04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Ιωάννου Κονδυλάκη - Πατούχας

“Μανωλιό, του είπε, θέλω να φιλήσω τη χέρα πούσπασε εψές την κεφαλή του

Σαμπρή. Μα να φύγης, παιδί μου, να φύγης, γιατ’ ήμαθα πως σε γυρεύγουν οι

ζαπτιέδες. Να φύγης γλίγωρα!”

Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ’ έπειτα είπε με πείσμα:

“Ας με ζυγώνουνε. Δεν πάω ποθές.”

Και εξηκολούθησε τον δρόμον του. Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν

ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να

φύγη προς τα οπίσω, αλλ’ είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του

εφώναξε:

“Στάσου, ωρέ Πατούχα!”

Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες

πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας.

“Είντα θέτε από μένα;” Ηρώτησεν ο Μανώλης.

“Θα το μαθαίνης κάτω. Να μπαίνης στο χάπσι και το μαθαίνεις.”

“Στο χάπσι θα με βάλετε;” Είπεν ο Μανώλης, όστις τότε ήρχισε να εννοή

όλην την σοβαρότητα της καταστάσεως.

Περί της φυλακής είχε την φοβερωτέραν ιδέαν· διότι είχεν ακούση ότι οι

φυλακιζόμενοι εδεσμεύοντο χειροπόδαρα με βαρείας αλύσεις και εμαστιγώνοντο

σχεδόν καθημερινώς. Και άλλοι μεν απέθνησκαν εις την φυλακήν, άλλοι δε

εξήρχοντο με υγείαν διά παντός κατεστραμμένην. Αλλά και μόνον η ιδέα ότι θα

έχανε την ελευθερίαν του και μετ’ αυτής την Ζερβουδοπούλαν, τώρα ότε ήτο

σχεδόν βέβαιος περί της συναινέσεώς της, τον έφερεν εις απελπισίαν. Η ιδέα

τοιούτου κινδύνου του έδωκε την δύναμιν ν’ αποτινάξη τους χωροφύλακας και

διά δύο λακτισμάτων να τους κυλίση κατά γης αμφοτέρους. Έπειτα ετράπη εις

φυγήν. Αλλ’ όταν έφθασεν εις την γωνίαν του δρόμου, εστράφη μίαν στιγμήν

προς τους Αλβανούς και συγκάμψας τον βραχίονα, εφώναξε προς αυτούς,

προσπαθών να μιμηθή την προφοράν των:

“Να, ωρέ κασίδιδες!”

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!