Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
«σχολή» της Μορφολογικής ψυχολογίας, η οποία συγκροτείται στη βάση της<br />
ανάδειξης των φαινομένων της αντίληψης και της αξίας του ενορατικού στοιχείου και<br />
τη «σχολή» της Γνωστικής ψυχολογίας, η οποία ερμηνεύει τη διαδικασία της<br />
μάθησης με όρους κατά κύριο λόγο νοητικών διεργασιών. Θα επιχειρήσουμε στη<br />
συνέχεια να παρουσιάσουμε, κατά το δυνατόν συνοπτικά, τις βασικές θέσεις των<br />
παραπάνω ρευμάτων , καθώς και την κριτική που έχει ασκηθεί σ’ αυτές.<br />
1.3.1. Η Συμπεριφοριστική Ψυχολογία<br />
Ο συμπεριφορισμός ή μπιχεβιορισμός θεμελιώνεται στη βασική θέση της<br />
συνειρμικής διασύνδεσης μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, μια θέση που<br />
διατυπώνουν και επιχειρούν να επαληθεύσουν μέσω πειραμάτων με ζώα οι<br />
πρόδρομοι του θεωρητικού αυτού ρεύματος I. Pavlov και E. Thorndike στις αρχές<br />
του 20 ου αιώνα. Στους βασικούς εκπροσώπους του συμπεριφορισμού θα πρέπει να<br />
συμπεριλάβουμε και τους J. Watson και B. Skinner οι οποίοι, αναζητώντας εγγυήσεις<br />
αντικειμενικότητας στις έρευνές τους με ανθρώπινα πειραματόζωα, απορρίπτουν την<br />
ιδέα της δυνατότητας επιστημονικής διερεύνησης των νοητικών μηχανισμών, με το<br />
σκεπτικό ότι οι νοητικές διεργασίες ως μη παρατηρήσιμες είναι αδύνατο να<br />
μελετηθούν. Προτείνουν λοιπόν την έρευνα στο πεδίο της συμπεριφοράς (με την<br />
έννοια της κάθε είδους δραστηριότητας η οποία μπορεί να καταγραφεί) και<br />
μεταφέρουν το θέμα της ανάπτυξης της νοημοσύνης στο ζήτημα της μελέτης των<br />
όρων κάτω από τους οποίους το άτομο-υποκείμενο αντιδρά και ανταποκρίνεται στα<br />
ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του μέσω των αισθήσεων ή εκδηλώνει<br />
μια αυθόρμητη συμπεριφορά, την «ενεργή συμπεριφορά» (Πασχάλης 1989, σ. 40).<br />
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της μάθησης, οι προεκτάσεις του συμπεριφοριστικού<br />
σχήματος «ερέθισμα-αντίδραση» είναι σαφείς. Η διδασκαλία πρέπει να είναι<br />
διαβαθμισμένη, να προχωρεί κατά στάδια (να είναι συνεπώς αθροιστικού τύπου) και<br />
να επιδιώκει κάθε φορά την ορθή ανταπόκριση των μαθητών στα ερεθίσματα που<br />
παρουσιάζονται. Η κατάλληλη επομένως διαμόρφωση του μαθησιακού<br />
περιβάλλοντος καθώς και η σωστή ρύθμιση των επιδράσεων που αυτό ασκεί στο<br />
άτομο, αρκούν για να προκαλέσουν την εκδήλωση ενός συγκεκριμένου είδους<br />
συμπεριφοράς ικανής να οδηγήσει το υποκείμενο στην πραγμάτωση<br />
προαποφασισμένων στόχων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι διδακτικοί και παιδαγωγικοί<br />
στόχοι αποκτούν κεντρική θέση στο συμπεριφοριστικό μαθησιακό πρότυπο .<br />
αποτελούν το σημείο εκκίνησης κάθε διδασκαλίας και η επίτευξή τους το κριτήριο με<br />
το οποίο ελέγχεται η αποτελεσματικότητά της.<br />
Στο γνωσιολογικό τομέα, οι Bloom & Krathwohl (1986) διακρίνουν και<br />
αντιδιαστέλλουν δύο επίπεδα νοητικών λειτουργιών: τις κατώτερες, οι οποίες<br />
αφορούν την ενεργοποίηση της μνήμης, την ικανότητα επεξήγησης και τη μεταφορά<br />
όσων έχουν διδαχθεί σε νέες καταστάσεις και τις ανώτερες, οι οποίες αφορούν τη<br />
δραστηριοποίηση της αναλυτικής σκέψης και της αξιολογικής κρίσης. Έτσι<br />
προτείνουν αντίστοιχα, για μεν τις πρώτες διδακτικούς στόχους ελέγχου γνώσης,<br />
κατανόησης και εφαρμογής, για δε τις δεύτερες στόχους ικανότητας ανάλυσης,<br />
σύνθεσης και αξιολόγησης.<br />
Από την πλευρά του ο Gagné (1985), θεωρώντας ότι η μάθηση, παρά το γεγονός ότι<br />
είναι μια διαδικασία η οποία συντελείται στον εγκέφαλο, εκδηλώνεται με την<br />
παρατηρήσιμη συμπεριφορά, αναζητά τις καταλληλότερες συνθήκες για την<br />
αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και επινοεί ένα ταξινομικό σύστημα που κατατέμνει<br />
τα «είδη της μάθησης» που προσφέρονται στο σχολείο σε πέντε κατηγορίες:<br />
12