Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
“ 1. Μάθηση πληροφοριών και γνώσεων.<br />
2. Μάθηση νοητικών δεξιοτήτων (διακρίσεων, συγκεκριμένων εννοιών, ορισμών ή<br />
κατατάξεων εννοιών, κανόνων, σύνθεσης κανόνων ή λύσης προβλήματος).<br />
3. Μάθηση γνωστικής στρατηγικής.<br />
4. Μάθηση στάσεων.<br />
5. Μάθηση κινητικών δεξιοτήτων.” (Φλουρής 1992, σ. 75-76).<br />
Με βάση αυτήν την κατηγοριοποίηση, οδηγείται στη διατύπωση προτάσεων που<br />
αφορούν τις απαραίτητες διδακτικές ενέργειες, τους διδακτικούς στόχους και τα<br />
μοντέλα διδασκαλίας και αξιολόγησης, θεωρώντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο<br />
επιτυγχάνεται η ανάπτυξη «μαθησιακών ιεραρχιών», ικανοτήτων δηλαδή οι οποίες<br />
κλιμακώνονται από τις κατώτερες στις ανώτερες. Για τον Gagné, όπως άλλωστε και<br />
την πλειοψηφία των συμπεριφοριστών, “οι μαθητές μπορούν να μάθουν οτιδήποτε<br />
και σε οποιαδήποτε ηλικία, αρκεί να έχουν αφομοιώσει τις προαπαιτούμενες<br />
δυνατότητες και να είναι συστηματικά οργανωμένη και προγραμματισμένη η<br />
διδασκαλία” (ό.π., σ. 9).<br />
Στο συναισθηματικό τομέα (αποδοχή στάσεων, πεποιθήσεων και αξιών που<br />
χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά), η διαβάθμιση των στόχων γίνεται<br />
συνήθως με το μοντέλο που πρότεινε ο Krathwohl και οι συνεργάτες του (1964) και<br />
το οποίο προνοεί για πέντε κατηγορίες: δεκτικότητα, αντίδραση, αποδοχή, οργάνωση,<br />
χαρακτηρισμός.<br />
Τέλος, στον ψυχοκινητικό τομέα (απόκτηση δεξιοτήτων) είναι ευρέως διαδεδομένη η<br />
διαβάθμιση στόχων που προτείνει η Harrow (1972), η οποία προβλέπει επίσης πέντε<br />
κατηγορίες: μίμηση, χειρισμός, ακρίβεια, συντονισμός, φυσικότητα.<br />
Πρωταρχική σημασία για τους μπιχεβιοριστές έχει και η έννοια της «ενίσχυσης» της<br />
μαθησιακής πορείας του ατόμου, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με δύο τρόπους: α) με<br />
την εξασφάλιση άμεσης ανατροφοδότησης στο υποκείμενο για την πορεία της<br />
εργασίας του και την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών του, καθώς “...με την<br />
ανατροφοδότηση πληροφορείται ο μαθητής για το επίπεδο της εργασίας του,<br />
πληροφορείται για τα κενά που έχει και ενδυναμώνεται για τις επιτυχίες του”<br />
(Θεοφιλίδης 1996, σ. 367) β) με την ενθάρρυνση μιας επιθυμητής συμπεριφοράς η<br />
οποία συμπληρώνεται από την αποθάρρυνση μιας ανεπιθύμητης. Με αυτό τον τρόπο<br />
αυξάνεται η πιθανότητα επανεμφάνισης της συγκεκριμένης δραστηριότητας και έτσι<br />
τόσο στο επίπεδο της μάθησης όσο και σε αυτό της διδακτικής διαδικασίας<br />
προβάλλεται μια κατευθυντήρια πορεία, η οποία υποβοηθά την καθοδήγηση του<br />
ατόμου στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα (Κομίλη 1981, σ. 96-99).<br />
Η συμπεριφοριστική θεωρία για τη μάθηση βρίσκει πλατιά απήχηση τις πρώτες<br />
δεκαετίες του 20 ου αιώνα και κυριαρχεί για πενήντα τουλάχιστον χρόνια στο χώρο<br />
της Ψυχολογίας, ενώ εμφανείς είναι οι επιδράσεις της και στον εκπαιδευτικό χώρο.<br />
Οι εκπαιδευτικές πρακτικές περιορίζονται σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο<br />
οριοθετείται από ένα πλέγμα αρχών, κανόνων και σχεδίων που απορρέουν από το<br />
αρχετυπικό σχήμα «ερέθισμα-αντίδραση» και παίρνουν τη μορφή διδακτικής<br />
δεοντολογίας. Όμως ο μπιχεβιορισμός, στην προσπάθειά του να προσαρμόσει μια<br />
πληθώρα συμπεριφορών σε ένα μικρό αριθμό νόμων καθολικής ισχύος, αγνοεί όσα<br />
μεσολαβούν μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης. Έτσι, για παράδειγμα, η εκδήλωση<br />
διαφορετικών συμπεριφορών κάτω από την επίδραση του ίδιου ερεθίσματος και των<br />
ίδιων συνθηκών ενίσχυσης αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να<br />
ερμηνευτεί με το συμπεριφοριστικό μοντέλο, καθώς τίθενται εκτός πεδίου έρευνας<br />
μια σειρά από παράγοντες: “Οι μπιχεβιοριστικές θεωρήσεις παραγνωρίζουν ότι το<br />
13