12.07.2015 Views

τευχος 59 - Xalkiadakis

τευχος 59 - Xalkiadakis

τευχος 59 - Xalkiadakis

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 νοντας στα πρώτα σπίτια άκουσε χτύπους. Σαν κάποιος να πελεκούσε,σαν κάποιος να έχτιζε εκείνη την ώρα. Παράξενο του φάνηκε.Ήταν νύχτα προχωρημένη πια. Και σκοτάδι πυκνό.Πλησίασε. Τρεις άσπρες λαμπάδες άναβαν εκεί που χτιζόταν τοιερό. Ένα παράξενο φως έκανε όλη την οικοδομή να φωτίζεταιλες κι ήταν μέρα μεσημέρι. Και μαστόροι παντού. Άλλος έχτιζε,άλλος προύγευε. Κανείς δεν μιλούσε. Προσπάθησε να πάει πιοκοντά αλλά σα να τον έσπρωχνε μια αόρατη δύναμη προς τα πίσω.Πήγε να μιλήσει αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Σταμάτησε ακίνητοςγια λίγη ώρα και παρακολουθούσε. Παράξενοι του φαίνονταντούτοι οι μαστόροι. Ένα φως φώτιζε ολόγυρα τα κεφάλια τους καιστους ώμους έμοιαζε να έχουν άσπρα φτερά.Έντρομος έφυγε από την εκκλησία. Πήγε στον πρώτο καφενέ πουβρήκε μπροστά του. Κάμποσοι Τούρκοι κάθονταν και κάπνιζαν τοναργιλέ τους. Τους τα διηγάται χαρτί και καλαμάρι. Άλλοι τον πέρασανγια κουζουλό, άλλοι είπαν πως ήταν νεραϊδοπαρμένος. ΟΣελήμ, όμως, επέμενε:- Ελάτε μωρέ να πάμε μαζί και θα δείτε…Όλοι μαζί, χωρίς να μιλούν, ξεκίνησαν μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.Καθώς κατέβαιναν το στενό δρομάκι, εκεί που είναι σήμερα τοκαμπαναριό, είδαν το παράξενο φως. Μόλις πρόβαλαν στο ρούκουνα,τους φάνηκε πως ήταν μέρα. Οι τρεις λαμπάδες, άσπρες κιαυτές, συνέχιζαν να ανάβουν στο ιερό, τα σφυριά δούλευαν συνέχεια.Οι προυγοί δεν ανέβαιναν τις σκάλες για να δώσουν τιςπέτρες στους μαστόρους αλλά πετούσαν και ανέβαιναν στουςτοίχους. Έμειναν λίγο και παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν. Κιύστερα, σκυφτοί και σκεφτικοί, πήγαν πάλι στον καφενέ τους.Είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί.Οι Τούρκοι δεν ήθελαν καμπάνες. Γι’ αυτό και δεν άφησαν να χτιστείκαμπαναριό στην εκκλησία. Πολύ αργότερα, όταν λευτερώθηκεη Κρήτη, χτίστηκε αυτό που βλέπομε σήμερα δυτικά από τηνεκκλησία, σε ξεχωριστό κτήριο.Η μυστική λειτουργίαΧρόνια μετά το γεγονός, ένας άλλος καλόγερος ξεκίνησε από τοβουνό για να πάει να λειτουργήσει σε μιαν εκκλησία, μάλλον στονΆγιο Ισίδωρο, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος. Υπολόγισε, όμως,λάθος την ώρα. Όταν έφτασε στο χωριό ήταν ακόμη πολύ νωρίς,νύχτα βαθιά. Δεν είχε πού να πάει και δεν ήθελε να χτυπήσει τιςπόρτες των ανθρώπων, να τους αναστατώσει νυχτιάτικα. Φτάνονταςστην άκρη του χωριού είδε από το αγιοθύριδο της Αγγελόκτιστηςφως. Σκέφτηκε πως ήταν τα καντήλια που ανάβανε.Έσπρωξε την πόρτα και τι να δει;Ολόκληρη η εκκλησία ήταν φωτισμένη αλλά τα θυμιάματα έκαναντο χώρο κάπως θαμπό! Μια γλυκιά μελωδία ακουγόταν παντού.Χωρίς να μιλήσει έσπρωξε πάλι την πόρτα, την έκλεισε και λούφαξεστην πίσω μεριά της. Ωραιότερη λειτουργία δεν είχε παρακολουθήσειποτέ. Έβλεπε μόνο ωραίες μορφές με φωτοστέφανανα ανεβοκατεβαίνουν, να στέκονται στα ψαλτήρια, να θυμιάζουνκαι να σκορπούν τριγύρω το φως τους. Δεν ήξερε τι να πει ο κα-Την ένατη μέρα η εκκλησία ήταν έτοιμη! Χτισμένη, σοβαντισμένη,με τα σκαλίσματα στα πανωπόρτια και στο αγιοθύριδο. Ήταν κιόλαςασπρισμένη και ο ασβέστης έλαμπε στον ήλιο. Οι πόρτες, τοτέμπλο, όλα στη θέση τους.Την άλλη μέρα το πρωί μαζεύτηκαν όλοι και έκαναν δοξολογία.Την ώρα που έψαλε ο καλόγερος ακούστηκε χλιμίντρισμα αλόγου.Βγήκαν στην αυλή για να δουν τι συνέβαινε. Ήταν ο Σελήμης.Είχε φορτώσει δυο ασκιά με λάδι κι ερχόταν στη χάρη τηςΠαναγίας. Τα ξεφόρτωσε στην αυλή, έδεσε το άλογό του σε μιαελιά, πήρε ένα βουργιάλι και μπήκε στην εκκλησία. Οι Χριστιανοίέμειναν αμίλητοι σαν τον είδαν να ανοίγει το βουργιάλι, να βγάζειπέντε μεγάλους άρτους και να τους αφήνει πάνω στο τραπέζι. Απότότε το είχε τάσιμο. Κάθε χρόνο έκανε τα ίδια. Έφερνε δυο ασκιάλάδι και μια αρτοκλασία στη γιορτή της Αγγελόχτιστης, το Δεκαπενταύγουστο.Πέρασαν τα χρόνια, ο Σελήμ πέθανε, αλλά το λάδικαι οι άρτοι συνέχισαν να φτάνουν στην Παναγία. Είχε αφήσει παραγγελιάστο γιο του, τον Χασάν. Κι αυτός στο γιο του, Σελήμ τονείχε βαφτίσει, το όνομα του παππού του. Μέχρι που έφυγαν οιΤούρκοι από το χωριό, η οικογένεια του Σελήμη, οι απόγονοί του,έστελναν κάθε χρόνο στην Παναγία δυο ασκιά λάδι. Παλιά λέγανεστο χωριό πως η Χανούμισσά του έγινε Χριστιανή και πως ο ίδιοςεπλέρωσε ζωγράφο και έφτιαξε μια εικόνα με Αγγέλους να χτίζουντην εκκλησία. Όπως τους είχε δει εκείνο το βράδυ… Από τουςσημερινούς, όμως, κανείς δεν την έφταξε…77

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!