1980). Exploring science student’s concepts of light.<br />

Australian Science Teachers Journal, 26(3), 84-90.<br />

Steinberg, M, S., Brown, D. E., Clement, J. (1990). Genius is not immune to<br />

persistent misconceptions: conceptual difficulties impeding Isaac Newton and<br />

contemporary physics students. International Journal of Science Education,<br />

12(3), 265-273.<br />

Stinner, A., Williams, H. (1998). History and philosophy of science in the science<br />

curriculum. In K. G. Tobin & B. J. Fraser (eds), International handbook of<br />

Science Education. Kluver Academic Publishers, Dordrecht.<br />

Straker, S. M. (1971). Kepler’s Optics: A study in the development of seventeenthcentury<br />

natural philosophy. Ph. D. Thesis, Indiana University.<br />

Sydner, S., Feldman, D. (1977). Internal and External influences on cognitive<br />

development change. Child Development, 48, 937-943.<br />

Τζανάκης, Κ. (2001). Η αξιοποίηση της Ιστορίας της Φυσικής στη διδασκαλία της:<br />

Σχόλια, επισημάνσεις και κατευθύνσεις. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ.<br />

Σκορδούλης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και<br />

Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Τσελφές, Β. (1989). Η Ιστορία των Φ.Ε. και οι Δάσκαλοι που τις χειρίζονται στην<br />

εκπαίδευση των (μη επιστημόνων) πολιτών. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 45, 63-71.<br />

223


Τσελφές, Β. (1991). Διδάσκοντας φυσικές επιστήμες στην υποχρεωτική εκπαίδευση –<br />

Ιστορία των φυσικών επιστημών: Ποια πιθανή σχέση; Προφορική παρουσίαση<br />

στο Συμπόσιο «Η εκπαιδευτική ανάπτυξη της Ιστορίας των Φυσικών<br />

Επιστημών». Θεσσαλονίκη, Αύγουστος, 1991.<br />

Τσελφές, Β. (2001). Ιστορικός λόγος ‘περί επιστήμης’ και διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών στην προοπτική 2000+. Στο Π. Κουμαράς, Φ. Σέρογλου & Σ.<br />

Σκορδούλης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου «Η συμβολή της Ιστορίας και<br />

Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Διδασκαλία των Φυσικών<br />

Επιστημών». Χριστοδουλίδης, Θεσσαλονίκη.<br />

Τσελφές, Β., Κουλαϊδής, Β. (1994). Μια διερεύνηση των αντιλήψεων των μαθητών<br />

για τη σχέση φωτός-θερμότητας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 76, 51-58.<br />

Taber, K. S. (2005). Learning quanta: Barriers to stimulating transitions in student<br />

understanding of orbital ideas. Science Education, 89(1), 71-93.<br />

Tao, P. K. (2001). Developing understanding through confronting varying views: The<br />

case of solving qualitative physics problems. International Journal of Science<br />

Education, 23(12), 1201-1218.<br />

Teichmann, J. (1983). The ‘history’ laboratory. In F. Bevilacqua & P. J. Kennedy<br />

(eds), Proceedings of the International Conference on “Using History of<br />

Physics in Innovatory Physics Education”. Pavia, Italy.<br />

Teichmann, J. (1991). History and historical experiments in physics education with<br />

special regard to Astronomy. Physics Education, 26, 46-51.<br />

Teichmann, J. (1999). Studying Galileo at secondary school: A reconstruction of his<br />

“jumping-hill” experiment and the process of discovery. Science & Education,<br />

8(2), 121-136.<br />

Thacker, B. A., Ganiel, U., Boys, D. (1999). Macroscopic phenomena and<br />

microscopic processes: Student understanding of transients in direct current<br />

electric circuits. American Journal of Physics, 67(suppl. 7), 25-31.<br />

Tiberghien, A. (1984a). Revue critique sur les recherches visant a élucider le sens de<br />

la notion de lumière pour les élèves de 10 a 16 ans. In Recherche en didactique<br />

de la Physique: Les actes du premier atelier international. CNRS, Paris.<br />

Tiberghien, A. (1984b). Revue critique sur les recherches visant a élucider le sens des<br />

notions de température et chaleur chez les élèves de 10 a 16 ans. In Recherche<br />

en didactique de la Physique: Les actes du premier atelier international.<br />

CNRS, Paris.<br />

Tiberghien, A. (1985). Quelques éléments sur l’évolution de la recherche en<br />

didactique de la physique. Revue Française de Pédagogie, 72, 71-86.<br />

Tiberghien, A., Delacote, G., Ghiglione, R., Matalon, B. (1980). Conceptions de la<br />

lumière chez l’enfant de 10 – 12 ans. Revue Française de Pédagogie, 50, 24-41.<br />

Φλουρής, Γ. (1992). Η αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και η διαδικασία της μάθησης.<br />

Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

Φράγκος, Χ. (1984). Ψυχοπαιδαγωγική. Gutenberg, Αθήνα.<br />

Vergnaud, G. (1989). Questions vives de la psychologie du développement. Bulletin<br />

de Psychologie, XLII(390), 450-457.<br />

Viennot, L. (1979). Le raisonnement spontané en dynamique élémentaire. Hermann,<br />

Paris.<br />

Voska, K. W., Heikkinen, H. W. (2000). Identification and analysis of student<br />

conceptions used to solve chemical equilibrium problems. Journal of Research<br />

in Science Teaching, 37(2), 160-176.<br />

Vygotski, B. (1993). Σκέψη και γλώσσα. Γνώση, Αθήνα.<br />

Wandersee, J. H. (1986). Can the history of science help science educators anticipate<br />

students’ misconceptions? Journal of Research in Science Teaching, 23(7),<br />

581-597.<br />

224


Wandersee, J. H. (1990). On the value and use of the history of science in teaching<br />

today’s science: Constructing historical vignettes. In D. E. Herget (ed.),<br />

Proceedings of the First International Conference “More History and<br />

Philosophy of Science in Science Teaching”. Tallahassee, Florida State<br />

University.<br />

Wandersee, J., Mintzes, J., Novak, J. (1994). Research in alternative conceptions in<br />

science. In D. Gabel (ed.), Research Handbook on Research on Science,<br />

Teaching and Learning. MacMillan, N.Y.<br />

Watts, M. (1982). Gravity: Don’t take it for granted. Physics Education, 17, 116-121.<br />

Watts, M., Gilbert, J. K. (1985). Appraising the understanding of science concepts:<br />

Light. Department of Educational Studies, University of Surrey, Guildford.<br />

Weil-Barais, A. (1985). L’étude des connaissances des élèves comme préalable a<br />

l’action didactique. Bulletin de Psychologie, 368, 157-160.<br />

Weil-Barais, A. (1991). Résolution de problèmes. In J. P. Rossi (dir.), La recherche<br />

en Psychologie, Domaines et méthodes. Dunod, Paris.<br />

Weil-Barais, A. (1994). Heuristic value of the notion of Zone of Proximal<br />

Development in the study of child and adolescent construction of concept in<br />

Physics. European Journal of Psychology of Education, IX(4), 367-383.<br />

Weil-Barais, A., Lemeignan, G. (1990). Apprentissage de concepts en Mécanique et<br />

modélisation de situations expérimentales. European Journal of Psychology of<br />

Education, V(4), 391-416.<br />

Welch, W. (1973). Review of the research and evaluation program of Harvard Project<br />

Physics. Journal of Research in Science Teaching, 104, 365-378.<br />

Whitaker, M. A. B. (1979). History and Quasi-History in Physics Education. Physics<br />

Education, 14, 108-112.<br />

Whitaker R. J. (1983). Aristotle is not dead: Student understanding of trajectory<br />

motion. American Journal of Physics, 51(4), 352-357.<br />

Whiteley, P. (1993). The History of Physics – its use in a Caribbean Physics Syllabus.<br />

School Science Review, 75(271), 123-127.<br />

Winnykamen, F., Lafont, L. (1990). Place de l’imitation - modélisation parmi les<br />

modalités relationnelles d’acquisition: Le cas des habiletés motrices. Revue<br />

Francaise de Pédagogie, 92, 23-30.<br />

Wiser, M. (1988). The differentiation of heat and temperature: History of Science and<br />

novice-expert shift. In S. Strauss (ed.), Ontogeny, Phylogeny and Historical<br />

Development. Ablex Publishing Corporation, Norwood, New Jersey.<br />

Wiser, M., Carey, S. (1983). When heat and temperature were one. In D. Gentner &<br />

A. L. Stevens (eds), Mental Models. Lawrence Erlbaum, Hillsdale, N. J.<br />

Χατζηνικήτα, Β. (1997). Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: Εννοιολογικά δίκτυα<br />

και εμπόδια. Η Λέσχη των Εκπαιδευτικών, 18, 24-26.<br />

Χατζηνικήτα, Β., Κουλαϊδής, Β., Ραβάνης, Κ. (1996). Ιδέες μαθητών προσχολικής<br />

και πρώτης σχολικής ηλικίας για το βρασμό του νερού. Ερευνώντας τον κόσμο<br />

του παιδιού, 2, 106-116.<br />

Χατζηνικήτα, Β., Κουλαϊδής, Β., Χρηστίδου, Β. (1997). Κατασκευή δυναμικού<br />

δικτύου «στόχου-εμποδίου» για μια διδακτική προσέγγιση: Μεταβολές της<br />

ύλης. Στο Γ. Καλκάνης (επιμ.), Οι Φυσικές Επιστήμες και η Τεχνολογία στην<br />

Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα.<br />

Ψαρρός, Ν., Σταυρίδου, Ε. (2002). Αντιλήψεις των παιδιών της Ε΄ Δημοτικού για τη<br />

λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Στο Π. Κόκκοτας, Ι. Βλάχος, Π.<br />

Πήλιουρας, & Κ. Πλακίτση (επιμ.), Η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών<br />

στην κοινωνία της πληροφορίας. Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της<br />

ΕΔΙΦΕ. Γρηγόρης, Αθήνα.<br />

225


Ψύλλος, Δ. (1979). Συγκριτική μελέτη δύο μελετών Φυσικής και οι επιπτώσεις για<br />

την αναδιάρθρωση της διδασκαλίας και μάθησης της Φυσικής στην Ελλάδα.<br />

Επιθεώρηση Φυσικής, 4, 38-43.<br />

Ψύλλος, Δ. (1988). Οι επιπτώσεις των ιδεών των μαθητών στο σχεδιασμό της<br />

διδακτικής διαδικασίας. Διεθνές Workshop Διδακτικής της Φυσικής,<br />

Παιδαγωγικά τμήματα Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος.<br />

Ψύλλος, Δ., Κουμαράς, Π., Καριώτογλου, Π. (1993). Εποικοδόμηση της γνώσης στην<br />

τάξη με συνέρευνα δασκάλου και μαθητή. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 70, 34-42.<br />

Zogza, V., Papamichaël, Y. (2000). The development of the concept of alive by<br />

preschoolers through a cognitive conflict teaching intervention. European<br />

Journal of Psychology of Education, XV(2), 191-205.<br />

226


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ<br />

227


Α. ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΡΓΑ ΜΕ ΔΙΑΦΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ<br />

ΦΕΡΟΥΝ ΟΠΕΣ<br />

Πρώτο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας: Προ-έλεγχος<br />

Α11<br />

Α12<br />

Α13<br />

Α14<br />

228


Α21<br />

Α22<br />

Α23<br />

Α24<br />

229


Α25<br />

Α26<br />

Α27<br />

Α28<br />

230


Δεύτερο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας: Διδακτική παρέμβαση<br />

Πρώτη φάση: Εμπλοκή των μαθητών στις συγκρουσιακές διδακτικές διαδικασίες<br />

Β1<br />

Β2<br />

Β3<br />

231


Δεύτερη φάση: Πειραματική παρέμβαση<br />

Γ1<br />

Γ2<br />

Γ3<br />

232


233


Β. ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΡΓΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΕΜΠΟΔΙΩΝ<br />

Πρώτο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας: Προ-έλεγχος<br />

Α΄11<br />

Α΄12<br />

Α΄13<br />

Α΄14<br />

234


Α΄21<br />

Α΄22<br />

Α΄23<br />

Α΄24<br />

235


Α΄25<br />

Α΄26<br />

Α΄27<br />

Α΄28<br />

236


Δεύτερο στάδιο της πειραματικής διαδικασίας: Διδακτική παρέμβαση<br />

Πρώτη φάση: Εμπλοκή των μαθητών στις συγκρουσιακές διδακτικές διαδικασίες<br />

Β΄1<br />

Β΄2<br />

Β΄3<br />

237


Δεύτερη φάση: Πειραματική παρέμβαση<br />

Γ΄1<br />

Γ΄2<br />

Γ΄3<br />

238


239

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!