| ΟΡΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣΨηλά στα Λασιθιώτικα βουνά, δίπλα σε έναν αρχαίο δρόμο – κόσμημα για την παραδοσιακή οδοποιία, υπάρχειακόμη ένα φτωχό και απέριττο μνημείο, ένας σωρός από πέτρες. Είναι στημένος από γενιές και γενιέςΚρητικών μόνο και μόνο για να θυμίζει την ιστορία και να παραδειγματίζει… Ένας Αγάς, λένε, θάφτηκε κάτωαπό τις πέτρες, σε ένα άτυπο αλλά διαχρονικό ανάθεμα. Ανάθεμα εναντίον του κάθε κατακτητή αλλά και τουκάθε καταπατητή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.Βέβαια, ο σωρός που βλέπομε σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που υπήρχε ως το 1960. Την εποχή εκείνηοι μπουλντόζες άνοιγαν ένα καινούργιο δρόμο για να ενώσουν το Λασίθι με την Πεδιάδα και το Ηράκλειο.Και επειδή οι μπουλντόζες δεν έχουν μνήμη (και μάλλον την εχθρεύονται θανάσιμα), ο παλιός σωρός σκορπίστηκεμαζί με τα χώματα.Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να αντιδράσουν άνθρωποι που είχαν ζήσει ως παιδιά τη ζωντάνιατης παράδοσης και να ξαναστήσουν το μνημείο. Άλλωστε, δεν χρειάζονταν ούτε μελέτες δραχμοβόρεςούτε εργολαβίες πολυδάπανες. Κουβάλησαν τις ίδιες πέτρες τις παλιές, όσες βρήκαν. Και τις άφησαν στηνάκρη του δρόμου σχηματίζοντας σωρό. Σπονδή στην ιστορία και την παράδοση…◗◗| Χιλιάδες διαβάτεςέχουν πετάξειτις πέτρες του αναθέματος.60
ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 Η παράδοση ως αντίδοτο στη λήθηHπαράδοση συνεχίζει να τιμωρεί… Κι αςέχουν περάσει δυο αιώνες από τότε,ίσως και παραπάνω. Άλλωστε, το ιστορικόγεγονός το σκεπάζει το σύθαμποτου θρύλου. Ιστορία και μύθος μπερδεύονταιγλυκά και μέσα από το άτακτοανακάτεμά τους προκύπτει… ένα τραγούδι!Βλέποντας ένα μεσόκοπο βοσκό ναπετά μια πέτρα με δύναμη και να φωνάζει«ανάθεμά σε», θυμήθηκα το τετράχρονο παιδί που κουβαλούσεαπό χιλιόμετρα μακριά το δικό του «πεσκέσι»: μια βαριάμαύρη σιδερόπετρα. Την πέταξε χωρίς να τολμήσει να προφέρειτη λέξη «ανάθεμα». Ήταν απαγορευμένη. Όπως κάθε λέξη που τοαυστηρό ήθος του χωριού τη θεωρούσε βλαστήμια.Ναι, τιμωρεί η παράδοση. Τουλάχιστον όσο μπορεί να μεταδίδεταιαπό γενιά σε γενιά, όσο δεν σκεπάζει η λήθη τα γεγονότα πουσημάδεψαν τις ζωές των προηγούμενων γενεών. Και ο δυνάστηςπου βίαζε γυναίκες δεν έχει δικαίωμα να αναπαυτεί. Τον κυνηγάγια αιώνες η μνήμη. Και συνεχίζει να τον πετροβολά ακατάπαυτα.Ο λόγος για τον Τσούλη. Έναν Γενίτσαρο – δυνάστη των κεντροανατολικώνεπαρχιών της Κρήτης. Είχε αδυναμία, λένε, στις όμορφες.Δηλαδή, παραβίαζε τον κώδικα της τιμής των κοινωνιών τουκρητικού χωριού. Τσαλαπατούσε την ηθική τους. Κυριότερη πηγήειδήσεων για τη ζωή και τη δράση του δεν είναι κάποια ιστορικήαναφορά αλλά ένα παλιό τραγούδι, που σώθηκε σε κάμποσες παραλλαγές,όχι όμως ολόκληρο. Ωστόσο, το τραγούδι έχει τη δύναμηνα διασώζει τα γεγονότα από τη λήθη και, παράλληλα, νατροφοδοτεί την ιστορική μνήμη, να τροφοδοτείται απ’ αυτήν. Δενείναι στατικό το δημοτικό τραγούδι. Πλάθεται και ξαναπλάθεται.Άλλες φορές επειδή ο αφηγητής δεν θυμάται όλους τους στίχους.Άλλες φορές επειδή δεν ταιριάζουν στα δικά του αισθητικά κριτήριακαι άλλες επειδή νοιώθει και ο ίδιος τον έρωτα της δημιουργίας.Για την ταυτότητα του αιωνίως τιμωρούμενου Τσούλη ελάχισταστοιχεία μας είναι γνωστά, παρά την φιλότιμη προσπάθεια πουκατέβαλε το 1947-1948 ο στρατηγός Ι. Σ. Αλεξάκης, ο πρώτοςπου κατέγραψε τμήματα του τραγουδιού. Έχοντας ως πηγές ηλικιωμένουςαπό τα χωριά του Οροπεδίου Λασιθίου, του Μεραμπέλλουκαι της Πεδιάδας, ο Αλεξάκης θεώρησε ως δεδομένο τοέτος της εκδίκησης, το 1817. Δεδομένη θεωρεί και την ιστορίατης οικογένειάς του. Σημειώνει ότι καταγόταν από την Κάτω Βάθεια,αυτό ήταν το χωριό του πατέρα του. Η μάνα του, λέει, ήταναπό τη Ζίντα, ένα μικρό χωριό κοντά στο Αρκαλοχώρι. Και οίδιος κατοικούσε στους Ασκούς, κοντά στην αρχαία Λύκτο, κατάγναντιστα Λασιθιώτικα βουνά.Ο Τσούλης, ένας ΓενίτσαροςΣτις αρχές της δεκαετίας του 1980 περιμάζεψα τιςπαιδικές μου μνήμες και έγραψα ένα σχετικό κείμενο,μαζί με μερικούς στίχους που είχα ακούσεικαι συγκρατήσει. Μετά τη δημοσίευσήτους συνάντησα ηλικιωμένες γυναίκες (τηΜαλαματένια Κοντάκη, τη Μαρία Γερακιανάκηκαι άλλες) σε μιαν αποσπερίδα στην Κασταμονίτσα. Οι λιγοστοίστίχοι συμπληρώθηκαν. Μαζί τους συμπληρώθηκε και οχάρτης των συναισθημάτων. Από τη μια η έκδηλη ειρωνεία τουποιητή, η χαρά για την απαλλαγή από το μίασμα. Από την άλλη οθρήνος, πότε πραγματικός και σπαρακτικός, πότε ειρωνικός κιεκείνος. Η παλλακίδα του δυνάστη μπορεί να θρηνεί. Και ο αφηγητήςνα καταλαβαίνει τον πόνο της αλλά να μην μπορεί να κάνεικι αλλιώς μπροστά σε μιαν αδυσώπητη ανάγκη να διασώσει τόσοτο ίδιο το γεγονός όσο και το συναισθηματικό του περίβλημα.Είχα ρωτήσει τότε για τον Τσούλη, για την καταγωγή και τη δράσητου. Ελάχιστα ήταν γνωστά. Τούρκος ήταν, έλεγαν. Δηλαδή… Γενίτσαρος.Λέξη με λέξη ξεδιπλωνόταν μπροστά μου μια ιστορίαχωρίς αριθμούς και χρονολογίες, μια ιστορία που ξέρει να ξεχωρίζειτα σημαντικά και να τα διασώζει στη μνήμη:«Το σπίτι του βρισκόταν στους Ασκούς. Δηλαδή, τι σπίτι; Ένα κονάκιονομαστό. Το είχε χτίσει ο παππούς του που όριζε το χωριό.Ήταν Χριστιανός ο παππούς του και καλός άνθρωπος. Στην αυλήείχε χτίσει μια εκκλησία. Ο Τσούλης την έκαμε τζαμί…»| Η πέτρινη στήληστην οποία καταγράφεταιτο ιστορικό του Τσούλη(εκδοχή Αλεξάκη).61