04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Ιωάννου Κονδυλάκη - Πατούχας

έβλεπε να συνδιαλέγεται με οικειότητα ή να διαπληκτίζεται παίζων με άλλους

νέους εις τα δώματα. Αλλ’ όταν ήρχισαν να καταφθάνουν αλλεπάλληλοι αι

καταγγελίαι διαφόρων χωριανών, ότι του ενός επείραξε την θυγατέρα εις την

βρύσιν, ότι της άλλης απηύθυνεν ερωτολογήματα εις τα λιβάδια και ήρχισαν

οι αδελφοί και οι πατέρες ν’ απειλούν ότι θα τον κάμουν και θα τον δείξουν, η

χαρά μετετράπη εις ανησυχίαν. Όταν δε κατόπιν έμαθε τα μεταξύ του Στρατή

και του Μανώλη γενόμενα, ενόησε τα αίτια της εκτροχιάσεως του υιού του.

Και απετάθη προς τον Θωμάν παραπονούμενος διά την διαγωγήν του Στρατή,

όστις έπρεπε να μη λησμονή την απειρίαν του Μανώλη και, αντί να παίρνη

φωτιά από το κάτω πάτημα, να τον οδηγή και να τον συμβουλεύη. Αλλ’ ο

Θωμάς δεν ηθέλησε ν’ ακούση τίποτε, εξ εναντίας επεδοκίμασε τον υιόν του.

“Καλά του τάπε ... Κ’ εγώ νάμουνε το ίδιο θα τούλεγα ... .Να σουπώ, κουμπάρε

Νικολή· εγώ τόχω τιμή και χαρά μου να συμπεθερέψωμε· ο Θεός το κατέχει

πόσο το χάρηκα όντε μούπες να κάμωμε συγγένεια. Γιατί η αλήθεια είνε πως

καλλίτερους εδικούς από τουλόγου σου και τη γενιά σου δε θα βρω. Μα θέλω

παστρικά και ταχτικά πράμματα. Φτωχός είμαι, μα την τιμή και την υπόληψί

μου την έχω ψηλότερα από κάθε άλλον· και δε θέλω να με ψεγαδιάση κιανείς.

Θες να πάρη τη θυγατέρα μου ο γυιός σου; Το θες ένα, το θέλω χίλια. Εδώκαμε

λόγο· θα σανημένω να κάμης την ευκολία σου. Μα στο ανεμεταξύ δε θέλω να

μπαίνη στο σπίτι μου ο γυιός σου, για να μη βγη τση θυγατέρας μου τόνομα

κέχω καλλίτερα ναποθάνω. Μια λογόστεσι γίνεται και ξεγίνεται ... Κι’ απατό

σου, κουμπάρε Νικολή, αν ήσουνε στη θέσι μου και κάθε άλλος τιμημένος

άνθρωπος το ίδιο θάκανε. Αν εματάγνωσες πάλι, καλά. Παίρνεις το λόγο σου

‘πίσω και η φιλιά μας φιλιά.”

Ο Σαϊτονικολής ανεγνώριζεν ότι ο Θωμάς είχε κατά μέγα μέρος δίκαιον και

έβλεπεν ότι η μόνη σωτηρία ήτο να γίνη το ταχύτερον ο γάμος. Αλλά το σπίτι

δεν είχε τελειώση και ο χειμών ο οποίος επλησίαζε θα επεβράδυνεν ακόμη

την οικοδομήν. Το σπουδαιότερον όμως ήτο ότι ο Μανώλης δεν ήτο ακόμη

κατάλληλος διά τον γάμον.

Δεν έκρινεν όμως και με υπερβολικήν αυστηρότητα τας παρετροπάς του

υιού του. Νεότης χωρίς ζωηρότητα δεν εννοείται, δεν είνε νεότης. Νέος ήτο

κ’ έβραζε το αίμα του· και αν δεν κάνουν οι νέοι τρέλλες, ποιοι θα τις κάνουν,

οι γέροι; Και το κάτω κάτω μήπως αυτές η τρέλλες της νεότητος δεν ήσαν

το ωραιότερον μέρος της ζωής; Διά τούτο είχε και ένα άλλον δισταγμόν. Δεν

ήθελε να βάλη τον Μανώλην τόσον γλίγωρα στα βάσανα της ζωής χωρίς να

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!