Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
Από την πλευρά του ο Κ. Ραβάνης (2000) επιχειρεί να μελετήσει τις βιωματικές<br />
νοητικές παραστάσεις μαθητών της Α΄ Γυμνασίου για την όραση, δίνοντας<br />
προτεραιότητα όχι στην περιγραφή των προβλημάτων της σκέψης αλλά στην<br />
ανάδειξη των μαθησιακών εμποδίων και τον προσδιορισμό των αποφασιστικών<br />
δυσκολιών που παρουσιάζονται κατά τη διδασκαλία των σχετικών θεμάτων.<br />
Σύμφωνα με τα πορίσματα της εργασίας του, το βασικό γνωστικό εμπόδιο για την<br />
κατανόηση του μηχανισμού της όρασης (αλλά και γενικότερα των φαινομένων της<br />
αλληλεπίδρασης του φωτός με τα αντικείμενα) είναι η αναγνώριση από την πλευρά<br />
των μαθητών του φαινομένου της επανεκπομπής του φωτός από τα ετερόφωτα<br />
αντικείμενα. Έτσι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η διδακτικές ενέργειες των<br />
διδασκόντων θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση<br />
της υπέρβασης του συγκεκριμένου εμποδίου, καθώς η οικειοποίηση του φαινομένου<br />
της επανεκπομπής είναι δυνατόν να επιτρέψει τόσο τη λειτουργική χρήση του φωτός<br />
ως αυτόνομης οντότητας, όσο και την απόδοση ρόλου αποδέκτη στα μάτια.<br />
Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι Hosson & Kaminski<br />
(2002) σε έρευνά τους στη Γαλλία με μαθητές Γυμνασίου. Σύμφωνα με τις απόψεις<br />
των υποκειμένων, ο σχηματισμός φωτεινών εικόνων διαμεσολαβείται από το φως στη<br />
βάση μιας διαδικασίας σύμφωνα με την οποία οι φωτεινές ακτίνες μεταφέρουν την<br />
εικόνα του αντικειμένου, σημείο προς σημείο, στην οθόνη προβολής. Κατ’ αναλογία<br />
με το πρότυπο αυτό, η όραση ερμηνεύεται από τα παιδιά ως αποτέλεσμα μιας<br />
δραστηριότητας του ματιού η οποία προϋποθέτει τη συνεισφορά του φωτός ως<br />
«οχήματος μεταφοράς» της οπτικής πληροφορίας.<br />
5.5. Η προέλευση των χρωμάτων<br />
Οι Anderson & Smith (1982), στα πλαίσια της ίδιας έρευνας που παρουσιάσαμε<br />
προηγουμένως, διαπιστώνουν ότι τα περισσότερα παιδιά αντιλαμβάνονται το λευκό<br />
φως ως απουσία χρώματος και όχι ως συνδυασμό άλλων χρωμάτων. Επίσης η μεγάλη<br />
πλειοψηφία των μαθητών θεωρεί ότι το χρώμα είναι δεσμευμένο στα σώματα και ότι<br />
το φως απλώς μας βοηθά να το διακρίνουμε. Θεωρούν, δηλαδή, ότι με τα μάτια μας<br />
βλέπουμε το χρώμα ενός αντικειμένου και όχι το χρώμα του ανακλώμενου φωτός.<br />
Ακόμη και μετά τη σχολική διδασκαλία της αντίστοιχης ενότητας, μόνο το 1/4 των<br />
μαθητών διαπιστώνεται ότι έχει συγκροτήσει παραστάσεις συμβατές με το<br />
επιστημονικό πρότυπο.<br />
Η F. Chauvet (1994 & 1996), αφού καταγράφει μέσω ερωτηματολογίων και<br />
συνεντεύξεων τις αντιλήψεις πρωτοετών σπουδαστών της σχολής Καλών Τεχνών στη<br />
Γαλλία για τη φύση και την προέλευση των χρωμάτων, σχεδιάζει και πραγματοποιεί,<br />
στο πλαίσιο μιας εποικοδομητικής προσέγγισης, μια σειρά πειραματικών<br />
δραστηριοτήτων με στόχο την κατανόηση α) της εξάρτησης του χρώματος των<br />
ετερόφωτων σωμάτων από το χρώμα της προσπίπτουσας ακτινοβολίας (απορρόφηση<br />
- επανεκπομπή) β) των αποτελεσμάτων της σύνθεσης φωτεινών ακτινοβολιών<br />
διαφορετικού χρώματος (προσθετική - αφαιρετική ανάμειξη) γ) τη διαφοροποίηση<br />
της χρωματικής σύνθεσης φωτεινών ακτινοβολιών και χρωστικών ουσιών. Τα θετικά<br />
μαθησιακά αποτελέσματα της παρέμβασης, οδηγούν την ερευνήτρια σε προτάσεις<br />
εφαρμογής ανάλογων δραστηριοτήτων στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.<br />
Στην ίδια προοπτική ο R. Batts (1999) καταγράφει σημαντικές προόδους μαθητών 11<br />
ετών στην Αγγλία, μετά την πραγματοποίηση μιας αλληλεπιδραστικού χαρακτήρα<br />
διδασκαλίας, η οποία βασίζεται στη συμμετοχή των παιδιών σε ένα παιχνίδι<br />
96