04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Ιωάννου Κονδυλάκη - Πατούχας

πουλιών και τα βελάσματα των προβάτων, και ν’ αναβαίνουν εις υψηλάς

κορυφάς, από τας οποίας φαίνεται η χώρα και η θάλασσα, ο πλατύς κάμπος

της Μεσαράς, ο Κοφινάς και ο Ψηλορείτης, όταν την έβλεπε τα ελησμόνει όλα

και μόνον της έλεγε:

“Έλα να φύγωμε, Πηγιό. Μα γιάειντα δεν έρχεσαι;”

Ο δε Θωμάς εξηκολούθει το ατελείωτον, το απελπιστικόν έργον του και

δεν απεμακρύνετο από την θέσιν του σχεδόν παρά μόνον διά να μεταφέρη

εις τον ποταμόν τα καλάθια και τα κοφίνια του διά να τα βρέχη. Και ως διά

να απελπίση τελείως τον Μανώλην, του ανεκοίνωσε μίαν ημέραν το σχέδιόν

του να ιδρύση προ της οικίας του αποσταλακτήριον, διά να κατασκευάζη

ρακήν από μούρα. Ώστε εις την βιομηχανίαν των καλάθων επροστίθετο άλλη

βιομηχανία, τον δε χειμώνα ίσως ο απαίσιος γέρων θα ίδρυε και ελαιοτριβείον

διά να μη απομακρύνεται από το σπίτι.

Τότε η ιδέα της απαγωγής έγινε σταθερά και επίμονος εις το πνεύμα του νέου.

Και ήρχισε να καιροφυλακτή την έξοδον της Πηγής και να την παρακολουθή

παντού, διά να εύρη ευκαιρίαν να της ομιλήση και να την πείση. Εις μάτην

ο Καρπάθιος εξωργίζετο διά τας απουσίας του και ο Συκολόγος, μεταξύ

δύο κεκραγαρίων, έλεγεν ότι δεν ήτο κατάστασις αυτή να κτίζουν και να

πουργεύουν οι ίδιοι και εφοβέριζεν ότι θ’ αφήση την εργασίαν στη μέση και ας

κάμη καλά με τον προκομμένον του ο Σαϊτονικολής. Αλλ’ ο Μανώλης ούτε εις

συμβουλάς, ούτε εις απειλάς έδιδε πλέον προσοχήν.

Και όταν ο πατέρας του έμαθεν από τους κτίστας τας απουσίας του και

τον επέπληξε, δεν έγινεν επιμελέστερος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής, αντί να

επιμείνη, του έστειλε και πάλιν βοηθόν και περιωρίσθη να λέγη ότι όλοι οι

βοσκοί είναι τέτοιοι βαρεσάριδες, και άμα τους βγάλης από την βοσκικήν δεν

είναι καλοί για τίποτε.

Ενώ μίαν ημέραν ο Μανώλης κατώπτευεν από υψηλόν δώμα διέκρινε την

Πηγήν μόνην να διευθύνεται προς τα κάτω με το καλάθι εις τον αγκώνα. Την

ηκολούθησεν εξ αποστάσεως, όταν δε εξήλθαν από το χωριό, ευρέθη έξαφνα

προ αυτής, ικετευτικός το βλέμμα και ταπεινός το ήθος, ως σκύλαξ φοβούμενος

μήπως τον δείρουν.

“Πού γυρίζεις επαδά κάτω;” Του είπεν η νέα μειδιώσα. “Επαά ‘νε το κτίρι;”

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!