11.07.2015 Views

DIASPORIC LITERATURE - diasporic.org - eBooks4Greeks.gr

DIASPORIC LITERATURE - diasporic.org - eBooks4Greeks.gr

DIASPORIC LITERATURE - diasporic.org - eBooks4Greeks.gr

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Το ΑνθρωπάκιAυγουστής Μαρούληςμε την παρέα του και είχαν πλέον απορροφηθεί ολοκληρωτικά απ’ αυτήν την καινούργιακουβέντα που ξεκίνησε ο παράξενος, σημαδεμένος θαμώνας. Με λόγια απλά τούς εξήγησετα κατορθώματα των Ελλήνων, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην ειρήνη. Το ανθρωπάκισήκωσε τα μάτια. Ώστε αυτός ο ίδιος, ο κακομοίρης, ο παρείσακτος, ο δειλός, ήταν απόγονοςτόσο μεγάλων αντρών;Ο παράξενος άντρας τέλειωσε την περιγραφή του χαμογελώντας. Το πρόσωπό του άρχισενα φωτίζεται σα να μπήκε ξαφνικά μια ηλιαχτίδα σ’ αυτό το ταπεινό, σκοτεινό υπόγειο.«Όλοι μας καταγόμαστε απ’ αυτούς τους μεγάλους άντρες κι εγώ κι εσύ κι εσύ… κι εσύ»είπε δείχνοντας το ανθρωπάκι τελευταίο.«Μα και σένα κάπου σ’ έχω ξαναδεί άρχοντά μου, βέβαια, είσαι φίλος του πατέρα Μελέτιου,άγιος άνθρωπος, θεός σχωρέστον… και του Ιωάννη, ….. που τον έψαχνε αυτός οτραγόπαπας!» φώναξε απρόσμενα ο ταβερνιάρης. Όμως, τούτη τη φορά το πρόσωπο τουάντρα σκοτείνιασε. Ταλαντεύτηκε όρθιος για λίγο γύρω απ’ τον εαυτό του, έβγαλε κάτι σαναναστεναγμό και άφησε το σώμα του να πέσει βαρύ σαν αμόνι στο μικρό, ξύλινο σκαμνίπου καθόταν προηγουμένως. Όλοι τον κοίταζαν με καλοσύνη πλέον, γιατί όλοι ήξεραντον πατέρα Μελέτιο, τον προστάτη των φτωχών και καταφρονεμένων. Περίμεναν αρκετήώρα για να ξαναμιλήσει, εκείνος όμως έδειχνε ότι δεν είχε διάθεση γι’ άλλη κουβέντα. Είχεθυμηθεί τον βασανισμένο και αδικοχαμένο φίλο του.Πρώτος έσπασε τη σιωπή αυτός που πρώτος είχε διαολοστείλει τους παπάδες: «Ε, ταβερνιάρη,φέρε λίγο κρασί στον φίλο μας, η κούπα του έχει αδειάσει».«Αμέσως» έκανε ο ταβερνιάρης και σε λίγα δευτερόλεπτα έφερε μια κανάτα ξέχειλη καιαφού γέμισε την κούπα του άντρα την άφησε πάνω στο τραπέζι του. «Κερασμένο από’μένα» είπε χαμογελαστά, ενώ αυτός τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι σα να του έλεγεευχαριστώ. Ύστερα, σηκώθηκε πάλι και με ύφος επίσημο ύψωσε την κούπα με το δεξί τουχέρι και είπε αρκετά δυνατά, σχεδόν φώναξε:«Στον πατέρα Μελέτιο».Όλοι σηκώθηκαν, ύψωσαν τις κούπες τους και ήπιαν στη μνήμη του.«Στην υγειά σου άρχοντά μου» ευχήθηκε ο ταβερνιάρης.«Στον Αλέξανδρο, στον Πλάτωνα, στον Αριστομέλη,….στους Έλληνες!» ευχήθηκε ξαφνικάτο ανθρωπάκι που είχε σκύψει προηγουμένως δυο φορές το κεφάλι. Όμως, τώρα όλοιτο κοίταζαν με θαυμασμό κι εκείνο στεκόταν αγέρωχο και από μια πιθαμή που ήταν έγινεψηλό, πολύ ψηλό, έφτασε μέχρι το ταβάνι και το ξεπέρασε!56 Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://<strong>diasporic</strong>.<strong>org</strong>Issue 1 Vol. 1, Μarch 2011

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!