04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Η κλασσική βιβλιοθήκη του Ovi

οποίαν η αγάπη εκείνη είχεν ήδη ρίψη ρίζας. Αλλ’ όσον και αν επροσπάθει

η Ζερβούδαινα ν’ αμαυρώση την εικόνα της Πηγής, ο Μανώλης δεν έπαυε

να διακρίνη, υπό τον βόρβορον τον οποίον έρριπτον οι λόγοι της χήρας, το

κάλλος και την ευγένειαν της εικόνος. Μόνον όσα του είπε διά το μουστάκι

αφήκαν μίαν επίμονον κηλίδα. Οι λόγοι της επανήρχοντο επιμόνως εις το

πνεύμα του· και, ψηλαφών τον μόλις φυόμενον μύστακά του, εσκέπτετο ότι

ίσως τωόντι ήτο αταίριαστον εις μίαν γυναίκα να έχη τοιούτον τρίχωμα, έστω

και τόσον αδιόρατον, επί του χείλους της. Αλλ’ η σκέψις αύτη διήγειρεν εις την

ψυχήν του μάλλον αγανάκτησιν κατά της χήρας. Του εφαίνετο ως να έβλεπεν

ευχάριστον όνειρον και αυτή τον εξύπνησε διά να του αναγγείλη κάτι λυπηρόν

και απαίσιον.

Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη ύπνον ανήσυχον· η δε πλησίον κοιμωμένη

μητέρα του τον ήκουσε να λέγη καθ’ ύπνον:

“Δε θέλω να μου λες κακά λόγια για την Πηγή, σούπα.”

Ο Μανώλης όμως, μεθ’ όλας τας δυσκολίας τας οποίας συνήντα η

ανυπομονησία του, δεν απηλπίσθη εντελώς, αλλά κατέφυγεν εις τον γαμβρόν

του, εις τους θείους του και τας θείας του, ικετεύων αυτούς να πείσουν τον

πατέρα του να επισπεύση τον γάμον. Και προς όλους έλεγεν ότι θα ετρελλαίνετο

αν δεν εγίνετο ταχέως ο γάμος. Αλλά και όλοι του απήντων ότι ήτο εντροπή να

λέγη τοιαύτα πράγματα και ότι έπρεπε να προσέχη να μη τον ακούσουν ξένοι

και θα εγίνετο ο περίγελως του χωριού.

Το άτοπον όμως τούτο δεν ηδύνατο να εννοήση ο Μανώλης και επανελάμβανε:

“Μα γιάειντα θα με πάρουνε στανεμπαίγνιδο; Είνε ντροπή πως θέλω να

παντρευτώ, σαν απού παντρεύονται όλοι;”

Μίαν ελπίδα είχεν ακόμη· να πείση την Πηγήν να φύγουν, να την κλέψη.

Αλλά πώς να της ομιλήση; Την έβλεπε πολύ σπανίως καθ’ οδόν και τότε μόλις

κατώρθωναν ν’ ανταλλάξουν ολίγας λέξεις. Άλλως τε, ενώ πριν την συναντήση

είχεν έτοιμα πολλά πράγματα πειστικώτατα να της είπη και να της παραστήση

πόσον ευχάριστος θα ήτον ο βίος των εις τα βουνά, να έχουν όλον τον κόσμον

υπό τους πόδας των και να ζουν μόνοι μακράν των ενοχλήσεων και της κακίας

των ανθρώπων, εντελώς δε ελεύθεροι εις τον έρωτά των να διέρχωνται τας

ημέρας των εις δροσερά λαγκάδια και ν’ ακούουν μόνον τα κελαδήματα των

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!