"33" τριαντατρία - eBooks4Greeks.gr
"33" τριαντατρία - eBooks4Greeks.gr
"33" τριαντατρία - eBooks4Greeks.gr
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
να πελεκήσουν την πέτρα. Σαν να θελε ο ουρανός να τους χώσει κάτω από<br />
τόνους χιόνι. Να τους κάνει αόρατους. Και τα κατάφερνε τόσα χρόνια:<br />
Αόρατοι από όλους. Φίλους και δικούς. Μόνο οι «άλλοι», τους θυμούνταν<br />
και τους απαγόρευαν κάθε τόσο και κάτι. Πότε τη χρήση της γλώσσας,<br />
πότε των πατρογονικών ονομάτων, πότε τις εκκλησίες, πότε το ένα , πότε<br />
το άλλο. Κι ο Πετρίτ, περίμενε, δουλεύοντας την πέτρα. Από πατέρα σε<br />
γιο, πήγαινε η τέχνη. Την αγάπαγε την πέτρα. Την έβγαζε στην επιφάνεια<br />
με μια τρυφερότητα σαν κορμί αγαπημένο. Με το χέρι έδιωχνε τα χώματα<br />
που την ζέσταιναν τόσο καιρό. Όταν έπιανε το σκαρπέλο και το σφυρί,<br />
αποφασιστικά έδινε το πρώτο χτύπημα, δοκιμάζοντας, αναμετρώντας την<br />
δύναμή της, αναζητώντας τα κρυμμένα «νερά». Η μορφή ήταν κρυμμένη,<br />
ήθελε τα κατάλληλα κτυπήματα για να βγει στην επιφάνεια, να λάμψει, να<br />
λαλήσει σαν κόκορας στο πρωινό. Ο ιδρώτας, έπεφτε στην πέτρα σαν δάκρυ<br />
και την μαλάκωνε. Κι άνοιγε, άνοιγε σαν γυναίκα, που είπε επιτέλους το<br />
ναι κι ησύχασε και γινόταν δική του. Από τα χέρια του έβγαιναν τα πάντα:<br />
από αρχαία ξόμπλια, ως τα σύμβολα του καθεστώτος, δρεπάνι και<br />
σφυρί. Τα έκανε δικά του, τα έφερνε στο φως, με κάθε χτύπημα.<br />
Κατηφόρισε την Δικαιοσύνης. Τα ανεμικά δέντρα, φορτωμένα λαμπιόνια,<br />
φρούτα παράξενα κι εξωτικά, αστραποβολούσαν κίτρινο. Σαν θλίψη.<br />
Σαν διαμαρτυρία για την έλλειψη του πράσινου. Μαγαζιά ανοικτά, φωτισμένα,<br />
διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ρουφούσαν ανθρώπους στο εσωτερικό<br />
τους κι έφτυναν καταναλωτές. Οι διαφημίσεις από τα μεγάφωνα του<br />
Δήμου, κόβονταν από χριστουγεννιάτικη μουσική, προσθέτοντας στην ατμόσφαιρα<br />
μιαν ακόμα νότα ευρωπαϊκής πόλης. Οι ξέχειλοι κάδοι απορριμμάτων,<br />
υπογράμμιζαν τούτη τη νότα. Τα βήματά του τον έφεραν στην πλατεία<br />
της μεγάλης εκκλησίας. Φωταγωγημένη σαν νύφη πολύφερνη, υψωνόταν στον<br />
ουρανό και παινευόταν. Τα παγκάκια άδεια, χώνευαν τη ζεστασιά ανθρώπινων<br />
κορμιών που φιλοξένησαν. Ο Πετρίτ, δίστασε. Δεν μπήκε. Προτιμούσε<br />
τούτη την ώρα, τη μικρή εκκλησιά του χωριού του, με τις ασβεστωμένες<br />
εικόνες, το κατεστραμμένο τέμπλο, αλλά με τα μνήματα των προγόνων του<br />
απ’ έξω σαν φύλακες. Αυτή, του φαινόταν ξένη κι απόκοσμη. Για τους<br />
μεγάλους και τους επισήμους. Προσπέρασε.