θῆ: «Γυρίζαµε ἀπό τήν Φλώρινα, ἀφοῦ εἶχε τελειώσει ὁ πόλεµος. Στό δρόµο τῆςἐπιστροφῆς ἄκουσα τόν Λοχαγό νά βρίζη τά θεῖα. Τόν πλησίασα καί τοῦ εἶπα:«Ἀπό αὐτή τήν στιγµή ἀρνοῦµαι νά ἐκτελέσω ὁποιαδήποτε διαταγή σας, διότιβρίζοντας τά θεῖα προσβάλατε καί τήν πίστη µου καί τόν ὅρκο µου (Πατρίδαθρησκεία-οἰκογένεια)». Ἀκούγοντας αὐτά προσβλήθηκε καί µέ ἀπεκάλεσε αὐθάδη.Ὅταν ἀργότερα µοῦ εἶπε: «Σέ διατάσσω», ἀπάντησα: «Σᾶς τό δήλωσαπρίν ἀπό λίγο ὅτι στό ἑξῆς δέν θά ἐκτελῶ διαταγές σας». Ὁ Ἀξιωµατικός τότεµοῦ εἶπε: «Ἄς θεωρήσουµε τό θέµα λῆξαν».»Ὅταν φθάσαµε στό στρατόπεδο, πῆγα χωρίς καθυστέρηση καί ἀνέφερα ὅσασυνέβησαν στόν Διοικητή. Ἐκεῖνος µοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἄρνηση νά ἐκτελῶ διαταγήἀνωτέρου συνεπάγεται στρατοδικεῖο. Ξαναδήλωσα ὅτι δέν πρόκειται νά ἐκτελέσωδιαταγές τοῦ Λοχαγοῦ, διότι εἶναι ἐπίορκος, ἐπειδή βρίζει τόν Θεό, στόνὁποῖο καί οἱ δυό ὡρκιστήκαµε. Καί εἶπα µέ ἀγανάκτηση: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷµᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» 9 .* * *Ὁ Ἀρσένιος, ἀφοῦ γιά µιά πενταετία περίπου ὑπηρέτησε τήν Πατρίδα, τόν Μάρτιοτοῦ 1950 πῆρε τό ἀπολυτήριο τοῦ Στρατοῦ ἀπό τήν Μακρακώµη Λαµίας.Ὅταν ἀποχαιρετοῦσε τόν φίλο του κ. Παντελῆ, ἐκεῖνος τόν προσκάλεσε νάἐγκατασταθοῦν στήν Κέρκυρα µαζί, νά φτιάξουν ἀπό ἕνα σπίτι καί νά κάνουνοἰκογένεια. Ὁ Ἀρσένιος ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι θά γίνει καλόγηρος.Τελείωσε τήν στρατιωτική του θητεία, καί τώρα ἐπιθυµοῦσε µιά ἄλλη στρατεία,τήν κατάταξή του στό µοναχικό τάγµα, γιά νά ὑπηρετῆ τόν ἐπουράνιοΒασιλέα.9Πράξ. ε΄, 29.26Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò
Δ’. ΑΓΙ<strong>Ο</strong>Ν <strong>Ο</strong>Ρ<strong>Ο</strong>ΣΣΤΙΣ Μ<strong>Ο</strong>ΝΕΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝ<strong>Ο</strong>Υ ΚΑΙ ΦΙΛ<strong>Ο</strong>ΘΕ<strong>Ο</strong>ΥἈγῶνες ἀρχαρίουὉἈρσένιος προσῆλθε στήν ἱερά Μονή Ἐσφιγµένου τοῦ Ἁγίου Ὄρουςπού τότε δέν εἶχε γίνει ζηλωτική γιά νά µονάση. Ἔχοντας πρότυπατούς ὁσίους Πατέρες, προσπαθοῦσε νά τούς µιµηθῆ. Ἔβαλε ὡς θεµέλιοτῆς µοναχικῆς ζωῆς τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑπακοή καί ἐπιδόθηκε σέἀγῶνες ὑπέρ τήν ἀντοχή του.Τίς ἡµέρες κοπίαζε σωµατικά καί τίς νύχτες παρέµενε ἄϋπνος, προσευχόµενοςκαί δοξολογώντας τόν Θεό. Αἰσθανόταν µεγάλη κούραση, ἀλλά ἦταν ἀνυποχώρητοςστήν ἄσκηση. Συνεχῶς πρόσθετε νέους ἀγῶνες, πάντα µέ εὐλογία καίπαρακολούθηση ἀπό τόν Ἡγούµενο. Ὅλα τά ἔκανε µέ χαρούµενη διάθεση.Ἔλεγε: «Κάναµε πολύ σκληρή δουλειά στόν τόρνο ὅλη τήν ἡµέρα. Τό βράδυπήγαινα στό Ἀρχονταρίκι καί βοηθοῦσα µέχρι τίς 10 ἤ 11 ἡ ὥρα. Δέν µοῦ ἔµενεχρόνος οὔτε γιά πνευµατικά. Γι᾿ αὐτό στήν συνέχεια, ὅταν πήγαινα στό Κελλίµου, δέν κοιµόµουν, µόνο ἔβαζα ἕνα τέταρτο τά πόδια ψηλά γιά νά ξεκουραστοῦνλίγο καί νά κατέβη τό αἷµα (πού µαζευόταν ἀπό τήν πολύωρη ὀρθοστασία).Μετά στεκόµουν ὄρθιος σέ µιά λεκάνη µέ νερό, γιά νά µή µέ παίρνη ὁ ὕπνος,καί ἔκανα τά κοµποσχοίνια. Κοιµόµουν µισή µέχρι µία ὥρα, καί µετά πήγαιναστήν ἀκολουθία γιά νά διαβάσω τό Μεσονυκτικό. Καί ἐπειδή εἶχα τόν λογισµό,µήπως δέν θά κατάφερνα ἀργότερα νά κάνω τά καθήκοντα τοῦ µεγαλοσχή-µου, ζήτησα εὐλογία ἀπό τόν Ἡγούµενο καί µοῦ ἔδωσε, νά κάνω τόν κανόνατοῦ µεγαλοσχήµου ἀπό δόκιµος. Ὄχι ἀπό ἐγωισµό, ἀλλά µήπως δέν µπορέσωνά ἀνταποκριθῶ στίς ὑποχρεώσεις τοῦ Σχήµατος. Δέν τἄκανα µέ ὑπερηφάνεια.«Ἄν δέν µπορῶ», ἔλεγα, «νά µήν κοροϊδεύω τόν ἑαυτό µου».Στήν Ἐκκλησία δέν καθόταν καθόλου. Στεκόταν ὄρθιος στό στασίδι. Πήγαινεκαµµιά φορά νά τόν κλέψη ὁ ὕπνος καί ἀµέσως τιναζόταν.Τόν χειµῶνα δέν ἄναβε φωτιά. Εἶχε τόση ὑγρασία στό Κελλί, πού ἡ µούχλαγινόταν σάν βαµβάκια στούς τοίχους. Ὅταν τό κρύο ἦταν ἀνυπόφορο, εἶχε ἕναδέρµα ζώου, ἀπό αὐτά πού ἔκανε τά σαµάρια, καί τύλιγε τά πόδια του. Δούλευεἔξω στό κρύο µόνο µέ τό ζωστικό, καί ἔβαζε ἀπό µέσα ἕνα χαρτί γιά νά τόνπροστατεύη λίγο.Πρίν ἀπό τήν Μεγάλη Σαρακοστή εἶχαν τυπικό στό Μοναστήρι νά δίνουν σέΓέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò27