Σέ ἐπιστολή του (6-4-69) γράφει: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώση νά ἐλευθερωθῆἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα, τότε µπορεῖ νά νιώση τήν µεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,ἡ ὁποία τόν σκλαβώνει καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Θεοῦ».Αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα τήν αἰσθάνθηκαν καί τά θηρία τοῦ δρυµοῦ, καίοἱ ἑτερόγλωσσοι Βεδουίνοι, καί αὐτή συγκινεῖ καί τούς σηµερινούς ταλαιπωρη-µένους νέους. Στό πρόσωπό του βρίσκουν τόν στοργικό πατέρα καί τήν ἀγάπηπού στερήθηκαν. Πολλοί ἀπό αὐτούς, ἄν καί δέν τόν εἶχαν γνωρίσει, πηγαίνουνκαί βρέχουν µέ δάκρυα τό χῶµα τοῦ τάφου του, ἐπειδή νιώθουν νά τούς περιπτύσσεταιµέ τήν ἀρχοντική του ἀγάπη ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται.Ἐργαζόµενος ὡς ξυλουργός στήν συντήρησητῶν εἰκόνων του Σινᾶ76Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò
Β’. ΧΑΡΙΣΜΑΤΑὙπέρβαση τῶν νόµων τῆς φύσεωςΣτόν π. Παΐσιο, ὅπως θά φανεῖ, τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑποχωροῦσανἐνίοτε ἐνώπιόν του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐνεργοῦσε ὑπερβαίνοντας καί καταργώνταςτούς φυσικούς νόµους.ἌβρεκτοςὉ Γέροντας χρησιµοποιοῦσε ὀµπρέλλα καί ἀδιάβροχο. Δέν ἦταν ἀλεξίβροχος,οὔτε ἀδιάβροχος. Ἀντιθέτως ἦταν εὐαίσθητος στό κρύο καί στήν ὑγρασία.Κάποιες φορές ὅµως, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Θεός, γινόταν ἄβρεκτος.Ἐνῶ δηλαδή γύρω του ἔβρεχε πολύ, αὐτόν δέν τόν ἄγγιζε σταγόνα.*«Κάποτε µετέφερα τόν Γέροντα», διηγεῖται ὁ κ. Κουτσογιάννης Κωνσταντῖνος,«ἀπό τό µοναστήρι τοῦ Τιµίου Προδρόµου Χαλκιδικῆς στήν Σουρωτή. Σέ ὅλη τήνδιαδροµή εἴχαµε καταρρακτώδη βροχή λές καί εἶχαν ἀνοίξει οἱ καταρράκτες τοῦοὐρανοῦ. Μόλις φθάσαµε, περίµεναν οἱ ἀδελφές µέ ὀµπρέλλες καί πανωφόριανά τά δώσουν στόν Γέροντα νά µήν βραχῆ. Μοῦ ἔκαναν νόηµα νά πλησιάσωὅσο γίνεται πιό κοντά στό κτίριο. ῞<strong>Ο</strong>µως, ὅλως παραδόξως ἐκείνη τήν στιγµή σέµιά ἀκτίνα δύο µέτρων γύρω ἀπό τό αὐτοκίνητο ἔπαυσε νά πέφτη βροχή, ἐνῶπιό πέρα χαλοῦσε ὁ κόσµος. Ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Γέροντας καί µέ χαιρέτησε καίµπῆκε µέσα, ἄρχισε νά βρέχη κανονικά καί πάνω στό αὐτοκίνητο».ἈθέατοςΜαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη ἀπό τήν Κόρινθο: «Ἐπισκέφθηκα τόν γέρονταΠαΐσιο στό Καλύβι τοῦ Τιµίου Σταυροῦ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1979. Βρῆκα τήνπόρτα ἀνοιχτή. Φωνάζω, ξαναφωνάζω, ξαναφωνάζω ἀπό τήν πόρτα τοῦ φράκτη,δέν πῆρα ἀπάντηση. Ἦταν πρωί, 8 ἡ ὥρα, καί περίµενα. Σέ µιά στιγµή βλέπω τόνπ. Παΐσιο µπροστά µου. Ξαφνιάστηκα, τά ἔχασα. «Ἐδῶ ἤµουνα, Γιῶργο», µοῦ εἶπεΓέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò77