04.06.2021 Views

Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη - Ευθυμογράφημα

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

Ο “Πατούχας” του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861−1920), αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή περιγραφή χαρακτήρων.

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Ιωάννου Κονδυλάκη - Πατούχας

εντείνει την φυσικήν του τραχύτητα μέχρι μισανθρωπίας. Το στόμα του ήτο

πάντοτε έτοιμον εις μορφασμόν ανίας και οργής, ο γέλως του δε ήτο από τα

σπανιώτερα φαινόμενα. Το μόνον ον προς το οποίον εδείκνυε τρυφερότητά

τινα ήτο η Πηγή. Αλλ’ όταν προ τίνων ημερών της ωμίλησε περί του Τερερέ ως

καλού γαμβρού και η Πηγή ετόλμησε να του είπη καθαρά ότι δεν τον ήθελεν

ούτε ζωγραφιστόν, ο γέρων εθύμωσεν. Α! τι ενόμισεν; ότι της εζήτησαν τη

γνώμη της;

Αν αυτός το απεφάσιζε, θα ήτο τελειωμένη δουλειά. Δεν ηδύνατο να

φαντασθή ότι η κόρη του είχε κάμει μόνη την εκλογήν της.. Ο έρως ήτο δι’ αυτόν

ελαφρότης και κακοήθεα, την οποίαν δεν θα επέτρεπε ποτε εις την θυγατέρα

του. Θα ηγάπα μόνον τον άνδρα της και τον άνδρα της θα τον εξέλεγεν αυτός.

Την τραχύτητα του πατρός είχε κληρονομήσει και ο υιός του Στρατής, νέος

εικοσιπέντε ετών, υψηλός και καλοκαμωμένος, αλλά στρυφνός το ήθος και

δύστροπος τον χαρακτήρα. Αλλ’ η Πηγή με την ανεξάντλητον αγάπην και την

καλοκάγαθον εγκαρτέρησίν της κατώρθωνε ν’ αφοπλίζη την δυστροπίαν του.

Ο τύραννος τότε εμειδία χωρίς να το θέλη και εσκέπτετο ότι δεν μπορούσε

κανείς να κακιώση μ’ αυτό το θηλυκό.

Ο Σαϊτονικολής είπεν εις τον Θωμάν ότι επεθύμει να του ομιλήση ιδιαιτέρως

και επροχώρησαν, αφήσαντες ολίγα βήματα οπίσω τον Μανώλην και την

Πηγήν.

Όταν ούτω ο Μανώλης έμεινε μόνος με την Πηγήν, ευρέθη εις την θέσιν

ανθρώπου όστις εγκαταλείπεται αβοήθητος ενώπιον απροόπτου κινδύνου.

Η φράσις την οποίαν είχεν απευθύνει κατά την εσπέραν του βαπτίσματος

προς την Πηγήν του εφαίνετο τώρα τόσον μεγάλη, τόσον παράτολμος, ώστε

δεν ηδύνατο να εννοήση πού εύρε το θάρρος να την εκστομίση· και τόσην

εντροπήν επροξένει η ανάμνησίς της, ώστε δεν ετόλμα ν’ ατενίση την Πηγήν.

Αλλά και η Πηγή την ενθυμείτο την φράσιν εκείνην και το μεν εκ φόβου

μήπως επαναληφθή, το δ’ επιθυμούσα να την ακούση πάλιν, εβάδιζε κάτω

νεύουσα, ενώ το πρόσωπον της εφλέγετο υπό ερυθήματος. Και την συγκίνησίν

της ενέτεινεν έτι μάλλον η ιδέα ότι ο Σαϊτονικολής ωμίλει περί αυτής προς τον

πατέρα της. Το εμάντευσε και από το βλέμμα το οποίον της έρριψεν ο πατήρ

του Μανώλη όταν είπε προς τον πατέρα της ότι ήθελε να του ομιλήση.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!