04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Η κλασσική βιβλιοθήκη του Ovi

και χορούς. Ο Μανώλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν

μεταμφιεσθή προχείρως. Είς εξ αυτών λ. χ. είχε περάση τας χειρίδας καπότου

εις τα πόδια του διά να φαίνεται τάχα ότι φορεί φράγκικα και υπεκρίνετο τον

ιατρόν.

Άλλος είχε κατασκευάση τεράστιον σαρίκι περί την κεφαλήν του, τρίτος δε

είχε φορέση φουστάνια υποκρινόμενος την Ντελή Μαρίαν, μίαν μισότρελλην.

Επεχείρησε και ο Μανώλης να μιμηθή τον γιατρόν και να φορέση «τσιτωτά»,

αλλά το αποτέλεσμα ήτο να σχίση τας χειρίδας ενός καπότου. Πού να περάσουν

η ποδαρούκλες; Παραιτηθείς λοιπόν της φιλοδοξίας να μεταμορφωθή εις

Ευρωπαίον, ήρχισε να κάνη τον τράγον. Και εισήρχετο εις τα σπίτια βαδίζων

με τα τέσσερα και βελάζων. Οι άνδρες εξεκαρδίζοντο, αι δε γυναίκες, μεταξύ

των οποίων εισώρμα κατά προτίμησιν, απεσύροντο με ανησυχίαν προ του

ανθρωποειδούς τετραπόδου και εγέλων ως γαργαλιζόμεναι όταν ο Σάτυρος

επλησίαζεν.

Είχαν περάση τα μεσάνυκτα όταν εχωρίσθη από τους φίλους του. Το χωριό

είχεν ήδη κοιμηθή και επεκράτει σιγή, την οποίαν μόνον κραυγαί των αλεκτόρων

ή γαυγίσματα διέκοπτον από καιρού εις καιρόν. Ο Μανώλης μεθυσμένος και

παραπατών διηυθύνθη προς το σπίτι του. Αλλά καθ’ οδόν τον εσταμάτησεν

αιφνίδια ανάμνησις. «Πού, πας μωρέ; εμουρμούρισεν απευθυνόμενος προς τον

εαυτόν του. Πού πάς, μωρέ;» Εστάθη κ’ εσκέπτετο επί τινας στιγμάς, έπειτα

εστράφη προς τα οπίσω. Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε:

“Στο χέρι σου θαρρείς πως είνε να μη θες; ... θες και δε θες … Πεισματικά μου

κάνεις, αι; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ’ εγώ;

... Εγώ τάβαλα με τσ’ Αρναούτες και το Μουντίρη ... Δε φοβούμαι κιανένα ...

Πεισματικά μου κάνεις, αι; Απόψε τελειόνουνε τα πεισματικά.”

Τοιαύτα μονολογών έφθασεν εις το σπίτι της Ζερβούδαινας, το οποίον ήτο

κατάκλειστον και κατασκότεινον, όπως και όλα τα γειτονικά, όπως όλο το

χωριό. Ο Μανώλης εστάθη και εφαίνετο σκεπτόμενος· αλλά το βέβαιον είνε ότι

δεν εσκέπτετο τίποτε. Μάλλον εκοιμάτο όρθιος. Έπειτα επλησίασε προς την

θύραν και με κάποιαν δυσκολίαν ανέβη τα ολίγα σκαλοπάτια του προθύρου.

Έμεινε και εκεί ακίνητος επί τινα λεπτά, μεθ’ ό εξείλκυσε τον πασαλήν και

εισαγαγών την αιχμήν μεταξύ της παραστάδος και του θυροφύλλου ήρχισε

προσπαθών ν’ αποσύρη τον ξύλινον μάνδαλον. Αι προσπάθειαί του διήρκεσαν

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!