Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα
Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.
Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.
- No tags were found...
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
Ιωάννου Κονδυλάκη - Πατούχας
“Καλέ, Αγλαΐα θα τώβγαλε και θα το δήτε, είπεν η Πηγή, η οποία εγνώριζε το
νέον όνομα, που είχε φέρει από πάνω ο Σμυρνιός.
Αλλά την συζήτησιν διέκοψε φοβερόν μούγκρισμα θριάμβου. Ο χοίρος ευρών
επί τέλους ευκαιρίαν είχεν εισορμήσει, και με την χοιρινήν του αναισθησίαν
επροχώρει προς την τράπεζαν. Όλαι αι γυναίκες ανεφώνησαν μετά φρίκης
«ουτς!», η δε Πηγή, αρπάσασα ράβδον, τον κατεδίωξε με αλύπητα κτυπήματα
και επανέκλεισε την θύραν αναφωνούσα:
“Άδικο να σου λάχη, μαγαρισμένε!”
Άλλος αγγελιαφόρος μετ’ ολίγον εβεβαίωσε το άγγελμα των παιδιών.
“Να σάςε ζήση η νεοφώτιστη,” είπε προκύψασα από το πανωπόρτι μία γραία
γειτόνισσα, ήτις ευρισκομένη εις την εκκλησίαν ήκουσε και αυτή ότι το παιδί
τωνόμασαν Αχλαδία.
Πράγματι δε κάτι τοιούτον είχε συμβή. Επειδή ο Μανώλης εδυσκολεύετο να
συγκρατήση εις την μνήμην του το ασυνήθιστον όνομα, η αδελφή του, μετά
πολλά μάταια πειράματα, του είπε νάχη στο νου του την «αχλαδιά», διά να το
θυμηθή. Αλλ’ όταν έφθασεν η στιγμή να το είπη εις τον ιερέα, εις την μνήμην του
εύρε μόνον την αχλαδιάν ολίγον παρηλλαγμένην. Ο δε παπάς, εις τον οποίον
επίσης ήτο γνωριμωτέρα η αχλαδιά, ήρχισε να επαναλαμβάνη εις τας ευχάς του
το όνομα, όπως του το είπεν ο Μανώλης. Διατί άλλως να του φανή παράξενον,
αφού είχεν ακούσει ονόματα βαπτιστικά Μηλιά και Τριανταφυλλιά; Εις την
έρρινον δε ψαλμωδίαν του και την ηχώ του θόλου δεν διεκρίνετο η στρέβλωσις
και ολίγον αργά την αντελήφθησαν η αδελφή και η μητέρα του αναδόχου.
Είχε γείνει η πρώτη εις την κολυμβήθραν κατάδυσις, και ο παπάς εβάπτιζε
«την δούλην του Θεού Αχλαδίαν», ότε η Σαϊτανικολίνα επλησίασε και με
φωνήν διστακτικήν του είπεν:
“Αγλαΐα είνε τόνομα, αφέντη παπά, Αγλαΐα.”
Ο ιερεύς διακόψας το βάπτισμα και κρατών μετέωρον το νήπιον, το οποίον
εκραύγαζεν, απήντησεν:
“Αγλαΐα, Αχλαδία το ίδιο είνε. Κατέχω κεγώ με τα ονόματα που πάτε και
βγάνετε;”