ΣΤ΄. EΡHMITHΣΣTO ΘEOBAΔIΣTON OΡOΣ ΣINAΜακαρία ἐρηµική ζωήὉΓέροντας ζήτησε εὐλογία νά µείνη µόνος στήν ἔρηµο. Ἐγκαταστάθηκεστό ἀσκητήριο τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήµης, πού ἀποτελεῖταιἀπό τό Ἐκκλησάκι καί ἕνα πολύ µικρό συνεχόµενο Κελλάκι.Βρίσκεται σέ ὡραία θέση σέ ὕψωµα, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τήν ἁγία Κορυφή,καί ἀπέχει λιγώτερο ἀπό µία ὥρα ἀπό τό Μοναστήρι.Διακόσια µέτρα πιό πάνω βρίσκεται ἡ σπηλιά τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καί λίγοπιό πίσω εἶναι ἡ Σκήτη πού ἔµενε ἡ ἁγία Ἐπιστήµη µέ τίς ἄλλες ἀσκήτριες.Ἅγια µέρη, εὐλογηµένα. Παρ᾿ ὅλη τήν αὐχµηρότητά τους, ἐµπνέουν αὐτά τάβράχια. Ἐκεῖ ψηλά λοιπόν, σάν ἀετός, ἔστησε ὁ Γέροντας τήν φωλιά του, ἔκανεµᾶλλον τήν πολεµίστρα του ὁ ἀετός τοῦ πνεύµατος.Πολύ κοντά, «ὡσεί λίθου βολήν», στό ἀσκητήριο εἶχε µιά µικρή πηγούλα.Μάζευε τό 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πήγαινα µέ ἕνα τενεκάκινά πάρω νερό, γιά νά κάνω τσάι ἤ νά βρέξω λίγο τό µέτωπο, λέγονταςτούς χαιρετισµούς µέ εὐγνωµοσύνη καί τά µάτια µου πληµµύριζαν ἀπό δάκρυα.«Θεέ µου,» ἔλεγα, «λίγο νερό νά πίνω˙ δέν θέλω τίποτε ἄλλο». Τόσο πολύτιµοἦταν αὐτό τό λιγοστό νεράκι γι᾿ αὐτόν πού ἤθελε νά ζήση ἐκεῖ στήν ἔρηµο. Ἀλλάκαί αὐτό ὁ Γέροντας τό µοιραζόταν µέ τά ἄγρια ζῶα καί τά διψασµένα πουλιάτῆς ἐρήµου.– Γέροντα, πῶς ζούσατε στό Σινᾶ; τόν ρώτησε κάποιος.Ἀπάντησε: «Ἡ τροφή µου ἦταν τσάι µέ παξιµάδι πού τό ἔκανα µόνος µου.Ἔκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύµης) καί τά ξέραινα στόν ἥλιο. Γίνονταν τόσοσκληρά, πού ἔσπαζαν σάν τζάµι. Καµµιά φορά ἔβραζα καί ρύζι στουµπισµένοµέσα σέ ἕνα κονσερβοκούτι. Αὐτό ἦταν καί µπρίκι καί κατσαρόλα καί πιάτο καίποτήρι. Αὐτό τό κονσερβοκούτι καί ἕνα κουτάλι λίγο πιό µικρό ἀπό τῆς σούπαςἦταν ὅλο τό νοικοκυριό µου.»Ἀκόµη, εἶχα µιά φανέλλα, πού τήν φοροῦσα τή νύχτα γιά νά ἀντιµετωπίζωτό κρύο. Ἔπινα καί ἕνα τσάι µαῦρο, γιά νά µέ βοηθᾶ στήν ἀγρυπνία,καί ἔβαζα καί µιά κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, πού ἀντιστοιχοῦσε µέ ἄλληµιά φανέλλα. (Δηλαδή οἱ θερµίδες πού τοῦ ἔδινε ἡ παραπανίσια ζάχαρη ἦτανσάν νά φοροῦσε ἀκόµη µιά φανέλλα). Εἶχα καί µιά ἀλλαξιά χοντρά ροῦχα,γιατί τή νύχτα ἔκανε πολύ κρύο. Δέν εἶχα οὔτε φανάρι, οὔτε φακό, παρά µόνοἕναν ἀναπτήρα, γιά νά βλέπω λίγο στό σκοτάδι, ὅταν βάδιζα σέ κανένα36Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò
πέτρινο µονοπάτι µέ σκαλοπάτια. Τόν χρειαζόµουν ἐπίσης γιά νά ἀνάβωκαµµιά φορά φωτιά µέ φρύγανα, γιά νά κάνω κανένα ζεστό. Εἶχα καί λίγεςτσακµακόπετρες καί ἕνα µπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ µικρό γιά τόν ἀναπτήρα.Τίποτε ἄλλο.»Μιά φορά φύτεψα καί µιά ρίζα ντοµάτα, ἀλλά µετά µέ πείραξε ὁ λογισµόςµου καί τήν ξερρίζωσα, γιά νά µήν προκαλῶ τούς Βεδουΐνους. Μοῦ φαινότανἀταίριαστο, οἱ φτωχοί Βεδουΐνοι νά µήν ἔχουν ντοµάτες, καί ἐγώ πού ἤµουνκαλόγηρος νά ἔχω, ἔστω καί µιά ρίζα.»Τήν ἡµέρα ἔλεγα τήν εὐχή καί ἔκανα ἐργόχειρο. Εὐχή καί ἐργόχειρο. Αὐτόἦταν τό τυπικό µου. Τή νύχτα ἔκανα µερικές ὧρες µετάνοιες, χωρίς νά τίς µετρῶ.Ἀκολουθία δέν διάβαζα, τήν ἔκανα µέ κοµποσχοίνι.»Γιά νά µή µέ ἐνοχλοῦν οἱ περίεργοι, ἔκανα µέ πράσινη λαδοµπογιά νεκροκεφαλές(σῆµα κινδύνου) στά βράχια. Μιά φορά ἕνας τουρίστας Γερµανός θέλησενά ἀνεβῆ ἐπάνω. Νόµισε ὅτι εἶναι ναρκοπέδιο, ἀλλά ἐπειδή φαίνεται ἤξερεἀπό τέτοια, πρόσεχε ποῦ πατοῦσε καί κατώρθωσε νά φθάση µέχρι ἐπάνω. Ἐγώτόν παρακολουθοῦσα ἀπό ψηλά. Τόν ἄφησα νά πλησιάση, µετά µπῆκα στήνσπηλιά τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καί τράβηξα ἕνα δεµάτι ἀγκάθια στήν εἴσοδο.Ἔψαξε, ἀλλά δέν µπόρεσε νά µέ βρῆ καί γύρισε πίσω».Ἁπλοποίησε πολύ τήν ζωή του καί ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση µέ ὅλες του τίςδυνάµεις, χωρίς περισπασµούς. «Ἡ ἔρηµος ἐρηµώνει τά πάθη. Ὅταν τήν σεβασθῆςκαί προσαρµοσθῆς πρός τήν ἔρηµο, σοῦ δίνει νά αἰσθανθῆς τήν παρηγοριάτης», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας µέ νοσταλγία, ἐκφράζοντας µέ λίγες λέξειςτήν ἐµπειρία του ἀπό τήν Σιναϊτική ἔρηµο.Ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας νά ἐπισκέπτεται τόπους, ὅπου ἔζησαν ἀσκητές. Θαύµαζετά µικρά ἀσκητικά σπήλαια. Ἀλλοῦ σωζόταν µιά µικρή στερνούλα, σέ ἄλλαφαινόταν µαυρισµένος ὁ βράχος ἀπό τήν φωτιά πού ἄναβαν κάπου-κάπου γιάνά µαγειρεύουν. Τόν ἐνέπνεαν καί τόν συγκινοῦσαν αὐτά τά παλαιά ἀσκητήρια.Ἐπισκέφθηκε καί τό ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀρσελαΐτου. Εἶναιµιά πανέρηµος κατάλληλη γιά ἀναχωρητές. Τήν Μεγάλη Σαρακοστή τήν πέρασεστό ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, πού ἀναφέρει καί ἡ Κλίµακα 13 , κάτωἀπό τήν ἁγία Κορυφή, µέ µεγάλη νηστεία, σχεδόν ἀσιτία. Εἶχε ἐκεῖ µόνο ἕνατενεκεδάκι, γιά νά βγάζη νερό ἀπό τό πηγάδι πού ὑπῆρχε πιό κάτω, στόν προφήτηἨλία.Εἶχε τυπικό νά µή φοράη παπούτσια. Εἶχαν σχιστῆ οἱ φτέρνες του καί ἔτρεχαναἷµα. Τά παπούτσια τά εἶχε στό ντορβά καί τά φοροῦσε µόνο ὅταν κατέβαινεστό Μοναστήρι ἤ συναντοῦσε κάποιον στόν δρόµο. Γιά ὅποιον γνωρίζει τίςσυνθῆκες τῆς ἐρήµου, εἶναι πολύ ὀδυνηρό νά βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνωστά βράχια ἤ στήν ἄµµο. Τήν ἡµέρα καῖνε τόσο πολύ, πού οἱ Βεδουΐνοι βάζουναὐγά στήν ἄµµο καί γίνονται µελάτα, ἐνῶ τή νύχτα εἶναι τόσο κρύα τά βράχια,σάν νά πατᾶ κανείς πάνω σέ πάγο.Στό Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή ἤ κάθε δεκαπέντε ἡµέρες. Βοηθοῦσεστήν ἀκολουθία καί κοινωνοῦσε.13Κλῖµαξ Ζ΄, ν΄.Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò37