| ΟΡΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣΣημάδι συμφοράς να εμφανιστεί το ζώο μονάχο χωρίς τον καβαλάρητου. Όποιος το έβλεπε ήξερε ή μάντευε τι μπορεί να είχε συμβεί.Και επειδή διηγούνται ότι ένα «μπιστικό» ζώο δενεγκαταλείπει ποτέ τον αφέντη του αν τον δει σωριασμένο στη γηύστερα από κάποιο ατύχημα, η εικόνα παραπέμπει σε σκοτωμό.Στους Ασκούς περίμενε η Μαριώ η Κοκκινοπούλα, η φιλενάδατου Τσούλη. Ήταν Χριστιανή, από την οικογένεια των Κοκκίνηδων,Κόκκινων ή Κοκκινάκηδων. Και την είχε εκεί ως παρακοιμώμενηο Τσούλης. Ακόμη κι αν την είχε αρπάξει με τη βία, όπως συνηθιζότανεκείνα τα χρόνια, οι Κρητικοί δεν συγχωρούσαν ποτέ τέτοιεςσυμβιώσεις.Ο θρήνος της παλλακίδαςΣτο τελευταίο μέρος του τραγουδιού, εκεί όπου ανακαλύπτει ηΜαριώ την τραγική κατάληξη του φίλου της, οι στίχοι αποκτούνέναν έντονα δραματικό τόνο. Επαναλαμβάνει τέσσερις φορές τοόνομα του σκοτωμένου και η επανάληψη αυτή μετατρέπεται σεσπαρακτική επίκληση και έκφραση αβάστακτου πόνου: Τσούλη,Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη… Δεν είναι μόνο η ανάγκη να τηρηθείτο τροχαϊκό μέτρο. Η συνεχής επανάληψη ακούγεται σαν πολλαπλήεπίκληση, σαν προσπάθεια αποτροπής του αναπότρεπτου.Άλλωστε, η επανάληψη του ονόματος του νεκρού δεν είναι ασυνήθιστηστα κρητικά μοιρολόγια.Οι τελευταίοι στίχοι περιγράφουν σπαρακτικές στιγμές, τη λιποθυμία,το μοιρολόι, τη δραματική ένταση που κορυφώνεται:Σαν επρόβαλε στην πόρταεμαράθηκαν τα χόρτα.Ο ποιητής προτιμά να μεταφέρει μια στερεότυπη εικόνα, αποκαλυπτικήγια την ένταση του πόνου. Στα δημοτικά μας τραγούδια ταχόρτα και τα δέντρα μαραίνονται μην αντέχοντας τον ανθρώπινοπόνο. Δεν λείπει, όμως, η ειρωνεία. Ο ποιητής δεν ενώνει τηφωνή του με το γυναικείο θρήνο, δεν δείχνει καθόλου να τον συμμερίζεται,δεν θρηνεί. Απεναντίας, κρατεί μια στάση ψυχρού παρατηρητή,χωρίς να κρύβει τη δική του ικανοποίηση για τογεγονός.Στην παραλλαγή που δημοσιεύομε το τραγούδι τελειώνει με μοιρολόι.Ο σκοτωμένος ήταν δεινός μουσικός. Βιολάτορας. Κρεμούσετο βιολί στο άλογο και γύριζε τα χωριά. Οι τελευταίοι στίχοιδηλώνουν απλά τη δεξιοτεχνία του στη μουσική. Η παλλακίδα αναρωτιέταιποιος μπορεί να «ταιριάξει» το κομμένο κεφάλι με τοσώμα που αγνοείται για να πιάσει πάλι το βιολί και να παίξει. Ίσωςτότε η μουσική να κάνει το θαύμα της: να «ανασταίσει» το νεκρόσώμα…◗◗Σαν επρόβαλε στην πόρτα εμαράθηκαν τα χόρτα...HΕπίκληση στη μνήμη`μουν τεσσάρων ή πέντε χρονών ότανπήγα για πρώτη φορά στο Λασίθιοδοιπορώντας. Οι ιστορίες του Τσού -λη είχαν σημαδέψει την παιδική μουμνήμη. Άκουγα τους μεγάλους να λένεότι δεν υπάρχει πια ούτε ίχνος πέτραςκοντά στου Τσούλη το Μνήμα. Όλοιόσοι είχαν περάσει από εκεί φρόντιζαννα τηρήσουν το έθιμο. Να αναθεματίσουντον Τσούλη πετώντας του μιαπέτρα. Φοβόμουν ότι δεν θα βρω πέτρα εκεί κοντά για να τηνπετάξω, όπως απαιτούσε το έθιμο, και αυτό μου φαινόταν σανδιάψευση. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα, γονείς με τα γαϊδουράκια,συγγενείς, συγχωριανοί και φίλοι. Εγώ, ο μικρότερος τηςσυντροφιάς. Θεωρούσα, φαίνεται, έκφραση πρόωρου ανδρισμούτο να καταφέρω να περπατήσω τόσο δρόμο. Πάνω απότρεις ώρες πεζοπορία χρειαζόταν για να περάσεις όλο το βουνόκαι να βρεθείς στο μεγάλο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρωνστο Μέσα Λασίθι.Περνώντας από τα ερείπια του υδραγωγείου της αρχαίας Λύκτουτο μυαλό μου φωτίστηκε. Χιλιάδες πέτρες ήταν σκορπισμένεςπαντού. Σήκωσα μια, αλλά υποχώρησα μπροστά στοδυσανάλογο με τα μέτρα μου βάρος. Σήκωσα μιαν άλλη. Αυτή,μάλιστα. Μπορούσα να τη σηκώνω. Να ήταν ένα κιλό; Να ήτανπαραπάνω; Δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο που καθώς ανηφόριζαστον ημιονικό δρόμο ζοριζόμουν πολύ, αλλά δεν το έλεγα. Δενήθελα να υποστώ την ταπείνωση του «δεν μπορώ» και μάλισταμπροστά στα μάτια όσων με επαινούσαν λίγο πριν επειδήήμουν ήδη «αντράκι».Έτσι πέταξα την πρώτη πέτρα στου Τσούλη το Μνήμα. Ένιωθανα ξεπληρώνω ένα χρέος προς την ιστορία –μάλλον είχα αρχίσεινα αισθάνομαι κιόλας το βάρος της. Ένιωθα, όμως, ναξαλαφρώνω και από το μεγάλο βάρος. Πάνω από μια ώρα σήκωνατη δική μου πέτρα περπατώντας στο βουνό. Ίσως να είναικαι η μοναδική πέτρα που έφτασε στο απέριττο μνημείο απότόσο μακριά!Με τον ίδιο τρόπο, οδοιπορώντας, πήγα ξανά στα εννιά μουχρόνια, προσκοπάκι, στο Λασίθι. Στου Τσούλη το μνήμα κάναμεστάση. Ξεχυθήκαμε στη γύρω περιοχή αναζητώντας πέτρες.Κάποιοι βρήκανε. Άλλοι προσπαθούσαν να σπάσουνχαράκια για να βρουν την κατάλληλη πέτρα του αναθέματος.Όμως, ο μεγάλος σωρός δεν υπήρχε πλέον. Τον είχε παρασύρειη μπουλντόζα της ΜΟΜΑ και είχε θάψει τις πέτρες κάτω απότο χώμα. Έτσι σχηματίστηκε ένας πολύ μικρός σωρός. Μάλλονδεν ήταν σωρός αλλά κάμποσες πέτρες τοποθετημένες τεχνηέντωςη μια πάνω στην άλλη.64
ΥΠΕΡ Χ ΑΝΟΙΞΗ 2011 | 1. Τα πουλιά συνηθίζουν να κάθονται στις κορφές των βράχων,λίγα μέτρα πιο πέρα από το “μνήμα”.2. Επιστροφή στη μνήμη με μια πέτρα. Χειμώνας του 2010-2011.Όταν η μνήμη… λιθοβολεί!Χειμώνας του 2011. Οδηγώντας στογδαρμένο από τη βροχή δρόμο ανηφορίζωστην ανατολική πλαγιά του βουνού,πίσω από τον περίφημο Χώνο τουΛασιθού. Από μακριά βλέπω ένααγροτικό σταματημένο πάνω στηστροφή. Ο οδηγός του αναζητούσε μιαπέτρα να την πετάξει. Πριν καταφέρωνα πλησιάσω την είχε βρει, την είχε πετάξεικαι κινούσε για τα ψηλότερα μέρητου βουνού.Έκανα το ίδιο σαν έφτασα. Η παιδικήμνήμη με έσπρωχνε με αδυσώπητοπείσμα να επαναλάβω τον ανώδυνο λιθοβολισμό.Να τηρήσω το έθιμο βοηθώνταςστη συντήρηση της ιστορικήςμνήμης. Όλα ζωντάνεψαν με μιας. Καιοι γριούλες, μακαρίτισσες όλες πια,που μου έλεγαν το τραγούδι γύρω στο1982, και η συνοδεία που οδοιπορούσεπρος το πανηγύρι έχοντας στολίσειμε υφαντές πατανίες τα σωμάριατων ζώων.Καθώς τριγυρνούσα γύρω από το απέριττομνημείο και δεν έβρισκα ούτε μιαπέτρα να πετάξω, θυμήθηκα πάλι τιςδιηγήσεις που άκουγε το τετράχρονοπαιδί και τις ρουφούσε λέξη-λέξη,όπως ρουφά ένα καλό σφουγγάρι τονερό. Τόσες γενιές Κρητικών πουείχαν περάσει από εκεί, τόσα αναθέματα,τόσες πέτρες χρειάστηκαν στουςπεραστικούς.Βρήκα μια πέτρα και την πέταξα αμίλητος.Όπως τότε. Με το φωτογραφικόφακό να με παρακολουθεί. Και με τημνήμη να με σημαδεύει. Όχι μόνο τηδική μου, όλες τις μνήμες μαζί, όλωντων γενεών που διάβηκαν από τούτοτο δρόμο. Δίπλα στον ξαναστημένοσωρό ο Δήμος Οροπεδίου έχει στήσειμια μεγάλη πέτρα, σαν πλάκα. Μεγράμματα ανεξίτηλα, χαραγμένα πάνω,εξιστορεί το περιστατικό υιοθετώνταςτις απόψεις του πρώτου καταγραφέα,του Στρατηγού Αλεξάκη. Κι αν το τονίζω,δεν είναι για να διαφωνήσω,αλλά για να πω ότι είναι δύσκολο ναβάλεις την ταυτότητα του χρόνου σεένα περιστατικό που διασώθηκε μόνοστόμα με στόμα. Μόνο η μελέτη τωνπηγών, του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείουδηλαδή, θα μπορούσε να ξεκαθαρίσειοριστικά την υπόθεση.Καθώς αφήνω πίσω μουτο «μνημείο» σκέφτομαιότι δεν είναι πολύτιμη μόνοη γνώση της ιστορίας,αλλά και η μελέτητης λαϊκής ψυχής.Η μελέτη των τοπικών εθιμικώνσυνηθειών, ο τρόπος εκδίκησης,η δύναμη της παράδοσης,όλα αυτά μαζί…65