Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Î ÎÎÎÎ ÎΣΤÎÎÎÎ Î ÎΤΡΩΠ- Nemertes
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
της Commission Lagarrique και λίγο νωρίτερα καινοτομικά παιδαγωγικά<br />
προγράμματα όπως, για παράδειγμα, αυτά των Freinet και Montessori με σύνθημα τη<br />
«στροφή προς το παιδί» (Tiberghien 1985). Τα προγράμματα αυτά δεν είχαν<br />
σημαντικές επιτυχίες, δέχτηκαν κριτική που αφορούσε είτε τον επιλεκτικό<br />
προσανατολισμό τους προς μαθητές με προσδιορισμένες επαγγελματικές<br />
κατευθύνσεις, είτε την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις σύγχρονες κοινωνικές<br />
ανάγκες οι οποίες διαμορφώνονταν από τις αλληλεπιδράσεις τεχνολογίας και<br />
κοινωνίας και σύντομα εγκαταλείφθηκαν (Παπαδημητρίου 1988). Παρά τις όποιες<br />
αδυναμίες τους όμως και την έλλειψη ομοιογένειας ή συνάφειας, δημιούργησαν<br />
κάποιες τομές στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, ανέδειξαν νέες<br />
θεματολογίες προβλημάτων και, κυρίως, έθεσαν μια νέα σειρά ερωτημάτων.<br />
Την ίδια περίπου εποχή, μια σειρά ερευνητών/τριών προερχόμενων κυρίως από το<br />
χώρο των Φυσικών Επιστημών, αντιμετωπίζοντας κριτικά τα διδακτικά ζητήματα<br />
που σχετίζονται με τη μάθηση ως διαδικασία η οποία μετασχηματίζει δομικά και<br />
λειτουργικά χαρακτηριστικά της σκέψης, επιχειρούν να απαντήσουν στα σχετικά<br />
ερωτήματα με την οργάνωση ερευνητικών προσπαθειών στη βάση νέων<br />
προσανατολισμών. Επιχειρούν, δηλαδή, έρευνες, οι οποίες “…ξεκινούν από την<br />
εμπειρική μελέτη των χαρακτηριστικών των βιωματικών συλλογισμών των μαθητών<br />
(όπως αυτοί καταγράφονται όταν τα παιδιά κάνουν περιγραφές ή προβλέψεις και<br />
δίνουν εξηγήσεις απαντώντας σε ερωτήσεις), ή στο πλαίσιο ειδικών έργων που<br />
σχετίζονται με ιδιότητες των φυσικών αντικειμένων και υλικών, φαινόμενα του<br />
φυσικού κόσμου και έννοιες των Φυσικών Επιστημών” (Ραβάνης 2002, σ. 34).<br />
Καταλυτική επίδραση στις προσπάθειες αυτές άσκησαν οι σύγχρονες,<br />
προσανατολισμένες στη μάθηση επιστημολογικές και ψυχολογικές θεωρήσεις που<br />
αναφέρθηκαν προηγουμένως, των οποίων οι υποθέσεις εργασίας έρχονταν σε<br />
αντίθεση με τα ρεύματα του κλασσικού εμπειρισμού και του συμπεριφορισμού. Οι<br />
θεωρήσεις αυτές, χωρίς να έχουν τις ίδιες αφετηρίες, αλλά ούτε και τις ίδιες<br />
προοπτικές, διέθεταν ως ενοποιητικό στοιχείο την πρόθεση να σχηματοποιήσουν<br />
θεωρητικά τους μηχανισμούς πρόσκτησης της γνώσης από το υποκείμενο και να<br />
διερευνήσουν τους παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην οργάνωση των γνωστικών<br />
λειτουργιών. Η βαθιά απήχηση των ιδεών και των αναζητήσεων αυτών, διέβρωσε τις<br />
βεβαιότητες που συσχέτιζαν το πρόβλημα της μάθησης απλώς και μόνο με την<br />
κατάλληλη οργάνωση του μαθήματος, τη «σωστή» παρουσίαση του γνωστικού<br />
αντικειμένου και τις «σύγχρονες» μεθόδους διδασκαλίας και οδήγησε σύντομα στη<br />
συγκρότηση μιας διεθνούς κοινότητας επιστημόνων, οι οποίοι προσδιορίστηκαν<br />
ερευνητικά σε μια οριοθετημένη επιστημονική περιοχή, τη Διδακτική των Φυσικών<br />
Επιστημών. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς επακριβώς το σημείο αφετηρίας της<br />
Δ.Φ.Ε., οπωσδήποτε όμως θα πρέπει αυτό να τοποθετηθεί κάπου μέσα στη δεκαετία<br />
του 1960 * . Οι ερευνητικές προσεγγίσεις του νέου επιστημονικού μορφώματος<br />
στρέφονταν αρχικά προς δύο βασικές κατευθύνσεις (Tiberghien 1985, σ. 75): στο<br />
μαθητή, σε σχέση με τη γνωστική του συγκρότηση (στη διαδικασία δηλαδή<br />
πρόσκτησης των γνώσεων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διδασκαλία) και στο<br />
πλαίσιο παροχής των γνώσεων μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα (τη διαμόρφωση<br />
δηλαδή της σχολικής επιστήμης και τα αναλυτικά προγράμματα). Σε μικρό χρονικό<br />
διάστημα όμως το πεδίο ερευνών επεκτείνεται και σε άλλα θέματα που άπτονται σε<br />
μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών, όπως ο<br />
εντοπισμός και η αντιμετώπιση των γνωστικών εμποδίων, οι γνωστικές στρατηγικές,<br />
* Συμβολικά περισσότερο, το σημείο αυτό θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο 1959, στο συνέδριο<br />
Woodshall στις ΗΠΑ, όπου, όπως αναφέρει ο οργανωτής του J. Bruner, για πρώτη φορά κάθισαν στο<br />
ίδιο τραπέζι και συζήτησαν για προβλήματα της εκπαίδευσης, ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί και ερευνητές<br />
των θετικών επιστημών (Μπαγάκης 1992).<br />
18