04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Η κλασσική βιβλιοθήκη του Ovi

“Έλα στο νου σου, Μανώλη,” του είπεν η Καλιώ προσπαθούσα να φανή

αυστηρά, ενώ ενδομύχως δεν την δυσηρέστησεν η τόλμη του Μανώλη. “Αυτά

‘ν’ άσκημα πράμματα κι’ άπρεπα και να τα παραιτήσης. Μια γυναίκα θα πάρης,

δε θα πάρης δυο. Κιό προκομμένος ο κύρης σου την εδιάλεξε αυτή που θα

πάρης. Σ’ αυτήν να τα λες αυτά τα λόγια και να μην πειράζης άλλες κοπελλιές,

γιατί θα βρης τον μπελά σου … Α! αν δεν ήσουνε δεμένος με τσοι Θωμαδιανούς

γή αν τα χαλάτε, τότε με όλη μου την καρδιά θάβανα τη βουλή μου να πάρης

τη Μαργή ...”

“Χαλώ τα ‘γώ, μα δεν τα χαλά ο κύρης μου.”

Και με πάσαν αφέλειαν διηγήθη όσα συνέβησαν μεταξύ αυτού και των

Θωμαδιανών, ως και όσα είχαν λεχθή μετά των γονέων του κατά την

παρελθούσαν εσπέραν.

Η Καλιώ εδικαίωσε τον Μανώλην και τον ενίσχυσε με τους συμπαθητικούς

της λόγους εις την ιδέαν του ότι ήτο θύμα. Τους ήξευρε αυτή τους Θωμαδιανούς

τι βιλάνοι και χοντροκέφαλοι ήσαν. Σε καλό σόι τον έρριξε ο κύρης του. Για την

Πηγή ελέγανε πως ήτονε καλόγνωμη, μα — ο Θεός να με συχωρέση — δεν

μπορούσε παρά να μοιάζη λιγάκι με τον πατέρα και τον αδελφόν της. Από

τούτο το κηπούλι είν’ και τούτο το μαρούλι. Δεν έκαμε φρόνιμα ο Σαϊτονικολής

να πάη να ρίξη το παιδί του σε μια τέτοια χοιρογενιά. Μήγαρις ο Μανώλης δεν

ήτονε παρακαλετός να πάρη και καλή κοπελλιά και περιουσία; τι των εζήλεψε

των Θωμαδιανών; τα πλούτη των ή την ανθρωπιά των; Λένε πως το παιδί δεν

πρέπει να κάνη τίποτε χωρίς τη βουλή των γονέων του, μα σαν οι γονέοι δεν

θωρούν το σωστό και πάνε να κάψουν το παιδί των, και το παιδί πρέπει να

κάνη της κεφαλής του, μου φαίνεται.

“Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κεγώ,” είπεν ο Μανώλης σκεπτικός.

Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν:

“Μα ... να μου δώσης θες το Μαρούλι;”

Η Καλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα.

“Να ξεμπλέξης πρώτα απού τσοι Θωμαδιανούς ... Εγώ σούπα πως το θέλω με

όλη μου την καρδιά.”

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!