Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
από την παράσταση των φωτεινών ακτίνων η οποία τους είναι περισσότερο οικεία,<br />
τόσο στο επίπεδο της αντίληψης, όσο και στο επίπεδο της διδασκαλίας.<br />
Η L. Maurines (1999) επιχειρεί να διερευνήσει τις γνωστικές δυσκολίες που<br />
αντιμετωπίζουν μαθητές Λυκείου και φοιτητές στη Γαλλία όταν χρησιμοποιούν τις<br />
έννοιες της ακτίνας και της ισοφασικής επιφάνειας ή εφαρμόζουν την αρχή Huygens<br />
– Fresnel, προκειμένου να περιγράψουν ή/και να παραστήσουν γραφικά φαινόμενα<br />
διάδοσης κυμάτων (φωτός – ήχου) σε τρεις διαστάσεις. Η έρευνα επικεντρώνεται σε<br />
τρεις κατηγορίες φαινομένων (διάδοση σε ομογενές μέσο, ανάκλαση, διάθλαση) και<br />
αναδεικνύει τρεις τύπους συλλογισμών: α) συλλογισμούς γεωμετρικής και<br />
μηχανιστικής αναπαράστασης των φαινομένων β) συλλογισμούς εξαίρεσης<br />
μεταβλητών μέσω μιας αποκλειστικά μακροσκοπικής αντιμετώπισης των<br />
φαινομένων γ) συλλογισμούς απόδοσης υλικών χαρακτηριστικών στις εμπλεκόμενες<br />
έννοιες.<br />
5.2. Το φως ως οντότητα στο χώρο<br />
Οι Tiberghien et al. (1980), διερευνώντας τις παραστάσεις παιδιών ηλικίας 10 –12<br />
ετών στη Γαλλία σε σχέση με την αναγνώριση της παρουσίας του φωτός στο χώρο,<br />
διακρίνουν τρεις κατηγορίες προσεγγίσεων. α) Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται<br />
παιδιά τα οποία αντιμετωπίζουν την έννοια στο επίπεδο της καθημερινής γλώσσας ή<br />
επιχειρούν αναγωγή του φωτός σε αντιληπτές, σχετικές με αυτό, κατηγορίες<br />
αντικειμένων, όπως λάμπες φωτισμού, έντονα φωτισμένες περιοχές κ.λ.π. β) Στη<br />
δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται παιδιά τα οποία ενώ κατά τη διάρκεια κάποιων<br />
πειραματικών καταστάσεων χειρίζονται την έννοια με τον τρόπο που αυτή<br />
αναγνωρίζεται από τη Φυσική, σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούν παραστάσεις<br />
που υπάγονται στην προηγούμενη κατηγορία. γ) Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει<br />
παιδιά τα οποία αναγνωρίζουν στο φως αυτόνομες ιδιότητες, αποσυνδέοντάς το έτσι<br />
από τις φωτεινές πηγές και τα φωτιζόμενα αντικείμενα.<br />
Με τον εντοπισμό του φωτός στο χώρο ασχολούνται και οι Stead & Osborn (1980),<br />
οι οποίοι πραγματοποιούν μια έρευνα στη Νέα Ζηλανδία με μαθητές 9–16 ετών,<br />
αξιοποιώντας φωτεινές πηγές και κάτοπτρα. Η έρευνα αυτή δείχνει ότι σε όλο το<br />
φάσμα των ηλικιών, ελάχιστοι μαθητές αντιλαμβάνονται το φως ως οντότητα που<br />
διαδίδεται σε μεγάλη απόσταση από την πηγή, ενώ η πλειοψηφία των παιδιών<br />
πιστεύει ότι το φως διαδίδεται λίγο μακρύτερα τη νύχτα, σε σχέση με την ημέρα.<br />
Επίσης δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφορά στις παραστάσεις των μεγαλύτερων<br />
μαθητών οι οποίοι είχαν διδαχθεί συστηματικά Οπτική (κάποιοι μάλιστα σε δύο<br />
επίπεδα) και άλλων μικρότερων οι οποίοι δεν είχαν διδαχθεί καθόλου.<br />
Επιχειρώντας να καταγράψουν τις παραστάσεις μαθητών 10 ετών στις ΗΠΑ για το<br />
ίδιο ζήτημα, οι Anderson & Smith (1982) διαπιστώνουν ότι τα περισσότερα παιδιά<br />
δεν αναγνωρίζουν το φως ως διαδιδόμενη οντότητα, ακόμα και αν πιστεύουν αόριστα<br />
ότι υπάρχει φως στο χώρο που τα περιβάλλει. Αρκετά παιδιά δεν αναγνωρίζουν<br />
καθόλου την ύπαρξη του φωτός στο χώρο, ενώ κάποια άλλα χρησιμοποιούν μία<br />
παράσταση την οποία οι ερευνητές αποκαλούν «φαινόμενο βρύσης», σύμφωνα με<br />
την οποία το φως μετακινείται από την πηγή προς το κέντρο ενός δωματίου χωρίς<br />
δυνατότητα να εξαπλωθεί προς τα άκρα.<br />
Με τα πορίσματα αυτά συμφωνούν και τα δεδομένα των Anderson & Kärrqvist<br />
(1983) στην έρευνά τους με Σουηδούς μαθητές 12 – 15 ετών, πριν και μετά τη<br />
διδασκαλία της Οπτικής. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι «ιδέα-κλειδί» για την<br />
92