04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Ιωάννου Κονδυλάκη - Πατούχας

μου· πως το λένε; ... Έχει κιάλλες κοπελλιές το χωριό δέκα βολές καλλίτερες.

Καλλίτερη ‘σαι συ απού το Μαρούλι;»

Ούτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβη.

Αίφνης ήκουσε γυναικείαν φωνήν γνωστήν, η οποία τον εχαιρέτα εξ

αποστάσεως και στραφείς είδε την Ζερβούδαιναν πορευομένην προς την αυτήν

διεύθυνσιν. Η χήρα είχε καλάθι περασμένον εις τον βραχίονα και εβάδιζε με το

σύνηθες γοργόν της βήμα. Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη

μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν

εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ’

ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην,

την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε.

Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη.

“Ως πού, Μανωλιό;” Τον ηρώτησεν.

“Ίσα με το Μαβρικό θα πάω να μεταδέσω το μουλάρι.”

“Κεγώ στο Μαβρικό θα πάω να μαζόξω κολοκυθαθούς για ντολμάδες· μόνο

στάσου να πηαίνωμε μαζή, να σου πω κιόλας.”

Ο Μανώλης την επερίμενε.

“Κατέχεις το πως θα μαλώσωμε, Μανωλιό;” Είπεν η χήρα όταν τον έφθασε.

Και με τόνον μητρικής μάλλον επιπλήξεως του είπε να μη ξανακάμη αυτό που

έκαμε. Αυτή τον αγαπούσε σαν παιδί της, μα δεν μπορούσε και να μη θυμώση

για τη διαγωγή του με την κόρη της. Αφού επρόκειτο να πάρη την Πηγή και

την είχε λογοστέση, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; ... Έφαγε το κουλούρι του

κάτω τη μούρη του ... Αλλ’ ας είνε, για πρώτη φορά του το συμπαθούσε· αν

όμως άλλη φορά ξαναπείραζε την κόρη της, θα περνούσαν άσχημα. Αλλά και

η ίδια η Μαργή δεν θα εδέχετο να την ενοχλήση εκ νέου και ήτον καλή να του

σπάση την κεφαλή με πέτρα.

“Δεν πειράζει,” είπεν ο Μανώλης μειδιών και κοκκινίζων συγχρόνως. “Εγώ

θέλω να μου τη σπάση. H πέτρες τση θάνε απαλές σαν και τα χεράκια τση.”

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!