Α’. ΑΡΕΤΕΣ«Πλουτοταπείνωσις»Ὅπως τό ἅλας µπαίνει σέ ὅλα τά φαγητά καί τά νοστιµίζει, ἔτσι καί στήνζωή τοῦ Γέροντα, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις, στά λόγια, στά γραπτά, στίςσχέσεις του µέ τούς ἄλλους, συναντοῦµε τήν ταπεινοφροσύνη. Ἐνδύθηκεἡ ψυχή του σάν ἔνδυµα τήν ταπείνωση, τήν «στολή τῆς θεότητος» 28 .Τά θαύµατα καί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ἀντί νά τοῦ φέρνουν λογισµούςὑπερηφανείας, γίνονταν ἀφορµές ταπεινώσεως καί µεγαλυτέρου ἀγῶνος. Αὐτήεἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ταπεινώσεώς του. Ταπείνωση ἀρχοντική, «πλουτοταπείνωσις»29 .Ἀποστρεφόταν καί ἀπέφευγε τίς τιµές, τίς διακρίσεις, τά ἀξιώµατα, τήν προβολή,ὅπως ἡ µέλισσα τόν καπνό. Εἶχε βαθειά καί ἀληθινή ταπεινοφροσύνη,ὅπως φαίνεται ἀπό αὐθόρµητες ἐκδηλώσεις του.Στήν Κέρκυρα ὅταν συνάντησε τόν φίλο καί συστρατιώτη του Παντελῆ Τζέκο,ἐκεῖνος τόν σύστησε στήν µητέρα του: «Αὐτός εἶναι πού µέ ἔσωσε». Ὁ Γέρονταςτινάχθηκε ἐπάνω καί εἶπε ζωηρά: «῎<strong>Ο</strong>χι, ὄχι ἐγώ, ὁ Κύριος».Στήν ἐπικοινωνία µαζί του δέν ἔνιωθες διαφορά, δέν σέ ἄφηνε νά αἰσθάνεσαικατώτερος, γιατί ὁ ἴδιος δέν αἰσθανόταν ὅτι στέκεται ψηλότερα, ἀλλά ἔβλεπετούς ἄλλους ἀνωτέρους του.Ἔλεγε γιά τήν ταπείνωση: «Δέν ἀρκεῖ µόνο νά διώχνουµε τούς λογισµούςὑπερηφανείας, ἀλλά νά σκεφθοῦµε τήν θυσία καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καίτήν δική µας ἀχαριστία. Τότε ἡ καρδιά µας καί γρανιτένια νά εἶναι ραγίζει.Θέλοντας νά δείξη τά ἀποτελέσµατα τῆς ταπεινώσεως ἀνέφερε τό ἑξῆς:«Μιά φορά ἕνα γατάκι ἦταν ἄρρωστο. Τό καηµένο, πήγαινε νά κάνη ἐµετό καίδυσκολευόταν πολύ, δέν µποροῦσε. Τό πόνεσα πού ὑπέφερε. Τό σταύρωσα, τίποτε!«Βρέ χαµένε», λέω στόν ἑαυτό µου, «ἕνα γατάκι δέν µπορεῖς νά βοηθήσης».῞<strong>Ο</strong>ταν ταπεινώθηκα, ἀµέσως ἔγινε καλά».Γιά νά ἀποφύγη τίς ἐκδηλώσεις τιµῆς κατά τήν κηδεία του, ἀλλά καί στήνσυνέχεια, ἐπιθυµοῦσε νά κοιµηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά28Ἀβ. Ἰσαάκ Λόγος Κ΄, σ. 76.29«Ἄλλη ἡ τῶν πενθούντων σκυθρωπή ταπείνωσις, καί ἑτέρα ἡ τῶν ἔτι ἁµαρτανόντων τοῦ συνειδότοςκατάγνωσις καί ἄλλη ἡ τοῖς τελείοις δι᾿ ἐνεργείας Θεοῦ προσγινοµένη µακαρία πλουτοταπείνωσις», Κλῖ-µαξ Ε΄, θ΄.68Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò
ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τό θέληµα τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό, ταπεινά ὑπάκουσεκαί ἔκοψε καί τήν τελευταία ἐπιθυµία του. Μόνο ζήτησε νά µήν κληθῆκανείς στήν κηδεία του.* * *Ὁ γέροντας Παΐσιος εἶχε τήν µακαρία ἁπλότητα, εἶχε ἁγιότητα βίου, ἔβλεπετό ἄκτιστο φῶς καί ζοῦσε µεγάλες καταστάσεις, ἀλλά εἶχε καί τήν πνευµατικήγνώση. Ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι αὐτά πού ζοῦσε ἦταν γεγονότα θεῖα, σπάνιεςκαταστάσεις χάριτος. Ἀλλά ἐγνώριζε καλύτερα ὅτι αὐτά ἦταν τοῦ Θεοῦ˙δικές του ἦταν µόνο οἱ ἁµαρτίες. Εἶχε πλήρη συνείδηση ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν µιάἐλεηµοσύνη τοῦ Θεοῦ στόν ἴδιο. Γι᾿ αὐτό ἔλεγε: «Εἶµαι ἕνα κονσερβοκούτι, πούγυαλίζει στόν ἥλιο καί φαίνεται χρυσό, ἀλλά εἶναι ἄδειο. Ἄν µέ ἐγκαταλείψη ἡχάρις τοῦ Θεοῦ, θά γίνω ὁ πιό µεγάλος ἀλήτης καί θά γυρίζω µέσα στήν Ὁµόνοια,πού καί σάν λαϊκός δέν πάτησα ποτέ σέ καφενεῖο».Τήν µεγάλη του ἄσκηση δέν τήν ἐλάµβανε καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν του, διότι τήνἔκανε ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί ὄχι «χάριν µισθαποδοσίας». ῎Ενιωθε ἐλεηµένοςκαί ὑποχρεωµένος στόν Θεό. Ἀναστέναζε καί πονοῦσε, διότι δέν εἶχε κάνειτίποτε. «Γνώρισα Ἁγίους καί ἔπρεπε νά κάνω πολλά», ἔλεγε. Ἔνιωθε ὅτι δένἀνταποκρίθηκε, δέν κατώρθωσε νά προσφέρη αὐτά πού ἔπρεπε στόν Θεό.Αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας. Μέγας, βυθισµένος µέσα στήν ἄβυσσο τῆς «πλουτοταπεινώσεώς»του, µέ πλήρη ἐπίγνωση τῶν θείων χαρισµάτων, ἀλλά καί τῆςἀναξιότητός του.Ἐργάτης καί κήρυξ µετανοίαςἘπιστρέφοντας ἀπό µιά ἔξοδό του στόν κόσµο ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἡ ἁµαρτίασήµερα ἔγινε τῆς µόδας. <strong>Ο</strong>ὔτε τό δέκα τοῖς ἑκατό δέν ἦταν ἐξοµολογηµένοι ἀπόαὐτούς πού εἶδα. Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη καί κάθε µέρα νά ἐξοµολογοῦµαι καί αὐτοίδέν βρίσκουν ἁµαρτίες!».Ὁ Γέροντας ἐκινεῖτο σέ ἄλλον πνευµατικό χῶρο. Ἀξιολογοῦσε διαφορετικάτίς πράξεις του. Γιά τούς ἄλλους εὕρισκε πάντα ἐλαφρυντικά, τόν ἑαυτό τουὅµως τόν ἔκρινε αὐστηρά. Ἔλεγε: «Τεκµήριο γνησιότητος τῆς πνευµατικῆς ζω-ῆς κάποιου εἶναι ἡ µεγάλη αὐστηρότητα στόν ἑαυτό του καί ἡ πολλή ἐπιείκειαστούς ἄλλους. Νά µήν χρησιµοποιῆ τούς κανόνες γιά κανόνια ἐναντίον τῶν ἄλλων».῎Εκανε λεπτή πνευµατική ἐργασία, µετανοοῦσε, ἐξωµολογεῖτο καί ἔκανεµέ φιλότιµο αὐτοπροαίρετες ἀσκήσεις καί κανόνες, µιµούµενος τούς Ἁγίους.Ἀνέφερε: «῞<strong>Ο</strong>ταν ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι ὅτι εἶναι ἁµαρτωλοί, τό πίστευαν. Τά πνευµατικάτους µάτια εἶχαν γίνει σάν µικροσκόπια καί ἔβλεπαν καί τά παραµικράσφάλµατά τους σάν µεγάλα».῞<strong>Ο</strong>ποιος ἄκουγε τόν Γέροντα νά µιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του, θά σχηµάτιζε τήνἐντύπωση ὅτι εἶναι µεγάλος ἁµαρτωλός. Ζοῦσε ἔντονα τήν µετάνοια, ἀλλά µέσατου εἶχε παρηγοριά καί χαρά πού ξεχείλιζε.Ἡ µετάνοιά του ἦταν φλογερή, γι᾿ αὐτό αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐξοµολογῆταισυχνά. Γιά ἕνα διάστηµα, ἐκτός τῶν ἄλλων ἀσκήσεων ἔκανε καί ἑβδοµήνταἑπτά κοµποσχοίνια τριακοσάρια µέ σταυρούς. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό συµβολικάτήν ἑβδοµηκοντάκις ἑπτά συγχώρηση. Αὐτός ἦταν ὁ µεγάλος ἁµαρτωλός,Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò69